Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1965. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ. Ποιήματά του και πεζά έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα [Πολιτιστική (1984, 1985), Ρεύματα (1992), Οροπέδιο (2018)] καθώς και σε διαδικτυακά περιοδικά (bibliotheque, Ποιείν, Bακχικόν, Στάχτες, Περί Ου,) στον τόμο “Η τέχνη του Γράφειν” (Καστανιώτης – 1993), στους συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας CRAFT (“CRAFTBOOK I” (Γαβριηλίδης – 2013), “CRAFTBOOK II – Ετερότητα” (μικρές εκδόσεις – 2015), στις ανθολογίες “DiPgeneration” (Θράκα – 2016, Μανδραγόρας – 2018). Κείμενά του στοιχειοθέτησαν την παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης. Στη συνέχεια εκδόθηκαν υπό την αιγίδα του Π.Α.Κ.Π.Π.Α. Ελευσίνας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της πρωτοβουλίας Ελευσίνα 2021 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, μαζί με την ομώνυμη ποιητική συλλογή (μικρές εκδόσεις – 2018) και το DVD της παράστασης. Υπήρξε -για μεγάλο χρονικό διάστημα- συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής σε φροντιστήρια. Διατηρεί το ιστολόγιο: Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«Η τέχνη του Γράφειν» (συλλογικό) εκδ. Καστανιωτη — 1993
CRAFTBOOK 1 (συλλογικό) εκδ. Γαβριηλίδης — 2013
CRAFTBOOK II – ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ (συλλογικό) εκδ. μικρές εκδόσεις— 2015
Επιτάφιος εν Ελευσίνι — ποιήματα εκδ. μικρές εκδόσεις — 2018
Οι Πόλεις το Χειμώνα — μικροκείμενα και διηγήματα εκδ. Εναστρον — 2018
Θησαυροί της Άμμου — ποίηση της ελληνικής κρίσης (συλλογικό — δίγλωσσο) εκδ. ΑΩ- 2019
Επιτάφιος εν Ελευσίνι — ποιήματα εκδ. Εναστρον— 2020 (2′ έκδοση)
Ενύπνια τα μεθεόρτια, ποιήματα εκδ. Εναστρον— 2020
Γενόσημα εκδ. ΑΩ- 2021
Οικογενειακή ρίζα 70, Διήγημα εκδ. Εναστρον— 2023
.
.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70 (2023)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
(οικογενειακή ρίζα 88)
ΕΝΑ ΟΡΤΥΚΙ ΜΕ ΔΕΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ
0 Ιωάννης Φιλίππου Καλογερής (πατέρας του Δαλάσου)
παντρεύτηκε τη Γιαννούλα Σωκράτους Νικολακοπούλου, και το
ζεύγος, αφού ίδρυσε την οικογενειακή ρίζα 88, απέκτησε δύο παιδιά:
τη Βασιλική και τον Κωνσταντίνο (Δαλάσο). Η Βασιλική
παντρεύτηκε τον Αιμίλιο Τσαρουχά στην Κάτω Χώρα, μα ένα
πρωί, τον πρώτο χρόνο του γάμου τους, βρήκε στο προσκεφάλι
της ένα τουμπανιασμένο ορτύκι με δεμένα μάτια και με λίγο αίμα
στο ράμφος. Κρύο έκανε πολύ, καθώς ήταν Δεκέμβρης κι ακόμη
και τα ρέματα είχαν παγώσει, μα απ’ την κοιλιά του πτηνού
έβγαινε μια θέρμη σαν αχνιστός καπαμάς (και μύριζε το ίδιο).
Για χρόνια μετά, και κάθε που κόντευαν Χριστούγεννα, όταν η
Βασιλική θυμόταν εκείνη τη μυρωδιά, της ερχόταν όχι εμετός, μα
η γεύση του εμετού ψηλά στον ουρανίσκο. Εντέλει, έμαθε να ζει
με την εικόνα τούτη μες στα μάτια και την ξινίλα στην αναπνοή,
ακόμη και να σκουπίζει ανακλαστικά λίγο αίμα που έτρεχε στο
χείλος της μια στο τόσο, επειδή το δάγκανε ενστικτωδώς κι από
τα νεύρα της. Και ξέχασε ό,τι είχε συζητήσει με το πτηνό εκείνο το
πρωί, για τα χρόνια και τους ανθρώπους που θα ’ρχονταν και θα
χάνονταν, για τα βουερά Τέμπη, τη ροή και τ’ ανάλεκτα, τη δροσιά
των βράχων κάτω από τη σκιά, την κρύα νύχτα της που θα ’μενε
για πάντα κρύα- για την ευχή και την κατάρα του καλέσματος
του γένους Καλογερή· για την κατάρα που έφερε η ίδια να μείνει
άκληρη εσαεί κι ούτε να προσπαθήσει, διότι αμαρτίαι γονέων
παιδεύουσι τέκνα, κι η μάνα της είχε περιφρονήσει τον Χριστό που
της φανερώθηκε σαν ζητιάνος ένα βράδυ στο χαγιάτι τους. Έτσι
άνευρα και σκοτεινά πέρασαν τα χρόνια, ώσπου ήρθε το ίδιο ορτύκι
και τη μάζεψε, ακάλεστη και πριν την ώρα της, 42 χρονών και
δίχως καρπόν κοιλίας.
ΟΙ ΔΙΔΥΜΕΣ
Ο Σωκράτης Κωνσταντίνου Καλογερής, τρίτο τέκνο του
Δαλάσου, επίσης παρέμεινε στη ρίζα του, κι αφού ασχολήθηκε
κάμποσο με τα ρετσίνια και τα πεύκα, κληρονόμησε το καφενείο τού
εκ μητρός θείου του (Λιακομήτρου), έχτισε νέο σπίτι, δίπατο, με
χαγιάτι κι οντάδες, και παντρεύτηκε τη Μαρίνα Δημακοπούλου
από το Χειμαδιό Ναυπακτίας. Το ζεύγος απόκτησε τις ομοζυγωτικές
δίδυμες Κωνσταντία και Αθηνά Σωκράτους Καλογερή, που
από μικρές αρπάζονταν και μαλλιοτραβιόνταν με το παραμικρό,
αλλά μεγαλώνοντας γλύκαναν πολύ κι άρχισαν ν’ αγαπιούνται και
να συναισθάνονται η μία την άλλη με τον γνωστό μα ανεξήγητο
τρόπο των διδύμων. Ακόμη κι όταν ήταν μαλωμένες, κοιμούνταν
πάντα αγκαλιά, έβλεπαν το ίδιο όνειρο, κι όταν ονειρεύονταν,
παραμιλούσαν και τα ίδια λόγια. Διάβαζαν τα μαθήματα μισά μισά,
μα ήξεραν και οι δύο όλες τις απαντήσεις. Κεντούσαν υπέροχα και
με μεγάλη ταχύτητα, δουλεύοντας ταυτόχρονα σε μεγάλα, τεντωμένα
τελάρα, και τα έργα τους ήταν περιζήτητα και μοσχοπουλιόνταν.
Τούτη έγινε αργότερα —σαν έχασαν και τους δύο γονείς τους
απ’ την επάρατο, με διαφορά τριών ετών— η κύρια απασχόλησή
τους για να βιοπορίζονται. Είχαν επίσης μεγάλο ταλέντο στη
(συνδυαστική) ζωγραφική. Ζωγράφιζαν πάντα αντικριστά, πάνω
σε στρατσόχαρτα: η Αθηνά με τα θερμά παστέλ και με τις ώχρες,
η Κωνσταντία με τα ψυχρά, συνήθως δίχως φανερή αναφορά σε
κάποια εικόνα που έβλεπαν εκείνη τη στιγμή. Έπειτα ταίριαζαν
τις ζωγραφιές τους επιθέτοντας τη μία πάνω στην άλλη,
και προέκυπτε είτε ένα χωράφι γεμάτο πασχαλιές (λεβάντες ήταν,
μα πού να πάει το μυαλό των χωριανών) ή ένας νυχτερινός ουρανός
όπου όλα τ’ αστέρια του έμοιαζαν δεξιόστροφοι σίφουνες, είτε, πολύ
συχνά, ένας στενοχωρημένος κύριος με δεμένο αυτί που φαινόταν
να κοιτάζει πίσω απ’ την ψυχή σου ενόσω εσύ κοίταζες εκείνον. Το
χούι τους αυτό συνέχιζε για χρόνια όσο έμεναν ανύπαντρες και,
στην πράξη, κοινωνικά απόμακρες, πάντα ευγενικός, ευπρεπείς,
καλοντυμένες, αλλά και πολύ όμορφες, όσο έπρεπε τσουπωτές, με
ωραίο δέρμα και μάτια. Η απόλυτη ομοιότητά τους, καθώς και μια
αδιαφορία, έως και απαξίωση, που επιδείκνυαν για τα προξενιά,
λειτουργούσε για τους άνδρες αποθαρρυντικά. Τέσσερις μήνες πριν
από το τραγικό συμβάν, ανήμερα Χριστούγεννα, κι ενόσω κόντευαν
πλέον 42 χρόνων, ζωγράφισαν ένα σταροχώραφο γεμάτο καλιακούδες,
που το δώρισαν στον καινούργιο δάσκαλο. Έπειτα δεν
ξαναζωγράφισαν τίποτα ως τη Μεγάλη Τετάρτη του επόμενου
έτους, όταν και λαμπάδιασε ολόκληρο το σπίτι, για αδιευκρίνιστη
αιτία (μάλλον από κανένα καντήλι που θα το ’χαν ξεχάσει
αναμμένο, καθότι πολύ θρήσκες κι άφηναν πάντα ένα να σιγοκαίει
στην κουζίνα τους για των γονιών τους τις ψυχές). Κι οι δυο τους
βρήκαν φριχτό θάνατο στις φλόγες, δίχως να προλάβει το χωριό
να κάνει το παραμικρό, και τάφηκαν σε κοινό τάφο που έφερε και
τα δύο ονόματα, αφού είχε σταθεί αδύνατον να ξεχωρίσουν ποια
είναι ποια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(οικογενειακή ρίζα 70)
ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ: ΚΩΣΤΙΑ
Η Κώστια Ιωάννου Παπαδημητρίου, πέμπτο τέκνο τής Μυρσίνης
Σταύρου Καλογερή, ήταν σχεδόν εννιά χρόνων όταν η Αγγελική
τους βρέθηκε στο ρέμα σκοτωμένη. Το βράδυ της αγρυπνίας,
κι ενώ το κορίτσι είχε μόλις νεκροπλυθεί, διαπίστωσαν ότι ήταν
αδύνατον να βάλουν τα κόκαλα σωστά, κι αποφάσισαν να καλύψουν
το σώμα μ’ ένα σεντόνι, κι ας μη φαινόταν το νυφικό της
Μυρσίνης που το ’χαν χρησιμοποιήσει για να ντύσουν τη νεκρή.
Το πρόσωπο ήταν ανέγγιχτο και γαλήνιο, με μια έκφραση σαν
του βαθύτερου ύπνου, οπότε άφησαν το φέρετρο ανοιχτό. Μια
λάμψη που ’βγαίνε από το περίγραμμα και που την απέδωσαν
στο φως απ’ τα κεριά, ήταν τα εκτοπλασματικά φτερά της που
την αγκάλιαζαν στον τελευταίο της ύπνο. Η Κώστια δεν ξεκόλλησε
όλη νύχτα από το φέρετρο, πάνω στο οποίο έβλεπε να κάθεται
ανέμελη η αδελφή της σταυροπόδι και να πλαταγίζει εκείνα τα
φτερά. Κάθε τρεις και λίγο έσκυβε και τη φιλούσε στο λαιμό, κι η
αναπνοή της ευωδίαζε κανέλα, σαν να μασούσε μοσχοκάρφι. Από
κείνο το βράδυ της αγρυπνίας και μέχρι που πέθανε η Κώστια
στα 84 της χρόνια στο πατρικό του εκ πατρός παππού της, στην
Πεζούλα Παρνασσίδος, η Αγγελική δεν έπαψε να την επισκέπτεται
με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Η ΘΕΡΙΖΟΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ
Η Ανθούλα Σταύρου Καλογερή, τέταρτο τέκνο του παπά-
Σταύρου, παντρεύτηκε τον Γεράσιμο Μπαρτσά στη Φαρκαδώνα
Εστιαιωτίδας. Το ζεύγος απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Τρισευγενη,
τη Σοφία, τον Θοδωρή και την Καλλιόπη. Κατά τη διάρκεια
μιας οικογενειακής τους εκδρομής στο Μύλο του Μπέβγενη, όλη η
οικογένεια συναντήθηκε με τη θεριζοαλωνιστική του Συνεταιρισμού
των Βεργάδων που κατέβαινε τη δημοσιά βουλιάζοντας στη
λάσπη σαν τριαξονικό. Τα παιδιά ζήτησαν να καβαλήσουν πίσω,
πάνω στα κοπίδια, κι ο χειριστής, ένας εικοσάχρονος στα ντουζένια
του, το επέτρεψε, κι αφού ασφάλισε πρώτα τον άξονα των κοπιδιών,
κεντράρισε αμέσως στο διπλό καθρεφτάκι του οδηγού τον
ποδόγυρο της Τρισεύγενης που ήταν ήδη δεκαεπτά (στο ψηλότερο)
και τα μάτια της Σοφίας (στο πιο χαμηλό). Με την Καλλιόπη τους,
που ήταν παιδούλα, δεν ασχολήθηκε. Οι γονείς συμφώνησαν
επειδή τα παιδιά τους είχαν πάρει τα μυαλά στη διαολιά και στη
φλυαρία, και λαχταρούσαν έναν ήσυχο περίπατο, οπότε το ’κοψαν
σιγά σιγά με τα πόδια. Σε μια λακκούβα που ’χε βάλει ο Διάολος
στο δρόμο, μετά τη Ράδαινα, λύθηκε το φρένο του άξονα, τα
μαχαίρια πήραν μπρος, και τα κορίτσια κατακρεουργήθηκαν. Οι
νεκροθάφτες ταίριαζαν ένα ένα τα κομμάτια για να τα θάψουν. Ο
χειριστής έφαγε τριάντα χρόνια για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Η μάνα τους, μη αντέχοντας τόσο πόνο, σχεδόν έλιωσε ζωντανή
μέσα σε δυο χρόνια, ώσπου την ανακούφισε μια συμφόρηση που
την πήρε στα 42 της. Ο πατέρας, ένας σκληρός χωριάτης που ’χε
ήδη περάσει πολλά, βρήκε αντοχές κι έζησε ως τα βαθιά γεράματα.
Μιλούσε ήρεμα με τη γη που καλλιεργούσε, μα καμιά φορά
τσακωνόταν. Και δεν έβγαλε πότε τα βαφτιστικά σταυρουδάκια
των κοριτσιών μήτε στον τάφο. Μόνο ο Θοδωρής, που ’χε κατέβει
νωρίτερα από το συμβάν, να κυλήσει ένα τσέρκι που είδε πεσμένο
στην άκρη του δρόμου, γλίτωσε από την τραγωδία. Χρόνια
μετά, κι ενώ υπηρετούσε στην αεροπορία με ειδικότητα μπατζής,
κάπνιζε στη σκοπιά κι εφερνε τρυφερά στο μυαλό του τη μνήμη
των κοριτσιών, όταν του φάνηκε πως είδε να κοντεύει από το δρόμο
η λιμουζίνα του αντιπτέραρχου. Σπεύδοντας στο πίσω μέρος
του φυλακίου για να πάρει το τυφέκιον παρά πόδα, μα δίχως
ν’ ανάψει ένα φως, σκουντούφλησε στον οπλοβαστό, και το όπλο,
γλιστρώντας στο πάτωμα, εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα τον βρήκε
διαγώνια από χαμηλά (δεξιός όρχις, έντερο, στομάχι, σπλήνα)
και του βγήκε απ’ το σαγόνι, κοντά στ’ αριστερό αυτί. Έζησε, μα
στο εξής με τεχνητή έδρα, κι όπου και να πήγαινε, κουβαλούσε μια
πλαστική σακούλα, δεμένη στο μηρό, έτοιμη για το σκατό. Βρήκε
τελικά και παντρεύτηκε μια Πομάκα με έτοιμο παιδί (ούτε παιδιά
έκανε μετά το ατύχημα). Κι έτσι τερματίστηκε η ρίζα του
και σ’ αυτόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
(οικογενειακή ρίζα 72)
TO BEAU RIVAGE ΚΙ Ο ΣΕΙΣΜΟΣ
Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Ευάγγελου μεσολάβησε
ώστε να προσλάβουν κρουπιέρη τον Λεύτερη στο Λουτράκι, στο
νεοσύστατο καζίνο του Ξενοδοχείου Beau Rivage (που κέρδισε,
στον μειοδοτικό διαγωνισμό, το γειτονικό του Ξενοδοχείο Παλλάς),
δίνοντάς του την ευκαιρία να συγχρωτιστεί με την υψηλή κοινωνία
που συνδύαζε την εκδρομή στη λουτρόπολη με τη λαχτάρα για
την εύνοια της θεάς Τύχης. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε—δίχως
την ευλογία του πατέρα της— την Κλειώ Νικολάου Δερτιλή. Ο
Δερτιλής, γόνος ο ίδιος καλής αθηναϊκής οικογένειας που σπούδασε
στο Παρίσι μηχανικός στην Ponts et Chaussees, είχε φτιάξει
κατασκευαστική εταιρεία με δάνειο από την Εθνική Τράπεζα και
με κάτι λίρες της μάνας του, κι είχε αβγατίσει κατά πολύ την
πατρική περιουσία επενδύοντας στο σχεδίασμά και στην οικοδόμηση
της λουτρόπολης μα είχε χηρέψει νωρίς κι είχε αναγκαστεί
να μεγαλώσει την κόρη του μόνος του. Έτσι, η Κλειώ, που ήταν
αντιστοίχως απόφοιτη της Ecole Normale, φορούσε πασμίνες,
μεταξωτά γάντια, γυαλιά με στρογγυλούς φακούς κι ένα άρωμα
πέραν του κόσμου τούτου, ήταν μια εξαιρετικά περιζήτητη νύφη.
Για τον πατέρα της, επομένως, ήταν αδιανόητο να την παντρέψει
μ’ έναν αγράμματο κρουπιέρη, κι ας έλεγε το ζεύγος Ευάγγελου
ότι η Πατρίς του όφειλε. Η Πατρίς μπορεί να του όφειλε, αλλά ο
πατέρας της Κλειώς δεν του όφειλε τίποτα. Μετά το γάμο, που
τελέστηκε στο ναϋδριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη στα
νότια της Περαχώρας, διέκοψαν εντελώς τις διπλωματικές τους
σχέσεις. Το ζεύγος αποφάσισε να διαμείνει προσωρινά στο
δωμάτιο του Beau Rivage που ’χε παραχωρηθεί στον Λεύτερη, ο
δε Δερτιλής αναχώρησε για την Αθήνα. Ωστόσο, και παρά το
πολεμικό κλίμα που ’χε αναπτυχθεί ανάμεσά τους, όταν ο Λεύτερης
διαπίστωσε ότι αισθανόταν δυσάρεστα μπροστά σε συγκεκριμένα
αγροτεμάχια του παραλιακού δρόμου (δηλαδή ένα ελαφρύ ρίγος
συνοδευόμενο από εφίδρωση), το επισήμανε στη γυναίκα του και
της ζήτησε να προτρέψει τον Δερτιλή να μην αγοράσει αυτά τα
οικόπεδα. Η Κλειώ τού το μετέφερε, αλλά ο πατέρας της, φυσικά,
δεν την άκουσε. Τον Απρίλιο του χίλια εννιακόσια είκοσι οκτώ που
σημειώθηκε ο μεγάλος σεισμός της Κορίνθου, ό,τι είχε χτιστεί
σ’ εκείνα τα οικόπεδα ισοπεδώθηκε. Μάλιστα, με τα μπάζα αυτά
και με χώμα που ’χε κατολισθήσει από το Λόφο Γκράβα,
επιχωματώθηκε ο αιγιαλός πάνω στον οποίο φτιάχτηκαν το δημοτικό
πάρκο και ο μόλος. Ένα μεγάλο μέρος του έργου ανέλαβε ο Δερτιλής,
αφού πρώτα ζήτησε συγγνώμη απ’ τον γαμπρό του και τον προσέλαβε
σύμβουλο στις οικοδομές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
(οικογενειακή ρίζα 71)
Η ΑΜΠΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΠΛΙΑ
Η Αρχοντούλα Κωνσταντάκη Καλογερή, αφού πρώτα έκλαψε
και ξανάκλαψε το χαμό του Νικόλα τους όσο την παίρναν τα
πνευμόνια, και σπάραξε όσο δεν την έπαιρνε η καρδιά της που ’χαν
χωριστεί με τη Βασιλική, παντρεύτηκε τον Νικόλαο Πλιά από
την Αγία Ευθυμία της Παρνασσίδος και, με τη βοήθεια του πατέρα
της και δυο χωριανών, μετακόμισε με μουλάρια σε μια πλαγιά
όπου ο ΝικοΠλιάς, που δε ζήτησε προίκα ούτε ένα βρακί κι ας είχε
ξεκινήσει βοσκός, κάτεχε τρίπατο αρχοντικό χτισμένο με πέτρα,
με ηπειρώτικα σενάζια και τοξωτούς προβόλους και φράκτη περιμετρικό,
τετρακόσιες ρίζες ελιές, ένα μετόχι δεκαεφτά στρέμματα
που το νοίκιαζε ανά δεκαετία από τη μονή του Αγίου Θωμά, και
ζωντανά που δεν μπορούσε πια ούτε να τα μετρήσει. Εκεί, η
Αρχοντούλα Πλιά, το γένος Καλογερή, η οποία, παρότι αγαπημένη
με τον κύρη της ως το βαθύ γήρας, έμεινε άκληρη, έκανε
παιδιά της όλη τη χλωρίδα και την πανίδα του βουνού, ήμερη και
άγρια, καθώς ανέπτυξε όψιμα το χάρισμά της να μιλάει στα ζώα
και στα φυτά, κι εκείνα να την ακολουθούν και να την υπακούουν
σαν να ’ταν άνθρωποι. Αφορμή στάθηκε το μακελειό με τ’ ανταρτόπουλα.
Σ’ εκείνη την πλαγιά, την άνοιξη του χίλια εννιακόσια
σαράντα τέσσερα, ανήμερα Μεγάλη Τρίτη, πιάστηκαν σε ενέδρα,
από μια χούφτα κατσαπλιάδες του 5/42, μαζί με τα μουλάρια
τους και τον οπλισμό (συν ένα γκαζοζέν με ξύλινη καρότσα)
δώδεκα αντάρτες ελασίτες από δεκάξι ώς δεκαεννιά χρονών και
σφαγιάστηκαν σαν ερίφια στο γόνα, ως αντίποινα για την εκτέλεση
του Ψαρρού από τον Άρη. Το αίμα τους σκορπίστηκε στον
άνεμο και περιέλουσε τις κάρες των προβάτων της παραπλήσιας
στάνης του ΝικοΠλιά. Μέρες ολόκληρες μετά ξέπλενε το αίμα
με αλισίβα από τη στάνη η Αρχοντούλα, μα πιο πολύ επέμενε
στην Καρφή, μια χρονιάρα προβατίνα, που την είχε βυζάξει η
ίδια γαλατόμελο από το μπουκάλι ως να θεριέψει, επειδή είχε
γεννηθεί μισιακή. Ενώ ξέπλενε και μουρμούραγε επειδή φτηνά
την είχανε γλιτώσει και δεν τους είχαν κόψει οι φονιάδες, ούτε
αυτούς ούτε κανένα ζωντανό από τη στάνη τους, άρχισε ασύνειδα
να ψέλνει ένα ξόρκι. Τα λόγια, ακατάληπτα, γύριζαν μες
στο στόμα της σαν χαλίκια, το ζώο σάστισε κι έμεινε ακούνητο.
Την ίδια στιγμή, όλα τα σερνικά πρόβατα άρχισαν να καβαλάνε
το ένα το άλλο, τα κέρατα τρίβονταν και βγάζανε φωτιές κι έναν
ήχο φριχτό. Έτσι, ανήμερα των γενεθλίων της, ξημερώνοντας
Μεγάλη Τετάρτη, δώδεκα αμπέλια ξεπρόβαλαν στο διπλανό
παραχώραφο μέσα από την καταματωμένη λάσπη και τα σπέρματα.
Από το αίμα αυτό, κι από άλλο ακόμη, ποτάμια ολάκερα
που έτρεξε εκείνο τον καιρό, το χώμα και οι σκώληκες παραμέρισαν
με τα χρόνια τον σίδηρο και τα ιχνοστοιχεία, κι άφησαν
τη στυφή αρχοντική επίγευση, το δώρο της ζωής που είναι και
δώρο της αμπέλου και των τυρφωδών προσχώσεων, στη ρεματιά
του ορυχείου Βωξίτη κι ως ψηλά, στην Αγία Ευθυμία, γενέτειρα
του Σκαρίμπα και του Αστραπόγιαννου. Ακόμη φημίζεται
το χωριό για το πορφυρό του μοσχοφίλερο. Τ’ αμπέλια που ’χαν
προκόψει από το παραχώραφο αβγάτισαν και πήγαν, ώσπου
οι Πλιάδες κατέληξαν με είκοσι περίπου στρέμματα αμπελώνα.
Τα σταφύλια τους έδιναν συγκομιδή με συνέπεια ελβετικής αμαξοστοιχίας,
ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Μια νύχτα πριν το
μάζεμα, κατέβαινε η κυρά τους, τους μιλούσε και τα γήτευε. Την
επόμενη, κρέμονταν βαριά στο τσαμπί τους, κι η γλύκα από τα
γράδα τους έφτανε έως και τα τσάμπουρα. Έφτιαξαν πατητήρια,
στην αρχή παραδοσιακά, αλλά έπειτα αγόρασαν πιεστήρια και
κοχλίες από την Ιταλία, βαρέλια από κονιάκ με δρύινες ντουγιες
απ’ τη Γαλλία, έκαναν εμφιάλωση- με λίγα λόγια, έριξαν όλη
τους την περιουσία στα κρασιά. Στο μεταξύ, πούλησαν τα
αιγοπρόβατα και τα γελάδια, αλλά κράτησαν όλα τα κατοικίδια,
καθώς και την Καρφή. Κι ως να πεθάνει, η Αρχοντούλα κρέας δεν
ξανάβαλε στο στόμα της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(οικογενειακή ρίζα 70)
GEORGIA KONTAXIS – WHITNEY’S RETROSPECTIVA
H Georgia Kontaxis, από τη ρίζα 70, έζησε τα τελευταία χρόνια
της ζωής της σ’ ένα παραδοσιακό brownstone του ‘Άπερ Ιστ
Σάιντ,36 το αίθριο του οποίου στέγαζε το ατελιέ της που έβλεπε στο
Σέντραλ Παρκ. Με τον καιρό, εκείνα τα τελάρα που της προέκυ-
πταν στα νιάτα της κι έμοιαζαν με τις «αύρες Κιρλιάν» μπορεί
να μην εξέλιπαν εντελώς, αλλά είχαν αραιώσει δραματικά και,
αμέσως σχεδόν μετά την εφηβεία της, η επίδρασή της στο φιλμ
έπαψε να είναι καταστροφική. Μια στο τόσο, την επισκέπτονταν
κάποιες αποκαλυπτικές εικόνες, είτε απευθείας επί των μέσων όπου
εκτύπωνε είτε εκβλαστάνοντας απ’ τα βάθη τής συνείδησης, σαν
κραυγές που πάσχιζαν ν’ απαλύνουν την πίκρα του βίου με την
έκπαγλη εικαστική ομορφιά τους ή με τον απέραντο τρόμο τους.
Η βάση τους ήταν πάντα ποιητική. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές
της στη School of Visual Arts, πέρασε από το χαρτί στην ασημοτυπία,
κι όσο εξέλισσε τους τρόπους της με γλυπτά, βιντεοπροβολές
και ζωγραφική, τόσο προσέθετε στοιχεία που βελτίωναν
την έκφραση κι άρθρωναν τη νέα εικαστική της γλώσσα: στάχυα,
νούφαρα, αδράχτια, αίμα, λέπια ψαριών, μοσχοκέρια, μέλι,
σφαίρες, τα μαλλιά της, ένα σουγιά, μια πρόκα, ακόμη και τον ίδιο
το θάνατο (όχι μόνο όταν ήταν ακόμη μακρινός, μα και στα στερνά
της, όταν τον ένιωθε να την τριγυρίζει, περιμένοντας πότε θα την
έβρισκε ζαβλακωμένη να την καθυποτάξει). Στα τέλη της δεκαετίας
του ’6ο, όταν σχεδόν όλος ο πλανήτης είχε στραφεί στον εσωτερισμό
κι αναζητούσε το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης στην Ινδία
ή στο Θιβέτ, κι έχοντας ήδη διαγράψει ως τότε λαμπρή πορεία
στα εικαστικά, επέστρεψε στην Ελλάδα και για κάποιο διάστημα
αναζήτησε τις ρίζες της, ίδιες με ρίζες γέρικης ελιάς που ’χει
κουραστεί να ψηλώνει κι αποφασίζει να συνεχίσει να γερνάει οριζόντια
πάνω στα χώματα- ρίζες αραιές και φθίνουσες σαν σπαρματσέτα
που αργοσβήνουν τρεμοπαίζοντας. Αντάμωσε με την Κώστια, την
Αναστασιά, την Παρασκευή κι αποθησαύρισε τις ιστορίες τους.
Οι θειάδες της, καθεμιά τους ένας θρύλος, δεν το κουνούσαν απ’ τον
τόπο τους κι ας τις έκανε θεές να την επισκεφθούν όποτε ήθελαν.
Πήγε στο χωριό, ήπιε απ’ τις πήγες, ροβόλησε τα ρέματα με τις
καβουρομάνες, σκαρφάλωσε στις βίγλες, ανέβηκε στον Α,ι-Γιάννη
και προσκύνησε τους τάφους στο κοιμητήριο. Είδε τα ονόματα
χαραγμένα στα μάρμαρα, ρίγησε και, για πρώτη φορά, σχεδόν
βιωματικά, συναισθάνθηκε αυτή τη ματαιοδοξία, την απατηλή
αίσθηση αθανασίας που νιώθει ο άνθρωπος όταν χαράζει ένα όνομα
πάνω στην πέτρα. Έπειτα συνειδητοποίησε το ρόλο της μέσα σ’ ένα
σύμπαν αδικίας, αποξένωσης, εκμετάλλευσης. Ο άνθρωπος είναι
ένας μύκητας, μια αποικία μανιταριών που ακολουθεί το δρόμο
της συγκέντρωσης: αγαθών, χρημάτων, εξουσίας. Κυκλώνει τον
πλανήτη, τον στραγγίζει, τον στραγγαλίζει. Όσοι αποκτούν συνείδηση
θα ’πρεπε να γίνονται οι τρούφες αυτής της αποικίας. Οι εκλεκτοί.
Ν’ αφήνονται να φαγωθούν, να κοινωνούν, ως νέοι
Ναζωραίοι, σώμα κι αίμα. Όποιο χάρισμα τους παραδίδεται, οφείλει
να επιστρέφεται στην ανθρωπότητα, διότι εξ αυτής προκύπτει
εκπορευόμενο. Έτσι, μ’ αυτή τη χίπικη συνείδηση, συνέχισε να διαβιώνει
τα χρόνια που ακολούθησαν. Κι αφού τακτοποίησε τις κόρες
της και τα εγγόνια της, ακόμη και τους απογόνους της αδελφής
της, Φωτεινής, διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπίες. Κι
ως το τέλος, δεν έπαψε ν’ αγωνίζεται όλους τους ευγενικούς και
δίκαιους αγώνες, όπου Γης. Πέθανε 91 ετών, το δυο χιλιάδες δεκαεπτά,
λίγο μετά την αναδρομική της έκθεση με τίτλο Pedigree 70
που έγινε στο Whitney με 31 έργα ενδεικτικά της πορείας της. Τα
έργα, που παρέπεμπαν απευθείας στις ρίζες της, ζήτησε να δημοπρατηθούν,
και τα έσοδα να δοθούν σε συλλογικότητες.
.
ΓΕΝΟΣΗΜΑ (2021)
τυφλότητα
Στην αφή όταν ανατρέξω, η όσφρηση δεν είναι μακριά κι η
ακοή συνεπικουρεί. Έτσι αρχίζει να εκδηλώνεται σιγά σιγά
αυτό που λέμε «κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας».
επαναδιατύπωση
Θυμάσαι που ξεκρέμαγες τις νότες από κάθε μουσική φράση
και τις επαναδιατύπωνες φάλτσα; Αυτές οι νότες δεν
ξανακρεμάστηκαν ποτέ.
η ποίηση
Ποίηση είναι αυτή η επαναδιατύπωση. Και το πώς σκαρφάλωνε
ξανά στις κλίμακες το κάθε σπασμένο τραγούδι.
μαύρα νερά
Επίσης ποίηση είναι, εκεί που τα λόγια σε άδειασαν και δεν
υπήρχαν ήχοι και μια γριά ίσιωνε τη φούστα της με τις
παλάμες, πριν κολυμπήσει στο σκοτάδι. Και τα νερά που μείναν
μαύρα ακόμη κι όταν χάραξε. Καλύτερα· να μην τη βλέπουν
γυμνή οι ποιητές, γριά γυναίκα.
ποιητές
Μα πλέον άφαντοι κι οι ποιητές, δεν εμφανίζονται· ούτε καν
για να πιστοποιήσουν την ποίηση που μόλις αναγνώρισαν ως
τέτοια.
* * *
η σκηνή και η αφαίρεση
Τα μαλλιά σου στον άνεμο είναι μια -επιπλέον- αφαίρεση, που
λείπει απ’ τον άδειο χώρο. Μα το τοπίο -ευαγές- αντιστέκεται
και συμπληρώνει. Λάφυρα των ετών καταθέτουν οι
αποδημητικοί γλάροι· κότσυφες που φορούν τη μεταβατικότητα
στο φτερό.
η δράση
Θα σταθώ εν τω μέσω κι από κει θα αρχίσω να πρήζομαι. Θα
σκάσω, άμα είναι να σκάσω. Κι από την έκρηξη θα προκόψει
μια δράση. Κάθε σύστημα, άλλωστε, έτσι ορίζει τις δράσεις
του· με βάση κάποιου φουκαρά την αδρανειακή ψυχή.
βεβαιότητα
Η αμφιβολία είναι μια πάγια βεβαιότητα. Το δίχως άλλο.
Ρασκόλνικοφ
Κάποτε έκαμα μια μικροκλοπή. Παρότι νύχτα κι οι ίσκιοι με
κατάπιναν, στο δρόμο μου άφηνα ένα γαζί, κόκκινο κι αραιό,
σαν τη δαγκωματιά του ψύλλου.
ακεραιότητα και αυτοαναφορά
Ένα όνειρο που θεριεύει είναι ένα πέλαγο που -από απλή
αξιοπρέπεια- αρνείται να καταποντιστεί στον εαυτό του.
ασυνέχεια
Η απελπισία φυτρώνει εκεί όπου η συνοχή διακόπτεται. Η
συνοχή, είπα· όχι η συνέχεια..
η ελπίδα
Ένα τρένο με σιτηρά που διέσχιζε τον βόρειο παγωμένο ωκεανό
προς την Κροστάνδη ονειρευόταν τον πάγο ως χώμα του·
μα από τους Γάλλους ενεργιστές δεν το είχαμε ήδη μάθει, πως
ακόμη κι ο αλμυρός πάγος λιώνει;
* * *
το μηδέν και το άπειρο
Το άπειρο μετράται εκ του μηδενός, είναι επομένως λανθασμένη
η πεποίθηση ότι δεν έχει όρια. Έχει κάτω όριο κι αυτό είναι
το μηδέν. Εκτός κι αν πέφτεις προς την άβυσσο σε ελεύθερη
πτώση. Τότε το μηδέν είναι το πάνω όριό σου.
εντός ορίων
Στη ζωή μας ορίζουμε τα πράγματα μέσα απ’ τη γλυπτική
τους: σαν τυφλοί που χαϊδεύουν μια προτομή για να αντιληφθούν
τη μορφή δια της αφής. Τα πάντα προκύπτουν πεπερασμένα
ώστε να τα χωράει ο νους. Αδιανόητη η σκληρότητα
προς τη ζωή, ο βιασμός, ο πόλεμος. Αδιανόητος ο έρωτας.
Ποιος κατάφερε ποτέ αυτά τα πράγματα να τα οριοθετήσει;
εκτός ορίων
Όσα απειροσύνολα αποδεχόμαστε είναι πάντα πεπερασμένες
προσεγγίσεις μιας έννοιας που εκτείνεται. Λέμε, για
παράδειγμα, ο θάνατος και εννοούμε: ο ατέλειωτος θάνατος
Ο θάνατος δεν έχει όρια ακόμη κι όταν καλείσαι να τον καταπιείς.
Κακώς συγχέουμε τον θάνατο με ένα κάποιο τέλος. Ο θάνατος
είναι για πάντα. Ο θάνατος είναι παντού.
* * *
ο πνιγμός
Το νερό είναι μια σκέψη ασαφής στο σχήμα, μα ο όγκος της
υφίσταται μετρικά πανταχόθεν όταν πνίγεσαι, σημασία δεν
έχει το σχήμα μα η βεβαιότητα του πνιγμού.
το μπλε του δάσους
Το σαλόνι με τους μπρούτζινους πάνθηρες περιέχει το όνειρο
που στάζει. Ένα ρωμαϊκό πηγάδι συλλέγει το νερό μα πού και
πού ξεφεύγει κυανό με τη μορφή του δάσους. Τα δάση πάντα
ήταν πιο μπλε από τις θάλασσες. Στο δάσος της Βουλώνης,
κάθε
κατόρζ ζιγιέ,
το γαλλικό πλακόστρωτο ορίζει τις κρεβατοκάμαρες, με την
παράλληλη στοίχιση, μέσα από την αίθουσα με τους καθρέφτες.
Δεν έχει μείνει πλέον Βαστίλη εδώ. Ο ψάλτης των
ορθών ανέμων ψέλνει μονήρης για τη λευτεριά, μα η κασίδα του
ξεχωρίζει από τη σκιά του παλεύοντας για τη μητρότητα ενός
δερματικού που τον ταλαιπωρεί από παιδί. Το πονεμένο του
πόδι, που με τα χρόνια φθίνει στο μηριαίο, σχεδόν διαγράφεται
σκελετικά. Αν και
στη φύση
κάτι τέτοια έχουν απαντηθεί εξαρχής: κανείς δε συμμετέχει,
δίχως λειρί σε κοκορομαχίες, κι από το αίμα των πουλιών
καμιά φορά προκύπτουν γεώμηλα.
σεμνότητα
είναι εκείνο το ντροπαλό στρουθίο που αγνοεί το ορμέμφυτό
του να γενεί αηδόνι.
η αντίθεση
Για να ανακλαστεί ένα ποίημα, εντός των χρόνων και των ερώτων
του, ακόμη και το σκληρό φως της αποτυχίας του οφείλει
να οξύνεται.
η μεγάλη απόδραση
Μια σύσταση αφορμής δεν είναι δα και σύσταση συμμορίας,
σκέφτηκε η γενεσιουργός τέφρα· έπειτα διαπίστωσε πως είχε
ήδη διαφύγει από την τεφροδόχο της.
αυλαία
Σβήνω τα φώτα βγαίνοντας· βάζω συναγερμό· οι σκιές
περιμένουν φρόνιμες στις καρέκλες τους, έτοιμες ν’ απλωθούν· τα
υψίσυχνα ημιτόνια σιωπηλά βομβίζουν.
* * *
κρότου λάμψης
Από τις εκρήξεις σας, φως κι αιθάλη σκορπίζονται· μα η βουβή
λάμψη ήταν πάντοτε της ποίησης το πρόταγμα.
σχίσματα
Οι άνθρωποι τεντώνονται για να γεφυρώσουν, γι’ αυτό νομίζουν
ότι τα σχίσματα δεν χρειάζονται παρά μόνο ράμματα και
υπομονή.
κέντρο
Ξεκινήστε πρώτα από το κέντρο σας αδέρφια κι έπειτα ξύστε
κυκλικά. Δίχως κέντρο, ούτε κύκλος δεν ορίζεται (πόσο μάλλον
η σφαίρα της συνείδησης).
τα νυχτερινά τρένα
Τα νυχτερινά τρένα, μετά τη δουλειά, θα φτάνουν πάντα στους
προορισμούς τους όπως θα θέλατε οι ερωμένες σας να φτάνουν
σε οργασμό: με ακρίβεια κι απόγνωση.
Καβάφης
Στο καφενείο απόσταινε,
παραιτημένος
κι είχαν τα χείλη του
μια μυρουδιά στυφή
κι η φλόγα του,
που ’μοιάζε
κεριού σβησμένου,
έκαιγε δίπλα του
σκυφτή.
* * *
Ο γάιδαρος του Χότζα
Με τους ποιητές θα έπρεπε να γίνεται όπως και με τον γάιδαρο
του Χότζα: Μόλις τους μαθαίνει η ποίηση πώς να τη γράφουν
δίχως λόγια ας βγάζουν, επιτέλους, τον σκασμό.
η μέρα και η ποίηση
Ήταν μια μέρα που αρνιόταν να βραδιάσει· ήταν μια ποίηση
που αρνιόταν να γραφτεί.
ορισμός
Κι έτσι το φως ορίστηκε: από το πόσο κακό θα έκανε το
σκοτάδι του.
ένα μεϊντάνι
Η ψυχή των πουλιών είναι ένα βρεγμένο μεϊντάνι που στεγνώνει
στον ήλιο πάνω σε διατεταγμένα πυρότουβλα. Πεταλούδες
λάμνουν στα απλωμένα εσώρουχα· τα κορίτσια διαβάζουν
Καντ και τα αγόρια απαγγέλουν Killah Ρ. Διπλωμένα απ’ την
ντροπή τους και αμίλητα παραμένουν τα κράσπεδα.
* * *
η απειλή του φόνου
Η διεκπεραιωτική ζωή -αυτή που την περνάς δουλεύοντας
για να πληρώνεις- έχει αίσθηση ισοδύναμη με την απειλή ενός
επερχόμενου φόνου (ενώ στην ουσία είναι μια καθημερινή
αυτοχειρία).
η μοναξιά (τον κορμιού)
Η μοναξιά του κορμιού δεν διασπάται σε κβάντα χρόνου κι
άλλες τέτοιες διστακτικές γραμμικότητες· είναι σαν ένα σεντόνι
απόγνωσης: συνεχής, ολοκληρωτική και για πάντα.
η μοναξιά (της ύπαρξης)
Η μοναξιά της ύπαρξης είναι το σκοτάδι του Θανάτου εν Ζωή.
Κλειστά τα μάτια διατηρείς να μην τον δεις να σε παίρνει.
Όμως έτσι δεν θα δεις ποτέ ούτε έναν από τους υπόλοιπους
τυφλούς, με τους οποίους θα μπορούσες να ζευγαρώσεις.
βαλβίδα
Η άκρη μου που ονόμασα βαλβίδα, ακόμη κι αυτή στο τέλος,
αμήχανα, μα αποφασιστικά, στομώνει.
* * *
ποίηση
Είναι μια γάτα που τεντώνει τα νύχια της στον ήλιο, σαν ένα
ελάχιστο μανιφέστο αιχμηρότητας. Μοιραία το φως της θα
εκτιναχθεί (μέσα από τις νυχιές που θα προκόψουν στης ημέρας
το κατάμαυρο σεντόνι).
Σινιάκ
Ο χρόνος, που εκδιώκει τα απογεύματα τριγύρω απ’ το
κανάλι Σεν-Μαρτέν, μοιάζει με μια παλιά επιδημία· άλλοτε σε
αρπάζει σαν πανούκλα κι άλλοτε σαν ένας ακατέργαστος -και
πριμιτίφ- πουαντιγισμός.
ένας σπασμός
ή στις βουβώνες ή στο γοφό αναπτύσσεται σαν ρυάκι με χλιαρό
αίμα. Και από όλα τα υποψήφια πουλιά αδύνατον να βρεθεί
ψυχρόαιμο. Την ψυχραιμία την μονοπωλούν τα φίδια.
το νοσοκομείο
Εδώ, παλαιά, ήταν και το νοσοκομείο. Εις ανάμνησιν, ακόμη
κάποιοι έρχονται και πεθαίνουν στον αυλόγυρο (εκεί, κάτω
από τις λυγαριές).
* * *
Ο Σάιμον στο κλεφτοφάναρο
φορούσε μια τσόχινη μπέρτα καταπράσινη μα στον χιονιά
φαινότανε φαιά. Και στα δόντια του μασούσε ένα δίκοπο
εγχειρίδιο. Όσο βάδιζε η γλώσσα του κοβόταν και διχάλωνε μα
το κρύο έκαμε την αιμόσταση. Τα ψέματα ψέματα μα να μην
πεθάνουμε κι από αιμορραγία.
εκμαγείο
Στα μάτια εντυπώνονται οι κραυγές σας· όσες τουλάχιστον
αποτυγχάνουν να ακουστούν. Και το ξόδι τους είναι ένα ρυάκι
υπόγειο- σαν ένα σπήλαιο που χτίζεται μόνο με σταλακτίτες ή
σαν το μαύρο δάσος που φυτρώνει προς τα εντόσθια.
γυάλινος ερωδιός
Κι αυτά τα πεύκα δεν είναι άσχημα. Γεμάτα δάση μικρότερα
που βγαίνουν μες στα κουκουνάρια τους. Μεσάνυχτα τα
διατρέχει ο γυάλινος ερωδιός. Κι είναι το ράμφος του μια στάλα
από ασήμι.
στον καθρέφτη
Ίσως να βρω μια παλιά φωτογραφία σας να τη βάλω εδώ· όταν
βάφομαι να σας αντιγράφω.
η καρδιά
Ντροπή σας να βαφτίζετε «καρδιά» όλα τα έκτοπα ηλεκτρικά
σημεία. Άλλα είναι στο ήπαρ, άλλα στο διάφραγμα και άλλα
στον προστάτη. Ξέρω είναι κρίμα που οι γιατροί όλη αυτή τη
δράση τη λένε «κολπική μαρμαρυγή». Η μάνα μου, σαφέστερα,
την έλεγε «αρρυθμίες».
άχθος αρούρης
Ένα ποίημα ψάχνω να κρυφτώ μα η θάλασσα δεν με λειαίνει.
Κι αυτή η αρκούδα που στην αρχή με καταβρόχθιζε με έχει
τώρα καταλάβει.
* * *
οριστικο-ποίηση
Όσο ωριμάζουν οι συνθήκες τόσο σαπίζει η ουσία τους. Το
τέλος με καρδιά σαθρή είναι οριστικό. Μόνο οι ιστοριοδίφες
θα μπορούν στο εξής να επεξεργαστούν τη νοητική κάψα. Κι
αυτοί με προσοχή μην και σκιστεί. Και τότε τι θα τον κάνουμε
έναν ακόμη βόθρο;
ατελής ή ά- σχημη
Η κόρη του Μανιού πάλευε χρόνια να βρει ένα σχήμα. Την
μια τεντωνόταν, την άλλη κοβόταν. Αφού κοιμηθήκαμε μαζί
και χώρεσε στη μασχάλη μου, πήρα το ψαλίδι και της έκοψα
ένα υπερβολικό συνημίτονο δίχως αίμα· μόνο με έρωτα και
διαβήτη.
ο Ήσκιος ο βαρύς
Ανεβαίνοντας προς το σπίτι παραφύλαγε ο Ήσκιος ο βαρύς
ντυμένος στα κατακόρυφα ραβδιά του. Μόλις ακουμπούσαν
στο μπαστούνι μου τα ραβδιά παραμέριζαν και το έρεβος
χυμούσε να μας κατασπαράξει· κατά μέτωπον και κατά μόνας.
Κύριε, ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών.
Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν.
* * *
υποβρύχια
Τα σπίτια μάς ακολουθούν περασμένα στο λαιμό μας και μας
βαραίνουν σαν υποβρύχια. Τα σπίτια κι όλοι αυτοί που τα
φορέσαν πριν από εμάς.
ή ιστιοφόρα
Ευτυχώς που το ειδικό μας βάρος είναι μικρότερο απ’ του νερού.
Έτσι τουλάχιστον επιπλέουμε. Παίρνουμε κοφτές και
γρήγορες ανάσες και ονειρευόμαστε τα πανιά.
οι άγκυρες
Καμιά φορά φυσάει λίγο κι ορτσάρει. Τότε ο πατέρας στον
πυθμένα καργάρει την καδένα κι η μάνα στο ακρόπρωρο πετάει
μιαν αθιβολή. Μη φύγει κανένας κολυμπώντας.
οι σχεδίες και τα φουσκωτά
Όταν επιστρέφουμε απ’ την άσκηση είμαστε ήδη σκάφη έτοιμα
για αδρανειακά περίπολα μα με πρωτόκολλο ανοιχτής
θαλάσσης και αυστηρές οδηγίες εθελούσιας τυφλότητας για
σχεδίες και φουσκωτά.
οι πνιγμένοι
Όσοι πνίγονται ή είναι μικρά παιδιά ή δεν έχουν -συνήθως-
σπίτια. Ή αποφασίζουν να κολυμπήσουν μαζί τους και οι
γονείς.
Caretta-Caretta
Έπειτα κι ο Αύγουστος πνίγεται στην άμμο του ή μάλλον σκάει
μες στο τσόφλι του, την ώρα που το λιμενικό αποτρέπει τα
πλήθη να εφορμήσουν στα αυγά με σαγιονάρες Μιτσούκο.
το άρωμα
Έτσι όλη σου ή ζωή αναδύει ετούτο το άρωμα: ζεστές γαρδένιες,
σχεδόν υγρές (μια στιγμή πριν την απόσταξη) που θα
συνοδεύσουν αναγεννησιακά φουρό στο Musee Carnavalet.
* * *
η ποίηση παλιά
Γεμάτη έμφυλες ταυτότητες ήταν παλιά η ποίηση. Ο ποιητής
θα έπρεπε να τιμάει τα παντελόνια του. Ακόμη κι αν φορούσε
φούστες.
η ποίηση τώρα
Τώρα η ποίηση δεν είναι απαραίτητη. Αρκεί η φούστα.
ονοματοδοσία
Μια μορφή εξουσίας, η πιο αυστηρή, είναι η ονοματοδοσία.
Ελέγχεις απόλυτα ό,τι ονομάζεις. Γι’ αυτό τα παιδιά τα
βαφτίζουν οι γονείς και τα σκυλιά τα αφεντικά τους. Έπειτα ο
κόσμος ρωτά:
-Τίνος είναι αυτό;
εννοώντας το παιδί ή τον σκύλο.
τον γονιού ή του αφεντικού;
Με τα χρόνια το τίνος είσαι αντικαθίσταται με το πού δουλεύεις.
Βδέλυγμα καταντάς αν πεις:
– Είμαι Άνεργος!
οι ορισμοί
Δεν με απασχολούν οι ορισμοί εκτός κι αν παράγονται αφ’
εαυτοί ώστε να δηλώνουν την έννοιά τους σαν ένα ποίημα της
γλώσσας. Τότε μόνο έχουν ένα ενδιαφέρον εξ ορισμού: ως
κατασκευές, ως έργα τέχνης.
οι αφορισμοί
Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια
τους. Αίρουν κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά· άρα
ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει κρυμμένο δράμα σε μια ατίμωση.
ο αγρός
Το νεκροταφείο του Αγίου Παύλου ήταν παλιά αγρός. Έπειτα
φύτρωσαν τα αγάλματα κι η οξείδωση μαζί με το χώμα προσέθεσε
ιχνοστοιχεία στις ρίζες και στους κοντινούς κορμούς. Με
τα χρόνια κάποια αγάλματα γίναν δέντρα. Με τα χρόνια ήρθαν
κι οι τάφοι έρποντας σαν εμιγκρέδες. Αργές και κουρασμένες
οι ταφόπλακες. Επιδέξια ελισσόμενοι οι μαρμάρινοι σταυροί.
η ανάπαυση
η ανάπαυση
Εδώ κείται ο γιος του τυπογράφου Πλοτέν· ο θάνατός του
συμβαίνει διαρκώς εντός πλαισίου: στο σφραγισμένο
νεκροκρέβατο, ανάμεσα στα διπλωμένα σεντόνια, στο μεταθανάτιο
πορτρέτο, στην κορνίζα από σφένδαμο, στην επιτύμβια στήλη
κάτω από τη μαρκετερί με τα ζουμπούλια. Έτσι δεν διαφεύγει
και ο πόνος. Τέσσερις αιώνες ερμητικά κλειστός.
η αντισταθμιστική αγρανάπαυση
Στον αυλόγυρο θαμμένοι ορισμένοι δομινικανοί μοναχοί, ένας
κόρακας με γυάλινο ράμφος, μια μίτρα επισκόπου της Ρουέν·
τα μικρούτσικα γάντια της Ζιζέλ (να μην κρυώνει εκεί που
πάει). Ένα βιβλίο με την Παλατινή Ανθολογία· τις νύχτες
ανοίγει μόνο του και τους διαβάζει. Οι δομινικανοί είναι οι
πρώτοι που σκιρτούν. Οι τάφοι αχνίζουν στο σκοτάδι.
.
ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ (2020)
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
– Άντε να φτάνουμε στο σπίτι,
λέω
και το ρέγομαι
έτσι όπως φεύγει από τα πόδια μου
κι υψώνεται
τον ήλιο περιμένοντας
να δύσει
για να κατοικηθεί
– Σπίτι δεν έχω,
μου απαντάς,
το πήραν τα πουλιά
και κείται τώρα
εξόριστο
στ’ αυγά τους·
αν θα ξαναπετάξει
είναι ένα θέμα
φυσικής επιλογής.
Η ΣΙΩΠΗ
Έπειτα ήρθε μια σιωπή
και κρατούσε
τα σύννεφα
και κρατούσε
τους ανθρώπους που γεννούσε
το σπίτι
εκείνοι ντύνονταν
τον χρόνο
που δεν ήταν ελεύθερος
και κολυμπούσαν
προς το ξακουστό φαΐ
που φτιαχνόταν δίχως
κορίτσια
άλλοτε το κοιτούσαν να βράζει
άλλοτε εκεί οι ίδιοι
έβραζαν·
μόνο όταν φούσκωνε,
στεκόταν στο πλάι
κι έκλαιγε μοναχό του·
έτσι έχανε το αλάτι του·
μα εγώ όλο πρόσθετα
με ένα μαχαίρι
ή έσπαγα τα βότσαλα
να δω
αν είναι αυγά
ή δοκίμαζα με τα δόντια τους γλάρους
που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση
μόνο με σπασμένα νύχια
και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές
από τις καρτ ποστάλ
της Αμβέρσας
τίποτα δεν ακούω·
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ μέσα
και να αφήσω το νέο
να διαδοθεί.
ΤΑ ΝΑΥΛΑ
Σαφάρι πήγαμε
ένας βουβός σαμάνος
μας κυνηγούσε όλη τη νύχτα
πήρε τα μάτια μας
μια κοκκινοσκουφίτσα
πηγαινοερχόταν
και καθάριζε
έβγαινε στη βεράντα
έκλαιγε λίγο
μετά επέστρεφε
— από ’δώ όλο φεύγουν τα αποδημητικά
με τις βαλίτσες τους,
λέει
— τα ναύλα σας
να τα φοράτε μες στις κόγχες
αντί για μάτια
έπειτα μας ξεσκόνισε
και μας φίλησε στο μέτωπο
πάνω απ’ το τζάκι
κοιτούσε αμήχανη
ταριχευμένη
η κεφαλή του ποιητή.
ΤΑΡΙΧΕΥΣΗ
Το πρωί,
σβούρισμα στο χοντρό αλάτι και στη σόδα,
μια στη ρίμα, μια στη λίμα,
το κούφιο πτηνό
βαλσαμώθηκε στην αμμωνία,
ως βαθιά στις κοιλότητες,
ο χρόνος διόδιο πέρα δώθε το πήγαινε
αλλά το εγχείρημα επέτυχε.
Οι ταριχευτός, στο γερτό αναλόγιο,
διάβαζαν ίαμβους
με βυζαντινά μετρήματα,
ενώ ένας τζουράς μακρυμάνικος,
γουργούριζε στο νερό·
μ’ ένα ραβδί ένας ένας,
τσάκιζαν τα φτερά στον κάλαμο
κι αν κάποιο τραγουδούσε,
το έπνιγαν με πιπέρι·
κανείς δεν πρόσεχε τον γέροντα γαμπρό,
που έσερνε – στον διάδρομο – τους ζάλους δίχως νύφη.
Μετά έκοψαν την τούρτα,
σκούπισαν τα πούπουλα,
έπλυναν τα ρετσίνια και την πίσσα
κι απέμειναν κατάκοποι να τον κοιτούν που κατέβαινε
αργά στο συχώριο του,
ευθυτενής,
πάντα άρχοντας,
με το πουλί στην αγκαλιά
κι ένα λευκό κρινάκι στο πέτο.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Ε ρε σας λέω
αφήστε με
έτσι διάφανο
κι ας μοιάζω
στο σαμιαμίδι του σπιτιού
τοιχόσαυρα
που από τη ζήλια της
κελάηδησε
– να οι φλέβες που ψάχνατε γιατροί –
να το κορμί
που ο Λεονάρντο
ηράσθη
εδώ καπνίζουν
όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν
που στον κόλπο τους με κλείδωσαν
με τα μάτια
ή με τα δόντια
ένα φαγιούμ από αμύγδαλο και στάχτη
κι αυτό το ποίημα
– όσο τα μέτρα του
υπολείπονται –
θα γίνεται
φωλιά
της σφήκας
μα αιώνια θα αποτυγχάνει
να αντιληφθεί
το βούισμα
πριν την επίθεση
ενόσω εκείνες θα τεντώνονται
έτοιμες να φτερουγίσουν
απ’ του κορμιού τους
το νεκύδαλλο.
ΚΟΡΙΤΣΙ ΗΝΙΟΧΟΣ
Έφυγε το κορίτσι ηνίοχος
και μες στα σύννεφα
– όπου πάντα βρέχει –
ο νεφεληγερέτης της
ταΐζεται
μια μπάλα σάλιο αλμυρό
και μες στου θέρους το ανδράποδο
– κάπαρη που μύριζε ο σβέρκος
και τα σφιχτά σφυρά της –
μια δαγκωνιά από σκυλί απλώνεται
εκεί που άνοιγε με το μάτι της
την άνοιξη
κι από τον αφαλό της
έσταζε
ένα μέλι μαύρο
έχει ακουμπήσει
τα αχνιστά πιστόλια της
μα αυτό το σπίτι που τη δέχτηκε στη χάση του
βγάζει τα ρούχα του
και μεγαλώνει
με την ήβη του σβηστή
χέρια θηλές κι όσα ποτάμια σκίσαμε
σαν δυο μεσήλικες
κανό καγιάκ
ο μαλακός Αχέροντας
ξεφτιλισμένος
μόνο βουβά και σαν να κλαίει
στους μεσότοιχους
έκτοτε πάλλεται
κάποιος οργασμός της·
μια αδιόρατη μα επίμονη
κολπική μαρμαρυγή._
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Κι έτσι οι απορημένοι φθόγγοι του βάλτου
πήραν κορμί
ψυχοσάββατο διανύοντας
με την πόρπη γυαλισμένη ως επιλόχεια θλίψη
και η απαίτηση του χρόνου να προΐσταται
έγινε νομοθέτημα
στα χέρια πέντε δέκα
ανίδεων μυσταγωγών
ή τέλος πάντων
ημιμαθών εγγαστρίμυθων
– που κατηύθυναν τη φωνή
σε έναν χώρο
όπισθεν του παγκρέατος –
και οι μεσσιανικές βεγγέρες
έπαψαν με τα προξενιά
ιδρωμένη η νύφη άλλωστε
κι ο γαμβρός πρώην Χίτης
ένας φίκος θεριό
με κορμό μαστίγιο
απεκαύλιζε το προύχον της εμβολής (κατά Θουκυδίδη)
και στη νύχτα αστράφτανε
μεμιάς όλες οι μαγνητικές εγκεφάλου·
νύχτα σαν μέρα το λοιπόν
(αν όχι μια ακόμη απλή πανσέληνος.)
ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΠΟΙΗΤΗΣ
Α, πάνω που λες: — μεγάλωσα πια
δε θα ξανανταμώσω Αρχάγγελους
τότε είναι που συνωστίζονται στη σκάλα
ανεβαίνοντας,
τα νυχτοπατήματά τους σαν τα περίπολα εφοδευόντων,
κι από τη σκόνη τους
να πυκνώνει ο χρόνος και να πλημμυρίζει τα όνειρα
ούτε που μετράω πια,
πόσες αρχές της φυσικής παραβιάζονται
κάτι τέτοια εξηγούσα χθες στον παλαιό συνάδελφο
Νίκο Αργυράκη, χημικό,
ενώ ίσιωνε το μουστάκι του
χαϊδεύοντας από κάτω το ευγενικό χαμόγελο,
έπαιρνε σειρά για την ανηφόρα,
κι εγώ έκανα πως δεν έβλεπα
πλάτη τον πατέρα μου,
που σκάλιζε τους σχιστόλιθους με ένα κουμαρόξυλο
σαν γύριζε,
έβλεπα του έλειπαν από μπροστά δυο νεογιλά,
κι οι τιράντες του χιάζονταν
σαν χελιδονοουρές,
κι ο Νίκος μου έλεγε:
— εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
ακόμη κι όταν δεν υπήρχε η ποίηση,
κι έσβηνε ένα τσιγάρο στην κουπαστή
και τα κίτρινα δάχτυλά του
τραύλιζαν στην ανάμνηση των θειούχων και της νικοτίνης.
— εσύ ήσουν πάντα ποιητής
— όμως εμείς σου λέω
είμαστε, καιρό τώρα, πεθαμένοι.
ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΚΟΥΡΔΙΖΩ
Ξέρω τι σας άφησε ανέπαφους
στα χρόνια αυτά
που ζήσαμε και ζούμε
εσάς
φωτογραφίες νεκρών
ηθοποιών
που είχατε κάποτε
ερωτευτεί τα σύννεφα
με ονόματα όπως
Ανέστης, Βερονίκη,
Πενθεσίλεια, Κοσμάς
μόλις γδυθήκατε
αμέσως φανήκατε
απ’ τα πλευρά σας
κι εσείς
και οι γενιές σας
γενιές ολόκληρες
δαιμονικών ευνούχων
που παρέδιδαν
τη χερουβική τους υπόσταση
για ένα ξεροκόμματο·
(στην άκρια, μακριά
έναν ζυμωμένο κόκκο αέρα
κρατούσατε
που ακόμη συστρεφόταν
γεμάτος υποσχέσεις)
οι άνθρωποι υπήρξαμε
τα δόντια του Κτήνους
μα μες στα δόντια ήταν
που άνθιζε το μαλακό ψωμί
της Κυριακής
κι εκεί ψηνόταν
όσο περνούσε η νύχτα πάνω απ’ τα ρούχα κοροϊδεύοντας
σαν το μετάξι που χαϊδεύεται
απ’ τις πέτρες.
Αυτό να ξέρετε τουλάχιστον:
δεν προκύπτει κατ’ ευχήν
η έρημη η ποίηση
Για μιαν, ακόμη, φορά
Σας χαιρετώ
και σας
Κουρδίζω!
ΕΝΥΠΝΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Βαθύ θέρος
το ζωντανό διάζωμα
που ξεχώριζε
τα ζώα στα παχνιά τους
αχνίζει·
άλλα χρόνια τότε,
φέρναμε νερό στα χέρια
μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές
βαραίναμε μπροστά
όχι στα καπούλια
και λέγαμε
του χρόνου του ορφανού
αδέρφι του είναι ο θάνατος·
κι όσοι ακόμα βασανίζονταν
έδερναν έπειτα την κυρά τους
από αγάπη
λες κι ήταν αμαρτία το φύλο
κι όχι η σκατοψυχιά
δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
– αν είναι να λάβει –
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.
.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ (2020 )
Πεζά κείμενα και ποιήματα για την Ελευσίνα
με αφορμή τον Επιτάφιο του Μίκη Θεοδωράκη
(β’ έκδοση)
Α’ ΜΕΡΟΣ – ΤΑ ΠΕΖΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ένας τόπος κι ένας άλλος τόπος, ο τόπος
που φτάνουμε, λέω, κι έχω στον νου μου την ψυχή της μάνας μου,
έτσι που αγωνίζεται να σκίσει τη λήθη τηγανίζοντας, σε τούτο
το τρύπιο σπίτι που ήταν σπίτι μας. Σιωπηλοί – εμείς, οι άνδρες –
ασβεστώνουμε τις λεμονιές και δένουμε το αρνί στη σούβλα του, σφιχτά, σαν
ένα ιστίο στην καταιγίδα. Κι όμως, σιγούσανε τα σήμαντρα, ακόμη κι εκείνη η
ρυθμική κλαγγή της Μεγάλης Παρασκευής σιγούσε επίσης, όσο αλυχτούσε
ολονυχτίς έξω απ’ την πόρτα μας ο ποταπός χουχουριστής.
μέρα μαγιού
ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ με βαριά καρδιά: των νεαρών
μίσχων η γλύκα και το πράσινο, το χρώμα μιας φυλακής ή μιας
θάλασσας κι η ρόδα της Ανάστασης που άναβε από μέσα. Όσες
πομπές βαδίσαμε αργά προς το κοιμητήριο του χειμώνα κι ένα
χρονικό χελιδόνι στης αποθήκης τη χελιδονοφωλιά. Εκείνη που
ήρθε προς το τέλος να μας διδάξει ξανά την αρχή, κι όλοι την
κοιτούσαμε δακρυσμένοι, τα διάφανα χέρια των νεκρών μας
επαλληλίζοντας.
ήσουν καλός
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΙΑ δεν μου κουβεντιάζει στα δωματιάκια του
Ιατρικού που βρισκόμαστε στα όνειρα. Είναι νωρίς το πρωί
κι ενώ αγωνίζομαι να παρκάρω, πάντα, μόλις φτάνω, τελειώνει
το φάρμακο και του βγάζουν τη φλέβα. Κι ενώ η εικόνα του
βουβή αποτραβιέται σαν νερό προς το πηγάδι της λήθης, εκείνο
μου λείπει περισσότερο: η δύναμη στα πνευμόνια του που
ξεκούφαινε τη μάνα μου, όταν τον άκουγε να σφυρίζει στον ύπνο
της, μήνες μετά που άλλαξε το σώμα του κι έγινε για πάντα
η φωτογραφία από κάποια βάφτιση στο κέντρο Ποσειδώνας
Μεγάρων.
ένα δειλινό
ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ την ουσία μου μακριά από την οργανική
ύλη, σαν μια σκιά που ανθεί μέσα στον χρόνο, σαν έναν
περιηγητή δίχως το σάρκινο δοχείο του. Εκεί συναντώ το παλιό
νεκροταφείο, τους τάφους των επτά επί Θήβας, τις αισχυλικές
σκιές και την Άλω του Τριπτόλεμου. Ο – δια μελιχρών ύμνων
και ασμάτων λαμπρύνων – γέροντας με περιμένει στην πόλη.
Καθαρίζει τα οστά γονατιστός και τα ξεπλένει με κρασί.
Ταυτόχρονα δυο χελιδόνια με αδαμάντινες ουρές αφαλοκόπτουν
τους χαρταετούς που υπερίπτανται πάνω απ’ το νταμάρι. Οι
ξυραφιές ακριβείς, σαν λάκτισμα με χαμηλή σπάθη, απαριθμούν
τις οδηγίες των σκιών. Στις παρυφές της συνείδησης, μικρά
δεκάχρονα προσφυγόπουλα, που δεν κατάφεραν να αποδημήσουν
αξιοπρεπώς, νιαουρίζουν με παράπονο κάτω από τις
ταφόπλακες (για να συγκινήσουν τις κυρίες των φιλοζωικών).
Η Περσεφόνη τα παίρνει από το χέρι και τα οδηγεί στη σπηλιά,
λες και βαδίζει αντιεντροπικά προς τη μήτρα της μάνας της. Η
γη της Δήμητρας τα αγκαλιάζει και τα κοιμίζει τρυφερά σαν
δικά της παιδιά ούτως ή άλλως.
κοιμήσου αγγελούδι μου
ΔΥΣΚΟΛΗ ΝΥΧΤΑ με ζέστη, με ενύπνια και βροχές,
πάλευα να σε δω στον ύπνο μου μα όλο γλίστραγες. Ξύπνησα
μόλις σε αγκάλιασα κι είδα που έγινες αέρας και το χέρι μου
πάγωσε. Από την αυλή φαίνονταν τα τέσσερα φουγάρα της
Χαλυβουργικής να γυαλίζουν σαν ιωνικές κολόνες. Σκέφτηκα, ό,τι
κι αν συμβαίνει, κάποια πράγματα θα παραμένουν άγια των
άγιων: η ιερότητά τους θα είναι αδιαμφισβήτητη, ο χρόνος
συναυτουργός θα τα συνομολογεί. Αυτή η πόλη παραμένει στους
αιώνες ένας ναός της Γης και της Ανάστασης. Κι ας φυτρώνουν
αγκάθια κι ασφόδελοι στο Θυσιαστήριο. Κι ας είναι ο πρόναός
του φτιαγμένος με φουγάρα. Μετά σε ένιωσα που χάιδευες τον
ώμο μου, το χέρι μου ζεστάθηκε κι άρχισες -εκ νέου- να
πυκνώνεις. Σαν να ήσουν ακόμη ζωντανή.
όμορφη πόλη
ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ που λειαίνεται τα Σάββατα -με
ελάχιστα φράγκα μα πολλές δαγκωνιές- το παλιό μας σκοτάδι
εξηγείται: είναι ένα πηγάδι αδρανούς φωτός, που βαθαίνει
ακυβέρνητο. Γενναίε Ακρίτα των ενδογενών μου συνόρων,
για πότε μεγάλωσες; Πώς και δεν είσαι ακόμη ένα νήπιο με
βρεγμένα καλτσάκια, απόδετο, που στο αρχαίο νεκροταφείο
της Λειψίνας καθέλκυε, σαν μπαλόνι ξεφούσκωτο, του χρόνου
τη λάσπη; Στα οστά που σιωπούν ο ήλιος ψιθυρίζει ένα γοερό
καλωσόρισμα κι ακόμη διακρίνονται τα αναθήματα από όπου
νέοι άνθρωποι εκβλαστάνουν. Καθώς η ζωή εξοντώνεται, μια
μυωπική εικόνα από ενδεχόμενα μέλλοντα εστιάζει. Σε αυτές
τις ίδιες στάχτες θα συνεχίσεις να γερνάς και να ανθίζεις.
δόξα τω Θεώ
.
Β’ ΜΕΡΟΣ – ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Κοντά στη δύση μας
τελεσιουργεί
η χρωματική μας παλέτα:
η συλλογή με τις προτομές όπως φωτίζεται άνωθεν,
αγνοώντας τα μάτια,
και τα αντίστοιχα βιβλία με τις παραπομπές.
Η χειραγώγηση των σκιών
στον κηπαίο λαβύρινθο
—είτε των δικών μας,
είτε των κοριτσιών που επισκέπτονταν—
και η αποθήκευση της αμετάκλητης λάμψης,
όταν χτυπούσε στο κράσπεδο
εκείνο το λευκό περιστέρι.
Ένα μικρό σύννεφο,
που φορούσε εργατική σαλοπέτα,
κι έγινε με τα χρόνια
ένα Σύννεφο με Παντελόνια.
Τα ελάχιστα ταξίμια τού Τούντα,
που ανέπτυσσε στη βεράντα του
ο Σωτήρης Καλυμνάκης.
Κι η συντριπτική ερώτηση έξω απ’ τις τουαλέτες τού Αττικού:
– Μάνα, χτύπησες;
Έπειτα ένας ψίθυρος,
συνήθως πολυπρισματικός,
κι ο τοίχος που εμπόδιζε όλα τα όνειρα
τα επόμενα χρόνια.
Και που οι πάντες επιθυμούσαν να παγώσει εκεί,
στη δύση του,
να ταξιδερμηθούν τα χρώματα
σωστά
στη φορμόλη τους.
Μόνο το αίμα
-που δέεται το κόκκινο-
περίμενε πως και πως
τη νύχτα να το μαυρίσει.
21/10/2017
ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ
Με λόγια δεν διαβάζονται τα όνειρα:
η επέλαση των τρωκτικών στο κόκκινο χώμα,
μα οσμή φωσφόρου
που καιγόταν σαν εφημερίδα,
το χέρι του που αναζητούσε στήριγμα
για να ανεβεί τα σκαλιά
κι η νύχτα του σεισμού
σαν έσβησαν τα φώτα,
ή ένας μαΐστρος που μας δίδασκε μια ηχηρή περιοδικότητα,
ενόσω μάς μασούσε τα μαλλιά
-στην αγκαλιά μου που κρυβόσουν-
πάνω στο κάστρο.
Όλα θεόκλειστα σε έναν μαύρο τόπο
που πάει κι έρχεται σαν βάρκα
με το νυχτερινό το κύμα,
μα ουδέποτε μας βρέχει
και τίποτα δεν ερμηνεύεται
με τον φθαρμένο ονειροκρίτη της μάνας μου,
που έλεγε στο λήμμα “άσπρο άλογο”:
– Μεγάλη λαχτάρα θα σε βρει.
25/07/2017
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ
Όλο και πιο σπάνια
συναντιέμαι με
λέξεις που ματώνουν,
με τη σάρκα ενός βράχου την άνοιξη,
ή με κάποιους ανθρώπους που σβήνουν άηχα, όπως υπήρξαν
απέραντες θάλασσες
δίχως παφλασμό.
Έτσι, λέω,
ματώνουν κι οι λέξεις όταν
αντηχούν
τις πόλεις που παγώνουν στον χρόνο αγιάτρευτες,
το χειμωνιάτικο Ντιτρόιτ,
την Πάδουα των αποδημητικών,
το γυάλινο Πλόβντιβ
με τη σκόνη των εραστών που
κρατιούνται από τα ρείθρα με σχοινιά να μην απογειωθούν
ή με τη βαριά κύφωση της μάνας μου,
που έρχεται στα όνειρα στητή
να μου πει πως έγιανε·
με κάτι τέτοια αλλάζουν οι συμπαγείς ζωές
προς μια θαμπή εικόνα ιστορίας,
μ’ έναν ιστό με πάχνη που λαμπυρίζει στο φως
ή με την πολύ πιο πικρή χωρική νηνεμία
μιας μέρας που πέρασε σαν ίσκιος και πάει.
24/06/2017
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Ρωτώ το σπίτι, όταν το βρίσκω κατά τύχη,
στο Παρίσι του Ντεσνός:
– Πώς τα περνάς; και πώς σου φαίνονται οι καινούριοι;
Τι να μου πει;
παραμερίζει να δω το κοριτσάκι
δωμάτιο το δωμάτιο
που κυνηγά τις νυχτερίδες,
τις φωλιές στο σαλόνι που γεννάνε τα ξυράφια,
ένα φως που ακολουθεί τα αδέσποτα,
μα σβήνει μόλις σκοτεινιάζει·
και τη μάνα μου
κουτσαίνοντας
που νταγιαντίζει
των ξένων ανθρώπων
τον θάνατο.
13/05/2017
Η ΑΙΧΜΗ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ
Δεν είναι ποτέ
ούτε μόνο χωρική ούτε μόνο χρονική
μια διάσταση αθωότητας
που μας βγάζει κάποτε τη γλώσσα
και καταπίνει τα φωνήεντα
σαν λαίμαργος
μυρμηγκοφάγος.
Εκτός χρόνου θυμάμαι ενίοτε
και τους λαρυγγισμούς
του Παναγιώτη Φαρμάκη,
σαν μοιραζόταν με τον πατέρα μου
πάνω στη μάντρα μας
μια μπίρα·
δεν καταλάβαινα τις λέξεις,
μήτε πώς από το κεφάλι του
αναδυόταν ένα μαντήλι
σαν τριγωνικό πανί
κι απ’ το αμπέχονο εξείχε πάντα
μια μαργαρίτα
μέσα από έναν άδειο τελαμώνα·
το πώς έμοιαζε τόσο με τον Όσιο Λουκά
και γιατί κάτι γατόνια της γειτονιάς
νιαούριζαν
ακούγοντάς τον
εκστασιασμένα·
το πώς ο πατέρας
συγκατένευε
-από πού κι ως πού;-
σε όλη
αυτή τη θλίψη·
και, τέλος πάντων,
τι ήθελε να πει
με τα μάτια του,
που έκλαιγαν πάντα δίχως δάκρυα,
και σε ποια γλωσσά;
Δεν είχα ακόμη καταλάβει
πως στην αιχμή των φωνηέντων
οχυρώνεται πάντα
ένα ποίημα,
που πασχίζει να γραφτεί
ανεξάρτητα απ’ τη γλώσσα του.
20/02/2018
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Θα ζητιανέψουμε κάποτε
απ’ τα παιδιά μας περιεχόμενο-
θα ’ναι χειμώνας και το κορμί μας
θα έχει γίνει πια μια φορεσιά-
μ’ αυτή θα μπαινοβγαίνουμε στα όνειρα
και θα γεμίζουμε τις τσέπες τους
με καραμέλες
και μελαγχολικά φαντάσματα.
– Καλώς σας βρήκα, θα τους λέμε,
– Πώς και χορτάσατε ζωή
σε τόσο νεαρή ηλικία;
Κι όλο θα σκοντάφτουμε σε μπιμπερό,
στις βόλτες στα πάρκα με λιακάδα,
στο πρώτο τους κινητό·
ή σ’ όλα αυτά τα “πρώτα”
που δεν θα μάθουμε ποτέ.
Γύρω μας η θάλασσα θα κοιμίζει
και τους ανθρώπους και τα ψάρια της
μ’ ένα αντιμάμαλο νωθρό και σκόρπιο
σαν στίξη ηπατική·
μα εκείνα θα πετούν ελεύθερα
και συμπαγή
εκτός του πλου μας,
ένα σμήνος ψαρόνια σε σχηματισμό
δακρυόσχημης ατράκτου·
και τα ταξίδια τους θα είναι οι μάρτυρες
του χρόνου που μας γδέρνει·
όλες οι ξυραφιές τους
θα φέγγουν ανεξίτηλες στο φτέρωμα,
σαν ένα Ημερολόγιο Καταστρώματος
που γράφεται μ’ αυτόματη γραφή·
σχολικές γιορτές
και παιδικά γενέθλια με τον κλόουν Πίπη·
ένα αναμμένο μάγουλο που άχνιζε αλάτι
ή όλα τα ιώδη σάρκινα άνθη
που -ως εδώ- δεν κορφολογήθηκαν
τίποτα δεν θα παραλείπεται
δίχως κανένα έλεος·
διότι η λήθη
είναι ένα πρόβατο
που βυζαίνει μ’ αφοσίωση
τη μάνα λύκαινα
που το κατασπαράζει.
19/06/2018
ΑΝΑΣΚΕΛΑ
Είναι ένα διάβημα οι φτελιές
αδιαμφισβήτητο, σου λέω,
μια δήλωση ευφυΐας.
Δες πώς σκιάζουν τα καθέκαστα:
Στην Αθήνα των γκρεμνών,
κι ενόσω οι γέροντες
κοιμίζονται με
άσφαιρα λαντόζ,
ένα χέρι τους τσιμπάει μουλωχτά
ή τους μπουνίζει·
τρίβουν οι άμοιροι την τσιμπιά που τσούζει,
μα δεν υπάρχει αξιοπρέπεια στη ζητιανιά,
εντέλει κλαίνε.
Κλαίνε με ένα γρέζι
σαν στρουθιά του χιονιού.
Βλέπω και τη μάνα μου που λέει
«πρόλαβα και πέθανα»,
μα εγώ ακόμα στοιχειώνομαι
από το τελευταίο της όνειρο·
εκείνο με το σμήνος των χελιδονιών
που έμπαινε στο κάδρο
πετώντας ανάσκελα.
23/04/2018
ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Εδώ σε τούτο το συρτάρι φυτρώνουν τα ποιήματα
άλλοτε είναι γέροντες
που μασουλάνε με τα στραβοχυμένα
-από το ΙΚΑ- μασελάκια τους
τα πάντα όσα αντενδείκνυνται στον διαβήτη,
καραμέλες βουτύρου, ζελεδάκια,
ένα ώριμο δαμάσκηνο,
τα μάτια τους είναι μονίμως υγρά
και τρέμουν τον χρόνο·
άλλοτε μυρωδάτοι έφηβοι,
κούροι και κόρες,
με συμπαγή μπούτια κι αρχαϊκό χαμόγελο,
απλώνουν τα ολοκαίνουρια φτερά τους
αγέρωχοι στα όνειρα,
κι όταν αγκαλιάζονται
ο χρόνος τους τρέμει·
άλλοτε εμείς οι ίδιοι,
που ανασαίνουμε βαρύτερα,
κοιμόμαστε λιγότερο,
μουδιάζουμε περισσότερο
από πέρσι
(κι ας ερωτευόμαστε το ίδιο).
Αδιάφορο στέκει πάνω απ’ όλα αυτά το φεγγάρι.
Κάθε ποίημα
πρέπει να έχει κι ένα τέτοιο.
16/07/2017
.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ (2018)
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
[Κι ήρθε μια ξένη
γραία
όσο κοιμόμουν
και το κορμί της ήταν ένα χράμι
τραχύ
βαρύ
κι απέραντο
με πλάκωσε.
– μα μην το ρίχνεις έτσι δίχως σεντόνια, μου λέει
θα γδαρθείς
ή
– ντύσου λίγο με το νερό του ποταμού
κι έλα να γλιστρήσεις
σε χωράω μέσα μου
βρε ταύρε μινωικέ
σε χωράω μινώταυρε.
ξυπνάω,
κι είμαι μες στα αίματα
κι όσους περίμενα να δω
κατάλαβα.
ήσαν πεθαμένοι]
(Ενύπνια τα μεθεόρτια)
H ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
“The rest of my days I’m going to spend on the sea.
And when I die, I’m going to die on the sea. You know what I
shall die of? I shall die of eating an unwashed grape.
One day out on the ocean I will die – with my hand in the hand of
some nice looking ship’s doctor, a very young one
with a small blond moustache and a big silver watch.
«Poor lady» they’ll say,
«The quinine did her no good. That unwashed grape has
transported her soul to heaven.”
– Blanche Dubois
– Tennessee Williams, A Streetcar Named Desire
Μια ηλικιωμένη ηθοποιός δέχθηκε ένα τηλεφώνημα
από τον διευθυντή της κρατικής σκηνής, για να υποδυθεί
μια νεκρή ποιήτρια μέσα σε ένα φέρετρο. Ενώ επιφυλάχτηκε
ευγενικά – προς ώρας – για την απάντηση, σκεφτόταν
αυτά: ‘‘να υποκρίνεσαι ρόλους σε όλη σου τη ζωή είναι
αυτό ακριβώς, μια στάση ζωής και όχι βέβαια μια στάση
θανάτου, που όμως – από την άλλη – είναι εξ ορισμού
δεμένος με τη ζωή, ως τέλος και φυσική συνέπεια. Γιατί θα
έπρεπε λοιπόν να αρνηθεί; ’’Προσπάθησε να οπτικοποιήσει
τη σκηνή, όχι δύσκολα είναι η αλήθεια (και τη μάνα της
σκεφτόταν νεκρή, και μια φίλη αδερφική, που είχε χάσει
πρόσφατα από την επάρατο), όμως τα συναισθήματα που
ανακαλούσε – συντριβή, ίλιγγο, μια τρύπα στο στομάχι,
έναν ατέρμονα θυμό – ήταν των συγγενών και φίλων και
όχι των νεκρών (πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχουν οι
νεκροί συναισθήματα;). Επομένως δεν υπήρχε κάτι να
υποδυθεί ή μάλλον υπήρχε· έπρεπε να παραστήσει το ξύλο,
το ύφασμα, τα (κομμένα) λουλούδια, τα αντικείμενα,
δηλαδή τη νεκρή φύση.
‘‘Θα δεχόμουν μόνο αν ήμουν πεπεισμένη – εκ των
προτέρων – ότι η ύπαρξη εκτείνεται πέραν τούτου του
ορίου, ότι υπάρχει – τρόπον τινά – ζωή μετά’’, αποφάνθηκε.
‘‘Να ’χω στο νου μου ότι, μόλις πέσει η αυλαία
θα σηκωθώ και θα βαδίσω ξανά!’’ Μίλησε στην αρχή με
τον πνευματικό της – παλιό της φίλο από τη Σχολή τού
Κουν’, που με τα χρόνια ακολούθησε έναν πολύ διαφορετικό
δρόμο – που τη διαβεβαίωσε γι’ αυτό πέραν κάθε
αμφιβολίας (άλλωστε δίχως τούτη την υπόσχεση ποιο
θα ήταν το νόημα μιας οποιασδήποτε θρησκείας έναντι
ενός ενεργού ουμανισμού;) Μίλησε έπειτα με τον γιατρό
της, έναν ικανό ρευματολόγο με τον οποίον ήταν συμμαθητές
από το γυμνάσιο. Της είπε:
«Μηλίτσα μου, αν δεν υπάρχει – ένα αξιοπρεπές –
μετά, ποιος ο λόγος να υπομένουμε όλα αυτά;»
(εννοώντας διακριτικά τα ρευματικά της, τους πόνους στις
αρθρώσεις και τη δυσκαμψία, που την ταλαιπωρούσαν
όλο και περισσότερο μετά την εμμηνόπαυση.) Ο σύζυγός
της, κατηγορηματικά αντίθετος, την προέτρεψε να
δεχθεί μια άλλη πρόταση: να κάνει για μια ακόμη φορά
την Μπλανς Ντιμπουά, ρόλο που της προσέφερε ένας
νεαρός ταλαντούχος σκηνοθέτης, που σκηνοθετούσε
πρωτοποριακά τα κλασικά έργα. Με πίκρα εκείνη
διαπίστωσε ότι, όσο κι αν καλοκρατιόταν, πήγαιναν είκοσι
πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που έπαιξε την
Μπλανς, στο Λεωφορείο ο Πόθος. Παρ’ όλα αυτά,
απόδέχτηκε την πρόταση – της άρεσε να το βλέπει σαν μια
νίκη του Έρωτα επί του Θανάτου – αρνούμενη τη νεκρή
ποιήτρια και τα διλήμματά της. Έκαμε έτσι ξανά άλλη
μια μεγάλη θεατρική επιτυχία.
Μερικά χρόνια αργότερα (όχι και πολλά) σε ένα
παρεκκλήσι του Α΄ Νεκροταφείου, κι ενώ η σορός της
εκτίθετο «δια τελευταίον ασπασμόν», «αντιλήφθηκε»
το κοσμικό της εναιώρημα σαν μια πηχτή μάκα λάσπης
μέσα σε ένα διαυγές, χρυσόχροο υγρό (σαν μια καλλιέργεια
ούρων, πες, για τη διάγνωση κάποιας ουρολοίμωξης).
Δύο πράγματα συνειδητοποίησε μεμιάς: α) Τι κρίμα
που είχε αρνηθεί εκείνο τον ρόλο της ποιήτριας!
Θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει περισσότερο επί του
θέματος και να ’ναι τώρα προετοιμασμένη! και β) Ο
κόσμος γύρω τής φαινόταν ασφυκτικά καθαρός και
ευωδιαστός, όμως εκείνη «αισθανόταν» βρόμικη. Γι’ αυτό
και παραμερίζοντας παιδιά, εγγόνια, τη νύφη της που
μυξόκλαιγε ψεύτικα και τον σύζυγο, που έδειχνε
πραγματικά συντετριμμένος, αγωνίστηκε να ελέγξει και να
οδηγήσει την εκτοπλασματική ουσία της προς τη
θαλασσα (επιθυμώντας να αποδεχθεί την πύκνωση της
αρμύρας σε ένα λειτουργικό σώμα – αντικαταστάτη και
το βαρύ νερό ως ένα σαρκικό καθαρτήριο). Θλιβερό, που
ενόσω άπλωνε τη μεμβράνη της στο μόλο, δίπλα στη
βαρκούλα «Στεναγμός», ένα κοπάδι αφρόψαρα τη
διεμβόλισε, διαρρηγνύοντας αμετάκλητα τη συμπάγειά της,
στέλνοντας τις συνάψεις της να ζευγαρώσουν για πάντα
με το εποχικό πλαγκτόν.
Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ –
ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΩΣ ΑΥΘΕΝΤΙΕΣ
Συχνά, στην Ιστορία, πράγματα που αξιολογούνται
και χρησιμοποιούνται ως απλά αντικείμενα επιστρέφουν
στη συλλογική μνήμη ως αυθεντίες συνείδησης,
ως σύμβολα και ως ψυχοπομποί. Η εργαλειοκρατική
τους υπόσταση υποχωρεί και αναδεικνύεται μια
«προσωπικότητα», ένας «χαρακτήρας» με αύρα θερμότητας
και ζοφερό ματζέντα. Εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές
φαίνεται κάποτε να κρέμονται εξ αυτών. Ας πάρουμε
για παράδειγμα μια πένα Montegrappa του 1930
από εβονίτη – ιταλικής κατασκευής, από το περίφημο
εργοστάσιο στις πλαγιές του όρους Μόντε Γκράππα
– που χρησιμοποιήθηκε για να υπογραφεί το περίφημο
γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης, Ρίμπεντροπ –
Μόλοτοφ. Στον κορμό και την υφή του εβονίτη – που
παράγεται με ισχυρή θείωση του καουτσούκ – υπήρχε
σκαλισμένος σε ασήμι ένας αρχαιοελληνικός μαίανδρος
που τύλιγε τον φουσκωμένο προύχοντα προστατευτικά
και απέκρυπτε την ηλεκτρική ιδιότητα του εβονίτη
ως διηλεκτρικού. Ένας μονωτής τυλιγμένος με ασήμι
– το πλέον αγώγιμο μέταλλο – ήταν ξεκάθαρα ένας
ακραιφνής μετασχηματισμός της φόρμας, που εννοιολογικά
υπερκάλυπτε όλη τη φρεναπάτη του συμφώνου:
ενός συμφώνου «ειρήνης», που συντάχθηκε με σκοπό
τη γραφειοκρατική διοργάνωση του φονικότερου των
πολέμων. Στις 23 Αυγούστου του 1939 το λοιπόν,
ολοκληρώνοντας ο Ρίμπεντροπ την υπογραφή, από τη μία
πλευρά του μοναστηριακού τραπεζιού που δέσποζε στη
δυτική πτέρυγα του Κρεμλίνου, τακτοποιεί την πένα του
σε κατακόρυφη διάταξη ώστε ο μαίανδρος να προκύπτει
από τη σβάστικα που είναι κεντημένη με κόκκινη κλωστή
στο αριστερό του πέτο, ή η σβάστικα να προκύπτει
από τον μαίανδρο. Ο Βιατσεσλάβ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ,
από την άλλη, σκουπίζει αμήχανος το ιδρωμένο
του μέτωπο με το μαντήλι του και διαπιστώνει έλλειψη
σφυροδρέπανου ή όποιου άλλου συμβόλου στο δικό του
πέτο. Ο χρόνος συμπληρώνει την εικόνα. Στο τέλος
της πολιορκίας του Λένινγκραντ, εκατομμύρια σοβιετικοί
θα πλέουν στον ποταμό της λήθης, που μοιάζει
απελπιστικά στον Νέβα, έχοντας πληρώσει εκείνο το
μελάνι πολύ ακριβά.
ΣΤΑΧΙΝΑ
Σούρουπο ήτανε κι ενώ μπουμπούνιζε προς τα
Σταχινά κι άστραφτε το φως αγαθό μέσα στη μαύρη αντάρα,
ήρθε ένα ανεμοστρόβιλος με βουή, και του γύρισε
το χώμα στις τριανταφυλλιές. Του ’φερε και σταγόνες
και μια αποφορά από σβουνιές και κάτουρα που τον
αναγούλιασε• για αυτό και γύρισε το κεφάλι από την
άλλη. Τότε την είδε και πάλι, πάνω από τα καλαμπόκια,
που φούσκωνε κι άπλωνε στο βοριά σα σκισμένο
σεντόνι, ενώ βαστούσε και με τα δυο της χέρια τον
αφαλό, εκεί όπου φύτρωνε το πεθαμένο σα μελισσόχορτο.
Μα έκανε πως δεν την είδε. «Γεράσιμε!», του ψιθύρισε,
«Γεράσιμε! γιατί δεν μου μιλάς;» Άρχισε στα ψέματα,
να ανοιγοκλείνει το στόμα του σα να της μιλάει, ενώ έστριβε
προς το σταβλάκι τρέχοντας, λες και φοβόταν πως ήταν οι
δαμάλες σειρήνες και θα τον εκμαύλιζαν με τα μουγκανητά
τους. Τον πήρε η σκιά της στο κατόπι αιωρούμενη, μα μόλις
έφτασε στο δίθυρο κι έμοιαζε πως θα έμπαινε πρώτος, ξάφνου
κοντοστάθηκε και την άφησε εκείνη να προσπεράσει και να χωθεί
σαν αέρας, μέσα στο σανό. Αμέσως την κλειδαμπάρωσε
και πήρε και το κλειδί απ’ το λουκέτο. Από πίσω έχωσε
κι ένα στειλιάρι, ολόκληρο κορμό. Χάιδεψε το μουστάκι
του ευχαριστημένος με τον εαυτό του, μέχρι που
μισογέλασε, ένας λυγμός που πήγε να του βγει, καταπνίγηκε.
Και κατευθύνθηκε προς το σπίτι, φορτώνοντας
κούτσουρα και ξερά, για να ανάψει φωτιά στα ορφανά.
Ήξερε όμως, πως αμέσως μόλις μύριζε το έμβρυο το
γάλα απ’ τα γελάδια, θα άρχιζε να σκούζει σαν κουτάβι
αχάιδευτο• αυτό δεν τ’ άντεχε. Θα ντυνόταν βαριά, θα
τυλιγόταν με χράμια, μα θα άφηνε την κάμαρα και θα
έβγαινε να κουβεντιάσει με τη σκιά της• κι ας δάγκωνε
ο χιονιάς. Να τη βάλει να το θηλάσει απ’ το νεκρό βυζί,
να μη ζηλεύει το γελαδίσιο. Έτσι τον έβρισκε κάθε
χάραμα έξω από το στάβλο• σα μαγκούρα από αγριελιά,
που τη βάρεσε αστροπελέκι.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
[Κι είδα τη μάνα μου
– ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ’ αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ’ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα·
– δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει·]
2. ΡΩΜΗ
Μια κίτρινη αχλή σαν μαρμελάδα βερίκοκο, οι –
ορθολογικά – πεπλατυσμένες κορυφές των πεύκων και όλες
οι κολόνες δημόσιου φωτισμού που ήταν ακόμη σβηστές
τον κατάπιναν ωμό σαν ένα υπερφυσικό καλαμάρι, καθώς
ανέβαινε στον Αβεντινό λόφο με Uber. Στην είσοδο,
κρυφοκοιτώντας μέσα από εκείνη την πράσινη μεταλλική οπή
στη βαριά σιδερόπορτα του Παλατιού των Ιπποτών της
Μάλτας, γέμισε το μάτι του από τον υπέρλαμπρο τρούλο
της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου*, που κρεμόταν στον
αντικρινό λόφο, σαν μεταφυσική λεμονόκουπα, δίχως τα
αετώματα των καρδιναλίων ή την πλατεία. Έβγαλε τα
γάντια και ακούμπησε το μέταλλο, πρώτα με τα χέρια,
έπειτα απόθεσε και το μάγουλο αναμμένο όπως ήταν από
ένα κόντρα ξύρισμα. Σκέφτηκε την επόμενη πρωινή διαδρομή
ως την Τσιβιταβέκια και κουράστηκε στη σκέψη και μόνο.
Άλλαξε μάτι ράθυμα στην τρύπα, να απολαύσει και με
το αριστερό αυτή τη μοναδική ευθυγράμμιση.
Απορροφημένος όπως ήταν δεν πρόσεξε τους δύο αγγέλους
που διέσχιζαν εγκάρσια τη νύχτα προς το Καστέλ Σαντ
Άντζελο. Μήτε μια καλόγρια που πέρασε από μέσα του και
βγήκε στην αυλή, δίχως καν η πόρτα να ανοιχτεί. Ένιωσε
βέβαια ένα κρύο να τον διαπερνά, μα του φάνηκε φυσικό.
Έβγαινε ο Δεκέμβρης, το αγιάζι κι η υγρασία θέριζαν. Και
πάλι δεν σκέφτηκε να προσμετρήσει τις παρτίδες που
είχε ανοίξει με τις σκιές, από όταν κατέληξε η μάνα του –
σχεδόν ανήμερα Χριστούγεννα – και δώθε.
* Υπάρχει ένα σημείο στη Ρώμη, στο λόφο sull’Aventino, στην piazza dei
cavalieri di Malta, από όπου, κοιτώντας μέσα από μια μικροσκοπική οπή
διαμέσου της σιδερόπορτας του Palazzo dei Cavalieri di Malta προς το
εσωτερικό, ευθυγραμμίζεται απόλυτα το μάτι με τον τρούλο του Αγίου
Πέτρου που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα μακριά
7. ΟΔΗΣΣΟΣ
Ανυπόμονο το σπίτι μάς περίμενε, κι οι πασχαλιές
μας είχαν ξανά ανθοφορήσει, παρότι δώδεκα βήματα από
το πάτημα της θάλασσας. Η λεωφόρος έτριζε σαν
σκουριασμένο ποδήλατο και τα κουφώματα μύριζαν αγυάλιστο
ξύλο. Δίχως εσένα, κάθε πρωί, ο Αρσένι έβγαζε
μέσα από το στέρνο του ένα περιστέρι κι εγώ φορούσα
τα φτερά του στο κουκούλι μου, εκεί βαθιά, όπου
παρέδιδα τα σπλάχνα μου στην κάμπια που δαγκώνει. Μια
ευχή που εγειρόταν από τη στάχτη σου, έμενε για πάντα
σα λάσπη κολλημένη. Έτσι επέστρεφα την εικόνα
σου στον ύπνο μου: σα μια σταγόνα λαδιού στο πείραμα
του Millikan, που παραμένει αιωνίως κρεμασμένη. Κι ας
μη τη λάτρεψα ποτέ τούτη τη θάλασσα. Ακόμη κι όταν
περνούσαν τα νυχτερινά γρι-γρι μέσα απ’ τους φάρους,
με τα πρωραία τους σβηστά και μύριζε ξανά των αιώνων
το ανθέλαιο που δεν τρίβεται με τα βάσανα και τις
αναποδιές αλλά μας ακολουθεί ως το τελευταίο νυχτερινό
μας ψάρεμα, εκείνο που πολύ θα θέλαμε να γίνεται
με μια βάρκα δίχως αγωγιάτη._
10. ΜΑΔΡΙΤΗ
Η μέρα δε με χωρούσε, μια εποχή καρναβαλιού και
υποκρισίας, μια εποχή μετά. Η Μαδρίτη αγέρωχη,
κατάπινε τις αποστάσεις με τις μυθικές λεωφόρους της,
την έκταση των αγορών, την αποικιοκρατική της έπαρση.
Παράτησα τις βαλίτσες μου στην Ατότσα, κάτω
από τις σκάλες, απέναντι απ’ το τροπικό θερμοκήπιο
in memoriam της τρομοκρατικής επίθεσης, κι όλον
αυτόν τον ατμό, πηχτό απ’ τις ψυχές των νεκρών, τον
κατάπια σαν μία και μόνη ψυχή, συμπυκνωμένη. Δυο
αδέρφια όμοια από την Ταγγέρη, με μελιά μάτια και
σφιχτούς δελτοειδείς, ψηλά και ίσια σαν διάδρομοι
απογείωσης. Μια λιανή φοιτήτρια με κόκκινα μάγουλα κι
ένα τσουλούφι χρυσαφί, ερωτευμένη με τον Αουρελιάνο
Μπουενδία. Ένα μωρό μυρωδάτο, παιδί του ανώνυμου
πλήθους, από τ’ αυτιά του εξείχαν μαδριγάλια και
γύφτικος άνεμος, ένας γυπαετός το συνόδευε μακρόθεν.
Μια αστή της Σαλαμάνκας με τρυφερά χέρια, τυλιγμένη
μια νεκρή ζεμπελίνα. Ένας καθηγητής, ίσως ο Εδουάρδο
Χοσέ πριν τη διάλεξη για τον Καλδερόν ντε λα Μπάρκα,
γιατί η ζωή είναι ένα όνειρο. Μια τσαούσα Καταλανή, που
κοιμόταν σαν θύελλα κι έκανε έρωτα σαν δελφίνι. Εμένα
κι όλους όσους αγάπησα, που πρόλαβα ή δεν πρόλαβα
να γνωρίσω, που συνέφαγα, συνομίλησα ή συνευρέθηκα,
ένα σύννεφο με τα εγώ μας σε παλμό και σύγκρουση με
τοίχους και καμάρες. Το μεγαλοφάνταστο Ιδαλγό Δον
Κιχώτη ντε λα Μάντζα, που μου έσφιξε το χέρι σαν
να ήμουν εγώ το μυθιστόρημα, ενώ αυτός υπήρχε εκεί
νυν και αεί, στα σύννεφα και στα όνειρα των χλομών
ανθρώπων. Αυτό με έκανε να αναθεωρήσω τις απόψεις
μου για τη μετά θάνατον ζωή ή και για την ίδια τη ζωή
δίχως ζωή. Από όλον εκείνο τον ατμό δε θυμάμαι πιο
πολύ ούτε τον Γκόγια ούτε τον Πικάσο, το Πράδο, το
φλαμένκο, το διαπεραστικό κρύο του Φλεβάρη. Την
Ατότσα θυμάμαι και τα 192 μικρά δέντρα*.
* Το ένα εκ των δυο μνημείων για τα θύματα της βομβιστικής επίθεσης
της Αλ Κάιντα, στις 11 Μαρτίου 2004 στους ισπανικούς σιδηροδρόμους,
είναι το ‘‘Δάσος της Ενθύμησης’’ (Bosque del Recuerdo) που
φτιάχτηκε στο πάρκο El Retiro δίπλα στον σταθμό Ατότσα. Αποτελείται
από 192 ελιές και κυπαρίσσια, ένα για κάθε άτομο που πέθανε στην
επίθεση, με ένα ακόμα δέντρο που φυτεύτηκε προς τιμήν ενός αστυνομικού
που πέθανε κατά τη διάρκεια της επιχείρησης για τη σύλληψη των δραστών
12. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Διψάς τη μνήμη της, Πόλη αυτή, σάρκα από τη
σάρκα σου, ένα παλίμψηστο της αιώνιας λήθης. Τα φώτα
της που καθεύουν τις λάντζες προς τον Κεράτιο, τα
σκιώδη λυχνάρια των ψαράδων στον Ντολμά Μπαχτσέ
όπως συναντούν τις απογευματινές νυχτερίδες της ασιατικής
όχθης, μια ρωσική φρεγάτα που ανεβαίνει τα
στενά πάνοπλη, ολόφωτη σαν το όνειρο ενός λευκού
περιστεριού, αυτά τα φώτα είναι η νύχτα της. Σ’ αυτή τη
νύχτα μαθητεύεις.
Ανεβαίνοντας την Ιστλικάλ, από τον Πύργο του
Γαλατά προς την Ταξίμ, στέκεσαι παγωμένος από το αγιάζι
κι αφήνεις το ανθρώπινο ρεύμα να σε σαρώσει. Οι άνθρωποι
βράζουν σαν ένας αγρός που πυρπολείται. Μαλακό το
χιόνι σκεπάζει τα καμένα και λιώνει και λαμπρύνεται και
ομογενοποιεί. Στη λευκή του θάλασσα καθιζάνουν άγγελοι
εκ δεξιών, που ψάλλουν τις Ώρες. Οι φτερούγες τους
αιμάσσουν τον θνητό θάνατο. Έρχονται πάντα τα μεσάνυχτα
και δακρύζουν αγιασμό.
Στην Κιστέρνα, ακούγοντας Μάλερ από τα ηχεία κι
αγνοώντας επιδεικτικά την υγρασία, τις αποικίες μούχλας,
τα αθέατα τρωκτικά ή τα αξιοθέατα τεράστια ψάρια,
παρατηρείς έναν σαλό του πεδίου που μπήκε δίχως
εισιτήριο επειδή όλοι αρνούνταν να τον αγγίξουν. Στην
πορτοκαλί άλω, ενώ κατεβαίνει την ξύλινη κλίμακα
τριποδίζοντας, φωτοβολεί σαν τον Χριστό στην επί του
όρους ομιλία. Συγχρόνως αισθάνεσαι ότι το νερό μεγαλώνει
γύρω σου δίχως σχήμα, ή ότι εσύ ο ίδιος βυθίζεσαι
σε μια πρωτεϊκή υπαρξιακή συνθήκη, κυτταρική ή άλλη,
που προκύπτει όμως από μια διαδικασία μίτωσης ώστε
να διατηρείται η ταυτότητά σου επί δύο ενώ ταυτόχρονα
είσαι και ο αμνός και ο ποιμένας, ή μια δράκαινα που
τυλίγει με τα βράγχια τα μικρά της σαν ένα αιδοιακό
επιλόχειο ενδεχομένο. Θα υπάρχει πάντα εκεί για σένα,
ο απόλυτος προορισμός: οι μαρμάρινοι βολβοί στην
αναποδογυρισμένη κεφαλή της Μέδουσας, ημίσκαφτοι από
τη διάβρωση μα κραταιοί και λειτουργικοί σαν τον ίδιο
τον Άδη, και μια σιγουριά ότι ο Περσέας έχει πνιγεί πριν
τον 16ο αιώνα, όπου όλα τα αρχοντικά στο Σουλταναχμέτ
είχαν πηγάδια στα κελάρια τους, που κατέληγαν
στο υδραγωγείο. Από ’κεί οι υποστατικοί τους, συνήθως
γέροντες ξεπεσμένοι Ατζαμί Ογλάν που είχαν θητεύσει
δεκαετίες στον Σουλτάνο, ψάρευαν γλυφόψαρα που τα
’ψηναν περασμένα σε ραβδιά ή σε σούβλες σαν αρνιά. Κι
από ’κεί όλοι οι πνιγμένοι στον Βόσπορο πιάνονταν με
τα μαλλιά και σκαρφάλωναν ως τα ενύπνια των μανάδων
τους τις αυγουστιάτικες νύχτες, δροσεροί και φρέσκοι
σαν νεαρές ζαργάνες, γεμάτοι από την αλισάχνη
της Πριγκήπου
13. ΜΟΣΧΑ
Στη χαρτογραφική απεικόνιση του πρανούς των λόφων
βόρεια της Μόσχας, οι νεαροί φοιτητές της Σχολής
Γεωδαισίας του Μπάουμαν αισθάνονται πως αυτό
ακριβώς το ίδιο το μέλλον της Μητέρας Πατρίδας είναι
οι αιχμές των βράχων που αναιδώς εμφιλοχωρούν στη
χλιαρή πάχνη, καθώς ταυτόχρονα το παρελθόν της
αναδιατάσσεται καθ’ ύψος, στην ιεράρχηση της ζωής των
πετρωμάτων. Η μονάδα μέτρησης εδώ είναι το
«εκατομμύρια χρόνια». Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έρευνας και
σοσιαλιστικής συνείδησης, όπως αυτό του φημισμένου
Τεχνικού Πανεπιστημίου, όπου οι ιδέες αναπνέουν εκ της
θεωρίας και αναδύονται με πειράματα, η δοκιμή περιέχεται
ως ένα αναπόσπαστο περιεχόμενο της αλήθειας
(κοσμικής ή υπερκόσμιας.) Δεκάδες φύλλα μιλιμετρέ
τσαλακώνονται ταυτόχρονα, ενώ η άσκηση βρίσκεται εν
εξελίξει. Κι επειδή δε μετράται η ανάπτυξη δίχως
τριγωνομετρία – κι η μήτρα της είναι η ταυτότητα με το
άθροισμα των τετραγώνων ημιτόνου και συνημιτόνου,
που παραδίδουν τη μονάδα για οποιαδήποτε γωνία –
όλοι φέρουν κεντημένη την ταυτότητα στο τσεπάκι της
φαιοπράσινης φόρμας τους, σαν ένα αφηρημένο
στρατιωτικό διακριτικό. Ορισμένοι φέρουν και κάποια
παράσημα βεβαίως. Παρά το νεαρό της ηλικίας, έχουν ήδη
υπηρετήσει τη θητεία τους. Τα κορίτσια δεν αποφεύγουν
να παρατηρήσουν και την αδιάντροπη ξιπασιά των αγοριών,
που καθώς περιμένουν τη σειρά τους μπροστά από
τους Θεοδόλιχους, έχουν περασμένους τους λογαριθμικούς
κανόνες στη μέση, με ένα χαλαρό κορδόνι, ενώ οι
προεκτάσεις κρέμονται ελεύθερα ανάμεσα στα αχαμνά
τους, σαν απογυμνωμένα τσουτσούνια. Ο σοσιαλισμός
δεν αφαίρεσε εντελώς από τον άντρα τα σύμβολα της
κυριαρχίας του φύλου του (παρότι το προσπάθησε πολύ).
Πλέον μόνο το 72% των φοιτητών είναι άνδρες τοπογράφοι.
Καθώς πλησιάζει η άνοιξη και το χιόνι γίνεται
λίγο λίγο λάσπη, πού και πού ξεπροβάλλει μέσα από
τις πόες καμιά μαρμότα, με τη μουσούδα της λερωμένη
από ξεραμένο χώμα, ενώ μερικές νεαρές σεισοπυγίδες
επιχειρούν κάποιες δειλές πρώτες πτήσεις. Ένα
καύκαλο χελώνας, που είναι γυρισμένο τ’ ανάσκελα
περιμένοντας να τελειώσει – η προσωρινή – χειμερία
νάρκη, μοιάζει να ειρωνεύεται τον αιώνιο ύπνο του
συντρόφου Βλαντιμίρ Ίλιτς, ή μάλλον τη ματαιοδοξία της
ταρίχευσης ενός θνητού σώματος απέναντι στον αιώνιο
θάνατο. Κάμποσα χιλιόμετρα δυτικά, το αστεροσκοπείο
στην αιχμή του αστεριού του Λομονόσοφ γυαλίζει στον
ήλιο σαν ένας τεχνητός Αυγερινός. Άνοιξη ή όχι, ενώ
το κρύο φαίνεται να πυκνώνει γύρω τους διαβολεμένα,
ορισμένοι δεν αποφεύγουν μια μαχαιριά ζήλιας για τους
παλιούς συμμαθητές τους που επέλεξαν να σπουδάσουν
αστροφυσικοί (καθώς – εξ επαγγέλματος – όταν οι
γεωδαίτες ξεπροβάλλουν στην αυγινή αχλή, οι αστροφυσικοί
πάνε για ύπνο).
14. ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
(ΜARIJKE)
Δουλειά σαν τον σκύλο όλη τη βδομάδα, μα τις Κυριακές
βυθιζόταν στο υγρό σώμα ενός ταπί ντε φλερ, πίσω
από τον πάγκο με τα νευρικά αηδόνια, στην Γκραν Πλας.
Ενόσω εκείνα έθεταν ένα υπόστρωμα αρμονίας με
ανιοκατιούσες, στα ακουστικά άκουγε Κάνονμπολ Άντερλεϊ κι
έπινε υγρή γύρη. Από το δυτικό κιόσκι του Ίσμαελ αγόραζε
πομ φριτ που τις έτρωγε με μαγιονέζα και μουστάρδα
τσιμπώντας τες με ένα πλαστικό τσατάλι. Μάσαγε
πάντα δυνατά και με όρεξη, όπως θυμόταν να κροταλίζει
σε ένα μεσημεριανό της όνειρο η μασέλα στο κρανίο του
καρδινάλιου Φλερύ, από κάποιο πολύ γνωστό μεσαιωνικό
βάνιτας. Ενίοτε έγλειφε τα χείλη και με το μικρό δάχτυλο
παραμέριζε τις τζίντζερ άφρο τούφες.
Τα Σάββατα χτύπαγε τατού. Ενότητα πρώτη, αστρικές
συστάδες, o M2-9 ένα γαλαζωπό τουίν νέμπιουλα,
στο μέσα αριστερό μπράτσο, επί της καρδιάς. Ενότητα
δεύτερη, αηδόνια πολλά σε σχηματισμό σμήνους στον
αφαλό και στη γραμμή της ήβης. Της θύμιζαν τα αηδόνια
των ανθρακωρύχων που χρησιμοποιούσαν για την
ανίχνευση αερίων στις στοές. Κυρίως μεθάνιο χαμηλής
επικινδυνότητας (λόγω οσμής) και μονοξείδιο του άνθρακα
υψηλής επικινδυνότητας (τελείως άοσμο). Ενότητα
τρίτη, γκόμενοι.
Ο καιρός ήταν πάντα χάλια. Οι άνθρωποι ήταν πάντα
αμίλητοι. Το σεξ ήταν πάντα χλιαρό. Αλλά Η Τζαζ ήταν
πάντα Η Τζαζ. (και ναι κάποιοι σκόρπιοι οργασμοί ήτανε
σαν την Τζαζ επίσης)
Τη στιγμή της έκρηξης, κι ενώ κατέβαινε προς την
αποβάθρα χαζεύοντας μια αφίσα των Μεντεσέν σαν
Φροντιέρ, άστραψε ένα φλας άσπρο σαν περιστέρι και
από το μυαλό της διήλθε μια ξυραφιά: την έλεγαν Μαρίκε,
όπως τη γιαγιά της Μαρίκα Ορφανού το γένος Ματαλιωτάκη,
που γεννήθηκε στις Αρχάνες το 1927 κι ερωτεύτηκε
τον πάππο της Ιωσήφ το 1949, στο πανηγύρι
της Αγίας Ειρήνης. Τους στεφάνωσε στο ομώνυμο
ξωκλήσι μια λαμπρή ανοιξιάτικη Παρασκευή, ο (κοτζάμ)
Δεσπότης Ιερόθεος. Ενώ έψελναν οι ψάλτες τον Ησαΐα,
όλα τα αηδόνια του νομού Ηρακλείου σιγόνταραν από το
διπλανό δασάκι. Κανένα ίχνος μονοξειδίου, όλες οι τρίλιες
έβγαιναν στακάτο. Στο λευκό εκείνο φλας, το σαξόφωνο
του Κάνονμπολ έπαιζε κι εκείνο πλάγιο δεύτερο
βυζαντινό σε κλίμακα ουσάκ, κάτω απ’ το πετρόκτιστο γεφύρι.
Έπειτα είδε το σμήνος των αηδονιών από τον αφαλό
και την ήβη της, που πετούσαν απεγνωσμένα για να
τους συντροφέψουν μέσα από τα σύννεφα. Τα σύννεφα
ήταν τζίντζερ άφρο. Στο βάθος αναβόσβηνε ένα
γαλαζωπό τουίν νέμπιουλα.
15. ΠATMOΣ – ΚΑΜΙΡΟΣ
Μπήκε ο Δεκέμβρης, έτσι, μάζεψα τα ρούχα, που δεν
ήταν πολλά, σε ένα σάκο, έτριψα το φρέσκο μάγουλο με
την παλάμη και ανέβηκα στο «Κάμιρος» προς την Πάτμο.
Ενώ έπεφτε αργά η νύχτα, όσες νησίδες συναντούσαμε
στα αριστερά τις έσβηνα μια μια με τα βλέφαρα,
ηχηρά σαν κροτίδες. Αστέρια δεν ανάβανε, μόνο βάρκες
και τούρκικα καΐκια, δεμένα αρόδο. Ένας σκύλος στο
κατάστρωμα, μαύρος κι αβρός σαν καταιγίδα, δεν ξεχώριζε
τη θάλασσα από τη στεριά μες στο σκοτάδι και γρύλιζε.
Του είπα από μακριά για την εαρινή σοροκάδα. Σίγουρα
με κατάλαβε, γιατί γύρισε τη μουσούδα στο πλάι
κλαίγοντας, πισωπάτησε και χάθηκε για τα καλά πίσω από
τα καθίσματα. Έπειτα ψώνισα μια σοκολάτα να σε ταΐσω,
περνούσε και η ώρα κι έμπηγες τα νύχια βαθιά. Ως
την Κάλυμνο, μου είχες ανοίξει μια ουλή φρέσκια ίσαμε
δυο παλάμες. Αλλά η νύχτα μύριζε τόσο δυνατά που δε
σκεφτόμουν τον πόνο, ούτε τη θάλασσα, ούτε το σκύλο,
μόνο πως έκανα μια βόλτα από αυλή σε αυλή στην
παλιά μου γειτονιά, κάθε αυλή κι ένα λιμάνι. Κι όπου και
να την έψαχνα να μπορούσα να τη βρω, αρκούσε να τη
σκεφτώ να ανοίγει αυτή την πόρτα ή να σερβίρει αυτή
το παγωτό με τον καφέ, και τα χείλη της ας είναι μοβ
σαν της νεκρής, τα μάτια της κλειστά στον πάγο, και τα
πουλιά ακούνητα και αλάλητα σαν εσωθρήνος. Μόνο να
την ένιωθα για λίγο, ζεστή, με κορμί. Στην Πάτμο σαν
φτάσαμε ούτε το πέλαγο δεν έβλεπα πια, μόνο ένα
ατέλειωτο λιβάδι μαύρες πόες, και χιόνι αμόλυντο, χυνόταν
προς τη Χώρα και το μοναστήρι, ένα ποτάμι μελάσα και
ζαχαρωτά. Αλλού βουτούσε, αλλού σκαρφάλωνε. Σε
χάιδεψα κι ήρθε κι ο σκύλος και τρίφτηκε στα πόδια μου, και
για λίγο ήταν σχεδόν καλά, σα να μ’ αγαπούσαν δυο
πλάσματα, ένα γήινο κι ένα ξωτικό. Μετά άναψες, σε είδε ο
σκύλος και φοβήθηκε, κι ας είχε γλυκαθεί κι έγλειφε
το αίμα απ’ την πληγή, χάθηκε πάλι κλαίγοντας.
«Δεν είμαι ξωτικό», είπες. «Η ψυχή της είμαι, πάνω
σου για πάντα…»
16. ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΟΥ ΣΟΥΕΖ –
SS TAIYUAN
«- Η νύχτα δεν θα μου παραδοθεί», αυτό σκεφτόμουν
όσην ώρα ίσιωνα τα σκεπάσματα γύρω από το κορμί,
ένα γλυπτό ανέμου, ένα θηκάρι ξίφος δίκαμο παγωμένο,
εντός του αυτός, στο πάτωμα μια γραμμή λαχανί
κάμπιες, διαχώριζαν τη φωταύγεια του χειμώνα στο
κλειστό δωμάτιο. «Πότε θα ανοίξουμε εδώ;» είπες. Κι
ακουγόταν το σούρσιμο στα κεραμίδια από τα νύχια,
σκίουροι ή αρουραίοι, και μερικά κοφτά χτυπήματα στο
δοκάρι πριν το χαγιάτι. Και μύριζε αποκλεισμένο γιασεμί.
«Πότε θα ανοίξουμε;» Μουχλιασμένος καπνός σε
μια δερμάτινη τσέπη, μύριζε κι αυτός, μια μεταλλική
ταμπακέρα με μηχανισμό για στριφτά, από τους πάγκους
του Κανάι στη Γιοκοχάμα, σχεδόν έστριβε από μόνη της
τη μούχλα, ακουγόταν η πρώτη της φορά, τρίζοντας,
πάνε εξήντα χρόνια ακριβώς. Στο κουτί των παπουτσιών
η κόκκινη τράπουλα με τους νεκρούς βαλέδες, τα
εθνόσημα – εύσημα – παράσημα, η φωτογραφία του SS
Taiyuan στο Σουέζ, ένα μάλλινο σκουφί πλεγμένο βελονάκι.
Τι να σου κάνει ο χρόνος; Τι να κάνει ο χρόνος
στα πράγματα που δεν κάνει στους ανθρώπους; Ο χρόνος
πήρε τα κορμιά και τα σκάλισε μπάμπουσκες. Άφυλα,
άτριχα, γυαλιστερά και άσπρα. Στην τελευταία συρρίκνωση
προέκυψε ταρίχευση, τεντωμένο σεντόνι γύρω απ’
τα κόκαλα, κόκαλα σιωπηλά, είπαν όσα ήθελαν, τότε.
Έτσι συνεχίζω και τα βλέπω, δίχως φθορά, μνημείο
ανθρώπου. Στη βεράντα η κραυγή του γκιόνη. «Δεν είναι
καλό», είπες. «Δεν το ’χω για καλό το παλιοπούλι».
Υγρό το δάκρυ του σαλιγκαριού στο πλακόστρωτο,
στέγνωνε γρήγορα δίχως κορμί να το ζεστάνει. Και πάλι
ο γκιόνης να μοιρολογάει, που σκότωσε τ’ αδέρφι του
και το γυρεύει στον καιρό, μετανιωμένος. Η τύψη δεν
είναι φάρμακο. Ο χρόνος δεν είναι μέλι.
Δε θα τ’ ανοίξω το δωμάτιο το λοιπόν, τούτο σου λέω.
Κάθε νύχτα στα μέσα του θα είμαι. Κάθε πρωί απ’ έξω
του (και θα ’ναι εκείνο μέσα μου). Στο φως που θα έρχεται
με το πρωί, με αινίγματα θ’ απαντώ. Κι όλη τη μέρα
θα καπνίζω στα πνευμόνια μου τον καπνό του.
ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΙ
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΚΟΥΣΙΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ
[Ήρθε μια σιωπή
και κρατούσε
τα σύννεφα
και κρατούσε
τους ανθρώπους που γεννούσε
το σπίτι
στον ελεύθερο χρόνο του•
εκείνοι ντύνονταν
το χρόνο
που δεν ήταν ελεύθερος
και κολυμπούσαν
προς το ξακουστό φαΐ
που φτιαχνόταν δίχως
κορίτσια
άλλοτε το κοιτούσαν να βράζει
άλλοτε εκεί, οι ίδιοι
έβραζαν•
μόνο όταν φούσκωνε,
στεκόταν στο πλάι
κι έκλαιγε μοναχό του•
έτσι έχανε το αλάτι του•
αυτός προσέθετε αλάτι
με ένα μαχαίρι
ή έσπαγε τα βότσαλα
να δει
αν είναι αυγά
ή δοκίμαζε με τα δόντια τους
γλάρους
που εξέρχονταν από τις σπηλιές
δίχως εξάρτυση
μόνο με σπασμένα νύχια
και τις χάρτινες λεηλατημένες
καρδιές
από τις καρτ ποστάλ
της Αμβέρσας/
τίποτα δεν ακούω•
θα μπορούσα να πεθάνω εδώ
μέσα
και να αφήσω το νέο
να διαδοθεί.]
(Ενύπνια τα μεθεόρτια)
1. ΟΞΥΜΕΤΡΑ
Στο κρεβάτι του γύρισε απότομα με μια χαριτωμένη
πιρουέτα σαν μεθυσμένος γυρίνος. Εδώ που κατακάθισε
ο ύπνος του, ένα καλοκαιρινό απόγευμα εξελισσόταν
με καμένο φως, η θάλασσα μύριζε βότσαλα καθαρά και
ζεστό γυναικείο στήθος. Μια σφυρίχτρα που ακουγόταν
οξεία θα ήταν της νύχτας. Η νύχτα φέρει όσα η μέρα
κορφολογεί και η ζωή επαναδιατυπώνεται ως τέτοια, εντός
των ορίων, εντός των άκρων, ανέστια. – Συγκεντρώσου:
σε περίπτωση ιλίγγου να φωνάξεις τους γιατρούς με τα
οξύμετρα, να μετρήσουν ποσοστά. Μια πολύ επιστημονική
μέθοδος, περιλαμβάνει το σφάλμα και τη μέτρηση
εντός της ίδιας της μέτρησης. Ορίστε ένας ακόμη
εγκιβωτισμός: Το παιδί με το ξύλινο σπαθί στη βεράντα του
κήπου, που παλεύει με το πρωί. Το πρωί το κερδίζει το
παιδί και χαίρεται όπως ανεβάζει τον ήλιο ψηλά με τη
μυρωδιά της λεμονιάς στον μανδύα του. Έπειτα ο μανδύας
το κουκουλώνει και το κάνει μεσημέρι. Και, ενώ ο
ήλιος είναι εκεί, το παιδί με το θλιβερό σπαθί είναι εκεί,
οι λεμονιές είναι εκεί, το πρωί χάνει πλέον την υπόστασή
του εντός του υπερσυνόλου της μέρας. Που μας λέει ότι
ο κύκλος της επανάληψης, μες στην περιοδικότητά του,
είναι θνητότερος των θνητών, διότι καθημερινά γεννάει
τον θάνατό του, ως συνθήκη συνέχειας της ανακύκλωσης
και του συμπαντικού ελέγχου.
Ενώ ο ατελής θνητός, ντυμένος την άγνοια του τέλους
– λόγω ηλικίας προφανώς – αθάνατος θεωρεί ότι σπαθίζει
τους αιώνες. Όλα αυτά φέρνουν δίψα, αλλά και μια
γλυκιά ζαλάδα. Συγκεντρώσου: σε περίπτωση ζάλης, να
φωνάξεις τους γιατρούς να μετρήσουν το σάκχαρο
(πραγματικές τιμές) και πάλι όμως θα συγκρίνουν τη μέτρηση
με τιμές αναφοράς. Η ζωή του είναι εγκιβωτισμένη στις 75
συνθήκες των μετρήσεων. Τίποτα αυθύπαρκτο, ούτε καν
η συνείδηση, σημείο αναφοράς της εμπειρίας και επίκλησης
του αγνωστικισμού. Στη δροσιά του στρώματος ο
πρωινός ήλιος επεμβαίνει πυροσβεστικά. Όταν ξημερώνει
η καινούργια μέρα και αρχίζει η ίδια παράσταση, τα
γλυκά βότσαλα καταπίνονται αμάσητα και το στήθος
τρίβεται στα δόντια πριν ματώσει από τη χαρά. Έτσι
σωματικά αντιλαμβάνεται τον προηγούμενο προσωρινό
ύπνο. Και απεύχεται τον επόμενο και τελικό. Γι’ αυτό
οι γιατροί είναι αχρείαστοι – δεν θα πω άχρηστοι – όπως
έλεγε η μάνα μου. Έρχονται και μετρούν την αρχή, το
τέλος και την ενδιάμεση φθορά. Επιστημονικά. Όμως,
όπως κι αν μετρούν, ανήμποροι είναι να ανακόψουν (πόσα
κύματα ανακόπτει ένα βότσαλο;), κι είναι σαφές το ποιος
κερδίζει, αφού όλα τα βότσαλα είναι στρογγυλά, ενώ
γεννιούνται τσαντισμένες πέτρες, γεμάτες επαναστατικά
όνειρα κι αιχμές.
3. ΒΕΝΕΤΙΑ
Η αλήθεια είναι μια μεταφορά. Τίποτα καινούργιο δεν
έχει καν υπάρξει. Τα αραιά χρόνια που μεσολάβησαν ως
εδώ, με υπόνοιες ενότητας και συνοχής, με υποσχέσεις
συνέχειας, εξέπνευσαν με τη μορφή της μεταφοράς:
φαντάσου, για παράδειγμα, τον ενετικό αστικό ιστό, έτσι
όπως διακόπτεται από τα κανάλια, φλέβες νερού υπό την
έννοια της παροχέτευσης ομβρίων, και τη διαρκή θάλασσα,
ένα παλμικό, επικοινωνιακό σύμπαν. Υπάρχουν όλοι
οι χώροι προαυλισμού και ανθρώπινου ενδιαφέροντος ως
αναμονές, από ένα μικρό πλάτωμα όπου σημαδεύουν τα
παιδιά βώλους με φως, μια ουλή στον ασβέστη από όπου
ξεπροβάλλει ένας αρουραίος ερίζοντας επί του μαύρου,
μέχρι το κοιμητήριο φορτωμένο και αέρινο σαν αμάξι με
άχυρα μες στη βροχή. Ένα χρυσό βέλος που διατρέχει,
που είναι και γόνδολα ή και ο ίδιος ο θάνατος. Εδώ ο
χρόνος εκρέει και διαρρέει, μεταφέρει, ανακυκλώνει. Αλλά
δεν ανανεώνει. Η ουσία παραμένει αρχαία και σκληρή
όπως γεννήθηκε, η μελαγχολία της είναι το πεδίο
ορισμού της. Μέχρι κι ο αέρας ακίνητος, περιμένει να τον
γδάρει η βροχή. Εσύ απεύχεσαι, ούτως ή άλλως, τους
ήχους των χειρουργείων, τα σαμπό της προϊσταμένης
στο πλαστικό δάπεδο, την ξινή οσμή του μπεταντίν, τη
φτερωτή ματιά της κοπέλας του 261 ενώ κοκκινίζει,
έπειτα από μια ακούσια στύση. Πάλι γδάρθηκες στο
μέτωπο ενώ ξυριζόσουν. Μέρα τη μέρα αυτά τα νύχια ενώ
κόβονται, δέσμια της μνήμης, συμπεριφέρονται όλο και
πιο βρεφικά, επιστρέφοντας στην ανήκεστο μήτρα. Η
τιμωρία μου είναι αυτή: η μελέτη του κορμιού σου. Το
διαβάζω με τα χέρια ορθάνοιχτα, ξαπλώνοντας, ενώ τα
αδέρφια μου πνίγονται αργά, με λάσπη σε όλες τις
κοιλότητες, στην αγκαλιά του ορυζώνα. Τρυφεροί
γαιοσκώληκες μυρμιρίζουν την καμπυλότητά τους διεγερμένοι
μέσα στην ατόφια ζέστη. Κι αυτός ο βόμβος είναι ένας
ακόμη υπέρηχος.
6. ΤΟ ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟ ΚΕΝΟ
Ένα ασαφές μεσημέρι με ελάχιστο φως, αφουγκράζεσαι
τον κενό ήχο που παρήγαγες ως εδώ. Ένα τρόλεϊ
υλικών στον αντίποδα τρίζει δαιμονισμένα σαν πανηγυριώτικη
ρόδα, από τον διάδρομο. Ο λαιμός καφεκόκκινος
σαν παλαιό κονιάκ και τα μάτια κλειστά δεν συνεργάζονται.
Όλα είναι νύχτες που πάνε κι έρχονται σαν τρένα κι
αφήνουν μόνο λίγο φως στο ξημέρωμα.
Αυτό αναρωτιέσαι: έχει απομείνει χώρος – να ζεις –
μέσα σε αυτή τη θάλασσα κενότητας που υπήρξες; Στο
μακρύ, ζεστό καλοκαίρι που πια πέρασε ανεπιστρεπτί, η
κενότητα ήταν ένα ακόμη δέρμα, μια αύρα που αναρριγούσε
τα μύχια σύνορά σου με τους άλλους. Έτσι άφριζες
σε αυτή τη θάλασσα, μια στροβιλώδης οντολογική δήλωση,
μια εκκωφαντική παρένθεση.
Αδρανειακό παράδειγμα: Όσοι έρχονται να σε
συναντήσουν, και είναι γνωστοί κατά κάποιον τρόπο, δεν θα
μπορούσαν να σου είναι περισσότερο άγνωστοι. Και πάλι
τα όρια, που είναι το υγιές περίβλημα, ξεγελούν το μάτι.
Πόσα όρια μπορείς να υπερβείς; Αυτά τα όρια είναι που
τελικά μετατρέπονται σε μια συνθήκη διαβίωσης, σε ένα
πολυγραφημένο δαντικό συμβόλαιο, με πολλαπλές καταφατικές
υπογραφές. Η αποστασιοποίηση από τη φιλία
τους και τις αγκαλιές και τα δάκρυα, ενώ είναι μια
κοφτερή και επιτακτική συνθήκη, μια στιβαρή επιλογή
ανδρισμού, δεν παύει να τρέχει στη ραχοκοκαλιά σου
σαν παγωμένο νερό. Αυτή η σύγκρουση είναι πλέον η πικρή
συνείδηση του κενού που αντρώθηκε. Δεν επιλέγεις
το συναίσθημα αλλά τη γλαφυρή φαινομενολογία του.
Έτσι οι συμπεριφορές είναι αυλαίες που ανοιγοκλείνουν
με ρυθμό, δίχως να αποκαλύπτουν κάποια παράσταση.
Αυτές οι ίδιες γίνονται η παράσταση.
Ιστοριογραφικό παράδειγμα: Σε μια γιορτή
ονομαστική, τέλη Μάη, είχατε βρεθεί σε επίσκεψη με την
κόρη της δασκάλας σου στην Πέμπτη. Που είχε το
ίδιο στήθος με τη μητέρα της σε δυνητική εξάπλωση,
γεγονός που σου επέτρεπε να γνωρίζεις μια μελλοντική
εκδοχή του πόθου σου, ενώ πραγματοποιούσες το παρόν
φορώντας το προσωρινό φτέρωμα της στιγμής. Ένα
στήθος ταπεινό που υπόσχεται το μεγαλείο της
υπερπαραγωγής, ενώ είσαι έφηβος, και απόλυτα ορμονικά
μαστουρωμένος, έρχεται και φεύγει με την αύρα της
θάλασσας, περιοδικά κάθε περίπου είκοσι δευτερόλεπτα. Το
αυτό επαναλαμβάνεται και τώρα, με ένα απομονωμένο
στήθος πια, διότι δεν θυμάσαι το πρόσωπο ούτε της
δασκάλας ούτε της κόρης της. Σε λίγο δεν θα θυμάσαι ούτε
το δικό σου. Όμως εκείνο το στήθος συνεχίζει αυθύπαρκτο
έπειτα από τόσα χρόνια το μακρύ ταξίδι της ηδονής
και της υπόσχεσης.
Πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο κενό να περιέχει, για
παράδειγμα, την ερωτική ουσία; Ο πόθος, ο έρωτας, οι
μηχανισμοί των οργασμών, όλα αυτά δεν σου ανήκουν.
Ζουν την αέναη ζωή των φωτονίων και του σύμπαντος,
σε επισκέπτονται σαν κομήτες περιοδικά, κλέβουν
βαρύτητα από τη γειτονιά σου, όμως τροχοδρομούν
αυθύπαρκτα, ανεξάρτητα της συνείδησης. Είναι τα
μεγαλύτερα τσογλάνια του εμπειρικού γίγνεσθαι. Και ενώ
εσύ διαχειρίζεσαι μόνος σου το όψιμο κενό σου, εκείνα
αποφεύγουν το θάνατο ή, ακόμη καλύτερα, τον ίδιο τον
φόβο του θανάτου._
7. Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΝΑΜΟΝΗ
Σε μια γωνία του θαλάμου, που περιμένει να με
χωρέσει αφού τετραγωνιστώ, έχω σχεδιάσει ένα οριζόντιο
οκτώ, σύμβολο του αυτοαναφορικού απείρου. Τις νύχτες
καπνίζει κατά μήκος του με μιαν ιώδη φωταύγεια – όπως
το φως των παρατημένων φάρων – και υπερυψούται. Ενώ
το φροντίζω καθησυχαστικά, είτε με λόγια είτε με νάματα,
βομβίζει μονότονα, διαστέλλεται και με αγκαλιάζει.
Έπειτα με κοιμίζει στις καμπύλες του και το πρωί με
βρίσκει στο πάτωμα ξυλιασμένο. Για μένα που στέκομαι
αμήχανος εδώ, εκθέτοντας το αδύναμο περιεχόμενό μου,
υπομένοντας τούτη τη μακρά περίοδο μη καταληκτικής
αναμονής, το άπειρο είναι μια παρηγοριά. Η διάρκεια και
ο χρόνος, ως γνωστόν, είναι εφευρέσεις. Την αναμονή,
μιαν έννοια χρονική που περιέχει τη διάρκεια, την
υπομένουμε σε κάτι τέτοιες στιγμές που η διαστολή της
γίνεται αφόρητη, σαν έναν ατέλειωτο χιονισμένο σεντόνι
που διακόπτει τη συνέχεια του κορμιού με τον ορίζοντα,
ενώ γύρω μας η άνοιξη επελαύνει και τα πνευμόνια μας
λαχταρούν τις ευωδιές της.
Η σύλληψή της καθαυτή υπερβαίνει την ουσία της,
που είναι μια φοβική εκδοχή του τελικού αποτελέσματος
ενός ενδεχόμενου. Λίγοι και εκλεκτοί την αποφεύγουν,
απομακρύνοντας τον εαυτό τους αφαιρετικά, για
να συλλάβουν την ύπαρξη μεταξύ των ορίων – αγνοώντας
εντελώς το χωροχρονικό συνεχές – σαν ένα είδος κβαντικών
αλμάτων. Ορίστε ένας υψηλός βαθμός φιλοσοφικής
ωριμότητας, ένα ιδιώνυμο κεντίδι, «θεϊκής» προέλευσης,
ανεξάρτητο από την καλλιέργεια, την τάξη, τις σπουδές,
εξίσου ισχυρό με το ισοδύναμό του: να συλλογιέσαι επί
του τέλους, όταν το τέλος θα έχει πια συντελεστεί. Για
μας τους υπόλοιπους, η άπειρη αναμονή είναι ένας χαλασμένος
συναγερμός μα ταυτόχρονα ένα συνεχές εκμαυλιστικό
κελάηδησμα.
Στο άκουσμά του, σιγεί το τραγούδι των εντοιχισμένων
πεύκων, οι κίτρινες διαγραμμίσεις του όρχου
ασθενοφόρων, οι κλαγγές των σκευών στο εστιατόριο
του ισογείου, οι βόλτες με συνοδεία, με στραβοπατημένες
παντόφλες και πράσινες λινάτσες. Γενικά, η ίδια
η ζωή όπως συμβαίνει, μες στο ντουλάπι της (όπου
τίποτα δεν συμβαίνει, μέχρι να συμβούν τα πάντα μονομιάς)
12. ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Ενώ περνούν κάποιες μέρες δίχως επισκέψεις, κι
ενώ κινητικά όλο και περισσότερο περιορίζομαι, παρατηρώ
την προσωρινή εγκατάλειψη μιας ανθοδέσμης με
χρυσάνθεμα. Αυτή η εποχή, το βαθύ φθινόπωρο, οδηγεί
αναπόφευκτα σε μια ευαισθησία παλμών και αφής, ενώ
όλα γύρω προετοιμάζονται για ένα ηχηρό τέλος. Το
τέλος για τη συνείδηση είναι η καρδιά της ίδιας της
αφαίρεσης: μια φούξια πατάτα σε μπλε λαχανόκηπο.
Το τέλος δεν ενσωματώνεται, δεν καταπίνεται από τον
εαυτό, δεν συντελείται, δεν πραγματοποιείται. Είναι
απλώς μια βέβαιη γνώση, αρχέγονη και πηχτή όπως
το σύμπαν ή η αναπνοή ή το πεινασμένο βρεφικό κλάμα
ή ο τυφλός έρωτας προς μια άλλη ύπαρξη, εντελώς
ανοίκεια στο εγώ, ανεπεξέργαστη από τη φωτοσύνθεση
της ανθρώπινης ηγεμονίας. Το τέλος δεν νοείται ως
τμήμα του φθαρτού αλλά ως όριο – εμπόδιο ακόμη και
της ίδιας της συναίσθησης της θνητότητας και
ταυτόχρονα συνθήκη (μία εκ των δύο) πραγμάτωσής της,
ενώ το ίδιο πάλλεται στην απυρόβλητη καυτή κάψα
μιας μεταφυσικής προΰπαρξης. Στα ζεστά κύτταρα
που θηλάζουν τη ζωή αδύνατον να εξηγηθεί ότι θα έρθει
στιγμή που θα στραγγίξουν οι χυμοί τους, ότι το είναι
θα εγκαταλειφθεί, ότι θα απολέσουν τη συνείδηση της
ίδιας της ύπαρξης και ότι το καλύτερο που τα περιμένει
είναι ένα μικρό θηκάρι αχνιστού νόστου στις κυψελίδες
φίλων, εραστών, συγγενών αλλά, ακόμη χειρότερα, και
τυχαίων γνωριμιών που διήλθαν ανούσια τον βίο τους.
Το τέλος, μια έννοια υπερβατική, εξορθολογίζεται μόνο
μέσω της έμφυτης απέχθειας προς αυτό, μια απέχθεια
που για ορισμένους λαμβάνει τις διαστάσεις φοβίας. Σε
όλη μας τη ζωή μαθαίνουμε την τραγικότητα και τη
θλίψη της απώλειας. Αυτός ακριβώς ο φόβος – της
απώλειας των «κεκτημένων»- έχει τη διάσταση της
επίκτητης γραμμικότητας που αντιστοιχεί στον
καθημερινό βίο και κλινικά χαρακτηριστικά, έχει συνάφεια
με το ζεστό κορμί και τις επιδιώξεις του, με το ζεστό
αίμα (και τη ροή του), με τον πόθο που εκπληρώνεται,
με την ψυχή που εράται, με τα ακριβά όνειρα της
προσδοκίας, με τον πλούτο και τη φτώχεια των
σύνθετων ερώτων, με την κατάληξη. «Όλα τελειώνουν»
λέμε, κι αυτό σημαίνει: και ότι το διαπιστώνουμε, και
ότι ελπίζουμε να μην είναι έτσι… αλλά κυρίως ότι
φοβόμαστε πως είναι έτσι.
13. ΦΛΟΡΑΛ
Ενώ μια ελαφριά οσμή από τις βεβαρημένες
κουβέρτες του θαλάμου ξινίζει στα ρουθούνια και η γλώσσα
ανακατεύει τις αισθήσεις με το ξύλινο δέρμα της, μια
κοπέλα με ένα φλοράλ φόρεμα διακρίνεται να κατηφορίζει
το δασάκι. Η γυναικεία αθωότητα, ας πω το φοβερό
κλισέ, ενώ έρχονται στιγμές που γίνεται τόσο συγκινητική,
φαίνεται να επεξηγεί το προπατορικό αμάρτημα
με μια σειρά ενσταντανέ δίχως λόγια, ιδανικά όταν
επιχειρεί μέσα σε ένα πρωινό φόρεμα, με διακριτικό ντεσέν.
Αν συμβεί περιστροφή ή ελαφριά κάμψη της γάμπας
ή ένα βαθύ κάθισμα ή, ακόμη περισσότερο – παρ’
ελπίδα – μια χαριτωμένη επίκυψη, σταματάει ο κόσμος,
εκεί, στον κτύπο της καρδιάς του, και μπορείς να πεις –
πάνω σε αυτόν τον κτύπο – κάνεις κι ένα τσιγάρο άνετα.
Είναι ένα φαινόμενο ακαριαίο και μαζικό, και η δράση
του είναι ανάλογη με το σημείο που θα συμβεί, σαν
μια αμυντική χειροβομβίδα που εκτοξεύεται τυφλά κι
όποιον πάρει ο Χάρος. Ελάχιστοι είναι σε θέση να
διακρίνουν μετά την παχιά αιμάτινη γραμμή που αφήνει
η κοπέλα στο χώμα πίσω της.
17. Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Καθένας φεύγοντας, όσο κι αν ταπεινός, αφήνει
πίσω του κάτι ισχυρό, μια δήλωση φωτός μες στο
έρεβος της ανυπαρξίας. Είναι, μπορείς να πεις, η αδράνεια
της ψυχής, που δεν εγκαταλείπει αυτοστιγμεί
ούτε τους τόπους ούτε τους ανθρώπους. Αυτή η θύμηση
δεν έχει καμιά σχέση με την υστεροφημία (που είναι
μια μνήμη ασαφής, μια μνήμη επιτεύγματος και όχι
σαρκική). Η δράση της απλώνεται στα ίδια χρονικά
υπερσύνολα, σε δύο τρεις γενιές, μόνο στους ανθρώπους
που αγγίχτηκαν από μας ή θυμούνται το άγγιγμα
και το μεταφέρουν. Έως εκεί. Έπειτα θρύβεται και η
ψυχή, όπως το κορμί. Και μένουν μόνο τα ληξιαρχικά
μας δεδομένα
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΑΛΑΤΩΣΗ
ΑΥΤΟΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΣΙΩΠΗ
[III
το σώμα κι αν διαφεύγει
απατημένο
ένας θειώδης άνεμος το πάει
και το μαζεύει•
έμαθα πως είναι να είμαι,
μέσα του:
μια φυσαλίδα της στιγμής
ΙV
στην κοίλη κολυμβήθρα,
πώς να γλιτώσω από του χρόνου
την αρκούδα;
από τα χέρια μου αρπάζεται
– να μη γλιστρήσεικαι τα δαγκώνει,
όπου βρει]
(10 minimal σπουδές για τη φθορά και τη νύχτα ΙΙ)
1. ΚΥΝΙΣΜΟΣ
Το σπίτι αυτό είναι δεντρόσπιτο. Η ουσία του είναι
δέντρο, το αίμα του είναι λευκό φως, τα μάτια του
νυκτόβιες σφαίρες. Στα πυρίμαχα βράδια του, η
απόδραση των εδώδιμων πετεινών εμφανίζεται ως μια
διαρκής, ανάερη, ενδεχόμενη φυγή. Η οποία ουδέποτε
πραγματοποιείται. Οι ένοικοι, αυτοτελείς, απορροφούν
τον χρόνο με τα κόκαλα, και η σκληρότητά τους
διατηρείται ως δομή και ως περιεχόμενο. Τραχιοί άνθρωποι,
κανόνια βεβαιότητας. Η υγρασία προστίθεται στα
αυτιά τους και τα στρίβει. Γύρω τους πετούν μυγάκια,
σκώροι, πειραματικοί ομοφυλόφιλοι, επαγγελματίες
ουμανιστές, τελειωμένα πρεζάκια και ευσυγκίνητοι φιλόζωοι.
Όλοι σε απόσταση αναπνοής. Πού και πού οι ένοικοι
τινάζουν τη γλώσσα, κι όποιον πάρει ο χάρος.
2. ΑΡΧΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Ο περιορισμός τους, στα σύνορα του αισθητού,
χαρτογραφεί την περιοχή του αναίσθητου. Γι’ αυτό και οι
μέρες τους έτσι καταγράφονται: άχρονες και σκοτεινές,
με κρύο γάλα και παξιμάδια, ως διερευνητικά εργαλεία
θρησκευτικού εξαγνισμού, ή ως πειράματα ρευστοποίησης
της επαγωγικής αλήθειας. Όταν αστράφτει πριν τη
βροχή, μια γλυκιά πούδρα από σταγόνες ξαπλώνει στη
βορεινή βεράντα, ενώ ένας συνεχής διάλογος με το κρύο
και τις πηχτές μυρωδιές απ’ το μαγείρεμα εξελίσσεται.
Τα υπόγεια δονούνται από κυματικό στόμφο, τα υπερώα
από μια σχεδόν γενετήσια παρόρμηση να εξέχουν. Η
θάλασσα μπροστά αντιγυρίζει το νερό που διαφεύγει απ’
την εξάτμιση, μια Βαλτική και μια θάλασσα των Σαργασσών,
μαζί. Τα φύκια, βαθιά πράσινα, αιχμαλωτίζουν
τις βάρκες εντός και εκτός. Τίποτα δεν εισέρχεται,
τίποτα δεν εξέρχεται, ώστε να επαληθεύεται η αρχή
διατήρησης της ύλης, χωρίς καν να δοκιμάζεται.
3. ΠΑΡΤΕΝΕΡ
Από τα ταξίδια που τελειώνουν, μου μένουν πάντα τα
μελλούμενα, γι’ αυτό δεν έχω αναμνήσεις παρελθόντος,
παρά μόνο ενοράσεις κοντινού μέλλοντος. Έπειτα η ερωτική
επιθυμία διογκώνεται και κυριαρχεί επί της ταυτότητας,
που καταλύεται και θολώνει όπως τα λασπόνερα
στην άκρη της ασφάλτου, ένα βράδυ που χιόνισε αλλά
το χιόνι ήταν αδύναμο και υδαρές. Έτσι τα παιδιά, τα
ανίψια, τα εγγόνια, τα αδέλφια, με τους οποίους ανταμώνω
ξανά και ξανά, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αποτελούν
πλέον δυνητικούς συντρόφους. Εξαιρώ τους γονείς,
διότι αναχώρησαν κι έπαψαν να συμμετέχουν στα
του ρέοντος βίου, αλλά και επειδή η κυτταρική τους
μνήμη υπερέχει εντός μου συντριπτικά. Όπως καταλαβαίνεις,
η δεδομένη αιμομιξία, ο βιολογικός εκφυλισμός,
τα σύνδρομα και οι τερατογενέσεις είναι αναπόφευκτα.
Σε αυτό το σύμπαν γερνάω όμορφα, σαν κατασπαραγμένο
σάρκινο λουλούδι, ενώ τα πόδια μου ριζώνουν με
δίψα στη βολική σας αθωότητα
6. ΠΡΟΣΩΠΟ
Εδώ όπου η έκταση αυτού του χρόνου είναι πλέον
προσωπική αποφεύγω μόνο τα αχνά γαρύφαλλα του
δυτικού κήπου, τόσο επιρρεπή στις σκοτεινές αποχρώσεις
της φθοράς, κι αναζητώ την αβρότητα του
πάγου στο λευκό φιλμ των πετάλων της γαρδένιας,
την ανδρική υπόσταση των στημόνων με καυλωμένο
προύχοντα, την απαλή υγρασία των τεχνητών υγραντήρων
στο θερμοκήπιο. Για τον υπόλοιπο κήπο, περιμένω
το χιόνι. Το χιόνι θα ομογενοποιήσει την ύπαρξη
αγνοώντας το βάρος, δίνοντας έμφαση μόνο στην
επιφάνεια. Άλλωστε η επιφάνεια των αστών έτσι διττά
δεν ορίζεται; Ως μια γραμμή – όριο του ωκεανού, αλλά
και ως «πρόσωπο», απόδειξη ευζωίας και προτεσταντικής
συμμόρφωσης;
7. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ
Διαβάζοντας μαντρικά, στη δυτική βεράντα, τον
κόμη Λωτρεαμόν, ενώ το φως καταβυθίζεται στη θάλασσα
και στη θέση του αφυπνίζονται σταγόνες κατακερματισμένης
νύχτας, δεν αποφεύγω να συλλογιστώ
επί των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα επαναλαμβάνονται
συνεχώς και νομιμοποιούνται ως τέτοια μέσω αυτής
ακριβώς της επανάληψης. Έτσι, λοιπόν, τη – δημιουργική
– άρνηση του εμπειρικού εγώ, οι απλοϊκοί ρέκτες
σκανδιναβικών γρίφων, ανίκανοι να κοινωνήσουν την
ουσία μιας μετα-γλώσσας, τη μεταφράζουν
εξακολουθητικά ως «δίψα θεού» ή ως «σχιζοφρένεια». Οι
υπόλοιποι – ένθερμοι συμμέτοχοι στο διονυσιασμό της – τη
λέμε ποίηση.
8. ΦΙΛΑΘΛΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Η κατασκευή μιας φίλαθλης «νίκης» (ή η περιοδική
– ανά σεζόν – ανακατασκευή της) είναι μια ταυτοτική
εξίσωση με άπειρες λύσεις και ταυτόχρονα ένας
αποτελεσματικός μηχανισμός χειραγώγησης. Ο εαυτός,
τμήμα του ισοπεδωτικού όλου και ταυτόχρονα λαμπρή
μονάδα αυτόβουλης απόλαυσης, φορέας και κοινωνός μιας
αλληλουχίας αφορμών και αιτιών του ανήκειν, τίθεται,
φυσικά, στον αντίποδα της εκλεπτυσμένης διανόησης.
Ακόμη κι ο ποιητής, που λέει ο λόγος, θα γίνει εδώ λύκος.
Και αφού κατουρήσει για να μαρκάρει τη θέση του
εντός αγέλης, για να υπογραμμίσει την ηγεμονία του και
να εδραιώσει το δικαίωμα στην τροφή του, ο φίλαθλος θα
δείξει τα δόντια του γρυλλίζοντας και θα φαντασιωθεί
τους υπόλοιπους ως ωμό κρέας. Συχνά οι ίδιες συμπεριφορές
παρατηρούνται μεταξύ ποιητών και στον εκδοτικό χώρο.
11. ΘΕΜΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Η κορμοστασιά των κυπαρισσιών λιγώνει συχνά τα
σύννεφα• ταυτόχρονα η δίψα τους για την ανάταση και
μια στιβαρή (κρυμμένη) συνθήκη αργιλώδους υποστρώματος.
Στην εικαστική της ερμηνεία, η ομορφιά κερδίζει
την παρόρμηση μα και το περιεχόμενό της. Και η
ενδημική φορά της ανύψωσης, ως μια επίμονη άρνηση
της βαρύτητας, συγχέεται απλοϊκά με τον ρομαντικό
έρωτα της φαλλικής φόρμας προς το ουράνιο επέκεινα.
Το θέμα όμως είναι -και για τα κυπαρίσσια και για μας –
να τροφοδοτούμε μια διαλεκτική της συνείδησης, κι όχι
να εφευρίσκουμε συνεχώς μια περιστασιακή διαλεκτική
της έκπαγλης αγάπης. Εκεί ίσως να βρεθεί η αιτία μας
(ως ένα αιτιοκρατικό κίνητρο γενναίας αυτοδιάθεσης είτε
προς τα πάνω είτε προς τα κάτω). Η εικόνα μας, όσο
ισχυρή, ας οριστεί ελεύθερη από αισθητικό φορτίο (αφού
είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι ματώνουν κυρίως εκτός
κάδρου).
13. ΟΙΣΤΡΟΣ
Σε μια θολή ανάμνηση μιας ερωτικής πράξης
μεταξύ δυο πανέμορφων θηλαστικών, πες δυο τίγρεων
της Βεγγάζης, μετά το πέρας της ερωτικής πράξης
τα αναπαραγωγικά όργανα τσούζουν και φλεγμαίνουν.
Η ανταλλαγή υγρών και τριχώματος, δια της
επαναλαμβανόμενης τριβής, δημιουργεί καύσο και δυσφορία,
επίσης λίγο αίμα εμφανίζεται συνήθως με τον έναν ή
τον άλλον τρόπο, καθώς ο οίστρος υποχωρεί. Αυτό μας
υπενθυμίζει τη θνητότητα των κορμιών που παράγουν
την απόλαυση. Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι ανάλογο
σε όποιο ζεύγος ανά τον πλανήτη, η εμπεδόκλεια άλως
είναι που μεταφέρει το φάντασμα του θανάτου εν τω
μέσω της ηδονιστικής ευδαιμονίας και το υλοποιεί. Κι
ας χρεώνεται το όλον στη δεύτερη – φροϋδική – θεωρία
των ορμών.
17.Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
Η απώθηση της θλίψης είναι μια χίμαιρα των
συλλογισμών, που δεν ελέγχεται• σαν μια αιώνια βουτιά
εντός ενός κβαντικού φρέατος ή σαν τον ανατριχιαστικό
θόρυβο που παράγεται κατά την κοπή μαρμάρου με την
υδραντλία πάγου εν υπνώσει.
Οι φόρμες που αναδύονται εκεί είναι ένα γνωσιακό
παρελθόν που μεγαλώνει κυκλικά – και ερήμην μας –
όχι στη μνήμη μας, αλλά κατευθείαν στη μνήμη των
παιδιών μας• το ίδιο αποσπασματικό και έκκεντρο σαν
τον Πέτρο και το Λύκο που απαγγέλλεται από ένα γνωστό
ηθοποιό στο Μέγαρο Μουσικής, όπου όλοι οι ενήλικες
θαυμάζουν την αντιστοίχιση των οργάνων μιας
συμφωνικής ορχήστρας με τις φωνές των ζώων του δάσους.
Ταυτόχρονα, όλα τα παιδιά, ονειρεύονται πως γίνονται
ενήλικες που θαυμάζουν, κι αυτοί με τη σειρά τους, την
αντιστοίχιση αυτή._
22. ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια
ιαπωνική ακουαρέλα, που ανάλογα με τα χρώματα, την
ένταση ή τη διαφάνεια του, κάποτε το επιλέγουμε ως
ιδανικό, ώστε να αποθέσουμε επάνω του την ύπαρξή μας.
Εκείνο θα μας πάει από εκεί κι έπειτα, το μακρύ ταξίδι,
όσο να συναντήσουμε τους βράχους ή τα άλλα κύματα.
Μα είναι κι η ύπαρξη απέραντη όσο διαρκεί – κι ας είναι
τούτο από μόνο του, μια οντολογική παγίδα – είναι κι
ο έρωτας μια πλημμυρίδα και μια άμπωτη μαζί. Για
αυτό, αν τύχει και το κύμα μας σκορπίσει και μείνει
μονάχα η αλισάχνη του στο δέρμα μας, ή ένα ρίγος θαλερό
που ακροπατεί νοσταλγικό στ’ άδεια μας βράδια, καλό
είναι να θυμόμαστε το πώς τ’ αγαπήσαμε όσο κράτησε:
σαν να ’ταν η ουσία κι ο ίδιος ο αχός τής αέναης θάλασσας,
κι όχι απλώς ένα ακόμη υγρό τομάρι.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70 (2023)
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ
Περιοδικό “Χάρτης” 56 Αύγουστος 2023
Ο μαγικός ρεαλισμός ενός φυσικού επιστήμονα
Το βιβλίο Οικογενειακή Ρίζα 70 αποτελείται από 31 ιστορίες μελών μιας οικογένειας (συγκεκριμένα ενός πολύκλωνου οικογενειακού δέντρου), με αρχικό πρόγονο τον Φίλιππο Ιωάννου Καλογερή· καλύπτουν, όπως μπόρεσα να υπολογίσω, περίπου 180 χρόνια, (λίγο μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας μέχρι και το 2017), και εκτυλίσσονται κατά κανόνα στην περιοχή της Φωκίδος αλλά και γενικότερα στη Στερεά και δυτική Ελλάδα. Τριάντα μία ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι διηγήματα, δεδομένου ότι κάθε ιστορία είναι ενός-δυο, το πολύ τριών σελίδων και επικεντρώνεται σε έναν ήρωα που παραμένει «εκκρεμής» –προσέξτε: όχι ημιτελής αλλά εκκρεμής. Ωστόσο, προσωπικά, αρέσκομαι να τις θεωρώ μέρη οργανικά και γερά συναρθρωμένα ενός μυθιστορήματος περιστατικών, υπό την έννοια ότι η δομή τους είναι επεισοδιακή και δεν έχει την οργανωμένη μορφή μίας πλοκής. Βέβαια, η ειδολογική κατάταξη λίγη σημασία έχει, ειδικά στο πλαίσιο ενός διευρυμένου μοντερνισμού – ή μεταμοντερνισμού. Ας ασχοληθούν με αυτήν οι επιτροπές βραβείων, τις οποίες θα απασχολήσει το βιβλίο του Λουκόπουλου.
Στο βιβλίο αυτό, και αυτό το ένιωσα από την πρώτη στιγμή, συμπλέκονται τα Σάλωνα με την Αρακατάκα, το Κροκύλειο Φωκίδας με το Μακόντο, οι Καλογερήδες και οι μάγισσες θυγατέρες τους με τους Μπουενδίας και τις φασματικές Ρεμέδιος. Όπως καταλαβαίνετε, έχουμε να κάνουμε με κείμενα στα οποία υφαίνονται αριστοτεχνικά το ρεαλιστικό με το εξωλογικό, μεταφυσικό στοιχείο. Τα φανταστικά στοιχεία υποστασιοποιούνται, γειώνονται και γίνονται αντιληπτά ως μέρος της πραγματικότητας καταρρίπτοντας έτσι τα όρια της κοινής λογικής. Σε αυτό το πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού, υπάρχουν μέλη της οικογένειας Καλογερή αποκλίνοντα από την κυρίαρχη νόρμα και την κοινώς παραδεδεγμένη συμπεριφορά, πρόσωπα καταραμένα αλλά και χαρισματικά που μετεωρίζονται ανάμεσα στο φως της ιερότητας και στο σκοτάδι μιας παράδοξης μοίρας.
Έτσι, ο Δαλάσος (ή Κωνσταντίνος Καλογερής), κουρέας και πρακτικός γιατρός, θεραπεύει ένα σπασμένο σβέρκο με μια κολοκύθα, η Παρασκευή, κόρη της Μυρσίνης Καλογερή, μετατρέπει κάθε δυσοσμία σε ευωδιαστό άρωμα, η Ζαχαρούλα, του παπά Σταύρου Καλογερή, κάθε δυο χρόνια παρουσιάζει ανεμογκάστρι και στο τέλος σαλεμένη νομίζει ότι μεγαλώνει 11 παιδιά, σαν ματαιωμένα ποιήματα (τι όμορφη παρομοίωση!), που τους δίνει ινδιάνικα ονόματα, η Τζιόρτζια Κονταξή, κόρη της Ιωάννας Καλογερή, εμφανίζει φωτογραφίες παράξενης αύρας στις οποίες αποτυπωνονται τραγικά περιστατικά που διαδραματίζονται εκείνη τη στιγμή σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων. Και όλα αυτά τα μαγικά και τρομερά τοποθετούνται σε μια τοιχογραφία ιστορική, με πολέμους (Βαλκανικοί, Παγκόσμιοι, Εμφύλιος), με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη μετανάστευση στην Αμερική, το Έλις Άιλαντ, το κραχ, τη Μεταξική δικτατορία, τους Εβραίους και το Περλ Χάρμπορ, αλλά και τους «κατσαπλιάδες» αντάρτες που σκοτώνουν άλλους αντάρτες, διαφορετικών αντιστασιακών ομάδων, τους δοσίλογους αλλά και τους μεταπολιτευτικούς πολιτικάντηδες που σφετερίστηκαν τιμές και περιουσίες και ζωές. Μαγεία και ιστορία σε διαλεκτική σχέση. Μαγεία και ιστορία με αρωγούς gest stars με σάρκα και οστά, που παρεισφρέουν στις ιστορίες: τον Κρυστάλλη, την Παπαγκίκα, τον λαογράφο Λουκόπουλο, τη Μέλπω Μερλιέ.
Ο Λουκόπουλος, εντάσσοντας το ανεξήγητο στην καθημερινότητα και προσδίδοντας στο φανταστικό εσωτερική αληθοφάνεια, εξανθρωπίζει την ιστορία, της δίνει βιωματικό και συναισθηματικό υπόστρωμα, την καθιστά οικεία, την μετατρέπει σε ατμόσφαιρα και αίσθηση. Σηματωρός σε όλα αυτά δεν είναι μόνο η Λογοτεχνία του Μαγικού Ρεαλισμού. Διαβλέποντας σε αυτές τις ιστορίες μια κινηματογραφική δυνατότητα και γνωρίζοντας την αγάπη του συγγραφέα για το σινεμά, διαισθάνομαι το μεξικανικό κινηματογράφο του Γκιγιέμο Ντελ Τόρο, τις ισπανικές ταινίες του φανταστικού αλλά και το ανυπέρβλητο Χάος των Ταβιάνι, να του παραστέκονται.
Στο χρονικό των ιστοριών της οικογένειας Καλογερή, η γλωσσική πυκνότητα κατέχει προεξάρχοντα ρόλο. Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος έχει θητεύσει χρόνια στον ποιητικό λόγο, γνωρίζει, λοιπόν, από πρώτο χέρι, τι σημαίνει περιεκτικότητα και αποσταγματική διύλιση του Λόγου. Το πολύ ενδιαφέρον σε αυτά τα κείμενα είναι πως ενώ πραγματεύεται αόρατες υπάρξεις, χώρους με εγκλωβισμένο συναισθηματικό φορτίο, επιβαρυμένους από συνακροάσεις με παραφυσικές παρουσίες, που ακυρώνουν τους φυσικούς νόμους και τη νομοτέλεια, χρησιμοποιεί μια γλώσσα επιστημονικά ακριβή, χωρίς υδαρείς λυρισμούς και ξεχειλωμένες περιγραφές, μια γλώσσα κομψή, σαν να διατυπώνει μια φυσική σχέση ή να ορίζει ένα φυσικό μέγεθος.
Η γλωσσική του ακρίβεια αλλά και η επιστημονική του καίρια και ευθύβολη έκφραση είναι έκτυπες όταν περιγράφει τη φωνητική ικανότητα του 14χρονου Ευτύχη […]μια φωνή με εύρος από το λα, κάτω απ’ το μεσαίο ντο, έως το ρε, δύο οκτάβες πάνω απ΄το το μεσαίο ντο, ήταν πρωτάκουστη. Έτσι, το ηχόχρωμα, οι ανιούσες, οι κρυστάλλινες στακάτο εκφορές των φθόγγων της βυζαντινής μουσικής, έδεναν σαν τρίλια από μελίρρυτο αηδόνι[…] ή όταν αναφέρεται στις ί διες τεχνικές φωτογράφισης του αυτοδίδακτου Γιάννου Κονταξή […]τρεις πλάκες φωτογραφικές, τραβηγμένες σε διαφορετικούς χρόνους, καθεμία με διαφορετικό φίλτρο για τα βασικά χρώματα: το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε. Υπερέκθεση και συνδυασμός κατόπιν εμφανίσεως. Αποτέλεσμα, τρεις μονόχρωμες φωτογραφίες που έδιναν μαζί την εντύπωση του έγχρωμου[…]. Και όλο αυτό το γλωσσικό εργόχειρο διανθίζεται από ένα διάφανο χιούμορ και ειρωνικά μειδιώντα σχόλια, που καθιστούν τις ιστορίες των ζωντανών και των νεκρών ελαφριές, σχεδόν αέρινες. Ίσως με τους τρόπους αυτούς, ο τριτοπρόσωπος παντεπόπτης αφηγητής θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την αφήγηση.
Το τέλος του βιβλίου το βρήκα ευφυές. Η Giorgia kontaxis, κόρη της Ιωάννας Καλογερή και η τελευταία της οικογενειακής ρίζας 70, με μεγάλη καλιτεχνική καριέρα στην Αμερική, πεθαίνει το 2017. Λίγους μήνες πριν είχε κάνει μια έκθεση με έργα εμπνευσμένα από τις μικροϊστορίες της οικογένειας της που απομαγνητοφώνησε σε ένα ταξίδι της στα πατρογονικά χώματα. Ο κατάλογος της έκθεσης, περιλαμβάνει 31 έργα, καταπληκτικής περιγραφής, όσες και οι ιστορούμενες ζωές των μελών της οικογένειας Καλογερή.
Ανακεφαλαιώνοντας:
* Ο Λουκόπουλος έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον παραμυθητικό, θωπευτικά παρηγορητικό και στοργικά ασφαλές. Μεγάλη παρακαταθήκη για καλές ιστορίες.
* Ο ποιητής Λουκόπουλος μάς παραδίδει ένα βιβλίο πεζογραφίας, που θα το ζήλευαν πολλοί «μασίφ» πεζογράφοι. Τελικώς είναι ποιητής; Είναι πεζογράφος; Και τα δύο; Εύχομαι αυτή η διγαμία να μην τον κουράσει και όταν (εάν) βρεθεί στο δίλημμα, “απ’ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω”, αυτό να γίνει φυσικά κι ανώδυνα.
* Θα χαρακτήριζα τη γλώσσα του «επιστημονικά μαγική». Μοντέρνο σεμέν στο οποίο αναπτύσσεται η αφήγηση ευκρινώς, χωρίς ναρκισσιστικές γλωσσικές αυτοαναφορές και βιρτουοζιτέ ακροβασίες. Γλώσσα ποιητικής αρχιτεκτονικής.
* Η οικογενειακή ρίζα 70, πέρα από εξαιρετικό βιβλίο, είναι και απολαυστικό. Μολονότι επαρκώς σκοτεινό, ένας κόσμος νεκρών που συνδιαλέγεται με ζωντανούς, είναι ψυχοφελές, είναι λυτρωτικό. Η δαντέλα της αφήγησης το ελαφραίνει. Ο τόπος, ο οποίος είναι παράγοντας συγκρότησης κοινωνικών σχέσεων, δεν είναι η δυστοπική Καμάλα του Χουάν Ρούλφο αλλά η παραμυθική περιοχή της Φωκίδας του Κ. Λουκόπουλου.
* Ο συγγραφέας μας επιχειρεί μια ολιστική προσέγγιση του ανθρώπινου φαινομένου: φυσικό και τερατώδες, αναφορικός και ποιητικός λόγος, ζωή και θάνατος, επιστήμη και μαγεία. Ξέρει καλά πως η μαγεία είναι σαν τη λογοτεχνία, ένας παράλληλος κόσμος στον οποίο καταφεύγουμε, γιατί η ζωή δεν είναι αρκετή.
* Ο Λουκόπουλος (όπως είπε κι ο φίλος του ο Μπονιουέλ) υπηρετεί τη λογική, το μυστήριο, το χιούμορ, την έκκληση της αβύσσου. Γνωρίζει πως όλη η λογοτεχνία είναι μια προσπάθεια να περισωθεί η ζωή και ο άνθρωπος, οι αγάπες και τα πάθη του, από τη λήθη. Για αυτό γράφει.
Και κάτι προσωπικό: Η μαμά μου, μια έξυπνη Πειραιώτισσα, χαρακτήριζε τους ανθρώπους με το ουσιαστικό ρίζα: εάν κάποιος ήταν συμπαθητικός, έλεγε νόστιμη ρίζα, εάν ήταν βλοσυρός και αγέλαστος, ξινή ρίζα, εάν ήταν απροσπέλαστος και άνοστος, κρύα ρίζα κτλ. Είμαι σίγουρη πως εάν γνώριζε τον Κ. Λουκόπουλο, θα έλεγε:
Πλούσια και υγρή ρίζα. Βαθύσκιωτα φυλλώματα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
FRACTAL 18/7/2023
Ένα ψυχεδελικό δημοτικό τραγούδι
Ο Εντουάρ Λεβέ. Γεννιέται το 1965 και απαγχονίζεται μες στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, το 2007, σε ηλικία 42 ετών, χωρίς καμία γραία να τον χαζεύει τρώγοντας ένα σύκο με τη φλούδα. Ρίζα του, το Νεϊγί-συρ-Σεν, γαλλική κοινότητα στην περιοχή της Ιλ ντε Φρανς, δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Συνθηματικό της πόλης η φράση Præteritis egregia quotidie florescit: «Ήδη λαμπρή από το παρελθόν της, κάθε μέρα και περαιτέρω αναπτυσσόμενη».
Το Νεϊγί-συρ-Σεν είναι μία από τις γαλλικές κοινότητες με το υψηλότερο μέσο εισόδημα ανά κάτοικο: το 2010, το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό ήταν της τάξεως των 56.000 €. Είναι ν’ απορείς; μάλλον όχι. Η ευμάρεια, η πολλαπλή επιλογή, η δυνατότητα, το δυνητικό, το ποτενσιέλ, μπορεί να στείλει στο ψυχιατρείο, ακόμα και στην αγχόνη.
Στα 42 μου κυκλοφορεί στα ελληνικά απόπειρα να αποδώσω την τελευταία νουβέλα του Λεβέ, Suicide, ό,τι πιο κοντινό αλλά και μακρινό έχω συναντήσει ως τώρα στην έννοια του κύκνειου άσματος.
42 χρονώ διαβάζω στην αρχική μορφή της, τη Ρίζα του Λουκόπουλου στον υπολογιστή και από τότε μπλέχτηκαν τόσο μαζί της τα μαλλιά μου που του λέω Κώστα, εγώ αυτό δεν μπορώ να το παρουσιάσω, δεν μπορώ να γράψω γι’ αυτό, το πολύ να κάνω μία παρέμβαση, μου λέει μην ακούω ανοησίες, δεν είμαστε στην Πανσπουδαστική.
Τι καταθέτει αυτή τη φορά ο, ενεργός και ποτέ αδρανής ή αφλεγής όπως το λέει ο ίδιος, μάγος Λουκόπουλος; Τι δώρο μας κάνει; Όχι ένα ακόμα καταγωγικό αφήγημα αλλά: Έναν ολόκληρο χάρτη ψυχών, ένα γενεόγραμμα τοπίου, μπροστά στο οποίο θα τα ‘χανε και ο πιο φτασμένος συστημικός ή υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής. Ένα υπεραιωνόβιο γενεόγραμμα που το τοπίο του εκτείνεται απ’ το Κροκύλειο ως την Ερατεινή κι απ’ τη Δωρίδα ως το Χειμαδιό, μαστιγώνοντας χιαστί και επανειλημμένα όλη τη Στερεά. Ξέρει βεβαίως, πως αρχείο χωρίς τοπίο, τραύμα χωρίς περιβάλλον, δεν μπορεί να σταθεί.
Τα δέντρα των προσώπων και των ιστοριών είμαι σίγουρη ότι θα αναλυθούν επαρκώς απ’ όσους καταφέρουν να γράψουν κάτι για τη Ρίζα. Επομένως δεν ανησυχώ. Ούτε για το αν είναι Χειμωνάς, όχι Cristopher King Ηπειρώτικο μοιρολόι, όχι είναι Καββαδίας Βάρδια, όχι Μάρκεζ, όχι Ρούλφο, όχι Πεντζίκης, μήπως Παπαδιαμ, Σολωμ… Είμαστε όλοι κουρασμένοι απ’ το πολύ να ψάχνουμε επιρροές. Η έγνοια μου είναι ως συνήθως οι αριθμοί, εδώ τα πολλαπλάσια του 7, και τα υλικά, εδώ: τα σκληρά χημικά της νταγκεροτυπίας.
Όπως έγνοια μου είναι, ότι το ανά χείρας δώρο καλό είναι να συνειδητοποιήσουμε πως είναι βεβαίως εγκατάσταση, ένα ντυσανικό ready made, αλλά και κατάλογος έκθεσης με curator, συγγραφέα των κειμένων τεκμηρίωσης, υπεύθυνο φωτισμού κλπκλπ, τον Κωνσταντίνο, γιατί ως γνωστόν τα κάνει όλα μόνος του διότι κουβαλά και ο ίδιος μια κατάρα όπως οι ήρωές του: την κατάρα να τα κάνει όλα τέλεια. Κι έτσι και η παραμικρή κουκίδα ετούτου του βιβλίου, κάθε στιγμός, κάθε τιλμός, έχει περάσει από τον ίδιον. Κλείνω λοιπόν την ουλιπιανή αναφορά και τον κύκλο αυτό με τον Λεβέ, το πρώτο βιβλίο του οποίου, Les Oeuvres, έχει ακριβώς τη μορφή καταλόγου έκθεσης, στον οποίο παραθέτει πεντακόσιες και πλέον περιλήψεις δυνητικών του έργων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κλείνει και η Ρίζα του Λουκόπουλου. Κάθε επιμέρους ιστορία, μεταστοιχειώνεται σ’ ένα εικαστικό αντικείμενο τέχνης και το ανά χείρας βιβλίο τελειώνει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο που θα μπορούσε.
Όπως στον Φόβο του Μανουσάκη και όχι μόνον, έτσι κι εδώ, στη Ρίζα, έχουμε βιασμό και δολοφονία κοριτσιού, 14χρονου βεβαίως, υποτριπλασιάζοντας τώρα ο συγγραφέας το 42, κοριτσιού που εντοπίζεται αργότερα μπρούμυτα να επιπλέει σταυροειδώς σε ελώδη περιοχή. Και παρ’ ότι επιλέγει να τη βάλει στο οπισθόφυλλό του, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο συγγραφέας δεν δίνει σε αυτή την αφήγηση κάποια μεγαλύτερη έμφαση σε σχέση με τους υπόλοιπους ιστορούμενους θανάτους, τραγικούς στην πλειονότητά τους, που βρίσκουν έφηβοι, νήπια αλλά και μωρά παιδιά, τσιγκλώντας έτσι τη σύγχρονη παιδοκεντρική, παιδομανή, με σύνδρομο ωστόσο parenting burnout οικογένεια και προγκίζοντας ακόμα και την κάπως όψιμη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στη βία κατά των γυναικών. Και όχι μόνο, αλλά τολμά να αψηφήσει και κάτι ακόμα: τον κίνδυνο να λιντσαριστεί λόγω της αναφοράς του σε μια επίμονη χρωματική διαμαρτυρία τριαντάφυλλων του Νείλου, δηλαδή λωτών, κάτι το οποίο χαρακτηρίζει σαν έναν πρόδρομο του gay parade, δεκαετίες πριν γίνουν τέτοια θέματα της μόδας…, όπως συμπληρώνει. Κωνσταντίνε, σου εύχομαι να τη βγάλεις καθαρή μετά απ’ αυτό το εμπρηστικό σου σχόλιο, σε μια εποχή που έχει γεμίσει ταμπού και μισαλλοδοξία, σε μια προσπάθεια να σπάσει ταμπού και μισαλλοδοξία.
Ο θρύλος, ο παγανισμός, η ορεινή δοξασία, η αιμομιξία, η μεθόριος μεταξύ αλήθειας και ψέματος, η τερατογένεση, το freak show, oι Tiger lillies, o Σκαρίμπας, ο Κρυστάλλης, είναι όλοι εδώ.
Ζωή και θάνατος σ΄ ένα απόλυτο διαρκές bonding. Τρώμε τους νεκρούς μας, είναι το καλύτερο λίπασμα και συστατικό κάθε γεύματός μας, είτε τάφηκαν είτε βυθίστηκαν, είτ’ έγιναν αλισίβα. Και για να τ’ αντέξουμε αυτό, είτε κλείνουμε τα μάτια είτε καταπίνουμε … γενόσημα. Ελπίζω και ως έναν βαθμό γνωρίζω ότι και στις επικείμενες Κάτω Χώρες του ο Λουκόπουλος δεν σκοπεύει να επιδείξει κανένα έλεος και κανέναν φόβο. Ου λυπεί και ου λυπάται ο Κωνσταντίνος Χι Λουκόπουλος, γιατί ξέρει να ζει, ζει δηλαδή με τα φάσματα, προσπαθεί να βάλει σε σειρά τα φαντάσματα. Ορθολογιστής σαμάνος, ευρεσιτέχνης γιατρός, γευσιγνώστης παρατηρητής πουλιών, ληξίαρχος και απογραφέας, συλλέκτης με διαταραχή αποθησαύρισης, φιλήδονος ψάλτης και εμμονικός αρχειοδίφης, φιλελεύθερος γκοθάς, ιατήρας του mal d‘ archive, μέγας αποκρυφιστής και ειδικός της κβάντωσης, κάτοχος βέβαια και εξ αδιαθέτου κληρονόμος των μυστικών, πρακτικών και τελετουργικών των μυστηρίων που μάταια τους κώδικές τους προσπαθεί με το γκασμά να σπάσει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Ελευσίνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2023.
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ
www.bookpress.gr 15/7/2023
Όταν το μαγικό συνυφαίνεται με το πραγματικό
Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου ευθύς εξαρχής, που συμμετέχω στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου. Η «χαρά» αυτή ομολογείται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, καταλήγοντας κάποιες φορές να φαίνεται ενοχλητικά τετριμμένη και βαρετά προβλέψιμη ως εισαγωγικός τρόπος να ευχαριστήσεις τον συγγραφέα. Στην περίπτωσή μου, δεν είναι προσποιητή, θεωρώντας προνόμιο το να μπορώ να μιλήσω για την Οικογενειακή ρίζα 70 (εκδ. Έναστρον). Ομολογώ λοιπόν πως, με την πρώτη ανάγνωση και με όλες όσες ακολούθησαν, το βιβλίο με συνεπήρε αισθητικά, υφολογικά, λογοτεχνικά, συναισθηματικά. Μελετώντας το, ταρακουνήθηκα και συνάμα διαπίστωσα πως εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα πολύ καλό βιβλίο αλλά για ένα ιδιαίτερο κείμενο το οποίο μετασχηματίζει με κάθε τρόπο το καθημερινό, ακόμα και στις πιο φρικώδεις διαστάσεις του, και προσφέρει παράλληλα τη δυνατότητα στους αναγνώστες/στριες που θα αποδεχτούν την πολύτροπη μυητική πρόσκληση του συγγραφέα να έχουν ένα σταθερό αναγνωστικό καταφύγιο για τα παράδοξα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Οικοδομείται δηλαδή εδώ ένα εξελισσόμενο παιχνίδι λογοτεχνικής πρόκλησης ως προς το τι μπορεί να κάνει η γραφή απέναντι στο πραγματικό.
Στο εκτόπισμα ενός σημαντικού λογοτεχνικού έργου τέχνης αρθρώνονται διαρκείς τεχνικές επιβίωσης και μετασχηματισμοί του κόσμου, διευρύνοντας την αισθητική οπτική η οποία τελικά είναι παράλληλα βαθύτατα προσωπική και πολιτική. Κείμενα σαν την Οικογενειακή ρίζα 70 είναι επίκαιρα γιατί στις απανωτές αναγνωστικές οικειοποιήσεις, τώρα και μελλοντικά, η ιστορικότητα αναδεικνύει τον πολυφωνικό της χαρακτήρα και επιστρέφει, συνδέοντας παρόν, παρελθόν και μέλλον με νήματα ανθεκτικά που εκπηγάζουν από τη σύζευξη του αισθητικού με τα ιστορικά, προσωπικά και κοινωνικά συμβάντα. Εντοπίζεται επίσης ένα πηγαίο συναίσθημα ανθρωπισμού και αποδοχής για τις ανθρώπινες διαδρομές με οποιαδήποτε κατάληξη κι αν έχουν. Στην τυχαιότητα της στιγμής όλα μπορούν κάπως και κάποτε να ανατραπούν για όσο καταγράφονται οι ανθρώπινες διαδρομές και μεταποιούνται με όρους μαγικούς και παραμυθένιους. Αρκετά όμως με τις εξομολογήσεις.
«Διδάκτορα της παραδοξολογίας» (Το OuLiPo και η ευφορία της μετάφρασης, εκδ. Ύψιλον, 2021) ονοματίζει τον Λε Τελιέ ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Το ίδιο νομίζω ότι ισχύει και για τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο, εξαιτίας όλων των στοιχείων μαγικού ρεαλισμού που ενσωματώνει στις ιστορίες του. Οι μεταφυσικές απόκοσμες δυνάμεις των προσώπων που παρατάσσονται στο βιβλίο και που τους δένουν ρίζες συγγένειας αξιοποιούν τις προφορικές παραδόσεις των παραμυθιών, της μυθολογίας και του δημοτικού τραγουδιού, με απολήξεις στις ιστορίες μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα παράδοξα είναι πολλά και διαφορετικού τύπου στις γραφές του Λουκόπουλου και στους πρωταγωνιστές/πρωταγωνίστριες του βιβλίου. Κατασκευάζεται τοιουτοτρόπως και παρουσιάζεται σαρωτικά μια ανθρωπιστική συνταρακτική εικονοποιία, στην οποία τα μαγικά χαρακτηριστικά και ικανότητες των χαρακτήρων δημιουργούν παράδοξες τροπές στις ζωές τους με συνεχόμενες συνηχήσεις στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον. Το παράδοξο και το μαγικό συνυφαίνεται με το πραγματικό στις ιστορικές διαδρομές του, προκαλώντας συμβάντα ζωής και θανάτου, βίας και περιθωριοποίησης. Το «ριζικό» των ανθρώπων στις ιστορίες του Λουκόπουλου δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παραπέμπει σε κάτι κοινότοπα φολκλορικό.
Η εναρκτήρια συνομιλία της Βασιλικής Καλογερή με ένα ορτύκι που το βρίσκει «τουμπανιασμένο» και με δεμένα μάτια στο προσκεφάλι της, και τη συνοδεύει στον θάνατο στα 42 της, υπενθυμίζοντας «τη μοίρα» πολλών μαγισσών οι οποίες πεθαίνουν επίσης στα 42. Η αναγνώριση της πορφυρής αύρας ενός ασκητή ζητιάνου από τη Γιαννούλα Καλογερή οδηγεί σε μια ξέφρενη ερωτική συνάντηση και μετά στη δολοφονία από τον εραστή της. Η παραγωγή μεθυστικών αρωμάτων από το σώμα της Παρασκευής καλύπτει τις άσχημες οσμές. Το εκτόπλασμα της Αγγελικής. Η Αναστασιά που με το νήμα της επιστρέφει τους θανατοναύτες (τι ωραία λέξη) στη ζωή. Η Ζαχαρούλα που στις παλίνδρομες κυήσεις της φρόντισε και μεγάλωσε έντεκα φασματικά παιδιά σαν «ματαιωμένα ποιήματα» και τους έδωσε ινδιάνικα ονόματα. Η ξανθιά κοτσίδα του Κωνσταντίνου Φίλιππα Καλογερή που μεγάλωνε και μετά θάνατον, παρόλο που μέχρι τα 49 ήταν φαλακρός. Κάθε πρόσωπο από τις τέσσερις οικογενειακές ρίζες με τη δική του ιστορία, ξεχωριστές ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά.
Καθώς οι ιστορίες ξεδιπλώνονται και ελίσσονται, είναι σαν να παρακολουθείς ταινίες του Greenaway ή του Γιοντορόφσκι, με το Santa Sangre να έρχεται συχνά στο μυαλό μου. Με φοβερή τρυφεράδα ο συγγραφέας κατασκευάζει νεκρώσιμες και την ίδια στιγμή αναστάσιμες μνημονικές αφυπνίσεις με αγαπητικές κινήσεις για τα πρόσωπα του βιβλίου. Όχι για όλα. Οι ιστορίες καλύπτουν την περίοδο από την ύστερη τουρκοκρατία με αναφορές στη μικρασιατική καταστροφή, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, τα μεταναστευτικά ρεύματα των Ελλήνων στην Αμερική και το ρεμπέτικο. Πολιτικά οξυδερκής ο Λουκόπουλος επιτονίζει το ιδεολογικό χάσμα και το κόστος ανάμεσα στους αντάρτες και όσους βρίσκονταν στην άλλη πλευρά της ιστορίας: τους φασίστες και τους γερμανοτσολιάδες.
Το πολιτικό γίνεται ένα με τα πρόσωπα του βιβλίου στον αγώνα για επιβίωση και η ιστορικότητα εγχαράσσεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά τους αλλά και στις μνήμες του τόπου που παραμένουν ενεργές. Όπως στην ιστορία με τα δώδεκα ανταρτόπουλα που σφαγιάστηκαν το 1944 και το αίμα τους σκορπίστηκε στον άνεμο και περιέλουσε τις κάρες των προβάτων για να ξεφυτρώσουν ύστερα στο σημείο δώδεκα ζηλεμένα αμπέλια. Ο χρόνος, ενσώματος και ιστορικός, με απανωτές εναλλαγές από το παρελθόν στο παρόν και το αντίστροφο, «στάζει» μέσα κι έξω σε κάθε ιστορία, καταργώντας κάθε απόπειρα κατάταξής του με όρους γραμμικής ακολουθίας είτε στην παρακολούθηση της γενεαλογίας, είτε στις αλλαγές των ιστορικών συνθηκών.
Για τις γυναίκες του βιβλίου, μάγισσες οι περισσότερες, οι μαγικές ιδιότητες λειτουργούν ως αντιστάθμισμα του πραγματικού στα «άνευρα και σκοτεινά χρόνια» που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος του βίου τους, ανεξαρτήτως των αλλαγών στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Διαδικασίες χειραγώγησης και συμμόρφωσης τις ακολουθούν στον έρωτα, τον γάμο, τη σχέση με τα παιδιά, τους κοινωνικούς χώρους και με διαφορετικές εκδοχές αφανισμού. Βιάζονται, δολοφονούνται, συνάπτουν γάμους συμφέροντος, καίγονται στην πυρά, παραμένοντας στο φάσμα τού «μη κανονικού», όπως ορίστηκε αυτό από τον Φουκό. Παραμένουν όμως σθεναρά παρούσες, διαμορφώνοντας μετατοπίσεις, αλλαγές και χαράζοντας ίχνη. Επομένως, στις παράδοξες γυναικείες διαδρομές καταγράφονται: μια σύγχρονη φεμινιστική ανάγνωση ως προς τις άνισες έμφυλες σχέσεις εξουσίας και πολιτικές διερωτήσεις για τις συμπλοκές της οικογένειας, της γενεαλογίας, του κοινωνικού περιβάλλοντος και των εκδοχών ταυτότητας. Μέλημα, νομίζω, του συγγραφέα είναι η αποφυγή κάθε διδακτικού ηθικολογικού μελοδραματισμού. Ενωτικό στοιχείο στις τόσες κατακλυσμιαίες ιστορίες είναι η ομολογία της συνύπαρξης έρωτα και θανάτου, αφού «είναι από καταβολής γνωστό πως ο άνθρωπος άγεται και φέρεται από τούτη τη διαρχία» (σ. 49).
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γενεαλογία για να την ανατρέψει, προωθώντας εναλλακτικά μοντέλα της που εποπτικά καταγράφουν λεπτομέρειες του καθημερινού στο οποίο η φαντασία και η μαγεία δεν είναι αποκομμένες από το πραγματικό αλλά ορίζουν και ορίζονται από τυχαίους στροβιλισμούς ανάμεσα στη μυθοπλασία, τη μεταμυθοπλασία και την ποίηση. Η ποιητικότητα είναι ενεργή και σε αυτό το βιβλίο του Λουκόπουλου και η ποιητική ιδιότητα χαρακτηρίζει το βλέμμα του και την τοποθέτησή του σε όσα συνθέτει στην Οικογενειακή ρίζα 70. Είναι αυτή η ποιητικότητα που εμπλουτίζει και ανατρέπει τις παραδοσιακές κατασκευές για τη γενεαλογία, τον χρόνο και τον τόπο. Ίσως λοιπόν ανοίγει τις προοπτικές για εναλλακτικές θεάσεις στα ανθρώπινα.
Εδώ η έννοια του ριζώματος των Deleuze και Guattari είναι χρήσιμη. Αν η διαφορά στα ανθρώπινα είναι πάντα τερατώδης, το ρίζωμα ανατρέπει την παραδοσιακή γενεαλογία γιατί δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, βρίσκεται ανάμεσα στα πράγματα, ως ιντερμέδιο με όλα τα ευμετάβλητα στοιχεία των γεγονότων και των ταυτοτήτων σε διαρκή μετατόπιση και αλληλεπίδραση με τις ανθρώπινες επιθυμίες. Οι ταυτότητες: έμφυλες, οικογενειακές, πολιτισμικές υφίστανται διαρκείς μετασχηματισμούς και υπόκεινται στις συνεχόμενες κόντρες της ιστορίας, του χώρου, του χρόνου, της κουλτούρας, και της εξουσίας. Στο βιβλίο οι ριζωματικές ταυτότητες αφορούν τελικά στους διάφορους τρόπους με τους οποίους τοποθετούμαστε σε σχέση με τις αφηγήσεις του παρελθόντος για να επεξεργαστούμε κριτικά παρόν και παρελθόν. Πιθανότατα, επιπλέον, η παραδοξότητα ως στοιχείο να επιτρέπει τον εντοπισμό των πολλαπλών κρίσεων σε σχέση με τις οικειοποιήσεις που γίνονται στις ιστορίες του καθενός μας, στην ανάγνωση, τη γραφή, τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Σε μια τέτοια θέαση ο Λουκόπουλος βρίσκεται κοντά στην παράδοση της OuLiPo. To βιβλίο διαβάζεται με πολλούς τρόπους. Οι ιστορίες ανασυντίθενται και συνομιλούν σε ένα συνεχόμενο αναγνωστικό μεταίχμιο με άλλες κάθε φορά εικόνες να προκύπτουν, σε ένα μοντάζ με ανοιχτή εξέλιξη. «Το κείμενο υποδύεται μια πραγματικότητα» και στο Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας ο συγγραφέας δεν παίζει μόνο με τα όρια της γλώσσας, των λέξεων και της γραφής αλλά επίσης ανοίγεται σε νέα νοηματικά εδάφη, συμπαρασύροντας τον ίδιο, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Όλα παραμένουν ανοιχτά αλλά όχι έωλα. Στις διαρκείς επανατοποθετήσεις των αφηγήσεων και των προσώπων, έμπλεες συναισθήματος, οι συνθέσεις δεν στερεύουν. Όπως στο εμβληματικό κλείσιμο του βιβλίου όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε εικονικά, διαβάζοντας τον κατάλογο, την έκθεση με τα έργα της Georgia’s Kontaxis στηριγμένα σε όλες τις ιστορίες και τα πρόσωπα του βιβλίου. Στον εικονικό αυτόν κατάλογο ακόμα και οι τεχνικές που επιλέγονται είναι πολυποίκιλες και σύνθετες, όπως και στο βιβλίο του Λουκόπουλου, οι χαρακτήρες και οι εκδοχές του πραγματικού. Αυτό λοιπόν που ορίζεται ως «επίλογος» είναι πάντα και νέα εκκίνηση, στην οποία η αρχή, η μέση και το τέλος μπερδεύονται μεταξύ τους και έτσι η ζωή συνεχίζεται. Το ίδιο και η λογοτεχνία
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ
Η ΑΥΓΗ 11/7/2023
Γραφή που αναβλύζει μύρο
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κεφάλαια στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου «Οικογενειακή ρίζα 70» είναι αυτό που τιτλοφορείται ως «Η μυροβλύτισσα». Η μυροβλύτισσα Παρασκευή έχει την ικανότητα να ελέγχει τις μυρωδιές αντιστρέφοντας κάθε δυσάρεστη οσμή στην ευωδιαστή αντίστιξή της. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν της φέρνει την ευτυχία, καθώς μένει ανύπαντρη, παραμένοντας στο συλλογικό ασυνείδητο των χωριανών της ως «η γεροντοκόρη που κλάνει άνθη». Ακόμη κι όταν πεθαίνει, από τον τάφο της αναδύεται μια μυρωδιά «σαν ανθόκηπος με λεβάντες, ηλίανθους, βιολέτες και ζουμπούλια». Ούτε αυτό όμως, ούτε το μεγάλο φιλανθρωπικό έργο της, καίτοι θεοσεβούμενη, στάθηκαν ικανά για την αγιοποίηση της, καθώς η αίτηση που υπέβαλε η οικογένειά της γι’ αυτόν τον σκοπό απορρίφθηκε από τον δεσπότη, μέλη από το σόι του οποίου είχαν υπάρξει συνεργάτες των Γερμανών και δεν είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν την «ανθελληνική» στάση της Παρασκευής: να κρύψει, δηλαδή, να περιθάλψει και να φυγαδεύσει μια οικογένεια Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Έτσι, λίγο-λίγο, ο ευωδιαστός βίος της Παρασκευής, υποχωρώντας ακόμη και από τα ενύπνια, ή κυρίως από αυτά, υποχωρώντας και από τις αφηγήσεις, περνάει στη λήθη.
Αυτόν τον βίο και άλλους παρόμοιους, με πεισματική επιμονή, εξαιρετική ευαισθησία αλλά και γνώση προσπαθεί να σώσει από τη λήθη ο Λουκόπουλος. Το κομμάτι για τη μυροβλύτισσα Παρασκευή -και δεν είναι το μόνο φυσικά- συμπυκνώνει όλα τα γνωρίσματα της γραφής του: στέρεη ρεαλιστική βάση μέσα στην οποία διεισδύει, με τον πιο αβίαστο και ανεπιτήδευτο τρόπο, το στοιχείο του παράλογου, του εξωλογικού, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις κοινωνίες στις οποίες αναφέρεται και περιγράφει. Ένα στοιχείο που δεν φαίνεται καθόλου σαν στοιχείο λογοτεχνικού εντυπωσιασμού και που τον καθιστά άξιο συνεχιστή και συνομιλητή των Λατινοαμερικανών συγγραφέων. Ένας μαγικός ρεαλισμός, δηλαδή, με στοιχεία εντοπιότητας, που καταφέρνει να ξυπνήσει μνήμες και αναμνήσεις, γιατί ακουμπάμε πάνω στους ήρωες του Λουκόπουλου, που δεν είναι ήρωες, αλλά άνθρωποι που κάποτε γνωρίσαμε είτε ως φυσικές παρουσίες, είτε μέσω διηγήσεων. Γραφή γεμάτη εικόνες επίσης, σαν να παρακολουθούμε μια σειρά από ταινίες μικρού μήκους χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, με μια επίφαση μόνο πλοκής, αλλά με καταλυτική, εντελώς ιδιοσυγκρασιακή και αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα. Η Ιστορία, επίσης, η οποία δίχως να πρωταγωνιστεί, υπόγεια σχεδόν, στο βάθος, στο φόντο των κεντρικών γεγονότων, καθορίζει, με τον δικό της τρόπο και όπως μόνο εκείνη ξέρει, τη μοίρα των ανθρώπων. Όλα τα σημαντικά γεγονότα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα περνάνε από τις σελίδες του, και μάλιστα με τρόπο λανθάνοντα, χωρίς καν να ειπώνονται.
Αίσθηση ματαιότητας
Και τέλος, άλλο ένα χαρακτηριστικό της γραφής του είναι μια αίσθηση ματαιότητας, καθώς όλα τελειώνουν και σβήνουν εντελώς αθόρυβα, αφήνοντας στο τέλος μια γλυκόπικρη αίσθηση απροσδιοριστίας. Ο Λουκόπουλος είναι λες και αντιπαλεύει, μέσω της γραφής, ακριβώς αυτή την αίσθηση ματαιότητας. Η ζωή είναι πρόσκαιρη, ο βίος των ανθρώπων μια αλυσίδα από διαψεύσεις, από βάσανα, από επαναλήψεις, από θανάτους, από απώλειες. Όλα αυτά ξορκίζει μέσω της αφήγησης. Και το κάνει με έναν τρόπο ανάλαφρο, σαν αντίβαρο στον ζόφο. Δεν κρίνει ο αφηγητής, ο αφηγητής υπάρχει διά της παρατήρησης, ο συγγραφέας παρατηρεί διά της ακοής, καταγράφει, δεν αφήνει λεπτομέρεια να του ξεφύγει, αντιθέτως κεντάει πατώντας πάνω στις λεπτομέρειες, δίνοντας φωνή και υπόσταση στα αφανή, ανάγοντας τα ασήμαντα πλάσματα σε μοναδικά, και στο τέλος αναπλάθει, δημιουργώντας εκ νέου αφήγηση.
Ο κόσμος, γήινος και μαζί απλόχερα ανοιχτός σε όλα τα απόκοσμα. Και τι δεν περνάει από τις σελίδες του: τουμπανιασμένα ορτύκια με δεμένα μάτια και με λίγο αίμα στο ράμφος τους, σκοτεινά πετούμενα, αλλοπαρμένες μάγισσες, νεκρές κοπέλες με τα χέρια απλωμένα σε σταυρό και δυο ξανθά φτερά στις πλάτες τους, άυλα πλάσματα, ματαιωμένα ποιήματα, οστά ανταρτών που εξασφαλίζουν την επιτυχία των έργων του ανθρώπου. Μαγγανείες, κατάρες, θρύλοι, προλήψεις, δεισιδαιμονίες. Αλλά στο κέντρο πάντα βρίσκεται ο καθημερινός πάσχων άνθρωπος. Ο άνθρωπος που μοχθεί για να υπάρξει μέσα σε μια φαινομενικά ακύμαντη ζωή. Τα στοιχειά όμως τον κυκλώνουν. Είναι σύμφυτα με την ίδια τη ζωή. Τα πάθη σιγοκαίνε. Πάθη ατομικά, μα και πάθη συλλογικά.
Αφτιασίδωτη γλώσσα
Η γλώσσα του Λουκόπουλου είναι αφτιασίδωτη, δωρική, φαινομενικά απλή. Δεν υποκύπτει ούτε για μια στιγμή σε συγκινήσεις που εκβιάζονται και σε ευαισθησίες που αγαπούν κυρίως τον εαυτό τους. Αντιθέτως, η γλώσσα συνάδει αλλά και υπηρετεί την ιδιοσυγκρασία των ηρώων του. Η γλώσσα δεν τους προδίδει ποτέ, γιατί αυτή είναι που τους δημιουργεί. Χωρίς ηθικολογίες, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, με μια σπάνιας ποιότητας ευαισθησία, με χιούμορ, με σπαραγμό, «με λογισμό και με όνειρο», με ένα κλείσιμο του ματιού στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, που μεταμορφώνει την πρόσληψή του σε κάτι άλλο από αυτό που αρχικά υποθέταμε, αλλά μην ξεχνώντας ποτέ τους πονεμένους αιμάτινους ήρωές του, πηγαινοέρχεται με χάρη από το βασίλειο των ζωντανών στο βασίλειο των νεκρών, καταθέτοντας μια αλήθεια που αφήνει σημάδι βαθύ.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ Γ. ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
http://www.periou.gr 1/7/2023
Μια ευνοϊκή μοίρα με έφερε από νέα κοντά σε φυσικούς που ήταν και λογοτέχνες, τον αείμνηστο Αντρέα Κασέτα, την Πόλυ Χατζημανωλάκη, τώρα τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο. Συνδύαζαν όλοι με μοναδική ευχέρεια την επιστημονική προσήλωση στη λεπτομέρεια, την συνήθεια της παρατήρησης και το αναλυτικό τους πνεύμα, με το πιο τολμηρό πέταγμα του νου. Με τον Κώστα Λουκόπουλο έχουμε ακούσει και διαβάσει ποιήματα σε συναντήσεις, έχουμε παρουσιάσει ο ένας τη δουλειά του άλλου, έχουμε γελάσει μέχρι δακρύων. Και αυτά τα δέκα περίπου χρόνια που τον διαβάζω πάντα πίστευα πως ο φυσικός διαθέτει, εκτός από εντυπωσιακή συγκρότηση χαρακτήρα και πνεύματος, μια γνήσια φλέβα ποιητικού ταλέντου και ακατάβλητου χιούμορ.
Ώσπου ήρθε το νέο του βιβλίο, Οικογενειακή ρίζα 70. Το βιβλίο αυτό άλλαξε λίγο την εικόνα κάνοντάς την σαφέστερη και πιο δυνατή. Γιατί η βαθύτητα των μεταφυσικών ανησυχιών και οι ανθρώπινες ποιότητες, τρυφερότητα και ευαισθησία, που ως τότε κυρίως αντανακλούσε η ποίησή του, (Επιτάφιος εν Ελευσίνι, Ενύπνια τα μεθεόρτια), πέρασε ακάθεκτη στο μικρό του πεζό, μεταμορφώνοντάς το. Είχα μπροστά μου ένα ώριμο έργο σπονδυλωτής αφήγησης, χρονολογικών και εραλδικών βηματισμών γενεαλογίας απλών χωρικών, καταλόγων φυτών, πουλιών, εργαλείων, αναφορών σε εποχές και καταστάσεις από το βουκολικό γνέσιμο και το κέντημα μέχρι την κοσμοπολίτικη έκθεση εικαστικών, Pedigree 70, ως τελική μεταμόρφωση της αρχικής ιδέας του βιβλίου. Το κυριότερο όμως ήταν ετούτο, βρισκόμουν μπροστά σε μια δαντικού τύπου περιήγηση στην καθ’ ημάς κόλαση, τη βαλκάνια κόλαση της ιστορίας, της νοοτροπίας και των πράξεων. Είδα τόνους προσευχής και τόνους αγωνίας θανάτου, εμμονές με το σκοτάδι μιας ανθρωποκτονίας, όσο και με το μαστιχωτό φως ενός βυζαντινού ψαλμού που αναπέμπουν εφηβικά χείλη. Κι αυτά όλα μιλούσαν για έργο σημαντικό και νέο, αναβάθμιση σημαντική και επέκταση της δουλειάς του Κώστα Λουκόπουλου. Κάτι σαν απόπλους για τα βαθιά νερά.
Δεν θέλω να σταθώ σε επιδράσεις και συγγένειες, άκουσα πολλά και ακούω σχετικά, αλλά δεν τα συμμερίζομαι, και όλοι οι λογοτέχνες έχουμε. Το έργο είναι πρωτότυπο σαν σύγχρονη εικονογραφία ναού, καθώς παραθέτει μαρτύριο και θαύμα, μαρτύριο και θαύμα, μέχρι την τελευταία σελίδα, και επίσης παραδοσιακό σαν λαϊκή ζωγραφιά σε εκκλησιά στη μεθόριο της Μακεδονίας ή σε χωριό του Πηλίου, κι εδώ βέβαια έρχεται και δένει η έξοχη προμετωπίδα του Γεωργίου Κόρδη, παλιού φίλου του συγγραφέα και αγαπητού εικονογράφου. Το έργο όσα και αν οφείλει στις σύγχρονες αναζητήσεις που του δίνουν μια μορφή δυνητικής λογοτεχνίας, είναι κατ’ ουσίαν μια ψυχαναλυτική και ηθική βυθομέτρηση που επιχειρεί ο συγγραφέας του στα οργωμένα από εκατομμύρια θνητούς χωράφια της αμαρτίας, της δημιουργίας ως σωτηρίας, και τελικώς σε ορισμένες περιπτώσεις του αγγελιάσματος. Φτερά μαύρα και χρυσά εισβάλλουν από το πρώτο μέρος, αίμα, σεξουαλικότητα και αθωότητα, γνώση και άγνοια κινδύνου. Κι έτσι, η Οικογενειακή ρίζα 70 του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, θαρρώ πηγάζει εκ βαθέων ως ανάγκη πάσα του ποιητή να μιλήσει σε μια γλώσσα επίσημη, τρομερή κάποτε, πυκνή και πλατιά, πολλές οκτάβες, οξεία όσο και βαθύφωνη, πολύχρωμη, για τα κύρια του κόσμου τούτου φαινόμενα, κάτι σαν φυσικά φαινόμενα κι ας ακουμπούν τα μύχια του συναισθήματός μας: τον έρωτα, το θάνατο, τη βία, την αδικία, την ασθένεια, τη φτώχεια, την ξενιτιά, τη γυναίκα, τον άντρα, τα νιάτα και τα γηρατειά, τέλος την ομορφιά και τη δημιουργία ως έκλαμψη, τελικό φόρο τιμής στον Ρεμπώ όσο και στο εικαστικό θαύμα της φωτογραφίας.
Δεν κάνει να λέμε πολλά για τα σπουδαία βιβλία, γιατί μπορούν μια χαρά και τα λένε τα ίδια. Απλώς κατ’ αρχάς τα συστήνουμε. Εύχομαι καλή ανάγνωση στον καθένα που θα πλησιάσει την Οικογενειακή ρίζα 70, καλή και μακρά πορεία στα ελληνικά γράμματα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ
FRACTAL 21/6/2023
Σπονδυλωτό μυθιστόρημα και οικογενειακή σάγκα
Ποιος δεν έχει ξεφυλλίσει ένα παλιό φωτογραφικό άλμπουμ ακούγοντας από τους γηραιότερους τα ονόματα των εικονιζόμενων, την συγγενική σχέση που τους ενώνει, τις ιστορίες τις προσωπικές του καθενός και της καθεμιάς αλλά και των οικογενειών τους; Ιστορίες άλλοτε καθημερινές και συνηθισμένες και άλλοτε τραγικές, γεμάτες μυστήριο και πάθη; Ποιος δεν έχει φανταστεί τα πρόσωπα αυτά να ζωντανεύουν και να ακολουθούν την μοίρα τους που είναι προγεγραμμένη από υπερφυσικά στοιχεία (ιδίως όταν έχουν περάσει χρόνια από τον βιωμένο χρόνο και η ζωή τους έχει περάσει στη σφαίρα της αφήγησης, της μυθοπλασίας ή και της παραμυθίας), δίνοντας τους μια διάσταση υπερφυσική ή/και μεταφυσική; Ποιος δεν έχει αναρωτηθεί από που κρατάει η σκούφια του; και το πως αυτή η σκούφια έχει επηρεάσει το δικό του πέρασμα από την ζωή;
Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος με το νέο του πόνημα «Οικογενειακή ρίζα 70», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έναστρον (2023), μάς προσφέρει (για ακόμη μια φορά) ένα βιβλίο υψηλής λογοτεχνικής αισθητικής. Μέσα από τις 31 διηγήσεις του σπονδυλωτού του μυθιστορήματος, ξεδιπλώνει όλο το γενεαλογικό δέντρο ενός ζευγαριού, του Φίλιππου Ιωάννου Καλογερή και της Ασπασίας Λαδά, ένα ζευγάρι που ξεκίνησε τον κοινό του βίο και την απαρχή του οικογενειακού του δέντρου, φέρνοντας στον κόσμο τέσσερα παιδιά. Από αυτή την οικογένεια, που αποτελεί την «Οικογενειακή ρίζα 70», ξεκίνησαν όλα. Και έχει ενδιαφέρον μεγάλο το πώς απλώνονται οι ρίζες μιας οικογένειας και τυλίγονται γύρω από τα μέλη της, αλλά και γύρω από τα νεοφερμένα πρόσωπα δια της σύζευξης και της τεκνοποίησης. Και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αυτά τα αόρατα νήματα που ενώνουν ανθρώπους του παρελθόντος, σαν τους παρατηρείς από μια απόσταση μελλοντική και ασφαλή. Γιατί ο πεπερασμένος χρόνος και η χρονική απόσταση είναι τα στοιχεία που διογκώνουν και μετατρέπουν και πλάθουν και προσδίδουν την πρέπουσα γοητεία ίσως και την πρέπουσα μαγεία, σε ανθρώπους που έχουν περάσει στο εσαεί και στο υπερπέραν. Κι αν δεν υπήρχαν οι προφορικές αφηγήσεις στην αρχή και οι φωτογραφικές αποτυπώσεις στην συνέχεια, οι άνθρωποι αυτοί, με τις μεγάλες ή τις μικρές τους ζωές, με τις σημαντικές τους ή ασήμαντες στιγμές, θα είχαν περάσει στην αφάνεια. Αλλά ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος γνωρίζει την αξία και την δύναμη της αφήγησης και χάρισε στους ανθρώπους που πέρασαν μέσα από το γενεαλογικό δέντρο του βιβλίου του, διαχρονικότητα, μπορεί και αιωνιότητα.
Στα πρόσωπα, που ο Λουκόπουλος έβαλε να πρωταγωνιστούν στο βιβλίο του, έχει συγκεντρώσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, που οριοθετούν, χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν το ανθρώπινο είδος. Τα πάθη και οι ίντριγκες, οι έρωτες και οι προδοσίες, τα όνειρα και οι διαψεύσεις, η αγάπη και το μίσος, οι αρρώστιες του σώματος και της ψυχής, η ταπεινότητα και η μεγαλομανία είναι κάποια μόνο από αυτά τα χαρακτηριστικά που κατακλύζουν τις σελίδες του βιβλίου. Μα ο Λουκόπουλος δεν ήθελε να μείνει στην ρεαλιστική απεικόνιση, στην ρεαλιστική αφήγηση των πραγμάτων· θέλησε να ανυψώσει τις γήινες ζωές των ανθρώπων, προσδίδοντας τους μαγεία και μυστήριο. Και έτσι οι κατάρες, οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες, τα μαγικά χαρίσματα και οι υπερφυσικές δυνάμεις, -δυνάμεις που ταλανίζουν τον άνθρωπο, όταν δεν μπορεί να εξηγήσει, όταν δυσκολεύεται να αποδεχτεί την τυχαιότητα και το εφήμερο της ζωής του-, είναι εκείνα τα στοιχεία που ο Λουκόπουλος χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία, προσθέτοντας αυτή την χαρισματική πινελιά, που κάνει την ρεαλιστική αφήγηση μαγική. Σε περίοπτη θέση όμως όλων, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία· η προφητεία εκείνη δηλαδή, που ενώ δεν υπάρχουν απτά στοιχεία ή έστω ενδείξεις, κάποιος ενστερνίζεται μια εικόνα για τον εαυτό του (συνήθως κακή) και προσπαθεί να επιβεβαιώσει αυτήν την εικόνα δρώντας υποσυνείδητα και συμπεριφερόμενος αναλόγως, διαιωνίζοντας την αρχική εσφαλμένη εικόνα. Με όμοιο τρόπο και στα διηγήματα του Λουκόπουλου, οι απόγονοι της οικογένειας Καλογερή ενστερνίζονται την άποψη, ότι το σόι τους ήταν καμωμένο από αλαφροΐσκιωτους και αλλοπαρμένους, που άλλοτε μιλούσαν με νεράιδες και ξωτικά, άλλοτε βλέπαν σημάδια στον φυσικό κόσμο και στον ονειρικό, και άλλοτε παρουσιάζονταν οι νεκροί της οικογένειας σε προφητικά οράματα ή σε ανατριχιαστικούς εφιάλτες, προστατεύοντας με ευχές ή με κατάρες τα μέλη τους. Και δεν είναι απλό αυτό, ούτε και εύκολο να το διαχειριστεί κάποιος, ακόμη και στις μέρες μας, πόσο μάλλον την εποχή εκείνη, όπου λαμβάνουν χώρα οι ιστορίες του βιβλίου.
Σε δεύτερο πλάνο, και ενόσω εκτυλίσσονται οι ιστορίες της «Οικογενειακή ρίζα 70», ο Λουκόπουλος ξετυλίγει πολλές πτυχές του κοινωνικοπολιτικού παρασκηνίου του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Βαλκανικοί, Α’ Παγκόσμιος, Μικρασιατική καταστροφή, μεταναστευτικές ροές στην Αμερική, ζωή στην επαρχία). Όχι όμως εστιάζοντας στην ιστορική τους σημασία για την εξέλιξη της ανθρωπότητας τόσο, όσο εστιάζοντας στην σημασία που είχαν αυτά τα ιστορικά γεγονότα στις ζωές κάποιων προσώπων της οικογενειακής τους ρίζας και της προσωπικής τους εξέλιξης μέσα στην οικογένεια τους. Σημαντικά επίσης είναι όλα εκείνα τα λαογραφικά στοιχεία του ελλαδικού χώρου εκείνης της εποχής, με τα οποία διανθίζει τις ιστορίες του ο συγγραφέας. Στοιχεία που πολλοί σύγχρονοι μας αποποιούνται ή και απαρνιούνται, στοιχεία όμως που διαμόρφωσαν την ταυτότητα των κατοίκων αυτού του τόπου και εξακολουθούν να την διαμορφώνουν μέσα στο πέρας του χρόνου. Για την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Λουκόπουλος στο βιβλίο του, για αυτήν την θαυμάσια και ευφυέστατη χρήση της ελληνικής γλώσσας, αυτήν την αξιοζήλευτη αριστοτεχνία που κατέχει ο Λουκόπουλος, να αναδεικνύει τον γλωσσικό πλούτο, τα ατελείωτα μήκη και πλάτη και την απερίγραπτη ομορφιά της, εμένα μου περισσεύουν πραγματικά τα λόγια.
Πριν κλείσω αυτήν την παρουσίαση μου θα ήθελα να αναφερθώ στον πολύ εμπνευσμένο τρόπο που ολοκλήρωσε ο συγγραφέας το σπονδυλωτό του μυθιστόρημα. Όλο το γενεαλογικό δέντρο, όλη η «Οικογενειακή ρίζα 70» του Φίλιππου Ιωάννου Καλογερή και της Ασπασίας Λαδά, συγκεντρώθηκε στον Επίλογο του βιβλίου, και την μετέφερε ο συγγραφέας στην εποχή μας και την αναπαρήγαγε και την αναδιατύπωσε μέσα από την Τέχνη μιας καλλιτέχνιδας που έζησε στην Νέα Υόρκη, την δις -δισέγγονη τους, την Georgia Kontaxi. Στις λεζάντες των έργων της αναδρομικής της έκθεσης με τίτλο Pedigree 70, όλη της η οικογένεια ενσωματωμένη, όλη της η οικογενειακή ιστορία.
Και δεν έχει καμία σημασία, αν, αυτή η οικογένεια και τα πολυάριθμα μέλη της, που αποτελούν και ληξιαρχικά την «Οικογενειακή ρίζα 70» υπήρξαν πραγματικά κι αν ο συγγραφέας απλά τα κόσμησε με μυθοπλαστικά στοιχεία ή αν είναι πλάσματα της φαντασίας του και τα εμπλούτισε με ρεαλιστικά στοιχεία· το αποτέλεσμα, όπως και να ‘χει, είναι εξίσου απολαυστικό και αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
DIASTIXO.GR 21/6/2023
Η Ευθαλία Καλογερή, γνήσιο τέκνο Σταύρου Καλογερή, παντρεύτηκε πριν απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Μιλτιάδη Αθανάσιο Νοδάρα, που την ερωτεύτηκε «βαθιά κι ειλικρινά». Το ζεύγος «μετακόμισε στα υψίπεδα γύρω απ’ την περιοχή Καμάρι Βοιωτίας κι απέκτησε δύο παιδιά: τον Θανάση και τη Βικτώρια». Με τη λήξη του Εμφυλίου ο σύζυγος Μιλτιάδης, καίτοι αγράμματος, μελετά το αργιλώδες χώμα της περιοχής και επιλέγει το κατάλληλο σημείο για το άνοιγμα στέρνας που θα υδροδοτεί τις καλλιέργειες. Αλλά η επιτυχία της κατασκευής εξασφαλίζεται απ’ το μηριαίο οστό ενός αντάρτη, πάνω στο οποίο «σφήνωσαν όλα τα φερτά και σχημάτισαν ένα βέλος, κοντά ένα στρέμμα, συγκρατώντας το νερό». Τις επόμενες δεκαετίες η οικογένεια του Νοδάρα, η μάνα του αντάρτη, οι συγγενείς, οι γείτονες και οι χωρικοί απολάμβαναν εκλεκτές ντομάτες, αγγούρια και άλλα ζαρζαβατικά.
Από θεματική άποψη το παραπάνω απόσπασμα δεν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό του βιβλίου. Ο Εμφύλιος χωνεύεται, όπως η Κατοχή, όπως η Μικρασιατική, όπως οι Βαλκανικοί, όπως και η μετεμφυλιακή εποχή στο σώμα της αφήγησης, που καλύπτει όλο το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα με τρόπο πρισματικό κι ανάλαφρο. Η ιστορία γίνεται το πλάνο, ο πυροδότης, το άλλοθι της αφήγησης, αλλά η αφήγηση δεν εγκλωβίζεται στα γεγονότα, δεν εστιάζει σ’ ένα ορισμένο συμβάν και δεν αποβλέπει στη ρεαλιστική ανασύστασή του. Τελικά, το βάρος πέφτει όχι στον συνταγματικό άξονα της θέσης, της οργάνωσης και της χρονικής διαδοχής των γεγονότων, αλλά στον παραδειγματικό άξονα του συλλογικού φαντασιακού και της δημόσιας ιστορίας, ιδωμένα απ’ τη γενεαλογική μικροϊστορία μιας οικογένειας.
Αν ξεκίνησα από την αναφορά στον Εμφύλιο είναι χάριν των δικών μου εμμονών. Ψάχνοντας ίσως μια ευκαιρία για να πω ό,τι ήδη έχω ξαναπεί, ότι ουδένα θέμα δεν είναι εξαντλημένο για τη λογοτεχνία και ότι το άπαν στη γραφή δεν έγκειται στο τι του περιεχόμενου αλλά στο πώς της επεξεργασίας – αυτονόητα δηλαδή πράματα, έστω και αν κάποιοι κριτικοί επιμένουν δίκην θεματοθετών στις πανελλαδικές να υποδεικνύουν το τι, φαντάζομαι σε λίγο καιρό θα υποδεικνύουν και το πώς της γραφής. Αλλά επανέρχομαι στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο για να μην το αδικήσω με τις δικές μου εμμονές – στο κάτω κάτω δεν ήταν μόνο ιδιοτελής η αναφορά στο παραπάνω χωρίο: ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το εμφυλιακό θέμα ο Λουκόπουλος πυκνώνει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ευρύτερο ιστορικό θέμα, και όχι μόνο.
Μ’ επίκεντρο τη Ρούμελη αφηγείται τις μικροϊστορίες τεσσάρων γενεαλογικών δέντρων της οικογένειας Καλογερή, που ξεκινούν από έναν ανιψιό, έναν θείο και τον αδελφό, με στενούς δηλαδή δεσμούς συγγένειας, για να διακλαδωθούν το καθένα στη δική του πορεία, να ανθίσουν ή να ξεραθούν τα κλαδιά τους, να δώσουν άλλα κλαδιά και από αυτά να προκύψουν άλλα ανίψια, άλλα αδέλφια, εγγόνια και δισέγγονα, δηλαδή ένα γενεαλογικό παλίμψηστο, που έτσι όπως ξεκινά κάπου στη Ρούμελη για να απλωθεί στη Ναύπακτο, στη Φθιώτιδα, στη Φωκίδα, στον Βόλο, στα Σάλωνα, στα Τέμπη, στην Αμερική, τελικά κλείνει εντός του τη γενεαλογική πορεία όλου του λαού στη διάρκεια πενήντα-εξήντα χρόνων του εικοστού αιώνα.
Δύο είναι οι συνισταμένες που διατρέχουν την πορεία αυτή, αφενός ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση στις αντίξοες συνθήκες του δεδομένου γεωγραφικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος, και αφετέρου η διαρκής συμπόρευση, η τριβή και ο ανταγωνισμός του λόγου με τον μύθο. Η αφήγηση δεν αφηγείται απλώς, με την έννοια του «απεικονίζω» και του «εξιστορώ», αλλά κουβαλά, αναπαράγει και αποδίδει την ανθρώπινη προσπάθεια, συμμετέχοντας κι η ίδια στους περισπασμούς και στις αγωνίες της.
Το γενικό σχήμα της ανθρώπινης ζωής έχει ως εξής: οι γυναίκες παντρεύονται από κορίτσια, γεννοβολούν πολλά παιδιά και αν δεν τα καταφέρνουν μαραζώνουν απ’ τον πόνο και την επίκριση των άλλων. Οι άντρες σκύβουν τα κεφάλια και δουλεύουν σαν σκυλιά, όταν γυρνάνε σπίτι σμίγουν με τις γυναίκες και το πρωί ξανασηκώνονται για να πάνε στη δουλειά. Ήσυχη ζωή, δύσκολη αλλά στρωμένη είτε στον τόπο τους είτε μακριά απ’ τον τόπο τους, θαρρείς ότι δεν υπάρχει τίποτα να την ταράξει, κι όμως σιγοβράζει από ερωτικά και πολιτικά πάθη, υπόγειες δίνες σχηματίζονται στα σκοτεινά της βάθη από το ανορθολογικό στοιχείο.
Κατάρες, προλήψεις, ενόραση, μαντείες, θρύλοι, υπερφυσικές ιδιότητες, μαγγανείες παρελαύνουν απ’ την αρχή ως το τέλος του βιβλίου, δημιουργώντας μια απόκοσμη αλλά απολύτως αυθεντική ατμόσφαιρα όσον αφορά τον ιστορούμενο τρόπο ζωής. Λίγο-πολύ έτσι ζούσαν οι παππούδες κι οι προγιαγιάδες μας, ανακατεύοντας το λογικό με το εξωλογικό και αφήνοντας χώρο σε πρακτικούς γιατρούς, σε στοιχειά και δεισιδαιμονίες. Ο ιδιότυπος μαγικός ρεαλισμός του Λουκόπουλου με μπόλικα στοιχεία ηθογραφίας ζωντανεύει έναν τρόπο ζωής και σκέψης που εμπεριείχαν το παραλογικό και ανορθολογικό στοιχείο σαν οργανικά εγγεγραμμένο μέρος τους, σαν κοινωνική λειτουργία και ανθρώπινη δραστηριότητα.
Δεν υπάρχει τίποτα το αφύσικο ή το τεχνητό σε τούτη την αισθητική επιλογή. Η ίδια η αφήγηση μοιάζει απαλλαγμένη από το άγχος της πλοκής, δεν εκβιάζει τα γεγονότα, δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Ο κυριαρχικός ρόλος που δίνεται στον αφηγητή υπονομεύεται εκ των έσω, σχεδόν ακυρώνεται και καταργείται. Η αφήγηση λες και να εκφέρεται αφ’ εαυτής δίχως τη μεσολάβηση, την αυταρέσκεια, την ξερολίαση, τα σχόλια του αφηγητή, που υπάρχει αλλά δεν υπάρχει ή μάλλον είναι εδώ μόνο για την πιο βασική ανάγκη της εκφοράς του λόγου, αλλά όλα τα άλλα απ’ την κατανόηση μέχρι την ερμηνεία ανήκουν στον αναγνώστη.
Κάτι ανάλογο παρατηρώ και στη γλώσσα. Η αρχή της οικονομίας παντού, στο ύφος, στα εκφραστικά μέσα, στο λεξιλόγιο. Δεν περιττεύει τίποτα, δεν αυτοεπιδεικνύεται τίποτα. Υπάρχει μια δωρική αυστηρότητα στον λόγο, πίσω απ’ την οποία διαφαίνεται συγκρατημένη η λυρική φλέβα. Κι ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ποιητική ιδιότητα βαραίνει δυσανάλογα την πρόζα, στην προκειμένη πλουτίζει τα πεζογραφικά μέσα του Λουκόπουλου, με μια μεστή, λιτή, στιβαρή και ρυθμική έκφραση που εννοεί πάντα περισσότερα από αυτά που λέει.
Επανέρχομαι στην επανάκαμψη της ηθογραφίας, που με τον συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο επαρχιωτισμό της και τη νοσταλγική διάθεση καταλήγει σε σύγχρονες εκδοχές αρκαδισμού. Κι εδώ θεωρώ ότι κατάγεται εκ μέρους του Λουκόπουλου μια ακόμη νίκη του βιβλίου του, που ούτε θάμπος ούτε συγκίνηση δεν έχει απέναντι στο παρελθόν, αλλά τη δίκαιη ματιά του λογοτέχνη που ανιχνεύει τις καταγωγικές διαδικασίες του σήμερα όχι για να τις ιεροποιήσει, αλλά για να τις κατανοήσει και να τις ερμηνεύσει ως ιστορικά γεγονότα, ενταγμένα στον ρου των λοιπών εξελίξεων.
co loukopoulos23Το βιβλίο υποβάλλει μια άλλη θεματική, γλωσσική και εντέλει αισθητική πρόταση όσον αφορά τη λογοτεχνική διαχείριση του πρόσφατου παρελθόντος που, σεβόμενη και τη λογοτεχνία και την ιστορία, εξασφαλίζει υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα – κι ως τέτοια βρίσκω την πρόταση αυτή εξόχως γόνιμη.
ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ
LITERATURE.GR 4/6/2023
Η ρίζα της ζωής
…] Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό τους, έφυγε κι ο Μιχάλης για τον Πειραιά, και το σπίτι αφέθηκε να ρημάξει. Μαζί του πήρε μόνο τα ραβδιά και μια φωτογραφία όπου φαινόταν ο πατέρας του να βαστάει μια τσάπα, ο ίδιος με το πρώτο του ραβδί (της αγριελιάς) κι η μάνα του έγκυος στα δίδυμα, σχεδόν με την κοιλιά στο στόμα. Για τον Μιχάλη, τα δίδυμα ήταν σαν να μην είχαν γεννηθεί. Δεν τα ξανάδε κι ούτε μίλησε ποτέ στα δικά του παιδιά γι’ αυτά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα ίχνη τους σχεδόν χαθήκαν, και μόνο φήμες κυκλοφορούσαν ότι ο οικισμός τους με πλινθόκτιστα σταβλάκια βρισκόταν κοντά στη θέση Δίραχο, ότι μεγάλωναν τα παιδιά τους μαζί με τα οικόσιτα ζώα τους και τους τρίτωνες της Δρακολίμνης που τους ακολουθούσαν πιστά σαν κατοικίδια, ότι οι κοιλιακοί μύες των νεοτέρων είχαν αποκτήσει πορτοκαλέρυθρο χρώμα όμοιο με της σαύρας, ότι από τα οπίσθιά τους φύτρωναν ουρές που έμοιαζαν με πλατιά πτερύγια, κι άλλα τέτοια γλαφυρά. Η γειτνίαση με τους τρίτωνες και όλοι οι θρύλοι που ’χαν γεννηθεί από αφηγήσεις γύρω από το βίο τους τους έκαναν γνωστούς μεταξύ των χωριανών ως «Δράκους».[…]
Το νέο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδ. Έναστρον. Πρόκειται για την ιστορία των μελών μιας οικογένειας, της οικογένειας Καλογερή, η οποία εκτυλίσσεται σε ένα χωριό που δεν κατονομάζεται, βρίσκεται όμως κάπου στην ορεινή Φωκίδα. Η οικογένεια Καλογερή έχει μια ιδιαιτερότητα όμως. Ορισμένα μέλη της έχουν κάποιο υπερφυσικό χάρισμα ή καλλιεργούν μια δεξιότητα ικανή να τους κάνει να ξεχωρίζουν. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την οικογενειακή αυτή πορεία με βάση τη ληξιαρχική καταγραφή του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα βήματα των μελών της. Ωστόσο η ιστορία επεκτείνεται πέρα από το συγκεκριμένο χωριό, φτάνει έως τη Νέα Υόρκη του 2019 και διαπερνά ιστορικές περιόδους πολύ μεγάλης σημασίας.
Αυτό που κάνει γοητευτική τη σύνθεση των χαρακτήρων που έχει επιλέξει ο συγγραφέας είναι η συμπερίληψη υπαρκτών προσώπων. Χαρακτηριστικά, από την αφήγηση περνούν η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Μέπλω Μερλιέ αλλά και ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος. Χαρακτήρες που μέσα από τεκμηριωμένα γεγονότα εισέρχονται στην αφήγηση και ο αναγνώστης παρακολουθεί τη συνύπαρξή τους με τους φανταστικούς ήρωες σε μια αλληλεπίδραση που στοχεύει στην απρόσκοπτη ένταξη των φανταστικών χαρακτήρων στην πραγματικότητα. Με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Λουκόπουλος δημιουργεί το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρουν οι ήρωές του. Από τους Βαλκανικούς πολέμους στη μικρασιατική καταστροφή και από εκεί στη μεγάλη μεταναστευτική ροή προς τη Νέα Ήπειρο, στην αστυφιλία που επακολούθησε, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στον εμφύλιο. Και ενδιάμεσα η ανάδειξη ενός νέου μουσικού είδους που έμελλε να χαράξει τον ελληνικό πολιτισμό. Το ρεμπέτικο και η γέννησή του, οι πρώτες ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Όλα όσα σημάδεψαν βαθιά το πολιτισμικό αλλά και ιστορικοκοινωνικό σώμα της χώρας και έγιναν η αφορμή για να διαμορφωθεί η ανθρωπογεωγραφία της.
Οι ήρωες του Κ.Χ Λουκόπουλου είναι ήρωες που αναπνέουν καθώς ο αφηγητής σταδιακά αποσύρεται και τους δίνει τον απαραίτητο χώρο να μιλήσουν οι ίδιοι για τη ρίζα τους ξετυλίγοντας το γενεαλογικό τους δέντρο και δημιουργώντας αυτόνομες ιστορίες. Έχουν τη δική τους φωνή, σαφής και ονειρική ταυτόχρονα. Ο αναγνώστης μπορεί βέβαια να ανατρέξει στο τέλος του βιβλίου και να εντοπίσει λεπτομέρειες και συσχετίσεις μεταξύ των ηρώων ή απλώς να απολαύσει τα 32 διηγήματα που συνθέτουν την ιστορία του και περιγράφουν κάθε ένα από αυτά την ιστορία της ζωής κάποιου μέλους της οικογένειας Καλογερή. Αυτοτελή διηγήματα που συνθέτουν έναν σφιχτοδεμένο και συμπυκνωμένο μυθιστορηματικό σύνολο, στο οποίο τίποτα δεν περισσεύει και όλα συναποτελούν μια αφηγηματική ροή.
Η γλωσσική αγωγή του συγγραφέα εντυπωσιάζει. Ακολουθώντας μια ιδιότυπη ποιητική αισθητική ο Λουκόπουλος υπογράφει 150 σελίδες μαγικού ρεαλισμού, βαθιάς ενσυναίσθησης, μοναδικής λογοτεχνικής αξίας, κυρίως όμως σελίδες όπου ο ρεαλισμός αναμειγνύεται με το μεταφυσικό στοιχείο και ο επιστημονικός ορθολογισμός με τη μαγεία. Ο λόγος συχνά μεταφέρεται στις σκιές σε έναν διάλογο με το βασίλειο των νεκρών, με δυνάμεις «πέραν του κόσμου τούτου». Η γλώσσα ποιεί την τέχνη σε ένα κρεσέντο ποιητικού πεζογραφήματος που αποκαλύπτει τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα κείμενο όταν συνδυάζει το χιούμορ, την πρωτοτυπία, την άλλοτε παιγνιώδη και άλλοτε σπαρακτική αφήγηση, την έλλειψη κάθε διδακτισμού και μοιρολατρικού στοιχείου, τον μαγικό ρεαλισμό, το φως και το σκοτάδι σε ισόποσες δόσεις, την παραμυθία αλλά και τη σοφιστεία, τον στοχασμό αλλά και την αγάπη για την αλήθεια, την αλήθεια που ορίζει ο θάνατος ως επιστέγασμα μιας εξελικτικής πορείας στη ζωή, διατηρώντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του δημιουργού που καθορίζουν πλέον την ταυτότητά του: την αγάπη του για την καινοτομία, την ιστορία της επιστήμης και την τέχνη, κυρίως όμως τη μεγάλη του πίστη ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
.
ΓΕΝΟΣΗΜΑ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 8/9/2021
Στην καλή ποίηση τα πράγματα είναι απλά
Πεζά ποιήματα (278 στον αριθμό) ονομάζει ο ποιητής το νέο του πόνημα, και αξίζει να πούμε ότι κάθε νέα εκδοτική εμφάνιση του Λουκόπουλου με την ιδιαίτερα προσωπική γραφή αποτελεί είδηση ενδιαφέρουσα. Κι αυτό γιατί, συνταιριάζοντας με άριστο τρόπο το ποιητικό ένστικτο (που αναμφίβολα διαθέτει) με μια ιδιάζουσα πεζότητα, που ακροβατεί ανάμεσα στον επεξηγηματικό, αναλυτικό λόγο, όσο και στην επιγραμματική σχεδόν φιλοσοφική παρατήρηση, επιχειρεί να γεφυρώσει ποικίλες λογοτεχνικές μορφές, με όλες να εκβάλλουν στον έξοχο εκφραστικό του τρόπο. Αλλά και στη θεώρηση του κόσμου δεν ορρωδεί καθόλου, προκειμένου να αναδείξει μια ρεαλιστική οπτική, όπως αυτή αναδύεται μέσα από ένα λόγο που όμως αιφνιδιάζει υπερβαίνοντας τη θέαση του πραγματικού. Ο Λουκόπουλος μοιάζει να βλέπει τον κόσμο σαν ένα ανεστραμμένο είδωλο, στην εικόνα του οποίου έχει το δικαίωμα (με την αθωότητα της γραφής, και μάλιστα της ποιητικής) να παρεμβαίνει κατά το δοκούν για να ισιώσει την ανάποδη εικόνα –κυρίως αν πρόκειται να εκφραστεί καταγγελτικά για τα κακώς κείμενα– εκφέροντας έναν ανατρεπτικό λόγο αποκαθιστώντας έτσι την εικόνα των πραγμάτων όπως θα την ήθελε ή όπως θα έπρεπε να είναι. Η θεματική του διατρέχει μια πορεία από το εσωτερικό του τοπίο, νύχτα όταν είναι, η μοναξιά φαίνεται («μοναξιά»), ως τον τόπο των κοινών πόνων και ελπίδων καθιστώντας έτσι τη γραφή του ταυτόχρονα σπαρακτικά τραυματική όσο και βαθύτατα κοινωνική και κατ’ ουσίαν πολιτική απέναντι σε μια κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας («τυφλότητα»), όπως ο ίδιος λέει. Μα είναι και η ποίηση, πιο πολύ αυτή, που άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα δηλώνει την παρουσία της αναλόγως: πότε για να λειάνει (όσο μπορεί) τις αιχμηρές προσωπικές γωνίες, Ένα ποίημα ψάχνω να κρυφτώ («άχθος αρούρης»), και πότε για να καρφώσει τις λέξεις της πάνω στον εφησυχασμό μας, Είναι μια γάτα που τεντώνει τα νύχια της στον ήλιο, σαν ένα/ελάχιστο μανιφέστο αιχμηρότητας («ποίηση»). Η συντομία των ποιημάτων (ο ποιητής προσφέρει το ελάχιστο δυνατό κάθε φορά) απαιτεί την αναγνωστική συμπληρωματική συνέργεια πάνω στα ίχνη που σκοπίμως διαφαίνονται. Τότε κυρίως είναι που αποκαλύπτεται, κάτω από τον υπερρεαλιστικό συχνά μανδύα των μορφοποιημένων εικόνων, το απολύτως ρεαλιστικό τους περιεχόμενο. Η ποίηση του Λουκόπουλου νιώθεται και βιώνεται, καθώς διαβάζεται, με μια ισορροπία ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και στην παιδική αθωότητα – […] μα εκείνο που αντιστέκεται/είναι κάτι σχέδια παιδικά, («ο μαρκαδόρος»), θα πει και έτσι θα προσγειώσει στα μέτρα τα ανθρώπινα κάθε απογειωτική όσο και φιλοσοφικά απόμακρη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου. Εν τέλει στην καλή ποίηση, όπως εδώ, τα πράγματα είναι απλά. Όπως εύστοχα γράφει ο ποιητής: Η ποίηση δεν είναι οι λέξεις της· είναι το αίμα των λέξεων (και τα βουβά σημαινόμενα), στο έξοχο «η ποίηση και οι λέξεις». Εκεί μετριέται εν τέλει και το βάρος της, και αυτό μοιάζει να το γνωρίζει εδώ ο ποιητής.
Μια μνεία να γίνει για μια ακόμη φορά στην αισθητική της έκδοσης, καθώς οι ΑΩ εκδόσεις δεν παύουν να μας εκπλήσσουν με την επινοητικότητα της παρουσίασης και την τεχνική αρτιότητα.
Αποσπάσματα
Το βράδυ η θλίψη σου προστίθεται στη δική μου· χειρότερα ακόμη, βράδυ Κυριακής. Από τα όνειρα ακούγεται ο νηματοειδής ψίθυρος για την κοπέλα που ήσουν κάποτε και το αγόρι που ακόμη είμαι. τα σκαλιά γυαλίζουν μπουγαδόνερα μα η σκόνη από πάνω περιμένει να στεγνώσουν για να ξανακαθίσει. Είναι οκτώ και δέκα της ζωής μας που μαζεύει. («αφαίρεση»)
Το πλήθος είναι ένας αόριστος ορισμός μιας συγκέντρωσης μονάδων με κοινά χαρακτηριστικά βασισμένα πάντα στη σύμβαση και ποτέ στο ένστικτο. Λέμε, παραδείγματος χάριν, το πλήθος των πιστών, αλλά κατασπαράχθηκε από μια αγέλη λύκων. («το πλήθος»)
.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΙΣΤΟΣ
TETRAGWNO.GR 4/9/2021
Πολυθεματική και άκρως δομημένη η ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου με τίτλο «Γενόσημα». Είναι από τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες, η κριτική αναφορά και, εν συνόλω, προσέγγιση ενός έργου απαιτεί την ενεργοποίηση δαιδαλωδών οπτικών ερμηνείας προκειμένου να πλαισιώσει με ασφάλεια ο αναγνώστης την κεκτημένη πρόσληψη των εκάστοτε θεματικών. Η ποίηση ως υπαρξιακή νοηματοδότηση, η μοναξιά ως επαναλαμβανόμενη στιγμή, ο έρωτας ως αισθητική και η καθημερινότητα των ανθρωπίνων σχέσεων ως ανάγνωσμα μίας ευρύτερης πολιτιστικής σήψης αναδύονται με τρόπο αυθεντικό στις σελίδες του έργου. Υπογραμμίζω την αυθεντικότητα των εικόνων, όπως αναπτύσσονται ανάμεσα στις λέξεις, καθώς δεν είναι αυτονόητη σε κάθε συγγραφική απόπειρα. Η αποτύπωση ενός συναισθήματος ή/και μίας σκέψης δεν συνεπάγονται την ποίηση, ακόμη κι αν υποδύονται τη μορφή της. Στην εν λόγω περίπτωση η συλλογή κατασκευάζει από βιωμένα υλικά την εμπειρία μίας σκηνικής παρουσίας. Η αυθεντικότητα των πράξεων εξασφαλίζεται μέσα από την αποστασιοποίηση του δημιουργού έναντι των πνευματικών, συναισθηματικών, ειδολογικών και χρονικών υλικών σύνθεσης. «Τα μαλλιά σου στον άνεμο είναι μια -επιπλέον- αφαίρεση, που λείπει απ’ τον άδειο χώρο. Μα το τοπίο -ευαγές- αντιστέκεται και συμπληρώνει» (σελ. 14) γράφει ο ποιητής και η ανάγνωση επιδέχεται πολλαπλές προεκτάσεις. Πράγματι, ο έρως για τον ίδιο δεν αποτελεί απλώς μία σωματική-υλική εφαρμογή της φυσικής επιθυμίας προς έτερο πρόσωπο αλλά την πεμπτουσία της χρονικής σύνδεσης του ιστορικού γίγνεσθαι, όπως το τελευταίο μορφοποιείται στις αισθητικές απολήξεις της νεότητας. Και καθώς επαναλαμβάνει σε ετεροχρονισμένες περιπτώσεις την δυναμική των στιγμών, ερωτικών και μη, (πάντα υπό την έννοια της συναισθηματικής δέσμευσης) μαρτυρεί, ταυτόχρονα, τα όρια της ελευθερίας, προσωπικής και συλλογικής. Αντιλαμβάνεται πλήρως την αδυναμία ελέγχου και ορισμού του εκάστοτε πλαισίου αναφοράς και μοιάζει να συμβιβάζεται με το πεπερασμένο της επιφάνειας των πραγμάτων. Όμως, θα αδικούσαμε τη συλλογή εάν την κατατάσσαμε στην πεσιμιστική οπτική των καιρών. Η φύση αναγεννιέται μέσα από τις εκτάσεις και διαστάσεις∙ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το δρων υποκείμενο συμμετέχει στο κάλεσμα της ζωής, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η τελευταία μεταμορφώνεται στην απώλεια του θανάτου.
Ο θάνατος ως αναρχία του σύμπαντος κόσμου ευθυγραμμίζεται με την διαπάλη ανάμεσα στην ματαιοδοξία της ανθρώπινης ύπαρξης και το υπόβαθρο της απαισιοδοξίας. «Σβήνω τα φώτα βγαίνοντας∙ […] οι σκιές περιμένουν φρόνιμες στις καρέκλες τους, έτοιμες ν’ απλωθούν» (σελ. 27) υπογραμμίζει ο ποιητής και το αντιθετικό σχήμα που μόλις αναφέραμε αποκτά υπόσταση και ταυτότητα. Πλέον, ο δημιουργός δεν μεταδίδει την εικόνα της εθελούσιας αποσύνθεσης του χρόνου αλλά νοτίζει την αιτία της απομάγευσης αυτού στην ποιητική ψευδαίσθηση, όπως η τελευταία κατασκευάζεται ενώπιον της γνώσης. Εξουσίες, σκοποί, στόχοι, αποστάσεις, όλες οι συνδηλώσεις μίας εκκωφαντικής άρνησης αποκτούν το δικό τους μετερίζι καθώς η μετάβαση από την μοναξιά της πλήξης στην επιφάνεια της μνήμης προκαλεί αναστατώσεις συνειδήσεως. Πράγματι, ο ποιητής διαμορφώνει τον εσωτερικό διάλογο με το ενοχικό πλέγμα ενός ιδανικού σε κατάρρευση. Ο ανθρώπινος παράγοντας εμφανίζεται σε μαζική εξορία, όση ώρα η σκέψη επανέρχεται στα πρότερα δημιουργήματα της ανεκπλήρωτης βούλησης. Όσα ο χρόνος ως αναγκαιότητα επιφέρει, όπως την απορρόφηση ζωτικών δυνάμεων στο σώμα, τόσα ο επαναστατημένος έρως επαναφέρει στο προσκήνιο, έστω και υπό νέα διεύθυνση. Η πρόσοψη μεταβάλλεται και αλλάζει, ωστόσο, η ουσία της επιθυμίας παραμένει στον πυρήνα της αναλλοίωτη. Είναι ο αόριστος χρόνος μίας υπόσχεσης (βλ. για πάντα) ο οποίος κινητοποιεί τις πολλαπλάσιες εκδοχές της ανθρώπινης φύσης.
Η ζωή παρομοιάζεται ολοένα με μία επαναλαμβανόμενη διαδικασία στην οποία η αυτονομία των επιλογών καταργείται. Αντίθετα, προβάλλεται η σχέση εξάρτησης μεταξύ των μελών της κοινωνίας ως μία αυτοαναφορική διεργασία από την οποία η ταυτότητα της πολιτείας αποκτά περιεχόμενο, έστω και υποκριτικό. Θέτει, επομένως και μεταξύ άλλων, το ερώτημα ο ποιητής για τα όρια αυτής της εξάρτησης και τις δυνατότητες εναλλακτικής πορείας. «Για χρόνια γερνά η ζωή σου πριν καν γεράσει μέσα σε ‘κείνο το ζαρωμένο ποντίκι που υπήρξε ο φόβος σου να υπάρξεις» (σελ. 57) και η υπαρξιακή απαίτηση για αλήθεια (εκείνη την οποία δύναται να αναγνωρίσει και το βάρος της να σηκώσει ο άνθρωπος) μετατρέπεται σε γνώμονα καθημερινής διάπλασης. Οι αναμνήσεις, περιορισμένες στα κάδρα των φωτογραφιών, σφραγίζουν αυτούσια την απόγνωση της ελευθερίας, εγκλωβίζοντας ακόμη και τη φαντασία, όπως αποδράσει από τα στενά περιθώρια της ανάσας. Ακόμα και τότε, ο ποιητής δεν λησμονά την ύστατη λύση της ιστορίας. Στρέφει το βλέμμα του αποφασιστικά στον, εκάστοτε, νέο άνθρωπο όπως γεννιέται και όπως εκκολάπτεται, σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Παρακάμπτει τις οδηγίες και τις μεθοδεύσεις προκειμένου να γευτεί την αυθεντική ενέργεια του ανθρώπου, μέσα στις αλλαγές τις οποίες υφίσταται κατά το διάβα της ζωής του. Όποιο κοινωνικό ρόλο κι αν υποδυθεί στο βάθρο παραμένει άνθρωπος, που θα πει γυμνός από περιττά στολίδια και φιλοφρονήσεις, με μόνο εφόδιο τον έρωτα και την ενσυναίσθηση αυτού. Όσες πρόβες κι αν υποστεί κατά τη διάρκεια της κοινωνικής συμβίωσης πάντοτε επιστρέφει, στην εσωστρεφή του κατεύθυνση, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, που δεν είναι άλλο από την πρώτη ανάμνηση της ανθρώπινης υπόστασης. Ο χειρισμός της ζωής, σε όλες τις εκφάνσεις αυτής, είναι ζήτημα επιλογής (έστω και περιορισμένης).
Ο ποιητής υπογραμμίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εθελούσια αποπομπή της επιλογής για ζωή και την συνειδητή διεκδίκησή της. Τάσσεται αποφασιστικά υπέρ της δεύτερης λύσης, κι ας είναι ο κύκλος της φύσης να βαίνει μειούμενος.
Στη συλλογή«Γενόσημα» περιλαμβάνονται 49 ποιητικές ολότητες με περιορισμένο (μονοψήφιο πάντα) αριθμό πεζών ποιημάτων η καθεμία. Το σύνολο των ποιημάτων είναι 278. Οι αριθμητικοί συνειρμοί είναι ποικίλοι μα πάντως όχι από πρόθεση. Οι ολότητες αυτές εκκινούν από μια αφορμή ( πχ. μία κοινωνική συνθήκη, μια διερώτηση ή ένα συντριπτικό συναίσθημα) και αναπτύσσονται εγκαθιστώντας μια διαλεκτική συνύπαρξη ανάμεσα στα ποιήματα και τους τίτλους τους, που παραπέμπει στην ίδια την υπόσταση της κοινωνίας της αφθονίας: το υποκείμενο θα κοινωνεί τη γεύση της δίχως να συμμετέχει – κατ’ ουσίαν – στην αφθονία αυτή. Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ οφείλουν τη δομή και τη γραμματολογική τους υπόσταση στην ομορφιά των Μαθηματικών και της Φιλοσοφίας της Γλώσσας και αποτίουν φόρο τιμής στο Tractatus Logico-Philosophicus του Λούντβιχ Βίτγκενστάιν καθώς και στην εικαστική ιδιοφυία του Αύγουστου Ζάντερ, φωτογράφου – ποιητή της εικόνας και εκφραστή της Νέας Αντικειμενικότητας στην φωτογραφική τέχνη, φωτογραφία του οποίου παρατίθεται στο εξώφυλλο.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
CULTUREBOOK.GR 24/8/2021
«Στην αφή όταν ανατρέξω, η όσφρηση δεν είναι μακριά κι η ακοή συνεπικουρεί. Έτσι αρχίζει να εκδηλώνεται σιγά σιγά αυτό που λέμε “κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας”.»
Η αλήθεια είναι πως η ανάγνωση, πράγματι, υπακούει σε μαθηματικούς ορισμούς, προκειμένου να καταλήξει σ’ ένα «συμπέρασμα» – αυτό που ονομάζεται αναγνωστική πρόσληψη – και η ποίηση του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου τη λογική, εκτός άλλων, την περιέχει στην τεχνική της.
Διακόσια εβδομήντα οκτώ πεζά ποιήματα περιέχονται στη νέα ποιητική συλλογή του Κ. Λουκόπουλου, τα οποία άλλοτε συνομιλούν με την ποίηση, άλλοτε απολύτως μεταξύ τους και άλλοτε με τον ίδιο τον αναγνώστη, εμπλέκοντάς τον σε φιλοσοφικές αναδιατυπώσεις, καθώς ο λόγος του ποιητή υψώνεται υπερρεαλιστικά για να καταλήξει σε απολύτως ρεαλιστικούς απόηχους. Μα εκείνο που χαρακτηρίζει θεματικά την ποίηση του Λουκόπουλου είναι η βαθιά λογοτεχνική σπουδή, η συνομιλία με το διακείμενο, χωρίς ποτέ να παραλείπει την ανάδρομη υπερρεαλιστική αφήγηση. Η μητρική και η πατρική φιγούρα, πάντα παρούσα στην ποιητική του Λουκόπουλου, προσδίδει μια αδιόρατη θλίψη, με υπαινικτικές αναφορές. Το ονειρικό κατέχει πάντα περίοπτη θέση στην ποίηση του Λουκόπουλου, καθώς εμπλέκεται, περίτεχνα ομολογουμένως, με τις θετικές επιστήμες, τις οποίες, επίσης, υπηρετεί όπως πάντα επάξια. […] «Το χάος είναι η απόδειξη της τυχαιότητας, της αρχής της ελάχιστης δράσης, του 2ου Θερμοδυναμικού Νόμου. Το χάος είναι απόδειξη της Φύσης.» Ωστόσο, η ποίηση του Λουκόπουλου είναι σημερινή και δηλώνει απερίφραστα την άποψή της για την παρούσα κοινωνικο – οικονομική μα και καλλιτεχνική αποσάθρωση, καθώς διακρίνονται σαφή στοιχείου ενός ώριμου πεσιμισμού.
Η ποιητική του Λουκόπουλου, βαθιά επηρεασμένη από τη γαλλική κουλτούρα, υπηρετεί πιστά και το ίδιο θερμά τις κοινωνικές αξίες, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και τον έρωτα, την απώλεια, τη μοναξιά, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, την ίδια τη λειτουργία της ποίησης. Διατυπώνοντας διακόσια εβδομήντα οκτώ υπερρεαλιστικά «θεωρήματα», φορές με κάποια σκωπτική διάθεση, αλλά κυρίως εκτεινόμενος στη σφαίρα της φιλοσοφίας, ο ποιητής, ως άλλος Σωκράτης, κεντά το καταστάλαγμα της γεωγραφία του βίου, εν είδη ποιητικών πεζόμορφων διαπιστώσεων.
Διακόσιοι εβδομήντα οχτώ ενεργοί τίτλοι, συχνά σε σχέση διαλεκτική με το κείμενο, υπηρετούν μια νέα ποιητική που φανερώνει τη βαθιά αγάπη του ποιητή για την καινοτόμα λογοτεχνική έκφραση. Το υπερκείμενο φωτίζει συχνά τις ποιητικές παραμέτρους της ποίησης του Λουκόπουλου, καθώς συνομιλεί μαζί του. Ο Προυστ, […] «Το άπειρο μετράται εκ του μηδενός, είναι επομένως λανθασμένη η πεποίθηση ότι δεν έχει όρια. έχει κάτω όριο κι αυτό είναι το μηδέν. Εκτός και αν πέφτεις προ την άβυσσο σε ελεύθερη πτώση. Τότε το μηδέν είναι το πάνω όριό σου.», ο Βολταίρος, ο Μπερνάρ – Μαρί Κολτές, ο Κ. Καβάφης, ο Ε. Καντ, ο Χιουμ, ο Killah P., ο Γ. Βέης, ωσεί παρόντες και ο ποιητής συνομιλεί με το παλίμψηστο, δηλώνοντας την επανεγγραφή του βίου, όπως αυτή ορίζεται ηθικά και γεωγραφικά, καθώς οι αναγνώσεις γίνονται επισκέψεις και επανεγγράφονται υπερκειμενικά και δια ζώσης, […] «Εντός των μετρικών ορίων απλώνονται τα βελάσματα των πόλεων που αρμέγω. Ούτε χιλιοστό περισσότερο.»/Μα όσο κι αν αλητεύω, αδύνατον να τα ξεφορτωθώ. ένα σύννεφο με τέχνη σέρνεται στο κατόπι μου κι η ποίηση στάζει από τα ρούχα μου σαν τη βροχή,» Από την Κορνουάλη στο Αλατίνη κι από εκεί στον Βεζούβιο στην Πομπηία ως το ηφαίστειο Φουτζιγιάμα, γιατί: […] «Υπάρχουν τόσοι δρόμοι να βαδίσεις. αρκεί να μην γλιστρήσεις ποτέ.»,(σελ. 48).
Ο έρωτας, ο θάνατος, […] «κακώς συγχέουμε τον θάνατο με ένα κάποιο τέλος. Ο θάνατος είναι για πάντα. Ο θάνατος είναι παντού.», η κοινωνική αδικία, η ύπαρξη, η ίδια η ποίηση, το παρελθόν, το παρόν, οι εκλιπόντες, η διαρκής συνομιλία με το επέκεινα, […] «Ίσως να βρω μια παλιά φωτογραφία σας να βάλω εδώ.όταν βάφομαι να σας αντιγράφω.», ο χρόνος, το φως, η επίπονη πορεία προς την ωριμότητα, […] «Τι ωραία να εγκαταλείπεσαι στην έκθεση! Το άρωμα της αποδελτίωσης κι εκείνη η σκόνη της διασποράς κατά την αποτίμηση σημαίνουν ότι έγινες μουσείο.», […]«Μερικά σπόρια που κρύφτηκαν στο χώμα εσωκλείουν από την ελιά του Πλάτωνα έως και τις υπερχιλιετείς σεκόγιες.», οι έμφυλες ταυτότητες, συνιστούν κάποιες από τις πολλές θεματικές του Λουκόπουλου.
Είναι βαθιές οι ρίζες της ποίησης του Λουκόπουλου και πεδίο δόξης λαμπρό για τον μελλοντικό αναλυτή των στίχων του, καθώς οι αναγνώσεις και η βαθιά λογοτεχνική μελέτη του ποιητή συνιστούν την πυκνότητα του έργου του. Ο Λουκόπουλος χειρίζεται τα σύμβολα με μαεστρία. Το «Άλλο» κατέχει πάντα ξεχωριστή θέση στην ποίησή του, καθώς επανεγγράφεται συνδεόμενο με το υπερκείμενο. Έτσι, η Γκουίνεβιρ, ως άλλη «Μανταλένια», δανείζεται ψυχαναλυτικές ψηφίδες από την ποίηση του Εμπειρίκου και «…όπως ένα μισάνοιχτο στρείδι», «…υποκρίνεται τον ύπνο», καθώς «…τυλίγει τις πατούσες της γύρω από ένα καυτό θερμόμετρο και υποκρίνεται τον ύπνο.», (σελ.60), υπηρετώντας ακόμα μια φορά το στερεότυπο της αγνότητας που συνοδεύει τη θηλυκή φύση, μα κι εκείνη τη θηλυκή επίπλαστη ιδιότητα της ήρεμης δύναμης, «…υποκρίνεται τον ύπνο», καθώς το αρσενικό «Άλλο» ως πορθητής επιβεβαιώνει τον ρόλο του όπως αυτός ορίστηκε διακειμενικά.
Και όλα αυτά τα θαυμαστά στην ποίηση του Λουκόπουλου ξεπηδούν ονειρικά και αβίαστα. […] «Ό,τι περισσεύει μοιράζεται βορά στους αφρόλακκους με την ίδια τρυφερότητα που τροφοδοτείται ένας λιτός μεσημβρινός ύπνος. έμπλεος άστρων, μα δίχως σταγόνα μεταμεσονύκτιου ερέβους.» Μα οι κοινωνικές – υπαρξιακές ανησυχίες του ποιητή δεν σταματούν στη διερεύνηση της θηλυκής ταυτότητας στην ποίησή του. Η τρυφερότητα αφορά κάθε φύλο, […] «Να δούμε ξανά πόσο τρυφερή είναι η καρδιά ενός μαρουλιού: σαν του αγοριού που ερωτεύεται ένα άλλο αγόρι.» Η ποίηση του Λουκόπουλου συνομιλεί με το εσώτερο «Εγώ», […] «Είναι μια νύχτα που εσωκλείστηκες αυτόβουλα εντός του μέλανος σώματος. Σύμφωνα με τον Πλάνκ, είναι απολύτως απίθανο να βγεις από εκεί μέσα, όσο κι αν συγκρούεσαι απεγνωσμένα με τα τοιχώματα.», μα δεν ξεχνά και το «Εσύ», το Άλλο δεν υφίσταται στην ποίηση του Λουκόπουλου τυχαία. Πέρα από τις έμφυλες ταυτότητες, είναι εμφανής η αγωνία του ποιητή για τον συνάνθρωπο, για την ίδια την ανθρωπότητα, […] «Ο άλλος γρυλίζει ακέραιος πριν την αυγή και φοράει τα μάτια του τίγρη. Μα δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο από τη μυρωδιά. Ελεύθερο άζωτο και ελάχιστο θείο. Η μυρωδιά της Γούνας του που καίγεται.».
Ωστόσο, τόσο η ρεαλιστική γλώσσα όσο η περιγραφή της ωμής πραγματικότητας είναι που διαφοροποιεί ετούτη τη νέα ποιητική συλλογή από πρότερα έργα του. Στην παρούσα ποιητική το ονειρικό στοιχείο διαπιστώνει την ωμότητα του βίου. […] «Απ’ το Σουδάν ως την έρημο της Παλαιστίνης μια φυγή προς την Αίγυπτο ονειρεύονται γεμάτη πιλάφι, σφιχτό μουνί και αράκ. Το αφρίζον εβιάν ηλεκτρολύεται σε οξυζενέ και οι οάσεις γίνονται ένα μπραντ στο Ίνσταγκραμ.»
Μα ο ποιητής, καθώς βαδίζει προς την ωριμότητα, δεν ξεχνά και τη διαλεκτική του με την ποίηση, […] «Η ποσότητα είναι μια έννοια παρεξηγημένη. και για του βουλιμικού και για τους ολιγόγραφους ποιητές.», με τη φυσική φθορά, τη μνήμη και τη λήθη η οποία δηλώνεται με ένα ευφυές λογοπαίγνιο, […] Η λήθη και οι λίθοι είναι λέξεις ομόηχες και συγγενείς. Η πυκνότητα τους, που είναι η μάζα προς τον όγκο τους, δεν είναι σταθερή παρά ανιχνεύεται άλλοτε στους νεφρούς κι άλλοτε στα βλέφαρα.» για να δηλώσει το εφήμερο του βίου.
Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης επιβεβαιώνεται και το ποιητικό – φιλοσοφικό ταξίδι του ποιητή καταλήγει στη λήθη, αφήνοντας ωστόσο αιχμές που καταλήγουν στην ελπίδα. Η ψυχή του ποιητή δεν αποδέχεται την ματαιότητα του κόσμου. Δράττει τα σύμβολά του κι έτσι ένας Μαρκαδόρος καταγράφει την ελπίδα, το φως. και το εμπιστεύεται στην παιδική αθωότητα. Και ένας «ξαντεριασμένος περσινός μαρκαδόρος», έντεχνα μετατρέπεται σε σύμβολο ελπίδας για αναγέννηση ενάντια στη λήθη.
Στη λήθη ρίχνονται τα χρόνια που περνούν κι οι ομορφιές τους χάνονται την ώρα που συμβαίνουν. μα εκείνο που αντιστέκεται είναι κάτι σχέδια παιδικά όπου ο ήλιος είναι το ίδιο κίτρινος με τις λεμονιές και για το χρώμα πάντα ευθύνεται ένας περσινός ξαντεριασμένος μαρκαδόρος.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
FRAGTAL 20/10/2021
Tractatus Logico-Poeticus
Τότε ακόμη είχε ιδιαίτερη αίγλη ο «Kύκλος της Βιέννης», η φιλοσοφία της γλώσσας τελούσε κάτω απ’ το άστρο του θετικισμού. Αν το Tractatus Logico-Philosophicus αποτέλεσε έργο τομής δεν είναι μόνο γιατί άνοιξε έναν καινούριο και πολύ γόνιμο δρόμο για τη φιλοσοφία της γλώσσας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στις Φιλοσοφικές Έρευνες ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν θα αναθεωρήσει πολλές απ’ τις απόψεις που διατύπωσε στο Tractatus, σημειώνοντας πλέον εμφαντικότερα τον ρόλο του κοινωνικού-πολιτισμικού πλαισίου στην εκφορά του λόγου. Θαρρώ όμως ότι μετά τον Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν του Tractatus είναι ο πρώτος που εκφράστηκε φιλοσοφικά με μια άλλη γλώσσα απ’ τη δύστροπη και σχολαστική γλώσσα της φιλοσοφίας, που ενίοτε μπορεί και να αποβαίνει απωθητική για τον αμύητο. Αλλά σε αντίθεση με τον Νίτσε και τους κατοπινούς γάλλους δομιστές και μεταδομιστές, τον Μπαρτ, τον Φουκό και τον Ντεριντά, που ρέπουν προς δοκιμιακότερες χρήσεις της γλώσσας, στο Τractatus του Βιτγκενστάιν παρατηρείται το σπάνιο φαινόμενο μιας φιλοσοφικής γλώσσας που με την αφαίρεση, την πύκνωση και τον ρυθμό φέρει κάποιον βαθμό ποιητικότητας, που αποτελεί κι έναν απ’ τους βασικούς λόγους για τη γοητεία του έργου.
Ας μου συγχωρεθεί η εκτενής και εκ πρώτης όψεως άσχετη εισαγωγή. Όσο κι αν δεν γίνεται αντιληπτό διατηρεί κάποια νοηματική συνάφεια με την ποιητική συλλογή που θέλω να παρουσιάσω. Δεν παραλείπει άλλωστε ο ίδιος ο Λουκόπουλος να το σημειώσει στο αυτοαναφορικό κείμενο που συνοδεύει την έκδοση, «Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ οφείλουν τη δομή και τη γραμματολογική τους υπόσταση στην ομορφιά των Μαθηματικών και της Φιλοσοφίας της Γλώσσας και αποτίουν φόρο τιμής στο Tractatus Logico-Philosophicus του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν»: η αποφθεγματική διατύπωση, η επιγραμματικότητα της εκφοράς, η αρχιτεκτονική του λόγου, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η αξιοποίηση των θετικών επιστημών προδίδουν τη γόνιμη επιρροή που δέχτηκε ο Λουκόπουλος απ’ το έργο του Αυστριακού φιλοσόφου και τη συνομιλία που ανοίγει μαζί του.
Στο σύνολο 278 πεζόμορφα ποιήματα, οργανωμένα σε 49 ενότητες με το πρώτο ανάμεσά τους να εισάγει τη θεματική όσων ακολουθούν και τα επόμενα να προχωρούν κατά βάθος ή κατά πλάτος τον αρχικό προβληματισμό, αναδεικνύοντας νέες πτυχές και εισάγοντας πρόσθετα ζητήματα, χωρίς ποτέ να χάνουν τη μεταξύ τους συνάφεια. Εκκινώντας, όπως ο ίδιος σημειώνει, «από μία κοινωνική συνθήκη, μια διερώτηση ή ένα συντριπτικό συναίσθημα» θίγει με ποιητικό τρόπο και φιλοσοφική διάθεση μια ευρεία γκάμα θεμάτων, απ’ τα αυτοαναφορικά της ποιητικής γραφής μέχρι τα υπαρξιακά της συγκρότησης του «εγώ» και απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις μέχρι όρους των φυσικών επιστημών. Η ποιητική γλώσσα, πάντα συνυποδηλωτική, ενσωματώνει στους εκφραστικούς της τρόπους πέραν της μεταφοράς, της αναλογίας, της εικόνας και των διακειμενικών αναφορών, το σχόλιο, την εννοιολογική διερεύνηση και κυρίως τον απόφθεγμα. Ό,τι προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι ένα σύνολο ποιητικών αφορισμών με υψηλό βαθμό νοηματικής πύκνωσης, όπου ο αυστηρός τόνος του αποφθέγματος και ο σχολαστικός χαρακτήρας της φιλοσοφικής γλώσσας διαρκώς υπονομεύονται με παιγνιώδη διάθεση απ’ την πανταχού παρούσα ποιητική γραφή. Και δεν είναι τυχαίο που σ’ έναν απ’ τους ποιητικούς αφορισμούς του ο Λουκόπουλος αναφέρεται γενικά στους αφορισμούς αλλά την ίδια στιγμή σχολιάζει περιπαιχτικά και ό,τι ο ίδιος κάνει με τούτους τους αφορισμούς: «Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά. άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει δράμα σε μια ατίμωση» (σελ. 73).
Το εγχείρημα του Λουκόπουλου έχει και μια ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση. Ο ποιητικός λόγος, που από αιώνες έχει πάρει διαζύγιο απ’ τις θετικές επιστήμες και εν πολλοίς διατηρείται στην πνευματική εξορία και στη γνωστική απαξίωσή τους, συνομιλεί εδώ με τις επιστήμες, παίζει μαζί τους, ακούει με προσοχή τις απόψεις τους, αξιοποιεί τις γνώσεις τους και, τελικά, τις εγκολπώνεται, ανοίγοντας όχι μόνο για τον ίδιο πεδίον δόξης λαμπρόν αλλά κι έναν άλλο τρόπο για τη θέαση των επιστημών. Εδώ η φιλοσοφία λειτουργεί σαν γέφυρα της ποίησης, ώστε να διεκδικήσει τον ρόλο που έπαιζε κάποτε η φιλοσοφία και να προτείνει μια ολιστική αντιμετώπιση του επιστητού: να γίνει η ενοποιός δύναμη, ο οικείος χώρος, η μητρική αγκαλιά για τις επιμέρους επιστήμες.
Κρατώ για το τέλος το πιο σημαντικό γνώρισμα της συλλογής. Τα ποιητικά αποφθέγματα του Λουκόπουλου δεν ομφαλοσκοπούν, δεν στήνουν φιλολογικές κουβέντες με τις θετικές επιστήμες, δεν αυταρέσκονται με εξυπνακίστικα σχόλια. Απ’ την αρχή ως το τέλος, άλλοτε ευκρινώς και άλλοτε συγκαλυμμένα, αρθρώνουν κριτικό λόγο, παράγουν προβληματισμό, εκφέρουν ανησυχίες. «Μα δεν θα γίνουν φέτος δεξιώσεις, με ειδοποιούν. Βούλωσε ο βόθρος και δεν έχουμε πού να στείλουμε τα λύματα» μας λέει στο DE PROFUNDIS. «Μόνοι μας ερηπειώνουμε μέσα σε άδειες κάμαρες και σε ιπποδρόμια, αργά υποχωρώντας στη λάβα μας. ο καθένας και η Πομπηία του» μας λέει στο Βεζούβιος και Πομπηία (σελ. 49). «Είτε είναι του καθαρού λόγου είτε του ακάθαρτου, η εξουσία της είναι μια ολιγαρχική εξουσία αυθεντίας. Σκασμός και πλανταγμός οι απέθαντοι. Οι πάσχοντες και οι νεκροί δικαιούνται μόνο να ομιλούν» μας λέει στην Κριτική (σελ. 33). Έξω από ιδιωτεύσεις και αγκυλώσεις, η γραφή του Λουκόπουλου υπερασπίζεται ένα κριτικό ποιητικό ήθος που μοχθώντας για την αισθητική πλευρά του πράγματος επιφυλάσσει στην ποίηση τον ρόλο της σωκρατικής μύγας.
Δεν διαβάζεται ούτε εύκολα ούτε μονορούφι τούτη η συλλογή. Πολλά και ορμητικά ποτάμια χύνονται εντός της. Το πέλαγός της αμιγώς ποιητικό κομίζει μια άλλη αντίληψη για τη σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, για τον αισθητικό ρόλο της ποίησης και για την κριτική της λειτουργία. Ο Λουκόπουλος επιχειρεί εδώ κάτι παραπάνω απ’ το να προσφέρει αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη. Αν με το βλέμμα της μητέρας και του παιδιού ο Αύγουστος Ζάντερ κοιτά τη Νέα Αντικειμενικότητα του μεσοπολέμου, ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος κοιτά με τα ποιήματά του τη Νέα Κανονικότητα της δικής μας εποχής. Και δικαίως ανησυχεί.
.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΟΛΕΝΤΑΣ
“Η Αυγή” 9/11/2021
«Ποίηση είναι, εκεί που τα λόγια σε άδειασαν»
Εικόνες με ουσιαστικό νόημα ίσως να είναι -είναι!- ο λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης, αν κανένας νοσταλγεί, ενστερνίζεται, ή πιστεύει ακόμα στο δίδαγμα του κινήματος του Εικονισμού υπό τον Έζρα Πάουντ. Φυσικά, η εκτίμηση ενός ποιήματος εξαρτάται και από κάποιους άλλους παράγοντες (ρυθμός, μουσικότητα, έκπληξη, συγκίνηση κ.ά.). Συχνά, πιστεύω, οι ποιητές που έχουν σπουδή στις θετικές επιστήμες το επιτυγχάνουν καλύτερα, ίσως λόγω πειθαρχίας στην προσέγγιση και στη μελέτη των πραγμάτων γύρω από την αλήθεια, είτε πρόκειται περί θετικής επιστήμης, είτε περί μελέτης της ψυχής.
Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος έχει δώσει δείγματα τέτοιας γραφής ως αποτέλεσμα της παιδείας του – Φυσική, Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Με την κυκλοφορία του πιο πρόσφατου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο “Γενόσημα”, χωρίς να αποκλίνει από τη γνωστή σε όλους μας ικανότητά του να φτάνει το μαχαίρι ώς το κόκκαλο της αλήθειας του συναισθηματικού μας κόσμου, ο Λουκόπουλος καταθέτει πεζά ποιήματα που εκπλήσσουν (εμπλουτίζουν τη μόρφωση) τον αναγνώστη με ιδέες γύρω από τα πιο ουσιώδη ζητήματα που αφορούν την ποίηση: ζωή, ύπαρξη, έρωτας, θάνατος, μοναξιά, ποιητική τέχνη. «…Ποίηση είναι, εκεί που τα λόγια σε άδειασαν και δεν υπήρχαν ήχοι και μια γριά ίσιωνε τη φούστα της με τις παλάμες, πριν κολυμπήσει στο σκοτάδι. Και τα νερά που μείναν μαύρα ακόμη κι όταν χάραξε. Καλύτερα· να μην τη βλέπουν γυμνή οι ποιητές, γριά γυναίκα», γράφει υπό τον τίτλο «Μαύρα Νερά». Με τέτοια μαεστρία όπως την παραπάνω ο ποιητής Λουκόπουλος, μέσα από 278 πεζά ποιήματα, φωτίζει πτυχές ανεξερεύνητες, κοινωνικές, προσωπικές, εφήμερες και μεταφυσικές.
.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 6/11/2021
Ποιήματα και πόθοι
Η ποίηση σήμερα, εποχή πανδημίας και γενικότερης κρίσης, ελκύει αρκετούς ανθρώπους, συγγραφείς και μη, οι οποίοι επιχειρούν να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους στο χαρτί και προχωρούν στην έκδοση ενός βιβλίου με στίχους ή φράσεις. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος (Ελευσίνα, 1965) ο οποίος έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Για χρόνια υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής, εδώ, στον τόμο Γενόσημα, μας παρουσιάζει 278 πεζά ποιήματα, όπου εκφράζει τις απόψεις του για ποικίλα ζητήματα, υπαρξιακά, φιλοσοφικά, ερωτικά και βεβαίως λογοτεχνικά. Ορισμένες από αυτές δεν μπορούν να ενταχθούν κάπου με την πρώτη ματιά, απαιτούν προσήλωση και εμβάθυνση. Για παράδειγμα, το πρώτο πεζό ποίημα, το «Τυφλότητα», είναι απολύτως αινιγματικό:
Στην αφή όταν ανατρέξω, η όσφρηση δεν είναι μακριά κι η ακοή συνεπικουρεί. Έτσι αρχίζει να εκδηλώνεται σιγά σιγά αυτό που λέμε «κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας».
Έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε πως πολλά από τα ποιήματα αφορούν την ποίηση και τους ποιητές. Φαίνεται πως ο δημιουργός τους νοιάζεται αρκετά για εκείνους που ασχολούνται συστηματικά ή όχι με το συγκεκριμένο είδος γραφής και τους σχολιάζει δεόντως. Το πρώτο σχετικό ποίημα είναι το «Η ποίηση», εκ πρώτης άποψης επίσης αινιγματικό:
Ποίηση είναι αυτή η επαναδιατύπωση. Και το πώς σκαρφάλωνε ξανά στις κλίμακες το κάθε σπασμένο τραγούδι.
Το αμέσως επόμενο, το «Μαύρα νερά», έχει τον ίδιο στόχο κι είναι κι αυτό αινιγματικό:
Επίσης ποίηση είναι, εκεί που τα λόγια σε άδειασαν κι δεν υπήρχαν ήχοι και μια γριά ίσιωνε τη φούστα της με τις παλάμες, πριν κολυμπήσει στο σκοτάδι. Και τα νερά που μείναν μαύρα ακόμη κι όταν χάραξε. Καλύτερα∙ να μην την βλέπουν γυμνή οι ποιητές, γριά γυναίκα.
Έπειτα, στο «Ποιητές», κάνει μια μικρή επίθεση σε κάποιους που γράφουν ποίηση, οπότε ο αναγνώστης αναρωτιέται προς τι όλα αυτά, πού το πάει, τι θέλει να κάνει:
Μα πλέον άφαντοι κι οι ποιητές, δεν εμφανίζονται∙ ούτε καν για να πιστοποιήσουν την ποίηση που μόλις αναγνώρισαν ως τέτοια.
Σύντομα διαπιστώνουμε πως μετά την ποίηση σπουδαίο ρόλο παίζει εδώ και ο πόθος, το ερωτικό πάθος. Αυτό είναι εμφανές στο «Ο πόθος»:
Τον πόθο όταν σκέφτεσαι, σκέφτεσαι τη λέξη «πόθος». Όταν σε αρπάζει ο πόθος, τίποτα δε σκέφτεσαι.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται στο «Ήταν κάποτε», όπου μιλάει για μια γυναίκα:
Ήταν κάποτε εκείνη που αγαπούσα. Εκεί που την αγαπούσα, και τότε που την αγαπούσα, ακόμα είναι.
Στο «Επανάληψη», ο πόθος συγκεκριμενοποιείται, ο δημιουργός γίνεται πιο τολμηρός, ή καλύτερα πιο συγκεκριμένος:
Ο οργασμός είναι ένας θάνατος και μια γέννηση μαζί. Όμως μετά τον οργασμό, δεν αρχίζει ούτε ο θηλασμός ούτε η αποσύνθεση. Γεγονός ενθαρρυντικό διότι ο οργασμός ως πράξη θα επαναληφθεί∙ κι ας φαίνεται να διαρκεί μια στιγμή μονάκριβη.
Θα κλείσουμε τούτη τη μικρή παρουσίαση των πεζών ποιημάτων του Κ.Χ. Λουκόπουλου με το «Η ποίηση τώρα», που είναι αινιγματικό, όπως τα προηγούμενα:
Τώρα η ποίηση δεν είναι αναγκαία. Αρκεί η φούστα.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
Χάρτης 37 Ιαν 2022
Το βιβλίο του Λουκόπουλου δεν με χρειάζεται, δεν έχει την ανάγκη καμίας διαμεσολάβησης, είναι εδώ και περιμένει να διαβαστεί, πρέπει να διαβαστεί, μην του αντισταθείτε όπως αντιστεκόμαστε οι Έλληνες συνήθως στα γενόσημα.
Τώρα, γιατί Γενόσημα.
Αν το πάμε φαρμακολογικά, πιθανό να πέσουμε πάνω στον Ιάσονα Κλέανδρο, ποιητή εν Κομμαγηνή και στη μελαγχολία του (εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω κλπ. κλπ.), και είναι τόσο φρικτή η πληγή, που παίρνουμε εν ανάγκη και γενόσημα, τα φθηνά, τ’ αντίγραφα των εγκεκριμένων. Εξ άλλου το ποίημα «Καβάφης» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, κάνει τα παραπάνω να μην φαίνονται τελικά και τόσο αυθαίρετα. Γενόσημος είναι ο δηλωτικός του γένους. Αυτός που το γένος φανερώνει. Ίσως λοιπόν ο Λουκόπουλος δεν κάνει επίκληση στα φάρμακα της ποίησης αλλά τείνει το χέρι για να μας δείξει το γένος του ή για μια χειραψία, τείνει το χέρι του για να μας συστηθεί, για να μας πει ποιος είναι. (Κατά Μπωντλέρ εξ άλλου, όποιος γράφει αποφθέγματα, αγαπά να τονίζει τον χαρακτήρα του, και ο Λουκόπουλος εν πολλοίς είναι ή γίνεται ενίοτε απφθεγματικός: «Η αμφιβολία είναι μια πάγια βεβαιότητα. Το δίχως άλλο».).
Γενόσημα, λοιπόν. 278 πεζά ποιήματα, λοιπόν.
Βέβαια, ανεξάρτητα από τη δική του βούληση, τα πεζά ποιήματά του, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος, θα μπορούσαν κάλλιστα εκτός από ποιήματα να σταθούν και να λειτουργήσουν ένεκα της εθιστικότητάς τους, και σαν φιξάκια, σαν δόσεις, ηρωίνης, κοκαΐνης, που τα σουτάρεις, τα σνιφάρεις ή τα καπνίζεις και που όπως όλοι ξέρουμε, ξεκίνησαν την κυκλοφορία τους σαν φάρμακα, οπότε, επιστρέφουμε στα φάρμακα και πάλι.
Ο Ντεριντά έλεγε πως ο λόγος περί τη γραφή δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικός, και είναι κοινό μυστικό ότι συχνά οι παρουσιάσεις βιβλίων υπόκεινται σε μια προκρούστεια λογική και σε μια προσπάθεια να υπαγάγουμε το εκάστοτε παρουσιαζόμενο έργο σε μια πρόσφατή μας επιρροή, που αποτελεί την μείζονα πρόταση της υπαγωγής (έχω άλλωστε και το ποίημα με την κόρη του Μανιού που άλλοτε τεντωνόταν και άλλοτε κοβόταν, να συνηγορεί σε αυτό). Έτυχε λοιπόν να επιχειρώ να ξαναδιαβάσω αυτές τις μέρες Ντεριντά, οπότε τον «κόλλησα» εδώ γιατί δεν ταίριαζε αλλού και έπρεπε οπωσδήποτε κάπου να μπει για να δικαιολογήσει όμως τ’ αδικαιολόγητα. Ποια δηλαδή, ότι μπορεί να εκφράζομαι λίγο πιο λογοτεχνικά απ’ ό,τι ίσως αρμόζει στην περίσταση.
Πεζά ποιήματα ξαναλέω λοιπόν, μας προλαβαίνει ο συγγραφέας, που αυτοταξινομείται και δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μικροκείμενα, για μπονζάι, πόσο μάλλον για σπαράγματα, στοχασμούς, ρήσεις, ορισμούς ή αφορισμούς. Τη δίνει βεβαίως την απάντηση σε όλα αυτά, εξηγεί γιατί δεν είναι ορισμοί, γιατί δεν είναι αφορισμοί, αρκεί ο αναγνώστης να έχει υπομονή. Μας λέει λοιπόν:
«Οι ορισμοί
Δεν με απασχολούν οι ορισμοί εκτός κι αν παράγονται αφ’ εαυτοί ώστε να δηλώνουν την έννοιά τους σαν ένα ποίημα της γλώσσας. Τότε μόνο έχουν ένα ενδιαφέρον εξ ορισμού: ως κατασκευές, ως έργα τέχνης.
Οι αφορισμοί
Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά, άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει κρυμμένο δράμα σε μια ατίμωση».
Μα ο ποιητής απέχει από το θρήνο, όπως μας βεβαιώνει και ο Χουάν Χέλμαν στο εκτενές πεζοποίημά του για τον Κομαντάντε Γκεβάρα: Σκέψεις. Άρα απέχει μάλλον και απ’ τους αφορισμούς.
Πεζά ποιήματα, λοιπόν, ούτε ορισμοί ούτε αφορισμοί, που με οδήγησαν διαβάζοντάς τα στη Φυσική του Αρανίτση και λέω, νά το, εδώ είμαστε!, είναι και ο Λουκόπουλος φυσικός, κουμπώνει! Τη Φυσική τη διάβασα πριν χρόνια, δανεική, εξαντλημένη ήδη από τότε, την ρούφηξα κυριολεκτικά, την επέστρεψα στον ιδιοκτήτη της και δεν προνόησα να τη φωτοτυπήσω: για την ακρίβεια, ήταν η εποχή που η αστυνομία είχε ρημάξει τους φωτοτυπάδες της Σόλωνος και ένας φίλος φωτοτυπάς που κόπιαρε ένα ολόκληρο πανεπιστημιακό σύγγραμμα πέρασε αυτόφωρο. Είπα λοιπόν να μην βάλω κανέναν σε κίνδυνο και δυστυχώς δεν σκέφτηκα το δικό μου κίνδυνο, να μείνω χωρίς Φυσική. Τα λέω όλα αυτά, γιατί μετά από τόσα χρόνια, η ανάμνηση του κειμένου τρεμοσβήνει εννοείται καλά ακόμα στο μυαλό μου, και η αίσθηση που μου είχε αφήσει είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτή των Γενοσήμων.
Ποίηση λοιπόν και φυσική, μια γλώσσα διχαλωτή κομμένη στη μέση από ένα δαγκωμένο εγχειρίδιο ή πιο απλά:
Αν τα Γενόσημα ήταν εγχειρίδιο φυσικής, που θα μπορούσαν κάλλιστα, τότε σίγουρα θα είχα πάει στην 1η δέσμη.
Τώρα, στο γιατί 278 πεζά ποιήματα, δεν μπορώ να απαντήσω. Θα ήθελα όμως να μάθω, εφόσον παρατίθεται ως υπότιτλος στο βιβλίο, αν υπάρχει κάποιος λόγος, αν ο αριθμός είναι ας πούμε φίλιος με κάποιον άλλον που κάτι δηλώνει ή αν θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον κύκλο ημερών μιας πλήρους ανθρώπινης κυήσεως.
Νεαρή μητέρα, μεσαία τάξη, εκτύπωση σε αργυρούχα ζελατίνη, αλλά ήδη έχω πει τόσα και είμαι ακόμα στο εξώφυλλο.
Προχωρώ λοιπόν στα ενδότερα και συντομεύω.
Ο ποιητής ξεκινάει, με τι άλλο, με την τυφλότητα και διαλέγει ή συμπίπτει την 20ή Οκτώβρη να παρουσιάσει το βιβλίο του, ανήμερα της γιορτής της οσίας Ματρώνας της αόμματης. Δηλώνει το στάτους του που είναι αυτό της οικειοθελούς τυφλότητας και πάει ψηλαφιστά, έτσι όπως μόνο έχουν ελπίδα να αποκαλυφθούν οι μεγάλες αλήθειες. Και επανέρχεται επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως στην τυφλότητα: «Εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι τα νιάτα μας που βούλιαξαν προς τα μέσα». «Ένα τραγούδι από στάχυα και νύχτα κι ο ουρανός να επιμένει: πού χάσατε τα μάτια σας;». «Μάτια αφού δεν θα έχουμε να αντιληφθούμε την έκθεση ιδίοις όμμασι». «Θα στείλω το κορίτσι με τα σπασμένα βλέφαρα να γίνει η δίδυμη νεκρή σου». Θέλει να είναι σίγουρος ότι καταλάβαμε, και επανέρχεται, και επαναδιατυπώνει, ή κάποιες φορές επεξηγεί, μα με έναν τρόπο συγγνωστό και συγκινητικό, τον τρόπο του εκπαιδευτικού: «Η απελπισία φυτρώνει εκεί όπου η συνοχή διακόπτεται. Η συνοχή είπα, όχι η συνέχεια».
Κάποιες από τις θεματικές γύρω από τις οποίες νομίζω στρέφεται και στρέφονται κι αυτές σ’ εκείνον.
Ο χρόνος.
Ο χώρος.
Το κέντρο.
Ο κύκλος.
Τα όρια.
Ο έρωτας.
Η ποίηση.
Το σώμα και οι παθήσεις του, όλες ψυχογενείς.
Το ήπαρ, η ηπατοψυχή.
Οι νόμοι της φυσικής.
O ενώσεις της χημείας.
Το σκότος και το φως.
Η μνήμη και η λήθη.
Η επανάσταση.
Η γαλλική επανάσταση.
Τα λύματα. Ο βόθρος.
Ο Ήσκιος βαρύς κι ο Χάροντας λευκός.
Αλλά ειλικρινά. Αρχίζω και αισθάνομαι σαν να μαδάω ένα λουλούδι. Και δεν μ’ αρέσει. Και δεν θέλω να τεμαχίσω ούτε να αποδομήσω αυτό που έχει γραφτεί. Δεν θέλω να ταράξω την παρά τα άλματα οργανική ενότητά του, την ησυχία του, γιατί κάθε ολοκληρωμένο έργο είναι ησυχία, αλλιώς είναι θόρυβος, όπως μας έχει μάθει ο Πόρτσια. Δεν θέλω να το κάνω φύλλο φτερό, δεν θέλω να το θερίσω, να το ξαπλώσω στο κρεβάτι του ανατόμου, να το κρεουργήσω, δεν θέλω να μιλήσω για πιθανές και απίθανες επιρροές, για το ποιητικό συμβάν ή αίτιο ή σύμπαν του Λουκόπουλου, για το τι πολύτιμο αγγείο μπορεί να έσπασε και προέκυψαν αυτά τα θραύσματα, για το τι οίστρος μπορεί να τον καβάλησε, τον κατέλαβε και τον ακολουθούσε κατά πόδας απ’ το Λουτράκι ως τη Λουβαίν λα Νεβ. Ο ίδιος βέβαια κατάγεται από την Ελευσίνα, επομένως ένα πεζό ποίημα απ’ τα 278, τουλάχιστον ένα, θα όφειλε να λέγεται και λέγεται φυσικά: παλίμψηστο.
Μακάρι να είχα την επάρκεια αλλά και την εγκράτεια και να απομόνωνα μία απ’ τις πολλές θεματικές των Γενοσήμων, ή ακόμη καλύτερα, να έμενα αποκλειστικά στη φόρμα, το μόνο που όπως ο ίδιος λέει μας χρωστάει, τη φόρμα. Όπως ακριβώς μας δίδασκαν οι δάσκαλοι του ποινικού, ότι για να είμαστε πειστικοί, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα σημείο της υπεράσπισης και να κολλήσει η βελόνα μας σ’ αυτό, όχι και σε τούτο και σε κείνο, και στο άλλο και στο παράλλο. Ένα στοιχείο ν’ αναδεικνύουμε, τα υπόλοιπα να τα υποφωτίζουμε.
Στην περίπτωσή μας θα έλεγα πως το βιβλίο θα άξιζε πολλαπλών αναγνώσεων, υπό διαφορετικό όμως κάθε φορά φακό. Ένα πρίσμα τη φορά. Οντολογικό. Φιλοσοφικό. Μορφολογικό. Γλωσσικό. Ιστορικό. Και πάει λέγοντας.
Ο Λουκόπουλος μας εντυπωσιάζει κυρίως γιατί καταφέρνει να μη μας κάνει να νιώσουμε πως είναι αυτή η απόβλεψή του. Αυτό που νομίζω τον νοιάζει είναι να μας εντυπωθούν, όχι να μας εντυπωσιάσουν τα αποστάγματά του. Κι εμένα μου εντυπώθηκαν και το θυμάμαι απ’ έξω σχεδόν όλο του το βιβλίο, σα να το ‘γραψα εγώ.
Όπως νομίζω το έχει θέσει εξαιρετικά ο Ηρακλής Λογοθέτης, και το αναπαράγω από στήθους οπότε συγχωρέστε τις ανακρίβειες, ο ποιητής προσπαθεί να προδιαγράψει τα προσημαινόμενα, αυτά που ακόμα δεν φαίνονται, τη φουσκάλα που δεν έχει ακόμη ανέβει στην επιφάνεια, μολονότι έχει αρχίσει ο βρασμός.
Και είναι ακριβώς γι’ αυτό το προορατικό, και είναι επίσης επειδή ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος ομνύει στη μικρή φόρμα, αυτή εμπιστεύεται, στην πύκνωση κι εκείνος ειρηνεύει, χωράει το μεγάλο στο μικρό, ιστορίες παλάμης γράφει, είναι για όλα τούτα λοιπόν, που τον ευχαριστώ προσωπικά για το βιβλίο αυτό, είν’ ένα δώρο που μας έκανε, και τον προειδοποιώ ότι θα παραμείνω ενστικτικά και ενθουσιαστικά δίπλα του και μέσα στα ίδια μαύρα νερά.
.
ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
FRACTAL 02/09/2020
Ενύπνιες οι μεθεόρτιες γραφές
Όταν πρόκειται για απαιτητική ποίηση, το αρχίνισμα ενός κριτικού σημειώματος, όπως αυτό εδώ, δεν μπορεί παρά να ομολογεί ή να υπαινίσσεται τη δυσκολία του. Πυκνό πλεκτό από κάτω τα νοήματα, απ’ όπου κι αν τα πάρεις δεν παύουν να αποτελούν ένα ενιαίο όλο, δίχως αρχή, μέση και τέλος, βρίσκεις ή νομίζεις ότι βρίσκεις ένα ερμηνευτικό νήμα, το πιάνεις απ’ την αρχή με την ελπίδα κάπου να σε βγάλει.
Αλλά σε όσες κριτικές πονηρίες και αν καταφύγεις, δεν υπάρχει τίποτα που να εγγυάται την επιτυχία του ερμηνευτικού σου σχήματος, ανά πάσα στιγμή το νήμα που κρατάς μπορεί να κοπεί ή να αποδειχτεί ξεχειλωμένο ξέφτι. Απ’ την άλλη εδώ ακριβώς είναι η πρόκληση και η σαγήνη του κριτικού λόγου, που χαμηλώνει ή ψηλώνει ανάλογα με το έργο που κρίνεις, στην προκειμένη δε περίπτωση με την τελευταία και πιο ώριμη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου: Ενύπνια τα Μεθεόρτια, εκδόσεις Έναστρον, 2020. Κι ιδού, το ερμηνευτικό σχήμα που αναζητούσα το βρίσκω μπροστά μου υπό τη μορφή του παραπάνω τίτλου. Ενύπνια τα μεθεόρτια, λοιπόν.
Αν κάτι διατρέχει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος τούτη τη συλλογή είναι η ομιχλώδης ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει την ενύπνια κατάσταση του ονείρου. Τα πάντα περιβάλλονται από αχλή, κείνται στην αοριστία, σαν να μην έχουν αντικειμενική υπόσταση, όγκο, μέγεθος. Τα πρόσωπα λιγότερο ή περισσότερο οικεία, αντλημένα κατά κανόνα από το οστεοφυλάκιο της μακρινής μνήμης, υπάρχουν χωρίς ευκρινές περίγραμμα, προσδιορισμένα χαρακτηριστικά, δεν ονομάζονται, δεν γειώνονται, δεν τοποθετούνται στον άξονα ενός ορισμένου χώρου και χρόνου. Υφίστανται πιο πολύ σαν σκιές, σαν ίχνη, σαν ναυαγοί του ονείρου. Τρόπον τινά, είναι οι παπαδιαμαντικές ανακομιδές ανθρωπίνων σκελετών, τα λείψανα από χρυσές γόβες ή τα χρυσκέντητατα υποκάμισα νεαρών γυναικών που κυλίονται αενάως στην πανδέγμονα θάλασσα του υποσυνειδήτου, για να ανασυρθούν απ’ το όνειρο στον χώρο του ημισυνειδητού και να μας αφήσουν το πρωί με την αμηχανία μιας θαμπής ανάμνησης, που βιάζεται να ξεχαστεί μες στις σκοτούρες της ημέρας.
Η ποίηση του Λουκόπουλου είναι η ανασύσταση μιας τέτοιας ανάμνησης, που αλιεύτηκε σε ενύπνια κατάσταση. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να τη διασώσει και να τη ζωντανέψει αποδίδοντάς την με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια. Αλλά η ανάμνηση αυτή τοποθετείται πάντα σε χρονικά ύστερη περίοδο, ανακαλεί κάτι που έχει παρέλθει, αφορά κάτι που δεν υπάρχει πλέον. Κάθε ποίημα, και στο σημείο αυτό είναι που ξαστόχησε η τεχνική της αυτόματος γραφής των υπερρεαλιστών, είναι μια «μετα-γλώσσα», μια «μεθερμηνεία» και μια εκ των υστέρων έκφραση της ιδέας, της έμπνευσης ή του ονείρου, έρχεται πάντα δεύτερο και καταϊδρωμένο, με την πλατωνική ορολογία είναι η σκιά μιας σκιάς. Δεν θα μπορούσε βέβαια να γίνει αλλιώς, η έμπνευση θα προηγείται πάντα της γραφής, η ζωή της ανάμνησης και ο ύπνος του ξύπνου, η δε ποίηση θα μετεωρίζεται εσαεί ανάμεσά τους κομίζοντας πάντα μια μελαγχολία – μια μεθεόρτια μελαγχολία.
Η ποίηση είναι τούτος ο μετεωρισμός ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Η τραγικότητά της έγκειται στο ότι μετέχει σε δύο παράλληλους κόσμους χωρίς να μπορεί να πολιτογραφηθεί πολίτης ούτε του ενός ούτε του άλλου. Αλλά έτσι ανέστια και άπατρις έχει την ευχέρεια να γλιστρά, να ελίσσεται, να καταφεύγει είτε εδώ είτε εκεί ή ακόμα καλύτερα μπορεί να μεσολαβεί απ’ τον έναν κόσμο στον άλλο, κουβαλώντας την ανάμνηση του ονείρου μέσα στους περισπασμούς της πραγματικότητας ή την ανάμνηση της πραγματικότητας μέσα στους περισπασμούς του ονείρου.
Η ποίηση του Λουκόλουπου διασώζει αυτές ακριβώς τις αναμνήσεις και αυτούς ακριβώς τους περισπασμούς: αλιεύεται απ’ την ενύπνια αχλή και φέρει τη μεθεόρτια μελαγχολία, για να αποτελέσει το σημείο συνάντησης του ονείρου με την πραγματικότητα. Ξεκινώντας απ’ τη σκιά μιας μορφής, απ’ το ίχνος μιας χειρονομίας και απ’ τον αντίλαλο μιας λέξης σαρκώνει το ανείπωτο σε ειπωμένο, την έμπνευση σε δημιουργία, το όνειρο σε πραγματικότητα. Πρόκειται για ασκήσεις ποιητικής ισορροπίας σε τρία παράλληλα και αντιτιθέμενα επίπεδα, στον κόσμο του ύπνου, στον κόσμο του ξύπνου και στ’ ανάμεσό τους, με τον ορατό κίνδυνο αν πέσει λίγο παραπάνω βάρος εδώ ή εκεί ή παρακεί, να χαθεί αμέσως η μαγεία κι η αληθοφάνεια. Ο Λουκόπουλος όμως καταφέρνει και ισορροπεί υποτάσσοντας τη στιλιστική του δεινότητα, εγνωσμένη απ’ την πρώτη ακόμη συλλογή, στις ανάγκες του νοήματος και στην υπηρεσία της ιδέας, χωρίς να φλυαρεί και χωρίς να υπερβάλλει, πετυχαίνοντας ένα πειθαρχημένο και οικονομημένο γλωσσικό, εκφραστικό και γενικότερα αισθητικό αποτέλεσμα.
Στο ποίημα Σιωπή βρίσκω το ποιητικό υποκείμενο να δοκιμάζει με τα δόντια τους γλάρους «που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση / μόνο με σπασμένα νύχια /και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές / από τις καρτ ποστάλ / της Αμβέρσας». Δεν είναι τυχαία η αναφορά, θαρρώ ότι εδώ, όπως και σε πολλά ακόμη σημεία, πυκνώνεται η υπεράσπιση της ποίησης που διατρέχει σαν κύρια ιδέα όλα τα ποιήματα της συλλογής: η ποίηση είναι η ενύπνια γιορτή και η μεθεόρτια νοσταλγία της, είναι η χαρά της παιδικότητας και η οδύνη της απώλειάς της, είναι το παράπονο του ονείρου που δεν πραγματώθηκε και η ελπίδα της πραγματικότητας που δεν ονειρεύτηκε. Ποιητικώ τω τρόπω ο Λουκόπουλος βεβαιώνει εμπράκτως τούτη τη λειτουργία της ποίησης απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημά του.
.
ΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 5/6/2020
Διαβάζοντας αλλιώς
“Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας”
Οδυσσέας Ελύτης “Εν λευκώ
«…κάθε σταγόνα ποίησης περιέχει μέσα της το χρόνο, τους τόπους, τους ανθρώπους, τα ταξίδια, τα έργα τέχνης, που τη γέννησαν», γράφει ο Κ. Λουκόπουλος στο “Μικρό Επιμύθιο” της συλλογής του “Ενύπνια τα Μεθεόρτια”. Είναι, θαρρώ, ένας ολοκληρωμένος ορισμός του τι είναι ποίηση ή του πώς γεννιέται η ποίηση, αλλά και του πώς γεννήθηκαν τα ποιήματα της συλλογής αυτής. Για την αλήθεια των λόγων θα πρέπει να πούμε πως τα ποιήματα είναι γεννήματα όλων αυτών, αλλά και των ονείρων και των συνακόλουθων αισθημάτων και ιδεών, σε συνδυασμό πάντα με τη γλώσσα και τον τρόπο του ποιητή να μετατρέπει όσα αποκομίζει τόσο “έξ- υπνος”, όσο και “εν υπνώσει”.
Διαβάζοντας τα ποιήματα ομολογώ ότι τόλμησα να μπω κι εγώ στην ονειρική διαδικασία αναπλάθοντας εικόνες. Ακολούθησα τους δρόμους του ποιητή ακόμη κι όταν τα “όνειρα” δεν ήταν “μαγικά”! Θέλησα να δω τη λειτουργία τους στη σύνθεση των ποιημάτων.
«…μπορεί το όνειρο να είναι η πρώτη ύλη του ποιήματος. Είναι πιθανό να μετέχει το όνειρο δραστικά στην εξέλιξη του ποιήματος, αλλά δεν είναι απαραίτητο ο στίχος να εμπεριέχει το όνειρο ή να το υπονοεί. Το όνειρο και η επενέργειά του πιθανόν να παραμένουν αφανείς συντελεστές στη δημιουργία του ποιήματος. Αναρωτιέμαι εδώ, αν η κατά τον Φρόιντ εκπλήρωση μιας επιθυμίας την οποία αποτελεί και καταγράφει το όνειρο, συνιστά για τον ποιητή, την πρωταρχικής σημασίας εκπλήρωση της επιθυμίας να υπάρξει το ποίημα και δευτερευόντως το περιεχόμενό του. Ή το ποίημα αντικατοπτρίζει τα σημαίνοντα που προκύπτουν από το όνειρο και ως γραφή και ως ανάγνωση.», γράφει ο Γιώργος Δουατζής σε μια μελέτη του για την λειτουργία του ονείρου στην ποίηση.
Στα ποιήματα του Κ. Λουκόπουλου είναι εμφανές πως το όνειρο γίνεται σημείο αναφοράς και μέσα σ’ αυτό υπάρχουν όλα όσα ταλανίζουν τον ποιητή. Ακόμη κι όταν δεν μοιάζει με αναδρομή σε όνειρο υπάρχει μια κάποια λέξη μαγική που σε οδηγεί στο να το αντιληφθείς. Σαφώς δεν αποτελούν καταγραφές ονείρων. Τα όνειρα είναι ο κόσμος στον οποίο ο ενήλικας συναντά τον εαυτό του σε διάφορες ηλικίες, όπως συναντά κι άλλα πρόσωπα, κυρίως νεκρούς ή απόντες κι αυτό αφήνει μια θλίψη ανάμεικτη κάποτε με χαρά, νοσταλγία, πόνο.
Ακριβώς επειδή τα “Ενύπνια” αφορούν στη ζωή του ποιητή παρατηρούνται σημεία αναφοράς επαναλαμβανόμενα στα οποία αξίζει να σταθούμε καθώς δεν είναι μόνο προσωπικά, αλλά μέσω της ποίησης αποκτούν τη διάσταση της Ολότητας.
Ένα βασικό σημείο αναφοράς στα ποιήματα του Κ. Λουκόπουλου γίνεται το Σπίτι, άλλοτε το πατρικό κι άλλοτε, κάποιο Σπίτι που προφανώς συμβολίζει σε κάθε περίπτωση ένα χώρο του παρελθόντος πλέον γεμάτο σκιές, με κρυμένα πράγματα στα υπόγεια, ψυχές που ζητάνε καταφύγιο στη δύση του ήλιου, μνήμες παλιές, σύμβολο της απουσίας, αλλά και της επιθυμίας επιστροφής σ’ αυτό: “άντε να φτάνουμε στο σπίτι/ λέω/ και το ρέγομαι…/. Το Σπίτι απομακρύνεται: “έτσι όπως φεύγει από τα πόδια μου/ κι υψώνεται τον ήλιο περιμένοντας/ να δύσει/ για να κατοικηθεί…” από τις σκιές που περιμένουν τη δύση του ήλιου, (θάνατος, εγκατάλειψη, απώλεια- θέματα που συναντάμε στην ποίηση του Λουκόπουλου!). Το θέμα του Σπιτιού επανέρχεται βασανιστικά σε αρκετά από τα επόμενα ποιήματα λ.χ “Έτσι μεγάλωνε αυτό το σπίτι/ και μας κατάπινε/ από τα νεύρα του/ μεγάλωνε κι έπινε/ και γερνούσε..” (χρόνος, φθορά, το Σπίτι σύμβολο του χρόνου που περνάει, της συνεπακόλουθης φθοράς, του θανάτου, της απώλειας), αλλά και στη συνέχεια του ποιήματος “Πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα;” διακρίνεται αγωνία καθώς το Σπίτι ταυτίζεται με τον περιορισμό και τον θάνατο. (βλ. και ποίημα “Το Σπίτι Φάρος”, κ.α)
Στα “Ενύπνια” του ποιητή δραματικό ρόλο, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, παίζει η Σιωπή, αυτή της ακινησίας, του θανάτου, της αμηχανίας ή και της ενοχής, αλλά κι αυτή που δημιουργεί, που γεννάει ποίηση.
“Κι ήρθε η βουβή μπουρού/ που τη νομίζαμε βραχνιασμένη/ και μας έκλεινε/ με τη σιωπή της/ στο αιώνιο περίβλημα”
ή
“Εκεί θυμάμαι που έπλεα σαν φουσκωμένος διάνος/ στης ποίησης το αδράχτι/ προτού/ να αρχίσω να ζηλεύω, τη σιωπή των δέντρων/ και του σκότους/ το πολύχρωμο επισκίασμα”.
Ο Θάνατος παρατηρούμε ότι αποτελεί έναν από τους πυλώνες των “Ενυπνίων” του ποιητή. Και πώς αλλιώς αφού κι ο ύπνος μισός θάνατος λογαριάζεται, όπως έλεγαν και οι παλαιοί. Εδώ ωστόσο πρόκειται για αναμνήσεις και προβληματισμούς που ξυπνάνε ή γεννιούνται απ’ τα όνειρα (ή έρχονται στην επιφάνεια απ’ την κρυψώνα τους μέσα στα όνειρα), απ’ την πρωτογενή ύλη, και βασανίζουν, πονάνε ορθότερα. Συγχρόνως υπάρχει κι αυτό που στην Ορθόδοξη πίστη ονομάζεται “μνήμη θανάτου”, μια συμφιλίωση με το μυστήριο του θανάτου ως μέρος του μυστηρίου της ζωής και μια διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας του ως γεγονός αναπόδραστο. Αλλά και μια αντίθεση φωτός και σκότους. Ο Λουκόπουλος μπορεί να μιλά για τον θάνατο όχι μόνο γιατί είναι ένα γεγονός που προβληματίζει τους πάντες και δεν άφησε ασυγκίνητο κανένα ποιητή στους αιώνες. “Δικαιωματικά” ασχολείται μ’ αυτόν όπως και με το Φως λόγω του τόπου του. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελευσίνα, στον ιερό τόπο αυτό που ο θάνατος συνάντησε τη ζωή και το σκοτάδι το Φως από τα αρχαία χρόνια, δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος από “τα ιερά της Δήμητρας” που τα αναφέρει και στα ποιήματα του. Είναι γι’ αυτόν τόποι οικείοι, εκεί όπου η Περσεφόνη συναντά τον Άδη και το σκοτάδι, αλλά και τη Δήμητρα, το Φως και τη ζωή. Μιλάει όπως οι μύστες των Ελευσινίων μυστηρίων αντιλαμβανόμενος, κι ως ποιητής, μεγάλες αλήθειες για την ανθρώπινη ζωή, γίνεται ένας “διάμεσος” ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον κόσμο των “Ενυπνίων”, εκεί που αποκαλύπτονται τα κεκρυμμένα.
Μύστης και των Διονυσιακών μυστηρίων- πάλι μυστήρια ζωής και θανάτου- βλέπει τον Ζαγρέα στη γέννησή του από τον Δία με σεβασμό, “κι αφουγκράζεται/ στάρια γεννιούνται από χρυσό μηρό”. Ενώ ονειρεύεται “στον δρόμο προς τα Εκβάτανα/ ένα πρωί που ξυπνώ/ και μες στο ποίημα βρίσκομαι/ από πάνω μου στάζουν τα ψέματα/ σαν θρυμματισμένο ψωμί”, η ιστορία πλέκεται με τον μύθο και μέσα στο ποίημα βρίσκεται η Αλήθεια.
Η Ελευσίνα, το “Θεών Νταμάρι”, έχει σημαδέψει βαθιά τον ποιητή, ώστε η σημειολογία της μέσα στα ποιήματα ποικίλλει καθώς δηλώνει σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σχέσεις ανθρώπων με τον τόπο, το υπερφυσικό, αλλά και το φυσικό, τον πόνο, τον έρωτα.
Ο Έρωτας, αντίπαλος του Θανάτου, αρχέγονος Θεός από τα αρχαία χρόνια. Στη διελκυστίνδα των δυο αρχέγονων δυνάμεων, Έρωτα- Θανάτου, βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος και πάντα η ροή των πραγμάτων οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα. Αυτό το δίπολο αποτελεί επίσης άξονα της ποιητικής του Λουκόπουλου. Ο Έρωτας στον Λουκόπουλο είναι τρυφερός, δυναμικός, έχει αισθησιασμό, όμως δεν γίνεται αγοραίος. Δεν χάνει τη μοναδική του υπόσταση.
Η γλώσσα του διαμορφώνεται από τη συνθήκη αυτή. Χρησιμοποιεί λέξεις λόγιες, καθημερινές, ακόμη και αγοραίες με τέτοια φυσικότητα που καταλήγεις να θαυμάσεις το εξαίσιο εύρημα: “να το κορμί/ που ο Λεονάρντο/ ηράσθη/ εδώ καπνίζουν/ όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν/ που στον κόλπο τους με κλείδωσαν/ με τα μάτια/ ή με τα δόντια”.
ή
“…τις σεξουαλικές ευχές της:/-να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!/μεταφέρεις σε δοχείο ταπεινό/ ως άγιο μύρο/ διότι πάντα η ζωή θα ορίζεται έτσι/ μέσα από έναν παράφορο/ ή έναν τραγικό έρωτα”.
Στέκεσαι και στον τρόπο που περιγράφει τις Γυναίκες και τα κορίτσια. Γίνεται ρομαντικός, λυρικός, χωρίς όμως υπερβολές κι εξάρσεις, μ’ αυτήν την επιτυχημένη δοσολογία που σε κάνει να θαυμάσεις μια γυμνή γυναίκα υπέροχα ζωγραφισμένη με λόγια. Οι γυναίκες του όμως είναι και καθημερινές, της διπλανής πόρτας, αυτές γίνονται σημείο αναφοράς του. Γυναίκες που δεν κάνουν έρωτα, που δεν γεύονται το φιλί, γυναίκες που πενθούν, που υποφέρουν από την ανδρική βία απλά γιατί είναι γυναίκες, αλλά κι “από τη σκατοψυχιά” των ανδρών.
Μέσα στο “Ενύπνιο” ταξίδι του δεν διστάζει να αγκαλιάσει κι άλλους δημιουργούς. Ξεκινώντας από τον ανώνυμο ποιητή του Άσματος Ασμάτων “Σε νοσταλγώ Ροδούλα…/σελ. 77, στο Άσμα Ασμάτων”,( Ιατρού Διγενή Συνταγολόγιον) φτάνει στο “Ενύπνιο του Μοντραί” στον Σέλλεϋ που απαγγέλει “την Αναγκαιότητα του Αθεϊσμού” για να περάσει στις υπαρξιακές ανησυχίες του Κίρκεγκωρ και στον φιλοσοφικό στοχασμό του Καντ: “ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ/ σαν να ήταν ο Καντ,/ από παιδί μεθοδεύεις,/ τη νομοτελειακή σου/ αυτοχειρία._”. Δεν λείπει ο φιλοσοφικός στοχασμός από τα ποιήματα του Λουκόπουλου. Η διαρκής αναζήτηση του Θεού, του ανθρώπου και του ρόλου του μέσα στον κόσμο. Αναμετριέται με τις μεγάλες αλήθειες της ύπαρξης. Ο Θεός είναι μια τέτοια αλήθεια την οποία προσεγγίζει άλλοτε σαν παιδί κι άλλοτε, κοιτά διστακτικά. Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία του υποσυνείδητου φέρνει μπροστά γνώσεις, αναζητήσεις, σκέψεις και μαζί με όλα τα άλλα προκαλεί τον ποιητή που μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει Ποίηση!
Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε πως η συλλογή αυτή περιλαμβάνει πάρα πολλά ποιήματα ποίησης. Η αναζήτηση του ποιητή, η υπαρξιακή αγωνία, τον οδηγούν στο να γράψει εντέλει ποιήματα για τον Ποιητή ή για την Ποίηση:
“Κάθε βράδυ,/ συναντούν τον ποιητή,/στάχτες και χώματα·/ στα μάτια τους κρυώνει/ λίγο ζεστό κερί…” (Σταθερότητα)
ή
“-εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
ακόμη κι όταν δεν υπήρχε η ποίηση…” ( Εσύ ήσουν πάντα ποιητής)
ή
“Εδώ πια, μόλις που τυπώθηκαν/ και τα κούφια ποιήματα/-τα ζωντανά/ γυαλίζανε/ στο ξεροβόρι/ μα δεν έστρεφαν/ την κεφαλή-/ θέριευε το μελάνι τους/ να μ’ αρπάξει” (Τα κούφια ποιήματα)
ή
“μόνο δυο ποιήματα για την αγάπη/ και το γινάτι της/σε ένα συρτάρι/ ακόμη φρέσκα/ αιμορραγούσαν.” (Οικοσκευή)
Εκείνο που πρέπει να πούμε είναι πως ο ποιητής διαμορφώνει έναν προσωπικό τρόπο γραφής. Δίνει το δικό του ξεχωριστό στίγμα. Αφενός η γλώσσα του είναι ιδιαίτερη. Χρησιμοποιεί τύπους λόγιους, αλλά και λέξεις αγοραίες σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους. Ο λόγος του είναι άμεσος, όχι δυσνόητος και κρυπτικός παρά το γεγονός ότι μπαινοβγαίνει στο χώρο του υπερρεαλιστικού, αλλά και του συμβολιστικού στοιχείου. Υπάρχει πρώτο πρόσωπο που δηλώνει αυτοαναφορικότητα όμως εύκολα γίνεται κατανοητό πως οι ιδέες του ποιητή και τα θέματά του αφορούν στο “Εμείς” κι όχι στο “Εγώ”.
Ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής οδηγεί στη χρήση επιθέτων και προσωποποιήσεων. Ταυτόχρονα υπάρχουν άφθονα ρήματα που δηλώνουν κίνηση μέσα στο ποίημα.
Ο συμβολιστικός τρόπος γραφής εξασφαλίζει ατμόσφαιρα μέσω της χρήσης λέξεων- συμβόλων χωρίς ωστόσο να μας οδηγεί σε μια σκοτεινή κι απρόσιτη ποίηση.
Λόγω των “Ενυπνίων” και της κίνησης μέσα στο χώρο των ονείρων ο ποιητής μπορεί να μπαινοβγαίνει στο υποσυνείδητο, να παίρνει τα κεκρυμμένα, τις αναμνήσεις, τους πόνους, τους ανομολόγητους στοχασμούς, τις επιθυμίες, και να τα μετατρέπει σε λέξεις, σε εικόνες. Εικόνες που μπορούν και ξεγλιστράνε από τη φθορά καθώς δεν υπόκεινται σε νόμους και κανόνες “λογικούς”:
“ήρθε η βουβή μπουρού/που τη νομίζαμε βραχνιασμένη/ και μας έκλεινε με τη σιωπή της..” ή “του σκότους/ το πολύχρωμο επισκίασμα.”
Το πλήθος των επιθέτων, γνώρισμα όπως είπαμε του υπερρεαλιστικού λόγου, προσδίδει ιδιότητες απροσδόκητες σε αντικείμενα, έννοιες ή καταστάσεις. Είναι ο τρόπος να πλησιάσει τα απλησίαστα. Μέσω της προσφυγής στον υπερρεαλισμό εκφράζει και πλησιάζει βιώματα όπως ο θάνατος, ο πόνος για τον έρωτα και την απώλεια, η οργή για την κοινωνία και την κοινωνική αδικία, η συνάντηση με τον εαυτό- πάντα οδυνηρός ο δρόμος να ξανασυναντήσεις το παιδί μέσα σου. Μέσα στο φαινομενικά “παράλογο” ή “παράτολμο”, στο λογικό άλμα, καλύπτει τα κενά της πραγματικότητας και της ζωής ακόμα.
Ο λυρισμός στον Λουκόπουλο είναι επίσης ένα στοιχείο γραφής και γλώσσας. Όμως αυτός προκύπτει ακριβώς γιατί ασχολείται με τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής. Οι σχέσεις με τους αγαπημένους που χάθηκαν, ο έρωτας, ο θάνατος, η μοίρα του ανθρώπου, η ζωή γενικότερα.
Στους στίχους του βρίσκει κανείς και στοιχεία ρομαντικά που παραπέμπουν σε προηγούμενες γενιές ποιητών. Στοιχεία που απροσδόκητα, αλλά ταυτόχρονα τόσο αρμονικά συνευρίσκονται με τα υπόλοιπα γνωρίσματα της ποίησης του.
Η γλώσσα του Λουκόπουλου είναι πλούσια, εναργής και ρωμαλέα κι ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει έναν αναγνωρίσιμο τρόπο γραφής:
“δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
-αν είναι να λάβει-
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.”
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
CULTURE BOOK 29/2/2020
Γράφοντας για τη νέα ποιητική συλλογή του Κ. Χ. Λουκόπουλου ξεκινώ από την επωδό που ο ίδιος ορίζει ως Επιμύθιο: «…δεν είχα κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς μου με τις σκιές.» Ενώ, λίγο παρακάτω καταλήγει: «…κάθε σταγόνα ποίησης περιέχει μέσα της τον χρόνο, τους τόπους, τους ανθρώπους, τα ταξίδια, τα έργα τέχνης, που τη γέννησαν.» Αντίστροφα μετρώντας λοιπόν θα αναφερθώ πρώτιστα στη συνομιλία του Λουκόπουλου, με τον χρόνο, τους ανθρώπους που αγάπησε, με τον έρωτα, τον θάνατο, άλλωστε δεν παραλείπει να το δηλώνει, «Τις νύχτες, φορώντας/ τους παλιούς ανθρώπους,/ πληθαίνω ατέλειωτα προς τα πίσω..». Συνομιλεί με την ίδια την τέχνη αλλά, κυρίως, με την ίδια τη γλώσσα, την οποία χειρίζεται άλλοτε επιτηδευμένα, με έναν ποιητικό ύφος που παραπέμπει σε αντίστοιχους ποιητές που κατάγονται από τις αρχές του 19ου αιώνα. «…ενόσω εκείνες θα τεντώνονται/έτοιμες να φτερουγίσουν/ απ’ του κορμιού τους/ το νεκύδαλλο.», κι άλλοτε μ’ εκείνον τον μαγικό τρόπο της αυτόματης γραφής που απελευθερώνει τα γλωσσικά σύμβολα.
Ο συμβολισμός αναδύεται από την ακροτελεύτια λέξη του ποιήματος με τίτλο «Τα κορίτσια» από τη λογιότατη λέξη νεκύδαλλο. Η μεταμόρφωση της ψυχής, όπως η πεταλούδα αναγεννάτε αφήνοντας το κουκούλι της, η μεταμόρφωση του κοριτσιού σε γυναίκα, ο χρόνος χορεύει με τη φθορά και τις αναμνήσεις σε ένα υπερρεαλιστικό ταξίδι και τολμά ακόμα και την ποιητική συνεύρεση με το ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, «Σε νοσταλγώ Ροδούλα,/ υπογραμμίζω τους στίχους…».
Πράγματι, όσο βαθαίνει ο ποιητικός οίστρος ξεδιπλώνεται η γλώσσα του ποιητή, τολμά και χρησιμοποιεί λέξεις αγοραίες. Τον παρατηρούμε να ελίσσεται γλωσσικά, χωρίς καμία διάθεση φλυαρίας, αγγίζοντας με το ίδιο πάθος τον ναρκισσισμό της ίδιας της ύπαρξης. Στις «Πλειάδες» θα απευθύνει «…με μιαν/αυτάρεσκη αξιοπρέπεια/τις σεξουαλικές ευχές της:– να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!»
Πρόκειται, για ένα ταξίδι στα όρια της τέχνης, της ζωής και του θανάτου, της νοητής γραμμής της ίδιας της εξέλιξης σε κάθε επίπεδο. Η σάρκα ανταγωνίζεται το πνεύμα, ο έρωτας τον θάνατο και η ίδια η ύπαρξη τη μεταμόρφωσή της. Ο λόγος του Λουκόπουλου, υπερρεαλιστικός, δεν φείδεται επιθέτων, ωστόσο δεν παραλείπει την ορμή που τόσο ιδιαίτερα κατοικεί στους στίχους του.
Το ταξίδι της ψυχής ξεμακραίνει, ελίσσεται, νοσταλγεί και πλέκει το υπερρεαλιστικό υφάδι της ποίησης του, καθώς «το αγόρι πορθητής…/… στον δρόμο για τα Εκβάτανα…» ντύνεται ποιητής και υφαίνει πάλι τη ζωή, «…ας τεντώσει τα χέρια/να τον γλείψουν οι κάμπιες/ ο δραστήριος μυόσπασμος/κι η οργάνωση σε αλυσίδες/αυτή δεν είναι η ζωή μας;».
Το Παρίσι, η πόλη του φωτός, συναντά στην «Τροφό» την Αχερουσία λίμνη σε ένα συμβολικό ταξίδι όπου η φθορά ελπίζει στην αναγέννηση, «…κι όσο θα τρίζεις στο στόμα μου/θα είναι το Παρίσι μας,/ένα καλάθι των βράχων του/και μια Αχερουσία». Ο θάνατος ταξιδεύει χέρι χέρι με τη ζωή στην ποίηση του Λουκόπουλου. Τίποτα δεν σταματά τον έρωτα. Η νυφική παστάδα, ο έρωτας, η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης, Ο Φρόιντ και η γενετήσια ορμή, βαδίζουν πλάι με τον θάνατο.
Συχνά, οι αναμνήσεις ξεπηδούν σαν μνημόσυνα από τους στίχους του Λουκόπουλου. «…άλλα χρόνια τότε,/ φέρναμε νερό στα χέρια/μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές/ βαραίναμε μπροστά/όχι στα καπούλια…». Η απώλεια, η ματαίωση, η θλίψη, συναντούν την πάλη για κοινωνική ισότητα μεταδίδοντας αξίες και στάσεις για τη ίδια τη ζωή. «…Εδώ σού εκμυστηρεύομαι./ όπως θα πέφτει μια νύχτα του Δεκέμβρη τού ’85/ τα μυδράλια θα σιγούν/στην Αλεξάνδρας…». Η βαθιά κοινωνική και πολιτική του ευαισθησία, κουβαλά στις πλάτες της πατρογονικές μνήμες και πληγές που συνδέονται με διηγήσεις και βιώματα άρρηκτα συνδεδεμένα με γονικές μνήμες, ενώ ο πατέρας ακρογωνιαίος λίθος για τον ψυχισμό ενός άνδρα κατέχει εξέχουσα θέση ως φροϋδική φυσιογνωμία στους στίχους του ποιητή.
Άλλοτε ο ποιητής, ως άλλος, ως σεμνός δημιουργός, υπηρετεί σεμνά τον ρόλο του ως από μηχανής θεός δηλώνοντας την άυλη παρουσία του: «Κάθε βράδυ,/συναντούν τον ποιητή,/στάχτες και χώματα./στα μάτια τους κρυώνει/λίγο ζεστό κερί …» κι άλλοτε πάλι διαπλέκει διακειμενικά στην ποιητική του περιπλάνηση τα «…σιωπηλά ειδώλια των Σειληνών με τα δεμένα μάτια…», ενώ «…ο Σέλλεϋ να απαγγέλει/ την Αναγκαιότητα τού Αθεϊσμού», στο «Μικρό Επιμύθιο».
Το υπερκείμενο γυναίκα πιστοποιεί την πεμπτουσία της ύπαρξής του, επίσης διακειμενικά, στην ποίηση του Λουκόπουλου. Αντιμετωπίζεται ισάξια σε έναν αέναο αγώνα να ταιριάξουν οι ανάσες, να γίνει ο θάνατος χαρά και η μοναξιά συνταίριασμα, γάμος, συντροφικότητα χωρίς ωστόσο να παραλείπεται το πάθος για ζωή, η δημιουργική φύση του θηλυκού, κι ο πόνος που κατατρώει πάντα το αρσενικό. «…διότι πάντα η ζωή θα ορίζεται έτσι/ μέσα από έναν παράφορο,/ ή έναν τραγικό έρωτα». Η γυναίκα γίνεται σύμβολο, αναβιώνει πάθη, γίνεται ανεκπλήρωτος έρωτας, καημός, σκληρή αλήθεια, θάνατος, φυγή από την πραγματικότητα μα πάντα με σεβασμό προς τη φύση της. «…κι οι γυναίκες του/ήταν ιερά της Δήμητρας/ που γίνηκαν ξωκλήσια.», αποδίδοντας στη θηλυκή φύση την ύψιστη αποστολή που όρισε για εκείνην η φύση. Εκείνη της δημιουργίας, της αναγέννησης.
Ο ποιητής δεν παραλείπει τις μάχες του με το φύλλο «…κι όσοι ακόμα βασανίζονταν/ έδερναν έπειτα την κυρά τους/από αγάπη/ λες κι ήταν αμαρτία το φύλο κι όχι η σκατοψυχιά/ δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση/για να τους χωρέσει…», τον έρωτα, τη σαρκική ηδονή, η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση στην ποίηση του Λουκόπουλου.
Η μοναξιά, εκείνο που μένει να κατακτηθεί. Ο χρόνος. Απελθόντες έρωτες θάβονται στα υπόγεια αφήνοντας τη γεύση της φθοράς, παρέα με τα φοιτητικά χρόνια. «…και το κορμί μου έχει γίνει μια ανόητη άσκηση που φοριέται ανάσκελα,/σαν χρονικό κρεβάτι…» πάθη, φόβοι, συνταιριάζονται αρμονικά με τη διονυσιακή μνεία, τα ελευσίνια μυστήρια και ο διονυσιασμός με τις μεταφυσικές ανησυχίες του ανθρώπου δημιουργού. «Σκέφτομαι, με την αφορμή,/ να ήταν έτσι πάντα κι η ζωή,/ένας απλοϊκός συμβολισμός με μάσκες: ένα φίδι/ένας τζουράς/ κι ένα γυφτάκι – άγγελος/ που ερίζουν για την αλήθεια/της πείνας για Θεό,/με την πείνα/για τις παπαρούνες.»
Ο ποιητής κουβαλά τον φόβο ως κοινωνικό στερεότυπο, δεν τολμά να τον εκδιώξει από τη γραφή του, τον αφήνει να ανταγωνίζεται τα μυστήρια της ζωής, εκφράζεται βολταιρικά η ανάγκη για το θείο, το υπέρτατο ον, την ανώτατη δύναμη. «…Κι έτσι οι απορημένοι φθόγγοι του βάλτου/πήραν κορμί /ψυχοσάββατο διανύοντας…» Ο χρόνος και η φθορά σε αντιδιαστολή με τη νιότη και τον έρωτα αναζητούν διακειμενικά αναθεώρηση: Θεός ή άνθρωπος; Μοίρα ή ανθρώπινη βούληση; Το θείο έχει πολλά πρόσωπο στην ποίηση του Λουκόπουλου δεν το αμελεί, ούτε καν το αψηφά. Το επιβεβαιώνει άλλωστε: «…όμως εσύ ο ίδιος/- που γεννήθηκες με ένα περίστροφο στο μπράτσο σου -/ ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ/σαν να ήταν ο Καντ,//από παιδί μεθοδεύεις,/τη νομοτελειακή σου/αυτοχειρία._»
Το αγόρι που αντρώνεται θυμάται, θρηνεί: «…εσύ ήσουν πάντα ποιητής/ –…», θ ακούσει σεμνά να του απευθύνουν «… όμως εμείς σου λέω/είμαστε, καιρό τώρα, πεθαμένοι.». Το αγόρι ποιητής αναζητά τη νύχτα που έρωτας και θάνατος ανταμώνουν σε ένα δημιουργικό ταξίδι. «Υπάρχει μια νύχτα που όλο μου διαφεύγει,/ σαν ένα τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο…», ξαναγυρνά, θυμώνει, αναγεννιέται από τα «νυχτοπατήματα» των «Αρχαγγέλων» και μετουσιώνει «τη σκόνη τους» σε ποίηση. Μας αποχαιρετά από το ύψιστο σκαλοπάτι της ποίησης με μιαν υπόσχεση:
Αυτό να ξέρετε τουλάχιστον:
δεν προκύπτει κατ’ ευχήν
η έρημη η ποίηση
Για μιαν, ακόμη, φορά
Σας χαιρετώ
και σας
Κουρδίζω!
.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
ΧΑΡΤΗΣ 26 {ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021}
Η ραπτομηχανή του Μορφέα
Στα Ενύπνια τα μεθεόρτια ή διαφορετικά στα όνειρα που επισκέπτονται τον ποιητή κατόπιν κάποιας εορταστικής ημέρας ή εκδήλωσης, η θεματική του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου –όπως μαρτυρά και το πρώτο ποίημα, που εν είδει μότου αποτελεί το εναρκτήριο της συλλογής– είναι η μνήμη και δη το μνημόσυνο, μια και οι ήρωες που τον επισκέπτονται είναι οι νεκροί. Σ’ ένα εν γένει ονειρικό και ατμοσφαιρικό τοπίο, το ποιητικό υποκείμενο διαφοροποιείται, ενώ οι συνομιλητές του άλλοτε κατονομάζονται κι άλλοτε παραμένουν μακρινοί, χωρίς ιδιότητα ή όνομα. Η ξένη γραία, η μάνα κι ο πατέρας του ποιητή, ένας γέρος, ένα τρίχρονο, εκείνη, τα κορίτσια, το σπίτι, η πόλη, ένας επαναστάτης, ένας σαμάνος, η τροφός, η κοκκινοσκουφίτσα, οι ηθοποιοί του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο Νίκος Αργυράκης, ο Τσαμπίκος Παμπίδης, ο Σέλλεϋ είναι μερικά από τα αντικείμενα της ποιητικής αφήγησης, τα οποία στηρίζουν την προβληματική του χρόνου, της μνήμης, της απώλειας, του πένθους, του έρωτα, της ματαίωσης, της σιωπής, του κενού, του ποιητή και της ποιητικής πράξης. Ο ποιητικός χώρος στον οποίο τοποθετούνται είναι τόσο το ελληνικό τοπίο και η γενέθλια πόλη όσο και οι παραστάσεις του ποιητή από το οδοιπορικό του από τη Γενεύη έως το Μοντραί, το 2016, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Μικρό Επιμύθιο, που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου.
Ο βασικός τρόπος με τον οποίο ο Λουκόπουλος επεξεργάζεται τη θεματική του είναι η έμφαση στο συναίσθημα, η παρορμητική διαχείρισή του και ο τρόπος πρόσληψης του κόσμου με τις αισθήσεις. Η οπτική αυτή συντείνει ώστε η ποίησή του να προκαλεί συγκίνηση, κυρίως σε θεματικές που είναι άμεσα προσβάσιμες ή κατανοητές ως κοινές εμπειρίες όπως, για παράδειγμα, ο θάνατος της μητέρας. Πέραν όμως από αυτή την κεντρική ποιητική επιλογή διαχείρισης του υλικού, ο Λουκόπουλος αναπτύσσεται και σε χώρους λιγότερο προσβάσιμους ή περισσότερο απαιτητικούς για τη συνολική κατανόηση του σκεπτικού του, όταν απαιτείται είτε μια πιο σύνθετη επεξεργασία όσον αφορά την κατανόηση των γλωσσικών επιλογών του είτε όταν η θεματική του κινείται σε γνωσιολογικούς άξονες στους οποίους ο αναγνώστης δεν έχει αναφορές. Η παρατήρηση αυτή συνάδει άλλωστε και με τα δύο διαφορετικά και σε πλήρη αντιπαράθεση υλικά που χρησιμοποιεί: αυτά που είναι δανεισμένα από το γνώριμο ελληνικό τοπίο της υπαίθρου, της λαϊκής γειτονιάς και της ελληνικής παράδοσης, όσο και από αυτά των παραστάσεων που υπάγονται στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η ποιητική του ξεδιπλώνεται με ρέουσα γλώσσα και ρυθμούς είτε σε μικρά αφηγηματικά ενσταντανέ που χαρακτηρίζονται από σφριγηλές ποιητικές πραγματώσεις όπως (π.χ. Τα σώματα, Το σπίτι, Νόστιμον ήμαρ, Le temps perdu, Η λεωφόρος Σχιστού, Τα κορίτσια, Κορίτσι-ηνίοχος, Τα ναύλα, Ταρίχευση) είτε σε πιο μακρόπνοα αφηγηματικά ποιήματα, που άλλοτε χτίζονται με σφριγηλά ποιητικά υλικά, ενώ άλλοτε (σε μέρη τους) δίνουν την εντύπωση ότι δομούνται κυρίως μέσα από, ανένταχτους , δομικά, ελεύθερους συνειρμούς (π.χ. Πώς θα γλιτώσεις, μωρομάνα; Ιατρού Διγενή συνταγολόγιον, Κι εσύ νεκροτομείο, Στον δρόμο προς τα Εκβάτανα, Τροφός). Στο έργο του βρίσκουμε πρωτότυπες μεταφορές, παρομοιώσεις, νοηματικές ανατροπές και ειρωνεία, εμφανείς αμφισημίες. Για παράδειγμα ακολουθούν κάποιοι στίχοι:
-Βλέπω που χάνεται η γλώσσα/ μες στα ποιήματα/ όπως τα τρένα που σκουριάζουν στους σταθμούς
-Για να σε αποθυμήσω/ σαν μέλι που διαλύεται στην καμπή της γλώσσας
-Κι ένα δάκρυ πηχτό/ σαν βουλγάρικο/ ανθόνερο (παρομοιώσεις)
-Έξω παρασιτούσαν οι λαμνοκόποι/ των συνεστιάσεων
-Oι εργάτες πίνουν τις μπίρες τους και ρεύονται/ κι αγνοούν […] την άβυσσο που μπαζώνεται με αρέσκειες κι αρχίδια
-Μια λιβελούλα τραβεστί
-το γδαρμένο ποίημα/ απ’ την ανατολή/ των φαύλων (μεταφορές)
-τότε θα πραγματωνόταν εσαεί/ μια αντιμετάθεση:/ της πείνας για Θεό,/ με την πείνα/ για τις παπαρούνες
-όλοι στρέφεστε προς την απλότητα/ λες και γεννηθήκατε απλοί·/ τέσσερα τρισεκατομμύρια κύτταρα/ οργανωμένο έμβρυο/ απλοϊκοί μου
-Αποβραδίς/ μεγαλώνει ο πεθαμένος σκύλος
-τα ναύλα σας/ να τα φοράτε μες στις κόγχες/ αντί για μάτια (νοηματικές ανατροπές και ειρωνεία)
-δεν ανάβουν τα σώματα/ κι έχουμε ξεπαγιάσει
-o Αλλάζει κι η συχνότητα με τη σκουριά/ κι ίσα που τρίζει/ ένα τριζόνι/ σαν σφυρίχτρα για τους σκύλους (αμφισημίες)
Θα μπορούσαμε επίσης να σχολιάσουμε την ερμητική πλευρά της γραφής του Λουκόπουλου. Ερμητισμός όμως δεν σημαίνει κλειστό σύμπαν προς οποιαδήποτε κειμενική προσέγγιση εντός του νέου συστήματος που κατασκευάζει εμφανώς γλωσσοκεντρικά ο δημιουργός. Η διερεύνηση του γλωσσικού πεδίου και η διάνοιξη ή η αμφισημία των νοημάτων είναι ζητούμενα στον ποιητικό λόγο, σε σχέση όμως με κάτι που τίθεται ως νέος κώδικας και σε αλληλουχία με αυτόν – κάποτε μιλάμε για σχέσεις ορατές, ενώ κάποτε για σχέσεις δυνατές να κατονομαστούν ως αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης νοητικής λειτουργίας, συνδυασμών και παρατήρησης. Πάντα όμως αναφερόμαστε σε εσωτερικούς άξονες δόμησης του ποιήματος. Για παράδειγμα στο Ενύπνιο του Μοντραί (σελ. 62) και στα Κορίτσια (σελ. 46) οι επόμενοι στίχοι μοιάζουν να «αιωρούνται» λόγω της ανοικείωσής τους, χωρίς αυτό να είναι αληθές για τον προσεκτικό αναγνώστη που είναι σε θέση να εντοπίζει τους διαφορετικούς κάθε φορές άξονες που ανευρίσκονται στο συγκείμενο, είτε ακολουθώντας τους δεύτερους ήχους των σημαινόντων, είτε τα νοήματα, είτε το πραγματολογικό υλικό που χρησιμοποιεί.
Στο διά ταύτα μού αρκεί/ που η θάλασσά του ορίζεται/ εξωσκελετικά,/ απ’ τις περίτεχνες τροχιές των σκώρων στο σκοτάδι όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν/ που στον κόλπο τους με κλείδωσαν/ με τα μάτια/ ή με τα δόντια/ ένα φαγιούμ από αμύγδαλο και στάχτη.
Πέραν όμως τούτων, είναι σκόπιμο να εντοπιστούν και κάποια σημεία στα οποία η ποιητική του δεν ανταποκρίνεται με παρόμοιο τρόπο: α. Σε ορισμένα ποιήματα δίνεται η εντύπωση μιας προσχηματική θεματικής που επικυρώνεται εντός του κειμένου με αποσπασματικές εικόνες (οι οποίες δεν εντάσσονται σε μία επάλληλη κατάθεση φαντασιακής εικονοποιίας, προκειμένου να υποστηρίξουν τη διάνοιξη του κειμένου σε σχέση με το θέμα) και με ανολοκλήρωτους συνειρμούς (οι οποίοι δεν εντάσσονται σε μια ακολουθία σημαινόντων με εσωτερικό δομικό άξονα στήριξης του κειμένου). Ενδεικτικά, για να γίνει κατανοητή η παρατήρηση, ας αναφερθεί το ποίημα Πώς θα γλιτώσεις, μωρομάνα; (σελ. 12) β. Τα ποιήματα αρθρώνονται σε ανισομερή ελεύθερο στίχο, από τον οποίο αν και δεν απουσιάζουν στο σύνολο ο ρυθμός, η ροή και η γλωσσική διεύρυνση, διαφαίνεται από την άλλη, σε κάποιες περιπτώσεις, το μειωμένο ενδιαφέρον του ποιητή για εκείνη την ανάγνωση που θα σταθεροποιούσε την ποιητική του, όσον αφορά την τοπολογία και τη δυναμική των ποιημάτων, κυρίως όταν πρόκειται για αφηγηματικά ποιήματα ή για ποιήματα των οποίων το νόημα δίνει την εντύπωση ότι περισσότερο αναζητείται διά μέσου της συνειρμικής καθοδήγησης παρά αποκρυσταλλώνεται διά της δευτερογενούς επεξεργασίας, η οποία είναι χρήσιμη στη στιχουργική.
Ως τελική παρατήρηση, θα σημειώναμε τους ακόλουθους στίχους οι οποίοι αντανακλούν την προσωπική θέση και θέαση του ποιητή, υποδηλώνοντας ένα αίσθημα πικρίας που συμπληρώνεται από μια ανατρεπτική και ειρωνική ανταπάντηση:
οι βέβαιοι άνθρωποι/ περνούσαν ένας ένας/ κι έφτυναν/ εμείς και με τα σάλια τους/ θα πορευόμαστε/ έχουμε υπάρξει και ταπεινοί/ και σαλιγκάρια
(«Οι βέβαιοι άνθρωποι», σ. 34)
Ασφαλώς, η μόνη βεβαιότητα είναι εκείνη της αβεβαιότητας με την οποία πορευόμαστε όλοι μας αγέννητοι μέσα στη γλώσσα, ακόμη και αν η όποια θεώρησή μας συντελείται ως πρόχειρη παραμυθία για το αντίθετο.
.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
www.bookpress.gr 29/9/2019
Χειμωνιάτικα ταξίδια στις πόλεις και στη γλώσσα
Η μορφή ή το περιεχόμενο κάνουν ένα έργο τέχνης; Γνωρίζω τις απαντήσεις που κατά καιρούς έχουν δοθεί, απ’ τον φορμαλισμό, τον Μπαχτίν, τη μαρξιστική θεωρία της λογοτεχνίας, τη Νέα Κριτική, τον δομισμό, τον μεταδομισμό, τις θεωρίες της πρόσληψης. Κουτσά στραβά έχω σχηματίσει και τη δική μου θέση, αυτή που υπερασπίζομαι στα κριτικά μου σημειώματα, αυτή που υπηρετώ στα δικά μου λογοτεχνικά γραφτά. Αλλά κάποια ερωτήματα είναι προορισμένα να επανέρχονται ακόμα και στα καλά καθούμενα και ας νομίζουν οι θεωρίες της λογοτεχνίας και ας νομίζεις και εσύ ότι τα ’χετε οριστικά λυμένα. Για παράδειγμα, πιάνεις να διαβάσεις ένα βιβλίο και βρίσκεις τον εαυτό σου ενώπιον του ίδιου και του αυτού ερωτήματος: τελικά, η μορφή ή το περιεχόμενο κάνουν ένα έργο τέχνης;
Διαβάζω, λοιπόν, το βιβλίο Οι πόλεις το χειμώνα του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου. Όπου από μια ήσσονα αφορμή, που νομίζεις ότι δεν έχει τίποτα άλλο να πει απ’ το να δηλώσει το θέμα της και να σωπάσει, βλέπεις τον λόγο να εξακτινώνεται, να απλώνεται, να διακλαδίζεται χωρίς να φλυαρεί και χωρίς να σε κουράζει ή ακόμη και όταν ξεκινά από κάτι που σου φαίνεται μείζον θέμα, ικανό δηλαδή να γεμίσει σελίδες επί σελίδων, σχεδόν να το ξεχνάς από τη δεύτερη αράδα παρασυρμένος/η απ’ τη γοητεία της γλώσσας, τα παράλληλα σύμπαντα των ιδεών της και το πλήθος των εικόνων της. Την οποία γλώσσα βλέπεις να ξεμακραίνει, να ελίσσεται, ενίοτε δε να επιχειρεί χορευτικές κινήσεις δίχως τίποτα το επιτηδευμένο, το φτιασιδωμένο, το βαρύ και πάντα να κρατά το νοηματικό υφάδι της και να επιστρέφει στην αρχική κοιτίδα για να κομίσει το τελικό της νόημα, εμπλουτισμένο με ό,τι στην πορεία μεσολάβησε.
Η συλλογή μικροκειμένων και διηγημάτων μπονζάι Οι πόλεις το χειμώνα είναι μια μαθητεία στα όρια της γλώσσας, στους μαιάνδρους, στις σπειροειδείς και στις παράλληλες πορείες της. Με έναν πολύ καθιερωμένο χαρακτηρισμό θα ’λεγα ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με έναν στιλίστα της γραφής, αλλά πολύ φοβάμαι ότι το στερεοτυπικό περίγραμμα του χαρακτηρισμού θα αδικούσε λογοτεχνικά τη γραφή του Λουκόπουλου, που μπορεί να ξεμακραίνει απ’ το θέμα αλλά δεν εκφέρεται ερήμην του θέματος, δεν το υποτιμά, δεν στέκεται αδιάφορο απέναντί του – πολύ δε περισσότερο δεν αυταρέσκεται, δεν κομπάζει και δεν καμώνεται την καμπόση.
Επιμένω στο ζήτημα αυτό, γιατί εδώ ακριβώς κρύβεται το βασικό πλεονέκτημα της εξαιρετικής αυτής συλλογής από μικρά πεζά και μερικά ποιήματα. Ότι δηλαδή η γλώσσα του Λουκόπουλου αντλώντας απ’ τις θετικές επιστήμες, τη λογοτεχνική παράδοση και άλλες τέχνες (π.χ. ζωγραφική) συνομιλεί με προγενέστερα έργα, προωθεί το εξεταζόμενο θέμα, ενώ παράλληλα νιώθεις τη χάρη ενός χορευτή, την αλαφράδα ενός ποιητή και τη στιβαρότητα ενός θετικού επιστήμονα να ισορροπούν πίσω από κάθε φράση, τεντώνοντας τα όριά της, προεκτείνοντας την εκφραστικότητα και βαθαίνοντας τα νοήματά της και μάλιστα χωρίς τα συνήθη στραμπουλήγματα, τις ακραίες γλωσσικές ακροβασίες και κυρίως την ετεροβαρή αυτή αίσθηση μιας επεξεργασμένης μορφής σε σχέση με ένα υποτιμημένο περιεχόμενο, που συχνά πυκνά δημιουργεί κάθε ανάλογο εγχείρημα.
Επανέρχομαι στον αρχικό μου προβληματισμό. Μορφή ή περιεχόμενο; Χρόνια τώρα επιμένω στο ζήτημα της ισορροπίας, της από κοινού δηλαδή αξίας, που ισομοιράζει την αισθητική διάσταση του έργου και εδώ και εκεί. Στη δική μου αντίληψη, το πιο ενδιαφέρον θέμα δίχως τη γλωσσική υποστήριξη καταλήγει αδιάφορο και η πιο εντυπωσιακή γλώσσα δίχως τη θεματική υποστήριξη καταλήγει κενολόγα. Αλλά έρχεται αυτό το βιβλίο του Λουκόπουλου που δια της μορφής μαγεύει το περιεχόμενο, για να ταράξει τις πιο βολικές παραδοχές μου και να θέσει ξανά σε κίνηση την αμφιβολία και το ξεσκόνισμα κάποιων βιβλίων θεωρίας της λογοτεχνίας.
Δεν έχει καμία σημασία αν τελικά ασπάζομαι αυτή τη θεωρητική αρχή και αυτό τον αισθητικό τρόπο επεξεργασίας. Σημασία έχει η ίδια η διανοητική πράξη του προβληματισμού, εννοώ της κίνησης της σκέψης έξω από τα βολικά της όρια. Θαρρώ ότι αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα καλά βιβλία, που κυκλοφορούν και είναι πολλά, και στα πολύ καλά βιβλία, που γράφονται ακόμη και αν δεν γίνονται γνωστά ή δεν εκτιμώνται όσο τους πρέπει από την επίσημη κριτική.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα πρώτα που σε συντροφεύουν, σε ψυχαγωγούν, σε συγκινούν και σε ευχαριστούν, τα δεύτερα σε γρατζουνάνε, σε σκάβουν, σε τεντώνουν, σε σβαρνίζουν και κυρίως σε υποχρεώνουν να επανεξετάσεις τις βασικές αισθητικές, αλλά και ιδεολογικές, κοινωνικές, πολιτικές κτλ. παραδοχές σου. Έμεινα στο ζήτημα μορφής-περιεχομένου που έθεσε επικτακτικά ενώπιόν μου το βιβλίο του Λουκόπουλου, αλλά είναι και άλλα ζητήματα που μπορεί ο υποψιασμένος αναγνώστης να βρει στο ίδιο βιβλίο, και αισθητικά και ιδεολογικά, απολαμβάνοντας παράλληλα την πράξη της ανάγνωσης. Και αυτός νομίζω ότι είναι ο πιο σπουδαίος προορισμός της γραφής.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
http://www.periou.gr 28/9/2019
Οι πόλεις το χειμώνα
Δεν μπορώ να ξέρω πώς βρέθηκε ο παλιός, δεκατετράχρονος μαθητής μου να κρατά στο χέρι μια ψεκασμένη με δηλητήριο ρώγα σταφυλιού και να θέλει να τη δοκιμάσει ανυπερθέτως, και εν γνώσει της αναπότρεπτης συνέπειας.
Πώς έφτασε, πώς κατέληξε, θέλω να πω, να γίνει ποιητής; Γιατί αυτήν ακριβώς την κίνηση κάνει ο ποιητής, την πράξη τής Blanche DuBois, στο Λεωφορείον ο Πόθος του Τένεσσυ Γουίλιαμς, που ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος θέτει ως προμετωπίδα του βιβλίου του.
Δοκιμάζει τη δηλητηριασμένη ρώγα του σταφυλιού. Θα εθιστεί έτσι, φαίνεται να πιστεύει, στον θάνατο και θα τον ακυρώσει, παρόλο που ο Τένεσσυ Γουίλιαμς επιμένει πως μετά δεν έχει σωσμό, σωτηρία. Όμοια με τον Μιθριδάτη, εφευρίσκει λοιπόν κι αυτός την ποίηση. Κακό του κεφαλιού του, φοβάμαι. Ηρωισμός, ωστόσο, δεν το αρνούμαι. Ύβρις, σε κάθε περίπτωση. «Ένας, που ήταν λαϊκός στην αγορά και στη συναλλαγή, ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την ποίηση. Από παντού τότε άρχισε να μπάζει», μας αποκαλύπτει ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος. Ας είναι, τώρα πάντως, δεν υπάρχει επιστροφή.
Και στις τρεις συλλογές των κειμένων με τον γενικό τίτλο Οι Πόλεις το Χειμώνα, αυτό εγώ διακρίνω και ψυχανεμίζομαι. Αυτό προσλαμβάνω. Την απόπειρα εξορκισμού του κακού που καιροφυλακτεί, την εναγώνια προσπάθεια να αντλήσει ο αφηγητής, μέσα από κάθε μικρό του κείμενο, ρινίσματα ομορφιάς, ως ελιξίριο ζωής, και να αποσείσει την αμεσότητα του πραγματικού.
«Διηγήματα μπονζάι και μικροκείμενα», τα ονοματίζει, δόλια, πιστεύω, ο συγγραφέας, για να μας αποπροσανατολίσει. Πρόκειται, όμως, κατά τη γνώμη μου, για ποιητικές λυρικές πρόζες. Όλα, και τα εβδομήντα οκτώ συνολικά πεζά – θραύσματα, συγκροτούν μια ιδιάζουσα ποιητική συλλογή. Κρυμμένα, περίτεχνα ποιήματα, εκρήξεις του νου και διάπυρες κραυγές, σε πόλεις, τόπους, επινοημένους. Υποστασιοποιημένους έστω, με τον δικό του τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας.
Οι Πόλεις του αποτελούν, δηλαδή, προφάσεις της αφήγησης, προσωπεία, πίσω από τα οποία κρύβεται ο ποιητής και οδοδείκτες της πορείας προς εαυτόν. «Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν», «αναζήτησα τον εαυτό μου», λέει ο Ηράκλειτος, «και εδώ τον καταθέτω», αλλά και ο μεγαλόστομος, συχνά, Άγγελος Σικελιανός επισημαίνει τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδίφησης: «Πιο βαθιά κι απ’ το πηχτό τ’ αστρόφως, κρυμμένος σαν αητός με περιμένει, εκεί όπου πια ο θείος αρχίζει ζόφος, ο πρώτος μου εαυτός».
Ως αητός, γύπας μάλλον, ο εαυτός, η ποιητή συνείδηση, εφορμά κατευθείαν για το συκώτι του κάθε ποιητή, Προμηθέα. Τιμωρεί εκείνον που επιζητεί να καταλάβει και να μάθει περισσότερα απ’ όσα δικαιούται, όσα πρέπει να παραμείνουν κρυφά κι αξεδιάλυτα. Ανείπωτα.
«Σ’ ακούω στ’ αυτιά μου να απαγγέλλεις σαν ένας δικός μου Τσέλαν ένα ποίημα δίχως τίτλο, στη γλώσσα σου που είναι γεμάτη στρογγυλούς φθόγγους, μα μου αρκεί που – όταν με αφήνουν ήσυχο οι σκιές – ζω ετούτο το ταξίδι, μες στους φθόγγους σου και μέσα στο κορμί σου», ομολογεί στη σελίδα 39 ο ποιητής μας και στη σελίδα 113 Hoarder επιβεβαιώνει: «Δεν ντρέπομαι να παραδεχθώ πως, μέσω μιας πιεστικής και επίμονης παρόρμησης, έτσι ανατράφηκα: συλλέγοντας εμμονικά λέξεις, έντυπα, κορμιά και σταματημένο χρόνο».
Δεν θα επιχειρήσω να αναφερθώ στη λεγόμενη υπόθεση, στο story, την πλοκή (plot) της κάθε διηγήσεως. Γιατί υπόθεση αφήγησης συνιστά η καθεμία αποτύπωση ψυχικής κατάθεσης, διανοητικής έκρηξης και ατομικής του περιπέτειας. Ευδιάκριτη, ευθύγραμμη ανέλιξη κάποιας φανερής ιστορίας, εγώ τουλάχιστον, δεν διακρίνω. Ακροθιγώς θα επισημάνω μερικές κύριες έννοιες – ιδέες ή εμμονές που κατατρύχουν τον αφηγητή και συνιστούν το πεδίον του στοχασμού, το τοπίο του βασανισμού του και την αισθητική θέση του. Τον ιδιαίτερο τρόπο που επιχειρεί να πετάξει και να διαφύγει. Ούτως η άλλως, μια ‘‘καθαρή’’ ιστορία δεν αποτυπώνει, σκόπιμα και εν συνειδήσει, και από άποψη αισθητική. Έτσι όπως το ποίημα δεν λέει ποτέ μια ιστορία, αλλά πολλές μαζί, συσσωρευμένες, που εστιάζουν, ωστόσο, στο ίδιο σημείο.
Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος επικαλείται, ευθύς εξαρχής, τη σιωπή κι, ωστόσο, φωνάζει σε κάθε κείμενό του.
«Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά, για να δείξει πως δεν επέθανε» (Η Γυναίκα της Ζάκυθος, ανακαλώ τον Σολωμό).
«Όμορφη πόλη, σιωπητήριο στις προηγμένες κοινωνίες, όπου οι μονάδες συνεννοούνται με νεύματα, η σιωπή είναι μια ατομική ιδιότητα που αυθόρμητα κοινωνείται πανταχόθεν».
«Παράξενο μοιάζει (απάνθρωπο μοιάζει), μα είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Η συνωμοσία της σιωπής. Βουλιάζω στη δική μου, που είναι διάλυμα πικρής θάλασσας…»
Η σιωπή είναι, επομένως, η απώτατη προσδοκία, η καταφυγή του αφηγητή. Δεν ξέρω όμως αν όντως γράφει για να φτάσει αυτή τη σιωπή, την κατακαθισμένη εντός του, να την ανιχνεύσει, ή αν θέλει να την εξαντλήσει, να την κονιορτοποιήσει με τον οιστρήλατο, καταιγιστικό του λόγο και έτσι να απαλλαγεί από αυτήν.
«Η πιο μεγάλη μοναξιά κρύβεται στην πολυλογία, καταφεύγω στον Κίρκεγκωρ, αλλά και στον Λάο Τσε, που ίσως εδώ τον συμπληρώσει τον μέγιστο φιλόσοφο».
«Η σιωπή είναι καλή, όταν κρύβει μέσα της τη χαρά, αλλιώς τη φοβάμαι».
«Η σιωπή είναι μία παγίδα διήγησης», ομολογεί ο συγγραφέας, γι’ αυτό, απεγνωσμένα ίσως, επιχειρεί να τη μορφοποιήσει. Αυτή η απόγνωσή του αναπαρίσταται με λεκτικές πιρουέτες, γλώσσα κομψότατη, ενίοτε επιτηδευμένη, και ποίηση υψιπετή.
Ο φόβος, λοιπόν, ο χρόνος – δρεπανηφόρος σε κάθε περίπτωση – ο έρωτας – λυσιτελής πάντα – το σώμα – παρόν σε καθεμία αφήγηση – είτε όταν καταδηλούται η παρουσία του ή κι όταν ακόμα συγκαλύπτεται.
Η μνήμη, επίσης, διαποτίζει ίσως και κάθε σειρά, θα ’λεγα, όπως και η συνακόλουθη σύγχυση, η απορία του υποκειμένου. Αφού πράγματι πόρος, ατραπός διαφυγής, δεν διακρίνεται.
Αμέτρητες οι διακειμενικές παραπομπές – αναφορές του αφηγητή, οιονεί επικλήσεις βοήθειας, καθώς οι ιδέες οι οποίες κατατρύχουν και εξοντώνουν την ύπαρξή του είναι που συνιστούν τον κόσμο του αφηγητή και το ύφος του βιβλίου. Αυτές τις έννοιες, ωστόσο, τις ιδέες, προσπαθεί να καρατομήσει και λαίμαργα να γευτεί. Θα ’λεγα πως επιχειρεί να βγάλει από τη μύγα ξίγκι.
Ενδίδω στον οίστρο του, στη ζέση του, καθώς βλέπετε, συμπλέω και μετέχω στο ίδιο παιχνίδι, και γίνομαι κι εγώ καταιγιστικός, όπως ο συγγραφέας, με ανάλογες καταφυγές σε ποιητές ή στοχαστές.
Αλλά πάνω στις δικές του ρίζες, του συγγραφέα, είμαστε αναγκασμένοι να κινηθούμε, εφόσον εμπλεκόμαστε με τα κείμενά του και επικοινωνούμε μ’ αυτά. Γνωρίζω, πάντως, πως μια ερμηνεία αποτελεί ασελγή περιήγηση στο σώμα του ποιητή, αφού το δικό μας Εγώ συστήνει. «Είμαστε η ερμηνεία μας», να θυμίσω τους νεοκριτικούς αλλά και τον Σεφέρη. Η ερωτική επαφή με το κείμενο, ούτως ή άλλως, αποτελεί πράξη μοναχική, ιδιωτική έκφραση – συνάντηση, που συντελείται εν κρυπτώ. Σε κάθε περίπτωση, οφείλω να εκφράσω τον θαυμασμό μου και μαζί την ταραχή μου. Θαυμασμό, καθώς εντοπίζω επιμελώς κρυμμένα σπαράγματα μεγαλοφυών συλλήψεων, γοητευτικές διανοητικές εκρήξεις ενός ανεξάντλητου ταλέντου. Ο ποιητής γίνεται εδώ χορευτής – σε κάθε ένα κείμενο ξεχωριστά – ακκίζεται ωστόσο ασυστόλως, μιμείται, αποβαίνει, εν συνειδήσει. Πιθανώς, καταιγιστικός, επιθετικός προς τη συμβατική λογική και ερμηνεία, πληθωρικός, απρόθυμος να αιχμαλωτιστεί. Αγανακτεί, οδύρεται, άλλοτε κλαίει σιγανά, συχνά επαίρεται, στραγγαλίζει τις έννοιες, τις ιδέες που δεσπόζουν και κανοναρχούν τα κείμενα, τις αποστάζει, θέλει να βγάλει πάση θυσία το ζουμί τους. Την πεμπτουσία. Γι’ αυτό και η ταραχή μου.
Τη δική μου λύπη θα βγάλω, αν του πω, με αγάπη:
«Ω, Θεέ μου, στέκεσαι και καρτερείς το πραγματικό γεγονός, μα αυτό εδώ είναι όλο κι όλο ό,τι υπάρχει». Είναι απόφθεγμα του Allen Wheelis, από το The Illusionless Man and the Visionary Maid, το οποίο χρησιμοποίησα ο ίδιος, ως μότο, στη διατριβή μου, με θέμα την ‘‘καθημερινότητα στον Μ. Χάιντεγκερ’’.
Η γλώσσα του Λουκόπουλου είναι αναμφίβολα μια γλώσσα περίτεχνη, λεπτεπίλεπτη. Οι λέξεις του αναδύονται απαστράπτουσες, ναρκισσευόμενες. Λάμπουσες. Ο πληθωρισμός των λέξεων συχνά πανικοβάλλει, μέχρι να κατορθώσει κανείς να τις εγκολπωθεί. Οι έννοιες, στην απόπειρα αποστάγματος, αφαλάτωσης, ξεψυχούν, ενίοτε σπαρταρούν, σαν μεθυσμένοι γυρίνοι, για να χρησιμοποιήσω το έξοχο ποίημά του. Αλλά μήπως αυτή είναι τελικά η μοίρα τους, η εντελέχειά τους; Να πεθάνουν αμέσως μετά τη χρήση τους; «Η λέξη, ο θάνατος του πράγματος», θα ανατρέξουμε στον Λακάν. Ό,τι δηλαδή παίρνει όνομα και μορφή αναπόφευκτα τελειώνει, συμπληρώνει τελεσίδικα τον ρόλο του. Εξαντλεί τη δυναμική του, την προοπτική του.
Οι σκέψεις του αφηγητή, των ιστορήσεων, εν τούτοις, αχαλίνωτες, δεν έχουν καμιά διάθεση να υποκύψουν. Καθεμία λέξη του και μια χειροβομβίδα. Κάθε νοηματοδότηση και μια νάρκη, τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον ίδιο τον ποιητή, που δείχνει να ’χει πάρει φωτιά και να χοροπηδά σαν αναστενάρης πάνω από τις λέξεις του, τις ζέουσες. Μπας και τις σβήσει, τις εξορκίσει, καθώς προανέφερα. «Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό», έτσι όπως το τραγουδά ο Σαββόπουλος.
Αυτόν τον χορό παρακολουθώ, ο οποίος πότε με κατευθύνει προς τον τρόπο του Εγγονόπουλου, πότε μου θυμίζει Επαμ. Γονατά, καθώς και άλλους σπουδαίους ξένους σουρεαλιστές, και ακόμα με οδηγεί σε πεδία άλλων τεχνών, όπως στη ζωγραφική και στον κινηματογράφο, κατ’ εξοχήν, αλλά και στη μουσική, στις φυσικές επιστήμες συχνά.
Σαν τον Καιόμενο του Σινόπουλου, ο ποιητής καίγεται, μόνος και αγέρωχος.
Ψυχανεμίζομαι πως πίσω από τις εκρήξεις, τα σπινθηρίσματα του νου και τις φωτοσκιάσεις του, ό,τι επιχειρείται, με τους γλωσσικούς ακκισμούς του, τον μεταφορικό λόγο και τις συμπαραδηλώσεις, είναι να κρύψει ο αφηγητής την πληγή του. Ωστόσο, «vivit sub pectore vulvus», «ανοικτή μένει ακόμη η πληγή κάτω από το στήθος», επιμένει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα. Κι αυτό κάνει η κάθε ποιητική συνείδηση. Επιχειρεί, ατελέσφορα πιθανώς, να καλύψει την ουλή, την πληγή της, που δεν είναι παρά η ουλή του κόσμου.
Αποσπώ από τη σελ. 59: «Από αυτόν τον χρόνο, λέω, θα μείνει ο ανθός. τετηγμένος και ημίρρευστος. Κι όσο κι αν η ουλή του μυρμηγκιάζει, στις ραφές θα ανοίγει μια κρήνη μέλι και σιρόπι ζεματιστό θα πλημμυρίζει τις νύχτες που παλεύω…»
Δεν επεδίωξα να καταθέσω έναν επιστημονικοφανή λόγο στην κουραστική ίσως για σας περιδιάβασή μου στα κείμενα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου. Γνωρίζω ότι είναι ο λόγος του, καθώς και ο ίδιος ο Κ. Λουκόπουλος, γνήσιος και αυθεντικός, και με αυτούς του όρους τα προσέγγισα. Ξέρω, ακόμα, πως ενστερνίζεται ετούτον τον στίχο του Σεφέρη ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι». Γι’ αυτό και περιφρονεί γλωσσικές συμβάσεις, τη λεγόμενη οικονομία λόγου, την ξηρότητα των λέξεων, και μπαίνει γενναία στο ναρκοπέδιο της προσωπικής έκθεσης – εξομολόγησης. Δεν διστάζει να καταθέσει αίμα.
«Εγώ, τον βλέπω ακόμα τον Κώστα, το παιδί με το ξύλινο σπαθί στη βεράντα του κήπου, που παλεύει με το πρωί», σύμφωνα με μια δική του περιγραφή, έτσι όπως ήταν και ο ίδιος δεκατεσσάρων χρόνων στην Ελευσίνα – εγώ σχεδόν τριάντα – ο πρώτος μαθητής, ποτέ ο σπασίκλας, πάντα ονειροπόλος και ακόρεστος, διψασμένος για γνώση, για εξήγηση των πραγμάτων. Αυτός που εναπόθετε από τόσο μικρός στην Τέχνη, για να γλιτώσει.
«Η τέχνη πληρούται – δια της σύγχυσης – και εντέλει εκπληρούται», διαβάζω τώρα στη σελίδα 118, το ομότιτλο ποίημα, τη διαπίστωση και παραδοχή του. Μια αξιοζήλευτη σύγχυση. Όσο κι αν την πεταλούδα μόλις τη συλλάβεις, θα ξεψυχήσει μέσα στη χούφτα σου.
Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος καταθέτει με τα μικροκείμενα του μία ευδιάκριτη υφολογική πρόταση.
«Μα τι ζητάς επιτέλους, πνιγμένος μέσα στις λέξεις;» μου ’ρχεται να τον ρωτήσω, με τη φωνή του Γιάννη Ρίτσου, αλλά ξέρω πως αυτός θα μου απαντήσει, πάλι με τη φωνή του ίδιου ποιητή, και θα με αποστομώσει: «Κάθε τόσο ένα διάφανο φύλλο, που σκιάζει ωραία όλη την πόλη».
.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
“Fractal” Σεπτέμβριος 2019
Στοχασμός και συγκίνηση
ι. Τέσσερεις ενότητες μικρών ποιητικών πεζών, όπως εννοείται ο όρος μετά τον Μπωντλαίρ, δηλαδή μια απόπειρα καταγραφής της ήδη βιωμένης συγκίνησης, ή της διερώτησης και του στοχασμού, με στοιχεία επικαιρικά, που ισορροπεί στην κόψη μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης. Στην περίπτωση του έργου «Οι Πόλεις το Χειμώνα» του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, έχουμε έναν μοντερνισμό σπαραγμένο από τις διαψεύσεις του 20ου και του 21ου αι. αλλά την παντοδύναμη παράδοση, που εισάγεται από μια αρχή με την ιδέα της «Νέκυιας» των δυο θαυμάσιων εισαγωγικών ποιημάτων του Λ.Κ. στις πρώτες ενότητες. Στο πρώτο, που σημαίνει το θάνατο κάθε κοσμικότητας και την επιστροφή στη «μήτρα» μιας πάνσοφης τρυφερής «ξένης Γραίας», εννόησα τη Μούσα ή τη γραφή, τη μόνη «επιστροφή» που μας αναγεννά. Το δεύτερο είναι αφιερωμένο στη «σκιά της μάνας» όπως κάθε περιπλανώμενου στις πόλεις του κόσμου έλληνα Οδυσσέα.
ιι. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει να διαγράφονται καθαρά οι κύριες συντεταγμένες του έργου ήδη από το πρώτο μέρος, επτά κείμενα που επιγράφονται «Αντί Προλόγου»:
Η γραφή ως ενσάρκωση δύσκολων ρόλων. Ο ρόλος «της νεκρής ποιήτριας» προκρίνεται από την ηθοποιό στο πρώτο κείμενο, όμως μετά θάνατον, από τον ρόλο της Μπλανς στο «Λεωφορείο ο πόθος» που είχε προκρίνει εν ζωή, κάτι σαν «στερνή μου γνώση». Ήδη αναγγέλλεται το πένθος της μεταπολεμικής Ευρώπης, αναζητείται η φιλοσοφική στάση του συγγραφέα ως μελέτη θανάτου. Αυτό είναι και το στίγμα όλης της συλλογής.( «Η ψυχή μου για πάντα»).
«Η μελάσα που καραδοκεί στη δράση», με άλλα λόγια η συγκίνηση` είτε μιας νεαρής ποδηλάτισσας στο Βερολίνο, μιας γυμνής πλάτης στο κρεβάτι, μιας αιχμηρής ρόγας, η μελάσα ενός μυθικού νησιού που κυλάει στην πλαγιά, ή και σαρκαστικά η εξόριστη από τα κείμενα του Κ.Λ. πλοκή (για να μην έχουμε πολλή μελάσα), οι υπερβολές των υποκριτικών υπερδραστήριων πολιτικών ή θρησκευτικών δογμάτων και συμβόλων ως μελάσα. ( «Όνειρο σκηνοθέτη»).
Ένα όνειρο – εικόνα της κόλασης των αμφιλεγόμενων απολαύσεων εν ζωή, κατά Ιερώνυμον Μπος, που εκβάλλει στην πιθανή άγνοια αυτής της καταδίκης από «τον ημιάγριο του Αμαζονίου», αν υπάρχει κι αυτός ακόμη. Εύγλωττο ανάθεμα στον πολιτισμό της Δύσης. («Ιερώνυμος Μπος»).
Ένας αφοριστικός σαρκάζων πολιτικός υπαινιγμός για το σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, και την πένα από εβονίτη, που κακώς μονωμένος με ασημένιο μαίανδρο, πυροδοτεί τον καταστροφικό Μεγάλο Πόλεμο, αιτία κάθε επόμενης κακοδαιμονίας. («Η εμπειρική πρόσληψη, α»).
Ένα αντικληρικαλικό κείμενο με αφορμή μια κανονική λειτουργία, που πλαισιώνει η περιγραφή των άκρως κοσμικών πιστών της. Νεκροζώντανο πνευματικό σκιάχτρο το θρησκεύεσθαι, ανίκανο για όποια σωτηρία. Οι νεκροί χωρούν σε πλαστικό ποτηράκι κλείνοντας την τελετουργία. (« Η εμπειρική πρόσληψη, β»)
«Σταχινά», το εξαιρετικό στη λιτότητά του αιώνιο ανθρώπινο μήνυμα της συνέχειας της αγάπης. Εξάρτηση και πένθος των ανθρώπων.
«Μοσχούλα», η βάρκα του ψαρά Βύρωνα, παρακολουθεί το ειρωνικό «θαύμα» της αναλήψεως του οσίου Ιεροθέου, από τεραστίων διαστάσεων αστρόπλοιο χολυγουντιανών προδιαγραφών, θυμίζοντας λίγο σελίδες από το «Μαύρο βιβλίο» του Ορχάν Παμούκ.
ιιι. Τα λογοτεχνικά εργαλεία και όπλα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, ήδη ορατά από το προλογικό μέρος, είναι εντυπωσιακά, και θα άξιζε να μιλήσουμε γι αυτά από μιαν αρχή, γιατί αυτά κυρίως καθορίζουν το έργο του υπογραμμίζοντας το υπόστρωμα των αισθημάτων και των ιδεών του, αυτά είναι η γραφή που τον αναδεικνύει σε δεινό στυλίστα, έναν από τους καλύτερους που έχουμε στο είδος «πεζό ποίημα». Τα αναφέρω εν τάχει: α) η σκηνοθεσία και η υποκριτική σε όλο της το δραματικό βάθος προβάλλει ως κύριος ρόλος του αφηγητή-συγγραφέα που ταυτίζονται. β) η έκπληξη μιας παράδοξης ή ανατρεπτικής έκβασης των πραγμάτων ή των αισθημάτων καραδοκεί παντού. γ) η ανορθόδοξη διαχείριση των συμβόλων-αντικειμένων και των κλισέ. δ) το πικρό χιούμορ ως ανίερος σαρκασμός ή και μελαγχολικό σχόλιο. ε) οι δυναμικές αντιθέσεις: γνώση- άγνοια, ψεύδος-αθωότητα, πραγματικότητα-όνειρο, θαυμασμός και τρόμος κτλ. στ) η λεπτομερής φανταστική περιγραφή με στοιχεία υπερρεαλιστικής ειρωνείας ή αντίθετα μετουσίωσης και υπερβατικότητας. ζ) η ειλικρινής συγκίνηση του ποιητή, βασική αρετή κάθε γραπτού. η) μια εξαιρετικά πλούσια και χυμώδης γλώσσα, δημοτική, ομιλουμένη, ευρωπαϊκή, ποιητική, που χειρίζεται τη σκηνοθεσία των καταστάσεων, φωτίζει δυναμικά τις εικόνες, επιλέγει τα πρόσωπα και τα αντικείμενα-σύμβολα, ειρωνεύεται και γελοιοποιεί, τέλος, αξιοποιεί την επιστήμη του, την Φυσική, κάτι που ίσως δυσκολέψει τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει τη συνάρτηση δ του Ντυράκ ή το πείραμα του Μίλικαν. θ) κάποιες, όχι πολλές αλλά εξόχως καθοριστικές για το περιεχόμενο, διακειμενικές αναφορές: Όμηρος, Εμπειρίκος, Μπάχμαν, Τσέλαν, Θερβάντες, Καββαδίας, Σαχτούρης, Μπολάνιο, Νέσμπε, και διάχυτος ο Τσίρκας.
ιv. «θα ‘ρχομαι εγώ,/ . ..δε σε θέλω εδώ/ Δεν ανάβουν τα σώματα /(στον Παράδεισο) κι έχουμε ξεπαγιάσει» λέει η μάνα στο ποίημα που μας εισάγει ευθύς αμέσως στη β΄ ενότητα, στις «Πόλεις το χειμώνα», με τις οποίες κυρίως επιθυμώ να ασχοληθώ. Και αισθάνεσαι την ανάγκη να ρωτήσεις : Γιατί ο χειμώνας του θανάτου; γιατί στις πόλεις της Ευρώπης; και κάθε πόλη ένα βίωμα που συμβολικά ή και προσωπικά την ορίζει; και ποιοι είναι οι δάσκαλοι και οι αγαπημένοι ποιητές που οδηγούν αυτή την ανήσυχη γραφή; Και ποιες πόλεις προηγήθηκαν, του Τσίρκα ή του Καλβίνο; Όλα όμως θα απαντηθούν κατά την ανάγνωση.
Στο πρώτο κιόλας κείμενο 1. Βερολίνο η Σομαλή ποδηλάτισσα με τα ράστα, μια ποίηση-μετανάστιδα σε ανάπτυξη, μας οδηγεί στον δάσκαλο Ανδρέα Εμπειρίκο. Όμως οι δρόμοι είναι λευκοί από το χιόνι, και η μετανάστης γοητευτική πλην ευάλωτη, πολλά έχουν αλλάξει. Achtung Berlin! Στο 2. Ρώμη, μια μεταφυσική λεμονόκουπα –η κουπόλα του Αγίου Πέτρου, που ο αφηγητής και ο αναγνώστης αντικρίζει κάπως ειρωνικά από μια οπή στο λόφο αλ’ Αβεντίνο, μπορεί να σου αποδείξει ανέλπιστα μέσα στην τουριστική κόπωση, ότι τα φαντάσματα υπάρχουν και οι νεκροί διψούν μέσα στην κιτρινωπή βερυκοκκί ατμόσφαιρα που ανεβάζει η υγρασία και η ζέστη του Τίβερη. «Δεν σκέφτηκε να προσμετρήσει τις παρτίδες που είχε ανοίξει με τις σκιές από όταν κατέληξε η μάνα του»… Έτσι απλά ο χειμώνας της προσφυγιάς και ο χειμώνας του θανάτου έχουν κιόλας βάλει τη σφραγίδα τους στο έργο.
Στο 3. Ινερλάκεν, ο συγγραφέας θα εισάγει επίσης κατ΄ αρχάς σαν σε παρένθεση μια μελλοντολογική υπόμνηση, έναν όχι και τόσο προσωπικό εφιάλτη για το έτος ’23. «Όλοι σε καραντίνα», «ούτε Ρομά» να είμασταν, «με 212 ευρώ στο γιλέκο, και κουπόνια» έλληνες που διαβαίνουν τις Άλπεις, «η Ευρώπη των λαών» μια ανάμνηση… Κάτι που μοιάζει ως φόρος τιμής στον Άππελφελντ, τον Τόμας Μαν ή και τον Αλαίν Ρεναί με αντίστροφη τη μέτρηση του χρόνου. Η εκ νέου χειμαζόμενη σήμερα Ευρώπη.
Στο 4. Γένοβα, θα μας αποκαλυφθεί με την ανάλογη λαμπρή περιγραφική δεινότητα και «το εκβιαστικό θεολογικό περιεχόμενο» του Ιησού της Αβύσσου, του αγάλματος που ευλογεί τα κοπάδια των ψαριών. Μια υποθαλάσσια ευλογία. Η Γένοβα ως σύμβολο μιας επιδραστικής ακόμη, και βαθειά ποντισμένης στο συλλογικό ασυνείδητο εννοιολογικής απάτης, της θρησκείας. Η νοσταλγική αναδρομή στον παππού, που έφυγε το ‘17 από εδώ για την Αμερική με το ποντοπόρο Arcadia, κλείνει το σκληρό αυτό κομμάτι, σάμπως ο ποιητής να μετανιώνει διαρκώς όποτε σαρκάζει τα ιερά και όσια, μετέωρος, ποθώντας ίσως ακόμη κάτι να πιστέψει .
Η Νοσταλγία όμως θα απογειωθεί κάπως πιο ανατολικά, στο 5. Βόλγογκραντ, με ένα λυρικό έως λυγμικό κρεσέντο που ανοίγεται από την Παναγία του Καζάν και τον Ρουμπλιόφ, υποδηλώνοντας και τον Ταρκόφσκι, μέχρι εδώ στο Στάλινγκραντ, Χριστούγεννα, ξαπλωμένος στο χιόνι, «ενώ στο Δημαρχείο ένα γραμμόφωνο έπαιζε τη Διεθνή, όπως την τραγουδούσε η χορωδία του Κόκκινου Στρατού, πάνω στο τραγούδι «Βόλγα, Βόλγα» πριν σκοτωθούν σ’ εκείνο το αεροπορικό …» «και όλοι οι Νέοι Πρωτοπόροι …ανέβαιναν μια οκτάβα στο ρεφραίν, σαν αδέξιοι καστράτι». Το ποίημα καταρρέει τσακισμένο στο ρεαλισμό των ιστορικών γεγονότων της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, «Λες και χρωστούσε ο Θεός και στον Βόλγα μια Κροστάνδη». Παρόμοια νοσταλγία φαίνεται να σαρώνει και το 8. Μπράιτον, δυτικά, όμως πολύ πιο ήπια. Εδώ ακούς και βλέπεις τους γλάρους από την Ντοβίλ, κι έρχονται για μένα τουλάχιστον οι σκιές του Μωπασάν, του Προυστ, ή του Τόμας Χάρντυ, ως «κατιούσες μιας μελαγχολικής βαρκαρόλας», κι ωστόσο ο αφηγητής ονειρεύεται «τις βέσπες που περνούν, σαν Δροσουλίτες» ή και το Φραγκοκάστελλο στο Λυβικό.
«Ότι ζήσαμε είναι πλέον μια σκιά» διαβάζεις στο 9. Βερολίνο Κρόιτσμπεργκ. Μόνο η παρηγοριά της Τερέζας πια υπάρχει, ένα ποίημα για την ερωμένη, πλάι στις καρδερίνες και τη μαρμίτα με το κους-κους των γειτονικών Σύρων. Η πλευρά του παρήγορου ερωτισμού, όπως και στο 11. Βαβρ-Ηράκλειο, με την Λϊλιμπεθ και «τους οργασμούς» της, «τις ρόγες της, νησιά αιχμηρά», μαζί και η μνήμη των αγαπημένων, φωτίζει αχνά το σύνολο με κάποια ανθρώπινη θέρμη διασκεδάζοντας την αναγκαστική έως βεβιασμένη δυσφορία, αυτήν που γεννά το σύγχρονο βίωμα. Βίωμα συγκλονιστικό καθώς εκείνο του τρομοκρατικού χτυπήματος του 2004 στο 10. Μαδρίτη με την επίσκεψη στη Ατότσα και τα 192 μικρά δέντρα του μνημείου της, ελιές και κυπαρίσσια, ικανά να σαρώσουν από την ψυχή τους ισχυρότερους πολιτιστικούς- τουριστικούς ισπανικούς συνειρμούς και εφιάλτες, από τον Δον Κιχώτη μέχρι την τσαούσα καταλανή και την ζιμπελίνα του Ελ Γκρέκο στους ώμους μιας περαστικής από την Σαλαμάνκα.
Ως «καρδιά» του βιβλίου επέλεξα (αυθαιρέτως) να θεωρήσω το 6. Τροντχάιμ, για τη δύναμη και τη γερή αρμογή των κεντρικών θεμάτων. Εδώ θα φανεί η αγαπημένη Ίγκεμποργκ, το όνομα της Μπάχμαν, ερωμένης του Τσέλαν που κατέληξε σε πύρινη αναχώρηση μέσα στον αιώνα, δίπλα του στο κρεβάτι ζωντανεύει, ποιήτρια ή ερευνήτρια, και ποια η διαφορά. Μέσα στην Aurora Borealis και στην «αλοιφή από φωτόνια» που τυλίγει τους νεκρούς ναυαγούς του πυρηνικού υποβρυχίου, «που τριγυρίζουν μεθυσμένοι στην παραλία, και παίζουν μακριά γαϊδούρα..», ο ποιητής γράφει, γράφει αυτά που η αγαπημένη ίσως δεν θα διαβάσει ποτέ. Το κείμενο σε αιχμαλωτίζει για πάντα, θα το θυμάσαι, κι αυτό είναι καλή λογοτεχνία. «Σε ακούω στα αυτιά μου να απαγγέλεις σαν ένας δικός μου Τσέλαν, ένα ποίημα δίχως τίτλο, στη γλώσσα σου που είναι γεμάτη στρογγυλούς φθόγγους, μα μου αρκεί που όταν με αφήνουν ήσυχο οι σκιές, ζω ετούτο το ταξίδι μες στους φθόγγους σου και μέσα στο κορμί σου».
Ας μιλήσουμε ωστόσο, μιας και μπήκαμε για τα καλά στην μάλλον «απεχθή» στους περισσότερους, κι όμως κάποτε απαραίτητη για να αγαπηθεί ως του αξίζει ένα βιβλίο, ανατομία του έργου, και για το 13. Μόσχα, όπου ο ταριχευμένος Λένιν και «ο τεχνητός Αυγερινός» στην κορυφή της κεραίας του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, σε ύφος άκρως αντι-σοσιαλιστικό, σημαίνουν τέλος εποχής και αρχή ίσως για κάποιαν άλλη, και για το λυρικότατο 15. Πάτμος, που βρίσκονται και τα δυο πολύ κοντά στο ύφος του Στρατή Τσίρκα, κάτι σαν φόρος τιμής στις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του- «και χιόνι αμόλυντο χυνόταν προς τη Χώρα και το μοναστήρι, ένα ποτάμι μελάσα και ζαχαρωτά», κι επίσης το ενδιάμεσό τους και πολύ χαρακτηριστικό του ύφους του ίδιου του Λουκόπουλου 14. Βρυξέλλες-Μαρίκε, αιχμηρό και εναργές, που θα μπορούσε να διαβάζεται και ως επίλογος ή πρόλογος, σε κάθε περίσταση.
Από το 16. Διώρυγα του Σουέζ–SS. Taiyouan, τον αναγνώστη περιμένει ωστόσο μια λυρική έκπληξη, καθώς κορυφώνεται η εξέλιξη της φούγκας αυτής των Πόλεων προς το τέλος του ταξιδιού` «ένα μάλλινο σκουφί πλεγμένο βελονάκι», ένα «δίχως φθορά, μνημείο ανθρώπου» του Κόλια Καββαδία προφανώς , που γνέφει στη γέφυρα ή και στην ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς. «Κι όλη τη μέρα θα καπνίζω στα πνευμόνια μου τον καπνό του». Και στο αμέσως επόμενο η σκιά του Μίλτου Σαχτούρη με την «Εισβολή της Μαύρης Πεταλούδας του Πόρου» 17. Πουσάν, Κορέα και χύνονται οι μαύρες πεταλούδες «στα ανοιχτά σακιά που σέρνουν οι χαμάληδες» … «καλύτερα ο θάνατος ωμός/ παρά ετούτος ο διαρκής πνιγμός/ με τα υγρά της λήθης» ο αλύπητος στίχος στη συνέχεια, και θυμάμαι βεβαίως το τρίτο και το τέταρτο SPLEEN του Μπωντλαίρ. Θα ακολουθήσει το πιο δυνατό και τραγικό κείμενο του βιβλίου, όπου ο αμερικανικός στόλος λιανίζει από λάθος τους «δικούς» στο λιμάνι. Ανάμεσα και κάποιοι Έλληνες, και συμπτωματικά ο πατέρας του ποιητή, που τότε διασώθηκε, αλλά το έζησε ετούτο το φρικτό μαζί και η οικογένειά του, ώστε να εγγράφεται τώρα στην παρακαταθήκη των πιο ισχυρών παιδικών αναμνήσεων του συγγραφέα, και να καταγράφεται με άπειρη οξυδέρκεια και γνήσιο πένθος, ένα μοιρολόι μακριά από τον άγριο κυνισμό των συνηθισμένων λογοτεχνικών πολεμικών περιγραφών.
Οι Πόλεις θα κλείσουν την αυλαία τους ανοίγοντάς την κάπως ανακουφιστικά με το αιώνιο όπλο του χιούμορ στο σκηνικό των ημερών μας, 18. Αθήνα –Πειραιώς, σήμερα, σε «ένα εξαιρετικά σύνθετο σύμπαν γεμάτο επίπεδους ανθρώπους» ` τρόλεϋ, αδέσποτα, αρουραίοι, και μια μουσουλμάνα με μαντήλα που περνά πλάι στη μορφωμένη κοπέλα που καπνίζει έξω από μια γκαλερί-καφέ κάνοντας διάλειμμα. Η πόλη δεν έχει πια κλωστοϋφαντουργεία ούτε αργαλειούς, μόνο καπιταλισμό και γκαλερί εγκατεστημένες χάριν κουλτούρας στα παλιά εργοστάσια. Μια καθημερινή εικόνα παγωμένη σαν γκράφιτι ή φωτογραφία κινητού. Στο επόμενο 19. Λονδίνο-Δαγκεροτυπία του Φάραντεϊ ακολουθεί ευθύς αμέσως ένα ειρωνικό, σαν κινηματογραφικό, χαμόγελο για κάθε παγωμένη ζωή, που απευθύνεται ευθέως την τεχνολογική «πρόοδο» και την αστική «ευπρέπεια». Και πριν προλάβω να θυμηθώ τον Μπάστερ Κήτον, η φαεινή «κονσέπσιον» της παγκοσμιοποίησης να μας αποτριχώσει με λέιζερ και να μας εκπορνεύσει ομαδικώς κλείνει θεαματικά στο 20. Καλοκαίρι στο Αλμπουκέρκι, με τη Χουάνα την εργατριούλα παρθένα και την ομόλογή της ξυπόλητη Ιωάννα της Λωραίνης. Το πλοίο περνάει κάτω από τα πόδια της και ο αρτ αφισιονάδο μας που τη ζωγράφισε, μπαίνει θριαμβευτής στη «Ρόδο» της λυρικής πεζογραφίας κλείνοντάς σας το μάτι: «Αει γαμήσου για αποτρίχωση στην τελική!»
[μια ανάγνωση για την 3/9/2019, 48ο Φεστιβάλ βιβλίου, Ζάππειο]
.
ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
“Η Καθημερινή” 7/5/2019
Ταξίδια στον φανταστικό κόσμο της γραφής
Υπάρχουν εσωστρεφείς και εξωστρεφείς τρόποι να ταξιδέψει κανείς στον πραγματικό κόσμο και στον εξίσου απέραντο, τον φανταστικό κόσμο της γραφής. Ο ένας προϋποθέτει λεωφορεία, τρένα, αεροπλάνα και πιθανώς υπερωκεάνια. Σημαίνει ότι κινείσαι με τα μεγάλα μεταφορικά μέσα, τα πολύβουα, και κάνεις διαδρομές πολυσύχναστες στα πέρατα της γης. Ο άλλος τρόπος, ο εσωστρεφής, αφορά ταξιδιώτες πιο συνεσταλμένους και μοναχικούς αλλά διόλου λιγότερο αποφασισμένους να φτάσουν ώς τα πέρατα της γης. Η γραφή έχει κι εκείνη τα δικά της αεριωθούμενα και ποντοπόρα, για να μας μεταφέρει γρήγορα εκεί όπου ο συγγραφέας θέλει: στις μεγάλες αφηγήσεις, στις πολυσέλιδες εξιστορήσεις, στις φιλόδοξες λογοτεχνικές κατασκευές. Και έχει κι εκείνα τα χειροποίητα σκαριά, που χάρη στο μεράκι του καπετάνιου τους και τη βαθιά γνώση της θάλασσας ανοίγονται ήσυχα στα πελάγη, και λογαριάζοντας σωστά τον καιρό μπορούν να διαπλεύσουν έως και ωκεανούς.
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος ανήκει στο δεύτερο είδος, τους αθόρυβους ταξιδευτές και συγγραφείς, που δεν υστερούν όμως σε τόλμη, ταλέντο και επιθυμία περιπλάνησης. Ο κόσμος που έχει βαλθεί να ανιχνεύσει μέσα από τα «μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι» όπως τα ονομάζει, τα οποία περιέχονται στο τελευταίο του βιβλίο «Οι πόλεις το χειμώνα» ορίζεται από μια συναισθηματική γεωγραφία.
Οι ιστορίες του Λουκόπουλου, μετακινήσεις στον χώρο και τον χρόνο, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε φανταστικά τοπία με έντονο συναισθηματικό φορτίο. Παρ’ όλα αυτά ο νους βρίσκει πάντοτε να ακουμπήσει σε μια οικεία εικόνα για να προσανατολιστεί: στο Βερολίνο μια Σομαλή ποδηλάτισσα «καμπυλώνει τη γραμμή της πλάτης της στη στροφή της Κουρφίρστερνταμ», στη Ρώμη απλώνεται «μια κίτρινη αχλή σαν μαρμελάδα βερίκοκο», στη Μαδρίτη «μια λιανή φοιτήτρια με κόκκινα μάγουλα και τσουλούφι χρυσαφί είναι ερωτευμένη με τον Αουρελιάνο Μπουενδία –τον συνταγματάρχη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες–, στη λεωφόρο Ιστικλάλ προς την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης «οι άνθρωποι βράζουν σαν ένας αγρός που πυρπολείται». Ο συγγραφέας των «Πόλεων το χειμώνα» εργάζεται ως φυσικός, και είναι από εκείνους τους δασκάλους που οι μαθητές του αγαπούν πολύ. Ασκεί τη γραφή εφοδιασμένος με την υπομονή και την παρατηρητικότητα του επιστήμονα που επιδιώκει να κατανοήσει τη φύση του κόσμου που μας περιβάλλει. Και έχει μία ακόμη ικανότητα: Τη στιγμή που το απαιτεί η τέχνη του μέσα από τις ρωγμές του ορθολογισμού εισέρχεται στον χώρο της ψυχής.
.
ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
http://www.periou.gr 24/4/2019
“Οι Αόρατες Πόλεις” του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Ευχαριστώ πολύ τον Κωνσταντίνο για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει απόψε την παρουσίαση τη βιβλίου του – το ίδιο το βιβλίο μόλις απόψε το πήρα στα χέρια μου, το είχα μαζί μου σε ηλεκτρονική μορφή στο ταξίδι της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο – το διάβασα πολύ προσεκτικά τότε είχα γράψει τότε εν θερμώ, εν τω μέσω του χιονιά εκείνων των ημερών που δεν έβγαινα από το σπίτι, πώς εδημιουργείτο μια διαδικασία αδελφοποίησης με το καινούργιο βιβλίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, του ομοίου μου, του αδελφού μου: έλεγα πως αν ο αναγνώστης είναι αδελφός του συγγραφέα και ο συγγραφέας είναι ομοίως όμοιος, ναι;)
Είχα δώσει λοιπόν στιγμιότυπα, θησαυρίσματα της ανάγνωσης, για τους νεκρούς που χιονίζουν τις πλάτες των πιστών στο εκκλησίασμα, για το ναυάγιο του σοβιετικού υποβρυχίου στο Κούρσκ, τις επιστολές του στη νεκρή ποιήτρια δίπλα στη λάμπα από Φαγιάνς, για τα παπιρόσι που κάπνιζε μικρός (ο αφηγητής) για τον διεμβολισμό της εκτοπλασματικής ψυχής από το πλαγκτόν και κυρίως για την περιεκτικότητα όλων σε αλάτι, η υπόσταση μας…
Μετά από την ανάγνωση γίνεσαι κάποιος άλλος, τώρα είναι ο μετασχηματισμός, η διεύρυνση της συνείδησης. Να γιατί μερικές φορές μου αρέσει τόσο πολύ να διαβάζω. Αξίζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.
Και ανοίγω τα χαρτιά μου, ο τίτλος με ξεμυάλισε αμέσως όταν τον είδα, μου θύμισε το χιλιαγαπημένο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, στο οποίο έχω προσκολληθεί εδώ και χρόνια, το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω, βλέπω τις εικόνες του και ονόματα των πόλεων του Καλβίνο στα ταξίδια μου – coup de foudre λοιπόν με την πρώτη ματιά με την επίγνωση μετά την ανάγνωση, ότι δεν πρόκειται για μια απλή πνευματική οφειλή, αλλά για μια προσωπική δημιουργία μεγάλης πνοής, που γράφτηκε μετά το βιβλίο του Καλβίνο αλλά είναι αλλιώς και έχει τη δύναμη να γοητεύσει. Οι πόλεις, μας λέει ο Καλβίνο, είναι ένα σύνολο πραγμάτων: αναμνήσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας. Είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μόνο ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων αναμνήσεων.
Οι πόλεις στο βιβλίο του Κωνσταντίνου είναι ένα λεύκωμα πανοραμικό για να απλωθούν αυτές οι λογής λογής ανταλλαγές. Από την απόσταση του περιηγητή, του επισκέπτη, μέχρι το βίωμα αυτού που έχει ζήσει εκεί, η πόλη που θυμίζει μια άλλη πόλη, η νοσταλγία όπως εικονίζεται στις διαδρομές των ενθυμήσεων ή των εμπειριών. Μπορεί να δεις φευγαλέα μια χειρουργικής ακριβείας αποτύπωση ενός στιγμιότυπου που ο αφηγητής θα φωτογραφίσει και σε αργή κίνηση, κουκίδα κουκίδα θα χαράξει την κίνηση – την ακινησία, την ευθεία και την καμπύλη, την κεντρομόλο και τη βαρύτητα της σταγόνας, μπορεί να είναι η απόκοσμη αίσθηση του να έχεις ανοίξει παρτίδες με τις σκιές. Μπορεί να παρατηρεί μια ποδηλάτισσα στο Βερολίνο ή το πέταγμα ενός γλάρου στο Μπράιτον, ή το κύμα της θαλάσσης στο όριο που χάνει και ξανακερδίζει την περιοδικότητα του. Η προσήλωση στο φαινόμενο, η ψυχρή φαινομενικά μα απίστευτα ακριβής και τρυφερή – να μην παραλείψει κάτι – ματιά του επιστήμονα μετουσιώνεται στις ακραίες της συνέπειες σε ματιά του μύστη. Κοινωνεί και επικοινωνεί το βάθος της εικόνας εκεί που στη θάλασσα της Αλβιόνος, εικονίζονται οι Δροσουλίτες εκεί που ο τόπος στην ουσία του είναι Φραγκοκάστελλο.
Μπορεί το οδοιπορικό να ανήκει σε μια δυστοπία, σε έναν εφιάλτη του αφηγητή, ένα όραμα για το μέλλον. Μπορεί μέσα στο εξωτικό σκοτάδι ενός λιμανιού να ισορροπεί ανάμεσα στο μυστήριο μιας θεολογικής ενατένισης και τη γλυκιά νοσταλγία – μια προσέγγιση της μικρής ιστορίας, να μνημονεύει τους προσφιλείς ανιόντες. Ο αφηγητής μπορεί να μεταμορφώνεται, η φωνή του να ταξιδεύει στο χρόνο, να συγχωνεύεται με την βαθύτατη ουσία της ιστορίας, με τα πιο ευλαβικά όνειρα του τόπου. Άλλοτε πάλι η πόλις, όσο και να παραπέμπει το όνομά της στη γεωγραφία και την ιστορία, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Αλλού, φιλοξενεί εξωκοσμικές εμπειρίες και όνειρα του αφηγητή, μυθικούς συνειρμούς και αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Άλλοτε η πόλη κατοικείται από νεκρούς, στις παρυφές της ιστορίας και ο αφηγητής μνημονεύει τα ονόματα τους και τα όνειρα τους, τα βράδια γράφει γράμματα σε μια νεκρή ποιήτρια, εικόνες στον πάγο εξωτικές, νιώθεις πως τις έχεις ξαναδεί, deja vu, σκηνές παρμένες από κινηματογραφικό θρίλερ με παγοθραυστικά και όλη την ποίηση του χιονιού και του θανάτου.
Με μικρές πινελιές, επιχειρεί το Μεγάλο Έργο, μόνο με τα ονόματα των τόπων και των ανθρώπων που αλλάζουν στο ταξίδι, η ματιά του αφηγητή βαπτισμένη στη λογοτεχνία μπορεί να κάνει το ηχόχρωμα να αλλάζει, ακούς γύρω άλλη γλώσσα και πάντα το βαθύτερο μυστικό αυτό που θέλει να μάθει ο αφηγητής, ο σκοπός του ταξιδιού – πάντα το μετά θάνατον, το επέκεινα, η ζωή δίχως ζωή. Αυτό ρωτάει τους ήρωες σάρκινους ή λογοτεχνικούς όποτε τους συναντά.
Οι εντυπωσιακά αυτονόητες και αιφνιδιαστικά συναρπαστικές χαρτογραφήσεις μιας πόλης – “το παρελθόν αναδιατάσσεται καθ’ ύψος στην ιεράρχηση της ζωής των πετρωμάτων” το κατάλαβα όταν επισκέφτηκα προσφάτως τη Θεσσαλονίκη και έβλεπα τις σπουδαίες εκκλησίες της από ψηλά από τα κράσπεδα του δρόμου.
Ένας Πρωτέας ο αφηγητής που συλλαμβάνει το απόσταγμα της τοπικότητας, τις αφηγήσεις, την ιστορία και δίνει το συνδυασμό την ισορροπία της ταυτότητας κάθε τόπου.
Άλλοτε η πόλη γίνεται ο χάρτης για να σημειωθούν οι τρυφερές οι πολύτιμες ματαιώσεις της νεότητας. Η Βαβρ του ταξιδιού γίνεται ο Χάνδακας των σπουδών και το γκρίζο βιομηχανικό τοπίο της κτηνοτροφίας περικλείει στις πτυχές του τις νοσταλγικές αναπολήσεις, ανεξιλέωτες και διαρκώς επανερχόμενες. Τα φοιτητικά χρόνια, ο έρωτας, η κβαντομηχανική, η αφισοκόλληση, ταπεινές και ουσιώδεις εικόνες μιας ενηλικίωσης
Μία συγκεντρωτική συλλογή πεζών που τα περιλαμβάνει όλα αυτά, μια αναπόληση, ένας στοχασμός στην ενηλικίωση, στο πένθος, στο θάνατο και στην πνευματική και υλική υποστασιοποίηση που είναι η ψυχή, αυτή που επιβιώνει μετά θάνατον – το αλάτι της γης το φως του κόσμου.
«Η πύκνωση της αρμύρας σε ένα λειτουργικό σώμα αντικαταστάτη» (παράθεμα).
Το αλάτι της θάλασσας, το φως του κόσμου, η νοστιμιά που έρχεται στην την πιο ταπεινή της εκδοχή από τις κουτσομούρες του θαύματος στο όραμα, μέχρι την εκτοπλασματική μυστηριώδη εκδοχή του, ισορροπία ηλεκτρολυτών που διαταράσσεται, ένας ορισμός διαισθητικός της ζωής και του θανάτου, ισορροπία ανάμεσα στο πιο πεζό και το πιο ποιητικό της ύπαρξης.
Η εισβολή του αλατιού από αέρος, όταν στη θάλασσα της Γένοβας περιβάλλει το σκάφος με υφάλμυρη υγρασία Ο ζεστός πυρήνας της Κυκλαδίτικης αρμύρας, εκφραστής αυτού που αρνείται να υποκύψει και που ο αφηγητής ανακαλεί μπροστά στη θάλασσα στο Μπράιτον. Το αποταμιεύω τρυφερά, όπως φυλάω μες τα βιβλία δύο λόγια πρόχειρα γραμμένα, της στιγμής.
Η σιωπή ως καταφυγή και ως παρηγορία είναι “διάλυμα πικρής θάλασσας”.
Η ύπαρξη είναι μια ποσόστωση σε άνθρωπο με διακυμάνσεις στο αλάτι. Σκέπτομαι: θα στεγνώσω, θα επεξεργαστώ, θα ιδρώσω, θα απλωθώ, θα ζήσω τη διάχυση, συμπαγής και κοκκιώδης, κρυσταλλικός, όπως ένας χειμώνας που συμβαίνει έξω από το τζάμι μου.
Άλλοτε πάλι το φαγητό βράζει, μόνο όταν φούσκωνε/στεκόταν στο πλάι/ κι έκλαιγε μοναχό του*/έτσι έχανε το αλάτι του*/αυτός προσέθετε αλάτι/με ένα μαχαίρι..
Ο ρόλος της αφαλάτωσης – ένα προσωπικό μυστήριο, μια γλώσσα έντονη και έννοιες να μιλήσεις για τα πιο λεπταίσθητα των αισθημάτων, στα όρια των θετικών επιστημών. Μια άλλη γλώσσα, ριψοκίνδυνο να την χρησιμοποιείς γιατί το πλήρες συναισθηματικό φορτίο της δεν είναι για όλους. Επικίνδυνο γιατί μπορεί να γίνει μανιέρα. Δεν θα το έκανα εγώ προσωπικά.
Ο Κωνσταντίνος το κάνει και ενώ μπορώ να τον καταλάβω αντιδρώ, κλωτσάει κάτι μέσα μου. Το ξανασκέφτομαι. Έχει μανία με τη γλώσσα. Θέλει τις καμπύλες Λισαζού, την αρνητική στροφορμή όπως θέλει και τα παπιρόσι – πού τη θυμήθηκε αυτή τη λέξη !!! Οι λέξεις του είναι αγκίστρια, είναι φτερά στο αγκίστρι, είναι πολύχρωμα σύμβολα για να ψαρέψουν το πιο βαθύ το πιο πολύτιμο κάτι από το βυθό. Όπως ο Προυστ παλεύει με τη γεύση, μια γεύση αποκλειστικά προσωπική και αποκλειστικά δική του που την αξιοποιεί για να βγει η ανάμνηση η μοναδική αλλά και κοινοποιήσιμη γιατί είναι δημιουργία η ανάκλησή της, έτσι και ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί λέξεις, αισθήσεις, εικόνες, χρώματα, αφηγήσεις, μύθους προσωπικούς, έννοιες από τη φυσική, αντικείμενα – τα αντικείμενα ως αυθεντίες και οπωσδήποτε όνειρα για να σπουδάσει το θάνατο, να φτάσει στα όρια, να συλλάβει την υπόσταση του, τον έρωτα, ό,τι τον διαμόρφωσε και τον διαμορφώνει και ό,τι αγάπησε και αγαπά.
Από την πρώτη παράγραφο καταπιάνεται με μια σπουδή του θανάτου.
Μια φαντασμαγορία οι εικόνες που επικαλείται. Έχει άραγε σημασία αν τα όνειρα τα είδε εκείνος – ο ίδιος – η κάποιος άλλος, όπως φερ’ ειπείν ο Ιερώνυμος Μπος; Ή αν τα επινόησε για να μιλήσει με την ευκολία που δίνει στη φαντασία η συνθήκη της αναίρεσης των φραγμών για τη σχέση με τον πατέρα, την ανδρική ταυτότητα, τα οράματα του επέκεινα, το φόβο του θανάτου αλλά και γλιστρώντας με το βήμα της ποίησης στην άλλη πλευρά, ονειρευόμενος για λογαριασμό τους, ή συνθέτει συγκλονιστικές ιστορίες φαντασμάτων, την νεύρωση της ανταλλαγής, την επανάληψη μιας χειρονομίας , ψυχανεμίζεται την μυστηριακή κατάσταση των νεκρών, τα παιδιά και τους καημούς ση διεπιφάνεια των κόσμων, δημιουργεί τις τόσες πιθανότητες – τις εκδοχές που γράφει, που κατασκευάζει η λογοτεχνία για τον άλλο κόσμο.
Το πιο πλάγιο κείμενο, το πιο λοξό, το πιο φευγάτο, με την ακρίβεια της γλώσσας που δίνουν οι θετικές επιστήμες. Στα όρια της ορολογίας τα ποιητικά τοιχώματα γίνονται ελαστικά, διευρύνεται η γλώσσα, οι έννοιες τα αισθήματα. Μια νηφάλιος μέθη, μια άχνα, οι εμμονές ενός ανθρώπου που σε παρασύρει σε μια άσκηση ενανθρώπισης. Το κέρδος της ανάγνωσης – να μην το πω το κέρδος- η ευλογία της ανάγνωσης είναι να ακολουθήσεις τη διαδρομή με όσες αποσκευές έχεις, αποφεύγοντας να αποκωδικοποιήσεις αλλά βάζοντας τον εαυτό σε μια συμπαθητική δοκιμασία, μια προσπάθεια ρύθμισης του αλατιού της σύστασης σου, ώστε να συντονιστείς, να βρεις τη συχνότητα τη δική σου και τη δική του, να πάρεις το ρίσκο του μέγιστου πλάτους αυτό το ‘παρατέντωσε με κι ας σπάσω’ του Καζαντζάκη, που παράγει αυθεντική εμπειρία, νέα εμπειρία, που διευρύνει τη συνείδηση, που συνδέεται χωρίς να δεσμεύεται, μια πράξη υπακοής, μελέτης και απελευθέρωσης. Το έργο του Κωνσταντίνου αντέχει. Μπορεί να σηκώσει μια τέτοια διαβατική διαδικασία και τούτο διότι περιέχει τις εμπειρίες, έχει τραυματιστεί έχει ματώσει, αντέχει. Φέρει τις μυητικές ξυραφιές των πολεμιστών της Αφρικής. Έχει θρέψει ψυχές πεθαμένων με το αίμα του. Πάσχει, συμπάσχει, οραματίζεται, ονειρεύεται, μεταμορφώνεται, συνομιλεί με τους νεκρούς. Περνά από όλα τα στάδια της ύπαρξης και της μη ύπαρξης, μπορεί να σε περιέχει, μπορεί να με περιέχει και εγώ να ανταλλάξω μαζί του όπως ο Μάρκο Πόλο ανταλλάσσει στις πόλεις από όπου περνάει για να αφηγηθεί στον Κουμπλάι Χαν.
Αν όλο το έργο το βλέπαμε σαν μια Οδύσσεια, μια μυητική περιπλάνηση στις Πόλεις ή μια Δαντική Κάθοδο στον Άδη – πολύ χαλαρή η αναλογία γιατί όλο το έργο είναι στραμμένο στη σπουδή του θανάτου – υπάρχει ένα κεφάλαιο μια ενότητα οι Εγκιβωτισμοί που είναι το πιο βαρύ το πιο σκοτεινό από όλο το έργο, αυτό που με έκανε να υποφέρω περισσότερο διαβάζοντας το, η Νέκυια του βιβλίου, το πιο βαθύ και μαρτυρικό Πουργκατόριο, τα ημερολόγια του νοσοκομείου – θυμίζει τόσο πολύ ένα κείμενο σε παρόμοια συνθήκη του Αντόνιο Ταμπούκι. Διαλογισμοί με τη σκέψη του Κωνσταντίνου που παίρνει χίλιες στροφές το λεπτό, διαλογισμοί για το σύμπαν, για τη βαρύτητα, για το χρώμα, για τη χημική σύσταση των ανθρώπων, για το μέλλον των κυττάρων, για τα όνειρα, για τη φθορά, για το φόρεμα μιας κοπέλας, για το επέκεινα, για την αδράνεια της ψυχής – με την ακρίβεια και την παρατηρητικότητα του φυσικού επιστήμονα την απόλυτη ψυχραιμία και το σπαραγμό του ανθρώπου στο νοσοκομείο, εκεί που παραστέκεται στις πύλες του Άδη τους ανιόντες και περιμένει, περιμένει το αναπόφευκτο, το προδιαγεγραμμένο με τη μέγιστη σοφία και τον μέγιστο πόνο. Το πιο βαρύ κομμάτι. Ασήκωτο. Σαν ημερολόγιο νοσοκομείου αλλά και σαν οδοιπορικό. Όλες οι μνήμες συσσωρεύονται, η ύπαρξη όλων, το παρελθόν, το μέλλον.
Η τελευταία ενότητα, τα κείμενα για την αφαλάτωση, πόσο παράξενος τίτλος – αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή – δεν είναι πια μυστήριο ο τίτλος μετά την αναγνωστική διαδρομή – μετά τους χίλιους ρόλους του αλατιού στην σύσταση και την υπόσταση του αφηγητή.
Θέλει σιγά σιγά να το αφαιρέσει το αλάτι, να αλλάξει αυτή τη σύσταση, την περιεκτικότητα, να οδηγήσει την ουσία του την ίδια στην πιο λεπτή της υπόσταση να εξατμιστεί, να μείνει η αλισάχνη – το λεπτό υπόλειμμα του κύματος στα βράχια. Αφαλάτωση ενεργητική, απελευθέρωση του κύματος από το αλάτι του, σπουδή της ουσίας της ύπαρξης.
22 αφορισμοί – το πιο πυκνό, το πιο ευάλωτο κομμάτι του κειμένου – εκεί που δεν υπάρχει η αφήγηση αλλά ο ισχυρισμός του συγγραφέα, η φιλοσοφική του θέση, εκτεθειμένη, χωρίς περίβλημα, χωρίς ιστορία, η παρακαταθήκη του. Μια κοσμολογία θα έλεγα – δεν θα τολμούσα να την αποκωδικοποιήσω – έχω την αίσθηση ότι πρέπει να προσληφθεί κυριολεκτικά, σε όλο της το υπερρεαλιστικό μεγαλείο,
Ένας κόσμος παραλλαγμένος που ο ταξιδιώτης / ο αναγνώστης πρέπει να αποδεχτεί, όπου πρέπει να περιηγηθεί με ανοιχτά τα μάτια. Αν οι Εγκιβωτισμοί ήταν το Πουργκατόριο, η Αφαλάτωση είναι η τέλεια αφαίρεση. Τι είναι άραγε το σπίτι που η ουσία του είναι δέντρο, το αίμα του λευκό φως – πως συντελείται εκεί το πέρασμα του χρόνου; Αυτοί οι ένοικοι που έχουν στοιχειώσει σε μια δίνη, μια Βαλτική και θάλασσα των Σαργασσών, ένα τρικυμισμένο ησυχαστήριο;
Μια φαντασμαγορία από εκεί εικόνες και αποφάνσεις για τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα, το φύλο, την πιο προσωπική ανάμνηση, τις αναγνώσεις, την τέχνη, την αισθητική, την ύπαρξη του Θεού μέχρι την τελική εξάτμιση του κύματος. Ένα ποιητικό κρεσέντο, στακάτο, αποφαντικό, με την ακρίβεια και τη γνώση του επιστήμονα που διευρύνει τα όρια της συνείδησης του. Ο αναγνώστης που μεσολαβεί όπως εγώ σήμερα δεν μπορεί να πει τίποτα περισσότερο. Αναγνώρισε μέσα στις γραμμές του έναν όμοιο του, έναν αδελφό – ένιωσε ότι πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα αυτογνωσίας, για μια πρόκληση σε ένα ταξίδι στην ποίηση, στο εντός, στο πέρα από εμάς. Ο Κωνσταντίνος κατάφερε να μετουσιώσει σε έργο τέχνης μια προσωπική διαδρομή πόνου, πένθους, αυτογνωσίας, περιηγήσεων, Αναγνώσεων, φιλοσοφικών στοχασμών, ερώτων και να μας παραδώσει αυτό το έργο – πρόκληση για μια προσωπική ξεχωριστή δοκιμασία για τον καθένα, μια αναγνωστική απόλαυση υψηλού επιπέδου.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
“Fractal” Απρίλιος 2019
Τα κύματα κι οι άνθρωποι
Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια ιαπωνική ακουαρέλα […]
Έτσι παρομοιάζει το ταξίδι της ζωής το κείμενο «Τα κύματα κι οι άνθρωποι», που κλείνει τη συλλογή με τον τίτλο «Οι Πόλεις το Χειμώνα». Πρόκειται για ένα πεζό ποίημα (όρος δόκιμος/αδόκιμος μπροστά στην αδυναμία σαφούς προσδιορισμού), που εντάσσεται στην τελευταία ενότητα του βιβλίου «Κείμενα για την αφαλάτωση – αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή». Τα οντολογικού περιεχομένου κείμενα της ενότητας αυτής ολοκληρώνουν και συνοψίζουν τη φιλοσοφική στάση του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου απέναντι στη ζωή εν συνόλω. Έχουν προηγηθεί οι ενότητες «Οι πόλεις το χειμώνα» και «Εγκιβωτισμοί – Οντολογία ενός ακούσιου περιορισμού». Όλα μαζί ένα παράθυρο στον κόσμο του ποιητή. Γιατί στην ουσία ποιητής είναι ο Λουκόπουλος, κι ας δίνει εδώ στην πιο πεζή τους εκδοχή όσα εγκαταβιούν στη σκέψη του.
Περιπλανώμενος είναι, ένας flâneur ταξιδευτής, και όχι μόνον επισκέπτης στις «Πόλεις το Χειμώνα». Αυτά τα είκοσι κείμενα συνιστούν τα αποθησαυρισμένα τοπία που μοιάζει να αποσπάστηκαν από τον φυσικό τους χώρο για να βρουν τη φιλοσοφική τους διάσταση και την ποιητική τους υπόσταση μέσα στα μικρά μπονζάι που απαρτίζουν την ενότητα. Πράγματι, δεν χρειαζόταν ούτε λέξη παραπάνω στα όσα γράφει ο Κωνσταντίνος για να έχει ειπωθεί το άπαν. Ο τρόπος της γραφής έχει τις απαιτήσεις του από τον αναγνώστη· ξέρουμε όμως πως οι εύστοχα επιλεγμένες λέξεις γεννούν τις πολλαπλάσιές τους στη συνείδηση του αναγνώστη/συμμέτοχου της γραφής. Έτσι, η μικρή φόρμα, περιεκτική νοήματος με τις πολυσήμαντες λέξεις, αποπνέει στοχασμό και κινητοποιεί τη μέθεξη του αποδέκτη. Τα μικρά μπονζάι κείμενα γειτνιάζουν με τον ποιητικό λόγο ακολουθώντας την υπαινικτικότητα, τη μεταφορική σημασία, την ελλειπτική μορφή και αφήνοντας από μέσα τους να εκχειλίσει το απαύγασμα του κόσμου, όπως με τη διεισδυτική του ματιά ο αποθησαυριστής το αποτύπωσε στο χαρτί. Οι πόλεις αυτές θα μπορούσαν να είναι ρεαλιστικές ή και όχι, μια που αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι η απεικόνιση του τοπίου αλλά η δυνητική μορφή που αυτό παίρνει κάτω από τη βάσανο της ψυχικής διεργασίας του γράφοντος.
Έκαστος στη μεμβράνη του γεννάει τη δική του σιωπή, που έχει συνήθως το χρώμα της μάνας του στο νεκροκρέβατο ή έναν ήχο πνιχτό από τακούνι που χώνεται στη λάσπη, ή το ψυχορράγημα της νύχτας όπως στραγγαλίζεται από το πρώτο φως, μα έπειτα από ομόφωνη συγκατάβαση όλοι τη μοιράζονται και την υπερασπίζονται από κοινού ως εαυτόν (ποιαν ακριβώς; την εθελούσια σιωπή: την αυθόρμητη σίγαση των λυγμών, του λογισμού, των πόθων).
Όλο αυτό το άχθος (γιατί για άχθος πρόκειται) δέχεται τώρα μια ακόμη επεξεργασία. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, εγκιβωτισμένος ο γράφων σε υπαρκτό χώρο (ή σε νοητό περίκλειστο – αδιάφορο) θεραπευτικής «ειρκτής» ανατέμνει το κατακτηθέν τρόπαιο των περιπλανήσεων στον μέσα και τον έξω χώρο.
Δεν μου απομένουν παρά λίγες μέρες σε τούτο το καθεστώς. Γι’ αυτό δε θα μακρηγορήσω. Με νύχια και με δόντια θα πρέπει να διεκδικήσουμε τον χώρο μας. Γέρικα δέντρα όπως καταλήξαμε κι ακίνητα, ας διατάξουμε τουλάχιστον τις ρίζες μας ώστε να αναζητούν όλο και μακρύτερα το αφράτο χώμα.
Συμφιλίωση με το τέλος και με τον φόβο του τέλους, χωρίς τις εκδοχές της συνέχισης υπό το κράτος μιας διεστραμμένης θεολογικής ερμηνείας του κόσμου. Η βέβαιη γνώση του τέλους κυρίαρχη.
Το τέλος δεν ενσωματώνεται, δεν καταπίνεται από τον εαυτό, δεν συντελείται, δεν πραγματοποιείται.
Οι «Εγκιβωτισμοί», το πιο ώριμο προϊόν γραφής του Λουκόπουλου κατά τη γνώμη μου, αποδίδει με τον πιο σαφή τρόπο τον σκεπτικισμό του για τη θέση του νοήμονος όντος στο σύμπαν, την πορεία του (ανοδική ή καθοδική αδιακρίτως) προς ένα στόχο συχνά σαθρό. Με τη βέβαιη κατάληξη της λείανσης, ώστε οι κοφτερές και επικίνδυνες γωνίες να καταστούν ανώδυνες και συμπαθητικές· μια συμφιλίωση με το ανέφικτο και ένας συμβιβασμός με τον ίσιο δρόμο χωρίς παρακαμπτηρίους και εκπλήξεις.
[…] είναι σαφές το ποιος κερδίζει, αφού όλα τα βότσαλα είναι στρογγυλά, ενώ γεννιούνται τσαντισμένες πέτρες, γεμάτες επαναστατικά όνειρα κι αιχμές.
Έτσι, όταν φθάνουμε στο τρίτο μέρος, η σκοπούμενη αφαλάτωση οδηγεί στα πιο ποιητικά κείμενα, με την απαλλαγή από όσα βαραίνουν τη συνείδηση· εδώ θα μείνει το απόσταγμα, ακόμη κι αν αυτό είναι μια δυνητική σιωπή, όπως δηλώνεται στο συνοδευτικό του τίτλου. Τι περισσότερο να ειπωθεί; Η καταληκτική φράση σε ένα από τα κείμενα είναι αποστομωτική με το διφορούμενο νόημά της που περικλείεται μόνο μέσα σε μία αρνητική λέξη:
Το «σύμπαν» είναι άλλωστε τόσο μεγάλο που (δεν) το χωράει ο νους που το κατασκευάζει.
Επτά κείμενα-διηγήματα μπονζάι προτάσσονται στα τρία μέρη της συλλογής. Με τον ορθολογιστικό τρόπο που διακρίνει τον Λουκόπουλο (κι ας μην προσιδιάζει κάτι τέτοιο σε ποιητή) δίνονται οι κατευθυντήριες οδηγίες προς τον αναγνώστη προκειμένου να πλοηγηθεί στα αχαρτογράφητα νερά των κειμένων. Άλλωστε οι εκτενείς τίτλοι τους θα μπορούσαν κι αυτοί να λειτουργήσουν ερμηνευτικά των προθέσεων του γράφοντος. Έτσι δημιουργείται ένα ενδιαφέρον οξύμωρο: κείμενα κρυπτικά (όπως όλα αυτά που γειτνιάζουν στην ποίηση) συνοδευμένα με την αγωνία μιας εξήγησης, σαν να μη θέλει ο δημιουργός τους να τα αφήσει στο έλεος της ανάγνωσης απροστάτευτα.
Νομίζω πως χωρά εδώ η συμπλήρωση του αρχικού παραθέματος αυτού του κριτικού σημειώματος, καθόσον ερμηνεύει καλύτερα το όλον:
Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια ιαπωνική ακουαρέλα, που ανάλογα με τα χρώματα, την ένταση ή τη διαφάνειά του, κάποτε το επιλέγουμε ως ιδανικό, ώστε να αποθέσουμε επάνω του την ύπαρξή μας. Εκείνο θα μας πάει από κει κι έπειτα, το μακρύ ταξίδι, όσο να συναντήσουμε τους βράχους ή τα άλλα κύματα. Μα είναι κι η ύπαρξη απέραντη όσο διαρκεί –κι ας είναι τούτο από μόνο του, μια οντολογική παγίδα– είναι κι ο έρωτας μια πλημμυρίδα και μια άμπωτη μαζί. Για αυτό, αν τύχει και το κύμα μας σκορπίσει και μείνει μονάχα η αλισάχνη του στο δέρμα μας, ή ένα ρίγος θαλερό που ακροπατεί νοσταλγικό στ’ άδεια μας βράδια, καλό είναι να θυμόμαστε το πώς τ’ αγαπήσαμε όσο κράτησε: σαν να ’ταν η ουσία κι ο ίδιος ο αχός της αέναης θάλασσας, κι όχι απλώς ένα ακόμη υγρό τομάρι.
Στο εξώφυλλο ένα έργο του Γιώργου Κόρδη θυμίζει τους «Ταξιδιώτες» του Bruno Catalano, που αφήνουν το τοπίο να διαπερνά το μισοτελειωμένο σώμα τους εντασσόμενοι πλήρως εν κινήσει στον χώρο. Εδώ η κόκκινη φιγούρα σε πρώτο πλάνο αφήνει πίσω το τοπίο της περιπλάνησης και προχωρά. Ό,τι κέρδισε από αυτό το έχει μαζί της. Αποθησαυρισμένη μνήμη από τον Κωνσταντίνο Χ. Λουκόπουλο, έναν στυλίστα της γραφής.
.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΠΕΪΟΓΛΟΥ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 23/2/2019
Οι παράξενες πόλεις του χειμώνα
«Ομορφη πόλη, σιωπητήριο. Στις προηγμένες κοινωνίες, όπου οι μονάδες συνεννοούνται με νεύματα, η σιωπή είναι μια ατομική ιδιότητα που αυθόρμητα κοινωνείται πανταχόθεν. Εκαστος στη μεμβράνη του γεννάει τη δική του σιωπή, που έχει συνήθως τα χρώματα της μάνας του στο νεκροκρέβατο ή έναν ήχο πνιχτό από τακούνι που χώνεται στη λάσπη ή το ψυχορράγημα της νύχτας όπως στραγγαλίζεται από το πρώτο φως, μα έπειτα από ομόφωνη συγκατάβαση όλοι τη μοιράζονται και την υπερασπίζονται από κοινού ως εαυτόν (ποιαν ακριβώς; την εθελούσια σιωπή: την αυθόρμητη σίγαση των λυγμών, του λογισμού, των πόθων)».
Ολοι έχουμε μια χειμωνιάτικη πόλη, πραγματική ή ιδεατή, να μας φιλοξενεί τις κρύες μέρες, σκέφτομαι καθώς διαβάζω τα υπέροχα μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι «Οι πόλεις το χειμώνα» του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Εναστρον.
Κείμενα ποιητικά, ατμοσφαιρικά, βαθιά οντολογικά, μιλούν προσωπικά μα νιώθεις πως μιλούν για σένα. Οι πόλεις που ζούμε αναπνέοντας πότε καυσαέριο και πότε αρώματα, πότε χαρά και πότε λύπη είναι το λογοτεχνικό πεδίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου.
Στη Ρώμη «μια κίτρινη αχλή σαν μαρμελάδα» μάς τύλιξε, στο Ιντερλάκεν καθίσαμε σε «μια σεζλόνγκ μπροστά στην παγωμένη λίμνη», στο λιμάνι της Γένοβας είδαμε το Arcadia να σαλπάρει για τη Νέα Υόρκη, στο Βόλγκογκραντ κοιτάξαμε μια νύχτα τον ουρανό «μέσα από τον ύπνο των πουλιών», στο Τρόντχαϊμ παρατηρούμε το Σέλας ως «γαλάζιο άγγελο που διαμοιράζει την ηλιακή κορόνα σε άλλες και σιωπηλά βεραμάν», περάσαμε από την Οδησσό, το Μπράιτον, τη συνοικία Κρόιτσμεργκ στο Βερολίνο.
Στη Μαδρίτη ο Ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντζα μάς έσφιξε το χέρι. Και από τη Βαβρ διακτινιστήκαμε στον Χάνδακα. Συνεχίζουμε. Κωνσταντινούπολη, Μόσχα. Στις Βρυξέλλες μια ανάσα. Και πίσω τον Δεκέμβρη στην Πάτμο. Σουέζ και Λονδίνο. Μην ξεχάσω την Αθήνα, λέω στον εαυτό μου. Πόλεις, κι άλλες πόλεις, η ζωή μας.
Οι πόλεις πάντα ήταν ένα ισχυρό χαρτί στη λογοτεχνία. Χωρίς την πόλη δεν υπάρχει μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα. Ακόμα και το σώμα είναι η «πόλη» που κατοικούμε. Συχνά είναι ο καταλύτης στα γραπτά μεγάλων δημιουργών. Οι πόλεις εμπνέουν τους μεγάλους δημιουργούς. Πώς θα ήταν ο Κούντερα χωρίς την Πράγα, η Βιρτζίνια Γουλφ χωρίς το Λονδίνο, ο Τσέχοφ χωρίς τη Μόσχα, ο Σαρτρ χωρίς το Παρίσι, ο Ντοστογιέφσκι χωρίς την Πετρούπολη, ο Καβάφης χωρίς την Αλεξάνδρεια;
Μικρά διαμάντια
Η βιωματική σχέση των λογοτεχνών με την πόλη, που είναι τόσο εμφανής και στα γραπτά του Κ. Λουκόπουλου, μας χάρισε μια αλησμόνητη λογοτεχνία.
Στις «Πόλεις το χειμώνα» συνυπάρχουν δύο ακόμα ενότητες: οι «Εγκιβωτισμοί» και τα «Κείμενα για αφαλάτωση». Προσωπικά θα προτιμούσα τις «Πόλεις» μόνες τους. Καθώς δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αφήγησης που θέλεις να μπαίνεις και να βγαίνεις απερίσπαστος σε σταθμούς και λιμάνια. Αυτό «αδικεί» τις άλλες ενότητες που θα μπορούσαν να σταθούν μόνες τους σε μια άλλη έκδοση. Διαπιστώνω όμως ότι αυτή είναι μια τάση αρκετών νέων εκδόσεων με διηγήματα. Να περιλαμβάνουν δηλαδή περισσότερα κείμενα, θέλοντας να δώσουν ίσως ένα μεγαλύτερο στίγμα της λογοτεχνικής γραφής του συγγραφέα (;).
Ενδεικτικά από τους «Εγκιβωτισμούς» αναφέρω ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό «Πρωτόκολλο»: «Η ανάρρωση συμβαίνει πέρα από την αγωνία της υγείας, της θνητότητας ή της απώλειας, ένα σύνολο χημείας και φυσιολογίας, πραγματώνεται, ούτως ή άλλως, όσο ο καιρός φουσκώνει σαν βραστό γάλα. Στη διάρκεια των ωρών, παράλληλα γεγονότα αντιστρέφουν την αναμονή, σε ικεσία και απόρριψη: αυτοΐαση δεν υφίσταται δίχως τη συμμετοχή ενός εαυτού, είτε θρησκόληπτου είτε αγνωστικιστή». Κείμενο βαθιά στοχαστικό σε μορφή διηγήματος μπονζάι.
Τα υπαρξιακά «Κείμενα για αφαλάτωση» είναι μικρά διαμαντάκια, από τα οποία σας μεταφέρω κλείνοντας το εξαίσιο κείμενο «Τέλος», ευχόμενη στον συγγραφέα του να συνεχίσει να γράφει τα απολαυστικά του κείμενα:
«Οσες ζωές ζήσαμε εδώ, δικές μας ή των άλλων, εξαχνώνονται ανά μονάδα χρόνου και ποτίζουν τις ταπισερί, τα ουγγρικά πλακάκια και τα ετοιμοπόλεμα σάβανα. Στα όνειρα, που συμβαίνουν ενύπνια ή όχι, μπαινοβγαίνουμε ακατάπαυστα σε αυτές. Σε μια ζωή που τη ζεις από την αρχή γνωρίζεται με τον εαυτό σου κι ώς τον θάνατο συμφιλιώνεσαι. Σε άλλες πάλι, μπαίνεις χειμώνα ενώ δακρύζουν τα κυκλάμινα κι οι γαρδένιες αναπολούν τα καλοκαιρινά μεσημέρια, όπου η πυκνότητα και η ευωδιά τους κερδίζουν τη θερμή εγγύτητα του ήλιου, όταν συγκρίνονται. Σε αυτές, το τέλος είναι πιο οδυνηρό, σαν να ζεις μόνο ένα τέλος δίχως αρχή, καθ’ υπέρβαση της αιτιοκρατίας. Ομως όπως έχω ξαναπεί, ένα τέλος είναι πάντα ένα -ανεκτίμητο-τέλος».