ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Η Αθηνά Παπανικολάαυ γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1962. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, εργάστηκε από το 1987 έως το 2020 ως φιλόλογος στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ως Συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων (2016-2017) σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Κριτικά της κείμενα για έργα πεζογραφίας και ποίησης είναι δημοσιευμένα στον έντυπο τύπο και σε ηλεκτρονικές σελίδες Λογοτεχνίας. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Το “Γλυφό νερό” (ενύπνιο 2021)   είναι ένα βιβλίο με 17 μικρά διηγήματα στα οποία η συγγραφέας με λόγο απλό περιγράφει καθημερινές ιστορίες που στη σημερινή εποχή έχουμε μια μικρή εικόνα αλλά ποτέ δεν μπήκαμε στις λεπτομέρειες και στην ουσία. Στα διηγήματα αυτά μπαίνουμε στο βάθος της σκέψης των καθημερινών ηρώων.

.

.

ΓΛΥΦΟ ΝΕΡΟ (2021)

ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Όχι, μη σας μπερδεύει η εικόνα, δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα στη γωνιά ούτε πεινούσα ούτε κρύωνα κι ούτε η γιαγιά μου ήταν αστέρι στον ουρανό. Εδώ ήταν, μαζί ζούσαμε, ανάμεσα στα πόδια της μεγάλωνα. Τριών μηνών με άφησαν στην ποδιά της κι έφυγαν στον βορρά. Είχε εργοστάσια εκεί, μου είπαν αργότερα, είχε ψωμί εκεί, ζεστά σπίτια κι ας χιόνιζε για μήνες. Έτσι έλεγαν κάθε καλοκαίρι που έρχονταν για να μας δουν. Δεν καταλάβαινα γιατί το έλεγαν αυτό, αφού είχαμε κι εμείς ψωμί, ζύμωνε κάθε Σάββατο η γιαγιά μου και γέμιζε το κατώι. Πώς ήταν το δικό τους το ψωμί και τα δικά τους σπίτια; Μας έφερναν φωτογραφίες και βλέπαμε άσπρα κουτιά με μικρά παράθυρα, ούτε αυλή ούτε οι κότες και τα δέντρα που είχαμε εμείς. Γι’ αυτό δε θα πηγαίναμε ποτέ, έλεγε η γιαγιά και μ’ έβαζε κάτω από τα φτερά της, κλωσσόπουλο μες στη φωλιά, με ζέσταινε τα βράδια με τα παραμύθια της.
Όχι, μη σας μπερδεύει η εικόνα, η γιαγιά μου δεν διηγούνταν αυτά για τον κακό τον λύκο που παραμόνευε στο δάσος το κοριτσάκι με τον κόκκινο σκούφο ούτε για την πριγκίπισσα που έφαγε το φαρμακωμένο μήλο απ’ την κακιά μητριά κι ήρθε το βασιλόπουλο για να τη σώσει. Ούτε καν τα ήξερε αυτά. Αργότερα τα διάβασα κι εγώ. Η γιαγιά έλεγε μόνο για νεράιδες που
χόρευαν τα βράδια στα γεφύρια κι αγαπούσαν τα όμορφα παλληκάρια, σαν κι αυτό που θα ‘ρχόταν μια μέρα να με πάρει πάνω στο άσπρο άλογο. Για κείνη
τη μέρα που Θα μ’ έντυνε νύφη μού μιλούσε, νεράιδα τώρα εγώ μέσα στο άσπρο φόρεμα, το ασημοκεντημένο, με αυτό Θα με ξεπροβόδιζε από το σπίτι μας, και με το «χρυσαφένια» μου και με το «φεγγαρένια» μου με κοίμιζε στην αγκαλιά της.
Περνούσαν οι μέρες, οι νύχτες και οι εποχές και φούσκωνα κι άνθιζα σαν τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς την άνοιξη, αυτήν που είχαν φυτέψει στην αυλή όταν γεννήθηκα. Φούσκωναν και τα γόνατα κι οι κόμποι στα δάχτυλα της γιαγιάς κι όλο με δυσκολία σήκωνε τη σκάφη και τα ψωμιά. Ήρθε η ώρα να πάω εγώ στο μαγαζί, να φέρω σπίρτα, αλεύρι, ρύζι, όλα τα χρειαζούμενα για μας. Πέταξα με χαρά.
Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον λύκο. Στην αποθήκη με τα σακιά με κατέβασε. Σκουφάκι κόκκινο εγώ δε φορούσα, ούτε φαρμακωμένο μήλο μου έδωσε κανείς, μόνο μια χούφτα καραμέλες μου έβαζε στην τσέπη κάθε φορά που μ’ έσερνε στο υπόγειο. Μάταια περίμενα τον κυνηγό, ούτε ένα μπαμ δεν ακούστηκε στο δάσος που μ’ έριξαν να τριγυρνώ. Κανένας δεν τον ξεκοίλιασε
να βγω, να ξεπηδήσω ελεύθερη, μαχαίρι πουθενά, μόνο τα σωθικά μου σχίζονταν στα σκοτάδια.
Όχι, μη σας μπερδεύει η εικόνα, δεν ήμουν νεράιδα εγώ, κι ας μ’ έλεγε έτσι η γιαγιά μου. Μόνο μια νύχτα φόρεσα τα ασημοκεντημένα μου φτερά κι απ’ το γεφύρι γλίστρησα να φτάσω γρήγορα στο τέλος του παραμυθιού.
Το πρωί είπαν πως ήταν γεμάτο το ποτάμι καραμέλες.
Για τον λύκο δεν μίλησε ποτέ κανείς.

ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Έλα, έλα μου γνέφεις, θα μπουμπουνίσουμε τη σόμπα κι ύστερα θα ξαπλώσουμε πάνω στην κόκκινη φλοκάτη ν’ αρχίσουμε το παραμύθι. Θα σου κρατώ το χέρι, εσύ θα κοιτάζεις τις γρεντιές* στο ταβάνι και θα περνάμε το ποτάμι ξανά και ξανά. Τη θυμάσαι τη γραμμή; Εσκί Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ. Να, εκείνη η σκούρα χαραγματιά στη γρεντιά είναι ο Σαγγάριος, δες πώς αλλάζει η γραμμή του, πώς στρίβει σα φίδι φαρμακερό. Δες τα τα παλληκάρια πώς χώθηκαν ως το λαιμό μες στα νερά του, δες τι κουβαλάνε στις πλάτες τους, πώς γέρνουνε μπροστά.
Πάππου, δε βλέπω πρόσωπα, πάνε χρόνια που δε βλέπω τα μάτια τους, μόνο φωνές ακούω στα βιβλία σαν κι αυτές που άκουγες εσύ, όταν γύρισες πίσω κι η γιαγιά σ’ έτρεχε στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και σε κοίμιζε σε ιερά Ασκληπιεία, μα εσύ επέμενες να τους φωνάζεις «άγριο, άγριο, άγριο, κακό πράμα ο πόλεμος».
Κάτσε τώρα, μην κουράζεσαι, μη λαχανιάζεις απ’ το περπάτημα, σκέπασε τα παγωμένα πόδια σου. Σειρά μου τώρα, μεγάλωσα, θα σου διαβάσω από το «Γκιακ» τη σκηνή που πετάλωσαν το λοχαγό σου. Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή που πίσω από τους λόφους βλέπατε να τον καλιγώνουν ζωντανό; Πώς το ‘μάθε αλήθεια ο Παπαμάρκος; Δεν μπορεί, κάποιος συστρατιώτης σου
του το ‘πε. Άραγε, σα γύρισε κι αυτός, άκουγε τις φωνές του λοχαγού;
«Κάναμε κι εμείς άγρια πράματα», μου ψιθυρίζεις. Πώς να τα πεις αλήθεια σ’ ένα παιδί;
Γι’ αυτό οι φωνές, γι’ αυτό η νυχτερινή εκστρατεία στις γρεντιές; Πώς μπόρεσες αλήθεια και το ‘κάνες σαν παραμύθι;
Έλα, σκεπάσου τώρα, κι αν γκρεμιστεί το σπίτι, σου είπα, θα την κρατήσω τη γρεντιά με όλους της τους ρόζους και κείνη τη μεγάλη καφετιά γραμμή, το ποτάμι. Θα το διαβαίνουμε κάθε βράδυ μαζί, ξανά και ξανά, να μην αγριεύεις σα θα περνάς αντίπερα στην έρημο, για να γυρίζεις πίσω, εδώ στον χειμωνιάτικο οντά, να ρίχνουμε κούτσουρα στη φωτιά, να σου κρατώ το χέρι
και να μετρώ τους κόμπους του. Εσκί Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ.
Ω λέλε, πόσα παλληκάρια.

* Γρεντιές: Ζύλινα οριζόντια δοκάρια που στήριζαν τις οροφές των σπιτιών στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Η ΘΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η θεία Βικτωρία, η αδελφή της γιαγιάς μου, ήταν μεσαία ανάμεσα σε οχτώ αδέρφια, τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Με τις άλλες αδερφές μοιράστηκε το ίδιο μέτριο ανάστημα. Η μάνα τους ήταν τόσο κοντή που όταν θρόιζαν τα στάχυα, καταλάβαιναν σε ποιο σημείο του χωραφιού θέριζε με το δρεπάνι της. Είχε την ίδια αλαβάστρινη επιδερμίδα, αρυτίδωτη μέχρι το τέλος, τόσο
γυαλιστερή και ατλαζένια που πρωτοξάδερφες και δευτεροξάδερφες, όταν μαζευόμασταν, ανάμεσα στα κουτσομπολιά, με ένα «αχ» γεμάτο φθόνο, ευχόμασταν όλες να την κληρονομήσουμε.
Η θεία Βικτωρία ξεχώριζε για το καλλιτεχνικό ταλέντο που είχε κληρονομήσει, άγνωστο από ποιον πρόγονο. «Ζερβοχέρα αλλά χρυσοχέρα» έλεγε η δική μου μάνα και ανιψιό της. Τα σχέδιά της στα υφαντά, στις δαντέλες και στα κοφτά ασπροκεντήματα έρχονταν να τα δανειστούν απ’ όλη την περιφέρεια. Όταν στήνονταν οι αργαλειοί, η Βικτώρια ήταν αυτή που καλούνταν να δώσει τα φώτα της, να σχεδιάσει σε χαρτί τα λουλούδια, να επιλέξει τα χρώματα, να «πειράξει» παλιά σχέδια και να γεννήσει καινούρια. Όσο μπόι της έλειπε, τόση φαντασία διέθετε. Είχε μια πλούσια καρδιά που άνοιγε σε κάθε ζωντανό και το ‘κάνε ν’ ανθίζει.
Η θεία Βικτώρια δεν ευτύχησε να αποκτήσει παιδιά σε μια οικογένεια που όλες γεννούσαν. Τα παιδιά της ήταν τα έργα των λεπτοκαμωμένων χεριών της και τα ορφανά ανίψια που μεγάλωσε. Οι προίκες στο σόι ήταν όλες φτιαγμένες με μεράκι από τα χεράκια της.
Παπλωματοθήκες και σεντόνια σε χασέ κατάλευκο, μαξιλαροθήκες με μονόγραμμα, κουρτίνες με λεπτό αζούρ και δαντέλα, κιλίμια «μπαχτά»*
σα χαλιά και στρωσίδια πολύχρωμα, σεμέν και τραπεζομάντιλα, «Καλημέρες» με αγγελούδια και βυζαντινή βελονιά, τσεβρέδες μεταξωτοί από τα κουκούλια του μεταξέμπορου πατέρα της. Σπίτια και παλάτια στολισμένα από τα χεράκια της. Συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου «όλες οι αδερφές μάθαμε νοικοκυριό, σαν τη Βικτώρια καμιά μας».
Μ’ αυτά τα κεντήματα πλήρωσε δικηγόρους και χωροφυλάκους να γλυτώσουν τον άνδρα της και μπάρμπα μας από την εξορία. Μακρόνησος και Αϊ-Στράτης, να ξέρατε πώς μούσκεψαν τα λινά και τα μετάξια. Εις μάτην όμως, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. «Να τους σαβανώσουν μ’ αυτά», έλεγε η μάνα μου, «πώς μπόρεσαν και κοροΐδεψαν τέτοια άγια γυναίκα. Ε βρε, και να ‘ξέραν
εγγόνια και δισέγγονο βασανιστών τι ματωμένες βελονιές στολίζουν τώρα τα σαλόνια και τα εξοχικά τους».
Αεικίνητη και μεγαλόκαρδη, δεν βαρυγκώμησε ποτέ, δε μιλούσε ποτέ για βάσανα. Μεγάλωσε στο σπίτι της τέσσερα ορφανά ανίψια, τα ξεπροβόδισε από την πόρτα της γαμπρούς και νύφες.
Μα εκεί που ξεδιπλωνόταν αχαλίνωτη η φαντασία της θείας ήταν όταν ζωγράφιζε τις πασχαλιάτικες περδίκες* . Με το κοντύλι και το μελισσοκέρι το άσπρο τσόφλι γινόταν καμβάς. Πουλιά παραδείσια με πλουμιστά φτερά, τσαλαπετεινοί και κορυδαλλοί, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα, γιρλάντες και μενεξέδες, τριφύλλια και παπαρούνες, «Χριστός Ανέστη» και «Χρόνια Πολλά», επιγράμματα αρχαία, σχέδια ξεσηκωμένα από παλιούς επιτάφιους, από τ’ ανάγλυφα υπέρθυρα της εκκλησιάς, από τα μαξιλάρια της γιαγιάς της, απ’ τα ανοιξιάτικα λουλούδια της αυλής της, πουλιά και ζώα του δικού της
κόσμου, κόσμου φωτεινού, κόσμου ζεστού και κόκκινου σαν την καρδιά της. Κάθε Κυριακή του Πάσχα έβαζε κάτω από τη ροδιά στην ασβεστωμένη αυλή τόσες σοκολατίτσες όσα και τ’ ανίψια της.
Για χρόνια τη ρωτούσαμε να μάθουμε ποιο πουλί ήταν αυτό που τις έφερνε, να παραφυλάξουμε να το δούμε. Γελούσε τότε και μας έλεγε πως έρχεται μόνο το Πάσχα και κανείς δεν το βλέπει.
«Αυτό το πουλί είναι, θεία, που ζωγράφισες στ’ αυγό;». Μόνο η θεία Βικτωρία το έβλεπε.

* μπαχτά: ιδιαίτερος τρόπος ύφανσης χαλιών.
* περδίκες: τα πασχαλιάτικα αυγά ζωγραφισμένα με κερί μέλισσας, ιδιαίτερη τεχνική της περιοχής Βοίου Κοζάνης.

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Αργά τ’ απογεύματα, όταν το φως μαλάκωνε τις ριπές του κι η δύση έσβηνε απαλά τα χρώματα στον ορίζοντα που έβλεπε από το παράθυρο του, όταν τα πουλιά εγκατέλειπαν τις κρυψώνες τους μες στα πεύκα του κοντινού δάσους και με κρωγμούς κατέβαιναν ομαδικά στο λιμάνι, ενώ οι φωνές των παιδιών γλύκαιναν σιγά σιγά εξουθενωμένες μετά το σκληρό παιχνίδι στο δρόμο, τότε αυτός σήκωνε το ακουστικό στο παλιό μαύρο τηλέφωνο και αργά αργά σχημάτιζε τον αριθμό του σπιτιού του, περιμένοντας για λίγα λεπτά την απάντηση. Ο δίσκος της συσκευής γινόταν η μηχανή του χρόνου κι αυτός ο
ταξιδιώτης της. Όταν μετακόμισε στο σπίτι της κόρης του, πήρε μαζί του και την παλιά συσκευή.
— Τι τη θες, βρε πατέρα, του είχε πει εκείνη. Έχουμε τηλέφωνο, ασύρματο μάλιστα. Θα μπορείς να το παίρνεις από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς να μπερδεύεσαι με καλώδια και να φοβάμαι μην πέσεις.
Ανένδοτος εκείνος, ήθελε να κρατήσει την ευτυχία της κίνησης, να γυρίζει αργά με τα δάχτυλά του στον κυκλικό δίσκο τους ευανάγνωστους αριθμούς, σα να ήθελε να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στην άλλη πλευρά.
Του άρεζε εκείνος ο ήχος της περιστροφής. Από την αρχή στο τέρμα και πάλι πίσω τα δάχτυλα, κρακ κρακ κρακ, σαν τα κλαράκια της μουσμουλιάς στην αυλή τους, όταν λύγιζαν απ’ το χιόνι κι ακουμπούσαν στα κάγκελα αποκαμωμένα από το βάρος.
Στη γυναίκα που καθάριζε το σπίτι κάθε βδομάδα είχε δώσει εντολή να καθαρίζει τη συσκευή προσεκτικά, να τη γυαλίζει, να λαμποκοπά το μαύρο στιλπνό της χρώμα. Έπαιρνε τη συσκευή στα πόδια του και καθόταν τους ατελείωτους χειμώνες στο δυτικό παράθυρο κοιτώντας το χιόνι στην αυλή, μετρούσε τα σπουργίτια που έρχονταν ψάχνοντας τροφή μέσα στα λιγοστά χόρτα. Για ένα μάλιστα, έπαιρνε όρκο πως ήταν το ίδιο κάθε μέρα και το είπε στην κόρη του.
— Έλα, βρε πατέρα, απάντησε εκείνη, είναι δυνατόν; Πώς είσαι σίγουρος ότι είναι το ίδιο πουλί;
Ύστερα μετάνιωνε που τον απόπαιρνε και του χάιδευε το κεφάλι.
— Ίσως και να ‘χεις δίκιο, του έλεγε, μπορεί να σε αναγνωρίζει το πεινασμένο.
Τον άφηνε μετά και πήγαινε να κάνει τα δικά της. Εκείνος τότε βύθιζε τα πρησμένα από την αρθρίτιδα και την επέλαση του χρόνου δάχτυλά του στον δίσκο. Γύριζε τα παλιά νούμερα με την ελπίδα πως κάποια φορά θ’ άκουγε τη γνώριμη φωνή στην άλλη άκρη, όπως τότε, όταν έπαιρνε από το γραφείο για να μάθει τη λίστα με τα ψώνια ή τον πυρετό της μικρής, κάποια ξεχασμένη δήθεν λεπτομέρεια από τη δουλειά που του είχε αναθέσει. Ντρεπόταν να ομολογήσει τόση αγάπη, κανείς ποτέ δεν του είχε μάθει τους ήχους και τις λέξεις της, μόνο η φωνή της τον λύγιζε και έψαχνε αφορμές. Πώς δεν το είχε
σκεφτεί ν’ αποθηκεύσει τη φωνή της με τόσα διαολεμένα μηχανήματα που είχαν βγει στην αγορά; Πώς αυτός, ο τόσο οργανωμένος, που ζήλευαν τα συρτάρια του όλοι στο γραφείο, δεν το προνόησε αυτό; Και τώρα που πήγε η φωνή; «Έλα καλέ μου, τι ξέχασες πάλι;» Πώς να της πει πια πως το τηλέφωνο ήταν μια αφορμή, μια προσποίηση, η μόνη ευκαιρία ν’ ακούσει τον ήχο του έρωτά του, πως όλα σβήστηκαν στη μνήμη του, μόνο τη φωνή της θυμόταν, μόνο αυτήν άκουγε στ’ αυτιά του.
Αργά τα απογεύματα, οχτώ χρόνια αφότου κλείδωσε για τα καλά το σπίτι του, όταν όλες οι φωνές μαλάκωναν επιτέλους από τον μόχθο της ημέρας κι η κόρη του έφευγε για το γυμναστήριο, εκείνος έπαιρνε τη μαύρη, παλιά συσκευή στα γόνατά του, καθόταν δίπλα στο παράθυρο και περίμενε το θαύμα μιας απάντησης.

ΧΑΛΒΑΣ ΣΙΜΙΓΔΑΛΕΝΙΟΣ

Σηκώθηκε αχάραγα. Έβγαλε το τηγάνι σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει κανέναν κι άρχισε να καβουρδίζει το σιμιγδάλι κλωθογυρίζοντάς το με την ξύλινη κουτάλα, μέχρι να ξανθύνει. Τέτοιο χρυσόχρωμα σαν τα στάχυα που μάζευε μικρή στα σταροχώραφα του πατέρα της, σαν τα μαλλιά της εγγονής της που τα ‘πλεκε κοτσίδες τα πρωινά για το σχολείο, πριν έρθουν οι εφηβικοί καλλωπισμοί. Στην κατσαρόλα έβραζε το σιρόπι με το κανελόξυλο και τη λεμονόφλουδα. Τα καρύδια —ψιλοκομμένα αποβραδίς— περίμεναν υπομονετικά να στολίσουν την πιατέλα. Πόρτες να κλείσει, να μην τους τρυπήσει ξημερώματα η ευωδιά, δεν μπορούσε. Ορθάνοιχτο αυτό το σπίτι. Μήτε πόρτες μήτε παράθυρα. Από την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ, ήξερε πως δύσκολα θα κρατούσε μυστικά τα μαγειρέματα.
Έστρωσε το τραπέζι, έβαλε το καλό, το ασπροκεντημένο τραπεζομάντιλο που είχε για τη γιορτή της, τα γυάλινα πιατάκια με τους ανάγλυφους ρόδακες στη μπορντούρα, τα ασημοστόλιστα κουταλάκια, δώρο πολύτιμο του γάμου, και τους περίμενε. Μοσχοβόλησε το σύμπαν κανέλα και ψίχα καρυδιού. Μέρα γιορτής των Αρχαγγέλων, μέρα του ονόματος της, γλυκάθηκαν οι Ταξιάρχες, φτερούγισαν απαλά, να μη χαλάσουν το τραπέζι.
Πάνε χρόνια που η μάνα φτιάχνει τον χαλβά στη γη των αγγέλων αξημέρωτα, να μην ενοχλήσει κανέναν, να μοιράσει το κέρασμά της μήπως και ημερώσουν οι στρατιές τους, σαν Θα κατέβουν απ’ τα επουράνια δώματα στη χώρα των δικών της.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

www.vakxikon.gr Μάιος 2021

«Σταμάτα να κλαις, δε χάνονται οι μάνες, δες τη Μάγδα πώς στέκεται ολόρθη… Άρχισε να κερνάς»

Μια ανάγνωση του βιβλίου της Αθηνάς Παπανικολάου Γλυφό νερό, εκδ Eνύπνιο, 2021 από την Τούλα Αντωνάκου, εκπαιδευτικό.

Συγκινημένη μέχρι δακρύων, κυριολεκτικά, και γοητευμένη από τη δεξιοτεχνία της γραφής διάβασα σε διάστημα λίγων ωρών, απνευστί, το Γλυφό νερό της Αθηνάς Παπανικολάου, αγαπημένης φίλης και συναδέλφου στο σχολείο.

17 διηγήματα κελαριστής γραφής, απ’ όπου αναδύεται ο απανταχού ανθρώπινος πόνος, που δεν καταστέλλει αλλά απελευθερώνει και ορθώνει το ανάστημα.

Η Αθηνά ξεκινάει και τελειώνει με δύο ποιητικά κείμενα, Γεωγραφία και Ωκεανός αντίστοιχα, όπου ο άνδρας-ουρανός και η γυναίκα-γη συνταξιδεύουν στο ταξίδι της άρρητης αγάπης κι η ανθρώπινη σχέση, με τον πόνο και τη χαρά της, γίνεται ταξίδι και κατάδυση.

Στο ομώνυμο του βιβλίου διήγημα Γλυφό νερό, δίνει το στίγμα της ως εκπαιδευτικού που προσπαθεί να επικοινωνήσει στη γλώσσα των μαθητών της. Άγνωστες στους μαθητές ορεινής περιοχής λέξεις, όπως το «περιγιάλι» και το «γλυφό νερό», δίνουν πάτημα στην Αθηνά να μιλήσει για τα καλοκαίρια αυτών των παιδιών στα καπνοχώραφα και στη βοσκή των κοπαδιών μέσα από την τρυφερότητα των προσωπικών της αναμνήσεων σχολικής ηλικίας. Η εκπαιδευτικός μιλάει και στο Μαθήματα γραφής, όπου η διδακτική προσέγγιση του αναλφάβητου νεαρού μετανάστη γίνεται μέσω της ιδιότητάς της ως μάνας ενώ στο φόντο προβάλλονται οι αιτίες της μετανάστευσης σε τόσο τρυφερές ηλικίες. Η εκπαιδευτικός, επίσης, συν-πονάει τον αλλοδαπό μαθητή που συνειδητοποιεί τα δέκα χρόνια απουσίας του πατέρα του ως δέκα χαμένα χρόνια (Η γιορτή).

Στα εξαιρετικά διηγήματα Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα και Ραγίσματα η συγγραφέας πονάει μαζί με όλα τα κακοποιημένα κορίτσια και τις εγκαταλειμμένες στη μοίρα ενός προαπoφασισμένου ερήμην τους γάμου γυναίκες που δεν έχουν κανέναν πια να τις νοιαστεί. Και ενίσταται για την εξάσκηση των γυναικών στο χαμήλωμα του βλέμματος στο Ο καθρέπτης.

Μνήμες της Μικρασιατικής Καταστροφής, της Κατοχής, του Εμφυλίου, των εξοριών ζωντανεύουν μέσα από την μαγική πένα της Αθηνάς, πολλές φορές σκόπιμα με ονειρική διάσταση, όχι για να ξύσουν παλιές πληγές αλλά γιατί πρέπει να αντέχουμε χωρίς να ξεχνάμε τις αγριότητες που έγιναν. Μέσα από το πέρασμα του ποταμού από την Τρανταφυλλιά αναδύεται όλη η αγριότητα του Εμφύλιου (Μέχρι τη Βέροια), μέσα από τα κεντήματα της Βικτώριας αναβλύζει όλος ο πόνος της Μακρονήσου και του Αη Στράτη (Η θεία Βικτώρια), μέσα από τους ρόζους στις γρεντιές κλαίνε τα χαμένα στο Σαγγάριο παλληκάρια (Εκστρατεία), μέσα από τα καύκαλα των χελωνών ζωντανεύει η πείνα και το χτικιό της Κατοχής (Πάσχα του ’44).

Κι είναι κι εκείνα τα τρία αυτοβιογραφικά διηγήματα με τη μάνα που με συγκλόνισαν! Η μάνα που συμπονά και ελεεί χωρίς να ταπεινώνει, στο Μιρουπάφσιμ μάνα, η διακριτική μάνα που δίνει γλύκα και άρωμα στη ζωή στο Χαλβάς σιμιγδαλένιος, κι εκείνη η δυνατή μάνα-στήριγμα που έρχεται στο όνειρο μαζί με τους πονεμένους όλου του κόσμου και του χρόνου και παροτρύνει την κόρη να τους κεράσει. «Σταμάτα να κλαις, δε χάνονται οι μάνες, δες τη Μάγδα πώς στέκεται ολόρθη, … Άρχισε να κερνάς, θα ‘ρθουν όλοι σήμερα». (Μάγδα Φύσσα).

.

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

Fractal 27/04/2021

Με γλυφό νερό ξεδιψώντας

Είναι ένας κομψός τόμος με ωραία γραμματοσειρά, το πρώτο βιβλίο της φιλολόγου Αθηνάς Παπανικολάου, γνωστής κι αγαπητής προσωπικότητας στα κοινωνικά δίκτυα, κυρίως για την σοβαρή παρέμβασή της στα πολιτικοκοινωνικά και πολιτιστικά πράγματα της πόλης.

Δεκαεπτά μικρά διηγήματα, δημοσιευμένα ήδη σε χρονικό άνυσμα τριών χρόνων σε ηλεκτρονικές σελίδες και διαδικτυακά περιοδικά. Μικρή φόρμα, ποιητική γραφή, θαυμαστή γλώσσα και τεχνική, εναρμονισμένα το τι και το πώς των κειμένων, που απελευθερώνουν συγκίνηση χωρίς αισθηματολογία.

Γλυφό νερό, είναι το επώνυμο διήγημα που δίκαια δανείζει τον τίτλο στο βιβλίο. Αναφέρεται δεδηλωμένα στο σεφερικό ποίημα Άρνηση, αντικείμενο της διδακτέας ύλης στο Γυμνάσιο όπου υπηρετεί η αφηγήτρια, ωστόσο υπόκωφα ανακαλεί τη γραφή του Σωτήρη Δημητρίου, Σαν το λίγο το νερό, θαυμαστά γλωσσοκεντρικό και βιωματικό, όπως όλα τα διηγήματα του Ηπειρώτη συγγραφέα. Όλες οι αφηγήσεις του τόμου που ξεχωρίζω, είναι ένα κατόρθωμα της γλώσσας, με βιωματικό υπόβαθρο και με αντηχήσεις από το δημοτικό τραγούδι, τα παραμύθια και την παράδοση, τα αντάρτικα τραγούδια και την καλή Λογοτεχνία παλιότερη και σύγχρονη, βαθιά αφομοιωμένο το λογοτεχνικό υπόβαθρο, της λόγιας συγγραφέως που ομνύει με διακείμενα κι αφιερώσεις στον Σεφέρη, στον Σολωμό, στον Μάρκο Μέσκο αλλά και στον Παπαμάρκο του Γκιάκ, και στον Β. Νιτσιάκο, του ω λέλε, στον Θ.Αγγελόπουλο της Κοιλάδας που δακρύζει ή και στον Γ. Κόρρα, του Μιρουπάφσιμ.

Στο γλυφό νερό, η αφηγήτρια κατά τη φιλοσοφία του Μπουρντιέ , δοξάζει τον δάσκαλο-α που δουλεύει στο άνυδρο σκληρό χώμα – δεν υπάρχει πολιτιστική στέρηση – ψάχνοντας εικόνες, παρομοιώσεις κι αναλογίες, επινοώντας λέξεις για να περιγράψει το αίσθημα, να βρει τη σωστή λέξη, μεταφράζοντας, γυρίζοντας, όπως θα έλεγε κι ο Ζ.Λορεντζάτος τον κόσμο της ποίησης στη γλώσσα των παιδιών του ορεινού χωριού. Ιχνηλατώντας με λαχτάρα το θαυμαστό πλούτο της γλώσσας δίνει χώρο στα παιδιά, να χτίσουν με αμεσότητα κι αφέλεια πάνω στην εμπειρία τους τη νέα γνώση.

«…Ε, πε΄μα, κυρία, στούραβο νερό, να καταλάβουμε κι εμείς, αναφώνησαν όλα εν χορώ. Κύλησε η λέξη του τόπου τους σαν αγίασμα, αλάτισε τους στίχους, θεράπευσε το στόμα της, γέλασαν όλοι τους κι αυτή μαζί τους, για πρώτη φορά τόσο δυνατά. Κι ένιωσε τότε κάτι υφάλμυρο να λύνει τα μέλη της, να χαλαρώνει τις νόρμες του μαθήματος και να ξεδιψά, αν είναι δυνατόν, από γλυφό νεράκι…».

Η σωστή λέξη αναζητείται, αυτή κάνει τη διαφορά. «Τι λες βρε μάνα, το ίδιο είναι;Eμείς φύγαμε για σπουδές, αυτά ξενομίσθηκαν, διαλύθηκε η πατρίδα τους, πήραν τα μονοπάτια. Το ίδιο είναι;» ( Μιρουπάφσιμ μάνα).

Με τον ίδιο σεβασμό στο πολιτισμικό κεφάλαιο του νεαρού προσφυγόπουλου της αφήγησης και η Goodmorningmadame, γίνεται μια αγκαλιά η ίδια για να ξεθαρρέψουν οι λέξεις του και οι ζωγραφιές του, για την ένταξη και την ανάπτυξή του. (Μαθήματα γραφής). Το ίδιο και η μάνα στο θαυμαστό Μιρουπάφσιμ μάνα, με εμπιστοσύνη, ανοιχτή στο διαφορετικό και στην επικοινωνία, δεξιώνεται τα ξενάκια που της ζήτησαν ψωμί νερό και δουλειά, στρώνει τραπέζι τρικούβερτο με κλάματα και τραγούδια, μάνα κι αυτή με παιδιά στα ξένα. Μέγιστο μάθημα συμπόνιας αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης αλλά και μάθημα ομηρικής περηφάνιας, «Ο τόπος ορίζει τον άνθρωπο, η φύτρα του κι η γενιά του».

Κρυφή περηφάνια και γενναιοδωρία, στις αντίστοιχες αφηγήσεις του τόμου τα μαθήματα της μάνας, και της θείας Βικτώριας – εντολές και παρακαταθήκες λαμπρές, κι όχι μόνο νοικοκυροσύνη και μοσχοβολιά χαλβά σιμιγδαλένιου, μέχρι το τέλος της ζωής και μετά το τέλος, ως ακριβή μνήμη μάνας ολόρθης, ένα αρχέτυπο. (Μάγδα Φύσσα).

Με κρυφή περηφάνια η αφηγήτρια αραδιάζει την προίκα της θείας Βικτώριας, την προίκα της γλώσσας, της ψυχής και της παράδοσης, έναν κόσμο φωτεινό και ζεστό σαν την καρδιά. «Οι προίκες στο σόι ήταν όλες φτιαγμένες με μεράκι από τα χεράκια της. Παπλωματωθήκες και σεντόνια σε χασέ κατάλευκο, μαξιλαροθήκες με μονόγραμμα, κουρτίνες με λεπτό αζούρ και δαντέλα, κιλίμια «μπαχτά» σα χαλιά και στρωσίδια πολύχρωμα, σεμέν και τραπεζομάντιλα, «καλημέρες», ε αγγελούδια και βυζαντινή βελονιά, τσεβρέδες μεταξωτοί από τα κουκούλια του μεταξέμπορου πατέρα της». (Βικτώρια).

Ο μικρασιατικός πόλεμος στο διήγημα εκστρατεία και ο εμφύλιος στα διηγήματα μέχρι τη Βέροια και Πάσχα του ‘44, είναι ο ζοφερός περίγυρος με τα παλικάρια που χάνονται, την πείνα και την αρρώστια. Υπάρχει ωστόσο η υπόσχεση της νεαρής αφηγήτριας στον παππού της, «θα την κρατήσω τη γρεντιά με όλους της τους ρόζους», υπόσχεση για το μέλλον να κρατήσει την περηφάνια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, να ακυρώσει το φόβο, να ξορκίσει τις κακές μνήμες.

Αμφίστομο το μαχαίρι της παράδοσης. Σφοδρή η καταγγελία για τη θέση της γυναίκας, θεματοποιημένης στα διηγήματα, Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Μέχρι τη Βέροια, Καθρέφτης και στα σπαραχτικά Ραγίσματa.

“…Και χθες το βράδυ, συνέχισε, χθες βράδυ ήρθε η γιαγιά μου στον ύπνο μου, αυτή απ’ τη μεριά της μάνας μου, μεγάλωσε δεκατέσσερα παιδιά, ορφανά τα μισά, από αδερφές κι από κουνιάδες. Έλα, της είπα, έλα να σε φροντίσω, όσο δεν φρόντισα τη μάνα μου. Της κρατούσα τα χέρια και μιλούσαμε, στη γλώσσα μας μιλούσαμε και έρχονταν ποτάμι οι λέξεις, σαν αυτό που έτρεχε στο χωριό μας. Καταρράχτης οι λέξεις, μας έλουζαν, μας δρόσιζαν, μας γλύκαιναν, ίδια ζαχαρωτά που τρώγαμε μικρές στα πανηγύρια. Της κρατούσα τα χέρια, στραβωμένα δάχτυλα, ζυμωμένα ψωμιά, δρεπάνια σκληρά…….» ( Ραγίσματα )

– Η Πατριαρχία καλά κρατεί στην ορεινή κοινότητα των αφηγήσεων, χωρίς ωραιοποιήσεις, υπαγορεύοντας τότε την απροκάλυπτη ειρωνεία και τις κοροϊδίες των συγχωριανών για την αθώα κι αθόρυβη Αγγελική, κι από την ίδια τη μέλλουσα πεθερά της ακόμα σε ένα εξαιρετικό διήγημα που μου φαίνεται πως ανακαλεί το κλίμα του καρυωτακικού Μιχαλιού. (Μέχρι τη Βέροια).

Άλλωστε είναι η Πατριαρχία –συμπεραίνουμε- που αφήνει ατιμώρητo τον λύκο του παραμυθιού και της σεξουαλικής κακοποίησης της αφηγήτριας- σε πρωτοπρόσωπη αλληγορική αφήγηση. Δυνητικά η καθεμιά μας σε παρόμοια θέση δεν θα μπορούσε να είναι, τότε και τώρα; (Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα).

Σε σημερινό χρόνο εξ άλλου και σε διαφορετικό κλίμα σε σχέση με τις άλλες ιστορίες ο πατέρας στο διήγημα ο καθρέφτης υπαγόρευε στερεότυπα για χρόνια στην κόρη σιωπή, χαμηλωμένα μάτια και υποταγή, μεγαλώνοντας ένα κορίτσι για να αποτύχει στις εξετάσεις – της οδήγησης για την ώρα.

Σε άλλες αφηγήσεις, η σιωπή είναι ελεύθερη επιλογή για την έκφραση του άρρητου και της αγάπης, για να γραφτεί ένα ερωτικό τραγούδι συμπαντικό, (Γεωγραφία).

Το γλυφό νερό είναι συμπερασματικά ένα βιβλίο που υποστηρίζει τη Λογοτεχνία με τόλμη και ανιδιοτέλεια και μας επανασυνδέει βιωματικά με την πολυπλοκότητα του κόσμου.

.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

aRTInews 01/05/2021

Υπάρχουν κείμενα (τα περισσότερα) που τα διαβάζεις σε διάφορους ιστότοπους οποιαδήποτε στιγμή της μέρας και στη στιγμή τα ξεχνάς χωρίς να αφήσουν ίχνος πάνω στην ψυχή σου. Υπάρχουν και κείμενα (σπάνιες εξαιρέσεις) που θα ήθελες να τα είχες γράψει εσύ. Ύστερα από καιρό πολλά από αυτά τα βρίσκεις τυπωμένα και συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο. Και τότε η χαρά σου είναι μεγάλη. Γιατί τα ξαναδιαβάζεις σα να τα βλέπεις για πρώτη φορά.

Μιλώ για το «Γλυφό νερό», την άρτι εκδοθείσα συλλογή 17 διηγημάτων της Αθηνάς Παπανικολάου από τις εκδόσεις «Ενύπνιο». Διηγήματα μικρής έκτασης αλλά επιδέξιας σύνθεσης όπως ταιριάζει στη μικρομυθοπλασία που σέβεται το είδος της, εκείνη τη μικρομυθοπλασία που ξέρει να κολυμπά στον ωκεανό των αφηγήσεων και των διασταυρούμενων κειμένων.

Η γλώσσα της Παπανικολάου κόβει σαν ξυράφι φέτες φέτες τη ζωή για να σώσει τελικά την ίδια τη ζωή. Για να φτάσει στις καλύτερες στιγμές της, οι σιωπές των διηγήσεών της να είναι οι πιο εύγλωττες δηλώσεις. Η Παπανικολάου έχει επίγνωση ότι αυτό που δεν το λέμε και επιδέξια το κρύβουμε αποτελεί το δομικό συστατικό μιας αξιοσύστατης αφήγησης. Νομίζω πως εδώ ισχύει ο λόγος του Ουρουγουανού μουσικού και γιατρού Jorge Drexler: «Δεν είναι το φως αυτό που έχει σημασία στην αλήθεια, είναι τα δώδεκα δευτερόλεπτα του σκοταδιού».

Κι αν για τους περισσότερους αναγνώστες η μικρομυθοπλασία συνιστά τη μινιατούρα μιας ευρύτερης ιστορίας, η Παπανικολάου έρχεται να διαψεύσει αυτή την πλάνη. Η γραφή της είναι «τόσο όσο», επιτρέποντας στον αναγνώστη με τη δύναμη της φαντασίας αλλά και την ευαισθησία του να ολοκληρώσει στο μυαλό του κάθε ιστορία. Η αφηγηματική καθαρότητα, η πύκνωση, η διαύγεια του λόγου, η εκφραστική απλότητα, η αφαιρετική ματιά, το αφηγηματικό πλάτος αλλά συγχρόνως και το ψυχογραφικό βάθος κάθε στιγμιότυπου στο οποίο κάθε φορά εστιάζει τον φακό της, συνιστούν την ευρηματική σύνθεση των περισσότερων μικροαφηγήσεών της.

Η «Γεωγραφία», το «Γλυφό νερό», τα «Μαθήματα γραφής», «Ο καθρέφτης» και τα «Ραγίσματα» αποτελούν -κατά τη γνώμη μου- τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου, χωρίς φυσικά να υπολείπονται σε ποιότητα και τα υπόλοιπα.

.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

www.periou.gr 29/05/2021

Η Αθηνά Παπανικολάου σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων μας αποκαλύπτει έναν ξεχασμένο και χαμένο κόσμο στον οποίο έχουμε πια πρόσβαση μόνο μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Στιγμιότυπα και ιστορίες του προηγούμενου αιώνα στην ελληνική ύπαιθρο μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, στα σκληρά εκείνα χρόνια της ανέχειας και της άγριας πείνας. Συνυφασμένες οι διηγήσεις με παραδόσεις και έθιμα ακόμα και με συνταγές για σιμιγδαλένιο χαλβά για να ημερώσουν οι στρατιές των αγγέλων.
Ταυτόχρονα όμως αυτή η φέτα που μας προσφέρει η συγγραφέας από το ψωμί του κόσμου, αποκαλύπτει καθολικά συναισθήματα και αναλύει συλλογικές αντιδράσεις της ανθρώπινη φύσης, αφού τελικά κάθε άνθρωπος ερωτεύεται, πονά, εγκαταλείπεται, μεταναστεύει, νοσταλγεί με τον ίδιο τρόπο από τις απαρχές του πολιτισμού ως σήμερα. Άρα αυτά τα διηγήματα είναι απελπιστικά και απελπισμένα σύγχρονα.
Σκευές της Παπανικολάου είναι η εξοικείωση που έχει με τη ζωή στην ύπαιθρο οι εμπειρίες της μέσα στην τάξη, οι πλατιές της γνώσεις, η εξαιρετική της παιδεία, η ευχέρεια που έχει στην ελληνική γλώσσα και που φαίνεται στην κελαρυστή ροή της γραφής της. Όμως εκτός από όλα αυτά διαθέτει ένα αξιομνημόνευτο ταλέντο. Τα διηγήματά της έχουν μία εξαιρετική διαπερατότητα. Διεισδύουν στις φλέβες του αναγνώστη και κυλούν στο αίμα του. Προκαλούν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Χαμόγελο και κλάμα ταυτόχρονα. Αυτό η συγγραφέας δεν το επιτυγχάνει με μία περίτεχνη γραφή αφού δεν υπάρχει τίποτε το πομπώδες και εξεζητημένο στο βιβλίο. Ούτε χρησιμοποιεί πρωτότυπα τεχνάσματα, αφηγηματικά τρυκ, μη γραμμικότητα στην αφήγηση.
Απλούστατα παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και τον κάνει συνταξιδιώτη, συνοδοιπόρο, σύντροφο, ομοτράπεζο στο γεύμα με τους Αλβανούς μετανάστες που στρώνει η μάνα της για χάρη τους, αλληλέγγυα με το κορίτσι που βιάστηκε από τον κακό λύκο ανάμεσα σε σακιά αλεύρι, ακόλουθο και παρατηρητή σε γαμήλιες πομπές πάνω στα βουνά με τρόπαιο τη γυναίκα που αγοράστηκε.
Ανασταίνει και δίνει φωνή σε έναν κόσμο σιωπηλό και ραγισμένο, σε ανθρώπους φτωχούς που έπεσαν θύματα στη δίνη της ιστορίας ή των συνθηκών, στους κατατρεγμένους και στους ταπεινούς. Στο βιβλίο παρελαύνει ένας στρατός από γυναίκες, μανάδες, γιαγιάδες, αδελφές, θείες, ανηψιές, γενιές ολόκληρων γυναικών που υπέφεραν αγόγγυστα τη σκληρή ζωή της υπαίθρου, που μετέτρεψαν σε κέντημα τον πόνο τους, που δούλεψαν στα καπνοχώραφα, παιδιά που γι’ αυτά το θαλασσινό νερό είναι άγνωστη λέξη, πατέρες που σκοτώνουν το άλογο για να επιβιώσει το φυματικό παιδί τους.
Γράφει κάπου ο Ρίλκε
«Το υπέρτατο καθήκον όμως είναι να μετατρέψει κανείς το ταπεινό σε σπουδαίο, το αδιόρατο σε απαστράπτον• να φωτίσει έναν κόκκο σκόνης ώστε να τον δούμε ως αναπόσπαστο μέρος του όλου»
Η Αθηνά Παπανικολάου με μεγάλη ενσυναίσθηση κάνει ακριβώς αυτό. Φωτίζει το ασήμαντο, το μικρό, την βυζαντινή βελονιά στον τσεβρέ της θείας Βικτωρίας, για να κεντήσει ένα ολόκληρο σύμπαν τρυφερότητας και ευαισθησίας τόσο πειστικά, ζωντανά και γλαφυρά που όχι μόνο το βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας, αλλά το ζούμε σωματικά και ψυχικά.

.

ΒΑΛΙΑ ΖΑΠΩΝΗ

Δεκαεπτά συγκλονιστικές ματιές

Εφημερίδα των Συντακτών 28/08/2021

Οσο καιρό άνθιζε η κουτσουπιά, ο πίνακας γέμιζε μωβ άνθη, σύννεφα, θάλασσες, πουλιά, πρόσωπα, μάτια, συλλαβές, λέξεις.
Αφησε να του πιάσει το χέρι και μαζί χάραζαν γλώσσα και γλώσσες. Ο ήλιος, η θάλασσα, η κουτσουπιά, η άνοιξη, η μάνα, έγιναν γράμματα δικά του. Τεντώθηκε τότε το σώμα, υψώθηκε το βλέμμα του και για πρώτη φορά είδε στο τζάμι στο παράθυρο, πόσο είχε ψηλώσει.

Στο βιβλίο του, «Σάμερχιλ – Το ελεύθερο Σχολείο», ο μεγάλος παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής δάσκαλος Α.Σ. Νιλ περιγράφει πώς έφερε το φως και την αγάπη στο σπίτι και στο σχολείο. Το θυμήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο «Γλυφό Νερό» της Αθηνάς Παπανικολάου.

Ξεχειλίζει από αγάπη για τους μαθητές και ενδιαφέρον για τη μάθηση. Διαμαντάκια τα διηγήματά της ξεπηδάνε μπρος στα έκπληκτα μάτια μας. Φτιάχνουν δροσερά ρυάκια που μας ξεδιψούν πνευματικά και προπαντός συναισθηματικά και καταλήγουν φουσκωμένα ποτάμια στον ωκεανό της απόλαυσης και της τέρψης…

Στο διήγημα το «Γλυφό νερό», που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο, προσωπικά βιώματα της συγγραφέως από την τάξη μας καθηλώνουν και ανταμώνουμε με την αγωνία του δασκάλου αλλά και με την ευθύνη να παρουσιάσει το μάθημα, να το κάνει κατανοητό στους μαθητές, να τους εμφυσήσει τη γνώση και την κατανόηση ενός ποιήματος, ενός κειμένου. Κι όταν τα καταφέρνει, μαζί με τα παιδιά, χαλαρώνει, ξεδιψάει από την αγωνία, έστω και με το γλυφό νεράκι, όπως μας λέει.

Κι όταν είσαι δασκάλα σε προσφυγόπουλα, αυτό το βάρος των παιδιών πώς μπορείς να το σηκώσεις; Να το μοιραστείς; Αυτό το βάρος που, όπως λέει κι ο Σεφέρης, «δοκίμασε να το αλλάξεις, δεν μπορείς».

Μαθητές που κουβαλούν τις σκοτεινές, σκληρές εικόνες ενός διαρκούς πολέμου και τον ατέρμονο φόβο που γεννά. Είναι το βάρος ενός συνεχιζόμενου ξεριζωμού από σπίτι σε σπίτι κι από λιόδεντρο σε λιόδεντρο.

Στα διηγήματα «Γιορτή», «Μαθήματα Γραφής», «Μιρουπάφσιμ μάνα» η συγγραφέας περιγράφει με σπαρακτικό τρόπο τη μοίρα των προσφύγων, ένα θέμα που της είναι ιδιαίτερα οικείο, μια και εργάστηκε ως συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων και μοιράστηκε τις αγωνίες τους, τις προσδοκίες τους, τον φόβο και τις ελπίδες τους… Πέρασε όλα αυτά τα χρόνια το χέρι της από τα κεφαλάκια όλων των μαθητών της σαν ευλογία, για να στεριώσει η ελπίδα τους.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν στιγμές της νεότερης Ιστορίας μας, όπου το ατομικό μπλέκεται με το συλλογικό και χορεύουν το γαϊτανάκι τους, δημιουργώντας το συλλογικό γίγνεσθαι. Στην «Εκστρατεία», η Αθηνά δεν κατανέμει ευθύνες για τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναφέρει μονάχα: «Κάναμε κι εμείς άγρια πράματα» και καταλήγει: «Πόσα παλληκάρια» χάθηκαν άδικα, για «ένα άδειο πουκάμισο, για μια Ελένη», όπως λέει κι ο Σεφέρης…

Η Κατοχή μας παρουσιάζεται μέσα από την ιστορία του μόνου κι έρημου πατέρα που καταφέρνει και σώζει τον φθισικό (χτικιάρη) γιο του από τη φυματίωση που θέριζε εκείνη την εποχή. Θαυμάζουμε τον αγώνα του, αγωνιούμε για την έκβαση και ταυτόχρονα παρακολουθούμε τις προσπάθειες επιβίωσης ενός λαού που στενάζει κάτω από την μπότα του κατακτητή.

Κι ο Εμφύλιος, ο άγριος κι αδελφοκτόνος, ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια της Τριανταφυλλιάς, της αθώας ψυχής που περισσότερο κι από τον ξένο άντρα που της έδωσαν την τρόμαζε το ποτάμι, που κατέβαζε κουφάρια αγωνιστών και μέσα από τα νερά του ακούγονταν θρήνοι και οιμωγές.

Η Αθηνά Παπανικολάου περιγράφει επίσης –με σπαραξικάρδιο τρόπο– τη μοναξιά και την εγκατάλειψη του ανθρώπου που σε μεγάλη ηλικία χάνει το ταίρι του, τη γυναίκα που ντρεπόταν να ομολογήσει πόσο αγάπη της είχε και τώρα προσπαθεί μάταια να ακούσει τη φωνή της μέσα από τη συσκευή του παλιού τηλεφώνου.

Ανατόμος των ανθρώπινων σχέσεων η συγγραφέας κάνει την πιο βαθιά τομή στον «Χαλβά σιμιγδαλένιο». Η μάνα δεν είναι άλλη από τη μάνα της, από τη μάνα μας, που καβουρντίζει το σιμιγδάλι και ρίχνει τα καρύδια και πάνω από όλα κλείνει τις πόρτες να μην «σπάσει» η ευωδιά τη μύτη των αγαπημένων της, ξημερώματα… Είναι η μάνα που μετακόμισε στη γειτονιά των αγγέλων και μοιράζει το κέρασμά της, μήπως ημερώσουν οι στρατιές τους, σαν θα κατέβουν από τα ουράνια δώματα.

Θυμήθηκα το ποίημα της Χάνα Αρεντ για τους νεκρούς μας: «Πώς μπορεί κανείς με τους νεκρούς να ζει; Πες μου; Πού είναι η φωνή που με την παρουσία τους μας δένει; Καθώς και η χειρονομία που μας κάνουνε εκείνοι; Ευχόμαστε ακόμα και η εγγύτητα να μας απαρνηθεί».

.

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ

www.periou.gr 16/04/2022

Ένα από τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα τη χρονιά που μας πέρασε είναι ασυζητητί η συλλογή διηγημάτων, “γλυφό νερό“, της Αθηνάς Παπανικολάου, από τις εκδόσεις ενύπνιο. Πρόκειται για 17 μικροαφηγήσεις/διηγήματα, γραμμένα σε μια γλώσσα λιτή, δωρική, διανθισμένη με ιδιωματισμούς της περιοχής του Βοϊου Κοζάνης, ιδιαίτερης πατρίδας της Α.Π. Ο λόγος της καθηλωτικός, ποιητικός, συνήθως μικροπερίοδος, διάστικτος από μεταφορές και παρομοιώσεις, συγκλονιστικός στη μετάδοση δραματικών γεγονότων, αλλά και στην περιγραφή προσώπων, βγαλμένων από τα σπλάχνα της γης της Κοζάνης.
Τα θέματά της ποικίλα: ο έρωτας που απεικονίζεται ποιητικά στη σχέση δύο ανθρώπων (Γεωγραφία, Ωκεανός), η αγωνία και η προσπάθεια της δασκάλας να μεταδώσει στα παιδιά το νόημα μιας λέξης (π.χ. Γλυφό νερό), ο βιασμός του μικρού κοριτσιού (Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα), ο τρελός των φαναριών (Διαδρομή), η αναπαράσταση της εκστρατείας στη Μ. Ασία (Εκστρατεία), η σύγχρονη προσφυγιά (Η γιορτή), το πορτρέτο και ο χαρακτήρας μιας γυναίκας (Η θεία Βικτώρια), ο ερχομός των νεκρών (Μάγδα Φύσσα), το ασυνόδευτο (Μαθήματα γραφής), γάμος και ξόδι (Μέχρι τη Βέροια), η είσοδος των πρώτων Αλβανών στη χώρα (Μιρουπάρσιμ μάνα), η εξέταση στην οδήγηση (Ο καθρέφτης), οι προσπάθειες του πατέρα να σώσει τον γιο του (Πάσχα του ’44), η Αλβανίδα παραδουλεύτρα (Ραγίσματα), το τηλέφωνο του πατέρα (Το τηλέφωνο), η γιορτή των Αρχαγγέλων (Χαλβάς σιμιγδαλένιος). Θέματα και πρόσωπα που συγκλονίζουν και συγκινούν μέχρι δακρύων, κάποτε διανθισμένα και με χιούμορ. Ιστορίες βγαλμένες μέσα από τα βιώματα της Α. Π. ή από τις διηγήσεις αγαπημένων προσώπων, γραμμένες σε πρώτο ή τρίτο ενικό και κάποιες φορές σε πληθυντικό πρόσωπο. Κυρίαρχες φιγούρες η γιαγιά, η μάνα, ο πατέρας, ο παππούς, αλλά και άλλα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές ή παίρνουν τα ίδια τον λόγο, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.
Πραγματικά δεν φτάνουν οι λέξεις να εκφράσω τον θαυμασμό μου για την αυθεντικότητα και τη δύναμη γραφής της Αθηνάς Παπανικολάου και κυρίως για τη συγκίνηση που εκπέμπουν τα διηγήματά της. Το καθένα από αυτά είναι ένα μικρό αριστούργημα. Τα διηγήματά της, κόντρα στον τίτλο τους, είναι σίγουρα μια πηγή καθάριου νερού, όπου ο αναγνώστης σκύβει με λαχτάρα να πιει, για να ξεδιψάσει από όσα απελπιστικά μας βαραίνουν. Νομίζω πως θα άξιζε να βραβευτούν!

.

ΕΥΗ ΠΑΤΚΟΥ

alterthess.gr 19/07/2022

Η Αθηνά Παπανικολάου, κατάγεται από τον Αλιάκμονα Βοΐου, μεγάλωσε στην Νεάπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε φιλόλογος στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων σε προσφυγικούς καταυλισμούς.

Στο βιβλίο της μας προσφέρει δεκαεπτά μικρά διηγήματα, με γραφή ποιητική. Επέλεξα να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο, όχι γιατί είναι φίλη από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά γιατί οι ιστορίες της ακουμπούν και στις δικές μου μνήμες, τις παιδικές, τις εφηβικές, και στις αφηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Δεν είναι παράξενο αυτό. Ο τόπος και ο τρόπος που μεγαλώσαμε είναι ίδιος.

Δεν προσπαθεί να εκβιάσει τα συναισθήματα μας, δεν εξηγεί, (που ως εκπαιδευτικός θα μπορούσε να το κάνει), δεν αποδίδει ευθύνες, απλώς περιγράφει. Και η συγκίνηση βρίσκει τον δικό της δρόμο να μας συναντήσει.

Ο τίτλος του βιβλίου «Γλυφό νερό», εξηγείται στο ομότιτλο διήγημα. Εκεί θα συναντήσουμε το πάθος της δασκάλας να εμφυσήσει στα παιδιά την αγάπη για την ποίηση, για τα γραπτά.

«Τι είναι το γλυφό νερό που γράφει ο Σεφέρης στο γνωστό του του ποίημα;

-Μήπως κυρία, σαν το νερό από τη βροχή, όταν ενώνεται με το αλάτι που ρίχνει ο πατέρας μου πάνω στις πέτρες, για να γλύφουν τα πρόβατα; Μια φορά που δοκίμασα κι εγώ την πέτρα, έτσι μου φάνηκε , όπως μας το λέτε τώρα.

-Ναι, έτσι είπε με ανακούφιση κι αυτή, μολονότι δεν είχε γλείψει πέτρα με αλατισμένο νερό.

-Έ πε,’ μα κυρία, στούραβο νερό, να καταλάβουμε κι εμείς, αναφώνησαν , όλα εν χορώ».

Επιτέλους κατάφερε να τους κάνει να καταλάβουν! Και ένιωσε τότε «…να ξεδιψά, αν είναι δυνατόν, από γλυφό νεράκι.»

Τα διηγήματα – μερικά είχαν προδημοσιευθεί και αλλού- είχαν και εξακολουθούν να έχουν ταυτόχρονα και τον χαρακτήρα μιας κριτικής παρέμβασης σε διάφορα που συμβαίνουν γύρω μας και τώρα- και πρέπει να μας αφορούν.

Μπορούν να διαβαστούν σαν μια ιστορία, σαν παραλλαγές σε ένα θέμα που νομίζω είναι πάντα το ίδιο θέμα.

Παραλλαγές για να ασκούμαστε να διακρίνουμε τον άλλο, το διαφορετικό, να ασκούμαστε στην αντίσταση που υψώνει μια ταυτότητά στην μοναξιά της, να διακρίνουμε τα τείχη αδιαλλαξίας, τις δοκιμασίες.

Αυτές οι παραλλαγές του ίδιου θέματος, όπως σημειώνει με άλλη ευκαιρία η Νόρα Σκουτέρη -Διδασκάλου, στρέφουν το καθρέφτη από εμάς στους άλλους και πάλι σε μας σε μια κίνηση συνεχή και επίμονη, άλλοτε επώδυνη και απειλητική για τους εφησυχασμούς, τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις μας μας και άλλοτε υποσχετική για όλα εκείνα που μπορούμε να κάνουμε, για όλα όσα ελπίζουμε να γίνουν.

Γιατί κάπου ανάμεσα σε τέτοιες ιστορίες, όπως η «Μάγδα Φύσσα», «Μιρουπάφσιμ», «Μαθήματα γραφής», «Πάσχα του 44» , «Εκστρατεία» κάθε πράξη ανάγνωσης του παρελθόντος αντιμετωπίζει τους ίδιους κινδύνους: παρανάγνωση, προκατάληψη, εθνοκεντρισμό, στερεότυπα. Και εδώ είναι η ανάγκη να κατανοηθεί η ιστορία μέσα από τις εμπειρίες των ανθρώπων, μέσα από αλλιώτικους, μη επίσημους και καθιερωμένους τρόπους. Τότε αυτές οι ιστορίες φωτίζουν μνήμες σιωπηλές και κατασιγασμένες.

Στο διήγημα «Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα», μιλά για τις πραγματικότητες σαν παραμύθια και τα παραμύθια σαν πραγματικότητα.

Αν τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως μας τα λένε χρόνια τώρα οι δάσκαλοι και οι μεγάλοι, η παράδοση , ο πολιτισμός, η ιστορία, αλλά αλλιώς;

Αλλιώς, δηλαδή όχι ξένα, αλλά και δικά μας, για να τα φτιάξουμε, να τα μεταμορφώσουμε, να τα πούμε. Να επιλέγουμε μόνες μας, κι όχι τη μοναξιά μας, για να κάνουν τη ζωή όλων μας καλύτερη , δηλαδή πιο ανθρώπινη. Να μάθουμε να αλλάζουμε τον κόσμο αρχίζοντας να αναρωτιόμαστε και προχωρώντας πέρα από αυτό.

Η ιστορία της Τρανταφλιάς στο διήγημα «Μέχρι τη Βέροια» , μια ιστορία, σχεδόν σαν «μη ιστορία», γιατί δεν πρόλαβε να ειπωθεί, γιατί δεν θα ειπωθεί ποτέ. Η Αθηνά βρίσκει σε αυτό το προσωπικό ίχνος που άφησε η Τρανταφλιά, κάτι σαν επίκληση για μνημόσυνο και μαζί τον σπαραχτικό υπαινιγμό που κινεί την μνήμη με ένα όνομα για μια ζωή, που όπως πολλές άλλες τέτοιες μικρές ζωές, αξίζουν πολύ περισσότερο.

«Η θεία Βικτώρια», ένα άλλο έξοχο διήγημα. Και ποια από εμάς δεν είχε μια θεία, μια γιαγιά μια μάνα, σαν τη θεία Βικτώρια. Η θεία Βικτώρια και η κάθε θεία του παρελθόντος (και του παρόντος ίσως) που κατέχει μια γνώση ζωής, πρακτικά μαθημένη, που δημιουργεί, που είναι γνώστρια των μικρών και των μεγάλων μυστικών του κεντήματος, του πλεκτού, της κουζίνας, που ξέρει να φροντίζει όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή, να ορίζει την συντροφικότητα και την επικοινωνία…

Τι να πούμε και για τα παιδιά, γι’ αυτά τα παιδιά, όπως στα διηγήματα «Η Γιορτή», και «Μαθήματα γραφής». Οι ιστορίες των παιδιών που ξεριζώνονται από τα σπίτια τους από τόπους μακρινούς, ιστορίες ακραίας φτώχιας και πολέμων που προκαλούν δεινά σε όλη την ανθρωπότητα. Τι είναι λοιπόν αυτές οι ιστορίες που τις μαθαίνουμε μόνο όταν γινόμαστε θύματά τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που τις έζησαν; Τι είναι αυτή η συμφορά που λέγεται πολιτισμός και πρόοδος; Τι είναι αυτό το κακό που εξαπλώνεται και διεκδικεί όλο και περισσότερα θύματα χρόνο με το χρόνο;

Τελειώνω με το υπέροχο «Χαλβάς σιμιγδαλένιος», το γλυκό μιας κουζίνας μητρογονικής , που με απλό και καθημερινό τρόπο, δένει την απόλαυση με φανερές και κρυφές σημασίες για τη ζωή μας.

«Έστρωσε το τραπέζι, έβαλε το καλό, το ασπροκεντημένο τραπεζομάντηλο που είχε για τη γιορτή της […] Μοσχοβόλησε το σύμπαν κανέλα και ψίχα καρυδιού. Μέρα γιορτής των Αρχαγγέλων, μέρα του ονόματός της, γλυκάθηκαν οι Ταξιάρχες, φτερούγησαν απαλά να μη χαλάσουν το τραπέζι». Όση γλύκα έχει ο χαλβάς, τόση η γλυκύτητα του κειμένου…

Την απόλαυση αυτού του γλυκού που έχει παραδοσιακές ρίζες, που όσο πάει και την λησμονούμε μαζί με τα μυστικά της τέχνης, η Αθηνά δεν μας αφήνει να την ξεχάσουμε.

.

ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ

alterthess.gr 07/11/2023

Η Αθηνά Παπανικολάου υπήρξε φιλόλογος στη μάχιμη έδρα από το 1987 μέχρι το 2020, καθώς και Συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων από το 2016 μέχρι το 2017
Είναι συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων ‘’Το Γλυφό Νερό’’.

Όποτε κάποιος διαβάζει κείμενα της Αθηνάς Παπανικολάου, η πρόσληψη της πραγματικότητας τροποποιείται, κάθε διαδικασία των αισθήσεων συνυφαίνεται με απόλυτο και σχεδόν αυτόματο τρόπο με την επεξεργασία και την ερμηνεία των μηνυμάτων τους. Μια αίσθηση που δεν είναι ακριβώς μόνο αίσθηση αφού ένα μέρος της μετασχηματίζεται σε συναίσθημα.

Όταν διαβάζει κάποιος αυτά που γράφει η Αθηνά παπανικολάου, όλα αλλάζουν. Άλλα στοιχεία διαθλώνται, γιατί μεταμορφώνει τη σκέψη και η παρατήρηση αποκτά άλλες διαστάσεις. Άλλα υποβαθμίζονται κι άλλα αναβαθμίζονται αξιολογικά γιατί τα γραπτά της σε κάνουν να εντοπίζεις διαφορετικές προτεραιότητες.

Όποτε κανείς διαβάζει τα διηγήματα, τα πολιτικά κείμενα ή τις κριτικές της, παίρνει κάθε φορά μια πολύ σπουδαία απόφαση. Να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί, να στοχαστεί σε όλη τη φαινομενικότητα που τον περιβάλλει και που συνήθως αποκρύβει την ουσία ή την τελεολογία της πραγματικότητας – αν υπάρχει…

Όποτε διαβάζει κάποιος τα γραπτά της Αθηνάς Παπανικολάου, άλλοτε αναδύονται άλλοι κόσμοι, οι οποίοι ή συγκρούονται με τον τυποποιημένο κόσμο ή συμφύρονται και συνυπάρχουν μαζί σε ένα παράξενο μίγμα μαγικής θέασης, όπου πραγματικό και φαντασιακό είναι αγκαλιά.

Οι σκέψεις και τα γραφόμενα της, είναι σύντροφοι για μια ζωή. Κάποια σου δίνουν ένα δυνατό χαστούκι, άλλα είναι σαν ζεστή κουβέρτα που σε τυλίγει όταν σε πιάνει φθινοπωρινή μελαγχολία. Τα κείμενα της Αθηνάς Παπανικολάου δεν είναι σαν ροζ μαλλί της γριάς, που γαργαλάει τον εγκέφαλό σου για τρία δευτερόλεπτα και αφήνει πίσω του ένα χαρούμενο κενό. Η γραφή της κρατά τη βλακεία μακριά. Σε περιβάλλει με αγάπη, δύναμη και γνώση.

Ο λόγος στη συλλογή διηγημάτων ‘’Γλυφό Νερό’’ από τις Εκδόσεις Ενύπνιο.

Στο βιβλίο της αυτό η Αθηνά Παπανικολάου καταθέτει δεκαεπτά μικρά διηγήματα-ποιήματα.

Μικρομυθοπλασία μ’ άλλα λόγια.

Και τι άλλο μπορεί να είναι η μικρομυθοπλασία παρά μια μικροεικόνα της Ιστορίας.

Η τεχνική αυτής της γραφής όταν γράφεται από χέρι ασκημένο και βλέμμα διεισδυτικό μπορεί να καταβυθιστεί στο ατέρμονο των αφηγήσεων, να αλιεύσει το μαργαριτάρι από το κοχύλι και να αφήσει τη σιωπή και την υπονόηση να πράξει τα υπόλοιπα.

Μικρές μυθιστορίες ανθρώπων, μικροαφηγήσεις που διαλανθάνουν συνήθως του οπτικού μας πεδίου είναι τα διηγήματα της Παπανικολάου.

Μεγάλη είναι η συζήτηση γύρω από τον ειδολογικό χαρακτήρα των μικροαφηγήσεων. Γιατί οι μικροαφηγήσεις μπορούν να κάνουν σε μια σελίδα ό,τι το μυθιστόρημα σε διακόσιες.

Δίνουν μορφή στις μικρές γωνίες του χάους.

Σίγουρα η ελαχιστοποίηση της φόρμας δεν μπορεί παρά να επηρεάζει άμεσα και με καθοριστικό τρόπο την ίδια την αφήγηση και τα εκφραστικά της μέσα. Εκείνο που μετρά περισσότερο σε ένα μικρό αφήγημα είναι η προσεκτική επιλογή των λέξεων και η ακρίβεια της διατύπωσης. Στον λίγο χώρο που καταλαμβάνει μια μικροαφήγηση δεν υπάρχουν περιθώρια για εκτενείς περιγραφές ούτε και για περιττές λεπτομέρειες. Αντίθετα, η αισθητική της αξία εξαρτάται άμεσα από τον βαθμό συνοχής της αφήγησης και την αποτελεσματικότητα της συμπύκνωσής της.

Με ποιον ακριβώς τρόπο, όμως, μπορεί κανείς να διηγηθεί μια ιστορία όταν έχει στη διάθεσή του μόνο λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες λέξεων;

Όπως είναι λογικό, η έμφαση κατά κανόνα δίνεται σε μια αφήγηση που «δείχνει» περισσότερα από όσα «λέει», με στόχο την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης.

Η Αθηνά Παπανικολάου, έχει την ικανότητα να καταγράφει με χειρουργική συγγραφική ακρίβεια σε λίγες μόνο γραμμές, το βάθος της ανθρώπινης κατάστασης.

Για να διαβάσει κανείς τα διηγήματα αυτά, και για να μπει μέσα στη συγγραφική της περιοχή θα πρέπει να βαπτιστεί στην ανθρωπινότητα.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ πίστευε στην ακατάλυτη ελευθερία να σκέφτεσαι και να λες αυτό που θέλεις όπως το θέλεις.

Αυτό κάνει η Αθηνά Παπανικολάου.

Τραγουδά τις μοίρες που συνθέτουν το περίπλοκο δίκτυο της ανθρώπινης Ιστορίας και τοποθετεί τα αισθήματα και τις ανάγκες του καθενός και της καθεμιάς εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο ασχολίαστο απυρόβλητο, χωρίς να προσπαθεί να εκβιάσει κανενός είδους συναίσθημα, χωρίς να εξηγεί πολλά.

Αφήνει τον αναγνώστη να διαβάσει και να εξηγήσει ο ίδιος την ιστορία που έχει μπροστά του.

Γιατί τα διακυβεύματα του βιβλίου είναι πολλά και αφορούν όλους μας.

Το σχολείο, η τάξη, το προσφυγικό, οι ταξικές διαφορές, ο εμφύλιος, η θέση της γυναίκας.

Και τίθενται όλα τούτα μέσα από ανθρώπινες μικροϊστορίες.

Είναι γνωστό δε, πως οι μικροϊστορίες των ανθρώπων αποτελούν αυτό που αποκαλούμε μακροϊστορία.

Παρ όλα τούτα, το θέμα είναι σε όλα κοινό. Η ανθρώπινη κατάσταση, η άσκηση στην αποδοχή του διαφορετικού, η συμπερίληψη και γιατί όχι η συμπόνοια.

Ο Ούλριχ Μπεκ , αυτός ο σπουδαίος κοινωνιολόγος στο βιβλίο του ‘’Κοινωνία της διακινδύνευσης , καθ’ οδόν προς μιαν άλλη νεωτερικότητα’’, τονίζει πως συντελείται στις μέρες μας μέσα από μια διαδικασία ιεροποίησης των καθεστηκυιών συντηρητικών συνιστωσών, η αναγωγή όλων των υπολοίπων κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού, αγνοώντας επιδεικτικά πως υπάρχει και μια «ανώτερη» ελευθερία, μια «ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνάμεων» που δεν υπακούει στην ανάγκη και την εξωτερική σκοπιμότητα.

Και η Αθηνά Παπανικολάου,αυτό κάνει σ’ αυτό της το βιβλίο που είναι η καταγραφή του modus Vivendi και του modus pensandi της.

Ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις , φωτίζοντας μνήμες κατασιγασμένες και μιλά για την αποδοχή του διαφορετικού, καταδεικνύοντας με την ex contrario τοποθέτηση της, πως όλα δεν γίνεται και δεν πρέπει να υπακούνε σε συντεταγμένες σκοπιμότητες και οφέλη, ιδίως η ανθρώπινη κατάσταση.

Ως άνθρωπος , ανθίσταται σε κάθε εξωτερική σκοπιμότητα, γεγονός που καταγράφεται και στο βιβλίο της. Κρατά τα μάτια ανοιχτά σ’ έναν ήλιο που τυφλώνει, και με την αναγνωστική, συναισθηματική, πολιτική σκευή της και το εντός της βαθύ ορυχείο, μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση.

Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, τραυματισμένοι, μέσα στον ορυμαγδό του τοπίου.

Η Τριανταφλιά, οι μαθητές που διερωτώνται τι είναι το γλυφό νερό, η θεία Βικτώρια, η Αγγελική, ο Μιχαλιός, τα ξενάκια οι μαθητές της κι όλοι όσοι περνούν από τις σελίδες του βιβλίου.

Άνθρωποι «τυπικά μακρινοί αλλά και τόσο κοντινοί», που «δεν μας είναι ξένοι· μας κατοικούν και τους κατοικούμε. Είναι όλοι τους ο καθρέφτης κι ο παραμορφωτικός μας φακός.

Τραβά snapshots στη ζωή την ίδια.

Συναντιέται σε στενά, στα σκοτεινά, στα θεατά αλλά κυρίως στα αθέατα πρόσωπα αυτής της χώρας που κουβαλούν τις μικροϊστορίες τους, οι οποίες συνιστούν την πραγματική μακροϊστορία της.

Ένας κόσμος που παραπαίει είναι ο κόσμος που περιγράφει. Χωρίς να τον κρίνει, απλά τον καταθέτει.

Και είναι κατά βάσιν πολιτικός ο λόγος της.

Γιατί η Λογοτεχνία, οφείλει και πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη φέρουσα ιδιότητα μας και το πολιτικό και κοινωνικό μας πρόσημο για τη ζωή.

Η Αθηνά Παπανικολάου, ‘’καταπίνει αισθήματα και εικόνες – γιατί αισθήματα και εικόνες είναι οι μικρομυθιστορίες της- που διαλύονται μέσα της και γίνονται αίμα’’.

Ο Γιάννης Πάσχος στις ‘’Μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο’’ γράφει: ‘’κάποια στιγμή αποφάσισα ότι ο μόνος τρόπος για να αποδράσω από τη μετριότητα των άκαρπων και άτυχων συναισθημάτων… ήταν να προσαρμόσω την κλίμακα της καρδιάς μου, ώστε να ανιχνεύει μονάχα τα συναισθήματα υψηλής ευαισθησίας και ιδιαίτερης βαρύτητας’’.

Αυτό κάνει η Παπανικολάου, γράφοντας.

Γιατί όπως κάθε άνθρωπος που γράφει, έτσι και η αυτή, έχει έναν μυστικό κόσμο που μας τον καταθέτει επισήμως στο βιβλίο αυτό.

Αντιτάσσεται στους μηχανισμούς της καταπίεσης και της πειθάρχησης του κόσμου κατά τον άνωθεν επιβεβλημένο νεοφιλελεύθερο τρόπο, ως όφειλε, και ως οφείλουν άπαντες, γράφοντες ή μη.

Η Αθηνά Παπανικολάου, ως περσόνα αγαπητικής οικειότητας, μπορεί να κάνει τον αναγνώστη να αναφωνήσει όπως ο Γιάννης Κοντός στη ‘’Στάθμη του σώματος’’ …φύσηξε τον πηλό μου να ξαναγίνω άνθρωπος’’.

Αυτήν την ανθρωπινότητα κι αυτές τις εναγώνιες διερωτήσεις μπορεί κάποιος να διακρίνει με γυμνό μάτι σε όλα τα γραπτά της. Αθηνάς.

Χρησιμοποιώντας άλλοτε λέξεις καθημερινές κι απλές κι άλλοτε λέξεις σπαραξικάρδιας ομορφιάς, ακροβατεί μεταξύ ποιητικού και πεζού λόγου και συνθέτει κείμενα σπαρακτικά, κείμενα εναγώνια, που μας αρπάζουν από το μανίκι και μας κάνουν κοινωνούς των σκέψεων και της αγωνίας της.

 

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.