ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ

Ο Αλέξης Β. Σταυράτης γεννήθηκε στη Θεσπρωτία το 1952. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Στα βιβλία που έχει εκδώσει γράφει για θεούς και δαίμονες, για γυναίκες, για το θέατρο, για πουλημένα όνειρα… Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Βένθει κραδίης (Ποίηση, Απόστροφος, 1995)
Ο κλ[ω]νισμένος θεός (Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2001)
Σαλώμη (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2005)
Ο έρωτας και ο σταυρός (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2007)
Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας (Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009)
Ο κύκλος του φεγγαριού (Διηγήματα, free-ebook, 2012)
Το Μοιρολόι της Άνοιξης (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2013)
Ο άνθρωπος που πούλαγε όνειρα για να ζήσει (Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2014)
Γραμμικά Φωτόνια  (Ποίηση, Έναστρον 2021)

.

.

ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΦΩΤΟΝΙΑ (2021)

Κάποια ποιήματα αποφάσισαν να πεθάνουν, όμως μερικοί στίχοι τους δεν θέλησαν να ακολουθήσουν. Αποσκίρτησαν από την ειλημμένη απόφαση και αυτή εδώ είναι η σύναξη τους. Ή πιο απλά, καίγοντας ένα πλήθος ποιημάτων, διέσωσα από κάποια μερικούς στίχους. Όσα είναι ολόκληρα έμειναν γιατί ταίριαξαν με το σύμπαν των φωτονίων.

Οι λέξεις

Εκρήξεις των λέξεων
Γραμμικά φωτόνια

Σε τρεις γραμμές δεν γράφεις ποίημα
Προλαβαίνεις μόνο
να βάλεις φωτιά στα όνειρά σου

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Τρεις λέξεις
Δυο ρήματα
Η περιουσία μου
και οι φίλοι μου

Άγριες πέτρες κυλούν στο ποίημα
Γίνονται λείες λέξεις στο ποτάμι

Ταξιδεύω πίσω από το φως
Και μια λέξη όρθια
να παριστάνει την πόρτα

Μες στην ομίχλη των ευχών
αναζητώ την επερχόμενη κραυγή
τη λέξη σου

Κρυμμένη αδιάκοπα στη μοναξιά
συνήθισες τη γλώσσα των θηρίων
Ονόμαζες το μαύρο, μαύρο
Η σάρκα σου
πάντα ήταν σάρκα

Οι στίχοι του βαδίζουνε σκυφτοί κι αμίλητοι
χωρίς ουρανό
Οι λέξεις σέρνουν τα βήματα στη χώρα της σιωπής
Διαπράττουν οι ίδιες το φόνο της κρυφής ελπίδας

Οι λέξεις μου παιδιά χαϊδεμένα
κρύβουν τον τρόμο σε αθώα φωνήεντα
εκρηκτικά μιας τέχνης ψευδαίσθητης

Ίδιες περνούν οι εποχές
μονάχα οι λέξεις σκαρφαλώνουν στην ψυχή
και ο ποιητής
ανήμπορος
παίζει συνέχεια το παιχνίδι τους

Να μην ξεχάσεις τις νεκρές λέξεις
Τη θάλασσα που κάρπισε σαν χωράφι
Τις ελπίδες που γεννήθηκαν στα μνήματα
Τη δικαιοσύνη που δεν πέρασε το κατώφλι σου

Έμαθα να γράφω ποιήματα
έβαψα τις λέξεις μου για να φαίνονται κόκκινες
και όλα πήγαιναν καλά
Μα τα μεσάνυχτα
ένα φωνήεν ξάπλωνε σαν σκουλήκι
πάνω στα βιβλία μου
Ώστε αυτή είναι η έμπνευση
ή
αυτή είναι η ζωή σου
ποιητή μου;

Οι στίχοι μου μικρά κοσμήματα
στο ανύποπτο μέλλον

ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Τα λουλούδια δεν ψήλωναν μέσα στα βιβλία
και οι λέξεις έτρεμαν
σε κάθε άγνωστο άγγιγμα
Ένα σκυλί γάβγισε στο δρόμο σκίζοντας τη σιωπή
Περασμένα μεσάνυχτα
πολλά τα έξοδα για να συντηρείς ερωτήματα

Αχ και να μην έβρισκε κανείς το φωνήεν
που βάραινε κάθε βράδυ στο μαξιλάρι του…

Οι λέξεις έγειραν στα μάτια
όταν το χάος εξόριζε το φως
Το ήξερες
πως θα πετάξει στα σκουπίδια την ψυχή σου
πως η φωνή σου δε θα είχε πού ν’ ακουμπήσει
στις σκοτεινές ώρες της αγάπης

Ένα ρήμα που έγινε τάφος
Ένα σ’ αγαπώ /
που βρήκε μόνο του αιτίες θανάτου
Μια καρδιά που δε θα δει του έρωτα την αστραπή
ποτέ δεν θα δει πώς μια λέξη καίει μια ζωή

Διάτρηση σκότους
Ποίηση
Έμπνευση τυπωμένη στο πέταγμα της άγριας πέστροφας
Άγρια νερά σε σκοτεινά φαράγγια

Τρίχες, μου είπαν, τα ποιήματά σου
κι εγώ άφησα γένια να τους δικαιώσω
Μη χάσουν και οι λέξεις την αξία τους

ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

Σε τέσσερα γράμματα κρύβεται ο Θεός
Τι θα κάνει όταν οι λέξεις πεθάνουν;

Σκέψεις μαζεμένες σε κουφάρια λέξεων
καπνός τσιγάρου ξεχασμένου
Τις νύχτες κρυβόμουν
γιατί ντρεπόμουν για τα ρήματα που κουβαλούσα
Μα εσύ δεν εύρισκες τα όνειρά μου να τρυπώσεις
και ξημέρωνες πάντα μακριά
Αθώες σαν παραμύθι οι νύχτες μας

Ανάβω κεριά να ξορκίσω το θάνατο
γεμίζω τις πέτρες με σήματα ιερογλυφικά

Το νυστέρι όταν χάθηκε σεμνά μέσα στις λάσπες
το πρωινό φιλί όταν άνθισε στο σκληρό χέρι
Η αγάπη έγινε θύμα των λέξεων
νεκρά τα αισθήματα επιπλέουν στη θάλασσα
κι εγώ ακόμα προφήτης
μιας άγνωστης γλώσσας
Δεν έχω άλλο αίμα
ούτε για την ποίηση
Μη χάνετε το χρόνο σας μαζί μου…

Το όνειρο

Φυσούσε πάλι ο άνεμος
Και τα μαλλιά της
πάλι το ίδιο ανέμιζαν

Έγκλειστοι στα δώματα της σιωπής
και της ομίχλης
Περιπολούμε για ένα όνειρο

Κοιμάμαι σ’ ένα κρεβάτι στρωμένο με στάχτες
Το πρωί υψώνω τα όνειρα
λευκούς φωτοσυλλέκτες

Τα όνειρά μου δεν ταξίδεψαν ούτε στον ύπνο τους

Μια μικρή ηλιαχτίδα όσο ένα ασύμπτωτο όνειρο
Αλλά τα όνειρα άλλαξαν δρόμο
και δεν περνούν πια
από τη γειτονιά μου

Άφησέ με ν’ ακουμπήσω την άβυσσο πλάι σου
Να κρατήσεις στα χέρια μου τις τρομαγμένες υποψίες
Τη βουή του πόνου
όταν τις νύχτες σφυρίζει ο αγέρας
και θολώνουν τα όνειρα με αίμα

Εκείνο το λάθος αποζήταγες
που θα σε χρέωνε με σιωπή και θλίψη
Που θα σε λύτρωνε απ’ το σφαγμένο όνειρο

ΑΚΟΜΑ ΤΟΥΤ’ Η ΑΝΟΙΞΗ

Έστω κι ένα τραγούδι παράφωνο
έστω μια ελπίδα σκοτωμένη
Να τελειώσει κάποτε
κι αυτή η μαύρη νύχτα μας

Το ηλιοβασίλεμα θεριεύουν οι ελπίδες
Δεν ξέρουν
πως τα χαμόγελα γίνονται ύαινες
Κάθε όνειρο και μια σαρκοβόρα αυγή

Όταν το χιόνι σκεπάζει την απουσία σου
όταν λευκαίνονται όλες οι δικαιολογίες
τότε ανεβάζω αίμα στις πληγές
Κάθε βράδυ
λόγος υγρασίας

Ίδιες οι αποστάσεις απ’ τη ζωή και το θάνατο
Αναποφάσιστη στο όνειρο
Γυαλί στα βήματα
πριν σβήσουν οι μικρές αγάπες

Ο έρωτας

Ζήτημα αρχής ο θάνατος
Μα ο έρωτας φυτεύει παντού λουλούδια

Όταν τελειώνουν οι θλίψεις
Αρχίζει να πεθαίνει ο έρωτας

Και μια Εύα είναι αρκετή για τον παράδεισο

Ύστερα ράγισε ο βράχος
Και ανάμεσά του
πέρασαν δυο δάκρυα ευτυχίας

Ζηλεύω την πρώτη φορά που έγειρες πάνω μου
Εγώ σου είπα
Σιωπή
τώρα γεννιέται ένα θαύμα
Κι εσύ απλά με φίλησες

Χαμογελάς σαν στίχος που στολίζει ένα ποίημα

Χωρίς εσένα είναι μαρτύριο το φως

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Δεν έφταιξα σε τίποτε
αλλά θα καώ
να σώσω την ψυχή σου

Κάποιος απόψε στο Σύμπαν
τραγουδάει μόνο για μένα

Τώρα ανασαίνω μόνο τρικυμίες
κι όλες οι πίκρες συνασπίστηκαν εντός μου
Μα εγώ έχω εσένα

Να είναι μέρα Τρίτη
και να είσαι εκεί
Να διώξεις τα σύννεφα
κι ύστερα να γίνει η έκρηξη
Να γεμίσουν τη γη
μικροί μετεωρίτες της αγάπης σου

Μικρό φιλί
μαχαίρωμα της νύχτας
Στο χρώμα της αυγής
ένα τραγούδι που δραπέτευσε

Καλοκαιρινή βραδιά
αστέρια βομβαρδισμένα με στίχους
Καλοκαιρινή ομορφιά
με το γυμνό κορμί σου

ΡΑΨΩΔΙΑ ΣΚΟΤΟΥΣ

Ίσως δυο άβυσσοι μαζί συντρίψουνε την κόλαση

Δεν θέλω την ποίησή σου
παρά μόνο τα δυο σου μάτια
κι εκείνο το φιλί
για ν’ αγκαλιάσω ολάκερο ουρανό

Κάποτε μπορεί και να με νιώσεις
κάποτε μπορεί να δραπετεύσουμε μαζί
στους στίχους των χελιδονιών
στον βρώμικο ήχο
του ξίφους της αγάπης μας
Κάποτε μπορεί να προδώσουμε
τις αμφιβολίες μας
και να φιληθούμε στα μάτια

Η πληγή

Πώς πέρασε ο καιρός
Κοιμάται μέσα μου η πληγή
Κι εγώ κρατάω τα χέρια μου κλειστά
μη ξεχαστούν
και νοσταλγήσουν το άγγιγμά σου

Γλυκά που σε κερδίζει ο θάνατος
Γλυκά που μαχαιρώνει η αγάπη

Μες στην παλάμη της κρατούσε την πτώση του κόσμου
Γιατί στα δάχτυλα ξυπνάνε οι τραγωδίες
όταν λείπει το σώμα

ΓΙΟΡΤΗ

Λερώνεις λουλούδια
για μιαν επέτειο
Τ’ αγκάθια χάνονται
κάτω απ’ τ’ άνθη

ANAΛΟΓΙΕΣ

Καμπυλώνουν τα βλέφαρα
Τα μάτια δεν βλέπουν πως τα φιλιά
γίνονται μνήματα

Η ψυχή ρίζωσε στον βράχο
κι έγινε νεκρό περιστέρι

Μουσική χελιδονιών
τριγμοί της αβύσσου στο καταμεσήμερο

Δεν ήρθες πάλι σήμερα
και γέμισα την απουσία σου
με όλες τις δικαιολογίες
που κουβαλά η ύπαρξή σου

Πενθούν πάντοτε όσοι αγάπησαν πολύ
Θυμάσαι που έλεγες να μην ξεχάσω
Θυμάμαι που έφυγες και με ξέχασες

Το οξύ χαμόγελο του διαβόλου
ρυπαίνει τη σκέψη μου
Ας υπάρξει επιτέλους ένας παράδεισος
πριν χαράξει η αλήθεια της κόλασης

Ένα πουλί πέτρωσε στην κορυφή του δέντρου
Ένα χαμόγελο κλείστηκε στο κάστρο του
Πλημμυρίζει το αίμα
η λευκή απορία των στίχων

Η μοναξιά χόρευε στη βροχή
βούλιαζε στη φλύαρη σιωπή των χείμαρρων
Παλιές εικόνες έσβηναν
πάνω στην κόκκινη πλάτη μιας σταγόνας

Γύρισα πίσω στην πηγή
και βρήκα μόνο παλιές φωτογραφίες
Έσκυψα να πιω νερό
κι έβλεπα ξένο ουρανό

Φοβάμαι τη στιγμή
που ένα βιβλίο ποίησης θ’ ανοίξει σαν πληγή
Κι εσύ θα κόβεις βότανα δήθεν να με γιατρέψεις

Θα φύγω, είπες, μ’ ένα φιλί
Να μην γνωρίσω τη μεγάλη νύχτα
του έρωτά μας

Αγόρασα φωτιές για να φωτίσω τα βήματά σου
τα φτερά δε σ’ έκαναν άγγελο
που θα σάλπιζε τη μέρα της κρίσεως
Τώρα που η καρδιά μου τρέχει πίσω σου σαν σκυλί διψασμένο
άνοιξα το παράθυρο
να δω πώς τελειώνει ο κόσμος μου
χωρίς εσένα

Ο έρωτας δεν είναι εδώ
η αγάπη μας δεν είναι εδώ
Εδώ είναι μόνο ο χειμώνας

Ταξίδι στο σύμπαν

Βρήκα το αεί στα σύννεφα
Επαίτης, δανειστής ή καιροσκόπος
Η ίσως κάτι χειρότερο ακόμα

Μα τι ωραία θα είναι αύριο
θα έχει λιακάδα / θα έχει ουρανό
και δυο λευκές ελπίδες
θα γεμίζουν τα άδεια μου χέρια

Το πρωί φώναξα στην καρδιά
να σταματήσει τα παιχνίδια
γιατί το κρύο μοίραζε χρώματα
και η νεράιδα είχε χάσει το ραβδί της

Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο
τίποτε νέο
Ο γνωστός ρυθμός της αβύσσου
στα καλντερίμια του κόσμου

Μικρές επιθυμίες
πάλι μού κρύψατε τον ήλιο

Ας σκεφτούμε λίγο τη θλίψη
εκείνου που πνίγεται στο δάσος της αμφιβολίας
Τα πεταμένα διαμάντια του στο δρόμο

Η καιόμενη βάτος διαλαλεί
πως το άπειρο κατοίκησε
ανυπερθέτως
σε λευκά σταχτοδοχεία

Ποιητή
Μα τι ζητάς επιτέλους στην καρδιά του σκοταδιού
Να κλειδώσεις τον χρόνο
να κατέβεις στην άβυσσο
Να κρεμάσεις τα χρώματα στην ουρά κάποιου σκύλου αλήτη
να συναντήσεις το φιλί;

Κάθε δειλινό η μέρα ντύνεται με αίμα για να ζήσει ως το πρωί

Ξεραμένες καρδιές
τοπίο χαραγμένο απόγνωση
Ρήγματα της αχόρταγης δίψας
παντού

Φύτεψα πορτοκαλιές και δεν κάρπισαν
χάρισα γιασεμιά και δεν άνθισαν
Γιατί κανείς δεν πάει για χάρη σου στην άβυσσο
Μόνο η αγάπη

ΜΝΗΜΗ

Ξεχασμένες αποσκευές στην αποβάθρα
Επιστρέφω
μα το καράβι δεν είναι πια εκεί

…βαδίζοντας προς την Άνοιξη, συναντάμε παντού λουλούδια

Η Άνοιξη φορούσε μαλλιά μεταξένια
σαν τις παλιές ζωγραφιές των σχολείων

Μονάχα εκείνη τη χαρά
κάθε πρωί να βρίσκουμε
τις ίδιες δικαιολογίες

Σαν αναρχικό γάζωνες τη μνήμη μου με ερωτήματα
Πώς ν’ αντέξω τόσο μολύβι σε μια χούφτα ανάσα;

Τη μέρα η πόλη πνίγεται στις αμαρτίες της
το βράδυ οι ενοχές ζωντανεύουν τα θύματα
Εγώ προσποιούμαι πως είμαι άλλος

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Πουλιά πετούσαν στ’ αναλόγια
Κι άλλα πουλιά στα καντηλέρια φώτιζαν
Στην είσοδο μια αλεπού
χτένιζε τη γούνα της
Και όλοι της γης οι αδικημένοι
στο χώμα σέρναν τις κατάρες τους

Τουρτουρίζω απ’ την πολλή σοβαροφάνεια /
σαν ξεπεσμένη αρρώστια σε καθαρό νοσοκομείο

Μια μνήμη αδίστακτη γεμάτη χώμα
ψηλά αδιάφορου ο ουρανός
Είναι χάος αυτά
ή
το περιτύλιγμα της
ζωής μας σε τιμή ευκαιρίας;

Μικρογραφίες θεών περιπολούν στον χρόνο
Όλα τα νέα του κόσμου
γραμμένα σ’ ένα κορμί μονάχα
της ποίησης

Ίχνη ζωής προσεύχονται στις ρίζες των δέντρων
Ένα μυστήριο αγριεύει στα βλέμματα
Ψάχνει το μυστικό
που γίνεται φως

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ

Το σύμπαν έφτασε στο χείλος της αβύσσου
και ο τόπος μου πνίγεται στις αμαρτίες του
Για ποια ποίηση μιλάμε
εδώ η ομορφιά έγινε ολοκαύτωμα /
κι εμείς τραγουδάμε πάνω από το σκοτεινό φρέαρ
(Εκμηδένιση, 04/12/96)

Σιωπή είναι η φωτεινότητα του χρόνου
Όταν ο χρόνος σημαδεύει την αλήθεια
Όταν αγγίζει η ζωή τη μοναξιά ενός φτερού

Κβαντικές συνιστώσες

Ερωτευμένα φωτόνια

Ακόμα κι αν πας στην άκρη του σύμπαντος
εγώ από ’δώ θα σ’ αγαπώ για πάντα
Υγρά φωτόνια τα μάτια μου
κι όλη η λάμψη τους μέσα σε κλουβί παγιδευμένη
Εσύ εκεί θα χτυπιέσαι αλύπητα
κι ούτε θα μπορείς σε άλλο ειδύλλιο να υπάρξεις
δεν θα μπορείς να μπεις στο κύμα μοναχή
μόνο σ’ έναν καθρέφτη θα σβήνεις διχασμένη.

Όλοι λένε πως είμασταν αγάπη κβαντική
κι αλλόκοτη η δράση μας ακόμα κι από μακριά
πως δίναμε εμείς στον κόσμο μαγεία κι ομορφιά,
τον λόγο να συναντά τον εαυτό του
και ν’ ακτινοβολεί η κορυφογραμμή των όντων.

Ξέρεις πως δεν μπορείς να ζεις χωρίς εμένα
και ούτε εγώ χωρίς το άγγιγμά σου υπάρχω
Όταν δυο σώματα τα εξαϋλώνει ο έρωτας
δημιουργούνται δυο φωτόνια,
κι αν κάποτε είχανε δράσει τα φιλιά
δεν μπορούν πλέον να είναι ανεξάρτητα.
Σαν ένα θεωρούνται, αγάπη μου,
σαν ένα…

Κβαντική συνείδηση

Το βέλος του χρόνου σημάδεψε και την αγάπη μας
κατέρρευσε σαν κυματοσυνάρτηση η ευτυχία
γιατί ο έρωτάς μας συντρίφτηκε από κύματα πιθανοτήτων
Στέρεψε ο αχανής ωκεανός ενέργειας των φιλιών σου
ένα απέραντο κενό απέμεινε από τους όρκους μας.

Μια φριχτή σιωπή από σβησμένα φωτόνια
συνθήκη καταστρεπτικές συμβολής
περίθλαση σκιών αυτού που κάποτε είμασταν
Και τώρα σε άλλα σύμπαντα πια
θα περιμένω να συναντηθούμε.

Κβαντική κρυπτογραφία

Με φιλάς και τρέμει όλη η θάλασσα
Ο ιδανικός έρωτας
η σχιζοφρένειά μου
ο αδιαίρετος κόκκος ύλης
σώμα και κύμα.
Διάχυτο μέλλον
στο μυστήριο της προαιώνιας ύπαρξης
μηδενική αβεβαιότητα η αγάπη μας.

.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΓΕ ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ  (2014)

Απόσπασμα

Είχε διαλέξει μια θέση κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς δίπλα του έφτανε η θάλασσα. Όταν δεν την έβλεπε, την άκουγε. Πάντοτε ήταν μαγευτική. Όταν η ομίχλη έκρυβε τα πάντα, τον ήχο δεν μπορούσε να τον κρύψει. Τον ήχο της. Τα κύματα που έσκαγαν ακριβώς κάτω από το παράθυρό του. Καθόταν τόσο συχνά εκεί, που είχε γίνει δικό του. Γι’ αυτό πίστευε ότι η θάλασσα προσπαθούσε να του μιλήσει. Στην αρχή έμοιαζε σαν ήχος νερού που χτύπαγε σε τοίχο. Αλλά αυτός έκλεινε τα μάτια και διαπίστωνε πως κάθε χτύπημα ήταν διαφορετικό. Σήματα μυστικού αλφάβητου μιας καινούργιας γλώσσας. Ύστερα άνοιγε χαμογελαστός τα μάτια. Έσκυβε στο πλατύ περβάζι και απαντούσε. «Όχι καλή μου, δε θα έρθω. Δεν είναι ψέματα αυτά που λες για τα ταξίδια σου, αλλά εγώ δε θέλω πια. Βρήκα λιμάνι και άραξα». Τότε τα κύματα χτυπούσαν πιο δυνατά, θυμωμένα, και αυτός της απαντούσε. «Γιατί θυμώνεις; Και τώρα δικός σου δεν είμαι; Δική σου δεν είναι η ομίχλη που μας τυλίγεις όλους σε άσπρα σάβανα; Ό,τι ζωή έχουμε, είναι όση εσύ μας επιτρέπεις». Και ξαφνικά ησυχία. Δυο-τρεις παφλασμοί, μετά τα τελευταία λόγια του, και μετά ησυχία. Αυτό το παιχνίδι παιζόταν συχνά μεταξύ τους, μια-δυο φορές την εβδομάδα. Οι ψαράδες πρόσεξαν πως κάτι άλλαξε στον καιρό εδώ και δύο χρόνια. Γι’ αυτό υπολόγιζαν να μην είναι έξω από το λιμάνι στις δέκα η ώρα το πρωί. Ή, ακόμα χειρότερα, στην είσοδό του. Το κακό κρατούσε λίγο και πάλι ηρεμία. Σπάνια κρατούσε περισσότερο. Ο Κ. έτυχε μια φορά να μείνει στο σπίτι το πρωί και από εκεί άκουγε τη θάλασσα που ωρυόταν. Σειρήνες του λιμενικού, φωνές των καραβιών, φωνές των ανθρώπων που βούλιαζαν. Πήγε γρήγορα στην καφετέρια και την βρήκε πλημμυρισμένη. Στάθηκε όρθιος στο παράθυρο, γιατί οι υπάλληλοι φώναζαν ότι δε γίνεται να σερβίρουν. Τον είδαν να μιλάει όρθιος, μόνος του. «Αυτό μας έλειπε τώρα», έλεγαν ενοχλημένοι. Αυτός σκούπισε μια καρέκλα κι ακούμπησε τα χέρια στο παράθυρο. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Ορκίζονται ότι τον άκουσαν να λέει: «Όχι αγάπη μου, δε θα έρθω. Όλα τελείωσαν μεταξύ μας, ας μη την πληρώνουν οι αθώοι». Και ύστερα ηρέμησαν όλα. Αραίωσε η ομίχλη, και τα σωστικά συνεργεία έσωσαν την τελευταία στιγμή τους πνιγόμενους. Αμίλητη η σερβιτόρα έφερε τον καφέ του. Την πρώτη φορά το θεώρησαν τυχαίο, τη δεύτερη σιγουρεύτηκαν πως ο καινούργιος δεν ήταν τρελός. Ίσως ήταν κάτι ακόμα χειρότερο αλλά δεν ήξεραν να το προσδιορίσουν. Άρχισαν να τον σέβονται σαν μυστικό που τους απειλούσε.
Δεν τον ξανάκουσαν να μιλάει στο παράθυρο. Το κακό άρχιζε στις δέκα το πρωί κι όλοι καρδιοχτυπούσαν ώσπου να έρθει εκείνος. Μετά χαμογελούσαν. Αλλά ο Κ. πάντα είχε μια θλίψη όταν έβλεπε μόνος του τη θάλασσα.

Πηγή: homo universalis

.

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (2013)

(…) Όπως μιλάει, οι λυγμοί ταράζουν τις ανάσες της Μαρίας, γίνεται ένα με κάθε μάνα που πονάει. (…) Το βλέμμα της σα να ψάχνει την απούσα μάνα του Ιούδα. Τα λόγια συνεχίζονται σαν μοιρολόι.

Και πού θα βρεις το γιόκα σου, μανούλα του Ιούδα;
Πού θα ’ναι, Κυβορέα μου, το άψυχο κορμάκι
για σε φαράγγι, σε γκρεμό ή σε ποτάμι μέσα
ή μες στην πικροθάλασσα σκόρπισε τη ζωή του;
Και πού να πεις το ντέρτι σου, μονάχη πώς να κλάψεις,
πώς ν’ αντέξει σου η καρδιά τέτοιο αστροπελέκι;
Κι εμέ το γιο μου σταύρωσαν, όμως ληστής δεν είναι,
εσύ μανούλα δύστυχη που σου τον λεν προδότη;
Γιε μου, γλυκέ μου Ιησού, γι’ αυτήν παρακαλάω
Έρχομαι εγώ στη θέση της και βγάνω την κραυγή της:
Σώσε το γιο μου, Ιησού, σώσε τον τόν Ιούδα
σώσε αυτόν που ήξερε με λάθος ν’ αγαπάει.
Δείξε αγάπη θεϊκή, ανάπαψε την καρδιά της
σβήσε της μάνας τον καημό να μην τρομάζει αιώνια
γιατί δεν έχασε μονάχα γιο κι είναι φαρμακωμένη,
μα όλος ο κόσμος τη μισεί κι όλοι την καταριούνται.
Να κλάψει το δεν το μπορεί, μήτε και τη λυπούνται
νερό δε θα ’βρει για να πιει- και ποιος να της το δώσει!-
και ούτε πόρτα ανοιχτή θα βρει να ξαποστάσει.

Στρέφεται πάλι προς το σταυρό. Ως ‘‘μάνα του Ιούδα’’ αθωώνει το γιο της.

Μου είπαν πως κρεμάστηκε από ντροπή, αλλά για ποια ντροπή δεν ξέρω, γιε μου. Πέταξε τα αργύρια και σ’ ονομάτισε αθώο, ύστερα έβαλε θηλιά και πνίγηκε στις τύψεις. Δεν είχε το κουράγιο να σε δει, να σου ζητήσει να τον συγχωρέσεις, τέτοια η ντροπή του για την αθωότη σου. Όμως εσύ γιατί τον διάλεξες για μαθητή, αν όχι να τον σώσεις; Κι αν τρία χρόνια συντροφιά και τόσα θαύματα δεν βόηθησαν, όμως, παιδί μου, τώρα δεν άντεξε τον πόνο του σταυρού σου. Ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε να φανταστεί σε τι μαρτύριο σε οδηγούσε το φιλί του. Γιε μου, τον σκότωσε η αγάπη του για σένα, γι’ αυτό εσύ, κι ας μη το ζήτησε ποτέ, συγχώρεσέ τον.
Λείπει ο Ιούδας από το Γολγοθά αλλ’ όχι λιποτάχτης. Λείπει γιατί τρόμαξε που βρήκε τόση αγάπη μέσα του για σένα. Κι ήταν αργά, πολύ αργά γι’ αυτόν ν’ αλλάξει τη ζωή του, γι’ αυτό τον συμπονώ και σου ζητάω να τον σώσεις.

Η μητρική αλληλεγγύη συνεχίζεται.

Μ’ αφού τελέψω εγώ εδώ, κοντά της θε να πάω
και θα την πάρω αγκαλιά, κι οι δυο χαροκαμένες
μαζί να κλάψουμε κι οι δυο μαζί συχωρεμένες
Αν το παιδί μου είναι Θεός, όλους τους συγχωράει
και αν ο Ιούδας πρόδωσε, Κάποιος τον αγαπάει

Στρέφεται ελαφρά, μια φορά αριστερά και μια δεξιά, κοιτάζει ποιοι άλλοι είναι γύρω της. (…) Κουνάει αργά το κεφάλι της πάνω κάτω. Ύστερα με χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού δείχνει τους δυο ληστές.

Πρέπει να κλάψω και για τους δυο συντρόφους σου. Πού να το ξέρουν οι μανούλες πως δε θα ξαναδούνε τα παιδιά τους… Γιε μου, κανένας νιος δεν πρέπει να κατεβαίνει άκλαυτος στην πικρογή. Εσύ τον ένα τον συγχώρεσες κι είπες πως θα τον σώσεις. Τον άλλον; Θα σου τον στείλω εγώ κοντά σου καθαρό, πλυμένον με τα δάκρυά μου. Τώρα εγώ είμαι για ’κείνον μάνα και συγχωρώ τα λάθη του κι όσα εγκλήματα έκαμε με άσκεφτο μυαλό. Μη δε σε θεωρούν κι εσέ κακούργο οι άνομοι και οι σκληροί Ρωμαίοι;

Πώς να μη κλάψεις δύο νιους μαζί με το παιδί σου
που τρεις λεβέντες βλέπω εδώ, τρία τα παλικάρια.
Πού να ’ναι οι μανούλες τους, πού είν’ οι αδερφάδες
θρήνο ν’ αρχίσουμε οι τρεις, να τρέμει ο κάτω κόσμος
που άλλη φορά δε θ’ άκουσε βαριά τα μοιρολόγια;

Στρέφεται στον Ιησού, είναι πάλι η μάνα όλου του κόσμου.

Πάρε κοντά σου, Ιησού, κι αυτόν που έμεινε περήφανος ως τη στερνή στιγμή, άλλη προσευχή δε βγάνει μια μάνα απ’ την καρδιά της. Πάρε μαζί σου, γιε μου, κι ετούτα τα νέα μου παιδιά, δος μου αυτή τη χάρη να τη μοιράσω μυστικά στου κόσμου τις μανάδες…

Κοίτα, παιδί μου, μια φορά, κοίτα την αγκαλιά μου
να ιδείς πως μέσα κουβαλώ τον πόνο όλου του κόσμου
Να ιδείς πως κλαίω για τους τρεις, μάνα και των τριώνε
το πώς χωράτε μέσα της κι οι τρεις αντάμα-αντάμα.
Αν είναι για το θάνατο, άκλαυτοι να μη πάνε
κι αν είναι για παράδεισο, σας δίνω την ευχή μου:
Σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και στου Θεού τα χέρια
κι εμείς οι τρεις μανούλες σας το ίδιο σας πονάμε
κι αν βρω και του Ιούδα μας, τέσσερις θα γενούμε
ν’ αγκαλιαστούμε όλες μαζί, να φοβηθεί ο χάρος
Να λάμψει ο ήλιος στα βουνά και στις καρδιές ν’ αστράψει
ν’ αφανιστεί ο θάνατος, οι φυλακές ν’ ανοίξουν
κι όλες να στήσουμε χορό για χάρη του παιδιού μου.

(…) Οι αστραπές πυκνώνουν, οι βροντές δημιουργούν ένταση και φόβο. Η Μαρία στρέφεται τώρα στον ουρανό οργισμένη.

Τι μου αστράφτεις, ουρανέ και τι με φοβερίζεις
τι σκοτεινιάζεις το ντουνιά και σκιάζονται τ’ αγρίμια;
Σαν χάσει η μάνα τον υγιό, χάνετ’ ο κόσμος όλος
κι αν σου σταυρώσουν το βλαστό, σταυρώνεσαι αιώνια.
Ρίξε αστραπές, ρίξε βροντές, ρίξε κανόνια αράδα,
εμένα με γέλα ο χάροντας, που ’χε φτερά αγγέλου,
και μου ’πε πως ο θάνατος στο σπίτι μου δε θα ’ρθει.
Μον’ ήρθ’ εδώ στο Γολγοθά, κι εγώ χαροκαμένη
τη μια κοιτάζω το Θεό, την άλλη τις βροντές του
κι ύστερα κλαίω τον Ιησού, σαν κάθε μαυρομάνα.
Τι μου αστράφτεις, ουρανέ, και τι με φοβερίζεις
σαν χάσει η μάνα της το γιο, δεν έχει να φοβάται
μόνο το μνήμα λείπεται, να μπούμε οι δυο μας μέσα.

(…) Όλα σκοτεινιάζουν. Δε βλέπει το μαύρο σύννεφο που έχει σκεπάσει το λόφο του Γολγοθά. Απορημένη κοιτάζει το σταυρό, κι εκεί πιο μαύρο το σκοτάδι.

Ωιμέ, πού είμαι τώρα εγώ, πού βρίσκεται ο γιος μου
Ποιος μου τον άρπαξε νεκρό, πού να ’ναι ο θησαυρός μου;
Βλαστάρι, παλικάρι μου, πού χάθηκες, καλέ μου
Ποιος μου σε πήρε, μάτια μου, αϊτέ μονάκριβέ μου;
Τι θα στολίσω η μαύρη εγώ, τι θα θρηνήσω τώρα
για ποιον λουλούδια θα βαστώ, για ποιον τα μαύρα δώρα
αφού είμαι μάνα δίχως γιο και μνήμα δίχως σώμα…

.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (2012)

ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ

Απόσπασμα

Ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε (Ελύτης)

Εκείνος έμενε στην Κέρκυρα. Δεν είχε λόγο να φύγει από εκεί που κουράστηκε να φτάσει. Βρισκόταν σ’ ένα Καφέ, δίπλα στην παραλία, εκεί που η θάλασσα τον καλούσε συχνά κοντά της. Απόψε είχε παρέα. Στην αρχή στάθηκαν για λίγο αντίκρυ στα σκιερά νερά του Ιονίου. Η θάλασσα ήσυχη σαν το θάνατο, όμορφη σαν το θάνατο. Και σαν τον έρωτα… Στάθηκαν δίπλα στις παλιές πολεμίστρες, όπου δυο τεράστια δέντρα έριχναν πάνω τους τον ίσκιο, ακόμη και το βράδυ. Περίεργα χέρια από τις πολεμίστρες απλώνονταν προς τη μεριά τους, αν και αυτός ήξερε ότι ήταν αγριόχορτα που έντυναν πράσινα τα παλιά χτίσματα.
Σάρκα των παλιών χτισμάτων, αχρείαστα πλέον για οτιδήποτε άλλο, γυμνά στον άνεμο, γυμνά από αγάπη και φροντίδα. Πρώτα φάνηκαν οι κισσοί, ύστερα δειλά-δειλά τα χαμομήλια. Πιο χαμηλά οι λειχήνες. Όλα μαζί βάλθηκαν να στολίσουν το θάνατο, που θα έφτανε ακόμα και στις πέτρες, να τον κρύψουν από τις ίδιες τις πέτρες. Να έρθει ξαφνικά, σαν σεισμός η κατάρρευση από την εγκατάλειψη. Ο χρόνος άγγιξε τις πέτρες κι έδειχναν γερασμένες, αλλά η ίδια η φύση ήρθε με στοργή να κρύψει
αυτή την εγκατάλειψη. Του άρεσε να φαντάζεται τα αγριόχορτα σαν στοργικά χέρια…
Τα νερά βρίσκονταν πάντοτε απέναντι. Την κράτησε από το χέρι, κι ένα φιλί στο μάγουλο με την καλησπέρα. Έφτασαν εκεί διασχίζοντας τον κήπο χέρι-χέρι, η γυναίκα δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Ήταν το βραδινό λυκόφως, άνθρωποι και σκιές γίνονταν ένα. Δεν μπορούσες πια να κρυφτείς από τον εαυτό σου, το σκοτάδι χάριζε ελευθερία. Τη δυνατότητα να μη θέλεις να κρυφτείς ούτε από τον εαυτό σου. Τα ακύμαντα νερά ήταν κι αυτά σκοτεινά. Και οι δυο κοίταζαν προς τα κάτω, πιο κάτω από τις πολεμίστρες. Στην αρχή δε φαινόταν τίποτε, μόνο στο βάθος τα μικρά φώτα ενός καραβιού που μόλις αναχωρούσε.
Έμειναν για λίγο προστατευμένοι στα σκοτάδια τους. Για το δικό του σκοτάδι ήταν σίγουρος, έστω κι αν δεν έβγαινε από την κόλαση. Κάπου φώτιζε και γι’ αυτόν ένα φωτάκι. Η γυναίκα είχε αθώο βλέμμα. Δεν είπαν τίποτε, δε σκέφτονταν τίποτε, μόνο κοίταζαν. Ησυχία.
«Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ;» Εκείνη συμφώνησε και κάθισαν στη γνωστή γωνία.
«Πέτρο, απόψε δε θα πιούμε ουίσκι. Έναν καφέ για μένα κι ένα λικέρ για την κυρία. Tia Maria σε παρακαλώ». Το γκαρσόν σέρβιρε σύντομα τον εσπρέσο και το λικέρ. Η νύχτα συνέχιζε να υπάρχει αμείωτη. Λίγη κίνηση στο καφενείο, γιατί τέτοια ώρα στην Κέρκυρα μαζεύονται στα μπαράκια και τα φαγάδικα με τις κιθάρες. Ή στα μπουζούκια. Άλλες φορές τους άρεσε να παρακολουθούν τον κόσμο. Έπιναν και δε μιλούσαν πολύ, συνήθως πρόσεχαν τους ίδιους ανθρώπους. Όταν ήταν μαζί, γιατί
μόνος κάπνιζε και ταξίδευε, όχι σε τόπους ή υποθέσεις, αλλά σε πρόσωπα. Στην κυριολεξία μόνο σε πρόσωπα, όπως τα θυμόταν. Σιγά- σιγά η μνήμη έπαιζε μαζί του και του μπέρδευε πρόσωπα και ονόματα.
Πιο εύκολα όταν έπινε ουίσκι και μόνος. Μια φορά συνέβη όταν ήταν μαζί. Καθώς την κοιτούσε, την είδε να φοράει γυαλιά, να μαζεύει πίσω τα μαλλιά της, σαν να ήθελε να πάρει αέρα. Σε μια στιγμή έβγαλε και το παλτό.
«Γιατί φοράς παλτό;» τη ρώτησε.
Εκείνη γέλασε, το πήρε γι’ αστείο. «Δεν έχω καθόλου παλτό, ίσως αγοράσω το φθινόπωρο».
Ποια ήταν αυτή; Η γυναίκα με το παλτό δεν εμφανίστηκε ποτέ ξεκάθαρα. Πολλά βράδια τα πέρασε αναζητώντας την και δεν ήταν από το ουίσκι. Δεν ήξερε καθόλου τι ήταν και τον έτρωγε η περιέργεια. Δεν είχε έρθει από το παρελθόν, δεν συντρόφεψε το παρόν του, γιατί άραγε επέμενε; Όπως κοίταζε τους θαμώνες, μια λεπτομέρεια από το πρόσωπό τους τον απορροφούσε και του θύμιζε διάφορα. Μια φορά, ένας γέροντας απέναντι του κοιμήθηκε στην πολυθρόνα, το κεφάλι έγειρε προς τα πίσω
και η μύτη σημάδευε τον ουρανό. Τότε αυτός σκέφτηκε πως η μύτη έμοιαζε με βράχο των Μετεώρων και τα ρουθούνια ήταν σκήτες όπου φώλιαζαν αγριοπερίστερα. «Βλακείες, του έλεγαν οι φίλοι του, μας δουλεύεις όλους». Άδικα διαμαρτυρόταν, δεν τον πίστευε κανένας, κι έτσι έπαψε να τους μιλάει για τα ταξίδια του. Μια άλλη φορά είδε ένα σκισμένο καλσόν και άλλαξε καρέκλα. «Δε θέλω να πεθάνω τώρα», σκέφτηκε. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι σχέση είχε το σκισμένο καλσόν
με το θάνατο. Τέτοια δηλαδή. Τη γυναίκα με το παλτό τελικά την παράτησε, δεν ασχολήθηκε άλλη φορά μ’ αυτήν.
Απόψε είχε παρέα, αυτός έπινε εσπρέσο κι εκείνη Tia Maria. Στην αρχή μίλησαν λίγο, θυμήθηκαν τα μαθητικά χρόνια, την ίδια αίθουσα όπου πήγαιναν σχολείο.
«Με κοίταζες», της είπε, «και δε μ’ άφηνες να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα ν’ αντέξω τα μάτια σου».
Χαμήλωσε τα μάτια της. «Δε θα σε κοιτάζω άλλο», είπε και γέλασαν κι οι δυο. Τώρα ήταν στο καφενείο και κοιτάζονταν χωρίς πρόβλημα, η κίνηση λίγη και δεν υπήρχαν κοντά αλλά πρόσωπα για ν’ αποσπάσουν την προσοχή τους. Επομένως, κοίταξε γύρω σα να ’θελε πάλι ν’ αποφύγει το βλέμμα της που διάβαινε μέσα του και διάβαζε τις σκέψεις.
«Τελευταία είσαι πολύ κουρασμένος», είπε η Ευρυδίκη.
Πραγματικά, έτσι ένοιωθε κι ας χαμογελούσε στη συζήτηση. Λίγα τραπέζια πιο πέρα κάθισαν δυο έφηβοι. Ξέχασε τη γυναίκα δίπλα του, ξέχασε την ηλικία του και παρατηρούσε το νεαρό ζευγάρι. Η γυναίκα δίπλα του έγινε μαθήτρια για να τον συνεφέρει. Αυτός δεν το είδε, γιατί εκείνη την ώρα είχε γίνει ομοούσιος με τους έφηβους και προσπαθούσε να κλέψει κάποια λέξη τους. Πίστευε ότι μπορούσε μια λέξη ν’ ανάσταινε την κατωφέρεια των νοημάτων του. Όση ώρα έμεινε προσηλωμένος, ήταν σίγουρος πως τα δροσερά χείλη δεν είπαν τη λέξη «αγάπη». Τότε θυμήθηκε τον ποιητή που έλεγε πως «οι νέοι μας αγαπούν με τα μάτια». Πώς δεν το είχε καταλάβει; Έμεινε να κοιτάζει τη φωνή των βλεμμάτων τους, απορροφήθηκε τελείως, αν και δεν ήταν μόνος στο τραπέζι.

.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ (2009)

Η Ιωάννα καθόταν σ’ ένα σκαμνί. Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν στο πίσω μέρος της αυλής, καθώς φώναζε τις κότες να φάνε. Ο Σίμωνας στάθηκε όρθιος στο κατώφλι. Μισός στο φως και μισός στη σκιά, αναποφάσιστος. Τελικά έμεινε εκεί, ακούμπησε την πλάτη στο όρθιο ξύλο και κοίταξε ήρεμα τη γυναίκα του. Εκείνη δεν μιλούσε και άρχισε αυτός.
«Ιωάννα, ξέρεις πια ότι είναι ο Μεσσίας. Για χάρη του πρέπει να θυσιάσουμε ακόμα και τη ζωή μας. Εσένα δεν σου ζήτησε κάτι τέτοιο. Εσύ πρέπει να εμπιστευθείς το Θεό και ν’ αφήσεις στα χέρια Του την οικογένειά μας. Τι έχεις να φοβηθείς όταν γνωρίζεις πως έτσι υπηρετείς τα σχέδιά Του; Ότι γι’ αυτόν το λόγο δεν θα σας αφήσει να πάθετε κανένα κακό;»
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο να ρυτιδώνει το πρόσωπό της. «Καημένε, Σίμωνα, ούτε τη γυναίκα σου δεν τολμάς να πλησιάσεις. Θέλεις να σώσεις τον Ισραήλ, αλλά την οικογένειά σου την αφήνεις στα χέρια του Θεού. Μήπως δεν μπορεί αυτός να σώσει τον λαό του; Με μόνο το λόγο του δημιούργησε το σύμπαν και με θαύματα τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Αν είναι ο μεσσίας σου απεσταλμένος του Θεού, δε θα έχει και θεϊκή δύναμη; Από έναν φτωχό οικογενειάρχη κρέμεται ολόκληρο θεϊκό σχέδιο! Καταλαβαίνεις τι κάνεις;»
Ο Σίμωνας σκέφτηκε να της μιλήσει για Αβραάμ, Μωυσή και Ααρών, για Κριτές και Προφήτες, αλλά δεν τόλμησε. Προτίμησε κάτι πιο απλό.
«Μα δεν είδες τη μητέρα σου με τι προθυμία τον υπηρετούσε; Με τι προσοχή άκουγε τα λόγια του και πόσο περήφανη ένιωθε που τίμησε το σπίτι μας; Αν ζούσε ο πεθερός μου, κι αυτός θα συμφωνούσε».
«Η μητέρα μου…», είπε σιγά κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της. «Η δούλη του Θεού, το πρότυπο κάθε γυναίκας για τους ιερείς. Όχι, Σίμωνα», ξέσπασε ξαφνικά, «ο Αριστόβουλος δεν θα συμφωνούσε μαζί σας. Σεβόταν την πίστη της, αγαπούσε τη μητέρα μου και γι’ αυτό που ήταν, αλλά έλεγε πως ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους μυαλό να σκέφτονται. Είναι παράλογο αυτό που κάνεις και μην φορτώνεις στο Θεό τις ανοησίες σας».
Ο Σίμωνας, που τόση ώρα προσπαθούσε να συγκρατηθεί, δεν άντεξε το ξέσπασμά της.
«Δεν είπα τίποτα μπροστά στους άλλους, αλλά έχεις καταλάβει ότι ξεπέρασες κάθε όριο; Εσύ ήσουν πάντα γλυκιά και υπομονετική, τι έπαθες τώρα; Μίλησες με ασέβεια στον Ιησού, πρόσβαλλες εμένα που σε άκουγα και δεν παρενέβαινα, και μ’ έκανες να ντρέπομαι που είσαι γυναίκα μου».
«Το μόνο που σε νοιάζει τώρα είναι τι θα πουν οι φίλοι σου για μένα;»
«Όχι, τα παιδιά μας σκέφτομαι. Ευτυχώς που ήρθε η μάνα σου και δεν θ’ ανησυχώ για την ανατροφή τους».
«Σίμωνα, έγινες αγνώριστος μέσα σε λίγες μέρες. Ώστε ντρέπεσαι για μένα επειδή σου μιλάω δημόσια;»
«Σταμάτα επιτέλους!» φώναξε ο Σίμωνας, όμως όχι τόσο δυνατά όσο έδειχνε η οργή στο πρόσωπό του. «Είμαι ο άντρας σου και πρέπει να με σέβεσαι και να με υπακούς. Δεν σας αφήνω να πεθάνετε της πείνας, θα σας δίνει ο Ζεβεδαίος το νοίκι, πούλησε και το σπίτι σου στη Βηθεσδά, δεν θα χαθείτε. Εδώ δεν πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής μου, αλλά για τη σωτηρία του Ισραήλ. Γιατί αρνείσαι να το καταλάβεις;»
«Κάτι άντρες σαν εσένα έφτιαξαν τους νόμους. Φεύγεις από το σπίτι και δεν μου δίνεις διαζύγιο, για να μείνω αναγκαστικά με τα παιδιά. Γιατί ο νόμος σας δεν επιτρέπει στις γυναίκες να ζητάνε διαζύγιο; Εγώ πρέπει να μείνω σκλάβα στο σπίτι κι εσύ να χαίρεσαι όπως θέλεις τη ζωή σου…»
Ο Σίμωνας έφριξε. «Καταλαβαίνεις τι λες; Ο Νόμος δόθηκε από το Θεό κι εσύ θέλεις να τα ισοπεδώσεις όλα;»
«Κι εγώ άλλαξα, Σίμωνα. Δεν με νοιάζει κανένας νόμος την ώρα που καταστρέφεται η ζωή μου. Αν νομίζεις ότι σε προσβάλλω και είμαι ένοχη, δεν έχεις παρά να ζητήσεις το λιθοβολισμό μου».
Ο Σίμωνας τρόμαξε και προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση.
«Πάντα ήσουν καλή μάνα και σύζυγος, και προσπαθώ να καταλάβω γιατί τώρα αντιδράς έτσι. Αλλά σου ζητάω να μην το παρακάνεις και με εκθέτεις μπροστά στον κόσμο».
Η Ιωάννα δεν μίλησε· έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο κι έσκυψε τελείως κάτω.
Ο Σίμωνας είδε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να συζητήσουν περισσότερο. «Με τον καιρό θα καταλάβει», είπε μέσα του. Και φωναχτά: «Μη νομίσεις πως ήταν εύκολο για μένα ν’ αποφασίσω. Είναι ο Μεσσίας, ο Μεσσίας… Θα το καταλάβεις κι εσύ κάποια μέρα, και θα χαίρεσαι για τον άντρα σου. Να προσέχεις τα παιδιά, θα έρχομαι συχνά να σας βλέπω», είπε και βγήκε στο φως της μέρας.
Η Ιωάννα κάθισε λίγο ακόμα μόνη της και ύστερα βγήκε στην αυλή. Είχαν φύγει όλοι, και μόνο τα άδεια κύπελλα έδειχναν πως κάποιοι είχαν καθίσει εκεί πριν από λίγο. Η μητέρα της ήταν πιο πέρα και κρατούσε την κατσίκα δεμένη απ’ το λαιμό· ακίνητη κοίταζε στο βάθος του δρόμου, αναποφάσιστη αν θα την πήγαινε για βοσκή ή όχι. Η κατσίκα προσπαθούσε με το κεφάλι να διώξει τις μύγες που ήθελαν να δροσιστούν με το αίμα της. Χωρίς να το θέλει, την Ιωάννα την έπιασαν ξαφνικά τα γέλια.

.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ (2007)

Απόσπασμα

Κι εγώ, Ιησού μου, δυο βήματα απ’ το σταυρό. Μόνο μια φορά με άφησες να δείξω την αγάπη μου. Τότε που μύρωσα τα πόδια σου κι ακούμπησα τα χείλη ενώ σε σκούπιζα με τα μαλλιά μου. Το πιο γλυκό ερωτικό φιλί που έδωσα ποτέ Χωρίς απόκριση δική σου χωρίς τη θέρμη εκείνη που μεταδίνεται απ’ τα χείλη.
Κι άρχισε να χτυπάει η καρδιά με αγωνία, πότε θα ερχόταν η ώρα να μιλήσουμε. Όχι πως δεν έβλεπες πόσο σ’ αγαπούσα, αλλά άθελα να σου το πω με τα δικά μου λόγια. Αν και τις λέξεις που γεννιούνται στην καρδιά δεν υπάρχει γλώσσα να τις ζωγραφίσει, όμως ήθελα να μ’ ακούσεις να σου λέω ‘«σ’ αγαπώ». Να πάρει ο άνεμος τον ήχο της ζωής μου και να γεμίσει η Γαλιλαία όλη με τα δικά μου αρώματα. Να ταραχτούν τα ύδατα της Τιβεριάδας, να κολυμπούν μες στην αγάπη οι ψαράδες της. Να πάει στον Ιορδάνη ποταμό ύστερα και να κυλήσει ορμητικά η ανάσα της μέχρι τη Νεκρή Θάλασσα. Κι αντίς εκεί να νεκρωθεί και η αγάπη μας, να ζωντανέψει τους αιώνιους νεκρούς από τα Σόδομα.
Πόσα όνειρα δεν έκανα από τη μέρα που φίλησα τα πόδια σου!
Με αγωνία περίμενα τη μέρα που θα μ’ άκουγα να λέω «σ’ αγαπώ». Δε μ’ ένοιαζε εσύ τι θ’ απαντούσες, ακόμα και «όχι» να μου έλεγες δεν πείραζε, εγώ θα σε περίμενα. Όταν θα κουραζόσουν να μιλάς σ’ αυτιά που δε σε δέχονταν, όταν θα θεωρούσαν υποχρέωσή σου να τους κάνεις θαύματα. Όταν θ’ αγανακτούσες που και οι πιο δικοί σου σ’ ακολουθούσαν για να δοξαστούν, εγώ θα ήμουν εκεί. Κι εσύ θα ήξερες πως δε ζητούσα τίποτε, ότι εγκατέλειψα πλούσιους εραστές μόνο και μόνο για να μου πεις κάποτε πως μ’ αγαπάς. Τότε εσύ τι θα έκανες, Χριστέ μου, αγαπημένε μου;

Ακολουθεί μικρή σιωπή κάποιων δευτερολέπτων. Θέλει κάτι να πει, μα διστάζει… Κοιτάζει στιγμιαία το σταυρό και κατεβάζει ευθύς τα μάτια. Δειλά αρχίζει να μιλάει.

Θέλω κάτι ακόμα να σου πω μα δεν τολμάω να το ξεστομίσω. Δεν ξέρω αν θόλωσε τελείως το μυαλό κι αρχίζει να γεννάει παραμύθια. Τι εικόνες περνούν από τα μάτια μου, τι θύμησες γλυκαίνουν το φαρμάκι; Μόνο μια φορά, πως έζησα μια φορά κι εγώ ένα βράδυ στην αγκαλιά σου.
Πως ήταν τότε που έστειλες τους μαθητές σου να κηρύξουν στα περίχωρα κι εμείς μείναμε μόνοι. Και ήταν τόσο όμορφα, τόσο μεγάλο το όνειρο που δεν είμαι σίγουρη αν έζησα αυτό που λέω ότι θυμάμαι. Τα έζησα ή τα ονειρεύομαι;
Ή μήπως σάλεψε ο νους και κοροϊδεύει την καρδιά μου;
«Ραβί, σ’ αγαπώ» ψιθύρισα κι έπεσα στα γόνατά σου μεθυσμένη από χαρά. Με σήκωσες, με κοίταξες βαθιά στα μάτια, «κι εγώ» απάντησες. Κ, ύστερα, τι έγινε ύστερα, αγαπημένε μου; Δεν τόλμησα να σε ρωτήσω το πρωί, δεν πρόλαβα, γιατί είχαν γυρίσει κάποιοι απ’ την αποστολή τους.

Σκύβει ακόμα περισσότερο το κεφάλι της, αφού πάλι έχει ρίξει στιγμιαίο βλέμμα στον σταυρωμένο άντρα.

Χριστέ μου, είμαι κάτω απ’ το σταυρό κι όμως δεν μπορώ άλλο πια να σταματήσω τις μνήμες που με πλημμυρίζουν. Τα δάκρυα δεν μπορούν να πνίξουν για πάντα τη ζωή, ούτε την ώρα του θανάτου.
Γονατιστή είπα το ‘σ’ αγαπώ” κι εκεί βρέθηκα να ξυπνάω το πρωί. Δεν ήταν το κρεβάτι μου στα Μάγδαλα, δεν ήταν ούτε το σπίτι μας που πάντα ονειρευόμουν. Ένα φτωχό στρώμα ξεκούραζε το σώμα κι όμως ένιωθα σα να βρισκόμουν σε παλάτι. Σε γύρεψα όταν άνοιξα τα μάτια, μα πιο πριν σ’ έψαχναν τα χέρια μου. Να σε πάρω αγκαλιά, να φωτίσει ο ήλιος το πρωινό φιλί μας. Δεν ήσουν δίπλα μου, αλλά εγώ χαμογελούσα ευτυχισμένη καθώς ξαναθυμόμουν τα έργα της νυχτός μας.
Πώς περίμενα αυτή την ώρα! Σ’ αγαπούσα μα δεν ήξερα πώς να στο δείξω. Λιποθύμησα άραγε στην αγκαλιά σου; Έχασα τις αισθήσεις μου, όπως παραδόθηκα ολόκληρη σε σένα; Με τράβηξες αργά-αργά πάνω στο στήθος σου κι εγώ η έμπειρη μέθυσα απ’ την πολλή αγάπη;
Έγιναν όλα όσα ήθελα να μου χαρίσει ο αγαπημένος μου; Αν δεν ήσουν τώρα στο σταυρό δε θα είχε καμιά σημασία. Αν δεν ήμουν η απελπισμένη της αγάπης, αν η ζωή σου δε σταματούσε εδώ, είμαι σίγουρη πως άλλες σκέψεις θα είχα στο μυαλό. Όμως τώρα τι άλλο μπορώ να κάνω παρά να θυμάμαι όσα έζησα κοντά σου.
Σε κοιτάζω και δεν πιστεύω αυτό που βλέπω Δεν μπορώ να δεχτώ πως σε χάνω, πως δε θα λιποθυμήσω ξανά στην αγκαλιά σου. Γι’ αυτό τα θυμάμαι τώρα, για ν’ αντέξω τον πόνο, για να γίνει η υπόλοιπη ζωή μου η μνήμη μιας βραδιάς. Θέλω να βάψω αυτή τη μνήμη με το αίμα των πληγών σου.
Ω, ας μην ήταν όνειρο, γλυκέ μου… Ποιος όμως θα μου το πει, ποιος θα με βεβαιώσει ότι με πήρε στη αγκαλιά του σαν θεός ο άντρας που αγαπούσα;
Το όνειρο κάθε γυναίκας το έζησα άραγε κι εγώ; Ήσουν εσύ που χάιδευες τα μακριά μαλλιά μου που με τα δάχτυλά σου τα ανακάτευες για να δροσίσεις τις σκέψεις που με κούραζαν; Εγώ ριγούσα ολόκληρη στο απαλό άγγιγμα της αναπνοής σου. Έβγαλα τα ρούχα μου κι αφέθηκα γυμνή, αθώα στο κάλεσμα της αγάπης.
Γιατί όποτε τα σώματα μένουν γυμνά από αγάπη, τότε αμαρτάνουν. Όταν γυμνώνονται για την αγάπη, τότε είναι η ψυχή που χορεύει σε κάθε σκίρτημα της σάρκας.
Ιησού μου, έχω αμαρτήσει πολλές φορές γιατί έδωσα σώμα χωρίς ψυχή. Μόνο σε σένα ήθελα να δώσω τη Μαρία όπως την έπλασε ο Θεός. Γι’ αυτό και ήμουν αθώα γιατί σε αγαπούσα., κι εσύ με είχες συγχωρέσει πολύ πριν μεθύσω από ευτυχία. Εκείνη τη μέρα ήξερα ότι εσύ θα μπορούσες να συγχωρέσεις ακόμα και τον εαυτό σου, αρκεί μόνον… Αρκεί ό,τι έκανες να το έκανες από αγάπη.

.

ΣΑΛΩΜΗ (2005)

Απόσπασμα

Πρώτη φορά με κοίταξε άντρας στα μάτια και δε μ’ επιθύμησε Μονάχα το «γιατί» συνάντησα κι αυτό με φόβισε. Δεν ήμουν η γυναίκα που ήξερε τι
θέλει, ήμουν κι εγώ ένας άνθρωπος όπως οι άλλοι που σπρώχνονταν σιμά του. Τι έχει διαφορετικό, Ιωάννη, και σε θέλησε προφήτη του; Πώς γίνεται
να είναι γιος ανθρώπου και θεού μαζί; Τάχα όπως πίστευαν οι Έλληνες για τους θεούς τους; Ποιος θα μου απαντήσει, Ιωάννη, όταν εσύ κρατάς το στόμα σφραγισμένο;…

Καθώς απομακρύνεται από κοντά του, συνεχίζει να μιλάει για το ίδιο θέμα.

Ποιος είναι ο θεός σου, Ιωάννη; Κι έχει και γιο που εσύ πίστεψες πως τον βάφτισες! Πρώτη φορά ακούω για θεό που να χρειάζεται σε κάτι τους ανθρώπους. Ποιες αμαρτίες έχει ο θεός και τις ξέπλυνε ο Ιορδάνης με τα χέρια σου;
Ολόκληρος θεός και δε μπορούσε να συγχωρέσει το παιδί του; Κι έχει έναν μονάχα γιο! Ακόμα και οι θεοί δυσκολεύονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους… Δεν το καταλαβαίνω, πώς γίνεται αλλού να είναι ο πατέρας κι αλλού ο γιος. Κι αν θέλησε να φύγει μακριά του, τι τον νοιάζει η γνώμη του πατέρα; Λέει πως είναι γιος του ανθρώπου αλλά ποιου ανθρώπου δε μας λέει. Γιος του θεού και απαρνήθηκε τη θεϊκή καταγωγή του!
Κι έρχεται ασήμαντος σε σένα να του ξεπλύνεις τους ρύπους της ψυχής του. Γιατί ήρθε εδώ στην Παλαιστίνη, Ιωάννη Εδώ ο κόσμος είναι φτωχός, είμαστε σκλάβοι στους Ρωμαίους, και σε θεούς είμαστε φτωχοί. Για έναν Γιαχβέ μόνο μιλάνε εδώ, χάθηκε η Ελλάδα, η Αίγυπτος ή και η ίδια η Ρώμη η παντοκράτειρα; Εκεί δεν έπρεπε να πάει, να αναμετρηθεί με τους θεούς τους και με τους αυτοκράτορες που κυβερνάνε σαν θεοί; Γυρίζει τριγύρω εδώ ο βαφτισμένος θεός σου, και ο προφήτης του νεκρός. Για ποιο θεό μιλούσες, Ιωάννη, για ποια ανόητη ιδέα πέθανες… Είχες μια φλόγα στην καρδιά που δεν τη χάρηκε γυναίκα, μήτε η ζωή τη γνώρισε. Λαμπάδα έγινες για να φωτίσεις το δρόμο του Νυμφίου σου κι αυτός τι έκανε για σένα; Για έναν θεό πέθανες που αρνήθηκε τον πατέρα, ή, ίσως το χειρότερο, που ο πατέρας έδιωξε το γιο του. Για έναν θεό που σ’ άφησε ανυπεράσπιστο στα χέρια μου. Ω, αν μπορούσες να μιλήσεις, αν σ’ είχα συναντήσει στις όχτες του Ιορδάνη, πόσα θα σε ρωτούσε μια γυναίκα…

Σήκω Ιωάννη και, περπάτησε
βρες το θεό σου και ζήτα τον το θαύμα
και ας μη σ’ έχω εγώ ποτέ δικό μου
Με φτάνει να σε θυμάμαι ζωντανό
σαν άγριο λιοντάρι της ερήμου.

Λένε πως ο θεός σου ανάσταινε νεκρούς, Ας ήταν αλήθεια, ας ήσουν τώρα
αναστημένος και ας βρυχιόσουν μακριά μου περήφανο λιοντάρι της Ιουδαίας.

Πηγαίνει στο παράθυρο και ανοίγει τελείως τις κουρτίνες. Κάνει πως προσέχει κάτι απροσδιόριστα, δευτερόλεπτα σιωπής. Συνεχίζει να μιλάει από εκεί.

Τι έκανες στην έρημο τόσα χρόνια, πώς ζούσες; Καλά τη νύχτα, αλλά τη μέρα; Όλη τη μέρα αυτόν έψαχνες, προς αυτόν έτρεχες; Κι όταν τις νύχτες πλάγιαζες για λίγο την κουρασμένη σάρκα, ήσουν εκεί, ήσουν εσύ; Ήσουν εκεί ή μήπως η ψυχή σου ξαγρυπνούσε αλλού, σ’ αυτόν που λαχταρούσες μια ζωή; Και τώρα που ρωτάω, πάλι η ψυχή σου δε βρίσκεται εδώ.
Στο δρόμο βρήκα έναν βεδουίνο και τον ρώτησα για σένα. [Το φεγγάρι σκεπάζεται από σύννεφο]. Στην αρχή δεν απαντούσε αλλά τον φόβισαν οι στρατιώτες μου και μίλησε. Είχε ακούσει για το φονικό, είπε, και φοβήθηκε. Είπε, επίσης, πως σε συμπαθούσε γιατί σε ήξερε πολύ καιρό. Να δεις πώς το είπε ακριβώς:

Στρέφει το κεφάλι προς το ταβάνι, σα να περιμένει να της μιλήσει κάποιος από ψηλά.

«Ήταν ο προφήτης μας και πήγαινα συχνά να ακούσω τη φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Πήγαινε κόσμος πολύς, ακόμα κι άρχοντες του Ισραήλ πήγαιναν να τον ακούσουν, γιατί περίμεναν να τους δείξει το Θεό που ερχόταν. Μετά τη βάφτιση κατέβηκε στα Ιεροσόλυμα και τα έβαλε με τον Ηρώδη, μέχρι που τον σκότωσαν». Έμαθα κι άλλα για σένα από το βεδουίνο. Πως ζούσες με ακρίδες και μέλι άγριο και γύριζες σ’ όλη τη ζωή σου με μια προβιά για ρούχο. Είπε πως ποτέ δεν άγγιξες γυναίκα…
Πώς άντεξες τόση αγνότητα, πώς συγχωρεί τις αμαρτίες κάποιος που δεν τον πόνεσε γυναίκα ή που δεν πρόδωσε κι ο ίδιος μια γυναίκα; Που δεν αγάπησε γιατί ήταν αγαπημένος του θεού;
Ιωάννη, πώς να το πιστέψω, τέτοιος άντρας και να μη πεθύμησες ποτέ γυναίκα… Ούτε στον ύπνο σου δεν άφησες τις γυναίκες να σε πλησιάσουν;

Κοιτάζει στο βάθος, σα να κοιτάζει στα βάθη του παρελθόντος.

.

Ο ΚΛ[Ω]ΝΙΣΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ (2001)

Απόσπασμα

Απρίλιος. Ο Εμμανουέλε τελείωνε τις σπουδές του. Είχε γνωρίσει σχεδόν όλους τους Θεούς της γης μες απ’ τα ιερά τους κείμενα. Τους είχε δει και στη ζωή των πιστών τους. Το φως ξεκαθάριζε τα πράγματα, έβλεπε μπροστά από τις σκιές τους. Το U. C. της Umbria δεν τον είχε επηρεάσει μονόπλευρα, είχε πλησιάσει ελεύθερα και με σεβασμό τις πηγές όλων των θρησκειών. Αλλά δεν ήπιε νερό απ’ αυτές, δε βρήκε να είναι αληθινό.
Τώρα ήταν μπερδεμένος. Ούτε αυτό το φως ήταν αρκετό να βρει την απάντηση της ζωής του. Δεν πήγε στη διάλεξη. Περπατούσε στους δρόμους της Ρώμης άσκοπα, και το σώμα του κουραζόταν να τον ακολουθεί. Οι σκέψεις έτρεχαν διαρκώς προς τα πίσω, δεν τον άφηναν να διακρίνει μπροστά του τίποτε. Ούτε τα χαμογελαστά αγάλματα με την ψευδαίσθηση της ασάλευτης ευτυχίας, ούτε το πλήθος που γινόταν θολό τοπίο από βουή και έγνοιες. Οι σκέψεις έτρεχαν γρήγορα, υποσημείωναν με ερωτηματικά τις εξηγήσεις του παππού και προσπαθούσαν να συνθέσουν τη χαμένη εικόνα της ταυτότητας. Καταλάβαινε πως ήταν η μοναδική περίπτωση, όπου μια προσωπικότητα κατοίκησε ποτέ σε δυο σώματα και μάλιστα με διαφορά χιλιετίας. Όχι σαν ψυχασθένεια, αλλά ιστορική εξέλιξη της επιστήμης και όχι στις χειρότερες συνθήκες. Μπορεί να τον βασάνιζε η διασπασμένη διαδικασία της ύπαρξής του, αλλά ένοιωθε τυχερός που βρέθηκε μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Κάποτε όμως ούτε αυτοί είναι αρκετοί να βοηθήσουν, μερικά πράγματα ανιχνεύονται μόνο μέσα μας. Ή τρελαίνεσαι… Ένοιωθε μόνος, απόλυτα μόνος, ζούσε μια κατάσταση δυστυχίας ασύλληπτης για τους άλλους ανθρώπους. Περπατούσε χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Ο στίχος των R. E. M. τον κυνηγούσε συνέχεια, τρύπωσε λαθραία στους λογισμούς του: Belong… Belong… Ανήκω, μα πού ανήκω εγώ; Προχωρούσε, με το ερώτημα να προηγείται των βημάτων του.
Κάποτε και τα βήματά μας έχουν τη δική τους μνήμη. Αφού το λογικό πνιγόταν στην αγωνία και τα ερωτήματα, το σώμα καθόρισε ανεξάρτητα τη δική του πορεία. Αφηρημένος ανέβηκε τα σκαλιά των Εσπερίδων και βρέθηκε, χωρίς να το αντιληφτεί, στην αγαπημένη γωνία του παππού. Κάθισε με θέα προς τα έξω, προς το ανώνυμο πλήθος, και με τα χέρια πίεζε τους κροτάφους του. Φοβόταν μήπως από την πίεση σπάσει το σάρκινο φράγμα και ξεχυθούν οι σκέψεις και πνίξει τον κόσμο απροειδοποίητα, άδικα. Νοιαζόταν για τον κόσμο. Όχι, δε σκεφτόταν για την ακρίβεια ότι έπρεπε να νοιαστεί, αλλά φοβόταν να χαθεί ο κόσμος του γι’ άλλη μια φορά. Γι’ αυτό κρατούσε με πείσμα τους κροτάφους, να μη πνιγεί ξανά στα μυστικά του ο κόσμος. Ήξερε πως τώρα υπάρχει μόνο μαζί με τους άλλους, το μόνο γνωστό στοιχείο της ύπαρξής του.
«Κύριε ο καφές σας».
Σήκωσε το κεφάλι, ήταν το ίδιο το αφεντικό των Εσπερίδων που τον σέρβιρε, συνέπεια κι αυτός της ύπαρξής του.
«Μα εγώ δεν… θα…»
«Εντάξει, εντάξει, τον κερνάω εγώ. Δεν έχει κίνηση αυτή την ώρα και λέω να πιούμε μαζί έναν καφέ. Αν θέλεις βέβαια», και στρογγυλοκάθισε κοντά του. «Ωραίο πράγμα να είσαι φοιτητής, η καλύτερη ηλικία λένε. Εγώ δεν τα κατάφερα, και γι’ αυτό είπα να κάνω κάτι άλλο, αλλά να το κάνω επιστημονικά.»
«Με μεράκι, όπως λέει κι ο παππούς.»
«Ναι, κύριε Μπαρόνι, με μεράκι. Γιατί αν δεν αγαπάς ό,τι κάνεις, δε θα το κάνεις καλά. Φαίνεται πως ο Θεός μού ’δωσε το ταλέντο να φτιάχνω καφέδες και βάλθηκα να το αποδείξω!» Χαμογέλασαν και οι δυο. «Ωραία, φώτισε το μουτράκι του», σκέφτηκε ο Έλληνας.

.

ΒΕΝΘΕΙ ΚΡΑΔΙΗΣ (1995)

Οι λέξεις ακούμπησαν στα δάχτυλα
καθώς τις συνόδευε
τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου
τελευταίο αποτύπωμα του καφέ
στα χείλη του,
μόνος
χωρίς εχθρούς
χωρίς διαβάτες
στα όνειρά του.
Είχε απλώσει τις πληγές στο φως
κι εκείνες κακοφόρμισαν,
τη μια του θύμιζαν γυναίκες της φωτιάς
την άλλη ένα ποτήρι κόκκινο κρασί,
ίδιο το αίμα του
όπου κανείς δεν ήθελε να πιεί,
τελευταίες σταγόνες
πριν ζήσει για πάντα
στο λευκό του Παράδεισο
το στρίψιμο της δεκάρας.

ΚΡΥΦΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Ανακάτευες συνέχεια τα μαλλιά
σα να ‘θελες να φυτρώσουν
μια καινούργια μνήμη στα μάτια
χωρίς στερήσεις και αναβολές
μα προπαντός
χωρίς τις μαύρες μεταμέλειες.
Το αεράκι που φύσαγε
δρόσιζε τις προσπάθειες
κι ας ήταν μόνο ένα όνειρο.

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ

Σε σκεφτόμουν
πρωινό του Μάρτη
ντυμένον στην ομίχλη
την ώρα που γονάτιζες στις πέτρες.
Σε είδα που έκαμες το σύννεφο ευχή
ανάλαφρα ν’ αγγίξεις
τη σιωπή των ουρανών
μήπως και στάξουν δάκρυα στην ψυχή
μη και πετάξουνε κυκλάμινα
οι κοφτερές σου αγωνίες.
Πρωινό του Μάρτη
με δείκτη υγρασίας…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΓΕ ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 24/06/2015

Ο ήρωας της ιστορίας μας. Ένας ιδιόμορφος άνθρωπος. Ίσως επειδή το τοπίο της ζωής του είναι ομιχλώδες .Ίσως επειδή τσακίζεται από τη μοναξιά και η όποια διέξοδος μοιάζει ουτοπία. «Ένας αναγνώστης», όπως αυτοαποκαλείται στην αρχή του βιβλίου. «Τη μέρα είμαι αναγνώστης. Τα βράδια είμαι εκεί που θα’ θελα να είμαι». Που μάλιστα δεν θεωρεί κακό να οικειοποιούμαστε τα ξένα όνειρα. Εγκαταστάθηκε σε ένα νησί, σε έναν τόπο που του ηρεμούσε την ψυχή. Ζούσε με τους κατοίκους εκεί, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει ένας από αυτούς, να ταυτιστεί μαζί τους. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που διαβάζει πολύ, ενός αναγνώστη, αλλά που γράφει και ο ίδιος-κάτι που πολλοί δεν ξέρουν («Τουλάχιστον έξι άνθρωποι ήξεραν ότι είναι συγγραφέας», αναφέρεται στο βιβλίο). Συνεχώς αναμετράται με τον εαυτό του, με τις αντοχές και τις ενδόμυχες επιθυμίες του, έχοντας την επίγνωση ότι κάποια πράγματα που επιθυμεί ποτέ δεν θα έρθουν. Έχοντας δει το φως στα μάτια μιας γυναίκας ,που κατέχει στη συνείδησή του τη θέση ενός μικρού θαύματος, φλερτάρει με μια παράδοξη σοφία και συμμετέχει σε μια παράδοξη δοσοληψία αναφορικά με την χορήγηση ονείρων. Η σχέση με μια νεότερή του γυναίκα που «δεν τον αφήνει να έχει λόγο στην ομορφιά της», οι άνθρωποι που τον προσεγγίζουν, η δική του αινιγματική πολλές φορές στάση ,οι ατελείωτοι φιλοσοφικής υφής διάλογοι του με άλλους ,όλα αυτά συνθέτουν το παζλ της δικής του μοναδικής ζωής που αφήνει το στίγμα της σε έναν εξ ορισμού αλλόκοτο κόσμο. Πώς μπορεί να ανοίξει ορίζοντες και να αφυπνίσει τους άλλους κάποιος που έχει νεκρώσει τα όνειρά του; Χρειάζεται άραγε να επινοήσει κανείς έναν άλλο εαυτό προκειμένου να ανανεώσει τη ζωή του; Πόση δύναμη έχουν τα όνειρα τελικά; Χρειαζόμαστε κάποιον να μας διδάξει πώς να ονειρευόμαστε; Και, τελικά, διδάσκεται αυτό;
Ένα βιβλίο που δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί μονοδιάστατο. Ένα βιβλίο που μπορεί να σε ταξιδεύει ως τα μύχια της ψυχής σου, άγνωστα ακόμα και σε σένα τον ίδιο. Ο Κ. ο σοφός αυτός ήρωας έχει τον τρόπο κάθε φορά να σου υπενθυμίζει πως αν δεν μπορείς να είσαι νησί, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να γίνεις θάλασσα. Και εν τέλει δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να είσαι από την υφή του ονείρου, και να ”κουβαλάς μέσα σου όλα τα όνειρα του κόσμου”, όπως έγραψε ο Πεσσόα. ‘H ,δεν υπάρχει τίποτα πιο ουσιαστικό και λειτουργικό για την ίδια σου τη ζωή από το να αφήνεις τα όνειρα να ανθίζουν και από το να βρίσκεις τρόπους να απαλλάσσεσαι από το παρελθόν όταν νιώθεις ότι αυτό σε καταδυναστεύει. Επίσης, βασικό να έχεις κατά νου ότι” το όνειρο κρατάει όσο το αγαπάμε”. Χωρίς ηθικοδιδακτική διάθεση ο Σταυράτης θέτει ζωντανά και άμεσα καίρια ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία μας στον κόσμο φτιάχνοντας μια ιστορία που δεν μπορεί να μην μας αφορά, αφού ”ζητά το νόημα των πραγμάτων”. Και ποιά αλήθεια είναι η θέση του έρωτα μέσα σε όλα αυτά; Αποτελεί και ο έρωτας κομμάτι του ονείρου, ένα κομμάτι δύσκολο, εξαιρετικά ιδιάζον, που όμως μας δίνει άπειρες δυνατότητες που πρέπει να διαχειριστούμε ορθά, όσο εφικτό μπορεί να είναι αυτό στον έρωτα. Ο συγγραφέας εποπτεύει καλά το υλικό του, το τιθασεύει ,το κοινωνεί στον κόσμο εισάγοντάς τον στο σύμπαν του Κ. που μέσα στο βιβλίο αναζητά θα λέγαμε, ίσως, ένα είδος σωτηρίας, ένα είδος πνευματικής λύτρωσης που θα του χαρίσει την ευτυχία. Ή περίπου.

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 15/07/2015

Για την τριλογία του Αλέξη Σταυράτη

«Το μοιρολόϊ της άνοιξης», εκδ. Γαβριηλίδης
«Ο έρωτας και ο σταυρός», εκδ. Γαβριηλίδης
«Σαλώμη», εκδ. Γαβριηλίδη

Αλέξης Β. ΣταυράτηςΤρεις θεατρικοί δραματικοί μονόλογοι. Ο Αλέξης Σταυράτης στην ουσία υμνεί την Αγάπη και επέλεξε να το κάνει με τρόπο ιδιαίτερο. Τρεις γυναίκες. Η Μαρία,η μάνα του Ιησού, η Σαλώμη και η Μαγδαληνή. Τρία πρόσωπα γνωστά από τη θρησκευτική παράδοση και έχοντας μια συγκεκριμένη συμβολική στη συνείδηση των πιστών της ορθοδοξίας αποκτούν εδώ μια άλλη διάσταση. Παίρνουν σάρκα και οστά, μας ξεδιπλώνουν τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις, μας ταξιδεύουν στα βάθη της ψυχής τους. Η Μαρία μοιρολογεί το γιο της και όχι μόνο. Η Μαγδαληνή κλαίει τον άντρα που αγάπησε, έτσι μας δίνεται το ανοίκειο βλέμμα. Η Σαλώμη προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι εξαιτίας της θανατώθηκε ένας άνθρωπος, μα κι αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος να το διαβάσει κανείς. Γιατί αυτό που πετυχαίνει ο συγγραφέας της τριλογίας είναι το εξής: να μην δώσει μορφές μονοδιάστατες, πρόσωπα τσακισμένα μεν, αλλά κλεισμένα στο μικρόκοσμό τους, πρόσωπα φτωχά σε βάθος και οπτική. Aντίθετα, πετυχαίνει να δώσει στον αναγνώστη ζωντανούς χαρακτήρες. Άμεσα και με καθαρότητα μας εισάγει μέσα στο προσωπικό σύμπαν-αν μπορώ καταχρηστικά να το θέσω έτσι-της καθεμίας.

Είναι λειτουργική αυτή η τριλογία έτσι όπως έχει γραφτεί. ”Μιλάει ” στο μυαλό και την ψυχή του αναγνώστη, που οραματίζεται τρεις μονολόγους επί σκηνής. Οι τρεις γυναίκες της τριλογίας έχουν ένα κοινό σημείο πολύ σημαντικό που αποτελεί και το κλειδί της ερμηνείας των μονολόγων τους. Και οι τρεις έχουν βιώσει την απώλεια. Μάλιστα, έχουν οι δύο έχουν απωλέσει το ίδιο πρόσωπο. Ποιά η σχέση ή η μη σχέση μαζί του, ποιά τα συναισθήματά τους και οι σκέψεις τους, πώς εισπράττουν αυτήν την απώλεια, ποιά η οπτική τους πάνω στο Συμβάν -με Σ κεφαλαίο-η ανάλυση που κάνει η καθεμιά όλα αυτά ερεθίζουν τον αναγνώστη που δεν έχει άλλη επιλογή από το να κολυμπήσει μέσα στα νερά που του προσφέρονται και να γίνει κοινωνός τριών διαφορετικών εμπειριών που όμως έχουν μια κοινή -κατά κάποιον τρόπο αφετηρία.

Η Σαλώμη (2005) είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας. Ένας δυνατός μονόλογος στ΄ αλήθεια .Σε μια γλώσσα στρωτή, πλούσια, ουσιαστική δίνεται ανάγλυφα το ήθος και το ύφος της ηρωίδας που ταλανίζεται ανάμεσα σε ποιότητες συναισθημάτων, ενώ το αίμα της βράζει πραγματικά και απολογείται -σε ποιον άραγε -στον Iωάννη του οποίου τον θάνατο προκάλεσε, αφού ζήτησε ως βραβείο για το χορό της το κεφάλι του- ή στον εαυτό της πιο πολύ; Απευθύνεται σε ένα κομμένο κεφάλι, ξεδιπλώνεται, ανοίγει, αναρωτιέται, μετανοεί, παραδέχεται αδυναμίες. ”Δεν ήταν τα όπλα μου, εγώ ήξερα μόνο να χορεύω και να αγαπάω, Πώς το έκανα αυτό, πώς δέχτηκα το φόνο σου…” Mνημονεύει συνεχώς την ομορφιά και την αγνότητα του νεκρού άντρα, χορεύει για το κεφάλι του νεκρού άντρα, έχοντας κάνει μια σημαντική επισήμανση:”…η ζωή σου τελείωσε μαζί και η δική μου. Από τώρα η ζωή μου δε θα είναι πια η ίδια.” Η σκέψη της αρχίζει να γίνεται ”επικίνδυνη” όταν ερωτοτροπεί με τον νεκρό και δίνει στίγματα πόθου και εμφανίζει ”περίεργες” διαθέσεις. Ίσως είναι που ανακαλύπτει μετά τον θάνατό του ότι τον αγαπάει. Διαβάζω: ”Nα ένας άντρας που ποτέ δεν γεύτηκε φιλί γυναίκας! Αξίζεις κάθε σεβασμό, κάθε τιμή. Να ένας άντρας που θα επιθυμούσα ακόμα και γω! Θέλω να σε φιλήσω, Ιωάννη, να μην πάει αφίλητο το στόμα σου στον Άδη.” ”Ω, Ιωάννη, είσαι το θύμα μου και νιώθω να σε αγαπάω” ”Ποτέ δεν ήμασταν μαζί και όμως νιώθω εγκαταλεμμένη. Τάχα δεν είναι αυτό αγάπη; Tώρα που σ’ αγαπώ είναι η στιγμή που αισθάνομαι αθώα.” Δυνατή και σκληρή, έχοντας κάνει χρήση της θηλυκότητάς της η Σαλώμη, φαίνεται να γλυκαίνει να εξημερώνεται από τα αισθήματα αγάπης που της γεννήθηκαν. Έχει κι αυτή ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. ”Γιατί πάντα έχουμε ανάγκη να μας αγαπάει ένας άντρας.

Θέλουμε να σβήνει από έρωτα στην αγκαλιά μας, να παραδίνεται στα χέρια μας κι εμείς μεγαλόψυχα να του επιτρέπουμε να ζήσει…” Στον ”’ Ερωτα και τον Σταυρό” (έκδοση 2007) το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Η Μαρία η Μαγδαληνή αποθεώνει τον ίδιο τον έρωτα. Ειναι μια γυναίκα που αγάπησε βαθιά γι αυτό και μετεστράφη ολόκληρη. Ο έρωτας έχει τη δύναμη ,να αλλάζει ,να μεταμορφώνει και να βελτιώνει .Η γυναίκα αυτή που ανέπτυξε μια τρομερή συναισθηματική νοημοσύνη αρνείται πεισματικά τα εφήμερα αισθήματα ,αρνείται πεισματικά το τετελεσμένο. Επιμένει να προσδοκά το αδύνατο, την επαναφορά μιας αγάπης που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Ουσιαστικά πιάνεται από τις μνήμες, γαντζώνεται πάνω τους αρνούμενη να προχωρήσει τη ζωή της και να βρει άλλο ενδιαφέρον. Τα αισθήματα απόλυτα. Και ανέφικτα οπότε. ”Προτίμησα να χάσω τους πολλούς ,παρά να χαθεί από τη ζωή μου ο Ένας”, μονολογεί η Μαγδαληνή. Και αλλού: ”Ποιό φως άστραψε στη νύχτα μου και σε αγάπησα πριν σε γνωρίσω; «Nιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη για Κείνον που υπερασπίστηκε και προστάτευσε την πόρνη. Με παρρησία μιλά για την προηγούμενη ζωή της :”Τους γνώρισα καλά τους άντρες και ήξερα πώς να τους έχω του χεριού μου. Δεν ήταν η μαγεία του κορμιού που τους κρατούσε, από γυναίκες είχαν χορτάσει και ο,τι ζητούσαν στη ζωή μπορούσαν να το αποκτήσουν. Τώρα ξέρω πως έβλεπαν ένα φως στα μάτια μου και τρελαίνονταν που δε φώτιζα για κείνους. ”Mα τίποτα από όλα αυτά δεν την αφορούν. Βρίσκεται αντιμέτωπη με την γνήσια και αληθινή αγάπη που σε κάνει να μην μπορείς να κοιτάξεις αλλού παρά μόνο στο αντικείμενο του πόθου σου. Που σε κάνει να πιστεύεις ακόμα και σε μια Ανάσταση. Μια αγάπη ιδανική, γεμάτη πνευματικότητα και ουσία που δεν έχει σχέση με τις ηδονές της σάρκας. ”Η αγάπη είναι ο θεός”, αναφωνεί εκείνη. Η Μαγδαληνή μαρτυρά πως ζει μια πρωτόγνωρη εμπειρία, μυστηριακή σχεδόν ,στην οποία παραδόθηκε ολόκληρη! Αλλά είναι μοναχική αυτή η εμπειρία του έρωτα. Στον έρωτα και το θάνατο μόνος πορεύεται κανείς άλλωστε. Η Μαγδαληνή αισθάνεται ότι στάθηκε ”λίγη” ,αφού δεν μπόρεσε να σώσει τον σταυρωμένο έρωτά της: ”Πώς έφτασα να θρηνώ μια τέτοια αγάπη; Kαι γω ,τί έκανα για αυτήν; Mόνο σου το έδειξα και περίμενα σιωπηλά την ώρα σου. Aχ γιατί να μην τολμήσω περισσότερο, γιατί να μην σου πω ξανά και ξανά πόσο σε αγαπάω;” Εμείς οι αναγνώστες, πόσο συμπορευόμαστε με την Μαγδαληνή και συμπάσχουμε ,ειδικά όσοι από μας έχουμε βαθιά αγαπήσει. Αλλά είναι και ο τρόπος του ικανού μας συγγραφέα που μας βάζει μέσα στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας του και να μας ταξιδεύει στο ταξίδι το αταξίδευτο. Διαβάζω: […] Tότε που μύρωσα τα πόδια σου κι ακούμπησα τα χείλη ενώ σε σκούπιζα με τα μαλλιά μου. Το πιο γλυκό ερωτικό φιλί που έδωσα ποτέ. Χωρίς απόκριση δική σου, χωρίς τη θέρμη εκείνη που μεταδίνεται από τα χείλη”[…] […]Ιησού μου, έχω αμαρτήσει πολλές φορές γιατί έδωσα σώμα χωρίς ψυχή. Μόνο σε σένα ήθελα να δώσω τη Μαρία όπως την έπλασε Θεός. Γι αυτό και ήμουν αθώα γιατί σε αγαπούσα, κι εσύ με είχες συγχωρέσει πολύ πριν μεθύσω από ευτυχία”[…]

Στο Μοιρολόι της Άνοιξης (έκδοση 2013) η Mαρία. Σύμβολο της Μάνας. Αιώνιο Σύμβολο. Αυτός ο πόνος είναι ανυπέρβλητος. ”Ο γιος μου πέθανε, νεκρή νεκρό τον αγκαλιάζω ”Εδώ δεν υπάρχει μέτρο, το γεγονός της σταύρωσης την υπερβαίνει. Είναι μια μάνα σαν όλες τις άλλες που πονάνε τον μεγάλο πόνο που καμιά θρησκεία ίσως να απαλύνει δεν μπορεί.(”…μου στοίχειωσες το χρόνο και η χαροκαμένη μάνα σου βογκάει σα δαμάλα”).Σκηνικό :η κορυφή του λόφου ,του Γολγοθά. Τρεις σταυροί. Χορός γυναικών που πενθεί. Κι είναι το μοιρολόι στην ζωή αξία διαχρονική. Ακατάπαυστη βροχή και ο εκατόνταρχος να παρακολουθεί χωρίς να διακόπτει το θρήνο. Παρακάτω η Μαρία θα πει πως ”ακόμα κι αυτός δεν άντεξε την κτηνωδία των αντρών του”. Άμεση, αγγίζει τις ψυχές, μεγαλόψυχη, γενναιόδωρη, ανάγλυφα δίνεται η ψυχολογία της. ”Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνο, πού έδυ σου το κάλλος;”(Ω, γλυκιά μου, άνοιξη, παιδί μου αγαπημένο, πού βασίλεψε η ομορφιά σου;”) Θυμάται πως άρχισαν όλα, απευθύνεται με τρυφερότητα στο παιδί της, που ήταν πάντα για αυτήν το νόημα του κόσμου, κάνει τον απολογισμό της. […]”Άλλοι σε είχαν για Θεό κι άλλοι τρελό σε πέρναγαν”[…] […]”Ο ένας ο πατέρας σου νεκρός(Ιωσήφ) κι ο άλλος αμίλητος κι αλαργινός(ο Θεός)[…] […]Κανένας δεν θυμάται πια, κανείς δεν σου χρωστάει ευγνωμοσύνη[…] […]δεν μετανιώνω που σε γέννησα[…] Έχει τη δύναμη να συγχωρεί τον προδότη Ιούδα και να συμπονά τη μάνα του επιδεικνύοντας μητρική αλληλεγγύη και χωρίς να βάζει όρια στην αγάπη. Παράλληλα έχει τη διάθεση να μοιρολογήσει και τους άλλους δύο συντρόφους εσταυρωμένους . Kατανόηση δείχνει και απέναντι στην Μαρία τη Μαγδαληνή,την οποία αρχικά δεν συμπαθούσε γιατί ” δεν ήθελε μια πομπεμένη νύφη”. Όμως εν τέλει πείστηκε για την αληθινή της αγάπη και καταδέχεται να μοιρολογήσει τώρα μαζί της. Βροντές, αστραπές, τοπίο θλιβερό ,μοιρολόι ζωηρό, το ξέσπασμα της μάνας ,της προεξάρχουσας του θρήνου: […]Γυναίκες ,γυμνώστε τα στήθη σας και σκούξτε![…] […]Σαν χάσει η μάνα τον γιό, χάνετ’ ο κόσμος όλος κι αν σου σταυρώσουν το βλαστό, σταυρώνεσαι αιώνια[…] Εκείνο που έχει σημασία είναι να παρατηρήσουμε πώς ο Αλέξης Σταυράτης αναπλάθει δημιουργικά πρόσωπα και γεγονότα από έναν συγκεκριμένο χώρο, που φέρουν συγκεκριμένη σημειολογία , και πώς διαχειρίζεται αυτό το ειδικά χρωματισμένο υλικό, ώστε να πετύχει μια ολική αναδόμησή του, εισάγοντας το νέο.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.