Η Σοφία Περδίκη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών «Βακαλό» και στη Σχολή Καλών Τεχνών «L’ École des Beaux-Arts de Saint-Étienne». Το εικαστικό της έργο έχει παρουσιαστεί σε ατομικές και σε ομαδικές εκθέσεις.
Το 2020 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή «Το Αιώνιο Αίνιγμα» από τις εκδόσεις «Κίχλη». (Το 2021, στη Σοφία Περδίκη απονεμήθηκαν τα βραβεία ποίησης «Jean Moreas» και «Μαρία Πολυδούρη», για την πρώτη της ποιητική συλλογή, η οποία συμμετείχε και στη βραχεία λίστα του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», στην κατηγορία «πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή»), Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, στον συλλογικό τόμο της ομάδας CRAFT (μικρές εκδόσεις, 2015), στις
περιοδικές ανθολογίες πεζού και ποιητικού λόγου diP generation (εκδ. Θράκα, 2016, εκδ. Μανδραγόρας, 2017 και 2020) και στην ανθολογία «Τα ποιήματα του 2020» (εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2021).
Το 2023 κυκλοφόρησε η συλλογή της με 42 χαϊκού Συλλαβίζοντας τον ίμερο με εξώφυλλο το πίνακα της Γυμνό.
.
.
Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2024)
ΕΝΑΝ IOΥNH
Με ξέβρασε η θάλασσα
έναν Ιούνη
του περασμένου αιώνα
σε ακτή πολιορκημένη
από υπερμεγέθη γαϊδουράγκαθα.
Βγήκα μ’ έναν παφλασμό
χωρίς αισθητό πόνο
—η δράκαινα με δάγκωσε
με γερή δόση αναισθησίας—
μόνο μια πληγή είχα για στόμα.
Τη γέμισα με του ιωδίου τα επιθέματα
φύκια λωρίδες μ’ έζωσαν σφιχτά
στα τσίνορα είχα τ’ αλάτια
και την οδύνη για δάκρυα.
Χτυπήθηκα πάνω στης άμμου
τον πιο αιχμηρό κόκκο
πενήντα φορές
μέχρι να μαλακώσω
κι ύστερα έψαξα γι’ απάγκιο να στεγνώσω
ώσπου ν’ αποξηρανθώ κι εγώ.
Μαζί με τ’ αγκάθια
άκουσα του όνου το πρώτο κλάμα
έναν Ιούνη
που άνοιξα τα μάτια
κι είδα την κόκκινη άβυσσο
να γίνεται γαλάζια.
ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΝΟΥΦΑΡΟ
Τριγύριζε κάθε πρωί
στην κυκλική τη λίμνη
πάντα ανυποψίαστη.
Τίποτα δεν της προκαλούσε ταραχή.
Ούτε οι σπίνοι που έστελναν
κινδύνου σήματα με το καλή μέρα
ούτε η γριά κουκουβάγια
που επέμενε στα μαύρα να θρηνεί
κι ας ήταν τόσο φωτεινή
η πρώιμη καλοκαιρινή αυγή.
Δεν πρόσεχε ποτέ
αν των κέδρων οι συστάδες
ενώνονταν εναντίον της επικίνδυνα· εκείνη πέρναγε
ανάμεσα απ’ τους στεγνούς κορμούς ανέμελα.
Κι αν ένας μυτερός καπνός
ανέβαινε συνεχώς για να τρυπήσει τον αέρα
δεν πήγαινε ο νους της
στου μίσους τη φωτιά
που καίει των ανθρώπων τα σωθικά.
Αγνάντευε σχηματισμούς στα σύννεφα
σαν φλέβες ανοιχτές
και συνέχιζε την ατέρμονή της πορεία
δίπλα στη φουσκονεριά.
Όταν επέστρεφε
από την περιφορά στη λίμνη
τις νύχτες που αλυχτούσανε οι σκύλοι
κι έβλεπε δόντια κοφτερά μες στα σκοτάδια
μάδαγε αργά του λευκού της νούφαρου τα πέταλα
που διώχνουνε τον φόβο μακριά.
ΣΕ ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
Η απουσία σου είναι εκείνο το κουρτινάκι
στο παράθυρο μιας Σερίφου
δεν κουβαλάει ούτε γραμμάριο παραπάνω.
Είναι η δροσιά που πότιζε την πέτρα
μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, δίπλα στα γλυκά νερά
δεν αποταμιεύεται σε καμία στέρνα.
Κυκλοφορεί σαν ανάσα
στο ιδρωμένο μέτωπο της νύχτας
δεν έχει χείλη
δεν δίνει λόγο
καλπάζει δίπλα στο κύμα
είναι το άσπρο άλογο που όταν με συναντά
στέκεται ακίνητο
παγωμένη εικόνα από ταινία
εκεί στη βορεινή βραχώδη παραλία.
Όταν έρχεται ο καβαλάρης
από βάριο κι υδράργυρο
με πέτρες γεμάτες τις τσέπες
σκοτεινιάζουν στο βλέμμα του οι ουρανοί.
Η παρουσία σου
γίνεται μολυβένια ακίδα
πάνω σε άγονη γραμμή.
Η ΣΕΙΡΗΝΑ TOΥ ΧΡΟΝΟΥ
Η σύγκρουσή της με τον χρόνο
ήταν μετωπική.
Τον έβλεπε από μακριά
να καταφτάνει
με ιλιγγιώδη ταχύτητα
κι έναν αιμοσταγή κινητήρα
μα δεν άκουσε
τη σειρήνα που τσίριζε
δεν την είδε έγκαιρα να φτύνει τα οξέα
τα χωράφια έγιναν χέρσα
κι εκείνη ούτε που πρόλαβε να τραβήξει
το σήμα κινδύνου
όσο ήταν σε κατάσταση γόνιμη
και ταξίδευε με αμέριμνα τρένα
προσδοκώντας να γίνει ένα
με τα ομιχλώδη τοπία.
Τώρα με ένα σημάδι
στο κέντρο του μετώπου
κι ένα κόκκινο λιβάδι για ποδιά
απλώνει τον δείκτη
στα μελλούμενα.
Σε κάθε επόμενο τόνο
οι ώρες και οι εποχές της
θα είναι επείγουσες.
BLUE
Κάθε πρωί ξεθωριάζει
το μπλε κάποιας ανάμνησης.
Από του κοβαλτίου την άμμο
χαλίκι δεν μένει στη γλώσσα μου
παρά μια λέξη λευκασμένη.
Σφουγγίζω την υγρή ζωή
με το ’να χέρι
και με τ’ άλλο νίβω
τα νοήματα
αφαιρώ από τα πρόσωπα
τα μωβ τους στίγματα
εκείνα τα εναπομείναντα
υπολείμματα από τα λάμδα
όταν προφέρονται βαριά
μέσα στη λησμονιά ή τη νοσταλγία.
Αυτό που απομένει κάθε πρωί
είναι μια μελαγχολική ούλτρα Μαρίνα
σε ένα σκαρί που το έφαγε το κύμα
κι ένας αστερίας θαλασσί
να βυζαίνει το αλάτι.
ΜΗΝ ΞΥΠΝΑΤΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Μην πλησιάζετε τον ποιητή
όταν κοιμάται.
Φωλιάζουν στα μάτια του
τα όνειρά σας
ιδροκοπούν οι πόθοι οι κοινοί
στο κρεβάτι του
στήνονται ιστοί
σκοροφαγώνονται οι γλώσσες
αναμασώνται δαφνόφυλλα πικρά
συνυπάρχετε στην αγκαλιά του
όλα μαζί τα καθαρόαιμα
σε συνουσία μπάσταρδη.
Μην τον ξυπνάτε τον ποιητή.
Μασουλάει την πιο ερεθιστική μνήμη
θα χαθεί
καθώς είναι και η πιο σύντομη.
Του μέλλοντος σας η εξίσωση
υπάρχει μόνο και μόνο για να λυθεί.
Το φως που εισβάλλει —να ξέρετε—
ενοχλεί.
Τραβήξτε το βαρύ παραπέτασμα
όσο ωραίο κι αν είναι
κι αποσυρθείτε ησύχως.
Εκεί που συγκεντρώνεται
η μεγάλη χαρά
στον αίματος τη γωνία
τα ιερά και τα όσια
καταγράφονται λεκέδες
σε στυπόχαρτα από μετάξι.
Μη διαλύετε
του ποιητή τον εφιάλτη.
Μοιάζει νεκρός
μα σας έχει ερωτευτεί.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΕΣΜΕΝΕΣ
Κάθε μέρα σηκώνω
και μια πεσμένη γυναίκα.
Πέφτουνε μ’ ένα θρόισμα τα πρωινά
σαν τα φθινοπωρινά τα φύλλα.
Γέμισαν τα ρημαγμένα πεζοδρόμια
με του φόβου τα σώματα
που με κοιτάζουν
με τα μεγάλα τους μάτια
θολωμένα από δάκρυα
περήφανα κρυμμένα.
Τα λόγια τους δεν βγαίνουν εύκολα
απ’ το ραμμένο στόμα.
Όλες άλαλες κείτονται
με τα γόνατα θρύψαλα
προσπαθώντας τη γύμνια τους να κρύψουνε
την ύστατη στιγμή
τραβώντας της ενοχής τη φούστα.
Τυλίγουν αμήχανα τα μπούτια
με τα λούτρινά τους παλτά
τα στήθια σφίγγουν με δεσμά σφιχτά
ρίχνουν τα μαλλιά
στα σημεία που ακόμα χαίνει η πληγή
«ήταν ατύχημα», ψιθυρίζουν, «δεν υπήρξα προσεκτική».
Τις ανασηκώνω ανάλαφρα με τα γερά μου μπράτσα.
Γυναίκες πεσμένες στα τέσσερα
από μικρά κοριτσάκια.
ΟΙ ΔΕΛΦΙΝΕΣ
Οι Δελφίνες μιλούσαν
με φωνές συριστικές.
Ανοιγόκλειναν τα χείλη
μόνο και μόνο για να σχηματίσουν με τα χνότα
τα σήματα εκείνα
που σημαίνουν αναγνώριση.
Σε μια συνωμοσία
του άλεκτου μπλεγμένες, έστρωναν με προσοχή
τη φούστα της βελούδινης γαλήνης
συγκρατούσαν την τραχιά οργή
μες στα διακριτικά τους δάχτυλα
τυλίγονταν με την κάπα
για να μη φαίνεται ο σφιγμένος αυχένας
έμπηγαν μια καρφίτσα
στα στέρνα τους
που πάλλονταν ρυθμικά
από μιαν άγρια καρδιά
κι είχαν τις χαίτες τους
κρυμμένες στην κουκούλα.
Αν, ο μη γένοιτο, ξέφευγε κάποια τούφα
με τσιμπιδάκι αλαβάστρινο
την στερέωναν πίσω
από το μετωπιαίο τους οστό.
Οι Δελφίνες κοιτούσαν
με βλέμματα κενά.
Ανοιγόκλειναν τα βλέφαρα
μόνο και μόνο για να
εντοπίσουνε την ενοχή η μια στην άλλη.
Έτειναν, τότε, το χέρι
χάιδευαν την κοινή
κυανή τους φλέβα
και μ’ ένα νεύμα συγκαταβατικό
έγερναν τα κεφάλια στον ώμο
αποφασισμένες να χορέψουν
της γενιάς τους τον χορό
με σάλτα στον αέρα
μέχρι να χαθούνε για πάντα
απ’ τον ορίζοντα.
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΑΝ ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ
Στη μνήμη του θείου μου Αλέξανδρου Ίσαρη
Τώρα που έσβησαν
από το πρόσωπό σου
οι γραμμές της ζωής
θυμήθηκα
πώς γύρω απ’ αυτά τα μάτια
κατέγραφαν τις απουσίες
έσκαβαν στο χαμόγελο πλάι
των πικρών φιλιών τ’ αυλάκι
και γύρω απ’ τα μηνίγγια
ένα στεφάνι
με μονοκονδυλιά
που ξεκινούσε νοητά
πώς κοίταζε από των σκέψεων
τον λαβύρινθο να ξεφύγει.
Στο κέντρο των φρυδιών σου
έβλεπα τη λεπτότατη γραμμή
να καταλήγει.
Η άλλη γραμμή
η διακεκομμένη
που φανέρωνε τον δισταγμό
μπροστά στο κάθε τι τ’ ανέφικτο
κρύφτηκε σε τρυφερό λακκάκι
κατρακύλησε με μια σύσπαση
στον λαιμού σου το ηχείο
κι ακολούθησε τον αναστεναγμό
μέχρι το υπογάστριο.
Τώρα που χάθηκαν για πάντα
του βίου σου οι ουλές
στην άσπρη σκόνη που απομένει
σε ιχνογραφώ από τα συμφραζόμενα.
Όπως μου έμαθες.
.
ΣΥΛΛΑΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΜΕΡΟ (2023)
42 ΧΑΪΚΟΥ
2
Τα λευκά κρίνα
σε είδαν ολόγιομη
και προσκύνησαν.
13
Πονηρός Λίβας
γλιστράει, μες στους μηρούς
ως κλέφτης χαδιών.
25
Οι βλεφαρίδες
των κοριτσιών στη σιέστα
χρυσές βεντάλιες.
34
Έχει θεριέψει,
ο αναρριχητικός
Χρυσός μου Πόθος.
39
Το ασημένιο
πέπλο μου θα σκεπάσει
ώμους και λόφους.
Εξωτικό
.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΑΙΝΙΓΜΑ (2020)
Η ΟΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΦΗ
Τις στιγμές που εισβάλλει η όραση στην αφή
βλέπεις το δέρμα ξέχωρα απ’ το σώμα
το κρατάς σαν μωρό
σφιχτά κι απαλά
μικρές τριχούλες ρίγη σταλάζουνε
στους οφθαλμούς
τρυγούν τα δάχτυλα, την εσωτερική τους πλευρά
μην και σκιαχτεί η τρυφερότητα.
Κι ύστερα περνά από μπροστά σου
φευγαλέα η ματιά
μια πλήρωση της αίσθησης βλέπεις
όπως όταν η φλέβα φουσκώνει
το αίμα κυλά
τι τένοντας, τι τέντωμα
να σκάσει πάει η κρούστα
και είναι της πληγής τούτης ενόραση
η δερμάτινη μνήμη.
Η ΕΥΚΑΛΥΠΤΗ
Η Ευκάλυπτη ζούσε στα δάση.
Είχε ξεφύγει
σε ηλικία ανήλικη
από το παρτέρι με τ’ άλλα
καλλωπιστικά φυτά.
Μια μέρα που την πότιζαν οξέα
για δυναμωτικά, ένιωσε
στα πόδια της ν’ ανοίγει το δέρμα
η φλούδα της να σκάει
στα πλευρά
οι γεωπόνοι είκαζαν πώς ήταν
έγκαυμα
δεν πρόσεξαν τα νεογέννητα φτερά.
Μετά, στο πρόσωπό της
παρατηρήθηκε η μετάλλαξη.
Την τύλιξαν με τουλπάνια
εμποτισμένα
να μπολιάσει, είπαν, με πειθαρχία
όμως ή θεραπεία μάταιη.
Οι ρόζοι γίναν μάτια
είδανε πέρα από τα σύρματα
στο στόμα σχηματίστηκε σάρκα
αντιμίλησε στην οικογένεια
αμφισβήτησε όλα τα ποώδη
την ορτανσία, τα καλοκουρεμένα πάρκα.
Έφυγε μια νύχτα πνιγηρή
η κεκαλυμμένη
με μια ομορφιά πρωτόγνωρη.
Στα δάση αλλάζει, όποτε θέλει, τη μορφή.
Η ανάσα της λένε πώς θεραπεύει.
ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
Το γυάλινο σπίτι είχε από καιρό φυσηθεί, είχε ψηθεί σε χιλιάδες
βαθμούς Κελσίου· η αποστείρωση επετεύχθη, κάτι μικροοργανισμοί
εξαφανίσθηκαν και ορθώθηκε σε θέα κοινή. Η άφιξή μας
στην κορυφή του λόφου έγινε αισθητή, τα κλειδιά πετάχτηκαν
στα γκρεμνά, μαζί με την καμπάνα ήχησαν σε συγχορδία αρμονική
– δεν τα είχαμε ανάγκη. Στο σπίτι τούτο εξάλλου, οι νέοι
κάτοικοι θα ήταν αποκαλυπτικοί, ολόκληρη η ζωή τους περίοπτη
Η μοναξιά του κρεβατιού τους η τόσο απόλυτη τώρα θα
ίδρωνε σε οργανικές στιγμές και οι γυάλινοι επισκέπτες με ζώων
χνώτα θα θόλωναν το τζάμι· αράχνη δε θα εισέβαλλε καμία,
γνωρίζοντας πως δε θα ‘βρισκε ταβάνι για να κρεμαστεί.
Ανάμεσα σε δυο πελώρια βράχια, σαν βόλος που παίζαμε
παιδιά, κύλησε η μπίλια · χωρίς θεμέλια, μόνο ένας θόλος μας
αγκαλιάζει, καμιά πλεκτάνη στην κάψουλά μας δεν περνάει,
κρεμάστηκε και η ταμπέλα: ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΣΠΙΤΙ. Το όραμα του
δάσους που μας ακολουθεί ανακλάται πάνω μας σαν αρχαία
προβολή.
Δεν επιδιώκουμε την εξαφάνιση, και η πρόθεσή μας αυτή
είναι, αν μη τι άλλο, έντιμη.
ΚΑΤΙ ΠΑΙΔΙΑ
Ξέρω κάτι παιδιά που παίζουν σε αλάνες
με πυροσβεστικούς κρουνούς.
Λούζονται μ’ εύφλεκτα σαπούνια
χορεύουν γυμνά, αναστενάρηδες
πάνω σε σπασμένα τζάμια
μαζεύονται σε μια γωνιά
κοιτάζονται στα μάτια ώρα πολλή
ώσπου ερωτεύονται μ’ έρωτα οργισμένο
πυρώνουν σταδιακά
πλημμυρίζει η γειτονιά από φως κι εκρήξεις
ανήσυχοι ένοικοι στα μπαλκόνια
-αστραπή θα ‘ταν λένε, κλείσε τα παράθυρα, έρχεται μπόρα.
Κι ύστερα από τα χέρια τους γεννιούνται πουλιά
φλόγες μακριά πετούν
σπέρνουν την κόκκινη σκόνη,
καίνε τα μαύρα νέφη,
καπνός στάζει από ψηλά.
Ξέρω κάτι παιδιά
που εξουδετερώνουν
τους πυροσβεστικούς κρουνούς των δημοσίων χώρων.
Η ΕΣΘΗΤΑ
Το ηλιακό εκκρεμές
δέχεται τις αχτίδες του χρόνου.
Με λεπτότατους δείκτες
προβάλλει σε τοίχο τις στιγμές
πέφτει της μέρας ο μπερντές
από τα δάχτυλα αόρατου παίκτη.
Τότε έρχονται τα παιδιά με τ’ άσπρα μαλλιά
μπουλούκι που έφτασε μέσα στα χιόνια
κυκλωμένο από τις αέναες στοές
ετοιμάζονται οι τροχαλίες
οι από μηχανής σωτήριες
φορούν στη θεά Τύχη
το στέμμα της με τ’ απόρθητα τείχη
πρωταγωνιστεί σε παράσταση στημένη
πριν από χίλια και βάλε χρόνια
άδεια έμεινε η οκτάγωνη κλίνη.
Στέκει τώρα στα σκοτάδια
αποκομμένη από το σώμα
ο κορμός της σ’ εκκρεμότητα
παρασκηνιακά
με τη χρυσή εσθήτα
κρατάει τον κόσμο ανάμεσα
στα δυο της πόδια.
ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ
Περιορίστηκαν οι λέξεις
σε παπούτσια στενά
μυτερά στην άκρη σκαρπίνια
κι άρχισαν να κυνηγούν στις γωνίες
έντρομα ρήματα
αφάνταστες πιέσεις ν’ ασκούν
για ομολογίες
συγχωροχάρτια σε τραπέζια
υπογράφονται καθημερινά.
Ανένδοτα κάποια
υπόκεινται σε βασανισμούς
καταπατούνται οι ενεργητικές φωνές
στην απομόνωση ψιθυρίζουν
κουράγιο, δάκρυ, ή σχοινί
ανοίγουν τρύπες στους τοίχους μικρές
φυσούν τον καπνό τους από κει
ανακουφίζονται τις νύχτες στ’ όνειρο μέσα
υπόσχονται.
Και το πρωί, στην αναφορά
κρύβουν όλα τα παθητικά φιλιά
δείχνουν τα νύχια τους, είναι καθαρά
προχωρούν στα συσσίτια.
Κάτω από τη μπότα του μυαλού που εποπτεύει
πίσω απ’ την πλάτη που απωθεί
σε στενά κελιά στοιβάζονται
σαν απορ-ρήματα
τα μεταβατικά χώρια από τ’ αμετάβατα
καθρεφτάκια κρύβουν στις καταπακτές
γράφουν στον ήλιο το νόημα
κρεμούν τα χέρια έξω απ’ τα σίδερα.
Κι όταν τα δάχτυλα συνθλίβονται
θυμούνται όρκους
μια μέρα όλα να τα πουν
ν’ αντέξουν.
ΕΚΛΕΙΨΗ
Ίσως είμαστε διάττοντες, είπες
κι έσταξε η οροφή φωσφορικά και απλανή
αστράκια από εκείνα που αχτίδες συσσωρεύουν
τα είχαμε κολλημένα γερά
να μη φοβόμαστε τις κρύες νύχτες·
το ταβάνι τώρα μελανό
μας μούσκεψε ασήμια η βροχή
έγιν’ ένα με το κατάστικτό μας δέρμα.
Μικρές αναλαμπές, είπα, είμαστε
κι άστραψε ο γυάλινος θόλος, έλιωσε ο σκελετός
σίδηρος κάλυψε τα σκεύη τα ιερά
-τα έργα πώς να προστατέψεις;-
σήμαναν συναγερμοί, εκκενώθηκε η αγορά.
Πως είμαστε φαινόμενα έκτακτα
να λεχθεί δεν έπρεπε
αρχίζουν, βλέπεις, οι προγνώσεις
βγαίνουν ανακοινωθέντα
ανέτοιμοι οι πληθυσμοί
Αλλάζουν άξαφνα οι ουρανοί
καλύπτονται από σύννεφο πυκνό
τρέμουν οι βέβαιες λιακάδες:
ο ήλιος αυτός δεν μας αρέσει, θα φέρει καιρό
Η νηνεμία αιτούμενο, αλλά
η έκλειψη αστράφτει σαν γυαλί
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Μας καλούν συνέχεια οι Απέναντι
στη βωβή τους ζωή.
Να πάμε
λέει η πρόσκληση
επισήμως γδυμένοι
ένα βράδυ
όταν θα ’χουν σβήσει τα αίματα
και θα ’χουνε λιώσει τα κεριά
ν’ αφήσουμε τις φωνές μας
στην κρεμάστρα
μπαίνοντας στον χώρο υποδοχής
να βγάλουμε τα τακούνια
απ’ τα παπούτσια
και τα δόντια μας με την τανάλια
τα κόκαλά μας να τυλίξουμε
προσεκτικά
να μην κροταλίζουνε στα γέλια
να εκπνέουμε αθόρυβα
αντί να παίρνουμε ανάσα.
Στη σάλα τη μεγάλη
ν’ αφήσουμε τα συναισθήματά μας
στην άκρη
και να στρωθούμε στο τραπέζι
με φόβο μπουκωμένοι.
Μάς εγκαλούν από απέναντι συχνά
να κάνουμε ησυχία.
ΤΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ
Ήρθες ξημερώματα
να μας ζητήσεις τα κοινόχρηστα.
Μα εδώ είναι τα ιδιωτικά δωμάτια
έχουμε σπάσει τα ντουλάπια
τα στρώματά μας έχουν το αιμάτινό μας
μονόγραμμα
στα λουτρά έχουμε κρυμμένα τα μαχαίρια
το μάθημα ανατομίας αρχίζει στις εννιά
τα βιβλία μας πήρανε φωτιά
να ζεσταίνουμε τα χέρια τον χειμώνα
κι οι βρύσες στάζουνε μύρα πολύχρωμα.
Ψάξε και βρες ποιοι είμαστε από το χρώμα
που λιμνάζει στα υπόγεια.
Ήρθες η ώρα τρεις
ν’ αρχίσεις το εξημέρωμα.
Όμως εδώ
έχει φωλιάσει το θηρίο για τα καλά.
Και δεν το διαχειρίζεσαι πιά.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
Τώρα κάθισε
στο συρμάτινο κεντίδι
και ηλεκτροφόρησε
τη φωνή σου
στα σύμπαντα.
Αναρωτήσου:
Αν ήθελες μια ζωή
του θανάτου τον αχό
να περιορίσεις
πού πήγες κι έμπλεξες
στον ιστό της κραυγής
που συνταράζει
κι υστέρα στη σύγκρουση
γιατί προσκολλήθηκες;
Ρυθμός του αίματος
ανάβλυσες
κι έκανες εκείνα τα τρικ
στων δρόμων τη διασταύρωση.
Τα σπασμένα φανάρια
αναβοσβήνανε
τα δύο μάτια
παράταιρα γύριζαν
χαμός γινόταν
και τανάπαλιν διάσωση.
Τί το ‘θελες τότε
ανεμοδούρα εσύ ισχνή
και λικνίστηκες
αναίσχυντα
με τους μηρούς
τα χέρια ανοιγμένα
κι έγινες το αιώνιο αίνιγμα
Θρόιζε για πάντα τώρα
πάνω στα ουράνια
μεταλλικά μοτίβα.
.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Παράξενο το παιχνίδι των συνειρμών.
Μου το’ μαθαν σ’ ένα σπίτι εσπερινό
χτυπημένο από σεισμό
έκτοτε βάλθηκα ν’ ανακαλύπτω
πίσω απ’ τις ρωγμές
την κρυμμένη κρήνη που στάζει
την υγρή ματιά που κοιτάζει
τη σχισμένη ταπετσαρία
κυριευμένη από το ρολό του μαρασμού
να σβήνει τις κηλίδες του χρόνου.
Το κουβαλάω πάντα μαζί μου
το παράξενο αυτό
παιχνίδι των συλλογισμών.
Κρυμμένη σε κασετίνα
η πολύτιμη αλληλουχία.
Τα πιόνια της
στήνω με επιμέλεια
στις άκρες των ερημικών
δρόμων που τραβώ
αφήνω ίχνη για τον χαμένο αδελφό.
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Αραιώνουν οι άνθρωποι
στη μεγάλη πόλη των λέξεων.
Ό,τι συνέθετε τη χάρη αυτού του τοπίου
ό,τι παλλόμενο στα μάρμαρα του πεζού δρόμου
σεργιάνησε, μέχρι που έγινε σκιά
μαύρα κουρέλια βήματα
αποσύρονται βαριά, όπως οι σκέψεις
μετά από περισυλλογή
διαλύονται στην αναπόληση.
Κι ο μέσα αιών της καρδιάς
αργά καλύπτει τα φύλλα
των άρρωστων δέντρων παράγωγα
σε μια λευκή σελίδα.
Με αποφατική εκφορά
λένε «Χαίρετε», ανασηκώνοντας
για λίγο τα καπέλα
ώσπου να πέσει το βέλο στα μάτια
και μετά ερημιά.
Αποσύρονται οι άνθρωποι
όταν περάσει η ώρα, αναίτια, ξαφνικά.
ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΣΤΕΓΝΟ…
Όταν γίνομαι ένα σώμα στεγνό
που αναζητάει το σύννεφο
ψάχνει στις λέξεις να το βρει
σχηματίζοντας μοναχά
έναν κύκλο ελλειπτικό.
Παρακαλά το στόμα
σε γλώσσα τροπική
κολλούν ανάμεσα στα δάκτυλα τ’ άστρα
ένα μεγάλο στον δείκτη, ακτινωτό
που μ’ εμποδίζει να δω τα άλλα
τα πιο μικρά
τα μαλλιά μου μεταμορφώνονται
σε έκκληση
μαυρίζουν οι ουρανοί
ένα κύμα με παραδέρνει, του αίματος κύμα
που χτυπά με φόρα
πάνω στου νου τα στεγανά
και τα ποτίζει ανεξίτηλα
πιτσιλάει τα λευκά χαρτιά
με ακατάληπτα νοήματα.
Τα χέρια κινούνται σε παραφορά
με τον άνεμο παρέα
που φέρνει από τα χάη στάχτη πυκνή
θολώνει την επιφάνεια
μένουνε μόνο κάτι στίγματα που μοιάζουν
μ’ επιφωνήματα.
ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Στις σπηλιές που τις έγδερνε εξωτερικά ο ήλιος
στις εσοχές των χαδιών από χέρια ψημένα
ήρθαν και κάθησαν δύο περιστέρια.
Κρατούσαν στα ράμφη ένα γράμμα κι ένα πετράδι.
Η πέτρα ήταν μαγνήτης, ο φάκελος είχε περιθώρια ωχρά
Τα μάτια μας έλαμψαν αναζητώντας τις λέξεις στο χώρο
Ύστερα ξαπλώσαμε
στης θάλασσας την επιφάνεια, απαλό κι υγρό το σώμα
άρχισε να υπαγορεύει το περιστέρι
έχοντας τους δυο πόλους στο στόμα
λόγια μεταδοτικά
η γλώσσα του έβγαινε κάθε λίγο προκλητικά
γέμιζε τα περιθώρια, τα μάτια γύριζαν προς τον ουρανό
και χάνονταν μαζί με κάθε προσανατολισμό.
Κι όσο γράφονταν οι σελίδες
κι όσο έπεφτε η ένταση του ήλιου
και τα κοχύλια άνοιγαν πετώντας φλόγες
σχηματίστηκε ατμός
έβγαινε από σιφόνι πήλινο ξεχασμένο στα πλαϊνά πρανή
άρχισε η κατολίσθηση.
Εκείνες τις μέρες στις σπηλιές που τις κύκλωνε εμφατικά ο ήλιος
μέσα στα μεταλλικά νερά γράφτηκε η ιστορία.
Πέρασε ανάμεσα από τοιχία
μέσα απ’ τις σπείρες του κοχλία.
Κι αν όλα έγιναν λάσπη αργίλου και το τοπίο μοιάζει αγνώριστο
η διήγηση των επαναλαμβανόμενων ήχων
μας θυμίζει το μακρινό εκείνο τραγούδι
των χειρονομιών.
ΛΕΥΚΕΣ
Για μια στιγμή το φως στάθηκε πάνω στις λεύκες
Τις αναζωπύρωσε
Πέντε κόρες ευθυτενείς
παρουσιάστηκαν έκπαγλες
με χέρια μετέωρα γαλανά
φωσφόριζαν κάτω απ’ τη χλωμή σελήνη
κι εκείνη η λεπτότερη
κινήθηκε θαρρείς
σαν να την έσπρωξε ενθαρρυντικά
η πρεσβυτέρα με τα ροζιασμένα δάκτυλα
Απαλά
Κι ήταν το χάδι μιας ριπής του αγέρα
που λύγισε το δέντρο μπροστά μας
σε στάση προσφοράς
ψιθύρισε η βοή του κάτι
σε γλώσσα απόκοσμη
κατανοητή από το ρίγος
στη βάση του αυχένα
σάλεψε δροσιά στα κουρασμένα βλέφαρα
τα βρήκε σύμφωνα
σε μαύρο φόντο άστραψε η στιγμή
μας έκανε όλους διακριτούς
ακούσαμε θρήνους βουβούς.
Οι άλλες τρεις χόρεψαν στο πάλκο
τους καημούς
Στη σύγχυση των όγκων
είχαν κάτι από το εύπλαστο παρόν
Ας έρχονταν από όνειρο μακρινό
των λευκών
στα δάση του Βορρά
ατέλειωτων νυχτών.
ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
Οι μέρες της οργής οι μικρές
εξελίσσονται σε τρόμο ανύποπτο.
Σκαλώνουν αγκάθι στον λαιμό
λεπτό το λεπτό
το κεφάλι σκυφτό
προσπαθούν να πάρουν αέρα
απ’ όπου βρουν
κρεμιούνται σε τοίχο χαμηλό
εκεί πιέζεται το στέρνο
δέχονται χτυπήματα στον τράχηλο
μιλούν με γλώσσα λυμφατική
κανείς δεν τις ακούει
αφρίζει διάφορα η φωνή.
Κι έχουν στο βλέμμα μια πληγή
σου ψιθυρίζουν οργισμένα ένα: “Αει”.
Ξάφνου φτύνουν το αγκάθι
με σύσπαση νευρική
φυσούν στο άπνοο σώμα αναπνοή βαθιά
στις δύο με τρεις το ξημέρωμα.
ΤΑΡΑΝΔΟΣ
Είμαι το έρμαιο
ενός ονείρου αδηφάγου
που αρχίζει και τελειώνει
μέσα στα σπλάχνα του λευκού ταράνδου.
Αφομοιώνομαι τη μέρα αργά
γίνομαι η ύλη
που στα σκοτάδια τον φωτίζει
και τον καθοδηγεί
σ’ ανήλιαγα δάση
Ένα φωτεινό υπογάστριο
είμαι που ξαφνιάζει
τον φιλήσυχο περιπατητή.
Μπρος στα έκπληκτα μάτια
γίνομαι το λευκό του όραμα
βρίσκομαι την ίδια στιγμή
και στη γη και στον αέρα
ένα αιμοσφαίριο ζωής
για το σάλτο της απόδρασης
που καταλύει τη βαρύτητα
άδει βελάσματα
πιάνεται από τα κέρατα
με άλματα ημερικά
ώσπου απομένει
μόνο η τροχιά του
στους ουρανούς να διαγράφεται αχνά.
Είμαι η κρύα φλόγα
που βγήκε αχός βραχνός της ηδονής
από του ζώου το στόμα
σαν καταλάγιασε η ορμή και τέλειωσε
το θηρευτικό παιχνίδι.
Σβήνω μόλις σουρουπώσει
για να ξανάψω μιαν άλλη κοιλιά
στα επόμενα όνειρα.
ΠΑΡΟΙΚΩ
Παροικώ στου δρόμου το πιο στενό σημείο
Καμιά ενόχληση εκεί
Πάρεξ μια σταλαγματιά στο τάσι
μικρή χρυσή περιουσία
τον κόσμο μου αποκαλύπτει
γίνεται αντιληπτό το κάτοπτρο.
Δείχνει τον πλούτο που κουβαλήθηκε
Εδώ στου δρόμου το σημείο το πιο στενό
έγινα ένα με το τοιχίο
η όψη μου μοιάζει να επιμηκύνεται
μια μορφή προπατορική
γλυκά λαλεί, του αμανέ η φωνή
που εντός μου κατοικεί.
Οσμίζομαι τη βροχή σε τούτη εδώ την εσοχή
Περιπλανώμενη ύπαρξη
χτίζομαι με πλίνθους
ξανά απ’ την αρχή.
ΕΙΛΩΤΕΣ
Απλώνονται στα παγκάκια της παρακείμενης μέρας.
Είλωτες στη δούλεψη της αδράνειας
της πιο σκληρής αφέντρας
κάθιδροι θα ΄λεγε κανείς
κι όμως αυτές είναι οι συνέπειες της λιγοστής βροχής
πάνω στα μέτωπα τα ζαρωμένα
κοιτούν τα σύννεφα αποχαυνωμένα
απολειφάδια ενός ουρανού
που μέχρι το γιόμα
θα έχει πάρει του σάπιου μήλου το χρώμα.
Για την αλλαγή του κλίματος μονολογούν
κι η γόπα καίει τα χείλη
έγιναν σαρκώδη βούκινα της συμφοράς
Έξω απ της συνοικίας τα τείχη
Έξω απ τα όρια της ντροπής
και δεν ξεσηκώνεται ουδείς
καθώς κλειστά τα τελωνεία
με φράγματα σιωπής.
Ολόγυρα
μόνο του πατημένου τριφυλλιού η αποφορά
των ζωτικών υγρών
νυχιά σκίζει το φρέσκο χώμα
ορίζοντας κύκλο νοητά
γύρω από τούτα τ΄ ανέστια όντα
σημάδι του χρόνου που περνά
αφήνοντας στη σήψη ενέχυρα.
ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ
Τα ανθρώπινα κατάλοιπα
περιφέρονται τις νύχτες με φεγγάρι.
Παριστάνουν άλλοτε τον μάρτυρα
με την πληγή ανοιχτή
γυρεύουν κοάζοντας στις λασποπόλεις
χάδι από χέρι απαλό
όπως σ’ εκείνο το πορτρέτο που θυμούνται
όταν αναστρέφονται τα μάτια
πάνω κρεμασμένο από το μεγάλο κρεβάτι
τους το θυμίζει το σαράκι, τσιρίζει
τη σιωπή σχίζει στα δύο εκστατικά
λίγο πριν χαμηλώσουν τ’ ανακουφισμένα βλέφαρα.
Άλλοτε πάλι
στων προσώπων τους βλέπεις το αντιφέγγισμα
λάμψης αστρικής, μη γελαστείς
από τα κοίλα χείλια
είναι υπάρξεις ημισεληνοειδείς.
Μέσα στους βραχώδεις κήπους
τραγουδάει η σπασμένη σιαγών αγωνίας αλαλαγμούς
το τραγούδι τους τις νύχτες ακούς.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ SPEAKNEWS
Το 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη σας ποιητική συλλογή «Το αιώνιο αίνιγμα» από τις εκδόσεις Κίχλη. Ποια θέματα αγγίζει η ποιητική σας γραφή;
Πρόκειται για μια ποιητική ενότητα που αρθρώνεται πάνω στον ερωτικό και υπαρξιακό άξονα της ανθρώπινης κατάστασης στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου όλες οι προσδοκίες για ευδαιμονία, νομοτελειακά οδηγούνται στην αναπότρεπτη φθορά και τη δυστυχία (ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, όπως έλεγε ο Φρόυντ).
Ο έρωτας, όπως και η ποίηση αποτελούν τις μοναδικές αντιστάσεις μας απέναντι στην καταστροφική δύναμη του πολιτισμού και στην αυτοκαταστροφική παρόρμησή μας προς τη συντριβή.
Προσπάθησα να αποτυπώσω και να εξιχνιάσω όλα αυτά τα στοιχεία της έκστασης, του πάθους, της σιωπής, της σύγκρουσης, της κάθαρσης, αλλά και και του προσδιορισμού του χώρου και του χρόνου της μνήμης.
Η μνήμη επηρεάζει τη γραφή σας ταξιδεύοντας σας στο χρόνο και σε γεγονότα που σας σημάδεψαν;
Η μνήμη είναι το βασικό υλικό, η μαγιά θα έλεγα κάθε δημιουργικής διαδικασίας. Η ίδια η γλώσσα ήταν αυτή που με έκανε να σκάψω βαθιά στην προσωπική μου αλήθεια και στην ανθρώπινη εμπειρία της σύγχρονης πραγματικότητας, που περιορίζει και συνθλίβει κάθε μας κίνηση προς την ελευθερία, επιδιώκοντας παράλληλα, μέσω της γραφής, την υπέρβαση αυτής της ίδιας της πραγματικότητας και την εύρεση μιας απάντησης για την επούλωση του αιώνιου τραύματος. Το αίνιγμα παραμένει άλυτο.
Σε κάποια ποιήματα αναφέρεστε στη γυναίκα. Στο ποίημα Τα μωβ θηλυκά λέτε: «Είμαστε περιορισμένες/ σε κελύφη από δέρμα πορώδες σκληρυμένο στη βροχή και τ’ αλάτι» και στο Όπως μας θέλουνε λέτε: «Μας θέλουνε να είμαστε πάντα/απαλές και λευκότατες.» Ποια η θέση της γυναίκας σήμερα στην Ελληνική κοινωνία;
Η αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας νομίζω ότι διατρέχει πολλά ποιήματά μου. Στα δύο συγκεκριμένα ποιήματα που αναφέρεστε, υπάρχει μια πιο εμφατική αποτύπωση της στερεότυπης εικόνας των γυναικών με την οποία εκπαιδεύονται από την παιδική τους ηλικία και απαιτείται καθόλη τη διάρκεια του βίου τους. Η «απαλή», η «λευκότατη, η «ολοστρόγγυλη» γυναίκα, η παθητική ως προς τις διεκδικήσεις, η στοργική ως προς τις αποκρίσεις, η υπάκουη σε κοινωνικές προσταγές και σε ρόλους που προδιαγεγραμμένα θα πρέπει να υποδυθεί, αν θέλει να επιβιώσει. Όταν δεν είμαστε «όπως μας θέλουνε», συκοφαντούμαστε, τιμωρούμαστε, απολυόμαστε, δολοφονούμαστε. Όσο κι αν νομίζουμε ότι έχουν ξεπεραστεί, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, αυτά τα στερεότυπα, οι βιασμοί και οι γυναικοκτονίες που μας συγκλονίζουν, είναι η κορυφή του παγόβουνου του γυναικείου ζητήματος. Πολλά έχουν κερδηθεί στο πεδίο των αγώνων, αλλά η γυναίκα στη σημερινή εποχή βρίσκεται και πρέπει να βρίσκεται στο δρόμο της διεκδίκησης των δικαιωμάτων της.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου σας υπάρχει ένα δικό σας έργο ζωγραφικής. Και βέβαια συμμετέχετε σε εκθέσεις ζωγραφικής με αξιόλογα έργα. Πείτε μας λίγα λόγια για το ζωγραφικό σας έργο και πώς συνδυάζετε ζωγραφική και λογοτεχνία στη καθημερινότητα σας;
Η επιλογή ενός δικού μου πίνακα για το εξώφυλλο της συλλογής το «Αιώνιο Αίνιγμα», καταδεικνύει τις δύο ιδιότητές μου, της ποιήτριας και της ζωγράφου, κάτι που δεν είναι και τόσο συνηθισμένο. Για εμένα πρόκειται για εκφράσεις, απλώς με διαφορετικό κώδικα επικοινωνίας, του ίδιου φαινομένου -της ίδιας ανάγκης-, οπότε και γίνεται με φυσικό τρόπο ο συνδυασμός τους στην καθημερινότητά μου. Για παράδειγμα, η θεματολογία είναι κοινή. Και στη ζωγραφική μου η γυναικεία μορφή είναι δεσπόζουσα. Γυμνή, εκτεθειμένη στη φύση της και στη φύση των πραγμάτων, μέσα σε ονειρικά τοπία, μόνη ή σε γυναικεία συμπλέγματα, παρέα με ζώα, φυτά, σε θάλασσες ή σε βουνά, αλλά και περιπλανώμενη σε αστικά τοπία. Εγκλεισμένη σε δωμάτια διαμερισμάτων με πόρτες κλειδωμένες, παρέα με σκιές, δίπλα σε σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά, αλλά και σε παράθυρα που οδηγούν παντού.
Το οικογενειακό περιβάλλον σας επηρέασε στο να στραφείτε στη ποίηση και τη ζωγραφική;
Το οικογενειακό περιβάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια μου. Προέρχομαι από οικογένεια καλλιτεχνών και φιλότεχνων. Έτσι, έδωσαν σημασία σε ποιητικές εκφράσεις μου, ακόμα κι από την ηλικία των τριών ετών, κάτι που τους οδήγησε στην ηχογράφησή τους κι εν συνεχεία στη δημοσίευση «ποιημάτων» μου στο λογοτεχνικό περιοδικό Τραμ, το 1978. Στην πορεία, μέχρι την ενηλικίωσή μου, είχα την τύχη να μου δοθούν όλα τα κατάλληλα ερεθίσματα και ενθαρρύνθηκα στην ενασχόλησή μου με την τέχνη γενικότερα και με τη ζωγραφική ειδικότερα, την οποία και τελικά σπούδασα. Θεωρώ ότι όλα τα παιδιά έχουν ταλέντα και εκφράζονται καλλιτεχνικά, αλλά είναι σημαντικός ο ρόλος αρχικά της οικογένειας και του εκπαιδευτικού συστήματος στη συνέχεια, για τον εντοπισμό και για την καλλιέργειά τους.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 έφυγε από τη ζωή ένας ξεχωριστός λογοτέχνης και ζωγράφος, ο Αλέξανδρος Ίσαρης, αγαπημένος σας θείος και αδελφός της μητέρας σας. Λίγα λόγια για τον άνθρωπο Ίσαρη και το έργο του.
Είναι νωπή ακόμα η απώλεια του θείου μου και είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω γι’ αυτόν και για τον πασίδηλο ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς και των επιλογών μου. Προσπαθώντας να μειώσω τη συναισθηματική φόρτιση, μπορώ να πω ότι έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 81 ετών, πριν από λίγες μέρες, ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο μεταφραστής, ο φωτογράφος, ο γραφίστας. Ένας σπουδαίος, πολυδιάστατος καλλιτέχνης, που αφιέρωσε τη ζωή του στην Τέχνη, παθιάστηκε μαζί της και δημιούργησε ακατάπαυστα, μέχρι την τελευταία του πνοή. Το σημαντικό του έργο θα μας συντροφεύει όλους όσους γίναμε, αλλά και όσους θα γίνουν στο μέλλον κοινωνοί του.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΣΥΛΛΑΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΜΕΡΟ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 16/1/2024
Τα ερωτικά χαϊκού της Σοφίας Περδίκη
Γι’ αυτό το υγρό
παλλόμενο σώμα σου
η άμμος διψά.[i]
Η ιαπωνική ποιητική φόρμα των χαϊκού αποτελεί την πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Εξωτερικά υπακούει στην τεχνική σύμβαση των δεκαεφτά συλλαβών, κατανεμημένων σε τρεις στίχους από πέντε, επτά και πέντε συλλαβές αντίστοιχα. Στο περιεχόμενο συνδέεται κυρίως με τον κόσμο της φύσης, αλλά και με τις αυθόρμητες εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής ή τη νομοτέλεια του ανθρώπινου βίου. Στις ημέρες μας η θεματική έχει επεκταθεί στον πάσχοντα άνθρωπο, ενώ η επεξεργασία είναι πιο ελεύθερη στην έκφραση του Δυτικού κόσμου. Την ποιητική των χαϊκού διακρίνει το περιπαικτικό πνεύμα, η ανάγκη για άκρα συντομία και αποφθεγματικότητα. Δεν είναι γραφή αυθόρμητη, απαιτεί άσκηση των δυνατοτήτων του λόγου, όπως και «ένα έσωθεν εκπορευόμενο μήνυμα με την αυθεντικότητα ενός φιλοσοφικού στοχασμού».[ii]
Η Σοφία Περδίκη, στη συλλογή της Συλλαβίζοντας τον ίμερο (εκδόσεις Γερμανός, 2023), καταπιάνεται με την ποιητική φόρμα των χαϊκού και μας χαρίζει σαράντα δύο υπέροχες συνθέσεις με τα γνωρίσματα του είδους. Ακολουθώντας το τρίστιχο των πέντε-επτά-πέντε συλλαβών, επικεντρώνεται θεματικά στον ίμερο. Ο Ίμερος είναι η προσωποποίηση του πόθου στην ελληνική μυθολογία. Ο Ησίοδος τον αναφέρει ως αδελφό του Έρωτα και του Αντέρωτα στη «Θεογονία» του, γιο της Αφροδίτης και του Άρη, συνδεδεμένο με τις Χάριτες και τις Μούσες. Η λέξη από το ρήμα ἱμείρω, που σημαίνει επιθυμώ σφοδρά, ποθώ, με κατακλύζει ως σκέψη.
Σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο τα χαϊκού της Σοφίας Περδίκη, δίνουν την αίσθηση της εξομολόγησης ή ενός διαλόγου με το ερώμενο πρόσωπο. Στο θεματικό περιεχόμενο αποτυπώνεται άμεσα ή έμμεσα η αντίληψη του έρωτα, το ίδιο και στην εικονοπλασία ή στους συμβολικούς κώδικες. Μοτίβο ευδαιμονίας ο έρωτας, συνδέεται με τη χαρά της ζωής και την πληρότητα της ύπαρξης. Συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με τον εαυτό και με τα ζωικά του ένστικτα, γράφει ο καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος στο δοκίμιό του Ο έρωτας στο δημοτικό τραγούδι, «εξασφαλίζει την εναρμόνιση και την ισορροπία του Εγώ με τη φύση και το σύμπαν». Ροπή διονυσιακή, «ανατρέπει την αρμονία και τροφοδοτεί με εκρηκτικά πάθη. Παρωθεί στην αυθυπέρβαση και την αυτοκατάλυση του Εγώ, στην καθολική του αφομοίωση μέσα στο ερώμενο αντικείμενο».[iii]
Το στενά συνδεδεμένο με την αρμονία της φύσης και την εσωτερική αρμονία του ανθρώπου βίωμα του έρωτα επιβεβαιώνει η Σοφία Περδίκη στα χαϊκού της. Την ένταση και τον συγκλονισμό από το καταλυτικό βίωμα· την τάση του ερωτευμένου να υπαχθεί ολοκληρωτικά στο αντικείμενο του πόθου του, να συγχωνευτεί με αυτό· τη χαρά και την πληρότητα που επιφέρει. Τρυφεροί και παιγνιώδεις οι στίχοι της, αισθαντικοί και με σωματικότητα, με παρομοιώσεις, μεταφορές, παραστατικές εικόνες. Λέξεις όπως φωτιά, λίβας, χάδι, αγκάλη, φιλί, αναστεναγμός, γλώσσα που υποδηλώνει τις ερωτογενείς ζώνες ή ό, τι μας έλκει στην ερωτική εμπειρία, κορμί, βόστρυχοι μηροί, λοβός, μαλλιά, δέρμα, πλάτη, αφαλός, γυμνότητα, ρήματα δυναμικά ή τρυφερά, όπως θεριέψει, φεγγοβολάει, συλλαβίζει, σπιθίζει.
Έχει θεριέψει
ο αναρριχητικός
Χρυσός μου Πόθος,
γράφει στο 34ο ποίημά της, συνδέοντας συνειρμικά τον έρωτα με τη φύση.
Όμως και η ποιητική τέχνη ένα βίωμα ερωτικό μήπως δεν είναι, ηδονή η εμπειρία της; Τον ίμερο της ποίησης τραγουδά επίσης η Σοφία Περδίκη στη συλλογή της Συλλαβίζοντας τον ίμερο.
Ηδονίζονται
με λέξεις οι ποιητές.
Σαν αιμομίκτες,
γράφει στο 32ο ποίημά της, συνδέοντας την ηδονή του έρωτα με την ηδονή του γραψίματος. Τους ποιητές, που από τις λέξεις ο ένας του άλλου αντλούν ευχαρίστηση, τους ονομάζει αιμομίκτες.
Η εικαστική αναπαράσταση των σκέψεων είναι διακριτή στη ποίηση της Περδίκη, όπως φάνηκε από την πρώτη της συλλογή Το αιώνιο αίνιγμα.[iv] Η δημιουργική φαντασία σε συνάρτηση με τον κόσμο των εμπειριών και των ιδεών ανάγεται και πάλι σε μια πραγματικότητα οπτική. Απόρροια της έτερης ενασχόλησής της με την τέχνη της ζωγραφικής η εικαστική αναπαράσταση, έκδηλη στην αποτύπωση των γλωσσικών μηνυμάτων, ανήκει στο κόσμο της καλλιτεχνίας της.
Οι βλεφαρίδες
των κοριτσιών στη σιέστα
χρυσές βεντάλιες. (25, σελ. 29)
Με τη συλλογή της Συλλαβίζοντας τον ίμερο η Σοφία Περδίκη συνεχίζει την παράδοση των χαϊκού στην Ελλάδα. Η θεματική του έρωτα και του πόθου που επιλέγει, τη συνδέει με μία από τις αρχαιότερες κατηγορίες ποίησης, που φθάνει ως την αρχαϊκή εποχή. Η ακαριαία σχεδόν αποφθεγματική διατύπωση, η εξομολογητική ή συνομιλιακή εκδίπλωση, η λυρική έκφραση, αποτυπώνουν παραστατικά μια από τις πιο δυναμικές κατηγορίες ποίησης από το παρελθόν έως σήμερα.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 10/2/2024
Η ιαματική χάρη της Ευκάλυπτης
Η ΕΥΚΑΛΥΠΤΗ
Η Ευκάλυπτη ζούσε στα δάση.
Είχε ξεφύγει
σε ηλικία ανήλικη
από το παρτέρι με τ’ άλλα
καλλωπιστικά φυτά.
Μια μέρα που την πότιζαν οξέα
για δυναμωτικά, ένιωσε
στα πόδια της ν’ ανοίγει το δέρμα
η φλούδα της να σκάει
στα πλευρά
οι γεωπόνοι είκαζαν πώς ήταν
έγκαυμα
δεν πρόσεξαν τα νεογέννητα φτερά.
Μετά, στο πρόσωπό της
παρατηρήθηκε η μετάλλαξη.
Την τύλιξαν με τουλπάνια
εμποτισμένα
να μπολιάσει, είπαν, με πειθαρχία
όμως ή θεραπεία μάταιη.
Οι ρόζοι γίναν μάτια
είδανε πέρα από τα σύρματα
στο στόμα σχηματίστηκε σάρκα
αντιμίλησε στην οικογένεια
αμφισβήτησε όλα τα ποώδη
την ορτανσία, τα καλοκουρεμένα πάρκα.
Έφυγε μια νύχτα πνιγηρή
η κεκαλυμμένη
με μια ομορφιά πρωτόγνωρη.
Στα δάση αλλάζει, όποτε θέλει, τη μορφή.
Η ανάσα της λένε πώς θεραπεύει.
Η Ευκάλυπτη, είναι η μορφή που πρωταγωνιστεί στο ποίημα της Σοφίας Περδίκη, το οποίο βρίσκεται στην πρώτη ποιητική της συλλογή Το Αιώνιο Αίνιγμα, που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Κίχλη. Η γυναικεία μορφή, προικισμένη με τη δύναμη της δημιουργίας, μια δύναμη που ενθαρρύνει και ενισχύει την αμφισβήτηση των καθιερωμένων στάσεων και συμπεριφορών και οδηγεί σε μια προσωπική περιπετειώδη αναζήτηση, μια γυναικεία μορφή με το χάρισμα της παραμυθίας και της θεραπείας.
Η μορφή αυτή σταδιακά ανακαλύπτει και αποδέχεται τα χαρακτηριστικά της και τα χαρίσματά της, αντιστέκεται στην επιβαλλόμενη συμμόρφωση, αρνείται την ασφάλεια της ομοιομορφίας και ασκεί την τέχνη της θεραπείας. Ας υποθέσουμε ότι η Ευκάλυπτη είναι μια μεταφορά της τέχνης, μια δημιουργός- δέντρο, αψηφά τους δύσκολους καιρούς και ασκεί διακριτικά το φυσικό προορισμό της: σιγανά, ταπεινά και αθόρυβα να θεραπεύει, έστω για μια στιγμή, την ασχήμια και την ανισορροπία του κόσμου. Βλέπουμε γυναικείες μορφές σε αγαστή σύμπνοια με τη φύση, ονειρικά τοπία, με το φως της σελήνης ή του ήλιου να φωτίζει ένα εσωτερικό σύμπαν, όπου όλα τα στοιχεία του εναρμονίζονται και δημιουργούν την ατμόσφαιρα μιας φαντασιακής ιστορίας. Βλέπουμε πορτρέτα γυναικών, πορτρέτα επιθυμιών, διαθέσεων και βιωμάτων, που ξεπηδούν από της μνήμης το λαβύρινθο και λειτουργούν ως αντικατοπτρισμοί εικόνων από χαμένα παραμύθια, ως είδωλα αλλοτινών ηλικιών, που αίφνης δραπετεύουν από τα κρησφύγετα της λήθης. Η γυναίκα πρωταγωνιστεί άλλωστε τόσο στο εικαστικό όσο και στο λογοτεχνικό σύμπαν της Περδίκη. Το γυναικείο σώμα, ως σύμβολο ομορφιάς, γονιμότητας, ως φυσική δύναμη που μάχεται για τη συνέχιση της ζωής, γίνεται ένας καμβάς μέσα στον καμβά, όπου πάνω του χαράζονται ποικίλα συναισθήματα και αποχρώσεις συναισθημάτων με μια επιλεγμένη γκάμα χρωμάτων.
Το 2020 η ποιήτρια νικά τους δισταγμούς της και υπογράφει εκδοτικά την πρώτη ποιητική συλλογή. Το Αιώνιο Αίνιγμα. Η συλλογή αυτή δεν πέρασε διόλου απαρατήρητη. Τουναντίον πήρε τα βραβεία Πολυδούρη και Ζαν Μορεάς και συμμετείχε και στη βραχεία λίστα του περιοδικού Ο Αναγνώστης στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή. Κριτικά σημειώματα γράφτηκαν από ποιητές και κριτικούς για το βιβλίο αυτό, το οποίο μας σύστησε μια ώριμη ποιητική φωνή, την Σοφία Περδίκη, μια δημιουργό με το χάρισμα να βαδίζει με βήμα σταθερό σε δύο εξίσου απαιτητικές τέχνες και να ξεχωρίζει με τη διακριτή φωνή και το ύφος της και στις δύο. Οι δύο τέχνες αναπόφευκτα συνομιλούν και η συνομιλία αυτή είναι ευδιάκριτη στην ποίησή της θεματολογικά και τεχνικά. Η μία τέχνη τροφοδοτεί την άλλη και η γλώσσα των χρωμάτων, της φαντασίας και των σχημάτων απελευθερώνει ασυνείδητα δημιουργικές δυνάμεις και στο πεδίο του λόγου, λέξεις και στίχους που ολισθαίνουν από την παντοδύναμη εποπτεία του νου κι επομένως ανοίγουν διόδους για μια διαφορετική ιαματική θέαση της πραγματικότητας. Η γραφή της Σοφίας είναι απαιτητική, μεταφέρει τις εντυπώσεις, τα ερωτήματα για το αιώνιο αίνιγμα της ύπαρξης, μέσα σε ένα κόσμο που, ενώ από τη μια ορίζει την ευδαιμονία του καταναλωτικά και τεχνολογικά, την ίδια στιγμή παραδίδεται αυτοκαταστροφικά στη φθορά και τη διάλυσή του, ένα αίνιγμα που αντιστέκεται στις έτοιμες ισοπεδωτικές λύσεις, ακολουθεί το φυσικό κύκλο των εποχών από το έαρ μέχρι τον χειμώνα, παραμένοντας κάθε φορά αναπάντητο.
Ο νους και οι αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση προσλαμβάνουν τις ποικίλες εκφάνσεις και διαθέσεις της καθημερινότητας και η γλώσσα της ποίησης τις ανασυνθέτει δημιουργικά, αναζητώντας τις κρυμμένες δυνάμεις και δυνατότητες του έλλογου όντος να κατανοήσει το ρόλο του στο μυστηριώδες έργο της ύπαρξης. Η ποιήτρια δημιουργεί, συνδυάζοντας την οπτική του άγνωστου ατομικού εαυτού με εκείνη του κοινωνικού και πολιτικού εαυτού, ποθώντας να κρατήσει ζωντανά κάποια θραύσματα ελπίδας, καθώς απειλητικά φαινόμενα και γεγονότα μας περιβάλλουν, έχοντας επίγνωση πόσο Δύσκολο τοκετό θα έχει το θαύμα.
Μία συνείδηση σε εγρήγορση παρατηρεί του ψυχισμού τις ενορμήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αναταράξεις, τις ανασύρει, καθαρίζοντας τις περιττές ερμηνευτικές προσμείξεις, αφήνοντας το βίωμα σε όλη του την ένταση αδιαμεσολάβητα να φανεί και να μιλήσει. Μικρές αφηγήσεις γεγονότων ανακαλούνται μέσω της μνήμης, αλλά όταν φτάνουν στο χαρτί έχουν αποπροσωποποιηθεί, δεν εκτίθενται εν θερμώ, φιλτράρονται μέσω της γραφής τα πραγματολογικά στοιχεία και μένει μόνο το απόσταγμα της εμπειρίας. Το ποιητικό υποκείμενο δεν αποσιωπά τις δυνάμεις καταστροφής ούτε τα ρήγματα που αυτές έχουν προκαλέσει στο συνειδησιακό πεδίο, καθώς επιλεγμένα ίχνη του αποτυπώνονται στο λευκό χαρτί. Ο έρωτας, η ερωτική πράξη διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στα κείμενα της συλλογής ως η ποθητή επανάσταση, ως η επώδυνη μαθητεία στο φαινόμενο της ζωής κι ας εμπεριέχει εν τη γενέσει του την αναπότρεπτη φθορά και την απώλεια. Ο υπαρξιακός χαρακτήρας της πρώτης αυτής συλλογής ενισχύεται και από την παρουσία ποιημάτων, όπου παρακολουθούμε την περιπετειώδη πορεία προς τη συνειδητοποίηση της δημιουργικής δύναμης που κρύβεται μέσα σε κάθε θηλυκή αρχή, τη διάθεσή της να επιτύχει την εσωτερική μεταμόρφωση, με πρώτο οδηγό τη φαντασία και το όνειρο. Χωρίς να καταφεύγει σε συνθηματολογικές και καταγγελτικές διατυπώσεις η ποιήτρια επισημαίνει μέσα από μια γραφή σωματική και ερωτική τον χρόνιο εγκλεισμό και αυτοεγκλωβισμό της θηλυκότητας μέσα στους περιορισμούς και τις προκαταλήψεις των κοινωνικών ρόλων, μέσα στη νοσηρή σύνδεση του έρωτα και της αγάπης με την κτητικότητα, την υποταγή και την άσκηση ελέγχου και εξουσίας. Ο λόγος της πλούσιος αλλά λιτός, αποφεύγει την εκζήτηση και τον εντυπωσιασμό, αξιοποιεί εύστοχα τις ηχητικές και μουσικές δυνατότητες της γλώσσας.
Μια δεύτερη νεόκοπη συλλογή με 42 χαϊκού Συλλαβίζοντας τον Ίμερο, 2023 από τις εκδόσεις Γερμανός έρχεται να ενισχύσει την αρχική διαπίστωση για την μεστή και ώριμη ποιητική γραφή της Περδίκη. Σ΄ αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή μεταβαίνουμε σε μινιατούρες γραφής, σε μικρά θραύσματα λόγου με αυτοτέλεια, ακεραιότητα και δύναμη. Τα χαϊκού της Σοφίας έρχονται να αναδείξουν αισθήσεις και αισθήματα, έρχονται να μας ψιθυρίσουν αργά, καθαρά, να μας συλλαβίσουν τρυφερά τη μαγεία του ίμερου, την ιερότητα του ερωτικού πόθου μέσα από τη θεραπευτική δύναμη και ενέργεια της ποίησης, που καθαρίζει τη σκέψη μας από τα πλήγματα της ευτέλειας, της ασχήμιας και της εκμετάλλευσης με την οποία αντιμετωπίζεται στον σύγχρονο κόσμο ο έρωτας και ο πόθος. Μέσα σ’ αυτά τα εξ ορισμού πειθαρχημένα τρίστιχα κυκλοφορούν εικόνες, με έντονα χρώματα, κίνηση, δράση και ενέργεια, καθώς γίνονται πράξη, ζωντανεύουν μικρά ονειρικά θαύματα, στο συμπυκνωμένο χρόνο μιας στιγμής, καθώς λεπτομέρειες φωτίζονται κι αναδεικνύονται, ενώ οι αισθήσεις όλες ανθοφορούν. Το σώμα πρωταγωνιστεί, πλάθεται, αποδομείται, μέρη του σώματος ιχνογραφούνται, μέσα από τις λέξεις και αυτονομούνται σαν σε πίνακα ζωγραφικής, αναδεικνύονται οι σκιές, οι ήχοι, οι κινήσεις, οι ανάσες συλλαβίζονται από τους αγέρηδες, παίρνουν χρώμα, φωτίζονται, γίνονται εντέλει ακόμη και δώρο αναίμακτης θυσίας.
Θα κοινωνήσω
Με σταγόνες φράσεων
Που με δροσίζουν
Τα ποιήματα της Σοφίας Περδίκη, μαζί με τους πίνακες της ελπίζω να επιδράσουν πάνω μας ιαματικά σαν την ανάσα της Ευκάλυπτης, λένε πως θεραπεύει. Εγώ, προσωπικά, τους πιστεύω.
.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
ΘΕΥΘ Τεύχος 18 Δεκέμβριος 2023
Από το φεγγίτη στο δωμάτιο της γραφής
ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΣΚΑΨΩ
ΒΑΘΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΤ
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
ΤΗΣ ΣΎΓΧΡΟΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας Περδίκη, Το Αιώνιο Αίνιγμα, εκδόθηκε το 2020 και εξαρχής έγινε φανερό πως επρόκειτο για μια συλλογή ώριμης δημιουργού, που με αυστηρότητα και περίσκεψη επέλεξε το υλικό του πρώτου βιβλίου της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε δημοσιεύσει ποιήματα της σε περιοδικά, ενώ παράλληλα ασχολούνταν με το εικαστικό της έργο. Οι καλλιτέχνες που έχουν το χάρισμα να υπηρετούν με την ίδια σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα δύο τέχνες καλλιεργούν μια διαρκή και άτυπη συνομιλία ανάμεσα σ’ αυτές, καθώς η μία κεντρίζει την έμπνευση της άλλης και αφειδώς αλληλοτροφοδοτούνται θεματικά και στο επίπεδο της τεχνικής. Κοινή θεματολογία, πρωταγωνιστικός ρόλος του σώματος και των μορφών που αποδομούνται για να δείξουν την εσωτερική τους εικόνα, τη μεταμόρφωση που υφίστανται από τον τραυματισμό των σχέσεων, τη δοκιμασία του έρωτα και των υπαρξιακών αναζητήσεων. Τα πενήντα ποιήματα της συλλογής αναδεικνύουν ένα άγρυπνο βλέμμα που παρατηρεί τους ανθρώπους, τη φύση, τον κόσμο ως ένα δονούμενο ενιαίο σύνολο που κρύβει εκπλήξεις, δυνάμεις καταστροφής και αναγέννησης. Η τέχνη γίνεται η θεραπευτική ανάσα για να αντέξει το άτομο την πορεία του από την «εαρινή υπόσχεση» στη φθινοπωρινή φθορά και την αποσύνθεση.
«Πρόκειται για μια ποιητική ενότητα που αρθρώνεται πάνω στον ερωτικό και τον υπαρξιακό άξονα της ανθρώπινης κατάστασης στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου όλες οι προσδοκίες για ευδαιμονία, νομοτελειακά, οδηγούνται στην
αναπότρεπτη φθορά και τη δυστυχία (ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, όπως έλεγε ο Φρόιντ). Ο έρωτας, όπως και η ποίηση αποτελούν τις μοναδικές αντιστάσεις μας απέναντι στην καταστροφική δύναμη του πολιτισμού και στην αυτοκαταστροφική παρόρμησή μας προς τη συντριβή. Προσπάθησα να αποτυπώσω και να εξιχνιάσω όλα αυτά τα στοιχεία της έκστασης, του πάθους, της σιωπής, της σύγκρουσης, της κάθαρσης αλλά και του προσδιορισμού του χώρου και του χρόνου της μνήμης».
Η εικαστική ματιά είναι ευδιάκριτη στην ποίηση της Περδίκη, το χρώμα βάφει τις λέξεις, οι ονειρικές συνθέσεις συγκροτούν εικόνες στατικές και κινούμενες, ενίοτε μικρά σενάρια, ιστορίες που επιλεκτικά ανασύρει η μνήμη, τις φέρνει στο φως ν’ αναβιωθούν με τη μέγιστη δυνατή ένταση, χωρίς να χάσουν «τους χυμούς τους», πάντα με την προσδοκία της κάθαρσης. Η ποιήτρια αποφεύγει τις νοητικές ερμηνείες περί των βιωμάτων, τα αποδέχεται και τα εκθέτει χωρίς να τα κρίνει. Ο έρωτας, η ερωτική πράξη ως η ποθητή επανάσταση, ως η επώδυνη μαθητεία στο φαινόμενο της ζωής, που εμπεριέχει εν τη γενέσει του την αναπότρεπτη φθορά και την απώλεια, ορίζει μεγάλο μέρος του ποιητικού πεδίου της Περδίκη. Το σώμα είναι το υλικό πάνω στο οποίο εγγράφεται ο επίγειος βίος μας. Πόθοι, πάθη, φόβοι, πόνοι εκεί χαράζονται ανεξίτηλα. Η γραφή γίνεται λόγος σωματικός, τα σώματα αφηγούνται την ιστορία τους, την ιστορία μας, αυτό που πραγματικά είμαστε, από εκείνη ακόμη την απροσδιόριστη αρχή, από το πρώτο τραύμα της γέννησης. Οι αισθήσεις όλες αναπόφευκτα κινητοποιούνται, συμπλέκονται και συνεργάζονται. Η γλώσσα έχει ήχο και ρυθμό, έχει μουσική και αγκαλιάζει τις ποιητικές συνθέσεις, αφήνοντας έναν αισθητό απόηχο.
«Όπως έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρικός “σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας”. Αναγνωρίζω το στοιχείο μιας, θα έλεγα, “σωματικής” ποίησης, με την έννοια ακριβώς του μέσου ή του πεδίου που χρησιμοποιώ συχνά για να μιλήσω για τις αισθήσεις, τις μεταμορφώσεις, τα τραύματα και τη φθορά. Ίσως και η πολύχρονη μελέτη του ανθρώπινου σώματος μέσω της ζωγραφικής να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την “εικαστική” αφηγηματική απεικόνιση, αλλά ίσως και το αντίθετο, δηλαδή η
επιλογή του γυμνού σώματος που πρωταγωνιστεί στους πίνακές μου, να έγινε γιατί σε σχέση με αφηρημένες απεικονίσεις, με ενδιαφέρει υπαρξιακά και με συγκινεί αισθητικά πολύ περισσότερο.
Η μνήμη είναι το βασικό υλικό, η μαγιά θα έλεγα κάθε δημιουργικής διαδικασίας. Η ίδια η γλώσσα ήταν αυτή που με έκανε να σκάψω βαθιά στην προσωπική μου αλήθεια και στην ανθρώπινη εμπειρία της σύγχρονης πραγματικότητας, που περιορίζει και συνθλίβει κάθε μας κίνηση προς την
ελευθερία, επιδιώκοντας παράλληλα, μέσω της γραφής, την υπέρβαση αυτής της ίδιας της πραγματικότητας, την ανατροπή της και την εύρεση μιας απάντησης για την επούλωση του αιώνιου τραύματος».
Η γραφή της Περδίκη είναι πολυεπίπεδη, αινιγματική και απαιτητική. Καλεί τον αναγνώστη να διασχίσει το «ηφαιστειακό τοπίο» και να πλησιάσει τον άγνωστο εαυτό, αυτόν που βρίσκεται «πίσω απ’ τον καθρέφτη» και κινεί τα νήματα του ποιήματος. Δεν απουσιάζουν από τη συλλογή ποιήματα που αναφέρονται στη θηλυκή αρχή και στο πώς αυτή βιώνει τη συντροφικότητα, τον έρωτα, το πένθος, την εξέγερση και τους ασφυκτικούς ρόλους που της επιβάλλονται, χωρίς ο λόγος της ποιήτριας να ολισθαίνει στη συνθηματολογία.
«Ο ποιητής θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αφουγκράζεται τις δονήσεις και τα μηνύματα του καιρού του και να τα μετουσιώνει σε λόγο, με την αυθεντική του φωνή, καλώντας τον αναγνώστη να δει την πραγματικότητα με μια διαφορετική οπτική. Η “δημοφιλία” των ποιημάτων του είναι το τελευταίο που
θα πρέπει να τον απασχολεί, γιατί είναι μια πλασματική, άνευ ουσίας έννοια. Δεν έχει νόημα μια ποίηση εν είδει κοινωνικού σχολιασμού, όσο κι αν είναι του συρμού. Η εύληπτη, πεζογραφική αναπαραγωγή γεγονότων δεν είναι ποίηση, η στρατευμένη ποίηση είναι κατά κανόνα, και σε βάθος χρόνου, κακή ποίηση (υπάρχουν βέβαια αριστουργηματικές εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν όμως τον κανόνα). Όπως ως αναγνώστρια επιζητώ πολλαπλά επίπεδα
κατανόησης, διέγερσης κι απόλαυσης της ποίησης, όπως αναζητώ την έκπληξη και την ταραχή από το “ανοίκειο”, έτσι επιδιώκω να γράφω κι ελπίζω κάποτε να το καταφέρνω. Σκέφτομαι πόσο άραγε κρυπτική και μη κατανοητή θα ήταν ή εξακολουθεί να είναι για τους πολλούς αναγνώστες η ποίηση του Σεφέρη ή του Ελύτη, για παράδειγμα, αν απλώς τη διάβαζαν από τα βιβλία τους. Κι όμως τραγουδήθηκε τόσο από όλους, χάριν της σπουδαίας μελοποίησής τους από τους μεγάλους συνθέτες μας, έγινε μέρος της συλλογικής μας λαλιάς κι αγαπήθηκε με “της αγάπης αίματα”, ανεξάρτητα από
τον βαθμό κατανόησης των στίχων».
Η Σοφία Περδίκη με αφοσίωση επιμένει, παρατηρεί και καταγράφει την περιπέτεια του σημερινού ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του και να βιώσει το θαύμα της ζωής μέσα σε μια πραγματικότητα διόλου φιλική απέναντι σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Συνεχίζει την ποιητική της διαδρομή και τρία χρόνια μετά Το Αιώνιο Αίνιγμα, αναμένεται η δεύτερη συλλογή της με τον τίτλο Η Σειρήνα του Χρόνου.
«Είναι μια συλλογή ποιημάτων γύρω από την σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Ακολούθησα μια γραμμική πορεία ενηλικίωσης, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, ξεκινώντας με τις παιδικές αναμνήσεις, τα όνειρα της νιότης, το φως και την ηδονή και προχωρώντας με τις πλάνες, τον πόνο της διάψευσης, την ωρίμαση, την εμβάθυνση στο σκοτάδι του υποσυνειδήτου, μέχρι τη συνειδητοποίηση της μεγάλης αλλά εν τέλει ωραίας περιπέτειας που είναι η ζωή. Με όλες και παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τις αμφισημίες της, παραμένει
αινιγματική και γοητευτική. Η αντίσταση στον κυνισμό της εποχής μας, γίνεται μέσω της έκφρασης, της ποίησης, της τέχνης. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω η ίδια την εξέλιξη της γραφής μου, ούτε και πρόκειται εξάλλου για μια ποιητική ενότητα που δημιουργήθηκε εγκεφαλικά, ως ένα προαποφασισμένο δηλαδή concept. Πολλές ποιητικές συλλογές δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο, όμως εγώ δεν λειτουργώ ούτε μπορώ να γράψω έτσι. Και οι δύο συλλογές μου διαμορφώθηκαν με την επιλογή ποιημάτων από ένα μεγάλο υλικό που
γράφτηκε την τελευταία δεκαετία, όπου κάθε φορά αναζήτησα ένα κοινό νήμα, ώστε να συν-δεθούν και να συν-ομιλήσουν μεταξύ τους. Κι ενώ το αίνιγμα παραμένει άλυτο και η Σειρήνα του Χρόνου με τη διττή της έννοια, όπως αποτυπώνεται στο ομώνυμο ποίημα της δεύτερης συλλογής μου, έχει
σημάνει τον συναγερμό της, το αίτημα της αντίστασης στο σκοτάδι, στη σωματική και κυρίως στην πνευματική φθορά, παραμένει ακέραιο. Εδώ, μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Ντύλαν Τόμας. “Ευγενικά να μην την πεις την καληνύχτα τη στερνή […] αντιστάσου, αντιστάσου στου φωτός την αρπαγή”».
‘
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 25/08/2021
Το αιώνιο αίνιγμα, της Σοφίας Περδίκη
Η γλώσσα ψυχαγωγεί με τις υποκριτικές της ιδιότητες. Αυτές είναι οι πηγές του αισθητικού αποτελέσματος, έλεγε ο Σέλλευ. Και ο Ρώσος κριτικός Victor Shklovsky, ο οποίος εισήγαγε στη λογοτεχνία τον όρο ανοικείωση, ισχυριζόταν πως πρέπει να υπάρχει ένα όριο, μια αλλαγή ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωή, μια διάκριση μεταξύ της ίδιας της πραγματικότητας και της λεκτικής της αναπαράστασης που να κάνει τον οικείο κόσμο να μοιάζει ανοίκειος, σαν να τον βλέπαμε για πρώτη φορά.
Η Σοφία Περδίκη στην ποιητική της συλλογή Το Αιώνιο αίνιγμα (Κίχλη 2020) χρησιμοποιεί την ανοικείωση και με τις υποκριτικές της ιδιότητες ψυχαγωγεί τον αναγνώστη/αναγνώστρια. Η ποίησή της είναι ενδοσκοπική, κοινωνική, ερωτική. Δομείται πάνω στην αλληλουχία των εποχών. Ξεκινά με την αίσθηση της Άνοιξης και την εαρινή υπόσχεση και ολοκληρώνεται με τον Φθινοπωρινό μαρασμό, αναπαριστώντας ποιητικά τον αέναο κύκλο της ζωής και των πραγμάτων, τη γέννηση, την αναπαραγωγή, τον θάνατο.
Η ΕΑΡΙΝΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Έχετε κάποια ιδέα για την Εαρινή Υπόσχεση; Δόθηκε κατά τας γραφάς αρχές του τρίτου μήνα. Θα την καταλάβουμε, λένε, από έναν ξαφνικό παλμό κάτω από το υπογάστριο. Θα φουσκώσουμε σαν βασανισμένα πουλιά, όπως αν μας φυσούσαν αέρα στην κοιλιά, κι ύστερα θα αιωρηθούμε -πάνω κάτω-, θα σκάσουμε με θόρυβο υπόκωφο σε έδαφος ελαστικό, σε στρώμα χλόης. […] (σελ. 9)
Με αφετηρία την άνοιξη, εποχή αναγέννησης της φύσης, η ποιήτρια τραγουδά τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα, μεταφέροντας τη μέθεξη, το πάθος, την ηδονή, αλλά και τις πληγές, τα τραύματα, τη φυλακή, το τέλος του συναισθήματος. Μετατοπίζεται στα ποικίλα ανθρώπινα προβλήματα και αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις, τα προσωπεία, τον κομφορμισμό. Η ποιητική αναφορά κλείνει με το φθινόπωρο που περιέχει τον μαρασμό.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
[…] Στο απόγειο της διάτασης, η αιχμή της έντασης μια πράσινη χορδή που τέντωσε και σπάει. Γιατί να είναι άραγε έτσι η φύση των πραγμάτων; Ένα ένα τώρα τα φύλλα τους ξεφορτώνονται, ξερά κλαδιά φράγματα στήνουν, να βουλώσουν θέλουν το μοναδικό το λούκι, το πιο πολύτιμο. Τον νόμο να επιβεβαιώσουν.
Στο πλήρες φάσμα της ανθοφορίας ο μαρασμός. (σελ. 75)
Ο έρωτας, η παντοδύναμη ροπή που αισθάνονται οι ψυχές, αποτελεί τη δημιουργική δύναμη της αεικίνητης φύσης, το φως που ευθύνεται για την ύπαρξη και την τάξη όλων των πραγμάτων στο Σύμπαν. Η ποιήτρια υμνεί την κοσμογονική δύναμη του έρωτα, την αιώνια και φθαρτή ουσία του, την υπερθετική δείνωση του συναισθήματος. Οι εικόνες μορφοποιούν μνήμες, πραγματικότητες, εμπειρίες. Το ίδιο και η σουρεαλιστική φαντασία, ο βιβλικός τόνος, ο στιχουργικός ρυθμός, η αρμονία.
IN VITRO
Ήταν οι δυο τους
σαν σύμπλεγμα από πέτρα
μια ερωτική Pieta
έτσι ένιωθες
όταν τους αντίκριζες
καθηλωμένους από καιρό
σ’ ένα μπαλκόνι καλοκαιρινό.
Πάντα εκείνη με τ’ ανθισμένο φόρεμα
-τα γιασεμιά τής έγλειφαν τα γόνατα-
κι εκείνος γυμνός
από τη μέση και πάνω
-μάρμαρο ιδρωμένο παριανό-
είχε απλωμένο το χέρι στον ήλιο
επικαλούνταν τον Θεό
όταν έβλεπε κανένα σύννεφο
να γιγαντώνεται στο Αύριο.
Παράξενο το αίσθημα που είχες
όταν αντίκριζες εκείνους
τους δυο
ερωτευμένους
στον γυάλινό τους τύμβο […] (σελ. 23)
Η Σοφία Περδίκη με λεκτικά παιχνίδια, πρωτότυπες γλωσσικές εκφράσεις, θεατρικότητα, παραμυθικό τόνο αναπαριστά τις ανθρώπινες σχέσεις, τη θέση του γυναικείου φύλου, τα προσωπεία, τον δισυπόστατο -άγνωστο πολλές φορές- εαυτό μας, τη δίμορφη εν τέλει έκφραση του κόσμου μας που εμπεριέχει τη χαρά της ζωής και την τραγική μοίρα του θανάτου· το ευδαιμονισμένο φως και το σκοτάδι.
ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ
Περιορίστηκαν οι λέξεις
σε παπούτσια στενά
μυτερά στην άκρη σκαρπίνια
κι άρχισαν να κυνηγούν στις γωνίες
έντρομα ρήματα
αφάνταστες πιέσεις ν’ ασκούν
για ομολογίες
συγχωροχάρτια σε τραπέζια
υπογράφονται καθημερινά.
Ανέκδοτα κάποια
υπόκεινται σε βασανισμούς
καταπατούνται οι ενεργητικές φωνές
στην απομόνωση ψιθυρίζουν
κουράγιο, δάκρυ ή σχοινί
ανοίγουν τρύπες στους τοίχους μικρές
φυσούν τον καπνό τους από κει
ανακουφίζονται τις νύχτες στ’ όνειρο μέσα
υπόσχονται […] (σελ. 40)
Με πλούσιο λεξιλόγιο, μετωνυμίες, χρήση μεταγλώσσας, αποδόμηση γνωστών και συνηθισμένων εκφράσεων, η Σοφία Περδίκη προβληματίζεται για τα βαθιά ανθρώπινα θέματα, το αιώνιο αίνιγμα της ζωής. Οι στίχοι της έχουν σωματικότητα. Δίνονται ιμπρεσιονιστικά, με πλαστικότητα, πλησμονή φύσης. Σαν θεατρικές σκηνές.
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Μας καλούν συνέχεια οι Απέναντι
στη βωβή τους ζωή.
Να πάμε
λέει η πρόσκληση
επισήμως γδυμένοι
ένα βράδυ
όταν θα ’χουν σβήσει τα αίματα
και θα ’χουνε λιώσει τα κεριά
ν’ αφήσουμε τις φωνές μας στην κρεμάστρα
μπαίνοντας στον χώρο υποδοχής
να βγάλουμε τα τακούνια
απ΄ τα παπούτσια
και τα δόντια μας με την τανάλια
τα κόκαλά μας να τυλίξουμε
προσεκτικά
να μην κροταλίζουνε στα γέλια
να εκπνέουμε αθόρυβα
αντί να παίρνουμε ανάσα.
Στη σάλα τη μεγάλη
ν’ αφήσουμε τα συναισθήματά μας
στην άκρη
και να στρωθούμε στο τραπέζι
με φόβο μπουκωμένοι.[…] (σελ. 58)
Στα δυνατά της ποιήματα ΤΑ ΜΩΒ ΘΗΛΥΚΑ και το ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΘΕΛΟΥΝΕ, που αναφέρονται στη γυναίκα, ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ που έχει σχέση με τον κομφορμισμό.
ΤΑ ΜΩΒ ΘΗΛΥΚΑ
[…] Είμαστε τα μωβ θηλυκά.
Φορούμε την προβιά μας
μ’ επιμέλεια τα πρωινά
και τις νύχτες γδυνόμαστε
κάτω από τον προβολέα
που με τη ζέση του μας εξάπτει
γινόμαστε θερμές πορτοκαλί
τα χείλη μας λεν την προσευχή
οι μήτρες μας φλογίζονται
κατ’ επανάληψη
την ώρα που γεννάμε μ’ έναν πόνο
όνειρα αποκαλυπτικά.
Είμαστε οι γυναίκες
που ζούμε
κλεισμένες ερμητικά
μέσα στο δικό τους ποίημα. (σελ. 60)
ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΘΕΛΟΥΝΕ
[…] Μας θέλουνε να είμαστε πάντοτε
αβρές κι ευλαβικές
σε υπολειτουργία
ολοστρόγγυλες
να μην κόβουν τα μαχαίρια μας
τα σώματά μας
να μην έχουνε αιχμές
τα λόγια μας να μην πληγώνουνε ποτές.
Να ματώνουμε περιοδικά μονάχες. (σελ. 69-70)
ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ
Της είχαν μάθει να στρογγυλεύει τις λέξεις.
Να τρίβει την εσωτερική τους πλευρά
γερά με γυαλόχαρτα
ώσπου να φύγουν τα μαύρα τους μελάνια.
Κάθε στοιχείο ζωντανό
έπρεπε να πάψει πια να σπαρταρά
η πιο ανώδυνη έκφραση
ν’ ανέλθει στην επιφάνεια.
Μετά ξέπλενε όλα τα νοήματα
Με καθαρό οινόπνευμα.
Τα άπλωνε στον ήλιο σε σινί
ν’ αποξηρανθούν καλά
το χνούδι τους να αποκτήσει
εκείνη την υφή
την κοινώς αποδεκτή
που όταν ανακατεύεται
με της σιωπής το γάλα
φουσκώνει αργά μες στα σωθικά […] (σελ. 61)
Η Σοφία Περδίκη προβληματίζεται για Το Αιώνιο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μιλά για τον έρωτα, τον χρόνο, τη φθορά, τον θάνατο, το θρυμματισμένο όνειρο. Η συλλογή της ώριμη. Η γλώσσα της ανοίκεια. Οι στίχοι της δραματικοί. Οι προβληματισμοί της ανθρώπινοι.
.
ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ
6/2/2021
Η ποιητική συλλογή της Σοφίας Περδίκη, εικαστικού-ζωγράφου, στην επιμελημένη έκδοση της Κίχλης, κοσμείται από ένα δικό της έργο, με έντονο συμβολισμό: Ένα ωραίο γυναικείο πρόσωπο που ονειρεύεται, πλάι σε ένα πτηνό (κουκουβάγια μάλλον, «σοφία»), με πλουμιστό κεφάλι κι ανάμεσά τους λουλούδια. Μια σύνθεση ονειρική. Ο τίτλος της συλλογής είναι κι αυτός συμβολικός. Παραπέμπει στην εναγώνια προσπάθεια επίλυσης του «αιώνιου αινίγματος», που μπορεί να είναι το αίνιγμα της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της προδοσίας.
Η μνήμη παίζει πρωταρχικό ρόλο σε όλη τη συλλογή «γιατί ένα σφουγγάρι κινούμενο είναι η μνήμη/την παρτιτούρα συνέχεια σβήνει/κι ό,τι απομένει/η μουσική». («Ό, τι απομένει»). Η μνήμη που εξαφανίζει σαν σφουγγάρι κάθε βασανιστική ανάμνηση, η μνήμη που αφήνει πίσω της τα περασμένα, όταν ένας νέος πυρακτωμένος έρωτας συνεπαίρνει το ποιητικό υποκείμενο: «Πυρωμένος καιρός/ήρθε κι εγκαταστάθηκε/ στο χειμωνιάτικό μου σώμα/ {…} Άφησα στάχτες τα περασμένα» («Κίτρινο βλέμμα»).
Ο έρωτας είναι παρών και διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή. Στην περίπτωση αυτή η ποιήτρια χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο ή το πρώτο πληθυντικό,, απευθυνόμενη στο ερωτικό υποκείμενο, άλλοτε με τρυφερότητα, άλλοτε με αμφισβήτηση, άλλοτε με καημό και πίκρα: «Στο κέντρο του κόσμου πιασμένος/- ήσουν, θυμάσαι;-/ένα σμάρι αχτίδες» («Σπείρες»), « Η πλάτη σου/του κόσμου το πιο μεγάλο/κάτοπτρο» («Η πλάτη σου»), «Σε βλέπω μέσα από τα δαχτυλίδια του καπνού./Είσαι ημιτελής με δέρμα πρόπλασμα {…} προκύπτεις αθώος ως προς τη θλίψη/μενεξεδής εσωτερικά/η έκπληξη μεγάλη αν σκεφτεί κανείς/ πόσες επιστρώσεις έχεις περαστεί/πόσο ξοδεύτηκε ιλουστρασιόν χαρτί» («Δαχτυλίδια καπνού»), «Ας αφηγηθούμε το κορμί./Να μείνει/έστω κάτι» («Ας μιλήσουμε»). Κάποιες φορές ο έρωτας εκφράζεται διαλογικά, με το δεύτερο και το πρώτο ενικό πρόσωπο, αλλά προμηνύει ένα άδοξο τέλος: «Ίσως είμαστε διάττοντες είπες/κι έσταξε η οροφή φωσφορικά και απλανή/αστράκια {…}Μικρές αναλαμπές, είπα, είμαστε/κι άστραψε ο γυάλινος θόλος/ {…} «Η νηνεμία αιτούμενο, αλλά/η έκλειψη αστράφτει σαν γυαλί» («Έκλειψη»). Άλλες φορές πάλι το ερωτικό υποκείμενο δύσκολα συνοψίζεται, υπάρχουν κενά και αποστάσεις χαρακτήρων που δυσκολεύουν τον προσδιορισμό του: «Για να σε συνοψίσω/πήρα απ’ τη νύχτα την περιπλάνηση/{…} μια κόλα λευκή έβγαλα/και γέμισε ξάφνου στίγματα/διακεκομμένα/κενά χωρίς ανάσα/σχέδια επί χάρτου τόσο πολλά/κι οι αποστάσεις των χαρακτήρων μας/εκεί, ανάμεσα στα διάκενα./Για της μορφής σου τη σύνοψη/πήρα απ’ το πρόσωπο/όλη του την ξενιτιά». («Για να σε συνοψίσω»). Υπάρχει βέβαια και ο ευφρόσυνος έρωτας, όπου οι δύο γίνονται ένα, και τότε εκφράζεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Με φως στα χείλη δώσαμε/ το φιλί που δεν αμφιβάλλει» («Το φιλί»). Συνήθως όμως τον έρωτα διαδέχεται η φθορά, οι όρκοι εξανεμίζονται, το τέλος έρχεται ανεπαίσθητα, αλλά οριστικά. Στην περίπτωση αυτή η ποιήτρια χρησιμοποιεί το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, που αποκτά μια ισχύ καθολικότητας: «Οι επαφές τους δεν ήταν συχνές./Όποτε βρίσκονταν/μιλούσαν για τον κεραυνό./ {…} Είχαν ακούσει για τον διακόπτη του χρόνου/ν’ ανοιγοκλείνει/σε μια έκτακτη των σωμάτων συστολή/μα συνήθως ήταν τόσο μαγνητισμένοι/που αδιαφορούσαν /για την επερχόμενη βλάβη./Έμειναν να κοιτούν με απορία/των χεριών τους τη χαμένη ισχύ/το φως του «μείνε για πάντα» που χάνεται/τα κομμένα των ματιών καλώδια». («Διακόπτης»).
Ένα ιδιαίτερο ποίημα είναι το «In vitro». Αναφέρεται στο ερωτικό σύμπλεγμα δύο ερωτευμένων που η ποιήτρια περιγράφει με ξεχωριστή τρυφερότητα: «Ήταν οι δυο τους/ σαν σύμπλεγμα από πέτρα/μια ερωτική Pieta/ {…} Παράξενο το αίσθημα που είχες/όταν αντίκριζες εκείνους/τους δυο/ερωτευμένους/ στον γυάλινό τους τύμβο./Σου άφηνε μια εικόνα ένωσης in vitro/μια μυρωδιά από διάρκεια./Όπως/τα καλλωπιστικά/αμάραντα φυτά». Εξίσου ιδιαίτερο ποίημα, με τον έντονο συμβολισμό του, είναι και «Ο σκιώδης» φωτογράφος: «Του αρέσουν τα είδωλα να είναι/αρκούντως αποξηραμένα/συλλέγει όλους τους χυμούς τους/στον κάδο/ με τ’ ανακυκλωμένα αισθήματα/κι αφού τα πολτοποιεί μεθοδικά/αποκτά τη δική του ενέργεια/γίνεται μια μοναχική φωταψία».
Στην ποιητική συλλογή της Σ.Π. υπάρχει και μια ομάδα ποιημάτων που θα τα χαρακτήριζα πιο εσωτερικά. Η ποιήτρια σκύβει μέσα της και ψάχνει τον εαυτό της, αυτόν τον άγνωστο, κοιτάζει τα τραύματά της, αυτά που προέρχονται από την παιδική ή την ενήλικη ζωή της και μιλά συνήθως σε πρώτο ενικό πρόσωπο: «Έχω ένα μάτι θολό/που κοιτάζει τον κόσμο/σα να’ ταν μέσα σε σάκο αμνιακό/ {…} Το άλλο μάτι/-το περισκοπικό-/το στερεώνω κάθε πρωί/ όταν βγαίνει το κεφάλι/από του ύπνου το υποβρύχιο/και παρατηρώ/ {…} τον άγνωστο Εαυτό/να σκύβει/βαριανασαίνοντας/μέσα μου/σε ανύποπτο χρόνο/και να με κοιτά» («Δυο μάτια»). Στο ποίημα «Συντέλεια» κυριαρχούν τα ρήματα: Ονειρεύτηκα, θυμήθηκα, αφουγκράστηκα, ενώ στο σπαραχτικό ποίημα, «Η σκούρα κηλίδα» κυριαρχούν μια σειρά από προστακτικές, Κοίταξέ με, Μην κοιτάς, Σκύψε, δες με, επικλήσεις και εκκλήσεις πιο πολύ στον αναγνώστη να μην μείνει στην επιφάνεια, αλλά να ψάξει πιο βαθιά, να βρει το αληθινό της πρόσωπο, αυτό που έμαθε με επιμέλεια να καλύπτει: «Μην κοιτάς την επιφάνεια/που επιμένει φωτεινή/να κρύβει τη μαύρη σκιά./Έμαθε μ’ επιμέλεια/ν’ απλώνει τον ασβέστη/στην άμωμη όψη./Σκύψε πίσω απ’ τον καθρέφτη/ στου χαλκού την επίστρωση/που κυκλώνει τα’ ασήμι/και τη μορφή μου διαβρώνει. Εκεί που το χνότο έχει θολώσει/δες με/στην πιο σκοτεινή μου απόχρωση». Αντίστοιχα νοηματικά είναι και τα επόμενα ποιήματα, «Από την ανάποδη», με τους χαρακτηριστικούς καταληκτικούς στίχους: «Ντύθηκα την ανάποδη όψη μου κι εγώ./Εκεί κρύφτηκα», καθώς και το ποίημα, «Θέριεψε νύχτα», όπου με παράπονο μέμφεται τις Μοίρες που στανικά τής στέρησαν για πάντα «στης σκέδασης του φωτός/τα ωραία φαινόμενα».
Τα τραύματα αιμορραγούν συνεχώς, ιδίως τα ανεπούλωτα, τα νωπά ακόμη τραύματα: «Δεν μπορείς να γράψεις, λένε, για τραύματα νωπά./Έτσι όπως σπαρταράει η σάρκα τους/ {…} «Συγχύζονται οι προτάσεις, γίνονται εκδορές/πληγές αιμορραγούν/σχίζονται χαρτιά κι άλλα χαρτιά/τυλίγουνε απορροφητικά το σώμα/αλλά λειψά είναι, τι να σου κάνουν./ Ανήκεστος η βλάβη» («Ο κανόνας»). Για τα παιδικά τραύματα και το τέλος των ψευδαισθήσεων θα μιλήσει η Σ.Π. και στο ποίημα «Όπως των Ίνκας τα παιδιά», χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Είναι συγχρόνως ένα ποίημα καταγγελτικό για την ανθρώπινη υποκρισία: «Τραφήκαμε από νωρίς με σύννεφο./Ήταν γλυκό πολύ και μείναμε γρήγορα/χωρίς δόντια./Μας τρώνε από τότε μικρά τρωκτικά/ {…}Ηττημένοι πάμε σε κάθε μάχη a priori/{…} στις γλυκερές φωνές ματώνουνε τ’ αυτιά/στην υποκρισία μπροστά μας πιάνει ναυτία». Το ίδιο καταγγελτικό για την ανθρώπινη αναλγησία πάνω στην τρυφερή ηλικία είναι και το ποίημα «Χόρεψα»: «Χόρεψα με πόδια γυμνά/πάνω σε πυρωμένο χώμα./Ήταν η μεγάλη του θέρους γιορτή/μου είχαν κλέψει τα παπούτσια/σε ηλικία τρυφερή οι Ακάνθινοι/άλειψαν στα δάχτυλά μου το πιο πικρό οξύ/να μην έχει αίσθηση, έλεγαν, να μπορέσει να σταθεί./Περπάτησα πολύ πριν φτάσω εκεί./Μίλια βήματα, ξυράφια οι αιχμές» Άλλη αναφορά σε παιδικό τραύμα γίνεται στο ποίημα, «Στο επόμενο όνειρο», σε δεύτερο ενικό πρόσωπο αυτή τη φορά: «Κι εσύ που στεκόσουν προ ολίγου/ζαρωμένη στον αέρα φιγούρα/κι έβλεπες το τραύμα σου/από την εναιώρηση/στη βραχώδη πλαγιά/μετρούσες τον σπασμό σου/κι ευχόσουν/να μην είναι η πληγή αυτή/στο γόνατο το παιδικό/που θα σε έκοβε για πάντα στα δυο/βρίσκεσαι τώρα σε σταθερή ανάσα/σ’ ένα συγκεκριμένο/ χειμωνιάτικο τοπίο/Κοιτάς/της μνήμης σημάδι/για το γεράκι που θα’σαι/στο επόμενο όνειρο». Γιατί βέβαια όλα μπορούν να συμβούν στο όνειρο, ακόμη και το να είσαι γεράκι, αφού «μέσα στο όνειρο εγκαταλείπονται όλα/ και ξαναβρίσκονται σε μια στιγμή/ ακαριαία».
Μια πολύ σημαντική ομάδα ποιημάτων και, ίσως από τα ωραιότερα και τα πιο σπαραχτικά, αναφέρονται στις γυναίκες. Στις γυναίκες με τη μεγάλη καρδιά και τα σφραγισμένα στόματα, τις γυναίκες, όπως τις θέλουνε οι άλλοι, σε μόνιμη υπολειτουργία: «Είμαστε οι γυναίκες/που ζούμε/κλεισμένες ερμητικά/μέσα στο δικό τους ποίημα» («Τα μωβ θηλυκά»), «Της είχαν μάθει να μη λέει πολλά/και πώς να βγάζει εγγαστρίμυθα/τον στεναγμό απ’ το στόμα/σαν να’ τανε καπνού τουλύπα» («Στεναγμός»), «Μας θέλουνε να είμαστε πάντα/απαλές και λευκότατες./Να παραμένουμε μονίμως/σε μια κατάσταση άσηπτης/τρυφερότητας/τα χείλη να στάζουν/λόγια μελωμένα/ {…}Μας θέλουνε να είμαστε πάντοτε/αβρές κι ευλαβικές/σε υπολειτουργία/ολοστρόγγυλες/να μην κόβουν τα μαχαίρια μας/τα σώματά μας/να μην έχουνε αιχμές/τα λόγια μας να μην πληγώνουνε ποτές./Να ματώνουμε περιοδικά μονάχες» («Όπως μας θέλουνε»). Και μόνο, όταν απελευθερωθεί η γυναίκα από έναν τυραννικό έρωτα, συνειδητοποιείται και ξαναβρίσκει την ελευθερία: «Κάθε φορά που έφευγε/την άφηνε μισή./Με το ένα χέρι άγγιζε/τα πράγματα/της ξέφευγαν οι στιγμές/μέσα απ’ τα δάχτυλα/ {…}Μίλαγε σε όλους με μισόλογα./ Περίμενε τα απογεύματα/καρτερικά πίσω απ’την πόρτα/σε κατάσταση ημίαιμη/να σμίξει μαζί του έπρεπε/για να ολοκληρωθεί ξανά./Όταν έφυγε εκείνος πια για πάντα/την άφησε γυμνή./Φόρεσε ένα ρούχο ανδρόγυνο/άνοιξε την πόρτα/και πήρε/βαθιά ανάσα. («Μισόλογα»).
Η φύση είναι επίσης παρούσα, αλλά με μικρότερη ένταση, στα ποιήματα της Σ.Π., όπως στα: «Η Ευκάλυπτη», «Το ατύχημα», «Φθινόπωρο».
Τελικά δόθηκε απάντηση στο ποίημα «Το αιώνιο αίνιγμα», από το οποίο τιτλοφορήθηκε και η συλλογή; Όχι, δεν δόθηκε απάντηση, το αίνιγμα θα παραμένει, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για την επίλυσή του. Γι’ αυτό και ο τόνος του ποιήματος, σε δεύτερο πρόσωπο, είναι επιτιμητικός, «πού πήγες κι έμπλεξες, γιατί προσκολλήθηκες; Τι τό’θελες τότε {…} και λικνίστηκες {…} κι έγινες το αιώνιο αίνιγμα;», αλλά και τιμωρητικός: Με μια σειρά προστακτικών, κάθισε, ηλεκτροφόρησε, Αναρωτήσου, θρόιζε: «Θρόιζε για πάντα τώρα/πάνω στα ουράνια/μεταλλικά μοτίβα».
Η Σοφία Περδίκη, με τα πενήντα ποιήματά της, μας έδωσε μια πλούσια, πολύ ενδιαφέρουσα και με μεγάλη ποικιλία θεμάτων, ποιητική συλλογή. Με ιδιαίτερη μαεστρία και θεατρικότητα οργανώνει έναν κόσμο που πάσχει, αγωνιά, αγωνίζεται, αλλά και ελπίζει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
ΦΡΕΑΡ 27/01/2021
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Το αιώνιο αίνιγμα (Κίχλη, 2020), η Σοφία Περδίκη καταθέτει μία εκτενή συλλογή ποιημάτων, την οποία τυπώνει αφενός σε ώριμη ηλικία και αφετέρου ύστερα από μακροχρόνια επαφή με την ποιητική πράξη. Υπό την έννοια αυτή, η συλλογή δεν περιλαμβάνει ούτε νεανικά ούτε πρωτόλεια ποιήματα, αλλά ποιήματα τα οποία έχουν επιλεγεί με κατασταλαγμένη ματιά και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτυπώνουν τον τόνο της ποιήτριας, που συμβαίνει να είναι και ιδιαίτερος και αναγνωρίσιμος.
Ως γενικό οδηγό περιήγησης στο σύμπαν της Περδίκη θα χρησιμοποιηθούν κάποιοι στίχοι από το ποίημα «Στο επόμενο όνειρο», το οποίο συνομιλεί με το αμέσως προηγούμενο Το αιώνιο αίνιγμα, που χαρίζει και τον τίτλο στη συγκεκριμένη συλλογή. Στίχοι ενδεικτικοί που μας αποκαλύπτουν, κατά την άποψή μου, τη λογική, τις προθέσεις και τους τρόπους του ποιητικού υποκείμενου εν συντομία:
Πιο κει πρόσωπα αχνά/ με μάτια έντρομα κοιτούν/ το στημένο σκηνικό/ η ανάσα του μεγάλου βατράχου/ ψιθυρίζει στη γη/ την τελευταία προσευχή/ ένα ρυγχόσπερμα ανθίζει ξαφνικά/ μες στην αυλή/ ενώ κανείς δεν το ποτίζει/ μια πρόταση μυστική/ εκεί που πάει να συνταχτεί/ γίνεται θρύμματα και τότε αρχίζουν τα αινίγματα. («Στο επόμενο όνειρο»)
Η Περδίκη, έχοντας απομακρυνθεί από την αυθόρμητη καταγραφή της συναισθηματικής έντασης ή της στιγμιαίας εντύπωσης που αναζητά εκτόνωση, δημιουργώντας συναισθηματολογικούς στίχους που εκβιάζουν το συναίσθημα με κοινότοπους λυρικούς κραδασμούς, βρίσκεται στον δρόμο της πραγματικής ποιητικής δημιουργίας – ας εξαιρεθούν κάποια ελάχιστα ποιήματα που γέρνουν προς έναν υπέρμετρο συναισθηματισμό, αν και η σύλληψη της ιδέας παραμένει πρωτότυπη. Η θεματική της είναι ο εγκλεισμός, η καταπίεση, το ψυχικό αδιέξοδο, οι λειψές ανθρώπινες σχέσεις, ο ευνουχισμός, ο θάνατος. Ωστόσο, στους τρόπους της ποιήτριας, μια τετριμμένη ποιητικά ανθρώπινη πραγματικότητα αποκτά άλλη διάσταση, καθώς εξωραΐζεται και εξαϋλώνεται μέσα από μια «σωματική αναδίπλωση»: Αν η ποίηση γράφεται με το σώμα, η Περδίκη μάς δηλώνει ότι το ποιητικό πρόσημο λαμβάνει τη σωματική διάσταση ως αίτιο και αιτιατό συνάμα. (Πυρωμένος καιρός/ ήρθε και εγκαταστάθηκε/ στο χειμωνιάτικό μου σώμα). Ας σημειωθεί ότι το ομώνυμο ποίημα της συλλογής έχει επίσης σε πρώτο πλάνο αυτήν την ψυχική ένταση που κατα/γράφεται και στο σώμα του βιβλίου (Τι το ’θελες τότε/ ανεμοδούρα εσύ ισχνή/ και λικνίστηκες/ αναίσχυντα/ με τους μηρούς/ τα χέρια ανοιγμένα/ κι έγινες το αιώνιο αίνιγμα;).
Στην ποίησή της η μεταφορά είναι πανταχού παρούσα είτε ως μοχλός της στιχουργικής (μετά ξέπλενε όλα τα νοήματα/ με καθαρό οινόπνευμα) είτε ως άξονας κατασκευής ολόκληρου του ποιήματος (Βρέθηκαν λίμνες σιαμαίες/ στο κέντρο παλίρροιας αμνιακής). Κατ’ επέκταση, η Περδίκη δεν περιγράφει απλώς, αλλά στήνει κόσμους. Εφευρίσκει σκηνικά. Χρησιμοποιεί το φαντασιακό για να εντάξει τις εντυπώσεις και τις εντάσεις του ποιητικού υποκειμένου και για να σχολιάσει την πραγματικότητα, καλύπτοντας με μαεστρία την πρωταρχική εντύπωση, ώστε να την αποκαλύψει εν συνεχεία με τον τρόπο που αγαπά η λογοτεχνία, όταν συζητούμε για τον ρόλο της ανοικείωσης στην τέχνη.
Στα σκηνικά της ανευρίσκουμε πινελιές άλλοτε ιμπρεσιονιστικές, άλλοτε περισσότερο αφαιρετικές όπου το νόημα θρυμματίζεται, όπως δηλώνει η ίδια, και άλλοτε υπερρεαλιστικές σε μυστικά ή μυστηριώδη τοπία όπως άλλωστε και στη ζωγραφική της. Έτσι, ιδιαίτερα αφηγηματική, δημιουργεί περίεργες ιστορίες με έντονο κάποτε το ονειρικό στοιχείο και το στοιχείο του παραμυθιού (Τραφήκαμε από νωρίς με σύννεφο./ Ήταν γλυκό πολύ και μείναμε γρήγορα χωρίς δόντια). Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι τα μεγεθυμένα ασήμαντα συμβάντα (Μας καλούν συνέχεια οι Απέναντι/ στη βωβή τους ζωή./ Να πάμε λέει η πρόσκληση/ επισήμως γδυμένοι/ ένα βράδυ), τα παραμορφωμένα, παραλλαγμένα ή προς άλλη χρήση/λειτουργία πρόσωπα ή αντικείμενα (Είμαστε τα μωβ θηλυκά./ Φορούμε την προβιά μας μ’ επιμέλεια τα πρωινά […] Η Σελάνα αποταμιεύει/ την ολόγιομη νύχτα/ ανάμεσα σε δύο στήθη/ στη σκοτεινή σχισμή του ορίου/ τρυπώνει ακτίνα/ κι ύστερα απ’ τους ώμους/ δαγκάνα μηχανική την ξεσηκώνει), η ανάλυση μιας στιγμιαίας απόφανσης (Για να σε συνοψίσω/ πήρα απ’ τη νύχτα την περιπλάνηση/ τα λιωμένα παπούτσια/ μικρά περασμένα λάστιχα σε μαλλιά στιλπνά […] Για της μορφής σου τη σύνοψη/ πήρα απ’ το πρόσωπο/ όλη του την ξενιτιά.)
Τα ποιήματά της έχουν ροή, δουλεμένη γλώσσα και άξονες αναφοράς με συστοιχίες ανάμεσα στο έξω και στο μέσα. Δεν λείπουν τα συνειδητά ή και ασυνείδητα παιχνίδια με τις λέξεις και τους δευτερογενείς τους ήχους, που παράγουν αμφισημία και πολλαπλά νοήματα. (Δεν μεταβολίσαμε φαίνεται καλά/ τα άμυλα [άμυλα, άμιλλα, αλλά και α-μιλα/αμίλητα, εξ ου και οι φωνές εν συνεχεία]/ στις γλυκερές φωνές ματώνουν τ’ αυτιά) Από την άλλη πλευρά, ίσως μια μελλοντική αφαιρετική παρέμβαση –εάν, βεβαίως, αυτό ταιριάζει με τους στόχους της ποιήτριας–, να αναδείκνυε περισσότερο την ιδιαιτερότητα της σύλληψης και της εικόνας, προτάσσοντας τη δύναμη της λέξης έναντι της λειτουργίας της αφήγησης. Η Περδίκη έτσι κι αλλιώς έχει όλη εκείνη τη δυναμική της ανάπλασης ακόμη και της πιο οδυνηρής πραγματικότητας αλλά και της ικανότητας να εποπτεύει το υλικό της από απόσταση, κι ο αναγνώστης σίγουρα έχει να κερδίσει από την ανάγνωση των ποιημάτων της.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
CULTUREBOOK Τρίτη, 20/10/2020
Η ανάγνωση της νέας συλλογής της Σοφίας Περδίκη με εισάγει σ’ ένα έντονα σουρεαλιστικό ταξίδι, όπου το κύριο συναίσθημα, είναι η «ονειρική και ποιητική διάθεση», άλλωστε, όπως και η ίδια αναφέρει, η «η ονειρική και η ποιητική διάθεση ως απάντηση και ως συνειδητή στάση ζωής απέναντι στην πραγματικότητα, μπορούν να προσδώσουν σε αυτήν νέες διαστάσεις που να την υπερβαίνουν.» Μπαίνω σ’ έναν κόσμο όπου οι εικόνες έχουν τα χρώματα του ονείρου και αποδίδονται με τα χαρακτηριστικά της αυτόματης γραφής. Αντικρίζω χρώματα που παραπέμπουν σε αναπαραστάσεις που με παραπέμπουν συνειρμικά στην άλλη ιδιότητα της Περδίκη. εκείνη της ζωγράφου. Άλλωστε, το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι ένας πίνακας που φιλοτέχνησε η ίδια και με προετοιμάζει για το ταξίδι στο όνειρο. Έντονες οι αντιθέσεις των χρωμάτων περιγράφουν το βάθος και τη διάσταση του χρόνου. Ακόμα και η μορφολογία της γλώσσας της έχει να δηλώσει το ενδιαφέρον της για την εικόνα, καθώς επιλέγει το πολυτονικό σύστημα για να αποτυπώσει τους στίχους της στο χαρτί.
Η σουρεαλιστική της διάθεση εγκαταλείπει τα πινέλα και αποδίδεται με όπλο την ψηφίδα της. Ο καμβάς της ξετυλίγεται και με οδηγεί, έξω από κάθε προκατάληψη σε περιγραφές που παραπέμπουν σε ονείρωξη. Ο λόγος της πλούσιος, κινείται, περιγράφει, αφηγείται, καθώς απέχει από οτιδήποτε θα τον χαρακτήριζε λυρικό με την κλασσική έννοια του όρου. «Να μιλήσουμε για σώματα/αυτά τα τρυφερά σαρκώδη/με την αφή της γλώσσας/να ιερογλύψουμε τις λέξεις/ώσου να λειανθούν.»
Η ποίηση της Περδίκη ταξιδεύει στον χρόνο, αφού όπως αναφέρει «δομείται πάνω στην αλληλουχία των εποχών ξεκινώντας με την αίσθηση της Άνοιξης και την «εαρινή υπόσχεση» και τελειώνει με τον Φθινοπωρινό μαρασμό.» Δεν έχει στόχο να διδάξει, ή θυμηθεί αλλά να υμνήσει τον έρωτα, το φως. Ταυτόχρονα, διακρίνω μια ήρεμη διαμαρτυρία, τόσο θηλυκή που θρυμματίζει κάθε αντίσταση. Για εκείνην, η ομορφιά της ύπαρξης, όπως αυτή συνδέεται με την ερωτική παρόρμηση, αποτελεί το ελιξίριο προς την ποθητή ευδαιμονία. Η ανατομία του έρωτα, ακριβέστερα είναι αυτή που την οδηγεί στο φως, «Τις στιγμές που η όραση οδηγεί στην αφή/…/και σκάει η κρούστα/και είναι της πληγής τούτης η ενόραση/δερμάτινη μνήμη.»
Τα επίθετά της κινούνται, περιγράφουν, πλάθουν εικόνες που επιχειρούν μια βαθιά τομή στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου ακολουθώντας το μονοπάτι του έρωτα. Τον περιγράφει «IN VITRO» και in vivo. «Ήταν οι δυό τους/σαν σύμπλεγμα από πέτρα/μια ερωτική Pieta/έτσι ένιωθες/όταν τους αντίκριζες/καθηλωμένους από καιρό/σ’ ένα μπαλκόνι καλοκαιρινό.» Ο έρωτας που δεν χαρίζεται σε κανέναν, περιφέρεται ανελέητος, καθώς μυούμενος μυσταγωγεί, ξεγυμνώνει, κατασπαράσσει ηδονικά τη γυμνή σάρκα κι ακολουθεί το φως. «Ξέρω κάτι παιδιά που παίζουν σε αλάνες/με πυροσβεστικούς κρουνούς/[…]ώσπου ερωτεύονται μ’ έρωτα οργισμένο/πυρώνουν σταδιακά/πλημυρίζει η γειτονιά από φως κι εκρήξεις…»
Το φως, ο χρόνος. Οι ονειρώξεις της Περδίκη ακολουθούν εκστατικά τις εναλλαγές των εποχών χτίζοντας σύμβολα. «Η ΕΥΚΑΛΥΠΤΗ» αναζητά την ελευθερία και αναγεννάται σ’ ένα συμβολικό περιβάλλον, όπου οι περιγραφές της ποιήτριας με οδηγούν σε συνειρμούς, σχεδόν, διονυσιακούς[…]«Έφυγε μια νύχτα πνιγηρή/η κεκαλυμμένη/με μια ομορφιά πρωτόγνωρη./Στα δάση αλλάζει, όποτε θέλει τη μορφή. Η ανάσα της λένε πως θεραπεύει.»
Η ποίηση της Περδίκη ξεδιπλώνει τα σύμβολα της υπομονετικά, χωρίς να κραυγάζει. Αφήνει το φως να την παρασύρει σχεδόν σιωπηλά, εγκαταλείποντας τις σκιές προκειμένου ν’ αναδυθεί στο φως.. […]«Ο σκιώδης φωτογράφος/των ευαίσθητων στιγμών/αποτυπώνει την υγρασία/πάνω σε λευκά χαρτιά/…» Ελευθερώνει τα σύμβολα της ταπεινά, […]«Τα έπαιρνα/τα έκρυβα στο στόμα/κι ευχαριστιόμασταν/ως την κροκάτη ώρα./Όλο το βράδυ εις σάρκα μίαν.», ωστόσο με μια ήρεμη δύναμη, που είναι αλήθεια ότι οδηγείται σε μικρά κρεσέντο, έτσι σαν καρδιογράφημα, ακολουθώντας το σφυγμό της ύπαρξης γενικότερα. Η ζωή σε κάθε της μορφή καλπάζει στις γραμμές της Περδίκη και τα επίθετά της καθορίζουν τις εντάσεις. Άλλοτε μούχρωμα, θυμός και πάλι το φως που διεκδικεί στις «ΣΙΑΜΑΙΕΣ ΛΙΜΝΕΣ», μία βαθιά «τομή» κι άλλοτε με το «ηλιακό εκκρεμές» να μετρά τον χρόνο και τους χαμένους έρωτες […] «Στέκει τώρα στα σκοτάδια/αποκομμένη από το σώμα/… /με τη χρυσή εσθήτα /κρατάει τον κόσμο ανάμεσα/στα δυό της πόδια.» Ο έρωτας, το φως, και πάλι ο έρωτας […] «Με φως στα χείλη δώσαμε/το φιλί που δεν αμφιβάλλει.»
Η ποιήτρια δεν ξεχνά τις λέξεις. Τις λέξεις που προσωποποιούνται και «ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ», τις λέξεις που «ασκούν πιέσεις» και αποσπούν «ομολογίες», που γίνονται ρήματα κίνησης, «μεταβατικά» και «αμετάβατα», που κουβαλούν συναισθήματα, «θυμούνται όρκους» και απειλούν […] όλα να τα πουν/ν’ αντέξουν.»
Η Περδίκη, τρυφερά, με τις ίδιες λέξεις,περιγράφει τη θηλυκή προσφορά, τη γυναικεία «φύση», όπως αυτή στερεοτυπικά διαμορφώθηκε κατά τους αιώνες. «ΤΑ ΜΩΒ ΘΗΛΥΚΑ», αποκτούν φωνή. Η μάνα, «στήθια γαλακτερά…» η σύζυγος, η ερωμένη […] «και στόματα/σφραγισμένα/από το αιώνιο μειδίαμα», περιορισμένες […] «σε κελύφη από δέρμα πορώδες/σκληρυμένο στη βροχή και τ’ αλάτι.», διεκδικεί. Η θηλυκή φύση της ποιήτριας υψώνεται συχνά με την ίδια ήρεμη δύναμη που διέπει όλο το ύφος της ποιητικής της συλλογής και αναζητά σχεδόν σιωπηλά τη «δικαίωση». […]«Είμαστε τα μωβ θηλυκά./Φορούμε τη προβιά μας/μ’ επιμέλεια τα πρωινά/και τις νύχτες γδυνόμαστε/κάτω από τον προβολέα/που με τη ζέστη του μας εξάπτει/γινόμαστε θερμές πορτοκαλί.»
Καθώς το σουρεαλιστικό ταξίδι μου της ανάγνωσης φτάνει στο τέλος, ακούω τη θηλυκή φωνή της ποιήτριας να δυναμώνει, […]«Μας θέλουνε να είμαστε πάντοτε αβρές κι ευλαβικές/ σε υπολειτουργία, ολοστρόγγυλες…». Εγκαταλείπει το ονειρικό σουρεαλιστικό της καμβά και εγκαθίσταται με έναν ρεαλιστικότερο «θηλυκό» λόγο σε θέση φεμινιστική. Καθώς φθινοπωριάζει […]«πάνω στα ουράνια/μεταλλικά μοτίβα.», η ποιήτρια, αρνούμενη λες, τη σκληρή πραγματικότητα, «ξανασκαλώνει» «ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ». Ελπίζει, ωστόσο… Αντλεί τη δύναμη απ’ τα σημάδια που χάραξαν τη θηλυκή της φύση […]«Κοιτάς/της μνήμης το σημάδι/για το γεράκι που θα ‘σαι/στο επόμενο όνειρο.» και υπηρετεί το ισχυρότερο σύμβολό της, το φως. Εκείνο, που την οδηγεί στη δύναμη κι αυτή με τη σειρά της στην απόφαση και στην ελευθερία της αυτοδιαχείρισης.
Κι ο έρωτας; […]«πηχτές μελάτες σταγόνες» που στάζουν «από τ’ ανοιχτά παράθυρα.» Περιπλανάται στην «οδό των Ρόδων», σ’ ένα από τα δύο πεζά ποιητικά αφηγήματα της συλλογής της. Η ελπίδα δεν την εγκαταλείπει. Το όραμα, η πίστη, στην, «ονειρική» ανθρώπινη ένωση με γεμίζει ελπίδα. Γιατί εκείνες τις «πηχτές μελάτες σταγόνες»…
[…]Τα δύο όστρακα της χλωροφύλλης τις νιώθουν βαθιά μέσα τους να εισέρχονται…»
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
FRACTAL 20/07/2022
Τα ουσιαστικά της ζωής
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Σοφίας Περδίκη συστήνεται με τον πολύσημο τίτλο Το αιώνιο αίνιγμα που ανοίγει και ανοίγεται σε μια σειρά ερμηνειών οι οποίες έχουν στο ένα άκρο τους τη ζωή και στο άλλο την τέχνη. Πρόκειται για μία φράση που καλεί και εμπλέκει τον αναγνώστη στη διαδικασία του προσδιορισμού μιας προσωπικής εκδοχής για το αίνιγμα αυτό που μπορεί, με την ίδια πιθανότητα, να έχει ή να μην έχει απάντηση και λύση. Πραγματικά, από μια πρώτη κιόλας περιήγηση στα ποιήματα της συλλογής, αντιλαμβάνεται κανείς την προσπάθεια της ποιήτριας να βυθιστεί μέσα στα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης τα οποία εδράζουν τόσο στην άυλη, όσο και στην υλική, καθαρά σωματική της πλευρά. Γιατί σε όλα σχεδόν τα ποιήματα παρεισφρέουν, σαν στοιχεία θεμελιώδη και θεμελιακά της δημιουργίας, λέξεις που αναφέρονται με άκρα ευθύτητα στο ανθρώπινο σώμα, συχνά μάλιστα συνιστούν κομμάτια του που ταυτίζονται με όλη την ύπαρξη, στη σωματική της διάσταση και πτυχή. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ποίηση που επιχειρεί να ανιχνεύσει τον τρόπο ή τους τρόπους με τους οποίους περι-γράφεται η ανθρώπινη οντότητα, όχι μόνο έτσι όπως συλλαμβάνεται στην ακινητοποιημένη της συνθήκη, αλλά και στις αντιδράσεις ή της συμπεριφορές της. Γι’ αυτό και πολλές φορές η ποιήτρια εισάγει στις συνθέσεις της στοιχεία του παράδοξου, του ανοίκειου, του ασυνήθους, για να δείξει ακριβώς την παράδοξη, ενίοτε, φύση της ανθρώπινης κατάστασης, έτσι όπως αυτή μορφοποιείται υπό την καταλυτική επενέργεια των συνθηκών και των καταστάσεων της ζωής που μοιάζουν ασύντακτες και, ταυτόχρονα, θυελλώδεις: Κι ύστερα περνά από μπροστά σου/ φευγαλέα η ματιά/ μια πλήρωση της αίσθησης βλέπεις/ όπως όταν η φλέβα φουσκώνει/ το αίμα κυλά/ τι τένοντας, τι τέντωμα/ να σκάσει πάει η κρούστα/ και είναι της πληγής τούτης ενόραση/ η δερμάτινη μνήμη. («Η όραση στην αφή»)
Κεντρική θέση μέσα στα ποιήματα της συλλογής έχει το στοιχείο της φαντασίας που εισβάλλει δυναμικά στους στίχους για να τους μεταθέσει, να τους μεταφέρει από το επίπεδο του κατά-νοητού στο επίπεδο του υπερ-νοητού, σε ένα πεδίο, δηλαδή, όπου όλα λειτουργούν και υπάρχουν υπακούοντας στους δικούς τους νόμους και αρχές, τις αρχές της τέχνης. Στενά συνυφασμένη με αυτήν τη μέθοδο και λειτουργία είναι η εικαστική ματιά της ποιήτριας η οποία, πολλές φορές, προκαλεί τη μετακύληση των ποιημάτων από το επίπεδο του λόγου στο επίπεδο της εικόνας. Είναι δηλαδή τέτοιος ο χειρισμός των λέξεων και των λεκτικών συνόλων που αυτά εκβάλουν αμέσως σε σχήματα καλλιτεχνικά, σχήματα και σχέδια που προδίδουν μια ξεκάθαρα ζωγραφική-εικαστική λογική και προσέγγιση. Όταν, μάλιστα, τα σχήματα αυτά μπαίνουν στη διαδικασία της κίνησης τότε προκύπτει αυτό που θα όριζε κανείς ως κινούμενο σχέδιο, ως ένα είδος ποιητικού «κόμικ», μέσα στο οποίο συνυφαίνεται το στοιχείο του κωμικού και, μαζί, το στοιχείο του τραγικού, η συνύπαρξη των οποίων οδηγεί και προκαλεί τον γνωστό κλαυσίγελο. Χαρακτηριστικός προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο χειρισμός και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι ανθρώπινες φιγούρες οι οποίες ακροβατούν, πράγματι, ανάμεσα στην αλήθεια και την ανατροπή της, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το έξω-πραγματικό.
Ο ποιητικός λόγος της Περδίκη είναι, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, έντονα και αισθητά μεταφορικός αφού, σε λεκτικό καθαρά επίπεδο, αυτό το σχήμα λόγου κυριαρχεί και προεξάρχει. Καθώς όμως μεταφέρεται κανείς από αυτό το επίπεδο στο αντίστοιχο των σημάνσεων και των σημασιών αντιλαμβάνεται ότι η ποίηση και η ποιητική της δημιουργού μετακυλύει και μεταφέρεται από τη μεταφορά στην αναπαράσταση, αρχίζει δηλαδή και προσεγγίζει θεατρικές μεθόδους και τεχνικές προκειμένου να μεταδώσει το μήνυμά της. Αυτή η παρατήρηση συνδέεται και εξηγεί ίσως και την ευρεία και εκτεταμένη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου το οποίο, κάποιες φορές, προτιμά η ποιήτρια για να προκρίνει ακριβώς την αντιπροσωπευτικότητα, την ενδεικτικότητα και τον παραδειγματικό χαρακτήρα των ποιημάτων της τα οποία διαφεύγουν κατά πολύ από το πλαίσιο και το κλίμα της αυτοαναφορικότητας και γίνονται το δοχείο που περιέχει και φιλοξενεί περισσότερες από μία φωνές ενοποιημένες μεταξύ τους και κατευθυνόμενες σε μια κοινή γραμμή, σε έναν κοινό ορίζοντα: Είμαστε τα μωβ θηλυκά./ Φορούμε την προβιά μας/ μ’ επιμέλεια τα πρωινά/ και τις νύχτες γδυνόμαστε/ κάτω από τον προβολέα/ που με τη ζέση του μας εξάπτει/ γινόμαστε θερμές πορτοκαλί/ τα χείλη μας λεν την προσευχή/ οι μήτρες μας φλογίζονται/ κατ’ επανάληψη/ την ώρα που γεννάμε μ’ έναν πόνο/ όνειρα αποκαλυπτικά. («Τα μωβ θηλυκά») Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι η αυτοαναφορικότητα εξοβελίζεται από τα ποιήματα της Περδίκη. Αντίθετα, σε κάποια ποιήματα, προβάλλει ολοκάθαρα και δίνεται πραγματικά η εντύπωση ότι η ποιήτρια μιλά και εκθέτει τον εαυτό της. Η εντύπωση όμως αυτή, σε δεύτερη ανάγνωση, υποβαθμίζεται και υπονομεύεται από την πλαστότητα ή μάλλον την πλαστικότητα των ποιημάτων της, την αίσθηση δηλαδή που αποκομίζει ο αναγνώστης ότι τα ποιήματα είναι κατασκευές που κανοναρχούνται και καθοδηγούνται από την επιδίωξη της ομορφιάς, από την καλλι-τεχνία ως κατευθυντήρια ιδέα και αρχή. Αυτή η συγκεκριμένη τεχνοτροπία μπορεί να καθιστά την ανάγνωση ενδεχομένως περισσότερο απαιτητική, στην πραγματικότητα όμως υποβάλλει πιο έντονα τη διάθεση και το κλίμα, το νόημα και το μήνυμα που έγκειται ακριβώς στη συνειδητοποίηση ότι οι λεπτομέρειες της ζωής και του κόσμου διασώζουν και μεταφέρουν το νόημα και την ουσία, την αλήθεια, την ομορφιά, την ηθική.
.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 28/4/2022
Διαβάζοντας το πρώτο ποίημα της Χώρας αναμονής της Αριάδνης Καλοκύρη, μου δημιουργήθηκε η ισχυρή προσδοκία για μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση, καθώς το κείμενο φανερώνει μια φρέσκια ματιά λεπταίσθητων αποχρώσεων που ανάγει τη λεπτομέρεια του ασήμαντου σε ένα έστω και εφήμερο αισθητικό γεγονός.
«Σαπούνι»
Σαπούνι, αχνό ροζ.
Σκληρό, άοσμο, καμπύλο﮲
ίχνος φράσης στη μια πλευρά.
Λίγες σταγόνες νερού αλλάζουν την υφή του.
Γίνεται λείο, τα δάχτυλα γλιστρούν και το χαϊδεύουν.
Διάφανες μπάλες ξεπηδούν, τρωτές κυψέλες.
Σβήνω τη φράση, γράφω άλλες, πλάθω λέξεις μες στα νύχια.
Άρωμα τριαντάφυλλου με αγκυλώνει.
Να το λουλούδι, άνθισε μπροστά μου﮲
κάθε του πέταλο γλιστρά από τα χέρια
αιωρείται.
Στις παλάμες ένας κόκκινος κήπος
με τριαντάφυλλα ριζώνει.
Τον διασχίζει ένα λευκό ποτάμι.
Είναι ο αφρός, που έχει ποτίσει, έχει κρύψει κάθε χέρι.
Φαίνεται τώρα μόνο το σαπούνι
να κυνηγάει λυσσασμένα
τη μορφή του.
Προχωρώντας, όμως, στο δεύτερο ποίημα προσέκρουσα στη θολή συμβολική γλώσσα μιας δύστροπης εικονοποιίας που δεν ευστοχεί στην απαραίτητη, για μια βατή αναγνωστική πρόσληψη, αντιστοιχία μεταξύ πράγματος και λέξης:
«Αλλαγή σχεδίου»
Γεμίζω, αδειάζω και σκορπίζω
στιγμές της εκτροπής.
Αλλάζει χρώμα η πλέξη σου από τη σκόνη.
Υπάρχει μια εσωτερική απόσταση που οδηγεί σε λάθος δρόμο.
Στρεφόμαστε αλλού, αποφεύγουμε το σημείο
τομής, αλλά ψυχικής- μην κοπούμε﮲
παίζουμε με τις ώρες, ξεγλιστράμε στο χώρο. […]
Εδώ το νόημα διαφεύγει σε ένα λόγο ασυνεχή ή, αλλού, σε θραύσματα λεπτομερειών που χάνουν την αιχμή τους μέσα σε μια γεμάτη διάκενα αποτύπωση. Ενώ σε αρκετά σημεία η ποιήτρια φαίνεται να διαθέτει την διαυγή όραση των πραγμάτων, σε άλλα θολώνει αυτή την όραση σε μισοσβησμένα προφίλ στιγμών, φευγαλέες κατατομές ονείρων, χωρίς την περιρρέουσα συνάφεια των υλικών που θα έκανε ευκρινείς τις συνάψεις. Αυτή η παλινδρόμηση συνεχίζεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής. Μετά το απερίφραστο «Μαξιλάρι» ακολουθεί η «Αιώνια μάχη» με τη σελήνη του ύπνου, υποθέτω. Ενώ αρχίζει με μια εικόνα που με σχετική ασφάλεια μπορείς να αποκωδικοποιήσεις και που ενισχύει με έρρυθμο ολιγόστιχο ανάπαιστο:
Ασφαλές προσωπείο
αλειμμένο στην πέτρα.
Μια αγέλη αστέρια και
στη μέση το φως σου.
Λέαινα τρως κομμάτια σκοτάδι […]
συνεχίζει με κλειστές, μη λειτουργικές λεπτομέρειες (π.χ.: «Ξεδιπλώνεις γεράνια / για τη νίκη της πέψης») που εγκλείουν τον αναγνώστη σε αμφίβολα και μη προσβάσιμα σύμβολα και ερμητικούς συνειρμούς. Έτσι αυτές οι σκοτεινές αναλογίες στην ελλειπτικότητά τους, που εκπορεύονται από προσωπικές εννοιολογήσεις, παραμένουν διαφεύγουσες για τον αναγνώστη. Ενώ η εκκίνησή της είναι συχνά το συγκεκριμένο, πράγμα που το δείχνουν και οι τίτλοι πολλές φορές των κειμένων («Μια κουταλιά», «Άγριο κυκλάμινο», «Στην πόλη», «Το δαχτυλίδι»), το στιγμιότυπο εξαχνώνεται σε ένα συγκεχυμένο χωροχρόνο, σαν να λαμβάνει χώρα σε ένα γριφώδες όνειρο.
«Χορεύουν»
μόνα
παίζει μουσική
η αράχνη
νυχτικό πεπρωμένο
σκισμένο χορτάρι
και χαλίκια με μέλι
Δυο πόδια τρέμουν
τέμνουν
θέλουν να τρέξουν
σπάνε και πέφτουν
Βουτάνε
σε φλόγα σκουριάς
στο χώμα – στο χώμα!
Αυτό βέβαια δε συμβαίνει στον ίδιο βαθμό σε όλα τα ποιήματα, κάποια εκ των οποίων επιτρέπουν μέσα στο απατηλό τους περίγραμμα την «ορατότητα» (π.χ. «Κατοικία»). Ο αναγνώστης όμως συχνά χάνεται σε ένα λόγο φλουταρισμένο που δεν συναιρεί, αλλά συγχέει τα πρόσωπα, τα αισθήματα και τα πράγματα.
Σε αυτή την πρώτη συλλογή διαβλέπω δυνατότητες και εύστοχες στιγμές που, για να γονιμοποιήσουν τη συνέχεια, η ποιήτρια, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ξεσκαρτάρει τα υλικά που δημιουργούν μια νεφελώδη αχλύ και να ενισχύσει τη συνεκτικότητα των συστατικών. Γιατί πάνω από όλα ένα ποιητικό κείμενο είναι κατάστρωση ενός σχεδίου, μια στρατηγική δομή των υλικών. Αυτά τα υλικά, αν είναι παράταιρα, χάσκουν και εξαρθρώνουν τον άξονα που είναι η βασική σύλληψη, η οποία οφείλει μέσα στην όποια περιέλιξή της να μη ξεχάσει την αφετηρία της και να γυρίσει σε αυτήν.
Ανισότητα διέκρινα και στη δεύτερη συλλογή, της Σοφίας Περδίκη, σε μεγαλύτερη έκταση αυτή τη φορά, καθώς εδώ επιδιώκεται με περισσότερη εξωστρέφεια και περιφραστικότητα να οριστεί ένας ποιητικός χώρος ακόμα ρευστός και ετερογενής στις επιρροές του. Κι εδώ διακρίνω μια αμφιρρέπεια ανάμεσα στην οικονομία εύστοχων συλλήψεων που περαιώνονται με συνέπεια και στην άμετρη συσσώρευση στίχων που μπουκώνουν το ποίημα.
Π.χ. στο «Όπως μας θέλουν» ο αναγνώστης παρακολουθεί την εκτύλιξη ενός συλλογισμού που κατατείνει, με καλές στάσεις, σε ένα καίριο τέλος.
Μας θέλουν να είμαστε πάντα
απαλές και λευκότατες.
Να περιμένουμε μονίμως
σε μια κατάσταση άσηπτης
τρυφερότητας
τα χείλη μας να στάζουν
λόγια μελωμένα […]
Μα θέλουνε να είμαστε πάντοτε
αβρές κι ευλαβικές
σε υπολειτουργία
ολοστρόγγυλες
να μην κόβουν τα μαχαίρια μας
τα σώματά μας
να μην έχουνε πληγές
τα λόγια μας να μην πληγώνουνε ποτές.
Να ματώνουμε περιοδικά μονάχες.
Σε πολλά άλλα, το αποτέλεσμα υπονομεύεται από το συγκεχυμένο ή φλύαρο σκηνικό, όπως στα δύο ακόλουθα:
«Σπείρες»
Σπείρες απλώνουν στη νύχτα
τις ψευδείς αισθήσεις του βάθους
ξεδιπλώνοντας στο κενό
φλούδες που μάζεψε το όνειρο.
Τύλιγαν το σώμα με λωρίδες
είχαν άρωμα εσπεριδοειδούς
σε λίκνο ποτισμένο μέχρι τον τελευταίο
του ξύλου λίκνο, τον πιο μικρό
του χρόνου το απειροελάχιστο σημείο.
Ή στο «Δαχτυλίδια καπνού»
Σε βλέπω μέσα από τα δαχτυλίδια του καπνού.
Είσαι ημιτελής με δέρμα πρόπλασμα
και μαλλιά σύννεφα βορείων χωρών.
Συμπαγείς και καθορισμένες οι εκτάσεις των χεριών σου
ανοιγοκλείνουνε αυλαίες
παρουσιάζουν τα δάση του χειμώνα σε τρεις πράξεις
με φινάλε το δράμα όλων των εποχών
που κουμπώνεται στο άσπρο γιλέκο σταυρωτά
με δέκα σκουριασμένα κουμπιά η παρτιτούρα. […]
Εδώ ο αναγνώστης χάνεται στον μακροπερίοδο λόγο και τη θαμπή απροσδιοριστία των επιμέρους εικόνων. Ό,τι απομένει είναι λόγια που πνίγουν κάποια καλά ποιήματα που υπάρχουν στη συλλογή. Κυρίως αυτά που επιδιώκουν την πυκνότητα με τον μετρημένο στίχο και πραγματεύονται την κοινωνική ταυτότητα του θήλεος. Η ποιήτρια μοιάζει να παλεύει να βρει το ύφος της ανάμεσα σε λυρικές αμφισημίες, πεζολογικά παραδοξολογήματα, αυτοματοποιημένες ποιητικές φόρμουλες, υπερρεαλιστικές επιβιώσεις, υφολογικές ταλαντεύσεις. Όλα τα παραπάνω παράγουν μια ανώριμη πρώτη συλλογή που δεν έχει χωνέψει τα ετερογενή της υλικά, ούτε έχει τιθασεύει την επιθυμία της να δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο συμβόλων που πριν φτάσουν στη όραση διαθλώνται μέσα στην μη κατασταλαγμένη γλώσσα καταλήγοντας έτσι όχι στη βαθύτητα αλλά στην αδιαφάνεια.
Και οι δυο αυτές πρώτες δουλειές συνομιλούν με τα πάθη του εγώ, του έρωτα, της ύπαρξης. Ενώ πραγματώνουν σε ορισμένες τους στιγμές την πρόθεσή τους, παλεύοντας να προσεγγίσουν το υπόρρητο δεύτερο επίπεδο του νοήματος χάνονται σε υπόγειες διαδρομές λέξεων (κυρίως η δεύτερη συλλογή), σαν μια διήθηση στον κόσμο ενός ονείρου που παραμορφώνει τα περιγράμματα. Η σοφή ισορροπία είναι το ζητούμενο όλων όσοι γράφουμε, γι’ αυτό και είναι γόνιμο μετά την πρώτη έφοδο στην ατελεύτητη αυτή δοκιμή του λόγου να αξιοποιήσει ο δημιουργός τα μέχρι τώρα κέρδη και να αναλογιστεί όσα τον ρίχνουν στα ξέβαθα της ποιητικής γλώσσας.
.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
.
DREAMING
ANAMONH
ΑΝΟΙΞΗ
ΑΝΤΙΟ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΑΤΙΤΛΟ 1
ΑΤΙΤΛΟ 2
ΑΤΙΤΛΟ 3
ΑΤΙΤΛΟ 4
ΑΤΙΤΛΟ 5
ΓΥΜΝΟ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ
ΓΥΜΝΟ
ΕΡΗΜΩΣΗ
ΕΦΗΒΙΚΟ
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
ΟΝΕΙΡΙΚΟ
ΠΛΑΝΗ
ΠΟΙΟ ΜΠΑΛΟΝΙ
ΣΑΝ ΤΟ ΣΚΥΛΛΟ ΜΕ ΤΗ ΓΑΤΑ
ΤΣΙΓΚΑΝΑ
ΧΑΡΑΖΕΙ