ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ

Ο Γιάννης Μπερούκας γεννήθηκε στο Αίγιο τον Νοέμβριο του 1952. Σπούδασε οικονομικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάσθηκε ως οικονομολόγος στον ιδιωτικό τομέα. Ασχολείται με τον πεζογραφικό και ποιητικό λόγο. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι παντρεμένος και πατέρας δυο παιδιών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Βένετο, Εκδόσεις Όστρια 2016
Νύχτας απόσπασμα, Εκδόσεις οδός Πανός 2017
Το μωβ των βράχων, Εκδόσεις οδός Πανός 2018
Διάφανη παραίσθηση, Εκδόσεις οδός Πανός 2019
Τοπία αναμονής Άνεμος Εκδοτική, 2021
Ακροβάτες της επομένης μέρας, Βακχικόν 2023
Αθέατος επιβάτης,  Βακχικόν 2024

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Μοίρα γραμμένη, Εκδόσεις Ιωλκός 2015, μυθιστόρημα
Aksana, Εκδόσεις Όστρια 2017, μυθιστόρημα
Δες τον θάνατο όπως τη γέννηση, Άνεμος εκδοτική 2020, νουβέλα
Τα χελιδόνια του δειλινού, Βακχικόν 2024,  μυθιστόρημα

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ

Ανθολόγιο ποίησης, Εκδόσεις Όστρια 2016
Τα ποιήματα του 2017,Εκδόσεις Κοινωνία των δεκάτων 2018
Τα ποιήματα του 2019, Εκδόσεις Κοινωνία των δεκάτων 2020
Ανθολόγιο ποίησης, εκδόσεις Όστρια 2020

.

.

ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ (2024)

ΠΑΛΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Στου εθισμού τις άσχημες στιγμές
κυκλώθηκε και τσάκισε το σώμα,
ήχος που σκόρπισε σ’ απύθμενα νερά,
ανάσας ψέμα όμορφο
μέσα στην άσχημη αλήθεια.
Βαθύ ξημέρωμα νεκρό φιλί
στα χείλη στέγνωσε
και χάθηκε στο τέλος μιας γιορτής,
σ’ άλλη εποχή παλιές εικόνες.
Ακονισμένη πέτρα η καρδιά
στην άκρη του έρωτα λησμονημένη
τις μέρες να χρησμοδοτεί
και σαν λαχτάρα να υψώνεται.
Στο τρυφερό λαχάνιασμα
μετέωρος μιας ξέφρενης στιγμής
άπληστος έρωτας,
πληγή σαν γίνεται όταν αλλάζει ρότα
και ξεχασμένος ασθενής.

ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ

Είναι φορές που ταξιδεύω
πέρα από τις γραμμές του ορίζοντα
ο’ ένα ταξίδι που μοιάζει αληθινό,
αθέατος επιβάτης σε τρένα
που σφυρίζουν την εγκατάλειψη,
εραστής ακόμη του ήλιου
κι εκείνης της άγουρης νιότης.
Τις μικρές μου ελπίδες στο σκοτάδι σιτεύω
μακρινές βουνοκορφές το σώμα σου
στα χέρια μου λιγοστεύει,
σπορά που μόνο
στα γυμνά μου όνειρα καρπίζει.
Στα τραγούδια σου σωπαίνω
και με το πένθος της αθωότητας σ’ αγκαλιάζω,
στη γαλήνη μιας ξεχασμένης δικαίωσης
το τέλος αυτού του κόσμου γιορτάζω
και ντυμένος τον άνεμο
με γυμνά πόδια τρέχω ξοπίσω σου
και σ’ αγαπώ
με το κόκκινο χρώμα των κρίνων
και ξαναγυρίζω στ’ όνειρο
γιατί δεν ξέρω η αλήθεια τι θα μου φέρει.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ

Θα μπορούσα να είχα φύγει μακριά
απ’ όλα αυτά που φαντάστηκα
και να γίνω ένας έρωτας σε απόγνωση,
η αμίλητη αυγή στον λυγμό του σώματος,
η παγωμένη ανάσα
πίσω από το τζάμι με τις ασημένιες φλόγες.
Θα μπορούσα να ήμουν η κραυγή
που ξέφυγε από τον άνεμο,
ο φωτεινός διάκοσμος σ’ ένα απόβροχο,
το στάχυ του θερισμού,
το ξημέρωμα στα χρώματα της θάλασσας,
τα χρόνια που ξεχάστηκαν
και πήραν μαζί τους τις ανοχές μου.
Στις άδειες μου αποσκευές
αδέσποτες σκέψεις σ’ έναν κόμπο δεμένες
μ’ εμποδίζουν τον άδειο χώρο ν’ αφήσω,
μέσα σ’ ένα παλιό φθινόπωρο
τα μάτια μου έκρυψαν την αλήθεια,
τώρα που το πρόσωπό μου χάσκει
ανάμεσα σε περιφερόμενα σχήματα
και σε μια μικρή κηλίδα που σφραγίζει
την τελευταία λέξη.

ΣΤΟΝ ΛΥΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

Θα σταθώ λίγες λέξεις μακριά σου
μισό φεγγάρι φως
στο σκοτεινό βλέμμα της θάλασσας.
Σ’ ένα αμίλητο βράδυ θα βραδιάσω
έρεβος σε χάος ψυχής
εικόνα γιορτής σε τοπίο θλίψης.
Με την ορφάνια της πόλης θα τυλιχτώ
ανυπεράσπιστος μέσα
στους γεμάτους δρόμους της Κυριακής
και κατηφορίζοντας
στη μέση του δρόμου θα γυρίσω σελίδα.
Μαυροντυμένα τα σημάδια
της επόμενης μέρας φωλιάζουν μέσα μου,
άφθαρτης μνήμης οιμωγές,
λύκοι που αλυχτούν στο σκοτάδι.
Υπήρξες κάποτε
των παιδικών χρόνων το αθώο μελάνι
η εικόνα στο φανό της ασετιλίνης
το ταξίδι της ζωής μέσα στον θάνατο,
τώρα στον λυρισμό του τοπίου
σε μια υπερβολική απόδοση της σκηνής
αναλαμπές φωτιάς με πόνο μοιάζουν.

ΧΑΜΗΛΗ ΠΤΗΣΗ

Ό,τι απέμεινε από τη σιωπηλή μου νιότη,
χρόνια αγέννητα που λείπουν
κρυμμένα στις απουσίες του αιώνα,
οι τριγμοί σ’ ένα σφραγισμένο δωμάτιο,
ένα απειλητικό επίχρυσο κάδρο.
Χαμηλόφωνα σαν πέρασαν οι μέρες
σημάδια πολύχρωμα,
μια χαμένη μου φίλη ακόμη στέλνει
λυπημένα μηνύματα στο πουθενά,
την ώρα που διψασμένοι μισθοφόροι
ξεδιψάνε στην αυλή της.
Στην απέναντι όχθη
ανέγγιχτη η βασίλισσα του χιονιού
τις σκέψεις μου υπογράφει.
Το αβάσταχτο γέλιο μου, πάνω
στις χαρούμενες φωνές της χορδίζω,
μάταιος ερασιτέχνης που ρημάζει
χαμένος μέσα στον θρήνο του ποταμού.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Ανέπαφη ακόμη
μέσα στης νιότης την αμφίεση
του θέρους μικρή θημωνιά,
δόλωμα μαρμαρωμένο γυμνό
στην ερημιά του λευκού της κήπου.
Μικρή πεταλούδα σε διψασμένο σώμα
πρωτόπλαστη Ελένη,
στην αρχή μιας εποχής αγκιστρωμένη
και στου πλοηγού της τον γρίφο.
Άοπλη ταξίδεψε στη σιωπή
της άκρατης ηδονής
και στου οργασμού τις κραυγές,
μικρό κύμα τώρα σκορπίζει
στη γαλήνη της ακροθαλασσιάς,
εκεί που ο ήλιος τυφλώνει τα όνειρα
και ταξιδεύει τον έρωτα
στη μοναξιά μιας ανάμνησης.

ΠΑΜΦΟΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Γυμνές σειρήνες στις αμμουδιές
του βλέμματος μοιχεία ο πυρετός
που στα ξώθυρα του έρωτα
την ερημιά μου ανάβει.
Αγιάτρευτη διχάζεσαι μέσα μου
τα χρώματά σου μεταγγίζω
σε μιαν αιχμάλωτη μέρα
που ανατέλλει και με διασχίζει
μέσα από δισταγμούς κι επιθυμίες.
Αφήνομαι σε μιας
ασημένιας νιότης τα περάσματα,
εκεί που δεν υπάρχει κακός λύκος
παρά μόνο μια μαύρη γραμμή,
που στους βηματισμούς της ζωής
καλές στιγμές μόνο ξεχωρίζει,
εκεί που ο έρωτας
πάμφορος και παναίτιος δαίμονας
βγαίνει μέσα
από τη δική σου κόλαση.

ΣΤΑΧΤΕΣ ΑΙΩΝΩΝ

Σε μιαν αρχέγονη πολιτεία
τα βράδια που οι δρόμοι αδειάζουν
απ’ τη βροχή των ανθρώπων,
σπασμένοι ωροδείκτες
τις ώρες φυλακίζουν
μιας αδικοχαμένης λευκότητας.
Στην άλλη ζωή του ενάρετου λόγου
των άκρων σκιές
θαλασσογέννητες νύμφες,
δανεικές στον ενδιάμεσο κόσμο,
μέσα σε στάχτες αιώνων
όμορφα καίγονται.
Σ’ ένα παλιό μου όνειρο σε θυμάμαι
κάθε φορά και μ’ άλλο πρόσωπο,
λαμπερό αιμάτινο σώμα
σ’ έναν παγωμένο περίπατο
να καθρεφτίζεις,
θαμμένη μέσα στα νεκρά
φύλλα του δρόμου.
Με τις λέξεις του τέλους
σε φυλακίζω
μα εσύ πάλι δραπετεύεις.

ΠΑΛΙΑ ΦΙΓΟΥΡΑ

Σμιλεμένη ομορφιά
το σκοτεινιασμένο πρόσωπο
και σ’ ένα ερωτηματικό αφωνίας
μια μαρτυρία ανάμνησης.
Η μυρωδιά της νύχτας
πάνω σε μια παλιά φιγούρα
που σε πλησιάζει
και χάνεις τα λόγια σου.
Χωρίς ένα τέλος οι σκέψεις
άναρθροι ήχοι ανατινάζονται
σ’ ένα υπόγειο πέρασμα
που τον φόβο σέρνει
μιας παλιάς εγκατάλειψης.
Σ’ έναν συναγερμό αισθήσεων
η αλήθεια που σπαράζει
και στων χαμένων τη λάμψη
δώρο αποχωρισμού
τα κίτρινα φύλλα που θυμάμαι.

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Στίχος κρυμμένος μέσα μου
φύλλο κυλά σε σιωπηλό νερό
μικρό σκαρί μετέωρο
σ’ άβατο πέρασμα ομίχλης.
Σ’ ανάλαφρη βροχή καλοκαιριού
κόκκινο ανατέλλει της αυγής
σώμα του τέλους, στο μακρινό μου αύριο
σ’ ό,τι αγαπώ, σώμα του τέλους.
Με μουσικές άνθισε φέτος ο χειμώνας
και μια λέξη σε δίδυμη σιωπή
κι όλες οι μέρες, λευκά σεντόνια
κι ονειρεμένα πρόσωπα
σ’ ανάγλυφα χειρόγραφα χαράς.
Σ’ απόκρημνα περάσματα
που αθέατη ωριμάζει,
με ξεσηκώνει η φαντασία μου,
σώμα του τέλους, που σε κράτησα
σ’ ό,τι αγαπώ, σώμα του τέλους.

.

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ (2024)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή έλεγε ο Νίτσε. Κι ο Βίκτωρας, ούτε δεκαοκτώ χρονών ακόμα, έπρεπε ν’ αφήσει το νησί του και να φύγει μακριά. Προορισμός η Αθήνα του ’70 και η επιβίωσή του μέσα σε μια νέα πραγματικότητα.
Όταν όμως κάτι δικό σου πεθαίνει, πάντα παίρνει μαζί του και κάτι από σένα. Και η Ιφιγένεια που άφησε πίσω του, άθελά της, τα είχε πάρει σχεδόν όλα και καθημερινά χανόταν κι αυτή μαζί του.
Γιορτή όμως είναι η ζωή και άσβεστη φλόγα, που δυναμώνει με αλήθεια και φως και, μέσα στα αδιέξοδά της, πάντα βρίσκει δρόμους διαφυγής, μόνο αυτή ξέρει πού σε πάει. Η καινούρια ζωή στην Αθήνα, που κάποια στιγμή θ’ ανακατέψει το παρόν με το παρελθόν, στο τέλος τι θα φέρει;
Τον χαμό και των δυο ή την τελική λύτρωση;

Η ΦΥΓΗ

Ο Βίκτωρας αν σήμερα ζούσε την Αναγέννησή του ή τον Μεσαίωνα ακόμα δεν το ήξερε. Απλά μόνος του και χωρίς καμία απολύτως βοήθεια από κανέναν προσπαθούσε να δημιουργήσει κάτι καινούριο στη ζωή του, κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα, μακριά από τους εφιάλτες που τον είχαν ζώσει. Όλοι και όλα τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το νησί του για να βρει μια καλύτερη μοίρα στην Αθήνα. Και ήταν νέος, πολύ νέος, μαθητής ακόμα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, ούτε δεκαοκτώ χρονών.
Είχε γεννηθεί ένα φθινοπωρινό απόγευμα, τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα, στην πρωτεύουσα του νησιού, σ’ ένα μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης και μεγάλωσε φτωχικά σε δύσκολες εποχές. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια, λίγο μετά το τέλος του πολέμου και έπειτα από τον καταστροφικό εμφύλιο, η πρώτη προτεραιότητα για τους περισσότερους ήταν μόνο η επιβίωση, η εξασφάλιση τροφής δηλαδή για την οικογένεια και τα απολύτως απαραίτητα, τίποτα άλλο.
Τότε άλλωστε ελάχιστοι ήταν οι πλούσιοι στην Ελλάδα και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς, που πριν τον πόλεμο είχαν κάποια μικρή περιουσία και μερικά χρήματα, είχαν σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί και ξεκινούσαν πάλι από το μηδέν. Και σ’ όλο το νησί οι απώλειες ήταν μεγάλες και οι πληγές βαθιές.
Εκείνα τα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια τα περισσότερα από τα εργοστάσια είχαν βάλει λουκέτο και στο νησί τότε ήταν μόνο κάποιες μικρές επιχειρήσεις που είχαν απομείνει εν ζωή και υπολειτουργούσαν. Λίγα χρόνια αργότερα κάποιες άνοιξαν και πάλι, συγκροτώντας κάπως τον κόσμο από τη φυγή στην Αθήνα.
Ο Βίκτωρας ήταν το δεύτερο και το μικρότερο παιδί της οικογένειας, καθώς υπήρχε και μία αδελφή ακόμα, που ήταν μεγαλύτερη από αυτόν, κάτι παραπάνω από πέντε χρόνια. Ο πατέρας του, ο κύριος Δημήτρης, εργάτης σ’ ένα μεγάλο βυρσοδεψείο του νησιού, ήταν από την οικογένεια ο μόνος που εργαζόταν, καθώς και τα δυο παιδιά του ήταν ακόμα πολύ μικρά και πήγαιναν σχολείο, ενώ η σύζυγός του, η κυρία Λουκία, έμενε στο σπίτι και τους φρόντιζε όλους. Άλλωστε μόνος του, έστω και δύσκολα, τα κατάφερνε αρκετά καλά και με τη βοήθεια της γυναίκας του τα έβγαζαν πέρα. Οι απαιτήσεις εκείνα τα χρόνια δεν ήταν υπερβολικές. Τα απαραίτητα, όπως η τροφή και η στέγη, υπήρχαν και ευτυχώς το σπίτι όπου έμεναν ήταν δικό τους, κληρονομιά από τον πατέρα του. Όχι τίποτα σπουδαίο βέβαια, ένα παλιό, μικρό σπίτι ήταν στην άκρη της πόλης, με μια μικρή αυλή μπροστά, έναν πολύ μικρό όμορφο κήπο γεμάτο λουλούδια στο πίσω μέρος και με κόκκινη κεραμιδένια σκεπή, που τον χειμώνα και στις μεγάλες βροχοπτώσεις έσταζε από παντού.
Ένα λαϊκό σπίτι, όπως και τα περισσότερα της εποχής, που θύμιζαν την ομορφιά της απλότητας. Ο κύριος Δημήτρης, πολύ καλός, άριστος τεχνίτης, δουλευταράς και άξιος άνθρωπος, μέσα σ’ ένα μόνο καλοκαίρι κατάφερε με μια μικρή βοήθεια απ’ όλη την οικογένεια να το κάνει πάλι καινούριο δίνοντάς του μιαν άλλη όψη. Επισκεύασε από την αρχή τη σκεπή, αποκατέστησε και λουστράρισε όλα τα πατώματα, έντυσε με πλακάκια την κουζίνα, έκανε μόνος του όλα τα σοβατίσματα, το έβαψε μέσα κι έξω και μόλις τελείωσαν όλες οι επισκευές, το σπίτι έγινε σχεδόν αγνώριστο. Τη γυναίκα του, την κυρία Λουκία, την είχε γνωρίσει στον γάμο του μεγάλου αδελφού του, τότε που ήταν αρκετά μικρός, ούτε είκοσι χρόνων ακόμα, κι αυτή μόλις δεκαοκτώ. Ο έρωτας από τις πρώτες κιόλας ώρες και με τις πρώτες κουβέντες είχε ξεκινήσει και για τους δυο. Σε λίγο καιρό πήγε φαντάρος. Μόλις απολύθηκε από τον στρατό έπιασε αμέσως δουλειά σ’ ένα μεγάλο βυρσοδεψείο του νησιού και σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν. Η δουλειά του ήταν πολύ επίπονη, αρκετά δύσκολη, κουραστική, αλλά ποτέ δεν έβγαλε το παραμικρό παράπονο. Αυτήν τη δουλειά έμαθε να κάνει κι αυτό έκανε.
Ο Βίκτωρας δεν τον έζησε και πάρα πολύ, δεκατρία χρόνια μόνο ήταν δίπλα του και όχι μόνο σαν πατέρας, αλλά πιο πολύ σαν ένας πολύ καλός φίλος. Ήταν τότε που η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραυνός επάνω τους και τους έκαψε όλους. Έναν μήνα περίπου πριν τελειώσει εκείνος ο μοιραίος χρόνος ήταν που έπεσαν οι τίτλοι του τέλους και όλα ξαφνικά και εντελώς απροσδόκητα μηδένισαν και χάθηκαν. Τότε που ένα πολύ σοβαρό ατύχημα στο βυρσοδεψείο τού στέρησε τη ζωή, καθώς ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι που ήταν στερεωμένο πρόχειρα σε κάποιον τοίχο γλίστρησε από τη θέση του και τον
βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο θάνατος, όπως είπαν αυτοί που ήταν δίπλα του, ήταν σχεδόν ακαριαίος, ούτε στο νοσοκομείο δεν πρόλαβαν να τον πάνε ζωντανό, γιατί μέσα σε λίγα λεπτά είχε εκπνεύσει.
Για πολλά βράδια η μορφή και η παρουσία του πατέρα του ήταν καθημερινός επισκέπτης στον ύπνο του και συνεχώς τον αισθανόταν δίπλα του, σαν να μην είχε πεθάνει ποτέ. Ήταν ακόμα αρκετά νέος, πολύ νωρίς για να φύγει, ούτε σαράντα χρονών, αλλά μια στιγμή μόνο έφτανε για να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Η διαχείριση της απώλειας από τον Βίκτωρα ήταν πολύ δύσκολη και ειδικά στην αρχή που τα γεγονότα κύλησαν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να τα πιστέψει και να τα δεχτεί. Με τον πατέρα του ήταν πολύ δεμένοι και η σχέση τους δεν ήταν μια σχέση απλά πατέρα και γιου, περισσότερο συμπεριφέρονταν σαν δυο πολύ καλοί φίλοι. Ποτέ δεν τον είχε μαλώσει για κάτι, πήγαιναν για ψάρεμα μαζί, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Αυτός ήταν που τον είχε διδάξει όλα τα μυστικά του ψαρέματος, που αν δεν σου τα πει κάποιος δύσκολα τα μαθαίνεις μόνος σου. Αργότερα βέβαια, όταν ο πατέρας του είχε φύγει πια από τη ζωή, ο Βίκτωρας είτε με παρέα είτε μόνος του συνέχιζε να ασχολείται και να πηγαίνει για ψάρεμα. Με τον πατέρα του πολλές φορές, όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο καιρός το επέτρεπε, έπαιρναν μια μικρή βάρκα ενός φίλου του, πήγαιναν ανοιχτά και σε περιοχές που ήξερε καλά και συνήθως γύριζαν πίσω με καλές ψαριές, που έδιναν και στη γειτονιά. Η καλή σχέση μεταξύ τους φαινόταν πως τον είχε καθορίσει και είχε διαμορφώσει τον χαρακτήρα του σε μεγάλο βαθμό. Επρόκειτο για μία συναναστροφή αμφίδρομη και ειλικρινή. Ποτέ ο πατέρας του δεν τον περιόρισε ούτε τον εμπόδισε να «μεγαλώσει» και να παίρνει μόνος του αποφάσεις για τα θέματα που τον απασχολούσαν. Του άφηνε χώρο, χωρίς ποτέ να του επιβάλλει τη δική του γνώμη και παράλληλα φρόντιζε να μην αποκόπτεται από αυτόν.
Όμως ό,τι δικό σου πεθαίνει πάντα παίρνει μαζί του και κάτι από σένα. Κι ο θάνατος του πατέρα του δεν είχε συγκλονίσει μόνο τη ζωή τη δική του και της αδελφής του. Ήξερε πως η μητέρα του υπέφερε πιο πολύ απ’ όλους, αλλά έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην τους το δείξει και να εμφανίζεται πάντα με το χαμόγελο, γιατί έπρεπε να φανεί δυνατή και να μην τους επηρεάσει. Ήξερε πως η ψυχή τους ήταν ακόμα πολύ τρυφερή και εύπλαστη και ήταν πολύ εύκολο αυτό το γεγονός του θανάτου να τους κατατρέχει για όλη τους τη ζωή. Μόνο αυτή ήξερε καθημερινά το δράμα που περνούσε. Κάθε βράδυ κατέβαινε στην κόλαση και ζούσε εκεί τον δικό της θάνατο, που δεν είχε τελειωμό. Όλη την ενήλικη ζωή της την είχε περάσει πλάι στον σύζυγό της και ήταν η πρώτη και τελευταία σχέση της, που ήταν πολύ δυνατή, μια σχέση ζωής γεμάτη συναισθήματα. Γι’ αυτό και το κενό που άφησε πίσω η αναπάντεχη απώλεια ήταν αγεφύρωτο, μια πρωτόγνωρη και οδυνηρή εμπειρία, με τις μνήμες τώρα να σκεπάζουν τις μακρόθυμες νύχτες κι ο θάνατός του να φαντάζει δίπλα της κατάφωτη ερημιά.
Ο Δημήτρης δεν ήταν από τους ανθρώπους που τους ξεχνάς εύκολα. Αγαπητός σε όλη την περιφέρεια του νησιού, αλληλέγγυος με όλο τον κόσμο, πολύ ήσυχος, ενάρετος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης και τα λίγα χρήματα που έβγαζε πήγαιναν όλα στο σπίτι, για τη γυναίκα του και τα παιδιά. Για τον εαυτό του ελάχιστα και σχεδόν τίποτα. Με το ίδιο κοστούμι που είχε παντρευτεί τον έθαψαν, μιας και για τον εαυτό του δεν είχε φροντίσει να αγοράσει και ένα δεύτερο.
Η μικρή αποζημίωση που έλαβε η οικογένεια λόγω του εργατικού ατυχήματος τους βοήθησε να τα βγάλουν πέρα, έστω για μερικούς μήνες ακόμα. Αλλά αυτό δεν έφτανε, η ζωή τους είχε πολύ δρόμο μπροστά τους, γι’ αυτό και η κυρία Λουκία έπρεπε να βρει μια δουλειά, για να συντηρήσει και να μεγαλώσει την οικογένεια.
Έστω και δύσκολα όμως η ζωή των υπολοίπων έπρεπε να συνεχιστεί, έτσι όμορφα όπως είχε αρχίσει και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τη μάνα του πλέον, που ήταν ακόμα πολύ νέα, να αναλαμβάνει αναγκαστικά τα ηνία της οικογένειας, μιας και τα παιδιά τότε δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάτι. Αλλά και να μπορούσαν ποτέ δεν θα τους το ζητούσε, γιατί μπορούσε να τα καταφέρει και μόνη της. Ξεκίνησε, λοιπόν, αμέσως δουλειά, στην αρχή ως καθαρίστρια και μετά σαν απλή εργάτρια σε μια από τις λίγες κλωστοϋφαντουργίες που είχαν απομείνει στο νησί. Στην επιχείρηση τη σύστησε μια πολύ καλή της φίλη και γειτόνισσα, που εργαζόταν εκεί αρκετά χρόνια και παρακάλεσε τον ιδιοκτήτη να της δώσει μια ευκαιρία, έστω και σαν καθαρίστρια για αρχή.

…/…
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Η ταν ένα όμορφο απόγευμα κάποιας σημαδιακής Κυριακής. Η θεατρική παράσταση μόλις πριν από λίγο είχε τελειώσει και τα φώτα της αίθουσας άρχισαν σιγά σιγά να σβήνουν.
Ο λιγοστός κόσμος που παρακολούθησε την παράσταση κάποιων ερασιτεχνών ηθοποιών άδειαζε τη μικρή αποθήκη, που με πάρα πολύ μεράκι και αρκετό γούστο είχε μετατραπεί σ’ ένα πολύ όμορφο μικρό θεατράκι και μια πρωτοποριακή καλλιτεχνική γωνιά για όλους τους θεατρόφιλους του νησιού.
Ο Βίκτωρας έμεινε εκεί καθισμένος ακόμα στην καρέκλα και, σαν υπνωτισμένος, δεν έλεγε να σηκωθεί. Ήταν το πρώτο θεατρικό έργο που είχε παρακολουθήσει και τον είχε αφήσει άφωνο, όχι μόνο η υπόθεση και η ερμηνεία όλων των ηθοποιών του θιάσου, αλλά πιο πολύ τον είχε επηρεάσει η ερμηνεία εκείνης της κοπέλας που έπαιζε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ήταν όμορφη και έδειχνε λίγο απόκοσμη και ιδιαίτερη πάνω στη σκηνή, τόσο που τα έντονα χαρακτηριστικά της και τη δυναμική παρουσία της αμέσως ξεχώριζες απ’ όλους τους άλλους. Τον είχε αγγίξει τόσο πολύ η εμφάνισή της που του ήταν αδύνατο να διαχειριστεί τη συμπεριφορά του και τον υπέρμετρο θαυμασμό του, αλλά ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να το κρύψει.
Τίτλος του έργου: Τα δένδρα πεθαίνουν όρθια.
«Σήκω, φεύγουμε» του φώναξαν ο Νίκος με τον Βενέδικτο, που είχαν πάει μαζί να δουν την παράσταση, καθώς συμμετείχε με έναν μικρό ρόλο κι ένας φίλος του Νίκου.
«Το έργο ήταν καταπληκτικό» απάντησε ο Βίκτωρας «που δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει, αισθάνθηκα τόσο όμορφα. Όλα τα παιδιά που έπαιζαν με πήγαν για λίγο σ’ έναν άλλο κόσμο, γι’ αυτό λέω να μείνω ακόμα εδώ» συνέχισε γελώντας. «Ποια είναι εκείνη η κοπέλα που έπαιζε τη Μάρθα;» ρώτησε τον Βενέδικτο. «Πώς γίνεται και μέχρι σήμερα δεν την έχω συναντήσει ποτέ;»
«Θα τους γνωρίσεις όλους» του απάντησε. «Έχω κανονίσει να βρεθούμε μετά με τα παιδιά του θιάσου, να πάμε κάπου να φάμε».
Εκείνο το βράδυ γνωρίστηκαν με την Ιφιγένεια κι έτσι ξεκίνησε η φιλία τους, μέσα από πολλά κοινά και περισσότερες αντιθέσεις, ανάμεσα στον σουρεαλισμό και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο φανταστικό, στο παράξενο και στο καθημερινό, στο γήινο, που έμελλε να καθορίσει και να σημαδέψει τη μετέπειτα ζωή και των δυο. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
έλεγαν οι αρχαίοι και έτσι μάλλον πρέπει να είναι, γιατί θα σου δέσει σφιχτά τα μάτια και θα σε πάρει μαζί του ό,τι κι αν κάνεις εσύ. Κάποια στιγμή ανάβει κάτι μέσα μας χωρίς εμείς να το επιδιώξουμε, απλά και μόνο υπακούμε και ανακαλύπτουμε εκείνο το πάθος, που μας ενθουσιάζει, μας απελευθερώνει και το απολαμβάνουμε, γιατί τότε αφουγκραζόμαστε μόνο τα συναισθήματά μας και δεν υπάρχουν πλέον κόκκινες γραμμές.
Σε όλες όμως σχεδόν τις κοινωνίες της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια εξήντα υπήρχαν πάντα οι κόκκινες γραμμές και τα διάφορα στερεότυπα, που δεν μπορούσες τόσο εύκολα να παρακάμψεις. Το περιβάλλον τότε και οι περισσότερες οικογένειες ήταν μάλλον συντηρητικές και αρκετά κλειστές, με αυστηρούς κανόνες ζωής non οι πιο πολλοί γονείς, ως επί το πλείστον θρησκευόμενοι, δεν άφηναν και πολλές ελευθερίες στα παιδιά, ειδικότερα στα μικρά κορίτσια. Η επαρχία πάντα ήταν έτσι, αρκετά συντηρητική, ζώντας μέσα σε παράξενους κανόνες που δεν είχαν καμία λογική, οι εποχές όμως έτσι ήταν τότε.
Ωστόσο καθένας, αγνοώντας όλους αυτούς τους ανόητους παραλογισμούς, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ο Βίκτωρας πάντα ήρεμος και αρκετά συγκροτημένος ήταν, απλά ζούσε την πραγματικότητα χωρίς να κάνει εκείνα τα μεγάλα όνειρα, που ίσως και να μην έρχονταν ποτέ. Ήταν προσγειωμένος αρκετά και ήξερε τι ήθελε.
Η Ιφιγένεια, έναν χρόνο μικρότερή του, ανυπότακτη και ανεξερεύνητη φύση έδειχνε, ανεξιχνίαστο τοπίο και σε μια διαρκή ανησυχία, από τα δεκατέσσερά της χρόνια να ψάχνει διακαώς την απελευθέρωσή της, μέσα από μια αέναη αναζήτηση και με όραμα πάντα την ηθοποιία. Να παίζει ρόλους, να ταυτίζεται και να χάνεται καθημερινά μέσα σ’ αυτούς. Η ζωή της, όπως τουλάχιστον φαινόταν, μόνο στην υποκριτική την οδηγούσε. Δύσκολη και απαιτητική η θεατρική σκηνή, αλλά αν την αγαπάς αληθινά, σε πάει μακριά και σε ταξιδεύει παντού.
Αυτό ήταν το μόνο που την απασχολούσε κι αυτός ήταν και ο μελλοντικός της στόχος. Να σπουδάσει ήθελε σε μια δραματική σχολή στην Αθήνα και να γίνει ηθοποιός. Τα προσόντα μάλλον τα είχε, έτσι έλεγε και η δασκάλα του θεάτρου, η κυρία Μίνα (πρώην ηθοποιός), που είχε ξεκινήσει και σχηματίσει αυτόν τον ερασιτεχνικό θίασο και σκηνοθετούσε τις παραστάσεις. Της το είχε πει και της το έλεγε συνέχεια και με μεγάλη σιγουριά: «Εσύ γεννήθηκες για να γίνεις ηθοποιός».

…/…

Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Άδειασαν πολλά φεγγάρια από τότε. Οι μέρες περνούσαν και δεν άλλαζε σχεδόν τίποτα. Η νυκτοπορία συνεχιζόταν κι ο ορίζοντας λεκιασμένος με αμφιβολίες έγερνε πάνω τους, αδέκαστος χρόνος που αναπλάθει ταξίδια ζωής. Ο Βίκτωρας στη συνέχεια της ζωής του δεν περίμενε τίποτα, απλά κυνηγώντας τα κενά του χανόταν μόνο κάποια βράδια μέσα σε ξεχασμένες διαδρομές, εκεί όπου τρεμόπαιζαν οι στιγμές και τα καλοκαίρια της ζωής του. Είχε τη δουλειά, που γι’ αυτόν ήταν ενδιαφέρουσα και του άρεσε, από την άλλη είχε το γράψιμο, που τον γαλήνευε και τον ταξίδευε μακριά. Είχε τώρα αποκτήσει και το μικρό του αυτοκίνητο με το οποίο ξεχνιόταν, γυρίζοντας όλη την Αθήνα. Είχε και έναν γιο, τον Δημήτρη, στον οποίο έτρεχε συνέχεια το μυαλό του και οι σκέψεις του τον έφερναν σε αδιέξοδα που δεν μπορούσε με τίποτα να ξεπεράσει. Η Ιφιγένεια ήταν αλλού, τον είχε απογοητεύσει, αλλά ήλπιζε πως με τον καιρό θα την ξεπερνούσε. Η ζωή μπορεί να σε αφήνει και να σε ξεχνά προσωρινά, αλλά θυμάται και επανέρχεται. Σου ανοίγει πάλι τα μάτια κι αυτό που μένει στο τέλος είναι μόνο κάτι γρατζουνιές στο σώμα, που με τον καιρό θα επουλωθούν και θα κλείσουν. Όλοι μας έχουμε προσδοκίες από τον εαυτό μας πρώτα και μετά από τους γύρω μας, απ’ τους δικούς μας. Κι όταν αυτές δεν εκπληρώνονται, τότε αισθανόμαστε απογοήτευση, συνήθως λύπη, θυμό και φόβο, ίσως για το αύριο που θα έρθει έτσι γυμνό και μπορεί να μας απογοητεύσει. Ο φόβος λοιπόν για το αύριο καραδοκεί και ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει. Γι’ αυτό και όλες οι θρησκείες έβαλαν πρώτο στο οπλοστάσιό τους τον φόβο κι αμέσως μετά έφτιαξαν την κόλαση. Ένας έξυπνος άνθρωπος όμως μπορεί εύκολα να καταλάβει πως από αυτό το συγκεκριμένο παζλ λείπουν πολλά κομμάτια και κάποια από αυτά, όχι μόνο δεν ταιριάζουν πουθενά, αλλά είναι και εντελώς παράταιρα.
Σ’ έναν έρωτα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Φόβος δεν υπάρχει, γιατί το μόνο που κυριαρχεί είναι η αλήθεια. Υπάρχει όμως η απογοήτευση. Τότε τα συναισθήματα θα σε φυλακίσουν μέσα της, γιατί αυτά έχουν τη δύναμη να τη συντηρούν για αρκετό καιρό. Από σένα και μόνο εξαρτάται η χρονική διάρκεια και από το πόσο δυνατός είσαι. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης στο πέρασμα του χρόνου θα υπερισχύσει και είναι σίγουρο πως η ζωή κάποια στιγμή θα ξαναβρεί τον δρόμο της. Η Ιφιγένεια τον είχε βρει τον δρόμο της ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Η δουλειά της στο θέατρο είχε ήδη ξεκινήσει, με πολύ καλές προοπτικές, αλλά και με καλούς ρόλους. Όλες οι κριτικές ήταν ακόμα καλύτερες. Κι αυτό της άρεσε πολύ, συνάμα την κολάκευε και την επιβεβαίωνε. Οι προσδοκίες της έδειχναν πως κάποτε θα την ανέβαζαν ψηλά. Πίστευε πολύ στον εαυτό της και δεν το έκρυβε πως ήθελε διακαώς στο κοντινό μέλλον να πρωταγωνιστήσει. Είχε την πεποίθηση πως κάποια
στιγμή αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Σίγουρα πάντως βιαζόταν πολύ και ίσως να ήταν υπερβολική με τις σκέψεις της, αλλά μικρή ήταν και ό,τι ήθελε μπορούσε να το ονειρευτεί. Πάντως αν τα πράγματα απ’ έξω φαίνονται λίγο εύκολα, από μέσα είναι εντελώς διαφορετικά, γιατί πάντα θα υπάρχουν αντιζηλίες και προσωπικά συμφέροντα. Κάποιοι μπορεί να σου βάλουν τρικλοποδιά και άλλοι να σε δουν διαφορετικά, ίσως μόνο ανταγωνιστικά. Και αν θελήσεις να συγκρουστείς μαζί τους ίσως στο τέλος και να χάσεις. Όλα αυτά όμως της ζωής προϊόντα είναι και αφορούν όλα τα επαγγέλματα.

Η Ιφιγένεια μέχρι στιγμής δεν αντιμετώπισε τίποτα τέτοιο, κανένας δεν την ενόχλησε και οι σχέσεις της με τους συναδέλφους της ήταν σχεδόν άριστες. Τουλάχιστον μέχρι τώρα όλα μόνο αυτό έδειχναν και η συμπεριφορά των υπολοίπων απέναντι της ήταν άψογη. Ακόμα όμως μικρή ήταν και αρκετά
νέα στο επάγγελμα, ούτε είκοσι πέντε χρονών. Το παρόν έδειχνε να της τάζει ένα λαμπρό μέλλον, τα αναμμένα κεριά ήταν πάρα πολλά και τα περισσότερα μπροστά της. Δεν είχε λοιπόν κανέναν λόγο να φοβηθεί. Η καθημερινότητά της στο θέατρο ήταν και έμοιαζε γι’ αυτή μια μικρή περιπέτεια. Όλα αυτά
που σχεδόν κάθε μέρα συναντούσε, οι εναλλαγές εικόνων και τα διάφορα απρόοπτα, ήταν αυτά που συντηρούσαν το ενδιαφέρον της και την αγάπη της γι’ αυτήν τη δουλειά. Μέσα από τον χώρο είχε αρκετούς φίλους και φίλες, έκαναν παρέα σχεδόν καθημερινά και έβγαιναν αρκετά συχνά έξω. Ώσπου
κάποια στιγμή γνώρισε μέσω κάποιων γνωστών και φίλων τον Φαίδωνα. Ως ηθοποιός ήταν πολύ γνωστός και τον ήξερε, ήταν αρκετά πιο μεγάλος από αυτήν, τουλάχιστον δέκα χρόνια. Γνωστός πρωταγωνιστής του θεάτρου, πετυχημένος και με αρκετές καλές ταινίες στο ενεργητικό του.
Ο Φαίδωνας από την πρώτη μέρα έδειξε το ενδιαφέρον του για την Ιφιγένεια, ποτέ δεν το έκρυψε. Από την αρχή του άρεσε και την πολιόρκησε επίμονα και με πολλούς τρόπους. Ήταν χωρισμένος και στον χώρο είχε τη φήμη του γυναικά. Κι η γυναίκα του όταν κάποια στιγμή ανακάλυψε τις απιστίες
του, τον βαρέθηκε και τον παράτησε. Όμως από την αρχή της γνωριμίας τον απέρριψε, κρατήθηκε μακριά του και με τον τρόπο της τον απέφευγε. Συμπαθητικός ήταν αρκετά, αλλά

…/…

Η ΛΥΤΡΩΣΗ

Οι θεότητες του κεραυνού και της βροντής τον ξύπνησαν από τους νυχτερινούς εφιάλτες. Ήταν ήδη περασμένες εννιά και η βροχή συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητα. Πήγε στο μπάνιο να διώξει από πάνω του τον ιδρώτα από τα φαντάσματα της νύχτας, έφτιαξε έναν καφέ, δυο φρυγανιές με βούτυρο και μέλι και ξεκίνησε να γράφει. Σήμερα πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσω το μυθιστόρημα και να γράψω το τέλος, να βρω έναν όμορφο τίτλο και να το στείλω στον Σταύρο σκέφτηκε. Το σίγουρο ήταν πως ήξερε πια τι θα έπρεπε να γράψει, το τέλος το ήξερε. Τόσα χρόνια ήταν μπροστά του κι αυτός δεν έβλεπε τίποτα. Ο τίτλος μόνο τον δυσκόλευε ακόμα, αλλά θα τον έβρισκε κι αυτόν. Όλα πλέον είχαν ξεκαθαρίσει στο μυαλό του, έμενε μόνο ο τρόπος με τον οποίο θα τα αποτύπωνε στο χαρτί.
Όταν ο άνθρωπος συναντήσει την ομορφιά της αληθινής αγάπης, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο αυτός, ο δρόμος που ονειρεύτηκες και περπάτησες, ο δρόμος που τον φωτίζει μόνο το φως της ψυχής σου. Την αγάπη τη νιώθεις κι ας είσαι μακριά της, γιατί πάντα έχει μέσα της αυτή την ανεξάντλητη ενέργεια που συνέχεια την ανανεώνει. Και μυρίζοντας ένα μόνο λουλούδι μπορείς να την αισθανθείς. Μπορεί να είναι δάκρυ και γέλιο μαζί, ο ουρανός που απλώνεται πάνω στο σώμα σου.
Ο πόνος πολλές φορές δοκιμάζει τις αντοχές σου. Μπορεί να σε ποδοπατήσει και να σε σκοτώσει, όπως ο θάνατος με τη σύριγγα στη φλέβα για έναν ταξιδιώτη της παραίσθησης που χάνεται κάθε μέρα στον κόσμο του και ταξιδεύει μέσα στα ουτοπικά οράματά του. Άλλες φορές ο φόβος της απώλειας και της εγκατάλειψης μπορεί να είναι πολύ πιο ισχυρός και από τον ίδιο τον θάνατο, αλλά μερικές φορές πρέπει ο ίδιος να επιλέξεις ανάμεσα στον διαρκή πόνο και την αγάπη. Ψάξε μόνο βαθιά μέσα σου, βρες τον πόνο και σιγά σιγά απελευθέρωσέ τον. Δεν είναι φυσικά εύκολο, γιατί η απώλεια όταν μεταφράζεται σε θάνατο, περιλαμβάνει πάντα πολλά στάδια πένθους που πρέπει να τα περάσεις, από τη σκοτεινή άβυσσο που τώρα ζεις να επανέλθεις στη φυσιολογική ζωή. Ένας θάνατος έχει απελπισία, ενοχές, θυμό και πολλές τραυματικές εμπειρίες που πρέπει να αντιμετωπίσεις συνομιλώντας καθημερινά με τον εαυτό σου. Και οι ενοχές είναι πιο πολύ αυτές που σε λίγο καιρό μπορεί να σκοτώσουν κι εσένα, γιατί αυτός ο πόνος σιγά σιγά σε αλλάζει και σε πάει όπου αυτός θέλει. Κυριαρχεί μέσα σου και κατευθύνει τα συναισθήματά σου και όλες τις σκέψεις σου τις οδηγεί στην εσωστρέφεια. Και πριν το καταλάβεις έχει κυριαρχήσει μέσα σου. Κι εσύ ανήμπορος να του αντισταθείς, κλείνεσαι σ’ ένα δωμάτιο μόνος και προσπαθείς να συμφιλιωθείς και να συμβιώσεις με όλα αυτά τα κενά σου, που τις περισσότερες φορές τα βλέπεις να μεγαλώνουν επικίνδυνα και να σε καταπίνουν. Όταν λοιπόν μείνεις μόνος, με τον πόνο να κυριαρχεί πάνω σου και δεν τον μοιραστείς με κάποιον, τότε είναι ακόμα χειρότερα, γιατί συνήθως ό,τι μοιράζεται μικραίνει και απαλύνεται. Εσύ τότε μπορείς να τον διαχειριστείς καλύτερα. Πρέπει, λοιπόν, να προσπαθήσεις να αδειάσεις όλα τα άσχημα από μέσα σου και να αρχίσεις σταδιακά όλα αυτά τα κενά να τα ξαναγεμίζεις, αφού πρώτα αποδεχτείς ορισμένα πράγματα και όλα αυτά τα διαχειριστείς σωστά με τον εαυτό σου.
Όμως οι αναμνήσεις συνήθως δεν σε αφήνουν να ξεφύγεις. Ο πόνος που ζεις έχει μνήμη και είναι συναίσθημα που για να περάσει πρέπει να τον αντιμετωπίσεις και να τον κοιτάξεις κατ’ ευθείαν στα μάτια. Και οι θύμησες είναι σαν τη βρύση που στάζει, αλλά δεν στερεύει ποτέ. Αυτές οι αναμνήσεις σου αφήνουν πάντα μια πόρτα ανοιχτή, που μπορεί να σε οδηγήσει στη λύτρωση και σε μια δεύτερη ευκαιρία. Και όσον αφορά τον Βίκτωρα όλα αυτά τα κενά που υπήρχαν μέσα του μόνο η Ιφιγένεια μπορούσε να τα αναπληρώσει και να τα χρωματίσει με όμορφες στιγμές και εικόνες. Ναι, το ήξερε καλά πλέον και συνέχεια το ένιωθε πως ήταν απόλυτος και κάποιες φορές μοναχικός και παράξενος. Και αυτό ίσως κάποτε να τον οδηγούσε στην απομόνωση και στη μοναξιά. Αυτή η συνήθεια που είχε με το καθημερινό γράψιμο και η συνεχής και αδιάκοπη περιπλάνηση στη φαντασία του μάλλον ένας τρόπος φυγής ήταν, που ίσως να μην είχε καταλάβει αν τον λύτρωνε ή τον πλήγωνε. Όμως για να δημιουργήσεις κάτι νέο, πρώτα πρέπει να το φανταστείς και να το μεταφέρεις έξω από τα όρια της πραγματικότητας. Ίσως χρησιμοποιώντας όλη αυτήν τη διαδικασία να κατανοήσεις καλύτερα τον ίδιο σου τον εαυτό. Φυλακίζεις το φως μέσα σου και το χρησιμοποιείς όπως εσύ θέλεις, είτε σαν μια φωτιά που τρεμοπαίζει και φωτίζει τα σκοτάδια σου είτε σαν ένα δάκρυ που μεγαλώνει, γίνεται θάλασσα και στο τέλος σε πνίγει στον βυθό της. Για πολλά όμως πράγματα, αν δεν τα έχεις βιώσει, δεν μπορείς να εκφέρεις ακριβή γνώμη και να είσαι απόλυτος. Άραγε ποιος μπορεί να πει με σιγουριά αν η αυτοκτονία, την οποία σχεδόν όλοι καταδικάζουν, είναι πράξη δειλίας ή πράξη θάρρους; Στην αρχαία Ελλάδα η αυτοκτονία θεωρείτο μιαρή πράξη, αλλά συνάμα υπήρχαν και άλλοι πολλοί λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια θεμιτή λύση και τα κίνητρα να ήταν αυτά που πολλές φορές αυτή η πράξη δικαιολογούσε. Μακρινές αναμνήσεις, σαν σκέψεις που σε βυθίζουν στο μαύρο της νύχτας και στης άλλης ζωής το αθέατο. Ο αυτόχειρας μόνο ξέρει, αλλά τώρα πια είναι αλλού και δεν μπορείς να τον ρωτήσεις και να σου πει. Γιατί φεύγοντας όλα τα πήρε μαζί του κι εσύ μένεις με την απορία.
Στον Βίκτωρα όλες οι εικόνες ακόμα ήταν ζωντανές και χόρευαν μέσα του. Έπεφταν μπροστά του σαν τροπική βροχή, που άλλοτε ήταν σαν θύελλες που στριφογύριζαν δίπλα του και τον σήκωναν στον αέρα, έτοιμες να τον τσακίσουν στα βράχια, άλλοτε σαν φωτιά που έκαιγε μέσα του και μεγάλωνε και τον στέγνωνε. Και όλα αυτά τα βίωνε σαν μια μεγάλη απορία που ξαγρυπνούσε τη μοναξιά του, που τον γέμιζε ενοχές, από εκείνες που σε κάνουν να νιώθεις πολύ άσχημα όταν η ηθική σου είναι ευαίσθητη.
Και στους εξώστες της ψυχής ερημιά, μέσα σε παράταιρες εικόνες, ένας τρόπος ίσως να μην ξεχνάς. Και στο μάταιο της υπόθεσης, ήταν μια νύχτα που μόνο αυτός φαντάστηκε και κράτησε μέσα του ή μια καταδίκη μέσα σε κατάλοιπα ερημιάς που στη συνέχεια θα τον ρήμαζε;
Μέσα στις ανταύγειες της αλήθειας δεν ταιριάζουν ψευδεπίγραφα πένθους και κατάλοιπα ερημιάς. Όλα ξαφνικά ανατρέπονται, τα δεδομένα αλλάζουν και οι ελπίδες γίνονται αλήθεια που κοιτούν την πραγματικότητα κατάματα και διεκδικούν και πάλι με δύναμη τη ζωή, αυτήν που κάποτε κρατούσαν απελπισμένα στα χέρια τους. Υπάρχει ακριβώς δίπλα σου κι ένας άλλος κόσμος, τον οποίο μπορείς να γυρέψεις και να βρεις μέσα από ένα χαμόγελο και υπολείμματα ζωής και να τον κλείσεις σφιχτά στα λεπτά σου δάκτυλα. Μια απόφαση μόνο αρκεί και μια ματιά στης Κυριακής τα χειμωνιάτικα σύννεφα, που θα οδηγήσει και πάλι τη διαδρομή σου πάνω στις ράγες. Λίγες μόνο σκηνές μένουν ακόμα από κάποιες μέρες που πέρασαν και κάποτε γέμιζαν την ερημιά σου και που τώρα θα γυρέψεις πάλι.

…/…

.

ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ (2023)

ΣΤΗ ΦΑΡΣΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Πάνω στα βρεγμένα ρούχα
της χαραυγής τα κάτοπτρα ξεψυχάνε
σκιές σ’ άδειους δρόμους κρυμμένες
με πληγωμένες λέξεις σ’ αγγίζουν.
Σ’ απομεινάρια άπνοιας
εγκλωβισμένες σκέψεις φωλιάζουν
η διαδρομή τελειώνει
κι η πόλη μπαίνει νωχελικά στο τοπίο.
Βυθίζομαι εκεί που το βλέμμα δεν φτάνει,
μέσα σε μια υπόσχεση
τη φάρσα της ζωής φυγαδεύω
και γυρίζω σελίδα,
όμως δίπλα μου η πραγματικότητα
ουρλιάζει, καθώς αναδύεται
μέσα από μια μονότονη επανάληψη.
Ανερμήνευτα χρόνια
τυλιγμένα σε χαμένες ιδέες
και στην υποκρισία των αλληλέγγυων
φευγαλέα πέρασαν και χάθηκαν.
Κι όσοι μέσα σε αδιάβατα όνειρα
μαζί μας ονειρεύτηκαν,
μονάχοι ακόμη περιφέρονται
λίγο πριν σκορπίσουν σ’ ένα νεφέλωμα
και στο βασίλειο των παραμυθιών.

Η ΠΟΛΗ ΜΟΝΑΧΗ

Λευκές σκέψεις στον ίδιο λόγο
χάσματα που σε γυρεύουν
άνθη γυμνά στης αθανασίας το στέρνο
η σκιερή ωριμότητα που ξεγελά
την υπομονή.
Η πόλη μονάχη μες στον χειμώνα.
Ώρες μοιρασμένες
σε επικίνδυνους σχηματισμούς,
τεμαχισμένες μνήμες που συνωμοτούν
υμνώντας μια νεκρή ουτοπία
το τέλος μιας εποχής στην άδεια παραλία.
Όλα στη σιωπή ενταφιασμένα
και σε εικόνες αιώνων
μια δύσκολη επιστροφή
τη θέα της βροχής προσπερνά
και τα ημίγυμνα δένδρα
που θροΐζουν στον πόνο της γης.
Η πόλη μονάχη που σε αντιγράφει.

ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗ

Κρυμμένο σε μια φυγή δισταγμού
γαλάζιο φως τρεμοσβήνει ακόμη
κι οι νύχτες που έχανες τον δρόμο σου
για να ζήσεις τα όνειρά σου
κάποιο χάραμα τέλειωσαν κι αυτές.
Παράκτιος άνεμος
μεγαλώνει τους αμμόλοφους,
δίπλα στη σιωπή της θάλασσας
αναπνέεις τώρα,
πικροδάφνη βαθύσκιωτη,
με ασημένια δάκρυα ντύνεσαι
και άλυτα θαύματα αντιγράφεις
καθώς λιγοστεύεις
μέσα στον ήλιο του χειμώνα.
Κενές μάσκες στα σώματα των άλλων
κι εσύ σκιά πολύμορφη
ασάλευτη στην αίθουσα του θρόνου
πρωθιέρεια του πένθους
των ερειπίων μου, να με κοιτάς
σαν μια συνεχή απουσία
που διακαίει τους πόθους μου
και, κάθε βράδυ, πάνω
στο ’να μου χέρι να πλαγιάζεις.

ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Μέσα σε αδιάβατες επιθυμίες
πετρωμένο σώμα
στη γύμνια του ρίζωσε.
Χρόνια σφραγισμένα στη θάλασσα
ανάμεσα στων άστρων τα περάσματα
και στις παραλίες της Ιωνίας
πάνω σε άσβηστα μάτια ξεχάστηκαν.
Σε άδειους δρόμους
και σε σκονισμένες αυλές
πειθαρχώντας στον αφανισμό μας
κυματίζουν τα βράδια.
Κι όλοι εμείς
της ερημιάς μοναχικοί βιγλάτορες
στους δισταγμούς της ζωής χαμένοι
τους φόβους μας πενθούμε
έτσι όπως σε μια ξένη πόλη
πενθεί η βροχή καθώς βαραίνει
πάνω στη χλαίνη μας.
Ξετυλίγοντας τον ρυθμό
στα μαντήλια της απελπισίας
με παγωμένα χαμόγελα
σε περάσματα αγνοουμένων διαβαίνουμε.
Κι όσο δύει ο ήλιος
τόσο η αμφιβολία μεγαλώνει.

ΑΥΛΑΙΑ

Με αυλακιές στο πρόσωπο
μπαίνει ο καιρός
βαριά τα χέρια, πώς να σηκώσουν
τα κυπαρίσσια του χειμώνα.
Κλειδώνω μες την πέτρα τις πληγές
θρύψαλα από κρίνα μαραμένα
πεθαίνω πριν να κλείσει η αυλαία
στου χρόνου τις λευκές υποταγές.
Κινούμενες εικόνες η ζωή μου,
χωρίς επιστροφή νεκρές φιγούρες
χάνονται μες στα πρόσωπα της πόλης,
φτηνές γυναίκες αλκοόλης,
γλυκά πως μ’ ακουμπούν
τ’ άδεια της μάτια
κι ο κόσμος του τρελού, χίλια κομμάτια.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΕΛΟΥΣ

Έτσι όπως περνά η ζωή από μπροστά μου
έτσι όπως κάνω δυο βήματα
έτσι όπως όλα σταματούν σε μια στιγμή
μ’ άδικο φάνταζε αυτό που ζύγωνε σιμά μου.

Στα κάτοπτρα της Κυριακής τα πρωινά
τσαλακωμένα πρόσωπα η αυγή χαράζει
παιχνίδι τέλους ίσως μοιάζει
μ’ άγκυρα που με σέρνει στα βαθιά.

Έτσι όπως ένα τέλος ξεκινά απ’ την αρχή
έτσι όπως κάνω δυο βήματα
έτσι όπως έφευγες λύπη περαστική
μ’ άδικο φάνταζες που σάπιζε η βροχή.

ΕΡΩΤΑΣ

Στου κόσμου την υπομονή
μαχαίρι που καρφώνει την ανάσα,
φιλέρημος ο έρωτας κι ανύποπτος
σε καταπίνει όταν ξυπνά.
Κι είναι βαθύς ο πόνος που γεννά
σαν χάνεται στης μοίρας το γραμμένο.
Απόκοσμος και άθυρος, γυμνός
παίρνει μορφή και κρύβεται
σαν μυστικό που μεγαλώνει μέσα σου,
σε εικόνες εγκατάλειψης γυρνά
σε νύχτες άυπνες φωλιάζει.
Κι είναι βαθιά η πίκρα που γεννά
σαν υποκρίνεται
και την καρδιά ρημάζει.

ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ

Κι έγειρε το φθινόπωρο πάνω σ’ έναν βαρύ χειμώνα
και γέμισαν σκοτάδια οι καλύβες
και σφράγισαν με θάνατο
της επιστροφής τα χαμένα σημάδια.
Αδέσποτα μισοφέγγαρα, φύλακες των ουρανών
το δάσος των επικηρυγμένων περιπολούν
και με ροδοπέταλα φωτιάς
τη σκουριά απ’ το σώμα τους ξεβάφουν.
Σε αθέατες τροχιές οι αλκυόνες σκορπίζουν
κάτοπτρα γραφής σμιλεύουν τα σκοτάδια
και μέσα σε θραύσματα φωτός
τα σώματα της κολακείας ζεσταίνουν.
Μουσκεμένοι καιροί ορθώνονται
στους ταπεινούς δρόμους με τα μαρτυρικά σώματα,
ακροβάτες της επόμενης μέρας
τα γερασμένα πρόσωπα με τα σημάδια
πάνω στα σπασμένα κομμάτια τους.
Κι έγειρε το φθινόπωρο πάνω σ’ έναν βαρύ χειμώνα
κι οι μέρες που ήρθαν, της μοίρας όργανο,
στην άλλη πλευρά τούς βρήκαν
με τις άγκυρες πάνω στο σώμα τους.

.

ΤΟΠΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ (2021)

ΠΑΝΔΩΡΑ

Αδιάκριτα κοιτά την αυγή
και με προσδοκίες μεθάει
γυμνή ένα όραμα σαγηνεύει
γαλήνης μονότονος φλοίσβος
η μαλακή λαλιά της.
Στην αγωνία του κόσμου σκυφτή
με πλέριο φως τα μάτια φωτίζει
στο μύθο η έσχατη πράξη
στα κλειστά βλέφαρα η αφή
ο πόνος στη διπλή όψη της ζωής.
Στο τελευταίο όρυγμα κρυμμένη
με μαύρο φουστάνι αναμονής
άλλοτε σου γυρίζει την πλάτη
και άλλοτε με δανεικό αίμα
και άδεια χέρια
μάταια αποζητά το αδύνατο.
Στη αρχή της ζωής ξεχασμένη,
η ελπίδα, που πάντα
με θλιμμένο πρόσωπο τη θυμάμαι

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

Σ’ έναν καθρέφτη που ονειρευόταν
ένα παιδί μέσα του χάθηκε,
θεωρός μια νεράιδα του μεσημεριού
που κανένας όμως δεν πίστεψε.
Στο θόρυβο
των ημερών που έσβηναν,
αγέλαστες ρυτίδες
σε βυθισμένα πρόσωπα
στάλαζαν
τον απόηχο της αθωότητας .
Στο δρόμο, ένα δειλινό άλλαξε χρώμα
κι έγινε μαύρο δάσος,
ένα παιδί μέσα του χάθηκε
κι έγινε θρύλος, άνεμος , μικρός θεός
που το ταξίδεψε στο μύθο.
Σε μια φανταστική πολιτεία
που στα φώτα της ονειρευόταν,
ένα παιδί μέσα της χάθηκε,
κάποιοι το είπαν θάνατο
άλλοι ζωή το είπαν,
γιατί πάντα μέσα στα όνειρα
μόνο ζωή υπάρχει.

ΑΠΩΤΕΡΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Τυλιγμένη στη σιγή μιας ανάσας
την πόρτα έκλεισες αθόρυβα
και πέρασες σ’ άλλους αιώνες.
Μεταμφιεσμένη
με το πρόσωπο της επιθυμίας,
κρυφά να ονειρεύεσαι
αυτό που εγώ ποτέ δεν ήμουνα,
τον δρόμο ντύθηκες
για ένα μακρινό καλοκαίρι,
πέρα από τα βάθη
της δικής μου θάλασσας.
Στο βυθό της αθανασίας
αδυναμίες κρυμμένες
τώρα αναδύονται
και με καταπίνουν
σαν λευκές άδειες σελίδες.
Κι ο χρόνος αδιάκοπα
να ερμηνεύει την ειμαρμένη
και πάντα να χάνεται
στο δικό σου περίγραμμα.

ΩΡΑ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

Μπροστά στη θάλασσα
μια λέξη μόνο ονειρεύομαι,
σαν δειλινό
που μου φωνάζει η ζωή
-αύριο πάλι-,
σκαμμένη σκοτεινή πέτρα ψυχής
χάσκει η απόσταση,
στο πριν και στο μετά
πολύ μεγάλη.
Σαν μια χαμένη Κυριακή
δίπλα μου πέρασες
κι όπως σερνότανε το φως
λύπες ξυπνούσες,
ποτάμια χάρτινα βροχής
τα μάτια σου σαν κοίταζα,
όμως δεν πρόλαβα να δω
αν έκλαιγες ή μου γελούσες.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Υπάρχει μέσα στις απουσίες,
τα βράδια περνάει
σαν άνεμος σφυρίζοντας,
σε μια ευτυχισμένη γυναίκα
που μέσα σου σωπαίνει, κατοικεί
και ξεκλειδώνει τους γρίφους σου.
Ένα άγριο κύμα που στη ράχη
της θάλασσας ταλαντεύεται,
μια ξεχασμένη μπάντα
που παίζει σ’ έναν έρημο δρόμο,
το στερνό φεγγάρι που
τις νύχτες ακουμπά πάνω σου.
Κι όλα αυτά
που κρατάς μέσα σου,
ένα διάφανο πέπλο
η αγάπη που ακόμη κυλάει
και ποτίζει τα λόγια σου,
το ανέσπερο φως που
τα σκοτάδια σου ψηλαφίζει,
η άνοιξη που στα δυο μοιράζεται.

ΤΟΠΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Πέρασε από μπροστά μου
σαν παραμύθι που δεν ξεχνάς
και θες να το ζήσεις,
αμίλητη προχώρησε μπροστά,
φώναξα δυνατά -τίποτα-,
δε σ’ ακούει, μου είπε κάποιος
και τινάχτηκα επάνω.
Τον χαμένο μου εαυτό παραμέρισα
τα πόδια μου βούλιαξαν στη βροχή
τον ίδιο δρόμο, είπα θα πάρω.
Πέρασα σε τοπία αναμονής,
σε πορφυρά νεφελώματα
έζησα επιθυμίες,
στους μαύρους ήλιους της υπομονής
μαύρα κεριά άναψα,
και στον απόηχο
μιας ερωτικής παράκρουσης,
βαθιά μέσα της κρύφτηκα.
Μια ιστορία που ποτέ δεν ξεχνιέται
-όταν δεν είναι παιχνίδι- γιατί
δίοδοι διαφυγής δεν υπάρχουν,
μόνο μικρά περάσματα
που μοιάζουν επικήδειοι έπαινοι.
Άνοιξα την πόρτα
και κοίταξα κατάματα το φως,
σε ομοιώματα μέσα χάθηκα.

Ο,ΤΙ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ

Φορτωμένο έρημους τόπους
δίχως απόκριση
το σώμα
που μηδενίζει ο χρόνος,
η κάθαρση της ψυχής
το τέλος αυτού του δρόμου.
Τελευταία προσέγγιση
η αθανασία που συντηρείς
της ψυχής μια ορφική δοξασία
μιας άλλης ζωής η γέννηση
η συνέχεια έξω απ’ το σώμα.
Στην αιώρηση της επανάληψης
δημιουργική η αποστολή
της ψυχής
κι ο θάνατος μικρός
προσωρινός πλειοδότης.

ΑΛΥΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ

Κάποτε ήταν τα καλοκαίρια
που χανόντουσαν στον ουρανό
τότε που τα παραμύθια
έλεγαν την αλήθεια
και τα ποτάμια της βροχής
μάτωναν με πύρινα δάκρυα.
Μια αφήγηση εικόνων
γι’ αυτά που ποτέ δεν ήρθαν
μυρωδιές από μικρές άλυτες σιωπές
οι μισάνοιχτες γρίλιες
που χόρευαν με τον άνεμο στο σκοτάδι,
το τίμημα που πληρώσαμε
όταν χωρίς όνομα φεύγαμε
μέσα από αφύλακτα μονοπάτια.
Τώρα της μοίρας η κλωστή
με παράταιρα πρότυπα
ντύνει τους αιώνες,
παιώνιες της λευκότητας
τις άηχες νύχτες διακοσμούν,
χωρίς ανταπόδοση η ζωή
στα ερείπια μιας αναλφάβητης
παραφροσύνης που ταξιδεύει.

ΑΙΩΝΙΟΣ ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Ό,τι ζητούσες, ένα σημάδι
πάνω σ’ ένα λεκιασμένο σφυγμό
ένα μαχαίρι
που σε κανένα σώμα δεν ταίριαξε
λέξεις ξεχασμένες
που μια παλιά χαρά νανούρισαν
ένα βλέμμα που σ’ ένα γκρεμό
τα βλέφαρα σφάλισε.
Ύπνος γλυκός
ο θάνατος των χρυσών ανθρώπων
η προνύμφη της αιώνιας επιστροφής
στις αθάνατες πύλες
εκεί που ανακυκλώνεται η ζωή
και ασταμάτητα επαναλαμβάνεται.
Μια κραυγή στην αρμονία των πλανητών
που τα πέντε
ανθρώπινα γένη σημαδεύει
τα παιδιά που
με γκρίζα μαλλιά γεννιούνται
οι άνθρωποι που με κανόνες ανηθικότητας
μια πορεία σηματοδοτούν
αιδώς και Νέμεσις
το τέλος του σιδερένιου γένους
με την ολοκλήρωση του μεγάλου ενιαυτού.
Ο αιώνιος γυρισμός, έτσι όπως κανείς
δεν τον έχει φανταστεί.

ΑΔΙΟΡΑΤΟ ΦΩΣ

Στην αρμονία
μιας σιωπηλής συμφωνίας,
βουβό το σύμπαν στον ίδιο πάντα
σφυγμό ταξιδεύει.
Τα χρόνια ανακατεμένα
μικρά μόνο
περάσματα αφήνουν,
σύγχρονοι νεκροί
στ’ άστρα μέσα γυμνοί οδοιπόροι,
άσπιλοι κλειδούχοι καλύτερων ημερών
χρόνια πεθαμένοι,
με την προτροπή στο βλέμμα
το χάσμα ολοένα
και πιο πολύ αυλακώνουν.
Σε μια αδιάκοπη παρέλαση
ένας βηματισμός σε πορεία θανάτου
τη μνήμη τραγικά προσεγγίζει,
στις όχθες της μεθυσμένης νύχτας
μια γυναίκα
σε ακριβά σκοτάδια ναυαγισμένη
το τέλος της ονειρεύεται
σε μια φυγή που της απλώνει το χέρι.
Πρόσωπα τριγύρω, αναλλοίωτα
στο λυκαυγές της ηθικής
λάμπουν μέσα στ’ άσπρα τους κρίνα.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΑΝΟΙΞΗ

Σε μια σκονισμένη πομπή
πένθιμα χρώματα,
στα τελευταία φώτα του δρόμου
σιωπηλή άνοιξη πλησιάζει.
Στης άλλης ζωής το αθέατο
μια μακρινή ανάμνηση, σαν σκέψη
δίπλα μου πέρασε
και βυθίστηκε μέσα στ’ ακοίμητα
νερά της νιότης μου.
Μικρά ξεβαμμένα θαμπά σούρουπα
οι ελαιώνες στο πρόσωπο σου
ωριμάζουν τις νύχτες μου
εποπτεύοντας τον αφανισμό μου.
Στις εξόδους της πόλης
σε μηχανικά φέρετρα αιχμάλωτοι,
μαθητευόμενοι θεριστές
μιας ψεύτικης φυγής
που τις μέρες μας επαναλαμβάνει
από προηγούμενες εποχές.
Αφύλακτη διάβαση
η νύχτα που ψάχνει τα χαμένα
κι εσύ, μακρινή μου άνοιξη
στο ξεραμένο αίμα που ανθίζεις.

ΠΟΡΦΥΡΟ ΤΑΞΙΔΙ

Στην πιο ακριβή μου άνοιξη
εξόριστος σ’ ένα σκοτάδι
που μου διάλεξαν
την ανάσα μου φιλτράρω
σε μια διασταύρωση
κι έναν μονολιθικό εξαναγκασμό.
Μ’ ένα χειρόγραφο δάκρυ
στα εφήμερα χαμογελώ
και στη χαμένη ελπίδα της υπομονής,
ακέραιος μέσα
σε μια φθινοπωρινή μετανάστευση
και στα μεγάλα βήματα της υπερβολής.
Πρόσωπα αιμορραγούν,
στο στήθος, μικρές σιωπές
διώχνουν τις προσδοκίες μιας
κερδισμένης μέρας,
κρυφές σκέψεις οι ηλιαχτίδες
της πρώτης νιότης.
Να ξεφορτωθώ όλα αυτά
που δεν είμαι εγώ προσπάθησα
συντηρώντας ένα παραμύθι
που ν’ αντέχει στον χρόνο,
τραγωδός μιας δοκιμασίας
με μια χαραμάδα ανάμνησης
για το μέλλον που μου χρωστάει.

.

ΔΙΑΦΑΝΗ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ (2019)

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Έντυσε τους καθρέπτες
μαύρους καπνούς
του τέλους πρόγευση.
Σ’ ένα ανεύρυσμα ψυχής
κέρινες αναμνήσεις η νύχτα
άδειο παρόν έσταζε.
Στην ασυμμετρία της ζωής
ημικυκλικά εδώλια
αφυδάτωσαν το σώμα
και μια ανάμνηση πρεμιέρας
κηλίδες ματαιοδοξίας τώρα ανάβει.
Μόνη πλέον σαν φλόγα
που τρέμει πίσω από το τζάμι
και σε ωκεανούς απόντων
μπλε αλκυόνα της θάλασσας.
Σε μια εύπλαστη ηρεμία
και με τους ίσκιους
της φυγής στα μάτια
το βραδινό σύννεφο πήρε
και άφησε τον άνεμο
να την ταξιδέψει.
Στο βάθος η αιώνια
τιμωρία της αθανασίας.

ΕΣΠΕΡΙΑ

Άνοιξαν την πόρτα με τις αυταπάτες
κατέβηκαν νωχελικά
το πλατύσκαλο της εφηβείας
και πήραν το δρόμο τους.
Στο λευκό μικρόκοσμό τους
αργυρώνητος κόσμος
και στους σπασμούς της αυγής
βαθιές ανάσες προσδοκίας.
Φρεσκοκομμένα λουλούδια
σε λεηλατημένο παράδεισο
βήματα κυματισμοί
σε φευγαλέα βλέμματα
ύφαλα τσιμεντένιου ορίζοντα.
Σ’ έναν αμίλητο κόσμο
στα φωτεινά της νύχτας παράθυρα
σκιές που μεγαλώνουν,
βαρύ το πέπλο της παραμόρφωσης
σκέπασε και τα τελευταία ξέφωτα.
Ταξίδια χωρίς επιστροφές
στα ξημερώματα της Εσπερίας,
με ψίχουλα πολιτισμού στα χέρια
τοιχογραφίες απαγορευμένης ζωής
μουσκεμένοι νέοι φυλακισμένοι
στα κάστρα των γιασεμιών τους.

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΟΝΟ

Αργεί πολύ να ξημερώσει
αυτός ο αιώνας,
συνοριακοί σταθμοί κάθε μέρα
αναχωρήσεις μετρούν
κι η ζωή τυραννικά στη σκηνή
σε γερασμένες σιωπές
να βουλιάζει.
Τα ξέφωτα, ασπρόμαυρη εικόνα
κάθε φορά που φτάνω εκεί
κι εσύ ασάλευτη να μου μιλάς
με το σκοτάδι δίπλα σου
κρυμμένη σ’ ένα θόρυβο
και θρύψαλα νεκρής γιορτής.
Σ’ ένα χαμόγελο πλαστό
διαβάζω τώρα την ψυχή σου,
προσκυνημένα λόγια πλημμυρίζω
αποστηθίζοντας
το ταξίδι της ζωής μου,
απ’ την αντίπερα όχθη σ’ ακολουθώ
και κάθε φορά
που σε βλέπω να κλαις
κρύβομαι στο σκοτάδι νικημένος.

ΣΤΗ ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ

Βραδυπορεί το ξεχασμένο όνειρο
καθώς ανυπεράσπιστο τριγυρίζει
τα βράδια χωρίς ανταπόκριση,
αιχμάλωτη σε παραμύθια η ζωή
κακόφημες μεταμφιέσεις κυοφορεί
κι αναζητεί το μερίδιο της
με φτιασίδια ανεξερεύνητης χροιάς.
Ανυπεράσπιστα πρόσωπα φθίνουν
πλοκάμια φράζουν την ανάσα
ανόσιοι υπαινιγμοί πληρότητα μοιράζουν
στο ανεπίληπτο παιχνίδι της παντομίμας
και το ημερολόγιο δε γράφει τίποτα.
Κρύβουν οι εποχές τα μυστικά τους
στη φορτηγίδα του χωροχρόνου
ίδιο το αποτέλεσμα στον ίδιο όλεθρο
στις ερειπωμένες ψυχές
των αφανών που αργοπεθαίνουν.
Επιλόχειος κατάθλιψη η σαΐτα
σαν υφαίνει μια ξύλινη κλίμακα
που με στάσιμο βήμα πρέπει ν’ ανέβεις
σε μια μεταβαλλόμενη φάλαγγα
που καθοδηγεί διαρκώς το περπάτημά σου.
Για θάνατο μιλούν οι μέρες, στο τέλος
τι θα ’ναι αυτό που θα μας σώσει.

ΔΙΑΦΑΝΗ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ

Πόδια γυμνά σιωπηλά διασχίζουν την πόλη
ανέστιοι της ζωής λιποτάκτες
των μύριων ξεχασμένων οι φωνές
στις παρυφές μιας συλημένης αθωότητας.
0 αιώνας μας δικαιώνεται.
Ένα άρωμα που ταξιδεύει από μακριά
μέσα στον κόσμο των ψευδαισθήσεων
και πίσω από το φανταστικό
η πραγματικότητα, που υπάρχει και πονά
πενθώντας δήθεν τη φρίκη.
Φύλακες και δεσμώτες της ίδιας φυλακής.
Στο άδειο της ζωής, τη λύπη σου σέρνουν
οι πρώτες ψιχάλες καθώς ξεπλένουν
ψηλαφίζοντας εκείνο το μικρό σου όνειρο
που ξεμακραίνει σιγά σιγά
μέσα στης ζωής το απέραντο.
Στη ματαιότητα ανηφορίζοντας
αυτό που σε πονά δίπλα σου στέκεται
σαν μια θλιμμένη ζωγραφιά στον ουρανό
σαν το σαξόφωνο που μονάχο του δακρύζει
στον θόρυβο των τρένων της νύχτας.
Ένα παράθυρο ψάχνεις ν’ ανοίξεις
μα πουθενά, μόνο βαθύ σκοτάδι
το απόσταγμα σ’ έναν ιδεατό κόσμο
που μέσα του, τη δική σου αλήθεια
μόνος σου αναπνέεις
γιατί ίσως να μην είναι και η αλήθεια των άλλων.

ΠΕΝΘΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ

Πεινασμένο αγρίμι ο επισκέπτης της νύχτας
πέπλο λευκό, παγωμένος άνεμος
κι οι τοίχοι να στάζουν φωνές
που για χρόνια η μνήμη είχε κρατήσει.
Μια τελευταία ματιά στα λευκά της χρόνια
περιηγητής τώρα μιας ερήμωσης
έρποντας μέσα στις θωπείες της φαντασίας
σ’ ένα άταφο νυχτερινό ταξίδι
μιας θαλασσογραφίας του Βολανάκη.
Κι ύστερα πάλι η παγερή σιωπή
που πενθώντας το μάταιο
να χτυπά μονότονα το κύμα στην προκυμαία
καρτερώντας απέλπιδα
τον εξόριστο αγγελιοφόρο.
Λίκνο όμως της εξιλέωσης
οι μαρμαρωμένες φλόγες σαν άναψαν
καίγοντας άναρθρες μικρές κραυγές
δίπλα σ’ έναν αθέατο κόσμο
που παρακολουθούσε αμέτοχος.
Μόνο το φεγγάρι περνώντας βιαστικά
έσκυψε για λίγο και φίλησε
τις στάχτες από τα μαλλιά της.

ΟΝΕΙΡΩΝ ΑΠΟΗΧΟΙ

Σε μια παράταιρη σιωπή
μνήμες ζωής ιχνηλατεί ο θάνατος
σ’ ένα λαβύρινθο λύπες κρυμμένες
στ’ αλύτρωτα μελάνια της φθοράς
αιώνες τώρα ταξιδεύουν.
Ξυπνούν οι Δροσουλίτες του Μαγιού
με πληγωμένους δισταγμούς
όνειρα αυγινά σαν αναβλύζουν
άκρατος οίνος που κυλά
μέσα στα δάκρυα των ψυχών.
Εικόνες που τα μάτια καταυγάζουν
επίγεια κάτοπτρα ξυπνούν
σ’ ανατολής χαμένους δρόμους
με σήματα κινδύνου ποτισμένους,
λέξεις αλώβητες
όλο και πιο κοντά στην φαντασία
νεκρές καταμετρούν αυγές.
Ήχοι από σκάλες σιδερένιες
δραματουργούν παλιές οδύνες
βραδιές που δείχνουν σαν τις άλλες
γυμνούς καημούς καταλαγιάζουν,
σαν σπαρταράει, τυφλός ο θάνατος
πάνω στην ηρεμία του αυτόχειρα.

ΜΙΚΡΕΣ ΠΟΜΠΕΣ

Έτσι το διάβα πέρασε
με λαξεμένα βήματα
σαν θέα αθέατη
στο περιθώριο της ψυχής,
μικρό φθινόπωρο
και σκονισμένο σύννεφο
στην κρύα όψη του καλοκαιριού.
Μικρή πομπή που χάθηκε
στην αντηλιά της θάλασσας,
μιας μαριονέττας είδωλο
πλανόδιος έρωτας
στης παρακμής το απολίθωμα.
Έτσι το διάβα πέρασε
σ’ άδεια περάσματα,
μαύρη λωρίδα του χιονιού
πατημασιές γεμάτη,
έτσι τέτοιες στιγμές
σ’ ανάγλυφες μικρές πομπές
που λέξεις ταξιδεύουν,
περνάς κι εσύ
σαν ψέμα που φαντάστηκα.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΜΕΡΕΣ

Μια μικρή βόλτα σε σκέψεις
που ανάβουν τη νύχτα
μια παρένθεση
σ’ ένα άσκοπο νυχτερινό ξόδεμα
ένα στροβίλισμα
στο θρίαμβο του καλοκαιριού
πέπλα γιορτής σαν ψηλαφίζουν
το καινούργιο που ζωντανεύει.
Άσκοπα σε άδειες κάμαρες
οι ψυχές τριγυρνούν
μάτια αδιάφορα προσπερνούν
εικόνες από το ελάχιστο που απόμεινε.
Σε μια ασπρόμαυρη πλάνη
σκιές ατελών ψυχών
μόνες κωπηλατούν στο σκοτάδι
το θαύμα να ψάχνουν
που στο τέλος εφιάλτες γεννά.
Ηλύσια πεδία και χθόνιος κόσμος
Ορφέας και Ευρυδίκη
ζωή και θάνατος
μια γονατισμένη εποχή
στο αναφιλητό του σβησμένου χρόνου.
Και τα φτερά
να σαπίζουν στους ώμους.

ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ

Στα μάτια της
ο κόσμος γυμνός
υγρά τα τζάμια της νύχτας
απόκρυφη εξομολόγηση
και ενταφιασμένα όνειρα
τη μνήμη φεγγίζουν.
Περασμένης φωνής
αντίλαλος
μικρά περάσματα
στο φως ξυπνά
κατάφορτη ελπίδες η νύχτα
ευτυχίας προάγγελος.
Στην ομορφιά
της φαντασίωσης
παρήγορη παράκρουση
το μάταιο.
Στη νύχτα που θάλπει ελπίδες
ας μην ξημερώσει ακόμα.

.

ΤΟ ΜΩΒ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ (2018)

ΝΑΥΑΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ

Το λιμάνι έσταζε νοσταλγία
καθώς το σώμα περιφερόταν άσκοπα
στη λιθόστρωτη προκυμαία του.
Κόκκινη βαμμένη θάλασσα
στου ήλιου το απόβραδο
θέριευε μέσα του θυμίζοντας
τα βαπόρια της ζωής του.
Ξυλάρμενος πια στη στεριά
έσκιζε κάθε βράδυ και μια λευκή σελίδα
πριν ξεβραστεί στο γωνιακό μπαρ
για να δωροδοκήσει τον έρωτα
λάμνοντας τους πόθους του
στο κορμί κάποιας πόρνης.
Ξακρίζοντας της ψυχής του τα ξέφτια
άφησε μόνο ανεκπλήρωτες επιθυμίες
και μια ζωή ακύμαντη θάλασσα
να ποτίζει το μουσκεμένο του χαμόγελο.
Ένοιωσε να τον ανακαλύπτει το μέλλον
και το χρόνο διαρκώς να τον προσπερνά
τώρα που η ειλικρινής εξομολόγηση
είχε δάκρυα και η ζωή μοναχικό ταξιδιώτη.

ΦΡΕΝΑΠΑΤΗ

Σε χρυσαφένια είδωλα
υγρή σκουριά
πρόσωπα στοιβαγμένα
στις κορνίζες,
αστείρευτος ο θάνατος κυλά
της ερημιάς τυφλός διαβάτης.
Το φως κοντά στις δώδεκα
μικραίνει
στην άδεια σου ψυχή
μια γρατζουνιά
στης φρεναπάτης το κελί
στης πεταλούδας
τον τυφλό χορό
η μοίρα που τις μέρες μας
ζυμώνει.
Σ’ ένα μονόπρακτο
γέννηση, θάνατος
κλεμμένα σούρουπα
του κολασμού
στης πόρνης το φτερούγισμα,
αυτόχειρες σμιλεύουν τη ζωή
σαν τους ενώσει
ο κύκλος με το θάνατο.
Σε μια ματιά σου δάκρυσα
κι η θάλασσα μακριά να περιμένει.

ΠΛΕΙΑΔΕΣ

Στα χέρια μου κύματα
λυμένα μαλλιά
μιας νύχτας ψευδαίσθηση
μια λέξη σ’ αγγίζει, μια λέξη.
Στου ήλιου το γύρισμα
τροχιά συμφιλίωσης,
ξεβάφουν οι πρώτες ελπίδες
κρεμώ μιαν ανάμνηση
οι λέξεις στερεύουν.
Πλειάδες στη θάλασσα
σε παύσεις φωνής,
ζωή σε παρένθεση
που πήρε το ρίσκο και έχασε.
Οι δρόμοι στενεύουν
σε δάσος ψυχής και χάνονται,
τελειώνει το ποίημα
μια λέξη όμως θέλει να κλάψει.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ

Λησμονημένοι θάνατοι όσοι απόμειναν,
κιτρινισμένες μορφές πιθωμένες
σ’ απολιθωμένα σκοτάδια ,
δυο καρφωμένα μάτια
που κοιτούν μέρες ασήμαντες .
Μικραίνει η υπομονή και χάνεται
μέσα στων βολεμένων τη συμπόνια
στην παλινδρόμηση της οδύνης
στον κρυφό οργασμό μιας πόρνης.
Σπατάλη ο θάνατος που σέρνεται
στη βραδινή μαθητεία των δρόμων
στις νυχτερινές πλατείες των νεκρών
στα ιδανικά που ποτέ δεν υπήρξαν.
Σε μεγάλες ανταύγειες λύπης
μια εθελουσία αναχώρηση
μια λύτρωση στο σταυρό καρφωμένη
μια αλήθεια κρατημένη στο φως
αυτή που ποτέ σου δεν είδες.
Σπατάλη ο θάνατος που σέρνεται
σε μια παγκόσμια ημέρα υποκρισίας.

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Έφυγε πρόωρα, έβλεπα όμως
τη φιγούρα του στο πλήθος
αλλά μόλις πλησίαζα χανόταν.
Ανεβαίνοντας στον καπνισμένο δρόμο
τον είδα πάλι, κατάλαβε την αγωνία μου
κι αυτή τη φορά μου μίλησε.
Ψάχνω να βρω το πέρασμα
και χρειάζομαι λίγο χρόνο, μου είπε,
εσύ φύγε, δεν ανήκεις εδώ, συνέχισε
κι εξαφανίστηκε.

Έφυγε στην ώρα της , έβλεπα πάλι
τη φιγούρα της στο πλήθος
αλλά μόλις πλησίαζα χανόταν.
Κάποια στιγμή στάθηκε και μου μίλησε.
Ψάχνω να βρω το πέρασμα του, μου είπε,
εσύ φύγε, δεν ανήκεις εδώ ,συνέχισε
κι εξαφανίστηκε.

Πέρασαν χρόνια κι οι ωροδείκτες σταμάτησαν.
Ένοιωσα το άγουρο βλέμμα του
να με κοιτά και να ακουμπά στον ώμο μου.
Δεν άντεξα να γυρίσω, χάθηκα στο πέρασμα.

ΤΟ ΜΩΒ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Σε χρόνο ακατοίκητο
ανταλλάσσουμε μέρες
τώρα που όλες οι εποχές
λιγωμένες αργοπεθαίνουν
και σαν σκιές καμπυλώνουν στο φως.
Ολόκληρες γενιές ακολουθώντας
την κίνηση της φθοράς
κακοφορμίζουν εγκλωβισμένες
μέσα σε αποξηραμένες αντοχές
και σε λιπόσαρκες ελπίδες.
Στραγγισμένοι οδοιπόροι οργώνουν
τον αυλόγυρο του παραδείσου
θερίζοντας τις προδοσίες
όλων εκείνων που ευτέλισαν
και λιγόστεψαν τη ζωή τους.
Μέσα σε μια λιμνάζουσα συμμετρία
και στον αστερισμό των χαμένων
συλλέγουμε μόνο ιογενείς απώλειες
και καθώς ανεβαίνει η στάθμη της έλλειψης
γαντζωμένοι γύρω από τον απόπατο
σιωπηλά εορτάζουμε τα επινίκια του τίποτα.

ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Πλησίασα τόσο πολύ
μα στο τέλος δεν τόλμησα,
στις κραυγές μιας γέννας
το φως αγκάλιασα,
έζησα τις νύχτες της ανοχής
κρύφτηκα μέσα στις ρίζες μου.
Θα μπορούσα να γίνω μια πέτρινη γέφυρα
φως και σκοτάδι μαζί,
ο στεναγμός σ’ ένα άδειο δωμάτιο,
ν’ απελευθερώσω ένα δάκρυ
πέρα απ’ την πικρή θάλασσα.
Πλησίασα τόσο πολύ
μα στο τέλος δεν τόλμησα,
σ’ ένα χαμόγελο
έκρυψα την οργή μου,
χείλη άγγιξα που έσταζαν κραυγές
φιλιά που δεν άγγιξαν κανέναν.
Στο βάθος , τα βάραθρα ξεθώριασαν
αλλάζει ο αέρας πέρα απ’ τα βουνά,
τόσες ζωές ξεχασμένες που μετράνε το μάταιο
τόσα χρόνια που χωράνε σε λίγες στιγμές.
Πλησίασα τόσο πολύ
μα στο τέλος δεν τόλμησα.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Σ’ ένα παράταιρο φθινόπωρο
τραβούν οι μέρες ανυποψίαστες,
αβεβαιότητες κτίζω
εξερευνώντας τους φόβους μου,
στο λευκό ενός πίνακα
μια ψεύτικη εικόνα ονειρεύομαι
και μια μεταβλητή
κρυμμένη πίσω από μια ψευδαίσθηση
δυσκολεύει συνεχώς τη ζωή μου.
Μετουσιώνομαι και χάνομαι
σ’ ένα παιδικό παραμύθι
ολισθαίνοντας σ’ ένα τέλος
που δε θέλω να ζήσω.
Στο γαλάζιο της θάλασσας
κτίζω γέφυρες
στη μοναξιά του φάρου
μετεωρίζομαι,
παιδικές μνήμες αναπλάθω
πετώντας μέσα
σε μιαν ανέσπερη ερημιά.
Φενάκη ο χρησμός, σωπαίνει.
Στη λαγνεία της νύχτας
λάθος συναγερμός
μέσα στη στάχτη πάλι το ίδιο ταξίδι.

ΡΑΨΩΔΙΑ ΝΕΚΡΗΣ ΕΡΩΜΕΝΗΣ

Στην ερημιά του δρόμου
Κυριακής χειμωνιάτικα σύννεφα,
τους πόθους χαϊδεύουν
μισόκλειστα βλέφαρα
και σε σπασμούς ζωής
η προσμονή μιας γυναίκας
που με κλεμμένες ματιές
χαρακιές λιθογράφει.
Ευτυχία μισόγυμνη
σε παράξενες φόρμες αγάπης,
ραψωδία νεκρής ερωμένης
που τις κρύες νύχτες της πόλης
αντανακλά αδιάλειπτα.
Με καρφωμένα τα μάτια
στο αμάραντο της αβύσσου
συναισθήματα ανασαίνεις λύπης
που γεμίζουν την έλλειψη
και στην ακινησία της ζωής
λίγο λευκό μέσα στο κόκκινο
για τον έρωτα
λίγο μαύρο για το θάνατο
λίγο πριν χαθείς μέσα στο αίνιγμα
και στα καθωσπρέπει βλέμματα
μιας διάτρητης σεμνοτυφίας.

ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ

Σε σκουριασμένες διαφάνειες
μέσα από το ελάχιστο φως
την τελευταία ένταση αναπνέω
γνέφοντας σ’ ότι πίσω μου αφήνω.
Το καλοκαίρι κοντοστέκεται
λίγο πριν σβήσει
μέσα στην τέφρα του
απλώνοντας δάκρυα
πάνω στο γκρίζο της απουσίας
ενός ανύποπτου έρωτα.
Μια θάλασσα με γεύση λησμονιάς
που σκορπά τριγύρω
τραβά τις μέρες μακριά σου.
Τραγούδι σιγανή βροχή
μαύρο κατάστιχο
σ’ ένα συρτάρι κλειδωμένο
πυκνώνει κάθε τόσο το σκοτάδι.
Στους τοκετούς του δειλινού
χρυσά λαμπιόνια στη σοφίτα,
στα ακροκέραμα
στερνό φιλί τροχίζει ο άνεμος
αίμα φυγής σ’ ένα παιχνίδι
τυλιγμένο μέσα
στη λάμψη της πυράς σου.

.

ΝΥΧΤΑΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (2017)

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

Όλο το βράδυ έκαιγε η φωτιά
φρυγανίζοντας τα όνειρα
που σαν εφιάλτες
φώναζαν όλη τη νύχτα
περιμένοντας να έρθει το πρωί
να τα λυτρώσει.
Τα φώτα της άνοιξης έσβησαν
οι μέρες μικρά άδεια κουτιά
κι οι νύχτες πάντα ίδιες.
Μόνο το φεγγάρι
αλλάζει συνεχώς πρόσωπο.
Έψαξες να βρεις λάθη
δε βρήκες τίποτα
όμως μέσα στο τίποτα υπήρχε κάτι
«οι στιγμές», αυτές που έφυγαν
και έπρεπε να ζήσεις.
Βρήκες και κάτι σκουριασμένα όνειρα
και τότε κατάλαβες πως οι Κυριακές
είχαν ανοίξει την πόρτα της μοναξιάς σου.

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟ

Έφυγαν όλοι,
έμεινες πάλι μόνος
στο στρογγυλό τραπέζι
των αναμνήσεων παραμιλώντας
με τις ψευδαισθήσεις των άλλων.
Στο άγγιγμα της μνήμης
στήνουν χορό
οι προσδοκίες των λέξεων
όμως πριν φτάσουν σε σένα
χάνονται στα απύθμενα
μαύρα πηγάδια της σκέψης σου
και του ανεκπλήρωτου έρωτα της ζωής σου.
Βαφτίζεις την προσμονή, ελπίδα
και κάθε βράδυ τη βγάζεις βόλτα
στα σκοτεινά δρομάκια του μυαλού σου.
Ελπίδα, ελπίδα θαμμένη μέσα
στο κατεστημένο της ηθικής σου
και στα αθώα χαμόγελα των παιδιών.
Όμως πάλι νυχτώνει.
Όπου να ’ναι θα φανούν.
Θα ‘ρθουν ξανά, να σε γυρίσουν πάλι πίσω.

ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Η φλόγα τρεμοπαίζοντας στο γυαλί
μετρούσε την αγωνία της μέχρι να σβήσει
και καθώς οι σκέψεις σκόρπιζαν τριγύρω
εσύ πέταξες μέσα στο σκοτεινό σου βλέμμα.

Στη θύμησή σου έμειναν λίγες νότες
πιασμένες στα τρύπια δίκτυα της μοναξιάς
που αθώρητες έγδερναν την ψυχή μου
περιμένοντας το δέκατο τρίτο φεγγάρι.

Κλειστό κοχύλι η χαρά που σιμώνει και χάνεται
τυφλός ο μάντης που θα ερμηνεύσει το χρησμό
διαβάζοντας τους ψιθύρους της νύχτας καθώς
θα υπνοβατεί στην αυγουστιάτικη πανσέληνο.

Τώρα, χωρίς αποσκευές ταξιδεύω στους δρόμους
μετρώντας κλειστά παράθυρα
και θυμάμαι, τότε που ζούσα απ’ τη ζωή σου
τότε που ήσουνα δική μου.

ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ

Άναρχες σταυρωμένες λέξεις
ακροβατούν σε απόμακρες έννοιες
που βουλιάζουν
στην αλχημεία του λόγου
και της τυχαίας καταγραφής.
Μια υποψία καθαρής σκέψης
που αλλοιώνει
την αχαλίνωτη φαντασία
και ένα αποτύπωμα ψυχής
πάνω σε ανάγλυφα βλέμματα
φαντάζουν
κατάλοιπα της τελειότητας.
Οι μέρες γρήγορα καίγονται,
χάνονται
στον απόηχο των λέξεων
και στις ρωγμές
της νεκρής συνείδησης.
Αποφάγια της σκέψης, σκουπίδια
βρίσκουν άξιους μιμητές του τίποτα
και σφυρηλατούν νοοτροπίες.
Η απουσία σου κρύβει τώρα τον ορίζοντα.
Όμως η θάλασσα ακόμα παραμένει
δεμένη πάνω στη σκέψη μου.

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Ο φεγγίτης γεμάτος με πρόσωπα
και το σπίτι χρόνια ανέγγιχτο
να ξεψυχάει στην έρημη πλατεία.
Μιλάμε με τον καιρό πίσω μας
μιλάμε μ’ αυτούς
που λείπουν από κοντά μας
πυρώνοντας τις αντοχές μας
με τις ανάσες μας
που κάποιες φορές λυγίζουν στον άνεμο.
Φτάσαμε μακριά, πολύ μακριά.
Στην άκρη της πλατείας
βλέπουμε τις μέρες να μεγαλώνουν
ζούμε τον πόνο της θάλασσας
καθώς γερνάει το βράχο
και χάνουμε τη ζωή μας προτού τελειώσει.
0α ξαναγεννηθούμε όμως κάπου αλλού
όταν η κοσμική σκόνη θα χαθεί
όταν θα λειώσουν οι πάγοι
όταν θα τελειώσει η εποχή των αστεριών.
0α περιπλανηθούμε ανυπεράσπιστοι
μέχρι να βρούμε ξανά το γόνιμο χώμα
όταν ο ήλιος θα γυροφέρνει πάλι στις γειτονιές
όταν η ζωή θα μας δίνει αυτό που μας αξίζει
και πάντα κάποια γυναίκα θα μας περιμένει.

ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Σε μαύρο μετάξι καρδιά τυλιγμένη
το χώμα μυρίζει βροχή,
στη νύχτα θαμμένη μια θάλασσα λάμπει
εκεί που ο κόσμος αρχίζει
κι οι μέρες
που μέσα του χάνονται.
Δεμένα καράβια
τριγμοί στην απόγνωση
ευθείες γραμμές στο αιώνιο τώρα,
νεόκτιστες λέξεις
με άρρητους φθόγγους
στον άκριτο λόγο
οι μέρες που στάζουν.
Θαμμένα στη λάσπη ανάγλυφα πρόσωπα
τυφλό καραβάνι θανάτου σκιές
σταγόνες ανέχειας
που θάλασσες γίνηκαν
στης πέτρας το σμίλεμα
του χρόνου οι φθορές.
Σκοτάδι ανιχνεύω, χαμηλώνουν οι λέξεις
αιωρούνται φωνές και σωπαίνουν.

ΤΙΠΟΤΑ

Η βροχή όλη τη νύχτα έπεφτε ασταμάτητα
κι ο δρόμος παγερός και μόνος.
Μόνο οι αναμνήσεις σαν σκιές
γλιστρούσαν αθόρυβα στο σκοτάδι
καθώς η ομίχλη είχε αρχίσει να τις πολιορκεί.
Η σειρήνα χτύπησε ξαφνικά
διώχνοντας τα όνειρα
που τρομαγμένα έτρεξαν να κρυφτούν
δίνοντας τη θέση τους στην πραγματικότητα.
Η πόλη άδεια χωρίς λιμάνι έμοιαζε νεκρή.
Τα μάτια ορθάνοικτα στο σκοτάδι
κι οι ελπίδες μέσα σε σφιγμένα χείλη.
Μέσα του, μόνο κάτι λυπημένες νότες
είχαν βρει καταφύγιο.
Εκείνο το βράδυ, το ανηφορικό καλντερίμι
λουσμένο στα φώτα, φεγγοβολούσε
κόβοντας το σκοτάδι στη μέση
και καθώς η άκρη του άγγιζε τον ουρανό
πήρε την ψυχή του και την οδήγησε εκεί.
Άφησε μόνο το σώμα του, που μέσα του
δε βρέθηκε τίποτα, ούτε μια ελπίδα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ

Ξεκομμένος από μια αδέξια κατάρρευση
τη νοσταλγία κοιτώ στον καθρέπτη
και της δίνω τη μορφή που μ’ αρέσει.
Από ’δω πέρασαν όλα.
Ό,τι με πλήγωνε το δοκίμαζα
κι ό,τι ζητούσα πάντα ήταν
μια περιπλάνηση στο ασήμαντο.
Συρρικνωμένα χάδια τα χέρια μου
που μέσα σε μικρές σπονδές
κύκλωναν τη ζωή και το θάνατο.
Περπάτησα στο περιθώριό της
ήπια μόνος αδέσποτες νύχτες
άγγιξα τη ρόδινη αύρα της
και γεννήθηκα.
Στ’ αναφιλητό της θάλασσας
μουσκεμένο το πρώτο φιλί
κι όση νύχτα ακόμη απέμεινε
μια προσφορά στις αυταπάτες.
Τώρα μέσα στην αλήθεια σου βαθαίνω
και στα όνειρα που μου χάρισες,
ήρθες και δε ζήτησες τίποτα
ήρθες και μου πήρες τα πάντα.

.

ΒΕΝΕΤΟ (2016)

ΒΕΝΕΤΟ

Στ’ ουρανού τα μονοπάτια, άσπρο σύννεφο μεθάει
νύχτα βγαίνει στο σεργιάνι, το τραγούδι αρχινάει
της αυγής δροσοσταλίδα, πιάνει τ’ όνειρο στον ύπνο
το καράβι θα σαλπάρει, ποιος θα λείψει από το δείπνο.

Στο γκαζάδικο το σώμα την ελπίδα πάει να φέρει
καταχνιά στο μονοπάτι κι ο καιρός στήνει καρτέρι
στα παράνομα του νόμου η ψυχή σου νύχτα στάζει
και ο δρόμος τώρα βγάζει σ’ Οδησσό και σε Βεγγάζη.

Στης ψυχής το καθαρτήριο και στου νου την αυταπάτη
με του Απόλλωνα τη λύρα μόνη κλαίει η Υπάτη
καταχνιά του φθινοπώρου, βένετο, γαλάζιο χρώμα
σε αρχαία κωμωδία του Αριστοφάνη σκώμμα.

Φυλακής κελί αμπαρώνει, την ποινή που θα ξεπλύνει
τούτο τ’ άγγιγμα πληγώνει, πόρτα πίσω σου σαν κλείνει
καταχνιά του φθινοπώρου, βένετο, γαλάζιο χρώμα
του λαού τα παραμύθια δεν τελειώσανε ακόμα.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΣ

Φύγαν οι άγγελοι και βγήκαν στα βουνά
τώρα οι δαίμονες λυμαίνονται την πόλη
‘μειναν αγάλματα κι ερημωμένα σπίτια
κι εσύ το πλήθος συλλογιέσαι που πηγαίνει
σ’ ένα κοπάδι που η σφαγή το περιμένει.

Κασσάνδρες καθορίζουν την πορεία σου
σ’ ακολουθία με χρησμούς και διαλέξεις
κι αξιοπρέπεια που πρέπει να διαλέξεις,
μα στην ψυχή σου αιμορραγούν οι αυταπάτες
κι όλες οι λέξεις που ‘ναι ψέματα γεμάτες.

Ενοχλημένες οι φωνές των αφεντάδων σου
ουρλιάζουν λέξεις και ψεύτικους επαίνους
πως τα καλύτερα δεν ήρθανε ακόμα.
Παρηγοριά τα χρώματα στ’ άδειο τραπέζι
μια τραγωδία στη σκηνή που ακόμα παίζει.

Κασσάνδρες καθορίζουν την πορεία σου
πάνω στον τάφο σου του φθινοπώρου φύλλα
ουρλιάζει η θάλασσα και λόγια καταπίνει
χιλιάδες λόγια βουτηγμένα στην ελπίδα
κι οι αργοναύτες ξεχασμένοι στην Κολχίδα.

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Τα βλέμματα στο μακρινό ορίζοντα
στον ήλιο του μεσημεριού
σκηνές γυρίζουν απ’ το μέλλον,
γύρω σου τα πρόσωπα αλλάζουν,
χάνονται στου χρόνου τα κενά
και μέσα στη Μεσόγειο των αγγέλων.

Μες στα Βαλκάνια των λυγμών
το πρόσωπο σου καθρεφτίζεις
κι οι άγγελοι παράδεισους θυμίζουν,
σκηνές από το μέλλον σου γυρίζουν
όλοι οι νεκροί αυτής της χώρας
κι οι σημαίες τώρα πια δεν κυματίζουν.

Να μπορούσα ξανά να ονειρευτώ
μπροστά στο καθρέφτη της μοίρας μου
και να γελάσω ή να κλάψω,
την αλήθεια όμως για το τέλος θα κρατήσω
γιατί όταν η παρτίδα τελειώσει, δεν ξέρω
αν θα φωνάξω ή αν θα ουρλιάξω.

ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ

Σε περιμένουν στη γωνιά και στο σκοτάδι
και μες στα μάτια τους το βλέμμα του φονιά
σ’ ένα σταθμό με δρομολόγιο τον Άδη
στο πρόσωπο σου του αιώνα η σκουριά.

Σ’ αυτό τον κόσμο με τα χέρια σου δεμένα
κόβουν και ράβουν κάτι τύποι στη γωνιά,
όλα στημένα τα χαρτιά σημαδεμένα
στα δυο σου μάτια τα χαμόγελα σβηστά.

Σ’ όλους της γης τους μαχαλάδες στοιχειωμένος
πίνεις της θάλασσας τα μύρια μυστικά,
σ’ άγνωστους τόπους να γυρνάς ξενιτεμένος
και στο μπαλκόνι σου μια θάλασσα πλατιά.

Μαρμαρωμένος σαν πουλί στην παγωνιά
φτάνεις στου δρόμου τα μισά και επιστρέφεις,
τώρα μονάχος ξεχασμένος στη γωνιά
τα τόσα άδικα του κόσμου να αντέχεις.

SAND CREEK – 29/11/1864

Όλοι χαθήκανε, γυναίκες, γέροι και παιδιά
και σαν φαντάσματα χορεύουν τώρα μοναχοί,
στρατιώτες σκύλοι, ξεκινούν την πίπα του πολέμου,
έφυγε τ’ άσπρο σύννεφο μαζί κι ο γιός του ανέμου.

Βαμμένη κόκκινη αυγή στον αμμοπόταμο,
τώρα ποιο θάνατο δεν ξέρεις να διαλέξεις,
τραγούδι σε λευκό χορό που κλαίει το σώμα
κόκκινα πρόσωπα στη γη καίνε το χώμα.

Μαύρο ξημέρωμα μες στου Νοέμβρη τον ψυχρό καιρό
μαύρο ξημέρωμα, λευκές ψυχές στον ουρανό,
στον αμμοπόταμο του Κολοράντο
άτυχα θύματα Σεγιέν και Αραπάχο.

Χλωμά τα πρόσωπα ξημέρωμα στο δρόμο του χρυσού
κόκκινα πρόσωπα, από βραδύς στο δρόμο των δακρύων,
άσπρος αφρός από παντού ξεχύνεται , το αίμα εξαγνίζει,
στον αμμοπόταμο λευκή σημαία ακόμη κυματίζει.

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Άλλη μια μέρα στο μπαλκόνι της χαράζει
σ’ αυτή την πόλη που θυμάται και πονάει,
μαύρη ομίχλη απ’ την αιθάλη του φουγάρου
γεύση πικρή, μέσα στο στόμα του τσιγάρου.

Χρόνια παλεύεις με τα χέρια γυμνωμένα
μόνη σου έμεινες κι ακόμα περιμένεις,
θαμμένη στις στοές των προμαχώνων
ταξίδι στους αιώνας των αιώνων.

Απ’ του Βοσπόρου τα νερά ήλιου πορφύρα
πύλη χρυσή που περιμένει να ξανανοίξει,
ενδεδυμένη πολυσταύρια φαιλόνια
ξεγυμνωμένη απ’ της ψυχής σου τα τελώνια.

Οι μέρες φεύγουν δεν αφήνουνε πια ίχνη
μόνη σου έμεινες κι ακόμα περιμένεις,
αγγέλους από ψηλά ν’ ανοίξουν δρόμους
να γράψουν με ρομφαίες, άγραφους νόμους.

ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ

Ξεφυλλίζοντας μέσα στη νύχτα τη σιωπή
ένα βράδυ θυμάμαι που κράτησε χρόνια
τα λόγια κρατάω που είχαμε πει
αυτά που λέγαμε θα κρατήσουν αιώνια.

Το δύσκολο δρόμο εμείς διαλέξαμε
μια νύχτα μόνο στη βροχή αντέξαμε
μονοπάτια χαμένα, φεγγάρια σβησμένα
δυο φορές θα πεθάνω, τη μία για σένα.

Κι εκείνο το βράδυ κράτησε χρόνια
‘σβησαν τα φώτα , ‘λιωσαν τα χιόνια
στην άκρη της νύχτας ερημιά στο βλέμμα
τελευταία σελίδα στης καρδιάς το αίμα.

Λίγες στιγμές που θα κρατήσουν αιώνια
κι εκείνο το βράδυ κράτησε χρόνια
μονοπάτια χαμένα , φεγγάρια σβησμένα
δυο φορές θα πεθάνω, τη μία για σένα.

ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΝΤΥΣΟΥ

Στα κόκκινα ντύσου και δωσ’ μου απόψε τη νύχτα
στιγμές να κρατήσω πιασμένες στου χρόνου τα δίχτυα,
δε θέλω, δεν έχω αγάπη να δώσω σαν πρώτα,
κοντά μου απόψε έλα και σβήσε τα φώτα.

Η νύχτα θα φύγει κι εσύ δε θα πεις την αλήθεια,
ζωή που κυλάει και ζει μέσα στα παραμύθια,
οι μέρες περνάνε , στιγμές μόνο μένουν και ώρες
εικόνες που φεύγουν ζωές που θα μείνουνε μόνες.

Στα κόκκινα ντύσου, φωτιά να μου κάψει το σώμα
στο χώμα κρυμμένη ζωή που δεν άνθισε ακόμα,
τα χρόνια μου πήραν αγάπες, μ’ αλήθειες και ψέμα
το τέλος το ξέρω το είδα στο πέτρινο βλέμμα.

Η νύχτα θα φύγει μαζί σου θα σβήσουν τα φώτα,
στα κόκκινα ντύσου φωτιά να με κάψει σαν πρώτα,
ψυχή μου ξεκίνα να βρεις την κουκίδα στο χάρτη,
ο χρόνος σου τρέχει, ζωή, μια μεγάλη αυταπάτη.

ΚΡΥΑ ΔΕΙΛΙΝΑ

Νύχτα πέταξαν τα πουλιά
‘φυγαν μακριά
μαζί τους πήγες
στης καταιγίδας τα φτερά
άνοιξα μία αγκαλιά
που δεν την είδες.

Φωτιά στα κρύα δειλινά
λειψή καρδιά
γι’ αλλού τραβάει
έγινε η αγάπη μια σταλιά
του έρωτα η αγκαλιά
δε μας χωράει.

Βροχή στα κρύα δειλινά
λευκό χαρτί
λευκές σελίδες
στο κεραυνό στην αστραπή
μαύρο πουλί
μαύρες κηλίδες.

Στου φεγγαριού τα σκοτεινά
άνοιξε ο έρωτας πανιά
για ‘κει τραβάει
στέλνει ο ήλιος ένα φως
για να ζεστάνει την καρδιά
μ’ αυτή πονάει.

ΚΙ’ ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ

Είκοσι χρόνια και μια στιγμή
αυτό ήταν όλο
και μια αλήθεια που ποτέ δεν είπαμε,
καράβι σ’ άγονη γραμμή
μέσα στο κύμα
μπροστά μας βράχια που δεν είδαμε.

Κι όλα τα βράδια, αυτά που θα ‘ρθουν
θα τριγυρνάμε μοναχοί στα όνειρα μας,
θα είναι βράδια που τ’ αδιέξοδα
θα σβήσουν τα φεγγάρια της καρδιάς μας.

Στ’ άσπρο πουκάμισο μαύρος λεκές
θα σε θυμίζει
κι η νοσταλγία θα κυλάει μέσα στο αίμα,
τ’ αστέρια πήρανε φωτιά
και στάχτη γίνανε,
τίποτα τώρα δεν είναι σαν και σένα.

Σβήνει τα φώτα η γειτονιά
κλειστά παράθυρα
και τα σεντόνια παγωμένα στο κρεβάτι,
μια μουσική ψιθυριστά
που λέει γλυκόλογα,
άδεια η ζωή χωρίς συνεπιβάτη.

ΜΑΥΡΗ ΚΟΥΣΤΩΔΙΑ

Ιππότες στ’ ουρανού την άχνη
μες’ σε σκοτάδια και κρύο χώμα
παραπατούν στου νου την άκρη
το λυτρωμό ψάχνουν ακόμα.

Βουβές σιωπές και μαύρη κουστωδία
μια σαλεμένη στη γωνιά σε περιμένει
νοιώθεις τη μούχλα του νερού και την αηδία
τα λογικά σου η αυταπάτη παίρνει.

Ο χρόνος που έρχεται και φεύγει μόνος
κράτησε χώμα και νερό σε ληστρικά λημέρια
βαμμένο κόκκινο πανί στο νου ο φόβος
μαύρες κυράδες στις γωνιές τα μεσημέρια.

Βουβές σιωπές και μαύρη κουστωδία
μαύρες στολές στα δάκτυλα ριγμένες
μαύρες φυλές σε φάλτσα νυκτωδία
ισχνές μορφές στα χώματα θαμμένες.

Τα λογικά σου η αυταπάτη αρρωσταίνει
τη σκέψη σου ο φόβος έχει αλλοιώσει
στην άκρη μια σκιά σε περιμένει
μια κουστωδία νεκρική θα σε τελειώσει.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Αμφίδρομη τροχιά μες τους αιώνες
ισορροπία στο κενό και μες στο χρόνο
τα πάντα γέννησες
του πόθου ονείρατα ξυπνάς
σαν χάνεσαι στο δρόμο
και της ζωής τα κρίματα, εσύ φανέρωσες.

Κι αν στη ζωή σ’ αδίκησαν
και σου ‘κλεισαν το δρόμο
έγινες μάνα και φωλιά
μικρού παιδιού η αγκαλιά
κι απ’ της ζωής το μερτικό
πήρες όλο τον πόνο.

Η νύχτα που σε γέννησε
γυναίκα μ’ άσπρη φορεσιά
σ’ έκρυψε στο σκοτάδι
γυναίκα, λύπη και χαρά
όλου του κόσμου η ομορφιά
σαν βγαίνεις κάθε βράδυ.

Μέσα στα βάθη της ζωής
στη μνήμη σβήστηκες
μα εσύ μνήμες χαρίζεις
απ’ την πυρά γεννήθηκες
και μες στη νύχτα κρύφτηκες
τ’ αστέρια να φωτίζεις.

ΔΑΝΕΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Έχω νοιώσει το σώμα τη ψυχή μου ν’ αλλάζει
μ’ αναγκάζει να φεύγω και στα δυο με διχάζει,
ένα χέρι με σπρώχνει με βουλιάζει στο χώμα
δε θυμάμαι, δεν ξέρω, αν υπάρχω ακόμα.

Σε κινούμενη άμμο περπατώ και βουλιάζω
κάνω πίσω να φύγω, μα στο τέλος δειλιάζω
έχω νοιώσει στη νύχτα τη μορφή μου ν’ αλλάζει
και ο δρόμος που παίρνω πουθενά δε με βγάζει.

Δανεική παρουσία η ψυχή μου στο σώμα
μια γελάει, μια κλαίει, περιμένει ακόμα
καληνύχτα μου λέει και μετά προσπερνάει
έχει αρχίσει ο χρόνος, τη ζωή μου μετράει.

Σε κινούμενη άμμο περπατώ και βουλιάζω
τη ψυχή μου χρωστάω κάθε βράδυ την τάζω
η ζωή μου σε κύκλους στη δική σου απουσία
η ψυχή μου στο σώμα δανεική παρουσία.

ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ

Έχω φτάσει στο τέρμα
και ο δρόμος τελειώνει
έχω φύγει μακριά
κι η ζωή μου παλιώνει
σαν παλιάτσος στο δρόμο
μοναχός μου κοιμάμαι
ποια ζωή μου ταιριάζει
ποια ζωή να θυμάμαι.

Κι όσο οι μέρες θα φεύγουν
τόσο εγώ θα ξεχνάω
δε θα δεις αν θα κλαίω
δε θα δεις αν γελάω
σαν παλιάτσος στο δρόμο
τη ζωή μου θ’ αφήσω
θα θυμάμαι πιο λίγο
θα τα κάνω όλα πέρα
θα μου λείπεις πιο λίγο
θα ξεχνώ κάθε μέρα.

Με τα μάτια δεμένα
ποια ζωή καρτερώ
ποια ζωή περιμένω
σε σχοινί ακροβατώ
έχω αργήσει και πάλι
κι η αυγή προσπερνάει
ποια ζωή μου χρωστάνε
ποια ζωή μου ‘χουν πάρει.

ΑΛΑΡΓΙΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Σε αγκαλιές ξεχάστηκα
και σε ταξίδι αλαργινό,
γιατί σε μένα τ’ όνειρο
ποτέ δε βγήκε αληθινό,
έπαιξα ρέστα τη ζωή
τη πόνταρα στο μαύρο,
όμως ποτέ δεν έτυχε
κάτι απ’ αυτή να πάρω.

Για χάρη σου ξοδεύτηκα
βράδια ξενύχτησα,
άλλα μου έδωσε η ζωή
κι άλλα εγώ της ζήτησα,
στη λησμονιά ξεχάστηκα
και χάθηκα στο δρόμο,
ζωή που δε μου κράτησες
μια νύχτα μόνο.

Σε βραδινές διαδρομές
το κόσμο γνώρισα,
χαμένα χρόνια να κοιτώ
έτσι προχώρησα
και στη ζωή μου έμειναν
αλαργινά ταξίδια,
γιατί δεν ήθελα να ζω
τα ίδια και τα ίδια.

ΕΝΟΧΕΣ

Νωπά ακόμα τα ίχνη της μνήμης
μα στο καθρέφτη τα λόγια ξεθώριασαν,
μια στροφή πριν το τέλος, ζωή που σβήνεις
δυο φωνές , μια σιωπή , λίγα λόγια
δυο ζωές , που μονάχες προχώρησαν.

Μέσα μου χάθηκες κι εγώ μαζί σου
στο μαγικό δάκρυ του έρωτα
και στο ηλιοβασίλεμα της ψυχής σου,
ζωή, που με γέμισες μ’ όλα τα κενά του αύριο
ζωή , που μου διάλεξες το δρόμο αυτό
ζωή , που και το πολύ πια δεν είναι αρκετό.

Η μοναξιά, που ποτέ δεν έρχεται μόνη
μονοπάτια μου ανοίγει, στη θάλασσα,
χαμένο πλοίο, σ’ ωκεανό χωρίς τιμόνι
ζωή, που τις ενοχές μου ξορκίζεις
ζωή μου, που τα χρόνια σου χάλασα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΛΕΥΚΗ) ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

http://literature.gr 26/06/2024

Mία ερωτική ιστορία με πολλές προεκτάσεις

Το τρίτο του μυθιστόρημα καταθέτει στον λογοτεχνικό στίβο ο Πελοποννήσιος συγγραφέας από το Αίγιο Γιάννης Μπερούκας. Το εν λόγω βιβλίο τιτλοφορείται «Τα χελιδόνια του δειλινού» και αποτελεί, στην ουσία, μία ερωτική ιστορία με πολλές προεκτάσεις. Πιο συγκεκριμένα, την ερωτική ιστορία του Βίκτωρα και της Ιφιγένειας, δύο νέων με καταγωγή από ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί-του οποίου η ακριβής ταυτότητα δεν προσδιορίζεται από τον συγγραφέα, υπονοείται, όμως, ότι πρόκειται για ένα νησί των Κυκλάδων. Ο Γιάννης Μπερκούκας, με σπουδές στον οικονομικό τομέα και εργασία στον ιδιωτικό, έχει συγγράψει, εκτός από μυθιστορήματα, και ποίηση και αριθμεί πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα και λογοτεχνικά περιοδικά.

Ο Βίκτωρ είναι ένας νέος γεμάτος όνειρα για τη ζωή που λατρεύει τη συγγραφή και τα αυτοκίνητα. Η Ιφιγένεια είναι μία ιδιόρρυθμη κοπέλα, μία καλλιτέχνιδα, η οποία ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Οι δυο τους, προτού τελειώσουν το σχολείο, θα βιώσουν έναν δυνατό έρωτα, αλλά και ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο θα είναι υπεύθυνοι, ένα γεγονός που θα σημαδέψει όλη τη μετέπειτα ζωή και πορεία τους. Οι δύο νέοι θα φύγουν στην Αθήνα, αλλά δεν θα μπορέσουν να ξεχάσουν… Οι δρόμοι τους θα χωρίσουν, ο καθένας θα φτιάξει χωριστά τη ζωή του, αλλά δεν θα μπορέσει να ξεχάσει τον άλλον, ούτε και τα τραγικά γεγονότα που βίωσαν στο νησί. Όταν θα συναντηθούν, οι αποκαλύψεις από το παρελθόν θα είναι ραγδαίες. Πάλι όμως οι δύο νέοι δεν θα είναι μαζί. Γιατί άραγε; Τι τους εμποδίζει; Αυτό θα αναρωτιέται και ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο.

Ο συγγραφέας εκφέρει συχνά κρίσεις για την ίδια τη ζωή στο βιβλίο του όπως η παρακάτω που αφορά τα παιδιά, σε σχέση με την αντιμετώπισή τους από τους γονείς:

«Τα παιδιά, άλλωστε, δεν είναι η συνέχεια του δικού μας τρόπου ζωής, που εμείς πάντοτε φανταζόμαστε γι’ αυτά. Ένα παιδί πρέπει να μάθει να στηρίζεται στα πόδια του, στις δικές του δυνάμεις και στο τέλος να μαθαίνει από τα λάθη του. Η ζωή που εσύ θες να κάνεις δεν πρέπει να σου επιβάλλεται από κανέναν και ο τρόπος που θες να ζήσεις πρέπει να είναι δική σου επιλογή κι ας το μετανιώσεις αργότερα».

Οι απορίες θα λυθούν στο τέλος, αλλά νέες θα δημιουργηθούν, καθώς το τέλος του βιβλίου θα είναι αμφίσημο, η λογική και θλιβερή εκδοχή και η ευχάριστη-παράλογη. Η ανάγνωση, εντούτοις, θα είναι ευχάριστη, αφού η γλώσσα του συγγραφέα είναι όμορφη, απλή και κατανοητή και η υπόθεση διαθέτει πάμπολλες διακυμάνσεις.

.

ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ
ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ

ΚΟΥΚΙΔΑΚΙ ΜΑΡΤΙΟΣ 2023

Ο Γιάννης Μπερούκας, στην ποιητική του συλλογή Ακροβάτες της επόμενης μέρας, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, δομεί μια σειρά κειμένων ψάχνοντας σε αυτά που πέρασαν και σε όσα υπάρχουν. Σκάβει σε ό,τι ανήκει στο παρελθόν και αναδεικνύει εκείνα που συμβαίνουν ή υπάρχουν τώρα.
Μνήμες (από) έρωτα, για θάνατο, τέλος εποχής, ψίθυρο, βράδυ, θάλασσα, παραμύθι, πόλη… κάποιες από τις σημαίνουσες λέξεις-έννοιες της συλλογής. Το πέρασμα του χρόνου (φαίνεται ότι) πρωταγωνιστεί, τον απασχολεί και το
σημειώνει διακριτικά στα περιθώρια ή κι εξόφθαλμα. Πάντως, όταν ο στίχος του αφορά τους νεκρούς, μια πόλη ή το κοιμητήριο τότε ξεκάθαρα το βάρος πέφτει στον θάνατο –μα σημειώστε πόσο μοιάζει ο θάνατος με τον έρωτα και πώς ο έρωτας γίνεται θάνατος ενώ κάθε άνθρωπος σημαδεύεται από μια απώλεια αγαπημένου προσώπου, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.

Βυθίζομαι εκεί που το βλέμμα δεν φτάνει,
μέσα σε μια υπόσχεση
τη φάρσα της ζωής φυγαδεύω
και γυρίζω σελίδα

Διακρίνεται ο διαπεραστικός του λόγος, κυρίως στα πρωτοπρόσωπα κείμενα και μια συγκεκριμένη ημέρα, η Κυριακή. Και πιο συγκεκριμένα, τα κυριακάτικα βράδια, καθώς οι νύχτες τον ενδιαφέρουν περισσότερο από τις μέρες. Τον
αφορούν και τον επηρεάζουν –τουλάχιστον συγγραφικά– που τον φαντάζομαι να δημιουργεί μόνος στο σκοτάδι, αξημέρωτα, σε μια αναμέτρηση με τον εαυτό του και ό,τι άλλο υπάρχει εκεί.

τη χαρά του κόσμου μαζεύω
και κρύβομαι μέσα
σε μια μικρή πράξη αγάπη

Η χαρά… αυτή βρίσκεται στο παρελθόν κι αντίστοιχα, μια θλίψη προβάλει στο μέλλον… και μια βαθιά απώλεια. (εκείνης;)

Η νύχτα σκελετωμένη χωρίς απόκριση
κρύβει μέσα της τις αδυναμίες μου
και διφορούμενους χρησμούς ερμηνεύει.

Οι εντάσεις εδώ είναι εσωτερικές. Δεν θα φωνάξει, δεν θα ακουστεί ως φωνή όμως ουρλιάζει το μέσα του. Πρόκειται για πανέμορφο αφηγητή που χαίρεσαι να ανακαλύπτεις σελίδα τη σελίδα. Απολαμβάνω την ανάγνωση και βγαίνω γοητευμένη από την εμπειρία.

Υπάρχουν κι εκείνα τα παραμύθια
που μέσα μας τα κουβαλάμε
και με κραυγές τις νύχτες τα ψιθυρίζουμε.

Κάπου κάπου, εμπνέεται από μεγάλες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Μέγας Αλέξανδρος, Ηράκλειτος, Ιουλιανός… Ειδικότερα, για τον Μέγα Αλέξανδρο πετυχαίνει μια ιδιαίτερη, πάρα πολύ όμορφη σκιαγράφησή του (πολιτισμική γέφυρα / στις αντιθέσεις της διαφορετικότητας). Κι όταν, αρκετές σελίδες παρακάτω, Στις εσχατιές του μύθου, θα μιλήσει για μια γοργόνα είναι αδύνατον να μην κάνω τη νοερή σύνδεση με την αδερφή του πρώτου και τον μύθο.

απόκρυφος ζόφος ο ορίζοντας
τις λιγοστές του ελπίδες
στο ύστερο φως μετακομίζει.

κι οι λέξεις στη σωστή σιωπή

Αν η φιλαναγνωσία υπάρχει για να προσφέρει (και) το ταξίδεμα τότε αυτή η συλλογή έχει ένα επιπλέον προτέρημα να προσμετρήσει. Θα πει κανείς –λογικά– πως ένας δημιουργός με πείρα γραφής, με τόση εμπειρία, είναι σε θέση να προσφέρει το παραπάνω, όμως έχουμε δει και πολλές περιπτώσεις ποιητών που επιμένουν αλλά δεν καταφέρνουν να αγγίξουν αυτές τις ιδιαίτερες χορδές. Και προφανώς –δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις αυτό– η ποίηση λειτουργεί διαφορετικά σε σχέση με την πεζογραφία: πιο εύστοχα όμως πιο δύσκολα.

η ζωή που σου χρωστάει μια χάρη
και σ’ την ξεπληρώνει με όνειρα.

πεθαίνω πριν να κλείσει η αυλαία
στου χρόνου τις λευκές υποταγές

ένας παθιασμένος έρωτας τελειώνει με αίμα,
η μπάντα στο σκοτάδι
μια έμμετρη προσευχή παίζει μονάχη,
κι ο κόσμος δεν τελειώνει ποτέ.

Το τετράστιχο, που προηγείται, ανήκει Στην ευδαιμονία της αυταπάτης, το πιο εκτεταμένο ποιητικό του βιβλίου και από τα μεγαλύτερα έργα που συναντάμε στη σύγχρονη ποίηση. Ένας πολυσέλιδος χείμαρρος που απαντά –τρόπον τινά– στο ερώτημα που τίθεται στο Με το ροζ του ερωδιού, δηλαδή στο Πότε τελειώνει αυτός ο κόσμος; Αυτό το τελευταίο έργο περικλείει με έναν τρόπο ένα απόσταγμα: ξεκαθαρίζει τι είναι η θλίψη (χαρακτηριστικό της ποιητικής δημιουργίας καθώς από αυτήν προκύπτει ως έναν μεγάλο βαθμό), δείχνει το έναυσμα (μια πληγή, μια πλάνη, ένας έρωτας, μια απογοήτευση…) και θέτει πολλά (αν όχι όλα) από τα ερωτήματα που συμπεριέχονται ενώ, παράλληλα, αισθάνεσαι πως ό,τι αναφέρει εδώ συσχετίζεται περισσότερο μαζί του.
Τελικά, έχουμε μια τόσο καλή συλλογή που αποκλείεται να μην κερδίσει και τον πιο δύσκολο αναγνώστη. Ένα τόσο χρωματιστό βιβλίο αλλά και πόσο μαύρο, μαζί!

https://www.koukidaki.gr/2023/03/akrovates-tis-epomenis-meras520.html?fbclid=IwAR0T5k9OwT80aiVBIFKN7OBAeO3TbazWLCkjozajFMmFY5xC7-70OlhypKE

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

http://literature.gr 07/02/2024

Αναστοχασμός και αποτίμηση

Ο Γιάννης Μπερούκας έχοντας ήδη διανύσει μια μακρά πορεία στις ποιητικές ατραπούς, με βηματισμό σταθερό και συνειδητοποιημένο, γνωρίζει πολύ καλά την ποιητική τέχνη που υπηρετεί με σεβασμό και συνέπεια και μάς παραδίδει μια ακόμα ποιητική συλλογή, την έκτη κατά σειρά, με σαράντα τέσσερα ολιγόστιχα, κυρίως, ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Οι Ακροβάτες της επόμενης μέρας (εκδόσεις Βακχικόν, 2023) με λόγο βαθιά ειλικρινή, ανθρωποκεντρικό και φορές φορές εξομολογητικό και αυτοαναφορικό έρχονται να συμπληρώσουν και να ανανεώσουν το πολυσχιδές έργο του Γιάννη Μπερούκα. Η πραγματικότητα που ουρλιάζει, τα ανερμήνευτα χρόνια, οι εγκλωβισμένες σκέψεις και οι χαμένες ιδέες είναι μερικά μόνον από τα συστατικά υλικά της ποίησής του, ενώ η ποιητική φωνή συντάσσεται ξεκάθαρα με όσους επιμένουν, σε πείσμα των καιρών και των αντιξοοτήτων, να ονειρεύονται. Βεβαίως, το βλέμμα του ποιητή ακροβατεί μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Ο πολύτιμος χρόνος της νιότης έχει, δυστυχώς, παρέλθει ανεπιστρεπτί και τώρα τα απομεινάρια της πλάνης μαστίζουν τη σκέψη που μοχθεί να δραπετεύσει από την έξωθεν ελεγχόμενη μοίρα, τους φόβους και τις αδυναμίες της ψυχής. Τώρα τον λόγο έχει η σκιερή ωριμότητα, ενώ οι τεμαχισμένες μνήμες συνωμοτούν φέροντας στον νου του ποιητή εικόνες ειδυλλιακές, εξιδανικευμένες των νεανικών του χρόνων που τώρα φαντάζουν πολύ πολύ μακρινές. Αυτή η αναδρομή στις σκιές του παρελθόντος είναι που βυθίζει το ποιητικό εγώ στη σιωπή, θέμα προσφιλές στην ποίηση του Μπερούκα. Ας δώσουμε τον λόγο στον ποιητή. Σωπαίνω μέσα στον κόσμο της λήθης/ και στα χρόνια της φαντασίωσης,/ μέρες αδόκιμες, γυμνές/ πάνω στο σώμα ταξιδεύουν. (Από το ποίημα «Ποτέ δεν θα μάθω», σ. 15) Η λησμονιά παρ’ όλα αυτά δεν κερδίζει έδαφος στο ποιητικό υποσυνείδητο, αντιθέτως μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο θυμάται πολύ καλά τα περασμένα, μόνο που η θλίψη είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση της μνήμης, μόνο που το παρόν είναι ποιοτικά κατώτερο του παρελθόντος και η αντίστροφη μέτρηση με τον χρόνο έχει ήδη ξεκινήσει. Οι μέρες που έφυγαν κουρσεύουν την ψυχή και η γυμνή αλήθεια ξεσκεπάζει καθετί εφήμερο και παροδικό όπως η νιότη, όπως η πλάνη. Και όταν το φως τρεμοσβήνει και το σκοτάδι υπερβαίνει το όνειρο, τότε η χαλκευμένη ηθική προσπαθεί – επί ματαίω; – να βολευτεί κάτω από το βάρος της συνήθειας.

Ο Μπερούκας με διάθεση αναστοχασμού και αποτίμησης της μέχρι τώρα πορείας του στη ζωή, ίσως και στη λογοτεχνία, τεχνουργεί στίχους τόσο μοντερνιστικούς όσο και λυρικούς πλάθοντας εικόνες υψηλής ποιότητας και έντασης κάνοντας λόγο για την ερημία της ψυχής, τα πονεμένα πρόσωπα ολόγυρά του, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, το πένθος των φόβων και την επέλαση της μοναξιάς. Το ποιητικό υποκείμενο αυτοπροσδιορίζεται χρησιμοποιώντας δηλωτικά το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: Κι όλοι εμείς/ της ερημιάς μοναχικοί βιγλάτορες/ στους δισταγμούς της ζωής χαμένοι/ τους φόβους μας πενθούμε/ έτσι όπως σε μια ξένη πόλη/ πενθεί η βροχή καθώς βαραίνει/ πάνω στη χλαίνη μας. (Από το ποίημα «Στα σύνορα του χρόνου», σ. 31) Ο ποιητής κατάματα αντικρύζει το μέλλον, ένα μέλλον κοντινό που όλο και πλησιάζει και ενόσω η νύχτα κρύβει τις αδυναμίες, εκείνος στέκει ατρόμητος με γνώση και συνειδητότητα αναμένοντάς το κι ας γέμισε το πρόσωπο αυλακιές κι ας είναι οι ρωγμές του χρόνου κραταιές. Αξίζει στο σημείο αυτό να θίξουμε ακροθιγώς τον καββαδιακό απόηχο που εντοπίζεται σε κάποια από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής. Είναι χαρακτηριστικό ως προς αυτό το γεγονός ότι η προσμονή του αγαπημένου προσώπου συνταιριάζει με την απώλεια και τον χαμό επιτείνοντας την τραγική και συνάμα ειρωνική διάσταση του λόγου. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιείται ως φόντο το υγρό στοιχείο, για να πλαισιώσει την παρουσία – απατηλή ή αληθινή – του αγαπημένου προσώπου. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κι όταν τις νύχτες/ τα κύματα με τη σκέψη σου διαβάσεις,/ τη θαμπή φιγούρα της θα δεις/ να τρεμοπαίζει πάνω στη θάλασσα/ και με την παράξενη μορφή της/ να συντροφεύει τα μπάρκα των ναυτικών/ και να τους ξεναγεί εκεί που ο μύθος τελειώνει κι ένας άλλος κόσμος αρχίζει. (Από το ποίημα «Στις εσχατιές του μύθου», σ. 38)

Η ζηλευτή ξένη ευτυχία, η λύπη για τη βιωτή, το παγιδευμένο φως και το επικίνδυνο σκοτάδι, ο αφιλόξενος κόσμος, η ζωή που χρωστάει χάρη στους αδικημένους, η εξάρτηση, αλόγιστη και παραχωμένη στη συνείδηση, από έναν ανύπαρκτο θεό, οι αιχμάλωτοι στην ευδαιμονία της αυταπάτης και της ψευδαίσθησης, η αθεράπευτη ψυχική οδύνη και η σωματική ένδεια που μπολιάζει το ανθρώπινο περίβλημα με μια υποκριτική αμηχανία και αστοχασιά και πολλά ακόμα απορρίπτονται συλλήβδην στις ποιητικές πρόζες του Μπερούκα, δηλώνοντας δια της ατόπου απαγωγής τον κόσμο και τη ζωή που ονειρεύεται. Το ποιητικό εγώ πλέει στη θάλασσα της μνήμης αλλά και της απόγνωσης, της ονειρικής στιγμής αλλά και της τελευταίας έκλαμψης. Η σιωπή εμποτίζει τις νύχτες του απολογισμού και της μοναξιάς, ενώ ο χρόνος αντιμάχεται τη μοίρα. Είναι η αναμέτρηση με τον εαυτό το απόσταγμα μιας πορείας αγωνιώδους και κοπιαστικής στο διάβα της ύπαρξης. Ο πόνος δοκιμάζει τις αντοχές και ο έρωτας, αρχέγονος και φιλέρημος, έχει τρόπους να καταπίνει και να ρημάζει την καρδιά των ανθρώπων σε χρόνο ανύποπτο. Όσο για τις επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν στο τέλος καλύπτονται από το πέπλο της σιωπής και όταν το τέλος πλησιάζει γλυκόπικρη μοιάζει η σοδειά του χρόνου, κάπως στυφή η συγκομιδή. Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη περιδιάβαση στους Ακροβάτες της επόμενης μέρας παραθέτοντας ένα ποίημα δηλωτικό, κατά τη γνώμη μας, της ταυτότητας του ποιητή, όπου συμπυκνώνει όσα συγκροτούν την ποιητική του και όσα καταφέρνει με τους στίχους του.

Ψηλαφίζω πάλι μια πίκρα που σώπασε
σημαδεμένα τα χρόνια έφυγαν
και βούλιαξαν βαθιά στη μουσκεμένη γη.
Στης νύχτας τ’ άρμενα, ανάσας κύματα
λιώνουν στο στόμα τα φιλιά που κράτησα,
μάτια κλειστά, σαν χέρια λίγα χάδια
που γέρνουν δίπλα μου απαλά
και κάποιες νύχτες γίνονται μαχαίρια.
Κι απλώνει ο χρόνος μια φωνή
σε περασμένα χρόνια, λύπη θανάτου
και μια χαρά που τριγυρίζει μόνη
σ’ έρημη άνοιξη κάπου μακριά.
Κι αλλάζει ο άνεμος
βγάζει κραυγές και αλυχτά
και το ταξίδι του Οδυσσέα ξαναρχίζει
βαθιά μες στης ψυχής μου τις αυλές,
μες σε γητειές και σε στενά περάσματα.
Νοθεύει ο νους μέσα στη νύχτα
σε σκέψη ορφανή χάνεται ο δρόμος,
κρυστάλλινο σκοτάδι σπάει στο φως
και μια Σειρήνα μια ψευδαίσθηση μου δίνει.

«Ωγυγία», σ. 54

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

http://literature.gr 17/04/2023

Η μνήμη και η φροντίδα

Σε μια από τις πιο ξεχωριστές εκδόσεις των ημερών, ο Νίκος Βατόπουλος, μελετώντας από την πλευρά της ζωής μια σκληρή, αθηναϊκή δεκαετία, μιλά για τα παιδιά που πεθαίνουν μες στις φωτογραφίες. Πρόσωπα, φιγούρες που τώρα διαθέτουν κάτι το πνευματικό καθώς παλιώνουν αδιάκοπα μες στ’άλμπουμ της ζωής μας. Θολώνουν όπως το τζάμι πίσω από την βροχή, χάνουν και κερδίζουν την σημασία τους, φθάνουν πάντα όταν τους γυρέψουμε, με σκοτωμένα ονόματα και σκοτωμένα χρώματα παστέλ από περαστικές δεκαετίες. Είναι τα παιδιά που πεθαίνουν μες στις φωτογραφίες και που κάποτε θα ξαναβρούν μια θέση ανάμεσά μας, χάρη στα ποιήματα, χάρη στα ποιήματα.
Τέτοιες είναι οι ολιγόστιχες συνθέσεις που διαμορφώνουν το περιεχόμενο της έκτης κατά σειρά ποιητικής συλλογής του Αχαιού Γιάννη Μπερούκα. «Ακροβάτες της επόμενης μέρας», ο τίτλος της συλλογής που μας ανταμώνει με το αφοπλιστικό απόσπασμα μιας ζωγραφιάς του Ισπανού πρωτοπόρου Χουάν Μιρό. Στην εποχή του ζωγράφου, σχήματα και γεωμετρίες υποκαθιστούν τα μεγέθη της ζωής μας. Δέντρα και πουλιά και σκηνογραφίες της φύσεως με μια απίθανη χλωροπανίδα, καμωμένη στον τελευταίο συγκλονιστικό σπασμό της ζωγραφικής που κύλησε σαν ρεύμα υποδόριο. Ακροβάτες, σαν τις χαμογελαστές μορφές του Σερά στο διαχρονικό του τσίρκο. Ακροβάτες που κρατιούνται από την μνήμη και όλο ταξιδεύουν προς την λήθη. Κάθε τόσο στέκουν και ανακαλούν μορφές αισθαντικές, τα μαλλιά ενός κοριτσιού που στάλαζαν , η κραυγή της την ώρα που η ψυχή σκεπάζει για πάντα το σώμα. Μετέωρες μορφές την ώρα που το αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους φωτισμένο από την μορφή του Μανώλη Αναγνωστάκη. Ποιήματα με το μέτωπό τους στραμμένο προς το παρελθόν, σήματα απελπισμένα της ήττας, της συνείδησης που βαθαίνει. Στίχοι δουλεμένοι στο εργαστήριο του χρόνου βρίσκουν τώρα πεδίο δόξας λαμπρό μες στα ποιήματα του απολογισμού που φιλοξενεί η καινούρια έκδοση του Βακχικόν, πάντα πιστή στην λογοτεχνία της εποχής. Ο Γιάννης Μπερούκας από το Αίγιο της λήθης του, ακραγγίζει τον μίτο που έχασε πριν από χρόνια. Όνειρα που κάποτε φυλλομετρήσαμε, τότε που λογαριάσαμε τους εαυτούς μας για θεούς, οράματα που ξεθώριασαν και τώρα χάσκουν σαν ξεκοιλιασμένα γεφύρια. Κρατούν ζωντανή την άλλη πλευρά της όχθης και ο ποιητής σκύβει το κεφάλι μες στο ανοιχτό παράθυρο και ξαναβρίσκει τις χίμαιρες, με τα άγρια στόματά τους, για πάντα αχόρταγες. Είναι μια πηγή και ο ποιητής ταξιδιώτης προδομένος που βρίσκει παρηγοριά στις λέξεις.

Η βρεγμένη χλαίνη, τα μαβιά μαραμένα πρόσωπα από τους Περιφερόμενους της συλλογής, οι σιωπηλοί μάρτυρες των ναυαγίων, όλα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. Ξεπηδούν μέσα από βυθούς, παίρνοντας τον δρόμο της ενδελέχειας, του τέλους των πραγμάτων. Ο ποιητής στέκει στο βάθος μιας αρτηρίας που ξεκινάει από τον χρόνο, εντός του μια χορδή πάλλεται μες στον κόσμο της μνήμης. Έχει για αφετηρία της τα παραμύθια, τις προσωπικές οπτασίες. Ψύχραιμα, με σπουδή και τρυφερότητα ο ποιητής του Μωβ των Βράχων και της Διάφανης Παραίσθησης από τις εκδόσεις της οδού Πανός σκάβει εντός του με το άκαμπτο και τραχύ όργανο της γλώσσας . Δεν είναι τα άστρα που αναθρέφουν το όνειρό του, είναι ο ύπνος και η λήθη. Η τρυφερότητα μοιάζει με επιλογή του ίδιου του ποιητή που διασχίζει τα ατέλειωτα χρονικά της νιότης του. Κρατημένος σε μια απόσταση, ξαναβρίσκει μες στους στίχους του το κουράγιο για να πολεμήσει την μοίρα του, τώρα που το ποντάρισμα έκλεισε και η παρτίδα δείχνει τους νικητές της. Κίτρινο Ποτάμι, Στις εσχατιές του μύθου, Η λάμψη, Σε μια άλλη εποχή, Πικροδάφνη, μερικοί μόνο από τους τίτλους των ποιημάτων που ακροβατούν εκτελώντας παράτολμα νούμερα με φόντο το άδηλο μέλλον. Η πίκρα και η μοναξιά ετούτου του καιρού μοιάζουν με την ιστορία την ίδια, με το τραγούδι της το στολισμένο από νεκρές μεραρχίες, με τους μικρούς και τους μεγάλους σταθμούς που φέρνει στο φως ο Γιάννης Μπερούκας στην εξαιρετική έκδοση του Βακχικόν. Λόγια και αισθήσεις μιας ζωής χειροπιαστής, μιας παρτίδας χαμένης με τους στρατιώτες όλους σκοτωμένους, με τις βασίλισσες πνιγμένες σε ματωμένους φραμπαλάδες, με πύργους και βασιλιάδες απεγνωσμένους να διαγράφουν παράξενες τροχιές πάνω στο πλατό. Χαλίκια σκορπά ο αέρας που φυσάει δαιμονισμένα μες στις σελίδες της συλλογής. Λίγα απομένουν στον ποιητή που στους Ακροβάτες του κρατιέται επιδέξια στα ύψη των περιστάσεων δουλεύοντας σκληρά και αγόγγυστα πάνω στα θέματα του χρόνου, της νύχτας, του πρωινού, σε ιδέες και μορφές μπλεγμένες μες στους θαλάμους της μνήμης του. Ο ποιητής σκύβει πάνω από το αρχαίο πηγάδι και ουρλιάζει για νερό. Την φωνή του θα την πάρουν οι υπόγειες στοές και θα την ταξιδέψουν, φτιάχνοντας δειλές λιθογραφίες από λησμονημένα επαγγέλματα. Η λήθη στέκει μες στον πυρήνα αυτών των ποιημάτων, μια άλλη μορφή θανάτου, ένα κέντρο σκληρό, σχεδόν πυρηνικό που διατρέχει τις συνθέσεις των Ακροβατών από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Είναι ένα νεκρό μπαλέτο τα ποιήματα. Ένα κουρασμένο, νεκρό μπαλέτο που θυμάται κάτι σκόρπια βήματα. Μα είναι στο τάλαντο του δημιουργού, στην αξία του που όλα τούτα συνταιριάζονται και ανασυνθέτονται, ώσπου να γίνουν τα ακριβά εκείνα πράγματα που μετακινούν ανεπαισθήτως τις τροχαλίες της λήθης. Τα ποιήματα του Γιάννη Μπερούκα ξέρουν σαν φίλοι αγαπημένοι να ισορροπούν ανάμεσα στην αιωνιότητα και το επίκαιρο που στερεώνει λέξεις και αρμούς. Με μια απλότητα, που στέκει προϋπόθεση για τον ποιητή, ο δημιουργός αναζητά την διαβατάρικη εικόνα των πραγμάτων. Τίποτε δεν έχει μείνει από αυτά, δεν αποτελούν παρά έναν συλλογισμό, μια ανεξιχνίαστη σύσταση εμπειριών που βρίσκουν μια έκφραση προσωπική, εμποτισμένη με την ισχυρά πνοή της εσωτερικής ζωής. Είναι περαστικές μπαλάντες, αφιερωμένες σε ανθρώπους και συγκυρίες που όλο ξεμακραίνουν αφήνοντας τις σκιές να χάσκουν με άγρια στόματα. Οι Ακροβάτες της Επόμενης Μέρας διαθέτουν σοφία και αφήνονται να πουν το μυστικό τους τραγούδι, όσο η ζωή άναυδη τους κοιτάζει να φθάνουν εξαντλημένοι από χίλιους δρόμους. Ο Γιάννης Μπερούκας βαστώντας την πέτρα και την σκόνη και την γραφίδα του φθάνει από καιρούς συντελεσμένους , ένας τυμβωρύχος που προχωρεί και προχωρεί μες στις παλιές δεκαετίες, χαρούμενος γα όσα κατόρθωσε κόντρα σε ανέμους και καιρούς, παραχωρώντας το δικαίωμα στους ανθρώπους να γίνουν θεοί. Οι Ακροβάτες της Επόμενης Μέρας διαθέτουν τον δικό τους, ιδιότυπο ρυθμό, απόλυτα εναρμονισμένο με τις κλίμακες της καρδιάς, εκτελώντας τα νούμερά τους πλάι στην φλεγόμενη άνοιξη που θεαματικά καίγεται μαζί με τις λέξεις και τις αναμνήσεις.

.

.

.

1 σκέψη για το “ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ”

  1. Paulos Leontiou Ioannou

    Κύριε Καρακοκκινε, είναι μεγάλη χαρά μου να διαβάζω τους Ποιητικούς Διαλόγους και έτσι να κρατιέμαι ενήμερος για τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Τα συγχαρητήρια μου. ‘Ήθελα όμως να σας ενημερώσω ότι εδώ στον Καναδά υπάρχουν αξιόλογοι λογοτέχνες που δεν έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το έργο τους γιατί απουσιάζουν από το Εθνικό Κέντρο. Αν σας ενδιαφέρει να κάνετε μερικές παρουσιάσεις αποδήμων μπορείτε να έλθετε σε επαφή μαζί μου.
    My email:
    Paulos2@hotmail.com

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.