Η Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠΑ. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως δικαστικός λειτουργός στα Διοικητικά Δικαστήρια. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και γενικότερα με την Τέχνη, γράφοντας ποίηση, καθώς και κριτικά δοκίμια για τη σύγχρονη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Έχει κάνει λογοτεχνική επιμέλεια στο βιβλίο του Fritz Riemann «Τετραλογία του Φόβου» και στο μυθιστόρημα «Φ» του Γεώργιου Φραγκάκη. Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές: «Κ» και « Η Σιωπή του Κόσμου» εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, «Γάλα σε σκόνη», «Το Άλφα του Κενταύρου», «Στο βάθος ύπνος» και «Ζωγραφική όπως Ποίηση» εκδόσεις Μανδραγόρα.
Διακρίθηκε σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως στον διαγωνισμό του Πειραϊκού Συνδέσμου και του περιοδικού «Μανδραγόρας», καθώς και στον διαγωνισμό του Αρχείου Ιστορίας και Τέχνης Κοζάνης. Τον Ιούνιο 2022 ποιητική της συλλογή βραβεύθηκε στον 27ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό « Κούρος Ευρωπού» της Τέχνης Κιλκίς. Το έργο της έχει παρουσιαστεί, μεταξύ άλλων, στο Συμπόσιο Ποίησης Πατρών. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών(ΕΕΛ) και του Κύκλου Ποιητών.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ζωγραφική όπως Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας 2020
Στο βάθος ύπνος 44χαϊκού με υστερόγραφο, εκδ. Μανδραγόρας 2017
Το άλφα του Κένταυρου, ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας 2015
Γάλα σε σκόνη, 44 χοϊκού με υστερόγραφο, εκδ. Μανδραγόρας 2013
Η Σιωπή του Κόσμου, ποίηση, Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα 2011
Κάππα, ποίηση, Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα 2009
.
.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΟΠΩΣ ΠΟΙΗΣΗ (2020)
13 ποιήματα πάνω σε πίνακες του Κώστα Καμπουρόπουλου
ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ
Καλπάζει ασυγκράτητος
ο βιολογικός μου χρόνος·
δύο πελώρια φτερά
σε κάθε πόδι
Πεισματικά αντιστέκεται
ο βιωμένος χρόνος·
καθηλωμένος οκλαδόν
μες στις βαθιές του ρίζες
Αλλοπρόσαλλο παιχνίδι
Ενίοτε
κόβει το νήμα ο ηττημένος
ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αποζητώντας
έναν ασώματο έρωτα
παγιδεύτηκα
σε βρόμικα σεντόνια και πνιχτές ανάσες
σε χέρια ιδρωμένα και τραχιά
σε σκοτεινά δωμάτια διπλοκλειδωμένα
—Απαγορεύεται η είσοδος στους πάντες—
σε πλαστικά λουλούδια ανάκατα
με ξέφτια μαξιλάρια
Αποζητώντας
έναν ασώματο έρωτα
βυθίστηκα
μέσα σε στόματα ανυπόμονα, βουλιμικά
που καταβρόχθιζαν κάθε φορά κι ένα κομμάτι
απ’ το κορμί μου
κι έφτυναν ό,τι απέμενε
σε κάδο απορριμμάτων
πριν υποκύψουν βιαστικά στον νόμο της επιστροφής
Μέχρι που έμεινα ένα κεφάλι μόνο
ένα κεφάλι ασώματο
μες στη βροχή
να λιώσει η ντροπή, να γίνει λάσπη
κι οι στάλες της, κοφτές σαν μαχαιριές
να χαρακώσουνε βαθιά το μέτωπο
ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ
Χρειάστηκα χίλια καλοκαίρια
ν’ αποτυπώσω την ψυχή σου·
λευκή πεταλούδα
που μεταλλάσσεται σε κάμπια
την ώρα της επιστροφής
Χρειάστηκα χιλιάδες νύχτες περισυλλογής
ν’ αποκαλύψω το μυαλό σου·
μετέωρο σπειροειδές
πυρπολημένο
από δαιμόνια και οράματα
Χρειάστηκα μία ζωή
να εντοπίσω το κρησφύγετό σου·
σύννεφο αιλουροειδές
που ασφυκτιά
μέσα στο αυγό του φιδιού
ΙΛΙΓΓΟΣ
Και να που τώρα αιωρούμαι
πάνω απ’ το βάραθρο των χρόνων·
ανίκανη να συγχωρήσω
το προπατορικό σου αμάρτημα
τη λαιμαργία των επιθυμιών σου
την αμφισημική σου προσωπικότητα
την αλληλουχία των παραλείψεών σου
την αναλγησία που αφοπλίζει
τον αργό θάνατο του τέλους
που παραμονεύει
Και με κυριεύει
μία ακατανίκητη επιθυμία πτώσης
η μέθη της ίδιας μου της αδυναμίας
που μου ζητάει να της παραδοθώ
να γίνω ακόμα πω αδύναμη
να συρρικνωθώ στο μέγεθος μίας κούκλας
να κυλιστώ καταμεσής του δρόμου
μπροστά στα βλέμματα των άλλων
κι ακόμα παρακάτω
σ’ εκείνον τον λαβύρινθο που σβήνει ο λογισμός
Και όταν θα έρθει η στιγμή
που θα αξιώσει
να μετρηθεί το ανάστημα του καθενός μας
άραγε
θα ζητήσω να γυρίσουν πίσω
οι μαγικές αισθήσεις που μου έχεις υφαρπάσει;
.
.
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΥΠΝΟΣ (2017)
44 χαϊκού με υστερόγραφο
ΝΑΙ
Αγαπώ θα πει
πεθαίνω από ζωή
λεπτό προς λεπτό
Έρως-θάνατος, αδελφοί σιαμαίοι
*
Με συνεπαίρνει
η σχέση με μια σχέση
που ΄χει πεθάνει
Ο πιο ζωντανός έρωτας είναι ο νεκρός
*
Θα μείνω πάντα
ευφάνταστος ιδαλγός
γραπτών κειμένων
Αέναη περιπλάνηση σε άδειες σελίδες
*
Ψυχανάλυση
Σαν να ξαναμαθαίνεις
την αλφάβητο
Δεν είναι που δεν ξέρουμε
είναι που νομίζουμε ότι ξέρουμε
ΙΣΩΣ
Γλυκό σκοτάδι
Ή μήπως τυφλώθηκα
απ’ το σκληρό φως;
Όμορφος κόσμος, ηθικός
φτάνει να μην τον βλέπεις
*
Πόσοι πεθαίνουν
κι ούτε υποπτεύονται
τον θάνατό τους
Δεν Θα τελειώσουνε ποτέ
οι ζωντανές κηδείες;
*
Πώς να συλλάβεις
το υποσυνείδητο;
Καμουφλάρεται
Τηλεφωνήσατε
αν-ασφάλεια αμέσου δράσεως
*
Θεέ μου, είσαι
τα πάντα ή τίποτα;
Πρέπει να ξέρω
Πρέπει να ξέρω;
ΓΙΑΤΙ
Για διάβημα
απονενοημένο
ποιος προηγείται;
Κοινωνία προνομιούχων πολιτών
*
Αποκοιμιέμαι
με μια κάννη στο στόμα
Αντί προσευχής
Σύνδρομο Μπάαντερ Μάινχοφ
*
Το πρόσωπό σου
Ζωντανή νεκρή φύση
σε μαύρο φόντο
Νυχτερινή συνεύρεση μ’ ένα φάντασμα
*
Αν δεν συμπίπτουν
έρωτας και. ηδονή
τι επιλέγεις;
Άντρες ανέτοιμοι για όλα
*
Καταβύθιση
στα έγκατα του είναι
Στο βάθος ύπνος
Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;
.
ΤΟ ΑΛΦΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ (2015)
Α’ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ
ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ
Το όνειρο κυνήγησα με πάθος
Ξοπίσω του έτρεχα να το προλάβω
ασθμαίνοντας
Όλο μου ξέφευγε
Έτρεχε πάντοτε πιο γρήγορα
από μένα
Βάλθηκα να το σημαδεύω στο φτερό
ν’ αναχαιτίσω την ταχύτητά του
Πού να ‘ξερα πως με τη μία
θα έπεφτε στο χώμα
και θα γινόταν γκρίζα σκόνη
κάτω από τα παπούτσια μου
ΑΛΚΑΤΡΑΖ
Να δραπετεύσω, είπα
Ν’ ανοίξω νύχτα τα φτερά μου σαν πουλί
πάνω απ’ τις κοιμισμένες πολιτείες
Να βγω στη θάλασσα
Και να προλάβω
να βυθιστώ ηδονικά στα σκοτεινά νερά της
ώσπου να γίνουμε ένα
Πριν έρθει η αυγή θα μ’ εκτελέσουν
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Όταν πεθάνω
θα μείνει μόνο ένα λευκό χαρτί
από αδέξιο χέρι διπλωμένο
κι ένα αποτύπωμα
από πυκνό μελάνι
Βαθύ κόκκινο
ΤΟ ΑΛΦΑ TOY ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ
Περίμενέ με
στο Άλφα του Κενταύρου
Γενάρη μήνα·
τότε που η νύχτα θα κρατάει
το Σύμπαν αγκαλιά
κι οι Ώρες θα λικνίζονται
στις εκβολές του νότου
Εκεί
που ζει αυτοεξόριστος
ο αποκηρυγμένος γιος της Ωκεανίδας
ο μονάκριβος·
ασάλευτος και καταδικασμένος
να παίζει ως τα χαράματα τη μαγική του λύρα
στον Κήπο της Διασταύρωσης
του πριν και του επέκεινα
Περίμενέ με
στο Άλφα του Κενταύρου
Γενάρη μήνα·
θα ’ρθω φορώντας
μαύρο νυφικό
λευκή κορδέλα στα μαλλιά
και τη χρυσή σου βέρα
Θα περπατήσουμε αργά
στο μονοπάτι με τις φιλύρες
και τραγουδώντας
θα πιούμε απ’ το κρασί των αστεριών
προτού περάσουμε μαζί
στην τέταρτη διάσταση
Περίμενέ με
στο Άλφα του Κενταύρου
Υπόσχομαι
MEA CULPA
Έμοιαζες
ό,τι είχα πιο πολύτιμο
αποκτήσει στη ζωή μου
για όλα αυτά που φύσαγες
σαν χειμωνιάτικος σιρόκος
ανάμεσα στις ρίζες των μαλλιών μου
Κατέληξες
οικτρή αποτυχία μου
ίσως
να φταίει εκείνη
η δειλή δροσοσταλίδα
που δεν κατάφερα ποτέ να ενσταλάξω
στο ερμητικά κλειστό σου
μέτωπο
ΑΝΙΑΤΗ ΝΟΣΟΣ
Εγώ
Από παιδί χτυπιόμουνα
νυχθημερόν με λύσσα
ψάχνοντας για ανθρώπους διάτρητους
για πρόσωπα και σώματα όλο τρύπες
όσο γινόταν πιο βαθιές
νιώθοντας χρέος ιερό να τις καλύψω
0 πατέρας μου
ανησύχησε
με πήρε και με πήγε στους γιατρούς·
πάσχει από σπάνιο είδος αυτισμού
του είπαν
εκδηλώνεται αιφνιδίως γύρω στα επτά
δεν παίρνει θεραπεία
Η μητέρα μου
εξοργίστηκε
δεν πίστεψε ούτε λέξη
δεν θέλησε ποτέ να καταλάβει
τι ακριβώς είχε συμβεί
Εγώ;
ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Κάποιες στιγμές
τις ώρες της αγρύπνιας
αναπολώ με ευγνωμοσύνη
τις πληγές της νιότης μου
Χωρίς αυτές
ίσως να μην ερωτευόμουν
τις πληγές του κόσμου
ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Απ’ τη ζωή
παράπονο δεν έχω
Στις πιο βαθιές δεξαμενές του χάρτη της
κολύμπησα όσο άντεξα
και τους σταθμούς της, τους πιο σημαντικούς
με το βαγόνι της ψυχής μου επισκέφτηκα
Την οικογένεια, φορτίο βαρύ, ασήκωτο
στις πλάτες μου, σαν ρυμουλκούμενο σκαρί
στην ανηφόρα
Τον καταλύτη έρωτα, ξέφρενη παραζάλη
πότε πραγματική, πότε φανταστική
και πάντοτε ανεπίδοτη
Τη δίψα των αισθήσεων, σταγόνα τη σταγόνα
σαν τον αλκοολικό στο τελευταίο του
ποτήρι της ημέρας
Μια χούφτα από φιλίες δυνατές, με τον εαυτό μου ένα
άλλοτε ευεργετικές, άλλοτε εξουθενωτικές
ισόβια ανεξίτηλες
Την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης·
δοκιμασμένο γιατρικό
αντίδοτο στη σήψη
Απ’ τη ζωή
παράπονο δεν έχω
Στην αίθουσα αναμονής άλλο
δεν περιμένω
ΧΑΡΑΚΙΡΙ
Με κέρναγες κρασί
μικρές, μικρές γουλίτσες
Με τάιζες τροφή
δυο φέτες παξιμάδι
Μου ζέσταινες τα πόδια
σαν τα κρυοπαγήματα έφταναν ως τα γόνατα
Τρίκλιζα μεθυσμένη απ’ το ποτό
Δάγκωνα με λαχτάρα το ξερό ψωμί
Έσκυβα το κεφάλι ως τον αστράγαλο
για να κοιτώ ανάποδα τον κόσμο
Το τέλος ήρθε βεβιασμένο και σκληρό
Κάτι σαν αυτοχειριασμός
με χαρακίρι
Ανάθεμά σε υποχθόνιε θεέ
της ηδονής και της παραίσθησης
Πώς ξεγελάστηκα
και δεν σε απέβαλα από το σώμα μου
εγκαίρως;
Β’ ΦΩΤΟ ΦΙΝΙΣ
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
1
Πότε τελειώνει ο χρόνος του κάθε ανθρώπου;
Ο δικός μου πάντως θα τελειώσει απόψε
Γύρω στα μεσάνυχτα
Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά
Δεν έχει σημασία
Τόπος συντέλεσης: Αθηναϊκό Θεραπευτήριο Α.Ε.
7ος όροφος, δωμάτιο 707
Η φιγούρα
που εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας
χωρίς προειδοποιητικό χτύπημα
ήταν απρόσμενη
αν και μου φάνηκε γνωστή
Άντρας ψηλός, λεπτός, φαλακρός
ντυμένος στα λευκά, τσάντα δερμάτινη
στ’ αριστερό του χέρι
3
Πότε τελειώνει ο χρόνος του κάθε ανθρώπου;
Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά;
Τι σημασία έχει;
Ο κρότος που έκανε το κλείσιμο της πόρτας
τράνταξε ολόκληρο τον διάδρομο
Αλαφιασμένη η νοσοκόμα της νυχτερινής βάρδιας βγήκε
απ’ το δωμάτιο
Τα μάτια της πελώρια, η φωνή της ακούστηκε βραχνή
Έναν γιατρό Επειγόντως έναν γιατρό
Η ασθενής του 707 είναι άσχημα, πολύ άσχημα
Παραληρεί
Φωνάζει, συνεχώς πως νίκησε τον θάνατο
Υπάρχει κάποιος συγγενής, κάποιος φίλος της εδώ
να ’ρθει κοντά της; Κάποιος δικός της;
Υπάρχει κανείς; Υπάρχει κανείς;
.
ΓΑΛΑ ΣΕ ΣΚΟΝΗ (2013)
44 χαϊκού σε υστερόγραφο
ΕΜΕΙΣ
Κλειστά παντζούρια
Τραβηγμένες κουρτίνες
Ορατό σκότος
Φωταγωγημένο κελί
*
Στο φως της νύχτας
οι δείκτες του εκκρεμούς
ηχούν σιωπή
Μουσική δωματίου
*
Θα ξεμείνουμε
με γαλανό ουρανό
και λευκές μνήμες
Πού βρέθηκαν τόσοι νεκροί
στη γη του Ερεχθέα;
*
Γυναίκα νέα
μόνη, ανεξάρτητη
ζητάει, δεσμά
Μικρή αγγελία
*
Έρωτας είναι
να εκτίθεσαι γυμνός
στον Ψεύτη Ήλιο
Η αγάπη -όταν τελειώνει –
είναι πιο κρύα από το θάνατο
*
ΕΣΥ
Έπινες αίμα
προτού να ζωγραφίσεις
Δαιμονισμένος
Πωλείται αιματογραφία σε μουσαμά
*
Η ανάσα σου
ακόρεστη φάγουσα
σε λευκή σάρκα
Έρωτας ανθρωποφάγος
*
Αύριο φεύγεις
Ας γίνει έστω κι έτσι
Θα μείνω στο χτες
Ο έρωτας
δεν απαντά σε χρόνο ενεστώτα
*
ΕΓΩ
Με ταλανίζει
η επίμονη μνήμη
τρελών ερώτων
Ο έρωτας
ή είναι τρελός ή δεν είναι έρωτας
*
Απολαμβάνω
όσα έχω κερδίσει
υποφέροντας
Στον αστερισμό της γόνιμης θλίψης
*
Με κατακλύζει
η πυκνή παρουσία
της Απουσίας
Όπου και να κοιτάξεις
οι απόντες σού κρύβουν τη θέα
*
Τα ’σβησα όλα
Έρωτες, φίλους, λάθη
Απαλλάχτηκα
Στην αποβάθρα χωρίς αποσκευές
.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2011)
ΨΥΚΤΙΚΟΣ ΘΑΛΑΜΟΣ
Είμαι μια
υπόκωφη κραυγή
ανάμεσα σ’ εκατομμύρια άλλες
Με αποδέκτη
έναν ψυχρό κι αδιάφορο Γαλαξία
στο μέσον του Σύμπαντος
που κατευθύνεται
με παγερή απάθεια
προς τη δύση του
Μπήκαμε πια
για τα καλά
στον αιώνα των πάγων
ΤΡΑΝΖΙΤΟ
Στοίβαξα τις επιθυμίες μου σε μια βαλίτσα
Την κλείδωσα
Έριξα το κλειδί σε κάδο απορριμμάτων
Έβγαλα εισιτήριο χωρίς επιστροφή
Άφησα τη βαλίτσα στον χώρο αποσκευών προς επιβίβαση
να ταξιδέψει τράνζιτο
Εφεξής
θα τρέφομαι αποκλειστικά
με δάκρυα μνήμης
ΔΥΟ ΘΑΝΑΤΟΙ
Δύο θάνατοι
Εμφανίστηκαν
Σχεδόν ταυτοχρόνως
Ο ένας μετά τον άλλο
Σαν τους διδύμους…
Και οι δύο αιφνίδιοι
Και οι δύο από καιρό προαναγγελθέντες
Ο ένας ένυλος
Ο άλλος άυλος
Ο ένας ταξιδιώτης πρώτης θέσεως
Ο άλλος λαθρεπιβάτης
Ο ένας μοσχομύριζε σαν τ’ αεράκι του Επιταφίου
σκορπώντας καθαγίαση
Ο άλλος ανάσαινε απειλητικά
προαναγγέλλοντας την Αποκάλυψη
Δύο θάνατοι
Εμφανίστηκαν
Σχεδόν συγχρόνως
Ο ένας μετά τον άλλο
Σαν τους διδύμους…
Ο ένας αθώος
Ο άλλος ένοχος
Έσπασαν τη μήτρα σε κομμάτια
Αναποδογύρισαν την ιστορία
Πάγωσαν τον ιστό του χρόνου
Και συγχωνεύτηκαν
στο μέγιστο κοινό πολλαπλάσιο της οδύνης
Αγρυπνείτε
Ο θάνατος χτυπάει πάντα
δυο φορές…
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Εγώ
που μετουσιώνω τη φαντασίωση
και αδιαφορώ για την πραγμάτωση
Εγώ
που εμπιστεύομαι το ψέμα
και υποβλέπω την αλήθεια
Εγώ
που ζωντανεύω την απουσία
και καταρρέω με την παρουσία
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη
Κοιτάζω προσεκτικά
τη διψασμένη σάρκα
τα σβησμένα μάτια
το παγωμένο χαμόγελο
τους κυρτωμένους ώμους
τα αβέβαια χέρια
κι αυτή την κοιλιά που χρόνια εκλιπαρεί
έναν τοκετό που δεν έρχεται…
Αναρωτιέμαι:
πώς έγινε και μπόρεσα
Εγώ
ψυχή διαποτισμένη από τις ψευδαισθήσεις
να υπογράψω την εκτέλεσή Σου
λίγο πριν ξημερώσει…
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ
Άλλοτε
ατένιζα τον κόσμο
με δυο τεράστια μάτια‧
για να χωράνε όλα όσα είχα
για να κοιτούν αχόρταγα
όσα δεν είχα
κι όφειλα να αποκτήσω
Άλλαξε γρήγορα ο καιρός
Τώρα τα μάτια μου είναι δυο σχισμές‧
ίσα για να διακρίνουν
όσα χάνω
ΧΑΙΚΟΥ (Από την ίδια συλλογή)
α΄
Οι αυτόχειρες
φοβούνται τον θάνατο;
Φοβάμαι πως ναι
η΄
Πέφτει χαλάζι
λαχταρώ τη ματιά σου
Λάμπα θυέλλης
λ΄
Μόνο στην τέχνη
λίγη αγαλλίαση
βρίσκεις ψυχή μου
μ΄
Τα πιο ωραία
κομμάτια της ζωής μου
τα ’παιξα λάθος
ω΄
Πνιγηρή θηλιά
η σιωπή του κόσμου
Ποιος θα τη λύσει;
.
ΚΑΠΠΑ (2009)
ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Είπες: είσαι το φωτεινό παράθυρο
μες στο κελί της φυλακής μου
Είπες: είσαι η μυστική ισορροπία μου
ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι
Είπες: θα κατακτήσουμε τον κόσμο
με το πινέλο και τα χρώματα
Είπα: δεν θέλω πιο πολλά
μου φτάνει το ανέφικτο
Λίγο μετά
έφυγες κολυμπώντας μες στη δεξαμενή του ανέφικτου
αφού πρώτα τη γέμισες
με βροντερή φωνή και κροκοδείλια δάκρυα
ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΗ
Θα σε κοιτάξω στα μάτια
και θα ματώσω
Θα σε φιλήσω στα χείλια
και θα ματώσω
Θα σου κρατήσω τα χέρια
και θα ματώσω
Θα ψιθυρίσω αντίο…
Κι αυτοστιγμεί
θα βυθιστώ στην ηδονή της απώλειας
ΟΔΟΣ ΣΟΛΩΝΟΣ
…. Πρώτος σταθμός και τελευταίος
Αναποδογύρισμα του χρόνου
συνάντηση με τα έμβρυα των φαντασμάτων
κραυγές και ψίθυροι
οι εικόνες να σου κόβουν την ανάσα
ανάμεσά τους ψάχνω μάταια μήπως βρω τη μορφή μου
ανάμεσά τους ψάχνω μάταια μήπως λείπει η μορφή μου
η γλώσσα γίνεται ηδονή
ξέφρενος έρωτας‧
διάβολε
ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτό το πράγμα που λέγεται
σύστημα;
Σόλωνος‧
κεντρική αρτηρία της ανθρωπότητας
μια ψηλή σιλουέτα κοντά στο παράθυρο
ο Κ.
Δαιμονισμένος άγγελος ή
Ποιητής του κόσμου;
ΧΑΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Περιφερόμενα σώματα
οι στοιχειωμένες λέξεις
δαιμόνια θυσιασμένα
στον βωμό της ομίχλης
Παράτολμοι ακροβάτες
ή μικροσκοπικά ψαράκια
τρέφονται οι λέξεις με το αίμα μας
πολλαπλασιάζονται στις ίνες του κορμιού μας
Μας σπρώχνουν ανελέητες σε αδειανά χαρτιά ή
στης ηχώς τα σκοτεινά σοκάκια
να δώσουμε έμφαση στον ακατάπαυστο χορό
που στήσανε οι Ώρες
Κι ονοματίζοντας
να περιγράψουμε τον κόσμο
με κωδικούς που ξεγελούν μονάχα τα νεογέννητα
Γι’ αυτό κι εγώ θα κρυφτώ στη σιωπή των ματιών σου
εκεί που ο χρόνος σταματάει να προσπερνά‧
κι ύστερα
μ’ ένα βουβό φιλί
θα διαφύγω στο απέραντο Σύμπαν
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Από τη ζωγραφική στην ποίηση
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
CULTURE BOOK 18/1/ 2022
Η επικοινωνία των τεχνών μεταξύ τους είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Μέχρι το τέλος της βικτωριανής περιόδου τα κυριότερα εικαστικά θέματα πήγαζαν από λογοτεχνικά έργα. Η ίδια έξαλλου η διασκευή λογοτεχνικών έργων στον κινηματογράφο ή η εισαγωγή της ποίησης σε αυτόν, αποτελούν μία άλλη μορφή διακαλλιτεχνικού διαλόγου. Στον 20ο αιώνα η επίδραση της φωτογραφίας και του κινηματογράφου με τη ζωγραφική άρχισε να αποτυπώνεται και στην ποίηση. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, οι καλλιτέχνες που είτε ασκούνταν σε δύο τέχνες (Εγγονόπουλος, Ρίτσος, Ελύτης, Σαχτούρης, Εμπειρίκος κ.ά.) ή πιο σύγχρονοι εικαστικοί που συνοδεύουν έργα τους με ποιητικά κείμενα οιονεί λεζάντας, όπως ο Φώτης Γαλανόπουλος (Χλωπτσιούδης, 2015)[ΔΧ1] .
Σε αυτή τη λογική και η νέα ποιητική συλλογή της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου, «ζωγραφική όπως ποίηση» (Μανδραγόρας, 2021), στο πλαίσιο της εκφραστικής ποίησης (ekphrastic poetry), προχωρά σε έναν διακαλλιτεχνικό διάλογο με 13 πίνακες του Κώστα Καμπουροπούλου (1939-2018), που ξεχωρίζουν με εξπρεσιονιστικό τους ύφος, τις αφηρημένες γραμμές και τα έντονα χρώματα. Η ποιήτρια αντιμετωπίζει τα έργα ζωγραφικής ως πολιτιστικά κείμενα, καθώς ένας πίνακας ζωγραφικής δεν αποτελεί μόνο μία εικόνα, αλλά μεταφέρει πολιτισμικές πληροφορίες που εκθέτουν τη δική του αισθητική ιδεολογία και εμπεριέχει πολιτιστικές έννοιες και αξίες. Κάθε πίνακας σχετίζεται με ιδέες και κοινωνικές συμπεριφορές, προσφέροντας πλήθος δημιουργικών αφορμών για εκφραστική ποίηση.
Η ιδέα της εκφραστικής ποίησης (ekphrastic poetry) στηρίζεται στην καταγραφή των φιλοσοφικών ή προσωπικών σκέψεων (ερμηνεία ή εντύπωση) από την εμπειρία με ένα έργο τέχνης, χωρίς όμως να χάνεται η αυτοτέλεια του κάθε έργου. Η συνάντηση των τεχνών δεν περιορίζεται απλώς σε έναν διάλογο, αλλά εμπλουτίζουν η μία την άλλη μένοντας ανεξάρτητες. Όταν όμως τα έργα αντιπαραβάλλονται, φωτίζουν βαθύτερα το ένα το άλλο. Η Anne Sexton εμπνεύστηκε από την Έναστρη Νύχτα του van Gogh το ομότιτλο ποίημα, χρησιμοποιώντας εικόνες μιας ερημωμένης πόλης κάτω από το νυχτερινό ορίζοντα και εκφράζοντας τη λαχτάρα του ποιητικού υποκειμένου για θάνατο. Η Sylvia Plath αποτύπωσε το απόκοσμο συναίσθημα του de Cirico (Οι ανησυχητικές μούσες), διαμορφώνοντας ένα απρόσωπο και “στοιχειωμένο” ποιητικό κλίμα.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί και η Φουντέα-Σκλαβούνου σε επιλεγμένα έργα του Καμπουροπούλου, που λειτουργούν ως αφορμή για τον ποιητικό προβληματισμό. Οι συνθέσεις της συλλογής δεν περιορίζονται σε μία προσπάθεια ερμηνείας των εικαστικών έργων ή στην ανάδειξη μιας κρυφής αφήγησης. Πειραματικά η δημιουργός καταθέτει μία διαφορετική πρόταση, δίνοντας φωνή στα χρώματα και τα σχέδια των έργων. Ενώ όμως ο οπτικός αντίκτυπος ενός πίνακα είναι άμεσος, το αποτύπωμα του ποιήματος πηγάζει από το συναισθηματικό κλίμα και τη γλωσσική του αισθητική. Το ποίημα επικοινωνεί πάντα με πιο υποσυνείδητο τρόπο, καθώς ξεδιπλώνεται μέσα από τις αισθήσεις κατά την κίνηση της ανάγνωσης. Παρόλη όμως την αυτονομία των συνθέσεων, η Φουντέα-Σκλαβούνου εισάγει πτυχές των εικαστικών έργων, αποτυπώνοντας τις αντιθέσεις και τις αμφισημίες του υπερρεαλιστικού εξπρεσιονισμού (Η σωτηρία, Μάριενμπαντ, Δύο θάνατοι). Η ίδια η γλώσσα των ποιημάτων ισορροπεί μεταξύ εκμυστηρευτικής ποίησης και υπερρεαλισμού στο πλαίσιο του δημιουργικού διαλόγου. Η ποιήτρια καταθέτει τις δικές της υπαρξιακές πινελιές (Χρονόμετρο, Ασώματος έρωτας) αποδίδοντας το συναισθηματικό κλίμα του πίνακα. Με τη δύναμη της γλώσσας ξεδιπλώνει πτυχές και την αγωνία του θανάτου (Η σωτηρία, Το έπαθλο, Ο μελλοθάνατος), του έρωτα (Ασώματος έρωτας, Το αυγό του φιδιού, Ακροβασία) και τη συμπεριφορά των ανθρώπων (Smoking, Περσόνα, Copy Conforme).
Πολλοί είναι οι δημιουργοί οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες “συναντιούνται” ποιητικά με έργα τέχνης ανυπέρβλητης αξίας. Κατά τη γνώμη μας ο διακαλλιτεχνικός διάλογος δεν προσφέρει μόνο ευκαιρίες για συνάντηση των τεχνών, αλλά εκθέτει στον αναγνώστη τις κοινές ανησυχίες των Τεχνών για τον Άνθρωπο και την αισθητική. Ο ποιητικός πειραματισμός με εικαστικά ή άλλα έργα, ενδυναμώνει τη λογοτεχνία και ταυτόχρονα λειτουργεί ως μία πηγή πληροφοριών για αξιόλογα έργα τέχνης, θωρακίζοντας τον αναγνώστη απέναντι στη μαζική κουλτούρα.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 65 Νοέμβριος 2021
Μία από τις πιο συνηθισμένες, αλλά και τις πιο ενδιαφέρουσες συναντήσεις στην ιστορία της τέχνης, τόσο στο επίπεδο της πρόσληψης, όσο και σε αυτό της έρευνας και της μελέτης, είναι αυτό μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής, όπως άλλωστε προαναφέραμε. Η διαχρονία έχει να επιδείξει πολλές τέτοιες περιπτώσεις, που δεν έχουν απλώς και μόνο ευκαιριακό ή επετειακό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν διασταυρώσεις οι οποίες σχεδιάστηκαν
και πραγματώθηκαν ηθελημένα, μέσα από την εκπεφρασμένη βούληση των καλλιτεχνών να φέρουν σε επαφή τους εκφραστικούς τους τρόπους και να
εμπνευστούν ο ένας από τον άλλο, τοποθετώντας το έργο τους σε ένα είδος διαλόγου που διεξάγεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που η ίδια η
τέχνη θέτει. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου, η τελευταία ποιητική συλλογή της οποίας, έκτη κατά σειρά, αφορμάται και εκκινεί από μία σειρά ζωγραφικών πινάκων του Κώστα Καμπουρόπουλου.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για δεκατρία ποιήματα που βρίσκουν το «ισοδύναμό» τους στα εικαστικά έργα του ζωγράφου, ισοδυναμία που και ο ίδιος ο τίτλος καταδηλώνει με τη λέξη «όπως» η οποία συνδέει τους δύο καλλιτεχνικούς πόλους, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Διαμορφώνεται, κατά κάποιον τρόπο, μία σχέση ισότιμη στο μέτρο και στον βαθμό που η ποιήτρια επιδιώκει, όπως δηλώνει και στον πρόλογο του βιβλίου της, να σταθεί επάξια δίπλα στον ζωγράφο, να αποδώσει φόρο τιμής στο έργο του, ουσιαστικά να το ερμηνεύσει σχολιάζοντας το ποιητικά, με μια νέα, δηλαδή, καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί, αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα στον τρόπο και τη λειτουργία της τέχνης, θα διαπιστώσει ότι η καλύτερη, η πιο εύστοχη και καίρια κριτική ενός έργου τέχνης είναι ακριβώς η νέα δημιουργία την οποία αυτό θα εμπνεύσει και θα τροφοδοτήσει. Έτσι και εδώ, οι ποιητικές δημιουργίες της Σκλαβούνου συνιστούν κατά βάση μια διαφορετική εκδοχή αυτού που ο κάθε πίνακας συνιστά, μία εκδοχή τεχνουργημένη σε στίχους με τους δικούς της κώδικες, τις δικές της αρχές και τις δικές της κατευθυντήριες δυνάμεις.
Εκείνο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων είναι η απόλυτη ισορροπία που επιτυγχάνει η ποιήτρια ανάμεσα στον σεβασμό που θέλει και πετυχαίνει να επιδείξει απέναντι στη ζωγραφική αφόρμηση και αφορμή της ποιητικής της δημιουργίας και στη διάθεσή της να τεχνουργήσει τα ποιήματά της σε απόλυτο συσχετισμό με το προσωπικό της βίωμα, την εμπειρία, τη δική της, εν τέλει, ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία. Γιατί, πράγματι, η σφραγίδα της ποιήτριας είναι τόσο έντονη και διακριτή που διαμορφώνει κανείς την εντύπωση ότι έχει οικειωθεί τους πίνακες στον μέγιστο βαθμό, έχει «ιδιοποιηθεί» το περιεχόμενο και το μήνυμά τους, έχει εσωτερικεύσει τον τρόπο τους και, διατηρώντας ,’α, συνήθως, γραμμή αναφοράς, προσέρχεται στον κειμενικό κόσμο, όπου θα κυοφορήσει τη δική της δημιουργία. Η γραμμή αυτή αναφοράς είναι, τις περισσότερες φορές, η ίδια η εξεικόνιση, το θέμα, με άλλα λόγια, του ποιήματος, όπως το αντιλαμβάνεται και όπως αυτό, κάθε φορά, κεντρίζει τη δημιουργική διάθεση της ποιήτριας.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι τοποθετημένα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να έχει προηγηθεί η θέαση του πίνακα, η εισχώρηση και η απόλαυση του βαθύτερου νοήματος και της σημασίας της μορφής που είναι η Ιδέα, η οποία στη συνέχεια εκ-λογικεύεται, μετατρέπεται, δηλαδή, σε λογισμό και λόγο και προσφέρεται σαν λογοτεχνική δημιουργία. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για μία στιχουργική μετάπλαση του ζωγραφικού έργου. Πρόκειται, στην κυριολεξία, για μία αναγέννησή του όχι μόνο με άλλη μορφή, αλλά -το κυριότερο -με άλλο περιεχόμενο. Γιατί η ποιήτρια προσέρχεται στον διάλογο με τον ζωγράφο έχοντας πλήρη συνείδηση του εσωτερικού της φορτίου και της ανάγκης της να το διοχετεύσει μέσα στην τέχνη. Το φορτίο αυτό δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το αντίστοιχο φορτίο που εναπέθεσε ο ζωγράφος μέσα στην εικαστική του δημιουργία -παρόλο που, σε γενικές γραμμές, οι αναζητήσεις και οι προβληματισμοί των καλλιτεχνών είναι κοινοί και ενιαίοι- αποτελεί όμως ένα είδος «εύφλεκτης ύλης» που όταν έρθει σε επαφή με το κατάλληλο ερέθισμα πυροδοτείται και πυροδοτεί τη νέα δημιουργία. Ο πίνακας, λοιπόν, αποτελεί την αφορμή, αποτελεί όμως και την κατάληξη υπό την έννοια ότι η ποιητική δημιουργία έρχεται για να επισφραγίσει την αντίστοιχη εικαστική, να την επαναπροσδιορίσει και να την τοποθετήσει σε ένα νέο πλαίσιο προσδίδοντάς της μια δυναμικότητα και μία δραστικότητα που ενδεχομένως πριν δεν είχε. Αυτό βεβαίως δεν λειτουργεί εις βάρος της αυτοτέλειας, της αυθυπαρξίας και της αυταξίας του. Ίσα ίσα που αυτή αναδεικνύεται ευκρινέστερα καθώς γίνεται αντιληπτή μέσα στη διάσταση της καλλιτεχνικής επικοινωνίας, μέσα δηλαδή από τους συσχετισμούς που δημιουργούνται και διαμορφώνουν ένα διφυές σκηνικό, καθαρά δραματικό, με την έννοια της κίνησης, των αλληλεπιδράσεων, των μετασχηματισμών. Από αυτή την άποψη το όλο εγχείρημα αποκτά μία τέτοια δύναμη και δυναμική που καθίσταται αμέσως μία πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί η τέχνη και οι εκφραστές της.
Το άλφα του κενταύρου
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs.gr 30/11/2016
Τη Τζένη Φουντέα – Σκλαβούνου την είχαμε συναντήσει και παλαιότερα μέσα σε καινοτόμα χαϊκού με επιμύθιο/υστερόγραφο («γάλα σε σκόνη», Μανδραγόρας, 2013), όπου μέσα από το λακωνικό πρότυπο αποκαλύπτονταν μία αναζήτηση εκφραστικής διεξόδου μέσα σε μία εξωστρεφή υπαρξιακή ποίηση.
Η συλλογή της «το άλφα του κενταύρου» (Μανδραγόρας, 2015) αποκαλύπτει μία ποιήτρια που με πάθος αναζητά την αρτιότητα της ποιητικής έκφρασης· εγκατέλειψε την προηγούμενη ολιγόλεκτη φόρμα και κινείται πια σε συνθέσεις μεγαλύτερης έκτασης.
Η ποιητική της είναι βαθιά υπαρξιακή και η συναισθηματική της, ανθρωποκεντρική στην ουσία της. Η δημιουργός επιδιώκει έναν ευθύ και ειλικρινή ποιητικό στοχασμό στα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα. Με τις συνθέσεις της ανοίγει ένα παράθυρο στις αλήθειες της ζωής, με ελεγχόμενο πάθος και αρτιότητα χωρίς να χάνεται η συναισθηματική και στιχουργική ισορροπία κι αρμονία.
Η ποίηση της μοιάζει με ένα διερευνητικό εσωτερικό μονόλογο που αποζητά απαντήσεις για τη σχέση της ζωής με το χρόνο και τη μνήμη, το κεντρικό της στην πραγματικότητα θέμα (ζηλεύω, τοξότης, ευγνωμοσύνη, το επώνυμο). Και βέβαια αναπόσπαστο μέρος του ανθρώπινου βίου είναι η αγάπη (Δούρειος Ίππος, προσηλυτισμός, mea culpa, χαρακίρι, η εξήγηση, ασώματος έρωτας) και ο θάνατος (η διαδρομή, βαθύ κόκκινο, Ευρυδίκη, δρομολόγιο).
Ωστόσο, τούτος περισσότερο αντιμετωπίζεται μέσα από μία υλιστική διάσταση ως ένα βέβαια και φυσικό δεδομένο της ζωής (η κηδεία) ή μέσα από την κοινωνική δραστηριότητα (τυχαίο συμβάν) χωρίς να εκλείπει η θρησκευτική κριτική (κατ’ εικόνα, χαρακίρι). Το υπαρξιακό της υπόβαθρο στέκει μακριά από κάποια μεταφυσική προσέγγιση (αντικατοπτρισμός, κατ’ εικόνα) απολαμβάνοντας γεμάτη ψυχικά όσα κατέκτησε (απογραφή).
Διακρίνεται ένα αίσθημα δραπέτευσης από την αστική φυλακή (Αλκατράζ, απόδραση), ενώ υπερρεαλιστικά στοιχεία συνδέονται με την υπαρξιακή προβληματική της (ο ερωτευμένος άνδρας και ο ιαγουάρος). Μιλά για τα όνειρα και το άστατο του ανθρώπινου βίου (αγώνας δρόμου, mea culpa) με μία έκφραση απογοήτευσης (τοξότης, το δείπνο, ανίατη νόσος, η απειρία των αριθμών, οι σύντροφοι).
Η έκφρασή της διαμορφώνει ένα εξομολογητικό ή/και στοχαστικό ύφος. Το πρωτοενικό ποιητικό υποκείμενο στην πραγματικότητα αποτελεί ένα θεατρικό καθρέφτη της εμπειρίας της ζωής. Έτσι, η ποιητική αφήγηση συνδυάζεται με το σκηνικό ψευδοδιάλογο (το Άλφα του Κενταύρου, απόδραση, ποινικός κώδικας, σύντομη ζωή), ενώ στην τρίπτυχη σύνθεση φώτο φινις αποκτά μορφή διαλογική.
Τα ρητορικά ερωτήματα στο τέλος συνθέσεων (η συνταγή, αντικατοπτρισμός) απευθύνονται άμεσα στην ψυχή του αναγνώστη/ακροατή ως δραματικό κοινό των αναζητήσεών της, ενώ το πρώτο πληθυντικό γραμματικό πρόσωπο μέσα από τη συλλογική του διάσταση (δρομολόγιο, η κηδεία) ενισχύει τη θεατρικότητα της ποίησής της.
Η έκφρασή της ξεχωρίζει με την εμπλουτισμένη λιτότητα. Θεμελιώνεται στην προφορικότητα με περιορισμένο αριθμό επιθέτων και την απόλυτη κυριαρχία ρημάτων σε κύριες ή δευτερεύουσες, σε υποτακτική ή οριστική έγκλιση· η εναλλαγή απλών προτάσεων με επαυξημένες (τυχαίο συμβάν) – χωρίς να απουσιάζουν οι ελλειπτικές (μικρή ελεγεία) – μέσα σε ένα πλαίσιο καθημερινού λόγου διαμορφώνει ένα οικείο γλωσσικό περιβάλλον που αγγίζει με αμεσότητα τον αναγνώστη.
Ο στίχος της θησαυρίζεται με μεταφορές (αγώνας δρόμου) και αντιθέσεις (Δούρειος Ίππος) ή παρομοιώσεις (απογραφή, Δούρειος Ίππος, Αλκατράζ, mea culpa, ο ερωτευμένος άνδρας και ο ιαγουάρος). Το ασύνδετο σχήμα (η διαδρομή, η κηδεία, η απειρία των αριθμών, κατ’ εικόνα) και οι επαναλήψεις (απόδραση, σύντομη ζωή, το επώνυμο) ενισχύουν τη συναισθηματική ένταση.
Ωστόσο, η ποιητική ένταση παραμένει πάντα ελεγχόμενη· αποφεύγονται οι συναισθηματικές εξάρσεις, καθώς ακόμα κι όταν εντοπίζονται στο τέλος – συνήθως – των ποιημάτων μετριάζονται με στιχουργική ψυχραιμία. Με ειλικρίνεια η λογική και η ψυχραιμία κατευνάζουν το συναίσθημα άλλοτε με υπαρξιακό ερώτημα (ανίατη νόσος, αδιανόητο, η απειρία των αριθμών) κι ενίοτε με μία εμπειρική διαπίστωση (Αλκατράζ, δρομολόγιο, απόδραση, η κηδεία) ή στοχαστική διάθεση (τοξότης, σύντομη ζωή, ευγνωμοσύνη, απογραφή).
Αν και η Φουντέα – Σκλαβούνου δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί στην ποίηση της αγανάκτησης, λόγω της προσωποκεντρικής υπαρξιακής διάστασης της ποιητικής της, εντούτοις η γενικότερη μελαγχολία που εμποτίζει τις συνθέσεις της αγγίζει το ευρύτερο κοινωνικό συναίσθημα. Ο ατομοκεντρισμός της όμως δεν μοιάζει με την ποίηση του ιδιωτικού οράματος. Με αφετηρία την κοινωνική εμπειρία οδηγείται σε μία πανανθρώπινη διαπίστωση, μακριά από το ίδιο το άτομο, που προσεγγίζεται ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου.
.
ΚΡΙΣ ΛΙΒΑΝΙΟΥ
στίγμαΛόγου 6/4/2016
Δύο ενότητες ανισομερείς, η πρώτη με 33 ποιήματα και η δεύτερη με ένα αρθρωτό τρίπτυχο στα όρια ανάμεσα πεζού και ποιητικού λόγου, αυτά είναι τα συστατικά που συγκροτούν την συλλογή της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου. Δεν είναι η γλώσσα, ούτε η θεματολογία του θανάτου και του γενικότερου απολογισμού που δίνουν την ιδιαίτερη διάσταση που παίρνει αυτή η δουλειά καθώς προχωράει η ανάγνωση, αλλά περισσότερο ο τρόπος που γίνονται, λέγονται και υπονοούνται τα πράγματα πίσω από τους στίχους.
Το συχνά σουρεαλιστικό τοπίο ως σκηνικό δεδομένο «συνομιλεί» με αρκετή επιτυχία με την αλλαγή προσώπων και προσωπείων του Εγώ, προετοιμάζοντας κατά κάποιο τρόπο την συνάντησή του με τον Άλλο, και καθιστώντας την επικοινωνία ανάμεσά τους εφικτή αν και τελικά εύθραυστη. Είναι μια προσωπική ποίηση δεν υπάρχει αμφιβολία, και μάλιστα τόσο προσωπική που κάποιες φορές η δημιουργός εγκλωβίζεται στις σκέψεις και τις εμμονές της, αλλά από την άλλη μεριά η ειλικρίνεια δεν λείπει, και εκεί κερδίζει σε αμεσότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο ο αναγνώστης είναι σε θέση να ακολουθήσει τις περιπλανήσεις της στο εσωτερικό σύμπαν των επιλογών της, αλλά στις περιπτώσεις που αυτό επιτυγχάνεται, μπορεί να συναντήσει σε παράδοξα σημεία οικείες σκέψεις και τελικά να συναντηθεί με τον εαυτό του.
Ρεαλιστική, περιγραφική και παραστατική είναι τα τρία βασικότερα χαρακτηριστικά της ποίησης της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου στο Άλφα του Κενταύρου, και εκεί βρίσκονται ταυτόχρονα τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία της συνολικής εικόνας. Ο ρόλος της επιφάνειας των πραγμάτων σε αντιδιαστολή με το κενό που αφήνουν, οι σχέσεις που αιωρούνται σε κενό χώρου και χρόνου, οι λεπτομερείς περιγραφές που εστιάζουν στο άτομο σε αντίθεση με τις φευγαλέες εικόνες που παράγουν μόνο ασάφεια και η σκηνογραφική πολλές φορές τοποθέτηση των συγκινήσεων, είναι τα στοιχεία που μένουν στο τέλος της ανάγνωσης, την οποία ενδεχομένως θα περίμενε κανείς λιγότερο αποσπασματική.
Η απουσία συνοχής ανάμεσα στα ποιήματα, με εξαίρεση τον χαλαρό δεσμό τους με την θεματολογία του θανάτου και της πορείας προς το τέλος της ζωής είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημεία που υστερεί η συλλογή. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να διαβάζει κανείς ετερόκλιτα πράγματα σε μια έκδοση, κάθε άλλο, εδώ όμως το πρόβλημα είναι ότι η ετερογένεια βλάπτει τον εσωτερικό ρυθμό, και ο αναγνώστης δυσκολεύεται να βρει τα σημεία αναφοράς του. Οι συγκινήσεις ιχνογραφούνται χωρίς να προσμετράται και το βάθος τους, η προοπτική δεν λειτουργεί, και σε αυτό το σημείο το εγχείρημα υστερεί.
Η μοναξιά ως leitmotif αλλά και ως καταλύτης του χρόνου που μας αναλογεί επί της γης είναι ίσως ο πιο στιβαρός άξονας της συλλογής και παραδόξως το κυριότερο άνοιγμα της δημιουργού προς τον αναγνώστη της. Η αντίφαση αυτή μπορεί ενδεχομένως να φωτίσει το έργο διαφορετικά και να αναδείξει μια τρυφερότητα ίσως παραπάνω κρυμμένη από όσο θα έπρεπε:
(…)
Την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης
δοκιμασμένο γιατρικό
αντίδοτο στη σήψη[1]
(…)