ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

Η Μαίρη Θεοδοσίου-Νικολάου γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου όπου και. ζει. Σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Αγγλική φιλολογία και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Παρακολούθησε τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποίηση και πεζό στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η συλλογή “Μπορεί και να ήθελε να αγγίξει θάλασσα”  (Εκδόσεις Ρώμη 2020) είναι η πρώτη της προσωπική συλλογή.

.

.

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΗΘΕΛΕ Ν’ ΑΓΓΙΞΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2020)

ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ

Αλητήριο το σώμα, άστατο
τώρα εδώ, την άλλη χάνεται
ελίσσεται, μεγαλώνει
αδυνατεί ν’ αντεπεξέλθει
γονατίζει, διαλύεται
γίνεται ένα με το χώμα
«εις τα εξ ων συνετέθη»
δεν είναι να το εμπιστεύεσαι.

Ενώ η ψυχή
εξ αρχής είχε διαχωρίσει τη θέση της
από τη φθορά
ανερυθρίαστα μας χρησιμοποιεί
αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
άλλο επίπεδο να είσαι αιωνιότητα.

Παράξενο όμως
έτσι αιθέρια κι άπιαστη
μόνο μέσα από το χωμάτινο θνητό
να την αγγίζουμε

όταν, για παράδειγμα, αγκαλιαζόμαστε
επειδή αγαπάμε. 

 

ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ

Στον πόλεμο που ζω
ο εχθρός κρύβεται στους καθρέφτες
έχει κάλυψη τα ρούχα μου
αναπνέει κάτω απ’ το σεντόνι
στη δική μου πλευρά
χρησιμοποιεί τη φωνή μου
που πνίγεται
στις πολιορκημένες αντοχές
ακουμπά τη λάμψη των μαχαιριών
στο τραπέζι της κουζίνας
γνωρίζει το παρασύνθημα
της προδομένης μου αντίστασης.

Κι αφού
έχει ήδη γονατίσει την ψυχή
στην επικράτεια του φόβου
αυτοκτονεί με τον θάνατό μου.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΣΑΝ ΖΩΗ

Θα ’θελα να συμπαρασταθώ
στα παραμύθια που απέτυχαν
στο πεδίο της χαρούμενης φαντασίας

που οι ήρωές τους αδικημένοι
σαν κοινοί θνητοί
κάηκαν σε μια τυχαία φωτιά
κι ας ήξερε η μολυβένια τους καρδιά
ν’ αγαπά αληθινά

ή σαν προδομένη γοργόνα
ο έρωτάς τους γελάστηκε
και πνίγηκε σιωπηλά
στη θάλασσα του ανεκπλήρωτου.

Θα ’θελα ν’ αγγίξω
το λυπημένο βλέμμα
του αλλιώτικου κύκνου
που μεγάλωσε μόνος
κι ας μπορούσα να ζεστάνω
το ασάλευτο παγωμένο κορμάκι
ενός κοριτσίστικου ονείρου
μ’ ένα κοινό σπίρτο.

Σ’ αυτά τα παραμύθια
οι νικημένοι μας ήρωες
δεν έζησαν καλύτερα στο τέλος
μόνο ανθρώπινα.

ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ

Μερικές φορές διαρρηγνύω
το θολό μου περίγραμμα
το εξαφανίζω ως διά μαγείας.

Χωρίς διαχωριστικά σύνορα
απροστάτευτη
δίχως άμυνες
διαχέομαι στους γύρω.

Ανεξήγητο πραγματικά.
Μπορεί όμως να είναι
και ποίηση.

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Δεν ήταν μόνο ο ποιητής
που κρατούσε το μαχαίρι.
Ήταν κι εκείνη η ακονισμένη λέξη
και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα
που συνωμοτούσε
και ο χρήστης.

Αυτόν, προπάντων, μην ξεχνάτε.

Κράτησε του νοήματος την ουσία
για δική του χρήση
είπε.

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Σ’ εκείνον τον κύκλο
που καθίσαμε σταυροπόδι
ήταν ένα ξέφωτο ποίησης.
Μεταγγίσαμε τον αετό
που ξεψυχούσε μπροστά μας
με την αντοχή των λέξεων της φωτιάς.
Μεταλάβαμε ευλαβικά μαζί του
την αγωνία του θανάτου.
Προσπάθησε να κρατήσει
τον μυστικό ρυθμό του σύμπαντος
μα δεν τα κατάφερε.
Στο αναπάντητο βλέμμα του
έδωσε η λύτρωση το κρυμμένο νόημα.

Εμείς
συνεχίσαμε να γράφουμε ποιήματα
για τη μεγαλοσύνη της αγάπης
το μοίρασμα του άρτου
και τη διάσωση μιας αχτίδας φωτός
από μεγάλους
ασήμαντους ανθρώπους.

 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Η μάνα μου
ήταν ψηλή με πράσινα μάτια.
Καθόταν στην τζαμαρία
κι έβλεπε έξω τα απογεύματα.
Σιγοψιθύριζε κι ένα τραγούδι.
Η αγκαλιά της μύριζε νοσταλγία
για κάτι που ήθελα πάντα να ζω.
Είχε μια λύπη
που δεν την ονόμαζε.

Τώρα τα βράδια στην τζαμαρία
φέγγει ένα πράσινο φως
που μου έμαθε πια
το όνομα εκείνης της λύπης.
Όσο για τη νοσταλγία
-έτσι όπως ήθελα-
για πάντα θα τη ζω.

 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Μέσα απ’ τα χαλάσματα
καθισμένη στην πέτρα
αχνοφέγγει η νύχτα.

Έξω ο δρόμος με καλεί
συστήνεται χωρίς φωνή
κι έχω να περπατήσω πολύ ακόμα.

Είναι κι αυτός ο άγνωστος
που κουβαλώ…

Βρέχει
και δε βλέπω καλά.
Ξεκίνησα όμως.

 

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Μέσα σε τούτο το λαγούμι που ζω
γαντζωμένη στο βήμα του χρόνου
υπάρχει ένα άλογο με φτερά.
Ασφυκτιά όλη μέρα
με ένα όνειρο ακέφαλο αναβάτη
και με τρομάζει.
Το σούρουπο πετάγεται
από την τρύπα αυτή
και καλπάζει ελεύθερο στους ουρανούς.
Ακούγονται ώς τα πέρατα
οι αστραπές-κραυγές του
και όταν το ρωτούν
πού είναι το κεφάλι του αναβάτη
ανεμίζει την άσπρη χαίτη
κι απαντά πως
σκέψη δε χρειάζεται
ν’ αφήσεις το λαγούμι.

Από τότε
κρεμασμένη στον λαιμό του
άφοβα πια ταξιδεύω.

 

ΑΠΟΔΗΜΟΣ

Μια απόδημη γνωριμία
προσπάθησε να πείσει
πως αποκαταστάθηκε στην ξενιτιά
πως άλλαξε το όνομα
σ’ ένα περίεργο ξενικό
και πως οι λέξεις υιοθετήθηκαν πια
από μια γλώσσα ανάδοχο.
Είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο
κάποια απομίμηση χαμόγελου
με χρώματα που έσταζαν
τη νοσταλγία για το πρωτότυπο.

Μόνο όταν με κοίταξε
βαθιά μέσα στα μάτια
κατάλαβα
πως τριγυρνούσε ακόμα
στην πίσω αυλή του πατρικού
και χτένιζε σιωπηλά
το σβολιασμένο χώμα.
Μουρμούριζε κι ένα νανούρισμα
που του ’λεγε η μάνα του.

Πριν αποχαιρετιστούμε
μου φάνηκε πως είπε
ότι ακόμα τον φωνάζουν
Οδυσσέα.

 

ΕΥΤΕΛΕΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Πόση σπουδή
για το ευτελές της προσφώνησης
από τον οικοδεσπότη χρόνο
στην είσοδο της γιορτής.
Λες και παίρνει πολύ
για να ενωθούμε πάλι
με τη λάσπη.

Κι αυτή η επιμονή μας
ν’ αναζητούμε διακαώς
το παραμύθι και την πλάνη
πως κάποιος τάχα
θ’ αφήσει το βλέμμα
πάνω σε δέντρο αιωνόβιο
να βλέπει τα μελλούμενα
να τα εξιστορεί στα παιδιά.

Η ζεστασιά μιας φτερούγας
κι η ανάμνηση κάποιας λάμψης
στον θόλο του αιώνα
μου φαίνεται
σαν το μοναδικό αποτύπωμα.

 

ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Έπεσε η αυλαία
βαριά σαν λαιμητόμος
καρατομώντας
ηθοποιούς και κομπάρσους
επί σκηνής.
Ούτε τίτλοι τέλους
ούτε υποκλίσεις
σβήσαν τα φώτα
άδειασε η πλατεία μεμιάς.
Το έργο τελείωσε μισό
για ακόμα μια φορά.

Τώρα περιφέρουμε
με βουβό πόνο
τις κεφαλές μας επί πίνακι
εκλιπαρώντας για μιαν έντιμη ταφή
αφού ακόμα και η σαγήνη
απ’ όλες τις Σαλώμες
δεν κατάφερε να δελεάσει
την αμείλικτη ματιά του
ούτε την πείνα της δίνης
που αναδεύει το χάος στο στόμα του
και αδιακρίτως ρουφά ψυχές.

 

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΕΚΠΤΩΤΟΥΣ

Παρακαλείται ο Ιούδας
να παραλάβει από τον κήπο
την καινούρια του ταυτότητα.
0 ασπασμός καλύπτει
το τίμημα της εισόδου
κι η αμοιβή δεν επιστρέφεται
ούτε σε δάκρυα μετάνοιας.
Φεύγοντας ν’ αποσύρει
το σχοινί της εξόδου
για να του διευκολύνει
τη μετάβαση.

Και να μη λησμονήσει
προπάντων
να «πληρωθούν οι Γραφές».

Ευχαριστώ.

.

ΣΥΝ(Γ)ΡΑΦΕΣ   (2018)

ΤΟ ΤΡΕΝΟ

Ένα κομμάτι παιδικότητας
που κρεμόταν ξεχασμένο
σε ξανθά μαλλιά
έπεσε με πάταγο στο χώμα.

Η τσίχλα στο στόμα της
είχε γεύση σκουριάς
μα δεν έλεγε να τη φτύσει.
Αναβίωνε παράτολμες σκανταλιές
από μια ομιχλώδη εποχή
και θύμιζε οξειδωμένο μέταλλο
απομεινάρι ενός τρένου παρελθόντος
σε απόσυρση
που επιδείκνυε μαζοχιστικά τη φθορά του.

Το σύμπαν το δικό μας
ήταν αδιέξοδο.
Καταδίωκε σκέψεις πουλιά
που μόνο κύκλους έκαναν
και ολοένα μίκραινε
καθώς εμείς μεγαλώναμε.

Το τρένο
δεν ευτύχησε να ξεκινήσει.
Μουγγή η σφυρίχτρα αναχώρησης
δεν μας γλύτωσε απ’ της συνήθειας
την κινούμενη άμμο.
Καθηλωμένο από κρίσεις πανικού
ή επεισόδια αιφνίδιας δειλίας
απέμεινε σφηνωμένο
στις αναπηρικές του ράγες.
Αναβάλλοντας μεθοδικά την έναρξη
φτάσαμε αισίως στο τέλος
ακούγοντας μόνο
το δικό μας χειροκρότημα
που εξασφάλιζε εκ του ασφαλούς
τον δικό μας δια-συρμό.

Ε, εσείς πουλιά
πώς είναι να γυρίζεις σπίτι;
Γιατί εγώ
δεν έφυγα ποτέ.

.

 

ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ – ΑΝΕΚΔΟΤΑ

ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Δεν το ‘ξερες πως το φεγγάρι
δεν έχει τον ουρανό του
Αλητεύει ξυπόλητο στο σύμπαν
και κρύβεται απ’ τον ήλιο
μην του πάρει το λιγοστό φως
Φωτίζει λαθραία το περιθώριο
που ταξιδεύει δειλά σ’ ανοιχτά πελάγη
και κάνει πλάτες
σ’ απαγορευμένες αγάπες

Και πως τις νύχτες
συνωμοτεί με κάτι
επίδοξους ποιητές
αποκαλύπτοντάς τους
τη χλωμή του ομορφιά
για να θαυμάζει
μέσα στην έμπνευσή τους
την θαμπή του εικόνα
-τι ματαιότης –

Αλήθεια δεν το ‘ξερες

ΧΑΜΗΛΕΣ ΠΤΗΣΕΙΣ

Από παιδί τα όνειρά μου
αεροπλάνα χάρτινα
όργωναν την πίσω αυλή
κι απογείωναν τη χαρά
πάνω απ’ τ’ άσπρα σύννεφα
της παιδικής μου ψυχής

Τώρα που μεγάλωσα
προσγείωσα τη χαρά
καθάρισα από συντρίμμια
την αυλή
κι οι πτήσεις έγιναν χαμηλές
και προ πάντων κοντινές

Αν αυτό ονομάζεται ασφάλεια!

 

ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΒΥΘΟ

Σκαλίζω τ’ όνομά σου στο σκοτάδι
και λαμπιρίζει από μέσα ο βυθός
το μάτι του μια μπλε σιωπή
στη χαραμάδα
το μέτωπο ακουμπισμένο στο χτες
αναπολεί μια τρικυμία

Μ’ όση ηρεμία του απέμεινε
σκάβει αθόρυβα ένα σώμα
μετρά ναυαγισμένα καράβια
και λικνίζει αφανέρωτα μυστικά
Η ένωση μας αφήνει μια τρυφερή
θαμπή ευθεία στον ορίζοντα

Ακολουθώ το φεγγάρι
μέσα από ένα ασημί μονοπάτι
και βγαίνω στο φώς
πάντα όμως θα νοσταλγώ
τα μακρινά ταξίδια
στον δικό σου σκοτεινό βυθό

 

ΧΩΡΙΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ

Πόσα «όχι» μαζέψαμε
από παιδιά
Πόσα «μη» και «δεν κάνει»
ταξίδεψαν μαζί μας
ώσπου να ενηλικιωθεί
το πρώτο ναι
Ο ίδιος ο εαυτός
με μια αόρατη βελόνα
έσπαζε τα μπαλόνια που μας αγόραζαν
πριν πετάξουν ψηλά

Ύστερα γυρεύαμε
ποιός έβαζε τρικλοποδιά στη νύχτα
κι εκείνη κουτσή με δανεικό δεκανίκι
ακύρωνε τις εξερευνήσεις
της πρώτης αγάπης

Ό,τι μας δόθηκε μετά
ήταν κατόπιν τυχαίας συμφωνίας
μιας περαστικής ζωής
κι ενός απλωμένο χεριού
Και τα φυλάξαμε μ’ ευγνωμοσύνη
μέσα σε ανοιχτές αγκαλιές
χωρίς εισιτήρια και δίχως όρους

 

ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ

Το αδιάκοπο χτύπημα
των δακτύλων της βροχής στη στέγη
να θυμίζει
πως κάτι περιμέναμε.
Παράταση ως το πρωί
μπας και φανεί.

Ένα αναιμικό φως απ’ το παράθυρο
έγνεφε αμήχανο
αν θα προχωρήσει.
Η απάντηση
από το μαύρο σύννεφο
που το κατάπιε.

Μέσα μου μια φωνή τραγουδούσε
με εμμονή
αμερικάνικα χριστουγεννιάτικα εποχής.

Η βροχή τράβηξε για τα βουνά
το σύννεφο έτοιμο να διαλυθεί
από το φως που το υπέσκαπτε
κι εμείς προχωρήσαμε
μαζί με ό,τι κι αν περιμέναμε
και που πάντα είχαμε.

 

ΟΔΥΝΗ

Ποιος είπε φευγαλέες τις στιγμές
κι όλοι οι θνητοί πρόθυμα το πιστέψαμε.
Πώς προσπερνάς ένα βουνό
τη θλίψη
σημάδι ασήκωτο στους ώμους
με τη ζωή να σταματά ενώ επιμένει να κυλά;
Αποκαΐδια
που εκσφενδονίζονται
στο πέρασμα ενός κομήτη χρόνου
και ισοπεδώνουν την πρόθεση
του ονείρου.

Τι μοίρα κι αυτή του ανθρώπου…

Μια λάμψη περαστική μαχαιριού
φλόγας ριπή
μια στιγμή λαιμητόμος
και η θυσία προς εξευμενισμό
του άγνωστου θεού
νυχτώνει για πάντα τις ψυχές
που δωροδοκούν σιωπηλά τον βαρκάρη.

Πώς να διαχειρίζονταν άραγε
τον πόνο οι αρχαίοι
δίχως τον από μηχανής θεό;
Ποιο περιθώριο εξιλέωσης αφήνει
μια διά βίου στιγμή δυνάστης
που μας καταδικάζει
σε οδύνη βοούσα εσαεί;

Ποιος τραγικός
θα το ξεκαθαρίσει;

 

ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ

Να εξαφανίσουμε
τον φάκελο του χρόνου
να σχίσουμε την ταυτότητά του
να χαθεί το νούμερο
να ελευθερωθούμε επιτέλους!

 

15 ΙΟΥΛΙΟΥ

Οι σειρήνες το πρωί
απόκοσμες
τρομακτικές
σαν πουλιά αρπακτικά
με κατασπαραξαν ξανά με μνήμες
εκεί στον βράχο της τιμωρίας
Ξέσχισαν με λύσσα τις σάρκες
της αλαζονείας μου
σκάλισαν λαίμαργα
όλες τις παλιές πληγές
κι όπως κάθε χρόνο
με άφησαν ανήμπορο επαίτη
μιας λύτρωσης
που δεν λέει να φανεί

 

20 ΙΟΥΛΗ

Από τότε
περπατώ με ένα πέδιλο
με μισό παντελόνι
και θυμάμαι τα χακί διάτρητα πουκάμισα
ν’ αποχαιρετούν τις ψυχές
που φυγάδευσαν οι τρύπες τους.
Η θυσία που επεβλήθη
δεν αφορούσε μόνο την Ιφιγένεια
μα κι αγουροξυπνημένους ανθούς
δίχως καν άρβυλα.

Οι εικόνες συνωστίζονται
μεσ’ στο λιοπύρι
να δηλώσουν παρούσες
ενώ στο μέτωπο
πάλλεται μια μωβ φλέβα
φορτωμένη ιστορίες πολέμου.
Το είδωλο της πατρίδας
σκαμμένο από ιαχές
αμούστακων βλεμμάτων
αντικατοπτρίζεται πάνω σ’ ένα βουνό
με κίτρινους εκσκαφείς
και μισοφέγγαρα.
Ακουμπώντας στον ώμο
ενός ασθμαίνοντος Σίσυφου
κουβαλούμε βράχο ασήκωτο το άδικο.

Να ξυπνούσαμε κάποτε απ` αυτή την αλήθεια
και να ζούσαμε επιτέλους το όνειρο.

 

ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Πίσω από τούτο το προσωπείο
το στόμα σκάβει τρύπες ν’ αναπνέει
και το χαραγμένο του χαμόγελο
πνίγει τα ουρλιαχτά.

Ένας σουγιάς
ανοίγει ρωγμές για τα μάτια
να μην φαίνεται το χρώμα τους πια
– με χαμηλωμένο βλέμμα
κοιτούν μα δεν βλέπουν.
Άλλωστε ο κίνδυνος της οικειότητας παραμονεύει.
Κλεμμένο από κάποια αρχαία τραγωδία
δώρο απρόσμενο ενηλικίωσης.
Η κάρτα έγραφε,
«Να εκτιμήσεις την διαχρονικότητα του».
Η μόνιμη διφορούμενη έκφραση
εξυπηρετεί τις προθέσεις του φέροντος
και δίνει παραστάσεις
κοινωνικής παντομίμας
ώστε να επιβιώνεις καθημερινά.

Αφαιρώντας το σε στιγμές
ανόητου συναισθηματισμού
έντρομη ανακαλύπτεις
πως δεν ξέρεις πια να χαμογελάς
να κλαις
ή να βλέπεις κατάματα.
Ένα πρόσωπο ταινία τρόμου
το δικό σου
με ακαθόριστα χαρακτηριστικά
γυρεύει ψηλαφητά το προσωπείο του
για να υπάρξει
– τραγικό κατάλοιπο
μιας παρεξηγημένης κληρονομιάς
που λίγοι αρνούνται.

Και ενώ το αποκηρύσσουμε δημοσίως
διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά μας
παραδεχόμαστε εν κρυπτώ
πως είναι μία κάποια λύσις.

 

ΕΛΕΝΗ

…πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Γιώργος Σεφέρης «Ελένη»

Πάνω στο σχοινί
απλωμένα πουκάμισα
ένα θαλασσί
ένα άδειο της Ελένης
κι ένα δικό σου λευκό λινό
Έτσι όπως ανεμίζουν
τα φουσκωμένα τους μανίκια
στον αέρα
πασχίζουν να εξηγήσουν

το θαλασσί
πώς μας παραπλάνησαν
οι αμαρτίες του οι παλιές
κι έγινε τραγούδι καλοκαιρινό
μια εποχή που χανόμασταν
στην αγκαλιά του

της Ελένης
πώς οι διαμαρτυρίες του
για την μοναξιά που κληρονόμησε
πέφτουν στο κενό
και απαιτεί
πλήρη αποκατάσταση
του ονόματός του

και το δικό σου
πως έχει δίκιο
όταν επιμένει με παρρησία
πως άμα είναι λευκά
επιτρέπεται να λέγονται
τα ψέματα

και να συγχωρούνται κιόλας

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK.GR/ 05/11/2020

Στην πρώτη ποιητική της συλλογή η Κύπρια Μαίρη Θεοδοσίου-Νικολάου καταθέτει με στοχαστική ωριμότητα και ποιητική ιδιοπροσωπία ένα μεστό υπαρξιακό ταξίδι από την πραγματικότητα προς το όνειρο ή την ουτοπία, η οποία συμβολικά εννοιολογείται με τη θάλασσα, προφανώς επειδή το υγρό στοιχείο καταλύει τον χωροχρόνο και τα όποια στεγανά της σκέψης, της έκφρασης, των επιλογών, του βίου γενικότερα. Στα πενήντα ένα ποιήματα της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο πότε ως πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου πότε ως έκφραση μιας συλλογικής μνήμης ή πραγματικότητας παρατάσσει ποιήματα κυματισμούς μιας χώρας με τους νεκρούς της είτε στα πεδία των μαχών είτε στα πεδία μιας σκληρής καθημερινότητας, η οποία ως βιβλικό ή μυθολογικό τέρας καταβροχθίζει αυτό που θα μπορούσε ευτυχώς να γίνει αλλά ατυχώς συνωστίζεται στο αγίνωτο της μέρας, στο ανεκπλήρωτο του χρόνου. Κι η θάλασσα που πολιορκεί την όποια απραξία ή αμηχανία των εποχών μας πάντα μια πιθανότητα διαφυγής.

Κάθε καλοκαίρι/ένα κύμα μας περίμενε/έξω από το σπίτι/με ξεκινημένη τη μηχανή/Καβαλούσαμε την μπλε του σέλα /και χανόμασταν καλπάζοντας/ στην ίδια θάλασσα της φυγής.

Είναι, όμως, η θάλασσα στην ποιητική γραφίδα της Θεοδοσίου-Νικολάου και αυτό που στοιχειώνει τις νύχτες ως επιθυμία, η οποία θέλει να γκρεμίσει τα τοιχώματα της όποιας φυλακής και να αποζητήσει την εκπλήρωσή της.

Μες στα σεντόνια μου/κάθε βράδυ/γεννιέται μια γυναίκα/Είναι γυμνή σαν αλήθεια/πλατιά σαν θάλασσα/και σιγοτραγουδά/ Η φωνή της ξορκίζει/όλους τους φόβους/Μέσα της χωράνε /τα ταξίδια που δεν έκανα/Με τα μάτια της βλέπω/πέρα απ΄τους τοίχους της φυλακής/κι όταν διασχίζει το δωμάτιο/ανοίγει το πάτωμα /κι αναβλύζουν ορίζοντες.

Διάσπαρτα στη συλλογή τα σημάδια του πόνου, της λύπης, της μνήμης. Σημάδια, όμως, που λειτουργούν ως συντηρητές και εμπνευστές της συνέχειας.

Το κρεβάτι του Προκρούστη/ήταν ακριβώς στα μέτρα μας/ούτε πιο μικρό/ούτε πιο μεγάλο/ Όπως και ο πόνος μας/ Τόσος όσος μπορούσαμε να αντέξουμε, είπαν/Ευτυχώς δηλαδή.

Να φυλάγεσαι από το θηρίο/να το’χεις κοιμισμένο/στο πιο σκοτεινό δωμάτιο/να μην πεινάσει για το μαράζι σου.

Κάθε πέτρα και μνήμη/κάθε μνήμη σαν πέτρα/κι επιβιώνεις.

Κι οι ιστορίες πολέμου μονίμως υποβόσκον τραύμα υπό τη σκιά του μισοφέγγαρου κατακτητή. Μικρές νάρκες σε ανώμαλο έδαφος ζωής, ανθρωποκεντρική ποίηση όπου μεταφορικά και αλληγορικά ο άνθρωπος-στρατιώτης επιδιώκει να σπάσει τα δεσμά και να αγγίξει επιτέλους τη θάλασσα, μια θάλασσα που ταξιδεύει, που διασπά τις ρίζες σε ζωή σκληροτράχηλη, επικίνδυνη και ασφαλώς ανεπιθύμητη.

Οι εικόνες συνωστίζονται/μες στο λιοπύρι/να δηλώσουν παρούσες/ενώ στο μέτωπο/πάλλεται μια μοβ φλέβα/φορτωμένη ιστορίες πολέμου/Το είδωλο της πατρίδας/σκαμμένο από ιαχές/αντικατοπτρίζεται πάνω σ’ ένα βουνό/με κίτρινους εκσκαφείς/και μισοφέγγαρα/Ακουμπώντας στον ώμο του Σίσυφου/κουβαλούμε ασήκωτο το άδικο.

Κι αλλού: ΄Ηταν κι εκείνο/το παγωμένο άγαλμα από σίδερο/ενός ανίκητου-νικημένου-ήρωα/στη μέση της πλατεία./ Είχε ένα άψυχο βλέμμα στο κενό /για να μας εμψυχώνει. {…} Με χέρι ανασηκωμένο/έδειχνε προς τη θάλασσα. {…} Αυτός ο ήρωας/όταν πέθαινε/μπορεί και να ήθελε μόνο/ν’ αγγίξει τη θάλασσα.

Η Θεοδοσίου-Νικολάου κατορθώνει να αναφερθεί στα τραυματικά θέματα της τουρκικής εισβολής χωρίς να ολισθαίνει σε μελοδραματισμούς και συνθηματολογίες, με τον απαραίτητο υπαινικτικό τόνο και με στίχους που δεν έχουν «πολυφορεθεί» ώστε να θεωρούνται είτε τετριμμένοι είτε αναμενόμενοι. Κι αυτό θα πρέπει λογοτεχνικά να της πιστωθεί, γιατί εμφανίζεται με ποιητική επιμέλεια στην πρώτη της συλλογή, σαν έτοιμη από καιρό, με ποίηση που υποβάλλει ανάγνωση και πίσω από τις γραμμές, προκειμένου να αλιεύσει κανείς και τα βαθύτερα νοήματά της. Γιατί «αλητήριο» το σώμα ψάχνει το απέραντο, το αιώνιο, ως εκ τούτου το ελεύθερο και αυτό που υπερβαίνει τον θάνατο. Αποφεύγει τη χρήση βαρύγδουπων λέξεων, χτίζει τα νοήματά της με τα απλά υλικά της γλώσσας, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας τον πλούτο μέσα από τους λεκτικούς και νοηματικούς σχηματισμούς.

Αρχετυπικές αναφορές ενισχύουν την προσπάθεια της ποιήτριας να προωθηθεί σε μακρινές διαδρομές, να υφάνει τον καμβά των πτώσεων, των περιορισμών και των επιλογών. Ο Αδάμ και η Εύα, ο Ιώβ, η Ελένη, η Ιφιγένεια, ο Οδυσσέας, ο Οιδίποδας και η εμβληματική φιγούρα του Ιούδα. Διαχρονικά οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε τέτοιους ρόλους, απεγκλωβίζονται με προσωπικό αγώνα ή παραμένουν έρμαιο του ρόλου που δεν επέλεξαν ή που δεν πολέμησαν αρκετά προκειμένου να απαλλαγούν από αυτόν.

Το΄μαθα κι αυτό /τσακίζοντας δικά μου «θέλω» / στη μυλόπετρα του χρόνου/μην το συζητάς.

Ο Ιούδας εμφανίζεται ως το πιο κυρίαρχο πρόσωπο αναφοράς στη συλλογή, αφού η ταύτισή του με την προδοσία παραπέμπει σε μία προσωπική δέσμευση να μην προδίδει κανείς τα «θέλω», τα «όνειρα», εν τέλει την προσωπική του πορεία σε επιλογές άλλων ή σε ακούσιες επιλογές.

Να το νιώσει μόνο/ό,τι εγκαταλείπεις/Και κρατώντας τη μέρα/στερνή φορά από το χέριι/δείξε της τη δύση/Θα καταλάβει/Ίσως νομίσει πως ακόμα χαμογελάς/σαν την παραδίδεις /μ’ένα φιλί/΄Ιδιος Ιούδας /που πολύ πόνεσε /για μιαν ακούσια επιλογή.

Η Μαίρη Θεοδοσίου-Νικολάου δεν μπόρεσε να αποφύγει και κάποια ποιήματα ποιητικής. Αν θέλουμε να τα εντάξουμε στο ευρύτερο πλαίσιο και περιεχόμενο της συλλογής, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση αντιστοιχεί στο πεδίο ελευθερίας που αναζητά γενικότερα η ποιήτρια, αφού η τέχνη και η δημιουργία παραμένουν διαχρονικά τα πιο απτά πεδία άσκησης της ελευθερίας. Γενικά, όμως, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως διαμορφώνει ένα ενιαίο ιστό στη συλλογή της, υπηρετώντας με τα ποιήματά της την κεντρική ιδέα του βιβλίου και υπερασπιζόμενη τον τίτλο που έχει επιλέξει.

Μερικές φορές διαρρηγνύω/το θολό μου περίγραμμα/το εξαφανίζω ως διά μαγείας/Χωρίς διαχωριστικά σύνορα/απροστάτευτη/δίχως άμυνες/διαχέομαι στους γύρω/Ανεξήγητο πραγματικά/Μπορεί όμως να είναι/και ποίηση.

Και αλλού: Δεν ήταν μόνο ο ποιητής/που κρατούσε το μαχαίρι/΄Ηταν κι εκείνη η ακονισμένη λέξη/και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα/που συνωμοτούσε /και ο χρήστης/ Αυτόν, προπάντων, μην ξεχνάτε/Κράτησε του νοήματος την ουσία/για δική του χρήση /είπε.

Η Μαίρη Θεοδοσίου –Νικολάου με την πρώτη της ποιητική συλλογή αποδεικνύει πως η σύγχρονη κυπριακή ποίηση παρακολουθεί τις νεότερες εξελίξεις, ενημερώνεται και συμβαδίζει χωρίς να εγκλωβίζεται στην τραγική εντοπιότητα. Λόγος καθαρός και σαφής, με ποιητική ειλικρίνεια και ευκρίνεια, με χαμηλόφωνη διαμαρτυρία, αναδεικνύει τον άνθρωπο της εποχής, τη γυναίκα των πολλαπλών ρόλων, την αγάπη για μια σκλαβωμένη πατρίδα με τις ανασφάλειες, τις αβεβαιότητες και τις όποιες πιθανότητες ανατροπής των δεδομένων, όπως αυτά βαραίνουν πάνω από τις ζωές, βαριές σκιές, βράχια που κλείνουν τη δίοδο προς τις θάλασσες των ταξιδιών.

Θα αναμένουμε με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα της ποιήτριας.

.

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

PERIOU.GR 31/12/2021

Μπορεί και να ήθελε ν’ αγγίξει τη θάλασσα

Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι. Με τη διαφορά πως είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με σοβαρότητα. Και αυτήν τη σοβαρότητα τη διαθέτει η συγκεκριμένη ποίηση, καθώς δεν περιορίζει τη θεματολογία της στην αυτοαναφορικότητα των προσωπικών βιωμάτων αλλά εκτείνεται παράλληλα και σε έναν ορίζοντα προβληματικής που αφορά οντολογικά ζητήματα. Η γνωστή πλέον περιφορά του ατομικού τραύματος στις σελίδες των ποιητικών βιβλίων είναι μια πληγή που σημαδεύει ανεπανόρθωτα την ποίηση.
Η γραφή της Μαίρης Θεοδοσίου Νικολάου εκφεύγει του κινδύνου και με την πρώτη της συλλογή εισέρχεται στο πεδίο του Λόγου με δύο ξεχωριστά στοιχεία, σαφώς αναγνωρίσιμα.
Το πρώτο είναι η λοξή ματιά που ρίχνει πάνω σε όσα αφορούν τον τρόμο της ύπαρξης, την ώρα που βιώνει την τραγική διαδρομή μέχρι την έξοδό της.
Το ανυπόφορο και αβάσταχτο τα αντικρίζει με τη λεπτή ειρωνεία και αξιοπρέπεια του όντος εκείνου που, ενώ βρίσκεται επάνω στη μουσούδα του θηρίου που ετοιμάζεται να το καταβροχθίσει, ωστόσο από εκείνη τη θέση τη δεινή προφταίνει να κοιτάξει μακριά και με περήφανη αναίδεια να καταγγείλει.
Μια ποίηση με ευφυές χιούμορ ως πλάγιο σχόλιο στην ύπαρξη και στον χρόνο. Έτσι λοιπόν αποκαλεί το σώμα αλητήριο που δεν είναι να το εμπιστεύεσαι και καταγγέλλει την ψυχή καθώς, έχοντας εξ αρχής διαχωρίσει τη θέση της από τη φθορά, μάς χρησιμοποιεί χωρίς να κοκκινίζει. Για να διαπιστώσει παρακάτω:
Άλλο επίπεδο να είσαι αιωνιότητα. («Ψυχή και σώμα»)
Αλλά και σε άλλο ποίημα, παραμένοντας στο ίδιο κλίμα ειρωνικού σχολιασμού, μιλά για τον σκώληκα του χρόνου που τρώει αθόρυβα ζωές, καθώς η βοή της μέρας καλύπτει το ροκάνισμά του. Τον βλέπει να παραδίδει τη σκυτάλη στον συνονόματό του, τον γήινο, που ξαπλωμένος δίπλα στο κουφάρι μας φροντίζει για τον πλήρη αφανισμό μας. Για να καταλήξει: Τελικά, δεν έχουμε γλιτωμό από δαύτους. («Σκώληκες»)
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της γραφής της Μαίρης Θεοδοσίου Νικολάου είναι η τρυφερότητα.
Η πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ στην ομιλία της στη Σουηδική Ακαδημία κατά την τελετή απονομής του Νομπέλ Λογοτεχνίας χαρακτήρισε την τρυφερότητα ως την πιο ταπεινή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης, είπε, που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα ευαγγέλια, κανένας δεν ορκίζεται σ’ αυτήν, κανείς δεν την παραθέτει. […]Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου».
Στην ποίηση της Θεοδοσίου ακολουθείται πιστά αυτό που οφείλει να κάνει η τίμια ποίηση. Να εστιάσει δηλαδή στο ελάχιστο και φαινομενικά ασήμαντο, για να του δώσει μια δεύτερη ζωή στην αιωνιότητα της γραφής. Νώε λοιπόν ο ποιητής και η ποίηση η κιβωτός όλων των απολεσθέντων. Γι’ αυτό και η ποιήτρια στρέφει τον φακό της στα αθέατα από τους πολλούς και συναισθάνεται τα πλάσματα μέσα στην τραγικότητά τους. Παραμερίζει την πρωτογενή πληροφορία, διεισδύει στην ψίχα των προθέσεων, ξεσκεπάζει τα αδιαφανή ξεβολεύοντας όσους είχαν συνηθίσει να κάνουν ξένοιαστοι πατινάζ στην επιφάνεια των πραγμάτων. Λες και συνομιλεί με τα σβησμένα αρχεία των ανθρώπων και ακούει όσα κι οι ίδιοι δεν είχαν καλά καλά τολμήσει να ομολογήσουν ούτε στον εαυτό τους. Συντάσσεται με όλους τους αντιήρωες και αναθέτει στην ποίηση την αναγνώριση και καταξίωσή τους.
Θα ’θελα να συμπαρασταθώ / στα παραμύθια που απέτυχαν / στο πεδίο της χαρούμενης φαντασίας // που οι ήρωές τους αδικημένοι / σαν κοινοί θνητοί / κάηκαν σε μια τυχαία φωτιά / κι ας ήξερε η μολυβένια τους καρδιά / ν’ αγαπά αληθινά […] θα ’θελα ν’ αγγίξω το λυπημένο βλέμμα του αλλιώτικού κύκνου / που μεγάλωσε μόνος,[…]
για να καταλήξει:
Σ’ αυτά τα παραμύθια / οι νικημένοι μας ήρωες / δεν έζησαν καλύτερα στο τέλος // μόνο ανθρώπινα.
Όμως η τρυφερότητα δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση μόνο όσων δεν αναγνωρίστηκαν αλλά εισχωρεί και στο εργαστήριο του τεχνίτη, συναισθανόμενη τη μέγιστη συμβολή των περιττών που χρειάστηκε να απορριφθούν, προκειμένου να παρουσιαστεί ακέραιο το θαυμαστό αποτέλεσμα μιας δημιουργίας. Όπως, ας πούμε, όλες εκείνες οι λέξεις που σβήσαμε, για να γραφτεί το άρτιο ποίημα ή τα μικρά ροκανίδια που πέταξε ο ξυλουργός μέχρι να κατασκευάσει την τέλεια πολυθρόνα.
Η ποιήτρια, βέβαια, δεν αναφέρεται σε αυτά. Ταυτίζεται με ένα κέντημα που η ζωή το κέντησε με σταυροβελονιές περίτεχνες τρυπώντας την, και στήνει στο βάθρο του στίχου όχι το ίδιο το κέντημα, όπως θα περιμέναμε, αλλά όλα τα κομμένα νήματα που ονειρεύονταν μακρινές διαδρομές αλλά η λογοκρισία των χρωμάτων δεν τα επέλεξε. Μιλά τρυφερά για εκείνα που δεν τα κατάφεραν να επιλεχτούν και να επιβιώσουν σε μια αποδεκτή συνθήκη έστω και κεντήματος. Κάποτε, ξέρετε, υποκύπτει ο άνθρωπος στη στερεοτυπική ζωή, με αποτέλεσμα το κέντημα της ζωής του να απεικονίζει ένα σχέδιο που δεν φέρει το στίγμα της ταυτότητάς μας γιατί φοβούμενοι την πιθανή εκτόπιση από τους πολλούς αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε στη σύμβαση βάζοντας σε σίγαση τα όνειρά μας. Τρυφερά και αγαπητικά συμπονά τα πλάσματα και τις αδυναμίες τους, δικαιολογεί τις υποχωρήσεις τους και μας συστήνει την αθέατη σελήνη τους. Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και ο ήρωας στο σιδερένιο άγαλμα στη μέση της πλατείας. Με χέρι τεντωμένο δείχνει προς τη θάλασσα. Τα στεφάνια της πικροδάφνης στα πόδια του πικρά σαν την ψυχή του, το σακίδιο και το όπλο βαριά σαν το καθήκον όμως η ποίηση, αυτή η μαγνητική τομογραφία της ψυχής, διαπερνά την ένδοξη εικόνα, το κλέος και τον συμβολισμό και ξεγυμνώνει το άγαλμα απ’ τα παράσημά του. Ο ήρωας όταν πέθαινε μπορεί και να ήθελε ν’ αγγίξει τη θάλασσα, γράφει η Μαίρη τολμώντας να φανερώσει τους φόβους και την ανάγκη του πολεμιστή να επιστρέψει στην παιδική ηλικία του νερού και της ανοιχτωσιάς αντί να πολεμάει. Άλλωστε, η ποίηση αποφεύγει την εξιδανίκευση και τα ιλουστρασιόν περιτυλίγματα. Γυμνώνει και αποκαλύπτει και αγγίζοντας τρυφερά τα πρόσωπα και τη ιστορία τους, τολμά ακόμα και να τα αθωώσει, αναζητώντας ελαφρυντικά και άλλοθι πριν τα καταδικάσει. Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και ο Ιούδας που βρίσκει στους στίχους της Μαίρης μια κατοικία λιγότερο πνιγηρή από το κλαδί της συκιάς, καθώς του αναγνωρίζεται ένα ελαφρυντικό, μια υποταγή στις προφητείες που τον όρισαν μοχλό αποφασιστικό της ιστορίας του Ιησού. Με αφορμή λοιπόν την ανάγκη της να δηλώσει στο ερώμενο πρόσωπο τον τρόπο που επιθυμεί να την εγκαταλείψει, αν πρόκειται οπωσδήποτε να γίνει η προδοσία, τού ζητά να φύγει οριστικά αλλά να κρατήσει τη μέρα από το χέρι και να της δείξει τη δύση. Θα καταλάβει, λέει, Ίσως νομίσει πως ακόμα χαμογελάς / σαν την παραδίδεις / μ’ ένα φιλί. // Ίδιος Ιούδας / που πολύ πόνεσε / για μιαν ακούσια επιλογή. («Αποχαιρετισμός»)
Επίσης στο εξαιρετικό συνθετικό της ποίημα «Ελένη» γράφει σε ένα απόσπασμα απευθυνόμενη: […] Στην ατέλειωτη νύχτα / που θρέφει το άδικο / στο ουρλιαχτό της σιωπής / που στοιχειώνει τα ερείπια / χόρευες πάνω στην ψυχή / προχώρα, μού έλεγες / κι ας έκλεισαν οι δρόμοι / να φιλάς τον Ιούδα / να του χαμογελάς / γιατί κάποτε η αλήθεια / λαμπύρισε στα μάτια του.[…] «Ελένη»
Μάλιστα, ο λόγος της τρυφερής ματιάς της απέναντί του δηλώνεται και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Οδηγίες προς έκπτωτους» όπου ο Ιούδας παραλαμβάνει από τον κήπο τη νέα του ταυτότητα και η ποιήτρια τον συμβουλεύει να μη λησμονήσει / προπάντων να «πληρωθούν οι Γραφές».
Στους στίχους της συλλογής κυκλοφορούν πρόσωπα, χρόνοι, γάτες και εποχές. Συμμαθήτριες από τα παλιά, κίτρινοι εκσκαφείς και μισοφέγγαρα στο είδωλο της πατρίδας, ροζ παντοφλάκια νεκρών παιδιών, δίσκοι βινυλίου της εφηβείας, απόδημοι και αυτόχειρες, έκπτωτοι και κομπάρσοι. Μα εκείνη που πάνω από όλους και όλα πρωταγωνιστεί, αθέατη μα πανταχού παρούσα, αυτή που κόβει βόλτες ανάμεσα στα ποιήματα είναι η μάνα της. Της παραστέκεται και την παρηγορεί, πολεμάει στη θέση της και τότε η ποιήτρια νικά. Γράφει:
Όλες οι μάχες που έδωσα / ήταν μ’ ένα κουτσό σπαθί / που ανέμιζα πάνω απ’ το κεφάλι / του φόβου / φωνάζοντας δυνατά το όνομά σου. // Έτσι ήταν που νίκησα.
«Μικρές νίκες»
Είναι οι φορές εκείνες που η γραφή μετατρέπεται σε κάλεσμα, κάτι σαν το τραγούδι του Σουγιούλ: «Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά». Και τότε η μάνα έρχεται ντυμένη με μοβ δειλινιάτικα χρώματα ομιχλώδες περίγραμμα απούσας παρουσίας.
Ένα άλλο σημείο που κυριαρχεί στη γραφή της Θεοδοσίου είναι τα ποιήματα ποιητικής όπου η γλώσσα της ποίησης, αυτός ο ασύλληπτος καταδότης, είναι ο υπαίτιος μιας παραίσθησης στα πλαίσια της οποίας εξομολογείται:
Μερικές φορές διαρρηγνύω / το θολό μου περίγραμμα / το εξαφανίζω ως διά μαγείας. // Χωρίς διαχωριστικά σύνορα / απροστάτευτη / δίχως άμυνες / διαχέομαι στους γύρω. // Ανεξήγητο πραγματικά. / Μπορεί όμως να είναι / και ποίηση. «Παραίσθηση»
Μια αίσθηση σπουδαίου και ιερού που αφορά ανθρώπους ασήμαντους αλλά μεγάλους. Άλλωστε δεν είναι λίγο πράγμα αυτό που διενεργείται ερήμην μας μέσω της ποίησης. Αυτή η σταδιακή διαδικασία μεταμόρφωσης που λειαίνει το βλέμμα και κάνει τον χρόνο να λαμπυρίζει γύρω μας φρέσκος και αναγεννημένος.
Και τώρα λίγη εντομολογία. Ας μιλήσουμε για τα λεπιδόπτερα. Αρκούν λίγες μέρες ή και μήνες, ώστε ένα άσχημο πλάσμα σφηνωμένο σε ένα κουκούλι να μεταμορφωθεί μαγικά σε εντυπωσιακή χορεύτρια των αιθέρων, σε πεταλούδα. Τι ακριβώς συμβαίνει κατά τη διάρκεια των ημερών που το πανέμορφο λεπιδόπτερο βρίσκεται ερμητικά κλεισμένο; Πώς τρέφεται; Πώς ακριβώς αναπτύσσεται; Πώς καταλήγει σε ζωντανό «έργο τέχνης»; Όλες οι συνάξεις γύρω από τους στίχους στα μαθήματα δημιουργικής γραφής στην Κύπρο ευθύνονται για αυτήν τη μεταμόρφωση. Δηλαδή, η παρούσα ποιητική συλλογή δεν είναι βιβλίο μα πεταλούδα; Ακριβώς. Άλλωστε, η σελίδα της ζωής που μας δωρίζεται άγραφη από τη γέννησή μας είναι ωραίο να φέρει επάνω της κάποτε χρωματιστά φτερά και πετάγματα έστω σύντομα, έστω μάταια έστω εύθραυστα αλλά οπωσδήποτε γύρω από το φως που δεν καίει πάντα τα φτερά μα τα φωτίζει να στολίζουν τους αιθέρες σ’ αυτή τη γιορτή της ζωής που αξιωθήκαμε.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.