Ο Τάσος Σ. Μάντζιος γεννήθηκε στην Πλακωτή Θεσπρωτίας. Είναι καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορες ηλεκτρονικές ιστοσελίδες λογοτεχνικού περιεχομένου. Έχει δυο παιδιά και διαμένει μόνιμα στην Αθήνα.
.
.
ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ (2018)
Στον Στέφανο και την Νεφέλη
ΙΔΡΩΤΑ ΝΑ ΣΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Όπως, παλιός τεχνίτης πέτρας
Ηπειρώτης,
που΄χε μεράκι
και κριτήριο αυστηρό
κι όλο τις λεπτομέρειες
με προσοχή και μ΄επιμέλεια,
δούλευε,
έτσι,
να τις μεταχειρίζεσαι τις λέξεις.
Έτσι να τις διαλέγεις.
Τις λιγομίλητες και τις ξερακιανές.
Εκείνες,
που αγκυλώνουν στην άρθρωση.
Σκαλώνουν, ανάμεσα στα δόντια.
Να ξέρουν από αϋπνίες
κι από κόμπους στον λαιμό
και κρύα δωμάτια.
Να ξέρουν από μοναξιά.
Να κοιτάνε κατάματα.
Κοίταξε,
να τις σέβεσαι τις λέξεις.
Και να τις εμπιστεύεσαι.
Να τις αφήνεις λεύτερες, να σεριανάνε.
Να μυρίζουνε κόσμο.
Και μόχθο.
Ιδρώτα να στάζουν, οι λέξεις.
Ιδρώτα και έξαψη.
Να΄χουνε
στόχο και σκοπό και προορισμό.
Σπίρτο, να΄χουν εντός τους.
Να΄χουν έκρηξη.
Να δίνουνε στο ποίημα
σφυγμό.
Να βάζουνε στους στίχους, μέσα
σπέρμα.
ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΜΟΥ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΝ
Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα,
είπα.
Είναι ολοφάνερη
των οιωνών η ευμένεια.
Θα΄ρθουνε
μέρες τρυφερές.
Μέρες, θα΄ρθουν, εταίρες.
Μέσα στη αγκαλιά τους
ν΄αναπαύομαι.
Στην θαλπωρή και την στοργή τους, μέσα,
να ευφραίνομαι.
Θ΄αλλάξουνε τα πράγματα
είπα
κι οι ουρανοί μου
αγάλλονταν.
Και είπε ο καιρός,
μη σε πλανεύει,
η πρόσκαιρη
των οιωνών ευμένεια.
Σε έωλες, μη δίνεσαι, ελπίδες.
Μέρες, δεν έχει, τρυφερές.
Μέρες, δεν έχει, εταίρες.
Όλα,
τα ίδια
κι απαράλλαχτα.
Να είσαι βέβαιος γι αυτό.
Τίποτα δεν αλλάζει.
Αν δεν τ΄αλλάξεις.
Αν δεν αλλάξεις.
ΑΥΛΙΔΑ
Σε κάποια Αυλίδα,
ενάντιοι άνεμοι
δυσχέρειες έκτακτες
κι εμπόδια των θεών,
όλο θα αναβάλουν
τον απόπλου σου.
Εσύ όμως,
άπραγος μη μείνεις.
Κυρίως,
μην ολισθήσεις σε ικεσίες
προς τους μνησίκακους θεούς
εκλιπαρώντας
εύνοια
και ούριους ανέμους.
Το΄χουν συνήθεια στην χρεία, οι θεοί,
αιματηρά, να απαιτούνε
ανταλλάγματα.
Αθώες Ιφιγένειες ν΄απαιτούνε.
Σε τούτες τις συναλλαγές
μην αφεθείς
κι ενδώσεις.
Έτσι κι αλλιώς
οι διαθέσεις των θεών
πάντα, φριχτά ευμετάβλητες.
Έτσι κι αλλιώς
ο Κάλχας
όλο εμπόδια στους οιωνούς
και δυσκολίες θα βλέπει.
Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.
Μήτε θεούς να καρτεράς,
μητ΄εύνοια
ν΄απαντέχεις.
Κάνε τα όνειρα
πανί
για το ταξίδι σου
και γίνε εσύ
η εύνοια.
Και γίνε,
εσύ
ο ούριος άνεμός σου.
ΚΑΤΙ ΚΑΧΕΚΤΙΚΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
Είναι κάτι τραγούδια,
οξύρρυγχα,
διαπερνούν μεμιάς
την πανοπλία της νύχτας.
Κάτι καχεκτικά απογεύματα,
που σαν κλαράκια σπαν,
στους αληγείς ανέμους.
Κάτι ερωμένες Κυριακές,
πλήρεις
αγκυλωτών βοστρύχων.
Είναι κάτι αγάπες
άχραντες,
άλικες αγκαλιές
που πήγαν πέρα.
Είναι, που εντός μου
ράγισα.
Το βλέμμα, κόντυνε
στις μάταιες προσμονές.
Σπηλιά του Κύκλωπα
ο καιρός
και πλάι μου,
τον Οδυσσέα,
δεν έχω.
ΠΑΡΕ ΜΕ
Ανασηκώθηκε άξαφνα απ΄το κρεβάτι
ο πατέρας,
κοιτώντας το ταβάνι επίμονα
-ένα συγκεκριμένο σημείο του ταβανιού-
πάρε με, είπε
κι ύστερα
πάρε με, ξαναείπε,
πάρε με
και ξανάπεσε
κι άλλο,
δεν είπε τίποτα
Κι ανίσχυρα αμίλητοι, εμείς.
Μονάχα,
αυτή η επίμονη αυθάδεια του ψυγείου
να γουργουρίζει
Κι ήτανε Άνοιξη
κι ο αέρας
τραμπάλιζε απαλά το μπουγαδόσκοινο,
ξεκούρδιστη του καιρού, χορδή
ανόητη ταλάντωση
μπροστά
στο αμετάκλητο
κι ένα δωμάτιο, φτωχικό
φριχτό αντηχείο,
ν΄αναπαράγουν
χρόνια τώρα οι τοίχοι
την απόγνωση
κι όλο να λένε
πάρε με,
πάρε με
κι άλλο,
τίποτα να μην λένε,
μόνο
πάρε με.
Τ΄ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ
Κοιτάς, έξω απ΄τα τείχη.
Και είναι η πεδιάδα,
απ΄τους εχθρούς
ανέλπιστα αδειανή.
Ανέλπιστα αδειανή,
απ΄άκρη, σ΄άκρη.
Κι ύστερα από το ξάφνιασμα,
χαρά
και ευφορία
σε κατακλύζουν.
Χαρά
και ευφορία, μεγάλη.
Και δεν ρωτάς
το τί και πώς.
Δεν εξετάζεις,
προς τί αυτή η εύνοια,
που τόσο γενναιόδωρα
απ΄τους ταλανιστές σου σε απαλλάσσει.
Μόνο,
σε στροβιλίζει
τ΄αλκοολούχο απρόσμενο.
Σε συνεπαίρνει
των ημερών
το εδώδιμο.
Κι αρχίζεις πάλι
να ελπίζεις.
Κι αρχίζεις
να σχεδιάζεις
και να προγραμματίζεις
και να ιεραρχείς προτεραιότητες.
Κι αρχίζεις, πάλι
να ονειρεύεσαι.
Κι αφήνεσαι.
Και δεν ακούς
-μα κι αν ακούς
καμιά δεν δίνεις, σημασία-
τους χτύπους
απ΄τα τελευταία καρφιά,
που βάζουνε
οι Δαναοί
στον Δούρειο Ίππο.
ΑΪΛΑΝ
Σκιά συκής ξηρανθείσης
ο λόγος
ο έωλος.
Κονιορτός
των ημερών η αθωότητα.
Κι όλα, δυσοίωνα
της νύχτας τα ενδεχόμενα.
Όσοι
γονυπετείς του ευτελούς,
του πρόσκαιρου
όσοι, αφιερωμένοι
όπου
ο άργυρος
και ο χρυσός
και ο αδάμαντας
εκεί
και της ζωής τους το μείζον.
Της επιούσιας ηδονής
προσηλωμένοι θηρευτές,
την κραυγαλέα χρεία των καιρών
αντιπαρέρχονται.
Κι ολότελα
αγνοούν
τους οιωνούς
της θάλασσας.
Της θάλασσας,
που
σκοτεινή
και μανιασμένη
ξεβράζει με το δείλι
στα ρηχά
σπασμένα
τα φτερά του Ικάρου.
(Για το μικρό προσφυγόπουλο, που βρέθηκε νεκρό σε παραλία της Τουρκίας. Για όλα τα άλλα ανώνυμα θύματα, που δεν μπόρεσαν να ζήσουν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή)
ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μεγάλωσα.
Κι ακόμα
γράφω ποιήματα.
Κι ούτ΄ένα καλοκαίρι
δεν μπόρεσα.
Μονάχα
στίχους γλυκερούς
ωσάν ημερολόγιο κορασίδος.
Στίχους πικρούς,
σαν νικοτίνη
και σαν απόρριψη
Οι άλλοι
έφυγαν μπροστά.
Βρήκαν
απάγκιο.
Βρήκαν
μιαν αγκαλιά.
Βρήκαν
τους οδοδείκτες
Και μόνο εγώ
ωσάν αλχημιστής
μέσα στη νύχτα,
γραδάρω με τις ώρες
τα οξέα του ποιήματος.
Η ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ
Γυρνάς στο σπίτι.
Και των πραγμάτων,
ίδια
υγρή κι ασάλευτη
η ερημιά.
Οξύρρυγχη αγόρευση
η σιωπή της.
Γυρνάς στο σπίτι
στην ορθοστασία,
αφού
κανένα “καλωσόρισες”
για ν΄ακουμπήσεις
δεν απόμεινε.
Ριψάσπιδα
τα μεγαλόστομα “μαζί”.
Κανένα
πανσέληνο χαμόγελο
Μονάχα
η ραδιουργία της σκόνης.
Κουρτίνες που σταλάζουν
αποδοκιμασία
και νικοτίνη
κι ανένδοτοι λογαριασμοί.
Γυρνάς στο σπίτι
στην έρημο.
ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΤΟΥΣ
Οι Έρωτες που δεν ευδοκίμησαν,
όσοι δεν αξιώθηκαν
Αγάπες
να γίνουν,
γίνονται άνθρωποι.
Χλωμοί.
Σκιές γίνονται.
Καταδικάζονται
στην αιώνια δίψα.
Με τα ενδύματα, πορεύονται
της θλίψης.
Οι Έρωτες
θρηνούν
το ημιτελές τους.
Το παρόν, νηστεύουν.
Τη μέρα, λαθροβιούν.
Όμως,
την νύχτα,
ανοίγουν κρυφά το ψυγείο.
Τσιμπολογάνε
Παρατατικούς και Αορίστους.
Τσιμπολογάνε
ονόματα.
Στιγμές.
Την νύχτα,
κοιτούν με νοσταλγία τον ουρανό.
Νευρικά, καπνίζουν.
Ξαναθυμούνται
τα ουράνια τόξα τους.
Την εποχή της αμβροσίας
ξαναζούν.
Για λίγο
εξαϋλώνονται.
Κι ύστερα,
πριν το λυκαυγές,
πριν του αλέκτορος την έγερση,
σαν σφίξει η ψύχρα,
ξαναγυρνάνε.
Συστέλλονται.
Ρίχνουνε βιαστικά στους ώμους τους
ξανά
το σάρκινό τους ένδυμα.
Τον δεινό Ενεστώτα τους.
Τον χλωμό Μέλλοντά τους.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Ξέψυχος, μάζευε τα ηχεία του
ο τζίτζικας.
Το χελιδόνι
φόρτωνε τις τελευταίες βαλίτσες του.
Δειλές σταγόνες
στραγγισμένου θέρους.
Κι ένα σπουργίτι
μοναχό,
από μακριά κοιτούσε.
Κι είχε στο βλέμμα
ερημιά.
Βαριές είχε
φτερούγες,
του χειμώνα.
ΒΛΕΜΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟ
Κρύψε κάτω από τις φτερούγες σου
του χρόνου την εφόρμηση.
Παύσε
τον εφαψία καιρό.
Την ακηδία των ρείθρων.
Έλα
και γίνε μου
βλέμμα αλληλέγγυο.
Στου ουρανού σου
μύησέ με
το αίθριο.
Στους άτακτούς μου
πλίνθους
σχήμα δώσε.
Της προσδοκίας σου
ασκητής, εγώ.
Αγάπησέ με.
Κράτα
μες στις παλάμες σου
το ισχνό μου τρεμάμενο.
Έλα,
με του χαμόγελού σου
το αΐδιο.
Θρυμμάτισέ μου
την σιωπή.
Την συστολή μου
πυράκτωσε.
ΔΗΜΙΕΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ
Μαζεύονταν
όταν τελείωνε η δουλειά
κι έπιαναν την κουβέντα,
ώρα πολλή,
για τα αθλητικά
και την πολιτική
και την οικονομία.
Και όλο αναλύσεις
βαθυστόχαστες
και όλο
θεωρίες συνωμοσίας.
Κουβέντιαζαν
κι ύψωναν την φωνή
κι ύστερα καταλάγιαζαν
και γέλαγαν
κι έκαναν
πως κίναγαν κάποια στιγμή
να φύγουν
κι όλο γύριζαν,
ολότελα απρόθυμοι
στα σπίτια τους να πάνε.
Παράξενα καράβια,
μεσοπέλαγα,
που δίσταζαν να μπούνε
στο λιμάνι τους.
Ποιος ξέρει
εκεί,
τί δήμιες μοναξιές.
Άραγε,
τί βοριάδες,
στα σπίτια τους
αλύχταγαν.
ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΟ ΥΦΑΝΤΟ
Αν ήταν η δικαιοσύνη σου
αγάπη,
ή ένα χαμόγελο αφημένο στην πόρτα μου
το πρωί,
αν
το αδέκαστό σου
τρυφερότητα ήταν,
αν, λέω
σε κρατούσε ξάγρυπνη
η προσμονή
κάποιου τριξίματός μου
στα σκαλιά σου,
θα φρόντιζες
ν΄αργήσει να τελειώσει
της αντοχής το υφαντό.
Θα σκάλιζες
στην αγκαλιά σου
μια στοργή.
Θα κένταγες
δυο ηλιαχτίδες
αντικρύ
στην πρόγνωση του αυριανού καιρού,
που θα΄ναι
βροχερός
μακριά σου.
ΤΑ ΔΙΨΑΣΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μάζεψε
τα σκόρπια ποιήματα.
Κι ήταν
σαν τα κομμάτια του
να μάζευε.
Τα μάζεψε
κι όλο αγκυλώνονταν
στα δάχτυλα,
από τ΄αγκάθια,
που μοναχά
τα διψασμένα ποιήματα
έχουν.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΛΥΧΝΙΕΣ ΣΒΗΣΘΕΙΣΕΣ
Νύχτα θ’ αποδημήσω!…
Μια νύχτα, ζέοντος υδραργύρου.
Σελήνης, δραπέτιδος…
Με βολ-πλανέ,
ψυχορραγούντος εντόμου,
έξω απ’ αγαπημένα παράθυρα
θα περιπλανηθώ…
Κι έτσι θα εξαϋλωθώ,
στο ασαφές του απείρου.
Θα αποσυντεθώ,
στου πεπερασμένου, το βέβαιον!…
Νύχτα θα είναι…
Η μέρα,
έχει τις μικρές της ελπίδες.
Έχει χειρολαβές.
Η νύχτα,
δεν έχει κουπαστή για να πιαστείς…
Μόνο ανελέητους νόστους.
Δεινούς Εκατόγχειρες.
Λυχνίες, σβησθείσες!…
ΙΔΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ
Έσκαγε ένα πονηρό χαμόγελο,
όταν, σε ευθυμίας στιγμές,
όλο καμάρι, περιέγραφε,
πώς στο σχολείο,
ξεγελούσε τους δασκάλους
κι έτσι,
με άριστα, αποφοίτησε!…
Και πώς, αργότερα,
κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ τον στρατό,
λόγω κάποιας, αστάθειας, λέει!…
Οι έξυπνοι, δεν πάνε στον στρατό!…
Αν ξέρεις τους κατάλληλους ανθρώπους
και με τ’ ανάλογο αντίτιμο,
όλα τα καταφέρνεις, έλεγε…
Μα, εκεί, που πιο πολύ
καμάρωνε,
ήτανε, όταν διηγούνταν,
πώς στη δουλειά του,
τα κατάφερε,
μέσα από τις κομματικές του διασυνδέσεις!…
Γι αυτό, υπάρχουνε τα κόμματα!…
Αν πας με τον σταυρό στο χέρι,
στο τέλος, θα σου μείνει
μονάχα ο σταυρός,
έλεγε
και πνίγονταν στα γέλια!…
Στις σοβαρές του, συζητήσεις,
όμως,
ήταν κάθετος:
Την χώρα κατατρώνε,
η διαφθορά και η αναξιοκρατία
αποφαίνονταν!…
Είναι που όλοι θέλουν να πετύχουνε τα μέγιστα,
μ’ ελάχιστη προσπάθεια!…
Οι νέοι σήμερα, για τίποτα δεν είναι ικανοί!…
Δεν δείχνουν πια, κανέναν ζήλο…
Κανέναν σεβασμό!…
Εμείς, στην εποχή μας,
είχαμε αρχές!…
Εμείς,
έλεγε,
στην ζωή,
είχαμε ,
ιδανικά κι αξίες!…
ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ
Καπνίσαμε, ύστερα,
πολλά,
απανωτά τσιγάρα…
Αμίλητοι. Και χορτασμένοι…
Μέσα στη νηνεμία του ημίφωτος,
θρόιζε απαλά,
ζεστή η ανάσα της!…
Θυμάμαι,
τα δαχτυλίδια του καπνού…
Ανέβαιναν απ’ τα χείλη της,
λικνίζοντας
νωχελικά,
ψηλά, ως το ταβάνι!…
Νωχελικά,
λικνίζοντας, ανέβαιναν…
Μετά,
ήρθαν οι άνεμοι…
Δημοσιεύτηκαν στο Fractal
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
FRACTAL 09/05/2018
Ακριβής δοσολογία
Η φράση “ακριβής δοσολογία” είναι ίσως η μόνη που χαρακτηρίζει την ποιητική του Τάσου Μάντζιου. Είναι μια ποίηση προσεγμένη, χαμηλόφωνη, σεμνή, χωρίς εξάρσεις, χωρίς υπερβολές, χωρίς φθηνούς εντυπωσιασμούς, σαν ψίθυρος εμπιστευτικός κατευθείαν στο αφτί του αναγνώστη. Μια ποίηση που πηγάζει από πολύ βαθιά, για να φέρει στην επιφάνεια σβησμένα χνάρια στη σκόνη του χρόνου. Ο ποιητής σκύβει στη γη και τα εντοπίζει με αγάπη, με νοσταλγία και υπομονή ανεξάντλητη. Καμιά λεπτομέρεια δεν είναι ασήμαντη. Όσα ζήσαμε άφησαν πάνω μας το σημάδι τους και μας ανήκουν ή καλύτερα εμείς ανήκουμε σ` αυτά, γιατί αυτά μας έπλασαν και μας έφεραν ως εδώ. Κι όμως, ο ποιητής δε θρηνεί για τα παλιά. Η πίκρα δίνεται στη σωστή δοσολογία. Δε φτάνει στην απόγνωση. Η νοσταλγία δε φέρνει δάκρυα. Ο ποιητής αποφασίζει να σταθεί με αξιοπρέπεια απέναντι στον χρόνο που κυλά ασταμάτητα. Βηματίζει τηρώντας παντού λεπτές ισορροπίες και τα καταφέρνει σαν τον ακροβάτη που κινείται με χάρη και άνεση πάνω στο σχοινί. Αρχοντική ηρεμία και αξιοπρέπεια παντού κι από κάτω το κενό, ο γκρεμός, η μνήμη. Είναι μια ποίηση που γοητεύει με την πρώτη ανάγνωση.
Τα ποιήματα του Τάσου Μάντζιου δεν είναι λυρικά. Ο ποιητής αποφεύγει τα πολλά στολίδια. Δεν είναι όμως “ξερά” ή “αποστεωμένα”. Είναι “καβαφικά”, χωρίς όμως καθαρό κι άμεσο διδακτισμό ή αρχαιοπρέπεια. Αποπνέουν την πίκρα του Καρυωτάκη, χωρίς όμως απόρριψη της ζωής. Κάθε άλλο! Ο ποιητής αγαπά τη ζωή και τη σέβεται. Είναι ποιήματα λιτά, πολύ προσεγμένα κι ο αναγνώστης νιώθει πως ακόμα κι η πιο απλή -φαινομενικά- σκέψη, είναι ακριβό απόσταγμα βαθιάς φιλοσοφίας. Είναι μια ώριμη ποίηση. Ο ποιητής πριν γράψει την πρώτη του λέξη έχει μελετήσει τον άνθρωπο, έχει σπουδάσει τη ζωή, έχει αναλύσει σε βάθος κάθε του σκέψη και κάθε του συναίσθημα. Συμφωνώ μαζί του όταν λέει πως εργάζεται “σαν αλχημιστής”. Με βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, με σεβασμό στον αναγνώστη, αγγίζει πολύ λεπτές χορδές της ψυχής.
Τα βασικότερα θέματα της ποιητικής συλλογής:
Ο ΧΡΟΝΟΣ:
Ο χρόνος,
μέγας πελταστής
εξακοντίζει,
με ακρίβεια δεινή,
την αιχμηρή του
χλεύη
απάνω
στους ομόκλινους
ριψάσπιδων ζωών,
στους ομοτράπεζους,
ονείρων
μειδισάντων.
Λίγο αργότερα, επανέρχεται στην καταλυτική επίδραση του χρόνου που περνά κι όλα τ` αλλάζει. Ο χρόνος βαστάει καλέμι και σφυρί. Η φθορά είναι αργή, αλλά σταθερή. Τουλάχιστον, μια που βαστάει καλέμι, ίσως πλάσει σαν τον γλύπτη κάτι πιο όμορφο… Δυστυχώς, επώδυνη είναι η κάθε αλλαγή κι ο άνθρωπος μένει να την παρακολουθεί , μη μπορώντας να την εμποδίσει.
Μεγάλοι δρόμοι
με συρρίκνωσαν.
Και σφιχτοχέρα
η πόλη.
Εχθρός οι νύχτες
κι ο καιρός,
αργά με θρυμματίζει,
σκυφτός εκεί,
με το σφυρί
και το καλέμι του.
Και πιο κάτω:
………………………..
Επιθανάτιοι ρόγχοι του χρόνου.
Σπασμένα αγάλματα
και λάσπη.
…………………………
Σπηλιά του Κύκλωπα
ο καιρός
και πλάι μου,
τον Οδυσσέα,
δεν έχω.
Ο άνθρωπος είναι λοιπόν καταδικασμένος να παρατηρεί άπραγος τη ζωή; Είτε έρχεται το καλό, είτε το κακό, ο άνθρωπος είναι αμέτοχος; Όχι, λέει ο ποιητής. Ο άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει. Ακόμα κι αν είναι μάταιη η προσπάθεια:
……………………….
Είμαστε των στιγμών μας
λιθοξόοι.
Αγγειοπλάστες είμαστε
των εύθραυστων ονείρων.
Κάποτε, η γνώση που αποκτήσαμε δεν μας ωφελεί. Κι αν αποκτήσαμε πείρα με τα χρόνια, είναι δώρο άδωρο:
………………………………….
Όσα μας δίδαξαν τα χρόνια,
τα ροκανίζουν οι καιροί.
………………………………….
Ο χρόνος δεν κάνει πιο απαλές τις πληγές. Δεν είναι “ιατρός”. Αντίθετα, έχει τη δύναμη να ξύνει τα παλιά τραύματα και να τα επιδεινώνει.
Ακονίζει ο καιρός
τις αιχμηρότερες απουσίες.
Τα προσφιλή ανεκπλήρωτα,
επίμονος ο χρόνος,
τα οξύνει.
Ο Έρωτας:
Ο Έρωτας, δεν έρχεται να γαληνεύσει την ψυχή του ποιητή. Ίσως γιατί είναι χρόνου παρελθόντος. Συνοδεύεται λοιπόν από οδυνηρές μνήμες, από διαψεύσεις και απογοητεύσεις:
Των εραστών τα “ σ` αγαπώ”,
δε λεν
στ` αλήθεια
“σε αγαπάω”.
………………………………………
Αναίσχυντα διάτρητη είν` η μέρα.
Δεν έχει
ούτ` ένα απάγκιο
για να κουρνιάζουν οι αγκαλιές.
…………………………………………..
Κρατάνε μόνο
μες στις κάθιδρες παλάμες τους,
τις αγκαλιές
που ορκίζονταν
πως είχαν έρθει
για να μείνουν.
………………………………………………
Ύστερα
γυρίζουν την πλάτη.
Ύστερα
φεύγουν.
………………………………………………….
Είναι κάποιες αγάπες
άχραντες,
άλικες αγκαλιές
που πήγαν πέρα.
Είναι, που εντός μου
ράγισα.
Κάποιες φορές η ανάμνηση παλιών απογοητεύσεων μας γεμίζει δισταγμούς και αναβλητικότητα:
αιφνίδιος κι αναίτιος
με κατέβαλλε
ο γόρδιος δισταγμός.
………………………………
Τρεμάμενο του φιλιού το μετέωρο.
Άβουλο,
συνθηκολογημένο χάδι.
Στοχαστικά οπισθέλκουσα
εντός μας
η αναδίπλωση.
Παρελθόντα μνησίκακα
θρυμμάτισαν το εγγύς μας.
………………………………………………..
απομείναμε
κατά το πλήθος των δισταγμών,
τυλιγμένα ειλητάρια.
Κυρτοί,
ανέστιοι νόστοι.
………………………………………………………….
Ο έρωτας εξιδανικεύεται σε κάποια σημεία. Υμνείται η ομορφιά:
εύθραυστο αγγείο, ερυθρόμορφο.
Αέτωμα αρχαίου ναού
το ενεπιτήδευτό της.
Στα χείλη της
η Αφροδίτη επαίρονταν
στα μάτια της
οι θάλασσες ωχριούσαν.
………………………………………………
Συχνότερα όμως ο έρωτας είναι πλάνη:
Μικρό δρομάκι
του λυγμού.
Των σπασμένων φτερών μου.
Της γλυκύτατης πλάνης.
………………………………………………….
Ριψάσπιδα
τα μεγαλόστομα “μαζί”
………………………………………….
Έβρεχε
καρατομημένες ελπίδες.
……………………………………………..
Φεύγοντας,
μαζί μου, έτρεμε
το “ σ` αγαπώ”
ανίσχυρο.
……………………………………….
Ο ποιητής πορεύεται αναζητώντας “την σπάνια κι αειθαλή αγκαλιά, την πακτωλή κι απύθμενη με τους γαλάζιους όρθρους”. Αναζητά την βαθιά επικοινωνία, την ταύτιση. Δεν αρκείται στους εφήμερους έρωτες. Δεν αρκείται στο “ημιτελές τους”. Οι έρωτες όμως δεν ευδοκιμούν εύκολα. “Τη μέρα λαθροβιούν” ενώ στο σκοτάδι της νύχτας “ανοίγουν κρυφά το ψυγείο/ τσιμπολογάνε/Παρατατικούς και Αορίστους”, γιατί τρέφονται μόνο με αναμνήσεις.
Μοναξιά-Διάψευση ελπίδων
Η ποίηση του Τάσου Μάντζιου δεν είναι αισιόδοξη, παρά τα μικρά παράθυρα που βρήκα ανοιχτά στο φως της ζωής. Τα περισσότερα δείχνουν κλειστά. Η νύχτα ασκεί πάνω του μια ιδιαίτερη γοητεία, παρόλο που περιγράφεται σκληρή κι ανελέητη:
Η νύχτα μεγεθύνει.
Ραδιουργεί.
Εστιάζει
στο μαλακό υπογάστριο.
Πλαστογραφεί στοιχεία,
εκφωνεί κατηγορητήρια,
φιμώνει
την όποια απολογία.
Στόχος,
η ομολογία.
Η συντριβή.
……………………………………………….
Πουλάκι η νύχτα μου,
μικρό,
στα ξόβεργα της μνήμης
σπαρταράει.
………………………………………………
Η νύχτα εχθρεύεται φρικτά τους ασυντρόφευτους.
Σέρνει μαζί της
γραφές σφηνοειδείς.
Λίστες μακροσκελείς
απολεσθέντων.
……………………………………………………..
Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά τη φύση του ανθρώπου. Μιλάει για τη μοναξιά και την επίδρασή της στην ψυχή. Η μοναξιά γίνεται κάποιες φορές φόβητρο, εχθρός που δεν πολεμιέται. Στις σελίδες 32 και 51 βρίσκονται δύο ποιήματα που κατά τη γνώμη μου αλληλοσυμπληρώνονται. Και τα δύο, (“Η ραδιουργία της σκόνης” και οι “Δήμιες μοναξιές”), μου έφεραν στο νου το ποίημα του Κώστα Μόντη, “Νύχτες”. Το σπίτι είναι σιωπηλό, σκοτεινό κι η μοναξιά που καραδοκεί μετατρέπεται στον φοβερότερο εχθρό. Με τι καρδιά να επιστρέψει κανείς στο σπίτι, αν ξέρει πως η μοναξιά τον περιμένει και σε λίγο θα πέσει στα χέρια της; Οι έγνοιες είναι αδυσώπητες, όταν είναι κανείς μόνος. Παραθέτω δεξιά το ποίημα του Κώστα Μόντη και αριστερά αποσπάσματα των δύο παραπάνω ποιημάτων του Τάσου Μάντζιου.
(Από το ποίημα “Η ραδιουργία της σκόνης”)
……………………………..
Μονάχα
η ραδιουργία της σκόνης.
Κουρτίνες που σταλάζουν
αποδοκιμασία
και νικοτίνη
κι ανένδοτοι λογαριασμοί.
Γυρνάς στο σπίτι.
Στην έρημο.
………………………………………….
(Από το ποίημα “Δήμιες Μοναξιές)
……………
Κουβέντιαζαν
κι ύψωναν την φωνή
κι ύστερα
καταλάγιαζαν
και γέλαγαν
κι έκαναν
πως κίναγαν να φύγουν
κι όλο γύριζαν,
ολότελα απρόθυμοι
στα σπίτια τους να πάνε
………………….
ποιος ξέρει
εκεί,
τι δήμιες μοναξιές.
Άραγε, τι βοριάδες,
στα σπίτια τους
αλύχταγαν.
Κώστας Μόντης
Νύχτες
Απο τη Συλλογη “Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής” (Λευκωσία 1954).
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
Ο ποιητής σε κάποια σημεία μιλάει με ένταση, ενοχλημένος από την “αλλοτινή εγκαρδιότητα”, την “χειροπιαστή φαυλότητα”, την “έκδηλη πεζότητα”, την “καθημερινή ασημαντότητα” και την “εξόφθαλμη ρηχότητα”. Αλλού όμως, με χαρά κι όρεξη για ζωή, με αισιοδοξία και δύναμη συμβουλεύει:
…………..
Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.
Μήτε Θεούς να καρτεράς,
μήτ` εύνοια
ν` απαντέχεις.
Κάνε τα όνειρα
πανί
για το ταξίδι σου
και γίνε εσύ
η εύνοια.
Και γίνε,
εσύ
ο ούριος άνεμός σου.
Κράτησα το καλύτερο για το τέλος! Το ποίημα “ Τ` αλκοολούχο απρόσμενο”.
Τ` αλκοολούχο απρόσμενο
Κοιτάς έξω απ` τα τείχη.
Και είναι η πεδιάδα,
απ` τους εχθρούς
ανέλπιστα αδειανή.
Ανέλπιστα αδειανή,
απ` άκρη σ` άκρη.
Κι ύστερα από το ξάφνιασμα
χαρά
και ευφορία
σε κατακλύζουν.
Χαρά και ευφορία μεγάλη.
Και δεν ρωτάς
το τι και πώς.
Δεν εξετάζεις,
προς τι αυτή η εύνοια,
που τόσο γενναιόδωρα
απ` τους ταλανιστές σου σε απαλλάσσει.
Μόνο
σε στροβιλίζει
τ` αλκοολούχο απρόσμενο.
Σε συνεπαίρνει
των ημερών
το εδώδιμο.
Κι αρχίζεις πάλι
να ελπίζεις.
Κι αρχίζεις
να σχεδιάζεις
και να προγραμματίζεις
και να ιεραρχείς προτεραιότητες.
Κι αρχίζεις πάλι
να ονειρεύεσαι.
Κι αφήνεσαι.
Και δεν ακούς
– μα κι αν ακούς
καμιά δε δίνεις, σημασία-
τους χτύπους
απ` τα τελευταία καρφιά,
που βάζουνε
οι Δαναοί
στον Δούρειο Ίππο.
Αυτό το ποίημα, είχα τη χαρά να το ακούσω από το στόμα του ίδιου του ποιητή στους 32ους Δελφικούς αγώνες ποίησης, τον Ιούνιο του 2017, όταν ο ποιητής Τάσος Μάντζιος κι εγώ ισοβαθμήσαμε και μοιραστήκαμε το Α΄ Πανελλήνιο Βραβείο. Αν τέτοιας ποιότητας ποιήματα περιέχονται στο πρώτο του βιβλίο, θα περιμένω με πολύ ενδιαφέρον την ακόμα πιο εντυπωσιακή του συνέχεια. Τελικά, οξέα δε βρήκα στα ποιήματά του, παρά τον τίτλο που διάλεξε να δώσει. Καλή συνέχεια, φίλε ποιητή!
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 02/05/2018
Τα κομμάτια της ποίησης
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάζεις την πρώτη ποιητική συλλογή ενός ποιητή που ως τώρα εμφανιζόταν μόνο με περιστασιακές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε διάφορα περιοδικά, και που, αν και είχε στο ενεργητικό του βραβεύσεις σε διαγωνισμούς ποίησης, δεν είχε τολμήσει μια προσωπική έκθεση του λόγου του με τη μορφή έκδοσης, παρά μόνον συμμετέχοντας σε συλλογικά εγχειρήματα. Ο Τάσος Μάντζιος προτείνει, λοιπόν, για ανάγνωση τα «Οξέα του Ποιήματος», μια συλλογή με πενήντα ποιήματα, επιλεγμένα ώστε, όπως γίνεται αντιληπτό, να συστεγαστούν με θεματική συνάφεια. Αυτό το τελευταίο είναι άξιο λόγου, καθώς συχνά συναντάμε ποιητικές συλλογές, στις οποίες τα ποιήματα για πρώτη φορά αγγίζει το ένα το άλλο μέσα στο τυπωμένο βιβλίο χωρίς να έχουν μεταξύ τους καμία σχέση.
Μια ποιητική φωνή πολύ διακριτή αυτή του Τάσου Μάντζιου. Τον παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια, πιστεύω ότι ήδη είναι αναγνωρίσιμη η γραφή του, έχει τη δυναμική μέσα της να ξεχωρίσει όχι μόνο με την επιλογή των θεμάτων του αλλά και με τη λιτότητα του ύφους και το νόημα που περικλείεται στο ελάχιστο των λέξεων.
[…]
κάποτε
μέσα στην οιμωγή των λεωφόρων,
καθώς θα σκύβεις
για να δέσεις τα κορδόνια σου,
θα βρεις
-έτσι απρόσμενα-
τον Μίτο,
θα βρεις
-έτσι αναπάντεχα-
το Νόημα.
Εδώ, μέσα σ’ αυτές τις λιγοστές (εύστοχες όμως) λέξεις ο Μάντζιος καταφέρει να δώσει ταυτόχρονα το νόημα της ζωής – με την προσοχή στραμμένη στα ασήμαντα για τους πολλούς, ωστόσο έμπλεα σημασίας μικρά πολύτιμα των στιγμών – αλλά και το νόημα της γραφής (ως απότοκο της οπτικής γύρω από τη ζωή), που την αξία της την εδράζει στην πύκνωση του λόγου και όχι στην συσσώρευση πολλών περιττών στοιχείων. Ενδιαφέρουσα η αποφυγή της συνήθους παγίδας (που κρύβει μέσα της μια ευκολία) -ιδιαίτερα σε νέους ποιητές- να φορτώσει τον λόγο του με περιττά κοσμήματα των λέξεων (ανούσια εντελώς στην πρόσληψη του ποιητικού στόχου) αλλά και με εικόνες πολυσύνθετες και ασαφείς. Άλλωστε ο Μάντζιος δεν αγωνιά να τα πει όλα μεμιάς, ξέρει να περιμένει, με τη γνώση πως συχνά το ελάχιστο μπορεί να είναι και σημαντικό. Αν κάποιος βλέποντας τον λιτό τρόπο εκφοράς του λόγου πιστεύει πως συνιστά μια εύκολη γραφή, ας γνωρίζει πως δύσκολο είναι να αδειάσεις τον στίχο σου από τα περιττά στολίδια (εντυπωσιακά ίσως για τους μη γνωρίζοντες) και να αφήσεις τον ουσιαστικό πυρήνα να μιλήσει κατ’ ευθείαν και να βρει τον στόχο του.
Στα ποιήματα του Μάντζιου συμπυκνώνεται εμπειρία ζωής -η ποίηση είναι πάντοτε προσωπική κατάθεση- ταυτόχρονα όμως εμπεριέχει ένα ισχυρό απόθεμα συλλογικής μνήμης, γεγονός που προσδίδει στην ποίησή του την ικανότητα επικοινωνίας με τον αποδέκτη, που πλέον απρόσκοπτα κοινωνεί τους κοινούς τόπους. Έτσι, θα συναντήσουμε αρχαία μοτίβα, πρόσωπα και εικόνες από την τραγική ποίηση και τη μυθολογία αλλά και θρησκευτικές εικόνες να συνυπάρχουν με τον συμβολισμό τους με εικόνες από τη σκληρή πραγματικότητα μιας πατρίδας σε διάλυση. Η ποίηση μπορεί να αποδώσει όλο το τοπίο με έναν απλό υπαινικτικό λόγο, που πολλαπλασιάζει τα σημαινόμενα του σημαίνοντος. Μια Ιφιγένεια σύμβολο θυσίας, μια Αυλίδα τραγικό σκηνικό, όπου δεν λέει να φυσήξει ο άνεμος, να πάρουν αέρα τα πανιά, να φύγουν τα πλοία, να πάνε στην Τροία, να γίνει ο πόλεμος, να γυρίσει κάποτε ο περιπλανώμενος Οδυσσέας στην πατρίδα, για να γράψει κάποτε ο αρχαίος ποιητάρης Όμηρος τα δικά του τραγούδια.
Σε κάποια Αυλίδα
ενάντιοι άνεμοι
δυσχέρειες έκτακτες
κι εμπόδια των θεών
όλο θα αναβάλλουν
τον απόπλου σου.
[…]
Θα δούμε, όμως, και τον Ιησού με τους μαθητές του, που τους νόμιζε δικούς του αλλά την κρίσιμη στιγμή ήταν μόνος.
[…]
Κούνησε το κεφάλι αργά
και μονολόγησεν ο Ιησούς.
“Τους πίστεψα δικούς μου
κι ήταν μονάχα,
απλώς μαζί μου”
Αγαπά τους συμβολισμούς η ποίηση, κι έτσι μπορεί να δώσει με την κατάλληλη λέξη το ένα μισό του συμβόλου, προκειμένου ο αναγνώστης με την ερμηνεία του πατώντας στον κοινό τόπο του νοήματος να συμπληρώσει με το δικό του συμβαλλόμενο μέρος. Μέσα από τέτοιες επιλογές ο Μάντζιος μπορεί και αγγίζει τη σημερινή πραγματικότητα (το άλλο κομμάτι της ποιητικής του θεματικής) με τον τρόπο που η ποίηση γνωρίζει. Απομονώνει από τη συνολική εικόνα το μικρό και ουσιώδες και το αποδίδει με όλο του το βάθος, αναδυόμενο μέσα από τη μεταφορικότητα.
Συμβιβασμένη πόλη
σταλάζει
επομένη αλώσεως
Τόσα πολλά
αποκαμωμένα
“ενοικιάζεται”
Τόσα χαρτιά
κολλημένα στους τοίχους
με αγγελίες
θανάτου
Και ούτε ένα
γέννησης.
Η μοναξιά θα μπορούσε να οριστεί ως φόντο σχεδόν όλων των ποιημάτων του Μάντζιου. Είτε αυτή αφορά την προσωπική του κατάσταση είτε αφορά μοναχικές απομονώσεις άλλων προσώπων, μυθολογικών ή θρησκευτικών, που πάλι έχουν με τον έμμεσο συμβολικό τρόπο την απεύθυνση στον ίδιο. Πιστεύω πως μέσα από το μοναχικό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο βρίσκει έναν ασφαλή δρόμο για τον αναγνώστη του, που μέσα από την ερμηνεία των ποιημάτων του Μάντζιου ανιχνεύει τα δικά του αδιέξοδα (προσωπικά ή κοινωνικά).
Η νύχτα εχθρεύεται φριχτά τους ασυντρόφευτους.
Σέρνει μαζί της γραφές σφηνοειδείς,
λίστες μακροσκελείς απολεσθέντων.
Δικογραφίες πανάρχαιες.
Η νύχτα μεγεθύνει.
Ραδιουργεί.
Κατά τόπους παρεισφρέουν στα ποιήματα αυτοαναφορικές εκτιμήσεις για την ίδια την ουσία της ποίησης, το μάταιο ίσως της προσφοράς της, την ανασφάλεια διοχέτευσης των νοημάτων της στους άλλους. Δεν είναι μόνον μια αναμενόμενη σεμνότητα από ένα πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή. Περισσότερο εκτιμώ πως πρόκειται για μια εισχώρηση στα βαθύτερα και πλέον μοναχικά μονοπάτια του ποιητικού λόγου, αυτά που οι έμπειροι και οι καλοί ποιητές γνωρίζουν. Το ποίημα που στεγάζει όλα τα υπόλοιπα κάτω από τον τίτλο της συλλογής Τα οξέα του ποιήματος μιλά με τον πλέον εύγλωττο τρόπο:
Μεγάλωσα.
Κι ακόμα
γράφω ποιήματα.
Κι ούτε ένα καλοκαίρι
δεν μπόρεσα.
Μονάχα
στίχους γλυκερούς
ωσάν ημερολόγιο κορασίδος.
Στίχους πικρούς
σαν νικοτίνη
και σαν απόρριψη.
Οι άλλοι
έφυγαν μπροστά.
Βρήκαν
απάγκιο.
Βρήκαν
μιαν αγκαλιά.
Βρήκαν
τους οδοδείκτες
Και μόνο εγώ,
ωσάν αλχημιστής
μέσα στη νύχτα,
γραδάρω με τις ώρες
τα οξέα του ποιήματος.
Η μοναξιά της δημιουργίας, ο ρόλος του ποιητή, η ευθύνη που σηκώνει στους ώμους του το ποίημα, ο μόχθος για να δοθεί έμπλεο νοήματος μέσα στην υποδειγματική του συντομία.
Το ποιητικό υποκείμενο εναλλάσσει τα πρόσωπά του ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο ενικό, χωρίς να αφήνει καμία αμφιβολία για το ταυτόσημο των δύο, έτσι όπως έχει πολλές φορές απαντηθεί στην ποίηση. Το πρώτο πρόσωπο σε μια απευθείας έκθεση του εαυτού, το δεύτερο να συνομιλεί με φανταστικό ακροατή, στην ουσία όμως να απευθύνει εσωτερικό λόγο προς εαυτόν. Ο ποιητής μιλά στον εαυτό του σαν σε καθρέφτη, ωστόσο αυτό το δεύτερο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ανοίγει δίοδο επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Κατά την καβαφική χρήση αυτού του δευτέρου προσώπου, που φυσικά καμία έννοια διδακτισμού δεν εμπεριέχει ή μη μόνον για τον ίδιο τον ποιητή τελικά.
Γυρνάς στο σπίτι.
Και των πραγμάτων ίδια
υγρή κι ασάλευτη η ερημιά.
Οξύρρυγχη αγόρευση
η σιωπή της.
[…]
Η αξία ενός ποιητή μετριέται με τη σαφήνεια της πρότασής του, με τον σεβασμό στο λογοτεχνικό είδος, με τη σοβαρή θεματική του, με την ειλικρίνεια απέναντι στον αναγνώστη/αποδέκτη του. Ο Τάσος Μάντζιος αποδεικνύει ότι ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω. Ευθύβολος, αυθεντικός ο λόγος του, με τη σοφία της περιεκτικής λιτότητας και την ευστοχία της θεματικής του. Και όλα αυτά με την πρώτη του ποιητική συλλογή.
Μάζεψε τα σκόρπια ποιήματα.
Κι ήταν σαν τα κομμάτια του να μάζευε.
Μέσα σε δύο μόνο στίχους έδωσε την ουσία της ποιητικής δημιουργίας. Με τα ποιήματα να σκορπίζονται πλέον μακριά απ’ αυτόν αποκομμένα από τη θνητή τους αφορμή που τα γέννησε για να συναντήσουν τις πιθανές άλλες αφορμές, της ανάγνωσης. Και ταυτόχρονα να γίνεται κομμάτια ο ίδιος για να γραφεί το ποίημα. Μα, μήπως γράφεται αλλιώς η καλή ποίηση;
.
ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ
FRACTAL 02/05/2018
Λιγομίλητες και ξερακιανές οι λέξεις
Όπως, παλιός τεχνίτης πέτρας
Ηπειρώτης,
που ‘χε μεράκι
και κριτήριο αυστηρό
κι όλο τις λεπτομέρειες
με προσοχή και μ΄ επιμέλεια,
δούλευε,
έτσι,
να τις μεταχειρίζεσαι τις λέξεις.
Έτσι να τις διαλέγεις….
Με τους στίχους αυτούς ανοίγει αυλαία ο Τάσος Μάντζιος, συστήνεται και συστήνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα οξέα του ποιήματος». Δίνει με ακρίβεια κατευθείαν το στίγμα του. Είμαι τεχνίτης, δηλώνει. Και πράγματι πρόκειται για ένα τεχνίτη που με εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο διαλέγει προσεχτικά την κάθε λέξη, γιατί, όπως λέει η Μαρία Λαϊνά σε μια συνέντευξη «η ποίηση είναι μόνο γλώσσα, ούτε ιδέες ούτε συναίσθημα· η ποίηση είναι γλώσσα, τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσα κενά».
Οι λέξεις του ποιητή είναι «λιγομίλητες και ξερακιανές», γράφει ο ίδιος, τις μεταχειρίζεται με σεβασμό και φειδώ, σχεδόν με ιερότητα, τις λαξεύει με ευλάβεια και τις τοποθετεί επιδέξια για να χτίσει. Και χτίζει με τον τρόπο του και μαστοριά μεγάλη μια ποίηση ελλειπτική και μινιμαλιστική. «…Είμαστε των στιγμών μας/λιθοξόοι».
Τίποτα δεν περισσεύει, ούτε ένα άρθρο, ούτε μια πετρούλα, δεν εξέχει από το οικοδόμημά του. Χειρίζεται και ελέγχει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Με φράσεις κοφτές επιδιώκει ακρίβεια, ευστοχία και στο τέλος έκπληξη. Η παιδεία και τα βιώματα είναι το έρμα του λογοτέχνη. Οι επιρροές του Τάσου Μάντζιου από τις Γραφές είναι εμφανείς «…Οι κήποι φρύγανα,/ κυρά. /Χάμω σπασμένα,/ τα ωσαννά./ Και τ’ αλληλούια» ή «…Αψηλάφητοι/ την ήλων οι τύποι…», επίσης ακούγεται διακριτικά, σαν μουσική υπόκρουση, η φωνή του Καβάφη «…Κι αρχίζεις πάλι/να σχεδιάζεις/και να προγραμματίζεις/και να ιεραρχείς προτεραιότητες./Κι αρχίζεις πάλι/να ονειρεύεσαι./Κι αφήνεσαι./Και δεν ακούς/-μα κι αν ακούς/καμμιά δε δίνεις σημασία..». Επίσης ο ποιητής συχνά ανατρέχει και στη Μυθολογία ή σε πρόσωπα από αρχαίους τραγικούς, κάνοντας τη δική του ανάγνωση με το φακό του σήμερα. Αποδομεί και αναδομεί γνωστές μορφές. Γράφει στο ποίημα «Αυλίδα»
…..
Έτσι κι αλλιώς
οι διαθέσεις των θεών
πάντα, φριχτά ευμετάβλητες.
Έτσι κι αλλιώς
ο Κάλχας
όλο εμπόδια στους οιωνούς
και δυσκολίες θα βλέπει.
Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.
Μήτε θεούς να καρτεράς,
μητ΄ εύνοια
ν΄ απαντέχεις.
…..
Η ποίηση του Τάσου Μάντζιου δεν κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κινείται μεταξύ πραγματικότητας και πραγματικότητας, για την ακρίβεια κινείται στις ρωγμές της πραγματικότητας, απ’ όπου και αντλεί εικόνες και μεταφορές αναπάντεχες. «….πάντα ελπίζεις/πως κάποτε,/μέσα στην οιμωγή/των λεωφόρων,/καθώς θα σκύβεις/για να δέσεις τα κορδόνια σου,/θα βρεις/έτσι απρόσμενα/το Μίτο,/θα βρεις/έτσι αναπάντεχα/το Νόημα…».
Ο ποιητής έχει μια βαθιά κρυμμένη τρυφερότητα και πόνο δυσδιάκριτο πίσω από τις γραμμές. Ίσως γιατί, ως άντρας παλαιάς κοπής με καταγωγή Ηπειρώτικη, δεν επιτρέπει στον εαυτό του τον καλλωπισμό, απορροφά τους κραδασμούς του πόνου και δεν αφήνεται σε πολυτέλειες σαλονιού. «…Δεν έχει /ούτ΄ ένα απάγκιο/για να κουρνιάζουν οι αγκαλιές…» γράφει, ή λίγο παρακάτω «…Είναι, που εντός μου/ράγισα» ή γιατί «τον έφθειραν/οι χρεωκοπημένες Κυριακές…».
Έχει βρασμό, μα είναι τόσο εσωτερικός, σχεδόν άηχος. Εξωτερικεύεται με λέξεις στεγνές από δάκρυα, γι’ αυτό και τόσο δυνατές. Δεν βοά, δεν θορυβεί για να μπορέσουμε εμείς να ακούσουμε τη σιωπή. Και για να το καταφέρει αυτό γραδάρει, μετράει δηλαδή, την πυκνότητα όπως μας αποκαλύπτει στο ποίημα το ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής:
…Και μόνο εγώ
ωσάν αλχημιστής
μέσα στη νύχτα,
γραδάρω με τις ώρες
τα οξέα του ποιήματος.
Αγγίζει διαχρονικά υπαρξιακά θέματα. Συνδιαλέγεται με τον απέναντι, παρατηρεί, διεισδύει εντός και ταυτόχρονα διαπερνάται από κείνον, σαν δυο τεμνόμενες ευθείες. Ακούγεται ένας διάλογος ανάμεσα στον άλλο και στη δική του εσωτερική φωνή συνείδησης. Προσπαθεί να αποκομίσει ένα συμπέρασμα. Υπάρχει ένας στοχασμός που βρίσκεται πέραν του φιλοσοφικού. Αναζητά μια αλήθεια που συνεχώς γλιστράει και του ξεφεύγει. Είναι η δραματική φωνή ενός ανθρώπου που τελικά αναζητά την ύπαρξη του. Γράφει στο ποίημα Η θλίψη του Δία
Την ευτυχία των θνητών, μακάρισεν ο Δίας.
Της άγνοιάς τους
το προνόμιο.
Των γεγονότων τη ροή μονάχα
αντιλαμβάνονται.
Για τα μελλούμενα, γνώση δεν έχουν.
Την ολοκληρωμένη εικόνα
δεν μπορούν να δουν.
Της λιγοστής χαράς τους
τις στιγμές,
αιώνιες τις φαντάζονται.
Βασίζουν την ζωή τους
στης ζωής το αβάσιμο.
Τις ανελέητες Μοίρες
δεν γνωρίζουν.
Τις ανελέητες Μοίρες
και τις αποφάσεις τους….
Όλα τα ποιήματα είναι θραύσματα ζωής. Υπάρχει κάτι κρυφό που ταυτόχρονα είναι ιερό και ανίερο. Αναζητά στο φαινομενικά ασήμαντο το πολύ σημαντικό. Εστιάζει στο επουσιώδες, στο ελάχιστο. Διαφαίνεται μια απόχρωση ειρωνική λεπτή και οδυνηρή. Από το ταπεινό πηγάζει μια ποιότητα. Σημασία έχουν αυτά που δε λέγονται και μένουν στη σκιά. Ο έρωτας δεν κραυγάζει, δεν είναι σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο είναι η απουσία του έρωτα, ίσως γιατί ο έρωτας υπάρχει στην απουσία του και συνυπάρχει με τον πόνο «έβρεχε/ καρατομημένες ελπίδες./Φεύγοντας/μαζί μου, έτρεμε/το ‘σ’ αγαπώ’/ανίσχυρο». Συχνά το περιβάλλον είναι ο χαρακτήρας στον οποίο προβάλλει συναισθήματα, όπως στο ποίημα Το Δρομάκι
Ήταν μικρό
των συναντήσεών μας
το δρομάκι.
Πάροδος.
Είχε μια απότομη στροφή ,δεξιά
ένα τεράστιο “no parking”
όπου με περίμενε
ένα περίπτερο
συνήθως κλειστό…
Απεχθάνεται το μελό. Ο λυρισμός του είναι υλικός, έχει σωματικότητα.
…Έβρεχε,
είχε ποδοπατήσει την φωνή μου.
Ψάχνοντας για ταξί,
φεύγοντας,
επισήμανα
την επαιτεία των χειλιών….
Αν και σπάνια γίνεται αυτοαναφορικός έχει μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή όταν μιλά σε πρώτο πρόσωπο το ποιητικό «εγώ». Μιλάει χαμηλόφωνα, σταθερά, δίχως ακκισμούς, και εξομολογητικά.
…Όλες μου
οι μεγάλες οι συγνώμες,
όλες
ασθμαίνουσες.
Οικτρά ,αργοπορημένες.
Ολότελα ,άκαιρες.
Κατάκοπες αφίξεις
σε μια παράσταση
που τέλειωσε.
Τέλος αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω σε περίληψη την ποίηση του Τάσου Μάντζιου θα έλεγα τέσσερις λέξεις: ήθος, αλήθεια, στοχασμός, βάθος.