Η Αλεξάνδρα Μυλωνά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. και την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κ.Θ.Β.Ε. Έχει ΜΑ Θεάτρου (Δραματολογίας – Παραστασιολογίας) του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.
Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Συνεργάστηκε με το Κ.Θ.Β.Ε. και την Ε.Ρ.Τ. Εργάζεται στο Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Πεζογραφία – θέατρο
(2020) Ντελικαλτ Εγώ και μερικές φίλες μου, Γράφημα
(2018) Πώς τα πας με την απώλεια;, Οροπέδιο
(2009) Εγώ και μερικές φίλες μου, Γράφημα
(2001) Η φωνή του νερού, Άχθος
Πεζογραφία – θέατρο για παιδιά
(2016) Γάμος στα βαθιά, Ρώμη
(2015) Τα απλά παραμύθια ενός σπιτιού, Ρώμη
(2004) Με μια ανάσα, Δημ. Επιχ. Καλλιτεχνικής Παιδείας & Πολιτισμού Συκεών
Μελέτη
(2013) Η χάρτινη Αντιγόνη, Γράφημα
Διηγήματα, θεατρικά και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα, περιοδικά και blog. Έχει ανθολογήσει, δραματουργικά επεξεργαστεί και επιμεληθεί συλλογικές εκδόσεις εργαστηρίων δημιουργικής γραφής
που εμψύχωσε η ίδια.
.
.
ΝΤΕΛΙΚΑΛΤ (2020)
ΕΓΩ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΙΛΕΣ ΜΟΥ V.2
ΝΤΕΛΙΚΑΛΤ
(Σαν πρόλογος)
Λιώνουν τα μέταλλα απ’ τη ζέστη. Οι τοίχοι των σπιτιών ιδρώνουν. Λαχανιάζει το κορμί, στριφογυρνάει στο κρεβάτι του και ησυχία δεν βρίσκει. Άπνοια.
Αυτή τη νύχτα του Αυγούστου όμως σαν να φύσηξε, ξαφνικά, ένα αεράκι χάδι δροσερό – δώδεκα ακριβώς.
Μερικές γυναίκες αναστατώνονται τώρα· ξεσηκώνονται. Ανοίγουν την πόρτα του διαμερίσματος τους, καλούν το ασανσέρ -φορώντας μόνο το νυχτικό τους κατάσαρκα- και ανεβαίνουν. Βγαίνουν ξυπόλητες στο δώμα της πολυκατοικίας, που απόψε λούζεται στο φως ενός στρογγυλού φεγγαριού.
Εδώ, κάτω απ’ τ’ αστέρια, δίπλα από τις κεραίες, τους θερμοσυσσωρευτές, τα καλώδια και κάποια σεντόνια απλωμένα απ’ το πρωί, αρχίζουν να μονολογούν. Να κόβουν κομμάτια του καημού, μικρού και μεγάλου και να τα μοιράζουν η μια στην άλλη – ντέρτι που λέγεται, σκορπίζεται, γι’ αυτό και ελαφραίνει.
Είμαι κι εγώ μαζί τους, στο παλιό το πλυσταριό, με το λάπτοπ μου ανοιχτή απόχη, να πιάσω τις λέξεις τους, να τις υφάνω με τις δικές μου, να σώσω στον χρόνο το άχθος της ψυχής χωρίς να το προδώσω.
Το ξέρουν αυτό. Και με εμπιστεύονται. Από παλιά.
Γίνεται, απόψε, η ταράτσα της οικοδομής τόπος συνάντησης μυστικός για ένα ντελικάτο παρκούρ, περίοπτο. Γίνεται σκηνή που ίπταται ψηλά, που μετεωρίζεται ανάμεσα στις άλλες ταράτσες και τα σύννεφα, που ταξιδεύει.
Γίνεται θέατρο ζωντανό, γένους θηλυκού, που ισορροπεί στο πεζούλι μιας απόφασης ερωτικής. Γίνεται λατρεία.
Και η πόλη, στην αρχή πίσω απ’ τις γρίλιες, μετά όμως με τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες, η πόλη άγρυπνη παρακολουθεί…
ΝΕΦΕΛΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ 21
(Δεν υπάρχει!)
Τι θάνατος.
Εγώ θέλω το χέρι σου να με κρατά, να το κρατώ, μια βόλτα χέρι χέρι οι δυο μας στην Άνω Πόλη. Θέλω τη ζεστή αγκαλιά σου να κουρνιάσουμε μέσα της σαν δυο μικρά σπουργίτια ερωτευμένα στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας. Θέλω το δοτικό φιλί μας με τα μάτια κλειστά έξω από τη Φιλοσοφική, το θέλω. Χρειάζομαι τον γλυκό τον λόγο σου στο αυτί, αυτόν που πάλλεται από έρωτα, τον λόγο που φτάνει κατευθείαν στην ψυχή!
Και τι έχω; Αναρτήσεις έχω, γενικά, και «χαχαχά» και τη γνωστή «φατσούλα» και «χαχαχά» ξανά και άλλα εικονίδια και «χαχαχά» και πάλι, χάχανα ξεχειλωμένα! Υποκριτικά! Γελοία, εντελώς! Και στο ενδιάμεσο της συνομιλίας; Ατάκες ανώνυμων κι επώνυμων, όλες δανεικές – δεκανίκια σχέσεων εξ ορισμού ανάπηρων. Κοινόχρηστα επιφωνήματα έχω: «Μπράβο!!!» και «Τέλειο!!!!» και «Συγχαρητήρια!!!!!» συνοδευόμενα από αναρίθμητα θαυμαστικά. Έτσι έχει μάθει να συμπεριφέρεται το αγκυλωμένο δάχτυλό όλων τους, κολλημένο σταθερά στο πλησιέστερο πληκτρολόγιο – όσο περισσότερα θαυμαστικά, τόσο πιο μπόλικο το ψέμα! τόσο πιο μεγάλη η αγκύλωση! Και, βέβαια, «Like!» και «Like!» και «Like!». Χιλιάδες έτοιμα «Like!» από «Followers» και μη -συγχωρέστε με αλλά εγώ θα επιμείνω ελληνικά- χιλιάδες «Μου αρέσει!» από Ακόλουθους και μη. Ακολούθους! Τι έλλειμμα αξιοπρέπειας, θεέ μου! Και δημοκρατίας! Και γλώσσας με αυτά τα λατινοελληνικά από τη μια, που πληγώνουν τα μάτια μας, και με τις κακοποιημένες λέξεις απ’ την άλλη, που τα βγάζουν από τις κόγχες τους εντελώς – πώς, αλήθεια, γίναμε όλοι σ’ αυτόν τον τόπο ξαφνικά αγράμματοι, απορώ! Ή ακόμα χειρότερα σε μερικές περιπτώσεις όλα να τα θυσιάζουμε στον βωμό της επιτυχίας ενός αρκτικόλεξου! Ενός διαφημιστικού συνθήματος! Ενός κόμματος – τα παραδείγματα πολλά, δικά σας, όπως και τα συμπεράσματα.
Αχ, τι θάνατος.
«Κι όταν θέλουμε να συναντηθούμε εμείς οι δυο;» με ρωτάς, Γρηγόρη, «Πώς θα επικοινωνήσουμε εκτός δικτύου, μου λες;»
Τότε, λέω, μπορεί και να εξυπηρετεί η ανταλλαγή μερικών μηνυμάτων σε μια εφαρμογή. Για να συνεννοηθούμε όμως, πότε θα βρεθούμε, πού θα πάμε, τι θα κάνουμε… Για να οργανώσουμε τη συνάντησή μας γρήγορα κι ανέξοδα, αφού χρόνο μηνυμάτων οι τηλεφωνικές εταιρείες -δεν μπορώ να πω- φροντίζουν να μας παρέχουν δωρεάν ανελλιπώς. Με το αζημίωτο, βέβαια, αφού πάντα είναι ακριβή μία πληροφορία, ιδίως η γραπτή «scripta manent», δεν λένε; Πώς καταλήγουμε όμως, αγόρι μου, όχι στη δια ζώσης συνεύρεση κάπου στο κέντρο, για να μοιράσουμε την απόσταση μεταξύ της δικής σου γειτονιάς στην Πολίχνη και της δικής μου στο Φάληρο, πώς καταλήγουμε σε μια μεταμεσονύκτια συζήτηση στο «Skype», ατέρμονη και ανούσια, αφού δεν προσφέρει εκ των πραγμάτων ούτε ένα άγγιγμα, αυτό ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Βολεύει, φαίνεται, να περνάμε βράδια μοναχικά, μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή! Εξυπηρετεί η αδράνεια – μας εκθέτει λιγότερο, θεωρούμε εμείς, μας ελέγχει περισσότερο θεωρούν κάποιοι άλλοι και, με τον τρόπο τους, μας το επιβάλλουν. Μας εξοντώνουν, Γρήγορή!
Αγανακτώ και πνίγομαι από αυτόν τον τόσο θάνατο.
Όχι! Δεν μας αρμόζει αυτή η δήθεν επικοινωνία, τα έπεα πτερόεντα, τα λόγια τα κοινότοπα, τα κλεμμένα, τα διαμεσολαβημενα, τα κενά περιεχομένου, τα λόγια της μιας χρήσης – απόσταγμα άγνοιας και βλακείας των μικρομεσαίων του πνεύματος.
Εγώ θέλω τον λόγο τον πρωτότυπο, τον ζωντανό, τον μεστό, τον ανοιχτό, τον δικό μας λόγο. Θέλω τον λόγο της γλώσσας και της ψυχής μας πατρίδας κοινής που δεν απαξιώνει, παρά μόνο ενώνει! Και δυναμώνει!
Εμένα, Γρηγόρη, πάντα με συγκινούσε μια μεταφορά, ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα συναίσθημα – απ’ το σχολείο ακόμα. Και τώρα, στα είκοσι ένα μου, που νιώθω το αίμα να κυλάει και να τρίζει στις φλέβες μου, πόσο λυπάμαι, να ’ξερες, που δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σου κάτι ελάχιστο μα τόσο μεγάλο, όπως τη συγκίνηση που μου δημιουργεί ένας στίχος του Σολωμού! Ένας στίχος του Μόρισον!
Κλαίω μόνη μου, Γρηγόρη, και μουσκεύω τα βράδια το μαξιλάρι μου, διαβάζοντας για έρωτες μεγάλους και ζώντας τον δικό μας, τον μικρό, τον ανύπαρκτο.
Κλαίω που φεύγει άδεια η στιγμή μας, άπραγη.
Δεν χάνεται όμως· μας κυνηγάει, καλέ μου, να το ξέρεις. Μας παίρνει στο κατόπι η ζωή μας η ίδια και μας ζητάει αυτό που της χρωστάμε. Το σώμα – σώμα με σώμα που δονείται! Και την ψυχή – ψυχή με ψυχή που λαχανιάζει. Που τεντώνεται. Που απ’ το μπαλκόνι του δωματίου μου στον πρώτο όροφο
φτερουγίζει, ανεβαίνει ψηλά, πετάει στα σύννεφα! Που πιάνει ουρανό! Που τον δαγκώνει.
(Γι’ αυτό σου λέω, έλα να κάνουμε μια «διαγραφή» γενναία! Γενική! Να
μαζί πάλι από την αρχή, εσύ κι εγώ, η Νεφέλη Αγγελική. Προλαβαίνομε ακόμα, έλα, μην αργοπορείς!)
ΚΑΙΤΟΥΛΑ 36
(Δεν σε παίρνει πια! Ξεκάθαρα!)
Θράσο, πού είσαι Θράσο μου;
Αχ, Θράσο! Μωρέ, πού σε βρήκα εγώ εσένα; Νέο, πολύ πιο νέο από μένα τη τριανταεξάρα τ’ ομολογώ, ωραίο, ευειδή ΤΕΦΑΑρίκι, άντρα γραμμωμένο, με τρία κιλά -άτσα και πέντε κιλά -ίδια – έι, «Language». Για έναν τσαμπουκά, ρε παιδί μου, αν χρειαστεί, για ένα κεφάλι ψηλά στην αναποδιά, πού πάντα υπάρχει, για ένα -πώς το λένε;- μπεσαλίκι
πλατύστερνο! Ας είναι και το στήθος αποτριχωμένο, που το προτιμάς, τι πειράζει; Πλατεία να ναι, όταν μ’ αγκαλιάζει, αρκεί. Ξεκάθαρα!
Θράσο, πώς τα καταφέρναμε και δεν λιγώναμε μ’ εκείνα τα συρταρωτά φιλιά – σουρλούπ, σουρλούπ, σουρλούπ! Φιλιά κουφά στα Κουφάλια απ’ όπου είσαι και πηγαίναμε συχνά πυκνά να δούμε τη μικρή σου αδελφή, φιλιά και στα συρταρωτά κουφώματα του ρετιρέ που μ’ άφησε κληρονομιά ο εργολάβος ο πατέρας μου, τα καινούρια κουφώματα τα εξοικονομημένα. Τα ανύπαρκτα, δηλαδή, για να το κάνουμε και ακριβή εικόνα.
Εξηγούμαι. Έβαλε το κράτος τα λεφτά, έβαλα κι εγώ η καθηγήτρια των Αγγλικών τρεις μισθούς μου από πάνω, τα πήρε όλα ο μάστορας ο θείος σου -και τα λεφτά και τα παλιά παντζούρια-και εξαφανίστηκε. Λούης ο Χρηστάρας, ο κουφωματάς! Έμεινα εγώ με τα παράθυρα ανοιχτά να χάσκουν μες στο καταχείμωνο για μήνες! Πού να ξέρω από αεριτζήδες και απατεώνες. Ευάερο το ρετιρέ εξ ορισμού, τώρα χωρίς παραθυρόφυλλα ακόμα περισσότερο, και κρύο – πιο κρύο, πεθαίνεις Ξεκάθαρα!
Στο μεταξύ, άρχισες κι εσύ το μπίρι μπίρι!
Τώρα που στριμώχτηκα και δεν έχω πιά εκατόευρα να σου δίνω απλόχερα για τη βενζίνα, για το νοίκι, για το άρωμα το ορίτζιναλ το «Yamamoto», το τζηνάκι το στιλάτο, το παπούτσι το μαρκάτο, γενικά για το πάρε να ’χεις, Θράσο μου, άνεργο τζόβενο της ζωής αιώνιε φοιτητή σχολής γυμναστικής -παρατημένης, φυσικά-αλλά σχόλης αέναης έως και ξεσκολισμένης…
Τώρα που το δήλωσα εξ ανάγκης πως δεν μπορώ πια μόνη μου να καλύπτω όλα τα έξοδα της κοινής μας ζωής – βλέπεις, δεν νοικιάζεται ακόμα ’κείνο το ρημάδι το δυαράκι του υπογείου δίπλα στο λεβητοστάσιο που το ’χω
για εκμετάλλευση ούτε στο «Airbnb» ούτε πουθενά κι από κανέναν λόγω διαθεσιμότητας άλλων και καλύτερων…
Τώρα, άρχισες τη γκρίνια ολημερίς! Και το καλύτερο; Άρχισες, παλληκάρι μου, να κόβεις λάσπη! Γαμώτο! Έι, «Language».
Και τα φιλιά; Στην αρχή από γαλλικά συρταρωτά γίνανε στιγμιαία και στεγνά· χάρτινα — ούτε γαλλικός να ήτανε απ’ το φραντσάιζ Καφέ της γωνίας στο χέρι. Κι ύστερα; Αραίωσαν κι αυτά, αέρας γίναν κι ούτε καν.
Ανύπαρκτα πια κι αυτά σαν τα κουφώματα.
Έμεινε μόνο το άλλο. Ποιο; Το – ήδημα, καλέ – έι, «Language». Το πάντα περί ου ο λόγος — για ξεφόρτωμα δικό σου ξεκάθαρα! «Language» και πάλι «Language». Και απόλαυση για μένα, έτσι τρίλεπτο και πολύ λέω
που κατάντησε, απόλαυση για μένα μηδεμιά, ξεκάθαρο κι αυτό!
Θράσο μου, πού είσαι πούλ-μαν μου, εσύ; Τι σου συνέβη;
Αχ, αγόρι μου, όχι. Εγώ δεν πια. Εγώ, τώρα, παιδί μου, το κατάλαβα, το ‘χω, το ‘χω. Δεν έχω θέμα. Για σένα στενοχωριέμαι κάπως. Μόνο. Για το λέιζερ που θ’ αφήσεις, ατελείωτο στο σαρκίο το δίμετρο, το ατελείωτο κι αυτό. Άντε, μετά ξανά μανά απ’ την αρχή δοθείσης άλλης ευκαιρίας, όταν βρεθεί δηλαδή άλλη γυναίκα πεινασμένη —και κρατημένη, εννοείται, πώς αλλιώς;— και παραδοθεί αμαχητί στη δική σου χάρη – ατελείωτη όμως κι αυτή, Θράσο μου, να τα λέμε όλα, έργο δίχως τέλος, που σέρνεται και δεν ολοκληρώνεται πια με την καμία, ξεκάθαρα!
Γι’ αυτό στο λέω απόψε καθαρά. Απ’ το ν’ απορώ πού σε βρήκα εγώ εσένα, τον νιούτσικο, τον ωραιούτσικο, τον ευειδή, τον ευρυθώρακα, τον ΤΕΦΑΑωρακισμένο, τον ντεμέκ παλλήκαρο πλην όμως γραμμωμένο -το είπα-
με αυτό, το λέμε ξανά- καλύτερα τώρα που το κατάλαβα για τα καλά, καλύτερα πια μόνη. Ξεκάθαρα!
Τράβα εσύ, Θράσο μου, με θράσος, ξέρεις εσύ, τράβα για άλλες αγκαλιές, έχουσες και κατέχουσες. Έχεις τρόπο, είσαι φετόνι, κάποια θα βρεις. Δεν θα ξεμείνεις παρατημένο στο ράφι, κοθώνι.
Τράβα, παλληκάρι μου, αλλού, γιατί με μένα τέρμα το σάλτο, τέρμα και το κέρμα – το ευρώ, στην προκειμένη, ακόμα. Βγάζω και το επιθετάκι σου από θυροτηλέφωνο και γραμματοκιβώτιο, βάζω και τα ρουχαλάκια σου
όλα σε μια βαλίτσα και τη στέλνω απ’ το μπαλκόνι κατευθείαν στον κάδο για τα μπάζα και ΦΤΑΝΕΙ!
Ως εδώ ήταν η δική μας η συμβίωση!
Άμε στο καλό τώρα!
Ευτυχώς που -έστω και αργά-σε κατάλαβε, Θρασύβουλε, η Καιτούλα τι άντρας -άκας – έι, «Language». Τι άντρας χαραμοφάης που ’σαι. Ξεκάθαρα!
(Κάποιος άλλος θα βρεθεί του γούστου μου, κανένας σιδεράς, κανένας βουλκανιζατέρης, κανένας ξυλουργός, κανένας ρέιντζερ, κάποιος, τέλος πάντων, να κάνουμε μαζί ζωάρα με τζιπάρα. Στην τελική, μπορεί και κανένας εύζωνας με φουστανέλα! Το καλύτερο! Πέραν πάσης αμφιβολίας!)
(Λεοντώ, είσαι, κοριτσάρα μου, για καμιά μπαρότσαρκα με το κάμπριο συντονισμένη;)
Άλμα 69+
(Επίλογος;)
Είναι μεγάλη η μέρα μου πια, μακρόσυρτη – εξήντα εννέα συν. Κι έχει τ’ απογεύματα του καλοκαιριού μια ζέστη! Ανύπαρκτο το μπαλκόνι στο υπόγειο, μόνο δυο μισά παράθυρα πάνω απ’ τον δρόμο υπάρχουν. Κι ο δρόμος πάντα κρατά την κάψα του μεσημεριού. Τον Αύγουστο δεν δροσιζόμαστε ποτέ.
Αυτό το απόγευμα όμως…
Μόλις όμως πέσει ο ήλιος, παίρνω το ασανσέρ κι ανεβαίνω. Βγαίνω έξω, στην ταράτσα, την κοινόχρηστη αυλή μεταξύ γης και ουρανού. Απλώνω το βλέμμα μου πέρα, μακριά. Κάνω νοερά επιδέξιους ελιγμούς ανάμεσα σε αντένες, θερμοσυσσωρευτές και απλωμένα σεντόνια, ταξιδεύω. Φτάνω στη θάλασσα, εκεί ακριβώς που το κύμα ενώνεται με το σύννεφο. Εκεί που θα βρω τη σκαλωσιά να φύγω κάποτε. Όταν – όχι πάντως ακόμα.
Τώρα ξυπόλητη, με τα χέρια μου ανοιγμένη αγκαλιά να χωρέσει όλος ο κόσμος και το στόμα μου ανοιχτό κι αυτό ανασαίνω. Χορταίνω οξυγόνο. Ζητώ να ξαναζωντανέψω τη σάρκα, έστω και για λίγο· για ένα σούρουπο.
Για ένα απόψε. Να ξανανιώσω το αίμα μου να κυλά στις αρτηρίες και τις φλέβες με φόρα και παλμό – τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ. Να καθρεφτιστώ, τη νύχτα που απλώνεται, στο ολοστρόγγυλο πορτοκαλί φεγγάρι!
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ – περνούν οι ώρες μέχρι που σκοτεινιάζει για τα καλά. Τότε σηκώνεται ένα αεράκι, μια αύρα, μια πνοή. Αφήνομαι στο χάδι της, λικνίζομαι. Ύστερα μπαίνω στο παλιό το πλυσταριό κι ανοίγω το λάπτοπ· ετοιμάζομαι για τη συνάντηση – δώδεκα ακριβώς.
Τώρα, μια μια, ανεβαίνουν κι αυτές στο δώμα, οι γυναίκες της πολυκατοικίας – αβρές, θηλυκές υπάρξεις ντελικάτες, γι’ αυτό και κάπως πικραμένες. Οι άντρες της οικοδομής βλέπουν ματς, πίνουν μπύρες, διαβάζουν, ονειρεύονται, μπορεί και να ζωγραφίζουν τον δικό τους καημό πάνω στον δικό τους, σερνικό καμβά.
Νάτες!
Η Πάτι, κορίτσι ανήσυχο του πρώτου ορόφου, δίχως μάνα, αχ.
Η Καιτούλα, χαρίεσσα του ρετιρέ με μαξιλάρες στα χέρια για τις άλλες.
Η Νεφέλη Αγγελική, φοιτήτρια από τον πρώτο – μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.
Η Σουλτάνα, με μια πιατέλα κομμάτια διαλεχτό τυρί, του πρώτου κι αυτή, ηδονική.
Η Αθηνά του δεύτερου, μάνα και πατέρας μαζί, με σθένος.
Η Λεοντώ, από τον πρώτο επίσης, με κινητό και ηχείο· ν’ ακούγεται δυνατά η μουσική, να μπουμπουνίσει τον ουρανό κι όλα τ’ αστέρια.
Η Στέλλα, μάνα για τα καλά, μα και για τα δύσκολα, του τρίτου.
Η Τζόρτζια, μοναχική τραγουδιάρα από τον τρίτο όροφο κι αυτή, με φορητό ψυγειάκι και μια ντουζίνα μπουκάλια κρασί λευκό· για το μεράκι της βραδιάς.
Η Ευανθία, του δεύτερου, με τα κρυστάλλινα ποτήρια του γάμου της στον δίσκο να καμπανίζουν.
Η Γιάννα, αδελφή του δεύτερου ορόφου και του άστεως όλου, με το κόκκινο μαντίλι και τα τσαρούχια του προπάππου της που τα κρεμάει στα σχοινιά, σημαία πάνω από τη μπουγάδα της.
Όλα ρεφενέ για το δικό τους πάρτι, το δικό τους ξέχωρο παρκούρ που τώρα ξεκινά.
Τρώνε απόψε, πίνουν, χειρονομούν, χορεύουν, ακροβατούν στην άκρη ενός στηθαίου. Γλεντούν. Και όλο μιλούν, μιλούν, μιλούν… Αφηγούνται. Ξεσκεπάζουν την έλλειψη, φανερώνουν τον νταλκά, συμμαχούν στον αγώνα τους περί έρωτος. Συντονίζονται απόψε στην αιώρηση της ψυχής και στην ταλάντωση του κορμιού. Γίνονται φίλες καρδιάς, μα και γροθιάς. Όλες.
Εγώ;
Ανήκω κι εγώ στην παρέα τους, αν και… δεν έχω τίποτα κατάδικό μου εγώ να διηγηθώ! Από τον δικό τους βίο τρέφομαι χρόνια τώρα, το ξέρουν. Το δέχονται. Μπορώ να πω απολαμβάνουν κιόλας τη δωρεά! Το έλεος τους!
(Εσάς πεινάω, εσάς διψάω, εσάς δέομαι*. Ναι, το δικό σας αφήγημα ζωής αποτυπώνω με τις λέξεις, τις δικές σας που τις συνταιριάζω στο
εργαστήρι μου, τις θηλυκώνω με τις δικές μου φτιάχνοντας ένα παλίμψηστο – η λατρεία και το παίδεμα της γραφής μου ταπεινό εχέγγυο της εμπιστοσύνης σας. Πόσο σας ευχαριστώ!)
Καθώς η νύχτα προχωράει, φουσκώνει η λύπη αναδεύεται όμως και η χαρά. Περισσότερο αυτή – αφού σε κάθε μάχη κερδίζει πάντα ο έρωτας· εκεί που τελειώνει, εκεί που ξαναρχίζει. Γι’ αυτό, στο λυκαυγές, πιάνουμε όλες με βαθιά φωνή ένα τραγούδι αναστεναγμό λυτρωτικό:
«Όποιος φορά τη θλίψη στέμμα
ίσως ποτές του δεν θα μάθει
τι δρόμο ανοίγει ένα βλέμμα
τι μέλι κρύβει έν’ αγκάθι»*
Και η πόλη, στην αρχή πίσω από τις γρίλιες, μετά όμως με τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες, η πόλη άγρυπνη
παρακολουθεί. Έχει πιάσει τώρα το σκοινί της πετάξαμε, ίσως, μπορέσει να βγει απ’ τον λαβύρινθο.
Μετά, ξημερώνει για τα καλά.
Για μια στιγμή, ταράζομαι.
(Μήπως είστε όλες αποκυήματα μιας φαντασίας; Τυχαίες προβολές του εαυτού σε διάφορη συνθήκη;)
Μετά αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες. Γυρνώ στο εργαστήρι μου, έχω πολλή δουλειά τώρα να κάνω.
Όπως και να ’χει, σκέφτομαι, ωραία είναι! Ωραία είναι κι έτσι, μονολογώ κι εγώ μ’ ένα χαμόγελο. Λεπταίσθητα στην καθημερινή, περαστική στιγμή μας! Ντελικάλτ!
.
ΠΩΣ ΤΑ ΠΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ; (2018)
Αυτή
Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. Ένα ακόμα
Για τη Βάλια
που γερνάμε μακριά και μαζί.
(Κατεβαίνει τη Δημητρίου Γούναρη η ψηλή Ανατολή, κόρη με μαύρα, λουστρίνια μαλλιά και μαύρα μάτια που καίνε. Δονούνται συθέμελα τα κτήρια απ’ το καμαρωτό το βάδισμα κι ας φοράει δετά σανδάλια μόνο, αναστατώνεται ο δρόμος από το θρόισμα της μακριάς φούστας με τα καθρεφτάκια, φφρρρστ, φφρρρστ, φφρρρστ, διαλύεται η ομίχλη του πρωινού -τους υδρατμούς απορροφά το μάλλινο της ταγάρι. Στο ξέφωτο της πλατείας Ναυαρίνου η πόλη δείχνει τα σπλάχνα της – σπαράγματα ενός άλλου κόσμου, αρχαίου).
Κατεβαίνει τη Δημητρίου Γούναρη η Ανατολή, γυναίκα ωραία άλλοτε, με παράστημα, μα τώρα κάπως χλωμή, κάπως ξεθωριασμένη -είναι που γκρίζαραν τα μαλλιά κι αδυνάτισαν, που θάμπωσε το βλέμμα, που τρέμει λίγο, ανεπαίσθητα, το περπάτημα, αβέβαιο περπάτημα μες στο ομιχλώδες τοπίο. Λίγο πιο πίσω έν’ αδέσποτο σκυλί, παρέα της -μπορεί και όχι.
Φτάνει στο βιβλιοπωλείο.
(Από εδώ προμηθευόταν παλιά τα βιβλία της, Μαρξ στην αρχή, Παπαγιώργη αργότερα, Αξελό, Αλτουσέρ, οι συγγραφείς που την έμαθαν ν’ απορεί, να σκέφτεται. Τ’ αγόραζε και πήγαινε στο Καφέ απέναντι, να τα μυρίσει,
να τα ξεφυλλίσει, να διαβάσει κάποιο απόσπασμα στα γρήγορα -όπου έπεφτε το μάτι της, ό,τι της τραβούσε την προσοχή- πίνοντας έναν αχνιστό ελληνικό σε φλιτζάνι με χοντρά χείλια και καπνίζοντας, καπνίζοντας, καπνίζοντας – δαχτυλίδια έκανε ο καπνός πάνω απ’ το κεφάλι της, Σαντέ άφιλτρα πρώτα κι αργότερα Δελφοί, σέρτικα τσιγάρα, δυνατά. Τι αξίζει η ζωή χωρίς τις μικρές της απολαύσεις, αναρωτιόταν σιωπηλά και χαμογελούσε.
Το βράδυ στο φοιτητικό της σπίτι θα γινόταν η ιεροτελεστία της κοπής των φύλλων με χαρτοκόπτη αν χρειαζόταν— για ν’ αρχίσει η μελέτη μετά με υπογραμμίσεις και σημειώσεις στο περιθώριο. Και με πάθος.
Αγόραζε και ποίηση από ’κει, Αναγνωστάκη και Ασλάνογλου και πεζογραφία όμως Ιωαννου, Κοροβινη, Σκαμπαρδώνη, έπαιρνε και περιοδικά —το Διαβαζον, το Δέντρο, τη Λέξη, την Οδό Πανός ανελλιπώς, το Εντευκτήριο αργότερα. Πώς χωρούσαν όλα αυτά στο μικρό κατάστημα, μια σταλίτσα ήταν δεν ήταν το Κεντρί!
Και πως θυμάται ν ακούγεται πάντα γύρω της, μέσα της, να τη συνοδεύει, σκιά ηχητική, μια μουσική, μια φωνή, να δεις ποια ήταν, ποιο τραγούδι, ποιο παράπονο…)
Κολλάει το πρόσωπό της στη βιτρίνα. Μια ποιητική συλλογή του Χριστιανόπουλου, άλλη μια του Νικηφόρου και μια της Αδαλόγλου -απ’ το Σαιξπηρικόν αυτή, Εποχή αφής. Και οι Ασκήσεις μνήμης του Χατζητάτση εδώ βρίσκονται, εκδόσεις Πόλις – τις βλέπει καιρό, θέλει εδώ και καιρό πολύ να τις διαβάσει, πριν από-, να και το Άγριο βελούδο της Κουιουμτζή από τον Καστανιώτη -οι προτιμήσεις της είναι ξεκάθαρα λογοτεχνικές τώρα πια,
στην παραγωγή της Θεσσαλονίκης εστιάζει, μετράει και τον εκδοτικό οίκο βέβαια, ξέρει να βουτά δεινά και να επιλέγει μόνο τα μαργαριτάρια στη θάλασσα των βιβλίων. Πώς θέλει να…
Η Ανατολή όμως, ό,τι κι αν θέλει, δεν έχει πια λεφτά στην τσέπη μετρώντας τα να το μπορέσει. Σκέφτεται να πει μια καλημέρα στον βιβλιοπώλη, τόσα χρόνια γνωρίζονται καλούτσικα, πάντα με το χαμόγελο αυτός, αισθάνεται άβολα όμως να μπει, να μπαίνει πια μέσα στον χώρο του και να μην αγοράζει. Δικό της είναι το πρόβλημα, δική της και η ντροπή που την κάνει να τραβηχτεί πιο πέρα μόλις την κατακλύζει και να καθίσει στο πεζούλι απέναντι -τα πόδια της σχεδόν κρέμονται στον αέρα, μάζεψε το σώμα με τα χρόνια, μάζεψε η άνθρωπος.
Δίπλα της κάθονται κι άλλοι, νεαροί οι περισσότεροι, με ξυρισμένα τα κεφάλια και γένια, αντάρτες του γλυκού νερού, σκέφτεται, το βλέπει στα μάτια τους, μόδα είναι γι’ αυτούς όλα, εικόνα, όχι ψυχή. Εκείνη αλλιώς φορούσε τα ινδικά τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα που είχε περάσει στη Φιλοσοφική, αλλιώς τα μοβ φουλάρια. Μωρέ, και το ταγάρι, διαφορετικά το κρατούσε, ανέμελα. Μπορεί πάλι και να κάνω λάθος, μονολογεί τρομαγμένη την επόμενη στιγμή, πώς κρίνω έτσι τα νέα παιδιά, πώς τ’ απορρίπτω, για να προβάλω εγώ καλύτερη… Σαν τον πατέρα
μου έγινα, απόλυτη, αυτό που σιχάθηκα έγινα, τι κρίμα! Μπορεί και να βλέπουν κάτι, να ξέρουν κάτι αυτά τα παιδιά που εγώ δεν, μπορεί. Κι αυτά τα τατουάζ; Πόση απελπισία πια χαραγμένη στο μπράτσο, στο λαιμό; Λες και
δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του πια, γυμνό και φυσικό το κορμί για ν’ αγαπηθεί, παρά μόνο πειραγμένο, τρύπιο παντού, μπλε από τη μνήμη του πόνου στο δέρμα και όχι του χαδιού, αχάιδευτο, μάνα μου, αχάιδευτο. Μπα,
τι έπαθα τώρα; Τι με νοιάζει εμένα; Τι κάθομαι κι ασχολούμαι, λέει στον εαυτό της και προσπαθεί ν’ αλλάξει ρότα στη σκέψη της.
Όμως δεν τα καταφέρνει. Μια χαραμάδα φως έχει ανοίξει μέσα της και ξεπηδούν, ορμούν τώρα από ’κει εικόνες, στιγμές, λόγια, θραύσματα ζωής μπροστά της -πώς να σταματήσει αυτόν τον χείμαρρο;
(Νάτος ο Αποστολής που έρχεται και κάθεται δίπλα της, με το ξανθό του το μαλλί ν’ ανεμίζει και της λέει πάμε να φύγουμε, μια βόλτα με τη μηχανή μέχρι τα Ζαγοροχώρια, ν’ ανεβούμε στη Δρακόλιμνη, πάμε! Κι αυτή τον φιλά και του λέει πήγαινε εσύ, έχω να διαβάσω εγώ για την εξεταστική, θα σε περιμένω. Νάτος που φεύγει, ωραίος και ξεσηκωμένος για την περιπέτεια που δεν έχει γυρισμό -μετωπική ήταν η σύγκρουση με τη νταλίκα, ακαριαίος ο θάνατος, είπαν, πάνω που ξημέρωνε- έμεινε η υπόσχεσή της στον αέρα…)
…ήρθε μετά από χρόνια, ο Πέτρος, συνάδελφος αυτός, διορισμένοι στο ίδιο δυσπρόσιτο, ταίριαζαν τα χνώτα τους, είπαν να ενώσουν τους μισθούς, να κάνουν οικογένεια. Δυο παιδιά μεγάλωσαν αυτά τα τριάντα χρόνια, δίδυμα. Πήγαν στο σχολείο, μπήκαν στο πανεπιστήμιο, βγήκαν, φύγανε για μεταπτυχιακά στην Αυστραλία, σε κάτι συγγενείς πήγαν αλλά πάλι, ερήμωσε το σπίτι.
(Νάτος ο Αποστολές, γερασμένος αλλά ακόμα γερός, δυνατός, άρχοντας που έρχεται και κάθεται δίπλα της, έλα μαζί μου, της λέει, όχι, δεν πέθανα κι ούτε που πέρασε ο καιρός, νέοι είμαστε ακόμα, τίποτα δεν άλλαξε -τα
ίδια βιβλία διαβάζουμε, τα ίδια τραγούδια ακούμε, άκου! Έλα μαζί μου σ’ ένα ταξίδι ίσαμε τον ουρανό! Όμως την ώρα που της μιλά το πρόσωπό του αρχίζει να διαλύεται, να λιώνει, να εξαφανίζεται. Κάνει να τον πιάσει, να τον κρατήσει, τίποτα. Αέρας).
Κι ο αέρας φέρνει ένα τραγούδι. Το παλικάρι πιο πέρα γρατσουνά την κιθάρα του και μουρμουρίζει. Και τι δεν της θυμίζει αυτό το κομμάτι. “One more cup of coffee for the road, one more cup of coffee fore I go…”
Σιγοτραγουδά κι η Ανατολή μαζί του στη δύση της πίνοντας έναν καφέ ελληνικό στο χέρι, σε χάρτινο ποτηράκι πια -αυτό σηκώνει η εποχή, χάρτινη κι αυτή, ψεύτικη, αυτό αντέχει η τσέπη της. Μια άλλη φορά θα καθίσει
στο Baraka στο βάθος, ίσως.
Ύστερα φεύγει για το σπίτι -δεν μπορεί να μένει πολύ ώρα μόνος του ο Πέτρος, θυμάται τα δικά του κι αυτός, απραγματοποίητα όνειρα κι επιθυμίες, βαραίνει κι απ’ τους απλήρωτους λογαριασμούς, χαλιέται και κλαίει με λυγμούς, σαν μωρό.
Τ’ αρχαία σπλάχνα εξακολουθούν να σωπαίνουν. Τι να πουν;
Αυτός
Όλα στη σκηνή
Χωρίς χειροκρότημα
Κιρίις κι κίριι, κιτάξτι μι! Ξίρου, μπουρί να σας προυσβάλου, ισάς κιρία μου κι
ισάς κι ισάς ίτσι που ξιγκιμνόνουμι μπρουστά σας, όμους μόνου τα λόγκια ντιν φτάνουν.»
Τι ήταν αυτό πάλι; 0 μεσήλικας ξένος εκεί μπροστά, δίπλα στον οδηγό, είχε ανοίξει με τα χέρια του σχεδόν σε πλήρη διάσταση τη μαύρη πατιναρισμένη από τον χρόνο και την απλυσιά καμπαρντίνα του -μαύρο πουλί με ξέθωρες ξανθές τρίχες στο κεφάλι ήταν- και μας αποκάλυπτε το στέρνο του -στέρνο πλατύ, φτιαγμένο από τη φύση του ν’ αντέχει, γραμμωμένο από τα βάρη της ζωής, πληγωμένο από τα βάσανα.
Ποιος, άραγε, κρατούσε το μαχαίρι που το έκοψε στα δυο;
«Ίκανα ιγχίρισι ανικτί καρντιά, ι γκιατρί μου δίνουν λίγκι ζουί ακόμα. Κιτάξτι μι! Ίχου κι τα χαρτιά του νουσουκουμίου», είπε, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να τα βγάλει από την τσέπη του να μας τα δείξει. Τρομαχτικό το σημάδι του, έφτανε και περίσσευε.
«Κιριις κι κιριι, κι που μιλάου ίτσι ντινατά πουνάου» -αυτός ο άνθρωπος είχε μια φωνή ξεχωριστή, μπάσα και βροντερή. «Να μην του κάνου, μου ίπαν ι γκιατρί, θα σπάσουν τα ράμματα, Σέργκιο, μου ίπαν, όμους ιγκό ντιν ξίρου τι άλλου να κάνου κι πινάου. Θίλου να φάου ψουμι, τιρι, … Κιτάξτι μι!», συνέχισε ο άνθρωπος με την ουλή σ’ ένα διαρκές κρεσέντο ταπείνωσης – σαν ελεγχόμενο έμοιαζε, σαν…- για να καταλήξει στην αναμενόμενη επωδό: «Ντόστι μου κάτι, πινάου.»
«Γιατί δεν πας να δουλέψεις, άνθρωπέ μου; Αν το θέλεις, κάτι θα βρεις να κάνεις», τον άρπαξε απ’ τα μούτρα ο διπλανός μου. «Ποιος
σου είπε πως έχουμε όρεξη πρωί πρωί για το θλιβερό σου θέαμα;», του είπε και γύρισε το κεφάλι του επιδεικτικά αλλού. «Έμαθαν όλοι στη ζητιανιά·>> συνέχισε να μουρμουρίζει απαξιώτικα.
«Μη μιλάς έτσι, δεν κάνει», είπε η γιαγιούλα απέναντι του που σταυροκοπήθηκε, γιατί περνούσαμε εκείνη τη στιγμή απέναντι από
την Παναγία Δέξα κι έβγαλε από το πορτοφόλι της μισό ευρώ -τόσο μόνο μπορούσε να διαθέσει από την πενιχρή τη σύνταξή της.
Από τα μεγάφωνα ακούστηκε άχρωμη μια γυναικεία φωνή: «Επόμενη στάση, next stop: Καμάρα».
«Κατεβαίνεις, του είπε άγρια ο οδηγός. ΤΩΡΑ!»
Το λεωφορείο σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν.0 Σεργκέι έφτασε στην πίσω πόρτα μαζεύοντας πολλή παγωμένη σιωπή αλλά και κάτι λίγα ψιλαδάκια για ένα τοστ κι έναν καφέ, που πολύ τον ήθελε εκείνη τη στιγμή. Ευχαριστημένος γύρισε, μας κοίταξε, υποκλίθηκε και κατέβηκε. Αργότερα θ’ ανέβαινε κουτσαίνοντας σε κάποιο άλλο λεωφορείο, ξανά σαν νυχτερίδα -να βγάλει κάτι τις και για το μεσημέρι.
Υποκλίθηκε;
( Ο Σεργκει Πετροβιτς ήρθε πριν από καμιά δεκάρια χρόνια, λίγο μετά το γύρισμα του αιώνα ,στη Θεσσαλονίκη, για να δουλέψει. Μπήκε αμέσως στην οικοδομή -δεν τη φοβόταν τη σκληρή δουλειά, την άντεχε, αναμετριόταν μαζί της κάθε μέρα. Το βράδυ έπινε βότκα στα σκαλιά του Κρατικού κι έκλαιγε
γιατί θυμόταν τότε που έπαιζε στο θέατρο στη Μόσχα. Θυμόταν πόσο του άρεζε εκείνη, η μπορντο βελούδινη αυλαία που ανοιγόκλεινε συνεχεία συνέχεια συνέχεια μαζί με το χειροκρότημα στο τέλος κάθε παράστασης πριν
από την απόλυσή του «Τον απέλυσαν λόγω μείωσης του προϋπολογισμού». Μερικές φορές ξέμενε εκεί, στα μαρμάρινα σκαλιά, πίνοντας ως το πρωί. Ύστερα πήγαινε κατευθείαν στη δουλειά.
«Ποιος είναι για τα μπετά σήμερα», ρώτησε ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα ο εργολάβος.
Πήδηξε πρώτος στην καρότσα μουγκρίζοντας – πάλι θα τους ξεπάτωναν σήμερα, πάλι θα τους πλήρωναν μ’ ένα ξεροκόμματο. Τουλάχιστον ο Παναγιώταρος ο εργολάβος είναι μπεσαλής, είχαν πει στην πιάτσα. Το μεροκάματο που υπόσχεται, το δίνει, δεν είναι σαν τους άλλους, εκείνους που το τρενάρουν βδομάδά με τη βδομάδα και στο τέλος της δουλειάς φωνάζουν τους μπάτσους, για να σε πιάσουν και να σε γυρίσουν πίσω, για να γλιτώσουν έτσι αυτά που σου χρωστάνε, επαναλάμβανε από μέσα του τα λόγια που ’χε
ακούσει. Μπορεί, αυτή τη φορά, να έπιανε καλά λεφτά, να περίσσευε και κάτι και -ποιος ξέρει;- μπορεί σιγά σιγά, σιγά σιγά να τα κατάφερνε και να γυρνούσε με κομπόδεμα στην πατρίδα, μπορεί και να ξανάπαιζε…
Εκείνο το πρωί ήταν που έπεσε απ’ τη σκαλωσιά. Σακάτεψε το πόδι. Και τη μέση του. Ζορίστηκε χωρίς χαρτιά. Καταρρακώθηκε. Έπαθε έμφραγμα. Τον πήρε για τα καλά η κάτω βόλτα).
Ναι, υποκλίθηκε. Τι άλλο του έμενε να κάνει;
Οι μέσα του φωνές
Στους μαθητές μου
Όταν έπαιζε στο σχολείο του, χυμούσαν οι άλλοι από μέσα του έξω κι ας ήταν μικρός. Ξεχύνονταν οι φωνές, λευτερώνονταν οι καημοί, φτεροκοπούσαν γύρω του φαντάσματα αγριεμένα. Σαν να συγχρονίζονταν οι καιροί.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί, οι άγνωστοι δικοί μου που με κατοικούν και με ρημάζουν;», αναρωτιόταν τ’ αγόρι και ριγούσε.
«Παιδάκι, καλέ, είν’ αυτό, πού τη βρήκε την αντάρα του κόσμου; Πώς χώρεσε τόση απελπισιά στα σπλάχνα του;», θαύμαζε κι απορούσε μαζί η δασκάλα που αναλάμβανε κάθε χρόνο τις γιορτές και του ’δίνε πάντα τον πιο
βαρύ ρόλο, τον πιο τραγικό.
«Τον βρήκε στις φασκιές αυτή και τόνε γράπωσε, τον έκανε δικό της», απαντούσε η γειτόνισσα —γιαγιά τώρα πια— που τον μεγάλωνε μονάχη της από λεχούδι. Από τότε που οι γονείς του τον έδωσαν σ’ αυτήν, για να τον
κρύψει κάτω απ’ το κρεβάτι της λίγο πριν να τους μαζέψουν. Πριν να τους αναγκάσουν ν’ ανεβούν στο τρένο και ν’ αφήσουν τη Σαλονίκη για πάντα. Χάρισμα έχει Θεού, μα και κατάρα. σε λέω.»
«Υποδύομαι», έλεγε ο Ααρών -ηθοποιός καταξιωμένος χρόνια μετά-
«σημαίνει μεταμορφώνομαι, γίνομαι αυτό που με στοίχειωσε. Δίνω σάρκα από τη σάρκα μου στις ψυχές που περνάνε το σύνορο κι έρχονται πίσω με το αεράκι μιας ανοιξιάτικης βραδιάς, με βρίσκουν και με συνταράζουν -τις αφουγκράζομαι μες στη σιωπή να βαριανασαίνουν, να κλαίνε. να βρυχώνται, ν’ αλυχτούν, τις νιώθω που με δαγκώνουν, που με ματώνουν, πώς να μην; Ζητούν οι ψυχές να λυτρωθούν, μου ζητούν. Πώς να μην;»
Όχι, δεν ημέρεψε ακόμα η οργή. Δεν έγινε ακόμα δάκρυ ο θυμός, να πέσει στη γη, ν’ ανθίσει ένα λευκό λουλουδάκι. Πώς να;
(Κι αν δεν τον λέγαν Ααρών, μπορεί Βίκτορ, μπορεί Γκαλ, μπορεί και Ελεωνόρα. Τι σημασία έχει;)
Αυτοί ή η οικογένεια
Η μάνα της όχι αυτή
Το βεραμάν φουστάνι
Αυτό το βεραμάν φουστάνι, κομψό, παλαιάς εποχής. Φουστάνι καλοραμμένο, από μοδίστρα. Με λαιμόκοψη. Και καβαδούρες που έγλειφαν τους ώμους. Και κρυφό φερμουάρ κάτω απ’ την αριστερή μασχάλη – ένα ένα τα θυμόταν.
Είχε και πενσες για το στήθος. Και για την κοιλιά. Α, είχε κι ένα φιογκάκι, ένα φιογκάκι με μια ζώνη απ’ το ίδιο διαλεχτό, κρεπ ύφασμα κάτω απ’ το στήθος —αμπιρ το έλεγε. Μετά χυνόταν το φόρεμα, αγκάλιαζε τους γοφούς και άνοιγε.
Ήταν όμως κοντό. Καζάκα το θεωρούσε η μάνα της κι ας μην ήταν ακριβώς. Γι’ αυτό δεν το φόρεσε ποτέ μόνο του, πάντα πάνω από μαύρα παντελόνια, καμπάνα τριάντα δύο πόντους που ήταν της μόδας τότε, όταν πήγαιναν με τον πατέρα σε κάποιον Γιώργο ή Κώστα ή Γιάννη που γιόρταζε και τους καλούσε σπίτι του. Αυτό ντυνόταν για καλό, το βεραμάν φουστάνι -πώς της έρχονται τώρα όλα αυτά με- μιας; Με μαύρα παπούτσια κάρακτερ κι ένα κολιέ μακρύ, μια σειρά μαργαριτάρια, ψεύτικα ασφαλώς -πού λεφτά για αληθινά, για χρυσά και γι’ άλλα λούσα; Είχε στιλ, λέει τώρα, η μητέρα. Τότε απλώς τη θαύμαζε και την ίδια στιγμή ντρεπόταν κιόλας που η δίκιά της
ξεχώριζε από τις άλλες τις μανάδες, της φούστας και του ασπροκεντημένου πουκάμισου. Ήταν και πολύ μελαχρινή —πίσσα, κατράμι τα μαλλιά της- είχε και λέγειν και χιούμορ. Ήταν γυναίκα εντυπωσιακή, ηθοποιός -οι άλλες γυναίκες τη ζηλεύαν σίγουρα, βυθισμένες μες στη σιωπή τους στις συνεστιάσεις και τις γιορτές.
Πού είναι τώρα αυτό το φουστάνι; Να το πέταξε; Δεν το πιστεύει. Κάπου, στο πατάρι θα είναι, σε μια βαλίτσα με τα ρούχα τα παλιά, που λυπήθηκε να τα δώσει μετά, κατασταλάζει. Που τα κράτησε για να τη θυμίζουν σε μέλλοντα χρόνο, δεν τα ’θελε όμως και μες στα πόδια της στη ντουλάπα, να τα βλέπει κάθε μέρα, να τη θυμάται ζορ-ζορινέ, άλλοτε να θυμώνει μαζί της για τα τόσα λάθη της ζωής της και τις διαφωνίες τους γι’ αυτά και να χαλιέται κι άλλοτε να κλαίει που έφυγε για πάντα, ιδίως τα μουντά πρωινά.
Πού είναι το φουστάνι; Που το φορούσα κι εγώ όταν ήμουνα μικρή και βιαζόμουν να μεγαλώσω κάθε που έφευγε η μάνα μου απ’ το σπίτι και πήγαινε να ψωνίσει, κρυφά, για να μη με μαλώσει που της το κατάστρεφα. Που το φορούσα, αυτό το μοναδικό καλό της το βεραμάν -για μένα όμως, για το μικρό
μου, ασχημάτιστο ακόμα τότε σώμα φαρδύ και μακρύ, μέχρι τους αστραγάλους έφτανε. Έβαζα κι εγώ τα τακούνια της να ψηλώσω κι ας πλέαν μέσα τα ποδαράκια μου και περπατούσα πάνω κάτω στο παρκέ. Έπαιρνα και πόζες μπροστά στον καθρέφτη. Της ενδιαφέρουσας και καλλιεργημένης. Της ωραίας
και ελκυστικής. Της μοιραίας. Μερικές φορές, μάλιστα, έκανα και πως μιλώ για σπουδαία πράγματα, μπλα, μπλα, μπλά.
Το φόρεμα της ηθοποιού στη σκηνή φέρνει λίγο προς αυτό, το βεραμάν φουστάνι, στο χρώμα, στο σχέδιο, έχει μια πατίνα παλιά. Και ο σωματότυπός της μοιάζει κάπως με αυτόν της μάνας της, άλλος απ’ τον δικό της εντελώς. Πιο πολύ ο ρόλος που υποδύεται της τη θυμίζει, ο ρόλος της γυναίκας με δυνατότητες και προοπτικές που έχασε. Της χαμένης. Παίζουν το έργο τους Αυτή κι Αυτός, ανταλλάσσουν τα λόγια τους στο Φουαγιέ του Κρατικού, κλαίνε, γελάνε, αγκαλιάζονται μπροστά στο κοινό με μάτια δακρυσμένα κι εκείνη -ούτε που το καταλαβαίνει πώς- χάνεται, γυρνάει πίσω. Θυμάται.
Και σηκώνεται εκεί στη μέση της ξένης παράστασης. Και διασχίζει τη σκηνή, σαν ρόλος κι αυτή που ήρθε η σειρά του για να παίξει και φεύγει. Νιώθει τ’ αμήχανα βλέμματα των άλλων, όλων, που την κοιτούν -τι κάνει
αυτή, τρελάθηκε; Και βγαίνει έξω από το θέατρο και παίρνει τον δρόμο για το σπίτι, τρέχοντας πάει σχεδόν, σαν να μην κρατιέται, δεν κρατιέται, όχι άλλο. Και σκαρφαλώνει στη σκάλα και χώνεται μες στο πατάρι και ψάχνει. Και τη βρίσκει τη βαλίτσα, βαριά, τη σπρώχνει, τη ρίχνει κάτω, δεν μπορεί αλλιώς, μπαμ! Και σπάει αυτή απ’ την πτώση κι ανοίγει και πετάγονται τα ρούχα έξω και μια μυρωδιά ναφθαλίνης. Και το βλέπει, να εκεί, διπλωμένο είναι, το βεραμάν φουστάνι κάτω κάτω.
Βγάζω τα ρούχα μου όλα, ξεγυμνώνομαι και το φορώ. Μικρό μου είναι τώρα το φόρεμα, ξεχειλίζει η μεσήλικη σάρκα από μέσα, δεν με νοιάζει όμως, εγώ το φορώ και με κοιτάζω στον καθρέφτη και με βλέπω, μάνα μου, με βλέπω και με χαϊδεύω και μ’ αγκαλιάζω γιατί είμαι συ μάνα μου πια, είμαι ’γω
μεγάλη και μικρή μαζί κι εσύ. Μαζί. Και κλαίω που σε βρήκα, που σε ξαναβρήκα κλαίω με λυγμούς, κλαίω γιατί. Γιατί φοβάμαι πως θα γυρίσεις ξαφνικά από τα ψώνια και θα με μαλώσεις που παίζω με τα ρούχα σου κρυφά και τα λερώνω, ας είναι όμως δεν με πειράζει πια, έλα, έλα, έλα.
Κι ας ξέρει πως εκείνη έχει έξι χρόνια τώρα πεθαμένη.
Στον δρόμο
Μάνα και κόρη ήταν μέσα σ’ αυτό το σύννεφο που αιμορραγούσε.
Βάδιζαν αγέρωχες φτωχές στη μέση του δρόμου κοιτώντας αυτούς που διασταυρώνονταν μαζί τους βαθιά μέσα στα μάτια μέχρι να λυγίσουν οι περαστικοί, να χαμηλώσουν το βλέμμα, να κοιτάξουν αλλού.
Μάνα και κόρη ήταν -μπορεί και να τις λέγαν Ντόντο και Λούσυ, μπορεί…
Με τα φανταχτερά τους ξεσκισμένα ρούχα, την τουαλέτα και το παλτό με το γουνάκι και το παράξενο, το θεατρικό το μακιγιάζ που γυάλιζε κάτω απ’ το φως του ήλιου του μεσημεριού, την πράσινη σκιά και το καζάλ που έλιωνε σιγά σιγά, διαλυόταν.
Μάνα και κόρη ήταν, ξωτικά περισσότερο παρά άνθρωποι, πλάσματα αλλούτερα της ζωής που έστριψαν από τη Σαρανταπόρου στη Σπάρτης αριστερά και κατηφόρισαν την Ευζώνων σπρώχνοντας το καρότσι της ζητιανιά με απελπισμένη χάρη. Λίγο πιο πίσω ερχόταν ο άντρας, ο πατέρας φορτωμένος κι αυτός τον μπόγο του.
Μάνα (δυνατά για να την ακούσει): Τι έχει αυτός ο κάδος; Δες, Ρίκο, δες!
Πατέρας (ψάχνοντας): Δεν έχει, δεν έχει.
Μάνα. Δεν περισσεύουν οι απολαύσεις πια στον κόσμο
Πατέρας (ψάχνοντας κάθε κάδο που βρίσκει): Δεν έχει, δεν έχει.
Κόρη (τραγουδώντας): Χωρίς καπέλο στη βροχή
χωρίς κλειδί για σπίτι
κερδίζω την αγάπη μου
λεύτερη σα σπουργίτι
σαν τον σπουργίτη, τον αλήτη.
Μάνα: Σκάσε! Λύσσαξες πια απ’ το πρωί, μας γάνιασες, καριόλα!
Κόρη (τραγουδώντας): Νεκρά τα χέρια μου νεκρά.
Μάνα: Σκάσε σου είπα!
Πατέρας: Δεν έχει, δεν έχει.
Πάλι θα περνούσαν τη νύχτα στην πυλωτή εκείνης της παραλιακής πολυκατοικίας. Πάλι.
(Κι αυτό το κόκκινο σύννεφο, δάνειο ήταν, το δικό τους. Η κόρη ήταν η μόνη που το θυμόταν πια.)
Άχθος
-όταν ο πόλεμος μάς βρήκε ξανά
«Κι ύστερα;»
«Κατέβασα τα στόρια, έκλεισα και τις μπαλκονόπορτες καλά καλά, τις σφράγισα. Κατέβασα τον γενικό, α ναι, έβαλα και το πατάκι της εξώπορτας μέσα -δεν ξέρω γιατί αλλά έτσι έκανα- κι έριξα μια τελευταία ματιά να δω
αν όλα είναι εντάξει, νοικοκυρεμένα. Ήταν.»
«Κι ύστερα;»
«Ύστερα», αφού ρωτάς, «μ’ έπιασε ξαφνικά εκείνο το μούδιασμα, μου κόπηκαν τα γόνατα. Σαν να με παρακαλούσε το σπίτι ένοιωσα. να το πάρω μαζί μου. Μη μ’ αφήνεις, φώναζε μες στη σιωπή του. Γίνεται αυτό; Δεν
γίνεται. Κι όμως. Σαν να ’κλαιγε το σπίτι βουβά. Θα γυρίσεις; με ρωτούσε κι εγώ βούρκωσα γιατί καταλάβαινα πως αυτή η προφυγιά δεν έχει επιστροφή.
Και τότε, μέσα στις δέσμες του φωτός που γλιστρούσαν απ’ τις γρίλιες, τους είδα. Είδα όλη την οικογένεια, το σόι, παππούδες και γιαγιάδες, θείους και θείες και ξαδέρφια στις γιορτές, τα γλέντια μας και τις χαρές -πού χωρούσαμε όλοι αυτοί στο μικρό μας σπίτι;- και πάνω κάτω να πηγαίνει η μάνα φωτεινή με μένα μικρό παιδί πεντάχρονο να τρέχω ξυπόλητο ξωπίσω της και να της λύνω την ποδιά, πάνω κάτω με τα ταψιά να έρχονται και να
φεύγουν, πάνω κάτω, να τα ελέγχει όλα εκείνη.
Το έζησα αυτό, σου λέω, όλο το πριν σε μια στιγμή, αυτό έγινε, να με πιστέψεις.
Και τότε. Τότε άπλωσα το χέρι και το χάιδεψα το τραπέζι μας με το λινό τραπεζομάντιλο και τις καρέκλες, το χάιδεψα το κρεβάτι με τ άσπρα του σεντόνια, τον τοίχο πίσω του τον λουλακί, τον άλλο τοίχο απέναντι, τον κίτρινο με τη φωτογραφία σου μικρή τότε που ζούσε ακόμα η δική σου μάνα και -ναι, το ’κανα κι αυτό- έσκυψα και το φίλησα, κόρη μου.
Ναι, φίλησα μέσα στα δάκρυα και τους λυγμούς μου το σανίδι, το πάτωμα.
Πώς μας ξεγέλασε έτσι ο καιρός;
Ύστερα; Ε, τινάχτηκα πάνω απότομα ύστερα, με ξεκούνησε μια άγρια φωνή μέσα μου να βιαστώ, με σήκωσε, θαρρείς, μ έσυρε πέρα απ’ το μαλλί, σιάχτηκα όπως όπως, τράβηξα την πόρτα, κλείδωσα. Φόρεσα τα παπούτσια
μου που με περίμεναν εκεί απέξω κι έφυγα. Δεν κοίταξα πίσω ούτε μια στιγμή, βλέμμα δεν έριξα. Έτρεξα να σας βρω που ’χατε φύγει νωρίτερα με τον άντρα σου, να σας προφτάσω.
Μόνο όταν μας φουντάρανε λίγο έξω απ’ το νησί -η δική σας βάρκα είχε βγει ήδη στην ξένη στεριά, είχατε σωθεί εσείς, σας είδα!- τότε που άρχισε να με τραβά η θάλασσα κάτω, να βουλιάζω σκέφτηκα πως και να ’ξέρα να κολυμπώ και σωσίβιο να ’χα, εγώ θα πνιγόμουν, πώς αλλιώς; Με βάραινε το σπίτι εμένα, με πλάκωνε το μαράζι του.
Μας πρόλαβε το Λιμενικό, μας μάζεψε όλους, τεχνητές αναπνοές, πρώτες βοήθειες, τι να τα λέμε τώρα, τα ξέρεις, σώθηκα κι εγώ και το
άχθος μου. Κράτα μόνο αυτό εσύ, είναι πιο βαρύς, μάτια μου, απ’ όλο το τσιμέντο του κόσμου είναι πιο βαρύς ο καημός που έχω δω κατάστηθα, που εγκατέλειψα, γέρικο πουλί εγώ, τη φωλιά μου, που την άφησα να μου τη
μακελέψουνε οι βόμβες.
Κι αυτό το κλειδί τώρα που βλέπεις δεν έχει πια πόρτα στον κόσμο να ξεκλειδώσει.
«Να μου την πεις και αύριο βράδυ αυτή την ιστορία, πατέρα. Κάθε βράδυ, όσο είμαστε σ’ αυτή τη σκηνή, να μου τη λες, εντάξει;»
Όλα τα πρόσωπα μου είμαι εγώ.
Σας παρακαλώ όμως
μη χρησιμοποιήσετε ποτέ
τον όρο αυτοβιογραφία,
δεν με καλύπτει.
Οι ήρωές μου είναι ηθοποιοί.
Σκηνή τους
ο μαύρος χώρος
πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα,
όταν παίζουν για μένα
και το λευκό χαρτί για σας,
τους αναγνώστες.
.
ΕΓΩ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΙΛΕΣ ΜΟΥ (2009)
Δυο λόγια
Καθόμουν στο παγκάκι μιας στάσης και τις παρατηρούσα. Περίμεναν το λεωφορείο καπνίζοντας με αυτοπεποίθηση, μιλώντας στο κινητό, ανανεώνοντας βιαστικά το μακιγιάζ, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός περιοδικού, κλωτσώντας ένα πετραδάκι με μανία, κοιτάζοντας το κενό. Στο βλέμμα τους, στο σφίξιμο των χειλιών, στις κινήσεις των χεριών, σ’ όλο το σώμα, μα πιο πολύ στον τρόπο της εκπνοής τούς ξέφευγαν ψίθυροι και κραυγές, γλιστρούσαν στιγμές ζωής, συναισθήματα, σκέψεις, απορίες.
Κι εγώ ήμουν εκεί, μ ’ απλωμένη την απόχη μου, να πιάσω τα λόγια, να αιχμαλωτίσω τις λέξεις, να τις βάλω μία-μία στη σειρά, να φτιάξω ολόκληρη την ιστορία.
Το ’ξέραν. Όλες τους. Και το απολαμβάναν. Τους άρεσε να μοιράζονται τη ζωή τους με μια άγνωστη, να καμαρώνουν για τη δύναμή τους, να ομολογούν την αδυναμία, ν ’ ανακουφίζονται έστω και για λίγο από το άχθος τους.
Μία, μάλιστα, για να προλάβει να τα πει όλα όπως ήθελε, να μην αφήσει κενά στη διήγηση, να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, δεν ανέβηκε σε κανένα διερχόμενο λεωφορείο. Όταν τελείωσε την ιδιότυπη αφήγησή της, έσκυψε προς το μέρος μου και… «Μη με κρίνεις αυστηρά», μου είπε. «Μη φάω ήττα κι από σένα. Γυναίκα είσαι, ξέρεις. Καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, φίλη, κάνε ό,τι μπορείς. Να γλυτώσουμε απ’ τη φρίκη». Ύστερα έφυγε πεζή προς την αντίθετη κατεύθυνση, κουβαλώντας το μυστικό σταυρό της.
Χρυσώ 18
Μερέντα με το κουτάλι
Κάτσε καλά, ε; Μη μου τη βγαίνεις, γιατί θ’ ανοίξω το βάζο και θα φάω
με-ρέ-ντα. Πολλή μερέντα. Να γλυκαθεί το μέσα μου. Μερέντα με το κουτάλι. Κι ας παχύνω. Κι ας με πούνε χοντρή κι ας μη με χωράνε τα ρούχα μου κι ας σπάσει το φερμουάρ του παντελονιού μου απ’ την τσίτα κι ας εκτιναχτεί το κλιπ στη στρατόσφαιρα, εγώ θα τη φάω. Όλη. Άλλος τρώει τη ζωή με το κουτάλι κι άλλος τη μερέντα. Γιατιιιιιιιιί; Απαγορεύται; Κι αυτό;
Μια ζωή την έχω κι όλο με στριμώχνεις στη γωνία, από παιδί μού την πέφτεις και μου λες: «Μηηη καραμέλες, χαλάνε τα δόντια!» και «Μηηη τσίχλες, είναι ανάγωγο να μασάς σαν κατσίκα!» και «Πρόοοσεξε, ένα κοκ θα
φας και όχι δέκα, τα γλυκά δεν είναι για χόρταση!» και «Τιιιιιι; Κι άλλη σοκολάτα σου πήρε ο παππούς; Ε, δε θα ’ναι καλά. Ούτε να το συζητάς. Ούτε γι’ αστείο!» και «Πού ’σαι; Μια κουταλιά ζάχαρη στο γάλα και πολύ σου
είναι, χάρη σου κάνω!».
Ε, λοιπόν, εγώ το δηλώνω, τα βαρέθηκα όλα αυτά, που μου κόβουν τη χαρά. Καλό το μέλι δε λέω, ως λύση εναλλακτική, αλλά με τις άλλες δυο, τη ζάχαρη και τη σοκολάτα δε συγκρίνεται. Ούτε βέβαια και με τη σαντιγί, αν και αυτή παίζει πιο σπάνια σπίτι μας, το ‘χω προσέξει. Μπούχτισα πια, είπα φτάνει.
Θα πάω τώρα κιόλας -που ενηλικιώθηκα και βάλε- στο απέναντι σουπερμάρκετ και θα πάρω ένα βάζο ολόκληρο, γεμάτο από αυτό το λιωμένο, παχύρρευστο μίγμα με το σοκολατί χρώμα, ένα βάζο γεμάτο με με-ρέ-ντα. Και κανείς δε θα μ’ εμποδίσει. Ιδού η ιδέα, ιδού και η μερέντα μου. Άμεση υλοποίηση των στόχων.
Έπειτα θα γυρίσω σπίτι, θ’ ανοίξω το συρτάρι, θα πάρω ένα κουταλάκι, θα καθίσω στο τραπέζι, θ’ ανοίξω το πλαστικό καπάκι και θ’ αρχίσω, ως άλλος Λούκουλος, την κραιπάλη. Κουταλιά και μουγκρητό. Να πως ξυπνά το ζώο μέσα μου. Κουταλιά και έκσταση. Φυσική. Κουταλιά και συγχώριο όσων με πίκραναν, εκείνων που με στενοχώρησαν, όσων με πλήγωσαν, όσων δε με υπολόγισαν.
Κουταλιά την κουταλιά, θα το τελειώσω το σκεύασμα, θα γλείψω και το κουτάλι να το φχαριστηθώ κι ύστερα θα ξαπλώσω ανάσκελα στο κρεβάτι μου, θα κλείσω τα μάτια και θα κοιμηθώ ύπνο βαρύ -επιτέλους!— που ακολουθεί τέτοιες ακραίες γαστριμαργικές συμπεριφορές.
Γι’ αυτό σου λέω, μη μου κολλάς, γιατί εγώ τα παίρνω με τις θεωρίες υγιεινής διατροφής και τις δίαιτες-αηδίες των ειδικών μεν, πλην όμως πάντα πεινασμένων διαιτολόγων. Εγώ, όταν με πιέζουν, ανοίγω το ψυγείο κι
ό,τι βρω το καταβροχθίζω. Ιδίως γλυκό. Ιδίως μερέντα. Μερέντα με το κουτάλι. Να μου χαϊδέψει τα σπλάχνα μου, να μου γλυκάνει την καρδιά… Και δεν έχω ενοχές, εννοείται. Ποιος θα επιχειρηματολογήσει, άλλωστε, πως
κάνω, τάχα, λάθος που βρίσκω καταφύγιο εδώ, στις γευστικές απολαύσεις; Ποιος θα τολμήσει να μου προτείνει άλλες λύσεις;
Μήπως εσύ; Τι έχεις προνοήσει εσύ, μαμά, για τα δεκαοκτώ μου χρόνια; Μετά τη σχολή, μετά το δεύτερο και τρίτο πτυχίο, μετά την ανεργία, μετά τι;
Έλα, δεν πειράζει, μη μιλάς. Δε χρειάζεται. Το ξέρω πως κι εσύ το ίδιο στριμωγμένη είσαι. Γι’ αυτό, τη νύχτα που σηκώνεσαι για κατούρημα, και συ απ’ την κουζίνα περνάς κι απ’ το ψυγείο και κει στα σκοτεινά τη χτυπάς μια μερεντούλα, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, το καταβροχθίζεις το σοκολατάκι, το
κατιτίς γλυκό τέλος πάντων, που το ζητούσε το στόμα σου και ο χρόνια πικραμένος απ’ τις γαστραλγίες οργανισμός σου. Τι έγινε; Το πρωί θα κάνεις και δέκα κάμψεις παραπάνω, δέκα υποκλίσεις στον προϊστάμενο, τον ανώτερο, τον επικεφαλής, το αφεντικό, τον μπος, τον όποιον τέλος πάντων και νάτο το ζητούμενο. Τις έκαψες τις θερμίδες, μην ανησυχείς.
«Μερέντα ήταν και τέλειωσε, Χρυσώ μου!», θα μου λες, κραδαίνοντας το άδειο βάζο.
Έτσι λέω κι εγώ, μανούλα μου, μερέντα με την ψυχή… και το κουτάλι.
Ζωή 24
Γυρνώ-γυρνώ-σπάω-
Τη γέμισα μέχρι πάνω με ζεστό νερό. Έριξα πέταλα απ’ τα τριαντάφυλλα της αυλής. Άσπρα τ’ ουρανού. Κόκκινα της κόλασης. Μπήκα μέσα, ξάπλωσα.
Είχε έρθει την ώρα που κοιμόμουν. Πάλεψα για να τον διώξω, ήταν μεγάλος και δυνατός, με νίκησε. «Σ’ αρέσει;», με ρωτούσε, «Σ’ αρέσει;». Εγώ φοβόμουν. Ντρεπόμουν. Πονούσα κι έκλαιγα. Τον ένιωθα θηρίο να σκάβει μέσα μου και νόμιζα πως πεθαίνω. Τι έκανα, αναρωτήθηκα και με τιμωρούσε έτσι; Ύστερα, ξέρασα πάνω στο κρεβάτι από θυμό κι αηδία.
Το πρωί ξέστρωσα το σεντόνι και το ’πλυνα. Θέλησα να θάψω το γεγονός, να το ξεχάσω, να κάνω πως δε συνέβηκε ποτέ. Προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις, σχεδόν τα κατάφερα… Μόνο που δεν έτρωγα, αυτό με μαρτυρούσε. Είχε σφιχτεί το στομάχι μου, είχε δεθεί κόμπος, μπουκιά δεν κατέβαινε. Μέχρι που έγινε ξανά. Και ξανά…
Γυρνώ-γυρνώ-σπάω-.
Κοιμόμουν κι ερχόταν. Σηκωνόμουν και τον κουβαλούσα μαζί μου δίνη-αδιέξοδο-δεν. Πώς να συνεχίσω να ζω έτσι; Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, αυτόν, τους άλλους. Ξέρουν γείτονες και συγγενείς ή όχι; Γιατί με κοιτάζει έτσι
η μάνα; Ξέρει και σωπαίνει; Πώς μπορεί να μην αντιδρά;
Αν… αν γινόμουν μικροσκοπική, να, τόση δα, μια τελίτσα, μια ασήμαντη γραμμή… Θα μπορούσα να γλιστρήσω, να ξεφύγω από τις χαραμάδες, να γλυτώσω. Να μη μπορεί κανείς να μ’ εντοπίσει ποτέ και πουθενά. Να
ήμουν ένα σημαδάκι στη γωνιά του τοίχου με το πάτωμα, εκεί στην εσοχή… στο βάθος του δικού μου ορίζοντα…
Βούτηξα και το κεφάλι μέσα. Επιτέλους ησυχία. Πέρασα το ξυράφι πάνω απ’ τις φλέβες μου. Πετάχτηκε αίμα σκούρο, έβαψε το νερό… Χάνομαι… Βαριά η μυρωδιά των λουλουδιών, με πνίγει… Τρέμω; Είμαι μικρή, εύθραυστη… Γυρνώ-γυρνώ-σπάω-. Σκορπίζω σε χίλια μικρά γυαλάκια…
…που θα σε βρουν, διεστραμμένο γουρούνι, θα τρυπώσουν στην καρδιά σου και θα μείνουν εκεί, παντοτινά αγκάθια της κάθε σου στιγμής. Καημένε μου, θα σαπίσεις στη φυλακή μόλις η φιλόλογος διαβάσει το σημείωμα που της έβαλα κρυφά στην τσάντα…
Τελικά, με βρήκαν εγκαίρως, μ’ έσωσαν. Έζησα για να μάθω ν’ αντέχω. Για να βοηθήσω τη μάνα μου να μιλήσει. Για να δω τον πατέρα μου με χειροπέδες. Για να σπουδάσω δικηγόρος, να υπερασπίζομαι κάθε κακοποιημένο
παιδί του κόσμου (Μ’ όλο που τα βράδια -δέκα χρόνια μετά- ακόμα μου τρυπά το μυαλό η φωνή του, ακόμα βλέπω τον εφιάλτη να ’ρχεται κι εγώ να μη μπορώ να φωνάξω, ακόμα νιώθω τη φρίκη κόμπο στο στομάχι.
Ακόμα τρομαγμένη είναι η Ζωή, μπαμπά).
Άννα 34
Τις μικρές αλώσεις φοβάμαι
Ε, λοιπόν, είναι γεγονός, τα ’χω παίξει. Δεν είναι ζωή αυτό που ζούμε -με συγχωρείτε, δηλαδή, που το λέω, αλλά έτσι νιώθω- αυτό είναι κόλαση. Και πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε το ίδιο θλιβερό τίποτα; Ε, όχι! Αρνούμαι.
Οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι κι αδιέξοδοι. Οι άνθρωποι μόνοι, εξαθλιωμένοι, τρομαγμένοι, προβλέψιμοι εντελώς -ακόμα και στις δήθεν εκρήξεις της δήθεν αγανάκτησής τους σ’ ένα τηλεοπτικό παράθυρο. Η κάθε μέρα όλων μας γκρίζα, αγχωτική, τραυματική έως θανάσιμη. Το βράδυ στον καναπέ γλείφουμε τις πληγές μιας αβάσταχτα πεζής καθημερινότητας: γιατί μου αγρίεψε τ’ αφεντικό, πώς να συνεργαστώ με τον κακόβουλο συνάδελφο, γιατί ήρθε φουσκωμένος ο λογαριασμός του σταθερού και πού να βρω ευρώ να
τον πληρώσω, πού να βρω χρόνο για δεύτερη δουλειά, πώς να σταματήσουν οι καυγάδες μες στο σπίτι, πω-πω φρίκη! Καλά το είπα, κόλαση σε ρίαλ εκτέλεση. Χωρίς φίλτρα προστασίας. Χωρίς έλεος. Χωρίς έξοδο κινδύνου.
Τα ρίχνω χύμα, το παραδέχομαι, όμως μη μου πείτε πως δεν το ‘χετε σκεφτεί και σεις. Πως δεν το ξέρετε. Αυτό, καλέ, είναι κοινό μυστικό. Το εκμεταλλεύονται κιόλας όσοι, σε κάθε εποχή, ευαγγελίζονται έναν παράδεισο
που θα ’ρθει μετά, σε μια μετα-ζωή εδώ… αλλού… όπου, για ν’ αντέξει ο κόσμος τις δυσκολίες του τώρα.
«Πώς θα την κάνουμε», αναρωτήθηκαν, «αυτήν εδώ την τύπισσα» —εμένα παραδείγματος χάριν- «υπάκουη, πειθήνια, αμετανόητα αφοσιωμένη στο σύστημα; Μία είναι η λύση: παροχή ελπίδας για βελτίωση της κατάστασης». Και να τα λόγια να χορτάσω! Να οι υποσχέσεις! Τζάμπα είναι, άλλωστε, δεν
κοστίζουν. «Ζορίζεσαι; Δεν πειράζει. Δεν είσαι μόνη. Υπομονή. Κι ο άντρας σου τα ίδια περνάει κι ο απέναντι κι οι πιο πολλοί ακόμα χειρότερα, πάλι καλά να λες. Θα τυραννιστείς, όμως καλό σου κάνει η δοκιμασία, στρώνεις
Και μετά…». Μετά το πρόγραμμα περιλαμβάνει εκτίναξη σ’ έναν επίγειο ή και έναν υπέργειο -ακόμα καλύτερα- ονειρεμένο παράδεισο. «Το μέλλον», λένε, «ανταμείβει τους συνετούς». Δολώνουν τ’ αγκίστρι οι επιτήδειοι και περιμένουν. Οι περισσότεροι, ανίδεοι, τσιμπάνε.
Σε μένα όμως, με τη θηλυκή καχυποψία στο γονίδιο, κάτι τέτοια δε φτουράνε. Όχι, δε φτάνει η υπόσχεση, απαιτώ δέσμευση για το μετά. Με συμβόλαιο και με σφραγίδα. Γίνεται αυτό; Δε γίνεται; Ε, τότε δεν πιστεύω πουθενά. Δε χαραμίζω εγώ τη ζωή μου μες στη μιζέρια περιμένοντας κάτι άλλο, καλύτερο… Όχι! Κάτι θα σκεφτώ να κάνω τώρα -ό,τι και όσο μπορώ. Πάντως, στα σίγουρα, δε συνυπογράφω ένα τσαλαπατημένο παρόν, αφού το έχω δει το έργο: η αθλιότητα του σήμερα λερώνει και το αύριο εδώ… αλλού… παντού.
Μαρία-Ηλέκτρα 37
Το άσπρο του μαρμάρου
Άσπρο. Άσπρο φως. Του μαρμάρου. Τρίβω, τρίβω. Όσο κι αν τρίβω όμως, πάει αυτό, έχει ξεθωριάσει. Χάθηκε η λάμψη του. Όπως κι από το πρόσωπό μου. Έσβησε από τις σόλες που πέρασαν, που το πάτησαν. Χιλιάδες παπούτσια. Ακόμα περισσότερα βήματα βιαστικά, σταθερά, φοβισμένα, δυνατά, οργισμένα, δειλά, μετέωρα. Τρίβω, τρίβω. Έχω πέσει στα γόνατα και τρίβω. Με πανί και με μανία -να φύγει. Το άρρωστο κίτρινο, αυτή η χλωράδα του καιρού κι η σκόνη στις ρωγμές, να φύγει, να φύγει. Να γίνει άσπρο ξανά, φωτεινό. Το δέρμα δε μπορεί, όχι, το σκαλί; Όσο γίνεται. Και να μυρίζει υγρό καθαρισμού, χημικά άνθη του δάσους, εκεί ακριβώς που βαθουλώνει, στο κέντρο.
Κρατώ τη σφουγγαρίστρα, όπως τη λήκυθο τότε, στην αυτοσχέδια παράσταση
που δώσαμε στην πλατεία, στην Κορυτσά: «Ακριβέ αδερφέ μου, ποια χέρια σε σκότωσαν; Σε ποιον ακούμπησες το κεφάλι για ν’ αφήσεις την τελευταία σου πνοή; Πώς έγινε στάχτη το κορμί, το βλέμμα, ο καημός γιο τον άδικο, ναι, τον άδικο φόνο του πατέρα; Πού πήγε ο θυμός; Τι έγινε αυτός ο κοινός μας
όρκος για εκδίκηση, που μ’ έθρεφε τόσα χρόνια;».
Μπα! Δεν έχει πάθος, δεν έχει μέγεθος, δεν έχει καν θεατές, θα ’λεγε εκείνος ο περιπλανώμενος δάσκαλος που εμφανίστηκε ξαφνικά στην περιοχή, μάζεψε όλα τα πιτσιρίκια απ’ τις αλάνες και μας δίδαξε -ένα καλοκαίρι
ολόκληρο- το αρχαίο δράμα για να φύγει ύστερ’ αθόρυβα, όπως ήρθε. Έχει όμως αλήθεια, έχει ψυχή, του απαντώ νοερά. Όπου και να ‘σαι, δες με: Ένα ανθρώπινο κουβάρι είμαι, μια σκιά Ηλέκτρα ντυμένη παλιόρουχα. Διωγμένη από έναν τόπο που δε με κράτησε, που δε τον θέλησα κι εγώ, αφού με ρήμαξε, με τραυμάτισε, με σκότωσε… Δεμένη με το σκοινί της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο και με χειραλυσίδες, πέρασα τον Αχέροντα για να βρεθώ εδώ στη μάνα πατρίδα, στριμωγμένη σ’ ένα ισόγειο δυάρι με την οικογένεια της αδερφής μου.
Πρόσφυγας κι εγώ, που παλεύω με το σύρμα, τον κουβά, τις αναμνήσεις, τις πληγές, το πηχτό υγρό γι’ αστραφτερά πατώματα, τα δάκρυά μου. Που παλεύω κάθε μέρα για μια φέτα ψωμί, πριν από μια πάροδο. Χωρίς ένσημα. Χωρίς εύσημα. Χωρίς κανέναν να περιμένω. Χωρίς όνειρα. Τραγωδία, ελληνική.
Αριάδνη 38
Όλα για να γλυτώσω
Πέσε! Πέσε! Πέσε! Σε βλέπω να πέφτεις με το σακάκι σου ν’ ανεμίζει και γελώ, γελώ χωρίς να το θέλω, γελώ έτσι ξαφνικά, δαιμονισμένα. Πότε είναι το μίτινγκ με τους ανθρώπους της εταιρίας; Πότε η συνάντηση με τον υπουργό, ε, πότε; Πότε θα βγεις ξανά με τους πελάτες σου και μετά τσαντισμένος απ’ τη συμφωνία που δεν πέτυχες θα ’ρθεις να ξεσπάσεις σε
μένα; Να σου πω εγώ τώρα πότε: Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ ξανά!
Στο πρώτο χαστούκι —λίγους μήνες μετά το γάμο- δε μίλησα. Θα ’ταν η κακιά στιγμή, είπα, δεν το ’ζησα εγώ αυτό, δε μπορεί, δε συνέβη στ’ αλήθεια. Ύστερα αυτοπαρηγορήθηκα, λέγοντας θα περάσει, θα ξεχαστεί κι
αυτό, όπως όλα άλλωστε στον κόσμο. Στο δεύτερο χαστούκι -δυο χρόνια μετά, θήλαζα ακόμα- πάτησα τις φωνές έντρομη και τότε ήρθε το τρίτο, σφαλιάρα ξεγυρισμένη, να μου κλείσει το στόμα, πλημμυρίζοντάς το με αίμα
μπλαβί. Τότε κατάλαβα.
«Σκασμός! Μ’ άκουσες; Τσιμουδιά. Ένα σου κιχ θα σου κοστίσει τη ζωή!» μ’ απειλούσε, αργότερα, ύστερα από κάθε βίαιο επεισόδιο το κτήνος που είχα παντρευτεί. Κι εγώ τον υπάκουγα, αρχικά δέσμια της ανατροφής μου που επέβαλε προσήλωση στο γάμο και την οικογένεια, αλλά, μετά, /παγιδευμένη απ’ το φόβο πως, ό,τι και να ’κάνα, δίκιο -ξένη εγώ σ’ αυτήν την πόλη— δε θα ‘βρισκα. Ποιος θα πίστευε τις καταγγελίες μου; Ποιος θα προχωρούσε τη μήνυση μιας γυναίκας χωρίς συγγενείς, φίλους και δουλειά που ζει απομονωμένη στους τέσσερις τοίχους ενός τριώροφου στη μέση του πουθενά, εναντίον του αξιότιμου και επιφανούς άντρα της με θέση, χρήμα, διασυνδέσεις και αγαθοεργίες στο βιογραφικό του; Και ποιος θα με αναζητούσε
μετά… στα χαντάκια της περιοχής…
Γι’ αυτό, για μένα, το ’χα πάρει απόφαση το ’χα δεχτεί. Έκλεινα τα μάτια και τοι άφηνα να χτυπά, να ξεθυμάνει. Θ’ άντεχα για το παιδί. Όμως, προχτές, άπλωσε χέρι βαρύ και στο Γιωργάκη. Στο νοσοκομείο το τρέχαμε το μικρό με σπασμένα τα πλευρά. Λάθος του αυτό. Μοιραίο. Γιατί υπάρχει και θεία
δίκη, που κάνει να γλιστρά, όποιος πρέπει… να συγχωρεθεί.
Πέσε! Πέσε! Πέσε! Πέφτεις κι εγώ σε βλέπω και γελώ με την ψυχή μου. Τη βλέπω την απορία του «Πώς τόλμησε;» στο βλέμμα, την αγωνία σου να πιαστείς από κάπου για να μου δείξεις εσύ, ωπ! Σου ξέφυγε το κάγκελο,
τι κρίμα! Δεν πρόλαβες. Θα σε κρατήσει, άραγε, η τέντα που βάλαμε; Μπα! Πάει, την έσκισες, πέρασες από μέσα της, τι να σου κάνω, δεν τις κάνουν γερές πια, εγώ φταίω; Έχασες. Πέφτεις κι εγώ σε παρακολουθώ, και θα σε
δω να προσγειώνεσαι στην καινούρια μας πλακόστρωση, θα το δω το κεφάλι σου ν’ ανοίγει και να χύνονται όλα από μέσα του, όλα, όλα, οι βρωμερές σου σκέψεις, οι ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, η βαναυσότητα σου να μας πονάς και να μας ταπεινώνεις. Άι στα τσακίδια, λοιπόν, αυτό ήταν! Τελειώσαμε.
Το θυμάμαι το μαρτύριο
Κρυσταλλία 43
Το θυμάμαι το μαρτύριο
Κλαπ-κλαπ! Το θυμάμαι καλά. 1972, Κυριακή απόγευμα, να φοράμε τα καλά μας και να πηγαίνουμε σε «Τσάι» του Λυκείου Ελληνίδων-υποχρεωτικά-για ν’ ακούσουμε κάποιον απόστρατο ν’ αναλύει και ν’ απαγγέλει -μ’ ένα μοναδικό συνδυασμό στόμφου και ντοπιολαλιάς— δημοτικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Και να ’σου όλες οι αρχές του τόπου στην πρώτη σειρά. Και δος του -κλαπ-κλαπ!- τα χειροκροτήματα, τα χαμόγελα, οι χειραψίες. Και να ’σου οι έχοντες και κατέχοντες της τοπικής κοινωνίας, χυμένοι στα καθίσματα, να διασφαλίζουν, με το δήθεν εκστασιασμένο βλέμμα τους την απρόσκοπτη συνέχιση του βίου και του βίου τους στο τέλμα που βούλιαζε η επαρχία, η χώρα ολόκληρη, την εφταετία. Κλαπ-κλαπ, όσο πιο δυνατό, τόσο πιο πειστικό, τόσο πιο αφόρητο.
Δεν ήταν, βέβαια, όλοι στην ψευτοπανήγυρη, όχι. Υπήρχαν και κάποιοι εκτός. Ένας απελπισμένος διανοούμενος Γιώργης που έγραφε απ’ το Παρίσι, μια κυνηγημένη και γι’ αυτό μισότρελη δασκάλα Βέτα που ρωτούσε κρυφά «βράχο-βράχο» τον καημό της «Πού το πάνε το παιδί, χελιδόνι στο κλουβί…», ένας
ποδηλατάς που σφύριζε με νόημα σ’ όσους ήθελαν ν’ ακούσουν: «Ρόδα είναι και γυρίζει, απλώς τώρα έπαθε φούιτ».
Στην αίθουσα, όμως, σταθερά, κλαπ-κλαπ! -τα χέρια δεν είναι για να κάθονται, αλλά για να δουλεύουν!- άντε μπράβο, έτσι, με ζέση!
Γιατί, μαμά, ήρθαμε εδώ;
Ήμασταν κι εμείς εκεί, από φόβο για τον προϊστάμενο πατέρα που κινδύνευε λόγω προηγούμενων μπερδεμάτων σε βουνά και ξερονήσια με δυσμενή και που με κλονισμένη την υγεία του, «δεν ήταν πια για τέτοια…».
«Για να μας δουν, Κρυσταλλία μου. Πρέπει, κάνε υπομονή!».
Για να μας προσέξουν στολίστηκες σαν τούρτα;
«Σσσσσς, μη μιλάς, δεν κάνει!».
Και τώρα που μας είδαν, γιατί δε φεύγουμε;
«Δεν πρέπει, είναι αγένεια! Μην ανησυχείς, σε μια ώρα το πολύ θα ’χει τελειώσει. Πάρε έναν υπνάκο, στο μεταξύ, εσύ, παιδάκι είσαι, συγχωρείσαι.».
Έγερνα κι εγώ, τότε, στην αγκαλιά της και βυθιζόμουν σε ύπνο λυτρωτικό…
Ονειρευόμουν ραχούλες, λαγκάδια και νερά που κυλάνε… Από κάπου μακριά ακουγόταν μια φωνή κελαρυστή να τραγουδάει -πώς ήθελα να την ακούσω καλύτερα!- και ήχοι από φλογέρα… Κάτι μ’ εμπόδιζε όμως, μα τι; Μα οι αδέξιοι λαρυγγισμοί του εγχώριου αυτοσχέδιου λαογράφου, που φώναζε,
ίδρωνε, αναψοκοκκίνιζε κι έφτυνε πίσω απ’ το αναλόγιο, στραγγαλίζοντας με την ξερή φωνή του όλη τη χάρη και τη δύναμη του δημοτικού τραγουδιού που δεν απαγγέλλεται. Τραγουδιέται και χορεύεται. Που δεν κοιμίζει, γαμώτο. Αναβλύζει από μέσα, ξεσηκώνει. Λάμπει κι ανασταίνει.
(Αυτό όμως χρειάστηκε να μεγαλώσω, για να το καταλάβω, ωρέ).
Μαριάνθη 73
Χωρίς λίφτιγκ, με άποψη
Πήγα με τον εγγονό μου στο πάρκο. Θέλω να χαρεί το πράσινο ο μικρός -όσο ακόμα οι μέρες είναι καλές- να νιώσει την ελευθερία της ανοιχτωσιάς. (Εγώ που γεννήθηκα κι έζησα σε πόλη και σε στρατόπ… ξέρω να εκτιμώ τον καθαρό αέρα).
Κάθομαι στο παγκάκι και κοιτάζω τα παιδιά που τρέχουν, φωνάζουν, πέφτουν, κλαίνε, ζητάνε το παρηγορητικό χάδι των δικών τους κι αμέσως μετά ξανασηκώνονται για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Πότε, άραγε;
αναρωτιέμαι. Πότε θα καταλάβουν σε τι κόσμο τα φέραμε; Ποιο αύριο τα περιμένει και τι θα κάνουν για να επιβιώσουν σ’ αυτό;
Στην οθόνη του μυαλού, άθελά μου, προβάλλονται πιθανές εικόνες των παιδιών στο μέλλον. Η μικρή με τις κοτσίδες μετασχηματίζεται σε δικηγόρο με κότσο. Ο πιτσιρικάς με τα γυαλιά, αποκτά ύφος οικονομολόγου και χαρτοφύλακα. Ο μικρός φασαριόζος της παρέας μάλλον πάει για ποδοσφαιριστής κι ο Αντωνάκης μας με τη στεντόρεια φωνή, όπως τον βλέπω τώρα όρθιο στην κορφή της τσουλήθρας, μου μοιάζει για πολιτικός.
Για μια στιγμή, τον φαντάζομαι να εκφωνεί πύρινους λόγους στις πλατείες. Για ένα δευτερόλεπτο τον βλέπω μπροστά μου με τεντωμένο δέρμα, αστραφτερό οδοντοπασταρισμένο χαμόγελο και, το κυριότερο, με καζάλ
σιγουριά στο βλέμμα να ποζάρει στο φακό για τις Δημοτικές Εκλογές του δυο χιλιάδες τριάντα κάτι…
Με πιάνει ρίγος. Το ξεπερνώ με σκέψη θετική. Πού ξέρω; Μπορεί τότε να ισχύουν άλλα εικονιστικά στερεότυπα για ένα δημόσιο πρόσωπο. Μπορεί τότε να έχουν το νόημά τους -τουλάχιστον για τον πολιτικό που διεκδικεί την ψήφο του λαού- γκρίζα μαλλιά και ρυτίδες ως μάρτυρες αδιάψευστοι αγώνων που
δόθηκαν, εμπειρίας που αποκτήθηκε, πληγών που χάραξαν πορεία. (Έλεγα τέτοια πολλά στους μαθητές μου, πριν βγω στη σύνταξη. Κάτι απ’ αυτά μπορεί να κράτησαν στο νου τους, κάτι μπορεί να έπιασε τόπο…)
«Γιαγιά, χτύπησα! Λες να μου μείνει σημάδι;» ρωτάει ανήσυχος ο Αντωνάκης επαναφέροντάς με απότομα στο σήμερα των ρετουσαρισμένων υποψηφίων όλων των κομμάτων που κρεμάστηκαν γυαλιστεροί και αψεγάδιαστοι στα δέντρα του τόπου.
Μη φοβάσαι, αγόρι μου, για τα σημάδια, του λέω. Φωτογραφία ναι, αλλ’ άνθρωπος αλώβητος δεν υπάρχει (όσο κι αν προσπαθούν οι ίματζ-μέικερ να μας πείσουν για το αντίθετο, σκέφτομαι, αλλά πού να το καταλάβει αυτό το πεντάχρονο;). Οι ουλές δείχνουν πως έζησες, πως έπαθες, πως έμαθες. Πώς μπήκες στο ποτάμι και κολύμπησες. Και άντεξες. Και συνεχίζεις. Και μαγκιά σου να μπορείς να συνεχίζεις μαζί μας… το παιχνίδι.
Είπα να το σταματήσω εδώ. Όμως δεν κρατήθηκα. Έχω κι εγώ το σημάδι μου, του είπα και σήκωσα το μανίκι να του δείξω τον αριθμό. Μου είπαν να το σβήσω. Αρνήθηκα. Σβήνουν τα εγκλήματα κι η φρίκη του πολέμου μ’ ένα λέιζερ, ρωτώ, σβήνουν;
Αλέκα (…)
Παίζοντας στο κύμα
Στη δασκάλα μου,
Αλέκα Παΐζη
Τι ξέρετε εσείς για το θέατρο, τους ρωτούσα, σε μια σκηνοθετημένη μου έκρηξη. Κι εκείνοι, πρωτοετείς στη σχολή, με τη δίψα και το φόβο του καινούριου στα μάτια, μ’ άκουγαν σιωπηλοί. Καταλάβαιναν πως άλλος ένας
μονόλογος είχε αρχίσει…
Τι ξέρετε εσείς για το θέατρο; Το θέατρο είναι μια θάλασσα που σε πηγαίνει και σε πηγαίνει…
Στην αρχή παίζεις με την άμμο και το νερό στην ακρογιαλιά, φτιάχνεις πύργους, πλατσουρίζεις και πετάς βοτσαλάκια λίγο πιο μέσα.
Ύστερα αφήνεσαι και κολυμπάς -μέχρι εκεί που πατάς, μέχρι εκεί που σκουραίνουν λίγο τα νερά, να, μέχρι εκεί, μέχρι το βραχάκι.
Οι δικοί σου σού γνέφουν, μην απομακρύνεσαι, σου φωνάζουν, δεν ξέρεις εσύ
ακόμα, γύρνα πίσω! Εσύ χαμογελάς, άστους αυτούς, σου λέει μια βαθιά φωνή μέσα σου, αυτοί είναι που δεν ξέρουν, αυτοί δεν καταλαβαίνουν, μια ζωή ποτέ δεν τόλμησαν το κάτι παραπάνω, όπως ήρθαν έτσι και θα φύγουν, άθλιοι, μίζεροι, χωρίς ν’ αφήσουν το αποτύπωμά τους στο μεγάλο βιβλίο της ζωής. Εσύ καθρεφτίζεσαι στο νερό και βλέπεις πως δεν τους μοιάζεις. Εσύ γεννήθηκες για μεγάλα έργα, για βαθιά νερά, για ανοιχτούς ορίζοντες.
Εσύ θέλεις να στίψεις με τα χέρια σου τον κόσμο ολόκληρο σα πορτοκάλι και να πιεις τους χυμούς του. Εσύ θα γίνεις ηθοποιός. Γελάς. Γελάς και τους χαιρετάς με τα δυο σου χέρια να κάνουν κύκλο στον αέρα.
Πιάνει ένα ελαφρύ αεράκι.
Είναι ωραία εδώ, είναι ωραία! Το σώμα σου μυρμηγκιάζει. Ξαπλώνεις ανάσκελα κι αφήνεσαι στο ελαφρύ λίκνισμα των κυμάτων. Δε χάνομαι εγώ, το λες και το πιστεύεις. Νιώθεις στο σώμα σου τις φλέβες σου να φουσκώνουν, το σφυγμό σου να χτυπάει δυνατά και σταθερά. Πόσων χρονών είσαι; Δεκαεννιά. Δεκαεννιά Απρίληδες σου ψιθυρίζουν πως το σύμπαν σε περιμένει να το κατακτήσεις.
Παίζεις με το κύμα, αυτό θέλει να σε πλανέψει, δεν πειράζει, λίγο ακόμα, λίγο πιο πέρα, ο ήλιος σε τυφλώνει, μισοκλείνεις τα βλέφαρα, λίγο πιο βαθιά, η αρμύρα σου χαϊδεύει το κορμί, λίγο περισσότερο στο άγνωστο…
Φεύγεις.
Καλό σου ταξίδι!
Και μετά, ξαφνικά, ύστερα από ώρες, βλέπεις.
Έι! Τι έγινε; Κάτι παίχτηκε εδώ. Πού βρίσκομαι; Πού είναι η στεριά, αναρωτιέσαι.
Ανοίγεις τα μάτια σου, πελώρια μάτια απ’ το ρίμελ κι έκπληκτα, και ψάχνεις.
Τι υπάρχει εδώ γύρω;
Τίποτα. Ούτε άμμος. Ούτε βράχος. Ούτε τίποτα. Μόνο νερό. Ένα βαθύ μπλε που φουσκώνει. Νερό ανταριασμένο…
Φυσάει πολύ.
Γαμώτο, πώς την πάτησα έτσι;
Γυρνάς το κεφάλι προς τα πίσω. Από πού ξεκίνησες; Θυμήσου!
Οι δικοί σου είναι ήδη μια ξεθωριασμένη εικόνα καταχωνιασμένη στο πιο βαθύ συρτάρι του μυαλού σου.
Από πάνω σύννεφα βαριά που σε πλακώνουν.
Βιάσου, σου λέει η φωνή εντός, όπου να ’ναι θ’ ανοίξει ο ουρανός. Βιάσου, πρέπει να κολυμπήσεις.
Ναι, αλλά προς τα πού;
Μόνο το μπρος σου ’μείνε. Είναι σκληρή η αλήθεια και πονάει. Μόνο το μπρος διάλεξες για να ’χεις. Έτσι κι αλλιώς η γη είναι στρογγυλή, λένε…
Εκεί μπροστά, στο βάθος αχνοφαίνεται κάτι, μια υποψία ακτής, ίσως να…
Να πας. Γρήγορα! Να φτάσεις κάπου, κάπου μπροστά, γρήγορα, γρήγορα, να προλάβεις, να γλιτώσεις!
Αρχίζεις να παλεύεις με το κύμα. Χτυπάς τα χέρια και τα πόδια με μανία.
Αστραπές. Κεραυνοί. Η βροχή σου μαστιγώνει την πλάτη.
Κράτα γερά!
Χαλάζι.
Εαυτέ μου, βοήθα! Μόνο εσύ μου ’μεινες πια! Θεέ μου, αν υπάρχεις, βοήθα κι
εσύ, παρακαλάς.
Η θάλασσα θηρίο ανήμερο θέλει να σε καταπιεί. Φοβάσαι λίγο, φοβάσαι πολύ, πιο δυνατά, μη φοβάσαι, θα τα καταφέρεις, δώστα όλα, μωρό μου, αυτό είναι, όσο περισσότερο γίνεται, όσο περισσότερο μπορείς, κι άλλο, κι άλλο, μην σταματάς!
Ξέρετε πόσες φορές εγώ πάλεψα με το κύμα; Ενάντια στο κύμα; Κόντρα στον καιρό;
Για μια στιγμή ανέβαινα πάνω κι ύστερα πάλι ένα υπόγειο ρεύμα σκοτεινό με ρουφούσε, με τραβούσε κάτω, έπιανα πάτο, βρεγμένο χώμα και λάσπη, πνιγόμουν μ’ ένα φύκι θλιβερή κορδέλα στο λαιμό. Εφιάλτης.
Κι όμως δεν το ’βαζα κάτω. Ποτέ. Δεν τα παρατούσα! Όχι. Κρατούσα την αναπνοή μου και περίμενα…
Ήμουν εκεί, μπλαβιά, περισσότερο πνιγμένη παρά ζωντανή, τόσο μαλάκας, τόσο προδομένη από αυτά που πίστεψα και το μόνο που έκανα ήταν να περιμένω το άλλο κύμα, που θα ’ρχόταν, δε μπορεί, πάντα έρχεται
αυτό, έλεγα, αρκεί ν’ αντέξω, να με προλάβει, το μεγάλο κύμα που θα με σήκωνε και θα με ξανάφερνε αναστημένη στον αφρό…
Λίγο πριν το τέλος, η σωτήρια ώρα έφτανε.
Άνωση.
Ωραία! Την έκανα, προς το παρόν. Φτου, φτου! Ξέφυγα κι απ’ τη νόσο των δυτών κι απ’ όλα. Ξεγέλασα τη στιγμή και τη σκαπούλαρα.
Αέρας. Ήσυχος. Επιτέλους! Ανασαίνω!
Βαθιές εισπνοές τώρα, μην επαναπαύεσαι, μαζί μου σώθηκε και η μυστική φωνή, μην αφήνεσαι χαλαρή γιατί η χαρά δεν κρατάει για πολύ, το ξέρεις.
Γρήγορα το ’μαθα κι αυτό.
Άνοιξε το στόμα σου, παιδί μου, μιλούσα μόνη μου πια για τα καλά, άνοιξε το στόμα σου και ρούφηξε όλο τ’ οξυγόνο που χωρούν τα πνευμόνια σου, να ’χεις απόθεμα και για το αύριο, για όταν γυρίσει ο καιρός…
Ναι, το θέατρο είναι μια θάλασσα που σε πηγαίνει, σε πηγαίνει και σε πηγαίνει, ώσπου να βρεις τη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύτηκες ή και τίποτα.
Και στις δυο περιπτώσεις όμως, η ψαριά που έπιασες στο δίχτυ, αυτή είναι που μετράει.
Τα κοχύλια που έκλεισες στη χούφτα.
Εκείνα τα μαργαριτάρια μάτια σου που θα λάμπουν όταν θα μιλάς για όσα πέρασες στους δρόμους του ωκεανού… Να κοιτάξτε τα δικά μου, μάτια ηθοποιού…Μάτια πάντα αχόρταγα να ξαναρχίσουν τον ίδιο αγώνα απ’
την αρχή.
.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (2001)
(Εσωτερικός χώρος με έπιπλα δωματίου: ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, μια γραφομηχανή, ένα τηλέφωνο. Πάνω στο γραφείο βρίσκεται ένα
κοχύλι, ο Τρίτων. Υπάρχουν παντού σκόρπια βιβλία. Η Λιγεία ξεφυλλίζει ένα από αυτά, το πιο μεγάλο και το πιο φθαρμένο απ’ το χρόνο. Είναι η Οδύσσεια του Ομήρου. Φαίνεται να διαβάζει κάτι από εκεί. Ύστερα το κλείνει. Δείχνει να υποφέρει από κεφαλόπονο)
Λιγεία: Ήμουν εννέα χρόνων. Ο πατέρας μόλις είχε γυρίσει από ένα ταξίδι. Ετοιμαζόταν για ένα άλλο. Το σπίτι μας ήταν απλώς ένα λιμάνι στο ταξίδι της ζωής του.
Ετοιμασίες της τελευταίας μέρας. Φωνές. “Λιγεία! Λιγεία, έλα εδώ!”
Κρατούσε το αγαπημένο μου όστρακο στα χέρια του. Μου είπε να κολλήσω το στόμιο του κοχυλιού στο αυτί μου και ν’ ακούσω… Άκουσα τον ήχο…
Τον έχετε ακούσει και σεις, το ξέρω. Κάποιος κάποτε θα σας έδειξε…
Άκουσα τη βοή και ούρλιαξα. “Γιατί δε μου το ‘χες πει τόσον καιρό; Γιατί τόσον καιρό μου το ‘κρυψες; Το κοχύλι δεν είναι άδειο· είναι γεμάτο θάλασσα”.
Έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε. “Θα ήθελα να το ανακαλύψεις μόνη σου”, μου είπε.
Όμως ο χρόνος μας είχε τελειώσει.
(Η Λιγεία δείχνει να υποφέρει)
Ώρες-ώρες, το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
Να την ακούω τη θάλασσα, μου είπε, αλλά και να τη φοβάμαι γιατί… “καμιά φορά αγριεύει που της παίρνουν τα κοχύλια και κρύβεται μέσα τους και ψιθυρίζει λόγια μαγικά ακόμα και στους πιο αθώους”.
Αθώους;
Ήταν προληπτικός – ποιος ναυτικός δεν είναι άλλωστε; Ήθελε με τα λόγια του να ξορκίσει… ή να προκαλέσει κάτι;
Τα λόγια αυτά ήταν και η διαθήκη του.
Ο πατέρας έφυγε. “Να με θυμάσαι που ταξιδεύω” μου είπε.
Είπαν πως πνίγηκε. Το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ.
(Η Λιγεία σχηματίζει έναν αριθμό στο πληκτρολόγιο τον τηλεφώνου)
Αυτόματος απαντητής Αλέξανδρου: Αυτή τη στιγμή δεν είμαι εδώ. Μετά το χαρακτηριστικό ήχο, αφήστε το μήνυμά σας και θα επικοινωνήσω εγώ, αργότερα, μαζί σας. ΜΠΙΠ!
Λιγεία: Έλα, εγώ είμαι, η Λιγεία. Πήρα να δω τι κάνεις κι αν θες να κανονίσουμε κάτι για το βράδυ… Δεν είσαι εκεί. Καλά. Γεια. Ε… πάρε
με στο τηλέφωνο, όταν γυρίσεις.
(Η Λιγεία κατεβάζει το ακουστικό του τηλεφώνου. Δείχνει να υποφέρει)
Λιγεία: Χρόνια τώρα ένα τρυπάνι κομματιάζει το κρανίο μου. Κάτι εδώ μέσα προσπαθεί να βγει έξω. Μέσα απ’ την κόχη του ματιού μου.
Κόντρα στο φώς. Κι εγώ το απωθώ. Δεν τ’ αφήνω.
Όμως απόψε θ’ αντέξω τον πόνο. Απόψε θα μιλήσω.
Έχω το κοχύλι στο γραφείο μου. Δίπλα στη γραφομηχανή, τα χαρτιά και τα βιβλία. Μου το ’φερε ο πατέρας δώρο στην γιορτή μου. Μου είπε πως το βρήκε ο ίδιος στο βυθό. Ήμουν πέντε χρόνων, τον πίστεψα. Φυσικά, το
είχε αγοράσει. Το ψέμα του όμως, όταν αργότερα το κατάλαβα, δε μ’ έκανε να θυμώσω.
Ίσα – ίσα.
Το ψέμα του ήταν για μένα η απόδειξη της αληθινής του αγάπης…
Ο καημένος δε μπορούσε να βουτήξει ούτε στο ένα μέτρο χωρίς να πάρει ανάσα, ντρεπόταν γι’ αυτό και το ’κρύβε και γελούσε μαζί…
Θυμάμαι.
Έψαχνα να μάθω τι είχε μέσα το κοχύλι. Διάβασα ένα παραμύθι…
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πλάσμα μαλακό και είχε το όστρακο για σπίτι του. Εκεί μέσα ζούσε, ώσπου κάποιος το πήρε ξαφνικά απ’ τη θάλασσα και το πλάσμα στέγνωσε μακριά απ το νερό. Το σώμα του έγινε σκόνη και σκόρπισε”.
Χάθηκε. Έπαψε να υπάρχει. Έμεινε μόνο το σπίτι του. Άδειο κέλυφος.
Σταμάτα. Δε μου αρέσει αυτό το παραμύθι.
Το κοχύλι δεν είναι άδειο.
Το σήκωσα στο φως. Έχωσα σύρμα στις σπείρες του για ν’ αναγκάσω το πλάσμα, που ήταν κρυμμένο εκεί να βγει έξω. Πίστευα πως έβγαινε μόνο τις νύχτες που όλοι κοιμούνταν. Να βγει…
“Βγες!”
Μάταιος κόπος. Κανένα σώμα δε φάνηκε να κατοικεί πια εκεί. Όμως εγώ αυτό δεν ήθελα να το δεχτώ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι ν’ αρχίσω ν’ ακούω τη βοή του κοχυλιού, μόνο το άγγιζα… Λεία και δροσερή επιφάνεια… Γλυστρούσα πάνω του τα δάχτυλά μου με ευχαρίστηση…
Η μάνα χαμένη στον κόσμο της και ο πατέρας μονίμως απών.
Το όστρακο αυτό είναι το πρώτο σώμα που χάιδεψα. Ένα χάδι που ποτέ δεν πήρα πίσω.
Λεία και δροσερή επιφάνεια… Γλυστρούσα πάνω του τα δάχτυλά μου με ευχαρίστηση…
(Η Λιγεία δείχνει να υποφέρει)
Αυτός ο πόνος. Χρόνια τώρα υποφέρω. Το μυαλό μου καίγεται. Όμως δε θα σταματήσω.
Το κοχύλι μου λέγεται Τρίτων. Οι Τρίτωνες ζουν στον ωκεανό. Κάποιες φυλές, τους χρησιμοποιούν για μουσικά όργανα. Είδα πριν δυο μήνες ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Μέχρι τότε δεν ήξερα ούτε καν τ’ όνομά του.
Όμως το φρόντιζα. Τόσα χρόνια, μετακομίσεις δυο-τρεις, το φρόντιζα. Πρόσεχα μη μου σπάσει. Το καθαρίζω. Καμιά φορά το βάζω στο νερό… Το αγαπάω.
Μπορούμε να αγαπάμε κάτι κι ας μην ξέρουμε τ’ όνομά του. Αρκεί που μοιραστήκαμε για χρόνια το ίδιο δωμάτιο, που έχω αγγίξει το μανδύα του κι αυτό μου ’στείλε τη φωνή του.
Ναι, το όστρακο αυτό ήταν απ’ την αρχή στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου. Πρώτα δίπλα απ’ το κρεβάτι, μετά εδώ, πάνω στο γραφείο, όταν μελετούσα τα μαθήματα του σχολείου κι αργότερα, όταν φοιτήτρια ξενυχτούσα με την λάμπα
να καίει μέρα-νύχτα και τα παντζούρια κλειστά.
…/…
μουν. Έφυγες. Αν έπεσες μια νύχτα με φεγγάρι
στα τροπικά νερά του Ινδικού να κολυμπήσεις
και χάθηκες, αν άλλαξες όνομα και ζεις μιαν
άλλη ζωή σ’ άλλους τόπους μ’ άλλες γυναίκες
κι άλλες έγνοιες, αν βρήκες ένα ερημονήσι κι
αποφάσισες να ξεφύγεις από το λούκι σου δε με
νοιάζει. Εμένα με νοιάζει που δεν άντεξες, που
δε με κράτησες απ’ το χέρι να μεγαλώσω, που
δε μου ’δωσες την αγάπη σου που την είχα ανά-
γκη, που ακόμα την έχω… μπαμπά…
Ανάθεμα την ώρα…
(Η Λιγεία ανοίγει την Οδύσσεια και κολλάει το πρόσωπό της πάνω στις σελίδες, σα να θέλει να βυθιστεί μέσα σ’ αυτές)
Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβω. Ο πόνος, αυτή η κραυγή στο κεφάλι μου είναι… οι Σειρήνες.
Τί ανόητη που είμαι! Η θάλασσα έστειλε τις Σειρήνες για να με καλέσει, όπως έκανε και με τον πατέρα παλιά…
Οι Σειρήνες με το τραγούδι τους έχουν γλιστρήσει απ’ το κοχύλι στο μυαλό μου και είναι εδώ. Και σκάβουν. Χρόνια τώρα, μου έκαναν πληγές που άρχισαν να αιμορραγούν.
Ξεγελάστηκα. Νόμισα πώς ένα τραγούδι που μας αρέσει είναι ακίνδυνο. Δεν ήξερα…
Το τραγούδι γίνεται κραυγή. Βρίσκει τον άλλο μας εαυτό. Το θαμμένο. Ξυπνά μέσα μας τον πόθο για μιαν άλλη ζωή μακριά απ’ αυτήν που αναγκαζόμαστε να ζούμε κάθε μέρα και δε μας αρέσει και μας συνθλίβει.
Θέλω να ζήσω τη ζωή μου, με μεγάλες ανάσες…
Οι Σειρήνες μου ζητούν να φύγω. Κι εγώ αρνούμαι. Κι όσο αρνούμαι, όσο αντιστέκομαι αυτές θυμώνουν. Το γλυκό τραγούδι τους έγινε νύχτα με νύχτα μια άγρια κραυγή… ένα ουρλιαχτό… δεν έχω λόγια… οι Σειρήνες απόκτησαν σάρκα απ’ τη σάρκα μου… έγιναν ένα στόμα… αδηφάγο… που ουρλιάζει και μου τρώει το μυαλό… βοήθεια!
Θέλω βοήθεια. Ποιος μπορεί να μου τη δώσει; Ποιος μπορεί να παλέψει με τους δαίμονες του άλλου; Με τη δική μου βάσανο;
Λένε, πως οι Σειρήνες έρχονται και ταράζουν τους εφησυχασμένους. Και πως στο κάλεσμα τους κανείς δε μπορεί ν’ αντισταθεί.
Αν κάποιος αντέξει στη στιγμή, ο χρόνος θα τον λυγίσει. Γιατί οι Σειρήνες είναι εκεί και περιμένουν.
Με πιέζουν με δύναμη.
Ξεσηκώνουν το πιο βαθύ μου “εγώ”.
Θέλω να ουρλιάζω.
Απαιτώ την ισορροπία μου….
Θέλω να φύγω.
Θέλω ν’ ανοίξω μια πόρτα στη ζωή μου και να φύγω χωρίς να πάρω μαζί μου τα κλειδιά. Χωρίς εισιτήριο επιστροφής σ’ αυτή τη μίζερη ζωή.
Εσείς τι κάνετε όταν αισθάνεστε τον εαυτό σας να πνίγεται, ν’ ασφυκτιά, κάθε νύχτα όλο και πιο πολύ; Κάθε νύχτα όλο και πιο πολύ;
Είναι στενό το κοστούμι του ρόλου που
μου φόρεσαν. Δε με χωρά πια…
… εκεί…
… έξω απ’ την πόλη είναι το νερό…
… υπάρχει κάπου ένα νησί, καταμεσής στο πέλαγος, που το φυσούν οι άνεμοι, ένα νησί που με περιμένει…
… την αυγή να κολυμπώ στη θάλασσα… να παίζω με τον αφρό… να γελώ… να βουτώ μέχρι το βυθό… να ψάχνω για κοχύλια… όταν τα βρίσκω θα τ’ αγγίζω μόνο, τα κοχύλια ανήκουν στο μεγάλο νερό… να βρέχομαι ως το μεδούλι κάθε μέρα… ν’ αφήνομαι στο κύμα… να διαχέομαι… να γεράσω δίπλα, μέσα στη θάλασσα και να ’χει το δέρμα μου γεύση αλμυρή.
(Η Λιγεία βάζει τον Τρίτωνα σε μια βαλίτσα, φορά μια καμπαρντίνα, βάζει τις μπότες της και ετοιμάζεται να φύγει)
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΝΤΕΛΙΚΑΛΤ
ΕΛΕΝΗ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
FRACTAL 20/05/2020
Αφηγήσεις ντελικάτων γυναικών
Έντεκα χρόνια μετά την έκδοση των μονολόγων Εγώ και μερικές φίλες μου, Γράφημα, 2009, η Αλεξάνδρα Μυλωνά επανέρχεται με τις αφηγήσεις έντεκα γυναικών που δίνουν ραντεβού στην ταράτσα της πολυκατοικίας, όπου συγκατοικούν, ένα καυτό αυγουστιάτικο βράδυ. Γυναίκες απλές, της διπλανής πόρτας και όλων των ηλικιακών αποχρώσεων, από την εφηβεία μέχρι την Τρίτη ηλικία. Γυναίκες που ταλανίζονται από μικρά ή μεγάλα τραύματα της ζωής τους και στροβιλίζονται συνεχώς στον χορό του έρωτα. Από τη δεκαεξάχρονη Πατρίτσια μέχρι την εξηνταεννιάχρονη Άλμα διαβάζουμε συναρπαστικές αφηγήσεις από περιστατικά, σκέψεις και επιθυμίες καταπιεσμένων υπάρξεων.
Η σχέση της έφηβης Πατρίτσια με την κάμερα και την προβολή της ωραιοποιημένης εικόνας της γίνεται αυτοσκοπός. Η Νεφέλη θίγει το θέμα της εικονικής πραγματικότητας των ψηφιοποιημένων συναισθημάτων που μοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Λεοντώ προβληματίζεται για τις σχέσεις των δύο φύλων. Σχέσεις που υπαγορεύονται από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις νόρμες παρωχημένων εποχών που σήμερα καταρρέουν από την απόλυτη αμφισβήτηση της νέας γενιάς. Η Καιτούλα κατηγορεί τον κατά πολύ νεότερο σύντροφό της για καιροσκοπισμό, όταν ο τελευταίος την εγκαταλείπει, και την ίδια στιγμή αρχίζει το κυνήγι της προσωπικής της ευζωίας. Η Αθηνά λίγο πριν κλείσει τα σαράντα αντιστέκεται στις σειρήνες της βιομηχανικής παραγωγής «πλαστικών» εικόνων ομορφιάς και συμφιλιώνεται με τα σημάδια του χρόνου πάνω της. Η Σουλτάνα με αυτοπαρατηρησία ανακαλύπτει ότι το παχύσαρκο κορμί της είναι δημιούργημα των εμμονικών νουθετήσεων και απαγορεύσεων της υπερπροστατευτικής μητέρας της. Η «τραγουδιάρα» Τζόρτζια κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απελπισίας και απόγνωσης λόγω αναδουλειάς, διαπιστώνει ότι δεν έχει κάνει κάτι χρήσιμο για τους άλλους και αποφασίζει έτσι να γίνει δωρήτρια οργάνων. Η Ευανθία συνειδητοποιεί στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της ότι υπέφερε να εθελοτυφλεί στα παραστρατήματα του άντρα της, για να είναι συνεπής στις οικογενειακές αρχές με τις οποίες γαλουχήθηκε, και αποφασίζει να φύγει από την τοξική σχέση. Η Στέλλα έρχεται αντιμέτωπη με τις παρορμητικές αποφάσεις της έφηβης κόρης της και επιδιώκει να τις ελέγξει. Η Γιάννα, με καταγωγή από την Μπουχωρίνα, ένα χωριό του Βοΐου, με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά, προσπαθεί να εκλογικεύσει τα συμπτώματα της Τρίτης ηλικίας, μολονότι δε συμφιλιώνεται ποτέ μ’ αυτήν. Και, τέλος, η Άλμα, η γηραιότερη της πολύχρωμης παρέας, η Alma mater, και συγγραφέας, ακούει τους μονολόγους των άλλων και οργανώνει το παλίμψηστο υλικό της, για να συναρθρώσει και να τιθασεύσει όλες αυτές τις μοναδικές και ιδιότυπες συγχρόνως καταθέσεις ψυχής. Ίσως, να είναι το προσωπείο της συγγραφέως που συμμετέχει με αυτό το εύρημα στη χορεία των γυναικών της ταράτσας.
Κοινό χαρακτηριστικό των γυναικών και μοτίβο των μονολόγων προβάλλεται η επαναστατική διάθεση και πράξη. Όλες, χωρίς εξαίρεση, σπάζουν τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους, εξωτερικής και εσωτερικής, αποκτούν αυτοσυνειδησία και ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο ελευθερίας στο βιβλίο της ζωής τους. Και οι έντεκα αφηγήσεις είναι δομημένες με θεατρικό τρόπο, ώστε να γίνονται ιδανικές τόσο για εκφραστική ανάγνωση και αξιοποίηση στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη σχολική τάξη του Λυκείου όσο και για ποικίλες παραστάσεις-δραματοποιήσεις (π.χ. stand up comedy). Ταυτόχρονα, η γλώσσα του κειμένου προσαρμόζεται φυσιολογικά στην προέλευση και την ηλικία κάθε γυναίκας.
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Μυλωνά είναι διασκεδαστικό και διαβάζεται απνευστί, προσφέροντας χαρούμενες αναγνωστικές στιγμές, ωστόσο αφήνει, ειδικά στο τέλος κάθε επιμέρους αφήγησης, και μια επίγευση μελαγχολίας για όλες τις γυναίκες με τις μικρές ή μεγάλες πληγές που έχει επισωρεύσει πάνω τους η κοινωνία. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ένας κλαυσίγελως πλαισιώνει όλες τις αφηγήσεις αυτών των ξεχωριστών γυναικών και είναι σίγουρο ότι στο πρόσωπο της καθεμιάς θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας, την κόρη, τη μητέρα, την αδελφή, τη φίλη μας, τις γυναίκες της ζωής μας.
ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ
https://www.koukidaki.gr/ 29/8/2020
Βιβλίο όλων των εποχών, αυτή η συμπαθέστατη συλλογή διηγημάτων που στον κατατοπιστικό υπότιτλο αναφέρει ότι πρόκειται για αφηγήσεις γυναικών συντονισμένης ταλάντωσης· ίσως, ερωτικής.
Ως περιγραφή, αρκεί να πούμε ότι δεκατρείς γυναίκες όλων των ηλικιών αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο -άμεσο- τις ιστορίες tης ζωής τους. Βρίσκονται σε μια ταράτσα, νύχτα Αυγούστου με πανσέληνο, και η πόλη τριγύρω παρακολουθεί τους διαδοχικούς μονολόγους με θρησκευτική προσήλωση, με την αρμόζουσα προσοχή κι ευαισθησία·
απομένει να δούμε πώς θα είναι το χειροκρότημα στο τέλος.
Κάπως έτσι Βίωσα την αναγνωστική εμπειρία που μου χάρισαν οι ηρωίδες της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Από την μικρότερη ως την πιο μεγάλη -έτσι «Βγαίνουν», έτσι παίρνουν τον λόγο, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή: ξεκινάς μικρή, γίνεσαι νέα και μεγαλώνεις, μεγαλώνεις, μεγαλώνεις… και όσο προχωράς κι αλλάζεις μαζί αλλάζουν και τα θέματα που σε απασχολούν- εξομολογούνται με ευθυμογραφική διάθεση και στυλ, κάνουν τον απολογισμό
τους, μοιράζονται μυστικά, λάθη, πάθη… Άφιλτρες και εγκάρδιες οι στιγμές που μοιράζονται ως φίλες καρδιάς μα και γροθιάς Βάζοντας χιούμορ αντί για δράμα, σκιαγραφούν τις πίκρες τους χωρίς δάκρυα, μεταλαμπαδεύουν
όμορφα μηνύματα, αυτοπροσδιορίζονται… διαθέτουν την κατάλληλη παραστατικότητα και μιλούν ανοιχτά. Πόνεσαν, πονούν και θα πονούν γιατί έτσι είναι η ζωή -ας μην κοροϊδευόμαστε-, έχει απογοητεύσεις με το τσουβάλι, έχει παγίδες, δράματα…
…Αυτό το κείμενο μού βγήκε πολύ σοβαρό και θα νομίζετε πως πρόκειται για ένα κοινωνικό έργο με Βαρύ -φορτίο»· ορίστε μερικές εύθυμες «στιγμές» από τα τεκταινόμενα για να δείτε και την άλλη όψη: Η Λεοντώ αναρωτιέται άντρες
είναι αυτοί τώρα, μη χέαω;, μια άλλη καταλήγει σ’ όποιον αρέσω! Αυτή η άνθρωπος είμαι!, μια διατροφολόγος ετοιμάζει λουκούλλεια γεύματα στην παχουλή πελάτισσά της και την αναγκάζει να τα τρώει στις συνεδρίες τους, μια -φίλη» καταλήγει πως στον ιντερνετικό κόσμο όσο περισσότερα θαυμαστικά, τόσο mo μπόλικο το ψέμα!, η Πατ γουστάρει τις κάμερες και στήνεται ακόμα και στου ασανσέρ της πολυκατοικίας κι ας μένει στον πρώτο όροφο -προλαβαίνει- και η Γιάννα παραδέχεται πως το έδεσμα σου φέρν’ γουργουκάρδ’ στου λιπτό!
Έτσι είναι οι ιστορίες τους. Αληθινές, άρα φορτισμένες κι αστείες. Τελικά, η Άλμα, δηλαδή η ψυχή (της πολυκατοικίας, του βιβλίου, η αφηγήτρια και η συγγραφέας μαζί) θα κλείσει την αυλαία ολοκληρώνοντας τον κύκλο.
Θα Βρείτε πολλές αναφορές σε ζητήματα διαδικτύου, για άντρες, οικογένεια, ηλικία, κιλά… μοιράζονται πόνους κι απογοητεύσεις, γίνονται αστείες, δραματικές, καυστικές… ρεαλίστριες και ρεαλιστικές. Η όμορφη στρωτή γραφή
της Αλεξάνδρας Μυλωνά γοητεύει και μια όμορφη είσοδος προδιαθέτει και προετοιμάζει τη συνέχεια. Παρά τη μικρή φόρμα θα γοητευτείτε από την ολοκληρωμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και, στο τέλος, θα ανακαλύψετε μια μουσική ως soundtrack να συνοδεύσει το πόνημα.
ΣΗΜ. Τα σκούρα, πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το ΒιΒλίο
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ
https://www.culturebook.gr/ 03/10/2020
Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που συναντιούνται στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, όπως στα άνω δώματα μιας σκέψης; Που κατοικούν σε διαμερίσματα ξέχωρα, του ίδιου κτηρίου, όπως στα κεφάλαια του βιβλίου αυτού; Η συγγραφέας – αφηγήτρια μαζεύει τα λόγια τους στην «ανοιχτή απόχη του λάπτοπ», όπως λέει, από την ταράτσα, όπου βρίσκεται, μέρος ιδανικό για σκέψεις που υπερίπτανται. Οι μικρές τους ηλικίες μεγαλώνουνε, τρυγούν, από την εμπειρία τους, ζωή, σφυρηλατούν μικρά και μεγάλα πάθη. Δοκιμασίες του καθημερινού, βάρη ισόβια. Aναλαμπές μιας σκέψης, καταιγισμοί μιας σχέσης. Αδόκιμα πειράματα και ώριμες αναπολήσεις: όλα μπερδεύονται τρυφερά. Η γραφή της Αλεξάνδρας Μυλωνά τούς δίνει χαρακτήρα και ήθος. Τους μεταφέρει από τις σελίδες ενός βιβλίου, στα φώτα μιας σκηνής, πλάθοντας μαζί και θεατρικούς μονολόγους. Μια ώσμωση θεάτρου και λογοτεχνίας, στη δοκιμή, επάνω, της γραφής.
Ντελικάλτ, Εγώ και μερικές φίλες μου: ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου. Και αν ο τίτλος πυκνώνει αινιγματικά τη σημασία της ευαισθησίας, έρχεται ο υπότιτλος να τον αναπτύξει, δηλώνοντας το πλαίσιο μιας συναισθηματικής σχέσης. Η πρώτη αφηγηματική φωνή της συγγραφέως, εγκαινιάζει μια θεώρηση των πραγμάτων που επιβάλλει απόσταση: παρακολουθεί τα πράγματα από ψηλά. Όταν πέφτει ο ήλιος, ανεβαίνει στο παλιό πλυσταριό της ταράτσας και αφουγκράζεται, το βράδυ, τις δεήσεις των ηρωίδων της που μεταφέρονται με τ’ αεράκι. Βρίσκεται, έτσι, «από πάνω», αν και όχι υπεράνω των ηρωίδων της, αφού συγχρωτίζεται μαζί τους, μοιράζοντάς τους κομμάτια από την ψυχή της. «Μήπως είστε όλες τυχαίες προβολές του εαυτού;» αναρωτιέται στον Επίλογο, όταν ο κουρνιαχτός της σκέψης καταλαγιάζει. Έτσι κι αλλιώς, ο απόηχος της νύχτας, σαν ήχος βαθύτερος της ψυχής, ησυχάζει και παρηγορεί. Τροφοδοτεί το βλέμμα με το ουσιαστικότερο.
Στα κεφάλαια, που τιτλοφορούνται το καθένα και με ένα γυναικείο όνομα, το διευκρινιστικό νούμερο δίπλα, δηλωτικό της ηλικίας τής κάθε ηρωίδας, αθροίζει, με τον τρόπο του, χρόνια και εμπειρίες. Οριοθετεί μια οπτική. Οι άνθρωποι ζουν ανάλογα με την ηλικία τους πρωτίστως. Και οι γυναίκες, που κουβαλούν αδιακρίτως τη δίκη και την καταδίκη τους, (το βιβλίο έχει αφιέρωση «Της ανθρώπου» από τον ομώνυμο τίτλο του ποιήματος της Ζωής Καρέλλη), δοκιμάζονται διπλά: επωμίζονται το φορτίο του ανθρώπου και το πρόσθετο φορτίο, του φύλου. Η αφηγηματική οπτική δεν μένει αδιάφορη σ’ αυτό. Λογαριάζει, επιπλέον, τα καμώματα της εποχής και τους όρους της σύγχρονης ζωής με χιούμορ και ειρωνεία.
Η δεκαεξάχρονη Πατρίσια πειραματίζεται με τις σκόρπιες κάμερες του δρόμου, που της καλλιεργούν την λατρεία της εικόνας του εαυτού, μαζί και τον φόβο της έκθεσης, ενώ οι υποψίες της δεν την εγκαταλείπουν, ακόμα και στις πιο διακριτικές της στιγμές. Το «σέλφι», πρώτο τεκμήριο του πολιτισμού της εικόνας, προβάλλει την επιφάνεια και αναχαιτίζει το βάθος. Και οι άνθρωποι ευθυγραμμίζονται με την απλουστευτική προβολή τους.
Διαφορετική άποψη έχουν οι αναζητήσεις της Νεφέλης, στον επόμενο ηλικιακό σταθμό των 21 χρόνων, με την ξεκάθαρη κριτική της στην υπεραπλούστευση της επικοινωνίας και την έκπτωση της γλώσσας των κοινωνικών δικτύων. Η κωδικοποιημένη επαφή βαραίνει την καρδιά. Ευαίσθητος δείκτης του ανικανοποίητου η νέα κοπέλα αναζητά το περισσότερο η σύγχρονη αγραμματοσύνη είναι μαζί και απλούστευση της σκέψης και η Νεφέλη δεν ευθυγραμμίζεται με αυτό.
Η Λεοντώ, των 28 χρόνων, καταγγέλλει δυναμικά το ήθος του σύγχρονου αρσενικού, που δεν της πάει. Η σύγχρονη σημειολογία του άντρα κάνει τις παλιές ωραίες αξίες του λευκού πουκάμισου και του υφασμάτινου παντελονιού να δείχνουν ιδιαιτέρως ελκυστικές, συγγενεύοντας εκλεκτά με τη σοφία ενός κλασικού πνεύματος. Το «ΚΤΕΟ του έρωτα», όπως σημειώνει η Λεοντώ, δεν μπορεί να το περάσει ο καθένας.
Το βίωμα της αγάπης ως απάτης μεταφέρει και η τριανταεξάχρονη Καιτούλα, που εκφράζει, μέσα από το ματαιωμένο της αίσθημα, το ματαιόπονο της ελληνικής κοινωνίας να οικοδομήσει στον αέρα με τον αέρα. Η απάτη των άδειων κουφωμάτων της πολυκατοικίας, που της έκανε ο θείος του αγαπημένου της, άφησαν στην καρδιά της κενό. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο με τις συναισθηματικές της άμυνες που είναι χτισμένες γερά: το θράσος του Θράσου την οχυρώνει σε ένα είδος επεξεργασμένου θυμού. Η Καιτούλα θα βρει τον τρόπο της να παρηγορηθεί.
Στο κατώφλι μιας μεταβατικής ηλικιακής καμπής, η τριανταεννιάχρονη Αθηνά θα ξεγλιστρήσει από τις δαγκάνες της βιομηχανίας της ομορφιάς με επιτυχία: η προσπάθεια να της πουλήσουν νεότητα και ωραιότητα θα συγκρουστεί με την υγιή αντίστασή της. Μήπως η νεότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό; Μια αέναη αναζήτηση της ουσίας, η καλλιέργεια μιας ποιότητας ζωής αδιατίμητης που φέρνει ικανοποίηση και ισορροπία.
Ανάλογη αντίσταση προβάλει και η Σουλτάνα, στα 45 της, που αντιμετωπίζει την ήρεμη βία της διαιτολόγου. Η Σουλτάνα γίνεται θύμα μιας διαδικασίας χειραγώγησης με παράλογα στοιχεία που αγγίζουν τα όρια του κωμικού παραλόγου. Η τροφή, ωστόσο, είναι η ανάμνηση της μάνας και η Σουλτάνα από τη μια, δικαιώνεται, αλλά από την άλλη, πέφτει θύμα των ίδιων της των λόγων: η διπλή αυτή οπτική της αφήγησης εμπλουτίζει τα φανερά και κρυφά μηνύματα της ιστορίας.
Την αφηγηματική έκπληξη καλλιεργεί και ο μονόλογος της «Τζόρτζια 48», που αναπτύσσει την ιδιαιτερότητα ενός προσωπικού λόγου: «Ε, λοιπόν, το φιλοσό. Το έψαξα, το βρήκα, το ζύγισα, το αποφά ». Η λαϊκή τραγουδίστρια Τζόρτζια αυτοσχεδιάζει τον λόγο της και η γλώσσα αποκτά κοινωνική υπογραφή. Έχει μια αυτάρκεια στη θλίψη της, ένα καλοπελεκημένο κουράγιο μπροστά στις δυσκολίες που συναπαντά και οι δυσκολίες φτιάχνουν την αντίστασή της.
Διαφορετική, αλλά εξίσου προσωπική είναι και η έκφραση της πενηνταδιάχρονης Ευανθίας. Το οικογενειακό μυστικό της ερωμένης του άντρα της δεν της αφήνει ψευδαισθήσεις και, στην αρχή του μονολόγου, η κοντή ανάσα του λόγου κάνει το ύφος της γραφής υπαινικτικότερο. Είναι η περίπτωση, όπου η κοινωνική κρίση ευνοεί την προσωπική ζωή: χάνοντας τα οφέλη της η ερωμένη αποσύρεται και Ευανθία διαπραγματεύεται τον καημό της αμυντικά. Τα συναισθηματικά της όπλα τη βοηθούν να ανταπεξέλθει – οι ηρωίδες του βιβλίου παρουσιάζονται και ως ηρωίδες της ζωής.
Η Στέλλα, από την άλλη, χρονών 56, αναγκάζεται να ξεβολευτεί, φιλοξενώντας έναν ουρανοκατέβατο Πολωνό με παράξενα γούστα, μια φιλική γνωριμία της κόρης της. Όταν αυτός αποκαλεί τη μάνα «αισθησιακή γυναίκα» θίγει τον καθωσπρεπισμό της και η πουριτανική ευθιξία της Στέλλας αποκτά έκφραση κωμική: παίρνει ένα όπλο αεροβόλο από την ντουλάπα της και ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Για τη Στέλλα, το κομπλιμέντο είναι προσβολή.
Στην αφήγηση της εξηντατριάχρονης Γιάννας, ο λόγος της γραφής μπολιάζεται δυναμικά. Η προφορικότητα και ο χείμαρρος της έκφρασης διαπυρώνουν στο έπακρο το υλικό της γλώσσας. Η ιδιόλεκτος της Μακεδονικής τοπιολαλιάς ανακατεύεται με σύγχρονα γλωσσικά στοιχεία, η προσωπική έκφραση αποθεώνεται ως μοναδική. Η Γιάννα μιλώντας δημιουργεί: οχυρώνει τον χαρακτήρα της στην ευρηματικότητα του ζωντανού της λόγου.
Οι μονόλογοι του βιβλίου κλείνουν με τα σχόλια της Άλμας, της συγγραφέως των αφηγήσεων. Ο ηλικιακός της δείκτης, 69+, κατατοπιστικός σαν καταστάλαγμα και υπαινικτικά ερωτικός, γίνεται το ήσυχο φίλτρο των σκέψεων και των ιδεών που ανακατεύονται με το ταραγμένο βίωμα της ζωής και απογειώνονται το βράδυ σε μια στοχαστική ταράτσα. Η μαρτυρία της, το λυρικό απόσταγμα του προβληματισμού της, λειτουργεί ως κάδρο της αφήγησης του βιβλίου, αφήγηση που ανοίγει και κλείνει με τα λόγια της. Όταν οι άνθρωποι κοιμούνται, τα όνειρα ξαγρυπνούν Ειδικά, τα όνειρα μιας ζωής τρικυμισμένης. Ο μονόλογος μιας γυναίκας, που μοιράζεται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα της, ανοίγει διάλογο με την εποχή της.
Το αφήγημα της Αλεξάνδρας Μυλωνά, βαθιά σύγχρονο, μεταφέρει τους κλυδωνισμούς της εποχής μέσα από την εύθραυστη ματιά του γυναικείου βλέμματος. Και αν, όπως λένε, δεν υπάρχει γυναικεία γραφή, υπάρχει ωστόσο πάντα μια γυναίκα που γράφει.
Πώς τα πας με την απώλεια;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
bookpress 22/2/2019
Η ανάγκη να εμβαθύνω στο είδος της πεζογραφίας που υπηρετεί η νέα συλλογή διηγημάτων της Αλεξάνδρας Μυλωνά Πώς τα πας με την απώλεια; (φίλης από το Λύκειο της Σχολής Αναβρύτων την οποία είχα χάσει και ξανα-ανακάλυψα πρόσφατα με τις ιδιότητες της πεζογράφου, της ηθοποιού, της δραματουργού, της διδάσκουσας θέατρο και της ποιήτριας), με κάνει να ανατρέξω, ως πρόσφορο έδαφος, στην πολύ γνωστή συζήτηση δύο επιφανών εκπροσώπων της Γενιάς του ’30: στον Διάλογο για την ποίηση που γίνεται (μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά) μεταξύ του καθηγητή φιλοσοφίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.
Κατηγορεί τη νέα ποίηση ότι «παρεισδύει σ’ αυτήν ένα στοιχείο νοηματικής ασάφειας που επιβάλλει σε κάθε αναγνώστη ένα προσωπικό έργο συμπλήρωσης κατά τη δική του διάθεση, και έτσι υποβάλλει […] μιαν εντελώς υποκειμενική και γι’ αυτό και συχνά επικίνδυνα απατηλήν αισθητική εντύπωση».
Τον Απρίλιο του 1938 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με το άρθρο του «Πριν το ξεκίνημα» στο περιοδικό Προπύλαια, επιτίθεται στους κριτικούς λογοτεχνίας που έχουν περιορισμένη ή μονόπλευρη φιλοσοφική μόρφωση (και μάλιστα, μονόπλευρη φιλοσοφική γερμανική μόρφωση, όπως λέει), καταλογίζοντάς τους ότι αναζητούν φιλοσοφικά νοήματα στην ποίηση, σε αντίθεση με το «αισθητικό της νόημα που δηλώνεται […] με την τάξη των εικόνων, με την τάξη των έλλογων νοημάτων, με το πάθος, όσο και με τα έλλογα νοήματα τα ίδια· όχι με το νόημα μονάχα, αλλά με την πλαστικότητα της εκφραστικής μορφής» (σ.σ. «με τον ήχο, με τον ρυθμό, με το χρώμα…»).
Αλλάζοντας τη στόχευσή του όμως, στη συνέχεια στρέφεται κατά της «πρωτοποριακής κίνησης των νεώτατων λογοτεχνών» (ένας από τους οποίους είναι και ο Σεφέρης), υποστηρίζοντας ότι «στον αγώνα για την επικράτηση έλλογων ή άλογων ποιητικών στοιχείων στο πλαίσιο του καθαρού ποιητικού λόγου […] πρόθεσή της είναι να μεταθέσει την ποίηση σε μια περιοχή όπου ο ειρμός γίνεται χαλαρός, αμφίβολος, και σε ακραίες εκδηλώσεις ανύπαρκτος, όπου το αισθητικό νόημα και το έλλογο νόημα όχι μόνο διαφέρουν, διατηρώντας κάποιαν επαφή, όπως συνέβαινε πάντα στην ποίηση ως τώρα, αλλά τείνουν πια να χωριστούν έτσι θεμελιακά ώστε το έλλογο νόημα να γίνει εντελώς ανύπαρκτο». Κατηγορεί τη νέα ποίηση ότι «παρεισδύει σ’ αυτήν ένα στοιχείο νοηματικής ασάφειας που επιβάλλει σε κάθε αναγνώστη ένα προσωπικό έργο συμπλήρωσης κατά τη δική του διάθεση, και έτσι υποβάλλει […] μιαν εντελώς υποκειμενική και γι’ αυτό και συχνά επικίνδυνα απατηλήν αισθητική εντύπωση». Και καταλήγει ότι «Με αυτήν την τάση να καταλυθεί η αντικειμενικότητα του νοήματος είναι φυσικά συνδεδεμένη και η στροφή προς την αντιλογική, μάλιστα την εκκεντρικήν έκφραση. Χρειάζεται μια καινούργια τεχνική, θα έλεγα μια καινούργια γραμματική, μια νέα ποιητική γλώσσα, για να δοθεί ακριβώς αδρότερη η εντύπωση του άλογου […] που καταλήγει να γίνεται ένα είδος γλωσσικής ταχυδακτυλουργίας».
Το δοκίμιο αυτό αναγκάζει τον Γιώργο Σεφέρη, έναν εκ των νέων ποιητών (έχει ήδη εκδώσει τη Στροφή το 1931, τη Στέρνα το 1932, το Μυθιστόρημα το 1935 και τη Γυμνοπαιδία το 1936), προσωπικό φίλο και αδελφό της γυναίκας του Τσάτσου, να απαντήσει, με δύο διαδοχικά άρθρα του στο περιοδικό Νέα Γράμματα («Διάλογος πάνω στην ποίηση», 1938, τχ. 8-9, και «Δεύτερος διάλογος ή μάλλον μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939, τχ. 1-3). Στο δεύτερο –και εκτενέστερο– άρθρο του απ’ αυτά, ο Σεφέρης εισάγει για πρώτη φορά μια έννοια που δεν απαντάται ούτε μια φορά στα δοκίμια του Τσάτσου, τόσο σ’ αυτό του Απριλίου 1938, όσο και σ’ αυτό του Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1938, προσπαθώντας να λύσει το αδιέξοδο της ανάλυσης του πρώτου: την έννοια της συγκίνησης («Άκουσα ένα έργο του Igor Markevitch και ένα άλλο του Alman Berg. Το πρώτο μ’ ενδιέφερε χωρίς να με συγκινήσει· το δεύτερο με συγκίνησε» γράφει).
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορούν μας συγκινούν στη ζωή, γράφει ο Σεφέρης («Μια πέτρα, ένα έπιπλο, ένα χρονικό άλλου καιρού, μόνο επειδή μας φέρνει ένα μήνυμα από τα περασμένα, επειδή μακραίνει με κάποιον τρόπο τη ζωή μας ως τα περασμένα…»), αντιδιαστέλλοντας την έννοια της «καλλιτεχνικής ή αισθητικής συγκίνησης» που μεταδίδει το έργο τέχνης από όλες τις άλλες αξιόλογες μορφές συγκίνησης. Υιοθετεί τον ορισμό του Ι.Α. Richards ότι «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Και αναπτύσσει το επιχείρημά του ότι «η ποίηση δεν έχει αλλάξει ως προς τον σκοπό της· εξακολουθεί πάντα να επιδιώκει τη διοχέτευση του ποιητικού αισθήματος στους ακροατές της, με τα πιο αποτελεσματικά μέσα που μπορεί να διαθέσει τη στιγμή του ποιητή».
Ωστόσο, «Η αντικειμενικότητα της τέχνης δεν εξαρτάται μόνο από τον τεχνίτη, εξαρτάται και από το ακροατήριό του. Όσο το ακροατήριο έχει περισσότερα κοινά συναισθηματικά δεδομένα, τόσο η “αντικειμενικότητα” είναι πλατύτερη» γράφει, προοικονομώντας τη φιλοσοφία της σύγχρονης τέχνης του Άρθουρ Ντάντο. Φέρνει σαν παράδειγμα την αρχαία ελληνική τραγωδία, σε μια εποχή όπου «ανάμεσα στον ποιητή και το ακροατήριο υπάρχει μια σιωπηλή συναισθηματική συμφωνία, η μυθολογική πίστη». Και εξηγεί ότι η «αντικειμενικότητα της παλαιάς τέχνης ήταν μεγαλύτερη γιατί ήταν δυνατόν να στηριχθεί σε κοινά συναισθηματικά δεδομένα που δεν υπάρχουν στον καιρό μας. […] Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, οι ποιητές νόμισαν πως ήταν καλύτερο ν’ απευθύνονται στους λίγους, γιατί έτσι μόνο μπορούσαν να κάνουν τελειότερη δουλειά». («Αν πραγματικά κατάφεραν να κάνουν την καλύτερη δουλειά που μπορούσε να γίνει στην εποχή τους –όχι σε άλλες εποχές– κανείς από μας, νομίζω, δεν θα είχε να πει τίποτε, τουλάχιστον εναντίον των ποιητών, που για το μικρό τους ακροατήριο δεν ήταν μήτε περισσότερο αλλά και μήτε λιγότερο αντικειμενικοί από τους τεχνίτες άλλων αιώνων» γράφει, απαντώντας στις κατηγορίες περί υποκειμενικής και απατηλής αισθητικής εντύπωσης του Τσάτσου).
Η φυσική θεατρικότητα των αφηγημάτων της, προϊόν της εξοικείωσής της με το θέατρο, συμφύεται, μορφικά, με στοιχεία εσωτερικού μονολόγου οδηγώντας σε επαναλήψεις, διακοπές, πρωθύστερα και αναδιπλασιασμούς, διαγράφοντας τη ροή των συναισθημάτων, περισσότερο, και λιγότερο αυτή των σκέψεων.
Η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας είναι το μέσο για να προσεγγίσουμε τα δεκαπέντε σύντομα αφηγήματα (προτιμώ τον χαρακτηρισμό από το διηγήματα) του βιβλίου της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Η μορφή τους επιφυλάσσει αρκετές ελευθερίες ως προς τα χαρακτηριστικά τους: ορισμένα έχουν τη μορφή μικροαφηγήματος, έκτασης μόλις μιάμισης σελίδας, ενώ άλλα είναι μικροί διάλογοι· τα περισσότερα χρησιμοποιούν τριτοπρόσωπη αφήγηση, ορισμένα όμως είναι γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη, αποτελώντας μονολόγους, κ.ο.κ. Γράφοντάς τα, η Μυλωνά αναγνωρίζει τις οφειλές της στους προγενέστερους αλλά και τους σύγχρονούς της Θεσσαλονικιούς συγγραφείς (τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου, τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, αλλά και τον Κοροβίνη, τον Σκαμπαρδώνη, τον Τόλη Νικηφόρου, την Κούλα Αδαλόγλου, τον Τάσο Χατζητάτση και τη Μαρία Κουγιουμτζή), συγγραφείς που κατονομάζονται ως αντικείμενα αναγνωστικής επιθυμίας στο αφήγημα «Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ παρακαλώ. Ένα ακόμα».
Η φυσική θεατρικότητα των αφηγημάτων της, προϊόν της εξοικείωσής της με το θέατρο, συμφύεται, μορφικά, με στοιχεία εσωτερικού μονολόγου (ή συνειδησιακής ροής, όπως λ.χ. στα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ), οδηγώντας σε επαναλήψεις, διακοπές, πρωθύστερα και αναδιπλασιασμούς, διαγράφοντας τη ροή των συναισθημάτων, περισσότερο, και λιγότερο αυτή των σκέψεων. Τα κομμάτια της μοιάζουν έτσι μ’ ένα άτακτο, και μολαταύτα δραστικό αεράκι που φυσάει πάνω απ’ τη συνείδηση των πρωταγωνιστών της. Οι ήρωες της Μυλωνά είναι γνώριμοί της. Επίσης, συνδέονται μεταξύ τους, όπως λέει και ο τίτλος, με κάποιου είδους απώλεια: θάνατο αγαπημένου προσώπου, απώλεια περιουσίας, διακοπή οικογενειακών ή συγγενικών δεσμών, απώλεια της λογικής (όπως στην περίπτωση του φόνου για λόγους ερωτικού πάθους), απώλεια της νιότης, απώλεια μιας παρολίγον καριέρας, απώλεια ενός αγαπημένου ρούχου, απώλεια της ειλικρίνειας, ακόμα και απώλεια του σπιτιού και της πατρίδας, στην περίπτωση των προσφύγων.
Το πένθος τους γίνεται πάθος τους: αντικειμενοποιείται (το αγαπημένο αντικείμενο γίνεται αντικείμενο πένθους), δεν μετατρέπεται όμως ποτέ σε μελαγχολία, όπως παρατηρεί πολύ σωστά ο Φρόιντ στο ομότιτλο δοκίμιό του Πένθος και Μελαγχολία, του 1915 («Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από βαθιά ψυχική οδύνη, αδιαφορία για τον εξωτερικό κόσμο, απώλεια της ικανότητας για αγάπη, αναστολή εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου, μείωση της αυτοεκτίμησης. Το πένθος παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από ένα· απουσιάζει η απώλεια του αισθήματος αυτοεκτίμησης» […] «Σε τι συνίσταται λοιπόν η εργασία που επιτελεί το πένθος; To αγαπημένο αντικείμενο δεν υπάρχει πια και γι’ αυτό δίνεται η εντολή να αποσυρθεί όλη η λίμπιντο από τις συνδέσεις της μ’ αυτό. Απέναντι σ’ αυτό εγείρεται μια ευνόητη αντίσταση – μπορούμε να παρατηρήσουμε γενικά ότι ο άνθρωπος είναι απρόθυμος να εγκαταλείψει μια θέση που έχει καταλάβει η λίμπιντο, ακόμα και όταν η αναπλήρωση του κενού είναι αναμενόμενη. Αυτή η επιθυμία είναι τόσο έντονη, ώστε να σημειωθεί μια αποστροφή από την πραγματικότητα και μια προσήλωση στο αντικείμενο στο πλαίσιο μιας παραισθητικής ή ψυχωτικής επιθυμίας». (ό.π.)
Σκοπός της Μυλωνά, δημιουργώντας τις ιστορίες της, είναι να στοιχειοθετήσει όχι την τραγωδία, αλλά τη χαρμολύπη (ένα χαμόγελο αχνοφέγγει ακόμα και στις πιο οδυνηρές περιγραφές γεγονότων, στον σχεδιασμό των προσώπων της).
Σκοπός της Μυλωνά, δημιουργώντας τις ιστορίες της, είναι να στοιχειοθετήσει όχι την τραγωδία, αλλά τη χαρμολύπη (ένα χαμόγελο αχνοφέγγει ακόμα και στις πιο οδυνηρές περιγραφές γεγονότων, στον σχεδιασμό των προσώπων της). Καταρχάς μέσα από τη σχεδόν αναρχική εκφραστικότητα των κειμένων της: Όλα αφηγημένα με άνεση, αέρα, ταχύτητα, υψηλής έντασης προφορικότητα, αμεσότητα και ρεαλιστική πιστότητα. Κατά δεύτερον, με το περιεχόμενό τους. Πέρα από την απώλεια, οι ιστορίες της είναι άλλο τόσο ιστορίες παρουσίας και ανα-πλήρωσης, άρα πληρότητας: ο επιχειρηματίας που καταστράφηκε οικονομικά μαθαίνει να χορεύει ποντιακούς χορούς πριν δώσει τέλος στη ζωή του· η χήρα του περισπούδαστου μουσικού αποφασίζει, μετά τον θάνατό του, να μάθει να τραγουδάει ρεμπέτικα· η γυναίκα που έχασε τον άντρα της από ατύχημα, και που χάνει και τον γιο της, επιθυμεί παρόλα αυτά να νιώσει η ίδια τη δαιμονική δύναμη της μηχανής· η ευθυτενής γυναίκα που τα παιδιά της μεγάλωσαν στέκεται στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου – κι ας μην έχει λεφτά ν’ αγοράσει βιβλία· και η ατμόσφαιρα της παλιάς φοιτητικής ζωής αναπλάθεται στο σπίτι του νεκρού νεαρού εραστή μέσα απ’ τους πίνακες του φίλου του – ζωγράφου που έχει ζωγραφίσει ερήμην της την κοπέλα. Ακόμα κι ο φονιάς από έρωτα –ιδίως αυτός– βρίσκεται σε σύγχυση: ζητάει συγγνώμη από το θύμα του και συνεχίζει να του μιλάει σαν να είναι αθώος στη συνείδησή του.
Ένας άγγελος χαρμολύπης (ή αίσθημα συνειδητότητας) υπερίπταται πάνω από το ψηφιδωτό ιστοριών της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Η ενσυναίσθηση και η λεπτή οικονομία της συγκίνησης είναι οι έννοιες-κλειδιά για την πρόσκτησή του.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
DIASTIXO 20/8/2018
Αφήνω χαραμάδες στον χρόνο,
γυρνώ πίσω.
Βρίσκω αυτά που ξέχασα
κι άλλα που δεν έγιναν.
Φτιάχνω ιστορίες
εκεί που οι ψυχές συναντιούνται.
Η Αλεξάνδρα Μυλωνά προλογίζει με αυτές τις φράσεις τη συλλογή διηγημάτων της και ταυτόχρονα δίνει και έναν από τους καλύτερους ορισμούς της γραφής. Η νοσταλγία και η αναπόληση, η μυθοπλασία και, βέβαια, η κατάθεση της ψυχής του συγγραφέα που προσπαθεί να αγγίξει την ψυχή του αναγνώστη περιγράφουν με μεγάλη ακρίβεια την περιπέτεια της γραφής. Όμως, δεν ξέρω αν ο όρος «συλλογή διηγημάτων» αποδίδει σωστά αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο. Με την έννοια ότι παρεμβάλλονται ποιητικά σπαράγματα, θεατρικοί μονόλογοι και διάλογοι, ακόμα και μουσική υπόκρουση με συγκεκριμένα τραγούδια που ανάλογα με την ατμόσφαιρα προτείνει η συγγραφέας και παρεισφρέουν στα διηγήματα, χωρίς όμως αυτά να χαλαρώσουν τη δομή του βιβλίου, αντίθετα εντείνοντας την αφήγηση, δημιουργώντας συναισθηματική φόρτιση και αυξάνοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Υπάρχει ένας αφηγητής, ο οποίος συνέχεια μπαίνει και βγαίνει από ρόλους, σχολιάζει μέσα σε παρενθέσεις, γίνεται άλλοτε απόμακρος και αποστασιοποιημένος και άλλοτε συναισθηματικός και τρυφερός, άλλοτε συμμετέχει και άλλοτε απλώς περιγράφει από την κλειδαρότρυπα. Υπάρχει επίσης μία ποιήτρια που την κατάλληλη στιγμή, όπως ο χορός στην αρχαία τραγωδία, συνοψίζει και μεταφέρει το κλίμα αλλά και την ουσία και στοχεύει κατευθείαν στο συναίσθημα. Υπάρχει σκηνικό, ηθοποιοί, ρόλοι, πρόσωπα που γλιστρούν μέσα στις σελίδες. Υπάρχει συγκίνηση.
Είναι λάθος να διαβάσει κανείς κάθε διήγημα ξεχωριστά. Υπάρχει μία ενότητα και ένας ρυθμός που διέπουν όλο το αφήγημα, έτσι ώστε ανεξάρτητα αν αυτό το βιβλίο περιέχει διηγήματα που αυτόνομα δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα οργανικό σώμα, μία ενιαία οντότητα πολύ ζωντανή και πολύ ρευστή, ακριβώς γιατί συνδυάζει πολλά είδη γραφής.
Αυτό το βιβλίο συνδυάζει δύο ιδιότητες. Η ανάλαφρη και στριφογυριστή γραφή του το βοηθάει να πετάξει στον ουρανό ως αερόστατο, ταυτόχρονα όμως η θεματολογία των διηγημάτων του του δίνει βάθος και μεγάλο ειδικό βάρος και το στέλνει υποβρύχια στη θάλασσα των συναισθημάτων του αναγνώστη. Η ματιά της Αλεξάνδρας Μυλωνά είναι κοινωνική με όλη τη διάσταση της λέξης. Και νοσταλγική. Τρυφερή και σκληρή μαζί.
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΥΤΗ
Οι νεκροί δεν είναι φαντάσματα, αλλά ολογράμματα που παίρνουν ενεργό μέρος στην πλοκή των διηγημάτων της ενότητας, είναι η προβολή των συναισθημάτων της αφηγήτριας, είναι ζωντανοί ακόμα γι’ αυτήν, είναι κομμάτι της. Είναι το πρόσωπο της νοσταλγίας. Τρία διηγήματα σ’ αυτή την ενότητα. Ας τα δούμε αναλυτικά.
«Όχι, δεν μπορώ να ξεφύγω. Πέτρα»: Ο Στέργιος από την Ελασσόνα, τ’ αγόρι με τα θλιμμένα μάτια που ανέβηκε στην ταράτσα επειδή ήθελε να δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει και ακούστηκε μετά ένας γδούπος που έκοψε το διήγημα στα δύο, το τότε και το τώρα, η νοσταλγία μίας εποχής ιδεαλισμού, αθωότητας, ελπίδας και συντροφικής αλληλεγγύης σε αντιδιαστολή με το τώρα, στοιχειωμένο ακόμα από το τότε, η μορφή της πρώτης αγάπης που συγκατοικεί σιωπηλά πια με τον μετανάστη Αλεξέι Φιλόνοφ και που μέσα από αυτόν ζωγραφίζει τη μορφή της αφηγήτριας ξανά και ξανά στους τοίχους. (Ακόμα και οι τίτλοι είναι μικρά ποιήματα.)
«Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. Ένα ακόμα»: Πίνοντας σε ένα φλιτζάνι με χοντρά χείλια τη νοσταλγία για μία ολόκληρη εποχή, για διαβάσματα, βιβλία, βιβλιοπωλεία. Ενώ τα αρχαία σπλάχνα της πόλης αποκαλύπτουν τις μνήμες πληγές και σιωπούν. Αναφορά στην πλατεία Ναυαρίνου, στο βιβλιοπωλείο Κεντρί, σε λογοτέχνες της πόλης. Φασματικές μορφές, όπως αυτή του αγαπημένου που σκοτώθηκε καβάλα στη μηχανή του, στοιχειώνουν την αφηγήτρια που στο τέλος του διηγήματος επιστρέφει στη μεσόκοπη συμβατική γκρίζα ζωή του τώρα.
Η ιστορία της Ρένας, Ρηνιώς, που τραγουδάει ακόμα στα κρασοπουλιά, νεκρή κι αυτή από χρόνια, στο διήγημα «Εσύ για σένα». Μέσα σε παρένθεση στο τέλος του διηγήματος η αγαπητική σχέση της με τη συγγραφέα. Η παρότρυνσή της προς αυτήν: «Ζήσε, κούκλα μου, όσο μπορείς, ζήσε τώρα, όσο μπορείς για σένα. Εσύ για σένα».
Η αφηγήτρια στα τρία αυτά διηγήματα έχει πρόσωπο. Είναι Αυτή. Αναπολεί, νοσταλγεί, ανασυνθέτει.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΥΤΟΣ
Στην ενότητα αυτή, η συγγραφέας παρατηρεί και καταγράφει. Έχει φύγει από την προσωπική αφήγηση, όπου εμπλέκεται άμεσα. Και σ’ αυτή την ενότητα όμως παίρνει θέση. Δεν περιγράφει τα περιστατικά που συγκροτούν τον μύθο αμέτοχα, ούτε αδιάφορα. Αντίθετα, διαισθανόμαστε μία συμπάθεια της Μυλωνά για τους χαρακτήρες της, θύματα όλοι των περιστάσεων, της κρίσης, της ωμής πραγματικότητας που έρχεται σε σύγκρουση με τον έρωτα, τα όνειρα, τους πόθους τους. Ούτε αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα. Μέσα από το θεατρικό και το ποιητικό στοιχείο που παρεμβάλλεται, μεταβάλλει τα διηγήματα σε πρωτότυπες συνθέσεις, που συναρπάζουν.
Στο πρώτο διήγημα της ενότητας, με τίτλο «Αίμα στο βλέμμα», ένα έγκλημα πάθους κυριαρχεί σε ένα διήγημα σύνθεση, η ρυθμική επανάληψη λέξεων, η γλώσσα αριστοτεχνική, γλαφυρή, αποσπασματική όταν χρειάζεται: «Γιατί μου το ’κανες αυτό, γιατί; Γιατί;» Τη χτύπησε. Στον λαιμό/ Στην καρδιά./ Στην κοιλιά./ «Μάτωνε τώρα, σκύλα, μάτωνε…»/ Στην κοιλιά./ Στην κοιλιά./ Στην κοιλιά./ Στην κοιλιά./ Στην κοιλιά.» Και μέσα σε παρένθεση το ποιητικό στοιχείο: (Εσύ που από ένα σημάδι γραπώνεσαι,/ εσύ που από μια παραδοχή θεριεύεις,/ εσύ που μια χαραμάδα φεγγαριού ξεχύνεσαι/ και ζυγιάζεσαι στο κενό, ελέησόν με!). Όλα εκτυλίσσονται κάτω από την απειλή ενός κόκκινου σύννεφου. Red, red cloud.
Στο διήγημα «Μόνο τικ. Μονό», όλη η κρίση ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός μεσόκοπου πτωχευμένου άντρα, ο ρυθμός της διήγησης ακολουθεί την κίνηση του εύσαρκου κορμιού του, καθώς η πλοκή εξελίσσεται μέχρι που αυτός στο τέλος, μέσα από τον χορό, δραπετεύει στο παρχάρ των ονείρων του. Ενώ στο τρίτο διήγημα, «Όλα στη σκηνή» (χωρίς χειροκρότημα), η Μυλωνά δεν περιορίζεται να αφηγηθεί συμβατικά την ιστορία του Σεργκέι Πέτροβιτς, μετανάστη από τη Μόσχα, που ύστερα από σκληρή δουλειά σακάτεψε το πόδι του ενώ δούλευε σε οικοδομή και αναγκάστηκε να μετατρέψει το έμφυτο ταλέντο του στην ηθοποιία σε παράσταση επαιτείας, με σκηνικό ένα λεωφορείο. Η συγγραφέας, μέσω αυτής της ιστορίας, βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει αυτό που η ίδια ως ηθοποιός και σκηνοθέτις πολύ καλά γνωρίζει. Το στοίχειωμα δηλαδή του ηθοποιού από τις φωνές που πρέπει να ακούσει για να μπορέσει να υποδυθεί. Μέσα από την τραγική ιστορία του χαρακτήρα της, ξεδιπλώνεται και μία μελέτη για το τι ακριβώς σημαίνει ηθοποιός και πόσο βαθιά πρέπει αυτός να αφουγκράζεται. Παρενθέσεις που περικλείουν εκμυστηρεύσεις, το κλείσιμο του ματιού της προς τον αναγνώστη, σχόλια που αναδεικνύουν ή επεξηγούν, συμβάλλουν στη ζωντανή μορφή και στην κινητικότητα των κειμένων.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΥΤΟΙ Ή Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Σ’ αυτή την ενότητα, τα διηγήματα πραγματεύονται την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Σπαρακτική η ιστορία μίας μάνας και του γιου της, διανθισμένη πάλι από ποιητικά εδάφια, από παρενθέσεις και σχόλια της αφηγήτριας, που έτσι δηλώνει τη συμμετοχή της στο δράμα που εκτυλίσσεται στο διήγημα «Τον κουβαλούσε μέσα του».
Πολύ έξυπνα η Μυλωνά κόβει την τελευταία λέξη του τίτλου του διηγήματος με μία παύλα στο διήγημα «Κουβάρι η ψυχή που ξετυλίγεται πριν απο–». Και έτσι αριστοτεχνικά μάς εισάγει στο παραμιλητό μιας γριάς που ψυχορραγεί μέσα σε μία κλινική και καλεί την κόρη της, η οποία την έχει εγκαταλείψει. Η συγγραφέας όμως επιλέγει ως αφηγήτρια της ιστορίας μία άλλη γυναίκα από το διπλανό κρεβάτι, για την πνευματική διαύγεια της οποίας μας κάνει έντεχνα να αμφιβάλλουμε, αφού και αυτή συνέχεια υποστηρίζει ότι θα έρθουν οι συγγενείς της να την πάρουν γιατί έχει αποθεραπευτεί. Την πιστεύετε; Μας ρωτά πάλι μέσα από μία παρένθεση η συγγραφέας, διαχωρίζοντας τη θέση της ως νοήμων παρατηρητής από την αφηγήτρια. (Προσέξτε το παιχνίδι ρόλων.) Τελικά, μέσα από την ενσυναίσθηση αλλά και από μία σχεδόν μεταφυσική πνευματική επικοινωνία, που εξελίσσεται κάτω από την επιφάνεια του διηγήματος, η αφηγήτρια της ιστορίας αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη σχέση της κόρης με τη γριά που πεθαίνει δίπλα της και την αλήθεια, το μυστικό που κρύβεται από πίσω. Έτσι ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας με αριστοτεχνικό νομίζω το εύρημα της Μυλωνά.
Στο τρίτο διήγημα αυτής της ενότητας, με τίτλο «Χρονικό πωλείται;», αυτή τη φορά το σημείο στίξης στον τίτλο είναι το ερωτηματικό. Το διήγημα αυτό έχει τη μορφή εσωτερικού θεατρικού μονολόγου, αφού ο αφηγητής –κύριος Δημήτρης– μέσα από τον διάλογο με τους υποψήφιους αγοραστές στους οποίους δείχνει το σπίτι που θέλει να πουλήσει, μέσα από φανταστικές στιχομυθίες μαζί τους, αλλά και μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζει τα διάφορα δωμάτια συνδέοντάς τα με την αφήγηση της ιστορίας κάθε μέλους της οικογένειας, καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τη συγκινητική του φόρτιση, τη νοσταλγία και τη μοναξιά του, ώστε στο τέλος αντιλαμβανόμαστε το πρόσχημα και τη δικαιολογία. Στο διήγημα «Αντιστροφές», χωρισμένο σε τρία μέρη, τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, στο πρώτο η σορός ενός νεκρού σ’ ένα νοσοκομείο, η σκληρή αντιμετώπιση των νοσοκόμων, γιατρών και νεκροθαφτών μπροστά στον καθημερινό θάνατο, στο δεύτερο μέρος η αφήγηση μέσα από τα μάτια της γυναίκας του γιου του νεκρού στη βεράντα του σπιτιού, μπροστά στους ανοιχτούς λάκκους του μετρό, όπου ένας γιγάντιος εκσκαφέας διώχνει τα πουλιά, φράσεις μέσα σε παρενθέσεις, επιστρέφει ο νεκρός, δεν επιστρέφει, αυταπόδεικτη αλήθεια, θα ποτίζει τώρα αυτή τα λουλούδια ή δεν θα τα ποτίζει, όλα τα ενδεχόμενα της πλοκής, και στο τρίτο μέρος η σχέση με τον γιο μέσα σε παρένθεση πάλι η σκέψη του (Σχεδόν τον ακούω: «Πόσα δεν είπαμε γι’ αυτά που είπαμε, μπαμπά, και μας πόνεσαν και μας χώρισαν και–»).
Εδώ να σημειώσουμε πόσο ενδιαφέρουσα είναι αυτή η αποσπασματική αφήγηση σε τρία μέρη και η ανασύνθεση πλοκής και νοήματος, που δεν εμποδίζει όμως καθόλου την κατανόηση του κειμένου. Σύγχρονη η γραφή της Αλεξάνδρας Μυλωνά, που όμως δεν το παρακάνει με τον μοντερνισμό της και καταφέρνει να διατηρήσει αναλλοίωτο το συναίσθημα, γεγονός που γίνεται απόλυτα φανερό και στο επόμενο διήγημα, με τίτλο «Ρωγμή», που θα το χαρακτήριζα πεζοποίημα, αφού διακρίνει κανείς όλα τα χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής, δηλαδή το νεφελώδες πλαίσιο, τη ρωγμή στην πραγματικότητα, το φαντασιακό υπόστρωμα, τη μεταφορά και την αλληγορία και το οποίο όμως εμπεριέχει μία σειρά ερωταπαντήσεων μεταξύ μητέρας και κόρης, που δίνουν τον δικό τους ρυθμό στο κείμενο. Και εδώ, όπως και σε όλα τα διηγήματα αυτής της κατηγορίας που ασχολούνται με τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, κυρίαρχη θέση κατέχει η σχέση μητέρας και κόρης.
Σχέση μάνας-κόρης και στο επόμενο διήγημα, «Η μάνα της, όχι αυτή», όπου πρωταγωνιστεί ένα λευκό φουστάνι, ένα βεραμάν φουστάνι και η σπαρακτική σχέση ανάμεσά τους, η προβολή των ονείρων της μητέρας που δεν κατάφερε να γίνει η ίδια ηθοποιός, αλλά είχε τη χαρά να καμαρώσει την κόρη της, που εκπλήρωσε το όνειρό της. Πάλι και εδώ η αφήγηση τέμνεται, ανασυντίθεται και επιτυγχάνει τη μέγιστη συγκίνηση του αναγνώστη. Ένα μικρό θεατρικό το επόμενο διήγημα, με τίτλο «Στον δρόμο», που θα μπορούσε να προέρχεται και από ένα έργο του Μπέκετ, με δύο απόκληρες γυναίκες, πάλι σχέση μάνας με κόρη, με ατόφιους τους διαλόγους και την απαραίτητη ποιητική ματιά της συγγραφέα να κλείνει το διήγημα με παρένθεση. Θεατρικό και το επόμενο διήγημα, με τίτλο «Έξοδος». Τέσσερις γυναίκες με νυχτικιά σε μια κλινική, μία επισκέπτρια η αφηγήτρια, μία νοσοκόμος. Οι γυναίκες υποφέρουν από άνοια και αυτό φαίνεται μέσα από τους διαλόγους, ανεξερεύνητος ακόμα ο ρόλος της αφηγήτριας εγώ, αφήνεται στη δημιουργική φαντασία κάθε αναγνώστη. Παρ’ όλη την τραγικότητά του ή ίσως εξαιτίας της, το διήγημα είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί μία ελαφρά θυμηδία στον αναγνώστη και θα μπορούσε να ενταχθεί στο είδος της κωμωδίας. Στο «Απόψε», το σκηνικό πάλι οικείο από προηγούμενα διηγήματα, μία θεία με τον μικρανιψιό της, η τελευταία της παράσταση στο σαλόνι των ασθενών, η τελευταία μαύρη νυχτικιά, ο τελευταίος τραγικός χορός, τρίζουν κάτω από την επιδέξια πένα της Μυλωνά. Σκληρό και τρυφερό αυτό το διήγημα, και πάλι μία εκμυστήρευση στο τέλος, το κλείσιμο του ματιού, αυτό το διήγημα με περίμενε χρόνια τώρα να το γράψω. Και το τελευταίο διήγημα αυτής της ενότητας, το τελευταίο αυτής της συλλογής.
«Άχθος – Όταν ο πόλεμος μας βρήκε ξανά»: ο καλύτερος τρόπος νομίζω να κλείσει αυτή η συλλογή, ίσως το πιο δυνατό και συγκινητικό διήγημα όλου του βιβλίου. Μία ιστορία ξενιτεμού και προσφυγιάς και απώλειας, που έρχεται να δέσει με όλες τις άλλες απώλειες των υπόλοιπων διηγημάτων. Πάλι με τη μορφή των διαλόγων. Και πάλι με τη μορφή της συγκίνησης. Ένα διήγημα που ολοκληρώνει την κοινωνική ματιά της Αλεξάνδρας Μυλωνά και τη διευρύνει.
alejandra milonaΚαι στο τέλος του βιβλίου, ο τέλειος επίλογος. Ο μόνος που πραγματικά θα ταίριαζε σε ένα τέτοιο βιβλίο. Ένα πρωτότυπο σημείωμα, η συγγραφέας δίνει μία μικρή παράσταση για τους αναγνώστες της. Μόνο που το χειροκρότημα το δίνει ο αναγνώστης όχι στο τέλος, αλλά σε όλη τη διάρκεια αυτού του έξυπνου, πρωτότυπου, θεατρικού, ποιητικού, καλογραμμένου, συγκινητικού βιβλίου, που εισάγει ένα νέο στιλ γραφής. Θα τελειώσω με τα λόγια της:
Όλα τα πρόσωπά μου είμαι εγώ.
Σας παρακαλώ όμως –
μη χρησιμοποιήσετε ποτέ τον όρο
αυτοβιογραφία,
δεν με καλύπτει.
Οι ήρωές μου είναι ηθοποιοί.
Σκηνή τους
ο μαύρος χώρος πίσω απ’ τα κλειστά
βλέφαρα,
όταν παίζουν για μένα
και το λευκό χαρτί για σας,
τους αναγνώστες.
ΕΛΕΝΗ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
FRACTAL 02/05/2018
Ιστορίες ψυχών
Ιστορίες ψυχών, απλών, καθημερινών, που εξομολογούνται τον πόνο τους για την απώλεια που τόσο τούς στιγμάτισε. Κι αυτό το κάνουν με έναν ιδιαίτερα θεατρικό τρόπο, με ένα μονόλογο λυτρωτικό αλλά και με διάλογο κοφτό, με αφήγηση, με περιγραφή και όλα αυτά με κοινή συνισταμένη τη σωτηρία τους. Τη σωτηρία της ψυχής…
Στις ιστορίες της Αλεξάνδρας Μυλωνά συναντώνται άνθρωποι τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο όμοιοι, με κοινούς πόθους, αντιλήψεις, όνειρα και πάθη. Άνθρωποι που περιπλανώνται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης κυρίως, και επιθυμούν να υπερκεράσουν την απώλεια της νιότης, της αγάπης, των ονείρων, της πατρίδας τους, των δικών τους ανθρώπων.
Μέσα σε όλα τα διηγήματα με διακριτικό τρόπο κινείται η συγγραφέας και σκηνοθέτις που μοιάζει να δίνει, με μία εκκωφαντική σιωπή, οδηγίες στους ήρωες-ηθοποιούς, προκειμένου να ενσαρκώσουν τον ρόλο τους, αλλά συγχρόνως κάνει και την αυτοκριτική της για όσα βίωσε ή δεν βίωσε, έγραψε ή ήθελε να γράψει (αυτό το διήγημα με περίμενε χρόνια τώρα να το γράψω, σελ. 128 )
Οι ιστορίες των κειμένων παρουσιάζονται μέσα σε μία αχρονία, μολονότι παρέχονται διάσπαρτοι ορισμένοι χρονικοί εντοπισμοί, που καλούνται οι αναγνώστες να αποκωδικοποιήσουν. Ο τόπος είναι, συνήθως, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης, που συνδέονται άρρηκτα με τους ήρωες και τη ζωή τους, αλλά και άλλοι ανοιχτοί και κλειστοί χώροι χωρίς χωρικό εντοπισμό. Τα αφηγημένα περιστατικά και η παρουσίασή τους δίνουν την εντύπωση καταγραφών της συγγραφέως μετά από διεισδυτικές παρατηρήσεις στο συγγραφικό σημειωματάριο. Πολύ συχνά, μάλιστα, η εστίαση στα συμβάντα και στα υποκείμενά τους μοιάζει με συνεικόνα από φωτογραφικές αποτυπώσεις ενσταντανέ της καθημερινότητας των ηρώων.
Ο λόγος είναι λιτός, σε αντιστοιχία με τα μικρής έκτασης κείμενα, και συγχρόνως θεατρικός με πολλές και διαφορετικές προεκτάσεις που τίθενται στην ευχέρεια του αναγνώστη. Έτσι, τα σύντομα κείμενα προσλαμβάνονται με ποικίλους τρόπους και πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογες του βιωματικού και αναγνωστικού υπόβαθρου.
Οι μικρές φόρμες, ακόμη, μπορούν να αξιοποιηθούν σε εκπαιδευτικά διδακτικά σενάρια τόσο κατά τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας, και ειδικότερα της θεματικής ενότητας των φύλων στη λογοτεχνία (παράδειγμα το Μόνο τικ. Μονό) παρέχοντας έτσι την ευκαιρία για εμπλουτισμό των λογοτεχνικών κειμένων που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και φέρνοντας τους μαθητές σε αναστροφή με σύγχρονα και εγκλιματισμένα στα νέα δεδομένα της ζωής κείμενα.
Ειδικότερα, τα ευσύνοπτα δημιουργικά κείμενα με κεντρικό θεματικό πυρήνα την απώλεια, μια λέξη-μοτίβο που επαναλαμβάνεται ρυθμικά και σημειολογικά, που προκαλεί το άχθος και την οδύνη, μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα για παραγωγή ανάλογων πρωτότυπων κειμένων στο πλαίσιο της Δημιουργικής Γραφής, είτε με την ίδια θεματική και με μια παραμυθητική διάσταση, είτε με τη διαμετρικά αντίθετή της, δηλαδή την απόκτηση ή διατήρηση και την παρεπόμενη χαρά και επιβεβαίωση και με μία εμψυχωτική διάσταση. Επίσης, τα κείμενα μπορούν να λειτουργήσουν στη σχολική πράξη και ως θεατρικά σενάρια για αυτόνομες ή σπονδυλωτές δραματοποιήσεις, ενταγμένες στα μαθήματα της Λογοτεχνίας και της Θεατρολογίας.
Συνοψίζοντας, εκτός από την αισθητική απόλαυση και τον προβληματισμό για την απώλεια, που μάς επιδαψιλεύουν τα κείμενα της Αλεξάνδρας Μυλωνά, έχουν και ένα χρηστικό χαρακτήρα, που ως εκπαιδευτικός τον εισπράττω άμεσα, με μεγάλη χαρά αλλά και με δημιουργική έμπνευση, ώστε να αξιοποιηθούν σε διδακτικά σενάρια με διαφορετικές στοχοθεσίες και να εξυπηρετήσουν πολλούς παιδαγωγικούς σκοπούς, εκ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι η φιλαναγνωσία και η αγάπη για τη Λογοτεχνία και το Θέατρο.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΙΒΕΤΙΔΟΥ
Περιοδικό “Θευθ”, τχ. 8, Δεκέμβριος 2018
ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Επικοινωνιακή χειρονομία; Διερευνητική ματιά στον συνομιλητή-αναγνώστη; Αίτημα συνομολόγησης σε κοινή κατάθεση ψυχής; Είναι ερωτήματα που βάζει το αινιγματικό εξώφυλλο της τελευταίας συλλογής διηγημάτων της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Από τη γωνιά του εξωφύλλου ένα επίμονο, ερευνητικό βλέμμα μάς καθηλώνει, ξεπροβάλλοντας κλεφτά σαν πίσω από κλειστή αυλαία
μέσα από μια τούφα μαλλιών. Ζωηρή η χρωματικότητα και τραχιές οι πινελιές του πίνακα αναπαριστούν διακριτικά τη σφοδρότητα του συναισθήματος της απώλειας και το καταθλιπτικό περιεχόμενο, αμβλύνοντας την προσοχή μας στον επικοινωνιακό τίτλο, ο οποίος με ευθεία ερώτηση ζητά να ερεθίσει το ενδιαφέρον μας. Αποκομμένη, καθώς είναι, από πορτραίτο της συγγραφέως (έργο ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Αρώνη πληροφορεί το αυτί του εξωφύλλου), η εικόνα φαίνεται να υποστηρίζει αυτοβιογραφική διήγηση. Και η Μυλωνά, διαισθανόμενη τον «ορατό κίνδυνο», προλαβαίνει την «παρεξήγηση». «Όλα τα πρόσωπά μου είμαι εγώ. / Σας παρακαλώ όμως /
μη χρησιμοποιήσετε ποτέ τον όρο αυτοβιογραφία, / δεν με καλύπτει», σημειώνει στην τελευταία σελίδα.
Αναρωτιόμαστε αν δεν πρόκειται για μια ευφυέστατα στημένη πλεκτάνη, ένα παραπλανητικό τέχνασμα, το οποίο απολαμβάνει η καλή γνώστρια της σκηνικής τέχνης, θολώνοντας τα νερά, αφού στο λευκό πρωτοσέλιδο του βιβλίου μάς είχε εμπιστευθεί το μυστικό της γραφής της: «Βρίσκω αυτά που ξέχασα / κι άλλα που δεν έγιναν». Αυτοβιογραφία; Μυθοπλασία; Στοχασμός πάνω στον χρόνο; Απολογισμός ζωής; Οι πολλαπλές απορίες που γεννιούνται στο περικείμενο της συλλογής προκαλούν για μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία.
Με τη βεβαιότητα ότι το επώδυνο αίσθημα της απώλειας είναι ζήτημα καθολικό, η συγγραφέας αποζητά με λέξεις και εικόνα έναν σιωπηρό διάλογο μαζί μας και μας προσκαλεί στη μέθεξη με τον κόσμο των ηρώων της. «Φτιάχνω ιστορίες / εκεί που οι ψυχές συναντιούνται», εξομολογείται. Παραβιάζοντας τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, οι βιωμένες ή επινοημένες μικροϊστορίες της αποτυπώνουν εσωτερικά τοπία πόνου απλών, συνηθισμένων λαϊκών ανθρώπων, συχνά περασμένης ηλικίας, γι’ αυτό που δεν υπάρχει πια. «Αυτή», «Αυτός», «Αυτοί ή η οικογένεια», οι τρεις ενότητες της συλλογής αγκαλιάζουν τον καθένα και όλους μας. Αν η μνημονική λειτουργία λειτουργεί σε καθεστώς μοναξιάς, αν η αναστολή δράσης ευνοεί την επιστροφή στον χρόνο, τα πρόσωπα βιώνουν μια έντονη εσωστρέφεια, κατασκευάζοντας μια πλασματική πραγματικότητα. Σπίτια, αντικείμενα, φορέματα αποκτούν ζωή και γίνονται όχημα επικοινωνίας για να μπορούν οι ήρωες να ξανασμίξουν με αυτούς που έφυγαν, με αυτά που χάθηκαν.
Η Μυλωνά σκύβει πάνω στα πρόσωπά της με συμπάθεια, με συμπόνια και λεπτό χιούμορ, δίχως συναισθηματική υπερβολή για τις ζυμωμένες με δάκρια ζωές τους – σημειώνω την αχνή λεπτομέρεια ίχνους δακρύων στο περίγραμμα του ματιού στο εξώφυλλο. Δίπλα στις νεανικές μνήμες του ποιητικού εγώ, ξετυλίγονται μπροστά μας οι θλιβερές ιστορίες της Ανατολής, της Ρένας, του Σάκη, του Βασίλη, του ρώσου Σεργκέι Πέτροβιτς, του εβραίου Ααρών, της Κατερίνας, της γιαγιάς Υακίνθης, του κυρ-Δημήτρη, των ζητιάνων Ντόντο, Λούσυ, Ρίκο, των ψυχικά διαταραγμένων A, Β, X, Ψ, της υπερήλικης Άριας, μαζί με νοσταλγικές εικόνες της μάνας και του πατέρα. Κατάθεση ψυχής τα διηγήματα, με βιωμένη ή μη την αλήθεια τους, επιβουλεύονται την ταυτότητα του γραφέα, θέτουν ερωτήματα για το κρίσιμο ζήτημα του «ποιος γράφει;» και προβάλλουν από θεωρητική άποψη το καίριο θέμα της ετερότητας. Γιατί το υποκείμενο της γραφής μη όντας ένα «πλήρως συνειδητό εγώ» θα αφήσει μέσα στις λέξεις κρυμμένες εικόνες του εαυτού να βγουν προς τα έξω. Γιατί αυτός που γράφει είναι πάντα ένας άλλος. Και ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα έχει την τύχη να περιπλανηθεί σε δικά του ανεξιχνίαστα μονοπάτια.
Απωθημένες στη μάζα της λήθης οι εικόνες του παρελθόντος διεκδικούν με δύναμη την παρουσία τους στις σελίδες του βιβλίου και, δίπλα στο προσωπικό άλγος της απώλειας, διατηρούν τη συλλογική μνήμη της χαμένης εποχής στις γειτονιές της πόλης, ενώ αγγίζουν το παρόν της δύσκολης καθημερινότητας της κρίσης και της προσφυγιάς. Διασώζοντας γεγονότα της νιότης, το ποιητικό υποκείμενο χαρτογραφεί την πόλη της Θεσσαλονίκης, πριν μερικές δεκαετίες, κατονομάζοντας δρόμους, πλατείες -Πλατεία Ναυαρίνου, οδός Δημητρίου Γούναρη- καταστήματα, και αναβιώνει μια περασμένη εποχή μέσα από ονόματα γνωστών μας ποιητών. Το ανέμελο,
νεανικό «τότε», με Αναγνωστάκη, Ασλάνογλου, Ιωάννου, Χριστιανόπουλο, δίπλα στο δυσβάσταχτο «τώρα», με Κοροβίνη, Σκαμπαρδώνη, Νικηφόρου, Αδαλόγλου, Κουγιουμτζή, στριμώχνονται στο Κεντρί -μια σταλιά βιβλιοπωλείο στην πλατεία Ναυαρίνου- απέναντι από τα αρχαία σπλάχνα που σιωπηλά παρακολουθούν τα περάσματα των ανθρώπων και το κύλισμα του χρόνου. Μουσικές νότες του Σαββόπουλου, των Doors, των Deep Purple «ακούγονται» νοσταλγικά, ξεπηδώντας από τη χαραμάδα που άνοιξε μέσα της η Μυλωνά, συνυπογράφοντας «εικόνες, στιγμές, λόγια, θραύσματα ζωής».
Υπακούοντας στην αυστηρή προειδοποίηση του Πίτερ Μπρουκ «ο διάβολος είναι η πλήξη», η συγγραφέας αποζητά μεθοδικά την επικοινωνία με τον αναγνώστη, οργανώνοντας ένα διαδραστικό παιχνίδι μαζί του και αναδεικνύοντας τη μικρή φόρμα σε ευαίσθητο εργαλείο ανίχνευσης του εαυτού και του άλλου. Πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, η αφήγηση εμβολίζεται από απορίες, σχολιασμούς, ανεβάζει τη συναισθηματική φόρτιση και διεγείρει την απεικονιστική μας λειτουργία -«Πώς γκρίζαραν τα μαλλιά της έρμης γυναίκας έτσι με μιας, μέσα σ’ ένα απόγευμα, πώς;» (σ. 71). Γίνεται έτσι η λευκή σελίδα
ο φιλόξενος αποδέκτης όλης της περιπλοκότητας της σκέψης κατά τη διαδικασία της γραφής, όλων των ανταγωνιστικών εικόνων, όλων εκείνων των φωνών που βουίζουν στην κρανιακή κοιλότητα του γραφέα σε μία
εμφυλιακή πολεμική κατάσταση, όλων των συναισθημάτων που ζωντανεύουν στο σώμα του, διεκδικώντας το πέρασμά τους στο χαρτί. «Αυτό το διήγημα με περίμενε, χρόνια τώρα, να το γράψω», μας εκμυστηρεύεται στο τέλος μιας ιστορίας. Είναι σίγουρο ότι η Μυλωνά συνγράφει παρέα με μια μεγάλη συντροφιά προσώπων, αναμνήσεων, μυθοπλαστικών προκλήσεων, όπου ο αναγνώστης έχει τιμητική θέση. Η γραφή της είναι μια φιλική χειρονομία για να μοιραστεί μαζί μας την αναπόφευκτη, βίαιη εμπειρία.
Πού να βρω τώρα τις λέξεις να εξηγήσω,
πώς να χωρέσω όλο το πριν και την πα-
ρόρμηση της στιγμής σε μια φράση, δεν
προλαβαί- (σ. 14)
Πλαγιογραμμένα στη δεύτερη κιόλας σελίδα του βιβλίου σαν εσωτερικός μονόλογος, τα παραπάνω λόγια ομολογούν την απόγνωση του γραφέα που, χαμένος στη χώρα των λέξεων, ψάχνει τρόπους να πει το πένθος της
απώλειας. Αναφορές στη γλώσσα -«Γλώσσα μισή, ανισόρροπη», «χαμένες λέξεις»- επανάληψη στερητικών λέξεων -«χωρίς»— φανερώνουν ότι η λύση για την Μυλωνά βρίσκεται τελικά στην πολύ προσωπική διαχείριση της γλώσσας, η οποία στιγματίζει την αφηγηματική τεχνική της. Εμφυσώντας ζωή στις λέξεις, χρησιμοποιώντας τη γραφιστική, τις ποικιλομορφίες της έντυπης αποτύπωσης, μετουσιώνει το οδυνηρό συναίσθημα, και με ανεξάντλητα τεχνάσματα πετυχαίνει τη σωματοποίηση του λόγου. Ζωντανός, προφορικός, ο λόγος της αναπνέει, κινείται και πεθαίνει πάνω στο χαρτί, κουβαλώντας το
βαρύ φορτίο. Υφασμένα στον ιστό της οδύνης, τα διηγήματα ξαφνιάζουν ευχάριστα με την αφηγηματική και υφολογική τους ευρηματικότητα, καθώς το αίσθημα της απουσίας διοχετεύεται στο σώμα των λέξεων, ώστε μέσα
από τη γλωσσική αλλοίωση να καταδεικνύεται η αδυναμία τους να πουν το ανείπωτο. Αφήνοντας φράσεις ή λέξεις ανολοκλήρωτες —«πώς να μην;»— ακρωτηριάζοντας συλλαβές ή παραλείποντας ολόκληρες λέξεις -«κουβάρι
η ψυχή που ξετυλίγεται πριν από»— απεικονίζεται τυπογραφικά το κενό που αφήνει η απουσία, και παίρνει μορφή και υπόσταση η χιλιοειπωμένη φράση: «δεν μπορώ να σου το πω με λόγια». Σωματοποιώντας τον λόγο και
καταστρέφοντάς τον με ιδιαίτερο τρόπο, πετυχαίνει η συγγραφέας την απόδοση του αισθήματος της απώλειας που οι πανίσχυρες λέξεις αδυνατούν να πουν, ενώ μεγεθύνει την παρεμβατική παρουσία του γραφέα δίπλα στα
πρόσωπά του.
Συμπαγές υπόστρωμα, όπου διηθίζεται ο αφηγηματικός λόγος, η θεατρική παιδεία της Μυλωνά υποστηρίζει ευδιάκριτα τα επεισόδια, κάνοντας την ανάγνωση να μεταλλάσσεται σε ακρόαση και θέαση, τη στιγμή που το βλέμμα μας διατρέχει τις τυπωμένες λέξεις. Γίνεται η σελίδα θεατρικό σανίδι, όπου παίζεται το παιχνίδι του θανάτου μπρος στα μάτια της φαντασίας μας. Και η αινιγματική ματιά από την άκρη του εξωφύλλου μάς παρακολουθεί διαρκώς, κρυφοκοιτάζοντας, ενώ λειτουργεί σαν επίκληση του βλέμματός μας. Ζωντανός και δόλιος ο λόγος των διηγημάτων θα μπορούσε να διεκδικήσει τη
σκηνή με την ιδιότητα του θεατρικού μονόλογου, ενταγμένος στο σύγχρονο δράμα το οποίο δανείζεται νέες αφηγηματικές φόρμες από τον χώρο της ποίησης, στραμμένο σταθερά στην ενδό-υποκειμενικότητα. Με άλλα λόγια η γραφή των διηγημάτων συνυφαίνεται με το ποιητικό θέατρο λόγου, αναδεικνύοντας περίτεχνα το αθέατο τοπίο του αισθήματος της απώλειας για προσφιλή μας πρόσωπα, αγαπημένα σπίτια, νεανικές διαδρομές, χαμένες πατρίδες, χαμένες ζωές, διαστέλλοντας ταυτόχρονα τον πάσχοντα έσω χώρο στο μεταλλαγμένο αστικό τοπίο της πόλης μας. Και καθώς το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο, η αναζήτηση του χαμένου μάχεται τη λησμοσύνη, ξανακερδίζει εικόνες και πρόσωπα και σταλάζει μια γλυκιά πικρία στο κλείσιμο του βιβλίου.
Σε βαθιά χοάνη βουτάει την πένα της η Αλεξάνδρα Μυλωνά, προσηλωμένη καθώς είναι στο σκοτεινό, συγκεχυμένο μέσα των ηρώων και το εσύ του παραλήπτη-συνομιλητή. Εύληπτη και μυστηριώδης η γραφή της, εσωστρεφής και επικοινωνιακή, κρύβει και αποκαλύπτει, προσηλωμένη αδιάλειπτα στον αποδέκτη της, καλώντας τον σε εγρήγορση και μέθεξη στην απίθανη πλεκτάνη που έχει στήσει γύρω από την ανυπόφερτη απώλεια. Με θαμπές τις μνήμες της αγαπημένης Θεσσαλονίκης ή με ζωντανές τις σημερινές ντροπιαστικές εικόνες του ανθρωπιστικού δράματος θα περιπλανηθεί ο αναγνώστης στις σκονισμένες διαδρομές της πόλης -ίσως κάποιοι αναβιώσουν νεανικά ερωτικά σκιρτήματα, ανησυχίες, φιλίες, χωρισμούς, απογοητεύσεις, μέσα από ρωγμές και ρήγματα του ανεξιχνίαστου, απρόβλεπτου εγώ- θα παρακολουθήσει τους ήρωες-ηθοποιούς στις διαδοχικές ιστορίες τους, και θα νιώσει ένα παράξενα γοητευτικό αίσθημα απόλαυσης μιας εθελούσιας εξαπάτησης, αφού έχει συμμετάσχει σε μια καλοστημένη, σπονδυλωτή παράσταση θεάτρου «σκιών»:
Οι ήρωές μου είναι ηθοποιοί.
Σκηνή τους
ο μαύρος χώρος
πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα,
όταν παίζουν για μένα
και το λευκό χαρτί για σας,
τους αναγνώστες.
.
ΕΓΩ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΙΛΕΣ ΜΟΥ
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
(Ιούλιος 2009)
Η Αλεξάνδρα και οι 27 φίλες της
Λέγεται ότι ο Οκταβιανός, πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας (από 27 π.Χ. ως 14 μ.Χ.), την ώρα που εξέπνεε στράφηκε στους φίλους του, να ρωτήσει εάν είχε παίξει καλά τον ρόλο του «στη σκηνή της ζωής» (minium vitae). Αμέσως μετά, απαγγέλλοντας τον συνήθη επίλογο των ελληνιστικών κωμωδιών, τους “κάλεσε να χειροκροτήσουν την έξοδό του -«τω παιγνίω δότε κρότον και πάντες ημάς μετά χαράς παραπέμψατε»\ Για το τέλος της τελευταίας συζύγου του, της Λιβίας, δεν έχουν παραδοθεί ανάλογες λεπτομέρειες. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι διέπρεψε σε δηλητηριώδεις σκηνοθεσίες, που
παρέκαμψαν πολλούς διαδόχους και οδήγησαν στον θρόνο τον Νέρωνα.
Ίσως η πιο σημαντική από τις πολυσυζητημένες διαφορές ανδρών-γυναικών να έγκειται εκεί: ότι οι άνδρες βλέπουν τη ζωή σαν θέατρο, ενώ οι γυναίκες το θέατρο σαν ζωή.
Εκτός από το να εξηγεί την όποια ευσυγκινησία των γυναικών, αυτό, εξηγεί, ενδεχομένως, και την πρωτοβουλία της Αλεξάνδρας Μυλωνά: να πάρει τη φόρμα των σύντομων θεατρικών μονολόγων και να τη μετατρέψει σε φωνές αληθινών γυναικών. Έτσι κι αλλιώς, τυπωμένοι σε καθημερινή εφημερίδα (με μία μόνο εξαίρεση, στο τέλος, που επιβεβαιώνει τη γνήσια θεατρική τους ταυτότητα), οι μονόλογοι έχουν κάτι από χρονογράφημα και κάτι από άμεσο, δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Άλλοτε εκμυστηρεύσεις απελπισίας κι άλλοτε
αυτάρεσκες ομολογίες εγκλήματος, άλλοτε εχέμυθες καταγραφές σε ημερολόγιο κι άλλοτε άνοιγμα καρδιάς σε φίλη, συνιστούν απολύτως πραγματικές συνθήκες γυναικείας ζωής: δουλειά, νοικοκυριό, εξαρτήσεις από
οικογένεια και προετοιμασίες για ανανεωμένες εξαρτήσεις από την οικογένεια που οι ίδιες θα δημιουργήσουν, άγχος για κάποια παραπανίσια κιλά, πίκρα για το περίσσευμα τρυφερότητας που ο σύζυγος ή ο εραστής δεν εννοούν να δείξουν, μέριμνα για παιδιά που θα εκπληρώσουν ό,τι έχουν στερηθεί οι μάνες ή για παιδιά που πρέπει να απολαύσουν όσα τα κοινωνικά στερεότυπα επιβάλλουν στις μάνες να προσφέρουν στα παιδιά τους -έστω κι αν αυτά δεν τα χρειάζονται ή οι μάνες δεν την εννοούν έτσι την προσφορά.
Ένα αμάλγαμα φωνών απολύτως θεατρικό -δηλαδή απολύτως αυθεντικό- το οποίο αναδεικνύει μεγάλο φάσμα των αφανών σταυρών που κουβαλούν οι γυναίκες της σημερινής Ελλάδας, ημεδαπές ή αλλοδαπές. Συχνά συγκινητικό, ενίοτε εύθυμο και πάντα ολοζώντανο απαιτεί, σχεδόν χορωδιακά, ό,τι μία από
τις φωνές ζητά με παρρησία από τη συγγραφέα: «Μη με κρίνεις αυστηρά… Μη φάω ήττα κι από σένα. Γυναίκα είσαι, ξέρεις. Καταλαβαίνεις…»
Και ως άνδρας μπορεί κανείς, ίσως, να καταλάβει. Να καταλάβει την ιδιότυπη δυστυχία που, παρά τους εκδημοκρατισμούς και τις ισότητες της εποχής μας, δεν έχει πάψει να δυναστεύει κάθε γυναίκα χωριστά.
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον τρόπο της», έγραφε ο Τολστόι, αρχίζοντας να παρουσιάζει την ιδιότυπη δυστυχία της κυρίας Καρένινα.
Με τα βιβλία συμβαίνει το αντίθετο: όλα τα κακά βιβλία μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε καλό βιβλίο είναι καλό με τον τρόπο του.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
«Νήματα της γραφής, πτυχές κειμένων (Ρώμη 2019)
Διαλέγοντας προσεχτικά λέξεις και οπτική
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Μυλωνά Εγώ και μερικές φίλες μου περιλαμβάνει 27 ιστορίες-μονολάγους γυναικών. Kάθε μονόλογος έχει ως τίτλο το όνομα της γυναίκας και δίπλα ένα αριθμό, την ηλικία της, για παράδειγμα: «Χρυσώ, 18». Από κάτω υπάρχει υπότιτλος σε πρώτο πρόσωπο, που αποτελεί ένα
σχόλιο της αφηγήτριας, ή αλλιώς το στίγμα της ιστορίας της.
Θα επισημάνω ορισμένα από τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου και της γραφής της Μυλωνά, στήνοντας μια εισαγωγή
και έναν επίλογο στο ύφος των μονολόγων της.
Τίτλος: Αλεξάνδρα
Υπότιτλος: Στήνω απόχη και μαζεύω λέξεις – και την ψυχή σας
Αλεξάνδρα. Παρακαλώ, προσέξτε. Παίρνει τις λέξεις σας, την έκφρασή σας. Ακόμα, καθώς κάθεται στο παγκάκι της στάσης λεωφορείου, είμαι σίγουρη πως ρίχνει κλεφτές ματιές στο μήνυμα που γράφετε στο κινητό σας. Σκαρώνει ιστορίες όμορφες ιστορίες είναι αλήθεια.
Όταν πρωτοπήρα στα χέρια μου το βιβλίο, τι γίνεται, είπα ένα βιβλίο πάλι για γυναίκες, που κάθονται με μια φίλη τους και λένε τα καθημερινά τους, και ο σύζυγος και ο εραστής και πώς να τον αποκτήσετε… Μετά, διάβασα. Και με άρπαξε το πρώτο κείμενο και με πήγε αλλού. Στο κείμενο με πήγε δηλαδή, στην ίδια τη γραφή. Μονόλογοι. Θεατρικοί ή για απλή ανάγνωση, για συζήτηση και επεξεργασία ή απλώς για απόλαυση, λογοτεχνικοί μονόλογοι. Καθένας και μια πολύ καλή ψυχογραφία γυναίκας. Που αυτοπαρουσιάζεται, διαλέγοντας
εκείνη τη στιγμή και τον χρόνο, σκηνοθετώντας δηλαδή εκείνη την περίσταση της «αποκάλυψης» σε μια άλλη γυναίκα. Επισημαίνω από την πρώτη στιγμή το ύφος, που πηγαίνει γάντι σε κάθε γυναίκα, θα επανέλθω στη συνέχεια. Είναι δύσκολο είδος οι μονόλογοι. Γιατί το ίδιο πρόσωπο πρέπει να δώσει όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες, για να γίνει κατανοητή η ιστορία, χωρίς πλατειασμούς, χωρίς να γίνει βαρετή η αφήγηση. Και, το κυριότερο, πρέπει να επιλέξει το σημείο της εκκίνησης, να παρουσιάσει την περίσταση με την οπτική που επιλέγει, ώστε να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αν το κείμενο διαβάζεται, του ακροατή-κοινού, αν παίζεται θεατρικά.
Ας αρχίσουμε από τον τίτλο: Εγώ και μερικές φίλες μου. Εγώ. Ποια εγώ; Η συγγραφέας αλλά και η αφηγήτρια, η αφηγήτρια Αλεξάνδρα που λέγαμε. Όλα είναι ρόλοι. Οι φωνές χωνεύουν η μια μέσα στην άλλη, καθώς και τα πρόσωπα. Εμείς τη Φίλη ακούμε, όποια και να είναι. Και να είμαστε βέβαιος
η φίλη αφηγήτρια συγγραφέας έχει βάλει κομμάτια από τον εαυτό της σε όλες τις άλλες γυναίκες.
Αυτές οι γυναίκες με κάτι παλεύουν. Με κάποιους «εχθρούς». Χρησιμοποιώ τη λέξη με την έννοια που της δίνει ο Κώστας Μαυρουδής στο βιβλίο του Η ζωή με εχθρούς, όπου προσδιορίζει την έννοια της λέξης «εχθρός» ως «άβολη ή αντίπαλη συγκυρία». Εχθρός λοιπόν μπορεί να είναι το άμεσο περιβάλλον τους. Η οικογένεια, οι γονείς στη μικρή ηλικία, αλλά και ο κοινωνικός περίγυρος στον οποίο πρέπει να ενταχθούν, και δεν το κατορθώνουν με επιτυχία. Μπορεί να είναι ο σύζυγος. Και σε πολλές περιπτώσεις είναι. Η κακοποιημένη ή καταπιεσμένη γυναίκα. Μη φανταστείτε κλισέ. Γιατί μέσα από τον μονόλογο διαφαίνεται και η ευθύνη της ίδιας της καταπιεσμένης, πόσο αφέθηκε, πόσο δεν αντέδρασε. Η Αλεξάνδρα μπήγει βαθιά το μαχαίρι. Γιατί υπάρχει και το κακοποιημένο από τον πατέρα κορίτσι. Και ούτε να πάει το μυαλό μας σε μια μονόπλευρη φεμινιστικού τόπου αντιμετώπιση. Γιατί οι γυναίκες των μονολόγων δεν είναι όλες καλές.
Κακές και σατανικές κάποτε. Δολοφονούν, κυριολεκτικά. Είτε ως τελευταία αντίδραση απελπισίας ( «Αριάδνη 38- Όλα για να γλιτώσω») είτε ως συνειδητή επιλογή κοινωνικής ανέλιξης («Ρίκα 25- Βάζοντας στόχους» ).
Αν όλο αυτό σάς βγάζει κάτι σε μελαγχολία, δεν είναι πάντα έτσι. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει το χιούμορ, το μαύρο χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, που λειτουργούν λυτρωτικά για την αφηγήτρια αλλά και για τον αναγνώστη.
Πέσε! Πέσε! Πέσε! Πέφτεις κι εγώ σε βλέπω και γελώ με την ψυχή μου. Τη βλέπω την αγωνία σου[…] να πιαστείς από κάπου για να μου δείξεις εσύ, ωπ! Σου ξέφυγε το κάγκελο, τι κρίμα! Δεν πρόλαβες. Θα κρατήσει, άραγε, η τέντα που βάλαμε; Μπα! Πάει, την έσκισες, πέρασες από μέσα της, τι να σου κάνω, δεν τις κάνουν γερές πια, εγώ φταίω; Έχασες. («Αριάδνη»).
Σχετικά με τον αφηγηματικό χρόνο: Μολονότι αφετηρία της αφήγησης είναι το παρόν, η στιγμή δηλαδή που προσεγγίζει η κάθε γυναίκα-αφηγήτρια, είναι φυσικό να υπάρχουν πολλές αναδρομικές αφηγήσεις — flash back — καθώς και πρόδρομες αφηγήσεις, όταν προεξαγγέλλεται η έκβαση. Λόγος κοφτός
μικροπερίοδος, που δίνει νεύρο στην αφήγηση. Καμία εκζήτηση. Με λιτούς τρόπους δίνεται η ψυχογραφία των γυναικών.
Οι 27 «φίλες» έχουν ηλικία από 18 ως 81, τυχαίο το παιχνίδι με τη σειρά των αριθμών 1 και 8; Παρατηρούμε βέβαια ότι οι πιο πολλές γυναίκες βρίσκονται στη δεκαετία 30-40 (9). Εφτά είναι 18-29 και έξι είναι 41-50. Δύο στη δεκαετία των 50, μία 73 και μία 81. Υπάρχει και η Αλέκα, η τελευταία
ιστορία. Χωρίς ηλικία. Με αφιέρωση στην Αλέκα Παΐζη και με κέντρο την αγάπη για το θέατρο. Κατάθεση ψυχής. Οπότε Αλέκα=Αλέκα Παΐζη, αλλά και Αλέκα=Αλεξάνδρα, οι συνειρμοί ελεύθεροι. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η πιο εκτεταμένη ιστορία, 13 σελίδες με μέσο όρο τις 3-4, είναι αυτή της Αναστασίας, 33, στην καθοριστική ηλικία που παίρνονται σημαντικές
αποφάσεις και οριοθετείτε το μέλλον. Είναι η περίπτωση που, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, υπάρχει επίλογος από την αφηγήτρια, με δύο μάλιστα εκδοχές. Να υποθέσω ότι ο χαρακτήρας αυτός παίδεψε αρκετά τη συγγραφέα, τόσο για την ψυχαγράφησή της όσο και για την επιλογή της λύσης, της τελικής έκβασης.
Επίλογος:
Η Αλεξάνδρα θα ανεβεί στο λεωφορείο. Θα κατέβει δυο στάσεις πιο μπροστά από την κανονική, για να περπατήσει και να σκεφτεί. Στο διαμέρισμά της θα είναι μόνη. Έφτασε νωρίτερα από τους άλλους. Δεν θα ανοίξει στη γειτόνισσα που της χτυπά την πόρτα, να της ζητήσει κρεμμύδι ή λεμόνι ή ζάχαρη, θα ανοίξει όμως το βάζο με τη μερέντα και θα γευτεί αρκετές κουταλιές. Ύστερος με το κουτάλι μετέωρο ακόμα, αναποφάσιστη αν αρκετά για απόψε ή θα κάνει μια ακόμη επιδρομή στο βάζο, θα προχωρήσει και θα ανοίξει τον υπολογιστή της. Έχει λέξεις και εικόνες στο μυαλό της, ένα σφίξιμο στην ψυχή της. Τόσες ιστορίες. Έγραψε πολλές αλλά έρχονται κι άλλες. Θα διαλέξει την οπτική. Και, επειδή η γραφή έχει τους δικούς της νόμους, θα προσπαθήσει να δώσει μια λύση που να αφήνει εδώ κάποια ελπίδα. Εδώ μια διέξοδο. Στην άλλη περίπτωση θα παρουσιάσει το θέμα πνιγηρό, όπως είναι. Της το είχε πει και η φίλη: «Γυναίκα είσαι, ξέρεις. Καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό,
φίλη, κάνε ό,τι μπορεί;. Να γλυτώσουμε από τη φρίκη·». Γιατί έχει πολλή ευαισθησία η Αλεξάνδρα. Ξέρει πως το κείμενο κουβαλά τη δική του ζωή και πως μπορεί να επηρεάσει και τις πραγματικές ζωές. Άλλωστε, καμιά ιστορία δεν τελειώνει, έλεγε η αγαπημένη φίλη, η Στέλλα Βογιατζόγλου. Είτε στη
ζωή είτε στη γραφή που τη συνεχίζει.
Περιμένουμε να γνωρίσουμε και άλλες φίλες σου, Αλεξάνδρα, παλιές και καινούριες. Τον τελευταίο καιρό ξέρω ότι έχεις μαζέψει αρκετές φράσεις, εικόνες, εκδοχές. Περιμένουμε να τις δούμε να γεννιούνται, με όποια μορφή αποφασίσεις.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν, τεύχ. 17, Ιοόλ,-Σεπτ. 2010)
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΜΥΡΝΗ
FARETRA.INFO 20/2/2016
Μικρά γυναικεία πορτρέτα σε λόγο καθημερινό
Χώρος η μεγάλη πόλη. Χρόνος το σήμερα. Ανάμεσά τους η γυναίκα. Λόγος καθημερινός. Πινελιές γρήγορες αλλά καθοριστικές.
Διαγραφή γυναικείων πορτρέτων, που μπορεί να είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας, η γυναίκα στο λεωφορείο, στο δρόμο, στο σινεμά, στην αγορά.
Αυτός είναι και ο στόχος του βιβλίου της Αλεξάνδρας Μυλωνά, με τίτλο «Εγώ και μερικές φίλες μου», Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Όχι να περιγράψει αλλά να καταγράψει μια σύγχρονη γυναικεία πραγματικότητα.
Και την καταγράφει με μαγνητοφωνική ευκρίνεια, χωρίς ρετούς, αλλά μόνο όπως μια γυναικεία ευαισθησία μπορεί να συλλάβει όλα εκείνα τα μαγνητικά κύματα, που διατρέχουν μια φωνή.
Άλλοτε απελπισμένη – τις περισσότερες φορές – άλλοτε επαναστατική – τις λιγότερες – άλλοτε αυτοσαρκαστική – σχεδόν πάντα – η γυναίκα της Μυλωνά καταλαμβάνει το χώρο ενός μικρού βιβλίου μονολογώντας, αφού έχει διατρέξει ως κείμενο μια πορεία δημοσιεύσεων ( κυρίως στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» ) και κάποιες φορές θεατρικών αποδόσεών του από σκηνές.
Το δεύτερο, η θεατρική απόδοση, οφείλεται στη διπλή του φύση. Το κείμενο συνδυάζει τη δημοσιογραφική γραφή – άμεση γυμνή απεικόνιση της πραγματικότητας – αλλά και τη θεατρική, με ‘κείνη την ιδιαίτερη γοητεία που ασκεί το θέατρο, μεταφέροντας τη ζωή κάτω από τον υποβλητικό φωτισμό του.
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ και με μεταπτυχιακό του Τμήματος Θεάτρου στη Δραματολογία – Παραστασιολογία του ΑΠΘ η συγγραφέας, αλλά και απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, είχε τη θωράκιση της γνώσης, χωρίς όμως να της λείπει και η απαραίτητη ύπαρξη του ταλέντου. Η γνώση δεν είναι πάντα αρκετή.
Τα κείμενά της είναι απλά και τα περισσότερα πειστικά. Μάλιστα η δύναμή τους βρίσκεται στην πύκνωση. Τα μικρότερα κείμενά της είναι και τα καλύτερα.
Τα πορτρέτα της αγκαλιάζουν όλες τις ηλικίες, από τα 18 μέχρι τα 83,μαζί με ένα πλήθος προβλημάτων της γυναίκας, που έχουν σχέση με την οικογένεια, τη δουλειά, το άλλο φύλο, με τον εαυτό της, με τη διάψευση, την καταξίωση, με κορυφαίο το πρόβλημα της μοναξιάς.
Γιατί οι γυναίκες του βιβλίου είναι μόνες. Κι όταν ακόμη είναι μέσα στην οικογένεια – μανάδες, παιδιά ή σύζυγοι –και τότε είναι μόνες. Και γι αυτό η φωνή τους, οι μονόλογοί τους, ακούγονται δραματικά σ’ένα αντηχείο άδειο από αγάπη.
«Ο κόσμος όλος είναι ένα τεράστιο εφιαλτικό λούνα – παρκ, που στριφογυρνάει συνεχώς, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό…» λέει κάπου η 19χρονη ηρωίδα της.
Συχνά όμως, κι αυτό κάνει το βιβλίο πιο ενδιαφέρον, οι τόνοι του αποκτούν, μέσα κυρίως από τον αυτοσαρκασμό, το παιχνίδισμα ενός ιδιότυπου χιούμορ, που αγγίζει το black!
Ευρηματική η χρήση των ονομάτων των ηρωίδων, καθώς συνάδουν με τον ταξικό ή τον ηλικιακό χώρο τους – Ίνα, Ρίκα, Βάσω Αργυρώ… – αλλά ευρηματικό και το τελευταίο κείμενο, που τιτλοφορείται «Αλέκα» και είναι αφιερωμένο στην Αλέκα Παΐζη , σημείο αναφοράς για τη συγγραφέα της θεατρικής της παιδείας.
«… Ναι, το Θέατρο είναι μια θάλασσα που σε πηγαίνει, σε πηγαίνει, και σε πηγαίνει ,ώσπου να βρεις τη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύτηκες ή τίποτα… Η ψαριά όμως που έπιασες στο δίχτυ, αυτή είναι που μετράει…»
Ένα βιβλίο απλό, που δεν κουράζει, διαβάζεται εύκολα, χωρίς να διεκδικεί… δάφνες φιλοσοφικού στοχασμού. Βιβλίο άμεσο, δραστικό, που σου το θυμίζουν, κι όταν το ‘χεις τελειώσει, οι γυναίκες που «έπαιξαν» τις ηρωίδες της, και που κυκλοφορούν καθημερινά ανάμεσά μας.
ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ
https://www.koukidaki.gr/ 11/3/2017
Βιώνοντας 27 διαφορετικές εξομολογήσεις γυναικών
Όπως αναφέρεται και στο λογοτεχνικό Βιογραφικό της συγγραφέως Αλεξάνδρας Μυλωνά, το βιβλίο Εγώ και μερικές φίλες μου περιλαμβάνει μονολόγους που δημοσιεύθηκαν κυρίως στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος (2006-
2007).
Κάθε μικρή ιστορία έχει ως τίτλο το όνομα και την ηλικία της εκάστοτε ηρωίδας, ενώ πλαισιώνεται και με έναν υπότιτλο που μας δίνει ουσιαστικά το στίγμα των όσων θα Βιώσουμε στην σύντομη αφήγησή της. Οι εξομολογήσεις
των πρωταγωνιστριών είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που αυτομάτως μας προάγει σε κοινωνούς των μυστικών τους.
Οι 27 φίλες της συγγραφέως περικλείουν στο μέγιστο βαθμό τις περιπτώσεις γυναικών που υπάρχουν στη ζωή μας. Περιέχουν προσωπικότητες κάθε ηλικίας, μόρφωσης, στόχων και κοινωνικής θέσης. Υπάρχουν σύντομες διηγήσεις γεμάτες αναμνήσεις, ηθικά διδάγματα, μύχια μυστικά, πόνο και χαμόγελο.
Κι έπειτα κάποιες πλασμένες από παράνοια, αιτίες για να χαθούν μερικές αναμνήσεις στη λήθη και άλλες για ν’ αναδυθούν και να γίνουν ορόσημο ηθικής, δίνοντάς μας συνάμα τροφή για σκέψη και προβληματισμό.
Ξεκινώντας την ανάγνωση, ένιωσα πως Βρέθηκα σε έναν ιδιαίτερο κόσμο όπου γύρω μου κυριαρχούσε το σκοτάδι και υπήρχαν μονάχα δύο φώτα αναμμένα: Το ένα έπεφτε πάνω στην εκάστοτε πρωταγωνίστρια και το άλλο σ’
εμένα, τον αναγνώστη.
Ενδεικτικά, στάθηκα περισσότερο σε χαρακτήρες όπως την κακοποιημένη Μανουέλα-Λυσιστράτη, 20 ετών που αντιστέκεται στην κατάστασή της με όση δύναμη της έχει απομείνει: Δες με. Κάθομαι εδώ μπροστά σου, σ’ αυτή τη
πολυθρόνα, ήσυχα, κάθομαι με σταυρωμένα χέρια και πόδια -κυρίως αυτό!- πρόσεξέ με. Θα περιμένω έτσι, καθηλωμένη στο καθιστικό, μέρες, βδομάδες, μήνες και χρόνια -αν χρειαστεί- κοιτάζοντας σε απλά, σιωπηλά, πληγωμένα (…) θα περιμένω να ζήσουμε κι εμείς σαν άνθρωποι, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας μ’ αγάπη, να προλάβουμε να γεράσουμε μαζί.
Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης συναντούμε ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως την Ρίκα που φτάνει ως το φόνο για να πετύχει όσα θέλει, την μυθομανή Θεοδότα και την Αναστασία που ισορροπεί στα πρέπει και στα θέλω, δίχως ωστόσο να τολμά να ζήσει τα όνειρά της. Την Αριάδνη που υπομένει για χρόνια την αλλοπρόσαλλη Βία του άντρα της και Βλέπει τον θάνατό του ως κάτι μοιραίο και λυτρωτικό, δίχως να του τείνει στην δύσκολη στιγμή χείρα Βοηθείας:
Πέσε! Πέσε! Πέσε! Πέφτεις κι εγώ σε βλέπω και γελώ με τη ψυχή μου. Την βλέπω την απορία του «Πώς τόλμησε» στο βλέμμα, την αγωνία σου να πιαστείς από κάπου για να μου δείξεις εσύ, ωπ! Σου ξέφυγε το
κάγκελο, τι κρίμα! Δε πρόλαβες.
Κι επίσης υπάρχουν οι σύγχρονες μανάδες όπως την Αντριάννα, την Ευαγγελία και την Αριστέα, την μαμά του αριστούχου. Μα και τα θύματα του καταναλωτισμού, σαν την Αργυρώ -που ωστόσο λειτουργεί και ως μια από τις
τελευταίες της επιθυμίες-, και τη Σοφία: Ευτυχώς στο μαύρο κουτί που κρατώ για τσάντα έχω κάρτα για την κάλυψη ακόμη και αυτού του πρότζεκτ-αγοράς. Μετά έχει ο Τειρεσίας το κατάστιχό του για όλους εμάς τους ξεγελασμένους νέο-‘Ελληνες…
Φτάνοντας στο τέλος ήξερα πως θα το νοσταλγήσω στο τέλος. Ήδη το έχω Βάλει στο ράφι της καρδιάς και θα
κουβαλώ μέσα μου όλα αυτά τα μυστικά που είμαι σίγουρο πως υπάρχουν έστω πλασμένα με παραπλήσιες
καταστάσεις στα μάτια των γυναικών που συναντώ στο διάβα μου…
ΣΗΜ. Τα σκούρα, πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το Βιβλίο
Very good. I enjoyed reading it.
Τιμή να συμμετέχω κι εγώ, μαζί με άλλους, εκλεκτούς συναδέλφους στους Ποιητικούς διαλόγους με το μικρό αφιέρωμα στη γραφή μου που επιμελήθηκε ο Ανδρέας Καρακόκκινος. Ευχαριστώ και εκείνον για την ανθολόγηση και εσάς για την ανάγνωση.