H Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου, γεννήθηκε στην Ξάνθη, όπου και διαμένει μόνιμα. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1974 με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Έγραψε ποίηση, θέατρο, δοκίμιο. Κυρίως όμως ποίηση. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές, καθώς και τη θεατρική απόδοση του ομώνυμου διηγήματος του Γ. Μ. Βιζυηνού “Μοσκώβ-Σελήμ”, Ηλιοτρόπιο 1996 (α’βραβείο Α. Ιπεκτσί, 1999). Ανθολόγησε και επιμελήθηκε την “Ανθολογία ανέκδοτης ποίησης, Σύγχρονοι Θράκες ποιητές”, Σπανίδης 2007. Η συλλογή Του καιρού και της ήττας ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο Αθάνα το 2000.
Ποιήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες και σε έντυπα ή ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Τελευταίο βιβλίο της η συλλογή διηγημάτων “Γκέρα”, 2020.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Δωριείς και ξυλοκόποι (Γαβριηλίδης, 2014
Σκιά είναι (Αρμός 2009)
Πόλη μου, σαν το ρόδο (Σπανίδης, 2001)
Του καιρού και της ήττας Ποιήματα 1989-99 Σπανίδης 1999)
Εγώ και ο Φαίδρος (Ξάνθη 1990)
Εγένετο (Ξάνθη 1987)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γκέρα (Σαιξπηρικόν, 2020)
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα και Ανθολογίες
“Ανθολογία των 100”, Δαυλός, Αθήνα 1985,
“45” ποιητές, Ομπρέλα, Αθήνα 1990, “Ανθολογία Νεοελληνικής ποίησης” τ.β’, Πολιτιστική συνεργασία, Αθήνα 2004,
“Ανθολογία Σύγχρονοι Θράκες ποιητές”, Σπανίδης, Ξάνθη 2007,
“Μη βία”, Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2009,
“Τα ποιήματα του 2009”,
Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010,
“Τα ποιήματα του 2014”,
Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2016,
“Σταγόνα επανεκκίνησης”, Frog, Θεσσαλονίκη 2015,
“Το Θέατρο στην ποίηση”, Momentum, Αθήνα 2017,
“Για τον Αντώνη Φωστιέρη, κριτικά κείμενα”, Αιγαίον, Λευκωσία 2017.
.
.
ΔΩΡΙΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ (2014)
Ι
Σε σένα, λοιπόν, μνήμη
βαθύτερη.
ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΠΑΜΠΑΛΑΙΟ
Τέλος σημαίνει
πως κάποτε υπήρξε ένας κόσμος.
Τέλος πως δεν υπάρχει κόσμος.
Τέλος είναι η βία.
Είναι οι άνθρωποι που αρπάζουν απ’ τις πλάτες
άλλους ανθρώπους.
Λύνουν τα χέρια τους
για να τραντάξουν τη γη.
Το είδαμε όταν
τα μάτια τους κύλησαν στο χώμα
μαζί με τα λεμόνια που κρατούσαν
κι έγιναν πέτρες ξαφνικά.
Και είδαμε πως, από τότε, μικροί πλανήτες
γύρω τους γυρίζουν
κι εκείνοι μένουν στο κενό.
Τα πόδια τους κρυμμένα είναι στην αφάνεια.
Το σώμα τους κανείς δεν το βλέπει.
Ακίνητο είναι.
Μόνο που και που μια λεπτή κλωστή
στο σκοτάδι φωσφορίζει,
όταν ο άνεμος κινεί τα δάχτυλά τους
για να θυμίζει πως κάποτε
υπήρξε αυτός ο κόσμος.
ΠΑΡΑΘΛΑΣΗ
Ι
Επειδή τα όνειρα
ραγισμένες πραγματικότητες είναι,
τρόμοι κατοικίδιοι
και καπνισμένα φαντάσματα,
μην τα ξορκίζεις, άσ’ τα να ‘ρθουν
στους καθρέφτες σου με σήματα μορς
και νυχτικά αιθέρια – επιμένω –
Αυτό το σκοτάδι
μια φιλαρέσκεια ψάχνει.
Σ’ έναν καθρέφτη – μια παράθλαση –
Και επειδή κάθε θάνατος
αναιρεί τη αιτία του,
ψάχνει ένα παραμύθι,
άσε την ξεδοντιασμένη μάγισσα να πετά,
τον μικρό Πίτερ Παν να ταξιδεύει
σε σκορπισμένους καιρούς.
Οι θερισμοί επιμένουν, τα σπίτια ερημώνουν,
ο Ντίλαν Τόμας έγραψε από καιρό
«το χέρι που υπέγραψε»,
αλλά εσύ μη συνθηκολογείς ποτέ
μ’ αυτά τα πετρώματα.
Είναι ο χρόνος Μύθος μεγάλος κι ανατρέπει.
Ποιος ξέρει από στοιχειωμένα κάστρα
κι από υπνωτισμένα γίγαντα
τι παραμόρφωση θα βγει;
Κι η πλάνη
ένα λουλούδι μες στο παραμύθι είναι
που το φυλάξαμε
για να ‘μαστε μαζί
ΙΙ
Αυτό είναι το όνειρο:
μια παράθλαση φόβου.
ΙΙΙ
Κι ο φόβος σου σκορπισμένος
σε παραθλάσεις.
IV
Αλλά τι θέλει ο φόβος που κατοικεί
σαν σκύλος στο σπίτι σου;
ΗΧΟΣ ΠΑΡΑΤΟΝΟΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ
Μέρα ξημέρωσε και σέρνεται
με ξύλινα πόδια.
Ήχος κουτσός και απαθής.
Αναίτια πάλη.
Φοράει
το διάφανο φόρεμα
στο σώμα της που σπάζει.
Ξερό κλαδί.
Σύμπαν απότιστο.
Σκυλί που διψάει θυμό
και πίνει απόβλητα.
ΔΩΡΙΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ
Το δάσος που περνάμε είναι σιωπηλό.
Αλλόκοτη είναι αυτή η διαδρομή.
Κανείς δε μιλάει.
Τα χέρια μας, αν και ελεύθερα,
κρεμασμένα είναι
σε κορμούς γυμνούς.
Περνάμε ανάμεσα από Αχαιούς νεκρούς
που έχασαν τη γλώσσα δίχως μάχη.
Βουλιάζει δίπλα τους ένα ποτάμι
από λασπόνερα και σαπισμένα προσωπεία.
Αυτό περίμεναν.
Τον σκοτεινό Αχέροντα οι Δωριείς.
Αυτό το κέρμα υποταγής για να νικήσουν.
Και κανένας Μέννιπος πια ν’ αντισταθεί.
Τι Τυρταίος, τι Αρχίλοχος,
δεν είμαστε για Ελεγείες και Θούρια.
Μετά από κάθε παρακμή,
έρχονται οι ξυλοκόποι.
Άξεστα αρπάζουν, άξεστα μιλούν.
Τα δέντρα γίνονται κάρβουνο
και παύει το μυστήριο για κάθε ψυχή.
Δεν ξέρω αν χρειάζεται τώρα μια Αντιγόνη
που να συγχωρεί έναν προδότη αδελφό
ή μια Μαρία Νεφέλη να επαναστατεί.
Δεν ξέρω καν αν μες σε τούτο το κενό
μπορείς με λέξεις να ελπίζεις.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ ΣΤΟ ΧΩΜΑ
Μέσα στο γυμνό δάσος,
ένας κορυδαλλός
από άλλο γυμνό δάσος
ψάχνει μέσα στα σάπια φύλλα
ένα σκουλήκι.
Έχασε το λοφίο του,
το αιχμηρό κελάιδισμα,
το πνεύμα το πετούμενο,
τα κύμβαλα, τα τύμπανα
τα Ιακχέ, τα Βακχεέ,
το εκστατικό τραγούδι του
και σκάβει τώρα με το ράμφος του
το χώμα.
Ούτε σπυρί σιτάρι ούτε έντομο.
Έστω μια πεταλούδα μικροσκοπική, παιδιά.
Αν ήξερε πως θα μετανάστευε
για ένα γυμνό σκουλήκι,
πως θ’ άλλαζε συνήθειες και τροφές,
πως θ’ αδρανούσαν τα φτερά του
σε κόσμο άδεντρο,
θα προτιμούσε να μην είχε γεννηθεί
κορυδαλλός.
ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
Ανάπηροι στην κεντρική πλατεία
πάνω σε καροτσάκια ηλεκτρικά.
Ένα φλιτζάνι κούφια ελευθερία
αχνίζει στον αέρα ειρωνικά.
Περνούν οι μέρες σαν τις νύχτες.
Κλειστά βαγόνια αφήνουν μιαν οσμή.
Πάνω στα τραπεζάκια δόντια από Χειμώνες
μασούν σαν τα μαχαίρια την ορμή.
Έφηβοι γέροι αφηγούνται ιστορίες
πως κάθε τόσο βουλιάζουν οι καιροί
και πάντα στις δικές τους αρτηρίες
ψάχνουν για πρόλογο να κάνουν μιαν αρχή.
Άδικος μύθος τη ζωή τους τη ρημάζει.
Σαθρά τα λόγια που ακούν από παιδιά.
Δεν είν’ εδώ η χώρα που καλπάζει
ούτε τα όνειρα που πάνε μακριά.
ΠΟΙΗΜΑ-ΤΡΥΠΑ
Κράτησα την ποίηση
για να μη μακρηγορώ.
Ίσως για να ’μαι απαρέμφατο του
λακωνίζειν.
Αφού τι να πεις
απ’ ένα ουρλιαχτό
που δεν κοιμάται;
Αφού παράλογος κόσμος αγκαλιάζει,
κάτω απ’ τα σεντόνια του ολόγυμνη τρέλα,
καπνίζει παραίσθηση και χάνεται;
Τίποτα
από τις λέξεις που έψαξα.
Ούτε μία μπόρεσε να πει
αυτό που ήθελα.
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
τίποτα δε μ’ αρέσει, αφού
και το πιο ελάχιστο φωνήεν
κόβεται σε χίλια κομμάτια.
Διασπάται κενό.
Δεν ανατρέπει
βαμπίρ.
Το στόμα του χάους
ποτέ δε γίνεται
να συναρμολογηθεί.
Κάτι
μονάχα κάτι
ανώνυμο σαν χορδή
πάλλεται.
Θυμίζει μιαν αλήθεια
που ξέχασε χα λόγια της
και ψάχνει
το ατελές παράλληλο ελάχιστο
σε ένα ποίημα
τρύπα.
ΙΙ
Οι σκιές αλλάζουν θέση
Ανάλογα με τις αλήθειες
ΧΩΡΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑ
Χωρίς εσένα, δε θα άντεχα να γράφω,
είπε η πλάνη.
Μ’ αρέσει που κάθεσαι απέναντι μου
πίνεις παραισθησιογόνο χάπι
και μου αλλάζεις μορφές.
Άλλοτε ήμουν αλήθεια, ξέρεις,
αλλά δεν έγραφα.
Τώρα που με πιστεύεις
και δεν μπερδεύεσαι
πως εκείνη, είμαι εγώ,
μπορώ να σου λέω
πολυώνυμες λέξεις
και να μεθάς.
Να γράφω
για να μ’ αγαπάς
χωρίς αλήθεια.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΔΟ
Σήμερα μάζεψε τις μνήμες
σε μια σακούλα πλαστική.
Ρούχα που φόρεσαν χαρούμενες στιγμές
κι έφεγγαν πότε πότε στο συρτάρι.
Αλλά τα μάζεψε,
τι ωφελεί;
Μήπως θα ξαναφορεθούν
χωρίς να τον πονέσουν;
Έτσι, μπροστά στον κάδο απορριμμάτων
είναι δεμένα σε μια σακούλα μαύρη
πλαστική.
Τίποτα δεν εκπέμπουν δίχως φως
τα χρώματα εκεί.
Άχρηστα, στάσιμα, αφού
ποτέ δεν θα εξελιχθούν
(και πώς να εξελιχθούν στιγμές που πέρασαν;)
δέχονται μόνο επιδιορθώσεις τα παλιά.
Αλλά και πάλι,
φαντάσματα του βίου στο μυαλό.
Τεχνάσματα του χρόνου για να υπάρχουν.
Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΙΑ
Το «πάντα» είναι μουσική.
Ήχος που τον κλειδώνεις σε βαθύ συρτάρι
και χτυπάει με ρυθμό και πείσμα
ώσπου να ακουστεί.
Κάτι παλιό που τρίβει με τις νότες του
τ’ αγάλματα
κι αρχίζουν να χορεύουνε στη σκόνη.
Ν’ αγγίζουν πάλι αυτό που κάποτε υπήρχε
και τα μάτια τους να γίνονται μνήμες.
Στρογγυλά μήλα και σπόροι
που ζουν ανυποψίαστοι
μες στο αμείλικτο παντού.
Σαν μυρωδιά από λεμόνι
και λεβάντα.
ΤΟ ΧΑΔΙ
Απελπισμένοι στίχοι -μύθοι-
εκτοπισμένοι
σε γραμμές -ράγες-
ψάχνοντας το τραγούδι βρήκαν άβυσσο.
Τα τρένα φέρνουν τον μέσα κόσμο,
σπλάχνα της Περσεφόνης,
επάνω τους.
Τόσα βαγόνια χέρια
και κανένα
—κρέμονται χειμώνες στα παράθυρα—
κανένα
χρόνια
δε χάιδεψε μια λέξη.
Ένα φωνήεν τέλος πάντων
ν’ αποτραπεί το τίποτα.
Να υπογραφεί συνθήκη με την απουσία.
Τόσα βαγόνια χέρια
και κανένα σ’ αγαπώ
κανένα,
χρόνια.
Απελπισμένοι στίχοι ορθώνουν
το λαιμό.
Τρίβονται σαν γάτες
στα πόδια σου.
ΙΙΙ
Κάθε φορά που στερεύει το ποτάμι,
η μνήμη προβάλλει τους όγκους της
σαν φωτισμένη πέτρα.
ΧΡΟΝΟΣ ΜΕ ΡΟΠΤΡΟ
Το σήμερα.
Το σχεδόν σήμερα.
Το αύριο.
Το βαθύ αύριο,
το βαθύτερο χθες.
Το χθες,
ένας χτύπος υπόκωφος στην πόρτα.
Η πόρτα.
Η πόρτα με το ρόπτρο
χαλασμένο.
ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ
Όσο κι αν είναι γλαφυρά τα μάρμαρα μες στο μουσείο
κι αν οι μορφές παρέμειναν μ’ εκφράσεις γνήσιες
—έστω θεατρικά ωραίες—
από κινήσεις μυστικές και παραστάσεις άρτιες,
μέσα τους λιώνει ο χρόνος τη φωνή τους
κι αρπάζει την ηχώ τους ο θάνατος.
Λήθη
από σαρκοφάγο μνήμη αγγίζω εδώ.
Αγάλματα,
άλλοθι των υπάρξεων.
Πάνω στους κρύους όγκους των μαρμάρων
πολύπλοκο, ακίνητο τίποτα.
Μαυρισμένα προσωπεία και αισθήσεις.
Μάσκες που πέτρωσαν κι έμειναν στη σκηνή,
αφού το παγωμένο χθες
καπνίζει πάντα
σκοτεινό χρόνο.
Ιεράπολις (Μουσείο Νεκρόπολης) Ιούνιος 2011
ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΥΝ
Όταν οι άγγελοι δραπετεύουν απ΄ τον Παράδεισο
μοιράζουν τσίπουρο, μαριχουάνα και χασίς.
Κρασί από λευκό σταφύλι,
πέντε μεγάλα βαρέλια λησμονιάς,
επτά ασκιά απόσταγμα καρδιάς,
τρεις μεθυσμένους ουρανούς
και ένα σύννεφο.
Εκεί να χορέψεις.
Όταν η Βιθυνία σου χαμογελά.
Πράσινη φουντουκιά του Πόντου.
Υψώνοντας τα χέρια σαν κλαδιά,
αγγίζοντας φεγγάρια,
φανάρια που γεμίζουν μνήμες
κι ανάβουν στο σκοτάδι ένα φιτίλι.
Εκεί να χορέψεις ζαλισμένος.
Αρχαίος στη γεύση ουρανίσκος
κι εκείνοι θα χτυπήσουν ρυθμικά τις παλάμες τους,
θα ρίξουν τα λευκά φορέματα τους στη γη
και δε θα ξαναφύγουν πια,
γιατί βρήκαν άλλον Παράδεισο.
Νικομήδεια, Σεπτέμβριος, 2012
ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ
Μέσα στο σπίτι η εγκατάλειψη γέρνει.
Ρίχνει τα χέρια της, δυο πέτρες,
κρότους του Πριν, στο πάτωμα.
-Τι ωραία που ακούγεται η θλίψη—
Στον σκοτεινό καθρέφτη της παρατηρεί
μεταμορφώσεις.
Διαβρώσεις στο σώμα και στον καναπέ.
—Ήσυχα που σε ρίχνει ο χρόνος—
Το τώρα σάπιο δόντι που τρίβεται
στο άδειο στόμα.
Κι υστέρα η σκόνη να χαϊδεύει
πρόσωπα της ομίχλης
κουρασμένα
φθαρμένα υπερωκεάνια
στην πολυθρόνα.
Στο σκισμένο ύφασμα που ονειρεύεται
γυρισμούς
αλλά βουλιάζει
στα υγρά πατώματα αργά
και τα γυμνά παράθυρα φέρνουν απ’ έξω
κάτι που αλλάζει.
(Δυο τρία αθέατα φτερά από Παναγιά στους τοίχους της
έχει αυτή η Ιστορία.)
Μικρή, παλιά πατρίδα
κι ένα καρφί σαν κάστανο
που χάνεται νύχτα και κυλά
στην ξένη μαύρη θάλασσα του Πόντου.
Πόντος, Σεπτέμβριος 2012
.
ΣΚΙΑ ΕΙΝΑΙ (2009)
«Άνδρας χρυσάφι “έπιασε”, παράτησε το δίχτυ»
Πλάτων Ε2.10.1
Ρίξε στα Μαυσωλεία τους
Λίγα χαρτονομίσματα
Κι όλοι θ’ αναστηθούν
ΠΡΟΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΝ
Ευρυδίκη,
καιρός ν’ ανέβεις.
Καιρός να πάρεις θέση μόνη σου τώρα στη γη
όπως τότε που βάδιζες ανυποψίαστη
στην περιοχή του Παραδείσου.
Έλα ξυπόλυτη,
χωρίς να σκέφτεσαι τ’ αγκάθια
της συμφέρουσας λέξης.
Γέμισε αλυχτίσματα ο κόσμος και
θέλει το χάδι σου το χώμα.
Τη λέξη τη μοναχική.
Εσένα που τη λάσπη όργωνες
ένα χειμώνα.
Πες κάτι κι εσύ στις Εξουσίες,
πως το φως δεν ιδρύεται
με το χέρι στην τσέπη.
(Έχει πάρει τα επάνω της η αθλιότης
και διακονεί
παραπλανήσεις βαρύθυμες.)
«Άλλες μνήμες ευγενέστερων καιρών»*
έχουν συγχωνευθεί στην ταύτιση ετούτη, Ευρυδίκη.
Φώναξε: ουαφιλί, ουαιλιλί, στον Γαβριήλ,
γιατί πάει καιρός
που ο Ορφέας σου έγινε στάχτη.
Όσο κι αν καρτερείς,
αυτός δεν κατεβαίνει πια στον Άδη
χωρίς λεφτά…
* Ώστε λες δίκαιο θα ‘χε ο Υπερίων που μιλούσε «γι’ άλλες μνήμες
ευγενέστερων καιρών», Οδ. Ελύτη, «Θεοκτίστη».
ΣΚΙΑ ΕΙΝΑΙ
«Κάθε ύπνος έχει τη δύναμη να σε απολύει
επάνω στη χλιδή»
Γιάννης Βαρβέρης, «Πεταμένα λεφτά»
Σκιά, είναι.
Σκιά χαρτιού που τρίζει
σ’ άνεμο σκοτεινό.
Έρχεται με κινήσεις χορού,
κινεί τα πέπλα της Σαλώμης,
στήνει τα μάτια της σαγήνης
στα δικά σου,
στρόγγυλα γρόσια, βλοσυρά.
Σκιά που «ενθάδε κείται», στο κορμί σου,
όταν ο κυνηγός του πρωινού
κοιμάται
σφυρίζοντας μπαλάντες,
πάνω σε γλιστερό
κιτρινωπό χρυσάφι…
ΜΕΤΕΩΡΟ
Όπως ανεβαίνεις σκάλα παλιά
κι η παρακμή τρίζει,
σανίδι ετοιμόρροπο,
τα φώτα σβήνουν ξαφνικά.
Βάζεις τα χέρια στο πλάι,
πάνω στις ουσίες των πραγμάτων,
στα κάγκελα που ‘χουν σκουριάσει.
Σε λίγο η σκάλα υποχωρεί
κι εσύ, μένεις κρεμασμένος
με το σκοτάδι να σε σημαδεύει
και τα κάγκελα να κορνιζάρουν
το κενό και το σώμα σου.
Μια πέτρα σκληρή είναι η μνήμη,
μετέωρη, και πέφτει
κοιτώντας τα χέρια σου.
ΤΟ ΠΙΟ ΟΥΣΙΩΔΕΣ
Το πιο ουσιώδες νόημα
το κατανόησε το χρήμα.
Δεν λέει ψέματα ποτέ στην απληστία,
την πιο κρυφή, του ανθρώπου,
ατραπό.
ΠΑΝΤΑ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΥΝ
Δυο φίλοι,
απ’ το μπαλκόνι έπεσαν
κι αυτοκτονούμε, είπαν, με κραυγές,
αφού τα φωνήεντα μας
τατουάζ σε δέρμα Φαρισαίων γίνονται.
Μες σε γραμμές και διακοσμητικά
αυτοκτονούμε,
γιατί οι εφιάλτες μας
απέκτησαν αισθητική
και ξεγελούν με ψέματα
ωραία…
Πάντα δυο λέξεις
δραπετεύουν απ’ το ποίημα.
Κρατούν αποστάσεις
μήπως και πούνε ψέματα
για όλα τα ανακοινωθέντα μυστικά.
Υπερασπίζονται την αλήθεια… ίσως.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΥΜΠΑΝΟ
Στην οδό των «Μαύρων καταχτήσεων»,
στο δρόμο, που δεν έχει αλφάβητο
ούτε στήθος γυμνό,
ένα κλαδί ελιάς, πεταμένο.
Έβρεξε πέτρες,
το χτύπησαν.
Έβρεξε μπότες,
το πάτησαν.
Έβρεξε κεραυνούς,
το έκαψαν.
Έμεινε το κουκούτσι.
Πέρασε ο Οδοιπόρος,
το κοίταξε.
Πέρασε ο Πλαστουργός,
το έφτυσε.
Πέρασε η Ανθρωπότητα
κι ένα μικρό χτύπησε τύμπανο,
γιατί δεν υπήρχε τίποτα
πια να ειπωθεί
για ποτιστήρι από τσίγκο
και δροσιά…
«Και του σοφού η τέχνη δεμένη είναι στο κέρδος»
Πίνδαρος Πυθ.β.ΙΙΙ54
ΕΔΕΣΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΑ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ
Έδεσε κόκκινη κορδέλα στο λαιμό.
Να ‘ναι σιδερωμένη, είπε.
Αυτή φαίνεται.
Κρέμασε φιόγκους,
κρέμασε κουδουνικά.
Διατυμπάνισε την ιδέα, είπε.
Να ‘ναι κόκκινη.
Κορδέλα σατέν.
Για κάθε λέξη να σφίγγει σαν λαιμοδέτης
σε περιπτύξεις.
Να διαστέλλονται τα μάτια
όταν τραβάς.
Γοερή να ‘ναι η ανάσα
όταν τα χείλη τους θα κλείνεις…
Αυτό φαίνεται, είπε.
ΕΛΕΥΘ…
Ακούω, ακούω,
είπε το μικρό πουλί.
Ελεύθ… ελεύθ…
αλλά γιατί δεν λέτε
αυτήν τη λέξη ολόκληρη;
Πώς θα ‘ρθουν τα άλλα τα πουλιά
να τραγουδήσουν;
Όταν εσείς δεν λέτε τίποτα
γι’ αυτήν τη μακρινή φωνή,
δεν θα μας ευνουχίσουν;
Πώς θα τραβήξουν με το ράμφος
τα σκοινιά
από το ε, από το ρο, από το ι
κι από το άλφα,
αυτό το αμίλητο ναυάγιο;
ΑΥΤΑ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Αυτά τα ταξίδια,
μετράνε στιγμές του Μαγγελάνου.
Ορίζοντες αδιαφανείς
που ρίχνεις μια πέτρα
κι ακούγεται το πιο πέρα
με πάταγο νύχτας.
ΤΩΡΑ ΣΚΟΥΡΙΑΖΕΙ ΚΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Τώρα σκουριάζει κι ο ουρανός.
Οξειδωμένα είναι τα σύννεφα.
Τρίζουν οι μεντεσέδες τους
για τα καλά.
Βάλε τα δυνατά σου να συναντηθούμε
για τελευταία φορά
να μου εξηγήσεις
τη μετάλλαξη που αιωρείται…
Άντε κουνήσου,
πριν γίνει πανικός
και τα μεγάφωνα
χρειαστούν λεξικά
γι’ αυτήν την ερμηνεία.
ΤΩΡΑ ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ
Τώρα σπάζοντας
το τετελεσμένο τίποτα
πολλά γυαλιά αόρατα
θα συγκρουσθούν στον αέρα.
Το γεγονός, μια μουσική κρυστάλλων
που παίζεται,
όταν η δημοπρασία της λύπης
κοιτάζει να κλείσει τις αγορές
όσο-όσο,
και να κυβερνήσει,
όποιο δεν κατακτήθηκε κενό.
Των ανθρώπων η έκλειψη,
στην Αρχή κάνει θραύση…
ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΑΞΙΔΕΨΑ
Για ένα ποίημα ταξίδεψα,
στα μεγάλα ενυδρεία της λέξης.
Αλλά κι αυτή, πάντα
τελείωνε σ’ ένα σίγμα τελικό.
Σαν το κλειδί ενός σώματος,
που φράκαρε στην είσοδο
για το ποτάμι…
«Από το φόβο η καρδιά γαλήνια δεν μένει»
Αισχύλος, Επτ. Ρ.237
ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΤΕ
Ενορχηστρώστε τώρα,
Καίσαρες,
αυτήν τη μελαγχολία που αιωρείται
στα οξειδωμένα οστά των νεογνών.
Ενορχηστρώστε τους ήχους της αγωνίας
και τον παλμό του αθώου βλέμματος τους,
που φοβάται τους ορίζοντες
αυτής της ενύπνιας μέρας.
Ενορχηστρώστε με ακρίβεια
την ταχύτητα του φωτός,
που σταματά, ξαφνικά
και με στάχτη,
στη μικρή
ανερμήνευτη απορία
του πρώτου τους
ρω…
ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ
Διανυκτερεύουμε πάλι.
Φώτα ανοιχτά.
Αν τύχει και περάσουνε
αθόρυβα οι σκιές
έξω από τα παράθυρα,
καρφώνοντας τα μάτια τους στα τζάμια,
ποιος θα τρομάξει άραγε;
Αυτές που αιωρούνται αβέβαια,
ψάχνοντας να εκδικηθούνε τη διανυκτέρευση,
ή τα δικά μας πρόσωπα
που δεν αντέχουν την ολονυκτία;
ΞΑΝΑ
Σε λίγο, όλα θα τελειώσουν,
όταν η κεφαλή από το σώμα
αποκοπεί
και τα φωτόνια του μυαλού
ανάψουνε φλας μακρινά
όπως μία Πανσέληνος.
Σε λίγο, ο κόσμος θα πει,
ήτανε δώδεκα κι έγινε μία.
Κι όλα τα σώματα, που τίποτε δεν είχαν,
σφαδάζουν προς την κεφαλή του αλόγου,
ξανά τη μοίρα τους
στη χαίτη του υφαίνοντας,
χωρίς το φόβο πια της γκιλοτίνας…
ΑΜΟΡΓΟΣ
Η βροχή ήταν κίβδηλη και μούσκευε
τις τύψεις και τις μηχανές.
Γιγάντωνε το άδειο και χτυπούσε.
Σάπιζε το μήλο και τις μπανανόφλουδες.
Έκανε την κερήθρα και τη λάσπη έναν πολτό.
Τη στέρνα απείκασμα νερού.
Τις λέξεις μας ναυάγια.
Η βροχή ήταν κίβδηλη.
Στα λόγια μας περνούσε ανυγρασία.
Έφραζε τις υδρορροές.
Βάραινε τα φτερά των γλάρων.
Αλλά τα μάτια του Καιρού
έχουνε καρφωθεί στη θάλασσα.
Αλλά τα μάτια του Καιρού, φουγάρο.
Κουράγιο, είπα, γιατί δεν είναι ο Ωκεανός
ένας χαλασμένος λαχανόκηπος.
Κουράγιο, τι όσο υπάρχει Αμοργός,
ο πόνος είναι
φούγκα ουρανού,
πριν το καράβι σαλπάρει.
Ο πόνος
ετοιμάζει το ταξίδι.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΟΥ ΛΕΞΗ
Και μια σου λέξη,
μπορεί να ξυπνήσει
το χείμαρρο
που εγκλωβίζεται
στο ύπουλο πολικό ψύχος
της αδράνειας.
Γι’ αυτό,
λέγε τις λέξεις που ξεχνώ.
Ξυπνάς τον ουρανό που βυθίστηκε
στο αποκωδικοποιημένο πρόσωπο.
Στο τεμαχισμένο σώμα.
Ξυπνάς τις πράξεις που αφαιρούνται
στο μάταιο σχήμα.
.
ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΤΟ ΡΟΔΟ (2001)
ΕΝ ΠΟΛΕΙ
Μόλις που η πόλις αφυπνίστηκε, πάτησα σώμα κόσμου άγρυπνο κι ένιωσα
ένα φτεροκόπημα στον ουρανό.
Μπήκα μες στην Πλατεία Αντίκα κι ανηφόρισα d οδό Μαυρομιχάλη και
Παλαιολόγου, ύστερα επάνω στην Ορφέως κι ήταν εκεί οι ψυχές τους όρθιες
μες σε τοπία εφήμερα.
Στάθηκα κι’ ήταν εκεί το καρδιοχτύπι των αγαπημένων μας. Ο χρόνος
τους μέσα στο όνειρο ήταν ανυπεράσπιστα νεκρός. Ήταν αδύναμος να
εξαφανίσει αυτήν την ομορφιά και να χαθεί σέ Αόρατο! Χλωμός, σχεδόν
κίτρινος στις διακλαδώσεις των δρόμων χανόταν ετοιμόρροπος κι’ εκείνη,
χρώμα από πρωινή πορφύρα, πιο νέα από ποτέ, πρωτόπλαστη, αμυνόταν
επάνω στο κενό του βλέμματός μας…
Νέα απ’ τη ρίζα τους σχεδόν τα γιασεμιά τυπώθηκαν μες στο ψηλό
στερέωμα. Κατακυρίευσαν μεσοτοιχιές τα χρώματα. Όρθια στήθηκαν. Ρευστά
κάτω από πρόσκαιρα μπαλκόνια απ’ τη φθορά τους φεύγοντας. Σίδερα
σκούρα, ρόπτρα, σκουριές, λουκέτα που ξεκλείδωσαν τη μέρα και πέρα στο
βάθος, ψηλά σε κορφή από Ροδόπη, έμπηξε λύρα Ορφέας Θεός…
Ύστερα η πλακόστρωση αναρρίχηση στα σοκάκια, στ’ αστέρια τα
διάφανα που δεν κατοικήθηκαν ακόμη απ’ τη συνείδηση. Αστέρια πολλά,
τεράστια σαν την ελπίδα, έτοιμα να φιλοξενήσουν τους ξέμπαρκους, ώσπου
χιλιάδες τηλέφωνα να κτυπήσουν ξυπνώντας το μέλλον. Φέρνοντας είδηση
απ’ τη Λήθη ότι στερέψανε τον Αγέλαστο ποταμό οι μεθυσμένοι που
ξεχάστηκαν στα μάγια της Κίρκης. Στέλνοντας άγγελο στον αφρό του
πατέρα μας Κόσυνθου.
Αλλού, πιο λίγο η αυγή είχε αποκαλύψει ένα μικρό κόκκινο
τριαντάφυλλο που τραγουδούσε ακίνητο, τη δροσιά και τον άνεμο…
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
Σαν βράδυ ψιλόβρεχε η ανάμνηση!
Το παρελθόν επίμονα δεν έλεγε να ξεθολώσει…
Κοίταξα ακόμη μια φορά; όλα τα ράφια
του μυαλού με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Θολές και τούτες, δίχως χρώματα.
Εν τούτοις, γιατί με παιδεύουν
σαν μέρες που μου δόθηκαν
και ορκιστήκαν να με κατοικούν;
Πάνω στις ράχες της στιγμής
πηγαινοέρχεται η αράχνη.
Μες στις ακίνητες φυσιογνωμίες των αθανάτων, τόπος!
Ήχοι και κίτρινα χαρτιά στο δωρισμένο φως.
Σιγοκρυμμένη ελπίδα.
Ανάμεσα από πέτρες και κατήφεια
χέρια που παραμονεύουν
πάνω στα ξέθωρα σχοινιά του αργαλειού.
Χέρια που κλώθουν την κλωστή της αγρύπνιας
κτυπώντας στο μάγουλο
την κατηφόρα του σκοταδιού.
Κι εδώ, & αυτήν την Ιθάκη,
όπου μας παραδώσανε την ύλη μιας Αρχής,
σα πρωινό ψιλόβρεχε η ανάμνηση…
«Ο επί της Αρχής γαρ σωζόμενος»,
τέλος της λύπης!
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΛΙΑ
Ξάνθη. To χώμα ανασαίνει απ’ την καρδιά μας.
Όλα τα σπίτια γύρω αργοπορούνε στην ψευτιά.
Κρατούν τα γνήσια χρώματα
του χρόνου στις προσόψεις.
Μες στα δρομάκια η διάρκεια του πηλού
και της πέτρας.
Στα σκαλοπάτια της αυλής
σιγοκουβεντιάζει η σκουριά και το γεράνι…
Στις σιδερένιες πόρτες της, η αγάπη ξεκλειδώνει…
Η όραση σκαρφαλώνει στα χαράματα των παραθυριών
ανοίγοντας τις χαραμάδες των καιρών.
Κάτω απ’ τις οροφές με την περίτεχνη ζωή
βακχεύουν οι βαθιές φωνές
και πλαγιά – πλαγιά προς ουρανό
ανηφορίζουνε οι μνήμες.
Το βράδυ, η νύχτα ματαιοπονεί για σκιές…
Ο προβολέας του φωτός, αφήνει δέσμες και στιγμές
από παλιούς αιώνες.
Διατηρημένο βοριά
κι αχειροποίητη νόηση…
Ξάνθη, τοπίο από γαληνεμένη λέξη ποιητή
όρθια κατάνυξη, γερή
σε ορθρινό τραγούδι.
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΟΡΦΕΩΣ
Στην οδό Ορφέως, γαλάζια σπίθα.
Μάτια που ξανάειδα
σε πρόσωπα ξεχασμένα…
Λυμένα μαλλιά,
χέρια απλωμένα κρυφά,
φόρεμα του ανέμου
απελπισμένο…
Κίνηση μακρινή
χαμένη στον έρωτα χρόνο,
με διάφανο ρυθμό που διαπερνά
παλλόμενο σώμα
και πολλαπλασιάζεται…
ΟΥΖΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΑΥΛΗ
Στη χθεσινή ανηφόρα της πλαγιάς,
στη μετρημένη πέτρα απ’ τον καιρό,
το «Ουζοπωλείον η αυλή»
μεθάει το παλιό μας όνειρο…
Πράσινο κάγκελο γύρω απ’ την προηγούμενη αυγή,
σίδερο κρεμασμένο στο λευκό ντουβάρι,
καημός και τούτος
όταν χάνεται η ανάσα…
Πιο πέρα,
αντίκρυ απ’ τη μικρή ζωή μας,
το «καπνοπωλείο» στην κορνίζα
γδύνει τον καπνισμένο τοίχο,
για να περάσουμε από μέσα του κι εμείς
σαν του καπνού t ανεμικά
μες στην καταγωγή και τους καημούς
των περασμένων οριζόντων…
ΓΡΑΦΩ ΓΙΑΤΙ…
Γράφω, γιατί η πόλη μου σωπαίνει.
Πότε σε θυμωνιά από χώμα,
πότε σε κάγκελα κυρτά κλειστών παραθυριών.
Κρύβεται άλλοτε σε πρίμα από παλιό
τριμμένο σουραύλι.
Κι άλλοτε στα μπάσα της γκάιντας
που αδειάζει τον άνεμο.
Γράφω, γιατί η μπάμπω μου – γρηά
μαζεύει δυόσμο στα όνειρά μας,
αγριελιά και ρίζες με φωνές.
Μαζεύει γράμματα όπως στάρια,
φυτεύει τα αλφαβητάρια της στον ύπνο μας
γιατί η ιστορία μας ανασταίνεται
στην ερημιά.
Τα χέρια της δουλεύουνε τη νύχτα
αργά, ατέλειωτο καλάθι, κλάμα λυγαριάς.
Σπρώχνει και μας ξυπνάει
τα παραμύθια της γυρεύοντας.
Χιλιάδες κεχριμπάρια και ψιθύρους,
γραφές πάνω σε πέτρες,
σκληρά ξύλα, σιωπές,
μήλα και ρόδια από το Πριν
κομμάτια του θανάτου απ’ τη λήθη.
Γράφω γιατί η πόλη μου σωπαίνει
πότε στην άμμο, πότε στο παράπονο,
πότε στην άκρη από Θρακικό γιαλό.
Σωπαίνει σκύβοντας στα μέτωπά μας
ψάχνοντας ήλιο που στερήθηκε.
Φυλάει σκιές μέσα στα κύματα
χαλίκια και πηλούς που βγήκανε αργά
στην ήσυχη παραλία της Κυμοθόης…
ΤΗΝ ΞΑΝΘΕΙA…
Την Ξάνθεια, πόλη των Κικίρων,
οι Ξανθιώτες δεν την ξέχασαν…
Τόσους αιώνες κουρσεμένοι από φυλές Βαρβάρων
κι’ όνειρα ανδρών επιφανών,
αντισταθήκαν με φωνές και λόγια Ελληνικά
στους Δαναούς
και στους αδελφό κάπηλο υς.
Με Πέρσες, με Ρωμαίους, με Βυζαντινούς
προσπάθησαν <f αγώνες και γιορτές,
να διηγούνται τις καταστροφές και να θυμούνται
αυτό το σώμα που κρατήθηκε στις εποχές
μ’ ονόματα αλλαγμένα.
Γιατί κι’ αυτοί ωρίμασαν
με πικραμένα στάχυα μέσα στον καιρό,
με ιδρώτα και μ’ αλέτρι
και γέρασαν μετρώντας τους θανάτους με τραγούδια
που κρατήθηκαν σε φωτεινές αποθήκες
καλοκαιριού ωραίου
καρπωμένα…
ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΣΟΥ…
Τριμμένη ώρα και γυμνή φθορά
σαν ξεχασμένος χρόνος
πάνω στο ηλιοκαμένο κεραμίδι.
Πόνος που σε ξυπνάει αργά
μες απ’ το χώμα και κοιτάς
την πρώτη σου φτερούγα.
Αρχή του παραμυθιού σου…μια φορά,
μπαλκόνι του καιρού που πέρασε,
κρεμασμένο στη ρευστή σκουριά,
χρώμα οξειδωμένο
όπου σταθήκανε λευκοί οι άλλοι αγγέλοι,
συντροφιά με την παραφροσύνη
που νοστάλγησαν.
Να μη σκεφθούν, να μη χαθούν,
να μην ακούσουν ψίθυρους
μέσα στους τοίχους και τις προσμονές,
για τον αφανισμό…
Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ…
Είχε τη συντριβή του που αγάπησε…
Έμενε κάθε πρωινό σ’ αυτή την πόλη.
Δεν ταξίδευε πουθενά χωρίς
αυτή τη μνήμη που πονά…
Κουβάλαγε μες στα ριγέ ταγάρια του
αγαπημένη ρίζα,
κάγκελο,
ρόπτρο,
μια πόρτα με ανάγλυφη σχισμή,
μια απερίγραπτη χρωματιστή οροφή,
ένα υγρό σοκάκι
και καρφίτσωνε,
Θέ μου, καρφίτσωνε στη ζωή του
σαν απέραντη πεταλούδα
αυτή τη συντριβή!..
ΠΟΛΗ ΜΟΥ, ΣΑΝ ΤΟ ΡΟΔΟ
Πόλη μου, σαν το ρόδο
που αντέχεις,
μες στους πολλούς χειμώνες του καιρού!
Κραυγή μου, πάνω απ’ το τρανό Μηδέν
και τη βουβή συνήθεια,
συλλαβισμένη αγάπη που έμαθα
από το χτεσινό αγκάθι…
Χώμα μου χαραγμένο από τη σιγαλιά,
σημαδεμένη πέτρα
από χαμένα ρόπτρα που χτυπούν
σε άδειο νου.
Πόλη μου, έφυγε η άγνωστη πνοή
από τις παγωνιές
κι’ εμείς, μέσα στα γνώριμα τα σπίτια
και τους δρόμους,
με φωτιές
το φονικό κυνηγούμε.
Τον Άρπαγα χρόνο.
Την όρθια μέρα κρύβουμε
απ’ την Κήρα του αφανισμού…
ΣΟΥ ’ΦΕΡΑ ΗΛΙΟΨΩΜΟ ΚΙ ΑΝΘΟ
Πόλη, που από την Έφεσο, τη Σμύρνη, την Τροία,
τον Πόντο και τη Ραιδεστό,
σου ’φερα την Ελένη,
με το πουκάμισό της γεμάτο
ρίζες και προικιά.
Φλουριά του γάμου
ξεριζωμένα με καράβια,
κουβαλημένα με ξερό βασιλικό.
Καρπούς και σπόρους ακριβούς
κρυμμένους σε εικονοστάσια.
Σου ’φερα πέτρα όπου πατούσε η Παναγιά,
V ανέβει στα φουρούσια,
να δέσει την ψηλή κληματαριά.
Κεντήματα και υφαντά,
χρώματα χίλια από το βυθό μου,
άσπρο ηλιόψωμο κι’ ανθό
κι’ απ’ τ’ άλλο στήθος το σταυρό μου.
Πόλη, που από την Τραπεζούντα και την Πέργαμο
πρόσωπα σου ’φερα με την Ελένη,
μ’ ένα χαμόγελο πορτοκαλιού
και μια φωνή που ενώθηκε και πέρασε
μες τη φωνή μου…
ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ…
Είναι, εν αδράχτι ξύλινο ο Καιρός που μας τυλίγει
γύρω απ’ τα ξέπλεκα μαλλιά της λησμονιάς.
Είναι, εν αδράχτι η λησμονιά που μας τυλίγει
μέσα στα μάλλινα φορέματα του χρόνου
όπου ναρκώνεται η Περσεφόνη περιμένοντας
την Άνοιξη και τη μικρή Ευριδίκη.
στους Ταξιάρχες το Νοέμβρη
Είναι ρομφαία ο καιρός που ξημερώνει
πάνω στην πλαγιά.
Μέσα στο πράσινο νόημα
απ’ τα κυπαρίσσια,
μέσα στα ήσυχα λόγια των εσπερινών
και στους προστακτικούς ορίζοντες,
είναι ρομφαία ο καιρός, τρυπά!
Μέσα στους κήπους με τη σκόνη,
μέσα στα κοιμητήρια όπου χαλαρώνουν οι φωνές,
μέσα στο θόρυβο του χτες
τρυπά κι’ εναντιώνεται.
Μην κοιμηθείς
μες στα χαγιάτια και τα σαχνισιά
του αρνούνται αυτά τα λόγια του, της προτροπής…
Άφησε χνάρι!
Γύρισε ανέμη εδώ
στη στάχτη που καταλαγιάζει.
Γέρνοντας πάνω στ’ ακριβό σου χώμα,
μην αποκοιμηθείς!…
.
ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ (1999)
ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ…
[Πάει καιρός τώρα που σκέφτομαι]
Πάει καιρός τώρα που σκέφτομαι πως
αυτή η περιουσία σας ανήκει.
Πρέπει να καταθέσω αυτά τα λόγια.
Αν είναι κι άλλα που τα ξέχασα
σε κάποιο συρτάρι τον χρόνου, δε γνωρίζω.
Αλλά είναι καιρός-
γιατί το ταμείο των άστρων αδειάζει
και κάποτε τα χρέη θα μας κυνηγούν
σαν περικεφαλαίες και πούπουλα.
Σαν σφυρίγματα ανέμων που αγνοήθηκαν στην ώρα.
Σαν κομπασμοί, επάρσεις κι αλλοιώσεις
απ’ ότι έχει απομείνει.
Αν όχι την οδύνη, φύλαξε αυτή τη δίνη του Καλοκαιριού
Τα ελάχιστα του φωτός καταθέτω.
Αυτά πολλαπλασιάστε.
Γιατί το ταμείο των άστρων
σαπίζει στις άκρες του…
[Αγάπησα τους δρόμους]
Αγάπησα τους δρόμους
που ανηφορίζουν πάνω από σκιές,
στις μεθυσμένες πλατείες
απ’ το κρασί τ’ αμπελιού.
Αγάπησα τους ανθρώπους
που κτίζουν και τραγουδούν
κι αμύνονται
για το καλύβι
και το κρασί τους,
όπως η μέλισσα με το κεντρί.
Και μες στο νου τους
κρύβουνε σπόρο από καρδιά-
κρύβουν το σπόρο
μελετώντας την πέτρα που θα οργώσουν,
σιωπηλό ρίχνοντας, στην έρημο, νερό
πριν απ’ την τελετή.
[Ναι, έχει μιαν έκσταση το άλλο τοπίο]
Ναι, έχει μιαν έκσταση το άλλο τοπίο…
Αλλά η πλάνη, έχει τη δύναμη της στάχτης
που δε ξαναγίνεται φως.
Στη ζωή της νύχτας, στήνει μια πολυθρόνα
κι αναπαύεται
σαν μακάβριο τέλος…
Αρώστεια αδελφέ μου κι αυτός ο καιρός!
Κάναμε τόσες μετακομίσεις ν’ αποφύγουμε
αυτόν τον ιό…
Οι ξεθωριασμένες ώρες πληθαίνουν
σαν το αυτόνομο τριβόλι.
Τα σπίτια μας γεμίζουν απ’ το σπόρο του αγκαθιού του
κι οι άγνωστες προοπτικές του
τυλίγονται στο λαιμό μας,
με τη σβελτάδα του κισσού…
Ο ύπνος μας, δεν έχει οράματα
ούτε εξέδρες ονείρου…
Μπροστά στις γυαλισμένες βιτρίνες της φθοράς
φορέσαμε τα ψεύτικα φορέματα
για να φωνάζει μέσα τους
ένας στραγγαλισμένος κούκος.
[Ήταν ένα νυχτωμένο κοκκόρι]
Ήταν, ένα νυχτωμένο κοκκόρι. Του είπα:
χάραξε την πόρτα στον τοίχο σου
να βγούμε απέναντι…
Εκείνο, μου είπε τσιρίζοντας: δεν έχει δωμάτια
στα ξενοδοχεία του Μέλλοντος…
Τι ωραία κοκκάρια αλήθεια,
τα νυχτωμένα κοκκόρια!…
Από το σπόρο του κοτετσιού τους κρατιούνται
κι απ’ την κοιλιά της παχειάς Ματαιότητας,
αλλά δε το γνωρίζουν.
[Στέκομαι κατά τη φορά του χρόνου]
Στέκομαι κατά τη φορά του χρόνου.
Από το βάθος, προς τη ροή.
Τα πράγματα τα βλέπω τώρα αλλιώς.
Άρχισα να ξεχνάω τους αγγέλους,
τα σιωπηλά ουσιώδη λόγια,
την αόριστη ομορφιά…
Καταχτημένη νοιώθω απ’ την πεζή εποχή μου.
Ασήμαντη χωρίς την Τέχνη μου
που δεν αναζητά ζωή.
Θέλω τα μάτια μου ν’ αφήσω
να ξεκουρασθούν πάνω στα δένδρα
στα λιβάδια, στο νερό,
στον καπνό που ανεβαίνει
χωρίς περίσκεψη…
Τί έγινε λοιπόν και όλα ξαναμπήκαν
στην κάμαρά τους,
“χλωμά και κουρασμένα,
ιδεώδη εν τη λύπη τους”;
Θέλω να πω, τα πράγματα τα βλέπω αλλιώς.
Βουβά, επίπεδα,
χωρίς την αύρα
και τα πλήκτρα στο κεφάλι…
Μια ίσια γραμμή, βαλσαμωμένη στο στήθος
κι εγώ έχω να πώ, τί έγινε;
Το παραμύθι τέλειωσε που μας κρατούσε
στης Τέχνης την ιδανική Πατρίδα;
[Λυπάμαι Ελένη]
Λυπάμαι Ελένη.
Για όλα τα φαντάσματα της Ιθάκης.
Για την αποκαθήλωση της σοκολάτας,
που ακόμη μας αρέσει,
για τις ακτινογραφίες των πολέμων,
για την ανένδοτη πραγματικότητα,
λυπάμαι.
ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
[Η επικοινωνία των συμφερόντων]
Η επικοινωνία των συμφερόντων
Η υψικάμινος των νομισμάτων
Η ενωμένη Ιδέα.
Το τελευταίο σαπούνι
Αυτά. Από μιαν ομιλία ποιητή
που τον εκπαίδευσαν γερά στην αφωνία.
[Προσπάθησα]
Προσπάθησα, να μη σας κουράσω με προσδοκίες.
Να καταθέσω εδώ, όση πραγματικότητα μου επιτρέπεται.
Ξέρω ο κόσμος μικραίνει
κι η ακοή μας κουράζεται.
Η ψυχή μας γυμνάζεται στο αναφιλητό,
εν μέσω ερημώσεως.
Οι μηχανές εξάπτονται…
Οι σκηνοθέτες λουστράρουν τα σκήπτρα…
Οι σφαίρες κυνηγούν το λυγμό μας…
Οι αριθμοταινίες γράφουν το απάνθρωπο μέγεθος…
Ο κήπος δύσκολα ανασαίνει…
Ο ορίζοντας απορεί.
Παρ’ όλα αυτά,
εν μέσω δύσπνοιας κι αφανισμού,
πολλές οι σειρήνες ή οι πραγματικότητες.
Δε θέλω να σας κουράσω με ψεύδη
κι υποταχθείτε…
[Τους δολοφονήσαμε]
Τους δολοφονήσαμε.
Περνούν τις νύχτες ανάμεσά μας, περήφανοι
για τις ημέρες που κέρδισαν.
Άνθρωποι που είχαν τα ονόματά μας,
μας χάρισαν τη δραχμή τους
γιατί ταξιδεύουν στην πρώτη θέση του ωκεανού.
Κι εμείς μ’ αυτά τά κέρματα της ήττας,
παίζουμε κορώνα γράμματα την τύχη μας,
για την σταθεροποίηση κάποιας τιμής
του απουσιάζοντας πελάγους…
Κατάματα μας κοιτούν.
Μες απ’ το όνειρό τους που δεν υπάρχει.
Έρχονται όπου πηγαίνουμε.
Τρέχουν να παραδώσουν στο ταμείο μας μιαν άφεση,
ν’ ανεβάσουν το χρηματιστήριό μας
με τη σκόνη των παιδιών τους
να σπρώξουν με την απορία τους, τα ερείπια.
Κορνιζάρουν την έκπληξή τους πάνω στους τοίχους
του κόσμου,
σαν μια κατάθεση νίκης που μας εξοντώνει.
[Αυτό το τσίρκο]
Αυτό το τσίρκο, περιφέρεται, στην ιστορία.
Σ’ όποια χώρα και να ταξιδέψεις, μπορεί να δεις την ίδια
Παράσταση.
Ακόμη κι αν αλλάξεις εποχή ή χρόνο, οι πράξεις,
επαναλαμβάνονται με την ίδια πιστότητα.
Η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα,
έχουν την ίδια μεγαλοπρεπή
αποτυχία, έστω κι αν οι ηθοποιοί διαφέρουν.
Η Δόξα, σαν πρώτη πράξη της τραγωδίας, η απραξία σαν
δεύτερη πράξη της κωμωδίας,
το γελοίο, σαν τρίτη πράξη της παρωδίας.
Το συμφέρον σαν πράξεις που ακολουθούν και οι εντάξεις,
με τα σχετικά καμώματα, είναι όμοιες
σ’ αυτό το ζωολογικό κήπο.
Μόνο που τώρα, θεατές κι ηθοποιοί είμαστε κάτοχοι
πανεπιστημιακών πτυχίων.
Γι’ αυτό το εισιτήριο ακριβαίνει
Το πληρώνουμε λίγο παραπάνω σήμερα.
[Άφησα όλα τα ποιήματα στη μέση]
Άφησα όλα τα ποιήματα στη μέση
Τίποτα δε με ικανοποιεί.
Δε με πείθει απόλυτα.
Τί να με ικανοποιήσει απ’ αυτές τις λέξεις
που απεικονίζουν μιαν αλήθεια ύποπτη πάντα,
στα μάτια των άλλων.
Πώς να απεικονίσεις τους καπνούς, την υποψία
για την εποχή, τις διαπραγματεύσεις για αμφίβολη
ορθοστασία.
Αυτά θέλεις να πεις, αλλά πώς να το γράψεις.
Πώς να γράψεις τα λόγια που ήθελαν να πουν
αυτοί που δεν υπάρχουν.
Πώς να υποψιασθείς πολτοποιήσεις
και πώς να τους στρέψεις όλους σ’ εκείνο
το παιδί που στα μάτια του στάζει σαν βροχή
η σκουριά τ’ ουρανού;
Έσκισα όλα τα ποιήματα. Τα πέταξα.
Μη μου ζητάτε αναφορές.
Πασχίζω να παραδεχθώ ότι απέτυχα
στις ερμηνείες που άλλοτε μ’ επιβεβαίωναν.
[Δεν έχω άλλα ποιήματα]
Δεν έχω άλλα ποιήματα. Τα κείμενα αυτά με προδίδουν.
Μένει μονάχα ένας ευθύς υδάτινος δρόμος
απ’ την καρδιά μου στην καρδιά σου
για ν’ αφήσουμε χνάρι, στη ρευστότητα των πραγμάτων.
Μη λες άλλα ποιήματα. Οι λέξεις σου καρφώθηκαν
στις ειρωνείες του ξημερώματος
και στα κρυμμένα αγάλματα.
Στις φιλοδοξίες των άστρων που βούλιαξαν μες στο νερό…
Χαίρε Λόγε,
αποχαιρετώ το μεγαλείο σου.
Σήμερα ανακαλύπτω το θαύμα, να καθαρίζω πατώματα.
.
ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΦΑΙΔΡΟΣ (1990)
(ποιητικοί διάλογοι 1986-1989)
Ο Φαίδρος, γεννήθηκε στον αρχαίο χώρο των Αβδήρων
σε κάποιο σημείο όπου κάτω απ’ αυτό υπήρχαν πήλινα δοχεία,
με στάχτη παιδιών…
Ήταν η επιθυμία του αγέννητου που αποζητάει ν’ αποκτήσει
ένα πρόσωπο. Ήταν η ανυπαρξία που αναζητάει να υπάρχει
μέσα μας, για να μας ολοκληρώνει και να μας οδηγεί, πέρα
απ’ τα ορατά.
Ήταν η εισβολή του ανύπαρκτου στο υπαρκτό…
Μια πνευματική ερωτική στιγμή που αποζητάει να εκφραστεί,
αποκτώντας ένα κορμί.
Δεν τον αγνόησα.
Λιγάκι αργότερα, κατάλαβα πως ήταν ένα μ’ αυτό που
αποζητούσε…
Αυτός και η Ελεονώρα
είναι το διχασμένο εγώ μας που μας ταλαιπωρεί. Η χαμένη
υπόθεση που την ψάχνουμε χρόνια, μην ξέροντας πως
υπάρχει μέσα μας, σ ένα κλειστό φάκελο με την επιγραφή:
Έρωτας αντιθέτων, ίσον Ζωή
Κι όταν βρεθεί, αλλάζει η παράσταση. Απλά αντικείμενα
παίρνουν πνοή απ’ τη δική μας κινητικότητα…
Γίνονται αυτό που θέλουμε. Αποκτούν τη χαμένη τους
μουσικότητα, την προϋπάρχουσα αρμονία τους…
0 Φαίδρος και η Ελεονώρα,
είναι το διασκορπισμένο εγώ μας που ανταμώνεται μέσα
από μεγάλους κι αντίθετους κραδασμούς…
**/**
Αναζητούμε, την αθωότητα…
Τώρα, λίγο πιο πριν,
μαζέψαμε τα χέρια απ’ τους σταυρούς.
Η ποίηση, είναι μια δύσκολη υπόθεση
Πρέπει να τους ξεχώσεις
τους πόνους από τις πληγές.
Αλλιώς, δεν αντέχεις
για να τραγουδήσεις…
***
Φέγγει, το γεγονός του προσώπου σου
στον κήπο του Ελοχίμ.
Η έκταση, το σκοπό της σφυρίζει…
Εδώ δεν υπάρχει, τέλος η αρχή·
εδώ υπάρχεις
μέσα στην ξυπνητή αμεριμνησία
της χλόης.
Στην πόρτα ο Φαίδρος
με το κερί στο χαμόγελο
λαδώνει το χρυσό κλειδί.
Η εργασία του ονείρου
Ψωμί του Αντιονείρου…
***
Τ’ άλογα, σου ’φεραν την Αγνή
φράση του Φαίδρου.
Δεν πειράζει που ξέχασες τα πράγματα…
Όλα του κόσμου τα τρωτά
θέλουνε λόγια του αγγέλου…
***
Τα Φαιδρά, είπε ο Φαίδρος, της ζωής μας,
τα φαιδρά, είναι τα πλέον σοβαρά.
Είναι Φαίδρος πάνω στη σκάλα…
Ανεβαίνει απορεί, κατεβαίνει απορεί,
ψάχνει να βρει την τελευταία λέξη.
Μετεωρίζεται κι ωριμάζει.
-Τι είναι επιτέλους αυτή η ωριμότητα; Ρώτησε.
Μου ’φαγε όλη την άνοιξη…
Αν φτάσω στο χειμώνα θα ξέρω
μα τούτο το κλωνάρι της μυγδαλιάς,
θ’ απολιθώνεται πάνω στο γνωστικό μου το κεφάλι.
Πρόωρα, όλα είχαν την τόλμη της άγνοιας.
Κύκλοι, μέσα σε αιχμηρές γωνίες χανόταν.
Ανυποψίαστα σχημάτιζαν την κόψη
του παιδικού ματιού.
Όπου κι αν έφτασα, άγνωστοι με υποδέχθηκαν
σηκώνοντας ψηλά, το προδομένο μου το μάτι.
Ωστόσο, τον τραβούσε η σκάλα.
Υπέθετε, πως κάνει μια δουλειά.
Δίπλα του, η Ελεονώρα αναπαύεται.
0 κήπος της, βλέπει στ’ ακρογιάλι…
Φαιδρός:
Είναι παράφωνες κραυγές ο κόσμος μου
Ελεονώρα.
Κι η αρμονία του,
είν’ η παράλογη σύνθεση
που αναζητάμε…
Παίζουν οι μικρές σειρήνες παντού.
Εισβάλουν μέσα στην άγουρη φράουλα
και στο καινούριο στόμα…
Ελεονώρα:
Φαίδρε, ο κόσμος του σκουριασμένου σίδερου,
δίνει το λίπασμα της σκουριάς
κι εσύ, το λάδι του λυχναριού
ποιος είν’ ο φυτευτής
του καρπωμένου δέντρου;
Ένας μικρός άνθρωπος, είπες;
Για το δρόμο του, Φαίδρε, ξερίζωνε
τις παράφωνες νότες.
Είναι μια ώρα, που όλα μαθαίνουνε
να τραγουδούν.
Φαίδρος:
θα σου πω δυο λόγια Ελεονώρα:
0 κόσμος, είν’ ένα πικρό ζουμί
που ξεχείλισε μες τα λευκά
μουστάκια του παππού μου
και δεν άφησε όρθια τρίχα…
0 Αριστόδουλος τ’ Ουρανού,
τρελλός από τα, παιδικά του χρόνια,
αγάπαγε την Άνοιξη και την ελπίδα.
Σήμερα, έχει ένα καημό που του ‘μείνε
το ξεχειλωμένο λάστιχο, του παντελονιού του.
Ελεονώρα:
Μας εξουσιάζει το μέλλον Φαίδρε.
Ένας κρυφός γαλαξίας
χωνεύει τη βαρύτητά μας.
Άνθρωπος λένε, είναι
μια φυσική ιστορία υποταγής
στο αντίτυπο του.
Άνθρωπος λένε,
είναι μια συνεχής αφαίρεση γι’ αλλού…
Φαίδρος:
Τι είναι το Αλλού;
Μια συνεχής αφαίμαξη σε πρωϊνά σοκάκια
Χρύσισαν λίγο τα επτά του σκουλαρίκια
χύθηκαν πάλι τα αρώματα της έρημου.
Ποια είν’ η έρημος;
Μια άγνωστη γυναίκα που αδειάζει
σε προχωρημένη γνωριμία…
Ελεονώρα:
Κάποτε έρχονται θεοί
στα ξεχασμένα τραπέζια.
Φτερά φυτρώνουν στους τοίχους..
Περιφέρεται μια αφανέρωτη σιωπή
0ι σαύρες στο πάτωμα
κρύβουν τα λόγια
μες την υπόγεια τρύπα.
Η έλξη της οροφής οργιάζει
και λησμονάει
την περασμένη ώρα…
Όταν ξέρεις πού ξημερώνει,
νύχτα γίνετ’ ένας άδειος
κάλυκας σφαίρας…
Φαίδρος:
Πού είν’ η πόρτα της αυλής σου Ελεονώρα;
Πες μου πώς έφτασες μες απ’ τη νύχτα
σ’ αυτήν την υπαίθρια μονοκατοικία
με τους ξυπνητούς υπηρέτες
που ξεσκονίζουν τα ονόματα της διαύγειας
στις φωτεινές σου διαστάσεις;
Ελεονώρα:
Ανεπτυγμένη όσφρηση σ’ ωριμάζει
Σκάβοντας φίλε μου,
το μεθυσμένο χώμα σου δίνεται
κι η σήψη κουβαλάει μιαν άνοιξη
Άξιος καρπός
αυτή η όραση μας είναι
της κρυφής περιπέτειας
και της οδύνης…
Φαίδρος:
Κάτι ξεραίνεται μέσα στον κήπο Ελεονώρα
Το νερό λιγοστεύει
Τα παιδιά κοιμούνται αμέριμνα
σαν εκείνα τα άστρα του Σύμπαντος
που ξεχάστηκαν μες τη μακαριότητά τους
και κανείς δεν ξυπνάει να μαζέψει
τη στερνή του σταγόνα…
Αυτό το πρωί
έχει μια ξηρασία που λεηλατεί…
Ελεονώρα:
Τον κήπο, να τον αγαπήσεις
Έτσι, με το ερωτικό κεφάλι σου
χαϊδεύοντας τα φύλλα του να του δοθείς…
Ξύνοντας με το παθιασμένο χέρι σου
το χώμα του,
βαθειά, η ρίζα ανασαίνει…
Κι αυτός μες του παροξυσμό του
θα σου πει,
όπως οι κάθετες φιγούρες του Δομίνικου,
πότε κατηφορίζει η άνοιξη…
Εκείνος ξέρει,
την ασυνήθιστη σταγόνα των φύλλων…
Έμπειρος είναι
στις σκοτεινές γωνιές του σώματός του
να μην αδρανεί
Να ξεκολλάει το κορμί της έχιδνας
από τη θλίψη.
Εύσωμος είναι μες την ομορφιά
και δεν τρομάζει
Αντιστέκεται με το αληθινό του προσωπείο
Φαίδρος:
Βέβαια, το θέμα είναι να δοθείς
με παροξυσμό στον απέναντι κήπο
Και στο μπουκάλι το λικέρ
με ηδυπάθεια…
Μα ποιος σου λέει
πως η αλήθεια δε θα σου κρυφτεί
σαν τη διχασμένη γυναίκα;
Ομορφιά σου λένε…
και τρέχει το σάλιο τους
για να κολλήσουνε το ραγισμένο της
το προσωπείο…
Ελεονώρα:
Αν πάτησε το περί πλανημένο πόδι
εκεί που μύρισε καπνός,
ζωή γεννήθηκε.
Αν γκρέμισε το ραγισμένο σπίτι,
εκεί, πίσω απ’ εκείνα τα χαλάσματα
ωριμάζει το στόμα…
Φαίδρος:
Ήταν ωραία τα πρόσωπα μέσα στα φύλλα
Διεγερμένες οι φωνές που μίλησαν
μ’ ένα βαθύ αντίλαλο απ’ το παρελθόν
Παράθυρα για αισθησιακές παραισθήσεις..
Δεν ήμουν αυτός που ήθελα.
Ήμουν σαν το Χαλίλ το φακίρη
που πιάνει την καρδιά του
κι αλλού βρίσκεται…
Απ’ όσα γνώρισα,
αγνόησα το ελάχιστο παρόν.
Η χορωδία εδώ
κι εγώ απ’ έξω.
Ελεονώρα:
Του Άγγελο, θα του γνωρίσεις
από την πρώτη ματιά.
Κάνει σινιάλο στο φως
και χάνεται.
Στα μάτια του διαγράφεται
μια τέλεια ιστορία
για το μηδέν.
Στα μάτια του διαγράφεται ο πόθος
για την εξαίσια στάση.
Περπατάει
και φέρνει πάνω του το λιμάνι….
Ο έρωτας, είναι μια σκάλα
που ενώνει ένα κενό, είπε
κι αυτό το ξυπνητήρι
με τα φωσφορίζοντα γράμματα
χοροπηδώντας στα γυμνά παράθυρα,
ξυπνάει το Σύμπαν.
– Ε, συ ο Μεταφραστής,
μέσα στα σπλάχνα του προμηθέα
ρίξε τις λέξεις…
Τώρα ονομάζεσαι Αλχημιστής
κι ο έρωτας μια αλχημεία
που σε μετέβαλε σε φως…
-Ε, συ ο Αλχημιστής,
κράτησε τη χρυσή φωνή,
πάνω απ’ αυτόν τον άρρωστο καιρό.
(0 έρωτας μας έδωσε τη μοναδική σημασία,
ο παλμός που γεννιέται
και πολλαπλασιάζεται,
η συνέχεια του σώματος
μες στην ευτυχία
κι αυτό το κομμάτι θάνατος
που μας φώτισε μαυρίζοντάς μας.) Πάμπλο Νερούντα
0 Έρωτας μας χάρισε τ’ ασώματα χέρια
για το ψηλάφισμα του φωτός
Φαίδρος:
Το πέλαγο το τριγύρισα…
Τι είναι η θάλασσα χωρίς το καράβι;
Αν δε σηκώσεις την άγκυρα,
δεν πας πουθενά.
Εψές που λες Ελεονώρα,
ξάπλωσα πάνω στο κατάστρωμα
κι ονειρεύτηκα πως ξαναγύρισα στη στεριά
σαν ονειροφαγωμένος εξάντας
που συσπειρώνεται μες στη ζωή.
Ελεήμων ζωή,
με τα μεγάλα στήθη
που σου γεμίζει το στομάχι
επιτάφιες πέτρες.
Κι εσύ το βλέπεις
μα πρέπει να γυρίσεις κοντά της
γιατί χωρίς το σκαλοπάτι του σπιτιού σου
είσαι ένας μικρός ξενιτεμένος
που δε λησμόνησε…
-Ταξίδεψα τριάντα δύο χρόνια.
Πέρασα περιττές κι’ ανώφελες ταλαιπωρίες
Απεκόμισα μιαν ασχημάτιστη ωκεανογραφία.
Λυπάμαι που δεν έχω ένα κορμί
για να δεχτεί μια σφαίρα απ’ τη ζωή
και να τραγουδήσει
Λυπάμαι που δεν είμαι το κορμί
Μίας αμετακίνητης πρωτεύουσας…
-Ταξίδεψα για τη Χίμαιρα
που δε θα συναντούσα
μέσα στην ερημιά και στην ηχώ της
Μέσα στο αβέβαιο κάλεσμα…
Τα συναισθήματα του,
ήταν μια ουρανοκατέβατη παρτιτούρα
που την έβλεπε και ξεκαρδιζόταν
για τις λαθεμένες γραμμές της
και τ’ απόκοσμο κλίμα.
Η σκέψη του φορούσε,
το δικό της νυχτικό
μ’ ένα ωραίο παραπλανητικό
άρωμα μαρουλιού
που τον οδηγούσε,
σε προκατασκευασμένα πρωινά…
Ελεονώρα:
Χωρίς τ’ αγαπημένα σου φτερά,
χωρίς τα μαγικά σου τα λυχνάρια,
δεν είχες τίποτα να πεις
για το κορμί της σιωπής.
Για το φαινόμενο που βρίσκεις
και χάνεις τα λόγια σου…
Κατέστρεφες, μια φλέβα ουρανού
ρε τη γυμναστική σου στη σκάλα.
Κανείς δεν κατάλαβε.
Στα παντοπωλεία πουλιούνται
εδώδιμα τονωτικά…
Τα επτά κρυφά μας μάτια
αλέθονται
στο γρανάζι μιας μηχανής.
Βγαίνουμε στην τυφλή πλατεία.
Πραματευτάδες εμπορεύονται υδράργυρο
και πουλιά
κάτω από τον ηλικιωμένο ήλιο.
Το μεγάλο ποτάμι,
φέρνει επάνω μας κομμάτια καραβιών
που δε συναρμολογήσαμε
μπήγοντας μες την άμμο
χαμένα ξύλινα πουλιά.
Πραματευτάδες τεμαχίζουν
άλογα με φτερά,
κάτω απ’ τα μάτια
του μεγάλου μας Προγόνου
του Πιλάτου…
Η ευθύνη, είν’ ένα μπαλόνι
που ταξιδεύει στον ύπνο μας…
Το πρωί το ξεχνάμε
σαν ένα ακατοχύρωτο όνειρο.
– Φαίδρε, ήμουνα ξεντυμένη απ’ τη μιζέρια
Ένα εξαίσιο ρολόι σταματούσε
μέσα στις πρωινές τις ώρες
<ι ερωτευόμουνα,
το πρόσωπό του καραβοκύρη
και το χλωμό υπερωκεάνειο
που ταξιδεύει με τ αναστημένα βρέφη,
μέσα στο αίσιο πέλαγο
σαν την ειρήνη…
Τραγουδούσαν οι μάνες
όπως την ώρα που αρχίζει η δουλειά
για μιαν ανάσταση.
– Η λύπη σου σε νικούσε,
Ήσουν ωραίος στη θλίψη.
Κι ανάμεσα μας, ήταν μια βεβαιότητα Φαιδρέ,
σαν το κορμί που πείθεται
όταν ξερνάει τα πάθη του
σαν τη φωνή που εκπέμπει την άγνοιά της
για να ξεχνάει…
Ελεήμων ζωή
με τα φιλήδονα χείλη
που σου παίρνει ό,τι έδωσε —
-Τα καράβια γυρίζουν.
Κουβαλούν τα λιμάνια
κι ολοκαίνουριες τις πνιγμένες παρθένες.
Έφηβη της ημέρας
θαλασσινή φωνή
έξοδος
από ετοιμόρροπο λαιμό
είναι η ποίηση…
Φαίδρος:
Μια μέρα, θα ρθει μπροστά μου η ηθική
και θα γελάσει.
Θα μου δείχνει ακόμη
τη μια μονάχα όψη.
Οι άλλες που κρύψαν τη χαρά
η την αλήθεια,
ξεχνιούνται σ’ ένα μακρινό
ανεξερεύνητο χωράφι.
Αν μέσα απ’ άγρια χορτάρια βγαίνοντας
τραγούδησα
κι από ξερά καλάμια
πέρασα τη φωνή μου,
εκείνα τα πουλιά στα κεραμίδια μου
το γνωρίζουν.
Ψάχνοντας αν ξεδίψασα,
το τραγούδι μου θα τ’ ομολογήσει.
Μέσα σ’ αυτό το ανεξερεύνητο χωράφι,
φώναξέ μου Ελεονώρα, εκείνο το πικρό
μυστικό της άγνοιας…
.
ΕΓΕΝΕΤΟ (1987)
ΕΓΕΝΕΤΟ Ι
Γιατί να,
προσχωρήσαμε στον καρπό τον αθέατο
που πολλοί,
τον ονόμασαν όνειρο.
Τούτος πάλι σαν ωριμάσει το σπόριο του ρίχνει στη γη
και την ουσία του σκορπίζει στην ατμόσφαιρα.
Κα ξανακαρπώνεται σ’ άλλες συνθήκες.
Πολλοί, τον ονόμασαν γυρισμό ταμ ανθρώπου
που παντού, το ίδιο δίνεται.
Γιατί σαν την αγάπη, δίκαιος δεν είναι…
Δίνεται παντού
και δε καθαρίζεται
Κινεί.
Και πολλοί από μας είπαν:
Ας τον ονομάσουμε ζωή.
Ας τον ονομάσουμε Είναι.
Κι ας μην ταιριάσουμε το δίκιο
πλάι στο καλό
Αλλού φωνάζει το ένα
κι’ αλλού μας γνέψει τ’ άλλο
Γιατί δίκαιοι πολλοί ήταν από μας
Καλοί δεν ήταν.
Πολλοί φως εγνώρισαν
πως η αγάπη δίκαια δεν είναι.
Δίνεται παντού
το ίδιο….
Ας γίνω λοιπόν
αυτό που δεν είμαι!
Ας ξεχάσω
πως ήμουν καλεσμένη
σε συμπόσια με βροχές,
σε βουβές συναυλίες
γεμάτες σκιές.
Φορώντας τις πλάνες
ας κρυφτώ
μες σε σωρούς ζεστής στάχτης
οδυνηρής…
…Κι ύστερα των πυκνών δέντρων
το φύσημα
…Κι ύστερα… πάλι
η ανάσα η πρώτη….
20—4—83
Τούτα τα τσιμεντένια καλούπια,
σπάζουν μόνο με σεισμούς
ή με διαστολές αισθημάτων εκρηκτικές.
Για να διακλαδίζονται ρωγμές
με τρομερά κυκλώπεια άνθη παλαιολιθικά.
29—5—83
Κι’ ας μου είχες πει:
-Όταν ανάψεις τη, φωτιά,
ετοιμάσου
να μαζέψεις; τη στάχτη.
-Όταν κρατήσεις τα χελιδόνι,
ετοίμασε το κλουβί.
-Όταν πυροδοτήσεις την ιδέα
γίνε ο στόχος!..
9—6—81
Το ποίημα
ήταν η ώριμη στιγμή
που το φως
έμπαινε στο σκοτάδι.
Η γόνιμη πράξη
της διαστολής
της καρδιάς μας.
3—6—86
Μια φτυαριά ήλιο σκόρπισε.
Κι’ όποιος
το φωτεινό κόκκο άρπαξε
άντεξε στο σκοτάδι,,
σαν τη μύχια φωτιά
στην άβυσσο.
8—8—83
Σκέφτηκες, να υψώσεις το χέρι.
Να κτυπήσεις την πόρτα.
Μια λέξη ν’ ακούσεις.
Να δώσεις απάντηση.
Και ίσως δε σκέφτηκες
όταν ανοίξει τούτη η πόρτα
πιστοποιώντας την ταυτότητά σου,
χάσεις ξανά το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.
Τι θ’ απαντήσεις τότε
στους λιποτάκτες που γελούν
και δε κτυπήσανε ποτέ
τούτη την πόρτα;
2—11—81
Θυμάσαι;
Το τελευταίο θραύσμα του χεριού μου
άρπαζε το σκοινί
κτυπούσε μια καμπάνα.
Στο σκουριασμένο λεωφορείο,
και τ’ απολίθωμα, μου ακόμη
έψαχνε τους δρόμους
για κείνο που χάνουμε.
Σε κάθε γωνία, περίμενε τ’ ασθενοφόρο.
Μας έλεγαν πως
για μια ελάχιστη ελευθερία
πρέπει ν’ ανέβεις επάνω.
Πρέπει να μπεις στο σκοτάδι
για να βγεις στο φως.
Θυμάσαι τις κρυφές κραυγές
που σε ανάγκασαν ν’ ακροαστείς;
Κάτω υπάρχει πλάνη,
κ’ η αβεβαιότητα σε τούτο το σκοινί.
28—2—82
Εσένα,
σου ‘μεινε μόνο το πρόσωπό σου.
Αυτό που χαμογελάει
αυτό το συγκαταβατικό.
Απουσιάζεις όταν μιλούν
απουσιάζεις όταν κοιτούν,
υπάρχεις μόνο
στη ψυχή των πραγμάτων τους
σα σπίθα έτοιμη, ν’ ανάψει.
Μα θ’ ανάψει;
24—4—84
Όταν σκάβεις, σκάβεις το χώμα
γύρω απ’ τη ρίζα,
έλεγες,
η ρίζα πάει βαθιά…
Τα κλαδιά, παίρνουν τη στάση του ύψους
Και τ’ ανθρώπινο έτσι…
Όσο πιο πολύ βυθίζεσαι στο χώμα
αρχίζεις και χάνεσαι στο φως.
— Δίκιο έχεις.
19—6—84
Τρύπια η ψυχή σου στον άνεμο….
Κι’ εσύ που τη στολίζεις
με καινούργια μάτια,
εσύ είσαι ο δήμιος.
Ανοίγεις τους δρόμους
κόβεις τα σκοινιά,
ετοιμάζεις μια θέση
στην παγίδα.
Όταν βγάλεις τα χέρια
έξω απ’ τα κάγκελα,
δυο μικρά κόκκινα πουλιά,
όλα τα μάτια σου!
αντιμέτωπα
στο φόνο…
4—3—82
Άντεχε η ρόδια
των δρόμων τη διάβρωση
με τον τρόπο των πουλιών.
Ιπτάμενη ρόδα
στο τοπίο μιας τίγρης
σέρνοντας
τεχνητές ώρες,
με τον τρόπο των πουλιών
άντεχε.
2—10—86
Ο λωτός
ανάμεσα στα επικίνδυνα
μανιτάρια,
πρέπει ν’ αποδώσει
μες από εισπνοές θανάτου
τη ζωή.
Δεκτικός στη σκευωρία
του αφανισμού του,
εξαϋλώνεται
μεταβάλλοντας τα μανιτάρια
σε ασημένιους λωτούς.
30—9—86
Στις στάσεις των λεωφορείων,
στις στάσεις των φαναριών
και κει ακόμη
γινόταν τα μαλλιά σου
φύλλα των δέντρων
τα μάτια σου φως
Θάλασσα το χαμόγελό σου.
Κι’ έλεγα τ’ όνομά σου
όνομα οδυνηρό.
6—10—82
Στα μάτια σου,
οι βαθιές αποστάσεις.
Διαρροές του φωτός
και αφαίρεση.
Τι γυρεύεις αδελφέ μου
μέσα στο τέλμα του καιρού;
Μέσα σε κοσμικά δωμάτια
ενορατικός και διαιρεμένος
με την ύλη φορτίο
πάνω στις διόδους των ματιών;
Τι γυρεύεις ελεύθερος απ’ ενοχές
στις ενοχές των καιρών;
Ελεύθερος σ’ όλες τις διορατικές
αποστάσεις των ονείρων
με την ύλη φορτίο;
12—6—86
Η βραχνάδα στη φωνή σου
μαρτυρία
πως κάνεις δε σ’ άκουγε
ή πως έμεινες στη βροχή
προσπαθώντας
να γεμίσεις μια στέρνα,
Σημάδι απ’ τον παλμό της σταγόνας;
Κείνοι που πέρασαν δίπλα σου
άδειες κόγχες,
άνυδρα σώματα,
άκουσαν βήχα.
Είπαν,
ξερνάει αίμα!
Έφυγαν.
Επέστρεφαν
δίχως σημαίες.
Παίρνοντας ή λεηλατώντας
δεν ανακάλυψαν ποιοι ήταν.
Επέστρεφαν μ’ ένα κουφάρι πρόοδο
και τη γνώση του κάτεργου.
Απορημένοι.
Έτσι που αλλάζαν τις εποχές
μεγαλώναν μια πλάνη
μίκραιναν τα κενά της σήψης.
Επέστρεφαν μ’ απουσίες
και δίχως πρόσωπα.
6—10—82
Αιχμάλωτο φρένο
στο βάθος του είναι σου
κόσμε, λειτούργησε.
Η νύχτα,
σκοντάφτει στη νύχτα
κι η μέρα αρπάζει
πηλό και νερό
να κτίσει το φως.
Τελευταίο λεπτό,
στον αιώνα αντιστέκεται
αιχμάλωτο φρένο.
9—1Ο—86
Γύμνασε τη φωνή σου
ποιητή.
Η ακοή αρρωσταίνει.!..
Οι βάρβαροι κέντρισαν
την έγκυα μέρα.
Αλλά το αίμα στο μπετόν
γεννάει λουλούδι.
Ηλίανθος ο Βασιλεύς!
24—9—86
Υπάρχει η φωνή μου
έστω η φωνή μου
συντριβή από λέξεις
αρχίζει και επεμβαίνει
το τίποτα.
Ψάχνω μέσα στο τίποτα.
Αυτορωτώ κι ανταπαντώ.
Ανασαίνω δημιουργία.
Κατ’ σαν εισπνοή, εκπνοή
ή κάτι σαν αυτόχειρ…
Ψάχνω το τίποτα
ή το αυτοτίποτα.
Κείνο που μεγεθύνει
τον ονειροκαρπό
κι ο σπόρος του ανθρώπου
υψώνει
24—6—85
Στο παράθυρο,
η εξόριστη στάθηκε γυναίκα.
Πως υπάρχει στην πλάνη
είπε
κι έκλαψε.
Στο τζάμι,
τ’ αχειροποίητο ποδήλατο,
των πραγμάτων την άφθαρτη: οδήγησε
σ’ άυλη γέννα.
Πως υπάρχει στην πλάνη είπε
Στου καθενός τη μυθόχωρα
Η αειπάρθενη αυτή
αλήθεια.
Πολλοί στο τέλος πλανήθηκαν και δικαίωναν το εγώ τους
λέγοντας.
Η πλάνη είναι αυτοσυντήρηση
Η αυτοσυντήρηση έμφυτη.
Η πλάνη;
Κι άλλοτε Αλήθεια το ονόμασαν κι άλλοτε Ψέμα.
Και γονατίζουν
εμπρός
απ’ το αίνιγμα
που το ονόμασαν
Γνώση.
8—6—86
Πολλοί από κείνους, ενήλικοι, φύγαν στη χώρα
της καρδιάς,
Μες στο τοπίο του Ναού όπου κλεβόταν
άτρωτη η, Γνώση.
8—6—86
ΕΓΕΝΕΤΟ II
Να κατεβάσω τον πηλό στην υγρασία!…
Να στήσω τ’ αυτί μου στα χείλια της γης.
Να στηρίξω το μάτι στη τρύπα.
Έρχετ’ η μέρα όταν τη δεις.
Όταν ανοίξεις το ντουλάπι και ξεχυθεί
η μυρωδιά της μούχλας σαν αμαρτία…
Όραση των αοράτων! Όραση των ορατών!
Διψάσαν οι ώρες. Πείνασ’ η φωτιά.
—Ρίξε νερό, ρίξε και ξύλο.
Μη ξοδεύεις σταγόνα, μην πετάς ροκανίδι.
Το περίσσευα σου κηρύσσεται ιερό!
Θάρθσυν στη πόρτα τα παιδιά!
— Ορκίσου πως θα μοιραστείς το ψωμί σου
ως το τελευταίο ψίχουλο.
— Ορκίσου πως δε θα πεινάσεις ώσπου να χορτάσουν.
Καθάρισε το τραπέζι. Κόψε τη φλέβα της καρδιάς.
Σήκω! Tο ζυμάρι πλάθεται πρωί κάτω απ’ άγουρο άστρο
Και το προζύμι κηρύσσεται ιερό!
Ξεκινάμε!…
Ώρα μηδέν και ώρα πρώτη.
Η συμφωνία του φωτός ε γ έ ν ε τ ο !
Και εγένετο;
η ουσία της πέτρας
κι ουσία του πέλαγου
η νεφέλη των άστρων
κι η λευκότης της άμμου
φωτιά.
Κι’ αγρύπνησαν γυναίκες
με την πύρινη αίσθηση:
αφανίζοντας
τη, μετέωρη πλάνη.
Και εγένετο,
η ζωή των νεφών
απ’ τη καύση
και στα νέφη,, ο τρελλοί εραστές
του νερού
με τ αμείλιχτα δάχτυλα
ορίζουν
θανη
στην προδοσία!
Και εγένετο,
η απόχρωση των βλεμμάτων λευκή
και η δύναμη των χερών
μες το χάος.
Και είπε: Τώρα, αποσπάσου
ποιητή
με τη γεύση του ανέμου
στο σώμα.
Νίκησες είπε’
νίκησες με ρομφαία
το μάταιο!
Λαμπαδοφόροι στον ορίζοντα
χαμογελούν,
αργοκίνητα υψώνοντας
το ρ α π τ ρ ο .
Έρχεται η όραση, των νεογνών
μες απ’ το μάτι του περιστεριού
και την καρδιά του ελαιώνα…
Το ελάφι, γνωρίζει τη σκέψη
του άλλου ελαφιού
και δακρύζει μόνο
για το σκοτάδι.
Θα μιλήσει
σιωπή με σιωπή.
Πένθος με πένθος.
Ζωή με ζωή.
Έτσι γεννιέται αγάπη.
Και φώναξα:
Φίλοι μου, τραγουδήστε στα ελάχιστα∙
των μεγάλων η αίσθηση μικραίνει.
Φίλοι μου, τραγουδήστε
στην καρδιά ταυ συνοδοιπόρου σας
την κραυγή της φωτιάς∙
των μεγάλων η αίσθηση; μικραίνει.
Και η σταγόνα του ιδρώτα σας
θα σας ανταμείψει.
Αυτή, μέσα στο νούφαρο του σκοταδιού
αγρυπνάει.
Αυτή μες το παράφορο μάτι
της αγάπης
γίνεται πηγή.
23—9—86
Με το φτερό του αγγέλου
στην αόρατη σάρκα
μέσα στον αίθριο αιώνια,
ανένδοτη
σ’ επιστροφές
και τ’ αγέρωχα μάτια των πουλιών
που αποδημούν
σε μεστό καλοκαίρι
— Ετοιμάσου
μου είπες.
Ο κόσμος μετακομίζει
στο φως.
— Μάζεψε τις απορίες
της ζωής μας
ο κόσμος αύριο
μετακομίζει στο φως.
21-9—86
Όμοια γνώση
γνώση της ειρήνης.
Διαβρωμένοι ορίζοντες
τον καρπό συντηρούν
στη ρυτίδα.
Το αιώνιο σπέρμα
ταριχεύοντας
στον ευθύβολον άνεμο.
Κείνον που θ’ αντέξει
να σταθεί
σε όμοιο σημείο.
Αργά οι Καιροί μας πηγαίνουν
στον προορισμό μας
Κι’ η γη μας, ωριμάζει
κάπου αλλού, τον αιώνα.
21—9—86
Κι’ ίσως,
να βρούμε τη συνθήκη μας.
Ο καθένας χωριστά
σε άλλη θέση.
Ανάλογο άνεμο
στον ανάλογο χρόνο
ή συνεχή παροχή
φόρτισης κι’ εκπομπής.
Αυτή η ροή άνθρωπος
χρειάζεται τη δική του διάσταση.
Αλλιώς πεθαίνει.
Γι’ απτό πεθαίνει
αναζητώντας τη συνθήκη τού
ναι ευδοκιμήσει.
31—3—86
Η μήτρα
εγκυμονεί την πηγή,
την πηγή δύναμη
την πηγή πνεύμα.
Εγκυμονεί τους ανθρώπους
ραντάρ
που θα περιφέρονται ισχνοί
κι’ άφωνοι
με τον εξαίσιο μόνο πομπό
αγάπη.
26—2—85
Το βασίλειο των ονείρων
ηλεκτρίζουν τα παιδιά.
Δεν έχουν γνώση
δεν έχουν αμφιβολία
εμπιστεύονται στην εμπειρία
των Ουρανών,
ρεμβάζοντας την αγάπη…
Τα παιδιά
κρεμασμένα στο σύννεφο,
τη γαλήνη φωσφορίζουν
των αναστημένων.
Κι’ οι αναστημένοι,
φορτισμένοι την έκσταση
πατούν σ’ ένα λευκό
ειρηνικό παράθυρο.
Έχουν κι’ όλας
μαζέψει τη σκάλα
δε μας γνωρίζουν.
Στα πρόσωπα μας
μίσησαν το θάνατο.
6-12-85
Οι λέξεις, δε σε προεκτείνουν
Επιμένεις ν’ ακούς τον εαυτό σου
σε άλλο πεδίο.
Επιμένεις “να διασκορπίζεσαι
αόρατος σπόρος
σοφία σιωπηλή
σοφία «τη φύση
αβεβαίωτη…
Και επειδή δεν
δεν είσαι η φύση σου
θα μιλήσεις.
Επειδή είσαι αφαίρεση
κι’ έχασες το βάρος.
Επειδή δεν έχεις λέξεις
που να γίνονται σφαίρες…
28-2—85
Σκλάβοι πολιορκούν τους δρόμους
Με τα λευκά πανώ των απελπισμένων
με τα παρθενικά βλέμματα των; διψασμένων.
Σταματήσαν την κίνηση
των φθοροποιών υπερήχων
και τα χιμαιρικά κλάξον
των μεταμφιεσμένων.
Σκλάβοι, με τα μεταμορφωμένα
φωτεινά χέρια
και τους ασπάλαθους
φόρους ψυχής
με τα γυμνά αφυδατωμένα σώματα
αναδύονται απ’ τα όνειρα τους.
Διαμαρτύρονται.
20—3—86
Χρυσά των ήλιων
σε πιθάρια μαγνητικά
κατρακυλούν στους δρόμους.
Σ’ αγκαλιές φθοράς
σπάζοντας
δείχνουν το Α λ λ ο.
21—3—83
Στο δωμάτιο των εγχόρδων
οι ρυθμοί από σιωπές…
Εκπομπές της ζωής
παράθυρα ανοίγουν
στη γνώση.
Λειτουργούν οι Καιροί
με ανθισμένους βραχίονες.
Κι’ εσύ μες την παλάμη,
τ’ ουρανού,
μαζεύεις
τα νέκταρ των χειλιών τους.
Αθώο νέκταρ
ασυνείδητο!
αχ τι γυρεύεις εσύ ο κλέφτης
μέσα σε τούτη την ακολουθία;
9—9—86
Κείνοι ραντίζουν τη φθορά. Κόκκινη βροχή πάνω στη σκόνη.
Απλώνουν τη γραμμή του οδηγητή. Νικητές του αιώνα.
Τσακίζουν το δόκανο μέσα στην έκρηξη της ζωής
μες στην πηγή του πόθου για μετάβαση
στην όχθη μιας άλλης οικουμένης.
Αυτοί οι παρθένοι της γης, αντέχουν ακόμη∙
μες στο σκληρό κέλυφος της απραξίας.
Με τα δόντια στο τζάμι
με την ακοή στο τύμπανο,
αφουγκράζονται την ώρα.
8—9—86
Κι’ αυτό το περιπόθητο
φάντασμα, του κορμιού τους
αραγμένο στις ρίζες των ωκεανών,
βλάστησε τους ψηλούς αφρούς
και κάρπισεν ήλιο.
7—8—83
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
Τι γνωρίζει το ψάρι για το νερό
που μέσα του περνά ολόκληρη
τη ζωή του;
Αλμπερτ Αϊνστάιν
Ο Νικόλας ήτανε τρομοκράτης.
Το· πρωί που ξυπνούσε
γυρνούσε γυμνός και ξυπόλητος.
Άπλωνε στο χώμα σημαία
απ’ άφθαρτη ύλη
κι’ άφηνε μέσα σκέψη
ζωντανή σκέψη.
Έπλαθε σφαίρα
’Ύστερα. στο λεωφορείο, στο τραίνο,
στο σταθμό,
όπου σε συναντούσε
ανατίναζε την ψυχή σου.
Ο Νικόλας ήτανε τρομοκράτης
του σκοταδιού.
Ήξερε την τέχνη του πυρός.
Μια μέρα
έβρεξε το πρόσωπό του
μ’ εύφλεκτο υγρό
αποπειράθηκε να δημιουργήσει
καλλίτερα.
Έγραψε στη σημαία:
«Αμφισβητείτε τ’ αποφθέγματα των σοφών
και τους νόμους.
Αφουγκραστείτε τους νόμους των Ρευστών
Μισείτε τ’ αγάλματα
Αμήν»
Κι’ ανατινάχτηκε.
Για κείνον,
η ζωή, ήταν
ένας περίπατος
κάτω απ’ τον ήλιο.
Για κείνον
η ζωή ήταν,,
ένας καφές
μες τη πλατεία του μεσημεριού.
Για κείνον
η ζωή ήταν,
να βγάλει βαρκάδα τη σκέψη.
Έμενε τελευταίος….
Δεν ήθελε ‘να πάει μαζί τους
Ήταν αλλεργικός στην ασφυξία.
Είχε συνηθίσει
μια πατρίδα δίχως δρόμους
κτίρια τοίχους, κάγκελα
ή αλυσίδα.
Έτσι,
έμενε μετέωρος
σε έναν ήχο
κι αυτόν μυστικό….
Δεν δεχόταν την αποπλάνηση
γιατί είχε την δική του
πλάνη.
Τώρα θα παραδοθεί.
Όλα τον προδίδουν.
Μπαίνει στο κάδρο.
Από κει μπορεί να χαμογέλα
με κείνο το χαμόγελο
της γνησιότητας της στιγμής.
Με κείνο το σχήμα
που καθορίζει το χρόνο
δίχως την προδοσία
της αλλαγής….
Κι’ ίσως τη νύχτα,
συνηθισμένος
στο μεροκάματο της σταγόνας,
μετακομίσει πάλι στον καθρέφτη.
Βιαστής των σχημάτων
θ’ αντέξει
στις αλλεπάλληλες εξορίες ;
Τελικά.
πάσχιζε να θυμηθεί….
Υπέφερε απ’ αμνησία.
Η παρθένα μνήμη
ήταν γι’ αυτόν μια ουτοπία
που ταυ τροφοδοτούσε
όχι το γεγονός της ζωής
μα της λήθης.
Λυπόταν την κάτοψη του σπιτιού του.
Το κενό των γωνιών.
Κατά καιρούς,
του γινόταν μία κατάσχεση,
αγαπημένων πραγμάτων.
μα εκείνος δε θυμόταν
τι χρεωστούσε
ή γιατί συνεχώς
ήταν χρεωκοπημένος.
Ίσως γι’ αυτό
υπέφερε από αμνησία.
Εξ αιτίας αυτής της αμνησίας
ζητούσε αμνηστία.
Να του δοθεί η χάρη.
Να τον αφήσουν επιτέλους
ε λ ε υ θ ε ρ ο
να θυμηθεί
Ετούτο πάλι το κελί,,
είχε μια πόρτα άνωθεν
κι’ αυτός εκήρυττε σιωπή
χρεώστης των πάντων
θα καταλάβει εκείνο
π ο υ τ ο υ ε ίχ ε δ ο θ ε ί ;
Πώς να αποδείξει
ότι ήταν αθώος;
Μαθηματικά
τον καταδίκαζαν.
Έπρεπε να ζητήσει συγνώμη
για την ε ν ο χ ή
που είχανε τετραγωνίσει
στη ζωή: του…
Εκστασιαζόταν όταν του άνοιγαν τη πόρτα.
Την προσπερνούσε.
Του δίναν λευκές λέξεις
ρευστά ρήματα
να ντύσει τον πηλό
των προσώπων του.
Του δίναν την αθέατη δάφνη των ουρανών.
Οπισθοχωρούσε.
Ήταν ρακοσυλλέκτης.
Αφιλόδοξος.
Τίποτα δεν μπορούσε να υποδυθεί
εκτός απ’ τον πηλό
των πραγμάτων…
10—3—86
.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΚΕΡΑ (2020)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Οι άγνωστοι αφανείς ήρωες των χωριών του κάμπου και της ορεινής περιοχής που προσπαθούν να επιβιώσουν αντέχοντας την πείνα, την εξαθλίωση, τον εξευτελισμό και τη βία της τρίτης βουλγαρικής Κατοχής στη Θράκη (1941-43), επί σκηνής.
Πτυχές της εμπειρίας του μέσου ανθρώπου, άγνωστες καθημερινές στιγμές μέσα απ’ τα μάτια των απλών ανθρώπων της αγροτικής κυρίως περιοχής της Ξάνθης, μαρτυρίες γεγονότων όπως τα βίωσαν και όπως πέρασαν από γενιά σε γενιά, μαρτυρίες που δεν έχουν λεχθεί, αποσιωπήθηκαν ή χάθηκαν στη ροή του χρόνου.
Λέω πως η σκέψη μπορεί να μεταβάλλει τις εικόνες απ’ το παρελθόν. Να μετατρέπει την αλήθεια σε όνειρο, σ’ αυτό που θέλουμε ή δεν θέλουμε και να την απωθήσει ή να την εξαφανίσει. Αλλά και την ίδια τη στιγμή του γεγονότος να τη χωρίσει, να τη σπάσει στα δυο. Σ’ αυτό που συμβαίνει και σ’ αυτό που δεν συμβαίνει. Να πλάσει 8υο στιγμές παράλληλες μέσα στον ί8ιο χρόνο.
Αυτή η αυταπάτη εξαφάνιζε χρόνια την πραγματικότητα εκείνου του γεγονότος. Έκρυβε από το 8ιεσταλμένο κουκούτσι των ματιών του Παναγή τον τρόμο και το άδικο.
Η αυταπάτη, αυτή η άμυνα. Μια επιβίωση είναι για μας που κουβαλάμε τη στιγμή την άδικη.
Τα κείμενα, μέσα απ’ τη λογοτεχνική αφηγηματική τους πλαισίωση, επιχειρούν να καλύψουν ένα σημαντικό κενό στην προφορική ιστορία της Θράκης, να ευαισθητοποιήσουν τον αναγνώστη στα γεγονότα της βίας και τις τακτικές του πολέμου, αλλά και να τον φέρουν κοντά στις πολιτισμικές και γλωσσικές μας παραδόσεις.
ΤΟ ΤΖΑΜΙ
Πρώτη απώλεια του πολέμου, η αλήθεια
Αισχύλος
ΠΑΓΩΝΩ ΑΚΟΜΗ, όταν θυμάμαι εκείνο το πηγάδι με τον Παναγή ανάσκελα στον πάτο, τα χέρια ανοιχτά, την τρύπα στο μέτωπο και τα μάτια διάπλατα στυλωμένα στο άνοιγμα του πηγαδιού, να κοιτούν τον ουρανό μες απ’ τη διαφάνεια του λιγοστού νερού. Τα μάτια ανοιχτά κι απορημένα να μας καρφώνουν, έτσι όπως ήμασταν σκυμμένοι γύρω-γύρω στο στόμιο του
κύκλου να τον κοιτούμε.
Καθρεφτιζόταν και το φεγγάρι άγουρο ακόμη στα μάτια του. Σουρούπωνε κι αναρωτιόμουν αν ήταν αλήθεια ή ψέματα εκείνη η εικόνα του φεγγαριού στα μάτια του, εκείνη η εικόνα που διαλυόταν όπως το νερό μέσα στις παραθλάσεις του.
Λέω πως η σκέψη μπορεί να μεταβάλλει τις εικόνες απ’ το παρελθόν. Να μετατρέψει την αλήθεια σε όνειρο, σ’ αυτό που θέλουμε ή δεν θέλουμε και να την απωθήσει ή να την εξαφανίσει. Αλλά και την ίδια τη στιγμή του γεγονότος να τη χωρίσει, να τη σπάσει στα δυο. Σ’ αυτό που συμβαίνει και σ’ αυτό που δεν συμβαίνει. Να πλάσει δυο παράλληλες στιγμές μέσα στον ίδιο τον χρόνο.
Αυτή η αυταπάτη εξαφάνιζε χρόνια την πραγματικότητα εκείνου του γεγονότος. Έκρυβε από το διεσταλμένο κουκούτσι των ματιών του Παναγή τον τρόμο και το άδικο.
Η αυταπάτη, αυτή η άμυνα. Μια επιβίωση είναι για μας που κουβαλάμε τη στιγμή την άδικη.
Έπαιζε και τότε το νερό με τις αισθήσεις μας, εξαφάνιζε μ’ έναν τρόπο μαγικό το πρόσωπο του Παναγή κι έφερνε εκεί απ’ το βάθος του στην επιφάνεια τα δικά μας πρόσωπα καθρεφτισμένα σαν σε διάφανο τζάμι. Το τζάμι που χώριζε και παράλληλα ένωνε με τη διαφάνειά του το εδώ με το εκεί, τη ζωή με τον θάνατο. Εμάς με τον Παναγή. Πότε τον εξαφάνιζε και πότε τον εμφάνιζε. Πότε αντανακλούσε όλους εμάς και ήταν σαν να ένωνε ή να διέλυε τον χρόνο.
Μια απατηλή διάφανη διαχωριστική γραμμή είν’ η αλήθεια, μια υποψία αμφίβολη που ποτέ δεν σ’ ελευθερώνει απ’ τις σκιές της. Όλα ζουν μαζί σου τη δική τους αυθαίρετη ζωή κι εσύ νομίζεις πάντα πως είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, αλλά δεν είσαι.
Ένα ήσυχο απόγευμα του Απρίλη, του ’ 42, ήταν κι οι άντρες του χωριού μαζεμένοι στο καφενείο, κάπνιζαν και συζητούσαν. Αν και οι Βούλγαροι στην Κατοχή απαγόρευαν τις συγκεντρώσεις, μαζεύονταν πότε-πότε οι χωρικοί, έτσι για να αναθαρρέψει ο ένας απ’ τον άλλο. Ανυποψίαστοι κι αμέριμνοι ήταν. Καμιά περίπολος βουλγαρική εκεί γύρω, εκείνο το μουντό απόγευμα.
Αλλά οι χαφιέδες έδιναν κι έπαιρναν εκείνη την εποχή. Έβαζε η Οχράνα, η μυστική ασφάλεια των Βουλγάρων, δικούς της και κατασκόπευαν τα χωριά της Θράκης και της Μακεδονίας, αλλά και δικοί μας, σπιούνοι πουλημένοι για λίγο ψωμί, πρόδιδαν κάθε στιγμή, προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους. Κάποιος τους πρόδωσε, λοιπόν, κι έτσι όπως κάπνιζαν αμέριμνοι κι έλεγαν
στα χωρατά τους ντέρτια και καημούς, ξεπρόβαλε στη γωνία απ’ το ύψωμα του χωριού ένα βουλγάρικο απόσπασμα που κατηφόριζε με ρυθμό.
Ήταν στην πόρτα του καφενείου ο Κωνσταντής και τρόμαξε. Μπήκε και φώναξε: «Έρχονται οι Βούλγαροι, τρεχάτε!».
Σαν να διέταξε ο φόβος κι ο πανικός ήταν. Βγήκαν έξω χωρίς να σκεφτούν κι έτρεχαν. Άλλος προς τα χωράφια, άλλος προς τα σπίτια, άλλος πίσω από δέντρα, στις αυλές. Αθώους και τρομοκρατημένους τους βρήκαν οι σφαίρες των Βουλγάρων που βλέποντάς τους να τρέχουν, τους πέρασαν για αντάρτες και τους θέρισαν.
Ως τα χωράφια τους κυνήγησαν κι ως τις αυλές. Μέσα στα ντάμια και στους αχυρώνες τους βρήκαν. Κι άοπλους προτού να βγάλουν άχνα, τους σκότωσαν.
Μονάχα ο Κωνσταντής γλύτωσε. Πρόλαβε και σκαρφάλωσε στο δέντρο που υπήρχε δίπλα στο καφενείο. Κρύφτηκε μέσα στις φυλλωσιές και είδε το κακό.
Ο Παναγής έτρεξε κατά τις αυλές και μπήκε μέσα σ’ ένα πηγάδι που υπήρχε εκεί κοντά, για να γλυτώσει. Αλλά τον είδαν οι Βούλγαροι, έσκυψαν, κι όπως κοίταγε εκείνος προς τα επάνω, του την κατάφεραν στο «Δόξα Πατρί» με μια σφαίρα στο μέτωπο.
Σταμάτησαν οι πυροβολισμοί κι έπεσε η σιωπή. Αργά-αργά όπως σουρούπωνε, κι έφευγαν οι Βούλγαροι, βγήκαν οι γυναίκες του χωριού μοιρολογώντας και τσιρίζοντας, χτυπώντας στήθη, τραβώντας μαλλιά, με την ψυχή στα τάρταρα μάζευαν τα ξεψυχισμένα κορμιά. Τα περισσότερα νέα παλικάρια αθώα με την ψυχή ακόμη αζύμωτη, περνούσαν αδιάβαστα και μόνα τον σκοτεινό Αχέροντα.
Έτρεξε στο πηγάδι η Αντίκλεια, γυναίκα του Παναγή, έτρεχε ξοπίσω της κλαίγοντας κι ο μικρός Δημητρός, τριών χρονών.
Την πρόλαβαν και την τράβηξαν πίσω οι άλλες γυναίκες του χωριού, να μη δει στο πηγάδι βαθιά, να μη θυμάται, για να ’ ρθει πιο γρήγορα η λησμονιά.
Πετρωμένη τη γύρισαν στο σπίτι. Τα μάτια καρφωμένα αλλού. Τα χέρια σταυρωτά στο στήθος. Το κορμί πίσω-μπρος. «Ο Παναής;» ρώτησε. Μια μαύρη γάτα τρύπωσε απ’ την πόρτα την ορθάνοιχτη, πήδηξε στην αγκαλιά της, κουλουριάστηκε.
«Έφυγε ο Παναής», της είπαν, «πάει κατά τον κάμπο, θα γυρίσει». Έσπρωξε γρήγορα τη γάτα μακριά, κλαψούρισε εκείνη, πήρε τον μικρό Δημητρό στην αγκαλιά της, τον έσφιξε πάνω της τρέμοντας. Μια αιωνιότητα η στιγμή. «Θα γυρίσει» είπε ψιθυριστά.
Τρέξαμε τότε γρήγορα πίσω όλοι μαζί. Γίναμε κύκλος γύρω απ’ το στόμα του πηγαδιού, «Παναήηη» φωνάξαμε, μήπως και ζει, αλλά ξαναγύρισε πίσω ένα αντίλαλος κι ύστερα μια βουβαμάρα θανατερή.
Αντανακλούσε τις σκιές του το νερό και μέσα του το πρόσωπο του Παναγή παγωμένο. Έπεφτε μες στο κρύο νερό και το φεγγάρι. Τρύπωνε στα μάτια του, τα σκέπαζε. Βουτούσαν και τα δικά μας πρόσωπα ρυτιδωμένα στη διαφάνεια της στιγμής κι όλα μαζί, πρόσωπα, μάτια φεγγάρια, αίματα, μια στιγμή ίδια και ξέχωρη.
Ο ΤΡΕΛΟΣ
ΤΟ ΠΑΡΑΘΎΡΙ ΕΒΛΕΠΕ στην αυλή μας. Μικρό, λίγο πάνω απ’ το χώμα κι ασφαλισμένο απ’ έξω με χοντρά κάγκελα. Κάθε πρωί, χαράματα μαζί με τα κοκόρια, φώναζε και χτυπούσε τα τζάμια ο τρελός. Γυμνός, αξύριστος με γένια άσπρα και μαλλιά μπερδεμένα, έσφιγγε τις γροθιές του και χτυπούσε να βγει. Να σπάσει τα τζάμια και να φύγει απ’ τη φυλακή του. Σαν κατσιασμένο πρόβατο βέλαζε να βγει απ’ το μαντρί κι άφριζαν στο στόμα του οι λέξεις ποτάμι, αλλά τι έλεγε, κανείς δεν καταλάβαινε.
Τον είχαν κλειδωμένο και δεμένο στο μικρό υπόγειο δωμάτιο οι γιοί του και μόνο το πρωί τον έλυναν λίγο, για να ξεπιαστεί. Από τότε που τα ’χάσε κι έλεγε τον ουρανό κατσίκι, από τότε που ορμούσε σαν αγρίμι σε όλους, έτοιμος να τους κατασπαράξει, από τότε που ο φόβος διέταζε, υπαγόρευε, εξουσίαζε την ψυχή και το μυαλό του κι άρχισε να κρύβεται σε θημωνιές και ξεροπήγαδα και να τον ψάχνουν, από τότε που σερνόταν σαν σκυλί στο χώμα με λυγμούς και το ξερόγλυφε, άνοιγε τρύπες με τη γλώσσα και ψιθύριζε, εγώ δεν είπα τίποτα, εγώ δεν έκανα τίποτα, αυτοί φταίνε, από τότε τον κλείδωσαν στο υπόγειο δωμάτιο του σπιτιού οι δυο του οι γιοί, τον έκρυψαν απ’ τα μάτια και τ’ αυτιά του κόσμου, γιατί οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν στο χωριό.
Προδότης είναι, έλεγαν. Αυτός πήγε τους Βούλγαρους στα σπίτια του Γιώργη και του Αυγερινού. Αυτός μόνο ήξερε τους κρυψώνες με τις προμήθειες και τα χρυσαφικά.
Φίλος τους ήταν. Απ’ αυτούς τους φίλους που καραδοκούν να σε συντρίψουν για να επιζήσουν, όχι γιατί δεν μπορούν να επιζήσουν, αλλά γιατί στο αίμα τους η απληστία και ο φόβος κάνουν κουμάντο.
Σπιούνος είναι, ανάθεμά τον, έλεγε η μάνα μου και κοίταγε κατά το μικρό παράθυρο οργισμένη. Τον κρύβ’νε γιατί θα τον πετσοκόψ’νε οι χωριανοί.
Και τον άλλον, τον ακαμάτ’, τον βρήκαν μαχαιρωμένο μες στο χαντάκ’ ένα πρωί κι είπαν τάχατες πως τον έφαγαν οι Βουλγάρ’! Δικοί μας το ’καμαν. Θάρρεψε πως θαγλυτώσ ο σερσέμ’ς.
Μαθέφ’κε πως σπιουνεύ’ στους Βουλγάρ’, όσους έχ’νε λίρες και χρυσαφικά, για να παίρνει και τούτος τα μπαξίσια τ’!
Δυο-τρεις ήταν που πρόδιδαν στο χωριό. Καλό τέλος δεν είχαν οι μπάσταρδοι, έλεγαν οι αδικημένοι στο καφενείο. Διαόλου ράτσα, σουπιές.
Το ’χυσαντο μελάνι τους, μας μαύρισαν.
Ένας μόνο γλύτωσε. Τον φυγάδευσε η αδελφή στη Βουλγαρία. Τον έκρυψε μέσα σ’ ένα κάρο με τρόφιμα και κουζινικά που έστελναν οι Βούλγαροι για τους δικούς τους στα χωριά τους.
Φύγε, Αριστείδη να σωθείς, του’ λεγε. Θα σε σκοτώσ’νε δω πέρα, χαΐρ’ δεν έχ’ς.
Έφυγε ξημερώματα κι ο Αριστείδης κρυμμένος μες στα κάρα με τα τσουβάλια, ζωσμένος κάτω απ’ τα ρούχα του τις λίρες που οικονόμησε απ’ τους Βούλγαρους.
Τώρα, ο μπάρμα-Γιάννης κλειδωμένος στο υπόγειο πώς ζούσε ακόμη, ένας θεός το ξέρει. Τον είχαν δεμένο στο κρεβάτι με αλυσίδες οι νύφες και οι γιοί, για να μην τους ξεφύγει και βγει προς τα έξω. Περίμεναν να τον κομματιάσουν οι χωριανοί, γιατί τον φίλο του τον Αυγερινό που αυτός τον πρόδωσε, τον σκότωσαν οι Βούλγαροι εκείνο το βράδυ που τους πήγε κρυφά και τους έδειξε στον αχυρώνα τους γεμάτους τενεκέδες που φύλαγε κρυφά ο Αυγερινός μέσα στα άχυρα.
Φύλαγε εκεί τους καβουρμάδες για τον χειμώνα και σε κάποιον απ’ αυτούς, κάτω απ’ τα λίπη και τα κρέατα, είχε σκεπασμένες τις λίρες του ο Αυγερινός. Σημαδεμένος ήταν και μισογεμάτος ο πολύτιμος τενεκές κι ο μπάρμπα-Γιάννης το ήξερε.
Αυτός μισός είναι, να τον πάρω εγώ; Ρώτησε. Και του τον έδωσαν οι Βούλγαροι ανυποψίαστοι.
Έμπαινε κι ο Αυγερινός εκείνη τη στιγμή με το όπλο τεντωμένο κι απειλητικό, γιατί άκουσε μουρμουρητά στον αχυρώνα, και τον έφαγαν οι Βούλγαροι με μια μπαταριά.
Άρπαξε ο μπάρμπα- Γιάννης τον τενεκέ με τις κρυμμένες λίρες κι έτρεχε αλαφιασμένος στα σκοτεινά. Αλλά του ’ φαγε η νύχτα την ψυχή με τις ενοχές κι απολωλάθηκε.
Μετά από χρόνια, όταν πέθανε και τελείωσε, το ’ 44, η βουλγαρική Κατοχή στη Θράκη, έφυγαν οι γιοί κι οι νύφες του στην Αθήνα κι αγόρασαν μεγάλα ακίνητα κι ακριβά τροχοφόρα και καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια στον ήλιο.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΑΚΟΥΓΕ ΜΠΑΧ ΚΑΙ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΙ. Την άνοιξη του ’43 τον ερωτεύτηκα. Ήταν το ανοιχτό παράθυρο; Η σιλουέτα που τριγυρνούσε στο απέναντι δωμάτιο, αλλάζοντας δίσκους αργά αργά πάνω στο παλιό γραμμόφωνο;
Είχε φέρει κάτι δισκάκια μαζί του απ’ τη Βάρνα. Το γραμμόφωνο το άρπαξε από το καφενείο του χωριού. Κατοχή και κατέχω.
Και το νερό και τα άστρα και το γέλιο σου ακόμη, και τα σπουργίτια και τον ίσκιο σου και τις αστροφεγγιές σου.
Ιάβορ τον έλεγαν. Άκουγε κάθε βράδυ την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι. Άλλοτε τα «Βραδεμβούργια» του Μπαχ. Τον ηρεμούσαν φαίνεται απ’ τ’ άγρια και τα θανατερά τριγύρω του. Όπιο κι ανεμόσκαλα.
Απέναντι ακριβώς. Το σπίτι χαμηλό στο χωριό. Μικρό. Τους έφεραν εκείνη τη χρονιά. Τρεις -τέσσερις ήταν με στολές αξιωματικών. Τον μπαρμπα-Σίμο στο πλυσταριό της αυλής. Στριμωγμένο. Χάνονταν οι άλλοι την ημέρα. Στο πλιάτσικο και στις συμφορές. Αυτός μπαινόβγαινε ήσυχα εκεί. Κανέναν δεν πείραζε. Ήρεμος σαν ήσυχο ποτάμι. Άνοιγε την πόρτα το πρωί. Με κοιτούσε. Τον κοιτούσα κι εγώ. Κουνούσε καταφατικά το κεφάλι. Το κουνούσα κι εγώ. Δυο τεράστια γαλάζια μάτια είχε. Θεό μου θύμιζε. Ουρανό. Δεν είχε πια νόημα η Κατοχή, ούτε η πείνα, ούτε ο θάνατος. Σκέπαζε η μουσική τη φρίκη. Σκοτάδι κι ονειρευόμουνα. Δεν είχε λόγο το αδιέξοδο κι η ενοχή κι ο διχασμένος εαυτός. Μπροστά στη δύναμη αυτή, η αθωότητα γυμνή. Κι ο άνθρωπος ίδιος σ’ όλα του τα βάθη. Τα ξέχασα όλα.
Άφηνε κάτι δεματάκια στην πόρτα μας τις νύχτες αυτός, τυλιγμένα σε χοντρό χαρτί να μη φαίνεται μέσα. Λίγα τρόφιμα, κρυφά πίσω απ’ τη γλάστρα. Κάποιο πρωί ένα γράμμα. Λίγες κακογραμμένες λέξεις στα ελληνικά. Δύσκολα τα έβγαζα. «Έλα τω βράδη τω φράχτι τω κίπο», έγραφε. Φοβόμουν. Δεν πήγα.
Την άλλη μέρα το ίδιο. Και τις άλλες το ίδιο. Όλες τις μέρες το ίδιο. Οι νύχτες κόλαση και μουσική. Πάλευαν οι παράδεισοι με τις φωτιές, ώσπου πήγα.
Με κοίταξε βαθειά. Αναστήθηκε ο κόσμος. Η μουσική στο κεφάλι του, η μουσική στο κεφάλι μου. Έσμιγαν μυστήρια στον αέρα, χωρίς εξήγηση. Φοβάμαι, είπα. Μη χορεύεις τον θάνατό σου, είπε. Ό,τι πνίγεις, μαχαίρι. Έπαιζε ο δίσκος αργά «το πουλί της φωτιάς». Θα φύγουμε μαζί, μου είπε. Θα σε πάρω απ’ εδώ.
Το άλλο βράδυ φύγαμε. Κρυφά απ’ τη μάνα μου. Τίποτα μαζί μας. Μόνο τα δισκάκια του ο Ιάβορ σ’ ένα σακίδιο μικρό. Προδώσαμε πατρίδες κι οι δυο. Τον έψαχναν οι πολιτσμάνοι τους, με κυνηγούσαν οι δικοί μου. Μες στα βουνά χαθήκαμε. Μέρες και νύχτες με τα πόδια. Αγριέψαμε.
Κοντεύαμε Βουλγαρία, σύνορα. Ακόμη ελληνικά χωριά. Αντάρτες, νάρκες, πυροβολισμοί, ενέδρες, πώς τα περάσαμε; Τα μονοπάτια σκοτεινά τη νύχτα, χωμάτινα. Ανήσυχος ήταν ο Ιάβορ, κοντεύουμε, είπε, θα κρυφτούμε κι όταν τελειώσει αυτό το απάνθρωπο αστείο, θα σπουδάσουμε κι οι δυο μουσική στη Βάρνα. Εγώ θα συνεχίσω κι εσύ θ’ αρχίσεις.
Ξαφνικά μες στη νύχτα ένα τραγούδι. Κάποιος στα ελληνικά, φαντάρος, αντάρτης, τσομπάνος; Ποιος ξέρει:
Το σπίτι μου είναι θνητό
Το σπίτι μου είναι γυάλινο
Το φυλάει ένα αηδόνι
Το πιο σίγουρο απ’ όλα τα αηδόνια
Η σιωπή η η η …
Ύστερα ένα, α α αλτ! Τρέξε, μου είπε. Τρέχαμε σαν τους τρελούς. Πυροβολισμοί, φωνές, άγρια παραγγέλματα βουλγάρικα, μ’ έσπρωξε ο Ιάβορ στην πλαγιά. Κύλισα. Έμεινε επάνω αυτός. Ένα βήμα για να κυλήσει, να έρθει κάτω δίπλα μου. Δεν ήρθε. Άστραψε στη νύχτα σαν πυροτέχνημα. Μια νάρκη κι εκτοξεύτηκε στον αέρα. Η ζωή, είναι τέχνη της φωτιάς. Ένα πυροτέχνημα είναι. Διέγραψαν μια βίαιη τροχιά προς τα πάνω τα κομμάτια του, άφησαν έναν ψίθυρο συρτό οι σπίθες του, κάποιες νότες μεταλλικές σαν κρύσταλλο που σπάει στον αέρα, μουρμούρισαν τα διαλυμένα δισκάκια του κι ύστερα τίποτα. Σιωπή. «Το πιο σίγουρο απ’ όλα τα αηδόνια». Μια μυρωδιά τέφρας δίπλα μου μόνο. «Το σπίτι μου είναι θνητό», και λίγα θρύψαλα απ’ τα δισκάκια του στα πόδια μου.
«Η ιεροτελεστία της άνοιξης», σύντομη.
Εδώ στη Βάρνα που με βρήκες, αδελφέ, εδώ έζησα όλα αυτά τα χρόνια. Δούλεψα, σπούδασα μουσική, δίδαξα, έκανα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια.
Μου έλειπε η πατρίδα, το χωριό, εσείς. Μου λείπατε. Πώς να γυρίσω πίσω; Όλοι εσείς, θα με σκοτώνατε. Όχι με τα χέρια, με τα βλέμματα, αδελφέ. Γι’ αυτό δεν γύρισα. Τι να ’κανα εκεί σε τέτοιο θάνατο; Ξεφτισμένο ημερολόγιο ήμουν πια. Κι ύστερα πώς θα σπούδαζα μουσική για τον Ιάβορ; Σας έβρισκα όλους μέσα εκεί, αδελφέ. Εκεί χτυπούσε η καρδιά σας. Ήρεμος κόσμος είναι η μουσική. Χαμόγελο, όταν δεν σ’ ακούει κανείς.
ΣΒΟΥΡΑ
Η ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ, ΗΤΑΝΕ ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ. Από τη μια μεριά χαλίκια. Άκουγα τα κάρα στις δύο τα ξημερώματα που κατέβαιναν απ’ τη Χρύσα για τα χωράφια. Τράκα-τρούκα, τράκα-τρούκ, πήγαιναν για τα καπνά.
Τα χωράφια ήταν προς τον Φόρο. Όλη εκείνη η περιοχή, χωράφια ήτανε προτού κτιστούν πολυκατοικίες.
Στον ανταρτοπόλεμο, πολλοί απ’ τη Μορσίνη, την παλιά Χρύσα και άλλα χωριά, αγόραζαν σπίτια εδώ στον συνοικισμό, στα προσφυγικά. Έρχονταν τα βράδια για να κοιμηθούν, γιατί κατέβαιναν τη νύχτα οι αντάρτες απ’ το βουνό και τους έπαιρναν.
Έτσι, βλέπαμε στη γειτονιά, μπροστά από μερικά σπίτια, τελάρα με καπνά. Την ημέρα επάνω, τη νύχτα κάτω στην πόλη για κοιμηθούν και να σωθούν οι ιδιοκτήτες τους. Τα καπνά της Χρύσας, βόλτες έκαναν, ανεβοκατέβαιναν ώσπου να στεγνώσουν και να πουληθούν.
Πολλά κάρα ανατινάζονταν στα χωριά, γιατί οι αντάρτες έβαζαν βόμβες στα χωράφια και στους χωματόδρομους.
Απέναντι απ’ τα σπίτια τα προσφυγικά, στην Περικλέους, ο Στρατιωτικός Τομέας (1ο γυμνάσιο Ξάνθης σήμερα), είχε τα φώτα του αναμμένα τις νύχτες και κάτι σαν ουρλιαχτά σκύλων ακούγονταν από μέσα. Έβγαινα περίεργη να δω τι είναι, δεν καταλάβαινα από πού έβγαιναν αυτές οι φωνές και ρωτούσα τον πολιτσμάνο που τριγύριζε εκεί κοντά, «τι είναι, τι γίνεται; γιατί φωνάζουν έτσι τα σκυλιά;» «Πήγαινε μέσα κυρία» μου έλεγε, «μην τριγυρνάς έξω τη νύχτα». Αργότερα κατάλαβα.
Αδελφός σκότωνε αδελφό. Άδικα έφευγε ο κόσμος. Διχασμός και τι έγινε;
Όλοι ένα έγιναν πάλι. Σβούρα.
.
ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ
Γεωργίου Βιζυηνοῦ
(δράμα σε τρεις πράξεις)
Θεατρικὴ ἀπόδοση (1996)
Ἑλένης Δημητριάδου – Ἐφραιμίδη
Βραβεῖο Ἰπεκτσί 1999
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/gewrgios_bizyhnos/o_moskwb_selhm_theatre.htm
Ἀντὶ προλόγου
Πολλὲς φορές, μιὰ σκέψη ἢ μία ἰδέα γίνεται ἔμμονη. Ἐξουσιάζει καὶ ὁδηγεῖ. Γίνεται κίνηση γιὰ δημιουργία ἢ γιὰ ἐπανάληψη μιᾶς δημιουργίας. Ξύπνημα μνήμης. Λόγος καὶ δύναμη ποὺ μὲ παρότρυναν νὰ κάνω τὴ μεταφορὰ αὐτὴ τοῦ διηγήματος τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ στὸ θέατρο. Πίστη, πὼς μέσῳ τοῦ θεατροποιημένου αὐτοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου, θὰ δινόταν ἡ εὐκαιρία στὸ θεατὴ νὰ ἔρθει σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου, τῆς γλώσσας καὶ τῆς σκέψης τοῦ Βιζυηνοῦ. Πιστεύω πὼς ἡ μεταφορὰ αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ λειτουργήσει σὰν μία πρόταση γιὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια. Νὰ μὴ σταματήσει ἡ «μνήμη Βιζυηνοῦ» στὸν ἀπόηχο τοῦ 1996. Στὰ «100 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του», στὸ σήμερα καὶ στὸ τέλμα. Ἡ κατάθεση αὐτὴ φιλοδοξεῖ στὴν ἐπανάληψη τῆς μνήμης ἀλλὰ καὶ στὴν ἀφύπνιση ποὺ ἡ συγκίνηση θὰ δίνει ὅταν σκύβουμε στὸ «μυστικὸ νερό» τῆς πηγῆς τοῦ ἔργου τοῦ Βιζυηνοῦ τῆς Θρᾴκης.
Ὑπῆρχε βέβαια ἡ δυνατότητα θεατροποίησής του. «Ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι τὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ διαθέτουν πλούσιο δραματικὸ ὑπόστρωμα».(1) Ἀκόμη ὅτι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀφηγηματικῆς προοπτικῆς στὰ διηγήματά του, «μεταβάλλει αὐτόματα τὴ διήγηση σὲ μίμηση, δηλαδὴ τὸ διήγημα σὲ θεατρογράφημα».(2)
Ὁ τρόπος τῆς μεταφορᾶς τοῦ «Μοσκὼβ-Σελὴμ» στὸ θέατρο μὲ ἀπασχόλησε ἀρκετά. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει μία πιὸ ρεαλιστικὴ θεατρικὴ ἀπεικόνιση προσώπων καὶ διαλόγων. Τελικὰ ἡ μεταφορὰ τοῦ μέσῳ τῆς ἀφήγησης μὲ κύρια πρόσωπα τὸν Ἀφηγητή-συγγραφέα συνομιλητή, καθὼς καὶ τὸν Ἀφηγητή-Σελήμ, νομίζω ὅτι εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸς γιὰ τὸ Βιζυηνὸ ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ἐπιτρέπει στὸ συγκεκριμένο διήγημα, νὰ φανεῖ ἀκόμη καὶ μέσῳ τῆς θεατροποίησής του, τὸ ψυχολογικό, φιλοσοφικὸ καὶ κοινωνικὸ ὕφος τοῦ Βιζυηνοῦ. Τὰ διάφορα πρόσωπα τοῦ ἔργου περνοῦν, ζωντανεύουν καὶ ἀφηγοῦνται μέσα ἀπ᾿ τὸν «κύριο φορέα τῆς ἀφήγησης» τὸ Μ. Σελήμ. Καὶ «ὅπως ὁ ἀρχικὸς ἀφηγητὴς ὑποκαθιστᾶ τὸ Μ. Σελήμ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Μ. Σελὴμ ὑποκαθιστᾶ τὸ Σακήρμπαμπα καὶ τοὺς ἄλλους».(3)
Ο «Μ. Σελήμ» μποροῦσε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀφήγημα μὲ «ἐσωτερικὴ ἑστίαση» ποὺ τὸ συναντᾶμε κυρίως στὰ νατουραλιστικὰ καὶ ψυχολογικὰ μυθιστορήματα. «Τὸ πρόβλημα τῆς ἐσωτερικῆς ἑστίασης πρωτοπαρουσιάζεται στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ Βιζυηνό. Πρωτοπαρουσιάζεται δηλαδὴ μὲ τὴ μορφὴ ἐκείνη τοῦ ἀναδρομικοῦ ἀφηγήματος».(4) Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ ἀφηγητῆ γίνεται ἕνα μέσο ἀναπαράστασης τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης, «πιὸ γενικά της ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας».(5) Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι μία «θεατρικὴ ἀπαγγελία».(6) Ἡ φωνὴ τοῦ ἀφηγητῆ ταυτίζεται μὲ τὴ φωνὴ τοῦ πρωταγωνιστῆ «μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ σὲ μιὰ θεατρικὴ παράσταση ἡ φωνὴ τοῦ ἠθοποιοῦ ταυτίζεται μὲ κείνη τοῦ προσώπου ποὺ παριστάνει».(7) Ἦταν κυρίως αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ στραφῶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μεταφορᾶς τοῦ «Μ. Σελήμ» σὲ θέατρο, ἡ πιστὴ δηλαδὴ ὑπακοὴ στὸν πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ τρόπο τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ πεποίθησή μου πὼς ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ὑπογραμμισθοῦν ἐντονότερα τὰ μηνύματα ποὺ διαπερνοῦν τὸ ἔργο.
Στὴ γλώσσα τοῦ ἥρωα Σελὴμ παρέμεινε τὸ τοπικὸ λαϊκὸ χρῶμα, «τὸ γνήσια λαϊκό»,(8) ἐνῷ στὸν ἀφηγητὴ-συγγραφέα παρέμεινε ἡ λόγια ἔκφραση ὅπως ὁ συγγραφέας μᾶς τὴν παράθεσε. Παρέμεινε ἐπίσης ἡ μουσικότητα τῆς γλώσσας, χαρακτηριστικὸ κι αὐτὸ τῆς ἔκφρασης τοῦ Βιζυηνοῦ. Ἀφαιρέθηκαν μόνον ἀφηγήσεις ποὺ ἐπαναλάμβαναν ἴδια νοήματα, χάριν τῆς διαύγειας τοῦ λόγου πρὸς κατανόηση τῶν θεατῶν.
Ὁ λόγος καὶ ἡ λιτὴ σκηνικὴ παρουσία εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἀφήσει ἐλεύθερη τὴ σκέψη καὶ τὴ φαντασία τοῦ θεατῆ, νὰ περπατήσει στὴ Χώρα τοῦ Μοσκώβ-Σελήμ, στὴν Ἀλήθεια καὶ στὴν Παραφροσύνη. Στὴν πικρὴ ἀδικία καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ἐπανάσταση. Στὸ Ἔθνος καὶ στὰ Ἔθνη. Μέσα στὸν «Ἄλλο» καὶ μέσα στὸν Ἄνθρωπο ποὺ οἱ πλάνες τοῦ τὸν ἐγκλωβίζουν σ᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι καὶ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι.
Πέρα λοιπὸν ἀπὸ ἕνα Ἱστορικὸ πράγματι ντοκουμέντο γιὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ προηγούμενου αἰώνα ὁ Μ. Σελήμ, λειτουργεῖ σὰν ἕνα βαθὺ ἐσωτερικὸ ἀνθρώπινο ντοκουμέντο. Σὰν τὸ «πένθος» ἑνὸς Βαλκάνιου πρὶν γίνει «πολίτης ὅλου τοῦ κόσμου».
Ἑλένη Δημητριάδου-Ἐφραιμίδη
Ξάνθη, Νοέμβρης 1996
Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
40 περίπου χρονῶν, μαῦρα μαλλιὰ καὶ γένια. Προσεγγίζει τὴ φυσιογνωμία τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ. Σκοῦρα ροῦχα μὲ ἄσπρο πουκάμισο.
ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ
55-60 χρονῶν περίπου, μαῦρα μαλλιά, χλωμὸ πρόσωπο μὲ βαθὺ μελαγχολικὸ βλέμμα. Στητὸ καὶ ψηλὸ παράστημα ποὺ τὸ δείχνει νεότερο.
Ντυμένος μισὸς Τοῦρκος, μισὸς Ρῶσος, ἔτσι ὥστε ἡ παρουσία του νὰ φαίνεται κωμική. Ψηλὲς στρατιωτικὲς ρωσικὲς μπότες μὲ τριμμένους πάτους, φαρδὺ κόκκινο τούρκικο ζωνάρι ποὺ τυλίγει τὸ κορμί του μὲ πολλὲς δίπλες, ἀπὸ τὸ ὑπογάστριο ὡς τοὺς μαστούς. Παλιὸς στρατιωτικὸς ρώσικος μανδύας μὲ δυὸ τρία γυαλισμένα κουμπιὰ καὶ ἴχνη ἀπὸ τριμμένα σιρίτια στὸ περιλαίμιο καὶ στὰ μανίκια. Στὸ κεφάλι ψηλὸ στρατιωτικὸ τούρκικο φέσι χωρὶς φούντα, δεμένο στ᾿ αὐτιὰ μὲ λεπτὸ πράσινο μαντίλι.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
35-40 χρονῶν, μέτριο ἀνάστημα, εὐγενικὴ φυσιογνωμία, προσεγμένο ντύσιμο ἐποχῆς, μὲ κοστούμι καὶ καπέλο.
ΓΙΑΤΡΟΣ
30 χρονῶν περίπου. Ψηλὸς καὶ λεπτός. Στὸ πρόσωπο μαύρη κοντὴ γενειάδα. Ντυμένος μὲ κοστούμι καὶ καπέλο ἐποχῆς. Ἰατρικὴ τσάντα.
Χωρόχρονος
Τέλος τοῦ 19ου αἰώνα. Τοπίο εἰδυλλιακὸ στὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη. Σούρουπο. Σὲ πρῶτο πλάνο ἡ πηγὴ Καϊνάρτζα ποὺ ἀναβλύζει ἀθάνατο νερὸ ἀπὸ τὸ βάθος ἑνὸς τεράστιου ἄσπρου βράχου. Τὴν περιοχὴ διασχίζει ποτάμι, ὅπου χύνονται τὰ νερὰ τῆς πηγῆς καὶ δημιουργεῖ καταπράσινη ὄαση.
Πυκνὲς ἰτιὲς καὶ πλατάνια φιλοξενοῦν πλῆθος ἀπὸ τρυγόνια. Τριγύρω ἀπέραντα χωράφια. Γῆ ποὺ φαίνεται ἐγκαταλειμμένη. Στὸ βάθος ἀνατολικὰ ἡ ὁμίχλη σκεπάζει τὸν ὁρίζοντα, ὥστε νὰ φαίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς ἕνα.
Ἕνα σπιτάκι λίγο μακρύτερα καὶ δεξιότερα ἀπ᾿ τὴν πηγὴ διακρίνεται ἀνάμεσα σὲ ψηλόκορμες ὀξιές. Ξύλινο σὲ ὅλα του τὰ μέρη, ἀπομίμηση τῶν φτωχικῶν σπιτιῶν ποὺ οἱ Ρῶσοι χωρικοὶ ὀνόμαζαν «Ἴσμπες». Ἡ καμινάδα ξύλινη κι αὐτὴ φτιαγμένη ἀπὸ κομμάτια ἀκατέργαστου ξύλου, ἀφήνει ἄσπρο ἀραιὸ καπνό. Κρεμασμένο χαμηλὰ ἕνα καλάθι μὲ ὥριμα φροῦτα. Μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς ξύλινης καλύβας δυὸ ἐπανωτᾶ μαξιλάρια σὰν μεντέρι κι ἕνα μικρὸ χαμηλὸ σκαμνάκι φιλοξενοῦν τοὺς δυὸ συνομιλητές.
Ἀκούγονται κελαϊδίσματα πουλιῶν, φλογέρες βοσκῶν καὶ ἦχοι σὰν μυστικοὶ ψίθυροι. Ἡ σκηνὴ φωτίζεται. Ὁ ὁδοιπόρος – συνομιλητὴς τοῦ Μοσκὼβ-Σελὴμ κατευθύνεται στὴ δροσερὴ πηγή. Σκύβει, πίνει τὸ ζωογόνο νερὸ καὶ πλένεται. Ὕστερα ἀφήνει τὸ βλέμμα νὰ πλανηθεῖ πάνω στὸ τοπίο. Μουσικὴ ὑπογραμμίζει τὸ μυστηριακό του χώρου.
Σιωπὴ γιὰ λίγο. Χαμηλώνουν τὰ φῶτα. Στὸ βάθος ἀριστερὰ τῆς σκηνῆς σὲ οὐδέτερο πλάνο ἕνας συγκεντρωτικὸς προβολέας ὑπογραμμίζει τὴν παρουσία τοῦ ἀφηγητῆ τῆς ἱστορίας τοῦ Μοσκώβ-Σελήμ, τὸ συγγραφέα Γ. Βιζυηνό. Ἕνα παλιὸ γραφεῖο μὲ βιβλία. Στὸ κάθισμα μπροστὰ στὸ γραφεῖο, ὁ συγγραφέας – ἀφηγητὴς γράφει σκυμμένος καὶ σιωπηλός. Ὁ ἀφηγητὴς – συγγραφέας καὶ συγγραφέας – συνομιλητὴς εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο ἀλλὰ παρουσιάζεται σὰν διαφορετικό. Τὸ σκηνικὸ μένει τὸ ἴδιο καὶ στὶς τρεῖς πράξεις.
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
(Σὲ πρῶτο πλάνο ἡ πηγὴ Καϊνάρτζα(1). Ὁ Μοσκὼβ-Σελὴμ βγαίνει ἀπὸ τὸ καλύβι καὶ κατευθύνεται ἀργὰ πρὸς τὸν ἐπισκέπτη – ὁδοιπόρο. Φωτίζεται.)
ΣΕΛΗΜ
(Πλησιάζοντας μὲ ταραχή) Ντόμπρο – ντουάντε, μπράτουσκα.(2) (Χαιρετάει σὰν Ρῶσος στρατιώτης, ἑνώνοντας τὰ πόδια του καὶ παίρνοντας λεβέντικο ὕφος, ἐνῷ ὁ συνομιλητής του χαιρετάει πρῶτος μὲ τούρκικο τρόπο)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Τί κάνεις; Καλὰ εἶσαι; Καλά;
ΣΕΛΗΜ
Κακὰ καὶ ψυχρά. Δόξα τῷ Θεῷ. (Παίρνει τὸ χέρι τοῦ συνομιλητῆ στὴν παλάμη του. Τὸ κουνάει μὲ δύναμη καὶ πάθος. Ὕστερα σκύβει στὸ αὐτί του καὶ ρωτάει χαμηλόφωνα, μὲ τρυφερὴ οἰκειότητα, κλείνοντας τὸ ἕνα μάτι χαρούμενα). Μοσκώβ; Μοσκώβ;(3)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Τὸν κοιτάει μὲ ἀπορία καὶ ἀπαντάει στενοχωρημένος) Ὄχι Μοσκώβ! Ὄχι Μοσκώβ! Χριστιᾶν, Ρούμ.
ΣΕΛΗΜ
(Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ διάψευση καὶ προσφέροντας καφέ). Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι; Γνωρίζεις κάποια καινούργια κάθοδο τῶν Ρώσων στὴν Τουρκία; Πῆγες στὴ Ρωσία; Γύρισες πολὺ κόσμο;
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Στὴ Ρωσία μόνον ὄχι!
ΣΕΛΗΜ
Ἔ! Τότε λοιπόν, πουθενὰ δὲν πῆγες. Γι᾿ αὐτὸ θὰ γύρισες κι ὅλα τὰ μέρη καὶ γύρισες πίσω. Πᾶνε μία φορᾶ στὴ Ρουσία καὶ θὰ δεῖς, πὼς δὲ θὰ σὲ κάνει καρδιὰ νὰ τὴν ἀφήσεις.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
(Χαμογελαστά) Πῶς ἔτσι;
ΣΕΛΗΜ
Τώρα δὲ μποροῦμε νὰ κουβεντιάσουμε. Τὰ ἄλογα περιμένουν νὰ φύγεις. (Φεύγουν καὶ οἱ δυό. Ὁ Σελὴμ πίσω ἀπ᾿ τὴν καλύβα. Ὁ Συνομιλητὴς πρὸς τὸ δρόμο.)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
(Φωτίζεται ὁ ἀφηγητὴς στὸ βάθος. Ἀκούγεται ἡ σκέψη του). Ἤθελα νὰ μὴ σὲ εἶχα συναντήσει στὸ δρόμο μου. Ἤθελα νὰ μὴ σὲ εἶχα γνωρίσει στὴ ζωή μου! Πότισες καὶ σὺ ἀρκετὴ πίκρα τὴ ζωή μου, ἀγαθέ, παράδοξε Τοῦρκε, λὲς καὶ δὲ μοῦ ἔφταναν οἱ θλίψεις ποὺ μοῦ προξενοῦσαν κάθε μέρα οἱ τύχες τῶν ὁμοεθνῶν μου.
Ἀλλὰ ὅτι ἔγινε, ἔγινε. Ἡ πονεμένη, ἀδύνατη μορφή σου, μὲ τὸ βαθὺ καὶ μελαγχολικὸ ἐκεῖνο βλέμμα, ταράζει τὸν ὕπνο μου, φοβίζει τὴν μοναξιά μου. Ἡ κλαψιάρικη καὶ τρεμουλιαστὴ φωνή σου ἀντηχεῖ παραπονεμένη στ᾿ αὐτιά μου. Πρέπει νὰ γράψω τὴν ἱστορία σου.
Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι οἱ φανατικοὶ τῆς φυλῆς σου θὰ βλασφημήσουν τὴ μνήμη ἑνὸς πιστοῦ, γιατί ἄνοιξε τὰ ἄδυτα τῆς καρδιᾶς του, μπροστὰ στὰ βέβηλα μάτια ἑνὸς ἄπιστου. Φοβᾶμαι μήπως οἱ φανατικοὶ τῆς δικῆς μου φυλῆς κατηγορήσουν ἕνα Ἕλληνα συγγραφέα, γιατὶ δὲν ἔκρυψε τὴν ἀρετή σου, ἢ δὲν ὑποκατέστησε στὴν ἀφήγησή του ἕνα χριστιανὸ ἥρωα.
Ἀλλὰ μὴ σὲ μέλλει. Δὲν θὰ ἀφαιρεθεῖ τίποτα ἀπὸ τὴν ἀξία σου, γιατί ἐμπιστεύθηκες σὲ μένα τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς σου καὶ δὲ θὰ μὲ τύψει ποτὲ ἡ συνείδησή μου, διότι, σὰν ἁπλὸς χρονογράφος, ἐκτίμησα σὲ σένα ὄχι τὸν ἄσπονδο ἐχθρὸ τοῦ ἔθνους μου, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸν ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ μὴ σὲ μέλλει. Θὰ γράψω τὴν ἱστορία σου… (μουσική)
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔφυγα κι ὁ Τοῦρκος ἀπασχολοῦσε τὴ φαντασία μου. Στὴν πόλη τῆς Βιζύης, ἤθελα νὰ περάσω λίγο καιρὸ γι᾿ ἀναψυχὴ καὶ ξεκούραση ἀπὸ ἐργασίες ποὺ εἶχαν κουράσει τόσο πολὺ τὸ πνεῦμα μου, ὥστε οὔτε ὕπνο ἥσυχο δέ μου ἄφηναν. Αὐτοὶ ποὺ μὲ φιλοξενοῦσαν ἀποσύρθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ δεῖπνο κατανοώντας πὼς εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἀνάπαυση. Ἀλλὰ ποιὸς θὰ τὸ πιστέψει ἀπὸ τόση κούραση, ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ νύχτα ἦταν νὰ τὴν περάσω ὅλως διόλου ἄυπνος.
Τί εἶχε λοιπὸν αὐτὸς ὁ παράξενος Τοῦρκος καὶ μοῦ πῆρε τὸν ὕπνο καὶ μοῦ χάλασε τὴν ἡσυχία;
Ἡ ἐμφάνισή του στὴν Καϊνάρτζα μὲ τὴν ἀλλόκοτη φορεσιά του, μὲ τὸ Ρώσικο καλύβι του, τόσο ἀσήμαντη, τόσο γελοία ἂν θέλετε, σὲ κάθε ἄλλη περίσταση, κατόρθωσε ἐκείνη τὴ νύχτα, νὰ κατακυριέψει τὴ φαντασία μου.
Τί κοινὸ εἶχε ἡ ἀλλοπρόσαλλη φορεσιά του μὲ τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν του; ἦταν τρελὸς ἢ ἐκτιμοῦσε μερικὰ πράγματα μὲ ἀπροσδόκητο τρόπο;
Τρελὸς δὲν εἶναι βέβαια, ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου. Οὔτε εἶναι δυστυχισμένο ἕνα πλάσμα στὸ ὁποῖο ἡ παραφροσύνη νὰ προμηνύεται κιόλας ἀπ᾿ τὴ μονομανία τοῦ φιλορωσισμοῦ.
Ἀληθινὰ μία μυστηριώδης σκιά, ποὺ προδίδεται ἀπὸ τὰ βυθισμένα στὴ ρέμβη, τὰ μελαγχολικά του βλέμματα φαίνεται νὰ κατέχει τὴν ἐσωτερική του ζωή.
Ἀγαναχτισμένος, κυρίως μὲ τὸν ἑαυτό μου περισσότερο, παρὰ μὲ τὸν Τοῦρκο, σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι βαθιὰ χαράματα, ντύθηκα ἀθόρυβα καὶ ὅπως-ὅπως πῆρα τὸ δρόμο γιὰ τὴν Καϊνάρτζα.
(Χάραμα. Ὁ Σελὴμ σκουπίζει τὴν αὐλὴ τῆς καλύβας του. Ὁ Συγγραφέας κατευθύνεται πρὸς αὐτόν. Σταματάει κοντὰ στὴν πηγή. Σκύβει καὶ πίνει νερό. Ὁ Σελὴμ δὲν ξαφνιάζεται ἀπὸ τὴν πρόωρη ἐμφάνισή του οὔτε δείχνει καμιὰ βιασύνη, Ὁ Συγγραφέας πλησιάζοντας τὸ χαιρετάει.)
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΔΩΡΙΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ
ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
Η ΑΥΓΗ 17/3/2015
Ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του 20ού αιώνα είναι η «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ. Μνημειώδες έργο της μοντερνιστικής ποίησης, όπου με λεπταίσθητες και λόγιες αναφορές αναγνωρίζεται ενσωματωμένο ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνικής γραμματείας. Με σκελετό τον μύθο του ασθενούς βασιλέως, του Βασιλιά Ψαρά από τις παραδόσεις του Γκράαλ, εκφράζεται η εύθραυστη, η εξασθενημένη συνείδηση της ανθρωπότητας των αρχών του 20ού αιώνα. Η ερήμωση, η έλλειψη πνευματικότητας, ο κατακερματισμός, η στειρότητα, ο θάνατος και οι νεκροί, η ξηρασία αλλά και η πλημμύρα. Υποστασιοποιήσεις της αδυναμίας στο ψυχικό επίπεδο.
Ακόμη κι αν η ποιητική γεωγραφία της «Έρημης Χώρας» δεν έχει ακολουθηθεί στις μετέπειτα αναμετρήσεις των ποιητών με την ερήμωση, ο αναγνώστης πάντα -ίσως είναι στη φύση του- βρίσκει κοινά μοτίβα, κοινές εικόνες και σ’ αυτές. Βρέθηκαν τέτοια ίχνη στην ποίηση του Όουεν και του Ρούπερτ Μπρουκς, που έγραψαν για την αποτρόπαιη συνθήκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που τόσο επηρέασε τον Έλιοτ. Ακόμα και στον Γέιτς συμβαίνει αυτό. Νομίζω και σε μεταγενέστερους. Η πνευματική ξηρασία, ο θάνατος, η ήττα, η λήθη βρίσκουν ανάλογες εικόνες να εκφραστούν. Όσο κι αν οι αναφορές διαφέρουν κατά εποχή, ο ποιητής αντλεί πάντα τις μεταφορές του από τις παρυφές της Αρχαίας Ιστορίας ή του μύθου. Εκεί η Φιλομήλα κεντά γιατί στερείται τη γλώσσα. Το ίδιο θα συμβαίνει και στη σύγκρουση της δύναμης με τον λόγο που αναπαράγεται στους αιώνες. Η κάθοδος των Δωριέων και ό,τι αυτό σημαίνει μεταφορικά κατά την επιβολή ενός πολιτισμού γεμάτου σφρίγος επί ενός λογιότερου.
Η επέλαση των Δωριέων ως επέλαση των ξυλοκόπων που αφανίζουν τα δέντρα / τους ανθρώπους, που αφανίζουν τη γλώσσα (άξεστα αρπάζουν, άξεστα μιλούν), η ψυχική ερήμωση ως καταστροφή του δάσους (τα δέντρα γίνονται κάρβουνο / και παύει κάθε μυστήριο για την ψυχή). Εξαφανίζονται τα δέντρα, εξαφανίζονται τα πουλιά, μεταναστεύουν οι άνθρωποι.
Όλα αυτά μετά την ανάγνωση της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Ελένης Δημητριάδου – Εφραιμίδου «Δωριείς και ξυλοκόποι» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Αυτή την αίσθηση περιδιάβασης στην ίδια γεωγραφία εισπράττω, σε παρόμοια μοτίβα με ποιήματα που αρθρώνονται σε τρεις ενότητες και διέπονται από την ίδια αγωνία. Η Ελένη Εφραιμίδου, που ζει και δημιουργεί στην Ξάνθη, είχε βραβευθεί το 1997 με το βραβείο Ιπεκτσί για τη θεατρική απόδοση του διηγήματος του Γεωργ. Βιζυηνού «Μοσκώβ Σελήμ» και έχει εκδόσει δοκίμια, κριτικές, θέατρο και πέντε ποιητικές συλλογές.
Υποχώρηση μετά την καταστροφή. Αναδίπλωση μετά την ήττα. Ποτάμια που βουλιάζουν στη λάσπη. Τοπία γεμάτα νεκρούς. Θυμίζουν τα φαντάσματα στη γέφυρα του Λονδίνου. Συμβολισμός της καταστροφής, της αποψίλωσης του δέντρου και του δάσους. Του συμβόλου δηλαδή του ασυνειδήτου, του καταφυγίου, του τόπου όπου κατοικούν οι ψυχές των προγόνων, αλλά και του τρόπου να χαθείς, πρόσφορου στη μαγεία, στα σύμβολα, στις τελετές. Η εξαφάνισή του την εξαφάνιση της ποίησης και του μυστηρίου σηματοδοτεί.
Μια χαμηλόφωνη, συμβολική γλώσσα, πλήρης αναφορών στην ελληνική μυθολογία, την ποίηση και τη λογοτεχνία (Αντιγόνη, Περσεφόνη, Μαρία Νεφέλη, Ιφιγένεια) αλλά και σε ό,τι απομένει από το έρημο τοπίο, από την πέτρα έως τον πλήρη κατακερματισμό, τη σκόνη, για να αποδοθεί η ψυχική / φυσική ερήμωση, η εξορία, η φθορά, ο θάνατος / η λήθη, η χαμένη πατρίδα, η ματαίωση, η αφύπνιση τελικά του αναγνώστη.
.
VARELAKI 13.3.2015
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ – ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΕΦΡΑΙΜΙΔΟY
“Γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες και δεν
έχουμε τι άλλο να κάνουμε” Τσέχωφ προς Γκόρκι, 1899
Θα ταίριαζε πολύ σήμερα η παλιά αυτή ρήση του Τσέχωφ στον καταιγισμό των γραπτών κειμένων από συγγραφείς και ποιητές που κατακλύζουν το διαδίκτυο και τις έντυπες εκδόσεις συνεχώς. Αντίδραση στο αδιέξoδο; Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της εποχής; Στη φθορά της καθημερινότητας; Φυγή από το τέλμα και τ’ ασήμαντο; Επανάσταση λέξεων, αφού δεν υπάρχει κάτι άλλο να αντισταθεί μπροστά στις κλειστές πόρτες ενός οράματος για μια κοινωνία ιδανική;
[…]Ποιός ειν’ εκεί / επάνω στο σήμερα;/ Ποιός μαδάει φτερά /και γελάει σαρδόνια;
(Απορίες)
Η κραυγή που αναπτύσσεται, για να εκφράσει την απορία της ψυχής στο αδιέξοδο της ζωής, προτάσσει για ασπίδα της τις λέξεις. Τον μέσα κόσμο μας στο έξω χάος.
Αλλά μπορούν οι λέξεις;
[…]Αφού και το πιο ελάχιστο φωνήεν/ κόβεται σε χίλια κομμάτια/ διασπάται κενό/ δεν ανατρέπει βαμπίρ. (Ποίημα, τρύπα)
Αναρωτήθηκα πολλές φορές σε όλη αυτήν την τελευταία διάρκεια που έγραφα τα ποιήματα της συλλογής, εποχή κρίσης στη χώρα, μπορούν οι λέξεις ν’ ανοίξουν ορίζοντες, πόρτες σ’ έναν κόσμο που διαλύεται, να εναρμονίσουν ένα παράλογo
ουρλιαχτό;
[…]Αφού, τι να πεις από ένα ουρλιαχτό που δεν κοιμάται;/Αφού παράλογος κόσμος αγκαλιάζει/ κάτω απ’ τα σεντόνια του/ ολόγυμνη τρέλα; (Ποίημα, τρύπα)
Έστω, να κινητοποιήσουν το φως, να δείξουν τη σκόνη που συσσωρεύεται στο ασταθές και εύθραυστο αυτό τοπίο της εποχής; Προσπαθώντας να καταγράψω με στίχους το συλλογικό μας παρόν, τη νοσηρή μας καθημερινότητα, ενδεχομένως και την εποχή μας, μέσα από δικές μου υποκειμενικές εικόνες, ιδέες και λέξεις σκόνταφτα στο δίλημμα , του πώς μπορεί να γεμίσει κανείς αυτό το άδειο που αιωρείται γύρω μας, με ελπίδα.
[…]δεν ξέρω καν αν μες σε τούτο το κενό/ μπορείς με λέξεις να ελπίζεις,
σημείωνα στο ποίημα Δωριείς και Ξυλοκόποι, εννοώντας αυτό το παμπάλαιο ανθρώπινο διαχρονικό κενό που πάνω του αιωρούνται σαν μαριονέτες ετοιμόρροπες οι λέξεις μας. Και στο ποίημα, Aντοχή,
[…]από ένα ελάχιστο πιάσιμο στιγμής/ κτίζεται η ελπίδα/ στην πέτρα και στο σίδερο.
Άρνηση; Κατάφαση; Λογοπαίγνιο; Προσδιορισμός ενός διλήμματος ή μιας ιδέας;
‘Ενας κόσμος που αποδομείται, ένας κόσμος που αναδομείται, όλο αυτό που χάνεται, που λείπει από τον άνθρωπο κι ύστερα ανασταίνεται, γίνεται έρωτας για τα γύρω πράγματα. Γίνεται ποίηση. Μια πράξη δαπάνης εσωτερικής. Και είναι πράξη πολιτική
να βλέπεις τα πράγματα ποιητικά, να τα ερωτεύεσαι, να τα αγαπάς, να μην τα αφήνεις στη φθορά τους, στο θάνατό τους.
Όπλα οι λέξεις. Γιατί η ποίηση δε γράφεται με ιδέες αλλά με λέξεις, έλεγε ο Mallarme στον Degas. Aυτές προσδιορίζουν τις ιδέες μας. Αυτές θα εξηγήσουν την ποιητική μας ομηρεία στην εποχή και στον μέσα μας κόσμο. Αυτή η αφήγηση της εσωτερικής μας γλώσσας, η σκαπάνη εντός, είναι βίος βαθύς, και αυτήν, τη μνήμη τη βαθύτερη, επικαλούμαι στο μότο της συλλογής. Ανεξέταστος βίος, αβίωτος ,έλεγαν οι σοφοί μας. Σαν να μην έζησες αληθινά. Το εγώ και το εμείς είναι οι λέξεις. Το αν μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία έρθει η λύτρωση ή η υπέρβαση της καθημερινότητας, όπως υποστηρίζεται, αυτό είναι και ζήτημα πιθανοτήτων. Αν η αφήγηση για τη βροχή γίνει βροχή, τότε οι λέξεις βρίσκουν τον ποιητικό προορισμό τους.
Κι αν κάποτε, ούτε κι αυτές προσδιορίσουν το βάθος, τότε ο μύθος, τότε τα σύμβολα σπάνε τους τοίχους, ξεκλειδώνουν τα έσω δωμάτια. Δίνουν έκταση στο όνειρο:
[…]Ένα παιδί μονάχα/ με λίγες λευκές/ λέξεις στο στόμα/ ψιθύριζε άριες στις άδειες τρύπες/ ασβέστωνε τη νύχτα/ κι έκρυβε στις τσέπες του/ κλεμμένα άστρα/ παράνομες περιοχές. (Εκεί και μια ευτυχία)
Τι θα μπορούσε να προσδιορίσει την αλήθεια ως πραγματικότητα, να δώσει στο όνειρο τη νομιμότητα του ασφαλούς, όταν ο καθρέφτης της ζωής σπάει καθημερινά το παραμύθι της, δημιουργώντας φιλάρεσκα την ψευδαίσθηση του αληθινού; Μια παραμόρφωση του φόβου η ελπίδα, ενός ρήγματος που ανοίγει κάθε στιγμή. Ο φόβος, το κυρίαρχο συναίσθημα που μας αδρανοποιεί.
[…]Αυτό είναι το όνειρο./ Μια παράθλαση φόβου. (Παράθλαση)
Γι’ αυτό οι καταστάσεις και τα γεγονότα παίρνουν μια διάσταση μεταφυσική και συμβολική μέσα μας.
Οι σκιές αλλάζουν θέση / ανάλογα με τις αλήθειες.
Τα σαράντα εννέα ποιήματα που συνθέτουν τη συλλογή αυτή, περιγράφουν με μύθους, σύμβολα, μνήμες και ρυθμούς, την επικαιρότητα, σχολιάζουν το διαχρονικό κενό της ανθρώπινης μοίρας και Ιστορίας, παραλληλίζοντάς το με το σύγχρονο και σαρωτικό παρόν. Ποιήματα, τραύματα μνήμης και επιβεβλημένης αμνησίας που επαναστατούν και καταδικάζουν τη σκόνη των ημερών, την αδιαφάνεια της αλήθειας, τη βία στην ύπαρξη, τον τυχοδιωκτισμό της απάθειας. Ημέρες που παρακμάζουν, τόποι ψυχής που γίνονται αποικίες απώλειας:
[…]Τέλος, είναι η βία./ Είναι οι άνθρωποι που αρπάζουν απ’ τις πλάτες/άλλους ανθρώπους./ Λύνουν τα χέρια τους / για να τραντάξουν τη γη./ Το είδαμε όταν / τα μάτια τους κύλισαν στο χώμα / κι έγιναν πέτρες ξαφνικά. /Και είδαμε πως, από τότε, μικροί πλανήτες / γύρω τους γυρίζουν / κι εκείνοι μένουν στο κενό./Τα πόδια τους κρυμμένα είναι στην αφάνεια. / Το σώμα τους κανείς δεν το βλέπει./ Ακίνητο είναι./
Μόνο μια χρυσή κλωστή /στο σκοτάδι φωσφορίζει / όταν ο άνεμος κινεί τα δάχτυλά τους/ για να θυμίζει πως κάποτε /υπήρχε αυτός ο κόσμος. (Κενό και παμπάλαιο)
Ναι, αυτή η χρυσή κλωστή που κινεί τα μυστικά νήματα της ζωής, ξαναπλάθει την ομορφιά και την αθωότητα. Ξαναμαζεύει από το δρόμο τα κομμάτια μας. Αυτή μόνο.
Γιατί στο απέραντο αυτό σημερινό σαράφικο, η ψυχή μας δεν εκτιμήθηκε ποτέ. Κυκλοφορούν Σαλτιμπάγκοι με μορφή Μεσία. Οι πολυθρόνες κι η μποεμία κατά τον Βάρναλη, καίνε την Ιστορία μας. Δεν διδαχθήκαμε απ’ αυτήν ποτέ, απλώς αποστηθίσαμε κάτι ωραίες συντηρημένες στο αλάτι εικόνες της και αποκοιμηθήκαμε.
Βαθιά πολυθρόνα, άδεια κατσαρόλα
Βαθιά στην πολυθρόνα της η Μάνα μου,/ με κρεμασμένο ένα άδειο γάντι στο χεράκι της/ εξευμενίζει τους πνιγμούς./ Ξένα νερά ορμούν στο σπίτι,/ η ντουλάπα αδειάζει αργά τα ρούχα της,/ νωχελικές στάσεις παίρνουν τα παπούτσια της,/ τα έπιπλα κολυμπούν / τα παιδιά κοιμούνται και πνίγονται, κατσαρίδες επιπλέουν,/ ακέφαλα κοκόρια στην αυλή / ανεβαίνουν στην επιφάνεια του κατακλυσμού,/κλητήρες με ψηλές μπότες μπαίνουν / μαζεύουν υπογεγραμμένα χαρτιά,/ παχύδερμες μνήμες κάνουν πλιάτσικο/ πίσω από πουλημένα παραβάν,/ μπαίνουν, βγαίνουν ιδιοφυείς / ακρίδες κοιλοφόρες,/ μασούν με ξένες γλώσσες τα κηπευτικά,/παράλυτα φύλλα τρέχουν να σωθούν / κι αυτή
Στην πολυθρόνα της αιώνες / με κρεμασμένα χέρια αναπολεί. / Ρε Μάνα , ξύπνα, τα παιδιά./ Γράφω ιστορία, αυτή./ Αύτανδρη η πολυθρόνα της στο τέλος / πηγαίνει στο βυθό,/ ώσπου χασμουρητό ηχηρό ναυάγιο./ Κάτι τέτοιες μέρες, μισώ / την άδεια κατσαρόλα της./ Το καμένο φαγητό στο πιάτο,/ το τετράδιο με τις συνταγές των πνιγμένων ψαριών/ και την αλατισμένη ιστορία της.
Η προδοσία, η παρακμή, η λεηλασία, ο φόβος, η κραυγή, η αδράνεια, το τέλος, στήνουν το σκοτεινό σκηνικό των Αχαιών που προσπαθούν να κρατηθούν από κορμούς γυμνούς. Το σιωπηλό δάσος, κουτσουρεμένο από αδαείς ξυλοκόπους ζωής, ξεραίνεται στην ανυδρία του. Κι οι σπάνιες ποικιλίες της πανίδας του αποδημούν.
Όλη τη νύχτα έκοβαν δένδρα οι ξυλοκόποι / το πρωί δάσος δεν υπήρχε/ κι απ’ τα κλαδιά του έφυγαν τα σπάνια πουλιά. ( Ελληνικό ρέκβιεμ)
Πάθη παλιά, πάθη καινούργια κι ένας κορυδαλλός μετανάστης που έχασε λοφίο και κελάηδισμα, ψάχνει στο χώμα ένα σκουλήκι με παροξυσμό ουτοπικό.
Το συλλογικό υποσυνείδητο εμπλέκεται με το προσωπικό, η συλλογική μνήμη με την προσωπική, προσπαθώντας να νικήσει τα αδιέξοδα του
παρόντος, να δημιουργήσουν μια ασπίδα στο χάος.
[…]Περνάμε ανάμεσα από Αχαιούς νεκρούς /που έχασαν τη γλώσσα δίχως μάχη.
[…]Τι Τυρταίος ,τι Αρχίλοχος,/ δεν είμαστε για Ελεγείες και Θούρια./Μετά από κάθε παρακμή,/ έρχονται οι ξυλοκόποι. (Δωριείς και ξυλοκόποι)
Επικαλέσθηκα τη γλώσσα και τη μνήμη, αυτές τις εσωτερικές διαδικασίες που σε οδηγούν σε διαπολιτισμικές και διαχρονικές αξίες, την ελεύθερη σκέψη και τη γνώση που νικάει εξουσίες. Την ιστορία όχι ως αρχαιολατρεία , αλλά ως διδαχή. Παραλληλίζοντας τις εποχές προσπάθησα να ακούσω τη μελλοντική βουή.
Δωριείς, μεταφορικά, είναι η κάθοδος κάθε μορφής εισβολέων εντός και εκτός των τειχών μιας χώρας και μιας ύπαρξης. Είναι η μνήμη που χάνεται, η ιστορική και προσωπική μας μνήμη που υποτάσσεται κάθε φορά σ’ ένα καινούργιο εισβολέα. Η λεηλασία τόπων αγαπημένων που γίνονται λήθη.
Με την κάθοδό τους οι Δωριείς έφεραν μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας του 12ου αιώνα και επέδρασαν καθοριστικά στην ιστορική της πορεία. Η εποχή τους ονομάστηκε Ελληνικός Μεσαίωνας, γιατί σηματοδότησε την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού που ως τότε είχαν διατηρήσει οι Αχαιοί.
Μια μεγάλη ανατροπή η μνήμη. Ο σκοτεινός χρόνος που σαρκάζει μέσα μας, μένει απολιθωμένος, μεταμφιεσμένος στην πιο κρυφή σκηνή μας, αναζητώντας τη λύτρωσή του στην πιο γνήσια και αληθινή έκφρασή του, στην πιο ανατρεπτική υπέρβασή του, την ποίηση.
Το φυλάκιο άδειο /στο δάπεδο πέτρες./ Θα μπορούσε να ήταν αστέρια/ ή πυγολαμπίδες ιστορίας. (Φυλάκιο στο Πόγραδετς)
.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
diavasame.gr, Μάρτιος 2015
Τέλος σημαίνει
πως κάποτε υπήρξε ένας κόσμος.
(στίχοι από το ποίημα «Κενό και παμπάλαιο»)
Η Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου γεννήθηκε και ζει στην Ξάνθη. Ασχολείται με τα γράμματα και τον πολιτισμό της πόλης και έχει διατελέσει επί σειρά ετών πρόεδρος και μέλος σημαντικών πολιτιστικών φορέων της. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1974 με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές, καθώς και τη θεατρική απόδοση του διηγήματος του Γ.Μ. Βιζυηνού «Μοσκώβ-Σελήμ» το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο Ιπεκτσί (1997-99). Επιμελήθηκε επίσης την ανθολογία «Σύγχρονοι Θράκες ποιητές», εκδ. Σπανίδης, 2007. Ποιήματά της διακρίθηκαν σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Δοκίμια και κριτικές της για την ποίηση έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Θράκης.
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Δημητριάδου-Εφραιμίδου με τον εξαίρετο τίτλο «Δωριείς και ξυλοκόποι» χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος, μια γέφυρα ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, το παρελθόν και το παρόν. Η οπτική του συνόλου υπό το πρίσμα του ενός και «αμείλικτο είναι το φως επάνω/ στη γραμμή της σκόνης».
Το δεύτερο μέρος πιο προσωπικό, η αμεσότητα του ενός στις ριπές του χρόνου και με τους οικείους συνοδοιπορεί στην άκρη του τούνελ. Στιγμές που εσωκλείουν το Είναι ως υπόσταση ζωοδότρα και ανθεκτική, με εφόδια τις εικόνες που έχει κρατήσει προσεκτικά στο σεντούκι του χρόνου, «σαν μυρωδιά από λεμόνι/ και λεβάντα».
Το τρίτο μέρος είναι οι μνήμες που κατεργάζονται εκ των έσω την ψυχή, θεριεύουν και άλλοτε καλύπτουν το κενό και άλλοτε ρίχνουν αλάτι στην πληγή. Η λήψη της έλλειψης, μια αδυσώπητη μυθωδία, «αφού το παγωμένο χθες/ καπνίζει πάντα/ σκοτεινό χρόνο».
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Δημητριάδου-Εφραιμίδου είναι μια πολύ ιδιαίτερη σύνθεση και σύνδεση συναισθημάτων, εννοιών και λέξεων. Τρία μέρη που αλληλοσυμπληρώνονται, με την εξαιρετική λεκτική υφή της ποιήτριας να αποδομεί και να ανασυνθέτει τον κόσμο μέσα από τον άνθρωπο (ή μήπως το αντίστροφο;). Η μουσικότητα των στίχων αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, ως ένα κύμα που παρασύρεσαι στο ρυθμικό παφλασμό του και όταν σκάει στα βράχια εκρήγνυται το μεγαλείο της ομορφιάς.
Λυρισμός, συναίσθημα και χαρισματική γραφή μάς δίνουν μια ποιητική συλλογή που αξίζει να δώσετε την προσοχή σας. Και είμαι βέβαιος ότι δεν θα σας απογοητεύσει.
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
ΤΟΒΙΒΛΙΟΝΕΤ 3/6/2015
Παραφράζοντας τον Έλιοτ θα λέγαμε ότι υπάρχει ένας φυσικός νόμος ισχυρότερος από όλα αυτά τα ποικίλα ρεύματα που λέει ότι η ποίηση δεν πρέπει να απομακρύνεται από τα κοινά βιώματα. Και τούτα τα κοινωνικά βιώματα εισέρχονται όλο και πιο δυναμικά στην Τέχνη και ιδίως στην ποίηση. Το κοινωνικό και ατομικό αδιέξοδο, η φθορά της καθημερινότητας, η αναζήτηση μιας διεξόδου προσπαθούν να δρουν το δικό τους δρόμο προς το στίχο, αναζητούν τις δικές τους λέξεις να εκφραστούν. Είναι κραυγές αγωνίας που ως σαχτουρικά πουλιά προσπαθούν να ενώσουν το πνευματικό με το υλικό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, υπαρξιακό και κοινωνικό συνάμα, κινείται και η ποιητική συλλογή της Ελένης Δημητριάδου-Εφραιμίδου[1] «Δωριείς και Ξυλοκόποι» (Γαβριηλίδης, 2014). Χαρακτηριστικό στην ποιητική πορεία της Δημητριάδου-Εφραιμίδου είναι το μεγάλα κενά μεταξύ των ποιητικών της εκδόσεων. Δε βιάζεται να εκδώσει, δεν είναι αυτοσκοπός η έκδοση. Περιμένει να ωριμάσουν οι συνθέσεις της.
Από τον τίτλο ακόμα της συλλογής υποδηλώνεται η καταστροφή και η αποψίλωση. Οι νικητές Δωριείς που άφησαν πίσω τους νεκρούς και μία κατεστραμμένη πόλη, αποκαλύπτουν την καταστροφή που εικονοποιείται από την αποψίλωση του δάσους που υπονοούν οι ξυλοκόποι. Άλλωστε και στο ποίημα που τιτλοφόρησε τη συλλογή κυριαρχεί ο δρόμος προς τον Άδη και η καταστροφή, μία έρημη κοινωνία στο αποκορύφωμα της κρίσης.
Η συλλογή απαρτίζεται από ποιήματα κοινωνικής αντανάκλασης. Αν τούτη η κοινωνική διάσταση της ποιητικής της είναι εμφανής και στην προηγούμενη συλλογή, «Σκιά είναι» (Αρμός, 2009), στη νεώτερη είναι εντονότερη η κοινωνική-κοινωνιοϋπαρξιακή προσέγγιση. Ανθολογούνται ποιήματα για τη μετανάστευση, αδιαφορώντας για τη φυλή και το φύλο, αλλά με βαθιά αγωνία για τον Άνθρωπο για όποιον παλεύει· για το απάνθρωπο αστικό τοπίο και τη φθορά της φύσης, τα ερείπια της ζωής και της πολιτικής. Η ίδια η κοινωνία τροφοδοτεί τη σκέψη της ποιήτριας, της γεννά αγωνίες και φόβους που τους μετατρέπει σε τέχνη. Παράλληλα, περιέχει συνθέσεις που εκφράζουν υπαρξιακούς προβληματισμούς· αγωνία για το θάνατο και το τέλος, για το χρόνο και τη μνήμη· τη μοναξιά, την αλήθεια, την πολιτιστική παράδοση.
Πηγή έμπνευσης αποτελούν κοινωνικά στιγμιότυπα που συχνά προσπερνάμε αδιάφορα (υπαίθρια διαφήμιση, αναμνήσεις μπολιασμένες με τη γνώση της εξέλιξης), κοινωνικά βιώματα (μετανάστευση, καθημερινότητα, φυσικά περιβάλλον, επισκέψεις σε μουσεία κλπ). Άλλωστε, η ποίηση δεν είναι απλά μία ψυχική εκτόνωση. Είναι πολύ επιπόλαιο να την κατατάσσουμε στείρα ως αντικαταθλιπτικό “φάρμακο”. Είναι πρωτίστως καλλιτεχνική έκφραση που στοχεύει στο συναίσθημα του δέκτη κι ακούσια στο στοχασμό.
Σε αντίθεση με τις σύγχρονες τάσεις η Δημητριάδου-Εφραιμίδου απορρίπτει την κυριαρχία της εικόνας. Η εικονοπλασία της είναι χαλαρή και θολή, σύντομη και με μία αίσθηση αδιαφορίας αφού ως κινηματογραφικό πλάνο είναι αναγκαίες για το κεντρικό πλάνο.. Ο στιχουργικός της πλούτος είναι τέτοιος ώστε πουθενά στις 73 ποιητικές σελίδες δε βλέπουμε να επαναλαμβάνεται δεύτερη φορά η ίδια εικόνα.
Η γραφή της ρέει με τόση άνεση που σαγηνεύει τον αναγνώστη. Η λυρική μουσικότητα στο στίχο ευωδιάζει το στοχαστικό περιεχόμενο, ενώ ο έκδηλος ρομαντισμός συμπαραστέκεται στη βαθιά απογοήτευση.
Η γλώσσα της είναι ζωντανή και οικεία αξιοποιώντας όλες τις εκφραστικές δυνάμεις. Οι πολλές δευτερεύουσες προτάσεις (και οι υποτακτικές με τις λίγες προτρεπτικές προστακτικές) ενισχύουν την προφορικότητα της γραφής της. Ενισχύουν τη διάθεση ανατροπής μέσα από την υποτακτικότητα στα κοινωνικά αδιέδοξα. Την ίδια όμως στιγμή ομαλοποιούν τον ελαφρώς κρυπτικό προσανατολισμό, καθιστώντας τον αρμονικό και διατηρώντας αποστάσεις από την παλαιότερη ερμητικότητα. Η ολοκληρωτική σχεδόν απουσία επιθέτων καλύπτεται από την ποιητική αξιοποίηση των ουσιαστικών.
Οι τολμηρές παρομοιώσεις και μεταφορές εντυπωσιάζουν. Η περιορισμένη περιγραφή, δίνοντας τη θέση της σε ένα αφηγηματικό ή στοχαστικό πλαίσιο, και η αξιοποίηση μετωνυμικών συμβολισμών ή της αρχαιοελληνικής παράδοσης συγκλονίζουν. Η λεπτή ειρωνεία (κοινωνική συνήθως) συνταράσσει και αφήνει άναυδο τον αναγνώστη με το βάθος της. Ο πόνος για τους ανθρώπους και την κοινωνία γίνεται πικρός σαρκασμός που “παγώνει” κάθε αυτάρεσκο ακροατή.
Η ελευθεροστιχία και τα στιχουργικά θρύμματα εντείνουν τον πυγαίο σπαραγμό. Το α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο διαμορφώνει ένα ύφος υποκειμενικής κρίσης· απέχει από τη συνηθισμένη εξομολογητική ποίηση· αποκτά μία μορφή κριτικής προσέγγισης και προσωπικών αγωνιών για τον Άνθρωπο, ως άτομο ή συλλογικό υποκείμενο.
Είναι η στιγμή που η ποίηση γίνεται αφορμή για στοχασμό και όπλο, αγκάλη, σεβασμός για τα ανθρώπινα πάθη. Οι λέξεις αντιδρούν, κινητοποιούν τον κριτικό στοχασμό. Στη Βαβέλ της ποίησης κάθε λέξη παρανοεί την άλλη, μα αλληλέγγυα στέκονται πλάι σε άλλες για να δημιουργήσουν από κοινού ένα συλλογικό μήνυμα ενότητας απέναντι στον πόνο και το φόβο, απέναντι στις αντιξοότητες του ανθρώπινου βίου.
Σε μια αποδομημένη κοινωνία που αναζητά τη νέα της ταυτότητα, η συγκρουσιακή σχέση του ατόμου με τη σκληρή πραγματικότητα και η ματαίωση των ονείρων φωταγωγούν την ποιητική δημιουργία και αποκτούν μία άλλη δυναμική. Η σύγχρονη ποιητική παραγωγή είναι σκοτεινή, γεμάτη θλίψη και ταυτόχρονα πλούσια σε άρνηση και ελπίδα αφού ο ποιητής αντανακλά την εποχή του, αδυνατώντας να μείνει έξω από τα προβλήματα του καιρού του. Σε καιρούς θλίψης, ματαιότητας, αλλοτρίωσης κι απομόνωσης, σε εποχές ανάπτυξης της υπο-κουλτούρας της μάζας από τη βιομηχανία του θεάματος και του βιβλίου, η προσπάθεια ενός ποιητή να επικοινωνήσει με το διπλανό του, να εκθέσει μία διαφορετική έκφραση καταντά παράλογη.
.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΝΕΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΕΦΡΑΙΜΙΔΟΥ
Για την παρουσία της Ελένης Δημητριάδου Εφραιμίδου γράφω και μιλώ πάνω από τριάντα χρόνια. Για μένα είναι κάτι αυτονόητο και αναγκαίο. Είναι πολύ ωραίο να ξέρεις ότι σε έναν χώρο δεν είσαι μόνος. Το κατάλαβα αυτό ζώντας με το Στέφανο Ιωαννίδη και την Κατίνα Βέικου Σεραμέτη, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Δεν ήταν ίδιοι. Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία.
Με την Ελένη έχουμε την ίδια ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ζήσαμε τα ίδια πράγματα. Ο καθένας με τα δικά του, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο.
Από τις πρώτες της συλλογές «Εγένετο» 1987 και «Εγώ κι ο Φαίδρος» 1990 ήμουν πεισμένος ότι πρόκειται για ποιήτρια αξίας. Και στη συνέχεια οι επόμενες συλλογές «Του καιρού και της ήττας» (1999) και «Πόλη μου σαν το ρόδο» (2001) επιβεβαίωσαν του λόγου το αληθές.
Το 2009 η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου εξέδωσε τη συλλογή «Σκιά είναι». Τότε έλεγα :
«Από συλλογή σε συλλογή η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου συμπληρώνει και εξελίσσει το ποιητικό της πρόσωπο. Θα έλεγα, δεν επαναλαμβάνεται ούτε κάνει ‘κοιλιά’, πράγμα πιθανό σε δημιουργό με μακρόχρονη παρουσία.
Ζώντας στην Ξάνθη, με την ποιητική παράδοση από τον Άργη Κόρακα του 19ου αιώνα, το Γ. Ξ. Στογιαννίδη, το Στέφανο Ιωαννίδη και την Κατίνα Βέικου Σεραμέτη του 20ου αιώνα, για να σταθούμε στους πιο γνωστούς, η ποιήτρια είχε να αντιπαραταχθεί με σημαντικά ονόματα της ποιητικής τέχνης. Δεν είναι ασήμαντο – αυτό πρόσφατα το συνειδητοποίησα – να ζεις σε ένα χώρο με μακρόχρονη ποιητική παράδοση. Και βέβαια, έχεις να αντιπαραταχθείς με την προηγούμενη δημιουργική σου δουλειά».
Η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου δε βιάζεται να βγάλει ποιητική συλλογή. Περιμένει να ωριμάσει αυτό που θέλει, να το γευθεί και να το νιώσει ότι είναι κατάλληλο για κυκλοφορία. Η καινούρια ποιητική της δουλειά με τίτλο «Δωριείς και Ξυλοκόποι» είχε ολοκληρωθεί εδώ και καιρό. Περίμενε όμως για να βγει στο φως…
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το νέο ποιητικό βιβλίο της με τίτλο «Δωριείς και Ξυλοκόποι» (76 σελίδες) με εξώφυλλο Θάνου Γκιώνη.
Κάποια ποιήματα της συλλογής αυτής μάς τα είχε απαγγείλει στην εκπομπή που επιμελούμαι ‘Μ’ ένα βιβλίο πετάω’ [στο Διακονία fm 93,6] καθώς και στην πρόσφατη εκδήλωση παρουσίας ποιητών και ποιητριών στις Γιορτές Παλιάς Ξάνθης που οργάνωσε το Δίκτυο Λόγου και Πράξης. Τα αναφέρω αυτά για να επισημάνω τις θετικές αντιδράσεις των ακροατών και ακροατριών και στις δύο περιπτώσεις.
Η ποιητική συλλογή διαιρείται σε τρία μέρη με τον αντίστοιχο αριθμό ποιημάτων Ι, 26 ποιήματα, ΙΙ, 13 ποιήματα και ΙΙΙ,10 ποιήματα.
Η αλήθεια και η μνήμη είναι κυρίαρχα θέματα :
Τέλος σημαίνει
Πως κάποτε υπήρξε ένας κόσμος
Τέλος πως δεν υπάρχει κόσμος.
Τέλος είναι η βία.
Είναι οι άνθρωποι που αρπάζουν απ’ τις πλάτες
Άλλους ανθρώπους.
Λύνουν τα χέρια τους
Για να τραντάξουν τη γη.
Ζώντας στην κρίση, κυρίαρχο είναι και στην ποίηση θέμα :
Περνάμε ανάμεσα σε Αχαιούς νεκρούς
Που έχασαν τη γλώσσα δίχως μάχη.
Βουλιάζει δίπλα τους ένα ποτάμι
Από λασπόνερα και σαπισμένα προσωπεία.
Στη νέα ποιητική της συλλογή η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου παρουσιάζει πολλά αρχαιοελληνικά σύμβολα. Επίσης σε πολλά ποιήματά της απαντά στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Χωρίς εσένα δε θα άντεχα να γράφω,
Είπε η πλάνη.
(…)
Να γράφω
Για να μ’ αγαπάς
Χωρίς αλήθεια.
Στο τρίτο μέρος, χωρίς να υποτιμώ τα δύο πρώτα, έχει ολοκληρωμένη ποίηση, Το ποίημά της Σαρκοφάγος είναι από τα τελειότερά της. Ένα τελευταίο απόσπασμα από το ποίημα αυτό :
Λήθη
Από σαρκοφάγο μνήμη αγγίζω εδώ.
Αγάλματα,
Άλλοθι των υπάρξεων.
Η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου με την ποίησή της στο έργο «Δωριείς και Ξυλοκόποι» έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά : μιλά για την εποχή μας, γνωρίζει την πορεία της ελληνικής ιστορίας και γραμματείας και βλέπει μπροστά.
Τι άλλο θέλουμε από ένα σύγχρονο δημιουργό;
Ξάνθη, 15 Σεπτεμβρίου 2014
.
Εφημερίδα «Εμπρός» 2/12/2014
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ στον Πολιτιστικό Πολυχώρο “Π” του Ιδρύματος θρακικής Τέχνης και Παράδοσης έλαβε χώρα μια ποιητική βραδιά γεμάτη ποίηση και αρμονία, με την ευκαιρία της παρουσίασης της πρόσφατης ποιητικής συλλογής «Δωριείς και Ξυλοκόποι» της Ελένης Δπμητριάδου Εφραιμίδου. Τη συλλογή στο πολυπληθές κοινό παρουσίασε η ποιήτρια και εκπαιδευτικός κα Αναστασία Γκίτση και ο δρας Μαθηματικών και επιστημολογίας κος Παναγιώτης Σωτηρόπουλος.
Την όλη εκδήλωση συντόνισε ο κος Θανάσης Μουσόπουλος, φιλόλογος, συγγραφέας και ποιητής, που ανοίγοντάς την σημείωσε: «Από τις πρώτες της συλλογές “Εγένετο” 1987 και “Εγώ κι ο Φαιδρός” 1990 ήμουν πεισμένος ότι πρόκειται για ποιήτρια αξίας. Και στη συνέχεια οι επόμενες συλλογές “Του καιρού και της ήττας” (1999) και “Πόλη μου σαν το ρόδο” (2001) επιβεβαίωσαν του λόγου το αληθές. Το 2009 η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου εξέδωσε τη συλλογή “Σκιά είναι”. Τότε έλεγα: “Από συλλογή σε συλλογή η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου συμπληρώνει και εξελίσσει το ποιητικό της πρόσωπο”. Η καινούρια ποιητική της δουλειά με τίτλο “Δωριείς και Ξυλοκόποι” είχε ολοκληρωθεί εδώ και καιρό. Περίμενε όμως για να βγει στο φως…».
Στην εμπεριστατωμένη εισήγησή της η κα Γκίτση ανάμεσα στα άλλα είπε: «Το ποιητικό σύμηαν της Ελένης Εφραιμίδου γέμει από παρουσίες, από ανθρώπινες σκιές, από παρελθοντικές στιγμές που ταλανίζουν με την υπόστασή τους, τους ανθρώπους του τώρα. Κυρίως όμως γέμει από ένα ιδιαίτερο “άδειο”. Η ιδιότυπη παρουσία αυτού που λείπει είναι που κάνει αξιοπρόσεκτη την, εν λόγω, ποιητική συλλογή. Με τη συνοχή μιας κλειστής/σφικτής ποιητικής κλωστής, η ποιήτρια προβάλλει το «άδειο» για να τονίσει το «ολόκληρο» της μνήμης. Προβάλλείτην παρουσία αυτού που λείπει, δηλαδή την παρελθούσα στιγμή, η οποία δεν έχει εκπέσει σε λήθη. Για του λόγου το αληθές διαβάζω συνδυαστικά στίχους:
«Χρόνια πριν -αιώνες ίσως
το δωμάτιο ανέβαινε μαζί του.
Μετέωρο θεραπευτήριο
και δεν είχε ποτέ
εκείνο που έλειπε»».
Στη συνέχεια στην εμπνευσμένη εισήγησή του ο κος Σωτηρόπουλος παρατήρησε: «Η ποιητική δημιουργία της συνιστά μια αναγνωστική εμπειρία. Είναι εκφραστική μιας περιπέτειας μεταφυσικής, ένας πλανήτης βίος σε μια έρημη χώρα, χωρίς όμως τη διαβρωτική νοσηρότητα της ανέλπιδης μελαγχολίας. Ο ποιητικός λόγος της, εκτός από το στοχαστικό του βάθος,
εμπλουτίζεται μ’ ένα προσωπικό ύφος πρόσληψης του κόσμου, ένα ιδιόμορφο κοίταγμα της ζωής. Οργανώνει το σύστημά του χρησιμοποιώντας συνειρμούς, απροσδόκητες μεταφορές και ιστορικές μυθοπλασίες, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα το ταπεινό και οικείο για να προσδώσει διαστάσεις συμπαντικές».
Μετά τις δύο εισηγήσεις πήρε το λόγο η ποιήτρια και εξήγησε τον τρόπο και το σκοπό της γραφής της, σημειώνοντας: «Υπάρχει ελευθερία σήμερα; Όταν όλες οι πολιτικές του κόσμου ισοπεδώνουν το πνεύμα, ορθώνουν γενοκτονίες μνήμης, κατασκευάζουν αδίστακτα κι απέραντα σαράφικα με επιχρυσωμένα είδωλα; «Δωριείς», μεταφορικά είναι η κάθοδος κάθε μορφής εισβολέων εντός και εκτός των τειχών της χώρας. Είναι η μνήμη που χάνεται, η Ιστορική μας μνήμη που υποτάσσεται σ’ έναν καινούργιο εισβολέα. Η λεηλασία τόπων αγαπημένων που γίνονται αποικίες λήθης». Κατόπιν απήγγειλε ποιήματα από την νέα της συλλογή μόνη ή με τη συνοδεία μουσικής.
Η μουσική έκπληξη της βραδιάς ήταν οι τρεις καλλιτέχνες που κόσμησαν την ποιητική ατμόσφαιρα, για τους οποίους η κα Εφραιμίδου είπε: «Ευχαριστώ την Έλενα Σερενίδου που συνόδευσε ευαίσθητα με το πιάνο την απαγγελία των
ποιημάτων, τον Βασίλη Δαλαμπέλα με το φίνο βιολί, τη Θεοφάνιά Μουρελά με την ιδιαίτερη φωνή της στο τραγούδι».
Κλείνοντας τη βραδιά ο συντονιστής ευχαρίστησε το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, το βιβλιοπωλείο Σπανίδη, τους εισηγητές, τους μουσικούς και το Μουσικό Σχολείο Ξάνθης, τον υπεύθυνο ήχου Γιάννη Τσακαλίδη και το πολυπληθές κοινό, μικρούς και μεγάλους. Ακολούθησε δεξίωση, ενώ ο Βασίλης Δαλαμπέλας γοήτευε με το
πιάνο του.
Για την όλη εκδήλωση ο Διευθυντής του Ιδρύματος κ. Σ. Ουτατζής ευχαρίστησε την ποιήτρια και Αντιπρόεδρο του Ιδρύματος για τη μοναδική βραδιά και για την πολύτιμη, ανιδιοτελή και καθοριστική συμβολή της στο Ίδρυμα όλα αυτά τα χρόνια όσο και για τη διάθεση των εσόδων από τις πωλήσεις του βιβλίου της ως συνεισφορά στις δράσεις του Ιδρύματος. Τέλος
ευχαρίστησε τους εισηγητές, Αναστασία Γκίτση και Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, τον συντονιστή Θανάση Μουσόπουλο και από το Μουσικό Γυμνάσιο Ξάνθης: τους Βασίλη Δαλαμπέλα, Ελένη Σερενίδου και Θεοφάνιά Μουρελά καθώς και τους χορηγούς Μιχάλη Σπανίδη και Οδυσσέα Βουρβουκέλη».
0 συντονιστής της βραδιάς κος Μουσόπουλος έκλεισε την εκδήλωση λέγοντας: «Η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου με την ποίησή της στο έργο “Δωριείς και Ξυλοκόποι” έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: μιλά για την εποχή μας, γνωρίζει την πορεία της ελληνικής ιστορίας και γραμματείας και βλέπει μπροστά. Τι άλλο θέλουμε από ένα σύγχρονο δημιουργό;»
.
ΣΚΙΑ ΕΙΝΑΙ
AΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
Σκιά είναι, ποίηση, Ελένη Δημητριάδου – Ευφραιμίδου, Εκδόσεις Αρμός, 2009
«Πάντα δυο λέξεις
δραπετεύουν από το ποίημα»
Δύο λέξεις πάντα ξεφεύγουν από τη ρότα της σκέψης ενόσω αυτή καταγράφεται στη ροή του ποιήματος. Δύο λέξεις που διατρέχουν όλη την ποιητική περιφέρεια της συλλογής, χλευάζουν τις γύρω λέξεις, αποδομούν την σύνθεσή τους στην χάρτινη αράδα, ολιγωρούν την ιδιότροπη συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου και γίνονται απόκοσμες, γίνονται σκληρές, γίνονται ανεπιθύμητες επειδή «υπερασπίζονται την αλήθεια… ίσως».
Δύο λέξεις τιτλοφορούν τη τελευταία ποιητική συλλογή της Ελένης Δημητριάδου-Ευφραιμίδου (6ης κατά σειρά) ΣΚΙΑ ΕΙΝΑΙ από τις εκδόσεις Αρμός. Τρεις ενότητες και 34 ποιήματα. Η αυλαία της κάθε ενότητας ανοίγει με το γνωμικό κάποιου αρχαίου έλληνα συγγραφέα/φιλοσόφου «Άνδρας χρυσάφι “έπιασε”, παράτησε το δίχτυ», «Και του σοφού η τέχνη δεμένη είναι στο κέρδος», «Από το φόβο η καρδιά γαλήνια δεν μένει». Στο ενδιάμεσο τα ποιήματα απλώνονται σε διάφορες θεματικές με κυρίαρχη αυτή της δύναμης του χρήματος και της διαστρέβλωσης που αυτό επιφέρει σε ατομικό αλλά κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο.
«Ευρυδίκη,
καιρός να ανέβεις.
[…]
Πες κάτι και εσύ στις Εξουσίες,
πως το φως δεν ιδρύεται
με το χέρι στην τσέπη»
Έκδηλη είναι η προσπάθεια της ποιήτριας να τονίσει αυτό που βαθιά μέσα της την πονά. Και το κατορθώνει. Αποκαλύπτει την απληστία του ανθρώπου, την έμφυτη του ορμή να εξουσιάζει αλλά και την κατάρα του να εξουσιάζεται από τα χρήματα. «(Έχει πάρει τα επάνω της η αθλιότης / και διακονεί / παραπλανήσεις βαρύθυμες.)». Ο πολιτισμός αποδεικνύεται ανίσχυρος μπροστά στην εξέλιξη του είδους, αγκομαχεί μπροστά στις νέες διαδρομές, ο άνθρωπος μεταλλάσσεται ή εν τέλει αποδεικνύει αυτό που πάντοτε ήταν, δηλαδή επιρρεπής στο χρήμα, τον πλούτο, την ευκολία.
«Τώρα σκουριάζει ο ουρανός.
Οξειδωμένα είναι τα σύννεφα.
Τρέμουν οι μεντεσέδες τους
για τα καλά.
Με προσφυγή σε μυθικά πρόσωπα αλλά και μοντέρνες καταστάσεις, με γλώσσα ζωντανή και σφριγηλή εικονοκλασία η ποιήτρια οργώνει σιγά αλλά σταθερά το υλικό της και αποδίδει τους καρπούς των σκέψεών της με το καλύτερο ρεαλιστικό τρόπο. Το οξύμωρο του σχήματος είναι η δύναμη του χρήματος, δηλαδή η δύναμη μιας σκιάς που καταφέρνει να αποσκιάζει την φωτεινότητα του ανθρώπου και να τον αποχαυνώνει συναισθηματική και υπαρξιακά. Ευτυχώς υπάρχει ακόμη όμως μέσα στο ανθρώπινο το δυναμικό της αντοχής και του αισιόδοξου, υπάρχουν λέξεις που επιμένουν να υπερασπίζονται την αλήθεια.
Πάντα δυο λέξεις
δραπετεύουν από το ποίημα
[…]
Υπερασπίζονται την αλήθεια… Ίσως.»
.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
“Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη”, τχ. 598, 9.4.2010
Σαρκαστικά τα ποιήματα του πέμπτου λυρικού βιβλίου, γιατί η κατανάλωση είναι μια αρχαία ιστορία και έχει διαπράξει το έγκλημά της κατ’ επανάληψιν. Έχει παλιώσει ο θάνατος./Δεν είναι πια ο περιλάλητος θεός/που δεν φοβόταν εξουσίες.
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ
ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗΣ 17/10/2009
Η ενορχήστρωση της ποίησης στο τραγούδι της ζωής
«Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη […]»
Γεώργιος Χορτάτσης, «Ερωφίλη», Γ 373-374.
Μια ακτινογραφία της διαχρονικής ανά την πορεία του ανθρώπου φιλοχρηματίας του και των μικροτήτων που τον αγκιστρώνουν επιχειρεί η Ξανθιώτισσα ποιήτρια Ελένη Δημητριάδου – Εφραιμίδου στην πέμπτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Σκιά είναι».
Εκτείνοντας την ποιητική της ψυχογραφία στα βάθη του χρόνου και των μυθολογικών παραδόσεων, μα παράλληλα και στα ποικίλα μήκη και πλάτη της Γης, η ποιήτρια ανιχνεύει την εκδήλωση των ανθρώπινων ενεργειών στη σκιά του χρήματος. Στην τροχιά του κινούνται πρόσωπα θεϊκά και θνητά, με περισσότερο ή λιγότερο σημαίνουσα θέση στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής στην οποία εντάσσονται. Από την Ευρυδίκη και τον Ορφέα στα βάθη της αρχαιότητας, τον Αθηναίο δημαγωγό Κλέωνα της κλασικής εποχής, την Σαλώμη της Καινής Διαθήκης μέχρι τον σύγχρονο μέσο άνθρωπο, σε μια διαδρομή που διανθίζεται από θεματικά παρεμφερή διαπιστωτικά μότο συγγραφέων όπως ο Πίνδαρος με τον Σιμωνίδη μα και η Δημουλά με τον Βαρβέρη, καθώς κι από την Ελλάδα μέχρι το Βέλγιο, την Αγγλία και την Αμερική δυτικά ή το Ιράκ ανατολικά, το χρήμα σκιάζει τις διαθέσεις και τα βήματα των ανθρώπων.
Ό,τι «τρίζει/ σ’ άνεμο σκοτεινό» είναι το χαρτί των χαρτονομισμάτων, που συσκοτίζει ακόμη περαιτέρω, με τη σκιά του, τις ανθρώπινες εκδηλώσεις. Το χρήμα, πολλά υποσχόμενο και υποχθόνιο, παρασκηνιακά «κινεί τα πέπλα της Σαλώμης» και σαγηνεύει με την προοπτική της οικονομικής ευχέρειας κάθε ματιά, η οποία, στη θέασή του, γουρλώνει βλοσυρά κι αποκτά το στρογγυλό σχήμα των κερμάτων αντικατοπτρίζοντάς το («Σκιά είναι», σελ. 20). Το χρήμα επικαλύπτει κάθε όνειρο, κάθε φως («Πώς ερμηνεύεται μια σκιά;», σελ. 21). Ακόμη κι ο θάνατος, «ο περιλάλητος θεός/ που δεν φοβόταν εξουσίες», υποχωρεί μπροστά του: αυτό είναι η μόνη αθάνατη σταθερά, η μόνη «αξία» («Αθανασία», σελ. 19). Ούτε καν μπορεί κανείς ν’ αποβιώσει, να κατεβεί «πια στον Άδη χωρίς λεφτά», είτε ανήκει στον αρχαίο κόσμο και οφείλει τον οβολό στον περατάρη προς τον άλλο κόσμο Χάροντα είτε ανήκει στον σύγχρονο κόσμο κι «οφείλει» να διατυμπανίσει την κοινωνική του θέση και τη ματαιοδοξία του και μετά θάνατον, στήνοντας πολυτελέστατα μαρμάρινα Μαυσωλεία («Προς Ευρυδίκην», σελ. 17).
Σ’ ένα ζοφερό, παρακμιακό ηθικά σκηνικό η απληστία αναγνωρίζεται ως «το πιο ουσιώδες νόημα» («Το πιο ουσιώδες», σελ. 28). Όταν κυριεύει τους ανθρώπους, τότε τους λεηλατεί και τους ξεπουλά, καθώς «σε θρόνους, σ’ αξιώματα και δάφνες/ενέχυρο τα ιδανικά» τους βάζουν («Αυτός ο κόκοράς σας», σελ.22). Και πώς να μην ενεχυριάζουν τον εαυτό τους τη στιγμή που η
κρατούσα αντίληψη απαιτεί όλοι πάνω τους να «προσέχουν τον τίτλο/[…] κι ας λείπουν οι προϋποθέσεις/του περιεχομένου» («Η γούνα», σελ. 38-39). Όμως οι τίτλοι, η οποιαδήποτε «Αρχή», καθιστούν την ανθρωπιά είδος υπό εξαφάνιση («Τώρα σπάζοντας», σελ.53). Οι εξουσίες ενορχηστρώνουν τη μελαγχολία, οξειδώνουν τα οστά των νεογνών, άρα της ζωής, της νιότης
και της ελπίδας («Ενορχηστρώστε», σελ. 61). Οι εξουσίες προκρίνουν το συμφέρον και συντηρούν την αθλιότητα. Μα «το φως δεν ιδρύεται/με το χέρι στην τσέπη» («Προς Ευρυδίκην», σελ. 17), δεν εξαγοράζεται από το χρήμα, ούτε από την ευκολία, την αλαζονεία, ακόμη και την αδιαφορία που υποδηλώνει η συγκεκριμένη σωματική στάση. Υπό τις συνθήκες αυτές κάθε απόπειρα ανθοφορίας ελέγχεται ως μάταιη («Δεν είναι για πολύ τα μάταια», σελ. 52). Οτιδήποτε αγγελικό χάνει τα φτερά του. («Κραχ», σελ. 29′ Δελτίον καιρού», σελ. 50) και καταδικάζεται σε χαμέρπεια.
Το αποτέλεσμα είναι να μην ευοδώνονται οι προσπάθειες αγρύπνιας. Η «ολονυκτία» (σελ. 62) επιχειρείται, όμως τα πρόσωπα δεν την αντέχουν είτε επειδή αποδεικνύονται μικρά, δειλά και φοβισμένα («Ίδε», σελ. 63) είτε επειδή συμβιβάζονται γοητευμένα από τον απαγορευμένο καρπό. Φυσιολογικά επέρχεται ο εγκλωβισμός «στο ύπουλο πολικό ψύχος/ της αδράνειας» («Και μια σου λέξη», σελ. 70). Η μνήμη κατακρημνίζεται («Μετέωρο», σελ. 26), ο τρόμος των καταδοτών κουκουλοφόρων στοιχειώνει τις υπάρξεις («Μας παρακολουθούν», σελ. 27), η νάρκη θριαμβεύει όσο την καλλιεργούν οι λουφαδόροι («Δεν ξενυχτούν οι Μυστικοί…», σελ. 32), κι η ειρήνη ποδοπατείται, υποβάλλεται σε βασανιστήρια κι ατιμάζεται («Ένα μικρό χτύπησε τύμπανο», σελ. 33· «Νασιρίγια», σελ. 34).
Με δεδομένη τη βαθιά παρακμή προκύπτει το ερώτημα αν είναι δυνατή η αναστροφή της, αν διαφαίνεται κάπου, έστω μακριά, ένας φάρος ελπίδας. Την απάντηση στη σύγχρονη αμηχανία, στις απορίες της εποχής, φαίνεται πως
την έχουν τα όνειρα. Τα όνειρα «ξαναγεννούν· την αθωότητα».
Όσο ο άνθρωπος ονειρεύεται κι αντικρίζει τη θάλασσα ανυποχώρητη, έστω και πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής του, η ελπίδα θ’ αχνοφέγγει («Αντοχή», σελ. 54). Τον ίδιο ελπιδοφόρο ρόλο μπορεί να τον επωμιστεί και η ποίηση. Με την επενέργεια της ποίησης η συμπυκνωμένη απάτη του κόσμου είναι δυνατό να μερώσει, να ξαλαφρώσει, να γίνει πούπουλο, «φτερό». Η ποίηση υγραίνει κι αναζωογονεί τις ανθρώπινες προσδοκίες, η ποίηση δροσίζει, από τις λέξεις της ξεπετιούνται οι βλαστοί («Εσείς που θα βλαστήσετε», σελ. 71), η ίδια η υγιής ζωή. Και μία λέξη λοιπόν είναι ικανή να ξυπνήσει τον ουρανό («Και μια σου λέξη», σελ.70) και να αναπτερώσει κάθε αγγελικό πλάσμα που στερήθηκε το πέταγμά του.
Η Δημητριάδου Εφραιμίδου αποστάζει από τις εμπειρίες μιας κατασταλαγμένης ζωής έναν στοχασμό πικρό, μα κι εξαιρετικά στέρεο, που αποτυπώνει ιδέες και συναισθήματα χωρίς να ωρύεται ή να κραυγάζει, παρόλο που η θεματολογία του θα ευνοούσε την ολίσθηση στην αντίστοιχη ευκολία, κι ο οποίος βλέπει τελικά φως στο βάθος των σκοτεινών διαδρόμων. Με εικόνες ευφάνταστες και διαυγείς, όπως εκείνη της ουράς του παγωνιού που συντίθεται όχι από φτερά αλλά από χαρτονομίσματα, με λόγο καθαρό και συνάμα κρυπτικό, που λειτουργεί πολυεπίπεδα, όπως συμβαίνει με το φως που «δεν ιδρύεται/ με το χέρι στην τσέπη» (υπονοείται τόσο η ανθρώπινη φιλαργυρία όσο κι η αδιαφορία), με δυνατά εκφραστικά σχήματα, όπως στην περίπτωση της. μνήμης που προσωποποιείται και κατακρημνίζεται, με ψυχική ειλικρίνεια, εντιμότητα και νηφαλιότητα, η ποιήτρια αλέθει αγνά, «βιολογικά» αισθήματα, ζυμώνει ενάρετο ήθος κι «ενορχηστρώνει» τη φωνή της τέχνης της στο τραγούδι της υγιούς ζωής, με μια επιθετική, αντισηπτική αγωγή ενάντια στις μολυσματικές ασθένειες που διαχρονικά πλήττουν τον άνθρωπο.
.
ΓΚΕΡΑ
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
FRACTAL 3/10/2023
Η αλήθεια ενός λαού έτσι όπως την βίωσαν κατάσαρκα οι άνθρωποι και όπως την νιώθουμε κι εμείς να μας αγγίζει
Η πολύπαθη χώρα, η Ελλάδα, πολιορκημένη από στεριά και θάλασσα. Άλλοτε από την Ανατολή κι άλλοτε από τη Δύση, βρέθηκε στη θέση που όλοι διεκδικούσαν για τον εαυτό τους.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι, Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι Σκυλοκοίτες, νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς, όπως αποκαλεί όλους αυτούς ο Οδυσσέας Ελύτης, είχαν το βλέμμα τους στραμμένο στην Ελλάδα.
Αυτή τη φορά, η Ελένη Εφραιμίδου, θα μιλήσει γι’ αυτούς στο βιβλίο της με τον τίτλο Γκέρα που σημαίνει τον πετροπόλεμο με σφεντόνες στο θρακιώτικο ιδίωμα και είναι τουρκικής ρίζας.
Οι Βούλγαροι που πάντα λιμπίζονταν το λιμάνι της Καβάλας, γυρεύοντας διέξοδο στη θάλασσα, περνώντας και καταπατώντας τα ελληνικά εδάφη, μπήκαν στα χωριά της Θράκης από τα βόρεια σύνορα. Πόλεμος.
Η Θράκη φτάνει ψηλά και είναι πλατιά. Η Ελλάδα μια άκρη της έχει μόνο και αυτή την άκρη θέλουν και οι Βούλγαροι.
Για την Ιστορία, η Θράκη βρέθηκε υπό Βουλγαρική Κατοχή κατά τη διάρκεια των ετών (1913 – 1918), όπου σημειώθηκαν πολλές εκτοπίσεις και διωγμοί των Ελλήνων ενώ κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Θράκη και η Ανατολική Μακεδονία βρέθηκαν και πάλι υπό βουλγαρική κατοχή. Οι Εβραίοι της Θράκης εκτοπίστηκαν στο ναζιστικό στρατόπεδο εξοντώσεως Τρεμπλίνκα.
Η Ελένη Εφραιμίδου αναλαμβάνει να εξιστορήσει, στο βιβλίο της, τα πάθη των Ελλήνων του τόπου της, κατά την περίοδο της τρίτης βουλγαρικής Κατοχής, 1941-1943. Όμως τα διηγήματά της, αν και δείχνουν αυτοτελή, είναι κρίκοι μιας και της αυτής αλυσίδας βασάνων του λαού της Θράκης από τους βίαιους κατακτητές Βουλγάρους.
Η εξαιρετική Αφηγήτρια και πολυτάλαντη συγγραφέας, ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και δοκιμιογράφος –το όνομά της θα το βρούμε και σε πολλές Ανθολογίες και λογοτεχνικούς φορείς, με τους οποίους έχει άμεση επαφή- μας παραδίδει σώμα θρακικής ψυχής. Και ας μη σπεύσει κανείς να σχολιάσει το ανυπόστατο δίδυμο σώμα-ύλη και και άυλη ψυχή, γιατί η ψυχή των Θρακιωτών έγινε υλική και το σώμα άυλο από την πείνα.
Το βιβλίο της Γκέρα, είναι μια Ανθολογία διηγημάτων, τα οποία έχει εμπνευστεί από τα πάθη της ιδιαίτερης αυτής πατρίδας της. Είναι το θησαύρισμα πονεμένων στιγμών που βρίσκονται ακόμα στα χείλη ανθρώπων που έζησαν τα τραγικά γεγονότα, που πόνεσαν και δεν τα ξέχασαν ποτέ, όπως η γιαγιά Μαργίτσα.
Φυλομετρώντας, για μια πρώτη συνολική εικόνα και εντύπωση, βλέπουμε ότι η συγγραφέας ανασκάπτει πολλά στρώματα ψυχής για να δει τι κρύβει μέσα της και τι έχει αντέξει ένα σώμα.
Αρχίζοντας από το πρώτο, «Το στοιχειό», βρισκόμαστε μπροστά σε μια εικόνα φρικτή, τρομακτική, ένα σπίτι με φάντασμα που όλοι φοβούνταν. Και τα μικρά παιδιά που έπαιζαν γύρω γύρω δεν τολμούσαν να μπούνε μέσα, γιατί μέσα ήταν το φάντασμα. Όπως πάντα στα παραμύθια και στις παλιές ιστορίες μια γιαγιά, η γιαγιά Μαργίτσα ρίχνει το βλέμμα της ψηλά βλέπει: «Το μικρό σπίτι πάνω στον λόφο του χωριού, μόνο και άδειο εδώ και χρόνια, έχασκε ξεδοντιασμένο, φαφούτικο, σαν στόμα κακοποιημένο και μουγκό. Ο αέρας έμπαινε από τα χαλασμένα παράθυρα, έβγαινε απ’ τη μισογερμένη σκεπή με ορμή, έπεφτε στο πάτωμα παίρνοντας μαζί του τη σκόνη, χτυπούσε στους τοίχους αφήνοντας σφυρίγματα πνιχτά, άλλοτε ηχηρά σαν κλάμα. Ήχοι από φάλτσο βιολί έμοιαζαν οι κρότοι. Άφηναν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες της πόρτας μακρόσυρτη στριγκλιά κι άλλοτε ακουγόταν ένα φουρφούρισμα μακρινό, ένα φτερούγισμα αδύνατο κι απεγνωσμένο πληγωμένου πουλιού».
Και με αυτή την εικόνα έδωσε κλώτσο στο κουβάρι της ιστορίας και άρχισε να θυμάται πώς αυτό το μικρό σπίτι εκ κληρονομίας είχαν εξ αδιαιρέτου η Σουλτανή και ο αδελφός της ο Μόδεστος. Όταν ο Θοδωρής ερωτεύτηκε παράφορα τη Σουλτανή, αν και ήταν «ξιβράκουτ», το σπίτι του έφτανε. Όταν η πρώτη φλόγα του έρωτα πήρε τον δρόμο της ρουτίνας τού ήταν μικρό. Αν έφευγε ο αδελφός της, που τα έβρισκε όλα έτοιμα και τίποτα δεν προσέφερε, εργένης και συνιδιοκτήτης στο σπίτι του γαμπρού, ο Θοδωρής θα έριχνε τον μεσαίο τοίχο και θα απλώνονταν. Τα πράγματα κύλησαν και όχι μόνο ο Μόδεστος δεν έφευγε αλλά έριξε και τον τοίχο για λογαριασμό του. Λόγο τον λόγο, ο Θοδωρής με τον σουγιά που καθάριζε τα καλαμπόκια σκότωσε τον Μόδεστο.
Στο ψυχοράγημά του ο Μόδεστος βλέπει τη Αθανασία να στριφογυρίζει μέσα στα πέπλα της τα νυφικά (όπως ο ήρωας που σκοτώνεται στον πόλεμο στην ταινία Όταν περνούν οι γερανοί), γιατί κι εκείνος,ο Μόδεστος, το ίδιο όνειρο είχε∙ να ρίξει τη «μεσοτοιχιά» να παντρευτεί την Αθανασία και να γίνουν ευτυχισμένη οικογένεια. Το δίκιο θα αχνοφέξει, αφού γίνει το κακό και θα το έχουν κι ο ένας κι ο άλλος, αδικημένοι και οι δύο. Τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας δεν τα κέρδισε κανείς. Τώρα στο σπίτι τριγυρίζουν γκρίζα φαντάσματα, πλέκουν «το υφαντό το πυκνό το αξήλωτο που η μνήμη το κλειδώνει στο συρτάρι της σαν κειμήλιο ακριβό», γράφει η Εφραιμίδου.
Η ιστορία είναι γνωστή και σε πολλές παραλλαγές. Οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν άγρια θηρία για ένα μέτρο γης, γιατί έχουν συσσωρευμένη μέσα τους πίκρα, κατακάθι που δηλητηριάζει το ψωμί που με πολύ κόπο εξασφαλίζουν. Είναι η φτώχεια που κάνει τον βίο αβίωτο και το μαχαίρι εύκολο. Είναι η οργή που περισσεύει και η αγάπη που λείπει.
Στο δεύτερο διήγημα μιλάει η Σουλτανή. Θρηνεί για τον αδελφό της 22 χρονών παιδί που τον είχε μεγαλώσει σαν μάνα του. Κι έτσι παίρνουμε απάντηση στην απορία του Θοδωρή αν τον αγάπησε ποτέ. Όχι μόνο δεν φαίνεται ότι τον αγάπησε, αλλά μετά το φονικό τον μισεί κιόλας.
Τρίτο κείμενο, «Ο φονιάς είναι φονιάς». Η Σουλτανή για να ζήσει μετατρέπει το σπίτι σε καφενείο. Βγάζει τα μαύρα κι ερωτεύεται τον Μάρκο τον αγροφύλακα. Μετά έρχεται και το παιδί να συμπληρωσει την ευτυχία τους, κι έπειτα ο Θοδωρής που επιστρέφει από τη φυλακή, μόλις το βλέπει της ζητάει να ξεφορτωθεί το «μπάσταρδο». Η απαίτηση του Θοδωρή μας θυμίζει το «Πίστομα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Η συγγραφέας στήνει με μεγάλη αληθοφάνεια τις τραγικές στιγμές,
τις παλιές συμπεριφορές, περιγράφει τις κοινωνιολογικές φόρμες, τα ήθη
και τα έθιμα.
Τελικά, αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα, λέει ο λαός. Το παιδί, «Ο
Αθώος», στην ταινία του Βισκόντι 1976, τηρουμένων των αναλογιών,
δείχνει ότι τα ίδια συμβαίνουν και στους αριστοκράτες και στους
χωρικούς∙ στους πρώτους τα βίτσια, στους δεύτερους η έλλειψη παιδείας
και οικονομικών πόρων.
Στο τέταρο κείμενο φτάνει ο πόλεμος στο χωριό. Οι Βούλγαροι
συμμάχησαν με τους Γερμανούς και ζητούν έξοδο προς τη θάλασσα.
Τα χωριά αδειάζουν οι κάτοικοι φεύγουν και οι εισβολείς ρημάζουν και επιτάσσουν ό,τι χρήσιμο. Ο λαός πεινάει, ο ένας γίνεται σπιούνος και καταδίδει για ένα κομάτι ψωμί τον άλλο, ένας τρίτος κρύβεται στο πηγάδι κι εκεί τον εκτελούν με το φεγγάρι να φέγγει πάνω στην πληγή του, ανάμεσα στα φρύδια.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στη Θράκη καταφθάνουν από τον Πόντο πρόσφυγες, δυστυχισμένοι, ταλαιπωρημένοι, ενώ εκείνοι που ξενιτεύονται στην Αμερική για να γλιτώσουν είναι για πάντα χαμένοι. Μια κόρη σαν φιγούρα του Θεοτοκόπουλου τριγυρνούσε στα χωριά ξεπουλώντας τα προικιά της. Οι Βούλγαροι τους έδιναν μπομπότα με αλεσμένα γυαλιά μέσα για να πεθάνουν τα παιδιά. Τους το μαρτύρησε κάποιος που δούλευε στους φούρνους. Κι ο λαός έτρωγε χελώνες, σκαντζόχοιρους, γάτες σκύλους, όπως οι Μεσολογγίτες, στην πολιορκία και πριν από την τραγική τους απελπισμένη Έξοδο. Το μαρτυρικό οδοιπορικό δεν αφήνει καμιά ελπίδα για στους επιζώντες.
Και η αφήγηση αυτή δεν έχει τέλος. Μα μόνο κακοί, άκαρδοι, φανατικοί και εκδικητικοί είναι οι Βούλγαροι. Όχι κάπου κάπου κάποιος ξεχωρίζει όπως ο Ιάβορ που άκουγε Στραβίνσκι και Μπαχ στο επιταγμένο γραμμόφωνο, που ήταν τρυφερός με την μικρούλα γειτόνισσα, γιατί του θύμιζε την κόρη του και ήθελε να της διδάξει μουσική. Αλλά κι εδώ το κακό παραμονεύει τον Ιάβορ, οι καλοί δεν έχουν τύχη, και η μικρή «έχασε» το δρόμο για το σπίτι της γεμάτη ενοχές.
Τα περιστατικά είναι καταιγιστικά. Τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου δεν έχουν τελειωμό, όπως είπε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Τα βιώματα ολοζώντανα, οι μνήμες νωπές, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, και το βιβλίο μνημείο.
Η Ελένη Εφραιμίδου δεν είναι απλώς καλή συγγραφέας και εξαιρετική αφηγήτρια∙ είναι και ζωγράφος που με κατάλληλες πινελιές έδειξε την τραγικότητα του έξω κόσμου, την ανείπωτη συμφορά του και τον μέσα της ψυχής με όλα τα πάθη του και τις κρυφές πληγές του. Η ψυχανάλυση κρυμμένη στην αφήγηση της Εφραιμίδου μάς δείχνει τις πολύπλοκες ρίζες του κακού. Και το πλούσιο διακείμενό της, γεμάτο από αναφορές σε άλλα έργα, μας θυμίζει πως η μοίρα των μικρών λαών είναι πάντα ίδια και γεμάτη βάσανα.
Η επίσημη ιστορία ξεπερνάει μέσα σε λίγες παραγράφους το μαρτύριο των λαών, είναι ευθύγραμμη και δεν στέκεται στα πρόσωπα∙ της αρκούν οι αριθμοί και το αποτέλεμα των πολεμικών συρράξεων. Η μυθιστορηματική καταγραφή των λεπτομερειών όμως, όπως τις θυμάται κάποια γιαγιά, ξυπνάει τις υπνώτουσες συνειδήσεις και ως προσωπική μαρτυρία συνιστά ιστορική πηγή που, τελικώς, η καταγραφή της δεν αφήνει τη λήθη να την σκεπάσει. Γι αυτό το λόγο η Ελένη Εφραιμίδου ανασυνθέτοντας τα γεγονότα της μικροϊστορίας, άλλοτε με την τρέχουσα κοινή Ελληνική γλώσσα κι άλλοτε με το θρακιώτικο ιδίωμα, αφήνει κληρονομιά στους νεότερους την αλήθεια ενός λαού έτσι όπως την βίωσαν κατάσαρκα οι άνθρωποι και όπως την νιώθουμε κι εμείς να μας αγγίζει.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δρόμος της Αριστεράς 15/10/2022
Βούλγαροι και Θράκη – Ένα δράμα διαρκείας (β΄)
…/…
Η περίοδος της Βουλγαροκρατίας ενέπνευσε λογοτέχνες της Θράκης. Στο άρθρο μου «Στέφανος Ιωαννίδης (1923-2001): Ο πνευματικός ευεργέτης της Ξάνθης και της Θράκης» (8 Ιουνίου, 2021) αναφέρομαι στη μεγάλη του προσφορά. Ποιήματα και πεζά του (όπως το μυθιστόρημα «Τα παιδιά των πελαργών» (1965) αναφέρονται στην περίοδο της βουλγαρικής κατοχής. Στο βιβλίο μου «Στέφανος Ιωαννίδης – ένας λογοτέχνης γεννιέται» (2010) αναφέρομαι στη στενή σχέση του με την περίοδο αυτή.
Θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ σε ένα σημαντικό έργο της ποιήτριας Ελένης Δημητριάδου Εφραιμίδου, με τίτλο «Γκέρα», σελ. 196, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2020, που περιέχει εικοσιοκτώ διηγήματα αναφερόμενα στη βουλγαρική κατοχή της Θράκης κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Τούτο το βιβλίο αποτελεί μία κατάθεση πολυσήμαντη και, θα τολμούσα να πω, πρωτοποριακή. Καταφέρνει να συνδυάσει πολλές πλευρές και πολλές προσεγγίσεις ενός και του αυτού θέματος: της Βουλγαροκρατίας της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Γλωσσικά και Λαογραφικά στοιχεία, ψυχογράφηση τριών κυρίως λαών: Ελλήνων, Βουλγάρων, Τούρκων, ενδοσκόπηση και διαφοροποιήσεις μέσα σε κάθε λαό. Πρόκειται για αφηγηματικό λόγο, εμπλουτισμένο με ιστορικά, βιωματικά, γλωσσολογικά, λαογραφικά στοιχεία.
Κάποιες πλευρές της βουλγαρικής κατοχής: «Κάποιος βουλγαρογραμμένος απ’ το χωριό τους κάρφωσε, τους πρόδωσε για λίγα αργύρια φτηνά». Το ψωμί που μοίραζαν είχε μέσα γυαλιά, μου έλεγε η μητέρα. Διαβάζουμε στο βιβλίο κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση για τον βουλγάρικο ρατσισμό και τις βαθύτερες βλέψεις των κατακτητών: Καλαμποκίσιο ψωμί διέθεταν με γυαλιά στους Έλληνες, σταρίσιο χωρίς γυαλιά σε Αρμένιους, Τούρκους, Γύφτους. «Ειδωλολάτρες γίναμε και προσκυνάμε το καλαμπόκι και την μπομπότα. Οφθαλμαπάτες έχουμε τα βράδια. Βλέπουμε ν’ αχνίζει ζεστό ψωμί στο τραπέζι, να μοσχοβολάει λίγο κατσαμάκι στο ταψί, να χαμογελάνε τα παιδιά ευχαριστημένα, αλλά πού!».
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
culturebook.gr 30/11/2021
Επιστροφή στην αντιπολεμική ποιητική
Η νέα συλλογή διηγημάτων της Ελένης Εφραιμίδου «Γκέρα» (Σαιξπηρικόν, 2020) επαναφέρει στο διάλογο το ζήτημα της ποιητικής στη διηγηματογραφία και τη μυθιστοριογραφία. Πρόκειται για μία σειρά διηγημάτων που εντάσσονται μεταξύ ιστορικής μυθοπλασίας και ντοκουμέντου. Πρόκειται για αφηγήματα που αναφέρονται στην περίοδο της βουλγαρικής Κατοχής της Θράκης, συχνά με υποτυπώδη πλοκή, που αναδεικνύει τις δυσκολίες και τα βάσανα του άμαχου πληθυσμού. Όλο όμως το βιβλίο στην αναγνωστική πρόσληψη λειτουργεί ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα με ένα πλήθος ηρώων σε αυτοτελή επεισόδια. Το γεγονός ότι συνεκτικός δεσμός (και βασικός χαρακτήρας) παραμένει η ίδια ιστορική περίοδος και η πλοκή επικεντρώνεται στα βάσανα του πληθυσμού, η συλλογή στην ερμηνεία του αναγνώστη λειτουργεί ως ένα ενιαίο μυθοπλαστικό έργο, παρά τα διαφορετικά ονόματα των χαρακτήρων και τις διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές. Η έμφαση που δίνει η συγγραφέας στα ήθη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων της θρακικής υπαίθρου και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα δεινά στην καθημερινή τους ζωή, ενισχύει την παραπάνω διαπίστωση.
Η Εφραιμίδου καταθέτει μία αισθητική πρόταση που συνδέει τη μικρή φόρμα, το απομνημόνευμα και την ηθογραφία με τον πειραματισμό στην ποιητική και τους αφηγηματικούς τρόπους. Αυτό στο οποίο ξεχωρίζουν τα διηγήματα της Εφραιμίδου είναι η ποιητική του κειμένου και η λυρική διάθεση. Η ποιητική γλώσσα δεν γοητεύει μόνο τον αναγνώστη με τις πλούσιες μεταφορές, τις παρομοιώσεις και τα ιδιαίτερα ποιητικά υπαρξιακά αποφθέγματα που καταθέτει η δημιουργός, αλλά συμβάλλει στη συμμετοχή του στη δράση και στην αισθητοποίηση των δεινών του πληθυσμού κατά τη βουλγαρική Κατοχή. Η λυρική διάθεση αποκαλύπτει τη σκληρότητα των βουλγαρικών στρατευμάτων, τον ρόλο των Ελλήνων καταδοτών, είτε έφταναν στην προδοσία από οπορτουνισμό είτε για λόγους ανάγκης. Η γλαφυρότητα αποτυπώνει με ζωντάνια τον διαρκή αγώνα για επιβίωση διάρκεια μιας εποχής αποκτήνωσης και αποανθρωποποίησης.
Οι διαφορετικές αφηγηματικές φωνές πλουτίζουν το κείμενο και ενισχύουν την αληθοφάνεια της μυθοπλασίας. Ο παντογνώστης αφηγητής εναλλάσσεται με τον πρωτοπρόσωπο και ο απομνημονευματικός χαρακτήρας με την “αντικειμενική” περιγραφή. Εξάλλου η ίδια η δημιουργός παραθέτει σαν σε επίμετρο αποσπάσματα συνεντεύξεων με βιώματα εκείνης της περιόδου και σε αρκετές περιπτώσεις υποσημειώνει ιστορικές πληροφορίες με αναφορά σε βιβλιογραφικές πηγές της τοπικής ιστορίας. Σχόλια του αφηγητή ως σε μεταμυθιστόρημα, λαογραφικές πληροφορίες και γραμμική αφήγηση συμπλέκονται σε ένα ρευστό συνεχές. Η ντοπιολαλιά που εντάσσει λειτουργικά –και με την πρέπουσα φειδώ, ώστε να μην αποθαρρύνει τον αναγνώστη και να μην κουράζει– ενισχύει την παραστατικότητα της μυθοπλασίας, είτε αφορά κατανοητούς ιδιωματισμούς (που αποδίδονται με φροντίδα στην τοπογραφική αποτύπωση με αποστρόφους) είτε πρόκειται για ιδιωματικές εκφράσεις της τοπικής διαλέκτου (που μεταφράζονται με υποσελίδια σημείωση). Η μπαχτινική αυτή πολυγλωσσία δεν ζωντανεύει μόνο ηχητικά τη σκηνή, αλλά ενισχύεται και η μυθοπλαστική αλήθεια αυτός ο αναγνώστης να τοποθετείται στο πεδίο δράσης. Ταυτόχρονα, ενδυναμώνει τον ηθογραφικό χαρακτήρα του κειμένου. Οι –μη εκτεταμένοι– διάλογοι εντάσσονται ως δομικό στοιχείο μέσα στην αφήγηση και την περιγραφή, χωρίς να τοποθετούνται ανάμεσα σε παύλες ή εισαγωγικά, προσφέροντας παραστατικότητα στο κείμενο με τη ζωντάνια του άμεσου λόγου και της σύντομης ισοχρονίας. Στον προφορικό λόγο, εξάλλου, δεν υπάρχουν εισαγωγικά ή παύλες. Έτσι και φράσεις με επίκεντρο το πρώτο ή δεύτερο ενικό γραμματικό πρόσωπο που θεωρούνται διάλογοι, τοποθετούνται στο εσωτερικό μιας παραγράφου που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο αυτό δεν ξενίζει τον αναγνώστη κι ούτε δυσκολεύει τη ροή της αναγνωστικής διαδικασίας. Αντίθετα επιτρέπει στο κείμενο να ρέει αβίαστα και με φυσικότητα.
Σε ιδεολογικό πεδίο η Εφραιμίδου επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο την ξεχασμένη από πολλούς βουλγαρική κατοχή, που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν κτηνωδέτερη (τηρουμένων των αναλογιών της γεωγραφικής έκτασης). Οι γερμανικές θηριωδίες σε εθνικό επίπεδο έκαναν να ξεχαστεί η βουλγαρική βαρβαρότητα. Πείνα, βασανιστήρια και τουφεκισμοί ήταν η καθημερινότητα της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Άνθρωποι που βοηθούσαν στις δυσκολίες και άνθρωποι που εκπαιδεύουν τους πάντες και θησαύρισαν. Προδότες και βουλγαρόφιλοι, πεινασμένοι και οπορτουνιστές λαμόγια κατέληγαν οποιονδήποτε κάθε στιγμή σχεδόν.
Ωστόσο, η δημιουργός αποφεύγει τις εθνικιστικές εξάρσεις. Η προσφυγιά (από Πόντο και Ανατολική Θράκη) δίνει τον τόνο του δράματος του πληθυσμού, που μετά τον ξεριζωμό κατέληξε να πεινά και να παλεύει ξανά για την επιβίωση του. Μολονότι οι αναφορές στην Αντίσταση κρίνονται λίγες, συγκριτικά με τον όγκο του υπολοίπου υλικού, στόχος της συγγραφέως είναι να δείξει τη ζωή των αμάχων. Παρά όμως τούτη την έμφαση στα δεινά του πληθυσμού, η Εφραιμίδου μένει ψύχραιμη και στέκεται μακριά από κάθε εθνικιστική υστερία, ρίχνοντας «κλεφτές ματιές» στην ψυχή Ελλήνων, Βουλγάρων, μουσουλμάνων και προσφύγων της Ανταλλαγής. Αντιθέτως απομακρύνεται από τον εθνικιστικό λόγο δίνοντας έμφαση στον ρόλο του πληθυσμού που συμμάχησε με τις βουλγαρικές δυνάμεις και ενίοτε βλέποντας τους κατακτητές ως ανθρώπους. Οι κατακτητές στα διηγήματα δεν ήτανε όλοι «βρικόλακες». Και αυτός ακριβώς είναι ο αντιπολεμικός χαρακτήρας αυτού του βιβλίου. Σε περιόδους πολέμου οι άνθρωποι, κατακτητές και κατακτημένοι, αποκτηνώνονται. Οδηγούνται σε θηριωδίες που ποτέ δεν θα έπρατταν σε περίοδο ειρήνης και ασφάλειας. Η Εφραιμίδου καταθέτει ένα βαθιά αντιπολεμικό και υπαρξιακό έργο, γεμάτο ποίηση και βάσανα από τους συνεχείς πολέμους, που ξεπερνά λόγω της λογοτεχνικής του αξίας την ιστορική μαρτυρία. Γιατί θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε το βιβλίο μόνο ως ιστορική μαρτυρία.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
FRACTAL Σεπτέμβριος 2020
Βιωματική Λογοτεχνία
Η Ελένη Εφραιμίδου ποιήτρια και πεζογράφος από την Ξάνθη, στο τελευταίο βιβλίο της «Γκέρα», εκδόσεις Σαιξπηρικόν, πήρε συνεντεύξεις από συντοπίτες της, τους αφουγκράστηκε καταγράφοντας βιωματικές μαρτυρίες τους και τις μετασχημάτισε σε λογοτεχνία. Στη συλλογή διηγημάτων «Γκέρα», η συγγραφέας με γλαφυρό και παλλόμενο λόγο, με ποιητικές αποχρώσεις και αντιπολεμική θέαση, κάνοντας χρήση άλλοτε του θρακιώτικου κι άλλοτε του ποντιακού ιδιώματος, άλλοτε σε τριτοπρόσωπη και άλλοτε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αναβιώνει τη βουλγαρική κατοχή, τη δίνη του πολέμου, του κατατρεγμού, την απώλεια της ελευθερίας, των νοικοκυριών και του μόχθου των ανθρώπων, της πείνας, της αιχμαλωσίας, του θανάτου και του αγώνα επιβίωσης.
Και πώς αμύνεται ο ανθρώπινος ψυχισμός κάτω από την βίαιη μπότα του κατακτητή; Ένας τρόπος, πέρα από την οργανωμένη αντίσταση, είναι οι ενύπνιες αντιδράσεις εκδραμάτισης και εκτόνωσης της οδύνης και του θυμού. Άλλοτε με ονειρικά ποθητά τοπία και άλλοτε επιτιθέμενος, στο όνειρο έστω, τον ανάλγητο κατακτητή. Στο ομώνυμο διήγημα, από το οποίο και ο τίτλος του βιβλίου, η Αγλαΐα πετροβολούσε στον ύπνο της τους Βουλγάρους κατακτητές, που αλλοίωναν την ομορφιά του κόσμου κι απειλούσαν τις ζωές τους. Όπως στο πατροπαράδοτο παιχνίδι από τα Άβδηρα, τη μακρινή πατρίδα, όπου εκσφενδόνιζαν πέτρες σε υποτιθέμενο εχθρό. Άλλοτε πάλι κατέφευγε στη φαντασία φορώντας τα κριμένα φτερά της και σιωπώντας με υπομονή και εγκαρτέρηση πετύχαινε να νικήσει τον κατακτητή, γιατί «… ο πόλεμος είναι αρένα και όποιος μπορεί να σωθεί είναι ο νικητής», όπως λέει η Αγλαΐα, σελ. 122. Έτσι και στο διήγημα «Τρούντοβ βόινικ (φαντάρος εργασίας)» διαβάζουμε για τη πολύπαθη ιστορία του αιχμάλωτου Παύλου του πόντιου πρόσφυγα, που δραπέτευσε από τα κάτεργα της Βουλγαρίας. Στον αγώνα του για να σωθεί είχε συμπαραστάτη του το ποτάμι, που τον έκρυβε στα παγωμένα νερά του και τον προφύλαγε από τις ριπές των κατακτητών. Η άγρυπνη μορφή της μάνας τον ενθάρρυνε και τον εμψύχωνε ενύπνια ή σαν σε όραμα. Ιδιαίτερα τις στιγμές που οι δυνάμεις του καταπτοημένου ψυχισμού και του πληγωμένου σώματος στέρευαν: «Σου φτάνει ο θάνατος του ξαναείπε εκείνη. Σου φτάνει; κι άρπαξε με τα χέρια της τα μαλλιά του. Τον τράβηξε. Τίναξε εκείνος τα πόδια, τα κτύπησε με δύναμη στο βυθό, σπαρτάρισε το νερό γύρω του, τον σήκωσε», σελ. 132. Στον αγώνα του για την επιστροφή στον τόπο του τον συνέτρεξαν, κρύβοντας τον, πόντιοι συμπατριώτες. «Αγνά κι αγνέρ εφάισεν με (αγνά με την ψυχή σας με φιλοξενήσατε)», θα τους πει αποχαιρετώντας τους μ’ ευγνωμοσύνη, σελ. 134. Ο Παύλος που για χρόνια μετά στα όνειρά του κολυμπούσε.
Στο «Γκέρα», μέσα από τις 28 συναρπαστικές αφηγήσεις, η Ελένη Εφραιμίδου περιγράφει τις τραυματικές συνθήκες των κατοίκων του τόπου της, της Θράκης κατά την βουλγαρική κατοχή του ’41, αλλά και κατά τον εμφύλιο. Αναφορές στον εμφύλιο γίνονται στα τελευταία διηγήματα του βιβλίου, όπου οι ήρωες σκιαγραφούν με μελανές αποχρώσεις τους αντάρτες και εκφράζουν κάπως μονομερώς την οδύνη τους για τον άδικο και αδικαιολόγητο αδελφοκτόνο σπαραγμό. Στο «Σβούρα» πχ αναφέρεται: «Έρχονταν τα βράδια για να κοιμηθούν, γιατί κατέβαιναν τη νύχτα οι αντάρτες απ’ το βουνό και τους έπαιρναν» και πιο κάτω «Πολλά κάρα ανατινάσσονταν στα χωριά, γιατί οι αντάρτες έβαζαν βόμβες στα χωράφια και στους χωματόδρομους», σελ. 179, ενώ η αφηγήτρια τελειώνει με τα ακόλουθα: «Αργότερα κατάλαβα. Αδελφός σκότωνε αδελφό. Άδικα έφευγε ο κόσμος. Διχασμός και τι έγινε; Όλοι ένα έγιναν πάλι. Σβούρα.», σ. 180. Στο διήγημα «Ευρύκλεια» η ηρωίδα εκφράζει τον συσσωρευμένο θυμό και το μένος της προς τον αντάρτη σύζυγο αποκαλώντας τον “σκύλο”, αρνούμενη να δεχτεί τη σορό του για να τον ενταφιάσει στον τόπο του, επειδή, πιστός στα ιδεώδη του και αρνούμενος να συμβιβαστεί υπογράφοντας, την είχε αφήσει να την ανατροφή των παιδιών τους. Λέει η Ευρύκλεια κυριευμένη από αισθήματα πόνου και οργής, προδοσίας και αβοηθησίας: «Και πήγε. Αυτό ήταν. Δεν τον ξαναείδα. Το ‘φαγε το κεφάλι τ’ Ελενειώ μ’. Εκεί άφκε το κοκαλάκι τ’, στη Γιούρα. Να τον εφέρνε λέει εδώ. Όοοοχι! Τί να τον κάνω τώρα εγώ; Εγώ ‘μαι μια πατρίδα προδομέν’. Εκεί να μειν’! Εκεί είναι η πατρίδατ’!», σελ. 184. Η Ευρυδίκη ως μια αρχετυπική μορφή προάσπισης της ζωής πρωτίστως και πάνω απ’ όλα, μέσα από τη σκληρή και ανάλγητη άρνηση της ταφής του συζύγου της, αδιαφορώντας για την ύβρη σε σχέση με τον ενταφιασμό του νεκρού, φαίνεται να απορρίπτει και να καταδικάζει άκριτα τον αγώνα των ανταρτών και τα ιδεώδη τους, αδιαφορώντας για τις όποιες συνθήκες που τους εξώθησαν στο εμφύλιο σπαραγμό. Κατά την εκτίμησή μας το «Γκέρα» αποτελεί μια αντιπολεμική μαρτυρία, η οποία διαπνέεται από την βασική αξία της προάσπισης και διασφάλισης της ζωής πρωτίστως και πάνω από όλα, αφήνοντας ανοιχτό το όποιο ηθικό διακύβευμα αυτής της στάσης. Ίσως γι’ αυτό η Εφραιμίδου ανοίγει τη συλλογή διηγημάτων με την προ κατοχική αφήγηση «Το στοιχειό», όπου διαδραματίζεται ένα φονικό “δια ασήμαντον αφορμήν”. Σ’ αυτό το διήγημα η Εφραιμίδου καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιγραφή της οικογενειακής συνθήκης ανέχειας, τις ενδοψυχικές ματαιώσεις, την διαπροσωπική ατμόσφαιρα και την πρόκληση, όπου ο Θοδωρής φονεύει τον κουνιάδο του για μια μεσοτοιχιά. «Ύψωσε το χέρι και μαχαίρωσε την άβυσσο την άδικη, τη λαίμαργη, τη μαύρη. Άστραψε κι ο σουγιάς κάτω απ’ τον ήλιο κι έπεσε μ’ ορμή μια, δυο, τρεις φορές στο στήθος, στο στομάχι, στα πλευρά του Μόδεστου.», σελ. 17.
Στο «Γκέρα» η Ελένη Εφραιμίδου καταθέτει ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό ανάγνωσμα, αλλά και μια ιστορική μαρτυρία για τον τόπο της και τους ανθρώπους της. Δυστυχώς οι μαρτυρίες σχετικά με τους απλούς ανθρώπους και τους λαούς απουσιάζουν συνήθως από τις επίσημες ιστορικές καταγραφές, εκτός από κάποιες φωτισμένες εξαιρέσεις βέβαια, όπως αυτή του Χάουαρντ Ζιν, του ιστορικού του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών.
ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
Η Αυγή 7/4/2020
Πες μας άλλη μια ιστορία, Ελένη
Υπήρχε ένα παιχνίδι, παλαιότερα, στα Άβδηρα της Θράκης, που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας: η Γκέρα. Οι νέοι του χωριού χωρίζονται σε δύο ομάδες, τους «χωριανούς» και τους «μαχαλιώτες», και επιδίδονται σε πετροπόλεμο με σφεντόνα. Συμβολικός τρόπος εκτόνωσης των παθών, των ανταγωνισμών, της βίας, που, παίρνοντας την άγρια, αλλά κοινωνικά ρυθμισμένη έκφραση της παράδοσης, αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα άλλων υπόγειων δυνάμεων σε μια κλειστή και αναγκεμένη κοινωνική συνθήκη. Ευθεία αντιπαράθεση με τον καταχτητή δεν νοείται. Η εξέγερση επομένως δοξάζεται και επαινείται με τρόπο επιτρεπτό: ο συμβολικός εχθρός πλήττεται και εξοντώνεται.
Υποκατάστατο μάχης και σύγκρουσης, υποκατάστατο εξέγερσης. Πόσο μάλλον όταν ο τρόπος της Γκέρας, η επίθεση με τη σφεντόνα, επιτελείται στο ομώνυμο διήγημα της Ελένης Εφραιμίδου μόνο στο όνειρο της ηρωίδας, που, με γεμάτα πέτρες τα χέρια, κυνηγά τους καταχτητές με μίσος στα καλντερίμια του χωριού.
Οι Βούλγαροι έχουν επιτάξει το σπίτι για τον διοικητή και τη γυναίκα του -βουλγαρική κατοχή της Θράκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- και μεταφέρουν εκεί κουβάδες γάλα για το λουτρό της. Η ηρωίδα στον ονειρικό κόσμο εκσφενδονίζει πέτρες εναντίον αυτών που σπαταλούν λουτρά από γάλα καταδικάζοντας το παιδί της και όλα τα παιδιά και τους κατοίκους του χωριού και της Θράκης στην εξαθλίωση και στον υποσιτισμό. Η έκφραση της οργής του αδύνατου επιτελείται μόνο στο όνειρο. Για τη ζωή απομένει η πίκρα, η απαντοχή, η υπομονή, ο ανεξιλέωτος θυμός…
Μια κατάδυση στην ανθρώπινη εμπειρία
Η Γκέρα εκφράζει επιγραμματικά και στον τίτλο τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα
στη λαϊκή παράδοση, την προφορική Ιστορία και τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ένα μεγάλο στοίχημα που κερδίζεται στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Εφραιμίδου (εκδόσεις Σαιξπηρικόν).
Βασίζεται στη συλλογή επωνύμων προφορικών αφηγήσεων από την εποχή της
βουλγαρικής κατοχής της Θράκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που οι Γερμανοί παραχώρησαν στους Βούλγαρους τη Θράκη ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους.
Ένα κομμάτι από το πρωτογενές υλικό των αφηγήσεων, καθώς και ο κατάλογος των ονομάτων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Ωστόσο, το έργο της Εφραιμίδου δεν εξαντλείται στην καταγραφή και τη συρραφή των πολύτιμων μαρτυριών που ο χρόνος και η ροή της Ιστορίας κοντεύει
πια να σβήσει.
Πρόκειται για σπουδαία λογοτεχνική σύνθεση, για κατάδυση στην ανθρώπινη εμπειρία, για αναψηλάφηση των βιωμάτων, για συμπλήρωση των κενών, επίκληση των φαντασμάτων μέσα στην κοίτη των γεγονότων και της Ιστορίας. Η ζωή στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, η απαλλοτρίωση των τροφίμων από τις δυνάμεις κατοχής και η καταδίκη του πληθυσμού σε υποσιτισμό και η συνακόλουθη σκληρότητα απέναντι σε όποιον, για να επιβιώσει, κρύβει τρόφιμα στο σπίτι του, η ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής, η κακοποίηση των παιδιών, ο διασπαραγμός του γυναικείου σώματος μετά τον βιασμό από τον καταχτητή, ο ξεριζωμός και η περιπλάνηση των πανικόβλητων κατοίκων -αταβιστική εμπειρία μέσα από στρώματα εκτοπίσεων και διωγμών από τη Μικρά Ασία προς τη Θράκη-, η μετανάστευση στην Αμερική, οι νύφες, τα φαντάσματα. Ένας πλούτος οδυνηρών εικόνων που δεν λογοκρίνονται και κάνουν να αναρωτιέσαι πόσο πόνο μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη ψυχή, τι βάσανα έχει υπομείνει ο πλησίον μας. Η
τοπογραφία του ανθρώπινου πόνου – το σώμα της αδελφής που διαλύεται και σκορπίζεται στο άκουσμα του φόνου του αδελφού, ο θάνατος που τραβάει
σαν μαγνήτης κατακόρυφα, η διαφάνεια του νερού στο πηγάδι που είναι ο σκοτωμένος, η διαφάνεια που χωρίζει τη ζωή με τον θάνατο…
Και πάντα ο Άλλος, ο άνθρωπος με την ευαισθησία του πίσω από το προσωπείο του εχθρού, ο έρωτας που ανθίζει στην έρημη χώρα, η μουσική, η ανθρωπιά.
Ένα φιλόδοξο στοίχημα
Αφηγήσεις ή μονόλογοι συγκλονιστικοί, διάλογοι με εξαιρετική θεατρικότητα,
οι αντιθέσεις, η μικρότητα και το μεγαλείο των ανθρώπων, η ιστορία τους, οι καημοί τους, αλλά και αφηγήσεις σε θρακική ντοπιολαλιά, ενίοτε σε ποντιακά, ματιές στο εσωτερικό των σπιτιών, στα μεγάλα δάση – μάρτυρες του ανθρώπινου δράματος, στις συνήθειες της καθημερινής ζωής, η μυρωδιά των καπνών, η κτηνοτροφία.
Μια λεπτότατη ισορροπία, ένα φιλόδοξο στοίχημα να συνδυάσει το δράμα, τα κενά της προφορικής Ιστορίας και την παράδοση. Χωρίς καμία έκπτωση για τη λογοτεχνία. Αντιθέτως, πρόκειται για αριστουργηματικό βιβλίο. Παρά το
ότι η θητεία της Εφραιμίδου είναι στην ποίηση και στα διηγήματα, στην «Γκέρα», που είναι σε τόσο διαφορετικά και δύσκολα χωράφια, έχει μεγάλο ψυχικό απόθεμα και λογοτεχνική μαστοριά στις αποσκευές της. Δεν ξεχνάμε το Α’ Βραβείο Ιπεκτσί που είχε πάρει το !999 για τη θεατρική απόδοση του «Μοσκώβ Σελήμ του Γ. Βιζυηνού, του συμπατριώτη της.
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΓΛΕΡΙΔΟΥ
literature.gr 24/3/2020
Η «Γκέρα» ως κινητοποίηση της μνήμης
Η συλλογή διηγημάτων «Γκέρα» της Ελένης Εφραιμίδου (Σαιξπηρικόν 2020) αποτελεί λογοτεχνική υπόμνηση της Γ’ βουλγαρικής κατοχής της Θράκης, λογοτεχνική αναπαράσταση του αγώνα των ανθρώπων της ξανθιώτικης κυρίως υπαίθρου για επιβίωση έναντι των δεινών που επέφεραν οι σκληρές πρακτικές της βουλγαρικής εξουσίας και ευρύτερα, με αναγωγή του μερικού στο καθολικό, λογοτεχνική αποτύπωση των όσων προξενούν οι επεκτατικές, κυριαρχικές βλέψεις και οι συνθήκες πολέμου στους απανταχού ανθρώπους.
Η Γ’ Βουλγαρική κατοχή για τη Θράκη ξεκίνησε μετά την απόφαση των Γερμανών τον Απρίλιο του ’41 να παραχωρήσουν ελληνικά εδάφη στη σύμμαχό τους Βουλγαρία για τη διασφάλιση της τάξης σ’ αυτά, ωστόσο οι αλυτρωτικές βλέψεις των Βουλγάρων, που αξίωναν έξοδο στο Αιγαίο και αντιμετώπιζαν την υπό την ευθύνη τους πλέον περιοχή από τον Στρυμόνα έως και κομμάτι του Έβρου, όπως και τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, ως βουλγαρικά εδάφη, τους οδήγησαν σε μία πολιτική εκβουλγαρισμού του πληθυσμού ελέγχου τους, εφαρμόζοντας κατάλυση των ελληνικών αρχών, εποικισμό, διώξεις, επιτάξεις περιουσιών, εκμετάλλευση κάθε είδους εγχώριας παραγωγής, στρατολογήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες που έμειναν στα εδάφη τους και δεν επέλεξαν τη διαφυγή στις μετά τον Στρυμόνα γερμανοκρατούμενες περιοχές αντιμετώπισαν συνθήκες σκληρότητας, πείνας, εξαθλίωσης, θανάτου, έως και την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής μετά τη συμφωνία της Μόσχας, τον Οκτώβριο του ’44.
Στην «Γκέρα», λοιπόν, η λογοτεχνία συνομιλεί με την ιστορία, η μυθοπλασία με την αλήθεια, η μερικότητα με την καθολικότητα. Οι μαρτυρίες και οι μνήμες μετουσιώνονται σε λογοτεχνία χάρη στην ικανότητα της συγγραφέως να τις αναπαριστά λογοτεχνικά, συμφύροντας την ιστορική αλήθεια με τη μυθοπλασία, αποδίδοντας στην αφήγηση με μυθοπλαστική διάσταση στιγμιότυπα της ιστορικά προσδιορισμένης ζωής των υπό κατοχή Ξανθιωτών της εποχής ‘41-‘44, με το συναισθηματικό βάρος να επωμίζεται ένας έξοχος, φροντισμένος και ταυτόχρονα πηγαίος, κατά πολύ μεταφορικός, με ρεαλιστική ωστόσο βάση και ενάργεια λόγος, διανθισμένος στα διαλογικά μέρη από το θρακιώτικο ιδίωμα, που συντελεί στην αισθητοποίηση της ζωής της εποχής εκείνης.
Και αν το διήγημα δεν μπορεί λόγω της περιορισμένης έκτασής του να αποδώσει το βάθος των ιστορικών γεγονότων, την κίνηση πριν και μετά από αυτά, σημείο υπεροχής του μυθιστορήματος, στην «Γκέρα» αυτό υπερβαίνεται, με τις επιμέρους αφηγήσεις στα διηγήματα αλληλοσυμπληρούμενες να συνθέτουν έναν ενιαίο λογοτεχνικό σώμα για το σύνολο των χρόνων της βουλγαρικής κατοχής από τη σκοπιά αυτών που την υφίστανται, πλησιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το είδος του σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Ένα λογοτεχνικό σώμα που συγκροτείται με αφετηρία την εποχή πριν την έναρξη της κατοχής, προετοιμάζοντάς την, και κατάληξη τα νέα προβλήματα των κατοίκων, απόρροια εσωτερικών συγκρούσεων, μετά την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων.
Οι ιστορίες των 28 διηγημάτων που απαρτίζουν την «Γκέρα», επομένως, έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, που συνιστά ένα πρόσφορο για μία αντιπολεμική θεματική σκηνικό. Στις ιστορίες αυτές, άλλοτε με τριτοπρόσωπη και άλλοτε με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλοτε με παντεποπτική ματιά και άλλοτε με άμεση κατάθεση των σκέψεων και του τρόπου βίωσης των παρουσιαζόμενων, οι ήρωες, άνθρωποι της αγροτικής επαρχίας κυρίως, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις σκληρές πρακτικές του κατακτητή, εγκλωβισμένοι στα ίδια τους τα εδάφη.
Η εκκίνηση της βουλγαρικής κατοχής, που ούτως ή άλλως τους βρίσκει να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους και να υποκύπτουν σε έκπτωτα ήθη (…σφάζονταν οι άνθρωποι για το παραμικρό, για ένα χιλιοστό της γης ή για ένα παλιοντούβαρο, γιατί τους διέταζαν τα πάθη και η ανέχεια), σπέρνει τον πανικό και ο πανικός οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις (Χέρι που έσφιγγε την καρδιά και πίεζε το μυαλό ήταν ο πανικός. Πώς να σκεφτείς λογικά, όταν το παράλογο σε πολιορκεί;). Οι περισσότεροι ανώφελα επιχειρούν να περάσουν σε περιοχή ελέγχου των Γερμανών, για να αποφύγουν τη σκληρότητα των Βουλγάρων, ερχόμενοι εκ νέου αντιμέτωποι με την προσφυγιά, όντας πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Κάποιοι πεισματικά αρνούνται να αφήσουν το βιος τους και παραμένουν, όπως ο Δημητρός, ήρωας του διηγήματος «Χιντώφ», που δέχεται τη βοήθεια ντόπιων μουσουλμάνων για προσωρινή προστασία και δικαιώνεται.
Με την επιβολή της κατοχής αρχίζει η εφαρμογή των σκληρών μέτρων των Βουλγάρων και όποιος παραβαίνει τις αποφάσεις τους διώκεται και θανατώνεται, πολλές φορές με τη βοήθεια χαφιέδων, που πάντοτε ενυπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, υπηρετώντας το ίδιον συμφέρον. Κάποιους από αυτούς, ωστόσο, η συγγραφέας τους αντιμετωπίζει με επιείκεια, που πηγάζει από το μέγεθος των δυσκολιών τους και την ανθρώπινη ματιά της (Και ποιος είναι δικός σου όταν πεινάει; Και ποιος είναι πιστός, όταν απέναντί του ο φόβος και ο θάνατος φυτεύει τον σπόρο του;).
Αυτό που προέχει στα σκληρά χρόνια της κατοχής είναι η επιβίωση. Γκέρα είναι θρακιώτικο παιχνίδι, πετροπόλεμος με σφενδόνες που παιζόταν μέχρι και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Στο ομώνυμο διήγημα η Αγλαΐα ονειρεύεται πως εκσφενδονίζει πέτρες έναντι των Βούλγαρων κατακτητών, που αλλοίωσαν κάθε στοιχείο της ζωής της. Ξυπνώντας μετανιώνει και επιδίδεται σ’ αυτό που συνειδητοποιεί ως σημαντικό, την επιβίωση. (Σκεφτόταν ότι ο πόλεμος είναι αρένα κι όποιος μπορεί να σωθεί ο νικητής.) Η πείνα πια είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αφού το εμπόριο και η ντόπια παραγωγή περνά στα χέρια των Βουλγάρων, οι οποίοι εγκαταστημένοι σε ελληνικά σπίτια μέσω του εποικισμού και των επιτάξεων καρπώνονται το πρότερο βιος των ντόπιων. Οι γυναίκες πρωτοστατούν στον αγωνιώδη αγώνα για τη σίτιση των παιδιών τους, με τη Βασιλική στο διήγημα «Πες μας μιαν άλλη ιστορία, Βασιλική» να λειτουργεί ως σύμβολο του αγώνα αυτού (…σου έγνεφε την υπομονή, την καρτερία, τη στωικότητα, τη δωρικότητα, την αρμονία, το παλίμψηστο της ζωής, κι άδειαζε επάνω σου, όλη την Ιωνία).
Τα παιδιά, από την άλλη, βιώνουν την εξαθλίωση μέσω της πείνας και τη βιαιότητα του κατακτητή, με την ενσταλαγμένη εντός τους αθωότητα να καταπατάται από το παράλογο της πείνας και του θανάτου. (Η αθωότητα! Υπάρχει στη φύση αθωότητα, σκέψη αγνή μπροστά στον θάνατο; Υπάρχει στη φύση αρετή και μέγα νόημα, μπροστά σ’ αυτό που αποκαλύπτει μια άδεια και παράλογη κοιλιά; Κάθε έννοια παραμένει προβληματική εκεί. Σ’ αυτό το αδηφάγο κελί μόνο η ζωή διατάζει. Αυτή κρατάει το κλειδί. Τη λύση σ’ όλα τα νοήματα). Κάποια αρπάζονται και οδηγούνται στη Βουλγαρία. Άλλα στην πόλη της Ξάνθης αναγκάζονται να φοιτούν σε βουλγαρικά σχολεία στα πλαίσια εφαρμογής της βουλγαροποίησης του ντόπιου πληθυσμού. Από τα ορεινά χωριά του νομού γυναίκες και παιδιά οδεύουν στα χωριά της Βουλγαρίας προς εύρεση τροφής αψηφώντας τους κινδύνους για την ίδια τους τη ζωή.
Ακόμη, άνδρες στρατολογούνται από τους Βούλγαρους και υπηρετούν σε Βουλγαρικά τάγματα εργασίας υπό απάνθρωπες συνθήκες, όπως ο ήρωας στο διήγημα «Τρούντοφ Βόινικ», στο οποίο αριστοτεχνικά παρουσιάζεται η αιχμαλωσία του, οι άθλιες συνθήκες αυτής, η απόδρασή του ως μέσω διαφυγής του θανάτου, η αντοχή που επέδειξε (Γιατί πώς αντέχει η ζωή όταν πεισμώνει, πώς αντέχει το εξουθενωμένο σώμα όταν θυμάται την αγάπη, γιατί πώς αντέχει η λαχτάρα μέσα στο τίποτα; Έτσι.). Άλλοι, πάλι, οδηγούνται στο θάνατο προσπαθώντας να βοηθήσουν τους αντάρτες που οργανώνονται στο Κοτζά Ορμάν έναντι των Βουλγάρων, ενώ θάνατος βρίσκει αμάχους, που εισπράττουν όλο το μένος της εκδικητικής οργής των Βουλγάρων (Έχει η εκδίκηση χρώματα δικά της. Φοράει μανδύα κίτρινο και σκεπάζει τα μάτια της λογικής κι ύστερα μπερδεύονται οι νόμοι του αλλόκοτου χρωστήρα της με το κόκκινο και γίνονται αίμα.), όταν πια τελειώνει η κατοχή στη Θράκη και αναγκάζονται να φύγουν. Έπειτα, νέες περιπέτειες βρίσκουν τους κατοίκους, με τα σημάδια του επικείμενου εμφυλίου να διαφαίνονται στα διηγήματα «Κόλπο» και «Σβούρα» και να επιβεβαιώνονται στην αφήγηση της Ευρύκλειας στο ομώνυμο διήγημα.
Η συγγραφέας, βέβαια, δεν παραλείπει να αφιερώσει χώρο στο αφήγημά της και σε Βούλγαρους που υπερβαίνοντας τις επιταγές της κεντρικής εξουσίας τους επέδειξαν ανθρωπιά απέναντι στις δυσκολίες των ντόπιων στηρίζοντάς τους (Όμως, σε κάθε δυστυχία υπάρχει ένα αντιστάθμισμα, σε κάθε δηλητήριο το ανάλογο αντίδοτο, σε κάθε νυχτερίδα ένα πρωινό πουλί.), εξαίροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρωγή προς τον συνάνθρωπο, ακόμη και εν καιρώ πολέμου.
Στην «Γκέρα», λοιπόν, η Ελένη Εφραιμίδου κατορθώνει γλαφυρά και με έντονη ποιητικότητα, η οποία διαπερνά τον λόγο της και τη ματιά της, να αισθητοποιήσει λογοτεχνικά πάσης φύσεως δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών του νομού Ξάνθης, συνθέτοντας ένα αφήγημα που αποτελεί μια συνολική σκιαγράφηση της εποχής αναφοράς του. Δεν μπορεί επομένως παρά να θεωρηθεί το αφήγημα αυτό ως ένας λογοτεχνικός φόρος τιμής προς τους Θρακιώτες της βουλγαρικής κατοχής, μία αφορμή μνήμης αυτών, αλλά και μια έμμεση επίκριση του πολέμου, των πρακτικών του, της αποκτήνωσης που επιφέρει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ
(δε)κατα”, τχ. 72, χειμώνας 2022
«Μάγισσες πετούσαν μέσα, νεράιδες χρωματιστές»
Το τραχύ, άγριο σκηνικό της βουλγαρικής κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον τρόμο, την πείνα, το αφιλόξενο, εφιαλτικό περιβάλλον, και με τον ίδιο τον θάνατο να καραδοκεί
απειλητικός σε κάθε ανθρώπινο βήμα και στιγμή, ανασυστήνει η Ελένη Εφραιμίδου στη συλλογή της διηγημάτων Γκέρα. Ο παιδικός πετροπόλεμος επανέρχεται στη μνήμη, μαζί και κάθε μεγαλοσύνη αλλά και μικρότητα των ανθρώπων, σε μια λογοτεχνική επεξεργασία των προφορικών μαρτυριών, κυρίως από την περιοχή της Ξάνθης, τις οποίες συνέλεξε και διέσωσε η
συγγραφέας.
Η ανάγκη ωθεί τον άνθρωπο στις μεγαλύτερες υπερβάσεις και προσφέρει στην Εφραιμίδου τη δυνατότητα να τον ψυχογραφήσει. «Κατρακύλισαν τις σκάλες στη μαύρη νύχτα άφωνοι και ροβόλησαν προς τα χωράφια τα υγρά. Νερά και λάσπες στους τσολμάδες και μια υγρασία ρευστή σαν βροχή νότιζε άγρια το σώμα. Μες στα χωράφια ξημερώθηκαν να μην τους βρούνε τα σκυλιά. Κάτι κουκουβάγιες έκρωζαν, κάτι νυχτερίδες πετάριζαν, κάτι σκιές τους τριγύριζαν, εκεί την έβγαλαν κρυμμένοι μες στα τσαμούρια και στους τσολμάδες, τουρτουρίζοντας θεονήστικοι ώς το πρωί». Η υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων προκύπτει από τις συνθήκες στις οποίες υποβάλλουν τον εαυτό τους προκειμένου να επιβιώσουν. Οι δε συνθήκες αυτές είναι οι πραγματικές, που απέχουν παρασάγγας από όσες σχηματίζει το ανυποψίαστο παιδικό μυαλό: «“Πόλεμος, πόλεμος” φωνάζαμε εμείς μες στη χαρά, τα χαμένα. Πού να φανταστούμε τι μας περίμενε. Όταν είσαι παιδί, όλα σου φαίνονται πανηγύρι. Η ζωή στα μάτια σου παιχνίδι είναι. Τα μαύρα, άσπρα τα βλέπεις ή τα προσπερνάς αδιάφορα. Μόνο όταν πέσει το δέντρο στο δικό
σου κεφάλι, κουβαλάς το καρούμπαλο πεσκέσι μια ζωή». Η σύγκριση προσδοκίας – αποτελέσματος λειτουργεί ειρωνικά, επιτείνοντας την τραγικότητα.
Το ψυχογράφημα της Εφραιμίδου μεταχειρίζεται ως φορέα του μία θυμοσοφία αρδεμένη από την κατανόηση της ζωής, διά της οποίας σχηματοποιεί τα κατασταλαγμένα της συμπεράσματα. «Βλέπεις άνθρωπο και δεν ξέρεις τι είναι. Βρίζει, γκρινιάζει, τσακώνεται, τσουκνίδα σκέτη σκέφτεσαι κι ύστερα βλέπεις μέσα στην ψυχή του να φυτρώνει μια ροδιά. Να σπάζει τους καρπούς της, να μοιράζει τους σπόρους της εκεί που δεν περιμένεις, γιατί έτσι πρέπει η ζωή να συνεχιστεί». Η θυμοσοφία της συγγραφέα στέφεται από λυρισμό, εντοπίζοντας αναλογίες των ανθρώπων με το φυτικό βασίλειο (τσουκνίδες, ροδιές) και τονίζοντας μέσω αντιθέσεων την απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπινους χαρακτήρες αλλά και το θαύμα της συνύπαρξης αντιτιθέμενων
στάσεων στα ίδια πρόσωπα.
Ο λυρισμός της Εφραιμίδου εκδηλώνεται με χρώμα: «Έχει η εκδίκηση χρώματα δικά της. Φοράει μανδύα κίτρινο και σκεπάζει τα μάτια της λογικής κι ύστερα μπερδεύονται οι νόμοι του αλλόκοτου χρωστήρα της με το κόκκινο και γίνονται αίμα». Η συγγραφέας έχει τον τρόπο της να μεταβάλλει την πιο άγρια, σκληρή, αιμοσταγή εκδήλωση σε γλυκόπικρη, στοχαστική, νηφάλια αποτίμηση. Κι αν η πίκρα ερμηνεύεται από την ίδια την ωμότητα των γεγονότων, η γλυκύτητα πηγάζει από τη συνειδητοποίηση που τείνει να εξορθολογίσει την κτηνωδία και, ερμηνεύοντάς την, να αφήσει παράθυρο ελπίδας για η μελλοντική υπέρβαση των αντικοινωνικών στάσεων.
Η θυμοσοφική αποτίμηση, λοιπόν, λειτουργεί στηριζόμενη σε αναμνήσεις. Η μνήμη ταξινομεί τα παρελθόντα και τα αξιολογεί επανερχόμενη σε επισκέψεις τους. «Στριφογύριζαν [σ.σ: τα φαντάσματα του θύτη και του θύματος] μια πάλη σαν χορό. Έπλεκαν σαν την αράχνη το υφαντό το πυκνό, το αξήλωτο που η μνήμη το κλειδώνει στο συρτάρι της σαν κειμήλιο ακριβό». Το απόσταγμα της σκέψης οφείλεται εδώ, λοιπόν, στη μνήμη, η οποία συντηρεί τα εγκλήματα κι εμποδίζει την παραγραφή τους. Το υφαντό της μνήμης, ακριβό αλλά κι απειλητικό, σαν ιστός αράχνης παγιδεύει το θύμα. Κι όταν το κακό παγιδεύεται στον ιστό της μνήμης, βρικολακιάζει, εκπίπτει σε φάντασμα αδικαίωτο, που αδυνατεί να αναπαυτεί και περιφέρεται ατελεύτητα στον
τόπο του εγκλήματος.
Η διείσδυση στον ανθρώπινο ψυχισμό λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες που διαμορφώνουν συμπεριφορές. «Μάζευε την πίκρα της χρόνια κι η Σουλτανή. Ένιωθε για τον πόνο της θυμό κι οι πιεσμένες φλέβες της μεταμόρφωναν σιγά-σιγά την πίκρα σε φόβο κι ενοχή. Κι έστρεψε τα νύχια της πίκρας και της ενοχής πάνω της. Έκλεισε τ’ αυτιά της ψυχής σφιχτά στο τσεμπέρι της, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε κατά τον κάμπο παραμιλώντας μέσα στη νύχτα ως το πρωί. Ως τα ξημερώματα έκλαιγε μονάχο κι αβοήθητο το παιδί και σώπασε στο μικρό του στήθος η φωνή, στο πρώτο αχνό κελάηδισμα ενός πουλιού». Η μαγευτική αφήγηση της Εφραιμίδου αποδίδει την απόγνωση της κάθε πλευράς, καθιστώντας τους ήρωες έρμαια των συνθηκών, γι’ αυτό και
τραγικούς μέσα στις προσωπικές τους ανεπάρκειες. Η αθωότητα, με φορέα το νεογέννητο, πεθαίνει μαζί του αβοήθητη, στη μοναξιά μιας εγκατάλειψης όπου το κενό της ανθρώπινης παρουσίας αναπληρώνεται από το φυσικό
περιβάλλον, από το πουλί και το «αχνό κελάηδισμά» του. από την άλλη, το ίδιο κελάηδισμά θα σηματοδοτήσει μια εξίσου αχνή, ωστόσο υπαρκτή ένδειξη ζωής, η οποία θα εγγυηθεί τη συνέχεια, παρά τις αντιξοότητες που την απειλούν.
Η συνύπαρξη του απόκοσμου κακού με την τρυφερότητα αναδύεται ως έμμεσο καταστάλαγμα των διηγημάτων. Η Εφραιμίδου ανασύρει τις τρυφερές αναμνήσεις με την πιο γλυκιά νοσταλγία μιας μαγείας που ευνοείται από την αθωότητα της παιδικής ματιάς. «Υπαίθριο φανταχτερό με τζαμαρίες. Τρέχαμε κι εμείς παιδιά. § “Ο Χιντώφ, ο Χιντώφ” φωνάζαμε. Περίεργα κολλούσαμε τα μάτια στο γυαλί. Μάγισσες πετούσαν μέσα, νεράιδες χρωματιστές». Η ενσάρκωση της μαγεμένης από την πραμάτεια του πλανόδιου εμπόρου παιδικής ματιάς στην οπτασία των μαγισσών οπτικοποιεί τα άυλα, προσδίδοντάς τους κατά κάποιον τρόπο μια διάσταση υλική. Τούτος ο συγκερασμός άυλων-υλικών ερμηνεύει και την υπαγωγή τους σε παρόμοιες επιδράσεις, σε μια προσέγγιση ποιητικής υφής, όπου υλικά στοιχεία της φύσης συνδέονται με τον άυλο χρόνο, κι όλα μαζί με τις ρωγμές στην ύλη αλλά και στην ψυχή: «Το φεγγάρι κατέβαινε παλιό, θολό κι απροσδιόριστο ακόμη, χρόνος ξεχασμένος, πάνω στην ξεχαρβαλωμένη στέγη. Φώτιζε δειλά-δειλά τις ρωγμές που βάθαιναν μέρα τη μέρα, χρόνο τον χρόνο στο άδειο σπίτι». Η δε σύνδεση υλικού-«πνευματικού» αποκτά και μια έντονη κινηματογραφική αποτύπωση στις εικόνες που συνθέτει η Εφραιμίδου, καθώς η συγγραφέας αφενός φέρνει στο προσκήνιο την εξαΰλωση του σώματος σε πνεύμα διά του θανάτου, αφετέρου όμως επαναφέρει την υλικότητα στο πνεύμα καθώς το μεταστοιχειώνει σε απτό αγέρι: «Έτρεχε μες στα στάχια, όταν τα κινούσε ο αγέρας, να νιώσει ένα χάδι στο μάγουλο, ένα φιλί απ’ τη μάνα του. Αφουγκραζόταν το φύσημα μέσα στις καλαμιές να πιάσει έναν ψίθυρο ζεστό. Αγέρας είχε γίνει η μάνα του. Φύσημα».
Η ίδια ποιητική υπόσταση στην αφήγηση της Εφραιμίδου βρίσκει ως υποκείμενα, στη θέση των ενεργούντων προσώπων, τα συναισθήματά τους: «Αλλά σήμερα, η σκέψη θολή, τα χέρια βαρύθυμα πότιζαν, τάιζαν τα ζωντανά, συμμάζευαν το σπίτι, έκλεινε ο πανικός τα παράθυρα, μάζευε ο φόβος τη σοδειά της αυλής στ’ αμπάρια». Η ίδια λειτουργία επιτρέπει διατυπώσεις
αποφθεγματικές, που συμπυκνώνουν τη στοχαστικότητά τους σε παροιμιακές αναλογίες, οι οποίες ακριβώς εξηγούν τις «ενέργειες» των προσωποποιημένων συναισθημάτων: «Στριφνή είναι η οργή, δεν λογαριάζει μόχθους. Άτακτο άλογο που κλωτσάει όλα τα τιμαλφή. Ρόγχος είναι η πίκρα, αν δεν την καταπιείς, σε καταπίνει».
Άλλοτε, πάλι, οι αναλογίες εντάσσονται σε πλαίσιο αντιθετικό, το οποίο προσδίδει στο στοχαστικό καταστάλαγμα έμφαση, εντείνοντας την εντύπωση της ώριμης εμβάθυνσης. Η ραπτομηχανή, ό,τι πολυτιμότερο για την οικογένεια, προστατευμένη στους πολέμους από τον κατακτητή, προσπερνιέται τελικά απ’ τον χρόνο: «Θα ’μενε μόνη της αυτή η ραπτομηχανή μέσα στον χρόνο. Άποικος και Τσορλιανή, γλίτωσε από Τούρκους, απ’ τους
Βούλγαρους γλίτωσε, και τώρα παρέα μόνη με τον Φάντασο θα έμενε, σ’ ακατανόητα όνειρα χωρίς καμία ζωτική μορφή». Η αξία της ραπτομηχανής εξαχνώνεται στο πέρασμα του χρόνου. Η εξάχνωσή της τονίζεται στην αντίθεση που δημιουργείται με την πρότερη σημασία της. Παράλληλα όμως η Εφραιμίδου την εντάσσει σε αναλογία με τον μυθολογικό Φάντασο, ο οποίος,
προσωποποιώντας τη φαντασία, προκαλούσε συχνά και όνειρα ακατανόητα. Κατ’ ανάλογο τρόπο και η ραπτομηχανή διολισθαίνει από το όνειρο στην τελμάτωση της αχρησίας.
Οι αντιθέσεις της Εφραιμίδου, όπως στην περίπτωση της Ζλάτα, που χορεύει και καθιστά κυρίαρχη τη ζωή μέσα στο πιο ζοφερό θανατερό περιβάλλον, αποτελούν στην ουσία επιμέρους εκφάνσεις του συνολικού προβληματισμού της συλλογής για τη ζωή και τον θάνατο, τον πόλεμο και την ειρήνη, την αθωότητα και την ενοχή, την παιδικότητα και την ενηλικίωση, το ατομικό συμφέρον και το συλλογικό καλό, το όνειρο και τον εφιάλτη, τη στοργή και την αποκτήνωση. Η πάλη του καλού με το κακό παραμένει αέναη και σχολιάζει τη φύση του ανθρώπου, η οποία αποδεικνύεται διαρκώς ικανή για το καλύτερο μα και για το χειρότερο. Με αφήγηση ασθματική, αγωνιώδη, που συχνά προσδένεται στο ανυπόμονο ασύνδετο σχήμα σαν κοφτή ανάσα («Τα χέρια μαύρα της κουπιά, μπρος-πίσω γρήγορα, αλαφιασμένη ύστερα, τα χέρια πάνω στα μαλλιά, τραβούσε αυτά λες κι ήτανε σκοινιά, να κρατηθεί το καραβάκι που ’φευγε, να μη ξεφύγει απ’ το λιμάνι της, κάνε να ζει, κάνε να ζει, μέσα της έλεγε, πόσο χρονών Χρυσούλα κι έφευγε; Θα ’ταν δεν θα ’τανε επτά!»), η Εφραιμίδου οδηγεί στη λύτρωση όχι μέσα από την αναγκαστική επικράτηση του καλού αλλά μέσα από την κατανόηση της πολυκύμαντης
ανθρώπινης φύσης.
.
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
Ο “Μοσκώβ-Σελήμ” είναι ένα από τα έργα όπου οι δυνατότητες του συγγραφέα δεν κρύβονται περίτεχνα πίσω από φόρμες, αλλά παρουσιάζονται καθαρά εκεί όπου ο Βιζυηνός ξεπερνά το λογοτεχνικό κείμενο και αγκαλιάζει το φιλοσοφικό.
Στη σκηνή μπορεί κανείς να δει τον πραγματικό ήρωα, μπορεί κάλλιστα να δαμάσει αυτές τις σκιές που πλανιόνται στην έρημη’ χώρα και αυτά τα χωρικά πλαίσια να απλωθούν τόσο που να αγγίζουν τα Βαλκάνια ή την Ενωμένη Ευρώπη., ενώ οι ήρωές του από δανειστές του παρελθόντος μετατρέπονται σε κριτές μιας πραγματικότητας που ο συγγραφέας με την οξυδέρκειά του μας τους παρέδωσε ως φαντασία.
Θεωρώ λοιπόν πως κανείς δε θα ήθελε να στερήσει τη δύναμη αυτού του έργου και να την περιορίσει στα στενά πλαίσια μιας θεατροποιημένης παράστασης που θα απέδιδε τα γλωσσικά ιδιώματα και τα παράδοξα της εποχής ενώ το έργο αντιδρά αναζητώντας την πραγματική του μοίρα και στο θεατρικό χώρο.
Π. Ξ
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
Έκλινε εις την αγκάλην
της μητρός του γης…
Γ. Μ. Βιζυηνός
Γήινο, μυστηριακό τοπίο στην Ανατολική Θράκη. Η “Πόντια* Μητέρα γη” αφήνει με στοργή να αναπτυχθούν στην ειρηνική της πεδιάδα όλα τα ανασφαλή, κάτω απ’ τον θερινό ήλιο, φυτά και άνθη.
Η πηγή Καϊνάρτζα με την αναγεννητική δύναμη του νερού της ξεδιψά όλες τις ανήσυχες ανθρώπινες φιγούρες!.. Έλληνες, Τούρκοι, Ρώσοι, Βούλγαροι ή άλλοι, σκύβουν πάνω στη Μητέρα γη Στην κοινή τους πατρίδα. Γαληνεύουν. Γίνονται αδέλφια. Η όαση της ανθρώπινης ψυχής με τους μυστικούς αγαπημένους ψιθύρους, γίνεται το γνώριμο καταφύγιο για τους ταλαιπωρημένους συγγενείς αυτού του κόσμου.
Ο Βιζυηνός μες απ’ τα πάθη του Μοσκώβ-Σελήμ αφυπνίζει τον άνθρωπο. Η περιπέτεια του ανθρώπου μέσα στην αδικία, στην περιφρόνηση, στη στέρηση, μες στη φθορά και το θάνατο ξυπνάει το “πένθος της καρδιάς”. Το ανθρώπινο πένθος όλων των ερωτικών μοναχικών και παρεξηγημένων παράφρονων Μοσκώβ-Σελήμ της γης.
Μές απ’ αυτό ο Μοσκώβ-Σελήμ θ’ αγαπήσει και θ’ αναστηθεί σε όλους τους ανθρώπους και σ’ όλες τις Πατρίδες, ζώντας ξανά και ξανά την τραγικότητα μιας πλάνης που δε θα τον αφήσει ν’ αρνηθεί την καταγωγή του εαυτού του, την ιδιαίτερή του πατρίδα σαν μια Καβαφική “Πόλη” που παντού και πάντοτε μας ακολουθεί…
Ο “Μοσκώβ-Σελήμ” το τελευταίο από τα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1895 στην Εφημερίδα “Εστία”, ανεβαίνει στη σκηνή από το θεατρικό εργαστήρι της Φ.Ε.Ξ για πρώτη φορά, με αφορμή τα
“100 χρόνια από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού”.
Το θεατρικό εργαστήρι της Φ.Ε.Ξ. “Οδός Ονείρων” πιστεύοντας ότι το θέατρο δίνει την ευκαιρία στον θεατή να έρθει σε γρήγορη και άμεση επαφή με αξιόλογα έργα της λογοτεχνίας μας, επιχειρεί μια μικρή προσέγγιση στο έργο και στη φιλοσοφία του Βιζυηνού.
Πλούσιο σε μηνύματα πρωτοποριακό και τολμηρό στο ιδεολογικό του περιεχόμενο το διήγημα “Μοσκώβ-Σελήμ” χτυπά πάνω στις ανθρώπινες χορδές. Ξεπερνώντας φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές διαφορές, προτείνει ένα κόσμο ειρηνικό όπου στο κέντρο του θα κυριαρχεί η ιερότητα της ανθρώπινης ψυχής
Στη θεατρική του μεταφορά, μέσω ενός αφηγηματικού τρόπου, η λιτή σκηνική παρουσία, το ασκητικό ύφος, το πάθος, η υπακοή στον πρωτοποριακό για την εποχή του τρόπο του Βιζυηνού, επιτρέπουν τα διάφορα πρόσωπα του έργου να περνούν, να ζωντανεύουν και να αφηγούνται μέσα από τον κύριο φορέα της αφήγησης τον Μοσκώβ-Σελήμ.
Ε. Α Ε.
ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ “Μοσχώβ- Σελήμ Γ.Μ. Βιζυηνού
Σε θεατρική μεταφορά από την Ελένη Εφραιμίδου
Το θεατρικό εργαστήρι της Φ.Ε.Ξ. “Οδός Ονείρων” πιστεύοντας ότι το θέατρο δίνει την ευκαιρία στο θεατή να έρθει σε γρήγορη και άμεση επαφή με αξιόλογα έργα της λογοτεχνίας μας, επιχειρεί μια μικρή προσέγγιση στο έργο
και στη φιλοσοφία του Βιζυηνού. 0 “Μοσκώβ-Σελήμ” το τελευταίο από τα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1895 στην Εφημερίδα “Εστία”, ανεβαίνει στη σκηνή από το θεατρικό εργαστήρι της Φ.Ε.Ξ. για πρώτη φορά, με αφορμή τα “100 χρόνια από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού”.
Η παράσταση θα δοθεί το Σάββατο και την Κυριακή, 5 και 6 Απριλίου ’97,
στις 8:30 μ.μ., στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Ξάνθης.
Καλείται το κοινό της πόλης μας να παρακολουθήσει την αξιόλογη και
σημαντική για το χώρο μας παράσταση αυτή.
.
.