Η Κατερίνα Ζυγούρα γεννήθηκε το 1986 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Το 2013, κέρδισε το Α’ Βραβείο Ποίησης στον Διεθνή Ποιητικό Διαγωνισμό του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου. Αυτό την οδήγησε να εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, “Κάτι μας διαφεύγει…” (iWrite, 2014), που τιμήθηκε την επόμενη χρονιά με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης Ποιήτριας “Μαρία Πολυδούρη” του Δήμου Καλαμάτας (από κοινού με το “Ανταλλακτήριο ηδονών” της Δώρας Κασκάλη).
Το 2021 εκδόθηκε από το Βακχικό η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Κύματα ακίνητα»
.
.
ΚΥΜΑΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ (2021)
ΚΛΟΥΒΙ / ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ
Πέταξα για λίγο στον καλοκαιρινό ουρανό,
λίγο- ίσα για να τον νοσταλγώ
κι επέστρεψα μόνη στο φθινοπωρινό κλουβί μου.
Να με ταΐζουν, φιλάνθρωπα,
σπόρους και ζωή απ’ το τσουβάλι,
να με μπουκώνουν περιττά
ίσα για την πάχυνση του υπερτροφικού δήθεν,
να με ποτίζουν δελτία ενημερωτικά
ίσα για να κελαηδώ το τραγούδι τους.
Μα εγώ γεννήθηκα στην αιχμαλωσία·
δε με παγιδεύουν φάκες και τυριά,
μεγαλύτερα σπίτια, καλύτερη δουλειά.
Εγώ, ούτως ή άλλως, επιστρέφω πάντα μόνη στο κλουβί μου.
Δεν το αντέχω το δάσος,
δεν την μπορώ την άγρια ομορφιά·
είμαι κατοικίδιο ήμερο,
πειθήνιο πάντα κι ευχαριστημένο
με τα κοκαλάκια που μαζεύει γουργουρίζοντας
ανάμεσα στα πόδια της λιπαρής σπατάλης.
Άλλωστε τι να την κάνω την ελευθερία;
Τι να την κάνω την αληθινή ζωή;
Εγώ γεννήθηκα στην αιχμαλωσία
κι επιστρέφω πάντα μόνη μου στο φριχτό μου κλουβί.
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Ίσως κι ο νους κουράστηκε·
απ’ το παράθυρο παρατηρώ ίδιες εικόνες
και κάνει ίδιες σκέψεις, τις ίδιες πάνω-κάτω ώρες.
Ίσως να φταίει το αδυσώπητο οχτάωρο
ή η επιστροφή με λεωφορείο·
εκεί που ασφυκτιά η αναπνοή,
που οι αγκώνες ενοχλούν ξένα πνευμόνια,
οι μύτες των παπουτσιών ακουμπούν λαθραία ξένα πόδια
κι οι χειρολαβές εκλιπαρούν για ένα στιβαρό χέρι να σωθούν,
να κρατηθούν για λίγο χρήσιμες.
Ο ίδιος πάντα κλειστός βρόγχος από τέρμα σε τέλμα
– απόσταση ενός γράμματος τρομαχτική.
Η ίδια φωνή ν’ ανακοινώνει τις ίδιες πάντα στάσεις.
Κι είναι εδώ που κατεβαίνω με την ίδια πάντα σκέψη
να ‘μουν, μια στιγμή, οδηγός εκτός γραμμής!
μα τόσα χρόνια μ’ εκπαίδευαν να μείνω επιβάτης.
Επόμενη στάση — Next stop, Γέφυρα.
ΩΡΙΜΑΝΣΗ
Τη ζωή μου την ξόδεψα στη συνενοχική ακινησία,
στη μικροαστική στενοκεφαλιά,
στη διαβρωτική καθημερινότητα
ενός τόπου που σάπισε,
δίχως ποτέ του να μπορέσει να ωριμάσει·
με ιδρωμένες μπλούζες σε στριμωγμένα λεωφορεία,
με ασθμαίνουσες κοιλιές σε αγενή οχήματα,
με χοντροκομμένες καδένες χρυσές να βρίζουν αδιακρίτως
σε μικροπολιτικούς καβγάδες καφενείου,
με κακόκεφα κραγιόν σε φανατισμένα χείλη
και μαλλιά κομμωτηρίου,
με στρέμματα τακτοποιημένων αυθαιρέτων
και ατακτοποίητων αυθαίρετων συμπερασμάτων,
με τόνους λέξεων και φράσεων χωρίς πιστωτικό αντίκρισμα·
τη ζωή μου την ξόδεψα σε χρέη ξένα
και δικές μου δουλοπρεπείς συγκαταβάσεις
που κλήθηκα τελικά, πολύ ακριβά, ν’ αποπληρώσω.
Κι άφησα μάτια παιδικά να εκλιπαρούν,
ανθρώπους να ψυχορραγούν,
βάρκες να πνίγονται σε πόλεις και σε θάλασσες,
ψυχές να ασφυκτιούν σε πλαστικά αισθήματα.
Τόσους και πόσα άλλα άφησα αβοήθητα·
είναι που ψευτοτυλίχτηκα σε αριστερές σημαίες,
που ανατράφηκα με ιδέες και με οράματα
κι άκοπα αυτοπροσδιορίστηκα ευαίσθητη.
Κι όμως… έγραψα μονάχα ποιήματα νανουρίσματα
να κατευνάσω τις κραυγές που χτύπαγαν μεταλλικές,
που ακόνιζαν σαν μαχαιριές τον πόνο μας.
Έγραψα μονάχα ποιήματα νανουρίσματα
να κατευνάσω τις φωτιές, τις άγριες μουσικές που σπάραζαν
εγώ, που ήρθε ο καιρός να το παραδεχθώ,
μόλις τριανταενός χρονών και σάπισα,
δίχως ποτέ μου να προλάβω να ωριμάσω.
ΘΗΡΙΑ
Είμαστε όλοι μας θηρία στα κλουβιά μας.
Μια στιγμή θα κοιταχτούμε ευθεία στα μάτια,
0’αγγίξουμε τα χέρια μας, απαλά σαν χάδι·
μια στιγμή θα μας εξημερώσει η αγάπη
κι ύστερα πάλι θα συντριβούμε από την αγριότητά μας,
θα δείχνουμε τα νύχια και τα δόντια μας,
θα υμνούμε την άφατη, κτηνώδη σκληρότητά μας.
Είμαστε όλοι μας θηρία στα κλουβιά μας.
Μια στιγμή θα τολμήσουμε να πλησιάσουμε,
ν’ αφεθούμε αληθινά, ν’ ανταμωθούμε στο σκοτάδι-
μια στιγμή θα μας ελευθερώσει η αγάπη
κι ύστερα πάλι θα κλειστούμε στις εμμονές μας,
θα μας προδώσουμε γυρνώντας στα κελιά μας,
θα κλαίμε και θ’ αλυχτούμε γλείφοντας τις πληγές μας.
Είμαστε όλοι μας θηρία στα κλουβιά μας.
Πότε επιτέλους, μια για πάντα, θα μας εξημερώσει η αγάπη;
Πότε επιτέλους, μια για πάντα, θα μας ελευθερώσει η αγάπη;
ΨΕΜΑΤΑ
Μου είπα ψέματα.
Με ψέματα μ’ ανάθρεψα,
μεγάλωσα με ψέματα·
κοιμήθηκα μαζί τους,
τα κατέγραψα,
κάποτε, κάπως τα ονειρεύτηκα
μα είπα κι άλλα ψέματα
στα ψέματα με γέλασα,
με τύφλωσα, με έκρυψα,
με βύθισα στη νάρκη τους·
τα επανέλαβα
τόσο που έμοιασαν
με όλα όσα έζησα,
τόσο που ένιωσα
πως όλα ήταν ψέματα
που είχα πλάσει.
Και τώρα πάλι ψέματα
με ποιήματα μού λέω.
Μου ’λεγα πάντα ψέματα
έτσι, για να μ’ αντέξω.
ΕΛΠΙΔΑ
Δεν ονειρεύτηκε ποτέ τόσο σκοτάδι,
τόσο αδιάλυτο από λάμψεις και εκλάμψεις,
τόσο νεκρό από φως και από χρώμα,
τόσο παραδομένο στην ανυπαρξία·
τόσο αδιαπέραστο που μοιάζει τείχος.
Είναι η νύχτα γύρω της ή η ψυχή της;
Δεν ονειρεύτηκε ποτέ τόσο σκοτάδι,
ούτε στον πιο λυτρωτικό της εφιάλτη.
ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΕΡΑ
Θα ξημερώσει καινούρια μέρα,
πάνω από χιόνια,
πέρα από την καταιγίδα·
όλα θα μοιάζουν ίδια,
όπως ήταν·
τα ήσυχα βουνά κι η εκκλησία,
τα πρόσωπα που αγαπάς,
τα πρόσωπα που σ’ αγαπάνε·
όλα θα μοιάζουν ίδια,
μα δε θα ’ναι.
Το σπίτι θα ’χει σφαλίσει η απουσία,
τα έπιπλα θα ’χει νοτίσει η νοσταλγία,
τον κήπο θα τον σιγοτρώει το σαράκι.
Όλα θα μοιάζουν ίδια,
μα δε θα ’ναι ·
θα ’χεις αλλάξει εσύ που τα κοιτάζεις.
ΑΝΕΜΟΙ ΑΝΑΙΜΙΚΟΙ
Άνεμοι αναιμικοί που δε ρίγησαν
μήτε τη λεπτορυτίδωτη επιφάνεια της θάλασσας,
κύματα ακίνητα,
βροχή ξερή που δεν ξεδίψασε
μήτε την αφυδατωμένη επιδερμίδα της γης.
Υπήρξαμε μικροί κι ανεπαρκείς,
χωμάτινες μορφές χωρίς πνοή
που κοιτάξαμε μία στιγμή τα ουράνια
κι ύστερα, συντετριμμένοι κι ευτυχείς
κλάψαμε μια αιωνιότητα όνειρα.
ΑΡΧΑΙΑ ΤΥΡΦΗ
Η ιστορία μας δε γράφτηκε ποτέ.
Χλωμή ασημαντότητα το πέρασμά μας·
τα πιο μεγάλα σχέδια, κόκκοι μικροί
που σκόνισαν ελάχιστα τη βιβλική γραφή.
Μας σκέπασε κι εμάς αρχαία τύρφη,
η ανώνυμη φωνή μας δεν αντιλάλησε ποτέ·
αδιάφορα κτερίσματα ενός κόσμου που φθίνει,
μεταβληθήκαμε σε θραύσματα κεραμικά, όνειρα εξίτηλα-
γίναμε άνθρακας ορυκτός για τις επόμενες γενιές.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Λοιπόν, ας συνοψίσουμε…
Περπατάω στα δυο μου πόδια
γιατί κάποιος μακρινός μου πρόγονος τόλμησε
ν’ ανασηκωθεί και να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο.
Η φλόγα της τέχνης πάλλεται μέσα μου
γιατί οι πρώτοι αφηγητές του κόσμου τόλμησαν
να σχεδιάσουν σε σπηλιές, τη θυσία, με κάρβουνο.
Μπορώ να καταγράψω τη σκέψη μου
γιατί αρχαίες φυλές τόλμησαν
να θέσουν σύμβολα και όρια φωνητικά
στους ήχους και στην έκφραση.
Έχω επίγνωση της φιλοσοφικής θνητότητας
και της θεολογικής αθανασίας
γιατί κοινωνίες χιλιάδων χρόνων τόλμησαν
να ψηλαφίσουνε το ανύπαρκτο.
Λοιπόν, ας συνοψίσουμε…
Η ποίηση όλο απαιτεί πυκνή ανακεφαλαίωση του κόσμου μου.
Η ποίηση όλο με ρωτά
Εσύ μικρέ και άτολμε επίγονε,
ασήμαντε θεατή της ζωής,
άγριε θιασώτη της ματαίωσης
τι θα μπορούσες να τολμάς;
Κι εγώ της απαντώ μ’ αυτό το ελάχιστο που μόνο τολμώ·
γράφοντας ένα ποίημα δειλό με τίτλο «Ανακεφαλαίωση».
ΑΗΔΟΝΙ
Στη μικρή Κάτια
(7/1/2021)
Τρεις αξημέρωτα,
σέρνω το βήμα,
βαρύ σκοτάδι,
ψηλαφιστό πόμολο,
τρίζουσα νύχτα,
πλακάκια κρύα
κι ένα παράθυρο να κελαηδάει.
Στον κήπο απόψε κάθισε ένα αηδόνι
κι η ευτυχία μου έμοιασε για λίγο εφικτή·
σαν να ’μουν πάλι δεκαοκτώ χρονών,
σαν ν’ αντίκρισα το πρώτο χιόνι,
σαν να ’ταν όλα αληθινά
εκεί στον τέταρτο μιας πολυκατοικίας
που άκουσα —αν είναι δυνατόν —
τρεις αξημέρωτα ένα αηδόνι.
.
ΚΑΤΙ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ… (2014)
ΕΥΑ ΚΑΙ ΑΔΑΜ
Κάποτε ο κόσμος δεν θα υπάρχει όπως τον ξέρουμε·
δεν θα αναπνέουν επάνω του τα δέντρα, οι οάσεις
και οι καλοκαιρινές βροχές,
δεν θα ακούγεται ο ήχος του ανυπόμονου φιλιού,
της επίμονης μέλισσας·
θα ξεφλουδίσει ο φλοιός από τις βαθιές αχτίδες
του ανελέητου ήλιου
και θα φανεί τρυφερό το δέρμα του νέου κόσμου.
Τότε εμείς οι δύο, σαν αθάνατοι,
μες στον μικρό τον τόπο θα περπατήσουμε·
θα διαβούμε τον πλανήτη σαν απέραντη έρημο,
θα αφήσουμε πίσω την καταστροφή και τον πόνο
που προκαλέσαμε
και θα ακολουθήσουμε τα ίχνη
που σβήσανε στην άμμο·
θα ονειρευτούμε τη θάλασσα που χάσαμε
κι ίσως τα ηλιοτρόπια εκείνου του τρελού Βικέντιου*·
θα κοιταχτούμε πρώτη φορά στα μάτια
και θα χαμογελάσουμε
εκστατικοί μπρος στην αλήθεια,
πως είμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι στη Γη,
πως πάντα έτσι ήμασταν·
οι τελευταίοι και συνάμα
οι πρώτοι άνθρωποι του κόσμου.
*Βικέντιος: αναφορά στον διάσημο Ολλανδό ζωγράφο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh) και στο έργο του «Τα ηλιοτρόπια»
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΠΟΥ ΟΛΟ ΒΑΘΑΙΝΕΙ
Οι ορίζοντες που απέμειναν να αντικρίσουμε
δεν είναι τόσο μακρινοί όσο ελπίσαμε.
Οι πόλεις που απέμειναν να διαβούμε
δεν είναι τόσο όμορφες όσο ονειρευτήκαμε.
Κι εμείς, μεγάλοι πια μα τόσο ανυπόφορα μικροί
ακολουθούμε το ρεύμα που μας πάει και μας χωρίζει.
Και ποιος μπορεί να μας γλιτώσει από τη μοναξιά
που όλο βαθαίνει;
Ποιος να μας κλείσει προστατευτικά
στα δυο του χέρια;
Μπορεί τόσο επιδέξια να μας μπερδέψει,
να αγριέψει όλο το μέσα μας, να μας αδειάσει,
να σκίσει τις καρδιές, τις σάρκες μας,
να μας σπαράξει
και σαν νικήτρια ζητωκραυγάζει
πάνω απ’ το άδειο μας, νεκρό κουφάρι·
η μοναξιά που όλο βαθαίνει
τον ίσκιο των πραγμάτων στα όνειρά μας.
ADAGIO / ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΑ ΓΡΑΦΤΑ
Είμαστε της μοίρας τα γραφτά μας.
Ζήσαμε πολύ· τόσο που κιτρίνισαν τα φύλλα μας
κι ασπρίσαν τα μαλλιά μας
κι ακούσαμε τη μελωδία της ζωής μας
ν’ ακολουθεί ξένες ζωές.
Άπιστη μουσική που πια δεν χτυπάς το πλήκτρο
στην φλέβα.
Θα μεγαλώσουν τα παιδιά που δεν κάναμε
ορφανά απ’ όνειρα.
Θα καταναλώνουν λιπαρές πληροφορίες,
θα κοιμούνται στα σκοτάδια της γνώσης,
υπνωτισμένα από το εκκρεμές της επιστήμης,
θα ξυπνάνε σε κόσμο που δεν θέλησαν
για να ερωτευτούν απ’ την αρχή
το νάρκισσο εγώ τους,
θα θυσιάζονται αυτάρεσκα σε νεκρά είδωλα
για να αναστηθούν με το πρώτο φως της λάμπας·
μα τα βράδια θα πεθαίνουν και πάλι ηρωικά
για ιδέες που δεν σκέφτηκαν ποτέ τους,
για σημαίες που συμβόλιζαν το λάθος.
Για πάντα ορφανά απ’ όνειρα,
τα παιδιά που δεν κάναμε.
ΧΡΕΟΣ ΕΑΥΤΟΥ
Να θυμηθείς…
Να θυμάσαι όλα τα βήματά σου που σ’ έφεραν εδώ,
όλα ξεχωριστά και ένα-ένα·
όλα τα όμορφα που σου ‘δωσαν φτερά
κι όλα τα άσχημα που γέννησαν την θέληση.
Να θυμηθείς πως λέξη-λέξη
οικοδόμησες τις σκέψεις σου,
πως αντιστάθηκες σ’ αυτές που έτοιμες σου δόθηκαν
κι είπες όχι· θα χτίσω εγώ όλον τον κόσμο εξαρχής,
θα βρω νέο σύστημα γραφής, νέο αλφάβητο.
Να θυμηθείς πως δεν ενέδωσες στην ευκολία
πως σταθερά διάλεγες το αδύνατο κι ούτε στιγμή
δεν ξέφυγες.
Να θυμηθείς, ο λόγος που αγαπάς τους ηττημένους
είναι γιατί πολέμησαν δίχως δικαίωση
κι όχι για τις πληγές τους.
Να μην ξεχνάς…
πως ονειρεύτηκες την τέχνη της ζωής,
πως πίστεψες στα χρώματα,
πως διάβασες αλλιώτικα τις ίδιες ιστορίες,
πως χόρεψες όλα τα βήματά σου που σ’ έφεραν εδώ,
όλα ξεχωριστά και ένα-ένα.
Κοίτα να τα θυμάσαι,
να μην ξεπλύνει η ζωή το θυμικό σου,
μην καταπιεί η λήθη την αλήθεια·
κοίτα, να μην ξεχάσεις τον εαυτό σου.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
Γράφω ένα ποίημα·
δεν είναι να στο διαβάσω, δεν είναι να στο πω
περισσότερο με επιστολή στον εαυτό μου μοιάζει
παρά με κείμενο προς δημοσίευση·
μα θέλεις το πιστεύεις,
η δημιουργία η πιο αληθινή
πάντα ανεπίδοτη επιστολή θυμίζει
που όλο παραλείπει ο παραλήπτης εαυτός μας.
Έτσι, αυτό το ποίημα
δεν είναι να το διαβάσω, δεν είναι να το πω·
μάλλον για να το στείλω πίσω
στον άμυαλο αποστολέα του που άφησε να του ξεφύγει
μάλλον γι’ αυτό το έπλασα, μόνο για να το δω·
κι ας διαφωνούν αποστολέας και παραλήπτης
ποιος ήταν ο σκοπός·
μάλλον, ήταν μόνο για μένα
και για τον άγνωστό μου –ακόμη- εαυτό.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τι ανόητο! Το ‘χα σκεφτεί κι εγώ· μα τι ανόητο!
Για να είσαι ποιητής, λέει, πρέπει να έχεις φοιτήσει
στην θλίψη, στον πόνο και στη μοναξιά·
μα ειλικρινά, τι ανόητο!
Όλα αυτά περιγράφουν τον άνθρωπο, όχι τον ποιητή.
Η ΚΡΥΨΩΝΑ
Τώρα που να κρυφτώ;
Έψαξα πολύ μέσα σε δρόμους και γωνίες·
την επέλεξα να είναι παρηγοριά μου,
να μ’ αγκαλιάζει όταν όλα μαυρίζουν,
να στρογγυλεύει η άγια καμπύλη της
τις άγριες αιχμές μου.
Την έχτισα προσεχτικά να με προφυλάσσει
κλειστή, απομονωμένη, όμορφα ασκητική·
μα σιγά σιγά την έντυσα στολίδια,
την γέμισα έπιπλα και μπιχλιμπίδια
κι ύστερα άνοιξα παράθυρα να μπει μέσα φως
να πλημμυρίσει χαρά
αλλά κι η πιθανή αδιακρισία του έξω κόσμου,
η υποψία του ξένου βλέμματος.
Κι έφτιαξα πόρτα κι έγινε από κρυψώνα μου, σπίτι·
να καλέσω φίλους κι αγαπημένους,
να προσκαλέσω κόσμο,
να μοιραστώ τους κόπους και την ομορφιά
που αν κατάφερα, ευτύχησα να δημιουργήσω.
Κι έτσι κέρδισα ένα σπίτι,
αλλά έχασα την καλύτερη κρυψώνα μου.
Πού να κρυφτώ τώρα τις μέρες
της άτακτης οπισθοχώρησης,
του καθηλωτικού φόβου, της ανείπωτης προδοσίας;
ΣΩΤΗΡΙΑ ΨΕΥΔΗ
Τόσα κάναμε και πάλι δεν είναι αρκετά·
και πάντα λίγα μοιάζουνε.
Κι έφτασα στην ηλικία
που η ζωή έχει πάρει
τον αμετάκλητο ρυθμό της φθοράς
κι είπα και σήμερα το σωτήριο ψέμα
στον εαυτό μου,
να μ’ αποκοιμίσω στη χαύνωση
μιας άνετης ζωής.
Τόσα, μα πάλι τίποτα,
μα πάντα τίποτα δεν φτάνουμε.
ΙΔΙΑ ΛΑΘΗ
Τα ίδια λάθη επαναλαμβάνω πάντα
μόνο που τώρα , πιο σοφή θα αποτολμήσω
τα ίδια βήματα με άλλη χάρη.
Σαν ακροβάτης το σχοινί μου θα διανύσω
με γνώση απόλυτη, το δίχτυ δεν κρατάει·
σαν χορογράφος το κενό θα ψηλαφήσω
με γνώση απόλυτη, το κάθε βήμα με γερνάει.
Τα ίδια λάθη επαναλαμβάνω πάντα
μόνο που τώρα
η ζωή δεν με γελάει.
ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΞΑΝΑΒΡΕΘΟΥΜΕ
(Στις γιαγιάδες μου, Κ. και Π.)
Κάποτε θα φυσήξει άλλος άνεμος
και θα σε φέρει μαζί με τις σκιές,
θα σχηματίσει τη μορφή σου η αστρική σκόνη
και θα χαμογελάσεις ευτυχισμένα.
Κάποτε θα ξαναβρεθούμε,
θα επιστρέψουμε ξανά στα ίδια μέρη,
τα ίδια πρόσωπα θα αγαπάμε
και θα συμβούν τα πάντα απ’ την αρχή.
Κάποτε που δεν θα μετράει ο χρόνος δευτερόλεπτα,
που ο χώρος δεν θα μετράει αποστάσεις,
εμείς, θα ανταμωθούμε στο παράθυρο
και σαν να μην σ’ έχασα ποτέ, θα μ’ αγκαλιάσεις.
ΛΕΙΠΕΙ
Πως θα μου λείπεις, αυτό ξέρω·
πως θα μου λείπει η φωνή σου
κι ό,τι ονειρεύτηκες για μένα.
Και θα λυπάμαι,
πόσο λυπάμαι
που δεν είπα όσα κρατούσα φυλαγμένα.
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
Δεν μπορούσε να ήταν η αρχή,
δεν θα ‘θελα να ήταν το τέλος·
μα πρέπει να στο πω.
Καληνύχτα
μικρό μου όνειρο·
σου άξιζε πιο θαρραλέος δημιουργός.
Καληνύχτα.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Α’ Βραβείο Ποίησης στον Διεθνή Ποιητικό Διαγωνισμό
«100 Χρόνια Ελεύθερης Θεσσαλονίκης»
Μ’ είχε κουράσει η σκυφτή ομίχλη της,
η σιωπηλή μελαγχολία της.
Η ομορφιά της χάθηκε κάπου στα είκοσι χρόνια·
ίσως πριν καν αρχίσω τις σπουδές μου.
Και με εξάντλησε η βόλτα στην παραλία,
οι δύσκολοι χειμώνες της,
η βυζαντινή αρχοντιά
που στριμώχτηκε στην αντιπαροχή,
το κέντρο και η αγορά της,
κερήθρα να βουίζουν αργόσχολα οι μέλισσες,
τα φοιτητικά της στέκια, που δεν μαρτυρούν πλέον,
παρά μόνο, το περιορισμένο ρεπερτόριό της
και τις αδιέξοδες εξόδους μου.
Με εξουθένωσαν
οι στριμωγμένες αστικές συγκοινωνίες της,
η ακίνητη κίνηση των δρόμων,
τα τόσο ίδια μεθυσμένα πρόσωπα
των πρώτων της ξενύχτηδων
και ο βαρδάρης
που δεν καθάρισε ποτέ την μνήμη απ’ τη συνήθεια.
Μ’ είχε κουράσει πολύ η σκυφτή ομίχλη της.
Μα να· κάθε φορά που στα όνειρά μου
βλέπω ομίχλη,
κάπου εκεί θα ξεφυτρώσει λευκός ο πύργος,
νέα η παραλία, παλιοί οι φίλοι.
Και είναι τότε που σταματάω να φοβάμαι·
με συνεπαίρνει, άλλωστε, τόσο πολύ, η ιδέα,
ότι επιτέλους γυρίζω σπίτι
.
ΠΩΣ ΕΓΡΑΨΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ
mikropragmata.lifo.gr
Τα «Κύματα Ακίνητα» είναι η δεύτερη ποιητική μου συλλογή, η οποία κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2021 από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή «Κάτι μας διαφεύγει…» είχε εκδοθεί το 2014 από τις εκδόσεις iwrite.
Η γραφή ποιημάτων γεννιέται από ανάγκη έκφρασης, από δυσκολία επικοινωνίας αισθημάτων και σκέψεων, από ιδέες που σε κάνουν να δεις διαφορετικά τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια μέρη, τις ίδιες διαδρομές του νου ή της καθημερινότητας. Όσο μελαγχολικές κι αν φαντάζουν αυτές οι ιδέες, σε κάνουν να χαμογελάς, ακριβώς γιατί σου δίνουν μια νέα πνοή, μια νέα οπτική του κόσμου. Αυτή η μικρή, πονηρή φλογίτσα που σου κλείνει συνενοχικά το μάτι είναι το δημιουργικό αίσθημα που σε πλημμυρίζει και σε παρασέρνει να πιστέψεις τόσο πολύ στη δύναμη της ιστορίας σου, στη δύναμη των λέξεων, ώστε να τις καταγράψεις, να συγκρατήσεις τη μορφή τους και να αφηγηθείς με ακρίβεια και σθένος αυτό που «ονειρεύτηκες». Τα περισσότερα ποιήματά μου ξεκίνησαν από φράσεις που επέστρεφαν επίμονα στο νου, καθώς περπατούσα στην πόλη. Κάπως συνδέεται η γέννηση του ποιήματος με την κίνηση, ίσως το ίδιο το περπάτημα με χαλαρώνει και με ταξιδεύει, ίσως είναι η συνεχής εναλλαγή ερεθισμάτων, ίσως είναι το έντονο αστικό τοπίο, δεν ξέρω. Πάντως, στην περίπτωσή μου, περπατώντας, νομίζω ότι το μυαλό και η καρδιά μου έρχονται σε αρμονία κι έτσι αναδύονται θαμμένες εικόνες και σκέψεις.
Πολλά ποιήματα γράφονται σχεδόν σε μια στιγμή, σαν να προϋπήρχαν μέσα μου και βρίσκουν εκείνη την ώρα τη διέξοδο, σαν ποτάμι λέξεων που βρήκαν την κοίτη τους και εκβάλουν «φυσικά» στο χαρτί μου. Ενώ, από την άλλη, αρκετά ποιήματα ξεκινούν από μία ιδέα και δομούνται με πιο διανοητικό τρόπο, αυτά είναι τα πιο «τεχνητά», τα πιο «δύστροπα» ποιήματα.
Σκεφτόμενη πως η στήλη φιλοξενεί κείμενα για το πώς γράφτηκε ένα βιβλίο, κατέληξα ότι αναγκαστικά αν θα προσπαθούσα να περιγράψω πως γράφτηκε αυτή η συλλογή, θα μιλούσα περισσότερο για το εκδοτικό και λιγότερο για το δημιουργικό κομμάτι, καθώς όταν γράφω έμμετρο λόγο, δεν έχω στο νου μου ένα ολοκληρωμένο βιβλίο. Για εμένα, το βιβλίο, ως ιδέα, έρχεται σε μια δεύτερη φάση και έχει να κάνει με την επικοινωνία των ποιημάτων και με την απόφαση για δημοσιοποίησή τους.
Η απόφαση να προχωρήσω σε μια νέα έκδοση ήταν αρκετά δύσκολη και χρειάστηκε αρκετός καιρός για να ωριμάσει μέσα μου η ιδέα, αλλά και για να συγκεντρώσω το υλικό μου. Γενικά, πιστεύω πολύ στην επίμονη δουλειά, στην πολλή εξάσκηση, στην ιδιαίτερη αγάπη κι όχι τόσο στις μεγάλες εμπνεύσεις και στο έμφυτο ταλέντο, οπότε γράφω πολλά κείμενα (πεζού ή έμμετρου λόγου), μου αρέσουν λίγα από αυτά που έχω γράψει κι έπειτα από αυτά που μου αρέσουν τελικά θα επιλέξω να μοιραστώ με άλλους, ή με το ευρύτερο κοινό, ακόμη λιγότερα.
Έτσι, ενώ συνέχιζα να γράφω αρκετά ποιήματα, έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 5-6 χρόνια από το προηγούμενο βιβλίο, για να αρχίσω πλέον συνειδητά να μαζεύω το υλικό μου και να ξαναβλέπω έργα που είχα γράψει το διάστημα 2011-2019. Η δημιουργία έχει μια απόσταση από τη δημοσιοποίηση, από την έκθεση του έργου στο κοινό και καθώς η θεματική της υπαρξιακής ανησυχίας με ψήγματα κοινωνικού προβληματισμού παρέμεινε η κυρίαρχη θεματική των έργων τόσο της πρώτης συλλογής όσο και των μετέπειτα ποιημάτων, η αγωνία για το αν μια νέα ποιητική συλλογή είχε να πει κάτι παραπάνω ήταν έντονη. Ερωτήματα όπως: «έχει εξελιχθεί η γραφή μου;», «έχει αλλάξει/ βελτιωθεί η οπτική μου;», «έχω ή, ίσως, ακόμη πιο σημαντικό, θέλω να πω κάτι παραπάνω;», «μήπως ανακυκλώνω τις ίδιες σκέψεις;» «μήπως ξαναγράφω το ίδιο ποίημα;» ήταν ερωτήματα που επέμεναν να ταράζουν τη δημιουργική διαδικασία και μάλλον είναι από αυτά που μένουν πάντα ανοιχτά και αναπάντητα, ούτως ή άλλως.
Παρόλα αυτά, κάπου στα μέσα του 2019 ένιωσα ότι ένα κεφάλαιο τόσο της ζωής μου, όσο κυρίως των ποιημάτων μου μπορούσε να κλείσει, να οριστικοποιηθεί μια μορφή τους μέσα σε μια νέα συλλογή. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα και το σώμα της συλλογής και ξεκίνησε η αναζήτηση στέγης για το νέο βιβλίο.
Είχα μια πολύ καλή σχέση με τον εκδοτικό οίκο της πρώτης συλλογής, αλλά ένιωσα την ανάγκη να αναμετρηθεί η νέα συλλογή με νέους ειδικούς των εκδόσεων. Έτσι, στις αρχές του 2020, είχα «στημένο» το υλικό μου, αλλά μεσολαβώντας η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού ανέβαλλα αρκετά την αποστολή του σε εκδοτικούς. Έφτασε ο Ιούνιος του 2020 για να αποφασίσω ότι μπορούσα να στείλω τη συλλογή σε εκδοτικούς οίκους που εκτιμούσα και θαύμαζα από τις δουλειές τους στις εκδόσεις ποίησης, εκδοτικούς που γνώριζα από βιβλία που είχα ήδη στη βιβλιοθήκη μου. Η εκδοτική περιπέτεια είναι κι αυτή μια διαδικασία που έχει ενδιαφέρον, αλλά και κόπο. Είχα επικοινωνία με αρκετούς εκδοτικούς, αλλά η απόφασή μου να προχωρήσω με τις εκδόσεις «βακχικόν» ήταν μια απόφαση που με δικαίωσε καθώς οι συγκεκριμένες εκδόσεις αγκάλιασαν και στήριξαν τη συλλογή.
Σχεδόν όλα τα ποιήματα είναι έργα της εποχής προ πανδημίας, αλλά η επιλογή του τίτλου έγινε στις αρχές της υγειονομικής κρίσης που βιώνουμε γι’ αυτό μοιάζει και τόσο επίκαιρος με σαφείς αναφορές στον εγκλεισμό, στην απομόνωση και στην αδυναμία που όλοι, λίγο πολύ, βιώσαμε. Η σωρευμένη ενέργεια και ανάγκη για επικοινωνία και επαφή όλων μας, μας έκανε ξαφνικά να μοιάζουμε με κύματα που είχαν ακινητοποιηθεί. Αν και αρχικά ο τίτλος είχε να κάνει περισσότερο με τον παράγοντα χρόνο και με την ιδέα του στιγμιότυπου.
Η φράση «Κύματα Ακίνητα», δανεισμένη από στίχο του ποιήματος «Άνεμοι Αναιμικοί» παίζει με την αντίφαση της κίνησης, ακινησίας και είναι ενδεικτική του τι συμβαίνει σε κάθε ποίημα της συλλογής.
Όλα τα ποιήματα, όπως κάθε ανθρώπινο έργο, μοιάζουν με στιγμές παγωμένες στον χρόνο, όπως οι φωτογραφίες, τα στατικά στιγμιότυπα της φουσκωμένης θάλασσας. Θέλουν να μεταφέρουν την κίνηση αλλά δεν μπορούν παρά να την εγκλωβίσουν για πάντα σε μια εικόνα ή σε λίγες λέξεις. Τα ποιήματα της ποιητικής συλλογής είναι κύματα ακίνητα που εμπεριέχουν μαζί τη συναισθηματική τρικυμία, αλλά και την απόπειρα αποκρυστάλλωσής της. Είναι όμως και κύματα αδύναμα, που δεν έσκασαν, κύματα που δεν παρέσυραν όσα θα μπορούσαν, είναι κύματα ακίνητα, ακριβώς όπως και οι άνθρωποι σε μια πανωλόβλητη κοινωνία, σύμφωνα με τον Φουκό, ή όπως εμείς στην κορωνοϊοπληκτη κοινωνία του σήμερα.
Παρόλα αυτά, ελπίζω τα ποιήματα να έχουν τη δύναμη να παρασύρουν τους αναγνώστες σε μία διαφορετική, αρκετά ενδιαφέρουσα όσο και ποιητική οπτική της υπαρξιακής μπόρας του ανθρώπου. Ελπίζω να έχουν τη δύναμη να κινήσουν και να συγκινήσουν.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΥΜΑΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Η πρώτη της συλλογή “Κάτι μας διαφεύγει…” (2014) τιμήθηκε με το Βραβείο “Μαρία Πολυδούρη” Πρωτοεμφανιζόμενης Ποιήτριας. Το 2021 εκδόθηκε από το Βακχικό η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Κύματα ακίνητα». Η συλλογή περιέχει 46 ποιήματα στα οποία η ποιήτρια αφήνει ελεύθερη τη ποιητική της φωνή να μας μεταφέρει μέσα από τους στίχους προσωπικές σκέψεις, παρατηρήσεις και συναισθήματα από τη ζωή του σήμερα που ο καθένας μας βιώνει.
Ο λόγος της καταγγελτικός, ρεαλιστικός, κάποιες στιγμές ειρωνικός, και το παράπονο της γι’ αυτά που ζούμε δεν το κρύβει.
Γράφει στο ποίημα Ωρίμανση:
«Τη ζωή μου την ξόδεψα στη συνενοχική ακινησία,
στη μικροαστική στενοκεφαλιά,
στη διαβρωτική καθημερινότητα
ενός τόπου που σάπισε,
δίχως ποτέ του να μπορέσει να ωριμάσει·»
Και στο ποίημα «Κλουβί / Σύνδρομο Στοκχόλμης» μας λέει ωμά:
«Μα εγώ γεννήθηκα στην αιχμαλωσία·
δε με παγιδεύουν φάκες και τυριά,
μεγαλύτερα σπίτια, καλύτερη δουλειά.
Εγώ, ούτως ή άλλως, επιστρέφω πάντα μόνη στο κλουβί μου.»
Αντίποδας της αιχμαλωσίας της θλίψης και της μοναξιάς είναι για την ποιήτρια η αγάπη. Γράφει στο ποίημα «Θηρία»
«Είμαστε όλοι μας θηρία στα κλουβιά μας.
Πότε επιτέλους, μια για πάντα, θα μας εξημερώσει η αγάπη;
Πότε επιτέλους, μια για πάντα, θα μας λευθερώσει η αγάπη;»
Και κλείνει με την αγάπη της στη ποίηση. Γράφει στο ποίημα «Ανακεφαλαίωση».
«Η ποίηση όλο με ρωτά
Εσύ μικρέ και άτολμε επίγονε
ασήμαντε θεατή της ζωής,
άγριε θιασώτη της ματαίωσης
τι θα μπορούσες να τολμάς;
Κι εγώ της απαντώ μ’ αυτό το ελάχιστο που μόνο τολμώ·
γράφοντας ένα ποίημα δειλό με τίτλο «Ανακεφαλαίωση».
.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
LITERATURE.GR 1/9/2021
Η ποίηση και η αγάπη ορθώνεται σαν επαναστατική πράξη
Η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζυγούρα με τίτλο «Κύματα ακίνητα» (εκδόσεις Βακχικόν, 2021), αποτελείται από 47 ποιήματα που ασφυκτιούν στη μικροαστική ζωή μας και πριν φτάσουν στο χείλος του γκρεμού, βγάζουνε φτερά. Η ποιήτρια στο οπισθόφυλλο οριοθετεί το πλαίσιο της θεματικής της, δηλώνοντας: «Στάθηκα όμορφα απρόσεκτη στη γραφή μου./ Στάθηκα απαρέγκλιτα προσεκτική στη ζωή μου./Τι κρίμα! Τι ανώφελη σπατάλη απροσεξίας!». Με έναν πλούτο εκφραστικών μέσων, με έναν λόγο γεμάτο ρυθμό και αφαίρεση, οι στίχοι της συλλογής εκφράζουν ένα πλήθος συναισθημάτων σχετικά με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και αναζητούν διέξοδο στην ποίηση και την αγάπη.
Από το πρώτο ποίημα, η Κατερίνα Ζυγούρα μάς καλεί «να μετρηθούμε με άδεια κλαδιά· να δούμε τον ξερό φλοιό και τις πληγές μας» και χρησιμοποιεί σύμβολα από τη φύση για να εκφράσει τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου. Φοράει το προσωπείο της αράχνης που κάποιες Κυριακές παρηγοριέται «ελευθερώνοντας όνειρα στον καθαρό ουρανό/ και κουνώντας σημειωτόν τα αιχμάλωτα φτερά». Ή παρομοιάζει τον σύγχρονο άνθρωπο με κατοικίδιο ήμερο, πειθήνιο και ευχαριστημένο που μαζεύει κοκαλάκια γουργουρίζοντας.
Καθώς οι όψεις της σύγχρονης ζωής εκτίθενται σαν από ταινία που παρακολουθούμε καρέ-καρέ, σταδιακά υψώνεται λόγος καταγγελτικός. Και ενώ η αίσθηση ασφυξίας του εγκλωβισμένου ανθρώπου φτάνει στο απροχώρητο, η ποιήτρια δηλώνει ότι θέλει να φυτέψει ένα όνειρο μικρό «να μεγαλώνει μες στο τσιμέντο και τις φωτιές,/ν’ ανθίσει και ν’ απλώσει τα κλαδιά του παντού/μέσα στις μεγάλες πολιτείες/μέχρι να μοιάσουν οι πολιτείες μικρές».
Η ποίηση της Κατερίνας Ζυγούρα είναι λυρική και οικεία. Μας παίρνει από το χέρι, περιδιαβαίνουμε μαζί της την μεγάλη πόλη και μας δείχνει λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μας που λειτουργούν σαν αλληγορίες της ύπαρξής μας. Ανεβαίνουμε στο λεωφορείο της γραμμής με τη φωνή να ανακοινώνει «τις ίδιες πάντα στάσεις» της ζωής μας. Κι εμείς οι επιβάτες, ενώ θέλουμε να πάρουμε τον έλεγχο, να αλλάξουμε ρόλο, να βγούμε εκτός γραμμής, μένουμε ακινητοποιημένοι. Και ζούμε με τους όρους μιας «σύμβασης γέννησης» που έγινε χωρίς τη δική μας συναίνεση. Και απορούμε φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής, για το πώς πέρασε ο χρόνος χωρίς να το καταλάβουμε.
Η νεαρή ποιήτρια, με το προσωπικό της χαμηλόφωνο ύφος, εκπέμπει φιλοσοφικά μηνύματα που ο αναγνώστης τα προσλαμβάνει σαν βιώματα. Και δεν στέκεται μόνο στο σήμερα. Χρησιμοποιεί ιστορικές αναφορές για να μιλήσει για όλους τους θυσιασμένους και δηλώνει συνειδητά τη συμπόρευσή της με αυτούς που είναι «ηθελημένοι ναυαγοί επάνω σε σχεδίες», ποντοπόροι, στην αφιλόξενη γη της προσφυγιάς, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων, που όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια.
Ο ευαισθητοποιημένος σύγχρονος άνθρωπος είναι στο επίκεντρο. Η ευαισθησία συνεπάγεται βαθιά μελαγχολία: «Έλαχε στον Σεπτέμβρη πάντα να σφυροκοπάει/τις πιο ευαίσθητες, λεπτές χορδές σου/απάνω στης επίγνωσης το μελαγχολικό αμόνι». Και τα «κύματα ακίνητα» αναμοχλεύουν τα υλικά της ευαισθησίας, οδηγώντας μας στην αυτοκριτική μας, φωτίζοντας πλευρές των στάσεών μας απέναντι στην κοινωνική αδικία. Και μέσα από την αυτοκριτική, οδηγούμαστε στην αποδοχή της απομυθοποίησης κάθε επίφασης «επαναστατικότητας» που έχουμε δοκιμάσει: «και πόσα άλλα άφησα αβοήθητα·/είναι που ψευτοτυλίχτηκα σε αριστερές σημαίες,/που ανατράφηκα με ιδέες και οράματα/κι άκοπα αυτοπροσδιορίστηκα ευαίσθητη».
Μόνο το όνειρο συνδεδεμένο με την ποίηση και την αγάπη ορθώνεται σαν επαναστατική πράξη. «Για ν’ ανθίσει στη γη η νέα ζωή», είναι αναγκαίο το όνειρο, σαν ποίημα, σαν βροχή ποτιστική, που κοιτάει κατάματα τον άνθρωπο, που μας φέρνει σε αρμονία με τη φύση, που μας οδηγεί στα βάθη της έμπνευσης. Εκεί που λάμπει και απελευθερώνεται η αγάπη. Που αν και θρυμματιζόμαστε, αυτήν επιλέγουμε.
Ο συνεχής κυματισμός στα «κύματα ακίνητα», με πολύ προσεγμένη την ακολουθία των ποιημάτων, μας κάνει να μη θέλουμε να αφήσουμε το βιβλίο, καθώς βιώνουμε την αναγνωστική απόλαυση μέσα από την οδύνη. «Μου ‘λεγα πάντα ψέματα/ έτσι, για να μ’ αντέξω» δηλώνει η ποιήτρια κι εμείς να αγκαλιάζουμε τις προσωπικές μας αλήθειες μέσα στις ψευδαισθήσεις μας.
Ποια είναι η στάση του ποιητή όταν ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάξει, όταν οι άνθρωποι δεν αντέχουν άλλο πόνο, όταν η γη ολάκερη δεν χωράει άλλη λύπη; Η Κατερίνα Ζυγούρα δηλώνει «… ένιψα τας χείρας μου με μελάνι/κι έγραψα ποιήματα». Και όταν η ποίηση τη ρωτάει τι θα μπορούσε να τολμάει, η απάντησή της είναι «γράφοντας ένα ποίημα δειλό».
Η αναγνωστική εμπειρία μας, στο τέλος οδηγείται στην κάθαρση. Η συλλογή κλείνει με ένα ποίημα αφιερωμένο στη νεογέννητη Κάτια. Και γευόμαστε μια γλυκιά αίσθηση αισιοδοξίας μ’ ένα αηδόνι που κάθισε στον κήπο τρεις αξημέρωτα, με τις μυρωδιές και τις μελωδίες της φύσης να εισβάλλουν στον περίκλειστο χώρο μας. Κι αυτή η δυνατή εικόνα του τέλους, κάνει την ευτυχία να μοιάζει για λίγο εφικτή, γεμάτη λαμπερές στιγμές μνήμης, σαν το πρώτο χιόνι.
.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ
FRACTAL 2/6/2021
Στα βήματα της παραπαίουσας παραστατικής γεωμετρίας
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, το 1986, η Κατερίνα Ζυγούρα σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της πόλης της. Ετούτη η πρόσφατη παραγωγή παριστά την δεύτερη ποιητική της συλλογή, μετά από την πρώτη ‘Κάτι μας διαφεύγει…’ (Θεσσαλονίκη, iWrite, 2015), κερδίζοντας και εμπλουτίζοντας το βιογραφικό της σημείωμα, όπως και παλιότερα με κάποια βραβεία σε ανάλογες ποιητικές εκδηλώσεις. Ο επαγγελματικός της προσανατολισμός φαίνεται πως την επηρέασε αρκετά και πολλαπλώς, και πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά, κι’ έτσι δεν είναι τυχαίο που μεγάλο μέρος της παρούσας ποιητικής της συλλογής έχει όρους και παραπομπές που στοχεύουν σε γεωμετρικά σχήματα και αρχιτεκτονικούς όρους. Καθημερινά τοπία, πολύχρονες διαδρομές, συνήθεις εικόνες, φανταστικές απεικονίσεις, στάσεις σε ήδη προγραμματισμένες πορείες, πραγματικές και ονειρικές διαδρομές, και ιδού η προσπάθεια της ποιήτριας να απεικονίσει όλα αυτά δίκην του περίεργου κλάδου, κάποτε, της γεωμετρίας, εκείνου τουτέστιν που άκουγε στο όνομα ‘παραστατική’. «Αν ήταν να περιγράψω τη ζωή με σχήματα/θα έλεγα/Οικοδομικά τετράγωνα/Ερωτικά τρίγωνα/Κύκλοι μαθημάτων και παθημάτων/Σπειροειδής εξέλιξη/Κατακόρυφες πτώσεις/Πολύγωνοι αστερισμοί/Σημεία στον ορίζοντα/Κι’ ίσως απλά παρέλειψα/τα οικογενειακά τραπέζια ή τραπέζια/Τονίστε όπως θέλετε/πάντα μου άρεσε η πρακτική γεωμετρία», μας εξομολογείται στο ‘Εντελώς σχηματικά’, τονίζοντας χαμηλότερα στη σελίδα τη διαφορά ανάμεσα στο τραπέζι και στο γνωστό γεωμετρικό σχήμα του τραπεζίου. Βέβαια, μέσα στους στίχους του βιβλίου, βρίσκονται διάχυτα οι ψυχοφθόρες έννοιες της προσωπικής απομόνωσης, ηθελημένης ή όχι, η αγωνία της δύστροπης εποχής, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί της, οι ανθρώπινες υποκριτικές συμπεριφορές και τόσα άλλα που δίνουν τον τόνο και την ανάλογη χροιά στον συμβολιστικό χαρακτήρα της συλλογής.
Η επαγγελματική καθημερινότητα, η επίμονη ανθρώπινη ενασχόληση με τυποποιημένα πράγματα που περιστρέφονται σε θέματα άνευ αντικρίσματος, οι τυπικές επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις, κατά τα ειωθότα, πλημμυρίζουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής αυτής με αποκορύφωμα το ‘Κλουβί/Σύνδρομο Στοκχόλμης’, όπου η Ζυγούρα άλλοτε με αφόρητο ρεαλισμό, άλλες φορές με πικρό παράπονο και υφέρπουσα ειρωνεία, και άλλες με αποδοχή της καθεστηκυίας κατάστασης, περιγράφει όσα τη βασανίζουν σε μακρύ χρονικό διάστημα. Γράφει, «… επέστρεψα μόνη μου στο φθινοπωρινό κλουβί μου/Να με ταΐζουν φιλάνθρωπα…/να με μπουκώνουν περιττά/ίσως για την πάχυνση του υπερτροφικού δήθεν/να με ποτίζουν δελτία ενημερωτικά/ίσως για να τραγουδώ το τραγούδι τους/ Μα εγώ γεννήθηκα στην αιχμαλωσία/δε με παγιδεύουν φάκες και τυριά/μεγαλύτερα σπίτια, καλύτερη δουλειά/Εγώ, ούτως ή άλλως, επιστρέφω πάντα μόνη στο κλουβί μου/δεν το αντέχω το δάσος…/είμαι κατοικίδιο ήμερο/ πειθήνιο πάντα και ευχαριστημένο, με τα κοκαλάκια που μαζεύει… /τι να την κάνω την αληθινή ζωή…».
Το φτερούγισμα και το πέρασμα του ανίκανου χρόνου, η μερική έστω αποδοχή της ελεγχόμενης ατομικής ελευθερίας μας από το αφιλόξενο εν πολλοίς περιβάλλον, δεν παύει να οδηγεί σε ενδιάμεσα διαστήματα σε όνειρα, όπως όταν λέει ότι «… θέλω να φυτέψω ένα όνειρο μικρό, δικό μου/να μεγαλώνει μες στο τσιμέντο και στις φωτιές/ν’ ανθίσει και ν’ απλώσει τα κλαδιά του παντού/μέσα στις μεγάλες πολιτείες…» (‘Μέχρι’), παρά το γεγονός πως, ενώ, «… Επενδύσαμε δάνεια σε επίπλαστη ευτυχία/φάγαμε προτηγανισμένα/αγοράσαμε ρούχα σχεδιαστή και κινητά όλο και πιο έξυπνα… συλλέξαμε ακριβά κομμάτια άνευ αξίας/… γράψαμε, διαβάσαμε, κουβεντιάσαμε κοινοτοπίες…», τελικά, «… Ταιριάξαμε απόλυτα κι εμείς με το τοπίο/Μα στα όνειρά μας είμαστε πάντα εκείνοι/που ζούνε κάτι πιο μεγάλο/μα στα όνειρά μας είμαστε εκείνοι/που δεν ταιριάζουν με τους άλλους».
Στίχοι που στην ουσία γεμίζουν με ειρωνεία και παραδοχή τις ονειρικές προθέσεις της και την τελική κραυγαλέα πραγματικότητα. Από τη συλλογή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο γνωστός και προαιώνιος φόβος του θανάτου και της ανυπαρξίας, και μάλιστα σε επαναλαμβανόμενα ποιητικά κείμενα. Στη ‘Γραμμή 66», για παράδειγμα, γράφει «Επόμενη στάση-Next Stop Κοιμητήρια/Και πάλι, δεν μπορείς να μην τρομοκρατηθείς/ μπρος τον αδιανόητο φόβο/Πότε πέρασαν τόσες στάσεις;/Για πότε τέλειωσε η διαδρομή μου;».
Η ευρεία αποδοχή πολλών καταστάσεων αναδύεται με περίεργες ερωτήσεις στη ‘Σύμβαση Γεννήσεως’, ενώ το αναπότρεπτο της μοίρας, το τέλος της επίγειας ζωής υφαίνεται με σκληρό τρόπο στο ‘Μπορεί να συμβεί’:
«Μπορεί να συμβεί στον καθένα/τυχαία, ανεπαίσθητα/σαν αεράκι στην κουρτίνα, όταν διπλώνεις τα ρούχα/ σαν ένα φύλλο που αποχωρίζεται το δέντρο του/σαν ήλιος που καίγεται και γίνεται ολοκαύτωμα/σαν πόρτα που κλείνει οριστικά και σ’ αποχαιρετά για πάντα/σαν ένα πυρακτωμένο βλέμμα που κοίταξε και σ’ είδε αληθινά/ Η ζωή που πέρασε ασυγχώρητα γρήγορα/μπορεί να συμβεί στον καθένα»! Πριν όμως από το όποιο τέρμα φανεί στα διάβα, προηγείται η ωρίμανση που συμβαδίζει παράλληλα με τη ροή του χρόνου, η συνειδητοποίηση της διαβρωτικής καθημερινότητας, τα μικροκομματικά και άνευ ουσίας καβγαδάκια, η τακτοποίηση των όποιων αυθαιρεσιών σε επαγγελματικούς χώρους και σε δουλοπρεπείς κατά κανόνα συγκαταβατικές διαδικασίες και συμπεριφορές. Κι’ όλα αυτά την ώρα που άλλοι κάπου κοντά πνίγονται, άλλοι «… ασφυκτιούν σε πλαστικά αισθήματα…», ενώ η παραδοχή του ανέφικτου ονείρου, η κατακρήμνιση των οραμάτων και των μεγαλεπήβολων ιδεών να βρίσκονται πανταχού μπροστά.
Όμως πέρα από την βαθιά μελαγχολία που ίσως αφήνει πίσω της η ανάγνωση της συλλογής, δεν λείπουν ενδιαμέσως πινελιές αισιοδοξίας, ελπίδας και ευτυχίας, έστω και προσωρινής, αφού όπως ισχυρίζεται κάπου, «…κατάφερα να σε ξεχάσω/όπως η λίμνη έχει ξεχάσει τους ωκεανούς…». Ολόκληρη η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζυγούρα, είναι γεμάτη πέρα από τα πολυποίκιλα υπαρξιακά ερωτήματα, με έντονη φιλοσοφική χροιά, που αφορά την ως τώρα πορεία της ίδιας, αλλά και του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη μας. Όμως, αισθάνομαι, πως παρά το γεγονός ότι ένα από τα τελευταία ποιήματα της είναι η ‘Ανακεφαλαίωση’, η ίδια έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της, καινούργιες εμπειρίες και όνειρα, να διευρύνει έτι περαιτέρω τον ποιητικό της ορίζοντα και φυσικά να μας δώσει και άλλες εκδοχές του πραγματικά ταλαντούχου εαυτού της.
Μία ακόμα αξιόλογη ποιητική έκδοση από τις πάντα φιλόξενες και όμορφες εκδόσεις Βακχικόν, μιας ευαίσθητης και έντονα βιωματικής ποιήτριας που σίγουρα υπόσχεται ακόμα περισσότερα για το μέλλον!
.
ΟΛΓΑ ΜΑΜΑΛΗ
BOOKPRESS.GR 6/4/2021
Κύματα ακίνητα
Στο νέο ποιητικό εγχείρημα της Κατερίνας Ζυγούρα κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει ο υψηλός συμβολισμός. Ντυμένα νοήματα που αναμένουν την αναγνωριστική απογύμνωσή τους. Κύριοι νοηματικοί πυλώνες του έργου είναι η μοναξιά, η υπαρξιακή αγωνία αλλά και η σθεναρή αμφισβήτηση των υποκριτικών συμπεριφορών της σύγχρονης κοινωνίας που εκφράζονται συχνά ειρωνικά κι άλλοτε εμποτισμένα στο παράπονο και την πικρία.
«Eίμαι κατοικίδιο ήμερο, πειθήνιο πάντα και ευχαριστημένο, με τα κοκκαλάκια που μαζεύει […] τι να την κάνω την αληθινή ζωή»
«Κλουβί / Σύνδρομο Στοκχόλμης».
Οι στίχοι αυτοί είναι ενδεικτικοί ότι η ποιήτρια αποτυπώνει σκωπτικά την παθητική αποδοχή της ανελευθερίας μας, την πνιγηρή μικροαστική νοοτροπία που τρέφεται από τις ίδιες της τις νευρώσεις. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για μια κραυγή αποτίναξης των δεσμών, μια κραυγή που στηλιτεύει και εξεγείρεται.
Έντονα επίσης εκφράζεται το ασφυκτικό αίσθημα της υπαρξιακής αγωνίας αλλά και ο φόβος του θανάτου, με λυρική αρτιότητα που αφήνει να αποκαλυφθεί η δυσκολία όλων μας να αναλάβουμε ουσιαστικά τη συνειδητοποίηση του τέλους. Μέσα στα ποιήματα «Σύμβαση Γέννησης», «Μπορεί να συμβεί» και «Γραμμή 66» αποκρυσταλλώνεται η ματαιότητα του κόσμου και το αναπόφευκτο τέλος του αλλά και ο βαθιά ριζωμένος σε κάθε πλάσμα αρχέγονος φόβος του θανάτου.
Στο ποίημα «Πάλι και πάντα» γίνεται ξανά αναφορά στον κύκλο της ζωής: «Eίναι η φευγαλέα μέρα που τελειώνει και σ’ αφήνει σε μια μακάβρια νύχτα που αρχίζει». Ο αναγνώστης βιώνει τη φιλοσοφική διάθεση της δημιουργού με σκοπό μιαν ειλικρινή αυτογνωσία (όπως στο ποίημα «Σεπτέμβρης»: «Απάνω στης επίγνωσης το μελαγχολικό αμόνι») η οποία είναι μεν υποκειμενικά αποτυπωμένη όμως –ως αδρή θεματική– αποτελεί παναθρώπινη απορία μπροστά στο αίνιγμα της ύπαρξης.
Συνεχίζοντας, στο ποίημα «Πτώση» («αυτή είναι η υλική μορφή που έχει η αυτογνωσία;») συναντούμε μιαν αρχετυπική αναφορά στον πρώτο άνθρωπο της Βίβλου, τον Αδάμ, στο πρόσωπο του οποίου προβάλλεται όλη η ανθρωπότητα ως έκπτωτη, αμετανόητα εγωιστική και ανυπάκουη, έτοιμη να αφανιστεί ή να θεωθεί ξανά.
Αισθάνομαι ότι η Κατερίνα Ζυγούρα μέσα από τη γραφή της αναζητά την αληθινή επαφή με τον Άνθρωπο. Η πρώτη ανάγνωση αφήνει μεν μιαν αίσθηση πεσιμισμού, όμως στο βιβλίο διαφαίνεται επίσης η δίψα της για αλήθεια, όνειρα, έρωτα και ζωή. Ποιήματα που υμνούν, θα έλεγα, τη δίψα αυτή είναι η «Eυκαιρία» («ευκαιρία […] να λιώσω από ευτυχία, να εξαϋλωθώ απ’ την αλήθεια»), ο «Μελλοντικός άνθρωπος» («σε κάθε μου βήμα ονειρευόμουν […] Κι ονειρεύτηκα εσένα που θα ’ρθεις») και η «Βροχή ποτιστική» («για ν’ ανθίσει στη γη νέα ζωή […] και να κοιτάς με τα δυο σου μάτια τον άνθρωπο, κατευθείαν στα όνειρα»).
Από το εν λόγω έργο δεν λείπει η αυτοκριτική της συγγραφέως, η οποία φανερώνεται έκδηλα μέσα από γενναιόδωρες δόσεις ενσυναίσθησης στα ποιήματα: «Στα κάγκελα της αυλής» και «Ευθύνη», όπου η Ζυγούρα ασκεί μια θαρραλέα κριτική στον εγωιστικό μικρόκοσμο του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα από μια πρωτοπρόσωπη καταγραφή, τολμά μιαν απολύτως αφοπλιστική εξομολόγηση.
Με τις ευαίσθητες ψυχικές χορδές της η Κατερίνα Ζυγούρα αναπολεί μιαν ονειρική και δίκαιη κοινωνία. Θρηνεί τις νεκρωμένες αρετές της κοινωνίας αυτής και η ποίηση της δίνει την ασφαλέστερη παρηγορητική αγκαλιά για να το κάνει. Η αγάπη της για την ποίηση μετουσιώνεται σε στίχο στα ποιήματα «Άνοστα βράδια», «Ηθελημένοι Ναυαγοί» και «Ανακεφαλαίωση». Τεχνηέντως και χωρίς να χάνει τον δρόμο του ποιητικού της ειρμού, η ποιήτρια αποφεύγει τον βερμπαλισμό χωρίς να πάψει να παίζει με τις λέξεις. Λέξεις που γεννάνε εικόνες, πλούσιο στοχασμό, συνειρμούς και συναισθήματα. Εδώ ακριβώς έγκειται η απόλαυση που η ανάγνωση αυτού του έργου προσφέρει τόσο φυσικά στον αναγνώστη.
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
TVXS.GR 22/2/2021
Μαγικός ρεαλισμός
«Όταν είχε πια επιστρέψει και ο χρόνος είχε κάνει την δουλειά του, τότε μίλησε για όλα όσα είδε. Ήταν ένα μικρό σύμπαν, χωρούσε στο μέσα των χεριών σου. Είχε μια ράχη που άνοιγε σε όποια εποχή, σε όποια ώρα το ζητούσες. Χαριτωμένες εικόνες, μια άλλη εκδοχή του καλειδοσκοπίου που παραμένει ως τις μέρες μας, το μόνο χειροπιαστό είδος θαύματος. Κάπου υπάρχουν δυο φτερά, σε κάποια νύχτα ανήκει το αηδόνι που χαρίζει την φωνή του σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου, κάποιος βγάζει το δεύτερο δέρμα του μόνο για ν΄αποκαλυφθούν ακέραιες οι πληγές. Είναι όλα ποιητικά μες στον κόσμο μας, ελαστικά, γεφύρια, ακροποταμιές, χάλυβες, γυαλί, κορυφές, τροχιές, κορίτσια, γνωριμίες. Λένε πως εκείνος που ζει αληθινά έχει από καιρό καταννοήσει το τεράστιο μέγεθος των απλούστερων πραγμάτων. Ήταν ένα σύμπαν εκεί μες στα χέρια σου χωρούσε. Και όταν νόμιζες πως όλοι οι δρόμοι είναι φραγμένοι, το κλειστό σου στόμα διάβαζε έναν προς έναν τους στίχους και ο νεκρός ορίζοντας που ζωντάνευε ήταν το μόνο που κυριαρχούσε στην εξαίσια ζωγραφιά. Στοχεύεις στην αιωνιότητα μα δεν το ξέρεις. Διαβάζεις από ένστικτο και τα αδιέξοδα της παλιάς γεωμετρίας χάνουν πια τις σημασίες τους. Τα ακίνητα κύματα είναι ότι θυμάμαι από τον λιγοστό χρόνο εκείνου του σύμπαντος».
Ακίνητα Κύματα, αυτός είναι ο τίτλος της βραβευμένης με το βραβείο Μ. Πολυδούρη ποιήτριας Κατερίνας Ζυγούρα. Το βιογραφικό της την καθιστά γέννημα θρέμμα της ποιητικής Θεσσαλονίκης. Μες στην παλιά, λυτρωτική ομίχλη του Γ. Ιωάννου, η Κατερίνα γράφει τα ποιήματά της. Σε σύμπραξη με τις εκδόσεις Βακχικόν αφιερώνουν την συλλογή αυτή στον αληθινό αναγνώστη. Και αυτό είναι το πρώτο κλειδί που μας παραχωρεί η δημιουργός για να μπούμε μες στο μικρό της σύμπαν. Οι λέξεις της μεταχειρισμένες, γνώριμες, το υλικό της είναι απλό, η μέθοδός της στηρίζεται στις καρδιές. Η τέχνη της σιωπηρής ανάγνωσης ταιριάζει σε αυτήν την εξαιρετική συλλογή που δεν συστήνει την Κατερίνα στο αναγνωστικό κοινό μια και οι απαραίτητες συστάσεις έχουν ήδη γίνει από το μακρινό ήδη 2014 με την πρώτη της συλλογή από τις εκδόσεις iwrite.
Είναι η μνήμη των ματιών της και ο συμβολισμός του κόσμου που βρίσκουν λαμπρή εφαρμογή μες στις πρόζες της Κ. Ζυγούρα. Αν δεν υπήρχε η ποίηση, τότε η μάχη της ευφυίας με τον κόσμο θα΄ταν χαμένη. Και εμείς δεν θα είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε μέσα από την προσεγμένη επιλογή των εκδόσεων Βακχικόν την χρήση του κόσμου μες στα ποιήματα. Ο τρόπος της παρατήρησης συνιστά το δεύτερο κλειδί αυτής της συλλογής που γεννιέται μαζί με άλλες μες σε τρομερές εποχές παρακμής. Και αυτή η παρουσία τους δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα αφού. Αν εκεί έξω κάποιος πιστεύει πως μας περιμένουν τα παλιά μας φτερά, τότε υπάρχει ελπίδα.
Είναι ένας δρόμος η ποίηση, μια απάντηση γεμάτη συγκατάνευση κόντρα στο ολοκαύτωμα της έξαλλης τροχιάς μας. Η ανώνυμη απόσταση που μας χωρίζει από την ποίηση βρίσκει ένα όνομα, ένα ρούχο να φορέσει. Καλπάζει στο πλευρό μας με έναν ίππο μηχανικό και ολότελα παραμυθένιο, όπως αρμόζει στην τέχνη των ακίνητων κυμάτων. Και αν οι αναμνήσεις των αισθήσεων δεν σου αρκούν, η Κατερίνα για μας ζωγραφίζει στον άνεμο τα πρόσωπα μιας ξεχασμένης φρουράς, μιας καρτερικής τρυφερότητας. Παρήγορη και ανατρεπτική, κοιτώντας όπως κάναμε παιδιά, με το πρόσωπο μες στο νερό, κοιτώντας την ρυθμική σύναξη των χρωμάτων που εξασφαλίζει η ποιητική συζήτηση.
Μικρές αφορμές, χαρούμενες εκπλήξεις οι πρόζες της Κατερίνας, δεν ζητούν καμιά επιδοκιμασία, μόνον την εκφορά της καρδιάς. Σχηματίζουν τον ελικοειδή, ορεινό δρόμο, αφαιρούν από τις ώρες τα ονόματά τους, ανακεφαλαιώνουν αυτό το άφθονο υλικό του σκραπ που ομορφαίνει την ζωή πίσω από νεωτερισμούς και εποχές. Τα σύνεργα της Κατερίνας Ζυγούρα και ας μην το γράφει πουθενά η ίδια, ας είναι εκείνα του ήλιου. Τα Ακίνητα Κύματα διαθέτουν φρεσκάδα σχολικής εκδρομής, αναστατώνουν τα πράγματα, έτσι όπως τα νιώσαμε μια φορά και έναν καιρό. Τα κύματά της διαθέτουν κάτι από τις ακίνητες σημαίες του Γιώργου Χειμωνά. Απευθύνονται ολόψυχα στον άνθρωπο, ποτισμένα με την μεγάλη κατάφαση, θηρεύοντας την περιεκτικότητα , την βαθιά σύνοψη της σκηνογραφίας εκεί έξω. Τα ποιήματα των Ακίνητων Κυμάτων δεν μοιάζουν με ψέμμα, κουβαλούν κάτι που οικειοποιείται από τον καθένα. Και έτσι δικαιώνουν την θέση τους φιλοδοξώντας στο απερίγραπτο, κρατώντας αμείωτην την ιδέα του λυρισμού που θα συντροφεύει για πάντα την ποιητική λειτουργία.
Κάθε ποίηση εργάζεται πάνω στην σπασμένη φλέβα του καιρού της. Σκοπός της είναι να πολεμήσει με όλο της το ταλέντο και όλο της το περιεχόμενο κόντρα σε αυτήν την πραγματικότητα που όλα τα εξηγεί και όλα τα συνθέτει. Αυτός ο ποιητικός κατα τα άλλα σκοπός, συνιστά την μόνη αυθαιρεσία που μπορεί και ξεπερνά τους νόμους της πολιτείας. Κάτι κερένια πλάσματα που ζουν μόνο για λίγο, έρχονται να φροντίσουν τις πληγές μας. Τότε είναι που συμβαίνει το θαύμα και ποιήματα όπως αυτά της Κατερίνας Ζυγούρα φθάνουν μαζί με τα κύματα, εικονογραφώντας εκείνο το άνθισμα της θάλασσας που περιέγραψε ο Νίκος Καρούζος και που σήμερα αποζητούμε από την τέχνη της ποιήσεως.
.
ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
TEXNESONLINE 13/2/2021
Είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια όταν βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε έναν κόσμο που επιμένει να κυβερνιέται από το ψέμα. Όλες οι προσπάθειές του μοιάζουν να ’ναι μάταιες και κατά συνέπεια καταλήγουν στο κενό, στην αφάνεια, στη λήθη. Ο φόβος είναι αυτός που θεριεύει το μέσα του ως μια αδιάκοπη πάλη της ανάγκης επιβίωσης, μια ανάγκη που ισοδυναμεί με το θάνατο της ζωής.
Σ’ αυτόν τον κόσμο της υποκρισίας, της μιζέριας, του φόβου και της αφάνειας καλείται η ποιήτρια Κατερίνα Ζυγούρα να κάνει την ανατροπή. Πώς; Μα, φυσικά, επιστρατεύοντας τις λέξεις και τολμώντας το ακατόρθωτο για εκείνη και για όσα την περιβάλλουν: να αντισταθεί με τη δύναμη της ψυχής της και με τη δύναμη της ελπίδας που ακόμα επιμένει να ορίζει τα όνειρά της, για να διεκδικήσει όλα εκείνα τα ουράνια τόξα που ελεύθερα ζωγραφίζονται στον ορίζοντά της μετά τις καταιγίδες της θλίψης, της οδύνης και του μαρασμού, αψηφώντας τις διαταγές που προστάζουν η μοναξιά, η απομόνωση κι η εγκατάλειψη.
Παρασυρμένη, λοιπόν, από το πάθος της για ζωή κυκλοφορεί στις αρχές του 2021 τη νέα της ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις «Βακχικόν» με τίτλο «ΚΥΜΑΤΑ ΑΝΙΚΗΤΑ».
«Καιρός να μετρηθούμε χωρίς λόγια και ωραία φυλλώματα
να κρύβουν την αλήθεια μας.» (Σελ. 9)
Η ποιήτρια έχει επίγνωση της φθοράς που συντρίβει τα πάντα. Μόνη της παρηγοριά τα όνειρα, που καμιά φορά ανθίζουν τα βράδια και ποτίζουν με τη δροσιά της νιότης τους τις κουρασμένες ελπίδες των ψυχών. Κι εδώ τίθεται πάλι το ερώτημα: Πώς οι ελπίδες να γίνουν τόλμη, πώς να νικήσουν τη φθορά, όταν ο άνθρωπος έχει μάθει να συνυπάρχει μαζί της, καθώς συνειδητά εγκλωβίζεται μέσα στη φυλακή της ανυπαρξίας του, μη επιθυμώντας πια την ελευθερία του;
Η ρουτίνα είναι αυτή που κόβει τα φτερά της θέλησής του, τυφλώνει το βλέμμα του και πλέον δεν επιθυμεί, δεν προσδοκεί, δεν απαιτεί την αλλαγή στη ζωή του. Ολική αποχαύνωση το αποτέλεσμα, τραυματισμός ψυχής, απραγία, δειλία, μαζικοποίηση, όλεθρος. Μόνο κάποια όνειρα κάνουν την είσοδό τους απρόσκλητα στη σκέψη τα βράδια, αναστατώνοντας το υποσυνείδητο, που ακόμα υπάρχει κι αναπνέει ελεύθερο.
«Μα στα όνειρά μας είμαστε πάντα εκείνοι
που ζούμε κάτι πιο μεγάλο’
μα στα όνειρα μας είμαστε εκείνοι
που δεν ταιριάζουν με τους άλλους.» (Σελ. 12)
Κι έτσι τα βράδια ξυπνάει και πάλι ο πόθος, εκείνο το αίσθημα που δε λογαριάζει εμπόδια, δεν συμβιβάζεται στα λιγοστά, αλλά γιγαντώνει το ανάστημά του ραγδαία για να διεκδικήσει το αδύνατο, το άπιαστο, εκείνο που μπορεί να επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη και να συντρίψει τη μικροπρέπεια και τη διαφθορά που μαστίζει τα πάντα. Τραγική ειρωνεία η πραγματικότητα που στέκεται απέναντί του. Τίποτα στ’ αλήθεια δε μοιάζει κατορθωτό. Ο άνθρωπος έχει εκπαιδευτεί να είναι έρμαιο της μοίρας του, μιας μοίρας που ποτέ δεν ορίζει ο ίδιος και που πάντα οφείλει να υπομένει ως το τέλος της διαδρομής του στην επίγεια ζωή.
«Πότε συμφώνησε η ψυχή να κουβαλάει τα δάκρυα όλων των αιώνων;
Πότε συμφώνησε η γη να κουβαλάει τα βάρη όλων των ανθρώπων; (Σελ. 17)
Ένα παράπονο μένει για πάντα ξάγρυπνο κι η ποιήτρια αναρωτιέται διαρκώς το γιατί. Γιατί να συμβαίνουν τόσα δεινά στον κόσμο; Γιατί να κυβερνούν το κακό κι η αδικία; Γιατί να παραμένει άρρωστη η ψυχή, ενώ θα μπορούσαν όλα εύκολα να αλλάξουν και να ισορροπήσουν οι αντίθετες δυνάμεις στη ζωή;
Ρομαντισμός κυριεύει την ψυχή της, που, ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής.
«μόλις τριανταενός χρονών και σάπισα,
δίχως ποτέ μου να προλάβω να ωριμάσω.» (Σελ. 22)
Ο ρομαντισμός είναι η ελπίδα των νέων ανθρώπων, που ακόμα πιστεύουν ότι ο κόσμος μας μπορεί να γίνει καλύτερος, εφόσον γίνει αυτοσκοπός.
«Ευκαιρία ν’ αγαπήσω απ’ την αρχή τον κόσμο.
Ευκαιρία!» (Σελ. 23)
Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται ότι από τους νέους λείπει η αίσθηση του φόβου. Η επαναστατική τους πλευρά πρωταγωνιστεί σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους κίνηση. Με κύριο σύμμαχο τους τον αυθορμητισμό, την άγνοια κινδύνου, το δυναμισμό και το θάρρος τους το κακό αποδυναμώνεται και μοιάζει περισσότερο ευάλωτο.
«Για ν’ ανθίσει στη γη νέα ζωή
να περπατάς σταθερά με τα δυο σου πόδια στον ουρανό
και να κοιτάς με τα δυο σου μάτια
τον άνθρωπο, κατευθείαν στα όνειρα.» (Σελ. 25)
Ως ευαίσθητη ψυχή δίνει έμφαση στην αγάπη. Θεωρεί πως είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ημερώσει τα θηρία και να εγγυηθεί τη γαλήνη στις ψυχές όλων των ανθρώπων. Ένας κόσμος πλημμυρισμένος από αγάπη δε φοβάται τη φθορά και τη σαπίλα. Η αγάπη εξασφαλίζει την ένωση και η ένωση την παντοδυναμία. Λαχταρά, λοιπόν, γι’ αυτή την ένωση στα ποιήματά της, μια ένωση που προσδοκεί να φέρει τον παράδεισο στη γη. Παρόλ’ αυτά απογοητεύεται ακόμα περισσότερο, όταν συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος αυτός αποτελεί άλλη μια ψευδαίσθηση που προκαλεί η μεγάλη της επιθυμία.
«Κάθε που γκρεμίζεται μια ψευδαίσθηση
ένας μικρός, ομορφότερος κόσμος παύει εντός μου.» (Σελ. 31)
Αναγκάζεται, επομένως, να ζήσει κι εκείνη στο ψέμα, να περιπλανηθεί σ’ αυτό για να αντέξει την οδύνη της αποτυχίας, για να υποκριθεί πως τίποτα δεν την έχει φθείρει, πως παραμένει αλώβητη και ισχυρή, καθώς επιμένει να ελπίζει στο θαύμα της αλλαγής. Μάταια.
«Ο κόσμος έπρεπε ν’ αλλάξει.
Οι άνθρωποι δεν άντεχαν άλλον πόνο,
η γη ολάκερη δε χωρούσε άλλη λύπη.
Αλλά εγώ, ένιψα τας χείρας μου με μελάνι
κι έγραψα ποιήματα’
πιέζοντας τα δάχτυλά μου στο χαρτί,
εξέθρεψα την προσμονή
αντί ν’ αναλάβω την ευθύνη.» (Σελ. 35)
Η αισιοδοξία της αλλαγής γεμίζει με τραύματα την ψυχή της, που πια δεν επουλώνονται πλήρως, μιας και για να γίνει αυτό χρειάζεται μαζική κινητοποίηση. Μόνο τότε θα ξημερώσει η «καινούρια μέρα» της ποιήτριας, που ενώ «όλα θα μοιάζουν ίδια», στην ουσία «δε θα ’ναι».
«Στάθηκα όμορφα απρόσεκτη στη γραφή μου.
Στάθηκα απαρέγκλιτα προσεκτική στη ζωή μου.
Τι κρίμα! Τι ανώφελη σπατάλη απροσεξίας!» (Σελ. 45)
Η ποιήτρια συνειδητοποιεί στο τέλος και τα δικά της λάθη. Έχει επίγνωση της αδυναμίας της να εκπληρώσει το όνειρό της, εκείνο της ολικής αλλαγής. Απογοήτευση διέπει το είναι της, βαθιά λύπη και μαρασμός.
«Κι εγώ που μετακινούμουν ανά χιλιοστό,
που τόσα χρόνια φάνταζα σχεδόν ακίνητη,
έγινα κι εγώ τόπος μακρινός.» (Σελ. 50)
Ποίηση δοσμένη σε ελεύθερο στίχο, βαθιά υπαρξιακή, πλημμυρισμένη από ανάκατα συναισθήματα, που άλλοτε συγκινούν, άλλοτε προκαλούν και άλλοτε εξαγριώνουν τον αναγνώστη. Λόγος εξομολογητικός κι ειλικρινής, ύφος μελαγχολικό και ταυτόχρονα επαναστατικό, ποτισμένο με αστείρευτο ρομαντισμό, που συμπαρασύρει την ψυχή στο προσωπικό σύμπαν της ποιήτριας.
Απώτερος σκοπός της Κατερίνας Ζυγούρα να προβληματίσει τον αναγνώστη, να τον συμβουλέψει, να τον αφυπνίσει και τελικώς να τον προτρέψει για να διεκδικήσει το καλύτερο στη ζωή του, αυτό που του αξίζει πραγματικά και όχι αυτό που οι συνθήκες άδικα του επιβάλλουν, παρά τη θέλησή του.
Γραφή άμεση, κατανοητή και διαπεραστική, γεμάτη εικόνες και νοήματα, που οπωσδήποτε αξίζει να διαβαστεί.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Στάθηκα όμορφα απρόσεκτη στη γραφή μου.
Στάθηκα απαρέγκλιτα προσεκτική στη ζωή μου.
Τι κρίμα! Τι ανώφελη σπατάλη απροσεξίας!
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΝΟΒΑΣ
Για την ομάδα του Authoring Melodies
Οι άνθρωποι ζούμε πλέον σε κελιά. Ζούμε σε κελιά και ακολουθούμε τυφλά τις επιταγές της εποχής, που μας απομακρύνουν όλο και περισσότερο από τη πραγματική μας φύση, αυτή που υπήρχε πριν από όλη αυτή την έκρηξη που δημιούργησε τον μικρόκοσμό μας. Βουτηγμένοι μέσα στο άγχος, με τις δουλειές να τρέχουν κι εμείς να τρέχουμε από πίσω τους, με τον υπερκαταναλωτισμό να κάνει πάρτι και με τη φράση “δεν προλαβαίνω” κολλημένη στα χείλη μας. Και είναι αλήθεια, δεν προλαβαίνουμε. Δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, δεν προλαβαίνουμε να ονειρευτούμε, να αγαπήσουμε, ακόμα και ο έρωτας πλέον έρχεται βεβιασμένα και με πρόγραμμα. Και σε αρκετές περιπτώσεις είναι ψεύτικος, όπως είναι και όλα τα υπόλοιπα στο στενό οπτικό πεδίο που μας επιτρέπουν να δούμε οι παρωπίδες μας.
Αλήθεια, τι θα έλεγε ο παιδικός μας εαυτός αν μας έβλεπε σήμερα; Θα ήταν περήφανος ή θα μας περιγελούσε; Θα αναγνώριζε στα μάτια μας τα δικά του ή κάποιου ξένου; Θα θεωρούσε ότι έχει καταφέρει αυτά που ήλπιζε τότε; Σημαντικά ερωτήματα τα οποία θα έπρεπε να θέσουμε σ’ εμάς τους ίδιους για να δούμε προς τα πού πηγαίνουμε, για να αποτρέψουμε τη σύγκρουση που πλησιάζει με ταχύτητα πιο μεγάλη απ’ ότι θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Απόσπασμα 1:
Αιωρούμενη απ’ τον ιστό της η αράχνη / με κοίταξε βαθιά στα μάτια / και με ρώτησε τι ύφαινα τόσα χρόνια, / Της έδειξα το σπίτι, / της μίλησα για δουλειές, / της εκμυστηρεύτηκα σκέψεις, / της διάβασα τα γραπτά μου.
Κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά / Δεν είσαι μόνο αράχνη, είσαι και το θύμα σου / είπε κι επέστρεψε θριαμβικά στην παγίδα της.
Μόδες, μόδες, μόδες. Αυτές είναι που μας έχουν κάνει όλους ίδιους. Μια ομοιόμορφη μάζα η οποία δεν παρεκκλίνει ποτέ από τον δρόμο της, γιατί πολύ απλά, όλοι κινούνται στον ίδιο δρόμο. Είναι αυτό το αίσθημα που μας κάνει να θέλουμε να ταιριάξουμε με όλους, ακόμα κι αν αυτό μερικές φορές σημαίνει ότι δεν θα ταιριάξουμε με τον εαυτό μας. Είναι η ανάγκη να ανήκουμε οπωσδήποτε κάπου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να ανήκουμε σε εμάς και θα γίνουμε κάτι το οποίο καμία σχέση δεν έχει με αυτό που πραγματικά είμαστε. Κι έτσι, κοιτώντας στον καθρέπτη βλέπουμε κάτι αρεστό και κοινωνικά αποδεκτό αλλά δεν βλέπουμε εμάς, βλέπουμε άλλη μια κόπια του διπλανού μας.
Απόσπασμα 2:
Ταιριάξαμε απόλυτα μ’ όλους τους άλλους. / Κάναμε τέχνη ανώδυνη κι αυτοκριτική που να μη μας ενοχλεί, / μετριάσαμε το άγχος με θερμίδες / που κάψαμε σε συσσίφιους διαδρόμους γυμναστηρίων, / καταναλώσαμε και καταναλώσαμε / για να δικαιώσουμε ανούσιες ώρες γραφείου, / ταξιδέψαμε μόνο για να φωτογραφηθούμε·
πετάξαμε βιαστικά κέρματα φιλανθρωπίας / αποστρέφοντας το βλέμμα απ’ την αλήθεια.
Είμαστε άραγε σε θέση να κάνουμε αυτό το, δύσκολο πολλές φορές βήμα που χρειάζεται για να φύγουμε από τη μάζα; Είμαστε σε θέση να απαρνηθούμε το κοινά αποδεκτό που λέγαμε προηγουμένως και να πλησιάσουμε περισσότερο το δικό μας αποδεκτό; Μπορούμε να αλλάξουμε; Η απάντηση πιστεύω είναι “φυσικά”. Μπορούμε να αγαπήσουμε το είδωλό μας και να το φέρουμε έτσι πιο κοντά στην εικόνα του, την πραγματική του εικόνα, αυτή που θα έπρεπε πραγματικά να αντικατοπτρίζεται στον καθρέπτη.
Ας σταματήσουμε λοιπόν να ακολουθούμε μόδες, αυτό που οι περισσότεροι θέλουν και ας αρχίσουμε να ακολουθούμε αυτό που εμείς θέλουμε. Ας αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας και ας του δώσουμε την ευκαιρία να μας συστηθεί, να μας δείξει ποιος είναι, ποιοι είμαστε. Κι έτσι, πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να αλλάξουμε και όσα υπάρχουν γύρω μας, θα βάλουμε κι εμείς ένα λιθαράκι να γίνει λίγο καλύτερος και πιο όμορφος αυτός ο κόσμος. Γιατί ως γνωστός, για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τον εαυτό μας.
Απόσπασμα 3:
Το σπίτι θα ‘χει σφαλίσει η απουσία, / τα έπιπλα θα ‘χει νοτίσει η νοσταλγία, / τον κήπο θα τον σιγοτρώει το σαράκι.
Όλα θα μοιάζουν ίδια, / μα δε θα ‘ναι· / θα ‘χεις αλλάξει εσύ που τα κοιτάζεις.
Τα “Κύματα ακίνητα” είναι μια ποιητική που με έβαλε να σκεφτώ όλα αυτά που σας παρέθεσα παραπάνω, να επαναφέρω ένας από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς μου. Η αλήθεια είναι ότι έχω επιλέξει εδώ και αρκετά χρόνια να μην ανήκω στη μάζα που περιέγραψα προηγουμένως. Τα έχω όμως καταφέρει; Θα τα καταφέρω; Η συγκεκριμένη ποιητική δίνει πολλές απαντήσεις ως προς αυτό σε όλους μας. Θα τη συνιστούσα ανεπιφύλακτα.
.
ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ
koukidaki.gr/ 8/4/2021
Μια ποιητική συλλογή που ταιριάζει στην εποχή, στα ανθισμένα δέντρα της, στο φωτεινό της ήλιο, στο ξύπνημα της φύσης που το βλέπεις ακόμα και στο πιο αστικό τοπίο. Γιατί όλα τα σπίτια έχουν κάτι πράσινο μέσα, δίπλα, παραέξω… ένα λουλούδι στο βάζο ή σε μια γλάστρα, μια νεραντζιά στο πεζοδρόμιο, δυο μέτρα απόσταση από το μπαλκόνι -εμείς έχουμε μια λεμονιά-… κάτι θα προδώσει την άνοιξη.
Δε ξέρω πώς θα ήταν αν διάβαζα τα έργα της Κατερίνας Ζυγούρα μια άλλη στιγμή του έτους. Αυτό που είδα όμως, ξεκάθαρα, είναι ότι στον συγκεκριμένο χρόνο φωτίστηκαν οι αποχρώσεις της, ενδυναμώθηκε η αίσθηση. Ποια αίσθηση; Μα εκείνη που σημειολογικά σημαίνει η άνοιξη: το τέλος του κρύου, της παγωνιάς, του γκρίζου και την έναρξη του φωτός, της αναγέννησης· εν τέλει της κίνησης, το ξύπνημα από τη χειμερία νάρκη (μας).
Η Κατερίνα Ζυγούρα έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και κυρίως τον κάτοικο της μεγάλης πόλης, όπου το τσιμέντο και η πέτρα υπερνικά το χώμα ή τη θάλασσα. Το αστικό τοπίο λειτουργεί ως κάδρο, πλαίσιο μέσα στο οποίο βλέπει το άτομο να καταναλώνει (έξυπνα κινητά, γρήγορα φαγητά, ακριβή τέχνη, μοδάτα ρούχα κ.λ.π.) και όχι μόνο πράγματα αλλά και εμπειρίες. Λέει χαρακτηριστικά ταξιδέψαμε μόνο για να φωτογραφηθούμε, για παράδειγμα, αποτυπώνοντας την έλλειψη πραγματικής ζωής, το παγίδευμα στις ατραπούς της ταξικής κανονικότητας, της μεταμοντέρνας ιδέας… όλων αυτών που «απαιτούν» μια δράση χωρίς να προσφέρουν κανονικό αντάλλαγμα, δηλαδή εμπειρία ζωής. Μια καθημερινότητα παλμικής ρουτίνας, ίσως μηχανικής ή αυτοματοποιημένης, χωρίς συναίσθημα, αξία, βάθος, ουσία…
Ανάσες χωρίς συναίσθηση, μεγάλες πόλεις χωρίς ανθρώπους αφού έχουμε χάσει την επαφή μας με τα χρώματα, με τις αποχρώσεις, με τις διαβαθμίσεις… Όσο πιο ίδιες είναι οι μέρες, οι στιγμές, τόσο πιο αδιάφορη γίνεται η ζωή, τόσο λιγότερο μας επηρεάζουν τα ερεθίσματα και τόσο περισσότερο νεκρώνουν οι νευρώνες. Ζώντας μέσα στο προβλέψιμο και το σταθερό (οκτώ ώρες δουλειάς, ίδιες εργασίες κάθε μέρα, ίδιες στάσεις στο μετρό με την ίδια φωνή να εκφωνεί τα ονόματά τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κ.ο.κ.) οδηγούμαστε ηθελημένα σε συναισθηματικό τέλμα. Κι εκεί είναι που αναρωτιέται η ποιήτρια για τις ημέρες που περνούν, για την ταχύτητα με την οποία περνούν, για την αέναη επαναληπτικότητά τους κ.π.ά.
Πότε συμφώνησα να χάνω ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο δικό μου;
Όταν ωριμάζει ως άτομο βλέπει το ξόδεμα των ημερών μας/της, αποκωδικοποιεί τα αίτια και γράφει. Κεντρίζει με τις παρατηρήσεις της τα κακώς κείμενα, τις παθογένειες της κοινωνίας (μας), συνεκδοχικά του εαυτού μας.
Τη ζωή μου την ξόδεψα στη συνενοχική ακινησία εφόσον η πρόοδος έρχεται μέσα από την κίνηση, την περιήγηση, την ανακάλυψη, τη μεταφορά από το ένα σημείο σε ένα άλλο -είτε το σώματος είτε την ψυχική/συναισθηματική-, το ταξίδι τελικά.
…στη μικροαστική στενοκεφαλιά […] …σε δικές μου δουλοπρεπείς συγκαταβάσεις.
Η άνοιξη τελικά, η δική της άνοιξη, θα έρθει αμέσως μετά την ωριμότητα, δηλαδή όταν θα έχει πια κατανοήσει τα λάθη, όλες τις παραπάνω «αστοχίες», που φυσικά δεν είναι μόνο δικές της αλλά γενικότερες, όλων. Τότε, θα δείτε την αισιόδοξη πλευρά. Ευκαιρία ν’ αγαπήσω απ’ την αρχή τον κόσμο λέει. Και τότε, διάφορες προστακτικές, υπό τη μορφή συμβουλών, αρχίζουν να ξεχωρίζουν στους στίχους.
…να κοιτάς με τα δυο σου μάτια / τον άνθρωπο, κατευθείαν στα όνειρα.
Συνειδητοποιεί, αλλά μόνο μετά από την επώδυνη παραδοχή μπορείς να γυρίσεις σελίδα και να πας παρακάτω με νέες βάσεις.
το αιθέρια ανομολόγητο υποχωρεί μπρος στο στέρεα ειπωμένο, / το ενδεχόμενο νικιέται από το γεγονός.
Όλα θα μοιάζουν ίδια, / μα δε θα ‘ναι· / θα ‘χεις αλλάξει εσύ που τα κοιτάζεις.
Οπωσδήποτε μας πετάει κατάμουτρα όλα τα λάθη της σύγχρονης διαβίωσης, από την απόσταση-απομάκρυνση των αστών ως την απομόνωση τελικά και τη μοναξιά, κι από την νέκρωση των αισθητήρων ως την ατέρμονη κυκλική επανάληψη και το χάσιμο χρόνου… ή την αναπλήρωση των χαμένων μας (στιγμών, αισθημάτων…) με το καταναλωτικό μοτίβο, η κυρία Ζυγούρα βουτά την πένα στη μελάνη παραμένοντας γήινη, προσιτή, προσγειωμένη, δεκτική και αληθινή.
ένιψα τας χείρας μου με μελάνι / κι έγραψα ποιήματα
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΙΩΣΗΦ ΑΡΝΕ
FRACTAL 16/3/2021
Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Είναι το ανέκφραστο, το ανείπωτο που ζητάει τρόπο και διέξοδο να εκφραστεί. Αυτή είναι η γεννεσιουργός αιτία, αλλά υπάρχουν και πολλές αφορμές, όπως ένα αρνητικό συναίσθημα που με δυσκολεύει, μια εικόνα που με παρασέρνει, μία σκέψη που με προβληματίζει.
–Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;
Υπάρχουν μερικές «μαγικές» συναντήσεις με την «ιδέα» που κατακλύζει το μυαλό, οι οποίες επιτρέπουν να εκφραστεί σχεδόν όλο το έργο μονοκονδυλιά, που το έργο ρέει σαν να υπήρχε ήδη κι εγώ απλά το καταγράφω, αλλά υπάρχουν και πιο δύσκολες και δύστροπες στιγμές δημιουργίας. Σε γενικές γραμμές, ένα από τα γνωρίσματα που αγαπώ στη δημιουργία έμμετρου λόγου, τουλάχιστον έτσι όπως εγώ την βιώνω, είναι αυτή η αβίαστη ροή, η αίσθηση του ξαφνικού και επείγοντος ξεχειλίσματος του λόγου.
-Ποιες είναι οι επιρροές σας;
Δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα τους ποιητές που αγαπώ επιρροές μου, σίγουρα όμως διαμόρφωσαν την εικόνα που έχω για την ποίηση και τι μου αρέσει σε αυτήν. Από τους πρώτους συγκλονισμούς ήταν η επαφή μου με το έργο του Καβάφη, ενώ την εφηβεία μου, κατά ένα μεγάλο μέρος, έντυσε μουσικά η μελοποιημένη ποίηση του Καββαδία. Από εκεί και πέρα, αγαπώ πολύ τον Λόρκα, τον Λειβαδίτη, τη Δημουλά, τον Χιόνη, και πολλούς άλλους, κάθε έναν για κάτι διαφορετικό, για μια διαφορετική ποιότητα κι απόχρωση.
-Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;
Νομίζω ότι το κυρίαρχο θέμα των ποιημάτων μου, είναι η υπαρξιακή αναζήτηση, κάποιες φορές με έντονη διάθεση κοινωνικού προβληματισμού. Βέβαια, αρκετά ποιήματα αφιερώνονται στη διερεύνηση του τι είναι ποίηση και στη σχέση μου με αυτήν και με την τέχνη γενικότερα.
-Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.
Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Κύματα Ακίνητα», η οποία περιέχει 46 ποιήματα. Μέσα κι από αυτό το ταξίδι στίχων καλύπτω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω προσωπικές σκέψεις, αισθήσεις και συναισθήματα, και απευθύνομαι μέσα από την πολύ προσωπική εμπειρία σε κάθε σύγχρονό μου άνθρωπο. Ο τίτλος παίζει με την αντίφαση της κίνησης, ακινησίας και παραλληλίζει το κάθε ποίημα με στιγμή παγωμένη στον χρόνο, ένα στιγμιότυπο της συναισθηματικής/ υπαρξιακής τρικυμίας.
Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Πάντα πίστευα ότι γίνεσαι. Όχι μόνο συγγραφέας ή καλλιτέχνης, αλλά οποιαδήποτε άλλη ποιότητα ή ικανότητα αποκτάς, την αποκτάς μέσα από την πολλή αγάπη σου και την πολλή δουλειά και εξάσκηση. Με αυτό που ίσως γεννιέσαι είναι αυτή η αγάπη για διάβασμα, για τον λόγο και τη γραφή που σε ωθεί να γράφεις ολοένα και περισσότερες ιστορίες, να εξασκείς την αφηγηματική σου τέχνη και τεχνική.
-Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;
Πολύ δύσκολη ερώτηση. Μάλλον η αλλαγή που θα ευχόμουν θα ήταν η λογοτεχνία, η ποίηση, το βιβλίο γενικά, να αποκτήσει περισσότερους αναγνώστες, κι ίσως και για τους λογοτέχνες-συγγραφείς, όλο και περισσότεροι να μπορούν να βιοποριστούν από την τέχνη τους.
-Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Αυτό που θα ήθελα ήταν να συνεχίσω να γράφω, πρωτίστως για εμένα, για την χαρά που μου προσφέρει η δημιουργία. Σε δεύτερο χρόνο, θα με ενδιέφερε η εξέλιξη, η συνέχεια, η πορεία στον χώρο της ποίησης, αλλά αυτό το βλέπουμε προχωρώντας. Σίγουρα, επειδή αγαπώ πολύ το είδος του παραμυθιού και το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, θα ήθελα κάποια στιγμή να γράψω κάτι όμορφο και ενδιαφέρον σε αυτά τα είδη, αλλά προς το παρόν, αυτά είναι πιο μακρινά πλάνα.
.
.
LITERATURE 11/2/2021
Σε ποιο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα θέλατε να είχατε ζήσει;
Μόλις τώρα, με αυτήν την ερώτηση συνειδητοποίησα ότι τα λογοτεχνικά έργα που αγαπώ δεν είναι τόποι και χρόνοι στους οποίους θα επιθυμούσα να είχα ζήσει. Θα ήθελα π.χ. να γνώριζα τον Ηρακλή Πουαρό της αγαπημένης Αγκάθα Κρίστι, σε κάποια υπόθεση εξιχνίασης ενός περίπλοκου φόνου, αλλά σε εκείνον τον χωροχρόνο ποιος θα μου εγγυόταν ότι δεν θα ήμουν απλώς το θύμα; Μάλλον θα διάλεγα κάτι πιο ασφαλές και ονειρικό, ίσως με τοποθετούσα σε κάποια περιπέτεια του Ιούλιου Βερν («Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες») ή σε κάποιο παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά («Το σεντούκι με τις 5 κλειδαριές»).
Με ποια από τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στο γραφείο σας διατηρείτε μια φετιχιστική σχέση;
Γραφείο, προς το παρόν (γιατί προς το μέλλον , αυτό ελπίζω να αλλάξει), έχω μόνο στη δουλειά μου. Ο χώρος που συνήθως γράφω ή διαβάζω είναι το κρεβάτι μου. Βέβαια, αν θα έλεγα ότι έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με κάποιο από τα αντικείμενα που συμβάλλουν στη συγγραφή είναι η μονίμως γεμάτη με ζεστό τσάι κούπα και η τσαγιέρα μου. Συνήθως, πίνω άφθονο ζεστό τσάι κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου.
Λαμβάνετε υπόψη σας τις κριτικές ή θεωρείτε ότι οι κριτικοί είναι ευνούχοι που μιλούν για την ερωτική πράξη;
Καθώς μου ζητείται μια κριτική απέναντι στο επάγγελμα του κριτικού, δεν θα μπορούσα παρά να αναγνωρίσω πως μια συντριπτική αναίρεση των κριτικών θα σήμαινε και αυτοαναίρεση. Όλοι διαβάζουμε κι όλοι εκφέρουμε γνώμη και κρίση. Μια ουσιαστική και καλοπροαίρετη κριτική με εμβάθυνση από την πλευρά ενός ειδικού, σίγουρα θα τη λάβω υπόψη, αλλά γενικά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δυσκολεύομαι να διαχειριστώ μια αρνητική κριτική.
Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις ή η σωστή λέξη είναι χιλιάδες εικόνες;
Μάλλον θα έλεγα ότι συμβαίνουν και τα δύο. Ως άνθρωπος που αγαπά τον λόγο και τη γραφή, δεν θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω τη δύναμη της σωστής λέξης ιδίως όταν βρίσκει τη σωστή της θέση, αλλά και γενικότερα μιας λέξης με δική της αυτόφωτη δύναμη, όπως παράδεισος, μητέρα, θάλασσα, κ.α.
Ποιον συγγραφέα θα χαστουκίζατε δημοσίως και ποιον θα φιλούσατε;
Είμαι συνειδητά κατά της βίας, επομένως δεν θα χαστούκιζα κανέναν. Πάντως θα φιλούσα πάρα πολλούς, αν φυσικά μου το επέτρεπαν κι εκείνοι. Τον Ντοστογιέφσκι, τον Πόε, τον Καβάφη και πολλούς, πολλούς άλλους.
Με ποια φράση δεν θα μπορούσατε ποτέ να ξεκινήσετε ένα έργο σας;
Δεν δαιμονοποιώ φράσεις ή λέξεις. Όλες είναι αθώες και ικανές να ξεκινήσουν ένα όμορφο ταξίδι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Αν ήσασταν ένα σημείο στίξης, ποιο θα ήταν αυτό;
Μάλλον θα ήμουν η αναποφάσιστη (ούτε κόμμα, ούτε τελεία) και πάντα εκκρεμής άνω τελεία·
Συνεχίστε τη φράση: Μου λείπει…
η καθημερινότητα προ πανδημίας, όλη εκείνη η αυθόρμητα ζεστή επικοινωνία, η ανέφελη οικειότητα με τους ανθρώπους που αγαπάμε αλλά και η άφοβη και ανοιχτόκαρδη συνύπαρξη με τους ανθρώπους που απλά συναντάμε.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που σας έχουν πει ;
Ότι όλα θα πάνε καλά.
Πότε θα γράψετε την αυτοβιογραφία σας;
Φαντάζομαι πως δεν θα την γράψω ποτέ. Δεν είναι ένα είδος που αγαπώ να διαβάζω κι από την άλλη με βγάζει από τον κόπο ακόμη και να το σκεφτώ ως μακρινό ενδεχόμενο η πολύ ασθενική μου μνήμη.
.
ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΝΟΒΑ
https://authoring-melodies.blogspot.com/ 4/2021
1) Καλώς σε βρήκα Κατερίνα! Καταρχάς, θέλω να ταξιδέψεις λίγα χρόνια πίσω και να μου πεις πώς ακριβώς ξεκίνησε για ‘σένα το ταξίδι στον κόσμο της συγγραφής; Ποιο ήταν το έναυσμα;
Κ.Ζ. : Καλώς σε βρήκα Δημήτρη! Θέλω να κάνω μια μικρή παρένθεση και να πω ότι το αίσθημα ταύτισης που αναφέρεις είναι ό,τι πιο κολακευτικό για μένα ως δημιουργό και σε ευχαριστώ ολόψυχα!
Για να πάμε στην ερώτησή σου, μου άρεσε πολύ το διάβασμα, αυτό ήταν το ξεκίνημα. Από πολύ μικρή, διάβαζα ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου, λογοτεχνία κυρίως, και από πολύ νωρίς μου άρεσε να αφηγούμαι κι εγώ ιστορίες, να επινοώ νέους κόσμους, οπότε η γραφή ήταν κάτι που με έλκυε ιδιαίτερα. Αλλά ο έμμετρος λόγος με βρήκε ξαφνικά, κάπου στις αρχές της λυκειακής μου ζωής. Το βασικό έναυσμα ήταν μάλλον η εφηβική δυστοκία, η δυσκολία της τότε ηλικίας μου να εκφραστώ και να επικοινωνήσω.
2) Ποιες οι επιρροές σου; Ποιους ανθρώπους της λογοτεχνίας θαυμάζεις;
Κ.Ζ. : Θαυμάζω πολλούς κλασικούς συγγραφείς όπως τους: Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άλμπερτ Καμί, Αγκάθα Κρίστι, Νίκο Καζαντζάκη και σίγουρα μου αρέσουν πολλοί Έλληνες ποιητές, όπως ο Λειβαδίτης, ο Χιόνης, ο Φωστιέρης, η Δημουλά, ο Πατρίκιος, και πολλοί, πολλοί ακόμη, αλλά σταθερά οι μεγαλύτερες αγάπες μου παραμένουν οι πρώτες, ο Καβάφης και ο Καββαδίας.
3) Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι κάθε φορά να αποτυπώσεις με λέξεις στο χαρτί αυτό που γυροφέρνει στο μυαλό σου;
Κ.Ζ. : Συχνά η ποιητική δημιουργία είναι πολύ γρήγορη, πολύ άμεση, σχεδόν αστραπιαία, για αυτό και αρκετές φορές μοιάζει εύκολη στα μάτια μου, σαν φυσική αναπνοή της σκέψης μου αλλά μάλλον κι εγώ παραγνωρίζω όλο τον χρόνο ωρίμανσης που χρειάστηκε μια ιδέα να πάρει σχήμα κι αυτό το σχήμα να γίνει λόγος, συγκεκριμένες λέξεις στο χαρτί. Θα έλεγα ότι υπάρχουν και εύκολες δημιουργίες και πιο δύσκολες αλλά το κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι ότι είναι βραδυφλεγείς, αργής ωρίμανσης εσωτερικές διεργασίες που εκρήγνυνται ξαφνικά και ρέουν για να γίνουν ποιητικό έργο.
4) Λογική ή συναίσθημα; Ποιο είναι αυτό που παίζει κυρίαρχο ρόλο στα έργα σου;
Κ.Ζ. : Αν και δύσκολη ερώτηση γιατί δεν μπορώ να αντιληφθώ το έργο μου αποκομμένο από την αφορμή και από τη διαδικασία δημιουργίας του, αυθόρμητα ως δημιουργός, θα απαντούσα το συναίσθημα. Σχεδόν πάντα η γραφή μου ξεκινά από ένα ανέκφραστο συναίσθημα, μια επείγουσα ανάγκη να αποτυπώσω την εσωτερική τρικυμία ή το νεφέλωμα των αόρατων εντάσεων και κινήσεων του ψυχισμού μου αλλά ήδη ο πρώτος στοχασμός εμπεριέχει λόγο και δομή, οπότε με έναν τρόπο από νωρίς στη δημιουργική διαδικασία εμφανίζεται εντός μου το φίλτρο της νόησης και της σκέψης, η περίφημη λογική. Δεν ξέρω, ίσως με έναν τρόπο, λογική, αίσθηση και συναίσθημα είναι ενιαία και αδιάσπαστα στην ποιητική δημιουργία.
5) Υπάρχουν μηνύματα που προσπαθείς πιθανώς να περάσεις μέσα από τα γραφόμενά σου; Κι αν ναι, ποια είναι αυτά; Πιστεύεις ότι ένας καλλιτέχνης θα πρέπει να “διαπαιδαγωγεί”;
Κ.Ζ. : Στα κείμενά μου δεν υπάρχουν συνειδητά, στοχευμένα μηνύματα που προσπαθώ να περάσω, υπάρχουν σίγουρα σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και ύπαρξης του ανθρώπου που θέλω να μοιραστώ με τον αναγνώστη αλλά είναι θέμα επικοινωνίας κι όχι διαπαιδαγώγησης. Τα ποίηματά μου, θέλω να πιστεύω, απευθύνονται στον κάθε άνθρωπο περισσότερο με φιλική, ανοιχτή διάθεση, διάθεση για ειλικρινή συνομιλία κι όχι με διδακτικό τρόπο.
Δεν πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να «διαπαιδαγωγεί». Σίγουρα μορφώνει, καλλιεργεί, προβληματίζει, ψυχαγωγεί, αναπτύσσει, εξυψώνει αλλά το καθοδηγητικό κομμάτι της στενής έννοιας του όρου «εκπαίδευση» και «παιδαγωγική», μου φαίνεται ασύμβατο με το ελεύθερο, δυναμικό και γονιμοποιό πνεύμα της ίδιας της τέχνης.
6) Μίλησε μας λίγο για την ποιητική σου. Πως ήταν η όλη διαδικασία μέχρι να φτάσεις στο σημείο να την κρατάς στα χέρια σου;
Κ.Ζ. : Γενικά η ποιητική μου έχει έντονο το στοιχείο της υπαρξιακής ανησυχίας και του κοινωνικού προβληματισμού. Η συγκεκριμένη συλλογή με τίτλο «Κύματα Ακίνητα» είναι η δεύτερη συλλογή μου και περιέχει 46 ποιήματα. Η πρώτη συλλογή με τίτλο «Κάτι μας διαφεύγει…» είχε κυκλοφορήσει το 2014. Όπως καταλαβαίνεις, μου πήρε ακρετά χρόνια για να αποφασίσω να συγκεντρώσω το νέο υλικό και να απευθυνθώ σε εκδοτικούς. Είχα την τύχη να συναντηθώ με τις Εκδόσεις Βακχικόν, οπότε όλη η συνεργασία μας από τη διαδικασία προετοιμασίας της συλλογής μέχρι και σήμερα ήταν πολύ ευχάριστη και θα έλεγα και πολύ δημιουργική.
7) “Στάθηκα όμορφα απρόσεκτη στη γραφή μου. / Στάθηκα απαρέγκλιτα προσεκτική στη ζωή μου. / Τι κρίμα! Τι ανώφελη σπατάλη απροσεξίας!” Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο ή προτιμότερο να ακολουθούμε; Εγώ θα έλεγα το πρώτο, εσύ;
Κ.Ζ. : Θεωρώ ότι στην τέχνη, εκτός πολλών άλλων, ψάχνει κανείς τον «άλλο του εαυτό». Αυτό που δεν είμαι ή δεν τολμώ να είμαι στη ζωή μου, μπορώ να το χαρώ και να το βιώσω μέσα στη δημιουργία. Όση ελευθερία ή γλυκιά «απροσεξία» μου στερεί η καθημερινότητα, την κερδίζω και την χαίρομαι μέσα από τα γραπτά μου. Οπότε η τέχνη λειτουργεί εξισορροπιστικά.
Για να απαντήσω στην πολύ συγκεκριμένη ερώτηση, φυσικά η ελευθερία είναι πολύτιμο αγαθό αλλά και ζητούμενο, πεδίο συνεχούς διεκδίκησης, καθώς ως σύγχρονος άνθρωπος συνεχώς περιορίζομαι και αυτοπεριορίζομαι. Και ακριβώς αυτοί οι περιορισμοί και αυτοπεριορισμοί είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα που διατρέχουν τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή. Πόσο ελεύθεροι είμαστε τελικά;
8) Αλλάζει τελικά ο άνθρωπος; Ή απλά συμβιβάζεται;
Κ.Ζ. : Πολύ μεγάλο ερώτημα και δεν ξέρω από που να το πιάσω. Από την προσωπική μου εμπειρία νιώθω ότι στον πυρήνα μου δεν αλλάζω, ακόμη κι αν το θέλω, μοιάζει περισσότερο με μικροβελτίωση παρά με αλλαγή. Όσον αφορά το συμβιβασμό, μεγαλώνοντας συμβιβάζεσαι και με την ιδέα του συμβιβασμού. Πάντως η δημιουργία είναι απελευθερωτική και ενδυναμωτική εμπειρία, ενώ η τέχνη έχει μέσα της το ασυμβίβαστο, την φλόγα του καθαρού βλέμματος, την θέληση για αλήθεια και με αυτή την έννοια είναι μια μικρή επανάσταση.
9) Πιστεύεις ότι η ποίηση κατέχει στις μέρες μας το μερίδιο που της αξίζει ανάμεσα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού;
Κ.Ζ. : Θα ήθελα η ποίηση να είχε μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά από την άλλη κι εγώ που γράφω ποίηση δεν διαβάζω τόση όση θα ήθελα. Κι ύστερα θέτεις μια πολύ καίρια ερώτηση τοποθετώντας την λέξη «αξίζει». Μήπως όντως αυτό το μερίδιο της αξίζει γιατί η ίδια πρώτη απομακρύνθηκε από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό; Έγινε «δύσκολη», «στριφνή», «ιδιαίτερη», «μόνο για λίγους»; Μήπως την απόσταση που υπάρχει μεταξύ κοινού και ποίησης την περπάτησαν εξίσου κι οι δύο; Ίσως είναι θέμα που ανάγεται στο πρόβλημα της κότας και του αυγού. Δεν ξέρω, είναι θέματα προς σκέψη και διερεύνηση…
10) Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας τα σχέδια σου για το άμεσο μέλλον; Υπάρχει κάτι που ετοιμάζεις αυτή τη περίοδο;
Κ.Ζ. : Σε επίπεδο προετοιμασίας κάποιου νέου έργου, δεν έχω, δυστυχώς, κάτι να μοιραστώ. Προς το παρόν, κινούμαι ακόμη γύρω από το σύμπαν των ακίνητων κυμάτων μου. Βέβαια, σταθερά γράφω έμμετρο και πεζό λόγο για την χαρά της δημιουργίας. Ένα από τα μελλοντικά σχέδιά μου είναι να ασχοληθώ κάποια στιγμή με το είδος της παιδικής λογοτεχνίας και του παραμυθιού για παιδιά ή και για ενήλικες που με γοητεύει από όταν ήμουν παιδάκι ακόμη. Αυτό θα ήταν ένας όμορφος στόχος για το άμεσο μέλλον!
.
Η Κατερίνα Ζυγούρα απαντά στο Νέο Ερωτηματολόγιο του L
Σύνταξη: LITERATURE
11 February 2021
Με ποιο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα θέλατε να είχατε ζήσει;
Μόλις τώρα, με αυτήν την ερώτηση συνειδητοποίησα ότι τα λογοτεχνικά έργα που αγαπώ δεν είναι τόποι και χρόνοι στους οποίους θα επιθυμούσα να είχα ζήσει. Θα ήθελα π.χ. να γνώριζα τον Ηρακλή Πουαρό της αγαπημένης Αγκάθα Κρίστι, σε κάποια υπόθεση εξιχνίασης ενός περίπλοκου φόνου, αλλά σε εκείνον τον χωροχρόνο ποιος θα μου εγγυόταν ότι δεν θα ήμουν απλώς το θύμα; Μάλλον θα διάλεγα κάτι πιο ασφαλές και ονειρικό, ίσως με τοποθετούσα σε κάποια περιπέτεια του Ιούλιου Βερν («Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες») ή σε κάποιο παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά («Το σεντούκι με τις 5 κλειδαριές»).
Με ποια από τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στο γραφείο σας διατηρείτε μια φετιχιστική σχέση;
Γραφείο, προς το παρόν (γιατί προς το μέλλον , αυτό ελπίζω να αλλάξει), έχω μόνο στη δουλειά μου. Ο χώρος που συνήθως γράφω ή διαβάζω είναι το κρεβάτι μου. Βέβαια, αν θα έλεγα ότι έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με κάποιο από τα αντικείμενα που συμβάλλουν στη συγγραφή είναι η μονίμως γεμάτη με ζεστό τσάι κούπα και η τσαγιέρα μου. Συνήθως, πίνω άφθονο ζεστό τσάι κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου.
Λαμβάνετε υπόψη σας τις κριτικές ή θεωρείτε ότι οι κριτικοί είναι ευνούχοι που μιλούν για την ερωτική πράξη;
Καθώς μου ζητείται μια κριτική απέναντι στο επάγγελμα του κριτικού, δεν θα μπορούσα παρά να αναγνωρίσω πως μια συντριπτική αναίρεση των κριτικών θα σήμαινε και αυτοαναίρεση. Όλοι διαβάζουμε κι όλοι εκφέρουμε γνώμη και κρίση. Μια ουσιαστική και καλοπροαίρετη κριτική με εμβάθυνση από την πλευρά ενός ειδικού, σίγουρα θα τη λάβω υπόψη, αλλά γενικά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δυσκολεύομαι να διαχειριστώ μια αρνητική κριτική.
Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις ή η σωστή λέξη είναι χιλιάδες εικόνες;
Μάλλον θα έλεγα ότι συμβαίνουν και τα δύο. Ως άνθρωπος που αγαπά τον λόγο και τη γραφή, δεν θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω τη δύναμη της σωστής λέξης ιδίως όταν βρίσκει τη σωστή της θέση, αλλά και γενικότερα μιας λέξης με δική της αυτόφωτη δύναμη, όπως παράδεισος, μητέρα, θάλασσα, κ.α.
Ποιον συγγραφέα θα χαστουκίζατε δημοσίως και ποιον θα φιλούσατε;
Είμαι συνειδητά κατά της βίας, επομένως δεν θα χαστούκιζα κανέναν. Πάντως θα φιλούσα πάρα πολλούς, αν φυσικά μου το επέτρεπαν κι εκείνοι. Τον Ντοστογιέφσκι, τον Πόε, τον Καβάφη και πολλούς, πολλούς άλλους.
Με ποια φράση δεν θα μπορούσατε ποτέ να ξεκινήσετε ένα έργο σας;
Δεν δαιμονοποιώ φράσεις ή λέξεις. Όλες είναι αθώες και ικανές να ξεκινήσουν ένα όμορφο ταξίδι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Αν ήσασταν ένα σημείο στίξης, ποιο θα ήταν αυτό;
Μάλλον θα ήμουν η αναποφάσιστη (ούτε κόμμα, ούτε τελεία) και πάντα εκκρεμής άνω τελεία·
Συνεχίστε τη φράση: Μου λείπει…
η καθημερινότητα προ πανδημίας, όλη εκείνη η αυθόρμητα ζεστή επικοινωνία, η ανέφελη οικειότητα με τους ανθρώπους που αγαπάμε αλλά και η άφοβη και ανοιχτόκαρδη συνύπαρξη με τους ανθρώπους που απλά συναντάμε.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που σας έχουν πει ;
Ότι όλα θα πάνε καλά.
Πότε θα γράψετε την αυτοβιογραφία σας;
Φαντάζομαι πως δεν θα την γράψω ποτέ. Δεν είναι ένα είδος που αγαπώ να διαβάζω κι από την άλλη με βγάζει από τον κόπο ακόμη και να το σκεφτώ ως μακρινό ενδεχόμενο η πολύ ασθενική μου μνήμη.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
VAKXIKON.GR
Στάθηκα όμορφα απρόσεκτη στη γραφή μου.
Στάθηκα απαρέγκλιτα προσεκτική στη ζωή μου.
Τι κρίμα! Τι ανώφελη σπατάλη απροσεξίας!
Συνομιλήσαμε με την ποιήτρια Κατερίνα Ζυγούρα με αφορμή την νέα της ποιητική συλλογή Κύματα Ακίνητα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Περνώντας μέσα από τους στίχους είπαμε για σύγχρονες φυλακές, για κίνηση και ακινησία, για τέχνη «ανώδυνη» και «επώδυνη» αλλά και για το σήμερα.
Σύγχρονες φυλακές. Τις βρίσκουμε στους στίχους της νέας σας ποιητικής συλλογής Κύματα Ακίνητα. Ποια σας τρομάζει περισσότερο;
Έχετε δίκιο. Η ερώτηση με βοήθησε κι εμένα να συνειδητοποιήσω ότι πολλά ποιήματα αυτής της συλλογής, έχουν ως κεντρικό θέμα τον περιορισμό, τον αυτοπεριορισμό, τον εγκλωβισμό, την ηθελημένη αιχμαλωσία, την ανελευθερία. Άλλωστε, ολόκληρο το ποίημα «Κλουβί/ Σύνδρομο Στοκχόλμης» παρουσιάζει τον σύγχρονο, δυτικό τρόπο ζωής ως μια φυλακή που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουμε επιλέξει. Αυτή είναι μια πολύ τρομαχτική φυλακή καθώς πρόκειται για ύπουλη μορφή ανελευθερίας που μας επιβάλλεται από τη στιγμή της γέννησής μας.
Παρόλα αυτά, καθώς σε άλλο ποίημα της συλλογής γίνεται αναφορά και στην πραγματική, απτή φυλακή, στο κτίριο φυσικού εγκλεισμού, στον τόπο του δήθεν «σωφρονισμού» των παραβατικών συνανθρώπων μας, θα έλεγα ότι αυτή η φυλακή είναι η πιο σκληρή κι αυτή που προσωπικά με τρομάζει πιο πολύ.
Διαβάζοντας την συλλογή σας ίσως κάποιος νιώσει πως ζούμε σε μια εποχή «ακίνητων κυμάτων». Είναι αυτό που νιώθετε;
Υπάρχει μια εμφανής αντίφαση μεταξύ της δυναμικής εικόνας συνεχούς ροής των κυμάτων και της στατικής ακινησίας. Νομίζω ότι κάθε ποίημα, κάθε έργο παγώνει στον χρόνο, αποκρυσταλλώνει μια στιγμή εσωτερικής τρικυμίας του δημιουργού του.
Το θέμα, όμως, που θέτει το ερώτημά σας είναι αν ο τίτλος αναφέρεται μόνο σε αυτό. Ο τίτλος είναι δανεισμένος από στίχο του ποιήματος «Άνεμοι Αναιμικοί», όπου σαφώς οι σύγχρονοι άνθρωποι παρουσιαζόμαστε ως λιγάκι αδρανείς και ίσως ανεπαρκείς να σηκώσουμε κύμα, να φέρουμε αλλαγή. Κι όμως, στο ίδιο ποίημα διαφαίνεται η ελπίδα, η τάση μας για υψηλότερα, ομορφότερα, η ανάγκη μας να παρασυρθούμε και να παρασύρουμε κι ας σκάσουμε στα βράχια.
Αλήθεια, νιώθω ότι η εποχή φαντάζει σχεδόν ακίνητη, αλλά δεν είναι. Κι ίσως αυτή η χαμηλότονη κίνηση, η χαμηλόφωνη ενέργεια των ανθρώπων προετοιμάζει τα μεγαλύτερα κύματα, την ουσιαστικότερη αλλαγή.
«Κάναμε τέχνη ανώδυνη κι αυτοκριτική που να μη μας ενοχλεί». Χρειαζόμαστε τώρα, στη σημερινή συνθήκη τέχνη «επώδυνη». Τέχνη που να μας προκαλέσει, να μας ξυπνήσει, να μας πάει παρακάτω με έναν τρόπο;
Θα έλεγα ότι εξ ορισμού όπως και η «αυτοκριτική που δεν μας ενοχλεί», έτσι και η «τέχνη ανώδυνη» δεν ευσταθεί, δεν πατάει καλά στα πόδια της, καθώς δεν πρόκειται πραγματικά για τέχνη. Η φράση παραπέμπει περισσότερο σε διανοητικές ασκήσεις, παιχνίδια τεχνικής, σε καλλιτεχνικά τερτίπια. Η δημιουργία από τη φύση της είναι επώδυνη, τουλάχιστον για τον δημιουργό. Η τέχνη γεννιέται μέσα από ψυχικό φορτίο, μέσα από εσωτερική σύγκρουση, αναμέτρηση κι αγωνία. Βέβαια, το αποτέλεσμα προσφέρει στον δημιουργό, ψυχική ανάταση, χαρά, λύτρωση, οπότε αυτό που τελικά λαμβάνει ο θεατής, ο αναγνώστης, ο ακροατής, δεν είναι επώδυνο, ίσα ίσα ίσως είναι και παρηγορητικό, αλλά από την άλλη, δεν είναι κι ανώδυνο, δηλαδή επιφανειακό, ρηχό, εύκολο ή γρήγορο.
Οπότε, μάλλον θα απαντούσα ότι όπως σε κάθε εποχή έτσι και στη δική μας χρειαζόμαστε τέχνη αληθινή, όχι απαραίτητα προκλητική, σκληρή ή ωμή. Η ουσιαστική τέχνη, που βγαίνει μέσα από τη ψυχή του δημιουργού με πόνο και τόλμη, είναι πολύτιμο δώρο: μπορεί να προκαλέσει, να αφυπνίσει, να προβληματίσει, να παρηγορήσει, να συγκινήσει, να μας συγκλονίσει με την ομορφιά της, να μας οδηγήσει σε έναν καλύτερο εαυτό, πηγαίνοντάς μας παρακάτω, πέρα και πάνω από όλα.
Γράφετε εν μέσω πανδημίας; Νιώθετε πως βρισκόμαστε σε μία φάση που πράγματι τα πάντα παύουν ή ετοιμάζονται να μπουν σε κίνηση που μπορεί να μετουσιωθεί σε κάτι καινούργιο;
Συνεχίζω και γράφω και υπό αυτές τις συνθήκες. Ούτως ή άλλως η γραφή είναι τρόπος να ανταπεξέλθω σε δυσκολίες και οι δυσκολίες είναι κομμάτι της ζωής, είτε προ πανδημίας, είτε κατά τη διάρκειά της, είτε, φαντάζομαι, και μετά την πανδημία. Αυτό δεν αλλάζει.
Αυτό που ίσως έχει διαφορά, σε αυτή τη φάση, είναι ότι ο εξωτερικός κόσμος μοιάζει να έχει τεθεί σε προσωρινή παύση, αλλά ο εσωτερικός κόσμος όλων μας είναι ακόμη πιο ζωηρός, κινητικός και έντονος, καθώς στη μερική σιωπή του εξωτερικού κόσμου, η εσωτερική μας φωνή ακούγεται μέσα μας ακόμη πιο καθαρά. Αν κλείσουμε τα εσώτερα αυτιά μας, είναι προσωπική μας επιλογή. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι οι περισσότεροι είμαστε έτοιμοι να δομήσουμε μια καλύτερη σχέση με τον εαυτό μας. Η μετουσίωση όμως της απομόνωσης, της κλειστότητας, της απώλειας, των οικονομικών δυσκολιών των τελευταίων μηνών σε κάτι άλλο, σε κάτι θετικό απαιτεί κι αυτή πολύ κόπο και μεγάλη δύναμη. Η τέχνη είναι ένας δρόμος για την μετουσίωση. Εύχομαι ο καθένας μας να βρει τον δικό του.