Η Μαρία Κοπανίτσα γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1956. Σπούδασε αγγλική́ φιλολογία στο Καίμπριτζ (Girton College, ΒΑ, ΜΑ), ζωγραφική́ στο City and Guilds of London Art School και χαρακτική́ στο Παρίσι, με τους Frélaut και Calvert-Brun (1981-1982).
Από́ το 2011, δημοσιεύει ποιήματά́ της στα περιοδικά́ Ποιητική́ και Νέα Εστία.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Έπεσα στα τέσσερα (Πόλις 2022)
Ίδρωσα να το πω (Πόλις 2019)
Ομηρικοί Ύμνοι στη Δήμητρα και στον Απόλλωνα (Το Ροδακιό 2005).
Κυκνάνθρωποι – Ποιήματα και χαρακτικά́ (Εστία 1982)
.
.
ΕΠΕΣΑ ΣΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ (2022)
ΕΞΟΜΟΛΟΓΙΟΜΟΥΝ ΣΤΟΝ ΣΚΥΛΟ ΜΟΥ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ ΠΑΡΕΑ
Είμαι τόσο έξαλλη και δεν είναι ποίημα αυτό, που στα δεκαεννέα μου
με παρέδωσαν
σε διευθυντή του ψυχιατρείου της πρώην Ανατολικής
Γερμανίας και μου έκανε υπνοθεραπεία
για υποτιθέμενη σεξουαλική ανωμαλία.
Όταν βγήκα από την κλινική έπρεπε, λέει, να έχω ομαλή σεξουαλική ζωή,
ιδανικά να κάνω και παιδί.
«Τι από μπρος να το παίρνω για το καλό μου,
τι από πίσω, τι από το στόμα,
τι να σου τα λέω
το σιχάθηκα, ρε φίλε», εξομολογιόμουν στον σκύλο μου
εκεί που καθόμασταν παρέα.
«Κανείς δεν με πήρε αγκαλιά, μόνον η μάνα μου.
Όχι στα αλήθεια εμένα δεν μου αρέσει το σεξ,
αλλά ούτε και ποτέ μού άρεσε
γιατί μου ήταν επιβεβλημένο».
Και ο σκύλος τρώει το κόκαλό του πανευτυχής δίπλα μου.
Εγώ επίσης πανευτυχής θα πάω να αγοράσω αύριο κρεβάτι για μας τα δυο
και ας τσιλημπουρδίζει αυτός στον Λυκαβηττό.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΓΛΥΚΟΥΛΑ
Βεβαίως είμαι καλοπροαίρετη
από συμφέρον.
Μιας και η οργή που έχω
είναι του καταπιεσμένου.
Δείχνω οργή
μα της δίνω μια επικάλυψη
αντισυμβατικότητας για
να παραμείνω αρεστή.
Βλ. Νι Κόπα που διέκρινε τα προφανή:
ότι είμαι αυτή
που θα σκότωνε τη μάνα της τη λατρεμένη
και θα την κρατούσε στο ψυγείο παστή.
Τουλάχιστον το κεφάλι της.
ΠΑΡΕΝΘΕΤΙΚΟ
Όταν ξυπνάω δυστυχής τη νύχτα
και αμφιβάλλω για τα πάντα και προπαντός για
τη σωστή μου την κρίση,
και με ακολουθεί ο σκύλος μου στην κουζίνα
και τινάζεται, τότε το μόνο λογικό που μου απομένει στο μυαλό
είναι να ελέγξω αν έχει στο μπολ του νερό
ή όχι.
ΑΠΟΧΑΛΙΝΩΣΗ, ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ
Τραλαλά τραλαλό όταν φύγει κάποιος που αγαπώ,
φτάνω μέχρι τον εκτραχηλισμό.
Εκχωρώ κάθε ασφάλεια στην τύχη και τον φύλακα άγγελο που έχω
για να μην πληγωθώ πέφτοντας κατά λάθος στο πάτωμα εννοώ
και το ρίχνω στα βαρβιτουρικά και το ποτό.
Βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, και αυτή τη συμπεριφορά
σκέφτηκα από μωρό παιδί πως, άμα
μεγαλώσω τόσο όσο μου χρειαστεί,
να την ακολουθήσω
για να αποποιηθώ τη στενοχώρια,
και -τι άλλο;- την εγκατάλειψη!
ΞΕΜΥΑΛΙΣΜΕΝΗ
Σπίτι μου στην Αίγινα,
όπου μένω παιδιόθεν, βρίσκομαι
με κάποια που αγαπάω και είμαι τελείως ευτυχής.
Πώς συνέβη αυτό;
Ή μάλλον πότε συνέβη;
Μα όταν εκείνη με ρώτησε, στις σκάλες της πολυκατοικίας
σπίτι μου, στην οδό Σκουφά,
αν υπάρχουν μεταξύ μας τίποτα εκκρεμότητες.
Καλά, εγώ να πέσω θύμα ατάκας που
ούτε καν σαν απόπειρα να εκμαιεύσει πρόσκληση
μπορεί να θεωρηθεί;
Από κάποιον που να είναι στα συγκαλά του;
(Εγώ προφανώς δεν είμαι).
Και μετά το περίεργο είναι ότι όλος
ο πόνος και η στριμάδα φεύγουν από πάνω μου ξαφνικά.
Τόσο ξεμυαλισμένη είμαι πια;
ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ!
Είναι τελείως αλήθεια αυτό, πως
αλλιώς τα περιμέναμε και οι δυο.
Αλλά ήμουνα στραβή και δεν παρατήρησα
ότι αγαπιόμασταν χαλαρά και ωραία
εσύ και εγώ.
Τι να κάνουμε; Έτσι έχουνε τα πράγματα.
Κι ας το δεχτούμε ότι ήμουνα και
παραμένω τυφλή σε ό,τι καλό μού έχει
ώς σήμερα συμβεί.
Α, ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ
Μετά τη γενική συνέλευση της πολυκατοικίας, μα
χιλιάδες χρόνια μετά από
αυτόν που αυνανιζόταν μέχρι
την τελευταία στιγμή που τον κάλυπταν οι λάβες
του Βεζούβιου στην Πομπηία,
μια αισθητή μείωση των εσόδων μου
με βρήκε απροετοίμαστη και κοκαλωμένη.
«Αφού δεν σας είχε καν περάσει από τον νου
ότι αναμενόμενες θα ήταν
εκτός από τις περιβαλλοντικές και
διάφορες οικονομικές καταστροφές»,
για να «τελειώνετε» επιτέλους, μου είπαν
(υπονοώντας άλλα,
αλλά ας μη δείξω ανάρμοστη συμπεριφορά),
«πρέπει να ξέρετε ότι
δεν αφορούν εσάς
αυτά τα γνωστά, ο κόσμος που ταλαιπωρείται και πέφτει θύμα
εκμετάλλευσης».
Α, και κάτι ακόμα! Να πω παρενθετικά
ότι σ’ εμένα, που το ενδιαφέρον μου περιορίζεται σε πράγματα όπως
αν το σέρβις είναι καλό ή κακό
στα καφενεία,
αυτό βέβαια -όπως και η ποίηση-
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην
ψυχική μου υγεία.
ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ
Εγώ πλέον με μαύρο, επιθετικό γυαλί,
χι να πω; Ότι σκέφτομαι συχνά εσένα
που πεθαίνοντας ζήταγες το φυλαχτό σου,
όπως ονόμασες το κουδούνι που σου είχαμε
για να καλείς τη Βουλγάρα και όχι τον θεό κοντά σου.
Δεν δούλευε κιόλας αυτό το ρημάδι.
Να μην το πω;
.
ΙΔΡΩΣΑ ΝΑ ΤΟ ΠΩ (2019)
ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΕΝΑ ΣΚΕΤΟ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ
Κάποιος είχε πεθάνει που μου ήταν πολύ αγαπητός
και μέσα στο πένθος
το ρίγος της απώλειας που κυριαρχούσε μου άφησε
κενό ίδιο με αυτό της πείνας
για φαγητό. Μια λούντζα
που πρόσφεραν στο μνημόσυνο
είχε λίγο γαρίφαλο μέσα.
Την τίμησα δεόντως αλλά όταν για παρηγοριά
διάφοροι με έπαιρναν αγκαλιά
ένα ρίγος πόθου με διαπερνούσε:
«Να μας έφερνε η Χέλντα μια γραβιέρα…» Εύστοχη ευχή, δεν λέω.
Όταν την έφεραν, ήταν συσκευασμένη
αλλά ήταν τέλειο τυρί.
Κάποιος παρευρισκόμενος εκεί
που είχε κρίση οξυδερκή είπε ότι σαν να του φάνηκε
να μην αρκεί ένα σκέτο λουκάνικο ούτε μια γραβιέρα
για να διώξει την επιθυμία που με κυριαρχεί
εμένα (τη Μαρία).
Τι βλακεία όμως κι εγώ
από λαχτάρα για τον πρώην έρωτα
να βρίσκομαι σε αναμμένα κάρβουνα
να φύγω μέσα από ’δώ
ενώ θεωρητικά
με πιο πλούσιο μπουφέ, με πιο πολλά λουκάνικα
θα μπορούσε λογικά να συμπληρωθεί το κενό.
«Αυτό που εννοώ», συνέχισε ο παρευρισκόμενος, «είναι ότι
έτσι, με φαΐ, μπορεί
να καλυφθεί το αισθηματικό χάος που
έχω μέσα μου» (εγώ [η Μαρία] εννοεί).
Αλήθεια, τι πάει να πει;
Θέλω να πω, έχει εντελώς τρελαθεί;
ΜΑΝΟΥΛΑ
1.
Πού ανήκεις; Μέσα στο κεφάλι μου;
Δεν ξέρω… Πώς ήταν που στα νεολιθικά σπήλαια
οι άνθρωποι θεωρούσαν κατοικώντας εκεί
ότι κατοικούν στον Άδη;
Έτσι αισθάνομαι κι εγώ.
Θυμάμαι τον υδραυλικό που με κοίταξε με νόημα και είπε με γελάκι
«θέλεις μαύρο λοιπόν το καλώδιο του τηλεφώνου της ντουζιέρας;».
Πολύ συχνά αισθάνομαι ότι κατοικώ τον Κάτω Κόσμο
και ότι ο γνωστός μου μαύρος σκύλος
που του δίνω τα φιστίκια από το ποτό μου στα Εξάρχεια
είναι ο Κέρβερος.
Δωροδοκώ τον συγκεκριμένο για να σε βρω, μανούλα.
Όπως όταν χώρισαν το Βερολίνο στα δύο μετά τον πόλεμο κ.λπ.,
κανείς ποτέ δεν ζει στον τομέα που του αρμόζει.
(Εδώ ο τομέας υπό την έννοια της περιοχής.)
Η σέξι φίλη μου που ζει σε σπίτι με μαύρο ντεκόρ
-ως και υφασμάτινα μαύρα λουλούδια σε βάζα-
αυτή πάντως δεν ανήκει στον Κάτω Κόσμο.
Υπάρχουν πολλές περιοχές και μέρη να ζήσει κανείς.
ΤΟ ΟΔΗΓΗΜΑ TOY ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
1.
Περνάνε πράγματα μπρος από τα μάτια μου
παρεμβαίνουν στις αισθήσεις μου ακουστικά
οπτικά και τα λοιπά
και σαν ζωγράφος τα αποτυπώνω
κρατώντας τις αποστάσεις μέσα από το παρμπρίζ, το τζάμι που κρατάω
μιλώντας μεταφορικά.
Το οδήγημα του αυτοκινήτου είναι σαν τον έρωτα.
Πρέπει να παραδοθείς στον δρόμο.
Πάντα φοβόμουν τον ανοικτό δρόμο, τους ελιγμούς, τις στροφές, οπότε
δεν μπορώ να ερμηνεύσω πράγματα προφανή σε άλλους
είτε μιλάμε για πρόσωπο ανθρώπινο είτε για καρέκλα
την έμφαση και τις εντάσεις του ανώμαλου εφήβου
το σχολικό βιβλίο που δείχνει την άγια οικογένεια,
αυτά είναι που στη ζωή δεν μπορείς
να παρακολουθήσεις τον ειρμό τους με ένα μολύβι.
Έτσι λειτουργώ στα τυφλά.
2.
Κυριολεκτικά ξεπατίκωνα τον κόσμο.
Αλλά η αναισθησία μου σε αυτόν
από τάση φυσική
ποτό και χάπια, δεν ξέρω τι,
έληξε απότομα.
Χτυπούσε η καρδιά μου μπαμ μπαμ, ε, αναστατώθηκα
υπό κάποιαν έννοια από τα παλαμάκια που κτύπησε κάποια/κάποιος:
ήταν επιβράβευση,
κάλεσμα σε προσοχή;
Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω καν αν αυτό που
ένιωσα ήταν έρωτας ή θυμός.
Έτσι κι αλλιώς
μπορεί να φταίνε πολλά.
Νιώθω πάντως διατακτικά.
3·
Στο γεύμα χθες το βράδυ στου Βαντζούλια
δεν ήμουν εκεί.
Αλλά είναι σαν τώρα μόλις να ζήτησα
τηλεφωνικά από τον πατέρα μου
θέμα για νουβέλα.
Μου λέει «γράψε για το χθεσινό μας γεύμα στου Βαντζούλια
που διεκόπη από τις συνεχείς επισκέψεις μου στην τουαλέτα».
Τώρα, γράφοντας, αμέσως την τουαλέτα τη συνδέω με
κάτι πολύ προσωπικό
όπως όταν κάποιος είναι εκτεθειμένος.
Ο πατέρας μου σ’ εμένα.
Εγώ;
ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ;
Είχα εκμυστηρευτεί σ’ έναν στενό φίλο
θέματα καθαρά προσωπικά
ότι γυμνάζομαι εντατικά και
έχω επιτυχία επαγγελματική και καλά γονίδια
που μάλλον θα με κρατήσουν ακόμα
πολλά χρόνια στη ζωή.
Αποδεικνύεται ότι τέτοια πράγματα μόνο σε ταξιτζή
μπορούν να φανούν χαλαρωτικά
αφού έτσι γίνεται και κουβέντα πάνω στη δουλειά.
Έλα όμως που, όπως και να ’χει το πράμα,
ο φίλος δεν ήταν επαγγελματίας οδηγός.
Ενώ ήταν λοιπόν πάνω στο τιμόνι, χτύπησε το κλάξον δυνατά
για να με επαναφέρει στην τάξη.
Και αντί να υπαινιχθεί
ότι στην ηλικία που είμαι τώρα
μάλλον δεν θα φύγω από τη ζωή χωρίς
να πάρω αγάπη και λατρεία από εκεί
που τη θέλω πραγματικά
άκου τι μου λέει:
«Να συμμορφωθείς
με τις επιταγές της κοινής λογικής
οπότε κατ’ αρχάς να μη
νομίζεις ότι σ’ αγαπάει
και θα σε πάρει στο τηλέφωνο
αυτή που ελπίζεις».
Λέγοντας σ’ εμένα αυτά ο φίλος μου
έδειξε μιαν έλλειψη αγωγής.
Στης γιαγιάς μου, παλιά,
δύο γυναίκες του σπιτιού σέρνανε με το ζόρι
μια κοπελιά, την κρατούσαν
να τη φιλήσει τρεις φορές σταυρωτά η μάνα μου
παιδί στην εφηβεία που όπως όλα τα παιδιά έτσι και αυτή
τύχαινε να έχει τη συγκεκριμένη εμμονή στην περίπτωσή της
να φιλήσει το κορίτσι πριν κοιμηθεί.
Εσένα βέβαια δεν σε απειλώ με τίποτα τέτοιο
αλλά
φταίω εγώ που είμαστε οικογενειακά
συνηθισμένοι πάση θυσία
να απαιτούμε ευγενική προς εμάς συμπεριφορά;
Θα μπορούσες λοιπόν κι εσύ
τουλάχιστον να προσποιηθείς ενδιαφέρον
γι’ αυτά που επιδιώκω στα αισθηματικά
και να παραμείνεις ευγενής;
Μπορείς.
ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΕΙΧΕ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΘΕΙ
«Τι ωραία γαλανά μάτια που έχετε, κυρία Κοπανίτσα»,
μου είπε η ασφαλίστρια, η κυρία Ζαβού,
που εισέπραττε τα ασφάλιστρα σε διαφορά ραντεβού.
Ενώ πήγαινα αλλού…
Μην έχοντας την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να περνούσε
από το μυαλό μιας άλλης βλέποντάς με
μπήκα στην εφορία από τον δρόμο.
Είχα τα χέρια διπλωμένα σφιχτά
γύρω από το στήθος μου
πρησμένη από το ουίσκι που αγόραζα στις 4
το πρωί όταν ξυπνούσα
από το περίπτερο του Συντάγματος. Γινόμουν αποδοτική μετά
στις καθημερινές δουλειές.
Μπαίνοντας στο γραφείο της
ξεροκατάπια από αμηχανία
κι εκείνη διακρίνοντας
ότι με διακατέχει μια κάποια σοβαρή ανωμαλία στη συμπεριφορά
η κυρία (που ήταν αλλήθωρη) στην εφορία
σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της να με κοιτάξει
κατάματα με καλοσύνη.
«Μακάρι να μην ήταν επαγγελματικό»
σκέφτηκα εγώ.
«Είναι προσωπικό το βλέμμα απ’ όσο ξέρω.
Τώρα με αγαπάνε και αυτό είναι το σημαντικό.
Αυτό είναι που μου δείχνει πολύ σεξουαλικό:
πως δεν συνηθίζει να το κάνει στον φορολογούμενο λαό».
Δεν θυμάμαι τι έκανε ακριβώς.
Αλλά μια κοίταζε εμένα
και μια τα βιβλία του ΑΦΜ.
Προφανώς κατάλαβε ότι ήμουν τρελή.
Και τώρα τι να λέμε;
Σαφώς είχε στεναχωρηθεί
που σαν ηλίθια έψαχνα ερωτική κατάσταση μπροστά μου στη ΔΟΥ.
ΝΤΡΡΡΕΠΟΜΑΙ
2.
Τι σου αρέσει πιο καλά, η Ελλάδα ή η Αγγλία;
Πεθαίνω.
Απ’ ό,τι φαίνεται
βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό
όπου οι Αυτόχθονες Αγγλίδες είναι
διακεκριμένες στον τομέα της εργασίας τους.
Και
κάποιος μέσα στο πούλμαν
λέει
«γεια σου, Μαρέεεκι», με μακρύ
μακρόσυρτο έψιλον αντί για άλφα
στο ρα του «Μαράκι».
(Μετά τον γάμο μ’ έναν Άγγλο, τον Μακφέρσον,
από Ελληνίδα κομμωτηρίου
η κυρία Μακφέρσον
έχει μεταλλαχτεί
σε μια ντόπια εκδοχή
της Αγγλίδας τιτλούχου
με αλλά λόγια
κάτι σαν τη φέτα
που αναπαριστά το στίλτον.) Τώρα
ένα ύφος
σκάλωσε στο πρόσωπο της Μακφέρσον. Σίγουρα
είναι ύφος αποδοκιμασίας.
Δεν αφαιρείται με πένσα.
Μήπως είναι λιπίδιο;
Έπαθα λόξιγκα από το χτύπημά της στην πλάτη.
Ντρρρέπομαι, λέει η Μακφέρσον χαμηλοβλεπούσα, που κάνεις
την Παναγία.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΕΠΕΣΑ ΣΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
Περιοδικό “Χάρτης” 44 Αύγουστος 2022
Η θεατρικότητα του μαξιμαλισμού
Όποιος ασχολείται σήμερα με την κριτική της ποίησης διαπιστώνει ότι οι συλλογές οι οποίες προσφέρονται για προσέγγιση μειώνονται σταθερά. Αυτό οφείλεται σε αρκετές αιτίες, μία όμως βασική αποτελεί το γεγονός ότι οι ποιητές και οι ποιηματογράφοι, όπως θα χαρακτήριζε πολλούς ο Κώστας Βούλγαρης, δεν διαθέτουν προσωπικό ποιητικό πρόγραμμα. Η γραφή τους δεν ανταποκρίνεται σε μία ορισμένη αντίληψη για την ποιητική τέχνη. Πώς λοιπόν να προσεγγίσει αξιολογικά κάποιος ένα σώμα κειμένων των οποίων η σύνθεση δεν συνδέεται με διακριτές ή υπόρρητες αρχές; Ο Κώστας Κουτσουρέλης στο βιβλίο του Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση σημειώνει τα εξής: «… η κατάργηση κάθε τεχνοτροπικής νόρμας και μορφικού προαπαιτούμενου· η ταύτιση της ποίησης με τη στριφνότητα και τον ερμητισμό, αν όχι με την επίδειξη και τον εξυπνακισμό… έδωσαν και το ελεύθερο στους πάντες να παριστάνουν τον ποιητή.» (σ. 47-48). Η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση ρέπει μάλλον προς τον δεύτερο τύπο ταύτισης από τους παραπάνω: Οι περισσότερες συλλογές συνιστούν εύκολες κατασκευές οι οποίες εξαντλούνται σε μία άλλοτε ήπια και άλλοτε αλαζονική εντυπωσιοθηρία. Εκλείπει η αγωνία για την εύρεση μίας μεθόδου γραφής η οποία να προκύπτει από τη χαρτογράφηση του γλωσσικού πεδίου του απόλυτα συναρτημένου με το πραγματολογικό περιβάλλον.
Ο συγκεκριμένος πρόλογος αποσκοπεί στην κατάδειξη μίας λογοτεχνικής παθολογίας, προκειμένου να εξαιρεθεί από αυτήν η περίπτωση του νέου ποιητικού βιβλίου της Μαρίας Κοπανίτσα. Μετά από μία πρώτη επιφανειακή ανάγνωση θα μπορούσε κάποιος να καταλήξει στην άποψη ότι πρόκειται εδώ για το δοκιμασμένο είδος της κραυγαλέας εξομολόγησης –στο ύφος του Ντίνου Χριστιανόπουλου– μέσω της οποίας διαφημίζονται προσωπικές και συνήθως κρυμμένες ιδιαιτερότητες, όπως ο αυτοερωτισμός και ο ομοερωτισμός. Όμως σε αυτή την ποίηση εντοπίζονται ουσιαστικότερα στοιχεία.
Τα ρούχα των νηπίων που βλέπουμε στους πολέμους
να φοράνε κάτι ανδρικά γιλέκα κλπ.
με παραπέμπουν στην ανημπόρια της μάνας μου όταν ήταν πλέον γριά.
Τα νήπια ούτε να ντυθούν ζεστά δεν μπορούν
ή να προστατευτούν από δεινά, και
είναι βέβαια και η αθωότητα που παίζει.
Τίνος; Δεν ξέρω αλλά θα μου έρθει.
Συσκέπτομαι ή κάνω συμβούλιο στα όνειρά μου με τον σκύλο που ενώ
κοιμάμαι μοιράζεται τα όνειρα που βλέπω για πολέμους και κατάλαβα πως
εδώ εγώ διατάζω και ότι δεν είμαι υποχείριον κανενός,
πόσο μάλλον ενός ζώου,
όπως θα έλεγε ίσως μια ανύπαντρη γυναίκα
για τον σύντροφό της.
Αυτά τα λέω ή μάλλον τα γράφω πρωί πρωί
με τον σκύλο μου τον αρσενικό να μου γλείφει το αυτί.
(«Ανύπαντρη»)
Η Μαρία Κοπανίτσα εφαρμόζει ένα μεταμοντέρνο πρόγραμμα. Το παρατιθέμενο ποίημα, για παράδειγμα, ξεδιπλώνεται μέσα στην ένταση την οποία προκαλεί η αντίθεση ανάμεσα στην τέχνη και τη μη τέχνη. Διεξάγεται ένα παιχνίδι προσποίησης, όπου υποτίθεται πως καταγράφονται απλά σκόρπιες σκέψεις. Όμως πρόκειται ακριβώς για προσποίηση και, το πιο σημαντικό, για παιχνίδι, οπότε η έννοια των κανόνων επιστρέφει. Τα προηγούμενα είναι εύκολο να τεκμηριωθούν: Το ποίημα παρουσιάζεται ως μία παρωδία της τεχνικής του εσωτερικού μονόλογου. Παρωδία στηριγμένη κυρίως στη φορμαλιστική διάρθρωση η οποία επιβάλλεται στον άμορφο λόγο της συνείδησης. Τίθεται, επιπλέον, ένα ευκρινές πλαίσιο: Υπάρχει μία προφανής αφορμή για το ξεκίνημα (Τα ρούχα των νηπίων που βλέπουμε στους πολέμους…). Ένα επίσης προφανές κλείσιμο με την επικέντρωση στην πράξη της καταγραφής στους δύο τελευταίους στίχους. Ο ρυθμός συναριθμείται στους κανόνες αυτού του μεταμοντέρνου παιχνιδιού: Παράγεται χάρη στις ομοιοκαταληξίες, στους διασκελισμούς και στην υπολογισμένη αυξομείωση της έκτασης των στίχων. Ας προσεχθεί, εν προκειμένω, ότι η συντομογραφία κλπ. στον δεύτερο στίχο, ενισχύει, από τη μία, την εντύπωση της άτεχνης προχειρότητας κατά την καταγραφή του συγκεκριμένου μονόλογου, ενώ συμμετέχει, από την άλλη, στον ρυθμό, ομοιοκαταληκτώντας με τη λέξη γριά στον επόμενο στίχο. Τέλος, η επίμονη εστίαση του ποιήματος στην ιδιωτική σφαίρα αποδεικνύεται συστηματικά αυτοσαρκαστική, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε η ιδιωτικότητα αποδομείται. Η εσωστρέφεια μετατρέπεται σε δημόσιο σκωπτικό θέαμα και θέμα.
Έτσι, η Μαρία Κοπανίτσα δεν εκθέτει απλώς την ποιητική αυτοπάθεια και την ανθρώπινη εγωπάθεια εν γένει, αλλά δίνει και στις δύο σκηνική διάσταση. Και η επιτυχία της δεν περιορίζεται μόνο στο μεταμοντέρνο πλάνο το οποίο ακολουθεί αλλά έγκειται και στο γεγονός ότι στην ουσία υπερβαίνει αυτό το πλάνο, καθώς οι τεχνικές της σκιαγραφούν τη σύγχρονη ποιητική συνθήκη. Μία συνθήκη η οποία ακόμη διαμορφώνεται, επηρεαζόμενη διαρκώς από τάσεις του πραγματολογικού περιβάλλοντος, όπως η δημοσιοποίηση της ιδιωτικής ζωής από τα μέσα επικοινωνίας και η επένδυσή της με μία επίφαση σπουδαιότητας. Στη συλλογή Έπεσα στα τέσσερα αυτές οι τάσεις διαθλώνται μέσα από το πρίσμα της πυκνής ειρωνίας. Με μία σπουδαιοφανή ρητορική εξαίρεται η ασημαντότητα τόσο της καθημερινότητας όσο και των προσωπικών εμπειριών και αναμνήσεων. Ο μινιμαλισμός της ατομικευμένης πραγματικότητας μετασχηματίζεται στον θεατρικό μαξιμαλισμό της παρουσίασής της.
Παρεμπιπτόντως, σε μερικές περιπτώσεις η σαφής κατανόηση προσκόπτει σε θολά σημεία της διατύπωσης, με συνέπεια να παρεμποδίζεται η πλήρης εφαρμογή της μαξιμαλιστικής πρόθεσης. Ας το λάβει υπόψη της η ποιήτρια.
.
ΙΔΡΩΣΑ ΝΑ ΤΟ ΠΩ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
OANAGNOSTIS.GR 21/1/2020
Δώδεκα συνθέσεις αποτελούν τη συλλογή της Μαρίας Κοπανίτσα με τίτλο Ίδρωσα να το πω. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για εκτεταμένα κυρίως ποιήματα μερικά από τα οποία υποδιαιρούνται σε αριθμημένα μέρη, άλλα με χαλαρή σύνδεση και άλλα ως ψηφίδες ενός επεισοδίου και γι’ αυτό προτίμησα την ονομασία συνθέσεις. Ο παράξενος τίτλος υπαινίσσεται την κοπιώδη και εναγώνια («ίδρωσα»), πιθανώς αποκαλυπτική, λεκτική άρθρωση («να το πω»). Τι ιδρώνει να πει η φωνή εκφοράς διαφαίνεται στο τέλος καθώς η συλλογή τελειώνει με τον τίτλο, ως αποκομμένο καταληκτήριο στίχο-αυτοσχόλιο, που έπεται της τραγουδιστής άρθρωσης της λέξης «πρόσωπο»: «…Ααα/ να πάλι η απορία που/απλώθηκε πάνω στο/πρό…σοπράνο φωναχτό/σω…μουντό/πό…απελπισία/ της (κυρίας Μακφέρσον).// Ίδρωσα να το πω./». Οι σκηνοθετικές οπερετικές οδηγίες οδηγούν στο πρόσωπο, όχι μόνον εκείνο της Μακφέρσον, αλλά το οποιοδήποτε κατακερματισμένο πρόσωπο του οποίου τη διάσπαση και πολλαπλότητα επιχειρεί να αποδώσει η Κοπανίτσα.
Το ζήτημα της έκθεσης ως επικοινωνίας και ως προβληματισμού επί της επικοινωνίας, η έκθεση δια της γραφής ως ψυχοθεραπευτική δραστηριότητα, η αποτύπωση επεισοδίων/σκηνών, που οδηγούν τελικά στην απορία περί επικοινωνίας, η αποσπασματικότητα των σχέσεων, η επιφάνεια και το βάθος τους, το λεκτό και ά-λεκτο, η αποκάλυψη και η απόκρυψη, η άρρηκτη σχέση παρόντος-στιγμής με το παρελθόν αποτελούν πλευρές της συλλογής.
Αποκαλυπτική η ποίηση της Κοπανίτσα (όπως νομίζω ότι θα διαφανεί παρακάτω) από τους πρώτους στίχους του βιβλίου στο «Με μια γλυκιά ελπίδα»: «Γυναίκες σαν κι εμένα/με τη δική μου ψυχολογική ένδεια/επενδύουμε σε κακοτράχαλες υπηρέτριες με μια γλυκιά ελπίδα./[…] Με κοίταζε και μετά κοίταζε από την άλλη, και αυτό έγινε τουλάχιστον/15 φορές έως ότου αναγκάστηκα να σηκωθώ να φύγω. Νομίζω εκ των υστέρων/ότι με κοίταζε σε στιλ αϊντέεε. Δηλαδή, με ρωτάει ο Γιώργος, ερωτικά;/ Ναι, ρε, γιατί;/»
Οι παραπάνω στίχοι είναι ενδεικτικοί της ποιητικής της Κοπανίτσα. Αφενός καταγράφεται μια αποσπασματική πραγματικότητα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού στο φάσμα μονολόγου και διαλόγου, εσωτερικής διεργασίας και (εξωτερικής) διατύπωσης. Το μονόλογο, σχεδόν παραληρηματικό, κάποτε εξομολογητικό στο αόρατο πρωτεϊκά μεταβαλλόμενο εσύ, κάποτε εσωτερικό, σε χώρους οικείας ξενότητας όπου το εντός του εαυτού και το εκτός δεν μπορούν να βρουν και πολλά σημεία τομής, τον διακόπτουν στιγμές ευθέος λόγου, συνήθως σε εισαγωγικά (στο στίχο Ναι, ρε, γιατί; χωρίς αυτά), που σηματοδοτούν ψήγματα πρακτικών διαλόγων ή ατελή επικοινωνία. Πάντως, η προφορικότητα είναι οφθαλμοφανής και διασώζει την αμεσότητα που τυπικά και καθ’ έξιν διέπει την επικοινωνία, ωστόσο, αυτή εμφανίζεται συχνά μετέωρη και συγκεχυμένη. Με έναν τρόπο η Κοπανίτσα με παραπέμπει στο καρυωτακικό «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,/ χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε». Η πρόδηλη αφηγηματικότητα δημιουργεί επεισόδια σαν κινηματογραφικές σκηνές ή καλύτερα ταινίες μικρού μήκους, όπως το «Προφανώς είχε στεναχωρηθεί» ή το «Δεν αρκεί ένα σκέτο λουκάνικο». Στις δυο αυτές συνθέσεις, όπως και σε πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου είναι έκτυπη η ειρωνική ματιά που αποδομεί καθημερινές σκηνές ενίοτε εκτρέποντάς τες από το σοβαρό, στο απορηματικό, στο σχεδόν κωμικό έως το βέβηλο, όπως στο 1. Από το «Αν μετράει το ρούχο». Και από το ίδιο στο 2: «Εγώ ονειρεύτηκα ότι φορούσα το δέρμα μιας κότας/μαζί με το κεφάλι της/ απαγγέλλοντας/ προσωπικές και άλλων τραγωδίες επάνω στη σκηνή/ του αρχαίου θεάτρου.». Ή όπως το 3 από την ίδια σύνθεση: «Στην αποκορύφωσή της η απογύμνωσή μου/ σώζεται από τον ποιητή Ο.Ε./ που μου γνέφει/ (ταξιδεύοντας στο παρελθόν από την Αίγινα στην Αθήνα)/όχι μόνο/ με τα σεντόνια που κουβαλάει στη βαλίτσα του/ αλλά ευτυχώς και με πετσέτες/αφού ως είθισται στην τελευταία πράξη του έργου με παίρνουν τα ζουμιά.// Τι υπερβολές και θεατρινισμοί.».
Αφετέρου το ποιητικό εγχείρημα υπογραμμίζει εμφατικά η ιδιόρρυθμη μορφολογική επιλογή με την πολλαπλότητά της που εκτείνεται από την πεζολογία έως το ομοιοκατάληκτο με ψήγματα μέτρου. Η μορφική ποικιλία εξυπηρετεί τη μίμηση προφορικού λόγου αλλάζοντας την ταχύτητα εκφοράς, εν προκειμένω την ανάγνωση, παρέχοντας δηλαδή αναγνωστική οδηγία. Στην πρώτη σύνθεση («Με μια γλυκιά ελπίδα»), όπως και σε επόμενες, μερικώς (τα 2 και 3 από τη σύνθεση «Μανούλα») ή ολοκληρωτικά, οι εξαιρετικά πολυσύλλαβοι στίχοι, εκλαμβάνονται ως πεζολογία. Ωστόσο η παύση/ τέλος του στίχου δεν φαίνεται τυχαία αλλά υπογραμμίζει το νοηματικό βάρος είτε με διασκελισμό είτε με ολοκλήρωση νοήματος: «Μετά από αυτό, μετά από αυτό ποιος ξέρει…/Οι λέξεις της μου έπεσαν βαριές. Λειτούργησαν σαν φράχτης στις αναστολές.». («Η μικρανιψιά»). Όπως φάνηκε από το «Η μικρανιψιά», και όπως είναι ορατό σε άλλες συνθέσεις, η ομοιοκαταληξία, προφανώς εμπρόθετη, δεν προσδίδει μόνο ρυθμικότητα αλλά επιτείνει και την ειρωνεία: π.χ. « “Τι ωραία γαλανά μάτια που έχετε κυρία Κοπανίτσα”, μου είπε η ασφαλίστρια, η κυρία Ζαβού,/ που εισέπραττε τα ασφάλιστρα σε διάφορα ραντεβού./ Ενώ πήγαινα αλλού…/». Και αλλού: «Ναι, βέβαια, αυτά τα θέματα (μαθηματικά και άλλα αισθηματικά)/ είναι πλέον καταχωρισμένα σαν απολιθώματα προϊστορικά/ όπως υπονόησε ο σερβιτόρος συγκαταβατικά./».
Παράλληλα, (ίσως εδώ να μπορούσαμε να δούμε τη γραφή με τη θεραπευτική/παραμυθητική της υπόσταση) η μητρική και η πατρική φιγούρα που επανέρχονται συχνά στις συνθέσεις δίνουν μια άλλη διάσταση στο βιβλίο: ψηφίδες ενός πολλαπλού υποκειμένου που αποκαλύπτει και παράλληλα συγκαλύπτει με μια σχετική κρυπτικότητα, τμήματα του βάθους του. Στην αίσθηση αυτή της αποκάλυψης ενός εσώτερου πυρήνα που ανοίγεται σε ένα συγκεχυμένο παρόν διάστικτο από αναμνήσεις και επεισόδια του παρελθόντος συμβάλλει η έκθεση αναμνήσεων, ερωτήματα, κρίσεις αποφάνσεις με αποδέκτη τον εαυτό (π.χ. «Πού βρισκόμαστε τώρα χρονικά;», Έτσι λειτουργώ στα τυφλά», «Ήμουν εκτεθειμένη σε τι;» κ.ά.), όλα ως εικόνες/σκηνές συνδεδεμένα συνειρμικά, κάτι που υποστηρίζει την κρυπτικότητα της συγκάλυψης. Το γυναικείο ερωτικό αντικείμενο παρόν σε διάφορες συνθέσεις αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που μπορεί να ανάγεται στην αποκάλυψη του προσωπικού βάθους ενός πολυδιάστατου επαναστατημένου υποκειμένου σε αντίθεση με τον υποταγμένο περίγυρό του: «Όχι δεν είμαι/ καθώς πρέπει/ αλλά είμαι και δειλή…». Κι εδώ ας μην σπεύσει κανείς να κάνει λόγο για αυτοβιογράφηση, παρά την παρουσία του πρώτου ενικού και παρά την αναφορά του ονόματος της δημιουργού -Μαρία- και του επιθέτου -Κοπανίτσα-˙ είναι το λιγότερο που μας αφορά, ή καλύτερα καθόλου μιας και ούτως ή άλλως οι δώδεκα συνθέσεις εκκινούν από την ατομική περίσταση και ανοίγονται προς το γενικό.
Θεωρώ ότι το στίγμα των δώδεκα συνθέσεων αποδίδει συμπυκνωμένα η αρχή του πρώτου μέρος της σύνθεσης με τίτλο «Το οδήγημα του αυτοκινήτου είναι σαν τον έρωτα»: «Περνάνε πράγματα μπρος από τα μάτια μου/παρεμβαίνουν στις αισθήσεις μου ακουστικά/ οπτικά και τα λοιπά/ και σαν ζωγράφος τα αποτυπώνω/κρατώντας τις αποστάσεις μέσα από το παρμπρίζ, το τζάμι που κρατάω/μιλώντας μεταφορικά.»
Στο σημείο αυτό μπορούμε να σκεφτούμε τι το νέο που κομίζει στο ποιητικό τοπίο η Κοπανίτσα, η οποία σημειωτέον δεν δοκιμάζεται ως νέα αλλά ως ώριμη ηλικιακά ποιήτρια, που απ’ όσο φαίνεται και από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις της, βασανίζει για καιρό τα ποιήματά της. Η γενικότερη προβληματική που διέπει τη συλλογή δεν διαφέρει από αυτήν άλλων σύγχρονων ποιητών αλλά ο τρόπος έχει την πρωτοτυπία του και παράγει μια ιδιόμορφη ένταση με αποτέλεσμα την ιδιοπροσωπία. Η μίμηση της προφορικότητας με φειδώ, συνδυαστικά με την αφηγηματικότητα που την υποστηρίζουν οι στιχουργικές επιλογές. Η αίσθηση της τυχαιότητας, που εντούτοις είναι επιμελημένη, άρα ακυρώνει το τυχαίο συνθετικά για να το ελέγξει όμως ως θεματικό στοιχείο στις συνειρμικά συνδεδεμένες εικόνες των ποιημάτων, η δημιουργία εντέλει μικρότερων και μεγαλύτερων κολλάζ, με το μοντάρισμα στίχων που φαίνονται προϊόντα συνειρμών απηχώντας τη διάσπαση αλλά και την αναγκαιότητα μιας οργανικότητας, η εξεγερμένη βούληση, η επιθυμία και η ανάμνηση στο χαοτικό σύμπαν της επικοινωνίας.
Νομίζω ότι η ποίηση της Κοπανίτσα κατάφερε να μας εκπλήξει με μια φαινομενική επίθεση. Είναι δηκτική, δεικτική και παραδειγματική εννοώ δηλαδή ότι ξεκινώντας από το ατομικό περιστατικό αναζητά να δείξει πως αυτό το περιστατικό αφορά (παραφράζοντας το γνωστό μπωντλαιρικό) τον « όμοιο υποκριτή αναγνώστη».
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η Μαρία Κοπανίτσα μιλάει για την ποιητική της συλλογή «Έπεσα στα τέσσερα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
.
Συνέντευξη της Μαρίας Κοπανίτσα στον Γρηγόρη Δανιήλ
thebook.gr 4/1/ 2020
«Ίδρωσα να το πω» ο τίτλος του νέα σας βιβλίου. Ο 21ος αιώνας τι, πιστεύετε, πως δεν έχει προφτάσει να πει; Και σε ένα δεύτερο επίπεδο τι οφείλει να ομολογήσει γι’ αυτά που έχουν συμβεί;
Δεν μπορώ να μιλήσω για αυτόν τον αιώνα που ζούμε, αφού δεν έχω αρκετή απόσταση από αυτόν για να τον κρίνω. Αλλά μιλώντας για τον εαυτό μου και μόνο, μου μένουνε πολλά που πραγματικά θα σκάσω αν δεν τα πω.
Στα ποιήματα σας τα πρόσωπα είναι περιχαρακωμένα από τις αλλαγές που επιβάλλει ο χρόνος. Πόσο τρωτή είστε στις μεταβολές;
Τρέμει το φυλλοκάρδι μου με τις μεταβολές αλλά ορμάω προς αυτές γιατί με ελκύουν.
Πως λειτούργησε η ποιητική σας ματιά σε αυτή τη συλλογή;
Δεν το λέω σκωπτικά, αλλά η ματιά μου είναι πραγματικά πολύ πεζή, με την έννοια του προσγειωμένου.
“Dulce puella malum est”, λέει ο Οβίδιος, υμνώντας τη γυναίκα. Στα ποιήματα σας η γυναίκα πρωταγωνιστεί. Σε ποιες παγίδες, θεωρείτε, πως αναδρομικά υποκύπτει;
Είναι καλύτερο να πέφτεις στις ερωτικές παρά στις σεξουαλικές παγίδες, και στις ερωτικές, ήταν πάρα πολλές οι φορές που, κακώς, συγκρατήθηκα.
«Υπάρχουν πολλές περιοχές και μέρη να ζήσει κανείς», λέτε στο ποίημα Μανούλα(Ι) που ξεκινά κάπως έτσι «Που ανήκεις; Μέσα στο κεφάλι μου; Δεν ξέρω…» Ποια είναι η σχέση σας με την έννοια του «ανήκειν»;
Σίγουρα κουβαλάω δύο πολιτισμούς μέσα μου. Γεννήθηκα και ανατράφηκα στο Λονδίνο αλλά κυρίως εδώ στην Ελλάδα είναι οι φίλοι και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.Έχω αποφασίσει πως εδώ ανήκω λοιπόν.
Τη διαδρομή παρελθόν-παρόν διατρέχει και το δίπολο χαρά-λύπη στα ποιήματα σας. Εν τούτοις η ένταση αυτών των στιγμών είναι μικρής διάρκειας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι επιχειρείτε να αναδείξετε μέσα από αυτά τα περιστατικά;
Ότι είμαι πάρα πολύ κυκλοθυμική.
Παρακάτω λέτε «Που βρισκόμαστε τώρα χρονικά; Λίγο πριν απ’ τα γεράματα και δεν απέκτησα γνώση» Ένα δίστιχο τροφή για σκέψη. Τι πιστεύετε πως «οφείλουμε» πριν από το πέρασμα στη τρίτη ηλικία;
Μάλλον να συμφιλιωθούμε, θα έλεγα, με τον θάνατο.
«Το οδήγημα του αυτοκινήτου είναι σαν τον έρωτα. Πρέπει να παραδοθείς στο δρόμο». Ο δρόμος του έρωτα που σας έβγαλε ως τώρα;
Κοιτάξετε που βρίσκομαι: μπορώ να πω με βεβαιότητα πουθενά.
«…είμαστε οικογενειακά συνηθισμένοι…». Πέρα από το πέπλο μιας ενδόμυχης ειρωνείας, πόσο δεσμεύει και πόσο οριοθετεί, πιστεύετε, η οικογενειακή φροντίδα στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας;
Πολύ φοβάμαι ότι μάλλον είναι και καθοριστική και τελεσίδικη.
Οι αμήχανες στιγμές των ποιητικών μορφών σας πόση δύναμη ενέχουν; Λειτουργούν ως μηχανισμοί/υπαινιγμοί αντίδρασης ή αποσιώπησης με σκοπό την συμμόρφωση στις επιταγές της κοινής λογικής;
Και πάλι αμήχανα πρέπει να ομολογήσω ότι, στα αλήθεια, πολλά, αν όχι τα περισσότερα, πράγματα σε αυτήν τη ζωή τα κοιτάω και δεν καταλαβαίνω καθόλου τι σημαίνουν — ή δεν καταλάβαινα μέχρι τώρα που μεγάλωσα στην ηλικία.
Τέλος θα ήθελα να σταθώ στο γεγονός ότι η ποιητική σας συλλογή παραδίδεται με ένα εκπληκτικό εικαστικό εξώφυλλο. Μιλήστε μας για το δημιουργικό κομμάτι της ζωής σας όπου οι λέξεις σταματούν και τα χρώματα πρωταγωνιστούν στη σκέψη σας.
Δεν ξέρω ούτε οι λέξεις πού θα με βγάλουν ούτε τα χρώματα.Η ζωγραφική είναι σωματικά κουραστική, βρόμικη και επίπονη εργασία ενώ το γράψιμο μού είναι πολύ πιο ευχάριστο χωρίς να παύει να θέλει προσοχή. Σβήνω, γράφω, πάω από κει, πάω από δω. Από πολλές πιθανές εκδοχές διαλέγω ποιό νόημα αντιστοιχεί στη διάθεση μου, ψάχνω το επίπεδο νοήματος να το αναπτύξω, όπως διαλέγεις ποια στρώση μπογιάς να βάλεις σε ένα πίνακα. Βέβαια, άλλο το ένα κομμάτι, άλλο το άλλο, αλλά βλέπω πως τόσο στη ζωγραφική όσο και στο γράψιμο ενός ποιήματος, όταν ξεκινάω αποτυπώνοντας διάφορες εικόνες,μόνο προς το τέλος της διαδικασίας συναρμολογείται σαν από μόνη της η υπόθεση του έργου.
.