ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Ποιητές της Θεσσαλονίκης διάβασαν ποιήματα δικά τους και Κυπρίων ομοτέχνων τους για τις δύο πόλεις,
στη ΖΩΓΙΑ – βιβλίο τσάι και συμπάθεια. Τα ποιήματα επιλέχτηκαν από τους Ποιητικούς Διαλόγους.
Τους ποιητές και τις ποιήτριες τους παρουσίασε η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη.
Φυσαρμόνικα ο Κώστας Βασιλειάδης.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΗΣ
ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΗ ( ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)
Απ’ το παράθυρο
το ‘ξερε, το ‘νοιωθε
άφησε πίσω
την πεπατημένη οδό
βάδισε σε στενά σοκάκια
από την Άνω πόλη ως τον Λευκό Πύργο
δυνατός ο Βαρδάρης
επαναλάμβανε με τα χείλη της
σύμφωνα και φωνήεντα
που σχημάτιζαν με τ’ όνομα την ιστορία
έφτανε ν’ ατενίσει τον Θερμαϊκό
τα νερά του που αμέσως γίνονταν κύματα από λέξεις
ποιήματα που σμίγαν
στον παρόντα ενιαίο χρόνο
θα μπορούσε να μείνει έτσι εκεί ακίνητη
μπροστά στη θάλασσα…
να καρτερά, να προσδοκά ν’ αποχαιρετά
χέρια και πόδια δεν υπήρχαν
όλα είχαν γίνει αυτή η πόλη.
ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΡΕΟΥ
ΒΑΡΩΣΙ ΜΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Την δική μου Πόλη δεν την ξέρει κανείς.
Βαρώσι μου, Αμμόχωστος, ολάνθιστε καημέ μου,
Βαρώσι μου, Αμμόχωστος και φως των ομματιών μου,
στον ύπνο μου έρχεσαι συχνά, πικρό παράπονο μου.
Έχεις τα μάτια σου κλειστά, τα χείλη σου σφιγμένα
και στα λυτά σου τα μαλλιά αηδόνια ξεχασμένα.
Πες μου πού να ‘ρθω να σε βρω, πού να σε συναντήσω,
κει που σε ‘κρύψαν οι καιροί ένα φιλί ν’ αφήσω.
Έχεις τα μάτια γαλανά, μάτια μου δακρυσμένα,
έχεις στο σώμα σου πληγές, τα χέρια ματωμένα.
Και της ψυχής τα τραύματα, βαθιά στη γη κρυμμένα
πόσα σου πήραν οι καιροί, πόσα χρωστάν κι εμένα…
ΞΑΝΘΙΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΓΑΠΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Σε αναζήτησα
Αγκομαχώντας σ’ έφτασα ως το ν σου
Με προσπέρασε η νεότης σου εκεί
Στο δέρμα των χεριών σου τ’ αρυτίδωτο
Ψυχορραγώντας
κάτω από τις στέγες
για μια σταγόνα
Σώμα να δώσω που αρνήθηκα
μιας κι ο νους δρασκέλιζε πέρα απ’ τα κάστρα
Σε έχασα
σε πολιτεία βουερή
κρύφτηκες
Αγάπη κλειδωμένη στα υπόγεια
Σκέψεις γενέθλιες ν’ ανεβαίνουν
ψηλά μέχρι το η του ήλιου σου
Σε ξαναβρήκα
σε μέρες που δεν έπιανε το κρύο
κι η μελαγχολία
ήταν απλώς ένα υφάδι μεταξένιο
Να σε κοιτώ κατάματα στα κύματά σου
αρχίζοντας απ’ την αρχή
από το θ του Θερμαϊκού σου
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΟΝΟΜΑ ΠΟΛΗΣ
ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιος θα ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε 8α το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
9α ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ
ΔΥΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Θα πιούμε τον καφέ μας
στη Δυτική Θεσσαλονίκη
Κάτω από τα λευκά καζάνια
του πετρελαίου
Στον ίσκιο του θανάτου
Στο λευκό καπνό των φουγάρων
Στη λίμνη με τα νεκρά πουλιά
να ψάξουμε τη χαμένη ομορφιά
μίας σιωπηλής άνοιξης
Να είναι νύχτα
μη δούμε τα κορμιά μας
να βάφονται μαύρα
σαν τους κορμοράνους
Το φεγγάρι θα πνίγεται
στα δηλητήρια
Το λευκό θα έχει χάσει
την αθωότητά του
Η αύρα θα αναζητά τη θάλασσα
Κι όλοι μας στις καφετέριες
με μάσκες
θ’ ανταλλάσσουμε την ψυχή μας
με τη μυρωδιά του καφέ
του βασιλικού και του ρόδου
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
FAMAGUSTE
Μες στους αφρούς της φουρτούνας σου
διαλύθηκε η γαλήνη
στο ακρογιάλι πού νόμιζα ήρεμο
της θάλασσας εκείνης.
Με χέρια απλωμένα προς εσένα
προσμένω κάθε καλοκαίρι,
Ελένη, της ψυχής μου Παρθένα,
ν’ ανοίξω της καρδιάς σου το δεφτέρι.
Από της Δερύνειας το δίπατο
ματογιάλια τα μάτια μου ανάπηρα
ν’ ατενίζω των Τούρκων το βάδισμα
και της καρδιάς σου το χτύπο.
Μέσα στον ύπνο μου τρομάζω
το ευαγγέλιο της μοίρας που διαβάζω
βουβό της καμπάνας το κτύπημα,
πόλη του Ευαγόρα φάντασμα.
Άφησ’ τα χέρια σου να ’ρθουν
με τα δικά μου να σμίξουν
προτού γυρίσει ο άνεμος
και πάρει την πνοή μου.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πυγολαμπίδες
δρόμο ανοίγουν
προς τη θάλασσα
και η μνήμη
τα πεζοδρόμιά σου
ασβεστώνει.
Άνεμος φυσάει.
Ομίχλη είναι
ή καπνός
αυτή η αντάρα;
Ζευγαρωμένες μοναξιές
πυρπολούνται
στη θάλασσά σου
το ηλιοβασίλεμα.
ΝΤΙΝΑ ΠΑΓΙΑΣΗ-ΚΑΤΣΟΥΡΗ
Προς Αναγνώστη I
Τι να σου πω.
Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά
σαν θυμάμαι εκείνα τα πράσινα περιβόλια
με τις πορτοκαλιές και τις κίτρινες ανταύγειες,
νιώθω μια έξαψη να με κυκλώνει
σαν θυμάμαι τα χρώματα του ορίζοντα
και κείνες τις θαλασσινές διακυμάνσεις,
νιώθω ένα παράξενο τρεμούλιασμα
σαν θυμάμαι τις γήινες μυρουδιές
και κείνο το καφετί χώμα,
υγρό ακόμα στις παλάμες μας,
νιώθω θυμό
και απελπισία απέραντη
καθώς αναλογίζομαι
πόσοι και πόσοι ποιητές ασέλγησαν στο όνομά της
πόσοι και πόσοι ποιητές εκτονωθήκανε στο όνομά της.
Μα κυριότερα,
πόσοι και πόσοι ποιητές ΔΕΝ θ’ αντισταθούν στο όνομά της.
Και το όνομα αυτής: Αμμόχωστος.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2η ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Τα ποιήματα διαβάστηκαν από τη Μαρία Πισιώτη
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Θα μπορούσε να είναι
μια φλέβα στον καρπό μου
ή ένα αιλουροειδές
Μία πινακίδα οδοσήμανσης
Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες
Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο
Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι
Χθες ή αύριο
Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας
ανθρώπων την ώρα της αιχμής
ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ
Στη Μαίρη
Δεν ονειρεύεται την Αμμόχωστο στο συρματόπλεγμα
δεν ονειρεύεται το αρχαίο θέατρο στη Σαλαμίνα
το επαρχιακό δικαστήριο που ανεβαίνει
με δεκανίκια τα σκαλοπάτια του –
ατενίζει τα βενετικά τείχη
χωρίς να ονειρεύεται τίποτε
ούτε την Πύλη του Οθέλλου
ούτε τα ερωτικά σονέτα του Σαίξπηρ
ούτε τη Δυσδαιμόνα να στέκεται στις πολεμίστρες
δεν ονειρεύεται τη θάλασσα
με τα πλοία που αναχωρούν
τις λεπίδες από οψιανό
και τα κύπελλα από ανδεσίτη
στο αρχαιολογικό Μουσείο
δεν ονειρεύεται την Αμμόχωστο
ούτε το Ελληνικό Γυμνάσιο άδειο
χωρίς τους μαθητές του
ούτε τις περιτειχισμένες γειτονιές της πόλης
που τις διασχίζουν ερπετά
ούτε την ποδηλάτισσα που κυκλοφορεί
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙΟΥ
Ένα κομψοτέχνημα το σιντριβάνι
με τον ψηλό οβελίσκο και τις γωνίες του
φωτισμένο τη νύχτα.
Γύρω η πλατεία του, κι ό,τι λίγο φαίνεται
από τις συστάδες των δέντρων της Ευαγγελίστριας
και την άνω πόλη που ανηφορίζει.
Το βλέπω στο πέρασμά μου
από έναν κάθετο δρόμο εκεί γύρω –
και είμαι ξεθεωμένη
έχοντας μόλις τελειώσει το ωράριο
στο επάγγελμα που κάνω.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΧΑΙPETE ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Τα στήθη ισοπεδώθηκαν σε κίνηση μπουλντόζας
στις πέτρας την απόγνωση
οπού εκυμάτιζε ολογάλανο νερό
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα
Δημοκρατίας και Κέννετυ γωνία.
ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΜΥΛΟΙ ΑΛΑΛΤΙΝΗ
Ξημερώματα.
Στο πέρας της λεωφόρου των Εξοχών
ανάμεσα σε προξενεία και επαύλεις
φάντασμα αλευρωμένο
σε καμινάδα μπαινοβγαίνει που καπνίζει
ακούει για άρτων πολλαπλασιασμούς και μειδιά.
«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν
και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων
δώδεκα κοφίνους πλήρεις…»
Όμως εκείνο επιμένει
πως άλλο θαύμα καθημερινό διακινεί
να ψυχωθεί ό,τι τινάζεται από το σώμα του ύπνου
ακμαίο να παραδοθεί στην ανθρωποθυσία.
[Σκιά είναι κι ας φαντάζεται
σκιά είναι κι ας λέει…]
Χρόνια μετά, στη συμβολή
Κάλλας, Ανθέων, Λασκαράτου
κουφάρι παλατιού
δαγκώνει το νερό δυο πυρκαγιών
κρότους σταρένιου σκοταδιού ελευθερώνει
αλέθει τη σκόνη των παλιών βηματισμών
δεν ησυχάζει.
Κι αν κηρυχτώ σε αφάνεια
η πείνα δεν θα κηρυχθεί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
στον πατέρα μου
Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλάμοντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3η Η ΠΟΛΗ ΓΕΝΝΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ
Ψυχρή νύχτα Γενάρη,
αδέσποτα σκυλιά,
νυχτερινές παρέες αλλοδαπών,
η πλατεία Ρωμαϊκής αγοράς να γίνεται
πλατεία Δικαστηρίων και τούμπαλιν,
κι εγώ, το πολύ είκοσι,
να πίνω το φεγγάρι στα μάτια σου.
Ξεροσταλιάζεις γωνία ταβέρνας και καφέ,
έρχομαι και θέτεις θέμα ημερήσιας διάταξης,
επέτειος, κρουασανάκια σοκολάτας
έγκλειστοι μετανάστες στη Νομική
ένας ξενώνας παρακμή στη γειτονιά μου
σέρνεται αθόρυβα η απεργία πείνας.
Μέσα σε λίγα σύννεφα λοξά μηνύματα μου στέλνεις,
προδότρα σελήνη,
όλο μισά και θαμπά, των υπαινιγμών σελήνη.
ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Εσύ που με το αλφαβητάρι της θάλασσας στο χέρι
μου ’μαθές γραφή κι ανάγνωση
τη γεύση τού αχινού
το φιλί της αχιβάδας
το κυμάτισμα των φυκιών
και τα μικρά τα πράσινα τα ξέφωτα
απ’ όπου έμπαινε ορμητικά το πέλαγος
πού χάθηκες και ποιός
πρωτοστατεί τώρα στα κύματα
πώς μ’ άφησες κι έφυγα
συλημένη κι ελεύθερη μες στους νεκρούς
σφίγγοντας τα δικά σου λόγια τ’ απογεύματα
τού Αη Μέμνιου στην ατέλειωτη σειρά με τ’ αυτοκίνητα
πού κάθε τόσο σταματούσαν οι εθνοφρουροί
«Προσδοκώ ανάσταση των αμμουδιών» είπες
στην ’Αμμόχωστο στο έμπα του Σεπτέμβρη
τραβιέται πίσω η θάλασσα και σχηματίζονται μικρές λίμνες
Μη μου μιλάς για το βαθύ κρεβάτι
το σπίτι με τις αγριοσυκιές
τις πέτρες τις αστραφτερές
και τις επαναληπτικές φωνές
σε λίγο θα ’ρθουν οι βροχές
κι ή παραλία θα ’ναι έρημη χωρίς σκιές
Τα ποιήματα διαβάστηκαν από τη Μαρία Πισιώτη
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΡΟΥΧΟΣ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΣΗ
μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου
Κρατάς ακόμα τη Σαλονίκη
σα μια κούπα ζεστό καφέ,
στη γνώριμη θέση σου,
κάπου στην παλιά παραλία…
Κι η Σαλονίκη
-μια άλλη Αντριάννα-
κρατώντας σε απ’ το χέρι,
σε γυρνάει στις ρούγες και στις γειτονιές
που αγάπησες όσο τίποτα,
για να σ’ αποθέσει
στην άκρη του πιο ματωμένου σύννεφου
καιν’ ανηφορίσεις την τελευταία μοναχική σου πορεία…
Και οι Χαμένοι Έρωτες
κι όλοι οι αποχαιρετισμοί του κόσμου
ακόμα κι αυτό το «τελευταίο μυστικό»
κι εκείνη η παντοτινή «θεία τρέλα»,
σε ζωγραφίζουν πλοίο στο λιμάνι που φεύγει
και το ξεκινάνε,
γιορτάζοντας έτσι, εκεί,
την τελευταία σου δύση,
φίλε…
ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ
ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κιούλι μυρίζει και γιασεμί.
Τα ποιήματα διαβάστηκαν από τη Σοφία Τσακμάκη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
ΑΛΛΑΖΕΙ ΠΟΛΗ
Στο γέρμα τώρα, αλλάζει σπίτι, αλλάζει πόλη, μετακομίζει.
Τι νόημα έχει τώρα πια η εμμονή στις αναμνήσεις
τι απογίνανε εκείνες οι ανεπιστρεπτί παλιές δεκαετίες
τα ραντεβού στο Πεϊνιρλί της Εγνατίας με τη Μαρία
οι νυχτωδίες οι καντάδες της οδού Σαχτούρη
τα ψιλικά του μπαρμπα-Ιωακείμ, οι πάστες στου Λίγδα
της Βενιζέλου η τάβλα με τα καβούρια του κυρ-Παντελή…
Τα μαγαζάκια εκείνα τώρα κλείσανε. Κλείσαν οριστικά.
Καινούρια μεγαθήρια πουλάνε μέρα νύχτα
χορδές με το κιλό και βιομηχανικό πεϊνιρλί κιθάρες γιαπωνέζικες.
Οι γωνιές των δρόμων δεν κρύβουν πια στις κόχες τους παιδιά ερωτευμένα.
Φώτα αναιμικά της Τσιμισκή που φώτιζαν την ατελείωτη βόλτα
το συνεχές πηγαινέλα από τη Διαγώνιο στου Τερκενλή
γίνανε τώρα προβολείς χιλιάδων βατ για αμέτρητα αυτοκίνητα.
Κι οι φίλοι γίνανε τω είδει αγνώριστοι ή φύγαν ένας ένας.
Οι κούκλες συμμαθήτριες σταφίδιασαν και σκέβρωσαν
κίτρινα μάτια ο Στέλιος από τη χοληστερίνη
ο Λάμπρος δύο εμφράγματα, ο Μίμης πέντε μπαϊπάς
ο Μάρκος και ο Νίνος χρόνια τώρα αγέρας.
Λέξεις μόνο για λεξικά: ο πετροπόλεμος οι καταβρεχτήρες
η σκαλομαρία τα σλόου στα πάρτι με βερμούτ,
τόποι που γίναμε άνδρες και γυναίκες πια ανύπαρκτοι: το Σέιχ-Σου
η Ρέμβη η Χαβάη η Κουίντα το Water Lilly η Romantica.
Άλλαξε πρόσωπο η πόλη, δεν είναι πια εκείνη η δικιά του.
Κι αν η Κυψέλη ήταν τόπος αλλωνών, αν η Φυλής
δρόμος μακρύς και άλλων ερώτων κόχη γέννησης
τώρα τις προσεγγίζει δισταχτικά, ψαύει των άλλων τα πάθη
διαβάζει νύχτες και πρωινά τον πηγαίο τους κώδικα
τώρα στο γέρμα τα φαντάζεται δικά του, τα ασπάζεται
σαν νέα πίστη, τα υιοθετεί στη νέα του βρεφοδόχο.
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ
Ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Αριστοτέλης]
Τι τύχη κι αυτός
Να βλέπει έτσι την πόλη του!
Για την ακρίβεια
Ένα μέρος της πόλης
Μια λωρίδα χρυσή αμμουδιά
Καταπράσινα περιβόλια
Να κρέμονται
Από έναν θαλασσή ουρανό
Τα κάτω άκρα άνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τα άνω άκρα κάτω
Με τα δάχτυλα τεντωμένα.
Η πατρίδα ανάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στην παλάμη του.
Τα ποιήματα διαβάστηκαν από τη Δήμητρα Τζάρα
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
[Στον ξενύχτη σταθμό της Σαλονίκης]
Στον ξενύχτη σταθμό της Σαλονίκης
βαγόνια προσεγγίζουν πολίτες
Προσεγγίζω κι εγώ τη θητεία
με τα δυο επιμήκη χέρια μου ράγες
Δάκρυα δικών συστάσεις μεγάλων
χωρισμοί κάθε είδους αγάπης αργύρια
πληγώνουν επίμονα τη μνήμη μου
Θολά τα μάτια κι ο νους μου ξένος
κι η καρδιά μου στου πόνου τη μέγγενη
Τιμητική φρουρά
στην αποπλέουσα νεκροφόρα δίπλα
οι λίγοι φίλοι του Βασίλη
που με επιβιβάζουν τώρα
Οι δικοί μου φίλοι
στις αγορές εργασίας πια
πασκίσουν να γεμίζουν γογγίζοντας
τα τρύπια πιθάρια της επιβίωσης
μ’ ένα πτυχίο πήλινο
καταλληλότερο για προθήκες μουσείων
Οι στιγμές καρφώνονται στους λεπτοδείχτες
μπροστά σε προβολείς σαδιστές
Θα ταξιδέψω μουγγός απόψε
Μαχαίρι πτυσσόμενο σε εκτύλιξη το ταξίδι
και το μισό ΚΑΡΕΛΙΑ του Περικλή
με εχτελεί τελεσίδικα
ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Ι
Όταν σε αντίκρισα
το πρώτο που πρόσεξα
ήταν μια πολιτική στρουθοκάμηλος
με το κεφάλι χωμένο
στην άμμο της παραλίας σου
για να γλυτώσει δήθεν
από τον οργισμένο Τεύκρο.
ΙΙ
Αφού παραμέρισα τα κλαδιά των στίχων
σε είδα, Βασίλισσα,
με φθαρμένη από τον χρόνο στολή
χωρίς το στέμμα σου
να κάθεσαι ολομόναχη
στην αμμόχωστη παραλία ξυπόλητη
το δάγκωμα του φιδιού στη φτέρνα εμφανές
ενώ πιο κάτω
είδα τ’ αποδιωγμένα παιδιά σου
να παλεύουν μαζί του
να το καταπατούν
και να του συντρίβουν το κεφάλι.
V
Επειδή και στη δική σου περίπτωση
περίσσεψαν τα λόγια και υστέρησαν τα έργα
σήμερα που σε πολιορκούν ξανά
θα υψώσω την ντροπή μου
στον Πύργο του Οθέλλου
για δημόσιο εμπτυσμό
θα κρατήσω ενός λεπτού σιγή
σ’ ένδειξη αγανάκτησης
και μετά να συνταχθώ
με τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο
για την υπεράσπιση σου,
Αμμόχωστος μου.
ΕΝΟΤΗΤΑ 4η Η ΠΟΛΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
(Ἀπὸ τὸ «Χρονικὸ τοῦ πάντοτε τελευταίου θανάτου»)
Ἔρχομαι τώρα ὁ αὐτουργὸς τῆς μνήμης
μὲ μία βέργα ἀπὸ κρανιὰ καὶ τὸν σουγιὰ
νὰ χώνεται στὴ μαλακή της φλούδα,
μιὰ χαρακιὰ ἐδῶ, μιὰ ἄλλη ἐκεῖ
νὰ δέσει σχῆμα ὁ μαίανδρος ποὺ ὁδηγεῖ τὸν νόστο
σ’ ἕναν ὁρίζοντα ποὺ πιὰ δὲν ἔχει ἡλικία,
νὰ δέσει σχῆμα ὁ καπνός ‒χνῶτο παιδιοῦ
στὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ Μοναστηρίου,
μὲ τὶς τσιγγάνες νὰ φουμέρνουνε τὰ ἄφιλτρα,
τοὺς ἑλιγμοδηγοὺς ν’ ἀλλάζουν βάρδια,
μὲ τ’ ἄλογα νὰ σέρνουνε στὴ δημοσιὰ τὰ κάρα
ἀχάραγα στὴ λαχαναγορά, Βαρδάρη, Λαγκαδᾶ,
τὰ καρφοπέταλα στὴν ἄσφαλτο, Ἁγίου Δημητρίου,
μιὰ γρατσουνιὰ ἐδῶ, μιὰ ἄλλη ἐκεῖ,
σγουρὲς φωνὲς στὸν χαλινὸ τοῦ λόγου
— Ἔιιι, ντέ! Ἔιιι, ντέ! τὸ καμουτσίκι στὰ χέρια τοῦ παπποῦ
— ἔιιι, ντέ! Ἔιιι, ντέ! ἐδῶ στὸ τέρμα τῶν ὁδῶν
‒γραφὴ παιδιοῦ σὲ χνωτισμένο τζάμι.
Γραφὴ στὴ σκόνη τῶν ὁδῶν,
Παλαιολόγου, Ἰασωνίδου, Μακρυγιάννη,
σφιχτὰ στὰ δάχτυλα ἡ χωμάτινη γκαζά, τσάφκο
καὶ νὰ πετᾶς ἔξω ἀπ’ τὸ τριγωνάκι τὶς γυαλένιες.
Φιλίππου, Ἑξαδακτύλου, Ἀρριανοῦ,
πόλη ποὺ ἦταν, πόλη ποὺ δὲν εἶναι,
στοῦ κυρ-Βαγγέλη τὸ ψιλικατζίδικο
μία δραχμὴ τὰ μεταχειρισμένα θρυλικὰ Ἑλληνόπουλα
Μικρὲ Σερίφη Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου μιὰ δραχμή,
Μικρὲ Ἥρωα Ὁ θάνατος τῆς Φροϋλάιν «Χ»,
Γαλακτοζαχαροπλαστεῖον «Ἡ γωνία»
καὶ τοῦ μουγγοῦ τὸ ἀκορντεὸν μὲ τὶς κραυγές του ἄναρθρο τραγούδι,
οἱ φοιτητὲς ψιθυριστά ‒τέλη τοῦ ἑξήντα·
πρωὶ χειμώνα τὸ τελευταῖο του τσιγάρο,
στὸ ραδιόφωνο: «Ζήτησε νὰ τοῦ δέσουνε τὰ μάτια»
‒πρωὶ χειμώνα — Μανούλα μου εἶμαι ἀθῶος.
Μόδη, Σωκράτους, Χριστοπούλου, Ἰουλιανοῦ,
φρούριο στὸ Βουλγαρικό, ὁ ἐχθρικὸς στρατὸς τῆς Ἀχειροποιήτου,
Λουτρὰ «Παράδεισος», Ροτόντα, Ὑπαπαντή,
Καμάρα — συνελήφθησαν ἡγετικὰ στελέχη παρανόμου κλιμακίου,
Σεπτέμβριος τὰ τρόπαια τῆς Ἔκθεσης ‒ὑπάρχει ἕνας κόσμος μαγικός
— Τί ’ναι παράνομο κλιμάκιο; — Μὴ μιλᾶς·
ψυχὴ ζυμάρι νὰ κολλάει στὰ δάχτυλα τῆς μάνας, ὁ πατέρας
στὸν φόβο τοῦ Μεταγωγῶν ψυχὴ σιωπή·
τοῦ ἐφήβου ἁρπακτικὸ κορμὶ κρυφὰ τὰ μεσημέρια στὰ τσοντάδικα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ (ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ)
Ήρθα πάλι πίσω στην πόλη
του Ευαγόρα
έκανα σπονδή στους θεούς μας
στη Σαλαμίνα
ήρθα πίσω στην πόλη μας
( η τραγική ειρωνεία θέλησε, εκεί να μάθω τη φυγή σου
πως δεν θα ξαναδείς τα βενετσιάνικά της τείχη
και τα στενά δρομάκια)
προσκύνησα τον Άγιο Νικόλαο
των Λουζινιάν
τον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων
γονατιστός, εγώ ο άθεος
βύθισα ξανά τα πέλματά μου
στη χρυσή αμμουδιά της
εκεί που παίζαμε παιδιά
βαφτίστηκα ξανά στα κύματά της
(ένα κοχύλι έμεινε εκεί, για πάντα
να σε θυμίζει, κι άλλο ένα σου ‘φερα εγώ
να τʼ αποθέσω δίπλα σου, στην Κέρκυρα)
πήρα πίσω την πόλη σου, Μαρκαντώνιε
μόνος μου, πήρα την πόλη σου πίσω
γιατί εμένα δεν με αφορά να μπω
με κανέναν κωλοστρατό, μπλε ή κόκκινο
πήρα την πόλη πίσω
Μάρκο Αντώνιε Βραγανδίνε
κυματίζοντας απ’ το Ιόνιο
ως την ακραία Καρπασία
του Σολωμού το στίχο:
…κι εφώναζα ώ θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα!
ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ
ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μεγάλη αναταραχή στην πόλη.
Εξακοντίζονται σπίθες
σε μυαλά κοιμισμένα.
Οι αιώνιες επιστρώσεις της γνώσης
αρχίζουν να χάνουν
τη συνεκτική τους ύλη
και θρυμματίζονται
με εκτινάξεις θραυσμάτων.
Πάνω τους χαραγμένα συνθήματα
εξιστορούν
τη βία, τον θάνατο και τον έρωτα.
Νέοι με δαγκωμένα
τριαντάφυλλα στο στόμα
σπάνε τις αλυσίδες
από τα πόδια
τυλίγονται με τον χιτώνα
κι εκσφενδονίζουν στο μέλλον
την αβεβαιότητα
παρασυρμένοι απ’ την ορμή
ενός άγριου Βαρδάρη.
Έφιπποι μονομάχοι
μια ζωή
σ’ έναν Ιππόδρομο υποταγής
γκρεμίζουν τώρα
τα προστατευτικά κιγκλιδώματα
φτύνοντας λόγια
με στόχο, πάντα, τον ουρανό
ενώ η γη τρέμει
και οι πλάκες που συγκλίνουν
στη μεγάλη πλατεία
αλλάζουν την προοπτική
στα αστικά τοπία.
Τέτοια αναταραχή στην πόλη μας
δεν είχε προβλεφθεί έγκαιρα
από τα δελτία
του κατευθυνόμενου καιρού.
Άλλαξε το κλίμα απότομα
και η χρόνια νηνεμία
πήρε φωτιά.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΝΙΟΒΡΗΣ 2020
Ελπίδες που ποδοπατήθηκαν
τελεσίδικα πια
σφηνώθηκαν σε μια γωνιά του μυαλού,
αίθουσα αναμονής αναμνήσεων.
Ίσως,
μια μέρα κάποτε
ο ποιητής του μέλλοντος
να τις ξυπνήσει από τον λήθαργο,
να τις ντύσει με τραγούδια λυπητερά
και να τις περπατήσει στους δρόμους της πόλης
εκεί που αλλόκοτοι επισκέπτες
χαριεντίζονται, περιεργάζονται
τα ρημαγμένα σπίτια
και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
ΤΟΙΧΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Λόγια καρφωμένα από παλιά στους τοίχους
συζητάνε χαμηλόφωνα για ιδέες.
Συνθήματα που ήταν κάποτε γραμμένα
φουντώνουν τη συζήτηση…
ανάσες αγωνίας, φανατισμού,
ανάσες ενθουσιασμού, πόνου.
Κάποιοι τοίχοι στη Θεσσαλονίκη ζωντανεύουν,
μαντρότοιχος του λιμανιού,
υδραγωγείο της Καλλιθέας,
μάντρα των μνημάτων της Αγίας Παρασκευής.
Λόγια, συνθήματα, ανάσες στοιχειώνουν,
τρομάζουν τους ανυποψίαστους,
φωνάζουν το χθες στους πρωταγωνιστές.
ΕΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ
Περίλυπα μας κοιτάς σήμερα.
Διαβάζω τη σκέψη σου.
Πάλι καλπάζει η μνήμη.
Άλλη μοναξιά δεν αντέχεις,
σαράντα έξι χρόνια βουβή.
Στέκουμε όρθιοι απέναντί σου
ούτε ένα βήμα πίσω!
Μονάχα την ανάσα σου
αφουγκραζόμαστε,
ολοένα σφίγγει η θηλιά τον λαιμό.
Τα χρόνια μάκρυναν,
μίκρυνε της αντοχής ο χρόνος,
την τελευταία σπίθα ελπίδας κρατάμε.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
μα δεν πετάξαμε μαντήλια,
τα δέντρα ξεράθηκαν,
αλλά μπορούμε να ακούσουμε
των πουλιών το κλάμα.
Εκκλησιές χαλασμένες
μα στο βάθος καμπαναριά αγέρωχα,
φωτογραφίες ασπρόμαυρες
στα υπολείμματα ερειπίων.
Σε βλέπουμε πια καθαρά
μέσα από την ομίχλη σου.
Ολοένα λιγοστεύουμε,
άγνωστο πόσοι θα προλάβουμε.
Θάνατος αργός η προσμονή σου.
Χέρι να σε φτάσουμε απλώνουμε,
μας πνίγει όμως το κενό
κι ύστερα, αυτά της ντροπής
τα συρματοπλέγματα
που σκούριασαν,
πίνοντας της θυσίας το αίμα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 5η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Ν’ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΜΙΑ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια
ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ-ΚΟΚΑΡΑΚΗ
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
1
Κελαηδούν, Φωνή πόθου,
τα επιστρέφοντα χελιδόνια,
στον ίσκιο λαβωμένης εγκατάλειψης
… Και τα Σπουργίτια αποδημούν
ονειροφόροι και κήρυκες
παραμένουν αγύρτες,
να σφυροκοπούν καρφιά!
2
Και..
ποια η φωνή μας;
Και…
ποια η γραμμή μας;
Και…
ποια η θέλησή μας;
Και…
ποια η αρχή μας;
Τα περασμένα
περασμένα
σέ κλωστή
όπως τα γιασεμιά;
Ή
ο δυόσμος,
που μονάχος φυτρώνει
ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΟΤΖΑΚΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Όσο θα ξεμακραίνει αργά αργά
το τελευταίο χαρτί με τα μεγάλα λόγια
και η απουσία που στάζει όνειρα
στην ανηφόρα του ήλιου
τόσο θα γίνεται η πόλη πιο μικρή
λιμανίσια
με μάτια αλόγου στον βυθό
να μετρά σπονδές
λουόμενες κραυγές
για μια κατάκτηση
στον λασπωμένο κόλπο της
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Μες στις ψυχές μας ζεις
πόλη θαμμένη στην άμμο.
Σε θρέφει η αγάπη
κάθε φορά π’ αγναντεύεις
το λιόγερμα του Θεού.
Περπατούσες σαν αποκαμωμένη Κυρά – τα πόδια γυμνά,
τα μάτια στραμμένα στην οργισμένη θάλασσα,
ο φόβος χαραγμένος στο τραχύ μέτωπο, τα χέρια στον κόρφο.
Ένα μακρόστενο πέρασμα ο δρόμος του γυρισμού
κι είδες της θύμησης μορφές μες στην φωτιά να παλεύουν
τη βαρβαρότητα π’ αραξοβόλησε κάποτε πριν το σούρουπο.
Στο διάβα σου ένα κίτρινο δάσος με φλεγόμενες ρίζες.
Τα πουλιά κούρνιασαν στου θανάτου της φυλλωσιές.
Οι εκτελεστές φόρεσαν τον σκοτάδι στο πρόσωπο.
Ο χρόνος σέρνει ακόμα τα κόκκαλα της αντίστασης,
τη λήθη που γαντζώθηκε μάταια στο δεξί χέρι,
τις φιγούρες που αγάπησε, μα αλύπητα χαρακώνει.
Μέρες και νύχτες η σκιά του διάτρητη από σκέψεις και λέξεις:
“Δεν ξεχνώ”, “Ελευθερία ή θάνατος”, “Όλοι αδέλφια είμαστε”,
“Τίμα την πατρίδα σου ως εαυτόν”. Κραυγάζει η ψυχή.
Μα ποιος αφουγκράζεται τις κραυγές της σιωπής;
Ποιος πρόσεξε τα νωπά σημάδια στην πολιορκημένη άμμο;
Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι σαν πλάθουν άσπρα σύννεφα
μέσα στις χούφτες τους κι ο άγρυπνος ποιητής,
ταπεινά σαν λιτανεύει τον μύθο και την αλήθεια.
ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μέσα στην άχνη της άμμου
Έκρυβα τη σκόνη μου
Και περίμενα τ’ απόβραδα
Νά ’ρθουν οι θάλασσές σου
Να τη σκορπίσουν.
ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΠΙΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ (2002)
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
ΠΟΛΗ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Ο βίος βραχύς,
η δε τέχνη μακρή.
Ιπποκράτης
Γκρεμίζεται στη σιγή της απόφασης
το Βαρώσι γνέφει και σιγανά
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί
μέσα απ’ το συρματόπλεγμα
Η τέχνη είναι μεγάλη, η ζωή είναι μικρή
Με λαχτάρα εύθρυπτη (αποκαρδιωτική
γυρνώ αντικρίζω το νερό
έτοιμος ν’ απογειωθώ
δελφίνι στο νέκταρ
μιας θάλασσας
ίνδαλμα συνάμα κι αυταπάτη
Ποιες σκιές προσμένουν
στην αντίπερα όχθη
Τα ποιήματα διαβάστηκαν από την Δώρα Κελεσίδου
ΓΙΩΡΓΟΣ Λ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Και που να πάω μου λες
γεννήθηκα μεγάλωσα αλήτεψα
πέθανα κι αναστήθηκα εδώ
Δυο χρόνια μόνο έλειψα μακριά
όταν με πήρανε φαντάρο
Πώς γίνεται ζωή χωρίς τις Εξοχές
την Αρετσού τα Κάστρα το Ντεπώ
χωρίς την Τσιμισκή με τις ωραίες γκόμενες
Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ
Εξορκίζοντας τις λέξεις
νοερά τις αφήνω να ταξιδέψουν
στο βάθος των αιώνων
στις ακτές της Σαλαμίνας…
…«Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων»
με τ’ αεράκι της θάλασσας
να τις παρασέρνει στα αφτιά
των παρείσακτων της Ανατολής
που πάτησαν το χώμα σου
για να τους διαλαλήσουν
τις βασιλικές καταβολές σου
ω! ξακουστή του Τεύκρου πάλι
ΕΝΟΤΗΤΑ 6η ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ο ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η πόλη απεγνωσμένα φωτίζει το σκοτάδι της
με πολύχρωμα φωτάκια
κι ο ουρανός της άστερος κι αφιλόξενος σε προσδοκίες
από ανάλγητες υποσχέσεις.
Οι λιγοστοί εραστές του φθινοπωρινού περιπάτου
ζυγιάζουν στο πλακόστρωτο
βήματα κι αβεβαιότητες από ανήμπορες λέξεις
των αρχόντων.
Οι διαδηλωτές απλώνουν στα ξύλινα κοντάρια
την απελπισία τους
κι η πόλη απεγνωσμένα αναζητά γενέθλια άνοιξη
μεσούντος του φθινοπώρου.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Έτρεξα και σήμερα (40η επέτειος της δεύτερης εισβολής)
ως εκεί που δυο ειρηνευτές με σταμάτησαν.
«You are in the risk area», μου είπε ο ένας ευγενικά.
Το χέρι να άπλωνες, θα είχες στην παλάμη σου την Αμμόχωστο.
Το τουρκικό φυλάκιο λίγα μέτρα μπροστά μου υπερυψωμένο.
Λίγα μέτρα πίσω, σε μη «risk area»,
βουτιά στη θάλασσα, κολύμπι προς τα ανοιχτά και ξάπλα,
με τα χέρια στο σβέρκο για μαξιλάρι.
Απόλυτη ηρεμία.
«Αφού μπορώ να ξαπλώνω στη θάλασσα,
γιατί να μην μπορώ να τρέξω στην επιφάνειά της;», σκέφτηκα.
«Όχι, για να το «παίξω» Χριστός, αλλά για να ζήσω
ως άνθρωπος άλλη μια μικρή χαρά.»
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΙΜΑΝΙ ΙΙ
Αγαπητοί συμπολίτες
Όλοι μπορείτε να εμφιαλώσετε
ένα όνειρο μέσα σ’ ένα ποίημα
να το πετάξετε στο λιμάνι της αρεσκείας σας
κάνοντας μια υπόγεια προσευχή.
Κι όταν αυτό με το πρώτο κύμα ξεχυθεί
σε άγρια πέλαγα και θάλασσες δαιμονικές.
Η μόνη λέμβος διάσωσης στη σχεδία της τύχης
θα είναι η διάφανη ελαφρότητα του γυαλιού
κι ένα κενό αέρος ασπίδα στην ευθραυστότητα.
Κάποτε θα προσθαλασσωθεί σ’ ένα λιμάνι παράξενο
που θα κοιτά τον κόσμο ανάποδα.
Τότε ένα περίεργο παιδάκι με χέρι εξωτικό
θα πιάσει το μπουκάλι
θα βγάλει το φελλό κι
Ω, τι έκπληξη
το ποίημα
θα έχει σώσει το όνειρο
από βέβαιο
πνιγμό.
ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ
ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Εισέβαλε απροκάλυπτα στον ύπνο μου ο φαύλος
και με άφησε ως το πρωί ενεή
ν’ αναρωτιέμαι
τι είχα για να τα χάσω όλα.
Γιατί χτυπιόμουν στα κιονόκρανα τα πρωτοϊδωμένα
αφού δεν είχα καταλάβει τη γλώσσα του δαπέδου.
Αρχαία ελληνικά πλουσίων Ρωμαίων
ή προφητείες βραχύβιες για την εποχή μου;
Και πήρα λάφυρα από τη Σαλαμίνα.
Όχι της ναυμαχίας, την άλλη.
Και δέρμα -όχι μόνο το δικό μου-
που μυρίζει ξινό, βαρύ
πανανθρώπινο σκούρο. Έξω και πέρα από την ιστορία.
Πώς αγγίζει κανείς τη χώρα του
ξαφνικά στη μέση ηλικία
και του κόβεται η ανάσα
ακριβώς στα δύο; Έτσι.
Είπα θα πεθάνω εδώ
κι ακόμα ζω αλλού.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ
Μόνον όταν έρθει ο χιονιάς κι εδώ
θα μάθεις πόσο κρύο κάνει,
είπε ο άνεμος με τα πυκνά του φρύδια, κρίκοι από σίδερο.
Ο φάρος αναβόσβηνε στα χρώματα του μωβ.
Λιγοστοί ψαράδες στη μαρίνα.
Στη Νέα Κρήνη λήθαργος.
Η άμμος έμοιαζε με στάχτη.
Αστραφτερό λεπίδι έγδερνε τους κορμούς.
Νότια απ’ το σπίτι στραγγάλιζαν γυναίκες.
Τα μεγάφωνα μετέδιδαν επιθανάτιους ρόγχους.
Άνθρωποι νηστικοί ασκούνταν
στην τέχνη του πολέμου.
Είχε σωπάσει η παλίρροια.
Τον γείτονά μου τον λένε Λίζα.
Τι κάνει με
ταριχευμένα στο σαλόνι
τόσα τρωκτικά;
Γιατί τροχίζει το πριόνι κάθε αυγή;
Φορώ το μαύρο μου παλτό.
Κι ένα καλύβι σάς ζητώ με
καυσόξυλα μη
μου χτυπάει χειμώνας.
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
.
.
.
.