Ο Γιώργος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεύτερος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας το γένος Δεμερτζή. Είχε πέντε αδέρφια. Μαθήτευσε στην Αστική Σχολή Γευγελής. Μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου η οικογένεια Βαφόπουλου εκπατρίστηκε και ο ποιητής έζησε στην Έδεσσα, το Φανό, τη Γουμένισσα και τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο (1917-1924). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Τότε γνωρίστηκε με την μετέπειτα (1931) σύζυγό του και επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου (που πέθανε το 1935). Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, απαλλάχτηκε όμως από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση, και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1932 διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (την οποία διηύθυνε ως το 1963). Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, αργότερα (1946) δεύτερη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το Μάρτιο του 1951 ταξίδεψε στην Αγγλία με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, για να μελετήσει το σύστημα λειτουργίας των εκεί βιβλιοθηκών. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στις Η.Π.Α. (1957), την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία (1967), στην Ελλάδα (1967, 1968), το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία (1968), την Ιταλία (1969), την Ισπανία (1970), τη Σκανδιναβία (1973), την Κύπρο (1974) και αλλού. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Το 1974 έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. (1964-1967), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966), της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973), επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Βραβείο της πόλεως Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου, βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Βαφόπουλος Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παπαγεωργίου Κώστας, «Βαφόπουλος Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου», Νεά Εατία 143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τα ρόδα της Μυρτάλης 1931
ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Σαν το πουλί, που ανύποπτο η οχιά παραμονεύει
και πέφτει ναρκωμένο καταγής,
καιρό άφησα το σώμα μου στα πόδια σου να οκνεύει,
σκλάβος ακατανόητης προσταγής.
Καιρό μέσα στην πράσινη κόλαση της ματιάς σου,
στη φριχτή τούτη γέννα του πυρός,
την τιμωρία δεχόμουνα της φοβερής φωτιάς σου,
από καιρό πολύ τώρα νεκρός.
Μα όταν ηχήσει η σάλπιγξ της Δευτέρας Παρουσίας
κι απάνω από της Στύγας το νερό
σα χάλκινη αστραπή διαβεί η πνοή της αφθαρσίας,
με μανιασμένο πέρασμα βουερό,
τα ναρκωμένα μέλη μου απ’ τη νάρκη θ’ ανανήψουν
και θα ορθωθούν μπροστά σου μ’ απειλή,
ω Περσεφόνη! την υπεροψία σου να συντρίψουν
μαζί με τη φτωχή σου κεφαλή.
Πλάσμα επιπόλαιο, έπαρση γεμάτο, που χλευάζεις
τον αντρισμό μου και καταφρονείς,
στο άδειο κεφάλι μόνη σου τον όλεθρο ετοιμάζεις,
ανύποπτη του εαυτού σου Ερινύς.
ΤΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΤΥΡΩΝ
Λυδία, στα φύλλα που έσταξε το δάκρυ η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.
Ποιός είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.
ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ
Εσείς, που ανόητα απλώνετε τα δάχτυλά σας στην ιερή
τη λύρα, ανάξιοι στιχουργοί, πιο αναίσθητοι απ’ την πέτρα,
δε θα το νιώσετε ποτές, του Φοίβου η τιμωρία σκληρή
πως κρύβεται για σας στην εκδικήτρα του φαρέτρα;
Το πνεύμα αστόχαστα του αρχαίου θεού εξοργίζετε, μωροί!
Για έπαθλον άξιο θα ’χετε την περιφρόνηση όλοι.
Εδώ, που αντήχησαν της αρμονίας οι μουσικοί χοροί,
εκπορνευτές του ιδανικού, βάρβαρη έχετε σκόλη.
ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Ω ενθύμηση, το πνεύμα μου σαν Ερινύα που ακολουθείς,
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι αν φαίνομαι απαθής
στην αναπόλησή σου, όμως κάτι η ψυχή μου κλείνει
από τη θύελλα των μαχών, κάτι απ’ του ζοφερού ωκεανού
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα!
Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα.
Κοιμητήρι μ’ επάλληλους
πολυόροφους τάφους νεκρών,
που ροχαλίζουν.
Πόσοι τάχα μπορούν ν’ ακούσουν,
στο βαρύ τους ροχάλισμα,
της περιπόλου τα βήματα;
Εφτά στρατιώτες περνούνε.
Εφτά στρατιώτες σημαίνουν
τις καρδιές των νεκρών,
που δεν έχουν ακόμα πεθάνει.
Ο πρώτος είμαι εγώ.
Ο δεύτερος πάλιν εγώ.
Το ίδιο κι’ ο τρίτος κι’ ο τέταρτος.
Κι’ ο πέμπτος κι’ ο έκτος κι’ ο έβδομος.
Με δεκατέσσαρα πόδια βαδίζω,
με δεκατέσσαρα χέρια κρατώ
τα εφτά τουφέκια,
που μπορούν να ραγίσουν
των κοιμισμένων το τύμπανο.
Ένας σ’ εφτά θώρακες μέσα.
Ένας μ’ εφτά ζώνες ζωσμένος.
Περιφέρομαι τούτη τη νύχτα,
σαν πολύποδο έντομο,
πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο
της Πολιτείας, που ροχαλίζει.
Περιφέρομαι,
γαργαλώντας τη στο ρουθούνι,
γαργαλώντας
την κοιμισμένη της συνείδηση.
Επιθανάτια και σάτιρες (1966)
Ο ΜΕΓΑΣ ΩΝ
[Από την ενότητα Επιθανάτια]
Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας,
που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας.
Είναι ο δίδυμος αδελφός, που πορεύεται μαζί μας.
Μας εγκαταλείπει μέσα στη νύχτα και πορεύεται.
Ξανάρχεται στη μέρα και πορεύεται πάλι μαζί μας.
Ο θάνατος φορεί ένα μονάχα προσωπείο.
Το δίδυμο προσωπείο της νύχτας και της μέρας.
Είναι ο τέλειος κύκλος. Ο μεγάλος καταρράκτης.
Μας πλημμυρίζει και τον πλημμυρίζουμε.
Είναι η πλατιά γέφυρα, που ζευγνύει την παρουσία
με την απουσία. Που ταυτίζει την ύπαρξη
με την ανυπαρξία. Ο μέγας θαυματοποιός.
Η αρχή και το τέλος. Η αναπαλλοτρίωτη αλήθεια.
Ο θάνατος συμπυκνώνεται στον εαυτό μας.
Ας καθήσουμε τώρα γύρω στο στρογγυλό τούτο τραπέζι,
εσείς που φύγατε και μείνατε για πάντα μαζί μας
κ’ εμείς που μετατρέψαμε την απουσία σας σε παρουσία.
Στον μεγάλον αυτό κύκλο του θανάτου, δεν ξέρουμε
ποιοι θα είναι οι παρόντες και ποιοι οι απόντες.
Δεν ξέρουμε καν όλοι αν είμαστε παρόντες
ή όλοι απόντες. Ο θάνατος μάς διαπερνά,
μας δένει σ’ ένα στεφάνι, που τ’ αγκάθια του
την κοινή αίσθηση του πόνου μάς δίνουν.
Ας κοιταχθούμε στα μάτια. Θα ιδούμε ο ένας
το είδωλο του άλλου: το κοινό είδωλο του θανάτου.
Ας ψηλαφήσουμε τα χέρια μας. Θα αισθανθούμε
της αγάπης το ρίγος: το κοινό ρίγος του θανάτου.
Ας φιληθούμε στα χείλη. Θα νοιώσουμε τη γεύση
όχι του τελευταίου ασπασμού, αλλά της πρώτης
πνοής: την κοινή γεύση από το φίλημα του θανάτου.
Αλληλούια, αλληλούια, δόξα σοι ο Θεός.
Θεός γαρ ο θάνατος και θάνατος ο Θεός μου.
Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα (1975)
[Αρχίλοχος δεν είμαι …]
“Αρχίλοχος δεν είμαι· είμαι ο πατέρας
που ξανά τους Αρχιλόχους θα σπείρει”.
Είπες. Μα της σποράς αυτής το γέρας
δεν ταιριάζει στον κάθε κακομοίρη.
Κι εγώ, παλιέ μου Δάσκαλε, δεν έχω
τη δύναμη να ρίξω του Αρχιλόχου
το αστροπελέκι. Μοναχά προσέχω
να ’μαι πιστός στον αρχηγό του λόχου.
Εσύ είσαι ο αρχηγός κι εγώ στρατιώτης.
Όμως το ίδιο μ’ εσένα πατριώτης.
[Τα κεφάλια του Γένους…]
“Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους”,
ο Παπαδόπουλος κι ο Μακαρέζος.
Έχει πια τώρα φτάσει κι η σειρά τους,
νά ’ρθει ένας άλλος μουσικός Βιεννέζος
τη δική τους να γράψει κωμωδία,
σ’ εύθυμης οπερέτας το λιμπρέτο.
Για την εφτάχρονη όμως τραγωδία,
χρειάζεται ενός Αισχύλου το στιλέτο.
Τενεκέδες, που κάμνουν φασαρία,
κάποτε μπαίνουν και στην ιστορία.
Τα επιγενόμενα (1977)
ΟΙ ΑΣΚΟΙ
Οι ασκοί του Αιόλου, καθώς ξεφουσκώνουν, σπάζουν
τα χαλινάρια των ανέμων. Αμολιούνται οι θύελλες,
με λευκούς καλπασμούς, πάνω στο φουσκωμένο κύμα.
Τα σύννεφα με τη θάλασσα σμίγουν, τα καράβια
συμπλέκονται με τα συντρίμματα των αεροπλάνων.
Κι οι καπετάνιοι, στων πλοίων τα εικονοστάσια,
μαζί με του αϊ-Νικόλα τη λευκή γενειάδα,
και του Αιόλου προσκυνούν τα φουσκωμένα μάγουλα.
Ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν
να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους.
Επιβίωσαν και τούτοι στων χωριών τις πίπιζες,
απ’ των αρχαίων σατύρων τα ωδικά σχολεία.
Καθώς των αυλητών η ανάσα μεταγγίζεται
στο δερμάτινο κοίλωμά τους, αναδίνονται
λυγρές μελωδίες απ’ τα κανάλια των αυλών.
Έτσι η πίπιζα ξαναλέει του ασκαύλου το παράπονο.
Είναι και κάτι άλλοι ασκοί, φουσκωμένοι
όχι με θύελλες και λυγρές μελωδίες του μύθου.
Μοιάζουν πρησμένες κοιλιές, που στα κελάρια μέσα
εναβρύνονται για το παχύ τουλουμοτύρι τους.
Τούτοι οι ασκοί, αυτά τα λιπαρά χοντρά τουλούμια,
δεν αναδύθηκαν από καμιά μυθολογία.
Είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα,
έξω από κάθε χρόνο κι από κάθε τόπο.
Αλλά, μέσα σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο,
κυκλοφορούνε, πάνω στα λιγνά τους ποδαράκια,
κάτι άδειοι ασκοί, που λέγονται «πεφυσιωμένοι».
Φορούσαν άλλοτε φανταχτερές χλαμύδες,
αντιγνωμούσαν στα πλατωνικά συμπόσια,
δίναν με στόμφο συμβουλές στα γυμναστήρια.
Τώρα διασχίζουν την Πλατεία του Συντάγματος,
κούφιοι κι αγέρωχοι, ανεμίζοντας την τήβεννό τους,
μ’ έπαρση σείοντας το κοκορόφτερο λοφίο τους,
αποφαινόμενοι, με γνώμη τελεσίδικη,
για την ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο.
Συμβαίνουν κάποτε όμως κι ατυχήματα:
Αναπάντεχα πέφτουν στα κεντριά κάποιου σκαντζόχοιρου
—φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν ακανθόχοιροι—
και διάτρητοι ξεφουσκώνουν στα λιγνά τους ποδαράκια,
απορρίμματα θλιβερά στην άσφαλτο των δρόμων.
Με συμπάθεια βλέπουμε και κάποιους άλλους ασκούς,
ξεφουσκωμένους κι αδειανούς απ’ το κρασί τους,
ανήμπορους να δεχθούν το νέο κρασί, γιατί είναι ακόμα
μεθυσμένοι απ’ το παλιό δικό τους. Τους κλωτσούνε τώρα
κι όσοι είχανε άλλοτε μεθύσει απ’ το κρασί τους,
απελπισμένοι που δε βρίσκουν νέα ασκιά για το δικό τους.
Όμως τούτοι οι συμπαθείς ασκοί είχαν κάποτε
τη γλυκιά κι αβλαβή τους μέθη μεταγγίσει
στις καρδιές και στο πνεύμα των απλών ανθρώπων.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΩΝΟΣ
Ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου
είν’ ένας κώνος, που απ’ τη βάση ώς την κορφή του
διατρέχεται από μια γραμμή σπειροειδή.
Ο άνθρωπος του οιδιπόδειου αινίγματος
ξεκινά την αυγή, πάνω στ’ αχνάρια της γραμμής,
με τα τέσσερα πόδια. Στα μισά του δρόμου
στυλώνεται στα δυο του, για να ιδεί κατάματα
τον ήλιο του λαμπρού μεσημεριού.
Και το βράδυ φθάνει στην κορφή του κώνου,
σέρνοντας τώρα το τρίτο του ποδάρι,
έτοιμος ν’ αντικρίσει τη μεγάλη δύση.
Αλλ’ έμεινε ατελής του αινίγματος η λύση.
Παραλείφθηκε η εκδοχή της τελευταίας
οριζοντιώσεως. Κι ακόμα η αλληγορία
του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα
στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.
Ο κόσμος θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύβος,
σαν εκείνον του Καίσαρος, που «ερρίφθη» στο Ρουβίκωνα.
Κι ακόμα θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύκλος,
όμοιος με το αλώνι του Διγενή Ακρίτα.
Το σχήμα του στερνά ο καθείς ανακαλύπτει,
κατά τον κόσμο που στη φύση του ταιριάζει.
Είναι άνθρωποι τετράγωνοι, ίσιοι ή τεθλασμένοι,
που βολεύονται μέσα στο περίγραμμά τους.
Κι είναι άλλοι πρηνείς και πεπλατυσμένοι,
που αρκούνται «μετριοφρόνως» σε μια τάβλα.
Όμως, εγώ επιμένω στου μεγάλου κώνου
το πολυσήμαντο σχήμα, όπου σ’ έναν κύκλο
αλλεπαλλήλων ενιαυτών, τα βήματά μου
οδηγηθήκαν με περίσκεψη προς την κορφή του,
ανάμεσ’ απ’ άνθη, πέτρες και σκιές θανάτου.
Στέκομαι τώρα στο στερνό σκαλί της σπείρας
κι αναμετρώ τα στάδια της μακράς πορείας μου.
Θα ’ναι μάταιο το χέρι μου να υψώσω,
αφού δε βλέπω να μου απλώνεται άλλο χέρι.
Όσοι γνωρίζανε πως στην κορφή του κώνου
του υποχθονίου πυρός έχασκε ο αρχαίος κρατήρας,
ήδη μπορούνε να εξηγήσουν την προτίμησή μου
προς το υπερούσιο σχήμα του μεγάλου κώνου.
Καθώς πια δεν υπάρχει ανάληψη στους ουρανούς,
μου αρκεί το έσχατο πήδημα του Εμπεδοκλέους.
Το τέλος (1985)
ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟ 1984
Walter Scott, ίνδαλμα μυθικό, που είχες ευρύνει
της προεφηβείας μου τα διογκωμένα ήδη όνειρα,
κάποτε, στης αντρικής μου ηλικίας την ωριμότητα,
την οφειλόμενη ήρθα να σου κάμω επίσκεψη
σ’ εκείνο το Abbotsford του μύθου,
όπου ακόμα ζούσε ο κόσμος των δικών σου ονείρων.
Ένας σεμνός υπηρέτης, που φαινόταν
να ’χε ξεφύγει απ’ την πινακοθήκη
των πλασμάτων της δικής σου φαντασίας,
μου ’πε πως δε βρισκόσουν πια στο αρχοντικό σου.
Γιατί η σκοτσέζικη έπαρση, που αναζητούσε
κάποιον εύσχημο τρόπο για να ταπεινώσει
την άμετρην εγγλέζικην υπεροψία,
σε είχε στήσει τώρα σε ψηλό μαρμάρινο βάθρο,
πάνω στον άξονα της ξακουσμένης Princes street,
σαν κραυγαλέο σύμβολο εθνικής υπεροχής.
Εκεί τότε, πριν από ένα τρίτον αιώνος,
σου είχα κάμει την πρώτη επίσκεψή μου.
Κι έτσι, καθώς καθόμουνα στα κράσπεδα
της μαρμαρένιας σκοτσέζικής σου δόξας,
με κάποια θλίψη ατένιζα το πρόσωπό σου,
ενώ οι κάμερες των υπαιθρίων φωτογράφων,
τα κουτιά τούτα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας,
φυλάκιζαν, μαζί με τη δική σου δόξα,
και την ασημαντότητα ενός άγνωστου οδοιπόρου.
Αυτά τότε στην Princes street: στην αρτηρία
ενός ανθρώπινου μεγάλου καναλιού,
όπου έπαλλε η καρδιά του Εδιμβούργου,
όπου οι γενιές των ανθρώπων εναλλάσσονταν,
ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής τους
***
Και τώρα πάλι στην καρδιά του Εδιμβούργου.
Πάλι μες στον παλμό της Princes street.
Αλλά μια νέα επιγραφή ψηλά στο Κάστρο
δείχνει πια την αμείλιχτη ροή του χρόνου,
που κυλάει προς το τέρμα του εικοστού αιώνα,
στην τροχιά του ογδοηκοστού τετάρτου έτους.
Τούτο σημαίνει πως τα παλιά σκληρά κολάρα
αναπαύονται τώρα σε κλειστές ντουλάπες και σεντούκια,
πως τα καινούρια σακάκια πήγανε στους μεταπράτες,
μ’ αντάλλαγμα ενός σύγχρονου μπουφάν
κι ενός μπλου τζιν ξεθωριασμένου ή ξεφτισμένου.
Τούτο σημαίνει ακόμα την ανατροπή
ενός κόσμου από καιρό ξεπερασμένου,
που ωστόσο είχαμε πιστέψει στη διάρκειά του.
Σημαίνει και μια κάθετη τομή
στην πανανθρώπινη συνείδηση του ίδιου κόσμου,
που συντελέσθηκε στο χειρουργείο του χρόνου.
Κι ακόμα απλούστερα: τούτο σημαίνει
την τυραννία ενός νέου «Κατεστημένου».
Ιδού λοιπόν τώρα, στηριγμένος πάνω
στη βακτηρία των υπερ-ογδόντα χρόνων μου,
ξαναβρίσκομαι βαρύς και κάπως ανερμάτιστος
στα ίδια κράσπεδα του πέτρινου μνημείου σου,
ω Walter Scott, που κι η δική σου δόξα φαίνεται
πως έχει ξεφτίσει πια στη νέα συνείδηση της πόλης σου.
Δεν είμαι τώρα μονάχος. Οι Οιδίποδες του κόσμου,
έστω και με απείραχτη την όρασή τους,
για να μη σκουντουφλούν στις πέτρες της πικρής τους μοίρας,
κρατιούνται πάντα από ένα αβρό και στέριο χέρι
μιας σύγχρονης καινούριας Αντιγόνης.
Κι εγώ έχω τώρα τη δική μου Αντιγόνη,
που μ’ οδηγεί προσεχτικά με τη στοργή
των είκοσι τεσσάρων χρόνων της, δανείζοντάς μου
την άπληστη αίσθηση ενός αλλότριου κόσμου,
μέσ’ απ’ το πρίσμα μιας καινούριας όρασης.
Έτσι καθώς τρυφερά μου παραστέκεται,
με κάποιο ίσως προκάλυμμα άδηλης ανίας,
σαν τα μικρά παιδάκια στο γρασίδι κάθεται,
θωρακισμένη σ’ ένα μπουφάν και σ’ ένα
στενό παντελόνι με τις ξώραφές του τσέπες.
Αντιλαμβάνομαι το ειρωνικό της βλέμμα,
καθώς ατενίζει τον Walter Scott στο βάθρο του
κι αναρωτιέται τώρα, με πολλήν απλότητα,
δίνοντας έκφραση στο πνεύμα του δικού της κόσμου,
αν δε θα ’ταν πιο βολικό να είχανε στήσει
το άγαλμα αυτό πάνω στο πράσινο γρασίδι,
για να ’ναι προσιτό στις παιδικές τσουλήθρες
και στα λευκά επιχρίσματα απ’ τα περιστέρια.
Μ’ έσυρε, κρατώντας μου απαλά το χέρι,
στη διπλανή Σκοτσέζικην Ακαδημία,
όπου τα μεταλλικά κατασκευάσματα του Paolozzi
παράσταιναν τώρα το άκρον άωτο της νέας χαρακτικής.
Δεν αντιδρούσα. Κολυμπούσα σαν το ψάρι
με άνεση μες στο πνεύμα του καινούριου κόσμου,
έτσι καθώς η τεντωμένη χορδή της Αντιγόνης
έπαλλε συντονισμένη στο ρυθμό του,
έτσι καθώς κι εγώ δεν είχα χάσει ακόμα
το λεωφορείο του ίδιου τούτου κόσμου.
Δεν αντέδρασα ακόμα κι όταν απ’ το σάκο της
ανέσυρε το σάντουιτς τυλιγμένο
σ’ ένα χαρτί χρωματισμένο που παρίστανε
μια μαντόνα ευτραφή του Ραφαήλου.
Τούτο σήμαινε, φυσικά, πως στη συνείδηση
της γενιάς της κι ο Ραφαήλος είχε πια ξεπεραστεί.
Νομίζω πως και του Ροντέν το «Φίλημα»,
που με τη στέρια κλασική δομή του
είχε κρατήσει σ’ έκσταση την εφηβεία μας,
κατρακυλά ανεπαίσθητα και τούτο
μες στη συνείδηση του νέου «Κατεστημένου».
Και μονάχα στο φουσκωτό της Αντιγόνης σάκο,
ένα λεύκωμα διπλωμένο μ’ επιμέλεια,
κρατά σε τάξη βαλμένα τα μικρά μπρούντζινα γλυπτά
του Ανρί Matisse, που ισορροπούσε φυσικότατα
πάνω στην τεντωμένη αισθητική χορδή της.
Η Αντιγόνη, μεταγγίζοντάς μου το καινούριο πνεύμα,
μέσ’ από ένα κανάλι μισού και πλέον αιώνα,
φαίνεται πως να δοκιμάσει θέλησε την αντοχή μου
σ’ όσα «ανισόρροπα» γύρω μου συντελούνταν,
με την εικόνα μιας απρόσμενης παραίσθησης.
Σκουντουφλώντας πάνω στο ανηφορικό λιθόστρωμα,
μ’ έσυρε με διάκριση ψηλά στο Κάστρο,
στο πολυθρύλητο τούτο κάστρο του Εδιμβούργου,
όπου, κάτω απ’ το φως ενός πλέγματος προβολέων,
ξαναζούσε η παράδοση της ένδοξης Σκοτίας.
Το θρυλικό Tattoo: Η αποθέωση
του πνεύματος της άτυχης Μαρίας Στιούαρτ.
Το αποκορύφωμα της μελωδίας της πίπιζας.
Το ξεδίπλωμα, σε ρυθμική παρέλαση,
της πολύχρωμης ριγωτής σκοτσέζικης φούστας.
Επιτέλους, νά κάτι που σώθηκε από την παράδοση,
κάτι που τώρα σα φάντασμα αναδύεται
απ’ την ανεξερεύνητη και σκοτεινή πύλη
του μυθικού τούτου Κάστρου της Σκοτίας,
έστω και σαν παράφωνο τραγούδι
μες στην άλλη «παραφωνία» της εποχής μας.
Αλλά στους πρόποδες του Κάστρου κι ο πολύς Νουρέγιεβ
διαψεύδει τούτη την πρόσκαιρη αίσθησή μου.
Παραπατώντας τώρα στην παρακμή της τέχνης του,
ξέκοψε απ’ την εξαίσια εκείνη «Λίμνη των Κύκνων»,
άφησε στο λήθαργό της την «Κοιμισμένη Ομορφιά»
και βάλθηκε, πηδώντας στο ρυθμό της εποχής του,
να παριστάνει κωμικές κι άγαρμπες φιγούρες,
από μια δήθεν μοντέρνα «Commedia dell’ Arte».
Κι ο μέγας Μπαχ, μαζί με τον Βιβάλντι,
μες στην κομψότερη αίθουσα του Εδιμβούργου,
όπου οι νέοι Σκοτσέζοι ξέφρενα χειροκροτούσαν,
φαίνεται πως έπρεπε κι αυτοί να τραγουδήσουν
το παράφωνο κάντο της δικής μας εποχής.
Τους ντύσαν με τα παρδαλά ρούχα μιας ορχήστρας,
όπου ο κιθαρίστας φορούσε ρόμπα κόκκινη,
ο τεμπελίστας μια ριγάτη σκοτσέζικη φούστα,
ο φλαουτίστας παντελόνι αθλητικό με διπλές ρίγες,
και μονάχα ο βιολονίστας ήταν άψογα ντυμένος
μ’ ένα φράκο της εποχής του Γιόχαν Στράους,
αλλά δίχως λουστρίνια, με γυμνά τα πέλματά του,
φορώντας στο κεφάλι ένα λευκό σκουφί μαγείρου.
«O tempora, o mores!» θα μπορούσες ίσως
να ψιθυρίσεις με τα μαρμαρένια χείλη σου,
δύστυχε Walter Scott, αν πια κι εσύ δεν ήσουν
παραχωμένος στη λήθη του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Αλλά τώρα, με την καινούρια των πραγμάτων αίσθηση,
διασκελίσαμε σχεδόν τον εικοστόν αιώνα
και τα προσιόντα βήματα αισθανόμαστε
του απρόσιτου για εμάς εικοστού πρώτου.
***
Μικρή Αντιγόνη, οι δρόμοι μας εδώ χωρίζονται.
Σ’ ευχαριστώ για τη στοργή προς τον Οιδίποδα,
που ωστόσο κι αυτός, καθώς ίσως το ’χεις διαπιστώσει,
δεν είχε χάσει τη συνείδηση της εποχής του,
πριν εσύ του προσφέρεις το οδηγητήριο χέρι.
Μονάχα εδώ, στο νέο και «σύγχρονο» Εδιμβούργο,
τον βοήθησες με την καινούριαν αίσθησή σου,
να συνειδητοποιήσει κάτι που δεν το φανταζόταν:
Το θάνατο ενός ογδοντάχρονου Μεγάλου Ονείρου.
Τώρα εσύ φορτωμένη το γεμάτο σάκο σου,
με τα όνειρα των Matisse, των Paolozzi και των Πίντερ,
είναι καιρός πια να μπεις στο κανάλι της Princes street,
που οδηγεί κατευθείαν προς τη μεγάλη Πύλη
του εικοστού πρώτου αιώνα της γενιάς σου,
που η γενιά μου δεν πρόκειται να την περάσει.
Και μη ξεχάσεις ποτέ του Οιδίποδα το λόγο,
πως αυτά τα απεχθή και μισητά «Κατεστημένα»
ποτέ δεν πεθαίνουν. Εναλλάσσονται μονάχα.
***
Και τώρα, Walter Scott, παλιό ίνδαλμα
των μυθικών προεφηβικών μου χρόνων,
με σεβασμό υποκλίνομαι στη δόξα σου,
που όσο κι αν πάλιωσε, δεν πέθανεν ακόμα,
γιατί κι οι δόξες, όπως όλα τα «Κατεστημένα»,
δεν πεθαίνουν, αλλ’ απλώς μεταλλάσσονται στο χρόνο.
Μονάχος με τη βακτηρία της μοίρας μου,
ανεμίζοντας τα στερνά του αιώνα μου κουρέλια,
να ροβολήσω πρέπει, σκουντουφλώντας πάνω
στις πέτρες που έστρωσε το αμείλιχτο
«Κατεστημένο» της δικής μου εποχής.
Και να βρεθώ κλεισμένος πάλι μες στα τείχη
εκείνης της παλιάς μεγάλης μοναξιάς μου,
ακουμπώντας τώρα το κουρασμένο μέτωπό μου,
στα θερμά γόνατα της δικής μου Πηνελόπης.
Οκτώβριος 1984
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΕΙΛΗΝΟΣ
Ίσως μόνο κάποιος Γαλάτης ποιητής
θα μπορούσε να φαντασθεί ένα Φαύνο,
κυνηγώντας μέσα στο δάσος της Βουλόνης,
αντί Νύμφες ανύπαρκτες κι Αμαδρυάδες,
σύγχρονες υπαρκτές Κατερινέτες.
Όμως εμείς οι απόγονοι αυτών που στήσαν,
στην έξαρση μιας αχαλίνωτης μυθοπλασίας,
θεούς και δαίμονες πάνω σε βάθρα απίθανα,
πώς μπορούμε να φαντασθούμε τώρα
τα πανάρχαια της Αρκαδίας δάση,
δίχως τον Πάνα, με τη συνοδεία Σατύρων;
Ευτυχώς, μες στην αδιάκοπη ροή του χρόνου,
κατάφεραν, για τη δική μας ίσως ευφροσύνη,
ή και για τη δική μας δυστυχία, να επιζήσουν
οι Αμαδρυάδες με τους νεαρούς Ερωτιδείς,
σε σύγχρονα ορχηστρικά συμπλέγματα.
Αλλά ξάφνου, σε μιαν αναδρομή στο παρελθόν τους,
με τη βοήθεια ίσως του «από μηχανής θεού»,
οι Αμαδρυάδες, μαζί με τους Ερωτιδείς τους,
ξαναπαίζοντας τις παλιές ερωτικές καντρίλιες,
πανικόβλητες σκορπισθήκανε στο δάσος.
Μια αποφορά βαριά την όσφρησή τους πλήγωσε,
καθώς αντίκρισαν τυμπανιαίο το σώμα
ενός πρόσφατα πεθαμένου Σειληνού.
Ίσως να ’ταν ο στερνός του Διόνυσου οπαδός,
εκείνος που άλλοτε κρυμμένος μες στις λόχμες,
κρυφοκοιτώντας τα παιχνίδια των γυμνών Νυμφών,
με την πύρινη φλόγα των ματιών του
και με την ασελγή του προσδοκία, καραδοκούσε
να τρυγήσει τις ρώγες νεανικών μαστών.
Τώρα οι πανικόβλητες Αμαδρυάδες
κι οι ζωηρότατοι μικροί Ερωτιδείς τους
δεν τολμούσαν πια να γυρίσουνε στη λόχμη.
Με μιαν ανάστροφην αναδρομή τους στο παρόν,
προτίμησαν να σβήσουνε τον πανικό τους,
πίνοντας δυνατά ποτά της εποχής μας,
μες σ’ ένα μπαρ της σύγχρονης μυθολογίας.
Δε χόρεψαν το ροκ εντ ρολ ή κάποιον άλλο
χορό του δικού τους τώρα πια συρμού.
Συνομιλούσαν, κρατώντας το ποτήρι τους,
με κάποιαν έξαψη μαζί κι αμηχανία,
για τη στάση του σώματος του Σειληνού,
καθώς είχανε δει το χέρι του να σφίγγει
το μαραμένο του φαλλό, σε μια προσπάθεια
πιθανότατα γεροντικού αυνανισμού.
Κι αναρωτιόνταν τούτες οι μικρές Κατερινέτες,
αν το σώμα εκείνο ανήκε πράγματι
στον τελευταίο απ’ τους αρχαίους Σειληνούς,
έτσι καθώς είχαν θερμή την αίσθηση ακόμα
της βίαιης επαφής από τις περιπτύξεις
των νέων Φαύνων της δικής μας εποχής,
που τόση γοητεία ασκούν στ’ ανόητα θηλυκά.
(Όμως αναρωτιέμαι τώρα πια κι εγώ,
μήπως είναι όλοι τούτοι οι στίχοι
το καταστάλαγμα πικρών αισθήσεων,
ενός γεροποιητή, που τρέφεται μονάχα
μ’ αναμνήσεις μιας αμετάκλητα χαμένης νιότης;)
Δεκέμβριος 1983
Άπαντα τα ποιητικά (1990)
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
[Από την ενότητα Υστερόγραφα (1985-1988)]
Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κ’ οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θάταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.
Αύγουστος 1987