Η Πόπη Μπίσσα γεννήθηκε το 1977 στη Λευκωσία από Κύπρια μάνα και Μεσολογγίτη πατέρα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με κατεύθυνση στις Νεοελληνικές σπουδές (1999) και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Αγγλίας στον τομέα των Παιδαγωγικών (Master of Arts in Education /Lifelong Learning). Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου από το 2003. Είναι μέλος σε λογοτεχνικές και ποιητικές διαδικτυακές ομάδες.
Παράλληλα, ασχολείται με τη ζωγραφική και παρακολουθεί μαθήματα από την παιδική της ηλικία στο Εργαστήρι Τέχνης Νικόλα Παναγή. Κατέχει GCE 0 Level στη ζωγραφική κι έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις του εργαστηρίου. Από το 2008 μέχρι το 2010 συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα Earth Art του εργαστηρίου η οποία πραγματοποίησε ταξίδια κι εκθέσεις ζωγραφικής στην Κούβα, στην Πορτογαλία και στην Τσεχία. Το 2011 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση με τίτλο «θάλασσες του κόσμου» στη Λευκωσία και Λεμεσό. Έχει ασχοληθεί επίσης με τον χορό flamenco και συμμετείχε σε παραστάσεις χορού στη Λευκωσία. Γνωρίζει Αγγλικά και Ιταλικά. Αυτή είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή
.
.
ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ (2022)
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΑΡΓΙΝΕΣ
Το ‘να κύμα και τ’ άλλο σάλεψαν τ’ όνειρό μου,
ξύπνησαν αισθήματα που θέλησαν για πάντα
να υπάρχουν και να ζουν.
Σταγόνες από βροχή και καταιγίδα
δεν μ’ άφησαν να δραπετεύσω.
Χωρίς τον ήχο και τη βουή
σε γκρίζο αιθέρα θα πλανιόμουν
και θ’ άγγιζα το άχρωμο κενό.
Κενή η σκέψη την ώρα που ο ατέρμονος βυθός
μού περισσεύει
και δεν τον απαρνιέμαι.
2011
**
Σε κάθε θάλασσα του κόσμου
αντικρίζω την ψυχή μου.
Εικόνες μοναδικές, ελεύθερες
που με καλούν στο πέρασμα τους.
Κάθε γη μου ανήκει.
Θάλασσα μου, ψυχή και καταφύγιο μου.
2011
.
Μου μίλησε τ’ αστέρι και ο ήχος του νερού
πλημμύρισε ο κόσμος μου με χίλιες δύο στάλες
κι άφησα πίσω μου χαλάσματα, δρόμους και βουνά.
Μονάχη τον δρόμο έψαξα
κι άλλαξα τον αιθέρα.
Στο δωμάτιο που η θάλασσα με πήγαινε
παντού ισορροπούσα.
Τ’ αγέρι και τ’ αστέρι χαμήλωσαν τα μάτια
στο πρόσωπό μου.
Η καρδιά χτυπούσε δυνατά
κι αγκάλιασα τη θάλασσα
δίκιά μου να γίνει παντοτινά.
Μ’ έχρισε η ζωή να ονειρεύομαι
κι ανάσανα το όνειρό της.
2011
.
Φυγή του μυαλού σε άγνωστα μέρη
στο πλάνεμα του ανέμου,
της νοτιάς,
της σιγαλιάς.
Παραδίπλα ερωτικό ζευγάρι
σ’ έναν έρωτα πλατωνικό
μέσα από την ποίηση
εδώ στον νου
εκεί στην άφωνη ματιά,
μόνο με χρώματα φωβιστικά
Φιγούρα παντοτινή
που ψάχνει
χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό.
Μα της φτάνει
μονάχα που αναπολεί.
27-9-17
.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗΣ
Ένα παράθυρο στο φως
εν μέσω ερειπίων.
Ένα παράθυρο στο φως
εν μέσω χαλασμάτων
εν μέσω οβίδων
εν μέσω μιας ανείπωτης καταστροφής
εν μέσω θανάτου
εν μέσω στάχτης.
Και μια γυναίκα που στέκει μπρος στο φως.
Μια γυναίκα που κοιτάζει
μ’ ένα σκουφί
στο χρώμα του αίματος.
Να κοιτάζει
το γκρίζο
το μαύρο
το όχημα που σπέρνει φωτιά.
Η γυναίκα με το βρέφος αγκαλιά
κοιτάζει για ένα παράθυρο στο φως.
28-3-22
.
ΗΧΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Αν στο κλαδί εκείνο δεν καθίσει πάλι το σπουργίτι
και τα φύλλα μείνουνε άπραγα, νεκρά
κι αν το άνθος δεν ανθίσει σαν άλλοτε το πρωινό
κι αν οι θάμνοι δεν υψώσουνε βλαστάρι,
είναι που ακούγεται πάλι
ο ήχος από σίδερα και οχήματα που παλεύουν στο σκοτάδι.
Είναι που οι άνθρωποι έφυγαν
κι ο ήλιος ξημέρωσε ανελέητος, καυτός.
Είναι που η γη αντάριασε
και πήρε η λάβα
πάλι ν’ ανάψει
και κυριαρχώντας να θρέψει τον Άδη.
Αν οι παλάμες δεν ακουμπάνε στον ουρανό, όπως πρώτα,
κι αν χαμόγελα πια δεν υψώνονται στον ουρανό,
είναι που όλα έμειναν νεκρά, να κείτονται, να θλίβονται,
να εξαφανίζονται.
Κι αν οι άνθρωποι ύψωσαν πάλι τον σταυρό
είναι που αλησμόνησαν το φως,
είναι που έδιωξαν το φως,
είναι που τσιμέντωσε η ψυχή τους,
είναι που σκόρπισαν στα βάθη την πνοή τους.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Την ψυχή μου πάνω απ’ όλα
τη φυλάω
μη θεριέψουνε τ’ αγκάθια
και τη ρίξουνε στα βάραθρα.
Την ψυχή μου πάνω απ’ όλα
την ακούω
της μιλάω
ακουμπάω σ’ αυτήν τους ήχους και τις λέξεις,
τα αισθήματα και τις φωνές.
Την αφήνω να ωριμάσει
γιατί αλλιώς δεν ημερεύει.
Μόνο τότε δεν φωνάζει
αλαφιασμένη.
Μόνο τότε ταξιδεύει
σε σοκάκια κι ασταμάτητες τροχιές και μακρινές.
Πάνω απ’ όλα λοιπόν, ψυχή μου,
πάνω απ’ όλα
παρέα με το δάκρυ.
Για να λυτρωθείς.
Να λευτερωθείς.
Και ν’ ατενίσεις
τ’ άλλα, τα όμορφα και τα μεγάλα.
.
Εισαγωγικό σημείωμα της Πόπης Μπίσσα
Ένιωσα τα «πρώτα μαύρα ρίγη» όταν, παιδί ακόμα, συνάντησα τον κόσμο της τέχνης και της ποίησης. Και για τα δύο υπεύθυνος ο πατέρας μου. Στα αυτιά μου ηχούν ακόμα το μελοποιημένο Mai du depart, οι αφηγήσεις του για τον έρωτα του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη, η απαγγελία των Ελεύθερων Πολιορκημένων το ποιητικό αλωνάκι της καρδιάς μου. Ήταν αυτός που με παρέδωσε στον δάσκαλό μου, Νικόλα Παναγή, σαν με είδε να κρατάω μολύβι και χαρτί προσπαθώντας να αποτυπώσω τις πρώτες εικόνες του μυαλού μου.
Μεγάλωσα λοιπόν, με τα βιβλία και τη ζωγραφική. Όταν αργότερα, το 2011 ζωγράφιζα τις θάλασσες του Κόσμου, γεννήθηκαν οι πρώτοι στίχοι στην ψυχή μου. Άρχισα να γράφω τις σκέψεις μου σε μια προσπάθεια να βοηθήσω τον θεατή να «δει» μέσα από τα μάτια μου. Κι οι εικόνες που κατέκλυζαν το μυαλό μου ήταν πολλές. Ήταν η θάλασσα ως τοπίο σε κόσμους διαφορετικούς, ο ήχος της που γαληνεύει την καρδιά, η αδάμαστη ελευθερία της, η επιφάνεια και η δομή της, το βάθος και οι φουρτούνες της. Η θάλασσα γέμιζε για καιρό όλες τις αισθήσεις μου μ’ ελευθερία. Και η ελευθερία μου με οδήγησε ξανά σ’ εκείνα τα πρώτα ποιητικά ακούσματα της παιδικής μου ηλικίας. Μετά από καιρό, μια άλλη, γήινη αυτή τη φορά, εικόνα ξύπνησε με τη σειρά της την ποιητική μου ματιά. Μια εικόνα που μέσα στην απλότητά της, γέννησε λέξεις, στίχους για πλαγιές τοπίου κι επιφάνειες. Κι από τότε η ματιά αυτή είναι ζωντανή και δεν με αφήνει να ξεφύγω.
Αποτυπώνω σε στίχους όσα θέλω να αποτυπώσω στον καμβά, δημιουργώ τις αιώνιες στιγμές της έμπνευσης μου. Παράλληλα, γράφω για να βρω λυτρωμό σε όσα βαραίνουν τον κόσμο μου και τον κόσμο των παιδιών μου, για να βρω απαντήσει στα ερωτηματικά μου που όλο και πληθαίνουν. Οι Αποτυπώσεις μου είναι λοιπόν, ο βαθύτερος εαυτός μου και μια διαρκής προσπάθεια να υπάρχω σε αρμονία μαζί του.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Η ποιήτρια Πόπη Μπίσσα με την πρώτη της κατάθεση, αποτυπώνει το δικό της στίγμα στον κόσμο της λογοτεχνίας και δη της ποίησης. Με στίχους ευαίσθητους και εξομολογητικούς, νοηματοδοτεί με τις λέξεις και τους αναβαθμούς των συναισθημάτων της τις ποικίλες αποχρώσεις του ιδιωτικού της σύμπαντος. Οι εικόνες όπως απορρέουν διαμέσω των στίχων της, συναποτελούν φωτογραφικές στιγμές της ιδίας καθώς αιχμαλωτίζονται στον ανεξάντλητο καμβά της αιωνιότητας.
Η Πόπη Μπίσσα γεννήθηκε το 1977 στη Λευκωσία. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με κατεύθυνση τις Νεοελληνικές σπουδές(1999) και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Αγγλίας στον τομέα των Παιδαγωγικών( Master of Arts in Education/ Lifelong learning). Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου από το 2003. Συνεχίζει την εκπαίδευσή της παρακολουθώντας σεμινάρια παιδαγωγικής και λογοτεχνίας. Είναι μέλος σε λογοτεχνικές και ποιητικές διαδικτυακές ομάδες.
Τα ποιήματα της εν λόγω ποιήτριας αξίζει να σημειωθεί πως βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, αφού το βιβλίο κοσμείται από δεκατέσσερα έργα της ιδίας. Γράφει η ποιήτρια χαρακτηριστικά στον πρόλογό της: « Αποτυπώνω σε στίχους όσα θέλω να αποτυπώσω στον καμβά, δημιουργώ τις αιώνιες στιγμές της έμπνευσής μου».
1. Σε κάθε θάλασσα του κόσμου
Αντικρίζω την ψυχή μου.
εικόνες μοναδικές, ελεύθερες
που με καλούν στο πέρασμα τους.
Κάθε γη μου ανήκει.
Θάλασσα μου, ψυχή και καταφύγιο μου.
2. Μονάχα στη θλίψη του γιαλού
στον άνεμο, στο χώμα, στο χορτάρι
στον κτύπο και στο γέλιο τ΄ ουρανού
Εκεί μονάχα διάλεξα να ζω
κι έγινε η σκέψη λυτρωμός
κι αβίαστο κλωνάρι.
3. Άφησα πίσω θύελλες
τίποτ΄ άλλο δεν ονειρεύτηκα
στη ζάλη του ονείρου χαμογέλασα
πλημμύρισε ο κόσμος μου με χίλιες δυο στάλες. Δείτε λιγότερα