Γεννήθηκε το 1966 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει με την οικογένειά της.
Σπούδασα Ελληνικό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π. Η ενασχόλησή της με την ποίηση ξεκίνησε το 1998 και ποιήματα της δημοσιεύτηκαν στον έντυπο και διαδικτυακό τύπο (ελληνικό και γαλλικό). Παράλληλα ασχολείται με μουσική, ζωγραφική και θέατρο. Είναι ιδρυτικό μέλος της λογοτεχνικής ομάδας ΙΔΕΟΚΥΜΑΤΑ. Διατηρεί δε το ιστολόγιο hdyli.wordpress.com
Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές.
«αιωρούμενο νησί», εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1999
«Το υδάτινο πέρασμα του χρόνου», εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001
«Ηδύλη-ακά τοπία;» (ποιήματα 2001-2008), εκδ. Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2008
.
.
ΗΔΥΛΗ-ΑΚΑ ΤΟΠΙΑ; (2008)
ΕΝΟΤΗΤΑ I
Ηδύλη-ακά τοπία ριγμένα στην αγκαλιά σου αφειδώς
με μιαν αχτίδα των ματιών και την ανάσα των χειλιών
ταξιδεύουν τις λέξεις στη σιωπή,
ανάμεσα σ’ εκρήξεις, αντιθέσεις, αφαιμάξεις,
τολμούν και ανυψώνονται μ ένα ποτήρι ζωής
χαμόγελο στην προσφορά θανάτου.
Ειδυλλιακά τοπία ριγμένα στην αγκαλιά σου αφειδώς
μέσα από το «γίγνεσθαι» βιώνονν το «εράσθαι’»
και ονειρεύονται… ερήμην σου.
ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
Η Πανσέληνος απόψε
σαγηνεύει
τρομάζει
με κάτι δικό σου.
Χαμόγελο;
Δάκρυ;
Αδιόρατο
μα δικό σου.
Η ανάσα σου
ούτε μια
δρασκελιά.
Η Πανσέληνος απόψε
μαγεύει
φοβίζει.
Σκιά
μέσα απ’ τις πασχαλιές.
Η Πανσέληνος
πάνωθέ σου,
φρουρός ακοίμητος
δικός σου.
Η ανάσα σου
ούτε μια
δρασκελιά.
Κι ο αγέρας
ψιθυρίζει
τ’ άτομά σου.
Παράξενο
πόσα γνωρίζει!
Σκέψεις άτολμες,
ασχημάτιστες.
Κι όμως τις ξέρει!
Και η Πανσέληνος…
Κι ο αγέρας…
Η ανάσα σου
ούτε μια
δρασκελιά.
ΕΛΛΟΓΗ ΣΙΩΠΗ
Πόσο γλυκά αναστατώνει
η έλλογη των στίχων σιωπή!
Με μαθαίνεις, σε μαθαίνω
και ταξιδεύουμε μαζί
σε μονοπάτια του νου
κρυφά και αγαπημένα.
Πόσο γλυκά πληγώνει
η έλλογη των στίχων σιωπή!
Οι μέρες βυθίζονται σε σκέψεις
και οι νύχτες ασέληνες σκιές
αναζητούν το φως της θέωσής τους.
ΛΕΥΚΟ ΚΕΛΙ
Διασχίζω το χρόνο
με βήμα αργό
σταθερό
ντυμένη το λευκό μου κελί.
Προσπαθώ να ισορροπήσω
μέσα απ’ τις εικόνες
φρίκης-χαράς
που εναλλάσσονται
γύρω του
μέσα του.
Η φρίκη υπερτερεί
σα γροθιά στο στομάχι
παραλύοντας
το λευκό μου κελί
ενώ τη σκιά μου
ενσωματώνει
άπλετο σκοτάδι.
Η ΚΗΛΙΔΑ
Στα λευκά κελιά
σαπίζουν τα όνειρα
αφήνοντας μία
κηλίδα
κόκκινη
να γλιστρά
μέσα απ’ τις χαραμάδες
του χρόνου
ν’ ανασταίνεται σα
χρυσαλίδα
τρυπώντας το «είθισται»
των δυνατών
ν’ απλώνει τα λευκά πια
φτερά της
δίνοντας πνοή
στα όνειρα των
«χαμένων εκείνων στιγμών».
ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΝΟΥΝ
Όταν οι πόρτες κλείνουν
οι χαρμολύπες παίζουν
κρυφτό.
Η καλή μέρα τρέμει
στη θέα του νεροχύτη.
Μ’ ένα ανούσιο κουπόνι
προσπαθεί να στυλωθεί.
Όταν οι πόρτες κλείνουν
η καλή μέρα πνιγμένη
στο νεροχύτη
προσδοκά την ανάστασή της
μπροστά στην οθόνη.
Όταν οι πόρτες κλείνουν
η μοναξιά αλλάζει
χρώματα
οι τοίχοι βοούν
αδιάφορα
οι δρόμοι σιωπούν
ένοχα
τα όνειρα…
… δακρύζουν.
ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Χώρος και χρόνος κενοί
κι ο Λύκος της Στέπας εκεί
να προσπαθεί απεγνωσμένα
τη σκουριασμένη του μάσκα
ν’ αποβάλει.
Απότομα ένιωσε τη βροχή
κι ήταν γλυκιά η αίσθηση
της αφύπνισης
μα η μάσκα βαριά
κι ο χρόνος περνά
κι ο χώρος στενεύει
κι ο Λύκος παλεύει…
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Ισορροπούμε
Η ένα χαρτί
κι ένα μολύβι.
Άλλοτε
μ ένα στυλό.
Εχει ουσία
το χρώμα.
Είναι η Άπτερος Νίκη
του Μεσονυχτιού μας.
TO ΧΡΕΟΣ
αφιερωμένο στη Φανή Α.
Τα χρέη μου τα εξαργύρωσα.
Έδωσα στην αγάπη ένα ρόδο,
στο γέλιο ένα περιστέρι,
στον πόνο μια ηλιαχτίδα,
στη φιλία μία υπόσχεση,
στο όνειρο ένα ουράνιο τόξο,
στους εφηβικούς παροξυσμούς
έδωσα ιπτάμενο χαλί
και σ’ εκείνη τη συμβουλή
ένα βιβλίο.
Τώρα ήσυχη αποχωρώ
κρατώντας των επιλογών μου
το αριστείο.
ΣΥΜΒΙΩΝΟΥΜΕ
Συμβιώνουμε
χλωμά φεγγάρια
κορμιά σμιλευμένα
με ηλεκτρόδια και
μέταλλο.
Συμβιώνουμε
μέσα από ανάγκες
πλαστικές
τροφή στα μηχανικά
μέλη
ασπίδα στις λούτρινες
συνειδήσεις.
Συμβιώνουμε
μέσα στην τσιμεντένια
σιωπή.
Η αιθαλική πνοή
ψαλιδίζει τα όνειρα.
Στο ένα χέρι σφιχτά
το νόμισμα-σημαία
στο άλλο κραδαίνει
ο προστάτης της…
Ο προστάτης των
εισιτηρίων της
κόλασης.
Συμβιώνουμε…
Ενοχικά!
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ
Πυρηνογραφίες
Ρόδινα αγκάθια τα πλην,
αποδόμησαν την αιωρούμενη καρδιά
στο ναρκοπέδιο τον «ΕΓΩ».
Μονάχα η βροχή στάθηκε στο ύψος της!
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Ακούς πώς κυλάνε οι λέξεις Ποιητή;
Στο σιωπηλό σου πέρασμα αφιερωμένες.
Χτίζουν γεφύρια για να περπατήσει
ελεύθερο το χαμόγελό σου.
Νιώθεις τον παλμό της καρδιάς Ποιητή;
Είναι οι νότες που συνθέτει το βλέμμα σου
καθώς διαβαίνει ονειρικά μονοπάτια.
Μέτρα τα βήματα Ποιητή…
5 το φλάουτο της βροχής.
Αγάπη.
6 η κιθάρα του δειλινού.
Έρωτας;
ή μήπως
Όνειρο;
7 το πιάνο υπογράφει το τέλος.
Αλήθεια-Ευτυχία-Θάνατος!
Η Ιθάκη σε περιμένει!
ΑΝΕΠΙΤΥΧΩΣ!
Νάμαι!
Μπροστά σ’ ένα ποίημα
να ανιχνεύω δάκρυα σιωπής
καθώς ρέουν στο βωμό του χρόνου.
Νάμαι!
Μπροστά στη λαιμητόμο
να σέρνω τρομολάγνες οθόνες
και με το ευαγγέλιο να ξορκίζω
συνειδήσεις γαλουχημένες στον εμπαιγμό τους.
Νάμαι!
Μπροστά σ’ ένα ποίημα
να ανιχνεύω το πιθάρι της Πανδώρας
και η ελπίδα
να γλιστράει ολοένα και πιο βαθιά.
Νάμαι!
Στο τρένο της μεγάλης φυγής.
Παρανοϊκός οραματιστής του ανέφικτου
Θύτης και θύμα, αποδιοπομπαίος τράγος
του είθισται, του γί-γνεσθαι,
του «εξελίσεσθαι».
Ανεπιτυχώς!
Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ
αφιερωμένο στη Μαρίνα Κ.
Και πίσω από την κουρτίνα
ένα μπαλκόνι με θέα ένα άλλο μπαλκόνι
μία άλλη κουρτίνα
και μία πόρτα αντικριστά.
Η ερημιά οριοθετήθηκε∙
ντυμένη στα στολίδια της
κρύβει το χαμόγελο στη φωτογραφία,
το δάκρυ στο μαξιλάρι’
ανταλλάσσει την υπόστασή της
με ό,τι προσφέρει η οθόνη.
Και πίσω από την κουρτίνα
ένα μπαλκόνι με θέα ένα άλλο μπαλκόνι
μία άλλη κουρτίνα
κι ο ήλιος μια ουτοπία.
ΖΩ
Ζω για να ταξιδεύω
σ’ όνειρα ανοίκεια
με την ελπίδα φάντασμα
στο πλάι να κρυφογελά.
Ζω για να πλέκω
κορδέλες πολύχρωμες
σε μια θηλιά
και να με πνίγω
οργιά την οργιά.
Ζω για να γεύομαι
στιγμές θανάτου το λεπτό
κι ο Μορφέας πρόβα επίσημη
να ξεγλιστρά σαν παραμύθι.
Ζω έτσι απλά
για της δοκιμασίας τη χαρά
και των αντοχών το μέτρο.
ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΕΣ
Μη μου ταράζεις τον ύπνο.
Τα όνειρα δεν έχουν αντίκρισμα.
Η αλήθεια πολυδιάστατη
ωστόσο είναι συλλογική.
Τα όνειρα κοινές ψευδαισθήσεις
σε επίπεδο προσωπικό.
Μη μου ταράζεις τον ύπνο.
Με τη δική μου οπτική
το νήμα μου θέλω ν’ αγγίζω
ήσυχη και γεμάτη
μέχρις ότου σωθεί.
ENOTHTA III
Ο χρονοταξικός καμβάς κάνει
τις ρηματικές του αντικαταστάσεις
κάθε φορά που κάποια απόχρωση
εκπίπτει των προσδοκιών του.
Η ΙΔΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Η ιδανική μορφή συστατικό ονείρου
για μήνες, μέρες, ώρες, λεπτά.
Η ιδανική μορφή παλλόμενο φως
αναγεννημένου μυ
για μήνες, μέρες, ώρες, λεπτά.
Η ιδανική μορφή ροδοπέταλο απογυμνωμένο
με απολήξεις αιχμηρές
θρυμματίστηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.
ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΕΣ
Μικρή πραγματεία θανάτου:
Παθητικός εγκλωβισμός στις νουθεσίες των καιρών
μέσα από την ανάθεση ευθυνών
συναισθηματικά αλλοτριωμένων προσωπείων.
Μικρή πραγματεία ζωής:
Αντίσταση στις νουθεσίες των καιρών
μέσα από δημιουργική πνοή
και εσωτερική διαδρομή προς την αλήθεια.
ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΗ ΑΝΑΓΚΗ
Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
απ’ τα μικρά σας βρόχινα χέρια γλιστράνε
υλοτομημένα τα τριαντάφυλλα του κήπου.
Ακούω το άπειρο να στενάζει για τις δημευμένες σας
στιγμές, αυτές που πρόβαλλαν στον κόκκινο ορίζοντα
μα … η άμμος βιάστηκε να σκεπάσει.
Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
η βαθυγάλανη ματιά σας αποχρωματίζεται στις
αμφίρροπες διαστάσεις της ύλης.
Αφήνετε την σκουριά της να γεύεται τις στάχτες σας
ενώ χαμογελάτε μακάρια από τη θέση Μηδέν,
του τέλειου κύκλου όπου καταγράφονται οι
χρωματικές λειτουργίες της Ύπαρξης,
ανάγκη αναφαίρετη και πέρασμα
στην Αλήθεια …
εκείνη της Μη Ύπαρξης…
Ασώματη Συμπαντική Ενέργεια.
ΛΗΘΗ
Να περιμένω να χαράξει, λέει.
Ο ήλιος θα στεφανώνει την απέραντη γαλήνη.
Το κύμα καταλαγιασμένο θα θωπεύει την άμμο.
Εγώ θα συρρικνώνομαι στο κόκκινο,
σε στάση εμβρύου.
Έτσι, το πέρασμα στη λήθη θάναι ανώδυνο.
Να περιμένω να χαράξει, λέει.
-Ωραία! Χάραξε, είπα.
Δεν βλέπω ήλιο!
Το κύμα μάχεται τη δίψα του ανέμου.
Αμμοθύελλα μου πληγώνει το βλέμμα.
Κι εγώ συρρικνώνομαι στο κόκκινο,
σε στάση εμβρύου!
Επώδυνο πέρασμα στη λήθη!
ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΟ
Τί παιχνίδι κι αυτό!
Να πιάνεσαι από μια λέξη!
Να τη διογκώνεις και κατόπιν να τη διυλίζεις
μέχρι να στάξει όλο της το αίμα.
Εκεί στις αιμάτινες σταγόνες της
διασταυρώνονται προβληματισμοί και όνειρα
συγκρούονται συναισθήματα και …
ανατρέπονται δεδομένα, ξανά και ξανά.
Οι αιμάτινες σταγόνες μια άνοιξη που συνωμοτεί
και το φανάρι… στο πορτοκαλί! μονίμως!
ENOTHTA ΙV
Εποχές
Όσο κι αν στενεύουν οι ορίζοντες μέσα στους 4 τοίχους
η σκιά σου δεσπόζει στον φθινοπωρινό ουρανό,
τραγούδι της άνοιξης και δάκρυ του χειμώνα
Εσύ, όνειρο θερινό!
ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΜΑΤΑ
13 κούπες γυρεύουν
φτερά να ταξιδέψουν.
13 καρό εκδίδουν
το χρώμα τους
σε τιμή ευκαιρίας.
13 σπαθιά νουθετούν
τύχες.
13 μπαστούνια
καθρεφτίζουν
τις κούπες-καρό
με τα σπαθιά στο χέρι!
ΜΕΡΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Παραμονές Χριστουγέννων και οι μάγοι φέτος
δώρισαν στο κοριτσάκι
μία αρωματική ξύλινη μπάλα,
ένα διακοσμητικό κερί
κι έναν κόκκινο αναπτήρα
– για τις δύσκολες νύχτες! – της ψιθύρισαν.
Το κοριτσάκι ευχαρίστησε και τα φύλαξε όσο
καλύτερα μπορούσε στην κουρελιασμένη κάπα της.
Παραμονή πρωτοχρονιάς και η νύχτα θύμιζε μέρα.
Τα αρωματικά φλούδια της μπάλας, κομμάτι το κομμάτι,
καίγονται στη φλόγα του διακοσμητικού κεριού
αποκαλύπτοντας θησαυρούς της θάλασσας.
Ταξίδια μακρινά σε τόπους όλο φως,
όνειρα και θαλπωρή κι ένα κέρινο χαμόγελο
να υποδέχεται το Νέο Χρόνο!
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Ανανεώνεται ο χρόνος
με κείνη την πάγια τακτική
που τον διακρίνει.
Και η σιωπή – αυτή που μου ’μαθες να υπομένω –
απλώνεται στο διάβα του.
Φιλική την ονόμασα κάποτε
Τώρα τη λέω θάνατο!
Αργά, αναίμακτα
μα οδυνηρά απομυζεί την ύπαρξή μας.
Ανανεώνεται ο χρόνος
κι εκείνη η κραυγή επιμένει
να χάνεται
στα ενδότερα του καθρέφτη.
Μονάχα η προσμονή παραμένει πιστή.
Της αξίζει λίγο περισσότερο φως.
ΛΕΜΟΝΑΝΘΟΣ
Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ.
Ίσως γιατί ο λεμονανθός διέγειρε την αναπνοή μου.
Μετά ήρθε η μέντα, η κανέλα, ο βασιλικός,
ο δυόσμος, το πικραμύγδαλο και πάλι ο λεμονανθός.
Κι αυτός ο ψίθυρος διάχυτος στ’ αρώματα, με τρελαίνει.
«Χόρευε», μου ψιθυρίζει. «Μη νοιάζεσαι για τα βήματα.
Μη νοιάζεσαι για το σκοινί που τεντώνει.
Tο μυστικό είναι η ισορροπία των όλων.
Ο λεμονανθός δεν έκλεισε ακόμα τα πέταλά του.
Χόρευε. Μονάχα χόρευε.»
Κι όμως, τώρα που βάραινε η ανάσα,
μια υποψία γλυκού θανάτου
κάθεται πάνω στα χείλη.
ΔΑΦΝΟΦΥΛΛΑ
Αγάπη μου γιατί ξαπλώνεις στα δαφνόφυλλα;
Το βλέμμα σου εστίασες στο στέμμα
και την καρδιά σου άφησες στη σκόνη εκτεθειμένη.
Αγάπη μου γιατί ξαπλώνεις στα δαφνόφυλλα;
Το χέρι που σ’ άγγιξε το φύτεψες στη λάσπη,
είπες πως ήταν κάποιο παραμύθι….
Ο άνεμος αγάπη μου, ο άνεμος παίρνει τα δαφνόφυλλα
και την καρδιά σου τρωγοπίνουν οι Ερινύες.
ΑΝΕΜΩΝΗ
Διπλός ελληνικός, τσιγάρο
κι η σκέψη στην ανεμώνη.
Πάλι τον ήλιο κοιτά
αψηφώντας τον κίνδυνο
που διατρέχουν τα ροδοβλέφαρά της
καθώς και τη γραφικότητα
τούτης της εμμονής της.
ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Οι αποχρώσεις των εποχών,
άλλοτε θαμπές ή παραμυθένιες
άλλοτε ευάλωτες κι ερημικές
μα πάντα ευπρόσδεκτες στο βλέμμα,
υφαίνουν χαμόγελα
στων ρυτίδων το χορό!
ΠΑΡΕ ΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ
Πάρε με θάλασσα, πάρε με
στην απεραντοσύνη σου
ας πλαγιάσουν τα ροδοπέταλα μου.
(Τα στεριανά εμφράγματα
απομυζούν την κυτταρίνη τους).
Πάρε με θάλασσα, πάρε με
Σε ελικόμορφα δάση ταλανίζομαι
κι η προσευχή αναπάντητη ξεψυχάει.
Πάρε με θάλασσα, πάρε με
η αύρα σου ανάταση στερνή θε’ νάναι
ΚΟΚΚΙΝΟ
Τελικά αποφάσισε για το χρώμα των μαλλιών της:
Κόκκινο!
Ίσως γιατί το ξανθό μοιάζει αφύσικο,
το καστανό υποκριτικό,
το μαύρο πένθιμο.
Ίσως επειδή της θυμίζει την πνοή που
τρέφει τα όνειρά της,
υγραίνει τη ρουτίνα της,
πάλλεται στην καρδιά της…
Ίσως απλά γιατί… βιάζεται στο καλοκαίρι
ν’ αφεθεί.
ΑΡΑΧΝΟΫΦΑΝΣΕΙΣ
Της Άνοιξης τα χρώματα και
του Φθινοπώρου η θλίψη
υφαίνουν στην πένα σου
τον Έρωτα.
Επικίνδυνα ακίνδυνες
μικρές αμαρτίες επωάζουν
ψευδαισθήσεις,
κι ο χρόνος στ’ ακροδάχτυλα
το αντίδοτο τους.
Της Άνοιξης τα χρώματα και
του Φθινοπώρου η θλίψη
υφαίνουν φωλιά
για την αδύναμή σου φύση!
ΑΓΑΠΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ
Αγαπώ τα μάτια σου.
Από μέσα τους αναδύομαι άλλοτε Άνοιξη
κι άλλοτε ρέω πρωτοβρόχι.
Αγαπώ τα μάτια σου τα φθινοπωρινά.
Είναι το φως τους που μετάλλαξε
το αγκάθι σε ανάσα ροδοπέταλη
και η νύχτα ντύθηκε ουράνιο τόξο.
Αγαπώ τα μάτια σου.
Κι εκείνες οι στιγμές της σιωπής
έχουν κάτι από το άρωμα του Απρίλη.
Αγαπώ τα μάτια σου τα φθινοπωρινά.
Καθώς απλώνεται το βλέμμα
και γίνεται άηχη κραυγή
νιώθω πως τ’ όνειρο αβίωτο
δε θα μείνει.
ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΕΙΣ
Μύρισε Άνοιξη, μα εσύ την πυρπολείς
με τη σιωπή σου.
Κρύβεις τα τιμαλφή και υποχωρείς
στην Κενταύρια ζώνη
να δέσεις τ’ όνειρο με την ονείρωξη,
το στίχο με τον τοίχο
συναίσθημα άλογο με το παράλογο της λογικής,
– συνδυασμός καθόλα σουρεαλιστικός –
Μεγαλοπρεπής ή ρακένδυτος
μετράς στον καθρέφτη ανάσες που ξέχασες
ή μήπως… φοβήθηκες να πάρεις;
Μύρισε Άνοιξη, κι εσύ εμμένεις
στον ψίθυρο «δεν υπάρχεις, δεν υπάρχω, δεν υπάρχουμε».
Ίσως να μην υπήρξαμε ποτέ… ίσως…
ταλαντεύσεις χορδών νάμαστε.
Η ηδονή συγγενεύει με την οδύνη
ο τοίχος με τον στίχο
τ’ όνειρο με την ονείρωξη
το άλογο με το παράλογο
Κι εσύ, μωρό μου, πόσο μοιάζεις του Χειμώνα!
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΤΡΑΠΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Με λέξεις χτίσαμε κάστρα ψηλά
για να φυλάξουμε συναισθήματα
-ή μήπως να φυλακίσουμε;
Γιατί η υπέρβαση με λέξεις
μοιάζει με όπλο παιδικό, αθόρυβο.
Ίσα-ίσα για να κεντρίζει τη σκέψη
με όνειρα που δεν πρόλαβε να γευτεί
καθώς το σώμα θα χάνεται
στην ατραπό του χρόνου.
ENOTHTA V
Ένα ξερόκλαδο τα όνειρά του
ακουμπά, κι η ανάσα του καίγεται
στα ξεθωριασμένα βήματα.
Γυρεύει ν’ αγγίξει λίγο ουρανό μα…
το χώμα θαμπώνει τις αισθήσεις του.
ΕΡΩΤΑΣ ΑΧΡΑΝΤΟΣ
Διαβάζοντας το «Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας» του Γ.
Βιζυηνού
Tον κατέτρεχε μια παλιά ιστορία.
Εκείνη τον αποκαλούσε «Πετώντα Ολλανδό».
Του εξομολογήθηκε τον έρωτα της.
Εκείνος σώπαινε…
Εκείνη η παλιά ιστορία τον οδήγησε στη φυγή,
μα λίγο πριν της άγγιξε το χέρι.
Ένα άγγιγμα μονάχα και το πήρε μαζί του,
εκεί στα έγκατα της γης όπου έψαχνε
«δαχτυλίδια για τους αρραβώνες».
Έτσι έλεγε η μικρή Κλάρα στους επισκέπτες της
«ο καλός μου ψάχνει δαχτυλίδια
για τους αρραβώνες μας».
Ναι, η παλιά ιστορία υψωνόταν ανάμεσά τους
σαν τοίχος. Πώς ένας μιαρός να σπιλώσει έναν άγγελο; Κι εκείνο το γράμμα!
Βυθισμένος σε αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα,
έσκαβε τη γη όλο και πιο βαθιά.
Εκείνη, κλεισμένη στο γαλάζιο δωμάτιο, έπλεκε τα μικρά της δάχτυλα και τραγουδούσε τον έρωτα.
Νύχτα και μέρα τον συνόδευε. Ακόμα κι εκείνη τη νύχτα με την καταιγίδα ήταν κοντά του∙ ντυμένη στα λευκά και με τα δάχτυλα μπλεγμένα στην άρπα,
τον τύλιγε στη θέρμη της.
Την άλλη μέρα ταξίδεψαν μαζί χαμογελώντας μακάρια.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ
Παράλληλα Σύμπαντα ανταμώνουν
στην άυλη αυλή των ονείρων τους.
Μετά επιστρέφουν στη δική τους πραγματικότητα.
Στιγματίζουν το χρόνο με κυανό υγρό,
ενώ τα άβαταρ εκπέμπουν στο κόκκινο
_ είμαι εδώ σε κάθε βήμα, ανάσα, βλέμμα, στροφή,
είμαι εδώ να δηλώνω παρών, ν’ αγγίζω το παρόν σου
μια τεθλασμένη γραμμή είμαι και κρατώ την αφή σου
και φεύγω μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά
μα είμαι εδώ, ένας παράξενος συνειρμός στην καύτρα
του τσιγάρου να σβήνω «τα σιωπηλά σ’ αγαπώ».
Παράλληλα Σύμπαντα εντός εκτός και επί τα αυτά
πορείας παράλληλης. Ενίοτε και συνεφαπτομένης !
ΕΝ ΑΦΘΟΝΙΑ
Μόνιμος κάτοικος του Άλφα Κενταύρου,
κρυμμένος στο άρωμα της ομίχλης,
υποτάσσεσαι στην ατελή κατανομή
των «θέλω» σου, για να χαθείς,
αμέσως μετά, στις αψιμαχίες του καθρέφτη,
ενώ η Ανδρομέδα συσσωρεύει
λέξεις-όνειρα-πνοές-στιγμές και
αποσιωπητικά.
Εν αφθονία!
ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Οι άντρες-σαλαμάντρες
αδυνατούν να ισορροπήσουν
μεταξύ νερού και γης.
Αναπλάθουν ταχύτατα
τα χαμένα τους κομμάτια
μισοκρύβοντας
τις όποιες αδυναμίες τους.
Οι άντρες-σαλαμάντρες,
μεταλλαγμένοι πρίγκιπες,
κοάζουν απελπισμένα
το παραμύθι
του βασιλιά βάτραχου.
ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Ο άσσος κούπα
πάνω στο τραπέζι
απογυμνωμένος προσμένει
ανάλογη συνδρομή.
Όμως εσύ, μονάχα
μπαστούνια έχεις
να προσφέρεις.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ
Η ακολουθία των ψηφίων ανεπαρκής
μετά την υποδιαστολή∙
ιδιαίτερα όταν ο ακέραιος που
προΐσταται είναι το… μηδέν.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Γλιστράει απ’ τα χέρια μου
ο Χρόνος
(συχνά νεκρός).
Γλιστράω κι εγώ στα λημέρια του
αποκαμωμένη από το μέτρημά τους
(συχνά νεκρή).
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Καταδύομαι στην εσωτερική μου σφαίρα.
Ολοένα και πιο μικρή
αναδύομαι κάθε φορά
Μικρή
ακόμα πιο
μικρή
Πιο Μικρή.
Ακόμα…
ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ
Αυτή η αδυναμία να υποχωρείς
όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα
είναι η κρυμμένη δύναμη
των αντοχών σου.
ΠΑΝΔΩΡΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Πανδώρα του Μύθου
ποιος άνεμος μαστιγώνει
τ’ ονείρεμά σου και
η χαρά σου δακρυρρέει;
Ποιος αγέρας σου θρυμματίζει
την ψυχή σε Κήπο Μυστικό
και εναλλάσσεται η ηδονή με την οδύνη;
Πανδώρα του Μύθου
«απεταξάμην…» ψιθυρίζεις με χείλη ξέπνοα.
«Απεταξάμην…τι; τα όνειρα που διαλύει η αυγή;
ή όσα κρύβει η σελήνη;»
«Απεταξάμην τον φτερωτό μικρό θεό»
μου απαντάς και η ματιά σου γαληνεύει.
ΘΥΣΙΑ
Όταν έρχεται ο Έρωτας, ο Θάνατος αποσύρεται.
Απόδειξη το δηλητηριασμένο μήλο που ξέρασε
η Χιονάτη σαν γεύτηκε αληθινό αγάπης φιλί.
Μα και η ωραία Κοιμωμένη του δάσους
άφησε τον αιώνιο ύπνο της
για το φιλί του γενναίου της ιππότη.
Η Περσεφόνη πάλι αγάπησε τον Άδη.
Αιώνες τώρα το Σκοτεινό Βασίλειο φωτίζεται
απ’ το Μοιραίο Φως της ένωσής τους.
Αυτό το Φως μοιράστηκαν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα ,
ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Αυτό το Φως μοιράζονται
όσοι δεν αφήνουν τα τετριμμένα και τις συμβάσεις
να τους φθείρουν,
όσοι απλά γνωρίζουν πως
ο Έρωτας είναι από κοινού θυσία.
ΤΟ ΧΝΑΡΙ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
I
Χορέψτε πεταλουδίτσες μου.
Χορέψτε! Τον αέρινο χορό σας
πόσο θα ’θελα να μοιραστώ,
μα είμαι ένα χνάρι της ακροθαλασσιάς
αχνό.
II
Σίγασε βάτραχε υπερόπτη
Σίγασε. Την ωδή άκου τ’ ουρανού.
Για μια πεταλούδα, λέει, διαφορετική.
Με τον άνεμο μοιράστηκε
τον πρώτο της χορό.
Με τον καταρράχτη γεύτηκε
την ηδονή.
Το χρώμα και τ’ άρωμά της
φώτισαν την πλάση.
Και τώρα στην ακροθαλασσιά σαπίζει
η αιθέρια ομορφιά.
Κοίτα βάτραχε υπερόπτη
Κι εσύ ουρανέ σταμάτα
το μοιρολόι. Δες !
Το χνάρι της φαίνεται
στην ακροθαλασσιά
Όσο κι αν προσπαθεί
το κύμα κακόβουλα να σβήσει
το χνάρι της θα φαίνεται παντοτινά.
ΜΗΔΕΙΑ
αφιερωμένο στη Χρυσούλα Σ.
Θα πω πως ήταν όνειρο
διδακτικό
όχι προς αποφυγή
ούτε προς μίμηση.
Ναι Μήδεια.
Θα πω πως ήταν όνειρο
-ούτε καλό ούτε κακό –
και θα το φυλάξω σε μια ονειροπαγίδα.
Σε είπαν Μάγισσα!
Γιατί πίστεψες στα ιερά δεσμά του Έρωτα.
Ψυχή και σώμα δώρισες
σε κείνον τον ημίθεο ήρωα
– δεν θα πω το όνομά του,
ξέρω πως σε πληγώνει
ακόμα –
ο ημίθεος και η ομήγυρή του!
Ανίκανοι όλοι τους να νιώσουν
το μεγαλείο της καρδιάς σου.
Το δηλητήριο, που έρρεε άφθονο
από τα χείλη τους,
γίνηκε μαχαίρι στα χέρια σου.
Θυσίασες το όμαιμον
ή πιο σωστά:
Έκοψες τον ομφάλιο λώρο του
Έρωτα!
Μήδεια,
του Ευριπίδη τραγική ηρωΐδα!
Θα πω πως ήταν όνειρο
και θα το φυλάξω σε μια ονειροπαγίδα.
Ξέπλεκα τα δακτυλίδια της κώμης σου
ανεμίζουν αιώνες τώρα
και το δάκρυ σου φωλιάζει στις καρδιές μας.
Μήδεια,
άραγε στο όνομα σου να συνυφαίνεται
χαμόγελο, τόλμη ή πάθος;
για ό,τι μεγάλο διαλέχτηκες
για ό,τι ύψιστο γεύτηκες
Εσύ η
Αιώνια Γυναίκα!
ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
Ο πύργος της Βαβέλ ορθώθηκε.
Επαίρεται για την ομορφιά του.
Επαίρεται για τη δύναμή του.
Μέσα από στάχτες,
μέσα από αίμα
και δάκρυα ξένα
ανδρώνεται.
Ορίζει και καθορίζει
τα όνειρα της γης,
αδιαφορώντας
για τη σχισμή που ελλοχεύει
στην άκρη κάθε ονείρου.
Αδιαφορεί και επαίρεται…
και η σχισμή γίνεται κεντρί
και επιστρέφει τα δάκρυα,
επιστρέφει το αίμα
μέσα στις στάχτες της Βαβέλ.
Επιστρέφει…
DOGVILLE
Μεγάλη απόφαση να τινάξεις
απ’ την πλάτη σου την αιματοβαμμένη πόλη
κι η άκρη του βουνού να γίνει καταφυγή σου.
Η ισοπεδωτική απλότητά της ανέδυε
άρωμα γιασεμιού, ενώ οι λόγιες λέξεις
του φεγγαριού ενέπνεαν ασφάλεια.
Μα να που φεγγάρι και βουνό δεν άντεξαν
το φως των ματιών σου και
τ’ αλαβάστρινά σου χέρια.
Ξέβρασαν αλυσίδες και πάθη ανομολόγητα
επάνω στο κορμί σου.
Άχρονη και άφυλη η σαπίλα τους.
Πνιγηρό το άγγιγμά τους.
Μεγάλη απόφαση να αποτινάξεις
την αιματοβαμμένη πόλη.
Μα εκείνη δε σε ξεχνά.
Φορά το σμόκιν της και κορνάρει
στην άκρη του βουνού.
Το γιασεμί ευωδιάζει πάλι και οι αλυσίδες
κρύβονται στα βράχια.
Οι πτυχές του εγκλήματος οφείλουν
να παραμείνουν εσώκλειστες.
Βαρύ το φορτίο της γνώσης και των αντοχών σου.
Άλλωστε, η λεηλασία της ψυχής
εξαργυρώνεται με βία και η σαπίλα με την πυρά.
Εκεί στην άκρη του βουνού, πικρή αποδοχή
της αληθινής σου φύσης.
.
ΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2001)
ΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ανέγγιχτος διαθλάται
στις αισθήσεις
στη μνήμη
στη ρυτίδα
Επάνω του τα έντομα
ακουμπούν
γνώση
πάθη
φοβίες
ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
Μάτια ερμητικά κλειστά
αφήνετε τα τετριμμένα
μεταξύ σφύρας και άκμονος
να τρίβονται.
Μάτια ερμητικά κλειστά
στη λάμψη της οθόνης.
Αντιστέκεστε στ’ αλαβάστρινα
χέρια που πρόθυμα
πνίγουν τον εκάστοτε
συντηρητή της.
Μάτια ερμητικά κλειστά
ουράνιο υφάδι
βυθίζεστε νωχελικά
στο λίκνο τ’ ανέμου.
Άλλοτε σα βροχή
φιλτράρετε το θάμπος
της μέρας.
Άλλοτε στον παλμό
ανέφελων γελώτων
πλάθετε την ελπίδα.
Μάτια ερμητικά κλειστά
σε ό,τι σας πληγώνει.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΡΙΚΟΣ
Ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας!
Πόσο τέλειος!
Βλέπει, γεύεται, μυρίζει τη φύση.
Σκέφτεται!
Μπορεί και εξουσιάζει τους άλλους
κρίκους. Τι δύναμη!
Τόσο μικρός μα συνάμα τόσο δυνατός!
Μα και πόσο ευάλωτος!
Η ματαιοδοξία και η έπαρσή της
τελειότητάς του τον απωθεί από
της φύσης το άκουσμα.
Κι εκείνη επαναστατεί.
Σαν τότε που γύρισε το περιστέρι
μ’ ένα κλαδί ελιάς.
Τότε που ψιθύρισε:
«Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ!»
ΕΝΑΣΤΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Μέσα απ’ την όγδοη σελίδα
προβάλλουν δυο ματάκια
με δέος προς τον έναστρο ουρανό.
Η λάμψη του αιχμαλωτίζει τη ματιά
οδηγώντας την κάπου στο
μακρινό, υπερφυσικό 2000.
Τότε που τα διαστημικά ταξίδια
θα ’ναι ρουτίνα
Τότε που η αυτογνωσία θα δέσει
την ανθρωπότητα με τα ιερά δεσμά
της ομόνοιας
Τότε που τα παιδιά θα μεγαλώνουν
ξένοιαστα μέσα στην αγάπη.
Τριακοστή Τρίτη σελίδα.
Δυο ανάσες απ’ το μαγικό νούμερο.
Τα διαστημικά ταξίδια αναβάλλονται.
Η ανθρωπότητα δεμένη στο συμφέρον.
Η παιδική αγνότητα εμπορεύσιμο είδος.
Ο έναστρος ουρανός το ίδιο λαμπερός.
Η ελπίδα διαγράφεται στις αχτίδες του.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Απατηλό μητρικό προσωπείο!
Δορυφόρε της σιβυλλικής αλλαγής
που έρχεται!
Η διφορούμενη έννοιά σου ξεγελά
και υπόσχεται…
Αναγγέλλεις την αναδόμηση της κοινωνίας,
κρύβοντας στο μανδύα σου
τον πόνο, τη θλίψη, την ανισότητα,
τον εξευτελισμό της παιδικής ψυχής.
Σύγχρονη Μήδεια, με πρόσωπο ειρηνικό
αλλά τη Νέμεση στη μεταλλική σου καρδιά,
ορίζεις τις ζωές μας,
σε μια πραγματικότητα εφήμερη, ουτοπική.
Σε μια πραγματικότητα απόλυτα ηλεκτρονική.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Πνεύμα ανήσυχο
στο ταξίδι της πλάνης σου
ψάχνεις για νέες συγκινήσεις.
Ενσαρκώνεσαι σε έγχρωμες διαστάσεις,
ντύνεσαι το άρωμα και την ηδονή τους.
Ξεχνάς! Αγαπάς, πονάς, αναρωτιέσαι:
ζω αληθινά ή μήπως ζω
μία ψευδαίσθηση προερχόμενη
είτε από τη δική μου διάνοια
είτε από κάποια άλλη ανώτερη;
Το τελευταίο σε τρομάζει.
Είσαι το παιχνίδι κάποιου χρήστη!
Άλλωστε κι εσύ ο ίδιος φτιάχνεις
τέτοια παιχνίδια. Εξουσιάζεις εικόνες.
Όμως η αλήθεια έρχεται τελευταία.
Είναι το τέλειο θαύμα.
Ένα φως διαφορετικό απ’ όσα γνωρίζεις.
Έρχεται και σ’ αγκαλιάζει όλο στοργή.
Τότε καταλαβαίνεις!
ΠΟΛΕΜΟΣ
Αγήματα
Βλήματα
Εγκλήματα
Θύματα
Κινήματα
Κρίματα
Νομίσματα
Πλήγματα
Στίγματα
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ
Στο αίμα βάφτηκε ο Νοέμβρης
Τόλμησε να ζητήσει
ανθρώπινα να ζει.
Με θέρμη στην καρδιά,
με όπλο την αλήθεια
και αγάπη στη δικαιοσύνη
πάλεψε.
Έκανε κύμα τη φωνή του
και πότισε ελπίδα
τις καρδιές.
Εκείνος ο Νοέμβρης
είχε οράματα, είχε ιδανικά.
ΕΙΡΗΝΗ
Ανατολή
Άρωμα
Γέλιο
Δημιουργία
Έρωτας
Θρόισμα
Κελάρυσμα
Μελωδία
Πνοή
Συμφιλίωση
Ρήση
Φτερούγισμα
Χρώμα
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Σκέπη ανάγλυφη
με βελουδένια αφή,
το βλέμμα μου σκλαβώνεις.
Ουρανοδρόμησε η σκέψη μου
στη μυσταγωγική σου αγκάλη.
Λαχτάρησε ν’ αγγίξει
το χλωμό παιδί
που κρύβεται στ’ αέρινά σου πέπλα.
ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΚΑΝΤΟΥΝΙΑ
Φιλόξενη γη ευλογημένη
τα πέπλα της ζωής σου
ανασηκώνεις…
(σε κάθε καντούνι σου βλέπω
και κάποιο κομμάτι)
Και να μπροστά μου ορθώνεται
με μια λιτότητα επιβλητική
του Αλκίνοου το παλάτι!
Εικόνα ομηρική:
0 Οδυσσέας, η Αρήτη, η ικεσία
η λύτρωση της εικοσάχρονης πορείας του.
Τα πέπλα των χρόνων σου κυλάν
αρχέγονο πετράδι,
για σε ερίζουν οι λαοί
θαμπωμένοι απ’ την ομορφιά σου!
Μα τώρα περήφανα δεσπόζεις
στη γη την πατρογονική,
ευλογημένο του Αι-Σπυρίδωνα παιδί.
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ
Κοντά στο τζάκι γνέθει τα νιάτα
που αναλώθηκαν σε φυλλωσιές,
σε κελαρύσματα και τιτιβίσματα
ξένοιαστα και απλά.
Νιάτα που συμμαχώντας το κρύο
αντρώθηκαν πάνω σε χιόνι κόκκινο
στηρίζοντας τον αέρα της λευτεριάς.
Νιάτα που αγαπήθηκαν και αγαπήθηκαν
στα χαρακώματα.
Που δημιούργησαν ζωή,
πόνεσαν και χάρηκαν
σε κάθε της ίνα.
Μα τώρα, στο τζάκι κοντά
το νήμα σώνεται..
Η φλόγα του μια ανάσα
από τη στάχτη απέχει.
ΤΙ ΚΙ ΑΝ
Τι κι αν έσκυψαν επάνω μου
ζηλόφθονοι καιροί!
Αστέρια τα παιδιά μου,
ήλιοι διαχρονικοί
φωνάζουν τ’ όνομά μου
κάθε αυγή.
Τι κι αν κούρσεψαν
οι αιώνες το κορμί!
Μετουσίωσε η ψυχή μου
τις θύελλες που έσπειραν.
Ακόμα ραίνουν
χιλιόμετρα ζωής!
Τι κι αν έλαβα απ’ τον Άδη
ανάσταση πικρή!
Της πρώτης νιότης μου το φως
διάπυρο επ’ άπειρο
θα ’ναι πηγή
θα ’ναι μοχλός.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Τα πάντα τρέχουν γύρω μας.
Ο χρόνος αέναος
μα στα χέρια μας λιγοστός
μας πιέζει αφόρητα.
Για χάρη του κρύψαμε το παιδί
καλά μέσα στην καρδιά μας,
μέσα στα όνειρά μας.
Μήπως και προλάβουμε…
Πόσο πιο όμορφα θα κυλούσαν
οι στιγμές αν αφήναμε
τούτο το παιδί να φωνάξει, να γελάσει,
να τρέξει, να δημιουργήσει
το δικό του παιχνίδι
με τη χαρισματική του αθωότητα!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πολυμήχανο πνεύμα,
γέννημα των τεσσάρων
στοιχείων,
κύκλωσες τις αποστάσεις,
έκανες το χρόνο θόρυβο
και προχωράς
ισοπεδώνοντας ό,τι σου
δόθηκε
χάρη στο άδειο σου
πλέον κεφάλι.
ΝΕΥΡΑΛΓΙΚΕΣ ΑΠΟΛΗΞΕΙΣ
Στο πρώτο άγγιγμα τ’ αγέρα
ορθωμένα στέκουν κλαδιά.
Στο δεύτερο φτερούγισμά του
της θάλασσας πλοκάμια
πλέκουν τον εφιάλτη.
Στο τρίτο σάλπισμά του
γίνονται ιπτάμενα καρφιά.
Στο τέταρτο μαζεύουν
τα θραύσματά τους
που σκόρπισαν καταγής.
ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Διαχρονικές φωνές
ανδρείας, γνώσης, σοφίας,
στο αγέρωχο βλέμμα σας
συλλέγετε το αμάλγαμα
του τεχνοκρατικού σήμερα.
Ενός σήμερα που βουλιάζει
στης κατανάλωσης τ’ απόνερα,
ενός σήμερα που καταρρακώνει
τις αξίες,
ενός σήμερα που κινείται
γοργά, επιφανειακά
με οδηγό τη χάρτινη απομίμησή σας.
ΠΙΚΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Αγάπη
Έρωτας
Ευτυχία
Ζωή
λέξεις με ουσία
γίνατε απλά
χάρτινα σημάδια
Κυκλοφορείτε σε μια
εικονική πραγματικότητα,
όπου ζηλόφθονα σας κατατρέχει
η χρονοσκιά.
ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΙ ΩΜΟΙ
Αγύμναστοι ώμοι
με θέρμη αγκαλιάσατε
τα βάρη της ζωής.
Γελαστές στιγμές
κρατάνε την ανάσα σας
δέκα βήματα απ’ το φρέαρ
της αποσύνθεσης,
εκεί όπου το αχ της μέρας
σας οδηγεί.
Αγύμναστοι ώμοι,
ατλάντεια η δύναμή σας
ιώβεια η αντοχή σας
πλάθετε τη ζωή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Είναι μια ιδέα τόσο διάφανη
κι όμως μας κυριαρχεί
με το μυστήριό της.
Αποτυπώνει τις στιγμές μας
πάνω στο κορμί.
Φωτογραφίζει τα όνειρά μας
μέσα στην ψυχή.
Σαν ένα παράσιτο εξωτικό
που αναπνέει με τη σκέψη μας,
αισθάνεται με την όρασή μας,
εκπνέει τη στερνή μας στιγμή.
Μα πάντα μένει εκεί!
ΝΟΜΙΖΑ… ΕΜΑΘΑ…
Νόμιζα για μάγισσα
τη νύχτα,
με το ραβδί της
-τον κεραυνό-
και σύντροφο ένα δράκο
-τον αέρα-
ν’ απλώνει το σπίτι τους,
-τη μοναξιά-
στις έντρομες ματιές μας.
Έμαθα τη νύχτα ν’ αγαπώ,
να σέβομαι του αέρα την ηχώ,
στη μοναξιά να δημιουργώ…
0 κεραυνός … παραμένει ραβδί.
Της κάθαρσης.
Έμαθα…
ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Ιχνηλάτη
Βρες το τέλος της αρχής
στην εναπομένουσα
«κόκκινη ζώνη».
Ιχνηλάτη
αλίευσε απ’ το χρόνο
το μυστικό.
Γιατί έμεινε άνυδρη και μόνη;
Η δεύτερη ευκαιρία
πώς να δοθεί;
Προχώρα, Ιχνηλάτη.
Φώτισέ μας τα μυαλά.
Θα ’ρθει η στιγμή
να ξημερωθούν
με δυο φεγγάρια
στα μαλλιά τους
τα παιδιά.
Τότε η μάνα γη
θα ’χει στ’ αλήθεια
αναγεννηθεί
στην «κόκκινη ζώνη»,
ήρεμα και απλά.
Η έκλυτη ζωή της
της χιλιετίας θα ’ναι πια
το στερνό παραμύθι.
Τ’ ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΑ
Σκέψεις καπνισμένες
πάνω στο τασάκι
σιωπούν.
Λόγια παλεύουν
να γεμίσουν το κενό,
να σβήσουν την αγωνία.
Μέσα απ’ την καύτρα τους
ανέγγιχτος γλιστρά ο χρόνος
συλλέγοντας αρώματα
που ασφυκτιούν απελπισμένα
μέσα στο τασάκι.
ΘΕΟΣ
Ο φόβος για το άγνωστο
έγινε… Θεός
Η ανάγκη για προστασία
έγινε… Θεός
Το θαύμα της δημιουργίας
είναι… Θεός
Των δυνάμεων η ισορροπία
είναι… Θεός
Οι ανθρώπινες αδυναμίες
θελήματα… Θεού
Περιβαλλοντικές καταστροφές
έργα… Θεού
Η αγάπη για τον άνθρωπο
αποδείχθηκε… Θεός
ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Χρόνος
Πυριτιδαποθήκη της δημιουργίας
Έρωτας
Αλυσιδωτή αντίδραση
Γέννηση
Το ατελές «θαύμα»
Εορτή
Μια ιδέα αυστηρά προσωπική
Ευημερία
Διαχρονική ουτοπία
Αθωότητα
Συνοδεύει την πρώτη αναλαμπή
Πολιτισμός
Προσπάθεια απεξάρτησης του
εγωπαθούς πολέμου
Πόλεμος
Καταστροφική μανία του «θαύματος»
Ειρήνη
Άλλη μια ουτοπία
Φανατισμός
Αρρώστια
Πείνα
Τα κρυφά καμάρια του πλούτου και της δύναμης
Πλούτος
Εφήμερος, επιλεκτικός διαχειριστής
Δύναμη
Λέξη πονηρή, ύπουλη γεμάτη πάθος
Έρημος
Άνυδρο τοπίο, φλεγόμενο από το «θαύμα»
Ελπίδα
Ανάσα μέχρι το θάνατο
Θάνατος
Το τέλειο θαύμα!
Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣ
Μαζέψαμε τα πανιά.
Ρίξαμε τις άγκυρες.
Αράξαμε.
Τούτο το νησί
ντυμένο στα χρυσά
είναι το λιμάνι μας.
Κι εκείνο το παράξενο
αστραφτερό βουνό
Εμάς προσμένει!
Να γευτούμε θέλει
τα πλούτη του.
Μαγεμένοι προχωράμε…
Οι αισθήσεις μας αποκαλύπτουν
την τιτάνια μορφή μιας κλεψύδρας.
Η λάμψη ήταν τέχνασμα του ήλιου.
Παραδοθήκαμε στις ψευδαισθήσεις
που μας προσέφερε μεθοδικά
διαφοροποιώντας τα όνειρά μας.
Τα χρυσά της θέλγητρα
απομύζησαν κάθε μας κύτταρο.
Συρρικνωθήκαμε μέσα στη διαφάνειά της.
Τίποτε άλλο παρά κόκκοι άμμου
στο χωνευτήρι του χρόνου.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Πανσέληνος χλωμή
το βήμα μου φωτίζει
σε μονοπάτια άβατα,
χειμερινά.
Ανέγγιχτη εικόνα,
απόμακρη,
συγκαταβατική,
μειδιάς
καθώς
το έρεβος αγκαλιάζεις.
Μ’ ένα στεφάνι χλωμό,
παλεύω στα σκοτάδια.
Ν’ απαλύνω την καρδιά
που ντύθηκε στης μοναξιάς
τα πέπλα.
ΓΛΥΚΙΑ ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Σ’ ένα μπουκάλι έκλεισα
τη μοναδικότητα που ζήσαμε
μαζί, γράφοντας τ’ όνομά σου.
Το ’κανα στη θάλασσα σπονδή
να ταξιδέψει την εικόνα σου
πίσω στην κενή μου αγκάλη.
Γλυκιά τυράννια, πάρε με μαζί
στ’ απύθμενά σου βάθη.
Ολοένα και πιο ξέθωρη έρχεται
η μορφή σου κάθε αυγή,
μα σβήνει στο φως των αστεριών
αφήνοντας διάχυτο τ’ άρωμά σου.
Ο υδάτινος πύργος σου
στενεύει τον ορίζοντά μου.
Γλυκιά τυράννια, πάρε με μαζί
στ’ απύθμενά σου βάθη.
ΜΕΣΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
Το τρένο φεύγει απ’ το σταθμό
κι εσύ με το εισιτήριο
παίζεις κρυφτό.
Το πλοίο σφυρίζει στο λιμάνι
–νέο ταξίδι–
κι εγώ τα ναυάγια μετρώ
που πιάστηκαν στο δίχτυ.
Τ’ αεροπλάνο γεμίζει τον ουρανό
κι εμείς αλλοπαρμένες κουκκίδες
της γης μηδενικά
τρέφουμε τα σκουλήκια της.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΩΘΗΚΑΝ
Τα λόγια σώθηκαν.
Ζωή καθηλωμένη στο κρεβάτι.
Γύρω της ο παγωμένος αέρας
κυλά.
Εικόνες έρχονται-παρέρχονται
φωνές
Όλα τα πνίγει.
Σκέψεις αδύναμες να ολοκληρωθούν,
να ειπωθούν
Χάνονται στο βουητό του
Όλο και δυναμώνει…
… αποδυναμώνει η ζωή.
Σα φάντασμα τη σκιάζει
Ο χρόνος σαρκάζει τη σκηνή.
ΑΝΑΤΕΛΛΩΝ ΗΛΙΟΣ
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
στον κόσμο των αισθήσεων και
των παραισθήσεων, ακροβατεί
στη λεπτή κόκκινη γραμμή
ταλαντεύεται στις γέφυρες του Madison
πλάθει, ζει τ’ όνειρο της καλοκαιρινής νύχτας.
Ο ΠΙΝΑΚΑΣ
Τέσσερις τοίχοι
Πνοή πνιγμένη στη σκόνη,
στη βοή.
Στο κρεμαστό δάσος
τα φύλλα αργοσαλεύουν.
Ο αγέρας χαϊδεύει απαλά
τη μοναξιά.
Τη σεργιανά στο πράσινο.
Αχόρταγα πίνει τη δροσιά,
το πεντοβόλημά του.
Οι τέσσερις τοίχοι
πνίγονται στη σκόνη.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ
Αναζητώ το φως
που εξέπνευσε
στης καληνύχτας
την αγκάλη.
Αναζητώ τα ροδοπέταλα
που σκόρπισαν
στ’ ανέμου την ανάσα.
Αναζητώ το χάδι σου
που έδιωχνε
της μοναξιάς μου
τα σκοτάδια.
Αναζητώ τα τέσσερα στοιχειά
με δάκρυ να μαλακώσω
μήπως αναστήσουν τ’ όνειρο
μέσα απ’ τα χλωμά σκεπάσματά τους.
ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ
Κιτρινισμένη η χαρά
ταΐζει τα σκουλήκια της γης.
Η παγωμένη ανάσα του αγέρα
μελετά τ’ απομεινάρια.
Τα δάκρυα στέρεψαν
Τα όνειρα φοβήθηκαν
Μετοίκησαν
Άγνωστο πού
Η φωνή του κόρακα
τόσο ταιριαστή!
ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Με χαμόγελο διττό
ανελίσσεται ραγδαία στη χρονοσκάλα.
Φοράς γόβα-στιλέτο και
λιώνεις την «καλημέρα».
Ξεπουλάς τα όνειρά μας με δόσεις,
αφήνοντας συντρίμμια στο πέρασμά σου.
Το κόκκινό σου γάντι μοιράζει κουπόνια.
–Να ντύσω, λες, τις «ανάγκες» σας–
Τις δικές σου ανάγκες, δηλαδή.
ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ
Κάποτε δυο παιδιά
της άνοιξης βλαστάρια
αναζητούσαν κάθε αυγή
αγάπη και στοργή,
ίσες ευκαιρίες στη ζωή.
Η φθινοπωρινή ματιά τους
γύρευε έναν κόσμο ειρηνικό,
όπου το χαμόγελο ν’ ανθεί.
Μα κάθε φορά το δειλινό ερχόταν
ολοένα και πιο πικρό.
Κάποτε δυο παιδιά
της άνοιξης βλαστάρια,
άνοιξαν τ’ αγγελικά φτερά
στ’ απέραντο γαλάζιο να χαθούν,
ν’ αγγίξουν λίγο το Θεό,
που μέσα μας σιωπηλά κατοικεί
μήπως και γίνει κάποιο θαύμα.
ΕΛΠΙΔΑ ΖΩΗΣ
Με δέος πιάνω τη στιγμή
της συρρίκνωσής μου.
–Μια απειροελάχιστη
ανάερη ρανίδα–
Ρίχνω στον κόσμο
μια ματιά.
Τα ηλεκτροφόρα κύματά του
φωτίζουν την γκρίζα έρημο
που βοά.
Μόνο στις λιγοστές οάσεις
ακολουθούν υπόγεια διαδρομή.
Εκείνα τα σημάδια του χθες
ακόμα αναπνέουν.
ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ
Σε τούτη την πέτρινη πόλη
ο πόνος μου μένει βουβός.
Σε κάθε γωνιά της
φωλιάζει κι ένα δάκρυ.
Ενθύμιο τ’ ονείρου που χάθηκε
στα γκρίζα σύννεφα,
στους κόκκινους θολούς ποταμούς.
Σε τούτη την πέτρινη πόλη
τα σκοτάδια γυρεύω ν’ ασπρίσω
με μιαν ηλιαχτίδα δραπέτη
φερμένη από στάχτες
δύσκολων καιρών.
Τ’ όνειρο αναθάλλει
στην πέτρινη πόλη,
παλεύει το ψέμα που
λέγεται «ζωή».
ΤΟ ΚΕΝΟ
Μια καλημέρα αιωρείται στο κενό.
Ακολουθώ τα βήματά της.
Πνίγομαι μαζί της στην αδιαφορία
του τσιμεντένιου δάσους.
Το σύννεφο ανέγγιχτο τρέχει
αλλάζοντας σχέδια.
Η μέρα απόκαμε.
Ξεκουράζεται στη νυχτερινή σιωπή.
Κι εγώ αιωρούμενη σταγόνα
ακόμα στο κενό.
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Το κορμί μου
στης ανυπαρξίας
το μελάνι
θα βυθιστεί.
Η πνοή μου,
ουράνιο υφάδι,
στις ιερές βουνοκορφές
θα ανεμίζει.
Η αύρα μου
-πότε δείλι πότε αυγή-
μνήμες χάρτινες
θα κατοικεί.
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΕΡΙΑ
Χιλιάδες χέρια
απλώθηκαν στη γη
το γέλιο να διαρκέσει
στην παιδική ψυχή.
Η ελπίδα στα μάτια
άσβεστη γίνεται χαρά.
Για χρόνια θα λάμπει
η παιδική ματιά.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Χρόνε πολύμορφε, κυλάς
γεύσεις μοιράζοντας ζωής.
Αναλλοίωτη η άνοιξη εδώ
τις γεύσεις σου ντύνει
με τ’ άρωμά της.
Αγάπης μήνυμα μας στέλνει
τούτη την ιερή στιγμή.
Χρόνε πολύμορφε, κυλάς
σημαδεμένος απ’ της αγάπης
τ’ άνθη.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
Έκανα δέηση στο σύννεφο
να σκεπάσει τη μορφή σου.
Την αντέγραψε!
Έκανα επίκληση στη βροχή
να σβήσει τ’ άρωμά σου.
Το μοίρανε στην πλάση!
Έκανα παράκληση στον άνεμο
να πνίξει την ηχώ σου.
Τη σεργιανά στον κόσμο!
ΛΑΘΡΑΙΑ ΟΝΕΙΡΑ
Λαθραία όνειρα
καρδιές πονάνε.
Μια λέξη προσμένοντας
ένα φως μες στο σκοτάδι.
Λαθραία όνειρα
της θάλασσας ναυάγια
σε κάποιο μουράγιο
εγκλωβισμένα.
Λαθραία όνειρα
χαρτιά τσαλακωμένα
στολίζετε τον κάλαθο
αχρήστων.
ΠΑΡΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Παραλογίζομαι…!
Στα πάντα ρέει η μορφή σου.
Το πέρασμα του Χρόνου
τη μυθοποιεί.
Άλλωστε…
έχει την υπογραφή σου!
Παραλογίζομαι…!
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Παράξενο φεγγάρι
Στην παλάμη σου παιχνιδίζει
ένα σκαθάρι
Μέσα στο πιθάρι
τ’ όνειρο καιροφυλακτεί
Παράξενο φεγγάρι
ίδιο λυχνάρι
της κτίσης το λιθάρι
οδηγείς.
Παράξενο φεγγάρι
χλωμή φορεσιά
στη θάλασσα ξεμακραίνεις
χάνεσαι στα βουνά.
Παράξενο φεγγάρι
απόκοσμη βοή
λάμπεις διά της απουσίας σου
στη νυχτερινή σιγή.
ΚΑΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ
Αλλάζει
Το μονοπάτι
Οδηγεί
Βήμα
Σκέψεις
Σε λαβύρινθο.
Παγιδευμένη στις
Αμφιβολίες
Πλησιάζω
Στο τέρμα
Μοναξιά
Φόβος
Βυθίζομαι
Τρεις στάλες
Τρία δάκρυα
Δικά σου!
Βυθίζομαι
Στο λευκόφωτο
Χωροχρόνο
Κρατώντας τα
Τώρα ξέρω!
.
ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟ ΝΗΣΙ (1999)
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ
Το Τρίτο μάτι ξύπνησε,
αναρίγησε.
Το χαστούκι του βοριά
ήταν δυνατό.
Η φωνή του κόρακα
τρομαχτική.
Άρχισε η καταγραφή
συναισθημάτων
εμπειριών
σκέψεων
προβληματισμών.
Περίεργη που ’ναι η ζωή.
Είναι ν’ απορείς με
της λήθης τη μεταστροφή.
Η άβυσσος της ψυχής
αναβλύζει φως.
Το Τρίτο μάτι χαλάρωσε.
Το χάδι του νοτιά
έφερε την αστροφεγγιά.
Το αηδόνι γλυκολαλεί.
Γλυκιά είναι η ζωή.
ΠΕΙΡΑΜΑ
Αέρας, φωτιά, χώμα, νερό
στροβιλιστήκαν στο κενό.
Ένωση ιερή
έλαμψαν χρώματα,
σε διάσταση σκοτεινή.
Στου χωροχρόνου τον ιστό,
μπλέχτηκε κι ο ήχος
στο στροβιλισμό.
Πείραμα κάναν τη ζωή
σ’ ανύποπτη στιγμή.
Αλαζονική η τελική μορφή
προσπαθεί να κρατηθεί
σε αιωρούμενο νησί,
έτοιμο να εκραγεί
απ’ τον πόνο και την οργή.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Μες στης νύχτας την ατέλειωτη σιωπή
ξάφνου ένας ήχος, μια αστραπή.
Βαθιά τη σχίζουν, της αλλάζουν μορφή.
Το ρολόι αρχίζει να μετρά
μυριάδες κεράκια ρυθμικά
αναβοσβήνουν πάνω
στης νύχτας την ποδιά.
Πλανώμενοι ταξιδιώτες πολλοί
αναμειγνύονται, δίνουν ζωή.
Καινούριο μέτρημα το ρολόι ξεκινά.
Λύση γυρεύει να βρει στα μυστικά
τ’ ουρανού και της γης.
Μα μέχρι να ’ρθει η στιγμή
βασίλισσα η νύχτα θα ντυθεί.
Θα κλείσει μέσα της το μυστικό,
απ’ το ρολόι να κλέψει το ρυθμό.
Ατέλειωτη πάλι μοναξιά μέσα
στης νύχτας την αγκαλιά.
ΖΩΗ
Ένα λεπτό μέσα στην αιωνιότητα.
Ένα λεπτό πλούσιο σε συγκινήσεις.
Ένα λεπτό μοιρασμένο στα δυο.
Μισό όνειρο, μισό εφιάλτης.
Ένα λεπτό που καθώς σβήνει
αναρωτιέται:
ποιας αόρατης μηχανής
είμαι το γρανάζι;
Ή μήπως… είμαι μια σύμπτωση;
ΣΑΪΤΙΕΣ
Στο πουκάμισο γλίστρησες απαλά
και την τσέπη έκανες φωλιά.
Δεν λογάριασες το υλικό
πως ήταν βαμβακερό.
Ανεπανόρθωτες οι ζημιές
απ’ τις δικές σου σαϊτιές.
Ύφασμα αγνό και τρυφερό
έγινε τώρα παρελθόν.
Ράβω και μπαλώνω
του πουκαμίσου τις πληγές,
μα την τσέπη την γαζώνω
δεν αντέχει άλλες σαϊτιές.
ΤΟ ΔΙΧΤΥ
Καλπάζει ο χρόνος γοργά
στις πλάτες των ανθρώπων.
Σε δίχτυα ηλεκτρονικά
εμπλέκει τις στιγμές τους.
Ελαφριές δονήσεις κινητές
κατασκοπεύουν το βηματισμό τους.
Διώξε τη λήθη Όργουελ απ’ τη ματιά σου.
Το «1984» μας διαπερνά γλυκά.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ
Σύμπλεγμα αρχέγονης ζωής
ξέμεινε στην ακρογιαλιά.
Στην ασβεστολιθική του υφή
κρύβει τον κώδικα της ζωής.
-Τι ειρωνεία! –
Το τέλος και η αρχή
στων αιώνων τη διαδρομή
έχουν πέτρινη μορφή!
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Μπόλιασε η Χίμαιρα
τον ουρανό φαρμάκι,
τον χρόνο έπαρση
και φθόνο,
ύψωσε στον ιερό βωμό
την ευτέλεια της ύλης.
Το φθοροποιό εγώ
αγέρωχο στο θρόνο του
ορίζει τις τύχες των πολλών.
Η Σκύλα και η Χάρυβδη
δρέπουν τους καρπούς του.
Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Τα τσακάλια καραδοκούν
πλάι στης αράχνης τον ιστό
το δικό τους μερτικό.
Οι αλαβάστρινες φλόγες τους
αγκαλιάζουν ηδονικά
τ’ ανυποψίαστα θύματά τους.
Στο σαθρό τους κουφάρι
οι ύαινες και οι κόνδορες
την επιβίωσή τους στηρίζουν.
Το πρώτο βόλι ηχεί.
Οι αποχρώσεις του κόκκινου
δεσπόζουν παντού.
ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ (I)
Μέσα στου παραλόγου
τα λημέρια
πεταρίζουν πεταλούδες
περιστέρια.
Πάνωθέ τους μάσκες
χορεύουν, τραγουδούν:
«Γουλιά-γουλιά
ρουφάμε τα μυστικά σας
και μένουν άψυχα τα κορμιά σας.
Είμαστε εμείς οι κραταιοί
της ματαιοδοξίας σας φραγμοί.»
ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ (II)
Στο σφιχταγκάλιασμα του φεγγαριού
εξανεμίστηκε η ελπίδα.
Το περίγραμμά της αχνοφαίνεται
στη χλωμή του όψη.
Ίσως κάποτε το αστρικό φεγγάρι
της ξαναδώσει φτερά.
Χάθηκε και η αγάπη.
Έγινε γκρίζο σύννεφο οδύνης.
Ραίνει τα σιδερένια προσωπεία.
Αβίαστα κυκλοφορούν οι μάσκες
στην τσιμεντένια ζούγκλα.
ΕΚΛΕΙΨΗ
Σε καιόμενη βάτο περιφερόμαστε
ετεροχρονισμένοι αναστενάρηδες
ικετεύοντας τον πυριφλεγέθοντα ουρανό
για μια ανάσα δροσιάς.
Κι αυτός τη σκιά ρίχνει
της φεγγαρόλουστης κόρης του
το χρυσό του καμίνι για λίγο να σκεπαστεί.
Στην προστατευμένη ματιά μας προβάλλει
διαμαντένιο δαχτυλίδι
το φωτοστέφανό του και η ζωή
ξαναβρίσκει τον παλιό της ρυθμό,
απαλλαγμένη για μία ακόμη φορά
απ’ της συντέλειας τον παραλογισμό.
ΠΟΙΗΣΗ
Αποτυπωμένη αλήθεια
μοιάζει στο χαρτί,
με ρίμα ή χωρίς.
Εξομολόγηση λυρική.
Μια σκέψη είναι απλοϊκή,
κάποιο ναυάγιο που
γυρεύει να σωθεί.
Με κώδικα μυστικό
εκφράζει τον ένοχο
προβληματισμό,
την ανάγκη του
«δούναι και λαβείν».
Έτσι για να απελευθερωθεί.
ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Η γαλάζια σφαίρα μέσα στον χρόνο
πορεύεται σταθερά.
Εμείς όχι. Επιταχύνουμε τον ρυθμό.
Ζούμε το αύριο σήμερα.
Παραλογισμός. Ίσως.
«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε.»
Ωραία! Αυξηθήκαμε.
Τώρα τι γίνεται;
Δε χωράμε.
Δεν πρέπει να γελάμε.
Δεν πρέπει να τρώμε, να πίνουμε.
Δεν φτάνει.
Ούτε ο αέρας φτάνει.
Γελάς; Πώς είπες;
Το πρόβλημα θα λυθεί με τα όπλα.
Μεταλλικά, χημικά, βιολογικά,
ό,τι θες υπάρχει.
Ναι, σωστά. Και τα δάκρυα; Ο πόνος;
Νοιάζεται κανείς; Όχι.
Φτάνει ν’ αναπνέουμε Εμείς.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Αναμοχλεύω το χθες
μέσα από τις στάχτες
του σήμερα.
Δεν άλλαξε τίποτα τελικά.
Πρόσωπα και πράγματα μόνο.
Διαχρονική ουτοπία
οι φωνές μέσα στην έρημο.
Το αύριο έρχεται χωρίς
συναισθηματισμούς,
μέσα από μάσκες ειρήνης.
Αιώνιοι Σίσυφοι με όνειρα
γεμίζουμε το διάτρητο
πιθάρι της ελπίδας.
Οι λιγοστοί εναπομείναντες
ρομαντικοί, η φωνή της γης.
Η ΠΙΤΑ
Παρμένες της πίτας οι γωνιές.
Παρμένα και τα υλικά.
Την μοίρασαν γελώντας υποκριτικά.
Ήξεραν ότι ήταν άδεια.
Θέλεις να μάθεις το μυστικό;
Πρώτα σπέρνουν τη φωτιά,
μετά φωνάζουν «ειρήνη»,
έρχεται η πυροσβεστική.
Η πληρωμή αδρή.
Αλλιώς αναμνηστική κουκκίδα η αρχαία γη.
Έτσι απλά, για να μην ξεχνάει κανείς
ποιος τα ηνία κρατεί.
ΓΙΑΤΙ
Μες στους καπνούς του πολέμου
η μοναξιά και η απόγνωση
γύρω σου χορεύουν.
Ομίχλη σκέπασε τον ουρανό σου.
Η μυρωδιά του θανάτου διαχέεται
στην ατμόσφαιρα.
Όπου κι αν πας
η σκιά του σ’ ακολουθεί.
Η όασή σου πέρασε
στη λήθη της σιωπής.
Ένα γιατί πλανιέται στην
πονεμένη σου ψυχή.
Ποια άδικη κατάρα βαραίνει
τους παιδικούς σου ώμους;
Απάντηση στην αγωνία σου
κανείς δεν θα δώσει.
Θες να ουρλιάξεις, να κλάψεις
μα δεν μπορείς.
Το αγέρι πήρε τη φωνή σου
η θάλασσα το δάκρυ σου.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ
Πύρινο άστραψε το μαχαίρι
κι έσκισε της νύχτα τη σιγή.
Πόνος και θλίψη συνοδοιπόροι
στην καταραμένη γη.
Σύννεφα καπνού συντροφεύουν
τις ματωμένες ηλιαχτίδες
στο καραβάνι της ντροπής.
Για άγνωστη κίνησε γη,
μ’ ένα τεράστιο «ΓΙΑΤΙ
να έχει τόση πίκρα η ΕΙΡΗΝΗ;»
Γιατί της γης οι δυνατοί
να ορίζουν τη δική μου ψυχή;
να κλέβουν τη χαρά,
το γέλιο μου με δάκρυ
να ποτίζουν,
τ’ όνομά μου ένας ακόμα αριθμός
στο καραβάνι της ντροπής.
Για το δικαίωμά μου στη ζωή
να εκλιπαρώ
στης νέας χιλιετίας τη χαραυγή.
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Μια στιγμή είναι αρκετή
τα λάθη σου ν’ αναλογιστείς
να μετρήσεις τις πληγές
αμέτρητα στο βλέμμα σου
αυλάκια
πόνου και υποκρισίας.
Μια στιγμή αρκεί
να φύγει η σκουριά.
Βαραίνει τη μοναξιά σου.
Τρώει τα περιστέρια
της καρδιάς.
Μια στιγμή είναι αρκετή
να ντύσεις την αιωνιότητα
με το ιερό της ελιάς κλαδί.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Μπάλες, χρώματα λογιών-λογιών
χορεύουν στον κύκλο της φωτιάς.
Πορεία σταθερή στο χρόνο.
Άμετρα χρόνια λάμψης, θαλπωρής.
Έγινε Θεός.
Έγινε… είναι πνοή ζωής.
Τώρα, ανεπαίσθητος εφιάλτης
κάποιες στιγμές μάς ξεγελά.
Δε φταίει αυτός.
Μας αγγίζει ηδονικά,
μας υπόσχεται βράδια μοναδικά,
σαν χρωματίζει ειδυλλιακά δειλινά.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ;
Στον παραλογισμό του κέρδους
αναλώνονται σώμα και ψυχή.
Με παρωπίδες προχωρούν.
Η φωτιά πολεμά τη φωτιά
κι η Ειρήνη μοιάζει ουτοπία.
Στα βάθη των αιώνων
αργοσβήνει το γέλιο της.
Ο Τρυγαίος απάνω στο σκαθάρι
απτόητος συνεχίζει τις προσπάθειες
ν’ αρπάξει το γουδοχέρι του Πολέμου.
Η Ελπίδα δε χάθηκε ακόμα.
ΣΗΜΕΡΑ
Ένα γιοφύρι στρωμένο με λιθάρια.
Κάθε λιθάρι και μια σελίδα.
Κόκκινη
Γαλάζια
Κίτρινη
Πράσινη
Μαύρη
Διάφανη!
Ο απόηχος μιας μνήμης που παράπεσε
κάποια στιγμή απ’ τον άνεμο της διασποράς.
Τα κομμάτια της συλλέγει μήπως και
δώσει χρώμα και νόημα στη διάφανη σελίδα.
… Και το γιοφύρι συνεχίζει…
λιθάρι το λιθάρι προσπαθεί να ενώσει τις
όχθες του χρόνου.
Η ΙΘΑΚΗ
Τα σύννεφα γλάροι λευκοί
καράβια μόχθου συνοδεύουν.
Όνειρα, ελπίδες, πάνω στ’ άρμενα
αργοσαλεύουν.
Μέσα απ’ απύθμενα σκότη ξεπηδούν,
σε κάποιο μουράγιο την εκπλήρωσή τους
αναζητούν.
Πρόσκαιρες οάσεις στο διάβα τους
θα βρουν.
Των Σειρήνων το νησί
απατηλή υπόσχεση γλυκολαλεί.
Σβήνεται η μνήμη στη χώρα του λωτού,
αλίμονο όσοι παρασυρθούν.
Μέσα στην πεζότητα θα απορροφηθούν.
Στο πλήρωμα του χρόνου σαν αστραπή
το όνειρο θα ξαναφανεί.
Θ’ αναρωτιέται η ανήμπορη ψυχή
πώς άφησε να την παρασύρει
των Σειρήνων η ηδονή
και χάθηκε η Ιθάκη
στου μύθου το μονοπάτι.
Ευτυχισμένος όποιος το βρει,
στην αγκαλιά της μέσα μακάρια
θα σβηστεί.
Η Ιθάκη πάντα προσμένει
να δώσει μορφή
στ’ ονείρεμα κάθε ψυχής.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ
Πόσο τρομαχτική είναι η αλήθεια!
Ισοπεδώνει τα όνειρά μας.
Ο χρόνος διαβαίνει γοργά
εξαϋλώνοντας κάθε ονειρική πτυχή.
Στον ίδιο τόνο παίζουν οι στιγμές μας.
Σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα δρόμου
κληθήκαμε να καταθέσουμε την ψυχή μας.
Η ανταμοιβή πλουσιοπάροχα δίνεται
– άγχος, βία, φόβος.
Πόσο θα ’θελα να δραπετεύσω
κάπου στο Γιουκατάν, στις Άνδεις,
στο Σύμπαν να διακτινιστώ.
Το εφηβικό όνειρο ας ήταν αληθινό.
Η ΜΑΤΙΑ
Μέσα στην καθημερινότητα
γυμνάζω τα μονοπάτια του μυαλού
για να αγγίξω την αινιγματική μορφή
που ακολουθεί το βηματισμό
των χρόνων μου.
Εισβάλλει στην ψυχή μου
στο κορμί μου.
Στα σύννεφα και σε απάτητες
βουνοκορφές
συχνά μ’ αρμενίζει
κι άλλες φορές –τις πιο πολλές–
στ’ απόνερα της βροχής
βαθιά με καταποντίζει.
Συχνά αναρωτήθηκα
πώς να ’σαι;
Μα εγκλωβίζεις τη σκέψη
και το βλέμμα μου
κάθε στιγμή που σ’ αναζητώ
στα δίχτυα της ρουτίνας.
Χιλιόμορφη ματιά
προσπάθησα τόσες φορές
να σ’ αγγίξω,
μα γίνεσαι σκιά και
χάνεσαι στης μέρας
το σκοτάδι.
ΛΕΥΚΟ ΦΩΣ
Πειραματόζωο το κορμί
με μέσα τεχνητά
προσπαθούν να επαναφέρουν
την ψυχή.
Δεν αντιλαμβάνονται τη χαρά της.
Τινάζει τα φτερά της, γύρω τους
πετά. Πετά και γελά.
Τρέχει να δώσει και να πάρει
της συγχώρησης το φιλί.
Για τελευταία φορά να ξαναδεί
αυτούς που αγάπησε πολύ
σε τούτη τη ζωή.
Με αέρινο φιλί τούς αποχαιρετά
και χάνεται.
Χάνεται στο φως της ειρήνης.
Εκεί όπου οι ψυχές
γαλήνια μπορούν
να διαλογιστούν,
τα λάθη τους να δουν.
Με σύνεση μόλις οπλιστούν
σ’ ανύποπτη στιγμή
πάλι θα ενσαρκωθούν.
Στον αέναο κύκλο της ζωής
αφετηρία και προορισμός
είναι το λευκό φως.
Η ΜΕΡΑ ΦΕΥΓΕΙ
Το μονοπάτι τραχύ.
Η ανάσα βαριά.
Μια πέτρα.
Στάση; Ναι.
Η ματιά πισωγυρνά.
Αναλογίζεται. Άραγε τι;
Βυθίζεται όλο και πιο βαθιά,
πιο βαθιά, πιο βαθιά.
Καληνύχτα.
ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Κάποιο ηλιόλουστο πρωινό
ταξίδι ξεκίνησε παρθενικό
ένα τρένο στο σταθμό.
Κάθε στάση ένα συν και πλην,
δίχως εισιτήριο επιστροφής.
Πρώτο βαγόνι, πρώτος σταθμός,
κλάματα, γέλια, ξενοιασιά.
Δεύτερο βαγόνι, δεύτερος σταθμός,
αγωνιώδη σκιρτήματα καρδιάς.
Τρίτο βαγόνι, τρίτος σταθμός,
αγχωμένο τρέχει ολοταχώς.
Ξάφνου αδιαπέραστο τείχος
μπλοκάρει τις ράγες, δυστυχώς.
Μετέωρα αιωρούνται τα όνειρα στο κενό.
Είναι ο τέταρτος σταθμός.
ΧΑΡΤΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Πάνω στο χάρτινο καράβι
αποθέσαμε όνειρα και ελπίδες.
Στην αθέατη θάλασσα σεργιανούν
ψάχνοντας απάνεμο λιμάνι
μήπως και γίνουν αληθινά.
Μακριά από κέρινες ηλιαχτίδες
φονιάδες καιρούς,
αναζητούν της ψυχής τους
τη λύτρωση στις χρυσαφιές
της μέρας ανταύγειες.
Στο αληθινό καθάριο φέγγος
θα βρούμε την παιδική μας
ταυτότητα εκτός κι αν…
αν μας τυφλώσει το φως.
Σαν την αρχαία Σφίγγα,
στον αλλοτριωμένο μας παράδεισο
θ’ αναζητάμε
του Οιδίποδα τη Θεία χάρη
να δώσει στη ζωή μας απαλλαγή.
ΦΥΓΗ
Με τη μηχανή μου παρέα
τρέχουμε.
Τρέχουμε να βρούμε
ό,τι ονειρευτήκαμε.
Των κοράκων η βοή μάς τρομάζει.
Στήνουν παγίδες στον δρόμο.
Σύμμαχός τους ο χρόνος
αδυσώπητα μας κυνηγά.
Ο κόσμος απόμακρος, ξένος.
Φυγάδες της πραγματικότητας;
Ναι! Δειλοί; Ίσως!
Εμείς τρέχουμε. Τρέχουμε παρέα.
Η μηχανή μου κι εγώ συντροφιά.
Βρέχει. Οι ουρανοί προσπαθούν
να καταστρέψουν τις παγίδες.
Ο άνεμος με περιπαίζει.
Φέρνει τ’ όνειρο κοντά,
μα δεν αφήνει να τ’ αγγίξω.
Η μέρα φεύγει μαζί μας.
Η νύχτα πέφτει σιωπηλά.
Τ’ άστρα… κρυμμένα μυστικά.
Ένα αστέρι γλιστρά.
Το κύμα υψώνεται για να το φτάσει.
Η στροφή θέλει να το αγκαλιάσει.
Μια σκούρη κηλίδα πάνω στον αφρό…
τ’ όνειρο γελά.
ΤΟ ΝΗΣΑΚΙ
Πέτρινα λευκά περιστέρια,
στο ονείρεμα της θαλασσινής
ματιάς τους, ταξιδεύουν
σε τόπους και χρόνους μακρινούς.
Στις λιθόστρωτες ρούγες
μία μία ξεδιπλώνουν
τις μνήμες του χθες.
Το κάστρο, αγέρωχος φύλακας
στο αιώνιο παρόν,
μετρά ηλιοβασιλέματα, ανατολές,
πάθος γεμάτα, όνειρα, καημούς
που άνθισαν κι έσβησαν
σε ηλιόλουστες ακρογιαλιές
και σε απόκρημνους βραχογιαλούς.
ΕΙΚΟΝΑ ΨΕΥΔΗΣ
Με βλέμμα ανέκφραστο
μέσα από παλ σατέν
προβάλλουν κέρινα κορμιά.
Απόκοσμες, μακρινές
κάπου στο κενό
παγώνουν κάθε τους μυστικό.
Τα φώτα της ράμπας πέφτουν,
αλλάζει το σκηνικό.
Φιγούρες απλές καθημερινές
ο χρόνος πάνω τους ρυτίδες
κουβαλά.
ΕΠΑΡΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Πόθησες της ύλης την ηδονή,
θρονιάστηκες σε σάρκα θνητή.
Ατενίζεις ανατολές-δειλινά,
μα τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Στο διάβα του κάθε λεπτό
τη φθορά της ύλης κουβαλά.
Φυλακίστηκες στης έπαρσής σου
την «ιδανική» θέση.
Κύματα πόνου γοργά σκεπάζουν
τα μετρημένα σπυριά ευτυχίας.
Από τούτο το εύθραυστο κορμί
θέλεις τόσο ν’ απαγκιστρωθείς!
Να κυλήσεις ανώδυνα και γοργά
στην ουράνια γαλήνη.
Άλλον πόνο δεν αντέχεις.
ΛΕΞΕΙΣ
Λέξεις
Της σκέψης καρποί
γεύσεις μοιράζετε ζωής.
Της φαντασίας είστε τα κλειδιά,
της ρουτίνας σπάτε
τα γόρδια δεσμά.
Λέξεις
Του πάθους ανθοί
στη σαγήνη σας
ντύνετε το γυμνό κορμί.
Του μυαλού είστε στολίδια.
Στων αισθήσεων την ιαχή
δονείτε αιθέρια
το σώμα μα και την ψυχή.
Λέξεις
Της ελπίδας φτερά
στη λάμψη της μέρας
αναζωογονείτε την ευαίσθητη καρδιά.
ΟΝΕΙΡΟ
Θέλω ν’ αγγίξω τη ματιά σου,
στη σκέψη σου να κατοικήσω,
τα όνειρά σου να διαβώ
κι αν με ποθεί η καρδιά σου
θα γίνω της ζωής σου φυλαχτό.
Λαθραία θα εισβάλω στη ζωή σου,
μια νύχτα με αστροφεγγιά.
Σα γεύονται οι φλόγες μου
το κορμί σου
μία-μία θα σβήνουν
απ’ τα δικά σου τα φιλιά.
Μοιραίο πάθος της ζωής μου
σαν μου πεις «σ’ αγαπώ»
με μια μονοκονδυλιά θα σβήσει
η κόλαση που ζω.
Η συνέχεια μαζί σου
θα ’ναι παράδεισος μοναδικός.
ΑΝΤΕΧΩ
Αντέχω το κρύο, τη ζέστη,
τον ήλιο, τη βροχή,
ίσως και τον πόνο στο κορμί.
Την αλήθεια αντέχω τη σκληρή.
Αλλά στο ψέμα να ζω;
Όχι! Δεν το μπορώ.
Τα νεύρα μου να καταρρακώνονται,
την ψυχή μου να κομματιάζεται
κι εσύ ν’ αδιαφορείς.
Να υπόσχεσαι και ν’ αθετείς.
Εκμεταλλευτή.
Όχι! Δεν αντέχω.
Να ξεφύγω απ’ τα δίχτυα σου πρέπει.
Όμως σ’ αγαπώ, υποκριτή.
Πάντα θυμάμαι την πρώτη
που κάναμε διαδρομή.
Και λέω: Δεν μπορεί, θ’ αλλάξει.
Γελιέμαι, ονειρεύομαι; Δεν ξέρω.
Στη σκόνη που ρουφώ. Δεν ξέρω.
Αντέχω;
ΣΩΘΗΚΑ
Είπες «φεύγω», κι έφυγες.
Νόμιζες πως θα πονέσω,
πως θα κλάψω.
Είχες δίκιο. Έκλαψα.
Έκλαψα από χαρά.
Η φυγή σου έδωσε
στην καρδιά μου φτερά.
Το χαστούκι σου ήταν
η πόρτα για μια νέα αρχή.
Σ’ ευχαριστώ. Λυτρώθηκα.
Μ’ ΑΝΕΜΟΥ ΟΡΜΗ
Σείστηκε αίφνης ο ουρανός.
Μ’ ανέμου ήρθες ορμή.
Ενστάλαξες μέσα μου
νέα πνοή.
Στης λάμψης σου το φως
έγινε ο ήλιος σκοτεινός.
Μέσα σε μια στιγμή άλλαξες
την τροχιά της γης.
Στο χάρτη έδωσες νέα μορφή.
Σε υπόγεια τώρα διαδρομή
τη σκέψη μου εσύ οδηγείς.
ΦΤΕΡΟ
Πολύχρωμο να ’μουνα φτερό,
στολίδι της θάλασσας τον αφρό.
Με του ήλιου το φως να φεγγοβολώ.
Ν’ αρμένιζα σε πέλαγα, ωκεανούς,
να ’βλεπα τόπους εξωτικούς.
Σαν ξεσπά θαλασσοταραχή
περήφανος καπετάνιος
θα στέκω ψηλά εκεί,
του αέρα να πνίγω την οργή
με των κυμάτων την γαλήνια ιαχή.
Γέφυρες οι εκβολές, να θαύμαζα
κι άλλες της γης ομορφιές.
Παρασυρμένη απ’ του ανέμου τη βοή
από ψηλά θα χαιρετώ τη γη.
Πριν τ’ όνειρο τελειώσει,
λιμάνι απάνεμο να βρω
στον κόρφο των αγαπημένων
να γίνω θέλω φυλαχτό.
ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΖΕΙ
Σα χάδι κύλησε
στα μάτια μου
του ήλιου η αφή.
Μια νότα πάλλεται
από μπαλκόνι σε κλαδί.
Η αέρινη τούτη φωνή
μοιάζει να λέει:
«καλημέρα ζωή».
ΤΡΕΙΣ ΗΛΙΑΧΤΙΔΕΣ
Τρεις ηλιαχτίδες γελάνε, τραγουδάνε,
μέσα στις χούφτες μου φεγγοβολάνε.
Τρεις ηλιαχτίδες στήνουνε χορό,
μέσα απ’ τις χούφτες μου πίνουν το νερό.
Εκστασιασμένη τις κοιτώ
τι άρωμα μεθυστικό!
Τρεις ηλιαχτίδες χρώματα αλλάζουν,
γεύσεις ζωής μου τάζουν.
Ζωηρόχρωμες εικόνες ξεδιπλώνουν,
μέσα στις χούφτες μου
το μέλλον γίνεται παρόν.
Τρεις ηλιαχτίδες όλο ζωή,
κοίτα! Ανθρώπινη πήραν μορφή.
ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ
Βλέπω το σήμερα γύρω μου να λάμπει.
Στο γέλιο σου ντύνεται η μέρα
με χρώματα χαράς.
Η νύχτα την αντιγράφει.
Ταξιδεύω στο αύριο μέσα απ’ το βλέμμα σου.
Πόσο με τρομάζει!
Οι κόλακες και οι αγύρτες χαμογελώντας
υποκριτικά υφαίνουν το μέλλον.
Μην παρασύρεσαι στη μέθη τους.
Έχε το φρόνημα υψηλό.
Στη διγλωσσία της διαπλοκής
δείξε τη δέουσα πυγμή.
Ο σεβασμός στην αξία της ζωής
περήφανα θα κυματίζει.
Απάνω στο τραπέζι της διαπλοκής,
βλέπω να κάθεται επιτέλους
η αληθινή Ειρήνη.
ΤΡΙΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Το κορμί καταπονημένο.
Το πρόσωπο αυλακωμένο.
Η ψυχή τριάντα χρόνων γιαγιά.
Η σκέψη ώριμη.
Πετά.
Δεν έχει σίδερα ούτε αλυσίδες.
Δεκαεπτά χρόνων η καρδιά.
Εκεί σταμάτησε το ρολόι.
Ονειρεύεται κρυφά.
Σε λιβάδια σεργιανά.
Πράσινα, γαλάζια, δεν έχει σημασία.
Κάποτε κλαίει,
κάποτε γελά.
Μα νιώθει χαρά.
Ελεύθερη ακόμα
μπορεί και πετά.
Πετά.
Αυτό έχει σημασία.
Η ΚΑΜΑΡΗ
Μια κάμαρη η ψυχή μου σκοτεινή,
δίχως παράθυρο διαφυγής.
Παρμένο απ’ την πόρτα το κλειδί.
Μέσα στην κάμαρη τη σκοτεινή,
κιμωλίες κάθε λογής
νότες γίνανε ζωής.
Εικόνες γεμάτες φως
μετουσιώνουν, σ’ αιώνιο παρόν,
το μέλλον, το παρελθόν.
Ξεχύθηκαν τα χρώματα
απ’ την πόρτα τη σφαλιστή,
ξανάνιωσε η κάμαρη η σκυθρωπή.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Συννεφόσκεπη η καρδιά μου
πνίγεται στην ομίχλη της πλήξης,
της ανίας και της απογοήτευσης.
Τα όρια μου εξανεμίζονται
μπρος στην αδιαφορία.
Στο φουρτουνιασμένο μυαλό μου
ένα ρήμα κυριαρχεί.
ΝΑ ΦΥΓΩ.
Το κεφάλι μου βαρύ.
Τα μάτια μου καίνε.
Κύματα οργής γίνονται
στάλες βροχής.
ΞΕΣΠΩ.
Η κούραση σκιάζει
την ψυχή μου.
Τίποτε δε μ’ αγγίζει.
Τίποτε δε μ’ ευχαριστεί.
Τα μάτια μου κλείνουν.
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ.
Ώρα να φύγω.
Έστω μέσα απ’ το όνειρο.
ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ
Γυάλινος πύργος, φυλακή,
τ’ όνειρο κρατάς εκεί.
Χάσαμε την επαφή,
που διατηρούσε τη γέφυρα
ζωντανή.
Τριγυρνάμε και οι δυο
μέσα στο απόλυτο κενό.
Πώς ράγισε έτσι το γυαλί;
Αναρωτιέται η ψυχή.
Τι έφταιξε και χάθηκε το φως;
Έγινε ο πύργος σκοτεινός.
Διέξοδος καμιά στην
παγωμένη του ερημιά.
Με τη σκιά μας συντροφιά
τριγυρνάμε στα κλεφτά
μήπως κάτι σώσουμε
απ’ το όνειρο που προδώσαμε.
Η ΜΟΡΦΗ
Ένα τσιγάρο μοναχό
καίει σε πήλινο σταυρό.
Σύννεφα καπνού
πήρανε μορφή
στην κάμαρη την ορφανή.
Πάγωσε η ψυχή.
Πίνει να ζεσταθεί,
κλαίει, παρακαλεί.
Όχι, είναι νωρίς.
Θάνατο ρουφά λευκό,
να διώξει θέλει τη μορφή.
Μα η εικόνα βλοσυρή
στέκει ακόμα εκεί.
Αρπάζει, ελευθερώνει την ψυχή
απ’ του πόνου το κορμί.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Σαν ροδίσει η αυγή
και η πρώτη ανάσα
με την ηλιαχτίδα πλεχτεί,
όλο προσμονή ατενίζει την κορφή.
Ατέλειωτη αναμονή. Πότε επιτέλους
το τιμόνι εκείνη θα κρατεί;
Το μονοπάτι της κορφής,
δύσβατο μα όχι μακρύ.
Αγκάλιασε την κάθε του στροφή
μην τ’ όνειρο πλάνη αποδειχθεί.
Καθώς διαβαίνεις το στρατί
η ανάσα σου την ηλιαχτίδα
θ’ αναζητεί μέσα από το «πότε»
και το «γιατί».
Σαν κέρινη αναλαμπή
θα ζωντανεύει η πρώτη χαραυγή
και τ’ όνειρο που άφησες εκεί…
ανεκπλήρωτο της βιάσης σου
σημάδι.
ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟ ΝΗΣΙ
Στα τριανταδύο της η ψυχή
απότομη έκανε καμπή.
Το κυνήγι της αρχέγονης ζωής
ίσως τ’ όνειρο μιας μυστηριακής φυλής,
επισκιάστηκε από την έλλογη
των στίχων σιωπή.
Αιτία της μετάβασης
απ’ την καθημερινότητα
στο πρώτο της διανόησης σκαλί
τρεις ηλιαχτίδες όλο δροσιά.
Στον κύκλο των χαμένων ποιητών
το μέλλον μια σκιά
λάθρα κοιτά το αβέβαιο παρόν.
Το παρελθόν; Βούτηξε στο μελάνι.
Σκέψεις, εμπειρίες,
ευαισθησίες, προβληματισμοί
μορφοποιήθηκαν στο χαρτί.
Ανάγκη επικοινωνίας με το άγνωστο εγώ,
έγινε το υποσυνείδητο ξαφνικά συνειδητό.
ΙΕΡΗ ΣΚΗΝΗ
Αδελφωμένα τα δέντρα
σμίγουν τα κλαδιά τους
σε μια ύστατη προσπάθεια
ικεσίας,
να δώσει το ανεμοβρόχι
στο απέραντο γαλάζιο
τη θέση που του αρμόζει.
Άσμα λυπητερό συνοδεύει
την ιερή σκηνή
απ’ το βασίλειο των ζώων.
Μα και οι ρομαντικοί της γης
μία γίνονται ψυχή.
Η αιθαλομίχλη, σημάδι
«προόδου και ευημερίας»
πρέπει να σβηστεί.
Ελπίδα αναστάσιμη μεσουρανεί.
ΝΥΧΤΑ
Η νύχτα πέφτει
οράματα ντύνει
με χρώμα, ήχο και φως.
Σα φαντάσματα διαπερνούν
την κάθε ματιά
αφήνοντας άλλοτε
ένα αίσθημα ευφορίας
και άλλοτε ρίγη τρόμου.
ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟ ΝΗΣΙ
Στα τριανταδύο της η ψυχή
απότομη έκανε καμπή.
Το κυνήγι της αρχέγονης ζωής
ίσως τ’ όνειρο μιας μυστηριακής φυλής,
επισκιάστηκε από την έλλογη
των στίχων σιωπή.
Αιτία της μετάβασης
απ’ την καθημερινότητα
στο πρώτο της διανόησης σκαλί
τρεις ηλιαχτίδες όλο δροσιά.
Στον κύκλο των χαμένων ποιητών
το μέλλον μια σκιά
λάθρα κοιτά το αβέβαιο παρόν.
Το παρελθόν; Βούτηξε στο μελάνι.
Σκέψεις, εμπειρίες,
ευαισθησίες, προβληματισμοί
μορφοποιήθηκαν στο χαρτί.
Ανάγκη επικοινωνίας με το άγνωστο εγώ,
έγινε το υποσυνείδητο ξαφνικά συνειδητό.