Ο Γιώργος Αλισάνογλου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Είναι ποιητής, μεταφραστής και έκδοτης. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Πολιτικές ’Επιστήμες και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις και στην Κοινωνική Πολιτική. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Τον Νοέμβριο του 2005 ίδρυσε και από τότε διευθύνει τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο Σαιξπηρικόν. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σέ πολλές γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, ενώ ο ίδιος έχει λάβει μέρος σέ διάφορα φεστιβάλ και συμπόσια ποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.. Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί επίσης η ποιητική του συλλογή Παιχνιδότοπος (2016), η οποία έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί στα γαλλικά, στα δανικά και στα σερβικά.
To πρόσφατο βιβλίο του Κυψέλες (Κίχλη, 2021) ήταν υποψήφιο για το βραβείο ποίησης των περιοδικών “αναγνώστης” και “χάρτης”.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Άηχες κραυγές, (Κατσάνος, 2001)
Αφροδίτη, (Κατσάνος, 2003)
Ακάνθινη πόλη (Κατσάνος 2006)
Συνέδριο αναισθησιολογίας (Σαιξπηρικόν 2008)
Το παντζάρι και ο διάβολος (Τυπωθήτω 2008)
Jesu Christiana (Μαγικό Κουτί & Fata Morgana 2011)
ERO(S) (Σαιξπηρικόν 2011)
Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση (Σαιξπηρικόν 2013)
Παιχνιδότοπος (Κίχλη 2016)
Love Is Loss ( Σαιξπηρικόν 2019)
Κυψέλες (Κίχλη 2021) [υποψήφιο για το βραβείο ποίησης των περιοδικών “αναγνώστης” και “χάρτης”]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
2003 Pink Floyd: Is there anybody out there?, Κατσάνος, Θεσσαλονίκη
2005 Madrugada, Κατσάνος, Θεσσαλονίκη
2007 Τζιμ Μόρρισον: Μια αμερικάνικη προσευχή, Κατσάνος, Θεσσαλονίκη
2008 Ο Μπουκόβσκι για τον Μπουκόβσκι, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη
2022 Edgar Allan Poe Το κοράκι
.
.
ΚΥΨΕΛΕΣ (2021)
[ Μόνον εμείς ]
Οι κυψέλες είναι σύγχρονες πόλεις που χτίσαμε
πάνω σε ερείπια όταν ήμαστε παιδιά
γεωμετρία μνήμης
ένα δωμάτιο είν’, η μάνα
μήτρα που γεννάει σώματα που μέσα τους καίει
ανάγκη λαξευμένη στην πέτρα — χωρίς εσύ, χωρίς εγώ
ανοιχτή, γυμνή και διχασμένη — όπως διχασμένος
είναι ο κόσμος σε μια εσωτερική έκταση που δεν
τον βλέπεις μέχρι να φανεί κάποτε εκείνο το
διαπεραστικό φως που σκοτώνει δίχως να ξέρει πώς
(όταν τα μάτια γίνονται πόδια)
σ’ οδηγεί σ’ αυτόν τον προς κάθε κατεύθυνση
ατελείωτο τόπο
(μες στο μέλι μεγαλώνει το σκοτάδι —
από κει που έφυγες θα εμφανιστεί
ο ουρανός
και θα ‘χει το βλέμμα σου (
τα μάτια είναι η τελευταία εικόνα της γης
μπουμπούκια πού είναι πιο πολύ αίσθηση παρά χρώμα
γι’ αυτόν τον απύθμενο συνωστισμό ζωής (
μέσα στις κυψέλες πού έφτιαξα
ήθελα να σου δώσω έναν χορό
ήθελα να σου δώσω τα χέρια μου
ήθελα να σου δώσω τη γλώσσα μου
μια συνθήκη ελευθερίας σαν μια αλήθεια
που αρχίζει ξανά και ξανά
θέλω όταν θα γεμίζουμε τα όπλα μαζί
να ξαναγίνουμε παιδιά
το πρόσωπό σου να είναι στραμμένο
προς τον κήπο με τις λεμονιές
να φτάσουμε εκεί πριν απ’ τη μνήμη
πριν απ’ τις πόλεις
πριν από εμάς
δεν υπάρχει το εκεί. δεν υπάρχουν οι λεμονιές.
δεν υπάρχει η μνήμη δεν υπάρχουν οι πόλεις.
μόνον εμείς
[ Το λουλούδι επινοεί τη μέλισσα ]
Ή μέλισσα κατάλαβε
ότι η φύση την αγαπούσε
αλλιώς τώρα θα ήταν από καιρό νεκρή
κι έτσι έσκυψε να ακούσει τον χτύπο της καρδιάς
του αγριολούλουδου με το όνομα Έμιλι Μπροντέ
(πρόσκαιρη αίσθηση αιωνιότητας)
μαύρη σκόνη στα πέταλά του
μιας άλλης εποχής — επιθυμία
λίκνισμα παράξενης γλώσσας
εκεί που οι υπόνομοι μένουν ανοιχτοί
(πρωί πρωί στη Μητροπόλεως)
εκείνη δεν υποψιάστηκε τίποτα
— μες στην αναμονή η λήθη—
τα πράγματα γύρω εξαφανίστηκαν
η μέλισσα κατάλαβε πώς δεν ανήκει
σε κανέναν παρά μόνο σ’ αυτό
το αγριολούλουδο
που ξαφνικά
απελευθέρωνε την αβέβαιη διάρκεια
της νιτρογλυκερίνης
(— είσαστε αυτή που περιμένω;
θα με κάνετε ευτυχισμένο;)
δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
διψούσε για έκταση
και κάποιος άλλος
διψούσε
για πόλεμο
[Ο κόσμος μου – II ]
Η αγάπη μου είναι ασυνεχής
γι’ αυτό και διαφορετική
στις συνέχειές της είναι σαν ανοιξιάτικο βράδυ
απλώνεται αργά πάνω στους κόκκινους κέδρους
μορφάζει νυχτοπούλι στην άκρη της περικοκλάδας
στις ασυνέχειες μου έρχεται φτιασιδωμένη
με ένα και μόνο μάτι — μα είναι όμορφη πολύ
και τότε είναι άνοιξη αληθινή, μα κείνη δεν το ξέρει
γιατί στη συνέχειά της το φύλο της είναι βρεγμένο διαρκώς
στην ασυνέχειά μου το αίμα αλλάζει τ’ όνομα του με πολλούς τρόπους
Ερυθρά Θάλασσα, κοκκινογούλι, παπαρούνα, έξοχή
η αγάπη μου είναι ασυνεχής — όπως η ιστορία
η αγάπη μου είναι μοναξιά που μεγαλώνει από κάτι ασήμαντο
σε μιάν άλλη εποχή έζησε και ζει — η αγάπη μου
εγώ είμαι μια συνέχεια αποσπασματική
έτσι, ενίοτε πνίγω την αγάπη μου σε μιάν άλλη αγάπη
[ Κυψέλες ]
Πού να ’ναι οι μέλισσες;
στις κυψέλες;
στο πολύτιμο σκοτάδι
του μυαλού σου;
στη λέξη που με
ακολουθεί στο στόμα;
— που να ’ναι οι μέλισσες;
— αιχμάλωτες στην ελευθερία
[ Τόποι χωρίς αισθήματα – ΙΙ ]
Μερικές φορές μπαίνοντας σπίτι
έχω την εντύπωση πως εσύ κοιμάσαι στο κρεβάτι μου
ξαπλώνω δίπλα σου κι όταν σε αγκαλιάζω είμαι σε ένα όνειρο
διασχίζοντας το πάρκο ενός ασύλου
οπού συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων
ο Γιώργος Χειμωνάς, η Λούλα Αναγνωστάκη,
ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Δημήτρης Δημητριάδης
Ξαφνικά σε βλέπω να πηδάς από ένα παράθυρο —
νομίζοντας —στο δικό σου όνειρο— πως πηδάς σ’ ένα πάρκο
που έχει παιδιά που παίζουν. είναι άνοιξη στο όνειρό σου
και μεθάς πίνοντας κρασί για να φέρεις τη ζωή σου σε μια ευθεία.
χάρτινα λουλούδια, πλαστική χλόη, πισίνα Playmobil, δέντρα
από πλαστελίνη,
όλα τόσο αρμονικά δοσμένα, ξυπνάω και δεν είσαι δίπλα μου.
Σε φαντάζομαι να έχεις αποδράσει σε ένα καλοκαίρι γύρω
στις έξι το απόγευμα, ο έρωτάς μας δεν έχει επινοηθεί
ακόμα, αλλά δεν φαίνεται και κανείς άλλος δίπλα σου
ερωτευμένος.
ξυπνάς από μια απερίγραπτη γαλήνη. ’Αναταράζεσαι, το
νιώθω, από μια ελάχιστη σιωπή εισέρχεται η ερμηνεία
του ονείρου, είναι μια ερμηνεία ψυχρή, που εισχωρεί
παντού σαν ρίγος και αποκαλύπτει μακριά το φως. το
όνειρό πασχίζει να την αποφύγει, κι εσένα μαζί, μα δεν
μπορεί να βγει, μιας κι εδώ βασιλεύει ήδη το έξω. το
δημιούργησες ίσως χωρίς να το γνωρίζεις, δεν θέλω να
γράψω ποίηση, θέλω απλώς να σου πω για τα δέντρα, την
πόλη, τα χωράφια, θέλω να ζωγραφίσω μια ψυχή καθαρή
—χωρίς σκιές— και να σου τη χαρίσω.
οι τόποι που αγαπήσαμε είναι τόποι χωρίς αισθήματα.
βρισκόμαστε στα σύνορα της Κυψέλης, η χώρα στο βάθος,
ο σφυγμός έρπει στο υπόλοιπο ζωής που άφησα στο
μπαλκόνι μου. αυτό που ήμασταν δεν είναι εμείς, εκείνο
βρισκόταν εδώ. εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας έκτος
ονείρου, αλλά που;
Ίσως η μέρα ν’ αρχίσει χωρίς εμάς.
[Αισθήματα χωρίς τόπους – II ]
Αυτή η νύχτα, είναι συναίσθημα χωρίς τόπο
οριζόντιο τάνυσμα σαν χασμουρητό
από τη σπηλιά των χειλιών σου
κάθε βράδυ η ίδια οριζόντια στιγμή
μια ρωγμή στην ερυθρότητα της ύπαρξης
η ζωντανή σου μορφή στέκεται με τον ίδιο τρόπο
ανάμεσα στα ιδρωμένα αγάλματα
απαλός κραδασμός όταν η ιστορία εισέρχεται
στην ανάσα – η σιωπή σου αλλάζει σε μουρμουρητό
αυτή η στιγμή είναι συναίσθημα δίχως τόπο
γιατί οι τόποι που γνώρισα ήτανε τόποι συνεχώς σε φυγή
μέρη χωνεμένα μες στα ερείπια της ίδιας της κίνησης τους
εσύ, εγώ και ο κενός χώρος – αποτελούμε την ίδια μας την απουσία
[γνωρίζουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλο, δίχως να
συναντιόμαστε]
[ Περιμετρικά της Κυψέλης – II ]
Προχωρώ κατά μήκος μιας πόλης σαν να πήγαινα κατά
μήκος μιας πόλης που ξεκινάει από το μυαλό
προχωρώ κατά μήκος του μυαλού σαν να πήγαινα
κατά μήκος ενός μυαλού που ξεκινάει από μια αίσθηση τρέλας
προχωρώ κατά μήκος μιας αίσθησης τρέλας σαν να πήγαινα
κατά μήκος μιας αίσθησης τρέλας που ξεκινάει από έναν μετεωρισμό.
ο μετεωρισμός με οδηγεί σε μια κυψέλη με το όνομα Νέα Υόρκη
δεν με ενδιαφέρει η πόλη παρά μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης
ένα συγκεκριμένο σταυροδρόμι
η κραυγαλέα ανοικειότητα ενός γυάλινου ουρανοξύστη
η χαώδης κοσμοσυρροή στο τεράστιο εμπορικό κέντρο
ένας σταθμός γεννήσεων κοντά στην 5η Λεωφόρο (μία γέννηση ανά πέντε λεπτά)
ολότητα ανεπαίσθητης βίας εισέρχεται στο στομάχι μου
κυρίως, η φάτσα μου κρεμασμένη σε περίπτερο, σε φωτογραφία εφημερίδας δίπλα στους
συντετριμμένους γονείς των θυμάτων πρόσφατου μακελειού σε γυμνάσιο της περιοχής.
(τίποτα το καινούργιο, τίποτα το σπουδαίο μέχρι τώρα, έκτος:
α. από τον τίτλο της φυλλάδας: Τόποι χωρίς αισθήματα
β. το συναίσθημα σκοτώνει τον άνθρωπο
γ. λείπεις εσύ
δ. ο κόσμος πια δεν έχει καμιά μαγεία)
[προχωράω. σταματάω, γυρίζω πίσω, δεν με ακολουθεί κανείς,
η Νέα Υόρκη, μια υπέρτατη κοινοτοπία έξω από τη φαντασμαγορία του σελιλόιντ. δίχως φόβο, δίχως δόξα, δίχως υπόσχεση η θεϊκή μανία, πυκνοκατοικημένη, όμως σχεδόν ακατοίκητη]
[ Αγάπη μετά τα αισθήματα επιστρέφει – I ]
Μου έγραψες ένα μήνυμα πως σίγουρα θα επέστρεφες στην
κυψέλη, όμως σε ποια κυψέλη δεν είπες Στην κυψέλη ποιου
σταθμού, ποιας πόλης, ποιας ηπείρου; Συνωστίζομαι στην
αφετηρία του Gare de Lyon — στη γραμμή 10 Σε θυμάμαι
σαν κομμάτι νύχτας Είδα πολλές μεταμορφώσεις, πολλούς
αφανισμούς Την ώρα που σου γράφω αυτό το μήνυμα
αναρίθμητα τρένα κινούνται προς κάθε πιθανή κατεύθυνση,
ραδιοκύματα μέσα απ’ το κεφάλι, κόσμος, αδρεναλίνη,
μικρόβια, αρρυθμία, ποίημα της Γης, πρωινή φωτοχυσία
Κάποτε θα έρθεις, θα συναντηθούμε σε μια μητρόπολη θα
κάνουμε πως δεν γνωρίζει ο ένας τον άλλον, όμως ακόμα κι
αν μιλήσουμε, αυτή η ομορφιά δεν θα μείνει εδώ αιώνια
Κάποτε, σε ένα άλλο μέρος της Γης, ένα ζευγάρι θα ζήσει
ακριβώς την ίδια σκηνή Η άνοιξη θα έρθει με όλα τα
βλέμματά της, θα ριζώσει με τον ίδιο τρόπο σε απαλό σκοτάδι
κι εμείς κάποιοι άλλοι θα είμαστε, δεν θα είμαστε εμείς Θα
ξαπλώσουμε κωμικά στη νεκρή λεωφόρο και θα κοιτάξουμε
κατάματα τον μεσημεριανό ήλιο μέχρι να γίνουμε συνεργοί
στην τυφλότητα μας
Τα μπουμπούκια δεν γνωρίζουν πως φυτρώνουν μέσα απ’ τα
τσιμέντα, ανθίζουν σε κάθε δυνατό παρόν, κι έτσι πάντα θα
ανθίζουν Κι εσύ θα είσαι τότε κάποια που θα απλώσει το
λευκό της χέρι να πιάσει τα πέταλα πάνω απ’ το κεφάλι —
δέκα χρόνια πριν, η μια μέρα μετά, η ίδια ομορφιά Θα βρεις
τη δύναμη να σηκώσεις τα βλέφαρα, να δώσεις σχήμα στο
καινούργιο φως, σ’ έναν έρωτα που γεννιέται ξανά, δέκα
χρόνια πριν, μια μέρα μετά — σε έναν ουρανό καμωμένο από
ελευθερία και παιδιά που γελάνε
δέκα χρόνια πριν — μια μέρα μετά / ο άγγελός μας ζωγράφισε
ουλές στο χώμα
θα ήμασταν εμείς αν μετατοπιζόταν λίγο το σώμα
[ Αισθήματα χωρίς δέρμα – III ]
Καλοκαίρι. ’Ιούνιος
αρχίζει και μοιάζει σαν παιδική ηλικία
ακόμη και η ηλικία των σαράντα χρόνων
αρκεί να μπορείς να εκλογικεύσεις
αυτή τη διαδρομή της μνήμης
αφαιρώντας της το δέρμα
αντικρίζεις τα αρχέτυπα και τις λάμψεις
το μαύρο αιλουροειδές του σπιτιού
που είναι το αποτύπωμα όσων έφυγαν
ξεμακραίνει μέσα σε γαλάζιο και μαβί φως
ξεμακραίνει και πάει, μέχρι που αποχωρίζεται κι απ’ τον ίδιο της
τον εαυτό (τον καιρό που υποκλίνεται η βιολέτα)
όταν ήμουν μικρός, με έπλεναν με νερό της βροχής
σήμερα πλένουν το χώμα και είναι σαν να πλένουν εμένα
[ σε ένα σημείο όπου σ’ αγγίζω πιο βαθιά απ’ τη λογική ]
[ Νύχτα με τον Αλμπέρ Καμύ ]
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα
θυμάμαι εκείνη τη φωτογραφία
που είχα τραβήξει στο κοιμητήριο της Μονμάρτης
μένω κατάπληκτος από τη σκοτεινή λάμψη —
την πυκνότητα της ενέργειάς της, που στερεοποιεί το σύμπαν
δυναμώνει τη σκέψη μου για ανθρώπους αγαπημένους
που δεν είναι δίπλα μου πιά
ένα ευνοϊκό αίνιγμα με βοηθάει και πάλι να κατανοήσω
τη μορφολογία των πραγμάτων
σκέφτομαι πως όλα στο τέλος καταλήγουν σε αυτή την ασπρόμαυρη
φαντασμαγορία με τις ανθισμένες κερασιές στα παρτέρια του κήπου
σκέφτομαι το παράλογο του κόσμου
από την άλλη, λέω, με τόσο ήλιο στη μνήμη πως μπόρεσες
να στοιχηματίσεις στο παράλογο;
[ Μετά ]
Το απολιθωμένο πέτρωμα της κυψέλης
θυμίζει τον σχηματισμό ενός νέου πλανήτη
πάνω από το κεφάλι μου, αλλά και την αιτία
μιας τσαλακωμένης ψυχικής διάθεσης
ας παίξουμε ξανά με το βλέμμα
μέσα στη μορφολογία της πόλης που υπνώνει
εμείς, που κάποτε, έστω για μια νύχτα
υπήρξαμε βασιλιάδες — εκεί που υπήρχε ακόμη
η δυνατότητα μιας λίμνης
σε ένα δάσος με ανακαινισμένα δωμάτια
με τη συστολή των συναισθημάτων
τα δέντρα τριγυρνάνε σε απόλυτα ίση απόσταση
από την περίμετρο της λίμνης
(αναμένοντας την πτήση με προορισμό τον Αμαζόνιο)
η κάμερα έχει το σχήμα εκείνης της λίμνης
που συνεχώς μετακινείται μαζί μου
μια στιγμή ευρύχωρη που άλλοτε κάθεται πάνω στη μύτη
μου σαν μέλισσα — άλλοτε όχι
ίσως τελικά ο κόσμος να έχει ένα μάτι
όπως οι πίνακες του Μπρακ
το μάτι που δεν φαίνεται
είναι μια αίσθηση ότι σ’ αγγίζω κρυφά
(το μάτι που φαίνεται είναι η άλλη όψη των πραγμάτων)
είναι ένας άνθρωπος μόνος
είναι ένας τόπος έρημος
είναι μια πέτρα που της λείπει το νόημα
θα ήθελε κάποιος να την πάρει στα χέρια
να τη νανουρίσει σαν να ’ναι μωρό
να την τρίψει σαν να ’ναι άμμος
να καθαρίσει επιτέλους τη βία απ’ το αίμα
θυμάται πως ήταν τα χρόνια που έζησε
σφηνωμένη στον τοίχο του σπιτιού μας
θυμάται την ανατομία του μυαλού του Κάιν
όπως και να ’χει —
διστάζει πολύ να επιστρέψει στους ανθρώπους
απεχθάνεται τη βία
είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη
είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη
.
LOVE IS LOSS (2019)
Ένα λεύκωμα με 30 τετραχρωμίες – ποπ έργα της εικαστικού Αριάδνης Βιτάσταλη
Συνοδευόμενα από 30 ποιήματα των Γιώργου Αλισάνογλου, Αγγελικής Κουρμουλάκη.
ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ
ΔΙΑΦΑΝΟ ΣΩΜΑ
Η κοπέλα με το πελιδνό δέρμα
έτσι όπως ξεμακραίνει θαρρείς
μέσα απ’ τα σύννεφα
φεύγει μέσα από το διάφανο της σώμα
η διαφάνειά της περιβάλλει τη γη
η πυξίδα δείχνει ακριβώς προς την κατεύθυνση
όπου η άνοιξη εκρήγνυται
ΤΟ ΦΙΛΙ
Άφησα ένα φιλί στην παλάμη σου
(για να κερδίσω την αγάπη σου αιώνια)
στο δωμάτιο βρέχει όλη μέρα
(μια βροχή τόσο λευκή όσο το αίμα κόκκινο)
το φιλί έγινε τριαντάφυλλο πάνω από το κεφάλι σου
Do you love me, do you love me, do you love me,
like I love you!!!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κλεισμένη στα μάτια σου η σκιά ενός φύλλου
(άνοιξε τα αλλιώς θα σκοτεινιάσεις από μέσα)
έξω, μια υπέροχη μέρα για ελευθερία
(μια παιωνία λευκή, που είναι πιο πολύ φυγή παρά ελεγεία )
Siouxsie – eve white / eve black
IMMORTALITY
Όταν θα μάθεις πως έχω πεθάνει μην τραγουδήσεις
Ούτε έναν στίχο δικό μου
γιατί θα τρομάξει ο θάνατος και η γαλήνη
και άντε να τον πείσεις πως οι στίχοι μου ήταν
μια μυστική κραυγή ελευθερίας για την πολυπόθητη αθανασία
άντε να του δώσεις να καταλάβει πως όταν λέω αθανασία
εννοώ έναν κόσμο που δεν υπόκειται σε ερμηνείες
νυστάζω, έχω παλέψει πολύ γι’ αυτό, έχω κερδίσει τη σιωπή
με το σπαθί μου – τόσα και τόσα τραγούδια και μια τυχαία
κραυγή κάποιου παιδιού που ποτέ δεν θα μάθει πως υπήρξα
όχι, καλύτερα να μην πεις τίποτα – πες μόνο
πως ήμουν ένας άνθρωπος σε τέσσερις ρόλους
πες πως απόψε κάποιος έριξε κάτι μέσα στο ποτό μου
κι εξαφανίστηκα
ΟΙ ΚΑΟΥΜΠΟΥΣΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΥΝ ΣΤΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ
Αγάπησα τη διαδρομή της προς το κεφάλι
μιας καρφίτσας – το όμοιο με
το κεφάλι του σύμπαντος
το κατεστραμμένο της καλοκαίρι – το όμοιο με
το δικό μου καλοκαίρι
αγάπησα τα διαλυμένα της χείλη – τα όμοια με
τα δικά μου χείλη
πιο πολύ αγάπησα
τον πλατύγυρο σφυγμό
γύρω απ’ το πρόσωπό της
τον ίδιο με τον σφυγμό
του χρυσάνθεμου
.
ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟΣ (2016)
[ ΠΟΛΕΜΟΣ ]
« Στα όνειρά του η χλωμή του νύφη ερχόταν να τον βρει
προβάλλοντας από μια καταπράσινη φυλλωσιά. Οι ρώγες
της πορσελάνινες και τα πλευρά της βαμμένα λευκά. Το
χαμόγελό της, τα χαμηλωμένα μάτια της. Το πρωί χιόνιζε
πάλι. Χάντρες μικροσκοπικού γκρι πάγου παράλληλα με
τα καλώδια πάνω τους […].»
[ Η αλήθεια της ανά δευτερόλεπτο ]
Η μητέρα μου, μια οποιαδήποτε γυναίκα
που δραπέτευσε από το βασίλειο της Τροίας
μια οποιαδήποτε γυναίκα που δραπέτευσε
από το βασίλειο της Δανιμαρκίας
η μητέρα μου, δραπέτευσε από το βασίλειο της Γαλλίας
τραυματίστηκε στον εμφύλιο της Αυστρίας
φυλακίστηκε στον εμφύλιο της Ισπανίας
σκοτώθηκε στον εμφύλιο της Ουκρανίας
η μητέρα μου
ήταν Ελένη, Οφηλία, Μαρία Αντουανέτα,
ήταν Θηρεσία, Αραγονία, Οξάνα, Κίρκη, Πηνελόπη,
Πενθεσίλεια, Λευκοθέα
η μητέρα μου
ακολουθεί τους κύκλους αίματος των προγόνων της
διεκδικεί το μερίδιό της στον κόσμο
διασχίζει νεκρή τις κάμαρες του Μπίρκεναου
κανένας ρόλος δεν της αποδόθηκε απόψε
μια οποιαδήποτε γυναίκα η μητέρα μου
που το όνομα της είναι Βικτώρια
[ Μονοπάτια των αναλογιών ]
Είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας
και στρέμματα γης να μπαλώσουμε
το πρόβλημα ήταν πως δεν γνωρίζαμε
αν βρισκόμασταν στη νύχτα της Ευρώπης
ή στο ιμιτασιόν περσικό χαλί του δωματίου
αν το κοκκινάδι στο μάγουλο ήταν αίμα
ή γλυκό του κουταλιού μολότοφ,
κι έπειτα, εκείνη η αδιόρατη μορφή
που τρεμόπαιζε μακριά, μέσα σε αλλεπάλληλες
στρώσεις μνήμης, ήταν ένα συμβάν θεού
σε αναπηρικό καρότσι
ή ο ήρωας παππούς σε μια εποχή
που δεν μπορούσε να προφέρει τ’ όνομά μου;
είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας
και στρέμματα γης να μπαλώσουμε
το πρόβλημα ήταν πως ακόμα μιλούσαμε
γλώσσα ξένη
Κίρκη εγώ, Οδυσσέας εσύ
θέριευε μέσα σου ένα τοπίο
σε καταδίωκε, δεν ήταν κρυψώνα να κατοικηθεί
λεωφόροι κατάσπαρτοι με τριανταφυλλένιες μήτρες
νεογέννητα διψούσαν, τα χείλη τους
θήλαζαν αίμα
κλωστές νοτισμένες περνούσαν απ’ τη δυσκαμψία της ανάγκης
[όταν τα μικρά παιδιά με τα καλάζνικοφ έλεγαν:
«στα ψέματα παίζαμε» έλεγαν την αλήθεια –
Στο καθένα τους αντιστοιχούσαν εκατό θάνατοι –
μόλις γύριζαν το κεφάλι τα πετύχαινε η νύχτα]
[ Παιχνιδότοπος ]
Η βροχή έφερε στάχτη
επέστρεψε σαν πέπλο
το γκρίζο παρελθόν
οι τάφοι χρόνια ανοιχτοί
ξεκοιλιασμένοι
μικρή ψυχή τερπνή περιπλανώμενη
ξένε και συνοδοιπόρε τον κορμιού μου
νεκροί, κρατώντας την ανάσα
όλο συμπόνια ο ένας για τον άλλο
μοιράζονται προμήθειες
στο τελευταίο σύνορο του χρόνου
ανταλλάσσουν νέα, εφημερίδες στις συγκεντρώσεις
οι ψυχές τους αναμαλλιασμένες στον αέρα
καρφωμένες σημαίες στα διστακτικά κόκαλα
ανεμίζουν καθώς βροντούν οι θύρες του παιχνιδότοπου
στο σιωπητήριο τη νύχτα
τα κόκαλα επιστρέφουν πίσω στις σάρκες
οι προβολείς φωτίζουν τα ραμμένα κορμιά
τα κοράκια σκαρφαλώνουν στα
αστερωμένα μάρμαρα
οι νεκροί αγαπάνε τα ποιήματα
ντύνονται στρατιώτες, ψάχνουν για γλώσσα
ανοίγουν τις οθόνες του ουρανού
συνωστίζονται στο χιονοκρύσταλλο
δύσκολα κυλά η κυκλοφορία
μέσα σε τόσους πολέμους
[ Πόλεμος/Νυρεμβέργη ]
Αυτός ο πόλεμος συνέβη
στο σκοτάδι του μυαλού σου
Μια παλιά γερμανική ιστορία,
η κάθε ιστορία, όπως τα στρατιωτάκια
που παίζαμε μικροί
Τώρα, από τον Έλβα, το μυαλό μου
τρέχει στον Έβρο, στα χίλια του δέλτα δέντρα
σταμάτησαν να μ’ αγαπούν οι φίλοι
όταν τους είπα δεν παίζω άλλο
Ξαπλώνω στο γρασίδι και μετράω παιχνίδια,
πολέμους, φίλους, εχθρούς,
μετράω τρυφερότητες
Ο ήλιος φωτίζει το μολυβένιο στρατιωτάκι
εκείνων των χρόνων – ο κοκκινολαίμης δίπλα
το τσιμπάει με το ράμφος, στριγκά τιτιβίζει
Πέρασαν χρόνια και δεν διακρίνω ποιος απ’ τους
δυο μας έπεσε στη μάχη – ποιος ζει
[ Πόλεμος /Duktus ]
Αυτός ο πόλεμος συνέβη
στο σκοτάδι ενός συρταριού
πύργοι και ματωμένα βασίλεια
τα νομίσματα παραχάραξαν
Άλλαξα πόλεις και χώρες
πρόσωπα και ανθρώπους
αλλάζω εσένα κι εμένα
τα νομίσματα παραχάραξα
Μισός περίστροφο, μισός χέρι
ξεπετάχτηκε από τον λαιμό μου
μαύρο νερό με το όνομα Λουδίας
τα νομίσματα παραχάραξε
Η θερμοκρασία του συρταριού
είναι η θερμοκρασία της κοιλιάς σου
τόσοι πόλεμοι, τόσοι έρωτες, τέτοια συντριβή
τέτοια λατρεία
Σου φύλαξα ένα βρέφος στο συρτάρι
στο τέλος, όταν θα σου τα’ χουν πάρει όλα
θα μείνει στον πάτο λίγο αίμα μέσα σε γαλάζιο φως
Συγγνώμη που κατέληξες εδώ
σ’ αυτό που είναι το σώμα μου
[ Συρία ]
Ο βίος των ανθρώπων δεν ήταν παρά
ένας,
δεν ήταν παρά
πολλοί,
αντικατοπτρισμοί
κατοικημένοι από ίσκιους
σύννεφο πάνω από τις χώρες
τρεμόσβηνε στο μάτι του πουλιού
χώθηκα στη σπηλιά σαν κάπρος και περίμενα
[ Άντεν ]
Κι είχε σκεπάσει τις πόλεις, τα βουνά
η γνώριμη ρήση του Εμίλ Σιοράν
η νοσταλγία για βαρβαρότητα είναι
η τελευταία λέξη κάθε πολιτισμού
ορθολογισμός; φονική αταξία;
υπερβολές – βρισκόμασταν ήδη
πολύ μετά
καλωσορίζαμε τη νυχτερινή παλίρροια
ενώ οι σκύλοι κομμάτιαζαν τον αφέντη
[ Στη μικρή διόπτρα της Ιστορίας ]
Μοιάζουν για άνθρωποι που μεταφέρουν σχοινί
ψυχωμένοι μέσα στους υπονόμους της Ιστορίας
Περπατώντας πάνω στα 2015 λεκιασμένα τριαντάφυλλα-
μαργαριτάρια Στο περιδέραιο-στραγγάλη της Κόμισσας
Europa έτσι όπως ορθώνεται μαρμάρινη και ρημαγμένη
στο φόντο του αττικού ουρανού Οι αυτόχειρες του
φωτοφράχτη Γύρω απ’ τα πόδια της φύλλα σκοτεινά Γη
τους η κλαδεμένη από κάθε καλό ελευθερία Τέφρες
καπνοδόχοι κλάσμα σκοτεινό Φθινόπωρο στον πολιτισμό
μα μνήμη άνοιξης μοιάζει να τους οδηγεί στον ουρανό
[ 7 λεύγες κάτω από την ρίμα τον καιρού — θαμμένοι
εκεί όπου ανθίζει μια “Αλεξάνδρεια τον νου
— και όλοι οι νεκροί υποκλίνονται σ’ αυτό]
[ Επωδός ]
Κάτω απ’ τη σάρκα μου
σκοτεινοί – άγνωστοι
υπογράφουν τη μοναξιά μου
εργάζονται ως εσώτερη ρωγμή
πέρα από τον νόμο της ζωής
και της ηλεκτρικής σιωπής τους
Αγκαλιάζουν ο ένας την αμφιβολία του άλλου
τόσο γερά, που επαληθεύεται ο χρησμός
που άκουσα στα αψινθοπωλεία της Βοημίας
“Από τη Δύση κύριοι γυρίσαμε πάλι πεινασμένοι”
Κι από την άλλη,
ούτε ένα ερωτικό σονέτο απόψε
να υπογράψει
την αιωνιότητά μας
[ ΜΝΗΜΗ ]
« Ή τέχνη. Και αυτές οι στάχτες… »
[ Μεμβράνη ]
Το παιδί αγαπά να κρύβεται σε απαλή μεμβράνη ενώ
η τηλεόραση παίζει σκηνές από το Ολοκαύτωμα
επαναφέροντας στον χώρο μια επιθανάτια αγωνία
Πέρασαν δεκαετίες από εκείνη την ασφυκτική βροχή
της ντροπής και το παιδί πέθανε ξανά και ξανά
πιο πολύ από την εποχή του Έζησε με δρασκελιές μες
στα ποιήματα που αγάπησε και δεν θέλει πιά να γεννηθεί
στα σκοτεινά νερά αυτής της πόλης με τις σύνθετες
γεωμετρικές μορφές που ξεπετάγονται ξεδοντιασμένοι
κίονες μέσα απ’ την ελεγχόμενη σιωπή των σημερινών στίχων
Δεν κατέχει πιά τον εαυτό του Αποτελεί το σώμα του
μια μεγάλη απουσία μεταξύ εκείνου κι εκείνου
του μωσαϊκού κενού Ασθμαίνοντας σε αίθουσες αναμονής
γίνεται μέρος της ιστορίας
Ένα χνούδι ζεστό μα αραιωμένο στην κοιλιά της μητέρας
έτσι όπως κείται θαρρείς σφυρήλατη στο χώμα
από φιλάργυρη μανία του καιρού Ετοιμόγεννη εδώ
και χρόνια πλάι στο κινέζικο λούνα παρκ,
στους προμαχώνες του θανάτου
[ Μια σκέψη για εκεχειρία ]
Όταν πια βρεθώ στον τόπο μου
θα είμαι περίπου εκατό χρονών
τη νύχτα που θα πέσω να κοιμηθώ
πρέπει να πω στον Τζων ότι δεν χρειάζεται
σαξόφωνο για το βραδινό σιωπητήριο
παρά μόνον ένας επίδεσμος στα μάτια
τα στήθη της και η τρομπέτα του Μάιλς
Εκεί ακριβώς που τα υπέροχα ποτάμια συναντιούνται
τα γεμάτα αίμα ρουθούνια μου να χάνονται μες
στην τυφλότητα του Ομήρου, όπως φτερουγίζουν
τα κουπιά με ρυθμό κοφτό, προς το πέτρινο κρεβάτι
της Χάρυβδης
[Σκεπάστε με Πεύκα εσείς/εσείς/ Κέδροι με αναρίθμητα
κλαριά/ κρύψτε με/ κάντε με/ κάντε με να ονομάσω όλα όσα
έβλεπα]
[ Romeo & Juliet / War all the time ]
Κάποτε πήραμε κι εμείς μέρος στη μάχη
ερωτεύτηκα την Ιουλιέτα
ερωτεύτηκες τον Ρωμαίο
Καβάλα σε ξύλινο αλογάκι
ανταλλάξαμε την αγάπη με αγάπη
ξεφλουδίσαμε το τίποτα με τίποτα
Πεθάναμε με θάνατο αληθινό για την αγάπη
γίναμε κούκλες ζαχαρένιες
σε γλώσσες παιδικές λιώσαμε για την αγάπη
Περάσαμε στην παγκόσμια ιστορία του μίσους
μόνο με την αγάπη, ερωτευμένοι εις τούς αιώνες,
πιο μόνοι παρά ποτέ
[ Όταν η μνήμη μου καίει τα μάτια ]
Η μνήμη είναι ένα γενετήσιο σημάδι Κινείται διαρκώς
πίσω από τον ισημερινό του ματιού — κλείστρο που επιλεκτικά
αφήνει να περνάει ο χρόνος ως ευκρινής και διφορούμενη
εικόνα στο εσωτερικό τραύμα του μυαλού Σταθερά
και αδιάκοπα μεταφέρει τον έξω χώρο στην εσωτερικότητά
μας έως ότου ο μέσα χώρος γίνει μεγαλύτερος από τον έξω
Η σάρκα ατροφεί τα κόκαλα μικραίνουν Στο τέλος τυφλώνει
τα ενοχλητικά μάτια Μέσα στο σκοτάδι η μνήμη έπαναλαμβάνει
το έργο της φύσης σαν τον ανάπηρο που ξέχασε
πως περπατάνε
[ ΛΑΦΥΡΑ ]
«Στις πλάγιες των λόφων παλιά σπαρτά νεκρά κι ισοπεδωμένα.
Τα άγονα δέντρα στη ράχη γδαρμένα και μαύρα στη βροχή.
Και τα όνειρα τόσο πλούσια σε χρώμα. Πώς αλλιώς να σε καλέσει
ο θάνατος; Προχωρώντας το παγωμένο χάραμα σκόρπιζε ακαριαία
στάχτη. Σαν κάποιες αρχαίες νωπογραφίες θαμμένες για αιώνες που
άξαφνα εκτέθηκαν στο φως.»
[ Λάφυρο Άνοιξης ]
Αυτή η ξαφνική ρωγμή στον ουρανό
η απειλητική εμφάνιση της φύσης
με έσπρωχναν στην ευφυία
Το σώμα αδυνατεί να πει
ο πόθος διατρέχει τις κνήμες
η νύχτα αγαπά χωρίς λεπτομέρειες
Γυμνώνομαι με τρόπο θανάτου
ορκίζομαι να συνεχίσω να αγωνιώ
με το χέρι οπλισμένο λέξεις
[ Κι όμως, το ποίημα δεν είναι από λέξεις
είναι από διάστημα βουβό, καθώς χάνεται
στο βάθος αυτής της εικόνας
που είχε κιόλας αλλάξει σε ά ν ο ι ξ η ]
[ Λάφυρο Ύπαρξης ]
Πουλί στεντόρειο
που πετάς ψηλά, πέρα από τα ναυάγια των πόλεων
πες μου, έχω πεθάνει κι είμαι ακόμα εδώ;
-είμαι αρκετά νεκρός για τον κόσμο αυτό;-
Γιατί κάθε νύχτα είναι η ίδια νύχτα
μα εγώ σε άλλο τέρμα φτάνω;
[ Λάφυρο Λήθης ]
Διαμαντένιο χρυσόψαρο
κολυμπάει κάτω απ’ το δέρμα
σταματάει σε κάθε
λέξη που αρθρώνω
αλλάζει κατεύθυνση
σε κάθε μικρή η μεγάλη
σιωπή
μεταγγίζει αίμα
από καρδιά σε καρδιά
από τη λέξη στη σιωπή
μεγαλώνει
επικίνδυνα
έξω από εαυτό
συνεχώς ξεχνάει τι είναι — σμαράγδι;
και που βρίσκεται — λιβάδι;
ζει σαν ανάπαυση η απουσία
κι όλο ξεχνάει
το φαιοπράσινο φως
τη σταχτιά σκιά
που μεγαλώνει
στην ακινησία του κροτάφου
ξεχνάει την υδροφορία των ωκεανών
που ξεχύνονται μέσα του
αγωνιά για περισσότερο χώρο
στον χώρο μου
με αναγκάζει
να αποδράσω από τη βαρύτητα μου
με ωθεί
σε σωματική συρρίκνωση
στις θήκες των λαγόνων μου
το απατηλό του χρυσούργημα
θα εισβάλει σε λίγο
στη σπηλιά του μυαλού μου
μια καινούργια χώρα
θα ανθίσει
θα λάμπω,
μα δεν θα θυμάμαι
θα παρασύρομαι από το είδος
πέτρα
θα σέρνομαι από εσένα σε σένα
νεφρίτης
από νύχτα σε νύχτα
θα λάμπω
μα δεν θα θυμάμαι
[ Λάφυρο Μητέρας ]
Την αγαπάω
όταν με φιλάει στον λαιμό
και μου λέει πως όλα θα πάνε καλά
την αγαπάω όταν με παίρνει στους ώμους
να διασχίσουμε τη θάλασσα κολυμπώντας
πιο πολύ όμως, την αγαπάω
όταν παραμονεύει κίνδυνος
και προσπαθεί να με κοιμίσει με τα σάλια της
όταν μας συλλαμβάνουν
κι εκείνη μπήγει τους κυνόδοντες στον λαιμό μου
προσφέροντάς μου ένα είδος ψεύτικης αιωνιότητας
[κατάγεται απ’ το Νότο – ζωγραφίστηκε στον δρόμο /
πεθαίνει συνεχώς πριν από μένα / η φωνή της φτάνει
στ’ αυτιά μου, συριγμός αγέννητης πριγκίπισσας]
[ ΟΡΙΑ ΑΝΟΙΞΗΣ ]
“Μην κοιτάξεις τα φαγώσιμα που προσφέρθηκαν ως θυσία,
ούτε καν να περάσεις από δίπλα.
Καλύτερα δώσε μια δραχμή κι αγόρασε λουκάνικα.
Με μια δραχμή παίρνεις κι ένα σύκο, κι αν περιμένεις λίγο,
χίλια. Ο χρόνος είναι θεός για τους φτωχούς.”
[Επίγραμμα ΙΙ]
Κοιμόμουν στο φλιτζάνι του καφέ Ήμουν η μοίρα
στα χαρακώματα Βούλιαζα με τα ψηλά κλαδιά μου
στου Φιλοδήμου τα Επιγράμματα
Στον βάλτο βυθίζοντας τα μακριά πλευρά της
στα πλευρά μου οι δυνατοί μηροί της — ματωμένοι·
ένα ένα ν’ αραδιάζω τα ιδιώματά της κάτω απ’ τα γόνατά μου
Στης Στυμφαλίας τα νερά ό,τι είδα ήταν θαυμαστό
Τι ώμους και τι χέρια λεία προκλητικά και μαραμένα
Στο κέντρο της λίμνης η κοιλιά γυρνούσε πάλι
στης Κυδίλλης το τριχωτό ηβαίο το χλωρό
Κουλουριαζόταν πάνω μου Της έσκιζα τα σωθικά με τα δικά μου
Με πλοκάμια σπασμένα αράδιαζα ένα ένα τα θέλγητρά της
Λάφυρα πολέμου τα αγκάθια γύρω απ’ τη στήλη,
που ‘γιναν βιολέτες το πρωί
Το κορμί της, τρυφερό βλαστάρι
Ό,τι υπήρξε ήταν θαυμαστό
Οι ασύλληπτες μάχες του καλοκαιριού
Το γέλιο της, καθώς μεταμορφωνόταν σε μεταξοσκώληκα
.
ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΟΓΙΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ (2013)
ΠΟΙΗΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ
Το τομίδιο αυτό, γραμμένο εξ ολοκλήρου σε μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων κατά την περίοδο Μαρτίου- Ιουνίου 2013, προέκυψε από μία μακρά συζήτηση μετά το πέρας τής οποίας, το ίδιο βράδυ, αποφάσισα να στείλω στο μαίηλ τού συνομιλητή μου ένα ποίημα, απαύγασμα τής συζήτησής μας, το Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση. Μού απάντησε σχεδόν αμέσως με το Η άλλη κατεύθυνση. Δεν είχαμε παρά να συνεχίσουμε.
Τα δεκατέσσερα ποιήματα που συνιστούν το παρόν βιβλίο είναι, λοιπόν, γραμμένα εξ ολοκλήρου σε μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Είναι δηλαδή μία αλληλογραφία πολλαπλών, αλληλοσυμπληρούμενων και αντιμαχόμενων, κατευθύνσεων, γραμμένη εν θερμώ, εξ ου και στο τέλος κάθε «επιστολής» θεωρήσαμε σκόπιμο να αναγράφεται η ημερομηνία και η ώρα τής αποστολής τους.
Το κείμενο με τον τίτλο «Η ενέσιμη ποίηση» που συντάχθηκε για να αποτελέσει το επίμετρο τού βιβλίου, αποφασίσαμε να ενταχθεί κι αυτό στο κυρίως «σώμα» των ποιητικών ανταλλαγών αφού είναι γραμμένο λίγες μόλις μέρες πριν την ολοκλήρωση των δύο τελευταίων «επιστολών», άρα μέσα στον βρασμό των αμοιβαίων ανταποκρίσεων η ένταξη αυτή γίνεται για να υπογραμμιστεί η έγχρονη διάσταση τής ανταλλαγής αλλά και να τονιστεί ο ζέων, δηλαδή τυχαίος, απρόβλεπτος και απρογραμμάτιστος, χαρακτήρας τού όλου εγχειρήματος.
[ ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΟΓΙΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Οι λέξεις αποτυπώνουν την αστάθεια των πραγμάτων
Την αναζήτηση του χαμένου χρόνου
Δεν ήμασταν πια ποιητές
Ξεπεράσαμε την έννοια της ποίησης
Όχι επειδή ζήσαμε υπερβολικά μακριά της
Μα υπερβολικά κοντά της
Κυρίως, επειδή βγήκαμε από αυτήν
Η αυστηρότερη και συγχρόνως λεπτεπίλεπτη
Αστάθειά μας, απαγορεύει σε μας σήμερα
Να είμαστε ακόμη ποιητές
Τα πιο πολύτιμα ελαττώματα
Προσδιορίζουν την ύψιστη
Θνητότητά μας
Είμαστε κωμικοί
Σφιχταγκαλιάζοντας
Ετοιμοθάνατες γυναίκες
Πεθαίνουμε από Σώμα
Όλοι
Ακατάπαυστα
Γιατί το σώμα χρωστάει
Στον κωμικό
Θα πρέπει να του χρωστάει
Έτσι,
Η επιστροφή της άνοιξης
Δεν μπορεί να προκόψει
Από μια φευγαλέα προσπάθεια
Έρχεται ακριβώς
Εξ’ αιτίας μιας πολύτιμης φάρσας
Σε βάρος του ποιητή
Από μια σπουδαία
Αυθάδεια της εποχής
Που ξεσκίζει
Που διαθέτει
Χωρίς όρια το σώμα
Προς αυτή την αλόγιστη
Κατεύθυνση της γλώσσας
Ν’ ακουστεί!
[ Ξαφνικά ο ουρανός καθαρίζει Λουλούδι ψηλαφεί ολόγυρα το σώμα Κανείς δεν ρώτησε για σένα Στην πλάτη σου διακλαδίζεται η σιωπή Τα ίχνη σου βλέμμα βλέμμα έψαχναν να φωτίσουν Μα κανείς δεν ρώτησε για σένα
Επουλώθηκε το βαθύ; Κάτι υπήρχε ανάμεσά τους Ο συγκινημένος άνθρωπος Ξαφνικά ο ουρανός καλύφθηκε από μαύρα σύννεφα ]
Γιώργος Αλισάνογλου 17 Μαρτίου 2013 – – 3:33 μ.μ.
[Η ΑΛΛΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ]
Κι όμως
μία αλόγιστη στιγμή
παραδομένη στην εμβέλειά της
και αφημένη να καταλήξει στον προορισμό της
δεν έχει άλλη κατεύθυνση
απ’ την καρδιά τού χρόνου
που χάνεται όταν δεν πλήττεται
ολοταχώς με τόλμη καίρια και ακαριαία
επιδιώκοντας να μετατρέψει
την ακαμψία σε κάμψη τής αδράνειας
και την σιωπή σε λόγο παραινετικό
Έτσι σιγά η οχλαγωγία
τέμνεται το μηδέν
θίγεται το προαιώνιο
και επανέρχεται το αρχικό
Τότε όλα ηρεμούν
όχι από χορτασμό και άδειασμα
αλλά από εκπλήρωση
εκείνου τού ελάχιστου που είναι
η έλευση τού πλήρους
και σπινθιροβολεί για μια στιγμή
εκείνο που είναι στιγμιαίο
ενώ θα έπρεπε
αν ήμασταν στ’ αλήθεια ζωντανοί
να διαρκεί
όσο το Σύμπαν
Δημήτρης Δημητριάδης 17 Μαρτίου 2013 – 17:59 μ.μ.
[ Η ΕΔΩ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Σιγά σιγά
Άρχισα να ονειρεύομαι
Αισθανόμουν
Ικανός
Για ανελέητα αισθήματα
Ήμουν προορισμένος
Να φθαρώ
Από κάτι ιερό
Είδα το Σημείο να
Μεταφέρεται στην μέση
Ανάμεσα στα δυο μου μάτια
Κι όμως
Ήταν ακόμα απροσδιόριστο
Βρισκόταν εκεί
Προς στιγμήν σταθερό
Κι όμως με αποπροσανατόλιζε
Υπεξέφευγε
Δύσκολα περιγραφόταν
Σήκωσα τα βλέφαρα
Και απότομα
Είχα μπροστά μου
Έναν τόπο ανοίκειο
Ακατανόητο
Πεινασμένο
Μια γαλήνη
Έμοιαζε να παρεμβάλλεται
Ανάμεσα σε μένα
Και στο απόκοσμο τοπίο
Εκείνου του ανθρώπου
Όχι σαν εμπόδιο ή σαν απόσταση
Παρά σαν ανάμνηση που την ζούσα
Στο παρόν
Στον προθάλαμο
Της άγνωστης αυτής νύχτας
Προσπέρασα ερειπωμένες σκοπιές
Τεράστιες κοίτες παραποτάμων
Γεμάτους από στρώματα πετρελαίου
Και ελαστικών
Υπέργειες γέφυρες πάνω από
Λεηλατημένους δρόμους
Στα προάστια της ανάγκης
Περπατούσα φωτιζόμενος
Από τις αναλαμπές
Των βιοχημικών σιωπών
Στα ερείπια των εγκαταλελειμμένων κινηματοθεάτρων
Τα τσακισμένα κορμιά των ηθοποιών
Κείτονταν κάτω από κόκκινες ιτιές
Ενώ γρασίδι φύτρωνε ανάμεσα από τα δάχτυλά τους
Είχα τριγύρω μου αυτή την κατήφεια
Μια έσχατη θνητότητα
Από την οποία έπρεπε να διαφύγω
Αν και ανήκα στην εποχή του πόνου
Ένιωσα ν’ αλλάζω εποχές
Πασχίζοντας να υπερασπιστώ έστω βουβός
Το ευγενικό αίσθημα του χρόνου
Τα μάτια συνεχώς χαμηλωμένα
Στην κατεύθυνση του σώματος
Εκεί όπου ο ανδρόγυνος άγγελος
παραδίδεται στην εμβέλεια του πάθους
– Κι όμως Καμία ανάταξη απόστασης-
[Αυτός ο αβάσταχτος παλιμπαιδισμός των ποιητών Αυτοί οι Βοργίες του πνεύματος με στοιχειώνουν Μια ολόκληρη ζωή Νύχτα παραμυθένια – νύχτα αποφασιστική Λίγη παραπάνω αγωνία και η Άνοιξη θα γινόταν το αντίθετό
της! ]
Γιώργος Αλισάνογλου 17 Μαρτίου 2013 – 18:53 μ.μ.
[Η ΕΚΕΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Δεν φαίνεται τίποτε
ακόμη
Κι όμως είναι εξ αρχής εκεί
Αυτό που δεν φαίνεται
ακόμη
Εσύ θα το φέρεις
για να φανεί
Το φέρεις
όποιος κι αν είσαι
Ο σκελετός σου είναι
φτιαγμένος απ’ αυτό
Τώρα στέκεσαι εδώ
και αρκείσαι
αλλά δεν είσαι ήσυχος
Σε κάτι άλλο προσβλέπεις
Δεν είναι θέμα φαντασίας
Πρέπει να προηγηθεί το γεγονός
Το κάτι που δεν φαίνεται
ακόμη
είναι αυτό που θα συμβεί
Αν δεν συμβεί
κανείς δεν μπορεί να το φέρει
Κι όμως
όλοι το φέρουν
Κι αυτό περιμένει
να το κάνουν όλοι
να συμβεί
Αυτός είναι ο προορισμός
τής κατεύθυνσης
Ένας αόρατος κρίνος
που ήδη ευωδιάζει
Τα πέταλά του
σχεδόν μάς αγγίζουν
Ποιος τα αισθάνεται
Όποιος τα αισθάνεται
εμπρός
ας το δείξει
Είναι ο καιρός τής ένδειξης
Ό,τι γίνεται αισθητό
πρέπει να δείχνεται
Είναι ο καιρός τής μη απόκρυψης
Ό,τι είναι κρυμμένο
πρέπει να φαίνεται
Ο καιρός τής άλλης φανέρωσης
Με γειωμένα αποτελέσματα
Με έμπρακτες συνέπειες
Η πράξη ως όρος τών μεταβάσεων
από την απελθούσα τάξη
στην επερχόμενη τάση
Ο ήλιος πια ανατέλλει
από αλλού
και είναι άλλος
Είναι ένας ήλιος
από νέες λέξεις
Αρχίστε να τις μαθαίνετε
Αρχίστε να τις συλλαβίζετε
Αρχίστε να τις λέτε
Αρχίστε να τις ανταλλάσσετε
Αρχίστε να τις ζήτε
Ένα σιωπηλό καφενείο στο ημίφως
είναι η πρώτη εικόνα
τού μέλλοντος
Όταν ανοίξουν οι τάφοι
θα προβάλλουν
οι αφανείς ζωντανοί
Έρχονται
να γευστούν
το άγνωστο
Υποδεχθείτε τους
Δημήτρης Δημητριάδης 17 Μαρτίου 2013 – 19:32 μ.μ
[ Η ΑΝΟΙΚΕΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Το πρωί το ποίημα απουσίαζε από την θέση του
Που σημαίνει ότι το βλέμμα σου
Έπαψε να υπάρχει
Πιθανόν να μετα/τοπίστηκε
Σε πορώδη κρυπτογραφήματα οθόνης μεγάλης
Σε κάποιον υπαινιγμό ή λίκνισμα Π-οίησης
Οπωσδήποτε μάταιης
Κάτι έχει σαπίσει
Σ’ αυτή την εποχή της ελπίδας
Άραγε ποια επιλέξαμε και ποια μας ανήκει;
Καλά λες!
Φανερώνεται και παρουσιάζεται
Οικείο όσο το έγκλημα
Ανοίκειο όσο η τέχνη σου
Με πλάτη στραμμένη στα ερείπια
Του κόσμου
Ωσάν μια νύχτα εφιαλτική
Όπου ο θεός και το δημιούργημά του
Μαζί ματώνουνε στο τέλος
Κι όμως ζεις
Και το ποίημα
Αρχίζει πάλι μέσα σου
Δοκιμάζει την απομάκρυνση
Στην ιδέα μιας προσπάθειας
Να αγκαλιάσει το ανοίκειο
Η ακραία δυσκολία
Της κατάστασής σου
Είναι το ποίημα
Τίποτε δεν μιλά ζωηρότερα
Στον κόσμο
Απ’ αυτή την γεμάτη υποσχέσεις
Γλώσσα
Που είναι γλώσσα μιας απόλυτης θλίψης
Βιώνεται σαν κάθετη κίνηση
Ακαριαία
Στο έπακρο
Με σπειροειδείς ελιγμούς κατεβαίνει
Στην ύλη του ασυνείδητου
Στη νύχτα του ύπνου – πριν απ’ τον ύπνο
[Να προλάβω να κλείσω την τηλεόραση]
Οι λέξεις λίγες όμως συμπαγείς
Σπάνια ανοίγουν και γίνονται τάφος
Η οθόνη είναι το κέντρο σου
Η εικόνα μετατοπίζει το κενό
Σαν να φτερουγίζει το ποίημα
Στα μετακινούμενα επίπεδα του προσώπου σου
Το βλέμμα σου σφηνώνει στην ένωση των τοίχων
Το ποίημα είναι μια ουλή
Προς τις μητροπόλεις του κόσμου
Η οθόνη κάποτε σβήνει –
[ το ποίημα μπορεί και να χαθεί – η ποίηση μένει ]
Ίπταται στο σκοτάδι
Ένα πέταγμα απόλυτης καθαρότητας που φανερώνει
[Οι λέξεις συντελούνται έξω από την φωνή – αστράφτουν
και χάνονται]
Σχεδόν υπάρχεις και αναπνέεις – για λίγο
Τόσο μακριά όσο ένας έφηβος τόπος
Ύστερα υποδύεσαι και κατοικείς_
Γιώργος Αλισάνογλου 27 Μαρτίου 2013 – 12:51 μ.μ
[Η ΕΝΟΙΚΕΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Ο Κόσμος
ενοθονισμένος
Ο Κόσμος
γεννήτωρ κατά συρροήν
ενοθονίσεων
Η οικειότητα
τού ενοθονισμού
Οι ενοθονισμένοι
σε ποσοστώσεις Κοσμικές
Οι ένοικοι
τού ενύαλου ανάμεσα
και τών ασύμπτωτων αποστάσεων
Ενοθονώνω σε όλους τούς χρόνους
Ενοθονώνομαι σε όλες τίς στάσεις
Ο χρόνος
πέρα από συστολή και διαστολή
Ο χρόνος
ως ενοθονίαση
κατακλυσμική και αδιάγνωστη
Ως νέα διάσταση
τής αρχής και τού τέλους
Και σάρκα
ενοθονιαστική
Δείχνεται ολόκληρη
αναδεικνύει τίς πτυχές της
εκθέτει την ολότητά της
αρχίζει εκείνο που έχει τελειώσει
κι εκείνο που δεν έχει αρχίσει
δίνεται
πιο ασύστολα από πριν
πριν από την ενοθόνωση
πιο απροκάλυπτα από τον ενοθονιασμό
καταλύει δεσμά και απαγορεύσεις
λυτρώνεται θεαματικά
υπερβαίνει αναιδώς
τον κανόνα τον νόμο τον δεκάλογο
ενοθονισμένη
ενυαλωμένη
ως νέος κανών
ως αρχαίος νόμος
και δεκάλογος καινοφανής
η σάρκα
Αυτά από την μια
Είναι και η άλλη
Η
ακατάληκτη επίδοση τής αποκτημένης συνεύρεσης
που περιγράφει τον εαυτό της ως άθραυστη
και ως αποστρεφόμενη την παγερότητα
και ως αποδεδειγμένη θερμότητα υγειών σπόρων
Μία
ουρανομήκης κατάφαση κατακλύζει την φύση
και αναβλασταίνει την απόκρυφη χειμαζόμενη υγρασία
Ό,τι
σπερματώδες βρίσκει τον τρόπο να διεκδικήσει την οφειλόμενη
σ’ αυτό πρωτοκαθεδρία
Η
θερμή λευκότητα αναδεικνύεται σε προϋπόθεση τής νέας
επανίδρυσης των ριζών
και η εντόσθια υλικότητά της επιβάλλεται ως ο μοναδικός
φορέας τής άλλης υγείας
Τα
εδάφη αναδιπλώνονται σε ακραίες εκδοχές τής αφικνούμενης
ερυθράς γονιμότητας
εμφανίζοντας χρωματισμούς που έργα τέχνης εντελή τούς
έχουν πρωτογενώς επινοήσει
Η
πρώτη συντριβή τού ενοθονισμού είναι η ένσαρκη μεταβολή
του σε σώμα προσιτό και πρόσφορο
Η
δεύτερη αρχίζει με την υποδούλωσή του στα πάθη των
δακτύλων και των χειρισμών
Οι
άλλες όλες ακολουθούν με καταιγιστικές συνέπειες ώστε
το σταθερό τοπίο τής ακαμψίας να λυθεί
και να βρεθεί στην θέση τού γνωστού το αδιάγνωστο και
τού εξαντλημένου η αφετηρία των αντλήσεων
Άλματα ασυνέχειες τομές
απότομοι διασκελισμοί
ανεξήγητες αλληλουχίες
καινοφανείς συνειρμοί
Η
επικράτεια τού όναρος
φέρνει την λογική τής νύχτας
στο ξάστερο σκότος τής μέρας
Ας
μην σταματήσει
ποτέ
αυτό ποτέ
Δες
την κοινοτοπία
πώς θρυμματίζει
μόνη της
το σκεπτικό της
Η
ίδια δεν αντέχει πια
την αντοχή της
Το σώμα
είναι μια σκέψη
ζέουσα
Κρατάει μέσα της
την ποίηση
Μία οθόνη από αίμα
περιμένει
από όλα τα χέρια
να σχηματίσουν πάνω της
το ποίημα
Κι αυτό
θα είναι εξάπαντος
συντριπτικά
πρωτοφανές
και ανοθόνιστο
Δημήτρης Δημητριάδης 4 Απριλίου 2013 – 8:34 π.μ.
[Η ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
Εδώ το ποίημα
Δοκιμάζει την απομάκρυνση
Από ό,τι έως τώρα ονομάτισε Κόσμο
Διεισδύει ολόκληρο μέσα στο σώμα
Ολοσχερώς
Με μια απόλυτη όσο και ανείπωτη
Ηδυπάθεια
Γιγαντώνεται
Γίνεται θεόρατο
Οράται από παντού
Σε μια σιωπή εγκληματικά ηθελημένη
Ξεριζώνει από το στήθος του
Τον καρκίνο της ελπίδας
Την μοναξιά των γενεών
Παραβιάζει τις σφραγισμένες σάρκες
Των παιδιών
Ζωή είναι αυτό
Το οτιδήποτε τυχαίο
Που υποβάλλει μια
Δυνατότητα
Μα που ταυτόχρονα την αναιρεί
Συχνά
Μέσα απ’ τον σάλαγο
Της ιστορίας
Μια αιώνια δυνατότητα
Επιβιώνει
Κι όμως
Αυτός ο έρωτας
Αναγγέλλει
Την τρομαχτική εξαφάνιση
Αυτού που υπάρχει
Γιατί ό,τι μέσα μου οικοδομεί
Ταυτόχρονα καταρρέει
Κι όμως η καρδιά
Για πάντα κατοικείται
Ό,τι σκότωσες πρέπει
Ν’ αγαπάς
Εκείνο το αίσθημα
Που όλο αρχίζει
Από ένα θάμβος ουρανού
Από ένα κάλλος ή μια ηδονή
Και μετά δίχως να τελειώνει
Τελειώνει
Αναλογίζομαι μια νέα ηθική
Της τέχνης
Όπου το δράμα αρνείται
Να συντελεστεί
Το ποίημα σε πόζα πόρνης
Ένας άγγελος
-Είδος υβριδικό-
Που φτάνει πάντα
Όταν είναι πολύ αργά
Αποκαμωμένος
Έτσι όπως αιωρείται
Μεταξύ του εγκλήματος
Και του έρωτα
Για να κρατηθεί
Καθώς πέφτει
Από τρύπα σε τρύπα
Μανιασμένος
Καλώ την αγωνία μου
Σιωπηλά
Επικαλούμαι όμως
Παράφορα ευτυχής
Τους κωμικούς
Τους πρίγκιπες
Και την δενδρογαλιά
Εδώ που φτάσαμε
Με κοπετούς
Με σύμβολα ωχρά
Στη μοναξιά των λεωφόρων
Η κραυγή για ελευθερία
Ο έρωτας
Η τέχνη
Αρχίζουν σαν περίπατος
Εκεί που όλα έμοιαζαν
Να έχουν αποφασιστεί
Σ’ αυτή την εξισωμένη πραγματικότητα
Η θέση μας φαντάζει αφοπλιστική
Εδώ – ένα συναίσθημα
Δυναμώνει το φτερούγισμα
Αύριο το ποίημα θα τελειώσει
Κατοικούμε μέσα του
Μας έχει διαποτίσει
Άκλαυτη γη
Το έχουμε ενσαρκωθεί
Ωσάν υπαίθρια ηδονή
Έχει μαζέψει απ’ όλους τα πάντα
Μέσα στους διαδρόμους
Όλο φωνές
Ξάγρυπνες ώρες
Καμία φωνή!
Μόνο τα στόματα
Κατοικούμε μέσα τους
Μέσα στους διαδρόμους
[Δεν είμαστε πια ποιητές]
Είμαστε σάρκα που λυγίζει να βρει
Καμία φωνή
Στάζει μελάνι
Δεν θέλει να επουλωθεί
Το βαθύ γίνεται
Ακόμα πιό βαθύ
Πεθαίνουμε από Σώμα
Είμαστε οι Κωμικοί
Προς
Αυτή
Την
Αλόγιστη
Κατεύθυνση
[Της Τύχης]
Να
Ακουστεί
[ Και αυτή είναι η πιο απόμακρη δυνατότητα ]
Γιώργος Αλισάνογλου 11 Ιουνίου 2013 – 1:28 μ.μ.
[Η ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ]
στον James Wylie
Το αδάκρυτο βλέμμα είναι δακρυσμένο
Η στομωμένη όραση έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό
Κάτι μέσα στο πλήθος εξέχει με τρόπο εξέχοντα
Το πλήθος είναι δύσοσμα πυκνό
φωνασκεί υποκινούμενο με τετράποδη αυταρέκεια
με ουραγούμενη αυτάρκεια
συγχορδίζεται αχόρδιστα
αίρεται στο ύψος τού αδερμάτιστου μηδενός
τής εκσαρκωμένης σωματοδεσίας
τού άθερμου εξόλου
Το πλήθος αρκείται στην εκτίπωσή του
κατοπτρίζεται στην ανειδωλώσή του
στην αποθερμασμένη εκγυάλισή του
Κινείται με όρους ακινησίας
αιτεί με ρυθμούς επαιτείας
με ανήδονη νεότητα
Ο ανηδονισμός σιδηροκρατεί
Ο ανηδονισμός χειροκροτείται
επευφημείται μεγαφωνείται
ψηφοδοτείται
διαψωνίζεται πληθησμιακώς
Το πλήθος εκπάσχει
Εκεί
κάπου εκεί
σε μία άκρη
σε ένα ημίφως
σε μία μη διακριτή σχισμή
σε ένα ασήμαντο σημείο
σε μία άχρονη στιγμή
σε βαθμό αφάνειας
εμφανίζεται κάτι
αυτό που κάνει
το αδάκρυστο βλέμμα να δακρύσει
την στομωμένη όραση
να μείνει με το στόμα ανοιχτό
εμφανίζεται κάτι
Το πλήθος απορρέει ως απορία
κυλίεται σε παφλασμό ουδέτερο
δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο το άσημο
αδιαφορεί για ό,τι διαφέρει
για ό,τι εκτρέπεται
για ό,τι δεν σημαίνει
εκτέφρωση και εκφερέτρωση
Το πλήθος νεκροταφείται
Πλήθος εντάφιο
Και κάπου εκεί
εκεί
στο άβλεπτο σημείο
εκεί
το βλέμμα δακρύζει
η όραση επανοράται
το νεύρο της πυρώνεται
το κέντρο της αναβλασταίνει
η όραση γίνεται όραμα
από αυτό που οράται
αυτό που οράται την γονιμονίζει
την ενηδονίζει την εγχυμώνει
η όραση γεννάται
από αυτό που την γεννά
αυτό το κάτι
κοινότροπο αλλά που ανεντοπίζεται
ορατό αλλά που αορατίζεται
παρόν αλλά που εξαπουσιάζεται
απτό αλλά που αφηρημερώνεται
αυτό το κάτι
το κάτι
διαφωτίζει με χάρη
αυτό
χαριτωμενίζει
εναρκτηριώνει
αναχλωρίζει
αναδωρίζει
αναδέχεται την αρχαία εκκίνηση
εξαρχίζει
είναι εκεί
κάπου εκεί
αλλά είναι
είναι το άσημο φύλλωμα
η αφανής χλωρασιά
ο ανήκουστος βόμβος
ο κρουστός παλμός
ολόσωμος δροσισμός
έκπαγλος πλαταγισμός
η ανείδωτη φλέβα
ένας ανερχόμενος βλαστός
Το βλέμμα δονείται απ’ τον λυγμό
Η όραση χαιρετίζει το ορατό
κι αυτό τής χαρίζεται
ευχαρσώς
Το πλήθος έχει ενμηδενιστεί
Το χάρισμα
άρχεται
Δημήτρης Δημητριάδης 16 Ιουνίου 2013 – 14:59 μ.μ
.
JESU CHRISTIANA (2011)
I. ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Vox Humana
ΚΑΠΟΤΕ, ένα βρέφος μ’ επισκέφθηκε στο όνειρό μου·
δεν μίλησε- δεν μίλησα· μόνο που τα πηδάλια της σκέψης του
μου μετέφεραν την ιδέα ότι
αν εμπιστευόμουν μια μελλοντική προσευχή
σε μια Θεά της σιωπής
η προσευχή δεν θα αποκαλυπτόταν ποτέ
παρά μόνο σ’ εκείνον που είναι ταγμένος-
να ασκείται στην Σιωπή_
Vox Terrena
Ο Πύργος του Σίσυφου
1 Νησί ανάμεσα ουρανό και γη 2 στον Ωκεανό 3 απροσδιόριστο
πού· 4 εκεί τα πάντα είναι γράμματα 5 μόνο που τίποτα δεν
ονομάτισαν ακόμη- 6 όπου κι αν το μάτι σταθεί απόλυτο
κενό επιφάνειας 7 κανένας αντίλαλος ουρανού δεν απαντάει
εδώ 8 μόνο στο βάθος 9 πέρα μακριά 10 ένας θνητός Πύργος
ξεπροβάλλει υπομονετικά την αυγή-
11 το σούρουπο χάνεται ξανά 12 και την αυγή 13 και κάθε αυγή
14 το πρωί
15 ο Πύργος υψώνεται στα ενδιάμεσα αιθέρια 16 γιγαντώνεται
17 για να τελειώσει η κορωνίδα του- 18 λογχίζει/ διαπερνάει τα
σύννεφα/ γράμματα 19 μα όταν φυσάει ο βοριάς 20 τα σύννεφα
γίνονται βροχή 21 αρχίζει η Εποχή των Κατακλυσμών
22 των κυμβάλων 23 των τρελλών- 24 και τότε ο Πύργος
βυθίζεται στο νερό 25 το μάτι πετά ξανά προς τα μακρινά λευκά
26 αρχίζει να μιλά- 27 λοξοδρομεί εμπρός 28 η φύση φτιάχνει
νέα γράμματα 29 αρχίζει ο Πύργος ξανά 30 η μουσική ξεχειλίζει
31 τρυπάει τα τείχη 32 μια νότα 33 μια λέξη 34 δεν βγαίνει 35
ύστερα ίσως να 36 μετά λίγο
37 αύριο θα βγει 38 με παρασέρνει η γλώσσα- 39 η Θεά με
εμπιστεύεται- 40 ήρθε/ όταν 41 η ποίηση είναι στον δρόμο 42
στον ουρανό αρχίζει λιμπρέτο 43 η λευκότητα ήρθε μετά τον
κατακλυσμό 44 η ποίηση έρχεται κατόπιν- 45 ένα δύσκολο
χαμόγελο για να με κάνει να γράφω_ 46 ρυθμικά τρένα
κυκλοφορούν στο σώμα μου 47 πάλλομαι κάτω απ’ τα ιδρωμένα
μου βλέφαρα 48 αφήνομαι στον ρυθμό των πόλεων- 49
διασταυρωμένες σιδηροτροχιές μέσα από σκοτεινά τούνελ 50
με κάνουν να/ 51 σχεδόν επιθυμώ να προσδώσω 52 νόημα στην
σιωπή 53 ξανά- 53 μέσα στη μήτρα μιας πόρνης Θεάς
54 ως απειλή
η Βαβέλ
η Βαβέλ
55 ο Πύργος
ξανά_
II. ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ο ουρανός με τους καθρέφτες-
Οι λέξεις αποκόβονται απ’ τα νοήματά τους. Έτσι
αποσπασμένες, διαμελίζονται τελικά πάνω σε μια εικονική
ύπαρξη- το αντικείμενο είναι ελεύθερο να μεταμορφωθεί σ’
οτιδήποτε- ερμαφρόδιτες λέξεις αντικατοπτρίζονται πάνω
στους διάσπαρτους καθρέφτες. Το συναίσθημα εικονοποιείται-
σαν ερωτική συνουσία. Πολλαπλές αντιπαραθέσεις ήχων,
χρωμάτων, οσμών, λέξεων, λάμπουν αλλόκοτα. Η ποίηση
ελευθερώνεται δρασκελίζοντας από τα γιγάντια παράθυρα. Οι
καθρέφτες στρέφονται προς το μέρος του τοίχου να φωτίσουν
τις μέσα εσοχές του χρόνου. Η αυγή έρχεται με νέο αίμα. Μια
γυναίκα αρχίζει να αιμορραγεί ανάμεσα στα σκέλια. Ασημένια
κραυγάζει- χαϊδεύει τον θρήνο μας. Είναι κάτοικος αυτής της
πολιτείας. Ω, Jesu Christiana.
Το αίμα τρέχει χλωρό απ’ το κορμί της- τόσο, όσο χλωρό είναι
το κορμί της- σαν καινούργια προσευχή- και η προσευχή είναι
τόσο καινούργια, όσο χλωρή είναι η μέρα που κοντοστέκεται
από πάνω μας- και με την προσευχή ενώνουμε τις χούφτες
μας και γινόμαστε ένα. Η γυναίκα ως ενσώματη ποίηση μέσα
στα οξειδωμένα πράσινά μου χείλη- με καλεί σαν ιστορία που
έρχεται καρρέ καρρέ-
«στρόμπο» αίσθηση άγουρης όρασης/ που θα ερωτευτεί τα
μάτια-
ίσως αύριο- όμως όχι ακόμα_
Σκύβω πάνω απ’ το τόσο σώμα σου να το αγκαλιάσω Jesu
Christiana- να αγκαλιάσω το άρωμα που υπάρχει στο στόμα
σου και τότε ξυπνάμε μαζί και ’συ έχεις τα χέρια σου απλωμένα
προς το μέρος μου, βγαίνουν απ’ το σώμα σου και μου αγγίζουν
απαλά το μέτωπο. «Σε χρίζω ποιητή» λες και χάνεσαι μέσα στον
καθρέφτη- κι ώσπου να κάνω να σε δω όλοι οι καθρέφτες Jesu
Cristiana – Jesu Christiana παντού- και ν’ ακούγεται Προκόφιεφ
-σονάτες για φλάουτο και πιάνο- σαν πυρετός να με καίει η
κόλασή σου μέσα μου έξω και παντού-
Τι είναι αυτό το συναίσθημα Jesu Christiana, δαίμονας-
δαίμονας που μ’ αρπάζει σαν λιοντάρι- με βία κυλιόμαστε
στον ουρανό- παραφυλάει τις νύχτες μαγείας μεθυσμένος να
μου προκαλέσει τρόμο- κι όμως, μέσ’ απ’ τον τρόμο ένα φως
γυαλίζει στο μάτι μου σαν χειρονομία μιας μεγάλης γνώσης-
ενώ τα λιοντάρια προβάρουν τις αυριανές τους νίκες στους
καθρέφτες κι ύστερα τεμπελιάζουν πλαγιασμένα- ενώνονται
τα στόματά τους- το ένα μέσα στο άλλο/ το άλλο μέσα στο
ένα/ το όλο μέσα στο όλο/ ρουφώντας στόμα με στόμα/
βυθίζοντας το όλο μέσα στο πιο όλο. Κι ύστερα έρχεται η μέρα
ανελέητη. Πρόσοψη ψηφιδωτή στο βλέμμα του μετά παντού- Ο
λόγ[ο(ς)λος] ρυθμικά εξατμίζεται στην θέα.
Οι Άγιοι
Jesu Christiana να ελευθερώσουμε τους άγιους από τις
φυλακές- να πάρουν τα ηνία τα σκουλήκια, το αίμα των
τρελλών να κυλάει στις θάλασσες και στα ενυδρεία- να
αφυπνίσουμε το ξύπνημα, να νομιμοποιήσουμε το πράσινο
έγκλημα- τους άγιους υπηρέτες να κάνουμε ποιητές- θλιμμένοι
ήρωες, όλοι τους μια παρεξήγηση. Ο μικρός τυμπανιστής- ο
μικρός πρίγκιπας- ο μικρός νικολά- «θλιμμένε πρίγκιπα της
Δανιμαρκίας»- «στο καλό πικρή βασίλισσα»-
Jesu Christiana φανερώσου στους παρεξηγημένους αυριανούς
ήρωες των δρόμων- δείξε τους τα κοφτερά σου δόντια,
κάνε τους να χαμογελούν με μια ώρα μαγείας – ελάτε
όλες εσείς οι γυμνές νύμφες της αμαρτίας, ευνουχίστε
επιτέλους τους προφήτες που κακαρίζουν στις κορυφές των
πολυτελών ξενοδοχείων- κόρες των στρειδιών με τα λευκά
σας μαργαριτάρια σφηνωμένα στα δόντια φτύστε προς το
πληγωμένο φεγγάρι για να φωτίσει λίγη νίκη- και χορέψτε
τρελλά ένα βαλς με τον αυριανό σας φονιά- σαν δανεικοί
ηθοποιοί τούτου του λυτρωτικού θρήνου.
Jesu Cristiana-
Ότι θα σ’ έβρισκα πάντοτε το είχα σίγουρο. Χρόνια τώρα μ’
έβλεπα να κείτομαι στους μέσα σου ανέμους- στην παρθένα σου
γη, σε μια τρύπα στον ωκεανό, να με κατοικούν ορίζοντες δικοί
σου- σε περίμενα κι ανθίζω – σαν τέρας των θεών, σαν φάρσα
χλευαστική. Μέσα στις πόλεις υπάρχουμε και θα υπάρχουμε
μέχρι να αποδιώξουμε από πάνω μας τις πόλεις- εκεί που η
λάσπη μου φαίνεται σαν μουσική, σαν να λαμπάδιασαν οι
κεραυνοί κι έγιναν πυρσοί στο ανοιχτό μου κρανίο- κι άλλους
πυρσούς αναζητώ να νοικιάσω έναν μήνα τον χρόνο και να τον
βάζω φωτιά μέχρι να ερωτευτούν οι λέξεις μου τα πόδια σου,
τα πόδια σου την αυθάδική μου σκοτεινιά- Jesu Christiana τη
νύχτα ζεστάθηκα κι ονειρεύτηκα βροχή- μια άλλη νύχτα οι
Άγιοι μ’ είχαν προ-ορίσει για το έγκλημα/ οι ίδιοι Άγιοι τώρα με
ορίζουν για τον ύπνο. Θα κοιμηθώ. Θα πεθάνω για να διαψεύσω
τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος είναι η ζωή. Ο Θάνατος. Χωρίς
αυτόν η ζωή αφαιρείται. Μπαίνω στον θάνατο με μάτια καθαρά-
με κραυγές/ ιαχές. Με σώμα. Ολόκληρο το σώμα. Με μυαλό. Το
όλο μυαλό. Με αίσθημα συγγενικό μπαίνω στον θάνατο. Γιατί
άλλος τρόπος δεν είναι. Η μόνη ζωή. Η πάντα ζωή. Θα είναι από
θάνατο.
III. ΑΛΧΗΜΕΙΑ
Νύχτα στο ιπποδρόμιο
Ποιος θα μπορέσει να μου λύσει
τους πέτρινους καλπασμούς που με ζώνουν-
έχω χαθεί μέσ’ στους δολοφόνους ζωντανός –
και μήτε που ξημέρωσε ακόμα
ολόισιοι τοίχοι κιτρινισμένοι
και μέσα τους χτισμένοι άνθρωποι
που δεν πρόφτασα να φιλήσω- που αδυνατώ
να γνωρίσω – κι όλη τη νύχτα ακούω
τις σκουριασμένες αλυσίδες τους
να σέρνονται σαν βογκητά εγκυμονούσας φοράδας-
ερημώθηκε ο κήπος που κρεμόταν χρόνια
γύρω απ’ το κλεμμένο μου χρυσάφι
και το χρυσάφι σαν θειάφι φωσφορίζει
μέσ’ στη θηριωδία μου- και πια δεν βγάζει άχνα
σαν άγιος στέκομαι πάνω στο καμμένο μου χρυσάφι
προσεύχομαι με κατάρες ακατάληπτες
κι όταν το ξημέρωμα ανοίγει το φράγμα του ποταμού
ορδές οι δολοφόνοι μ’ επισκέπτονται, σαν τσακάλια ουρλιάζουν
και λαϊκά τραγούδια της λησμονιάς στ’ αυτιά μου
χερουβείμ κρέμονται απ’ τα γαλάζια σύννεφα-αλεξίπτωτα
και προσγειώνονται πολύτιμα πετράδια στο αίμα μου
πλάι στο ιπποδρόμιο καλπάζουν ασέλωτα άλογα και μουγκρίζει
ο αέρας σύρριζα απ’ τον τελευταίο μου γύρο-
ψάχνουμε ο ένας τον άλλον- μα κανείς πουθενά
κάτω στον υπόνομο το λευκό πιάνο της κυρίας Μπραμς
σε Μάλερ πιτσικάτο – και οι δολοφόνοι ετοιμάζουν
μέσ’ στο τεχνητό φως του χρόνου νέες σφαγές
και το όνειρο γίνεται καταχνιά από ριπές
λάμπει το ισχνό φως στο δένδρο των κρεμασμένων-
κυμάτων παφλασμοί και τάπητες της αγρύπνιας-
βαμμένος με ρουμπίνι στο μέτωπο και με μάτια
ινδικά πίσω από την γραμμή του ορίζοντα- οπλίτης
περιμένω μπροστά στους φαλλούς τους τα μαρμάρινα φιλιά
αναγνωρίζω την θέα- έχω ξανάρθει εδώ- εδώ έχω ξανάρθει
η ποίηση είναι καινούργια και ματωμένη – μια λέξη μού
είπε τ’ όνομά της: Jesu Christiana!
Την έζωσα μ’ ένα κουβάρι απ’ τους παρθενικούς της υμένες
κι ένοιωσα το απέραντο κορμί της σαν σωματοποιημένη
ποίηση-
και μετά κενό- κυλιστήκαμε στο πυρωμένο θειάφι
τα σώματά μας γυμνά και κίτρινα σαν κέρινα σβήσανε στο
ελάχιστο-
οι δολοφόνοι ήρθαν και μας αποτέλειωσαν με τις λόγχες τους
τις αργυρές
και ύστερα το φιλί μου στα χείλη της απολιθωμένο
όπου να ’ναι τα νεύρα μου σπάνε – ας τσουγκρίσουμε τα
ποτήρια
ξύπνησα πάνω στον μαρμάρινο εξώστη και ήταν μεσημέρι-
όλα τόσο απλά σαν μια παιδική λεξούλα
οι δολοφόνοι μου χτισμένοι μέσ’ στους τοίχους έσερναν τα
βαριά δεσμά τους
τις πνοές- το σώμα μου- προς το φως-
ήταν η αρχή- η Γέννησή μου
Άδοξη νύχτα – στον Παράδεισο
Ας υποθέσουμε σκηνικό καλαμποχώραφου-
άδοξη νύχτα
σύννεφο αναλλοίωτο μέσα
στον τροπικό της καταστροφής
χωρίς σχήμα/ χωρίς καταφύγιο
απ’ τα πλευρά σου αιωρούνται ανονομάτιστες λέξεις
χαμένος για χρόνια τριακόσια και παραπάνω στα σπλάχνα σου μέσα
όπου η ψυχή της μουσικής μου ανασαίνει σαν
μέταλλο ζεστό τις ανδαλουσιάνικες ιαχές σου/ χωμάτινη σκιά
This is not a work of poetry/ not yet of one man_
Γιατί η ποίηση δεν είναι/ η ποίηση είναι το κακό/ που θαυμάζεται
σε χρόνο ακριβό/ σε κενό χρόνο/ εκείνον που αγαπιέται-
Στην οθόνη των ουράνιων διαστροφών δαμάζεται
ετερογλωσσία ανέμου / αφή πουλιών κοντά στον Απρίλιο
υπνοφόρος καιρός πάνω απ’ τα κεφάλια του όχλου
Και μετά το σύννεφο πάλι-
τέσσερα σύννεφα πάνω απ’ τον δρόμο
που σέρνει το φαλακρό φίδι μέσα στο ξεραμένο άχυρο
και στα κέρινα καλαμπόκια- το σκιάχτρο φυσάει την φωτιά
που άναψε ο τζίτζικας με της Κίρκης το πέτρινο τσακμάκι-
Θεά λαξεμένη από βροχή μέσ’ στην ορμή της νιότης/
σαν ρεύμα βραδινής ηλεκτροπληξίας
Θεά δραπετεύουμε απ’ τις κλωστές της φυλακής-
εκείνη και ’γω μαζί εγώ σχεδόν εκείνη/
(στην αυγή της πόλης η ήπειρος (color di Luce)
και σαν Μαντόνα μισή ½ σχεδόν γυμνή στο κάτω πάτωμα
συνθέτοντας τους νέους δρόμους –
μονοπάτια νεογέννητων παιδιών
μήτρες αγγέλων βαλσαμωμένες στην λεωφόρο- τα βατράχια
κοάζουν τρεις
φορές
Η άρνηση! Η άρνηση! Η άρνηση!
Το πρωινό στον βάλτο σαν παλάτι ορθωμένο στο πολύ φως-
λέξη στρογγυλή προηγείται/ άδοξη νύχτα_
1 2 3_ αμέτρητα ατσαλένια μιλιά
υπνωτικών σιδηροδρόμων με οδηγούν
σε περίγραμμα λίμνης ευπαθούς νερού-
δυο μπουκέτα κύκνων λευκών ανά ζεύγος
λικνίζονται πλάι στα ψιλά γράμματα των τίτλων τέλους
από βιολετί φιλί –
σαν μίσχος φωτός διά μέσου σύννεφου
κυανή ματιά
λευκή μπάντα στην όχθη
διάφωνες νότες
στα δένδρα
αυτοσχεδιασμός-
ρετσιτατίβο
προσευχή
η Νέα Ορλεάνη·
αίμα μ’ ακολουθεί-
ο αγγελικός κηπουρός-
ο πρίγκιπας της Δανίας
με δάκρυα στα μάτια
σφαδάζει σε ξένο σώμα
αξιολύπητη λογική
κυριεύει τον πατέρα
εκεί που κρύβεται
τεράστιος και μεγαλόθυμος
ωσάν τέχνασμα της φαντασίας
[Οι Θεοί στο επιτροπικό μουσείο ξέφρενοι από αμφεταμίνη-
παθιασμένοι με την ανθρωπομετρία και την παραχάραξη της
Ιστορίας· εκεί όπου η αιωνιότητα που επινόησαν πρέπει να
αποκαλυφθεί]
Πρωινό στον πάγο
Σελίδα νερού- πρωινό λίγο πριν γεννηθώ / πλάι στον ΛωΤΌ
αμυδρό φως στην άλλη πλευρά του τούνελ
σε μια γαλήνη τύφλωσης φόβος λευκού αγγέλου μ’
επισκέπτεται-
το νεογέννητο μωρό έκθαμβο από αντίστιξη γραφίδας
χαραγμένο στον
βρωμισμένο πάγο με κοπίδι ιστορικής ακρίβειας_
«Δάκρυα θερμά λιβελούλας- μέσα σε κρήνη μελανί- ή τε κατ’
αιγίλιπος πέτρης δνοφερόν χέει ύδωρ-3 τόν δέ ίδών ώκτιρε
ποδάρκης δΐος Άχιλλεύς/4 καί μιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσ/
κύδα.5 Εσύ; Ω! Jesu Christiana» (…)
IV. ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Έξοδος – 2η απόπειρα απόδρασης (η Χορο/γραφία)
ή Σκηνοθετώντας την Θεά
Η Θεά καλλιτέχνις ή μεταποίηση
Θεά: «Ο στίχος που γράφω θα ήθελα να είναι εκείνος που εσύ
διαβάζεις την ίδια στιγμή».
Άλλος: «Εδώ· σου έχω φυλάξει είκοσι γραμμάρια δόξας».
Θεά: «Είμαι ακόμα πεινασμένη».
Άλλος: «Ε, τότε είκοσι γραμμάρια δόξας κι έναν θρυμματισμένο
ουρανό για ν’ αποδράσεις».
Πτήση
η μεταποίηση
Πετάει σ’ έναν ουρανό μελλοντικής γλώσσας
η οθόνη απενεργοποιείται
πέφτει-
Σχεδόν ερωτικό
η μεταποίηση
Σιγοψιθυρίζει Φώτα / μετά αναστενάζει
σιγοψιθυρίζει Σώμα/ μετά αναστενάζει
σε λίγα λεπτά προστίθεται το λιμπρέτο
ακούγεται γδούπος βαρύς_
ο υποβολέας νεκρός στην κουΐντα
(ΠΑΥΣΗ)
Ευελιξία Οσφυϊκού Σπονδύλου
η μεταποίηση
Γυμνή/ μισό προφίλ στο κοινό
παρουσίαση ευέλικτου
οσφυϊκού σπονδύλου-
λυγίζει
τα χείλη γεύονται τα πόδια
τρία λεπτά
ακινησία
λέξεις: προαιρετικές
4 βήματα
η μεταποίηση
Η Θεά και ’γω να την κοιτάζω· η Θεά και σχεδόν εγώ-
γυμνοί και οι δύο/ εκείνη μπροστά/ εγώ ακολουθώ
την αφήνω να προχωρήσει/ σταματάμε ταυτόχρονα
(μεταξύ μας απόσταση τέσσερα βήματα)
κοιταζόμαστε
εκείνη αποπειράται να πετάξει
το βλέμμα μου σταθερά στην ασθένεια της νύχτας
τα φτερά χρυσά/ τσακισμένα
την πλησιάζω/
φιλιόμαστε
τα χέρια της ίπτανται
τανύζεται σε βαλς-
υψωνόμαστε_
(τσακιζόμαστε
σε
τοξικά
δένδρα)
Τέσσερεις προσευχές πίσω απ’ τη νότια πύλη
Η ∆αµασκηνί Προσευχή
Η μούσα μας κάνει να πονάμε
η μούσα μας οδηγεί στην προσευχή
η μούσα καταβυθίζεται μέσα μας
μα ποτέ κανείς μας δεν την περιέχει
εκείνη μας κατακτά – μας βιάζει θλιβερά
κάτω απ’ τα σταχτόδενδρα τις νύχτες
μας εκ/βιάζει για ό,τι υπήρξαμε – για το εάν
θα υπάρξουμε – με την βία μας βάζει να ομολογήσουμε
πως συναντήσαμε την άνοιξη/ για χάρη της διαπράξαμε
ανείπωτα εγκλήματα- στις παλάμες χαράζει τις γραμμές μας
γιατί η μούσα έρχεται πάντα για να κλείσει τον κύκλο του ποιητή
έξω από την μούσα και μόνον έξω υπάρχει ο ποιητής
γιατί η γραφή αρχίζει πέρα απ’ την μούσα και μακριά απ’ την ζωή
η γραφή είναι του θανάτου – και στον θάνατο πάντα ενοικεί
«Όταν τα ξίφη των Τανγκ αποκεφαλίζουν τους άρχοντες τον Σού
η δαμασκηνί φοράδα Τσονάν Μάο ήταν εκείνη που ο Τάι Τσουνγκ
πιο πολύ αγαπούσε».
καλπάζει χλιμιντρίζει λέει τ’ όνομά της και δεν υποχωρεί
γαντζωμένη στο πάθος της σφαδάζει από επιθανάτιες κραυγές
ώσπου διώκεται- εκ/διώκεται από στυγνούς εφιάλτες
κατέρχεται
μυριάδες πρόσωπα από πόλη σε πόλη από λάθος σε λάθος
και μόνο στο λάθος δικαιώνεται
στο επόμενο ποίημα εισχωρεί σαν να ’ναι το παρθενικό της
οι λέξεις είναι πάντα εκεί- γιατί μόνον οι λέξεις μπορούν να
είναι
οι λέξεις όταν είναι λέξεις που δολοφονούν την μούσα
γιατί οι λέξεις δεν είναι της μούσας
οι λέξεις του θανάτου πάντα είναι
και μόνον όταν η μούσα νεκρή – νοήματα αρχίζουν ν’
αποκτούν-
οι λέξεις ντύνονται τους ακριβούς τους μανδύες να θρηνήσουν
το τέλος / το άδειο κουφάρι να· τα σάπια δόντια-μαργαρίτες
την αρχή/ δοξαστικά κραυγάζουν – χαϊδεύουν τον θρήνο
περιπαικτικά τον θρήνο χαϊδεύουν- οι λέξεις
ελατήρια εκτοξευμένα από το κεφάλι-
μικροσκοπικά σώματα λικνίζονται να τα χορτάσει ο αέρας
τελικά αναγκάζεται να γεννηθεί ο έρωτας
με τις δύσαρθρες ιαχές του
μέσα από βλέννες ξένου ύπνου- ασχημάτιστος κι αμίλητος
και προτού γεννηθεί θαρρείς πως τέλειωνε- δεν θυμόταν πώς
όχι με το σώμα πια – άγραφος και έκρυθμος να προσπαθεί
αβοήθητος να ξεπροβάλει μέσ’ απ’ τα σπλαχνικά υγρά
πόσες φορές να νομίζει ότι είναι και να μην
τόσες φορές κι άλλες τόσες να πιστεύει πως/ αλλά δεν
κι άλλος χώρος στον κόσμο δεν έμεινε και ούτε σε κόσμο άλλον
χώρος κανένας δεν υπήρχε-
ήταν η ώρα- εδώ και πολύ καιρό ήταν η ώρα μα εκείνος τ’
αγνοούσε-
ο έρωτας δεν είν’ του έρωτα- του έρωτα δεν/ μα ήταν του
θανάτου
για να υπάρξει ο έρωτας έπρεπε να πεθάνει
έπρεπε να χάσει η μούσα- για να δικαιωθεί
για ό,τι προοριζόταν έπρεπε να μην είναι
αφού στο τέλος της μούσας αρχίζει το ποίημα
και ο έρωτας τότε μόνον υπάρχει
και τότε βαφτίζεται
και λάμπει_
Το µη αναγνώσιµο (υστερόγραφα και τέλος)
Οι λέξεις ως αντικείμενα που αντάλλαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Οι λέξεις δώρα/ θα ήθελα να ήταν/ κάποτε είναι συναισθήματα
ακίνητα.
Η Θεά ερωμένη/ανάμεσα στα δόντια της το ρόδο αμάραντο/ από
λέξεις καμωμένη Θεά/ συλλαβίζω το βλέμμα της και αρχίζει μέλλον
στη νύχτα.
Γλωσσικοί κανόνες- απαραβίαστοι, απρόσιτοι, άψαυστοι,
ανυπόμονοι, άκαμπτοι, τους δόμησα- τους παραβίασα όλους.
ΌΛΟΥΣ_
Δεν υπάρχει ο τόπος της γλώσσας/ υπάρχει ένα ατμοκίνητο πιεστήριο
(πλέον ηλεκτροκίνητη οθόνη) που επί σειρά ημερών, εβδομάδων,
μηνών, ετών,
μπήγει στο κεφάλι σιδηροσωλήνες (πλέον ασύρματα ηλεκτρόδια
γνώσης) που από ’κει μέσα περνά η σκέψη του Κόσμου στην γλώσσα.
Οι λέξεις μου είναι εύθραυστες- όπως ο έρωτας/ η καθημερινή χρήση
φθείρει τα εκλεκτά μου λήμματα. Τότε αδυνατώ να εκφραστώ σωστά/
αρχίζω να αρνούμαι να αρθρώσω τις τσακισμένες μου λέξεις.
Αδυνατώ να βρω τέτοιους τόπους/ ο χώρος της γλώσσας είναι το
ζήτημα/
παύει να είναι/ ποτέ δεν ήταν αυταπόδεικτος- σπάνια είναι οικείος
πρέπει συνεχώς να τον ανακαλύπτω ξανά και μετά να τον χάνω/
να είναι δικός μου και να μην μου δίνεται/ να χρειάζεται να τον
κατακτώ συνεχώς_
Σταδιακά έρχεται/ θα έρθει η λήθη—
θα ξεχαστεί η Θεά/ θα σβηστεί η προσευχή
θα λιώσει ο λόγος μου σαν πάγος· νερό που
κυλά ανάμεσα στα δάχτυλα-
Ο χρόνος θα τα πάρει όλα και θα αφήσει
άμορφα κομμάτια ιχνών-στιγμάτων
δεν θα μπορούμε πια να πληγωθούμε
δεν θα μιλάμε/ δεν θα αγγίζουμε ίσως
δεν θα έχουμε όσφρηση/ δεν θα ιδρώνουμε
Θα αγαηάμε;
Μετά τις λέξεις
μετά τον Κατακλυσμό
μερικοί σίγουρα θα/ μείνουν
γαντζωμένοι στα πράγματα-
δολοφόνοιπροφήτες
οι νύμφες της αυγής-
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου
να περισώσω τις λέξεις
μια δύσκολη ανάμνηση
για να με κάνει να γράφω
κάθε που αντικατοπτρίζεται το όταν/
HOW?
Κι αύριο το πρωί θα με ξυπνήσεις πάλι/
μετά θα σου χαμογελάω εγώ/
το στόμα σου θα παραμένει ανοιχτό στον ύπνο/
και μέσα του θα λαμπυρίζουν οι φλεβίτσες στον ουρανίσκο/
σαν χνούδι ένα κεντημένο σονέτο – θαρρείς ολόκληρη
η Βαβέλ – όλος ο Πύργος/ οι λέξεις επιστρέφουν
μέσα σου_
Ό,τι κατάφερες να σώσεις από τον χαμό- ΤΡΕΜΩ
όμως εκκωφαντικό- σίγουρο τρέμω/ όπως όταν σπαρταράς
από ακατανόητη αγάπη- ΣΠΑΣΜΟΣ
ο οριστικός σπασμός-
Με πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά της/ τα άλλα είναι σιωπή·
[ΜΙΑ ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΤΑΝ
ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΕ ΠΙΑ_]
{…}
Έξω
Χώρος λευκός
Ίσως εσύ
Εγώ μπορεί
Καιρός σπάνιας ουρανότητας
Οι εσοχές του ματιού εξημερωμένες
στον χρόνο
Κάτω από τον πάγο η γεω/ποιητική τερατωδία
από πάνω:
ΟΙ ΟΧΙ ΛΕΞΕΙΣ.
.
ERO (S) (2011)
7 βήματα – 7 λεύγες εντός
Ι
[Ποίημα γραμμένο 7 λεύγες κάτω από την θάλασσα- στον βυθό]
Πρωτο/μαγιά
μετα/φέρω τις φράσεις μου
μάτσο ζαχα/ρωτά – στο κέντρο της πόλης
Μετά υπο/φέρω αινιγματική φοβία
για ένα ποίημα
ανοιξιάτικο
που δεν λάμπει
κι όμως είναι χρυσός-
Στον βυθό του Θερμαϊκού
μετα/ποιώ
το κάλεσμα μιας εποχής αλλοτινής μου Οφηλίας
ενώ
συν/αισθάνομαι αθάνατος σχεδόν ero/τα
όπως πρώ/τα
κατά/πίνω την γλώσσα μου
που κάποτε στο έξω παγκάκι
είχε με την δίκιά σου
ενωθεί
σε σάλια οικείας συν/ουσίας
τις στιγμές που χαρτο/γραφώντας
κύτταρα μνήμης
άνεμο καίγαμε
ν’ αλλάξει ο χρόνος φορά-
τότε που η μυθολογία του Νερο(ω)/να
ήταν τέχνη πιο αληθινή
απ’ την πραγματικότητα –
Τα μπαστούνια ζαχαρωτά
στηρίζουν έναν ουρανό
dcja vu
τα παιδιά κρεμασμένα από
παραφυάδες ero/τογωνικού 02
διασωληνώνουν τα πουλιά
θηλάζουν μαστούς συννέφου
προκαλούν την βροχή
-Θέλεις ουρανό κομματάκι
να φας;
-Ero.. Ero
Όπως νερό-
καλός αγωγός ερωτικής δράσης λένε
Πάντως
η ανά/δραση του έρωτα είναι πιο θελκτική
απ’ το πνεύμα-
κι όμως
αδυνατώ να δαμάσω το κτήνος
μέσα μου’
μέρες τώρα/ περίπου μήνες
τα άκρα μου ακρωτηριασμένα
σπινθηρίζουν στο νερό-
αντιδρούν στο ph του βυθοχρόνου
πλαγκτόν πόλης αποφορτίζει
μόνον περιστασιακά
τις αν/όμοιες εκπνοές έρωτα
τις προ(ς)ομοιοόσεις
εισπνοών / τεχνητών αναπνοών
μέσα στην κρυσταλλική οθόνη
που με έριξαν
θεάμαι από παντού- το μόνιτορ
δύναται να φασματοσκοπεί
τα πάντα –
εκτός από το βλέμμα σου
[Ο χρόνος, σου λιγοστεύει την όραση- και κάπως πρόωρα
θολώνει το νερό]
ΙΙ
[Εσύ: στο παράθυρο του κόσμου
Εγώ: σταθερά κάτω στον βυθό]
Περπατάς απόγευμα στον μώλο
σταματάς ακριβώς
πάνω από το σημείο όπου βρίσκομαι
βυθομένος-
Η μορφή σου ορθώνεται τεράστια από πάνω μου-
δεν με βλέπεις
Μόνον εγώ σε / ευρυγώνια στάση
να ατενίζεις το σκηνικό του ορίζοντα
Εσύ να κοιτάζεις στον ορίζοντα
κι εγώ να κοιτάζω εσένα
δίχως να ξέρεις πως σε βλέπω
Ξαφνικά- πρόσκαιρη εικόνα
τεθλασμένης οριζοντογραμμής
κατακλύζει τον χώρο του βυθού μου
σκαρφαλώνω στον κάθετο σωλήνα / αντανάκλαση
που δημιουργεί η γραμμή του ορίζοντα
με κόπο ανεβαίνω- μια λεύγα προς τα πάνω
(6 τώρα μας χωρίζουν)
Το όνειρο μου ζητάει
κι άλλα στοιχεία
που για την ώρα αδυνατώ
να προσκομίσω
Η εσπερινή παλίρροια
με βία με γυρίζει πίσω
Ουρλιάζω μπουρμπουλήθρες
πετάς κρινάκι λευκό-
φεύγεις
Λάσπη μου καίει τα μάτια
μνήμη διαχέεται στο νερό
κατακάθι αγγέλου
κολλάει στο μυαλό’
υπολλείματα υπόνερων ψιθύρων
πάνω στα μάτια μου
ανα/παράσταση αχιβάδας
[κάμερες μέσ’ στο νερό – ίχνη θεάματος
ο άρτος μουσκεμένος από χείλη θνητά
έπειτα έρχεται η άμπωτις
– και μετά τι;
– Σιωπή]
ΙΙΙ
[Το θλιμμένο τραγούδι της αχιβάδας-ημιτόνιο]
«Υπέρκοσμο ξεμυάλισμα
ευλογεί την βραδινή παλίρροια
-θα το πάρω με το μέρος σου-
Τέτοια φαντασία
κάνει το συναίσθημα να γλιστρά κανονικά
-είναι με το μέρος σου-
Στιγμιαία συσχέτιση αγάπης
ρουφά και θρέφει μια αγέλη ψεύδους
-το μέρος μας είναι αυτό-
Υπερευσυνειδησία συστρέφεται κάτω απ’ το δέρμα-
σύννεφο ραγισμένο
-εκείνον που κάποτε ήταν αγάπη-
Είμαι άσωτος- διεφθαρμένος
και κάθε φορά
που με κοιτάς
ο λόγος μου στομώνει
σαν μαχαίρι
ξεγλιστράς αργά απ’ την αντίληψή μου
καρδιές- δορυφόροι λήθης φυτρώνουν στο κεφάλι
ποτέ δεν κατάλαβες την γαλαζότητα του τρόπου να / όπως
σπέρνει – χαρτογραφεί ανθοχώραφα αγάπης·
Πάρε τ’ όνειρό μου- στράγγισέ το κανονικά κι ανάστροφα
φέρε το μέσα έξω / κύλισέ το στο χώμα/ στην λάσπη/
στον ουρανό
σβούριξέ το/ αγάπησέ το/ άπλωσέ το στον πολύ ήλιο –
θα δεις/ στον ουρανό το γράφει:
Me and the dragon can chase all the pain away –
Η κάθε μας τελετουργία μας οδήγησε σε νέες διαδρομές
το βάρος του έρωτα στους ώμους μας/ φύτρωσαν φτερά
ψάρια πεταλούδες/ πεταλουδόψαρα -pantodon buchliolzi
η παλίρροια την νύχτα πήρε φόρα- πήρε φόρα για νεροδράσεις
ώσπου μας πέταξε στα αγγεία μιας σπηλιάς ναρκοθετικής
αγάπης
-ο άνεμος μιξαρισμένος από συνεχή βοή κόκκινης
μέλισσας και
αμφίδρομης κυμάτωσης από/χωρισμού-
[καθώς η απόσπαση ενός αλκοολικού απογεύματος
θεραπεύει προσωρινά την τύφλωση με σάλια πνιγμένης ανε/μόνης]
και είναι μόνη
είναι μόνη
ανε-μόνη
ότι κι αν κάνουμε μέσα μας
βουλιάζει η πόλη
είμαστε καμωμένοι από μοναξιά
κι είμαστε όλοι ανεμόνη / εσύ κι εγώ]
VI
[Love Museum]
Χτίζω το Μουσείο του Έρωτα
στον ωκεανό
πρώτα οργώνω
μέρες τώρα
οργώνω
τον βυθό
τα θεμέλια
σαθρά
δεν υπάρχει, σκεπή
παρά μόνον σιωπή
δεν υπάρχουν τοίχοι,
ούτε διαφυγή
με λίγη όμως τύχη
η μνήμη
με ακρίβεια αντηχεί
στο κοχύλι cardita
όπου ανα/παράγεται εύγονα
στο κέντρο του ψηφιδωτού
βυθού-
υπό τον ήχο
ορφικών ψαλμών και
ξόρκια monodontas
εδώ ευωδιάζει μαύρα φύκια
και σαγήνη
εδώ αγγελάσιο εσύ-
πιο πέρα ανθάκι
λιθίου
στα φωτονικά
κύτταρα του βολβού σου
σφηνωμένο-
Εδώ που όλα τα αρνήθηκα
τελικά αρχίζει να μυρίζει
όπως εσύ
Εδώ μόνον εγώ σε μυρίζω
στην κεντρική αίθουσα του μουσείου
έκθεμα που δακρύζει ero/τα
Εσύ
μαργαρίτες θαλάσσης-
κυπρινικος πολτός στα χείλη
όπως όταν πλησιάζω την σπηλιά
του στόματός σου
να αγγίξω με την γλώσσα
την φλόγα του κεριού
που καίει στο νερό
σου μέσα-
ρόδινη τρεμόπαιζε η λάμψη
και απ’ την υπερώα
προσπάθησα να κρατηθώ—
το απόγευμα
με βρήκε αναίσθητο
με σάλια
αγάπης και θέρος
στο στέρνο-
πλάι σ’ ένα πλωτό ζωγραφιστό
ηφαίστειο
που έμοιαζε:, λίγο με φόβο
και λίγο με στοργή
κυρίως όμως
με
θα/να/το
[προσωρινό φωτοστέφανο από πυροτέχνημα μνήμης-
νυχτερινές σπίθες στατικού ηλεκτρισμού στα όνειρά μου
καθώς κάνεις μια ευχή σ’ ένα αστέρι που πέφτει στα μαλλιά μου-
– αστέρι;
-ποια ευχή;
-ποτέ να / μην αραιώσεις
-την αγάπη στα νερά μου]
.
ΤΟ ΠΑΝΤΖΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ (2008)
ΕΦΗΒΕΙΑ
(λίγο πριν μας τελειώσει η υδρόγειος)
GOD SAVE THE QUEEN
(ή ξερνώντας στις πύλες του παραδείσου)
Χρόνια τώρα
φορτίζω (με τον φορτιστή του κινητού)
την σιωπή στη πρίζα
η σιωπή φορτίζεται
η φόρτιση μάλλον τελείωσε
τον προηγούμενο μήνα
(παρόλα αυτά η συσκευή παραμένει στη πρίζα)
σχεδόν πυρακτωμένη
πρόωρα φορτισμένη η σιωπή
ως σιωπή με κοροϊδεύει
περπατώντας γυμνή
με λυμένα κορδόνια
πίσω απ’ τους αυριανούς αστραγάλους σου
μου πήρε χρόνο να σκεφτώ-
χώνω τα δάχτυλά μου στη πρίζα
(τον δείκτη, τον μέσο και τον παράμεσο)
τριφασική σιωπή
τη γείωση αναλαμβάνει ο μέσος (αλλιώς κώλιον δάχτυλο)
εσύ στήθηκες στα τέσσερα περιμένοντας
την ηλεκτροπληξία
εγώ μετακόμισα με όρθια μαλλιά
στο διπλανό τετράγωνο
τυχαία συναντήθηκα με τα ((φρικιά» της γειτονιάς
διεκδίκησα τη μουσική — τη φασαρία
από τότε φασαρία
όρθια μαλλιά
φυτρώνουν ξανά εφηβεία
ηλεκτρισμένα μαλλιά
όλο εφηβεία
η σιωπή με υποψιάζεται
(μάλλον είναι σίγουρη)
την εγκατέλειψα
με ακολούθησε
αγοράζει παγωτό χωνάκι
και κρυφακούει πίσω απ’ τον Ιούλιο μήνα
God Save the Queen
θεέ μου σώσε τη βασίλισσαααααααί!
(ή διάολε σκότωσε τον προλετάριο)
—άριο άριο άριο
κι εγώ που πάντα σε ήθελα
θεά έγινες διάολος
(μικρή-από μικρό ωάριο)
σώσε με —βασίλισσα
έγινα προλετάριος
—άριος άριος άριος (από τον Άρη;)
μαθαίνω να μυούμαι στου κόσμου τη βαβούρα
εσωστρεφής
δοξάζομαι
μες στο κλειδωμένο σου συρτάρι—
LAST NIGHT I DREAMT THAT SOMEBODY LOVED ME
(ή σήμερα είδα κάποιον που μισώ)
Κουφάλα
από κείνα τα χρόνια που φιλούσες
κατουρημένες ποδιές για ν’ αναρριχηθείς
(ενίοτε και τη Θέμιδα)
πως τολμάς και χαμογελάς ακόμα
με κείνο το αηδιαστικό χρυσό δόντι στην άκρη;
στο χώμα ρίχτο καν’ το λίπασμα
για τον Μίδα — Έρωτά σου
και κρύψου καλά
φαφούτη ξεδοντιάρη
κανείς δε θέλει σφυριχτά την καλημέρα-
άλλωστε η τερηδόνα είναι μεταδοτική/
και η Θέμιδα πια’ το ξέρει
[παλιά μιλούσαμε με την Θέμιδα για μουσική/ κάποια
στιγμή— εντελώς ξαφνικά την ερωτεύτηκα— το φως
ξεχείλιζε από κάθε σημείο του περιγράμματος του
κορμιού της/ ύστερα γιγαντώθηκε— παραμορφώθηκαν τα
στήθη και το πρόσωπό της/ μετά έγινε σιωπή—
σκοτείνιασε και άρχισα να ασελγώ πάνω της μέχρι που
έσβησα τ’ απομεινάρια της Δικαιοσύνης— όλη τη νύχτα
ακολουθώ έναν δρόμο στον οποίο δεν θα περάσει άνθρωπος/
γεμάτο από καθρέφτες που κυματίζουν σαν θάλασσα
μπροστά μου/ πάνω στον τελευταίο καθρέφτη γραμμένο
με πυκνό α>μα απο στυμμένο παντζάρι:ΙΙ τερηδόνα
είναι μεταδοτική—]
FADE OUT AGAIN
(ή εύθραυστα σώματα)
Ένας δαίμονας μου επιτέθηκε
στο κοιμητήρι του Pere-Lachaise
η μυρωδιά των εκκριμάτων του
απλώθηκε στους γύρω τάφους—
«ο Τζιμ Μόρρισον είναι ζωντανός»
ακέφαλος οδηγεί το μπλε λεωφορείο
σκύβω για να δω—
μια γλυκιά ευωδιά από διάφανο γάλα
κυλάει αργά— τελετουργικά μες στο χωμάτινο
καλντερίμι και καταλήγει δυτικά— στις ρίζες
της βαριάς επιγραφής:
«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ-
ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΑ ΜΟΝΟΝ
ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ»
THE MAN WHO SOLD THE WORLD
(ή ο σκύλος που πρόδωσε την γάτα)
—Είδες τον Κομήτη;
—εγώ τον είδα/ στάθηκε προς στιγμήν
(ως άλλος πλους αεροστάτου) πάνω απ’ το σπίτι
την στιγμή που ο γάτος μου αφυδατωμένος
νιαούριζε την 5η του Beethoven σε ΛΑ {ψι(υ)χουΛΑ}- ύφεση
με ουρά κλειδί του ΣΟΛ (εποχή του ιππόκαμπου)
τώρα διασωληνωμένος με υπερμεγέθη καλαμάκια
να ρουφά(ει) την θάλαττα του Αυγούστου (έχει γούστο στην Ανάφη;-
—στην Παπάφη)
Θάλλατα (θάλλατεj Ερυθρά Θάλαττα/
Tomato juice
ο σκύλος / φίλος (θαλασσόσκυλος αρμυριασμένος) ξαγρυπνάει
κατανυκτικά πλάι/ στου γάτου το οστεώδες προσκεφάλι
του σκουπίζει με σφουγγάρια (Σκυριανά;) την τρέλα του στα μάτια
τον στολίζει μ’ αστερίες/ περνάει αντιηλιακό στα μυτερά του μουστάκια/
όπως λόγχες έτοιμες για μάχη
(άκυρο το ρηθέν σαν τη γάτα με τον σκύλο)
απόψε εξασθενεί η όρασή μου’ πλησιάζω να δω/
(κι ο σκύλος με την γάτα;)
ξεκίνησαν επανάσταση· θα προχωρήσω κι άλλο να δω
τον ΠίΝαΚα από κοντά—
The Dog, Goya, 1820-1823
—και ο γάτος;
—ο σκύλος κολυμπάει σ’ έναν βούρκο από σκατά/
προσπαθώντας να βγει στην κόλαση
—ΚΑΙ Ο ΓΑΤΟΣ;
—μα τον πήγε ο σκύλος (και τον άφησε ήδη) στην κόλαση
(Μπα! Τι λες;)
BELLA LUGOSI’S DEAD
(η ήχησις στο επέκεινα)
H αναμονή του κάποιου—
θαρρείς περιμένεις
όρθιος ο ήχος της ανατολής
κούφιος ήχος
βγαίνει να υποδεχτεί
τους ξενόφερτους θορύβους—
ο ήχος δοξάζεται
ηχείται
ο θρίαμβος των πόλεων—
μόνο ο δικός τους θρίαμβος
κουβεντιάζουν οι ήχοι
βρίσκοντας κι άλλους ήχους
ήχοι τρισδιάστατοι να μετεωρίζονται
νεαροί στους δρόμους ηχημένοι
ήχοι πλεγμένοι στον στους 9 κύκλους
σιδερόφραχτοι ήχοι των αυτιών
—ήχησις των ώτων— (Άσματα του Δάντη)
να γδυθούν όλες οι ώρες
κυρίως οι αυτόφωρες ώρες
με γδύσιμο ηχητικό—
τίποτα να μην ξεπερνάει τον ήχο
αυτού του γδυσίματος
ηχησμός του τρόμου
τρομολάγνος ηχησμός
επέκταση των νέων ακοών
στους επαρχιακούς δρόμους
στην εξοχή—
ήχοι του τζίτζικα
των ελλήνων των περσών
των αιγυπτίων των ρωμαίων
αγροτικοί ήχοι των βάλτων
και των βατραχιών—
ήχοι του Δάντη και των Κωμωδών
όλοι όσοι θα έπρεπε
δεν είναι όλοι—
περισσότερος ήχος
η σταδιακή άνοδος της ολοκληρωτικής ήχησις
ή-χησις
όπως όλα — όλα
και όρθια στην έξοδο των πόλεων—
όρθιο να συνορεύει το σώμα ηχημένο
να υποδεχτεί κι άλλα σώματα
σώματα εν χρίσει
στον βωμό του ήχου—
κι όλους όσους ακόμα δεν άκουσαν
το φεγγάρι με πάταγο ακούγεται’
τσακίζεται στο επέκεινα
ο Bella Lugosi είναι νεκρός
(—ποιος ΕΙΧΕΣ μες στο στόμα μου το πόδι του;
—ΕΓΩ/ όχι το πόδι μου/ την πόλη μου)
CHARLOTTE SOMETIMES
(ή άγγελος μαριονέτα)
Δυο λεκιασμένες φτερούγες αγγέλου
από καραμελόσκονη
καρφωμένες στο χώμα—
και στη μέση σπασμένη
μια αγαλμάτινη σιωπή
σαν Ερμής του Πραξιτέλους
κάτι τεράστιο έσπασε μέσα μου
σαν πράσινη χολή
αλλά λαμπερή—
πρέπει να βγάλω τα άμφια
να φορέσω πάλι το λευκό μου σεντόνι
και ν’ ανέβω πάνω στον κόσμο
με το ραμμένο μου κεφάλι ορθωμένο ψηλά
σαν να μην έγινε τίποτα—
να τους ανακοινώσω ότι:
«ο άγγελος με το ταμπούρλο δεν ήταν εκεί»
[άραγε θα ’ναι ακόμα Κυριακή στου κόσμου τις πλατείες;]
MAYBE SOMEDAY
( ίσως κι απόψε)
Ποίηση με διατρέχει—
άπειρο με κατατρέχει
υπάρχω ως χαλαρή στύση—
ανυπόφορα αγαπήθηκα
μυθικά ερωτεύτηκα
τον ανατριχιαστικό μου
άγγελο—
η Μαγδαληνή ποτέ
τόσο πολύ δεν είχε—
η Αφροδίτη πάσχουσα
από ομορφική ομορφία
ανεβαίνει
στην ραχοκοκαλιά μου’
σαν ρίγος διαπερνά
τον ανεξάντλητο μου
ύπνο—
ως άλλος ύπνος
η κόμη της
διασταυρώνεται
με τις λεωφόρους
του ματωμένου μου
στήθους—
σώμα με σώμα
η αλλοτινή μου γυναίκα
ανοίγει/ κατοικεί
και πάντα θα κατοικεί
στην όξινή μου ψυχή
θα με περιμένει
στο όξινο μου κρεβάτι
το στρωμένο με τα όξινα
σεντόνια—
όπου αυτός που ήμουν
αυτός που είμαι
θα φαντάζω στα μάτια της
ωσάν ζωγραφισμένος
με πινέλο και λαδομπογιά
λευκού καιρού—
ως ταπετσαρία στους
αυριανούς μου οξειδωμένους
τείχους·
έχοντας όντως ζήσει τόσο παρελθόν
ως οξύ
τόσο πολύ οξύ
που χρειάζομαι μόνον
τη συνείδηση μιας όξινης λύσσης
για να αποκτήσω
την βάναυση ανθηρότητα—
χαμένος στο πανύψηλο σου σκοτάδι
να προχωρήσω
ως νεότευκτο ψύχος
—πιο μπροστά απ’ τον κόσμο—
που η μέσα σου μορφίνη
μούδιασε για πάντα (η οργή πέφτει—)
[έσκυψες προς το μέρος μου— ακούμπησες την ομορφιά
στο στήθος μου και με όλα σου τα χέρια με σκότωσες
βίαια σαν μια απλή καθημερινή σου συνήθεια— πως
μπορεί να χωρά ένας τόσος πολύς θάνατος σ ένα τόσο
ελάχιστο σώμα;]
TA BOYΛEBAPTA
(αφήνοντας την υδρόγειο πίσω)
ΑΝΑΓΚΑΖΟΜΑI
Το ΚΕΝΟ είναι ο τελικός σκοπός αυτών των λέξεων.
Οι άνθρωποι στα φρενοκομεία είναι σοβαροί’ σαν παιδιά
που τους βούτηξες το γλειφιτζούρι— η μουσική που μου
’κόψε την ανάσα (απνευστί;) στους Κήπους κουλουριάστηκε
στο πόδι σου σαν φίδι/ τα ξερά φύκια ανάκατα με
μπόλικη βλακεία πόλης συνθήματα θανατωμένα στην
ακτή/ οι χθεσινοί μου νεκροί άφησαν άδειους τους τάφους
(δεν τους πρέπουν οι νεκρώσιμες τελετές όντας ακόμα
στη γη) και κροταλίζουν φετιχιστικά τα βλέμματά τους
(σαν λάβαρα από γαϊδουράγκαθα) όπως όλα τα βλέμμα-
τα που προσεύχονται για μένα/ η κόκκινη σκεπή του
λιοτριβιού ξεφτίζει ανεπανόρθωτα σαν βλάσφημη ιδέα
(συζητώντας στο πλάι του χωριού με τον χρόνο
εκλιπαρώντας τον για ανώδυνο ξεβάψιμο και παζαρεύοντας
μια νεαρή λεύκα για δροσιά) μητρικιά-αγέννητα ακόμη
νανουρίσματα ανθίζουν στον μίσχο του κοχυλιού. Το
καινούργιο μας σπίτι! απεικονίζεται στην Θυσία του
Ταρκόφσκι μα απ’ την αρχή πιάνει φωτιά (μελλοντολογία x
2) έξω απ’ το καμμένο σπίτι (κιόλας;) κοιτώ τον σταχτί
ουρανό/ και χαιρετώ/ ένα τεράστιο αεροπλάνο
προσγειώνεται στο χέρι μου/ άλλοι είπαν πως ήταν
νυχτοπεταλούδα (καταμεσήμερο; Θα είχε αϋπνία!) ΙΣωΣ!
Πλάι στη θάλασσα κρεμώ τα πόδια μου στο κενό και
προσδένομαι στο νερό/ στα δυτικά κρεμασμένο απ’ τα
βράχια ψηλά το ξωκλήσι της Παναγίας της Κρημνιώτισας
απανθρακωμένο/ πλάι στο σπίτι του ύπνου και των
φ/βλαβών—
Η ποίηση θα πρέπει να είναι σοβαρή/ όπως τα βλέμμα-
τα των φρενοβλαβών στο τρελοκομείο τη στιγμή που
τους κλέβεις το παγωτό (και το γλειφιτζούρι;) ή την ώρα
που νομίζουν πως γίνονται νερό—
Οι lunatics συσπειρώνονται σαν κοχύλια σχηματίζοντας
έναν μανδύα προστασίας πάνω απ’ τους ώμους σου/ ο
βορράς είναι πύρινος— έξοχος και ειρωνικός/ τα κενά
αέρος που διέπουν τα κοχύλια ευθύνονται για την φετινή
μου δυσμηνόρροια/ οι νεκροί μου όλοι κυλούν κατ’ εδώ-
νεκροί κατακτητικοί/ περήφανοι νεκροί/ άφθαρτοι και με
νέκρωση σμιλευμένη σε όλο το πλάτος της ζωής μου «γεια
σου τι κάνεις;» «καλά ευχαριστώ»— ξεκινάει η εποχή
των τρελών— των νεκρών —των δασών— των θαλασσών/
τα κοχύλια ξεχειλίζουν στους ώμους μου νερό/ (μου
καίνε! Τα φτερά) πρέπει να ονειρεύεσαι με κλειστά μάτια
για να νοήσεις το προφανές/ σταχτί λίμνη από ούρα
ασημένιου λύκου αύριο τα μεσάνυχτα στο όρος Φεγγάρι
— θα είμαι εκεί με πιρόγα το κοχύλι/
Ξεδίπλωσε την άπνοια μου/ άνοιξε τους χάρτες— φράκαρα
στις συμπληγάδες μου εποχές— κι όλο
ΑΝΑΓΚΑΖΟΜΑI…
στο κενό που με ορίζει!
ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΙ
(PANX POETICANA)
Να επιλέξετε ένα αστέρι αντάξιο του ονόματος μου
μείνετε ακίνητοι παρακαλώ
κολλημένοι στις σελίδες του Έρωτα και του Θανάτου σας
ο νεκρός ποιητής σας ζωντάνεψε για λίγο/ ήπιε πολύ/
και γέννησε πουλιά
η μουσική έλαμπε στ’ αυτιά του σαν χρυσός (panx
poeticana! panx poeticana!)
ύστερα φόρεσε το μαύρο του φράκο και το ψηλό του
καπέλο καθώς κι ένα πορφυρό φουλάρι
στο χρώμα της ώρας του
μόλις ήχησαν οι καμπάνες στο χώμα
κοίταξε πέρα στον ορίζοντα και ψηλά στον ουρανό τις
διαφημιστικές ρεκλάμες
“God save the queen” (θεέ να φυλάς την βασίλισσα)
η βασίλισσα γυμνή και το αιδοίο της κολλημένο στον
τοίχο
να βάφει με αίμα της Κασσάνδρας την ηλικία της γης
[ο διάβολος νίκησε —
η γη χάθηκε — η βασίλισσα γέρασε
το παζάρι τελείωσε — ο θεός τρελάθηκε]
αυγερινός μωβ
μαργαριτάρια και κοράλλια
εθνογραφικής σπανιότητας
στο λευκό της σώμα
ο ποιητής σας πέθανε
Όλα γίνανε εικόνα — όλα γίνανε σκιά —
όλα ψαλμωδία — τουλίπες και τώρα βρέχει·
οι μπογιές ξεβάφονται απ’ τα πρόσωπα
για να φανεί ποσο καλή είναι η φρίκη —
η ηθική είναι το δηλητήριο των λαών
η τρέλα — η ενδορφίνη του μυαλού
τώρα ξεκινάω·
.
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ (2008)
Εφημερεύω[(ν) (ή, τη νύχτα που θα γεννιόταν ό Ρεμπώ)]
«Δεν ανήκα ποτέ σ’ αυτόν το λαό».
(A. Rimbaud, «Το αίμα του κακού», Μια εποχή στην κόλαση)
Ισόγειο-
Εφημερεύοντα. Νυχτερινή βάρδια
Νεαροί & νεαρές / μειωμένη αντίληψη / λαμπτήρες φθορίου
σλόου μόσιον εραστές
του ονείρου με τις ασημένιες γραβάτες τους καρφωμένες
στο έσω-μπράτσο τους / εισπνοές – εκπνοές
εμμονές-διαμονές
Το σώμα του ζώου στο φορείο
άθραυστο / τεντωμένο σέ νεφελώματα άλγους και υγραερίου
χτύποι 182 / δονούμενες ψυχές
το στόμα ανοιχτό αμετακίνητο /ο! λέξεις εκ/λείπουν
σιωπή/ σαν ζώο ασφυκτιών-όν
Τα αιλουροειδή έρπονται στις αποθήκες με τα φάρμακα
ανάμεσα σε μπουκαλάκια μορφίνης και πρέζες μεθαδόνης
Νοσηλεύτριες με εφαρμοστές γαλάζιες ποδιές / ζωές βάζουνε στα
χείλη lip-gloss να ασπαστούν τα στόματα των μελλοθάνατων
παιδιών τους- που στα δεκατέσσερα τα γέννησαν-
των δεκαπεντάχρονων πια εραστών τους_
1ος ’Όροφος
Η νάρκωση της Κλάρας τελείωσε στις 6 παρά /μα η Κλάρα
για πάντα ναρκωμένη
Η φόδρα του δέρματος ανεβαίνει να φανεί η εγκυμονούσα
της κοιλιά
(κι ο Βύρωνας;)
Γεμίζει ο όροφος ασφυκτικά με ωάρια βοοειδών (όλων των ειδών)
Υγρά ξεχειλίζουν απ’ τους θαλάμους / κάτω απ’ τις πόρτες
έμμηνες ώρες
Ύστερα/ υστερικά υστέρα/ υστέρια
υγρά κολπικά και μητρικά
Οι νοσοκόμοι σώζουν ό,τι δεν σώζεται/ προσπαθούν/ ανακατεύονται με
τα υγρά/ γίνονται υγρά-
κυλούν απ’ τις σκάλες φορώντας την πιο γυμνή τους ποδιά /γαλάζια
καλσόν διχτυωτά
/ γιατροί ημέρας σπεύδουν ξεκοιλιασμένοι από νυχτερινή δυσεντερία /
βαστώντας τ’ άντερά τους μην τους φύγουν (τα παιδιά;)
Να την ξεγεννήσουν_ χούφτες γύρω απ’ το φασκιωμένο αιδ(ύ)ώ
”Ω! Δύω ΛΩΤΟς που μόλις γεύθηκε μνήμη/
μέσα σε μύρο σβησμένου σανταλόξυλου
Αποσπώμαι απ’ τη μήτρα
(το ζώο ξεψυχά/ σηκώνει το κεφάλι_ με κοιτά/ μετά ξεψυχά)
φοράω μάσκα πέδιλα φιάλη οξυγόνου
βουτώ μες στα υγρά-
Βάρκες τα κρεβάτια μέσα σε ξένα εντόσθια/ οξειδωμένες λαβίδες
ξεχασμένες στο αλκοολούχο συκώτι του καρκίνου_
Σφράγισαν στο ισόγειο οι πόρτες ασφαλείας/
Προς τον δεύτερο/ στον δεύτερο ανεβαίνουν τα σκατά-
Πιάνο επιπλέει σπάσαν τα νερά/
ο Βέρντι στα πλήκτρα -ρέκβιεμ για μία συμφορά
(ήχος τηλεφώνου από το βάθος/ συνδεθήκαμε με φαξ)
παλμικά κουαξ κουαξ-
Πιο ψηλά ανεβαίνουμε όλο πιο ψηλά
Την προτομή του Ιπποκράτη πήρα αγκαλιά
Ω! Ιπποκράτη σώσε μου την παρθενιά!
Φαγούρα στο πρόσωπο έρπητας του τέλους
‘Υψώνομαι όλο και υψώνομαι /η γελάδα βυθώνεται
Όλο και βυθώνεται μες στα σκατά και στα υγρά
Τα νεύρα σπάνε/ εκτινάσσονται οι αισθήσεις/ νοσοκόμες
αδελφές και γιατρουδάκια μηρυκάζουν παραισθήσεις-
Ό,τι εξέχει ακόμα απ’ τα νερά το κεφάλι μου κολλημένο
στην προτομή του Ιπποκράτη
(Κάδρο 2×3 -προθανάτιο κάδρο)
Στο 20ο έτος της παιδικής μου ηλικίας (άγρια ενηλικίωση)
παραπαίω στον βυθό του Hospital «Abyssinia» παρέα με τον
Ιπποκράτη /
βρέφος ψυχοτροπικό
Τα ρουθούνια ανοιχτά να εισπνέουν θάνατο υγρό /
Σεξιστικά Ρουθούνια /το καλωσόρισμα των αμνιακών λωτών
(εποχή των λωτοφάγων)
των χρυσόψαρων γιατρών
Τα τεράστια βυζιά της Ιζαμπέλ που μου ήρθανε καμπάνες
στο κεφάλι-
Τα σήμαντρα ή το Σατυρικόν του Φελίνι
(κι όλα αυτά εν καιρώ ειρήνης)
Καταγράφω με υποβρύχια κάμερα Cannon διασπερμικά
πανοργασμικά πλάνα
(with the lights out;)
Τελειώνωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω-
ωωω//////////////////////////
Υπογράψτε την εισαγωγή παραμονή μου/ δεν θα βγω
(Εν τω μεταξύ- ο Ιπποκράτης επιπλέει αιμόπτυστος με βλέμμα
καρφωμένο στο ταβάνι/ το μόριό του ορθωμένο)
Παραμένων ουδέτερος/ ως νετρόνιο σκοτεινός
(Ιπποκράτης ο Σκοτεινός!)
Η λευκή λερωμένη από απσέντι ποδιά του μουλιασμένη στο ταβάνι_
στο ίδιο πάντα όνειρο /περιστασιακό όνειρο
ψυχοκοινωνικής ανοσίας (ή αναισθησίας)
Το αναισθητικό- το αναισθητικό!!
(πού το ’βαλα/ δεν μπορώ να θυμηθώ)
Σας παρακαλώ- ανοίξτε τα παράθυρα
Ανοίξτε τα καταραμένα παράθυρα να ξυπνήσωωω!
(λίγη αδρεναλίνη στον porn star πισινό μου)
Και μην ξεχάσετε να της κλείσετε τα πόδια.
Αγαπητοί μου σύνεδροι/ η γέννα αναβλήθηκε επ’ αορίστω.
«Πιστεύω ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές ζωές»
τουτέστιν, ίσως ξεβραστώ σε μία απ’ τις προσεχείς γέννες
Γιατί τώρα ΖΩ_
(Ρίξτε μία ματιά και στην ταράτσα/ στην κορφή του κτιρίου
είναι ένας που το παίζει Λόρδος-ποιητής ονόματι Byron… Βύρωνας…
η κάτι τέτοιο!)
Μια ανάγλυφη σιωπή/ ξεβρασμένος ίσως από ζώο που ξεψυχά/
εκμηδενίζω την ανθρώπινη κωμωδία
Όμως θα μείνω εδώ:
ΕΦΗΜΕΡΕΥΩ_
(Για περαιτέρω εξηγήσεις/ ξυπνήστε μόνον τον Βύρωνα-
Εγώ σας είπα είμαι ο ρεμπώ/ μάλιστα κύριοι, ο ΡΕΜΠΩ!)
12 νύχτα προς 13.10.07
.
ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΠΟΛΗ (2006)
ΜΝΗΜΟΛΟΓΙΟΝ
Το ταξίδι ένα τάμα μοναχό για το όνειρο
η θάλασσα που σκόρπισε αναίτια
το αίμα της στο θάμπος
Πόσο κρατάει το ταξίδι;
“Όσο το θάμπος”
Χαϊδεύοντας τους άγνωστους νεκρούς
τα ονειρώδη αφροδίσια σώματα
στα παγερά σου κύματα
Ένα βλεφάρισμα
απ’ τον αφύλαχτο αέρα
τρελαίνεται το φως κι ανθίζει
μνήμη
Πώς να υπολογίσεις εν προόδω
την απόσταση ως το σκοτάδι;
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΟΣ
Έχω τα ταξίδια μου
κληροδότημα των θαλασσών
των θαλασσών της αναμονής μου
Πλέω σε καθαγιασμένα νερά
νύχτες που εμπιστεύομαι
σιωπές απ’ τους Λαούς
υποφέροντας απολεσθέντες χώρες
χτίζω-
θριαμβευτικά μέσα από πρώιμες αλήθειες
παράθυρα στον ουρανό
που όλο χάνει ύφος
Κι έτσι οι δείχτες από το ρολόι του χρόνου
σταυροί μυρωμένοι
όλο νομίζω πως σταματούν σε νέα Εποχή-
Κείνη η μακρινή πατρίδα
που πια δεν έχει τέλος
σ’ όλο τον κόσμο μοιάζει να ’ναι η ίδια
-βάρβαρη μουσική στο στήθος μου
και κάθε λίγο
σχεδόν φθάνω στο καστανό της χώμα
επαναστάσεις – αίματα – λυγμοί
κι όλο πλησιάζει
σα ξεχασμένη νιότη
κι όλο απομακρύνομαι γερνώντας—
άνθρωποι ακίνητοι σαν ύπνος
με νοήματα ακατάληπτα
ώσμωση καμένου ονείρου-
γονατίζω έξω απ’ το νερό
τα στάχυα αναμμένα
Μεγάλη Πέμπτη
και να επιστρέφω σε μνημόσυνα
ωριμασμένα
για να εξαγοράσω λίγο θάνατο
απ’ τα εγκόσμια
ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
αυτές οι σπασμένες στιγμές
τα χαλασμένα δευτερόλεπτα (προδομένα)
μες στο στομάχι
καταπίνουν αργά — σπασμωδικά το μέλλον
αποκαλύπτοντας συναισθησία στην ψυχή (των ανθρώπων)
αφού πρώτα φτύνουν το παρόν
θρυψαλιασμένο απ’ τα μάτια (των Θεών)
Betrayed from human and gods
Ώ! Ακάνθινη μου πολιτεία
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Από μακριά είδα
τους παλιούς μου φίλους
να ‘ρχονται καταπάνω μου
Είχαν όλοι τους γεράσει πολύ
και φορούσαν ρούχα
προγονικά από βρεμένο λινό
Άρχισε ν’ αναδύεται
ένα τοπίο μνήμης μακρινής
σαν Απρίλης
Ύστερα προσπέρασαν σίγουροι-
ότι δε με είδαν
κι εγώ βέβαιος—
πως δεν τους περίμενα
Μόνο τα ονόματά τους
κύλησαν για λίγο
απ’ τα μάτια μου
κι η απελπισία μου
μύριζε
λίγη παλιά νεότητα
ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Ξανά
από την αρχή-
και λίγο πριν
την αρχή-
πιο πίσω
να ’ναι ξημέρωμα
και να σκοτεινιάζει
να απλώσουμε τα χέρια
στην ιστορία
και να μην έχει ακόμα γραφτεί-
Ύστερα ν’ ανατείλει
ο θυρεός του ήλιου-
να φωτιστούμε πιο γενναίοι
με πρόσωπο φτασμένο
στα λευκά βράχια ν’ αναβρύζει
η ηχώ μας
και να μασάμε τ’ αντισώματα
της αυριανής μας εκεχειρίας-
ΕΦΙΠΠΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ
Στην πλατεία-
οι ανώνυμοι έφιπποι ανδριάντες
τ’ άλογά τους εγκαταλείπουν’
Αλλοτινοί αντάρτες-
λείψανα
μιας αβάσταχτης καταστολής—
θεμέλια μιας ημιτελούς δημοκρατίας
Βάρυναν από Ευθύνη
ψελλίζοντας αδιέξοδη ομολογία-
μαρμάρινη στάχτη
τους βούρκωσε τα μάτια·
Τ’ άλογα ’μειναν μόνα
από-γυμνωμένα
απ’ τους ήρωες-καβαλάρηδές τους-
Απόψε·
φέγγει πάνω τους
ένα φεγγάρι ερωτηματικό
πετρωμένο-
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Σα πιρόγα ναυαγισμένη
ταξιδεύει η πόλη μου
Ανήμερα τ’ Άι Γιώργη—
πίσω απ’ τις πολεμίστρες
μετατοπίζεται οριστικά
προς τα ολόρθα κυπαρίσσια
Αστράφτουν τα φώτα της—
πυγολαμπίδες
σα λεκές στον ουρανό
παραδίδεται-
λογχισμένη
ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΠΟΛΗ
Η πόλη που διέσχιζε τις πόλεις σαν έπεφτε η νύχτα
περπάταγε αργά – στις μύτες των σπιτιών της με πέλμα γυμνό
η απελπισία της φωταγωγούσε τον ουρανό αστερόεις τόξα
και στην πλατεία της βρισκόμουν κι εγώ σαν άγαλμα πασαλειμμένο με ποτάσα
όλο και πηγαίναμε προχωρώντας πλάι πλάι με τα ταξιδιωτικά περιστέρια
οι άνεμοι μας έστελναν τα εφεδρικά τους φιλιά και τις πλάγιες σημασίες τους
έψαχνε η πόλη την κεφαλαιώδη – τη μοναδική συνάντηση της ύπαρξής της-
κι εγώ μαζί της
κάποια νυχτιά – σ’ ένα βράχο έξω απ’ τη Σύρο θυμάμαι-
μας αποκαλύφθηκε μια θεά (ή θέα) με ό,τι πιο γήινο διαθέτει
η Αφροδίτη μισόγυμνη στο βραχάκι κι εκτεθειμένη σαν γένεση—
να προσπαθεί να υπερασπισθεί τον Αινεία — τον γιο που είχε αποκτήσει
από έναν τσοπάνο-
και γύρου της ένα ολόκληρο κοπάδι πρόβατα και κατσίκες και χλόη πολλή
ο τσοπάνος πλάι – στα πενήντα μέτρα —
σ’ έναν άλλο βράχο μες στο βαθύ κύμα – και κρεμασμένος·
απαγχονισμένος απ’ την αγριελιά που βρίσκονταν γυρτή
τόσο σκληρός και συνάμα ωραίος-
και γύρω του και από κάτω αγκάθια – πυκνά αβυσσαλέα αγκάθια· βαθιά
στα πλάγια ενός όντος
τα μάτια του ορθάνοιχτα και να στραφταλίζουν ένα φέγγος απόκοσμο
μου ’ρίξε μια ματιά δυνατή γεμάτη κατανόηση σα να ήξερε-
Κι εσύ άγαλμα είσαι στην πόλη σου!
Ο,ΤΙ ΥΠΗΡΞΑΜΕ
Ό,τι υπήρξαμε-
κρυμμένοι
πριν το φως
Αφουγγραζόμενοι παράξενες
αισθήσεις κατάσαρκα-
Αντηχούσε το αδιέξοδο
πίσω από εικόνες
που ακόμα δεν είχαμε πλάσει-
Μονάχα την ώρα
που θα βγαίναμε στο φως
θα αποκαλύπτονταν η κάθετη συνήθεια
του ήμαστε
Μα οι ώρες ήρθαν ανάποδα-
εικόνες ποτέ δεν είδαμε
μόνο στο βάθος ίχνη πρωτόγονου φωτός
παραμένοντες οριζοντιωμένοι—
δεν αναγνώρισε κανείς τον άλλον
μες στο σκοτάδι-
δεν γεύτηκε το νόστιμον ήμαρ
αγγιζόμασταν γλώσσα γλώσσα
Όπως νεκροί με νεκρούς-
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΥΨΕΛΕΣ
ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
www.poeticanet.gr 42 Ιανουάριος 2022
Δύο αξιοπρόσεκτες ποιητικές συνθέσεις
Ο Γιώργος Αλισάνογλου στο νέο του βιβλίο (Κυψέλες, Κίχλη, 2021) μετατρέπει την κυψέλη και τη ζωή των μελισσών σε μια πρωτότυπη αλληγορία για να μιλήσει για τον άνθρωπο και όλους εκείνους τους μικρούς κόσμους, που σαν κυψέλες φιλοξενούν την εσωτερική μας πορεία, τις εμπειρίες μας, τις επιθυμίες μας, όλα εκείνα που συνθέτουν τον εαυτό. Οἱ φυλὲς τῶν μελισσῶν κατεβαίνουν σὰν κύμα/ μέσα ἀπὸ μιὰ ρωγμὴ στὸν οὐρανὸ/ τὸ λαμπύρισμά τους ἀνακοινώνει τὸν χρόνο, γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Εκεί αρχίζει η μνήμη» για να μεταφέρει τον αναγνώστη στην αρχή του βίου και να αρχίσει να ξεδιπλώνει το νήμα του χρόνου. Από αυτό το σημείο κι ύστερα δομούνται τα πολλαπλά στρώματα που κτίζουν τις κυψέλες μας: η οικογένεια, ο έρωτας, οι απώλειες, η φαντασία, η μνήμη, οι τόποι, οι εποχές, το σώμα. Στο ποίημα «Κυψέλες», που ανακαλεί τον Γιώργη Παυλόπουλο και το πολύσημο ερώτημά του «Πού πήγαν τα πουλιά;», διαβάζουμε τους στίχους: Ποῦ νά ’ναι οἱ μέλισσες;/ στὶς κυψέλες;/ στὸ πολύτιμο σκοτάδι/ τοῦ μυαλοῦ σου;/ στὴ λέξη ποὺ μὲ/ ἀκολουθεῖ στὸ στόμα;/ — ποῦ νά ’ναι οἱ μέλισσες;/ — αἰχμάλωτες στὴν ἐλευθερία. Αυτή η ελευθερία είναι που λανθάνει σε όλες τις μικρές «αφηγήσεις» του βιβλίου, αφού πάντα πίσω από τα νήματα των επιλογών και των επιθυμιών, υπάρχει μια διακριτή ανάγκη να χαραχθούν τα σημεία της κυψέλης-ζωής και να δοθεί ένα νόημα σε όσα ζουν επίμονα στη μνήμη: τώρα ψάχνω κεῖνο τὸ ἐγκόσμιο βάθος/ ὅ,τι μὲ λέξεις κάνει τὸ σῶμα νὰ θυμᾶται/ τὴν ἔκταση γύρω ἀπ’ τὰ χείλη.
Η επεξεργασία των επιμέρους θεμάτων, που αφορούν τόσο την βαθύτερη εσωτερική ζωή όσο και την ύπαρξη μέσα στον κόσμο, μοιάζει τελικά να δικαιώνει το αρχικό μότο του βιβλίου, παρμένο από την Παναγία των Παρισίων του Ουγκώ: Κάθε ἐποχὴ ἀποθέτει τὴν πρόσχωσή της, κάθε φυλὴ καταθέτει τὸ δικό της στρῶμα στὸ μνημεῖο, κάθε ἄτομο ἐναποθέτει τὸ λιθάρι του. Ἔτσι κάνουν οἱ κάστορες, ἔτσι κάνουν οἱ μέλισσες, ἔτσι κάνουν οἱ ἄνθρωποι. τὸ μεγάλο σύμβολο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ Βαβέλ, εἶναι μιὰ κυψέλη.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
www.bookpress.gr 1/12/2021
Η νέα, ένατη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου φέρει τον μονολεκτικό, πολύσημο τίτλο Κυψέλες, ο οποίος παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στην εργασία και την εργατικότητα του ποιητή – δημιουργού που, σαν άλλη μέλισσα, συγκεντρώνει τα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο και τα μετουσιώνει σε τέχνη, αλλά και στο ίδιο το ποίημα που λειτουργεί και υπάρχει σαν μια δομή μέσα στην οποία πάλλεται και ζει η ψυχή του δημιουργού και το αισθητικό αποτέλεσμα της δημιουργικής του δραστηριότητας και πράξης, η ποιητική, δηλαδή, σύνθεση. Η συλλογή περιλαμβάνει έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ποιημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είναι μάλλον πολύστιχα, με τους στίχους τους να είναι, συχνά, πολυσύλλαβοι και εκτεινόμενοι σε μεγάλο μάκρος. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα στιχουργικό αποτέλεσμα που τείνει να προσεγγίσει το πεζόμορφο ποίημα, χωρίς, ωστόσο, να απεκδύεται την ποιητικότητά του, την επίδοση, δηλαδή, στη μέγιστη δυνατή απόσταξη και τη μέριμνα για τον ρυθμό, ακόμα κι αν αυτός είναι εσωτερικός ή υπόγειος. Πράγματι, τα περισσότερα από τα ποιήματα του Αλισάνογλου –εξαίρεση αποτελούν τα ολιγόστιχά του– φαίνεται πως ακροβατούν επιδέξια ανάμεσα στην ποιητικότητα, σε μια γραφή, δηλαδή, περισσότερο αφαιρετική, εσωτερική, αισθηματική και στην αφηγηματικότητα, σε μια τάση, δηλαδή, και ροπή προς την αποτύπωση της εκτύλιξης των σκέψεων, όπως αυτές αναβλύζουν ως απόσταγμα ζωής, κυρίως, όμως, παρατήρησης του κοινωνικού και ατομικού γίγνεσθαι.
Η έννοια και η μορφή της μέλισσας διατρέχει αρκετά από τα ποιήματα του βιβλίου και είναι από τις λίγες φορές στην νέα ελληνική ποίηση που ένα τέτοιο ζώο-σύμβολο μπορεί, χωρίς να χάνει το σταθερό περίγραμμα των χαρακτηριστικών του, που συνίστανται ακριβώς στη δημιουργική του φύση, την ελευθερία του πετάγματος και της περιήγησης στον κόσμο, να μετέρχεται διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με τον προσανατολισμό κάθε ποιήματος και την εκκίνησή του, είτε από την κοινωνική πραγματικότητα, είτε από την εσωτερική – υπαρξιακή πραγματικότητα του ποιητή:
«Πού να ’ναι οι μέλισσες;
στις κυψέλες;
στο πολύτιμο σκοτάδι
του μυαλού σου;
στη λέξη που με
ακολουθεί στο στόμα;
— πού να ’ναι οι μέλισσες;
— αιχμάλωτες στην ελευθερία»
«Κυψέλες»
Οι δύο αυτές πτυχές ή πλευρές, άλλωστε είναι τόσο στενά συνυφασμένες, ώστε να συμπλέκονται και να συναποτελούν μια νέα, ενιαία ταυτότητα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το προσωπικό, το ατομικό, το ιδιωτικό να μεταστοιχειώνεται σε κοινωνικό και το αντίστροφο. Από αυτήν ακριβώς τη διττή και διφυή υπόσταση της ποιητικής σκέψης και έκφρασης του Αλισάνογλου προκύπτει ένα αισθητικό αποτέλεσμα που δεν κρύβει στο ελάχιστο τον βαθύ, καταλυτικό, εναγώνιο προβληματισμό του ποιητή για όλα όσα αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα και ως αλήθεια. Γιατί η ύψιστη στόχευση του Αλισάνογλου φαίνεται πως είναι ακριβώς αυτή, η καταβύθιση, δηλαδή, στην αλήθεια και η ανάδειξη των διαστάσεων και των συνιστωσών της, όπως αυτές προβάλλονται και προκρίνονται, βασικά, μέσα από την ίδια τη γλώσσα.
Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για τον τρόπο χειρισμού της, ούτε τόσο για τις συνάψεις των λέξεων, όσο για την ίδια την επιλογή των λέξεων οι οποίες φέρουν ατόφιο όλο το βάρος του νοήματός τους, συνιστώντας ουσιαστικά τους πυρήνες ή τον σκελετό του ίδιου του ποιήματος. Πρόκειται, κατά βάση, για ουσιαστικά, είτε αφηρημένα, είτε συγκεκριμένα που καταδεικνύουν την προσπάθεια του ποιητή να συλλάβει, να προσδιορίσει και να ορίσει αυτό που ισχύει, αυτό που συμβαίνει, αυτό που υπάρχει, για να μπορέσει να οικοδομήσει αυτό που δεν υφίσταται, αποτελεί, όμως, πάντα ένα ζητούμενο της τέχνης που συνίσταται ακριβώς στην ανάδυση και ανάδειξη του ωραίου, του ηθικού, του ανθρώπινου, ως κατευθυντήρια δύναμη και αρχή της ζωής.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με ζητούμενο πάντα τόσο τον αυτοπροσδιορισμό όσο και τον ετεροπροσδιορισμό, ο Αλισάνογλου τεχνουργεί, με τα ποιήματά του, μια περιήγηση όχι τόσο στον χώρο και τον χρόνο, όσο στον λόγο, έναν λόγο που είναι ταυτόχρονα ποιητικός και αντιποιητικός μαζί, ακριβώς για να μπορέσει να συναιρέσει και να συνυφάνει το αίσθημα του σπαραγμού απέναντι σε όλα αυτά που επιζητούν να συνθλίψουν την ύπαρξή του και τη διάθεση απαντοχής τους μέσα από μια διαδικασία που προσιδιάζει στην εκλογίκευση είναι όμως στην πραγματικότητα μια απόλυτα (συν)αισθηματική στάση, ένα αντίκρισμα του ανθρώπου και του κόσμου με τα μάτια και την ψυχή ενός παιδιού που ξέρει μονάχα να αισθάνεται:
«αισθάνεσαι χωρίς να πρέπει απαραίτητα να αισθάνεσαι·
να αισθάνεσαι όσο μπορεί να αισθάνεται ένας «ερεθισμός»
«Τελευταία ημέρα στον κόσμο μου»
Γιατί, πολύ συχνά, το αντίκρισμα του Αλισάνογλου πραγματοποιείται με τους όρους της παιδικής ηλικίας και μιας ψυχοσύνθεσης που ξέρει να πληγώνεται, να σπαράσσεται, να αναρωτιέται, αλλά και να ελπίζει. Όλη αυτή η συνθήκη εκβάλλει σε ένα αποτέλεσμα που διακρίνεται για την άκρα ψυχραιμία, τη ζυγισμένη ισορροπία του, τη λογική, μετρημένη και ποιητικά μελετημένη σύνθεσή του. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ιδιοτυπία ή η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης συλλογής, στο ότι δηλαδή, η ποιητική δημιουργία προδίδει μια εντατική λειτουργία του θυμικού του ποιητή, μια έντονη, καίρια και καταλυτική παρουσία του αισθήματος ή, καλύτερα, των αισθημάτων που του γεννούν τα διάφορα ερεθίσματα και τα οποία τροφοδοτούνται από την υψηλή αντιληπτική του ικανότητα. Παράλληλα όμως καταδεικνύει τη διάθεσή του να μην αφήσει το αίσθημα αυτό ούτε να λιμνάσει, ούτε όμως και να μετατραπεί σε χείμαρρο, κάτι που θα θόλωνε ίσως το ποιητικό τοπίο και θα προκαλούσε μονάχα συναισθηματική συγκίνηση και έξαρση.
kypseles exΈτσι, καθένα από τα ποιήματα μοιάζει να έχει θέσει υπό έλεγχο το αίσθημα ή τα αισθήματα που βρίσκονται στην αφετηρία και την απαρχή τους, ακριβώς για να μπορέσει να προσδώσει σε αυτά το μέγεθος, το μεγαλείο και την αξία τους. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ένα είδος εκλογίκευσης και ψύχραιμης ενατένισης, αλλά για κάτι βαθύτερο και υψηλότερο. Πρόκειται για την υπαγωγή στους νόμους και τους κανόνες της τέχνης που θέλουν τα δημιουργήματα να διακρίνονται και να διέπονται από πλαστικότητα, νοούμενη βέβαια όχι ως αυστηρότητα ή ακαμψία, αλλά ως μια βαθιά βίωση της άκρας ισορροπίας ανάμεσα στη σκέψη και την έκφραση, ανάμεσα στο αίσθημα και την καθαρή του αποτύπωση.
Η ποίηση και η ποιητική του Αλισάνογλου, όπως μορφοποιούνται και σχηματοποιούνται μέσα από αυτό το βιβλίο στρέφονται, εν ολίγοις, γύρω από την πικρή και σκληρή συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που συνέχει όλες τις εκφάνσεις του σύγχρονου κοινωνικού και ανθρώπινου βίου, κυρίως όμως στη χάραξη της διεξόδου, στην ανεύρεση της απάντησης και της λύσης στο φαινομενικά δυσεπίλυτο πρόβλημα του καιρού και του τόπου. Η απάντηση αυτή θα περίμενε κανείς πως είναι η ίδια η ποίηση, ως πράξη και πρακτική ζωής, ως κατευθυντήρια αρχή και ιδέα του ανθρώπινου βίου.
Στην περίπτωση του Αλισάνογλου όμως δεν ισχύει αυτό ή, καλύτερα, δεν ισχύει μόνο αυτό. Γιατί η έξοδος του ανθρώπου σε έναν καλύτερο και υψηλότερο χωροχρόνο έχει ως βασική προϋπόθεση την ικανοποίηση της ανάγκης του για έκφραση, είτε αυτή λάβει τη μορφή του ποιητικού λόγου, είτε οποιαδήποτε άλλη μορφή μέσα από την οποία θα προκύψει μια κατάθεση ψυχής λυτρωτική και αποσυμφορητική τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αποδέκτη της δημιουργίας:
πόσες μέλισσες χρειάζονται τελικά
για να ξεκινήσει μια επανάσταση;
«Τοπίο όπου δεν είναι καλοκαίρι»
.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΚΟΥΛΑ) ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
https://www.culturebook.gr 4/11/2021
Σώμα-κυψέλη μέσα από αγκύλες και παρενθέσεις
Κυψέλες τα ποιήματα της συλλογής αυτής του Γιώργου Αλισάνογλου.
Μικρές αυτόνομες εστίες, που ξεκινούν από τον προσωπικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου, πηγαίνουν στη γενέθλια πόλη, διευρύνονται στον κόσμο και σε άλλες πόλεις, αγγίζουν ιστορίες της ψυχής. Οι κυψέλες είναι σπίτια, ανταμώνουν τον χρόνο και τέμνονται με τους τόπους.
Οι μέλισσες από την άλλη μεριά, επιχειρούν το δικό τους πέταγμα, σε σμήνος ή μόνες. Σε λουλούδια, σε σώματα, σε κείμενα. Πιότερο διστακτικές παρά επιθετικές, αμήχανες, κάποτε ηττημένες, καθώς συναντούν παράδοξα καιρικά και ανθρώπινα φαινόμενα.
Πού να ‘ναι οι μέλισσες;/ στις κυψέλες;/ Στο πολύτιμο σκοτάδι του μυαλού σου;/ στη λέξη που με ακολουθεί στο στόμα;// – πού να ‘ναι οι μέλισσες;/ – αιχμάλωτες στην ελευθερία ([Κυψέλες], σ. 42)
Το σώμα παραμένει περίκλειστο, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να κλείσει μέσα του το Σύμπαν. Την ώρα που το σκοτάδι του γεμίζει μέλισσες. Το σώμα-κυψέλη. Που παλεύει να ενσωματώσει τον έρωτα και άλλα αισθήματα.
Ο κόσμος πορεύεται μέσ’ απ’ το σκοτάδι σ’ ένα διαφορετικό κι αναπόφευκτο/ φως καμωμένο από δέρμα// πρέπει να ξαπλώσω και να κοιμηθώ λιγάκι/ έμαθα στη ζωή περισσότερα απ’ το σκοτάδι/ παρά απ’ τους ανθρώπους/ το σκοτάδι με κάνει και θυμάμαι/ θυμάμαι, θυμάμαι κι αφηγούμαι ([Ο κόσμος μου – σκοτάδι], σ. 35)
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Εκεί αρχίζει η μνήμη», «Τόποι χωρίς αισθήματα», «Μερικοί άγιοι». Η κάθε ενότητα σηματοδοτεί ένα στάδιο στην ανίχνευση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου του ποιητικού υποκειμένου. Στην πρώτη ενότητα η εσωτερική καταβύθιση, η συνειδητοποίηση των κυψελών που ορίζουν τον κόσμο του και το πέταγμα των μελισσών. Στη δεύτερη ενότητα μια επώδυνη πορεία από τους τόπους χωρίς αισθήματα στα αισθήματα χωρίς τόπους, και στα αισθήματα που επιστρέφουν. Αλλά είναι ακόμη τόσο τρωτά και ευάλωτα, αφού είναι αισθήματα χωρίς δέρμα.
Εμφανίζονται συχνά ομάδες ποιημάτων με τον ίδιο τίτλο, που διαφοροποιούνται μόνο στην αρίθμηση, παράδειγμα «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-Ι», «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-ΙΙ», «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-ΙΙΙ». Οι τίτλοι σε αγκύλες, που σημαίνει τίτλοι ενδεικτικοί, που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλους, από τον συγγραφέα, το ποιητικό υποκείμενο ή τους αναγνώστες, κυρίως από αυτούς, αφού κάθε αναγνώστης μπορεί να επιλέξει έναν τίτλο ανάλογα με την ανάγνωσή του, ίσως διαφορετικό κάθε φορά.
Η χρήση των παρενθέσεων σημαντική για την ανάγνωση των ποιημάτων. Πληροφορίες ή σκέψεις καθόλου δευτερεύουσες, απλώς σε άλλο ύφος, για να διαβαστούν ενδεχομένως με έναν διαφορετικό τόνο, με χαμήλωμα της φωνής. Οι παρενθέσεις ανοίγουν συχνά μια πόρτα στο σπίτι-κυψέλη, που επιτρέπει μια άλλη θέαση στο εσωτερικό, στο σώμα, στο μυαλό, στα αισθήματα.
Στην τρίτη ενότητα, με τον τίτλο «Μερικοί άγιοι», το ποιητικό υποκείμενο «συνομιλεί» με καλλιτεχνικές προσωπικότητες που προφανώς το έχουν επηρεάσει. Στην πραγματικότητα τους αφιερώνει τους εσωτερικούς του μονολόγους.
[…] τα πόδια ακόμα τρέχουν να προλάβουν το τρόλεϊ από το 1936/ μονάχη για μένα οπλοφορία ο διαλογιζόμενος Παρθενώνας/ και ένας μεσίστιος χορός// είμαι το πνεύμα στον άνθρωπο που φέρει το σώμα κάποιου Νιζίνσκι.
([Πρωινό με τον Βασλάβ Νιζίνσκι], σ. 85)
Το ύφος γίνεται λιγότερο κρυπτικό. Τρυφερότητα, διστακτικός λυρισμός, στοχασμός και εύθραυστη αμφιταλάντευση για τη ζωή μέσα στην κυψέλη ή έξω από αυτήν.
[…]διστάζει πολύ να επιστρέψει στους ανθρώπους/ απεχθάνεται τη βία// είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη// είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη ([Μετά], σ. 91)
Ο έρωτας διατρέχει δυνατά όλη τη συλλογή, παράλληλα με τη ματιά στον κόσμο, στο άτομο και στην ψυχή του.
Μου έγραψες ένα μήνυμα πως σίγουρα θα επέστρεφες στην κυψέλη, όμως σε ποια κυψέλη δεν είπες/ Στην κυψέλη ποιου σταθμού, ποιας πόλης, ποιας ηπείρου; ([Αγάπη μετά τα αισθήματα επιστρέφει-Ι], σ. 66)
Έρωτας που απολιθώνει αλλά και που ζωντανεύει με ένα άγγιγμα. Έρωτας που μπλέκεται με το σύμπαν και ενώνει το άτομο με τον κόσμο. Ενώνει το σκοτάδι με το καλοκαίρι και την άνοιξη. Όχι αδιάκοπα. Αποσπασματικά, όπως το σχήμα της κυψέλης που τη στεγάζει. Αποσπασματικά, όπως το σώμα που υπόκειται σε διαφορετικά αισθήματα και καταστάσεις. Ένας έρωτας που βγαίνει από το σώμα και την κυψέλη, ενώνεται με τόπους, με το σύμπαν και με τον χρόνο. Που αγγίζει το φως, αποκαλύπτοντας μια αμφίβολη αλήθεια.
λες πως, όταν φεύγουν οι πυγολαμπίδες, το σκοτάδι απαλύνει το βλέμμα σου και τότε με βλέπεις καθαρά να λούζομαι με υγρασία και χώμα δημιουργώντας ένα νέο δέρμα γύρω από το κορμί// λέω, όταν με αγγίζεις, τα χέρια σου σκιαγραφούν πάνω στον πηλό του σώματός μου γλιστερό δύσκαμπτο γκρι – τσιμέντο της πόλης που δύσκολα ανασαίνει
([Αισθήματα χωρίς δέρμα-ΙΙ], σ. 75)
Ο Γιώργος Αλισάνογλου, στο Σημείωμα της συλλογής του, επισημαίνει ότι, εκτός από τα ποιήματα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά πριν από την έκδοση (πρώτες δημοσιεύσεις), υπάρχουν και άλλα τα οποία βρίσκονται εκτός συλλογής και άλλα που θα γραφούν/δημοσιευτούν αργότερα.
Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι προτείνει soundtrack που μπορεί να συνοδεύουν την ανάγνωση των ποιημάτων, και στις τρεις ενότητες της συλλογής.
Η ποίηση ως ενότητα, διαχρονική μάλιστα. Η συνομιλία των ποιημάτων/ κειμένων με άλλα κείμενα/ποιήματα/ συλλογές του ίδιου του συγγραφέα. Αλλά και με τη διακειμενικότητα με άλλα είδη έκφρασης. Εφόσον η ποίηση Δεν είναι μια στατική τέχνη, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που μεταβάλλεται, μεταβάλλει, ερμηνεύει και δημιουργεί συνεχώς με νέους όρους τη γεωγραφία του χώρου και την ψυχολογία του χρόνου του γράφοντος και της κοινωνίας.
Έτσι κάνουν οι κάστορες/ Έτσι κάνουν οι μέλισσες/ Έτσι κάνουν οι άνθρωποι.
(Σημείωμα, σ. 95)
Λόγος πυκνός, σύνθετος, που δεν του αρκεί μία μόνον ανάγνωση. Και που ωστόσο ανοίγει το νόημά του, δεν το κρατά ερμητικά κλειστό. Με τις πολλαπλές ερμηνείες που πάντα επιδέχεται η ποίηση, πόσο μάλλον όταν ο ποιητικός λόγος είναι απαιτητικός. Γιατί αυτό είναι η ποίηση, όπως είπε ο ποιητής. Μια διαρκής αναζήτηση, σε βάθος και σε πλάτος, με σκάψιμο και με πέταγμα, των συντεταγμένων που ορίζουν την ύπαρξη και τα αισθήματα του ποιητικού υποκειμένου, του ποιητή, του αναγνώστη.
.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιοδικό “Χάρτης” 34 Οκτώβριος 2021
Μέλισσα, μέλισσα, μέλι πολύρρυτο
Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Αλισάνογλου μπορούμε να το διαβάσουμε σαν μια μεγάλη ή ατέλειωτη κυψελική δομή ή σαν έναν κόσμο ανοιχτό, όπου μέσα σε μικρές και μεγάλες κηρήθρες οι μέλισσες μιας ανήσυχης και ακαταπόνητης σκέψης εναποθέτουν και αποθηκεύουν γύρη, αβγά και μέλι. Αυτό που λείπει είναι η αυστηρή συμμετρία των κυψελών και των κηρηθρών, η οποία όμως δεν αφήνει κανένα κενό πίσω της. Aντίθετα δίνει έμφαση στις προϋποθέσεις της πυκνής και ευέλικτης ροής του μελιού που εισχωρεί σε απίθανα σημεία, ρωγμές, μυχούς και σε κάθε είδους οικείας και ανοίκειας επιφάνειας σωμάτων, αισθημάτων και στοχασμών. Είναι μια ροή και εντός των ορίων του κόσμου μας και χύνεται, ξεχύνεται και διαχέεται πέρα από τα όριά τους. Ήδη στην αρχή της συλλογής διαβάζουμε:
μέλι κυλάει στο σώμα μου
μαθαίνω να υπάρχω έξω από μένα
Το σώμα στο οποίο είμαι ενσωματωμένος και περιορισμένος είναι η υλική μου υπόσταση, αλλά και το μεγάλο, απεριόριστο σώμα του κόσμου στον οποίο ανήκω. Το μέλι με προτρέπει ή με βοηθάει ήδη να υπάρχω και έξω από τα όρια της σάρκας μου και έξω από οτιδήποτε με περιβάλλει. Μια αποδοχή, μια θέληση να υποκύψω, μια σύνεση και μια συναίνεση με εναποθέτει στο άγνωστο, και όταν αυτό το έχω μάθει και μου είναι γνωστό, μου ανοίγει τη νέα, άγνωστη χώρα εκτός. Όχι πάντως ότι η συλλογή ως ποιητική δομή και περιεχόμενο δεν βάζει όρια και μάλιστα αυστηρά. Για παράδειγμα οι τίτλοι είναι μέσα σε αγκύλες (μπορούμε να υποθέσουμε πολλούς λόγους για τη χρήση τους, την ανασταλμένη παρουσία τους) και οι περισσότεροι από αυτούς επαναλαμβάνονται είτε αριθμημένοι είτε διευρυμένοι με θεματική προσθήκη, ενώ το περιεχόμενο, όπως στον τίτλο του πρώτου ποιήματος, μιλά για την αρχή της μνήμης ή για το τέλος του κόσμου, που είναι και το όνομα της πρώτης μεγάλης ενότητας της συλλογής. Ωστόσο, μετά το προτελευταίο ποίημα του βιβλίου, το οποίο έχει τον τίτλο «[ Τελευταία ημέρα στον κόσμο μου ]», ακολουθεί το ποίημα «[ Μετά ]». Το εκτός είτε έχει έρθει είτε είναι εδώ είτε θα έρθει, το μέλι σαν περιορισμένο υλικό σώμα και σαν απεριόριστο σώμα μεταφορών παράγεται και ρέει αδιάκοπα και ανεμπόδιστα.
Υπάρχει όμως μια άλλη αντίστιξη στο βιβλίο, την οποία βρίσκω πιο άμεση και πιο απτή, αισθητικά και νοητικά εξίσου ουσιαστική, και πάντα εντός της μελίρρυτης πνοής της συλλογής. Από τη μια μεριά ενός χάσματος, που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και τη δική του δυναμική, διαβάζουμε ποιήματα γραμμικής αφηγηματικής ανάπτυξης που περιγράφουν θέλοντας να επικοινωνήσουν και με το θέμα τους και με τον συνομιλητή τους, και από την άλλη μεριά, είτε μέσα στο ίδιο ποίημα είτε σε δική τους ποιητική κηρήθρα, ταράζουν την προσληπτική μας γαλήνη απότομες, απρόσμενες νοηματικές εκτινάξεις, ο οποίες και με τη γλωσσική τους μορφή και με το περιεχόμενό τους μας ρίχνουν μέσα σε συλλογιστικούς κλυδωνισμούς και σε απαιτητικούς νοηματικούς συνειρμούς, σαν ένα έχουν εισβάλει στην κυψέλη σμήνη είτε μελισσών από άγνωστους τόπους και χρόνους είτε έντομα που καμιά σχέση με μέλι δεν έχουν. Σπάνια στη συλλογή κρατιέται το χάσμα πολύ μακριά ή το ακολουθούν λιγοστοί μόνο στίχοι στο ποίημα. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε πουθενά μια συγκροτημένη και συνεπή τεχνική. Εμφανίζεται με απροσδόκητη και ασύμμετρη ορμή, πράγμα που δημιουργεί μια αινιγματική αναγκαιότητα, χωρίς να χρειάζεται ωστόσο να την εξηγήσουμε, να αναρωτηθούμε έστω αν το ποίημα σαστίζει, υπονομεύει ή ακόμη και αποστρέφεται τον εαυτό του, τον γραμμικό ή τον ασύμμετρο. Μια απόκοσμη πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, πάλη που στη συλλογή χαρακτηρίζει τον κόσμο του ποιήματος και τον κόσμο που το περιβάλλει, ανάμεσα στην αρμονική συνύπαρξη και στις καταστρεπτικές δυνάμεις του κόσμου διευρύνει το ποίημα προς μη προβλέψιμες κατευθύνσεις, διευρύνει την ικανότητά μας να κάνουμε νοηματικές και λυρικές ακροβασίες και υπερβάσεις, μας προσφέρει τη στιλπνή οξύτητα νέων συσχετίσεων και αποκαλύψεων:
μερικές φορές ο χώρος της σιωπής κατοικεί μέσα στο κεφάλι μου
και τίποτε άλλο τότε δεν υπάρχει παρά μόνο ένα μακρόσυρτο
ξύπνημα
αρχέγονη απειλή πολέμου
Μια μπεκετική σχεδόν πραγματικότητα στους τρεις πρώτους στίχους ανατρέπεται από αυτό που δεν επιτρέπει την μονιμότητά της, τη βολική και αδιαμφισβήτητη κατάληξή της, από αυτό που προηγείται ίσως ακόμη και της ίδιας τής ύπαρξης. Η απειλή και η παρουσία της βίας, της καταστροφής, του κενού και του θανάτου μας δίνει όμορφους, μεταμπλανσοτικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, όπως διαβάζουμε σ’ αυτό το μικρό ποίημα:
Στον ορίζοντα υπάρχει
μια πελώρια κενή απόσταση
που συνεχώς ξεφεύγει
μέσα από την ίδια της
την απουσία
ή εξίσου όμορφες αισθητικές επανατοποθετήσεις:
[ Γέφυρα – III / Πομπηία ]
Στο φαράγγι του ποταμού Λόμπος νεκροί ψαράδες με την
ψαριά τους καλά αγκιστρωμένη να σπαρταράει ακόμα στο ποτάμι
μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός σπιτιού αντικρίζεις ένα
αντρόγυνο νεκρών που πέθαναν πάνω στην κορφή του έρωτά τους
[ ανακαλύπτω τον εαυτό μου σε μια μητρόπολη-μουσείο,
σε μια διαρκή απεικόνιση της μη ύπαρξής μου, τα αισθήματα
απουσιάζουν όπως ο Θεός, όπως τα μεγάλα δοξαστικά ζώα
της πόλης, έτσι όπως μαγκώνουν με δυσκολία στην εικόνα
προσπαθώντας ένα αγνό όνειρο, μια παλλόμενη σκιά, απαλά
κάτω απ’ το χώμα, μέσα από το αργό μεγάλωμα του χρόνου
γιατί εντέλει η ζωή σου, ακόμα και νεκρή, στάθηκε πιο δυνατή
από οποιοδήποτε άλλο πράγμα_ ]
Στη ροή των περιγραφικών εικόνων παρεμβάλλονται οι παράδοξες σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο, για το σώμα και την απουσία του σώματος που, όπως σε όλη τη συλλογή, μας αφήνουν να ατενίζουμε το μυστήριο του κόσμου και το μυστήριο πέραν του κόσμου, και μάλιστα με τρόπο που συγχρόνως αναιρεί και κάθε εικόνα που μπορεί να έχουμε για τις κυψέλες, για τη συμμετρική δομή των κηρήθρων τους. Με παραπέμπουν πάραυτα στον απρόβλεπτο κυψελοειδή χαρταετό του Τζον Άσμπερι, στο ποίημα «Άστεγη καρδιά», ο οποίος παίζει στον ουρανό, παίζει με όποιον τον κρατά, παίζει με τον ίδιο τον ουρανό και την απύθμενη ανοιχτωσιά του. Ο τίτλος του μικρού ποιήματός για τον «ορίζοντα» που μόλις αναφέρθηκε είναι «[ Το να υπερνικάς τον ουρανό με μια κίνηση που ο ουρανός δεν διαθέτει ]». Παραμένει η πάλη, η αρχέγονη απειλή, το ανυπέρβλητο χάσμα μέσα στην αρμονία. Οι κυψέλες δεν είναι ένα σίγουρο, ασφαλές μέρος. Είναι όμως το μέρος που χρειάζονται οι μέλισσες και μας δίνει μέλι.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Διαβάζοντας τους ποιητές
Περιοδικό “Οδός Πανός” 191 Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2021
Μια γεωμετρία μνήμης συνιστά η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου, με τις μέλισσες να φτιάχνουν τις κυψέλες τους πότε με ρανίδες της θύμησης και πότε με το συμβολικό μέλι των εικόνων και των λέξεων (ή των εικόνων μέσω των λέξεων) ως συνδετικών νημάτων σε ό,τι συγκροτεί τον κόσμο μας. Σε μία από τις πιο ευρηματικές στιχουργίες, διαβάζουμε: Η μέλισσα κατάλαβε/ότι η φύση την αγαπούσε/αλλιώς τώρα θα ήταν από καιρό νεκρή («Το λουλούδι επινοεί τη μέλισσα»). Έτσι φτιάχνεται ποιητικά ο κύκλος των φυσικών πραγμάτων που επινοεί το ένα το άλλο ως απαραίτητο στοιχείο ζωής επαληθεύοντας τον σκοπό της ύπαρξης. Ο Αλισάνογλου παρουσιάζει τον κόσμο του συνεχή μέσα από τις ασυνέχειές του, ενιαίο μέσα από την αποσπασματικότητά του – και πώς αλλιώς; Είμαστε τα κομμάτια που μας συγκροτούν σε μια ενότητα αλληλοσυμπληρούμενων αντιθέσεων. Η ποίηση κατορθώνει να δώσει την έννοια της διαλεκτικής με τον καλύτερο τρόπο, αποτελώντας ταυτόχρονα τη μέθοδο να εννοηθεί και κατόπιν να αποδοθεί η σύνθεση. […] εγώ φοβάμαι για λίγο κι επιστρέφω στο ποίημα, θα πει στο αποκαλυπτικό «Ο κόσμος μου – επέκταση». Ψάχνοντας τις λέξεις στους αρχαίους δασκάλους, τις εικόνες/παραστάσεις στο ανακυκλούμενο στη μνήμη προσωπικό του σύμπαν, ενσωματώνει τον κόσμο των μελισσών στο σκοτάδι του μυαλού. Τόποι χωρίς αισθήματα, Αισθήματα χωρίς τόπους, προσωπικοί Παράδεισοι, Γέφυρες, και φυσικά Κυψέλες, που καταλήγουν ως αρωγή
στη μνεία των Αγίων (Ρεμπώ, Ουελμπέκ, Καμύ, Νιζίνσκι, Μπόρχες φυσικά, σε
μια ποίηση που δείχνει την άλλη όψη των πραγμάτων, την αληθινή, πέρα από τα φαινόμενα που τη σκιάζουν επιμελώς.
.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΥΡΜΟΥΛΑΚΗ
frear.gr 23/7/2021
Μία πολύ προσωπική ματιά σε μία πολύ προσωπική ποιητική συλλογή
Είχα από καιρό στα χέρια μου τις Κυψέλες (Κίχλη, Αθήνα 2021) με την επιθυμία να τις διαβάσω, περιμένοντας όμως εκείνο το είδος διάθεσης που σε αφήνει ανοιχτό ως αναγνώστη και επιτρέπει στην ποίηση να εισχωρήσει ανεμπόδιστα μέσα σου.
Στη σωστή λοιπόν ώρα, πλησίασα το έργο μέσα από πολλαπλές αναγνώσεις, από τις οποίες αναδύονταν κάθε φορά εικόνες, αισθήσεις και σκέψεις, που πιο πολύ είχαν να κάνουν με μια διαισθητική, παρά με εγκεφαλική ή λογοτεχνική πρόσληψη.
Καταρχήν βρήκα εξαιρετικό τον σχεδιασμό του βιβλίου! Το πορτοκαλί στα γράμματα του εξώφυλλου και στο εσώφυλλο, δίνει στο βιβλίο μεγάλη εικαστικότητα, δημιουργώντας από την αρχή την αίσθηση του (πορτοκαλί) μελιού μέσα σε κερήθρες (στις οποίες παραπέμπουν οι γεωμετρικές φόρμες που κοσμούν το εξώφυλλο).
Η ανάγνωση ξεκινάει με μία ευχάριστη έκπληξη καθώς ανακαλύπτεις το πρώτο ποίημα να είναι τυπωμένο στο εσώφυλλο, γεγονός που στοιχειοθετεί την τρισδιάστατη υπόσταση της ποιητικής συλλογής (είχα ήδη υπόψη μου ότι οι Κυψέλες ως συλλογή απλώνονται και σε χώρους έξω από το βιβλίο με τον τρόπο που το ξέρουμε), ενώ τα «μικρά χερουβείμ» ως αναφορά στις μέλισσες γίνονται βέλη γλυκύτητας που σου καταφέρνουν τις πρώτες «λαβωματιές» ως αναγνώστη!
Η συλλογή είναι γεμάτη εικόνες και συναισθήματα. Πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι έβλεπα ταινία˙ ποιητικό κινηματογράφο τύπου Ταρκόφσκι, στην οποία ο αφηγητής είναι ο Μικρός Πρίγκιπας που έχει πια ενηλικιωθεί. Τον ένιωθα να κάνει μια ανακεφαλαίωση της ζωής του, ήδη από την (σημαίνουσα) παιδική ηλικία με μια εξομολόγηση που κινείται σε πολύ προσωπικό τόνο. Να βάζει στο κάδρο με τον πιο ειλικρινή και όμορφο τρόπο τη σχέση του με την αδερφή και τους γονείς, τους άλλους ποιητές, τη ζωή στην πόλη (άλλοτε δυστοπική, άλλοτε ελπιδοφόρα) και μια ερωτική σχέση ζωντανή, που ταλαντεύεται στο φάσμα ανάμεσα στη λατρευτική ταύτιση (αφοσίωση) και την συγκρουσιακή αντίθεση (πόλεμο). Υπάρχει μια απογύμνωσή του, όχι μόνο από τα ρούχα, αλλά και από το ίδιο το δέρμα με μια τολμηρή διάθεση (όχι χωρίς φόβο) να αποκαλυφθούν τα εσώτερα και να γίνει η σύνδεση με τα πιο βαθιά κομμάτια. Όμως, όσο πιο προσωπική είναι η προσέγγισή του, τόσο πιο δική μας γίνεται. Καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια του ποιητή είναι αλήθεια οικουμενική κι ας διαφέρουμε στις λεπτομέρειες.
Αισθάνθηκα έντονη την παρουσία της γεωμετρίας και της αρχιτεκτονικής, τόσο στη συνολική δομή του έργου όσο και σε λεκτικά σχήματα (π.χ. η συμμετρία στα ποιήματα «Ο κόσμος μου- Ι» και «Ο κόσμος μου- ΙΙ) και λέξεις κοινές (όπως η λέξη «εισέρχεται») σε διάφορα ποιήματα, που λειτουργούν σαν γραμμές εσωτερικής σύνδεσης ανάμεσά τους.
Στη δεύτερη (από τις πέντε) ανάγνωση, μου εμφανίστηκε η αίσθηση ότι σε αυτό το σύνολο ποιημάτων υπάρχει κάτι το μεταβατικό. Σαν να ωρίμασε μια ανάγκη να κλείσουν υποθέσεις και να ανοίξει ένας νέος κύκλος ζωής ή και ποίησης, κάτι που βέβαια ίσως να μην αφορά τον ποιητή αλλά να είναι αποκλειστικά δικό μου κομμάτι. Ξέρουμε εξάλλου ότι την ποίηση την προσλαμβάνουμε μέσα και από τα δικά μας φίλτρα. Διαβάζουμε ποίηση και απλώνουμε και τον εαυτό μας μέσα της.
Μου σχηματίστηκε επίσης η ιδέα ότι αυτή η συλλογή αποτελεί καρπό της σχέσης που έχει ο ποιητής με την ποιήτρια σύντροφό του Γεωργία Τρούλη, στην οποία εξάλλου και την αφιερώνει. Ένα δεύτερο «παιδί» που της χαρίζει μετά από τη φλογερή ποιητική συλλογή Jesus Christiana, που επίσης έμοιαζε να την αφορά!
Από αισθητικής άποψης ομολογώ ότι απόλαυσα το πολυτονικό σύστημα στη γραφή, όπως πάντα το απολαμβάνω σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα.
Σίγουρα το έργο είναι πολύ πλούσιο για να εξαντληθεί σε λίγες γραμμές η παρουσίασή του. Πάντως, πραγματικά, νιώθει κανείς διαβάζοντάς το να τρυγάει προϊόντα και αξίες από τη ζωή των μελισσών:
μέλι (γλυκύτητα, τρυφερότητα),
γύρη (ερεθίσματα – υλικό για μετάπλαση),
κερί (εύπλαστο μεταβαλλόμενο κόσμο),
πρόπολη (ιδέες προστατευτικές από την απελπισία),
βασιλικός πολτός (έρωτα)
κεντρί (καταστάσεις πόνου),
πέταγμα (ταξίδια)
κοινωνική οργάνωση (η ζωή στις πόλεις και στις οικογένειες),
συλλογική συνείδηση (κοινωνική ευαισθησία, ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο),
δημιουργία (εκφραστικό πλάσιμο κόσμων, βιβλίο ως υλικότητα),
αρχιτεκτονική (γεωμετρική δομή του έργου και του λόγου),
μαγεία (ποίηση)!
Τέλος, ανακάλυψα και μια πιο προσωπική μου σύνδεση με το βιβλίο, καθώς βρήκα να έχει μεγάλη συγγένεια με τον πίνακά μου που έχει τον τίτλο «Poetica» (Ποιητική), μέσα στον οποίο οι εμπνεύσεις εικονίζονται ως έντομα και η ποίηση ως δημιουργία μέλισσας! Οι αναλογίες με τα έργα άλλων καλλιτεχνών, σε επίπεδο ιδεών είναι κάτι που πάντα με εκπλήσσει ευχάριστα!
.
ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
Περιοδικό “Εντευκτήριο” 114 Μάρτιος 2018
Το από το 2001 έβδομο βιβλίο ποίησης του Γιώργου Αλισάνογλου (1975), Παιχνιδότοπος (Κίχλη, 2016) είναι μία ποιητική σύνθεση τεσσάρων ενοτήτων
(«Πόλεμος», «Μνήμη», «Λάφυρα», «Όρια άνοιξης») και 58 ποιημάτων, που συνήθως υπονοούν τον πόλεμο, τον έρωτα και τη γραφή, με αφορμή το ταραγμένο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο παρόν. Λέω “αφορμή”, γιατί ο Αλισάνογλου τείνει να διακτινίσει την παροντική εμπειρία προς τον αέναο Χρόνο, συνομιλώντας με το “αίμα” της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας — ένα ποιητικό σχέδιο αξιομνημόνευτο και μόνο για τη φιλοδοξία του. Οι — ίσως υπερβολικά εκτεταμένες διακειμενικές, και συνήθως μόνο ονοματικές— αναφορές σε έργα και καλλιτέχνες (ομηρικές νύξεις, αρχαίοι πιγραμματοποιοί, Σαίξπηρ, Ρ. Κενώ, X. Μύλλερ, Σιοράν, Μπρους Νάουμαν, Ζέμπαλντ, Τζόυς, Μάιλς Ντέιβις, Γέητς, Μπουσέ, Σοπέν κ.ά.) λειτουργούν τελικά μάλλον αυτοβιογραφικά, αφού δημιουργείται η αίσθηση πως ανήκουν στο εικονοστάσι (και οπλοστάσιο) ενός φιλότεχνου ποιητή που με μετεφηβικό ενθουσιασμό καθρεφτίζει τον εαυτό του στο σύμπαν της τέχνης. Βεβαίως, «τραύμα» και «θάνατος» είναι λέξεις διαρκώς επανερχόμενες ή υπονοούμενες.
Ο Παιχνιδότοπος (αγαθά ειρωνικός τίτλος για το τεραίν του μακελειού της
ιστορίας και του έρωτος) εξαιρεί την άνοιξη (φέροντας υπότιτλο «τραύμα για
9 μήνες και 3 εποχές»), αλλά αμφίθυμα την επιθυμεί. Συνολικά, μία ενδιαφέρουσα ανανέωση για την ώς τώρα καθορισμένη από μία κυρίως “μεταμπήτνικ” αισθητική ποίηση του Αλισάνογλου.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 9/11/2016
Η πρωταρχική αξία των λέξεων
Η λέξη, ως κώδικας, επιτρέπει την είσοδο στα εσώτερα του νοήματος για όσους φυσικά συμμετέχουν στη συμφωνημένη, συμβατική μορφή της, η οποία συχνά μετασχηματίζεται για να εξυπηρετήσει κάθε φορά την ανάγκη διεύρυνσης της επικοινωνίας. Ενδιαφέρον οπωσδήποτε αυτό. Ίσως, όμως, πιο συναρπαστική είναι η μετάλλαξη μιας λέξης, η μεταμφίεσή της συχνά, προκειμένου να επιτευχθεί μια γνήσια ποιητική συνομιλία του ποιητή με τον αποδέκτη του λόγου του. Είναι τότε που γίνεται αντιληπτή η απίστευτη δύναμη των λέξεων, που από συμβατικοί κώδικες για μια απλή και απαραίτητη ελάχιστη επικοινωνία μετατρέπεται σε δημιουργική πνοή που συνεγείρει τον νοητικό μηχανισμό και προκαλεί τις αισθήσεις. Ίσως στην περίπτωση αυτή να είναι καλύτερα να πούμε ότι ο ποιητής παίζει με τις λέξεις, γιατί φυσικά η παιγνιώδης διάθεση είναι που προκαλεί το άνοιγμα των ποιημάτων, ώστε να μιλήσουν για έννοιες που αλλιώς δύσκολα προσεγγίζονται.
Το χαράκωμα
χαρά – κωμα
το
χαρά
κώμα
η
μητέρα
μη-
terra
προσπαθώντας
να χωθεί
μες στη γρήγορη
σκιά
ενός ευαίσθητου
απογεύματος
Κάτω από αυτή την οπτική εύλογα θεωρούμε την ποίηση έναν ατελείωτο παιχνιδότοπο, όπου ο ποιητής σκορπά τις λέξεις και τις αφήνει -κατάφορτες νοήματος- να σχηματίσουν τις νέες προτάσεις. Ίσως μόνον έτσι μπορεί να αφηγηθεί (γιατί για μια εκτενή αφήγηση πρόκειται εδώ) την ιστορία της δημιουργίας, αυτή την επίπονη διαδικασία γέννησης, που κυοφορείται σαν ένα τραύμα για 9 μήνες και 3 εποχές (σύμφωνα με τον υπότιτλο της συλλογής) προκειμένου να προκύψει η ποθητή συνέχεια των όντων. Μια κυοφορία της νέας ζωής, που πατάει γερά πάνω στο ρεαλιστικό σκηνικό της ήδη διαμορφωμένης ζωής, με τις διαψεύσεις, τις απώλειες, τις συνεχείς εκπτώσεις αξιών και τα ψευδή χαρακτηριστικά των προσώπων. Θα μπορούσε όλο αυτό να εκληφθεί και ως ένα οδοιπορικό στον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο απελπισμένα θα σταθεί η κάθε νέα ζωή. Γιατί εδώ έχουμε μια μορφή πολέμου, όπως εύστοχα ο ποιητής ονομάζει τα τρία μέρη της συλλογής του: Πόλεμος, Μνήμη, Λάφυρα. Ο πόλεμος, δεδομένος, κάνει αρχή του λόγου. Τα λάφυρα είναι η αποκομιδή στο τέλος του. Και φυσικά η μνήμη είναι το κέντρο της ισορροπίας ανάμεσα στα δύο.
Διαβάζοντας τον Παιχνιδότοπο του Γιώργου Αλισάνογλου, αυτό το περιστρεφόμενο ποίημα, στάθηκα κυρίως σ’ αυτό το καθοριστικό δεύτερο μέρος, τη Μνήμη, και κυρίως στον προβληματισμό του ποιητή πάνω στο πριν και το μετά της ζωής, στο τώρα των φαινομένων και στο πριν των αφανών μορφών τους.
[Όταν η μνήμη μού καίει τα μάτια]
Η μνήμη είναι ένα γενετήσιο σημάδι Κινείται διαρκώς πί-
σω από τον ισημερινό του ματιού – κλείστρο που επιλε-
κτικά αφήνει να περνάει ο χρόνος ως ευκρινής και διφορού-
μενη εικόνα στο εσωτερικό τραύμα του μυαλού Σταθερά
και αδιάκοπα μεταφέρει τον έξω χώρο στην εσωτερικότητά
μας έως ότου ο μέσα χώρος γίνει μεγαλύτερος από τον έξω
Η σάρκα ατροφεί τα κόκκαλα μικραίνουν Στο τέλος τυφλώ-
νει τα ενοχλητικά μάτια Μέσα στο σκοτάδι η μνήμη επα-
ναλαμβάνει το έργο της φύσης σαν τον ανάπηρο που ξέχασε
πώς περπατάνε
Και η ανατροπή, ή αλλιώς πώς οι λέξεις παίζουν με το νόημα δίνοντας την άλλη εκδοχή:
[Όταν η μνήμη μού καίει τα μάτια / παραλλαγή]
Η μνήμη είναι ένα επίκτητο σημάδι Κινείται διαρκώς
μπροστά από τον ισημερινό του ματιού – κλείστρο που
επιλεκτικά αφήνει να περνάει ο χρόνος ως ευκρινής και δι-
φορούμενη εικόνα στο εξωτερικό τραύμα του κόσμου Στα-
θερά και αδιάκοπα μεταφέρει τον μέσα χώρο στην εξωτε-
ρικότητά μας έως ότου ο μέσα χώρος αφομοιωθεί από την
ίδια του την απουσία Η σάρκα τανύεται Τα κόκκαλα με-
γαλώνουν αργά αργά έξω απ’ το δέρμα Στο τέλος φωτίζει
τα ενοχλητικά μάτια Μέσα σε άπλετη φωταγωγία η μνή-
μη επαναλαμβάνει το έργο της τέχνης σαν τον ανάπηρο που
σηκώθηκε να περπατήσει
Η ανατροπή μέσω των λέξεων, που με παιγνιώδη διάθεση δίνουν πότε τη μία εκδοχή, πότε την άλλη. Προϋπάρχει, λοιπόν, η μνήμη ή γεννιέται μαζί με το πρώτο φως ζωής; Γεννιέσαι με τα σημάδια της και -από αρχής γεννήσεως- ο χρόνος αποθηκεύει διαρκώς μέσα σου όλα αυτά τα νέα στοιχεία (γιατί ως νέα γίνονται αντιληπτά) μέχρι να μάθεις ξανά πώς περπατάνε ή η πρωτόγνωρη εντύπωση κάθε φορά εγκαθίσταται στο κέντρο του εγκεφάλου; Η φύση και η τέχνη, σε κάθε περίπτωση θα σε καθοδηγήσουν, δίνοντας τροφή σε μια νέα σκέψη πλάι στην παλιά. Σε ποια σχέση βρίσκονται η μία με την άλλη; Η μνήμη, γενεσιουργός δύναμη, άλλοτε τυφλώνει και άλλοτε φωτίζει τα μάτια, που μόνον ως θύρες επικοινωνίας ανάμεσα στον μέσα και στον έξω χώρο εκλαμβάνονται. Μια ποιητική εκδοχή πολύ ενδιαφέρουσα, δοκιμιακού χαρακτήρα, που ενισχύει τη θέση ότι συχνά η ποίηση διανοείται, αγγίζοντας την πιο πολύπλοκη αλλά και πιο πολύτιμη εκδοχή πεζού λόγου, αυτή του στοχαστικού δοκιμίου. Σκέφτομαι πόσο γειτνιάζει έτσι κι αλλιώς η έννοια του παιχνιδιού με την πιο βαθιά εισχώρηση του ανθρώπου στη ουσία της ζωής. Και δεν εννοώ με αυτό μόνο την κοινότοπη αλήθεια για τη βαθμιαία και ομαλή κατανόηση των ουσιωδών κανόνων κοινωνικής ζωής που επιτυγχάνεται μέσω των παιχνιδιών – εύστοχων μικρογραφιών των κοινωνικών συμβάσεων. Περισσότερο εννοώ τη δύσκολη προσαρμογή με την αλήθεια της ζωής. Αυτή που υποδηλώνεται ακριβώς με αυτές τις συμβάσεις, και που απαιτεί ίσως την άλλη οπτική που οδηγεί στην υπέρβασή τους -κατά το δυνατόν- αλλά που ταυτόχρονα προσγειώνει στα καθ’ ημάς αναπόφευκτα μιας συμφωνημένης κοινής διαβίωσης. Στη μέση αυτού του ιδιότυπου πολέμου, αυτής της σκληρής σύγκρουσης, ο ποιητής και η ποιητική του πρόταση να παίζει συχνά εν ου παικτοίς και να δίνει τη δική του εκδοχή της γέννησης και της ύπαρξης, αν και ομολογεί πως ίσως θα ήταν καλύτερα
Να εξέπνεα εδώ, να εξέπνεες κι εσύ
σ’ αυτό το μικρό κομματάκι γης·
να τελειώναμε με τα ζητήματα της ύπαρξης
Δεν είναι εύκολη η παραίτηση όμως. Η αποκάλυψη του κόσμου θα γίνει, όσο μακριά στον χρόνο και να πρέπει να περιστρέψει ο ποιητής τον στίχο του, όση πραγματικότητα να αναστρέψει.
Εκείνο το παιδί στο όνειρο γνώριζε την αλήθεια
αυτού του παλιού μύθου έτσι όπως τον ξεφλούδιζε
στίχο στίχο αποκάλυπτε τον κόσμο
Ο Γιώργος Αλισάνογλου με τον Παιχνιδότοπο προσανατολίζει την ποίηση στην πρωταρχική της αξία, όχι μόνο γιατί ανατέμνει την ουσία της ύπαρξης αλλά και γιατί δείχνει ότι ο ποιητικός λόγος μπορεί να είναι καινοτόμος στη θέαση του κόσμου με μια φιλοσοφική στάση που καλεί σε ενεργό προβληματισμό. Με δεδομένη, ωστόσο, τη ρεαλιστική συνθήκη: από τη μια η σκληρή πραγματικότητα και από την άλλη η ποιητική της ανάγνωση, όχι πάντοτε αντιληπτή από τους αποδέκτες της.
[…]Να θυμάσαι,
είμαστε ολομόναχοι όταν είμαστε με την ποίηση
Οι λέξεις πάλι θα κληθούν να κινητοποιήσουν τις αισθήσεις αρχικά, τη σκέψη κατόπιν προς μια διαφορετική εκδοχή της εικόνας του κόσμου. Μοναχικές και άυλες παρουσίες οι ίδιες, παίρνουν γήινη υπόσταση μέσα σε μια σύνθεση λόγου, μακάρι και παιγνιώδη, και κάπως έτσι αρχίζει η περιπέτεια της ποίησης. Ο λόγος του Γιώργου Αλισάνογλου, στην οριακή σαφήνεια που ανέχεται η ποιητική του εκδοχή, απευθύνεται σε όσους δεν επιζητούν τους εύκολους σε αναγνωστική κατάποση στίχους. Αλλά και σε όσους είναι σε θέση να αντιληφθούν τη δύναμη των λέξεων και να επιχειρήσουν την προσωπική τους αποκρυπτογράφηση. Η λιτή καλαισθησία του εξώφυλλου στην έκδοση της Κίχλης συνάδει απολύτως με το περιεχόμενο. Τα ποιητικά πράγματα ευδοκιμούν σε ένα περιβάλλον που επιβάλλεται με την ουσία του νοήματος, χωρίς κραυγαλέες φωταψίες.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
http://literature.gr 8/9/2016
Σοβαρό παιχνίδι με τις λέξεις
Ο παιχνιδότοπος του ποιητή είναι οι λέξεις. Σαν μικρό παιδί, αθώο και συνάμα πεισματάρικο αναζητά τις λέξεις εκείνες που θα σύρουν από το υποσυνείδητό του την προσωπική του αλήθεια.
Στους ποιητές αρέσει πάντα να παίζουν, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, όπως το αντιλαμβάνονται τα παιδιά όχι οι ενήλικοι. Για ένα παιδί το να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι σημαίνει πως εισχωρεί σε έναν άλλο κόσμο, σε μια μυστική κρύπτη. Για τον ενήλικο, που έχει απομακρυνθεί από την αθωότητα δεν είναι παρά ένα τραπέζι και τίποτα παραπάνω. Έχουμε ανάγκη τους ποιητές γιατί με το βλέμμα τους οριοθετούν νέες διαστάσεις στα πράγματα. Και πάνω από όλα αναπτερώνουν την πίστη στην υπέρβαση.
Διαβάζοντας τον Παιχνιδότοπο, το νέο βιβλίο του Γιώργου Αλισάνογλου ανακαλύπτω εκείνη την πεισματάρα φωνή ενός ώριμου παιδιού που αναζητά την αιτία της ύπαρξης μέσα στα συντρίμμια ενός κόσμου ασφυκτικού όπου το παιχνίδι έχει αντικατασταθεί με την βία και την απληστία. Δεν είναι τυχαίο που τιτλοφορεί την πρώτη ενότητα του βιβλίου Πόλεμος. Ο πόλεμος ξεκινά με την γέννα. Ο άνθρωπος αποβάλλεται από την θαλπωρή της μήτρας και έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Η ζωή είναι ένας πόλεμος με την φθορά, με την απώλεια, με τον ίδιο τον θάνατο.
Η ιστορία για τον ποιητή ανήκει στον ίδιο τον άνθρωπο που παλεύει να προσδιοριστεί μέσα στο χάος. Διασχίζοντας νάρκες και συρματοπλέγματα, περιπλανώμενος από χώρες και πόλεις που έχουν στιγματιστεί από την βία, ο Αλισάνογλου ψάχνει την αιτία αυτής της καταστροφής.
Η αθωότητά του συγκρούεται με τα άγρια ένστικτά των ανθρώπων που ενώ θα έπρεπε να σκορπίσουν ομορφιά εκείνοι σκόρπισαν θάνατο:
Κι είχε σκεπάσει τις πόλεις, τα βουνά
η γνώριμη ρήση του Εμίλ Σιοράν
η νοσταλγία για βαρβαρότητα είναι
η τελευταία λέξη κάθε πολιτισμού
ορθολογισμός; φονική αταξία;
υπερβολές – βρισκόμασταν ήδη
πολύ μετά
καλωσορίζαμε την νυχτερινή παλίρροια
ενώ οι σκύλοι κομμάτιαζαν τον αφέντη
Που βρίσκει ο ποιητής μια διέξοδο από αυτό το μακελειό; Στην Μνήμη, όπως τιτλοφορείται η δεύτερη ενότητα του βιβλίου. Εκεί αναζητά τα πρώτα νήματα, τα πρώτα ίχνη για να μπορέσει να βρει τον δρόμο του. Κάνει μια αναδρομή στην αθωότητα, στον πρώτο εκείνο παιδικό χώρο πριν εισβάλει ο χρόνος και διαλύσει τα πάντα στο διάβα του. Αυτή η επιστροφή φυσικά και δεν είναι ανώδυνη. Είναι σαν να επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος. Να ανακαλύψεις τα λάθη που έγιναν, οι λάθος επιλογές που πάρθηκαν. Αυτή η επιστροφή του ποιητή απαιτεί θάρρος. Τα ποιήματά του είναι δραματικές σκηνές μια εσωτερικής μάχης με το καλό και το κακό, μια μάχη που θα συνεχίζεται όσο ζει:
Πέρασαν δεκαετίες από εκείνη την ασφυκτική βροχή
της ντροπής και το παιδί πέθανε ξανά και ξανά
πιο πολύ από την εποχή του Έζησε με δρασκελιές μές
στα ποιήματα που αγάπησε και δεν θέλει πια να γεννηθεί
στα σκοτεινά νερά αυτής της πόλης με τις σύνθετες
γεωμετρικές μορφές που ξεπετάγονται ξεδοντιασμένοι
κίονες μέσα απ΄ την ελεγχόμενη σιωπή των σημερινών
στίχων
Το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα Μεμβράνη φανερώνει αυτή την αγωνία προσδιορισμού μέσα σε ένα άγνωστο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Το τρίτο μέρος ονομάζεται Λάφυρα. Τελικά κάτι μένει μέσα από την διαδρομή. Φυσικά τα λάφυρα που δεν δωρίστηκαν, κατακτήθηκαν. Λάφυρα γαλήνης, αιωνιότητας, ύπαρξης, συνθέτουν το πρόσωπο του ποιητή, την προσπάθεια να κρατήσει ως παρακαταθήκη αυτά τα λάφυρα ως πληρωμή για την πάλη του, για την επικινδυνότητα του να μάχεται με τον ίδιο του τον εαυτό:
γυμνώνομαι με τρόπο θανάτου
ορκίζομαι να συνεχίσω να αγωνιώ
με το χέρι οπλισμένο λέξεις
Ο Αλισάνογλου με τον Παιχνιδότοπο έβαλε τον πήχη ψηλά. Την θεωρώ την πιο ώριμη συλλογή του. Ο σουρεαλισμός των προηγούμενων συλλογών έχει τιθασευτεί και περνά μέσα στο τωρινό έργο με τέτοιες δόσεις ώστε να μην γίνονται υπερβολικές. Οι στίχοι του μεστοί, ακριβοθώρητοι, με έντονη δραματικότητα δεν σε αφήνουν ανεπηρέαστο. Ταξίδεψα στον κόσμο του, ένιωσα την αγωνία του, ταυτίστηκα με τους φόβους του.
Νομίζω η μεγαλύτερη επιτυχία ενός ποιητικού βιβλίου έγκειται στην αίσθηση που προκαλεί. Αν δυναμιτίζει τις αισθήσεις μας και μας προκαλεί να σκεφτούμε. Όταν τέλος αντικαθρεφτίζεται και ο δικός μας κόσμος μέσα στον κόσμο του ποιητή. Ο Παιχνιδότοπος αξίζει την προσοχή μας. Ένα βιβλίο που πραγματικά με συγκλόνισε με την αμεσότητά του.
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 24/4/2016
Κλιμακώσεις του άλεκτου
Τα ποιήματα του Αλισάνογλου διέπονται συχνά από μια πηγαία κειμενικότητα, η οποία συχνά ίπταται πάνω από την εμπεδωμένη τεχνική αρτιότητα.
Τόσο ο ρυθμός όσο και η μεταφορά, άλλοτε ελέγχουν κι άλλοτε αποδεσμεύουν τη «φυσικότητα» της εικόνας επιστρέφοντας στον ίδιο τους τον εαυτό, εκτελώντας μια κυκλική ή σπειροειδή κίνηση προς την ίδια τη γλώσσα.
Ετσι, τα ποιήματα θέτουν το όποιο πραγματικό συμβαίνον εντός της γλώσσας, με αποτέλεσμα -έστω κι ως αξίωση- να μην παραπέμπουν σε οτιδήποτε εξω-γλωσσικό, αλλά να μας ωθούν σε χειρονομιακού τύπου, θα λέγαμε, αυτοαναφορικότητα.
Στον Παιχνιδότοπο ο δημιουργός ανοίγεται επιπρόσθετα και στην ιστορία -αυτοσκηνοθετούμενος, υπηρετώντας πάντα το όραμά του- όπου και προσπαθεί να μεταποιήσει τη συγκυρία σε τέχνη (βλ. «Συρία», «Μαριούπολη» κ.ά.), αντλεί από τρίτους όχι μόνο μότο αλλά και στίχους (αξίζει να δει κανείς και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Παιχνιδότοπος», όπου συναντώνται το «Γκρόντεκ» του Τρακλ, ο Δενδρόκηπος του Γ. Θέμελη και η Λήθη του Δ. Δημητριάδη), προτείνει soundtrack ως ακουστικές συνοδείες των ποιημάτων του και «συνομιλεί» με επιγράμματα των Φιλόδημου, του Καλλίμαχου και του Μελέαγρου.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η συλλογή είναι δομημένη σε τρία μέρη: Πόλεμος, Μνήμη και Λάφυρα.
Τέλος, ο υπότιτλος της συλλογής, «τραύμα για 9 μήνες και 3 εποχές», δείχνει την ίδια την κυοφορία και τη γέννηση ως «τραύμα» και παίζει με τον ποιητή ως έμβρυο, το έμβρυο ως ποίημα και τα ποιήματα ως έμβρυα.
Ασχημάτιστα ή υπό διαρκή σχηματισμό, λοιπόν, τα ποιήματα αποκαλύπτονται τις περισσότερες φορές κατορθωμένα.
ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
www.oanagnostis.gr 22/4/2016
Όταν ο Μπόρχες συνάντησε τον Έλιοτ
«Ο χρονικός προσδιορισμός της πτώσης τού θεϊκού δημιουργού και της μεταμόρφωσής του σε καταδικασμένο (αργοπορημένο) Σατανά», γράφει ο Δημήτρης Δημηρούλης στην εισαγωγή στην Αγωνία της Επίδρασης τού Harold Bloom, «συνεπάγεται τον διαχωρισμό της ποιητικής ιστορίας σε δύο μεγάλες εποχές: στην προμιλτόνεια εποχή της παραδείσιας ταύτισης (ή έστω ειρηνικής συνύπαρξης) τέχνης και φύσης και στη μεταμιλτόνεια εποχή της σύγκρουσης, του άγχους και της ένοχης συνείδησης που υφίσταται τις συνέπειες τού οντολογικού ρήγματος μεταξύ πραγματικού και ιερού».[1] Αυτό σημαίνει πως ο μοντέρνος ποιητής είναι ο κληρονόμος μιας μελαγχολίας που γεννήθηκε στο πνεύμα του Διαφωτισμού εξαιτίας του σκεπτικισμού του προς τη δική του διπλή κληρονομιά – τον καλλιτεχνικό πλούτο των αρχαίων και των μεγάλων της Αναγέννησης. Ο Σέλεϊ ισχυρίστηκε, όπως επισημαίνει ο Bloom, ότι οι ποιητές όλων των εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως εν εξελίξει. Ο Μπόρχες σημειώνει ότι οι ποιητές δημιουργούν τους προδρόμους τους. Και εάν οι νεκροί ποιητές, όπως επέμεινε ο Έλιοτ, αποτελούν την προωθημένη γνώση των επιγόνων τους, αυτή η γνώση εξακολουθεί να είναι δημιούργημα των επιγόνων, δημιούργημα που έγινε από ζωντανούς για τις ανάγκες των ζωντανών.[2] Κάθε ποίημα είναι παρερμηνεία ενός πατρικού ποιήματος και δεν συνίσταται σε μια υπέρβαση της αγωνίας αλλά σε αυτή την ίδια την αγωνία. «Η ποίηση είναι μαγεία της αιμομιξίας, πειθαρχημένη από την αντίσταση σε αυτή τη μαγεία».[3]
Ο Γιώργος Αλισάνογλου, στην ποιητική συλλογή του Παιχνιδότοπος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, ευαγγελίζεται τη λογοτεχνική του κληρονομιά ενώ την ίδια στιγμή επιχειρεί αυτή την πειθάρχηση της μαγείας της αιμομιξίας μέσω της επανεκδραμάτισής της. «Η μητέρα μου είναι μετανάστης», γράφει στο ποίημα του [Ulysses/Circe], «κρατάει στο μυαλό της την επινόηση/ενός ποιήματος/που πάντα έρχεται πολύ αργά/εγώ λέει είμαι υπόλοιπο μιας επινόησης/που δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη/αν όμως κάποτε εμφανιστώ ως δημιούργημα/η μητέρα λέει θα είμαι ποίημα/μια ρωγμή στην απελπισία της/όμως πιθανόν τότε να μην έχω καμία/άλλη χρησιμότητα/γιατί συνήθως τα ποιήματα σε τίποτε/δεν χρησιμεύουν παρά μόνον/ως πρόσκαιρα αναχώματα/σε μια ήδη ξεπερασμένη/στιγμιαία σύγκρουση με τον εαυτό μας».
Ο ποιητής είναι πάντα ένας Οιδίποδας που αποπειράται την επιστροφή στη μήτρα της μούσας του. Μόνο που ο Αλισάνογλου δεν συναντά εκεί παρά μια πληγή και γι’ αυτό οι στίχοι του είναι αιμάτινοι. «Ανάμεσα στην τήξη και στην πήξη αναρριγεί ο χυμός της ψυχής», μας λέει ο Έλιοτ στα Τέσσερα Κουαρτέτα («Little Gidding»), και ο Αλισάνογλου στον Παιχνιδότοπο, ένα «τραύμα για 9 μήνες και 3 εποχές», στο πλαίσιο τού οραματισμού μιας ουτοπίας του πνεύματος, στήνει ένα παιχνίδι μεταξύ της διαχρονικότητας της λογοτεχνικής και πολιτιστικής του παρακαταθήκης και της μπερξονικής συγχρονικότητας της μνήμης όμοιας με εκείνο που κυοφορεί ο Έλιοτ στα Τραγούδια του Άριελ («Είχα δει γεννήσεις και θανάτους, είχα νομίσει όμως πως ήταν διαφορετικοί», Το ταξίδι των Μάγων)
Η ποίηση του Αλισάνογλου δεν είναι λυρική, δεν είναι «η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος», όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Έλιοτ, αλλά μια ποίηση δραματική και στοχαστική, που σαν το «όνειρο του Πέντρο Ενρίκες Ουρένια καθώς ξημέρωνε μια μέρα του 1946», «δεν την αποτελούν εικόνες αλλά αργές λέξεις»[4] και «αν και επινοημένη μπορεί να περιγράψει αρκετά καλά τη μοίρα όλων εμάς που για επάγγελμα έχουμε διαλέξει να μετατρέπουμε σε λέξεις τη ζωή μας».[5] Και ενώ στο επίκεντρο των κειμενικών διαδρομών τού Μπόρχες, που περνούν μέσα από τον Όμηρο, τον Πυθαγόρα, τον Σενέκα, τον Βιργίλιο, τον Βολταίρο, τον Δαρβίνο, τον Έμερσον, τον Μπράουνινγκ και τον Γουίτμαν, για να συνοψιστούν στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, βρίσκεται πάντα το νοσταλγικά επαναστατικό Μπουένος Άιρες, στον πυρήνα των ευλαβικά πατροκτονικών περιπλανήσεων του Αλισάνογλου, που περνούν από τον Όμηρο, τον Φιλόδημο, τους επικούρειους, τον Καλλίμαχο,[6] τον Σέξπιρ, τον Γέητς, τον Μίλτον, τον Cioran και τον Τζόις, βρίσκονται τα σεφερικά ερείπια του σύγχρονου δυτικού – αθηναϊκού πολιτισμού ως απομεινάρια του ναυαγίου της νεωτερικότητας.
Ο Αλισάνογλου, σαν άλλος Μπόρχες, παίζει με τις έννοιες της τυφλότητας και της διαύγασης ([Να μπεις διασχίζοντας στο βλέμμα και να τυφλωθείς], [Το μαρτύριο της όρασης]) και χρησιμοποιώντας συχνά το μοτίβο της επανάληψης ως μορφικό στοιχείο («που γέννησε αίμα που γέννησε ροή που γέννησε βλέμμα/που γέννησε φωνή που γέννησε τρέλα που γέννησε γη/που γέννησε ψέμα που γέννησε φυγή που γέννησε ρέμα/που γέννησε εποχή»)[7] αλλά και ως μια αέναη επιστροφή στην αρχετυπική σκηνή, ανάγει το προπατορικό αμάρτημα της γραφής στις διαστάσεις ενός αλύτρωτου συμπαντικού πεπρωμένου. «Η κιρκεγκωριανή επανάληψη δεν συμβαίνει ποτέ», επισημαίνει ο Bloom, «αλλά εισορμά ή προβάλλει, αφού είναι ανάμνηση προς τα εμπρός, όπως η Δημιουργία του σύμπαντος από τον Θεό».[8] Ενώ ο Έλιοτ σημειώνει: «Ο ποιητής πρέπει να παρέχει και να αναπτύσσει διαρκώς τη συνείδηση τού παρελθόντος ως παρόντος, και εκείνο που γίνεται τότε είναι μια διαρκής εγκατάλειψη του εαυτού του της στιγμής σε κάτι περισσότερο άξιο. Η πρόοδος ενός καλλιτέχνη είναι μια διαρκής αυτοθυσία, μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητας».[9]
Κατ’ αυτό τον τρόπο, το αποκαλυπτικό όραμα της «αυτοθυσίας» ως συγχρονικότητα, στον Παιχνιδότοπο («πορευόμαστε μεταξύ τελειότητας και φθοράς/λες και υπήρξαμε/λες και δεν υπήρξαμε νεκροί/του κόσμου τούτου»)[10] καταλήγει «να δίνει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι ο σύγχρονος κόσμος»,[11] όπως έγραφε και πάλι ο Σεφέρης για τον Έλιοτ, και σκιαγραφεί αυτό τον κόσμο ως μια κατάσταση ανάμεσα στην κόλαση και το πουργατόριο.
Ο Αλισάνογλου είναι ένας ποιητής αφηγηματικός, σαν τον μεγάλο αργεντίνο δάσκαλό του, και ένας ποιητής ελεγειακός σύμφωνα με τον ορισμό που έδινε ο Σίλερ στον όρο, για τους δημιουργούς εκείνους για τους οποίους η λύπη εκπηγάζει από τον ενθουσιασμό που γέννησε το ιδεώδες.[12] Οραματιζόμενος μια ρήξη του ιστορικού συνεχούς, ως ένας προφήτης στραμμένος προς τα πίσω, ως πατροκτόνος και αιμομίκτης ποιητής είναι καταδικασμένος να βιώνει τις πιο δημιουργικές εκλάμψεις του μέσα στη μελαγχολική τυφλότητα της ιστορικής του καθυστέρησης.
Ο συγγραφέας του Παιχνιδότοπου καταστρώνει εν τέλει ένα ημιτελές έπος της δικής του ήττας την οποία ταυτόχρονα εξιστορεί, μαρτυρεί και μνημειώνει. Και ως μάρτυρας ενός θεού που έχει από καιρό πεθάνει, σημειώνει στο τέλος της [Επωδού] του: «Κι από την άλλη/ούτε ένα ερωτικό σονέτο απόψε/να υπογράψει/την αιωνιότητά μας».
.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ
frear.gr 17/4/2016
Το παλίμψηστο της Μνήμης ή πώς η τραυματική Μνήμη ανάγεται σε μετωνυμία μιας διαχρονικής και υπερτοποπικής πολιτισμικής παθογένειας που ερείδεται σε ανθρωπολογικά στοιχεία: αυτή θα μπορούσε να είναι η κεντρική ερμηνευτική αρτηρία της καινούριας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Αλισάνογλου Παιχνιδότοπος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Φεβρουάριος 2016) από τις εκδόσεις Κίχλη. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή. Παρά τον οπτιμισμό που αναδύεται από τον τίτλο, ο Παιχνιδότοπος του Αλισάνογλου δεν μοιάζει να προσφέρεται για παιδικό παιχνίδι και το ειρωνικό πρόσημο του τίτλου του γίνεται κατανοητό στον αναγνώστη, όταν τον συν- αναγνώσει με τον υπότιτλο του βιβλίου: τραύμα για εννέα μήνες και 3 εποχές. Πρόκειται για μια περίοδο δηλαδή ισόχρονη με την ανθρώπινη κύηση και τόσο επώδυνη όσο η έλευση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης στον αφιλόξενο κόσμο ή μήπως τόσο τραυματική όσο η γέννηση ενός ποιητή μέσα από την επίπονη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας που επιδεινώνεται όσο η φθορά και ο πόλεμος δεν έχουν ημερομηνία λήξης αλλά ανανεώνονται ατέρμονα διαγράφοντας επάλληλους κύκλους;
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από τέσσερα μέρη: Πόλεμος, Μνήμη, Λάφυρα και Όρια της Άνοιξης, με κάθε ένα από αυτά να αντιστοιχεί σε μια εποχή του χρόνου. Η «κυοφορία» του ποιητή διαρκεί από το καλοκαίρι μέχρι και τον χειμώνα και η γέννησή του διαδραματίζεται την άνοιξη. Εν προκειμένω, σε μια πρώτη ανάγνωση, μπορούμε να μιλήσουμε για ασύμμετρη ποσοτικά δομή της συλλογής δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των τεσσάρων μερών της είναι ετεροβαρής· ο Πόλεμος κατέχει τη μεγαλύτερη έκταση στο βιβλίο, τα επόμενα δύο μέρη είναι περίπου ποσοτικά ισότιμα και το τελευταίο μέρος Τα όρια της Άνοιξης είναι ποσοτικά το ισχνότερο, καθώς αποτελείται μόνο από τρία ποιήματα. Το τελευταίο ωστόσο αυτό μέρος της συλλογής ενέχει μια ερμηνευτική δυναμική, που υπερβαίνει την αριθμητική του ισχνότητα, καθώς η φωνή του ποιητή, διηθημένη μέσα από τα δεινά, απελευθερώνει το ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας, παρά την παθογένεια, τους πολιτισμικούς αταβισμούς, τον θάνατο.
Είναι νευραλγικής σημασίας η χρήση των συμβόλων στο εν λόγω βιβλίο στον βαθμό που αυτά ισοπεδώνουν τις χρονικές διαφορές, ανασημασιοδοτούν την Ιστορία, την επικαιροποιούν, διαρρηγνύοντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τόπων και εποχών. Μυθικά πρόσωπα, όπως η Κίρκη, ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη, η Ελένη, οι Δαναοί και οι Μυρμιδόνες, πρόσωπα ιστορικά, όπως η Μαρία Αντουανέτα και η Θηρεσία, αλλά και διαχρονικοί λογοτεχνικοί ήρωες, όπως η Οφηλία, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα συνυπάρχουν σε ένα κάδρο, όπου το παρελθόν πολτοποιείται σε ένα αδιάρρηκτο παρόν και το παρόν αντιμετωπίζεται ως ένα μέλλον εις το διηνεκές με δυστοπικά κάποιες φορές φορτία. Διαβάζουμε: «Η μητέρα μου, μια οποιαδήποτε γυναίκα/ που δραπέτευσε από το βασίλειο της Τροίας/ μια οποιαδήποτε γυναίκα που δραπέτευσε/ από το βασίλειο της Δανιμαρκίας/ η μητέρα μου, δραπέτευσε από το βασίλειο της Γαλλίας /». (…) ήταν Ελένη, Οφηλία, Μαρία Αντουανέτα, / ήταν Θηρεσία, Αραγονία, Οξάνα, Κίρκη, Πηνελόπη, / Πενθεσίλεια, Λευκοθέα /η μητέρα μου /ακολουθεί τους κύκλους αίματος των προγόνων της /διεκδικεί το μερίδιό της στον κόσμο /διασχίζει νεκρή τις κάμαρες του Μπίκερναου /κανένας ρόλος δεν της αποδόθηκε απόψε /μια οποιαδήποτε γυναίκα η μητέρα μου /που το όνομά της είναι Βικτώρια /». Το «εδώ» του Παιχνιδότοπου είναι υπερτοπικό, το «τώρα» δεν σχηματοποιείται χρονικά και η αναπαράσταση της συντελεσμένης πραγματικότητας μέσα από την ποιητική γλώσσα ανακαινίζεται και αναβαπτίζεται, με τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη να θολώνουν, να συγχέονται και εντέλει να ομογενοποιούνται. Η ποίηση αναζητεί και εντοπίζει το ιστορικό «είναι» στο ποιητικό «γίγνεσθαι» και η ταύτιση της ζωής με την τέχνη στην παρούσα συλλογή μπορεί να θεωρηθεί ως μια καίρια συμβολή στην αυτοναφορικότητα της ποίησης.
Η απουσία συχνής χρήσης των σημείων στίξης μας φέρνει μπροστά σε μια ποίηση ρέουσα που μαγεμένοι ακολουθούμε τον ρυθμό της. Τα φορτία των ποιητικών κειμένων εσωκλείουν σε πολλά σημεία μια έμμετρη δυναμική και η ρυθμικότητα των στίχων είναι εν πολλοίς απότοκη της απουσίας της τελείας. Η εν λόγω συνθήκη σε αντίστιξη με τους ρηξικέλευθους διασκελισμούς, που μεταθέτουν βίαια κάποιες φορές το νοηματικό διακύβευμα στον επόμενο στίχο, εδραιώνουν το καθεστώς της συγκινησιακής αλληλουχίας. Η ποιητική γλώσσα του Αλισάνογλου συνίσταται σε ένα πυκνό δίκτυο μεταφορών και μια σύνθετη οργάνωση των γλωσσικών υλικών με ταυτόχρονη προσφυγή σε δραματικής προέλευσης στοιχεία, όπως οι εμβόλιμες συνομιλίες του ποιητικού υποκειμένου με άλλες φωνές: (…)“Από τη Δύση κύριοι γυρίσαμε πάλι πεινασμένοι”/ Κι από την άλλη, / ούτε ένα ερωτικό σονέτο απόψε/ να υπογράψει/ την αιωνιότητά μας/».
Πολλές από τις λέξεις μέσα στο ποίημα δεν επιφέρουν μόνο τον ιδιαίτερο χρωματισμό της «λέξης» αλλά οδηγούν κάποιες φορές και σε αλλαγή της σημασίας της. Χαρακτηριστική επί παραδείγματι είναι η χρήση της λέξης τραύμα, με την οποία φαίνεται ο ποιητής να κομίζει πολλαπλές εννοιολογικές πυκνώσεις: το τραύμα ως βίωμα, το τραύμα ως όνειρο, το τραύμα σε ρόλο «διασώστη» της Μνήμης, το παρελθόν τραύμα αλλά και το επικείμενο, το αναπόφευκτο, το μέλλον τραύμα. Διαβάζουμε στο ποίημα [Πριν, ήταν πληγή]: «όνειρο, κάποιου άλλου που έμοιαζε τόσο υπέροχα με το/ δικό σου τραύμα/ μακριά· τόσο κοντά, ο σκοτεινός ανοιχτός κόσμος /που ήρθε νωρίς·/που έχει τόσο πολύ αργήσει/» αλλά και στο ποίημα [Λάφυρο Τραύμα / Όνειρο]. «Μα, είμαι / αναπόφευκτο τραύμα/ ζω μες στα σπλάχνα σου/ ολομόναχος/ περνώντας/ ― εννιά μήνες και τρεις εποχές ― / (…)».
Οι σημασιολογικές μονάδες Μνήμη ― Τραύμα ― Όνειρο ― Πόλεμος ― Ποίηση συγκροτούν ένα ιδεολογικό πεντάγωνο, με αμφίδρομες ωσμώσεις, όπου στο κέντρο του βρίσκεται ο άνθρωπος. Πρόκειται για ερμηνευτικά κλειδιά που βέβαια ενέχουν και δομική λειτουργία μέσα στην ποιητική συλλογή δεδομένου ότι σπονδυλώνουν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου, συνηγορώντας υπέρ της διάσωσης μιας αλήθειας σε θραύσματα. Οι αντιθέσεις, τα ζεύγματα και τα αντώνυμα συμφύρονται, συγκλίνουν προς έναν βαθμιαίο συγκερασμό, και ο ποιητής μοιάζει ενίοτε αμήχανος μπροστά στη φθορά και στην προσπάθεια να διασώσει την αλήθεια της Ιστορίας που αποδίδεται μέσα από τα θραύσματά της: «δύσκολα κυλά η κυκλοφορία / μέσα σε τόσους πολέμους /», δηλώνει, ενώ ο λόγος του θρυμματισμένος και αυτός και ενίοτε διασπαθισμένος μεταξύ πολέμων συντελεσμένων και πολέμων σοβούντων μετεωρίζεται ανάμεσα στην κραυγή και τη σιωπή. Σταχυολογούμε από το ποίημα [Λάφυρο ουλή]: [κι η φωνή σου έκτοτε θρυμματίζεται/ όλο θρυμματίζεται και καθυστερεί]/». Ο ποιητής μονολογεί διερωτώμενος: «Πουλί στεντόρειο/ που πετάς ψηλά, πέρα από τα ναυάγια των πόλεων/ πες μου, έχω πεθάνει κι είμαι ακόμη εδώ; / ― είμαι αρκετά νεκρός για τον κόσμο αυτό; ― / Γιατί κάθε νύχτα είναι η ίδια νύχτα/ μα εγώ σε άλλο τέρμα φτάνω; /». Η ανθρωπολογική διάσταση της ποίησης του Αλισάνογλου είναι συνυφασμένη με την έννοια της Ύπαρξης, με πολλαπλές ερμηνευτικές δεσπόζουσες: α) την αποστολή του ποιητή να πορεύεται με το άχθος των αμαρτημάτων της Ιστορίας, β) την κραυγή της αγωνίας του για το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει ο πολιτισμός και γ) τη στυφή επίγευση του θανάτου του ουμανισμού. Και ίσως εδώ να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτε πιο ουσιώδες πέρα από όσα ο ποιητής γράφει: « (…) Φθινόπωρο στον πολιτισμό / μα μνήμη άνοιξης μοιάζει να τους οδηγεί στον ουρανό/ [7 λεύγες κάτω από την ρίμα του καιρού― θαμμένοι/ εκεί όπου ανθίζει μια Αλεξάνδρεια του νου/ ― και όλοι οι νεκροί υποκλίνονται σ’ αυτό]/.
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
Fractal Απρίλιος 2016
Άνθρωπε, ιδού ο κόσμος σου…
… και είναι σπασμένο παιχνίδι• το μέσα έξω. Με μια γενεαλογία ξεκινάει ο κόσμος: Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ εγέννησε τον Ναασσών, άρχοντα μιας φυλής του Ιούδα. Ο Ναασσών εγέννησε τον Σαλμών, ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ. [Πριν, ήταν πληγή/ που γέννησε αίμα που γέννησε ροή που γέννησε βλέμμα/ που γέννησε φωνή που γέννησε τρέλα που γέννησε γη…].
Με το προσωκρατικό κόρνο του Εφέσιου Ηράκλειτου ξεκινάει αυτός ο πόλεμος: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Για μια κόλαση ανάμεσά μας, για μια εποχή στην Κόλαση, για εννέα μήνες και τρεις εποχές που θα γεννήσουν ζωή, που θα γεννήσουν πόλεμο, που θα γεννήσουν Κόλαση. Γιατί ο Σιοράν, όταν το έλεγε το εννοούσε: «Χωρίς Κόλαση, ούτε οι αυταπάτες δεν είναι δυνατές».
Πάνω από τις πόλεις του κόσμου, η πορφύρα του χαμού. Η ημέρα σαν διακοσμητικό στοιχείο• παλαιωμένο. Η νύχτα υπερέχει και δεν συμφέρει. Είναι η νύχτα που έπεσε ο κόσμος μέσα.
Μια μάνα, το παιδί της, ο κόσμος και ο δρόμος. Ο Γιώργος Αλισάνογλου δεν ακολουθεί το zeitgeist κι ας φαίνεται ότι μιλάει για τα σημερινά. Η ποιητική του σύνθεση «Παιχνιδότοπος» είναι μια πορεία και μια κατάβαση. Μέσα από πόλεις, ανθρώπους, σκιές, σκιαμαχίες, πολέμους, προσφυγιά, εσωτερική περιδίνηση• γίνεται ένας αλιέας δονήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει ως αρχική προμετωπίδα ένα απόσπασμα από το εμβληματικό «Ο Δρόμος» του Κόρμακ ΜακΚάρθυ. Δύο άνθρωποι μόνοι μέσα στο στρόβιλο του κόσμου. Όλοι εναντίον τους – ένας κόσμος παρακείμενος.
Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Πόλεμος, Μνήμη, Λάφυρα, Όρια Άνοιξης. Τα πρώτα δύο επέχουν τη θέση αναπτύγματος. Ο κόσμος ως έχει. Ο κόσμος ως βούληση για καταστροφή και παράσταση. Εν είδει αφηγητή, το παιδί αναλαμβάνει να μιλήσει για το τεμαχισμένο τοπίο του κόσμου του, για την μεγάλα στέπα που τα μάτια του καταγράφουν. Με μια ισοπέδωση, με ένα σπασμό, με μια μοχθηρή έκσταση, ο κόσμος συλλέγει τις ουλές του, τα πολεμικά του στίγματα. Η υποτροπική λάμψη των ανθρώπων που ζει μέσα στο παιδί και μετά πάλι δρόμος. Στο τρίτο μέρος το κάτοπτρο γυρίζει προς τα μέσα, είναι σαν η ταύτιση του παιδιού με τον ποιητή να είναι βαρύνουσας σημασίας. Σε αυτό, είναι οι λέξεις και η ακαταμάχητη ζωτικότητά τους που προσπαθούν να δώσουν ένα νόημα σε έναν κόσμο α-νόητο. Οι στίχοι μοιάζουν να είναι ο μετρονόμος του πόνου, όμως υπάρχει και η ενεργή προσήλωση στην επιβίωση, στη συνέχεια αυτού του πράγματος που λέγεται ποίηση, ενώ τριγύρω υπάρχει μόνο αποκτήνωση. Το τέταρτο μέρος, το πιο μικρό από όλα τα άλλα, είναι κάτι σαν έξοδος• μια εξόδιος ακολουθία. Το θνήσκον σώμα μπορεί να σωπάσει, η φωνή ποτέ. Εκδικείται με μέλλον, όπως γράφει ο Αλισάνογλου. Το τέλος των ανθρώπων θα είναι μια εικόνα, αλλά η φωνή θα μείνει. Το αντηχείο ενός κόσμου που πνίγεται στις λέξεις του.
Ο «Παιχνιδότοπος» δεν έρχεται από το σήμερα. Δεν είναι επικαιρικός, δεν συλλέγει άλλοθι από το τώρα. Είναι ένα posthumous, ένας μεταθανάτιος ρόγχος, μια εικόνα από το μέλλον• όχι πολύ μακρινή. Ο «Παιχνιδότοπος» είναι ένας ψυχοπαλμός, είναι μια οχυρή πόλη από λέξεις που δεν καταλύεται από τη βία. Ναι, η ποίηση δεν σώζει, δεν επαναφέρει την τάξη που έχει διασαλευτεί, αλλά είναι εκείνη που προσφέρει την αλχημεία μιας άλλης ζωής: μιας άλλης τάξης ζωή.
Ο Αλισάνογλου κρατάει πολλούς ρυθμούς από ποίημα σε ποίημα και εναλλάσσει τις κλίμακες. Αυτό από μόνο του βοηθάει και ουσιαστικά εξηγεί την έννοια της σύνθεσης. Διότι αυτή δεν είναι μια μουσικότητα ξεκομμένη από την υφολογική ανάπτυξη της ποιητικής σύνθεσης. Άλλωστε και ο ίδιος στο τέλος προσφέρει ένα επιλεγμένο σάουντρακ που ακολουθεί νοητά τις λέξεις, τις ντύνει και τις χρωματίζει. Υπάρχουν ποιήματα που οδηγούνται από ένα κρεσέντο και άλλα από adagio. Άλλοτε είναι η υλακή που υπερτερεί κι άλλοτε ο ψίθυρος. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, αλλά και η μια εισχωρεί στην άλλη προσπαθώντας να φτιάξουν το παζλ του εκπεσόντος κόσμου. Το σύνολο διαμορφώνει μια φούγκα για τον «μετά-κόσμο» που έρχεται πλησίστιος κατά πάνω μας. Ο Αλισάνογλου, όμως, σε τούτη τη γενική αρχή του causa sui – της ντετερμινιστικής εκδοχής του κόσμου –θα διαλυθεί, τι άλλο μπορεί να του συμβεί;- αντιτάσσει το ανθρώπινο ηχείο, τη φωνή. Είναι το ύστατο οχυρό άμυνας. Άνθρωπε, μίλα για τα πάθη σου.
.
ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΟΓΙΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
www.vakxikon.gr Οκτώβριος 2014
Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση
Η ποιητική συλλογή Προς μια αλόγιστη κατεύθυνση προέκυψε τυχαία από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, από το Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2013, μεταξύ του Γιώργου Αλισάνογλου (επικεφαλής των εκδόσεων Σαιξπηρικόν και ποιητή) και του Δημήτρη Δημητριάδη (δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν τον γνωρίζει κάποιος, έστω κι αν είναι μόνο από το Πεθαίνω σαν χώρα του). Και τα δεκατέσσερα δηλαδή ποιήματα που συνθέτουν τη συλλογή γράφτηκαν εξ ολοκλήρου σε μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Αλισάνογλου στις λιγοστές εισαγωγικές αράδες του «είναι μια αλληλογραφία πολλαπλών, αλληλοσυμπληρούμενων και αντιμαχόμενων κατευθύνσεων, γραμμένη εν θερμώ». Εκεί, πάνω στον «βρασμό των αμοιβαίων ανταποκρίσεων», ο δημιουργικός οργασμός μετουσιώνεται σχεδόν σε σωματικό σπασμό που συνεπαίρνει και αναστατώνει τον αναγνώστη.
Η θέση μου για την ενασχόληση της ποίησης με το σεξ είναι σαφής και γνωστή σε όσους μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν κείμενά μου εδώ στο vakxikon.gr, στη Νέα Ευθύνη, το Κοράλλι, τη Νέα Σκέψη, τον Μανδραγόρα ή όπου αλλού: πιστεύω ότι η ενασχόληση αυτή αποκαλύπτει αδυναμία του ποιητή να διαχειριστεί το θέμα του ερωτισμού που νιώθει να τον κατακλύζει και να το αναγάγει σε κάτι λιγότερο ευτελές. Όμως εδώ πρόκειται για μια περίπτωση διαφορετική. Και είναι διαφορετική γιατί δεν πρόκειται για τον έγκλειστο μονόλογο ενός ποιητή που αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό του, αλλά για τη δυναμική, παλλόμενη και απρόβλεπτη τροπή, την αλόγιστη κατεύθυνση, που λαμβάνει η αλληλογραφία μεταξύ δύο ανδρών με υψηλό δείκτη ευαισθησίας.
Όχι, δεν με ενόχλησε η απροκάλυπτη αναφορά στο ομοφυλοφιλικό σεξ που έκπληκτη ανακάλυψα στη συλλογή. Αντίθετα, με συνεπήρε, με ξεσήκωσε και με αναστάτωσε. Μου θύμισε τι σημαίνει να είναι κανείς ερωτευμένος, πρωτίστως με τη ζωή. Να νιώθει ζωντανός. Τι σημαίνει βαθιά επιθυμία. Τι σημαίνει μετουσίωση και των δύο αυτών μέσα από την τέχνη. Μου θύμισε ότι πολλές φορές το όριο ανάμεσα στην τέχνη και τον έρωτα είναι δυσδιάκριτο και ότι αξίζει κανείς να βαδίσει ακριβώς εκεί, πάνω στη γραμμή του, στον παλμό που είναι η σύσπαση της ίδιας της Δημιουργίας.
Ο Γιώργος Αλισάνογλου, όσο προχωράει η συλλογή, δίνει την εντύπωση ότι «πατάει» με πιο σταθερά βήματα, καταλήγοντας σε υπέροχες διατυπώσεις, όπως «Γιατί αύριο οι στίχοι/ Δεν θα ‘ναι με το μέρος του καιρού» ή «Ο έρωτας/ Η τέχνη/Αρχίζουν σαν περίπατος/ Εκεί που όλα έμοιαζαν/ Να έχουν αποφασιστεί». Ο Δημήτρης Δημητριάδης, χειμαρρώδης όπως πάντα, δεν διστάζει να αφεθεί, να παραδοθεί και να ακολουθήσει την αλόγιστη κατεύθυνση, δίνοντάς μας ποιήματα και κείμενα (υπογράφει και το πεζό επίμετρο της συλλογής) ατρόμητα και ζωντανά, γραμμένα με τη γνωστή, μεστή γραφή του. Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι ιδέες που θέτει προς συζήτηση και, φυσικά, η διαχείρισή τους, όπως η ενοθόνιση και το φαινόμενο που απορρέει από αυτήν: ο ενοθονισμός, το να υπάρχει δηλ. ο Άλλος μόνο μέσα στην οθόνη, σε μια ψηφιακή πραγματικότητα που ωστόσο αγγίζει, επηρεάζει και εντέλει διαμορφώνει την υλική.
Η ορμή της νεότητας του Αλισάνογλου και η ωριμότητα του Δημητριάδη γονιμοποιούν η μία την άλλη και παράγουν ένα αυθεντικό και απροσδόκητο αποτέλεσμα που συναρπάζει, μια συλλογή καθόλου δήθεν, ορμητική και ειλικρινής από την αρχή έως το τέλος.
.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ
www.oanagnostis.gr 24/6/2014
Συνοδοιπόροι στην ποίηση του κυβερνοχώρου
( Δημητριαδης- Αλισάνογλου).Μια συνομιλία με μονάδα επικοινωνίας το ποίημα ξετυλίγεται στον κυβερνοχώρο εν είδει ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, συνθέτοντας έναν ιδιότυπο διάλογο περί ποίησης, που δημιουργεί μια αλυσίδα σκέψεων και εγείρει μια σειρά ερωτημάτων αναφορικά με τη θέση της ποίησης σήμερα. Πρόκειται για τους ποιητές Δημήτρη Δημητριάδη και Γιώργο Αλισάνογλου, οι οποίοι στο βιβλίο τους με τίτλο Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2013 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, μέσα από δεκατέσσερα ποιητικά κομμάτια και ένα εμβόλιμο πεζό που λειτουργεί συνεκτικά, πειραματίζονται με το μέσο επικοινωνίας και υφαίνουν μια ποιητική συνομιλία, μέσα σε ένα διάστημα τριών περίπου μηνών (Μάρτιος ― Ιούνιος 2013), αυθόρμητα αλλά όχι εύκολα, στεντόρεια αλλά όχι προκρούστεια, στήνοντας μια παρτίδα για δύο που σταδιακά εξελίσσεται σε παιχνίδι για όλους μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ποιητών που στη γραπτή αλληλογραφία τους απέστελλαν ποιήματα σε άλλους συναδέλφους, φίλους και ερωτικούς συντρόφους, αφιερώνοντάς τους τα μάλιστα κάποιες φορές. Ωστόσο είναι ίσως μια σπάνια για τα ποιητικά τεκταινόμενα στιγμή η δημιουργία ποίησης με τη συνδρομή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, μέσα από αμφίδρομες ποιητικές ανταποκρίσεις, που υπηρετούν έναν διττό και εν προκειμένω διφυή σκοπό: την επικοινωνία μέσω της τέχνης, και την αναπροσαρμογή και ανασημασιοδότηση του ρόλου της ποίησης στον παρόντα χρόνο ως συνθήκη sine qua non. Θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην δημιουργία της ποίησης ως τέχνης και ως καθημερινής συνομιλίας και επαφής, οι Δημητριάδης και Αλισάνογλου αναβαπτίζουν την ποίηση, επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο του πομπού, του δέκτη και εντέλει του τελικού αποδέκτη, που δεν είναι άλλος από τον εκάστοτε αναγνώστη.
Μέσα από τα επτά σετ συνομιλίας δύο διαφορετικών ποιητικών φωνών και με ποιήματα αυτοαναφορικά οι Δημητριάδης και Αλισάνογλου διεμβολίζουν τα αδιέξοδα της ποίησης που εν προκειμένω ταυτίζονται με αυτά της ανθρώπινης συνθήκης. Τι επιχειρούν επομένως οι δημιουργοί να εγγράψουν μέσα σε ένα ευφάνταστο πράγματι concept και ποιο είναι το διακύβευμα της γραφής και της ανάγνωσης όσων διαμείβονται στα ηλεκτρονικά μηνύματα; Οι δημιουργοί φέρνουν στο προσκήνιο τη σχέση και σύνδεση της ποίησης με το βιωμένο παρόν, και τον ενοφθαλμισμό της καθημερινής ζωής με την ποίηση, αποδομώντας συγχρόνως το στερεότυπο περί της επιβεβλημένης διανοητικής σκοτεινότητάς της, που την προικοδοτεί με απόκοσμο, υπερβατικό, και απρόσιτο χαρακτήρα και συνακόλουθα την φυλάσσει μονάχα για τους λίγους και τους εκλεκτούς μιας κλειστής κάστας δημιουργών και αναγνωστών με χαρακτηριστικά διανοητικής ελίτ.
Το πρώτο ποιητικό υποκείμενο ― ο Γιώργος Αλισάνογλου ― μολονότι μιλά συχνά σε πρώτο ενικό δεν μοιάζει ναρκισσευόμενο, δεν διακατέχεται από μεγαλορρημοσύνη· αντιθέτως, κατατρύχεται και ταλανίζεται από την εποχή του, παλεύει να βρει τον προσανατολισμό και τον δρόμο του, είναι στοχαστικό αλλά όχι απόλυτα εσωστρεφές, είναι κλεισμένο στο δωμάτιο, αλλά όχι κλειστοφοβικό. Η δεύτερη ποιητική φωνή ― ο Δημήτρης Δημητριάδης ― με μια τεταμένη εξωστρέφεια, ολοκληρώνει το εκάστοτε δίπολο συνομιλίας αρμονικά, κομίζοντας και εξαγγέλλοντας τη μεταβίβαση του ρόλου και της ιδιότητας του ποιητή σε όλους, στον βαθμό που το νοηματικό φορτίο της ποίησης κυοφορείται σε καθέναν από εμάς με διαφορετικό τρόπο και ως τέτοιο αναμένεται να εκδηλωθεί. Συνεκδοχικά, η «ενοθονισμένη» ποίηση είναι μια ποίηση της νέας εποχής, η οποία δεν μπορεί παρά να αλλάζει για να αυτοσυντηρηθεί, για να διατηρηθεί ο ρόλος της πάντα παραινετικός, παρηγορητικός, ίσως και καταγγελτικός, αναζωογονητικός και παράφορος, όσο και ο έρωτας. Η ποίηση στο Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση δρα κατακλυσμιαία, χωρίς να συντελείται ad majorem dei gloriam, αναδεικνύοντας ένα πολύπλοκο κύκλωμα σχέσεων έλξης και απώθησης ανάμεσα στο ποίημα, την εποχή, τον δημιουργό και τον αναγνώστη. Ο Γιώργος Αλισάνογλου γράφει στο ποίημα [Η ανοίκεια κατεύθυνση]: «Κάτι έχει σαπίσει/ Σ’ αυτή την εποχή της ελπίδας/ Άραγε ποια επιλέξαμε και ποια μας ανήκει;/ Καλά λες! / Φανερώνεται και παρουσιάζεται / Οικείο όσο το έγκλημα / Ανοίκειο όσο η τέχνη σου/ Με πλάτη στραμμένη στα ερείπια/ Του κόσμου/ Ωσάν μια νύχτα εφιαλτική/ Όπου ο θεός και το δημιούργημά του / Μαζί ματώνουνε στο τέλος / (…)».
Στο πέμπτο και έκτο δίπολο συνομιλιών του βιβλίου ποιητική και ερωτική πράξη είναι όροι μιας εξίσωσης με χαρακτήρα αντιμετάθεσης. Η ποίηση τώρα είναι ένα γαϊτανάκι λαγνείας και αποστροφής, είναι η άλλη όψη των παράφορων ερωτικών συνευρέσεων που ταλανίζουν και απελευθερώνουν το σώμα ως δότη και λήπτη απόλαυσης από τον παροξυσμό των αισθήσεων. Ο Γιώργος Αλισάνογλου γράφει στο ποίημα [Η ασεβής κατεύθυνση]: «Τώρα / Το ποίημα ξεφεύγει / Κάθε μορφή/ Ανασκολοπισμού/ Γίνεται βλοσυρό/ Το ψηλαφώ / Το κενώνω / Το ξεσκίζω / Διεισδύουμε / Ο ένας μέσα / Στον άλλον / Πιο βαθιά / Κι από τον εαυτό μας / (…)». Αντίστοιχα, και ο Δημητριάδης στο εκτενές ποιητικό κείμενο που μορφικά πλησιάζει περισσότερο σε πρόζα και φέρει τον τίτλο [Η ευσεβής κατεύθυνση] απαντά: «Τώρα η γλώσσα τού κορμού συνάδει / με ό,τι έχει σάρκα κι αυτή η σάρκα / αποκρίνεται ρουφώντας πάλι και πάλι / τον αστείρευτο χυμό μέσα απ’ την βαθιά / σχισμή που επιστρέφει την πορφυρή / αστραφτερή κορύφωση του υψωμένου / μέλους (…)». Την ίδια στιγμή όμως, η ποιητική πράξη είναι αναντίρρητα μια ιεροτελεστία ψυχικού έρωτα που μοιάζει να αποτελεί αναπόδραστη συνθήκη της πρόκλησης του πόθου και είναι γι’ αυτό το λόγο ικανή να προκαλέσει την ανάδυση οποιουδήποτε συναισθήματος που θα αποτελματώσει τον νεκρό χρόνο.
Πρώτο, δεύτερο και τρίτο ενικό, αλλά και πρώτο και τρίτο πληθυντικό πρόσωπο διαπλέκονται αρμονικά στα ποιητικά κομμάτια, σηματοδοτώντας ένα πολύπλοκο σύστημα εκφορών, άλλοτε με τη μορφή διαλογικών παλινδρομήσεων άλλοτε πάλι εν είδει εκκωφαντικών μονολόγων. Οι διασκελισμοί και των δύο ποιητών υπηρετούν απαρέγκλιτα την ενδυνάμωση της συγκινησιακής θερμοκρασίας των λέξεων. Υπέρ της προαναφερθείσας ενδυνάμωσης συνηγορεί και η σχεδόν παντελής έλλειψη στίξης ― κυρίως της τελείας και του κόμματος ― ενώ αντίθετα ο παρένθετος λόγος, όπου τον συναντούμε, μοιάζει να δρα ανασταλτικά και να αναχαιτίζει προσωρινά και εσκεμμένα επιβραδυντικά τον παροξυσμό της ποιητικής ορμής και των τεταμένων αισθημάτων των ποιητικών υποκειμένων και κατά συνέπεια της γραφής τους.
Στο πεζό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη που τιτλοφορείται [Η ενέσιμη ποίηση] δεν συντελείται πλέον ― όπως συνέβη με την ποιητική σύνθεση ― αλλά δηλώνεται η δυνητική θέση της ποίησης στον κόσμο και την κοινωνία. Ο ποιητής δεν είναι ένας προικισμένος ταγός που νουθετεί το πλήθος και φορέας μιας αδήριτης και αναντίρρητης αλήθειας· τούτη τη θέση την αποκτά το εκάστοτε ποίημα που στην κάθε συγκυρία εκχύνει τα νοήματά του, σαν ένα νόμισμα που εξαργυρώνεται σε κάθε εποχή με διαφορετικό τρόπο για τον κάθε άνθρωπο, χωρίς να χάνει κάτι από την αρχική αξία του, απελευθερώνοντας την ίδια στιγμή την ποίηση από τα δεσμά του «υψηλού» ως απρόσιτου, από τα μέτρα και τα σταθμά της ετικέτας. Η απόρροια τούτης της αντιμεταχώρησης δεν ενέχει αξιολογικό αλλά βαθιά κοινωνικοπολιτισμικό χαρακτήρα στον βαθμό που το υψηλό υπάρχει αλλά δεν εδράζεται πλέον στα δυσκολονόητα νοήματα και στον ελιτισμό αλλά στον τρόπο ξεκλειδώματος των νοημάτων των ποιημάτων από τον καθένα χωριστά ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες του. Και τούτο το όραμα ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς δεν μπορεί παρά να είναι όχι μόνο επιθυμητό αλλά ίσως και αναγκαίο.
.
ERO(S)
ΤΑΣΟΣ ΡΗΤΟΣ
www.vakxikon.gr 19 Σεπτέμβριος 2012
ERO(S) 7 βήματα – 7 λεύγες εντός, Ποίηση, Γιώργος Αλισάνογλου, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2011
Αναχώρηση στις 23.00 μετά μεσημβρίας, τον καιρό που η Άνοιξη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης έχει πλημμυρίσει τις ολοσκότεινες γειτονίες του Χειμώνα στην καρδιά μας. Ο ero(s) του Γιώργου Αλισάνογλου έκανε την εμφάνισή του σαν πεφταστέρι πειρατικό μέσα σε εμπορικό πλοιάριο γεμάτο με χρυσάφι από τα στενά του πιο ονειρικού βιβλίου.
Η παράνοια χτύπησε την πόρτα στους περαστικούς και οι μελωδίες σας προάγγελος θανάσιμων ερινυών μας συντρόφευσαν στο μικρό ταξίδι στον Θερμαϊκό. Ο ποιητής Γιώργος Αλισάνογλου, 7 λεύγες κάτω από την θάλασσα παρακολουθούσε την πομπή με βλέμμα γαλήνιο. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται με τερατόμορφους αλαλαγμούς μια στουμπωμένης τρομπέτας και τα ερωτοποιά λογάκια του ποιητή ξεμυαλίζουν τους ναύτες του παλιού Κλειώ.
Η επόμενη κίνηση είναι να πιάσουμε τα ποτήρια του μπαρ και να μεθύσουμε με έρωτα και ηδονή, καθώς το άρωμα της νυκτός μας οδηγεί στην αποκορύφωση. Ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια σου κι έχεις κλείσει την 30σέλιδη ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου από τις Εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
.
JESU CHRISTIANA
ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΟΥΛΗ
www.poeticanet.gr 15/10/2011
Δεν ήξερα πού βρίσκομαι/ αδυνατώ να βρίσκομαι/ δεν βρισκόμουν/ μπλε έβηχαν τα σύννεφα ανθό βολβού/ νεογνού θεού/ εικόνα ανθρώπου να πολλαπλασιάζεται/Θα πρέπει να ήταν απο σάρκα και από τρίχες/ από νύχια και απεκκρίσεις/Και όμως τόσο προσωρινώς ανθρώπινη/ σαν φωνή που σβήνει μέσα σε ξένο κορμί-ουρλιαχτό από σάρκα / περπατάς με βήματα σπονδής χρωστούμενη στο ανθρώπινο γένος.
Ο Γιώργος Αλισάνογλου στο νέο του βιβλίο «Jesu Christiana-Μια μελλοντική προσευχή» ξεκινά με το σχεδόν άμορφο και προσπαθεί να προσδώσει -μέσα από μία αλληγορική επίκληση- νέα φόρμα, νέα μορφή, νέα λέξη και νέα θέαση σε κάτι που δεν καταλήγει- που δεν πρέπει να καταλήξει… Αφήνεται σε μια διαδρομή σε μια νέα ποίηση της Σιωπής και του Λόγου. Στην ταραχή που προκαλεί το ανείπωτο… Αυτό το άμορφο παίρνει διάφορες μορφές- ένα βρέφος, το όραμα, το φως, το νερό, ο έρωτας, το ίδιο το «είναι» που διαρκώς μεταμορφώνεται, η λέξη που αυτοκαταργείται. Όλα τα παραπάνω είναι έννοιες που τις πραγματεύεται ποιητικά συνθέτοντας τέσσερις ενότητες με τρόπο μυσταγωγικό και παράλληλα «σκηνοθετώντας» πάνω σε ένα πάλκο με πολλαπλούς άξονες. Οι παραπάνω έννοιες και μορφές στην ουσία έχουν μια απειρότητα δυνατοτήτων και μορφών μέσα στον κόσμο, αλλά και μέσα στον κόσμο των λέξεων. Αυτή η απόδοση της μορφής γίνεται με τρόπο που δεν καθηλώνει τον αναγνώστη σε καμιά συγκεκριμένη φόρμα. Όλα προσδιορίζονται μερικώς –αποδομούνται, επαναπροσδιορίζονται.
Η ίδια κίνηση στο σύμπαν- σαν από σάρκα τεντωμένη η περίμετρο/ φωτοστέφανο καπνού/ κενοτάφιο θεού/ υπηρέτης της χρυσής εποχής της σκόνης/ μαθητής των άστρων/ οι παλάμες γδαρμένες και ανοιχτές σε ο,τι υποψιάζεται το μέλλον.
Όλο το έργο διαπνέεται από μια πνοή, μια ιδιαίτερη λυρικότητα, αρκετά μεταμοντέρνα δομικά και εκφραστκά στοιχεία, δυνατή και ιδιότροπη εικονοποιιά, έναν άφατο ερωτισμό που ενώ έχει ενότητα και μια τόσο βαθιά συνοχή, η επίφαση της κάνει ενίοτε την ροή να φαίνεται τόσο διασχιστική και πολυμερισμένη.
Ο κορμός του έργου εστιάζει στο εξ’ αρχής ζητούμενο: στην Σιωπή, ήτοι στον Λόγο, στον άλλο Λόγο και κατ’ επέκταση στον βαθύτερο εσωτερικό μονόλογο που προυποθέτει την σιωπή και καταλήγει σε αυτήν. Σιωπή και Λόγος αλληλοεξουδετερώνονται. Συνενώνονται στην έννοια της ιερότητας και του έρωτα, στην ίδια την ποίηση-Μετά¬. Η ίδια η σιωπή ακυρώνει το άκουσμα της σιωπής.
«Μια σιωπή που θα πάψει να υπάρχει όταν δεν θα την ακούμε πια»
Και αυτό συνεχώς το επικαλείται ο Αλισάνογλου σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να βρεί την Θεά, να ενωθεί μαζί της, να του χαρίσει τα νέα νοήματα, να την απόχωριστεί, να την κατακτήσει ξανά. Πρόκειται για ένα εσωτερικό όραμα, μια διαισθητική ενατένιση εσωτερικής αφήγησης που δεν ξέρει πού θα τον οδηγήσει ενώ ξέρει καλά πως η Σιωπή είναι αυτή που θα κλείσει τον κύκλο σε αυτήν την επίκληση.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον ποιητή σε μια θεατρική σκηνή να καταθέτει έναν λαμπρό μονόλογο χιλιοπλεγμένο σε εικόνες ενώ προσπαθεί να κατανοήσει, «σχεδόν να προσδώσει νόημα στην σιωπή ξανά». Η Θεά ποίηση είναι εκεί- αόρατη ηθοποιός, άυλη και υπονοημένη σκιά, να τον περιστοιχίζει ατέρμονα σε ένα γυροφάνι και αυτός να πασχίζει για μια λέξη έστω, «πες μου / μίλα μου/ μϊλα έστω πες μου λέξεις» αλλά και για μια έλξη στο φως την ώρα που μια βαθιά καταβύθιση στο σκοτεινό συμβαίνει τοσο αυτονόητα.
Και τοσο συνειδητά και ασύνειδα ο ποιητής να μην θέλει να την αγγίξει, να αρκείται στα θραύσματα εικόνων που του προσφέρει, στην συνεχή αλλαγή που προκαλεί η κατάκτηση της Θεάς «έξω από την μούσα και μόνο έξω υπάρχει ο ποιητής γιατι η γραφή αρχίζει πέρα απο την μούσα και μακριά από την ζωή.» Το ιερό στοιχείο εδώ συνενώνει τα πολλαπλά του πρόσωπα: είναι η ποίηση, ο έρωτας, ο Άλλος, ο ίδιος ο εαυτός, η λογόρροια του κάθε ονείρου, ο θάνατος.
Το όλο νερό, το πάντα νερό που παίρνει συνεχώς άλλη μορφή σε άλλα γεμίσματα.
Τη νύχτα ανακάλυψα ξανά/ τα χέρια μου τη νυχτα/ είχαν την πειθαρχία του νερού
Ζωσμένα με φύλλα κισσού από συρματόπλεγμα Θεού καμωμένα/ η όραση προσωρινή ως την επαυριο/ σελίδα νερού.
Ετσι και η ποίηση. Έτσι και το ατελές εγώ. Το εγώ του ποιητή κλυδωνίζεται από συνέχεια, από μεταμόρφωση, από σπαραγμό για το όραμα
-Όλο θα επισρέφω άλλος από εκείνον που γνώρισες-
« Και χρόνο προς χρόνο θα λιγοστεύει ο ουρανός/ θα βγαίνω από άνθρωπο και θα μπαίνω σε άλλον άνθρωπο/ άνθρωπο προς άνθρωπο θα λιγοστεύω/ πάντα καθρέφτης κάποιου
άλλου κόσμου που δεν ανήκει στο έιναι αλλά στο ον»
Βαθιά συναισθηματικός, ερωτικός αλλά και με έναν διακριτικό στοχασμό πίσω από τις είκόνες, διασχίζει την σπείρα μιας προσευχής που ξετυλίγεται και όλο επιστρέφει στον εαυτό και όλο απλώνει στον κόσμο. Με συμβολισμό, σκηνοθεσία και με μια εικαστική επιμέλεια του χώρου των λέξεων όλο το έργο συμπυκνώνει μια χρονικότητα σε παρελθόν, παρόν, μέλλον και άχρονο. Με ισχυρή και πετυχημένη την απαιτούμενη παρανάγνωση έργων προηγούμενων εποχών, αναδιπλώνει την παλιά ζύμωση σε νέα φόρμα, σε νέα νότα, σε νέο ρυθμό, σε νέες λέξεις. Μετά από επίμονες αναγνώσεις του Jesu Christiana βλέπουμε πόσο μελετημένη είναι η συστάδα των λέξεων και των εικόνων που παραθέτει, αυτό που θέλουν να υπονοήσουν αινιγματικά ή να αναδείξουν.
Αντιλαμβανόμαστε μια βαθιά αφήγηση του κενού που ορίζει εν τέλει τον Λόγο αλλά και την κάθε δημιουργία που δημιουργείται με σκοπό να επί-κοινωνήσει. Και αυτή η διαδικασία προυποθέτει αλχημεία, εξαγνισμό, ρυμούλκηση από το βαθύτερο «πίσω», από το πιο σκοτεινό «είναι» για το Μετά που και πάλι θα μεταλλαχθεί… Υπάρχει μια συνεχής μετατόπιση των αξόνων στην γλώσσα από το φως στον θάνατο, από το εγώ στο εσύ, από το ´Ολον στο πιο μικροποιητικό σύμπαν. Παράλληλα όμως δεσπόζει και μια διαρκής εμμονή: σε αυτό που πρέπει να εφευρεθεί ξανά, μέσα από την συν/τριβή Την συν/θλίψη—Εκεί θα/ το όλο φως…
Ποιο είναι αυτό που πρέπει να εφευρεθει ξανά;
H απάντηση πολλαπλή/ Η απάντηση μολυσμένη
Το μαγικό κουτί έχει μέσα του ένα έργο πλημμυρισμένο όνειρο- το Jesu Christiana: «Επισρέφω στο κουτί / έχω δει μιαν άλλη εποχή και την βλέπω μόνο όταν είμαι εκεί υπεραστικό τηλεφώνημα- προσποιηθείτε σιωπή!»
Και ο Αλισάνογλου εχει μικρά κουτάκια λέξεων που οραματίζεται κάποια στιγμή να ανταλλάσουν οι άνθρωποι μετάξύ τους.
«Οι λέξεις ως αντικείμενα που αντάλλαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους/ οι λέξεις δώρα/ θα ήθελα να ήταν /κάποτε είναι συναισθήματα ακίνητα.»
Μας καταθέτει τις άλλες λέξεις, την ετερογλωσσία του ανέμου, την ιερότητα των νοημάτων, την ροή, την κάθε επανάληψη που σε κάνει να ακούς νέους θορύβους,
την σιωπή και μόνο.
Μέσα στο Jesu Christiana τίθενται δύο πολύ δυνατά και αρχέγονα ερωτήματα
«Ποια γη δεν την φθάνει ο ήλιος;
Η απάντηση μολυσμένη- σε αυτήν την γη κανένας δεν ήλιος φθάνει»
Ενώ στο τελευταίο κομμάτι του βιβλίου- στο μη αναγνώσιμο- τίθεται ένα άλλο
μεγάλο ερώτημα, ίσως τόσο πολύ ταιριαστό με το κλίμα των εποχών που τώρα διανύουμε. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο χρόνος θα τα πάρει όλα και θα αφήσει άμορφα κομμάτια ιχνών-στιγμάτων/δεν θα μπορούμε πια να πληγώνουμε/ δεν θα μιλάμε/ δεν θα αγγίζουμε ίσως/ δεν θα έχουμε όσφρηση/ δεν θα ιδρώνουμε/ Θα αγαπάμε;»
Ίσως και εδώ η απάντηση να είναι μολυσμένη, ίσως και όχι
Όπως και να ‘χει η απάντηση είναι –Σιωπή- καλά ταριχευμένη σε λέξεις.
.
ΤΑΣΟΣ ΡΗΤΟΣ
www.vakxikon.gr 17/3/2012
Jesu Christiana: Μια μελλοντική προσευχή, Ποίηση, Γιώργος Αλισάνογλου, Εκδόσεις Μαγικό Κουτί, 2011
Εισέρχομαι σε μια χωροδιάσταση όπου μόνο οι προσευχές θα με οδηγήσουν σε κάτι το τόσο θεϊκό. Θα με οδηγήσουν άραγε, ώστε να ξυπνήσω ένα πρωί αγκαλιά με το πεπρωμένο; Προσπάθησα ύστερα από τόσους άθλους να βρεθώ κοντά στον Πύργο της Αγάπης. Δεν ξέρω όμως τελικά που ακριβώς βρίσκομαι.Αν έχω τελικά βυθιστεί σε κάποιο πηγάδι απελπισίας ή πλησιάζω στο σημείο της πνευματικής σωτηρίας. Ταξιδεύω μέσα στο χωροχρόνο, σε άλλες εποχές, παρέα με τις λέξεις από άλλες προσευχές. Ίσως κάποιου παράφρονα προφήτη στα βάθη του χρόνου.
Ο Γιώργος Αλισάνογλου προσεύχεται ταπεινά μπροστά στα ανοιχτά πόδια της Θεάς Ύπαρξης, αναζητώντας την λύτρωση της βρεφικής ψυχής. Σκιαγραφεί κόσμους μακρινούς. Αψηφά την πραγματικότητα που τον διχάζει και συνάμα τον μελαγχολεί.
Κατευθύνεται προς τα εκεί όπου το σώμα του και η ψυχή του θα βρουν την πραγματική λύτρωση. Το πεπρωμένο κοιμάται στον Πύργο και αυτός, θαρραλέος και τρυφερός, αγωνίζεται να φτάσει στα σκαλοπάτια του. Με προσευχές, με ιαχές και αγνά συναισθήματα.
Το νέο βιβλίο “Jesu Christiana: Μια μελλοντική προσευχή” αποτελεί κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα ένα ολόκληρο ποίημα, που μιλάει για την αναζήτηση της ψυχής μέχρι να βρει την λύτρωση μέσα στο πηγάδι του χρόνου.