Ο Γιώργος Οικονόμου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960 και έχει εκδώσει 13 ποιητικές συλλογές.
Έφυγε από τη ζωή στις 20/1/2024.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«Prova Generale» (Ιδιωτική έκδοση 1984)
«Κόντρα» (Ιδιωτική έκδοση 1988)
«Γιος δασκάλας» (Ιδιωτική έκδοση 1988)
«Prima Vista» (Ιδιωτική έκδοση 1989)
«Στρωμνίτσης 6», (University Studio Press, 1991)
«Flash Back» (επιλογή), (Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, αρ. 66, 2010)
«Ένα με τη σκόνη», (Τύρφη, 2017)
«Για το Άλφα της στέρησης», (εκδ. κύμα, 2019)
«15 νέα ποιήματα», (Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, αρ. 103, 2020)
«14 Μικρές ιστορίες» (Ιδιωτική έκδοση 2020)
«Καρδίτσα-Χανιά-Θεσσαλονίκη» Συλλογική έκδοση Γράφημα 2020
«40 Ποιήματα σαν λαϊκά τραγούδια» (Ιδιωτική έκδοση 2021)
«Η σιωπή της κερκίδας» (Τύρφη 2021)
.
.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΙΔΑΣ (2021)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Και που να πάω μου λες
γεννήθηκα μεγάλωσα αλήτεψα
πέθανα κι αναστήθηκα εδώ
Δυο χρόνια μόνο έλειψα μακριά
όταν με πήρανε φαντάρο
Πώς γίνεται ζωή χωρίς τις Εξοχές
την Αρετσού τα Κάστρα το Ντεπώ
χωρίς την Τσιμισκή με τις ωραίες γκόμενες
Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας
ΘΗΤΕΙΑ
Κάθε βράδυ
δυο με τέσσερις
νούμερο γερμανικό
ξύλινη σκοπιά
Μια νύχτα
τρόμαξε πολύ
τη γκρέμισε ο αέρας
φοβήθηκε για Τούρκους
μα ήταν μόνο ο αέρας
πήρε και σήκωσε ψηλά
χρόνια ισόβιας θητείας
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Φτηνό καπνό καπνίζουν
οι φίλοι μου φτηνά τσιγάρα
δρόμο δεν τους αφήσατε
γωνιά να σταθούν
σφουγγαρίζουν γραφεία
έρχονται από μακριά
ζητιανεύουν οι φίλοι μου
παίζουν λατέρνα ακορντεόν
στήνονται χαμογελαστοί
για μια αναμνηστική φωτογραφία
των διακοπών σας
δεν ήταν ποτέ με τους νικητές
οι φίλοι μου ζητούν συμπόνια
μαζεύουν αυτά που πετάτε
και στολίζουν γωνιά τού σπιτιού τους
Μην τους φοβάστε τους φίλους μου
κακό δεν κάνουν
ένα χαμόγελο θέλουν μόνο
όρθιοι να σταθούν
ΝΥΧΤΑ ΒΑΘΙΑ
Ξυπνώ όνειρο με σηκώνει
ψάχνω τους χώρους του σπιτιού
ακούω τις ανάσες τους το παραμιλητό τους
κάπου εδώ θα’ ναι ανοίγω συρτάρια
βρίσκω παλιές φωτογραφίες
καιρό έχεις να μας χαϊδέψεις παραπονιούνται
τους κρύβω την αλήθεια απάντηση δεν δίνω
συνεχίζω την αναζήτηση
Ψάχνω στις τσέπες από ρούχα πολυφορεμένα
φεύγω για το γραφείο σ’ αγαπώ
γράφει ένα σημείωμα
μην αργήσεις να γυρίσεις θα σε περιμένω
ένα άλλο
δεν σ’ αγαπώ σε λατρεύω
Πέρασε η αγάπη από δω σκέφτομαι
κι η αγάπη δεν χάνεται για όσους την έζησαν
ακούω την ανάσα της το παραμιλητό της
κάπου εδώ θα ’ναι
Έτσι τη νύχτα μου ανεβαίνω
έτσι τη ζωή κρατώ
ΒΑΡΔΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ
θέλω να μιλήσω
για τις γυναίκες αυτές
που πέρασαν όλο το βράδυ ξάγρυπνες
κρατώντας σ’ ένα κρεββάτι νοσηλείας
το χέρι ενός μοναχικού ανθρώπου
και το πρωί πριν τον αφήσουν
έσκυψαν και τον φίλησαν με συμπόνια
γιατί είδαν από κοντά πόσο αγώνα έκανε
τον θάνατο να ξεγελάσει
για μια ακόμα φορά
Για τις γυναίκες
που όταν φτάσουν σπίτι
θα το ξεχάσουν όλο αυτό
και θα πιαστούν με τα καθημερινά
γιατί η ζωή δεν σε ρωτάει
πόσο θάνατο είδαν τα μάτια σου
αλλά αν έχεις τη δύναμη
παρ’ όλα αυτά
να συνεχίσεις
ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ
Έφυγες νωρίς
μπορούσες ακόμα
να περάσεις την κλωστή στη βελόνα
να κάνεις τα ψώνια της μέρας
το σπίτι να συγυρίσεις
ταξίδια να ονειρεύεσαι ώρες ατέλειωτες
για τους φίλους να μαγειρεύεις
να λαχταράς καφέ και τσιγάρο
στα μάτια να με κοιτάς
να μου λες πως μόνο
εμένα αγαπάς
Έφυγες νωρίς
όπως τα μικρά παιδιά
σε πήρε ο ύπνος
πριν τελειώσει το παραμύθι
ΑΥΤΟΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ
Τι όμορφα που ζουν
οι αγαπημένοι μες στις φωτογραφίες
κι ας στάθηκε σκληρός ο χρόνος μαζί τους
αυτοί εξακολουθούν
να σηκώνουν ψηλά το ποτήρι
αφήνουν το χαμόγελό τους ακέραιο
φέρνουν μια στροφή στη μέση της πίστας
με το αγαπημένο τους τραγούδι
Περήφανοι μ’ ένα λουλούδι στο στόμα
ξέροντας καλά πώς να κρατούν
έξω απ’ τη φωτογραφία
τα σφάλματα
που τους ακρωτηρίασαν
ΑΜΙΛΗΤΗ
Στέκεσαι και με κοιτάς αμίλητη
κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου
για να σ’ ευχαριστήσω
Μα εσύ εκεί αμετάπειστη
δεν θα γελάσεις ποτέ
σ’ αυτή τη φωτογραφία
ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ
Σε θυμάμαι.
στο μέτωπο της Αλβανίας
στον Γοργοπόταμο στον Γράμμο και το Βίτσι
στις φυλακές Επταπυργίου στη Μακρόνησο
Σε θυμάμαι να σε σημαδεύουν κάννες
εχθρών και φίλων
Κι ύστερα μετανάστη σε τόπους ξένους
κι αφιλόξενους σε θυμάμαι στους δρόμους
σε ράντσο στο νοσοκομείο παρατημένο
στην ουρά με την κάρτα ανεργίας
για μια ψευτοσύνταξη
Σε θυμάμαι
κι ας μη γεννήθηκα ακόμα
ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ
Ένας καθρέφτης τα λόγια μου
άλλοτε όμορφα άλλοτε κουρασμένα
παραφυλάει — την ώρα που γράφω
με τις σαπουνάδες στο πρόσωπο
και το ξυράφι στα χέρια — ν’ αρχίσει
τον τρελό χορό του και αίματα
να γεμίσει ποιήματα και χαρτιά
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΛΥΒΩΝ
Ένας ένας κλείνουν οι δρόμοι
ήσυχα αποσύρομαι δεν παραπονιέμαι
όσο ανασύρω παλιές εικόνες
είμαι ζωντανός
0 ανεμόμυλος
η Θάλασσα των Καλυβών
τα καλοκαίρια στο Μορένο
γρήγορα πέρασαν νωρίς έφυγε κι αυτός
Το τρακτέρ του Γκολόη η σούστα
του μπάρμπα Μήτσου του Μελά
ο ελαιώνας στ’ Αναστασίδικα
ερημωμένος χρόνια τώρα
Ανεβαίνει το λεωφορείο την ανηφόρα
με τη μαμά μέσα για τον Πολύγυρο
κι εγώ μακριά πίσω απ’ το τζάμι
στην αγκαλιά του μπαμπά
να σπαράζω στο κλάμα
Ο πρώτος πόνος αποχωρισμού
και όσοι ακολούθησαν το ίδιο πόνεσαν
δεν έχει πια μπάνια καλοκαιρινά
πύργοι στην άμμο
με κρατούν αιχμάλωτό τους
17η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013
Ένα παιδί που σήμερα
δεν θέλει να πάει σχολείο
ο Σαχζάτ Λουκμάν ξημερώματα
με το ποδήλατο στο δρόμο
για τη λαϊκή της Πέμπτης
Εργάτης καθαριότητας
που πιάνει σκούπα και καλάθι
με το μυαλό στο όνειρο που άφησε μισό
Πατέρας αγρότης
χειμώνα καιρό αχάραγα ανάβει το τζάκι
σε λίγο ξυπνάει η Βασιλεία του για διάβασμα
τα παίρνει τα γράμματα
Εκείνη η υπογραφή
μεταμέλειας που έβαλε η μάνα
μπροστά στον χωροφύλακα
για να διοριστεί δασκάλα
κι ένα γαλάζιο φως ασθενοφόρου
που γράφει ένσημα βαρέα κι ανθυγιεινά
Πώς νομίζεις γράφεται ένα ποίημα
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ
Η δική μου Παναγιά
λύνει σταυρόλεξα πίνει καφέ
και καπνίζει τσιγάρα
Δακρύζει όταν βλέπει
τα μάτια μου συννεφιασμένα
άβαφη γυρνάει στους δρόμους
μ’ ένα μακό και γυαλιά ηλίου
κρυφά προσεύχεται
λόγια πολλά δε θέλει
Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΣΟΥ
Όπου αγάπη
εκεί και θαύματα
Σε θυμάμαι μια φορά
να περπατάς στα νερά
τόση ήταν η λαχτάρα
απ’ τα μάτια σου
μη με χάσεις
Σε θυμάμαι
να περπατάς στα νερά
ΜΙΣΗ ΣΑΡΔΕΛΑ
Βομβάρδιζαν οι Ιταλοί με τ’ αεροπλάνα τους
σαφής η διαταγή πάση θυσία
αποκατάσταση της επικοινωνίας
Υπάκουσες ανέβηκες στο τηλεγραφόξυλο
διόρθωσες τη ζημιά βγήκες ζωντανός
Σαν αναγνώριση ανδρείας η πατρίδα
σε αντάμειψε με μισή —στο μπράτσο σου— σαρδέλα
Από τότε με τα μάτια κλειστά κάνεις τον πεθαμένο
κι άλλοτε πως κοιμάσαι μα δε με ξεγελάς
εμένα που σ’ αγάπησα πολύ
ούτε κοιμάσαι ούτε πέθανες
μόνο δείχνεις στον μονάκριβό σου
πώς να γλυτώνει απ’ τις σφαίρες
ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ
Δεν θα τα συναντήσεις στις πορείες
ούτε σε κέντρα διασκέδασης
μένουν μακριά από φιέστες
και χειροκροτήματα
Άδειες οι περισσότερες ώρες της μέρας τους
μετρούν τα ένσημα που λείπουν δεν ξέρουν
από ηλεκτρονικές συναλλαγές
στην ουρά περιμένουν
Δεν θα τα βρεις στα πολυκαταστήματα
ούτε σε διαφημιστικά φυλλάδια
τρομάζουν όταν άθελά τους
κάνουν θόρυβο
φοβούνται τον πόλεμο
δεν ξεχωρίζουν τους ανθρώπους απ’ το χρώμα
περνούν από το καφενείο
μα φίλο δεν βρίσκουν
δυο προσευχές ξέρουν όλο κι όλο
βράδυ πρωί αυτές λένε
τα ποιήματά μου
ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Άνδρες μελαμψοί κι αγόρια
κοντές σκουρόχρωμες γυναίκες
και ξανθά κορίτσια
τους δρόμους της γενέτειρας
χρωματίζουν
φούστες πλουμιστές
μάτια κάρβουνα
Ψάχνουν στα σκουπίδια
Θεέ μου να βρουν
τον χαμένο μας παράδεισο
ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ
Δεν έχουν γλώσσα οι τρελοί
μόνο κιτρινισμένα δάχτυλα
απ’ τον καπνό και την πικρίλα
που τους κληροδότησε η μάνα τους
γόνατα τσακισμένα
στον πυρετό της απουσίας
φεύγουν νωρίς κι όσοι αργούν
μένουν με την ελπίδα
πως κάποιο χέρι στοργικό
κερί θα τους ανάψει
Μην τους φοβάστε
έχουν ξεχάσει πώς είναι
η τους χαϊδεύεις τα μαλλιά
δεν έχουν γλώσσα οι τρελοί
πιστέψτε με
τη γλώσσα τους μιλάω
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Χρόνια πάλευα να ξαναβρώ
τη χαμένη ισορροπία
κι όλο το χώμα αγκάλιαζα
έκανα φίλους τα μυρμήγκια
και άλλα ταπεινά θαύματα
ώρες πολλές τα ονειρεύτηκα
βοήθησε πολύ αυτό
τον εαυτό μου
να μη χάσω
Όταν με τον καιρό σηκώθηκα
μια νοσταλγία δεν έπαψε
να μ’ ακολουθεί
και να μου σιγοψιθυρίζει
τραγούδια τρυφερά
για τα χρόνια
που με σημάδεψαν
χωρίς να με σκοτώσουν
ΧΝΑΡΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ
Πού πάτησες πάλι μάνα
κι αφήνεις χνάρια αίματος
έξω απ’ την πόρτα μας
και τι θα πουν ξανά για σένα
αυτοί που θα τα δουν
Τι το ’θελες μάνα
και μπήκες στην καρδιά μου
χωρίς να με ρωτήσεις
.
1981-2021 ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΑΝ ΛΑΪΚΆ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (2021)
ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
Περιφέρω το κορμί μου στους δρόμους.
Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός κυοφορείται
πλάι – πλάι με τα σπλάχνα μου.
Η ματιά ντυμένη χίλιες – δυο ικεσίες
εκπέμπει ολοένα και πιο έντονα το μήνυμα
«Απασφαλίσατε»
Γύρω μου κόσμος ανυποψίαστος
μ’ ακουμπάει, σπρώχνει, προσπερνά.
Μια φωνή βραχνή κι αδέξια
ζητάει «ακρόαση Θεού»
– σημάδι πως η ώρα κόντεψε
Όπου να ‘ναι τα τηλέτυπα θα κροταλίζουν
για «τ’ άνθος που γεννήθηκε
εντός χειροβομβίδας».
* * *
Μικρές κι αδύναμες οι λέξεις
να ζωντανέψουν μιαν ελπίδα
ένα όνειρο, μια καρδιά.
Μάταιες οι προσπάθειες κι επικίνδυνες
συχνά φέρνουν τον θάνατο
κει που ζωή κοπιάζουμε να στεριώσει.
Κι όταν – στιγμές – βλέπεις πως
μονάχα απ’ τις λέξεις μπορείς βοήθεια
να ελπίζεις.
έντρομος ανακαλύπτεις
πως
σ’ ένα βουβό κορμί
όπου μάτια, χέρια, χαμόγελο
ποτέ τη γλώσσα τους δε μίλησαν
το μόνο ζωντανό
ειν’ οι λέξεις
όσο κι αν κρύβουν μέσα τους
τον θάνατο.
Νοε. 81. 26.
* * *
Σπασμωδικές κινήσεις
τα κομμάτια του μυαλού μου
να μαζέψω
μεσ’ από φωτογραφίες
τραγούδια, μουτζουρωμένα χαρτιά
για πρώτη δόση.
Και άμα με το καλό τα καταφέρω
για τα υπόλοιπα θα ψάξω
σ’ ερειπωμένα δωμάτια
και στοιχειωμένους δρόμους.
Μάης 83. 28
* * *
Παράγγειλα καινούργιο στρώμα.
«Διπλό!» είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
θα ‘χει τη θέση της πλάι μου
χωρίς να με πλακώνει.
* * *
Ένα πρωί θα σηκωθώ
χωρίς τσιγάρο κι αναστεναγμό.
Ήρεμος δίχως βιασύνες
θα φορτωθώ όλα τ’ απαραίτητα υλικά.
Ένα χαμόγελο, μια «καλημέρα»,
κι ύστερα
μια – μια με τη σειρά
όλες του κόσμου
τις κλειδαμπαρωμένες φυλακές
θ’ ανατινάξω.
Φυλάξου! Από σένα θ’ αρχίσω!
* * *
Ύστερα δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο ο κουρνιαχτός
να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη.
Ένας αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
Ιουν. 91
* * *
Ένα σημάδι
ν’ αφήσω θέλω
ένα – μικρό κι ασήμαντο
για τους πολλούς – σημάδι.
Σαν τα τραγούδια
που ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα
κάθε Κυριακή στα στρατόπεδα
κάθε γιορτή στο Ψυχιατρείο.
* * *
Καλοκαίρι. Θυμάμαι τη μάνα μου.
Παρατημένο κασετόφωνο
καταμεσής του δρόμου. Κόκκινο.
Ο ταξιτζής βλαστημάει,
οι περίεργοι συνωστίζονται
μην τους ξεφύγει το θέαμα.
Ξεβράζει η Εγνατία
όνειρα-φίλους-αγάπες.
Κυνηγημένοι χέρι-χέρι
στην Παύλου Μελά.
Οι αλυσίδες έλειπαν
ήμασταν έξω μ’ αναστολή.
* * *
Μας χωρίζει ο διάδρομος
διάδρομος μακρύς
κι οι καθαρίστριες
κάθε πρωί ρίχνουν νερά
να περάσω δε μ’ αφήνουν
όσο δε λέει να στεγνώσει.
Αυστηρές μαζί μου
ούτε περνάει απ’ το μυαλό
να τις παρακούσω.
Άλλωστε ποιος είμ’ εγώ;
Ένας ακόμα τρόφιμος.
* * *
Δεν είναι ποιήματα αυτά
θα τα πετάξω όλα.
Δεν δείχνουν την αλήθεια μου.
Όσο κι αν προσπαθώ
πεισματικά αρνείται αυτή
σε λέξεις να εγκλωβιστεί.
Προτιμάει ένα χάδι
ένα φιλί, μια αγκαλιά.
* * *
Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι, απλώνει το χέρι.
Στο ίδιο φανάρι, κάθε μεσημέρι, κλείνω τα μάτια.
Τον βλέπω στον τόπο του, μικρό παιδί, πρόσχαρα να απαντά
σε όσους τον ρωτούν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
“Δικαστής!”. Και τα κατάφερε!
Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι,
δικάζει την τακτοποιημένη μου ζωή
Κι έχει στα μάτια τη συγχώρεση Θεέ μου…
* * *
Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου
“Διψάς;” με ρώτησε
“Όχι μαμά”
“Κρυώνεις;”
“Όχι μαμά”
“Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω”
“Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να ‘μαι παιδί, μάνα” της είπα
κι έμεινε.
της Δώρας
Θα ξαναβρεθούμε
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ’ ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά, νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν.
Θα ξαναβρεθούμε
σε μια αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης.
Θα είμαι φαντάρος
και θα ‘σαι απολυτήριο,
θα είμαι λάθος
και θα ‘σαι συγγνώμη,
διψασμένος
κι εσύ νερό,
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα.
Θα ξαναβρεθούμε –
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.
.
ΚΑΡΔΙΤΣΑ – ΧΑΝΙΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (2020)
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Σάββατο πρωί δίπλα στο κύμα
Μπαξέ Τσιφλίκι ένας νόστιμος καφές
το πρώτο τσιγάρο της μέρας
η καλημέρα του γείτονα που αγνοείς τ’ όνομά του
Κρεμασμένες οι αθλητικές εφημερίδες στο περίπτερο
γωνία Αναλήψεως με Βασιλίσσης Όλγας
έχουν για πρωτοσέλιδο την -ύστερα από είκοσι χρόνια-
νίκη του Ολυμπιακού μέσα στην Τούμπα
Εκείνο το ποίημα που έγραψες εξεταζόμενος
σε μάθημα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης
κι ο καθηγητής αντί να σε μηδενίσει
σου χάρισε πεντάρι να πας παρακάτω
Και τώρα στα εξήντα
ούτε το όνομα του καθηγητή θυμάσαι, ούτε το ποίημα
ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ
Τον ξέρω καλά τον θάνατο
χρόνια τώρα συναντιόμαστε
στο καφενείο της γειτονιάς.
Έρχεται και ψαρεύει συνταξιούχους
κι άνεργους.
Τον ξέρω καλά
Προχτές ένας ντελιβεράς τρέχοντας να προλάβει
απογειώθηκε κι ακόμα ανεβαίνει
με το μηχανάκι του στον ουρανό.
Τον ξέρω καλά τον θάνατο.
Όχι λίγες φορές αντικριστήκαμε
και με γλυκοκοιτούσε, Θεέ μου και με γλυκοκοιτούσε
ΤΟ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟ TOY ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ
Κορίτσι 34 χρόνων
Γιατρός.
Απ’ τον έκτο είπες
ή απ’ τον έβδομο.
Δεν το θυμάμαι.
Μα κράτησα
οδό και αριθμό
και τακτικά πηγαίνω
να ποτίζω
το πεζοδρόμιο
που την κομμάτιασε.
Μπας και καταφέρω
το αίμα της
ν’ ανθίσει.
.
15 ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2020)
Ακούω τη φωνή σου
χωρίς να μου μιλάς.
Βλέπω τα μάτια σου
σε πρόσωπα άγνωστων
χι όταν σε σκεπάζω με την κουβέρτα
από κάτω βρίσκεται
κάποιος άλλος.
Με κατακλύζει η αγάπη
κι ένα παράπονο —
που δεν μπόρεσαν
να το αναγνωρίσουν οι γιατροί.
* * *
της Δώρας
Θα ξαναβρεθούμε
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ’ ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά, νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν.
Θα ξαναβρεθούμε
σε μια αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης.
Θα είμαι φαντάρος
και θα ‘σαι απολυτήριο,
θα είμαι λάθος
και θα ’σαι συγγνώμη,
διψασμένος
κι εσύ νερό,
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα.
Θα ξαναβρεθούμε —
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.
* * *
Ακόμα και τα πιο όμορφα κορίτσια
κρύβουν μια λύπη στα μάτια τους
κι είναι αυτό που με σταματάει
την πόρτα του σπιτιού τους να περάσω.
Ξέρω πως την κρίσιμη στιγμή
τη θλίψη τους θα προτιμήσω να γευτώ
παρά το στήθος τους.
* * *
Το κορίτσι που μου φέρνει τον καφέ
και το κουλουρά
τώρα το λεν Ελένη.
Στην Αρμενία την πατρίδα της αλλιώς την έλεγαν
όμως εδώ που βρέθηκε, έχει χρόνια ν’ ακούσει
το πρώτο όνομα.
Μόνο στον ύπνο της καμμιά φορά ακούει
τη μάνα της να την φωνάζει
με το βαφτιστικό μα δε γυρίζει το κεφάλι·
τώρα την λένε Ελένη.
* * *
Έχω για άλλοθι
ένα γραφείο.
Εκεί περιχαρακώνομαι.
Δύσκολα μπορεί
να φανταστεί ο επισκέπτης
πως ο μεσήλικας που αντικρίζει
κρύβει στα συρτάρια του
μια παιδική προσευχή.
.
14 ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2020)
Ο κύριος Χριστιανόπουλος
Είχε την πόρτα της «Διαγώνιου» πάντα ανοιχτή. Διάβαζε
προσεκτικά ό,τι κι αν έφτανε στα χέρια του, απαντούσε
-με την ίδια επιμέλεια- σε όλους. Αυστηρός, καυστικός
πολλές φορές, μα πάντα υπογράμμιζε αυτό το λίγο που
άξιζε να σωθεί. Έδωσε βήμα σε πολλούς.
Ένα απόγευμα του πήρα δώρο μια ζώνη σαν κι αυτή
που φορούσε ο πατέρας μου. Δεν την κράτησε, με μάλωσε
κιόλα που σκέφτηκα να του κάνω δώρο. Στο γραφείο
του συνάντησα τον Τόλη Καζαντζή, τον Σταύρο Κουγιουμτζή,
τον Θωμά Κοροβίνη, τον Σπύρο Λαζαρίδη.
Μια μέρα συναντηθήκαμε στην Αριστοτέλους. «Γράφεις;»
με ρώτησε. Κι όταν άκουσε πως είμαι καιρό χωρίς
ποίημα με παρηγόρησε. «Μη φοβάσαι! Κι εγώ το ’παθα
αυτό. Θα γράψεις! Έχεις πράματα μέσα σου». Μια άλλη
φορά είχε αντίθετη άποψη.
«Ε! Αφού δεν έκανες τίποτα μέχρι τώρα, μην περιμένεις
από δω και μπρος», μα ακόμα κι αυτά τα
αποθαρρυντικά λόγια, καθόλου δε με πείραξαν, είχαν αγάπη
μέσα τους.
Κρατάω πάντα το μπιλιετάκι που μου στείλε όταν
διάβασε τα πρώτα μου ποιήματα. «Αν συνεχίσετε να
γράφετε φροντίστε να μην αδικείτε τον εαυτό σας». Είχε
καταλάβει με την πρώτη ματιά τι σόι κουμάσι είμαι…
Μικρό παιδί, μεγάλη ντροπή
Σινέ «Κάπιτολ», επί της οδού Κρήτης. Δωδεκάχρονος,
παρακολουθώ μόνος μου μια ιταλική κωμωδία. Ξαφνικά,
στο διάλειμμα, πήρε το μάτι μου την παντρεμένη ξαδέρφη
μου, μ’ έναν οικογενειακό φίλο για τον οποίο οι φήμες
έλεγαν ότι είχαν δεσμό.
Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Χώθηκα βαθειά στο
κάθισμα κι όταν έσβησαν τα φώτα, σαν τον κλέφτη
βγήκα στο δρόμο.
Σου χαλάω εγώ χατίρι;
Μεσημεριάτικα, ήρθες. Σε είδε η Ζωή κι απόρησε «Δώρα
εσύ;» Ανεβήκαμε σ’ ένα πατίνι να πάμε τον δρόμο μας.
Ανηφόρα, «καλά που το πήραμε» είπα.
«Οχτώ και είκοσι θα σταματήσουμε να φάω παγωτό
και να δω την αγαπημένη μου σειρά» μου είπες. Σου χαλάω
εγώ χατήρι;
Δεν τόλμησα να σε ρωτήσω πόσο θα μείνεις, ξέραμε
κι οι δυο πως έχεις πεθάνει. Μεσημεριάτικα ήρθες στον
ύπνο μου.
Αν
Οδός Δελφών, το γήπεδο του Γαλαξία, εδώ έβαλα τα
πρώτα μου καλάθια και λίγο παραπέρα το Γ’ Δημοτικό,
κάθισα στα θρανία του. Η Νέα Εγνατία, που τώρα τη
βλέπεις δρόμο μεγάλο, ήταν γεμάτη αλάνες κι αυτή η
πολυκατοικία στη Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν το γήπεδο
του Ανατόλια.
Ποτέ δεν ήρθαν οι γονείς μου να με καμαρώσουν,
το ’χω παράπονο.
Στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Όλγας έδωσα εισαγωγικές
εξετάσεις για το Γυμνάσιο κι αυτό το μαγαζί που
τώρα πουλάει ρούχα σέρβιρε την πιο νόστιμη μπουγάτσα.
Να και το θερινό σινεμά «Ρουαγιάλ», όταν τελείωνε η
προβολή, δίπλα του τρώγαμε τρία μπιφτέκια ο καθένας
μ’ ένα εικοσάρικο.
Αυτά κι άλλα πολλά θα σου ’δειχνα, αν είχα καταφέρει
να σε μεγαλώσω…
.
ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΦΑ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ (2019)
ΟΛΑ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Τίποτα δεν προ μηνούσε το κακό που θα μας βρει.
Τράβηξε ο καθένας μας δρόμο χωριστό.
Έμεινε το σπίτι έρημο ,σε χέρια ξένων.
Όλα τα θυμάμαι ,μόνο πες μου
Τα μάτια μας,
πότε συναντήθηκαν
για τελευταία φορά τα μάτια μας;
ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΠΟΙΗΜΑ
Τις νύχτες που η μοναξιά γίνεται στενός κορσές,
παίρνω σβάρνα τα διανυκτερεύοντα νοσοκομεία
Κάθε βράδυ ,προφασίζομαι καινούργιο πόνο,
κάθε βράδυ κερδίζω καινούργια διάγνωση
από νεαρούς όμορφους ειδικευόμενους.
Οι καθηγητές κοιμούνται παρέα με τη δόξα τους,
οι διευθυντές με τα λεφτά τους.
Μόνο κάτι κουρασμένες νοσηλεύτριες ασχολούνται μαζί μου
Μόνο κάτι ξέμπαρκες ψυχές
καταλαβαίνουν πως ψάχνω την αγάπη που μου κλέψανε.
ΜΕ ΛΕΝΕ ΓΙΩΡΓΟ
Με λένε Γιώργο και είμαι έντεκα χρονώ
πάω στην πέμπτη Δημοτικού και παίζω μπάλα στις αλάνες.
Αγαπάω την Αννούλα μα δεν βρίσκω θάρρος να το πω.
Σε δυο χρόνια η μαμά θα αρρωστήσει
κι ο μπαμπάς θα σταματήσει να ψάχνει άλλο για δουλειά.
Έτσι, με τη ντροπή μου για σκιά, θα μεγαλώσω .
Στα δεκαεννιά φαντάρος, πρώτη φορά φοβάμαι
μα κάνω φίλους, και μαθαίνω το τσιγάρο.
Στον δρόμο ύστερα, νύχτα, χωρίς δραχμή στην τσέπη,
ντρέπομαι να τους ξυπνήσω.
Με λένε Γιώργο, είμαι έντεκα χρονώ
δεν ξέρω ακόμα τι με περιμένει
τα όνειρά μου φτάνουν μέχρι το γήπεδο Καραϊσκάκη
και το Λεμπέτι, το έχω μόνο ακουστά.
ΙΟΥΝΗΣ ΜΗΝΑΣ
Το μακρύ γαλάζιο αδιάβροχο
Που σου’ στείλε η θεία απ’ την Αμερική
Έφτασε στα χέρια σου Ιούνη μήνα
Όμως αργούσαν οι βροχές
Κι εσύ μες στη χαρά
Οχτώ χρονώ παιδί
Να περιμένεις άλλο δεν μπορούσες
Το ντύθηκες πρωί πρωί
Και πήγες στο σχολείο
ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ…
Περπατούσε
κι είχε μια κούραση στα μάτια
από τα βάθη του αιώνα
απ’ το βυθό της θάλασσας
περπατούσε μέσα στο φως και το σκοτάδι
με την πλάτη γυρισμένη στο μέλλον
γιατί ήταν σημαδεμένος
από τα χρόνια της απουσίας
ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Εκείνα τα πουλιά πάνω στα σύρματα
είναι οι φίλοι μου που χάθηκαν
παιδιά που πέταξαν μακριά
μια νύχτα καλοκαιρινή
από μια ταράτσα
στην αποθήκη ενός φαρμακείου
σ’ ένα βρώμικο πεζοδρόμιο
μόνοι τους
την ώρα που εμείς οι υπόλοιποι
προσεκτικά βουρτσίζαμε τα δόντια μας
σβήναμε το φως του δωματίου
και ήσυχοι ξαπλώναμε
χωρίς το βάρος τους
ΕΣΥ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗ ΓΗ
Ξέρω πως λαχταράς κι εσύ ένα
κάθε που με βλέπεις ν’ ανάβω τσιγάρο
κι ακόμα ρίχνεις δάκρυα στο ποτήρι
όταν πίνω νερό.
Ξέρω πως όταν έρχονται φίλοι στο σπίτι
θέλεις να τους υποδεχτείς
με το πιο λαμπερό σου χαμόγελο,
πως δε σ’ αρέσει το σπίτι σκοτεινό
και στο μπαλκόνι σου θέλεις
χίλια αναμμένα φωτάκια
κι ακόμα απορείς
τόσο που μεγάλωσαν τα χέρια μας
και περπατάμε αγκαλιασμένοι
εσύ στον ουρανό κι εγώ στη γη.
ΜΟΛΥΒΙΑ
Να τα φοβάστε τα μολύβια
ιδίως αυτά
με τη σπασμένη μύτη.
Θα βρεθεί ένα χέρι παιδικό
ζωή να τους δώσει
και τότε θα τα μαρτυρήσουν όλα
όσα πέρασαν στα χέρια σας.
ΝΩΡΙΣ
Νωρίς μεγάλωσες
Κι είχα ακόμα να σου πω
Τόσο ωραία παραμύθια
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Φρόντισε πρώτα να κάψει την ταυτότητα
έτρεμε το χέρι όταν ξύριζε μαλλιά και φρύδια
ήρεμος και σιωπηλός, γυμνός βγήκε στο δρόμο
ένα μπλε φως χάιδεψε τα μάτια του
αγαπούσε πολύ αυτό το χρώμα.
Οι πρώτες αντιδράσεις του περίγυρου
ήταν περιέργεια ίσως και κάποια λύπη
σίγουρα όμως κανείς δε χάρηκε.
Πατέρα δεν θυμάται, μητέρα αμυδρά.
Έτσι γεννήθηκε τη μέρα εκείνη
ένας ποιητής /στο δρόμο
κάτω απ’ το μπλε φως
μιας σιωπηλής σειρήνας ασθενοφόρου.
Η ΛΕΥΚΗ
Μικρή παιδούλα
στάθηκε μπροστά τους
μικρά κι αυτά, στα μέτρα της
της κλέψαν την καρδιά.
Καραμέλες, η εφημερίδα του μπαμπά
μολύβια, όλα εκεί τα έβρισκε.
Κι όταν οι άλλοι θαμπώνονταν
με ήλιους λαμπερούς
κι αστραφτερά αμάξια
αυτή ζωγράφιζε τον ταπεινό τους κόσμο.
Μεγάλη πιά
ένα βράδυ που ήταν λυπημένη
με το πακέτο άδειο από τσιγάρα
ζωντάνεψαν οι ζωγραφιές
άνοιξαν όλα τα ρολά τους
να βρει τη μάρκα της
γιατί κι αυτά πολύ την αγάπησαν.
Η Λευκή και τα περίπτερά της.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 70
Μόλις ο πατέρας τελειώνει το κούρεμα
Έρχεται η σειρά του
Μ ’ένα μαύρο βουρτσάκι
Καθαρίζει το σβέρκο
Και τα ρούχα του πελάτη.
Παίρνει γι’ ανταμοιβή
Μια δυο δεκάρες.
Δεν ξοδεύει καμιά τους.
Όταν μεγαλώσει
Μ ’αυτές τις δεκάρες
Θα γράφει
Δακρυσμένα ποιήματα.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η φωτογραφία δείχνει τη θάλασσα
κι ένα πεύκο
ανάμεσα τους εσύ με το ένα χέρι
κρύβεις τον ήλιο απ’ τα μάτια σου
και με το άλλο χαιρετάς το φωτογράφο
που δεν είναι άλλος απ’ τον πατέρα μου.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχα γεννηθεί ακόμα
μα βλέπω μέσα στα μάτια σου
πως καθρεφτίζομαι κι εγώ
τόσο πολύ με λαχταρούσες
Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Στο καφενείο της γειτονιάς
είμαι ο μικρότερος απ’ τους θαμώνες.
Ώσπου να σωθούν οι ιστορίες των παλιότερων
δεν προλαβαίνω να μιλήσω,
περνάει η ώρα κατεβαίνουν τα ρολά
όμως γυρίζω στο σπίτι χαρούμενος
γεμάτος ταξίδια μακρινά και μάχες νικηφόρες
Κι είμαι έτοιμος να τους μιλήσω αν έρθει η σειρά μου
Για ένα γκολ που αποσόβησε ο Νίκος Χρηστίδης
Σε μια εξ επαφής κεφαλιά ψαράκι του Μίμη Παπαϊωάννου
Στο γήπεδο Χαριλάου όπου πουλούσα μαξιλαράκια
Και προλάβαινα πάντα το δεύτερο ημίχρονο.
ΕΤΣΙ ΝΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΘΕΛΩ
Την ώρα που φεγγοβολάει γαλήνη
Κι αφοσίωση το πρόσωπό σου
Καθώς φροντίζεις τα λουλούδια μας
Πίσω απ’ το τζάμι εγώ
Προσπαθώ να κλέψω μια ματιά
Ένα χαμόγελο
Κι όταν το καταφέρνω
Γεμίζω χαρά
Έτσι να σε θυμάμαι θέλω.
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ
Αυτά που γράφω δε λένε τίποτα στους ψαράδες
τους φτάνει η φωνή της θάλασσας
μα ούτε και στους χωρικούς μιλούν
τους τρέφει ο ιδρώτας τους.
Μένουν αυτοί που ξέρουν γράμματα
μα σ’ αυτούς εμπιστοσύνη δεν έχω
οι περισσότεροι έχασαν την αθωότητα νωρίς
κι αυτά που γράφω είναι ό, τι μου ψιθυρίζει
στον ύπνο μου ένα παιδί που όρθιο το κράτησε
η δασκάλα μπροστά στον πίνακα για τιμωρία
ΕΚΤΕΘΗΚΑ
όπως τα κορίτσια στις βιτρίνες του Άμστερνταμ
όπως ο ζητιάνος στη Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης
που έκρυβε τη γύμνια του με μια κουβέρτα
όπως οι φίλοι μου στα πρωτοσέλιδα, με χειροπέδες
εκτέθηκα
γιατί ο μόνος δρόμος που περπάτησα
ήταν αυτός του ονείρου.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΣ ΒΡΑΔΥ
Έλα να’ παίξουμε ένα τελευταίο παιχνίδι.
Θα με ρωτάς πόσο σ αγαπώ
κι εγώ θα κάνω πως δεν ξέρω
θα σε ρωτώ πόσο μ αγαπάς κι εσύ
με το δάχτυλο θα δείχνεις τον ουρανό
τότε εγώ θα βάζω τα γέλια
και θα υψώνω και το δικό μου δάχτυλο
θα χλιμιντρίζουμε σαν άσπρα άλογα ερωτευμένα
έλα να παίξουμε μια τελευταία παρτίδα
το τελευταίο μας βράδυ
κι όποιος αγαπάει περισσότερο
να φύγει πρώτος
γιατί αυτός που θα μείνει
θα πονέσει λιγότερο
.
ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ (2017)
Από μια χαραμάδα μπήκε
όλο το φως του κόσμου!
λέξεις
αναμμένα κεριά
στο εικονοστάσι
της μνήμης
ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ
Ύστερα
δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο
ο κουρνιαχτός να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη.
Ένας αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ
Ένα σημάδι
ν’ αφήσω θέλω
ένα -μικρό κι ασήμαντο
για τους πολλούς- σημάδι.
Σαν τα τραγούδια
που ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα
κάθε Κυριακή στα στρατόπεδα
κάθε γιορτή στο Ψυχιατρείο.
Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Μήνες κυκλοφορούσε
η αρρώστια μέσα του.
Τρελαινόταν.
Γιατρό να εμπιστευτεί δεν εύρισκε.
Κιτρινισμένης εφημερίδας το απόκομμα θυμήθηκε
«Πρακτικός οδηγός για την αντιμετώπιση δήγματος οχιάς».
Έσκισε τα ρούχα, έκαψε την ταυτότητα
βγήκε γυμνός στο δρόμο.
Στις λοιδορίες δοκιμάστηκε
το γέλιο τους πονούσε.
Καιρό μετά τον σταματούν με σεβασμό
για την περίπτωσή τους συμβουλή ζητώντας.
Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ
Μας χωρίζει ο διάδρομος
διάδρομος μακρύς
κι οι καθαρίστριες
κάθε πρωί ρίχνουν νερά
να περάσω δε μ’ αφήνουν
όσο δε λέει να στεγνώσει.
Αυστηρές μαζί μου
ούτε περνάει απ’ το μυαλό
να τις παρακούσω.
Άλλωστε ποιος είμ’ εγώ;
Ένας ακόμα τρόφιμος.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
Τα ποιήματα μου μοναχικά
και λυπημένα
μα η ψυχή μου ήσυχη
αφού κατάφερα
και τα ‘βγαλα στο φως.
Με τον καιρό
θα βρουν κι αυτά
τον άνθρωπό τους.
ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Δεν έκανα κάτι σπουδαίο.
Πήγα με τη μαμά στη λαϊκή
με τον μπαμπά επίσκεψη στη γιαγιά
κι ύστερα συνάντησα τους φίλους μου
να παίξουμε μπάλα.
Δεν έκανα κάτι σπουδαίο
κοιμήθηκα παιδί δέκα χρονών
και ξύπνησα μεσήλικας πενήντα πέντε.
Στο μεταξύ πρόλαβα και σου ‘δωσα ένα φιλί.
ΟΠΩΣ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Χρόνια με περίμενες
όπως η Πηνελόπη τον Οδυσσέα
και τώρα που μ’ έχεις
στο διπλανό δωμάτιο
λύνεις σταυρόλεξα
κι ένα γέλιο μυστικό
χαράζει στο πρόσωπό σου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν έχει μπλε ποδιές τώρα πια
ούτε φαντάρους με δίκοχα
και μπερέδες.
Τίποτα δεν έμεινε
απ’ τα χρόνια τα δικά μας.
Μόνο τις αρβύλες συναντώ
στα ποιήματα του κυρίου
Χριστιανόπουλου.
ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Τα μεγάφωνα σκορπούν το τραγούδι
σ’ όλους τους εγκλείστους.
Είναι Κυριακή
έξω από το εκκλησάκι
του Αγίου Αντωνίου
ένα σκουρόχρωμο κορίτσι χορεύει.
Αν προσέξετε καλά την εικόνα
κάπου θα πάρει
το μάτι σας
και μένα
να σβήνω τις μέρες μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Περπατούσε μόνος
στον άδειο δρόμο
της πόλης
παραμιλώντας.
Διασταυρώθηκαν τα μάτια μας
«είναι μακριά η θάλασσα;» με ρώτησε
στην άλλη γωνία, του απάντησα
για να τον ενθαρρύνω.
Μου χάρισε ένα χαμόγελο
και συνέχισε το παραμιλητό.
ΣΑΛΟΣ
Τον αγνόησαν οι πάντες
πλην ελάχιστων.
Σαλός τριγυρνούσε
στους δρόμους πετώντας
ποιήματα να βρουν το ταίρι τους
ανάμεσα στ’ αδέσποτα
και τους κυνηγημένους.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ
Χρόνια τώρα
τον συναντούσα στους δρόμους
ευθυτενή και ρωμαλέο
να περπατά μόνος.
Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω
αν ήταν επιλογή ή παιχνίδι της μοίρας.
Είχε αυτάρκεια η μοναξιά του.
ΑΠΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΧΕΙΜΩΝΑ
Δεν είναι καλοκαίρι αυτό
ψέματα γράφει το ημερολόγιο
ποιος μου φόρεσε μακρύ παντελόνι;
Άγουρα κορμιά βασανισμένα
σκεπάζουν τα μάτια μου, βουλιάζω
σε παγωμένες οθόνες
πού είναι τα καρπούζια
πού τα ολόδροσα κορίτσια
πού είναι ο Όμηρος κι ο Γιάννης
να με φιλέψουν σπίτι τους.
Χάθηκε η Αμοργός
ξεθώριασε η Αστυπάλαια
ποιος θα με στείλει κατασκήνωση στην Επανομή;
Όχι! δεν είναι καλοκαίρι αυτό
δεν μυρίζει αγιόκλημα.
Κι η θάλασσα καταπίνει
κατατρεγμένους.
Από χειμώνα σε χειμώνα
τώρα πια τα χρόνια μας.
ΟΠΩΣ Η ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΣ
Κρύβω την καρδιά μου στα ποιήματα
όπως η στρουθοκάμηλος
το κεφάλι της στην άμμο
έτσι καταφέρνω προσωρινά
και αψηφώ τον φόβο
του θανάτου.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Ώρες πολλές κράτησε η ανάκριση
λέξη δεν τον κατάφεραν να μαρτυρήσει
άνοιξαν το ραδιόφωνο για να μην ακούγεται
το ξυλοφόρτωμα που του ετοίμαζαν
μα δε χρειάστηκε
στο πρώτο τραγούδι έσπασε.
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
Δεν είναι
σκοποβολή το ποίημα
δεν είναι κολύμβηση
ούτε άσκηση με κρίκους
μην περιμένεις να σε χειροκροτήσουν
επειδή έμαθες-αν έμαθες- να αναπνέεις
μέσα στις λέξεις.
ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ
Ξημερώνει Δευτέρα
σάλπισε ο πετεινός
ανοιχτό το καφενείο του Πάρβα
στην Αμοργό
ψήνει τους πρώτους καφέδες
ανάμεσα στη σιωπή
και το πρωινό τσιγάρο.
Άπαντες οι καθημερινοί ,παρόντες
κοροϊδεύουν το χρόνο
γλυκός ο ουρανός
σαν δίκαιη απόφαση
για όσους τον πιστεύουν.
ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΣΕΤΕΣ
Σε μικρά γιαπωνέζικα κουτάκια
των εξήντα λεπτών
προσεκτικά εναποθέτω
μουσικές εξαίσιες
κι ονειρεύομαι βραδιές
μ’ αργεντίνικα tangos
κι ανδαλουσιανές κιθάρες
έγχορδα ανατολίτικα
κι αφρικάνικα κρουστά.
Σε μικρά γιαπωνέζικα κουτάκια
κλείνω την ψυχή μου
ξέροντας καλά
πως οι βραδιές δε θα ‘ρθούν
έχοντας γνώση
πως η γιορτή ματαιώθηκε.
ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ
Πέταξα ψηλά Θεέ μου!
Πολύ ψηλά.
Τώρα θέλω τη βοήθειά Σου
τα συντρίμμια μου να μαζέψω.
.
FLASH BACK (2010)
ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
Ένα πρωί θα σηκωθώ
χωρίς τσιγάρο κι αναστεναγμό
ήρεμα, δίχως βιασύνες
θα φορτωθώ
όλα τα απαραίτητα υλικά
ένα χαμόγελο, μια καλημέρα
κι υστέρα
μια μια με τη σειρά
όλες του κόσμου
τίς κλειδαμπαρωμένες φυλακές
θ’ ανατινάξω.
Φυλάξου!
από σένα θ’ αρχίσω.
ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Σπασμωδικές κινήσεις
τα κομμάτια του μυαλού μου
να μαζέψω
μέσα από φωτογραφίες
τραγούδια, μουντζουρωμένα χαρτιά
για πρώτη δόση.
Κι άμα με το καλό τα καταφέρω
για τα υπόλοιπα θα ψάξω
σ’ ερειπωμένα δωμάτια
και στοιχειωμένους δρόμους.
ΞΟΡΚΙ
Ξορκίζω τη μοναξιά μου
γιομίζοντας αράδες γράμματα,
όπως ο προληπτικός
τις τσέπες του με σκόρδα
μπας και την γλυτώσω τουλάχιστον,
από το μάτι…
ΤΟ ΦΙΛΙ
Έγειρε να τη φιλήσει
στη μέση του δρόμου
μα απ’ την πολλή λαχτάρα τους
ένα φιλί τους ξέφυγε.
Το μάζεψα προσεκτικά,
κι όταν έφτασα σπίτι
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου το έκρυψα –
για το όνειρό της αγάπης.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Σαν τον κλέφτη
στο πατρικό μου
πάλι επιστρέφω
.
ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΗΣ 6 (1991)
ΑΠΟΡΙΑ ΖΩΗΣ
Μια ζωή
δεν μπορέσαμε να βρούμε
τη δασκάλα να ρωτήσουμε.
Τι ’ναι αγάπη κυρα-δασκάλα;
Αυτό σε ρωτούσαμε στα εφτά μας
αυτό και στα δεκαεφτά μας
αυτό στα εικοσιεφτά μας.
Θα μας πεις;
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Έπλυνες το κορμί σου
με καυτό νερό.
Με προσοχή ξυρίστηκες
ντύθηκες ρούχα καθαρά
να πας κι εσύ «σαν άνθρωπος»
στο καφενείο.
Γι’ άλλη μια φορά
ούτε λαχειοπώλης δεν πλησίασε.
Μύριζε από μακριά η αφραγκιά σου.
ΑΠΟΡΙΑ ΖΩΗΣ
Μια ζωή
δεν μπορέσαμε να βρούμε
τη δασκάλα να ρωτήσουμε.
Τι ’ναι αγάπη κυρα-δασκάλα;
Αυτό σε ρωτούσαμε στα εφτά μας
αυτό και στα δεκαεφτά μας
αυτό στα εικοσιεφτά μας.
Θα μας πεις;
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
Κάθομαι εδώ και περιμένω
η μηχανή να καίει στο ρελαντί
Το πρόσωπό μου απ’ τον ήλιο χαραγμένο.
Σ’ ακολουθώ και προσπερνάω
πάντα θα βγαίνω πρώτος στη στροφή.
Τι κι αν πονώ; Θα σ’ αγαπάω.
***
Στιγματισμένος μια ζωή
απ’ τα δικά σου χάδια
μονάχος τώρα / τριγυρνώ
στης πίκρας τα σκοτάδια.
Ρώτησα για το στίγμα σου
να ’ρθω να σε γλιτώσω
Γέλασα με το σίγμα σου
φεύγω / θα σε πληγώσω.
Κατατρεγμένος μια ζωή
απ’ τις κρυφές ματιές σου
Άδικα τώρα προσπαθείς
να σβήσεις τις φωτιές σου.
***
Τα μάτια μου έχουν στερέψει
τα στόμα μου έμεινε κλειστό
τα χέρια μου σ’ είχαν πιστέψει
έμεινα μόνος και σ’ αγαπώ.
Το γέλιο σου πώς να ξεχάσω
το σώμα σου πώς ν’ αρνηθώ
τα λόγια σου θα τα ξεγράψω
έμεινα μόνος και σ’ αγαπώ.
***
Σε κάθε γωνιά
τα ίδια φαντάσματα
να εκλιπαρούν
τώρα
που σέρνομαι
στους δρόμους
της γενέτειρας.
***
Βάζο η αγάπη μου
ένα παλιό κρυστάλλινο βάζο
σαν αυτά που συναντάμε
το βράδυ στα μπαράκια.
Κι όσες φορές –από απροσεξία– έσπασε
τόσες κι εγώ το κόλλησα για σένα
***
Κι ύστερα δεν είπα τίποτα.
Άφησα μόνο ο κουρνιαχτός
να κοπάσει
κι έγινα ένα με τη σκόνη. Ένας
αέρας να φυσήξει
και θα σηκωθώ.
ΠΗΓΗ: www.translatum.gr
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΙΔΑΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
Κατεβαίνω τα σκαλιά του παλιού Ραγιά στην Τσιμισκή˙ στοίβες τα περιοδικά και τα βιβλία-αυτοεκδόσεις πάνω τους. Για κάποια σκύβω και τα μαζεύω στοργικά και τα βάζω κάτω από τη μασχάλη. Φτάνω στους πάγκους με τα βιβλία. Σαρώνω τη βαρυφορτωμένη επιφάνεια με το βλέμμα μου. Σκαλώνει κάπου˙ πάντα σκαλώνει! Ένας έξυπνος τίτλος, ένα ελκυστικό εξώφυλλο, ένα γνώριμο όνομα συγγραφέα ή εκδότη. Απλώνω το χέρι, ξεφυλλίζω. Κάτω από τη μασχάλη κι αυτό, ψάχνω για κάποιο άλλο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο γνώρισα τα βιβλία του Γιώργου Λ. Οικονόμου, όσον καιρό πήγαινα στα βιβλιοπωλεία και έψαχνα. Τώρα οι καιροί άλλαξαν. Τα βιβλία προωθούνται αλλιώς. Τα βιβλιοπωλεία λιγόστεψαν και όσα έμειναν σε τρομάζουν με τον όγκο τους. Άσε που στους πάγκους δεν υπάρχει το τρυφερό χάδι του Βασίλη ή της Σταυρούλας που έχωναν ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα και στα λαμπερά μυθιστορήματα και βιβλιαράκια που ανέδιδαν την μαστοριά του τυπογράφου και το μεράκι του εκδότη, ακόμα και την αγωνία του συγγραφέα. Τώρα ταχυδρομείο και ταχυμεταφορές και, ευτυχώς, λίγες εξαιρέσεις. Πάντως βιβλία βγαίνουν και ποιήματα ταξιδεύουν στις σελίδες τους.
Παίρνω στα χέρια μου ένα τέτοιο γκρίζο βιβλίο και κάνω την κίνηση που κάνω πάντα˙ ψάχνω τον κολοφώνα. Υπάρχει και είναι καλαίσθητος. Όμορφα. Επιστρέφω στο εξώφυλλο. Γ.Λ. Οικονόμου. Η σιωπή της κερκίδας. Ποιήματα. Τύρφη. Το σχέδιο που υπερίπταται των γραμμάτων αυτών είναι σιωπή ατόφια. Όχι κερκίδα αλλά πάρκο. Γυμνά από φύλλα δέντρα και άδεια καθίσματα-πάγκοι γύρω από άδεια τραπέζια. Σιωπή και κενό. Και αντιφάσεις. Οι κερκίδες είναι για να γεμίζουν κόσμο, όπως και τα πάρκα. Το πάρκο φαίνεται άδειο. Η κερκίδα; Πότε λοιπόν η σιωπή; Με άδεια ή με γεμάτη κερκίδα; Έχει καμιά αξία να υμνήσεις μιαν άδεια από ανθρώπους κερκίδα; Ή έχει αξία να αναδείξεις τη σιωπή σε μια κατάμεστη και πάλλουσα κερκίδα της οποίας ο κόσμος, εδώ που τα λέμε δεν έχει και πολλά πάρε δώσε με τη σιωπή; Ο Γιώργος Οικονόμου δεν παίζει με την αγωνία του αναγνώστη. Την απάντηση τη δίνει στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής. Πριν από αυτό όμως έχει, κάτω από τις αφιερώσεις, τρεις αράδες που δεν μπορείς να τις προσπεράσεις αβασάνιστα.
Μου δόθηκε η αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω
Η αρρώστια είναι βέβαια το κακό˙ το ποίημα είναι το καλό. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο και μια κοινωνία που θα ήταν παραδεκτά τα αντίθετα! Το ποίημα είναι της αρρώστιας˙ το καλό είναι του κακού! Τον ήξερα τον ποιητή και από άλλα του βιβλία. Σε ξεγελάει ο απλός ανεπιτήδευτος λόγος του. Τα απλά καθημερινά λόγια είναι σε θέση να φορτωθούν βαριά νοηματικά φορτία˙ αυτό είναι η μαγεία της λογοτεχνίας, η ομορφιά της ποίησης. Παρόλο που μοιάζει με ερμηνευτικό κώδικα της ποίησής του ή με το κλειδί που θα σε βάλει στον κόσμο του, εν τούτοις δεν είναι ούτε κώδικας, ούτε κλειδί˙ είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος του Γιώργου Οικονόμου, είναι τα ποιήματα της Σιωπής της κερκίδας συμπυκνωμένα σε τρεις αράδες˙ δύο ρήματα, τρία ουσιαστικά, κανένα σημείο στίξης. Αν το έγραφε αυτό το κειμενάκι κάποιο πρόγραμμα θα αφαιρούσε τη μία επανάληψη του ενός ρήματος και αν πατούσες το κουμπάκι του μεγαφώνου θα άκουγες μια ψυχρή φωνή χωρίς σπασίματα, χωρίς σκαμπανεβάσματα, χωρίς συναίσθημα. Για προσπαθήστε να διαβάσετε φωναχτά, με την ανθρώπινη αιμάτινη φωνή σας αυτές τις τρεις αράδες και μετά μετρήστε τους κόμπους που ανεβοκατέβηκαν στον λαιμό σας! Η πρώτη ανάγνωση, σε οδηγεί σε δεύτερη με άλλες ανάσες, αυτή σε τρίτη με άλλες παύσεις, ίσως και σε τέταρτη, σιωπηρή αυτή, άηχη κατευθείαν στο μέσα μας! Στα σώψυχα. Αυτά τα οποία δεν τα κρατάει στο εικονοστάσι της μοναξιάς του ο Γιώργος να τα λιβανίζει και να τα ξορκίζει άλλοτε με ρεμπέτικα κι άλλοτε με στίχους άλλων, του Γκόρπα, της Γώγου, του Ριτσώνη, του Μπασιάκου, του Χριστιανόπουλου, του Βασιλάκη… Τα βγάζει στο μεϊντάνι, σε μια λιτανεία λυρισμού, νοσταλγίας, πόνου, ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης, κατανόησης, απαντοχής, υπομονής, αγάπης, έρωτα! Τα άμφιά του σ’ αυτή τη λιτανεία, λέξεις καθημερινές, που με την καθαρότητά τους υψώνονται επιβλητικές και αναντικατάστατες.
Ξεκινάς με το πρώτο του ποίημα, τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και φτάνεις στο τελευταίο τετράστιχο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή διαβάζεις πράγματα γνωστά, στα μέρη που απαριθμεί ο Γιώργος προσθέτεις δικά σου, η Τσιμισκή με τις ωραίες γκόμενες σε κλονίζει λίγο, έρχονται όμως στον νου οι γκόμινες των ρεμπέτικων και χαμογελάς συνωμοτικά, σ’ έπιασα ποιητή λες από μέσα σου, νομίζεις πως εδώ τελειώνει η διακειμενικότητα και η έμπνευση. Κι έρχεται ο καταπέλτης:
Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας
Μπορεί ένα ποίημα για τη Θεσσαλονίκη να εκφράζεται σπαρακτικά μέσα από μια ήττα τής εμβληματικής ποδοσφαιρικής της ομάδας; Φυσικά και μπορεί˙ επιβάλλεται να μπορεί! Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των αντιφάσεων και όχι μόνο στην πολιτική και τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, αλλά και στη λογοτεχνία της και τους συγγραφείς της. Αντικομουνιστές και επαναστάτες, ασκητές της Τέχνης τους αλλά και περιπατητές των γραφείων και των διαδρόμων της εξουσίας, διακονιάρηδες μα και πιστοί που διακονούν με πάθος, αναρριχητικά και πλάτανοι.
Το όνειδος της φλόγας που έκαψε το Κάμπελ και η σκοτεινιά των 3Ε του Μεσοπολέμου αλλά και η λάμψη του Μάη του ’36˙ η αρρώστια της πόλης, οι νεκροί της 9ης Μαΐου 1936 αλλά και το ποίημά της: η εγγραφή του γεγονότος στην Ιστορία ως πράξη εξέγερσης και καταστολής, ο Επιτάφιος του Ρίτσου, του Θεοδωράκη αργότερα, του χαράκτη Τάσου πιο μετά, τραγούδι στα χείλη ανθρώπων που έζησαν χρόνια μετά, εικόνες σε ασπρόμαυρο να ταξιδεύουν στον χρόνο.
Μου δόθηκε η αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω
Δεν το λέει μόνο ο Γιώργος˙ το λέει η πόλη που τον μεγάλωσε και τον περιβάλλει!
Γυρνάω σελίδα και τώρα η αιχμή του ποιήματος με σημαδεύει από τη μέση του τυπωμένου χαρτιού
στα κρατητήρια ποτέ δεν με χτύπησαν
με χτύπησε ο Αμέρικο γιατί φοβήθηκα
την ένεση στον άσπρο θάλαμο
δεν έκλαψα
Φοβήθηκα, δεν έκλαψα, ένεση στον άσπρο θάλαμο: ανθρώπινος ο φόβος, άμυνα η έπαρση, πικρή αλήθεια η γεωγραφία. Τον Γιώργο ΛΕΩΝ. Οικονόμου τον γνώρισα από την «κόνtρα» του. Έγραψα με άλλη αφορμή: «Το εξώφυλλο άφηνε να εννοείται πως υπάρχει εκδότης από πίσω αλλά πολύ αμφιβάλλω. Γκοφρέ το εξώφυλλο, οκτώ σελίδες το σώμα, τέσσερες μόνο σελίδες με ποιήματα. Το πρώτο ποίημα τσαμπουκαλεμένο, το τελευταίο κάπως ερμητικό αλλά με την ένδειξη “ΨΝΘ Μάης 85” που με ιντρίγκαρε. Τη ρούφηξα τη συλλογή, είδα το κλείσιμο του ματιού τού ποιητή με τις αναφορές του σε ξένους στίχους, γεύτηκα απλό και μη επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. 309 δραχμές, είναι σημειωμένο το οπισθόφυλλο πάνω αριστερά με μολύβι, 1986 η χρονιά». Από το πρώτο του βιβλίο παρούσα η αρρώστια και το ποίημά της˙ ως το πρόσφατο. Μια συνέπεια χωρίς επαναλήψεις˙ παλμοί που επανέρχονται με άλλη όμως ένταση, με άλλη αφορμή, με άλλο τρόπο.
Ο λογοτέχνης είναι μάστορας της τέχνης του λόγου. Ο ποιητής είναι κάτι παραπάνω˙ γητευτής του λόγου.
-Μου λείπεις πολύ μπαμπά.
-Κι εμένα παιδί μου.
-Την αγαπούσες τη μαμά;
-Πολύ, μα τα ’φερε δύσκολα η ζωή.
-Θυμάσαι τις ξυλιές που μου ’δωσες;
-Μία φορά ήταν μόνο.
-Γιατί δεν πήγαμε ποτέ μαζύ στον Πειραιά;
-Ήμουν άνεργος, δεν είχα να ξοδέψω.
-Εκείνη την κατάρα πώς την ξεστόμισες;
-Όταν πονάει ο άνθρωπος, λέει πολλά, μα πάει τώρα πέρασε.
-Σ’ αρέσουν αυτά που γράφω;
-Κοιμήσου τώρα δεν θα κλείσουν ποτέ αυτές οι πληγές.
Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι ας μην το λέει κι ας μην το ξέρει, ίσως, ακόμα˙ όχι αναγκαστικά ως αναγνώστης αλλά σίγουρα ως τεχνίτης του λόγου. Δύο είναι τα κλασικά τεχνάσματα του καλού αστυνομικού μυθιστορήματος: το ένα είναι να αφήνεις σημάδια σε ανύποπτο χρόνο και να τα ανακαλείς αργότερα ως ψηφίδες της λύσης του μυστηρίου˙ και το άλλο είναι να έχεις έτοιμο ένα άξιο λόγου φινάλε της ιστορίας σου. Συνήθως υπάρχει μία ρουτίνα αφήγησης εντυπωσιακή, μπαίνουν προβλήματα επί προβλημάτων μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, η κορύφωση της αγωνίας όμως είναι κενό γράμμα, αν πριν από την τελευταία τελεία δεν υπάρξει το πραγματικά αναπάντεχο και πειστικό ως τέτοιο τέλος. Πώς τελειώνει; Αυτή η ερώτηση είναι ο εφιάλτης των συγγραφέων του είδους. Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου είναι, εκτός των άλλων, τεχνίτης του τελευταίου στίχου. Στη Σιωπή της κερκίδας αυτό επιβεβαιώνεται σε πολλές σελίδες. Ακόμη κι όταν ο τελευταίος στίχος δείχνει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ροής του λόγου εντούτοις κρύβει μια αναπάντεχη δύναμη που μπορεί να εντοπίζεται σε μία και μόνη λέξη.
Χρόνια μακριά απ’ τον τόπο του
κι όταν γύρισε δεν τον ήξερε κανείς
δεν γνώρισε κανέναν
Την άλλη μέρα
έφυγε ξανά να πάει εκεί
που τον πρωτοείπαν ξένο
Η λέξη ξένος, σε οποιοδήποτε εργαστήρι γραφής θα προτεινόταν ως τίτλος του ποιήματος, αφού αυτή είναι η καρδιά του ποιήματος: Ξένος στον τόπο που σε γέννησε, ξένος και στον τόπο που έζησες. Ο Γιώργος διαλέγει τον περιγραφικό τίτλο ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ και με την λέξη ξένος καρφώνει το τέλος του ποιήματος. Μια απλή λέξη, που γυροφέρνει στο μυαλό του αναγνώστη από την πρώτη αράδα του ποιήματος μέχρι την τελευταία κι όμως φαντάζει νέα, απρόσμενη και λαμπερή˙ έμφορτη ποιητικού φωτός.
Ο προηγούμενος διάλογος που αναγνώστηκε, με τα ερωτηματικά του και τις τελείες του, είναι το σημάδι που άφησε μπροστά μας ο ποιητής˙ είναι το μοναδικό ποίημα της συλλογής που υπακούει στον κανόνα του συνεπούς γραφιά. Αλλάζει το πρόσωπο που μιλάει; Βάζεις παύλα στην αρχή της φράσης. Ρωτάει; Βάζεις ερωτηματικό. Τελειώνει η φράση χωρίς ερώτηση; Βάζεις τελεία. Ερωτηματικά και τελείες βρίσκονται σε όλο το ποίημα αυτό˙ ούτε θαυμαστικά, ούτε αποσιωπητικά, ούτε άλλα τεχνάσματα. Ερώτηση, απάντηση. Η πεμπτουσία της επικοινωνίας. Χωρίς φτιασίδια. Κι αν δε μείνουμε μόνο στη μορφή, αλλά μπούμε και στην ουσία των γραφόμενων στο ποίημα, τότε ανοίγουν πολλές πόρτες που οδηγούν σε στιγμιότυπα ζωής, σε στάσεις ζωής, σε αμείλικτες απορίες, σε δικαιολογίες και υπεκφυγές. Αυτό το μυστήριο δεν το λύνει με μιας ο ποιητής˙ κάπως το φωτίζει το σύνολο του έργου του. Όλες οι ερωτήσεις είναι γραφή με ονομασία προέλευσης Γιώργος Λ. Οικονόμου και όλες οι απαντήσεις είναι οι αφορμές για να γράφει αυτός ο άνθρωπος!
Σχεδόν απεχθάνομαι τα λογοτεχνικά έργα που αναλώνονται στη διήγηση των παιδικών χρόνων των συγγραφέων˙ υπάρχουν όμως και αναδρομές στην παιδική ηλικία που φωτίζουν την κατοπινή ζωή. Στέκομαι σ’ έναν ακόμη διάλογο, ο οποίος ακολουθεί τη μανιέρα των υπόλοιπων ποιημάτων˙ χωρίς σημεία στίξης δηλαδή.
Είμαι τριών χρονώ
έρχεται ο ξάδερφός μου ο Σπύρος
με φιλάει στα χείλη κι ύστερα
μου βάζει τσιγάρο στο στόμα
Όταν μεγαλώσεις μου λέει
πρώτα θα φιλάς τα κορίτσια
κι ύστερα θ’ ανάβεις τσιγάρο
Ποιος θα με μάθει να φιλάω Σπύρο
Τι ανησυχείς βρε κουτέ
Τόσες γύφτισσες σε πήραν
στην αγκαλιά τους
Βλέπετε που το τέλος του ποιήματος ανοίγει δρόμους; Δεν είναι μόνο ένα φινάλε που δεν προκύπτει ως φυσική συνέπεια των προηγούμενων στίχων και τους στεφανώνει υπέροχα με το εξωτικό της αλήθειας του, είναι και μια πόρτα για συνειρμούς του αναγνώστη και εξακοντισμό του στον μαγικό κόσμο των τσιγγάνων, είτε αυτός προκύπτει από προσωπικές εμπειρίες και μνήμες, είτε ανακαλείται από τον, εξ ίσου μαγικό, κόσμο της Τέχνης. Η τελευταία αυτή φράση προσφέρεται για να μιλήσει κανείς, όχι μόνο για την αρτιότητα αυτού του ποιήματος του Γιώργου αλλά και για το σύνολο του έργου του. Η σημειολογία που ακολουθεί τη λέξη γύφτος-γύφτισσα, τσιγγάνος-τσιγγάνα, ρομ ή όπως αλλιώς θέλετε, μας φέρνει πολύ κοντά και στους ήρωες του Οικονόμου, αλήτες και ασθενείς, απόκληρους και στερημένους, ηττημένους και τσαλακωμένους αλλά και ερωτευμένους και αισιόδοξους, τραγουδιστές και παραμυθάδες, με ζεστασιά στο βλέμμα και την ψυχή.
Ο Οικονόμου γράφει για τα φαντάσματα και τους δαίμονές του, για τους άγγελους και τους αγίους του και έχει έναν τρόπο δικό του, ακριβολόγο και Οικονομίσιο˙ πώς το έλεγε ο Σκαρίμπας:
Πεινώ με πείνα ακριβώς και νυστάζω με νύστα. Ω ναι, ονειρίσια ονειρεύομαι!…
Διαλέγω για κλείσιμο αυτής της παρουσίασης ένα ποίημα το οποίο πολύ θα το ήθελα στην ανθολογία μου Ενδοσκεληδόν, με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές˙ να μην αποποιηθώ κι εγώ τους δικούς μου δαίμονες.
Τον ξέρω καλά τον θάνατο
χρόνια τώρα συναντιόμαστε στο καφενείο
της γειτονιάς έρχεται και ψαρεύει
συνταξιούχους και άνεργους
τον ξέρω καλά
Προχθές ένας ντελιβεράς απογειώθηκε κι ακόμα ανεβαίνει
με το μηχανάκι του στον ουρανό
Τον ξέρω καλά τον θάνατο
όχι λίγες φορές αντικριστίκαμε
και με γλυκοκοιτούσε Θεέ μου
με γλυκοκοιτούσε
Ο θάνατος λέγεται με το όνομά του στην πρώτη και στην τελευταία στροφή και λείπει ως λέξη από το κεντρικό δίστιχο, ακριβώς επειδή ο Οικονόμου γράφει Οικονομίσια και δεν γουστάρει να επαναλαμβάνει τα μονότονα στερεότυπα˙ δεν πεθαίνει ο ντελιβεράς του, ανεβαίνει με το μηχανάκι του στον ουρανό! Και ο τίτλος:
ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ
Δεν είναι κριτική αυτό που ακούσατε, είναι ο βαθύς αναστεναγμός μου σαν τελείωσα την ανάγνωση της Σιωπής της κερκίδας! Γι’ αυτό και σύντομος. Η ποίηση του Γιώργου Λ. Οικονόμου είναι για να τη νιώθεις, να την ενσαρκώνεσαι. Όπως η Δύναμη στη Φυσική˙ δεν ορίζεται, την αντιλαμβάνεσαι όταν υπάρχει. Αυτό ακριβώς γίνεται με την ποίηση του Γιώργου˙ μόνο που αυτή δεν περιμένει κάποια αιτία για να υπάρξει. Είναι ο τρόπος ζωής του η ποίηση και το κοπιαστικό του μεροδούλι μέσα της είναι τα αποστάγματα που αφήνει να ποτίσουν τις σελίδες των συλλογών που μας χαρίζει.
Διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου στις 4/10/2021
.
1981-2021 ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΑΝ ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
ΠΕΡΙ ΟΥ 21/8/2021
Γ. Λ. Οικονόμου: 1981-2021 σαράντα ποιήματα σαν λαϊκά τραγούδια.
Το παρελθόν του καθενός αντιμέτωπο με το ζοφερό παρόν του.
Οι εκδόσεις «ιδίοις αναλώμασιν» είναι μία αρκετά παλιά ιστορία στη νεοελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση. Σπουδαίοι συγγρφείς και ποιητές του παρελθόντος έβαζαν κατά καιρούς πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη για να ανταποκριθούν με αξιοπρέπεια στην έκδοση ενός πονήματός τους που κανένας εκδοτικός οίκος δεν αναλάμβανε την ευθύνη της έκδοσής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρώτη έκδοση της στροφής, αν θυμάμαι καλά, του Σεφέρη, αλλά και ο Καχτίτσης που τις πρώτες εκδόσεις των έργων του τις έκανε με αυτό τον τρόπο και τις τελευταίες μάλιστα από αυτές τις πραγματοποίησε στο ιδιόκτητο, αυτοσχέδιο τυπογραφείο που είχε τοποθετήσει στο υπόγειο του σπιτιού του στη Μονρεάλη του Καναδά. Τελευταίος που μπήκε στο χορό είναι ο Γ. Λ. Οικονόμου που μας παραδίδει με αυτό τον τρόπο σήμερα σαράντα ποιήματά του, όπως λέει και ο τίτλος του ανά χείρας βιβλίου, επιλεγμένα από παλαιότερες δουλειές του από το 1981 μέχρι και το 2021. Η ευθύνη της επιλογής, όπως είναι φυσικό, αφού είναι προσωπική του έκδοση, βαρύνει τον ίδιο.
Ο ποιητής είναι θιασώτης της μικρής ρεαλιστικής φόρμας, όπως και οι δάσκαλοί του, ο εκ Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο εκ Πατρών, Ηλείος την καταγωγή, Χρήστος Λάσκαρης. Μικρά σε έκταση, ολιγόστιχα, κατά κύριο λόγο, νσε γλώσσα τρέχουσα, καθημερινής χρήσης, που τη χαρακτηρίζει όμως η ακρίβεια και η καθαρότητα στην έκφραση, η σαφήνεια αποτελούν ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο της συλλογής. Κι ακόμη εικόνες απλές, καθημερινές, αναγνωρίσιμες με την πρώτη ματιά, ζωηρές, ευκρινείς, ακριβείς και αληθινές, δηλαδή πραγματικές συναποτελούν κάθε ένα από τα σαράντα ποιήματά της. Και ο λόγος, από τον οποίο λείπει εντελώς κάθε περιττό καλολογικό στοιχείο, λιτός και κοφτός και αυτός, όπως ακριβώς και ο στίχος, γυμνός από κάθε τι περιττό και άχρηστο στολίδι συμπληρώνει το καρέ. Μία γραφή, κατά κύριο λόγο, λιτή και επιγραμματική.
Η Ποίηση του Γ. Λ. Οικονόμου είναι, θα έλεγα, βιωματική και, συνεπώς, συναισθηματική. Το ποιητικό υποκείμενο μιλάει συνήθως σε πρώτο ενικό πρόσωπο και κάποιες φορές απευθύνεται σε αποδέκτες που είναι απόντες, αφού έχει φροντίσει ο θάνατος γι’ αυτό. Αποδέκτες βέβαια που είναι οικείοι, άνθρωποι εντελώς δικοί του, όπως η μητέρα και ο πατέρας ή η γυναίκα και φίλοι που έχουν φύγει από καιρό. Άλλοτε αφήνει κατά μέρος ο ποιητής τους δραματικούς τόνους και τον διάλογο χωρίς αποδέκτη και γίνεται αφηγηματικός και κάπωε περισσότερο αντικειμενικός, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο για μία ποίηση στην οποία κυριαρχεί το συναίσθημα. Όπως και αν εκφράζεται όμως ο ποιητής είμαστε πάντοτε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για μία ποίηση βραχυλογική και αποφθεγματική, χαμηλόφωνη και αρκούντως εξομολογητική, ειλικρινή και αληθινή. Στα περισσότερα από τα ποιήματα η τεχνική της ανατροπής που χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό, κατά την οποία άλλα περιμένεις να δεις και άλλα βλέπεις στο τέλος, συνήθως τα αντίθετα από αυτά που νομίζεις ότι θα έλθουν, μας ξαφνιάζει ευχάριστα τις περισσότερες φορές. Ένα δείγμα από τη συλλογή:
«Ένα σημάδι
ν’ αφήσω θέλω
ένα –μικρό κι ασήμαντο
για τους πολλούς- σημάδι.
Σαν τα τραγούδια
που ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα
κάθε Κυριακή στα στρατόπεδα
κάθε γιορτή στο ψυχιατρείο» (σελ. 17).
Έχουμε εντέλει να κάνουμε με μία ποίηση στην οποία απαντάται πολύ συχνά ο σπαραγμός με τη μοναξιά και την απόγνωση, όπου περιφέρεται νύχτα μέρα ένας κόσμος χωρίς ελπίδα και προσμονή, στα όρια της απελπισίας σχεδόν και του αυτοεγκλεισμού, με μία διάθεση αυστηρής ενδοσκόπησης, λυρική, παρά τη λιτότητά της, πολιτική, με την ευρεία έννοια του όρου, κοινωνική. Ο ποιητής καταφεύγει συχνά στο παρελθόν, στην οικογένεια και τους φίλους, στην αγαπημένη που δεν είναι πια εδώ, όπως και η μάνα ή ο πατέρας. Το κάπως φωτεινό παρελθόν έρχεται έτσι αντιμέτωπο με ένα ζοφερό και συνήθως αδιέξοδο παρόν. Και αυτό είναι που σώζει τελικά τον άνθρωπο, έστω και παροδικά, συνεπώς και τον ίδιο τον ποιητή. Ας πάρουμε μία ακόμη γεύση από το ανά χείρας βιβλίο:
«Παράγγειλα καινούργιο στρώμα.
«Διπλό!» είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
Θα ‘χει τη θέση της πλάι μου
χωρίς να με πλακώνει» (σελ. 7).
.
ΤΟ ΑΛΦΑ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
CULTUREBOOK 19/10/2021
Οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης στην ποίηση του Γ. Λ. Οικονόμου
Η άμεση ή έμμεση καταγραφή του τόπου σε ένα ποίημα κατέχει σημαντική θέση στην απόδοση του σκηνικού χώρου, που έχει σχετικά μελετηθεί λίγο στην κριτική ως προς τη λειτουργικότητά της. Θεωρώντας δεδομένο ότι ο τόπος δεν καταγράφεται τυχαία, αλλά αποτελεί μία συνειδητή επιλογή του δημιουργού, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τη λειτουργία του.
Μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας (Γάραντούδης, 2017) και μία οπτική της ποίησης της περιφέρειας (Χλωπτσιούδης, 2016). Η βιβλιογραφία έχει ήδη δείξει ότι οι ποιητές της περιφέρειας συνηθίζουν να ενσωματώνουν τα τοπωνύμια της περιοχής τους (Walker, 1979). Στην πρώτη περίπτωση ο τόπος έρχεται σε αντιδιαστολή με τη γενέθλια γη, που εκπροσωπεί την παιδική ηλικία και τη μνήμη ή την αθωότητα και τους αργούς ρυθμούς ζωής (Μέσκος, Πρατικάκις). Στη δεύτερη περίπτωση ο τόπος, επώνυμος και συγκεκριμένος, συνδέεται με την ταυτότητα του ποιητή και της ποιήτριας. Ο δημιουργός είναι δεμένος με τον τόπο, ώστε εκείνος να εμφανίζεται ως ταυτοτικό στοιχείο στον ποιητικό προβληματισμό. Η καταγραφή του περιβάλλοντος χώρου σε ποιητές της περιφέρειας συνδέεται με την οικειότητα και καταγράφεται ως μία ισχυρή εσωτερική σχέση του ανθρώπου με τον τόπο, κάτι σπάνιο για ποιητές μεγάλων αστικών κέντρων (Ναούμ, Βορδός).
Στους ποιητές των μεγαλουπόλεων ο χώρος κατέχει διαφορετική αντίληψη στην ποιητική, αν και δεν απουσιάζει η λογική της ταυτότητας. Στην ποίηση, για παράδειγμα, της Γώγου συνδέεται με την ατομική εμπειρία για την επαναστατική διάθεση. Για την ποιήτρια είναι ο χώρος ανάδειξης ονείρων και συγκρούσεων της καθεστηκυίας τάξης με τα αντιεξουσιαστικά οράματα. Σε μια άλλη οπτική στην ποίηση του Κωτόπουλου η αναφορά πόλεων συνδέεται με την ποιητική του πανεπιστημίου (campus poetry) και τις συνεχείς μετακινήσεις ενός ακαδημαϊκού. Το ταξίδι και η διαρκής κίνηση αποτυπώνουν την απουσία σταθερότητας έδρας –και κατά συνέπεια σταθερού χώρου δράσης– του ποιητικού υποκειμένου. «Το πολιτικό αγκαλιάζει την κοινωνική κριτική, η ποίηση την αναπηρία, η δημιουργική γραφή, τις ακαδημαϊκές αρχαιρεσίες. Η Αγία Τριάδα συμπλέκεται με το Λονδίνο, τον εσπρέσο, τη μουσική, το φιλί και τον ευτυχισμένο θάνατο» (Χλωπτσιούδης, 2015, 2021).
Ενίοτε όμως η αναφορά του τόπου αποκτά μία πολιτική διάσταση, όπως στην περίπτωση του Γιώργου Λ. Οικονόμου («για το άλφα της στέρησης», κύμα, 2019). Στην περίπτωση του Σολονικιού ποιητή ο τόπος συνδέεται με το βίωμα και με μία τάση εκμυστήρευσης, που αναγάγει τον τόπο σε μνημείο βιωμάτων και σύμβολο. Η συγκεκριμένη αναφορά του χώρου της ποιητικής δράσης ενισχύει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του ποιήματος και λειτουργεί ως πολιτική πράξη. Η καταγραφή μιας περιοχής ή ενός σημείου σε ένα ποίημα αποτελεί έκκληση προς τον αναγνώστη, ο οποίος απρόβλεπτα δημιουργεί μία ακολουθία ιδεών και εικόνων που συνδέονται με τον χώρο. Συνήθως πρόκειται για μέρη γνωστά με συγκεκριμένο σημαινόμενο, νοηματικό και συναισθηματικό βάθος για τον αναγνώστη. Έτσι ο τόπος αποκτά μία κοινωνική και πολιτική νοηματοδότηση.
Οι συνοικίες εκπροσωπούν ταυτόχρονα το γεωγραφικά και κοινωνικά απόμακρο και το λαϊκό στοιχείο, με σαφείς επιρροές από τη β’ Τριανδρία της Θεσσαλονίκης (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου). Οι Δυτικές συνοικίες ταυτίζονται με τον λαϊκό κόσμο σε αντίθεση με το απρόσωπο και υποκριτικό κέντρο της πόλης. Στην ποίηση του Γιώργου Οικονόμου ο τόπος συνδέεται με το ταξίδι (Καθημερινά, Η γιαγιά Παναγιώτα) και τη μετανάστευση (ένα Καφενείο). Η διαδρομή από ανατολικά προς Σταυρούπολη (Ένας γάτος που τον έλεγαν Μπάμπη, Δρομολόγιο), μία μεγάλης διάρκειας διαδρομή με δύο λεωφορεία σε ανταπόκριση, είναι μία μετάβαση από την αναπτυγμένη και πλούσια περιοχή στη λαϊκή γειτονιά (Με λένε Γιώργο, Ξένε). Γενικότερα ο Οικονόμου, όπως ο Χριστιανόπουλος κι ο Ιωάννου, δείχνει μία επιλογή στους λαϊκούς χώρους (Στο κομμωτήριο, στο καφενείο, Ένα καφενείο, Ο Νίκος Χρηστίδης) και σε αναφορές στους απόκληρους (Δικαστής, Θα ζήσω, Αυτόχειρες) που συχνά τοποθετούνται σε συγκεκριμένο μέρος της πόλης (Οι φίλοι μου, [Βασιλέως Ηρακλείου], Μπαγκλαντές, [Ευγενικό πρόσωπο με γένια], Εκτέθηκα). Εξάλλου η Θεσσαλονίκη είναι ένας τόπος συνύπαρξης τόσων διαφορετικών πολιτισμών.
Τα τοπωνύμια στην ποίηση του Οικονόμου κατέχουν λειτουργική θέση στην κοινωνική αγωνία που εκφράζουν οι συνθέσεις. Ενώ θεωρητικά περιορίζουν την αναγνωστική πρόσληψη σε κάτι πολύ συγκεκριμένο σε βάρος της ποιητικής αφαιρετικότητας και τη γενίκευσης, ξεπερνούν την ταυτοτική ιδιότητα (αυτοβιογραφία) και αποκτούν μία πολιτική και ιδεολογική βαρύτητα. Άλλοτε ως λαϊκός χώρος συνάθροισης (καφενείο ή γήπεδο) κι άλλοτε ως ποιητική καταγραφή φτώχειας και επαιτείας σε περιοχές που θεωρούνται ευκατάστατες και γεμάτες κίνηση, στην αναγνωστική πρόσληψη δημιουργεί μία αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, ανάμεσα στον χώρο και την ουσία.
Στην ουσία πρόκειται για μία εντόπια ποιητική που εμβαθύνει στις κοινωνικές οικονομικές συνθήκες της πόλης και αναζητά το αυθεντικό και λαϊκό στοιχείο της, είτε αυτό εντοπίζεται στις Δυτικές συνοικίες είτε σε περιθωριοποιημένους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Έτσι μέσα από τον τόπο, ως σημείο ή περιοχή, ο Γ. Λ. Οικονόμου φωτίζει την αθέατη ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, καθιστώντας τελικά ήρωα την ίδια την πόλη.
.
ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
BOOKPRESS.GR 28/4/2017
Σε αναζήτηση ύφους
Το αχανές σύμπαν της παιδικής ηλικίας και τα νεανικά βιώματα είναι το κοινό σημείο αναφοράς, ο κοινός τόπος της Δρακοντιάς του Κοψαχείλη με τη συλλογή ποιημάτων του Γ.Λ. Οικονόμου που τιτλοφορείται Ένα με τη σκόνη (εκδ. Τύρφη, 2017). Η πρώτη εντύπωση που προκαλείται στον υποψιασμένο αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης των 67 μικροσκοπικών ποιημάτων του θεσσαλονικιού ποιητή, είναι πως αυτά παραπέμπουν ως προς το ύφος και την τεχνική σε δύο σπουδαίους ποιητές μας, στον εδώ και χρόνια ποιητικά παροπλισμένο λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας Ντίνο Χριστιανόπουλο, αλλά και στον εκλιπόντα Χρίστο Λάσκαρη. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώνεται στην πορεία της ανάγνωσης, αφού σε δύο ποιήματα γίνεται αναφορά στα δύο παραπάνω ονόματα, απόδειξη του ότι ο Γ.Λ. Οικονόμου έχει μελετήσει, έχει αφομοιώσει δημιουργικά και έχει καταφανέστατα επηρεαστεί από αυτούς τους ποιητές, έχοντας μάλιστα και το θάρρος να μη μας το κρύβει. Ωστόσο, αν, προσωρινά, ξεπεράσουμε αυτήν την παρατήρηση, κι αν παρακάμψουμε, για λίγο, επιρροές και επιδράσεις, η ποίηση του Γ.Λ. Οικονόμου, μέσα στην απλότητά της, και συγκινεί και γοητεύει. Η παιδική ηλικία, τα παλιά αναγνωστικά, οι γειτονιές, ο πατέρας και η μητέρα, οι παλιοί αστέρες του ποδοσφαίρου που αγωνίζονταν κάποτε «για μια φανέλα», οι σαλοί που περιφέρονταν σαν τα αδέσποτα στους δρόμους, τα όνειρα που δεν δικαιώθηκαν, η μοναξιά και η αμηχανία στο ταχύτατο αλλά παράλληλα αδρανές σήμερα, οι παλιές γκαζιέρες, οι παλιές κασέτες, τα τρανζιστοράκια, ο κύριος Χριστιανόπουλος, όλα, δίχως γλυκερούς συναισθηματισμούς και νοσταλγικές εξιδανικεύσεις, λάμπουν στους στίχους του ποιητή, σαν αστερόσκονη σε αχανείς λειμώνες. Ο Γ. Λ. Οικονόμου γράφει γνήσια, ολιγόστιχη, εξομολογητική, χαμηλόφωνη, ειλικρινή ποίηση. Συνεχίζει την εξομολογητική ποιητική παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης, με κύριο εκπρόσωπό της τον Χριστιανόπουλο για την επιγραμματική και διαυγέστατη αποτύπωση των αισθημάτων και των σκέψεών του, αλλά και παντοτινούς συνοδοιπόρους στο δικό του ύφος τον Λάσκαρη, τον Ριτσώνη, την Μπακονίκα, τον Βασίλη Δημητράκο, τον Νίκο Βασιλάκη κ.ά., μια παράδοση που ανάγεται στον Καβάφη, αλλά και ακόμη μακρύτερα, στη Σαπφώ, στους αρχαίους επιγραμματιστές και στην Παλατινή Ανθολογία. Δείγμα γραφής του Γ. Λ. Οικονόμου, «ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΑΝΕΛΑ» (σελ. 29): Παίζω / με τα χώματα / παίζω με το νερό / παίζω με τον αέρα / με τις μπάλες, τα μολύβια, τα χαρτιά // Μεγαλώνοντας με τον καιρό / παίζω με τις λέξεις // Δεν κυνηγάω τίποτα σπουδαίο / παίζω μ’ ό,τι μπροστά / μου φέρνει η ζωή / παίζω // όπως ο Βασίλης Μποτίνος / όπως ο Μανώλης Ρασούλης / για μια φανέλα…
Παρόλα αυτά, αν κάτι πρέπει να μας προβληματίζει με την περίπτωση του Γ.Λ. Οικονόμου, είναι πως δεν αρκεί να γράφεις μόνο καλά, αποκαλύπτοντας στους αναγνώστες τις επιρροές σου και τις λογοτεχνικές σου αγάπες. Ευρισκόμενος ήδη στην έβδομη λογοτεχνική του απόπειρα και ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια λογοτεχνικής πορείας, θα έπρεπε να καταφέρει να αυτονομηθεί υφολογικά σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ποιητές που θαυμάζει, δίχως αυτό να σημαίνει πως θα πρέπει, σώνει καλά, να αποκοπεί και από τις ποιητικές του ρίζες.
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TOVIVLIO.NET /20.06.2017
Η βραχυλογική “σκόνη” του Γιώργου Λ. Οικονόμου
Έχουμε γράψει και άλλες φορές ότι η ο ποιητής έχει την ευκαιρία να μεταχειριστεί τα πιο απλά υλικά που μπορούν να υπάρξουν: τους φθόγγους/λέξεις και τα συναισθήματα. Αυτά τα απλά υλικά που συνήθως χάνονται μέσα σε βαρύγδουπες εκφράσεις και βερμπαλισμούς, αναδεικνύει και η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Οικονόμου, «ένα με τη σκόνη» (τύρφη, 2017)
Χαρακτηριστικό του ύφους του είναι η βραχυλογία. Στην ολιγόστιχη φόρμα υιοθετεί ένα αποφθεγματικό ύφος με βάση την καθημερινή γλώσσα. Και μέσα σε αυτή τη λιτότητα φόρμας και ύφους, ο Οικονόμου γοητεύει και συγκινεί. Φέρει στην επιφάνεια την παιδική ηλικία και μνήμες μιας εποχής αθωότητας, χωρίς όμως συναισθηματισμούς ή νοσταλγικούς ρομαντισμούς. Με τον ποιητικό του φακό αποτυπώνει στιγμιότυπα και αποκαλύπτει βαθιές σκέψεις.
Με επίκεντρο το ποιητικό εγώ (μία σκέψη) ο ποιητής ταξιδεύει στο χρόνο και τη μνήμη συναντώντας αγαπημένα πρόσωπα (μέσα στις λέξεις, όπως η Πηνελόπη, Άννα, η δίκη, πανοπλία από άμμο, μία συνηθισμένη μέρα). Διόλου τυχαία όλα τα ρήματα αναφέρονται σε παρελθοντική χρονική βαθμίδα συνήθως με εξακολουθητικό ποιον ενέργειας δίνοντας έμφαση και χρονικό βάθος με τη διάρκεια.
Κοινωνικές παραστάσεις (ένα σπίτι κουβαλάω, ένα σημάδι, επιμονή, ο διάδρομος, μόνος) διανθίζουν την αναζήτηση των αγαπημένων. Εικόνες φαινομενικά ανεπιτήδευτες ξεπηδούν αποτελεί τη λιτή έκφρασή του.
Στις πρωτότυπες μεταφορές και παρομοιώσεις του (τα ποιήματά μου, το καρφί, μόνος, ο μπαμπάς μου κι εγώ, έβλεπα, ξημερώνει) ξεχωρίζει το συναισθηματικό βάθος και η αγωνία της απώλειας (το όνειρο, γράμμα στον πατέρα, πανοπλία από άμμο, υπομονή, όλα τα παλιά μαζεύω, η ανάκριση) με την επίκληση της μνήμης του παρελθόντος, κατά το πρότυπο του “ιδιώματος της ιθαγένειας” (όπως η στρουθοκάμηλος, όπως οι κότες, ένα σπίτι κουβαλάω, ήμασταν πλούσιοι, σε αναγνωρίζω αδελφέ μου, το καρφί, σάλος).
Μία λεπτή ειρωνεία διανθίζει την έκφρασή του, η οποία ξεπηδά από το δίπολο του μνημονευόμενου παρελθόντος και του ποιητικού παρόντος και την απώλεια/απουσία. Συνεχείς αντιθέσεις (επιμονή, Αλί Αχμέτ, παράπονο, η αρρώστια, ο διάδρομος, στην Αμοργό, οι πληγές, το τρανζιστοράκι, όλα τα παλιά μαζεύω) ενισχύουν την ειρωνεία με την οποία ενδύει το παρελθόν (τραύμα παλιό, ο χαμένος).
Μιλά για τον θάνατο και τον χωρισμό (τα ποιήματά μου, ίδιος ο πατέρας μου, η κρυψώνα), αλλά δεν παραλείπει να μιλήσει για την αγάπη και τον έρωτα (ωδή στο rock 100, επιμονή) για την ίδια την ποίηση (η σιωπή μας, ωδή στις παλιές κασέτες, Αλί Αχμέτ, σάλος, μάνα, ο χαμένος, για μία φανέλα, στην παραλία, δεν είναι ποιήματα αυτά).
Θα ξεχωρίσουμε όμως εκείνες τις ποιητικές συνθέσεις οι οποίες αναφέρονται σε στενούς χώρους (να προσέχεις) και φυλακές (ξημερώνει, μέσα στις λέξεις) ή σε κελιά (το τρανζιστοράκι) και σε ψυχιατρεία και νοσοκομεία (ο κύριος Χριστιανόπουλος, για ένα χάδι, βαμμένα νύχια) παραπέμποντας με υπονοούμενα σε ψυχικές νόσους ορισμένες φορές (όλο το βράδυ έσκαβα, ο διάδρομος, γράμμα στον πατέρα, παράπονο).
Η ποίησή του Οικονόμου είναι χαμηλόφωνη και εξομολογητικά ειλικρινής. Αν και ορισμένες φορές μοιάζει να υιοθετεί την ολιγόλεκτη φόρμα που καθιέρωσε ο Χριστιανόουλος, θα λέγαμε ότι ο Οικονόμου διαμόρφωσε ένα δικό του προσωπικό ύφος. Σε μία εποχή ανέξοδων ρητορειών και υπερβολικών αναλύσεων, αυτός απαντά με μικροσκοπικά ποιήματα γεμάτα συναίσθημα.
.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ
FRACTAL 29/11/2017
Κριτικά φύλλα (6): Γιώργος Λ. Οικονόμου: Ένα με τη σκόνη, «Εκδόσεις Τύρφη», Θεσσαλονίκη 2017. Ο ταπεινός του κόσμος.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Η προσευχή του ταπεινού»
Α.] Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Λ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ):
Πριν λίγο καιρό, λάβαμε τρία ποιητικά βιβλία του Θεσσαλονικιού ποιητή, Γιώργου Λ. Οικονόμου (γεν. 1960): 1.) Στρωμνίτσης 6, «University Studio Press, Θεσσαλονίκη», Αύγουστος 1991, 2.) Flash Back, Ποιήματα – Επιλογή, «Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου αρ. 66», Παιανία Αττικής, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010, και την εντελώς πρόσφατη συλλογή του, 3.) Ένα με τη σκόνη, «Εκδόσεις Τύρφη», Θεσσαλονίκη 2017. Η σημείωση που συνοδεύει και τις τρεις συλλογές «Προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειες του ιδίου, μας γνωστοποιεί πως κατά το παρελθόν είχαν ήδη προηγηθεί τα εξής βιβλία-αυτοεκδόσεις: α) Prova Generale, ποιήματα-πεζά, 1984, β) Κόντρα, ποιήματα-ημερολόγιο, 1988, γ) Γιος δασκάλας, τραγούδια, 1988 και δ) Prima Vista, ποιήματα – πεζά, 1989, συλλογές που δηλώνουν την τάση του ποιητή να περιχαράξει ποιητικά τον κόσμο του, αφιερώνοντας μέχρις στιγμής το μόνον της ζωής του ταξείδιον,1 στην Ποίηση. Ήδη, από τις σελίδες 5-21 της συλλογής Στρωμνίτσης 6, ο Γ. Οικονόμου ακολουθεί τη σύντομη ρεαλιστική φόρμα, που τον κατατάσσει στον Ποιητικό Κανόνα της «Σχολής Διαγωνίου», που επέβαλε ο αρχισυντάκτης, σπουδαίος ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός και πεζογράφος αρχικά του περιοδικού και μετέπειτα των «Εκδόσεων Διαγώνιος», Ντίνος Χριστιανόπουλος, που κυκλοφόρησε το διάστημα 1958-1983, ένας, ομολογουμένως, εκδοτικός άθλος για την εποχή του, πέρα από τις ποικίλες αντιξοότητες και τα εκδοτικά βάσανα που είχε κατά καιρούς ν’ αντιμετωπίσει.
Β.] Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ «ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ»:
Αξίζει να σημειωθεί πως ο λαγαρός ρεαλισμός στην ποίηση και στην πεζογραφία, ως στίγμα μιας Λογοτεχνικής Σχολής, είναι μια πολύ δύσκολη απόπειρα, αν δεν διαθέτεις ξεχωριστό ταλέντο. Με τη ρεαλιστική φόρμα γραφής εύκολα εκτίθεται ο καλλιτέχνης, ενώ με την ερμητική ποίηση με την ακατάσχετη ροή της στο αυτόματο και το τυχαίο, μπορεί το γραπτό να κρύβει ψέμα κι αδυναμίες – εύκολο καταφύγιο κάθε αδόκιμου καλλιτέχνη, για να μην πω ατάλαντου. Αυτός ο κανόνας ήρθε σε πλήρη αντίθεση με την καθιερωμένη ποίηση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στη χώρα μας, που ευδοκίμησε κι ευδοκιμεί δυστυχώς ακόμη με κύριο χαρακτηριστικό την απόλυτη αμετροέπεια, ειδικά τις σπάνιες λέξεις, (ιδίως τα επίθετα), δανεισμένες καμιά φορά από λεξικό, σε σημείο ο κραυγαλέος εντυπωσιασμός των κειμένων να θυμίζει κάπως τη «Σχολή του Παρνασσισμού»2 αναμεμιγμένη με υπερρεαλιστικά ανεβοκατέβατα και κακόγουστα λεκτικά στοιχεία. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έχοντας επιφανείς συνεργάτες, τον Τσέχο ζωγράφο, ποιητή και πεζογράφο Κάρολο Τσίζεκ3 και τον τυπογράφο Νίκο Νικολαΐδη, και με τον πρωτοπόρο και δάσκαλο της επίπονης επεξεργασίας των ποιημάτων, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μοναδικό κι απέριττο στίγμα λογοτεχνικής έκφρασης, το οποίο ακολούθησαν αρκετοί ικανοί ποιητές και ιδίως πεζογράφοι, ντόπιοι και μη: (Γιώργος Ιωάννου, Νίκος Αλέξης – Ασλάνογλου, Σάκης Παπαδημητρίου, Ηλίας Πετρόπουλος, Τόλης Καζαντζής, Τάσος Καλούτσας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τάκης Μενδράκος, Περικλής Σφυρίδης, Νίκος Καχτίτσης, Κώστας Ριτσώνης,4 Τάσος Κόρφης, Στρατής Δούκας, Γιάννης Σκαρίμπας, Τηλέμαχος Αλαβέρας, Πρόδρομος Μάρκογλου, Μάριος Χάκκας, κ.ά) και είναι λογοτέχνες, αν όχι όλοι, όπως παρεμπιπτόντως θυμόμαστε, όσοι δημοσίευσαν στο περιοδικό Διαγώνιος κατά το πρώτο (1958-1962) και δεύτερο (1962-1969) χρονικό διάστημα της κυκλοφορίας του.
Γ.] ΤΟ ΚΡΙΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ:
[ ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ ] 5 δηλ. [ καταδικάσθηκες για τον ίδιο λόγο ]. Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί ένα εκτενές σχόλιο, που αφορά ένα κατεστημένο γραφής, το οποίο διαιωνίζεται δυστυχώς σε μια χώρα, της οποίας συχνά η πολιτιστική παράδοση ή το καλλιτεχνικό εύρημα-πείραμα νοθεύεται και δολίως υπερεκτιμάται: Μερικοί λογοτέχνες της Σχολής (όπως και ο κύριος δημιουργός της στις τελευταίες ειδικά συλλογές του, γεμάτες ολιγόστιχα ποιήματα-διαπιστώσεις, ή και σύντομα πεζά που φάνταζαν κάπως εκτενή ή σύντομα καλαμπούρια παρέας 6) με τον καιρό παρατράβηξαν και τέντωσαν με το ζόρι τα διδάγματά της, σε σημείο να οδηγηθούν στο άλλο άκρο, αυτό της απλότητας, συνώνυμης της αφελούς ετοιματζίδικης και κοινότοπης φράσης, κάτι που υιοθέτησε κυρίως η πεζογραφία, η οποία κατάντησε να περιγράφει μέχρι σήμερα το «αυτονόητο», με αποτέλεσμα να επιβιώνει με καμάρι μάλιστα (ως αξιοπρόσεκτοι και σημαντικοί τάχα πεζογράφοι), αυτή η μικρή μερίδα των λογοτεχνών, παρ’ όλη τη φτώχεια των θεμάτων, την απλοϊκή έκφραση και την παντελή απουσία επινόησης – ό,τι βλέπουμε να κινείται έξω το καταγράφουμε – αυτός είναι ο κανόνας. Αυτή η ομάδα δεν κατανόησε ποτέ τον ικανό χειρισμό σχημάτων λόγου που αποδεικνύουν ταλέντο, μήτε τη διαφορετική οπτική καταγραφής, τον υπαινιγμό στην αφήγηση, γι’ αυτό και καταθέτουν τα πάντα χύδην και χύμα στον αναγνώστη, λες και ο τελευταίος είναι χαμηλής νοημοσύνης και δεν μπορεί να συνθέσει μόνος του την ιστορία από τις παύσεις του κειμένου. Έτσι, η ανικανότητα καταγραφής μιας σοβαρής λογοτεχνίας, μέσω της οποίας ο γράφων αποκτά συγγραφικό στίγμα και πρόσωπο, οδήγησε αυτή τη μερίδα λογοτεχνών αυτής της Σχολής να εκλάβει την κάκιστη δημοσιογραφία ως λογοτεχνία, με τη διαφορά πως η καλή κι ευπρεπής δημοσιογραφία είναι σαφώς ανώτερη από τα βιβλία αυτού του είδους των λογοτεχνών. Η τραγωδία αυτής της πεπατημένης τεχνικής, που οφείλεται εκτός των άλλων και στην άγνοια ή στην περιφρόνηση σημαντικών βιβλίων της ξένης παραγωγής, οδήγησε πολλούς να θεωρούνται λογοτέχνες, παρ’ όλο που οι φράσεις στα κείμενά τους ήταν κυρίως υποκ + ρήμα + αντικ και άντε κάνας επιρρηματικός προσδιορισμός. Δυστυχώς, στην εποχή της ύφεσης, της παρακμής και της ευκολίας των πάντων, ακόμη και στο επίπεδο της προσφοράς γνώσης-διδασκαλίας των πανεπιστημίων, η ανούσια αυτή λογοτεχνία επιβάλλεται μέχρι στιγμής από πανεπιστημιακούς φίλους των λογοτεχνών αυτών αναγκαστικά στους φοιτητές του ΑΠΘ για εκπόνηση εργασιών, ώστε να καθιερωθούν στη συνείδηση των μεθαυριανών επιστημόνων ως σημαντικοί, αφήνοντας έξω βολής, λόγω μιας επίβουλης και συστηματικής προπαγάνδας σε μυωπικά και αφελή φοιτητικά μάτια, παραγνωρισμένους και σημαντικότατους λογοτέχνες, που προώθησαν τόσο τη γλώσσα όσο και το ήθος της γραφής, και τα έργα τους είναι αναμφίβολα και αδιάσειστα σημεία πολιτιστικής αξίας. Αλλά και η ποίηση είχε ανάλογη τύχη: Γράφτηκαν και γράφονται τολμηρότατα ποιήματα από δημιουργούς συντηρητικούς κι ανέραστους, που, αν και ετεροφυλόφιλοι (sic), συμπεριφέρονται ως ομοφυλόφιλοι και εν δράσει μάλιστα, συνουσιαζόμενοι με τυχαίους διαβάτες σε φτηνά ξενοδοχεία, επειδή πίστευαν και πιστεύουν πως ο Ποιητής της Διαγωνίου, το αποκλειστικό τους πρότυπο, με το να καταθέτουν τέτοια ψεύδη, εξασφαλίζουν εύσημα ποιότητας. Κι αυτό το υποστηρίζουμε από τις συλλογές που λαβαίνουμε κατά καιρούς (και πολλές προς έκδοσιν) ακόμη και σε e-mail, που γέμουν χυδαίων περιγραφών και περιπτύξεων, που γράφονται για να αποδώσουν τάχα την ένταση του πάθους ή τη σπουδή του, λες και η μονομέρεια και η πολύχρονη εμμονή στο θέμα της άγονης σεξουαλικότητας που ξετυλίγεται σε πολλές συλλογές, αποτελεί δείγμα σπουδαίας ποίησης. Βλέπετε, ο Κ. Καβάφης με τον πλούτο των θεμάτων του δεν τους έδειξε καν τον σωστό δρόμο – προτίμησαν τον έρωτα των ξενοδοχείων και των χαμαιτυπείων. Όσοι όμως διαφοροποιήθηκαν και αποσκίρτησαν από πολύ νωρίς (ήδη από την δεκαετία του ’60) κι αποδεσμεύθηκαν από το καταπιεστικό κλίμα της «Σχολής της Διαγωνίου» όπως οι σπουδαίοι λογοτέχνες, Γιώργος Ιωάννου και Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, κατάφεραν να δημιουργήσουν ανεπηρέαστοι σημαντικότατο έργο, αφού ως γνωστόν, ο συντάκτης της Διαγωνίου ακρωτηρίασε επί ετών συστηματικά κάθε πηγαίο αυθορμητισμό ταλέντου, κι ευτυχώς που το ξεχωριστό περιοδικό Τραμ, των Γιώργου Κάτου και Δημήτρη Καλοκύρη, (ο ιδρυτής του) τόσο στο εικαστικό όσο και στο λογοτεχνικό του μέρος (παλιά ξεχώρισαν ο Κοχλίας, και συγχρόνως με την έκδοση της Διαγωνίου, η Νέα Πορεία του σεμνού λογοτέχνη Τηλέμαχου Αλαβέρα), που κυκλοφόρησε στη συμπρωτεύουσα σε δύο περιόδους 1968-1976 και 1976-1979, πάντα το διέκρινε κάποιος αέρας ελευθερίας και λογοτεχνικής διαφοροποίησης, που γονιμοποίησε και εμπλούτισε πεζά και ποιήματα.
Γ.] Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ:
Αν και κατά πολύ νεότερος, ο Γιώργος Λ. Οικονόμου, ήδη από τα ποιήματα της συλλογής Στρωμνίτσης 6, μπορεί κάλλιστα, όπως είπαμε, να χρισθεί ικανός ποιητής της ίδιας Σχολής, ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου τα ποιήματα είναι κυρίως άτιτλα (επτά μονάχα με τίτλους) αλλά σε μερικά από αυτά δόθηκαν τίτλοι και επεξεργάστηκαν, για να ενσωματωθούν στη δεύτερη συλλογή του, Flash Back, όπως αυτό της σελ. 7 που πήρε τίτλο «Λευκά κελιά», (σελ. 3 στο Flash Back), αυτό της σελ. 9 που έλαβε τον τίτλο «Ποίημα έγινα» (σελ. 7 στο Flash Back), και τέλος αυτό της σελ. 21 που απέκτησε τον τίτλο «Έγινα ένα με τη σκόνη», (σελ. 8 στο Flash Back), όπου ο τίτλος και ο στίχος «κι έγινα [ένα με τη σκόνη]», ονομάτισε την τρίτη και πιο ώριμη συλλογή του, που εξέδωσαν φέτος οι νεότευκτες και τόσο καλαίσθητες «Εκδόσεις Τύρφη» της συμπρωτεύουσας. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, Στρωμνίτσης 6, υπάρχουν θαυμάσια ποιήματα ρίμας με την ονομασία «Στιχουργικές απόπειρες», που μπορούν να μελοποιηθούν, αλλά το τρίτο μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται «10.200 σιγαρέτα, Έθνος εξαιρετικά» που ο Γ. Οικονόμου, λόγω ταπεινοσύνης, το ονομάζει «Απόσπασμα πρώτης γραφής» περιέχει μια τόσο συγκλονιστική σκηνή ψυχιατρείου, η οποία θα μπορούσε, αν επεξεργαστεί, να αποτελέσει ένα σπουδαίο διήγημα ή νουβέλα, και θα ήταν ευχής έργον αν υπήρχε περίπτωση να το δούμε δημοσιευμένο. Η ανάγνωση και μόνο της πρώτης συλλογής σχηματίζει ξεκάθαρα τα κύρια θέματα της ποιητικής τέχνης του Γ. Οικονόμου, ενώ στη συλλογή Flash Back (όντως άρτια έκδοση) παγιώνεται για τα καλά η άποψή μας για την ποίηση του Γ. Οικονόμου που είναι: Σπουδή ενός επίμονου εγκλεισμού, τόσο εσωτερικού όσο και εξωτερικού. Δυο ξεχωριστοί κόσμοι παρατηρούνται στο έργο του Γ. Οικονόμου: ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Α΄: εμπειρικός, αναμφίβολα, που έχει όμως διπολική αρχή: αυτή της απομόνωσης σε τοίχους και την ίδια την πάλη της ψυχής που στρέφεται εις εαυτόν. ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Β΄: αποπνέει μοναξιά κι απομάκρυνση από όλα. Μνημονικές εικόνες του παρελθόντος, οικογενειακές και φιλικές είναι μια προσωρινή διέξοδος, που όμως δεν αποβαίνει λυτρωτική. Ωστόσο ο Γ. Οικονόμου, κατακτώντας μια άρτια γλώσσα, καταθέτει κι εδώ θαυμάσια ποιήματα, όπως: «Προς εαυτόν», «Τα κομμάτια μου», «Εργαλεία φυτά και ζώα» (απόσταγμα πόνου), «Τα τσιγάρα», «Λευκά κελιά», «Αδέσποτο», «Το φιλί» (μεγαλειώδες ποίημα), «Ο Μπαμπάς», «Ποίημα έγινα», «Οι λέξεις μου», «Παύλου Μελά και Τσιμισκή», «Μάνα μου» και «Έγινα ένα με τη σκόνη». Η τεχνική που ακολουθεί είναι η γνωστή της τελικής ανατροπής: Το θέμα καταγράφεται-εξελίσσεται στην αρχή, για να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο στο τέλος του ποιήματος, που οδηγεί σε διαπίστωση, υποψία όμως κάθαρσης, στοχεύοντας απευθείας την ψυχή του αναγνώστη.
Δ.] Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ:
Αποτελεί την πλέον ολοκληρωμένη κατάθεσή του Γ. Οικονόμου μαζί με τη συλλογή Flash Back. Το μότο της συλλογής, Από μια χαραμάδα μπήκε / όλο το φως του κόσμου! και πιο κάτω: λέξεις / αναμμένα κεριά / στο εικονοστάσι / της μνήμης, είναι χαρακτηριστικό: Όλα στην τέχνη γίνονται χάριν του φωτός, ακόμη και του προσωρινού φωτός. Ο Γ. Οικονόμου διαθέτει ένα πνευματικό και ποιητικό ένστικτο, πλην όμως του αρέσει να εμμένει σε γνωστά εμπειρικά μονοπάτια. Με μια πρώτη ανάγνωση ο ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Α΄ του Γ. Οικονόμου, ξετυλίγεται με κατεκτημένη γλώσσα στα εξής ποιήματα μοναδικής επινόησης: «Ένα με τη σκόνη», «Οι πληγές μου», «Η δίκη», «Αλί Αχμέτ», «Ένα σημάδι», «Τραύμα παλιό», «Η αρρώστια» (εξαιρετικό), «Τα ποιήματά μου» (εξαιρετικό), «Για ένα χάδι», «Για μια φανέλα», «Δεν είναι ποιήματα αυτά» (η αμφιβολία για την απτή τέχνη του), «Γράμμα στον πατέρα» «Γράμμα στον Κύριο Λεωνίδα», «Πανοπλία από άμμο», «Μάνα», «Μόνος», «Υπομονή», «Όλο το βράδυ έσκαβα», «Στο όνειρο», «Όλα τα παλιά μαζεύω», (μεγαλειώδες), «Από χειμώνα σε χειμώνα», «Όπως οι κότες», «Όπως η στρουθοκάμηλος», «Έβλεπα», «Μέσα στις λέξεις», «Οι πληγές», «Τα συντρίμμια», «Ψυχή μου το εκκρεμές». Ο ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Β΄ του ποιητή αφορά τα εξής ποιήματα: «Gisela», «Ωδή στο Rock 100», (εδώ ο πρώτος στίχος παραπέμπει στο ομώνυμο ποίημα της σελ. 8 του Flash Back), «Μια συνάντηση», «Βαμμένα νύχια», «Επιμονή», «Ο χαμένος», «Μια σκέψη», «Ο διάδρομος», «Στην παραλία», «Μια συνηθισμένη μέρα», «Άννα», «Ο κουρέας», «Όπως στην Πηνελόπη», «Τα ονόματα» (εξαιρετικό), «Ίδιος ο πατέρας μου», «Ο κύριος Χριστιανόπουλος», «Η κρυψώνα», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ», «Να προσέχεις», «Ο μπαμπάς μου κι εγώ», «Το τρανζιστοράκι», «Το καρφί», «Καλοκαίρι στην πόλη», «Όλα τα παλιά μαζεύω», «Σάλος», «Συμπάθεια», «Η διάγνωση», «Η μοναξιά του», «Επίσκεψη», «Σε αναγνωρίζω αδερφέ μου», «Ένα σπίτι κουβαλάω» (εξαιρετικό), «Όπως οι κότες», «Μαζί», «Ξωκλήσι», «Η ανάκριση», «Η σιωπή μας», «Ξημερώνει», «Στην Αμοργό», «Ωδή στις παλιές κασέτες», και «Ήμασταν πλούσιοι» (από τα πιο πετυχημένα της συλλογής).
Ε.] ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ:
Ο κόσμος του Γιώργου Λ. Οικονόμου είναι σπαρακτικός, χωρίς έλεος κι ελπίδα. Περικλείεται από έναν ορίζοντα που ολοένα στενεύει κι εγκλωβίζει. Θα ήταν ανόητο να μιλήσουμε για επηρεασμούς στο έργο του, γιατί η αλήθεια των στίχων του στέκεται πάνω από πρότυπα και επίβουλες αναλύσεις. Σίγουρα, κόσμος μας δεν είναι μόνο απόγνωση και κατάρρευση. Για μερικούς ανθρώπους μπορεί να είναι, αλλά που μαλακώνει όταν διανθίζουν στο έργο τους νοσταλγικές σκηνές της παιδικής κι εφηβικής ζωής, που μεταπλάσσονται στην ποίησή τους, κι έρχονται αντιμέτωπες με το ζοφερό παρόν. Η μητέρα κι ο πατέρας πρωτοστατούν, όπως κι ευκαιριακά οι αγάπες, οι φίλοι, μέχρι και τυχαίοι άνθρωποι. Αν και λείπει η απόλυτη λύτρωση, που θα χαρίσει στον ποιητή την καταφυγή στον εξωτερικό κόσμο, είναι επειδή αυτόν δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί, και, όποτε είναι αποφασισμένος να το κάνει, διοχετεύει στους στίχους του μια δόση ειρωνείας. Τα ποιήματά του μοιάζουν με προσευχές υπό τύπον ερωτήσεως, που αμφιβάλλει αν θα πάρουν απάντηση, έτσι που αντηχούν σε έναν ουρανό σιωπηλό και αχανή. Η ποιητική του μπορεί να είναι της μικρής φόρμας, αλλά υπάρχουν και ποιήματα εκτενή που τον αποζημιώνουν, ώστε να θεωρηθεί κάλλιστα ένας από τους σύγχρονους σημαντικούς δημιουργούς. Ο Γ. Οικονόμου δεν υποκρίνεται. Βιώνει και γράφει, κάπως χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, υπενθυμίζοντάς μας: Γιατί / για ένα χάδι / γράφονται τα ποιήματα / για μια αγκαλιά οι ζωγραφιές, μήτε έχει διαβάσει παλιά ένα βιβλίο ενός ποιητή που τον συγκλόνισε και τον έκανε να γράψει κι αυτός ένα παρόμοιο. Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα το είχαμε επισημάνει, αλλά κι αυτό ένας ποιητής, σαν τον Γ. Οικονόμου με τρία βιβλία θα το είχε ήδη ξεπεράσει. Ο ξεχωριστός του κόσμος και ο κανόνας της γραφής του μετουσιώνονται πετυχημένα σ’ αυτή τη σπουδαία συλλογή, που τόσο φιλότεχνα εξέδωσαν οι «Εκδόσεις Τύρφη», που έχουν έδρα την Θεσσαλονίκη, πρωτότυπες εκδόσεις τις οποίες εκπροσωπούν με αληθινό μεράκι ο ποιητής Κωνσταντίνος Τέλιος και ο ταλαντούχος γραφίστας Απόστολος Ρίζος, οι οποίοι μάλιστα διοργανώνουν τις πιο πλέον πετυχημένες παρουσιάσεις βιβλίων στην αίθουσα-στούντιο Les Yper Yper, στον σκιερό πεζόδρομο της οδού Γεωργίου Σταύρου 4, της συμπρωτεύουσας.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ 3 .11 .2020
Δυό φυλλάδια μέ ποιήματα. Τό ἕνα φυλλάδιο κυκλοφόρησε τό 2010 καί τό ἄλλο τό 2020. Τό πρῶτο εἶναι ὀχτασέλιδο, τό δεύτερο δεκαεξασέλιδο. Τό πρῶτο ἐπιγράφεται Flash back (ἔκδοση Μπιλιέτου), τό δεύτερο 15 νέα ποιήματα (ἔκδοση Μπιλιέτου). Τό Flash back, γενικά, ἔχει ποιήματα μικρότερης ἔκτασης ἀπό ὅτι τά 15 νέα ποιήματα. Ξεκινάει μ᾿ ἕνα πολύ καλό ποίημα πού ἐπιγράφεται «Πρός ἑαυτόν», ἀλλά στή συνέχεια παρουσιάζει ἀρκετά κομμάτια μέ χριστιανοπουλική ἀπόκλιση. Παράδειγμα τό λιγόστιχο «Ἀδέσποτο»: Σάν τά ἀδέσποτα γυρίζω ἀπό τραπέζι σέ τραπέζι κι ὅπου δέν μέ κλοτσήσουν κάθομαι Γιατί κι ἀπό φαΐ περισσότερο τήν παρέα τους ἔχω ἀνάγκη. Δέν πρόκειται γιά μιά καταθλιπτική ἐπίδραση τοῦ Χριστιανόπουλου. Ἄλλωστε ἔχουμε καί ποιήματα, ὅπως τά «Ὁ μπαμπᾶς» καί «Ποίημα ἔγινα», τά ὁποῖα στέκονται δίπλα στό «Πρός ἑαυτόν» ποιοτικά καί δέν ἔχουν χριστιανοπουλό ἄρωμα. Γνώρισμα τοῦ ὀχτάφυλλου εἶναι ἡ καθαρή καί λιτή ἔκφραση. Λίγα μετρημένα λόγια. Τά ποιήματα ἀπό τά 15 νέα ποιήματα εἶναι σαφῶς πιό ὥριμα ἀπό τά προηγούμενα. Ἐδῶ ὁ ποιητής ἔχει βρεῖ τόν δρόμο του καί μοιάζει νά εἶναι σίγουρος γιά τόν ἑαυτό του. Εἶναι εὐδιάκριτη ἡ σχέση του μέ τό ἑκάστοτε ἀντικείμενό του, σχέση αἴσθησης καί ὄχι σχέση λογικῆς -λογικῆς πού εἶναι ἡ πανάκεια τῶν ἀτάλαντων. Εἶναι ἐπίσης εὐδιάκριτο ὅτι τό ἀνιχνευτικό του ὄργανο εἶναι στραμμένο πρός τό ἔδαφος τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς. Τά παραδείγματα εἶναι πολλά, θά παραθέσω ἕνα: Θεία Κατσίνα ἄν ζοῦσες σήμερα θά πίναμε καφέ κι ὕστερα θά γυρίζαμε τό φλυτζάνι νά δοῦμε τά μελλούμενα. Ἄν ζοῦσες σήμερα θά σοῦ ᾿φερνα γλυκό τοῦ κουταλιοῦ καί χαιρετίσματα ἀπό τήν ἀδελφή σου. Ξέρω πέρασες δύσκολα χρόνια κατοχῆς μικρό κορίτσι στά χέρια τῶν Βουλγάρων ἔφαγες ξύλο πολύ καί σοῦ ᾿μεινε ἕνας φόβος «παρακάλα νά πεθάνω Γιῶργο καλέ μου» μά ἐγώ δέ σ᾿ ἄκουγα καί σ᾿ ἄφηνα νά ζήσεις κι ἔρχονταν Ἀπόκριες καί γέμιζες χρώματα καί σ᾿ ἄρεζε ἡ ζωή ὅπως ἀρέσει σ᾿ ὅλα τά παιδιά πού γεμᾶτα ρυτίδες καλπάζουν πάνω στό ξύλινο ἀλογάκι. Αὐτό τό ἔξοχο ποίημα δέν εἶναι μόνο του μέσα στή συλλογή του, τό συνοδεύουν τά ἄλλα μισά τουλάχιστο ἀπό τά ὑπόλοιπα. Ἡ καθαρότητα τοῦ λόγου καί ἡ λιτότητα, πού ἀνάφερα γιά τό ὀχτασέλιδο παραπάνω, δέν λείπουν ἀπό τά 15 νέα ποιήματα. Ὁ Οἰκονόμου καταλήγει στήν ἀκφραστική ἁπλότητα, πού ἔχουν τά ποιήματα αὐτά, μετά ἀπό πολύ κόπο καί ἀφαίρεση. Ἡ προσπάθεια δέν φαίνεται κι αὐτό εἶναι δεῖγμα τῆς προόδου πού ἔχει γίνει. Καμιά σχέση μέ ὑπερρεαλλιστικές ἀερόφουσκες. Ἡ διακριτική παρουσία του στή δημοσιότητα δέν εἶναι ἄσχετη ἀπό τήν ποιότητα τῶν κειμένων του, καθώς ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πνευματικῆς του μέριμνας, ἀλλά καί τοῦ ἤθους του.