ΜΑΡΙΑ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ

Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Reading και εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία και διδακτορική διατριβή πάνω στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και τη δημιουργική γραφή στα πανεπιστήμια King’s College London και University of Winchester. Διηγήματα της έχουν διακριθεί στην Κύπρο και στο εξωτερικό κι έχουν
μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το 2013 ίδρυσε το διαθεματικό φεστιβάλ λογοτεχνίας Σαρδάμ.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

Οι Ενδιάμεσοι (Εκδόσεις Νεφέλη 2022 – βραχεία λίστα στα Βραβεία του Χάρτη 2022)
Καζάνι (Εκδόσεις Νεφέλη 2015 – υποψήφιο για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα)
Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011 – Κρατικό
Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η μύγα και η κανάτα (Εκδόσεις Πατάκη 2019 – Εικονογράφηση: Φίλιππος Θεοδωρίδης)

ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΡΟΤΖΕΚΤ

Θέλω πίσω το κεφάλι μου (Εκδόσεις Μικρόκυκλος 2016)

.

.

ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ (2022)

ΜΕΛΑΝΙ

Η σουπιά έμοιαζε να έχει πέσει απότομα από τον ουρανό, από κάποιο διαστημικό βόθρο, σκούρο απόβλητο προηγμένου εξωγήινου πολιτισμού. Τα άκρα της πάλλονταν στην άκρη του τραπεζιού, λέκιαζαν βασανιστικά το χειροποίητο τραπεζομάντηλο, δάκρυζαν κάτι πηχτό στα πλακάκια. Του είπε πως η σουπιά είχε χαλάσει, μπορούσε να τη μυρίσει, μια γλοιώδης επιφάνεια είχε ήδη σχηματιστεί στην επιφάνειά της. «Μυρίζει ψαρίλα», τόνισε, ή κάτι παρόμοιο, «άμα η σουπιά μυρίσει ψαρίλα, έχει χαλάσει», μα εκείνος επέμενε, με ύφος poker face, πως οι σουπιές δεν είναι ψάρια, αλλά μαλάκια, πως θα άλλαζε χρώμα αν είχε χαλάσει, «μαλάκια, όχι ψάρια», πως θα βρωμούσε πεθαμένο τρωκτικό, «είναι μια χαρά, μια χαρά, ηρέμησε». Η σουπιά παρέμενε ακίνητη ανάμεσά τους, καρφώνοντάς τους δίχως μάτια, πνιγμένη στους σκοτεινούς χυμούς της, αποσβολωμένα καρότα και πατάτες στο ταψί, αλάτι, πιπέρι, χαλαρά, σαν να μην τρέχει τίποτα, να ηχούν τη φωνή του πατέρα μου ηρέμησε, ηρέμησε, ηρέμησε, να ηχούν και τη λέξη μαλάκια, σφηνωμένη στα δόντια της μάνας μου. «Να το πετάξεις!» στρίγγλισε γδέρνοντας τον λαιμό της, «και άι γαμήσου!». Ήμουν μόνο εννιά ή δέκα τότε, υποθέτω γι’ αυτό θυμάμαι τη μάνα μου να ξεσκίζει το συνήθως ήρεμο σώμα της και να λέει βραχνά, πολύ βραχνά, άι γαμήσου στον πατέρα μου, και μπορεί επειδή όση ώρα βρισκόμασταν κι οι τρεις μας μέσα σ εκείνη την κουζίνα, μπροστά από το ανοικτό παράθυρο, κάπου στην Ύδρα, με όλο το ελληνικό πέλαγος στο πιάτο μας, χάσκοντας πάνω από μια νεκρή σουπιά που στράγγιζε το μελάνι της στο πάτωμα, εγώ είχα σβηστεί.

ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟΙ

Μια πολύ όμορφη γυναίκα ξεφύτρωσε στο σπίτι με τις γύψινες κολώνες και τα γύψινα λιονταράκια. Περπατά χωρίς ν’ αγγίζει το έδαφος, λες και φορά ένα ζευγάρι αόρατες παντόφλες. Ένας πολύ όμορφος άντρας ξεφύτρωσε δίπλα από την πολύ όμορφη γυναίκα. Περπατά χωρίς ν’ αγγίζει το έδαφος κι αυτός. Κάθε φορά που η γειτόνισσα σέρνει τα σκουπίδια έξω και τους βλέπει, αναστενάζει σε υψηλά ντεσιμπέλ. Θα μπορούσε να ήταν βραστήρας, ένας βραστήρας με σωματότυπο αχλαδιού. Χαζεύει την πολύ όμορφη γυναίκα και τον πολύ όμορφο άντρα ν’ ακτινογραφούν ο ένας τον άλλο στο κέντρο του σαλονιού τους. Ένα κιτς φωτιστικό απλώνεται από πάνω τους, ένα τζάκι με τουβλάκια κοχλάζει στη γωνία, οι ανάσες τους – λογικά μυρωδάτες- σκανδαλίζουν το παράθυρο. Κάποιες μέρες, όταν η πολύ όμορφη γυναίκα και ο πολύ όμορφος άντρας δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία της, η γειτόνισσα καθρεφτίζεται στο πεντακάθαρο γυαλί τους, νιώθει τα πολύ όμορφά τους μπράτσα, τα πολύ όμορφά τους χέρια, τα πολύ όμορφά τους δάχτυλα να εισχωρούν -με πολύ όμορφη κάψα- μέσα της. Θα μπορούσε να ήταν βραστήρας. Ένας βραστήρας με έξι μήνες εγγύηση ζωής, έτσι όπως στέκεται σύξυλη στο κρύο, γλείφοντας τα παγωμένα χείλη της κι αναδίδοντας ατμούς.

FAKE NEWS

Λένε πως εμφανίστηκε στην περιοχή του μόλου. Πίσω απ’ τον κυματοθραύστη. Σριλανκέζοι, Φιλιππινεζοι και διάφορες άλλες εθνικότητες που συχνάζουν τις Κυριακές στο κατουρημένο γρασίδι το είδαν πρώτοι. Το εντόπισαν κι οι πανύψηλοι πύργοι της παραλιακής, μα αυτοί δεν έχουν ανθρώπινη υπόσταση κι οι ένοικοί τους πάσχουν από μια μορφή άνοιας που δεν έχει ακόμη διερευνηθεί. Ήταν πραγματικά μυστήριο το πώς το τέρας του Λόχνες αποφάσισε να μεταναστεύσει απ’ την υγρή και μουντή Σκωτία, απ’ την πυκνή, μυστηριακή του ομίχλη σ’ έναν βράχο στη θάλασσα που τον κατακαίει ο ήλιος. Ποιος θα το κάνε στη θέση του; Ούτε τα καλαμάκια στο κεφάλι του, που από μακριά έμοιαζαν με κεραίες, έβγαζαν νόημα. Ούτε το δέρμα του που ήταν γεμάτο σακούλες. Αποκλείεται να ήταν το τέρας του Λόχνες, αποκλείεται, έχουν ιδέα οι μετανάστες από τέρατα; Μάλλον καλλιτεχνική εγκατάσταση για χάρη της οικολογίας, το δημιούργημα ενός εκκεντρικού αρχιτέκτονα που αποφάσισε να παίξει με τον απλό κοσμάκη. Κανένα εμπορικό πλοίο θα ήταν, κανένας γερανός, τουρκικό κατασκοπευτικό υποβρύχιο, ρωσικό υπερσύγχρονο γιοτ, γέμισε ο τόπος, η καλοκαιρινή υγρασία είναι κάποτε τόσο πηχτή, σου πήζει το μυαλό, δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα.
Πάντως, ένας ειδήμονας που έτρεξε να φωτογραφίσει το σημείο αρκετή ώρα αφού το τέρας του Λόχνες βούτηξε στη θάλασσα κι εξαφανίστηκε δια παντός, μακρολαίμης κι αυτός, δήλωσε, γλείφοντας το μικρόφωνο, πως επρόκειτο για fake news.
Πως οι καφέ κηλίδες που επιπλέουν στο νερό τόσα χρόνια δεν είναι τα σκατά του. Πως οι κίτρινοι αφροί που φτύνει η θάλασσα δεν είναι τα σάλια του. Πως τέρατα δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ, ποτέ όμως, στα μέρη μας.

ΕΒΟΥΤΤΗΣΑ

μες στην λάνταν

κανένας εν επερίμενεν πως έννα ζούσα

τζι εν έζησα

ο λάκκος εφαίνετουν βαθύς μα ήταν ξέβαθος
όπως τα παραπάνω πράματα σε τούτην την ζωήν

ούλλοι ενομίσαν πως έφταιεν το πόιν μου
που πάντα ήταν πκιο κοντόν που το άλλον

έτσι εγεννήθηκα

πως γι’ αυτόν εκουτσούφλησα
τζι έσπασα την κκελλέν μου
πάνω στο κουγκρίν

μα

μόνον εγώ ξέρω

γιατί
εβούττησα
μες στην λάνταν

ήταν την ημέραν που επέθανεν

η μάμμα μου

ο ήλιος έλαμπεν
έβρεσεν την προηγούμενην νύχταν

εγέμωσεν ο δρόμος
νερόν

ουρανόν
εγέμωσεν ο λάκκος
τζι εγώ

εβούττησα
για να την φτάσω

__________________

Λάντα: λακκούβα με νερό
Κουτσουφλώ: σκοντάφτω

ΚΑΤΑΠΑΤΗΜΕΝΟΙ

Πρωτάκουστο. Θηριώδες. Όλοι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς. Κερυνειώτες. Μόνη εξαίρεση, ένας γραφειακός υπάλληλος που έμεινε στ’ αζήτητα. Μόνο άντρες. Κανείς πάνω από 1 μέτρο και 70 εκατοστά. Όλοι με γαμψή μύτη, μικρή, μεγάλη, μα σίγουρα γαμψή. Τα νέα με ταρακούνησαν. Θέλω να πω άλλο ν’ ακούς για έναν φόνο μια στο τόσο, κι άλλο οι φόνοι να ’ναι ένα
φρικιαστικό μοτίβο. Πανικοβάλλεσαι. Ειδικά άμα είσαι άντρας με ύψος 1 μέτρο και 70 εκατοστά – ένα εκατοστό, ένα γαμημένο εκατοστό ήθελα και θα είχα το κεφάλι μου ήσυχο. Και πρόσφυγας δεύτερης γενιάς (αν και είμαι babyface, θα μπορούσα να ήμουν κάλλιστα και τρίτης). Ελπίζω οι Κυπριακές Αρχές, σε συνεργασία με τη CIA ή με όποιον τελοσπάντων συνεργάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, να τον συλλάβουν σύντομα. Κι ας βοηθήσουν κι οι ψευδοαστυνομικοί στα κατεχόμενα, δε με πειράζει, θα το καταπιώ, μάνα συγγνώμη, θα το καταπιώ, φτάνει να βρεθεί. Οκτώ συμπολίτες μας εξαφανίστηκαν το τελευταίο δίμηνο, οκτώ, οι τρεις ακόμη αγνοούνται. Η μάνα μου πάντως βρήκε τη λύση. Να μεταναστεύσω. Τι κάθομαι άγαμος τόσο καιρό; Μου ’ρχεται στο μυαλό ένας παλιός συμμαθητής που ζει στο Βερολίνο. Τον παίρνω τηλέφωνο, μα πανικοβάλλεται κι αυτός, «κι αν αποφασίσει να γίνει διεθνής;». Τη βάψαμε. Τη βά-ψα-με. Μάλλον είναι χάκερ κι έχει πρόσβαση σε φωτογραφίες και προσωπικά δεδομένα, δεν εξηγείται αλλιώς. Κι αν το να μένει κάποιος κλειδαμπαρωμένος στο σπίτι, επειδή βαριέται τη ζωή του, δεν είναι πια αρκετό; Πόσο ντελίβερι ν’ αντέξει το στομάχι, πόσες σειρές του κώλου; «Μια είναι η λύση», ξαναλέει η μάνα μου, «να κάνεις πλαστική! Η φάτσα σου είναι ανφάς στην ταυτότητα, εκεί δε φαίνεται τόσο η μυτόγκα σου, αλλά αν σε κόψει στον δρόμο, ή κάποια στιγμή που θα υπογράφεις για το ανεργιακό; Αν είναι ντελιβεράς; Αν είναι ντελιβεράς, χαθήκαμε!». Έχει δίκιο η μάνα μου, πάντα έχει δίκιο. Την αγαπώ τη μάνα μου, περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Μια είναι η λύση. Ρινοπλαστική. Φυλάξαμε κάποια χρήματα τόσα χρόνια, ας πάνε για καλό σκοπό. Μια καινούργια πληροφορία, πάντως, μόλις ήρθε στο φως της δημοσιότητας, fake news ή όχι δεν ξέρω. Φήμες λένε πως στα ρούχα του τελευταίου θύματος ανιχνεύτηκαν δάκρυα, δάκρυα και στο σώμα, δάκρυα παντού (θα τον βρουν όπου να ’ναι, αν μη τι άλλο να γλυτώσω και την πλαστική, τι είμαι, κανένας βλάκας;). Άκου δάκρυα. Πρωτάκουστο. Θηριώδες. Τραγικό. Ο κατά συρροήν δολοφόνος που συγκλονίζει το μαρτυρικό νησί μας, λοιπόν, λέγεται πως πριν σκοτώσει τα θύματά του ποδοπατώντας τα μέχρι θανάτου (βρέθηκε μάλιστα και μια μπότα με καρφιά, πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα, θυμίζει την μπότα του Αττίλα), πως πριν σουβλίσει το σώμα τους απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, πιο έντονα το στέρνο και την κοιλιακή χώρα, ειδικά την κοιλιακή χώρα, κλαίει από πάνω, κλαίει με λυγμούς, σαν να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του.

ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ

Δεν ήταν εύκολο να μεγαλώνεις με το ένα πόδι στο νερό και το άλλο κολλημένο στη λάσπη, ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας.
Κούτσαινα συνέχεια, και με διαφορετικούς τρόπους, τα ρούχα μου ήταν πάντα μουλιασμένα, στο σχολείο μού έκαναν bullying, γιατί τα έκανα πάνω μου, ενώ είχα καταφέρει να σχίσω σχεδόν όλα μου τα παντελόνια. Όμως, είχα καλά ανοίγματα και η ευαίσθητη περιοχή ήταν πάντα καλά πλυμένη. Ο άντρας
που παντρεύτηκα το εκτίμησε αφάνταστα.
Ως έφηβη εντυπωσίαζα τους γονείς μου με τα εικοσάρια στους ελέγχους, μου πάσαραν και τη σημαία στις σχολικές παρελάσεις, αλλά όταν πάρταρα, πάρταρα άγρια. Περίμενα και τον πρίγκηπα στο λευκό άλογο, τον πρίγκηπα της μάνας μου, να εξηγούμαστε. Μεγαλώνοντας σταμάτησα να πιστεύω στον θεό, αλλά παντρεύτηκα σε εκκλησία, έτσι για το γαμώτο, βιολιά και καναπεδάκια στη δεξίωση, μέικαπ σε στρώσεις στο πρόσωπό μου.
«Και κομφορμίστρια και επαναστάτρια!» σχολίασε ένας φίλος πάνω στο μεθύσι του. «Πώς στο διάολο λειτουργεί κάτι τέτοιο;».
Τώρα που είμαι ανάσκελα στο χειρουργείο, ο γιατρός λέει πως υπάρχει 50% ποσοστό επιτυχίας. «Μην ανησυχείς», μου ψιθυρίζει, «θα το κανονίσουμε». Τα λόγια του εκπέμπουν κάτι ψυχρό. Ίσως να φταίει ότι το αριστερό μου πόδι στάζει νερό πάνω στα παπούτσια του, ίσως να φταίει όλη εκείνη η στοιβαγμένη κοκκινωπή λάσπη στο δεξί, που έχει βρωμίσει το κρεβάτι. «Θες να μάθεις τι από τα δύο θα είναι;» με ρωτά, μα εγώ απλά κρατώ το στόμα μου κλειστό, κοιτάζοντας το δέντρο δίπλα από το παράθυρο. Τα φύλλα του μόλις άρχισαν να παίζουν techno.
Είμαι έτοιμη ν’ αλλάξω γνώμη, ν’ αρπάξω όλα εκείνα τα σωληνάρια και τα τσιρότα, να τα πετάξω στις φάτσες τους, να σπάσω το παράθυρο, να γραπωθώ σ’ εκείνον τον κορμό!
Όμως, ο γιατρός μού λέει «άνοιξε τα πόδια σου, μόλις έσπασαν τα νερά σου», οπότε κι εγώ απλά τ’ ανοίγω.

.

ΚΑΖΑΝΙ (2015)

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΛΕΥΚΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ

ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΕΙ ΑΡΓΑ τα υγρά τοιχώματα. Η αγριότητα των από πάνω δεν το φοβίζει. Γνωρίζοντας πως σύντομα θα δολοφονηθεί από μια ρόδα ή ένα παπούτσι, κάνει βουτιά προς το φως. Σεισμός από τακούνι, λίγο νερό σταλωμένο στο πεζοδρόμιο, ένα βρακί σε κάτι σύρματα, δυο καλόγριες, τσίχλες, πέτρες, ποδήλατα ενοικιάσεως, ένα αεροπλάνο των Βάσεων να ψεκάζει από μακριά, κάτι τουρίστες με καπέλα, κάτι τόπακες με μουστάκια, μια πινακίδα που γράφει FOR RENT, μια άλλη που γράφει FOR SALE, μια τσάντα σε βιτρίνα, αποξηραμένα σύκα, κάτι βιβλία, μια γιαγιά. Αυτά πρόλαβε να δει το μυρμήγκι πριν παραδοθεί εξ απροόπτου στα ροζιασμένα δάχτυλα του Πάολο. Αυτά και πολλά άλλα που ούτε το ίδιο δεν θυμάται.
Ο Πάολο το σηκώνει απαλά, το τοποθετεί σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας μαζί με ένα βότσαλο, μια σαρανταποδαρούσα και ένα παλιό νόμισμα. Μπαίνει στο σπίτι, τοποθετεί το βαζάκι δίπλα από άλλα βαζάκια, γλυκού, μπισκότων και λαδιού. Στο ένα μια βαλσαμωμένη κατσαρίδα ψεκασμένη με Raid, στο άλλο κάτι ελατήρια από το παλιό του ξυπνητήρι, στο δίπλα σπασμένα μολύβια. Δεκάδες βαζάκια με αντικείμενα κοσμούν τον ανατολικό τοίχο του καθιστικού, σχηματίζοντας κάτι που μοιάζει με παράθυρο. Πιο μπροστά μια καρέκλα φτιαγμένη από τενεκεδάκια μπίρας ΚΕΟ, γεμισμένα με μπετόν για να αντέχουν το βάρος και κολλημένα μεταξύ τους με δυνατή κόλλα σε οριζόντιες και κάθετες γραμμές. Στα δεξιά ένα τραπεζάκι, ένας παλιός τροχός λεωφορείου για βάση και ένα ορθογώνιο ξύλο από πάνω με το απομεινάρι ενός συνθήματος να το διακοσμεί – ΚΑΛΟΣ ΤΟΥΡΚΟΣ Ο ΝΕΚΡ. Καλάμια και ξύλα μέσα σε άσπρους κουβάδες, ενώ για χαλί κάτι ψάθες μισοσκισμένες, σαν αυτές της θάλασσας, διακοσμημένες όμως με μοτίβα από παλιά υφάσματα, μια Χαβανέζα από κάποιο φανελάκι δίπλα από το κομμένο κεφάλι του Τσε Γκεβάρα και το σλόγκαν I’M A BITCH. Παραδίπλα ένα κρεβατάκι θαλάσσης, που χρησιμοποιείται κι αυτό ως κάθισμα, και κάτι
κύβοι γύρω-γύρω.
Το μυρμήγκι, που μόλις τσάκωσε, κοιτάζει τον Πάολο με τα μικροσκοπικά του μάτια, κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Ουσιαστικά πρόκειται για τερμίτη γι’ αυτό και έχει αποφύγει να το βάλει σε ξύλινο δοχείο.
Τερμίτες. Άλλως Λευκά Μυρμήγκια. Κοινωνικά όντα. Τρέφονται κυρίως με ξύλο. Άλλα χαρακτηριστικά τους είναι η ωοτοκία, η μετανάστευση, η οργάνωση και η εργατικότητα. Μπορείς να τους σκοτώσεις χρησιμοποιώντας καπνιστικό εντομοκτόνο. Ακόμη ένα χαρακτηριστικό της κοινωνίας τους είναι η μεταμόρφωση. Καταστρέφοντας το ξύλο βοηθούν στην ανακύκλωσή του.
Όλα αυτά τα διάβασε στη Wikipedia στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς, πολύ καιρό πριν, τότε που δεν γουργούριζε η κοιλιά του τόσο πολύ. Τότε μίλησε και με τη γιαγιά του στη Βραζιλία μέσω Skype. Της έδειξε τα καπέλα του, μα εκείνη γύρισε από την άλλη μιλώντας σε μια πολυθρόνα. Γεροντική άνοια.
Θερίζει και την άλλη άκρη του πλανήτη. Και κάνει τα αντικείμενα να αποκτούν ανθρώπινη ιδιότητα.
Το σπίτι χαοτικό. Αποφάγια να κρέμονται απ’ τα τραπέζια και τις κουρτίνες, λεκέδες στο πάτωμα, σακούλια πεταμένα εδώ κι εκεί, μπουκάλια ουίσκι να χρησιμοποιούνται ως μαξιλαράκια για τα πόδια και τσίχλες να αντικαθιστούν τους μαγνήτες στο εκτός πρίζας ψυγείο.
Ο Πάολο ζει στην Κύπρο εδώ και 13 χρόνια. Τον τελευταίο καιρό κατοικεί στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου διατηρητέου. Κάποιες μέρες τη βδομάδα εργάζεται σε σουπερμάρκετ μαζεύοντας τα καρότσια των καταναλωτών. Όταν είναι τυχερός, βρίσκει κάνα δυο ξεχασμένα προϊόντα στο καρότσι και τα παίρνει σπίτι, κάποιες φορές είναι βρώσιμα και κάποιες φορές πρακτικά. Χθες βρήκε δυο κουτιά σπίρτα, πριν από ένα μήνα περίπου κάποιος ξέχασε μια ολόκληρη μπριζόλα και τα Χριστούγεννα βρέθηκε στο καρότσι ένα κοστούμι Hugo Boss. Ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε ο Καροτσοθεός να του προσφέρει. Έκανε μπάνιο με το νερό που μάζεψε απ’ τη βροχή, έβαλε λίγο από το αποσμητικό που κρατούσε για ώρα ανάγκης, άναψε δυο κεριά, χτενίστηκε με μια παλιά βούρτσα, λάφυρο από κουρείο τότε που προτιμούσε να κλέβει για να επιβιώσει, φόρεσε το κοστούμι και στάθηκε στο σπασμένο παράθυρο κοιτάζοντας προς τα έξω. Κανείς δεν θα τον κατέκρινε για την εμφάνισή του τη συγκεκριμένη μέρα. Ένα κοστούμι του έδινε πίσω τη ζωή του.
Κοίταζε προς τα έξω 11 ολόκληρα λεπτά. Τόσο άντεξε.
Πάει ο Hugo πάει και ο Boss. 25 ευρώ το πούλησε. Είναι μεταχειρισμένο, του είπαν. Καλύτερη τιμή δεν θα βρεις (του είπαν).
Ο Πάολο αγαπά πολύ και τα καπέλα του. Τα φτιάχνει, συνδυάζοντας διάφορα είδη υφασμάτων, με κουρέλια που μαζεύει από κάδους, συχνά προσθέτει και αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, ράβοντάς τα κι αυτά μαζί με το ύφασμα. Αντί φτερά βάζει κάποιο παιχνιδιάρικο ελατήριο ή κάποιο αποξηραμένο λουλούδι. Το αγαπημένο του καπέλο, μέχρι στιγμής, είναι εκείνο με τις φάτσες των πολιτικών. Το έφτιαξε σε περίοδο εκλογών. Ένωσε όλες τις χαζοχαρούμενες φάτσες μεταξύ τους και έραψε ανάμεσά τους καρό και ριγέ ύφασμα. Για ομορφιά πρόσθεσε στο πάνω μέρος και το μεγάλο χάρτινο Μ των McDonald’s σαν κεραία. Ελπίζει πως μια μέρα θα πουλήσει μερικά από τα καπέλα του στην υπαίθρια αγορά σε κάποια Φιλιππινέζα, που ψάχνει κάτι το διαφορετικό.
Ο Πάολο αγαπά πολύ και τα καρότσια του. Όταν αυτά είναι ιδιότροπα, τα ρίχνει το ένα πάνω στο άλλο με δύναμη για να συνέλθουν. Μετά μετανιώνει και τα χαϊδεύει. Συγγνώμη, τους λέει. Όλο συγγνώμη. Είναι κι αυτά όπως οι γυναίκες. Θέλουν απαλή μεταχείριση, ντελικάτη. Εξάλλου τους οφείλει το φιλοδώρημά του, το 1 ευρώ που ξεχνούν με θράσος οι καταναλωτές.
Ο Πάολο γεννήθηκε μαύρος, από γονείς επίσης μαύρους. Μαύρο τον ανεβάζουν μαύρο τον κατεβάζουν στο νησί. Όνομα δεν έχει. Ο πατέρας του πέθανε σε κάποιο σοκάκι του Ρίο με μια ένεση στο χέρι και η μάνα του έξω από μια μπουτίκ στη λεωφόρο Μακαρίου. Καρδιακή προσβολή. Στα 55 της χρόνια. Έμεινε λοιπόν μόνος. Ένας μαύρος μόνος κιέρημος. Ένας μαύρος και μισός.
Το αγαπημένο του καρότσι είναι η Λόλα. Είναι το πιο ταλαιπωρημένο απ’ τα υπόλοιπα καρότσια, το πλαστικό μισοφαγωμένο, οι ρόδες ελαφρώς στραβές και το χερούλι γεμάτο εκδορές. Τη Λόλα την ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα καρότσια γιατί έχει γραμμένο πάνω κάτι σαν ποίημα.
Ο Πάολο μιλά τα ελληνικά, αλλά δεν μπορεί να τα διαβάσει. Ρώτησε την Ντίνα -πωλήτρια στο σουπερμάρκετ- τι γράφει. Αυτή το διάβασε προσεχτικά, της πήρε 2 λεπτά ακριβώς. Του είπε δεν έχει ιδέα.
Του Πάολο του αρέσουν τα ποιήματα. Όταν ήταν μικρός η μάνα του έγραφε μικρά κείμενα στους τοίχους, με χάλια ομοιοκαταληξία, γεμάτα ορθογραφικά λάθη. Κι όταν του τα διάβαζε πάνω από έναν σκουριασμένο φούρνο, οι ψυχές τους συναντιούνταν και χόρευαν σάμπα.
Τώρα χορεύει καλαματιανό στα πανηγύρια με τον κύριο Ανδρέα που έχει το «καζαντί». Ο Πάολο τού κουβαλά τα αρκουδάκια, τα σιντριβαυάκια και τα βάζα από φθηνή πορσελάνη κι αυτός του δίνει δωρεάν παλιά CD κι ας μην έχει CD player ή ηλεκτρισμό στο σπίτι. Τα παίζει εκεί, μπροστά από το «καζαντί», κι ο Πάολο χορεύει για να προσελκύσει κόσμο. Χορεύει σαν μαϊμού.
Δυστυχώς, ο κύριος Ανδρέας πέθανε πριν από πέντε μέρες. Πνίγηκε από ένα σουβλάκι κι έβγαλε αφρούς απ’ το στόμα. Ο Πάολο δεν πήγε στην κηδεία. Δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη σχέση έτσι κι αλλιώς. Αντί στεφάνι του έστειλε με κάποιον φίλο ένα καπέλο. Ένα καπέλο φτιαγμένο από μετάξι. Το τελευταίο μεταξένιο κουρέλι που του είχε απομείνει.
Το λευκό μυρμήγκι συνεχίζει να περιφέρεται άσκοπα μέσα στο βαζάκι του, η κατσαρίδα τραντάζεται από το θόρυβο που κάνουν τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τα βαζάκια και τα τενεκεδάκια χτυπούν το ένα πάνω στ’ άλλο και ο Πάολο σκέφτεται το Ρίο, τη μάνα του, τα καπέλα του και όλους εκείνους τους λογαριασμούς που θυμάται μικρός να φθάνουν στο σπίτι. Πριν από
τη φαβέλα, πολύ πριν. Όλους εκείνους τους λογαριασμούς που δεν μπορούσαν να πληρώσουν ώστε να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.
Η νύχτα είναι ήσυχη. Πουλάει τρέλα. Την πουλάει φθηνά. Ο Πάολο βγαίνει έξω, κοντοζυγώνει το γραμματοκιβώτιο του γείτονα, που λείπει στο εξωτερικό, και ανοίγει το κουτί με ένα λεπτό σύρμα. Μέσα βρίσκει πολλούς φακέλους και διαφημιστικά. Κρατά τους λογαριασμούς και πετά τα υπόλοιπα. Επιστρέφει και τους τοποθετεί έναν-έναν πάνω στο τραπέζι-τροχό.
Στη σειρά. Πρώτα ο πιο χοντρός φάκελος και τελευταίος ο πιο λεπτός. Παίρνει ένα μισοσπασμένο πιάτο. Βάζει τους φακέλους τον έναν πάνω στον άλλο μέσα στο πιάτο. Τους κόβει κομματάκια. Ξεκινά να τους μασά. Τους καταπίνει λαίμαργα, μέχρι που του έρχεται αναγούλα, μέχρι που τους κάνει εμετό.
«Οι φυσιολογικοί άνθρωποι έχουν λογαριασμούς…» λέει στον εαυτό του.
Στο πάτωμα ο εμετός του ένας καφέ πολτός.
Το στομάχι του ακόμη γουργουρίζει. Γουργουρίζει με τον αέρα της μονιμότητας.
Ο Πάολο παίρνει ένα στραβό κουταλάκι. Γονατίζει και αρχίζει να μαζεύει τον χάρτινο καφέ πολτό. Κουταλιά κουταλιά. Τον τοποθετεί και πάλι στο πιάτο.
Εκεί στο πάτωμα ξεκινά και πάλι να τρώει σκατά.
Μα σκέφτεται τη Λόλα και ανακουφίζεται.
Τη Λόλα πριν γίνει καρότσι.

CACTUS BELLI

Δυο κάκτοι μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα σε μια γλάστρα, κλίνοντας ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά. Τρέφονται από την ίδια ρίζα. Όσο κι αν μεταβάλλεται το περιβάλλον τους, παραμένουν κάκτοι. Κι η γλάστρα γλάστρα. Όσο αντέχει. Όσο μπορεί. Δυο κάκτοι ερωτευμένοι. Οικειοθελώς. Όσο αντέχουν. Όσο μπορούν. Κι αγκάθια. Μυτερά μικροσκοπικά αγκάθια. Αμύνονται ενάντια στο πυκνό νέφος πίσσας και νικοτίνης, ενάντια στην επικίνδυνη συρρίκνωση της γλάστρας, ενάντια σε κουτσουλιές, ενάντια σε τοξικά, ενάντια στον ήχο τρυπανιών, καρακαξών και ανεξέλεγκτων αυτοκινητο-ραδιοφώνων. Δυο κάκτοι καταδικασμένοι. Να μην αγκαλιαστούν ποτέ. Για ευνόητους λόγους. Μεγαλώνουν αργά προς τα πάνω. Θέλουν να φτάσουν κάτι. Τη λάμπα με τα τσουρουφλισμένα μυγάκια; Τη ρυτιδιασμένη μπογιά της βεράντας; Την Αριζόνα; Τη Σαχάρα; Τα χείλη του Θεού; Τα χείλη του γκρεμού; Μια γλάστρα. Μια γλάστρα. Χωρίς αυτήν οι δυο κάκτοι δε θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης. Μια αγάπη πλατωνική. Ένας πόλεμος εσωστρεφής. Χώρος λιγοστός. Ανεβαίνουν κι άλλο προς τα πάνω. Λεπταίνουν. Κάποια στιγμή μπορεί να μεταμορφωθούν σε οδοντογλυφίδες. Κανένας κάκτος δεν το θέλει αυτό. Χίλιες φορές καλύτερα η περιέργεια ενός παιδιού ή μια παραλίγο θανατηφόρα νεροποντή. Δυο κάκτοι βρικόλακες. Φοβούνται το νερό, όπως πια φοβούνται τα ίδια τους τ΄ αγκάθια. Κι η γλάστρα φοβάται. Το υπερβολικό τους βάρος. Το σώμα που γέρνει. Την ενοχλητική αίσθηση μιας τετελεσμένης σχέσης.
Κι αν είναι κανείς τυχερός, να δει μετά από χρόνια το θάνατο ενός κάκτου, θα δει μια γλάστρα να χάνει την ισορροπία της και να σπάει σε κομμάτια. Χώμα και ρίζες να πέφτουν πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι. Δυο κάκτους –σιαμαίους– σε οριζόντια θέση. Και μια αγκαλιά. Μια αιχμηρή αγκαλιά να τους λυτρώνει.»

.

Η ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΑΣ (2011)

ΣΕΛΟΦΑΝ

Εγώ κι ο μπαμπάς τυλιγμένος σε σελοφάν μιλούμε τα βράδια.

Όταν κοιμάται η μαμά ανοίγω το ερμάρι του ξενώνα. Του δείχνω τα καινούργια μου παιχνίδια, το μεγάλο τρακτέρ με το τηλεχειριστήριο και το αρκουδάκι που γράφει «grandson» κι αυτός μουντζουρώνει το σελοφάν με την ανάσα του και μου σχηματίζει καρδιές με τη μύτη. Προσπαθώ να τον πλησιάσω και να τον φιλήσω σαν Εσκιμώος, μα δε φτάνω και τα σχέδια στο σελοφάν σβήνουν γρήγορα, δεν έχει χώρο για περισσότερα. Στέκεται σαν μούμια Τουταγχαμών ακίνητος μέσα στο ξύλο. Aυτό μου θυμίζει τις κάσες που κρατούν καλά κλεισμένους τους πεθαμένους. «Οι ζωντανοί δεν αντέχουν τους πεθαμένους», έλεγε η γιαγιά. Οι ζωντανοί φοβούνται τους πεθαμένους, γι αυτό και τους κλείνουν σε κουτιά, για να μην ξυπνήσουν και πάρουν εκδίκηση σαν βρικόλακες! Αυτό το λέω εγώ.

… / Η μαμά δεν μιλάει πολύ / Έκαψα το χαλί με τον αναπτήρα σου / Συγγνώμη μπαμπά / Δεν ζεσταίνεσαι εκεί μέσα; / Γιατί δε μιλάς; / Μπορείς να με τυλίξεις κι εμένα με το σελοφάν από το κατάστημα DIY; / Σ’ αγαπώ μπαμπά / Η μαμά σήμερα μου είπε να σκάσω! / Ναι. Θα ‘μαι καλό παιδί / Ναι. Υπόσχομαι! / Παράτα με! μου είπε / Κι εγώ μπαμπά… / Πεινάς; Έχει κοτόπουλο / Καληνύχτα… / Θα μιλήσεις κι άλλο αύριο; / Δεν έχω φίλους! Εσύ; / …

Περνώ αρκετές ώρες μέσα στο ντουλάπι μαζί του. Χαϊδεύω το σελοφάν του. Το καταλαβαίνει όταν τον αγγίζω, είμαι σίγουρος. Βλέπω σταγόνες στο σελοφάν. Μάλλον ιδρώνει απ’ τη χαρά του. Αν δεν είχε κι εμένα θα βαριόταν μες στο σκοτάδι. Μου λέει πως ακόμη ακούει τον ήχο απ’ τις ρόδες.

Χρρρρρρρρρρρρρρρ

Δεν πρέπει όμως να μιλώ γι’ αυτό.

Θέλω να πω στη μαμά πως ο μπαμπάς δεν έφυγε, πως πρέπει να σταματήσει να κλαίει τα βράδια και να μου φωνάζει, γιατί ο μπαμπάς είναι ακόμα εδώ, μαζί μας, και πως εγώ του μιλώ και τον ρωτώ κι αυτός μου απαντά. Θέλω πολύ να της πω πως μου είπε πως υπάρχουν δισεκατομμύρια αστέρια στον ουρανό και πως μπορώ να γίνω ακόμη και αστροναύτης αν το θελήσω (ακόμη κι αν έχω μυωπία) και πως δεν πρέπει να ακούω ποτέ τους άλλους γιατί απλώς θα γίνω αυτό που θέλουν αυτοί και πως η λέξη «πούστης» σημαίνει πολλά πράγματα και πως το λεξικό λέει, αν κοιτάξω καλά, πως η λέξη χρησιμοποιείται: «(σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο». Θέλω να της πω επίσης πως το ότι ανακάλυψα τον μπαμπά τυλιγμένο σε σελοφάν μέσα στο ντουλάπι είναι πράγματι «αξιοθαύμαστο» γιατί αν δεν ήμουν εγώ θα πέθαινε από την πείνα, τη δίψα, τη μοναξιά, το σκόρο και χιλιάδες άλλους μικροοργανισμούς.

Χθες το βράδυ μιλούσαμε με τον μπαμπά ώρες ολόκληρες. Τον ρώτησα αν ήθελε να βγάλω το σελοφάν από πάνω του ώστε να μπορέσει να κουνηθεί. Δε μου απάντησε.

Σήμερα το πρωί βρήκα τον μπαμπά έξω πεταμένο στο μεγάλο κάδο που γράφει SKIP. Ήταν ακόμη σε σελοφάν, με το ένα χέρι να εξέχει.

Φώναξα «Ααααααααααααααα» κι άρχισα να κλαίω δυνατά.

Η μαμά με τράβηξε με δύναμη.

«Ένα κουστούμι είναι να πάρει ο διάολος! ‘Ένα κουστούμι…» μου είπε και κλείστηκε στην τουαλέτα.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ

Η ΠΑΛΑΜΗ, τα δάχτυλα, τα νύχια κι οι κλειδώσεις της παρέμεναν γαντζωμένα στη χειρολαβή, σχεδόν βαλσαμωμένα.

Ήταν επενδυμένη με χρυσές λεπτομέρειες στις άκρες και την είχε αγοράσει από outlet store στην Αμερική, τότε που το να ξοδεύεις το μισό μισθό σε αγορές ήταν θέμα επιβίωσης για μια κοπέλα της ηλικίας της. Την έσερνε για χρόνια. Ο χρυσός στη χειρολαβή είχε θαμπώσει. Οι θηλές της μάζεψαν κι έχασαν τη ζωντάνια τους. Το στήθος της έπεσε σαν γέρικο κλαδί, μαζί με τα φύλλα.

Βαλίτσα 168εκ. με 2 ρόδες, με χώρισμα.

Κάποτε κλoτσούσε κι έβγαζε αλλόκοτους, μισοφαγωμένους ήχους λες κι έκρυβε μέσα άνθρωπο.

“Αν…γρ…βαρ…αϊ στο…κρυ…σκασ…μαλακ…φφφ…”.

Μα οι άνθρωποι δεν κρύβονταν σε βαλίτσες. Κι οι βαλίτσες δεν ξεσπούσαν σε λυγμούς κάποια σκοταδερά άχρωμα βράδια.

Ο άνδρας της – παντρεμένοι σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια – παρέμενε σφηνωμένος. Το σώμα του είχε ατροφήσει εκεί μέσα, άθρεφτο, αθέρμαντο ήταν. Καμιά φορά έσπρωχνε το ύφασμα, χέρια πόδια, αλλάζοντας του μορφή. Άνοιγε με την καύτρα του τσιγάρου του δυο τρεις τρύπες για ν’ αναπνέει κι έτσι η ταξιδιωτική βαλίτσα ξεκάπνιζε, σαν καμινάδα. Μα η γυναίκα του δεν μύριζε ούτε τον καπνό ούτε το κάτουρο που έρεε κάθε τόσο, βρoμώντας εντόσθια. Τα βίαια χτυπήματα του, οι καταπνιγμένες φωνές του, η επίμονη κι επίπονη προσπάθεια του να ξεφύγει περνούσαν απλώς απαρατήρητα.

Αν…γρ…βαρ…τσ…πειν…διψ…κρυ…σκασ…μαλακ…ενν…ε…”.

Έτσι κι αυτός σταμάτησε να φωνάζει.

“……………………………….α………………..σκα…………………………..”

Μαζί με το φαρμάκι κατάπιε και τη μιλιά του.

Κάποτε τον έπιανε ναυτία καθώς αυτή τον κουνούσε πέρα δώθε στο σβολιασμένο δρόμο, στο φρεσκοπλυμένο αυτοκίνητο, στον ταχύ διάδρομο του γυμναστηρίου, στο καρότσι κάποιου αλυσιδωτού πολυκαταστήματος, όμως δεν παραπονιόταν πια. Ξάπλωνε σαν έμβρυο υπομένοντας τα πάντα μέχρι να ξαναγεννηθεί, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό νανούρισμα.

Κι η γυναίκα του συνέχιζε να τον κουβαλά με το χέρι κολλημένο και τα φρεσκοβαμμένα νύχια σε πολυτελή σπα, εκθέσεις επίπλου, εξοχικά κι ησυχαστήρια, ακόμη και σε δωμάτια δήθεν εχέμυθων ξενοδοχείων. Εκεί αυτός τ’ άκουγε όλα και αρρώσταινε. Τα παράπονά της. Το θαυμασμό της για κάποιον άλλο με τα μισά της χρόνια. Τα κολακευτικά του λόγια. Τις δικές της κραυγές ηδονής και αναστεναγμούς. Θόλωνε, έβγαζε καπνούς μα η βαλίτσα ήταν καλά κλεισμένη κι αυτός είχε περάσει εκεί σχεδόν όλη του τη ζωή.

Δε βούρκωνε πια. Δάγκωνε όμως τα χείλη του πολύ. Ώσπου να ματώσουν. Ένας κόκκινος λεκές εμφανιζόταν μυστηριωδώς στο ύφασμα. Η γυναίκα του το άλλο πρωί τον έτριβε καλά με απορρυπαντικά και σφουγγάρια, όμως δεν έφευγε. Κι οι τύψεις την έζωναν σαν φίδια.

“Στοίχημα πως δεν του σηκώνεται;”, θα άκουγε τη γραμματέα του να λέει σε μια καινούργια συνάδελφο μασώντας τη τσίχλα ρυθμικά. Θα γελούσαν οι δυο τους πολύ. Στο ευρύχωρο γραφείο του. Στη δερμάτινη καρέκλα του. Κοροϊδεύοντας τη συλλογή του (ποιος μαλάκας μαζεύει μινιατούρες καραβιών πια;), κολλώντας τη τσίχλα τους πίσω απ’ το κάδρο κι ανοίγοντας τα συρτάρια του ένα ένα.

Θα ήταν μεσημέρι κι η βαλίτσα θα ήταν καρφωμένη και πάλι στο αριστερό χέρι της γυναίκας του, καθώς αυτή θα καταβρόχθιζε τη σαλάτα της με το κατσικίσιο τυρί και καθώς τα παιδιά θα έτρωγαν και πάλι μακαρόνια με άσπρη φυτική κρέμα. Αυτός θα πεινούσε πολύ αλλά πάλι δε θα έβγαζε καμιά φωνή, γιατί θα ήταν εξουθενωμένος και δε θα είχε όρεξη για κλοτσιές κι αγκωνιές εκεί μέσα.

Τα βράδια όμως θ’ άλλαζαν όλα. Δε θ’ άντεχε άλλο την ησυχία, το σκοτάδι, τη μυρωδιά κλεισούρας και πλαστικούρας. Θα γρονθοκοπούσε, θα ούρλιαζε, θα έκαιγε τη βαλίτσα με την οργή του, θα την έλιωνε. Αυτή θα μαλάκωνε κάθε φορά όλο και περισσότερο. Θα γινόταν πιο ελαστική. Με πιο λεπτή, πιο εύθραυστη επιφάνεια κι αυτός θα αποκτούσε λίγο περισσότερο χώρο. Η γυναίκα του θα ροχάλιζε και ο σκύλος της γειτονιάς απλώς θα γάβγιζε σε κάποιον άγνωστο περαστικό.

Ένα πρωί η γυναίκα του θα ξυπνούσε, θα έπλενε τα δόντια, θα έβαζε μακιγιάζ, θα ετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο, θα έγλειφε το ένα δόντι για να φύγει το υπόλειμμα από κόκκινο κραγιόν, θα μασούσε μια φρυγανιά στα γρήγορα, θα μύριζε το δέρμα της για να νιώσει το άρωμα του άλλου στο σώμα της, θα χαμογελούσε, θα θυμόταν και πάλι τη βαλίτσα πάνω στο δεξί μαξιλάρι του κρεβατιού και θα έτρεχε, θα έτρεχε να την πάρει για να προλάβει το κουδούνι στις επτά και τριάντα ακριβώς.

Αυτή τη φορά όμως η βαλίτσα δε θα ήταν εκεί. Το ύφασμα θα είχε σκιστεί στο κάτω μέρος.

Ο γείτονας με τα ψυχολογικά θα μιλούσε για μια βαλίτσα με πόδια που φάνηκε να τρέχει με δυνατούς γδούπους τα μεσάνυχτα.

Μα κανείς δε θα τον πίστευε.

Κι η βαλίτσα θα συνέχιζε να ξεκαπνίζει…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18/12/2023

Μαρία Α. Ιωάννου, «Οι ενδιάμεσοι», εκδόσεις Νεφέλη, 2022.

Η Μαρία Α. Ιωάννου γράφει για τα ταπεινά και τα ανθρώπινα, τα πάθη, ενίοτε και για τα χαμηλά ένστικτα των ανθρώπων, αλλά το πράττει με υψηλή αισθητική, με τρυφερότητα, χιούμορ και σαρκασμό. Συγκινείται η ίδια και συγκινεί και τους αναγνώστες της. Το συγκινησιακό ρίγος είναι βασικό συστατικό στοιχείο της όλης αισθητικής που διέπει το έργο της.

Στο βιβλίο «Οι ενδιάμεσοι» περιλαμβάνονται 37 μικροδιηγήματα από τα οποία τα 9 είναι εμβόλιμα και διάσπαρτα πεζοτράγουδα γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο. Για τα δεύτερα επιφυλάσσομαι να κάμω ξεχωριστή αναφορά στη συνέχεια. Σημειώνω πως τα πλείστα μικροδιηγήματα της Μ.Ι. έχουν σκηνοθετική δομή και δρώμενα σε εξέλιξη, συνήθως, απρόβλεπτη.

Την ίδια ώρα ταλαντεύονται μεταξύ ωμού και μαγικού ρεαλισμού, υπηρετώντας πιστά αμφότερους και μη προδίδοντας κανένα. Αφού η σχετική πρόσμιξη διακρίνεται από αμοιβαιότητα, διαλεκτική και λειτουργικότητα.

Όλα τα αφηγήματα της Μ.Ι. εμπεριέχουν και κάποια στοιχεία από την ποιητική της, καθώς το συγγραφικό της εργαστήρι είναι πάντοτε ανοικτό στο κοινό. Η συγγραφέας συνομιλεί, συνδιαλέγεται, συζητά «μεγαλοφώνως» με το αναγνωστικό της κοινό. Το πιο ενδεικτικό συναφές μικροδιήγημα στο βιβλίο θεωρώ όπως είναι το «Πάντα σηκωμένο». (σελ. 80) Εδώ το επιμύθιο εμπεριέχεται μέσα στο μύθο. Μάλιστα αυτό γίνεται με πολύ ενδιαφέροντες πειραματισμούς και εναλλακτικές επιλογές ανάπτυξης του μύθου. Πραγματώνεται με απευθείας διάλογο συγγραφέα – αναγνώστη, με αστεϊσμούς και ανάλαφρο χιούμορ, αλλά και με αντιφασιστική ουσία.

Συχνά η συγγραφέας συνταιριάζει τη μεταφορά και την αλληγορία με μια αχαλίνωτη, ευρεία φαντασία, κάποτε στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, μέσα και από μια έκφανση μαγικού ρεαλισμού. Πχ αυτό πιστεύω πως συμβαίνει στο αφήγημα «Ηλέκτρα». (σελ. 28)

Όλα τα στοιχεία στη γραφή της Μ.Ι. έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, όχι μόνο οι θεματικές της αλλά και τα υφολογικά, στιλιστικά της εφόδια, ακόμα και οι τεχνοτροπικές της προσεγγίσεις. Τον άνθρωπο, την υπαρξιακή του αγωνία, το κοινωνικό του άγχος και άλγος, τα ερωτικά του δεινά υπηρετούν και οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις, και οι αλληγορίες αλλά και η ανεξάντλητη φαντασία της.

Τη συγγραφέα ενδιαφέρουν οι αποκομμένοι, οι θρυμματισμένοι άνθρωποι, οι πληγωμένοι, οι καταβεβλημένοι, οι ανήμποροι, οι σκυφτοί. Διεκτραγωδεί ιστορίες ανθρώπων που έχουν νικηθεί. Και το πράττει με βαθύ αίσθημα ευθύνης και ενσυναίσθηση. Γι’ αυτό και όλες οι σχετικές καταγραφές της είναι καίριες.

Τα κείμενα της Μ.Ι. διακρίνονται και για τον πλούτο των πολυκύμαντων συνειρμών που καταγράφουν, αλλά και των συνειρμών που διεγείρουν και προκαλούν στους αναγνώστες. Την ίδια ώρα θα χαρακτήριζα το συγγραφικό εργαστήρι της ως μια ασταμάτητη φάμπρικα συναισθημάτων.

Η φαντασία της συγγραφέως συχνά συμπλέκεται με μυστηριακά και νουάρ σενάρια. Προφανώς, θα πρόκειται για κάποιο απόηχο των αναγνωσμάτων της, κυρίως από τη ξένη λογοτεχνία, αμερικάνικη και ευρωπαϊκή. Αυτό το μπόλιασμα είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτο καθώς μας βγάζει αρκετά έξω από τα στενά όρια της ελληνόφωνης λογοτεχνίας.

Όσα γράφει η Μ.Ι. και δεν είναι ανθρώπινα, είναι ανθρωποποιημένα διά μεταφορών, παρομοιώσεων και αλληγοριών. Αλλά ακόμη και στις πιο …απόκοσμες αναφορές της, στον κόσμο αναφέρεται, δηλαδή στους ανθρώπους.

Θα ήθελα να δώσω ένα μικρό δείγμα γραφής από το βιβλίο. Στο μικροδιήγημα «Ο Φίλιππος πάντα ήθελε να κάνει τη Fondana di Trevi» (σελ. 117) το κεντρικό πρόσωπο είναι κάποιος άνθρωπος που ήθελε να γίνει αντικείμενο, απλά για να μην νιώθει, για να μην έχει συναισθήματα: «Κουράστηκε, κουράστηκε να νιώθει, αυτό ήταν, οι άνθρωποι έκρυβαν τόσα πολλά από τον εαυτό τους καθημερινά, απορούσε πως άντεχαν να τα σφηνώνουν όλα μέσα τους». (σελ. 118)

Ώρα όμως για τη ξεχωριστή αναφορά στα εννέα εμβόλιμα μικροδιηγήματα που έχουν αποδοθεί στο κυπριακό ιδίωμα. Αυτά τα κείμενα ειδικά μοιάζουν να έχουν ένα δικό τους κώδικα ηθικής, που έλκει την καταγωγή του από τη θυμοσοφία του λαού μας και παράλληλα υποβοηθείται από τη χρήση της διαλέκτου. Έσπευσα να τα χαρακτηρίσω πεζοτράγουδα διότι, όντως, θεωρώ ότι αυτά διακρίνονται και από μια έντονη ποιητικότητα.

Το πιο ποιητικό κι ενδεχομένως και το πιο ερωτικό αφήγημα στο βιβλίο πιστεύω πως είναι το «Οι φοινιτζιές εν’ παράξενα πλάσματα». (σελ. 19) Οποιαδήποτε αποσπασματική παράθεση θα αδικούσε το συνολικό κείμενο, γι’ αυτό και θα την αποφύγω.

«Το μαξιλάριν» (σελ. 90) θεωρώ πως είναι το κορυφαίο των κυπριακών εμβόλιμων. Το δράμα του ’74 φωτίζεται μέσα από μια «σημαδεμένη» συζυγική σχέση. Το συγκεκριμένο αφηγηματικό πεζοτράγουδο είναι συγκλονιστικό. Πρόκειται για μια δραματοποιημένη ποιητική πράξη μεγάλης εκφραστικότητας, βαθιάς οδύνης στα όρια της κραυγής. Γενικά όμως σε όλο το βιβλίο οι ιστορίες της σάρκας προβάλλονται και φωτίζονται με ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια και απλότητα, κερδίζοντας τον αναγνώστη με την ευθύτητα αλλά και τον συναισθηματικό τους φόρτο.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση θα ήθελα να εκφράσω την διαφωνία μου με κάποιες κριτικές που χαρακτηρίζουν τη γραφή της Μ.Ι. «υβριδική». Όχι η γραφή της δεν είναι υβριδική υπό την έννοια ότι δεν είναι υβρίδιο καμιάς άλλης γραφής, ούτε και ενδιάμεσο εγχείρημα μεταξύ δύο άλλων καθιερωμένων γραφών. Η γραφή της Μ.Ι. είναι πειραματική, με πανσπερμία επιρροών και βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση και εξέλιξη. Γι’ αυτό εξάλλου και είναι ενδιαφέρουσα και πάντα υποσχόμενη για νεότερες αισθητικές κατακτήσεις.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

frear.gr 16/10/2022

Μια μυστήρια σύνθεση

Η συλλογή μικροδιηγημάτων Οι ενδιάμεσοι, συγκροτεί την πέμπτη συγγραφική κατάθεση της Μαρίας Α. Ιωάννου, η οποία για ακόμη μια φορά αναδεικνύει τη συνέπεια και την ποιότητα της διηγηματογραφίας της. Κι αυτό γιατί, η ανά χείρας συλλογή, διαθέτει το ακαταμάχητο δέλεαρ της απνευστί ανάγνωσης και αναδύει, όπως και τα προηγούμενα βιβλία της έναν βαθύ υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό, αλλά και τη μόνιμη δημιουργική στροφή της διηγηματογράφου προς το ποιητικό παιγνίδι και τον γλωσσικό και μορφολογικό πειραματισμό. Πιο συγκεκριμένα, η οργανική, αλλά και ταυτόχρονα βιωματική σύλληψη του υλικού των διηγημάτων σε συνδυασμό με την εκφραστική, αλλά και αφηγηματικά λειτουργική πραγμάτωσή του, καθιστά, κατά την άποψή μας, την υπό κρίσιν συλλογή μια ευτυχή στιγμή. Συμπληρωματικά, η συγκέντρωσή των διηγημάτων σε λιτό και καλαίσθητο βιβλίο των εκδόσεων Νεφέλη λειτουργεί προσθετικά προς το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.
Όπως δηλώνει ευφυώς ο τίτλος της συλλογής Οι ενδιάμεσοι, οι τριανταεπτά σύντομες διηγήσεις περιστρέφονται γύρω από τη διαχρονική στη λογοτεχνία και την τέχνη έννοια του ενδιάμεσου, του υβριδικού και σχετίζονται-επικοινωνούν μεταξύ τους τουλάχιστον με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος επιτυγχάνεται με τη δεσπόζουσα παρουσία υβριδίων (π.χ. σουπιά από τον ουρανό, άνθρωπος βραστήρας, φοινικιές-πλάσματα, δόντια στον παράδεισο, λάμπα τρομοκράτης, άνθρωποι ενδιάμεσοι ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, φωτοτυπική με αισθήματα, ένα μαξιλάρι με ρίζες που μοιάζει σαν άνθρωπος, μια τοστιέρα που αναρωτιέται), τα οποία παραπέμπουν στα γνωστά μυθολογικά υβρίδια που εμφανίζονται στον ανθρώπινο πολιτισμό με διαφορετικές μορφές όπως ο Μινώταυρος, οι κένταυροι, οι σφίγγες κ.ά. Με αυτό τον τρόπο, η ανάγνωση είναι συναρτημένη στενά με τον ιδιαίτερο προσωπικό μύθο για την κοσμολογική λειτουργία της συγγραφέως, η οποία την εντάσσει εξαρχής σε μια αρχετυπική αίσθηση του κόσμου. Κινούμαστε, επομένως, μέσα σε ένα πλήρως διαμορφωμένο δίκτυο υβριδικών μεταφορών και μαγικού ή ωμού ρεαλισμού, των οποίων οι συχνές επικαλύψεις από διήγημα σε διήγημα, άλλοτε με τις συνάφειες και άλλοτε με τις αποκλίσεις τους αναδεικνύουν τα διάφορα συμπλέγματα του σύγχρονου παραλόγου.

Ο δεύτερος τρόπος δημιουργικής αφομοίωσης της έννοιας του υβριδικού-ενδιάμεσου είναι εσωτερικότερος, υπαρξιακός και ουσιαστικότερος και μας οδηγεί κατευθείαν στο κέντρο της ίδιας της γραφής, προσδίδοντας στο όλο εγχείρημα αυτοαναφορικές συνδηλώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η σημαίνουσα και πολύσημη παρουσία του ενδιάμεσου φωτίζει πλαγίως, αλλά ευκρινώς την εναγώνια προσπάθεια της συγγραφέως-ενδιάμεσου, για να γεφυρώσει στην αφήγησή της όσα γνωρίζει με όσα της είναι άγνωστα. Μια προσπάθεια η οποία προϋποθέτει αφενός τη δημιουργική επινόηση πλασματικών-ενδιάμεσων στοιχείων πλάι στα πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα και αφετέρου μια βαθιά συγγραφική ενσυναίσθηση, καθώς ένας συγγραφέας πρέπει να βάζει τον εαυτό του στη θέση ανθρώπων (νεκρών και ζωντανών, γυναικών και αντρών), ζώων και αντικειμένων και να διερωτάται τι θα έκαναν και πώς θα αισθάνονταν. Στο πεδίο της μυθοπλασίας, επομένως, η συγκεκριμένη ενδιάμεση γραφή της Μαρίας Α. Ιωάννου προϋποθέτει το θεμελιακό μοντέλο για την υποκειμενική γραφή της ιστορίας και αποδίδει αυτή τη συνολική στροφή στον μεταμοντέρνο κατακερματισμό των βλεμμάτων ως απάντηση στις μεγάλες αφηγήσεις.

Εστιάζοντας στη συνέχεια περισσότερο στις κύριες θεματικές του βιβλίου α) της διάψευσης των ονείρων, των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων, β) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, γ) της γενικότερης ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης και ανηθικότητας, δ) της αλλοτριωμένης, τραυματισμένης ενηλικίωσης σε σύγκριση πάντα με την ανόθευτη παιδική ηλικία, ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας, στ) της ερωτικής απώλειας και φθοράς, ζ) της γυναικείας καταπίεσης και η) του ανεπούλωτου τραύματος της εισβολής του 1974, παρατηρούμε έναν κόσμο από τη μια αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση και αφετέρου έναν κόσμο δοξαστικό, ποιητικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα. Η ανά χείρας συλλογή διηγημάτων αποκαλύπτει, επομένως, μιαν ηθική στάση αντίκρυ στα ασφυκτικά φαινόμενα μιας ανούσιας, αστικής ζωής και προβάλλει μια στάση απώθησης και συγκρατημένης διαμαρτυρίας απέναντι στην απουσία σταθερών αξιών που παρατηρεί η διηγηματογράφος στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι.

Όσον αφορά, τέλος, τις αφηγηματικές τεχνικές της συλλογής παρατηρούμε την λειτουργική εναλλαγή (τριτοπρόσωπου ετεροδιηγητικού αφηγητή, πρωτοπρόσωπου ομοδιηγητικού αφηγητή, αλλά και σπανιότερα την αποστροφή στον αναγνώστη σε δεύτερο πρόσωπο) που δημιουργούν μια κινητικότητα. Παράλληλα, η σύντομη αφήγηση, η λεπτή ειρωνεία και το έξυπνο χιούμορ, η ευφάνταστη χρήση της περιγραφής και του εσωτερικού μονολόγου, η γλωσσική ετερομιξία, η ποιητική χρήση της γλώσσας και ειδικότερα της κυπριακής διαλέκτου, οι σύντομοι, αλλά πυκνοί διάλογοι, και τέλος η δημιουργική αξιοποίηση των αντιστροφών και του αιφνιδιαστικού παράλογου, που αντιμάχονται τον στείρο τεχνοκρατικό ορθολογισμό, δικαιώνουν, κατά την άποψή μας, για ακόμη μια φορά τη συγγραφέα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ

www.oanagnostis.gr 17/11/2022

Πάμεν έσσω μας

Συχνά, όταν διαβάζω κείμενα που πειραματίζονται έντονα με τη φόρμα, θυμάμαι μια φράση του Αμερικανού συγγραφέα Ουάλλας Στέγκνερ: «These things», έλεγε, «are usually more clever than profound», δηλαδή «συνήθως, αυτά τα πράγματα είναι περισσότερο έξυπνα παρά ουσιαστικά». Δεν λέω κάτι πρωτότυπο: όχι σπάνια, το παιχνίδι με τη φόρμα ξεμένει στα ρηχά, αποπνέοντας κάτι το επιδεικτικό, ιδίως όταν συνοδεύεται από προμετωπίδες, υποσημειώσεις και έκτυπη διακειμενικότητα, ψιμύθια που τις περισσότερες φορές προδίδουν διανοητικό ακκισμό. Κι εδώ έρχεται στον νου η φράση ενός άλλου Αμερικανού συγγραφέα, του Ρέι Μπράντμπερι, την οποία μου αρέσει επίσης να μνημονεύω: «The intellect», έλεγε ο Μπράντμπερι, «is a great danger to creativity», δηλαδή «το διανοητικό στοιχείο αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τη δημιουργικότητα». Ασφαλώς όμως –και ευτυχώς–, δεν είναι πάντα έτσι: αυτό σκέφτηκα κλείνοντας τους Ενδιάμεσους, το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως Μαρίας Α. Ιωάννου. Γιατί η Ιωάννου κάνει ό,τι θέλει με τη φόρμα κι ωστόσο πείθει τον αναγνώστη, κι επιπλέον του γεννά κάτι σαν ευφρόσυνη προσμονή, καθώς ο αναγνώστης περιμένει να δει πού θα οδηγηθεί το βιβλίο στην επόμενη στροφή, ιδιαίτερα μετά το πρώτο τέταρτο της συλλογής, οπότε οι όποιες επιφυλάξεις του –αν έχει διαφορετικό αναγνωστικό υπόβαθρο– υποχωρούν. Αίσθησή μου είναι ότι οι Ενδιάμεσοι είναι ένα βιβλίο που διερευνά επιτυχώς τι κάνει ή τι θα μπορούσε να κάνει η λογοτεχνία σήμερα, πέρα από τσαλίμια στη φόρμα ή επίδειξη πνεύματος, ταυτόχρονα «clever» και «profound».

Προτού, όμως, δοκιμάσω να δείξω κατά τη γνώμη μου γιατί, θα ήθελα να αναφερθώ εν τάχει στον «μεικτό αλλά νόμιμο» χαρακτήρα της συλλογής: τι αναμειγνύει η συγγραφέας και ανάμεσα σε τι και σε τι παίρνουν υπόσταση ο τρόπος της και τα πρόσωπα που την κατοικούν. Διότι, αν ο ειδολογικός χαρακτηρισμός της συλλογής («μικροδιηγήματα») είναι ελαφρώς παραπλανητικός –το βιβλίο είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό–, ο τίτλος, με την υβριδική συνθήκη που υποδηλώνει, είναι ακριβής. Τι θα πει, λοιπόν Ενδιάμεσοι; Μεταξύ τίνος και τίνος οργανώνεται το βιβλίο; Παραθέτω έναν πρόχειρο κατάλογο από «μεταξύ»: μεταξύ λόγου και εικόνας· μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης· μεταξύ ρεαλισμού και μαγικού ρεαλισμού· μεταξύ ελληνικής και αγγλικής γλώσσας· μεταξύ κοινής νεοελληνικής και κυπριακής διαλέκτου· μεταξύ σεβασμού στην ιστορική μνήμη και διάθεσης αποτίναξης του βάρους της· μεταξύ χιούμορ και συγκίνησης· μεταξύ εντοπιότητας και διαλόγου με το κέντρο, νοούμενου είτε ως Ελλάδα είτε ως αγγλόσφαιρα· κι ακόμα, μεταξύ ζωής και θανάτου, καθώς πολλά κείμενα αντλούν από μεταθανάτιες ή επιθανάτιες εμπειρίες.

Επιστρέφω στο ερώτημά μου: γιατί οι Ενδιάμεσοι είναι και «clever» και «profound», δηλαδή και έξυπνοι και ουσιαστικοί; Διότι το παιχνίδι τους με τη φόρμα δεν είναι εφέ, αλλά σχετίζεται οργανικά με το περιεχόμενο: είναι κομμάτι του, όπως το καύκαλο της χελώνας είναι ένα με τη σάρκα της. Κατ’ αρχάς, ποτέ στο βιβλίο, σε κανένα πεζό και σε κανένα από τα ποιήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ των μικροδιηγημάτων, δεν χάνεται από το βλέμμα ο αναφορικός ορίζοντας: πάρτε, π.χ., το ποίημα «Το μαξιλάριν», γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο όπως όλα τα εμβόλιμα ποιήματα της συλλογής· θα μπορούσε να είναι ένα θαυμάσιο διήγημα, και ίσως είναι, αλλά γραμμένο ως αφηγηματικό ποίημα. Ή πάρτε τη σελίδα του φωτοτυπικού στο πικρά κωμικό «MODEL D234578», όπως και τον τρόπο που εκφράζεται το μηχάνημα και την επανάληψη της ίδιας λέξης επί δύο σελίδες στο τέλος του διηγήματος: όλ’ αυτά δεν συνυφαίνονται στην αφήγηση ως αβανγκάρντ διάκοσμος, αλλά βρίσκονται εκεί για να την εμβαθύνουν.

Το δεύτερο στοιχείο που προσδίδει βάθος στη συλλογή είναι ότι οι αφηγήσεις της –είτε ως πεζά είτε ως ποιήματα, είτε στην κοινή νεοελληνική είτε στην κυπριακή διάλεκτο, είτε ως κείμενο είτε ως διάλογος κειμένου και εικόνας– μεταφέρουν συγκίνηση: πίσω από το εύρημα και χάρη στο εύρημα βλέπεις και νιώθεις τη λύπη του παιδιού που παρακολουθεί τους γονείς του να καβγαδίζουν (στο διήγημα «Μελάνι»), βλέπεις και νιώθεις την απόγνωση της συζύγου («Γερά θεμέλια» και «Μπουκιά μπουκιά»), βλέπεις και νιώθεις τη μοναξιά των άψυχων αντικειμένων, με τρόπο που παραπέμπει στον Πονζ ή στον Χιόνη («MODEL D234578» και «Ακρυλαμίδιο»). Κι ακόμα –κι αυτό είναι πολύ σημαντικό–, νιώθεις το βάρος της ιστορίας της Κύπρου, το οποίο, παρότι σπάνια αποτελεί ρητά το προκείμενο της αφήγησης, έχεις την αίσθηση ότι λειτουργεί υποδόρια, σαν παρονομαστής, σε αρκετά κείμενα – στο «Μαξιλάριν», στους «Καταπατημένους», στους «Κομμένους», στα «Δόντια στον παράδεισο» και στο «Όνειρο στην οδό Ανεξαρτησίας». Το βάρος αυτό η συγγραφέας το προσεγγίζει άλλοτε από τη μεριά του τραύματος κι άλλοτε, συνηθέστερα ίσως, παιγνιωδώς.

Το τρίτο στοιχείο που μας μεταφέρει στην περιοχή του «profound», της ουσίας, είναι ότι όλα τα «μεταξύ» της συλλογής, δηλαδή ο υβριδικός χαρακτήρας της, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αποτυπώνουν και, τρόπον τινά, να οπτικοποιούν μια αίσθηση εκκρεμότητας που την τέμνει συνολικά. Νιώθεις ότι τους Ενδιάμεσους διέπει κάτι το μετέωρο, σαν μια φωνή από τα ύφαλά τους να ψιθυρίζει –να ψιθυρίζει, όχι να φωνάζει– ότι δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη: προς τα δω ή προς τα κει; Αν διαβάζω σωστά, η απάντηση που δίνουν τα ίδια τα κείμενα είναι ότι όλ’ αυτά τα «μεταξύ» δεν πρέπει να ιδωθούν διαζευκτικά αλλά συμπλεκτικά. Πατρίδα της φωνής πίσω από το βιβλίο είναι ο τρίτος, ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσά τους. Και το ίδιο το βιβλίο είναι η προσπάθεια της φωνής να αρθρώσει αυτή την εκκρεμότητα και να τη διαχειριστεί. Και, γιατί όχι, να την αξιοποιήσει υπέρ της ως τον δικό της, μοναδικά δικό της τόπο. «Πάμεν έσσω μας», δηλαδή «πάμε σπίτι μας», είναι η τελευταία φράση του βιβλίου, η κατακλείδα του· είναι, νομίζω, το αίτημα που συνέχει τους Ενδιάμεσους, και η Ιωάννου το διατυπώνει εξαιρετικά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 8/12/2022

Το νέο βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως Μαρίας Α. Ιωάννου «Οι Ενδιάμεσοι» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Συνεχίζοντας και εξελίσσοντας το ξεχωριστό προσωπικό ύφος της Ιωάννου, η συλλογή, με επίσης ενδιάμεση γλωσσική και αφηγηματική μορφή, διεισδύει στον κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων μέσα από μια πεζογραφία που συνδιαλέγεται με την ποιητικότητα, τη θεατρικότητα και το οπτικό στοιχείο. Mικροδιηγήματα που φωτίζουν τα κομμάτια ενός σώματος, ενός αποτυπώματος, μιας χώρας, ψηλαφώντας με ευαισθησία το τραύμα που μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο κι από γενιά σε γενιά.

Μυθοπλασίες μικρόκοσμων που κινούνται ανάμεσα στα όρια του μαγικού και ωμού ρεαλισμού, της καθολικότητας και της εντοπιότητας. Κείμενα συμπτώματα μιας ατομικής και κοινωνικής παθολογίας. «Οι Ενδιάμεσοι» μετατοπίζουν την όραση και την αντίληψη, συνθέτοντας παράδοξους ενδιάμεσους κόσμους και μεγεθύνοντας, άλλοτε παιχνιδιάρικα κι άλλοτε βιτριολικά, θραύσματα της σύγχρονης πραγματικότητας.

«Στέκονται γυμνοί μπροστά από παράθυρα, γεννούν ψάρια, με το ένα πόδι στο νερό και το άλλο στη λάσπη, δίπλα από τοστιέρες, λάμπες, φωτοτυπικές μηχανές, κρατώντας στο ένα χέρι κόκαλα και στο άλλο μισοφαγωμένα μπέργκερ, ακροβατώντας από πάσσαλο σε πάσσαλο, μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ ενός ‘και’ κι ενός ‘τζ̌αι’, μισοί πουκάμισο μισοί νυχτικό, κωμικοτραγικοί, ονειρεύονται ψάθινα καπέλα κι ευτυχισμένους γονείς, φαντάσματα που ενώθηκαν στα μισά του δρόμου, άνθρωποι εξαφανισμένοι που μόλις εμφανίστηκαν».

Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Ρέντινγκ και εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία και διδακτορική διατριβή πάνω στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και τη δημιουργική γραφή στα πανεπιστήμια King’s College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Γουίντσεστερ. Διηγήματά της έχουν διακριθεί στην Κύπρο και στο εξωτερικό κι έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το 2013 ίδρυσε το διαθεματικό φεστιβάλ λογοτεχνίας Σαρδάμ.

Έγραψε τα βιβλία: «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011 – Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη), «Καζάνι» (Εκδόσεις Νεφέλη 2015 – υποψήφιο για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα), «Θέλω πίσω το κεφάλι μου» (Εκδόσεις Μικρόκυκλος 2016), «Η μύγα κι η κανάτα» (Εκδόσεις Πατάκη 2019 – εικονογράφηση: Φίλιππος Θεοδωρίδης).

CLARA VILLAIN

www.bookpress.gr 18/12/2022

Αν η Κύπρια συγγραφέας Μαρία Α. Ιωάννου έγραφε θεατρικά έργα, τότε αυτά θα εντάσσονταν στο θέατρο του παραλόγου. Αν ήταν ποιήτρια θα έγραφε ποίηση σίγουρα επηρεασμένη από το κίνημα του σουρεαλισμού. Αλλά επέλεξε την εξίσου δύσκολη φόρμα του μικροδιηγήματος, δηλαδή του ευρέως διαδεδομένου flash fiction που ανθεί στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία.
Οι Ενδιάμεσοι είναι μια κάπως αλλόκοτη συλλογή που αποτελείται από τριάντα έξι σύντομες, αυτοτελείς ιστορίες, που άλλοτε μας παρουσιάζονται ακριβώς όπως είναι, γυμνές, αγνές και καθαρές, κι άλλοτε αιωρούνται, υπαινικτικά, μυστήρια, πάνω από όντα και ψυχές. Κι ίσως αυτό που τις συνδέει όλες, η παλλόμενη καρδιά της συγκεκριμένης συλλογής, να είναι ένα σύνθετο υπαρξιακό ερώτημα: Είναι τελικά η ζωή πολύ επώδυνη για να τη ζει κανείς; Το να είσαι ο εαυτός σου βγάζει κάποιο νόημα, αν ουσιαστικά δεν υπάρχεις; Και η αγάπη, τι γίνεται με την αγάπη όταν βρίσκεσαι μια ζωή κάπου στο ενδιάμεσο;

Όμως, ποιοι είναι στ’ αλήθεια Οι ενδιάμεσοι της Μαρίας Α. Ιωάννου; Είναι οι άντρες και οι γυναίκες που κατοικούν, που εγκιβωτίζονται σε αυτό το βιβλίο. Άνθρωποι που πέθαναν και επιστρέφουν ξαφνικά, ζωντανοί νεκροί και νεκροί ζωντανοί που υπάρχουν κάπου ανάμεσα στις σελίδες. Είναι και αντικείμενα, αντικείμενα ερωτευμένα. Οι «ενδιάμεσοι» είμαστε όλοι εμείς που ψάχνουμε μια όαση σ’ αυτά που μας ταλανίζουν: μια επιθυμία που εξασθενεί, ο θρήνος ενός παιδιού, ο εκφυλισμός –πολύ αργός ή υπερβολικά γρήγορος– αυτών που μας περιβάλλουν, το βάρος μιας κληρονομιάς που στην ουσία δεν επιλέξαμε.
Οι Ενδιάμεσοι είναι και ο χώρος όπου όλα αυτά συμβαίνουν. Μια χαραμάδα που κρύβεται εκεί όπου δυο σημεία σχεδόν συναντιούνται να γίνουν ένα, ανάμεσα στην ωμότητα της ζωής και την ποιητικότητα των λέξεων που την εκφράζουν, ανάμεσα στην πραγματικότητα και μια άλλη πραγματικότητα, ανάμεσα στα τραύματα της κυπριακής ιστορίας αλλά και την καθολικότητα του τραύματος.

Οι Ενδιάμεσοι είναι, επίσης, μια γλωσσική πραγματικότητα με την οποία οι Κύπριοι συγγραφείς καλούνται να συμφιλιωθούν. Δέκα από τις τριάντα έξι ιστορίες της συλλογής είναι γραμμένες στην κυπριακή διάλεκτο. Η γλώσσα εκεί μετουσιώνεται ποιητικά, ο χώρος και ο χρόνος βιώνονται διαφορετικά. Στη σελίδα, στο χαρτί, οι λέξεις είναι διάσπαρτες, αναπνέουν. Κάποιες στιγμές ξεφεύγουν και χάνονται – το βιβλίο τελειώνει με έναν αιθέριο διάλογο που λειτουργεί κατανυκτικά, η κάθε πρόταση, σε λίγες μόνο λέξεις, κατακλύζει την άδεια σελίδα, εκπέμποντας μια σχεδόν ανακουφιστική ησυχία.

Η Μαρία Α. Ιωάννου συχνά επιλέγει να εγκαταλείψει την ομορφιά, βουτώντας την πένα της στην ίδια τη σάρκα της ανθρώπινης ύπαρξης – κι ας φέρνει τους αναγνώστες της αντιμέτωπους με αυτά που φοβούνται να δουν. Είναι ο δικός της τρόπος να φέρει στο φως, μέσα από την ίδια τη γραφή, ένα μικρό κομμάτι αλήθειας.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ

Fractal 8/2/2023

Ενδιάμεσες ζωές

Οι ενδιάμεσοι της νέας ομώνυμης συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Ιωάννου (Εκδόσεις Νεφέλη 2022) πορεύονται σ ένα αινιγματικό και εύθραυστο κόσμο. Κουβαλούν πολλές αντιφάσεις και πολλαπλές εκδοχές ζωής («Δεν πιστεύουν στο θεό, παντρεύονται σε εκκλησία για το γαμώτο με βιολιά και καναπεδάκια»). Eκπέμπουν μια κατακερματισμένη εικόνα του εαυτού που δείχνει λίγα και κρύβει πολλά. Αν και καθηλωμένοι δεν είναι παραιτημένοι ούτε και γλύφουν τις πληγές τους, δεν συμβιβάζονται με τις ματαιώσεις τους, δεν βάζουν μπουρλότο στις ζωές τους, εξάλλου δεν το επιδιώκουν.

H επίμονη υπέρβαση του επίπεδου αφηγηματικού ρεαλισμού, η μοντέρνα και υπαινικτική οργάνωση της γραφής καθώς και η κατασκευή υβριδικών λογοτεχνικών μορφών αποτελούν κατεξοχήν στοιχεία της διακριτής συγγραφικής ιδιοπροσωπίας της Μαρίας Ιωάννου. Η φόρμα της είναι τόσο καλά σχεδιασμένη που καθορίζει τόσο το πως και τι θα πει σε μια ιστορία όσο κυρίως το τι δεν θα ειπωθεί και θα ταράξει βαθιά των αναγνώστη.

Ο κόσμος της κατοικείται από αρχετυπικά μοτίβα που κουβαλούν ένα ειδικό σημασιολογικό φορτίο αλλά και από αντικείμενα που αποκτούν ζώσα πνοή και υπόσταση. Αντλεί από πτυχές και ρωγμές μιας κοινότυπης καθημερινότητας, από την ιστορία του τόπου αλλά και από σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα. Σκαλίζει επίμονα σε προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, χρησιμοποιώντας, σε πολλά κείμενα, το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της κυπριακής διαλέκτου, με τη μορφή μάλιστα της προσωπικής μαρτυρίας και εξομολόγησης, αναδεικνύοντας έτσι τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και εστιάζοντας σε ημιφωτισμένες πλευρές της σύγχρονης ιστορίας.

Στα διηγήματα της συλλογής κυριαρχούν έμφυλοι προβληματισμοί, υπαρξιακές αναζητήσεις αλλά και ένας πλάγιος, επίκαιρος κοινωνικός σχολιασμός για τη μετανάστευση, τη βία κατά των γυναικών, τη συμμετοχή επισήμων πολιτικών προσώπων σε κηδείες αγνοουμένων ή ακόμα και για τους πανύψηλους πύργους της Λεμεσού που «δεν έχουν ανθρώπινη υπόσταση και οι ένοικοι τους πάσχουν από μια μορφή άνοιας που δεν έχει ακόμα διερευνηθεί»

Η λογοτεχνία της Μαρίας Ιωάννου με ανανεωμένους αφηγηματικούς τρόπους, αναπαριστά έναν καινούργιο τύπο υποκειμενικότητας με μεγαλύτερη εσωτερικότητα, ο οποίος αφενός συνομιλεί με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τα αδιέξοδα της και αφετέρου διαπραγματεύεται, συγκρούεται και συχνά συντρίβεται από το ιστορικό βίωμα.

Τα κείμενα της πέμπτης συγγραφικής κατάθεσης της συγγραφέως βουτούν σ’ ένα ρευστό και αβέβαιο κυπριακό παρόν στο οποίο εφορμά αδιάκοπα η αιματόβρεχτη και βίαιη ιστορία του τόπου, που με πολλούς προφανείς και άδηλους τρόπους καθορίζει μόνιμα και καθηλωτικά τις ιδιωτικές ζωές των ανθρώπων.

Το τραύμα και η τρωτότητα επανέρχονται επίμονα στα κείμενα της Μαρίας Ιωάννου και αποτελούν σημείο αναφοράς στο σκιαγράφημα των ηρώων της. Η βία κάθε μορφής ενεδρεύει ως μόνιμη συνθήκη στη ζωή των γυναικών. Γυναίκες μεταφέρουν τις κληρονομημένες πατριαρχικές νόρμες, τις οδυνηρές εμπειρίες της σεξουαλικής βίας του 1974, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, την παρατεταμένη αγωνία ανεύρεσης των δικών τους αγνοουμένων. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα η βία που τους επιβλήθηκε καίει μόνιμα τις ψυχές τους.

Στο διήγημα «Μισοί πουκάμισο μισοί πανωφόρι», στο οποίο διαπραγματεύεται την πολύχρονη αναμονή μιας γυναίκας για τον αγνοούμενο σύζυγο της, η γραφή ψηλαφεί μια αγωνιώδη εσωτερική πορεία ψυχικής ανασύστασης και μια αναμονή που δεν αντέχεται και δοκιμάζει καθημερινά τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Με έξοχη αυτοσυγκράτηση χωρίς δραματικούς τόνους η συγγραφέας δεν στήνει ένα σκηνικό ατέλειωτης δυστυχίας αλλά μια ιστορία στην οποία η υπαινικτικότητα και επινοητικότητα της γραφής αναδεικνύουν τη βαθμιαία συνειδητοποίηση μιας οριστικής απώλειας μαζί με μια ψυχική ερημιά και μια ακυρωμένη στο διάβα του χρόνου εγκαρτέρηση.

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

Εφημερίδα των Συντακτών 18/2/2023

Πίσω από το προφανές

Η συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Οι ενδιάμεσοι είναι το πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο της Μαρίας Α. Ιωάννου (Λεμεσός Κύπρου, 1982). Ορατά και εδώ τα σημάδια μιας ευφάνταστης γραφής, έτσι όπως τη συναντήσαμε στο Καζάνι (Νεφέλη, 2015) αλλά και πιο πριν, στο πρώτο συγγραφικό της πόνημα, με τον τίτλο Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (Γαβριηλίδης, 2011)∙ γραφή που διαχειρίζεται με συνέπεια το από πρόθεση ετερόκλητο και κατεξοχήν υβριδικό υλικό της, μεταφέροντάς μας σε έναν κόσμο πολύτροπο και μετέωρο∙ ένα σύμπαν σε κατάσταση μόνιμης σύγχυσης∙ ένα εμπύρετο ενδιάμεσο, που βρίσκεται σε ευθεία συνομιλία τόσο με την ωμή πραγματικότητα όσο και με το ασυνείδητο, τα όνειρα και τους εφιάλτες.

Η Ιωάννου, από την πρώτη πεζογραφική της εμφάνιση, έδειξε ότι δεν διστάζει να καταφύγει στον υπαινιγμό μέσα από το παραξένισμα του γκροτέσκο και του παραμυθητικού, είτε πρόκειται για την τραγωδία της χώρας της -όπως στα διηγήματα «Δόντια στον παράδεισο», «Θέλω να πάω έσσω μου», «Κομμένοι», «Το μαξιλάριν» και «Ονειρο στην οδό Ανεξαρτησίας»- είτε για προβλήματα προσωπικά και σχέσεις ατομικές, κοινωνικές ή οικογενειακές μέσα στη σύγχρονη δυστοπία («Πάσσαλοι», «Πιτσουνάκια», «Λαχτάρα», «Χέρι» κ.ά.). Με λεπτή ειρωνεία, λόγο στακάτο και ένα μείγμα φανταστικού αλλά και χειροπιαστού στοιχείου, η συγγραφέας εκτείνεται από τον ακραιφνή σουρεαλισμό έως τον πιο ανελέητο ρεαλισμό, χωρίς να χάνει πόντο από την πλοκή, τον ρυθμό και την αληθοφάνεια της γραφής της. Σε πολλές από τις ιστορίες της τα πρόσωπα ταυτίζονται ακόμη και με τα αντικείμενα που τα περιβάλλουν, ενώ και τα ίδια αυτά αντικείμενα παίρνουν συχνά τη θέση εκείνων που τα χειρίζονται, ως οι πλέον κατάλληλοι και εξοικειωμένοι μεταφορείς εκείνων που οι χρήστες τους αποφεύγουν να κατονομάσουν, διαψεύδουν ή αγνοούν.

Στα τριάντα επτά ευσύνοπτα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, τόσο τα καθαρά αφηγηματικά μέρη όσο και τα διαλογικά με τις αφοπλιστικές ατάκες και τους κοφτούς εσωτερικούς μονολόγους συμβαδίζουν αρμονικά με τις αφηγηματικές φωνές που εναλλάσσονται από διήγημα σε διήγημα, με τον αφηγητή να μιλά άλλοτε σε πρώτο κι άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, ενίοτε δε και σε δεύτερο, με νύξεις αυτοαναφορικές ή έμμεσης απεύθυνσης προς τον αναγνώστη.

Στους «Επισκέπτες», «σώματα ελατήρια πάλλονται υπό την επήρεια αλκοόλ, μουρμουρίζουν απομεινάρια λέξεων[…] σώματα συρρικνωμένα στα κρεβάτια τους, αποξηραμένα φρούτα, έμβρυα σε σκοτεινούς πλακούντες μάχονται να θυμηθούν ζωές που έζησαν»∙ στο «Ακρυλαμίδιο» «οι τοστιέρες ξέρουν καλά τι θα πει υπομονή, ζουν ολοκαυτώματα κάθε μέρα»∙ «καλύτερα αντικείμενο», σκέφτεται ο Φίλιππος «αλείφοντας σώμα, πρόσωπο, στόμα, μύτη, με πρώτης τάξεως ιταλικό βερνίκι», στο διήγημα «Ο Φίλιππος πάντα ήθελε να κάνει τη Fontana di trevi», ενώ στον «Αθυρόστομο», η αφηγήτρια, παθιασμένη με το στόμα του ερωμένου της, εύχεται μόνο «να μην τη φτύσει».

Μοντερνιστικές και με την ελλειπτικότητα της ποίησης, κινηματογραφικές ή θεατρογενείς, συγκρατημένα λυρικές και όσο χρειάζεται αποστασιοποιημένες, οι σύντομες αυτές αφηγήσεις καταλήγουν αλληγορικές και βαθιά ενδοσκοπικές, κάτω από ένα πρίσμα ακραία ανατρεπτικό και ταυτόχρονα παιγνιώδες. Στο διήγημα με τον τίτλο «Μελάνι», ένα ζευγάρι θα ενδιαφερθεί περισσότερο για μια ψόφια σουπιά από ό,τι για τα συναισθήματα του παιδιού του∙ στο «Πολύ όμορφοι», μια σεξουαλικά στερημένη γυναίκα θα γίνει βραστήρας μπροστά στη θέα ενός εκπληκτικά όμορφου ζευγαριού∙ στο «Δόντια στον παράδεισο», ένας πεθαμένος παππούς που στη ζωή του βασανίστηκε από τους Τούρκους ξαναζωντανεύει και μιλά ασυνάρτητα, ενώ στο αμέσως επόμενο διήγημα, μια θεία με άνοια πιστεύει ότι η λάμπα στο σαλόνι της είναι τρομοκράτης («Ηλέκτρα»). Πάμε έσσω μας; ρωτά στο τέλος της συλλογής η αφηγήτρια στην κυπριακή διάλεκτο (όπως και σε μερικά ακόμη της συλλογής) και είναι αυτή ακριβώς η λέξη («έσσω») που με τη συνοδεία της κτητικής αντωνυμίας στο πρώτο πληθυντικό θα σχηματίσει μια διττή επίκληση επιστροφής∙ τόσο στον εαυτό όσο και στη χαμένη πατρίδα.

.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

neoplanodion.gr 9/4/2023

Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του λόγου και των πραγμάτων

Στο διήγημα της Μαρίας Α. Ιωάννου «Κλικ» (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Γαβριηλίδης 2011) ο «Πάκμαν» κάνει τις λέξεις «σχεδόν ποτέ» κομμάτια και τις καταπίνει. Ο αφηγητής στρέφει τις λέξεις πάνω στο χαλί (του Χένρυ Τζαίημς, υπονοουμένως και προφανώς)· δηλαδή τις επιστρέφει «από εκεί που ήρθαν» και, κατά την κυπριακή σημασία του «στρέφω», τις κάνει εμετό. Σε αυτή τη διακεκριμένη (και εξαντλημένη, δυστυχώς, μετά από τη γνωστή πολτοποίηση των εκδόσεων του οίκου Γαβριηλίδης) πρώτη συλλογή διηγημάτων της, η Ιωάννου έχει ως μότο τον Μπόρις Παστερνάκ: «Να ανακαλύπτεις ασυνήθιστα πράγματα σε συνηθισμένους ανθρώπους και με συνηθισμένες λέξεις να γράφεις γι’ αυτούς ασυνήθιστα πράγματα». Πράγματι, στη γραφή της Ιωάννου απαρατήρητα αντικείμενα παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτή η αισθητική συνεχίζεται με συνέπεια και στο Καζάνι (Νεφέλη, 2015), αλλά και στους Ενδιάμεσους (Νεφέλη, 2022): λάμπες, πάσσαλοι, τοστιέρες πρωταγωνιστούν και αφηγούνται τη δική τους οπτική του κόσμου, ο οποίος, εν τέλει, δεν είναι λιγότερο πραγματικός από τον πραγματικό κόσμο. Στο «MODEL D234578» μια φωτοτυπική μηχανή αισθάνεται, εκπλήττεται, έχει ενοχές: «μόλις έλιωσε το κεφάλι του πάνω μου – υγρά χύθηκαν στο πουκάμισο – στη γραβάτα – μάλλον είναι αναίσθητος στο πάτωμα – βοήθεια – εγώ φταίω – χρειάζομαι προθέρμανση – δεν μπορώ να λειτουργήσω με την πρώτη – παλιό μοντέλο – τα προκαταρκτικά είναι απαραίτητα – και τα ήθελε έγχρωμα – μα ήμουν κλειστή για ώρα – θέλω τον χρόνο μου – θέλω χρόνο – το κεφάλι του – το έλιωσε – πάνω μου – έτσι – ξαφνικά – υγρά παντού – ανθρωπίλα παντού – τη μυρίζω – χειρότερη κι από μελάνι».[1]

Η Ιωάννου ασπάζεται τη θέση του Κορτάσαρ, όπως αναφέρεται ως μότο στους Ενδιάμεσους: «Ήδη από τα παιδικά μου χρόνια το φανταστικό δεν ήταν για μένα αυτό που ο κόσμος θεωρεί φανταστικό». Ωστόσο, στόχος δεν είναι μόνο η απεικόνιση ενός ρεαλιστικά υπερρεαλιστικού ή φανταστικού κόσμου, ούτε μια γλώσσα όπου το «χαμηλό» (λιτότητα έκφρασης, τακτική χρήση αργκό) υμνεί το «υψηλό» (την τέχνη της λογοτεχνίας ως απόλαυσης και φαντασίας). Είναι πλέον εμφανές, ειδικότερα με τους προγραμματικούς Ενδιάμεσους, ότι την Ιωάννου ενδιαφέρει το υβρίδιο ως μέθοδος αλλά και ως σύστημα, ως ταυτότητα και γλώσσα.[2] Χαρακτηριστικά αναφέρεται για την κυοφορούσα αφηγήτρια στους ενδεχομένως αυτοβιογραφικούς «Ενδιάμεσους», ένα κείμενο ποιητικής: «και κομφορμίστρια και επαναστάτρια». Πρόκειται δηλαδή για ένα κείμενο/βιβλίο-υβρίδιο, το οποίο απηχεί καθολικά τη φωνή των πραγμάτων και των ανθρώπων που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, στο μεταξύ,[3] στο ζωντανό κενό ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, δύο γλώσσες. Επιπλέον συστατικό στοιχείο αυτής της στάσης αποτελεί η ουσιαστική σχέση που αναπτύσσει η συγγραφέας με τα βιβλία της —η διάταξη των κειμένων και η οπτική-τυπογραφική τους ταυτότητα, η σκόπιμη και κατορθωμένη χρήση φωτογραφικού υλικού, τα κολάζ των εξωφύλλων της— στοιχεία τα οποία κρατούν την Ιωάννου σε απόσταση ασφαλείας από μια άλλη, προφανώς, μεγάλη της αγάπη: τα artists’ books. Με άλλα λόγια, όπως προϊδεάζει το οπισθόφυλλο, τα έμψυχα στοιχεία του βιβλίου ακροβατούν «από πάσσαλο σε πάσσαλο, μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ ενός “και” κι ενός “τζ̌αι”».

Στο αφηγηματικό ποίημα ή μικροδιήγημα (πέραν από τη γλώσσα, τι ορίζει το είδος τελικά; η διάταξη ή ο αφηγηματικός τρόπος;) «Οι φοινιτζιές έν’ παράξενα πλάσματα» —του πρώτου από τα οκτώ συνολικά διαλεκτικά «ποιήματα» της συλλογής, τα οποία λειτουργούν τρόπον τινά ως ιντερλούδια στο έργο— βλέπουμε έναν νοσταλγικό λόγο ο οποίος διαθέτει την τυπογραφική ταυτότητα του ποιήματος, αλλά έξω από αυτήν συνιστά ένα μονολογικό κείμενο μικρής φόρμας, το οποίο εντούτοις διαθέτει σφιχτό εσωτερικό ρυθμό:

ΟΙ ΦΟΙΝΙΤΖΙΕΣ
ΕΝ’ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
εν ι-φκάλλουν σχεδόν καθόλου οξυγόνον
τζ̌ι ας έν’ δεντρά

σήμμερα
το αερούιν που φυσά αννοίει
τες κουρτίνες των φύλλων μου

θωρώ σε να τρίφκεις τα πκιάτα με το σφουγγαρούιν
αργά
πολλά αργά

αλώπως σκέφτεσαι πάλε

μεν σκέφτεσαι αγάπη μου
έννεν καλά να σκέφτεσαι πολλά
φακκώ ούλλη μέρα πά’ στο γυαλλίν του παραθύρου
πέρκι μ’ ακούσεις […] (ό.π., 19)

Σε αντίθεση με τον αργό ρυθμό της «Φοινιτζιάς», στο μικροδιήγημα «Πιτσουνάκια» η θεατρικότητα και η αφηγηματική δραματουργία της Ιωάννου επιταχύνουν την εκφορά. Παρότι δεν δηλώνεται, αναγνωρίσιμο είναι το —άχρονο αλλά σύγχρονο, άτοπο αλλά κυπριακό— αστικό τοπίο, όπου ο μόνος τρόπος να επιβιώσει κανείς μέσα στον παραλογισμό είναι η αντεπίθεση και, βεβαίως, το χιούμορ:

Ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου με χαστούκισαν στο πρόσωπο, πράσινα, ο ένας φακός μισοσπασμένος. Οι καινούργιοι γείτονες τσακώνονταν πάλι. Σκούπισα μια χούφτα ξερά φύλλα και είπα στη γυναίκα μου πως όλο αυτό έπρεπε να σταματήσει. «Την τελευταία φορά σχεδόν μου έβγαλαν το μάτι. Τι θέλουν δηλαδή; Να μεταμορφωθώ σε Κύκλωπα;». Η γυναίκα μου χασκογέλασε, ένα κομμάτι μαρούλι ασφυκτιούσε ανάμεσα στα δυο μπροστινά της δόντια. «Έχω σχέδιο», της ψιθύρισα, κι αυτή τέντωσε τ’ αυτιά της. Περάσαμε έναν ολόκληρο μήνα εξασκώντας τις ικανότητές μας στη λογομαχία. Η γυναίκα μου επαναλάμβανε τη φράση «είσαι μεγάλος μαλάκας», εγώ τη λέξη «πουτάνα», ένα βράδυ με είπε «μουνόπανο», εγώ επινόησα το «πουτσόπανο», της είπα για τα βυζιά της, πως ήταν μικρά, μου είπε πως το πουλί μου ήταν κάτω από τον μέσο όρο. Σπάσαμε πιάτα, φλιτζάνια, κι αρχίσαμε να ηχογραφούμε τα πάντα στο κινητό μου. Κατεβάσαμε έξι μπουκάλια κρασί, είκοσι τέσσερα τενεκεδάκια μπίρα, καπνίσαμε κι έναν μπάφο ξεχασμένο σ’ ένα συρτάρι καμιά πενταετία και βάλε […] (ό.π., 42)

Το (μαύρο) χιούμορ είναι από τα προσφιλέστερα αφηγηματικά όπλα της Ιωάννου στο πεδίο μιας, ομολογουμένως, αχαλίνωτης φαντασίας. Στο μικροδιήγημα «Χέρι» ένας άντρας έχει κόψει/κλέψει το χέρι της πρώην γυναίκας του για να το απολαμβάνει όπως άλλοτε, ενώ ο γιος του προσπαθεί να τον μεταπείσει:

«Μπαμπά, πρόσεχε! Ο τύπος βλέπει αποκεφαλισμούς των ISIS όλη μέρα!»
Ναι, καλά, λες κι αυτό θα με τρομάξει. Το μόνο πράγμα που με τρομάζει το τελευταίο διάστημα είναι ο καθρέφτης στο μπάνιο μου. […]
«Μπαμπά, έχεις ξεφύγει, δεν πάει άλλο, θα καλέσουμε την αστυνομία!»
Ώπα! Θα καλέσουμε; Αυτό δεν είναι καλό. Καθόλου καλό. Κλείνω το τηλέφωνο κοιτάζοντας το χέρι της. Είναι ακόμη σφιχτά μπλεγμένο στο δικό μου. Ο αγκώνας της τρεμοπαίζει στο κενό τόσο που με πιάνει κόμπος. Σφίγγω την παλάμη της σαν να κρατιέμαι από το χείλος ενός ανάποδου γκρεμού. Είχε πάντα ωραία δάχτυλα, γαμώτο, και τα έχωνε και στα σωστά σημεία. (ό.π., 55, 56)

Στο συγγενικό «Πάντα σηκωμένο» ο πρωταγωνιστής συχνά σηκώνει ακούσια το δεξί του χέρι. Κάποια στιγμή αποφασίζει να γράψει ένα κείμενο για το χέρι του, αλλά αφού είναι δεξιόχειρας, δεν καταφέρνει να το ολοκληρώσει. Η «Ωδή στην ιστορία που δεν τα κατάφερε» αποτελεί κείμενο εγκιβωτισμένο στο —αυτοαναφορικό, επίσης— «Πάντα σηκωμένο»:

Η όλη ιστορία ξεκίνησε από το χέρι του Χίτλερ, εκείνο το αιώνια σηκωμένο, λες κι είχε ζωή από μόνο του. Κάποια στιγμή ο συγκεκριμένος χαρακτήρας έζησε και ως σ̌έριν, στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά τι τύχη να έχει η ιστορία ενός άψυχου χεριού στην κυπριακή διάλεκτο και, όπως και να ’χει, σήκωνε πολλή έρευνα η όλη κατάσταση για να επιβιώσει σε μια ιστορία ένα χέρι αποκομμένο από το σώμα, του Χίτλερ ειδικά. Οπότε γρήγορα μεταμορφώθηκε σε προσθετικό χέρι. Τώρα μάλιστα. Ένα προσθετικό χέρι είναι πολύ πιο εύπεπτο για έναν αναγνώστη. Θέλω να πω ποιος θα πιστέψει την ιστορία ενός αληθινού χεριού αποκομμένου από ένα αληθινό σώμα, επιστημονικά δεν έχει αποδειχθεί άλλωστε πως ένα χέρι μπορεί να επιβιώσει από μόνο του. Ούτε ο μαγικός ρεαλισμός δε σε σώζει σε τέτοιες περιπτώσεις. (ό.π., 82)

Η Ιωάννου δεν φοβάται να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί, να σατιρίσει και να «πειράξει» άθικτα μέχρι στιγμής ζητήματα. Επισκέπτεται με σπάνια και πρωτοφανή τόλμη το κυπριακό τραύμα· με μικροσκόπιο, νυστέρι και ένα μικρόφωνο, για να αφηγηθεί σκωπτικά ή κωμικά, ωμά ή προκλητικά, την άλλη όψη του ή τις παράλληλες αναγνώσεις του. «Βρέθηκε μάλιστα και μια μπότα με καρφιά, πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα, θυμίζει την μπότα του Αττίλα», γράφει στους «Καταπατημένους» (ό.π., 89), αποδομώντας εννοιολογικά την εικόνα που έγινε ταυτόσημη της εισβολής, προβάλλοντάς την στη χρηστική και καθημερινή της διάσταση: απλώς μια μπότα, ένα υπόδημα. Στους Ενδιάμεσους η συγγραφέας αποκαλύπτει και τη σκληρή πλευρά του τραύματος: την απουσία ενσυναίσθησης, την κόπωση· όσα λέγονται πίσω από όχι και τόσο κλειστές πόρτες πια. «Μην την ακούς», λέει ο διαχειριστής για την καθαρίστρια στο «Λαχτάρα», «έχει να γαμηθεί από το ’74». Και σχολιάζει (διόλου τυχαία, με μη εκφωνημένο λόγο) ο αφηγητής: «Πόσο σκληρό αυτό που είπε, απάνθρωπο» (ό.π., 45).

Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αντικρίζει τον κόσμο, έναν κόσμο όπου τα πράγματα δεν είναι άψυχα όντα, αλλά οντότητες με αμέτρητες δυνατότητες, η Ιωάννου πραγματεύεται και την εντοπιότητα του έργου της, η οποία αναπόφευκτα ορίζεται από την “εκκρεμότητα” του 1974. Ωστόσο, εδώ «ο κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά αλώπως (: μάλλον)». Στο «Θέλω να πάω έσσω μου», «οι γειτόνοι επελλάναν άμαν είδαν το σπίτιν τους», αλλά η αφηγήτρια μένει αμίλητη μπροστά σε ένα φλιτζανάκι, προσπαθώντας μάταια να λάβει μια απάντηση για ό,τι δεν έπαψε ποτέ να είναι εντάξει:

θωρεί τζ̌είντο φλιτζ̌ανούιν σάννα τζ̌αι περιμένει το να μιλήσει
σάννα τζ̌αι περιμένει το να της πει πως έν’ εντάξει
πως το κρεβάτιν που παουρίζει έν’ εντάξει
πως τα ρούχα τα φαημένα έν’ εντάξει […]
πως τα αρμαρούθκια που αννοίξαν τζ̌ι εμείναν έν’ εντάξει
πως οι κατσαρόλλες που αγιώσαν έν’ εντάξει
πως η θάλασσα που ακούεται ξεψυσ̌ισμένη έν’ εντάξει
πως έν’ σ̌ειρόττερον να χάννεις αθρώπους
πως τζ̌είνον που τρυπά την τζ̌οιλιάν της τωρά έν’ εντάξει
πως τα πόθκια της που εμουθκιάσαν έν’ εντάξει
πως το τταβάνιν που έκατσεν πά’ στο στήθος της έν’ εντάξει
πως έν’ εντάξει

έν’ εντάξει
πως έν’ εντάξει
περιμένει το φλιτζ̌ανούιν να της πει
μα ούτε τζ̌είνον λαλεί τίποτε
τίποτε τίποτε εν της λαλεί το σκατοφλιτζ̌ανούιν!
μόνον στέκει τζ̌αι θωρεί

κομμάθκια

κομματούθκια

τζ̌ει που τα κομματούθκια (ό.π., 49-51)

Στα διαλεκτικά κείμενα της Ιωάννου το αποσιωπημένο επώδυνο βίωμα, όπως οι βιασμοί που υπέστησαν πολλές γυναίκες, μια “παράπλευρη απώλεια” της τουρκικής εισβολής η οποία μόλις πρόσφατα άρχισε δειλά δειλά να συζητιέται δημόσια, κρύβεται μέσα σε ένα παλιό μαξιλάρι, αλλοτινή προίκα, μέσο για να διασώσουν άρον άρον οι καταδιωγμένοι χρήματα και τιμαλφή. Ματωμένο από τον βιασμό της αφηγήτριας, ένα λεκιασμένο πλέον μαξιλάρι είναι το μοναδικό εφόδιο για ένα οδυνηρό μετά. «Κανένας εν εκαλάβαιννεν/ γιατί εφύτευκα τριαντάφυλλα [σ. στον προσφυγικό καταυλισμό]/ ήταν να πάμεν/ ούλλοι/ έσσω μας/ αφού» («Μαξιλάριν», ό.π., 95), μονολογεί η αφηγήτρια αντιμέτωπη με την πικρή διάψευση της επιστροφής.

Η Ιωάννου πραγματεύεται το ιστορικό τραύμα με τρόπο που μάλλον κανείς άλλος Κύπριος συγγραφέας δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα. Αφενός, η πληγή σημαδεύει πρωτίστως την ψυχή και το σώμα και ύστερα την πατρίδα. Αφετέρου, το τραύμα παύει να αποσιωπάται, να διαφυλάσσεται, να εργαλειοποιείται. Όχι μόνο συνεχίζει να μετατοπίζεται (ενίοτε αναμασημένο, ξεθωριασμένο, διαστρεβλωμένο) σε κάθε επόμενη νέα γενιά —«τα αγκάθκια έννα τον προστατεύκουν είπα στα μωρά/ κανέναν αεροπλάνον έθθα τον πκιάει/ καμμιά φωθκιά έθθα τον κάψει/ καμμιά πόμπα έθθα σκάσει που πάνω του/ κανέναν μαξιλάριν μαυροσκότεινον/ έθθα τον ι-σκοτώσει την ώραν που τζ̌οιμάται/ τα μωρά/ επιστέψαν με» (ό.π., 96-97)— αλλά ξεπερνά την ιστορικότητα και τη συγχρονικότητά του και γίνεται όχημα έκφρασης του απανταχού ανθρώπινου πόνου, χωρίς να ορίζονται οι γεωγραφικές του συντεταγμένες. Στο «Κομμένοι» (στα δυο, όπως την πατρίδα της συγγραφέως, αλλά όχι μόνον) ο αφηγητής «κάθε φορά που έβλεπε κάποιον με κομμένο το ένα άκρο, ακόμη κι ένα μικρό δάχτυλο, ρωτούσε δείχνοντας το διαμελισμένο σημείο “πέρασες την πράσινη γραμμή;”», μετά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, ότι “ο τόπος είναι γεμάτος νάρκες”» (ό.π., 52). Όμως, μεγαλώνοντας:

Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη μέρα ξέχασε το «πράσινη», ρώτησε τον ετοιμοθάνατο «πέρασες τη γραμμή;», ή μάλλον δε ρώτησε καν, «πέρασες τη γραμμή» του είπε, «πέρασες τη γραμμή». Όταν όμως ο τόπος γέμισε κομμένους ανθρώπους, άλλους δίχως πόδι, άλλους δίχως χέρι, που τους έφτυνε η θάλασσα κατά εκατοντάδες και τους έδειχναν και στις ειδήσεις ντυμένους γερασμένα αστέρια, κι ενώ ο μικρός είχε πια μεγαλώσει για να τα παίρνει όλα κυριολεκτικά –ή για να του λείπει η μάνα του υπερβολικά– συνέχισε να ρωτά αν πέρασαν τη γραμμή, χωρίς το πράσινη, του ’μεινε χούι, κι αυτοί μη καταλαβαίνοντας τη γλώσσα του απλά κουνούσαν το μισοφαγωμένο τους πρόσωπο και έδειχναν λαχανιασμένοι κι αποστεωμένοι τα μυτερά κύματα πίσω τους, καθώς αυτός ψιθύριζε στην πεθαμένη μάνα του, στο μωρό που ξεπάγιαζε δίπλα του, στον εαυτό του «πέρασες τη γραμμή, πέρασες τη γραμμή, πέρασες τη γραμμή», δείχνοντας με χέρι δίχως δάχτυλα έναν ορίζοντα που ’χε θαμπώσει. (ό.π., 53)

Το βιβλίο κλείνει ευρηματικά με ένα διαλογικό κείμενο το οποίο απλώνεται κυριολεκτικά στο βιβλίο, μεταφορικά και αυτοαναφορικά μέσα στην αφήγηση με τη φράση «Πάμεν έσσω μας;». Από τη μια, ο πιο κοινός κυπριακός στίχος-στόχος-πόθος: πάμε (πίσω στο) σπίτι μας. Από την άλλη, η βιολογική και καθολική ανάγκη της στέγης και ό,τι αυτή συνεπάγεται: ηρεμία, ασφάλεια, οικειότητα.[4] Αν υπάρχει οποιαδήποτε ένσταση για το εν λόγω βιβλίο, είναι το γεγονός ότι η συσσώρευση των συγγραφικών στόχων, όπως αναφέρονται εν μέρει παραπάνω, ίσως να κρύβει κινδύνους για μια συγγραφέα η οποία σαφώς έχει τη δυνατότητα να τους κατακτήσει. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε η Ιωάννου να μην παίζει σε κάθε παρτίδα όλα τα (καλά) χαρτιά της. Εκτός και αν μας επιφυλάσσει φανταστικότερους άσσους.

.

ΚΑΖΑΝΙ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΦΩΤΙΟΣ

Βιβλιοκαφέ 12/1/2016

Απόσπασμα

Όσα βράζουν μέσα-μας, μια μέρα θα εκραγούν, όσα κοχλάζουν, θα ανατιναχτούν και μαζί θα πάρουν όλο τον περιβάλλοντα χώρο σε μια ανάφλεξη χωρίς όρια.
Μ’ αρέσουν οι συλλογές διηγημάτων που έχουν έναν κεντρικό άξονα, ο οποίος συνδέει τα επιμέρους κείμενα. Είναι ίσως μια πυρηνική ιδέα πάνω στην οποία ο συγγραφέας χτίζει μία μία τις ψηφίδες-του ή ένα σχέδιο, υποσυνείδητο, που παίρνει σχήμα και μορφή, όταν γραφεί και το τελευταίο διήγημα.

Η νεαρή Κύπρια συγγραφέας με είχε καταπλήξει με το προηγούμενο βιβλίο-της “Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας”, με την πρώτη συλλογή διηγημάτων-της στην οποία έδειξε συγγραφικό τσαμπουκά. Τώρα επανέρχεται με μια ανάλογη συλλογή μικρών ή μεσαίων σε έκταση κειμένων, όπου φαίνεται πάλι η εκρηκτική διάσταση της σκέψης και του λόγου-της.

Καταρχάς, ένα καζάνι είναι ο ψυχισμός-της, που βράζει, βρυχάται σαν ηφαίστειο, λιώνει εμπειρίες και σκέψεις, αναδίδει αναθυμιάσεις και είναι πάντα έτοιμο να εκραγεί. Είναι η συμπίεση που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων, προερχόμενη από την κοινωνία, τους άλλους ή από εσωτερικές τραγωδίες. Αυτή η συμπίεση κοχλάζει ες αεί και κάποια στιγμή δεν συγκρατείται αλλά εφορμά προς τα πάνω, κάνοντας τον κόσμο γης μαδιάμ. Αυτό το “γης μαδιάμ” γεννά το αλλόκοτο, αλλόφρον, παθιασμένο, λελογισμένα άναρχο, σκόπιμα αντικομφορμιστικό γράψιμο της Ιωάννου, καθώς το πυρακτωμένο μάγμα μετατρέπεται σε λέξεις και εικόνες.

ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

amagi 17/1/2016

«Ήθελα να γράψω για την ωμότητα στις ζωές καθημερινών ανθρώπων, μέσα από έναν ελαφρώς σουρεαλιστικό τρόπο. Κάποιες φορές μοιάζουμε να έχουμε συνηθίσει τη σκληρότητα τής ζωής, σαν να ναρκωνόμαστε. Είναι σημαντικό κάποιες φορές η λογοτεχνία να μας την ξαναθυμίζει, για να ξυπνάμε και ως άνθρωποι και ως αναγνώστες. Το “Καζάνι” το έγραψα γι’ αυτούς που κοχλάζουν μέσα τους, γεμίζοντας τον τόπο πιτσιλιές».

Ναι, όταν το μέσα μας κοχλάζει, γεμίζει το έξω πιτσιλιές… Αυτό το γνωρίζει ως φαίνεται πολύ καλά η εκ Λεμεσού συγγραφέας Μαρία Ιωάννου και συγγράφει/καταγράφει/αφηγείται ιστορίες ζωής και θανάτου παρμένες χωρίς φόβο αλλά με πάθος από ένα ετοιμόρροπο καζάνι που βράζει κυρίως εντός μας, και που οι πιτσιλιές του, ασυγκράτητες, ξεχειλίζουν και γεμίζουν, όπως σοφά λέει, τον τόπο. Τον έξω και τον γύρω μας. Η συγγραφέας ανατέμνει προσεκτικά τη σκληρή πλευρά της ζωής, αυτή την κάτι παραπάνω από αληθινή, που τις περισσότερες φορές χωμένοι στα ατομικά μας ζητήματα —που δεν είναι ατομικά αλλά ατομικίστικα, κι ετούτο είναι, λέω, το μέγα λάθος μας, η αχίλλειος πτέρνα της οπτικής μας των πραγμάτων— κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε, σπαταλώντας ψυχή και διάνοια σε μικρότητες.

Δεν ξέρω επομένως σε τι βαθμό και πόσους παραδομένους στην ατομική αλήθεια και μαζί πλάνη τους μπορεί ένα καλό βιβλίο να αφυπνίσει, όσο ειλικρινές και ευλογημένο με έμπνευση και να είναι, όπως αυτό της νεαρότατης Κύπριας. Δεν είμαι σίγουρη τι καλό προκαλεί στον βομβαρδισμένο με εικόνες και λογής πληροφορίες αναγνώστη της εποχής μας και αν θα έχει διάρκεια η όποια ανατροπή, πάντως η τεχνική εδώ είναι συναρπαστική, και η θαρραλέα και ευφάνταστη, διαυγής και πανέμορφη γραφή γίνεται έξοχο εργαλείο διάνοιξης πνευματικών τοίχων, ενώ η αψεγάδιαστη γλώσσα, που την υποστηρίζει χωρίς κανένα σημείο κοιλιάς, αναδεικνύει με τον ιδανικότερο τρόπο την τεράστια δυναμική των θεμάτων.

Ειπώθηκαν αμέσως λόγια θετικά —δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο— μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή από τις Εκδόσεις Νεφέλη, διατυπωμένα σε ορισμένες περιπτώσεις με πολλά στολίδια. Σαν να ήθελαν οι επαινούντες να πάρουν κι αυτοί κάτι από τη λάμψη της δημιουργού. Ας είναι. Εγώ όμως γι’ αυτό ακριβώς θα μιλήσω απλά, όσο πιο απλά γίνεται, ολιγόλογα και μόνο από καρδιάς, γιατί πιστεύω πως μια τόσο ανατρεπτική και πολύτιμη γραφή δεν έχει ανάγκη από μπιχλιμπίδια.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την άξια, κοφτερή της γλώσσα χωρίς σπατάλες, όμως γενναιόδωρα, και περιγράφει δίχως μισόλογα τις όζουσες καταστάσεις που ανασύρει από τη χωματερή της ζωής.

Έτσι, καταφέρνει και ταρακουνά τον αναγνώστη που σίγουρα θα συγκινηθεί και θα αναρωτηθεί για πολλά και δεν αποκλείεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του ή πτυχές του εαυτού του στους ήρωές της κι ας είναι ή ας μοιάζουν —ή ας τους αποκαλούμε έτσι τέλος πάντων για να ξεμπερδέψουμε μαζί τους— περιθωριακοί. Ας κοιταχτούμε καλά στον καθρέφτη τούτης της κατάστασης που έσκασε στα κεφάλια μας, την είπαμε κρίση και βολευτήκαμε, και ύστερα να ξαναδώσουμε τον ορισμό για το περιθώριο· ίσως παραδεχτούμε μιαν ώρα αρχύτερα ότι φτάσαμε κιόλας σε μιαν άλλου τύπου περιθωριοποίηση, όχι απαραίτητα οικονομική ή μόνον οικονομική, και πλέον δεν μας τιμά και πολύ η φανφάρα.

Ο βουτηγμένος σε οικονομική και αξιακή ομίχλη Δυτικός άνθρωπος και ο αχαρτογράφητος πόνος του, η αβεβαιότητα, η απόγνωσή του, που δεν κρύβεται άλλο με αριθμούς και λογιστικά τεχνάσματα, η αφτιασίδωτη πραγματικότητα, που ξερνάει το όνειρό του και το συντρίβει, είναι ο πρωταγωνιστής, το κεντρικό πρόσωπο με παραλλαγές, σε όλα τα διηγήματα της συλλογής. Υπέροχα πλάσματα οι ήρωες της Ιωάννου, αφήνουν τα χνάρια τους όπου χτίζουν και την ίδια στιγμή γκρεμίζουν το που-θα-μπορούσε-να-είναι-λαμπρό -και-μόνο-λαμπρό οικοδόμημα του πολιτισμού μας.

Νιώθω πως το παραπάνω είναι το πολύτιμο διά ταύτα των ιστοριών της συλλογής, απαλλαγμένο από διδακτισμούς και κλισέ, ξεκάθαρο και διόλου θεωρητικό. Όποιος θέλει το βλέπει.

Οι τίτλοι των διηγημάτων ίσως δίνουν ένα κάποιο στίγμα, ίσως παραπλανούν, σίγουρα πάντως ιντριγκάρουν με την ευφυή απλότητά τους:

«Το τελευταίο λευκό μυρμήγκι», «Κούκλα», «Το Ρόπαλο», «Cactus Belli», «Έρημος», «Δεν έχω τίτλο», «Η προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου», «Singer», «Σάρκα», «Πάρτι», «Ούτε εγώ έχω τίτλο», «ΚΑΖΑΝΙ», «Τρύπες», «Φοινικιές», «Ο Καπετάνιος στη φουρτούνα (δεν) φαίνεται», «Χείμαρρος», «Αν είχα τίτλο θα ήμουν ΧΑΒΑΗ», «Ψυγείο», «Appendix: Διάρκεια Ζωής».

Ξεχώρισα τρία: την «Προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου», το «Singer» και τη «Σάρκα». Τα διάλεξα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη γιατί ένιωσα —ναι, γεννήθηκαν συναισθήματα από το εκατοντάφυλλο μικρόσχημο βιβλίο— με την ανάγνωση της πρώτης τους παραγράφου πως μέσα από την καταρχάς απλή και ευκολοδιάβαστη ιστορία που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους βγαίνει ό,τι λέμε πολύ ζουμί. Οι ηρωίδες τους είναι οι γυναίκες της διπλανής μας πόρτας που τόσο τις έχουμε συκοφαντήσει, θα πω σαν πρώτη σκέψη, ή οι θηλυκές εκδοχές των ανωνύμων αγίων του Γιάννη Ρίτσου σε εκείνα τα τρομερά πεζά από τη σειρά του «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», αν θέλετε να εκφράσω την πρώτη αυτή σκέψη παραστατικότερα. Μανάδες κοριτσιών, θυγατέρες μητέρων. Γυναίκες τού σήμερα, καθημερινές, απλές, στωικές, και ίσως γι’ αυτό ακριβώς πολύ γενναίες, σοφά γενναιόδωρες, σοφά υπέροχα πλάσματα που κουβαλούν τη βαριά κληρονομιά του φύλου τους ψηλαφώντας για διέξοδο στα σκοτάδια μωρών κοινωνιών, στις οποίες η θανατική ποινή —αν είναι δυνατόν— υφίσταται ακόμα για άντρες και γυναίκες, και η γυναικεία ανεξαρτησία, η ισότητα όπως παραπλανητικά τη λένε, παραμένει όραμα το οποίο τιμωρείται εκεί όπου ένα κομμάτι πανί κρύβει τη φυλετική αδικία, ή κενό γράμμα σε κούφια συντάγματα δήθεν πολιτισμένων κρατών.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

Fractal 16/3/2016

Από το 2011, με την ευφάνταστη «Γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» μάς είχαν δοθεί οι χάρτες για το ποιος είναι ο «κόσμος» που ήθελε να κινηθεί η πρωτοεμφανιζόμενη –τότε- Μαρία Α. Ιωάννου.

Το «Καζάνι», η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, έρχεται να επιβεβαιώσει τα σύνορα αυτής της επικράτειας που δεν έχει δομηθεί για να έχει… όρια. Στο πρώτο της βιβλίο, το πλέγμα των ιστοριών συντίθεται από παραβολικές γραμμές, συντονισμένες παραδοξότητες και βαθύχρωμες εστίες παραλόγου. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν φαίνεται όπως ακριβώς είναι. Η Ιωάννου κινείται σε έναν ενδιάμεσο, ρευστό χώρο και χρόνο. Οι φιγούρες που παρουσιάζει λειτουργούν εξωλεκτικά, λες και θηλυκώνουν μια δυνητική ποιότητα του εαυτού τους. Οι γραμμές των ιστοριών άλλοτε είναι τραχιές κι άλλοτε θολές, εξπρεσιονιστικές, εκθετικές. Αν όλα τούτα συνθέτουν μια «χώρα θαυμάτων», τότε οι ήρωές της είναι σαν πολλαπλά είδωλα μιας κάποιας Αλίκης.

Το αυτό συμβαίνει και σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων. Διηγημάτων; Οι ιστορίες της Ιωάννου μοιάζουν σαν λεκτικές εγκαταστάσεις. Δεν ακολουθούν ένα σταθερό μοτίβο «αρχής, μέσης, τέλους». Ποτέ δεν ξέρεις από πού και πώς άρχεται η διήγηση, τι διαμορφώνεται στο ενδιάμεσο και αν το τέλος, πράγματι, υφίσταται. Τα αρχέτυπα των προσώπων υπερνικούν την υλική τους υπόσταση, γίνονται κάτι άλλο, δίχως όμως να χάνουν την απτική σχέση με τα πράγματα. Δεν είναι πλάσματα του νου, δεν είναι φασματικές υπάρξεις, δεν είναι καν φαντάσματα. Ωστόσο, δεν είναι και καθορισμένοι, πεπερασμένοι οργανισμοί που τίποτα δεν κρούει τον πυρήνα τους. Κοινώς: η αιτιοκρατία πάει περίπατο.

Αντιθέτως, επειδή είναι τρεμάμενες υπάρξεις, μεταιχμιακές, ο πρώτος που υφίσταται επίθεση είναι ο εσώτατος κορμός τους. Είναι τσακισμένες, χαλασμένες οντότητες. Είναι άνθρωποι που ο σοβάς τους τρίβεται και πέφτει. Άνθρωποι με ένα ρόπαλο στο χέρι που ετοιμάζονται να επιτεθούν στον εαυτό τους. Άνθρωποι-κάκτοι που αποφεύγουν ο ένας τον άλλον για να μην καρφωθούν, αλλά είναι καταδικασμένοι στο τέλος να αγκαλιαστούν. Πλάσματα που ζουν μέσα σε ένα ψυγείο, βίαια, συνδιαλεγόμενα με τρύπες που γεννούν άλλες τρύπες που δεν κλείνουν, που μοιάζουν με αδέσποτους σκύλους της πόλης (ή και το αντίθετο), που αγκαλιάζουν φοινικιές μέσα στην άγρια μοναξιά τους. Δεσμευμένες με τη σάρκα τους που δεν μπορούν να αποχωριστούν και βαθιά μέσα τους πνίγονται. Ακόμη και βιβλία που διψάνε να διαβαστούν οι λέξεις τους, που θέλουν να υπάρξουν διά της ανάγνωσης.

Όλες αυτές οι μορφές είναι μια πυραμίδα από ελλείψεις, από κάτι που χάνεται στάγδην και δίχως τελειωμό. Υφέρπει στον κόσμο τους κάτι άλογο, ασυνήθιστο, απροσάρμοστο, μη καθορισμένο από την κοινή λογική. Η Ιωάννου δεν θέλει ούτε να τους κάνει αγαπητούς αυτούς τους ήρωες, ούτε να τους ντύσει με πολύχρωμο ντύμα για να τους κάνει καρικατούρες, αλλά ούτε και να τους εκλογικεύσει. Τους αφήνει έκθετους να πλεύσουν στα ανειρήνευτα νερά της ζωής τους. Θα έλεγε κανείς πως οι ιστορίες γράφονται εν προόδω, αναπτύσσονται από τους ήρωες και όχι από τη συγγραφέα, η οποία λειτουργεί ωσάν υποδοχέας και αντηχείο των δικών τους βουλήσεων.

Το «Καζάνι» διαμορφώνει πλέον μια προσωπική γραφή και γλώσσα στην Ιωάννου. Το βάθος των ιστοριών, όπως και η οπτική, μοιάζουν με εκείνο των ιστοριών της «Βλεφαρίδας» με τις υφολογικές ομοιότητες να είναι περισσότερες από τις διαφοροποιήσεις. Τούτο σημαίνει ότι έχει κατακτηθεί πλέον αυτή η ελλειπτική και διαλείπουσα γραφή συνδυασμένη με μια εκκεντρική εικονοποιία που θυμίζει Ιονέσκο, Αραμπάλ, Μπέκετ και Κάφκα δίχως την εκζήτηση της μίμησης. Θεωρητικά, στο τρίτο βιβλίο, όταν και όποτε έρθει αυτό, θα περιμένει κανείς να δει μια διαφορετική οπτική, μια άλλη γωνία θέασης, ένα σπάσιμο της συνθήκης. Μέχρι τότε, όμως, αυτή η «χώρα» υπάρχει, καίτοι έχει ασαφή και μη εκλογικευμένα όρια και συντεταγμένες. Φαίνεται, όμως πως αυτή είναι και η ιδρυτική της πράξη: να υπάρχει με μια απεικονιστική προοπτική και λιγότερο ως μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας. Η αχρονικότητα, η διαταραγμένη αίσθηση του χώρου, αν και σε αρκετά σημεία διαφαίνονται στοιχεία και μέρη της Κύπρου, και η αμεταμφίεστη λάμψη ενός παραλόγου, είναι στοιχεία που η Ιωάννου διατηρεί και σε τούτη τη συλλογή. Και πράττει καλώς.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ

Εφημερίδα των Συντακτών 24/4/2016

Τρεις διακριτές φωνές

Χρησιμοποιώντας γλώσσα λιτή και ακριβή, καθώς και ευρεία γκάμα παραλλαγών ως προς το ύφος, η Μαρία Ιωάννου μάς προσφέρει με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της έναν μεγεθυντικό φακό, πάνω στις λεπτομέρειες που συγκροτούν την πραγματικότητα.

Με τεχνική δανεισμένη από τη φωτογραφία, η Κύπρια πεζογράφος πετυχαίνει, μέσω της μεγέθυνσης της λεπτομέρειας, να προκαλέσει ένα αίσθημα παραδόξου στον αναγνώστη και επιχειρεί μέσω της επανάληψης και των μοτίβων να τον εξοικειώσει με αυτό το αίσθημα.

Οι περισσότεροι από τους ήρωές της έχουν υποστεί κάποιου είδους ακρωτηριασμό, σωματικό ή ψυχολογικό, και διατηρούν ιδιαίτερη σχέση με ένα αντικείμενο προκειμένου να υποκαταστήσουν με αυτό την αναπηρία τους.

Στο ίδιο πλαίσιο, σε άλλα διηγήματα η εστίαση μεταφέρεται στα καθαυτό αντικείμενα αυτά και η αφήγηση εκτυλίσσεται κατά κάποιον τρόπο υπό την «οπτική γωνία» τους, με αποτέλεσμα να καταλύεται ουσιαστικά η διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα άψυχα αντικείμενα ή, αλλού, τα ζώα.

Σε κάθε περίπτωση, η αφήγηση παρεμβάλλει μια ικανή απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους ήρωες και τον αναγνώστη, υπηρετώντας τη στόχευση της Ιωάννου: όχι να συμπαθήσουμε τους ήρωές της, ούτε να ταυτιστούμε με αυτούς, αλλά να τους παρατηρήσουμε.

Ακόμα και στα διηγήματα όπου η γραφή γίνεται περισσότερο ιδιοσυγκρασιακή, τα οποία επίσης χαρακτηρίζονται από μία αξιοσημείωτη επιδεξιότητα στους συγγραφικούς χειρισμούς, η πεζογράφος περισσότερο εκθέτει τους ήρωές της: την αδυναμία και τη χωλότητά τους. Συνολικά, η Ιωάννου μάς προσφέρει δεκαεννιά κομψές παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, σε ένα παράξενο και γοητευτικό δεύτερο βιβλίο.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ

Fractal 31/5/2017

Το καζάνι που βράζει

Στο Καζάνι της Μαρίας Ιωάννου μαγειρεύονται ιστορίες με ιδανικές συνταγές και δοσολογίες. Τα δεκαεννιά(19) διηγήματα της ομώνυμης συλλογής, ενώ καταπιάνονται με φαινομενικά τετριμμένα και καθημερινά θέματα, σηματοδοτούν την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, την πολυφασματική μας ταυτότητα και την κατακερματισμένη εποχή μας.

Όπως και στη βραβευμένη πρώτη συλλογή διηγημάτων της «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» (εκδ. Γαβριηλίδη 2011), η μικρή φόρμα στα διηγήματα της Μαρίας Ιωάννου δίνει κείμενα υψηλής φόρτισης, με πολλαπλά στρώματα και μορφές ανάγνωσης. Με γραφή μοντέρνα και νοηματικά σύνθετη η συγγραφέας προσδίδει στο μυθοπλαστικό υλικό και τα αφηγηματικά υποκείμενα βάθος και δραματική εμβέλεια πολύ μεγαλύτερη από την προσωπικότητα των ηρώων της.

Εκείνο που αποτελεί χαρακτηριστικό της γραφής της Μαρίας Ιωάννου είναι η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων σε αντικείμενα, φυτά, ζώα που συμπεριφέρονται σαν έμψυχα όντα. Οτιδήποτε λέγεται από/για ένα άψυχο παραπέμπει σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αυτό το παιχνίδι, στο οποίο συμμετέχουν ρόπαλα, σκύλοι, τηλεόραση, φοινικιές, κάκτοι, συνεπαίρνει με τη μεταφορική του δύναμη.

Έπειτα, ενδιαφέρουσες είναι και οι πλάγιες αναφορές στην ιστορία του τόπου αλλά και σε ιστορικά πρόσωπα. Χωρίς εμμονές και ένταση η γραφή υπερβαίνει παραδοσιακά φορτισμένα δίπολα και ακουμπά το δάκτυλο σε αντιφατικές όψεις και κακοφορμισμένες πληγές της νεότερης ιστορίας. Χωρίς να πολιτικολογεί ούτε στιγμή, εστιάζει στο ανθρώπινο με τρόπο που περιέχει ένα διαυγές σχόλιο ταυτισμένο με την ιστορία, τον τόπο και την εποχή που το γέννησε.

Στα διηγήματα δημιουργείται μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, με τρυφερές διακυμάνσεις, που αλλάζει τόνους και χρώματα αφήνοντας μάλλον μια μελαγχολική αίσθηση. Ο σουρεαλισμός της γραφής ξεχαρβαλώνει την εικόνα μιας βλοσυρής κανονικότητας προσδίδοντας της άλλη μορφή με αμφισβητησιακά γνωρίσματα. Η αφήγηση οργανώνεται γύρω από ένα άξονα εσωτερικών αναζητήσεων που υπονομεύει προκαθορισμένους ρόλους, υφαίνοντας χαρακτήρες με ατόφια ιδιοσυχνότητα οι οποίοι κοχλάζουν μέσα τους: πρόσωπα διχασμένα ψυχικά, με εσωτερική συννεφιά, υποβόσκουσα και αδιέξοδη ένταση, διλήμματα και ανεκδήλωτα αισθήματα. Μοιάζουν να βρίσκονται σε οριακή κατάσταση ξενότητας, ενώ διατηρούν μια απόσταση από το περιβάλλον τους.

Με δηκτικό χιούμορ και συγκρατημένη ειρωνεία καυτηριάζεται η εποχή του πλούτου, της μικροαστικής και αμέριμνης κοσμικότητας και της επιθετικής χλιδής. Η συγγραφέας μεταπλάθει σουρεαλιστικά τον πεζό κόσμο της καθημερινότητας σε σύμβολο του ανώφελου και της υπαρξιακής περιδίνησης. Η ηρωίδα της στο διήγημα «singer», ακροβατώντας στα όρια της απόγνωσης, προσπαθεί μάταια να πείσει την κόρη της να σπουδάσει μόδα για να κληρονομήσει το μαγαζί και να φτιάχνει φορέματα “να περνούν οι νεοκύπριες και να πληρώνουν για ένα πετσοκομμένο τραπεζομάντιλο μια περιουσία”. Το διήγημα τελειώνει με την ηρωίδα να ράβει τη σάρκα της. Πρόκειται για μια κορυφαία δυσοίωνη εικόνα στην οποία το σώμα γίνεται η σκηνή στην οποία πρωταγωνιστεί η ανθρώπινη μοίρα στην πιο δυστοπική της μορφή. Ή ακόμα στο διήγημα «Η προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου» , η ηρωίδα ασφυκτιά και μετεωρίζεται μεταξύ ενοχών, απολογίας και αισθημάτων αδύνατης ζωής και φυγής «….πνίγομαι στο στενό θερμοκήπιο μου καθώς ακούω τον άνεμο να καλπάζει, και να καλπάζει και να καλπάζει»

Οι μετανάστες στα διηγήματα της συλλογής λειτουργούν σαν επιτομή των αδιεξόδων και των αντιφάσεων της μεταναστευτικής συνθήκης. Αποτελούν μέρος της διαδικασίας αναζήτησης και επιβεβαίωσης της οικογενειακής και κοινωνικής ταυτότητας των ντόπιων. Κάτι που συνεπάγεται τόσο την αναζήτηση συντροφικότητας όσο και ένα νεύμα συγκατάνευσης και αποδοχής στην προσέγγιση του άλλου. Στο Αppendix: Διάρκεια ζωής, ένα διήγημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, η Άζι από τη Σρι Λάνκα παρακολουθεί αμήχανη τη ζωή ενός πολυταξιδεμένου ζεύγους που συμβιβάζεται εντέλει σε μια άνετη, πλην όμως πληκτική ζωή κατά την οποία ό ένας δεν προφέρει καν το όνομα του άλλου. Ο Πάολο, μετανάστης από τη Βραζιλία, στο τελευταίο λευκό μυρμήγκι, αναζητά ταυτότητα σ’ ένα τραχύ τόπο. Μολονότι ζει σ’ ένα φάσμα πολλών ταυτοτήτων δεν μπορεί να αποδεχτεί πλήρως καμιά από αυτές. Φτιάχνει καπέλα με φάτσες κυπρίων πολιτικών, ονειρεύεται να τα πουλήσει στην υπαίθρια αγορά σε φιλιππινέζες, χορεύει καλαματιανό σε πανηγύρια με καζαντί για να προσελκύσει πελάτες.

Έπειτα οι μετανάστριες, χωρίς να απολέσουν τη ξενότητα τους, ακολουθούν ατομικές διαδρομές που καθορίζονται από ανάγκες μάλλον παρά από επιλογές. Και ενώ είναι κοινωνικά παραμερισμένες οι διανθρώπινες σχέσεις που κτίζουν με τους ντόπιους υπερβαίνουν τις σχέσεις εργασίας και από ενεργούμενα ενός κόσμου γίνονται σιγά- σιγά ενεργά υποκείμενα συνθετικής συνύπαρξης. Στο διήγημα «οι κούκλες» δυο μη κατονομαζόμενες γυναίκες- η μια αναφέρεται ως «ρωσίδα»-, θύματα στερεοτυπικών απεικονίσεων, εξελίσσονται σε κάτοπτρο το οποίο προβάλλει το πως συγκροτούνται και μεταλλάσσονται σχέσεις, ταυτότητες και ιεραρχίες φύλου και εξουσίας μεταξύ ζευγαριών, μεταξύ ντόπιων και μεταναστών/τριών. Το διήγημα με την έμφυλη διάσταση της γραφής ωθεί, με την εσωτερική του δύναμη, τη συζήτηση για το θέμα που διαπραγματεύεται πολύ πέρα από το λογοτεχνικό του ορίζοντα. Με ένταση που κλιμακώνεται έντεχνα φωτίζονται οι εσωτερικές σκοτεινές διεργασίες εξοντωτικής συμμόρφωσης με έμφυλα στερεότυπα, σε συνθήκες ασφυκτικού κοινωνικού ετεροκαθορισμού.

.

Η ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΑΣ
ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

“Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα” 16/10/2011

Η πτώση ενός κόσμου παράλογου

Μία βλεφαρίδα που πέφτει από ύψος ενός μέτρου και 65 εκατοστών είναι η κατάληξη και το πλέον εκτεταμένο διήγημα της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Α. Ιωάννου (Λεμεσός, 1982). Πριν, ένας άνδρας κατοικεί σε μία βαλίτσα 168 εκ., μία γυναίκα κολλάει τον εαυτό της στην καρέκλα και εν συνεχεία στο νεροχύτη γράφοντας, στέρνα ανθίζουν, βγάζουν κλαδιά και συναντούν στο δρόμο άλλους ανθρώπους επίσης ανθισμένους, ένας πολυέλαιος παρακολουθεί τις διεστραμμένες ερωτικές συνευρέσεις του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του με νεαρές γυναίκες, παθαίνοντας ηλεκτροπληξία και πέφτοντας ανάμεσα στις σεξουαλικές στάσεις, μια πόλη αναποδογυρίζεται, λέξεις εξαφανίζονται κ.ο.κ.

Ένας κόσμος υπαρκτός, αναγνωρίσιμος, μοντέρνος, ωστόσο όχι σε τόσο «φυσιολογική» και άνετη κατάσταση.

Το παράλογο υπήρξε πάντοτε η φόδρα του πράγματος. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως αέναη μετάβαση σε αυτό που όντως τείνει, στο «άλλο» που μπορεί να συμβεί, κι εν τέλει συμβαίνει. «Παράλογο χαρακτηρίζουμε αυτό που είναι απίθανο να συμβεί κι εντούτοις συμβαίνει, αυτό που είναι πιθανό να συμβεί, αλλά δεν συμβαίνει, το χαρακτηρίζουμε φυσιολογικό» (Γκάμπριελ Λάουμ), παραθέτει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ετσι, το παράλογο εμφανίζεται ως η πλέον πιθανή εκδοχή του κόσμου και των πραγμάτων.

Ο κίνδυνος σε μια τέτοια αντιμετώπιση και λογοτεχνική μεταφορά του κόσμου είναι το γκροτέσκ. Η Μαρία Α. Ιωάννου δεν τον διατρέχει ούτε στιγμή. Η αφήγησή της κινείται με ειλικρίνεια, επιδεξιότητα, ισορροπία, φαντασία και βάθος. Η γλώσσα της, ώριμη, πυκνή, ελλειπτική, σημαίνουσα, πενθητική (περιέχοντας στο έπακρον τις ψυχοσωματικές σχέσεις της γενιάς της), εμβαθύνει στο παρόν και το παρελθόν με προσωπικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς υπαινιγμούς, κάποτε στα όρια της απόστασης και της σωσίβιας ειρωνείας. Ο Φραντς Κάφκα, ο Σάμιουελ Μπέκετ και η Κασσάνδρα και ο Λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου της παραστέκουν αρχαγγελικά.

Τα διηγήματα της συλλογής θα μπορούσαν συγχρόνως να διαβαστούν ως ένα και το αυτόν. Οι ήρωες (χωρίς ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, σχεδόν σημεία), τα φύλα και οι καταστάσεις που εναλλάσσονται συμβαίνουν σε ενιαίο χρόνο, σε μια ροή που συνέχει και μοιράζεται ό,τι έχει προηγηθεί και έπεται.

Από αυτήν την άποψη, η αφήγηση δεν διακόπτεται ούτε όταν τελειώνει ένα διήγημα και αρχίζει ένα άλλο, αλλά μάλλον ορίζεται από κενά διαστήματα, μικρές παύσεις, σιωπές και αναπνοές (που ούτως ή άλλως συναντάμε συνεχώς στο κείμενο) μετατοπίζοντας τα τεκταινόμενα λίγο πιο κει, λίγο πιο δω, στον ίδιο παράδοξο χώρο.

Η Μαρία Α. Ιωάννου έγραψε ένα λίαν αξιοπρόσεκτο πρώτο βιβλίο, το οποίο δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ό,τι έχει γραφτεί ήδη από τη γενιά της.

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος 13/11/11

Το αντεστραμμένο είδωλο του αστικού κόσμου

Ένας άντρας κλεισμένος σε μια βαλίτσα. μια ανάποδη πόλη, στέρνα που ανθίζουν, ένας πολυέλαιος που παρακολουθεί την ερωτική δραστηριότητα του ιδιοκτήτη του. ένας κόσμος που καταρρέει -σαν βλεφαρίδα- από ύψος 1,65μ. για ν’ αποκαλύψει την παραφορά και έκπτωσή του. Ένας κόσμος απόλυτα οικείος και αναγνωρίσιμος για κάθε αναγνώστη, μα δοσμένος από την οπτική της παραδοξότητας που τον κατατρύχει και διέπει στις πλέον καθημερινές του εκφάνσεις.

Αυτή την εικόνα του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος μάς μεταφέρει η Μαρία Α. Ιωάννου στο πρώτο της βιβλίο, μέσα από την προσωπική της οντολογία που μετέρχεται το παράλογα και τη μεταμόρφωση για να παραδώσει έναν κόσμο στην πιο τέλεια εκφορά του. Καθότι η μοντέρνα πραγματικότητα δεν γίνεται να νοηθεί δίχως την αέναη μεταβολή της ανθρώπινης διανοίας και την επακόλουθη προβολή των αντικειμένων και των γεγονότων στο πεδίο του ίδιου βλέμματος Μια «παράλογη*» αποτύπωση του περιβάλλοντος κόσμου -με τα εγγενή στοιχεία της ειρωνείας. του τρομώδους και του πένθους-βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα -ή μάλλον, χάσμα- της πραγματικότητας που βιώνει το συγκαιρινό ιστορικό και κοινωνικό υποκείμενο στις επιμέρους παραλλαγές της Τα 16 διηγήματα του ανά χείρας τόμου -εντάσσοντας σε αυτά και την εισαγωγική συζήτηση μιας «παρέας» βιβλίων από τα ράφια του σκοτεινού εργαστηρίου της συγγραφέως- εκτυλίσσονται σε ένα. κυρίως ανώνυμο αστικό περιβάλλον. ενώ η ανωνυμία των ηρώων είναι σχεδόν απόλυτη -σε αυτό το πλαίσιο προτιμάται η ταυτοποίηση μέσω της ιδιότητας που φέρει το εκάστοτε άτομο ή αντικείμενο. Μιλώντας με μπεκετικούς όρους θα λέγομε πως το σύνολο των διηγημάτων κινείται σε εκείνο το μεθόριο χάσμα που -αδιάφορο αν ενώνει ή χωρίζει- εκτείνεται ανάμεσα στην κόλαση της ύπαρξης και στο καθαρτήριο της ατομικότητας, καθώς οι ανώνυμοι ήρωες της Ιωάννου αποτελούν φιγούρες ενός έκπτωτου παράδεισου όπως μας δόθηκε από το σύγχρονο δυτικό μοντέλο κοινωνίας Η συνειδητοποίηση αυτής της τραγικότητας εκ μέρους των παράλληλων ατομικοτήτων που διατρέχουν τα διηγήματα της Ιωάννου. τους οδηγούν στο να ανεβάσουν ξανά και ξανά το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης σε ένα σκηνικό όπου τίποτα δεν είναι αληθινό, τίποτα δεν είναι συμφωνημένο. και τα κοντά ορίζονται μέσα από την παράλογη οπτική του κόσμου. που μοιάζει με την πιο βέβαιη ερμηνεία μίας ασφυκτικό παράδοξης παράστασης – κι αυτή δεν είναι άλλη από την τρομακτική καθημερινότητα. η οποία «γεννάει» διαρκώς καινούργιο πάθη για τους πάσχοντες του αισθητού κόσμου.

Στην ίδια σκηνή, στον ίδιο κλειστοφοβικό αστικό ιστό, στην ίδια άχρονη ροή της συγχρονικότητας όπου τα πάντα μοιάζουν στάσιμο, η Ιωάννου δεν ξαναπαίζει απλώς τα προσωπικά δράματα των πρωταγωνιστών της μα ασκεί εμμέσως -πλην όμως, άκρως δραστικά· τn ματιά της στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής, δίχως μελοδραματισμούς και μεγαλόπνοα ρητορικά σχήματα. Στο αντεστραμμένο είδωλο του κόσμου μες στο οποίο κόβει η ανάσα της Ιωάννου. η διαδρομή προς έναν οίκο ανοχής συναντάει την αδιαφορία της δημοτικής Αρχής, αλλά και ένα «Όχι» στο γκράφιτι κάποιου τοίχου. Μια ανάποδη πόλη στην οντολογία της Ιωάννου έχει το όρθιο.
ακίνητο βουνό της, με τις πληγές του και την όρθιο σημαία του πάνω οπό μια πόλη με αδειασμένες ελπίδες.

Καταληκτικό. «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» αποτελεί ένα ιδιαίτερο κείμενο με φαντασία και αναλυτικό βάθος που αξίζει την προσοχή αναγνωστών και ειδημόνων – ένα από το πιο ενδιαφέροντα βιβλία της πρόσφατης ευρύτερα νεοελληνικής πεζογραφίας.

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 17/12/11

Τριαντάρηδες ταλαντούχοι και πρωτοεμφανιζόμενοι

Είναι η πρώτη λογοτεχνική γενιά του 21ου αιώνα και ψάχνει να βρει το στίγμα της σε μια εποχή κρίσης, κρίνοντας με αυστηρότητα τις γενιές που διαμόρφωσαν το προφίλ της Ελλάδας μετά τη Μεταπολίτευση. Η φωνή τους πρωτότυπη και αποσπασματική αποτυπώνεται σε σύντομα κέιμενα που αντλούν τη δύναμή τους από την αυθεντικότητά τους (…)

(…) Η Μαρία Ιωάννου διάλεξε τη γλώσσα του σουρεαλισμού και του παράδοξου για τις 16 ιστορίες της «Γιγαντιαίας πτώσης μιας βλεφαρίδας» (Γαβριηλίδης). Ιστορίες που αναπτύσσονται γύρω από ένα στιγμιότυπο, μια καθημερινή ρουτίνα, μια σκέψη και απηχούν μια κοσμοπολίτικη όσο και ντόπια κουλτούρα (…) «Η γενιά μου νιώθει να παλεύει με τον εαυτό της. Θέλουμε να αλλάξει η γεμάτη προκαταλήψεις κυπριακή νοοτροπία, αλλά έχουμε δεχτεί πλύση εγκεφάλου για το ότι η προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους είναι προδοσία…»

http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4680924

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

εφημερίδα Ελευθεροτυπία 12/11/11

Βιβλία σε στόματα λεόντων καθώς πέφτει η θερμοκρασία του σώματος – 65 βιβλία δίπλα μας

*Μαρία Α. Ιωάννου: Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 159. Κάτω από τον ψεύτικο τίτλο -φιλολογική απάτη ή εξυπνάδα- ιδιοφυή διηγήματα από τη Μαρία Α.Ιωάννου που γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό και εκδίδει για πρώτη φορά.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

Cadences: a journal of literature and the arts in Cyprus Vol. 7 /
Φθινόπωρο 2011 + http://www.apostaktirio.gr

«Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» είναι μια ξεχωριστή συλλογή διηγημάτων. Διαρρηγνύοντας ριζικά κάθε δεσμό με τον κλασικό τρόπο συγγραφής ενός βιβλίου, η Μαρία Ιωάννου αναζητά νέους λεκτικούς δρόμους που διαποτίζονται από υπερρεαλιστικά και φανταστικά στοιχεία. Οι παρενθέσεις ανοίγονται τόσο συχνά, εμπεριέχοντας ωστόσο τη δική τους σημασία, ενώ υπάρχουν σκηνές που εκτυλίσσονται σαν γρήγορα καρέ μέσα σε υγρά και σκοτεινά τοπία, κάτι σαν μείξη SEVEN με ταινίες του Aronovsky(Requiem for a Dream). Οι ρόλοι αναμειγνύονται και εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς. Οι ήρωες γίνονται θύματα των πράξεών τους ή του σύγχρονου αδίστακτου βίου, ενώ η ωμότητα των σκηνών ξεδιπλώνεται στα μάτια μας χωρίς κανένα ταμπού ή περιστροφές. Δεν κρύβω πως σε αρκετά σημεία σοκαρίστηκα, όχι γιατί αυτά που διάβαζα δεν υπάρχουν στον αληθινό κόσμο, αλλά γιατί θέλει τόλμη εκ μέρους του συγγραφέα για να τα παραθέσει έτσι απλά σε μια συλλογή διηγημάτων (…)

(…) Εύχομαι αυτή η νέα και διαφορετική φωνή της Κύπρου να βρει συμπαραστάτες και συνοδοιπόρους σ’ αυτούς τους νέους δρόμους που ανοίγει.

ΠΑΡΙΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

συγγραφέας και σεναριογράφος

http://www.parisaristides.com

Μιά διείσδυση στο σύνορο. Εκεί που ξεκινά το πένθος για ζωές που χάθηκαν, για ζωές που χάνονται περνώντας με παραλήρημα το σύνορο της ζωής προς το θάνατο, για μια ζωή που θα χαθεί σε λίγο… Η απόσταση από το διάβημα, ο απροσδιόριστος χρόνος που χρειάζεται μια βλεφαρίδα να πέσει από το μάτι στο τίποτα. Ζωές που λιποτακτούν από μιά βαρετή βεβαιότητα προς μία, όχι πάντα, ανάλαφρη λύτρωση, αλλά σε ένα εξίσου πένθιμο επέκεινα (…)

(…) Η γραφή της συγγραφέως ελλειπτική αποφεύγει να ιχνογραφήσει το αυτονόητο. Οι λέξεις της σαν έντομα στριφογυρνούν γύρω από το αντικείμενο και υποψιάζουν τον αναγνώστη για το σώμα του θέματος. Λέξεις – πεταλούδες, λέξεις-μέλισσες, σφήκες ή μύγες κάθονται στο ζωντανό πτώμα μιάς ζωής που δεν έχει αξία να τη ζει κανείς. Πως αλήθεια σ’ένα μεσογειακό τοπίο που σφύζει από ζωή και εξωστρέφεια βγήκε μια τέτοια κεντροευρωπαϊκή αίσθηση απελπισίας;

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

(η) http://andreaskandreou.blogspot.com/2012/01/blog-post.html

Το βιβλίο «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011) είναι το πρώτο βιβλίο της πολλά υποσχόμενης κύπριας συγγραφέως Μαρίας Α. Ιωάννου.
Πρόκειται για δεκαπέντε ενδιαφέροντα διηγήματα τα οποία διαβάζονται εύκολα και ευχάριστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερούνται βάθους και ποιότητας.
Η συγγραφέας χειρίζεται με επιδέξιο τρόπο την ελληνική γλώσσα και το γράψιμό της διακατέχει μια ποιητικότητα. Σε κάποια από τα διηγήματα, πάντως, προκαλεί εντύπωση η ωμότητα του λόγου της Ιωάννου η οποία ξαφνιάζει περισσότερο όταν γνωρίζεις ότι το κείμενο που διαβάζεις έχει γραφτεί από μια γυναίκα – συγγραφέα
Ιδιαίτερα μου άρεσε η εισαγωγή όπου παρουσιάζονται τα βιβλία που είναι τοποθετημένα πάνω σ’ ένα ράφι να συζητούν μεταξύ τους σε μια πρωτότυπη βιβλιοσυζήτηση!

Γενικά, πιστεύω ότι όσοι τολμήσουν να ακολουθήσουν τη βλεφαρίδα της Μαρίας Α. Ιωάννου στη γιγαντιαία της πτώση, διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν πρόκειται να το μετανιώσουν!

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, 28/3/12

Το απόλαυσα. Από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Έκανα και επιστροφές, ώστε να μπαίνω καλύτερα στο νόημα μερικών διηγημάτων. Που είναι, το νόημα εννοώ, κουβάρι. Χρειάζεται παρατηρητικότητα και διορατικότητα εκ μέρους του αναγνώστη. Η Μαρία Α. Ιωάννου, πάντως, διαθέτει και τα δύο. Και έμπνευση σατανικά αγγελική, ή αγγελικά σατανική. Και σε βιδώνει στο κάθισμά σου. Και χαίρεσαι ακόμα και τις υπερβολές της, ακόμα και τις ακρότητές της, ακόμα και τους κλυδωνισμούς της. Επειδή, εκτός των άλλων, λογοτεχνία είναι και φαντασία. Γόνιμη και δημιουργική. Ενίοτε και αλλόκοτη – γιατί όχι; Στη λογοτεχνία, και στη φαντασία, δεν βάζεις κανόνες. Τις αφήνεις ελεύθερες και όπου σε πάνε.

Βεβαίως, το γράψιμο της Ιωάννου είναι, κατά την άποψή μου, στο μεγαλύτερο μέρος του υπαινιχτικό. Μοιάζει με θολό τζάμι – χρειάζεται να σκουπίσεις με το μανίκι το γυαλί, για να δεις τι υπάρχει στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο απέναντι κατάστημα, στο απέναντι όνειρο. Καλύτερα όμως. Άμα είσαι αναγνώστης με απαιτήσεις, άμα σε γοητεύει, λίγο ή πολύ, η ψυχογραφική τεθλασμένη, τότε τα διηγήματα της συλλογής απευθύνονται σ’ εσένα.

Μια βλεφαρίδα πέφτει – από πόσα στάδια θα περάσει, άραγε, η πτώση της; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το μικρό πολυέλαιο. Πέφτει ή μήπως ανεβαίνει; Μήπως πέφτει ανεβαίνοντας; Και από πότε έγινε ικανός να ερμηνεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές; Όσο για το Αγρινό, κατασκοπεύει εικόνες και πρόσωπα, σαν πράκτορας μυστικών υπηρεσιών – απλά και ουσιαστικά.

«Το Αγρινό έστεκε σε ένα γωνιακό κατάστημα (που πουλούσε γούνες από Ρωσία), κοιτάζοντας επίμονα τις φάτσες των επιχειρηματιών να περνούν και τα βρώμικα χέρια παραδίπλα καθαρμάτων. Το σώμα του παράμενε ακίνητο, ούτε μια τρίχα δεν κύρτωνε από τον άνεμο. Τίποτε απολύτως δεν τρυπούσε το χοντρό διάφανο γυαλί της βιτρίνας. Δεν μπορούσε να δει τις ακριβές τσάντες Cucci των γυναικών ούτε και τις σκοτεινές σκέψεις γερασμένων διεστραμμένων ανδρών. Είχε τις δικές του σκέψεις. Δεν έβλεπε ούτε τον ήλιο ούτε τα σύννεφα ούτε τη φρεσκογυαλισμένη με κερί Πόρσε στους στενούς δρόμους, μα ούτε και το κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια και το γλειφιτζούρι. Μόνο το είδωλό του στο γυαλί. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρίσκονταν οι πολυτελείς βίλες ή οι ποτισμένοι με μαύρο χρήμα κήποι. Δεν το ένοιαζαν οι σχισμές στα πεζοδρόμια που πλημμύριζαν από βροχή και σάλιο. Τα κόκαλά του, σκελετωμένα και κίτρινα, ξεγύμνωναν τον εαυτό τους σαν ιερογλυφικά, κάτι διόλου παράδοξο, λαμβάνοντας κανείς υπόψη ότι το Αγρινό είχε πάρει θέση μούμιας στο χώρο» (σ.σ.79-80).

Ναι, η παρουσία της Μαρίας Α. Ιωάννου σηματοδοτεί, ίσως, την ύπαρξη μιας νέας, προικισμένης, λογοτεχνικής γενιάς της Κύπρου. Αλλά μέχρι αυτό να αποδειχτεί, κλείνω με την επισήμανση πως: «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» είναι μια ευρηματική και, σαν χάδι, τρυφερή συλλογή που διαβάζεται απνευστί.

ΑΓΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

http://www.librofilo.blogspot.com

(…) Με την συλλογή διηγημάτων «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» της Ιωάννου, μεταφερόμαστε σε άλλο κλίμα και στυλ γραφής, περισσότερο σουρεαλιστικό και (με την δημιουργική έννοια) «πειραματικό», όπου η συγγραφέας «παίζει» με το παράλογο υποδόρεια και με φινέτσα χωρίς ευκολίες και συμβάσεις.Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής, απηχούν προβληματισμούς και χιούμορ σε καταστάσεις άλλοτε γκροτέσκες και υπερεαλιστικές για να καταλήξουν στο ομώνυμο διήγημα του μικρού τόμου, όπου παρακολουθούμε την πτώση μιας βλεφαρίδας σε «slow motion». Τον τόνο βέβαια δίνει η εισαγωγή του βιβλίου, όπου αναφέρονται οι επιρροές της συγγραφέως. Από Μπέκετ, Ιονέσκο και Τ.Μόρισον, περνάμε στον Σαίξπηρ για να φτάσουμε στις ελληνικές επιρροές με Χρηστομάνο και την (υπέροχη) «Κερένια κούκλα» του και το «Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Καραπάνου με τον Κάφκα να σχολιάζει «αφ’υψηλού», ενώ δεν λείπουν οι αναφορές (κάτι που περνάει «υπογείως» σε όλη την συλλογή) στην μονότονη επιμονή των συμπατριωτών της στην εισβολή του ’74 (…)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ

περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαίου 2012

Στα διηγήματα της Κύπριας Μαρίας Ιωάννου πολυέλαιοι βλέπουν κι αισθάνονται, βαλίτσες αποκτούν ανθρώπινη ταυτότητα, δέντρα και εικονικές οντότητες αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση, βλεφαρίδες πέφτουν στη διάρκεια μιας αιωνιότητας ─ όλα προσπαθούν να πείσουν για ένα γοητευτικό ψεύδος: η ζωή ως μεταφορά. Είναι πολλά τα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων που καταφεύγουν στο παλιό καλό τέχνασμα της προσωποποίησης με την πρόθεση να καταπλήξουν τον αναγνώστη. Τα περισσότερα από αυτά ─πράγμα που ισχύει και για άλλα είδη της λεγόμενης λογοτεχνίας του φανταστικού─ βυθίζονται σε μια εντυπωσιοθηρική παραδοξολογία, που συχνά τη συνοδεύουν η ανεξέλεγκτη εικονοποιία και η ρηχότητα της λογοτεχνικής σύμβασης. Αυτά δεν ισχύουν για τη «Βλεφαρίδα». Η Μ.I., ελέγχοντας το υλικό της, γράφει «ως εάν». Εκκινώντας, σε κάθε διήγημα ξεχωριστά, από την παραδοξολογική μεταφορά, καταφέρνει, αμέσως, να προσδώσει στο αντικείμενο συμβολικό περιεχόμενο και αξία, να το καταστήσει, σχεδόν, δρων πρόσωπο. Με μια ανεπαίσθητη αλλά αποτελεσματική μέθοδο μεταβαίνει από το φανταστικό στο πραγματικό, για να επιστρέψει, στο τέλος των διηγημάτων, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, έχοντας εν τω μεταξύ «πείσει» τον αναγνώστη για την αληθοφάνεια του μύθου της. Αν η ανάγνωση έχει τα προαπαιτούμενά της ─κανένας αναγνώστης δεν προσέρχεται αθώος στο βιβλίο─, άλλο τόσο διαθέτει και ένα «μετά», που δεν περιλαμβάνει μόνο την καθαυτή αναγνωστική εμπειρία και την επίγευση που αφήνει το κείμενο, αλλά και ένα ερέθισμα προς αναστοχασμό, μια ελαφρά μετατόπιση της συνείδησης του αναγνώστη ως προς την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Κι αυτή η μετατόπιση είναι πιο έντονη, όταν προκύπτει από κείμενα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Η «Βλεφαρίδα» της Μαρίας Ιωάννου καταφέρνει να χαρίσει στον αναγνώστη αυτή την «αίσθηση». Κινούμενη στο πλαίσιο που έχει χαράξει εκ των προτέρων γι’ αυτήν η κρατούσα πολιτισμική συνθήκη (δάνεια από το Διαδίκτυο, αλτέρνατιβ προθέσεις κλπ.), καταφέρνει να σταθεί όρθια παρά την πτώση της (και παρά τα εκβιασμένα, και μάλλον εύκολα, ευρήματα, αποτέλεσμα μιας εξαναγκαστικής καινοτομικής διάθεσης). Εξοπλισμένη αλλού με λυρισμό, αλλού με επινοητικότητα και φαντασία και αλλού με έναν γνήσιο λογοτεχνικό στοχασμό ─και παρά το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία ενδίδει σε ευκολίες, κυρίως μορφικού χαρακτήρα─, συνιστά μια ολοκληρωμένη πρόταση και, μαζί, μια αξιοσύστατη πρώτη εμφάνιση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Φθινόπωρο 2012

«Δυνατή πρόζα, που υπερβαίνει την εντοπιότητα ενώ ταυτόχρονα την εμπεριέχει. Γλώσσα ώριμη, πυκνής ύφανσης και μαζί ελλειπτική, που αξιοποιεί στοιχεία του σουρεαλισμού και του παραλόγου. Θα ξανακούσουμε στο μέλλον το όνομα αυτής της νέας Κύπριας πεζογράφου»

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

λογοτεχνικό περιοδικό ΑΝΕΥ, Φθινόπωρο 2012

Με την πρώτη συλλογή διηγημάτων της η Μαρία Ιωάννου κάνει αισθητή την παρουσία της στην κυπριακή και την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία. Η υποδοχή της από την κριτική στην Ελλάδα είναι ενθουσιώδης. Η Μαρία Ιωάννου με τη «Γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» ήδη κατατάσσεται στην εμπροσθοφυλακή της κυπριακής πεζογραφίας. Είναι μια νέα, ελπιδοφόρα λογοτεχνική φωνή. Απαλλαγμένη από τα σύνδρομα που συνήθως εμφιλοχωρούν στην κυπριακή πεζογραφία και αποτελούν τροχοπέδη στην αισθητική αξία ενός κειμένου. Που βλέπει μέσα από μια νέα οπτική ματιά τα πράγματα, φρέσκια, παράδοξη, αλλόκοτη.

Η Μαρία Ιωάννου καταργεί τα καθιερωμένα. Τις κοινωνικές συμβάσεις. Και στη μορφή και στο περιεχόμενο της πεζογραφίας της. Δεν είναι τόσο η κριτική ματιά της για όσα συμβαίνουν στην κοινωνική πραγματικότητα όσο οι υπαινιγμοί και όσα η αντίληψη του αναγνώστη αφήνεται ελεύθερη να προσλάβει ή να προεκτείνει ένα βήμα παραπάνω. Τα διηγήματά της κινούνται στα πλαίσια του υπερρεαλισμού. Είναι ένας άλλος κόσμος που ζει δίπλα και πέρα από τον πραγματικό, σε μια παράλληλη διάσταση, στο όνειρο. Άψυχα αντικείμενα που αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση, εμψυχώνονται, σκέφτονται και δρουν. Μια μεταφορική σύλληψη, αλληγορία της καθημερινότητάς μας, προσωπική υπερβατική σύλληψη του κόσμου, καλειδοσκοπική και παραμορφωμένη. Το συνηθισμένο που γίνεται ασυνήθιστο. Ένας άνθρωπος κλεισμένος στη βαλίτσα, ο πολυέλαιος που παρακολουθεί από ψηλά ερωτικές συνευρέσεις, το αγρινό που σκέφτεται και προσπαθεί να παρέμβει στα όσα συμβαίνουν γύρω του, η βλεφαρίδα που πέφτει, τα στέρνα που ανθίζουν και πετάνε κλαριά, η παιδική αφέλεια που αποκαλύπτει βαθιές αλήθειες, τις οποίες οι μεγάλοι αδυνατούν να συλλάβουν, οι ψευτοπατριωτισμοί. Νά ορισμένα από τα θέματα των διηγημάτων της.

Μέσα από τα περισσότερα διηγήματα αναδεικνύεται η εξάρτηση των ανθρώπων από τα αντικείμενα, μια σχεδόν φετιχιστική κατάσταση, παρανοϊκή. Και η εξάρτηση αυτή δηλώνει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου σ’ έναν κατακερματισμένο κόσμο. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αφορούν ζευγάρια, οι σχέσεις είναι προβληματικές, η έλλειψη επικοινωνίας είναι φανερή. Υπαινικτικά και σκόρπια γίνεται λόγος για θέματα της πρόσφατης ιστορίας του νησιού, συνήθως για τις συνέπειες της τούρκικης εισβολής (π.χ. προσφυγιά), την καταναλωτική μανία (είναι ενδεικτικές οι αναφορές σε γνωστές μάρκες-πάλι η εξάρτηση από τα αντικείμενα), το ρατσισμό και τους μετανάστες, την οικονομική κρίση και τα κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδά της, τους κινδύνους για τα παιδιά εξαιτίας του διαδικτύου. Καμιά φορά αυτά τίθενται με τρόπο ωμό, ιδιαίτερα σκληρό που αιφνιδιάζει και προκαλεί.

Ο κόσμος του βιβλίου της Μ. Ιωάννου είναι ένας αποσπασματικός κόσμος, ένας μικρόκοσμος. Η συγγραφέας τον αρπάζει με την τσιμπίδα και τον αποθέτει κάτω από το μικροσκόπιό της. Τον παρατηρεί και τον εξετάζει σε βάθος, τον μεγεθύνει για να αναδείξει τις ιδιαιτερότητές του.

Η αποσπασματικότητα αυτή, η ροή της συνείδησης, η αχαλίνωτη φαντασία, το αλλόκοτο και το ασυνήθιστο, το ξάφνιασμα, η αναλυτική ματιά και οι απρόσμενοι συνειρμοί, οι λογοτεχνικές καταβολές (π.χ. καφκικός κόσμος), η διάρρηξη της σχέσης με την κλασική αφήγηση και συγγραφή, το λεπτό χιούμορ και η ειρωνεία είναι στοιχεία και τεχνικές που εμπλουτίζουν τα διηγήματα της Μαρίας Ιωάννου και τα καθιστούν ιδιαιτέρως γοητευτικά.

Αλλά και η μορφή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η Μαρία Ιωάννου. Η παραδοσιακή γλώσσα ναρκοθετείται και αποσυντίθεται. Πότε παραληρηματικός λόγος που δίνει γρήγορο και ασθματικό ρυθμό και ύφος στο κείμενο, μακροπερίοδος, χωρίς σημεία στίξης, ασύνδετες και συνειρμικές προτάσεις, ψευδισμοί και άλλοτε ελλειπτικές, μικρές και κοφτές φράσεις. Μια γλώσσα τολμηρή είτε στην κυριολεξία είτε στη μεταφορά της που δεν αφήνει αδιάφορο τον αναγνώστη. Αντίθετα, οι λέξεις, οι φράσεις, οι σκέψεις, ο ανεστραμμένος κόσμος της Μ. Ιωάννου εξακολουθούν να φτερουγίζουν δίπλα του και μετά την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Μετά το κλείσιμο του βιβλίου, κάτι βλεφαρίζει ακόμα από πάνω του, μια γιγαντιαία βλεφαρίδα, κάποιος εξακολουθεί να του κλείνει πονηρά το μάτι.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.