Η Αντωνία Κάττος γεννήθηκε στις 27 του Απρίλη 2000, στη Λευκωσία της Κύπρου. Από μικρή ηλικία της κίνησαν το ενδιαφέρον οι τέχνες, τις οποίες εξάσκησε και συνεχίζει να εξασκεί. Η αγάπη της για το διάβασμα και τη δημιουργία πολλές φορές της κόστισε κοινωνικά, ειδικά στην εφηβεία, αλλά πλέον αναγνωρίζει αυτές της δυνατότητες ως την απόλυτη της δύναμη, και επιδιώκοντας τα όνειρα της, θέλει να παροτρύνει και άλλους να μοιραστούν τα χαρίσματά τους με τον κόσμο.
Αυτή τη στιγμή, εξειδικεύεται στην Αγγλόφωνη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ στην Αγγλία ενώ παράλληλα επιδιώκει τη συγγραφή, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικό. Ευελπιστεί στο σύντομο μέλλον να συνεχίσει και τις μουσικές της σπουδές.
Η συλλογή της Όταν Βρέχει αποτελεί την πρώτη της ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων στα Ελληνικό.
.
.
ΟΤΑΝ ΒΡΕΧΕΙ (2022)
ΟΤΑΝ ΒΡΕΧΕΙ
Όταν βρέχει,
Νιώθω.
Νιώθω να καθαρίζουν οι πληγές κι αποδέχομαι τις ενοχές.
Όταν ανοίγουν οι ουρανοί
Με νερό ιερό λούζεται η γη,
Βαφτιζόμαστε ξανά,
Σαν να ξαναγεννιόμαστε
Σαν να μην μπορεί πλέον τίποτα ακάθαρτο,
Τρομακτικό κι απαίσιο να μας αγγίζει.
Όταν βρέχει,
Είμαι ελεύθερη.
Ξαφνικά αυτό το ταπεινό υπνοδωμάτιο γίνεται παλάτι,
Ανάκτορο,
Μια ανέγγιχτη κοιλάδα.
Παρθένα γη.
Όταν βρέχει,
Ακούω.
Οι σταγόνες η απόλυτη συμφωνία,
Η φυσικότερη κι ωραιότερη μουσική
Κι αυτή η εσωτερική,
Αποπνικτική φασαρία επιτέλους,
Σωπαίνει.
Όταν βρέχει,
Ο θεός με λυπάται
Και μες την καθημερινή μου τρέλα,
Μες την χαρακτηριστική μου μελαγχολία,
Μου χαρίζει, έστω για λίγο, ηρεμία.
Για αυτό,
Όταν βρέχει,
Μπορεί για μια στιγμή,
Όσο κρατάει μια νεροποντή,
Να πιστέψω και πάλι.
0 ΚΛΟΟΥΝ
Η μόνη παρουσία είναι αυτή της απουσίας,
είμαι του εαυτού μου ο αναίσθητος σωσίας.
Απ’ τη μεταμόρφωση αυτή δεν υπάρχει επιστροφή,
Η καρδιά τον πόνο μόνο τον νιώθει, ποτέ δεν τον λησμονεί.
Είναι ώρα να ξυπνήσεις, μα για ξανακοιμήσου,
Σαν μαριονέτα θα σε παίζουνε, κι εύχεσαι αναίσθητος να ήσουν.
Το ξέρεις, το νιώθεις, απλώς περιμένεις να συμβεί,
Καλώς όρισες στον κόσμο αυτών που αναπνέουν, μα δεν είναι ζωντανοί
Απ’ τη στιγμή της γέννησής μας, ταΐζουμε τα κτήνη,
μόλις την περηφάνειά σου χάσεις, κανείς πίσω δε στη δίνει.
Σαν στον κόσμο αυτό της ανοχής, εσύ εκπορνευτείς,
Θα μάθεις πώς ζουν απ’ τα χαλάσματα της δικιάς σου της ζωής.
Τα κτήνη τρέφονται ρουφώντας το αίμα το δικό σου,
σε μια αναιμική μορφή έχεις χάσει τον εαυτό σου.
Και αν στης απελπισίας σου τις στιγμές, σου έταζαν αγάπες,
σαν τους χρειαστείς οι έμπιστοί σου θα σου γυρίσουνε τις πλάτες.
Εσύ έγινες άλλος ένας κλόουν στο τσίρκο τους το συνεχόμενο,
ψυχές διαδέχονται άλλες ψυχές, να διασκεδάζουν τα κτήνη, όπως ήταν
αναμενόμενο.
Κομμάτι κομμάτι, με την γηράσκουσά σου σάρκα, σου έκλεψαν τη νιότη
και τώρα αποσυντίθεσαι σαν σε κατανάλωσαν και σ’ αποκάλεσαν προδότη
Την ανακούφιση τώρα ανάμεσα στους νεκρούς ψάχνεις να βρεις,
Σαν κι εσύ μυήθηκες στον κόσμο και τώρα αναπνέεις, μα έπαψες να ζεις.
Μα ο θάνατος πια τι μπορεί να μας κάνει,
όταν έτσι κι αλλιώς έχουμε όλοι πεθάνει;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΖΩΕΣ
Ακόμα κι αν μια ζωή μαζί να ζήσουμε δεν μπορούμε,
Να ξέρεις ότι όλοι παράλληλες ζωές ζούμε.
Ζωές που από τη φύση τους να συμπίψουν δεν μπορούνε,
Μόνο σαν δυο παράλληλες γραμμές, μπορούν χωριστά να
συμπορευτούνε.
Κι όλοι είμαστε γραμμές στο οδυνηρό παιχνίδι αυτό το γεωμετρικό,
Παράλληλες ζωές που με άλλες παράλληλες συμπίπτουν,
Μα όπως είναι φυσικό, απ’το σημείο που συμπίπτουν αρχίζουν να
χωρίζουν.
ΤΕΛΟΣ
Ανήκω
Στην εξαντλημένη γενιά του σήμερα
Που παλεύει
Άσκοπα.
Που προσπαθεί
Ανώφελα.
Που έχει πάψει να πιστεύει.
Που έχει πάψει να ελπίζει.
Γερνάω στα δεκαεννιά μου,
Κάνοντας αυτά που πρέπει
Και όχι αυτά που θέλω
Και τρομάξω,
Που όντως στα δεκαεννιά μου
Νιώθω τη θνησιμότητά μου
Να με κοιτάει κατάματα.
Κάποτε προσπαθούσα
Αλλά πλέον δεν έχω τη δύναμη να παλέψω
Και όντως αναρωτιέμαι,
Πώς οι γονείς μου
Κατόρθωσαν
Και ζουν ακόμα
Σε έναν κόσμο
Που μόνο
Τρέφεται
Με αίμα.
ΟΙ ΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΔΕΝ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΠΟΤΕ
Οι ουλές που αφήνουν οι έρωτες δεν κλείνουν ποτέ,
Χαράξουν την ψυχή τόσο βαθιά,
Που πάνω που πιστεύουμε πως μπορούμε να ξεχύσουμε,
Για μια ακόμη φορά ρίχνουμε αλάτι στην πληγή.
Οι πληγές αυτές δεν κλείνουν,
Είναι σαν στίχοι χωρίς μέτρο και ρίμα,
Τι κι αν δεν αιμορραγεί κανείς όπως πρώτα;
Τώρα τον βασανίζει πρησμένη, σάπια σάρκα.
Οι ουλές του έρωτα δεν κλείνουν ποτέ,
Και στο πιο χαρούμενο κρεβάτι,
Με τον καλύτερο άνθρωπο,
Μπορούν και σε πονάνε,
Μπορεί και περισσότερο,
Απ’ όταν ήσουν με χειρότερο.
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Θυμάμαι ένα βράδυ που τρέχαμε μισομεθυσμένες μετά τα μεσάνυχτα
στη Λεωφόρο Μακαρίου.
Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, όλα ήταν τόσο ήσυχα.
Ακούγεται πολύ επικίνδυνο τώρα που το βλέπω γραμμένο.
Ο μπαμπάς δεν το ήξερε,
Ούτε η μόνα μας.
Πρέπει να ήμασταν δεκαεφτά, τραγουδούσα χαμηλόφωνα καθώς
σεργιανίζαμε, χαχανίζοντας κατά διαστήματα.
Ανάβαμε τα Καρέλια το ένα μετά το άλλο.
Δε φοβόμασταν τίποτα και κανέναν.
Είχαμε καθίσει στη Λόλα,
Ένα κρασάδικο,
Είχα πιει ένα ωραίο μοσχοφίλερο νομίζω,
Είχαμε πάρει και μια πιατέλα με τυριά και φρούτα.
Ένας μεθυσμένος Ρώσος τουρίστας μας είχε ρωτήσει προς τα πού θα
έβρισκε ΑΤΜ
Του απαντήσαμε,
Και αφότου έφυγε σκάσαμε στα γέλια με την αστάθειά του.
Θυμάμαι πως ο σερβιτόρος μας απολογήθηκε γι’ αυτό,
Του είχαμε πει πως δεν πειράζει,
Και να που τώρα κι εμείς έπρεπε να συγκεντρωθούμε λίγο περισσότερο
για να διατηρήσουμε την ισορροπία μας.
Χαζεύαμε τις βιτρίνες με τον θαυμασμό δύο παιδιών,
Με μια χαρά και ξεγνοιασιά που δε θα επιστρέψουν ποτέ…
Ωραίες που ήταν οι καλοκαιρινές βραδιές μετά τα μεσάνυχτα στη
Λευκωσία…
ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ
Ένα τσιγάρο
Ανάβω
Κι αναπνέω αργά
Για να με χαϊδέψει ερωτικά
Εσωτερικά
Όπως δεν έκανες ποτέ εσύ.
Τώρα
Φουμάρω
Και στη φωτιά του τσιγάρου μου
Βρίσκω τη ζεστασιά μου.
Τι κρίμα
Που στην πραγματικότητα με δηλητηριάζει
Αλλά
Έτσι
Δεν έκανες κι εσύ;
ΚΑΘΑΡΣΗ
Θέλω τόσο πολύ να γράψω
Μα δε ξέρω π να πω.
Είναι τόσο επίπονο να νιώθεις το βάρος του λόγου στο στήθος σου
Σαν να κρατάς μια ανάσα που δεν μπορείς να απελευθερώσεις.
Έχω κουραστεί.
0 άνθρωπος, όταν όντως βρεθεί σε απόλυτη εξάντληση
Δε μπορεί να μεταμορφώσει εύκολα,
Σε λέξεις το συναίσθημα.
Όλα γύρω μου είναι απόλυτα ήρεμα,
Σε σειρά
Οργανωμένα
Όμορφα.
Κι εγώ νιώθω σαν πνεύμα νεκρού.
Μέσα μου φλέγεται μια κόλαση
Που με σιγοκαίει μέρα με τη μέρα.
Νιώθω,
Αυτό το άλγος,
Μέσα στη συμπτωματική σιωπή μου,
Βαραίνει αυτός ο δυσνόητος και εμβρυϊκός, εξωγήινος λόγος
Σαν σύννεφα που μαγεύονται και σκουραίνουν αναμένοντας την βροχή.
Και τώρα έχουν ανοίξει οι ουρανοί,
Καθώς γράφω,
Στίχο – στίχο,
Νιώθω μια ανακούφιση.
Σαν αυτήν που νιώθει το καμένο έδαφος στο χάδι του νερού.
Επιτέλους, έχω εκπνεύσει.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΨΩ ΝΑ ΦΟΒΑΜΑΙ
Θέλω τόσο πολύ να πάψω να φοβάμαι
Ομολογώ πως είναι αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα.
Όποιος νοιάζεται φοβάται:
Είναι η κατάρα μας.
Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που γράφω,
Που πληκτρολογώ κατ’ ακρίβεια
Φοβάμαι.
Είναι λίγο κωμικό,
Το ομολογώ.
Θέλουμε όλοι να λέμε πως ό,τι κάνουμε,
Το κάνουμε για μας,
Για τους καταραμένους εγωισμούς μας,
Λες και με αυτόν τον τρόπο,
Με αυτή τη δικαιολογία
Οι επιλογές και οι αποφάσεις μας γίνονται,
Με κάποιον μυστηριώδη τρόπο,
Καλύτερες,
Πιο σωστές.
Έτσι κι εγώ,
Όσο και να λέω πως γράφω για μένα,
Δε θα έγραφα αν δεν πίστευα πως γράφω και για κάποιον άλλον.
Για ένα απροσδιόριστο κοινό
Μικρό βέβαια,
Το οποίο αγαπώ και σέβομαι πάνω απ’ όλα.
0 αόρατος σύντροφός μου.
Φοβάμαι,
Αλλά τουλάχιστον δε φοβάμαι να το πω.
Έστω.
Είμαι και εγώ, με κάποιον τρόπο, κάπως ατρόμητη.
ΣΑΠΦΙΚΟ
Είσαι το κορίτσι
Του οποίου το όνομα δεν είπα ποτέ μου,
Σε κράτησα κοντά στην καρδιά μου
Και η μνήμη σου ακόμα με πονάει.
Κάθε φορά,
Βάζω κι άλλο αλάτι στη πληγή,
Κάθε φορά,
Θέλω να ‘μαι κοντό σου
Μα συνάμα μακριά,
Δεν θα το αντέξω για πολύ.
Φίλες δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ
Θα ‘μαστέ πάντα το μυστικό
Των τοίχων,
Των κλειστών πορτών
Της νύχτας
Και της θάλασσας,
Εμείς,
Όσο είμαστε ζωντανές
Αγγίζαμε τις ψυχές μας
Όπου και να πάμε
Θα ανήκουμε
Πάντα
Η μία στην άλλη.
ΠΙΣΤΗ
Πρέπει να εμπιστευτείς πως
Το μετά που θα έρθει θα είναι όμορφο
Όπως ήρθε κι αυτό το μετά
Που ήσουν σίγουρος
Πως όχι μόνο δεν θα είναι όμορφο
Αλλά πως δεν θα έρθει καν.
Κι όμως
Υπάρχει
Η επόμενη γραμμή,
Διαβάζεις ήδη
Το επόμενο στιχάκι…
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ «ΠΑΡΑΘΥΡΟ/ΠΟΛΙΤΗΣ»
Την ποίησή σου θα τη χαρακτήριζες σκοτεινή ή φωτεινή;
Δεν μου αρέσει να περιορίζω το έργο μου με όρους και να το βάζω σε κουτάκια – θεωρώ ότι θα σκοτώσει τη δημιουργικότητά μου κάτι τέτοιο και γενικά τίποτα δεν είναι μονόπλευρο, όλα εξελίσσονται, όλα αλλάζουν. Αν έπρεπε όμως να απαντήσω θα έλεγα πως η ποίησή μου είναι και τα δύο, θεωρώ πως για να λάμψει το φως στο τέλος κανείς πρέπει να πέσει στο σκοτάδι. Τα δύο είναι αλληλένδετα.
Ποιοι θέλεις να σε διαβάζουν ιδανικά και ποιες ώρες; Νύχτα ή μέρα; Κάτω από τα δέντρα ή μπροστά στη θάλασσα;
Άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά! Άνθρωποι που δεν φοβούνται να νιώσουν και να κλάψουν και να γελάσουν. Άνθρωποι ζωντανοί, περίεργοι, μοναδικοί. Η αλήθεια είναι πως δεν σκέφτηκα ποτέ ποια ώρα θα ήθελα ιδανικά να με διαβάζουν. Το θεωρώ λίγο αστείο και παράλογο γιατί ποια είμαι εγώ να πω στον οποιονδήποτε τι ώρα να με διαβάσει, ο συγγραφέας/ποιητής οφείλει να σέβεται την απόλυτη ελευθερία του αναγνώστη. Γενικά προσπαθώ στη ζωή μου να μην δημιουργώ προσδοκίες για πράγματα που είναι εντελώς πέρα από τον έλεγχό μου – έχω προσέξει πως ζει κανείς πιο ήρεμα έτσι. Εμένα μου αρκεί να με διαβάζουν, πότε, πώς και πού μου είναι αδιάφορα.
Πώς γράφεις; Αυτόματα ή το σκέφτεσαι πολύ;
Εξαρτάται – και τα δύο. Όταν βιώνω κάποιο πολύ έντονο συναίσθημα προσπαθώ να γράψω ό,τι έρχεται στον νου μου και επιστρέφω σε αυτή τη σημείωση πιο μετά, όταν έχω επεξεργαστεί αυτό που έχει συμβεί και μπορώ να βρω τη γλώσσα να το εκφράσω καλύτερα. Άλλες φορές μου έχει τύχει να κλαίω καθώς γράφω, κάτι το οποίο θεωρώ πως είναι σπάνιο και ιδιαίτερο καθώς πολλές φορές όταν είμαι σε θέση να εκμεταλλευτώ αυτήν την έντονη συναισθηματική φόρτιση γράφω εύκολα, κυλάνε οι λέξεις σαν τα δάκρυα. Άλλες ακόμα, όταν έχω καιρό να γράψω νιώθω έναν απίστευτο κόμπο στον λαιμό και το στήθος, σαν να μην μπορώ να αναπνεύσω και ξεκινάω να γράφω με σκοπό τη φυσική μου ανακούφιση, χρησιμοποιώντας ως έναυσμα τις αισθήσεις του σώματός μου. Με πονάει φυσικά και συναισθηματικά το να μην γράφω σαν να στερούμαι οξυγόνο, ειλικρινά.
Τι σου έρχεται πρώτα ο τίτλος ή το κείμενο;
Και τα δύο – εξαρτάται. Πολλές φορές σκέφτομαι: «Ξέρεις κάτι Αντωνία, θα έκανε ένα πολύ ωραίο ποιηματάκι αυτή η εικόνα, ή αυτός ο όρος» και γράφω καθώς επεξεργάζομαι ετυμολογίες, συσχετισμούς και τα λοιπά. Όταν γράφω ένα ποίημα πιο συνειρμικά όμως ο τίτλος δεν έρχεται πάντα τόσο εύκολα και συνήθως με επισκέπτεται στο τέλος – που βγάζει περισσότερο νόημα γιατί ένα ποίημα δεν θα ήταν συνειρμικό και αυθόρμητο αν η σύνθεσή του εξαρτάται από έναν όρο ή εικόνα.
Ποιοι ποιητές είναι οι αγαπημένοι σου;
Θεωρώ πως ο Καβάφης είναι ο αγαπημένος μου στα ελληνικά. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί – τον νιώθω σαν πνευματικό μου φίλο. Μου αρέσει πολύ η ποίηση του Σαίξπηρ, ειδικά τα σονέτα του. Πρόσφατα, άρχισα να διαβάζω μεταφρασμένη περσική ποίηση του Ρούμι την οποία λατρεύω για τις εικόνες και τη θεματολογία, όπως η πνευματικότητα και ο μυστικισμός. Επίσης, θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο γράφουν οι ποιητές του Ρομαντισμού, όπως ο John Keats και ο Samuel Taylor Coleridge. Παρόλο που τα ποιήματα αυτά δεν είναι στα ελληνικά αποτελούν απίστευτη έμπνευση και μέσα στο δίγλωσσο μυαλό μου με βοηθούν να εξελιχθώ και να εμβαθύνω στην τέχνη μου.
Τι εννοείς ότι η αγάπη για το διάβασμα και τη δημιουργία σου στοίχισε κοινωνικά στην εφηβεία;
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η κοινωνική και η πολιτική αποδόμηση ήταν η καθημερινότητά μου. Αυτή η φιλελεύθερη οικογενειακή πραγματικότητα δεν αντικατοπτριζόταν εύκολα και συχνά στον περίγυρό μου – πράγμα που με έκανε πολλές φορές να νιώθω μόνη, απομονωμένη και παρεξηγημένη. Ήμουν απ’ αυτά τα παιδάκια που προτιμούσαν να κάνουν παρέα με ηλικιωμένους και με τους γονείς τους και πάντα είχα ανάγκη να επικοινωνώ και να συζητώ με άλλους ανθρώπους. Το να διαβάζω με έκανε να νιώθω λιγότερο μόνη, μπορούσα να ξεφύγω από τη μοναξιά και να μεταφερθώ σε άλλους κόσμους. Σύντομα, στο σχολείο άρχισα να βιώνω εκφοβισμό επειδή μου άρεσε να διαβάζω και να μαθαίνω, αλλά δεν τους άφησα να μου το αφαιρέσουν – κι αυτό το οφείλω και πάλι στην υποστήριξη των γονιών μου. Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε πως η αλήθεια δεν είναι πλειοψηφική.
Ποιο είναι το ιδανικό ποίημα για σένα;
Πάρα πολύ δύσκολη ερώτηση! Ενστικτωδώς θα έλεγα ένα ποίημα που με κάνει να νιώσω κάτι. Που δεν προσπαθεί να με εντυπωσιάσει με περιττές λέξεις και επίθετα. Ένα ποίημα που με αγγίζει, που με κάνει να νοσταλγώ αυτό το πρώτο άγγιγμα όταν επισκέπτομαι τη μνήμη της πρώτης ανάγνωσης.
Τα ποιήματά σου έχουν πολλές αναφορές με λεπτομερειακό τρόπο σχεδόν αυτοβιογραφικό. Θα ήθελες κάποτε να φτάσεις σε πιο μεγάλη λιτότητα;
H συλλογή αυτή περιέχει ποιήματα από την ηλικία των δεκαέξι μέχρι τα είκοσι ένα μου – τη θεωρώ ένα πρότζεκτ ενηλικίωσης που σε μεγάλο βαθμό είναι και αυτοβιογραφικό. Περισσότερο ήθελα να απαθανατίσω το πόσο δύσκολο και τρομακτικό είναι να βρίσκει κανείς σιγά-σιγά τον εαυτό του, να αυτοανακαλύπτεται και τι αισθήματα βιώνει ως εκ τούτου. Γι’ αυτό ασχολούμαι με θέματα ταμπού θα μπορούσε κανείς να πει, όπως ο θάνατος, η σεξουαλικότητα, η πνευματικότητα, η χαρά, η λύπη, η κατάθλιψη, ο έρωτας, η αγάπη, ο πόνος, η μοναξιά… Πιστεύω πως προσπαθούσα να τα «αποστιγματήσω» για εμένα την ίδια αυτά τα θέματα και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη μου. Γιατί να θεωρούνται ταμπού αυτά τα γεγονότα αν όλα είναι τόσο φυσιολογικά;
Φαντάζεσαι κάποια στιγμή να γράφεις και κάτι πιο μεγάλο όπως μυθιστόρημα;
Ασφαλώς – πρώτα πρέπει να τελειώσω το μεταπτυχιακό μου όμως!
Τι διαβάζεις όταν είσαι λυπημένη;
Δεν διαβάζω όταν είμαι λυπημένη, γράφω όταν είμαι λυπημένη γιατί με βοηθάει να ηρεμώ. Και όταν πια ηρεμήσω, τότε διαβάζω. Μου αρέσει να διαβάζω ακαδημαϊκά άρθρα και βιβλία, κυρίως όσα έχουν να κάνουν με φεμινισμό και φαινομενολογία, όπως και με μετααποικιοκρατική θεωρία – αυτά τα διαβάζω όταν είμαι σε διάθεση ερευνητή. Όταν είμαι σε μια πιο χαλαρή και αισθηματική διάθεση θα διαβάσω μια νουβέλα, η μια συλλογή ποιημάτων.
Ποιο ποίημά σου θα χάριζες στον ιδανικό εραστή;
Το «Όταν Ξυπνάω, κι Εσύ Ακόμα Κοιμάσαι», γιατί το έγραψα για τον σύντροφό μου, τον Παναγιώτη. Είναι σπάνιο πλάσμα.
Τελικά πώς βοηθά την κοινωνία μια ποιητική έκδοση;
Το μόνο που ξέρω είναι πως απλώς ξέρω να γράφω. Αυτό είναι το χάρισμα που μου έδωσε ο Θεός. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να το μοιραστώ με τον κόσμο με την ελπίδα πως θα αγγίξω κάποιον, πως θα μοιραστώ το βάρος της μοναξιάς με κάποιον και δεν θα τον πλακώσει – αυτό έκανε και συνεχίζει να κάνει η λογοτεχνία για μένα. Μια κοινωνία αποτελείται από άτομα, και όλα αυτά τα άτομα κάτι έχουν περάσει, περνάνε ή θα περάσουν κάτι δύσκολο. Όμως σχεδόν πάντα οι οποιεσδήποτε δοκιμασίες ξεπερνιούνται πολύ πιο εύκολα με συναισθηματική ειλικρίνεια, χωρίς να κρίνουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να φιμώνουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Θα μπορούσε κανείς να πει πως θεωρώ το γράψιμό μου ένα ψυχολογικό βάλσαμο, το οποίο προσφέρω σε μένα και σε αυτούς γύρω μου.
Γράφεις για τους άλλους ή για σένα;
Και τα δύο. Γράφω για να κατανοήσω τον εαυτό μου και για να με κατανοήσουν οι άλλοι. Βέβαια, εάν δεν πίστευα πως έχω κάτι να πω σε κάποιον πέρα από εμένα θα συνέχιζα απλώς να γράφω στο ημερολόγιό μου. Είναι λίγο τρόπος ζωής μου και προσωπική μου φιλοσοφία να ανοίγομαι με την ελπίδα πως θα νιώσουν και άλλοι γύρω μου συναισθηματική ασφάλεια για να εκφραστούν αυθεντικά στις ζωές τους. Αυτή είναι η προσωπική μου επανάσταση. Όλοι φοβόμαστε να φανούμε άνθρωποι, με συναισθήματα, με προβλήματα – έχετε δει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Έχουμε όλοι μείνει στο στάδιο του καθρέφτη που περιγράφει ο Lacan! Αντικειμενοποιούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, συγκρίνουμε τις φαινομενικά τέλειες, αψεγάδιαστες ζωές των άλλων βάσει κάποιων σκηνοθετημένων στιγμιοτύπων και νομίζουμε πως εκείνοι έχουν φτάσει στην απόλυτη ολοκλήρωση του εαυτού τους! Δεν ποστάρει κανείς τον πόνο, τα δάκρυα, τα λάθη, την αβεβαιότητα στις ζωές τους. Γράφω για τους άλλους γι’ αυτόν τον λόγο, γιατί αν δεν δούμε και τα δύσκολα νομίζουμε πως εμείς που τα βιώνουμε είμαστε άρρωστοι, περίεργοι, προβληματικοί.
Ποια ανάγκη σε ώθησε στο να προχωρήσεις στη συγκεκριμένη έκδοση;
Γιατί κάνει ο οποιοσδήποτε το οτιδήποτε; Υποθέτω ότι ένιωσα πως μετά από τέσσερα χρόνια η συλλογή «έδεσε» αν θέλετε, σαν να μην χρειαζόταν τίποτα άλλο, είχε πάρει την τελική της μορφή. Και όταν δημιουργήσω κάτι, θέλω να το βγάζω προς τα έξω το συντομότερο, πριν προλάβω να αμφισβητήσω τον εαυτό μου, πριν το σκεφτώ τόσο πολύ και με πλημμυρίσει ο φόβος της κριτικής.