ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

0 Θοδωρής Πετρόπουλος γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. καθώς και Συμβουλευτική και Προσανατολισμό στο Τμήμα ΣΥ.Π. της ΑΣΠΑΙΤΕ ΣΕΛΕΤΕ. Έχει μεταπτυχιακό στη «Δημιουργική γραφή και λογοτεχνική συγγραφή» που συνδιοργανώνουν το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και το Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Εργάζεται 30 χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση ως φιλόλογος. Με την ποίηση και τη μουσική ασχολείται από παιδί. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα και κριτικές προσεγγίσεις σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως τα «Culture book», «Fractal», «Περί Ου» καθώς και στα έντυπα περιοδικά «Νόημα» και «Μανδραγόρας». Η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή. Είναι ενεργό μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης που ίδρυσε και συντονίζει ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου. Επίσης, έχει ασχοληθεί με τη στιχουργική και τη σύνθεση τραγουδιών, ενώ εμφανίζεται ενίοτε σε μουσικούς χώρους της Θεσσαλονίκης.

.

.

ΑΔΥΤΟ ΑΓΙΩΝ (2024)

ΑΔΥΤΟ ΑΓΙΩΝ

Να ξεψυχάει μια βροχή.
Μια θάλασσα να μας κοιτάζει,
θυμίαμα η ανάσα της.
Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές
ν” ανηφορίζουν.
Το φεγγάρι μονοκοντυλιά Θεού.
Κάποιοι να τρεκλιζουμε
γυμνοί κι ανέστιοι
ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια.

Μετά φόβου Θεού.
Σε άδυτο Αγίων.
Σε ραγισμένο εικονοστάσι.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Στη μνήμη του Άλκη Καμπανού

Ο άνεμος χαστουκίζει τις λέξεις,
Ο χρόνος λυσσομανά
στα σοκάκια του κόσμου.
Μυρίζει θάνατο από την πάνω γειτονιά.

Φεγγάρι απλώνεται στις στέγες
στα μάτια των περαστικών
τα βλέφαρα ενός παιδιού.

«Μη με χτυπάτε άλλο…»

Οι περαστικοί περνούν.
Ο ένας δείχνει στον άλλο
ένα παιδί που το χτυπούν.
Κοιτούν τις βιτρίνες, τον δρόμο, το κινητό τους.

«Μη με χτυπάτε άλλο…»

Θάνατος μυρίζει στις γειτονιές του κόσμου.

«Μη με χτυπάτε άλλο…»

Ακίνητη η λέξη στο ύψος των ματιών.
Επιμένει.

Θάνατος.

ΓΙΑΣΕΜΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Θάλασσα κι αγέρι μου,
φυλαχτό στο χέρι μου.
Σύννεφο λεχούδι μου,
φεγγάρι και τραγούδι μου.

Άστρο πεφταστέρι μου
της ψυχής νυχτέρι μου.
Άκου απ’ το κοχύλι μου
που σε ζητούν τα χείλη μου.

Μήλο και κανέλλα μου,
ερημιά και τρέλα μου.
Κόπιασε στο φως μου
γιασεμί του κόσμου

ΦΕΓΓΑΡΙ

Νύχτωσε νωρίς απόψε.
Ας βιαστούμε λοιπόν.

Υπάρχει ακόμη
το πρωινό φεγγάρι
με το μεγάλο πρόσωπο.
Κοιτάζει κατάματα την καρδιά μας
μεγαλώνει τις σκιές
γλυκαίνει το κερί στο δωμάτιο
βάφει τη θάλασσα.

Πικρό κουκούτσι ο όχλος
ποτάμι περνάει εμπρός μας.
Πόδια δίχως βλέμμα
κάποια στιγμή θα μας πάρουν μαζί τους.

Έλα κοντά μου.

Όσο υπάρχει φεγγάρι
θα βλέπω τα μάτια σου
θα πλέκουμε τα δάκτυλα
θα ερωτευόμαστε.

Έλα κοντά μου

Όσο υπάρχει φεγγάρι
κόσμος είμαστε εμείς.

ΝΗΣΙ

Είμαι νησί
Περιμένεις στις άκρες μου.
Σκόρπια φύλλα περνούν από μπροστά σου
απόκρημνη η σιωπή πλησιάζει.
Σβήνω το φως, σβήνεις το βλέμμα;

Μη με κοιτάς, μετρώ τις ξέρες μου.
Κάποτε έμοιαζα εσένα
έλεγα νησί δεν γίνομαι
θα δώσει ο Θεός θα ’ρθουν να με σκαντζάρουν.

Μη με κοιτάς, κοίτα μακριά μου.
Τραβέρσο ανάποδο
σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές.
Είμαι νησί, τ’ ακούς;
Τι γυρεύεις στην ακτή μου;

Είσαι το μπουκάλι με τ’ όνομά μου.

Πλέει αλάργα ένα καράβι.
Αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει.
Θα σβήσω την άκρια, το λιμάνι, τις ξέρες μου.

Αν γίνω άνθρωπος, θα με πάρει.

Η ΠΥΛΗ

Ανοχύρωτη πόλη.
OL εχθροί το διέταξαν.
Ήρθαν, επόπτευσαν, αποχώρησαν.

Γκρεμίσαμε τα τείχη
διχάσαμε την ύπαρξη
ξεπροβοδίσαμε τα παιδιά μας.

Σταθερότητα.

Μια πύλη αφήσαμε μόνο.
Η διαταγή σαφής:
—Να την καλλωπίζετε κάθε μέρα!
—Από εδώ θα μπαίνουμε
από εδώ θα βγαίνουμε.

Κάθε μέρα λοιπόν τη βάφουμε.
Τους δώσαμε και το κλειδί της.

Μη μας ξυπνάνε απ’ τα χαράματα..

ΠΡΩΙ ΠΟΛΥ

Πρωί.
Λάμπει η οικουμένη.
Στις πύλες οι εχθροί.

Ο βασιλιάς αρνείται ακρόαση.
Πρωί πολύ.
Οι εχθροί μπαίνουν στο προαύλιο.
Παίζουν μπάλα με το κεφάλι του βασιλιά.
Τα παιδιά κοιτάζουν.

Οι γείτονες χαιρετούν τους νέους γείτονες
Το κεφάλι τους στη θέση του ακόμη.

Τα παιδιά σηκώνουν τους νεκρούς γονείς τους.
Ώρα να τα βάλουν για ύπνο.

Λάμπει η οικουμένη
Σκοτάδι βαθύ.

ΑΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΑΧΝΑΡΙ

Της θάλασσας, ακύμαντο τραγούδι
των άστρων οδηγός κι αλφαβητάρι
μισή φτερούγα φως μισό φεγγάρι
κι αερικό του έρωτα λουλούδι

Αγέρι τ’ ουρανού, πνοή καθάρια
δροσάτο πρωινού κι ορφνό γιοφύλλι
θροΐζουν στο θρυπτό πυρρό σ’ αχείλι
σαν δυο κλωνάρια φως χλωρά κι ανάρια.

Στο λιόγερμα απλώνεται η πλώρη
τ’ ακρόπρωρο μια Παναγιά γοργόνα
μας γνέφει απ’ τον βυθό θαλάσσια κόρη.

Της θάλασσας ακύμαντο τραγούδι
σε φέρνει στην ακτή η αλκυόνα
ανέσπερο της νιότης μας λουλούδι.

Του ήλιου πεταρούδι
αφτέρουγό μου φως και νιο φεγγάρι
αερικό του έρωτα αχνάρι.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 22/7/2025

Εντός των αδύτων του πνεύματος και της καρδιάς εισχωρεί ο Θόδωρος Πετρόπουλος στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Άδυτο Αγίων» (Μανδραγόρας, 2024). Τα ποιήματα, σε μία θεματική ενότητα αναπτυγμένα, διαμορφώνουν την προσωπική ποιητική ψυχογραφία. Γνώρισμα ο εξομολογητικός τόνος και η συναισθηματική φόρτιση.

Ο Πετρόπουλος ανιχνεύει τα ενδότερα κάνοντας χρήση αρχετυπικών συμβόλων και εικόνων της φύσης. Ο έρωτας, η αγάπη, η απουσία, ο χρόνος, η ομορφιά, η βία, το φευγαλέο της ζωής, είναι θέματα που τον απασχολούν. Τα περιγράφει με αρωγό τη θάλασσα και τα ξωκλήσια, τις πασχαλιές και τον άνεμο, το φως, τα κοχύλια, τα ασβεστωμένα καντούνια. Τρυφερή και λυρική η ποίησή του. Με σκηνές που δανείζεται από τη φύση, τις αισθήσεις να κυριαρχούν, προσπαθεί να ξεκλειδώσει τα μυστήρια της ζωής, τις παθογένειες της κοινωνίας.

Αιώρηση

Φιλί θαλασσινό,
αχλύ κι αχός,
γαρυφαλλάκι άρωμα,
σπουργίτι ζητιανάκι,
γουλιά κι απομεσήμερο,
μισή φτερούγα φως,
άλλη μισή φεγγάρι.
Τακτοποιώ την οικουμένη.
Παράθυρο που κλείνει. (σελ. 26)

Η ποίηση του Πετρόπουλου είναι ανθρωποκεντρική. Την αγάπη και τη συγχώρηση ευαγγελίζεται. Δίνει έμφαση στον υπαρξιακό χαρακτήρα του ερωτικού συναισθήματος, το οποίο αντιμετωπίζει ως κινητήρια δύναμη της ζωής, παρότι δεν παύει ενίοτε να αμφισβητεί την πληρότητά του λόγω της φθοράς του χρόνου ή της απώλειας. Την ύπαρξη του αγαπημένου προσώπου θεωρεί απαραίτητο συμπλήρωμα της οντότητας.

Φεγγάρι

Νύχτωσε νωρίς απόψε.
Ας βιαστούμε λοιπόν.
Υπάρχει ακόμη
το πρωινό φεγγάρι
με το μεγάλο πρόσωπο.
Κοιτάζει κατάματα την καρδιά μας
μεγαλώνει τις σκιές
γλυκαίνει το κερί στο δωμάτιο
βάφει τη θάλασσα.
Πικρό κουκούτσι ο όχλος
ποτάμι περνάει εμπρός μας.
Πόδια δίχως βλέμμα
κάποια στιγμή θα μας πάρουν μαζί τους.
Έλα κοντά μου.
Όσο υπάρχει φεγγάρι
θα βλέπω τα μάτια σου
θα πλέκουμε τα δάκτυλα
θα ερωτευόμαστε.
Έλα κοντά μου
Όσο υπάρχει φεγγάρι
κόσμος είμαστε εμείς. (σελ. 23)

Οι συνθέσεις του Θόδωρου Πετρόπουλου εγκολπώνουν τον έρωτα και την ηδονή, την αγωνία του πρόσκαιρου και του εφήμερου. Το ποιητικό υποκείμενο καταβυθίζεται στο «είναι» μέσα σε περιβάλλον ελυτικής φαντασμαγορίας της φύσης και με έντονη μουσική διάθεση. Εστιάζει στα απλά και καθημερινά, στους χώρους και στις στιγμές, επιθυμώντας να αποθεώσει την κοινωνικότητα και τη συντροφικότητα, την αγάπη και τον έρωτα, τις μόνες ζείδωρες καταστάσεις. Καθώς η εικονοποιία μετατοπίζεται από τον εξωτερικό προς τον εσωτερικό κόσμο, λειτουργεί δοξαστικά προς τη φύση, επιβεβαιώνοντας τη φαντασμαγορική της διάσταση.

Άδυτο Αγίων

Να ξεψυχάει μια βροχή.
Μια θάλασσα να μας κοιτάζει.
Θυμίαμα η ανάσα της.
Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές
ν’ ανηφορίζουν.
Το φεγγάρι μονοκοντυλιά Θεού.
Κάποιοι να τρεκλίζουμε
γυμνοί κι ανέστιοι
ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια.
Μετά φόβου Θεού.
Σε άδυτο Αγίων.
Σε ραγισμένο εικονοστάσι. (σελ. 7)

Οι χώροι όπως και τα αντικείμενα (σερβίτσια, κρεμάστρες, μπαλκόνια, τοίχοι), προσωποποιούνται στην ποίηση του Πετρόπουλου. Υποφέρουν από τις αλλαγές, την ανθρώπινη φυγή, την ανέλπιστη συχνά προσδοκία επιστροφής των προσώπων. Οι κοινωνικοί σχολιασμοί ρίχνουν τον προβολέα στη βία (στον χουλιγκανισμό, με ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του Άλκη Καμπανού, στον πόλεμο), όπως και στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη περιγράφεται με την παραλία και την κουλτούρα της, την ιστορία, τα στερεότυπα, τους ανθρώπους της.

Θεσσαλονίκη

Γραμμόφωνο βραχνό
βλέμμα στη θάλασσα
μέσα από νοτισμένο τζάμι
καφενείου παλιού
μ’ αμανέδες και ρεμπέτικα
ο τούρκικος στη χόβολη ν’ αχνίζει
βαρδάρης να λυσσομανά.
Κι εσύ σε βιβλιοθήκες μυστικές
θαύματα γυρεύοντας
σελίδες να διαβάζεις λευκές
τοίχους ν’ αγγίζεις λερωμένους ιστορία
θανάτους από τρίκυκλα
χαλκάδες μέσα στη σκουριά
χάλκινα και μουσικές
ζουρνάδες και νταούλια.
Η μνήμη να σε οδηγεί.
Πόλη προσφυγική
με βότσαλα λογιώ λογιώ
ανθρώπων ντόμπρων, μπεσαλήδων
και κιμπάρηδων
με πάθη, με μεράκια κι ιστορία
(μα και δωσίλογων χωρίς τιμωρία).
Γραμμόφωνο βραχνό
πλάι στη χόβολη
πάντα -στο βλέμμα-
πόλη ερωτική
με νόστους ερώτων
σ’ αποδημία. (σελ. 29)

Καθώς ο ποιητής μετατοπίζεται διαρκώς από το φως προς το σκοτάδι και τανάπαλιν, κάνει χρήση της φύσης, της ιστορίας, όπως και της μυθολογίας της χώρας, προκειμένου να συμπυκνώνει την έμπλεη αγάπης κοσμοθεωρία του.

Συμφιλεῖν ἔφυν

Ήταν ωραίο το καλοκαίρι στον κήπο
με αιθέριες να κυματίζουν στην ίριδα κερασιές
με την αγάπη σελάγισμα στα κλαριά τους
με το φιλί σταγόνα στη θηλή των καρπών
και το μαϊστράλι
τη θάλασσα να φέρνει στα πόδια μας
βότσαλο βότσαλο
Είπες: «θα γίνω ποιητής».
Κι ύστερα: «Σαν τον μαΐστρο θα χυθώ κι εγώ στις λέξεις».
Έξω από τον κήπο άλλα έβλεπες σημαίνοντα
στην πόλη των Θηβών:
Τον Κρέοντα να παύει τον αντίλογο
τα μάγουλα να γδέρνει η Ισμήνη
να σκέπει του Οιδίποδα η σκιά
το παν.
Σημαινόντων και σημαινομένων
το ανάγνωσμα και η σύζευξη βραχεία.
«Δύσκολοι ο καιροί για ποιητές», απελπίστηκες.
Όμως ο ψίθυρος απ’ τη σπηλιά
σε πήρε απ’ το χέρι:
«Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (σελ. 37)

Απολλώνιος και διονυσιακός μαζί ο λόγος, μέσα από τη διάσταση της μεταφυσικής και του υπερουράνιου επιδαψιλεύει την ομορφιά της Ελλάδας.

Μυροβλύτισσα

Στις εκκλησιές, στις δημοσιές
στις πασχαλιές
σε θάλασσες και σε στεριές
καντούνια ασβεστωμένα
ξωκλήσια μες σε βράχο αγκιστρωμένα
σταυροί στα πέλαγα.
Ασημένιο ελιάς στραφτάλισμα
στην κόψη των κυμάτων
λουλακί να στάζει το θυμιάτισμα
στο έμπα των μνημάτων.
Σήμαντρα χελιδόνια στα νησιά
χρυσοκαστριώτικα
σείστρα τζιτζίκια στη σειρά
γύρω απ’ τ’ Αναφιώτικα.
Δροσάτη, ασβεστωμένη Παναγιά
Χρυσοσκαλίτισσα
στα θυρανοίξια του ήλιου
χώρα η Μυροβλίτισσα! (σελ. 30)

Η αγάπη, ο έρωτας, ο χρόνος, η φύση, η Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα, το εφήμερο. Ο Θόδωρος Πετρόπουλος στην ποιητική του συλλογή «Άδυτο Αγίων» οικειοποιείται την παράδοση (Ελύτη, Σεφέρη, ομοιοκαταληξία) όπως και τον μοντερνισμό (ελεύθερο στίχο), κάνει χρήση πλούσιου λεξιλογίου και εκφραστικών μέσων, μεταγλώσσας, υποκοριστικών. Δημιουργεί μια αισιόδοξη και ιμπρεσιονιστική ατμόσφαιρα, γεμάτη φως και χρώματα.

.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 11/1/2025

«Ήταν ωραίο το καλοκαίρι στον κήπο
με αιθέριες να κυματίζουν στην ίριδα κερασιές
με την αγάπη σελάγισμα στα κλαδιά τους
με το φιλί σταγόνα στη θηλή των καρπών
και το μαϊστράλι
τη θάλασσα να φέρνει στα πόδια μας
βότσαλο βότσαλο

Είπες: «θα γίνω ποιητής».
Κι ύστερα: «Σαν τον μαϊστρο θα χυθώ κι εγώ στις λέξεις».

Έξω από τον κήπο άλλα έβλεπες σημαίνοντα
στην πόλη των Θηβών:
Τον Κρέοντα να παύει τον αντίλογο
τα μάγουλα να γδέρνει η Ισμήνη
να σκέπει του Οιδίποδα η σκιά
το παν.

Σημαινόντων και σημαινομένων
το ανάγνωσμα κι η σύζευξη βραχεία.
«Δύσκολοι οι καιροί για ποιητές», απελπίστηκες.

Όμως ο ψίθυρος απ΄ τη σπηλιά
σε πήρε απ΄ το χέρι:

«Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»

« Δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για ν΄ αγαπώ»

Με τον αντίλογο της Αντιγόνης στην εξουσία του Κρέοντα και την πίστη της στο χρέος των άγραφων νόμων των Θεών, συστήνεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του ο Θόδωρος Πετρόπουλος. Ο ποιητής προσομοιάζει την πίστη και την επιλογή της Αντιγόνης στη σπηλιά του θανάτου με το χρέος και την πίστη του ποιητή στους άγραφους νόμους της ποίησης, της τέχνης και του λόγου.
Αντλεί ζωτικό νερό από το βάθος της γης, χαρτογραφεί με λέξεις το υπαρξιακό κέντρο του, όμοιο με τα αισθησιακά τοπία και τα στοιχεία της φύσης, με την ουσία των ιδεών, των σκέψεων και των ποιητικών μουσικών εικόνων του.
Δομεί τον ποιητικό του λόγο πάνω στα θέματα της αγάπης, του έρωτα, της σύζευξης σημαινόντων και σημαινομένων, της σχέσης οικειότητας και εμπιστοσύνης, των κοινωνικών σχέσεων και της συλλογικότητας, της σχέσης με το υπερβατικό της πίστης και το θείο «Άδυτο» της ψυχής.

Ο ποιητής με δύο αντίθετα ενεργητικά ρήματα παρμένα από την τραγωδία του Αισχύλου, μισώ και αγαπώ, προδιαθέτει τον αναγνώστη για τις συν-ηχήσεις και αντηχήσεις, τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις, τις ανατάσεις και βυθίσεις που θα συναντήσει στο ταξίδι μαζί του.
Η ποιητικός λόγος του υφαίνεται με ύλη και πνεύμα. Πατάει στέρεα σε εικονικά τοπία των τεσσάρων στοιχείων της υλικής φύσης και οι φαντασιακές δυνάμεις του πνεύματος αναπτύσσονται σε δύο διαφορετικούς άξονες.
Σε αυτούς που υποκινούνται από αισθησιακά ερεθίσματα της πραγματικότητας, του εξωτερικού φυσικού κόσμου, τις ποιητικές μεταμορφωμένες συμβολικές εικόνες, την ηδονή στο σελάγισμα της ερωτικής φύσης.
Και σε αυτές τις φαντασιακές δυνάμεις που σκάβουν στο υπαρξιακό βάθος, στο Άδυτο. Αντλία νερού είναι οι εργάτες του λόγου, που απ΄ το βάθος του υπαρξιακού πηγαδιού αναζητούν να προσεγγίσουν το αρχέγονο και το αιώνιο της ύπαρξης, την εσωτερικευμένη μορφή του «Είναι». Βυθίζονται οι ποιητές εκεί που δεν τολμούν να βυθιστούν όσοι είναι δεμένοι με την γήινη φύση και το συμπαγές έδαφος του έξω κόσμου.

Όπως στην αρχαία τραγωδία, που ήταν μια θρησκευτική εορτή με μυσταγωγικό, ηθοπλαστικό και διδακτικό χαρακτήρα, έτσι και ο ποιητής με τον τίτλο του βιβλίου του «Άδυτο Αγίων», μας οδηγεί στο εσώτατο μέρος του μυστηρίου, τον απροσπέλαστο ιερό μυστικιστικό χώρο του ναού, όπου μόνο για τους μυημένους είναι προσβάσιμος και σε όποιον είναι έτοιμος να βυθιστεί στο άγνωστο βάθος του και να μάθει τα ιερά μυστικά της εσωτερικής σοφίας, έως την αγνότητα της αγιοσύνης.

Ο φιλόσοφος Γκαστόν Μπασελάρ,* στο έργο του «Το Νερό και τα Όνειρα», υποστηρίζει ότι, η ποιητική διεργασία είναι φαντασία, ονειροπόληση, όνειρο και είναι μια πρώτη μορφή φιλοσοφίας.
Διακρίνει δύο είδη φαντασίας, γνωστά στους ποιητές. Την φαντασία που ζωντανεύει το τυπικό αίτιο ή αλλιώς τη μορφολογική φαντασία και αυτήν την άλλη που δίνει ζωή στην υλική αρχή ή αλλιώς υλική φαντασία.
Αυτές οι φαντασιακές δυνάμεις μπορεί σ΄ ένα ποιητικό έργο να κινούνται μόνες τους αλλά μπορεί να υπάρχουν συγχρόνως και να συνεργάζονται, χωρίς να μπορούμε να τις διαχωρίσουμε.

Πως υπάρχουν λοιπόν αυτά τα αδιαχώριστα ποιητικά στοιχεία στη παρούσα συλλογή, που χωρίς να βάζει αυστηρά όρια και χορικά ο δημιουργός συνθέτει δύο ενότητες που συνδέονται μεταξύ τους με έναν φανταστικό δίαυλο διαλεκτικής που ενώνει τον έξω με τον έσω κόσμο, το φως και το σκοτάδι, τη ζωή με τον θάνατο;

Ο Θόδωρος Πετρόπουλος, είναι φιλόλογος, γνώστης της γλώσσας, των ιδεών και των λέξεων. Μεταμορφώνει με λέξεις τις ιδέες σε ποίηση και την ντύνει με μουσικότητα. Η ποίηση, η μουσική, η θρησκευτικότητα αποτελούν μια ενότητα, έναν ανα-στοχασμό στην πράξη πάνω στον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτή η ερμητική αναφορικότητα είναι συνειδητή και είναι αυτή καθεαυτή η γραφή του.

Κάθε ποίημα είναι ένα ποίημα μέσα σε ποίημα και το ποίημα της ιδέας είναι μέσα στο ποίημα των λέξεων, υποστηρίζει ο αμερικανός μοντερνιστής ποιητής Γουάλας Στίβενς
Και η Νοτιοαφρικανή ζωγράφος Μαρλέν Ντουμάς λέει: «Οι λέξεις και οι εικόνες πίνουν το ίδιο κρασί. Δεν υπάρχει αγνότητα για προστασία».
Ο κόσμος του ποιητή στην παρούσα συλλογή είναι ο μεστός κόσμος που ο ίδιος έχει στοχαστεί. Στίχο-στίχο με αισθήσεις και συναισθήματα ποιεί και μεταμορφώνει τον κόσμο του στο ποιητικό του δημιούργημα το « Άδυτο Αγίων».
Την οξύτητα του βλέμματος καθώς και την ικανότητα του να υφαίνει βήμα το βήμα τα νοητικά ποιητικά σχήματα- λέξεις και εικόνες- το αναγνωρίζουμε στις συνθέσεις του. Όμοια όπως αναγνωρίζονται στη μουσική οι γόνιμες παύσεις ή οι σιωπές που αφήνουν τον ήχο του λόγου να αναπνεύσει και ν΄ ακουσθεί ξεκάθαρα.

Ο ποιητής εξοικειωμένος με τις λέξεις και τη νοηματοδότησή τους, όπως τις συναντούμε σε λογοτεχνικά συγγράμματα, πειραματίζεται στην πρώτη του ποιητική συλλογή με νέες φόρμες και ιδέες. Καταφέρνει με άνεση να ενοποιήσει διαφορετικές υφές και αισθήσεις σ΄ ένα ενιαίο καθαρό ποιητικό λόγο.

Με εκφραστικά μέσα γραφής την συμπύκνωση, την αλληγορία, την μεταφορά, τον συμβολισμό, τον υπερρεαλιστικό ρομαντισμό κερδίζει τον αναγνώστη που τον ακολουθεί χωρίς φόβο στις τολμηρές συλλήψεις του ταξιδιού, στις ονειροπολήσεις του στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον.
Ομοιοκατάληκτα ή με ελεύθερο στίχο ποιήματα, με ρυθμό και μουσική, με μέτρο και τόνο λυρικό, εικόνες με χρώματα και ποικίλα συναισθήματα, ανεβοκατεβάζει τον αναγνώστη από τον αιθέρα στα άδυτα, από το φως στο σκοτάδι, από τη σιωπή στον ήχο της κραυγής, από τον αέρα στη γη, από το μπλε του ουρανού στο μπλε της θάλασσας.
Βυθίζεται στο συμβολικό κόσμο της φαντασίας και συνομιλεί μυστικιστικά με όλες τις υπάρξεις που συναντάει βιώνοντας την φύση τους με όλες τις αισθήσεις. Ζευγαρώνει μαζί τους με την ίδια ερωτική σχέση που δένει τον ποιητή με το ποίημά του.

Κυρίαρχο σύμβολο ζωής στην ποίηση του το υγρό στοιχείο- το νερό. Και όπως το νερό παίρνει το σχήμα του δοχείου που το περιέχει, έτσι και η ανθρώπινη φύση παίρνει το σχήμα του κόσμου που την εμπεριέχει.
«Τα πάντα ρέουν – τίποτε δεν μένει ίδιο, λέει ο Ηράκλειτος και αυτή την ζωική ροή που συνέχεια αλλάζει, ενώ το ποτάμι είναι πάντα το ίδιο, συναντούμε στη ποιητική συλλογή «Άδυτο Αγίων», υπονοώντας ίσως ως «πνευματικό δοχείο» το ιερό του Αδύτου.

Η θάλασσα, τα ποτάμια, η βροχή, κατέχουν την κύρια θέση στα ποιήματα του με τον συμβολισμό και την αλληγορία. Την αρχέγονη ουσία της ύπαρξης συμβολίζει το νερό και το ταξίδι στην θάλασσα- την αρχέγονη μήτρα- συμβολίζει το ταξίδι στην ίδια την ύπαρξη.
Η νύμφη Ινώ η Λευκοθέη σώζει τον γκρεμοτσακισμένο Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων δίνοντας του το μαντήλι της, σύμβολο της ψυχής, να το δέσει στη μέση του και να βγει σώος στην αμμουδιά.

«Ισιώνει την ψυχή μας/ που έχει απομείνει κλαδάκι έρημο/ και πάει να σπάσει», μας λέει με υπερρεαλιστικό ρομαντισμό ο ποιητής.

Γράφει στο πρώτο του ποίημα για το συμβολικό Άδυτο της θάλασσας, τη βαθιά επιθυμία προσέγγισης της ιερής μητρικής παρουσίας με τη βύθιση και συγχρόνως με την ορμή της ψυχής για ανάταση προς τα πνεύμα, (σελ.7):

«Να ξεψυχάει μια βροχή. / Μια θάλασσα να μας κοιτάζει./ Θυμίαμα η ανάσα της. / Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές / ν΄ ανηφορίζουν. / Το φεγγάρι μονοκονδυλιά Θεού./ Κάποιοι να τρεκλίζουμε / γυμνοί κι ανέστιοι / ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια./ Μετά φόβου Θεού. / Σε Άδυτο Αγίων./ Σε ραγισμένο εικονοστάσι».
Η επαφή με την ιερότητα του νερού ενέχει πάντα την αναγέννηση με την εμβάπτιση ή με την κατάδυση σ΄αυτό και συμβολίζει την επιστροφή στην αρχική άμορφη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο ποιητής από την αρχή εισάγει την σπουδαιότητα της ανθρώπινης σχέσης γράφοντας «Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές ν΄ ανηφορίζουν». Διπλό ίσως το μήνυμα του ζευγαριού, η σχέση του εγώ με το εσύ, τον απέναντι άλλον. Την πρωταρχική σχέση του παιδιού με τον σημαντικό «Άλλον», την μητέρα, μέσω των αισθήσεων, την πρώτη βύθιση μέσα στην ύπαρξη του άλλου και την αναγνώριση της δικής του ταυτότητας με το καθρέφτισμα.
[…να μ΄αγαπάς, να με κοιτάς. Να με υπάρχεις»…] λέει στο ποίημα του με τίτλο «Αγαπάς ξε-αγαπάς».

Αλλά ίσως υπαινικτικά μας μιλάει και για την σχέση του ποιητή με την ποίηση και το ποιητικό του δημιούργημα. Ακόμη ίσως για την σχέση του εαυτού με τον άλλον μυστικιστικό εσωτερικό εαυτό του
Γράφει:
[…«Βυθίζομαι ολάκερος. / Λάμνω μακρόθεν / ποδηλατώ από ηλικία μακρινή. /Καταϊδρωμένος φτάνω μέσα σου./….].

Ένας άλλος συμβολισμός στην ποίηση της παρούσας συλλογής με πολλές αναγνώσεις είναι το σπίτι. Ένα μικρό σύμπαν είναι ο χώρος της κατοικίας όπου υπάρχει και συν-υπάρχει ο άνθρωπος.
Ο Γκαστόν Μπασελάρ γράφει στο βιβλίο του «Ποιητική του Χώρου» ότι, το σπίτι είναι σύμβολο του εαυτού με τους κοινούς χώρους, τα κρυφά και απόμερα σημεία, τα μυστικά και τα φωτεινά μέρη όμοια με τον εσωτερικό χώρο της ψυχής.
Το σπίτι είναι ο υλικός προστατευτικός χώρος όπου βιώνεται ο εξωτερικός μας κόσμος, η οικογένεια, οι προσωπικές μας στιγμές, είναι τα όνειρα και οι προσδοκίες μιας σχέσης οικειότητας.
Είναι όμως και ο χώρος όπου βιώνεται η απώλεια της αγάπης και του έρωτα. Είναι η απουσία κίνησης, η εγκατάλειψη, η σιωπή, σπίτι χωρίς σκεπή, γη και ουρανό. Σπίτι χωρίς ρίζες και βάση να πλέει μόνο στο κενό.
«Δύο λεπτά στο χρόνο, ένας καφές, γλυκό τριαντάφυλλο, δυο πασχαλιές, ένα σπουργίτι να τσιμπολογάει λίγα ψίχουλα αγάπη…Δύο άνθρωποι είναι δύο άνθρωποι», λέει με τρυφερό συναίσθημα για την συνύπαρξη ο ποιητής.
Ίσως και με πόνο όταν νιώθει το σπίτι να φεύγει, να το κοιτάει σαν ξένος όταν φεύγει, να μην ακούγεται το ουρλιαχτό του φόβου και του πένθους. Δυο άνθρωποι, ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς καμία σύνδεση, είναι γεύση θανάτου. Νεκρώνει η ψυχή του ανθρώπου όταν κωφεύει στον πόνο και την κραυγή για βοήθεια του συνανθρώπου του, στην προσωπική βία σώματος και ψυχής, την οικογενειακή βία, τη βία του πολέμου.
Και στο ποίημα «Θάνατος» γράφει:
« Μη με χτυπάτε άλλο…Μη με χτυπάτε άλλο…/Θάνατος μυρίζει στις γειτονιές του κόσμου / ακίνητη η λέξη στο ύψος των ματιών / Θάνατος».
Ένα σπίτι, ένα δωμάτιο, μία σοφίτα, ένα υπόγειο, μια μυστική γωνία παίρνει ζωή από αυτόν που το κατοικεί. Η απουσία στο χώρο σκοτώνει την ανάσα του. Δεν υπάρχει μυρωδιά γιασεμιού και κανέλας, το φεγγάρι δεν έχει φως, τα δάχτυλα των ερωτευμένων δεν μπλέκονται, τα βλέμματα δεν αγκαλιάζονται. Ένας τρόπος μόνο μπορεί να γεμίσει την απουσία και το κενό.
Και τον προτείνει στο ποίημα του «21 γραμμάρια ψυχή(πριν φύγεις)»,( σελ 24).
« Η αγάπη / μόνο αυτή./ Να φεύγεις με γεμάτες αποσκευές./ Κανείς δεν θα σε σταματήσει για έλεγχο./ Δέκα γραμμάρια ψυχή κι έντεκα αγάπη. […] Μόνο ο έρωτας: τελεία και παύλα.-».
Ο ποιητής υμνεί ως γενεσιουργό δύναμη της ζωής την ομορφιά της φύσης και της ψυχής και μας θυμίζει με τους στίχους:
«Μόνο την ομορφιά μη λησμονείς./ Την ομορφιά μη σταματάς /ν΄ αποθεώνεις».

Το ποιητικό υποκείμενο κινείται ανάμεσα στην ομορφιά, τα αρώματα, τους ήχους και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, τον αέρα, το νερό, τη γη, τη φωτιά και την απεραντοσύνη του βάθους του εσωτερικού κόσμου που είναι αντανάκλαση της ψυχής, της άλλης όψης του εαυτού.
Στο Άδυτο γίνεται η σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό, στη ζωή και τον θάνατο.
Στο Άδυτο του κάτω κόσμου με την κατάδυση στη άψυχη Νέκυια, ο Οδυσσέας αναβιώνει τις απώλειες, θρηνεί για τους χαμένους αγαπημένους του, για τις απώλειες του εαυτού του, νοσταλγεί την επιστροφή στην Ιθάκη, στο χωρικό κέντρο της ψυχής του, την ιερή σύζευξη της θηλυκής και αρσενικής ψυχής.
Ο ποιητής – αναζητητής μόνος στις απόκρυφες σκιές του σκοτεινού Άδυτου, χωρίς συντρόφους, έρχεται σε επαφή με τους φόβους του θανάτου και το άγνωστο ασυνείδητο μέρος της ψυχής του.
Τις νύχτες, σαν άλλος Ιακώβ της Βίβλου, ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα που ενώνει τη γη με τον ουρανό και παλεύει με τον Άγγελο –Δαίμονα της ψυχής του. Παλεύει με τις ιδέες, τις σκέψεις, τις ονειροπολήσεις, τη μοναξιά, και τις μεταμορφώνει στο φως της ημέρας σε λόγο και ποιητικές εικόνες.
Δαίμονας ο Κρόνος – χρόνος, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον..
«Αλώσεως πολύνεκρης», η μνήμη. Κρύβει, εμφανίζει, εκπλήσσει, τρομάζει, θορυβεί και σιωπά. Ο θάνατος είναι εκεί πάντα κι ας μην είναι ορατός. Κρύβεται μέσα σε ένα «Αν» του παρελθόντος και σε ένα «θα» του μέλλοντος.
« Ηλιογερμένο βλέμμα/ πυρακτωμένου ορίζοντα/πακτωμένο αχλύ και άλω/ Ηλιογερμένο βλέμμα/ ύπαρξης πύρρειας».

Το διεισδυτικό βλέμμα του ποιητή Θοδωρή Πετρόπουλου παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία του ποιητικού έργου του. Είναι το βλέμμα της βροχής, του δημιουργού που τακτοποιεί την οικουμένη. Που παρακολουθεί τα εξελικτικά στάδια της ζωής, την πορεία του ποιήματός του. Το πρώτο φως, του αηδονιού το πρώτο κελάηδισμα, το μεσουράνημα ερασίμολποι με ηλιανθούς και γεύση θάλασσας. Το βράδυ υποστολή ύπαρξης, διακύβευμα το ποίημα του.

Ο Θόδωρος Πετρόπουλος δεν σταματά το ποιητικό του ταξίδι σε μια κλειστή πύλη. Ξέρει ότι αυτή είναι αμφίδρομη πύλη. Είναι ανοιχτή σε αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι και κλειστή σε αυτούς που τερματίζουν. Είναι αοιδός, τραγούδι και σιωπή. Είναι φεγγάρι και νύχτα, ημέρα και φως. Είναι αλαζονεία και ταπεινότητα. Θάνατος και αναγέννηση.
Είναι τραγούδι της θάλασσας, δρόμος των αστεριών, αερικό του έρωτα αχνάρι. Προσευχή και μετάνοια, πίστη και λατρεία στη θεϊκή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στον προσωπικό του δρόμο χαράζει τον σκοπό του:
« Δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για ν΄ αγαπώ».

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.