Η Μαρία Τζιαούρη─Χίλμερ γεννήθηκε στην Κύπρο. Έχει κάνει σπουδές Φιλολογίας και Μουσικής στην Αθήνα και μετεκπαίδευση στην Πολιτιστική Διαχείριση στη Γερμανία. Από το 2009 ζει και εργάζεται στην Κύπρο ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ συμμετείχε και σε λογοτεχνικά φεστιβάλ στην Κύπρο. Είχε τη γενική επιμέλεια του λογοτεχνικού φωτογραφικού λευκώματος The story of a moment (Wunderart Productions, Κύπρος 2017) καθώς και του συλλογικού λογοτεχνικού έργου Λαίμαργα (Εκδ. Ακτίς, Κύπρος 2019). Το πρώτο της βιβλίο με μικρά και μεγάλα πεζά με τον τίτλο Γραμμή ανάμεσά μας, (Εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2020) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Κύπρου (2020). Το σχέδιο στο εξώφυλλο είναι έργο της Κύπριας εικαστικού Μυρτώς Αριστείδου.
Η ποιητική συλλογή «Ελλιπές μέτρο» από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν (2022) είναι το πρώτο της βιβλίο ποίησης και το εξώφυλλο είναι είναι κι αυτό έργο της Κύπριας εικαστικού Μυρτώς Αριστείδου.
.
.
ΕΛΛΙΠΕΣ ΜΕΤΡΟ (2022)
ΕΛΛΙΠΕΣ ΜΕΤΡΟ
Μετρήσαμε τον πρώτο χρόνο με παύσεις
η μουσική ξεκίνησε, μας κόπηκαν τα γόνατα
κορόνα γράμματα
όλα κοστίζουνε στο παίξιμο
το λάθος μέτρημα, οι παύσεις και οι άρσεις
κορόνα γράμματα
ο ρυθμός άλλοτε ασθενής, άλλοτε ισχυρός
όσων τολμήσαμε ν’ αρθρώσουμε με λέξεις.
Πως θα ‘ταν άραγε εκείνη η μουσική
χωρίς λεβάρε;
ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΕΣ
1.
Σαν παιδί
την κοιτούσα κρυφά να καθαρίζει
το πάτωμα με εφημερίδες
τα δάκρυά της έσταζαν στους τίτλους των
ειδήσεων,
οι λέξεις σκορπίζονταν παντού
κι αυτή τις μάζευε από χάμου
συλλαβή-συλλαβή
τα θέ- και τα -λω
σφουγγίζοντας τα μάτια της κρυφά να μην
την δω.
Δε φεύγει απ’ το μυαλό μου η μυρωδιά
στο πάτωμα.
2.
Εκείνο το τριαντάφυλλο
μου θύμιζε τη μυρωδιά
ανάμεσα στα στήθια της.
Το κουβαλώ ακόμη
σαν ταυτότητα
στο πορτοφόλι μου.
3.
Δυνατός κρότος,
όταν έσπασε το φλιτζάνι, στα χέρια της,
το αίμα έτρεχε στο πάτωμα
κι αυτή σαν πορσελάνη
μετρούσε στάλα-στάλα
τη μοναξιά της.
4.
Κοίταζα με λοξή ματιά
τον κόσμο
που με τάιζε φόβο.
Πλάγιαζα στο σκοτάδι
και μελετούσα τις νύχτες
το βάρος της αγάπης.
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Φούσκωσαν τα χέρια της·
σφήνωσε το δαχτυλίδι
είκοσι χρόνια γάμου είναι αυτά
προσπαθεί να το βγάλει, μα τίποτα.
Δεν ξέρει τι σημαίνει αυτό.
Όταν είναι πια αργά, ίσως το καταλάβει.
ΣΠΟΥΔΗ
Κάθισε στο σκαμπό του πιάνου
άνοιξε την παρτιτούρα μιας
ξεχασμένης μουσικής·
νότες μισοσβησμένες
μιας σπουδής σε ρε δίεση ελάσσονα·
μέτρησε όλα του τα δάχτυλα
τα βρήκε δέκα.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΑΜΑΞΙ
Το αγαπούσε πολύ. Ήταν του πατέρα του.
Κάθε διαδρομή κι ένα ημερολόγιο. Κάθε
αναχώρηση και μια απώλεια. Φοβόταν την
ημέρα που δεν θα έπαιρνε ξανά μπρος. Το
κοιτούσε διαρκώς τον τελευταίο καιρό. Στα
χείλη του μια σκόνη. Στο βλέμμα του οι
ευχές, οι κατάρες, οι θύελλες, οι έρωτες.
Δεν περνάει μέρα που να μην σκεφτεί τον
πατέρα του.
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΠΙΑ
Τις νύχτες που ξυπνάς από
τις φλόγες που απειλούν το σπίτι σου
τα φίδια που ζυγώνουν τα ποδάρια σου
τις καταστροφές και τις σκληρές συναναστροφές
τους δανειστές και τους δικαστές
τις προσευχές που δεν έκανες
τους σπόρους που δεν έσπειρες
τις πέτρες που σε μπούκωσαν
τις τύψεις που σε φόρτωσαν.
Κλείσε τα μάτια σου
μη φοβάσαι πια
η βροχή πάντα ξεπλένει τη βρομιά.
ΠΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΧΙΑ
στη Μελίνα
Ηλεκτρόδια στον θώρακα και στ’ άκρα
βαθιές αναπνοές, λεπτά σιωπής
«Η καρδιά μετατοπίστηκε»
αποφάνθηκαν οι ειδικοί
αυτή η παλλόμενη αναρχία
Μήνας Οκτώβριος
στο παράθυρο κίτρινα χρυσάνθεμα
ακούνε τους χτύπους της καρδιάς
βλέπουν το αίμα να κυλάει στα καλώδια
αυτή η παλλόμενη αναρχία
όσοι έρωτες της έχουν λάχει
όσα ραγίσματα και μετατοπίσεις βρέθηκαν στην πορεία της
τόσες λέξεις και τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτά
τα τριακόσια γραμμάρια παλλόμενης αναρχίας.
ΕΝΑ ΣΑΚΟΥΛΙ ΖΑΧΑΡΗ
Συχνά συλλογίζομαι
τη ζωή να χύνεται σαν
ένα σακούλι ζάχαρη
που σκάει στο πάτωμα και
σκορπίζει παντού τους κόκκους της
πάνω σε χείλη πικρά
σε πεινασμένους ουρανίσκους
στον ορό που σιγοστάζει πόνο,
ενώ τα μυρμήγκια
άπληστα ρουφάνε σε legato
όση ζάχαρη απομένει.
ΜΑΝΑ
Χαϊδεύει τρυφερά τον ομφάλιο λώρο.
πονάει όταν αυτός κόβεται.
πετάει τις πιπίλες για να πετάξεις ψηλά.
ανακατεύει το μέλι σ΄ ένα ποτήρι ζεστό γάλα.
ανάβει κεριά όσο εσύ τα σβήνεις μεγαλώνοντας.
παλεύει με τους δράκους και τα τέρατα της.
μπαίνει στην βάρκα για να μην πνιγείς.
πνίγει τον φόβο της μετρώντας σιωπηλά.
κουβαλεί τη ζωή και τα όνειρα σε μια βαλίτσα.
οι λέξεις γίνονται πέτρες και η απουσία πόνος.
με τη φωτογραφία στο χέρι σε ψάχνει ακόμη.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ
Τρία ποιήματα στο Φρέαρ στις 27/03/2020
ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ
Όταν έμαθε για τον καρκίνο έκλεισε τα μάτια
έβαλε πλυντήριο ξανά και ξανά
κρέμασε την μπουγάδα στη λιακάδα
όλα τα χρώματα μαζί· καθαρά.
Μαγείρεψε, έραψε τα κουμπιά, πότισε τις γλάστρες
αγόρασε από το ζαχαροπλαστείο μια πάστα σοκολάτας
κάθε κουταλιά κι ένα δάκρυ
τα δάκρυά της ήταν αλμυρά.
Κάθισε στο σαλόνι
άγγιξε την πληγή της στο λαιμό
της φάνηκε μικρή
στο ραδιόφωνο ακουγόταν το δεύτερο βαλς του Σοστακόβιτς.
ΜΟΥ ΛΥΠΗΣ
Mου-χειλικό όχι κτητικό.
Τα χείλη μου ξεράθηκαν.
Το δέρμα μου απεργεί.
Όταν σε περιμένω εξαφανίζεσαι.
Όταν αγρυπνώ εμφανίζεσαι λυσσασμένα.
Όταν σε διαγράφω με γομολάστιχα, τ’ όνομά σου μένει στο χαρτί.
Κι εκείνα τα υγρά σου μάτια καρφώνονται στο κορμί μου.
Και τα δάχτυλά σου πέτρες στο λαιμό μου.
Θέλω να επαληθεύσεις την μοναξιά μου.
Μου- χειλικό όχι κτητικό.
Μου λύπης.
ΟΙ ΠΙΟ ΜΙΚΡΕΣ ΜΑΣ ΛΕΞΕΙΣ
Ανάμεσα στα χείλη σου διαβάζω τις λέξεις
ηδονικά
ακούω τους σπασμούς στη φωνή,
όταν ο λάρυγγάς σου πάλλεται.
Κάθε λέξη αφηγείται την απουσία σου.
Ανάμεσά μας
το λίγο που έγινε πολύ
οι πιο μικρές μας λέξεις
κάνουν τόσο μεγάλο θόρυβο.
ΦΡΕΑΡ 12/08/2019
ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ
Στις στάσεις των λεωφορείων κοντοστέκονται οι άνθρωποι.
Μαζί τους οι προσμονές, οι φόβοι και οι τιμωρίες.
Μαζί τους και ο καύσωνας.
Με τα καλάθια και τα σακκίδιά τους γεμάτα στιγμές.
Ακούς σποραδικά ιστορίες μεγάλων ανθρώπων.
Ιδρώτας, ξέπνοες ανάσες, υγρά βλέμματα.
Στις ίδιες στάσεις των λεωφορείων βλέπεις τη μοναξιά
να περιμένει στα πρόσωπα και τα χέρια.
Ίσως, γιατί το καλοκαίρι τα σώματα ιδρώνουν παραπάνω
και κολλάει η απουσία στο δέρμα.
Στις στάσεις των λεωφορείων οι άνθρωποι πίνουν νερό
για να ξεδιψάσουν για όσα δεν έρχονται.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΕΛΛΙΠΕΣ ΜΕΤΡΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 24/6/2024
Η Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ ερωτοτροπεί τόσο με τον πεζό όσο και με τον ποιητικό λόγο, χωρίς να παραμένει πιστή σε κανέναν από τους δύο! Αφού στα πεζά κείμενά της εμφιλοχωρεί η ποίηση, ενώ στα ποιητικά ο πεζός λόγος δίνει το παρόν του ευδιάκριτα και ουσιαστικά. Θεωρώ αυτό το κράμα γραφής ευπρόσδεκτο, καλοδεχούμενο και επωφελές, καθώς το ένα είδος του λόγου μπολιάζει το άλλο. Κι αυτός ο εμβολιασμός, αν και πειραματικός, είναι καθ’ όλα γόνιμος.
Το πρώτο βιβλίο της Μ.Τ.Χ. «Γραμμή ανάμεσα μας» (2020) ήταν πεζογραφικό, με διάσπαρτα ποιητικά στοιχεία. Το δεύτερο βιβλίο της λογοτέχνιδας «Ελλιπές μέτρο», (2022) που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια, είναι ποιητικό. Σε αυτό περιλαμβάνονται και αρκετά ευσύνοπτα πεζογραφικά κείμενα. Όπως και να έχει, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας έχουν πλέον καταστεί πολύ λεπτές σε όλο τον κόσμο, καθώς οι συνεχείς πειραματισμοί πολλών συγγραφέων εμπλουτίζουν ειδολογικά όλο το φάσμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Θ’ αρχίσω τις συγκεκριμένες αναφορές μου με τα πεζογραφικά κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Η Μ.Τ.Χ. προσδίδει ποιητική διάσταση σε κάθε τι που περιγράφει, διότι, σχεδόν κατά κανόνα, οι περιγραφές της εμπεριέχουν το στοιχείο της υπέρβασης, της μεταφοράς και της νοητικής μετάβασης από ένα επίπεδο σε άλλο: «Έκλεινε τα μάτια, άφηνε τα χέρια του να πέσουν πάνω στα πλήκτρα σκύβοντας ευλαβικά στις αρμονίες του πιάνου. Τα δάχτυλά του είχαν μια παράξενη αρετή, σαν να ήταν τα μάτια του». (σελ. 26)
Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάμω σε δυο μινιατουρίστικα αφηγήματα, χρονογραφικής υφής, αλλά πάντα ποιητικής έμπνευσης και απόδοσης. Πρόκειται για «Το γράμμα» (σελ.16) και «Στο χώμα» (σελ. 17) που παρατίθενται δίπλα – δίπλα και αμφότερα αφορούν εσωτερικές συνομιλίες με γεννήτορες, τον πατέρα το πρώτο και τη μητέρα το δεύτερο. Στην ουσία πρόκειται για ενδοσκοπικές αναλύσεις ενός γιου και μιας κόρης.
Τα πλείστα ποιήματα και πεζοτράγουδα της Μ.Τ.Χ. στη συλλογή θεματοποιούν μια στάση ζωής ρηξικέλευθη, ριζοσπαστική, μακριά από ειωθότα και λοιπές συμβατικότητες. Αναφέρονται σε μια στάση ζωής που αναζητά την ομορφιά και το ήθος μέσα στην ανορθογραφία, την δυσαρμονία, στο ατίθασο μα αυθόρμητο των πραγμάτων, ανθρώπινων και άλλων: «Ζητείται δάσκαλος ν’ αγαπάει τις φωνητικές χορδές, τις φάλτσες νότες, τα ορθογραφικά λάθη, τα εκφραστικά πάθη, τα αφηρημένα βλέμματα, τα ματωμένα γόνατα, τις διαιρετικές διαλέκτους, τις αλλόκοτες ιστορίες. Υ.Γ. Ο δάσκαλος να μην ρωτάει ποτέ: τι θέλει να πει ο ποιητής». (σελ. 46)
Την ίδια ώρα η ποιήτρια διακρίνεται και από μια φιλοσοφική θεώρηση των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στο αστικό τοπίο. Μια θεώρηση που αποδίδεται με γλαφυρότητα, παραστατικότητα, συχνά σκωπτική διάθεση, αλλά πάντοτε με έντονους και βαθείς προβληματισμούς: «Συχνά συλλογίζομαι / τη ζωή να χύνεται σαν / ένα σακούλι ζάχαρη / που σκάει στο πάτωμα και / σκορπίζει παντού τους κόκκους της / πάνω σε χείλη πικρά / σε πεινασμένους ουρανίσκους / στον ορό που σιγοστάζει πόνο, ενώ τα μυρμήγκια / άπληστα ρουφάνε σε legato / όση ζάχαρη απομένει». (σελ. 44)
Ιδιαίτερη αναφορά θεωρώ πως οφείλω να κάμω στα ποιήματα και κείμενα γυναικείας ενσυναίσθησης τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Κι αυτά δεν είναι λίγα. Είναι δημιουργήματα καταδίκης και αποτροπής των έμφυλων στερεοτύπων, ποιήματα και πεζά καρτερικότητας μα και αντίστασης και αντίδρασης. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα: «Δίχως παράπονο κανένα», (σελ. 19) «Υπομονή», (σελ. 20-21) «Το αγόρι με τα σπίρτα», (σελ. 34) «Οι μαστοί», (σελ.39) «Μάνα». (σελ. 47) Ιδού κι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: « …δίχως παράπονο κανένα / να δέχεται στα σκοτεινά το ξένο σώμα / το χαστούκι και την προσβολή / το παιδί που φεύγει και κείνο που μοιρολογεί / δίχως παράπονο κανένα / να σωπαίνει για το δρόμο που της όρισε ο Αδάμ». (σελ. 19)
Τα ευσύνοπτα ποιήματα της Μ.Τ.Χ. είναι ιδιαιτέρως εύστοχα, ακαριαία καίρια και ουσιαστικά, με συμπυκνωμένα μηνύματα και νοήματα. Πρόκειται για ποιήματα ψόγου και καταγγελίας για την υποκρισία, καταδίκης του φαρισαϊσμού και της επιδερμικότητας που μαστίζουν τα κοινωνικά δρώμενα στη σύγχρονη εποχή: «Ρίχνουμε σταυρούς στον βυθό της θάλασσας / στην επιφάνεια της ξεβράζονται τα πτώματα / εκείνων που θρηνούμε εμείς σαν θεατές / ο βουτηχτής με υπερηφάνεια υψώνει το σταυρό / κι οι εναπομείναντες ναυαγοί σηκώνουν τον δικό τους. / Πόση / επιφάνεια / αντέχεις;». (σελ. 36)
Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση με την ερωτική υποθεματική στην ποίηση της Μ.Τ.Χ., που μπορεί να μην έχει την ίδια έκταση που είχε στο προηγούμενο της βιβλίο, έχει όμως την ίδια ένταση. Πρόκειται για ερωτική ποίηση γυναικείας θεώρησης, ευαισθησίας, δοτικότητας μα και επαναστατικότητας: «Ηλεκτρόδια στον θώρακα και στ’ άκρα / βαθιές αναπνοές, λεπτά σιωπής / ‘Η καρδιά μετατοπίστηκε’ / αποφάνθηκαν οι ειδικοί… / …όσοι έρωτες της έχουν λάχει / όσα ραγίσματα και μετατοπίσεις / βρέθηκαν στην πορεία της / τόσες λέξεις και τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτά / τα τριακόσια γραμμάρια παλλόμενης αναρχίας». (σελ. 41)
Βέβαια, η προσφιλής υποθεματική της ερωτικής θεματικής είναι για την Μ.Τ.Χ. η τετελεσμένη, η πεπερασμένη ερωτική σύζευξη. Αναφέρεται σ’ αυτήν συχνά με στωικότητα και ανεπιτήδευτη ευθύτητα: «Μου φαίνεται πως / κάποιος άλλος είσαι πια / κι εγώ εκείνη που δεν γνώρισες ποτέ». (σελ. 11)
Μετά και από αυτό το βιβλίο έχω την αίσθηση ότι η συγγραφέας οφείλει να δοκιμάσει εαυτόν και σε πιο μακράς πνοής ευμεγέθη λογοτεχνικά είδη. Θα χαρώ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
Εφημερίδα Αλήθεια 6/9/2022
Η απέραντη γκάμα των αισθημάτων και των συναισθημάτων αποτυπωμένη, σε πεζό και σε ποίηση όπου, όμως και το πεζό ποίηση είναι, σφραγισμένη με την αφηγηματική καθαρότητα της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ η οποία αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, πόσο χαρισματική και προικισμένη συγγραφέας είναι και, ασφαλώς, πόσο εύκολα μπορεί να αφουγκραστεί τη λύπη, τη χαρά, την ευτυχία, τη μοναξιά, την εγκατάλειψη, την προδοσία, την απώλεια και, πάνω υπ’ όλα, τη νοσταλγία και να τις μεταμορφώσει, υποδειγματικά, σε λέξεις και σε στίχους. Σε λέξεις που μοιάζουν με στίχους και σε στίχους που μοιάζουν με λέξεις. Είναι υποκειμενικό αυτό που θα αναφέρω τώρα, αλλά το νοιώθω να κυλάει σαν αίμα στις φλέβες μου: η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ αποδίδει τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Δεν ωραιοποιεί και δεν καλλωπίζει, μολονότι, στη συλλογή αυτή, θα βρούμε και νησίδες ευφορίας, χαμόγελου και, ίσως ίσως και γέλιου. Ωστόσο, η πλάστιγγα γέρνει, και καλώς γέρνει, στο σκοτάδι. Ή για να το θέσω πιο σωστά: στο ημίφως. Εκεί όπου συναντάμε σκυθρωπά πρόσωπα, ραγισμένες καρδιές, ελπίδες που αγνοούνται, καράβια που δεν πρόλαβαν καν να λύσουν τους κάβους, αγκαλιές που έμειναν μετέωρες, αγάπες που πνίγηκαν μέσα στα λάθη τους. Η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ με λόγο τρυφερό και καλοσυνάτο, με τα χέρια απλωμένα στον ήλιο, σκιαγραφεί το ρέκβιεμ ενός παθιασμένου έρωτα (και ποιος έρωτας, εδώ που τα λέμε, δεν είναι παθιασμένος;) τον γιο που ανακαλύπτει, μετά θάνατον, πόσο τον αγαπούσε ο μπαμπάς του, το αμάξι που είναι (και) ημερολόγιο παρουσιών και απουσιών, την ακαταμάχητη δύναμη της πραγματικής φιλίας: “Περπατάς μαζί / χιλιόμετρα/ μες τη βροχή, τη λάσπη, τον καύσωνα/ στο πρώτο, στο δεύτερο και στο πολλοστό/ παραπάτημα/ σου δίνουν το χέρι/ σκουπίζουν τις πληγές χωρίς εγώ κι εσύ/ στο φως. στο σκοτάδι και στο θάμπος/ συνοδοιπόροι και συνομιλούντες/ μοιράζουν το ψωμί και το κρασί τους/ εις το όνομά της αγίας ψυχής τους/ και κοινωνούν μαζί σου/ εις τον αιώνα των αιώνων.” Ακόμη, δίνει φωνή στη μνήμη, τακτοποιεί συλλεκτικά κομμάτια, ψέλνει τον ύμνο της μάνας: “Χαϊδεύει τρυφερά τον ομφάλιο λώρο/πονάει όταν αυτός κόβεται/πετάει τις πιπίλες για να πετάξεις ψηλά/ανακατεύει το μέλι σ’ ένα ποτήρι ζεστό γάλα/ανάβει κεριά όσο εσύ τα σβήνεις μεγαλώνοντας/ παλεύει με τους δράκους και τα τέρατα/μπαίνει στη βάρκα για να μην πνιγείς/πνίγει τον φόβο της μετρώντας σιωπηλά/κουβαλεί τη ζωή και τα όνειρα σε μια βαλίτσα/οι λέξεις γίνονται πέτρες και η απουσία πόνος/ με τη φωτογραφία στο χέρι σε ψάχνει ακόμη” Λογοτεχνία υψηλής σφαίρας και διανόησης, το “Ελλιπές μέτρο” είναι η ψιθυριστή κραυγή! μιας πολυτάλαντης συγγραφέως της οποίας οι εμπνεύσεις, ημέρες που έρχονται, πέφτουν σαν βροχούλες στην αυλή της ψυχής μας.
.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥ
3/11/2022
Η θεατρικότητα χαρακτηρίζει τη γραφή της Μαρίας Τζιαούρη – Χίλμερ που με ένα πιάνο και μια φωνή στήνει μια ποιητική σκηνή. Τριανταέξι (πεζο) ποιήματα, κείμενα λιτά και αφαιρετικά, ελλειπτικά, ξετυλίγουν ανάμεσα σε παύσεις, εξομολογήσεις και σιωπές δύο δραματικά νήματα. Μια γυναίκα σε έναν εξομολογητικό τόνο χωρίς υπερβολές και ρηχούς συναισθηματισμούς διέρχεται μέσα από το βίωμα του έρωτα, της απώλειας, της μοναξιάς, των φόβων, της αδυναμίας, της αγάπης, της φιλίας, της θυσίας, του πόνου, της ελπίδας. Πότε με τον στοχασμό, τον αναστοχασμό και πότε με τη μνήμη κλείνει την ποιητική αφήγηση και το «ελλιπές» μέτρο με εκείνη την αξία που δεν χάνεται κάτω από όποιες συνθήκες και μέσα από όποια περιπέτεια: Η αναγεννητική και δημιουργική δύναμη είναι πάντα στα χέρια της γυναίκας, με υπομονή κι επιμονή να πλάσει ξανά και ξανά από την αρχή. Η μοναξιά, η βία, το προσφυγικό δράμα, κι όλα όσα αναγνωρίζουμε ως χαρακτηριστικά της εποχής μας και της κοινωνίας διατρέχουν το έργο ως δεύτερο νήμα και συνυφαίνονται με το πρώτο.
Η καρδιά του βιβλίου σύμφωνα με την πιο πάνω οπτική είναι το “Υπομονή”.
Η επανάληψη της λέξης “υπομονή” και “υπομονετικά”, η απουσία τελείας, ένα μακροπερίοδος λόγος με μια μόνο τελεία στο τέλος, που θα μπορούσε και να παραλειφθεί, αποδίδει κι ανανεώνει το δυσβάστακτο βάρος κι ανεξάντλητο στάδιο της υπομονής και δημιουργεί δραματική ένταση. Η κλιμάκωση από το μικρό και το ατομικό συμβάν στο συλλογικό και πιο τραγικό, μια μετατόπιση δηλαδή προς την ιστορία της προσφυγιάς, της μετανάστευσης και την παθογένεια της κοινωνίας προσδίδει βάθος εν τέλει και στα τριανατέξι (πεζο ) ποιήματα.
Οι «Μαστοί» είναι επίσης ένα ποίημα που ξεχωρίζει για τη θεατρικότητα και την ένταση. Με αδρές πινελιές στήνεται το σκηνικό, με ένα σύντομο διάλογο, με πολλές σιωπές ανάμεσα σε όσα ακούγονται. Περισσότερα από αυτά που λέγονται είναι όσα οι στίχοι υπαινίσσονται.
Το πιάνο έχει μια ιδιαίτερη παρουσία και λειτουργία μέσα στο έργο. Μπορεί στο ομώνυμο ποίημα ο «Μαέστρος» να «μιλάει» στους χορωδούς και στην ορχήστρα, « τους μιλάει στ΄ αυτί, ανοίγει το στέρνο του, ανοίγουν τα δοξάρια, ανοίγουν τα στόματά τους για να δεχτούν τη μουσική που βγαίνει από το γυμνό του σώμα» όμως στο « En Blanc et Noir», σε μια πορεία μύησης στο πιάνο, από παιδί, όταν τα χέρια έπεφταν στα πλήκτρα του πιάνου « τα δάκτυλα του είχαν μια παράξενη αρετή , σαν να ήταν τα μάτια του»
«Υπομονή
Από μωρό άκουγα τη λέξη υπομονή, καθώς η μάνα μου με ταχτάριζε όταν σφάδαζα από τους κολικούς, το ίδιο όταν πεινούσα, όταν στο πάρκο έπεφτα απ’ την κούνια μια και δυό και τρεις φορές κι έκλαιγα, έκλαιγα πολύ, μα εκείνη μου ’ λεγε «θα περάσει μωρό μου, υπομονή» και όταν μίλησα η πρώτη λέξη που είπα δυνατά ήταν «Υπομονή», η πρώτη που έμαθα να γράφω στα πέντε μου, μα στα δεκαπέντε άρχισα να σωπαίνω, όταν οι συμμαθητές μου με φώναζαν «χοντρή, χοντρομπαλού φάε κι άλλο γιαουρτλού» κι έκανα υπομονή μέχρι να ’ ρθουν οι γιορτές και οι καλοκαιρινές διακοπές για να βρεθώ στο νησί με τον παππού και τους ψαράδες, που υπομονετικά έβγαζαν απ’ τα δίχτυα την ψαριά τους κι αργότερα τραβούσαν μέχρι τη στεριά τις βρεγμένες μάνες με τα παιδιά τους, που όσοι ήταν τυχεροί φορούσαν τα πορτοκαλί σωσίβια, άλλοι πάλι δεν πρόλαβαν να δουν στεριά και «υπομονή όλα θ’ αλλάξουν για σας στην καινούργια γη», έλεγαν οι χωριανοί, μα οι άνθρωποι πεινούσαν και πονούσαν, γιατί δεν είχαν άλλη υπομονή. Κι εγώ μεγάλωσα και τώρα τρέχω πια πολύ ακούγοντας μουσική στ’ ακουστικά μου, η Annie Lenox τραγουδάει I saved the word today, δυο αγόρια περπατάνε ανέμελα στο δρόμο κρατώντας χέρια και κοιτιούνται πού και πού τρυφερά, κι εγώ υπομονετικά περιμένω τους ανθρώπους να τηρούν τις υποσχέσεις τους, «δεν ήτανε ληστής», «πατέρα πού ήσουν τόσα χρόνια», «όχι άλλα ψυχοφάρμακα μητέρα», «μη με χτυπάς άλλο αγάπη μου, πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω», κι όλοι λένε «ήταν η κακιά η ώρα, τι τραγικό συμβάν, ήταν καλό παιδί», μα εγώ κάνω υπομονή με όλους και όλα, και για εκείνα τα συγγνώμη που ήρθαν ή δεν ήρθαν ποτέ ή ίσως θα’ ρθουν μάνα, πατέρα, αδελφή, άντρα, φίλε, και κάθομαι στο πάρκο με υπομονή κοιτώντας τα πουλιά στον ουρανό ελεύθερα να φτερουγίζουν.»
.