Ο Γιώργος Πετούσης γεννήθηκε το 1943 στη Λεμεσό και αποφοίτησε από το Λανίτειο Γυμνάσιο – κλασσικό τμήμα. Τη δεκαετία του 1950 υπήρξε μέλος της Αλκίμου Νεολαίας της Ε.Ο.Κ.Α και όταν συνελήφθη, από τους Άγγλους, καταδικάστηκε σε έξι μηνών φυλάκιση με αναστολή. Άρχισε να γράφει ποίηση από πολύ μικρός, από το 1957. Ήταν μέλος του λογοτεχνικού Ομίλου του Λανιτείου Γυμνασίου. Καθοδηγητές του οι καταξιωμένοι λογοτέχνες Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος και Ανδρέας Παστελλάς, οι οποίοι είδαν την αγάπη του στα Γράμματα και τον παρότρυναν στο γράψιμο. Ποιήματα και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στις Κυπριακές εφημερίδες και σε νεανικά περιοδικά.
Υπήρξε μέλος της της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου kai Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδος και ανήκει στα πρώτα μέλη του ΠΕΝ Κύπρου Από το 2003 όμως είναι ιδρυτικό μέλος και υπήρξε, για μία δεκαετία, μέχρι το 2013, πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης».
Αρκετά ποιήματα, διηγήματα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα κυπριακά και ελλαδικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί σε κυπριακές και πανελλαδικές καθώς και σε ξενόγλωσσες Ανθολογίες και έχουν μεταφρασθεί και δημοσιευτεί στα Γερμανικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Σέρβικα και Ρουμάνικα. Το 2009, η ποίησή του, έχει συμπεριληφθεί σε δίγλωσσο Ανθολόγιο Ποίησης ( Αγγλικά – Ιταλικά), το οποίο εκδόθηκε στην Πεσκάρα της Ιταλίας Ο Γ.Π. τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την ποίηση, έχει εντατικά ασχοληθεί και με την πεζογραφία. Τέλος, το 2011, στη Σαλαμίνα έχει τιμηθεί, από το Καφενείο των Ιδεών, με Δίπλωμα Τιμής και μαζί με άλλες προσωπικότητες, του απενεμήθη, για την προσφορά του στη Λογοτεχνία, το χρυσό μετάλλιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ποιητικά του έργα:
«Στον ίσκιο του θανάτου», Λεμεσός 1977 «Ενόραση», Κύπρος 1980
«0 αδελφός μου Ονήσιλος», Λεμεσός-Κύπρος 1989
«Επώδυνη καταβύθιση», Λεμεσός 1995
«Νήσος τις εν κινδύνω», εκδόσεις «Ακτή», Λεμεσός Κύπρος 2003
«Τέλος χρόνου», εκδόσεις Αριστοτέλους, Λεμεσός 2010
«Επιλογή Ποιημάτων», δίγλωσση έκδοση, σέρβικα – ελληνικά, ΣμενέρεΒο 2013.
Πεζά:
«Ταραγμένα και παγιδευμένα χρόνια», Αφήγημα – Η δεκαετία του 1950 στην Κύπρο, 2013.
«Πάσχα στην Κύπρο σ’ άλλες εποχές – Λανίτικο Πάσχα», Νουβέλα, Λεμεσός 2016.
«Στα χρόνια θητείας, η 1η ΕΣΣΟ της Εθνικής Φρουράς, η πενταετία 1960-65 στην Κύπρο όπως την έζησα», Λεμεσός-Κύπρος 2017.
«Σπύρος Πετούσης Η θυσία ενός ήρωα», Λεμεσός-Κύπρος 2019.
.
.
Η ΘΥΣΙΑ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ (2019)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Ο αδελφός μου νεκρός
Μετά από την περιπέτεια για την περισυλλογή των λαφύρων, φτάσαμε στον αυλόγυρο της A’ Αστικής Σχολής Λεμεσού, στον χώρο συγκέντρωσης της μονάδας πριν από την αναχώρηση. Όλοι βρίσκονταν στην αναμονή. Περίμεναν να σταλούν, από το ΣΕΜ, τα οχήματα μεταφοράς για επιβίβαση και αναχώρηση. Ως όφειλα, ανέφερα στον ταγματάρχη εκτέλεση διαταγής.
Στον αυλόγυρο της Α’ Αστικής ήταν που πληροφορήθηκα πως ο Σπύρος, ο αδερφός μου, είχε «λιγάκι» πληγωθεί και πως πληγωμένος βρισκόταν στο νοσοκομείο. Όταν έφτασα, έναν από τους πρώτους που συνάντησα ήταν τον Λουκή, ένα καλό μου ξάδελφο. Μέσα στη μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε, πού να φανταστώ τι γύρευε ή τι ήθελε να μου πει ο καλός μου ξάδελφος. Ή πού να φανταστώ, αφού δεν ήταν έφεδρος, αφού σαν μεγαλύτερος μου μερικά χρόνια, γέννημα της δεκαετίας του 1930, ποτέ του δεν πήγε στρατιώτης. Απλώς έμαθε για τον αδελφό μου και με έψαχνε. Ήθελε να μου μιλήσει, να με πληροφορήσει, να μου πει τα καθέκαστα.
Τον Λουκά Λουκαΐδη, τον ξάδελφό μου, τον συνάντησα ακουμπισμένο σ’ ένα τοιχαράκι στην είσοδο του σχολικού θεάτρου. Του μιλούσα για τα γεγονότα. Αυτός, κάτωχρος, ενώ του μιλούσα με κοιτούσε και δεν μου απαντούσε παρά λυπημένα με κοίταζε. Μαχαίρι να του έμπηγα μόνο με κοίταζε και δεν μου απαντούσε. Ενώ πάντα μαζί μου συνήθως ήταν τόσο ομιλητικός, εκείνη τη μέρα δεν έβγαζε άχνα.
«Να έχει κάτι μαζί μου;», διερωτήθηκα.
Ωστόσο, ο Χάρης, ο γείτονάς μας ο βιοτέχνης, το Χαρούιν, έτσι χαϊδευτικά τον λέγαμε και τον φωνάζαμε, που έφτιαχνε από αλουμίνιο μαγειρικά σκεύη στην οδό Αγίου Ανδρέου και η βιοτεχνία του βρισκόταν ελάχιστα μέτρα πιο κάτω από το δικό μας κατάστημα, πολύ φίλος με τον Σπύρο, με πλησίασε. Το μουτράκι του, έτσι μικρόσωμος και ντελικάτος καθώς ήταν, με μια χωρίστρα στη μέση των στιλπνών μαλλιών του, έδειχνε και αυτός αλαφιασμένος.
«Έλα πάμε», μου είπε, «θέλω να σου μιλήσω».
«Μα, δε βλέπεις, βρε Χάρη; Αναχωρούμε. Όπου να ‘σαι αναχωρούμε. Θα μας πάρουν να υπερασπιστούμε τη Λευκωσία που κινδυνεύει», του απάντησα.
Αυτός συνέχιζε και επίμονα με έσπρωχνε. Με πήρε από το μπράτσο και ένιωθα πως ήθελε να μου πει κάτι το πολύ σημαντικό και απόλυτα προσωπικό.
Ο Χάρης, λίγο προχωρημένης ηλικίας νέος – είχε περάσει τα 30 – πριν ξεσπάσει το μεγάλο κακό, έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε, προσπαθούσαμε να του προξενέψουμε μια κοπέλα συγγενή μας και σχεδόν κάθε μέρα τα λέγαμε:
«Πάρ’ τη ρε Χάρη και δεν θα το μετανιώσεις. Πάρ’ τη, να γελάσει και λίγο το πρόσωπο της καημένης της μάνας σου».
Αυτός, παρόλο που ήθελε την παντρειά, ψυχοζυγιαζόταν και όλο το ανέβαλλε. Του άρεσε η μπερμπάντικη ζωή έλεγε και δεν συμμαζευόταν.
«Είναι καλά. Όμως παντρεύτηκα, έκαμα οικογένεια, έκαμα παιδιά, πάει χάθηκε η ελευθερία μου», μας απαντούσε.
«Βρε, τα χρόνια περνούν κι έτσι όπως το πηγαίνεις, μη κακό σου, γεροντοπαλλήκαρο θα μας καταντήσεις».
«Θα σας απαντήσω, θα σας απαντήσω», μας έλεγε.
Ωστόσο, από μέσα μου κάτι ψυλλιάστηκα.
Από το ισόγειο του σχολείου μ’ ανέβασε στον πρώτο όροφο.
«Ξέρεις;», μου είπε, «Ξέρεις;»
«Μα τι να ξέρω, βρε Χάρη;»
Κόμπιαζε να μου πει. Τον έβλεπα. Δυσκολευόταν. Ζύγιαζε τις λέξεις, δεν του έβγαιναν. Ένας κόμπος, δένονταν οι λέξεις στο λαρύγγι του, και όσο τις έσπρωχνε, δεν του έβγαιναν.
«Επιτέλους, βρε αδερφέ, θα μου πεις ή δεν θα μου πεις; Μ’ έχεις σκάσει», τον μάλωσα.
«Να, ξέρεις, ο Σπύρος, ο αδερφός σου είναι λίγο τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Πάρε άδεια να πας να τον δεις προτού αναχωρήσουμε», μου αποκάλυψε.
Από τον πρώτο όροφο που μ’ ανέβασε τη σκάλα την κατέβηκα τρεχαντήρι. Βρήκα τον ταγματάρχη και του ζήτησα άδεια.
«Κύριε διοικητά, μόλις με πληροφόρησαν ότι ο αδελφός μου είναι τραυματίας στο νοσοκομείο. Αιτούμαι, πριν από την αναχώρησή μας, ολιγολέπτου αδείας να τον επισκεφθώ».
«Αμέσως τώρα να πας. Θα σε περιμένουμε, αν στο μεταξύ μας προφτάσεις», μου απάντησε.
Με τα όσα μου ανάφερε έδειχνε και αυτουνού περίεργη η στάση του. Με κρεμασμένο το Έμφιλ τέσσερα, το όπλο μου, στον ώμο, βάδην, τράβηξα προς το νοσοκομείο. Ποδαρόδρομο με χώριζε απόσταση, ανάλογα με το περπάτημα, πέντε με δέκα λεπτά. Άνθρωπος όμως φύσει αισιόδοξος, άτομο που ποτέ μα ποτέ δεν έβαλε κακό στο μυαλό του, βάδιζα με τη σκέψη πως ο αδελφός μου, το πολύ να ήταν λιγάκι «ξώπετσα», που λέμε, τραυματισμένος. Πού όμως, ο χαντός, να φανταστώ το χειρότερο! Πού, μέσα από τη βουβαμάρα του Λουκή,
του ξάδελφού μου ή μέσα από τα μασημένα λόγια του Χάρη, του γείτονά μας, να φανταστώ το ανεπανόρθωτο! Έπρεπε να φτάσω και να περάσω την είσοδο του Νοσοκομείου και να μπω στον μεγάλο αυλόγυρο για να μάθω.
Ο μεγάλος αυλόγυρος του νοσοκομείου ήταν ασφυκτικά γεμάτος από κόσμο. Μόλις οι πάντες με αντιλήφθηκαν έφτασε στην ακοή μου ο ψίθυρος: «Ήρθε ο αδελφός του, ήρθε ο αδελφός του» και αίφνης, έτσι όπως ήταν όλοι διάσπαρτοι, κάτι που μου θύμισε χορό ελληνικής τραγωδίας, οπισθοχώρησαν
αδειάζοντας τον χώρο για να περάσω. Έπιασα να ρωτώ, αν γνώριζαν να μου πουν κάτι για τον αδελφό μου. Όλοι με κοίταζαν και όπως ο Λουκής, κανένας μα κανένας τσιμπιά να τους έδινα, μαχαίρι να τους έμπηγα, δεν μου απαντούσαν. Οπότε, ενώ βρισκόμουν μόνος στο μέσο του αυλόγυρου, είδα να έρχεται τρεχάτη, αλαφιασμένη και δακρυσμένη, η Δέσποινα. Η αγαπημένη μου ξαδέλφη, η αδελφή νοσοκόμος. Έτρεξε και με σφιχταγκάλιασε.
«Γιώργο μου, Γιώργο μου, να με συγχωρέσεις, τελικά θα το έμαθες;», με ρώτησε.
«Τι να μάθω ξαδέλφη;», απορημένος τη ρώτησα.
«Χάσαμε τον Σπύρο, τον αδελφό σου».
«Πώς, τι έγινε;», τη ρώτησα.
«Χθες το απόγευμα, γύρω στις έξι μας τον έφεραν τραυματισμένο. Μας μιλούσε. Είχε μπηγμένη στην πληγή του στο στήθος μια γάζα και προτού ανεβεί στο χειρουργείο μας μιλούσε».
«Μα, όταν ψες αργά που ήρθα και σε ρωτούσα για τον αδελφό της Δομνίκης, γιατί Δέσποινα δεν μου είπες, γιατί δεν
μου ανέφερες τίποτα;»
Η Δέσποινα, όταν πέρασα από το νοσοκομείο, με εκλιπαρούσε.
«Μείνε λίγο. Έλα, κάτσε εδώ στο παγκάκι, με παρότρυνε, να σου φέρω μια λεμονάδα να δροσιστείς».
«Όχι, της απάντησα, έχω υπηρεσία. Στην Κλινική Ιωσηφίδη μας φέρνουν αιχμάλωτες Τουρκάλες και γυναικόπαιδα. Είμαι υπεύθυνος για τη φύλαξή τους. Πήρα άδεια μισή μόνο ώρα για να μάθω τι έγινε ο φίλος μου. Τώρα όμως που έμαθα και μιας που είναι κοντά το σπίτι μου πάω να δώσω στον
μεγάλο μου γιο την τούρκικη σημαία. Αν σκοτωθώ να την έχει φυλακτό και να με θυμάται».
Η Δέσποινα, όμως, με παρακαλούσε και επέμενε. Μα πού όμως πού να φανταστώ! Έφυγα.
«Ξάδελφε, ήθελα να σε κρατήσω. Να βρω τρόπο να σου το αναφέρω. Θυμάσαι; Στην αμηχανία μου προσπαθούσα να σε κεράσω λεμονάδα, προσπαθούσα να σε καθυστερήσω. Μέχρι να βρω το κουράγιο. Εσύ βιαζόσουν, ήθελες να φύγεις. Ποιος σε συγκρατούσε! Αν όμως ερχόσουν πέντε λεπτά νωρίτερα θα πρόφτανες να τον δεις. Μόλις τον είχαν κατεβάσει από το χειρουργείο για να τον πάνε στο νεκροτομείο. Όλο το βράδυ
έδερνα το μυαλό μου πώς και με ποιον τρόπο να το μηνύσω
στην οικογένεια», αυτά με δάκρυα μου είπε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Σε ώρες δύσκολες, παρηγοριά και βακτηρία μου η ποίηση
Την επόμενη μέρα της κηδείας, θλιμμένος, δεν ήθελα, δεν μπορούσα να δω άνθρωπο. Ήθελα να μείνω μόνος, κλεισμένος στον εαυτό μου. Η απουσία του Σπύρου από τη ζωή μου μα και η έντονη αόρατη παρουσία του ήταν εμφανής. Και ομολογώ, από τη μέρα της αποδημίας του υπήρξε
στη ζωή μου ο μεγάλος απών και, ταυτόχρονα, θα έλεγα, ο ακατάπαυστα, μέχρι σήμερα, αεί παρών. Πήρα ένα τετράδιο, ένα εντελώς άδειο τετράδιο και μια πένα που ποτέ δεν έλειψε από το χέρι μου και έδωσα στη σύζυγό μου ρητή εντολή: «Σε παρακαλώ άκουσέ με, θα βρίσκομαι στη βεράντα. Δεν θέλω, καλή μου, κανένα, μα κανένα να έρθει να με παρηγορήσει. Μα
ούτε και τα δυο παιδιά μας να μ’ ενοχλήσουν».
Στη βεράντα που έβλεπε στην πίσω αυλή με τη δίφωρη λεμονιά, τη νεραντζιά και τ’ άλλα οπωροφόρα πήγα και άραξα. Εδώ, που πάντα και για ώρες και για χίλια δυο ερχόταν και κουβεντιάζαμε ο αδελφός μου και πλάθαμε όνειρα. Ακούμπησα τους αγκώνες στο μεταλλικό τραπεζάκι και με τις δύο χούφτες κράτησα για λίγο το κεφάλι. Όλα όσα έζησα μαζί του, από το πρώτο του κλάμα μέχρι τις τελευταίες στιγμές, αστραπή και σαν από οθόνη, πέρασαν από μπροστά μου. Οι σκηνές, έρχονταν και έφευγαν και επανέρχονταν. Έρχονταν κι έφευγαν, πιο έντονες OL εικόνες από την επίσκεψή μου στο νεκροτομείο. Άνοιξα το άδειο τετράδιο, πήρα την πένα και άρχισα να γράφω. Να γράφω. Να, πώς προήλθαν τα δεκαέξι άτιτλα ποιήματα «Οιμωγή στο νεκρό αδελφό μου», που τρία χρόνια αργότερα, το 1977, μαζί με το ποίημα «Γη της Κύπρου» κόσμησαν το πρώτο μέρος της πρώτης εκδομένης ποιητικής μου συλλογής με τον τίτλο «Στον ίσκιο του θανάτου». Όπως, κι ένα θαυμαστό όνειρο που είδα στον ύπνο μου στην πόλη Seregnio της Ιταλίας και έντρομος ξύπνησα, έγινε αφορμή να γράψω το 1989, μια άλλη ποιητική συλλογή, καλύτερα μια καταξιωμένη ποιητική σύνθεση με τον τίτλο «Ο αδελφός μου
Ονήσιλος».
Στη βεράντα του σπιτιού μου λοιπόν μου ήρθε η έμπνευση και άρχισα να γράφω, να γράφω… Όλα, και στα δεκαέξι ποιήματα, από συναισθηματισμό και από αγάπη, στην κάθε φορτισμένη λέξη, δεν τόλμησα να επέμβω, και έτσι όπως πρώτο γράφτηκαν τα δημοσίευσα. Από συναισθηματισμό και σεβασμό στην πρώτη γραφή τους δεν τόλμησα να βελτιώσω ή ν’ αλλάξω ούτε μιαν αδόκιμη λέξη ή έστω να βελτιώσω ένα τους στίχο! Όλα, και τα δεκαέξι, αποτέλεσαν, όπως ανάφερα, την πρώτη ποιητική ενότητα από τις επτά ενότητες του όλου βιβλίου και έτσι άτιτλα όπως γράφτηκαν, για την πονεμένη
και ματωμένη ιστορία της γραφής τους, τα παραθέτω.
Οιμωγή στο νεκρό αδελφό μου
Ι
Τόσα κορμιά και τόσο αίμα σήμερα
στο νεκροτομείο της πόλης μου.
Απάνω τους, νεκρός Εσταυρωμένος,
εσύ Σπόρο, αδελφέ μου αγαπημένε.
Μ’ ένα τραύμα κατάστηθα να τρυπά
όλα σου τα σωθικά.
Με μια σφαίρα «μπράουνιγκ»
να τέμνει βασική αρτηρία ζωής.
Να μεταγγίζει στις δικές μας φλέβες
το δικό σου τίμιο αίμα.
Τη δική σου ιχώρα.
II.
Να δρασκελάς τόσα παλικάρια
λαβωμένα και ξέψυχα.
Να δρασκελάς τόσα παλικάρια
μ’ ένα τραύμα αιμάτινο και βαθύ στο μέτωπο.
Μ’ ένα τραύμα αιμάτινο και βαθύ
στην καρδιά ή το στήθος.
Να μετράς τόσες μορφές γνώριμες
γερμένες στο κρύο μαρμάρινο πάτωμα.
Ποιος ο γνώριμος ή ο φίλος;
Μα εσύ ν’ αντέχεις να δρασκελάς
για το δικό σου αδέλφι το λαβωμένο
και να το βρίσκεις να σε κοιτά κι αυτό ξέψυχο.
IΙΙ
Τόσα κορμιά στο νεκροτομείο της πόλης μου.
Από τότε που κτίστηκες, μικρό σπιτάκι
με τις δυο κάμαρες, σε ρωτώ
πότε γνώρισες τόσους λεβέντες επισκέπτες νεκρούς;
Σήμερα που ‘χουμε πόλεμο (και τι πόλεμο!)
άνοιξες διάπλατα τις πόρτες σου όλες!
IV
Γονατώ, αδελφέ μου Σπύρο, στο σωρό των ηρώων
να σ’ αγκαλιάσω.
Γονατώ, αδελφέ μου Σπύρο και ματώνομαι από το αίμα σου.
Από το αίμα όλων σας, νεκρά μου αδέλφια.
Κάποτε, θυμάμαι, σεχάιδευα- πιο μεγάλος εγώ –
Στην παιδική σου κούνια.
Κι εσύ ιρίδιζες χαμόγελα ευτυχίας.
Σήμερα πάλι σκύβω να σε χαδέψω στο πρόσωπο.
Στα δέκα μου δάκτυλα παγώνει το αίμα
με την πρώτη αφή της ολύμπιας μορφής σου.
Τίποτα στο κορμί σου δεν είναι ζεστό
μονάχο το άλικο αίμα
της βαθιάς αιμάτινής σου πληγής.
Τίποτε στο κορμί σου δεν είναι ζεστό
Μονάχα η αγάπη γυάλινη, εξωγήινη στη ματιά σου
να με κοιτά.
Πόσα φιλιά, αδελφέ, ήθελα να σου ‘δινα!
Πόσα φιλιά κι αγκαλιάσματα!
Όσα δεν πρόφτασα μικρός.
Όσα δεν πρόφτασα μεγάλος.
Δεν στα ’δωσα
Για να στα δώσω μαζεμένα στο μικρό σου γιο
των ένδεκα ημερών
που ξεψυχώντας μας άφησες.
Το ακριβό υποκατάστατο σου.
.
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΘΗΤΕΙΑΣ (2017)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Πώς φτάσαμε στα γεγονότα
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ Χριστούγεννα, με τις υποψίες για τα μυστικά σχέδια των Τούρκων, εντελώς ανήμπορη η δική μας πλευρά, εξαναγκασμένη από τα γεγονότα και απροετοίμαστη, έτρεχε και δεν πρόφταινε, για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Ύστερα από χρόνια, θυμάμαι, ο ραδιούργος Ραούφ Ντενκτάς, συχνά και με αναίδεια όχι ενός αλλά ενός εκατομμυρίου πιθήκων, ερχόταν και κατηγορούσε εμάς, τους Έλληνες, ενώ, κυρίως ήταν ο ίδιος, ο υποκινητής της ανταρσίας του 1963. Ωστόσο, υπήρχε και η άλλη μεγάλη αλήθεια, που μας φανερώνεται, τεκμηριωμένη, μέσα από τα απόρρητα έγγραφα, που ήρθαν στο μεταξύ στο φως. Υποκινητές και συνειδητοί συνωμότες υπήρξαν: ο Δρ Φαζίλ Κιουτσούκ, πρώτος Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Οσμάν Ορέκ, πρώτος υπουργός Άμυνας και ο ίδιος Ραούφ Ντενκτάς, πρόεδρος της τότε Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης που με την ίδρυση της οργάνωσης ΤΜΤ, με επίσκεψή τους στην Άγκυρα, το 1956, από πλευράς Τουρκοκυπρίων οι ενταγμένοι και τα βασικά και κύρια της στελέχη της, στο όλο στημένο σύστημα συνωμοσίας
και στον μηχανισμό για την ανακατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία. Αυτοί ήταν οι συνωμότες, οι υπέρμαχοι, καταρχήν του «ταξίμ για ολούμ» («διχοτόμηση ή θάνατος»). Η σκληρή γραμμή που χάραξε ο Νιχάτ Ερίμ ήταν η εθνική τους γραμμή που, πατριωτικά, αγκάλιασαν, από το 1956, όλες οι πολιτικές παρατάξεις στην Τουρκία αλλά, προπαντός το βαθύ της κράτος. Χαραγμένη εθνική γραμμή, που αποσκοπούσε σταθερά οι ένα και μόνο τελικό και αταλάντευτο σκοπό: την ανακατάληψη και ανάκτηση του νησιού. Αυτή η νοσηρή αντίληψη, ότι η Κύπρος, παρόλη την ελληνική και μακραίωνη ιστορία της, ανήκει στην Τουρκία, έσπρωχνε συχνά και μετά την τούρκικη εισβολή του 1974, τον ίδιο τον Ραούφ Ντενκτάς να δηλώνει ότι «η Κύπρος είναι τουρκική». Οι συχνές δηλώσεις του – για όσους γνώριζαν ιστορία – μας παρέπεμπαν στα ζοφερά χρόνια της περιόδου της πρώτης Τουρκοκρατίας. Αυτά που ακολούθησαν την κατάκτηση του νησιού, το 1570, από τον Σουλτάνο Σελίμ Β’.
Πόσο τώρα όμως, από ελλαδικής πλευράς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ευθυνόταν για την μη καλή διαχείριση του αγώνα της Κύπρου να ενωθεί με τη μητέρα Ελλάδα; Ο αείμνηστος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής, στον Καραμανλή και πιο ειδικά στον υπουργό του των Εξωτερικών, τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα φορτώνει μεγάλες και ασήκωτες ευθύνες.
«Πρώτος ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, στη Νέα Υόρκη και στη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, πάτησε τη πεπονόφλουδα που ύπουλα τού έστησε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών. Τι είχε όμως προηγηθεί; Ήρθε η σειρά του Αβέρωφ να ανεβεί στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης. Με μια θαυμάσια ομιλία, που καταχειροκροτήθηκε, μίλησε για το δίκαιο αίτημα της Κύπρου για Αυτοδιάθεση, δικαίωμα που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν ν’ αποκτούν αρκετοί άλλοι υπόδουλοι λαοί. Πού όμως να σημειώθηκε το ολίσθημά του; Ενώ τα χειροκροτήματα, παρατεταμένα, συνεχίζονταν, και μετά την κάθοδό του από το βήμα, ο Ζορλού, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, είχε σηκωθεί από τη θέση
του, και κατερχόμενος από το βήμα, αφού με χειραψία τον συνεχάρη θερμά «για την θαυμάσια ομιλία του», τον αγκάλιασε και πονηρά του ψιθύρισε στο αυτί: «Ώρα κύριε συνάδελφε, να λύσουμε το Κυπριακό με βάση τις δύο κοινότητες». Οπότε ο ανίδεος και αφελής Αβέρωφ, τον πίστεψε. Πάτησε την πεπονόφλουδα και άρχισε συνομιλίες, στη συνέχεια, σε μια απαράδεκτη και εντελώς λανθασμένη βάση. Με αυτό τον τρόπο μας προέκυψε η επάρατη συμφωνία της Ζυρίχης και Λονδίνου αφού παρακάμφθηκε η διεθνώς παραδεδεγμένη αρχή ότι: σ’ ένα Ανεξάρτητο και Κυρίαρχο κράτος, η πλειοψηφία του πληθυσμού κυβερνά και η μειοψηφία, με διεθνείς συνθήκες,
κατοχυρώνεται». Αυτά μας είπε ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής
και συμπλήρωσε: «Ως αποτέλεσμα ο Καραμανλής, όπως και ήταν φυσικό, δέχθηκε αυστηρότατη κριτική για τις συμφωνίες αυτές, που κατοχύρωναν πια, ως ισότιμο εταίρο στη μεγαλόνησο, την Τουρκία».
Παρ’ όλ’ αυτά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ κανένα βήμα προς τη «λύση» του Κυπριακού χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, ο Καραμανλής ηττήθηκε από την «Ένωση Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου. Με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου επέλεξε η Άγκυρα να διενεργήσει την προσχεδιασμένη ενέργειά της, με τη χρήση του κεκτημένου ήδη από τις Συμφωνίες δικαιώματος αρνησικυρίας.
«Μακαριότατε, χωρίς καμιά προσυνεννόηση μαζί μας, να μην παίρνετε από μόνος σας αποφάσεις που μπορεί να γίνουν αιτία να βλάψουν τον Ελληνισμό της Κύπρου και τα ευρύτερα εθνικά συμφέροντα», μάταια διαμήνυε στον Αρχιεπίσκοπο ο νέος πρωθυπουργός.
Στο μεταξύ, η Άγκυρα, για να υλοποιήσει όλα τα προαποφασισμένα της, προχωρούσε ακάθεκτη και χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό. Ο υπό πλήρη κάλυψη αόρατος μυστικός βραχίονας του στρατού της, με εντολές του Ισμαήλ Τάνσου, από την Άγκυρα, δημιουργούσε προκατασκευασμένα επεισόδια, προβοκάτσιες, που η στημένη τούρκικη προπαγάνδα, τα φόρτωνε στη δική μας πλευρά. Όπως τη βόμβα που τοποθέτησαν στα ενετικά τείχη της Λευκωσίας, στο τέμενος του μπαϊρακτάρη. Ή τον εκτόπισμά Τουρκοκυπρίων, που τον επεδίωκε με προσχεδιασμένα επεισόδια και εξανάγκαζε χιλιάδες Τουρκοκύπριους, από φόβο για τη ζωή τους, να εγκαταλείψουν τα χωριά, τα
σπίτια και τις περιουσίες τους. Με τον Ραούφ Ντενκτάς, που τους παρουσιαζόταν προστάτης και ο από μηχανής θεός να τους μεταφέρει σε «προστατευόμενες» από τους ίδιους περιοχές. Την ίδια στιγμή, αδίστακτοι προέβαιναν σε δολοφονίες συμπατριωτών τους. Όσων υποστήριζαν τη συνύπαρξη και τη συμβίωση σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.
Όσο για τη συνέργεια των Άγγλων στη συνωμοσία εναντίον των Ελλήνων, αυτοί γνώριζαν και παρατηρούσαν τα πάντα, γνώριζαν και υποκινούσαν και παρακολουθούσαν τα πάντα, ήταν οι αρχιτέκτονες της ανατροπής και έκαναν πλάτες στους Τουρκοκύπριους συνωμότες υπέρ του «ταξίμ», της διχοτόμησης του νησιού μας.
.
ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ (2010)
ΠΟΙΗΜΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΘΛΙΨΗ
Σε περίμενα
Σε περίμενα κι εγώ
Πενταδάκτυλέ μου
μια μέρα ν’ ανασηκώσεις τη ράχη σου
και να τους απωσείσεις.
Αντ’ αυτού, εσύ, καμιά κίνηση.
Ομολογώ
πώς ανεπιφύλαχτα σε κατανοώ πλήρως.
Γιατί να το κάνεις εσύ,
μια που εμείς
καταντήσαμε κάτι χειρότερο και από Συβαρίτες…
Είδος δηλαδή προς ονειδισμό
Έλληνες δηλαδή προς εξαφάνιση.
Και μαραζώνω,
και θλίβομαι
και βλέπω έναν Παντελή Μηχανικό και ένα Ονήσιλο
– Πατριώτη με πι Κεφαλαίο –
για την αφύπνισή μας
και για να βρούμε, επιτέλους, το δρόμο μας
την ύστατη ώρα
από το κρανίο – μελίσσι του
να μας εξαποστέλλει
όλες, μα όλες τις άγριες μέλισσές του.
Ημικατεχόμενη Κύπρος
Λεμεσός 11.12.2009.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Κι ο ποιητής
στην όχθη του κόσμου
[μερικοί λένε στην καρδιά του κόσμου]
μόνος, κατάμονος
στην απόλυτη μοναξιά του
κρατεί την πέννα και το κεφάλι του
σκεφτικός.
Συλλογίζεται την αλήθεια
και βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος
πουλί, αηδόνι
έκθετο
στην πρώτη
και έσχατη σφενδόνη.
Χωριό Λάνια, 18. 08. 1987.
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ
Ωστόσο μου έμεινε στη μνήμη
Εκείνος ο συμπολίτης μας
κοντόσωμος, τυφλός,
βιολιστής.
Σχεδόν ρακένδυτος,
στη δυστυχία του σχεδόν ευτυχής
καθισμένος διπλοπόδι
στο πεζοδρόμιο.
Συνέχιζε τις χαρούμενες μελωδίες
στο δοξάρι του.
Με το τραγούδι,
[δια τα προς το ζειν]
έτερπε, ευφρόσυνη, βραχνή,
παραπονιάρα θα έλεγα η φωνή του
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού
ό,τι προαιρείσθε χριστιανοί»
τον κάθε διερχόμενο.
Λεμεσός 30.06.1995
ΟΠΩΣ ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙΑ
Ελάχιστοι, το πρόσεξαν το θέαμα
που λίαν πρωί παρατηρούσα
στο στηθαίο ψηλά
του απέναντι τετραώροφου κτιρίου
[εκείνου με τα πολλά γραφεία].
Αλαφιασμένοι πετούσαν
κι ακροβολίστηκαν
ο ένας κοντά στον άλλο,
όπως οι στρατιώτες σε κορυφογραμμή βουνού
σμήνος, οι γλάροι.
Μέρες χειμώνα
κι αγριεμένο το υγρό στοιχείο,
ακούσια τους απόδιωξε.
Κι’ όσο βυσσομανά η τρικυμία στο πέλαγος
προς το μέρος της στεριάς, η τροφός θάλασσα,
αποξενωμένους θα τους έχει.
Κι’ εγώ που τους κοιτάζω!
Τα τρομαγμένα θαλασσοπούλια αποδιωγμένα
μου θύμισαν, έτσι όπως τα έβλεπα,
στη σειρά,
κατάλευκα αντίσκηνα προσφύγων.
Λεμεσός 5. 02. 2007.
ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΒΗΜΑΤΑ
Έχω σωπάσει.
Άφησα μέσα μου μονάχα
ν’ ακούγονται οι φωνές.
Η σιωπή, λένε, χρυσός.
Σε κάνει να πορεύεσαι
με σταθερότητα
στη μυστική δίοδο.
Μέσα από σοφία
να επιλέγεις τα επόμενα
σταθερά βήματα.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΑ ΕΡΗΜΙΑ
Γαληνεύω
εδώ στο ερημικό δάσος
που έχω φτάσει.
Στην άκρα ερημία
μόνος
μπορώ ν’ ακούω
όλες τις φωνές.
Σε δάσος στις Πλάτρες, 2002
ΟΤΑΝ ΦΥΓΩ
Όταν φύγω
Θα είμαι μια καρδούλα
απόλυτα
παραδομένη στα δικά Σου χέρια.
Ένα σπουργίτι φοβισμένο
που θα περιμένει
έξω από τη θύρα του Ελέους.
Λεμεσός 21.11.2004.
ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Είναι φορές
που την ησυχία του δάσους
την αδιάκοπη προσευχή
ενός ερημίτη
τις συγχορδίες των πουλιών
ενοχλητική
διακόπτει η αξίνα ενός ξυλοκόπου
ή το περπάτημα ενός κυνηγού
που συνοδεία
με τον κυνηγετικό του σκύλο
•ψάχνει για το θήραμά του.
Πλάτρες, 21.11.2004
Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Σήμερα μ’ αποξέχασες.
Δεν έγραψες ούτε ένα στίχο.
Δεν ήμουνα βλέπεις
η δική σου έγνοια.
Ψυχή,
καρδιά
η διάνοια σου
Όλα περισπασμένα
έτρεχαν σε άλλα επουσιώδη.
Όμως το πρόσεξες;
Τώρα που πήρες ξανά χαρτί, μολύβι
μόλις που ερωτικά μ’ αγκάλιασες
με ξαναβρήκες.
Υπάρχει στο αρχείο σου
για δημοσίευση
ακόμα ένα ποίημα.
Λεμεσός 10.11.2004.
ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ.
Πάλι και γι’ ακόμη μια φορά
μου τη χάρισες.
Μου έδωσες παράταση ζωής
Μου παρέσχες
επιπρόσθετο καιρό μετάνοιας.
Πόσο όμως θα πάει αυτό;
Πόσο;
Μια μέρα ξαφνικά θα μου πεις:
Κάτω οι πέννες, τα μολύβια.
Τέλος χρόνου.
Για δώσε μου κι εσύ το γραπτό σου.
Για δώσε μου κι εσύ το γραπτό σου.
6 Αυγούστου 2008
[Μέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος]
.
ΝΗΣΟΣ ΤΙΣ ΕΝ ΚΙΝΔΥΝΩ (2003)
ΚΑΤΑΓΟΜΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
Έρχομαι
από μια γη καρυδότσουφλο
Γη καρπερή που γέμιζε
– στις καλοχρονιές –
τις αποθήκες.
’Οπώρες τα τραπέζια μας
όλες τις εποχές.
Από κοντά κρασί
που σαν μεθάει ό νους
να λέει μονάχ’ αλήθειες.
Περίλουστη η χώρα μου
και «παρά θίν αλός»
να φτάνουν οι απειλές
στη ράχη της θάλασσας
και στις φωνές των ανέμων.
15.10.2000
ΔΕΝΤΡΙ ΕΛΙΑΣ Η ΝΗΣΟΣ ΜΟΥ
Δεντρί ελιάς η νήσος μου.
Του περαστικού ή ορμή
τσεκούρι
του κατάκοβε τους κλώνους.
Το ’καμνε στάκτη ο κεραυνός.
Σε πείσμα ή ρίζα
βλάσταινε κι’ ανθούσε.
Στους καιρούς εκαλοκάρπιζε
κι’ ’ίσκιους βαθιούς
σκορπούσε.
20.11.2001
ΣΤΟ ΠΕΝΤΕ ΜΙΛΙ 12
Σ’ άλλους καιρούς
κύμα, αφρός, λεμονανθός
το Πέντε Μίλι.
Βραχονήσι στη θάλασσα.
Και ξαφνικά αχινός.
Κι’ απ’ τα θαμπά βουνά
που ήτανε πάντα ξένα
αντί κοκόρια την αυγή
μαύρο μαντάτο το πανί
Θεριό ξέβρασε η θάλασσα.
Το κύμα έφερε θρήνο.
3.4.2002
1. Πέντε Μίλι: ’Ιδανική ακτή για απόβαση στρατευμάτων με άριστο συνδυασμό
βουνού-θάλασσας, πέντε μίλια απόσταση, από την πόλη της Κερύνειας. Το
εξωκλήσι Παναγιά Γλυκιώτισσα είναι κτισμένο στο Πέντε Μίλι.
Ο ΕΦΕΔΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Έναστρος ουρανός…
Φωτοβολίδες…
Τροχιοδεικτικά…
Αυτός
μ’ άδειο στομάχι
λερό κορμί
στ’ άγριο σκοτάδι
στη φλογισμένη γη
να σέρνει τ’ άρβυλά του.
Στις τσέπες ξυλοκέρατα
Αργό
σε σκιά θανάτου
κάθε βήμα.
Στον ήλιο κρύπτη επισφαλής
οι θημωνιές
ξεροπήγαδα
οι γιδομάντρες.
Στην ασαφή πορεία
φανός στα πόδια
το ματωμένο τής Πατρίδας του
φεγγάρι.
Κάθε βήμα πόνος
στον πληγωμένο του μηρό
και μες στα στήθια
άλλος πόνος-οδυρμός
η γενέθλια γη
σπιθαμή τη σπιθαμή
που έμενε σκλάβα πίσω.
20.8.1998
ΟΙ ΤΥΜΠΑΝΙΑΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Σκουντουφλούσε…
Στο φεγγαρόφωτο
όσο που ξεχώριζαν διάσπαρτοι
οι τυμπανιαίοι νεκροί.
Το φώσφορο.
Συμπολεμιστές
φίλοι
επίμονα απ’ τα κουφάρια τους
με γυάλινα μάτια
τον κοιτούσαν.
«Άταφους πού μας αφήνεις;»
Τον ρωτούσαν.
ΦΩΝΕΣ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ
Ένα φεγγάρι ολόγιομο
ανοίγει απόψε δρόμο.
’Απόμακρα χωριά.
’Αχνή στο βάθος
φωτισμένη πολιτεία.
Μπροστά του – μες στο αχνόφωτο –
δάσος αντίσκηνα.
Ακούει φωνές.
Πάει κοντά
Τεντώνει αυτί.
Φωνές δικών μας!
Όλοι ρωτούν.
Κι’ αυτός ρωτά.
– Ποιους χάσαμε;
Στο νότο τί μάς μένει;
20. 8. 1998
ΤΑΣΟΣ ΙΣΑΑΚ
Γκρίζοι λύκοι
μ’ άγρια μάτια με κυκλώνουν
μ’ άγρια δόντια.
Συμμορία κουβαλητών ροπαλοφόρων
με λοστούς και ξύλα.
Αίφνης μονάχος
σέ συρματόπλεγμα ντροπής
παγιδευμένος,
να φωνάζω.
Η εκπνοή μου
μια μονάχα λέξη.
Ελευθερία.
Κύπρος-Αύγουστος 1996
ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΣΟΛΩΜΟ ΣΟΛΩΜΟΥ
Στη ζωή μου,
περπάτησα ανάμεσα σέ σώματα νεκρά.
Οσφράνθηκα την οσμή των πτωμάτων.
Από κοντά είδα
στην απλανή ματιά τους,
αποτυπωμένο το χαμένο όνειρο.
Πάντα σ’ το έλεγα.
Οδύνη ο πόλεμος.
Λαχταρούμε όλοι την Ειρήνη.
Ωστόσο, από τότες, οι πληγές
στρογγυλά πηγάδια τού Άδη.
Χάσκουν στα μέτωπα
στα περήφανα στέρνα.
Κατολισθαίνουμε.
Ουρλιάγματα λύκων μάς κυκλώνουν.
Γεφύρι της Άρτας η λευτεριά
αιώνες μάς αποξεχνάει.
Η πληγή μεγενθύνεται.
Πώς τώρα την Πατρίδα «ούκ ελάττω
παραδώσω»;
Στο νησί μου Αυγουστιάτικα
ένας λεβέντης, γοργοκίνητος,
αψηφά το μπλεχτό συρματόπλεγμα.
Στον ιστό της παντιέρας κατακτητή αίμοβόρου
ανοίγει, πεθαίνοντας «έν πλήρει επιγνώσει»,
δρόμο για τη λευτεριά.
Από το μακάριο μακρύ τους ύπνο
ξυπνώντας τούς Έλληνες.
Κύπρος 13.11.1996
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Η πράσινη γραμμή στη Λευκωσία
ανυπόφορο τοπίο.
Έρημοι δρόμοι
Πλίνθοι και κέραμοι
Η οδός Έρμου
Οι άλλες οδοί
Οι κάθετες μ’ αυτήν οδοί…
Πριν απ’ το μαύρο σύννεφο,
ζωή.
Συναλλαγές…
Πάρε-δώσε…
Σήμερα τείχος.
Γάτες να κυνηγούν ποντίκια
Φαντάροι
με τ’ όπλο παρά πόδα
Φυλάνε όση γη από-μείνε.
Ακούν βρισιές να προκαλούν
στην άλλη γλώσσα.
Στη μόνη μοιρασμένη πόλη.
Λευκωσία 3.30.1999
ΚΑΘΕ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΥΓΟΥΣΤΟ
Κάθε Ιούλιο και κάθε Αύγουστο
ξανάρχονται, τακτικοί επισκέπτες
οι ματωμένες μνήμες.
Έρχεται το μαύρο λεφούσι
των γεγονότων – εφιάλτης σκληρός –
να πενθοφορεί την ψυχή μου.
Μπρος μου όλες εκείνες οι μαυροφορεμένες.
Στο χέρι
μια πικρή φωτογραφία αγαπημένου.
Κι’ έσύ, μάνα δική μου, ν’ ανάβεις
τό σούρουπο ένα καντήλι στον τάφο
ενός νεκρού πολυαγαπημένου.
Αλήθεια, έλα πες μου, ογδοντάχρονη
τώρα μάνα, για όσους μάς πλήγωσαν
πόσ’ αποθέματα αγάπης πρέπει να διαθέτουμε.
Μού λες πως πρέπει
να πηδήξουμε με τόλμη και τον υψηλότερο
πήχη.
Να εξαλείψουμε από μέσα μας,
– χριστιανοί όντες –
και το έσχατον ίχνος μίσους…
Δεν το βλέπεις;
Χρόνια μια σημαία ελληνική, με το Σταυρό
του Κυρίου θλιμμένη, κυματίζει στα κοιμητήρια
τής πικραμένης πατρίδας.
Μια μαχαιριά πόνου εισχωρεί
απ’ την αριστερή ωμοπλάτη ως το καταπληγωμένο μου
μυοκάρδιο.
Θυμίζει στο εικόνισμα τού Μαχαιρά
το βουβό πόνο τής Παρθένου
Έως πότε, έως πότε και γιατί τόσο αργεί
Θεέ μου, η λύτρωση;
Ημικατεχόμενη Κύπρος Λεμεσός 3.9.1999
ΕΙΣ ΚΥΠΡΟΝ 2001
Κοιτάχτε με.
Μένω μόνος
με τ’ οξυγόνο που ανάπνεα
κι’ έχω αποθηκευμένο
απ’ τις πρώτες δεκαετίες τής ζωής μου.
Σε καιρούς ά-φιλίας
ά-μέτοχος από τα έργα των ήμερων μου
χωρίς νοθεία, κάνω αγώνα
να μην χάσω, μες απ’ τα χέρια,
το Θησαυρό-Παρακαταθήκη
που μου εδόθη.
Τίποτε άλλο.
Τίποτε άλλο.
Ημικατεχόμενη Κύπρος 25.10.2001
.
ΕΝΟΡΑΣΗ (1980)
ΩΔΗ
Η χαρουπιά μ’ έθρεψε.
Το θρούμπι ανθισμένο
με μύρισε.
Η μέλισσα η τρυγήτρα
γλύκανε το στόμα μου μέλι.
Η ελιά ριζωμένη στον ακρόκρεμνο
λάδωσε στο τραπέζι μου φαΐ
απ’ τα βάθη των χρόνων.
«Εις το όνομα του Πατρός…»
βάφτισε, κήδεψε
χριστιανά τα παιδιά μου.
Ζευγολάτες με βουκέντρες
Κι’ άροτρα
αυλάκωσαν για το σπυρί το στάρι
τον πλατύ μου κάμπο
μη μείνουν χωρίς ψωμί
χιλιάδες στόματα.
Στις πλαγιές μου, νότια
ριζωμένο τ’ αμπέλι.
Πιθάρια το φημισμένο κρασί
σε φλασκιά
το ζητούσαν ρηγάδες.
Κι’ η καρδιά μου, όλο μέταλλο.
Ασπίδες και δόρυ.
Αρχαία χαλάσματα.
Σαλαμίνα
Ιδάλιο, Σόλοι…
Δέκα τόσα Βασίλεια.
Κι’ ήταν τυφώνες.
Καταιγίδες και τέρατα.
Λοιμοί, λιμοί και σεισμοί.
Καταποντισμοί κατά τόπους και χρόνους.
Κι’ ήταν πελώρια κύματα.
Επιδρομές αλλοφύλων.
Κι’ ήταν οι νύχτες μακρές.
Το χαμόγελο λίγο.
Δούλευαν ο βούρδουλας, η αγχόνη
Το τσεκούρι κι ο πόνος.
«Ρομφαία οξεία και δίστομος».
Κι’ η ελπίδα κρυφή
— μες στο ερείπιο.
Στις πληγές μου λάδι, επίδεσμος.
Κι’ έζησα — ω θάμα —
Νάμαι!
Με το μισό κορμί πληγιασμένο
να πολεμώ με σπαθί στους αιώνες.
15.4.1980
ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΓΗ
Πώς μπορείς να κοιμάσαι
με σαράντα χιλιάδες λόγχες
— το λιγότερο—
στητές, κάτω απ’ το κρεββάτι σου;
Πώς μπορείς
να τολμάς να κοιμάσαι
με τόσες μπούκες πολυβόλων
— μικρού και μεγάλου βεληνεκούς—
στραμμένες στο κορμί σου!
Με τόσα αποβατικά «ελλιμενισμένα»
«έτοιμα»
για τις νότιες ακτές σου;
Πώς αλήθεια μπορείς
να κοιμάσαι;
2.11.1979
ΑΡΑΡΑΤ — ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Καρικκίν,
Φίλε κι’ αδερφέ μου Αρμένη.
Τώρα καταλαβαίνω τις διηγήσεις σου
τις ατέλειωτες, τις μυστηριώδεις
για τα εγκλήματα στην αρχή του αιώνα.
Τώρα καταλαβαίνω
τον καημό —σου.
Σφαγμένοι πρόγονοι.
Σπίτια χαλασμένα.
Χαμένες πατρίδες…
Έλα,
οι πόνοι μας σμίγουν.
Τα δυο βουνά μας
Αραράτ —Πενταδάκτυλος
ζητούν απολύτρωση.
10.7.1980.
ΧΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
Μου μένει συντριπτικό δικαίωμα η άμυνα.
Φεύγω.
Θα με βρήτε στο πρώτο χαράκωμα
Θα εκπαιδεύω
τους νέους φαντάρους
στη χρήση αντιαρματικών
Θα σκάβω χαρακώματα
— έστω μόνος —
γι’ αντιαρματικές τάφρους.
Μη με γυρεύετε.
Θάμαι απ’ την Αγία Νάπα
ως τον Ακάμα
να φτιάχνω παράκτια πολυβολεία.
Και μην ξεχνάτε.
Δε χάλασα ποτέ φωλιές περιστεριών.
Απ’ το χαράκωμα απλώνω χέρι Ειρήνης.
7.1.1979
ΠΙΚΡΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Νοιώθω εκτεθειμένος.
Στον πατέρα που έχασε το γιό του.
Στη μητέρα που βίασαν την κόρη της.
Στον πρόσφυγα που έμεινε
χωρίς σπίτι, χωρίς αυλή, χωρίς πηγάδι.
Νοιώθω εκτεθειμένος
για τη γη που μας πήραν
για τα ιερά που μας βεβήλωσαν.
Νοιώθω εκτεθειμένος
Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω
στο μικρό ορφανό που τώρα
μεγάλωσε κι’ επίμονα ρωτά:
Πού είναι ο πατέρας μου;
11.4.1980
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ
I.
Με το Χασάν,
πίναμε απ’ το ίδιο φλασκί.
Τρυγούσαμε το ίδιο αμπέλι.
Αίματα και κορμιά,
δικά μας και δικά τους
έχτισαν πελώριο τείχος.
II
Θυμάσαι Χασάν;
Με δάνειζες και σε δάνειζα
χωρίς τόκο κι’ υπογραφές.
Μούφερνε η κυρά σου
φρέσκο ψωμί και παξιμάδι
απ’ το φούρνο σου
και σούστελνα κι’ εγώ κρασί
με το παιδί μου.
ΙΙΙ
Όσο για το πλατάνι —θυμάσαι; —
που μαζί φυτέψαμε στην πλατεία
μην έχεις έγνοια.
Υπάρχει Χασάν.
Στον κορμό του
είναι χαραγμένο με τον ίδιο σουγιά
τ’ όνομά σου και τ’ όνομά μου.
Ανθρώπου χέρι δεν τ’ άγγιξε.
1.4.1980
ΔΙΕΘΝΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
I.
Αλλοίμονό μας!
Μείναμε σπυρί στις πελώριες
μυλόπετρες.
Τις τελευταίες φουρτούνες
τις περάσαμε
χωρίς να βραχούν τα πόδια μας.
Και τώρα;
Η πρώτη κίνηση
έτσι π’ ανοιγοκλείνουν οι Συμπληγάδες
μπορεί να μας λιώσει.
Ας είμαστε το λοιπόν, επιτέλους,
«φρόνιμοι ως οι όφεις»
μ’ ένα κουπί η Αργώ
να περάσουμε τον Ελλήσποντο
ΙΙ
Οι μυλόπετρες!…
Ιδού,
Όλα έχουν φτάσει
στο απροχώρητο.
Ο κόμπος δένεται λες
με μαεστρία στο χτένι.
Όλοι βιάζονται…
Για την Ειρήνη
μονάχα εμείς αδημονούμε
οι μικροί λαοί.
«Τα πρόβατα επί την σφαγήν».
Ιδού το,
στημένο το θυσιαστήριο.
ΙΙΙ
Ανατολική Μεσόγειος
ένα γύρω μας.
Ορώ Αρχαγγέλους με πολεμικές
σάλπιγγες.
Λαούς μαγεμένους
με στολές πολεμικές.
Σάρκες μισοκαμένες.
Νεκρούς και τραυματίες χιλιάδες
μυριάδες.
Με χωλό πόδι να αιμάσσει.
Ναύτες πνιγμένους
Με βυθισμένα τα πολεμικά τους πλοία.
Ένα γύρω μας
όλα αυτά Αροδαφνούσα.
Να,
απέραντο νεκροταφείο η γής
η θάλασσα.
Κι’ ο νικητής
σε άλογο μαύρο
«όφις ο αρχαίος
ο πλανών την οικουμένην»
να χασκογελά
με το δρεπάνι πάντα στο δεξό του χέρι
ακονισμένο.
15.1.1980