0 Θοδωρής Πετρόπουλος γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. καθώς και Συμβουλευτική και Προσανατολισμό στο Τμήμα ΣΥ.Π. της ΑΣΠΑΙΤΕ ΣΕΛΕΤΕ. Έχει μεταπτυχιακό στη «Δημιουργική γραφή και λογοτεχνική συγγραφή» που συνδιοργανώνουν το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και το Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Εργάζεται 30 χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση ως φιλόλογος. Με την ποίηση και τη μουσική ασχολείται από παιδί. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα και κριτικές προσεγγίσεις σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως τα «Culture book», «Fractal», «Περί Ου» καθώς και στα έντυπα περιοδικά «Νόημα» και «Μανδραγόρας». Η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή. Είναι ενεργό μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης που ίδρυσε και συντονίζει ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου. Επίσης, έχει ασχοληθεί με τη στιχουργική και τη σύνθεση τραγουδιών, ενώ εμφανίζεται ενίοτε σε μουσικούς χώρους της Θεσσαλονίκης.
.
.
ΑΔΥΤΟ ΑΓΙΩΝ (2024)
ΑΔΥΤΟ ΑΓΙΩΝ
Να ξεψυχάει μια βροχή.
Μια θάλασσα να μας κοιτάζει,
θυμίαμα η ανάσα της.
Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές
ν” ανηφορίζουν.
Το φεγγάρι μονοκοντυλιά Θεού.
Κάποιοι να τρεκλιζουμε
γυμνοί κι ανέστιοι
ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια.
Μετά φόβου Θεού.
Σε άδυτο Αγίων.
Σε ραγισμένο εικονοστάσι.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Στη μνήμη του Άλκη Καμπανού
Ο άνεμος χαστουκίζει τις λέξεις,
Ο χρόνος λυσσομανά
στα σοκάκια του κόσμου.
Μυρίζει θάνατο από την πάνω γειτονιά.
Φεγγάρι απλώνεται στις στέγες
στα μάτια των περαστικών
τα βλέφαρα ενός παιδιού.
«Μη με χτυπάτε άλλο…»
Οι περαστικοί περνούν.
Ο ένας δείχνει στον άλλο
ένα παιδί που το χτυπούν.
Κοιτούν τις βιτρίνες, τον δρόμο, το κινητό τους.
«Μη με χτυπάτε άλλο…»
Θάνατος μυρίζει στις γειτονιές του κόσμου.
«Μη με χτυπάτε άλλο…»
Ακίνητη η λέξη στο ύψος των ματιών.
Επιμένει.
Θάνατος.
ΓΙΑΣΕΜΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Θάλασσα κι αγέρι μου,
φυλαχτό στο χέρι μου.
Σύννεφο λεχούδι μου,
φεγγάρι και τραγούδι μου.
Άστρο πεφταστέρι μου
της ψυχής νυχτέρι μου.
Άκου απ’ το κοχύλι μου
που σε ζητούν τα χείλη μου.
Μήλο και κανέλλα μου,
ερημιά και τρέλα μου.
Κόπιασε στο φως μου
γιασεμί του κόσμου
ΦΕΓΓΑΡΙ
Νύχτωσε νωρίς απόψε.
Ας βιαστούμε λοιπόν.
Υπάρχει ακόμη
το πρωινό φεγγάρι
με το μεγάλο πρόσωπο.
Κοιτάζει κατάματα την καρδιά μας
μεγαλώνει τις σκιές
γλυκαίνει το κερί στο δωμάτιο
βάφει τη θάλασσα.
Πικρό κουκούτσι ο όχλος
ποτάμι περνάει εμπρός μας.
Πόδια δίχως βλέμμα
κάποια στιγμή θα μας πάρουν μαζί τους.
Έλα κοντά μου.
Όσο υπάρχει φεγγάρι
θα βλέπω τα μάτια σου
θα πλέκουμε τα δάκτυλα
θα ερωτευόμαστε.
Έλα κοντά μου
Όσο υπάρχει φεγγάρι
κόσμος είμαστε εμείς.
ΝΗΣΙ
Είμαι νησί
Περιμένεις στις άκρες μου.
Σκόρπια φύλλα περνούν από μπροστά σου
απόκρημνη η σιωπή πλησιάζει.
Σβήνω το φως, σβήνεις το βλέμμα;
Μη με κοιτάς, μετρώ τις ξέρες μου.
Κάποτε έμοιαζα εσένα
έλεγα νησί δεν γίνομαι
θα δώσει ο Θεός θα ’ρθουν να με σκαντζάρουν.
Μη με κοιτάς, κοίτα μακριά μου.
Τραβέρσο ανάποδο
σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές.
Είμαι νησί, τ’ ακούς;
Τι γυρεύεις στην ακτή μου;
Είσαι το μπουκάλι με τ’ όνομά μου.
Πλέει αλάργα ένα καράβι.
Αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει.
Θα σβήσω την άκρια, το λιμάνι, τις ξέρες μου.
Αν γίνω άνθρωπος, θα με πάρει.
Η ΠΥΛΗ
Ανοχύρωτη πόλη.
OL εχθροί το διέταξαν.
Ήρθαν, επόπτευσαν, αποχώρησαν.
Γκρεμίσαμε τα τείχη
διχάσαμε την ύπαρξη
ξεπροβοδίσαμε τα παιδιά μας.
Σταθερότητα.
Μια πύλη αφήσαμε μόνο.
Η διαταγή σαφής:
—Να την καλλωπίζετε κάθε μέρα!
—Από εδώ θα μπαίνουμε
από εδώ θα βγαίνουμε.
Κάθε μέρα λοιπόν τη βάφουμε.
Τους δώσαμε και το κλειδί της.
Μη μας ξυπνάνε απ’ τα χαράματα..
ΠΡΩΙ ΠΟΛΥ
Πρωί.
Λάμπει η οικουμένη.
Στις πύλες οι εχθροί.
Ο βασιλιάς αρνείται ακρόαση.
Πρωί πολύ.
Οι εχθροί μπαίνουν στο προαύλιο.
Παίζουν μπάλα με το κεφάλι του βασιλιά.
Τα παιδιά κοιτάζουν.
Οι γείτονες χαιρετούν τους νέους γείτονες
Το κεφάλι τους στη θέση του ακόμη.
Τα παιδιά σηκώνουν τους νεκρούς γονείς τους.
Ώρα να τα βάλουν για ύπνο.
Λάμπει η οικουμένη
Σκοτάδι βαθύ.
ΑΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΑΧΝΑΡΙ
Της θάλασσας, ακύμαντο τραγούδι
των άστρων οδηγός κι αλφαβητάρι
μισή φτερούγα φως μισό φεγγάρι
κι αερικό του έρωτα λουλούδι
Αγέρι τ’ ουρανού, πνοή καθάρια
δροσάτο πρωινού κι ορφνό γιοφύλλι
θροΐζουν στο θρυπτό πυρρό σ’ αχείλι
σαν δυο κλωνάρια φως χλωρά κι ανάρια.
Στο λιόγερμα απλώνεται η πλώρη
τ’ ακρόπρωρο μια Παναγιά γοργόνα
μας γνέφει απ’ τον βυθό θαλάσσια κόρη.
Της θάλασσας ακύμαντο τραγούδι
σε φέρνει στην ακτή η αλκυόνα
ανέσπερο της νιότης μας λουλούδι.
Του ήλιου πεταρούδι
αφτέρουγό μου φως και νιο φεγγάρι
αερικό του έρωτα αχνάρι.
.
.