Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας.
Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», – ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.
Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ο γάμος της ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία.
Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 4 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.
.
Σ’ ΑΓΑΠΩ
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!
Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;
.
.
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Τα βήματα, ω! τα βήματά σου
τα γνώριμα, τ’ αγαπημένα,
πόσον καιρό είναι σωπασμένα!
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια,
έχω διψάσει τα φιλιά σου,
μα ποια με σφάζουνε μαχαίρια
σα θυμηθώ τα βήματά σου,
που ως τάκουγα, με μιας ακέρια
βρισκόμουν μεσ’ στην αγκαλιά σου…
Τ’ αγαπημένα βήματά σου
στα όνείρατά μου τρομαγμένα
φτάνουνε κάποτε σε μένα 1
Δεν ξεχωρίζω τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια,
δε με ζεσταίνουν τα φιλιά σου,
μα σα χαμένα περιστέρια
φτερουγιαστά τα βήματά σου
ζυγώνουν, και με μιας ακέρια
βρίσκομαι μεσ’ στην αγκαλιά σου.
ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.
VOLUPTAS
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
Κι απάνω του – μεθυστικό πιοτό –
Χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.
Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί
Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ….
ΠΑΘΟΣ
Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια – τα χέρια σου –
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…
Δε βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.
Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό…
.
.
ΟΛΕΘΡΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Λοιπόν τον ξεπεράσαμε τον κάβο, τώρα μένει
ν’ αράξουμε στην άκρη ενός γιαλού,
οποίου γιαλού! Είμαστε τόσο, τόσο αποσταμένοι,
που αδιάφορο μας είναι εδώ η άλλου.
Παίγνιο τ’ άνεμου, αλλοίμονο, κατάντησε η ψυχή μας,
ξεσκλίδι στον αφρό της τρικυμιάς,
σε χώμα, Θε μου, ευδόκησε να γύρει το κορμί μας,
κι ας είναι μιας απάτητης ερμιάς.
Όλες τις φρίκες γνώρισε η πολύπαθη καρδιά μας,
Ως πότε θα βαστάξει αυτή η ποινή;
Η άβυσσο που τα στερνά κατάπιε δάκρυά μας
και τη στερνή μας έπνιξε φωνή;
Δώσε ένα τέρμα, Κύριε, στο ολέθριο το ταξίδι,
τον κάβο τον περάσαμε, λοιπόν
βόηθα ν’ αράξει της ζωής το σάπιο αυτό σανίδι
η βούλιαχτ’ το στα βάθη των βυθών.
ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ
( Ο γιός της ήταν ο Γιώργος Παππάς , διάσημος ηθοποιός της εποχής,
ο οποίος απεβίωσε δέκα χρόνια πριν το θάνατό της)
Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που `ν’ σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νια καρδιά π’ όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!
Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ’ ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου…
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ τη πνοή μου.
Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να ‘ρχεται βαριά και να με ζώνει…
ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ…
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;
Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;
Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;
Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;
Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,
Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;
Ω, ΝΑΙ, ΤΟ ΞΕΡΩ
Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.
Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου…
ΒΑΛΕ ΝΑ ΠΙΩ!
Βάλε να πιώ!
δε βλέπεις, ξένε, πώς διψώ;
Τί να μου κάνει εμέ το κατοστάρι;
Ο διάβολος, σου λέω, να με πάρει ολόκληρο
βαρέλι αν δε ρουφήξω!
…Τί ψευτοκαμωμένο ανθρωπάκι…
Θάσαι από τζάκι, ως φαίνεται, μεγάλο!
Χλωμός, λιανός, με τόσο ένα χεράκι…
και τί λαιμός! μπορούσα να σε πνίξω,
χωρίς να το ‘παιρνε κανείς χαμπάρι.
Γελάς; κέρνα μ’ ακόμα, κέρνα κι άλλο
και μην κυττάς με μάτι λιγωμένο!
Ε! νάξερες πώς σε μισώ, διαβάτη,
πούρθες στο σπίτι αυτό τ’ άτιμασμένο
για νάμπεις μές στο ξένο μου κρεβάτι!..
Ξένο δεν είν’ αυτό δικό μου·
βρίσκεται κείνο πέρα στο χωριό μου,
στο τίμιο καθαρό μου σπιτικό,
που ζούσα μια φορά κι έναν καιρό…
Εδώ βρωμιά και μούχλα … Τί σε νοιάζει;
Καθένας τα δικά του να κοιτάζει!
Γειά σου! βασιλικά κερνάς, μα ωστόσο
τίποτα γω δεν έχω να σου δώσω…
Πάλι γελάς, γενιά καταραμένη!
Μη τάχα με περνάς για μεθυσμένη;
Μα ως βλέπεις κουβεντιάζω λογικά…
Να φύγω από δώ μέσα πια είν’ αργά
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Σαν μέσ’ απ’ άυλο ποτιστήρι
κάτω απ’ το δέντρο που έχω γείρει
των αρωμάτων ρέει το σμάρι,
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ό,τι έχει ο θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ’ το δάσο έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες,
και στα τσαντήρια οι ατσιγγάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλλοι,
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.
Νάρχονταν λέει και να με κάνει
ο δράκος, λεύκα είτε πλατάνι,
μια ρίζα νάμαι εδώ στο χώμα,
και μήτε μάτια, μήτε στόμα!
Το αίμα αυτό που τρέχει εντός μου
και που με καίει σα νάν’ οχτρός μου,
νάρχονταν λέει ξωθιές πηλάλα,
να μου το πιουν στάλα τη στάλα,
και να χυθεί η ψυχή καθάρια
σαν τα νερά, σαν τα χορτάρια!
…Στα μυριοκέντητα κιλίμια
του δάσου, εγώ ‘μαι η μόνη ασκήμια,
και κάτι νόθο, κάτι ξένο
μες στο βασίλειο το παρθένο…
Ο,ΤΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ
Ό,τι για μένα έχει απομείνει
μες στου σπιτιού μας την ερμιά,
είν’ ένα κάτασπρο γατάκι
και της σομπίτσας μου η φωτιά.
Όλο σκεπάζω, κλειώ τι πόρτες,
Τα τζάμια γύρω, όσο μπορώ,
μα πάντα νοιώθω κάποιο αγέρι
να με κυκλώνει παγερό.
Από της μάνας μου την άδεια
την κάμαρα μη φτάνει αυτό;
μη βγαίνει απ’ τη σιωπή τριγύρω;
μην απ’ τον ίδιο μου εαυτό;
…………………………….
Σκοτείνιασε, και στο ταβάνι
μου υφαίνει η σόμπα μαγικά
ένα χρυσότρεμο στεφάνι
από λουλούδια εξωτικά.
.