ΜΑΡΙΑ ΣΥΡΡΟΥ

Η Μαρία Σύρρου γεννήθηκε το 1966, στο Βόλο, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας της· λόγω των συχνών μεταθέσεών του, περιπλανήθηκε ανά την ελληνική επικράτεια στη διάρκεια των παιδικών και των μαθητικών της χρόνων. Σπούδασε δημοσιογραφία και θέατρο στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται από το 1986, ως συντάκτρια ύλης και επιμελήτρια κειμένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (έντυπα / ηλεκτρονικά) και σε εκδοτικούς οίκους. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή (Επιδαύρια, 1994), παραγωγή του Κέντρου Αρχαίου Δράματος – «ΔΕΣΜΟΙ», όπου είχε φοιτήσει. Ποιήματα, μικροδιηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα / διαδικτυακά), ιστολόγια και εφημερίδες (έντυπες / διαδικτυακές).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΝΤΥΠΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΟΙΗΣΗ

Επιλήσμονες, (Μανδραγόρας 2016)
λογότυπα, (Ηριδανός 2019)

ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΟΙΗΣΗ

Επιλήσμονες Β’ Έκδοση, 2020
λογότυπα Β’ Έκδοση, 2021
Ανακρούσματα ηλιοστασίου, 2022
Ακουαρέλες και ψηφιδωτά (2022)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Οι μνηστήρες της Δανάης, 2019
(έμμετρο θεατρικό)

 

.

.

 

ΑΚΟΥΑΡΕΛΕΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΑ (2022)

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Στην ιερή φιλία είναι αφιερωμένη ετούτη η συλλογή ποιημάτων, σε
γυναικείες μορφές αγαπημένες που η συμπόρευσή μας και μνήμες
κοινές βοήθησαν να χαράξω μιαν αχνή σκιαγραφία της ζωής μου.
Ιδιαιτέρως αφιερώνω, λοιπόν, τη συλλογή Ακουαρέλες και ψηφιδωτά
στη Θεοδώρα Κ. Σαργιώτη, στη Αίλια Τόγια, στη Γιώτα Αέκκα και τη
Μιχαέλα Γκαβριλίου, που η μεταξύ μας εξομολογητική οικειότητα
λειτουργεί λυτρωτικά για την ψυχή μου. Στην Ιωάννα Ρουμπάνη, το
γελαστό κορίτσι που έπλασε μαζί με τον μονάκριβο αδελφό μου μια
ευτυχισμένη οικογένεια. Στην Κάτια Τζάνου, την αντραδέλφη μου κι
αδελφή μου, την παρηγορητική συντροφιά μου στα δίσεκτα χρόνια
της πανδημίας. Την αφιερώνω στη σεπτή μνήμη της πεθεράς μου
Αγγελικής Τζάνου. Στις εξ αγχιστείας φίλες μα και συγγένισσές μου:
στη Μαρίνα Φισέντζου, στην Άρτεμη Σιμού, τη Φανή Παμφύλου, τη
Γωγώ Θεοδωρογιάννη, τη Μίνα Χαμπηλομάτη, τη Σάσα Σοφού, την
Ελένη Σοφού, τη Βάνα Μπρατάκου. Στη μνήμη της Καίτης Σοφού.
Στη Βέρα Μπαλαμίτσα, τη Γιώτα Πλακιά, την Ελένη Σιάλδα και την
Ελένη Νίτση, απ’ τα ξένοιαστα χρόνια των εγκύκλιων σπουδών μου.
Στη Μαρία Βαρδακαστάνη, στη Χριστίνα Σάντα, στη Μάχη Τράτσα,
στην Κατερίνα Τζαβάρα, τη Δέσποινα Ορφανάκη, που πορευτήκαμε
μαζί σπουδάζοντας δημοσιογραφία. Στην Ευαγγελία Μπαλτατζή, την
Ελεωνόρα Ορφανίδου και τη Φανή Κατσαβούνη, από τη νοσταλγική
περίοδο στη συντακτική ομάδα τού «Αθήνα 9.84», όπου έκανα τα
πρώτα δειλά δημοσιογραφικά βήματά μου. Στη Θεοδώρα Λοΐζου, τη
Φωτεινή Τσακίρη, στη Μαριάννα Λαμπίρη, στην Κατερίνα Λιοντάκη,
σε όλες τις συμμαθήτριές μου από τον τριετή κύκλο των θεατρικών
σπουδών μας στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί». Στη μνήμη
της δασκάλας μας Νίκης Τριανταφυλλίδη. Στην Αργυρούλα Σιμού.
Στην Κατερίνα Καρόγιαννη. Στην Κατερίνα Πολυχρονοπούλου.
Στη Αίλια Τσούβα, που με την πλέρια γνώση της, τη γενναιοδωρία
και την ευαισθησία της, κατέστησε σημαίνουσα την πρώτη δημόσια
παρουσίαση ποιημάτων μου. Στη Γιούλη Βολανάκη που με μύησε,
με το πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο της, σε μια γόνιμη θεώρηση του
φιλοσοφείν. Στην Έλσα Αιαροπούλου, που με ελευθέρωσε σε νέους,
σε αχαρτογράφητους γνωστικούς ορίζοντες με το λαγαρό ερευνητικό
πνεύμα της. Στην Αγγελική Σιδηρά, την ποιήτρια που κατέχει θέση
εξέχουσα στην καρδιά μου. Στη Βούλα Παπαγεωργίου, τη φιλόλογό
μου στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Στη Ζαχαρούλα Μπακιρτζόγλου,
τη δασκάλα μου στην τρίτη και την τετάρτη τάξη του Δημοτικού.
Νιώθω ευλογημένη που αξιώθηκα την πολύτιμη φιλία τους._ Μ.Σ.

 

Ι Ακουαρέλες
ΑΤΕΛΙΕ

Με λέξεις νωπές
αντί γι’ ακουαρέλες
γελώ τον καμβά·
ακρυλικές αισθήσεις
για ψηφίδες λαξεύω
σμιλεύω νόρμες
ιριδισμούς ναυπηγώ
παροξύτονους.

 

ΓΥΝΑΙΚΩΝΙΤΗΣ (Ι)

Καρυάτιδες
φιλίες· δροσοπηγής
περιστύλιο.

 

ΤΟΠΙΟ

Λιγνό κορμάκι
παπαρούνας υμνωδεί
γλυκύ το έαρ.

 

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ

Κύμα το κύμα
τρελό θαλασσοπούλι
ψαρεύει ρότες.
Του χαρίζω ζέφυρους
απαρνιέται το νόστο.

ΠΟΡΤΡΕΤΟ (ΙΙ)

Πεταλουδίτσα
σε γαλανό ουρανό
χορεύει μόνη.
Φυσώ θερμό σιρόκο
για πρίμο καβαλιέρο.

 

ΠΟΛΕΙΣ ΕΑΛΩΣΑΝ

Πανικόβλητη
η σελήνη κρύφτηκε
στα χαλάσματα.
Σκοτεινή πορεύεται
της γης η δυαρχία.

Πυγολαμπίδας
φλόγα ανυπότακτη
σκίζει τη νύχτα.

 

ΙΙ Ψηφιδωτά
ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ

Γκιόνης έθαψε
του πολέμου την ώχρα
στο χαράκωμα.
Προσωπείο φορώντας
πρωίας ηλιόλουστης

στης αλκυόνας
τη φωλιά λαβωμένος
κομμούς γαλουχεί.

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Για του πολέμου τα θύματα, τις εκατόμβες
για όσους στη δίνη του πολιτισμού χαθήκαν
για την ορφάνια, την αρρώστια, την ανέχεια
για τ’ αποτεφρωμένα δάση, τα νεκρά βουνά
για τ’ ουρανού το διαυγές που αναλώθηκε
για τα νερά που στέρεψαν, που μολυνθήκαν
για την κατάφωρη ασχήμια, την κατάντια μας

ενός λεπτού σιγή ας κρατήσουμε, ας δεηθούμε
που αφεθήκαμε άπραγοι στη λήθη και στο έλεος.

 

ΠΑΛΙΑ ΣΗΜΑΔΙΑ

Τ’ απομεσήμερο βγαίναμε στην αλάνα
σουρούπωνε κι εμείς ακόμα αδέσποτοι
με χίλια ζόρια μαζευόμασταν στο σπίτι.

Στα ξένοιαστα τα παιδικά μας χρόνια
κοίτα, «περνά, περνά η μέλισσα με τα
μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα».

Σκοινάκι, μπίλιες και μηλάκια και τσιλίκι
κυνηγητό και φτου ξελευτερία στο κρυφτό
τρεχάλες με την μπάλα και κουτρουβάλες.

Στα ξένοιαστα τα παιδικά μας χρόνια
ψάξε, «πού ’ν’ το, πού ’ν’ το το δαχτυλίδι;
Να το, να το! Δε θα το βρεις». Κλάψε.

Σαν τα πιθήκια σκαρφαλώναμε στα δέντρα
στέναζε η κούνια όπως την ανεβάζαμε ψηλά
όσο να σιάξει κύκλο η τροχιά της αλυσίδας.

Στα ξένοιαστα τα παιδικά μας χρόνια ψηλαφώ
τα γόνατα και τους αγκώνες για παλιά σημάδια
τότε που ξεγελούσαμε τον πόνο και γελούσαμε.

Κόκκινη κλωστή μάς δένει, στην ανέμη τυλιγμένη
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, η ζωή να ξαναρχίσει.

 

ΕΝΘΥΜΙΑ

Ανεβασμένη στης μαμάς τα ψηλοτάκουνα
συνωμοτεί τα μεσημέρια με τον ύπνο της
για να προβάρει μυστικά τη θηλυκότητα.
Σέρνει μελλούμενων βημάτων τη βαρύτητα
πέφτει, σηκώνεται και ξαναπέφτει άτσαλα
παραπατάει, στητή ζυγώνει τον καθρέφτη
τον ολόσωμο, στο χολ, για να του καμωθεί
πως, ναι, έγινε πια γυναίκα. Τον προκαλεί
σιάχνοντας προς τα πίσω τα μαλλάκια της
με μιαν αθώα κοκεταρία στ’ ακροδάχτυλα.
Κοίτα τα ματοτσίνορά της, τρεμοπαίζουνε.
Σουφρώνει όλο νάζι τα χειλάκια και φιλιά
σκορπά φλερτάροντας το νήπιο είδωλό της.
Λίγο πιο κει χάσκουν αφόρετα λουστρίνια
κατακόκκινα, δώρο πασχαλινό απ’ τη νονά
μαζί με φουστανάκι ροζ και μια λαμπάδα.
Ακροπατάει προς το πατάρι η μνήμη της
σα νοσταλγεί το μπαουλάκι με τα ενθύμια
εκεί που αναπαύονται οι γόβες της μαμάς
δίπλα στα παιδικά τα κόκκινα λουστρίνια.

 

ΤΥΦΛΟ ΤΡΑΥΜΑ

Στην εφηβεία, θυμάμαι, εκλιπαρούσα
για μια σταλίτσα αποδοχή και θύμωνα
με τους αδέξιους στίχους μου· επίμονα
με σκίαζε η απόρριψη ωσεί παρούσα.

Μια τόση δα σταλίτσα ανάξια λόγου
απέχει η ενθάρρυνση απ’ τη συμπόνια·
το διαπιστώνω όσο περνούν τα χρόνια
και με θυμώνει το ευ του παραλόγου.

Να ’μαι, λοιπόν, παλιμπαιδίζοντας
να νιαουρίζω σωρηδόν ευχαριστίες
με φληναφήματα κι άλλες αοριστίες
μια ολοκαίνουργια εποχή κομίζοντας.

Τα εύγε όταν ζυγίζω αναλογίζομαι
μην τα στιχάκια μου μια κάποια αξία
βρήκαν· την ξιπασιά τους συνερίζομαι
και προσπερνώ αφειδώς την απραξία.

Άραγε πώς να νιώθουν τα παγώνια
όταν ακούν να κελαηδούν αηδόνια;
Ζάπλουτη φέρομαι, αν και πληβεία·
φοβάμαι, κόλλησα στην εφηβεία.

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Στου Υδροχόου τη μανία εκτεθειμένοι
απ’ την προβλήτα στωικά αγναντεύουμε
τρικάταρτα καράβια όλο προσμένοντας
για ν’ ανοιχτούμε στου μυαλού τα ίσως.

Ξεθώριασαν οι αντοχές μας στην ακτή
τα όνειρα στο εφικτό πώς να χωρέσεις·
φουρτούνα η καρτερία για γερό σκαρί
με τις αξόδευτες χάραξε ρότα αιρέσεις.

Φεύγει ο καιρός κι από κοντά του εμείς
χάδι φτερού, πνοή ανθού, απομεσήμερο
παλίνδρομοι στην άμπωτη ανταμώνουμε
μιας πολυκαιρινής ταυτότητας δεσμώτες.

Με το μικρό σου όνομα σε προσφωνώ
το γέλιο σου γνωρίζω και τ’ ανάστημα·
καίω τους κωδικούς της καταχώρισης
που απρόσωπη ψηφίδα σε χρεώνουν.

Με το μικρό μου όνομα να με καλείς
χαμένη όπως θα υπομένω πλάι σου·
νωπή η απαντοχή κάθε αναγνώρισης
αρχαία τα σημάδια και οι βόστρυχοι.

 

ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Θα παίζαμε κάποιο παιχνίδι της ψυχής
περί του είναι και του φαίνεσθαι
στο μάθημα της υποκριτής, θυμάμαι.
Η αείμνηστη δασκάλα μας, η Νίκη Τ.
πρότεινε να διαλέξουμε αυθόρμητα
απ’ το βασίλειο των ζώων τρία πλάσματα.
Την πεταλούδα διάλεξα, το γλάρο, το άλογο
– ίσως γιατί είχαν χρωματίσει με παράδεισο
το λεύκωμα των παιδικών μου τόπων.
Έπειτα, μας εξήγησε καταλεπτώς το πώς
υποδυόμενοι τις τρεις αυτές επιλογές μας
θα ψηλαφίζαμε, άπειροι καθώς ήμασταν
ρόλους περίτεχνους που οι αρχαίοι τραγικοί
γέννησαν και διδάξαν. Σίγησα αμήχανη.

Τριάντα χρόνια αργότερα, σιγώ αμήχανη
στέκω με δέος στο τραγικό που στοίχειωσε
από καταβολής τού ανθρώπου το βασίλειο·
σιγώ απαρχής, εγκαταλείπομαι στο τραγικό
καθώς παλεύει ανάτριχο το άλογο
Αύγουστο μήνα, με της φωτιάς την κόλαση-
καθώς γυρεύει ο γλάρος την τροφή
χαράματα πάνω από λάσπες και σκουπίδια·
καθώς αποκοιμιέται η πεταλούδα πένθιμη
δίπλα στ’ αποκαΐδια μας που αναδίνουν φρίκη.

Κλάψε μαζί μου, σύννεφο· γίνε βροχή ελεούσα-
ανασασμός- οργή κι ανάθεμα στις στάχτες γίνε.

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ

Σεπτέμβρη μήνα στα Θερμιά
ταξιδευτές στης ομορφιάς το ευρύχωρο
σ’ όρμους, σε λόφους ευφραινόμαστε
τη φευγαλέα πρωτόφαντη ευμένεια.
Σχιστόλιθοι από πράσινο της θάλασσας
– προσκυνητές ευλαβικοί, ναύτες απόμαχοι –
τ’ ανάργιο ερημητήριο πώς ζυγιάζουνε
το πευκοδάσος όπου η Παναγιά μακρόθυμη
σκορπάει την ευλογία της στο πέλαγο
με τις λευκές της αμμουδιάς αμαρυλλίδες.
Αντίπερα η Σέριφος διακρίνεται
να ραχατεύει στου ορίζοντα το στένεμα.
Δίπλα απ’ των ασπαλάθων τ’ αγριωπό κρηπίδωμα
σκάρτοι ανεμόμυλοι, ξωκλήσια ασβεστωμένα
πορεύονται με πικροδάφνες, μ’ αγριοσυκιές
– τρελό μεθύσι, μελτεμάκι μου εύοσμο.
Πέταλουδίτσες μες στα χρώματα του κοχυλιού
βραχύσωμες γαλάζιες αλκυόνες δίβουλες
ανέμελες πετούν, δες, αλαφιάζονται
απ’ των βλεφάρων μας το μαγεμένο ξάφνιασμα
που αγρυπνάει πλάι στων κυμάτων το μουρμουρητό
στου ξάστερου ουρανού το φωτεινό πλημμύρισμα.

Ευλογημένο το νησί, μας καλοδέχτηκε
μ’ ένα φιλί να παιχνιδίζει στο ακρόχειλο.

.

 

.

ΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟΥ (2022)

Ι
Χειμερινό ηλιοστάσιο
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΜΟΝΟΧΕΙΡΕΣ

Χάνουμε ξανά
το δεξί χέρι του Πάουλ Βιτγκενστάιν
στον ακήρυχτο πόλεμο της πανδημίας
στον καιρό της πάνδημης αιχμαλωσίας·
το θάβουμε copy-paste
στον κάδο ανακύκλωσης
του υπολογιστή μας.

Αναρωτιέμαι
πώς εξωραΐζεται η ερμηνεία
της συλλογικής αναπηρίας.
Ας δοκιμάσω.

Αυλαία.
Στη σκηνή, ο πιανίστας ερμηνεύει
το Κοντσέρτο για αριστερό χέρι του Μορίς Ραβέλ.
Στα παρασκήνια, ο σφουγγοκωλάριος παρερμηνεύει
ελευθερίες και δικαιώματα για πάλαι ποτέ αρτιμελείς.
Στην πλατεία, οι χειροκροτητές
αδυνατούν να ερμηνεύσουν
τη δυσφορία του σπόνσορα
πριν πάρει τον υπνάκο του στο πόντιουμ
– ας σταματήσει επιτέλους το πιάνο·
ζούμε σε ώρα κοινής ησυχίας.
Έξω στο δρόμο, λεγεωνάριοι της νέας διεθνούς
προελαύνουν ακατανίκητοι.
Αυλαία

ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (Ι)

Έρημοι δρόμοι.
Άκου, πουλιά κελαηδούν
στο απόβροχο.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ

Πνιγμένες ανάσες, με δόσεις
συσσίτιο για ισχνή επιβίωση
– πλαγκτόν σε θολά νερά.

Στόματα ερμητικά κλειστά
– δείγμα ευσυνειδησίας, μου λες.

Αλήθειες και ψεύδη βουβάθηκαν.
Τα φιλιά των φίλων μαράθηκαν.

Μάσκες παντού.

Η φωνή παθητική.
Η διάθεση παθητική.
Η πτώση έκπτωση.

Εκπτώσεις παντού.

Διαβάζω
προσφορά πενήντα τοις εκατό
σε βιβλία εξαντλημένων εκδόσεων.
Άλλες εποχές θα βιαζόμουν να προλάβω
πριν αποσυρθούν για ανακύκλωση.
Τώρα περνάει κι αυτό στα ψιλά.

Ακίνητος ο χρόνος, παθητικός
λήγει ανεξάντλητος – να προλάβω
να εξαντλήσω τουλάχιστον το φόβο μου
να σώσω τουλάχιστον την υπόληψή μου
στα μάτια σου – όση μου υπολείπεται.

Προς το παρόν
βάζω ανεπίδοτα χαμόγελα
στην υπενθύμιση
σαν κλίσεις αναπάντητες
που εγκυμονούν κινδύνους.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Λιμοκτονούμε.
Σκούριασαν οι έξεις μας
ακυρωμένες.

Λιμοκτονούμε.
Σκέβρωσαν οι θέλξεις μας
απατημένες.

Λιμοκτονούμε.
Στοίχειωσαν οι λέξεις μας
αγνοημένες.

Αντί για φόρο
γδύνουμε τις πληγές μας
αχρεωστήτως.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΟ

Στη μνήμη της μητέρας μου

Ένιωθα άβολα απαρχής στα γιορτινά μου ρούχα
κι εσύ με μάλωνες, θυμάμαι, καθώς μ’ έντυνες
και με κανάκευες γλυκά· είσαι πιο όμορφη έτσι.
Πάντα με μάλωνες γλυκά και με κανάκευες, μητέρα.

Με ρούχα καθημερινά, πάντα αμελής, πορεύτηκα·
με τα χλωρά αγκαθάκια απ’ τις τριανταφυλλιές σου
τις ολάνθιστες να μου κεντρίζουν τ’ ακροδάχτυλα
σαν τιμωρία για κάθε σου παραίνεση που αμέλησα.

Ώσπου ξημέρωσε το πλήρωμα του χρόνου· αλίμονο
στα γιορτινά σου ρούχα σ’ έντυσα για το μακρύ ταξίδι.
Αλκυονίδα μέρα ήταν που μίσεψες, καταμεσήμερο·
μα ήταν χιονιάς· ήταν λυγμός· και μαρασμός· και δίνη.

Συγχώρεση ζητώ για τούτη τη στερνή φορά, μητέρα
που ντύθηκα απαρχής τα πένθιμα του βίου μου τα ρούχα.
Δες με· ντύθηκα ατόφια την οδύνη μου να σε ξεπροβοδήσω·
παράπονό μου αναφιλητό· χλωρό κλαράκι· ροδοπέταλο.

ΙΙ
Θερινό ηλιοστάσιο
ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ

Στον Βαγγέλη

Μάτια μου μελαγχολικά, μελένια
μυήματα μεθυστικά, μενεξεδένια
μέλπετε μελιχρές μιμόζες μαγικές
μη-με-λησμόνει μονωδίες μυστικές.

Μορφή μονάκριβη, μαλαματένια
μειλίχια μιλιά μου, μεταξένια
μύρο στη μοναξιά μετοίκησέ με
μίσεψε μέσα μου, νοστάλγησέ με.

ΓΑΜΗΛΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

Στον αδελφό μου Βάίο

Κορφολογούσαμε πρασιές με αναμνήσεις
απ’ της μητέρας τ’ ανθισμένα μονοπάτια
κι απ’ του πατέρα τις ευλαβικές διηγήσεις
με νοσταλγία κι ένα ψιλόβροχο στα μάτια.

Ήταν δεκάξι του Γενάρη κι ήταν Σάββατο
που στεφανώθηκαν σεμνά μ’ αθανασία·
η αγάπη τους σε κήπο ευδοκίμησε άβατο
κι ο πλέριος πόθος πλάνεψε την προδοσία.

Στης Αφροδίτης το φαιό πολύπαθο νησί
ώμοσαν όρκο ιερό και φόρεσαν τη βέρα·
του ’65 ξόρκισαν μιαν αποφράδα ημέρα.
Παραπανίσιος ο θυμός, η πίκρα περισσή

γι’ αυτούς που παίξανε την ένωση στα ζάρια.
Φιλί στα χείλη ο υμέναιος, απάλυνε τη λύπη
και του πολέμου έσβησε τα ματωμένα χνάρια·
ήχησαν μόνο σαν ψαλμός του έρωτα οι χτύποι.

Μισός αιώνας πέρασε, διαβήκανε τα χρόνια
σα διαβατάρικα πουλιά, σαν πετροχελιδόνια
κι η πεθυμιά ταξίδευε συχνά στα ίδια μέρη·
να ξαναπάνε στο Φοινί, μα να ’ναι καλοκαίρι.

ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (IV)

Ξέμπαρκοι γλάροι
μέθυσαν στο λιόπυρο
της προκυμαίας.
Θαλασσινέ καημέ μου
λύσε, ταξίδεψέ τους.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μία φορά κι έναν καιρό
– μήνας Ιούλης ήτανε –
το σύννεφο ακολούθησα
της γαληνής πρωίας
κι αφέθηκα να μεταμορφωθώ
στις μύριες του μεταμορφώσεις.
Αιθέρια αιωρούμενη
ατένιζα εκστατική
τον πίνακα του φυσικού τοπίου
– πολύχρωμη παλέτα ρέουσα –
τις λεπτομέρειες που ονομαστοί
ζωγράφοι απαθανάτισαν.

Μία φορά κι έναν καιρό
– χτες ήταν, ή προχτές –
έγινα χελιδόνι και ταξίδεψα
και καλοδέχτηκα τις ηλιαχτίδες της αυγής
με τιτιβίσματα χαράς, με παιχνιδίσματα.

Μία φορά κι έναν καιρό
βροχούλα έπεσα απ’ το σύννεφο
κι ήπιε νερό το χελιδόνι και ξεδίψασε
– μεσοκαλόκαιρο ήτανε, αναβροχιά.

ΚΟΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Στον ποιητή Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλο

Ευφρόσυνο άγγελμα
ετούτο δω το κοινο ποίημα
άλμα με γκελ στην ντοπαμίνη.
Βασιλικοί πλατύφυλλοι
μαζί και δυόσμοι, δυο κόσμοι
δυο ζεύγη χέρια πήλινα, δυο δειλινά
σαν από πλαστελίνη κόσμημα
το ’χουνε πλάσει
ετούτο δω το κοινο ποίημα
και το ’χουνε κρεμάσει
(ενώτιο ενίοτε, ενίοτε σελήνη)
στην ψυχο κλειδαρότρυπα
δίχως αιδώ και πάροδο
– ψίθυρος είναι, μα τρυπά
κι άλικο αίμα στάζει.
Με συναφή προσχήματα
ετούτο δω το κοινο ποίημα
χτίστηκε να στεγάζει
σχήματα, χρώματα, αρώματα
για να μοσχοβολάει εσαεί
φιλία τριανταφυλλί
– αδελφοποίηση στην ποίηση.
Της χαρμολύπης δύο γηγενείς
καλέ μου φίλε κι αδελφέ Μιχάλη, εμείς
συνοδοί πόροι εγγενείς, θαρρείς
άφραγκοι τροβαδούροι της ζωής
εξ αχρηστίας συγγενείς (τόσο αφελείς)
παράταιροι για λογιστές και λογικούς
κι ομογενείς κι αλλογενείς φανατικούς
βγάζουμε τ’ άπλυτά μας στο χαρτί εν επιμόνω
των λέξεων να εμπλουτίζουν το οξυγόνο
κι από τ’ απόβλητα τα τοξικά να καθαρίζουν
– με οίηση παράμερα ψυχορραγούν
προσποίηση, παραποίηση, αντιποίηση.
Καλέ μου φίλε κι αδελφέ Μιχάλη, εμείς
πάντα εκκρεμείς, με μια φωνή αναφωνούμε
ζήτω η ποίηση, ζήτω η αδελφοποίηση.

ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (VI)

Χρυσό γιορντάνι
φεγγάρι του δριμάρη
φως στις σκιές σου.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Το πένθος ενέσκηψε στη ζωή μου στις 28 Δεκεμβρίου του 2019, μεσημέρι Σαββάτου, με την εκδημία της μητέρας, συνοδευόμενη από την οδύνη του πατέρα, που αποχωριζόταν τη συντρόφισσά του ύστερα από 56 χρόνια
ευλογημένης και ταιριαστής συμβίωσης. Ανακαλώ συχνά στη μνήμη μου την τρυφεράδα σε κάθε εκδήλωση της αγάπης τους και της αμοιβαίας αφοσίωσής τους. Αναπολώ συχνά εκείνα τα παιχνιδιάρικα σατιρικά τετράστιχα που σκάρωνε ο πατέρας, με κάθε ευκαιρία, για να την πειράξει. Αναπολώ το γέλιο της μητέρας καθώς ανάβλυζε γάργαρο, όσο τον άκουγε να απαγγέλλει· τότε επιστρέφω με συγκίνηση στο «Τραγούδι της Αγλαΐτσας», το ποίημα που έγραψε στη μνήμη της μετά τους πρώτους έξι μήνες απουσίας (Τρίκαλα, Ιούλιος 2020). Το παραθέτω πλάι στη συλλογή μου, σαν κληροδότημα πολύτιμο.

Μαρία Σύρρου

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΛΑΪΤΣΑΣ

Άντρα μου, τα λουλούδια μου
συχνά να τα ποτίζεις
όπως τα πότιζα κι εγώ
χωρίς να μουρμουρίζεις.

Κάθε πρωί τα μίλαγα
βράδυ τα τραγουδούσα
και το καταμεσήμερο
πολλή δροσιά κρατούσα.

Σου έδωσα το λόγο μου
και θα τον εκρατήσω·
για χάρη σου, Αγλαΐτσα μου
τη δίψα τους θα σβήσω.

Εσύ είσαι το λουλούδι μου
εσύ και η δροσιά μου
αηδόνι που γλυκολαλεί
τραγούδι στην καρδιά μου.

Ευάγγελος Β. Σύρρος

.

ΛΟΓΟΤΥΠΑ (2021)
στους ανέστιους όπου γης

Ι
αντιλογίες
TABULA RASA

πιστώνω φωνές
παλμούς
μορφές από μνήματα
ρισκάρω ανανήψεις
στενεύω τις φόρμες
μετά τις πλαταίνω
αποσιωπώ
αυτοσχέδιες
μαρτυρικές
καταθέσεις
παρακάμπτω δειλά τη σιωπή
καταλείπω τα νώτα στο φως
μετρώ τη σκιά μου
σκιά γίγαντας
ζυγίζω το σκότος
αναμετρώ εξαπατήσεις
σκιά νάνος γίνομαι
γυρίζω σελίδα
γδύνω τους φθόγγους
αφήνομαι
στο μεσουράνημα μιας νύξης.

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΕΙΣ

μες στην ομίχλη
της λεξιλαγνείας μου
πενθώ αλήθειες.

FLASHBACK

δίσεχτη η ψυχή μου απόψε
ιχνηλατεί στη χίμαιρα
τις ηδονές που την κομμάτιασαν
θρηνεί ξεθωριασμένα πάθη
στο σύθαμπο αβύσσου και απόγνωσης.
αν και ορίστηκε δικάσιμος
μαθεύτηκε
αναγορεύτηκε απούσα η συνείδηση.
τι να σου κάνουν μία χούφτα απαντοχές.
δείλιασαν μέχρι αμνησικακίας
και προδόθηκαν.
έμεινε εκεί να χάσκει
η ετυμηγορία
κερκόπορτα ανένδοτη.

ΑΒΛΕΨΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΛΕΨΕΙΣ

καλή σας μέρα, οπτικέ μου.
τηλεφωνώ για να σας παραγγείλω
ένα ζευγάρι ματογυάλια,
μ’ ακούτε;
τον έναν από τους δυο φακούς
τον προτιμάω κοίλο,
καθώς θ’ αναποδογυρίζει
σκέφτηκα
το καθετί που βλέπω
ίσως ξυπνάει το θυμικό μου.
πώς σας φαίνεται;
αριστερός ή δεξιός φακός
το ίδιο μού κάνει.
ο έτερος, ωστόσο, θα ’θελα να ’ναι
οπωσδήποτε κυρτός φακός.
λίγη αντικειμενικότητα δε βλάπτει
στο, έτσι κι αλλιώς, υποκειμενικό μου βλέμμα.
θα καταφέρω, λέτε, να κρατήσω
ταυτοχρόνως
και τα δυο μάτια μου ανοιχτά;
χρειάζομαι τη συμβουλή σας.
πώς είπατε;
αδυνατείτε διά τηλεφώνου
να μετρήσετε τα κέντρα μου;
θα προτιμούσα, αν δεν έχετε αντίρρηση
να αποφύγω κάθε συμμετρία,
θέμα ιδιοσυγκρασίας, καταλαβαίνετε,
όσο για τους βαθμούς διόρθωσης
το αφήνω στη διακριτική ευχέρειά σας.
αντιλαμβάνομαι μια κάποια
ανησυχία στη φωνή σας, οπτικέ μου.
φοβάστε μήπως χάσω
διά παντός την όρασή μου;
παρακαλώ, μη θορυβείστε
δηλώνω εκ πεποιθήσεως τυφλός.
πώς; αν είστε σύμφωνος με τα υπόλοιπα
δεν πρόκειται να τα χαλάσουμε στο σκελετό.
είμ’ ανοιχτός, να ξέρετε, σ’ όλα τα χρώματα.
πώς είπατε, οπτικέ μου;
αφού επιμένετε λοιπόν, ακούστε
το σκελετό τον προτιμώ κοκάλινο
με dna επαναστάτη.

ΒΟΛΙΔΟΣΚΟΠΗΣΗ

ο μέγας χορηγός της συγκυρίας
έστησε φιέστα στα χαλάσματα
με ποτ πουρί κοάσματα παρηγοριάς,
οι διασκεδαστές – δημαγωγοί αλλόφρονες
άλλοτε καθωσπρέπει –
στονάρουν με προσχήματα στεντόρεια
παράφρονες και θιασώτες πατρονάρουν,
το χάραμα, κεκαθαρμένοι αμαρτωλοί
φτύνουν χολή συλλογικής ματαιοπονίας
δάκρυα νόθα μετάνοιας χύνουν
για την εσχάτη προδοσία
τετραγωνίζουν με τεχνάσματα μυστήρια
το φαύλο κύκλο της απόγνωσης
και τα πειστήρια
της πανηγυρικής διαφυγής κομίζουν,
τέτοιο παράπτωμα δεν ξανακούστηκε
– ένοχοι εξιλέωσης, ψηφίστε τους
ή, τέλος πάντων, αψηφήστε τους.

ΙΙ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ
ΘΕΡΙΝΗ ΣΥΓΧΟΡΔΙΑ

η ακινησία κατανυκτική, παύση ολοκλήρου
λουσμένη τη νυχτερινή δροσιά του θέρους
ώσπου ανέμισε πυρρόξανθη η χαίτη του ορίζοντα
κι ο μέγας ήλιος, μαέστρος αξεπέραστος
ανάγγειλε τον ερχομό μιας ολοκαίνουργιας ημέρας.
πρώτα, ξεπρόβαλαν δειλά
της χελιδόνας τα καλωσορίσματα
μ’ ένα τραγούδι λυρικό, πολυταξιδεμένο
πάνω στον τρίφυλλο ανθό της βουκαμβίλιας.
ευθύς, η δεκοχτούρα καλημέρισε
με τον επίμονο, τον παρακλητικό ρυθμό της.
δίπλα, η πικροδάφνη κι η τριανταφυλλιά
στις αποχρώσεις της χαράς παραδομένες.
να κι η σεμνή μολόχα και το γιασεμί
με τον τρελό του μύρο.
ξάφνου, στα μοσχοπράσινα κλαριά
του νεαρού πευκώνα
εισέβαλε για ισοκράτημα
το φάλτσο βουητό της μύγας
παραμερίζοντας της πεταλούδας τη σιωπή.
μ’ έναν υψίφωνο γατοκαβγά κι απανωτά
διάσπαρτα αλυχτίσματα στο μπάσο
ήχησε το φινάλε της εξαίσιας συναυλίας
καθώς μονότονες οι πράξεις του ανθρώπου
προστέθηκαν αργόσυρτες στην παρτιτούρα.

ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ

συνέβη χτες, θα ήταν επτά και τέταρτο
ώρα του οκτώβρη, μούχρωμα.
είπα να κάνω ένα τσιγάρο στην αυλή
– καταφυγή και καταφύγιο η αυλίτσα μας
εδώ, στο γκαζοχώρι –
παρέα με την αγγελική και τη ροδιά
καθώς το συνηθίζω.
με το που έγειρα την πόρτα για να βγω
αξιώθηκα ένα θέαμα πρωτόγνωρο
για τα δικά μου μάτια,
όνειρο έμοιαζε
μα, σας τ’ ορκίζομαι, συνέβη.
τα είδα να στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό
– δέκα με δεκαπέντε (αν υπολόγισα σωστά)
μικρά, αθόρυβα κοτσύφια –
να καταδύονται μέχρι τη γης
κι ύστερα πάλι προς τον ουρανό να υψώνονται
σε μια τελετουργία απόκοσμης σιγής,
φοβήθηκα για μια στιγμή
– ντρέπομαι, το ομολογώ –
για την αδιακρισία ετούτη
να παραστώ απρόσκλητη στη δειλινή μυσταγωγία.
συνέβη, μα δεν το ’θελα, τ’ ορκίζομαι.
κλείστηκα μέσα βιαστική
κι απ’ το παράθυρο
πάσχιζα να διακρίνω τι και πώς.
θα είχε περάσει κιόλας τέταρτο
όταν ο άρχων τελετάρχης κότσυφας
κύκλωσε έναν κύκλο τη ροδιά
κι ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά της φυλλωσιάς της.
τα υπόλοιπα τον ακολούθησαν
– με την αράδα του το κάθε ένα –
ώσπου το δέος άγιασε του θάμπους την αυλή
που στεφανώθηκε τη νέα σελήνη.

MODUS VIVENDI

οι ψευδαισθήσεις
των φωτοσκιάσεων
μας υποθάλπουν.

HOMO SAPIENS

μάταια στριμώχνονται οι στίχοι
να βολευτεί η ανοχή του άστεγου
η ανωνυμία του που προσπερνώ
στο νοτισμένο πεζοδρόμιο,
πώς να υφάνω ξέφτια λόγια
για τη βολή σ’ ένα χαρτόκουτο
την ηδονή του αποτσίγαρου.
«θλίβομαι» πάω να γράψω, μα συντρίβομαι
στον κορεσμό και στη δειλία μου.
τι να σου απολογηθώ και τι ν’ αποσιωπήσω,
δωροδοκώ τις λέξεις και σιγώ
υποταγμένη στην αγέλη.

ESPERANTO

της ανεμώνης
πώς να τη μεταφράσεις
την απόγνωση.

ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΕΣ

αυτός ο κυνηγάρης σκύλος
που τον παράτησαν λυτό
τρεις μέρες τώρα
στο ταρατσάκι τού απέναντι διώροφου
πείσμωσε κι ούτε τρώει ούτε πίνει,
αρνείται να δεχτεί, όπως φαίνεται
μια τέτοια ελευθερία
που του εκχώρησαν με το στανιό τ’ αφεντικά του.
πείσμωσε κι όλο κλαίει.
κλαίει πάλι απόψε
και δεν του καίγεται καρφί
ούτε για τους αστερισμούς, που όλο συνωμοτούν
καθώς φυλάνε τσίλιες στα ακατονόμαστα
ούτε για τη σελήνη, που αργοσβήνει μοναχή
κι εκλιπαρεί για συντροφιά
χαμένη στις αδέσποτες σκιές του δρόμου.
κλαίει και δεν του καίγεται καρφί
που πάλι με ξαγρύπνησε
μ’ αυτόν το βασανιστικό λυγμό του
να μου ξεφτίζει τα όνειρα.
πείσμωσε, κι είναι σα να αποζητάει
το φίμωτρο και το λουρί του.
κομμάτι δύσκολο να την αντέξεις την ελευθερία σου
άμα σε καλομάθουνε στα κανακέματα δεμένο.

REFRESH

μετρώ το χρόνο απ’ την αρχή
καθώς περιπλανιέμαι αμήχανη
στο λεύκωμα με τις παλιές φωτογραφίες.
παρατηρώ με επιείκεια
τα αλλεπάλληλα χαμένα εγώ
σαν ξένα πια.
τα άλλοθι κι οι μαρτυρίες τους ανεπαρκείς.
δε μου θυμίζει τίποτε από μένα
αυτό το κοριτσάκι το ασπρόμαυρο
με τα πελώρια μάτια και τις μπούκλες.
και τούτη ’δώ η έφηβη
μέσα στην μπλε ποδιά της
με το κολλαριστό το άσπρο γιακαδάκι
σαν τι να σκέφτεται άραγε
όπως ρεμβάζει αμέριμνη
στο φθινοπωρινό προαύλιο.
τόσες ζωές μες στη ζωή που έζησα
– τι κι αν υπολογίζεται για μία.
θολά καρέ, αχνές, μακάριες φιγούρες
με επισκέπτονται διατακτικά
και συναρμολογούν αυθαίρετα τα περασμένα.
φρεσκαρισμένες αναμνήσεις
που ξαναδένουν κάθε τόσο την αλήθεια
κομπάζουν ότι κύλησε
ακαριαίο όνειρο μισός αιώνας.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Με διάθεση εξομολογητική, επισημαίνω ως εγχείρημα
δύσκολο (σχεδόν επικίνδυνο) ετούτο που τολμώ να επιχειρήσω,
να βρω δηλαδή απαρχής λέξεις για να παραθέσω τις προθέσεις
μου, όσα είχα ανάγκη να μοιραστώ δημιουργώντας τη δεύτερη
ποιητική συλλογή μου, με τίτλο λογότυπα, που κυκλοφόρησε
πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ηριδανός. Θεωρώ σημαίνουσα και
αναντικατάστατη την προσωπική ανάγνωση και ερμηνεία τού
κάθε αναγνώστη δίχως την παρεμβολή οδηγιών ή επεξηγήσεων
από την πλευρά του συγγραφέα. Προτρέποντάς σας λοιπόν να
κρατήσετε μιαν απόσταση ασφαλείας απ’ όσα θα διαβάσετε
ακολούθως, μπαίνω ευθύς αμέσως στο προκείμενο.
Στα λογότυπα θέλησα να σκιαγραφήσω τα χνάρια τής
μακρόχρονης κρίσης που εξακολουθεί να ταλανίζει τη χώρα,
έχοντας για βασικό άξονά μου βιώματα προσωπικά, βιώματα
ρουτίνας, τα οποία ταξινόμησα σε δύο ισοβαρείς ενότητες, τις
«αντιλογίες» και τις «αποτυπώσεις». Μέσα από είκοσι τέσσερα
ποιήματα επιχείρησα να αποκαλύψω τη φλέγουσα όψη μιας
εσώτερης προσωπικής διαδρομής, με αφετηρία της την άνοιξη
του 2016 και απόληξη το καλοκαίρι του 2017.
Στους στίχους των «λογότυπων» ποιημάτων μου έχει πια
καταλαγιάσει ο αιφνιδιασμός των οδυνηρών μεταπτώσεων, και
η παρόρμηση της επιβίωσης είναι πλέον κυρίαρχη. Ωστόσο, το
βίαιο πέρασμα από μια τακτοποιημένη, απόλυτα ελεγχόμενη
και επομένως ασφαλή καθημερινότητα, σε μια απροκάλυπτα
άναρχη βιοτή, χαοτική, βιοτή περιορισμένη σ’ ένα ασφυκτικό
πλαίσιο στερήσεων και απαξίωσης, εξακολουθεί να βασανίζει
το μυαλό, εξαναγκάζοντάς το σε διαρκή εγρήγορση. Έτσι, και
οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες διογκώνονται, καθετί εξετάζεται
μέσα από το πρίσμα μιας καινούργιας καχύποπτης οπτικής.
Οι σκέψεις επαναστατούν, γίνονται «αντιλογίες». Τα βιώματα
χαρακώνουν βαθιά τη συνείδηση, γίνονται «αποτυπώσεις». Οι
εξιδανικεύσεις, οι αρνήσεις, οι συμβιβασμοί, που διαλέγονται
με τη διάχυτη αβεβαιότητα, αντιπαλεύουν το νέο κατεστημένο
υπερέχον με διάθεση καταγγελτική ή, άλλοτε, περιπαικτική ή
προσμονής ή και παραίτησης.
Στο σκηνικό χώρο των είκοσι τεσσάρων «λογότυπων»
ποιημάτων μου —όπου τη συντελεσμένη παρακμή επιχειρώ
να ιστορήσω εικονογραφικά με την πλήρη και συντριπτική
επικράτηση των πεζών γραμμάτων—, η εναλλαγή εποχών και
τόπων και τοπίων παρασύρει αθόρυβα το χώρο και το χρόνο,
συρρικνώνοντας το παρόν στο κέντρο μιας νοητής σφαίρας,
ενός διάφανου εσώτερου εγώ, απ’ όπου η θέα εκτίθεται
πανοραμική. Το όλον, ως άφθαρτη αξία και πρότυπο ιδεατό,
μολονότι «στεγάζει» τα ποιήματα μέσω των τίτλων τους, τα
εγκαταλείπει στο έλεος της υποκειμενικότητας και της φθοράς
που αναδύουν οι στίχοι.
Τη διαλογική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους
τίτλους των ποιημάτων και στα ίδια τα ποιήματα, μέσω της
αναγωγής από το γενικό στο μερικό, επιστρατεύεται για να την
υπονομεύσει ο γενικός τίτλος της συλλογής, καθώς προτίθεται
να αποδυναμώσει την ισχύ των προτύπων, μεταλλάσσοντάς τα
σε τυποποιημένες γενικότητες, δηλαδή σε λογότυπα.
Στο σύγχρονό μας περιβάλλον, της υπερκατανάλωσης,
μια πληθώρα προϊόντων —υλικών και άυλων— κυριαρχούν,
και μαζί τα λογότυπό τους, λογότυπα αδηφάγα, ανελέητα,
χαραγμένα είτε με ελληνικούς είτε με λατινικούς χαρακτήρες,
όπως και οι τίτλοι των ποιημάτων της συλλογής λογότυπα. Σε
τούτο το περιβάλλον η κρίση των αξιών αποσιωπάται, καθώς
προέχει η ροή της ζωής που οφείλει να συνεχιστεί αδιάλειπτα.
Ως αντιστάθμισμα της επιχειρούμενης υπονόμευσης,
θέλησα να διαποτίσω το περιβάλλον της συλλογής μου με μια
αίσθηση γλυκόπικρη, η οποία δεν υπόσχεται να ανασύρει τη
ματαιωμένη ελπίδα αλώβητη και κραταιά, αλλά επιχειρεί να
επενδύσει το άδηλο μέλλον με τη δύναμη και την ωραιότητα
της απροκάλυπτης αλήθειας.

ΕΠΙΛΗΣΜΟΝΕΣ (2020)

Ι
Άτροπος (2017 – 2020)
ΕΥΦΡΟΣΥΝΟ ΨΥΧΟΣ

Χρόνια κρύβω επιμελώς τη δεινή αμηχανία μου
μπρος στη σοβαρότητα των νεκρών προσώπων.
Ντυμένη την πρέπουσα αταραξία
διασχίζω προσεκτικά, σχεδόν αθόρυβα, το χάος
που με οδηγεί στον τελευταίο ασπασμό.
Μα, καθώς κοινωνώ το απαθές μειδίαμα στις παρειές
και αγγίζω το ευφρόσυνο ψύχος της σάρκας που δύει
η οδύνη της απώλειας σωριάζεται μέσα μου.
Έτσι, για μια μόνη στιγμή, τολμώ και αντιστέκομαι
στο θριαμβεύον αναπότρεπτο που σιγεί απέναντί μου.
Ύστερα, εγκαταλείπομαι πάλι ανεπαρκής
στο ασταθές των χεριών και των γονάτων
ενώ απομακρύνω την υγρή σιωπή μου
προς την υπέρτατη απουσία.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΟ

Στη μνήμη της λατρευτής μου μητέρας Αγλαΐας
που απεβίωσε το Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Ένιωθα άβολα απαρχής στα γιορτινά μου ρούχα
κι εσύ με μάλωνες, θυμάμαι, καθώς μ’ έντυνες
και με κανάκευες γλυκά· «είσαι πιο όμορφη έτσι».
Πάντα με μάλωνες γλυκά και με κανάκευες, μητέρα.

Με ρούχα καθημερινά, πάντα αμελής, πορεύτηκα·
με τα χλωρά αγκαθάκια απ’ τις τριανταφυλλιές σου
τις ολάνθιστες να μου κεντρίζουν τ’ ακροδάχτυλα
σαν τιμωρία, για κάθε σου παραίνεση που αμέλησα.

Ώσπου ξημέρωσε το πλήρωμα του χρόνου· αλίμονο
στα γιορτινά σου ρούχα σ’ έντυσα για το μακρύ ταξίδι.
Αλκυονίδα μέρα ήταν, και καταμεσήμερο, που μίσεψες·
μα, ήταν χιονιάς, ήταν λυγμός, και μαρασμός, και δίνη.

Συγχώρεση ζητώ, για τούτη τη στερνή φορά, μητέρα
που ντύθηκα απαρχής τα πένθιμα του βίου μου τα ρούχα.
Δες με· ντύθηκα ατόφια την οδύνη μου να σε ξεπροβοδήσω·
παράπονό μου αναφιλητό· χλωρό κλαράκι· ροδοπέταλο.

ΙΙ
Επιλήσμονες (2015 – 2016)
ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ ΣΙΩΠΗ

Ζητώ συγγνώμη από τους στίχους μου
που έμειναν να με περιμένουν
δέκα και εννέα συναπτά φθινόπωρα.
Δέκα και εννέα έτη φωτός, έχω την αίσθηση.
Όχι πως με περίμεναν πολύ
μα, να, μου λείψανε κι εμένα.
Τώρα τους ψάχνω στα τυφλά.
Τους αφουγκράζομαι μες στις σιωπές.
Τη γεύση τους αποζητάει
ο στερημένος ουρανίσκος μου.
Μετρώ στο πληκτρολόγιο τα γράμματα.
Είκοσι τέσσερα. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη.
Σκέφτομαι μήπως προκαλέσω και την έμπνευση.
Θα είναι πρόκληση σε μονομαχία.
Αν παρ’ ελπίδα με καταδεχτεί, η ακριβοθώρητη
– πιστόλι ή ξίφος, ας επιλέξει εκείνη –
έχω την αγαθή προαίρεση να με συντρίψει.

ΖΩΕΣ ΕΞΙΛΑΣΤΗΡΙΕΣ

Είναι κάτι ζωές δύσκολες
ριζωμένες στο τίποτα
με άδειες παραμονής ληγμένες
ζωές ριγμένες όπως όπως
ρημαγμένες.

Είναι κάτι ματιές
σα σβησμένες λυχνίες
– λάβα χυμένη στη θάλασσα –
ξεβρασμένες ματιές
πεταμένες σ’ ένα σάπιο παρόν
ματιές ύαινες
που σπαράζουν το χρόνο.

Κάτι τέτοιες ζωές
κάτι τέτοιες ματιές
κολασμένες, καθαγιάζουν
αυτόν τον πλανήτη της ύβρεως.
Ματιές, ζωές εξιλαστήριες.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ

Ο ισχυρός, του ισχυρού, τον ισχυρό, ω ισχυρέ
Λείπει εν αδίκω η δοτική.

Άπαν τω ισχυρώ απόδοτε, συ ανίσχυρε.
Ελεύθερη αφήνεται των αξιών σου η πτώση
εντός και εκτός των χρηματιστηρίων.

Εντός τειχών, άπαντα τοις μετρητοίς να επιδίδεις
για να προσδίδεις αξιοπιστία
στο θέρετρο της πλήρους απληστίας
όπου διαβιώνεις.

Εκτός τειχών και επί τα αυτά
της δοτικής η πτώση σε πλήρη χρήση ας παραμείνει
εις την γερμανικήν τε και εις την τουρκικήν.
Στην γείτονα πρόσθεσε και την αφαιρετικήν
σπάνια πτώση, πλην χρηστή.

Ελληνιστί, αμφότερες οι πτώσεις
απ’ τη μια τσέπη του αφεντικού στην άλλη.
Βάρβαρη φράση εις την μαλλιαρήν.
Η βαρβαρότης άπτωτος.

ΙΙΙ
Χάσμα (1996)
ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ ΟΝΕΙΡΩΝ

Στους λατρευτούς μου γονείς
που ανέδειξαν σε όραμα
τις ταπεινές μου επιδιώξεις

Κακέκτυπο άκοπο η ζωή σου
στοιβαγμένο πρόχειρα.
Όνειρα τυπωμένα, επιλήσμονα
ήττες, βροχή και μύρο ποτισμένα
ξαγρυπνισμένα σε προσκέφαλα αδηφάγα.

Γεύση νωπή από αδημονία
να, ο χαρτοκόπτης σφαγιάζει το κορμί σου.
Ακούς το φλοίσβο; Πύρινος κρουνός
σε παρασύρει σε παρθένα λάθη.

Χρόνια μετά
ψαύεις υστερικά τους αριθμούς
στα υποσέλιδα.
Μάταια. Δε βρίσκεις τίποτα
στη θέση του.

Την αγγελία που σύνταξες
για τις χαμένες μνήμες
– ετοίμασες και τα βρετίκια –
την προσπερνούν οι αυτόπτες αδιάφορα.

Της λήθης η βουκέντρα σε ματώνει
μα εσύ, ο εξ απαλών ονύχων πεισματάρης
παραμερίζεις στο εξώφυλλο τη σκόνη
και ξαναρχίζεις την ανάγνωσή σου
από το ευρετήριο.

IIIΙ
Πετροκέρασα (1991 – 1993)
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΑΙ

Στο ημιυπόγειο των πρωτόλουβων ηδονισμών
ήδομαι
τα θεία δάκρυα μπρος στο παράθυρο
με τις κουρτίνες τις θλιβερές.
Θλίβομαι
για των περαστικών τα βήματα τα αδιάφορα
τα σκέλη τα ασώματα
τα βλέμματα τα αθώρητα.
Ενθάδε κείμαι
κορμί
κεφαλής συνθλιμμένης
από το διάβα απαθών πατημάτων.

ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΩΤΩΝ

Κορμιά καμωμένα κερένια, κεραυνωθείτε.
Καρνάγια κριμάτων και κινδύνων, καταποντιστείτε.
Κυρτά καλιγωμένα καπόνια κατακρίσεων, κολαστείτε.
Κρουσταλλένιων κρουνών κρατερά κελαρύσματα, κοπάστε.
Κακοδικίας κουφάρια κακοθάνατα, κοιμηθείτε.

Έρωτές μου αλλοτινοί, ικετεύω σας, χάστε με.

Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στερνό του Απρίλη ξαγρύπνημα
του Μάη αγγίξαμε μαζί το ακρόχερο
και τον καλωσορίσαμε
το μήνα τον ανθηρό
με αγκαλιάσματα.

Παράφορα διασκέλισες
την άβυσσο
άδραξες τη φυγή μου
και τη δάμασες.

Η δίψα μου δροσίστηκε
στον ποταμό
που ανάβλυζαν τα μάτια σου.
Μα γλίστρησα, βυθίστηκα
και χάθηκα.

Αν με ξανάβρει ο δρόμος
και ξακρίσω να πλυθώ στις όχθες σου
θα ’θελα να ’ναι Μάης, όπως τότε.

ΓΥΜΝΟΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Κοίταξα την ανατολή
με τη θωριά θερμή
για τους γυμνούς
από αισθήματα.

Τόλμησε πρώτη η ψυχή
– ανάγκη να αγρυπνήσω
στο όνομα των στωικών.

Διακήρυξε έπειτα ο νους
– ανάγκη να αψηφήσω
στο όνομα των σιωπηλών.

Κοίταξα τότε προς τη δύση
κι η σάρκα μού ψιθύρισε
πεινάω, ιδού η ανάγκη.

ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ

Ώρα του γεύματος.
Η πιατέλα με το βαθύ σκέπασμα
ακουμπισμένη στο λινό τραπεζομάντιλο.
Τα πέντε δάχτυλα του δεξιού χεριού σμίγουν
σε κύκνο.
Βλέπω που σκύβει το κεφάλι
με το ανασήκωμα του αγκώνα.
Το βαθύ σκέπασμα υποχωρεί
καθώς ο κύκνος ανορθώνεται με χάρη
και το δωμάτιο πλημμυρίζει πεταλούδες.
Μενεξεδί, τιρκουάζ, πράσινο, άλικο, θαλασσί.
Ζεύγη αέρινων φτερών
πριονίζουν
τις κομμένες ανάσες
των καλεσμένων.
Τα βλέφαρα εκστατικά.
Οι άκρες των χειλιών αποτραβιούνται
η μια της άλλης
στο μέτρο του χαμόγελου.
Τα μαλθακά νεύρα διεγείρονται.

Παράτολμο
να μην υπάρχει
ένα παράθυρο να ανοίξεις.
Μια χαραμάδα φως
να κρατηθεί το όνειρο.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Αυτό το παιχνίδι το σαγηνευτικό, με τις λέξεις, τους
ρυθμούς και τις φόρμες, που στη γλώσσα των ενηλίκων
ονομάζεται «ποίηση», κατέκλυσε τη ζωή μου άδολα και αθόρυβα
λίγο πριν γνωρίσω την εφηβεία.
Η δύναμη που ανακάλυπτα μελετώντας, σχεδόν λαίμαργα,
τα λήμματα στο πρώτο ολόδικό μου λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας τροφοδότησε, εν αγνοία μου, μια σχέση που έμελλε να
γίνει σχέση ζωής και που κατάφερε να διατηρήσει τη θέρμη της
με μυστικότητα επί δεκαετίες.
Η ποίηση ήταν ο τρόπος που ψηλαφούσα τον κόσμο γύρω
μου καθώς μου αποκαλυπτόταν, ο τρόπος που αφουγκραζόμουν
τον κόσμο μέσα μου καθώς επιχειρούσα να τον αναγνωρίσω.
Αυτό το μοναχικό παιχνίδι —το σχεδόν απαγορευτικό— μου
δώρισε μια μορφή αυτάρκειας κοντά στα όρια της μοναξιάς, μέσ’
από τη χαρά της δημιουργίας, την ευτυχία των αλλεπάλληλων
μυήσεων.
Την αποχωρίστηκα, ωστόσο, αβίαστα, σχεδόν αναπόφευκτα,
επί δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια. Αναρωτιέμαι αν ο αποχωρισμός
αυτός ήταν απλώς σύμπτωση με την ολοκλήρωση της σπουδής
μου στο θέατρο, που αναδόμησε τις αισθήσεις μου και μου
αποκάλυψε τον κόσμο εξ αρχής — γιατί αυτό το καινούργιο
παιχνίδι έκφρασης, που μου χαρίστηκε, ήταν εξίσου σαρωτικό
και κυρίαρχο στον τρόπο που βίωνα ό,τι συνέβαινε γύρω μου και
μέσα μου, εντός και εκτός σκηνής.
Η συγκυρία θέλησε να επιστρέψει η ποίηση στη ζωή μου το
ίδιο αβίαστα, σχεδόν αναπόφευκτα Η δραστηριοποίησή μου στη
συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας»,
κυρίως με την ιδιότητά μου της επιμελήτριας κειμένων, και μαζί
μια απροκάλυπτα βάναυση επικαιρότητα, με υπέβαλαν στον
πειρασμό να ξαναγράψω στίχους.
Πολύ σύντομα, με την προτροπή αγαπημένων φίλων, πήρα
τελικά την απόφαση να εκδώσω κάποια από τα ποιήματά μου το
Μάιο του 2016 (Επιλήσμονες, εκδόσεις Μανδραγόρας).
Σε τούτη την πρώτη ποιητική συλλογή μου επιχείρησα να
σκιαγραφήσω τη μακρόχρονη σχέση μου με την ποίηση,
χωρίζοντάς τη σε τρεις χρονικές ενότητες: Επιλήσμονες (2015-
2016), Χάσμα (1996), Πετροκέρασα (1991-1993).
Οι Επιλήσμονες και των τριών ενοτήτων αντλούνται,
θεματικά, από πηγές ποικίλες. Ωστόσο, στίχο το στίχο,
εξυφαίνεται μια νοητή γραμμή που τους διατρέχει και τους
συνδέει. Αυτή η νοητή γραμμή, ο ομφάλιος λώρος που τρέφει
και συντηρεί την έμπνευση, είναι ο νόστος, η νοσταλγία.
Άλλοτε η επιθυμία, άλλοτε η ανάγκη ή μια συγκυρία, μας
ωθούν να επιστρέψουμε σε κάτι που έχει λησμονηθεί, που έχει
χαθεί. Παραδομένοι σε τούτο το παιχνίδι της αναζήτησης, σε
όποιαν όχθη του ποταμού της μνήμης κι αν τύχει να βρεθούμε,
είτε στην όχθη των επιλησμόνων, εκείνων που ξέχασαν, είτε στην
απέναντι όχθη, την όχθη των λησμονημένων, η ροή των
συνειρμών μάς ταξιδεύει πίσω, σε ξεχασμένες αγάπες, σε
χαμένες στιγμές, σε όνειρα ματαιωμένα, που ξυπνούν έτσι
απροσδόκητα, εισβάλλοντας αιφνίδια στις ζωές μας.
Στα ποιήματα της συλλογής μου Επιλήσμονες, οι δύο
κυρίαρχοι και ταυτόχρονα ανταγωνιστικοί μεταξύ τους ρόλοι
άλλοτε ανατρέπονται, άλλοτε πάλι ματαιώνονται. Οι επιλήσμονες
πείθονται παθητικά να ανακτήσουν τη μνήμη τους, ενώ
μνημονεύονται ξανά οι λησμονημένοι, ανακτώντας τη χαμένη
τους υπόσταση.
Η ανατροπή και η ματαίωση αποκτούν ζωτική σημασία,
καθώς ενθαρρύνουν την ψυχή να συνεχίσει, με σθένος και
καρτερία μαζί, την επώδυνη πορεία της προς τη λύτρωση.

.

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ (2019)

(έμμετρη θεατρική κωμωδία)
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το έργο είναι βασισμένο στους ελάχιστους στίχους που έχουν διασωθεί από το σατυρικό δράμα του Αισχύλου Δικτυουλκοί, καθώς και σε μύθους σχετικούς με τα δρώντα πρόσωπα. Στους Μνηστήρες της Δανάης έχουν περιληφθεί όλοι οι σωζόμενοι στίχοι των Δικτυουλκών· αποδίδονται μεταγραμμένοι στα νέα ελληνικά. Πρόκειται για εργασία που εκπόνησα στο πλαίσιο του μαθήματος «Προετοιμασία παράστασης», σε συνδιδασκαλία του σκηνοθέτη Σταύρου Ντουφεξή και του γλύπτη-προσωποποιού Μάνου Ποντικάκη, κατά τη διάρκεια της τριετούς θεατρικής σπουδής μου στο Κέντρο Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος ΔΕΣΜΟΙ (1991-1993), την οποία επεξεργάστηκα εξ αρχής, με την ευκαιρία της παρούσας έκδοσης. Η πρώτη γραφή των Μνηστήρων της Δανάης δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας (10/09/2015).

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(Ξημέρωμα σε βραχώδη παραλία. Μπαίνει στη σκηνή ο θεός Διόνυσος, μεθυσμένος, πάνω σ’ ένα πλοιάριο με ρόδες [από παράσταση αγγείου: πανηγυρική είσοδος του θεού Διονύσου στους ανθρώπους από τη θάλασσα]. Το πλοιάριο τραβούν δύο ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε βόδια. Ο Διόνυσος, αφού ξεζέψει τα βόδια, αρχίζει τη διήγηση.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θαρρώ πως με γνωρίσατε, κι ας ήρθα με το πλοίο.
Είμ’ ο Διόνυσος, καλέ, του Δία κανακάρης.
Σεμνή θεμέλη η μάνα μου, της άνοιξης γαστέρα.
Σεμέλη την αποκαλούν· του Κάδμου η θυγατέρα.
Οι φήμες λέν’, γεννήθηκα απ’ το πόδι του πατέρα.
Σαν κεραυνός τη χτύπησε της Ήρας το γινάτι
τη δόλια τη μανούλα μου, και δεν ξανάδε μέρα.
Μα, η αδελφή της, η Ινώ, αλλιώς μου τα ψελλίζει:
«Η μάνα σου σε γέννησε στου Κάδμου το παλάτι
― άφαντος ο πατέρας σου, αντί να βάλει πλάτη.
Συγχώρα τον, ανίψι μου, όλα “νερό κι αλάτι”.
Ο πάππος σου, σαν το ’μαθε, ξάναψε ― την προγκίζει:
“Χάσου από ’δώ, ξεδιάντροπη, να μη σε βλέπω εμπρός μου!
Κόρη μου δε σε θέλω πια, λογιέσαι για εχθρός μου”».
Σε κιβωτό μάς σφάλισε, στη θάλασσα μας ρίχνει
ελπίζοντας των δυόνε μας πως θα χαθούν τα ίχνη.
Πλέοντας μες στο πέλαγο, κάναμε ταξιδάκι
και στων Λακώνων τις ακτές φτάσαμε ένα βραδάκι.
Μας ξέβρασαν τα κύματα σιμά στο ακροθαλάσσι
μα, τη μανούλα τη γλυκιά την είχα αποχάσει.
Θαρρούσα μοναχά εγώ τέτοιο κακό είχα πάθει
― βλέπετε, τα μελλούμενα δεν τα ’χα όλα μάθει.
Έτσι όπως επλάγιαζα στις δάφνες τυλιγμένος
κι έπινα δροσερό κρασί, τι ακούω, ο πιωμένος;
Ο Απόλλων, λέει, απ’ τους Δελφούς, εμήνυσε στο Άργος:
«Ο άρχοντας ο Ακρίσιος θα ’βρει κακό μεγάλο
μια κι η Δανάη, η κόρη του, εγγόνι θα του βγάνει
που του ’γραψεν η μοίρα του τον πάππο να ξεκάνει».
Ο Ακρίσιος τρελάθηκε, δεν ξέρει τι να κάνει.
Κρύβει την κόρη για καλά, μα τον καιρό του χάνει.
Ο Δίας την αγάπησε και σε μπελά τη βάνει.
Όταν ωρίμασε ο καρπός γεννήθηκε ο Περσέας.
Ο Ακρίσιος άμα το ‘μαθε κοντεύει να του στρίψει.
Πιάνει και κλει’εί μάνα και γιο σε ξύλινο σεντούκι·
στη θάλασσα τους πέταξε, να πάνε, να χαθούνε.
Κι ενώ στη Σέριφο κοντά ταξίδευεν η κούτα
ράγισεν η καρδούλα μου και συλλογιέμαι ετούτα:
Το άμοιρο τ’ αδέρφι μου γιατί να πάει χαμένο
που τις Μυκήνες να χαρεί του ήτανε γραμμένο.
Παίρνω και στέλνω, μια και δυο, στο ξερονήσι απάνω
εφιάλτες άγριους, κακούς, στον ύπνο δυο ψαράδων.
Ξυπνούν αυτοί, στα γρήγορα τα δίχτυα κουβαλούνε
και, βουρ, για ψάρεμα τραβούν, χωρίς να το σκεφτούνε.
Μα, όπως τα δίχτυα είχαν αδράξει
κι όλα τούς φαίνονταν εντάξει…

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΣΙΛΗΝΟΣ
(Στη Δανάη…)
Σου φτιάχνει τη διάθεση
χαρούμενο να βλέπεις το μικρούλι.
Τι όμορφα μου χαμογελάει.

ΔΑΝΑΗ
(Στο Σιληνό…)
Αλήθεια είναι όσα λες
― όμορφα σου χαμογελάει.
Όμορφα καταφέρνει και σε ξεγελάει
πως θα με πείσεις να φαντάζεσαι.
Γιατί ανταριάζεσαι;

ΣΙΛΗΝΟΣ
(Μονολογεί.)
Αχ, να γινότανε ν’ αφανιστεί ο Δίχτυς.
Αγύριστος να είναι ο πηγαιμός του
και βέβαιος μια για πάντα ο χαμός του.
Αλλιώς, τούτο το θείο δώρο θα θελήσει
για πάρτη του εκείνος να κρατήσει.
(Στον Περσέα…)
Έλα στον πατερούλη σου.
Μην κλαις, παλικαράκι μου, μη με φοβάσαι.
Με φίλους από ’δώ και μπρος
σου υπόσχομαι πως θα ’σε.
Έλα κοντά να παίξουμε, άσε με να σε ταχταρίσω.
Όλα τα ζωντανά τετράποδα του δάσους
άμα σου κάνει κέφι, καταλεπτώς θα σ’ τα γνωρίσω.
Σκαντζοχοιράκια και νυφίτσες κι ελαφάκια
θα ’ναι τ’ αγαπημένα σου τα παιχνιδάκια.
Με την πρεπούμενη ανατροφή θα σ’ αναστήσω.
Θα βάνεις χάμου και λιοντάρι
― πιο πάνω κι απ’ τον Ηρακλή θα γένεις παλικάρι.
Και στο κυνήγι θα ’σαι πρώτος και στην τρεχάλα.
Μάστορα θα σε λογαριάζουν στη διχάλα.
Σα θα πιάνεις τα ’λαφάκια
θα τα φέρνεις στη μανούλα
θα τα ψήνει, θα τα τρώμε
θα περνάμε μια χαρούλα.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΟΡΙΚΟ

(Η Δανάη, καθώς βλέπει το μικρό Περσέα ευχαριστημένο, αποδέχεται σιωπηρά την πρόταση γάμου του Σιληνού.
Οι Σάτυροι την ντύνουν νύφη και το Σιληνό γαμπρό.)

ΣΑΤΥΡΟΙ

Θωρώ πως τα κατάφερες
τη νύφη, αφέντη, να στριμώξεις.
Αν και της κόπηκ’ η λαλιά
φως φανερό μού φαίνεται
γι’ άντρα της, πια, σε θέλει.
Το γάμο ας ετοιμάσουμε.
Δείχνει πως βιάζεται, θαρρώ
γυναίκα σου να γένει.
Τα τρυφερά φιλιά σου να χαρεί
κι ό,τι άλλο από σένα λαχταρεί.
Δεν έχει κι άδικο η καημένη
τόσον καιρό μες στο μπαούλο
ήτανε διπλοκλειδωμένη.
Τη νιότη ήρθ’ η ώρα να γιορτάσει
κι εμάς τους ερωτιάρηδες
χαρά μεγάλη να μας πιάσει.

ΕΞΟΔΟΣ

(Στο βάθος της σκηνής φαίνονται ο Δίκτυς [ντυμένος γαμπρός] κι ο Ψαράς [ντυμένος δικαστής]. Μπαίνουν στη σκηνή στη διάρκεια του Εξόδιου Χορικού. Τους αναγνωρίζει μόνο η Δανάη.)

ΣΑΤΥΡΟΙ

Δώσε της κρασί να πιει.
Να γλεντήσει, να χαρεί.
Κοίτα, κοίτα
κοίτα πώς ρουφάει απ’ το κανάτι.
Δώσ’ της κι άλλο, κάπελα μπιρμπιλομάτη.
Να τη βλέπω την καράφα της γεμάτη.
Σήκω, σήκω.
Τρέχα, τρέχα.
Χοροπήδα.
Γέλα και τραγούδα με μανία.
Χόρευε, χόρευε.
Πιάσ’ το χέρι του γαμπρού.
Τύφλα να ’χει ο ψαράς.
Πού να ξέρει ο φουκαράς.
Τζάμπα ο κόπος του θα πάει.
Α, ρε Δίχτυ, κακομοίρη
το ’χασες, τι κρίμα
της χρονιάς το πανηγύρι.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΛΟΓΟΤΥΠΑ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Γ. ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ

FRACTAL 28/10/2020

Ι]. ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ: Η Μαρία Σύρρου (Βόλος, 1966), σπούδασε δημοσιογραφία και θέατρο στην Αθήνα, όπου εργάστηκε, από το 1988 έως το 2008, ως συντάκτρια / επιμελήτρια ύλης (ρ/σ ΑΘΗΝΑ 9.84, ρ/σ ΑΝΤΕΝΝΑ, περ. ΕΙΝΑΙ, περ. Σινεμά, εφ. Ημερησία, εφ. Ελευθεροτυπία κ.λπ.). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με την παράσταση Ικέτιδες του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή (Επιδαύρια, 1994). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Επιλήσμονες, Μανδραγόρας, Αθήνα 2016, λογότυπα, Ηριδανός, Αθήνα 2019, καθώς και την έμμετρη θεατρική κωμωδία Οι μνηστήρες της Δανάης, free ebook, ψηφιακή ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 2019. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα καθώς και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά (Άνευ, Απόπλους, Θράκα, Μανδραγόρας, Περί Ου, Φρέαρ, Fractal κ.λπ.). Η μέχρις εδώ κατάθεση της Μαρίας Σύρρου είναι αξιοσημείωτη. Αν υπολογίσουμε και τη θεατρική της παιδεία και τη θητεία της ως ηθοποιού, τολμούμε να πούμε πως η ίδια είναι διπλά ποιήτρια τόσο της ζωής όσο και της έκφρασης, υποταγμένη-μοιρασμένη τόσο στον ρόλο του ηθοποιού όσο και της ποιήτριας.

ΙΙ]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ λογότυπα: Πέρσι, η Μαρία Σύρρου μας χάρισε τη συλλογή λογότυπα, αφιερωμένη στους ανέστιους όπου γης. Ας ανασύρουμε από τη μνήμη μας τη λέξη του τίτλου: Το λογότυπο αποτελεί τη γραφιστική αποτύπωση ενός εμπορικού σήματος (έμβλημα/σύμβολο) μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού ή ενός ιδρύματος, το οποίο εκφράζει την εταιρική του ταυτότητα και χρησιμοποιείται με σκοπό να την κάνει αναγνωρίσιμη στην αγορά. Το λογότυπο εκφράζεται από ένα γραφιστικό σχέδιο/σύμβολο, το όνομα της εταιρίας/οργανισμού, ή συνδυασμός και των δύο. Ομολογουμένως, ένας θαυμάσιος τίτλος για ποιητική συλλογή, αφού τα ποιήματα που ακολουθούν, καταγράφουν μια πορεία που αφορά τη σύλληψη της ποιητικής ματιάς, την πετυχημένη της απόδοση, την ψυχομέτρησή της από τη βίαιη σύγκρουση με την πραγματικότητα και τέλος το ποσοστό της απώλειας και την αντοχή αυτής της προσπάθειας. Η ταπεινοσύνη της καταγραφής (ίσως η αφιέρωση των λογοτύπων, στους ανέστιους όπου γης να το επιτρέπει) αφαιρεί από τις λέξεις τη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων και στα κύρια ονόματα (μόνο τα μικρά γράμματα επιτρέπονται) ακόμα και μετά από τελεία. Τα λογότυπα, διανθισμένα με χαϊκού, είναι χωρισμένα σε δύο ομάδες ποιημάτων: α) «Αντιλογίες» (12 ποιήματα) και β) «Αποτυπώσεις» (12 ποιήματα), που δηλώνουν ειρωνικά τη Ρήξη (με όποια σύνεργα διατίθενται κάθε φορά) και την Καταγραφή, δηλ. την ίδια τη δημιουργία της.

ΙΙΙ]. Αντιλογίες: (Δώδεκα ποιήματα)

1). «tabula rasa»: (άγραφο χαρτί). Ως προάγγελος των όσων ποιημάτων ακολουθήσουν – σχηματίσουν τη συλλογή. Λιτή στιχοποιία με το ρήμα να συνοδεύεται με το αντικείμενο. «πιστώνω φωνές / παλμούς / μορφές από μνήματα / ρισκάρω ανανήψεις / στενεύω τις φόρμες» κλπ. «σκιά νάνος γίνομαι» – η απόλυτη εκμηδένιση του Εγώ. Ρήματα σημαίνοντα για την ποιητική δημιουργία, κάτι σαν το Ψωμί+Μαχαίρι. 2). «παραπλανήσεις»: «μες στην ομίχλη / της λεξιλαγνείας μου / πενθώ αλήθειες». Ένα επιγραμματικό ποίημα-χαϊκού για επιλογή των λέξεων από τη συμφόρηση των λέξεων κατά την αναμέτρηση με την αλήθεια. 3). «ενδοσκόπηση»: Η στροφή εις εαυτόν αντιστρατεύεται τόσο την βεβαιότητα, την αβεβαιότητα, με την άγνοια για την κατάθεση παρούσα, ακόμα και «ρήματα μεταβατικά του υποκειμένου / κυοφορούν την αμφισβήτηση, γεννούν / στίγματα μιας και μόνης μοίρας / στο δυσανάγνωστο όλον του αντικειμένου». Γυμνή πορεύεται η ψυχή προς την κατάκτηση της δημιουργίας. 4). «προκαταλήψεις»: «πρόδηλα τόσο / μα άδηλα της μνήμης / τα κτερίσματα». Κι αυτό χαϊκού. Η έρευνα της μνήμης, όλα εκείνα «τα κτερίσματα» που κληρονομήθηκαν με τον χρόνο αποδεικνύονται στην πράξη «άδηλα» 5). «flash back»: Το ποίημα αυτό ως συνέχεια του προηγουμένου. Εδώ, η αναδρομή στο παρελθόν, κι αυτή μάταια. Όλα τα εις εαυτόν, που ίσως υποβοηθούν στη δημιουργία, αποδεικνύονται χωρίς όφελος. «δίσεχτη η ψυχή μου απόψε / ιχνηλατεί στη χίμαιρα / τις ηδονές που την κομμάτιασαν / θρηνεί ξεθωριασμένα πάθη / στο σύθαμπο αβύσσου και απόγνωσης./αν και ορίστηκε δικάσιμος / μαθεύτηκε /αναγορεύτηκε απούσα η συνείδηση». Ακόμη και η «ετυμηγορία» είναι χωρίς νόημα. 6). «τροχοδρόμηση»: (υπέροχο ποίημα). «αφού κατέκτησα το πρώτο τραύμα μου / έφηβη πια, στις ενενήντα μοίρες»…. τολμά και αναφωνεί πιο κάτω: «το τρίγωνο έγινε τετράγωνο / μετά εξάγωνο, οχτάγωνο και πάει λέγοντας», για να συνεχίσει: «σήμερα, που μετρώ μισόν αιώνα τραύματα», ώσπου αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση συντελείται με τον καταληκτικό στίχο: «απολαμβάνοντας την πανδαισία του ασήμαντου»: το ίδιο το μάταιο-κενό. 7). «λογοπαίγνια»: ποίημα που καμώνεται πως δομείται σε σχήμα παλαιό της υποφοράς-ανθυποφοράς, αλλά δεν ισχύει αυτό, αφού καταργείται. Τα δύο πρόσωπα στο ποίημα (η Ποιήτρια και ο Αναγνώστης;) μετά από τη συσσώρευση των λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (λ) με τη λέξη «λόλα» της παιδικής μας ζωής, συνεχίζονται σε στίχους όλες οι λέξεις που μαθαίνουμε στη μαρασμένη μας ενηλικίωση, πότε εκπτωτικές και πότε σημαίνουσες εικόνες της ζωής: «—λιπόσαρκοι λωτοφάγοι λικνίζουν λιμνάζουσες λογικές / λεκιάζουν λάφυρα, λιμπρέτα, λυχνοστάτες. (λήμμα «λίμπιντο») / — λέξεις λαγνείας. Λέγε». Στο τέλος, η Σύρρου από το λάμδα (λ) περνάει ευφυώς στο γράμμα (μ) για να δηλώσει: «λοξοδρομώ, λοιπόν. περνάω στο μι / σειρά μου τώρα. μάντεψε». Η Ποίηση ως διαρκής Μαντεία. 8). «αβλεψίες και παραβλέψεις»: Το ποίημα αφορά ένα τηλεφώνημα σε οπτικό. Η ποιήτρια τού ζητά: «ένα ζευγάρι ματογυάλια» με «κοίλο» φακό: «ίσως ξυπνάει το θυμικό μου (συναίσθημα + βούληση)» και «κυρτό φακό (αντικειμενικό+ υποκειμενικό βλέμμα)». Η όποια συμμετρία πρέπει να αποφευχθεί. Πιο κάτω συνεχίζει: «όσο για τους βαθμούς διόρθωσης»…. «δηλώνω εκ πεποιθήσεως τυφλός». Σχετικά με τα χρώματα και «τον σκελετό τον προτιμώ κοκάλινο / με dna επαναστάτη», δηλώνει. Κάθε ποίημα είναι και μία πολιτική+επαναστατική πράξη και ποικίλει λόγω της γωνίας που κάθε ποιητής φωτογραφίζει την πραγματικότητα. 9). «βολιδοσκόπηση»: Εδώ ο λόγος είναι κατηγορηματικά επιθετικός: «παράφρονες και θιασώτες πατρονάρουν / το χάραμα, κεκαθαρμένοι αμαρτωλοί / φτύνουν χολή συλλογικής ματαιοπονίας / δάκρυα νόθα μετανοίας χύνουν». Τα πάντα επιτελούνται χάρη μιας κοσμικής «φιέστας». Προφανώς το ψέμα ως αξία στην Τέχνη, γι’ αυτό και η ποιήτρια, αναφωνεί δικαίως στο τέλος: « ̶ ένοχοι εξιλέωσης. ψηφίστε τους / ή, τέλος πάντων, αψηφήστε τους». 10). «πολεμοκαπηλίες»: Ο όλεθρος του πολέμου «σε απευθείας μετάδοση» με έκθετο τον αθώο τηλεθεατή. «γενιές αφανισμένες / πόλεις σβησμένες απ’ το χάρτη / καινούργιος χάρτης τώρα / πιο στρωτός / — ίσως κρατήσει και μετά τις διαφημίσεις. / εμπρός, συγκινηθείτε πρώτα». «απάτη η χαρτογράφηση;». Κάτι ανάλογο με την απάτη της Ποίησης που αναπαριστά το θέμα χωρίς να το εμβαθύνει σημασιολογικά. 11). «άρης και αφροδίτη ενάντιοι»: «πλην της ηδονής / αρχαιότερη τέχνη / η καταστροφή». Το πανάρχαιο οριακό ζήτημα του κόσμου που οικειοποιήθηκε και εξήγησε η Τέχνη: έρωτας (τερπνή ζωή) – θάνατος (καταστροφή). 12). «σπουδή στην περιπλάνηση»: «άναρχο συναίσθημα», ονομάζει η Σύρρου τον έρωτα με θαυμάσιους κυματιστούς-συναισθηματικούς στίχους-ήχους. «πλάι μου εσύ, πνέεις ανάσα ούρια / κι ανυποψίαστος, σα ροβινσώνας / στη νηνεμία σου με φυγαδεύεις».

ΙV]. Αποτυπώσεις ((Δώδεκα ποιήματα)

1). «θερινή συγχορδία»: Εδώ έχουμε μια θαυμάσια εικόνα από το μουσικό ξεφάντωμα της φύσης «λουσμένη τη νυχτερινή δροσιά του θέρους», που διαμοιράζεται σε άλλες απέραντα λυρικές με φυτά, έντομα και ζώα για να καταλήξει μετά από αυτή την πανδαισία των χρωμάτων και του τελειωτικού ήχου του «μπάσου», «καθώς μονότονες οι πράξεις του ανθρώπου / προστέθηκαν αργόσυρτες στην παρτιτούρα». Η Φύση πρωτοστατεί επειδή περιέχει τις ίδιες μονότονες πράξεις των Ανθρώπων, που Την αντιστρατεύονται ως σκόπιμες και καθόλου αθώες. 2). Η «τελετουργία» αφορά ένα μεταφυσικό-ονειρικό γεγονός που συνέβη στην αυλή της ποιήτριας ένα βράδυ του Οκτωβρίου. Το ποίημα αυτό έρχεται, θαρρείς, ως συνέχεια του προηγουμένου, «παρέα με την αγγελική και τη ροδιά / καθώς το συνηθίζω». Είδε το στροβίλισμα των «δέκα με δεκαπέντε» κοτσυφιών και το πέταγμά τους ως τον ουρανό, για να συνεχίσει: «θα είχε περάσει κιόλας τέταρτο / όταν ο άρχων τελετάρχης κότσυφας / κύκλωσε έναν κύκλο τη ροδιά / κι ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά της φυλλωσιάς της. / τα υπόλοιπα τον ακολούθησαν / —με την αράδα του το κάθε ένα— / ώσπου το δέος άγιασε του θάμπους την αυλή / που στεφανώθηκε τη νέα σελήνη». Η «τελετουργία» μας θυμίζει την αντίστοιχη τελετουργία της Ποίησης, το θαύμα της σύλληψης, την ίδια τη Φύση της Δημιουργίας. 3). «modus vivendi»: Μια ομολογία αποτελεί αυτό το «χαϊκού» ως κανόνας της Ποιητικής Τέχνης, ότι ο τρόπος ζωής του Ποιητή είναι διαρκής αναμέτρηση και η παραδοχή να καταγράψει τις «φωτοσκιάσεις» των «ψευδαισθήσεων», για να αναδυθεί η επιτέλους η Αλήθεια. 4). «μετάλλαξη»: Το ποίημα αυτό, επ’ ευκαιρία μιας κοσμοχαλασιάς του Νοέμβρη, συγκρίνεται-αντιστρατεύεται με τη φτώχεια κάθε λογής του περίγυρου. Η βροχή, ξεπλένοντας τα πάντα, κάνει να φανεί «δίπλα μου ο φτωχός, πιο δίπλα ο φτωχότερος / λίγο πιο κει ο πιο φτωχός κι απ’ το φτωχότερο». Η εικόνα αυτή καταλήγει σε «— πορεία σπαραχτική μιας αναβάπτισης», έως ότου «δονεί τη φρίκη τούτος ο κατακλυσμός / μα ο φόβος μας, που πειθαρχεί τα άχραντα μετουσιώνει την κραυγή σε ψίθυρο». Εδώ ο ψίθυρος υιοθετείται από την ποιητική γλώσσα για τη διατύπωση και πάλι της Αλήθειας. 5). «παλίμψηστη μνήμη»: Ακόμα ένα χαϊκού κι εδώ, που θέτει ένα εύλογο ερώτημα-ειρωνεία για κάθε ποιητή: «επαναστατεί / ό,τι απογράφεται εκτός συνειρμού;» Μήπως ο συνειρμός που αναζητεί στους θύλακες του υποσυνείδητου είναι κι αυτός μια σοβαρή ποιητική κατάθεση; 6). «homo sapiens»: ο τίτλος αφορά τον Αναγνώστη και τον Ποιητή. Το ποίημα όλο είναι μία ερώτηση, αδυναμία και μάταια προσφορά τόσο για την Ποίηση όσο και για τον Αποδέκτη της. «για τη βολή σ’ ένα χαρτόκουτο / την ηδονή του αποτσίγαρου. / “θλίβομαι” πάω να γράψω, μα συντρίβομαι / στον κορεσμό και στη δειλία μου. / τι να σου απολογηθώ και τι ν’ αποσιωπήσω./ δωροδοκώ τις λέξεις και σιγώ / υποταγμένη στην αγέλη». 7). «εχεμύθεια»: σκηνή από μια καθημερινή αναζήτηση εργασίας για την επιβίωση. Η τυπικότητα των ερωτήσεων για την απόκτησή της. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα πολύτιμα που παρασιωπούνται: «ήθελα τόσα άλλα να της πω / —για τη χαμένη μου αξιοπρέπεια / και τους χαμένους φίλους—»: Η ουσιαστική ζωή απορρίπτεται. Στο τέλος, οι στίχοι γίνονται καταιγιστικοί: «είναι κάτι συμβάσεις άγραφες / που δε θα λήξουνε ποτέ». Ο πετυχημένος τίτλος εχεμύθεια κοσμεί την ποιητική αυτή κατάθεση που μόνο η Ποίηση γνωρίζει. 8). «esperanto»: «της ανεμώνης / πώς να τη μεταφράσεις / την απόγνωση». Τελικά, τα διανθισμένα χαϊκού ανάμεσα στα ποιήματα φαντάζουν ως συνδετικοί ιστοί των λογοτύπων. Η απόγνωση της μοναχικής ανεμώνης. Το πιο κοπιώδες είναι αυτό που προσφέρεται, που αναλύεται – ο ρόλος του Ποιητή. 9). «ιδιοτροπίες»: Ένα ακόμη θαυμάσιο, εναργές και συμβολικό ποίημα, σχετικό με την θήρα του ποιητικού θέματος. Εικόνα εγκατάλειψης ενός λυτού, κυνηγάρη σκύλου «τρεις μέρες τώρα / στο ταρατσάκι τού απέναντι διώροφου / πείσμωσε κι ούτε τρώει ούτε πίνει». Το ζώο κλαίει και εκλιπαρεί για συντροφιά, αδιαφορώντας στα καλέσματα του ουράνιου θόλου. Η ποιήτρια ξαγρυπνά μαζί του. Στο τέλος αποφαίνεται: «πείσμωσε, κι είναι σα να αποζητάει / το φίμωτρο και το λουρί του. / κομμάτι δύσκολο να την αντέξεις την ελευθερία σου / άμα σε καλομάθουνε στα κανακέματα δεμένο». 10).«υπαναχώρηση»: Άλλο ένα σπουδαίο ποίημα-προσευχή-προειδοποίηση στο υγρό στοιχείο, τη Θάλασσα, που φέρει την έννοια-σημασία της απεραντοσύνης, που η Σύρρου την αποκηρύσσει, απαρνείται. Τα άλλα δύο: Γη και Ουρανός δεν προσφέρονται. Τα ρήματα εδώ και οι φράσεις είναι άκρως κοφτά-επιθετικές: «συνετίσου», «λύσε», «σε μαστιγώνω, «σε καταφρονώ», «κηρύσσω πετροπόλεμο / στην παντοδυναμία σου / με οχυρό θρήνο ανοχύρωτο». «και τον αγύρτη σκύλο μέσα μου / που εκλιπαρεί για οδυσσέα / σύμμαχο τον πλειστηριάζω». «προτού μ’ αδράξει απ’ το μεδούλι η φθορά / σε αποκηρύσσω, θάλασσα». Το υγρό στοιχείο ενάντια στη φθορά και η σημασία της αποκήρυξης για τη διάβαση μέσα στα πεδία της δημιουργίας. 11). Με τους «αναστοχασμούς» μεταφερόμαστε στα παθήματα (κίκονες, λαιστρυγόνες, κίρκη) των περιπλανήσεων της Ομηρικής Οδύσσειας που υπέστη ένας αθώος κωπηλάτης-ποιητής; (ελπήνορας) που στρατολόγησε ο ίδιος ο Οδυσσέας, και ο οποίος ως μοναδική του δύναμη-όπλο έχει μονάχα το κουπί του, τη γραφή του ο Ποιητής. «μακάριος είσαι, δύσμοιρε / που, ανέλπιδα, αξίωσες και αξιώθηκες / με το κουπί σου, το ανάξιο λόγου / παντοτινά τη λήθη να πλανεύεις». Στους επόμενους στίχους το επίρρημα «ανίσως» ισοδυναμεί με το «αδίκως». Η ταύτισή του κωπηλάτη με τον «σαύλο»[1] δηλ. τον Απόστολο Παύλο που άλλαξε το όνομά του[2] είναι πολύ πετυχημένη. Από τη Μυθολογία μεταβαίνουμε στην Χριστιανική Θεολογία των Πράξεων των Αποστόλων. 12). «refresh»: Η ανάκληση του χρόνου από ένα λεύκωμα φωτογραφιών ως ελπίδα ανανέωσης μετατρέπονται σε «αλλεπάλληλα χαμένα εγώ / σαν ξένα πια»: Μήτε «αυτό το κοριτσάκι το ασπρόμαυρο / με τα πελώρια μάτια και τις μπούκλες./ και τούτη ’δώ η έφηβη/ μέσα στην μπλε ποδιά της / με το κολλαριστό το άσπρο γιακαδάκι». Ο χρόνος και γενικά οι «μακάριες φιγούρες» συναρμολογούν «αυθαίρετα τα περασμένα». Το παρελθόν αδυσώπητα ολίγιστο και άνευ πνοής κι αξίας.

V]. λογοτύπων ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ

Η ποιήτρια Μαρία Σύρρου γράφει κυρίως ερμητικά. Η ποίηση αυτού του είδους μπορεί να είναι καύχημα για πολλούς σύγχρονους ποιητές, το έργο-εγχείρημα των οποίων συχνά καταποντίζεται σε στίχους υπέρμετρα πομπώδεις. Η Μαρία Σύρρου δεν έχει ανάγκη από αντίστοιχες φράσεις κι εγχειρήματα για να πείσει. Γράφει, κατακτώντας από συλλογή σε συλλογή, μια γλώσσα μοναδική και αξιοζήλευτη. Τα θέματά της, προκειμένου να μας περιγράψουν την Απώλεια, ξετυλίγουν υπέροχες εικόνες μιας πετυχημένης και τόσο υποβολιμιαίας διατύπωσης. Επίσης ξέρει να τιθασεύει καλά το υλικό της με πρωτόγνωρη δυναμική. Αναμφίβολα λοιπόν, η συλλογή λογότυπα αποτελεί μία από τις καλύτερες αυθεντικές καταθέσεις της Ποίησής μας για το 2019.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FREAR.GR 1/12/2019

Η γλώσσα είναι ένα ζωτικό πεδίο δυνατοτήτων που επιτρέπει την έκφραση του κόσμου μας. Λειτουργώντας χωρίς διαχωρισμό ανάμεσα στις δύο εκφράσεις της, συνειδητό και ασυνείδητο, φέρνει στην επιφάνεια τις κυριολεκτικές διατυπώσεις, τις σαφείς δηλαδή εκείνες δομές μέσα από τις οποίες είναι σχεδιασμένος ο κόσμος στον εγκέφαλό μας. Ανασύρει όμως στην επιφάνεια και τις ασυνείδητες εκφράσεις, τις αποτυπώσεις εκείνες του λόγου που επιδρούν διασπαστικά στη λογική, όπως είναι τα όνειρα και η ποίηση.

Η Μαρία Σύρρου, στη δεύτερη ποιητική της συλλογή, Λογότυπα, χάνεται στα μισοφωτισμένα δωμάτια του ασυνειδήτου. Ανοικειοποιείται τον κόσμο που μας περιβάλλει και μιλά παραβατικά για θέματα που μας απασχολούν. Διατέμνουσα δύναμη στον λόγο της είναι το θέατρο.

«Το θέατρο είναι μια περιοχή που αμφισβητεί την εξουσία, ένας χώρος όπου μπορεί να βιώσει κανείς τη διαφορετικότητα», έλεγε ο Μπράιαν Ρέυνολτς (Brian Reynolds), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.

Η Μαρία Σύρρου σκηνοθετεί τα ποιήματά της και με τη λέξη «Λογότυπα», που σημαίνει εμπορικό σήμα εταιρείας, πλάθει ποίηση την οποία χωρίζει σε δύο μέρη. Αντιλογίες και αποτυπώσεις τα ονομάζει, με βάση τα συνθετικά μέρη, λόγος και τύπτω, της λέξης Λογότυπα και τα διανθίζει με ισόποσες συνθέσεις. Δώδεκα ποιήματα για κάθε μέρος.

Αφιερώνοντας τη συλλογή της στους ανέστιους της γης, τη χρωματίζει με περιεχόμενο κοινωνικό. Ωστόσο η διαρκής ταλάντευση του υποκειμένου, από τον συναισθηματισμό στη στοχαστική πνευματικότητα, παραπέμπει – τουλάχιστον στο πρώτο μέρος – στην προσπάθεια εξερεύνησης της ύπαρξης.

Κινητήρια δύναμη του ποιητικού λόγου, στις «Αντιλογίες», είναι το οντολογικό. Ο εαυτός προσπαθεί να καθορίσει τη σχέση του με το «είναι». Για τον σκοπό αυτό διατυπώνει αμφισβητήσεις κάτω από το πρίσμα της διαλεκτικής. Κινείται διαρκώς ανάμεσα στην αυτοαναίρεση και την ανάνηψη. Οι τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί:

Ενδοσκόπηση, Παραπλανήσεις, Προκαταλήψεις, Αβλεψίες και παραβλέψεις, Βολιδοσκόπηση, Σπουδή στην περιπλάνηση.

Εσωτερικότητα και προσωπικός απολογισμός στην ενότητα. Σε πρώτο πρόσωπο ο λόγος, με τη μνήμη να πρωτοστατεί. Η πορεία προς το εγώ γεννά αβεβαιότητες και συγκρούσεις. Το δυσανάγνωστο της προσωπικότητας θέτει υπό αμφισβήτηση την ευθυκρισία η οποία και μετεωρίζεται ανάμεσα στην αβεβαιότητα και την άγνοια. Παραδομένο στον χρόνο το ποιητικό υποκείμενο αναμετριέται με τη διάψευση. Ο υπόρρητος σαρκασμός που διακρίνει την ενότητα έχει ως στόχο την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη που λησμονώντας την φθαρτότητά της χάνεται μέσα στον ναρκισσισμό και στην αυταρέσκεια.

Από φιλοσοφικής απόψεως τα ποιήματα αποτελούν έκφραση του αρχαιοελληνικού μέτρου. Δανείζονται λεξιλόγιο από την επιστήμη της οικονομίας, της αρχαιολογίας, των μαθηματικών. Διαβάζουμε για τείνουσες, υποτείνουσες, κτερίσματα και χρηματοοικονομικές πιστώσεις του εαυτού.

τροχοδρόμηση

με κατασκεύασε μια εποχή χοάνη.
αμβλεία γωνία η κατατομή μου
—όπως με πρόβλεπε το μητρικό σκαρίφημα—
βεντάλια παραπληρωματική
στην ένδεια οξυγόνου.
αφού κατέκτησα το πρώτο τραύμα μου
έφηβη πια, στις ενενήντα μοίρες
—αγχόνη παραινέσεων του ορθού
με υποτείνουσα κραυγή στο βλέμμα—
άρχισα επιτέλους να οξύνομαι
ώσπου προάχθηκα σε τρίγωνο
— μετάλλιο σκαληνό
με πολυφωνικές ανισομέρειες.
καθώς με διάβαιναν τα χρόνια
το τρίγωνο έγινε τετράγωνο
μετά εξάγωνο, οχτάγωνο και πάει λέγοντας.
σήμερα, που μετρώ μισόν αιώνα τραύματα
είμαι σημείο εκφοράς στην περιφέρεια κύκλου
κι αναπαράγω την τροχιά της μετακίνησης
απολαμβάνοντας την πανδαισία του ασήμαντου.

Το ζητούμενο για το ποιητικό υποκείμενο είναι το ον να γυμνωθεί από τα ψεύδη του, να βαδίσει στο φως, με προβολέα την αμφισβήτηση. Γνώμονάς του είναι το έργο Μωρίας Εγκώμιον του Εράσμου.

Ο Ολλανδός ιερέας και λόγιος Έρασμος συγκρούστηκε στην εποχή του με τον σχολαστικισμό. Ήταν μια σύγκρουση των πνευματικών ανθρώπων με τους κληρικούς, στην εποχή του Αναγεννησιακού Ανθρωπισμού. Ο Έρασμος επηρεασμένος από τον σατιρικό ρήτορα Λουκιανό και από τον κλασικό Ελληνισμό, με το έργο του Μωρίας Εγκώμιον, καταφέρεται εναντίον της ελαφρότητας στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους χριστιανούς να ζήσουν ενάρετη ζωή.

Η Μαρία Σύρρου, στο ποίημά της «Λογοπαίγνια», πράττει το ίδιο, αλλά για τους ισχυρούς. Παίζοντας με τις λέξεις λογοκόπος (αυτός που λέει πολλά λόγια) και λογοκλόπος (αυτός που κλέβει ξένα λόγια ή γραφές) και χρησιμοποιώντας την παρήχηση των γραμμάτων λάμδα και μι κατακεραυνώνει την κενολογία και τον λαϊκισμό, τη σύγχρονη πολιτική ελαφρότητα, αλλά και τις λυκοφιλίες.

λογοπαίγνια

λογοκόπος vs λογοκλόπος:
— λοιπόν. λάμδα. λέγε λέξεις.
— λα, λα, λόλα.
— λέγε.
— λέξεις;
— λέξεις λαιμαργίας. λέγε.
— λιπόσαρκοι λωτοφάγοι λικνίζουν λιμνάζουσες λογικές.
λεκιάζουν λάφυρα, λιμπρέτα, λυχνοστάτες. (λήμμα «λίμπιντο»)
— λέξεις λαγνείας. λέγε.
— λιμοκοντόροι λιποτάκτες λυμαίνονται λάβαρα.
λακίζουν, λυσσομανούν, λουφάζουν. (λήμμα «λίμπιντο»)
— λέξεις λύτρωσης. λέγε.
— ληξιπρόθεσμα λόγια λαοπλάνων λαξεύουν
λαιμαριές λαπάδων, λάκκους λεόντων, λυκοφιλίες…
— λέγε. λέγε, λοιπόν.
— φτου ξελευτερία.
— λάθος, λάθος. λέγε.
— λαιμητόμοι αρχέτυπα κοσμούν τη φυλακή μας.
μύγες παίζουν κρυφτό στις κοπριές.
— λοξοδρομείς. λέγε.
— λοξοδρομεί μια μύγα και μυγιάζεσαι. (λήμμα «μωρίας εγκώμιον»)
λοξοδρομώ, λοιπόν. περνάω στο μι.
σειρά μου τώρα. μάντεψε.

Στις «Αντιλογίες» η ποιήτρια προβληματίζεται ως προς την αντικειμενικότητα της σκέψης. Θέτει το πρόβλημα των οπτικών γωνιών, ενώ αποδίδει παραστατικά τον αστραφτερό από απόψεως τεχνολογίας αλλά χωρίς αξίες κόσμο μας, όπως και τους πολιτικούς, που καταστρέφουν γενιές ή αφανίζουν πατρίδες.

πολεμοκαπηλίες

νύχτωσε πάλι ο πλανήτης.
στους δέκτες του πολιτισμού
σινιέ ηγετικά κοστούμια
στήνουν παρτίδα
σε απευθείας μετάδοση.
λάβετε θέση ευπιστίας στο σαλόνι
κι αφήστε τα γραμμάτια επιφύλαξης
να διαμαρτυρούνται αμείλικτα
στο ερμάρι με τα δανεικά ιδανικά.
αναθαρρήστε, καμαρώστε τους
πώς ερωτοτροπούν με φλας και οχτάστηλα.
στην πασαρέλα των θνητών θεών
ρουά ματ πανωλεθρία σε δυο κινήσεις.
γενιές αφανισμένες
πόλεις σβησμένες απ’ το χάρτη
καινούργιος χάρτης τώρα
πιο στρωτός
— ίσως κρατήσει και μετά τις διαφημίσεις.
εμπρός, συγκινηθείτε πρώτα.
τώρα, πάρτε το χρόνο σας
και επιφυλαχθείτε.
απάτη η χαρτογράφηση;
μην πτοηθείτε. ναι, σκεφτείτε
— δε δείχνει, μα είναι ασφαλές.
έχει κι αυτό περιληφθεί στις προδιαγραφές.

Άρης και Αφροδίτη ενάντιοι. Πλην της ηδονής, αρχαιότερη τέχνη η καταστροφή, γράφει η Μαρία Σύρρου.

Οι συνθέσεις χωρίς κεφαλαία γράμματα αισθητοποιούν την παρακμή, ενώ δημιουργούν την αίσθηση της συνέχειας, μιας διαρκούς συνομιλίας.

Στη δεύτερη ενότητα, «Αποτυπώσεις», έχουμε πιο λυρικές συνθέσεις. Ο λόγος θυμίζει χορικό αρχαίου θεάτρου ή σαιξπηρική σκηνή. Το βιωματικό στοιχείο είναι έντονο.

Το ποίημα «Τελετουργίες», ποίημα σε πρώτο πρόσωπο, μοιάζει με θεατρικό μονόλογο. Θέμα του το πέταγμα των κοτσυφιών· η κίνηση από την κατάδυση στη γη έως το πέταγμα στον ουρανό. Οι εικόνες επενδύονται με τη φυλλωσιά μιας ροδιάς και τη νέα σελήνη. Τα ουσιαστικά και ρήματα φανερώνουν την κίνηση και τις ψυχικές εντάσεις του υποκειμένου.

τελετουργία

συνέβη χτες, θα ήταν επτά και τέταρτο
ώρα του οκτώβρη, μούχρωμα.
είπα να κάνω ένα τσιγάρο στην αυλή
—καταφυγή και καταφύγιο η αυλίτσα μας
εδώ, στο γκαζοχώρι—
παρέα με την αγγελική και τη ροδιά
καθώς το συνηθίζω.
με το που έγειρα την πόρτα για να βγω
αξιώθηκα ένα θέαμα πρωτόγνωρο
για τα δικά μου μάτια.
όνειρο έμοιαζε
μα, σας τ’ ορκίζομαι, συνέβη.
τα είδα να στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό
—δέκα με δεκαπέντε (αν υπολόγισα σωστά)
μικρά, αθόρυβα κοτσύφια—
να καταδύονται μέχρι τη γης
κι ύστερα πάλι προς τον ουρανό να υψώνονται
σε μια τελετουργία απόκοσμης σιγής.
φοβήθηκα για μια στιγμή
—ντρέπομαι, το ομολογώ—
για την αδιακρισία ετούτη
να παραστώ απρόσκλητη στη δειλινή μυσταγωγία.
συνέβη, μα δεν το ’θελα, τ’ ορκίζομαι.
κλείστηκα μέσα βιαστική
κι απ’ το παράθυρο
πάσχιζα να διακρίνω τι και πώς.
θα είχε περάσει κιόλας τέταρτο
όταν ο άρχων τελετάρχης κότσυφας
κύκλωσε έναν κύκλο τη ροδιά
κι ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά της φυλλωσιάς της.
τα υπόλοιπα τον ακολούθησαν
—με την αράδα του το κάθε ένα—
ώσπου το δέος άγιασε του θάμπους την αυλή
που στεφανώθηκε τη νέα σελήνη.

Τα κοινωνικά προβλήματα δεσπόζουν στην ενότητα αυτή. Οι αναφορές στη φτώχεια, την ανεργία, τους αστέγους, τα ανυπεράσπιστα ζώα έρχονται σε αντίθεση με τον τίτλο homo sapiens. Ο τίτλος Esperanto δηλώνει την παγκόσμια απόγνωση για την ηθική καταστροφή.

μετάλλαξη

σα να μην έχει προηγούμενο
του φετινού νοέμβρη η κοσμοχαλασιά.
μάταιη χαραμίζεται η βροχή
σκούριασε η επικράτεια
ματαιωμένη θα την παραδώσουμε
στου μαρασμού τη χειμερία επέλαση.
μάταιοι οι καιροί που πορευόμαστε
αποσιώπησαν τη φτώχεια τους
κι η φτώχεια, για αντιπερισπασμό
αποποιήθηκε τα όριά της.
δίπλα μου ο φτωχός, πιο δίπλα ο φτωχότερος
λίγο πιο κει ο πιο φτωχός κι απ’ το φτωχότερο.
σαθροί, ξεγελασμένοι και ξεγύμνωτοι
στοιχειώσαμε τις γειτονιές
και στοιχηθήκαμε
— πορεία σπαραχτική μιας αναβάπτισης.
δονεί τη φρίκη τούτος ο κατακλυσμός
μα ο φόβος μας, που πειθαρχεί τα άχραντα
μετουσιώνει την κραυγή σε ψίθυρο.

Η Μαρία Σύρρου, στο έργο της Λογότυπα, με εικονοποιία ικανή και πολυσημία λεκτική περιγράφει το κλίμα διάψευσης, την αίσθηση αποτυχίας, όπως αυτή αντανακλάται στο μοντέρνο άτομο. Οι δοξαστικές εικόνες που συνθέτει για τη φύση και την ασύλληπτη ομορφιά της έρχονται σε αντίθεση με τον πολιτισμό του πλαστικού και της ευμάρειας που ευθύνεται για την καταστροφή της. Τα συναισθήματα φόβου αποτυπώνουν την αγωνία για το μέλλον ενός κόσμου αξιοθαύμαστης τεχνολογίας, που όμως καταστρέφεται χωρίς μεγάλη αντίδραση, μέσα στον εφησυχασμό των καλοζωισμένων και ευημερούντων.

Άλλοτε σαν μονόλογος και άλλοτε σαν αφήγηση, ο ποιητικός λόγος διακρίνεται από ποικιλία, ενώ ο ρυθμός παράγεται από τις ισομετρίες και τα ισοσταθμίσματα, αλλά και από σκόρπιους ίαμβους και δαχτύλους και μέτρα μεσοτονικά.

Στη νέα της συλλογή Λογότυπα, η Μαρία Σύρρου διατηρεί τη θεατρικότητα στην έκφραση που διέκρινε και την πρώτη της ποιητική συλλογή, Επιλήσμονες. Στα Λογότυπα όμως δείχνει περισσότερο απολογητική και με εντονότερους οντολογικούς προβληματισμούς. Αφημένη στην ηρεμία του έρωτα, όπως γράφει, και με όπλο την ωριμότητα, ψηλαφεί πιο θαρραλέα το εγώ.

Ο Φερντινάντ ντε Σωσύρ ονόμαζε την κοινωνική πλευρά του λόγου γλώσσα και την ατομική του χρήση ομιλία, parole. Στη δεύτερη κατηγορία κατέτασσε και το λογοτεχνικό έργο, ως έκφραση ατομική. Η Μαρία Σύρρου με την ατομική της ομιλία ανασύρει τις ματαιωμένες ελπίδες και ψάχνει τον δικό της «Γκοντό». Ο νοηματισμένος της λόγος συνιστά απόπειρα εξοικείωσης με τον χρόνο και πόλεμο εναντίον του κενού. Ο αναγνώστης γεύεται την απόλαυση του ποιητικού της λόγου.

.

ΕΛΕΝΗ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

FRACTAL Ιούνιος 2019

Παις πεσσεύων στη μήτρα του λόγου

Το ποίημα έρχεται όπως ένας χρησμός. Ένας χρησμός αμφίσημος, παράδοξος, διφορούμενος. Ένα νόημα κλειδωμένο που θέλει το κλειδί του. Κι έτσι το ποίημα συναντάει τους παλαιούς προγόνους του.

Δεν είναι τυχαίο που οι χρησμοί γεννήθηκαν σ’ ένα ναό. Ναός είναι κι η ποίηση, που σε καλεί να μυηθείς στα μυστήριά του. Γι’ αυτό το ποίημα διαβάζεται αργά, ήσυχα, τελετουργικά, και χωνεύεται το ίδιο αργά και τελετουργικά όπως η τροφή. Και φωναχτά, γιατί καλεί όλες τις νοητικές δυνάμεις, τη γλώσσα, τις αισθήσεις, την ψυχή να εγερθούν. Το ποίημα θέλει να σταθείς μπροστά του ξέστηθος, άφοβος, γυμνός. Όπως η γυναίκα στο εξώφυλλο των λογότυπων. Με ανοιχτά τα σκέλια στο ερωτικό του κάλεσμα και το πρόσωπο σκυφτό, στραμμένο στην καρδιά. Η γυναίκα-λογότυπο, η γυναίκα-ποταμός, αυτό το θηλυκό ποτάμι που κυλώντας με ένστικτη, εγχάρακτη στις φλέβες του τη μνήμη και τη γεύση όλου του κόσμου, ανοίγει δρόμο προς τις εκβολές του για να χυθεί στη θάλασσα. Σ’ αυτόν το συμβολικό ναό της ποίησης, της γλώσσας, σ’ αυτή τη μήτρα του λόγου. Γι’ αυτό η ποιήτρια την προκαλεί. Την προκαλεί ανοιχτά, παραπονετικά, μα υπερήφανα: Σε συμβουλεύω/ συνετίσου θάλασσα/ …λύγισε στα χτυπήματα. εγώ πώς λύγισα; (ενότητα «αποτυπώσεις» / «υπαναχώρηση») εκφράζοντας όλη την αγωνία και την οδύνη του ποιητικού υποκειμένου. Γιατί σ’ αυτό το καθ’ οδόν πρέπει να λυγίσουν τα βουνά, να σαλέψουν οι δίνες, οι κοίτες ν’ αναμοχλευθούν, οι λάσπες, τα σαρίδια τους, τα φυτοφάρμακά τους να εξαερωθούν, να φοβηθούν την ήττα τους.

Το ποίημα είναι γέννημα μιας ιερής τελετουργίας, μιας ιερής ερωτικής πράξης. Και αναδύεται όπως αναδύεται η Αφροδίτη από τα κύματα της θάλασσας. Όταν τα νερά στις εκβολές των ποταμών βρίσκουν την ψυχή τους. Εκεί η Αφροδίτη και ο Άρης φιλιώνουν. Πλην της ηδονής/αρχαιότερη τέχνη η καταστροφή («άρης και αφροδίτη ενάντιοι») λέει η ποιήτρια στις «αντιλογίες», το πρώτο μέρος της ποιητικής της συλλογής.

Εκεί, σ’ αυτήν τη μήτρα της ζωής και του λόγου, η Μαρία Σύρρου γίνεται παις πεσσεύων. Δοκιμάζεται, παίζει με τις λέξεις, με τα γράμματα και τις αναπνοές τους: μια δρασκελιά είναι να βρεθείς στο λάμδα από το κάπα, μια τόση δα πνοή (ενότητα «αποτυπώσεις» / «αναστοχασμοί»). Γίνεται λογοκόπος, λογοκλόπος, ξεκλειδώνοντας τις πρώτες μας συλλαβές. Ταπεινός ψαράς που αλιεύει τα «αδιάβαστα», τα αμνημόνευτα, τα ξεχασμένα. Τα θαμμένα στις κοίτες των λέξεων.

Τα ποιήματα της Μαρίας Σύρρου είναι πράγματι λογότυπα. Δηλαδή συμπυκνωμένα, οικονομημένα, α-φλύαρα, όπως πρέπει να είναι το ποίημα-σώμα όταν πρόκειται να μιλήσει αυτό που δεν μιλιέται, αυτό που μας υπερβαίνει. Και οπωσδήποτε αντιλογικά, υποδόρια σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά.

Η γλώσσα της ποίησης δεν μπορεί παρά να είναι αντιλογική. Γι’ αυτό και «αντιλογίες» ο τίτλος της πρώτης από τις δύο ενότητες της συλλογής. Η ποιήτρια δηλώνει λοιπόν εξαρχής την πρόθεσή της να εναντιωθεί στη λιμνάζουσα λογική των λέξεων. Κι επειδή η γλώσσα συναρτάται με όλη τη ζωή και την ίδια την ύπαρξη, η εναντίωση αυτή, όπως είναι φυσικό, εκτείνεται και στον ίδιο τον εαυτό και σε ό,τι μας περιβάλλει. Γι’ αυτό και προσέρχεται σαν άγραφος χάρτης — «tabula rasa» είναι το πρώτο της ποίημα, στο οποίο μαρτυρείται η αγωνία της ποιητικής συνείδησης στη διαμάχη της με τα αντίθετα και στην προσπάθειά της να βρει τη θέση της στην πρόταση. Στριφογυρίζοντας στον τροχό της ρισκάρει ανανήψεις, παίζει με τις φόρμες, τις στενεύει, τις πλαταίνει, σπάει τη σιωπή, βγάζει στο φως της πρότασης αυτοσχέδιες μαρτυρικές καταθέσεις, σκιά γίγαντας γίνεται, επιστρέφει στο σκότος, το ζυγίζει, αναμετρά εξαπατήσεις, σκιά νάνος γίνεται. Τι λύση δίνει η ποιήτρια; Γυρίζω σελίδα/ γδύνω τους φθόγγους/ αφήνομαι/στο μεσουράνημα μιας νύξης. Τι είναι αυτή η νύξη στην οποία αναφέρεται; Μήπως το νεύμα, η υποβόσκουσα μιλιά των λέξεων κάτω από τον ακριβή ορισμό τους; Και πώς συλλαμβάνεται αυτό το νεύμα, αυτή η μιλιά αν όχι με μια επιστροφή στην πρώτη μας γεύση του κόσμου; Και μήπως ακόμα οι νέες σημασίες, που ζωογονούν τις έννοιες, δεν είναι γεννήματα αυτής της γεύσης;

Συνεπής λοιπόν στην ποιητική λειτουργία, η ποιήτρια επιχειρεί ένα ενδοσκοπικό «flash back», μια κάθοδο στη συσσωρευμένη υποκειμενική της εμπειρία, που ορίζεται πάντα από τη θέρμη, τις πρώτες συγκινήσεις των αισθήσεων, τα πάθη, τα τραύματα, τις σκοτεινιές μας. Ιχνηλατεί τις ηδονές που την κομμάτιασαν, θρηνεί ξεθωριασμένα πάθη («flash back»), ψαύει τα άδηλα της μνήμης τα κτερίσματα («προκαταλήψεις»), πενθεί αλήθειες («παραπλανήσεις»), βυθίζεται στο άναρχο συναίσθημα, ψηλαφεί το μίτο του έρωτα («σπουδή στην περιπλάνηση»), αμφισβητεί βεβαιότητες («ενδοσκόπηση»). Ορθωνόμενη σε ορθογώνιο τρίγωνο, αλλά οπωσδήποτε ένα υβριδικό τρίγωνο που εμπεριέχει όλα τα γεωμετρικά σχήματα με τις πολυφωνικές τους γωνίες και ανισομέρειες («τροχοδρόμηση»), βυθίζεται στα αρχαιότερα στρώματα της γλώσσας: …— λοιπόν. λάμδα. λέγε λέξεις/ — λα, λα, λόλα. Βιάζει τις λέξεις ασθματικά, επιτακτικά να τινάξουν από πάνω τους τη σκόνη των συμβάσεων, να αποκαλύψουν τις νέες σημασίες, αναποδογυρίζει τις έννοιες, τα νοήματα: …— λέγε./ …— λέξεις λαιμαργίας. λέγε./ …— λέξεις λύτρωσης. λέγε…/ — λέγε, λέγε, λοιπόν… Και πώς ορίζεται τώρα η λέξη λαιμαργία; Λιπόσαρκοι λωτοφάγοι λικνίζουν λιμνάζουσες λογικές. Πώς η λέξη λύτρωση; Ληξιπρόθεσμα λόγια λαοπλάνων λαξεύουν/ λαιμαριές λαπάδων, λάκκους λεόντων, λυκοφιλίες…

Κι έτσι οι λέξεις ησυχάζουν. Απελευθερωμένες πια από την απόλυτη κυριαρχία του λόγου βρίσκουν πάλι την ποθούμενη εγγύτητά τους με τα πράγματα, τη μιλιά και την αλήθεια τους. Και επιστρέφουν. Στο όλον, στη μήτρα που τις γέννησε. Στην ολότητα της σκέψης, της ομιλίας. Κι αν μέσα στο όλον χάνουν την ατομικότητά τους, τον ακριβή ορισμό τους, τα όριά τους, ωστόσο λάμπουν μέσα στη φαινομενικά αντιθετική πολυσημία τους, στη βαθύτερη ενότητά τους, στο είναι τους, και οι έννοιες, ως συνάρθρωση αυτών των σημασιών, αποκτούν μια πιο αυθεντική αλήθεια.

Με αυτόν τον τρόπο ορίζεται η συμμετοχή του υποκειμένου στο αντικείμενο, στη διαμόρφωση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στη νοηματοδότησή της. Πράξη καθ’ εαυτή πολιτική, αφού προϋποθέτει μια συνείδηση αφυπνισμένη και εγρήγορη, μη υποταγμένη στη μαζική αντίληψη και στον κυρίαρχο λόγο στον οποίο είναι παγιδευμένη η γλώσσα. Ρήματα μεταβατικά του υποκειμένου/ κυοφορούν την αμφισβήτηση, λέει η ποιήτρια. Ρήματα των οποίων η ενέργεια μεταβαίνει στο αντικείμενο και τα οποία γεννούν/ στίγματα μιας και μόνης μοίρας/ στο δυσανάγνωστο όλον του αντικειμένου.

Η λέξη δεν είναι μόνο συμβολική παράσταση αλλά και χρώμα, αίσθημα. Η αρχέγονη θέρμη, η επιθυμία είναι το γιατί, το κίνητρο της σκέψης, το κίνητρο για την αποτύπωση της εμπειρίας. Κι αυτή που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πολυσημία των λέξεων, που δομεί τις έννοιες. Η γλώσσα, όπως λέει ο Έλιοτ, είναι ένα αναθεωρημένο πάθος. Αλλιώς καταλήγει μια προκρούστεια κλίνη που ακρωτηριάζει τη σκέψη. Τότε, και σε οποιαδήποτε ανισορροπία, είτε υπέρ της μιας πλευράς είτε της άλλης, το ά-λογο, το παράλογο εκδικείται. Βγαίνει στους δρόμους και περπατάει ξυπόλυτο, αίσθημα που είναι κυρίαρχο στις μέρες μας. Γι’ αυτό και η ποιήτρια ζητάει από τον οπτικό της δύο φακούς, τον κοίλο που ξυπνάει το θυμικό και τον κυρτό, της λογικής, γιατί, όπως λέει, λίγη αντικειμενικότητα δεν βλάπτει. Με τους δύο αυτούς φακούς, που κρατάνε τα μάτια της ανοιχτά σε όλα τα χρώματα, φέρει το υποκείμενο σε διαλεκτική σχέση με το αντικείμενο. Και, μολονότι η ανίχνευση του είναι της ύπαρξης και των πραγμάτων είναι καθ’ εαυτή πολιτική πράξη, όπως προαναφέρθηκε, ωστόσο δεν λείπει η ρητή αντιλογική κοινωνική και πολιτική ματιά, όπως άλλωστε και στις «αποτυπώσεις», τη δεύτερη ενότητα της ποιητικής συλλογής, όπου η ποιήτρια στρέφεται στην εξωτερική πραγματικότητα. Με μια ευαίσθητη κοινωνική και πολιτική συνείδηση μιλά για την παρακμή του πολιτικού σκηνικού, τη νύχτα του πολιτισμού, τον εφησυχασμό, τον συμβιβασμό των συνειδήσεων.

Αν, λοιπόν, στις «αντιλογίες» η ποιήτρια βάζει το περίγραμμα της ποιητικής της πρόθεσης και ταυτότητας ανιχνεύοντας το είναι της ύπαρξης, στις «αποτυπώσεις», κοιτάζοντας τον κόσμο με τον κυρτό φακό της λογικής, αποτυπώνει την αντικειμενική πραγματικότητα με τις νέες σημασίες τις οποίες εκμαίευσε με τον ανατρεπτικό κοίλο φακό της, που αναποδογυρίζει το κάθε τι που βλέπει, βάζοντας το σημάδι, το ίχνος του είναι, που βρίσκεται στη ρίζα της ύπαρξης και του κόσμου. Πράγμα που αγνόησε ο δυτικός πολιτισμός. Και το ίχνος αυτό συναντά την οικονομική κρίση που βιώνουμε, τη φτώχεια που αποποιήθηκε τα όριά της και που τώρα βαφτίζεται πορεία σπαραχτική μιας αναβάπτισης («μετάλλαξη»), υπαινισσόμενη την πολυδιάστατη φύση της κρίσης. Τη θλίψη για τους ανώνυμους άστεγους που προσπερνά — δωροδοκία των λέξεων και σιγή, υποταγή στην αγέλη, το όνομά της («homo sapiens»). Μια ανθρώπινη τηλεφωνική συνομιλία με υπάλληλο γνωστής στατιστικής υπηρεσίας — άγραφη σύμβαση απ’ αυτές που δεν θα λήξουνε ποτέ («εχεμύθεια»). Της ανεμώνης την απόγνωση («esperanto»), την απόκοσμη σιγή των κοτσυφιών που στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό («τελετουργία»), το βασανιστικό λυγμό του σκύλου που εκλιπαρεί για συντροφιά — δύσκολο να την αντέξεις την ελευθερία σου («ιδιοτροπίες»). Κι ακόμα, το ίχνος αυτό συναντά τον ομηρικό Ελπήνορα, αυτόν που παντοτινά τη λήθη πλανεύει («αναστοχασμοί»).

Η ποίηση είναι ράπισμα. Εκτόξευση βλημάτων στη λήθη της συνείδησης. Και ηχεί σαν άγριο τύμπανο μέσα στη ζούγκλα, όπως λέει ο Σεφέρης. Μήπως και η λέξη τύμπανο δεν προέρχεται από το ρήμα τύπτω που σημαίνει κτυπώ, από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις λογότυπο και αποτυπώσεις. Γι’ αυτό και η ποιητική συλλογή σφραγίζεται με ένα «refresh», της μνήμης και των αλλεπάλληλων εγώ της ποιήτριας, που ξαναδένουν κάθε τόσο την αλήθεια.

Η Μαρία Σύρρου φτιάχνει ένα σύμπαν ολιστικό, ενωτικό, όπου οι αντίθετοι πόλοι μέσα στην αντιθετικότητά τους αναγνωρίζουν τους δεσμούς αίματος που τους συνδέουν. Στα μετόπισθεν όμως αυτής της διαμάχης, που διεξάγεται μόνο στο επίπεδο της περιορισμένης ανθρώπινης συνείδησης και συνιστά το κορυφαίο δράμα της, στο βάθος βάθος του εαυτού υπάρχει μια περιοχή απρόσβλητη, την οποία η ποιήτρια με ένα άνοιγμα της συνείδησης αναγνωρίζει, όπου η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, ο ήλιος τη σελήνη, η λιακάδα τη συννεφιά φυσικά, ακριβοδίκαια και ειρηνικά. Εκεί μόνο η ποιήτρια ησυχάζει, όπως ησυχάζουν οι λέξεις μέσα στην ενότητά τους. Σ’ αυτήν τη στιλπνή ανωνυμία, διαθέσιμη και αδιάθετη ταυτόχρονα, μεταβατική και αμετάβατη, που απλώς ΕΙΝΑΙ είναι ΜΕΝΕΙ. Ως ένα καθαυτό ποιητικό λογότυπο.

.

ΕΛΣΑ ΛΙΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

FREAR.GR 8/5/2019

Η ποίηση είναι ο μόνος τόπος όπου η λέξη αυτονομείται. Το σώμα της λέξης, δηλαδή ο ρυθμός, οι συλλαβές, η ηχητική της σάρκα και το είναι της λέξης, οι πολλές σημασίες που της έχουν δοθεί διαμορφώνουν το ρητό και το άρρητο σώμα της ποίησης. Με τις λέξεις γίνεται το ποιητικό παιγνίδι.

Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Μαρία Σύρρου αρχής γενομένης από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής της λογότυπα. Χρησιμοποιεί λέξη με πολλαπλά νοηματικά φορτία που της επιτρέπει, όπως θα δούμε παρακάτω, να παίξει μαζί της και να την αποδομήσει με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Το λογότυπο είναι η γραφιστική αποτύπωση ενός εμπορικού σήματος μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού ή ενός ιδρύματος. Η ποιήτρια μπαίνει στην ετυμολογία της λέξης και τη φορτίζει με ευφάνταστο τρόπο. Λόγος: η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων, η επικοινωνία με τη γλώσσα, η λογική ικανότητα του ανθρώπου, υπόσχεση, αιτία, απολογισμός. Τύπτω: ελέγχω, ψέγω αλλά και φτιάχνω καλούπι, αποτυπώνω επακριβώς.

Όλες αυτές οι σημασίες κατακλύζουν την ποίηση της Μαρίας Σύρρου, έρχονται και ξανάρχονται δημιουργώντας ποιητικά φορτία που αποκαλύπτονται στον αναγνώστη άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυπτικά κι άλλοτε με σιωπές.

Ο τίτλος ωστόσο δεν είναι μόνο ομπρέλα για τα ποιήματα της συλλογής. Επαναφέρεται στα συνθετικά του στις δύο ενότητες του βιβλίου. Η πρώτη ενότητα φέρει τον τίτλο «αντιλογίες», η δεύτερη «αποτυπώσεις», αναπτύσσονται δε ισοδύναμα, με δώδεκα ποιήματα η κάθε μια. Η ένωση των δύο συνθετικών, η απομάκρυνση και η επανένταξή τους σε άλλες συνθέσεις δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό παιγνίδι της ποιήτριας, αλλά και μια ένδειξη της προσπάθειάς της να επανασυνθέσει τον κόσμο της και να τον προσφέρει σε μας με τη γοητεία του ποιητικού λόγου.

Η πρώτη λοιπόν ενότητα φέρει τον τίτλο «αντιλογίες». Αντίθετος λόγος προς ποιον; Προς την πραγματικότητα, τις βεβαιότητες, τα κακά του κόσμου τούτου, τις πολιτικές του, τους συμβιβασμούς, τις εσωτερικές αντιφάσεις, τις αναγκαστικές επιλογές, τη μονοσημία της γλώσσας; Αντίθετος λόγος ή ενάντια στο λόγο; Μήπως ενάντια στον ορθολογισμό; Ή όλα αυτά μαζί;

Όλα αυτά μαζί και άλλα πολλά είναι η ποίηση της Μαρίας Σύρρου. Γιατί, όχι μόνο αισθητοποιούνται αυτά που συμβαίνουν έξω και μέσα μας, αλλά παρίσταται και το μη παραστατό, εκφράζεται το ανέκφραστο, φωτίζεται το κρυμμένο.

βολιδοσκόπηση

ο μέγας χορηγός της συγκυρίας
έστησε φιέστα στα χαλάσματα
με ποτ πουρί κοάσματα παρηγορίας.
οι διασκεδαστές —δημαγωγοί αλλόφρονες
άλλοτε καθωσπρέπει—
στονάρουν με προσχήματα στεντόρεια
παράφρονες και θιασώτες πατρονάρουν.
το χάραμα, κεκαθαρμένοι αμαρτωλοί
φτύνουν χολή συλλογικής ματαιοπονίας
δάκρυα νόθα μετανοίας χύνουν
για την εσχάτη προδοσία
τετραγωνίζουν με τεχνάσματα μυστήρια
το φαύλο κύκλο της απόγνωσης
και τα πειστήρια
της πανηγυρικής διαφυγής κομίζουν.
τέτοιο παράπτωμα δεν ξανακούστηκε
— ένοχοι εξιλέωσης. ψηφίστε τους
ή, τέλος πάντων, αψηφήστε τους.

Η τελευταία φράση «αψηφήστε τους» είναι η αντι-λογία της ποιήτριας προς έναν κόσμο «συλλογικής ματαιοπονίας». Με όρους που έχουν φορτία υπαρξιακά και θρησκευτικά, ψυχιατρικά, ιστορικά, πολιτικά και νομικά, ορίζεται συλλήβδην το τοπίο της ανθρώπινης εξαθλίωσης, της θλιβερής πορείας του ανθρώπου στη ζωή. Αυτόν τον κόσμο αψηφά η ποιήτρια — πράγμα που ξέρει καλά ότι είναι αδύνατο με πραγματικούς όρους— με το προκλητικό «αψηφήστε τους». Με την ποιητική γλώσσα υπονομεύει το αδύνατο της πράξης.

Στο ίδιο μοτίβο της αδυσώπητης αντίστασης είναι και το ποίημα «αβλεψίες και παραβλέψεις», μόνο που εδώ η δράση, η επιθυμία περνάει στο υποκείμενο.

αβλεψίες και παραβλέψεις

καλή σας μέρα, οπτικέ μου.
τηλεφωνώ για να σας παραγγείλω
ένα ζευγάρι ματογυάλια.
μ’ ακούτε;
τον έναν από τους δυο φακούς
τον προτιμάω κοίλο.
καθώς θ’ αναποδογυρίζει
σκέφτηκα
το καθετί που βλέπω
ίσως ξυπνάει το θυμικό μου.
πώς σας φαίνεται;
αριστερός ή δεξιός φακός
το ίδιο μού κάνει.
ο έτερος, ωστόσο, θα ’θελα να ’ναι
οπωσδήποτε κυρτός φακός.
λίγη αντικειμενικότητα δε βλάπτει
στο, έτσι κι αλλιώς, υποκειμενικό μου βλέμμα.
θα καταφέρω, λέτε, να κρατήσω
ταυτοχρόνως
και τα δυο μάτια μου ανοιχτά;
χρειάζομαι τη συμβουλή σας.
πώς είπατε;
αδυνατείτε διά τηλεφώνου
να μετρήσετε τα κέντρα μου;
θα προτιμούσα, αν δεν έχετε αντίρρηση
να αποφύγω κάθε συμμετρία.
θέμα ιδιοσυγκρασίας, καταλαβαίνετε.
όσο για τους βαθμούς διόρθωσης
το αφήνω στη διακριτική ευχέρειά σας.
αντιλαμβάνομαι μια κάποια
ανησυχία στη φωνή σας, οπτικέ μου.
φοβάστε μήπως χάσω
διά παντός την όρασή μου;
παρακαλώ, μη θορυβείστε
δηλώνω εκ πεποιθήσεως τυφλός.
πώς; αν είστε σύμφωνος με τα υπόλοιπα
δεν πρόκειται να τα χαλάσουμε στο σκελετό.
είμ’ ανοιχτός, να ξέρετε, σ’ όλα τα χρώματα.
πώς είπατε, οπτικέ μου;
αφού επιμένετε λοιπόν, ακούστε
το σκελετό τον προτιμώ κοκάλινο
με dna επαναστάτη.

Η γλώσσα εδώ λειτουργεί ως άνοιγμα του είναι. Μέσω της γλώσσας σώζεται και ο οπτικός από την τεχνικοποίησή του. Γίνεται ο διαχειριστής των ματιών τού αφηγηματικού υποκειμένου, το οποίο επιθυμεί να διατηρήσει τον υποκειμενισμό και την οπτική του γωνία, επιστρατεύοντας ακόμη και τον τομέα της τεχνολογίας. Η αίσθηση του αφηγητή ότι το πάθος της επανάστασης μπορεί από τα μάτια να περάσει και στο διαμεσολαβητή της όρασης, τα γυαλιά, είναι μια εκπληκτική σύλληψη της ποιήτριας, μια συνεκδοχή ενδιαφέρουσα που αισθητοποιεί τον ψυχισμό του επαναστάτη. Η ποίηση, ως μορφή πράξης, φέρνει μέσω της ποιήτριας έως εμάς τη δύναμη της μεταμόρφωσης.

Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής, «αποτυπώσεις», η ποιήτρια περνάει σε μιαν εσωτερική κατάδυση μέσω της οποίας παρατηρεί και την έξω ζωή, την κάνει δική της χρησιμοποιώντας τον πλούσιο ψυχικό και πνευματικό της κόσμο, τις εξασκημένες αισθήσεις, την ευαισθησία της, την αγάπη της για τη φύση και την ομορφιά, τις προσωπικές της ματαιώσεις. Το τύπτω εδώ χάνει τη σημασία τού ψέγω, γίνεται τυπώνω, καταγράφω, διασώζω, προσεγγίζω με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Φωτίζω μνήμες, αυλές, αρχέτυπα, δρόμους, γειτονιές, μας λέει η ποιήτρια. Μέσω της ποιητικής της γραφής μάς μυεί στα μυστικά που υπάρχουν γύρω και μέσα μας και είναι τόσο δύσκολο να τα δούμε. Μέσα από τις εικόνες που έρχονται και ξανάρχονται καταιγιστικές, έρχεται στο φως ένας ειρμός εικόνων, ιδεοπλαστικός, που είναι ο εσωτερικός ειρμός του ποιητικού λόγου.

υπαναχώρηση

σε συμβουλεύω
συνετίσου, θάλασσα
πλέξε για κομποσκοίνι την οργή
τους παφλασμούς χρίσε ψαλμό
λύσε τα μύχια με λυγμούς
για τους νεκρούς σου αναθήματα.
καταμετρώ τα κρίματα, παραλογίζομαι
τσαλαβουτώ στην υγρασία σου.
με των χεριών τα ακροδάχτυλα
κύκλους ορίζοντας
σε μαστιγώνω, σε καταφρονώ.
λύγισε στα χτυπήματα. εγώ πώς λύγισα;
ορθώνομαι μπροστά σου απαρχής
κηρύσσω πετροπόλεμο
στην παντοδυναμία σου
με οχυρό θρήνο ανοχύρωτο.
ανεμοδείχτη για ούριο άνεμο
προτρέπω το φτερό του γλάρου
και τον αγύρτη σκύλο μέσα μου
που εκλιπαρεί για οδυσσέα
σύμμαχο τον πλειστηριάζω.
σάμπως να μη σκοτίζεσαι
για τις φοβέρες και τις προτροπές μου
τείχος τα κύματα ανεβάζεις μαίανδρους
και μ’ αποδιώχνεις, με περιγελάς.
προτού μ’ αδράξει απ’ το μεδούλι η φθορά
σε αποκηρύσσω, θάλασσα
και ιστορώ ομφάλιο λώρο την απάρνηση.

Ο λόγος ενός απελπισμένου που βιώνει το αρχετυπικό μαρτύριο του πλάνητα, που η ζωή του είναι η ίδια η θάλασσα και ξοδεύτηκε στη θάλασσα, στο ταξίδι, στην αναζήτηση. Οι προτροπές για συνετισμό δεν έχουν προφανώς αποδέκτη τη θάλασσα. Έχουν τον αφηγητή, την ποιήτρια, εμάς, που με όπλο την ήττα, τη φθορά και την απελπισία αισθανόμαστε πως έχουμε το δικαίωμα να θυμώνουμε μαζί της. Ο τελευταίος στίχος «και ιστορώ ομφάλιο λώρο την απάρνηση» θεωρώ ότι αποκαλύπτει την απομάκρυνση του ανθρώπου στην πορεία του πολιτισμού από τη φύση και το βαθύτερο εαυτό του. Αυτή η βίαιη απόσπαση του ανθρώπου από το πραγματικό του περιβάλλον και η τραγική του πορεία για να την ξαναβρεί, δίνονται μέσα από την απέλπιδα αίσθηση δύναμης και παρέμβασης που έχει ο αφηγούμενος της Σύρρου, η ίδια η Σύρρου. Και όλο αυτό με μια μουσικότητα που όχι μόνο δε μειώνει τη δύναμη της απελπισίας, αντιθέτως την ενισχύει ως να είναι παρούσα μέσα στο ηχητικό σώμα των λέξεων. Από την ίδια ενότητα και το ποίημα «τελετουργία»:

τελετουργία

συνέβη χτες, θα ήταν επτά και τέταρτο
ώρα του οκτώβρη, μούχρωμα.
είπα να κάνω ένα τσιγάρο στην αυλή
—καταφυγή και καταφύγιο η αυλίτσα μας
εδώ, στο γκαζοχώρι—
παρέα με την αγγελική και τη ροδιά
καθώς το συνηθίζω.
με το που έγειρα την πόρτα για να βγω
αξιώθηκα ένα θέαμα πρωτόγνωρο
για τα δικά μου μάτια.
όνειρο έμοιαζε
μα, σας τ’ ορκίζομαι, συνέβη.
τα είδα να στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό
—δέκα με δεκαπέντε (αν υπολόγισα σωστά)
μικρά, αθόρυβα κοτσύφια—
να καταδύονται μέχρι τη γης
κι ύστερα πάλι προς τον ουρανό να υψώνονται
σε μια τελετουργία απόκοσμης σιγής.
φοβήθηκα για μια στιγμή
—ντρέπομαι, το ομολογώ—
για την αδιακρισία ετούτη
να παραστώ απρόσκλητη στη δειλινή μυσταγωγία.
συνέβη, μα δεν το ’θελα, τ’ ορκίζομαι.
κλείστηκα μέσα βιαστική
κι απ’ το παράθυρο
πάσχιζα να διακρίνω τι και πώς.
θα είχε περάσει κιόλας τέταρτο
όταν ο άρχων τελετάρχης κότσυφας
κύκλωσε έναν κύκλο τη ροδιά
κι ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά της φυλλωσιάς της.
τα υπόλοιπα τον ακολούθησαν
—με την αράδα του το κάθε ένα—
ώσπου το δέος άγιασε του θάμπους την αυλή
που στεφανώθηκε τη νέα σελήνη.

Ένα ποίημα γεμάτο εικόνες που ξεκινούν από αυτοβιογραφικά στοιχεία και με μια ενδιαφέρουσα κλιμάκωση φθάνουν σε θέωση της φύσης που γίνεται ολόκληρη ναός στα σεμνά μάτια της ποιήτριας, η οποία είχε την τύχη να παρακολουθήσει τη μυητική διαδικασία, μα και την ικανότητα και την ευαισθησία να τη μεταφέρει και σε μας. Αυτή η σταδιακή μετάβαση στο ιερό κομμάτι του κόσμου ευτυχώς αισθητοποιείται μέσα από τη ματιά της Σύρρου, η οποία έχει συνείδηση της παραβίασης, του μέτρου, της ιερότητας. Γιʼ αυτό ακριβώς η συγκεκριμένη τελετουργία φτάνει ως εμάς χωρίς απώλειες, χωρίς διαμεσολάβηση, ακέραια και πειστική. Η στάση της ποιήτριας φέρνει σε μας ακέραιη τη δοξαστική στιγμή της φύσης, την καταλυτική της δύναμη.

Οι δύο ενότητες της συλλογής δένονται άρρηκτα από τα ίδια μοτίβα που έρχονται και ξανάρχονται στην ποίηση της Σύρρου. Τα μοτίβα του φόβου, της αγωνίας, της μνήμης, της αβεβαιότητας, του τραύματος διατρέχουν τα «λογότυπα», φτάνουν ως τον αναγνώστη, φορτία γεμάτα αλήθειες, χωρίς να ψευτίζουν ούτε για μια στιγμή τα εννοιολογικά και συναισθηματικά περιεχόμενα που κουβαλούν.

Κατορθώνει δηλαδή η ποιήτρια ο ποιητικός της λόγος να αποδεσμεύεται από αυτήν και να γίνεται τόπος αδιαμεσολάβητης αναμέτρησης του αναγνώστη με τον εαυτό του, που συνειδητοποιεί ότι η κάθε λέξη σφραγίζει το νόημά της μέσα του, φέρνοντας στο φως τη βαθύτερη φύση της.

Αυτή η βαθύτερη φύση των λέξεων που σμιλεύεται μέσα στην ποιητική της Μαρίας Σύρρου δίνεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «tabula rasa».

tabula rasa

πιστώνω φωνές
παλμούς
μορφές από μνήματα
ρισκάρω ανανήψεις
στενεύω τις φόρμες
μετά τις πλαταίνω
αποσιωπώ
αυτοσχέδιες
μαρτυρικές
καταθέσεις
παρακάμπτω δειλά τη σιωπή
καταλείπω τα νώτα στο φως
μετρώ τη σκιά μου
σκιά γίγαντας
ζυγίζω το σκότος
αναμετρώ εξαπατήσεις
σκιά νάνος γίνομαι
γυρίζω σελίδα
γδύνω τους φθόγγους
αφήνομαι
στο μεσουράνημα μιας νύξης.

Εκθέτει το ποιητικό της πρόσωπο με ρηματικό πρωτοπρόσωπο λόγο. «Πιστώνω», «ρισκάρω», «στενεύω», «καλύπτω», «αποσιωπώ», «ζυγίζω», «αναμετρώ», «γδύνω» είναι κάποια από τα γεμάτα δράση, εσωτερική αγωνία, υπαρξιακή ουσία μεταβατικά ρήματα τα οποία διαχειρίζονται τα ποιητικά, ψυχικά και πνευματικά της τοπία. Εδώ η πολικότητα υποκειμένου αντικειμένου αίρεται, παράγονται νοήματα πλούσια και ζωντανά, τα οποία αναδεύουν εσωτερικά και πνευματικά σκιρτήματα. Η δράση του ποιητικού υποκειμένου υποχωρεί στο τέλος με τη χρήση του ρήματος «αφήνομαι» σε ουδέτερη διάθεση που δηλώνει μια ανακουφιστική αποδοχή. Μπορεί ο υποκειμενικός δυναμισμός να δίνει τη θέση του στην τραγική συνειδητοποίηση του μη εφικτού, ωστόσο ο ποιητικός λόγος έχει τη δύναμη της υπέρβασης, που είναι τόσο απαραίτητη για την παρουσία των ψυχικών και πνευματικών αιτημάτων —«αφήνομαι στο μεσουράνημα μιας νύξης» είναι η ελπίδα που τελικά καλύπτει κάθε προσωπική δράση, πέρα και πάνω από μας, αυτή που καθαγιάζει τις πράξεις και δικαιώνει την ύπαρξη.

Ο λόγος κουβαλάει μέσα του το φως, τους ήχους, τα χρώματα, τις μυρωδιές, την αφή, τη γεύση. Τα κουβαλάει και τα υπερβαίνει. Όταν ξεκόβει από αυτά, γίνεται ένα κουφάρι χωρίς ζωή, μια ανούσια μηχανική δομή. Ή όταν δεν ταυτίζεται με την έννοιά της δεν οδηγεί μόνο σε ποιητικά αδιέξοδα αλλά και σε απουσία της ζωής, γιατί δεν την εκφράζει.

Αυτή την παγίδα τη γνωρίζει καλά η Μαρία Σύρρου. Το σκάψιμο της αλήθειας που γίνεται με τη γλώσσα το ξέρει καλά —«μες στην ομίχλη /της λεξιλαγνείας μου / πενθώ αλήθειες», μας λέει.

Δεν επιτρέπει στη λέξη να παίξει χωρίς να πάρει την ευθύνη της ουσίας. Λεξιθηρία, λεξιλατρεία, λέξεις είδωλα, κενός λόγος δεν ευδοκιμούν στην ποίησή της. Η ποιητική γλώσσα την οποία ξεδιπλώνει με μεγάλη επάρκεια δίνει στη λέξη τη δική της φυσιογνωμία που την καθιστά μοναδική και σφραγίζει το βαθύτερο νόημά της, εκείνο που κάθε φορά η πολυσημία της μέσα στο ποίημα υποδεικνύει ως αυθεντικό.

Η Μαρία Σύρρου πραγματοποιεί ένα ταξίδι με τα ποιήματά της. Ταξίδι στη ζωή, στη μνήμη, στο μέσα, στην πορεία της γλώσσας, στο χρόνο. Το ταξίδι αυτό που χαράζεται με λέξεις, η πνευματική, ψυχική και γλωσσική περιπέτεια της ποιήτριας έρχεται σε μας, ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί της καθώς μας αγγίζει η πνευματική και καλλιτεχνική της αγωνία. Με κουπί τη γλώσσα η ποιήτρια μπορεί να πει:

«μακάριος είσαι, δύσμοιρε
που, ανέλπιδα, αξίωσες και αξιώθηκες
με το κουπί σου, το ανάξιο λόγου
παντοτινά τη λήθη να πλανεύεις.»

Η ποίηση, η καλή ποίηση, μπορεί να πλανεύει τη λήθη.

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Περιοδικό Απόπλους (τχ. 80, Καλοκαίρι 2019, σσ. 475-476).

1.
Με απόλυτη εξισορρόπηση των είκοσιτεσσάρων ποιημάτων –παραγωγή της τελευταίας διετίας– σε δυο επιμέρους ενότητες, τις «Αντιλογίες» και τις «Αποτυπώσεις», επανεμφανίζεται η Μαρία Σύρρου μετά την πρώτη παρουσία της με τη συλλογή Επιλήσμονες από τον Μανδραγόρα το 2016. Μάλιστα δεν αμελεί, εκτός από την αντισταθμιστική τοποθέτηση των ποιημάτων στις δυο ενότητες των Λογότυπων ανά δώδεκα, να διαχωρίσει τα έξι χαϊκού της συλλογής στις δυο αυτές ενότητες ανά τρία. Αυτά ως προς την εξωτερική εικόνα της συλλογής που δείχνει να οικοδομείται πάνω σε έναν οργανωμένο άξονα συμμετρίας.

2.
Οι μονοσύλλαβοι τίτλοι των ποιημάτων (15 στα 24 ποιήματα και μόνο 3 με περισσότερες από δυο λέξεις) συμπυκνώνουν τους στόχους και λειτουργούν σαν ερμηνευτικά κλειδιά για την αποκωδικοποίηση των εμφανών και απόκρυφων προθέσεων της Μαρίας Σύρρου, η οποία στην παρούσα συλλογή της ανασκάπτει τα μύχια της ψυχής, προβαίνει σε έναν πικρόχολο απολογισμό πεντηκονταετίας / ζωής («σήμερα μετρώ μισόν αιώνα τραύματα») και ταυτίζει συγκριτικά την ύπαρξη και τους προσωπικούς προβληματισμούς και βιώματα και με τη χαώδη κατάσταση που επικρατεί στη σύγχρονη κοινωνία.
Πρόκειται για αξιόλογη ποίηση που θίγει τη μοναχικότητα, την ανασφάλεια, τη χαμηλή και υπό αμφισβήτηση αυτοεκτίμηση, τη διστακτική περιπλάνηση στο περιβάλλον του έρωτα. Ποίηση που καλύπτει το γκρίζο τοπίο της συλλογής κάτω από ένα πέπλο πολιτικοποιημένης σκέψης. Το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον γύρω του κόσμο να αποδομείται και μάλλον αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Στο ίδιο μήκος κύματος τοποθετείται ο εαυτός του, αν και κάποιες στιγμές ανάκαμψης επινοεί τρόπους διαφυγής και αποτελμάτωσης με «ένα ζευγάρι ματογυάλια» βαλμένα σε σκελετό κοκάλινο «με dna επαναστάτη»… Τα πάντα επικαλύπτονται από το γεγονός ότι ο πολεμοχαρής Άρης και η λάγνα Αφροδίτη ελέγχουν το σύμπαν και επιβάλλουν τα εκάστοτε σχέδιά τους άλλοτε με τα όπλα και άλλοτε με τον ερωτισμό, ερήμην της βούλησης των λαών.

3.
Η βασανιστική αίσθηση ότι ο χρόνος εξαπατά και παρέρχεται χωρίς να επιτρέπει την πραγματοποίηση των προσδοκιών μας, πολιορκεί βασανιστικά τη μνήμη, την κεντρίζει και την υποχρεώνει να οπισθοβατήσει με ακαριαίες αναδρομές. Οι «μονότονες πράξεις του ανθρώπου» αδυνατούν να ευθυγραμμισθούν και να συμμετάσχουν στη συναυλία της αναγεννημένης ανοιξιάτικης φύσης. Οι γενετήσιες τελετουργίες των πουλιών δεν συγκινούν. Προξενούν φόβο και απορία, αποστασιοποιούν τον παρατηρητή που πορεύεται σε καιρούς μάταιους εκεί που επικρατεί η φτώχεια και η ανέχεια. Η γλώσσα της ποίησης δείχνει ανίκανη να αποδώσει το δράμα του άστεγου πολύ περισσότερο να ενεργήσει θεραπευτικά, ο ποιητής νιώθει αδύναμος να αντεπεξέλθει στον ρόλο του: «πάω να γράψω μα συντρίβομαι/ στον κορεσμό και στη δειλία μου». Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι επίπλαστες, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ακροαματικότητα, στις επιφανειακές επαφές που αποσκοπούν στη χειραγώγηση της ελευθερίας και στην οικονομική εκμετάλλευση. Οι παροχές και οι βελτιώσεις δεν μεταβάλλουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα στην οποία ζουν οι σύγχρονοι πολίτες, αντίθετα αποδιοργανώνουν τη μίζερη καθημερινότητα σε τέτοιο βαθμό που γεννάται το ερώτημα ποια κατάσταση είναι προτιμότερη: εκείνη που μοιάζει με τον σκύλο δεμένο ή εκείνη που μοιάζει με τον σκύλο λυτό περιορισμένο σε μια ταράτσα πολυκατοικίας…
Το υποκείμενο που κυκλοφορεί ευδιάκριτα ή σαν σκιά ανάμεσα στους στίχους είναι ένα πρόσωπο παραιτημένο, ηττημένο, απογοητευμένο. Καμιά δύναμη δεν δείχνει ικανή να το επαναφέρει στην κανονικότητα, να του εμφυσήσει αισιοδοξία: «προτού μ’ αδράξει απ’ το μεδούλι η φθορά/ σε αποκηρύσσω θάλασσα/ και ιστορώ ομφάλιο λώρο την απάρνηση.» Μοιάζει με τον «μικρόμυαλο» Ελπήνορα που ενώ διασώθηκε από τη μήνη του πολέμου και τα μάγια της Κίρκης χάθηκε άδοξα από δική του αδυναμία, αφού δεν μεσολάβησε κανένα θαύμα να του σώσει τη ζωή ή την ψυχή όπως του Σαύλου όταν μετέβαινε από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό… Κάποια αδιόρατη δύναμη ωθεί απαρέγκλιτα τη Μαρία Σύρρου να εξομοιώνει με επιμέλεια και φροντίδα περισσή το ποιητικό με το ατομικό κι αυτά τα δύο με το συλλογικό αδιέξοδο. Πιθανόν η δύναμη αυτή να ενεργοποιείται από τη μοναχικότητα και την έλλειψη ενεργητικότητας, συστατικών που δίνουν τη συγκεκριμένη χροιά στην ποιητική πράξη. Η ασφυξία του χώρου προξενεί ασφυξία στο υποκείμενο.
Κάπως έτσι η Σύρρου μετασχηματίζει σε γραφή τον άλλο, τον ποιητικό εαυτό της και τον ανελέητο χωρόχρονο γύρω της. Ωστόσο οι αυτοαναφορές σαφώς και εκτείνονται πέρα από το ατομικό, αφού στα ποιήματα περιγράφεται μια γενικευμένη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένο μεγάλο μέρος της σημερινής κοινωνίας.

4.
Κυρίαρχο στοιχείο της φόρμας των ποιημάτων είναι η μουσική, ο επιμελημένος ρυθμός, οι εύηχες λέξεις αντλημένες από το διαχρονικό λεξιλόγιο της ελληνικής. Ένας μελωδικός λυρισμός διαχέεται με αμεσότητα σε μια απόπειρα λεκτικής αναπαράστασης του άυλου και του υλικού κόσμου μέσα στον οποίο είναι ενταγμένο το «ανέστιο» σώμα και η ψυχή της δημιουργού, εκεί όπου «στο βάθος βάθος του εαυτού μου/ με αναπαύει μια στιλπνή ανωνυμία».

.

ΕΠΙΛΗΣΜΟΝΕΣ
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΜΑΝΤΑ – ΛΑΖΑΡΟΥ

Επιλήσμονες Περιοδικό “Θράκα” 6/10/2017

«Επιλήσμονες» τιτλοφορείται η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Σύρρου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» (Αθήνα, 2016). Με το πρώτο ποίημα «Δεκαεννέα έτη φωτός σιωπή» η Μαρία Σύρρου δηλώνει μια
σοβαρή και βαθιά σχέση με την ποίηση, που εκκινεί πολύ πριν από τη γραφή και την έκδοση του βιβλίου. Δεκαεννέα έτη φωτός δηλώνουν μια αποχή/αναστολή από την ποιητική πράξη τεράστια ως προς τον χρόνο διάρκειας αλλά και ως προς την απόσταση που δημιουργήθηκε στη σχέση.
Έτσι ερμηνεύεται η ορμή και η θέρμη με την οποία η ποιήτρια προλογικά παραδίνεται στη μούσα.

Επίκληση στη Μούσα – Έμπνευση είναι το πρώτο ποίημα. Μια σύγχρονη εκδοχή της Μούσας – Έμπνευσης. Η ποιήτρια την έχει κατεβάσει από τον θεϊκό θρόνο της, έτσι όπως την είχαμε γνωρίσει από την αρχαία επική
ποίηση, κι αντί για επίκληση/ικεσία καταλήγει σε θαρραλέα και ριψοκίνδυνη
πρόκληση.

«Θα
είναι πρόκληση σε μονομαχία.

Αν
παρ’ ελπίδα με καταδεχτεί, η ακριβοθώρητη

–πιστόλι
ή ξίφος, ας επιλέξει εκείνη–,

έχω
την αγαθή προαίρεση να με συντρίψει.»

Η θαρραλέα πρόκληση έχει πηγή κι αφετηρία το πάθος που η αναστολή της ποιητικής ενέργειας τόσων χρόνων έχει πολλαπλασιάσει. Αποζητά τους στίχους της τώρα με δίψα.

«Τους
αφουκράζομαι μες στις σιωπές.

Τη
γεύση τους αποζητάει

ο
στερημένος ουρανίσκος μου.»

Είναι μια εξαιρετική σύλληψη η πρόκληση αυτή και φανερώνει συνειδητοποιημένη και γνήσια σχέση με την ποίηση. Συχνά
μπαίνουμε στην τέχνη της ποίησης με την πλάνη μιας εύκολης και ανταποδοτικής σχέσης. Η Μαρία Σύρρου γνωρίζει καλά πως όλα εξαρτώνται από την έμπνευση, που έχει το πάνω χέρι, έτσι στη μονομαχία τους είναι έτοιμη και να συντριβεί, να αφανιστεί.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της συλλογής είναι η μουσικότητα και η
δραματικότητα. Ξεχωρίζουμε προς σχολιασμό το ποίημα
«ΣΑΛΟ ΤΟ ΒΥΘΟΣ ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ».

Στο ποίημα ο αναγνώστης παραδίνεται στην ενέργεια 69 ρημάτων. Κάτω από το ρήμα «ικετεύω» όλα αυτά τα ρήματα κινούν μια εσωτερική κι εξωτερική δράση που εντείνεται από την εναλλαγή της καταφατικής και αποφατικής τοποθέτησής τους, τις μετακινήσεις στις χρονικές βαθμίδες, τις εγκλιτικές συστροφές, τη μετατόπιση των προσώπων, των τριών προσώπων.
Πρωταγωνιστεί το πρώτο πρόσωπο ενικού απέναντι σε ένα «εσύ» στο οποίο απευθύνεται, με το τρίτο ενικού να δημιουργεί το σκηνικό για τον θεατρικό
μονόλογο. Η εύστοχη και μετρημένη επανάληψη κάποιων ρημάτων καθώς και η ένταση που διαφοροποιείται και κλιμακώνεται από την ιδιαίτερη φόρτιση
των λέξεων συνθέτουν τη μουσική, αναπόσπαστο μέρος μιας δραματικής
σκηνής ενός θεατρικού μονολόγου. Τα ρήματα γίνονται 70 με το προαναγγελτικό «Κυκλώνει» του τίτλου, που στο τέλος του ποιήματος επιβεβαιώνεται και από τον αναγνώστη.
Η μουσικότητα και η δραματικότητα επιτυγχάνονται με την ίδια ένταση και
σε μικρότερης φόρμας ποιήματα.

ΕΚΛΑΙΓΑ
ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Είχα
κλειστές τις γρίλιες

κι
έβρεχε. Έβρεχε κι έκλαιγα.

Έκλαιγα
κι άδειαζα νύχτες χίλιες.

Για
σένα έκλαιγα,

για
χίλιες άδειες νύχτες.

Άγιο
δικό μου εσύ,

αίτιο
ύπαρξης ανθεκτικής

στη
θλίψη και την προσμονή.

Προσέξτε τις κινήσεις που δημιουργούν οι επαναλήψεις, οι προωθήσεις από το τελευταίο ρήμα μιας φράσης που γίνεται αρχή της επόμενης, τις κυκλωτικές κινήσεις του ποιητικού υποκειμένου γύρω από το «εσύ» και κυρίως πώς στήνοντας εικόνες μιας εξωτερικής πραγματικότητας, ενώ με την τελευταία αποστροφή η ποιήτρια μας οδηγεί σε μια εσωτερικότητα και
βάθος.

«ΣΥΡΙΑ. ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ». Το θέμα της Συρίας και κάθε Συρίας συγκλονίζει κάθε άνθρωπο. Έχει απασχολήσει τους καλλιτέχνες που, μέσα από την τέχνη τους, με το έργο τους δεν επιδιώκουν να απομακρυνθούν από την ωμή και σκληρή και οδυνηρή πραγματικότητα, αλλά να συλλάβουν το τραγικό της βάθος, να διαμαρτυρηθούν, να αντισταθούν. Το ποίημα «ΣΥΡΙΑ. ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ» προσφέρεται προς σχολιασμό για τον τρόπο με τον οποίο η ευαισθησία της Μαρίας Σύρρου αγκαλιάζει τα θύματα, ανάμεσά τους και τα αθώα παιδιά, και μνημειώνει τον κόσμο αυτό που αφανίζεται.
Με τις λέξεις της κτίζει ένα μνημείο εγκιβωτίζοντάς το μέσα στο αιώνιο
μνημείο της ποίησης.

ΣΥΡΙΑ.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Νασίμπ,
Ουιντάντ και τα τέκνα

Φαϊζάλ,
Καμάρ και τα τέκνα

Μισέλ,
Κολέτ και τα τέκνα

Χαφέζ,
Ουλφά και τα τέκνα

Ζακαριγιά,
Μαρί και τα τέκνα

Χαλίλ,
Γκαντά και τα τέκνα

Μπαντάουι,
Σουλεϊμάν, Ζορζ,

Χούσνι,
Σάμι, Αντίμπ, Μουτά,

Αλί,
Ρενέ, Σάλα, Μαχμούντ, Ραούφ,

Νιζάρ,
Ριζκαλάχ, Φρανσίς, Σατί, Χάνα

Άκλαυτοι.

Χαμένοι
αριθμοί μες στους χιλιάδες άκλαυτους.

Κι
άθαφτοι.

Σοροί
ξεβρασμένοι σε αιγιαλούς αλλότριους.

Οστρακισμένοι
απ’
τη γενέθλια γη

που
αιμορραγεί αιώνες,

τη
γη που ξεδιψάει αρχαίο νερό του Ευφράτη.

Τυμβωρύχος
ο πόνος μου,

αδράχνει
από ναυάγια ξεχασμένα της Μεσόγειου

όστρακα
ασβεστολιθικά,

τάφοι
και τούτα μες στον υγρό τον τάφο τον
αχόρταγο.

Ξορκίζω
την άθλια πράξη.

Χαράζω
στα κοχύλια ονόματα ακατάληπτα

με
σμίλη ένα ρέον δάκρυ, πορθμείο για τον
Αχέροντα.

Χαράζω
στα χρωματισμένα βότσαλα.

Στο
ρόδινο του κοβάλτιου. Και του αίματος.

Στο
πράσινο του μολυβδαίνιου. Και του
αλτρουισμού.

Στο
κίτρινο του κάδμιου. Και της χαράς.

Στο
κυανό του χαλκού. Και της ειρήνης.

Θραύσματα
από βιβλικά πετρώματα.

Βασάλτης,
οψιδιανός, γρανίτης,

τόφφος,
σχιστόλιθος, ψαμμίτης,

σκωρία,
κίσσηρη, περιδοτίτης,

γνεύσιος,
μάρμαρο, χαλαζίτης.

Βότσαλα
και κοχύλια

τα
παραδίνω με εμβρίθεια ληξιάρχου

στην
ανοχή της θάλασσας.

Μυριάδες
στο βυθό τα μνήματα.

Λησμονημένα
στους αιώνες.

Με τα ονόματά τους προσκαλεί κοντά μας ανθρώπους, ανασύρει και φέρνει στο φως πρόσωπα, μέσα από τον υγρό τους τάφο, μέσα από την ανωνυμία που ο Άδης και η λήθη επιφέρουν. Οι πολύνεκρες μάχες και καταστροφές, η άλογη βία δημιουργεί εκατόμβες, μετατρέπει τα ανθρώπινα θύματα σε αριθμό. Η ποιήτρια πασχίζει να ανασύρει τους νεκρούς, να τους αποκαταστήσει ως πρόσωπα στα δικαιώματα της τελευταίας πράξης της ζωής πριν τραβηχτεί για πάντα επάνω τους και πέσει το σκοτάδι του θανάτου. Δικαίωμα των
νεκρών και χρέος των ζωντανών: ο θρήνος, η ταφή και η παράδοση στη μνήμη. Ακολουθεί όμως η απογύμνωση από ονόματα, άταφοι, άκλαυτοι σοροί, γίνονται αριθμός, ο θάνατος και η λήθη τα σκεπάζουν στον υγρό τους τάφο. Η ποιήτρια αντιστέκεται με πάθος και με αγωνία πασχίζει να τα παραδώσει στην αιώνια μνήμη της εγχάρακτης γραφής. Τα πρόσωπα που πέρασαν με τα
ονόματά τους σε έναν κατάλογο –δυστυχώς η ιστορία της ανθρωπότητας δείχνει πως ο κατάλογος δεν τελειώνει ποτέ– μνημονεύονται τώρα ως εγχάρακτα ονόματα σε κοχύλια, βότσαλα, πετρώματα. Περνούμε τώρα σε έναν κατάλογο χρωματιστών πετρωμάτων και τέλος ο κατάλογος σβήνει
με την απλή χωρίς χρώμα ονομαστική αναφορά σε πετρώματα. Είναι ένα μνημείο γλυπτικό πια αυτοί που κάποτε υπήρξαν ζωντανοί. Κι αυτό το γλυπτικό μνημείο της φύσης και της ποιήτριας εγκιβωτίζεται στη μνημοσύνη της ποίησης.

Ξεχώρισα από τους «Επιλήσμονες» για την αποψινή παρουσίαση αυτά τα τρία σημεία επειδή τα θεωρώ χαρακτηριστικά γνωρίσματα και πιστεύω πως προοιωνίζουν μια ενδιαφέρουσα συνέχεια από την ποιήτρια.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL Οκτώβριος 2016

Για τους Επιλήσμονες

«Η ποίηση είναι απαραίτητη, μόνον ας ήξερα γιατί.» M’ αυτή την παράξενη τοποθέτηση ο πολυτάλαντος γάλλος καλλιτέχνης Ζαν Κοκτό συνόψισε κάποτε την αναγκαιότητα της τέχνης και το συζητήσιμο ρόλο της στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

Ο Eρνστ Φίσερ, από την άλλη, απαντώντας στο ερώτημα για το νόημα της τέχνης, τη θεωρεί υποκατάστατο της ζωής, μέσο που φέρνει τον άνθρωπο σε κατάσταση ισορροπίας με το γύρω κόσμο. «Είναι αυτή που ξεκουράζει, που ψυχαγωγεί. Είναι ψυχαγωγικό να βυθίζεσαι στη ζωή και στα προβλήματα του άλλου, να ταυτίζεις τον εαυτό σου με έναν πίνακα ζωγραφικής, μ’ ένα μουσικό κομμάτι, μ’ ένα ποίημα… Γιατί η “μη πραγματικότητα” κάνει την πραγματικότητα εντονότερη», υποστηρίζει.

Αυτή τη «μη πραγματικότητα», αυτή την υψηλή πνευματική δόνηση που αποκαλούμε ψυχαγωγία, μας χαρίζει η Μαρία Σύρρου με την πρώτη της ποιητική συλλογή, αφιερωμένη στο σύντροφό της Ευάγγελο Τζάνο. Τα ποιήματα χωρίζονται σε τρεις ενότητες: επτά πρόσφατα, του 2015-2016, στην ενότητα «Επιλήσμονες» (τίτλος που δίνεται σε ολόκληρη τη συλλογή, επίσης), ένα ποίημα στην ενότητα το «Χάσμα» (γραμμένο το 1996) και δώδεκα παλαιότερα, από το 1991 έως το 1993, στην ενότητα «Πετροκέρασα».

Με τα ποιήματα αυτά, χωρίς να ξεστρατίζει από τη μοντέρνα ποιητική γραφή και χρησιμοποιώντας το ύφος αυτής της τεχνοτροπίας, κινείται ανάμεσα στο συναισθηματισμό και τη στοχαστική διάθεση. Αρθρώνει το δικό της ποιητικό λόγο ακολουθώντας τις περιπέτειες της ψυχής και αναμετρούμενη με την ανθρώπινη μοίρα. Την απασχολεί η φθαρτότητα της ύπαρξης, ο έρωτας, η πολιτική, τα προβλήματα της καθημερινότητας, οι καιροί που αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα θέματα αυτά συναντά ο αναγνώστης κυρίως στα πιο πρόσφατα ποιήματά της, που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Επιλήσμονες». Στα παλαιότερα ποιήματα, τα πιο νεανικά, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μεγαλύτερη εσωτερικότητα και πιο προσωπικούς προβληματισμούς.

Αν μου επιτρεπόταν ο όρος, θα έλεγα πως η ποίηση της Μαρίας Σύρρου είναι ιδεαλιστική. Χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις προσπαθεί να καθορίσει τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν και το Θεό. Στην προσπάθειά της αυτή τη διακρίνει μια συνεχής αγωνία. Yποφέρει από εφιαλτικές παραισθήσεις. Η μνήμη εκπυρσοκροτεί και την ταλανίζει. Σύνηθες μοτίβο στα ποιήματά της είναι η εναλλαγή των πεδίων του ύπνου και του ξύπνου. Θα τη δούμε συχνά να μετεωρίζεται ανάμεσα στο ομιχλώδες του ονείρου και την πραγματικότητα της αφύπνισης. Τα προαιώνια ερωτήματα για τη ζωή και την ύπαρξη την ταλανίζουν βαθιά, ωστόσο αποδέχεται τη συνύπαρξη του υλικού με το ανορθολογικό. Παρότι επιχειρεί καταβύθιση στα μύχια της ζωής, η ανθρώπινη ρευστότητα και το υπαρξιακό ζήτημα την απασχολεί το ίδιο όπως και τα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας.

Στο έργο της θα συναντήσουμε πολλές επιρροές από την αρχαία ελληνική και χριστιανική παράδοση, τις θετικές επιστήμες και το θέατρο. Μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα από τη μια, προσπαθεί να ανιχνεύσει τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου, να εισχωρήσει στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από μια καθαρά ορθολογιστική επιστήμη από την άλλη, τη φυσική, επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και να εκφράσει προσωπικούς προβληματισμούς για τη ζωή. Λέξεις-εκφράσεις επιστημών καθαρά ορθολογιστικών πεδίων γίνονται συχνά εργαλείο για το συγκερασμό επιστήμης και θρησκείας και την άρθρωση ενός λόγου ιδεαλιστικού.

Η ποίηση της Μαρίας Σύρρου διακρίνεται από έντονη θεατρικότητα. Στα ποιήματά της «στήνονται» θεατρικές σκηνές, κατασκευάζονται θεατρικοί μονόλογοι. Αλλά και η ίδια η εργογραφία του θεάτρου αποτελεί συχνά την αφετηρία της έμπνευσης. Όπως, επίσης, η αρχαία ελληνική κουλτούρα. Μυθολογία και φιλοσοφία χρησιμοποιούνται αριστοτεχνικά. Το ίδιο και η παγκόσμια λογοτεχνία. Όλα, δείγμα της καθολικότερης παιδείας που διακρίνει τη λογοτέχνιδα.

Μιλήσαμε εξαρχής για ποίηση έντονης πνευματικότητας. Όμως, παρότι ο οίστρος της Μαρίας Σύρρου στρέφεται προς πιο διανοητικές σφαίρες, η ποίησή της δε χάνει ούτε στιγμή το λυρισμό της. Είναι ποίηση λυρική. Η ποιήτρια αγαπά τις λέξεις. Παίζει με τις λέξεις. Στήνει διάλογο μαζί τους. Χρησιμοποιεί πληθώρα εκφραστικών μέσων: μεταφορές, εικόνες, αντιθέσεις, αφήγηση, παρομοίωση, προσωποποίηση. Όλα συνταιριασμένα όμορφα σε ένα υπέροχο λυρικό αποτέλεσμα. Ο λυρισμός αυτός είναι που σε γοητεύει. Οι εικόνες είναι που δίνουν τη δύναμη στην ποίησή της, αυτές είναι που υποβάλλουν τον αναγνώστη.

Ο λόγος της είναι στέρεος, καθαρός. Οι λέξεις κυρίως λόγιες. Όμως ο αναγνώστης θα συναντήσει και ξένες λέξεις και ορολογία, αρχαίες και μεσαιωνικές λέξεις, ακόμη και λαϊκές. Μια ευρεία γκάμα λεξιλογίου προσφέρει πλούσια γλωσσική υφή στα ποιήματα και δίνει στην ποιήτρια τη δυνατότητα να καταγράψει με ακρίβεια τον επιθυμητό προβληματισμό. Συχνά χρησιμοποιεί την παρήχηση, στοιχείο που προσδίδει ιδιαίτερη μουσικότητα και ρυθμό στα ποιήματα. Στο σύνολο των ποιημάτων της Μαρίας Σύρρου χαιρόμαστε καλοδουλεμένους στίχους με δυνατά ρήματα, μετοχές και ουσιαστικά σε εξαιρετικές συνθέσεις. Θαυμάζουμε την ικανότητα των συμβολισμών, τη δεδηλωμένη σχέση των σημαινόντων και των σημαινομένων. Ο στίχος τής είναι ελεύθερος, με εσωτερικό ρυθμό. Εξαίρεση αποτελεί ένα μόνο ποίημα, που πλέκεται με ιαμβικό ρυθμό («Η πρώτη συνάντηση»).

Σα μια πρόκληση της ποίησης σε μονομαχία βλέπει τα ποιήματά της, που την περίμεναν, όπως γράφει, «δέκα και εννέα συναπτά φθινόπωρα», «δέκα και εννέα έτη φωτός».

[…]

Μετρώ στο πληκτρολόγιο τα γράμματα.
Είκοσι τέσσερα. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη.
Σκέφτομαι μήπως προκαλέσω και την έμπνευση.
Θα είναι πρόκληση σε μονομαχία.
Αν παρ’ ελπίδα με καταδεχτεί, η ακριβοθώρητη
–πιστόλι ή ξίφος, ας επιλέξει εκείνη–,
έχω την αγαθή προαίρεση να με συντρίψει.

Έναν εκπληκτικό θεατρικό μονόλογο, εμπνευσμένο από το έργο του Σέξπιρ Άμλετ πλέκει στο ποίημα «Σαλό το βύθος με κυκλώνει». Το ποιητικό υποκείμενο εδώ υποδύεται την Οφηλία που περιμένει τον Αμλέτο της, το «γητευτή» της καρδιάς της. Ένας συναρπαστικός εσωτερικός μονόλογος σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, μια συνομιλία με τον εαυτό, που μετατρέπεται σε ερωτική έκκληση για αγάπη και αποδοχή. Ο πλούσιος λυρισμός του ποιήματος το μετατρέπει σε αγωνιώδη ερωτική ικεσία, μια σπαρακτική ερωτική κραυγή.

Μη με προδώσεις, κύριέ μου,

[…]

Κουράστηκα απώλειες να μετράω.
Δες, νύχτωσε κιόλας γητευτή μου,
κράτα το χέρι μου να μη χαθώ.
Μεγάλο που είναι το ταξίδι της αγάπης.

Ο πληθωρισμός των εκφραστικών μέσων συνθέτει ένα κλίμα ερωτικής απόγνωσης υποβλητικό, μέσα σε εναλλασσόμενο πεδίο πραγματικότητας και ονείρου. Η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση προσδίδει στο λόγο την αμεσότητα μιας συναρπαστικής εξομολόγησης, ενώ με το δεύτερο πρόσωπο διαμορφώνεται έντονο κλίμα οικειότητας και διαλόγου.

Η συνεχής δέηση, ο κρυστάλλινος λόγος, η πληθώρα των επιθέτων και των μεταφορών, καθώς και οι υποβλητικές εικόνες και παρομοιώσεις μάς μεταφέρουν σε ατμόσφαιρα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αξίζει, βέβαια, να παρατηρήσουμε πως ο έρωτας στην ποίηση της Μαρίας Σύρρου δεν είναι ποτέ καθαρά ηδονιστική έλξη, ούτε απλός ρομαντισμός. Είναι συναίσθημα βαθύ, διαρκές και ακέραιο.

Το δράμα των προσφύγων δεν την αφήνει ασυγκίνητη. Δύο ποιήματά της είναι γραμμένα με αυτό το θέμα: «Ζωές εξιλαστήριες» και «Συρία. Εις μνήμην». Το πρώτο είναι χτισμένο πάνω σε δύο ουσιαστικά: «ζωές» και «ματιές». Τα ουσιαστικά αυτά συνοδεύονται από λέξεις αρνητικές, περιγραφικές της ζωής απόκληρων και αναξιοπαθούντων ανθρώπων: «ζωές ριζωμένες στο τίποτα/ με άδειες παραμονής ληγμένες/ ματιές πεταμένες σ’ ένα άδειο παρόν». Τρία ρήματα μόνο συνοδεύουν τα ουσιαστικά και τους προσδιορισμούς τους: «είναι», «σπαράζουν» και «καθαγιάζουν», που όμως περικλείουν και τον πυρήνα του λόγου. Είναι τα ρήματα της πιο ουσιώδους αναφοράς, αυτά που προσφέρουν όλη την ενέργεια. Πηγή αυτής της ενέργειας είναι η εξιλαστήρια ζωή των προσφύγων, δηλαδή η ζωή ανθρώπων που υποφέρουν, κατηγορούνται και λογοδοτούν, αντί του πραγματικού ενόχου. Όλο το νόημα συμπυκνώνεται στον τελευταίο στίχο: «ματιές, ζωές εξιλαστήριες».

[…]

Κάτι τέτοιες ζωές,
κάτι τέτοιες ματιές
κολασμένες, καθαγιάζουν
αυτόν τον πλανήτη της ύβρεως.
Ματιές, ζωές εξιλαστήριες.

Το ποίημα «Συρία. Εις μνήμην» είναι ένα αριστούργημα υψηλής εμπνεύσεως. Ένα ποιητικό μνημόσυνο για τους πρόσφυγες που πνίγηκαν στη Μεσόγειο, ένα προσκλητήριο νεκρών, με ονόματα 29 Συρίων «και των τέκνων τους». Δυνατοί χαρακτηρισμοί με επίθετα και μετοχές σε ρόλο κατηγορουμένου («Άκλαυτοι, άθαφτοι, χαμένοι αριθμοί, σοροί ξεβρασμένοι, οστρακισμένοι απ’ τη γενέθλια γη»), που προσδιορίζουν το απάνθρωπο της μοίρας των ανθρώπων αυτών. Υποβλητική πρωτοπρόσωπη γραφή με ρήματα δυναμικά: «ξορκίζω», «χαράζω», «παραδίνω», με το ρήμα «χαράζω» μάλιστα σε επανάληψη, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη ένταση στο συναίσθημα. Καθαρά χημικά στοιχεία, όπως το κοβάλτιο, το μολυβδαίνιο, το κάδμιο και ο χαλκός, συνδέονται ευρηματικότατα με ανθρώπινα συναισθήματα και υψηλές αξίες. «Βιβλικά πετρώματα» μας μεταφέρουν στις χώρες της Μεσοποταμίας, που σήμερα φλέγονται. Βότσαλα και κοχύλια παίρνουν τη μορφή ανθρώπων που χάθηκαν στο βυθό της Μεσογείου, αυτόν που έγινε και ο τάφος τους. Πετρώματα χαράσσονται με «ακατάληπτα» ονόματα ανθρώπων από ναυάγια. Άπειρα τα ξεχασμένα ναυάγια στη Μεσόγειο ανά τους αιώνες. «Όστρακα ασβεστολιθικά, τάφοι και τούτα μες στον υγρό τον τάφο τον αχόρταγο». Όλα ξεχασμένα στο χρόνο, στο βυθό της θάλασσας. «Τυμβωρύχος ο πόνος».

Το ποιητικό υποκείμενο, συγκλονισμένο, αποφασίζει να γίνει ο συλητής αυτών των θαλάσσιων τάφων, προκειμένου να παραβιάσει το εσωτερικό τους και να καταγράψει τις ανώνυμες ανθρώπινες ψυχές που βρίσκονται θαμμένες εκεί αιώνες και αντιπροσωπεύουν το προσφυγικό δράμα.

[…]

Βότσαλα και κοχύλια
τα παραδίνω με εμβρίθεια ληξιάρχου
στην ανοχή της θάλασσας.
Μυριάδες στο βυθό τα μνήματα.
Λησμονημένα στους αιώνες.

Παρηχήσεις, προσωποποιήσεις και μεταφορές διαμορφώνουν ένα πολλαπλασιαστικά αυξανόμενο συναίσθημα που μετατρέπει τον ποιητικό λόγο σε ανθρώπινο λυγμό. Το ασύνδετο σχήμα και ο ενεστώτας προσδίδουν γοργότητα και διάρκεια στην πράξη. Η φωνή του ποιητή κλαίουσα, σπαρακτική. Η μαρτυρική πορεία του ανθρώπου στους αιώνες, η αναμέτρησή του με το παράλογο του πολέμου, η άδικη απώλεια της ύπαρξης.

Στο ποίημα «Νέος αιώνας, ο πανάρχαιος», που αφιερώνεται στο λογοτέχνη Ιάσονα Δεπούντη, ο οίστρος στρέφεται προς πιο διανοητικές σφαίρες. Η θεωρία των βαρυτικών κυμάτων, η Μεγάλη Έκρηξη, οι κινήσεις των άστρων και των πλανητών, δανεισμένες από τις καθαρά ορθολογιστικές επιστήμες, γίνονται αφορμή να εκφραστούν ερωτήματα και προβληματισμοί για την ανθρώπινη ύπαρξη, το άπειρο του σύμπαντος και το πεπερασμένο του ανθρώπου. Ένα σύντομο πέρασμα της μνήμης, μια φευγαλέα αναδρομή στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου ανά τους αιώνες να λύσει το μυστήριο της ζωής, να αποκρυπτογραφήσει τη λειτουργία του. Μια έκφραση μεταφυσικής αγωνίας, μια αγωνιώδης προσπάθεια προσέγγισης του υπερκείμενου.

Η πρωτοπρόσωπη γραφή δημιουργεί κλίμα προσωπικής εξομολόγησης. Ο τρόπος όμως που αρθρώνεται το ποίημα το καθιστά έκφραση των ανησυχιών όλου του ανθρώπινου είδους, εφόσον η εκπληκτική αντίθεση στη δεύτερη στροφή («σε αύριο αρχαίο») προσδίδει διαχρονικό χαρακτήρα στα λεγόμενα.

Αισθητοποιώντας το πνευματικό, η καλλιτέχνις αρθρώνει λόγο ποιητικό για τη φύση και τη ζώσα ύλη. Στο τέλος, συγκεράζονται αρμονικά επιστήμη και θρησκεία. Η εκκλησιαστική φράση για την υπόσταση του Θείου μεταφέρεται αυτούσια:

[…]

Πεπερασμένος νους, τω όντι ον
αναζητώ δημιουργό ακατάληπτο, άκτιστο
στης εντροπίας τη μυστηριακή ευταξία
το χρίσμα αποζητώ της έκστασής μου.

Από την πρώτη ενότητα δε λείπουν, βέβαια, και ποιήματα πολιτικά. Ένα θαρραλέο ξεφλούδισμα της πολιτικής «εντός και εκτός των τειχών» επιχειρείται στο ποίημα «Ελεύθερη πτώση». Με όρους της οικονομίας (όπως, για παράδειγμα, η λέξη Χρηματιστήριο), αλλά και με βάση τις πτώσεις των ονομάτων (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική), πλάθεται ένα ποίημα εξαιρετικής εμπνεύσεως, κεντρική συνιστώσα του οποίου είναι η βαρβαρότητα της πολιτικής των ισχυρών εναντίον των ανίσχυρων. Διάχυτη η ειρωνεία, εκφράζεται εξαιρετικά επιτυχημένα με τη χρήση της αρχαΐζουσας γλώσσας.

[…]

Ελληνιστί, αμφότερες οι πτώσεις,
απ’ τη μια τσέπη του αφεντικού στην άλλη.
Βάρβαρη φράση εις την μαλλιαρήν.
Η βαρβαρότης άπτωτος.

Το ποίημα «Χειροκροτήστε με» αναφέρεται σε ένα επίσης σύγχρονο θέμα: στο facebook και το μαγικό του κόσμο. Ο πρώτος στίχος μάς αιφνιδιάζει με την εύστοχη χρήση της λαϊκής λέξης «καλέ». Ευφυής ποιητική επινόηση, εκφραστική της τεράστιας διάστασης που έχουν λάβει τα κοινωνικά δίκτυα στις λαϊκές μάζες. Με λόγο ευθύβολο, με ευδιάκριτο το σημαίνον από το σημαινόμενο, χτίζεται ένα ευρηματικότατο ποίημα που στηλιτεύει τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών δικτύων. Θίγεται, από τη μια, η δημοκρατικότητα του επικοινωνιακού αυτού μέσου, θίγεται όμως και η προσποίηση, η εγωπάθεια, ο ναρκισσισμός που δημιουργεί. Στο ποίημα θα βρούμε και ξένες εκφράσεις, ταιριαστές με την ξενόφερτη ονομασία του facebook. Ο χαριεντίζων λόγος, το λαϊκότροπο ύφος, τα υποκοριστικά, οι επαναλήψεις και οι διατυπώσεις της καθομιλουμένης προσδίδουν την αμεσότητα του προφορικού λόγου στο ποίημα και έναν ιδιαίτερα υποβλητικό αυθορμητισμό. Ταυτόχρονα εξυπηρετούν τη ρυθμικότητα και το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Έτσι, το μετατρέπουν σε μια εξαιρετικά ευθύβολη σάτιρα, με τελική ωστόσο υποταγή του ποιητικού υποκειμένου στη γοητεία του: «Ε, φιλαράκο, πού πας; Μου έκανες like;».

Η δεύτερη ενότητα («Χάσμα») περιλαμβάνει ένα μόνον ποίημα, αφιερωμένο στους γονείς της ποιήτριας, με τον τίτλο «Σελιδοδείκτης ονείρων». Μια εσωτερική αναδρομή επιχειρείται στην ενότητα, μια προσωπική αναδίφηση με κέντρο τη μνήμη. Ένα ξεφύλλισμα του βιβλίου της ζωής. Το ψηφιδωτό της ψυχής κατακερματίζεται, όπως είναι φυσικό σε αυτές τις περιπτώσεις της εσωτερικής ψηλάφησης. Έρχονται στην επιφάνεια απραγματοποίητα όνειρα, ανθρώπινα λάθη, παραμελημένες υποσχέσεις. Φλέγεται η ψυχή, παραδέρνεται μέσα στους «σελιδοδείκτες του βιβλίου» της ζωής. Οι μνήμες χάνονται. Όμως, παρότι η λήθη σβήνει τις δυσάρεστες μνήμες, το ποιητικό «εγώ» επιμένει πεισματικά να αναμοχλεύει το παρελθόν, επιχειρώντας εισβολή στην εσωτερική ζωή. Υποβλητικό το δεύτερο πρόσωπο γραφής στο ποίημα, ανοίγει διάλογο με τον αναγνώστη, απευθυνόμενο στον καθέναν.

Η τελευταία ενότητα με τίτλο «Πετροκέρασα» περιλαμβάνει πιο προσωπικά ποιήματα. Επικρατεί η πρωτοπρόσωπη γραφή. Ήδομαι, θλίβομαι, ενθάδε κείμαι, έβρεχε κι έκλαιγα, για σένα έκλαιγα, έρωτές μου, έμεινα ξάγρυπνη, θυμάμαι, ξυπνώ, ελευθερώνομαι… Προστακτικές και υποτακτικές εμφανίζονται στην ενότητα αυτή, για να δηλώσουν άλλοτε τη δυναμική προτροπή και άλλοτε την παραχώρηση, την ευχή, την επιθυμία. Κυριαρχούσα έγκλιση ωστόσο η οριστική, η έγκλιση του πραγματικού, όπως και ο ενεστώτας, ο χρόνος της διάρκειας. Όμως η ανάγκη ψηλάφησης γεγονότων αυστηρά προσωπικών στιγμών, που συνέβησαν στο παρελθόν, αναδεικνύει συχνά και τον αόριστο, ως χρόνο του συντελεσμένου γεγονότος, που έρχεται επίμονα και νοσταλγικά στη μνήμη, προκειμένου να επαναφέρει τα συμβάντα μιας άλλης περιόδου και να προσδιορίσει με βάση αυτά το παρόν.

Από την άλλη, οπτικές και κινητικές εικόνες, ερωτήσεις και ασύνδετα, μεταφορές, προσωποποιήσεις, επαναλήψεις, επίθετα και εξομολογητικός τόνος συνθέτουν στην ενότητα αυτή ένα ενδιαφέρον παζλ χρωμάτων και ψυχικών διακυμάνσεων που προσδίδει έντονο λυρισμό στο λόγο και θέλγει τον αναγνώστη.

Το νόημα της ύπαρξης, ο έρωτας, η ανθρώπινη ασημαντότητα απασχολούν και εδώ την καλλιτέχνιδα. Δουλεμένα όλα τα ποιήματα προσεκτικά, εκπέμπουν βαθύ προβληματισμό και χαρακτηρίζονται από ποιητική δεινότητα. Τρία ποιήματα παρουσιάζονται με δύο γραφές, εκ των οποίων η δεύτερη είναι πρόσφατη. Ο εσωτερικός ρυθμός συνεχίζεται κι εδώ, ενώ το συναίσθημα είναι περισσότερο εμφανές στην ενότητα αυτή. Ο έρωτας καθαγιάζεται: «Ήδομαι τα θεία δάκρυα», «Άγιο δικό μου εσύ,/ αίτιο ύπαρξης ανθεκτικής/ στη θλίψη και την προσμονή».

Στην ενότητα αυτή συγκαταλέγεται το ποίημα «Αρχείο ερώτων», μια εύστοχη αναφορά στους περασμένους έρωτες, μια ευφυής παρήχηση του κάπα. Πέντε στίχοι πλασμένοι με λέξεις που αρχίζουν όλες από το σύμφωνο κάπα. Εξαίρεση, ο έκτος και τελευταίος στίχος του ποιήματος. Έξι ουσιαστικά (κορμιά, καρνάγια, καπόνια, κελαρύσματα, κουφάρια, έρωτές μου) με τους προσδιορισμούς τους και έξι προστακτικές, όλα αρμονικά συνταιριασμένα σε ένα ποίημα-ικεσία, με κατάληξη μια δυναμική ενεργητική προστακτική:

[…]

Έρωτές μου αλλοτινοί, ικετεύω σας, χάστε με.

Την ποιήτρια προβληματίζει ο κόσμος που διαρκώς μεταβάλλεται: «Ποιος κόσμος; Ο δικός μου κόσμος. Αλλάζει», όπως και η καθημερινότητα: «Τόσα μικροπράγματα, τόσες έγνοιες»… Στιγμές ανθρώπινες, στιγμές ευάλωτες, στιγμές όπου οι καθημερινές έγνοιες πνίγουν το ποιητικό «εγώ» και το οδηγούν σε επαναπροσδιορισμό της ζωής και των στόχων. Τότε είναι που ζηλεύει το αηδόνι, το όμορφο δέντρο. Και εκεί τελικά βρίσκει τη γαλήνη, στη φύση. Σ’ αυτή αναζητά τη σωτηρία, τη λύτρωση από την αγωνία.

[…]

Θυμάμαι, τις προάλλες ζήλεψα
το φεγγάρι. Το αηδόνι,
το όμορφο δέντρο. Γαλήνη.

[…]

Γαλήνεψε η ψυχή
κι έμεινα ξάγρυπνη,
να δω τον ήλιο ν’ ανατέλλει.

Το όνειρο παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Μαρίας Σύρρου. Άλλες φορές καθίσταται η αρχή μιας εξαΰλωσης, μιας λυτρωτικής επικοινωνίας με το υπερπέραν, κι άλλες φορές μετατρέπεται σε εφιάλτη που την ταλανίζει. Η έξοδος χάνεται, τα πόδια καρφώνονται στο έδαφος. Πάντα, όμως, ο «φεγγίτης» είναι «πανσέληνος». Τελικά, έρχεται λύτρωση από τον εφιάλτη και η αισιοδοξία διαπνέει το λόγο. Εκφραστικό δείγμα του αισιόδοξου πνεύματος που κυριαρχεί στην ενότητα είναι το ποίημα «Αιφνίδια έξοδος»:

Οδυνηρή συντροφιά
τα σκοτεινά δωμάτια
οι μνήμες της όσφρησης
των έξαφνων ήχων το μούδιασμα
η σκουριασμένη σκάλα. Την ανεβαίνω βιαστικά.
Αόρατη απειλή. Τα μάτια
αθέλητα τολμούν
προς την κρυστάλλινη
προκλητική γωνιά της οροφής.
Πανσέληνος φεγγίτης.
Πριν αφεθεί στο απροσδόκητο
το κορμί
τεντώνεται.
Τα δάχτυλα
των χεριών οδηγούν
των ποδιών καρφωμένα στο πάτωμα.
Η ορμή
θρυμματίζει τη νύχτα
κι ελευθερώνομαι
στο άχραντο γαλάζιο.

Λυρισμός, εσωτερικότητα και ρυθμός κυριαρχούν στην ενότητα αυτή. Εικόνες και αισθήσεις πιστά και υπέροχα συνταιριασμένες. Η θεωρία της ύλης ως αξεχώριστα δεμένης με το πνεύμα. «Και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.» Η ψυχή ζητά πνευματικότητα και στρέφεται στους αρχαίους φιλοσόφους, επιθυμεί να ενωθεί με τη φύση, καίγεται για την αγαθότητα, την αρετή. Ο νους, από την άλλη, τείνει να αψηφά τις εσωτερικές καταβυθίσεις, στρέφεται στο ρεαλισμό και την ορθή λογική, ενώ το σώμα επιμένει για τροφή, πρώτιστη ανθρώπινη ανάγκη.

Η συλλογή κλείνει με το υπέροχο ποίημα «Στο μέτρο του χαμόγελου». Μια όμορφη σκηνή μεσημεριανού φαγητού, η πιατέλα με το βαθύ σκέπασμα, το λινό τραπεζομάντιλο και το χέρι σε σχήμα κύκνου που αφήνει να αναδυθούν πολύχρωμες πεταλούδες-γεύσεις. Η μυστικιστική σκηνή του φαγητού με την ευωχία της, πανδαισία αρωμάτων και γεύσεων, σε μια υπέροχη εικονοπλασία και μεταφορά.

Όμως το κλειστοφοβικό περιβάλλον του εσωτερικού χώρου δεν αρμόζει στην ποιήτρια, την κάνει να ασφυκτιά. Αγαπά το φως. «Παράτολμο/ να μην υπάρχει/ ένα παράθυρο να ανοίξεις./ Μια χαραμάδα φως/ να κρατηθεί το όνειρο», καταλήγει. Η συλλογή κλείνει με αυτή την υπέροχη αναφορά. Με την ανάγκη για έξοδο στο φως, ώστε να κρατηθεί το όνειρο. Με μια θετική, δηλαδή, τοποθέτηση απέναντι στη ζωή.

Όνειρο, πραγματικότητα, παράθυρο, φως. Λέξεις που σηματοδοτούν την ποίηση της Μαρίας Σύρρου. Ποίηση εσωτερική, στοχαστική, λυρική, σε καμία όμως περίπτωση θλιβερή ή αποπνικτική. Προσπαθεί να πλησιάσει την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης με τρόπο, ωστόσο, που δεν κουράζει τον αναγνώστη. Θέματά της, τα προαιώνια αναπάντητα ανθρώπινα ερωτήματα: ζωή, θάνατος, Θεός, άπειρο, μα και η καθημερινότητα. Το αποτέλεσμα απολύτως επιτυχές για τον πομπό και το δέκτη.

Η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής Επιλήσμονες αφήνει μια γεύση ευχάριστη στις αισθήσεις. Ιώδιο πνευματικό, που γιατρεύει από την ασθένεια του εύπεπτου λόγου και την κακογουστιά της εποχής. Γεμάτη πνευματικότητα η συλλογή, οδηγεί στο στοχασμό. Γεμάτη λυρισμό, αποφορτίζει και γαληνεύει. Άλλες φορές είναι ένας υπέροχος ζωγραφικός πίνακας, άλλες ένα εύηχο ρυθμικό μουσικό κομμάτι, άλλες φορές πάλι ένα συναρπαστικό θεατρικό δρώμενο. Χαρακτηριστικό της, η δυνατή εικονοπλασία. Η ποιητική άποψη, ωστόσο, είναι κυρίως θεατρική. Σκηνικά τα περισσότερα έργα της, πρόσφορα για παιχνίδι θεατρικό.

Η Μαρία Σύρρου, με την πρώτη της ποιητική συλλογή, εισήλθε στο χώρο της λογοτεχνίας δυναμικά και με αξιώσεις. Εγκαταστάθηκε με άνεση στο καινούργιο της σπίτι, την ποίηση. Ίσως να είναι «το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο απ’ όλα» σπίτι, για να χρησιμοποιήσω τη φράση της ποιήτριας Χλόης Κουτσουμπέλη, όμως φαίνεται πως εξασφάλισε χωρίς πρόβλημα την είσοδό της σ’ αυτό. Όλα της τα έργα είναι όμορφα, σχολαστικά δουλεμένα, με τον οίστρο ανθρώπου τελειομανούς. Δεν τους βρίσκεις εύκολα ψεγάδι. Σε κερδίζουν εξάλλου με τον ερωτικό ρομαντισμό που εκπέμπουν και τον υπαρξιακό προβληματισμό που γεννούν.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.