Η Μαρία Γεωργίου-Φράγκου γεννήθηκε και. μεγάλωσε στη Λεμεσό. Έκανε πανεπιστημιακές σπουδές με ειδίκευση στην Κλινική Ψυχολογία και Οικογενειακή Θεραπεία στη Γαλλία όπου έζησε και εργάστηκε για πολλά χρόνια. Παρακολούθησε τα εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποιήματά της στον τόμο Συν(γ)ραφές. εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον», 2018. Έχει τρία παιδιά, ζει και εργάζεται στη Λεμεσό.
.
.
ΑΜΕΤΟΧΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ (2020)
LA RENCONTRE
Δυο coupes de champagne
με βοήθησαν
να σταθώ όρθια.
Βαθιά, πολύ βαθιά τον κοίταξα.
Τον εξέτασα, τον αγάπησα
από απόσταση
ενός τραπεζιού cafe.
Της πρόκλησης η διάσταση
μια σκακιέρα ανάμεσά μας.
Έτσι παίξαμε.
Κρατώντας αποστάσεις.
Ο καθένας έσπρωχνε τα πιόνια του.
Echec et mat!
φώναξε κάποιος.
Ήταν αργά.
Κανένας.
Μόνο η σερβιτόρα είπε:
Μα, εσείς δεν τρώτε τίποτε
και απομάκρυνε τις ελιές.
ΒΑΒΕΛ
Η αισχύνη του ποιητή
είναι μια κωμωδία
παράσταση για αγρίους
της φυλής των αλλότριων.
Όσο δεν καταλαβαίνουν
τόσο πανηγυρίζουν.
Χαίρονται που οι λέξεις
έχασαν το νόημά τους
και δε μιλούν πλέον
γι’ αυτούς.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Τη μοναξιά μου την πάω περίπατο
την ταΐζω, την ποτίζω
την καλοκρατώ
της βάζω και τραγούδια στο ραδιόφωνο
να ξεχνιέται σαν γριούλα.
Όμως το βράδυ…
Α, το βράδυ
γίνεται μωρό παιδί
και δεν παρηγοριέται.
ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Όλες οι μέρες πάνω στο τραπέζι μου
απαιτούν, εκλιπαρούν, σκοτώνονται.
Στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή
δίνω υποσχέσεις
εκεί, όταν δε θα υπάρχει φόβος.
Με δράση υπνωτικού
δρασκελίζω τις μέρες μου.
Μολύνθηκαν οι Κυριακές
νομίζουν ότι είναι Δευτέρες.
Δεύτερο κήρυγμα
στην έλλειψη ουσίας κάθε πρωί.
Η χαρτορίχτρα
έριξε τα χαρτιά στον αέρα
και έπεσαν
όπως τα χαρτονομίσματα
κορώνα πεθαίνει η χαρτορίχτρα
γράμματα πεθαίνω εγώ.
Ο κίνδυνος είναι το όχημά μου
για να διασκεδάζω τον καιρό.
Νύχτα, πιάτο βαθύ
και ο νόστος τρώγεται κρύος.
Εδώ είμαι που μεταφέρω αυτό το σώμα
με μικρές εναλλαγές από παιδί.
Σωπάστε.
Στον πέμπτο μόλις ξεκίνησε ένα αναφιλητό.
Είναι για τότε;
Είναι για τώρα;
Με τον Γρηγόρη πάντα πορευόμαστε μαζί.
Ας μείνουμε εδώ στη βροχή.
Ξεβάφονται οι ζωές μας
και τρέχουν στους υπονόμους
αύριο θα φτάσουν στη θάλασσα
και θα ’ναι σαν καινούργιες.
Καλύτερα να πεθάνεις πολεμώντας
και όχι απ’ αρρώστια
είπε ο άνθρωπος του περιπτέρου-
μετρούσε τα ρέστα κι αναστέναζε
ήταν τόσο νέος
ξεπουλούσε τα χρόνια του
σε καλή τιμή.
Όσο ανεβαίνουμε σκοτεινιάζει.
Ας μην ξεχνάμε όμως να χαμογελάμε
σ’ αυτούς που έρχονται πίσω μας
σε άβατους καιρούς.
Στην αίθουσα του θρόνου
εξ αρχής περιπλανήθηκα
μετρώντας τους φρικτούς καθρέφτες
γι’ αυτό
προς το παρόν τα πόμολα
λέω να μείνουν αγυάλιστα
χωρίς λαμπύρισμα οι πόρτες
στην έξοδο στο φως.
Γιατί δεν ξέρεις πια
πού είναι το καλό
και πού το κακό
και προχωράς μπουσουλώντας.
Μιλώ και ματώνω
όταν ακούω τη φωνή μου
ν’ αντιλαλεί
από τον Άτλα ώς τον Ευφράτη
με τη βουή των όπλων.
Ο ΑΧΡΟΝΟΣ ΑΣΠΟΝΔΟΣ ΙΟΥΛΗΣ
Μπαίνει ο Ιούλιος
και σε χρειάζομαι
φωτοβολίδα
στον ουρανό της λήθης.
Ο Αύγουστος είναι ναρκοπέδιο ονείρων.
Γιατί δε γράφεις;
φώναζε ο καθρέφτης
γελούσαμε
ήσουν παιδί.
Το υστερόγραφο ταξίδευε
αφρός στο κύμα του Αιγαίου.
Πόσο μακριά θέλεις να φύγεις από μένα;
Χορτάριασε η ψυχή μου
στην αναμονή.
0 στίχος ο πιο μάταιος
είναι εκείνος που πλαγιάζει
με την επανάληψη
όμως δε θα προσφύγω στην ακηδία
θα γίνω συνοδοιπόρος ενύπνιων διαδρομών
και σε ενέδρα φθοράς
θα παραμείνω.
Είμαι εκείνο που τρέχει
χάριν του ανέμου
στο πριν, στο τότε
και στο μέλλον σου.
Το θέμα είναι ν’ αγαπάς
όχι να έχεις ήδη αγαπήσει.
ΕΛΕΝΗ
Η διπλή ζωή της Ελένης
ποτέ δε μου άρεσε.
Να μην ξέρει πού κατοικεί
να μην ξέρει πού ανήκει
ποιον ίσκιο βάζει στο κρεβάτι της.
Προέβλεψε όμως τον τρόπο
να μας ρίχνει στάχτη στα μάτια
στάχτη της Τροίας
στάχτη από το νησί του Τεύκρου·
το ολοκαύτωμα φώτισε το φόρεμά της.
Η Ελένη
η αφημένη στους καιρούς της θύελλας
στους ποταμούς της πανωλεθρίας
και στους χρησμούς των αλλότριων.
Δεν επιβιώσαμε, Ελένη.
Εσύ έτρεχες γρήγορα
με τον άνεμο στα πόδια σου.
Γιατί σε είπαν ωραία και όχι
άπι(α)στη;
Ελ-αιώνες κι αμπέλια
μακριά από την πατρίδα
ελεημοσύνη δε γύρεψες
– σου άξιζε βέβαια.
Αχ, Ελένη
γέννησες αγόγγυστα παιδιά
κι από πικρό πατέρα
αφέθηκαν στην άκρη της υπομονής
ν’ απαρνηθούν το χώμα που πατούσαν
χάριν της πέτρας.
Και ρωτώ:
Ποιος δεν τρελάθηκε στην εξορία
μασώντας τους Λωτούς των ψευδαισθήσεων;
Δεν ωραιοποιείται η αρπαγή
με όσα αραχνοΰφαντα πουκάμισα
και αν την ντύσεις.
Ελένη
δοκίμασα να σ’ αγαπήσω
ελέω Θεού.
ΕΝΑΣ ΔΕΚΑΕΞΑΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΣΕ
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΙΑ
Αυτός
ο δεκαεξάχρονος διασταύρωνε
στην οδό Νηφάλιες θλίψεις
και τον σάρωσε ένας τυφλοπόντικας.
0 δεκαεξάχρονος περπατούσε στο δάσος
και τον έφαγε μια πολική αρκούδα.
0 δεκαεξάχρονος ίπτατο του εδάφους
και τον κατέβασαν με βίντσι
για να τον απομονώσουν.
0 δεκαεξάχρονος γελούσε δυνατά
και είπαν ότι φταρνιζόταν από τα καυσαέρια.
0 δεκαεξάχρονος είπε ότι είναι ελεύθερος
και νομίζαμε ότι μας το έλεγε για πλάκα.
Τους δεκαεξάχρονους ανώνυμους και απάτριδες
εμείς τους στέλνουμε στη χώρα τους.
ΑΤΙΤΛΟ
Θ’ αλλάξει, άραγε, κάποτε η ζωή μας;
Θα μας κρατούν ακόμα
τα παλιά παραμύθια
τα ωραία ποιήματα του Σεφέρη
όπου κάθε φράση γράφτηκε για σένα
για να θυμάσαι ότι ζεις;
Θ’ αλλάξει, άραγε, κάποτε η ζωή μας;
Θα πάρει κάποιο νόημα, κάποιο στίχο
ν’ ακουμπήσει
θα τρέξει όπως έτρεχε παιδί
τόσο ελαφριά;
Και η μάνα μας θα πει:
Ελάτε πια μέσα
νύχτωσε, έχει και αύριο ημέρα.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Κάποια όνειρα δεν ήταν για ’μας
δεν ήταν καν όνειρα.
Με το κεφάλι κάτω περπατούσαμε
άκρη άκρη μη μας χαθεί ο δρόμος
ώς το τέλος.
Στα λαγούμια λέγαμε ιστορίες
μέχρι να ’ρθει το φως.
Απρόβλεπτη ήταν η πορεία μας.
Ήμασταν από τους ταπεινούς.
Ο απολογισμός μας;
Ασπρόμαυρες μέρες
ασπρόμαυρα τοπία.
Απλή αφήγηση ο κόσμος
και η ζωή μάς προσπέρασε.
Το γιατί σου το σκόρπισα στον άνεμο
το γιατί μου το έθαψα βαθιά.
Είπα:
Για σένα σκότωσα τη νοσταλγία
μην τη βρεις και σκοντάψεις.
Είπες:
Ο πόνος του άλλου είναι ψίθυρος.
Ένα ένα μέτρησα τα χρόνια
σαν να ’ταν χάντρες
σμιλεμένες στην πέτρα.
Αυτό θα είναι το επίγραμμά μου.
ΤΟ Φ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
Δεν έχω φόβο
φώναξε ο φονιάς
μες στη φυλακή του νου μου
φωλιάζει μια κρυφή παραλία.
Εκεί αρέσκομαι προφανώς να σουλατσάρω
χωρίς να φαίνομαι με το φανάρι
σκηνοθετώντας τη φυγή μου.
Σαν φελλός θα αιωρούμαι
στον παφλασμό των κυμάτων
στην αγκαλιά του φθινοπώρου
και στην αστροφεγγιά.
Στη φθορά θα συνυπάρχω.
Φθείρονται φράουλες
φωνές και υποσχέσεις
αδιάφορα, ασφαλώς.
Σε φακελάκι τα υπάρχοντά μου
και το φαρμάκι μες στο φλιτζάνι
θα είναι ό,τι οφείλω.
Μεταμφιεσμένος αναχωρώ
και χάριν φιλοτιμίας ή και σωτηρίας
υπογράφω:
Ωφέλιμον εστί φιλοσοφείν.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ-ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
Περιοδικό Διόραμα Δεκέμβριος 2020
Όσο ανεβαίνουμε σκοτεινιάζει
Ας μην ξεχνάμε όμως να χαμογελάμε
σ’ αυτούς που έρχονται πίσω μας
σε άβατους καιρούς
(Ποίημα «Σημάδια των καιρών»)
Μικρές αντιστάσεις
δεν ψήνουν ψωμί
(Ποίημα «Είδα»)
Και η μάνα μας θα πει:
Ελάτε πια μέσα
νύχτωσε, έχει και αύριο ημέρα
(Ποίημα «Ατιτλο»)
Την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, το αίσθημα της φθοράς. την επιθυμία για μια άλλη ζωή που κινητοποιεί η νοσταλγία της ζωής των παιδικών χρόνων, εξετάζει αναλυτικά και ο Νόσος Βαγενάς στη μελέτη του για το έργο του Γιώργου Σεφέρη, στο βιβλίο του «Ο ποιητής κι ο χορευτής. Κέδρος. 1979-1, καταλήγοντας στο συμπέρασμα : «Η επιστροφή στο σπίτι δεν είναι επιστροφή σε έναν τόπο αλλά σε μια ψυχική κατάσταση (…) Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ αυτή τη στιγμή, την επιστροφή της αγάπης.
Η Μαρία Φράγκου διαλέγεται με τους αναγνώστες της, με τον άλλο άνθρωπο, με το παιδί που ήταν κάποτε, με το παρελθόν και ό,τι έμεινε απ’ το πέρασμά του, με τον γάτο της «πολίτη χωρίς σύνορα/αδιάφορο για τους βομβαρδισμούς με όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Διαθέτει μια υψηλή και εκλεπτυσμένη αίσθηση για όσα τεκταίνονται, μια σπάνια ματιά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτοαναλύεται και οι λέξεις δεν ξεγυμνώνονται, αλλά εμπλουτίζονται. Είναι ολοφάνερη η ευεργεσία, η επίδραση και η καθοδήγηση των μαθημάτων Δημιουργικής Γραφής, που έλαβε από την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, ικανή επιμελήτρια και της συλλογής που έχουμε στα χέρια μας. από τις εκδόσεις «Ρώμη» της Θεσσαλονίκης, για την οποία δεν μπορούμε παρά να τη συγχαρούμε με όλη μας την καρδιά κι αυτήν και τον εκδότη. Ποιήματα της Μαρίας Φράγκου θα συναντήσουμε και στον συλλογικό τόμο «Συν(γ)ραφείς» των εκδόσεων «Τεχνοδρόμιον». 2018.
Πολλές φορές δεν είναι εύκολη η πρόσβαση πίσω και ανάμεσα απ’ τις λέξεις της ποίησής της. Δεν μας δυσκολεύει καθόλου – επαναλαμβάνω – η ποιήτρια. δεν μας αποκαλύπτει «τη ζωή που την προσπέρασε». παρά μότο με λέξεις κλειδιά, όπως προαναφέραμε. Γιατί πολλές λέξεις είναι «αιχμάλωτες» για την ποιήτρια. Και η μνήμη στη χούφτα της «μαργαριτάρι», που κόβει την πληγή. Αστείρευτος ο στοχασμός, βαθύς-βαθύτατος, πλούσια, μεστή, ώριμη γραφή, για πρώτη συλλογή, που δεν είναι βεβαίως πρωτόλεια.
Χάριν φιλοτιμίας ή και σωτηρίας
υπογράφω, λέει η ποιήτρια
«Ωφέλιμον εστί φιλοσοφείν»
(Ποίημα «Το Φ της αμφισβήτησης)
Κι αλήθεια, την εκπροσωπεί απολύτως το φιλοσοφείν.
Ξεχωρίζει το ποίημα με τίτλο «Covid 19. στο κατώφλι των την λέξεων», όχι γιατί θίγει την επικαιρότητα, τον «χρόνο των παθών», αλλά για το ανερμάτιστο παιγνίδι των λέξεων, των ομόηχων, των αναπάντεχων αντιθετικών, των ποικίλων επαναλήψεων, την εντυπωσιακή περιγραφή των συνθηκών και την ευφυή αναφορά στη λίμνη Σιλωάμ.
Το εξώφυλλο της συλλογής, έργο του Κύπριου ζωγράφου Πέτρου Παπασάββα, που ανήκει στην ποιήτρια συνάδει με το περιεχόμενο των ποιημάτων, αφού παρουσιάζει μαυρόασπρες σκιές ανθρώπων, που δεν συναντιόνται, όντας αμέτοχοι ο ένας στη ζωή τον άλλου, και όντας αμέτοχοι στο φως.
Η Μαρία Γεωργίου Φράγκου στέκει με ευθύνη σοβαρότητα και φρόνηση απέναντι στη γραφή, τη ποίηση και τον άνθρωπο. Έχει επίγνωση του ρόλου που ανέλαβε να ενδυθεί και υπόσχεται μια ευοίωνη συνέχεια.
Θα κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση μου για τα 35 ποιήματα της Μαρίας Γεωργίου Φράγκου με το πιο βασικό θέμα της ύπαρξης και κύριο πυρήνα της ποίησής της που δίνει τον όρο πορείας της ζωής και που συναντούμε στους στίχους:
Το θέμα είναι ν’ αγαπάς
όχι να έχεις ήδη αγαπήσει.
Ομιλία στον Πολυχώρο Tεχνών gARTen art space στη Λεμεσό στη παρουσίαση του βιβλίου.
.