Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας, όπου συνεχίζει να ζει. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.
Το συγγραφικό του έργο αριθμεί τρεις συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και τέσσερα μυθιστορήματα.
Το μυθιστόρημά του «Έξοδα Νοσηλείας» (εκδ. Ενύπνιο) έλαβε εξ ημισείας το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για βιβλίο που προωθεί ευαίσθητα κοινωνικά θέματα (2021) και το μυθιστόρημά του «Το Χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη) έλαβε το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2022).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Τρεις μνήμες και δυο ζωές (διηγήματα), Μεταίχμιο 2005
Καλά μόνο να βρεις (νουβέλα), Κέδρος 2006
Το παραμύθι του ύπνου (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2008
Αστοχία υλικού (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο 2010
Ζώνη πυρός (διηγήματα), Μεταίχμιο 2014
Η ιδιωτική μου αντωνυμία (μικρά πεζά), Κίχλη 2018
Έξοδα νοσηλείας (μυθιστόρημα), Ενύπνιο 2020.
Το χιόνι των Αγράφων (μυθιστόρημα), Κίχλη 2021.
Γυναικών τε (Ποίηση) Εύμαρος 2023.
.
.
ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΕ (2023)
Ζωγραφική-σχέδια: Ηρώ Σιδέρη
Ένα γιοφύρι έβαλε σκοπό τον για να χτίσει
τις όχτες κάποιου ποταμού με πέτρες να ενώσει.
Ολημερίς το έχτιζε, το βράδυ γκρεμιζόταν.
Πουλάκι δεν φτερούγισε, μαντάτο να του φέρει
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει».
Έτσι περνούσε ο καιρός, τα δίσεκτα τα χρόνια
ο ποταμός τραβήχτηκε, οι πέτρες του τελειώσαν.
Συνέχιζε το χτίσιμο, μ’ ό,τι δικό του είχε
μαλλιά, νεφρά και πείσματα, καρδιά, λαιμούς και λέξεις.
Ποτέ δεν βαριανάσανε, πικρά να μετανιώσει
καλούπωνε, σιδέρωνε, ξανά θα γκρεμιζόταν.
Και μόνο στα πολύ στερνά, σαν έκλεινε τα μάτια
πουλάκι ήρθε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα
«Γοργά πλυθείς, γοργά ντυθείς με τα καλά σου ρούχα
μια λυγερή σε καρτερεί στην άκρια στο ποτάμι
το γιοφυράκι που ’χτίσες μαζί να το διαβείτε».
Ι ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
— Σε γνώριζα προτού να σε γνωρίσω. Σου μιλούσα προτού να
σου μιλήσω. Σε αγαπούσα προτού να σε αγαπήσω.
— Κάτι χειμωνιάτικες νύχτες που άνοιγα τα μάτια. Στο ίδιο πάν-
τα όνειρο.
— Θυμάρι και βασιλικός στο πάτωμα. Ρυγχόσπερμο και γιασεμί
στους τοίχους. Μια μυγδαλιά ανθοφορούσε στο ταβάνι.
— Σήκωνα τα χέρια να πιαστώ απ’ τα κλαδιά κι ένιωθα ανάλαφρος
σαν πούπουλο, το σώμα μου αιωρούνταν πάνω απ’ το κρεβάτι.
— Μόνο στη θάλασσα, στο κενό και στην αγάπη η αντιστροφή
του νόμου της βαρύτητας.
— Δίχως πτώση παρά τις πτώσεις, δίχως συντριβή παρά τις
συντριβές.
— Μόνο με πάθη, λάθη, σιωπές, οδύνες, γρατζουνίσματα,
αιμορραγίες και χαμόγελα – πολλά χαμόγελα.
— Κάθε φορά που σου ’δινα μορφή, μαλλιά, μύτη, μάτια,
μάγουλα, άνω και κάτω άκρα, για να σε σχηματίσω στο μυαλό μου.
— Μαθητριούλα του δημοτικού σε καταπράσινη πλαγιά με
παπαρούνες.
— Ένα σμήνος από ανεμόπτερα γεμίζει το πεδίο.
— Ανοίγω τα χέρια, κλείνω τα μάτια και βγαίνω στη βροχή.
— Τούτη η άνοιξη κυοφορεί ηφαιστειογενείς εκρήξεις.
— Προϊστορικοί δεινόσαυροι, ορνιθοληστές, ινκουανόδοντες,
ποστόχοροι, αναδεύουν εντός μου.
— Το μυαλό μου πάει στην εικόνα των απολιθωμένων της
Πομπηίας. Σωριασμένοι στους δρόμους, στα σπίτια, ενώ έτρωγαν,
κουβέντιαζαν κι έκαναν τη βόλτα τους στην αγορά της πόλης.
— Άραγε σε ποια στάση θα με ανασκάψουν κι εμένα οι
αρχαιολόγοι του μέλλοντος;
— Εν ρεμβασμώ ανοίξεως μεσήλιξ; Καρβουριασμένο πτώμα σε
εμβρυακή στάση; Αχθοφόρος εν ώρα υπηρεσίας;
— Για την ώρα ακουμπάω στην κουφάλα μιας υπεραιωνόβιας
ελιάς και σε κοιτάζω.
— Θε μου, πόσο πολύ ταιριάζεις με την άνοιξη.
— Όθεν η ποιητική της ύπαρξής σου ή αλλιώς η ύπαρξη της
ποιητικής μου.
— Στο εξής ο Μάης θα φορά το άρωμά σου, μια μέλισσα θα
θηλάζει απ’ τις μαργαρίτες και το τελευταίο χιόνι θα γυαλίζει στις
κορφές του Βέρμιου.
…/…
ΙΙ ΜΙΚΡΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
— Υπήρξα για δεκαετίες αγνωστικιστής. Καμία λογική στήριξη
δεν έβρισκα για το αντίθετο. Μέχρι που γνώρισα εσένα.
— Εν οίκω Θεού διατελεί ο πιστός όπου κι αν διακονεί την
πίστη του. Θέλω να πω, δεν σ’ έβγαζα απ’ το μυαλό μου.
— Ούτε ιερατείο ούτε δόγμα ούτε αμαρτίες ούτε συγχωροχάρτια
η δική σου πίστη. Στα χείλη σου η κόκκινη Έμμα μαθαίνει τα νέα
για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Θρησκεύομαι αναρχούμενος.
— Μια Κρονστάνδη επαναστατεί στο σώμα σου, νεοσύλλεκτος
του ναυτικού εγώ. Το ημερολόγιο δείχνει 7 Μαρτίου του 1921,
το πλοίο μου ελλιμενίζεται στην αποβάθρα του νησιού.
— Έναν αιώνα μετά πάω και σταθμεύω το αυτοκίνητο σ’ έναν
αγρό με καταπράσινα στάχυα. Εσύ χαμογελάς, εγώ κοιτάζω
σκεφτικός έξω απ’ το παράθυρο. Μόνο ο έρωτας, η επανάσταση και
η φύση δικαιούνται να υπόσχονται την άνοιξη.
— Κοντά στις τσουκνίδες θα φυτρώνει πάντα μια μολόχα, μου
’χες πει. Ξέρει η φύση, τρίβεις στο ερεθισμένο σημείο τη μολόχα
για να φύγει ο κνησμός. Πέντε δεκαετίες πέρασα με τούτο
τον κνησμό. Ενδημούν στην περιοχή μου οι αγριάδες, τα
γαϊδουράγκαθα, τα τριβόλια και κυρίως οι τσουκνίδες. Θα σ’ το πω
το κρίμα μου, αγνοούσα μέχρι τώρα τις μολόχες.
— Όλο ρόζους και σκασίματα οι παλάμες σου, κοροΐδευες.
Τα νέγρικα μπλουζ από τέτοια χέρια έχουν γραφτεί, σου
απαντούσα. Εσύ δεν ξέρεις ούτε πιάνο ούτε κιθάρα, επέμενες.
Ιδού τα πλήκτρα κι οι χορδές, σ’ έδειχνα. Η ορχήστρα είναι έτοιμη,
με προκαλούσες. Τα πιο βαριά ρεμπέτικα το ρεπερτόριό μου, σ’
αγκάλιαζα.
— Μερικές φορές πιάνουν κι οι κακοκαιρίες Απρίλη, Μάη μήνα,
πέφτει η θερμοκρασία πολύ χαμηλά, ύστερα σηκώνεται απότομα
και χτυπάει τριαντάρια. Οι ειδικοί λένε ότι φταίει η κλιματική
αλλαγή, στη δική μας βέβαια περίπτωση νομίζω ότι έφταιγα εγώ.
— Δεκαετίες ολόκληρες υπήρξα άνυδρος, τούτους τους
ορμητικούς χειμάρρους δεν ήταν εύκολο να τους ελέγξω. Νάιλον
σακούλες, πλαστικά παιχνίδια, κομμένοι κορμοί, νεκρά αισθήματα
και μπόλικη φερτή ύλη παρασύρονταν στις εκβολές τους. Ένας
σκοτεινός ωκεανός εκτεινόταν από ’κει και πέρα.
— Ξυπνούσα τις νύχτες με τον ίδιο εφιάλτη, ότι είμαι στη μέση
του ωκεανού. Εσύ κωπηλατούσες βιαστικά για να με σώσεις,
αλλά μια αδιόρατη έλξη με τραβούσε αργά προς τον βυθό.
Πνιγόμουνα χαμογελώντας.
— Κάθε φορά σηκωνόμουν κι έφευγα σαν να ’μουνα
κυνηγημένος. Σου ’λεγα, δεν έχω χρόνο. Ψέματα. Κάποιες ανίες
έτρεχα να διασώσω από σένα – πώς αλλιώς να βγει η άλλη μέρα;
— Τι σκέφτεσαι; με ρώτησες. Η βροχή χάραζε το τζάμι του
αυτοκινήτου, κάποια σκοτάδια ράγιζαν απέξω. Δεν θυμάμαι να σου
απάντησα.
…/…
ΙΙΙ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΑΔΕΙΑΝΟ
— Σ’ είπανε Ελένη.
— Στης μάνας σου τον κόρφο, στου κύρη σου την αγκαλιά.
— Στις ανθοστόλιστες της Σπάρτης πεδιάδες μεγαλώνεις.
— Ανάμεσα σε ορχιδέες, παπαρούνες, καλόγερους και λιβελούλες.
— Αλλά ήρθε η ώρα σου να παντρευτείς.
— Κάποιον Μενέλαο να πάρεις.
— Και καταπώς είθισται.
— Παιδιά θα κάνεις, υφαντά θα υφαίνεις και με ζεστό νερό τα
πόδια του θα πλένεις.
— Κάθε φορά που θα επιστρέφει στη συζυγική σου κλίνη.
— Αποκαμωμένος απ’ τις φωνές της αγοράς, τα αίματα της
μάχης, των ιερόδουλων τα βογκητά και των συμποσίων τα πιο
όμορφα αγόρια.
— Έτσι θα κυλήσει η ζωή σου, σκιά της σκιάς του άντρα σου,
όπως κυλάει η ζωή των κοριτσιών της ηλικίας, της τάξης, του
καιρού σου.
— Μόνο που για σένα έχουν άλλα σχέδια η μοίρα κι οι θεοί, οι
ποιητές κι οι στρατηλάτες.
…/…
— Δεν ξέρω αν πρόλαβες κι η ίδια να το μάθεις, όμως πολλούς
αιώνες μετά αποκαλύφθηκε ότι άλλη ήταν η αιτία της πολιορκίας.
— Βλέπεις, πάντα το συμφέρον θα υποκρίνεται την ομορφιά
σου.
— Αλλά έτσι δεν γίνεται ανέκαθεν με τους πολέμους των
αντρών, των θρησκειών και των εθνών;
— Οπότε δεν μου μένει παρά να σε εγκαλέσω για την αφέλειά
σου:
— Είσαι υπόλογη της αθωότητας σου.
— Είσαι υπεύθυνη της ομορφιάς σου.
— Είσαι ένοχη της φύσης σου.
— Γιατί εσύ, Ελένη, δεν είσαι μόνο η Ελένη.
— Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η
Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της
Λορένης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα,
η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Εκιουζ, η Εαρυφαλλιά,
η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.
— Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.
— Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της
κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο
εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας,
ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός
πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.
— Θυμάσαι;
— Υπήρξαν κάποτε καιροί που σ’ έζευα στο άροτρο, σε γέμιζα μι
ενοχές και αμαρτίες, σου φορούσα ζώνη αγνότητας, σε έκαιγα
στην πυρά σαν μάγισσα, σε πετούσα στο πηγάδι, σου ’δινα το
όνομά μου, σε ξυλοφόρτωνα, σε περιέφερα ημίγυμνη στους δρόμους,
ακρωτηρίαζα τα γεννητικά σου όργανα, έκοβα τους μαστούς,
τη γλώσσα, τα αυτιά, ξύριζα το κεφάλι σου και κάθε βράδυ
σε ζητούσα στο κρεβάτι.
…/…
.
ΤΟ ΧΙΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ (2021)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1948. Η Ταξιαρχία Αόπλων Ρούμελης, υπό την αρχηγία του Γιώργου Γούσια, ξεκινά να μεταφέρει εφεδρείες για τον Δημοκρατικό Στρατό από τη Βράχα προς τη Μακεδονία. Χίλιοι τριακόσιοι επίστρατοι από την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων και της Θεσσαλίας, απειροπόλεμοι, ανεκπαίδευτοι, δίχως ρουχισμό, τροφή και όπλα, διασχίζουν τον κάμπο των Φαρσάλων, πέφτουν στη λίμνη Κάρλα, περνούν τον Πηνειό, φτάνουν στις πλαγιές του Ολύμπου, ανεβαίνουν στις κορυφές των Πιερίων και διαφεύγουν στη Μακεδονία, ενώ οι δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού τούς καταδιώκουν ανελέητα. Οι απώλειες είναι συντριπτικές. Στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Το χιόνι των Αγραφων παρακολουθούμε τις τριάντα επτά μέρες της βασανιστικής πορείας τους.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (σελ 53-59)
…/…
Δίπλα του είχε την Ελένη, που του ’πιάνε κρυφά το χέρι, κι από κοντά ακολουθούσε ο Κωνσταντής, έτοιμος να πέσει στη φωτιά και να καεί για χάρη του. Μπρος και πίσω απλωνόταν μια ατέλειωτη στρατιά παιδιών, που ανηφόριζαν, άλλοι με τη θέλησή τους κι άλλοι από φόβο, την πυκνόφυτη πλαγιά με το ’να μέτρο χιόνι. Στην κεφαλή προπορευόταν ένα κανελί άτι με τον στητό του αναβάτη, λιγομίλητο, βλοσυρό και σίγουρο ότι παρά τις όποιες δυσκολίες θα κατάφερναν να φτάσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα, για να ενισχύσουν τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού και να οργανώσουν την εξόρμηση που πολύ γρήγορα θα ελευθέρωνε τη χώρα από τους ξένους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους μοναρχοφασίστες.
Όσα χρόνια κι αν περάσαν από τότε, άλλη χιονοθύελλα σαν εκείνη που ξέσπασε στις 18 Φλεβάρη του ’48 δεν θυμάται. Τούφες τούφες έπεφτε το χιόνι, τους βίτσιζε τα μούτρα ο αέρας, στα τέσσερα μέτρα δεν βλέπανε απ’ την ομίχλη και τις νιφάδες· σαν να ’θελε κάτι να τους πει κι η φύση, μια προειδοποίηση, μια απειλή ή και μια συμβουλή ακόμη, μα πού μυαλό να σταθούν να την ακούσουν.
Σήκωσε τους γιακάδες απ’ το αμπέχονό του, έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε. Στο μυαλό του έφερε το παραμύθι που του ’λεγε η μάνα του όταν ήτανε μικρός, το ίδιο που σκεφτόταν και τότε που έκανε τον σύνδεσμο στα χωριά
των Αγράφων.
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια καλή γιαγιάκα. Γλυκομίλητη, καμπούρα και καματερή. Ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό στην πλαγιά ενός ψηλού βουνού. Ο άντρας της είχε πεθάνει από χρόνια και τα παιδιά της είχανε σκορπίσει στα
τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έμεινε μονάχη με την προβατίνα, τις κοτούλες και τις γάτες της. Ξυπνούσε νωρίς τα χαράματα για να ταΐσει τα ζωντανά, να μαζέψει τις βραδινές στάχτες, να κόψει τα ξύλα, να φτυαρίσει το χιόνι, να συγυρίσει την κουζίνα και να ετοιμάσει το φαΐ. Όλη τη μέρα δέκα γύρες έφερνε το σπίτι και την αυλή για να προλάβει, δυο φορές φορτωνότανε τη στάμνα για νερό. Και, όταν πάλι άρχιζε να σκοτεινιάζει, έπαιρνε τη ρόκα, καθότανε παρέα με τις γάτες μπρος στο αναμμένο τζάκι και έκλωθε, μέχρι που να πονέσουνε τ’ αδύναμα ματάκια της, μαλλί.
Την άλλη μέρα έπλεκε κάλτσες και πασουμάκια, γαϊτάνια και μεσοφόρια για τα κρύα του χειμώνα. Ανήμερα Χριστούγεννα, πάει πρωί πρωί στη βρύση του χωριού. Στο σπίτι η φωτιά αναμμένη περιμένει να ζεστάνει το νερό. Γεμίζει
τη στάμνα μέχρι απάνω και σκύβει για να τη σηκώσει. Αλλά η στάμνα είναι ασήκωτη, το κρύο τσουχτερό και ο δρόμος σκέτος πάγος. Στα πέντε μέτρα σκοντάφτει, γλιστράει και πάρ’ την κάτω, πέφτει και ξαπλώνεται φαρδιά πλατιά στο χιόνι. Απ’ το ’να χέρι, το δεξί, ο πόνος τη σουβλίζει. Σφίγγει τα δόντια να κρατήσει τη φωνή της κι υψώνει λίγο το κεφάλι για να δει. Κομμάτια η στάμνα της σπασμένη, χυμένο το νερό στο χιόνι, ούτε ένας άνθρωπος τριγύρω για να βοηθήσει. Βγάζει την μπόλια και δένει τον αγκώνα. Παίρνει βαθιά ανάσα, δίνει με τ’ άλλο χέρι δύναμη να σηκωθεί στα πόδια της και κούτσα κούτσα γυρνά ξανά στο φτωχικό της.
Μπαίνει μέσα και σφαλίζει πίσω της την πόρτα. Το σπίτι αδειανό, αυτή ανήμπορη. Γέρνει μπρος στο σβησμένο τζάκι με παράπονο. Θυμάται με νοσταλγία τα παιδιά και τον άντρα της, τις ετοιμασίες των γιορτών, την πίτα της Πρωτοχρονιάς και τους κουραμπιέδες για τους «καλημεράδες» των Φώτων. Ένας κόμπος σφίγγει τον λαιμό της. Τι θα κάνει τώρα που δεν έχει ούτε μια στάλα νερό να πιει και πως θα κρατήσει το τζάκι αναμμένο; Ποιος θα φροντίσει τα ζωντανά, θα συγυρίσει το σπίτι, θα φέρει το νερό, θα μαγειρέψει το φαΐ και θα πλέξει τα πλεχτά της;
Ξάφνου ένα σούρσιμο ακούγεται ψηλά απ’ την καμινάδα κι εμπρός της προβάλλουν πέντε φουριόζοι καλικάντζαροι. Μαζεύονται τριγύρω της απορημένοι. «Τι έχεις, γιαγιούλα μ’, χρουνιάρες μέρες κι είσαι λυπημένη;» «Πονεί το χέρι μ’», απαντά. Κείνοι κοιτάζονται αναμεταξύ τους. «Και γι’ αυτού στεναχουριέσαι;» λένε και στη στιγμή πιάνει ο ένας τη σκούπα, ο άλλος το φτυάρι, ο τρίτος τα ξύλα, ο τέταρτος την κατσαρόλα και ο πέμπτος τη ρόκα. Δώδεκα μέρες μείνανε κοντά της με τις φωνές, τα γέλια και τις αταξίες τους και, με το που ’ρθανε τα Φώτα, ξαναχωθήκανε στην καμινάδα και αρχίσανε να σκαρφαλώνουν τραγουδώντας:
Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα τον
και με τη βρεχτούρα τον.
Μας άγιασε, μας έβρεξε
και θα μας μαγαρίσει.
Από κάτω στεκόταν η γιαγιά, να τους ξεπροβοδίσει. «Να μας ξανάρθητε του χρόνου, βρε παιδιά. Τώρα που σας λέω, σαν να με πονεί η πλάτη μ’ και το πόδι μ’. Από παλιά που τα ’χα χτυπημένα».
Και το χωλό ποδάρι του Χαραλάμπη πονούσε. Μπορεί να μαλάκωνε λιγάκι ο καιρός όσο έπιανε η μέρα και ανέβαινε ο ήλιος, αλλά σκληρή πέτρα το χιόνι που πατούσε, πληγιάζανε τα πόδια του απ’ τα φθαρμένα άρβυλα, τον σούβλιζε και το παλιό του τραύμα. Στην αρχή μουρμούρισε με τη βραχνή φωνή του το τραγούδι που κάποτε αντηχούσε στις κορφές και στα λαγκάδια της διαδρομής
αυτής:
Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι,
στην Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί.
(Σειούνται οι στεριές και τα πελάγη,
όπλων ακούγεται η κλαγγή.)
Νέο αντάρτικο γεννιέται
ν’ αγωνιστεί για λευτεριά.
(Και τους φασίστες εκδικιέται
όπου τους βρει με αντρειά.)
Ο όρκος μένει πάντα ένας
που έχει δώσει ο ΕΛΑΣ.
(Ν’ αγωνισθεί σκληρά ο καθένας
για να ελευθερωθεί η Ελλάς.)
Εμπρός, ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα,
εμπρός ακόμα μια φορά.
(Κράτα της λευτεριάς τη δάδα
στα δυο σου χέρια τα γερά.)
Τώρα ο μόνος αντίλαλος που έφτανε στ’ αυτιά του ήταν οι κουκουβάγιες που έκρωζαν και οι λύκοι που αλυχτούσαν.
Έφερε πάλι στον νου του το παραμύθι που του ’λεγε η μάνα του μπροστά στο τζάκι. Θυμάται τότε που καθότανε και περίμενε τη στιγμή που θα κατέβαιναν οι καλικάντζαροι και στο δικό του σπίτι, να τον γλιτώσουν απ’ το κουβάριασμα του μαλλιού, απ’ το κόψιμο των ξύλων και απ’ το καθημερινό κουβάλημα του νερού. Τι καλά που θα ’τανε αν την ώρα που ’ριχναν το φιτίλι οι Μητρουλαίοι είχαν προφτάσει οι καλικάντζαροι να φυγαδεύσουνε τη μάνα του από την καμινάδα ή αν αλάφραιναν τώρα λίγο το χέρι του απ’ το ντουφέκι που κουβαλούσε ή τουλάχιστον αν έβγαζαν απ’ το μυαλό του την εικόνα του Κωνσταντή με την απασφαλισμένη χειροβομβίδα να σκάει στην κοιλιά του και να τινάζει τα κομματιασμένα μέλη του τριγύρω εκεί, κοντά στον γκρεμό.
Είχε φτάσει στη χαράδρα του Κωνσταντή αρκετά καθυστερημένα σε σχέση μ’ όλες τις προηγούμενες φορές. Στάθηκε στην άκρη ακίνητος. Ένας ασκέπαστος λάκκος το μνήμα του φίλου του. Έσκυψε από συνήθειο να ρίξει μια χούφτα χιόνι, ενώ το κρώξιμο μας καρακάξας έσχιζε τη σιωπή του απομεσήμερου. Σήκωσε το κεφάλι. Ο ήλιος έκανε παιχνίδια με τα σύννεφα, που πύκνωναν ολοένα και περισσότερο. Τα ήξερε καλά τούτα τα σημάδια του καιρού. Το βράδυ θα ’πιάνε ξανά το χιόνι. Υπολόγισε: δυο ώρες για την αντικρινή πλευρά και άλλη μια για την αποπίσω ράχη. Αν αργούσε, θα τον έπιανε η νύχτα και το χιόνι στον πάτο του γκρεμού κι εκεί δεν θα ’βρίσκε μέρος να κρυφτεί πέρα από καμιά μικρή κουφάλα κι ούτε θα μπορούσε να ανάψει φωτιά. Μέχρι να ξημερώσει, θα ’χε σίγουρα παγώσει. Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να κατεβαίνει. Πιανόταν απ’ τα κλαδιά και τους κορμούς των δέντρων, σιγούρευε την πατημασιά κι έψαχνε άλλο σημείο να πιαστεί. Έτσι προχωρούσε, βήμα βήμα. Κι όσο πιο πολύ κατέβαινε, τόσο περισσότερο δυσκολευόταν. Αλλού το χώμα ήταν στέρεο σαν πέτρα, αλλού σκέτη τύρφη και αλλού λάσπη γλιστερή. Δεν είχε φτάσει ούτε στα μισά, τα πόδια του δεν τον βαστούσαν άλλο.
Βρήκε ένα κοίλωμα, είπε να τρυπώσει μέσα να πάρει μια ανάσα. Ακούμπησε το ντουφέκι κάτω, τακτοποίησε το δισάκι και σύρθηκε με προσοχή στο εσωτερικό. Ήταν μια κανονική σπηλιά, πιο βαθιά από όσο έδειχνε. Μια
μαύρη, σκοτεινή τρύπα- κάποτε μπορεί και να ’ταν αρκουδοφωλιά. Ίσως τώρα να λούφαζαν εκεί λύκοι ή αλεπούδες, μα δεν τα σκιαζόταν τα θεριά. Δέκα πεινασμένοι λύκοι δεν έφταναν τη λύσσα που διέκρινε στο βλέμμα του μπάρμπα του, του Μητρούσια, κάθε φορά που διασταυρώνονταν στον δρόμο — είκοσι χρόνια μια καλημέρα δεν του αντιγύρισε.
…/…
ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ (Σελ. 111-114)
ΑΜΑΘΟΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ δεν ήταν ο Αβραάμ Πολυχρονίδης. Κάμποσους συγγενείς, φίλους, γείτονες και συγχωριανούς είχε στοιβαγμένους στην καταπακτή της μνήμης του, τους πιο πολλούς θαμμένους σ’ έναν ομαδικό τάφο στο Μεσόβουνο Εορδαίας ύστερα απ’ την εκτέλεση του ’41 και τους υπόλοιπους άταφους σε μια ρεματιά του Βερμίου ύστερα απ’ τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ’44. Πού και πού τραβούσε το καπάκι, κατέβαινε τις σκάλες, στεκόταν στο υπόγειο, καθόταν σε μια γωνιά και τους κοιτούσε αμίλητος ή τους έπαιρνε έναν έναν και τους έβγαζε έξω, τους πήγαινε μια βόλτα στα βουνά και συζητούσαν για τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, τους γάμους και τα πανηγύρια, τα σπίτια και τα καφενεία, τα καπνά και τα πρόβατα, τις γεννήσεις και τους θανάτους, την πρόσφατη και την παλιότερη ιστορία του χωριού.
Απ’ το Σάργερι της επαρχίας Ζάρας οι Μεσοβουνιώτες ήρθαν με την ανταλλαγή του ’24, κουβαλώντας μαζί με την ελάχιστη κινητή περιουσία που μπόρεσαν να περισώσουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους, έναν κόμπο που έσφιγγε τον λαιμό τους, μια εικόνα της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας, τα ποντιακά τους πείσματα και κάτι περίεργες ιδέες που διακινούνταν τότε στον Πόντο προερχόμενες απ’ την επαναστατική Ρωσία. Τούτες οι ιδέες έμελλε να
φυτρώσουν, να ανθίσουν και να απλωθούν στο νέο τους χωριό μαζί με τις κερασιές, τις μηλιές, τα καπνά και τα αμπέλια που καλλιεργούσαν για να ζήσουν, μέχρις ότου προσπάθησε η εξουσία να τις ξεριζώσει ολοσχερώς στα
χρόνια του Μεταξά με εξορίες στον Αϊ-Στράτη και στην Ανάφη και στα χρόνια της Κατοχής με δυο μαζικές εκτελέσεις, που ξεκλήρισαν το χωριό.
Οι μισοί τουλάχιστον κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτές τις εκτελέσεις και ο Αβράμης ήταν απ’ τους ελάχιστους που γλίτωσαν. Στην πρώτη περίπτωση πρόλαβε να κρυφτεί στον φούρνο της αυλής τους και στη δεύτερη έτυχε να νοσηλεύεται με βαριά πνευμονία στο νοσοκομείο Πτολεμαΐδας. Αλλά αυτή ακριβώς την τύχη που κάποιος άλλος θα εκλάμβανε ως θεϊκό σημάδι ή ως εύνοια της μοίρας ο ίδιος την ένιωθε σαν βαρύ κι ασήκωτο φορτίο. Ειδικά εκείνος ο φούρνος, παρότι έπεσε από τότε σε αχρηστία, δεν έπαψε ποτέ να ανάβει, να καίει και να καπνίζει στο μυαλό του.
Είναι άγνωστο ποιες σκέψεις έκανε τη στιγμή που, κλεισμένος εκεί μέσα, άκουσε τον δωσίλογο να ονομάζει στους Γερμανούς στρατιώτες τον πατέρα, δυο από τα αδέλφια και έναν ανάπηρο θείο του, και ακόμη παραπάνω όταν άκουσε τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος να γαζώνουν τους εκατόν εξήντα πέντε συγχωριανούς του.
Όταν έσυρε το κάλυμμα για να βγει ξανά στο φως, δεν ήταν πια ο ίδιος. Το μάτι του είχε τη σκοτεινιά του φούρνου, η ψυχή του την κάπνα της καμένης ανθρακιάς. Όταν μάλιστα άρχισε να θάβει όλους μαζί τους εκτελεσμένους κάτω απ’ τα ποντιακά μοιρολόγια, και κυρίως όταν είδε τα χέρια του πατέρα του και των αδελφών του περασμένα στα μπράτσα του ανάπηρου θείου του σαν να χόρευαν όλοι μαζί τη σέρρα την ώρα που τους εκτελούσαν, κάτι έσπασε μέσα του για πάντα. Στο εξής άρχισε ν’ αποφεύγει τους ανθρώπους, τριγύρναγε όλη μέρα στα βουνά, άφησε μακριά γένια και δεν ήθελε να μιλάει με κανέναν.
Οι Γερμανοί φύγαν απ’ την περιοχή τον Οκτώβριο του ’44, αλλά τίποτα σχεδόν δεν άλλαξε. Άνοιξαν και πάλι τα τεφτέρια, παλιοί και νέοι λογαριασμοί θα ’πρεπε να πληρωθούν με τόκο. Οι πόρτες των σπιτιών έσπαζαν, οι γέροι
σταυροκοπιούνταν, τα κορίτσια λούφαζαν κάτω απ’ τα κρεβάτια, οι μανάδες έκλαιγαν και παρακαλούσαν και ο Αβράμης έπαιρνε τη γαϊδούρα του, την Κικίτσα, και χανότανε στις πλαγιές του Βερμίου. Μάζευε μήλα, κάστανα, γκόρτσια, κράνα, σαλιγκάρια, μέλι, τσάι του βουνού και βατόμουρα, ξεδιάλεγε βότανα και μανιτάρια και κουβαλούσε καυσόξυλα. Όσο, πάλι, έμενε πίσω, είχε να φροντίζει τον λαχανόκηπο της μάνας του με τις ντομάτες, τις καυτερές πιπεριές και τα κολοκυθάκια, να βόσκει τα λίγα προβατάκια της στάνης τους, να πήζει το γάλα και να φτιάχνει γιαούρτι, βούτυρο, τυρί.
Με το που συγχωρέθηκε η μάνα του, σαν να κόπηκε απότομα η τελευταία ρίζα που τον κρατούσε στο Μεσόβουνο. Την άλλη μέρα κιόλας αμπάρωσε την πόρτα του σπιτιού, γκρέμισε τον φούρνο της αυλής, πήρε την Κικίτσα και ξεκίνησε πεζή για το βουνό. Μπροστά του ο ορεινός όγκος του Βερμίου, ύστερα το Άσκιο, ακολούθως οι πλαγιές του Βόιου, μετά τα βουνά του Όρλιακα και στο τέλος η οροσειρά της Πίνδου. Όλη μέρα βάδιζε στα μονοπάτια των βοσκών, κατά μήκος των χιονισμένων κορυφογραμμών, περνούσε πάνω από απόκρημνες χαράδρες και φαράγγια με πυκνόφυτη βλάστηση, κι όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, έβρισκε μια σπηλιά, ξεφόρτωνε την Κικίτσα κι άναβε φωτιά. Έτρωγε βαλανίδια, γλιστρίδες, γαϊδουράγκαθα και σπόρους από κουκουνάρια. Πρωί πρωί, φόρτωνε πάλι την Κικίτσα και συνέχιζε την πορεία του μέσα στα χιόνια. Πέντε μέρες από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, δεν σταύρωσε κουβέντα μ’ άλλον άνθρωπο, μόνο αλεπούδες, λύκους κι ελάφια έβλεπε. Την έκτη έφτασε στ’ Άγραφα. Μια πρόωρη άνοιξη έφερνε εκεί πάνω ο αέρας, κι ας ήτανε ακόμη αρχές Φλεβάρη. Το ’νιώσε αμέσως: η δική του μυγδαλιά εκεί ήταν προορισμένη να ανθίσει.
Από τους πρώτους αντάρτες που ανασύστησαν το Αρχηγείο Ρούμελης στη Φουρνά Ευρυτανίας ήταν ο Αβράμης. Καμιά εικοσαριά άτομα αριθμούσε στην αρχή, αλλά ήταν τότε η εποχή της Λευκής Τρομοκρατίας, ληστοσυμμορίες, χωροφύλακες, πρώην Χίτες και δωσίλογοι κάναν ό,τι θέλαν στην ύπαιθρο, λυμαίνονταν τα χωριά με την ανοχή ή και με την ενθάρρυνση του επίσημου κράτους. Έψαχνε ο κόσμος κάπου να κρυφτεί, γέμισαν ξανά τα βουνά κυνηγημένους. Όρισαν το μέρος, σηκώσανε δυο τρία ξύλινα παραπήγματα, κάπου να κοιμούνται, έναν στάβλο για τα ζωντανά και μια αποθήκη για τα μαγειρεία. Είχανε τότε μεγάλη ανάγκη από μάγειρα. Ανέλαβε ο ίδιος. Ήξερε απ’ τη μάνα του πώς να ψήνει κρέας, πώς να φτιάχνει το τυρί, πώς να βράζει τσάι, πώς να κάνει σούπα, πώς να φουρνίζει ψωμί. Όλα τ’ άλλα τα ’μάθε με τον καιρό. Δυο χρόνια τάισε κόσμο και κοσμάκη.
Όταν άρχισαν να μαζεύονται οι επίστρατοι στη Βράχα, είχε το γενικό πρόσταγμα σε ζητήματα επιμελητείας-σίτισης, κι όταν ξεκίνησε η πορεία της Ταξιαρχίας Αόπλων, πήγε μονάχος του στον Γούσια και ζήτησε να τους ακολουθήσει. Φρόντισε από πριν να συγκεντρώσει γελάδια και πρόβατα, πήρε εξήντα μεταγωγικά με προμήθειες, άλλα σαράντα για να μεταφέρει τα καζάνια, τα κατσαρολικά, τις καραβάνες, τα σύνεργα και τα λοιπά συμπράγκαλα, όρισε οχτώ βοηθούς και πήρε ξανά τον δρόμο.
…/…
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΕ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
stigmalogou.gr 2/4/2024
Γυναικών τε
Πρώτη ποιητική εμφάνιση για τον πεζογράφο Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με το βιβλίο Γυναικών τε. Τε, δηλαδή και γυναικών. Και ποιων άλλων;
Εικάζω ότι ο τίτλος δεν δόθηκε μόνο για διαφοροποίηση από τον τίτλο στα διηγήματα του Μιχάλη Γκανά Γυναικών. Αλλά για να δηλωθεί περισσότερο ρητά εδώ ότι μαζί με τις γυναίκες ουσιαστικά παίζουν ενεργό ρόλο και άνδρες, όχι μόνον ως ποιητικά υποκείμενα-αφηγητές, αλλά και ως δρώντα πρόσωπα.
Πεζόμορφος ο χαρακτήρας των ποιημάτων. Το πρώτο μέρος, με τον τίτλο «Ι. Παπαρούνες», πιο νεανικό, της πρώτης αγάπης, ας πούμε.
Στο δεύτερο, «ΙΙ. Μικρή ερωτική συμφωνία», το πάθος. Πέρα από όρια. Από το τι πρέπει ή δεν πρέπει. Και όταν ο ένας κάνει πίσω, ο σπαραγμός και η οδύνη της απώλειας.
Το τρίτο μέρος , «ΙΙΙ. Πουκάμισο αδειανό», πιο συνολικό με διαχρονικές αναφορές στη γυναίκα. Και με κεντρικό σύμβολο την Ελένη. Ελένη: Ωραία; Πουκάμισο αδειανό; Το ποιητικό υποκείμενο αποφαίνεται ότι
– Εσύ η εσαεί πολιορκημένη.
-Εσύ η εσαεί ηττημένη.
– Εσύ η εσαεί λεηλατημένη. (σ. 35)
Έτσι γίνεται το άνοιγμα που αναφέρουμε, το κοίταγμα και σε άλλες εποχές και στο σήμερα. Σε αντίθεση με τις ποιητικές συλλογές που προαναναφέρθηκαν, ο Χατζημωυσιάδης αρχίζει από το παρόν, για να διευρύνει τις αναφορές του στο παρελθόν, καταλήγοντας πάλι στις μέρες μας, επικαλούμενος γυναίκες κακοποιημένες ή/και δολοφονημένες.
Αλλά και αμέσως μετά, να απαριθμήσει ρόλους του άντρα καταπιεστή-εξουσιαστή, καθώς το ποιητικό υποκείμενο μιλά σε πρώτο ενικό, επωμιζόμενο, ως άντρας, ευθύνες αιώνων.
Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ. (σ. 37)
Και στα τρία μέρη το ποιητικό υποκείμενο-άντρας βρίσκεται σε συνεχή «διάλογο» με κάποια ή κάποιες γυναίκες. Κάποιες φορές αυτές απαντούν. Κάποιες άλλες ο άντρας αναφέρει την απάντηση ή αντίδρασή τους. Πλαγιάζει, θα λέγαμε τον λόγο τους μέσα στον δικό του λόγο. Όπως και να ’χει, η σύνθεση αυτή δεν νοείται χωρίς την ύπαρξη αυτών των συνομιλιών με το άλλο πρόσωπο.
-Μου χρωστάς κάποιες ήττες, σου ’πα, βαρέθηκα πια να σ’ αποδεκατίζω.
-Έληξε, μου ανακοίνωσες. Αστειότητες, σκέφτηκα. Οι αναμνήσεις δεν λήγουνε ποτέ. (σ. 23)
Όπως δεν νοείται η σύνθεση αυτή χωρίς το υποκείμενο-άντρα που αναρωτιέται:
Ποιους βιαστές αναγνωρίζεις, ρε Ελένη, ακόμη και στο πιο αθώο βλέμμα μου; (σ. 39)
Δηλαδή του υποκειμένου που αντιλαμβάνεται – και σαν να αναλαμβάνει – ευθύνες διαχρονικές.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό το σμίξιμο, το μαζί, το πλάι πλάι, η αγάπη που γίνεται οδηγός. Χωρίς κραυγές, ο Χατζημωυσιάδης αγγίζει την πιο όμορφη και ουσιαστική πλευρά τού «γυναικών τε». Και αυτή θεωρώ ότι είναι μια βασική συμβολή της συλλογής του.
.
ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΣ
FREAR.GR 28/1/2024
Μια ελεύθερη ανάγνωση στην ποιητική συλλογή τού Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Γυναικών τε»
Σε αυτά τα ποιητικά πεζά του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη μία και μόνη ηρωίδα πρωταγωνιστεί. Η γυναίκα στη διαχρονία της. Η γυναίκα που όλες κι όλοι την γνωρίζουμε προτού να την γνωρίσουμε, που της μιλήσαμε προτού να της μιλήσουμε, αφού είναι η μήτρα που μας έφερε τυφλούς κι ανυποψίαστους στον κόσμο, δίχως να ξέρουμε πως αυτό το κλάμα που μας συνόδεψε, όταν μας έκοψαν τον ομφάλιο λώρο, θα μας ακολουθούσε συνεχώς σαν ποτάμι σιωπηλό και συχνά στους άλλους αθέατο.
Και κάπως έτσι, με αυτό το κλάμα πρωτοαγαπήσαμε όλοι τη μάνα μας. Το πρώτο τρυφερό μας είδωλο, το χάδι και την αναπνοή της, τον παλμό και το χαμόγελό της, τον αναστεναγμό και το βλέμμα της, τον έπαινο και την απογοήτευσή της. Κι αρχίσαμε ως άνδρες σιγά σιγά να μεγαλώνουμε και να κοιτάζουμε γύρω μας τον κόσμο κάπου εκεί, στα τρυφερά χρόνια της παιδικότητας, μαγεμένοι από τοπία και από ανοιξιάτικα λιβάδια γεμάτα με παπαρούνες. Κοιτάζαμε τα κορίτσια και νομίζαμε πως θα πετάξουμε. Πως θα βγάλουμε φτερά, πως θα νικήσουμε και την βαρύτητα.
«Μόνο στη θάλασσα, στο κενό και στην αγάπη η απουσία της βαρύτητας».
Γιατί πόση βαρύτητα να αντέξει η ζωή μας και πόσο καιρό να μένουν ναρκωμένα τα φτερά μας;
Και καθώς μεγαλώναμε έγινε λίγο λίγο η άνοιξη η πιο αγαπημένη εποχή μας. Και ο χρόνος δεν μας απασχολούσε, ούτε ως διάσταση, ούτε ως μέτρο της φθοράς μας. Μια αθώα παιδική εγκατάλειψη στις μεταμορφώσεις της αγάπης, αυτή μόνο μας δονούσε, μας έτρεφε, μας καθοδηγούσε. Το καταλαβαίναμε, το ξέραμε μέσα μας κι ας μην το παραδεχόμαστε πως είμαστε παιδιά ερώτων, πως τον κουβαλάμε στον νου, στην καρδιά και στα σκέλια μας. Κι η μάνα μας δίπλα να μας παρακολουθεί σιωπηλά, ανήσυχα κι αμήχανα, αφού ήξερε πως κάποια στιγμή το φουστάνι της θα γίνει το πανί μας και θα μεταναστεύσουμε για άλλες αγκαλιές. Και ας επέμενε εκείνη σε παραμύθια και νανουρίσματα.
Αλλά όσοι μεγαλώσαμε σαν παιδιά της σιωπής, κοιτάζοντας με χάσκον στόμα και βλέμμα το μέσα μας φως και το σκοτάδι, κοκκινίζαμε στο πρώτο βλέμμα κοριτσιού, λατρέψαμε άπαξ και διαπαντός την γυναίκα, υποκλιθήκαμε με δέος και θαυμασμό μπροστά της, γίναμε τελικά ένα με τις παπαρούνες του Χατζημωυσιάδη.
«Από τότε ένα μπουκέτο παπαρούνες θα μαζεύεται για σένα θα προσφέρεται σε κάποια άλλη και στο τέλος θα καταλήγει στο κομοδίνο της μαμάς.»
Ο έρωτας είναι εκστατικός. Αν δεν είναι, τότε δεν είναι τίποτα. Ερωτεύεσαι παναπεί μόνο τον εαυτό σου. Γίνεσαι ξαφνικά ένα αυτοείδωλο και καθρεφτίζεσαι ακκιζόμενος στις όχθες της λιμνούλας σου, νομίζοντας πως νίκησες και δεν περιμένεις ούτε υποψιάζεσαι τον χείμαρρο που καραδοκεί να σε παρασύρει. Και που αποκλείεται να τον γλιτώσεις. Γιατί ο έρωτας δεν συγχωρεί. Θα σε επισκεφθεί. Και κάπως έτσι θα βρεθείς να παλεύεις με τα ορμητικά νερά του Ηράκλειτου, εσύ ο αυτάρκης και ήσυχος, ο κολυμβητής, o σοφός, ο φιλόσοφος, ο μέντορας. Θα χάσεις με άλλα λόγια τα νερά σου, το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Θα γίνεις «λιμενεργάτης, δρομέας μεγάλων αποστάσεων, δύτης ανεξερεύνητων υδάτων…», αλλά πάντα «γίνεσαι περισσότερος από ό,τι είσαι». Δίνες, στροβιλισμοί, ανωφέρειες, κατωφέρειες ναυάγια, όλα τα έχει το πεδίο το αόριστο κι απεριόριστο του έρωτα. Και πάντα ο κνησμός της ψυχής που δεν αγαπήθηκε ποτέ, που βίωσε μόνο την ερημιά, την μοναξιά, το τραύμα, την παντοκρατορία του σκοταδιού, εκείνου του αξημέρωτου σκοταδιού, χωρίς αγάπη.
Ο Χατζημωυσιάδης κατανοεί βαθύτατα την ιερότητα του έρωτα σε μια εποχή μάλιστα αποϊεροποίησης, μηχανοποίησης ή εκλογίκευσης του αισθήματος και νομίζω πως δεν αστοχεί. Κατανοεί την πίστη και την λατρεία που υποδεικνύει στον ερωτευμένο ο έρωτας και που ξεπερνά τον χώρο, τον χρόνο, την αμείλικτη αίσθηση φθοράς. Συνειδητός αγνωστικιστής ο ίδιος, είτε ως ποιητής είτε ως ποιητικό υποκείμενο, αντιλαμβάνεται πως ο έρως είναι η πιο ασφαλής οδός που σε χειραγωγεί τρυφερά προς μια προσωπική θεογνωσία εξόχως αποκαλυπτική.
«Υπήρξα για δεκαετίες αγνωστικιστής. Καμιά λογική στήριξη δεν έβρισκα για το αντίθετο. Μέχρι που γνώρισα εσένα. Εν οικώ Θεού διατελεί ο πιστός όπου κι αν διακονεί την πίστη του. Θέλω να πω δεν σ’ έβγαζα απ’ το μυαλό μου».
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι τι κάνεις με τον έρωτα, είναι τι κάνεις με την απώλειά του. Γιατί δεν ξέρω, κι αμφιβάλλω δηλαδή αν ξέρει κανείς, ποιος έρωτας κρατά για πάντα ή τι είναι αυτό που τον κρατά ζωντανό, ή ποιες μεταμορφώσεις υφίσταται μέσα στον χρόνο ή αν γίνεται τέλος πάντων να ερωτεύεται κανείς αέναα και να μην πεθαίνει. Δύσκολες ερωτήσεις, δύσκολες απαντήσεις.
«Σε είδα τις προάλλες από μακριά κι έκανα αναστροφή να φύγω. Δεν υποφερονται οι τυπικές σου καλημέρες. Στον απόηχό τους σβήνουν τα τελευταία αγκομαχητά μας».
Ίσως τελικά να κάνουμε λάθος, πολύ μεγάλο λάθος αν θέλουμε να δώσουμε ορισμούς και όρια με τις λέξεις μας σε αισθήματα κι εμπειρίες που λεκτικά δεν μπορούν να περιγραφούν. Καμιά φορά οι λέξεις μας σκοτώνουν τα αισθήματα, τα φυλακίζουν ή τα δολοφονούν στραγγαλίζοντάς τα.
«Γιατί να δώσω οπωσδήποτε ένα όνομα στο αίσθημα», μου έλεγε πρόσφατα αγαπημένη φίλη σε μια σχετική συζήτηση, «αφού περιλαμβάνει τόσα πολλά και αφού είναι ένα σύμπαν ολόκληρο, που προσπερνά τις λέξεις». Συμφώνησα. Κι έμεινα να θαυμάζω τον τρόπο που σκέφτεται κάποιες φορές η γυναικεία ψυχή, αυτόν τον παραπληρωματικό τρόπο μιας συνολικής αγαπητικής αγκαλιάς, που ξεπερνά τα στενά πλαίσια ενός και μόνου ρόλου. Κι ίσως χρειάζεται τελικά να μένει ανώνυμο ή απροσδιόριστο το αίσθημά μας, να μας καθοδηγεί ήρεμα, απαλά, να μας συντροφεύει και σιωπηλά να μας τρέφει.
«Όποιος αγαπά αληθινά, αγαπά για πάντα», έγραφε ο Ευριπίδης κι αν πορευόμαστε τυφλοί και αδαείς στην αγάπη, είναι ίσως γιατί μας τυφλώνει το φως της. Επομένως, σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή, ακόμα και στην απώλεια η αγάπη, ο έρωτας, η στοργή, η προστασία, η θυσία, η σταύρωση παραμένει διαρκώς μια φωτεινή πυγολαμπίδα.
«Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου.»
Το βέβαιο είναι πως ο έρωτας μας μεταμορφώνει, μας ξαναβαφτίζει ανθρώπους, όταν δεν ταυτίζεται με μια νοσηρή κτητικότητα, με μια αυτονομημένη, τόσο αντιερωτική εντέλει, αυτοϊκανοποίηση ενός αρχέγονου ενστίκτου. Ένας έρωτας δηλαδή όπου ξεγυμνώνονται οι ψυχές κι όχι απαραιτήτως τα σώματα. Αυτός ό έρωτας ο εκστατικός μοιάζει, σκέφτομαι, με το σκυλάκι που το κλωτσάς κι εκείνο έρχεται σου γλείφει τα πόδια. Κι όσο εσύ συστέλλεσαι τόσο εκείνος διαστέλλεται και γίνεται η συνουσία μυστική και σπάει τη φυλακή του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου.
Αλλά όταν ο έρωτας γίνεται κτητικός, όταν μεταμορφώνεται σε τυφλό πάθος μιας απόλυτης κατοχής, τότε μέσα από ένα αδειανό πουκάμισο παίρνει σάρκα στους αιώνες το τραγικό πρόσωπο της Ελένης. Σαν σκιά εμφανίζεται η Ελένη, η μία, η ίδια και μοναδική στην ουσία της, με τις μύριες υποστάσεις της μέσα στους αιώνες και στις εποχές. Κι η ομορφιά της, η περιλάλητη, που υμνήθηκε από ποιητές και καλλιτέχνες παντός είδους έγινε η αχίλλειος πτέρνα της, η συμφορά και η κατάρα της. Την ύμνησαν, την δόξασαν σκοτώθηκαν για χάρη της για να την ξεσκίσουν μετά να την ενοχοποιήσουν, να την σέρνουν αιωνίως υπόλογη, αιωνίως καταδικασμένη. Παραπίσω, άλλοτε κρυφή, άλλοτε φανερή, αλλά πάντα ολοζώντανη μια πατριαρχία που συνεχώς διαιωνίζεται με ένα μαχαίρι προτεταμένο, αναπαράγοντας τον εαυτό της μέσα από σκοτωμούς και εγκλήματα της γυναικείας υπόστασης και φύσης.
Μαζί της, αυτό που διαιωνίζεται διαρκώς μέσα στους αιώνες και που είναι προφανώς απότοκό της είναι εκείνο το πρωτογενές αίσθημα που παραλύει νου καρδιά και αισθήσεις όταν το βιώσεις και φωλιάζει στις ψυχές των γυναικών. Ο φόβος. Πορεύεται διαρκώς πια φοβισμένη η γυναίκα, διαρκώς υποταγμένη. Στον ερωτικό της σύντροφο βλέπει έναν δυνάμει δολοφόνο, ένα σκοτεινό υποκείμενο, που απειλεί κάθε φορά να την στραγγαλίσει, ένα βιαστή, ένα κτήνος με ανθρώπινα χαρακτηριστικά
«Ποιους βιαστές αναγνωρίζεις ρε Ελένη, ακόμα και στο πιο αθώο βλέμμα μου;»
«Ποιον εφιάλτη βλέπεις μπροστά σου;»
Κυκλάμινα, ρόδα, χρυσάνθεμα μεμιάς εξαφανίζονται. Το μόνο που επιπλέει είναι μαύρο, πηχτό αίμα. Δεν μένει λοιπόν παρά ένα και μόνο χρέος στον συγγραφέα, στον καλλιτέχνη, στον ποιητή εν προκειμένω, που γράφει με σπαραγμό κι οδύνη. Να καταγράψει αυτή την κραυγή. Να την κάνει λέξη, εικόνα, τραγούδι, στίχο. Όχι για να ξεγελάσει τη συνείδησή του, ούτε για να αναπαύσει τις ενοχές για τα εγκλήματα του φύλου του. Αλλά μόνο και μόνο μήπως με τη δική του την προτροπή, με το δικό του το έναυσμα ακουστεί καθαρά η γυναικεία διαμαρτυρία, η θηλυκή κραυγή.
«Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις».
.
ΔΑΦΝΗ ΜΑΡΙΑ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ
PERIOU.GR 6/1/2024
Αντί της βίας, στοργή. Αντί του δαρμού, χάδι. Και στη θέση της υποτίμησης, εξύψωση. Τούτη την προσφορά κομίζει προς την γυναίκα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, με την πρόσφατη ποιητική συλλογή του που φέρει τον τίτλο «Γυναικών τε», και η οποία κυκλοφορεί από τις πάντα προσεγμένες εκδόσεις Εύμαρος. Ένα βιβλίο μοναδικό για το συναίσθημα της αγάπης που εκπέμπει προς το γυναικείο φύλο, και της αγκαλιάς που ανοίγει σ’ αυτό.
Ο πρωτότυπος τρόπος γραφής της συλλογής ασκεί ευθύς εξ αρχής την δική του, ξεχωριστή γοητεία στο αναγνωστικό κοινό: ο ποιητής-συγγραφέας Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης χρησιμοποιεί τον γνωστό, χαρισματικό πεζό του λόγο, για να τον συνδυάσει, αυτή τη φορά, με μια ποιητική γραφή που αναβλύζει από την ψυχή του και κατακλύζει τόσο τον ίδιο όσο και τον αναγνώστη, καθιστώντας το βιβλίο, από άποψη μορφής, ουσιαστικά υβριδικό: ίσως τούτη η σύζευξη πρόζας και ποιήματος να αποτελέσει στο μέλλον την εξέλιξη της ίδιας της ποιητικής γραφής στα ποιητικά μας πράγματα, ίσως και να συγκροτήσει ένα αφ’ εαυτού του νέο συγγραφικό είδος – αυτό μέλλει να το διαπιστώσουμε στη συνέχεια, με την πάροδο του χρόνου.
Το γεγονός που μπορούμε να επισημάνουμε εμείς εδώ, είναι ότι ο ποιητικός λόγος που μας προσφέρει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης μέσα από αυτό το βιβλίο του, είναι ένας λόγος ζωντανός, γεμάτος πλαστικότητα, ειλικρίνεια, δύναμη, φαντασία, αποφθεγματικότητα, συναίσθημα, ερωτισμό, και μια κατάθεση ψυχής προς το άλλο φύλο που συγκινεί – ακόμα και σαν ένα είδος ανδρικής συγγνώμης για όσα κατά καιρούς του έχουν προσάψει.
Είναι ένας λόγος-ύμνος προς την γυναίκα, ο οποίος εκφράζεται με την μορφή διαλόγου με αυτήν, στο β’ ενικό, και με τρεις διαφορετικούς ποιητικούς τρόπους, έναν για κάθε μια από τις τρεις ενότητες του βιβλίου, ξεκινώντας σε χαμηλούς, γλυκούς συναισθηματικούς τόνους και καταλήγοντας σε μια κραυγή του ποιητή, ο οποίος καταγγέλλει την κατάσταση και την κακοποίηση της γυναίκας στην σημερινή ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο και σύμβολο το άνθος της παπαρούνας, και βέβαια το άλικο χρώμα της. Πρόκειται για μια πρωτότυπη επιλογή του ποιητή, εφόσον η παπαρούνα είναι ένα λουλούδι πανέμορφο, το οποίο όμως δεν συναντούμε συχνά ούτε στην λογοτεχνία, ούτε στις ανθοδέσμες που προσφέρονται στο γυναικείο φύλο, ενώ εδώ προφανέστατα αντικαθιστά το ρόδο. Το κόκκινο είναι ασφαλώς το χρώμα του έρωτα, ο οποίος αναβλύζει από το κείμενο, αλλά και του αίματος, που φέρνει η βία. Ολόκληρη η ενότητα συνιστά ένα ατόφιο «δόσιμο», και μια τρυφερή και ολοκληρωτική παράδοση στην γυναίκα, εφόσον αυτή η τελευταία αποτελεί και το αντικείμενο της έμπνευσής του ποιητή.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά: «Μόνο στη θάλασσα, στο κενό και στην αγάπη η αντιστροφή του νόμου της βαρύτητας» (σελ. 13), «Θε μου, πόσο πολύ ταιριάζεις με την άνοιξη. // Όθεν η ποιητική της ύπαρξής σου ή αλλιώς η ύπαρξη της ποιητικής μου.» (σελ. 14). Και «Ιδού που παιδιόθεν πνίγομαι στο ίδιο ακριβώς ποτάμι. Τι κι αν σε λένε Μαρία, Ελευθερία, Άννα, Νεφέλη, Κατερίνα, Αγγελική, Κωνσταντίνα ή Ελπίδα. Άλλα ονόματα – η ίδια πάντα ιστορία. // Κοίτα με, χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου». (Σελ. 17).
Η δεύτερη ενότητα αποκαλείται «Μικρή ερωτική συμφωνία», και ο τίτλος της θυμίζει μια μικρή, αλλά πλούσια σε νοήματα μουσική σύνθεση την οποία εμπνέεται η ψυχή του ποιητή. Το συναίσθημα της απώλειας της αγαπημένης από μιαν ασθένεια η οποία συνιστά μάστιγα της εποχής μας – τον καρκίνο του μαστού, κυριαρχεί. Το ποιητικό πεζό κείμενο συνιστά ουσιαστικά το εσωτερικό, ψυχικό χρονικό μιας ερωτικής σχέσης, και ταυτόχρονα αποτελεί μιαν «αναθηματική» γραφή του άρρενος ποιητικού υποκειμένου στη μνήμη της χαμένης συντρόφου, που περνά στον αναγνώστη μηνύματα με προφανή επικαιρότητα.
«Μόνο ο έρωτας, η επανάσταση και η φύση δικαιούνται να υπόσχονται την άνοιξη», γράφει με καίριο αποφθεγματικό λόγο ο Χατζημωυσιάδης στην σελ. 21, ενώ η «αναθηματική» διάθεσή του διατυπώνεται με λυρισμό στην καταληκτική του κειμένου φράση, στη σελ. 27: «Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου».
Το αποκορύφωμα των συναισθημάτων του ποιητή απέναντι στην γυναίκα, εκφράζεται στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, η οποία φέρει τον συμβολικό τίτλο «Πουκάμισο αδειανό», στα πλαίσια ενός επιτυχημένου διακειμενικού διαλόγου με τον Γιώργο Σεφέρη και το ποίημά του «Ελένη». Ο λόγος της συγκεκριμένης ενότητας δεν είναι παρά μια κραυγή. Μέσα από ένα ευφυώς δοσμένο και δομημένο κείμενο-ποίημα, που κλιμακώνει προοδευτικά την συναισθηματική έντασή του, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης χρησιμοποιεί το σύμβολο της Ωραίας Ελένης και τους ρόλους τους οποίους αυτή εκπροσωπεί, για να τοποθετήσει την γυναίκα στα πλαίσια της ανδροκρατούμενης κοινωνίας διαχρονικά, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και να αντιστρέψει τις αρνητικές παγιωμένες αντιλήψεις και τα στερεότυπα που επικρατούν εναντίον του γυναικείου φύλου.
«Είσαι υπόλογη της αθωότητάς σου. // Είσαι υπεύθυνη της ομορφιάς σου. // Είσαι ένοχη της φύσης σου», κορυφώνει τον δραματικό του λόγο στη σελ. 37, στηλιτεύοντας με λακωνικό ρητορικό σχήμα και φωτογραφικό τρόπο τις πεποιθήσεις των ανδρών για τη γυναίκα, καθώς και την ψυχολογική και άλλη βία και την κακοποίηση που ασκείται εναντίον της, και υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη μερικά από τα ωραιότερα και δραματικότερα πρόσωπα γυναικών-συμβόλων που έζησαν στον κόσμο κατά τη διάρκεια της Ιστορίας μέχρι σήμερα, όπως την Πηνελόπη, την Μαρία την Μαγδαληνή, την Παναγία, την Ιωάννα της Λορένης, την Μπουμπουλίνα, ακόμη και την Ελένη Τοπαλούδη. Η μοναδική αλήθεια, δεν είναι παρά «η θλίψη των ματιών σου», καταλήγει στη σελ. 39.
Μια θλίψη που απευθύνεται όχι μόνο στον «μάγο της φυλής», τον «αρχηγό της κοινότητας», τον «βασιλιά της χώρας», τον «ιεροεξεταστή», τον «ερωτύλο εραστή», τον «προστατευτικό αδελφό», τον «αυστηρό πατέρα», και πάνω απ’ όλα τον «νόμιμο σύζυγό σου», όπως αναφέρει ο ποιητής απαριθμώντας μια-μια τις ιδιότητες των ανδρών στη σελ. 37, αλλά μια θλίψη που απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής, καθώς ανάμεσα στην μουντάδα των χρωμάτων με τα οποία σκιαγραφείται η γυναικεία φιγούρα του, το κόκκινο στα χέρια της κυριαρχεί με ποικίλους συμβολισμούς, οι οποίοι παραπέμπουν τόσο στην ίδια τη φύση της γυναίκας (έμμηνος ρύση), όσο και στη βία που ασκείται εναντίον της. Το βιβλίο ολοκληρώνει η εκφραστικότατη ζωγραφική της Ηρώς Σιδέρη, που κοσμεί τις σελίδες του.
«Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις», καταλήγει στην τελευταία φράση του βιβλίου του ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης. Ο λόγος και η δικαίωση, στο άλλο μισό του πορτοκαλιού της ζωής…
.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ
PERIOU.GR 30/12/2023
Oι λόγοι γύρω από τα ζητήματα φύλου πολλαπλασιάζονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και το καλλιτεχνικό πεδίο δίνει το δικό του βροντερό παρόν. Σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες ελληνικής παραγωγής εστιάζουν σε ζητήματα πατριαρχίας και διακρίσεων κατά του γυναικείου φύλου ενώ στην ειδησεογραφία παρακολουθούμε τις εξελίξεις γύρω από το εικαστικό έργο της Γεωργίας Λαλέ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, γύρω από τη ροζ σημαία- σύμβολο των γυναικοκτονιών και της καταπίεσης, που «αποκαθηλώθηκε» βίαια από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών. Το «Neighborhood Guilt», το έργο της, θέλησε να αναδείξει το μείζον ζήτημα ότι η Ελλάδα το 2021 κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό αύξησης των γυναικοκτονιών στην Ευρώπη (187,5% σύμφωνα με την έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας) ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 42% των γυναικών ηλικίας 18-74 ετών στην Ελλάδα έχει υποστεί κάποια μορφή έμφυλης βίας (σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών). Εντυπωσιακά στοιχεία που πιστοποιούν ότι οι έμφυλες διακρίσεις παραμένουν παρά τις όποιες νομοθετικές αλλαγές και την κοινωνική πίεση για αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» στον ελληνικό ποινικό κώδικα.
Το λογοτεχνικό πεδίο δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από αυτή την άνθιση παραγωγής δημόσιου λόγου γύρω από τα έμφυλα ζητήματα. Όλο και περισσότερα, πεζογραφικά ιδίως, έργα αναφέρονται στη γυναικεία κατάσταση συνδέοντάς τη με το φαινόμενο της κακοποίησης και της καταπίεσης. Ωστόσο, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι στα περισσότερα κείμενα οι συγγραφείς είναι γυναίκες. Η ματιά τους είναι συχνά καταγγελτική, επιθετική, καυστική, εστιάζοντας τα δεινά που έχουν υποστεί οι γυναίκες -διαχρονικά και οικουμενικά- στο πλαίσιο των πατριαρχικών δομών και των συνακόλουθων στερεοτύπων. Σπανίζει η ανδρική οπτική.
Στο νέο έργο του Παναγιώτη Χατζημωϋσιάδη έχουμε μια διαφορετική περίπτωση. Αρχικά γιατί η έμφυλη ματιά είναι αυτή ενός άνδρα, ο οποίος όμως, δεν αναπαράγει το ηγεμονικό μοντέλο (εκείνο που στην ακραία του μορφή συσχετίζεται με την τοξική αρρενωπότητα) αλλά, αντίθετα, προσεγγίζει τις γυναίκες με ενσυναίσθηση και σεβασμό, όχι γιατί τις θεωρεί υποδεέστερες αλλά ίσες και ισότιμες συντρόφισσες στα του βίου του. Πιο συγκεκριμένα, στο νέο έργο του, με τίτλο «Γυναικών τε», έχουμε μια ευτυχή σύνθεση πρόζας και ποίησης, μια υβριδική μορφή λόγου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πρωτόλεια, που αναδεικνύει με τρόπο εξαιρετικό το πόσο πορώδη είναι πλέον τα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών, πόσο συχνές και καρποφόρες δύνανται να είναι οι εκατέρωθεν διηθήσεις, πόσο σημαντικοί και καρποφόροι είναι οι πειραματισμοί, εφόσον -βέβαια- ο/η λογοτέχνης κατέχει τα εργαλεία της τέχνης και αποτολμά -προσεκτικά- τις υπερβάσεις, πέρα από παγιωμένες συμβάσεις και εύκολες επαναλήψεις.
Εκκινώντας από τον τίτλο «Γυναικών τε» δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στη χρήση του πληθυντικού αριθμού. Συνήθως, ακόμα και στον «φεμινιστικό» λόγο όσων αγνοούν ακόμη και τα στοιχειώδη των σπουδών φύλου, η αναφορά γίνεται στη «Γυναίκα», ως σύμβολο. Στις σπουδές φύλου, ωστόσο, είναι αδιανόητος ο ενικός. Οι πολλαπλές εκφάνσεις των θηλυκοτήτων, η συνθετότητα των γυναικείων ταυτοτήτων, η πολλαπλότητα των ζητημάτων που σχετίζονται με τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, δεν μπορεί να στοιχηθεί πίσω από τον ενικό. Επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή της φράσης που νοερά, συνειρμικά μας οδηγεί στο «ορατών τε» του Συμβόλου της Πίστης. Νομίζω ότι εδώ, με εύσχημο αλλά και αιρετικό τρόπο, ομολογείται η πίστη του συγγραφέα στις γυναίκες της ζωής του, ή καλύτερα, στις Γυναίκες. Αυτές που στο παρελθόν παρέμενα «αόρατες» για το σύνολο των κοινωνικών επιστημών αλλά ορατές στο καλλιτεχνικό πεδίο ως «ηρωίδες» , κυρίως της καθημερινότητας. Εδώ θα ήθελα να σταθώ λίγο στην αορατότητα διαφορετικών εκφάνσεων του γυναικείου φύλου. Υπάρχουν και («τε») οι μη ορατές θηλυκότητες, και αυτό το τε του τίτλου, μέσα από τη δική μου αναγνωστική ματιά, καθαρά υποκειμενική , προφανώς, συμπεριλαμβάνει και αυτές. Τον Ζακ, την Άννα (την Κουβανή τρανς) αλλά και τόσες άλλες θυλυκότητες «αόρατες», αφού αποκλίνουν από τη κυρίαρχη-ακόμα και για το γυναικείο φύλο- νόρμα. Η συμπερίληψη, βέναια, δύναται να αφορά και στους άνδρες, αυτούς που επίσης- όπως ο ποιητής- ομολογούν Πίστη στις Γυναίκες, γίνονται συνοδοιπόροι, σύντροφοι, εραστές. Πολλαπλές, λοιπόν, οι προσεγγίσεις του εύστοχου, λιτού και αινιγματικού τίτλου, όπως και του, επίσης, λιτού και πολυσήμαντου εξωφύλλου.
Στο εξώφυλλο, αντιστικτικά, κυριαρχεί ο ενικός. Μία η γυναικεία μορφή. Προχωρεί προς τα αριστερά, το χέρι της κόκκινη πληγή αλλά μπορεί να εκληφθεί και ως κόκκινο λουλούδι. Κακοποιημένη; Δείχνει την έμμηνο ρύση της, το διακριτό σημείο του βιολογικού της φύλου, που κι αυτό πρέπει να παραμένει αόρατο, να μη θίγει αισθητικά τη φαλλοκρατική κοινωνία; Ιδιαίτερη μνεία αξίζει, λοιπόν, και στην εικαστικό Ηώ Σιδέρη όχι μόνο για το εξώφυλλο αυτής της λεπταίσθητης, μοναχικής, γυναικείας μορφής αλλά και για τα σχέδια που παρεμβάλλονται στο κυρίως σώμα του κειμένου, αναδεικνύοντας όχι μόνο την ευαλωτότητα του γυναικείου σώματος αλλά και τους τρόπους με τους οποίους ο ενικός πληθύνεται και η ατομική εμπειρία συνομιλεί με τον πληθυντικό της έμφυλης εμπειρίας καταπίεσης και αορατότητας αιώνων…
Αφήνοντας τα παρακειμενικά στοιχεία και προχωρώντας στην εξέταση της ποιητικής αυτής σύνθεσης αξίζει να αναφερθεί ότι η συλλογή ξεκινά με μια παραλλαγή της πολύ γνωστής μας παραλογής « Το γεφύρι της Άρτας», Αυτή η παραλλαγή , παρά το ότι κρατά αδιατάρακτα τα ποιητικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, προβάλλει , ωστόσο, το περιεχόμενο μέσα από μια νέα, σύγχρονη, οπτική. Δεν υποκύπτει ο πρωτομάστορας στην κοινωνική επιβολή της θυσίας. Δεν θεωρεί αναλώσιμη τη γυναίκα. Αντίθετα, στην εκδοχή που μας προτείνει ο Χατζημωυσιάδης αυτό που κυριαρχεί είναι η συντροφικότητα, η αέναη προσπάθειας των ανθρώπων να υπερβούν τα όποια εμπόδια και να συμπορευτούν. ΄Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε κι εδώ την έμφυλη προσέγγιση, εκείνη του χτίστη, που πέρασε τη ζωή του προσφέροντας, ως όφειλε, σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες που εξίσου καταπιέζουν και το ανδρικό φύλο, και μόνο προς στο τέλος συνειδητοποίησε ότι όλος αυτός ο μόχθος δεν του επέτρεψε να ζήσει όπως θα ήθελε, πως η δική του «λυγερή» ήρθε πολύ αργά…
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης με τίτλο «Παπαρούνες». Σαφής η αναφορά στο Έαρ, στο Εφήμερο αλλά και στο Ερυθρό χρώμα της επανάστασης. Οι απευθύνσεις διαρκείς προς ό,τι συνιστά τη γυναικεία ταυτότητα για το ποιητικό υποκείμενο. Οι πολλαπλές εκφάνσεις της παρούσες (σελ. 17: … Τι κι αν σε λένε Μαρία, Ελευθερία, Άννα, Νεφέλη, Κατερίνα, Αγγελική, Κωνσταντίνα ή Ελπίδα. Άλλα ονόματα- η ίδια πάντα ιστορία). Ο λυρισμός διάχυτος, η όλη σύνθετη και η εικονοπλαστική δύναμη καθαρά ποιητική. Ο τόνος είναι πεζολογικός χωρίς ωστόσο να χάνεται η ποιητική δυναμική. Άλλωστε, χαρακτηριστικά που κατεξοχήν προσιδιάζουν στον ποιητικό λόγο όπως η συμπύκνωση, η οικονομία, ο υπαινιγμός, η ακρίβεια, το προσωπικό βλέμμα και, πρωτίστως, το ρίγος είναι παρόντα και εμφανή.
(σελ.16: Κοντά σου γίνομαι περισσότερος απ’ ό,τι είμαι), να επαναλαμβάνεται πρωτεϊκά κάθε φορά που αφηνόμαστε στο Έλεός του (σελ.13: Κάθε φορά που σου΄δινα μορφή, μαλλιά, μύτη, μάτια, μάγουλα,
Στο δεύτερο μέρος της σύνθεσης ακολουθεί η «Μικρή ερωτική συμφωνία». Και πάλι το ερωτικό πάθος, το συνεχές της ερωτικής περιπέτειας, οι πολλαπλές πτήσεις και η αναπότρεπτη πτώση του τέλους. Σε αυτό το μέρος η ευαλωτότητα του γυναικείου σώματος αναπαρίσταται μέσα από την εμπειρία του τέλους που προκύπτει από «γυναικεία» ασθένεια, τον καρκίνο του μαστού. Τεμαχισμοί, αίματα, εκτομές σε αντίστιξη με το λευκό της φόρμας των ιατρών και του προσωπικού, με τη λευκότητα του θανάτου. Συντριπτική η Απώλεια. Μόνο που αυτή τη φορά η γυναικεία εμπειρία απηχείται μέσα από την φωνή ενός άνδρα, εκείνου που παρακολουθεί, εν πλήρει συγχύσει, αθώος του αίματος τούτου.
Νόμιζα ότι τίποτα πέρα απ΄ τα αγγίγματα, τα φιλιά και τα μάτια μου δεν έχει δικαίωμα στις μεταστάσεις πάνω στο κορμί σου.
Αλλά και πάλι είχα άδικο. (σελ. 25)
Το τρίτο μέρος τιτλοφορείται «Πουκάμισο αδειανό». Σαφής η διακειμενική αναφορά στην γνωστή μας Ελένη του Σεφέρη αλλά και σε κάθε Ελένη (του Ευριπίδη, του Σινόπουλου, του Καρούζου, του Ρίτσου, του Γκόρπα και τόσων άλλων) αλλά και στην Ελένη της διπλανής μας πόρτας, σε κάθε Ελένη της επαρχίας της Αθήνας κοιμωμένη… Η διαχρονική αυτή Ελένη, της άκρας δυσφήμισης λόγω της μεγάλης της απόφασης να ακολουθήσει τον έρωτά της. Η Ελένη της ελληνικής μυθολογίας είναι μια άλλη Λίλιθ, ο αντικατοπτρισμός μιας ακόμη δαιμονοποιημένης γυναικείας μορφής. Δαιμονοποιημένης, στοχοποιημένης γιατί διεκδίκησε το -καθόλου αυτονόητο για μια γυναίκα- δικαίωμα στην ερωτική απόλαυση, δικαίωμα κατεξοχήν ανδρικό στις πατριαρχικές κοινωνίες. Η ερμηνεία του «αδειανού πουκάμισου», οι όποιες -δηλαδή- προσπάθειες αποκατάστασης της φήμης της, ήδη από την περίοδο του Ευριπίδη στο γνωστό έργο του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έμμεση παραδοχή ότι το κατεξοχήν αρχετυπικό σύμβολο του έρωτα δεν μπορεί να διαθέτει το σώμα της όπως βούλεται. Δύναται να είναι φαντασιακά διαθέσιμη μεν, πραγματικά όμως όχι, υποταγμένη στις κοινωνικές νόρμες.
Η ερωτική ελευθερία, λοιπόν, διαχρονικά θεωρείται ως χαρακτηριστικό των ανδρών αλλά και… των δαιμονοποιημένων γυναικών. Γυναικών που – ούτως ή άλλως- είναι ένοχες ήδη από την εποχή της Εύας, κουβαλούν το συνακόλουθο άγος και εύλογα «αξίζουν» την όποια κακοποίηση για τις συμφορές που επιφέρει η ομορφιά τους αλλά και η προσωπικότητά τους. Γι’ αυτό και στο κείμενο του Χατζημωυσιάδη η Ελένη πληθύνεται, αποκτά κι άλλα ονόματα (σελ. 37). Γίνεται Υπατία, Μαρία Μαγδαληνή, Καρολάιν, Ελένη Τοπαλούδη κ.ά. Αλλά και ο αφηγητής, όπως στη συνομιλία του Αντιφωνητή με τη Μαρία Νεφέλη στο έργο του Ελύτη, ομολογεί τις δικές του ενοχές για τη βία που της άσκησε ανά τους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σύνθεση κλείνει με την αναφορά στην Εύα.
«Σε λένε Εύα»: Δεν επέλεξε ποτέ την ταυτότητά της. Την είπαν. Της είπαν. Είπαν γι΄αυτήν….
Καταληκτικά, η ποιητική σύνθεση «Γυναικών τε» , ένα υβριδικό κράμα πεζού και ποιητικού λόγου, ένα κράμα αφαιρετικότητας, πύκνωσης , υπαινιγνών αλλά και υπόκωφων λυγμών, αμηχανίας και τόλμης, κυκλοφορεί σε μια εποχή αύξησης των γυναικοκτονιών, της τοξικής αρρενωπότητας, των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας, αυξημένων επιθέσεων σε θηλυκότητες (συνεχείς οι περιπτώσεις λεκτικών και όχι μόνο επιθέσεων λόγω ομοφοβίας και τρανσφοβίας), δηλαδή σε μια εποχή που δεν μπορεί παρά να απαιτεί όχι μόνο την εγρήγορσή μας αλλά και την παρέμβασή μας, με όποιον τρόπο μπορεί καθεμιά και καθείς μας. Αυτό που κάνει, δηλαδή, και ο Χατζημωυσιάδης, με τον δικό του τρόπο, με τον λογοτεχνικό, με τη δική του ματιά. Η ματιά του είναι εκείνη ενός άνδρα που στέκεται στοχαστικά αλλά και αλληλέγγυα προς τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης, ομολογώντας τις υφέρπουσες ενοχές αλλά και την αμηχανία του για τον έμφυλο ρόλο που και σε αυτόν έχει επιβληθεί. Κουβαλά κι εκείνος, ως Αδάμ, την πανάρχαια ενοχή, όπως την κουβαλάμε και όλες μας. Για εκείνο το μήλο, για εκείνον τον πόθο, για την έμμηνο ρύση μας, για την τιμωρία μας που γεννηθήκαμε γυναίκες… Είναι όμως και η ματιά ενός καλλιτέχνη που επιλέγει τη δημόσια παρέμβαση και όχι τη σιωπή, με τρόπο δυναμικό. Κι αυτό είναι κάτι πέρα από τις συντεταγμένες το φύλου, είναι κάτι βαθύτατα ανθρώπινο και γενναίο.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 26/12/2023
Για το άλλο μισό ενός κοινού ουρανού
Δύο διαφορετικές όψεις του κόσμου, δύο τρόποι αντίληψης; Θα έπρεπε όλα κοινά να είναι, μια σύγκλιση απόψεων, μια σύμπλευση αγαστή, χωρίς παρακαμπτήριους δρόμους, χωρίς υπεκφυγές, παραποιήσεις, υποκρισίες. Θα έπρεπε να ενδιαφέρει ο άνθρωπος, έτσι όπως (ανεξαρτήτως φύλου) στέκεται ανήμπορος απέναντι σε μηχανισμούς ισοπέδωσης αξιών και καταπάτησης δικαιωμάτων. Κι όμως, αιώνες κοινωνικής διαμόρφωσης και πολιτικής σκοπιμότητας, επίπονη δουλειά των στερεοτύπων μέσα από θεσμούς και σκόπιμες νομικές κατοχυρώσεις, έχουν σμιλέψει περίτεχνα τις πλασματικές αντιθέσεις, τον άκαρπο ανταγωνισμό, και, φυσικά, την ανισότητα. Μια ανισότητα που φαντάζει «φυσική», έτσι όπως ο χρόνος έχει διαμορφώσει τις νοοτροπίες, παντοδύναμες να αντιστέκονται ακόμα κι όταν ο νομοθέτης καινοτομεί και υπερβαίνει τα ειωθότα. Έστω. Απομένουν κάποιες φωνές, συνήθως γυναικείες, να μιλούν για το αυτονόητο. Πιο σπάνια, ακούμε και τη φωνή του «άλλου», από την αντίπερα όχθη, εκεί που τον έχουν τοποθετήσει αιώνες αντιπαλότητας. Και τότε, μια τέτοια κίνηση κάνει τη διαφορά.
Δεν ξαφνιάζει, βέβαια, ότι αυτή η άλλη φωνή ανήκει στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, καθώς γνωστή η ευαισθησία του, η τοποθέτησή του πάντα απέναντι στην αδικία. Αφιερωμένη η ποιητική του συλλογή (έκπληξη αυτό ή μήπως, έτσι κι αλλιώς, έχει την ποίηση μέσα του ο ικανός πεζογράφος;) στη γυναίκα.
Πότε ως απρόσωπη (ποια η ανάγκη ονόματος;) διαρκής παρουσία (μάνα, ερωμένη, φίλη) να στοιχειώνει τη ζωή του, να τον οδηγεί από την πιο υψηλή απόλαυση στα πιο απύθμενα βάθη, ξανά και ξανά στο ίδιο ποτάμι, κι ας λέει ο «σκοτεινός» φιλόσοφος πως αυτό είναι αδύνατον, να προσεγγίζεται ποιητικά με μοναδική ευαισθησία.
Εγώ πάλι θα κοκκινίζω ενώπιόν σου κρατώντας ένα μπουκέτο παπαρούνες, όπως ένα παιδί στη χούφτα του μια πεταλούδα./ Νιώθοντας τα φτερά να σπαρταράνε στην παλάμη του, ώσπου το πέταγμα να μείνει ανάμνηση ενός πετάγματος. […]
Κοίτα με, χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου.
Πότε, πάλι, με όνομα, να παραπέμπει σε γεγονότα σύγχρονα ή διαχρονικά, σε μύθους ή σε αλήθειες (αν υπάρχει, τελικά, καμία διαφορά).
Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λορένης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάνζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιουζ, η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.
Κι ανάμεσά τους ένα μνημόσυνο, πιο προσωπικό αυτό, για μια παρουσία που χρειάζεται τη μνήμη για να εξακολουθεί να ζει, έστω στο όνειρο μέσα.
Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου.
Ίσως το πιο σημαντικό σε τούτον τον ποιητικό λόγο να μην είναι τόσο η μνεία της γυναίκας εν συνόλω, κι ας σπανίζει κάτι ανάλογο. Θαρρώ το πιο σπουδαίο είναι ότι νιώθει τη θέση του αρσενικού απέναντί της, με όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει, τους ρόλους που του έχουν κατασκευάσει, και που τους υπηρετεί, σε έναν κόσμο με ανδρικό το πρόσωπο του θεού του, με μια λογική τεχνηέντως εφαρμοσμένη στη γραμματική της γλώσσας, με την πρόταξη πάντοτε του αρσενικού γένους, ώστε να μην υπάρξει καμία σκέψη πιθανής διαφοροποίησης.
Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.
Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Χατζημωυσιάδης καταθέτει την ποίησή του. Μια ποίηση που μοιάζει σε κάποια σημεία της με συμπτυγμένο δοκιμιακό λόγο:
Δεν ξέρω αν ανεπαρκώ εγώ ή αν ανεπαρκούν οι λέξεις ή αν κι οι δυο μαζί ανεπαρκούμε. Όσον αφορά εσένα κι εμένα, πολύ φοβάμαι ότι η αλήθεια θα κείται πάντα παραπέρα.
Όχι ότι αλλάζει κάτι, η κραυγή παραμένει όπως και η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει το θέμα του. Κι αν αυτή η τελευταία διαπίστωση μοιάζει να μας απομακρύνει από τα ποιητικά πράγματα, έρχεται πάλι ο ποιητής να απογειώσει τις λέξεις του σε ποιητικό σύμπαν.
Μαζεύομαι στην άκρη φοβισμένος. Ο καταραμένος όφις αρχίζει να ξυπνάει ανάμεσα στα σκέλη μου.
Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις.
Αλήθεια, η ποίηση μπορεί να μιλήσει με τον καλύτερο τρόπο για τούτη τη σιωπή αιώνων.
.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
PERIOU.GR 9/12/2023
Η προαιώνια μοναξιά
Ένας εξαιρετικός πεζογράφος που γράφει για πρώτη φορά μία ποιητική συλλογή είναι είδηση.
Ένας εξαιρετικός πεζογράφος που γράφει μία ποιητική συλλογή αφιερωμένη ολοκληρωτικά στη Γυναίκα όλων των εποχών, προσπαθώντας να σπάσει τα στερεότυπα που την κρατούν φυλακισμένη και να την αποκαταστήσει γήινη και ουράνια μαζί, Αγία και Παρθένα, Ωραία Ελένη και Πηνελόπη, Δαιμονική και Αγγελική, είναι επούλωση εκείνου του τραύματος που συντελέστηκε κάποτε σε έναν Κήπο.
Έτσι κι αλλιώς ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης έχει μία εκπληκτική ευχέρεια λόγου και στα διηγήματα, στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες του, γλαφυρές, λυρικές και ποιητικές οι περιγραφές του αποτελούν άλλωστε το χαρακτηριστικό που διακρίνει την γραφή του και την κάνουν ιδιαίτερη και ξεχωριστή. Επομένως δεν είναι έκπληξη ότι και στην ποιητική αυτή συλλογή η γλώσσα του ρέει με την ίδια ευκολία και πλημμυρίζει το χαρτί.
Ερωτικοί, τρυφεροί, σχεδόν απολογητικοί οι στίχοι του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη σ’ αυτή την ποιητική συλλογή με τίτλο ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΕ, προσπαθούν να επανασυγκολλήσουν την Γυναίκα που διαμελίστηκε, βιάστηκε, κακοποιήθηκε, έσπασε σε χίλια κομμάτια από το ανδρικό σφυρί μέσα στους αιώνες.
Τόσα και τόσα ποιήματα έχουν γραφτεί στην παγκόσμια λογοτεχνία για τις γυναίκες, τόσοι και τόσοι ποιητές τις εξύψωσαν σε βάθρο, τις ύμνησαν, τις αναγόρευσαν σε Μούσες.
Δεν είμαι η Μούσα κανενός είχε πει η Λεονόρα Κάριγκτον, είμαι η μούσα του εαυτού μου.
Όμως ο Χατζημωυσιάδης κάνει κάτι διαφορετικό. Αποκαθιστά και αναζητά την ουσία πίσω από την εξιδανίκευση. Τολμά να αναζητήσει και να αντικρίσει το αληθινό πρόσωπο της γυναίκας, όχι την αφορμή ή την μούσα, αλλά την αιτία, το σύνθετο και βαθύ γυναικείο τραύμα.
Η συλλογή είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες.
Στην ενότητα με τίτλο «Παπαρούνες» ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο σε μία αόρατη γυναίκα με την οποία συνομιλεί. Η παύλα μπροστά από κάθε απεύθυνση τονίζει το στοιχείο ενός διαλόγου με μία βουβή συνομιλήτρια. Είναι λοιπόν στην ουσία ένας εξομολογητικός μονόλογος του ποιητικού υποκειμένου που είναι άντρας και που αρχίζει συγκεκριμένα:
-Σε γνώριζα προτού να σε γνωρίσω. Σου μιλούσα προτού να σου μιλήσω. Σε αγαπούσα προτού να σε αγαπήσω.
αλλά στην πορεία αντιλαμβανόμαστε ότι το προσωπικό δίνει τη θέση του στο καθολικό και ο ποιητής πια ζωγραφίζει με τους στίχους του την Αιώνια γυναικεία μορφή και στέκει ταπεινά μπροστά της εναλλάσσοντας ρόλους και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει το αίνιγμά της.
–Γίνομαι λιμενεργάτης, πεζοπόρος, δρομέας αποστάσεων, δωρητής οργάνων, ραβδοσκόπος, σπηλαιολόγος, δύτης ανεξερεύνητων υδάτων και ορειβάτης των πιο απάτητων βουνοκορφών.
Ο Χατζημωυσιάδης σπάει τα δεσμά του χρόνου και του τόπου και περιηγείται με άνεση σε όλους τους αιώνες και τις εποχές
-Κοίτα με χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Μικρή ερωτική συμφωνία» υπάρχει η ποιητική αφήγηση μίας μικρής ερωτικής ιστορίας, που διαμορφώνεται ως ψηφιδωτό με ψηφίδες στίχους, διακρίνουμε τα πρόσωπα, τους ρόλους, την πλοκή και το λυπημένο τέλος της, ίσως για να μην ξεχάσουμε ότι ο πεζογράφος αναπνέει μέσα στον ποιητή. Ο Χατζημωυσιάδης καταφέρνει να μας μεταφέρει όλη την τρυφερότητα και τη συγκίνηση και να μας κάνει μέτοχους στην ποιητική αυτή σύνθεση που αποτελεί ένα είδος μνημόσυνου.
-Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου.
Η τρίτη ενότητα έχει τίτλο «Πουκάμισο αδειανό» και αναφέρεται φυσικά στον γνωστό στίχο του Σεφέρη. Σ’ αυτή την ενότητα το πρόσχημα είναι η μορφή της Ωραίας Ελένης. Σ’ αυτήν ο ποιητής απευθύνεται αρχικά. Με τους στίχους του προσπαθεί να αποκαταστήσει την εικόνα της που διαμορφώθηκε μέσα στα έπη και στις τραγωδίες, να την απεκδύσει από τη μυθολογία που τη συνοδεύει, να διεισδύσει στη βαθύτερη αλήθεια της, να φέρει στην επιφάνεια την γυναίκα που ήταν πριν χρησιμοποιηθεί ως αρχετυπικό πρόσωπο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σταδιακά όμως ο ποιητής αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Απενοχοποιεί την ομορφιά που έχει χρησιμεύσει ως δικαιολογία για την τιμωρία των γυναικών μέσα στους αιώνες και την άσκηση βίας εκ μέρους του αρσενικού που «προκαλείται», μάχεται ενάντια στους προκατασκευασμένους χαρακτηρισμούς με τους οποίους οι άντρες διαχρονικά στιγματίζουν τις γυναίκες (μήλον της έριδος, αμαρτωλή σύζυγο, γυναίκα αγνώμονα, πόρνη) και δαιμονοποιούν τη σεξουαλικότητά τους.
Και τέλος μας αποκαλύπτει ότι μιλώντας για την Ελένη, μιλά επίσης και για:
–Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λορένης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιούζ, η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Κάρολαιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη. Με αυτή την ονομαστική αναφορά που θυμίζει προσκλητήριο θανάτου ο ποιητής αποτίνει φόρο τιμής σε όλες τις γυναίκες που συκοφαντήθηκαν, κακοποιήθηκαν, εκτελέστηκαν, κάηκαν στην πυρά, βασανίστηκαν, βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους άντρες μέσα στους αιώνες.
Ο ποιητής εναλλάσσει ρόλους πάλι και φορά το αποτρόπαιο πρόσωπο της ανδρικής εξουσίας:
– Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ΄όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.
Τι είναι λοιπόν αυτή η ποιητική συλλογή; Η εξομολόγηση μίας προαιώνιας ενοχής, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης απέναντι στο άλλο μισό του κόσμου; Ένας συγγραφέας με κοινωνική συνείδηση σαν τον Χατζημωυσιάδη, ακτιβιστής, ο οποίος μάχεται ενάντια σε κάθε μορφή αδικίας και ανισότητας δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος απέναντι στην κακοποίηση σε όλες της τις μορφές που ακόμα υφίσταται η γυναίκα.
Όμως η συλλογή αυτή αποτελεί κάτι παραπάνω από μία απολογία, μία καταγγελία ή έναν φόρο τιμής.
Σε παράφραση του συνθήματος «εκτός από τον Ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», μπορεί να ίσως να ειπωθεί ότι εκτός από τον φεμινισμό και την δίκαιη αγανάκτηση, τους αγώνες για ισότητα και αξιοπρέπεια υπάρχει και η προσπάθεια του ενός μοναχικού πλάσματος, του άνδρα να πλησιάσει και να κατανοήσει την ουσία του άλλου μοναχικού πλάσματος της γυναίκας, ώστε να απελευθερωθούν και τα δύο από τους στερεότυπους ρόλους που έχουν επιφορτιστεί από καταβολής κόσμου. Και νομίζω ότι αυτό προσπαθεί ο πεζογράφος και ποιητής Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης σ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα και συγκινητική ποιητική του συλλογή. Γιατί πέρα από όλα ξένες ψυχές είμαστε που περιπλανιόμαστε στον άγνωστο κόσμο με την ελπίδα να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο.
,
ΤΟ ΧΙΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ
Γιώργος Φράγκογλου Έξι πρόσωπα αλλάζουν συγγραφέα ή Όταν ο Παναγιώτης συνάντησε τον Σοφοκλή “Fractal” 5/9/2023
Χριστίνα Παπαγγελή Το χιόνι των Αγράφων “Ανάγνωση” 5/6/2023
Ελένη Καρασαββίδου Το χιόνι των Αγράφων http://www.periou.gr 3/6/2023
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης Η πορεία, μοτίβο στο πεδίο του Εμφυλίου www.bookpress.gr 25/5/2023
Χρήστος Σπυρόπουλος Η «ψυχή βαθιά» του παππού http://www.periou.gr 1/4/2023
Διώνη Δημητριάδου Οι σπουδαίοι ελάσσονες και η προσωπική κάθαρση “Fractal” 15/3/2023
Νάντια Τράτα Ποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται; “Fractal” 14/2/2023
Κώστας Αγγελάκος Ένα ουρλιαχτό αγάπης Περιοδικό “Νέα Παιδεία” 184
Ελένη Γερούση Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο http://www.periou.gr 8/10/2022
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης Από τ’ άγραφα; https://www.istos.gr 3/9/2022
Άγης (Librofilo) Αθανασιάδης Το χιόνι των Αγράφων “Librofilo” 10/8/2022
Πόλυ Κρημνιώτη Ο λογοτέχνης δεν απονέμει δίκαιο, οφείλει να είναι ιστορικά τίμιος “Η Αυγή” 31/7/2022
Γιώργος Χαρχαλάκης Τέσσερις συν ένας λόγοι για να διαβάσει κάποιος «Το χιόνι των αγράφων» “Fractal” 20/7/2022
Κώστας Καραβίδας Από την ελπίδα στη συντριβή “Η Εποχή” 3/7/2022
Γιώργος Δελιόπουλος Η δικαιοσύνη της γραφής “The Books’ Journal” 131 Ιούνιος 2022
Γιάννης Παπαγιάννης Το άγνωστο πρόσωπο της Ιστορίας “Fractal” 7/6/2022
Ηλίας Καφάογλου Πατημασιές της Ιστορίας στο χιόνι “Εφημερίδα των Συντακτών” 28/5/2022
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Πάθη ανωνύμων της Αριστεράς “Το Βήμα”/ “Βιβλία” 15/5/2022
Γιώργος Πολυμενάκος «Η ιστορία συνέχιζε ν’ αφήνει πατημασιές και πτώματα στο χιόνι» “Fractal” 10/5/2022
Νίκος Κουρμουλής «Μέσα από τον Εμφύλιο κατανοούμε σημερινές στρεβλώσεις» “Τα Νέα”/ “Βιβλιοδρόμιο” 29/4/2022
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης Το χιόνι των Αγράφων www.bookpress.gr 22/4/2022
Σπύρος Κιοσσές Το χιόνι των Αγράφων https://www.culturebook.gr 18/4/2022
Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου Το χιόνι των Αγράφων http://www.staxtes.com 11/4/2022
Ελισάβετ Χλαπουτάκη Η μοίρα του ανθρώπου στη δίνη του πολέμου “Fractal” 6/4/2022
Λίνα Φυτιλή Άσπιλο χιόνι, κόκκινο “Εφημερίδα των Συντακτών” 26/3/2022
Χλόη Κουτσουμπέλη Το χιόνι των Αγράφων frear.gr 12/3/2022
Μαρία Σφυρόερα Το χιόνι των Αγράφων https://www.ert.gr 5/3/2022
Μαρίνα Δεληγιάννη Λευκός καμβάς “Fractal” 2/3/2022
Βασίλης Ν. Κουνέλης Λέξεις – κουβαλητές της Ιστορίας www.oanagnostis.gr 28/2/2022
Ελένη Σ. Αράπη Το χιόνι των Αγράφων http://www.poiein.gr 28/2/2022
Βέρα Παύλου Η Φύση και τα άγραφα http://www.periou.gr 26/2/2022
Γρηγόρης Τεχλεμετζής Με τραγικότητα frear.gr 25/2/2022
Νίκος Προσκεφαλάς Η προδοσία ως διαχρονική ιστορική συνθήκη http://www.periou.gr 19/2/2022
Γιάννης Αντωνιάδης Το χιόνι των Αγράφων https://www.bookfeed.gr 14/2/2022
Δημήτρης Χριστόπουλος Το χιόνι των Αγράφων www.bookpress.gr 15/2/2022
Δέσποινα Μπάτρη Το καθαρτήριο χιόνι “Fractal” 8/2/2022
Δημήτρης Χριστόπουλος Η πορεία των αόπλων. Μια αφήγηση επιστροφής και μνήμης Περιοδικό “Νέα Παιδεία” 180 Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2021
Ειρήνη Χατζοπούλου Το Χιόνι “Fractal” 26/1/2022
ΠΗΓΗ: biblionet.gr
.