ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις 1/1/1912  (19 Δεκεμβρίου 1911 με το παλιό ημερολόγιο) στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, όντας ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του μεταξύ Πλούμιτσας, Κροκεών και Γυθείου. Αναχώρησε για την Αθήνα το 1929 με στόχο να ξεκινήσει –μάταια, λόγω οικονομικών δυσχερειών και προβλημάτων υγείας στην οικογένεια– πανεπιστημιακές σπουδές. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης ενώ στη συνέχεια, έως το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Στο μεταξύ, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές («Κάτω από σκιές και φώτα», 1929 και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνω», 1933), οι οποίες έλκυσαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – προκαλώντας ιδιαίτερα την προσοχή του Κωστή Παλαμά. Το επόμενο βιβλίο του («Ο πόλεμος») οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς Μεταξά.
Ακολουθώντας τα βήματα του χωροχρόνου του, ο ποιητής στρατεύτηκε αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1941, επέστρεψε πεζή στην Αθήνα. Γρήγορα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ). Οι ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι». Συμμετείχε στην κινητοποίηση των Ελλήνων λογοτεχνών συνυπογράφοντας τη διαμαρτυρία “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Αυτή την περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου λίγο αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης, διευθυντής και εκδότης. Ταυτόχρονα απολύθηκε από το Υπουργείο Εργασίας εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του.
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό συνδεόμενος μαζί του με στενή φιλία ενώ επίσης γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά και πνευματικά με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ. Στο μεταξύ διαγράφηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση των «Ελεύθερων Γραμμάτων» εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Ως δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πειραιά (1955-1959) ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης).
Το 1958, μετά από επίσκεψή του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους», με αφορμή του οποίου κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509.
Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο (1964) με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η Ακαδημία Αθηνών των τίμησε με το Βραβείο Ουράνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Λίγο προτού πεθάνει (4 Αυγούστου 1991, στην Πλούμιτσα) αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επίσης, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το Βραβείο Knocken και το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής (1984), το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (1989). Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Κάτω Από Σκιές Και Φώτα. Αθήνα, τυπ. Τέχνη, 1929.
Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933.
Οι Γκριμάτσες Του Ανθρώπου. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
Ο πόλεμος. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
Η επιστολή του κύκνου. Αθήνα, Γκοβόστης, 1937.
Το ταξίδι του Αρχάγγελλου (sic) · Σχέδια – Καλλιτεχνική επιμέλεια Επαμ. Λιώκη. Αθήνα, 1938.
Μαργαρίτα – Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939.
Το γυμνό παιδί. Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1939.
Το μεσουράνημα της φωτιάς·Ποιήματα 1938-1940. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1940.
Ηρωική συμφωνία… Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογικά Χρονικά, 1944.
33 Ημέρες. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945.
Η παραμυθένια Πολιτεία. Αθήνα, Ματαράγκας, 1947.
Το βιβλίο της Μαργαρίτας. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1949.
Ο Ταϋγετος και η σιωπή. Αθήνα, Λογοτεχνική Γωνιά, 1949.
Τα θολά ποτάμια. Αθήνα, 1950.
Πλούμιτσα. Κροκεές, 1950 (περιορισμένα αντίτυπα )
Πλούμιτσα. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1952.
Έξοδος με το άλογο (Ύμνος στη χαρά)· Μ’ ένα σχέδιο του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, 1952.
Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Αθήνα, Ημέρα, 1954.
Ο χρόνος και το ποτάμι · 1952-1956. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
Η μητέρα μου στην εκκλησία. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
Βασιλική δρυς· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
Το βάθος του κόσμου. Αθήνα, Ματαράγκας, 1961.
Αυτοβιογραφία. Αθήνα, Φέξης, 1961.
Ωδή στον ήλιο. Αθήνα, Διογένης, 1974.
Διαμαρτυρία· Ποιήματα· Με δύο σχέδια της Christine Lichthard. Αθήνα, Διογένης, 1974.
Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία. Αθήνα, Διογένης, 1975.
Απογευματινό ηλιοτρόπιο· Ξυλογραφίες – εξώφυλλο Ζίζης Μακρή. Αθήνα, Διογένης, 1976.
Ο Προμηθέας ή Το Παιχνίδι Μιας Μέρας. Αθήνα, Διογένης, 1978.
Εις μνήμην 1940-1944. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981.
Λειτουργία Κάτω Απ’ Την Ακρόπολη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Ο Διακεκριμένος Πλανήτης. Ποιήματα. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1983.
Ηλιακός λύχνος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1984.
Εκκρεμής δωρεά. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1986.
Χωρωδία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1988.
Η φιλοσοφία των λουλουδιών· Ποιήματα· Μετάφραση David Connoly· Εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου. Αθήνα, Artigraf, 1988.
Σικελικά ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη50, 1990.
Διαμαρτυρία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Συνάντηση με τη θάλασσα. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Selected Poems, translated by David Connolly, εκδ. «Αιώρα», Αθήνα 2015

Συγκεντρωτικές Εκδόσεις

Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, 1935.Δεύτερη έκδοση, Τελειωτική μορφή. Αθήνα. Εκδόσεις Αντωνοπούλου, 1940. Στον τόμο τούτο ξαναδημοσιεύονται: Οι Γκριμάτσες του ανθρώπου (1935), Η Επιστολή του Κύκνου (1937), Το Ταξίδι του Αρχαγγέλου (1938) και Η Μαργαρίτα: Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα (1939). Τα ποιήματα του Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933)
Τα ποιήματα 1929-1951. Αθήνα, 1955.
Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος · Επιλογή από το έργο του. Αθήνα, Θεμέλιο, 1964.
Ποιήματα 1929-1957. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Ποιήματα 1958-1967· Οδοιπορία· Μ’ ένα χαρακτικό της Βάσως. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Ποιήματα 1967-1970. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Τα ποιήματα · Τόμος πρώτος·Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Τα ποιήματα · Τόμος δεύτερος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Τα ποιήματα · Τόμος τρίτος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.

Η παραμυθένια πολιτεία (1947)

ΜΟΙΑΖΟΥΝΕ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ

Μοιάζουνε οι στίχοι μου με τη χρυσή επαφή του ήλιου πάνω στο χιόνι
μοιάζουνε με την καλοσύνη του βλέμματος των αλόγων
μοιάζουνε με το βάρος της αυγής πάνω στις μαργαρίτες
μοιάζουνε με το βάρος της ελπίδας πάνω στην καρδιά
μοιάζουνε με την ήσυχη βροχή πάνω από τ’ αφοσιωμένα πρόβατα.

ΕΛΕΓΕΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.

Έχω κρατήσει μέσα μου την ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κ’ έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.
Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κ’ είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κ’ έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.

Το πρώτο σου παιχνίδι, Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.
Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
Έπαιξες τον Άι-Γιώργη και το Διγενή.
Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν απ’ τα μεσάνυχτα.
Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.
Ήταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο!
Ν’ ακούς κάτω απ’ τη στέγη σου τ’ ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
Άναψες κάτω απ’ το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιά των καρδιών! Κοίταξες τον ήλιο και προχώρησες..

Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Άνθρωπο!

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ

Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!

Τι να το κάνω το σπίτι μου; Έξω σε τραγουδάνε!
Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ’ άκουσα να λες “Όχι” στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ’ αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!

Τα θολά ποτάμια (1950)

ΣΟΥ ΣΤΗΝΩ ΜΙΑ ΚΑΛΥΒΑ

Σου στήνω μια καλύβα στους αιώνες των αιώνων,
έναν κήπο να περπατάς, ένα ρυάκι να καθρεφτίζεσαι,
μια πλούσια πράσινη φραγή να μη σε βρίσκει ο άνεμος
που βασανίζει τους γυμνούς τους αιώνες των αιώνων!
Σου στήνω τ’ όραμά σου πάνω σ’ όλους τους λόφους
να σου φυσάει το φόρεμα η δύση με δυο τριαντάφυλλα
να γέρνει ο ήλιος αντίκρυ σου και να μη βασιλεύει
να κατεβαίνουν τα πουλιά να πίνουνε στις φούχτες σου
των παιδικών ματιών σου το νερό στους αιώνες των αιώνων!

Το βάθος του κόσμου (1961)

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ

Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
Κι όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτιδίζαν δυο διάφανες
λίμνες: τα μάτια σου.
Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πριν να προφτάσει,
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
φώτα του ο κόσμος

ΤΑ ΤΡΥΠΙΑ ΧΕΡΙΑ

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες. «Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλωσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Άπ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.

ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Όταν μπήκα στο σπίτι μου, κάτι δε χώραγε.
Σκοντάφταν οι αγκώνες μου’ τα πόδια μου ακόμη
κι’ όρθια, δε χώραγαν. Κοιταζόμουν στα δυό
πλευρά μου, δεν έβρισκα. Σα να μ’ είχε ένας ήλιος,
να μ’ είχαν οι ίδιες μου αχτίνες μπερδέψει
-ένα δίχτυ, από λάμψη- σ’ έναν ορίζοντα.
Κοιτούσα, μιλούσα:
«Δε χωράω πουθενά.
Και δεν είσαι κ’ εδώ να ψαλιδίσεις το φως
που ξεβγαίνει απ’ το στήθος μου».

Είναι νύχτα κ’ είναι άνοιξη.
Ένα χαμόγελο, σαν ένα λεπτότατο
φρύδι σελήνης, γλυκαίνει τα πάντα.
Κι’ ο ουρανός δεν υπάρχει, σα να πέρασε μέσα μου
Ένα στάχυ απ’ αστέρια σαλεύει στο στήθος μου

…ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΥΧΤΑ

Δε μπορώ να σου γράψω. Όλα αλλάζουνε, ρέουν,
λάμπουν παράξενα. Αυτή τη στιγμή,
στο τραπέζι μου απάνω διακλαδίζονται δέκα
ρυάκια φωτιάς. Δεν έχω πια δάχτυλα.
Μόνο
το πρόσωπο μου αντιστέκεται
να μείνει σαν πρόσωπο.
Για μένα, για σένα,
για όλο τον κόσμο.
*
Η πένα μου έλιωσε. Έγινε φως.
Μιάν αχτίδα χρυσή που τυλίχτη στο χέρι μου.
Κ’ οι λέξεις που σού ‘γραψα, τρεμόπαιξαν λάμποντας
κι’ άλλαξαν θέσεις. Χοροπήδησαν πάνω
στις γραμμές του χαρτιού, μπερδεύτηκαν, έγιναν
αντηλιές, πεταλούδισαν και γιομίσαν το σπίτι.

Οδοιπορία, Ποιήματα 1967-1970 (1972)

Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ

Πολύ μίλησα για τον ήλιο σε τούτο τον κόσμο, πολύ
προσπάθησα να τον κάμω λόγο, να τον μοιράσω
σε εγκόλπια, να τον κλείσω στους κάλυκες
μικρών ποιημάτων, όπως βάζουνε τ’ άνθη
μέσα σε βάζα και τα τοποθετούν στους διαδρόμους
ή τα δωμάτια. Συχνά όμως έτυχε
να εισδύσουν σύννεφα στ’ αργαστήρι μου,
να μη βλέπω.
………..Αλλά
κανείς δεν υπήρξε όσο θα ‘θελε
δυνατός. Γι’ αυτό και μια μέρα
στις όχθες της Γαλιλαίας, κοιτάζοντας για ώρα
πολλή ο Ιησούς τον ήλιο, εσιώπησε, ενώ
τα πλήθη περίμεναν. Και στρέφοντας έπειτα
εμίλησεν άξαφνα για τη συγγνώμη
προς όλους εμάς τους ψαράδες του.

Η ΔΙΑΝΟΜΗ

Το πιθανότερο είναι πως δεν θα με ρωτήσει κανείς
τι την έκαμα την ψυχή μου. Όμως, εγώ
χρωστώ μιαν απόκριση πριν κλείσω τον έμμετρο
μονόλογό μου.
…………Λοιπόν,
την ψυχή μου την έκοψα με οδυνηρό ψαλίδι σε μικρά
φύλλα, μικρά χαρτιά, αστραπές μικρές
και τη μοιράζω στους περαστικούς.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αύριο, μεθαύριο, λέω, όσο θα ‘ναι καιρός,
ν’ ανεβώ να φυτέψω στο λόφο μου εκείνα τα δέντρα
να με αντιπροσωπέψουν στον τομέα της δημιουργίας. Τόσον
ήλιο πολύ που θησαύρισα και στο τέλος δεν μπόρεσα
μέσα σε λέξεις να τον κλείσω τον αιώνιο,
να φτιάξω μια διδασκαλία της ομορφιάς τουλάχιστο,
να φτιάξω ένα περιδέραιο ολόλαμπρο για τις ψυχές.
Μα αυτά τα δέντρα συμμετέχοντας στο μέγα έργο,
κινούμενα μες στο κινούμενο σύμπαν σαν συνειδήσεις,
σ’ ένα άλλο θαύμα μεταβάλλοντας τον ήλιο που μου διέφυγε,
θα μου ευκολύνουνε τη διέλευση από τους κριτές.

(Τα φαντάζομαι κιόλας, δυνατά, αιωνόβια,
φορτωμένα ως τα κούτσουρα με άνθη να σαλεύουν προς όλες
τις διευθύνσεις, προτείνοντας, με ψιθύρους αγάπης,
τους καρπούς της ειρήνης τους.)

Αύριο, μεθαύριο, λέω, όσο θα ‘ναι καιρός,
ν’ αντικατασταθώ φυτεύοντας εκείνα τα δέντρα.

Διαμαρτυρία (1974)

ΕΓΩ

Εγώ, σ’ ένα διάστημα πολλών χιλιετηρίδων.
Εγώ, σ’ έναν κόσμο που στοιβάζονται οι άνθρωποι
και διακινούνται καθώς η άμμος. Εγώ,
κάτω απ’ τον ίλιγγο των έξω απ’ τους ανθρώπινους
αριθμούς ουρανίων σωμάτων.
………..Εγώ
είδα τον ήλιο που ανάτειλε.
Εγώ ανέβηκα στο βουνό.
Εγώ είδα στον ουρανό τον κήπο με τα παγόνια.
Εγώ φόρεσα την κόκκινη ή τη μαύρη γραβάτα.
Εγώ διαμαρτυρήθηκα στην αστυνομία.
Εγώ είχα φίλο τον Άι-Γιώργη και τους συγγενείς του.
Εγώ καθάρισα το αίμα των νεκρών και φύτεψα στη θέση του
τίμιο χορτάρι. Εγώ φόρεσα το καπέλο μου
κάτω απ’ τον μέγα ουρανό και σεργιάνισα.
Εγώ ένιωσα, εγώ άκουσα, εγώ είδα
και σεις μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
σαράντα χρόνια ολόκληρα!

Εγώ κούρντισα το ρολόι.
Εγώ τράβηξα την κουρτίνα.
Εγώ συνομίλησα με των άλλων το πεπρωμένο.
Εγώ ξέχασα τις πυτζάμες μου στο ξενοδοχείο Σάντα Μαρία.
Εγώ μέτρησα τα χρώματα των λουλουδιών στο Πόρτο Γερμενό την άνοιξη.
Εγώ είπα στο στρατιώτη να λυπηθεί τη γυναίκα.
Εγώ μάζεψα τα βότσαλα στη θάλασσα πίσω απ’ το Λένινγκραντ.
Εγώ μεσολάβησα στο Θεό να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητες με το πλάσμα του.
Εγώ κούρεψα τον έφηβο των Αντικυθήρων.
Εγώ φόρεσα τις κάλτσες μου ανάποδα.
Εγώ σκέφτηκα, εγώ έκαμα, εγώ είπα
και σεις μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
σαράντα χρόνια ολόκληρα.

………..Έπρεπε μόνος μου
να το κυνηγήσω με το μαχαίρι, να το γκρεμίσω ανάσκελα
να το ρίξω στο ποτάμι το ίδιο που κυλάει
όλα τα περιττά του κόσμου, κατεβάζοντας,
απ’ όλα τα σημεία, σε όλες του τις διευθύνσεις,
τις κάπνες, τα μαζούτ, και τα πολιτικά σκουπίδια.

ΕΛΛΗΝΕΣ

Θα προτιμούσα νάχω ζήσει στον καιρό της Τροίας.
Μπορεί νάκανα τότε κάτι περισσότερο
παρά αυτή η αναδουλειά κι αυτή η αβεβαιότητα
κι αυτός ο φόβος κάθε μέρα, αυτές οι περιπέτειες
στο τελευταίο ήμισυ του εικοστού αιώνα.

Μπορεί με μια άρπα τότε, περιτρέχοντας
απάνω – κάτω το στρατόπεδο, να τραγουδούσα
άσματα ηρωικά, εμψυχώνοντας τους Έλληνες,
μπορεί και να συμβούλευα τον Αχιλλέα
κι ο πόλεμος να τέλειωνε πιο γρήγορα και μάλιστα
με πιο πολλή γενναιοφροσύνη κι αξιοπρέπεια,
χωρίς τους δούρειους ίππους, τις απάτες
που εκθέτουν τους γενναίους και προ παντός χωρίς
εκείνη τη φωτιά κ’ εκείνο το μαχαίρι
που ξεκληρίσανε το Ίλιον. Τότε μπορεί
να μη σκοτώνονταν κι ο Έκτορας κι άλλοι πολλοί,
ωραίοι όσο και οι Έλληνες.
………..Μπορεί
μετά να μ’ έπαιρνε και μένα ο Οδυσσέας,
έναν ακόμη ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους,
για δέκα ή περισσότερα χρόνια -τι θα με πείραζε;
δική μου Ιθάκη εγώ δεν είχα- κ’ ίσως κ’ οι θεοί
τότε να μη θυμώνανε, αλλά να μας βοηθούσαν
κρατώντας πρίμο τον καιρό για το καράβι μας.

Θα προτιμούσα νάχω ζήσει στον καιρό της Τροίας,
παρά τώρα που φεύγοντας απ’ την πατρίδα
(χωρίς να πέσει η Τροία, με τις σημαίες μας
ράκη σχεδόν, με την Ελένη
παρατημένη πίσω μας) περιπλανιέμαι
τριάντα χρόνια εδώ κ’ εκεί στις χώρες των συντρόφων,
χωρίς Ιθάκη, χωρίς πίστη, χωρίς σύντροφο.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Όταν αυτοί τραγουδούσαν τα παράθυρα άνοιγαν
-τα παράθυρα που ήταν κλειστά σαν γυρισμένες πλάτες στους Ναζί-
Τα βήματα των πατριωτών γνωρίζονταν από κείνα των άλλων
κι όλα γινόντουσαν σημαίες όταν αυτοί τραγουδούσαν.
Αλλά, όλοι αυτοί, νεκροί ήδη τώρα, συνεχίζουνε την πορεία τους
κι η ελευθερία, που δεν κατάλαβε πως προσπέρασαν,
ορθή σε μιαν εξέδρα στην πλατεία Συντάγματος
………..-τριάντα χρόνια στη βροχή-
περιμένει να παρελάσουν.

Ωδή στον ήλιο (1974)

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Τι νάγιναν οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ;
Κ’ οι αλλοτινές ωραίες κυρίες του φτωχού Βιγιόν;
Κ’ οι συμμαθήτριές σου που ιριδίζανε την τάξη
με τα ζαφείρια των ματιών τους; Κ’ οι πορτοκαλιές
μ’ αυτά τ’ ανεπανάληπτα, άσπρα, άνθη τους, τα τόσο
διάφανα όσο να βλέπεις την αυγή πίσω τους; Σε καλούσαν
κ’ εσύ δεν γύριζες. Πού πήγαινες;
………..– Με βρήκαν
ή εγώ τα βρήκα και τα βρίσκω πάντα. Αν θες να ξέρεις,
τους θώπευσα τα φρέσκα πρόσωπα και τ’ αερένια
μαλλιά τους. Με πολυχρωμάτισαν εκείνα τα ζαφείρια
κ’ εκείνα τ’ άνθη, με αποθέωσαν. Τα βρήκα,
οι συμμαθήτριές μου μάλιστα φορούσαν
τις ίδιες τους εκείνες σχολικές ποδιές,

μέσα στον Ήλιο που τα περιέχει όλα.

[…]

Ζω το δικαίωμά μου: Σε δοξάζω, έστω
κι αν πρόκειται καθώς εκείνον που προσεύχεται
σε μοναχό βουνό και κανείς τρίτος –
δεν τον ακούει εγώ, τέλος, να είμαι ο μόνος
αναγνώστης των στίχων μου. Ας μην ακουστώ
πέρα απ’ την ακοή μου. Ας μην τιμηθώ
απ’ τ’ ασταθή μέτρα. Μου είναι αρκετό
νάσαι εσύ στο στερέωμα κ’ εγώ
όρθιος κάτω από σένα και να χαίρομαι
τη φωτιά σου που υπήρξε της καρδιάς
και του νου μου η πηγή, που μου επιτρέπουν
να διαπλέω τη μοίρα, να ξεβγαίνω
πάνω από τη φθορά μου. Που μου δίνουν
και την ωραία ελπίδα πως μπορεί
ν’ αφήσω, για πολλά μάτια αγαπητά μου
του μέλλοντος, ένα μικρό φωτάκι κρεμασμένο
στον λυχνοστάτη Ταΰγετο. Αλληλούια.

Το ποτάμι Μπύες και τα εφτά ελεγεία (1975)

ΤΑ ΕΦΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ

1

Κάποτε αφελής, κάποτε ανόητος, κάποτε κι ευφυής,
πότε σε λόγια στηριγμένος πότε σε όνειρα,
προσόρμισε σε όλες σχεδόν τις φάσεις του χρόνου του:
Ένα γέρικο δέντρο. Ωστόσο, πολλά, συλλογίζονταν,
θα κριθούν από τον καιρό. Αν οι επερχόμενες
βροχές είναι ήρεμες, έλεγε, κι ο ίδιος δεν ήξερε
ποιοι νέοι κλώνοι μπορεί να ετοίμαζαν μέσα του
άνθη και φύλλα. Κι αυτό που ποτέ
δεν κατάλαβε ήταν πως είχε
σχηματιστεί κι ένα δεύτερο στρώμα ζωής
λίγο λίγο στα βάθη του. Ένα στρώμα σκληρό
από πόνους, που έπεφταν ο ένας τους πάνω
στον άλλο, διαρκώς.
…………Κάτι ανάλογο
με ορυχείο λιγνίτη, που κάποτε θα ‘λιωνε
όπως ο πάγος· και τότε θα φύτρωναν σε όλη
την έκταση μέσα του, μαύρα λουλούδια.

2

Πολλές φορές του πέρασε απ’ το νου: να σηκωθεί
άξαφνα απ’ την καρέκλα και χτυπώντας
με όλη τη δύναμή του στο τραπέζι
το χέρι του, να το κομμάτιαζε. Αλλά σκεφτόταν: Γιατί
να το χαλάσει το μικρό αριστούργημα; Τι του ‘φταιξε;
Αν δε δυνήθηκε πολλά να κάνει, αν λόγου χάρη
δεν ετεχνούργησε αρκετά ή δεν έφτιαξε ένα φράγμα
σ’ ένα σημείο των εγκρεμών του αιώνα του, δεν έπαψε
να ‘ναι το ίδιο, το μικρό αυτό έργο του Θεού,
ένα αριστούργημα. Και σέβονταν,
…………τότε, το ξένο ποίημα.

3

Έλεγε πως θα το ‘φτιαχνε το περιβόλι.
Τι μάταια λόγια που έλεγε! Τα χέρια του
ήταν δυο αξίνες: έπεφταν με πείσμα στα χαρτιά
που έμοιαζαν με πλαγιές γρανίτη. Να φυτέψει
δέντρα για τα πουλιά κι ανθάκια για τις μέλισσες.
Ήξερε: στα παιδιά άρεσαν τα δαμάσκηνα,
τα πορτοκάλια στους περαστικούς αγγέλους το πρωί.
Ήξερε, μα με τι νερό, τι ήλιο και τι φράχτες;
Περνούσαν οι δεινόσαυροι κι έφευγαν με τα δέντρα
στα δόντια τους, κατασκηνώναν οι πολεμιστές.
Όλα περνούσαν πάνω του. Το ανάσκαφταν
τα κάρα που κουβάλαγαν τους πεθαμένους.
Κι αυτός έλεγε: «ήλιε μου!» κι έσκαβε. Όσο που τέλος
εχτύπησεν η αξίνα του πάνω στο παραπέτασμα
της νύχτας που είχε κατεβεί. Καρφώθη και έμεινε.

4

Θέλει να φανταστεί τον κόσμο όπως ήτανε
τότε: όταν έτρεχε στα ευρύχωρα δωμάτια,
με τα παράθυρα που νόμιζες πως ήτανε του ορίζοντα,
ακολουθώντας μια λεπτή έγχρωμη πεταλούδα,
που είχε κι αυτή την αίσθηση τ’ ουρανού μες στο σπίτι
ή και κανά πουλί που τον επισκεπτόταν
-όχι ορισμένη ώρα, όποτε ήθελε-
φέρνοντας γύρους σαν μικρός άγγελος στα δωμάτια.
(Βουνά ψηλά κι αρμονικά στο βάθος, λόγγοι πράσινοι,
καθόλου σπίτια γύρω· μοναχά περαστικά γεράκια ή συννεφάκια
και μοναχά κουδούνια εδώ κι εκεί από γιδοπρόβατα.)

Τον κόσμο αυτό όπως ακριβώς ήτανε τότε θέλει
…………να φανταστεί, κρατώντας το κεφάλι του
γιομάτο μνήμες, μουσική, ήλιο, σκυμμένο κάτω
που φουσκωμένη, σκοτεινή, πηγαινοέρχεται η άβυσσο.

5

Πολύ μετά κατάλαβε πως ήταν η ψυχή του
ένα περίεργο σταυροδρόμι, χιλιοπατημένο,
σημαδεμένο από τακούνια, πρόκες από αρβύλες,
αυλακωμένο από βαριές ρόδες κάθε λογής
αρμάτων.
…………Ένα σταυροδρόμι
γιομάτο απαίσια λάσπη, ζυμωμένη
από φτυσίματα ρητόρων, απορρίμματα
περαστικών προσφύγων, δάκρυα ζητιάνων
που ακίνητοι στην ίδια στάση ολημερίς, τυφλοί,
απλώνανε τα σκουριασμένα τους τενεκεδάκια
για έλεος· κι ο ουρανός έβρεχε και τους έλιωνε.
Πολύ μετά κατάλαβε πως του χρειαζόταν
η λάσπη αυτή, ότι καλά έγιναν τα όσα έγιναν
και ότι -δόξα σοι ο θεός- έζησε εξήντα χρόνια
κι έκαμε το καλύτερο: αγάπησε με πάθος
τον κόσμο κι ας απότυχε από τη λάσπη αυτή,
τη λάσπη που χαριστικά του δόθηκε, να φτιάξει
ζυμώνοντάς τη με τον ήλιο του ένα είδος
καινούριου ανθρώπου στην κορφή
του όρους θλίψη, ή Ταΰγετος.

6

Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και την παράδωσε στο δικαστήριο.
Ο χρόνος δεν αρνιέται, βλέπετε, να παραλάβει τίποτα.
Τα πιο πολλά τα εξαφανίζει, μερικά κρατά,
τα μελετάει με προσοχή, τα κοσκινίζει.
Κατόπιν αποφαίνεται. Δεν ξέρει από τα πριν
κανένας πώς θα τον δεχτεί -αν τον δεχτεί- κατήγορο,
μάρτυρα ή κατηγορούμενο. Πάντως, αυτός τελείωσε.
Έγραψε τη ζωή του στο χαρτί και υπόγραψε. Μετά
κοίταξε μια τη θάλασσα μια τα βουνά του κι έφυγε
να πάει να βρει ένα ήσυχο μέρος να κοιμηθεί.

7

Σαν ένα κύμα ξεσκισμένο σε υψηλά
βράχια η ψυχή του, έλαμψε
για μια στιγμή. Μετά,
στη θέση της έγινε νύχτα.

Παλέρμο 1972

Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976)

Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Σκέφτομαι το βουνό με τον ήλιο απέναντι
ν’ αναδύεται από τη θάλασσα – γίνεται κάθε
μέρα ο κόσμος. Το προαιώνιο πλάθεται
κάθε στιγμή. Κληρονόμοι του μέλλοντος, αν
σκεφτείτε τον ποιητή, η μορφή του
είναι το ποίημα. Πλάθω και πλάθομαι
κάθε στιγμή. Και το ποίημα είναι
το σκαμνί που θα κάθομαι πάνω του
στο βουνό – με τον ήλιο απέναντι
όσο θα γίνεται τούτος ο κόσμος.

ΨΗΛΑΦΙΣΗ

Παίζω αυτό το περίεργο φως της ημέρας
στην αφή των δαχτύλων μου. Πίσω απ’ αυτή του
τη ρέουσα απλότητα, προσπαθώ ν’ ανιχνεύσω
ένα βάθος. Δεν ξέρω τι πρόκειται
τέλος να βγει, να το αφήσω στη θέση μου
πριν βουλιάξω. Όχι βέβαια κάτι κοινό
ή και τους στίχους μου απλώς, που δεν είναι
κι αυτοί παρά μια παραλλαγή της βροχής
που πέφτει στη γης και ή μένει ή χάνεται.
Εννοώ αν μπορούσα να έχω συνδέσει
την ποίηση μ’ ένα βαθύτερο φως.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Συντόμευσε το λόγο σου όσο μπορείς.
Βάζε τη λέξη ολόκληρη, βέβαια, μια που αλλιώς
δεν κατορθώνεται ο διαρκής λόγος. Αλλά,
πάντως, συντόμευε. Γιατί δεν περιμένει
ο ήλιος. Κι οι λίγες ώρες που σου μένουν
δε χωρούν πολλά ποιήματα.

ΕΓΓΡΑΦΗ

Διαβάζω το πρωί τις ειδήσεις – γιομάτες κηλίδες
αίματος οι σελίδες. Κοιτώ τους ανθρώπους
έξω στο δρόμο να πηγαίνουν και να ‘ρχονται
φορτωμένοι ο καθένας τους κατά διάφορο
τρόπο τη μοίρα του. Ακώ τις κραυγές
που θα έβγαζαν αν συναντιόντουσαν άξαφνα
μ’ έναν δίκαιο Θεό. Βλέπω τον ήλιο μετά
κι όταν δύει εκείνος τη νύχτα, που μοιάζει,
συχνά, με πλαγιά της ανοίξεως, σελίδα
που τρέμει αλαφρά και διαβάζεται απ’ όλα
τα πλάσματα, δίχως γνώση και γλώσσα.

Κι η αλήθεια τ’ ουρανού και της γης
αποτυπώνεται στους στίχους μου όπως
ο πόνος του Χριστού στην εικόνα.

Η ΤΙΜΗ

Ο ουρανός και η γης με τίμησαν με τον πόνο.
Το έμαθα αργότερα, όταν κατάλαβα
πως το καλύτερο φως γίνεται απ’ το σκοτάδι·
μετά που ξεχείλισε μέσα μου η ποίηση
κι αρχίσαν ν’ ανάβουνε κεριά από χρόνο.

ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δε στέκει
τίποτα: Ούτε ουρανός έναστρος
ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα.
Κι ευτυχώς ότι μ’ έκανε η μοίρα μου
γνώστη των μουσικών αριθμών,
ότι κρέμασε μιαν αχτίνα επιπλέον
το άστρο της ημέρας στην όρασή μου
και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι
εργάζομαι, ως να ‘ταν να φτιάξω
έναν έναστρο ουρανό ή ένα ρόδο.

Χορωδία (1988)

ΧΟΡΩΔΙΑ

X

Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορρόες
κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
έτσι που τώρα να στεκόμαστε
ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
σαν δυο αδελφά γκρίζα
πετρώματα.
…………Η γαλήνη σου
όμως και γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στα πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
την ύπαρξη.
…………Η μοίρα
μου επέτρεψε απ’ όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ,να έχω
κ’ εγώ στο σύμπαν μια πέτρα.

Συνάντηση με τη θάλασσα (1991)

ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ…

Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.

ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

Είμαι ένας γέρος κ’ είμαι ένα παιδί.
Το γέρο τον άφησα πίσω μου
κ’ έφερα εδώ το παιδί, να μπει
στο νερό, ν’ απλώσει τα χέρια
στο αρχέγονο φως, να παίξει μαζί σου.

Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
(Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας.)

Ρίχνω το βλέμμα και στήνω το αυτί
πάνω από σένα και πάνω από την
κορφή του βουνού. Δεν κάνω λάθος.
Είναι μια βίβλος μουσικής το στερέωμα.

Η ΠΟΙΗΣΗ

Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.

Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ’ έμειναν
μέσα στις λέξεις.

ΠΗΓΗ: Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα
https://thepoetsiloved.wordpress.com/

3 σκέψεις για το “ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ”

  1. Γιώργος Μύαρης

    Αγαπητέ Ανδρέα, ίσως μπορούσες να δώσεις και τα λιγοστά ποιήματα του Ν.Βρ. για την Κύπρο; Προσθέτουν στην ευρύτερη γνώση της ανήσυχης συνείδησης, προς αναγνώστες που μάλλον δεν θα μπορέσουν ποτέ να τα διαβάσουν. Καλή συνέχεια σε όλα!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.