ΠΑΥΛΟΣ Δ. ΠΕΖΑΡΟΣ

Ο Παύλος Δ. Πέζαρος γεννήθηκε, τυπικά μεν στην Αθήνα, αλλά είναι γέννημα και θρέμμα του Πειραιά όπου έζησε μέχρι το 1978. Απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Lancaster (UK) και στο Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων επί 33 και πλέον έτη.
Με την ποίηση και τα γράμματα ασχολείται από την εφηβεία του, δημοσιεύοντας κατά καιρούς, σε λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα, ποιήματα, άρθρα, κριτικές παρουσιάσεις, μεταφράσεις. Μεταφρασμένα από φίλους ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έντυπα της αλλοδαπής (Αγγλία, Αυστραλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Κολομβία, Βουλγαρία, Τουρκία). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και μέλος της συντακτικής του επιτροπής (1976-1983).
Παράλληλα με την επιστημονική και εκπαιδευτική του δραστηριότητα, εξέδωσε 4 ποιητικές συλλογές και μια πρωτόλειας (“Ξεκίνημα”, εκδ. ΣΤΟΑ, Πειραιάς, 1971), καθώς και ισπανική μετάφραση της πρώτης εξ αυτών στην Αργεντινή.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ξεκίνημα, εκδ. Στοά, 1971 — πρωτόλεια πολυγραφημένη έκδοση
Οσμές από ιώδιο, εκδ. Ηριδανός, 1982
Γεύση αρμύρας, εκδ. Θεωρία, 1985
De los Olores a Yodo, ed. Amaru, Buenos Aires, 1986
(σε ισπανική μετάφραση της Cristina Iraola-Petrula)
Η σταδιακή οξείδωση της αφής, εκδ. Τα τραμάκια, 1990
Ο αχός κι ο βυθός εκδ. Κέδρος 2016
Υγρός Αμφιβληστροειδής  Εκδ.  Κουκκίδα 2023

.

.

ΥΓΡΟΣ ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ (2023)

ΖΩΗ

Στα γόνατ’ αφήνεται
καινούργια αγάπη.
Μας ψαχουλεύει.

Στο χέρι η ζωή
τη μοίρα μας μετράει.
Την προεκτείνει.

Μου ’κάνες μάγια.
Κότσυφες κελαηδάνε
κι εγώ καθεύδω.

Το χιόνι που ’ρθε,
χαλάκι στην άνοιξη
για να πατήσει.

Φυσάει μελτέμι.
Το τραγούδι της ζωής
τρελαίνει γλάρους.

(Γλασκόβη 14/2/2019-11/6/2020)

ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ
ΜΙΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ
I. Τ’ ΑΓΟΡΙΑ

Τα νεογέννητα αγόρια,
πολύ περσότερο απ’ τα κορίτσια,
σκούζουν συνήθως γοερά
μόλις προβάλλουνε στο φως,
ίσως σαν πιο αδύναμα,
σαν πιο εκτεθειμένα, πιο ευάλωτα,
ακόμα κι αν τα σφίγγουνε στην αγκαλιά
με τρυφερότητα περίσσια οι μωρομάνες.

Γι’ αυτό και όταν μεγαλώνουν,
δείχνουν τα δόντια τους, σκληραίνουν,
συχνά την κοπανάνε απ’ το σχολειό
για να φουμάρουν στις κρυφές γωνιές
μανιωδώς,
με το παραμικρό βρίζουν τα θεία
και αναθεματίζουν
τις μάνες που εγέννησαν τους άλλους.

(22/9/2019)

ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΤΟ ΦΩΣ

Σκορπίζει φως το πρόσωπό σου,
διαλύει το σκότος
κι όχι μόνο της νύχτας.

Το φως σου υπάρχει και με συντροφεύει
είτε δίπλα μου είσαι είτε όχι.

Τα δάχτυλά σου περιτρέχουν την πλάτη μου
αγγίζοντας, λες, τα πλήκτρα
πιάνου ξεκούρδιστου,
Μα όταν μιλάς για έρωτα
αιμορραγούν τα μάτια.
Με το άγγιγμά σου ξεθωριάζουν
όλα τα άλλα όνειρα
και φεύγουν πια όπως έρχονται,
τίποτα δεν τα συγκρατεί στη μνήμη.

(Ιούνιος 2018-Φεβρουάρως 2020)

ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

Τι μεταλλάξεις είναι αυτές,
τι νέες ποικιλίες;

Τα σημερνά χρυσάνθεμα
χάσανε την παλιά τους μυρωδιά,
μικρύνανε κι αυτά,
ολίγιστα,
όπως ο χρόνος μας.

Όμως και σήμερα ξακολουθούν
κάπως ν’ ανθίζουν.

(Φθινόπωρο 2018-2021)

Η ΜΝΗΜΗ

Φεύγει η ζωή σιγά σιγά μα ανελέητα,
σαν Αλκυόνη που πετά με γρηγοράδα
και φωλιάζει σε ακτές θαλασσινές,
μαζί κι οι κουρσεμένες λέξεις,
ένα γαλάζιο βέλος πάνω στο νερό.

Καθώς φεύγουν τα όνειρα όπως έρχονται,
χωρίς να συγκρατούνται,
ίσα που προλαβαίνουμε
ν’ ανοίξουμε το ακορντεόν
της Μνήμης που απομένει,
να τραγουδήσουμε,
να πούμε, να τα γράψουμε
τα αποθέματα του αλανιάρη χρόνου
μέσα μας.

(7/5/2018-21/8/2020)

ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΑΔΕΣΠΟΤΑ
I. ΚΑΪΚΙ

Της πρύμνης χάρη,
Να σειέται, να λυγιέται.
Και της πλώρης
ο αρσενικός παλμός,
να υψώνεται, βυθίζεται και δώσ’ του
τα κύματα να σκίζει.

(5/9/2017)

V. Στον Επιτάφιο

Και δύο κοριτσάκια δροσερά
με χάρη αιωρούνται
στις κούνιες παιδικής χαράς,
χαμόγελα σκορπώντας,
την ώρα που γυρνάει στις γειτονιές
ο επιτάφιος.

(22/4/2022)

IX. Ο κήπος της Εδέμ

Το πεζοδρόμιο στο άστυ,
χωμάτινο αλλά φαρδύ.
Εκεί ο κήπος μας,
Ο κήπος της Εδέμ.
Δεν είχε όμως πεύκο να πιαστείς,
να σκαρφαλώσεις σε κλαδιά γερά
να σε κρατούν με σιγουριά στα ύψη.
Μία λιγνή βερικοκιά
Υπήρχε μόνο.

(Ιούνιος 2017)

ΧΙΙΙΙ. Τα πουλιά

Μαραίνονται τα ρόδα
και οι βασιλικοί
όταν μεταναστεύουν τα πουλιά
και τα παιδιά μας.

(6/1/2018)

.

Ο ΑΧΟΣ ΚΙ Ο ΒΥΘΟΣ (2016)

ΕΝΘΕΝ ΚΑΚΕΙΘΕΝ

Σε ποια περίοδο του γαλαξιακού μας χρόνου
ν’ αποθηκεύτηκαν τα χρόνια που ξοδέψαμε
αλόγιστα, γύρω από τραπέζια
συνεδριάσεων, με τις τσαλακωμένες
ιδέες να εκτοξεύονται
μέσα και γύρω από καλάθια αχρήστων,
μαχητικά τα ίχνη τους αφήνοντας
σε τοίχους κίτρινους, σημαίες
ξεδιπλωμένες διαδηλώσεων, πού πήγαν
οι μέρες που βασάνισαν τη σκέψη μας,
οι ώρες, οι στιγμές που χάσαμε
πού πήγαν.

Τι να γίναν,
πού και πώς κατατάχτηκαν,
ποιες μορφές να ’χουν πάρει
οι σκόρπιες αισθήσεις μας
και ιδίως εκείνες που τις λένε κατώτερες,
οι οσμές και οι γεύσεις και τα ίχνη στα δάχτυλα,
τι να γίναν οι ορμές τους,
τ’ αχαλίνωτα πάθη τους.
Τι απομένει να κάμουν
τα μεταίχμια ώτα μας,
των σειρήνων τους ήχους να πιάσουν,
τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας.

Ματιά μου εξουσιάστρια, εκπίπτεις
αναστατώνοντας τις άλλες μου αισθήσεις.
(Ω σκοτεινή ιδέα, που οδηγείς το νου μας).

Ματιά μου εξουσιάστρια, ξάγρυπνα,
να είσαι η τελευταία που θα φύγει,
μια καπετάνισσα πιστή στο καθήκον
που πολύ πριν εγκαταλείψει το βαπόρι
να πεταχτούν έχει διατάξει οι σαβούρες.
Ξαγρύπνα. Να μη μας βρουν χαμένους.
Ένθεν κακείθεν.
Για τα μεν και για τ’ άλλα.

Τελική γραφή, 2000

ΔΩΡΑ ΘΕΩ

“Ω, δυνατή είναι η αγάπη σαν το χάρο”
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Τα σονέτα

Εν αρχή ην ο έρως,
αυτοκίνητη ψυχή μου.

Άραγε θα προλάβω να πεθάνω
μ’ αυτά που πρωταγάπησα;

Με παφλασμούς απλώθηκα
στο σώμα σου να ξεμουδιάσω.
Όμως δε θέλω πιο πολύ να σ’ αγαπήσω
γιατί η μοίρα των μεγάλων εραστών
είναι ο θάνατος
και μες στην κόλαση
δεν ξεχωρίζεις
ποια η αιτία των αγκομαχητών,
οδύνη να είναι ή ηδονή;

Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της έγνοιας σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί,
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Ιαν. 1989 – Τελική γραφή, Μάαστριχτ, Οκτ. 1997

ΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Με τον τρόπο τον Κώστα. Μάντη, εκ Κύπρου

Κι εσύ, αδελφέ, πάντα σου διφορούμενος
κι εσύ, αδελφέ, πάντα σου ευρηματικός
μα καίριος μες στους υπαινιγμούς σου.

Μπρατισλάβα, 12.5.2000

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Για να μπορέσεις να σκεφτείς πρέπει να πράξεις.
Δεν ενθυμούμαι ποιος το είχε πρωτοπεί.
Μα η κατάρα του Αδάμ μας συντροφεύει
μες στη δουλειά μας,
στις μικρές μανίες μας.
Κόπος κι ιδρώτας
κόπος κι ιδρώτας
για όλη την υπόλοιπη ζωή μας.

Και πώς να ξαναβρούμε την κατάνυξη
ορέξεων και επιθυμιών,
όλα προσφέρονται
με ακριβές αντίτιμο εννοείται.

Τα σκοτεινά κατάλοιπα του πάθους
στοιχειώνουνε τα όνειρα.
Και τα οράματά μας θρυμματίζονται,
συνθλίβονται καθημερνά από άηχες εικόνες
που αλλάζουνε σαν φύλλα τετραδίου
μπρος στις οθόνες συνεχούς ροής.

Θεσσαλονίκη, Οκτ. 1989 — Φεβ. 2001

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Θυμήσου τον φίλο πριν πάει στα ξένα,
μετανάστης θα φύγει όπως ήρθε
να βρει άλλα χώματα πιο καρπερά.

Κάλεσέ τον στο σπίτι ένα βράδυ
να θυμηθείτε μαζί τα παλιά.
Τρυφερά να του πεις τα παράπονα:
«Άρχοντα χρόνε, σμιλευτή
φύσης νεκρής και ζωντανής,
σωμάτων κι ασωμάτων,
μας επαγίδεψες, θαρρώ, αριστοτεχνικά,
ή, έστω, αφεθήκαμε πες να παγιδευτούμε».

Να μην ξεχάσεις, όμως, να τον ευχαριστήσεις
γιατί σου φέρθηκε καλά.
Καιρός να πηγαίνει.

Ιαν.-Ιούνιος 2002

ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Βιβλίο Β’

Ανύποπτα έμπαινε η άνοιξη
στα κουρασμένα χώματα της Βοιωτίας,
θριαμβική γλιστρούσε και υγρή
από τις χαραμάδες
μες στο σκοτάδι ψαχουλεύοντας
σώματα ξέγνοιαστα και ίσως χορτασμένα
από τον έρωτα παραδομένα
στον πρώτο ύπνο,
με τα σπαρτά να ξεπροβάλλουν στους αγρούς
αργά, νωχελικά, μην τους ξυπνήσουν.
Ήταν η πρώτη του μηνός,
χωρίς φεγγάρι,
και η νεροποντή να πέφτει όλη νύχτα
τότε που άρχισε το κακό.

Ξέγνοιαστοι κι όσοι στα χωράφια
– ογδόντα τόσες μέρες μετά,
είχε πια μπει για τα καλά το καλοκαίρι,
την εποχή που το σιτάρι είχε μεστώσει –
στο αίθριο κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου,
για να προλάβουν τον εωθινό
πριν ξεκινήσει ο θερισμός.
Τότε εισέβαλαν οι Σπαρτιάτες από Οινόη.
Θα ’χουν να λένε για πολλούς ακόμη αιώνες
έμπαινε η άνοιξη
χωρίς φεγγάρι
τότε που άρχισε το κακό.

Δεκ. 2000 – Τελική γραφή, Φεβ. 2012

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ

Ανεξαρτήτως των πραγματικών κινήτρων,
να τος ο Αριστογείτων,
να τον επευφημούν τα πλήθη,
δήθεν αυτός ήταν ο μόνος ικανός
να απαλλάξει την Αθήνα απ’ τους τυράννους,
να έλθει πια ξανά στην πόλη τους
η πολυπόθητη συνέλευση του Δήμου,
να ρητορεύουν ανοιχτά, να διαφεντεύουν
οι ίδιοι κι ο καθένας τα του οίκου του,
τις σχέσεις τους με φίλους και συμμάχους,
εξοστρακίζοντας όσους υπονομεύουν
το μέλλον των παιδιών τους
και τα πάθη τους.

29.8.2013

ΤΟ ΕΑΡ ΚΑΙ Η ΘΕΑ

Το έαρ ερεθίζει
τους ήρωες των δρόμων.
Μες σε πολύβουες πλατείες ενεδρεύουν,
κι έτσι που υπόκωφα αλλάζουν οι εποχές,
μας παγιδεύουν σε γωνιές
να μας εκμηδενίσουν.
Φτύνουν μπροστά μας, λες επίτηδες.
Το σάλιο εκτοξεύεται
ανέξοδα
ως σπέρμα.

Ακίνητη θεά.
Κι εμείς τριγύρω της αλαφιασμένοι
θεώμεθα ή θέομεν
τον περί της ψυχής ή περί τρίποδος
και. γενικώς
θαυμάζουμε ή τρέχουμε
νεοελληνιστί.

Απρ. 1987 – Γενεύη, 5.4.1990

Ο ΒΡΟΧΙΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Αυτά τα κίτρινα φύλλα κολλημένα στην άσφαλτο
να ’χουν τάχα το χρώμα της μοίρας;
Κι αν τρίζουνε καθώς παραπατάμε
άτσαλα, διακόπτοντας τη σιωπή των δρόμων,
δεν είναι, όχι, αυτιών παραισθήσεις,
ούτε είναι της αφής μας τα ίχνη.
Μπορεί όμως να είναι των ματιών μας οι κόρες
όταν κάποτε διαστέλλονται
αφήνοντας να τις ποτίζει
αυτή η ψιλή σιγανή βροχή
και ματώνουν χωρίς να το νιώθουν,
ενώ ο Τρίτωνας θεός πίνει απ’ το όστρακο
περίσσευμα ατέλειωτο νερού
που βεβαιώνει την αρχή των πάντων
κι ο Όσκαρ στέκει αμήχανος,
περνάει δεν περνάει,
τη λεωφόρο με τα αναμμένα φώτα.

Ρώμη, 23.11.1989

ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΕΙ

Το φεγγάρι σκαρφαλώνει
ψαχουλεύοντας κίτρινους τοίχους.
Μπαίνει βαθιά στα περιβόλια
κι απορεί:

Μικρό μου γιασεμί, που να γραπώνεσαι,
σε ποια μαρμάρινα σκαλιά βρίσκεις στηρίγματα;
Εγώ σε είχα γνωρίσει
σε δρόμους αστικούς να στεφανώνεις
γύψινες κόρες κι έφηβους θλιμμένους,
στημένους να στολίζουν τα μπαλκόνια
σπιτιών παρατημένων από ενοίκους
λίγο πριν κηρυχτούν διατηρητέα και ξεφτίσουν,
ωσότου καταρρεύσουν με ένα γδούπο.
Μεθύσι της καρδιάς και του μυαλού μου,
πού ήσουνα τόσο καιρό,
πού μετανάστευσες και σε είχα χάσει;

Στην Κύπρο, απαντάει,
κι έγινα δέντρο.

Λευκωσία, Μάιος 1993 – 2006

ΩΣ ΥΑΚΙΝΘΟΙ… ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΖΟΥΝ

Οι καθημερινές μας οδύνες συναντιόνται
πρωί κι απόγευμα στις σκάλες του μετρό,
όπως παλιά στα υπόγεια της Ομόνοιας
αντάμωναν ναυτάκια του Ναυστάθμου
με τις λευκές ή βαθυγάλανες στολές τους, αναλόγως,
και τα κορδόνια περιπαικτικά πλεγμένα στο στέρνο τους.

Είτε φυσάει ζέφυρος είτε φυσάει πουνέντες,
οι μύριοι υάκινθοι, ως γόνοι γης λακωνικής,
μοσχομυρίζουνε ξεφεύγοντας από τους δισκοβόλους
κι αλλάζουν πρόσωπο, μα πάντα κατεβαίνουν
τετράκις πλέον την ημέρα στην Ομόνοια.
Πρωί πρωί με βούρτσες και μυστριά
μες στις βαριές μουσαμαδένιες τσάντες,
πριν οι υπόλοιποι απαλλαγούν απ’ τα χασμουρητά τους.
Το μεσημέρι, η θλίψη και η μιζέρια
ανθρώπων σκεβρωμένων απ’ τις έγνοιες.
Το απόγευμα, ευαγγέλια χαράς
για τα ναυτάκια πάλι και τα στρατιωτάκια,
ντυμένα με τα τζιν τους πια, στο τέταρτο του αιώνος,
και με τις άδειες της εξόδου στην κωλότσεπη.
Και το βράδυ, α, το βράδυ,
όλοι μαζί
τραβούν το δρόμο τους.

Αθήνα, Αύγ. 2001 – Απρ. 2004

ΤΗΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Πώς φύτρωνε το χαμομήλι
πάνω στα πεζοδρόμια
μιας πόλης μυθικής,
στους χωματένιους δρόμους της,
στις μάντρες των προσφύγων;
Και ποιος να το συνέλεγε
ανθάκι ανθάκι μυστικά;
Μην ήταν για τη Φωτεινή,
μη για τη γραία Λούπαινα;
Δεν ήταν για τη Φωτεινή.
Δεν ήταν για τη Λούπαινα.

Ήταν για τούτες τις αμίλητες βραδιές
που μουρμουρίζει η βροχή καλοκαιριάτικα
καθώς κατρακυλάει
σε ξένες κεραμοσκεπές.

Μάαστριχτ, 18.7.1997

ΛΑΘΡΑΙΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Εύκολα όσο κι αναπάντεχα
πνίγονται οι επιθυμίες
καθώς τσαλαβουτάνε στα ρηχά
ή αιωρούνται στα κύματα πάνω
και βλέπουν στον ορίζοντα
να χάνονται τα σύννεφα.

Μικρά παιδιά λαθρομεταναστών κι αυτές
που αφεθήκαν από δουλεμπόρους
σ’ όχθες και παραλίες άνευ επιτηρήσεως,
χωρίς ή με γονείς, ταλαίπωρους κι απρόσεκτους,
και μη γνωρίζοντας από ποτάμιους ή θαλάσσιους βυθούς,
να την η γούβα, ποιος να δει,
ο σώζων εαυτόν σωθείτω.

Χωρίς κανένα νόμισμα επάνω τους
για τον περαματάρη,
αρχίζουνε νερό να καταπίνουν,
γλυκό ή αλμυρό, αδιάφορο,
που φράζει τους αναπνευστήρες.

Μόνο το πένθος απομένει
κι ο θρήνος και οι τύψεις
για την απερισκεψία.

29.10.2009

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ακίνδυνου, ελπιδοφόρου, ανεμπόδιστου.

«Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ ’ αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου»

Οδυσσέας Ελύτης, «Τα ελεγεία της οξώπετρας», 1991

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σε ένα γιούσουρι βυθού,
να χαϊδεύουν τα αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς.

Παρίσι, 17.5.2004

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο ΑΧΟΣ ΚΙ Ο ΒΥΘΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Ν. ΜΑΡΓΕΤΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 30/7/2022

Ο Παύλος Πέζαρος έχει εκδώσει στο παρελθόν τρεις ποιητικές συλλογές: «Οσμές από ιώδιο» (Ηριδανός, 1982), «Γεύση αρμύρας» (Θεωρία, 1986), «Η σταδιακή οξείδωση της αφής» (Τα Τραμάκια, 1990). Οι τίτλοι τους αναφέρονται στον συσχετισμό μίας εκ των αισθήσεων με το θαλασσινό στοιχείο. Στο τέταρτο ποιητικό του βιβλίο «Ο αχός κι ο βυθός» (Κέδρος, 2016) ο τίτλος παραπέμπει στη σχέση της ακοής με τον βυθό. Η συνάφεια της ζωής με τη θάλασσα είναι ο άξονας που ενώνει τις συλλογές μεταξύ τους αλλά και ο θεματικός πυρήνας που συνέχει τις ποιήσεις του τέταρτου βιβλίου του σαν ραχοκοκαλιά. Άλλωστε, λέξεις που σχετίζονται με τη θάλασσα ανιχνεύονται σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, ο ποιητής τις ονομάζει «πατρός σπαράγματα».
Το ποιητικό υποκείμενο απασχολεί η σχέση του με τον χρόνο «Άρχοντα χρόνε, …μας επαγίδεψες, θαρρώ, αριστοτεχνικά, ή, έστω, αφεθήκαμε πες να παγιδευτούμε»(σ.22) και καταθέτει ότι «Εν αρχή ην ο έρως» (σ.14). Επιχειρεί ενδοσκόπηση «μέσα στα όνειρά μας βυθιζόμαστε… στην πρώτη εκείνη εμπειρία θανάτου»(σ.σ. 11-12), «αυτοκίνητη ψυχή μου, …άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά»(σ. 14). Θέλει να στήσει «την παράδεισο εδωνά»(σ.14) και, εν τέλει να βρει αυτό που λειτουργεί ως «ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά»(σ. 15). Για τον λόγο αυτό αρχίζει ένα ποιητικό ταξίδι θαλασσινό. Το ταξίδι έχει σκοπό του «να μη μας βρουν χαμένους» (σ. 10) πριν το τέλος του θανάτου. Ο τρόπος του ταξιδιού είναι καθοριστικός: «κόπος κι ιδρώτας»(σ. 18), δηλαδή εμπειρία και βίωμα.
Έντονη η ενασχόληση του ποιητή με την ιστορική μνήμη «που ανελέητη ταρακουνάει τον κόσμο. Διασχίζοντας μ’ ορυμαγδούς την ιστορία» (σ. 25), η οποία εκκινώντας από το χτες ορίζει το σήμερα της Ελλάδας και του κόσμου. Εδώ γίνεται εμφανής η αξεδιάλυτη σχέση του χώρου με τον χρόνο. Στα ποιήματα αυτά συνομιλεί διακειμενικά με τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, τον ιστορικό Καβάφη, γραφόμενα των οποίων αναφέρει σε τίτλους και μότο των ποιημάτων του. Εστιάζει την οπτική του σε ιστορικά στιγμιότυπα και τους δίνει ζωή και αίσθημα. «Παρελαύνουν αιώνες, παρασύρουν τις λέξεις απαλά» (σ. 25)
Η θεματική του Πέζαρου αντλεί, επίσης, από τον γενέθλιο τόπο, τον Πειραιά, με τη θλίψη διάχυτη για «ό,τι απόμεινε από της πόλης την εικόνα»(σ. 47), στην οδό Ζαννή, όπου γεννήθηκε πλάι «στη θάλασσα.. γιατί ξεκίνησε η ζωή μας από κεί»(σ.49) στα σοκάκια που πρωτομίλησε «στη γλώσσα που μας θρέψανε» (σ. 49), στις γειτονιές που είναι πατρίδα της παιδικής του ηλικίας και πλέον δεν υπάρχουν «για ν’ ακουμπήσουμε τις μνήμες μας».
Ο Πέζαρος καλλιεργεί με ιδιαίτερη ευαισθησία τον ποιητικό λόγο. Οι λέξεις του στιβαρές, σημαίνουν· δεν είναι επιλεγμένες αβασάνιστα κι αυτό φαίνεται από την απόσταση ανάμεσα στην αρχική και την τελική γραφή των ποιημάτων, όπως αναγράφεται στο τέλος κάθε ποιήματος. Ο λόγος του είναι λιτός, αφαιρετικός αλλά με έντονη εικονοποιία. Αν και προτιμά να εκφράζεται σε ελεύθερο στίχο, χρησιμοποιεί σχήματα λόγου. Ολόκληρη η συλλογή μπορεί να αναγνωσθεί ως μεταφορά ενός θαλασσινού ταξιδιού. Συχνά απαντώνται αντιθέσεις νοημάτων και λέξεων: «Καλλιεργώ τις λέξεις και έρημο θερίζω των αισθήσεων»(σ. 13). «Νόμε, μεγάλε βασιλιά της λευτεριάς μας»(σ. 30). Σπάνιας ομορφιάς η παρομοίωση της ποίησης με βαλσαμωμένη πεταλούδα των εικόνων της θλίψης μας (σ.16). Ο Πέζαρος αγαπά να χρησιμοποιεί την παρήχηση γραμμάτων σε στίχους του. Εκεί που δείχνει όμως όλη τη δύναμη της τέχνης του, είναι στο ποίημα «Κινέζικα μυστήρια», όπου θριαμβεύει η παρήχηση του ρ, ώστε να αποδοθεί άριστα η έννοια της ροής, του νερού, του έρωτα… Πρωτότυπες οι προσωποποιήσεις των επιθυμιών που πνίγονται (σ. 53) και των λέξεων που μεταναστεύουν (σ.49), στης γλώσσας την εξελικτική πορεία.
Η ποίηση του Πέζαρου έχει κοινωνικό προσανατολισμό. Τα ποιήματά του είναι γραμμένα στην πλειοψηφία τους στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο. Είναι στοχασμοί για τους αγώνες και τις αγωνίες του Εμείς, αφού τ’ ανθρώπινα είναι κοινά και «οι καθημερινές μας οδύνες συναντώνται»(σ. 44). Στους στίχους του διαφαίνεται η μεγάλη του έγνοια κι αγάπη για τον συν-άνθρωπο που συν-πάσχει.
Κυριαρχεί στην ποίηση του Πέζαρου το αίσθημα της μελαγχολίας για όσα χάθηκαν πια και τώρα «η έλλειψη πονάει»(σ.52). Έτσι, ίσως, επεξηγούνται και οι εισαγωγικοί στίχοι του βιβλίου: «Ποίηση, Σ’ εσένα έρχομαι ξανά, σκυλί δαρμένο» (σ.5). Ενώ, όμως, αισθάνεται πόνο για τη ματαιότητα των ανθρώπινων προσπαθειών, δεν βουλιάζει στην απελπισία ή στον κυνισμό. Η φαντασία και το όνειρο και, κυρίως, η ποίηση, αναπληρώνουν τα κενά της έλλειψης, από «το σπίτι που έγινε καΐκι» ο ποιητής ταξιδεύει ακόμη, ακούγοντας τις σειρήνες «επιμόνως να σε προκαλούν, έστω κι αν τίποτα να κάνεις δεν μπορείς»(σ. 60) και σε παίρνουν, αναγνώστη, μαζί τους. Καλοτάξιδοι!

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL Μάιος 2018

Σκέψεις γύρω από έναν ορισμό της ποίησης

Τι άλλο είναι η ποίηση απ’ τη θλίψη μας
που βγαίνει στο καθημερνό σεργιάνι,
σε όχθες ποταμών ή παραλίες,
να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, να πιάσει την εικόνα,
ως πεταλούδα να τη βαλσαμώσει.

Ορίζεται, λοιπόν, η ποίηση; Ίσως τα όρια του λεκτικού κώδικα να την καταργούν, να την ακυρώνουν ως διαρκώς κινούμενη οντότητα, ασύλληπτη νοητή πραγματικότητα. Αν κάποιος, ωστόσο, δικαιούται να επιχειρήσει τον προσδιορισμό της, αυτός αναμφίβολα θα είναι ο ίδιος ο ποιητής. Κι όταν το κάνει, αξίζει να σταθούμε. Πολύ περισσότερο όταν μπορεί να περικλείει την ουσία μέσα σε λίγες λέξεις, εύστοχες. Η θλίψη, η καθημερινότητα και η επανάληψη, η σύλληψη της ελάχιστης στιγμής και η γέννηση του νέου σώματος – σε ακινησία αιχμαλωσίας. Διφορούμενη αυτή η τελευταία κατάσταση, θα μπορούσε να νοηθεί ως ιδιότυπος εγκλωβισμός στη μορφή του ποιήματος, το οποίο όμως ως ζων οργανισμός (για όποιον το εννοεί) δεν χάνει ποτέ την ψυχή της πεταλούδας. Και αναπόφευκτα θα πετάξει. Η εικόνα μπορεί να ακινητεί. Η ποιητική ουσία, όμως, είναι σε διαρκή κίνηση.

Ο Παύλος Πέζαρος την ουσία της ποίησης ερευνά, τις πηγές της ανιχνεύει. Τις βρίσκει, όταν γυρνά προς τα πίσω για να συναντήσει όσα αχνή την όψη τους πλέον έχουν – μνημονικά κατάλοιπα, πολύτιμα του νου, φυλαγμένα καλά και αφημένα στον χρόνο να μεστώσουν σε μια νέα θέαση του κόσμου που θα μορφοποιηθεί σε ποιητικό λόγο. Έτσι, κατοικούν μέσα στα ποιήματά του τα χρόνια που περάσαν και αποτύπωσαν εικόνες προσωπικής ζωής αλλά και κοινούς τόπους της συλλογικής μας μνήμης ή της γενιάς του, στον γενέθλιο τόπο ή στη μοιρασμένη σε όλους μας πατρίδα.

Η παιδικότητά μας, δεξαμενή ονείρων.
Πάντα ξαναγυρίζουμε, ερασιτέχνες δύτες.

Το ξέρει, όπως φαίνεται καλά, πως ποίηση δεν γράφεται χωρίς την προσωπική καταβύθιση στο προσωπικό σου υγρό τοπίο, ως να πιάσεις με το χέρι το σημείο που πιο κει δεν έχει. Ο βυθός αυτός ή σε πνίγει ή σε σώζει. Ή χάνεσαι μέσα στην άπνοιά του ή βγαίνεις ξανά στην επιφάνεια με όσα τιμαλφή μπόρεσες να ανασύρεις από το σκότος.

Καθώς καταδύεται
και το νερό των καθαρμών παφλάζει,
μικρές φυσαλίδες ανέρχονται
στην επιφάνεια σκορπώντας δηλητήριο
ενώ αναμετράει τις δυνάμεις του
και παρατείνει εκουσίως την αδράνεια,
με στόχο πάντα απ’ το βυθό
όστρακα και κοράλλια κι αστερίες
και πέτρες λαμπερές και αλογάκια
να ανασύρει στη στεριά.

Και είναι τότε που μπορείς να χειριστείς σωτήρια τον αχό όλων των περασμένων. Διττή η διείσδυση στα αφανή: η διάσωση μέσω της μνήμης (ασφαλής δικλείδα για τη βίωση της συνέχειας) και η αντοχή στην άπνοια του βυθού (δοκιμασία ζωής)· τότε μπορείς και να ασκηθείς στον ποιητικό λόγο αλλά και να ορίσεις την έννοια της ποίησης. Η επιβεβαίωση μιας αλήθειας:

Για να μπορέσεις να σκεφτείς πρέπει να πράξεις.

Η πράξη ποτέ δεν είναι εύκολη. Ο Παύλος Πέζαρος συνδυάζοντας τον αχό με τον βυθό προσφέρει μια οπτική όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στη ζωή – με αυτά τα δύο να δένουν μεταξύ τους αναπόσπαστα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

VAKXIKON Μάιος 2018

Το σπατουλαρισμένο ιδιαίτερο θαλασσσί – πράσινο – γαλάζιο πάνω σε ένα γλυκό γκρίζο του λείου εξωφύλλου τραβάει την προσοχή σου. Μα και ο τίτλος. Ο αχός και ο βυθός. Πρώτοι συνειρμοί;

Ο στίχος από το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι: «αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν». Μετά, ο βυθός της θάλασσας. Ο συνδυασμός τους; Αχός, δηλαδή υπόκωφος ήχος. Της θάλασσας; Η απόπειρα της θάλασσας να μιλήσει με τα κύματα ή τον φλοίσβο, με τον αχό της επιφάνειάς της, σε αντίθεση με τη σιωπή του βυθού της; Η θάλασσα υπονοούμενη ως προϋπόθεση αλλά και ως αχανής οντότητα, εν μέσω αχού και σιγής;

Ποια θάλασσα; Του χρόνου; Της ζωής; Εξαιρετικός ο τίτλος, ταξιδιάρης. Μα και τολμηρός, αφού συντίθεται από δύο οξύτονα ομοιοκατάληκτα αρσενικά ουσιαστικά. Πρόκληση για περαιτέρω διερεύνηση.
Το μότο προειδοποιεί:
Ποίηση,
Σ’ εσένα έρχομαι ξανά, σκυλί δαρμένο.

Στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, η θάλασσα-χρόνος αποκαλύπτει μια από τις αποχρώσεις της:

…πού πήγαν
οι μέρες που βασάνιζαν τη σκέψη μας,
οι ώρες, οι στιγμές που χάσαμε
πού πήγαν.

Η αποκάλυψη συνεχίζεται με ένα κοχύλι, το οποίο αφήνει τον «βυθό» για να έρθει στην επιφάνεια και να αντηχήσει στο αυτί μας όλη την ιστορία του κόσμου. Αντιλαμβανόμαστε έτσι

τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας.

Τούτη η θάλασσα, είναι φτιαγμένη με χρόνο αλλά και με όνειρα. Είναι μια αστείρευτη δεξαμενή, όπως και η παιδικότητά μας:

Η παιδικότητά μας, δεξαμενή ονείρων.
Πάντα ξαναγυρίζουμε, ερασιτέχνες δύτες.
….
Το όνειρο είναι η μηχανή του χρόνου
ή τα μουλάρια μας
που μας γυρίζουν πάντα στο παχνί μας.
Ξέρουν αυτά το δρόμο.

Χρόνος. Όνειρα. Τι άλλα συστατικά άραγε απαρτίζουν τη θάλασσα τούτη; Μπορεί να υφίσταται θάλασσα (χρόνος, ζωή) χωρίς έρωτα; Δίχως λέξεις, δίχως γλώσσα; Χωρίς Ποίηση; Μπορεί να λείπει το παράπονο; Ο πόνος;
Πράγματι, ο Έρως υπάρχει ρέων και συμπυκνωμένος, λάμνει ο ίδιος αλλά και λάμνουν εντός του:

Άσε με…
…το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μια εξαίσια σταγόνα του αρκεί,
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Έρχεται και η Ποίηση. Καθάριο ποταμίσιο νερό, ενώνεται στην παραλία της εκβολής με τη θάλασσα σε ένα αδιαίρετο όλον, αλλά, και βγαίνοντας κάποτε στη στεριά, σεργιανίζει ως ενσαρκωμένη θλίψη, όπως περιγράφεται στο ακόλουθο ποίημα:

Στο σεργιάνι.

Τι άλλο είναι η ποίηση απ’ τη θλίψη μας
που βγαίνει στο καθημερινό σεριάνι,
σε όχθες ποταμών ή παραλίες,
να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, να πιάσει την εικόνα,
ως πεταλούδα να τη βαλσαμώσει.

Όσο για τον ίδιο τον ποιητή; Ή γενικότερα για τον ποιητή;

…πάντα σου διφορούμενος,
…πάντα σου ευρηματικός
μα καίριος μες στους υπαινιγμούς σου.

Στο ποίημα «Επιβίωση» δίδεται η πολύπλοκη όσο και πολυπρόσωπη πορεία για επιβίωση στη θάλασσα της καθημερινότητας.
Από τη μία όχθη, όπου

ζόφος τριγύρω και παντού
κι εσύ να επιμένεις
να μεταβάλουμε τη θλίψη σε χαρά

ως την άλλη:

μα πού η ανθρωπιά και πού οι συγκινήσεις,

πού είναι η καρδιά μας, πού το πνεύμα μας

και ανάμεσα τους:

όλα για επιβίωση απλή ή αναβίωση
από τη λήθη.

Η ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, αυτή που περιδιαβήκαμε ως τώρα, άτιτλη, με το πολύτιμο φορτίο του τίτλου του βιβλίου στους ώμους της. Η δεύτερη, με τίτλο ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, αφήνει τον απέραντο ωκεανό και τριγυρίζει στοχαστικά με ανοιξιάτικη προσμονή στο Αιγαίο.
Το ζήτημα του Μακεδονικού, αφορμή για μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων:

Κι εσύ Ελλάδα, ανοιχτή πληγή,
όσο δεν αποδέχεσαι τα όριά σου,
συ την πορεία σου
κι εμείς την τραγωδία.

Πρώτος συνειρμός για τη χώρα μας; Θάλασσα. Δεύτερος; Ιστορία. Μπορεί και πρώτος. Και η πορεία στα ποιήματα συνεχίζεται προς τα πίσω φτάνοντας ως τον Θουκυδίδη και τη μάχη της Οινόης (Πελοποννησιακός πόλεμος), την άτυχη ιέρεια Χρυσή στο Άργος, τον Ηρόδοτο (με αναφορά στον -ευρύτερα γνωστό από ποίημα του Καβάφη- Δημάρατο), τον τυραννοκτόνο Αριστογείτονα (με απλή μνεία στα κίνητρα της πράξης του αλλά με σημασία στο αποτέλεσμά της) και γυρίζει πάλι στο σήμερα του 1990 όπου στη θέα ενός αγάλματος μιας ηρωίδας σε μια πλατεία, ή στη θέα μιας ταμπέλας με το όνομα της οδού που φέρει το όνομα κάποιας ηρωίδας πάλι, ο παντογνώστης νεοέλληνας πράττει με τρόπο που κατ’ εκείνον είναι «υπεράνω» όλων:

Ακίνητη θεά.
Κι εμείς τριγύρω αλαφιασμένοι
θεώμεθα ή θέομεν
τον περί ψυχής ή περί τρίποδος
και γενικώς
θαυμάζουμε ή τρέχουμε
νεοελληνιστί.

Στο ποίημα παραμυθία, συμπυκνώνεται η πρόσφατη ιστορία του τόπου και καταγράφονται τα πλαίσια, οι συνθήκες και ο τρόπος ζωής γενεών με τρόπο επιγραμματικό, παρομοιάζοντας τον κόσμο όλο με έναν μύλο:

Αυτός ο κόσμος τους. Ο μύλος,
μύλος και σύνορο
του νου και της καρδιάς τους.

Η ιστορία του πονεμένου μας τόπου, είναι συνυφασμένη άρρηκτα με τη γλώσσα. Ο Παύλος Πέζαρος, αφορμάται από την πληροφορία που έχει ότι το κινεζικό «αλφάβητο» δεν έχει «ρω» και αφού μνημονεύσει τον Κρατύλο του Πλάτωνα (και εγώ θυμηθώ «τα ρω του έρωτα» του Ελύτη στα οποία επίσης αναφέρεται), αναρωτιέται:

και ποιός και πώς θα μεταφράσει
τα ρω του έρωτα μια μέρα
στα κινέζικα;

Το μέγα θέμα του αν μεταφράζεται ή όχι η ποίηση αλλά και ειδικότερα του αν μπορούν κάποιες λέξεις ή στίχοι να μεταφερθούν σε άλλη γλώσσα, στο προσκήνιο.
Από τη γλώσσα, πάλι στην ιστορία, εντοπισμένη στην Αθήνα τούτη τη φορά.
Η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα. Η καθημερινότητα είναι η βάση της Ιστορίας. Πολλές καθημερινότητες κάνουν ένα διάστημα, πολλά διαστήματα μία περίοδο, κοκ.
Σε μια τυπική μέρα της πόλης, υπάρχει ο παλμός της Ιστορίας. Υπάρχουν όλα. Η ρουτίνα,

Οι καθημερινές μας οδύνες απαντώνται
πρωί και απόγευμα στις σκάλες του μετρό,

ο λυρισμός,

είτε φυσάει ζέφυρος είτε φυσάει πουνέντες,
οι μύριοι υάκινθοι, ως γόνοι γης λακωνικής,
μοσχομυρίζουνε ξεφεύγοντας από τους δισκοβόλους

και ένας ολόκληρος κόσμος. Από τους οικοδόμους που περιμένουν για μεροκάματο πρωί πρωί στην Ομόνοια, τους υπαλλήλους που σχολάνε το μεσημέρι με τη θλίψη στα πρόσωπά τους (το ποίημα γράφτηκε 2001-2004, φαντάζομαι σήμερα πώς θα γραφόταν), τους αδειούχους ναύτες και τους στρατιώτες το απόγευμα, αλλά και όλους τους υπόλοιπους το βράδυ. Η πλατεία Ομονοίας γίνεται έτσι μια μικρογραφία της (τότε) σύγχρονης Ελλάδας.

Η επόμενη ενότητα έχει τίτλο ΤΗΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑΣ ΠΟΛΗΣ και είναι αφιερωμένη στη γενέθλια πόλη του ποιητή, τον Πειραιά. Μετά από ποιήματα – νοσταλγικούς περιπάτους στα σοκάκια της, καταλήγει (επανέρχεται στην ουσία) σε αυτό που κρατάει έναν τόπο ζωντανό: στη γλώσσα και την (αρνητική ή θετική) εξέλιξή της, παίζοντας με την αρχαία λέξη «αλς», που σήμαινε και θάλασσα και αλάτι:

Στη γλώσσα που μας θρέψανε
η αλς έγινε θάλασσα,
τοκίσανε στο άλφα,
θησαυρίσανε στη διαφάνεια.

Αναρωτιέται τι είναι Πατρίδα. Ξεκινάει με την πρώτη πρόσληψη της έννοιας αυτής:

Πατρίδα είναι όντως η παιδική μας ηλικία

κλείνει δε με τον προβληματισμό γύρω από την πατρίδα την οποία συνδέει -όπως και πολλοί μεγάλοι ποιητές άλλωστε έχουν ήδη πράξει- με τη γλώσσα φέρνοντας στο προσκήνιο και τη μνήμη:

και πώς θα ακουμπήσουμε τις μνήμες μας
σε πεζοδρόμια άγνωστα, σε άγνωστες λεωφόρους,
με βαρβαρίζοντα ελληνικά να ηχούν τριγύρω,
και πού η αμφισημία των λέξεων και νοημάτων
σ’ έναν κλεμμένο χρόνο βιοπορισμού,
για ένα χαρτοπόλεμο, για μια γραφή,
τώρα που η έλλειψη πονάει

θυμίζοντας τους στίχους από το ποίημα Ελένη του Σεφέρη:
…πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Η γενιά του, μέσα από στερήσεις, μετανάστευση, νόστο, έχει πολλούς «ζωντανούς νεκρούς», όπως και κάθε γενιά άλλωστε. Ο τρόπος μόνο αλλάζει:

Και να βαθαίνει, να βαθαίνει η ερημιά,
αργά μα σταθερά όλο να διεισδύει
στο σώμα της πατρίδας και στο αίμα μας,
σε δρόμους πολυσύχναστους με ξένες
φωνές που δεν αναχαιτίζονται, ελπίζοντας
πως όλα κάποτε θα γίνουν ένα.

Μα πώς να μυηθείς στα Ελευσίνια
χωρίς ελληνικά;

Ο ποιητικός τρόπος μου θύμισε Καβάφη.
Έρχεται και ο επώδυνος θάνατος του πατέρα να φορτώσει άλλη μια απώλεια στις πλάτες του:

…αυτές οι σφριγηλές φλέβες που πετάγονταν,

πού πήγαν κι αφανίστηκαν και δεν αφήκαν ίχνος
για μια τόση δα βελόνας τρύπα, για μια ανάπαυλα
μικρή πριν το σαλπάρισμα, μια ανακούφιση
από τους πόνους τους φρικτούς.

Στο προτελευταίο πεζοποίημα «Το σπίτι που έγινε καΐκι» αποκαλύπτεται έξοχα η σχέση του Παύλου Πέζαρου με τη θάλασσα και τον Πειραιά, η οποία εδραιώνεται στέρεα μέσα στον αναγνώστη, αφού σε απόσταση μιας μόλις σελίδας πριν, είχαμε ποτιστεί με άφθονη ναυτική ορολογία.

Ο «επίλογος» έρχεται με ένα ομότιτλο ποίημα φέρνοντας στο σήμερα την προσδοκία ο βυθός να «αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου» καθώς λέει ο Ελύτης εις «Τα ελεγεία της οξώπετρας», σε μία προσπάθεια σύνδεσης της Οδύσσειας του Ομήρου με αυτή του σύγχρονου ανθρώπου. Ίσως με την αναστροφή αυτή οι αξίες και η σοφία που έχουν λόγω του ειδικού τους βάρους καταποντιστεί στον βυθό, να επιστρέψουν πάλι κοντά μας κι ας κινδυνεύουμε να πνιγούμε από τόνους νερού. Αξίζει το ρίσκο. Εν τω μεταξύ, θλίβεσαι καθώς διαπιστώνεις πως στην ουσία εδώ και χιλιάδες χρόνια κάποια πράγματα παραμένουν ακριβώς τα ίδια:

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σε ένα γιούσουρι βυθού
να χαϊδεύουν τα αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς.

Τα ποιήματα έχουν γραφεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από το 1989 ως το 2015. Εμπεριέχουν προβληματισμούς σχετικά με την πορεία του ελληνισμού, τη διαδρομή και το μέλλον της γλώσσας, τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και κατά συνέπεια τη μνήμη αλλά και την Ιστορία επαγωγικά. Ο στίχος είναι ελεύθερος, ρεαλιστικός, με λίγα ψήγματα λυρισμού και λιγότερα καθαρεύουσας. Η Γλώσσα σε πρώτο πλάνο, η Πόλη και μέσω αυτής η Πατρίδα. Η ποιητική τους ροή εμπλουτίζεται από στοιχεία δοκιμιακού χαρακτήρα, τολμηρές επιλογές και απερίφραστες απόψεις, οι οποίες ρέουν σε όχθες που βρίθουν από συμπαγείς γλωσσικές κροκάλες και είναι πλούσιες σε χλωρίδα με ρίζες που εισχωρούν με αγάπη σε πλούσιο έδαφος καθαρών ελληνικών. Είναι ένα ταξίδι από τη γενέτειρα του ποιητή ως τα πέρατα της γης. Από τα σοκάκια του Πειραιά ως το απέραντο της θάλασσας, από το εκάστοτε «τώρα» ως τα βάθη της Ιστορίας. Από τον αχό του σήμερα ως το βυθό των απαρχών του πολιτισμού μας, από τον βυθό του καταποντισμού μας ως τον ποθούμενο αχό της ανάδυσής μας. Από τον αχό της καθημερινότητας ως τον βυθό της ποίησης αλλά και από τον βυθό των λέξεων ως τον αχό του λόγου.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ 24/2/2017

Δύο ποιητές της γενιάς του ’70

Ο Παύλος Πέζαρος ανήκε στην ιδρυτική ομάδα του περιοδικού Διαβάζω και υπήρξε μέλος της συντακτικής του επιτροπής από το 1976 μέχρι το 1983. Γράφει και δημοσιεύει ποιήματα από τα νεανικά του χρόνια, με πέντε βιβλία στο ενεργητικό του από το πρωτόλειο πολυγραφημένο Ξεκίνημα (1971) μέχρι το Η σταδιακή οξείδωση της αφής του 1990.

Βιοτικές μέριμνες δεν του επέτρεψαν να αφοσιωθεί στην ποίηση όσο θα το επιθυμούσε. Από κει και το μότο της παρούσας συλλογής: «Ποίηση, Σ’ εσένα έρχομαι ξανά, σκυλί δαρμένο».

Ξεκινώντας από τον τίτλο Ο αχός κι ο βυθός, σε συνδυασμό με τα θαλασσινά χρώματα του εξωφύλλου, προετοιμαζόμαστε για ποιήματα αισθήσεων, ήχων, εικόνων, ποικιλιών, αλλά και ενδοσκοπήσεων.

Το υλικό είναι διαρθρωμένο σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, άτιτλη, περιέχει ποιήματα ποικίλου περιεχομένου∙ η δεύτερη, «Του στοχασμού και της άνοιξης», κινείται σε κλίμα ρεμβασμού και φιλοσοφικής διάθεσης∙ η τρίτη, «Της γενέθλιας πόλης», συμπυκνώνει μνήμες από την παιδική ηλικία, από τα πρόσωπα και τα πράγματα που θεμελίωσαν τη ζωή του ποιητή.

Ποιήματα σημασιοδοτημένα χρονικά και τοπικά. Ποιήματα ζωής και διαδρομών από τον Πειραιά προς τον κόσμο (Παρίσι, Ρώμη, Μάαστριχτ…) και από εκεί προς τον Πειραιά πάντα. Ποιήματα μιας στιγμής, μιας μέρας, αλλά και μιας δεκαετίας, ανάμεσα στον σπόρο και τη σπορά. Ποιήματα που γεννιούνται ακαριαία ή επωάζονται δύο και τέσσερα χρόνια.

Μνήμες ιστορικές και μνήμες προαιώνιες, μνήμες της γενέθλιας πόλης και της ταξιδεμένης ζωής, μνήμες της παιδικής ηλικίας και της ωριμασμένης ενατένισης.

Πηγές από όπου αντλεί ο ποιητής: η ηλικία της αθωότητας, όπως ήδη επισημάνθηκε, «Η παιδικότητά μας, δεξαμενή ονείρων. / Πάντα ξαναγυρίζουμε, ερασιτέχνες δύτες»∙ η θάλασσα, όπου βουτάει για να ανασύρει στη στεριά «όστρακα και κοράλλια κι αστερίες / και πέτρες λαμπερές και αλογάκια»∙ εικόνες, λέξεις και έννοιες θαλασσινές διάσπαρτες ανάμεσα στους στίχους∙ η γλώσσα, όργανο και μέσο μαζί «άσπιλες καταδιώχτηκαν και ταπεινές οι λέξεις», «μα πώς να μυηθείς στα Ελευσίνια / χωρίς ελληνικά;». Η πολιτική και ιστορική διάσταση περνά με υπαινιγμούς και ιστορικές αναδρομές στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη.

Η ποίηση του Παύλου Πέζαρου, ποίηση καρδιάς και νοσταλγίας, συναισθήματος και απολογισμών, ποίηση του ταξιδιού και του νόστου, της ζωής και του θανάτου, μπορεί και συγκινεί τον αναγνώστη.

ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ

BOOKPRESS 22/1/2017

«Στη γλώσσα που μας θρέψανε η άλς έγινε θάλασσα»

Κρατώντας στα χέρια σου το ποιητικό έργο του Παύλου Δ. Πέζαρου δεν μπορείς να μην επισημάνεις, αρχικά, στους τίτλους, δύο περιοχές: το υγρό στοιχείο και τις αισθήσεις: Οσμές από ιώδιο, Γεύση αρμύρας, Η σταδιακή οξείδωση της αφής και Ο αχός κι ο βυθός η πρόσφατη συλλογή του (1). Το υγρό στοιχείο ένα από τα τέσσερα εμπεδόκλεια ριζώματα, είναι το ρευστό αντίστοιχο του φωτός, η συνεχής ροή του εκδηλωμένου κόσμου, ο συμβολισμός του δυναμισμού της ψυχής. «Το νερό», σημειώνει ο Γκαστόν Μπασελάρ, «περισσότερο από οποιοδήποτε κοσμογονικό στοιχείο είναι μια πλήρης ποιητική αλήθεια»(2). «Έστω στη θάλασσα/ κοντά της ν’ αναπνεύσουμε/, γιατί ξεκίνησε η ζωή μας από κει», αναφέρεται στο ποίημα «Οι λέξεις και τ’ ακούσματα». Κι αυτή η ρήση, σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο των περισσότερων ποιημάτων των προαναφερόμενων συλλογών, θα έλεγα, πως υποδηλώνει την ταξινόμηση της ποιητικής φαντασίας του Πέζαρου στο υδάτινο κοσμογονικό στοιχείο.

Επίσης, προσέχεις και τον αναγραφόμενο, στο τέλος των περισσότερων ποιημάτων, χρόνο: σε αυτόν της σύλληψης των ποιητικών εικόνων και σε αυτόν της πιστοποίησης ή της νέας εκδοχής για την αναβάπτιση των όμοιων κοινωνικών ή άλλων αξιών που έχουν ξεθωριάσει ή και υπονομευτεί. «Ο ποιητής», λέει ο Σεφέρης, «πρέπει να παρέχει και να αναπτύσσει διαρκώς τη συνείδηση του παρελθόντος ως παρόντος»(3). Το γιούσουρι είναι οργανισμός στον θαλάσσιο πυθμένα. Με την πάροδο του χρόνου γίνεται πολύτιμο υλικό και τότε χρησιμοποιείται από έμπειρους τεχνίτες. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, ο ποιητής, σε εξομολογητικούς για την ποίησή του στίχους, θα πει: «Πάντα εραστής/ πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων/ που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,/ ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες/ δεμένος στο κατάρτι,/ σ’ ένα δέντρο/ σε ένα γιούσουρι βυθού…». Κάπως έτσι λειτουργεί ο χρόνος στη διάρκειά του, στις δυο του στιγμές, στην ποίηση του Παύλου Πέζαρου που ως οδυσσειακός παρατηρητής μετατρέπει τις εικόνες του σε πολύμορφες αισθήσεις. Λέει σε ένα ποίημα από τη συλλογή του Η σταδιακή οξείδωση της αφής: «Μια νύχτα θα διπλαρώσω πονηρά τους νυχτοφύλακες/ θα βρω έναν τρόπο να τους εξαργυρώσω-να λευτερώσω το βαπόρι των αισθήσεων/ από τ’ αγκυροβόλιό του/ να μπω κι εγώ και να σαλπάρω». Αυτό ακριβώς κατορθώνεται, σε μια συνεχή χρονικά γραμμή, βιωμένη προσωπικά και ιστορικά ανάμεσα στον καλλιτεχνικό και τον αισθητικό πόλο του κειμένου, στην οποία ο αναγνώστης μετατρέπει αυτό το συγγραφικό βίωμα σε αναγνωστική εμπειρία. Και, λέω, ο αναγνώστης και όχι ο ποιητής, γιατί η ποίηση του Πέζαρου, στο παιχνίδι της χρονικής απόστασης των ποιημάτων του κατακυρώνει συνάμα και ως νοηματοδότη της ποίησής του τον αναγνώστη, ενεργοποιώντας τον σύμφωνα και με τα δικά του βιώματα. Άλλωστε μια τέτοια λειτουργία φαινομενολογικής φύσεως υποδηλώνεται στον στίχο «Για να μπορέσεις να σκεφτείς πρέπει να πράξεις». «Η ονειροπόληση του συγγραφέα, δεν εξαντλείται», όπως θα έλεγε ο Μπασελάρ «στην προσωπική του ικανοποίηση, όπως επιδιώκει το όνειρο, που προβάλλει ατομικό χαρακτήρα, αλλά ετοιμάζει ποιητικές απολαύσεις και για άλλες ψυχές (4), οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν μια φαινομενολογία του χώρου που ονειρεύονται χωρίς να έχουν πολλές φορές την άμεση εμπειρία του. Καθόσον, οι ποιητικές εικόνες που εκφράζουν τη δημιουργικότητα του συγγραφέα είναι βιολογική κληρονομιά του και τις μοιράζεται με τους αναγνώστες που ταυτίζουν το όνειρο με τη φαντασία με σκοπό να τους εξοπλίσει με ποιητική συνείδηση» (5).

Ο Πέζαρος άρχισε να δημιουργεί λίγο πριν τη μεταπολίτευση. Βίωσε τα τραύματα της δικτατορίας, τη βίαιη μετάβαση από την παραδοσιακή εποχή στη νεωτερική, τις επιπτώσεις μιας σειράς φαινομένων οικολογικών, άναρχης δόμησης, την άνοδο των κινημάτων μέχρι τη σημερινή κρίση αξιών, ιδεών, γλώσσας, γενικά την πολιτισμική κρίση. Πρόκειται για ένα ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο που τροφοδότησε την ποιητική του παραγωγή η οποία, στο σύνολό της, αλλά ιδιαίτερα Ο αχός κι ο βυθός θεματικά, κινείται στις περιοχές της γλώσσας, της ιστορίας, της λαϊκής παράδοσης, του ερωτικού στοιχείου.

Η ανθρώπινη γλώσσα είναι περιορισμένη. Η ποίηση διευρύνει και σηματοδοτεί την αξία της, οι λέξεις μιλούν μεταξύ τους κι έτσι ο άνθρωπος εκπαιδεύεται στο να κατανοήσει την πολυμορφία του κόσμου (6). «Μια συνεχής πάλη με τη γλώσσα είναι η ποίηση», είχε πει ο Ελύτης (7). Η γλώσσα στη συλλογή Ο αχός κι ο βυθός αποτελεί σημαίνουσα πηγή νοήματος. Ο Πέζαρος, λάτρης της γλώσσας την κατέχει ουσιαστικά. Πιστεύει στη νοηματική της εξέλιξη, στην προσαρμογή και διαχρονικότητά της με τα όποια επακόλουθα: «Στη γλώσσα που μας θρέψανε η άλς έγινε θάλασσα/ τοκίσανε στο άλφα/ θησαύρισαν στη διαφάνεια». Χρησιμοποιεί δημιουργικά λέξεις και φράσεις από τη λαϊκή και δημοτική της εκδοχή ως και τη λόγια: «πιστά να καταγράψουμε τις απώλειες και νίκες,/ ωσότου τα θαλασσινά βούκινα ακουστούν/ κηρύσσοντας ανακωχή,/ πριν ξαναμπούν οι σπάθες στο θηκάρι τους./ Δια να πληρωθεί το ρηθέν δια του λαϊκού θυμόσοφου,/ αγάλι αγάλι βρίσκει το καρφί την τρύπα του». Αλλού: «Μην ήταν για τη Φωτεινή/ μη για τη γραία Λούπαινα;/ Δεν ήταν για τη Φωτεινή/ Δεν ήταν για τη Λούπαινα». Στο ποίημα «Πατρός σπαράγματα», επιρροή από τον ελυτικό Μικρό Ναυτίλο, αποθησαυρίζει ναυτικές λέξεις, όπως «λατίνια, σακολέβες, γαϊτες, ματσακόνι…». Πιστεύει στη σημασιολογική, την ιδεολογική και την ιστορική της αξία όπως και στη συνεχή της σπουδή: «Και ποιος και πώς θα μεταφράσει τα ρω του έρωτα μια μέρα στα κινέζικα;» ή «Μα πώς να μυηθείς στα Ελευσίνια χωρίς ελληνικά;». Αλλά, ανησυχεί και για την πορεία της: «Και πώς θα ακουμπήσουμε τις μνήμες μας… με βαρβαρίζοντα ελληνικά να ηχούν τριγύρω;» ή «Άμοιρη γλώσσα. Άμοιρο αλφάβητο, μες στον αχό οι εραστές κι οι ποιητές δεν φταίνε».

Αλλά, ως δημιουργικός εργάτης του λόγου, θλίβεται γιατί η γλώσσα ως αίσθηση δεν βρίσκει ανταπόκριση στο επίπεδο των ανθρώπινων πράξεων: «Καλλιεργώ τις λέξεις/ και έρημο θερίζω των αισθήσεων». Μια, ας την πω, μελαγχολική διάθεση, εμποτίζει την ποίησή του. «Τι άλλο είναι η Ποίηση, απ’ τη θλίψη μας»; θα πει κάπου. Και, βέβαια, η θλίψη όχι ως στοιχείο απαισιοδοξίας, αλλά μιας δυναμικής θέασης, γιατί, πώς αλλιώς, η γλώσσα είναι ψυχή, ηθική δύναμη: «Γραμμένα χείλη, κι αν αλλάξεις/ τις συλλαβές ή και το σχήμα,/ θα’ ναι σα ν’ άλλαξες την ίδια την ψυχή σου», λέει στο ποίημα «Κατευόδιο». Ίσως για τον Πέζαρο η γλώσσα να είναι η Μεγάλη Αίσθηση που περικλείει τις γνωστές, επειδή εκείνες μιλούν ποικιλοτρόπως ελπιδοφόρα μέσω αυτής: «Ας πάρουμε τον δρόμο των αισθήσεων./ Ίσως μας βγάλει/ στον ποθητό από παλιά προορισμό./ Ακόμη κι η αβεβαιότητα, δεύτερη φύση/ μας έχει γίνει μέρος του παιχνιδιού./ Κι αν πάλι οι ελπίδες μας/ αποδειχτούνε φρούδες,/ δε χάλασε ο κόσμος./ Υπάρχουνε ακόμη αποθέματα/ υγρών καυσίμων κι αερίων/ κάτω απ’ τα χωράφια μας.», θα πει στη «Γεύση αρμύρας».

Σημειώνει ο Οκτάβιο Παζ «πως κάθε ποίημα είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης της ιστορίας με την ποίηση προς όφελος της δεύτερης… Και καθώς η σχέση μας με την ιστορία είναι σχέση σκλαβιάς και εξάρτησης όντας το ακατέργαστο υλικό αλλά και τα θύματά της, εν τούτοις η ιστορία εκπληρώνεται διαμέσου της ανάλωσής μας. Η ποίηση μεταποιεί αυτή τη σχέση και βρίσκει την ολοκλήρωσή της μέσα από την ανάλωση της ιστορίας»(8). Ο μοντερνισμός άλλωστε χρησιμοποίησε τον μύθο και την ιστορία προσφέροντας στον ποιητή κατάλληλα προσωπεία για να εκφράσει την εμπειρία του. Στο ποίημα «Ένθεν Κακείθεν» αποτυπώνονται αφενός το παρελθόν των αγώνων, το παρελθόν του ποιητή, αλλά και προετοιμάζεται το μέλλον. Ο ποιητής με το έργο του εν μέσω ιστορικών γεγονότων παρόλη την υποβόσκουσα ήττα και το άδηλο μέλλον εν τούτοις είναι έτοιμοι να ξαναρχίσουν: «Σε ποια περίοδο του γαλαξιακού μας χρόνου/ ν’ αποθηκεύτηκαν τα χρόνια που ξοδέψαμε…/ Τι να γίναν… οι οσμές και οι γεύσεις και τα ίχνη στα δάχτυλα…/ Ματιά μου εξουσιάστρια, ξαγρύπνα…», δηλώνει αυτοαναφορικά. Γιατί θα πει παρακάτω στο ποίημα «Πατρίδα είναι»: «Άκαιρα όλα γίνονται σε τούτη την πατρίδα».

Στο ποίημα «Μακεδονική σαλάτα» διαπιστώνεται ότι «ελλοχεύει ο κίνδυνος του ποτέ/ κλιμακώνεται στο πουθενά/ και στραγγίζει στο τίποτα». Και βέβαια, σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα είναι μια ανοιχτή πληγή κατά τον ποιητή, παίζοντας διαρκώς ρόλους σε μια τραγωδία με ήρωες τα άτομα και πάντα με κάποιον Πεισίστρατο παρόντα: «Ο καημένος ο Πεισίστρατος/ και τι δεν έκανε/ για να τον γράψει η Ιστορία/ αναμορφωτή» θα πει στη «Γεύση αρμύρας». Γιατί στο ποίημα «Την άνοιξη αρχίζει το κακό» οι εκάστοτε Διάκριοι είναι ανάγκη να έχουν ανοιχτά τα μάτια τους, αφού «πάντα ένας Πεισίστρατος/ θα καπηλεύεται για να στεριώσει την τυραννία του». Παρόμοια, στη «Μακεδονική σαλάτα» σημειώνει πως πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που σε κάθε άνοιξη, σε κάθε ανάταση, δηλαδή, θα τους εκμεταλλευτούν κατάλληλα για να στομώσουν τη δυναμική τους και το όραμά τους για μια καλύτερη κοινωνία, όπως ακριβώς εισέβαλαν απροκάλυπτα οι Σπαρτιάτες από τη μεριά της Οινόης στη Θήβα. Η ιστορία αναδύεται και μέσα από την τραγική ειρωνεία που παίζεται στο ατομικό επίπεδο και σε αυτό της εξουσίας, που ουδόλως ενδιαφέρεται για τις γενέθλιες προσωπικές κινήσεις. Η ιέρεια Χρυσή ως δηλωμένη υπέρμαχος της ειρήνης έκαψε άθελά της τον ναό της Ήρας στο Άργος. Τότε τελείωσε και η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης, όχι όμως για τον συγκεκριμένο λόγο: «Η έρμη, ίσα που γλίτωσε κι η ίδια./ Έντρομη σκέφτηκε θα με σκοτώσουν οι Αργείοι… Κι όμως οι Αργείοι δεν την πήραν στο κατόπι./…Για άλλους λόγους, είπανε, τελείωσε η ανακωχή» («Μνημόνιο της φωτιάς»).

Στο ποίημα «Ανεξαρτήτως», με χρονολογία γραφής το 2013, στο οποίο ο Αριστογείτων «δήθεν αυτός ήταν ο μόνος ικανός/ να απαλλάξει την Αθήνα απ’ τους τυράννους…εξοστρακίζοντας όσους υπονομεύουν/ το μέλλον των παιδιών τους…», αποτυπώνεται ένας εύστοχος παραλληλισμός, νομίζω, με το σήμερα, έστω κι αν ο εξοστρακισμός γίνεται με εισαγωγικά και με πολλαπλές σημασιοδοτήσεις. Τέλος, ο Σπαρτιάτης Δημάρατος που εξαίροντας τους νόμους της Σπάρτης στον Πέρση βασιλιά στις Θερμοπύλες, αυτός ο ίδιος τους παραβίασε κατάφωρα. Ο Ηρόδοτος, στο ποίημα «Ηρόδοτος, με την ψυχή στο στόμα», διασώσας το περιστατικό, αναφερόμενος στον Νόμο τον ερωτά: «πώς και ξεπουπουλιάστηκες, τι θα ‘χει ο Δημάρατος να λέει;».

Το ιστορικό γεγονός αλλά και τα ιστορικά πρόσωπα προκαλώντας τη συνείδηση του Πέζαρου δεν χρησιμοποιούνται μουσειακά ή ως κάποια πρόφαση ή το μέσο για να δοθεί υπόσταση στα προσωπικά βιώματα, αλλά μέσα από διαδικασίες οδύνης προβάλλονται σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, για να ασκηθεί έμμεσα κριτική σε κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής άλλοτε σε πλαίσια, αμφισβήτησης ή διαπίστωσης ή ειρωνείας χωρίς να απουσιάζει και η φιλοσοφική διάθεση.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ

Ανεξαρτήτως των πραγματικών κινήτρων
να τος ο Αριστογείτων,
να τον επευφημούν τα πλήθη,
δήθεν αυτός ήταν ο μόνος ικανός
να απαλλάξει την Αθήνα απ’ τους τυράννους,
να έλθει πια ξανά στην πόλη τους
η πολυπόθητη συνέλευση του Δήμου,
να ρητορεύουν ανοιχτά, να διαφεντεύουν
οι ίδιοι κι ο καθένας τα του οίκου του,
τις σχέσεις τους με φίλους και συμμάχους,
εξοστρακίζοντας όσους υπονομεύουν
το μέλλον των παιδιών τους
και τα πάθη τους.

Ο γενέθλιος τόπος, με την παράδοσή του, το δομημένο τοπίο και οι σχέσεις των ανθρώπων του, οικείων και άλλων, ενίοτε με τον αχό του δημοτικού τραγουδιού, είναι μια άλλη πηγή νοήματος στη συλλογή. Το σκηνικό, δηλαδή ο τόπος σε σχέση και με τον χρόνο, προσφέρονται για μια εξόχως νοσταλγική πατριδογνωσία βάθους που εκπέμπει πέρα από μια χαμένη ομορφιά και μια ξεχωριστή ιδεολογία. Εκείνο που χάνεται, αν «επαναφέρεται» τονώνει το καινούργιο καθώς συνειδητά ή ασύνειδα το ενδύει με την αύρα του. Το παρελθόν έχει την αίσθηση πρωτίστως ενός παράδεισου, εκείνου της παιδικής ηλικίας, πατρίδα την αποκαλεί ο ποιητής, που αποτελεί μια ιδανική κολυμβήθρα εξαγνισμού ή και περιοχής που πέμπει αφενός μια πικρία ή χιούμορ ή ίσως μεταμέλεια, αφετέρου παραπέμπει σε μια κριτική θέαση της ζωής. Στίχοι από το ποίημα «Δεξαμενή ονείρων»: «Η παιδικότητά μας, δεξαμενή ονείρων. Πάντα ξαναγυρίζουμε, ερασιτέχνες δύτες… Μέσα στα όνειρά μας βυθιζόμαστε… Ψέματα λέγαν οι παλιοί ότι τα όνειρα προλέγουνε το μέλλον,/ Τα όνειρα είναι η μηχανή του χρόνου/ ή τα μουλάρια μας/ που μας γυρίζουν πάντα στο παχνί μας./ Ξέρουν αυτά τον δρόμο». Τα όνειρα για τον Πέζαρο αποτελούν αφενός μια καταβύθιση για αναζήτηση χαμένων εικόνων και που αλλού θρυμματίζονται «μπρος στις εικόνες συνεχούς ροής», στην απόχη του χρόνου, που άθελά μας μάς παγιδεύει ή και με τη θέλησή μας παγιδευόμαστε, όπως αναφέρεται στο ποίημα «Αποχαιρετισμός στον Χρόνο». Κι εδώ, ο χρόνος έχει τη σημασία του στην απόσταση που ο ποιητής βλέπει το παρελθόν, σίγουρος πια για τη χαμένη αλλά απαραίτητη σήμερα δυναμική του. Έτσι, στο ποίημα «Οι λέξεις και τ’ ακούσματα» ο γενέθλιος τόπος ζωντανεύει με την οδό Ζαννή, με τη Γαρούφω «από τη βρύση της αυλής να μεταφέρει/ το αμίλητο νερό και να μετράει/ το χρόνο… να παίζει/ τον Κλήδονα μ’ ούλες τις φιλενάδες», με το πατρικό και το μητρικό μορφοείδωλο που μέσα από τον πόνο, αλλά και το σπίτι που έγινε στο όνειρο καϊκι, γίνονται σύμβολα που καλοτυχίζουν τον ποιητή. Κι αλλού, σε μια εικόνα αλλοτρίωσης και καταστροφής αλλά με γενέθλιο συμβολισμό μαγικού ρεαλισμού, το γιασεμί που άλλοτε στεφάνωνε «γύψινες κόρες κι έφηβους θλιμμένους,/ στημένους να στολίζουν τα μπαλκόνια/ σπιτιών παρατημένων από ενοίκους/ λίγο πριν κηρυχτούν διατηρητέα και ξεφτίσουν,/ ωσότου καταρρεύσουν με ένα γδούπο.», έγινε δέντρο στην Κύπρο.

Στο δε ποίημα «Παραμυθία», αναδύεται το παρελθόν με τη ροή και τη φωνή του ηρακλείτειου ποταμού, ο οποίος μέσα από εικόνες καθημερινότητας και εικονογραφίες ανθρώπων, συνομιλώντας με την ιστορία, συνομιλεί με τη μυλωνού που «στέκει λες ακόμα στο πορτάκι/ με αγαθούς ψαράδες παζαρεύοντας/ τ’ αλεστικό αξάι» κι επίσης ζωντανεύει καϊκια, αμμώδεις παραλίες, μύλους εικόνες που περιστρέφονται και με διακειμενικό τρόπο μεταφέρουν την αρχαία ιστορία με τον μπαρμπα-Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη. Στο ίδιο ποίημα, ο χρόνος, αληθινός αλχημιστής, μια γοργόνα του απείρου, γυναίκα, μπορεί κι ένα μικρό κορίτσι, κι ο Αλέξανδρος μαζί, κλειδώνουν όμοιες καταστάσεις και τις μεταφέρουν στο διηνεκές: «Ο ποταμός της φωνής της/ σαλπίζει μακρόσυρτος,/ με έσχατο πάθος/ συμπυκνώνει το χρόνο/ και μετεωρίζεται/ στου μύλου τ’ ανοίγματα/ Αλέξανδρε! Δεν με ακούς;/ Πού είσαι, βρε χαμένο; Ζεις;/ Εδώ. Και ζω και βασιλεύω/ και τ’ αλώνια κυριεύω!».

Το ερωτικό στοιχείο στη συλλογή συναντάται σε δύο ποιήματα. Στις «Γλαυκές νύχτες» αναδύεται ως νοσταλγία, αλλά και ως κρατούσα συναισθηματική έξαρση που συλλαμβάνεται ρομαντικά πέρα από την τύρβη της καθημερινότητας και άλλους στοχασμούς, σε μια εναγώνια κίνηση χρόνου: «Τους στοχασμούς μου αυτό το βράδυ παρατάω./ Τρέχω τον έρωτά μου ν’ απαντήσω». Στο «Δώρα Θεώ», γραμμένο δώδεκα και είκοσι χρόνια μετά η τελική του γραφή, ο ποιητής θέτει τον έρωτα πάνω από τη φθορά, σε μια ακόμα αέναη κατάκτηση, όμως μη θέλοντας να τον φτάσει ως τη φθορά του, γιατί «η μοίρα των μεγάλων εραστών/ είναι ο θάνατος/ και μες στην κόλαση/δεν ξεχωρίζεις/ ποια η αιτία των αγκομαχητών,/ οδύνη ή ηδονή;». Εδώ, ο έρωτας είναι ταυτόχρονα η συνειδητοποίηση του θανάτου, αλλά και η απόπειρα μεταβολής της κάθε στιγμής σε αιωνιότητα (10), όπως θα έλεγε ο Οκτάβιο Παζ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σε ένα γιούσουρι βυθού,
να χαϊδεύουν τα αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς.

Ο Παύλος Πέζαρος, σημαίνων ποιητής, είναι ένας τεχνίτης του λόγου, με μια μελαγχολική διάθεση, που διαπερνάει όλο το σώμα της συλλογής, με μια στοχαστική ενατένιση της ζωής, σε ένα πλαίσιο ανίχνευσης μιας νέας ηθικής σε έναν παρακμιακό κόσμο που οι δομές του μεταβάλλονται. Τα όνειρα για τον Πέζαρο δεν είναι κάτι το ανώφελο για να κινήσουν απλά ή επιφανειακά το μέλλον, αλλά για να εμπνεύσουν τη χαμένη δυναμική του παρελθόντος που συναντάται μέσα από όμοιες εικόνες του μέλλοντος. Τα ποιήματα της συλλογής παρατηρώντας και διεισδύοντας δημιουργικά στο παρελθόν, κρίνουν συνάμα την εποχή μας και όσον αφορά στο σκέλος της το σχετικό με την ιστορία, την παράδοση και τη γλώσσα, συνομιλούν κριτικά μαζί της. Η σημαίνουσα δομή της ποίησης του Πέζαρου αναδεικνύει με το έλλειμμα ή την αδυναμία της ανθρώπινης δράσης στην εσαεί τραγικότητά της και στην πορεία της προς το οραματικά ανέφικτο. Λέει στον «Επίλογο»: «ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες/… να χαϊδεύουν τ΄ αυτιά σου/ κι επιμόνως να σε προκαλούν,/ έστω κι αν τίποτε να κάνεις/ δεν μπορείς». Ο αναγνώστης περαιτέρω έχει τον λόγο, μιας και του δίνεται η δυνατότητα να ανταποκριθεί στα ποιήματα ανάλογα με τη σκευή του. Ταυτόχρονα δε, στο επίπεδο της θεωρίας, τίθεται το ζήτημα των προσδοκιών του αναγνώστη και ευρύτερα της πρόσληψης του ποιητικού κειμένου. Λέει κάπου ο Iser, θεωρητικός της αναγνωστικής ανταπόκρισης: «Διαβάζοντας ο αναγνώστης θέτει το κείμενο σε κίνηση θέτοντας παράλληλα σε κίνηση και τον εαυτό του»(11).

Καταλήγοντας, να υπογραμμίσω ότι ο Πέζαρος στο πρώτο ποίημα της συλλογής, στο «Ένθεν Κακείθεν», αναφέρει: «Ματιά μου εξουσιάστρια, ξαγρύπνα, νάσαι η τελευταία που θα φύγει». Τούτο σημαίνει ότι έχει στόχο να εκδώσει μελλοντικά την πέμπτη του ποιητική συλλογή ίσως για να συμπληρωθούν οι ρέουσες εικόνες των αισθήσεων που άρχισαν το 1982, με τη συλλογή Οσμές από ιώδιο.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

DIASTIXO 12/9/2016

Ύστερα από είκοσι έξι συναπτά έτη, ο Παύλος Πέζαρος επιστρέφει στο χώρο της ποίησης με τη συλλογή ποιημάτων που τιτλοφορεί Ο αχός κι ο βυθός, θέλοντας προφανώς να δώσει την απήχηση και το βάθος των εννοιών που χρησιμοποιεί. Απευθυνόμενος στην ποίηση σαν άλλος «άσωτος υιός», χαρακτηρίζει τον εαυτό του «σκυλί δαρμένο». Και δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός αυτός.

Ένα «σκυλί δαρμένο» νιώθει ταπεινωμένο, σκούζει παραπονιάρικα, εκλιπαρεί τον κύριό του, τρώει τις σάρκες του, όμως γίνεται και επικίνδυνο, μπορεί και να δαγκώσει άγρια. Σημαίνει πως σε όλο το μακρύ διάστημα της απουσίας του, της σιωπής του, έστω, πάλευε μαζί της, τον παίδευε η έγνοια της, τον έδερνε η έγνοια των στίχων του, πάλευε με τις λέξεις, με την έκφραση. Μπορεί και να αυτομαστιγωνόταν εκδικητικά.

Η έκφραση, ο χρόνος, η αίσθηση του χρόνου που κυλάει και γίνεται κατανοητή μόνο με τη δύναμη, ίσως και την αδυναμία, της ποίησης, η ροή προς τη φθορά και τη γυμνότητα, φανερώνεται διαισθητικά στον ποιητή ως αναπότρεπτη αναγκαιότητα, όταν η ζωή βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Και θεώμενος αυτή τη ροή των πραγμάτων, συνειδητοποιεί ότι τα «πάντα ρει και ουδέν μένει», όλα τείνουν προς ένα τέλος, που είναι ωστόσο η αρχή για κάτι άλλο, προς μια άλλη πραγματικότητα∙ ο κύκλος της ζωής είναι αέναος. Κι ο ποιητής βιάζεται να αρπάξει: φωνές, χρώματα, ήχους, να συλλέξει τις αδρές μορφές, να κλέψει από τη ζωή που φεύγει ό,τι προφτάσει να αρπάξει το μάτι, το χέρι, να το αποτυπώσει με λέξεις για τη μεγάλη, τη μικρή δική του αιωνιότητα.

Τι να γίναν,
πού και πώς κατατάχτηκαν,
ποιες μορφές να ’χουν πάρει
οι σκόρπιες αισθήσεις μας
(…) οι οσμές και οι γεύσεις και τα ίχνη στα δάχτυλα,
τι να γίναν οι ορμές τους,
τ’ αχαλίνωτα πάθη τους.
Τι απομένει να κάμουν
τα μεταίχμια ώτα μας,
των σειρήνων τους ήχους να πιάσουν,
τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας…

Επιβάλλει στον εαυτό του ευθύς εξαρχής εγρήγορση για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. «Οι καιροί ου μενετοί», ο κόσμος αλλάζει, οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι και οι αξίες μετατοπίζονται, μένει το όνειρο, η επιστροφή στην εποχή της αθωότητας, στην «παιδική ηλικία του μάγου», για λίγη δροσιά, διέξοδο από τα αδιέξοδα.

Η ποίηση στην περίπτωση του Παύλου Πέζαρου λειτουργεί ως υποστασιακή υπόθεση, είναι ένας ατελεύτητος υπαρξιακός αγώνας δικαίωσης και αυτοδικαίωσης, είναι η αέναη αναζήτηση του τέλειου στην έκφραση, είναι η ποιητική αντίληψη της πραγματικότητας, που μόνο με το λόγο καθίσταται δυνατή. Ο λόγος δίνει υπόσταση στα πράγματα, τα ονομάζει, έρχονται στην επιφάνεια και υπάρχουν. Ο αγώνας με τις λέξεις, με τις απαιτήσεις της έκφρασης σε κάθε επίπεδο και μορφή τέχνης, στην επιστήμη, στην καθημερινή συναλλαγή, δεν είναι εύκολος. Η ποίηση είναι το δυσκολότερο άθλημα. Ο φειδωλός και χρόνια σιωπηλός, ο δήθεν απών ποιητής Παύλος Πέζαρος έχει πλήρη επίγνωση αυτής της οδυνηρής, της αδυσώπητης πραγματικότητας, αποτελεί βίωμά του:

Καλλιεργώ τις λέξεις και έρημο θερίζω των αισθήσεων, αλλά δεν εγκαταλείπει τον αγώνα σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο της σάρκας αφού δεν χάνονται όλα:

Μια μικρή θρυαλλίδα απομένει.
Κουράγιο.

Δίνει ο ίδιος κουράγιο στον εαυτό του. Ο έρωτας είναι κινητήρια δύναμη της ψυχής του κόσμου, της ψυχής του, αλλά και καταλυτικός, μέγας καταστροφέας, δεν θέλει να αφεθεί τελείως σ’ αυτόν, αφού:

η μοίρα των μεγάλων εραστών
είναι ο θάνατος…

Ο Παύλος Πέζαρος αγαπάει τη ζωή, προτιμάει να μείνει σε μια ήρεμη γωνιά, ν’ απιθώσει τον εαυτό του σε μια τρυφερή αγκαλιά κι ας λείπουν οι μεγάλες ηδονές. Λέει στην αγαπημένη του:

Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της άγνοιάς σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Παρά ταύτα, ο Π. Πέζαρος δεν ζει σ’ έναν άλλο κόσμο, στον δικό του, ζει και σε μια Ελλάδα, ανοιχτή πληγή που καταρρέει και δεν βρίσκονται «τυραννοκτόνοι», λείπουν κι από τα βάθρα τους, ζει και σ’ έναν κόσμο οφειλέτη, μίζερο, που πορεύεται με δανεικά και καταρρέει, επίσης, με μαθηματική ακρίβεια. Τα όρια στενεύουν των πατρίδων, περιορίζονται οι μεγάλες των λαών επιδιώξεις, μετατοπίζονται οι αξίες, εκπατρίζονται, ακόμα και το γιασεμί μεταναστεύει από φόβο μην το πάρουν για ενέχυρο κι αυτό οι προστάτες δανειστές. Λέει το φεγγάρι που δεν βρίσκει στην Ελλάδα γιασεμί:

Μικρό μου γιασεμί, που να γραπώνεσαι,
σε ποια μαρμάρινα σκαλιά βρίσκεις στηρίγματα;
(…) Μεθύσι της καρδιάς και του μυαλού μου,
πού ήσουνα τόσο καιρό,
πού μετανάστευσες και σε είχα χάσει;
-Στην Κύπρο- απαντάει,
Κι έγινα δέντρο.

Είναι κάτι κι αυτό, αφού δεν χάθηκαν όλα. Όπως δεν είχαν χαθεί όλα για τον επί δέκα χρόνια περιπλανώμενο στις θάλασσες του κόσμου Οδυσσέα. Και η Γοργόνα πάντα θα αναζητά τον Μεγαλέξανδρο. Κι ο ποιητής μας Παύλος Πέζαρος στα είκοσι έξι χρόνια της εικονικής σιωπής υπηρετούσε την επιστήμη του, βρισκόταν σ’ έναν άλλο αγώνα με τις λέξεις, παράλληλο με τούτο τον ατέλειωτο αγώνα στην ποιητική αρένα. Γι’ αυτό κάποιες στιγμές μοιάζει με τον οικονομικό μετανάστη που επιστρέφει στην πατρίδα πλούσιος, αλλά έχοντας στο μυαλό του τις παλιές μνήμες, εκείνες τις ιλαρές εικόνες που είχε αφήσει πίσω του μεταναστεύοντας, και βρίσκει τον τόπο του άξενο, το σπίτι αγνώριστο, βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, άνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσι, αλλόθροοι, άνθρωποι ολιγόζωοι, ξένοι κατοικούν που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, ξενόγλωσσοι… Και το κινέζικο αλφάβητο δεν έχει ρω για να μεταφραστούν τα «ρω του έρωτα»… Και τι έχει ακόμα να γίνει:

Όταν τα κίτρινα ποτάμια κατακλύσουν
την πάσα γη κι αρχίσει
το σχήμα των ματιών όλων ν’ αλλάζει
προς το στενότερο και πάψουν
ν’ ανθίζουν οι αμυγδαλιές στο αρχιπέλαγος,
ποια μάτια τότε θα υποδέχονται τον έρωτα,
ποια ώτα θα συλλέγουν τους ψιθύρους
και ποιος και πώς θα μεταφράσει
τα ρω του έρωτα μια μέρα
στα κινέζικα;

Άλλος καημός του ποιητή μεγάλος.

Άμοιρη γλώσσα,
άμοιρο αλφάβητο,
μες στον αχό οι εραστές
κι οι ποιητές δεν φταίνε.

Εξάλλου, οι αλλαγές στη γενέθλια πόλη του, στον Πειραιά, υποχρεώνουν τον ποιητή ν’ αλλάξει οπτική, να δει με άλλα μάτια τον κόσμο και να αποδεχτεί την καινούρια πραγματικότητα. Συνειδητοποιεί ότι σταθερή πατρίδα είναι όντως η παιδική μας ηλικία, τα χαμομήλια στο πλακόστρωτο, τα γιασεμιά και οι λεμονανθοί στους κήπους και στους δρόμους, οι μυρωδιές από τη θάλασσα, των κυμάτων ο «αχός» κι ο «βυθός» της ερωτικής μέθης, το πάθος που κάνει «οδύνη την ηδονή», ο απωθημένος, όλος ο βιωμένος χρόνος, ο βιωμένος κόσμος, αντίρροπα «για κάποιες μεγάλες νύχτες που τον περιμένουν». Και απευθυνόμενος στον εαυτό του καταλήγει:

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σ’ ένα γιούσουρι βυθού,
να χαϊδεύουν τ’ αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτα να κάνεις
δεν μπορείς.

Στην ποίηση του Παύλου Πέζαρου, πέρα και πίσω από τους προβληματισμούς, τις καίριες επισημάνσεις που αφορούν την πολιτική παραφροσύνη και την κοινωνική αστάθεια και αβεβαιότητα, πέρα από τον αγώνα του με τις λέξεις και την έκφραση για την κατάκτηση και κυριαρχία της γλώσσας, πίσω και πάνω από την αγωνία του για την κατάντια της πατρίδας, την εθνική αλλοτρίωση, υπάρχει ο έρωτας ως πηγή ζωής, κινητήρια δύναμη των πάντων, αλλά ο κατασταλαγμένος έρωτας, εκείνος που στις «Γλαυκές νύχτες» κάνει τον ποιητή να τα ξεχνάει όλα, να γίνεται άνεμος για να τρυπώσει σε μια κλίνη ευωδερή, στην τρυφερή θαλπωρή μιας αγκαλιάς ζεστής, οικείας. Γράφει:

Είσαι η νύχτα κι είμαι ο άνεμος,
κι η κουκουβάγια κήρυξε επανάσταση απόψε.

Δεν θα σκεφτώ τούτο το βράδυ, είπε,
θα σβήσω τον βαθύ σκεπτικισμό μου
στα καντηλέρια τ’ ουρανού.
Δεν θα σταθώ στα παραθύρια που αγρυπνούν.
Θ’ αφήσω μόνους τους ερωτευμένους
να τραγουδήσουν με τα σώματά τους.
Κι αυτούς που πάλεψαν στα μαρμαρένια αλώνια
και νικήθηκαν,
πάλι μονάχους θα αφήσω.
Τους στοχασμούς μου αυτό το βράδυ παρατάω.
Τρέχω τον έρωτά μου ν’ αναστήσω.

Βιάζεται να προλάβει να ζήσει, ό τι του απομένει, όσο είναι καιρός ακόμα.

ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

FRACTAL 22/6/2016

Η μοίρα των μεγάλων εραστών είναι ο θάνατος

Εν αρχή ην ο έρως,
αυτοκίνητη ψυχή μου.

Άραγε θα προλάβω να πεθάνω
μ’ αυτά που πρωταγάπησα;

Με παφλασμούς απλώθηκα
στο σώμα σου να ξεμουδιάσω.
Όμως δε θέλω πιο πολύ να σ’ αγαπήσω
γιατί η μοίρα των μεγάλων εραστών
είναι ο θάνατος
και μες στην κόλαση
δεν ξεχωρίζεις
ποια η αιτία των αγκομαχητών,
οδύνη να είναι ή ηδονή;

Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της έγνοιας σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί,
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Κατ’ εξοχήν υπαρκτική είναι η ποίηση του ποιητή Παύλου Πέζαρου, ενίοτε ερωτική, πολιτική (με ιστορικές αναφορές / ή προεκτάσεις), σε κάθε περίπτωση, όμως νοσταλγική, με μια ανεπαίσθητη, κι όμως έντονα ευδιάκριτη μελαγχολική διάθεση να διαπνέει όλους σχεδόν τους στίχους του .

«Η μοίρα των μεγάλων εραστών είναι ο θάνατος» υποστηρίζει ο ίδιος με ένα μάλλον κατηγορηματικό τρόπο στο ποίημα «Δώρα Θεώ», της πρώτης ενότητας, μια θέση που ωστόσο, αναιρεί λίγο πιο κάτω στο ίδιο ποίημα, όταν αναφέρεται στον έρωτα ως ξόρκι στην «τρισκατάρατη» φθορά. «Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί,/ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά του». Οδύνη κι ηδονή, συνταυτίζονται στον έρωτα, ενώ ζωή και θάνατος, το αιώνιο δίπολο που διέπει την ύπαρξη μας, συνυπάρχουν σε ένα αέναο παιγνίδι και παραμονεύουν σε όλο το φάσμα της ποιητικής του δημιουργίας. Η νηφαλιότητα του ποιητή, η επίγνωση του για την αμετάβλητη αυτή φύση τους ανιχνεύεται σε όλα του σχεδόν τα ποιήματα ακόμα και σε εκείνα τις δεύτερης ενότητας που διαθέτουν πολιτική και ιστορική χροιά..

Τρεις ενότητες συγκροτούν την ποιητική συλλογή του Παύλου Πέζαρου. Στην πρώτη που είναι άτιτλη- εικάζω ότι δεν έχει δώσει τίτλο επειδή καταθέτει σκόρπιες σκέψεις για διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν – ο ποιητής μας καθιστά κοινωνούς και συμμέτοχους στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του, στη μαθητεία του στη ζωή, τα βιώματα και τις εμπειρίες του. Είναι φανερή η ανάγκη του να μοιραστεί τον στοχασμό, το καταστάλαγμα των εμπειριών με τον αναγνώστη του, να τον καταστήσει μάρτυρα των πεπραγμένων της ζωής του, ακόμα και των λαθών ή των λανθασμένων εκτιμήσεων του.. έτσι θα έλεγα ότι στην πρώτη ενότητα, ο ποιητής ξεκινά με έναν απολογισμό ζωής για αυτό και η έννοια του χρόνου εδώ είναι κυρίαρχη κι απανταχού παρούσα. Ο ποιητής σε ένα από τα ποιήματα της ενότητας διερωτάται, αλλά μοιάζει επίσης να απευθύνει (ρητορικό) ερώτημα στον αναγνώστη του:«Σε ποια περίοδο του γαλαξιακού μας χρόνου/ ν’ αποθηκεύτηκαν τα χρόνια που ξοδέψαμε/ αλόγιστα, γύρω από τραπέζια/ συνεδριάσεων. Με τις τσαλακωμένες/ ιδέες να εκτοξεύονται/ μέσα και γύρω από τα καλάθια των αχρήστων;

(…) Τι να γίναν, πού και πώς κατατάχτηκαν/ ποιες μορφές να χουν πάρει/οι σκόρπιες αισθήσεις μας; / και ιδίως εκείνες που τις λένε κατώτερες;»

Λίγο πιο κάτω, στο νοσταλγικό ποίημα του που τιτλοφορείται «Δεξαμενή ονείρων» , ο ποιητής επιχειρεί και πάλι ένα ταξίδι στο χρόνο, ανακαλώντας το παρελθόν κι αναβιώνοντας την παιδική του ηλικία που εύστοχα χαρακτηρίζει πηγή και δεξαμενή ονείρων στην οποία πάντα επιστρέφουμε ως «ερασιτέχνες δύτες». Στο ίδιο αυτό ποίημα αποτιμά εκείνα τα όνειρα και τις ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ ή που μας οδήγησαν σε άλλους δρόμους από εκείνους που πιστέψαμε αρχικά με σχετική ευκολία λόγω απειρίας, αθωότητας ή ευπιστίας, για αυτό και η αποτίμηση αυτή συνοδεύεται από έναν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό που προδίδει, ωστόσο, την πικρία του για τη συνειδητοποίηση της συγκεκριμένης αλήθειας, ίσως πάλι και μια μεταμέλεια που φαίνεται να αναδύεται σχεδόν αδιόρατα, σαν να τελείται ερήμην του. Έτσι καταλήγει μάλλον σκωπτικά (…) ψέματα λέγανε οι παλιοί ότι τα όνειρα προλέγουν το μέλλον/ τα όνειρα είναι η μηχανή το χρόνου/ή τα μουλάρια μας/που μας γυρίζουν πάντα στο παχνί μας ξέρουν αυτά τον δρόμο». Στην ίδια αυτή ενότητα υπάρχουν και δυο μικρής έκτασης ποιήματα που θυμίζουν τα ποιήματα στο ξεχωριστό βιβλίο του ποιητή Μάρκου Μέσκου «Συνηγορία Ποιήσεως», αφού μέσα σε αυτά διακρίνονται κατασταλαγμένα βιώματα για τη σχέση ζωής με τη δημιουργία, αλλά και της δικής του αντίληψης για το τι συνιστά ποίηση. Έτσι στον παρακάτω στίχο την προσωποποιεί και τη συγκρίνει με τη θλίψη καταλήγοντας «Τι άλλο είναι η ποίηση απ τη θλίψη μας/που βγαίνει στο καθημερινό σεργιάνι.» Η ενότητα κλείνει με το έξοχο ποίημα του «Αποχαιρετισμός στον Χρόνο», όπου ο ποιητής επίσης προσωποποιεί τον χρόνο, απευθύνοντας του συνάμα την κατηγορία του εμπαιγμού και της εξαπάτησης, «(…) Άρχοντα χρόνε σμιλευτή/ φύσης νεκρής και ζωντανής,/ σωμάτων και ασωμάτων,/ μας παγίδεψες θαρρώ, αριστοτεχνικά,/ ή έστω, αφεθήκαμε πες να παγιδευτούμε.»

Στη δεύτερη ενότητα που τιτλοφορείται «Του στοχασμού και της άνοιξης» τα ποιήματα – όπως προδιαθέτει ο τίτλος – στρέφονται επίσης γύρω από προσωπικούς συλλογισμούς σε μια «άνοιξη», που για τον ποιητή σημαίνει πολύ περισσότερα από μια εποχή του χρόνου. Η άνοιξη του εδώ συμβολίζει την ελπίδα, τις προσδοκίες μας που διαψεύδονται διαρκώς σε μια πατρίδα κουρασμένη, εξαντλημένη. Για αυτό είναι μια άνοιξη φθαρτή, πεπερασμένη, ενώ όλα σχεδόν τα ποιήματα της ενότητας προοιωνίζονται το τέλος της. Στα ποιήματα της συγκεκριμένης ενότητας υπάρχουν αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα από την αρχαία ιστορία και ο ποιητής πετυχαίνει εδώ να αντιμεταθέτει διαρκώς ένα ιστορικό γεγονός που σχετίζεται με την κεντρική ιδέα της ενότητας με ένα άλλο ‘ισοδύναμο ‘που κυριαρχεί στο σήμερα. Στο ποίημα του «Στην άνοιξη αρχίζει το κακό,» για παράδειγμα, αναφέρεται στην εισβολή των Σπαρτιατών από την Οινόη,. αλλά σκοπός του είναι να την παραλληλίσει ή να βρει αντιστοιχίες της το σήμερα. Η μελαγχολία και η πικρία του ποιητή διαφαίνονται έντονα στους στίχους

«Το έαρ ερεθίζει/τους ήρωες των δρόμων./ μες σε πολύβουες πλατείες ενεδρεύουν,/κι έτσι που υπόκωφα αλλάζουν οι εποχές,/μας παγιδεύουν σε γωνιές/ να μας εκμηδενίσουν./φτύνουν μπροστά μας λες επίτηδες/ Το σάλιο εκτοξεύεται /ανέξοδα/ως σπέρμα.

Εντούτοις, το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει και σε αυτή τα ενότητα. Στις «Γλαυκές νύχτες» για παράδειγμα, δημιουργώντας μια εικόνα εξαίρετης ομορφιάς, μιλά για τον έρωτα, ενώ ταυτοχρόνως υιοθετεί το ‘τρίτο πρόσωπο’ σαν να μιλά εξ ονόματος κάποιο άλλου- «..Δε θα σκεφτώ τούτο το βράδυ, είπε / θα σβήσω το βαθύ σκεπτικισμό μου/ στα καντηλέρια του ουρανού/.. θα αφήσω μόνους τους ερωτευμένους /να τραγουδήσουν με τα σώματα τους.»

Η Τρίτη ενότητα, που τιτλοφορείται «Γενέθλια πόλη» αποτελείται από ποιήματα ‘μακράς πνοής’, κοινώς, πεζόμορφα ή αφηγηματικά, κυρίως εκείνα που αναφέρονται στο παρελθόν και στην πόλη όπου γεννήθηκε, τη μήτρα και τις ρίζες του, γιατί τι άλλο είναι η γενέθλια πόλη από μήτρα. Και εδώ η νοσταλγία για ό,τι βίωσε στην παιδική ηλικία και την πρώτη του νεότητα είναι εμφανής, ο ποιητής επιχειρεί να αναβιώσει το παρελθόν, τους δρόμους που περπάτησε μικρός, τις κατοικίες που γνώρισε και που δεν υπάρχουν πια και στέκεται με δέος και συγκίνηση στο δικό του σπίτι, το οποίο εύστοχα παρομοιάζει με Καίκι. Στο μικρό αυτό αλλά άκρως ποιητικό κείμενο που τιτλοφορείται «Το σπίτι που έγινε καίκι» μας περιγράφει γλαφυρά αλλά κυρίως με έναν έντονο λυρισμό, το πατρικό του σπίτι και τους ενοίκους του. Τα αγαπημένα πρόσωπα που έζησαν εκεί και έφυγαν: τη μάνα, τον πατέρα, την αδελφή και τη γιαγιά Ολυμπία: την «ιθαγενή βασίλισσα» όπως την αποκαλεί «των ανθρώπων που κινούνται μέσα στο σπίτι, κάνοντας νεύματα και ορίζοντας τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίσταση, περιστοιχιζόμενη πάντα από την παρέα της, την οικογένεια της.» Στον επίλογό του, ένα μικρό αφηγηματικό ποίημα, υπάρχει το καταστάλαγμα της σκέψης του ΠΠ και ί θαρρώ ότι συνοψίζει την ποίηση του, «Πάντα εραστής/πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων/που ούτε ήταν ούτε έγιναν ποτέ δικά σου/να ακούς σου μένει τις σειρήνες/δεμένος στο κατάρτι».

Πράγματι ο ποιητής είναι ‘εραστής’ των εικόνων, αφού εικονοποιεί έξοχα σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα και παρότι οι εκτυπωμένες αυτές εικόνες, συχνά αναδίδουν αδρή δόση πικρίας ή μελαγχολίας, δεν απουσιάζει ποτέ από αυτές το φως και η αισιοδοξία ότι ίσως δεν έχουν όλα χαθεί. Η ποίηση του ΠΠ είναι ‘εσωτερική’, το μεγαλύτερο μέρος της διενεργείται εσωτερικά, και βέβαια συμβολική παρά τον ρεαλισμό που αποπνέει. Ενώ σε όλα διακρίνεται μια θαυμαστή αξιοπρέπεια, έτσι όπως πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή και τα όσα παράδοξα και αναπάντεχα του επιφυλάσσει..

Eπίλογος:

Πάντα εραστής πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
να ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σ’ ένα γιούσουρι βυθού
να χαϊδεύουν τα αφτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.