Η Μαρία Περατικού-Κοκαράκη γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Κύπρο, τόπο καταγωγής του πατέρα της
Μεγάλωνε με τις διηγήσεις της Μικρασιάτισσας στην καταγωγή, Αθηναίας μητέρας της, μαζί με τους μύθους, θρύλους κι αγώνες της Κύπρου. Της άφηναν γεύσεις και μυρωδιές, για να φτιάχνει στη συνέχεια τις δικές της μικρές ιστορίες. Ιστορίες που την ταξίδευαν και της γνώριζαν ανθρώπινες μοίρες, πορείες, αγώνες, αντιστάσεις, προσπάθειες, μόχθους. Από πολύ μικρή συμπέρανε πως κάθε Άνθρωπος κι ένα μοναδικό ταξίδι! Τούτο το ταξίδι την οδήγησε σε φιλολογικές σπουδές στην Αθήνα και στο Σίδνεϊ. Εργάστηκε ως Tutor στο Old Sydney University και στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.
Έχει βραβευτεί αρκετές φορές, μεταξύ των οποίων από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου ’Αθηνών, και
το 2014 τιμήθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ ως «Άνθρωπος του Πολιτισμού και των Γραμμάτων».
Συμμετείχε ως ομιλήτριας στο Ποιητικό Συμπόσιο τού Πανεπιστημίου Πατρών και στο Παιδαγωγικό Συνέδριο τού
ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ. Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κάνει βιβλιοκριτικές, ομιλίες και παρουσιάσεις λογοτεχνών, οι όποιες δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και
εφημερίδες στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Έργα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά. ιταλικά, γερμανικά και βοσνιακά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αγυρτείες. (2000)
Ταναφόρμια. (2003)
Αύτόμελα. (2006)
Χάι-Κάι, (2006)
Ιδιόμελα, (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ 2001)
Χάι-Κοϋ καί Τάνκα. (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ 2011)
Σένριου Χάίκού και Ρέγκα, (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ 2014)
Ποίησης Σχηματισμοί, (ΛΕΙΜΩΝ 2018)
Χάίκού και Τάνκα (ΛΕΙΜΩΝ 2018) Δίγλωσση επανέκδοση (ελληνικά-γαλλικά)
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Βαλς με δεκανίκια (2007)
Τα χρόνια με τα κυκλάμινα (ΛΙΒΑΝΗ 2015)
Τα χρόνια των Ακαμαντίδων (ΛΙΒΑΝΗ 2019)
Ο μελιορισμός των κυκλαμίνων (ΛΙΒΑΝΗ 2022)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μνήστρα (ΑΦΗ 2009)
.
.
Ο ΜΕΛΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΜΙΝΩΝ (2022)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Βέβαια, στάθηκε τόσο κραυγαλέο, ηλίθιο και εγκληματικό
το πραξικόπημα του «δυναμικού ανδρός» -που
θα σέρνει αιωνίως την κατάρα των Κυπρίων-, τόσο
γκανγκστερικό στη σύλληψη και εκτέλεσή του ώστε η
διεθνής κοινή γνώμη από την πρώτη ώρα στράφηκε
εναντίον της Ελλάδος Κι αυτό ήταν φυσικό, γιατί απ’
την Ελλάδα, φευ, του παρανοϊκού Ιωαννίδη είχε
εκπορευθεί εκείνη η κτηνωδία.
Δημήτρης Ψαθάς
«Η προπαγάνδα»
άρθρο στην αθηναϊκή εφημερίδα Τα Νέα
Μ’ όλα τα συμπτώματα της τσαγκαροδευτέρας σηκώθηκαν οι Κύπριοι στις 15 Ιουλίου του 1974 για να πάνε στις δουλειές τους. Λίγο η ζαλάδα της νυχτερινής μπίρας, συνοδευμένης με αράπικα φιστίκια στη δροσιά της βεράντας του σπιτιού τους, λίγο η μεσημβρινή βαρυστομαχιά τους απ’ τη σούβλα και το άραγμά τους στις κυπριακές ακρογιαλιές, τους έκαμαν ακόμα πιο βαρύθυμους. Μπορεί ακόμα και μια κάποια έκτη αίσθηση, που πνιγόταν μέσα στην άγνοια, την αφέλεια, ίσως και την αμέλειά τους, να συνόδευε τα βήματά τους μέχρι τις πόρτες, τα γραφεία, τα πόστα της εργασίας τους.
Η ρουτίνα είχε την ίδια μυρωδιά κι ο ήλιος, καυτός, συνάντησε τους δείκτες του ρολογιού μέχρι τις 8:15 χωρίς ενδιαφέρον. Όταν οι δείκτες έδειξαν 8:30 ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ο θόρυβος των τανκς και των στρατιωτικών αυτοκινήτων, που είχαν ξεκινήσει στις 8:15 με προορισμό το Προεδρικό, την Αρχιεπισκοπή, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κόπρου και το κτίριο της Αρχής Τηλεπικοινωνιών σκέπασαν τους θορύβους της ρουτίνας.
Πραγματοποιούσαν πραξικόπημα στο μικρό σώμα της Κύπρου κι όχι του Μακαρίου! Το γενικό πρόσταγμα το δίνει ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης ο οποίος εκτελεί χρέη αρχηγού του ΓΕΕΦ. Επικεφαλής και υπεύθυνοι ο Μπονάνος με το διοικητή των ΛΟΚ Καμπάκη.
Ο Μακάριος είχε γυρίσει απ’ τη σαββατοκυριακάτικη ανάπαυσή του στο Τρόοδος και την ώρα της επίθεσης υποδεχόταν ομάδα παιδιών από την ομογένεια της Αιγύπτου. Όπως είχαν προβλέψει και οργανώσει οι πραξικοπηματίες, η επαγρύπνηση του Εφεδρικού Σώματος και άλλων φιλομακαριακών δυνάμεων είχε λήξει και είχαν αποσυρθεί. Μόνο η προεδρική φρουρά πρόβαλε αντίσταση, η οποία σύντομα κάμφθηκε. Οι του Προεδρικού έθεσαν πρώτο τους μέλημα να προστατεύσουν τους επισκέπτες, τα παιδιά, και μετά να φυγαδεύσουν τον Μακάριο. Το κατόρθωσαν γιατί η μοίρα ήταν με το μέρος του Προέδρου, γιατί το ήθελε ο θεός και γιατί έτσι το ήθελε -αν έχει θέληση- η Ιστορία ή γιατί, παρ’ όλα τα σχέδια και την οργάνωση των πραξικοπηματιών, η ελευθερία του ανθρώπου είναι πιο πάνω. Ο Μακάριος διέφυγε από την πίσω πλευρά, μέσω της κοίτης του Πεδιαίου ποταμού, και μ’ ένα δανεισμένο διερχόμενο αυτοκίνητο. Κατευθύνθηκε προς το Τρόοδος και τη Μονή Κόκκου, κι από εκεί έφτασε στη Μητρόπολη της Πάφου, στις εφτά το βράδυ.
Στις 9:45 το πρωί επικράτησαν απόλυτα οι πραξικοπηματίες, και το πρώτο διάγγελμα των Ενόπλων Δυνάμεων προς τον λαό της Κύπρου μεταδιδόταν απ’ τους ραδιοφωνικούς θαλάμους του κρατικού ραδιοφώνου. Η ραθυμία της τσαγκαροδευτέρας εξατμίστηκε διαμιάς. Τα μάτια γούρλωσαν. Η καρδιά γοργοχτύπησε και βούλωσε τα τύμπανα των αυτιών, έστω και για απειροελάχιστο του χρόνου. Το ρόδινο ξέβαψε απ’ τα μάγουλα και τα χλόμιασε. Οι περισσότεροι πετάχτηκαν έξω στις αυλές τους, στους δρόμους, στους διαδρόμους των δουλειών τους.
Οι πρώτες ενστικτώδεις αντιδράσεις ήταν ραγιάδικες. Δεν τους πτόησε μήτε η δύναμη των όπλων μήτε το διάγγελμα που επαναλαμβανόταν όλο και πιο δυνατά: «Η δημιουργηθείσα κατά τους τελευταίους μήνας τραγική κατάστασης εν τη νήσω ήγαγε τας Ενόπλους Δυνάμεις εις την απόφασιν να απομακρύνουν τους υπευθύνους της ανωμαλίας, ήτοι τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας και την Κυβέρνησίν του… Αι ένοπλοι δυνάμεις θα αναθέσουν προσωρινούς την διακυβέρνησιν της νήσου εις κυβέρνησίν Εθνικής Σωτηρίας. Βασικοί σκοποί της νέας Κυβερνήοεως θα είναι…»
Οι περισσότεροι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αδυνατούσαν να το χωνέψουν, το μυαλό να το καταχωρίσει ως πραγματικότητα, κι ας περνούσε η ώρα, πως Έλληνες έστρεφαν τα όπλα προς Έλληνες· πως Έλληνες συλλάμβαναν Έλληνες, ομόθρησκους, ομοπάτριδες, ομοαίματους, αυτάδελφους. Αδιανόητο πως οι σελίδες της ιστορίας ενός εμφύλιου πολέμου ζωντάνευαν μπρος στα μάτια τους. Κι ας στο παρελθόν είχε τέτοια συμβάντα η πορεία τους. Δε χωρούσε το μυαλό τους τις εικόνες που ξετυλίγονταν η μια πίσω απ’ την άλλη, όση λογική κι αν διέθεταν, όση προσπάθεια κι αν έβαζαν. Το παράλογο τους έπαιζε παιγνίδια.
Κάτι παρόμοιο φαίνεται πως συνέβαινε και με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κι ας είχε ζυμωθεί τόσα χρόνια μέσα στις πολιτικές ίντριγκες, μέσα στο ξεπούλημα του δικαίου για τα συμφέροντα των δυνατών. Δεν ήταν στα πρώτα χρόνια, στα οποία η Δημοκρατία μπουσουλούσε. Ήταν σε θέση πια όχι μόνο να προσέχει το δοτό της Ζυρίχης σύνταγμα, αλλά και να είναι σε
επιφυλακή. Υποβάθμισε τη λογική των πραγμάτων, το περιεχόμενο της μηχανορραφίας, τη δράση των μυστικών υπηρεσιών κι μ’ όλα όσα συνέβαιναν γύρω του, νομίζοντας και πιστεύοντας πως το «αίμα δε γίνεται νερό». Αγνόησε την πληροφορία του πρέσβη στην Ελλάδα, Νίκου Κρανιδιώτη, την οποία του επιβεβαίωσε ο Ευάγγελος Αβέρωφ και του μετέδωσε ο Μαγγλής όταν ήρθε στην Κύπρο, «πως σύντομα θα γινόταν πραξικόπημα». Ο Μακάριος του απάντησε πως δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, η ΕΟΚΑ Β’ είχε εξαρθρωθεί. Άραγε ήταν τόσο εύπιστος πως μετά τη σύλληψη του αρχηγού της, και μετά το θάνατο του Γρίβα, είχε διαλυθεί; Παρ’ όλη την ευπιστία του, κανόνισε να δει τον Μαγγλή τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, στις εννιά το πρωί, μετά τα παιδιά των ομογενών από την Αίγυπτο.
Ούτε όμως έδωσε την πρέπουσα σημασία και στον Έλληνα δημοσιογράφο Αγγελή, όταν τον συνάντησε στο Προεδρικό στις 10 Ιουλίου -ο οποίος διαδραμάτιζε ρόλο συνδέσμου ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον βασιλιά και τον Μακάριο- και τον πληροφόρησε πως την Κυριακή 14 Ιουλίου θα τον σκοτώσουν.
Ακούγοντάς τον χλώμιασε, σάστισε, μα και πάλι «κάτι» δεν τον άφηνε να το δει σοβαρά, προσεκτικά. Ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για τους αποστολείς του μηνύματος, μα και πάλι έμεινε στους συλλογισμούς του και στην πίστη του: πώς είναι δυνατόν να θέλουν μαζί του να χαθούν κι οι ίδιοι και να στιγματιστούν με τον χειρότερο χαρακτηρισμό, αυτόν της προδοσίας; Και πάνω απ’ όλα να δώσουν ευκαιρία στην καραδοκούσα Τουρκία;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Κι ακούγαμε και λέγαμε
με αυτούς που δεν γνώριζαν
πώς να πάρουν μιαν ήττα
όπως φαινότανε ή όπως θα τα
στο πέρασμα του χρόνου.
Ναδίνα Δημητρίου
«Αναζητήσεις»
Ζούμε στον αστερισμό της παρακμής
Τα φεγγάρια ψεύτικα
αντιφεγγίζουν
σε παγωμένα βλέμματα
κι ανίερους κανόνες.
Ανδρέας Καρακόκκινος
Κι ΑΝ Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΙ ΟΥΡΑΝΟΣ δέχτηκε της εισβολής αεροπλάνα αλεξιπτωτιστές και βόμβες, τα χρώματά του με το ξημέρωμα της 21ης Ιουλίου του 1974 δεν είχαν καθόλου αλλοιωθεί. Παρέμειναν στα καθαρά γαλάζια. Το ίδιο και το χρώμα της κερυνειώτικης θάλασσας, κι ας το κάλυπταν τα αποβατικά στρατιωτικά πλοία κι ας στο βυθό της έβραζε φουρτούνα. Τα κύματά της δεν ορθώθηκαν άγρια για να μην τ’ αφήσουν να προσορμιστούν και να ξεράσουν τους άγριους εισβολείς.
Η «φωτιά» της κατάκτησης είχε αρχίσει ήδη να μυρίζει. Οι στρατιώτες της μονάδας που βρισκόταν στο κάστρο της Κερύνειας, άυπνοι, καταπαγωμένοι απ’ την ανοργανωσιά και την αδιαφορία, με την καρδιά γεμάτη φιλοπατρία, προσπαθούσαν να αντιταχθούν και να υπερασπιστούν την πόλη. Να αναχαιτίσουν και να εμποδίσουν όσο μπορούσαν την αποβίβαση των Τούρκων στρατιωτών. Απέφευγαν να σκεφτούν, όπως κι οι περισσότεροι, την απουσία της Ελλάδας. Αυτή ήταν τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, εκπροσωπούμενη από τους Έλληνες στρατιωτικούς. Τόσο μακριά και τόσο αδιάφορη, που η αμέλειά της πονούσε τους Κυπρίους! Ίσως κιόλας και να μην υπήρχε καθόλου, παρά μόνο στα ακούσματα και στους πατριωτικούς λόγους, γιατί αυτή τη στιγμή ήταν άφαντη!
Τις πρωινές ώρες, οι Κερυνειώτες, μπουλούκια στους δρόμους, φορτωμένοι και στρυμωγμένοι στα αυτοκίνητα, άφηναν πίσω τους τη νοικοκυρεμένη ζωή τους, την τάξη του μόχθου τους, σέρνονταν για να γλιτώσουν την υπόστασή τους. Να βρουν καταφύγιο για λίγες ώρες, σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς στην υπόλοιπη Κύπρο. Πολλοί σταμάτησαν στην κοντινή τους Μόρφου. Παρ’ όλη την ψυχική τους ταραχή, διατηρούσαν ακόμα την ελπίδα πως θα περνούσαν λίγες ώρες στην κοντινή τους πόλη και το αργότερο μέχρι το βράδυ θα βρίσκονταν στα σπίτια τους, στους κήπους τους, στα περιβόλια τους. Το φτάσιμο των Κερυνειωτών σ’ άλλες πόλεις ήταν επόμενο να φέρει τα κακά μαντάτα και στους υπόλοιπους Κυπρίους και να μη μείνουν κι αυτοί αμέτοχοι στον πόνο, στον φόβο, στη θλίψη, στην αγωνία. Η Ελένη, που όλο το βράδυ λαγοκοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τις δυο γιαγιάδες της, άνοιξε τα μάτια της σχεδόν με το πρώτο χάραμα.
Λιγοστό το φως που άφηναν να εισχωρήσει στις κλειστές γρίλιες και οι κουρτίνες, τις οποίες είχε φροντίσει να χλεύη η Ευδοκία. Η πραγματικότητα, άκαμπτη και σκληροτράχηλη, τη χτύπησε χωρίς να καθυστερήσει, κι ας ήταν αγουροξυπνημένη. Ο Μενέλαος της, που όλο το βράδυ βρισκόταν απ’ τη μέσα πλευρά των βλεφάρων της, να της χαμογελά, να της μιλά με μουσική, να της
μεταγγίζει ελπίδα, είχε καταταγεί και δεν μπορούσε να του μιλήσει, να μάθει πού ακριβώς βρίσκεται και τι κάνει. Οι σκέψεις της ανάκατες, έφυγαν από τον Μενέλαο για να πάνε στ’ αδελφή και τον πατέρα της. Για να πάνε στα ξαδέλφια και τους φίλους της… Πολλές σκέψεις που στροβιλίζονταν και χόρευαν, χωρίς να υπάρχει τρόπος να τις βάλει σε σειρά. Πουλιά που πετούσαν αποδώ κι αποκεί. Κι εκείνη η αίσθηση του ανακατώματος του στομαχιού, που σε τραβάει και σε πάει σε λαγούμια προμηνυμάτων και προαισθημάτων, τα οποία όσο κι αν προσπαθείς, όσο κι αν νοιώθεις πως μπορείς να τα ξεκαθαρίσεις, να τα αντικρίσεις, εν τούτοις δεν το κατορθώνεις, δεν το πετυχαίνεις. Αντίθετα πλοκαμιάζεσαι βαθύτερα, μπλέκεσαι στο κουβάρι.
Ξεγλίστρησε ο ήλιος και μπήκε απ’ τις γρίλιες και τις κουρτίνες στο σχήμα μιας κάθετης ροδαλής γραμμής, που έπιανε μέρος της ντουλάπας και του τοίχου. Αφηρημένα την ακολούθησε η ματιά της Ελένης· στην ουσία έβλεπε παραισθησιακά τη μορφή του Μενέλαου της, που της άνοιγε την αγκαλιά του κι εκείνη ήθελε, πόσο ήθελε, να τρέξει και να την κλείσουν τα μπράτσα του
μέσα της. Μα τα πόδια της, βαριά, δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Της τα είχαν λέει δέσει με αλυσίδες οι Τούρκοι… Κι όταν κατάφερε να τα σύρει, σ’ ένα και μόνο βήμα, ένα ρυάκι αίμα κύλισε ανάμεσά τους. Αίμα που κυλούσε απ’ την καρδιά του Μενέλαου, που εκείνος λες και δεν το ένιωθε, γιατί της χαμογελούσε και της έλεγε: «Ψυχή μου, πριγκίπισσά μου, κυκλάμινο Ελένη, σ’ αγαπώ και το παιδί μας τ’ αγαπώ».
…/…
Στις όλο μισόλογα ψιθυριστές συνομιλίες τους, κι όταν η ώρα έχει φτάσει έντεκα το βράδυ, συμφωνούν όλοι πως αν η Τουρκία κάνει απόβαση στην Κύπρο η Ελλάδα θα κηρύξει πόλεμο. Μιλούν για απόβαση, μετά την απόβαση των τριών χιλιάδων στρατιωτών στην Κερύνεια και στο Πέντε Μίλι από τα χαράματα του Σαββάτου! Αν μπορεί καμιά λογική να το συλλάβει! Αυτό δεν το θεωρούν απόβαση. Και κάποιος απ’ τους «σοφούς της προδοσίας» κάνει τον κόπο να διευκρινίσει πως «απόβαση θεωρείται η αποβίβαση τανκς στη στεριά». Μένουν όλοι σύμφωνοι, και σαν «καλοί στρατιωτικοί» πηγαίνουν για ύπνο. Αυτή τη φορά, όμως, παραμένουν στα γραφεία τους στο Πεντάγωνο κι όχι στα σπίτια τους. Το γεγονός πως το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ βομβαρδίζεται απ’ το πρωί του Σαββάτου δεν έχει καμιά σημασία!
Είναι αλήθεια πως έχει αποφασιστεί ακόμα να σταλεί από την Κρήτη μια Μοίρα Καταδρομών με μεταγωγικά αεροπλάνα «Νοράτλας», τα οποία είχαν ακινητοποιηθεί λόγω ακαταλληλότητας πριν από έναν μήνα! Αυτό όμως δεν απασχολεί τους πατριωτικούς ιθύνοντες -τα παιδιά τους θα μπουν;- και δίνουν εντολή φύγουν νύχτα και μάλιστα να πετούν χαμηλά, για να μη γίνουν αντιληπτά από τα ραντάρ Άγγλων και Τούρκων και διαμαρτυρηθούν πως η Ελλάδα επεμβαίνει.
Ο Σίσκο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ζητά στο τηλέφωνο τον Ιωαννίδη. Κανείς δεν του τον δίνει, γιατί έχει δώσει εντολή να μη τον συνδέσουν. Ο Αμερικανός υφυπουργός ζητά έστω να μιλήσει στον Μπονάνο ή στον Ανδρουτσόπουλο, μα κι αυτοί έχουν πάρει εντολή από το «Ντίνγκο», τον Ιωαννίδη, να μη μιλήσουν με τον Σίσκο. Τελικά συνδέεται με τον Αραπάκη, στον οποίο προτείνει να δεχτεί η Ελλάδα κατάπαυση του πυρός. Ο Αραπάκος δέχεται -στην ολίγων ωρών σύσκεψη ήταν εναντίον της κήρυξης πολέμου, γιατί είχε αξιόπιστες πληροφορίες ότι, αν εμπλέκονταν σε πόλεμο, ο βουλγαρικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση εναντίον της Θράκης- και έτσι κλείνε, η συμφωνία Αραπάκη-Σίσκο. Τοιουτοτρόπως, έδωσε επίσημα πλέον στους Τούρκους δώδεκα ολόκληρες ώρες να δράσουν και να κινηθούν όπως θέλουν. Να ολοκληρώσουν την απόβασή τους ανενόχλητοι. Ανενόχλητοι να καταλάβουν τμήμα του νησιού που επιθυμούσαν. Ανενόχλητοι, γιατί η μηδαμινή αντίσταση της πατριδολατρικής ψυχής των λίγων, των σχεδόν άοπλων Ελληνοκυπρίων μαζί με κάποιους Έλληνες αξιωματικούς με παλληκαρήσια καρδιά, δε μετρούσε μπροστά στις πάνοπλες ομάδες των εισβολέων! Αλλά, ως έσχατοι, έμεναν στις επάλξεις! Τα δυο πλοία που έφυγαν από τον Πειραιά με τις ενισχύσεις βρίσκονταν στον ανοιχτό μεσόγειο θαλάσσιο δρόμο και θα φθάσουν στην Κύπρο την Τρίτη 23 Ιουλίου! Δώρο άδωρο, κι η χούντα το γνωρίζει Η συμφωνία που υπογράφεται για κατάπαυση του πυρός δε θα γίνει αμέσως την Κυριακή το βράδυ, αλλά προς το ξημέρωμα της Δευτέρας. Η Τουρκία θα τηρήσει τη συμφωνία ύστερα από δέκα μέρες. Για να συνεχίσουν ανενόχλητοι την απόβασή τους.
…/…
.
ΛΑΠΗΘΟΣ (2018)
ΧΑΪ-ΚΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΚΑ
ΧΑΪ-ΚΟΥ Ή ΧΑΪ-ΚΑΪ
Για τον Ουρανό
Το άρωμά σου,
στο ’δώσε ο ουρανός
αγάπης κρίνο!
Απόθεμα ροζ
στον ουρανό της Δύσης.
Αγαλλίαση.
Της πεταλούδας
πέταγμα στον ουρανό,
η ανύψωση!
Στο μπλε τ’ ουρανού
πεφταστέρων ταξίδια
ευχές χαμένες.
Συννεφιά,
σκοτεινιασμένης μπόρας.
Ουράνιο τόξο.
Βλέμμα τ’ ουρανού,
καθρέφτισμα θάλασσας.
Βροχής σταγόνες.
Ξεχασμένο μωβ
τού ορίζοντα γραμμή,
δύσης χρώματα.
Σκορπάς το λευκό,
κομματιαστό σύννεφο
στον ουρανό μας.
Αναζήτηση
χαμένης ανταύγειας,
ήλιου ακτίνα.
Σιρίτι ήλιου,
στην άκρη του σύννεφου.
Θεϊκό βλέμμα!
Το περίσσευμα
της δύσης στον ουρανό
ανάσας φιλί!
Για τα Δέντρα
Πρώτο άγγιγμά
με της άνοιξης χάδι,
ανθούν τα δέντρα.
Στα κλαδιά δέντρων
τα πουλιά ερωτεύονται
κελαϊδώντας μας!
Ταξίδι κάνεις,
προαίσθηση ονείρων
στην κορφή ροδιάς.
Στου ευκάλυπτου
το ψηλότερο κλαδί
τα περιστέρια.
Το σιωπηλό
της κερασιάς κάρπισμα,
γεύση αγάπης.
Φυλλορόισμα
στης ιτιάς τα φύλλα,
έρωτα σκιά.
Η αυτότεχνη
υφάντρια λέξεων,
αυλής καρυδιά.
Λεμονιάς σκιά
φιλοξενεί τη μάνα,
στο φερβολητέ.
Αφουγκράζονται
τιτιβίσματα πουλιών,
τ’ άνθια της μηλιάς.
Αναστεναγμοί,
κρυμμένοι στις κουφάλες
γέρικων ελιών.
Είναι χαμόγελο
καταχειμωνιάτικο,
η αμυγδαλιά.
Χαμηλόφωνα,
ψιθυρίζει ή μηλιά,
ρίχνει τα άνθια.
Το «Ποιητικό
Ημερολόγιο» των
ανθών λεμονιάς.
Αποκούμπι μας,
της βυσσινιάς οι καρποί
γλυκό κουταλιού.
Για τα λουλούδια
Εκτός αγάπης,
της αλουΐζας μύρο
αποσταγμένο.
Καινούριος μήνας
ανοίγεται μπροστά σου
Ιούνη ντάλιες.
Δρόσο φυλλωσιάς,
λιμάνι της αγάπης,
η λεμονιά μας.
Αληθινή ουσία,
η αίστηση ευωδίας
λαλέδων καιρός.
Λαλέδες φρέσκοι
ανθίζουν στα χωράφια
του Καραβά μας.
Τα κρινόλευκα
της αμμουδιάς βλαστάρια,
δακρύων γεύση!
Αγριάκανθο,
τούς κατακτητές της γης
κέντρισε τώρα.
Ζεστό το παλτό
με λεβάντας άρωμα,
δεν νοιώθεις κρύο.
Πηγάδι μνήμης,
λεβάντες ο αγέρας,
και λευκάνθεμο.
Ρυτίδες χειλιών
απ’ του φιλιού το χάδι,
στα ροδόφυλλα.
Τα κυκλάμινα
παιδικές μου μνήμες
στα παραμύθια.
Ακούμπησε ναι,
στον κορμό της λεύκας.
Ακούς τραγούδι.
Δροσοσταλίδες
στα γεράνια, ο πόνος
τού αλλιώτικου.
Της υπομονής
κεντίδι, αροδάφνη
Αροδαφνούσας.
Για τον άλλο…
Συναρπαστικό.
Απαλλαγή της σκέψης,
o άλλος σιμά.
Μονάχος είσαι
και ας ζής δίπλα δίπλα
με τον άλλο, αχ!
0 ερχομός σου
η μυθική σαγήνη,
της κρυφής ώρας.
Άδειος να μένεις
από την παρουσία
του μοναδικού.
Βιολετιά μάτια,
καθηλωτικό βλέμμα,
στο παράθυρο.
Ταραχή ψυχής
στη δική σου την σκέψη.
Εξατμίζεται.
Και με την ψυχή
πληρώνει τα ψιχία
και με τάλαντο.
Στοχαστικά
Χρώμα των ματιών
στα πράσινα των φύλλων,
λίμνες στοχασμών.
Τα βήματά μας
πίστωμα της αγάπης,
στον δρόμο πλάι.
Της σύζευξης το
ετερόκλητο, χαρά
και λόγος στυγνός.
Δύσκολη πράξη,
της αγάπης ποθητή,
αυτοσχέδια.
Ό απέναντι
άνθρωπος, το αστέρι
της ευχής είναι.
Ιδρώτας βίου,
κάθετα στην πλάτη μας.
Ρέει ο μόχθος!
Το ανέγγιχτο
του πουλιού φτερούγισμα,
αναστεναγμός.
Για τον τόπο
Λευκό χρυσάφι
στις κορφές του Τροόδους
νερό στους φράχτες.
Η κληματαριά
της αυλής του Καραβά,
ξεκούρασή μας.
Σας θυμόμαστε
Σπίτι, αυλή, κήποι μας.
Βίαια φυγή.
Ποίησης έργο
η Αχειροποίητος,
Εκκλησιά Πίστης.
Πηγάζει πηγή.
Κεφαλόβρυσου ροή,
τραγούδι νερού.
Έγνοια μαγική
συλλαβίζεις πατρίδα,
στους κρίνους μνήμης!
Ξεκινάς βαθειά,
Ιστορίας άρμενα
η Σαλαμίνα!
ΤΑΝΚΑ
Το περπάτημα
σ’ όχθη ποταμού, νερού
πού μουρμουρίζει
ομορφιάς διάρκεια,
ο ήλιος βυθίζεται.
Το φεγγάρι, μας
ταξιδεύει ανάμεσα
στα κλαδιά ιτιάς,
πού ψιθυρίζουν κραυγή
πατρίδας σκλαβωμένης!
Ύπνος στη σκιά
της λεμονιάς, που κλαίει.
Οι εξόριστοι,
οι πρόσφυγες κατοικούν
στο ένστικτο γυρισμού!
Η επέτειος
αχνοδιαγράφεται
στα φύλλα δάφνης,
σαλεύουν στον αγέρα,
δέηση στους ήρωες!
Παρηγοριά μας
μια στιγμιαία φλόγα,
μια αναλαμπή,
στο κυνήγι του Θεού.
Σιγή, η απάντηση!
Στον ανήφορο
συναντηθήκαμε, ναι,
κυδωνιάς καρπός,
ανατρέπει τον κόπο,
κυδώνι γλυκό τρώμε.
Μουσική βιολιού
τα φιλιά στα ξαφνικά,
φύλλων θρόισμα,
υπομονή του χρόνου
στα γιούλια, στα γιασεμιά.
Γλάροι καΐκια
τού Αιγαίου θάλασσα
λίκνισμα βάρκας.
Κέντημα κοφτό ψυχής,
μεταξωτή βελονιά.
Λουλούδια, χάδια
κάτω απ’ τον ίσκιο
των κλαδιών λέξεις
ιερές, ερωτικές
χαραγμένες στον κορμό.
Πίστη στον Θεό,
συναπάντημα ωδής,
στο χαμόγελο
αγγέλου, στην αγκαλιά,
του ουρανού. Προσευχή
Μόνο σιωπή.
Μόνο τα περιθώρια
και παρενθέσεις.
Στη σκιαδερή μηλιά
ψιθυρισμοί ποιητών.
Στις απώλειες
χωρέσαμε μαζί, με
τριαντάφυλλα.
που μαδήσαμε για να
ξεχάσουμε τον πόνο.
Οι παρακλήσεις
που παραμένουν κλειδιά
αναστεναγμού,
στο σπαρακτικό μέλλον
στο αλυτρωτικό χθες.
Εκμηδένιση
ανοιξιάτικης λήθης,
δάφνη – μερσίνη.
που ομολογήσανε
τη θυσία ηρώων.
Το έργο της φως
με μυρωδιές προσφοράς
για την Παιδεία
στην Ποίηση εύλαλο
ροδόσταγμα της φίλης.
Στο «Ποιητικό
Ημερολόγιο» των
ανθών λεμονιάς
μνήμες και αναμνήσεις
της Κερυνιώτικης γης.
Ο βηματισμός,
στα ξερά φθινοπώρου
φύλλα, θορυβεί
στην αντοχή χειμώνα,
που μόνος του έρχεται.
Μια στάλα φωτός
του φεγγαριού ν’ ανοίξει
του ουρανού μας
η σκοτεινιά ξαγρυπνά.
Σύμπαν χωρίς αστέρια.
Δάφνες και Μυρτιές
θαλασσινό αγέρι
στο «Ποιητικό
Ημερολόγιο» ή
μνήμη των Ηρώων μας.
Η Συνάντηση
στο «Ημερολόγιο
το Ποιητικό»
στην πρώτη κάθε χρόνου,
συντροφευμένες σκέψεις!
.
ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (2010-2016)
ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
α’
Πρώτη βροχή
κι οι στάλες τη
ψιθυρίζουν
το όνομα του.
Πρώτη βροχή
κι οι στίχοι του Ελύτη
Της πρώτης
στιγμής ξάφνιασμα!
β’
Σημειωτό
η ψυχή
στην παρέλαση
των αισθημάτων.
Λάβαρο
και σημαία
οι αισθήσεις.
Η Κική Δημουλά
προειδοποιεί,
για τη σκληράδα
ακόμα και
στο περιτύλιγμα!
γ’
Εγώ πάντα
ταξίδευα
με παρουσίες
γοργόνων
και τριτόνων
μορφές,
παρηγορητικές
στην έλλειψη.
Εγώ πάντα
ταξίδευα
σε χώρους
και τόπους
των ματιών.
Έφηβη,
ν’ αφήνομαι
στης πλώρης
το αγνάντεμα
στο ψάξιμο
της άγνωστης
και μοιραίας
μορφής
συντροφευμένη
με του Καββαδία
τούς στίχους.
δ’
Η σκέψη σου
βαθειά
στις ρίζες
της ψυχής,
στα κρυφά,
στα φανερά
να γρατσουνάνε
μνήμες
στις συλλαβές
της γραμμικής Β’.
Γλώσσα πρωτογενή.
Και ανατρεπτικά
χάθηκαν
στης Ελένης Λαδιάς
τον στοχασμό
ενώ πλοηγούσε
πορείες!
με «λάμπα θιέλης»
ι’
Περνάς στο παρελθόν
χωρίς ουσιαστικά ή επίθετα
χωρίς των ρημάτων
τη γέφυρα.
Αναδιοργανώνουν σκέψεις
του Κώστα Ουράνη
οι στίχοι στην ψυχή
χαραγμένοι
«Αν είναι νάρθει θεναρθεί
αλλιώς θα προσπεράσει».
Και προσπέρασε Μινωικά!
κ’
Στης
Κυπρίδας
το σπίτι
βρίσκεις τα χαμένα,
Κι αυτά
που κάνουν
τη ζωή νάναι
«μέγα καλό και
πρώτο».
Όπως
τόγραψε
ο μέγας
Σολωμός Διονύσιος.
ΜΕΤΡΟΥΜΕΝΑ
«ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΕΓΕΝΝΗΘΗΣ ΗΜΙΝ».
3
Επίδεσμο
επίδημος
της προδοσίας
η αθέατη αγάπη
ψυχορραγεί
στον βολβό
των κυκλάμινων.
Κρυμμένοι παραμένουν
στου Πενταδάκτυλου το χώμα
καρτερώντας
τη
νικητήρια
και δίκαιη
ιαχή!
4
Γεύση μελιού
από
μελίσσι νιό,
πού
βρήκε καταφύγιο
στης
αρχαίας Λάμπουσας
τον
κόρφο, τον ιστορικό.
«ΕΚΟΛΛΗΘΗ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΟΠΙΣΩ ΣΟΥ…»
15
Ενύπνιος
εμφάνιση
λευκίζουσα
αιωρούμενη
στα ανύπαρκτα
στα επιθυμητά,
στην ενδιάθετη
λήθη.
16
Μορφάζει
πολεμικώς
και
πληγωθής
ο έρωτας,
γίνεται
κορυφαία
πρόκληση
στο κοίλο
της αγάπης!
«ΜΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΗΣ ΜΕ ΚΥΡΙΕ…ΜΗ ΑΠΟΣΤΗΣ ΑΠ’ ΕΜΟΥ.»
17
Πώς
άραγε
ήρθα
κοντά σου;
Προσευχή
ή
Αμαρτία;
Κι η αγάπη
αντιγραφή;
Κι η επικοινωνία
σε αντιδιαστολή;
Πώς
άραγε
ήρθα
κοντά σου;
Λεμονανθός
ή
κρασί;
με επίσημη
έξοδο
προς την
αδιόρατη αυγή;
18
Της
καρδιάς
οι
χτύποι,
στη
χροιά
της
φωνής,
στο
πανηγύρι
του
αμφίσημου,
στης
ματιάς
τη
γεωγραφημένη
θέληση.
«ΚΥΡΙΕ, XPHΣTOΣ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙKHΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ
ΠΑΣΙ TOIΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΟΙΣ ΣΕ»
47
Αξίωμα αριθμητικό
στην ανελέητη σκέψη.
Ανακαινίζει
και σκαλώνει στη μνήμη
Ελεήμονη θύμηση.
Πλέκει
ανάστροφα και μάταια
ιόν γλυτωμό από τη σύνθλιψη.
Ορθρίζει
στον άνεμο και στης μοίρας
τα επιτύμβια φυσήγματα.
Αποχαιρετά
την οργή και την απόγνωση,
στο παράθυρο χωρίς κουρτίνα.
ΧΡΟΝΟΤΥΠΑ
«Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΕΦΥΓΕ…»
Γ
Στις θαλασσοσπηλιές
η διασφάλιση
της δοκιμής,
Στου ψωμιού
το ζύμαμα
η αγρυπνία
Προζυμένιος,
ο χαμένος
έρωτας,
δίχως φτερά
Τροφοδότης
και κελαριστής.
Αλλού δοσμένη
η αποκλειστικότητα
κι η αβεβαιότητα
να σκιάζει
απειλή
στο μύθο της Αφροδίτης.
«ΠΑΣΑΙ ΟΙ ΟΔΟΙ ΚΥΡΙΟΥ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ»
Ε
Ένα τρικύμισμα.
Μια
τρα
μου
ντά
να,
Κι ο χρόνος
σταθερά
αμετάκλητος,
σφηνωμένος
στους
βρά
χους
του Ψηλορείτη.
ΣΤ
Μαντατοφόροι
του
χρόνου,
οι φύλακες
στις
πραγματοποιημένες
θυσίες.
Στους
φεγγίτες
τα
φτερουγίσματα
των
χελιδονιών.
«ΜΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΗΣ ΜΕ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ,
ΜΗ ΑΠΟΣΤΗΣ ΑΠ’ ΕΜΟΥ»
ΙΔ
Απουσία
νήμα
στ’ αδράχτι.
Δουλεμένη
στην ανάποδη
πλέξη,
στου Ήφαιστου
το πυρωμένο
αμόνι.
Η γυναίκα
στη θυσία!
IE
Περίλυπο
αγνάντεμα
ανακαλεί
τα απογοητευτικά
κι αδιάψευστα.
Σταγόνες
αρτηριακής
ερωτοτροπίας
με θρίαμβο
μιας σιωπής
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
«ΚΑΙ ΓΑΡ Ο ΔΟΥΛΟΣ ΣΟΥ ΦΥΛΑΣΣΕΙ ΑΥΤΑ»
σ’ όλες τις γυναίκες που έζησαν την προσφυγιά
I
Ο αγέρας
να περνά
το ένδυμα
κι ή αγωνία να φουσκώνει
τους
κτύπους
της
καρδιάς
στο προσφυγικό σώμα.
Σμύρνη,
Καππαδοκία,
Ρωμυλία.
Κερύνεια,
Αμμόχωστος,
Μόρφου.
Επανάληψη πόνου και ξεριζωμού
στην
αφροπάτητη
γη μου.
Κατάστηθα μας κτύπησε
του
διωγμού
το
Σπαθί!
Ξεριζωμός II
Κορφές τού τόπου μας,
Γυναίκες
αγέρωχες, στην πλάτη
των κυμάτων
ευθυτενείς, στο αντίκρισμα
του ουρανού
Άφοβες, στου καιρού
τις επεμβάσεις.
Ξάγρυπνες
στην αναζήτηση.
Φιγούρες επίμονης
η Χαρίτα Μάντολες
μα και η Μάρω
και η Γιαννούλα,
τρεις αδελφές
που υπερήφανα
υπομένουν την Απουσία
την ατέρμονη
διαδικασία στον πόνο!
Του κόσμου αγνοούμενοι
«ΟΥΤΟΙ ΕN ΑPMΑΣI ΚΑΙ ΟΥΤΟΙ ΕΝ ΙΠΠΟΙΣ, HMΕΙΣ ΔΕ ΕΝ
ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ ΘΕΟΥ ΗΜΩΝ ΜΕΓΑΛΥΝΘΗΣ0ΜΕΘΑ»
Της καρδιάς
άνθρωποι,
αιχμάλωτοι
σε ξένα
χέρια.
Ονόματα,
μόνο
σε καταλόγους
αναζήτησης.
Αγνοούμενοι
ακριβές
αθεράπευτες
πληγές
στα μηνύγκια κτύποι
αφαιμάζουν
αρτηρίες και
φλέβες.
Επιμένουν παρουσιαστικά
στης προσφυγιάς
τ’ ασήκωτα τα χρόνια.
ΤΑΞΙΔΕΥΤΙΚΑ
Της Ρωσίας
Πετρούπολη
I
Διέσχισα τον Βόλγα
με τα κουπιά της εφηβείας
και με τη βάρκα εκείνη των ονείρων,
την κωπηλατούσε ο ενθουσιασμός
κι «Ό βαρκάρης τού Βόλγα»,
ο Ντοστογιέφσκι κι ο Τολστόι.
Ξεδίπλωμα στον ρομαντισμό
μπλάβες οι λάμψεις του λάζουλις
και του μαλαχίτη
καθοδηγούν
σε προσδοκίες και στη μεγαλειότητα του χτες.
Η Αικατερίνη στα πορτραίτα
ζωντανεύει, χαϊδεύει πορσελάνες,
κλείνει συμφωνίες
κι ο Πέτρος ενώνει πολιτισμούς
αγέρωχος στην αποφασιστικότητα
ευγενής οικοδεσπότης
ξεναγός στο Ερμιτάζ
Στα γαλήνια τού Ντέβα νερά
οι ιστορικές αποφάσεις και τα οράματα
ν’ ανακατεύουν τον κυμάτισμά
της εξελεκτικής λήθης…
Μονότροπα της Κρήτης
I
Παρουσία βουνοκορφών
πολύεδρων τραυμάτων,
φωτοβολούν τα Λευκά Όρη
δίχα το χρώμα της αγάπης
να καταγράφει ιχνηλασίες,
μόνο αναμνησιακές στιγμές.
Τοπία «καλημέρας»
που κάποτε αγαπήσαμε,
κι ακίνητα δρομάκια
με τις χανιώτικες μουριές.
Το μυστικό του έρωτα
στις αναρριχητικές συναυλίες του πράσινου
ριπίζουν επαναλαμβανόμενα
των ταξιδιών μας καλοκαίρια.
Ναυαγισμένοι πανσέληνοι
φαντάζουν και φωτίζουν
βυθούς συναισθημάτων
στην πόλη των Χανίων.
Της Κως
Τα κύματα τύψεις της θάλασσας,
που ρούφηξε σε ώρα σεισμού
τη γη,
φτιάχνοντας την απόσταση,
χωρίζοντας τη γη της Ιωνίας
που αλησμόνητη μένει,
αιώνια αγναντεύοντας το νησί της Κω.
Ελληνόφωνη του Ιουλίου ’Ιταλία
C’ emine su sto kkosmo ja memoria
Anonimo
Ι
Στον ήχο των δύο
ημισφαιρίων
σιγοτραγουδάς τη μοναξιά
των ταξιδιών,
συντροφευμένα μόνο
από αχλές παρουσίες
και τα χαμόγελα των τοπίων
όταν ξυπνούν στο φως του ήλιου.
Ο Επιζεφύριος Λοκρός
σφυρηλάτη κορμοστασιά
σου κόβει την ανάσα
ο εστηριγμένος «Έφηβος»
στα χέρια της Σφίγγας,
αγέρωχος, θεήλατος στην ετοιμότητα
Κι όταν ως «σκεπτόμενη Αθηνά»
ανιχνεύεις προγονικές αναμετρήσεις
ξεψιδάς την πίκρα της ημικατεχόμενης
Αφροδίσιας γης….
.
ΧΑΪ – ΚΟΥ – ΣΕΝΡΙΟΥ ΚΑΙ ΡΕΓΚΑ (2014)
της Φύσης
Στιγμές άρωμα
της Λεμονιάς άνθισμα
νιότης άγγιγμα.
Ανθάκια χλωμά
ακακίας και γαζίας
κίτρινο χρώμα.
Αμαρτία
γιασεμί και νάρκισοι
ευωδιές ζωής!
Χρώματα του μπλε
στη θλίψη της θάλασσας
τα δάκρυά μας!…
Να δοξολογεί
του ουρανού το κάλλος
το αηδόνι!
Τα νερόχορτα
συνοδεύουν ποταμού
νερά και παίζουν.
Σκαλώνει μέσα
στου ήλιου την πορεία,
γκρίζο σύννεφο.
Τα χελιδόνια
αποδημούν μόνα,
φέρνουν χειμώνα.
Της Πανσέληνου
φεγγαρόφωτο, λάμπει,
πριν το πρωινό.
Με διεύθυνση
το ποταμίσιο νερό
ταξίδι φύλλου.
Τα κορφοβούνια
τυλιγμένα σε πρωινή
ομίχλη. Θλίψη.
Η σμαραγδένια
θάλασσα, εφηβείας
οι σχεδιασμοί.
Συντροφιά νερού
το ψαράκι της γυάλας.
Χοροπηδητά.
Η Πανσέληνος
κρυφογελάει, μέσα
στα κλαδιά του γκυ!
Ερχομός θλίψης
αρχή του φθινοπώρου,
τα χρυσάνθεμα.
Σελιδοδείκτες,
από φύλλα δάφνης
της Ανάστασης!
του Τόπου
Το τρισύλλαβο
γέλιο σου, ανθισμένο
στην Αμμόχωστο.
Τελεσίδικος
ο ήχος της Συμφοράς
από εισβολείς.
Βαριές φτερούγες
περιστεριού ειρήνης
ελιά στο ράμφος.
Πόθος άσβηστος
Κερύνειας όνειρο
δίψα μεγάλη.
Με ρίμες ήλιου
συλλαβίζεις πατρίδα,
σφυγμοί θέλησης.
Χτυπούν τα χέρια
ρυθμό ελληνικό,
σφρίγος της δόξας!
Καρτερεί μόνη
μάνα ξενιτεμένου,
γράμμα ελπίδας.
Γλώσσα της Κύπρου
Λεόντιου Μαχαιρά
ήχος και μέλος!
της Προσευχής
Η κραυγή Θεού
στον παιδικό πόνο
και στην ορφάνια.
Δημιουργία
με πλημμύρα λέξεων,
ο πόθος παιδιών!
Ω Παναγιά,
ατά πόδια σου μια ψυχή,
προσευχή παιδιού!
Πολλές οι ελπίδες,
προσφέρθηκαν στα παιδιά.
Η αρχή ζωής!
Θερμό του ήλιου
το φως, ζέστανε τα
παιδιά πού παίζουν.
Ήχος καμπάνας
μεταλαβιά μονάχα
για τα κοτσύφια!
Σκέψη πού πετά
προσεύχεται σε ύψη
Πενταδάκτυλου
Καμπάνας ήχος
ό πατέρας Νικόλας
στις εικόνες μπρος.
του Έρωτα
Πινέλα Λύτρα
στης «προσμονής» χρώματα
η κορασίδα.
Αναμένουσα
πολυαγαπημένο
κοιτά το δρόμο!
Δόρυ έγινες
τόξευσες κατ’ ευθείαν.
Ώ κτυποκάρδι!
Βέλος η ματιά
εκκρεμές ευτυχίας
τροχιά αλλαγής.
Το δάκρυ, κόμπος
και φιόγκος μεταξωτής,
λευκής κορδέλας.
Ύμνος της καρδιάς
οι φλοίσβοι των κυμάτων.
Χειλιών σημάδι.
Μαρμαρωμένο
το χαμόγελο μοίρας
θολά τα μάτια.
Η άλλη όψη,
πικρό νερό στη στέρνα,
θλίψη γυναίκας.
Η μοναξιά μας
έφτασε απέναντι,
γέφυρα πόνου.
Ρατσιστικός προς
την γυναίκα, ο έρως
του αρσενικού.
Στο μαύρο φρύδι
ξαπλωμένη σκέψη της,
κόψη ξυραφιού.
Της αφής λάμψη,
τού έρωτα οι παλμοί
ξίφη των ματιών!
Τα μάτια σου, ναι
μουσικές της αβύσσου
τρέμουλο νερού!
Κεντάς αγάπη
στα χρώματα ελπίδας
φουρτούνα καρδιάς.
Αναρριχόμενη
μοναξιά περιμένει,
εσύ δεν χωράς.
Θλιβερή φυγή
αναγκαία της ψυχής,
θέλγητρο ήσουν.
Ρέγκα
1
Έκκληση βουβή
της κατεχόμενης γης
τα βεβηλωμένα
μνημεία, οι εικόνες
μα και οι εκκλησίες μας.
Επικάθεται
στη μνήμη το γνώριμο
φως Σαλαμίνας.
2
Σαρώνει όλα
το ποτάμι που κυλά,
φιλιά, βότσαλα.
Τ’ αγγίγματα λέξεις
και τα πουλιά σωπαίνουν.
Αφήνουν διάβα
τιτιβίσματα νερών
στην υποψία.
3
Κατεστραμμένα
τα μνημεία ιστορίας
απ’ τα χέρια των
κατακτητών. Μένουνε
ζωντανά στις ψυχές
που ακόμα θα
πονάνε ξανά-ξανά
στην απόσταση.
4
Τού πρωινού η
θάλασσα στραφταλίζει,
στο βυθό ψάρια,
σχηματισμοί στο κύμα,
αφρογάλαζοι γλάροι
Τού δειλινού, η
θάλασσα σκοτεινιάζει
θολώνει νερά.
5
Σε στοιχειώνει
ο πρώτος έρωτας σου
και οικοδομεί
όνειρα προσδοκίες
αρώματα και άνθη.
Τρυφερότητας
αισθήματα στην καρδιά
που ξαγρυπνούνε.
6
Στο λαιμό κόμπος
απόφαση χωρισμού
αγκάθι ψυχής
φυγής ανατρίχιασμα
χειμωνιάτικο δάκρυ.
Φεγγαρόλουστη
νύχτα μάταιου θρήνου
για την απουσία.
7
Χροιά και φωνή
χρόνου με χρόνου βλαστός
λαλώντας Κύπρο
Λεοντίου Μαχαιρά
Μεσαίωνα ιστορεί
συντηρώντας τη
μνήμη και παραμύθι
στο όραμά μας.
8
Τού στήθους πόνος
μαχαίρι στον έρωτα
καρφώνεσαι φευ!
Παραμένει πληγή
πού λυτρωμό δεν έχει.
Και συ πιστός, στην
ριζωμένη αγάπη,
ικέτης μόνο!
9
Δρομολόγιο,
στην ίδια ακριβώς
μοίρα, πέταγμα.
Ταξίδια η ζωή μας.
Μα εξακολουθούμε,
την προδοσία
στην ευθεία της καρδιάς.
Άδειος ο δρόμος.
10
Βότσαλα στεριάς
στις στιγμές που το κύμα
τα αγκαλιάζει
ανάμεσα εισχωρεί
σιγά τα μετακινεί
δημιουργώντας
ηρεμίας τραγούδι
σ’ απαλούς ήχους!
11
Χρόνος στη Λήθη
αντίστροφος θύμηση
δύσκολη ώρα
Γυροφέρνουμε το πριν
πονάμε τα χαμένα
θελήσεις μισές
κι αδιανόητες
στην αναδρομή.
.
ΙΔΙΟΜΕΛΑ (2010)
ΤΑ ΕΝ ΟΙΚΩ
Φωνή Κερύνειας
α’
Χορδή βιολιού ή φωνή.
Μοιρολόι στον ήχο
περνοδιαβαίνει κι ακουμπά
τού Κάστρου τις πολεμίστρες
σπαθίζοντας.
Κηφέας
Κομνηνός
Κανάρης!
Απίστευτη σύνθεση πειρασμού,
η μυρωδιά των λεμονανθών.
Δένει το σιρόπι της επιστροφής;
Κι ή παραδοχή αφούρνιστο ψωμί.
β’
Βαραίνει το μετάξι
σαν μουσκευτεί,
βαραίνει κι η ευθύνη
της φωνής,
στενεύει της πατρίδας
τα πνευμόνια.
Παρελαύνει
με το λάβαρό του
Ιάκωβου Πατάτσου.
Υποκλίνεται
στη βαρειά κληρονομιά!
Φωνή της Αμμοχώστου
3
Υπομνήσεις
και Απαιτήσεις
Μιας και μοναδικής
Ελληνικής Φωνής!
4
Αντιφώνηση Φωνής
απογυμνωμένου «Αντιφωνητή»
Αρτιμελής Καταγωγή
στον πετροπόλεμο του σχολείου
στου Μάρκου Δράκου το χαμόγελο
στου Λιοπετρίου τη θυσία.
Αντιφέγγισμα χρησμολόγου
τού Ονήσιλου η φωνή
προσταγή του Παντελή Μηχανικού.
Πού κρύψαμε οι Κύπριοι
την ντροπή τού διχασμού;
5
Αρματώθηκε ή Φωνή
ζώστηκε ευθύνη και επιθυμία
στους σχηματισμούς των
ηρώων
που Αγνοούμενοι παραμένουν.
Κτισμένοι στον «Άγιο Αλέξανδρο».
Αποτυπωμένοι στους τοίχους
στα Αγάλματα των μορφών.
Στην ενθύμηση γονατίζουν,
και υποκλίνονται στη θυσία.
Πηνελόπεια
γ’
Ταξιδεύουσα άφοβη
καθρεφτίζουσα την Αλήθεια
στη μυρωδιά της θάλασσας,
στην κοραλένια ημερομηνία.
Κρατούσα στην απαλάμη
το Απέραντο, φτερούγησε.
Έγινε Πηνελόπη.
δ’
Φύλαξε
της σειρήνας το χάδι,
μουδιάζει τη θύμηση
μυρμηγκιάζει την επίγνωση.
Κρύψε
στης Καλυψώς τα μάγια,
τα ωραιοποιημένα λάθη.
Νοιώσε
την ψευδαίσθηση της Ναυσικάς.
Αντιήρωας του Οδυσσέα.
ΤΑ ΛΙΓΟΣΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΣΤΙΧΑ
1
Δεν μοιράζεται η ψυχή
στο όνειρο και την αγάπη
Μονάχα προσφέρεται!
2
Στην καμπύλη της σελήνης
ξεθώριασε το φιλί του αστεριού
και το χρώμα έγινε γκρίζο.
3
Στου ουρανού τις ρυτίδες
φωτερά φιλιά
στο πορφυρό ληγμένα
4
Πυρκαγιά ο έρωτας
κι ή στάχτη του
αλισίβα!
———-
1
Κι ή ψυχή τραβιέται
στης απουσίας το
βελούδο,
αποτυπώνει δρόμους
θυμάται παραμύθια.
2
Πανί ή ψυχή,
έγινε ταξιδευτής
και με το σώμα,
γητευτής.
Όμηρος τής συγχώρεσης!
————–
1
Μονοσύλλαβα
τα «ναι»
ψιθυρίζουν το
δισύλλαβο «όχι»
στην τρισύλλαβη
πρόσθεση.
Η «αγάπη»!
2
Διαγράφοντας τα παράμεσα
του αλφαβήτου γράμματα
ενώνεις το Άλφα με το Ωμέγα,
χαϊδεύεις τής κατανόησης την πλάτη,
δίνοντας σχήμα στο χέρι,
που απλώνεται κι ακουμπά
της υπομονής την υπόσχεση.
3
Μ’ άλυτες εξισώσεις
παραμένουμε ταξιδευτές.
Ρεμβάζουμε στην πλώρη.
Μετράμε τα κύματα
στην κουπαστή του Τιτανικού.
Αιωρούμαστε σέ λύση ανύπαρκτη!
Ο πνιγμός στη Μεσόγειο.
4
Ερμηνεία και παρερμηνεία
ο Έρωτας
κουρσεύει τα χέρια
αιχμαλωτίζει για μια
και μόνη στιγμή τα μάτια.
Διαγράφει διαπεραστικά
καθαιρεί υποσχέσεις.
5
Δυσαπόδεικτος ο Ιάσονας
βαρύ το «χρυσόμαλλο δέρας»
σπαθίζει την καρδιά,
με κατασκευασμένα αγκαλιάσματα,
με την Αβεβαιότητα της αφής,
στην προδομένη Μήδεια.
Αναμέτρηση στην Αντοχή.
ΤΙΤΛΟΦΟΡΑ
Φύλαξε με
Φύλαξε με,
στην κόρη των ματιών σου
για να μη δακρύζεις.
Φύλαξε με,
στα χέρια σου μέσα
για να ‘ναι η αγκαλιά
ρίζα της αγάπης.
Φύλαξε με,
στον καθρέφτη σου μέσα
για να ‘μαι η καλημέρα σου!
Κι ο ουρανός…
Κι ο ουρανός
μια ακίνητη αγκαλιά,
επινοεί τ’ αστέρια
διακινεί τη σελήνη,
χαλκεύει γαλαξίες
λοξεύει το απέριττο του ήλιου.
Γεωργεί τον κόσμο,
ξετυλίγει όνειρα,
δημιουργεί προσδοκίες,
προσφέρει το άκτιστο
κι αχειροποίητο φως!
«Μνημόνιο»
A’
Στον γλύπτη Θεόδουλο Θεοδούλου
Η αγωνία της στιγμής
στην αιχμή της σμίλης.
Η σύλληψη της ανάσας
αναβλάστημα στον σφυγμό,
στην εκπνοή και εισπνοή ζωής.
Έκρηξη Δυνατού Δυναμισμού.
Εξέγερση του χαλκού
όταν πλάθει σημαίες έγερσης,
στην καθημερινή επανάσταση
Το σήμερα, μεταπράττεται σε
αέναο
αγγελικό
ανεπανάληπτο!
Ένδυση συναισθημάτων
στη χάραξη της πέτρας,
στην πτύχωση του γύψου,
στο αφύλακτο της κίνησης,
στο δίπλωμα της οικειότητας,
στην έκφραση και το αβάσταχτο
να γέρνουν στο Πεντελικό μάρμαρο.
Εγχαράξετε σαν επωδός
το ηρωικό,
το κλέος,
το δέος!
ΣΧΗΜΑΤΙΚΑ
θ’
Χάνεσαι
στην απουσία
σχημάτων
και σχεδιασμών.
Τα όνειρά σου,
κρεμασμένα
στο ρόπτρο.
ι’
Αστραπή
το
όνομά σου,
σχίζει χειμωνιάτικο
ουρανό ψυχής
Σήμαντρο
τύψεων.
Κωδωνοκρουσία
ονείρων!
σ’
σ’
Τα μάτια σου,
λένε
τα περιττά
τού έρωτα,
πώς απαραίτητα
είναι,
για να ματαιωθεί
η ανυπαρξία.
Στα μάτια σου,
να γεννηθούν
όλα όσα
έχουν χαθεί,
να σαρκωθούν
οι λέξεις,
να σκιρτήσουν
τα συναισθήματα.
Τα μάτια σου,
να μιλήσουν
στη σιωπή,
να αποκτήσουν
όνομα και επίθετο!
ω’
Μεσόγειος,
καθρέφτης συνωμοσίας
κρεμασμένη στα ενώτια
της Ιστορίας των Λαών
Μεσόγειος,
περιδέραιο στον Λαιμό
των κυμάτων,
πού ανασαίνουν την απόδραση.
Μεσόγειος,
κάτοπτρον και είδωλο.
Συνεύρεσης χάδι,
επικοινωνίας χαμόγελο.
Μεσόγειος,
Ερωτικό ταξίδι.
.
ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΑ
Της Βαρκελώνης 2005
α’
Ταξιδεύει μαζί μου
στο αρχέτυπο
και στου έρωτα το ποθητόν.
Μα η πραγματικότητα
μυρωδιά κυδωνιού στο αθέατο
κι η απουσία συνυπάρχουσα
στην ιριδίζουσα παρουσία
στις χρωματιστές και οικουρικές
συλλήψεις του Gaudy,
στα πλοιοφόρα σχήματα
που γεννιούνται καλλιγενή
οίκτιστα και αιώνια!
β’
Όλα καινούρια μα και ξένα
ανατρέπουν τον εξισωτισμό,
τρέχουν στα ανταλλάξιμα.
Ξεχνιέσαι στης θάλασσας την ανοιχτοσύνη,
στον ωκεανό που φιλά τη Βαρκελώνη.
Των Σικελιανών
α’
Αγγελικό πώς νοιώθεις
τ’ άγγιγμά τους
σαν πεταλούδας το φτερό
σ’ ακούμπησε και εχάθη.
Οι στίχοι κληρονομικοί
εμπνεύσεις δελφικών χρησμών.
β’
Με νοιώθεις
στ’ αγέρι του πρωινού
που χαϊδεύει τα φύλλα.
Με νοιώθεις
στην ανάσα της θάλασσας
που ψιθυρίζει
μεταφέροντας κοχύλια.
Με νοιώθεις
στον ίσκιο τού φεγγαριού
που αφήνει τ’ αστέρι
να καρφωθεί στη γη
και στη χαμένη ευχή.
Της Θεσσαλονίκης εξίτηλα, 2007
I
Μεταξωτό θρόισμα,
της ψυχής που πάλλεται,
στη Μακεδονική Σκέψη.
Συνάντηση
στο άχωρο
στο άχρονο,
χωρίς όνομα και επώνυμο
χωρίς τίτλο και υπότιτλο.
Κάπου Συ Δεις
εμένα. Σκύψε
να με φτάσεις,
να με ανατρέψεις,
να μ’ ακουμπήσεις,
με ποίησης αγκάλιασμα.
Με Λόγο
Γιγάντιο,
Εκστατικό,
Μεθυστικό.
Με βλέμμα επαφής
στη θεϊκή απογείωση,
στην απαγγελία
μιας και μοναδικής Λέξης!
ΙΙ
Μεταβολίζονται τα βλέμματα
κι οι μορφές ταυτίζοντας
στην πρόσκληση στην πρόκληση.
Ανεξήγητοι της καρδιάς οι παλμοί,
στο εντεύθεν και στο εκείθεν.
Σε απόσταση η εξέγερση,
Κυπρίζουσας ποιητικόν αίτιον.
III
Κι η στιγμή
της Συνάντησης
παφλάζον κύμα
στον Θερμαϊκό.
Τρεμούλιασμα στο βλέμμα.
Δάκρυ ερωτικό
στη Θεσσαλονίκη.
.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΚΑΜΑΝΤΙΔΩΝ (2019)
«Πιο πολύ από την ίδια την κρίση και τη χρεοκοπία με τρομάζει η σύγχυσή μας», γράφει ο Λαοκράτης Βάσσης. Κάπως έτσι σκέφτονται και νιώθουν, μπερδεμένα, θολωμένα, τα δυο κορίτσια, Ελένη και Ιφιγένεια, στους χρόνους της απογοήτευσης, της αφροσύνης, της σύγκρουσης, της πλάνης, μετά από «τα χρόνια με τα κυκλάμινα», τα χρόνια του Αγώνα του ’55-’59 στην Κύπρο. Τα χρόνια που το παραμύθι ακούμπησε την πραγματικότητα!
Φοιτήτριες τα κορίτσια στην Αθήνα, ζουν, παράλληλα με τον έρωτα, τη Χούντα, τις διαβρωτικές πολιτικές παρενέργειες, που γίνονται νοσηρές, παθογόνες καταστάσεις στο νησί τους και οι οποίες σκιάζουν τα νεανικά, αγνά, αμέριμνα, ρομαντικά τους χρόνια. Η σύνεση και η σωφροσύνη στα κυπριακά δρώμενα, με βήμα σταθερό, καταγράφουν απουσίες στο απουσιολόγιο της ευρυθμίας… Κι η ζωή με τα πολύχρωμά της, κυρίαρχη και αέναη στον δρόμο του χρόνου, με το κεφάλι ψηλά και τον βηματισμό του ενθουσιασμού και του ονείρου…
.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ (2015)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Ε’
[…]
Οι φωνές
κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.
Γιώργος Σεφέρης
Τρία Κρυφά Ποιήματα, 1966
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο…
Μαρία Πολυδούρη
ΕΜΠΕΔΩΤΙΚΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ πατριδογνωσίας που της έκανε ο παππούς στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής της. Συμπληρώθηκαν κι από τις δυο γιαγιάδες, την Ελένη και την Ευδοκία. Η καθεμιά σε αλλιώτικο επίπεδο. Η Ευδοκία με τον ξενικό, ντελικάτο και αρχοντικό αέρα της Αλεξάνδρειας, στην οποία μεγάλωσε κι έζησε τα πιο όμορφα χρόνια που μπορεί να ζήσει γυναίκα, δίπλα στο λεβεντάνθρωπο που τον αγάπησε και την αγάπησε. Η Ελένη, απλή αγωνίστρια της καθημερινής βιοπάλης, που είχε αναστήσει τρία παιδιά, έχοντας θάψει το πρώτο της. Η επιβίωση την έμαθε να λέει λίγα και να κάνει πολλά χωρίς να εξοντώνει τον εαυτό της. Να δείχνει τόσο όσο πρέπει τα αισθήματα της, ακόμα και στον παππού Κώστα, που ξεροστάλιαζε για μια τρυφεράδα, αλλά και στα παιδιά της, που όλα όσα έδινε ήταν με μέτρο. Με την Ελένη μόνο έκανε την εξαίρεση κι άφηνε τα χάδια, τα λόγια, τις σκέψεις της να φανερώνονται πιότερο και δεν τα τσιγκουνευόταν. Στην Ελένη μόνο, σε κανένα από τα άλλα της εγγόνια, ούτε οε όσα ήρθαν στους κατοπινούς χρόνους, αφηνόταν στα αισθήματα της. Κι αυτό όχι γιατί είχε το όνομά της, όπως κάποιοι έλεγαν. Η Ελένη και ποιον δε σκλάβωνε. Και σε ποιον δεν έβγαζε τα πιο απόκρυφα συναισθήματα. Και ποιος, σαν τη γνώριζε, δεν της τα πρόσφερε.
Εμπεδωτική, λοιπόν, και η αγάπη που της έθρεψε ο παππούς με τα τραγούδια, τις διηγήσεις και τις βόλτες για τούτους τους δύο τόπους. Τον Καραβά και την Αμμόχωστο ή Φαμακούστα, τη «φημισμένη πόλη», με τη σημερινή της ονομασία Βαρώσι.
Έκτοτε, σε όποια θάλασσα και να κολυμπούσε -της Αμμοχώστου, του Ζέφυρου, της Λάμπουσας-, αυτήν του Mare Monte θα νοσταλγούσε. Όποια πανσέληνο και να αντίκριζε, την πρώτη πανσέληνο της Χρυσής Ακτής θα αποζητούσε.
Όποιο παγωτό και να δοκίμαζε, τη γεύση του πρώτου παγωτού αναθυμόταν. Με τις γιαγιάδες και τον παππού της ήταν όταν της πήραν το πρώτο παγωτό τριαντάφυλλο στο «Ακταίο». Τότε δεν υπήρχαν τόσες γεύσεις. Ήταν μόνο το τριαντάφυλλο και το γαλακτερό. Της Ελένης, όμως, δεν της άρεσε το γάλα, ούτε το έπινε.
Σε όποιο περιβόλι λεμονόδεντρων και να βρισκόταν, μπροστά στα μάτια της ξεδιπλωνόταν εκείνο του Καραβά. Οσφραινόταν τη μυρωδιά των λεμονανθών και θυμόταν το γάμο της πρώτης ξαδέρφης του πατέρα της, γιατί σε αυτόν συνειδητοποίησε πρόσωπα και χώρους. Κι από τότε θυμάται τη γνωριμία της με τα κυκλάμινα. 0 παππούς με τις πιο μικρές ξαδέρφες της στόλισαν τα μαλλιά με λεμονανθούς και με κυκλάμινα. Γι’ αυτήν τα είχε μαζέψει εκείνος. Πόσο την καμάρωνε!
Αμ το γιασεμί… Είναι ποτέ δυνατό να μυρίσει γιασεμί και να μην ξαναζήσει ολοζώντανα εκείνο το δείλι; Το έφερε ο παππούς σε χάρτινη σακούλα. Του το έδωσε φίλος του. Του το έβαλε καταβολάδα και το περίμενε κοντά έξι μήνες. Της το είχε τάξει. Παρά την κούραση του, ούτε καφέ δεν κάθισε να πιει, όταν του είπε η γιαγιά να του φτιάξει. Γύρεψε την Ελένη, και η Ελένη βρισκόταν στο παραπάνω σπίτι, στις φίλες της, κι έπαιζε. Δεν ήταν τρεις μήνες που είχαν έρθει να μείνουν στη γειτονιά η κυρία Νίτσα με τον κύριο Κώστα, το σουβλατζή, και τα δυο τους κοριτσάκια, την Ανιρούλα και τη Γιώτα. Είχαν γυρίσει από την Αγγλία όπου είχαν πάει μετανάστες. Έφεραν μερικά λεφτά κι έχτισαν δυο δωμάτια. Στην αυλή τους είχαν ακακίες και άμμο. Της άρεσαν της Ελένης οι ακακίες με τα μικρά, στρογγυλά, χνουδωτά, σαν μπαλάκια, λουλούδια τους. Τους πρόσφεραν τη σκιά τους για να παίζουν στη δροσιά τους και να μην κουράζονται στη ζέστη. Ήταν οι πρώτες παιδικές της φίλες!
Τη φώναξε ο παππούς. Στη σχεδόν ανύπαρκτη γειτονιά, μόνο τρία όλα κι όλα σπίτια. Ανάμεσά τους μια παράγκα. Υπήρχαν και τέτοια σπίτια, που στέγαζαν τη φτώχεια των αυτοχθόνων Κυπρίων σχεδόν μέχρι και το 1965. Έμενε μια χήρα με τρία κορίτσια μεγάλα, τα οποία δούλευαν.
Αμέσως άκουσε η Ελένη και φάνηκε στον καινουριοφτιαγμένο δρόμο. Είχε ανοιχτεί εδώ και καμιά εικοσαριά μέρες, γιατί ο «λόρδος» -αυτό ήταν το παρατσούκλι του ιδιοκτήτη της γης- είχε χτίσει τα πρώτα διώροφα και τα νοίκιαζε στους Εγγλέζους οι οποίοι δούλευαν στις βάσεις. Απομεινάρια μόνιμα της αποικιοκρατίας, που στ’ αλήθεια ποτέ δεν έφυγε.
Ούτε λεπτό δε σκέφτηκε η Ελένη πως το κάλεσμα του παππού της διέκοπτε το παιχνίδι. Έτρεξε ανοίγοντας τα χέρια της σε αγκαλιά. Έτσι συναντιούνταν με τον παππού της ακόμα κι όταν μεγάλωσε. Είτε είχαν καιρό να ιδωθούν είτε όχι. Εκείνος στεκόταν και την περίμενε, της άνοιγε και τη δική του αγκαλιά, και η Ελένη έπεφτε μέσα και τη σήκωνε ψηλά. Γύριζε κι έμπαιναν στο σπίτι έτσι αγκαλιασμένοι. Οι υπόλοιποι της οικογένειας που τους έβλεπαν σχολίαζαν αστειευόμενοι και τρυφερά τη σχέση τους.
Εκείνο το απόγευμα δεν μπήκαν στο σπίτι. Παρά την έβαλε ο παππούς της να καθίσει στο κολονάκι της καγκελόπορτας. Την κοίταξε στα μάτια, της έπιασε το κεφάλι, της το γύρισε απαλά και της έδειξε τη χαρτοσακούλα στο πρώτο σκαλοπάτι της βεράντας.
– Τι είναι; τον ρώτησε.
– Γιασεμί. Θα το φυτέψω εδώ στην είσοδο. Θα το φωνάζουμε «Ελένη», γιατί θα είναι δικό σου. Εσύ μου το ζήτησες. Για εσένα το φυτεύω. Μέχρι του χρόνου θα μεγαλώσει, θα κάνει λουλούδια. Θα τα περνάς στην κλωστή, θα τα κάνεις γιρλάντα και θα τη βάζουμε στα μαλλιά σου.
Η χαρά της Ελένης φάνηκε σε όλο της το πρόσωπο, και χτύπησε τα χέρια της.
Εκείνος στράφηκε και άρχισε να σκάβει για να το φυτέψει. Τα λόγια του της τα επιβεβαίωσε και η γιαγιά. Έτσι, τα πρωινά, η Ελένη κατέφευγε στα λουλούδια της «μαυρομάτας» και το απόγευμα, που έπεφτε ο ήλιος, σε αυτά του γιασεμιού.
Τι έχει γίνει εκείνο το γιασεμί; Εκείνο το δέντρο της «μαυρομάτας»; Για τα κυκλάμινα δεν αναρωτιέται. Ξέρει πως ανθίζουν… και αντιστέκονται στους εισβολείς.
Κατάληξη; Να λένε, ένα σπίτι έχασες το 74. Έφτιαξες άλλο.; Φύτεψες άλλο γιασεμί…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71
Ιμερόεσσα Λάπηθος
μια ομορφιά
η πρώτη της Κύπρου
ένας έρωτας
ένα πάθος
ένα σκίρτημα
μια ζωή
μια ολόκληρη ιστορία.
Φαίδρος Καβαλλάρης
ΠΟΤΕΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ Η ΕΛΕΝΗ την υποδοχή που της έκανε η Ιφιγένεια στην πρώτη τους συνάντηση μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Την αδημονία που ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια της. Άθελά της, ξανάφερε στη θύμησή της εκείνη την πρώτη τους γνωριρίατο Σεπτέμβρη και το ελαφρώς τρεμάμενο χέρι της Ιφιγένειας μες στο δικό της. Ένα χέρι που αμέσως σου μετέδιδε μια παγωμάρα, μια ακαταδεξιά… Οι κλασματικές αυτές σκέψεις δεν επηρέασαν, βέβαια, την Ελένη. Το αντίθετο. Θα κατέθετε τη θαλπωρή της φιλίας της χωρίς τσιγκουνιά. Διαισθανόταν πιότερο, παρά ήξερε, πως η Ιφιγένεια την είχε μεγάλη ανάγκη. Ήθελε μια αγκαλιά να χωθεί. Και η Ελένη σε κανέναν και ποτέ της δε θα την αρνιόταν.
Η Ιφιγένεια αμέσως ξεμονάχιασε την Ελένη και την τράβηξε προς τις αμυγδαλιές. Της άνοιξε και πάλι την καρδιά της. Της είπε για τις τιμωρίες της, τον αποκλεισμό και την άγρυπνη απ’ όλους επιτήρηση που είχε. Τα λόγια της Ελένης την αγκάλιασαν, δίνοντάς της συγχρόνως την ανάσα και την αισιοδοξία της επόμενης μέρας. Ως επίλογο άφησε η Ιφιγένεια το κυκλάμινο που φύτρωσε στη σχισμή της αυλής τους. Και τόλμησε να της πει πως ήταν οιωνός της φιλίας τους!
Κάπως έτσι έπεσαν τα θεμέλια της φιλίας των δυο κοριτσιών. Τις κρύες μέρες του χειμώνα που ακολούθησαν, τη ζέσταιναν η κατανόηση και η ανακούφιση που πρόσφερε αμέριστα η Ελένη. Η Ιφιγένεια ένιωθε πως ξεφύτρωνε μέσα της μια δύναμη που όχι μόνο δε φανταζόταν ότι τη διέθετε, μα ούτε και πίστευε σε αυτήν. Και οφειλόταν στην όλη στάση και τη συμπαράσταση της Ελένης τις ώρες του σχολείου.
Αυτά έβλεπε από μακριά ο Μιχάλης και άρχισε κι εκείνος ν’ αλλάζει. Ένα και μοναδικό βλέμμα τού έριξε κάποια στιγμή η Ελένη, που δεν ήταν διόλου αποδοκιμαστικό, ούτε επικριτικό, κι αυτό τον ξάφνιασε. Τον έκανε να αναζητήσει τις ευθύνες του, να δει την επιπολαιότητά του. Να ψάξει το χαρακτήρα του. Να σκεφτεί τα όνειρά του για πρώτη φορά.
Η άνοιξη βρήκε τις δυο κοπέλες να κοιτάζουν τα κυκλάμινα και να κεντούν τη ζωή τους από άλλη μεριά καθεμιά. Η μία με όλα τα παράθυρα ανοιχτά και η άλλη μόλις που ν’ ανοίγει το ένα και να το κλείνει, αφήνοντας έξω το φως και το κρύο.
Το χωριό δεν είχε σταματήσει τα σχόλια για την Ιφιγένεια, αλλά δεν ήταν κακεντρεχή. Αντίθετα, όλοι στενοχωριούνταν για την απομόνωση της, γιατί δεν άντεχαν τη στάση της Δώρας και τη μύτη της.
Της «έμπαιναν» με κάθε ευκαιρία που τους δινόταν, και μάλιστα την έθιγαν με τάχα αδιάφορες αναφορές για την κόρη και τη γυναίκα του «Καινούριου». Για τις αρχές που είχαν στην οικογένειά τους, τη σύμπνοια και την καταδεκτικότητά τους. Συνέχιζαν με το εγκώμιο των καλών αγοριών τους, που ήταν και καλοί γαμπροί. Ήξεραν πως πίσω από εκείνο το κρύο χαμόγελό της, το σχεδόν αδιάφορο, μέσα της σκύλιαζε. Της πρότασσαν και την εκτίμηση που η Έλλη έδειχνε στην κυρα-Φωτεινή. Κι αυτό ήταν το ζεμάτισμα.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ
«…ξερίζωσα μια πέτρα απ’ τη γη
Πήρα χαλκό από βαθιά και χάραξα την οφειλή…
ν’ αγγίξει η μπάλα
τα παιδιά να διακρίνουν το χρεόγραφο».
Στίχοι του Κύπριου ποιητή Σωτ. Π. Βαρνάβα
Οφειλή προς τη νέα γενιά,
που ακούει τα γεγονότα τα ιστορικά τούτου του τόπου
και νομίζει πως είναι παραμύθι.
Μ’ αυτά τα αισθήματα και με το κελάρυσμα
του νερού απ’ το κεφαλόβρυσο του Καραβά
και με το φλοίσβο της θάλασσας της Αμμοχώστου
και της Αχεροποιήτου στ’ αυτιά και στην καρδιά της
μεγάλωσε η Ελένη, αγναντεύοντας τον Πενταδάκτυλο,
κι η φίλη της Ιφιγένεια στο κλειστό απ’ τα βουνά
του Τροόδους χωριό της. Η φιλία θα της ενώσει
κι οι μοίρες απ’ τον Πενταδάκτυλο θα τις παρακολουθούν…
Όπως και η λεπτή μυρωδιά
των κυκλάμινων στον αγέρα θα τους φέρνει
μια μικρή ανάσα…
.
ΤΑ ΜΝΗΣΤΡΑ
Δέκα χρόνια απόστασης (2009)
ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ
«Δέκα χρόνια απόστασης…»
– Δ –
Την συνάντησα σε μια δεξίωση. Αλλιώς την είχε πλάσει η φαντασία μου πριν χρόνια ως μαθήτρια, όταν διάβαζα κι άκουγα για το έργο της. Κι ήθελα τόσο πολύ τότες να την γνωρίσω, να της μιλήσω, έστω. Και μια και δεν μπορούσε να γίνει, πολλές ήταν οι φορές, που όπως διάβαζα κάτι δικό της, αφαιρόμουνα – κι όπως η νεανική φαντασία δεν θέλει και πολλά για να φτιάξει – έφτιαχνα την εικόνα της από μόνη μου. Την στόλιζα, πολύ την στόλιζα, δεν ξέρω γιατί. Αργότερα, σαν έμαθα πως μπήκε πιο δυνατά ‘στα τού τόπου’ εδραιώθηκε η εντύπωση μου, πως θα ήταν πάντα μια γυναίκα κοκέτα. Έπρεπε κιόλας να είναι στολισμένη. Το απαιτούσε στο κάτω-κάτω η κοινωνική της θέση. Ποτέ δεν της έλειπε η «κοινωνική θέση». Μια έκφραση επιφορτισμένη με αβάσταχτο βάρος τις πιο πολλές φορές. Άσχετα αν ο άνθρωπος ματαιοπονεί σ’ όλη του τη ζωή, για μια κάποια τέτοια θέση.
Σαν αστραπή, λοιπόν πέρασε απ’ το μυαλό μου τούτη η συνηθισμένη φράση «κοινωνική θέση». Τώρα που το σκέφτομαι, με κάποια ηρεμία, ίσως να ήταν μια υποσυνείδητη αντίδραση στην έκπληξη που ένιωσα – που με τάραξε θα έλεγα καλύτερα – σαν πλησίασε στην παρέα μας. Τοιουτοτρόπως έγινε και γνωριστήκαμε.
Ίσως ακόμα να την έφερα σε δύσκολη θέση, καθώς το βλέμμα μου στάθηκε επίμονο επάνω της… Την κοιτούσα προσπαθώντας να συναρμολογήσω εκείνη την παλιά της εικόνα, που είχε φτιάξει η παιδική μου φαντασία και να την συγκρίνω με αυτό που έβλεπα, με την πραγματική. Κι όπως ένα παιδί του σήμερα, ανοίγει αυτά τα καινούργια παιγνίδια τα puzzles και προσπαθεί απ’ την πρώτη στιγμή να ξεχωρίσει χρώματα και σχήματα για να φτιάξει όσο το δυνατό γρηγορότερα την εικόνα, που έχει εξωτερικά το κουτί του παιγνιδιού, για να σε καθοδηγεί. Έτσι και γω προσπαθούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα να σχηματίσω και συλλάβω τη δική της εικόνα. Με δυσκόλευε κάτι. Κι αυτό ήταν η απλότητά της! Μια απίστευτη απλότητα!
Φορούσε ένα απλό κλασικό, μπλε ταγιεράκι, με μια άσπρη, κινέζικη μπλούζα. Το πρόσωπό της άβαφο, τα μαλλιά της βουρτσισμένα απ’ τη δική της βούρτσα. Όλα τούτα βρίσκονταν σε μεγάλη αντίθεση μ’ όλες εκείνες τις κομψοντυμένες κυρίες, με τα τυποποιημένα χτενίσματα, που στριφογύριζαν γύρω μας, προβάλλοντας περήφανα όλα τα ακριβά στολίδια και τις μάρκες που φορούσαν.
Μα πιο πολύ αυτό που μ’ ένοιαζε και προσπάθησα να νιώσω, ήταν η ψυχή της, τα αισθήματα κι οι ιδεολογίες της. Δεν ένιωθα πως ήθελα να εισχωρήσω ίσως σε προσωπικά σύνορα – κι είμαι απ’ τους ανθρώπους που τα σέβομαι – γιατί ήδη κάτι ήξερα από τούτα τα σύνορα, μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων της. Μα τη συγκεκριμένη στιγμή προσπαθούσα να τα υπογραμμίσω και στην πραγματική ‘φυσική’ τους μορφή.
Άρχισα να υπογραμμίζω μια απέραντη κι ανάλυτη θλίψη, και πίκρα μέσα στα μάτια της.
Τη γνωριμία μας ακολούθησε, συζήτηση σε χαμηλούς τόνους. Της είπα πως το χωριό της καταγωγής μου, είναι δίπλα στη δική της πόλη…
Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα θαρρώ μας συνεπήρε και νιώσαμε ένα κτύπημα στο στομάχι. Καραβάς – Κερύνεια κι η τρίτη φίλη στην παρέα, Μόρφου. Ασυναίσθητα έφερα το χέρι στο στομάχι, φοβούμενη μην τσακίσω στα δυο και… μου πέσει και το ποτό στ’ ακριβό χαλί, απ’ τη τρεμούλα της ψυχής και των χεριών…
– Δέκα χρόνια πάνε… της ψιθυρίζω, λες και με το να μην το πω φωναχτά δεν θα ήταν πραγματικότητα.
– Ναι, δέκα χρόνια, επαναλαμβάνει και προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία της… Μια ψυχραιμία πολύ εικονική. Άρπαξα, όμως, τ’ ανεπαίσθητο τρέμουλο στο απάνω της χείλι.
Το ξέρω και το ξέρει, πως στα ρουθούνια μας αναδεύτηκε η αψή μυρωδιά τ’ ανθολέμονου, και στ’ αυτιά μας ήχησε κελαριστό το τραγούδι του Κεφαλόβρυσου… Το μελωδικό σπάσιμο των κυμάτων στα βράχια του «Έξη Μίλι» και στο «Mare Monte»…
Με ένα μαγικό τρόπο και χωρίς κόπο βρεθήκαμε στο γραφικό λιμανάκι της Κερύνειας, να σεργιανάμε αγναντεύοντας το κάστρο… Ν’ ανηφορίζουμε τα στενά της δρομάκια, με τα τουριστικά μαγαζιά και να θαυμάζουμε τους ίδιους τους κόπους των χεριών μας… Την παράδοσή μας… Το φερβολιτέ, μπερδεύεται χαϊδευτικά στα δάχτυλά μας… Η γιαγιά, μού είχε φτιάξει πολλά κομμάτια. Και κάθε λίγο τα έβγαζα απ’ τη ντουλάπα, που η μητέρα μου τα είχε τακτοποιημένα, διπλωμένα και τα χάζευα κάνοντας όνειρα για το δικό μου σπίτι…
Χωρίς να το καταλάβω, μίλησα δυνατά… Δεν χρειαζόταν επεξηγήσεις. Ήξερε.
Προσπαθούμε αμέσως να συνέλθουμε απ’ το «ταξίδι» μας. Πάντα τα ταξίδια κουράζουν. Κάποια δημιουργούν και ναυτία… Πόσο, μάλλον, τούτο ειδικά το ταξίδι, που δεν αφήνει καμιά γεύση, καμιά αφή, καμιά όραση… Προσπαθούμε ακόμα ν’ αλλάξουμε θέμα, γιατί σαν να έχουμε γίνει θέμα της βραδιάς με τη σιωπηλή επαφή μας…
Με ρωτά για τις εμπειρίες μου στη μακρινή, ξένη χώρα, που ζούσα τελευταία. Μα όσο κι αν θέλω να μην επανέλθω στο θέμα της πληγής μας και να τη σκαλίσουμε, δεν μπορώ να μην της μιλήσω για τις πρωινές εμπειρίες μου, στο σχολείο που δίδασκα και να μην μεταφέρω το πηγαίο ενδιαφέρον των ξενοφυτεμένων Ελληνόπουλων για τη μοιρασμένη πατρίδα μας… Τη λαχτάρα του Αντρέα για το Καρπάσι, την πληγή του Κωστή για την Όρκα, για το λαχτάρισμά του να τρέξει μέχρι που να πέσει χάμω λαχανιασμένος στα χωράφια με τους κίτρινους και τους κόκκινους λαλέδες. Την ανυπομονησία της Έλλης για τον Άγιο Ιλαρίωνα και το ότι σε κάθε της έκθεση, στα Αγγλικά ή Ελληνικά – δεν έχει σημασία – τα φέρνει από δω τα φέρνει από κει κι αναφέρει το Πέλλα Πάις και την ομορφιά του, χωρίς να είναι εκτός θέματος!!!
Κι έτσι ξαναγυρνάμε κι εμείς στην αγωνία μας για το πώς θα είναι για μας το «αύριο». Μα ποτές δεν είναι εύκολο να τη θάψεις για να ξεφύγεις από τούτο το αίσθημα. Πώς είναι δυνατόν να ξεφύγεις αφού όλα σε αλυσοδένουν, σε πληγώνουν, σε κατατρώνε όπως τον αετό που ξέσκιζε τα σπλάχνα του Προμηθέα.
Κάπου συμφωνήσαμε κι αφήσαμε ατέλειωτη τη συζήτηση μας… Το συμπέρασμα όμως βγήκε αβίαστα: Από το ‘74 και μετά καμιά μας δεν ξαναμαζεύει ούτε φυλάει κειμήλια μα ούτε και πράγματα, που όταν τα χάσεις στοιχειώνουν και
γίνονται έμψυχα… Ούτε βγάζουμε φωτογραφίες και τις μαζεύουμε σε άλμπουμ. Όλα τ’ αφήσαμε εκεί όπου ανήκουμε, όπου είναι οι ρίζες μας, το σπίτι μας, η καταγωγή μας, η γενιά μας… η ψυχή μας…
Δεν μπορούσα να μην της πω για τη σκέψη που μού τριβελίζει και μου καρφώνει το μυαλό, τους τελευταίους μήνες. Τη σκέψη που με κομματιάζει στα δυο. Να πάω, να πάω έστω και με το ξένο διαβατήριο… που απόκτησα απ’ τη χώρα που ξενιτεύτηκα.
Με κοίταξε κατάματα, δεν ξέρω ίσως γιατί τα μάτια μου της φανέρωναν πως η περηφάνια μου ποτέ δεν θα μ’ άφηνε να το πράξω! Έτσι το έλεγα. Χωρίς σκέψη μ’ απάντησε.
– Όχι. Κι εγώ μπορούσα να το κάνω. Όχι, δεν θέλω. Εγώ είμαι από εκείνη τη γη από εκείνα τα χώματα και μου ανήκουν!
Η ψυχή μας έχει βαρύνει. Μα πώς είναι μπορετό να κρατήσει στο σχήμα της δέκα ολόκληρα χρόνια αναμονής… Πώς είναι εφικτό να αφομοιώσει στους σφυγμούς της δέκα ολόκληρα χρόνια απόστασης;…
Δεκέμβρης 1984, Καμπέρα
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«Τα Μνήστρα», η συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Περατικού- Κοκαράκη, βρίσκεται στον ίδιο «σκοτεινό» παραδειγματικό άξονα, που παραπέμπει οε ένα Λογοτεχνικό τύπο αφήγησης του οποίου ο πυρήνας είναι η εξιστόρηση της εξορίας, στις ποικίλες εκδοχές και εκφάνσεις της, με βάση τη χρονολογία 1984. Παραπέμπει, δηλαδή, στα δέκα χρόνια που μεσολαβούν από το 1974, τη χρονιά της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, που βρίσκουν την αφηγήτρια των ιστοριών, πρόσφυγα πια, στην Αυστραλία. Έτσι, όλες οι ιστορίες, που υπάρχουν στα Μνήστρα, έχουν την προοπτική που αναπτύσσει ένας δημιουργός “εν εξορία”. Γι’ αυτό, μια λέξη λάπ μοτίφ σ’ αυτή τη συλλογή, είναι η «απόσταση», που ξεπερνάει την υπαρξιακή κατάσταση της αφηγήτριας και παραπέμπει στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε ένα χρονικό ορίζοντα δέκα ετών 1974-1984,όπου πολλά πράγματα άλλαξαν στη ζωή των ηρώων όλων των ιστοριών.
Η αξία της διηγηματογράφου βρίσκεται στην ικανότητά της να διηγείται και να αναδιηγείται, εντάσσοντας μέσα στο έργο πολλά είδη λόγου. Έχοντας ένα πλούσιο απόθεμα εμπειρίας και αφηγηματικό ταλέντο, της δίνεται η δυνατότητα να ξεχωρίζει μέσα από τις πολύπλοκες συνθήκες της ζωής που έζησε στην Κύπρο, την Αθήνα και την Αυστραλία, μοναδικά και χτυπητά περιστατικά, που πάνω τους στηρίζονται οι ιστορίες που περιγράφονται. Το κάθε περιστατικό, ενώ φαίνεται να είναι καθαρά προσωπικό, μετουσιώνεται κατ εξελίσσεται, τελικά, ως αντιπροσωπευτικό και κοινωνικά τυπικό παράδειγμα του τι δίνει και τι κερδίζει ο καθένας από μας στην πάλη του με τον πανδαμάτορα χρόνο.
Άλλωστε, “τα μνήστρα”, από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, είναι το τίμημα που πλήρωνε πάντα κάποιος για να πάρει κάτι…
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΑΟΚΡΑΤΗΣ ΒΑΣΣΗΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 15/3/2023
Μαρίας Περατικού, Ο Μελιορισμός των Κυκλαμίνων, Εκδ. Λιβάνη.
Μυθιστορηματική «τοιχογραφία» της Κυπριακής Τραγωδίας
Διαβάζοντας για δεύτερη φορά, κάποιες σελίδες για τρίτη και τέταρτη, το τρίτο μέρος της «Τριλογίας» της Μαρίας Περατικού για την Κυπριακή Τραγωδία, υπό τον ευφημιστικό τίτλο: «Ο Μελιορισμός των Κυκλαμίνων», ένιωθα ένα μεγάλο σφίξιμο στην καρδιά μου απ’ την ασήκωτη συμφορά της Κύπρου μας. Και πώς να μη νιώθεις τέτοιο σφίξιμο, όταν διαβάζεις: «Δύστυχε Λαπηθιώτη, Βαβυλιώτη, Καρμιώτη, Καραβιώτη, Κερυνειώτη…. Σε φτάνει το μοιρολόϊ βλέποντας το ανεπίτρεπτο, το επώδυνο, αναγκασμένος, άοπλος, ξυπόλυτος, σχεδόν άντυτος να τρέχεις τρομαγμένος μέσα στους δρόμους που από μικρός περπάτησες, που γνώρισες κάθε πετραδάκι τους. Τώρα τους διαβαίνεις πανικοβλημένος για να γλυτώσεις την αιχμαλωσία και τον θάνατο»! Ή σε άλλες γραμμές: «Ποιος να κοιμηθεί το βράδυ της 20ης Ιουλίου του 1974; Ποιος να κλείσει τα μάτια του και να μη περνούν κάτω απ’ τα βλέφαρά του εικόνες εισβολής και εικόνες επίθεσης; Κράνη, όπλα, ματιές όλο φωτιά και μίσος του πολέμου. Ποιος δεν ακούει την καρδιά του να βροντοχτυπά ταυτόχρονα στ΄αυτιά, στον λαιμό, στο στέρνο, να θέλει να πεταχτεί απ’ τη θέση της, να πετάξει στο σπίτι που εγκατέλειψε, στον τόπο της, στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε;».
Οπότε, σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι, αν, σε απαιτητικές λογοτεχνικές δημιουργίες με ιστορικό υπόβαθρο και κυρίαρχο τον αλύτρωτο καημό, όπως η μυθιστορηματική «Τριλογία» της Κυπριακής Τραγωδίας της Μ.Π, η κάθαρση συντελείται και ταυτίζεται με τη βαθιά αισθητική βίωση του κυρίαρχου αλύτρωτου καημού, με τον απέραντο πόνο που ματώνει την ψυχή μας. Έτσι, όμως, όπως η βαθιά αισθητική βίωση γονιμοποιεί, καλλιεργεί και πυροδοτεί το αναπαλλοτρίωτο χρέος της λύτρωσης. Που αυτή, εντέλει, είναι και η καθαρτήρια αισθητική λειτουργία του «Μελιορισμού των Κυκλαμίνων», καθώς πρόκειται για μια πολύ ποιοτική, υποβλητική και ουσιαστική υπόμνηση του πάτριου χρέους.
Στον αντίποδα των μοιρολατρικών συμβιβασμών, των μοιρολατρικών παραδοχών των τετελεσμένων και του ανάπηρου Κυπριακού μέλλοντος, που εκπορεύεται απ’ τον έρποντα νεο/ραγιαδισμό της λογικής των «συμβιβασμών» και των «τετελεσμένων». Με το πάτριο χρέος να είναι απαράγραπτα χαραγμένο στις υπερτρισχιλιετείς δέλτους της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού της μαρτυρικής μας Μεγαλονήσου. Αλλά και αθάνατα υπομνηματισμένο απ’ το νωπό ακόμη αίμα των ηρώων του Απελευθερωτικού αντιαποικιακού της Αγώνα, το 1955-59. Που προφανώς και πρέπει να λογίζεται ως η τελευταία έκλαμψη του εθνεγερτικού πνεύματος του 1821, αν το αναγιγνώσκουμε κι αυτό σωστά. Με τους Αυξεντίου και τους Παλληκαρίδηδες να είναι οι τελευταίες ηρωικές μορφές της σποράς του Ρήγα και οι τελευταίοι, ως τώρα, εθνομάρτυρες του ανυπότακτου Ελληνισμού.
Αναφέρομαι στην αισθητική βίωση της Κυπριακής Τραγωδίας και του μεγάλου αλύτρωτου καημού, όπως με την ιδιαίτερη λειτουργία της κάθαρσής της, υπομνηματίζει και τρέφει, με την αρμόζουσα Κυπριακή ελληνοπρέπεια, το απελευθερωτικό χρέος της λύτρωσής της. Γιατί, «Ο Μελιορισμός των Κυκλαμίνων», αλλά και όλη η «Τριλογία» της Μ.Π. δεν είναι βιβλίο ιστορίας, ούτε ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά λογοτεχνικό βιβλίο, μυθιστόρημα, με έντονο όμως το ιστορικό του υπόβαθρο.
Που έχει υφασμένη και κεντημένη την πλοκή του στον ματωμένο καμβά της ιστορίας της Κυπριακής συμφοράς, όπως αυτή κορυφώθηκε με τη βάρβαρη τουρκική εισβολή, το 1974. Μια πλοκή, που, σαν τοιχογραφία, ξανοίγει μπροστά στα μάτια μας συγκλονιστικές σκηνές απ’ αυτήν την ανείπωτη τραγωδία. Έτσι που μόνο η αισθητική λειτουργία της απαιτητικής λογοτεχνικής γραφής μπορεί να το πετύχει. Όπως, μάλιστα, συμπυκνώνει στο βάθος της, την ουσία του εξηγητικού και του ερμηνευτικού λόγου τόσο της επιστήμης όσο και της φιλοσοφίας της ιστορίας.
Μη μπορώντας, στα περιορισμένα χρονικά περιθώρια της παρουσίασης, να προβώ σε μια στοιχειωδώς επαρκή αισθητική ανάλυση του εξακοσιασέλιδου «Μελιορισμού», θα αποπειραθώ, κατ’ ανάγκην, να σας βάλω, έστω και υποψιαστικά, τόσο στο κλίμα της μορφής, με όλη την ακριβή επένδυση της αισθητικής της προίκας, όσο και στο κλίμα του περιεχομένου, με όλες τις αναπαραστατικές κορυφώσεις της εικονοποιΐας του. Ιδίως αυτές που προκαλούν απέραντο πόνο, όπως ματώνουν την ψυχή, αλλά και εναλλασσόμενα κύματα οργής και αγανάκτησης για το συντελεσμένο μέγα κακό της εθνικής προδοσίας. Με την απόπειρα υποψιασμού σας να περιορίζεται στη γλώσσα και στην πλοκή.
α) Ως προς τη γλώσσα: Όπως σημείωνα και στις παρουσιάσεις των δύο άλλων μερών της «Τριλογίας», διαβάζοντας τη γραφή της Μ.Π. δεν διαπιστώνεις απλά την καλή χρήση της γλώσσας, που, λόγω της φιλολογικής της ιδιότητας, είναι αναμενόμενη, αλλά μια χαρισματική της χρήση. Που την κάνει να ρέει με απαλή, θωπευτική, θα έλεγα, και ανεπιτήδευτη φυσικότητα, κατοχυρώνοντας την αισθητική ειλικρίνεια και χάρη της ποιοτικής λογοτεχνικής γραφής. Η λειτουργούσα, μάλιστα, ποιητική φύση της, γιατί η Μ.Π. είναι και εξαιρετική ποιήτρια, πλουτίζει τη μυθιστορηματική της αφήγηση και με μια πολύ ιδιαίτερη λυρικότητα. Πάντοτε, όμως, συγκρατημένη και με αίσθηση του μέτρου, όπως όλη της η γραφή, ακόμα κι όταν αγγίζει θέματα που πονάνε πολύ την ψυχή μας.
Καθώς πρόκειται για ένα ήθος και ύφος γραφής, που είναι εναρμονισμένο με τη βαθύτερη ουσία του περιεχομένου της και τους μεγάλους καημούς που το ορίζουν. Ή, καλύτερα, που καταξιώνει αισθητικά τη βαθύτερη ουσία του περιεχομένου της και τους μεγάλους καημούς που το ορίζουν. Με αποδεκτή, εννοείται, την αλήθεια πως τα έργα τέχνης, με πρώτα τα λογοτεχνικά, κρίνονται και δικαιώνονται στο πολύ απαιτητικό πεδίο της αισθητικής τους λειτουργίας. Κι η αισθητική καταξίωση αυτών των μεγάλων καημών, των μεγάλων Κυπριακών καημών του Ελληνισμού, υπηρετεί και την καταλυτικότερη ενστάλαξή τους στο είναι μας. Την καταλυτικότερη, εντέλει, ενστάλαξη του ανυπότακτου πατριωτικού χρέους στα μύχια της ύπαρξής μας.
β) Ως προς την πλοκή. Όπως στη γλώσσα, έτσι και στην πλοκή, δεν μπορώ να μη προτάξω τη διαπίστωση του μαστορικού, επίσης, ξετυλίγματος του μυθιστορηματικού καμβά. Όπου, στην αναπαραστατική σύνθεση της «εικονοποιΐας» του, συναντιέται η χάρη της αβίαστης λαϊκής αφήγησης: με την υποβλητική αμεσότητα της τέχνης των λαϊκών κεντημάτων, των λαϊκών υφαντών και της λαϊκής ζωγραφικής. Γιατί, στον μυθιστορηματικό καμβά της Μ.Π. αποτυπώνονται, σαν σε μακρά τοιχογραφία, όλες οι συγκλονιστικές «σκηνές» της κορύφωσης του Κυπριακού δράματος. Όπως, με περίτεχνη αφηγηματική μαεστρία, τις εναλλάσσει με τη χαριτωμένη πολλαπλότητα των πολλών στιγμών της αθώας καθημερινότητας των πρωταγωνιστών στο τρίγωνο: Κύπρος-Αθήνα-Κρήτη. Που, συνθέτοντας την αντίθεση με την εξυφαινόμενη στα παρασκήνια τραγικότητα, ανήκουν στις πολύ ιδιαίτερες συγγραφικές της διαστάσεις.
Αθώα καθημερινότητα, απ’ τη μια, με τις μεγάλες, όπως ο γάμος της Ελένης και του Μενέλαου, και τις μικρές χαρές της. Όπου δίνουν τον πολύ ανθρώπινο τόνο τους οι γιαγιάδες της Ελένης και όλο το Κυπριακό και το Κρητικό συγγενολόϊ. Κι απ’ την άλλη η εξυφαινόμενη και εκτυλισσόμενη πολυαίμακτη τραγωδία, με επίκεντρο πάντοτε την Κύπρο, που είναι και το θέατρό της. Όπως, μάλιστα αναδεικνύει κατά συγκλονιστικό τρόπο το απροσμέτρητο βάθος της μέσα από προσωπικά και οικογενειακά δράματα, σαν τον χαμό του Μενέλαου στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, που δεν τον χωράει ανθρώπινος νους.
Ελπίζοντας πως, έστω και υποψιαστικά, σας εγκλιμάτισα στα της γλώσσας και της πλοκής της μυθιστορηματικής τέχνης της Μ.Π., θα αποπειραθώ, πάλι υποψιαστικά, να σας εγκλιματίσω και στα του περιεχομένου αυτού του τρίτου μέρους της «Τριλογίας» της για την Κυπριακή τραγωδία, αναδεικνύοντας, κατ’ανάγκην με ενδεικτική επιλεκτικότητα, τις πιο μεγάλες «εικόνες» της μυθιστορηματικής της τοιχογραφίας. Όπως αποτυπώνεται σ’αυτές η προαναφερθείσα εκτύλιξη: της αθώας καθημερινότητας, με όλες τις τρυφερές και πολύ ανθρώπινες στιγμές της, και της κορύφωσης του Κυπριακού δράματος, με το πραξικόπημα, την εισβολή, τους σκοτωμούς, τους βιασμούς, τους βανδαλισμούς, τους αιχμαλώτους, τους έγκλειστους, τους αγνοούμενους, τους πρόσφυγες και τη βάρβαρη, τέλος, κατοχή της Βόρειας Κύπρου.
Χωρίς να αγνοώ, κάθε άλλο, την πολύ ιδιαίτερη συμβολή των μικρών «εικόνων» και των «λεπτομερειών» στο τελικό αισθητικό αποθησαύρισμα, όπως, για παράδειγμα, το κρεμασμένο στα χαλάσματα παιδί της Αμμοχώστου ή η επιστροφή αιχμαλώτων απ’ τα Άδανα, θα περιοριστώ να αναφέρω, πολύ ενδεικτικά, μεγάλες «εικόνες» της αφήγησης, όπως:
1η Απ’ την αθώα καθημερινότητα: τον γάμο της Ελένης και του Μενέλαου, με όλον τον Κρητικό και τον Κυπριακό ηθογραφικό πλούτο του.
2η Απ’ τον δηλητηριώδη διχασμό, που αυτός έφερε τη μεγάλη συμφορά: το κάψιμο του σπιτιού του καθηγητή Κωστίδη, πατέρα της Ελένης, που είναι το σπίτι της συγγραφέως μας, με την πολύ συγκινητική, με όλα τα άλλα, αναφορά στο «σταχτένιο σχέδιο του κεντήματός» της, όπως το … σεβάστηκε η φωτιά των αθλίων που την έβαλαν.
3η Οι δαγκάνες του σκορπιού, όπως γράφει η Μ.Π., Χούντας και ΕΟΚΑ Β΄. τα όργια της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, η προδοσία της Κύπρου, υπό τον μανδύα της Ένωσης, με θλιβερούς πρωταγωνιστές: τον Γρίβα, τον «Διγενή» του Απελευθερωτικού Αγώνα, και τον σκοτεινό Ιωαννίδη της εγκληματικής χουντικής συμμορίας των Αθηνών.
4η Ο θάνατος του Γρίβα, όπου και ο αφανάτιστος αποτιμητικός λόγος της Μ.Π., με πολύ συγκρατημό και δίκαιη κρίση για τον ένοχο ρόλο και τη μοιραία, τελικά, ύστερη αφροσύνη του.
5η Η κορύφωση του Κυπριακού δράματος: Πραξικόπημα-Εισβολή-Κατοχή, με αφηγηματικές σελίδες που συγκλονίζουν και που μόνο μια προικισμένη λογοτεχνική γραφή μπορεί να δώσει, όπως ενσταλάζει αισθητικά στα κατάβαθα της ψυχής μας τον απέραντο πόνο της μαρτυρίας της.
6η Η τραγική μοίρα του Μενέλαου, απ’ τους «αμνημόνευτους» σκοτωμένους στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας Ελλαδίτες καταδρομείς, τι συμφορά κι αυτή!, όπου βρήκαν το πτώμα του οι δικοί του, εκείνη την ώρα του χαλασμού, και τον ενταφίασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη.
7η, τέλος, «εικόνα»: Η δεσπόζουσα μορφή του Μακαρίου, το δολοφονικό μένος της Χούντας εναντίον του, η σωτηρία του κατά το προδοτικό πραξικόπημα, ο ερχομός του στην Αθήνα και η ιστορική ομιλία του από μπαλκόνι της Βρετάνιας, η επιστροφή στην Κύπρο και ο θάνατός του. Με τον κόσμο του Νησιού να θρηνεί και να οδύρεται για τον χαμό του. Με την παραδοχή του κι απ’ τη Μ.Π. να είναι προφανής. Αλλά με στοχαστική ερωτηματικότητα, καθώς σημειώνει: «Ό,τι κι αν έχει συμβεί, ό,τι κι αν έχει γίνει, η πλειοψηφία των Κυπρίων εμπιστεύεται τον Μακάριο. Από εκεί και πέρα θα κριθεί απ’ την Ιστορία κι απ’ τους ιστορικούς».
Έχοντας συνείδηση, πως δεν μπορεί να χωρέσει μια συναρπαστική μυθιστορηματική αφήγηση εξακοσίων σελίδων σε μια ολιγόλεπτη παρουσίαση, χωρίς να αδικηθεί, κατ’ ανάγκην, το μεγαλύτερο μέρος της, θα ολοκληρώσω τονίζοντας πως η «Τριλογία» της Μ.Π., όπως εκτείνεται: στον Απελευθερωτικό Αγώνα, στον Διχασμό και στην Τραγωδία της Κύπρου, με βαθιά αισθητική καταξίωση του αλύτρωτου καημού, είναι μια μοναδική εμβάπτιση, μέσα απ’ την καθαρτήρια αισθητική βίωση, στα αξιακά νάματα του προαιώνιου ελληνικού χρέους της Κύπρου. Που σημαίνει πως, εκ του αισθητικού αποστάγματος και αποτελέσματος, ο λογοτεχνικός λόγος της «Τριλογίας» είναι λόγος υψηλής πνευματικής ευθύνης, όπως αναδίδει το άρωμα του έλλογου πατριωτικού ήθους και της συνακόλουθής του πατριωτικής αξιοπρέπειας, ως λόγος της αρετής, που διεμβολίζει, κατά Αριστοτέλη, την «υπερβολή» και την «έλλειψη». Όπου, εδώ, υπερβολή είναι η υπερ…πατριωτική αφροσύνη και έλλειψη ο αντι…πατριωτικός ενδοτισμός.
Κλείνω, ευχαριστώντας εκ βαθέων τη Μ.Π. για τη «βίωση» αυτού του χρέους που μου χάρισε η «Τριλογία» της. Μαζί, το ομολογώ, με μια αξεθύμαστη οργή για τους μεγάλους ένοχους της Κυπριακής προδοσίας και τραγωδίας, Ελλαδίτες και Κυπρίους. Αλλά, για να μη ξεχνιόμαστε, και για τους σημερινούς «ανανο/προσαρμοστικούς», που επιδιώκουν να χωρέσουν το μέλλον της Κύπρου στην προκρούστεια κλίνη της «λογικής των τετελεσμένων» (στο γενικότερο, εννοείται, πλαίσιο του έρποντος στους σκοτεινούς διαδρόμους της Ελλαδίτικης και της Κυπριακής πολιτικής ζωής «ανανο/πρεσπισμού», υπό τις ασφυκτικές ευλογίες των …ευγενών επικυρίαρχών μας!).
.