Ο Ρήσος Χαρίσης, κατά κόσμον Ρήσος Χαραλαμπίδης, γεννήθηκε το 1969 στη Λευκωσία. Σπούδασε Ελληνικό Πολιτισμό στη Σχολή Ανθρωπιστικών ’Επιστημών του Ελληνικού ’Ανοικτού Πανεπιστημίου, σκηνοθεσία κινηματογράφου-τηλεόρασης και δημοσιογραφία. Ή δημοσιογραφική του εργασία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παρουσίαση και επιμέλεια μιας σειράς εκπομπών στην Ελληνική Ραδιοφωνία, όπου ανέδειξε κοινωνικά θέματα της εποχής μας. Υπήρξε επίσης εθελοντής δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Το 1992 εκπροσώπησε την Κύπρο –στον τομέα της ποίησης– στην Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρωπαϊκών Χωρών της Μεσογείου, στη Βαλένθια της Ισπανίας». Δημοσίευσε ποιήματα του και συνεντεύξεις με ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης σε περιοδικά της Ελλάδας και της Κύπρου (Χάρτης, Λογοτεχνικά Θέματα, Νέα Ευθύνη, Ποιείν, Φρέαρ, the book.gr, Diastixo, Bibliotheque, Fractal, Πόρφυρας, Νέα Εποχή, Ακτή, Άνευ, Το Καταφύγιο, Ρέμβη, Cyprus Today και άλλα). Ποιήματά του φιλοξενούνται επίσης στην Ανθολογία Κυπρίων Ποιητών (Συμπόσιο Ποίησης – Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2008), στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2003 (Ιωλκός), στην ποιητική ανθολογία Της Κερύνειας (Λευκωσία, 2002) και στο βιβλίο Το καράβι της Κερύνειας (Υπουργείο Παιδείας Κύπρου, 1987). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.
Η ποιητική συλλογή του Ο Μεταξουργός (Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 1987-Μορφωτική Υπηρεσία Υπουργείου Παιδείας Κύπρου) εκδόθηκε από την ίδια υπηρεσία το 1988 στη Λευκωσία.
Η καινούργια του ποιητική συλλογή «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» εκδόθηκε το 2020 από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ.
Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις του έτους 2020.
.
.
.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (2020)
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Και μου ‘λεγες πως είσαι αυτή π’ αναστενάζει
όταν εισχωρούν εντός σου ποταμόπλοια, καΐκια
κι ανοχύρωτοι άνθρωποι που θαλασσολογούν.
Θάλασσα με παράθυρα, με φυλλωσιές και κόλπους,
όπως ο κόλπος γυναικός που ξέρει κι άλλα κόλπα
(όπως τα κόλπα γυναικών μ’ εργόχειρα και χάδια).
Θα σου συνάξω νούφαρα, ανθούς απ’ αγιοκλήματα,
λιμάνια μες στα αίματα, κήπους μες στις αυλές σου
στις αλυκές του κόρφου σου, όπου θα κατοικήσω.
Θενά κατέβω τρεις φορές στον τόπο σου και πάλι
για να κερδίσω άλλην μιαν ανάμνηση μ’ εσένα,
να τη στολίσω μ’ όνειρα, σπιθίσματα του ήλιου
κι άπλετο φως να χύνεται στου σώματος την ώρα.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΔΑΚΡΥ
Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα περιφέρουμε τις σάρκες
από συνέδριο σε συνέδριο, περιάγουμε αυταπάτες
σε χαρακώματα σκαμμένα από χέρια προγόνων.
Μας θρέφουν ερινύες, ψηφίδες του μυαλού,
καταπίνουμε δολώματα κι αγκίστρια,
έχουμε χειροβομβίδες στο ’να χέρι,
στο άλλο πορτοκάλια.
Σε μια χώρα που τη λένε Οδαλίσκη, Συρία, ’Ιθάκη,
Παλαιστίνη, Τροία, Κουρδιστάν, Ονειρομένη,
παλιννοστούντες της Νέας Οικουμένης
βάζουν βλεφαρίδες στα δέντρα της πλατείας,
κόρες ματιών σ’ αμίλητα αγάλματα.
Τάνκς με παντούφλες γύρω απ’ το κρεβάτι μας,
τάνκς με τσαρούχια σ’ ώρες μεσημβρινής ανάπαυσης,
τάνκς με αρβύλες στο χειροπιαστό σκοτάδι
του σκοταδισμού.
Καμικάζι αυτοκτονίας πίσω απ’ του μπάνιου την κουρτίνα
προσεύχονται στην Ύβρη, στην Άτη, στη Νέμεση, στην Τίση,
ψάχνουν τη Σχιστή Οδό σε σαλόνια
με χαλιά που εικονίζουν θαλασσογραφίες και αντίσκηνα.
Άοπλοι πολίτες εξεγείρονται
για τον από μηχανής θεό της πλουτοκρατίας,
πάνοπλοι πολιτευτές παραλείπονται απ’ την ιστοριογραφία,
νεοφώτιστοι καιροσκόποι κατοικούν
στην παγιωμένη γεωμετρία της διαίρεσης.
Μάχες σε ξένα εδάφη, συρράξεις σ’ εδάφια των Γραφών,
σε ναζιστικά σφαγεία —τώρα υπουργεία και οίκοι ανοχής-,
σε φάμπρικες και σανατόρια,
σε υπολογιστές που βομβαρδίζονται από ειδήσεις,
σε υπολογιστές που βομβαρδίζουν αεροπλανοφόρα.
Πόλεμοι δανεικοί, όπως τα δάνεια των λέξεων,
που γίνονται κανόνας
στον επαναπατρισμό των παρενθέσεων.
Σε σιδερένιο παραπέτασμα εγκιβωτίζεται η Ανδρομάχη·
εργολάβοι πολέμων καλούν την προφήτισσα Κασσάνδρα
στης βουής την απλήρωτη καταιγίδα,
ο κήρυκας Ταλθύβιος σε ταξίδια νοητής ακροβασίας.
Τη ροϊκότητα της θάλασσας
συνοδεύουν θαυμάτων μινιατούρες
σ’ έναν κόσμο που γεννήθηκε μιγάς.
Επί τάπητος εκφάνσεις των χοών,
εθνοκαθάρσεις των γλωσσών, κίνδυνοι εξ ανατολών.
Παιχνίδια της ζωής στο μικροσκόπιο,
σαρκώσεις σε σαρώσεις των κομπιούτερ
κι ο θόλος της πατρίδας το δάπεδο αγγίζει.
ΑΝΑΛΩΣΙΜΟ
Η Αύρα, η Λαύρα και η Λάβα έλεγαν χρώματα,
γελούσαν κατακόρυφα, γεννούσαν κιγκλιδώματα.
Μπροστά η βασίλισσα, ο Δούρειος Ίππος, ο τραγουδοποιός.
Μέσα στο πλήθος η Αλικαρνασσώ, η Χρυσόθεμις,
η Σαλώμη — μορφές υπαρκτές.
Τ’ απόγευμα γέμιζαν τις τσέπες με χρησμούς,
στους κήπους κατέβαιναν με τα χρυσάνθεμα.
Κάθε που νύκτωνε, η Χρυσόθεμις ξάπλωνε
στη γαλήνη του προσώπου, άφηνε τον ύπνο να σκεπάσει
το ερυθρόμορφο κορμί.
Δεν ξέρω αν το ποτήρι ήταν άδειο και η κλεψύδρα της μισή,
όμως η αύρα της ψυχής της είχε ένα χρώμα θαλασσί.
ΡΟΗ
Κοινή γνώμη στον ρόλο κοινής γυναίκας
σέρνει σε νέφη το έλκηθρό της.
Με βαμμένα νύχια γράφει ποιήματα,
μοιράζει θάλασσες στα υστερόγραφά της.
Σ’ ανελκυστήρες των χεριών ίσκιοι ετεροθαλείς,
κόκκινη θάλασσα από ύφασμα σατέν και αίμα,
προτού το νεροπίστολο σκοτώσει
τον πρώτο απεργοσπάστη ποιητή.
Ξένα ονόματα μυρίζουν στο παλτό της,
η φωνή της με λάθη ορθογραφικά.
Γυμνόστηθη η φύση της πρωίας,
γέννημα, υπόσχεση, πολλαπλασιασμός.
Μήτρες-μητριές απολεσθέντων ερώτων,
ρωγμές στιγμών χωρίς αιδώ,
εδώ, στο χωνευτήρι των λαών.
Άτρωτα τα χέρια
πριν απ’ το κούρεμα τ’ ουρανού,
πριν απ’ το κλάδεμα της αγάπης,
πριν απ’ τον θερισμό με άροτρα
σε κόσμο με άστρωτα φεγγάρια.
Στο μέλλον οι πνοές μας θα γίνουν
ξενοδοχεία γι’ αστέγους,
βροχές περισπωμένες
στον χαρτοφύλακα των φιλημάτων.
Πριν μου τινάξεις τη στάχτη απ’ τα μάτια,
θα ποτιστούν μ’ άγιασμα όχθες ιστοριών
κι εσύ σε μια γωνιά θα ρωτάς τον Οιδίποδα
γιατί έβγαλε τα μάτια του.
ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ
Με το πατρόν της ‘Ιστορίας ανά χείρας
γυναίκες δεκαπεντασύλλαβων βημάτων
μαλάζουν το σκοτάδι και η σκιώδης του σώματος
κυβέρνηση παραστρατεί καθ’ ολοκληρίαν.
Εκ δεξιών Παναγία Παραμυθιώτισσα,
εξ αριστερών Χριστός Κεφαλαιούχος,
εν τω μέσω της εικόνος Αυτός που επιβλέπει εσαεί
τον ανορθόγραφο κόσμο των παιδιών.
Επίσημα χείλη κυβερνώντων
διαψεύδουν πως ο Θεός συνέφαγε σε Δείπνο Μυστικό
με τον Υπουργό Εξορθολογισμού και Μετακένωσης,
με την Υφυπουργό Φραστικής Απόδοσης,
με τη στενογράφο Ανενεργού: Ποιήσεως,
με τον Αρχιεπίσκοπο Ειδωλολατρίας και Πάσης Βεβαιότητος,
με την κοινωνική λειτουργό της Σατραπείας.
Πράξη νομοθετικού περιεχομένου καταργεί
διάφανα χαμόγελα, παρελάσεις σ’ οδοντοστοιχίες,
το παίγνιον «κρεμάλα», τη σταύρωση του ’Ιησού,
τη θεία Λειτουργία, το μοιρολόι,
το συλλειτουργό οδυρμών, την κλωνοποίηση των όρμων,
την Καθαρά Δευτέρα και την αθανασία.
Ο Υπουργός Θανατικών Ποινών
κι ο Γραμματέας Πυκνοκατοικημένων Αρτηριών
μαζεύουν τ’ ασυμμάζευτα
στις πλάτες αποκεφαλισμένου πλήθους.
Παναγία Ρευματοκράτειρα: Υπουργός Επιτραπέζιων Παιγνίων
Παναγία Γοργόνα: Υπουργός Θολοσκέπαστων ’Αποικιών·
Παναγία Μεσίτρια: ‘Υπουργός Συγκυριών,
Κυριολεξίας και ’Αρνησικυρίας·
Παναγία Χελιδονού: Υπουργός Ταξικής Απελευθέρωσης
και Δημοσίων Αναθεμάτων.
Εκ δεξιών Χριστός Παραλειπόμενος,
εξ αριστερών Παναγία Ξεματιάστρα,
εν τω μέσω της εικόνος μπορείς να ζωγραφίσεις
κατά βούληση.
Παναγία Αγκυλούσα
βγάζει κι άλλο παραμύθι απ’ το σεντούκι.
Επίκεινται σταυροφορίες.
ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Τετραγωνίζεις τον κύκλο της πατρίδας,
παίρνεις γομολάστιχα,
σβήνεις κόκκους απ’ το κορμί της·
αυτή μονολογεί πως δεν υπάρχουν χυδαίοι πολίτες,
μόνο αισχρές πατρίδες.
Δημόσιος χώρος άγνωστου πατρός,
δημόσιος πόνος αγνώστου μητρός,
στα χαλάσματα λείψανα ανώνυμων παιδιών.
Καλογυαλισμένες ιαχές, γυαλιστερά δρεπάνια,
άρματα μάχης στα δόντια περιούσιου λαού.
Σκοτάδι με γυμνασμένους προσαγωγούς,
ιδεολογίες με τακούνια και κόκκινα κραγιόν,
πολύγλωσσος θάνατος, ανέσπερο φως σε ρηγματώσεις,
αλμυρή θάλασσα, μύθοι και πτυχώσεις.
Πατρίδα οι αισθήσεις και το ύφος σου,
καΐκι σε κελεύσματα διαιτητών,
ήλιος που εισέρχεται από τη χαραμάδα,
κύμα στο μαξιλάρι.
Πλεονάζον προσωπικό
οι διαβάτες που οχλαγωγούν ποικιλοτρόπως.
Κύκλωπες Πολύφημοι κυκλοφορούν στους δρόμους.
Στο Μεταγωγών πλειστηριασμός ανθρώπων,
πολυφωνικό τραγούδι οι σιωπές τους.
Ιερόδουλες μέρες εσώκλειστες σε παρθεναγωγεία,
νυχθημερόν ο Ηρώδης παίζει Play Station.
Πλανόδιος θίασος στα πέριξ των ατμών
συντάσσει περιγράμματα συνόρων,
μνήμη πεζεύει τ’ άλογό της.
Κι όταν ηχούν σειρήνες του πολέμου,
ξεχνά τα κουβαδάκια της στην άμμο.
Στο πίσω μέρος της αυλής ανάσκελα οι νεκροί
κι εσύ να ψιθυρίζεις:
«Δώσε μου, λίγο δυόσμο απ’ τα μάτια σου».
ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Μάτια ξεπλένουν αγωνίες σε γωνίες
προσώπων που εφευρίσκουμε,
αναρριχώνται σε πλαγιομετωπικές
συγκρούσεις σκιρτημάτων.
Επάνω σε ψηφιδωτά η χλόη αφουγκράζεται
θρύψαλα κι αναμνήσεις.
Ο Μωυσής, αδιάβαστος και πάλι,
δεν θυμάται τις Δέκα Εντολές.
Στη Χώρα των Σκαιών ομόσπονδο το παρελθόν,
ομογάλακτο,
διζωνικό,
αμάρτημα προγόνων,
προπατορικό.
Ζωή αναμασάει φύλλα δάφνης,
εισπράττει περιτέχνως χαράτσι των χειλιών.
Αισθήσεις κυματίζουν σημαιοφόρες.
Μια πόλη μες στη θάλασσα είναι τα όνειρα μας
κι οι εμιγκρέδες ψάχνουν ουρανούς.
Ασυνόδευτοι πρόσφυγες τα βήματά μας,
αντίσκηνο επικλινές η μνήμη,
διασπορά ψευδών ειδήσεων το μέλλον.
Θεμίξενη μοίρα ταξιδεύει μέχρι το επανιδείν
και τα πουλιά με τα καπέλα
κελαηδούν σε τόνο συνθηματικό.
Αναδιφήσεις θαλασσών, άνεμοι γλωσσοδέτες,
ο ιδανικός μετανάστης
δανεικός ποιητής των αισθημάτων.
Στην ιματιοθήκη των ματιών
όλα σε κατάσταση σκιάς.
ΣΥΝΥΦΑΝΣΗ
Ρωγμές διατρέχουν τα Καβάφεια Τείχη
σε περιθώρια σχισμένων τετραδίων,
σε άκλιτα μέρη σαρκός,
σε ροκανισμένα έδρανα δακρύων,
σε άγονες γραμμές του νόστου.
Διαπερνούν ηλεκτροφόρα σύρματα σε φράχτες,
μαχαιρώνουν τον ήλιο με το βλέμμα,
κρατιούνται από χειρολαβές των δέντρων,
αφαιρούν ταμπέλες απ’ τους δρόμους,
τις τοποθετούν στο κορμί της Ιστορίας.
Σκοντάφτουν στη χειραγώγηση του πλήθους
που συντάσσει καινούργιο ερμηνευτικό λεξικό,
στη μετεξεταστέα σύγκλιση οραμάτων,
στην προπαγάνδα των ειδήσεων,
στην τηλεκατευθυνόμενη σκέψη,
στις ανασφάλιστες υποσχέσεις,
στα δελτία παροχής υπηρεσιών,
στον συλλαβισμό των παραισθήσεων,
στην ούρα της κραυγής,
στην ξενιτεία των λυγμών,
στο ντεκολτέ της κατοχής.
Μεγαλωμένες στην άκρη του γιαλού,
κοιτάνε το πλοίο που όλο φτάνει
κι όλο φεύγει μεσ’ από τα δάκτυλα τους.
ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η Ευρώπη μ’ άσπρο νυφικό
παραπατάει ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια
ξαναβαμμένης αθυροστομίας.
Κάθε Κυριακή (μέρα γενικού καθαρισμού)
ξεσκονίζει επιμελώς το εφήβαιο,
ξεπλένει αμαρτίες με νερό θαλασσινό,
ενδύεται την απουσία της.
Δευτέρα θυμώνει με τα όνειρα,
Τρίτη καταριέται τους ανθρώπους.
Τετάρτη πηγαίνει σινεμά με φίλες κολλητές,
Πέμπτη σοδομίζεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη.
Παρασκευές πετάγεται ως το ταχυδρομείο,
παραλαμβάνει δέμα με συστημένη βόμβα,
που δεν εκρήγνυται ούτε και τώρα.
Τα βράδια περιοδεύουσες παραλίες
μεταναστεύουν στον οίκο ανοχής της·
με το πρώτο φως της μέρας πάει στον φούρνο για ψωμί.
ΤΟΠΟΣ ΜΕ ΣΚΥΜΜΕΝΟ ΒΛΕΜΜΑ
Γεννιόμαστε απ’ τον θυμό, γινόμαστε όνειρα
σε κατ’ οίκον περιορισμό
με το κλάμα δημοσία δαπάνη.
Λείψανα άστρων σε συρτάρια μ’ αμαρτήματα —
έρεβος και κύματα θαλάσσης.
Αιώνες κρυβόμαστε σε βαθιά χαρακώματα.
Γεννιόμαστε σ’ αντίσκηνα,
πεθαίνουμε σε δωμάτια πολυτελείας
με φόρο υποτελείας σε μύθους προπατορικούς.
Τα χρόνια κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας,
τα κλειδιά του Έθνους στο απέραντο γαλάζιο που ξεφτίζει.
Μας διατρέχουν φυλλοβόλα τεχνάσματα άνυπακοής
το δικαστήριο αποφαίνεται
πως δεν συντρέχει λόγος αυτογνωσίας.
Μετρώντας όμως τα κουκιά της ‘Ιστορίας
κάποτε θενά γενούμε δέντρα με ρίζες
απ’ τ’ ουρανού την οροφή μέχρι τον ‘Άδη.
Απλώνουμε οπωροφόρα θάλασσα σ’ αειθαλή χαμόγελα,
ενώ πάντα κρατάμε τη σιωπή στο χέρι
κι αναρωτιόμαστε ποιο είναι του Θεού
το τεκμαρτό εισόδημα, σε ποιο κόμμα πιστεύει
και αν δηλώνει κάθε χρόνο πόθεν έσχες.
Με κεντίδια ο κόσμος ταξιδεύει
σε γλυκάδες και φιλήματα χεριών
κι οι ενασχολήσεις της μελαγχολίας
αναβάλλονται διά παντός.
Μεσ’ απ’ τις γρίλιες των ματιών
φιγούρες παρελαύνουν με σκισμένο βλέμμα.
Τι κι αν κάποτε χωρούσαν σ’ ολόλευκο χαμόγελο;
Τώρα τρικλίζουν βουτηγμένες σε αλκοόλ
με δόντια σαπισμένα.
Πριν επιστρέφουμε στ’ ανακαινισμένα μας κλουβιά,
κάποιος μας λογοκρίνει,
μας παίρνει απ’ το στόμα το φαΐ
κι εμείς συλλογιζόμαστε πως κουβαλούσαμε παλιά
πολλά σακιά στην πλάτη·
κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους της αποθήκης,
ξεχορταριάζαμε τον ουρανό.
Παίρνουν τότε τα δέντρα τις ρίζες τους και φεύγουν.
.
Ο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ (1987)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Στο γειτονικό
εκλογικό κέντρο
η Αφροδίτη
ψηφίζει
και ρίχνει λευκό
μες στο κοχύλι
μες στ’ άσπρο σεντόνι
στ’ άσπρο μαντίλι
στ’ άσπρο καντήλι
στ’ άσπρο στολίδι
στ’ άσπρο κορμί της
στ’ άσπρο ψωμί
της Παναγίας
και βλέπει πως λείπει
η κάλπη
και η υπογραφή της.
ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗΣ ΕΝ ΝΩ
I
Ο Μεταξουργός
με τα χέρια της διαίσθησης
απίθωσε τη σιωπή του
και μπόλιασε τις φλέβες του
στα ξερά λεμονόδεντρα
της Πράσινης Γραμμής.
Παρα-πεταγμένος
κάτω από τις λεύκες
με τα λευκά κεφάλια
τ’ αγαλματοποιού
ύφαινε τη σκιερή μορφή του
στην τετράγωνη σκακιέρα
της τραπεζαρίας.
Αρχάγγελος
στο μεταξωτό αρχιπέλαγος
ενός χαρταετού.
Παρα-τεταγμένος
στα δέκα όνειρα
της κυριακάτικης παραλίας
ξύπνησε στ’ ανοιχτόχρωμα
σεντόνια βραχνός, αλλοιωμένος
κι αφέθηκε στη σκιαγράφηση
της νεκρής παρθένας
με τη ρυτιδωμένη κάνη του ήλιου
που πυροδοτούσε ανελλιπώς.
ΙΙ
Σουρουπώνει.
Ο Μεταξουργός
μαζεύει τη γύρη
από τ’ άνθη
και πηγαίνει να πλαγιάσει.
Ο δρόμος
συλλαβίζει τη σκιά του
συντρέχοντας
στο κλάμα των αυτοκινήτων.
Το άλλο πρωινό
ένα κέντημα
ανέβαλε επ’ αόριστου
την αύριον
της στασιμότητας.
ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΙΙ
Όταν ο χρόνος χάνει τον ύπνο του
για μας τους θνητούς,
το καράβι
εισβάλλει στο κρασί μας
αμάραντο και ηλίανθο.
Πεθαίνουμε όταν το φεγγάρι
ξυπνάει τα σύννεφα με θωπείες
και τα κινούμενα πανιά γυρεύουν
μια βάρκα να πλαγιάσουν.
Αφροδίτη
μέσ ’ από κάνιστρα προβάλλει.
Τα γεράνια
στα κατάρτια,
οι φωνές
στο θέατρο του κάστρου.
Πόλη του μύθου,
των λαϊκών παραμυθιών,
του βροχερού καιρού
με πεύκα και βαλανιδιές
σε καπνιστήρια,
ροδοστάγματα και εικόνες.
Πρωινά βασανισμένα
στο συρματόπλεγμα.
Απόγευμα η Κερύνεια
στον καφέ μας.
Ήρωες μυθικοί
τη φαντασία κινούν
για την περιφορά
των άδειων αμφορέων
σε στενορύμια,
στ’ απομεινάρια της συνείδησης
των βράχων.
Χαμένος
στις μυλόπετρες του πλοίου,
μ’ αμύγδαλα στις χούφτες,
στην Πράσινη Γραμμή
ο γύρος του πελάγου
ν’ αγναντεύει
την ανέλκυση
της νέας Βασιλείας.
Η ΕΝ ΚΗΠΟΙΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Η Αφροδίτη
κινείται σε άγνωστο μέρος.
Είναι στη χώρα των ονείρων.
Διαβάζει το γαλάζιο κύμα
σιμά στην πέτρα του Ρωμιού.
Δρόμος γεμάτος κοχύλια.
Συνείδηση γεμάτη βότσαλα.
Βουβή και σκυθρωπή κοιτά
το γιασεμί στην εξώπορτα
και τον κυμάτισμά της γαλανής σημαίας.
Μετακινεί την πολυθρόνα
για να βουλιάξει πιο άνετα.
Η θεϊκιά της ομορφιά θαμπώνει.
Την σχολιάζουν πανσέδες και βιολέτες.
Πηγαίνει στον κήπο και κόβει
έναν κλωνίν βασιλιτζιάν.
Σιμώνει το παράθυρο και κάθεται.
Την σκεπάζει ένα πέπλο τρυφερότητας.
Από το βάθος προβάλλει
ένας νέος.
Την ζυγώνει, κοιτάζονται, αγκαλιάζονται
κάτω απ’ τον ήλιο
στα πράσινα φύλλα
στα εαρινά λουλούδια
στο κελάδημα των πουλιών.
Κορδέλες – νήματα ξετυλίγονται.
Αποχωρούν,
Σκηνές μουσικότητας κι ερωτισμού.
Βλέπουν τα τείχη
παλιάς και νέας πόλης,
την γκρεμισμένη πόρτα,
τη γυάλα με τα βάρια,
το πιάτο στο τραπέζι,
την Πράσινη Γραμμή
και απορούν.
ΔΗΩΣΗ
Ικετεύω σε, γεραιά
—και λέω γεραιών —
γεραιών εκ στομάτων
—στον άδειο χώρο —
προς γόνυ πίπτουσα το σου
στην Πράσινη Γραμμή
μιας άλλης παραλίας.
Σεβάσμια γυναίκα
στην προσφυγιά
των απανθρακωμένων
σωμάτων,
των εργολάβων
της καρδιάς,
μάνες σεβάσμιες
σε ικετεύουν
—μέσα στο σύμπαν —
στα γόνατά σου πέφτουν
με κεφάλια αποκομμένα
από τη συνοχή των λέξεων.
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ
Κεφάλια
στην εντέλεια διαρρυθμισμένα
ονομαστικά καταγραμμένα
συρματοπλεγμένα και απλωμένα
στον εξολκέα
της τεθλασμένης Πράσινης Γραμμής.
ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
ΙΙ
Νυχτώνει
πλάι στον ίσκιο καρυδιάς.
Φεγγάρι στην Πράσινη Γραμμή,
πόρτες, παράθυρα που τρίζουν,
ψυχές στο ηλιοβασίλεμά
με το ρυθμό του βαλς.
Τραγούδι έρωτα·
η ζωή φουντώνει την παρέα,
αλλάζει κι η διάθεση
στη φεγγαροδροσιά.
Ο νεαρός της νύκτας
με είδωλα και λογισμούς
σφραγίζει τη σιωπή του
και δένει μέσα του βαθιά
τα βέλη του Τοξότη.
Μέσα στα μάτια του νεαρού το σκηνικό αλλάζει:
Αιθιοπία DOLOROSA “85
Ρυτίδες βαθιά στο πρόσωπο,
στα βήματα, στο χρόνο,
βαθιά στην όψη του Πετρή,
στο ψάθινο καπέλο,
ψάχνοντας για τα όνειρα
στα χάρτινα φεγγάρια.
ΚΥΠΡΙΑ ΕΠΗ 1955-1985
I
Πέφτει η νύκτα βαριά,
σκοτάδι πυκνό,
φύση γεμάτη καπνούς.
Δυνατός ο θάνατος πλησιάζει.
Τρομαγμένα πουλιά και φυλλάδια
στον αέρα ανεμίζουν.
Η Ιστορία του ανθρώπου ξεκινά.
Το κελί των μελλοθάνατων αδειάζει.
Το ρολόι μετράει το σφυγμό τους.
Το χώρο πλημμυρίζει
η Ηρωική του Μπετόβεν.
Οι γενναίοι δεν πεθαίνουν
κι η μέρα χαράζει φωνάζοντας
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Ο ήρωας ακουμπά την ψυχή του
στα σκαλοπάτια της Λευτεριάς.
Στο χώρο της Κύπρου
θα ‘χουμε λουλούδια την Ανοιξη
και χιόνια το Χειμώνα.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
Αρματωμένη η θάλασσα
χτυπούσε
βύθιζε
κι έπνιγε
το βαθύ της εγωισμό
στο ηλιοβασίλεμα
και πελεκούσε
τα λόγια
τη σιωπή
τη φλόγα
την έξοδο
με το σφυρί
και τη μεγάλη τρικυμία.
ENASTHA Ή DE FACTO
IV
Κοντά στη θάλασσα
εσύ και εγώ
που δε μας βλέπει
ο ήλιος
της λησμονιάς κυκλάμινα
κοντά στις λεμονιές
στον Άδη και τον Άρη
στο χρώμα και το στόμα
στο πτώμα και το δώμα
των γυμνών βιαστών
της περιοδεύουσας
παραλίας
κοντά στο Νείλο
τις ελιές
τις φυλακές
τα παραθύρια
των κυπελλούχων
και νόθων
παίδων
της πολιτείας
με τους σταυρούς
στο ελεύθερο πεδίο
τον έρωτα
της συχνής επαφής
με το γήινο κόσμο.
Είμαι αγνός
κατακτητής
και ώριμος καθηγητής
της φιλολογικής
γλώσσας.
ΣΕΝΑΡΙΟ ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ
Ή ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ ΜΕ ΚΑΡΦΙΑ
II
Νεκρανάσταση
στη γωνιά του δρόμου
με τα ψηλά τακούνια,
το χάρτινο μπαλκόνι,
τα πλαστικά λουλούδια
και των φυτών τις ευωδιές.
Ο ήλιος άνοιξε το σπίτι,
έδεσε τις χούφτες,
τύλιξε τις ακτίνες
στο μάλλινο πουλόβερ
της γιαγιάς.
Το συρματόπλεγμα στεφάνι,
το στρογγυλό φεγγάρι χαρταετός.
Στου δρόμου τα φανάρια
ο χάροντας προβάλλει
κι η Κύπριδα χαράζει
στο πάτωμα αιχμές.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΕΝΟ ΗΛΙΟ
1
Μεσάνυκτα στα μπαούλα της μνήμης. Βαριά η σκέψη.
Τα βιβλία παρελαύνουν μ ’ ανοικτά τα στήθια. Γυμνά
τα γράμματα λαχταρούν τον έρωτα των λέξεων. Κομμάτια,
φιγούρες, βρεγμένα λόγια. Τα φώτα της πόλης
χαμηλώνουν. Πάλι νεκρός…
2
Ο χωρικός με το σταφύλι στο πανέρι. Πλάι το γραμμόφωνο
θυμίζει μια παλιό εποχή. Τα μπαλκόνια, η τηλεόραση,
τα σύννεφα, ο καθρέφτης…
3
Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα. Οι επιβάτες περίμεναν
στη γραμμή: Άγιος Επίκτητος, Άγιος Θύρσος,
Άγιος Φίλων, Άγιος Συνέσιος, Άγιος Σέργιος…
4
Ο Ηλιός κρύφτηκε πίσω από σίδερα και μηχανές.
Κρύψαμε τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ στο αδιέξοδο του παραμυθιού.
Η Κοκκινοσκουφίτσα μοίραζε φυλλάδια. Παιδιά
τραγουδούσανε στη γωνιά του δρόμου. Το λεωφορείο
ξεκίνησε…
5
Απόψε η μεγάλη γιορτή. Η Άνοιξη φουντώνει στο
ποδήλατο των λουλουδιών. Το τριαντάφυλλο λέει τις
ιστορίες του. Μολύβια βάφουν τ’ αυτοκίνητα, οι
αποχρώσεις γυρίζουν τον τροχό. Το γραφικό λιμάνι με το
πλοίο. Η θάλασσα βυθίζεται στις χαρές των ανθρώπων.
Ουράνιο τόξο αφήνει τα χρώματα ν ’ απλώσουν…
.
ΜΑΡΙΑ ΣΦΥΡΟΕΡΑ
ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
www.ert.gr 23/1/2021
Στη Θάλασσα εσωτερικού χώρου ιχνογραφούνται στιγμές από τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα με τρόπο ρεαλιστικό και συνάμα βαθιά εσωτερικό. Η φύση και τα παράδοξα της ιστορίας συμπλέκονται με τα πάθη και τα δεινά της εποχής μας μέσα από την καθολικότητα της σύλληψής τους. Εφόσον η ίδια η ποίηση συγκροτεί έναν κριτικό στοχασμό για τη ζωή και την ανθρώπινη υπόσταση, «η αναζήτηση του εαυτού είναι θεμελιώδης μέσα σ’ αυτήν». Σχηματίζει ένα λεξιλόγιο συναισθημάτων και βιωμάτων που ενεργοποιεί ενδεχόμενες πτυχές της αυτογνωσίας.
Στην ποιητική συλλογή συνυπάρχουν η ειρωνεία, η παρωδία και η λογοπαικτική διάθεση, που ο συνδυασμός τους αξιοποιεί τη φαντασία και διεγείρει τη σκέψη και το συναίσθημα, μέσα από μεταφορές, συμβολισμούς, απεικονίσεις ή αναπαραστάσεις. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται ένα πλαίσιο που συμβάλλει στην ανάδειξη ποικίλων πλευρών του εαυτού. Η ποίηση μοιράζει νέες εμπειρίες, διευρύνει τα όρια της συνείδησής και διανοίγει τον δρόμο στην εξερεύνηση και την καλλιέργεια της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Η Ποίηση είναι όντως η αλήθεια στη διαδρομή της ζωής, που τέμνεται από τη συνείδηση της μικρής κοινωνίας του εαυτού μας. Είναι η ίδια η ύπαρξη και ταυτόχρονα το αποκορύφωμά της. Εκεί όπου κατασταλάζει η ψυχή για ν’ ανασάνει, να ονειρευτεί, να εμβαθύνει. Ποίηση είναι η περισυλλογή και το απόσταγμα, η μεταποίηση της πραγματικότητας και η ανάπλασή της σε όραμα. Είναι μια θάλασσα από λέξεις, εσωτερικό ρυθμό, μελωδία, ηχοχρώματα, αρμονία, εικονοπλασία, φαντασία, και εκλεκτή συγκίνηση. Όλα αυτά μαζί βασίζονται στη συναισθηματικότητα και την εκφραστικότητα, άρα εντέλει η ποίηση είναι «η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας» (I. A. Richards).
Η θάλασσα εν προκειμένω –όπως και η γλώσσα– μετασχηματίζεται. Και οι δύο ταξιδεύουν κυματοφορούσες στις σελίδες των βιβλίων. Η θάλασσα ίσως και να είναι η ίδια η γλώσσα ή ο βυθός των λέξεων, τα κύματα της ζωής. Είναι η μήτρα, η γυναίκα, η Πλατυτέρα, η ίδια η ζωή, η ολοκλήρωση και το πεπρωμένο μας. Μας περιέχει και την περιέχουμε, μας διατρέχει και την διατρέχουμε. Είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο. Είναι η φαντασία, το αέναο ταξίδι, ο εξαγνισμός και ο καθαρμός από τις αμαρτίες. Είναι το επαναλαμβανόμενο αναβάπτισμα, που περιέχει το στοιχείο της ροής του νερού, της συνέχειας. Είναι αγιασμός και μύρο. Είναι η έκτη αίσθησή μας. Μέσω της αφής αγγίζεις νοερά το σώμα της ιστορίας. Η γεύση από την αύρα της σε κάνει να νιώθεις ότι υπάρχεις, ενώ συνάμα σου ξυπνάει το ασυνείδητο. Με την όραση ανακαλύπτεις ότι όλα στη ζωή είναι θέμα ματιάς και αντίληψης. Η μυρωδιά του θαλασσινού νερού μας οδηγεί στην όσφρηση, ενώ μέσω της ακοής ακούς τον ήχο των κυμάτων που ξεδιπλώνονται σε όλο το βιβλίο. Οι αμφίσημοί τους τόνοι διεγείρουν το μυαλό και περικλείουν διαφορετικές αναμνήσεις για κάθε αναγνώστη.
«Η ανάγνωση ανοίγει πεδία διερώτησης και στοχασμού και κριτικής σκέψης, με δυο λόγια ελευθερίας. Είναι μια σχέση με τον εαυτό μας και όχι μόνο με το βιβλίο, με τον εσωτερικό μας κόσμο μέσα από τον κόσμο που το βιβλίο μάς ανοίγει», επισημαίνει ο Ίταλο Καλβίνο. Πολλοί όμως θεωρούν ότι η φαντασία είναι υποκατάστατο της πραγματικότητας. «Η φαντασία ανακατεύεται με τον πραγματικό κόσμο, όπως η μνήμη. Η μνήμη κοιτάζει πάντα πίσω, ενώ η φαντασία κοιτάζει μπροστά», διαπιστώνει ο Ουμπέρτο Έκο.
Η Θάλασσα εσωτερικού χώρου φιλοξενεί στο εξώφυλλό της ένα δικό μου φωτογραφικό στιγμιότυπο. Άλλες πέντε ασπρόμαυρες φωτογραφικές στιγμές από το αστικό τοπίο, που αποτύπωσα με τη φωτογραφική μου μηχανή, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα ποιήματα, δίχως απαραίτητα να χωρίζουν την ποιητική συλλογή σε ενότητες. Αντίθετα δένουν αρμονικά με τα ποιήματα και εν μέρει τα συμπληρώνουν. Στα φωτογραφικά ενσταντανέ η θάλασσα υπονοείται, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται αυτό το σημαινόμενο μέσα από την αλληγορία τους. Υπάρχει δηλαδή, όπως και στην ποίηση, ο δρόμος του συμβολισμού και της ανάγκης να δημιουργήσει ο αναγνώστης μέσα από την αντίληψή του τις δικές του εικόνες, έστω και αν δεν συμπίπτουν με αυτές του δημιουργού. Ν’ ανακαλύψει μέσα από τη δική του ματιά τι ακριβώς σημαίνει «θάλασσα» και τι «εσωτερικός χώρος».
Τα ποιήματα εισχωρούν και σε βαθύτερα επίπεδα, αλλά το καθένα από αυτά αφήνει τον αναγνώστη να πλάσει τη δική του προέκταση, να κάνει τους δικούς του συνειρμούς, γιατί το ουσιαστικό τέλος του ποιήματος εναπόκειται στον αναγνώστη και όχι στο ποίημα. Ο αναγνώστης μέσα απ’ τον ποιητικό λόγο, καλείται να γίνει συμμέτοχος, κοινωνός, και συνδημιουργός στην ποιητική λειτουργία, ενώ συγχρόνως μέσα από τις εικόνες που περιγράφονται γίνεται και αφηγητής δικών του ιστοριών σε θάλασσες και ταξίδια που ο ίδιος ανακαλύπτει και οραματίζεται.
Ο Πωλ Ελυάρ σημείωνε πως «υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ». Ίσως γι’ αυτό στη Θάλασσα εσωτερικού χώρου η ποίηση είναι ανθρωποκεντρική, ενώ συγχρόνως διεισδύει στο οικουμενικό πρόσωπο της ελληνικής πατρίδας. Η θάλασσα γίνεται ο ιστός που δένει τα ποιήματα μεταξύ τους, ενώ θίγονται έννοιες όπως έρωτας, Ευρώπη, πόλεμος-ζωή, θάνατος, πατρίδα, ιστορία, γλώσσα, έθνος, αλησμόνητες πατρίδες, Γκουαντάναμο, άνθρωπος, Θεός, μετανάστης, πρόσφυγας, Ελλάδα, παραμύθι. Όλα αυτά μαζί συναντώνται σ’ ένα ταξίδι επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς μας. Ο κάθε άνθρωπος είναι εξάλλου καμωμένος από άμμο, ψηφίδες, σπαράγματα, αναμνήσεις, σκιές, αντανακλάσεις και αναψηλαφήσεις. Είναι μια μικρή ιστορία και ένα ταξίδι σε αυτό που ήταν. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα. «Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδευτές. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε» (Φερνάντο Πεσσόα). Ταξίδια ονείρου – πραγματικότητας που τα γονιμοποιούν, τόσο η φαντασία, όσο και η θάλασσα. Ταξίδια στον εσωτερικό μας κόσμο, αλλά και ταξίδια αναζήτησης, περιπλάνησης και εξερεύνησης –ακόμα και λέξεων– με το σύνδρομο του Οδυσσέα. Ταξίδια του μυαλού, της ψυχής, της καρδιάς. Εκεί όπου συλλέγουμε εμπειρίες, καιγόμαστε και ξαναγεννιόμαστε από την τέφρα μας.
Παρόμοια ταξίδια σαν και τα παραπάνω πραγματοποιούσα και στις ραδιοφωνικές εκπομπές που διατηρούσα (από το 2003 μέχρι το 2012) στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Ετοίμαζα, παρουσίαζα, είχα την ευθύνη επιμέλειας και παραγωγής των ραδιοφωνικών ντοκιμαντέρ «Γλυκεία Χώρα Κύπρος» και «Σαν παραμύθι;». Η πρώτη εκπομπή αναφερόταν στο παλαιότερο αλλά και το σύγχρονο πρόσωπο της Κύπρου μέσα από την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό. Το πρόγραμμα επεδίωκε να γίνει ένα κέντρο Μουσών, απ’ όπου εξακτινωνόταν η κυπριακή εμπειρία και μεταδιδόταν ο παλμός της κυπριακής ιδιαιτερότητας, τόσο αναπόδραστα δεμένης με την ελληνική πορεία στον σύγχρονο κόσμο. Η δεύτερη εκπομπή αναδείκνυε το οικουμενικό πρόσωπο του ελληνισμού, τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, μέσα από συναντήσεις με ανθρώπους του πολυπολιτισμικού μας περίγυρου που περιέγραφαν στιγμές της προσωπικής τους διαδρομής, ιχνογραφώντας τον μύθο και την ιστορία τους, άρα το «παραμύθι» της ζωής τους, που άλλοτε έβγαινε αληθινό και άλλοτε όχι.
Ίσως εντέλει η αληθινή πατρίδα να μην είναι η «πατρίδα του αίματος», αλλά εκείνη όπου ζεις, εργάζεσαι, πονάς, ερωτεύεσαι και μπορείς να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Σ’ αυτό μπορεί να συμβάλει και η ποίηση που –κατά τον Σέιμους Χίνι– είναι η δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας, η οποία όμως έχει βάρος και νόημα, γιατί δημιουργείται μέσα στο πεδίο βαρύτητας του πραγματικού. Σύμφωνα δε με τον σκηνοθέτη Εμίλ Κουστουρίτσα «Το όνειρο είναι ένα προσωπικό περιβόλι όπου ο καθένας φυτεύει και εκτρέφει ό,τι φυτό και ζωντανό θέλει. Μόνο στο όνειρο δεν υπάρχει εξουσία και επομένως τάξεις. […] Κουλτούρα είναι οι αισθήσεις μας, οι μνήμες μας, οι αξίες μας. Ο κήπος και η παρακολούθηση πώς μεγαλώνει ένα δέντρο. Η θάλασσα και η βάρκα που επιπλέει πάνω της. Όσο ταξιδεύεις, μαθαίνεις. Άρα κουλτούρα είναι το ταξίδι, όπως θα έλεγε ο Ταρκόφσκι, ή το όνειρο, όπως θα έλεγε ο Φελίνι».
Ρήσος Χαρίσης
ΚΥΜΑΤΟΥΣΑ
1
Ορκωτοί λογιστές ελέγχουν την επετηρίδα της,
εμπειρογνώμονες διδάσκουν θέματα των καλπασμών της.
Επιμελώς ατημέλητη τυλίγεται διαψεύσεις γεγονότων,
αναθεωρεί περιπλανήσεις και συλλογισμούς.
Στην πλάνη της ματιάς της που σμίλεψε το φως
κυμαίνεται αμετάφραστος ο θάνατος.
2
Ενδελεχώς ψαχουλεύει τσέπες του τρύπιου σακακιού
να βρει τους ξεχασμένους αναπτήρες.
Στην άκρη των βράχων ανάβει
το τελευταίο της τσιγάρο.
Άρχοντες κληρωτοί
για της Πανδήμου Θαλάσσης την κάθαρση:
επιχρίουν βωμούς, επαλείφουν οροφές,
έχουν εφεδρική πολύτιμη πορφύρα.
Μυροφόρες με παράξενα ονόματα
ξεσκονίζουν θραύσματά της,
μαντατοφόροι με ποδήλατα
ξεδιπλώνουν σεντόνια των κυμάτων.
Μέτοικοι διεισδύουν στις προσευχές της
με λάθος τεφροδόχες στα παράλια.
Δεν είναι ο Αδάμ κι η Εύα
που προσεύχονται στην αγκαλιά της,
αλλά τύψεις που βαφτίζονται νεράιδες.
3
Θάλασσα σταλακτίτες οι μαστοί της·
πολύχρωμες οι αύρες των σχισμών της,
στις θηλές της κιονόκρανα – λέξεις απατημένες,
αρώματα και τοξικά, αφροστεφείς ρυτίδες.
Πώς, αλήθεια, νιώθει που τόσοι ψίθυροι
εισβάλλουν στη ζωή της και τη φλερτάρουν
μόνο για τα μάτια μιας άλλης θάλασσας;
.
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Και μου ’λεγες πως είσαι αυτή π’ αναστενάζει
όταν εισχωρούν εντός σου ποταμόπλοια, καΐκια
κι ανοχύρωτοι άνθρωποι που θαλασσολογούν.
Θάλασσα με παράθυρα, με φυλλωσιές και κόλπους,
όπως ο κόλπος γυναικός που ξέρει κι άλλα κόλπα
(όπως τα κόλπα γυναικών μ’ εργόχειρα και χάδια).
Θα σου συνάξω νούφαρα, ανθούς απ’ αγιοκλήματα,
λιμάνια μες στα αίματα, κήπους μες στις αυλές σου
στις αλυκές του κόρφου σου όπου θα κατοικήσω.
Θενά κατέβω τρεις φορές στον τόπο σου και πάλι
για να κερδίσω άλλην μιαν ανάμνηση μ’ εσένα,
να τη στολίσω μ’ όνειρα, σπιθίσματα του ήλιου
κι άπλετο φως να χύνεται στου σώματος την ώρα.
.
.
ΑΝΑΛΩΣΙΜΟ
Η Αύρα, η Λαύρα και η Λάβα έλεγαν χρώματα,
γελούσαν κατακόρυφα, γεννούσαν κιγκλιδώματα.
Μπροστά η βασίλισσα, ο Δούρειος Ίππος, ο τραγουδοποιός.
Μέσα στο πλήθος η Αλικαρνασσώ, η Χρυσόθεμις,
η Σαλώμη — μορφές υπαρκτές.
Τ’ απόγευμα γεμίζαν τις τσέπες με χρησμούς,
στους κήπους κατεβαίναν με τα χρυσάνθεμα.
Κάθε που νύχτωνε, η Χρυσόθεμις ξάπλωνε
στη γαλήνη του προσώπου, άφηνε τον ύπνο να σκεπάσει
το ερυθρόμορφο κορμί.
Δεν ξέρω αν το ποτήρι ήταν άδειο και η κλεψύδρα της μισή,
όμως η αύρα της ψυχής της είχε ένα χρώμα θαλασσί.
.
.
Ο Ανδρέας Αρτέμης, συνθέτης και ερμηνευτής των δυο ποιημάτων γράφει για τον Ρήσο Χαρίση:
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ
Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό δημιουργό με λεπτές υφάνσεις λεκτικών μηχανισμών, που μπορούν να εισέλθουν στο εσώτερο διάστημα του αναγνώστη,αφού πρόκειται για περίπτωση αισθαντικού ποιητή. Η μελοποίηση της ποίησης του αποτελεί μια ακόμη διείσδυση στη μελωδικό φάσμα αυτής της γραφής, που εισχωρεί κατευθείαν σαν εικόνα στον αναγνώστη. Στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνος ο ποιητής και βυθίζεται ολότελα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου, συναντά πανάρχαιους δρόμους πνευματικής ηδονής.
Όταν λοιπόν η ποίηση γίνεται τραγούδι, διακινδυνεύεις πολλάκις σαν συνθέτης μελοποιός να αφήσεις όλες τις ηχητικές εικόνες των λέξεων να σε παραπλανήσουν, στην όλη προσπάθεια ανάδειξης της ποιητικότητας και της μελωδίας.
Προσωπικά ακολούθησα την αισθητική εκτίμηση των λέξεων, ακούγοντας παράλληλα και τη μουσική περιρρέουσα ατμόσφαιρα των στίχων. Καταλήγω ότι πρόκειται για λεκτικούς ζωγραφικούς πίνακες που εναλλάσσονται πότε αργά και άλλοτε σε γρήγορο ρυθμό μιας πολλαπλών νοημάτων παλλόμενης θαλασσοταραχής.
Η «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» όπως τιτλοφορείται η νέα ποιητική του κατάθεση (εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2020) πρόκειται γενικότερα για μια γοητευτική ιδιαιτερότητα που φαίνεται ότι θα εντυπωσιάσει πολλούς από τους εκλεκτούς της ποίησης”.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Θάλασσα εσωτερικού χώρου
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Φρέαρ26/10/20206
ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν κατασβέσει;
– τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον
κηκῖδα παγκαίνιστον εἱμάτων βαφάς …
(Αισχύλου, Αγαμένων, 958-960)
Μεγάλη είναι η Θάλασσα εσωτερικού χώρου, όση και η άλλη, η περιβάλλουσα τον κόσμο και τον άνθρωπο, η περιγράφουσα τα πάθη, αυτή που μας χαρίζει στην εισαγωγή της συλλογής του ο Ρήσος Χαρίσης. Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την αγιοποίησή της που από το πρώτο ποίημα «Αδιάβατος Θάλασσα», την προσφωνεί με είκοσι τρία επίθετα, προσδιοριστικά. Θάλασσα σαν Παναγία, Αγία, για όσα μπορεί να δέχεται –η πανδέγμων– (Παπαδιαμάντης) να καταπίνει, να χωνεύει, να αντέχει, να θεραπεύει και να μας ξεπλένει από τις αμαρτίες μας (Σεφέρης).
Προσπαθώντας να κατατάξω τα επίθετα σε κατηγορίες, νομίζω ότι η Θαλασσομαχούσα, Αιματοβαφούσα, Θρηνούσα, Δακρυρροούσα, Πελαγιανή, Πελαγονήτισσα, Θαλασσινή αποτελούν μία κατηγορία που σχετίζεται με τον κίνδυνο. Η Δροσοσκαλίτισσα, Ασπροφορούσα, Ιαματική, Κολυμβήθρα ζωής σχετίζεται με την ίαση και την παρηγορία. Η Ταξιδιάρα, Αερινή, Χιλιαρμενίτισσα, Θαλασσίτρα, Καπεταγιώτισσα, Κατευοδότρια σχετίζεται με το ωραίο ταξίδι, ενώ η Αφροδίτισσα και Γλυκοματούσα προσκτάται μία ερωτική διάσταση, πέραν της ομορφιάς, η οποία εξυπακούεται και για την Παναγία και για τη θάλασσα. Πίσω της όμως βρίσκεται πάντα η θεά (Σικελιανός), η ανεμόεσσα Κόρη ενήλικη θάλασσα (Ελύτης), εκείνη που σηκώνεται κι ουρλιάζει αλλά πάντοτε είναι θάλασσα της θαλάσσης (Εμπειρίκος), την αγναντεύει και δεν χορταίνει (ο Βάρναλης). Πίσω από όλες τις μορφές της όμως βρίσκεται πάντα η ελληνική παράδοση και Ιστορία. Θάλασσα γεμάτη από τα λόγια των θεών και τις πέτρες του Ηράκλειτου. Θάλασσα ταξίδι, απόλαυση, χαρά ευδαιμονία, πλουτισμός ψυχής και πνεύματος, αλλά και περιπέτεια και κίνδυνος και φθάσιμο και θάνατος.
Όσο για τον Αισχύλο, εκεί η θάλασσα και η πορφύρα είναι το αίμα που θα κυλήσει και θα βάψει το παλάτι, αλλά όσο και αν τρέξει δεν θα τελειώσει η οργή. Το φονικό θα φέρει άλλα φονικά. Η Κλυταιμήστρα σωστά προλέγει. Ο Αισχύλος ξέρει και προθυστέρως έχει καταθέσει όλα όσα η ιστορία θα αποδείξει στο μέλλον.
Είναι ηλίου φανεινότερον γιατί ο Ρήσος Χαρίσης ξεκινάει το πρώτο του ταξίδι από την τρισυπόστατη θάλασσα-Παναγία-Ποίηση. Μια θάλασσα τον γέννησε, μια θάλασσα έχει στην καρδιά του και σ’ αυτής της θάλασσας τις ροές αφήνεται να περιπλανηθεί, στα σπλάχνα της να δει το παλίμψηστο των δεινών της.
Στους στίχους του θα βρούμε όλη την κακομακιγιαρισμένη σημερινή εκδοχή άλλων παλαιότερων ένδοξων υποσχέσεων. Για τις ποιητικές μεταποιήσεις του θα φτάσει στον μύθο, αφού διαπλεύσει σελίδες όσων γράφτηκαν και διάβασε και αφού αξιοποιήσει όλα όσα είδε. Ποτάμια οι χυμοί από την ίδια πηγή στη θάλασσα καταλήγουν.
Παρατηρητής ο ποιητής έξω από το θέατρο παρακολουθεί τα δρώμενα και τους θεατές:
Όπως είναι καθισμένες στον εξώστη ενός παλιού θεάτρου,
εντός τους εισέρχεται η ψευδαίσθηση του ύπνου
δεν απέχουν πολύ οι «καθισμένες» του από τις Ευμενίδες του σεφερικού «Ορέστη» που «βαριούνται χωρίς συγχώρεση» και δεν μπορεί μια τέτοια αναλογία να μην είναι κραυγή κατά της συγκαιρινής μας αγωνίας για τους θεατές της ευρωπαϊκής ηγεσίας που παρατηρεί χωρίς να παίρνει θέση «κι ο Αγαρηνός το ξέρει» και μας εμπαίζει, ενώ το παιχνίδι σκληραίνει από τον αισχρό αχόρταγο.
Αναγραμματισμένες θάλασσες
ξεβράζουν απαρέμφατα λυγμών και αμακιγιάριστες οδύνες
σε ναρκοπέδια κουτσής ορθογραφίας
Μα είναι δυνατόν να «κακοφορμίσει η θάλασσα;» ρωτούσε πριν πενήντα χρόνια ο ποιητής. Όχι, η θάλασσα δεν κακοφορμίζει αλλά γίνεται καθρέφτης του κόσμου μας με ό,τι ξεβράζει και απορρίχνει στις ακτές, «κόκκινη θάλασσα από σατέν και αίμα» δείχνει τις ανορθογραφίες του καιρού και της κοινής γνώμης τη «φωνή … με λάθη ορθογραφικά», «κι εσύ σε μια γωνιά θα ρωτάς τον Οιδίποδα γιατί έβγαλε τα μάτια του».
Από τα συμφραζόμενα δεν λείπουν και τα θρησκευτικά σημαινόμενα, πράγμα φυσικό, αφού και από τη θρησκευτική μας παράδοση πηγάζουν. Ο Χαρίσης διαθέτει πολλά στο οπλοστάσιό του. Η κοινωνία Παναγία,
Μαρία ωσάν Φαρμακολύτρια
………………………………….
Στο ’να της χέρι βρέφος στ’ άλλο πάπυρος
μ’ αναγραφόμενους κανόνες μνημονίων.
Τρεις μάγοι προσέρχονται με δώρα:
ομόλογα, τραπεζικές επιταγές, χρυσό
ενώ εκείνη τρέφεται στα συσσίτια του Δήμου κι εκείνοι νοιάζονται μόνο για «τα σπρεντ του Παραδείσου».
Αλλού η Παναγία Αναχωρήτρια φεύγει για το εξωτερικό μαζί με την Παναγία Ξενία και την Παναγία Προσφυγούσα. Το άλλο τρισυπόστατο των συγκαιρινών μας συμφορών.
Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα φανάρια, συνονθύλευμα πολιτισμών, «θρησκείες σε διαπραγμάτευση», οι μύθοι αλλάζουν τους όρους
Κρέοντας επιστρέφει από το Μαντείο
Οιδίποδας τον ανακρίνει
Τειρεσίας μαντεύει με προφορά ξενική
Εξάγγελος ανασκαλεύει παλινωδίες […] Περσεφόνη εξέρχεται απ’ τον Άδη
για να βυζάξει προσφυγόπουλα
και ο ποιητής με θραύσματα αρχαίας τραγωδίας στήνει τα σκηνικά της νέας. Η Ιστορία παίζει πεσσούς με πιόνια τους λαούς.
Η Συλλογή κλείνει με το μακρόπνοο ποίημα «Παραλειπόμενα» όπου όλα όσα δεν στίχησε (δεν έβαλε σε στίχους), παρέθεσε κατά λογάδην. Από αυτόν τον καταρράκτη ανασύρω «Είμαστε οι μνήμες μας, είμαστε οι μήτρες μας/ δεν μας γέννησαν θεοί», «Μάτια σε κατ’ οίκον περιορισμό», «επαναλήψεις χορικών αρχαίας τραγωδίας», «Είμαστε φθορές και αμυχές, των άστρων σκόνη», «Είμαστε ο καθείς και το κελί του», «Είμαστε συσσίτια με κόλλυβα», «Είμαστε συμμαχικά στρατεύματα πουλιών / με τα χέρια στην ανάταση».
Ο σαρκασμός, η ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ, η μεταμφίεση δεν είναι άλλο από μάσκες για το θλιμμένο, καταπικραμένο πρόσωπο του ποιητή που τον πνίγει η θάλασσα των δεινών.
Ο μύθος, η ιστορία, ο θόρυβος της πόλης έξω, η διεθνής πολιτική συγκυρία, το προσφυγικό, η θρησκεία, ο αρχαίος και ο νέος μύθος, όλα μπήκαν στον μαγνητικό τομογράφο που έδειξε ότι το σύστημα πάσχει παντού. Η θάλασσα είναι πληγωμένη. Θάλασσα οι πληγές της, το σύστημα νοσεί. Έτσι η πάλη μέσα του, η ταραχή του νου, ο συγκλονισμός της ψυχής, όλα πονούν.
Η θάλασσα λοιπόν δεν είναι μόνο χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας και δρόμος που οδηγεί αλλού, όπου αλλού, αλλά και λίκνο, κολυμπήθρα, τελική κατάληξη της ζωής και πάσχουσα ανθρώπινη ψυχή.
Θάλασσα τους θαλασσινούς μην τους θαλασσοπνίγεις, θαλασσάκι μου, έλεγαν τα παλιά θαλασσινά τραγούδια.
Ο Ρήσος Χαρίσης αποδεικνύεται βαθύς γνώστης της ιστορίας και του μύθου, έπλεξε με τέχνη τα ποικίλα επίπεδα των πηγών των δεινών από όπου άντλησε τις μάσκες της δικής του προσωπικής ιστορίας. Με λόγο αστραφτερό, συχνά υπερρεαλιστικό, με όρους γραμματικής, σύγχρονης τρέχουσα ελληνικής και διεθνούς τεχνητής ψυχρής ορολογίας που δείχνει ότι ακόμα και η θάλασσα τελικά μπορεί να «κακοφορμίσει» κι αυτό με πάθος βγαίνει στη Θάλασσα εσωτερικού χώρου.
.
ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 17/10/ 2020
Ήδη από το πολύ καλαίσθητο εξώφυλλο, φιλοτεχνημένο από τον ίδιο ποιητή (είναι γνωστή, άλλωστε, η επίδοσή του στη φωτογραφία), προοικονομείται το ρευστό τοπίο των συναισθημάτων που διέπουν την ψυχική ενδοχώρα του μέσα από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανθρώπινες σχέσεις. Η ποιητική συλλογή του Ρήσου Χαρίση αποτελεί μια θαρραλέα ενδοσκόπηση, μια καταβύθιση στους εσωτερικούς στοχασμούς του, στις ανεξερεύνητες θάλασσες του υποσυνείδητου που τις «υγραίνουν» τα πολλαπλά κύματα της πραγματικότητας και τα δάκρυα της καθημερινής ασχήμιας. Μέσα σε κλίμα στοχαστικής μοναξιάς, ο ποιητής προσπαθεί να κρατήσει ακύμαντη τη θάλασσα εσωτερικού χώρου, ώστε να μην παρασύρεται από τις εξωτερικές αναταράξεις. Δεν τα καταφέρνει, ωστόσο, αφού οι πολιτικοί κλυδωνισμοί, οι διαψεύσεις, οι ματαιώσεις, τα κάλπικα λόγια και τα παραμύθια των μπαλκονιών, οι αποτυχημένες στρατηγικές είναι λίγα μόνο από όσα διασαλεύουν την εσώτερη του γαλήνη.
Ιδίως, τον Χαρίση απασχολούν η φουρτουνιασμένη ιστορική διαδρομή του τόπου μας, η συρρίκνωση των θαλασσών μας (κυριολεκτική και μεταφορική), οι λυγμοί και οι οδύνες που ξεβράστηκαν στα όμορφα ακρογιάλια μας, οι απαγορευμένες ζώνες, τα ξεχασμένα ελληνικά ονόματα:
Καππαδοκία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Λυκαονία, Πισιδία
Κιλικία, Παμφυλία, Καρία, Λυδία, Ιωνία, Κομμαγηνή…
Θλίβεται βαθιά για τις αυταπάτες των χαμένων πατρίδων και τις ιδέες που πέτρωσαν και, σαν οδαλίσκες, περιφέρονται από συνέδριο σε συνέδριο:
Κωνσταντινούπολη
Ξεπλένω πενήντα έξι χειμώνες σε ζεστό νερό.
Έγχορδα όνειρα κοιμούνται στην κούνια του μωρού.
Δεν έχει νύχια η νύκτα, μονάχα δάκτυλα γαμψά
και σκόρπιες ψευδαισθήσεις.
Μαζεύεις στάχτες της γης κι αποτεφρώνει σιγασμούς
στο άπειρο συνηρημένου χρόνου.
Στις διχάλες της πελαγοδρομούν
η αντιπολίτευση της σκέψης
και η συγκυβέρνηση των αισθημάτων.
Αλήθεια είναι το ψέμα, η ανιστόρητη μυθοπλασία,
οι καρποί της ιστορίας σε μασχάλες πετρωμένων δέντρων,
η καταπράσινη θάλασσα στα χείλη του ρεαλισμού.
Προτού φορέσει ο καιρός γυαλιά πρεσβυωπίας,
παντρεύεται η φωτιά με το νερό
κι εγώ κρεμώ ανάποδα στον τοίχο
τις Πατρίδες.
Ο ποιητής δεν μπορεί παρά να χλευάζει την καπήλευση των οραμάτων, «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, το ξέπλυμα των πιο αγνών συναισθημάτων στην αρμυρή θάλασσα της μυθοπλασίας. Αντικρίζει κατάματα, με καθαρό βλέμμα, χωρίς προσχήματα και μάσκες, όλες τις πλεκτάνες, τον φανατισμό, τα μίση, τις διώξεις και τους πολέμους που ναρκοθέτησαν την ιστορία. Με ευαισθησία και περισσή ποιητική τόλμη, παρά τη θαλασσοταραχή που του κλυδωνίζει τα σωθικά του, ο ποιητής καταγράφει στους στίχους του την απογοήτευσή του για την εμπορευματοποιημένη και λιμνάζουσα πραγματικότητά μας, τις μαριονέτες της πολιτικής, τους κληρωτούς «ηγέτες» με τις «Πολιτικές συντελεσμένου μέλλοντα», που κινούν τα νήματα ερήμην της ζωής μας, τους ρακοσυλλέκτες των ψεύτικων υποσχέσεων, τους νεόπτωχους πατριώτες, τους ξέμπαρκους μετανάστες, τη φτιασιδωμένη Χρεοκοπία, τις ναυαγισμένες ιδεολογίες, τις χειραγωγήσεις και τις παραισθήσεις που πουλάνε τα πανταχού παρόντα αρπακτικά «σκιάχτρα».
Στη συλλογή παρελαύνουν μέσα από τον φωτογραφικό ποιητικό φακό εικόνες από ανθρώπους άστεγους, ξεσπιτωμένους, λυπημένους μετανάστες που σέρνουν τα φτωχά όνειρά τους στις τρικυμισμένες θάλασσες των κίβδηλων διαβεβαιώσεων, ανθρώπους φανατικούς των θρησκειών που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε έναν «ταχυδακτυλουργό Θεό που ξέρει να χορεύει».
Με ζωντανό και πολύχυμο λόγο που βασίζεται στη χρήση πολλών δυναμικών λέξεων αλιευμένων από όλη την ποιητική μας παράδοση, με πλούσια μεταφορική γλώσσα και ύφος συχνά αιχμηρό, με απροσδόκητους λεκτικούς συνδυασμούς που παραπέμπουν σε γνωρίσματα (συνήθως αρνητικά) της εποχής μας, ο Χαρίσης πετυχαίνει να αποτυπώσει όλη τη σύγχρονη θλίψη αλλά και τους παμπάλαιους καημούς της πατρίδας μας. Η αποτύπωση της πραγματικότητας αγκαλιάζει, παράλληλα, και το διαιώνιο πρόβλημα, το οντολογικό, με έναν τρόπο που εκφράζει όλη την απελπισία του για την εγκατάλειψη του ανθρώπου στην τύχη του:
Στον λευκό οίκο του Θεού
Ποιος είπε πως ο οίκος του Θεού είναι λευκός;
Ποιος είπε πως εκεί μέσα κάνει ποδήλατο ο Θεός;
[…]
Ποιος θεός αποδημεί στον λήθαργό μας;
Ποιος θεός αποδομεί το παρελθόν του;
Ποιος συνεχίζει να σφυρίζει απ’ τον τάφο;
[…]
Κυματοθραύστης στων αιώνων τις πλεξούδες,
νυχτοφύλακας σε κατʼ οίκον περιορισμό,
απεγνωσμένα μοιρολάτρης, ενίοτε φυσιολάτρης,
Του βουλευτή ονειρεύεται την ασυλία,
Μετανάστης πρώτης γενιάς,
δεύτερης αγκαλιάς,
τρίτης ισημερίας.
Στις συνιστώσες κοσμοκρατορίες
ξαπλώνει πάντα με αρβύλες.
Σε όλα σχεδόν τα ποιήματα κυριαρχεί η θάλασσα σε όλες τις όψεις της, με τη θηλυκή αλλά και την αρρενωπή ταυτόχρονα μορφή της, πληθωρική και ταραγμένη, σύμβολο της απεραντοσύνης του χώρου και του χρόνου, της ρευστότητας των ανθρώπινων καταστάσεων, των ψυχικών κλυδωνισμών που προκαλεί ο έξω κόσμος, αλλά και αφέντρα και παρηγορήτρα του ανθρώπου, ον αείζωον ιαματικό, εξιλεωτικό, ζωογόνο:
Αδιάβατος θάλασσα
Θαλασσίστρα, Καπεταγιώτισσα, Διασώζουσα,
Ασπροφορούσα, Δροσοσταλίτισσα, Ιαματική,
Κολυμπήθρα ζωής.
Έτσι, η «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» μετατρέπεται σε σύμβολο του πάσχοντος Ανθρώπου.
.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
steliospapantoniou.blogspot.com/3/10/2020
Τον Ρήσο Χαρίση γνωρίζω κατ’ όνομα. Βρίσκω όμως πως οι πληροφορίες που μας δίνει στο εσώφυλλο βοηθούν τον αναγνώστη να εισδύσει σταδιακά στα ενδότερα των νοημάτων όχι όμως τόσο εύκολα και στην τεχνική των ποιημάτων του.
Σπούδασε Ελληνικό Πολιτισμό, το πνεύμα του οποίου τον διαποτίζει και εκφράζεται με αναφορές στην αρχαία ελληνική τραγωδία, θεμέλιο διαιώνιων αξιών και μήτρα προβλημάτων αλλά και έλξη του βάθους των σκέψεων και συλλήψεων.
Σκηνοθεσία κινηματογράφου- τηλεόρασης και δημοσιογραφία. Ο ελληνικός πολιτισμός με τη δημοσιογραφία και την ανάδειξη κοινωνικών θεμάτων της εποχής συνυφαίνεται με μερίδα ποιημάτων που άπτονται της εποχής με όρους σύγχρονους κατ’ εξακολούθησιν ακουστούς από τα ΜΜΕ, οικονομικούς, κοινωνικούς και γραμματικοσυντακτικούς, αφού υπήρξε και εθελοντής δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας σε πρόσφυγες και μετανάστες.
«Θάλασσα εσωτερικού χώρου». Πλατύτερα και βαθύτερα μας ερμηνεύει τον τίτλο το πρώτο ποίημα της συλλογής «Αδιάβατος θάλασσα» με μια σειρά λαογραφικών επιθέτων της Παναγίας με καταληκτικό στίχο «Κολυμβήθρα ζωής». Ο συνδυασμός του βιολογικού- φυσικού στοιχείου της θάλασσας ως γεννήτρας ζωής παντός είδους και της Θεοτόκου ως συλλαμβάνεται από την ελληνική λαϊκή πνευματικότητα διανοίγει ήδη τεράστιες πύλες του σύμπαντος κόσμου μέσα στον οποίο ζουν και δρουν, ερωτεύονται και αθανατίζονται τα πάντα. Η εσωτερική και εξωτερική διάσταση των όντων και φαινομένων συλλαμβάνεται και εκφράζεται από τον ποιητή αδιαιρέτως.
Μπορούμε να διακρίνουμε ενότητες στην ποιητική συλλογή, τον ελληνικό τόπο, Ιστορία και τρόπο ζωής, τη σύγχρονη πραγματικότητα με τους γλωσσικούς της όρους και τα πολυδαίδαλα προβλήματα, τον έρωτα, τη γυναίκα, τη θάλασσα, τα παρεπόμενα της πολιτικής και οικονομικής ζωής, προπάντων μια αυτογνωσία ελληνική, με τόσο πλούτο καθημερινότητας, που ανάγεται με την τέχνη του Ρήσου στη σφαίρα της ποίησης. Μια σειρά ποιημάτων συσχετίζει θρησκευτικά θέματα με σύγχρονα, πολύ επιτυχημένα με έξυπνους συνειρμούς, λεπτό χιούμορ και ειρωνεία.
Ο Ρήσος Χαρίσης εισάγει τη σύγχρονη οικονομικοκοινωνική ορολογία στην ποίηση ζωντανεύοντας πολυποίκιλες στιγμές ή παρουσιάζοντάς τες ως σκηνοθέτης τηλεόρασης.
Έχει ήδη αρκετά εισχωρήσει στον ελληνικό και ελλαδικό πνεύμα, ώστε να το μεταποιεί σε ποίηση που καταγράφει, προβληματίζει και ευφραίνει.
.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΡΑΤΗ
“Τρικυμιώδης η «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» (Κίχλη: 2020) του Ρήσου Χαρίση. Η εσωτερική παλίρροια που αποτυπώνεται με αιφνιδιαστική γλωσσική πλημμυρίδα και άμπωτη, αλλά και το πικρό λεκτικό παιχνίδι που προκαλεί εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις εκβάλλουν σε μια ποίηση με ιδιαίτερο στίγμα. Ποίηση που επιστρατεύει την ιστορία και τον μύθο, την επικαιρότητα και τη διαχρονία, για να χαρτογραφήσει τον κοινωνικό ιστό.
Δεν μπορεί κανείς παρά να συρρικνώσει τον φλοίσβο του δικού του λόγου, για να αφήσει να ακουστεί ο ήχος του κυματισμού της «Θάλασσας εσωτερικού χώρου». Το στίγμα της συλλογής δίνεται ήδη από το πρώτο ποίημα, όπου η «Αδιάβατος θάλασσα», μέσα από μια πλημμύρα επιθέτων, αποδεικνύεται εν τέλει «κολυμβήθρα ζωής». Όμως:
«Πώς, αλήθεια, νιώθει που τόσοι ψίθυροι
εισβάλλουν στη ζωή της και τη φλερτάρουν
μόνο για τα μάτια μιας άλλης θάλασσας;»
(«Κυματούσα», σελ 12)
Και γύρω της η επικαιρότητα αμείλικτη και κακοφορμισμένη:
«Αναγραμματισμένες θάλασσες
ξεβράζουν απαρέμφατα λυγμών κι αμακιγιάριστες οδύνες
σε ναρκοπέδια κουτσής ορθογραφίας.
Τη διαχείριση αναλαμβάνουν
οι ειδήσεις των οκτώ.»
(«Κάλπικη αθωότητα», σελ.15)
Παράδοξες ανατροπές μέσα σε απροσδόκητα λεκτικά σύνολα.
Φωτογραφίες του ποιητή που διαθλούν τη στιγμή συνταυτίζονται μαζί τους:
«Στους δρόμους με τα καπνογόνα ο κόσμος ενστερνίζεται
ασύντακτους κραδασμούς.
Τα κοιμητήρια κομμωτήρια αλλότριων ερώτων.
Τα χέρια: η συνέχεια των δρόμων.
Κατεψυγμένοι άγγελοι στο ψυγείο.»
(«Η περιρρέουσα», σελ. 16)
Διέκταση στην ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου, της Ανατολής και της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου. Ένοχο παρελθόν, επισφαλές παρόν, εφιαλτικό μέλλον. Και μια γερή δόση αυτοκριτικής:
«Θα επιστρέψουν οι άνδρες απ’ τα ξερονήσια,
θα βρεθούν στο Γκουαντάναμο μιας δίκαιης Ευρώπης,
θα βάψουν με το αίμα τους τα λευκά κελιά της Ιστορίας.
Υποβολέας υπενθυμίζει ξεχασμένα ονόματα:
Καππαδοκία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Λυκαονία, Πισιδία,
Κιλικία, Παμφυλία, Καρία, Λυδία, Ιωνία, Κομμαγηνή…
[…]
Εύφλεκτες φωνές με μάσκες αλλοπρόσαλλου θανάτου
και ο Θεός ένας αλγόριθμος
στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Άδη.
[…]
Προς ενοικίαση εμπόλεμη ζώνη με θέα στον ακάλυπτο,
προτού κληροδοτήσουμε στους επερχόμενους τον λιθοβολισμό μας.»
(«Forbidden zone», σελ.18)
Ο Θεός, παρών και απών, σκωπτικός, παιγνιώδης, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των καιρών:
«Ποιος είπε πως ο οίκος του Θεού είναι λευκός;
Ποιος είπε πως εκεί μέσα κάνει ποδήλατο ο Θεός;
Ποιος με τηλεσκόπιο είδε τον θεό γυμνό,
να κρατά τεράστιο πανό
με την επιγραφή “Εξορία στους Πρωτόπλαστους”;»
(«Στον λευκό οίκο του Θεού», σελ 32)
«Απλώνουμε οπωροφόρα θάλασσα σ’ αειθαλή χαμόγελα,
ενώ πάντα κρατάμε τη σιωπή στο χέρι
κι αναρωτιόμαστε ποιο είναι του Θεού
το τεκμαρτό εισόδημα, σε ποιο κόμμα πιστεύει
και αν δηλώνει κάθε χρόνο πόθεν έσχες.»
(«Τόπος με σκυμμένο βλέμμα», σελ. 67)
Η φωτιά του έρωτα μια να φουντώνει και μια να σβήνει σ’ ένα σχεδόν καρμικό αδιέξοδο:
«Λες: “Γεννιόμαστε για να συμπληρώνουμε τελείες”.
Λέω: “Γεννιόμαστε για να συμπληρώνουμε ατέλειες”.»
(«Η ανακάλυψη της φωτιάς», σελ. 27)
Ο μύθος, πανταχού παρών, διαχρονικός σαν τη «ροϊκότητα της θάλασσας», φαντάζει πιο αληθινός μέσα στον παραλογισμό του παρόντος:
«Σε σιδερένιο παραπέτασμα εγκιβωτίζεται η Ανδρομάχη·
εργολάβοι πολέμων καλούν την προφήτισσα Κασσάνδρα
στης βουής την απλήρωτη καταιγίδα,
ο κήρυκας Ταλθύβιος σε ταξίδια νοητής ακροβασίας.
Τη ροϊκότητα της θάλασσας
συνοδεύουν θαυμάτων μινιατούρες
σ’ έναν κόσμο που γεννήθηκε μιγάς.»
(«Χορεύοντας πάνω στο δάκρυ», σελ. 20)
Παλινδρομήσεις, παλινωδίες, φλεγματικά χαμόγελα. Ο μύθος χωρίς άρθρα, χωρίς αρθρώσεις, παίζει την τυφλόμυγα:
«Στην παλινδρόμηση του μύθου
Οιδίποδας δεσμώτης βγαίνει απ’ το κελί του,
Κρέοντας επιστρέφει απ’ το μαντείο,
Οιδίποδας τον ανακρίνει,
Τειρεσίας μαντεύει με προφορά ξενική,
Εξάγγελος ανασκαλεύει παλινωδίες.
Κάτω από φλεγματικά χαμόγελα των δέντρων,
Περσεφόνη εξέρχεται απ’ τον Άδη
για να βυζάξει προσφυγόπουλα.
Θ’ ακολουθήσουν κι άλλες, για κείνους που ξεχάσαν
πως της γυναίκας το βυζί είναι μια άλλη βρύση.
Τυφλόμυγα χάνει τον δρόμο για το σπίτι.»
(«Στρατηγικές συρραφής», σελ. 63-64)
Σε μια παρτίδα σκάκι παίζεται η πατρίδα, κι οι παίκτες ασελγούν στην ηχώ του ονόματός της:
«Τετραγωνίζεις τον κύκλο της πατρίδας,
παίρνεις γομολάστιχα,
σβήνεις τους κόκκους απ’ το κορμί της·
αυτή μονολογεί πως δεν υπάρχουν χυδαίοι πολίτες, μόνο αισχρές πατρίδες.
Δημόσιος χώρος αγνώστου πατρός,
δημόσιος πόνος αγνώστου μητρός,
στα χαλάσματα λείψανα ανώνυμων παιδιών.
Καλογυαλισμένες ιαχές, γυαλιστερά δρεπάνια,
άρματα μάχης στα δόντια περιούσιου λαού.»
(«Μια πατρίδα σκάκι», σελ. 43)
Κι η Ελλάδα, βουλιαγμένη στα καπρίτσια της, μεθάει με τον προγονικό της έρωτα και δηλώνει αθώα του αίματος:
«Βήχει, ξεροκαταπίνει, τρώει μέλανα ζωμό,
πενθεί τον έρωτα που χάθηκε.
Ξερά τα φύλλα στην ποδιά της
και το αιώνιο σκότος ραγισμένο μισοφέγγαρο
που βουτάει στο αίμα τα φτερά του.
[…]
Στη χώρα με τα πλαστικά συνθήματα
και τους κουκουλοφόρους με λοστούς
ανάσες ξεροσφύρι κι άσπρο πάτο.»
(«Ελλαδοτροπίες», σελ. 53)
Ξυπόλυτη ξεχύνεται στην πολλαπλότητα των δρόμων η θάλασσα -μια πικρή λευκή σιωπή, ένας συρμός σε συνεχή κίνηση:
«Στο κρυμμένο του χρόνου οπλοστάσιο
υψίφωνος σιωπή (Εβραία, μουσουλμάνα, χριστιανή)
προς αποκατάσταση δεικτών φερεγγυότητας.
Αυτά για να μπορεί η Χιονάτη
να ξεπροβάλλει στον εξώστη
κι η θάλασσα ξυπόλυτη ν’ ακολουθεί.»
(«Πολλαπλότητες των δρόμων», σελ. 46)
«Παρακαλείσθε ν’ αναμένετε την αποβίβαση
της θάλασσας απ’ τον συρμό πριν επιβιβαστείτε σε αυτόν.»
(«Ξενία», σελ. 52)
Κι η θάλασσα έγκλειστη στον μέσα χώρο μας, επίκαιρη όσο ποτέ, μοιρασμένη όσο ποτέ:
«Εποχή του κατ’ οίκον περιορισμού
και της μοιρασμένης θάλασσας.»
(«Οντολογία», σελ. 58)
Θάλασσα που πλημμυρίζει το κορμί και ματώνει τον χώρο που μας περιβάλλει:
«Το σπίτι τρέχει αίμα και το σώμα θάλασσα.»
(«Στο μέσο της θυμέλης», σελ. 60)
Θάλασσα που μετρά το εφήμερο της μέρας μας, του τόπου μας και της ζωής μας:
«σκέτος καφές με ολίγη ποίηση
[..]
σοκάκι Λαοθάλασσας και Αεριτζήδων»
(«Εφήμερα», σελ. 62)
Τα «Παραλειπόμενα» της συλλογής στο τελευταίο ποίημα. Χειμαρρώδης παραληρηματικός λόγος. Διάχρονος. Διάτοπος. Όλα όσα συσσωρεύει η θάλασσα στον εσωτερικό της χώρο:
«Σ’ ενεστώτα κοιμόμαστε,
σ’ εξακολουθητικό μέλλοντα ξυπνάμε,
με συνεχή προστακτική
ορίζουμε το μέλλον των παιδιών,
μα παρακείμενο γευόμαστε τον ήλιο
και σε παθητική φωνή
κάνουμε έρωτα κάθε πανσέληνο.
[…]
Ληστές και υλιστές στον υπερσυντέλικο της κραυγής,
Έλληνες υπήκοοι, Γραικοί ραγιάδες,
Ρωμιοί στο παιχνίδι της διασάλευσης.
Θηλιές βροχής σε μονοκοντυλιές κιόνων,
κοφτερές οδοντώσεις των μύθων,
διελκυστίνδες σε χείλη πολιτικών,
ζωγραφισμένες στης Εύας το πλαστικό φύλλο συκής,
ραμμένες στα χείλη μεταναστών.
[…]
Φτιαγμένοι από τόπια, τοπία, κακοτοπιές,
δεν αποφεύγουμε την ουτοπία·
πολεμάμε χωρίς ίχνος ντροπής,
μεγαλώνουμε ακούγοντας ιστορίες για σφαγές,
σπουδάζουμε πάνω στο τραύμα, στη μνήμη, στην απώλεια.
Είμαστε συμμαχικά στρατεύματα πουλιών
με τα χέρια στην ανάταση,
φυτεύουμε φωνήεντα στο χώμα της αυλής
ευελπιστώντας πως του χρόνου, τέτοια εποχή,
θεν’ απολαύσουμε την πρώτη τους σκιά.»
(«Παραλειπόμενα», σελ 72-74)
Κάπου μέσα στη «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» ίσως βρει κανείς και το είδωλο του εαυτού του. Ίσως να επιπλέει, ίσως να κολυμπά, ίσως να πνίγεται. Ίσως…”.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Σερέζης διάβασε την ποιητική συλλογή «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» και απέστειλε στον ποιητή τις πρώτες του εντυπώσεις.
«Η “Θάλασσα εσωτερικού χώρου”, που ώρες-ώρες, με τις επωνυμίες που συνέλεξες στο “Αδιάβατος θάλασσα” θυμίζουν αυτές της Παναγίας στην Αιγαιακή, κυρίως, εκδοχή τους, αποτελεί, το ίδιο το βιβλίο, όλο μαζί, ένα “ποτήρι γεμάτο τρικυμία” (σ. 10), στίχο τον οποίον μπορώ να παραφράσω, γιατί απόλυτα το πετυχαίνεις, σε “σελίδες γεμάτες τρικυμία”.
Ο έντονα σουρεαλιστικός στίχος και στα 41 ποιήματα της συλλογής δεν υποβάλλει μόνο το θάμπος και τη μαγεία της εικόνας που απογειώνει τον άλλο σαν οπτασία, έχει και μια δυναμική, η οποία τον προσγειώνει ταυτόχρονα με προεκτάσεις που εύκολα μπορεί να δώσει, ύστερα από τα εύγλωττα δικά σου γλωσσικά στίγματα.
Ο ψαγμένος μπορεί να νιώσει και χαρά που οδηγείται σ’ αυτή τη διαδικασία από τον ποιητή.
Είναι μια ποίηση με εσωτερικό ρυθμό και αρμονία, που δεν καταλήγει σε λανθάνοντα ρομαντισμό, αντίθετα κατορθώνει (για κατόρθωμα πρόκειται) να κρύψει, να αποδώσει καλύτερα, ιδέες σύγχρονες, συχνά επαναστατικές, συμπεράσματα, ακόμη και πολιτικά, όπου οι “ανοχύρωτοι άνθρωποι που θαλασσολογούν” (σ. 13) παραπέμπουν σίγουρα σε κοινωνικά φαινόμενα, ενώ οι “θάλασσες αποξηραμένων συνθημάτων” (σ. 16) σε διπλής σημασίας απογοητεύσεις, όπως και όταν επιλέγεις πικρά “κι εγώ κρεμώ ανάποδα στον τοίχο τις Πατρίδες” (σ. 21).
Δυο στοιχεία: η επικαιρότητα των ημερών, ή ευρύτερα, αν θέλεις, της εποχής, και η παντοτινή καθημερινότητα, που δεν αλλάζει με τα χρόνια, καθορίζουν με τρόπο απόλυτα δημιουργικό την ποίησή σου, μ’ ένα πλούτο εικόνων, που δεν διστάζει κανείς, αλλά σίγουρα δεν προλαβαίνει, να συλλέξει απ’ αυτήν, λαμπρούς επιγραμματικούς στίχους, όπως “στην ιματιοθήκη των ματιών/ όλα σε κατάσταση σκιάς” (σ. 51) ή “σπόροι που φύτεψαν κάποιοι άλλοι” (σ. 72) ή ο τόσο ερωτικός “Δώσε μου λίγο δυόσμο απ’ τα μάτια σου” ως απροσδόκητη κατάληξη στο ποίημα “Μια πατρίδα σκάκι” (σ. 43-44).
Διαφορετικά απ’ ό,τι περιγράφεις στον καταληκτικό πολυσήμαντο στίχο “Παίρνουν τότε τα δέντρα τις ρίζες τους και φεύγουν” (σ. 68) στο “Τόπος με σκυμμένο βλέμμα”, αντίθετα, θα έλεγα, ριζώνεις, με τον τρόπο σου, στο χώρο της ποίησης, 33 χρόνια μετά την προηγούμενη βραβευμένη συλλογή σου “Ο Μεταξουργός”, ως να προετοίμαζες αυτή την τόσο τρικυμιώδη σε καιρικά φαινόμενα αισθημάτων και στιγμών “Θάλασσα εσωτερικού χώρου”, (σε μια κομψή έκδοση εμπλουτισμένη με δικές σου εικαστικού χαρακτήρα φωτογραφικές αναφορές), που απασχόλησε ευχάριστα το πρωινό μου για να καταλήξω σ’ αυτό το, εν πολλοίς, πρόχειρο σημείωμα».
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
CULTUREBOOK 9/1/2021
Με την τελευταία του ποιητική συλλογή Θάλασσα εσωτερικού χώρου ο Ρήσος Χαρίσης βαθιά επηρεασμένος από την τραγική διαχρονικά μοίρα τόσο της ιδιαίτερης πατρίδας του όσο και της Ελλάδος, αλλά ταυτόχρονα και από τα πρόσφατα διεθνή κοινωνικοπολιτικά γεγονότα (οικονομική κρίση, μετανάστευση, έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών, κοινωνική αδικία κ.ά.) ανοίγει χρονικά, χωρικά και ιστορικά έναν ευρύτερο μυθοποιητικό κύκλο. Πιο συγκεκριμένα η ποιητική αυτή διεύρυνση είναι συναρτημένη, βεβαίως, στενά με τον ιδιαίτερο προσωπικό μύθο για την κοσμολογική λειτουργία του καλλιτέχνη, η οποία εντάσσει τον ποιητή εξαρχής σε μια αρχετυπική αίσθηση του κόσμου, στοιχείο εξάλλου που καταδεικνύεται εμφανώς από το πολύσημο και πολύμορφο στοιχείο της θάλασσας που δεσπόζει στον τίτλο, αλλά και στο εσωτερικό της συλλογής.
Μέσα από αυτή την αίσθηση ο ποιητής φαίνεται να αντιλαμβάνεται και να αποτυπώνει ποιητικά τον κόσμο από τη μια, αδυνατεί, ωστόσο, από την άλλη ενδελεχώς να τον ερμηνεύσει. Για τούτο ίσως κινείται μέσα σε ένα πλήρως διαμορφωμένο συμβολικό δίκτυο, το οποίο άλλοτε με τις συνάφειες και άλλοτε με τις αποκλίσεις του αναδεικνύει αφενός τον διάλογο του ποιητή με την ιστορία, τον μύθο και την ποίηση και αφετέρου τα διάφορα συμπλέγματα του σύγχρονου παραλόγου. Με άλλα λόγια, οι συνεχείς συμβολικές παραστάσεις των στοιχείων και των καταστάσεων που δρουν κυρίως ανθρωπομορφικά αποτελούν θεμελιακό άξονα της ανά χείρας συλλογής, που καταγράφει, αλλά και στηλιτεύει ειρωνικά και ασταμάτητα την απειλητική εξωτερική πραγματικότητα, φέρνοντας εξαρχής τον αναγνώστη αντιμέτωπο με έναν τραυματισμένο οντολογικό, ερωτικό και υπαρξιακό προβληματισμό.
Στον πυρήνα, λοιπόν, αυτού του προβληματισμού εδράζεται από τη μια μεριά η αντιφατική παντοδυναμία της φύσης -που είτε παρακολουθεί τον κόσμο αμέτοχη είτε τις περισσότερες φορές συμπάσχει με τον άνθρωπο- και από την άλλη μια επισφαλής αίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού γενικότερα· στοιχεία που παγιδεύουν τραγικά το ποιητικό υποκείμενο και κατ’ επέκταση τον σύγχρονο άνθρωπο στην κατάσταση του ακούσιου θύματος. Κι είναι για τούτο, κατά την άποψή μου, που ο ποιητής, ως εκπρόσωπος μιας κατακρεουργημένης πατρίδας και ανθρωπότητας, αποτελεί ευαίσθητο δέκτη των εθνικών, αλλά και σύγχρονων, διεθνών κοινωνικών προβλημάτων ενός αναποδογυρισμένου και αντεστραμμένου κόσμου μέσα στον οποίο παράγεται, ενορχηστρώνεται και αλληλοσπαράσσεται αενάως η ανθρώπινη ύπαρξη. Και η ποιητική αυτή αντίληψη παράγει ασταμάτητα ποιητικές εικόνες, η λειτουργία των οποίων στηρίζεται εν γένει στην ανατροπή των καθιερωμένων σχέσεων, στην εξάρθρωση, με άλλα λόγια, της απατηλής εξωτερικής εικόνας και στην αποκάλυψη των γενεσιουργικών της στοιχείων. Η ανάδυση, επομένως, στην ανά χείρας έκδοση του κρυμμένου, εσωτερικού κόσμου –εξόφθαλμο στοιχείο του τίτλου της συλλογής- που διαρρηγνύει και κομματιάζει την ακεραιότητα του εμφανούς και του εμπειρικού, φωτίζει τον αθέατο, υπαρξιακό, παράλογο, εσωτερικό μας κόσμο, συμπληρώνοντας και φωτίζοντας το κενό της πανίσχυρης λογικής του δυτικού ορθολογισμού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, όλα τα μεγέθη είναι ρευστά και μεταμορφώσιμα: η θάλασσα, το νερό, η ποίηση, η ζωή, ο χρόνος, ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος. Τα σύμβολα, πάντως, αυτά φαίνεται να υποβάλλουν την αντιθετική αίσθηση της κίνησης και της μεταμόρφωσης μέσα στην αιώνια ακινησία του χρόνου. Κι αυτό γιατί κεντρική θέση μέσα στο φιλοσοφικό και ποιητικό σύμπαν του Χαρίση είναι η ηρακλείτειας προέλευσης πεποίθηση πως τούτος ο κόσμος, αλλάζει μόνο επιδερμικά, στην ουσία, όμως, όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους, η κοινωνική αδικία, ο έρωτας, ο πόλεμος και ο θάνατος. Παρ’ όλα αυτά το έντονο στοιχείο της παραμυθίας, της μεταμόρφωσης, του παραλόγου, του πλάγιου χιούμορ, της φορτισμένης από σημάνσεις και λυρικές εκτινάξεις αφήγησης, της έντονης παρουσίας του συμβόλου, του ρέοντος, αλλά ενίοτε υπέρμετρα σκοτεινού και αόριστου ποιητικού λόγου, ακολουθούν την υφολογική τροχιά του ποιητή που λειτουργεί συχνά με τρόπο μυητικό, προβάλλοντας εφιαλτικά και ασθματικά τη ρευστότητα και τα ποικίλα αδιέξοδα τόσο της σύγχρονης κυπριακής και ελλαδικής πραγματικότητας όσο και γενικότερα του σύγχρονου κόσμου.
.
Ο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Ραδιοπρόγραμμα τ.646 10/9/-23/9/1989
Στη σειρά της Μορφωτικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας «Νέοι Κύπριοι Λογοτέχνες» κυκλοφόρησε στον αρ.4, π ποιητική συλλογή του βραβευμένου νέου ποιητή Ρήσου Χαραλαμπίδη, «Ο Μεταξουργός». Ως μέλος της Κριτικής Επιτροπής είχα διακρίνει τότε, ευθύς εξ’ αρχής, το προσωπικό ύφος του νέου λογοτέχνη, την κυριαρχία του πάνω στην ποιητική γλώσσα, την ευαισθησία του που εκφραζότανε ποιητικά με μια έντονη λυρική διάθεση. Μου προξενούσε αμέσως μια αισθητική συγκίνηση κάποιου ώριμου ποιητή κι ας ήταν ούτε 20χρονο ο ποιητής μας! Και ανάβλυζε μέσα από τους στίχους του μια έντονη ποιητική βιωματικότητα με αντηχήσεις από την πρόσφατη ιστορία του νησιού μας, που εύρισκε διέξοδο αγωνίας και προβληματισμού στα ποιήματα της συλλογής, σαν ένα όλο, μια υπεύθυνη ποιητική στάση μπροστά στις διαρκώς επιταχυνόμενες αλλαγές του κοσμικού περίγυρου μας, αστρικού και κοσμοπολίτικου.
Διαβάζω το ποίημα «Αγνοούμενοι»
Κεφάλια
στην εντέλεια διαρρυθμισμένα
ονομαστικά καταγραμμένα
συρματοπλεγμένα και απλωμένα
στον εξολκέα
της τεθλασμένης Πράσινης Γραμμής.
Ο Ρήσος Χαραλαμπίδης είναι νέος που κουβαλά χιλιάδων χρόνων ιστορία στο μυαλό αλλά και στην ψυχή. Ο ίδιος ήταν αγέννητος όταν συνέβησαν πολλά στο πικρό μας νησί. Κατάφερε όμως, μέσα στα λίγα χρόνια της νιότης και των ερωτηματικών του, να μπεί στο πετσί των ανθρώπων του τόπου του, να ψηλαφήσει τις κρυφές πληγές τους, ν’ αναγνωρίσει την ομορφάδα τους και να τολμήσει να τα εκφράσει στο χαρτί. Η συνειδητοποίηση της υπευθυνότητας του ποιητή από τον ίδιο, τον φέρνει σε άμεση επαφή και προέκταση των Νεοέλληνων μεταπολεμικών ποιητών. Διαβάζω το β’ μέρος από τα «Κύπρια Έπη 1955- 1985».
Η ιστορία του ανθρώπου
διασχίζει το δρόμο
Το ντουφέκι σταμάτησε,
η σφαίρα δεν ρυθμίζει τις πράξεις,
η σημαία της Κύπρου κυματίζει.
Και ιδού το καταπέτασμα της ψυχής
εσχίσθη εις δυο
άνωθεν έως κάτω
και η γη εσείσθη.
Η καγκελόπορτα πέφτει
με άρματα μάχης
εισβάλλει ο θάνατος –
Πικρό νερό.
Στον απέναντι τοίχο
μαύρο το αίμα υπογράφει.
Τοποθετώ το όπλο στο τραπέζι
κι εγκαταλείπω τη σκηνή της προδοσίας.
Εντυπωσιάζει η δύναμη και πρωτοτυπία της παρθενικότητας των ποιητικών εικόνων που συμβαδίζει με μια ωριμότητα απρόσμενη και με μια ελλειπτικότητα που προσθέτει αντί να αφαιρεί. Ακόμα είναι και η στάση του ποιητή απέναντι στα γεγονότα, στάση υπεύθυνη που εκφράζεται με μια συμπυκνωμένη λιτότητα υψηλού κάλλους, ποιητικής εκφραστικότητας ασυνήθιστης σε πρώτο ποιητικό βιβλίο σε πανελλήνια κλίμακα. Έχω τη γνώμη πως ένας νέος ποιητής μπαίνει στο στίβο της ποίησης με τρομερές ποιητικές προοπτικές. Καλοδεχούμενος οι ον ιερό ναό της ποίησης ο νέος πιστός και δυνατός ιερέας της. Αναμένουμε ν* ανάψει τις δικές τους ολόφωτες λαμπάδες.
.
Εφημ Ο Ανεξάρτητος 27/2/1989
Η ΝΕΑΝΙΚΗ ευαισθησία καταγράφεται σε στίχους. Ο νεανικός δυναμισμός –
αυθορμητισμός καταγράφεται με μια έντονη λυρική διάθεση. ΟΛΑ αυτό τα στοιχεία, καθώς και όλα τα προβλήματα που συνυπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία, συνθέτουν την ποιητική ενότητα του νέου ταλαντούχου ποιητή Ρήσου Χαραλαμπίδη.
Η ΚΑΤΟΧΗ της πατρίδας, ο κόσμος που αλλάζει, ο προβληματισμός μετά μάτια ενός νέου, αποτελούν I λίγα χαρακτηριστικά της αξιόλογης δουλειάς του Ρ. Χαραλαμπίδη.
«Νυχτώνει
πλάι στον ίσκιο καρυδιάς.
Φεγγάρι στην πράσινη γραμμή,
πόρτες, παράθυρα που τρίζουν,
ψυχές στο ηλιοβασίλεμα
με το ρυθμό του βαλς.
Τραγούδι έρωτα-
η ζωή φουντώνει την παρέα,
αλλάζει και η διάθεση
στη φεγγαροδροσιά.
Ο νεαρός της νύχτας
με είδωλα και λογισμούς
σφραγίζει τη σιωπή του
και δένει μέσα του βαθιά
τα βέλη του Τοξότη…».
Ο ΡΗΣΟΣ Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1969 και φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματα του το 1982. Διακρίθηκε σε σχολικούς και παγκύπριους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εκτός από την ποίηση ασχολείται με την πεζογραφία και το θέατρο.
«Η Αφροδίτη
κινείται σε άγνωστο μέρος.
Είναι στη χώρα των ονείρων.
Διαβάζει το γαλάζιο κύμα
σιμά στην Πέτρα του Ρωμιού.
Δρόμος γεμάτος κοχύλια.
Συνείδηση γεμάτη βότσαλα.
Βουβή μα σκυθρωπή κοιτά
το γιασεμί στην εξώπορτα
κα» τον κυμάτισμά της γαλανής σημαίας…».
Ο ΡΗΣΟΣ Χαραλαμπίδης διαθέτει πλούσια ποιητική γλώσσα, που ανθίζει σε στίχους που απλώνουν με λυρικότητα για να αποτελέσουν μια αξιοπρόσεκτη ποιητική συλλογή.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ με το πηγαίο ταλέντο του υπόσχεται πολλά, Γ’ αυτό και αναμένουμε!
.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΟΥΣΗΣ
ΕΦΗΜ ΕΘΝΟΣ 6/5/1991
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
ΟΙ ΠΟΝΟΙ της Κύπρου και των ανθρώπων της μπροστά στην Πράσινη Γραμμή — οι πόνοι κάθε ανθρώπου που την ύπαρξή του δεν την έχει πετάξει στ’ άχρηστα της ζωής — εμπνέουν τον ποιητή. που συνέθεσε τραγούδια όπου η λυρικότητα σε ελκύει, μπαίνει στην ψυχή σου και σ’ αναγκάζει να ψιθυρίζεις τους στίχους τους.
Με χαμηλή φωνή — χωρίς ολολυγμούς ή φανφάρες — ο Ρήσος Χαραλαμπίδης, μόλις 22 χρονών, παρακολουθεί τον Μεταξουργό, φιγούρα απαλή του καθ’ ημέραν βίου, να περιηγείται και να σιωπά, να συναντιέται με ό,τι δηλώνει
το Νησί περ’ από την Πράσινη Γραμμή — μια ακόμα ντροπή του αιώνα μας —
και δώθε από αυτή: έρωτας και όνειρα, παρελθόν και παρόν, Ιστορία και Προοπτική αποδίδονται μ’ ένα τραγούδημα που σε συγκινεί και σε πληγώνει, όπως σε τούτους τους στίχους από το «Κερύνεια II»:
Πόλη του μύθου,/ των λαϊκών παραμυθιών,/ του βροχερού καιρού/ με πεύκα και βαλανιδιές/ σε καπνιστήρια,/ ροδοστάγματα και εικόνες.
Πρωινά βασανισμένα/ στο συρματόπλεγμα./ Απόγευμα η Κερύνεια στον καφέ μας.
Ηρωες μυθικοί/ τη φαντασία κινούν/ για την περιφορά/ των άδειων αμ-
φορέων/ σε στενορύμια,/ στ’ απομεινάρια της συνείδησης/ των βράχων.
Τα 26 ποιήματα της συλλογής δένονται μεταξύ τους σαν σε γιρλάντα που ο ποιητής την κρεμάει πάνω από τον κόσμο και ιδιαίτερα πάνω από την Κύπρο της Ιστορίας, του ονείρου και της σκληρής πραγματικότητας
Από τις καλύτερες συνθέσεις και η «Κύπρια έπη 1955 — 1985», όπου και ο εμπνευσμένος στίχος «Ο ήρωας ακουμπά την ψυχή του/ στα σκαλοπάτια της
Λευτεριάς».
Η συλλογή αυτή του Ρήσου Χαραλαμπίδη κυκλοφόρησε στη Λευκωσία το ’88, ύστερα από τη βράβευσή της από τη Μορφωτική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.
.
Εφημ. ΕΜΠΡΟΣ 8/4/1989
Πριν λίγες μέρες, σε ειδική τελετή στη Στέγη Γραμμάτων, ο υπουργός Παιδείας κ. Φιλίππου επέδωσε στον νεαρό ταλαντούχο ποιητή Ρήσο Χαραλαμπίδη αντίτυπο της ποιητικής συλλογής «Ο Μεταξουργός», που επιλέγηκε στον διαγωνισμό του 1987 για έκδοση βιβλίων νέων λογοτεχνών.
Το 1988 στα πλαίσια του θεσμού, εκδόθηκαν οι ποιητικές συλλογές του Μάριο Νεοπτολέμου «Παραπατήματα μιας Νιότης» και της Ιόλης Πολυδωρίδου «Πρώτες Γραφές» καθώς και μια ποιητική ανθολογία.
Ο Ρήσος Χαραλαμπίδης, γιος του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη. με την ποιητική του συλλογή «Ο Μεταξουργός» φανερώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που αρθρώνουν τον ποιητικό λόγο αλλά και ό,τι προϋποθέτει την ποιητική
έκφραση — τον προβληματισμό, το έντονο βίωμα και τη συναισθηματική φόρτιοη.
Πολύ εύοτοχα κατά τη γνώμη μας, η κριτική επιτροπή ξεχώρισε την «πλούσια
ποιητική γλώσσα, τις ωραίες εικόνες και την έντονη λυρική διάθεση» στα ποιήματα του Ρήσου Χαραλαμπίδη.
Σημασία έχει, επίσης, η διαπίστωση της επιτροπής, ότι ο ποιητής έχει διαμορφώσει ένα αξιοπρόσεκτο προσωπικό ύφος και ότι είναι καλός γνώστης των εκφραστικών του μέσων.
Από τη συλλογή μεταφέρουμε εδώ το ποίημα με τίτλο «Υπόμνηση».
Ο Ιάσων/στην άκρη/του βροχερού καιρού/καταρτίζει την εκπομπή/του ποδηλάτη.
Το λιμάνι/σκέβρωσε.
Ήτανε νύχτα/όταν τα σαπισμένα/ καράβια /αφέθηκαν στο γρέγο/της μαύρης/θαλάσσης.
Ξέχασα πως μιλάνε/στους ανθρώπους/Ξέχασα να πω/τ’ όνειρό μου στα παιδιά
Ξέχαοα να μη βάλω/συρματόπλεγμα στη μνήμη,/οδοφράγματα στη σκέψη/και να πάρω/την κιθάρα/πριν να πάγω/στo χωριό
Παντελώς γεμάτο/του Κηφέα το ποτήρι.
Το δώρο τους/ήταν ένα έργο/σε τρεις πράξεις /με ντουφέκια,/με σπαθιά/με ξεσχισμένα φύλλα/και βροχή/μέσα σ’ ένα/άδειο πιάτο/γεμάτο ουρανό.
.
ΚΗΡΥΚΑΣ 16/4/1989
Αρχάγγελος
στο μεταξωτό αρχιπέλαγος
ενός χαρταετού.
Παρά-τεταγμένος
στα δέκα όνειρα
της κυριακάτικης παραλίας
ξύπνησε στ’ ανοιχτόχρωμα
σεντόνια βραχνός, αλλοιωμένος
κι αφέθηκε στη σκιαγράφηση
της νεκρής παρθένας
με τη ρυτιδωμένη κάνη του
ήλιου
που πυροδοτούσε ανελλιπώς…
Είναι ένα ποίημα από την ποιητική συλλογή «Ο Μεταξουργός» του νεώτατου Ρήσου Χαραλαμπίδη (μόλις 19 χρόνων) γιού του γνωστού Κύπριου Λογοτέχνη Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από τις Εκδόσεις της Μορφωτικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα με έντονο λυρισμό και θαυμάσια ποιητική
γλώσσα. Αξίζει να τα διαβάσετε.
.
ΠΟΛΑ ΣΠΟΝΤΑ
«ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Τ. 150 25/3/1989».
Αξιόλογες δημιουργίες των νέων μας
Στη σειρά εκδόσεων «Νέοι Κύπριοι Λογοτέχνες» εκδόθηκε πρόσφατα η ποιητική συλλογή του Ρήσου Χαραλαμπίδη «Ο Μεταξουργός». Η σειρά αυτή βιβλίων εκδίδεται από τη Μορφωτική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας.
Η βραβευμένη συλλογή του 20χρονου ποιητή, έχει σαν κύρια γνωρίσματά της, σύμφωνα με το σκεπτικό βράβευσης, την πλούσια ποιητική γλώσσα, τις ωραίες εικόνες και την έντονη λυρική διάθεση. Στη συλλογή υπάρχουν δυνατά τα βιώματα από την πρόσφατη κυπριακή ιστορία, καθώς και ο προβληματισμός του σύγχρονου νέου απέναντι σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Δημοσιεύουμε πιο κάτω το ποίημα «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ».
Ο Άδης
έβαλε τη σκούφια
κι εκοιμήθη
στις άνισες ραβδώσεις
του προσώπου.
Ο Αρχάγγελος
πετούσε
απ’ τη χαρά του.
– Καληνύκτα νυχτοπλάστη
-Καληνύκτα μυθοπλάστη.
Και στο θρόισμα
των φύλλων
απέθαναν μαζί.
.
ΚΥΠΡΟΣ 1992
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μεταξοτυπία Ποιήσεως Ποίηση είναι η αλήθεια στη διαδρομή της ζωής που τέμνεται από τη συνείδηση της μικρής κοινωνίας του εαυτού μας.
Είναι αυτά που κρύβεις στο προσωπικό σου θησαυροφυλάκιο κι αποκαλύπτεις μέσα από τη φαντασία και την πραγματικότητα.
Είναι η ίδια η ύπαρξη και ταυτόχρονα το αποκορύφωμα της. Εκεί θα κατασταλάξει η ψυχή μας για ν’ ανασάνει, να ονειρευτεί, να εμβαθύνει άλλωστε η ποίηση συνεχίζεται και μετά θάνατον.
Συμπερασματικά η ποίηση είναι η προσωπική μου όαση, καταφύγιο, διέξοδος, αναπνοή, απολύτρωση, έρωτας, εξερεύνηση στην κατακόμβη του σύμπαντος. Επιστέγασμα και ηλιοβασίλεμα. Είναι αυτά που κρύβονται στο κοχύλι του
εαυτού μας ή διακλαδώνονται στους μέσα διαδρόμους και στη θαλάμη της ζωής.
Στεκόμαστε στον προθάλαμο του ονείρου και μαζεύουμε όσα διοχετεύονται στις υπόγειες διαβάσεις της μοναξιάς. Βλέπουμε τη φιγούρα του απλού ανθρώπου-μεταξουργού, που καθημερινά κι ανυποψίαστα εισάγεται στο
νόημα της ζωής υφαίνοντας το νήμα των πραγμάτων.
Τελικά ποίηση είναι η περισυλλογή, το απόσταγμα, η μεταποίηση της πραγματικότητας και η ανάπλασή της σε όραμα που ταχυδρομείται στις θυρίδες της καρδιάς μας.
Ο ποιητής είναι Ο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ, της πραγματικότητας, ανιχνευτής και δημιουργός της. Είναι ο “κατασκευαστής” και παράλληλα αυτό που την ανακαλύπτει. Καθοδηγητής, εμψυχωτής, συμπαραστάτης, δάσκαλος, στοχαστής.
Κάθε ποιητής-μεταξουργός μπορεί να βλέπει από το παράθυρο της Υδρόγειος την ποίηση ντυμένη με τα πράματα της ίριδας να χαμογελά προς το μέσα του σύμπαν μέχρι και τις ακτές της Κύπρου…”
ΕΙΘΙΣΤΑΙ
Το κορμί σου
προσέφυγε
στα Ηνωμένα Έθνη
γιατί σε βίασαν
κατ’ επανάληψη
και γιατί παράνομες είχες
ερωτικές διασυνδέσεις
και συνεστιάσεις
με υπουργούς.
Το σώμα σου
προσέφυγε
κατ’ επανάληψη
στα γραφεία του Γενικού Γραμματέα
και ξεγυμνώθηκε
στην συνδιάσκεψη
για τον αφοπλισμό
και την πορνεία
μπροστά στα μέλη
του διπλωματικού σώματος
με θέα στο ρετιρέ
της νεόκτιστης πολυκατοικίας.
Στη δεξίωση
που ακολούθησε
σε παρασημοφόρησαν
οι καλεσμένοι,
οι δημοσιογράφοι
και το πλήθος
από κρεβάτι σε ντιβάνι.
Στη λήξη
της συνεδρίας
κατ’ επανάληψη
ανακήρυξαν το σώμα σου
διατηρητέο,
το έβαλαν σ’ ένα βάζο
για να σε θυμούνται.
Στη συνέχεια
δόθηκε το δείπνο
προς τιμή της κοιλιοδουλείας
και της λαμπρός αποχαύνωσης
από την κλειδαρότρυπα.
Τα μεσάνυχτα
διχοτόμησες την καρδιά σου
γιατί δεν έβρισκες
ποιόν εν τέλει αγαπούσες
«ΚΥΠΡΟΣ 1992 – ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΝΕΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ, ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ (ΠΟΙΗΣΗ)