ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1927 στην Ανακασιά Μαγνησίας, όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, ως Επονίτης, προσχώρησε στον ΕΛΑΣ και το 1944 τραυματίστηκε σε μάχη με τους Γερμανούς. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του στο Βόλο ήρθε στην Αθήνα και το 1946 εγγράφηκε στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνελήφθη και πέρασε από Στρατοδικείο τον Μάρτιο του 1949. Στάλθηκε στη Μακρόνησο, όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, πρώτα στο Β’ Τάγμα και ύστερα στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Απολύθηκε τον Ιούλιο του 1952 και μετά την αποπεράτωση των σπουδών του εργάστηκε ως οδοντίατρος.

Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1953, με τη συλλογή ποιημάτων «Πρελούντια», την οποία αποκήρυξε αργότερα, και ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα η ποιητική συλλογή «Αναζήτηση». Συνολικά, έγραψε 20 ποιητικές συλλογές, καθώς και δοκίμια, διηγήματα και θεατρικά έργα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη» και «Μανδραγόρας», του οποίου υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων το 1981. Το 1983 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου και το 1987 με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», το οποίο όμως αποποιήθηκε. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά. Εκτός από τη λογοτεχνία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη μικρογλυπτική.

Ο Θανάσης Κωσταβάρας ήταν νυμφευμένος με τη δοκιμιογράφο Αγγελική Κωσταβάρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο. Απεβίωσε στις 20 Οκτωβρίου του 2007, σε ηλικία 80 ετών.

Εργογραφία

Ποίηση

Πρελούντια (1953)
Αναζήτηση (1956)
Αναβίωση (1957)
Έξοδος (1957)
Κοντσέρτο (1958)
Ρωμέικη σουίτα (1959)
Ο γυρισμός (1963)
Κατάθεση (1965)
Συμπληρώματα (1970)
Ο μουγκός τραγουδιστής (1982, επιλογή ποιημάτων του από τον ίδιο)
Ιστορήματα (1985)
Τα ερωτικά (1986)
Ζώδια (1986)
Ο φόβος του ακροβάτη (1989)
Κήποι στον Παράδεισο (1990)
Στο βάθος του χρώματος (1993)
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας (1995)
Η μακρινή άγνωστη χώρα (1999)
Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
Χαιρετισμοί (2006)

Πεζά

Το ρήγμα (διηγήματα) [1966]
Ο λάκκος (διηγήματα) [1972]

Θεατρικά

Οι ανίκητοι (1959)
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π. Ν. Πάστη (1971)
Τα ιερά και τα όσια (1983 Νοέμβριος, παράσταση από την ΕΤ1)

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1962)

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Μη με ζητάτε εκεί που ξέρατε κάποτε.
Εκεί που η σιωπή άνθιζε σαν χαμόγελο
σε περήφανη μουσική.

Γιατί όλα αλλάζουν μια μέρα σε κάποιους.
Τόσο που δεν ξέρω αν είναι φωνή αυτή που χτυπάει πίσω απ’
τα δόντια μου
ή αν είναι ένα μυστρί που ζητάει να με χτίσει.

Όμως πρέπει σε κάποιον κάποτε να μιλήσω.
Και δεν βρίσκω άλλη στιγμή πιο κατάλληλη από τούτη
που είμαι σαν τον πνιγμένο.
Σαν τον χωμένο μέχρι το κάτω χείλι σε μια στέρνα γεμάτη
που πια δεν τον τρομάζει η βροχή.

Πολλοί είχαμε τότε κινήσει. Πολλοί γυρίσαμε πάλι.
Οι λίγοι έμειναν εκεί πάνω.
Σαν τις όρθιες πέτρες που σημαδεύουν τους δρόμους.
Δείχνοντας πόσο απέχει απ’ την κάθε πράξη μας
η τιμή…

Πάλι δεν καταφέρνω να συνεχίσω.
Όχι επειδή είναι τόσα πολλά που στριμώχνονται μέσα μου.
Μα φαίνεται κάποτε πως η πιο μεγάλη βρωμιά
βρίσκεται στην ελπίδα.
Κι εγώ ελπίζω ακόμα.

Γυρίζω στους δρόμους χτυπώντας τις πόρτες.
ζητώντας και βρίσκοντας, όπως κάποιος που τον έχουν κυ-
κλώσει τα πάθη του.
Μα θα’ ρθει μια μέρα που κανένας δε θα μου δώσει.
Και θα πέσω στη μέση του δρόμου ουρλιάζοντας.
χτυπώντας τα στήθια μου. βγάζοντας όλα τ’ αγρίμια που
κρύβονται μέσα μου.

Ακόμα δεν έχω μάθει τι χτυπάει πρωτύτερα.
Ο πόνος για η μαχαιριά.

.

ΚΑΤΑΘΕΣΗ (1965)

ΤΑ ΡΗΜΑΔΙΑ

Τι μένει τώρα να πούμε, τι μένει να κάνουμε.
Σ’ αυτά τα άθλια σπίτια που κυλάμε τις μέρες μας. Ξανα-
ζώντας
το ναυάγιο της φωτιάς. Ακούγοντας, πάλι, στις πλάκες
τα προδομένα της βήματα.

Μέρες και νύχτες
αγρύπνιας και μοναξιάς.
Κόβοντας αποκόμματα εφημερίδων
Κολλώντας πλάι πλάι απρόοπτους θανάτους.
Μετρώντας τι μας μένει ακόμα να χάσουμε.

Η ζωή μας άρχισε με σημαίες.
Θυμάμαι ακόμα τραγούδια. Θυμάμαι ντουφέκια, θυμάμαι
συνθήματα, θυμάμαι αποσπάσματα…

Μα δε θυμάμαι καμιά φωνή δίχως σώμα.
Σε ποιον λοιπόν να γράψω μηνύματα;
Τι ονόματα να χαράξω; Τα λόγια μας
είναι βαριά. Βουλιάζουν μέσα μας σαν τα γέρικα πλοία.
Σαν τα ζώα πάνω στα πλοία, σαν εμάς τους ίδιους, βουλιά-
ζουν και χάνονται.

Τι μένει τότε να πούμε – αν προφταίνουμε κάτι να πούμε ας
το πούμε μια κι έξω: Ρημάξαμε.

ΣΟΥ ΧΡΩΣΤΑΩ ΠΑΝΤΑ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Σου ‘φτιαξα έναν κήπο
να στολίζεις τις μέρες σου.
Να ‘ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Να σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.

Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Εσύ έχεις πάντα στο νου τον Παράδεισο.

Εγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου
Κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Να διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.

Μα εγώ σου την έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.
Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ ‘ άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.
Τι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;

Κι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούριο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Μα εσύ επιμένεις να ζητάς τον Παράδεισο.

Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ ‘ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ (1970)

Ο ΠΥΡΓΟΣ

Δε μιλάω βέβαια για τα νιάτα που είχα όταν άρχισα για την ομορφιά που πήγε χαμένη για τις χαρές που δε γνώρισα (υπάρχουν πάντα τόσα πολλά για να μετανιώσει κανένας…)

Τι δουλειά έχω έξω παρέα με τους άλλους.
Με τις γυναίκες τους τα λεφτά τους τ’ αστεία τους.
Με τις συνηθισμένες κουβέντες τους για παιδιά για σπίτια αυτοκίνητα
για επιτυχίες και προγράμματα που δεν οδηγούν πουθενά.

Μέσα σ’ αυτά τα δωμάτια πρέπει να βρίσκομαι πάντα.
Μαζί μ’ αυτά τα άγρια θηρία που μου δόθηκε να φροντίζω.
Αυτά τα τρομερά τέρατα που δε μου αφήνουν λίγη ανάσα.
Που αν δουν λίγη χαρά μέσα μου αρχίζουν να δείχνουν τα δόντια τους να γρυλλίζουν
κι αν κάνω να βγω να δω κι εγώ θεού πρόσωπο ρίχνονται πί-
σω μου
και τότε είναι που πρέπει να γυρίσω
να τα φροντίσω με περισσότερο ζήλο με περισσότερο αίμα να
τα ποτίσω
να μην κλείσω μάτι μέρες και νύχτες ολόκληρες να μένω
κοντά τους
κι ας με κατηγορούν οι άλλοι πως δε νοιάζομαι γι’ άλλα
πράγματα
πως αποστρέφω όπως λένε το πρόσωπό μου απ’ τα κοινά
πως κλείνομαι με μια λέξη στον πύργο μου.

Έζησαν και μια ώρα έστω μέσα σ’ αυτόν τον πύργο;
Άκουσαν κι έναν ακόμα απ’ τους θορύβους του;
Ξέρουν τι θα πει θηρίο ανήμερο
τι θα πει ποίημα: πού θέλει να φάει να πιει και να ζεσταθεί.
Τι θα πει να δίνεις σάρκα και αίμα να δίνεις ψυχή τη ζωή σου
ολόκληρη
κλεισμένος μέσα σ’ αυτά τα ντουβάρια
μακριά απ’ τους άλλους μακριά απ’ τις παρέες και τα γλέντια
μακριά απ’ τις κουβέντες ακόμα που κι αν δεν οδηγούν που-
θενά
είν’ ένα ξέδομα πάντως μια ανάσα τόσο ανθρώπινη
επιτέλους μια έστω και σύντομη παρηγοριά.

.

Ο ΜΟΥΓΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ   (1982)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι.
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.
Στο βάθος δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να μιλώ για το
αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.

Γι’ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.

Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτόν το φοβερό εφιάλτη.
Απ’ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ’ άφησε ούτε λεπτό.

Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ’ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι’ αυτό.

ΕΝΝΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ

Ι

Απ’ τα πικρά τα βάσανα γεννιέται η περηφάνια.

ΙΙ

Πέρα απ’ τα φώτα κι απ’ τα πρόσωπα.
Πέρα απ’ τη δόξα των άλλων και τη σιγουριά
υπάρχει πάντα μια καρδιά που ξαγρυπνάει ασκλάβωτη.

ΙΙΙ

Ματωμένο αγρίμι γυρνώντας στην ερημιά.
Με δαγκωμένο σκούξιμο αλυχτώντας.
Με τρία ποδάρια πηγαίνοντας.
Με τρία ποδάρια κι απ’ αυτά το ένα χτυπημένο
και το άλλο αφημένο στο δόκανο.

Και το αίμα να πέφτει πάνω στο χιόνι, παγώνοντας.

ΙV

(Καλά την έχουν τώρα οι φρόνιμοι στα σπίτια τους.
Καλά τη βγάζουν στα ζεστά τους σπίτια
καλά κοιμούνται σε ζεστή αγκαλιά.

Και τα ντουφέκια πέρα πέφτουν.
Πέρα γαβγίζουν τα σκυλιά, χτενίζουν τ’ αποσπάσματα).

V

Κυκλωμένο αγρίμι παλεύοντας μονάχο του
στα σκοτεινά και στ’ άγρια.

Ξέροντας πως δεν έχει άλλη ελπίδα.
Ξέροντας πως δεν έχει άλλο πια
μήτε γλυκό ζευγάρωμα κάτω από το φεγγάρι
μήτε γιουρούσια, μήτε πανηγυράκια
κάτω από τα δασιά πλατάνια κι απ’ τα έλατα.

VI

Πεθαμένο αγρίμι κομμένο μέσα στη νύχτα.
Με το κορμί του παρατημένο στα όρνια
και το κεφάλι του μπηγμένο στη φούρκα, δοσμένο στο ανάθεμα.

Δοσμένο στο ανάθεμα και στους προσκυνημένους.

VII

Ά, τι πικρή, τι μπάσταρδη εποχή για τους κατατρεγμένους.
Γι’ αυτούς που πέφτει ο δύσκολος καιρός κι ο ανάποδος
χειμώνας
Που σκοτεινιάζουν τα βουνά και κλείνουν τα φαράγγια
και σταματούν τα ρέματα.

Και πουθενά ν’ ανοίξει μια χάντρα ο ήλιος.
Να ρίξει ο κλέφτης τη βελέντζα απάνω στα χαμόκλαδα
να πέσουν και τα κρούσταλλα, να λιώσουν και τα χιόνια.

VIII

Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει
δεν είναι τούτος ο κακός χειμώνας πέρασμα.

Να’ ρθει ξανά μια άνοιξη, να’ ρθει ένα καλοκαίρι.
Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.

Χλωμά τσογλάνια έχουν πιάσει τα στενά.
Πιάσαν τα πόστα, πιάσαν τα περάσματα.

IX

Δε μένει άλλος δρόμος.
Με τα κοντά μαχαίρια τώρα. Στα τυφλά.
Με τα κοντά μαχαίρια να ριχτούμε, να τελειώνουμε.

.

ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (1985)

Ο ΙΣΚΙΟΣ

Και πάλι οι επισκέπτες της νύχτας
Ζώντας πλάι μας, όχι όμως όπως πρώτα.
Όχι με κείνη την ξεγνοιασιά που έπαιζαν
τη ζωή τους παλιότερα.

Ξαφνικά, γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι».
Δεν ξέρω αν ήταν με λόγια που μίλησε
ή τα λόγια του ήταν κρυμμένα πίσω από φευγαλέα νοήματα.
Πάντως, έτσι όπως κοίταζε κάπου αόριστα
γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι.
Δεν είναι μόνο που όλα εδώ κάτω είναι πνιγμένα στο πιο
μαύρο σκοτάδι.
Δεν είναι που όλα είναι τόσο κρύα, όσο η πιο βαθιά λησμονιά.
Είναι που δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε δικαιοσύνη.
Να δούμε εκείνους που επέζησαν
να μοιράζουν σωστά τα δίκαια και τ’ άδικα.

Ανυπεράσπιστους, είπε, μας ρίχνει στο βαθύ φαράγγι του
ο θάνατος.

Τα λόγια μας, σκορπισμένα κι άπιαστα, σαν τον αγέρα.
Και χαμένα τα έργα που επράξαμε
όπως η στάχτη μέσα στη στάχτη.

Και τίποτα δε θα μπορέσει ν’ αλλάξει τη μοίρα μας.

Αυτοί που θα’ ρθουν, θα βαδίσουν πάλι στα ίδια τυφλά μονοπάτια.

Για τα ίδια είδωλα θα μιλήσουν.
Θα κυνηγήσουν τα ίδια οράματα.

Και πάντα, μπροστά πάντα στα μάτια τους θα υπάρχει
το παραμορφωμένο πρόσωπο των ημερών μας.
Απελπισμένο, σαν το ανεξιχνίαστο αίνιγμα.

Και κανένας δεν θα είναι παρών, απ’ των νεκρών το πλήθος, να προτείνει μια λέξη.
Ούτε λησμονημένος, ούτε αθάνατος.

Γιατί αναπολόγητους μας αφήνει στων ζωντανών τις πλάτες, ο θάνατος».

.

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ (1986)

ΜΕΣΑ ΣΕ ΦΥΛΛΑ Σ’ ΕΦΕΡΑ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Μέσα από πράσινα κύματα.

Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα.
Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά.
Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν
γεμίζοντας τις παλάμες μου.

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.

Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου
τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν
μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.

ΔΩΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ

Ι

Δεν έχει λόγια τρυφερά
δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο.

Όταν την κοιτάει τα μάτια του
γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά
όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα.

Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του
χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια.

Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος.
Γράφοντας με το αίμα του
μεγάλα γράμματα
σπαρακτικά.

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Μέσα από πράσινα κύματα.

Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα.
Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά.
Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν
γεμίζοντας τις παλάμες μου.

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.

Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου
τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν
μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.

Τα ερωτικά (Δώδεκα παλαιότερα ερωτικά ποιήματα και δεκαπέντε πρόσφατα τραγούδια
της αγάπης γραμμένα για το ίδιο πρόσωπο)

.

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ (1989)

«ΕΝΘΥΜΙΟΝ» ή Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΡΥΤΙΔΩΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Λυπημένο τραγούδι, κατεβαίνοντας λίγο λίγο.
Και τα πρόσωπα φωτισμένα από πίσω.
Θαμπά μάτια και τα χείλη βουλιάζοντας.

Και τα χέρια αφημένα νωθρά πάνω στα γόνατα.

Κι όλα να χάνονται αργά, αργά κι αναπότρεπτα
μέσα στο άδειο, στο άδειο, στο άδειο απόγευμα.

(Ως πού λοιπόν μπορούν να μας φέρουν;
Σε ποια φωταγωγημένα λιμάνια
μπορούν να οδηγήσουν το σκοτεινιασμένο σκάφος τους τα ποιήματα;)

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ

Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση.
Πέστε μου μόνο τι θα ʼταν η ζωή
δίχως αυτή.

Μιλάω για μένα βέβαια πάντα.
Αν και τι θα ʼταν ο κόσμος ολόκληρος.
Δίχως τʼ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απʼ τʼ όνειρο.
Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή.
Δίχως την αυταπάτη ακόμα
πως πάντα ήμασταν φωτεινοί
πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι
μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη
σε μια δίχως νόημα τέλος
αναμονή.

(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε
τη μακρινή χώρα απʼ όπου πριν απʼ τη γέννηση μας
εξοριστήκαμε;

Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία
αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας
μπορεί να είναι η ποίηση.)

.

ΚΗΠΟΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ (1990)

ΑΝΑΠΟΔΗ ΜΕΡΑ Ή ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΚΥΚΛΩΝΟΥΝ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΜΑΣ

αι δ’ αγέροντο ψυχαί υπέρ
Ερέβευς νεκύων
κατατεθνηώτων
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ 36-37

Ανάποδη μέρα σημαδεμένη από παράξενο όνειρο.
Όταν οι πεθαμένοι περνούν το μαύρο ποτάμι
και εισχωρούν στη ζωή μας μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.

Όχι για να μας συμπαρασταθούν ή για να μας χαρίσουν
μια σύντομη έστω ψευδαίσθηση.
Ούτε για να μας προσφέρουν τη γνώση τους.

Έρχονται μέσα απ’ το θειάφι, κρατώντας τα μαραμένα
φύλλα στα χέρια τους.
Έρχονται και στέκουν αμίλητοι
έξω από την αφύλακτη, τη λησμονημένη πληγή.

Και τότε είναι που μέσα στη νύχτα ξυπνάει το κοράκι.
Το σαρκοφάγο πουλί με τα σάπια κομμάτια στα νύχια του.

Τότε είναι που χιμάει πάνω στα μάτια, κρώζοντας, να
ραμφίσει.
Να τρέξει το αίμα, να πιεί τη φωνή
να μπει βαθιά μέσα στην απόκρυφη μνήμη.

Εκεί που η κάτασπρη όψη του σκοτωμένου
σκοτεινιάζει ζητώντας απεγνωσμένα μια εξήγηση.

Και η ψυχή μας τότε πιασμένη μέσα στο δίχτυ
σπαράζει.

Τρομαγμένη κι ανίσχυρη.

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ (1993)

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ

Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά, περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απ’ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κουστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ έναν φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Απ’ το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.

ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ

Κατακαλόκαιρο, μεσημέρι, σε ασπρόμαυρο όνειρο.

Πέρα από τα περιβόλια και τους Μπαξέδες.
Πέρα από τʼ Αϊγιοργίτικα σπίτια.
Προς τα χωράφια που απλώνονταν ως την Άλλη Μεριά.

Μαζεύοντας –παιδιά– κάτω απʼ τον ήλιο, βατόμουρα.

Κι αντίκρυ, ο αδερφός μου, άσπρος όπως το χιόνι.
Μʼ έναν αιφνίδιο τρόμο κοιτάζοντας.
Βαθιά στο μάκρος του δρόμου•
όπου μέσα από σύννεφο σκόνης
προχωρούσε το κάρο με τα τέσσερα κατάμαυρα άλογα.

Με τον καροτσέρη πάνω αδύνατο, σχεδόν οστεώδη.
Σχεδόν δίχως πρόσωπο.
Με το πρόσωπο λιωμένο
κάτω από την καυτή αντηλιά.

Και ψηλά, πολύ ψηλά τα γεράκια.
Σκίζοντας αργά, σάμπως ακίνητα, τον αέρα.

Κι όλα βουβά πέρα ως πέρα και σάμπως ρευστά και τρεμώδη.
Και σάμπως φανταστικά μέσα στο θάμπος της μέρας κι ασάλευτα.

Μα ούτε λύπη μέσα μου, ούτε φόβος.
Πάρεξ μια ομορφιά μόνο, αβάσταχτη, που μου κεντούσε τα μάτια.
Και μια ευτυχία που σμίγαμε πάλι, παιδιά.

Μακριά, στα χωράφια που απλώνονταν
πριν από την Άλλη Μεριά.

Μαζεύοντας, κάτω από έναν κάτασπρο ήλιο, βατόμουρα.

ΤΟΠΙΟ ΓΥΜΝΟ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ

Σαν να είχα κατέβει σε βαθύ κρύο πηγάδι.
Και σαν να είχα περάσει από κει στη ζοφερή χώρα της νύχτας.
Εκεί που ούτε λουλούδι ανθίζει
ούτε λαλεί ποτέ πουλί.

Παρά μόνο ένας αέρας, φτασμένος κάπου απο τα βάθη, σφυρίζοντας.

Τότε είδα τον λυπημένο πάλι μπροστά μου.

Λέξη δεν είπε, όπως τότε, μόνο πάλι μου έγνεψε.
«Τι θέλεις» του είπα «και γιατί με παιδεύεις.
Και γιατί φανερώνεσαι έτσι πάντα μπροστά μου;»

Δεν μου αποκρίθηκε αμέσως.
Ώσπου βρήκα το κουράγιο και γύρισα.

«Μη φεύγεις» μου είπε τότε, σχεδόν με ικέτεψε.
«Μα μείνε λίγο ακόμα κοντά μου.
Να μου θυμίζεις όλα εκείνα που έζησα.

Για λίγο, μείναμε πετρωμένοι κι αμίλητοι.

«Ώ, να μπορούσα» πρόσθεσε ύστερα.
«να μπορούσα ν’ ανέβαινα μια ψίχα μαζί σου.
Να ξαναντίκριζα το φως του ήλιου.
και τις αμέτρητες χάρες του πάνω κόσμου να ξαναζούσα».

«Έστω ας ήταν μόνο» κατέληξε και με κοίταξε με απόγνωση
«ας ήταν μόνο μέσα από των θνητών τα εφήμερα όνειρα
σαν φευγαλέος άσαρκος άνεμος να περνούσα».

Έτσι είπε, μα εγώ κινούσα να φύγω.
καθώς εκείνος χανόταν λίγο λίγο σε μια κίτρινη πάχνη.

Κι ούτε φωνή πια ακουγόταν
ούτε ίσκιος φαινόταν την ώρα που ανέβαινα.

Παρά μόνο ένας αέρας, ένας πηχτός κρύος αέρας
χτυπώντας με δύναμη πάνω στο φως.

Βγαίνοντας σκοτεινιασμένος
μέσα από το μαύρο πηγάδι του ύπνου
σφυρίζοντας.

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Ή ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ

Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.

Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται

και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει το δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.

.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ (1995)

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ

Μια μέρα θα συναντηθούμε.
Μέσα στην ερημιά ενός άλλου, άγριου, κόσμου
στις παγωμένες νύχτες ενός χειμώνα δίχως τέλος
θα βρούμε πάλι τα μυστικά μονοπάτια.
Θ’ ανακαλύψουμε την ίδια αθώα φράση
για να μπορέσουμε να γνωριστούμε
όπως τότε που αγαπηθήκαμε για πρώτη φορά.

Τίποτα δεν θα θυμίζει εκείνη την ανεπανάληπτη Άνοιξη.
Όλα θα είναι κρύα εκεί κάτω.
Και τα δέντρα θα είναι εντελώς άγνωστα.
τα δέντρα και τα πουλιά
για να τραγουδήσουν μαζί μας το θρίαμβο της Αγάπης.

Όμως εμείς θα είμαστε ευτυχισμένοι που συναντηθήκαμε.
Κι αν υπάρχει κάπου ένα ρόδο, έτοιμο ν’ ανοίξει εκείνη την ώρα
θα ξεδιπλώσει τα πέταλά του και μέσα από έναν κόμπο δροσιά
θα μεταδώσει στον κόσμο το μήνυμα.

Και θ’ αγκαλιαστούμε πάλι
Κι αυτή τη φορά τίποτε δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει.
Γιατί θα έχουμε διασχίσει όλη την πίκρα της απουσίας
θα έχουμε ζήσει τόσο μέσα στο φόβο
ώστε θα είμαστε άτρωτοι.

Θα έχουμε κιόλας γίνει δύο μικρά δίδυμα άστρα
που θα επιμένουν να λάμπουν στο μαύρο στερέωμα.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό
που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.

Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό
πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.
Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.

Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει
περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.

Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.
Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.
Πιστεύει πως όπου να ʼναι θʼ αλλάξει η τύχη του.

Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν
πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του
κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο
εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.

Παρʼ όλα αυτά επιμένει.
Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.

Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει
πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.
Μα είναι αργά.

Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.
Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ

Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τʼ αρχαία φτερά μου.
Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα.

Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο.
Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος
σʼ έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος.

Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο.
Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν.

Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά
περνάει πλάι σʼ έναν ναυαγισμένο και χάνεται.

.

Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ (1999)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΤΗΣ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ

Στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο

Ήρθε στον ύπνο μου ο Αϊ-Γιώργης και μου μίλησε.
Ήρθε κι ήταν αλλιώτικος, ήταν σαν ραγισμένος.
Κι είχε ένα τρύπιο αμπέχωνο.

Έχω ένα χιόνι στην καρδιά, μου είπε με παράπονο.
Κι ένα πικρό τραγούδι.
Που με κρατάει ανύπνωτο, με πάει μακρύτερα απ’ το Θάνατο.
Που γίνεται κοντάρι κι αντρειεύομαι
που χλιμιντράει άσπρος αγέρας κι ανεβαίνω.

Κι εσύ έχεις ζωή κι απλώνεσαι, έχεις όνομα και λάμπεις.
Μιλάς και οι γύρω σου θαμπώνονται
βγαίνεις στους δρόμους και τα δέντρα χαμηλώνουν.
Μα έχεις τον δράκο μέσα σου.
Έχεις τον μαύρο δαίμονα
που δεν χορταίνει μόνο με τις νύχτες σου.
Και πρέπει εγώ να τον σκοτώσω.
Να δώσω ένα τέλος στα προσχήματα.
Να δω το αίμα του να χύνεται πηχτό μέσα απ’ το στήθος σου.
Κι εσένα να λυτρώσω
κι εγώ να βρω τον ύπνο μου.

Εγώ ο Γιώργης ο Άκλαυτος.
Που ήμουν αντάρτης πλάι σου.
Που όταν με πήρε το σκοτάδι
κάποιοι, πριν με ξεχάσουν, μ’ έβγαλαν Αϊ-Γιώργη και ξεμπέρδεψαν.

ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ

Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.

Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.

Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απʼ το χρέος του.

Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.

.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ (2003)

O ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ

Έχω στον κήπο μου ένα παράξενο ζώο.
Κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα, ανάμεσα στα λουλούδια
κυκλοφορεί ένα αγρίμι που ζητάει συνέχεια κι άλλη τροφή
ζητάει να πιει κι άλλο αίμα, να δροσιστεί με άλλα δάκρυα.

Έναν δυνάστη κρύβω στο σπίτι μου.
Μέρα νύχτα γυροφέρνει γρυλίζοντας
κι ούτε λεπτό δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω
να περιποιηθώ τις πληγές μου επιτέλους να κοιμηθώ
να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου.

Με σκοτώνει αυτή η εξάρτηση.
Μάταια προσπαθώ να βρω λύση στο πρόβλημα.
Αν και το χειρότερο είναι πως έχω πια συνηθίσει
κι ούτε ξέρω τι θα’ κανα δίχως αυτό.

Κι όμως, αυτό το καταραμένο θηρίο
αυτό το αχόρταγο πλάσμα που μ’ έχει ρημάξει
έρχονται ώρες που δείχνει σαν να με σκέφτεται.
Σαν να με λυπάται, έρχεται και ξαπλώνει στα πόδια μου.
Κι αρχίζει κάτι σαν κλάμα
κάτι σαν κελάρυσμα ρυακιού αρχίζει να βγαίνει απ’ το
στόμα του.

Και τότε όλος ο κήπος αναθαρρεύει
κι ανοίγει ένα ένα τα φύλλα του.
Και τα λουλούδια βρίσκουν καινούργια χρώματα
κι αρχίζουν ξανά το τραγούδι τους τα πουλιά.

Και όπως εικόνα αχειροποίητη
λάμπει εκτυφλωτικά
τελειωμένο το ποίημα.

ΘΑ ‘ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘μαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ‘μαι χαμένος σ’ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ‘χω κιόλας απ’ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απ’ τα βαθιά σημάδια που θα ‘χουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απ’ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μ’ αυτά, μόνο απ’ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ (2006)

ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ

Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.

Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.

Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος•
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου•
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.

Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.

Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ  Ι

Αναζητώντας
την τέλεια ομορφιά
ένιωσα
(νιώθει κανένας μέσα του)
βαθιά
το ρίγος του θανάτου.
Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα
πριν απ’ το μέγα σκότος
σε ώρα μυστική, αναδύεται
η φοβερή αποκάλυψη.
Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή.
Η Αγάπη ακόμα σκληρότερη.

1.5.06 Γ.Ν.Α. «Γεννηματάς»

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ  ΙΙ

Περνάω τις ώρες μου κεντώντας μαύρους στίχους.
Για να ξεχνιέμαι
αφηγούμαι κόκκινα ταξίδια στα κυκλάμινα
χαρίζω βιολετιά και κίτρινα στολίδια στα παγώνια.
Και στα μικρά ψαράκια αφήνω γαλανά κοχύλια
κι άσπρα βότσαλα.
Για να μην μένουν τα παιδιά δίχως παιχνίδια.
Για να μην χάνεται η μικρή μας η Αγγελική στην άγρια
μοναξιά.
Πυκνή πια, αδιαπέραστη συννεφιά
με τυλίγει που χάνεσαι.
Μια γκρίζα πάχνη πέφτει πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
Κι αφήνω της καρδιάς τα φώτα αναμμένα
μήπως και’ρθει η φωνή σου και δεν βρει το δρόμο της.

Και φύγει το όραμα σου από κοντά μου και χαθεί.
Μέσα στη σκοτεινή σιωπή που πάει να σκεπάσει
τον κόσμο.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματά σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.

ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ

στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.

ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο
τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφο
που αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.

Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα
σου
χωρίς να το νιώσεις.

Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα
μου φτάνει.

Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.

Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι•
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.

Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.

.

ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (2007)

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Αποχαιρετισμός στον Γ. Καραβασίλη

Ένας ένας λοιπόν φεύγουμε.
Σαν να ξυπνάμε από ασυνήθιστο όνειρο.
Σαν, ξαφνικά, να έχουμε βγάλει φτερά.

Μπαίνουμε σε άλλους ουρανούς.
Περνάμε άλλες θάλασσες.

Πάμε να συναντήσουμε τους χτεσινούς μας φίλους.

Μέσα από μαγικά τοπία
προχωρούμε συντροφιά με τ’ αγρίμια του δάσους.
Τρυγάμε τους καρπούς από άγνωστα Παραδείσια δέντρα.
Ανοίγουμε την αγκαλιά σε άλλους, ξεχασμένους ανθρώπους,
μιλάμε με τα πουλιά.

Ζούμε μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου.
Σε πανηγύρια ξέφρενα
μεθάμε με δυνατά ποτά από εξωτικά αποστάγματα.
Καπνίζουμε τσιγάρα σέρτικα με ονειρικά χαρμάνια.
κι απ’ την άλλη
ακούμε τη Μητέρα να μας φωνάζει με το πρώτο μας όνομα.
Γέρνουμε πάνω σε φύλλα, στρωμένα από χλοερά παραμύθια.
Γινόμαστε πάλι παιδιά.

Κι απαλλαγμένοι από το βάρος της χτεσινής ματαιότητας
για πρώτη φορά αισθανόμαστε ελεύθεροι.
Ελεύθεροι από κάθε είδους ιδιοτέλεια.
Από τον προαιώνιο φόβο
αυτό προπάντων: Για πάντα
Ελεύθεροι.

Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

«Μανδραγόρας», τεύχος 37, Οκτώβριος 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως
πώς όλα χάνονται στο βράδυ
κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι
και τα όνειρα μου ένας καπνός.

Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση
φύγαν τα χρόνια μου νερό
μα τίποτα δεν αναιρώ
απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.

Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ
ακούω βιολιά του Παραδείσου
στο Α της άπατης Αβύσσου
ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.

Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω
στέκω στην άκρη του γιαλού
κι έχω να πάω κάπου Αλλού
κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.

Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά
και πριν απ’ τ’ άγια Περασμένα
εκεί που τ’ άστρα είναι σβησμένα
κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά

Κιόλας διακρίνω τον βαρκάρη
βλέπω μπροστά μου το Μετά
και την ψυχή μου να βουτά
σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.

Ταξίδι δίχως γυρισμό
φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου
πνίγοντας το αχ του άγριου νόστου
σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.

Σε στίχους μαύρους και πικρούς
στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι
αφού μέσα στο άδειο μου το κεφάλι
δεν θα’ χω εικόνες και ρυθμούς.

Και τα τραγούδια μου χαμένα
σαν φύλλα σκόρπια και ξερά
μα όλα αυτά τα θλιβερά
θα είναι αδιάφορα για μένα.

Θα’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί
σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι
θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι
μία σιωπή μες στη σιωπή.

Ο Θανάσης Κωσταβάρας έκανε τις τελευταίες διορθώσεις σ’ αυτό το ποίημα λίγες ώρες πριν πεθάνει.

ΠΗΓΗ: https://www.poeticanet.gr/index.php

1 σκέψη για το “ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ”

  1. Απίστευτα τρυφερός και γήινος ο λόγος του Θανάση Κωσταβάρα. Ευχαριστούμε για τη σταχυολόγηση των δημιουργημάτων του. Εφυγε, όπως έγραψε: “Μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, καπνίζοντας ένα κόσμο εγκατάλειψης”.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.