ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

Γεννήθηκε στη Σάμο στις 23/8/1900 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομα του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του (1976). Θεωρείται η πνευματική του πατρίδα αφού εκεί διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκοντας απήχηση σε πολλές γενιές μαθητών του, ειδικά στο μάθημα των νέων ελληνικών.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυση του το 1961 έως το 1965.

Η ποιητική πορεία του Θέμελη ξεκινάει ουσιαστικά με τον πόλεμο και τη κατοχή. Όλα τα προηγούμενα γραπτά του ανήκουν στην προϊστορία του. Τότε μυήθηκε στα νεότερα πολιτικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας».

Ορισμένα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Σταύρο Κουγιουμτζή (ενδεικτικά: Το πρώτο περιστέρι, Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο, Πάσχα των Ελλήνων, Σαν ένα αστέρι).
Έφυγε από τη ζωή στις 17/4/1976

Εργογραφία

Ποίηση

«Γυμνό παράθυρο», 1945
«Άνθρωποι και πουλιά», 1947
«Ο Γυρισμός», 1948
«Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες», 1949
«Ακολουθία», 1950
«Συνομιλίες», 1953
«Δενδρόκηπος», 1955 (Κρατικό Βραβείο)
«Το πρόσωπο και το είδωλο», 1959
«Φωτοσκιάσεις», 1961 (Κρατικό Βραβείο)
«Η Μόνα παίζει», 1961
«Το δίχτυ των ψυχών», 1965
«Έξοδος», 1968
«Ηλιοσκόπιο», 1971
«Περιστροφή», 1973
«Δενδρόκηπος» ΙΙ, 1973
«Κήποι», 1974
«Ars poetica», 1974
«Οίκος Εμπορίου», 1974
«Βιβλικά», 1975
«Το περιστέρι και τα επτά αναστάσιμα θαύματα», 1977
«Ποιήματα Ι», 1986
«Ποιήματα ΙΙ», 1997
«Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα. Ποιήματα 1923-1975», 2019

Δοκίμιο-Μελέτες

«Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών», 1933
«Επίγραμμα και Μακεδόνες Επιγραμματοποιοί», 1938
«Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 1948
«Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών – Το πρόβλημα της ερμηνείας», 1949
«Προβελέγγιος – Ροσίνης – Πολέμης – Καμπάς», 1953
«Νεοέλληνες Λυρικοί», 1954
«Το κλειδί (ανάτυπο)», 1960
«Αγγελικό και μαύρο φως (ανάτυπο)», 1962
«Όριο επαφής Σολωμού-Καβάφη» στο «Δώδεκα Διαλέξεις (σειρά α´)», Οργανισμός Εθνικού Θεάτρου, 1961
«Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του (ανάτυπο)», 1961
«Η Νεώτερη Ποίησή μας Ι», 1963
«Η Έσχατη Κρίση», 1964
«Η Νεώτερη Ποίησή μας ΙΙ», 1967
«Η Ποίηση του Καβάφη», 1970
«Ένας μονόλογος για την ποίηση»
Οδυσσέας Ελύτης στο Vitti Mario (επιμ.), «Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999
«Πολύπτυχο» (Αυτοβιογραφικό κείμενο)

Θέατρο

«Διδώ», περ. “Νέα Εστία”, 1950
«Καραγκιόζης»: Παραγωγή Κ.Θ.Β.Ε., σκηνοθεσία, σκηνογραφία, ενδυματολογία Ευγ. Σπαθάρη
«Ταξίδι», πολυγρ. έκδοση, 1966 (19-6-1999)
«Ο επισκέπτης», περ. “Νέα Πορεία”, 1969 (19-2-1970)
«Ο χρεώστης», περ. “Νέα Εστία”, 1973

Μεταφράσεις

Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος
Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης
Rene Char, Ποιήματα, Επιλογή, Μετάφραση, Εισαγωγή. «Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης»

Η επιλογή των ποιημάτων που ακολουθεί έγινε από την Ποιητική ανθολογία: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα ( https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0 ) της Βίκυς Παπαπροδρόμου.

ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

ΑΝΟΙΞΗ

Ένα κομμάτι ουρανός ένα πουλί στο παράθυρο

Σε γνωρίζω τρυφερό χαμόγελο του Θεού μου
Εξαίσιο μήνυμα από φως καινούρια μέρα

Πότε ήταν πότε είναι δεν ξέρω να πω
Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
Σα να ’χε ξεχαστεί και θυμήθηκε ξάφνου
Πανώρια φτερουγίσματα στις κορυφές
Δίψασε ίσως απ’ την πορεία της συγκατάβασης

Τα πουλιά έχουν ξεχάσει το νερό της νύχτας

Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
Της παρουσίας το βλέμμα χαράχτηκε στο σκληρό μάτι

Κάτι σαν κρίνος σε καρδιά χειμώνα

ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ

Κανείς δεν το περίμενε
Το κρύο και τη βροχή

Η νύχτα κάνει πιο βαθιές τις χαραμάδες
Μαζεύεται κόσμος και γελά χαζεύοντας απ’ όλες τις μεριές
Ζώα φυλακισμένα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι που ξεφωνίζει

Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο παράθυρο

Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
Ένα σκέτο πανί
Το σκέπασμα της νύχτας

Περνάει ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη μεριά
Πέρ’ απ’ τη θάλασσα την πόρτα τ’ ουρανού

Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά

ΓΕΝΝΗΣΗ

Οδύνη το σκέπασμα
Να κάθεσαι να υπάρχεις
Μέσα στο στήθος

Με παιδεύουν λυγμοί
Ραγισμένες καμπάνες

Να είχα το θάρρος
Αγάπη ακούραστη
Να μπορούσα να ψάλλω
– Ειρήνη!… Ευδοκία!

Έκλεισαν οι φωνές
Τα μάτια έχουν στεγνώσει
Μοναξιά μεγαλόπρεπη

Έντομα φριχτά φτερά βυθισμένα στη λάσπη
Αλλού το κεφάλι, αλλού τα μέλη
Θρεμμένα με το ίδιο τους το αίμα

Δεν υπάρχουν πια ποιμένες
Άστρα που ψάλλουν στο βαθύ ουρανό
Οι Άγγελοι τραβήχτηκαν σε απρόσιτα ύψη

Δε βρίσκεται στη γη παρθένος
Να εγκυμονεί τον γιο του ανθρώπου
Αγκαλιά ουρανού με τη νύχτα

Πότε θα περιμένουν νά ’ρθει
Η Δεύτερη Παρουσία

ΓΥΑΛΙΝΟ ΜΑΤΙ

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
(Είναι κάτι ντροπές που δε λέγονται
Κάτι αμαρτίες που φοβάσαι τον ίσκιο σου)

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο
Σηκώνονταν τη νύχτα και φώναζε:
«Πάμε να πέσουμε στο ποτάμι…»
Έβλεπε ουρανούς λευκούς αγγέλους

Είναι ένα γυάλινο μάτι που με βλέπει στον ύπνο του

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
Στητά κοτρόνια μέσα σε χορτάρι
Έρμο δυσώνυμο φτωχικό κοιμητήρι
Αναπαύονται όσοι περπάτησαν πεθαμένοι

ΕΛΕΓΕΙΑ Σ’ ΕΝΑ ΝΗΠΙΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ ΠΕΙΝΑ

Ισχνό λιωμένο σώμα
Σαν ένα γυμνό πεθαμένο πουλί

Από ποιο χέρι ποιο ουρανό

Παραπάτησε ίσως κι έπεσε
Από νύχτα σε νύχτα
Μέσα σ’ ένα παράξενο βαθύ όνειρο
Που η καρδιά των παιδιών παγώνει
Τα χαμόγελα ραγίζουν επάνω στα δόντια
Κι οι μητέρες δεν έχουνε μαστούς

Φτερά ελαφρά
Πέρα από κάθε σιωπή
Ανάμεσα στ’ άστρα που ψάλλουν

Τίποτα δε σάλεψε
Τίποτα
Τα δέντρα εξακολουθούν
Να σηκώνουν τη μοναξιά
Τα σκυλιά να ουρλιάζουν

Φυλάξου
Μη σταθείς πουθενά
Γλήγορα
Σκεπάστε τις εικόνες των καθρεπτών
Φάσμα λιπόσαρκο μέσα στη νύχτα
Φτερού αποτύπωμα στα ξύλα μιας κούνιας
Διψάει μια στάλα δροσιά ψάχνοντας μέσα σ’ όλα τα μάτια
Περιεργάζεται ένα γυμνό κρανίο
Ένα στεγνό πεθαμένο πρόσωπο
Μας βλέπει
Μέσα στον άλλο ύπνο
Σκοτεινιασμένα πρόσωπα αλλόκοτα θλιμμένα ζώα
Απελπισμένα φτεροκοπήματα
Επάνω στους τοίχους

***

Ενθάδε κείται
Σκιά πουλιού

ΕΝΔΥΜΑ

Αφήσαμε ανοιχτή την πόρτα στη νύχτα
Ψυχή μέσα σ’ αυτή την πολιτεία
Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους
Σκυλιά και σπίτια μες στους δρόμους

Κάνει πολύ κρύο σ’ αυτό το απόμακρο άστρο
Ο κόσμος είναι σκοτάδι
Ένα παλιό τραπέζι
Ανάμεσα σε τέσσερους τοίχους

Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους

Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση
Τα μάτια μου χτυπήθηκαν από πετάγματα
Γίνομαι αγνός
Ένα κομμάτι απλή πέτρα

Αγαπώ την πιο κλειστή γωνία
Ανάμεσα σκεπάσματα από παράθυρα και στέγες
Στον τοίχο επάνω καρφωμένα τα ίχνη μου

Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση

Το συρτάρι τρίζει
Μια θλιμμένη εικόνα περιφέρεται στο δάπεδο
Ήταν μια φορά ένα άγαλμα
Που χαμογελούσε

Πώς έτσι αγάπησα τη σκοτεινιά και ντύθηκα

ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΙΧΝΗ

Περπατώ και θυμούμαι

Κάτι ξέχασα
Κάτι είχα να κάμω

Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί

Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα

Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια

Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέρια μοναξιά

Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Από σκαλί σε σκαλί
Δε βρίσκω καιρό να σηκώσω κεφάλι
Να θυμηθώ κοιτάζοντας τον ουρανό

Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι
Ν’ αγγίξω τον καρπό τον πόνο μες στο δέρμα
Ο άνεμος περνά σφυρίζοντας μες από κορμούς
Χορδές σκονισμένα μαλλιά ακούρευτα όνειρα

Πουθενά δεν είναι σταμάτημα
Ακούς που ηχεί βαθιά το σώμα
Φωνάζει βοήθεια η λυγισμένη κραυγή

Το παλιωμένο σπίτι στέκει από συνήθεια
Πρέπει να πατώ στα δάχτυλα
Να μιλώ με τα μάτια
Μην ξυπνήσω τον ύπνο που κοιμάται
Θα φωνάξουν οι σωπασμένες φωνές
Θα γκρεμιστούν οι ψεύτικες κούκλες

Νύχτα θολή από ίσκιους που χόρτασαν αίμα

Να πατήσω επάνω σε πτώματα
Να περπατήσω επάνω στα δάκρυα
Με τα παλιά σχισμένα παπούτσια

Ας βγάλουμε από πάνω μας το μπαλωμένο πουκάμισο
Να ξαναγίνουμε ξυπόλητα παιδιά του δρόμου
Να ξαναγίνουμε γυμνά νεογέννητα νήπια
Ανάμεσα στα έκπληκτα αγαθά ζώα

Ατέλειωτο τραγούδι ο κόσμος
Μέσα στα μάτια ενός παιδιού
Ουράνια φτερά και χελιδόνια αντάμα
Ένα τραγούδι κρυμμένο στην καρδιά του νερού

Ο ουρανός
Μέσα στα πρόσωπα

Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει
Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι από του φεγγαριού την άλλην όψη
Άγγελοι μαύροι κατεβαίνουν
Χτυπώντας αναμμένες φτερούγες
Τριπλές ματωμένες άγκυρες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει

Στα βαθιά σκαλοπάτια με τους καπνούς
Η πλατιά φουσκωμένη θάλασσα
Δε δέχεται ούτ’ ένα ψόφιο γατί
Ούτ’ ένα καράβι από χαρτί
Χωνεύοντας θειάφι και πτώματα

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι όλες οι φλόγες αναμμένες
Κίτρινες φλόγες μες στον κάμπο
Φέγγοντας τ’ άθαφτα κορμιά
Μην τα πατήσει ο καβαλάρης

Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Μην αγγίζετε τις κρυφές πληγές
Θα γελάσουν οι λιμναίοι καθρέπτες
Προβάλλοντας σκοτεινά κέρατα
Κόκαλο και ντροπή τ’ ουρανού

Βαθύ το ράγισμα του κόσμου

Τα ζώα χάθηκαν πίσω απ’ τα βουνά
Γκρεμίστηκαν μες στα φαράγγια
Μονάχα η σελήνη των πεθαμένων
Με τα παράξενα μάτια που τρυπούν
Κατεβαίνει σαν ένα αρπαχτικό πουλί
Σα μια τρελή γυναίκα σκύβοντας
Επάνω στα μέτωπα

ΚΥΜΟΘΟΗ (I)

Αφήστε με να κείτομαι
Ανέκφραστα μάτια τυραννία από βαθιά σημάδια
Πιο επίμονα απ’ το κολλημένο δέρμα
Από περιττές μεταμέλειες που μπερδεύουν το αίμα

Αγωνίζομαι να βρω τα δικά μου δάκρυα
Να εγκατασταθώ στην καρδιά μου

Πώς να το πω δεν ξέρω
Καμιά γλώσσα δε μιλιέται
Σιωπή από βυθισμένα άστρα
Ερημιά ουρανού μέσα σε κάθε φωνή

Έχω μια κρυφή ελπίδα
Να συναντήσω κάπου τη θάλασσα

Τα πουλιά ταξιδεύουν επάνω στα όνειρά τους

ΚΥΜΟΘΟΗ (II)

Σε μια στροφή ουρανού
Στον ψίθυρο που χορέψαμε
Γέμισε το σώμα μύρια κλειστά βλέφαρα
Εικόνες που έγιναν άστρα

Σε κάθε γωνιά της ύπαρξής μου κι ένας χτύπος
Περπατεί ένας άγγελος
Ένας μεγάλος ίσκιος
Μέσα στα μάτια μου

Είναι κάτι φτερά που βυθίζονται

Πούθε αρχίζει ο κόσμος
Η δική μου γύμνια

ΚΥΜΟΘΟΗ (III)

Ένα βήμα κι ένα παράθυρο
Θάρρος
Και καθαρή καρδιά
Κι όπου μας βγάλει ο άνεμος
Η τελευταία περιπέτεια

Μπροστά μας η θάλασσα
Η σιωπή
Με τ’ απλωτά καρδιοχτύπια και τους θανάτους
Ανοιχτή ανέπαφη μέρα

Ένα ταξίδι κι έναν ουρανό
Στον τρίτο
Στον τέταρτο
Στον πέμπτο
Θα κοιταχθούμε στον ίδιο καθρέφτη
Ανάμεσα στους πιο γυμνούς αγγέλους

Σαν τα κουτιά π’ ανοίγουν
Και γίνονται περιστέρια
Και δάκρυα

ΚΥΜΟΘΟΗ (IV)

Οι μνήμες άνοιξαν τα μάτια τους σαν πεταλούδες
Τα φτερά μας σχηματίστηκαν επάνω στον άνεμο

Μια ματιά καρφωμένη
Ανάμεσα σε δυο χαμόγελα
Καθαρό λουσμένο δάκρυ

Μαθαίνουμε να ζούμε
Μαθαίνουμε να πεθαίνουμε
Παλιά ξεχασμένα πορτρέτα
Μέσα σε μια θύμηση

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές

ΚΥΜΟΘΟΗ (V)

Όταν αισθάνομαι πως είμαι μόνος
Κινδυνεύω μέσα σ’ ένα λυγμό

Υπάρχω για να κοιτάζομαι
Μ’ ένα βλέμμα κλειστό
Ανέκφραστου κοριτσιού

Πόσο σμιχτά υπάρχουμε
Ακριβή μοναξιά μου
Ανάμεσα στα γυμνά μπράτσα

Σ’ έχω κρυφό καρδιοχτύπι
Όπως η ψυχή το σώμα
Όπως η θάλασσα το φεγγάρι

Ποιο είναι το δέντρο
Ποιος ο άνεμος

Να μην πάψω ποτέ να είμαι
Κι όμως δεν είμαι παρά ένας άλλος
Που σκύβει μέσα στα μάτια μου
Μ’ ένα βλέμμα που τρυπάει

Ποιος είναι

Με παραμονεύουν
Διπλές ματιές
Φορεμένα χέρια
Σε κάθε κατώφλι

ΚΥΜΟΘΟΗ (VI)

Εξακολουθεί ο θόρυβος και ο ήλιος
Τα πουλιά μονάχα γλίτωσαν
Ανοίγοντας τρύπες στον ουρανό
Προφτάνοντας την καλή γαλάζια ελπίδα

Ουρλιάζει το λυσσασμένο σκυλί
Τους ίσκιους που απόμειναν
Επάνω στα εγκαταλελειμμένα βήματα

Μια φορά ήταν εδώ κάτι αγάλματα
Που ονειρεύονταν αγγέλους

ΚΥΜΟΘΟΗ (VII)

Σε βλέπω

Στο απλό χέρι που δίνεται
Σε μια κλωστή σ’ ένα φύλλο
Ματιά που γεμίζεις τη θάλασσα

Σ’ ακολουθεί το πλανημένο μάτι
Πέρα από κάθε ακρωτήρι
Τρυπώντας κάθε ορίζοντα

Σαν την κυνηγημένη σκιά του Νότου
Σαν την καρδιά που έκοψε τα σχοινιά

Με χορεύει ο άνεμος
Σαν αφηρημένο

Το πόδι μου έχει πάρει
Όψη κοφτερής φτερούγας

Είσαι αυτό που δεν είναι
Δεν έχει όνομα
Όπως αχτίνα ματιού

Όπως τα δέντρα με τ’ άστρα
Το νερό που τραγουδάει
Και δεν ξέρει τίποτα

ΚΥΜΟΘΟΗ (VIII)

Όταν κλειδώνεται το στόμα
Η φωνή κινδυνεύει χωρίς άγγελο

Ένα φτερό παίζει στον ήλιο με το κενό
Πώς ν’ αντικρίσει κανείς τη θάλασσα

Κάθομαι κι αφουγκράζομαι τη βοή

Γεμίζουν οι έρημοι δρόμοι
Άνθρωποι επάνω σε φτερωτά άλογα
Καλπάζοντας τον ετοιμασμένο θάνατο

Τα φτερά μπερδεύονται στα πόδια
Όμως πρέπει ν’ αγρυπνώ

Θα ’ρθει η ευτυχισμένη έκπληξη
Ένα πουλί
Μια σταγόνα

ΣΗΜΑΔΙΑ

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα

Ψάχνω να βρω σημάδια

Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά

Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός

Κόπηκε η καρδιά

Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά

Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου

Δε θα λαλήσει πια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι

Κόπηκε η καρδιά

Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα

Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται

Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα

Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος

Δεν μπορώ να κοιμηθώ

Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα

Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο

ΦΘΟΡΑ

Έγνοια βαθιά που σωπαίνει το σώμα

Ρούχο τριμμένο στη σκόνη του δρόμου
Ξεφτίδια που κρέμασε η φθορά
Κοφτερό μαχαίρι δίχως αίμα
Και δίχως οδυρμό

Άδειος ο κόρφος
Φωνές πνιχτές μέσα στο δέρμα

Τι έγιναν τα κορμιά
Ψυχές που έβγαλαν διπλά φτερά
Αδέρφια καρπούς θρεμμένα όνειρα

Τρυφερές ανοίξεις που ξεδιπλώθηκαν μέσα στα μάτια

Πρόσωπα σπίτια που κατοικήσαμε
Χέρια μέσα στα χέρια αιμάτινη αγκαλιά
Καρδιά φορτωμένη αγάπη και θάνατο

Ανοίξαμε τα λουλούδια μέσα στα μάτια μας
Γεμίσαμε τη μοναξιά της νύχτας
Πλουτίσαμε την ερημιά του ανέμου
Ονόματα τραγούδια και δάκρυα

Κόσμος της γης
Απέραντο πρόσωπο

ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ ΒΡΥΣΗ

Περπάτησα και δίψασα

Ποιος ξέρει πόσα πόδια πέρασαν πόσα πρόσωπα
Αποτύπωσαν τον ήσκιο τους επάνω στην πέτρα
Τεθλασμένες γλυφές σπασμένοι μαίανδροι
Ανάγλυφα ρόδα και μαλλιά που μάδησαν σκόνη

Η βρύση δεν ξέρει τίποτα
Δεν καταλαβαίνει καμιά γλώσσα που μιλιέται
Ακούει το τραγούδι της
Ένα παιδί με μια χλωρή καρδιά

Μάτι απέραντο από δάκρυ
Δεν υπάρχει τρόπος να τρυπήσω τον τοίχο
Να ριχτώ με γυμνό φτερό μέσα στον κίνδυνο

Τα πουλιά μονάχα ξέρουν τις ολόκληρες αποστάσεις
Ανάμεσα στην υψηλή γραμμή και τ’ άγνωστο κύμα
Μηνύματα ουρανού χαϊδεμένα παιδιά του θανάτου

Καλότυχος που μιλεί με τα πουλιά
Που πίνει νερό με τη φούχτα κοιτάζοντας τον ουρανό
Με μια καρδιά γεμάτη καθαρόν άνεμο

Όπως μια φορά όταν ήμουν παιδί
Ένας άγγελος κατέβηκε πάνω στη γέφυρα
Μ’ ένα σταθερό γοργό περπάτημα
Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια

Να εξασκήσω άλλη μια φορά την καρδιά
Να ξανακάμω το δρόμο που ξετυλίχτηκε
Να φωνάξω με καθαρότητα πουλιού
Και να σταθώ ξάφνου ξανά στην είσοδο της χώρας των ανθρώπων
Κρατώντας μέσα στη φούχτα μου μια στάλα αιωνιότητας

(Ήταν μια ευκαιρία
Μου ξέφυγε το ποτήρι
Μες απ’ την απέραντη αγωνία του χεριού
Τι κάθομαι και λέω όλα τα ποτήρια είναι καμωμένα για να σπάζουν)

Όταν θα ξαναγίνω πουλί
Πέρ’ απ’ τα δάκρυα στους αγγέλους
Θα χαιρετήσω την επιστροφή
Φέρνοντας μια φούχτα χώμα
Μια στάλα ζεστή γήινη θλίψη

ΧΩΜΑ

Τα φτερά με τρομάζουν

Αγαπώ το απαλό χώμα
Τη ζεστή σκόνη της κάθε ημέρας
Περπατεί μέσα στον άνεμο
Μας μαθαίνει να βλέπουμε τους ίσκιους των άστρων
Τα κλαδιά και τα μάτια που μας περίμεναν

Ένα περιστέρι εμπιστεμένο στον κόρφο του ήλιου
Φύλλο που αφέθηκε σαν ένα φτερό
Νερό που τρέχει
Εγκάρδιος ουρανός
Η τρυφερότητα της γης

Ποιος ξέρει
Γλήγορα γλιστρούμε απ’ τον κόρφο τ’ ουρανού
Από βυθό σε βυθό
Πιο κάτω από τα ζώα
Μέσα στη νύχτα

Ξεχάσαμε και δεν το ξέρουμε
Η καρδιά μας ξεπερνά
Θάλασσα φορτωμένη ανάστροφο ύψος
Έρωτα των αγγέλων

Ποιος μπορεί να σταθεί στην ακτή και στον άνεμο
Στην ίσια γραμμή π’ ανοίγεται το ταξίδι

.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

ΑΓΑΛΜΑ

«άρσεν και θήλυ εποίησας αυτούς»
Γένεσις

Περαστικό πουλί αποδημητικό όπως τα χελιδόνια κι οι αύρες
Σταματώ κι αγναντεύω τα παιδικά κορμιά και τα ζώα
Την ξεχασμένη θάλασσα σε σύνορα από φλόγες,
Την ημέρα, το λίκνο του νερού, τον ήλιο που βασιλεύει,
Το βράδυ που ψυχομαχάει ο θάνατος κάτω από μουσκεμένα φώτα,
Τ’ άλογο της σελήνης που ξετυλίγεται στη γραμμή του βουνού
Ένα όνομα
Ένα κλαδί
Μια τρυφερή ανεμώνα

Ανεβαίνω την κλίμακα
Απ’ την ποδιά της χλόης ως τις απρόσιτες κορυφές
Απ’ το πεζούλι στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο στη μοναξιά
Εκεί που σβήνουν οι σκιές κι αρχίζει η παρουσία

Ομιλία από στόμα σε στόμα
Κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού
Κάτω απ’ τα μεγάλα μηνύματα που εξαγγέλλουν οι σιωπές
Ανάμεσα σ’ ένα χαμόγελο και μια αστραπή
Το θάνατο μιας πτυχής τη γέννηση ενός άστρου

Καρδιά του κρυμμένου καλοκαιριού
Κάτω απ’ τις νεκρές επιφάνειες
Καθαρή ευφορία από βρέφη κλειστά κι ανέκφραστες μητέρες
Που γεμίζουν τις πεδιάδες του τρόμου αντηχώντας το αίμα τους

Ένα βλέμμα χαράζει το ίχνος του
Άφθαρτο ρόδο στην απλωσιά του ματιού
Τα κρατημένα δάκρυα συντρίβουν τις φλέβες
Κάτω απ’ το μίσχο μιας μεγάλης μορφής που γεννιέται
Μες απ’ τα φύλλα του σκοταδιού ως το λυμένο χαμόγελο
Μορφή πολλαπλή, ένας ήλιος που μοιράζει το σώμα του
Στις πεινασμένες πλώρες και τα δέντρα
Στην άγραφη σελίδα του νέου χιονιού
Που σκεπάζει τους έρωτες και τους τάφους
Τις θήκες όπου αναπαύονται οι κοιμισμένες μητέρες

Πρόσωπο που απλώνεσαι, πρόσωπο,
Έκσταση της γης καθρέφτισμα ουρανού
Πέρα απ’ το σημείο το σχήμα και τ’ όνομα
Ευλογία της ύπαρξης που εγκυμονείς τα σπέρματα του γαλάζιου
Στη μυστική αναδίπλωση της νύχτας του εαυτού σου

Ψηλό σκαλοπάτι από πάγο και κίνδυνο
Αγγίζοντας την πέτρα ως την κρυμμένη φωτιά
Τον ύπνο του νερού στην ηχηρή του κοίτη
Αγγίζοντας την κλειστή καμπύλη του αόρατου ακρογιαλιού
Πρόσωπο π’ ανεβαίνεις πιο δυνατό απ’ τον άνεμο
Σώμα πιο πλαστικό κι απέραντο απ’ τη θάλασσα
Η ομορφιά που περπατεί επάνω στο χρόνο και στο θάνατο

***

Ο άντρας ακολουθεί τ’ ωρολόγιο των πουλιών
Τα πουλιά τις πυξίδες του ήλιου
Η γυναίκα απλώνεται μες στο κοχύλι του εαυτού της
Ανάβοντας ένα φως λιγνό από διάφανη γύμνια
Κοντά στη θάλασσα που λικνίζει τα ζωντανά όστρακα
Και τ’ άστρα που ονειρεύονται έναν ασάλευτο ήλιο
Μια πάμφωτη σπηλιά από τιτανικές μορφές πάγου
Γυναίκα του μελιχρού ύπνου μοναξιά από σάρκα
Ψυχή του βουνού πορφυρή ουσία της γης
Σελήνη ολόγεμη από έρωτα του γυμνού κόσμου
Μνηστή του θανάτου που συλλέγεις το αίμα του χρόνου
Επάνω σ’ ένα χαμόγελο μέσα σε μια σταγόνα
Χορδή τ’ ουρανού λαχτάρα του ύψους
Άγαλμα της ζεστής βροχής κοιλότητα της θάλασσας
Αρράγιστη καρδιά παιδιού ακρογιαλιά του ανέμου
Πολλαπλό τοπίο που βυθίζεται μέσα σ’ όλα τα δέντρα
Ύπαρξη φλέβα χαράς ανάμεσα στα λουλούδια
Ύπαρξη βλέφαρο ανοιχτό επάνω στα πράγματα

Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα

Επάνω απ’ τους Αγγέλους

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Πέρασαν απ’ την άγια κρύπτη
Τη μυστική ατέλειωτη κυοφορία
Της πέτρας και του γαλάζιου
Και δεν ένιωσαν το ρίγος
Την τρυφερή παλλόμενη χορδή

Δεν ένιωσαν τη φρίκη
Απ’ τα σιωπηλά μουσκεμένα σπήλαια
Όπου κοιμάται ο θάνατος
Σαν ένα χαμένο κοχύλι

Κανένα ζώο στο γυμνό τους τοπίο
Κανένα υδρόχαρο φυτό

Με μια μεγάλη τρύπα μέσα στο βλέμμα
Είχαν ξεχάσει την ανάσταση
Των πουλιών και της σάρκας
Την αιώνια μεταμόρφωση των λουλουδιών
Τη φωτιά που θα γεννήσει τα δάση

***

Ας λυπηθούμε την πικρή τους άγνοια

Ας ευχηθούμε να βρουν την ανάπαυση
Να κοιμηθούν εν ειρήνη

ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΚΗΛΙΔΑ

Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο

Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα

Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες

Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα

Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΘΟΛΟ

Δεν ήτανε ζώα
Γιατί τα ζώα έχουν ψυχή
Γιατί τα ζώα έχουν αγάπη

Ανάγλυφα χαραγμένα
Με πυρωμένο σίδερο
Στην πλάκα της σάρκας

Κι όμως περπατούσανε σαν άνθρωποι
Καρφιά και σώματα κάτω απ’ το θόλο
Κοιτάζοντας ίσια μπροστά τους
Ανάμεσα απ’ την πετρωμένη θλίψη τους

Είχαμε τα ίδια αστέρια
Την ίδια κρυμμένη συντριβή
Στο βάθος της σχισμένης σημαίας
Και μόνο που είχανε ξεχάσει
Και μόνο που δεν είχανε ψυχή

Την είχανε πνίξει στο αίμα
Την είχανε καρφώσει σ’ ένα ξύλο
Για να κρεμάσει τα φτερά της
Πάνω απ’ τη στέγνα της καρδιάς

ΜΟΡΦΗ ΚΑΘΑΡΗ

Προτού φωνάξει η θάλασσα
Κατέβηκα με τη λάμψη που έκαψε τις φτερούγες

Ύψος και γληγοράδα
Ίσκιος από καθαρότητα χιονιού
Από κατατομές και ζώα που τρέχουν
Το αθάνατο νερό το μέταλλο της ηχηρότητας
Όταν ένα βλέμμα γίνεται άστρο
Μέσα σ’ ένα αδιάσπαστο χαμόγελο

Αγαπώ τ’ ακίνητα χέρια
Την στέγνα του καλοκαιριού
Την ουσία της απέραντης τέφρας
Ανοίγω τα σκοτεινά παράθυρα
Μέσα στην άλλη πρωία μιας αόρατης παρουσίας

Μην αγγίζετε το πρόσωπο
Τ’ όνειρο μιας κρυμμένης αυγής
Που σχηματίζει τα μάγουλά της
Μην πληγώνετε το σώμα
Το πιο ακριβό φορτίο της θάλασσας

Αφήστε το ν’ αντηχήσει
Μέσα στο θόρυβο των ωρών

***

Έρχεται η βασιλεία της μοναξιάς
Η απεραντοσύνη της γυμνής πεδιάδας
Του παγωμένου νερού

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

ΑΓΓΙΞΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ

Άγγιξα την ομορφιά
Με τα χέρια μου

Η φορεσιά μου με ζώνει
Ερωτευμένη

Έξω απ’ το σχήμα
Κι από το ρόδο
Του σώματός μου

Άπληστα χείλη
Άπληστα δάχτυλα που τρέχουν
Σα δάκρυα

Άστρα λευκά
Κόκκινες στάλες αγάπης
Μέσα στις φούχτες μου

Στο στήθος
Στ’ ασημένια μαλλιά
Αντίλαλοι
Σωπασμένων
Αυλών

Καθρεφτισμένο πρόσωπο
Ανείπωτο
Απέραντο
Πολλαπλό

Σαν ένα δέντρο που εκτείνεται
Μέσα
Στον άνεμο

ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ

Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια

Όπως τα καρπερά καλοκαίρια επάνω στα δέντρα
Τα χέρια που αφήνονται χωρίς να ραγίσουν

Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια
Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

Ύπνος βαραίνει τα δάση σκοτεινή βροχή
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια που κλείστηκαν στην ερημιά τους
Κι αν δακρύζει για μας –ποιος ξέρει– κάποιος άγγελος
Κι αν μας θυμάται κάποιος ουρανός
Είναι για τα λουλούδια που πεθαίνουν έτσι απλά
Για τα φτωχά λουλούδια που έχασαν τη μιλιά τους

Όμως η καρδιά τους ανοίγεται σαν ένα μυστικό
Η σιωπή τους βυθίζεται μέσα στη νύχτα μας

Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Είναι για σένα που αγαπώ το φως
Τους ανθρώπους τα δέντρα που σου μοιάζουν
Ό,τι σαλεύει κι ό,τι πνέει
Το κύμα που μοιράζεται την απλωσιά του
Και το νερό που τραγουδάει τον έρωτα

Είναι για σένα κι είσαι εσύ
Που περπατείς μες σ’ όλους τους καθρέφτες
Στο κάθε τι στα πράγματα
Τα γκαρδιακά μου αδέρφια

Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που βλέπει
Τα χέρια σου στον ύπνο του σα δυο φτερά
Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που ακούει
Τη μυστική του ηχώ μες στην πυκνή σιωπή του

Είναι η καρδιά μου που σε στηρίζει σα μια σημαία
Είναι η καρδιά μου που σε δέχεται σαν ουρανό

ΜΕ ΒΡΗΚΕ Η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ

Με βρήκε η νέα ημέρα
Μες στ’ ουρανού την ξαστεριά
Με τα πολλά παράθυρα

Όμορφος είναι ο κόσμος
Η βρύση του ματιού

Ένα λαμπρό ρουμπίνι
Από ματόκλαδο

Μες στου νερού τη διάφανη ώρα
Με τα κοχύλια και με τ’ άστρα
Ένα γυμνό καθάριο πρόσωπο

Μάτια βαθιά
Σφιγμένα χείλη
Επάνω σ’ ένα στόμα
Που περιμένει

Μες στ’ ουρανού τη διάφανη ώρα

Έσκυψα και κοίταξα
Κι έγινα όλο μάτια

ΝΑ ΣΕ ΚΡΑΤΗΣΩ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ

Να σε κρατήσω παντοτινά σαν ένα κλειστό κοχύλι
Ομορφιά που ανάβεις τη φλόγα σου
Επάνω σ’ ένα πέταλο
Μέσα σ’ ένα πρόσωπο

Απλώνεις το χέρι σου
Και γράφεις τ’ όνομά σου
Στα φύλλα του χαμόγελου

Από ποια θλίψη κατεβαίνουν τα δάκρυά σου
Μέσα στα μάτια που σκοτείνιασαν να κοιτάζουν τον ίσκιο σου
Μέσα στον τρόμο των πουλιών που δοκιμάζουν τον άνεμό σου

Τα μάτια μας κουράστηκαν να σηκώνουν τον ύπνο

Να ξυπνήσουμε
Να σταθούμε μπροστά σου σαν τα λουλούδια

Ανάμεσα στ’ αγάλματα όπου αναπαύεται η ματιά σου

.

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)

Πρώτη ραψωδία

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ

Quantum mutatus…
Βιργίλιος

Όχι τη χιλιοτραγουδισμένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***

Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κειπάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Που να που πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***

Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κι η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***

Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαια άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τι να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κι ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα

Δεύτερη ραψωδία

Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΩΝ

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κ’ η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

Τρίτη ραψωδία

ΚΙΡΚΗ

Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γινόταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κι έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αυγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***

Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***

Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***

Παιδιά σύντροφοι αδέλφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τι το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***

Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού

Τέταρτη ραψωδία

ΝΕΚΥΙΑ

(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτου κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν

.

ΩΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ (1949)

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό

Τριαντάφυλλα ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα
Σολωμός

Θυμούνται και γράφουν μια βροχή,
Μια σκοτεινή βροχή που έπλεξε το σώμα του φεγγαριού σαν το λευκό μοσχάρι
Και τα κωδωνοστάσια έτρεμαν, γέρναν οι εκκλησιές.

Οι άνθρωποι δεν έβρισκαν γη να πατήσουν κι οι πεθαμένοι να κοιμηθούν.
Κι άρπαζαν χώμα, μάζευαν άσπρα κουρέλια να σκεπάσουν τη σάρκα
Και μαύρα μαντίλια να φυλάξουν τα τελευταία μαλλιά τους
Κι η όψη τους μεγάλωνε, μεγάλωνε από ένα χαμόγελο.

Τα παιδιά δε μπορούσαν να σηκωθούν, γιατ’ έχαναν τα μικρά τους μαχαίρια.
Τα κορίτσια ακολουθούσαν τα διάφανα χέρια τους και γίνονταν άφαντα.
Κι οι μάνες κατέβαιναν στα υπόγεια να βρουν φωτιά να κάψουν τα κρεβάτια τους
Να μη σαπίσουν,
Να μη ταξιδέψουν με τα νεκρά καράβια και τις κάσες στα μαύρα ξένα
Και σύρουν τα σεντόνια τους βρόμικα ζώα και τα πατήσουν.

Άνοιγαν χίλια βλέφαρα να κλείσουν την αγάπη,
Να κρύψουν τη στερνή χαρά που χτύπαε τα φτερά της
Ρίχνοντας δάφνες στα μαλλιά, μαλάματα στους κόρφους.

«Σκόρπα τη στάχτη σου, φωτιά, και ρίξε τον ανθό σου,
Να βάλουν άσπρα οι λεμονιές κι οι κούνιες να γεννήσουν,
Να στολιστούν τα μνήματα ν’ ανοίξουν παραθύρια,
Νάβρουν τα δάκρυα κατοικιά, τα περιστέρια πόρτες,
Κι η μάνα η μάνα η Δέσποινα να γιάνει τον καημό της.»

***

Ξάφνου μες στα χαράματα κρέμασε ο ουρανός την πούλια.

***

Περίμεναν,
Περίμεναν τ’ άσπρο μαντίλι της αμφιλύκης
Οι γυάλινες καμπάνες της Κυριακής,
Και τα σκαμμένα μάτια που άπλωσαν ν’ αγκαλιάσουν
Την πιο μεγάλη αυγή.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν’ τ’ αηδόνια
Δημοτικό

Ας σταματήσει ο ήλιος

Ας γείρει πίσω μια στιγμή να ιδεί τ’ άλλο του πρόσωπο,
Τον άλλο ήλιο, που κυλάει στον κάτω κόσμο.

***

Δεν τραγουδώ τους γυρισμούς των καραβιών,
Τ’ αστέρια που κεντούν ηλιοτρόπια στη ζωή του καλοκαιριού.

Ούτε τα χελιδόνια που παν στον ουρανό,
Να πάρουν το αίμα μιας αυγής να βάψουν τα λουλούδια.

Ακούω τι λένε τα μεγάλα δέντρα,
Τι τραγουδούνε τα βουνά και γράφουν τ’ ακρογιάλια.

Κι η θάλασσα η πολύφωτη με τα λευκά μαντίλια.

Ακούνε κάτω τα όστρακα κι ανοίγουν τους φεγγίτες,
Ακούν τα ψάρια και θυμούνται τον άνεμο
Και θέλουν ν’ αλλάξουνε φτερά και να γίνουν κοπέλες.

Κι οι άνθρωποι που περπατούν στην γη παίρνουν βαθιάν ανάσα.

Νύχτα σελώνουν, νύχτα περνούν, και την αυγή σκορπάνε,
Νάβρουν τα πλουμιστά πουλιά και τις ψηλές γυναίκες,
Που φέγγουν στα προσκέφαλα τη νύχτα που κοιμούνται.

Φέγγουνε κι ονειρεύονται ένα μεγάλον έρωτα,
Ένα μεγάλο γιο.

Να ’χει έναν ήλιο στα μαλλιά, καθρέφτη ένα φεγγάρι
Και τον αϊτό στο πρόσωπο να του φυλάει τον ύπνο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τρία πουλιά λαλούσαν ψηλά στον ουρανό
Δημοτικό

Έρχονται νύχτες,
Που βιάζονται
Να γεννήσουν.

Έρχονται μέρες,
Που θέλουν ν’ αλλάξουν,
Και να φορέσουν
Αιώνες.

.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ (1950)

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

I

Ίσως ν’ αποκοιμήθηκαν και δεν ακούγεται τίποτα
Στον ουρανό και στη γη. Ίσως να ’χουν πεθάνει
Έναν άφθαρτο θάνατο μαζί με τ’ αγάλματα,
Που κέρδισαν την εντέλεια και δεν ελπίζουν.

(Όμως τ’ αγάλματα μιλούν κι ας μην τ’ ακούει κανείς,
Προφέρουν ονόματα νεκρών, προσεύχονται για τους ανθρώπους.)

Ίσως ν’ αποκοιμήθηκαν οι Άγγελοι. Μα πιο πολύ
Έχουν σβήσει το βλέμμα μας σαν τα καράβια του άλλοτε,
Που άφησαν πίσω τα τελευταία κουρέλια τους
Στις ράχες των θαλασσών, ανεμίζοντας την ανάμνηση.

Το χιόνι είναι πιο καθαρό απορροφώντας τάφους και σχήματα,
Γράφοντας ίχνη και σταυρούς στην άγραφη όραση.
Το χιόνι είναι πιο διάφανο απ’ τη στεγνή τούτη λευκότητα
Από στιλπνό χαρτί σκεπάζοντας τις εικόνες.

Η απουσία είναι μια νύχτα χωρίς άνεμο…

Όμως το τίποτα μπορεί να ’ναι το σχήμα μιας υπόσχεσης
Σβήνοντας το χθες και το αύριο μέσα σε μια νηνεμία,
Όπως τα χιονισμένα κοιμητήρια όπου κοιμάται ο χρόνος
Αφήνοντας τα ίχνη των κοκάλων του στις πεδιάδες.

III

Έπρεπε να γυμνωθούμε πριν απ’ τη δοκιμασία της έσχατης ώρας.
Έπρεπε να μιλήσουμε προτού μας εύρει η νύχτα.

Μα αυτό το πριν, το πριν απ’ την ετοιμασία, δεν ετοιμάσθηκε ποτέ,
Όπως τοιμάζονται τ’ αμάξια των μεγάλων ωρών.
Δεν πρόφτασε την έξοδο της τελευταίας ελπίδας
Σαν άλογο ψηλό κομίζοντας την αγγελία μιας τελετής.
Ας το περίμεναν δρόμοι και δυνατότητες κήπων
Στο σταυροδρόμι του ενδεχόμενου.
Ωστόσο θα μπορούσε να επικρέμονταν μες στην πυκνή βροχή σε πτήση αβέβαιη
Απελπισμένου περιστεριού.

Τώρα έγινε αυτό που έγινε, το πιο παράξενο,
Το πιο συντριπτικό ρήγμα του χρόνου,
Που δεν μπορεί να ξεγίνει γυρίζοντας πίσω
Σαν ένα ποτάμι που στράφηκε προς την πηγή.

Ύστερα ήρθε το ύστερα σαν πτώση μιας πέτρας.

Θα καρτερέψω την επιστροφή στην ίδια διασταύρωση,
Έστω σαν ένα αμφίβολο φτερό επάνω απ’ τα νερά.
Μόνο και μόνο για ν’ αλλάξω την κατεύθυνση των ποταμών,
Την κοίτη του αναπότρεπτου, ματαιώνοντας το πριν και το ύστερα.

V

Ποιος ξέρει να πει για τ’ αφημένα σπίτια στον άνεμο,
Τι έπεσε κι έσβησε τη φωνή τους που έφεγγε τις νύχτες
Διώχνοντας τα φαντάσματα. Ίσως το γλήγορο πέρασμα
Κάποιου αλόγου ξαφνιάζοντας τους διαδρόμους.
Ίσως μια πέτρα αιφνίδια, η πέτρα του αδυσώπητου.

Ήρθε από μακριά, πολύ μακριά, γράφοντας κύκλους;
Ήρθε από κοντά; Κανείς δεν ξέρει να πει από πού έπεσε
Μες στην τρομαχτική κραυγή των καθρεφτών
Χωρίς υποψία και στοχασμό συντρίβοντας τα τζάμια και τα είδωλα
Του πιθανού. Μπορεί να τη σπρώξαμ’ εμείς χωρίς να το ξέρουμε
Με αδέξια κίνηση. Μπορεί να την έριξε ξάφνου ο άλλος,
Ο άγνωστος που μας ακολουθεί επάνω στα ίχνη,
Μετρώντας πίσω τα ίχνη μας, σβήνοντας τους χτύπους
Του ύπνου και του ρολογιού.

Αν η μουσική κατάγεται απ’ τα πουλιά,
Όταν κυλούν ανάμεσα στις πέτρες πλησιάζοντας το ανέκφραστο
Πριν ξεψυχήσουν, λίγο πριν ξεψυχήσουν, ας αρχίσουν τα όργανα.
Ίσως ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται και σηκωθούν
Μες στα μεσάνυχτα, αλλάζοντας τα μεσάνυχτα. Ίσως ξυπνήσουν,
Ανοίγοντας τον χρόνο σαν ένα βιβλίο κλειστό.

VIII

Κατέβηκα κάτω στους κήπους και είδα τα μοναχικά οστά.
Είπα: εμείς είμαστε, εμείς οι δυο, που αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά
Ανάμεσα σε τόσα σταυρωμένα χέρια, ασύντριφτα γόνατα.
Είπα: υπήρξαμε στο σύνορο της σβηστής φωτιάς, στην άκρη του κόσμου,
Σ’ αυτή την ακροθαλασσιά της πιο πυκνής προσδοκίας,
Στην αρχή αρχή, που δε γνωρίζει τέλος, μόνο κοιτάζει
Κατά την άλλη άκρη, κατά τη μεριά του φτερού και του κρίνου,
Περιμένοντας να διασχίσουμε την επικίνδυνη πλαγιά του ανέμου.

Όπως και να ’ναι από ίσκιους φτερών κατάγεται ο άνεμος
Κι η σκόνη απ’ τη γεωμετρία της περιπέτειας.

Η σκόνη σου έχει εμπιστοσύνη περιστεριού
Χτυπώντας το τζάμι της βροχής, αγγίζοντας το σήμαντρο
Των ημερών που γέμισαν χλωμή αμφιλύκη…

XI

Τι ζητείτε ανάμεσα στις άσπρες τούτες πέτρες. Δεν είν’ εδώ κανείς.
Οι πεθαμένοι είναι πιο υπαρκτοί απ’ τους ζωντανούς και δε φαίνονται
Μέσα στην πλήρη τους παρουσία σαν άσπρη στολή από φως.

Πέρα απ’ την όχθη στην άλλη όχθη περιμένοντας
Θυμούνται που κάποτε αγάπησαν κι αγαπήθηκαν και κοιτάζονται
Πίσω απ’ τη σκέπη των καθρεφτών και φαίνονται είδωλα,
Ακούονται θόρυβοι και φωνές σα σμήνη αποδημητικών,
Που πάνε κι έρχονται από βοριά σε νότο κι από ύπνο σε θάνατο
Γεμίζοντας με μακρινή παρουσία τον χρόνο.

Πού είστε και δε φαίνεστε, χέρια του άλλοτε, χέρια της γυμνής περηφάνιας,
Πού κείτεστε σταυρωμένα, που δεν έχετε τίποτα και δεν περιμένετε τίποτα.
Μάτια, που μείνατε στεγνά και δεν μπορείτε να ιδείτε
Κάτω από τοίχους και σκιές και φύλλα που πέφτουν.

XIII

Τα παράθυρα της καθημερινότητας κουράστηκαν
Να μοιράζονται το ψωμί και τη θλίψη μας σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Μονάχα τα παράθυρα της αγάπης αντέχουν στον άνεμο
Με την ανυπομονησία τους γεμάτην ήλιους και θάλασσα που δε βουίζει,
Γιατ’ έχει περάσει απ’ την ηχώ στην αφασία, από τη θύελλα
Στους κόλπους της νηνεμίας, κι έχει αποβάλει τη στολή
Μένοντας γυμνή κι αόρατη σαν τα θαλασσοπούλια του άλλοτε.
Όμως μιλεί την πιο δικιά της γλώσσα που δεν ακούγεται
Παρά μονάχα σε κάποιες σιωπές, σε κάποιες παύσεις με λευκά διαστήματα.

Μας συνοδεύουν τα παράθυρα της αγάπης γεμάτα αστερισμούς,
Ιχθύς, που σαλεύουν στο δέρμα τους χωρίς ν’ απλώνουν την κίνηση
Σαν ένα αυλάκι φευγάτου καραβιού στην πιο αβέβαιη επιφάνεια,
Χωρίς πτερύγια που ξεσηκώνουν τον άνεμο.

Όλα τούτα έγιναν διάφανα εμβλήματα πάνω στο στήθος τους,
Μυστικά σημεία μιας προσδοκίας που αναμένεται,
Για να γνωρίζονται, για να γνωρίζουν τον εαυτό τους, όταν σημάνουν τα σήμαντρα.

XV

Θα ξανασυναντηθούμε. Πρέπει να ξανασυναντηθούμε.
Όχι στο γύρισμα ενός κύκλου κάτω από το ίδιο φως που κοίταζε,
Ούτε στην ίδια αυτή γωνία που γυάλιζαν τα μάτια της κι έπνιγε τη φωνή,
Παίρνοντας προστατευτικά το ύφος ενός τάφου.

Μπορεί, ποιος ξέρει; να ξανάρθουν όλα τούτα, να ξαναβρεθούν.
Γιατ’ είναι σημειωμένα εδώ στον χάρτη των μάταιων ταξιδιών,
Στο ίδιο μήκος και πλάτος μιας ατέλειωτης επιφάνειας.
Μπορεί το ίδιο τούτο παράθυρο να σκύψει επάνω στην ίδια θάλασσα
Κι οι ακατάπαυστοι ανεμοδείχτες να συμπέσουν στον ίδιο αμφίβολο καιρό,
Κάτω από τον ίδιο άνεμο, κάτω από την ίδια επίφαση των φαινομένων.
Όμως εμείς θα ’χουμε ταξιδέψει πραγματικά σ’ έναν καινούριον ουρανό,
Θα ’χουμε αράξει παντοτινά σ’ έναν άλλο καθρέφτη.

Τα πουλιά κοιτάζουν κατά τη δύση.
Τα πουλιά συνθέτουν την τελευταία τους προσευχή.

.

ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ (1953)

[Ενότητα Κινήσεις]

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δεν θ’ ακουστούν τα βήματά μας σε συνάντηση.

Σα να ’χουμε χάσει τον εαυτό μας και τον γυρεύουμε
Σε δρόμους που περάσαμε, σε κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Σα να γυρίζουμε απ’ έξω κι ανάβουμε το φως
Και μιλούμε, όπως μιλούσαμε, βηματίζουμε,
Ή στεκόμαστε ν’ αφουγκραστούμε κάποιο θόρυβο.

Είμαστε θόρυβοι και θορυβούμε.
Είμαστε μικρά φτερά και χτυπούμε στον άνεμο.

Αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και σωπαίνουμε ώρα πολλή
Σκύβοντας μέσα στα πρόσωπά μας να γνωριστούμε.

Η γνωριμία μας είναι μια μυστική υπόθεση που δεν τελειώνει.

Έρχεται σιγά σιγά ο ύπνος και μας τυλίγει.

Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε, τα πράγματα που αγγίξαμε,
Φυσιογνωμίες, συναπαντήματα, χαμένες αστραπές,
Η γη που σπιθοβολούσε στην καρδιά μας,
Μπαίνουν μες στη γυμνή ψυχή μας, τη μοιράζονται.

Δεν ξέρω, αν είναι ο άνεμος που σηκώσαμε,
Που τον γεμίσαμε με τη μικρή βοή μας και μας θρηνεί
Στους δρόμους που περάσαμε, στις κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Δεν ξέρω αν είναι χιόνι που έρχεται να μας σκεπάσει.

(Πού θα βρεθούμε το πρωί, σαν θα σημάνουν οι καμπάνες).

ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Όταν γυρεύεις την όψη σου σε κάποια διαφάνεια,
Όταν στο διάβα μιας καμπής σε συναντά ένας ξένος,
Είναι ένα άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται.

Ανοίγοντας μια κάμαρη κλεισμένη από καιρό,
Με κάποια ανυπομονησία που τρέμει στο χέρι σου,
(Μέσα η καρδιά χτυπά γοργότερα για να προλάβει)
Με νευρικότητα, που σ’ έχει κάνει, αγγίζοντας
Τις μυστικές χορδές σου, όργανο μουσικής —
Ακούς, καθώς γυρίζεις το κλειδί, κάποιαν αντήχηση,
Σάμπως να ξεκλειδώνονται όλα μεμιάς τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου.

Μπαίνοντας σε παίρνει η ανάσα μιας ερημίας.
Θόρυβοι από γυμνά πόδια, από χειρονομίες επάνω στα πράγματα.

Κάποιος πρέπει να ’ναι κει μέσα και σπεύδει να εξαφανιστεί,
(Τον πέτυχες ίσως σε ώρα ύπνου ή απογύμνωσης…)
Σαν από αίσθημα ενοχής πίσω από κάποια αμφίεση.

(Το ένδυμα είναι η επινόηση μιας αμαρτίας,
Όταν η ενοχή εξάνθισε στο πρόσωπο σαν ένα ερύθημα,
Για να κρυβόμαστε απ’ τα βλέμματα και να γινόμαστε άφαντοι,
Παίζοντας ένα παιχνίδι: παρουσίας – απουσίας.)

Περπατώντας σε δρόμο πολυσύχναστο μιας πολιτείας,
(Σε βραδινές ιδίως ώρες ημέρας φθινοπωρινής
Με μια απόχρωση αποκαλυπτική στον πράον ορίζοντα)
Κοιτάζοντας τα πρόσωπα που συμπιέζονται μέσα στο πλήθος,
Δεν πέφτουν στο βλέμμα σου παρά κομμάτια, σπασμένοι καθρεφτισμοί,
Σαν από κάποιο άλλο πρόσωπο πίσω από τα πρόσωπα.

Μπορείς να προλάβεις το αντιφέγγισμά του
Στο βλέμμα ενός παιδιού που σε κοιτάζει σωπαίνοντας,
Στο πέρασμα ενός κοριτσιού μέσα στο φως.
Στον γυρισμό του ξενιτεμένου που καρτερούσες.
Στην όψη ενός ανθρώπου που σε κοιτάζει
Ψάχνοντας μέσα στη μνήμη του για να σε βρει.
(Κάπου τον έχεις δει — κάπου συναντηθήκατε).

Από συνάντηση σε συνάντηση, από χειρονομία σε χειρονομία.

Κινεί τα χείλη των εραστών και τα κάνει να τρέμουν.
Είναι παρόν στις νύχτιες συναντήσεις των.
Προβάλλει στα πρόσωπά τους και τα κάνει να φέγγουν.

Σκύβει επάνω μας, μας προσπερνά, μπαίνει στον ύπνο
κάνοντας την ψυχή μας ν’ αναριγεί και να θυμάται,
Εισβολή εκπλήσσουσα ομορφιάς, ρωγμή από φως.

Κάποτε θα εμφανιστεί πρόσωπο με πρόσωπο,
Θα σκύψει επάνω στα πετρωμένα χείλη μας να μας φιλήσει.

(Να φυλάτε τους παλαιούς καθρέφτες που κράτησαν τη μορφή σας.

Να προσεύχεστε στα σκοτεινά και ν’ αγαπάτε τη μουσική.)

ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Όταν γυρίζω σπίτι, με υποδέχεσαι,
Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας μέσα,
Να προσφέρεις ένα ποτήρι νερό – ένα κάθισμα.
Να μου προσέξεις το πρόσωπο, να μου πλύνεις τα πόδια.
Οι επιδαψιλεύσεις της οικειότητάς σου είναι όλες δικές μου,
Γιατί είσαι όλος δικός μου κι εγώ δικός σου.

Όταν βγαίνω έξω, κατεβαίνεις τη σκάλα, να με ξεπροβοδίσεις.

Ποιος ξέρει, αν θα βρεθούμε, αν θα δώσουμε χέρια,
Αν θα με δεις και θα σε δω στο πρόσωπο μέσα στη νύχτα.

Είσαι μες στο μοναχικό μου περπάτημα.

Ακούω τον ήχο από τα βήματά σου μες στα δικά μου,
Ακούω τον ψιθυρισμό σου, συνομιλία αδιάκοπη
Με τον εαυτό σου, με τα πράγματα, με τις αισθήσεις μου.
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι, σταματώ για ν’ ανταποκριθώ,
Με μια κατάφαση βγαλμένη από τον χτύπο του σφυγμού.

Όταν μιλώ, μιλάς σα μια ηχώ, όταν σωπαίνω, σωπαίνεις,
Χωρίς την παρέμβαση του θορύβου που φέρνει ο άνεμος
Μπαίνοντας στα μεσοδιαστήματα της σιωπής,
Για να με χάνεις και να σε χάνω έξαφνα,
Για να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση και αποξένωση.

Κινδυνεύουμε να χαθούμε σε κάθε καμπή, σε κάθε
Διάλειψη της ανάμνησης, αιφνίδιο νύχτωμα,
Σαν όταν σβήνουν τα φώτα μιας γιορτής ή σπάνουν οι χορδές.

Κινδυνεύουμε απ’ τον άνεμο κι από τα πράγματα.

Πέφτουν επάνω μας, σωριάζονται και θορυβούν
Γυρεύοντας να μας παρασύρουν στο κύλισμά τους.
Τα χέρια μας γεμίζουν πληγές, τα μάτια μας καπνό και σκόνη,
Τ’ αυτιά μας μια ακατάπαυστη βοή και δεν
Ακούμε ο ένας τον άλλο, δε βλεπόμαστε.

Μας ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά.

ΣΥΝΟΔΕΙΑ

Αυτό που περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή,

(Κάτι σα να ’χουμε ξεχάσει – κάτι γυρίζει μες στον νου.
Κοιτάζουμε παντού, παιδεύουμε την ανάμνηση,
Ανάβουμε φως να βλέπουμε και να βλεπόμαστε).

Αυτό που περιμένουμε μέσα στο αύριο,
Στο κάθε επόμενο άνθισμα των αριθμών,
Μπορεί να ’ναι μια χειρονομία ή ένα χαμόγελο,
Που έρχεται κι είναι παρόν στο δρόμο που πηγαίνουμε,
Όταν κινούμε πρωί απ’ το σπίτι μας μέσα στη μέρα,
Όταν γυρίζουμε πίσω κυρτοί απ’ τον άνεμο.

Μπορεί να ’ναι σε κάθε στάση που στεκόμαστε,
Στην κάθε πόρτα που χτυπάμε να μας ανοίξουν.
Στο ποτήρι που πίνουμε, στο κάθισμα που καθόμαστε.

Χαμογελάτε καθώς διαβαίνετε ανάμεσα στα πράγματα.

Μπορεί να είστε ο ήλιος που περιμένουν ή ένας ενάλιος θεός
Που έρχεται μες απ’ την πάχνη να τα κυλήσει
Σε νέες κοίτες, σε καινούργιους αριθμούς.
Μπορεί να πηγαίνετε και να γυρίζετε μέσα στην μνήμη τους.

Χαμογελάτε ο ένας στον άλλο, χαμογελάτε στον εαυτό σας.

Όταν συναπαντιέστε μονάχοι, όταν σωπαίνετε,
Όταν προσεύχεστε, θυμάστε, ή αφουγκράζεστε.

Χαμογελάτε στον ξενιτεμένο και στον άγνωστο,
Χαμογελάτε στους νεκρούς που προπορεύονται.

ΕΡΗΜΙΑ

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα

Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.

Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

[Ενότητα Συμπτώσεις]

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΙΙ. ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ

Ασύμμετρες διαστάσεις, ευρυχωρία κενού χώρου.
Εκεί κατά το Τελωνείο, στην άκρη του λιμανιού.
Καθίσματα οικτρά, υπολείμματα λεηλασίας,
Σα να σου λένε τρίζοντας μη μας αγγίζεις.
Γκαρσόνια αμίλητα και σαν ξυλένια.
Σταματημένα ρολόγια που χτυπούν μεσάνυχτα.

Δεν πάνε τώρα εκεί ψυχές, μα κάτι της Νύχτας.
Ζαρώνουν μες στα ρούχα τους σα να κρυώνουν,
Σα να φοβούνται και γλιστρούν, ξεφεύγουν απ’ το βλέμμα τους.

Μπορεί κανείς να δραπετεύει αθόρυβα
Αφήνοντας την ψυχή του σ’ ένα τραπέζι:
Να σκύβει και να σιωπά – να πίνει και να καπνίζει.
Μπορεί να εξαφανιστεί απ’ το πρόσωπο και να μην είναι,
Ένας νεκρός που υποκρίνεται τον κοιμισμένο.

Πίσω μας ένας μεγάλος, παλαιός καθρέφτης,
Φτωχά, χρωματιστά λαμπιόνια κάποιας γιορτής,
(Παλαιάς δόξας χορού μεταμφιεσμένων.)
Ξεθωριασμένα, περίλυπα και νυσταλέα.
Σε παίρνουν μ’ όλα ταύτα, δεν μπορείς
Να ξεφύγεις, σε τραβούν μαζί με τον παλαιό καθρέφτη, τόσο εκεί
Τυφλό, να πει κανείς, στραμμένο μέσα πρόσωπο.

Ώρες αργές ανάμεσα σε τόση ευρυχωρία,
Οκνές, δυσκίνητες, σέρνοντας πίσω – πλάνο.

Φτάνοντας τέλος οι μεσονύχτιες –παλιές κυρίες
Αριστοκρατικές γριές, τρικλίζοντας μέσα σου– γύρω σου,
Συνοδεία ψυχές μες απ’ τη νύχτα,
(Την Κάτω – Νύχτα), σκοτεινές σαλεύουν οι επιφάνειες,
Ακούγονται κρότοι, ακούγονται σιωπές,
Φουσκαλίδες λάμψεις σπάνοντας επάνω στο γυαλί.
Κάνεις να σηκωθείς, σε δένει μια πέτρα.

ΙΙΙ. ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ

Όταν αγγίζουν δάχτυλα ψάχνοντας φως,
Ώρες μικρές, μεταμεσονύχτιες, λάμπες σβηστές,
(Εωθινά σκηνώματα της Άνω-Νύχτας.)
Η Θεσσαλονίκη μπαίνει στο σώμα της,
Η Θεσσαλονίκη σβήνει το βλέμμα της, απογυμνώνεται.
Πιο από μέσα φωτεινή από τη φωτισμένη μέρα.
Ήλιους ανάβει αποβραδίς σε σύσκιο μεσουράνημα.

Ημιδιαφανείς αμφιβολίες, ημίθαμπα, αστραπές,
Αχνή, θρυμματισμένη πάχνη αραχνοΰφαντη.

Κανείς δεν υποπτεύεται που φέγγουν τα χέρια.
Σα να ’μαστε κάτω από βλέφαρα κρυσταλλωμένα,
Σα να ’μαστε από μέσα διάφωτοι και δεν το ξέρουμε.

Άλλη διαρρύθμιση κάτω οδών, άλλη διάθλαση:
–Βασιλέως Κωνσταντίνου (πρώην Βενιζέλου)– Διασταύρωση.
–Ένα κομμάτι Εγνατία– βόρεια, Βασιλική.
Η Παναγία Χαλκέων μισόφωτη, σταύρωση – λύπη.

Μήκος: – σκιές βαθαίνοντας τις επιφάνειες:
Γυναίκες, άγρυπνοι μοναχοί από σκήτες και μονές
Στους ώμους χάμω – σέρνοντας το σχήμα των Αγγέλων.
Βάθος: – ηχώ, αντανάκλαση, αποσιώπηση.

ΞΥΛΙΝΗ ΣΚΑΛΑ

Ανεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα
Μπορείς να σταθείς έξαφνα, καθώς ακούς:
Μες απ’ το κούφιο ξύλο, πιο μέσα ακόμα,
Κάτι στεγνό – ξηρό που συντρίβεται.

Σε παίρνουν μεμιάς και πλήθος θόρυβοι:
Από την οροφή, απ’ το δάπεδο, απ’ τα τοιχώματα.

Έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται,
Ανησυχούν για μας μες απ’ τον ύπνο τους.

Χωράμε όλοι καμιά — ενόχληση.

ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ

Τα καράβια είναι σαν τα θλιμμένα μυστικά.
(Πανιά ριχτά, χείλος στη θάλασσα.)
Σαν τα θλιμμένα μυστικά που λησμονήθηκαν.

Μπορείς να τ’ αγγίξεις, να τ’ αφουγκραστείς.

Κάτι έχουν να πουν, τα καλύπτει, δεν μπορούν.
Σε κοιτάζουν, μάτια μεγάλα, σου χαρίζουν ονόματα:

ΜΑΙΡΗ, ΜΑΡΙΝΑ, ΕΛΠΙΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ…

Μπορεί να λάμψουν αμμουδιές, φυσιογνωμίες, ν’ ακουστούν
Φωνές και βόγκοι από ταξίδια που κάναμε.

Να πω τη μαύρη αλήθεια: Δε πάτησα ποτέ
Σε ξύλινο παλιό σκαρί, φοβόμουν τον καιρό,
Φοβόμουν τη σκοτεινή –κάτω μαύρη– ρωγμή.

.

ΔΕΝΔΡΟΚΗΠΟΣ (1955)

I

Κανείς δεν έρχεται να μας φιλήσει,
Να μας κλάψει, να μας καλωσορίσει
Σας καρτερούσε, σας είχε στην καρδιά.
Έβγαινε στον εξώστη και σας φώναζε.
Όπως στο σπίτι σας, καθίστε.
Απόψε αναπαυθείτε κι αύριο βλέπουμε.
Αποκοιμήθηκε με τ’ όνειρό σας.
Μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας,
Μπορείτε να πλύνετε τα πόδια σας.
Τριζοβολούν τα θυρόφυλλα καθώς τα σπρώχνουμε.
Μην ενοχλείσθε για τίποτα.
Κάμετε τον σταυρό σας. Καλή νύχτα.

Είναι κάτι παλαιά πορτρέτα που θαρρείς θα σου μιλήσουν.

Εδώ ήταν μια δίφυλλη πόρτα,
Εδώ, ένας καθρέφτης.
Εδώ μια παλιά κορνίζα σκαλισμένη.

Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε
Κάποιος που καθόταν εδώ;
Πού τον έχουν βάλει, πού τον έχουν θάψει;

***

Το ταξίδι που τελείωσε δεν έχει τελειώσει,
Συνεχίζεται μέσα μας όπως η μουσική.
Δεν είσαι πια εκείνος που ήσουν.

Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι
Και πού πάω, έχασα το σπίτι μου.
Δεν έχω τόπο να ταφώ, γυρίζω
Στον εαυτό μου κυκλωμένος από θάλασσα,
Ποντισμένος, διασχισμένος από θάλασσα.
Μπαίνουν τα νερά και με πατούν ως την ψυχή.

Θέλω να μιλήσω και να πω
Μια ιστορία σα μια εικόνα.
Ένα ταξίδι συγγενεύει με τον θάνατο.
Κι εδώ κι εκεί σε παίρνουν και σε παν.
Είχα πεθάνει κι έχω αναστηθεί.
Κι εδώ κι εκεί σε μνημονεύουν.
Δεν είναι μόνο ο δρόμος που κόβεις.
Κι εδώ κι εκεί σου κάνουν κενοτάφιο.
Είναι που γίνεσαι δρόμος εσύ, μια λεωφόρος,
Με φωνές, αμάξια και μεθυσμένους.

Θέλω ν’ αρχίσω και να πω:
Δεν παίρνει τέλος, δεν έχει αρχή.

Η ξενιτιά είναι μια δύσκολη αγγαρεία.
Σηκώνεις τα ερείπιά σου, σέρνεις τα ερείπιά σου.

Να ζεις και να μη ζεις: ν’ απουσιάζεις.

Η ξενιτιά είναι σαν τη γυναίκα
Την κακιά: σε τρώει η ηδονή, σε τρώει η τύψη,
Σου κόβει μ’ ένα ψαλίδι τα μαλλιά.

Μια ξένη ψυχή μέσα στο σώμα.

Η ξενιτιά είναι τα μάτια των ανθρώπων,
Άγνωστα μάτια, καταθλιπτικά.
Σε κοιτάζουν χωρίς να σε βλέπουν.

Είναι ακόμα και κάτι συναντήσεις
Νεκρών, που έρχονται και μπερδεύουν
Τα λόγια τους με τα δικά σου, με τη σάρκα σου.

Ύστερα είναι τα λογής χέρια: παίρνεις-δίνεις.
Χίλια χέρια, χίλια μυστικά.

Κάποιο σε κυνηγά σαν ένα τραγούδι
Παράφορο, δεν ξέρεις πού να πας.

Άλλο περνά απαλό σα λουλουδένιο,
Αφήνοντας στη φούχτα σου τη γύρη μιας ψυχής.

Άλλο σε προκαλεί, σου υπόσχεται,
Σε κάνει μ’ ένα του άγγιγμα όργανο μουσικής.

Επιφυλακτικό εκείνο, ανεξιχνίαστο,
Όμοια με πάχνη νοτίζοντας τα δάχτυλα.

Τούτο βαρύ από ουσία, όπως μια πέτρα,
Μπορεί να σε βαραίνει για πάντα.

Διάφανο τούτο από μια στέρηση, μαρτυρικό,
Σε απασχολεί, σου αφήνει μια λάμψη.

Είμαστε πιο πολύ απ’ το πρόσωπο στο χέρι.
Εκεί πηγαίνει ό,τι μας ξεχωρίζει.
Σημείο αρχαίου φτερού.

Ελάτε κοντά να ζεστάνουμε τα χέρια μας,
Ελάτε να πιαστούμε χέρι με χέρι.

Μετά από κάθε πράξη και συνάντηση
Μας απασχολούν τα χέρια μας, τα πλένουμε∙
Μετά από κάθε κοίταγμα μέσα στα μάτια.

(Ποιος θα σηκώσει τα σταυρωμένα χέρια μας
Και τα κατασχισμένα φορέματά μας.)

Η ξενιτιά είναι σαν την αγρύπνια,
Όταν αργεί να ξημερώσει,
Όταν σηκώνεσαι και πέφτει, πέφτεις και σηκώνεσαι.

Πληθαίνουν τα καθημερινά μας ερείπια, γεννιούνται τα μυστικά μας
Και μεγαλώνουν, γίνονται ανυπόμονα,
Όπως παιδιά που παίζουν και πηδούν.
Ανυπομονησία περνά μέσα στα χέρια,
Όπως ένα όργανο που δοκιμάζεται
Και ποτέ δεν τελειώνει, δε φτάνει το μελλοντικό του ανάστημα.

Τίποτε δε βολεί να πάρει τέλος.
Βαρύς έρχεται ο θεός και κουρασμένος.

Από νύχτα σε νύχτα γυρεύοντας το φως.

Ποιος είν’ αυτός που μας προφταίνει στην πόρτα,
Κατάκοπος και σιωπηλός, γυρίζοντας απ’ το ταξίδι του,
Με λασπωμένα χέρια και όψη σκοτεινή.

Ως να γυρίζει το βαρύ κλειδί και μπαίνει,
Χωρίς να ρωτήσει, ακούμε τα βήματά του,
Με τα παλιά χοντρά παπούτσια σέρνοντας τον ίσκιο του.
Ακούμε σπίρτο που χτυπά ν’ ανάψει τη λάμπα του.

Η ξενιτιά είναι σαν ένας ξένος που έρχεται.

II

Είναι μια πολιτεία με πολύ φως.

Είδες ποτέ σου σπίτια μαρμαρωμένα
Στον ύπνο σου ή στον ξύπνο;
Εύθραυστα όλα σαν από πορσελάνα,
Με πόρτες αυτόματες που ανοιγοκλειούν.

Κάνεις να κινήσεις το χέρι σου και σπάνει.

Γεμάτα πολυελαίους στις αίθουσες των κατόπτρων,
Πολλαπλασιάζουν το φοβερό φως, το διασπούν
Στα δάπεδα, όπου κολυμπούν ζωγραφισμένοι κύκνοι,
Ωραίες γυναίκες, με γοφούς και στήθη που κοιτούν
Την όψη τους μες στα νερά και καρτερούν τους κύκνους.

Κανένας δεν τα κατοικεί, έχουν όλοι
Ταφεί σε μαρμαρένιους τάφους.

Μπορείς να τους επισκεφθείς,
Όπως επισκέπτεσαι τα Μουσεία.
Έχει ο καθείς τ’ όνομά του στην ετικέτα,
Τον αριθμό του, το είδος του, τα όνειρά του.

Υποφέραμε από πολύ φως, στεγνό καλοκαίρι,
Μα ήταν ωραία, πολύ ωραία.

***

Τώρα που πηγαίναμε παντού — πού να σταματήσουμε.

Όταν κινήσεις για να ’ρθεις, άλλαξε τα μαύρα
Πανιά, το σήμα του πένθους, και μη
Θυμάσαι τις πολιτείες που γνώρισες.
Κλείσε τα μάτια και πες πως είσαι ένας νεκρός
Που ταξιδεύει, μίλησε με τους νεκρούς,
Που καρτερούν μες στην κατοικημένη θάλασσα.

Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ γυμνώθηκε η ψυχή μας,
Μες στα νερά τα δοξασμένα.
Εδώ καθίσαμε και κλάψαμε.

(Έρχονται οι αλλόφυλοι και μας γυρεύουν την ψυχή.)

Θέλω να πω, πως είμαι σαν ένα πλοίο
Με το μικρό του φως μες στα νερά της πολυάστερης Μεσογείου
Εκεί που η γη τεντώνει από παντού
Δαρμένα γυμνά χέρια να κρατήσει τη θάλασσα.
(Είναι ένας πανάρχαιος χωρισμός από μια γέννα
Ή ένα θάνατο βαθύ που συγκλονίζει.)
Εκεί ’ναι οι αυλητρίδες που θρηνούν
Κι αντηχούν οι βυθοί και τ’ ακρογιάλια.
Φωνές γυναικών και βουλιαγμένοι κοπετοί,
Όταν η νύχτα μεσουρανεί να ακούσει
Τον επιτάφιο θρήνο ενός θεού,
Ωραίου, γυμνού, στεφανωμένου με υακίνθους.

Μέσα μου κλαίνε οι αυλητρίδες και χτυπούν τα στήθη,
Μέσα μου πεθαίνει ένας θεός.
Ένας θεός πεθαίνει — γεννιέται ένας θεός.
Οι θρήνοι περνούν προς την αυγή κι αρχίζει ο ύμνος των Αγγέλων.

(Κατεβαίνουν πάνοπλοι και συ ’σαι γυμνός.)

Ιώ γενεαί βροτών ακούς να σου φωνάζει,
Ως να ’σαι συ ο ζητιάνος, και κείνος ο πλούσιος —
Κουρελής και πληγιασμένος, γυρεύοντας να χορτασθείς
Απ’ τα ψιχία της τραπέζης του, μες από δρόμους σκοτεινούς
Και νεκρική ερημία, που τίποτα δεν την ταράζει,
Γάβγισμα σκύλου, βήμα ή μουσική —
Εκτός απ’ την επίμονη επωδό ιώ γενεαί βροτών.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις: υπόμενε και προχώρει.
Μπορεί να ’σαι συ ο τυφλός που τραγουδεί το φως
Και δεν το ξέρεις, δεν το ’χες προβλέψει,
Έχοντας ζήσει μέσα σου όλες τις ζωές.

(Μπορεί να σε σκοτώσουν, να σου βγάλουν την ψυχή.)

Δε γίνεται να γυρίσουμε πίσω, εδώ που φτάσαμε,
Στη μέση του δρόμου, δε γίνεται
Να σταματήσουμε∙ μη στρέφεις πρόσωπο και μην αποκρίνεσαι,
Σ’ όποιον σου κράζει, σ’ όποιον σ’ αγγίζει με το δάχτυλο.
Είναι οι παλαιές ψυχές που σέρνεις μες στην ψυχή σου.
Ρίχνε τους λίγα ψίχουλα και πέρνα.

(Να τη γυμνώσουν, να της φορέσουν ψευδή πορφύρα.)

Είσαι σαν ένας αλλοτινός αντίλαλος και πας,
Ανοίγεις δρόμο προς την πρωία,
Με το έμφυτο κέφι, με το πανάρχαιο
Ήθος μιας φωτεινής ευγένειας.
Κατατομή από σκαμμένο μάρμαρο, λύρα ο θυρεός,
Μ’ ένα δελφίνι θαλασσοτίναχτο στη πλώρη.

Όταν θέλεις γίνεσαι δαίμονας, όταν θέλεις άγγελος.

Μη σταματάς, προχώρει γοργά
Μες απ’ εκρήξεις μεταμορφώσεων.

Χτύπα την πόρτα και περίμενε.
Χτύπα, ξαναχτύπα, φώναξε δυνατά,
Να σπάσουν οι αρμοί, ν’ ακούσουν οι πεθαμένοι.

(Να την διαπομπεύσουν, κι ύστερα να της περάσουν τα καρφιά.)

Ακούω φωνές απ’ το λιμάνι,
Φωνές πνιγομένων και δε λυπάμαι.
Να πνιγούν οι πνιγμένοι, να εκβραστούν.

(Τας θύρας!… Τας θύρας!…)

V

Τα κορίτσια ψιμυθιώνονται να μη φανούν
Στο καθαρό φως, κρύβοντας την ψυχή,
Το γαλάζιο αίμα της ωραιότητος. Δεν ονειρεύονται
Να ζήσουν, διαβάζουν μυθιστορήματα και κάποτε δακρύζουν.
Θα ’θελαν ν’ αυτοκτονήσουν φτάνοντας ως ένα όνειρο.
Θα ’θελαν να σβήσουν όλα τα χαμόγελα
Στον χιλιοθώρητο καθρέφτη, όπως
Τριαντάφυλλα σε ναρκισσιακά νερά. Κανείς δεν πέφτει να πνιγεί,
Εκεί στο βάθος που περνούν εξαίσια είδωλα
Παλαιών πνιγμών: η Ηλιογέννητη, η Μαργαρίτα…

Άραγε υπάρχουμε;

Υπάρχουν ακόμα κάποιες εικόνες;
Αυτήν εδώ δεν τη βρίσκει το δοξάρι του Έρωτα,
Καθώς είπε κάποιος, έχει μια υφή αγοριού,
Θυμίζοντας τον Ερμαφρόδιτο. Αυτή εκεί
Μοιάζει με ξένη που ήρθε από μακριά και δε γνωρίζει
Τη γλώσσα, τα ονόματα των λουλουδιών.
Αυτή μαθαίνει τα φώτα να λάμπουν,
Καθώς είπε κάποιος, έχει ένα δικό της φως,
Που μεταδίδεται και πληθαίνει, δεν μπορείς να πλησιάσεις.
Κι αυτή εδώ έχει κάτι από σκοτάδι
Στο πρόσωπο, από κείνο που θαμπώνει
Τα μάτια, τα κάνει να βυθίζονται
Μες σ’ ένα μαύρο φως που ψάχνει το δέρμα.

***

Ωραίος είναι ο άνθρωπος, όταν κοιμάται
και τον κοιτάζεις — έρχεται η ανάμνηση.

Ωραίο είναι ο άνθρωπος, όταν γυρνά τα μάτια
Και σε κοιτάζει — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν χτυπά την πόρτα σου σαν ένας ξένος,
Που τον περίμενες — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν κοιτάζει μέσα του να σε γνωρίσει
Ανάμεσα στις εικόνες του — έρχεται η ανάμνηση.

Όμοια με χέρι αγαπημένης ανάβοντας το φως,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε.

(Η πιο τέλεια ομορφιά είναι η απογύμνωση,
Όταν τα χέρια θα ’χουν μείνει χέρια καθαρά.)

VII

β. Ιντερμέδιο

Τι να ’σαι, τι να μην είσαι,
Τι ν’ αγαπάς, τι να πεθαίνεις,
Όνειρο ίσκιου ή μια εικόνα,
Πάθος και πρόσωπο ενός άλλου.

Σε δείχνει το φως, σε κρύβει το σκοτάδι.

Συχνά περνάς σα μια σκιά,
Σκιά σκιάς εκείνου που είσαι.

Συχνά περνάς σαν ένα φάντασμα
Και σβήνεις, πας μες στο σκοτάδι σου.

Συχνά παλεύεις να σταθείς,
Τα χέρια σου επιπλέουν.

Όταν μεθώ, θυμάμαι τα παλιά.
Γυρίζει ο νους μου και μου φέρνει
χρόνια χαμένα, ξεχασμένα.

Όταν μεθώ, δεν έχει τώρα,
Δεν έχει χθες, παρόν και μέλλον,
Έχει νεκρά κι αναστημένα.

Όταν μεθώ, αγαπώ να βγαίνω
Έξω στη νύχτα και να τραγουδώ.
Ακούω, ακούγομαι, σωπαίνω, αντιλαλώ.

Όταν κοιτάζομαι, δεν φαίνομαι άγγελος.
Δεν είμαι ωραίος για να πεθάνω νέος.

Δεν έχω στήθος ν’ ακουμπήσω
Δεν έχω πρόσωπο ν’ αγαπηθώ.

(Είμαι σαν ένα ξύλινο ομοίωμα
Μες στη βιτρίνα μου τη φωτισμένη.)

Όταν συστέλλομαι μες στο μικρό μου τίποτα,
Υπάρχω μη υπάρχοντας, ακούω τη μουσική.

Είναι μια πέτρα στην καρδιά,
Είν’ ένα μέταλλο μες στην ψυχή.

Μια μακρινή καμπάνα που χτυπά.

Όταν μ’ αφήνει ο έρωτας, αρχίζω και κρούω,
Γίνομαι κύμβαλο αλαλάζον.

Όταν γυρίζει, με πνίγει η σιωπή.

Όταν σωπαίνω και δε σημαίνω, μη με λυπάστε,
Αρχίζει η μεγάλη είσοδος: προσευχηθείτε.

***

Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα,
Λάβετε, φάγετε.
Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα,
Λάβετε, πίετε.

Χ

Στην πλατιά λεωφόρο προς το προάστιο,
—Ένας μονήρης δενδρόκηπος με στέγες χαμηλές—
Ψυχή…
Κάτι αγαθά σκυλιά χωμένα στο πετσί τους
Κι επάνω κάποια πρόωρα πλανημένα χελιδόνια,
Μετέωρα, σα να μας χαιρετούν και να μας δείχνουν
Το δρόμο προς την άνοιξη που πλησιάζει.
Μόλις προφταίνουμε να ιδούμε λίγο πίσω, λίγο εμπρός,
Κάποιον ακίνητο καπνό ή δέντρο που φεύγει.

Ήτανε κι άλλοι στην είσοδο, ξενιτεμένοι,
Φτασμένοι εκεί από τόπους μακρινούς.
(Σαν ένας τελευταίος σταθμός ή αίθουσα αναμονής).
Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.

Γυρίσαμε και είδαμε τα ρούχα μας που ’χαν παλιώσει
Και τα κατάκοπα γόνατά μας γυρισμένα προς τη γη.
Και νιώσαμε τα χέρια που άγγισαν τα χέρια μας να σαλεύουν
Όπως τα ζωντανά ψάρια που πιάνεις στον ύπνο σου και ξεφεύγουν.
Να λάμπουν πίσω τα σπίτια που σκέπασαν τη γύμνια μας.

Ακούσαμε μέσα την καρδιά μας, όπως μια πέτρα που κυλάει.

Είδαμε τότε τον εαυτό μας σαν έναν άλλο,
Τριγυρισμένο από ’να φως,
Ανάμεσα σε καθαρές φωνές και ήχον οργάνων.

Χαιρετήσαμε τον ήλιο που βασιλεύει.

Πλησίασε κάποτε από μέσα ο Φύλαξ-Κηπουρός
(Κλειδιά στη ζώνη, την αξίνα στον ώμο).
Μας κοίταξε λίγο και χάθηκε στους διαδρόμους
Ανάμεσα δέντρα πανύψηλα κι αιώνιους ίσκιους.

Καθίσαμε κι εμείς εκεί με τους άλλους,
Μαζί με τις παλιές εικόνες που κρατούσαμε,

Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.

.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ (1959)

II. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ

Όταν ξημερώνει και πέφτει το φως,
Όταν ανοίγεται το φως μες στον καθρέφτη,
Αισθάνομαι να ’μ’ εγώ το φως, εγώ ο καθρέφτης.
Οι σκιές σκορπούν και τα φαντάσματα,
Τα μάτια ξαναπαίζουν τα βλέφαρά τους.

Φεγγοβολούν τα χέρια, σπιθίζουν τα μαλλιά.

Είμαστε από φως, δεν μας αγγίζει ο θάνατος,
Σαν ένα αλλοτινό ταξίδι ή ένα όνειρο,
Όνειρο ύπνου, περιπλάνηση σκιών μέσα στη νύχτα.

Κοιτάζομαι στο πρόσωπο να γνωριστώ,
Γεμάτος ακόμα σκοτάδια στα μαλλιά,
Φθορά και σκόνη μες στα μάτια.

Αυτό θα ’ναι το δικό σου ανάστημα,
Το σχήμα μου, τ’ ανάστημά μου.
Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη.

Αυτός ο ήλιος θα ’ναι ο ήλιος σου.

Φιλώ τα χείλη μου, αγγίζω το αίμα,
Σηκώνω το σώμα μου και περπατώ.

Δεν το ’ξερα πως ήμουνα τόσος, και τέτοιος,
Δε με χωράν τα ρούχα μου τα καθημερινά.

Είμαι ένα ζώο ή ένας Άγγελος;

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Αν είμαι ο άλλος μου, ο εαυτός μου,
Ο Κύριός μου και ο Θεός μου,

Ποιο το σώμα, ποια η σκιά.

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Μαζί γεννηθήκαμε μες στη γέννησή μου,
Πήραμε σάρκα τη σάρκα μου, το σχήμα του κόσμου.
Μαζί αναπνέουμε: υπάρχουμε για ν’ αναπνέουμε.
Ο ίδιος αγέρας πνέει σ’ όλη την πλάση.
Το ίδιο αίμα απλώνεται μες στον καθρέφτη.

Ωραίος είμαι, πιο λαμπρός από το φως,
Πιο ήλιος, πιο φως από το φως.

Δεν έχουμε άλλον ήλιο, άλλον ουρανό,
Άλλη αγάπη, άλλη συνάντηση
Απ’ την αγάπη μας, απ’ τη συνάντησή μας.

Μια γη, μια πέτρα, μια στρωμνή.

Δεν έχει σώμα, σπίτι να σταθεί.
Τον έχω στο φτωχικό μου, τον ταΐζω,
Τον ποτίζω: φαΐ, νερό και χρόνο.

Όπως ταΐζω το σώμα μου, το σπιτικό μου ζώο.

Είμαστε όπως οι πέτρες και τα ζώα,
Τ’ αμίλητα ζώα τα λυπημένα,
Τ’ αμίλητα ζώα, τα γυμνά φυτά,
Με την ανείπωτη λύπη τους και την ασήκωτη,
Σαν τα βουνά της γης και τα βαθιά ποτάμια.

Τρων και χωνεύουν, σιωπούν, κρύβουν τον θάνατο.

Αν έχεις θλίψη, αν έχεις πληγή,
Παίρνω νερό και πλένω τα χέρια.
Τα πλένω, τα ξαναπλένω, τα σφουγγίζω.
Αγγίζουν σάρκα, πιάνουν αίμα,
Πιάνουνε χώμα και φθορά,

Τ’ άπλυτα πόδια, τα μαλλιά.

Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τα μάτια μου,
Όταν κινώ τα χέρια, έχω τα χέρια μου,
Τ’ αληθινά μου μάτια και τα χέρια.

Τον πλένω και τον λούζω όλο το σώμα,
Με κάτασπρο και καθαρό σεντόνι τον τυλίγω.
Του βάζω αρώματα, του βάζω μύρα,
Αχνότερη να ’ναι η φοβερή οσμή,
Του καθημερινού θανάτου η δυσωδία.

Αν σε θαμπώνει ο άνεμος, αν σε μαυρίζει ο ήλιος,
Παίρνω νερό και νίβω το πρόσωπό σου,
Το καθρεφτίζω, το στολίζω με φως, του κλειώ τα χείλη
Μ’ ένα χαμόγελο, με σιωπή.

Θα σε νεκροστολίσω μ’ άνθη, με κοπετούς θα σε θρηνήσω.

Δεν έχω βασιλική χλαμύδα να σε ντύσω,
Βαρύτιμα στιλπνά κοσμήματα, πορφύρα.

Σου βάνω τα ποδήματά μου, να μην είσαι
Ξυπόλυτος επάνω στη γη, ν’ ακούγονται τα βήματά μας,
Ν’ αντηχούν, ν’ ακούγεται η φυγή μας μες στη νύχτα.

Σου φορώ τα ρούχα μου και τα πουκάμισά μου,
Να ’σαι ντυμένος, να φαίνεσαι και να υπάρχεις,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε, να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Φτιασίδι σου βάνω το φτιασίδι μου: θλίψη και ντροπή.

Αν δεν σου πάει η όψη μου, να την αλλάξω,
Να βάψω τα μάγουλα, να βάλω άλλα μάτια.
Κόβω τα χέρια, αν δε σου παν, πετώ τη σάρκα.
Αν η καρδιά μου είναι στενόχωρη, τη βγάζω,
Να τηνε βάλω να χτυπάει αλλιώτικα.

Δεν είσαι ζώο κι όμως πεινάς.
Δεν είσαι Άγγελος κι όμως αισθάνεσαι
Να ’χεις φτερά μεγάλα, ανείπωτη ομορφιά.

Γιατί τάχα να πεινούμε, γιατί να διψούμε,
Γιατί να μας χωρίζουν γέννηση-θάνατος,
Να μας σέρνουν τα ζώα, να μας παίρνουν οι άνεμοι.

Είμαστε από σκιά και φως, χώμα και περιέργεια.

Αναγκάζεσαι να πορεύεσαι και να μη σταματάς
Πουθενά, να δρασκελάς το χάος και το κενό.
Αναγκάζεσαι να κλεις την πόρτα σου στη νύχτα,
Ν’ αμφιβάλλεις για την ίδια σου τη σάρκα, να φωνάζεις.

Αναγκάζεται να βεβαιώνεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.

Κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει, είμαι ο ανέγγιχτος.
Κανείς δεν μπορεί να μ’ αρνηθεί, ν’ αχρηστέψει το πρόσωπό μου,
Να κόψει τη σάρκα μου ή να σκοτώσει την ψυχή μου.

IV. ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ

Δεν είμαι πια εκείνος, γίνομαι
Απ’ την αρχή, ετοιμάζω τη γέννησή μου.

Ήμουνα χαμένος και βρέθηκα,
Σήκωσα το σώμα και πορεύτηκα.

Έμαθα να βλέπω και να κινούμαι,
Έμαθα να ’μαι και να υπάρχω.

Μην ήμουνα τάχα και πριν, μη θα ’μαι
Και μετά, μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο;
Μην είμαι πιότερο από σκιά το σώμα που την κάνει
Και τηνε ρίχνει πίσω του μες στο σκοτάδι;
Μην είμαι το φως που πέφτει και γεννά
Σκιά και σώμα και καθρεφτισμό;

Μην είμαι πιότερο από πρόσωπο είδωλο
Και καθρεφτίζομαι, γνωρίζω τον εαυτό μου,
Εκεί που όλα υπάρχουν, είναι λαμπρά,
Σπιθοβολούν μες στη βαθιά συνείδηση;

Κλείνω τα μάτια, γίνεται νύχτα,
Κινούμαι, κινείται η γη.
Τ’ άστρα υποπτεύομαι πως έχουν το δικό μου φως.

Το σώμα είναι ένα μικρό ουράνιο σώμα.

Συνθέτω τον ήχο της βροχής,
Αισθάνομαι το μουσκεμένο χώμα.
Μες στη βαθιά καρδιά μου βρέχει,
Βρέχει πολύ μες στην ψυχή μου.

Μυρίζει η γη, μυρίζει ο ουρανός.

Μια μυρουδιά από σάπια φύλλα,
Φθαρμένα όνειρα, κλεισμένα σπίτια,
Ακίνητα νερά και λιμνασμένα.
Σα μια γυναίκα μες σε μια κάμαρη,
Ανέραστη, άγονη και σωριασμένη.
Μια μυρουδιά από σάρκα και καρπούς.

Μυρίζει μέσα η μνήμη μου, ευωδιάζει.

Όταν μιλώ, γίνεται αντίλαλος.
Πίσω από κάθε λέξη άλλες λέξεις,
Πίσω από κάθε φωνή άλλες φωνές.

Σα να μιλούν πολλοί μαζί, σα να φωνάζουν από μακριά.

Ακούω τους ήχους, φαίνονται από παντού,
Το φως το βλέπω και με βλέπει.
Απόχτησα καθρεφτική διαφάνεια.

Είμαι ένα θέαμα ή μια εικόνα.

Πρόσωπα διαβαίνουν στο πρόσωπό μου,
Κοιτάζονται, χαμογελούν μες στο χαμόγελό τους.

Σπιθοβολούν τα μάτια, χίλια μάτια.

Φαίνονται κι άλλα φαινόμενα κι άλλες σκιές,
Αγέννητες σκιές, άφαντα είδωλα,
Που κυνηγούν τον ίδιο τον εαυτό τους,
Για νά ’ βγουνε στο φως, να γεννηθούν,
Από την άλλη μεριά μες απ’ τη νύχτα,
Την άγνωστη νύχτα την ερχόμενη.

«Ποιοι είστε σεις, που δε σας ξέρω κι όμως
Σας μοιάζω σαν ένας από σας,
Πλασμένος απ’ την ίδια σκιά, βγαλμένος απ’ την ίδια νύχτα.

Την όψη μου έχετε, τη θλίψη μου, τη μοναξιά.»

Δεν έχουν ακόμα φτάσει από μακριά,
Να πάρουν σάρκα, να φανούν μες στον καθρέφτη,
Όπως μισόφωτα ψάρια που γλιστρούν,
Να θαμποπαίξει ο ήλιος στο πρόσωπό τους.
Να δοκιμάζουν το θέαμα και να περνούν
Από τον σκοτεινό βυθό στην επιφάνεια,
Από τον κρότο και τον θόρυβο στη μουσική.

Το θέλησα, το χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Το φως: το πόθησα και το κάλεσα.

Ο ύπνος είναι γιατί τον πόθησαν το μάτια μου,
Ο έρωτας, γιατί τον κάλεσε η ψυχή μου.

Τον θέλησα, τον χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Ο Θεός: τον φώναξα και τον ζήτησα.
Τον έχω ανάγκη, τον καλώ και τον γυρεύω.

Τον ζήτησα και τον καλώ κι έρχεται ο θάνατος.

.

Η ΜΟΝΑ ΠΑΙΖΕΙ (1961)

Α. Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Αγρυπνία κατανυκτική

Σε δύο φωνές και χορό

Πρώτη φωνή
Αυτό που φάνηκε δεν είναι πουλί,
Αυτή η ανάσα, το καρδιοχτύπι
Σαν το δικό μας, τούτο το λαχάνιασμα.

Δεύτερη φωνή
Ω νύχτα, που μας δέχεσαι,
Νύχτα, που μας παραμορφώνεις.

Έπεσε τάχα κι έφτασε ως εδώ ή μας ποθύμησε,
Κάπου μας είδε και μας θυμήθηκε.

Πρώτη φωνή
Να το σηκώσουμε, να το κρατήσουμε.

Δεύτερη φωνή
Ω άμορφη σάρκα σαν τη ζύμη,
Σάρκα θεού, του πιο γυμνού θεού,
Σχήμα του πιο γυμνού ανθρώπου.

Τι κρύβουν τα μάτια τα κλειστά,
Τ’ άγγιχτα χείλη τα γραμμένα.

Ποια τάχα ψυχή μέσα στο σώμα.

Χορός
Από ποιον πήρε, τίνος σάρκα,
Αίμα και σάρκα και του μοιάζει.
Από ποιον πήρε τάχα ο έρωτας,
Από ποιον πήρε τάχα ο θάνατος,
Σπλάχνα, οστά, την ομορφιά.

Πρώτη φωνή
Τίποτα δεν έφερε να μας φιλέψει,
Ένα μικρό καρπό ή ένα κρίνο.

Τίποτα δεν έφερε, τίποτα δεν φορεί,
Ένα πανί να κρύψει τα μέλη του.

Δεύτερη φωνή
Μήτε κουρέλι να ζωστεί μήτε μαχαίρι.

Χορός

α’ ημιχόριο

Πορφύρα του ’πρεπε, μαλαματένιο χαϊμαλί,
Πέδιλα, υποπόδια, ψηλά μποτίνια.
Στέφανα του ’πρεπαν και μουσική.

β’ ημιχόριο

Πιο πολύ φως, πιο πολύ ομορφιά,
Πιο ομορφιά απ’ την ομορφιά.

Πρώτη φωνή
Πόσο είμαστε έρημοι, Θεέ μου, πόσο φτωχοί.

Δεύτερη φωνή
Είναι γυμνός και κρυώνει ο άνθρωπος, κρυώνει ο Θεός,
Χωρίς στολή και δίχως πανοπλία,
Φτερά, μεγάλα σώματα, σπαθιά.

Χορός
Και τ’ απαλό σκοτάδι θα μπορούσε
Και το πολύ φως και ίσκιος ονείρου
Και ίσκιος περαστικού πουλιού να μας συντρίψει.

Πρώτη φωνή
Μήλο πεσμένο απ’ τη μηλιά, ρόδο κομμένο,
Ένα μαντίλι κόκαλα, μια φούχτα χώμα.

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, μην το ψάχνετε με τα μάτια,
Δεν ξέρει να κρύψει το πρόσωπό του.
Δεν ξέρει από ντροπή, δεν ξέρει από καθρέφτισμα.

Ντραπείτε τη δική σας γύμνια και ντροπή.

Χορός
Τι θα μπορούσε να μας σκεπάσει,
Τι να μας κρύψει από το πρόσωπό μας.

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, αφήστε το στα σπάργανά του,
Καθώς πάνω σε στρώματα από ρόδα,
Ν’ αναπαυτεί απ’ το αίμα και τον τρόμο.

Πρώτη φωνή
Σιγά, να μην πονέσει και σκιαχτεί,
Να μην τρομάξει και ματώσει.

Δεύτερη φωνή
Να αισθανθεί τη μυρουδιά του γήινου ύπνου.

Χορός
Ποιος να το πει και να τ’ ακούσει.
Η γέννησή μας είναι σαν τον ύπνο.
Τον γήινο ύπνο, τον γήινο θάνατο.
Στέρηση, αίμα και σάρκα, αποκοπή,
Σαν του καρπού που πέφτει απ’ το μεγάλο δέντρο.
Ανάμνηση, απογύμνωση και πτώση Αγγέλου.

Δεύτερη φωνή
Όσοι γεννηθήκατε, όσοι έχετε γευτεί
Το σώμα και το αίμα, όσοι γυμνοί,
Ω τελειωμένες ψυχές μέσα στον χρόνο,
Μη θρηνείτε την απογύμνωση,
Υποδεχθείτε την άχραντη γέννηση, προσευχηθείτε.

Όσοι πιστοί, προσέλθετε.

Χορός

α’ ημιχόριο

Γέννηση ενσωμάτωση της ωραιότητας,
Γήινη πτώση και φεγγοβολή
Της απογυμνωμένης θεότητας,
Αδελφή του θανάτου, γέννηση – άνοιξη.
Ω σιωπή των ουρανίων ερήμων.
Κλίμαξ άνω και κάτω, ποταμέ,
Αείροη Κρήνη μυστική.

Λεηλασία της Μοναξιάς, κένωση της Αγάπης.

β’ ημιχόριο

Τέκνο του τέκνου, τέκνο μας,
Πιο τέκνο από το τέκνο μας,
Σάρκα απαλή και νέα, σάρκα μυθική.
Σάρκα απ’ τη σάρκα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Αγάπη πολλαπλασιασμένη,
Σαν ντουφεκιά π’ αντιλαλεί
Σ’ άγνωστες νύχτες και βουνά.

Δύναμη εκατονταπλάσια.

α’ ημιχόριο
Τα σώματα γιορτάζουν τον ερχομό σου,
Όλα τα στήθη τα σμιχτά, όλα τα χείλη,
Ετοιμόγεννα ζώα, φωνές μέσα στο αίμα.

β’ ημιχόριο
Αγκάλιασέ μας, κλείσε την ετοιμόρροπη
Ρικνή σκιά μας μες στην εκθαμβωτική
Δικιά σου, την όψη μας στο πρόσωπό σου

Και σώσε μας.

Χορός
α’ ημιχόριο
Απόψε ο χρόνος είναι περίλυπος,
Ο μέγας χρόνος, κόπηκε το αίμα του.
Έβαψε μέσα η νύχτα, γέμισε η θάλασσα.

Πρώτη φωνή
Έπεσε μια πέτρα στο κενό,
Άνοιξε ρωγμή μες στο σκοτάδι.

Δεύτερη φωνή
Οι νεκροί αναπνέουν πιο ελεύθερα.

β’ ημιχόριο
Απόψε τα πράγματα έχουν μείνει
Άφωνα, ασάλευτα και μυστικά,
Δέντρα, βουνά, πέτρες, οι Άγγελοι.
Οι μνήμες, τα όνειρα, ο ύπνος, ο έρωτας.

Ο αχώριστος σύντροφος όμαιμος συνοδοιπόρος.

Πρώτη φωνή
Το καρτερούν στην έξοδο για να το πάρουν
Πέρα απ’ τη θλίψη, πέρα απ’ τη χαρά,

Πέρα από τούτα τα βουνά, τ’ άλλα βουνά, την άλλη θάλασσα…

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, τέλειωσε η γιορτή,
Όπως τελειώνει η Πρώτη Ανάσταση
Μες στην ευωδιαστή και φωτισμένη νύχτα.
Δεν ακούτε το φως που περπατεί;

Χορός
Το πρώτο πρώτο φιλί τον πρώτον ασπασμό.

Β. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

I. Μετά από τόση πτώση, τόση καταβύθιση

Δεν έχει μάτια να μας δεις,
Δεν έχει μιλιά να μας μιλήσει.
Τα χείλη του έχουν τόση σιωπή.
Γεύεται, ψάχνει στα σκοτεινά.

(Δεν είν’ εδώ κανείς; Δεν έχει φως;)

Ως να ’χει πέσει μες σ’ ένα δίχτυ,
Ένα σύγνεφο, ένα ουράνιο τόξο.
Όπως το μακρινό πουλί ή το έντομο,
Που το ταλαιπωρεί μες στο βαθύ κενό ο αγέρας.

(Τα ζώα έχουν πιότερα για τον αγέρα και τον θάνατο∙
Οσμίζονται τα ίχνη του, ακούν τον ερχομό του.)

Ως να ’χει κατακαθίσει μες σε μια νύχτα.

II. Ένας καινούριος ήλιος ανατέλλει

Σαν τους νεκρούς, ότε ακούσονται της φωνής…

(Πώς να μαζέψουν τα σκόρπια κόκαλα
Μες από έρημους κήπους, κοιμητήρια.
Που να ’βρουν τα παλαιά τους μάτια τα σβηστά.)

Κάποιος έσκυψε, κάποιος φώναξε
Να γίνει φως, κι έγινε φως.

Μπαίνει σαν ένα εκθαμβωτικό περιστέρι,
Χτυπιέται εδώ κι εκεί, σχίζει το σύγνεφο.

Ξαναπαίζουν τα βλέφαρα, χωρίζουν
Τα χέρια απ’ τα πλευρά, τα σκέλια απ’ τα σεντόνια.
Μεγάλες εκπλήξεις διαστέλλουν τα βλέμματα.

Η κούνια παίρνει το σχήμα της μήτρας
Και μας γεννάει ξανά, καθώς ο τάφος.

Καινούριος ήλιος, καινούριος ουρανός.

Μες απ’ το δίχτυ σπαρταρούν τα πράγματα.
Χαμογελούν μες στο χαμόγελό σου,
Καθίσματα, τραπέζια και ντουλάπες.

Το χαμηλό σκαμνί και το ψηλό ταβάνι.

Πίσω από τους τοίχους φτάνουν φωνές,
Πίσω από τις διαμαντένιες πόρτες που σφαλούν.
Σαν μυστικοί φρουροί ή σαν Άγγελοι.

Τα πράγματα είναι σαν από κρύσταλλο,
Αντανακλούν, δεν μπορούν να μιλήσουν,
Ή να μετακινηθούν μέσα στον χώρο.
Δεν έχουν όνομα, δεν έχουν αίμα.
Καρτερούν το αίμα σου, τη φωνή σου,
Να πάρουν αντίλαλο, ν’ αποκριθούν.

III. Το φως, η μνήμη κι ο καθρέφτης

Φέρτε φως, πολύ φως.
Φέρτε του φως να θυμηθεί.

Έναν καθρέφτη να μας γνωρίσει.

Γ. ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΜΕΛΟΣ

— Καινούριο μέλος του σώματός μας,
Καινούριο μέλος, καινούργια μουσική. —

Στο πιο μεγάλο βάθος της αγάπης μας,
Στ’ άφωνα σπλάχνα είχες ριζώσει.

Ένας μικρός άγνωστος σπόρος,
Μια άγνωστη έγνοια στην ψυχή.

Τρεφόσουν εκεί με τα όνειρά μας
Τα πιο αιμάτινα, τα πιο σαρκικά.

Σε τάιζε, σε κοίμιζε ο μέγας έρωτας.

— Καινούρια σάρκα, καινούρια μοναξιά,
Καινούρια ψυχή μες στην ψυχή μας. —

Δε γίνεται να κοιμηθούμε μόνοι
Στη μοναξιά μας μες στον ύπνο μας.

Μοναχικές ψυχές, έρημα σώματα.

Μπερδεύεσαι με τ’ άσπρα σεντόνια,
Τα μαύρα εντάφια σπάργανα, τα μέλη μας,

Τα όνειρα τα καθημερινά, πο’ ’χουν πληθύνει
Και μπλέκονται στα μάτια και στα πόδια.

— Καινούρια σιωπή, καινούριος θάνατος,
Καινούρια σκιά μες στη σκιά μας. —

Μας έχεις όλους κάτω απ’ τη σκιά σου.
Είναι παράξενα πλατιά η σκιά σου.

Ως να ’σαι το μεγάλο σπίτι μας, το δέντρο μας.

Χίλιες ψυχές κοιμούντ’ εκεί, χίλια πουλιά.

— Καινούριο στήθος μες στο στήθος,
Νεογέννητο χέρι στην πλευρά. —

Νεογέννητο είδωλο στο πρόσωπό μας.

Όπου στραφούμε, βλέπουμε το βλέμμα σου,
Μας ψάχνει τη σάρκα, μας μετρά.

Δ. Η ΜΟΝΑ ΠΑΙΖΕΙ

[Ενότητα Αθύρματα]

I. ΚΟΥΚΛΕΣ

Οι κούκλες είναι αληθινές∙
Πιο αληθινές από μας
Με τα καμένα χέρια και πρόσωπα.

Κάθε στιγμή αλλιώτικοι και φαγωμένοι
Από σκότος και φως, από τον άνεμο.

(Μας βλέπει το παιδί και μας λυπάται,
Ετοιμάζει τα μάτια να μας κλάψει.)

Οι κούκλες είναι αληθινές∙
Ακίνητες, άφθαρτες,
Μες στη εφήμερη μικρή τους θλίψη.
Καθαρές υποστάσεις, πιο απτές,
Ανάμεσα σε κείνες και σε μας,
Αδερφές, όμαιμες, τέκνα της γης.

Κοντά στη σάρκα μας, κοντά στην ψυχή μας.

Βγάζουν μικρές μικρές φωνές, χωρίς
Να τρέμουν τα χείλη, μονάχα
Τα κινητά τους μάτια ανοιγοκλειούν
Για χάρη της ψυχής που τις αγγίζει,
Να της μαθαίνουν παίζοντας τη σιωπή
Και την αγάπη, να μοιράζονται τη μοναξιά.

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

I. ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ

Κοιτάξτε μέσα τα μάτια πώς
Πάνε ν’ αλλάξουν, την όψη του
Προσέξτε, εκεί που κρύβεται η ψυχή
Και μαζί αναφαίνεται, παίζοντας με φως,
Με αλλαγές του καιρού και των χρωμάτων.

Η ψυχή παίζει με φως, παίζει με σκότος,
Δοκιμάζει με γύμνια και το ένδυμα.

— Εγώ, δεν είμ’ εγώ, λέει, εγώ
Δεν είμαι η Μόνα, είμαι η Κατερίνα.

— Είμαι ο Γιαννάκης: να με λέτε Γιαννάκη.

(Η Κατερίνα χορεύει μες στα δικά της μέλη,
Ο Γιαννάκης κλαίει μες στα δικά της δάκρυα.)

Αγάπη, απέραντη άνοιξη, μεταμφίεση
Από μια σάρκα σ’ άλλη σάρκα.

Κοινωνία σωμάτων, μετάσταση ψυχών.

III. ΚΕΛΑΔΗΜΑ

Πώς γίνεται κανείς πουλί
Αλλάζοντας σχήμα, υπόσταση,
Μες σε μια διάφανη μεταμόρφωση.

Κάτι ανάμεσα παιδί και χελιδόνι.

Ακούς φθόγγους, ακούς
Κομμένες συλλαβές.
Τα πνευστά και τα κρυστάλλινα.

Λαλεί το πουλί, φυσάει ο αγέρας.

Ως επιστροφή πίσω στο βρέφος,
Νοσταλγία της σιωπής,
Θρόισμα του φυτού και του κρίνου,
Του ρόδου, όταν ανοίγει τα πέταλά του.

Κανείς δεν ξέρει αυτή τη γλώσσα,
Πριν απ’ τη γλώσσα, αυτή τη μουσική.

Μονάχα οι κούκλες αντηχούν στη σιωπή,
Σαν τα βουνά, τα μνήματα και τ’ άδεια σπίτια∙
Κινούν τ’ αμίλητα χείλη, τ’ αποστηθίζουν,
Τα κάνουν μέσα τους ποίηση και προσευχή.

Τα καταγράφουν στη γλώσσα τους την ανεκλάλητη.

IV. ΚΡΥΦΤΟΥΛΙ

— Δεν είμ’ εγώ — δεν είμαστε,
Κρυβόμαστε
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, δε φαινόμαστε
Ο ένας στον άλλο, χανόμαστε
Ο ένας απ’ τον άλλο.

Είναι σαν ένα πυκνό δάσος
Και χάνεται η σκιά,
Σβήνει το σχήμα του κορμιού.

Το πήρε η νύχτα, το κατάπιε η γη.

Ψάχνουμε να βρούμε ο έναν τον άλλο,
Η μια σκιά την άλλη,
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, φωνάζουμε:
— Πού είσαι, πού! — Εδώ, εδώ! —
Ακούγεται σπαραχτικά,
Σαν από κάπου, σαν από μακριά,
Πολύ μακριά, μεγάλη απόσταση.

Η τρυφερή ψυχή αναφαίνεται
Μες από τοίχους και κρύπτες.

Όψη χλωμή, το πρόσωπο μέσα στα χέρια.

Ε. Γενεαλογία του προσώπου

II

Το πρόσωπο της μητέρας ανοίγει, πολλαπλασιάζεται.

Τη νύχτα βγαίνει σαν ένας ήλιος
Του Μεσονυκτίου.

Φέγγει στα σκοτεινά δωμάτια
Και στους σιωπηλούς διαδρόμους.

Διώχνει τις σκιές και τα κακά σκυλιά.

— Έξω από μας, έξω στους δρόμους
Ουρλιάζει ο άνεμος, φεύγουν οι λύκοι.

Έξω από μας, έξω απ’ την ψυχή μας. —

Μέσα στον ύπνο η τρυφερή ψυχή,
Ανάμεσα πουλιά και ζώα, ψάρια ζωντανά,
Ανάμεσα αστραπές και ξαφνικά σκοτάδια,
Γυρεύει τα μάτια της στα μάτια της μητέρας
Γυρεύει τα χείλη της στα χείλη της.

Γυρεύει όλη τη λάμψη της να λάμψει.

III

— Πρόσωπο, όνειρο του κόσμου,
Από αίμα και καημό,
Απαράμιλλο, άφαντο, άχραντο,
Αγρύπνια μου και προσευχή μου.

Πάθος του έρωτα και του θανάτου. —

Το πρόσωπο έρχεται, το πρόσωπό σου,
Μες από εικόνες, πορτρέτα και καθρεφτισμούς.

Απ’ τα δικά μας πρόσωπα ανεβαίνει,
Τα μάταια, τ’ άχρηστα και τα σχισμένα.

— Είμαστε δρόμος να περάσεις,
Κατώφλι να διαβείς, σκαλί ν’ ανέβεις.

Είμαστε ψωμί και σάρκα να τραφείς. —

Έρχεται το πρόσωπο απ’ τους νεκρούς,
Που δε μιλούν, απ’ τους αγέννητους.

Πάσχουν χωρίς όψη, δίχως ένδυμα.
Δεν έχουν ήλιο — μάνα να φανούν.

— Ω μάνα, νύχτα και ξημέρωμα,
Σάρκα και γη, αγκαλιά, βαθιά σιωπή,
Οπωροφόρο, διάδημα, πράσινε κάμπε.

Ω μάτια, χείλη, ευφρόσυνα και καρπερά. —

Το πρόσωπο έρχεται από πέρα,
Από κάποιον που λείπει κι είναι απών.

Δεν απαντά, δεν αναφαίνεται.

Η μάνα τον καλεί μες στην κυοφορία,
Να του δώσει σάρκα, να τον ντύσει.

Μα δεν μπορεί να ’ρθει, δεν έχει φως,
Δεν έχει μάτια να φανεί.

Όλο κινάει να γεννηθεί και δε γεννιέται.

Ψάχνει μέσα στις νύχτες που έρχονται
Για κάποιον ήλιο-πρόσωπο, το πρόσωπό σου.

.

ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ (1961)

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

ΑΝΤΗΧΗΣΗ

Εδώ είμαι, μες στην κλειστή καρδιά μου.

Αν πιάσεις το χέρι, πιάνεις την ψυχή:
Αφή από φυλακισμένο πουλί ή σπαραγμό από ψάρι.

Αν κόψεις λίγο κρέας, κόβεις λίγη ψυχή,
Αν φτύσεις το πρόσωπο, φτύνεις το πνεύμα.

Κάθε ράπισμα, κάθε φίλημα περνά
Μες σε πολλά επίπεδα, σαν ήχος που αντηχεί.
Το δέχεται μέσα ο Κύριος, το αποτυπώνει
Στη μυστική του σάρκα, το κρύβει στο αίμα του.

ΚΑΘΩΣ ΞΙΦΟΣ ΓΥΜΝΟ

Είναι ένας δρόμος για μας, είναι μια στέγη,
Είναι ένας τάφος, ένας ουρανός.

Να γεμίσουμε την έκταση που μας δόθηκε.

Εδώ που φάνηκε το πρόσωπό μας,
Εδώ που χώρες η ψυχή μας,
Κανείς δε φάνηκε, μήτε θα φανεί.

Κανένας ήλιος δε θα ανατείλει.

Έχουμε να πούμε: αγάπη και ψωμί,
Καλημέρα — καληνύχτα, να κοιμηθούμε
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό τον θάνατο.
Να σηκωθούμε και να κοιτάξουμε τον ουρανό,
Σ’ αυτό τον ήλιο ως τους τελευταίους ήλιους.

Ο ήλιος μας είναι μες σ’ όλους τους ήλιους.

Ό,τι πω κερδίζεται∙ ό,τι αγαπήσω
Διασώζεται∙ ό,τι περνά στην μπόρεσή μου,
Καθώς ξίφος γυμνό στο χέρι μου.

Χέρι μου, ξίφος μου και δύναμή μου.

Αυτό που έχω κάνει κι έχω πει,
Αυτό, που αποτυπώθηκε στη γη.

ΜΕΛΩΔΙΑ

Τα πόδια μας, πιο γήινα, πατούν στη γη,
Στηρίζονται, συγγενεύουν με τα φυτά.

Τα χέρια, πιο αέρινα, ταξιδεύουν.

Τα χείλη, πιο αιμάτινα, πιο σαρκικά,
Φέγγουν τη νύχτα, γεύονται τον έρωτα.

Τα μάτια, πιο αόρατα, πιο μυστικά,
Παίρνουν το φως, το αντανακλούν.

Μέλη και όργανα, όπως η μουσική.

Ένας αγέρας περνά μες στις πτυχές
Και τις κλειδώσεις: τα κορμιά σαλεύουν,
Βάζουν τις ζώνες τους και περπατούν.

Μες απ’ τον ύπνο σηκώνονται οι ψυχές
Και τρέμουν, γυρεύει η μια την άλλη,
Ανεβαίνουν στα μάτια και στα χείλη.

Σαν τον χυμό, το αίμα της γης, μες στους κορμούς.

ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ’ ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία.

ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟ

Είναι τάχα ένα τοπίο,
Με τα φυτά μου και τα ζώα μου.

Και τα βουνά μου με τριγυρίζουν.

Είμαι τάχα ένα απέραντο όργανο,
Με τις χορδές μου, με τα πλήχτρα μου.

Πνοές ανέμων με φυσούν,
Αόρατα δάχτυλα μ’ αγγίζουν.

Ακούς μέσα μια θάλασσα να φωνάζει.

Ακούς χτύπους, ακούς φωνές,
Ομιλίες νεκρών και περπατήματα.

Κάνω να μιλήσω κι αντηχώ.

Λέω νερό κι η βρύση τρέχει∙ λέω ήλιος,
Και ωριμάζουν τα στάχυα∙ λέω έγερση,
Κι αρχίζει μες απ’ τη νύχτα να ξημερώνει.

Λέω φως: και γίνεται φως…

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν’ απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κι η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κι η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κι η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ’ αηδόνι, και το ψάρι.

ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.
Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ’ ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει

ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ

Πολυτελή στολίδια μάς ταιριάζουν
Να φαινόμαστε: πορφύρα και βύσσος.
Φτιασίδι και άρωμα, να γενούμε ωραίοι.
Ο έρωτας βάζει τα καλά του, στολίζεται,
Μεταμφίεση, εμφάνιση στα φώτα μιας γιορτής.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Έχουμε συνάντηση στην καρδιά,
Το σταυροδρόμι των συναντήσεων,
Εγώ, ο εαυτός μου κι η ψυχή.

Ίσα ίσα μας παίρνει, μας χωρεί,
Όπως μια κλίνη κοινή.

Δε χορταίνει ο ένας τον άλλο,
Τον γεύεται, τον αποζητά,
Το περιπόθητο αίμα και το πρόσωπο.

Απ’ την πολλήν αγάπη, απ’ την πολλή ενατένιση.

Συνουσία παράξενη, ερμαφρόδιτη,
Οστά και δέρμα, πτέρωμα και μοναξιά,
Σάρκα, καθρέφτισμα και λάμψη.

Πώς να μας σμίξει ο έρωτας, πώς να μας κρύψει ο θάνατος.

Φαινόμαστε, φαίνονται οι διαστάσεις μας,
Τ’ απόκρυφα μέλη, τα σημάδια μας.
Οι ρίζες μας βυθίζονται στη λάσπη,
Μπερδεύονται με τα κύτταρα των φυτών,
Τα σάπια νερά και τα σκουλήκια.
Επιθυμίες και όνειρα μας τρέφουν.
Το σκότος εναλλάσσεται με το φως.
Φέγγουν εικόνες αγίων και χέρια αγαπημένα,
Σαν σε ναό τη νύχτα που φωτίζεται.

ΥΜΕΝΑΙΟΣ

Τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα
Και του θανάτου∙ κατάκτηση πρώτα, ύστερα παραίτηση.
Ανάβαση πρώτα, ύστερα κατάβαση,
Πτώση του σώματος και θλίψη της ψυχής,
Καθώς ανοίγει η μοναξιά και καταπίνει
Ταπεινωμένα κόκαλα και σωριασμένα.

Έρχεται ο έρωτας και μας εμπαίζει,
Ένας θεός ή ένας δαίμονας.
Μας γδύνει χωρίς ντροπή και φόβο.
Μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε,
Νηστικούς για να πεινούμε,
Καθώς στην έσχατη κρίση.

Πεινούμε την πείνα του, κρυώνουμε τη γύμνια του.

Έρχεται ο έρωτας και μας αλλάζει.

Σκιές μες στη σκιά,
Σιωπή μέσα στην άλλη σιωπή.

Τα χείλη μας μυρίζουν άνοιξη
Και χωματίλα, τα στήθη μας ώριμο μήλο.

Μέσ’ απ’ τους κήπους των νεκρών έρχεται ο έρωτας.
Τα μέλη μας τρέμουν και τα σπλάχνα.
Έχουν τον πυρετό μιας πυρκαγιάς,
Τρομαγμένα πετάγματα, ζώα που τρέχουν,
Και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας,
Υπόκωφα κύματα καμπυλωτά
Και το βαθύ νυχτοκολύμπι του ψαριού.

Λαμποκοπούνε τα μαλλιά επάνω στα προσκέφαλα,
Φέγγουν τα χέρια μες στο πάθος της αγάπης,
Δάχτυλα ψάχνοντας τυφλά μέσα στη σάρκα.

Από στήθος σε στήθος φτάνει στις ψυχές
Ο έρωτας, καθώς πάνω σε κλίμακα.

Οι ψυχές δε μπορούν να μιλήσουν.
Δεν έχουν γλώσσα, έχουν σιωπή,
Έκπληξη απόρρητη και θλίψη,
Ανάμνηση και τρόμο του κενού.

Ν’ αντιφεγγίσουν μόνο μπορούν,
Να κινήσουν τα δάχτυλα,
Ν’ ανοιγοκλείσουν τα μάτια και τα χείλη.

Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη.

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ

Ι

Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια

Δεν τόξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως.
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά.

Βλέπε το φως, ψυχή μου.

Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,
Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.

Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.

Το ‘χεις απάνω σου, το περπατείς,
Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.
Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ᾽ανασαίνεις.

Αισθάνομαι να ‘μαι από σκιά και φως, αντανακλώ.

ΙΙΙ

Φως και σκιά, θέαμα, νύχτωμα.

Ως να μας βλέπει κάποιος από μακριά,
Ως να μας βλέπει από μακριά και βλέπουμε.

Είναι ένας ήλιος στο πρόσωπό μας.

Έρχεται μέσα μας το απέραντο,
Το ανάκουστο έρχεται, το αόρατο.
Μας παίρνει το φως σα μια νεφέλη,
Απόναν ήλιο σ᾽ άλλον ήλιο.

Αγάπη απέραντη μες στην αγάπη,
Αγάπη απέραντη, θλίψη απέραντη.

Γινόμαστε άστρα μες στη νύχτα.

VII

Θέλω να πω στην ψυχή μου,
Πως είμαι, υπάρχω, αντανακλώ.

Είμαι ένα ρόδο ή ένα σύμβολο.

Θέλω ν’ ανοίξουνε τα πέταλά μου,
Τ’ αόρατα φτερά μου τα κλειστά.

(Δεν έχω μύρο και άνεμο, δεν έχω διαστήματα.)

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Να σε χορτάσουν, Θεέ μου, θέλουν
Δίχως καθρέφτισμα και συγνεφιά.

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Τα χέρια μου να σε κρατήσουν.

Κατάματα, κατάσαρκα.

(Βλέπουν τα μάτια και δε βλέπουν,
Τρέμουν τα χείλη και σφαλούν.)

Αν είσαι αγέρας, σήκωσέ με,
Αν είσαι φως, πυρπόλησέ με.
Αν είσαι θάνατος, θανάτωσέ με.

(Μιλώ καθώς μιλούν οι ερωτευμένοι.)

XI

Εγώ αγαπώ τη θλίψη,
Την άγια θλίψη.
Δε θέλω
Να ’μαι χωρίς όψη, δίχως έρωτα.

Δε θέλω να ’μαι χωρίς έρωτα και θλίψη του θανάτου.

Εγώ αγαπώ το αίμα,
Το τίμιον αίμα.
Δε θέλω
Να ’μαι χωρίς πληγή και δίχως κάρβουνο.

Δε θέλω να ’μαι δίχως πληγή και τύψη της πληγής.

Εγώ αγαπώ τη γη,
Τη μάταιη γη.
Είμαι από γη,
Σηκώνω το χώμα της και τον καημό της.

Δε θέλω να ’μαι δίχως καημό και πάθος του καημού.

Εμένα η αγιότητά μου είναι η φωτεινή ματαιότητα,
Αγγελικότητά μου η έκπαγλη πλάνη.
Δε θέλω
Να ’μαι σαν τα σκουλήκια ή τα ποτάμια.

Δε θέλω να ’μαι ένας γυμνός νεκρός ή ένας Άγγελος.

XIII

Αν είμαι από λάσπη και σιωπή,
Από σκιά και φως, από θάλασσα,
Μαύρος καπνός ή ένα σύγνεφο,
Πέτρινο άγαλμα, πέτρινος ήχος,
Θα με φάει το φως, θα με πάρει η μουσική.

Αν είμαι κάποιου ανέμου στεναγμός.

(Κάποιου μοναχικού Θεού το ανείπωτο,
το μέγα πάθος, το χαμένο μυστικό.)

Η αγάπη μου είναι σα μια κραυγή
Μες στα μεσάνυχτα, κανείς δεν ξέρει
Ποιος στέναξε κι αντιλαλούνε τα βουνά.
Μονάχα η σάρκα μου ξυπνά
Μες απ’ τον ύπνο της, μες απ’ τον θάνατο.

Όπως μια πόρτα που τη δέρνει ο άνεμος.

XV

Πώς να σε πω και να σε μάθω,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο τον ατέλειωτο.
Πώς να σ’ αγγίξω, αγαπημένη μου ψυχή,
Παντοτινή, ανέγγιχτη ερωμένη,
Του έρωτα ακριβή και του θανάτου.

Πιάνω το χέρι, χάνεται το χέρι μου,
Αγγίζω το πρόσωπο, σβήνει το πρόσωπό μου.

Δεν είσαι δέντρο ή ζώο, δεν είσαι πράγμα.
Κρύβεσαι μέσα μου, στη σκοτεινιά,
Το μεγάλο Πράγμα, που τ’ ονειρεύονται
Όλα τα πράγματα της γης, όλα τα όντα,
Τα ορατά και τ’ αόρατα, τα μυστικά
Και το στερούνται και τ’ αναζητούν,
Γιατί δεν έχουν έρωτα, δεν έχουν θάνατο.
Το μόνο Πράγμα, το χαμένο φως,
Ο άγνωστος ξένος που περνά στα όνειρά μου,
Τα ξεσηκώνει, όπως τ’ ανύποπτα πουλιά ο διαβάτης
Και μου τα δείχνει σαν σε καθρέφτη.

Ανοίγει τα μάτια μου, κινεί τα χείλη.

Ποιος έχει μάτια και χείλη, ποιο πράγμα,
Ποιος άστρο ή δέντρο, ποιος Θεός.

.

ΤΟ ΔΙΧΤΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ (1965)

[Ενότητα Α’. Το δίχτυ των ψυχών]

ΑΛΛΙΩΣ ΩΡΑΙΟΣ

Αυτό που λέμε ο έρωτας, δεν είναι
Ο Έρωτας: ο Άγγελος με τ’ ανοιχτά φτερά.

Αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται,
Γίνεται ωραίος, αλλιώς ωραίος.

Δεν την αντέχεις την ομορφιά του.

Τα ζώα τον βλέπουν, κρύβονται
Στο δέρμα τους, σωπαίνουν τα πουλιά.

Τα σώματα σκεπάζονται τη σκιά τους.

Γίνεται αλλιώς ωραίος, φοβερά ωραίος,
Ως νάχει βγει απ’ την έκλαμψη μιας πυρκαγιάς.

Δυνατός ως η θάλασσα, ως ο άνεμος.

Ισχυρός ως στήλη πυρός, ως όρος.

Μοναχικός ως ογκόλιθος, ως ακίνητος ποταμός.

Αθόρυβος ως ίσκιος πουλιού, ως χτύπος ονείρου.

Διαβρωτικός ως φλόγα, ως ποίημα, ως πυρετός.

Αναίσθητος ως λίθος, ως ξίφος γυμνό.

Άτεγκτος ως ζυγός, ζυγιάζοντας τα βάρη των ψυχών.

ΑΡΧΑΓΓΕΛΙΚΟ ΣΠΑΘΙ

Τα μάτια μου τι να τα κάμω,
Τα μάτια μου τα σκοτεινά,
Όπως τα μάτια των σκοτωμένων.

Όταν σε βλέπω, γίνεσαι άφαντη,
Αθέατη πίσω απ’ την πυκνότητα.
Ως να μην είσαι, να λείπεις,
Να ’χεις μαζέψει την ψυχή.

Κι έμεινε μόνο η θλίψη σου και με γεμίζει.

Όταν δε με βλέπεις, φτωχαίνω,
Όσο πάω, φεύγει το αίμα.
Πεινώ και κρυώνω, αδειάζω.
Γίνομαι σαν τον αδικημένο, τον γυμνό.

Όταν ανοίγεις τα βλέφαρα,
Το βλέμμα σου κρέμεται πάνω μου
Σαν τον ζυγό μιας μοίρας που ζυγιάζεται,
Σαν αρχαγγελικό σπαθί που τρέμει
Μετέωρο: να πέσει — να μην πέσει.

Όταν μ’ αφήνεις,
Είμαι η άδεια θέση,
Τ’ άδειο κορμί, το κούφιο στήθος,
Γεμάτο αντίλαλο, κομμένη ανάσα.

Όπου κι αν πάω, σ’ όποια
Πτυχή της μοναξιάς κρυφτώ
Με τις αισθήσεις μου όλες κλειστές,
Σαν κατοικία αισθάνομαι εγκαταλειμμένη,
Ήχους γεμάτη, βήματα, σιωπή.

Η απουσία σου αδειάζει το σώμα, ερημώνει το πρόσωπο.

ΗΘΕΛΑ ΝΑ ’ΣΟΥΝ

Ήθελα να ‘σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου.

Να ’σουνα πράγμα να μου ανήκεις
Μες στην ακέρια σου ομορφιά,
Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.

Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω,
Και πράγμα μου να σε κρατώ.

Να ’σουνα πράγμα μου: το πράγμα
Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο
Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.

Μέσα στα μάτια μου να σ’ έχω.

Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα,
Φεγγάρι μου στη μοναξιά.

Το κάθισμα να ’σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι,
Το φυλαχτό μου στον λαιμό, το τίμιο ξύλο.

Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο.

Και πέτρα στον θάνατο, πέτρα μου,
Πέτρα μητρική.

Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου…

ΤΟ ΔΙΧΤΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Έρχεται ο Έρωτας και μας εμπαίζει
Ένας θεός ή ένας δαίμονας
Φωτοσκιάσεις

Πέφτουμε όλο και πιο κάτω,
Πέφτουμε αθόρυβα, βουλιάζουμε
Όλο και πιο μέσα, πιο βαθιά,
Πιο σκοτεινά.

Πιανόμαστε μες στην αγάπη
Σαν μέσα σ’ ένα δίχτυ.

Πέφτουμε
Μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την κατάφωτη,
Σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτή τη γέφυρα,
Τη μετέωρη κλίμακα του κινδύνου.

Μέσα σ’ αυτό το δίχτυ των ψυχών

Από λάμψη και θάμπωση,
Από
Εξαφάνιση.

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

ΘΑΜΠΟ ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΜΑ

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο

Μες στην ανάμνηση ήσουνα
Σαν σε ναό λαμπρή μου εικόνα.

Μέσα στον ύπνο, στην ερημία,
Όπου μονάχος μου πλανιόμουν,
Η ομορφιά μου ήσουν, η αποθέωση,
Μέσα σ’ ένα παράξενο σταματημένο φως.

Τώρα που πήρες σάρκα και φάνηκες,
Σαν σε όνειρο που κατορθώθηκε,
Με μια μεγάλη έκπληξη μέσα στα μάτια,

Έγινες το πιο αβέβαιο, το πιο αμφίβολο,
Το πιο θαμπό καθρέφτισμά μου.

Σαν τα νερά τα κοιμισμένα.

ΚΑΤΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο

Κάτι να μείνει απάνω μου,
Μια λάμψη από το πρόσωπό σου,
Ν’ αντιφεγγίζουν ομορφιά τα μάτια μου.

Κάτι να μείνει από το βλέμμα σου
Στο βλέμμα μου, σαν αντηλιά

Μπερδεύοντας τα βλέφαρά μου με τα δικά σου
Μέσα σ’ ένα κλειστό κοίταγμα, να βλέπω αλλιώς.

Να φιλήσω τα χείλη σου να φιληθώ.

ΚΗΠΟΣ ΚΛΕΙΣΤΟΣ

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο

Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι: το ακατάτμητο, το αχώρητο,
Κήπος κλειστός περίφραχτος σαν από φλόγες,
Θα μπορούσα να μπω μες στην υπόστασή σου
Με μυστικό κλειδί, με κλείθρο του θανάτου.

Να ’μαι μια στάλα αίμα στα χείλη σου,
Ένας αγέρας στα δάχτυλά σου.

Και να υπάρχω πάλι, να ’μαι όλος εκεί.

Τα μάτια να ’χουνε βγει από μένα, να ’χουνε γίνει δικά σου.
Τ’ όνομα να ’χει ξεριζωθεί από μένα, να ’χει γίνει η λέξη σου.

Η σιωπή ν’ αδειάζει εμένα, να γεμίζει εσένα
Με μυστικούς θορύβους, τρυφερούς σφυγμούς,
Για να περνώ σιγά κι αθόρυβα μες στην κυοφορία σου.

Εκεί να ’μαι όλος: να γεννιέμαι – να πεθαίνω.

Το αίμα να γυρεύει το αίμα, το αίμα σου,
Χτυπώντας σκοτεινά τοιχώματα.

Η σάρκα να γυρεύει τη σάρκα,
Την τρυφερή θερμοκρασία σου,
Την κρύπτη σου, το κοιμητήριο,
Το ενδόμυχο οστεοφυλάκιο
Με οστά φτερών και σκελετούς Αγγέλων.

Την άλλη κοίμηση, την άλλη ανάπαυση.

Η ψυχή μου ν’ αγγίζει την ψυχή σου.

Ο ΑΛΛΟΣ

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο

Κάποιος μπαίνει ανάμεσά μας πίσω από την όψη μας,
Έρχεται και μπαίνει κάποιος άλλος.

Γεύεται τη γεύση μου, όταν σε γεύομαι,
Αγγίζει το άγγιγμά μου, όταν σ’ αγγίζω,
Όταν σου σπέρνω τα χέρια μου, τα χείλη μου,
Να φυτρώσουν στη σάρκα σου να με θυμάσαι.

Μπαίνει ανάμεσά μας, ζεσταίνεται
Μες στην ζεστήν αγάπη μας, την έχει φωτιά του.

Μελέτη ψυχής (I)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος

I

Όταν είμαι μόνος, μελετώ την ψυχή μου.

Σκύβω στο στήθος, ακούω τη σιωπή.
Κάπου εδώ δόθηκε μάχη, κάπου χύθηκε αίμα,
Αίμα πολύ, αίμα των φαντασμάτων.

Πόσες φορές έχω πέσει νεκρός,
Πόσες έχω σκοτώσει κι έχω σκοτωθεί.

Δεν έχω δάκρυα να θρηνώ,
Τ’ άδειασα, τα πέταξα στη θάλασσα.

Τα πράγματά μου κείτονται άψυχα,
Ως να μου τα ’χουν σκοτώσει,
Θαμπές μορφές μες σε βυθούς καθρεφτισμών,
Απίθανα πουλιά με χτύπους φτερών δίχως αντίλαλο.

Άνοιξε και τα κατάπιε η σιωπή.

Μένει μονάχα μια καρδιά
Πιο ταραγμένη από ’να δέντρο
Στον άνεμο, πιο ριζωμένη στην πέτρα.

Ώσπου ν’ αποκοπεί κι αυτή να πέσει,
Ώσπου να γκρεμιστεί μες στο σκοτάδι.

II

Ερείπια πέφτουν στην ψυχή μου,
Ερείπια ουρανών, ερείπια ήλιων.

Πέφτουν βουνά, πέφτουν φτερά μεγάλα,
Οι Άγγελοι που μπήκαν στα όνειρά μου.

Η λάμψη όλη θαμπώθηκε, σωριάστηκε το φως
Σε σκοτεινές στοές, μες σε μεγάλες λίμνες.

Το φως που είδαν και μάζεψαν τα μάτια μου.

(Πανέμορφά μου πρόσωπα νεκρά,
Τρυφερά μου ένσαρκα προσωπεία,
Σα λαβωμένα πουλιά ή ραγισμένα αγάλματα,
Αχνά από θλίψη, γυμνά από κάθαρση,
Άπειρα πένθιμα, άπειρα σιωπηλά.)

Είναι κάπου, αντανακλά μια πυρκαγιά.

Ένας καθρέφτης είναι ο μέσα κόσμος,
Ένας καθρέφτης μέσα μου και δεν τελειώνει.

V

Πώς θα μπορέσω ν’ αναπαύσω την ψυχή μου.

Γέμισα χτύπους και τριγμούς,
Σαν κάποιος μέσα μου να θορυβεί,
Σαν κάποιος να στηθοδέρνεται.

Ίσως αυτό που λέμε τύψη
Να ’ναι ένας δαρμός,
Ένας κρυφός δαρμό ή θρήνος.

Κόψη αόρατου φτερού που παραδέρνει.

Μέσα μας δέρνεται, μες σε κλειστά τοιχώματα,
Χωρίς ν’ ακούει κανείς, δίχως αντίλαλο,
Καθώς μέσα σε τέσσερους τοίχους.

Χτυπάει, χτυπιέται και ματώνει.

VI

Το στοιχειωμένο είμαι σπίτι το ετοιμόρροπο,
Που στέκει εδώ σαν το φυτό και γέρνει πέρα.

Διαμονή παλιών ψυχών, κατοικητήριο φαντασμάτων.

Υπάρχω, είμαι,
Ως να μην ξέρω,
Πως το χτισμένο τούτο σπίτι
Είναι σα μια κλωστή,
Ένας ψυχρός άδειος αγέρας
Ανάμεσα σε μένα
Και το θάνατο.

Υπάρχω, είμαι γεμάτος,
Η βαρύτητά μου με φοβίζει.

Πράξεις βαριές, ασήκωτες, μάταιες,
Πράγματα συντριπτικά, καθώς ένα τσουβάλι πέτρες.

Πώς θα με πάρουν να με σηκώσουν,
Ένα βαρύ φορτίο γεμάτο απ’ την ουσία του.

(Πίσω, Θεέ μου, πίσω, απ’ την αρχή).

.

ΕΞΟΔΟΣ (1968)

ΕΞΟΔΟΣ

I

Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο
Δενδρόκηπος

Φεύγει το σώμα το νεκρό, το πράγμα∙
Φεύγει να εγκατασταθεί, να λείψει από το φως.

Το παίρνουν και το παν, το σέρνουν άλογα.

Σκιές το συνοδεύουν, το ξεπροβοδούν
Αλλοτινά φαντάσματα και λυπημένα.

Ως να πενθεί το φως, ως να ερημώνεται.

Το ’ντυσαν το πράγμα το νεκρό,
Το ’ντυσαν, το στόλισαν να ’ναι ωραίο.

Η εικόνα μου ήταν, η ομοίωσή μου.

Είχε τα μάτια μου, τα χείλη μου,
Τα ηλιοφώτιστα παράθυρά μου.
Το μέτωπό μου, το σχιστό πηγούνι.
Τον καθημερινό κρυφό καθρέφτη μου.

Το κάλλος μου ήταν, το είδωλό μου το άγρυπνο.

Σώμα μου, πράγμα μου κι ανάστημά μου,
Μισοφώτιστο, ανεκπλήρωτο και ραγισμένο,
Σχήμα αγγελικό.

Υπόστασή μου και θλίψη μου.

 
II

Το υμνούν το πράγμα το νεκρό,
Το υμνούν, το δοξάζουν
Στέφανα, όργανα.

Ήρθε, φάνηκε στο φως,
Ήρθε φάνηκε, δε θα φανεί,
Δε θα γυρίσει μάτια να κοιτάξει.

Δε θ’ αγαπήσει, δε θ’ αγαπηθεί,
Δε θα ζητήσει αγάπη και ψωμί.

Ακίνητο κείτεται, σεμνό,
Σαν αποκοιμισμένο.
Μες σε έναν ύπνο αξύπνητο.

Χωρίς φώτα και όνειρα,
Χωρίς αντανακλάσεις,
Σαν εκμαγείο χυτό.

Κλειστό κι απαρασάλευτο
Εντάφιο πρόσωπό μου.

Αποκοπή πικρή
Και δίχως αίμα

Ανάγλυφο στερνό μου ομοίωμα,
Καθρέφτη μου αδιάφανε, αδειανέ.

Έπεσε σκιά θανάτου,

Έπεσε και το σκέπασε.
Το μεταμόρφωσε.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ

I

Ως να ’ρθε από μακριά,
Ως να ’ρθε και να μ’ άγγιξε
Μια σκοτεινή γραμμή,
Μια έξαφνη εξαφάνιση.

Μαύρη φτερούγα σχίζοντας το φως.

Ως να ’πεσα και χάθηκα μες σ’ ένα θαύμα.

Να μη με ιδεί το φως, να μη μ’ αγγίξει
Ο άνεμος, φτερό πουλιού, χέρι ανθρώπου.

Το πράγμα το εύθραυστο
Σαν από πορσελάνη.

Ένα δοχείο από πηλό,
Ένα αδειανό κοχύλι.

(Μέσα μου μια άγνωστη θάλασσα αντηχεί,
Μέσα μου σφυρίζει ένας αγέρας.)

Βλέφαρα, χείλη κλειστά,
Το κόσμημα της ερημίας,
Το έμβλημα της σιωπής.

Προσωπείο στο πρόσωπο του ανέμου.

Είδωλο γλυπτό μιας ειδωλολατρίας,
Ωραίου θεού νεκρού θλιμμένο ομοίωμα.

Σιγά σιγά σηκώστε το,
Να μη σχιστεί, να μη ραγίσει.
Προσέχετε το φωτοστέφανο.

(Εικών ειμι…)

ΣΥΝΑΞΗ ΣΙΩΠΗΣ

Σαν τη γραμμή στο φως,
Που γράφει το πουλί
Μ’ αστραφτερό φτερό και χτύπο,
Μες στη μετέωρη θαμπή του αποδημία,

Θα χαράζει το γλήγορο πέρασμά σου.

Κάτω από κάθε σύγνεφο κυνηγημένο
Από Βοριά και Νότο, κάτω από κάθε ήλιου στροφή.

Πώς φωσφορίζει η θάλασσα
Στη θαμπωμένη καταχνιά.

Η αναμμένη λάμπα, που έσβησε,
Κι αντιφεγγίζει και θ’ αντιφεγγίζει.
Η έξαφνη λάμψη που έλαμψε.

Ατελείωτη εξαφάνιση εκθαμβωτική.

Τόσοι ήλιοι σβηστοί,
Τόσα κλειστά
Βλέφαρα, φώτα μες στη νύχτα.

Μια αγάπη εδώ αγαπήθηκε,
Μια αγάπη, όσο καμιά.

Βαραίνουν τα σώματα μέσα στο χρόνο
Σηκώνοντας απάνω τους τη θλίψη τους
Την ακατάλυτη, σηκώνοντας τη μοναξιά.

Σαν τα πανάρχαια σταματημένα δέντρα.

Βαραίνουν τα πράγματα, που βρέθηκαν
Γύρω μας, μέσα μας, μες στην αγάπη,
Φορτωμένα την άφθαρτη ουσία μας.

Συνοδεία αχώριστη,
Σύναξη σιωπής.

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ I (1969)

ΕΛΕΓΕΙΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ

Λησμονημένος ταξιδευτής.

Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
Ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ’ άναψαν
Μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.

Πικρός κι αλύγιστος.

Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
Και δεν φορούσες παρά μονάχα μαύρα, το πένθος της μοναξιάς.

Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
Από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο
Και γύρευε να πλήξει με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.

Καστάλιε κύκνε.

Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
Ποια οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και το ’κανε να ηχεί,
Όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή.

(Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ’ εύστοχον χείρα.
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού.
Άσε ν’ αγγίξω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος
Κι ας μου καούν τα δάχτυλα κι η γλώσσα ας μου κοπεί.)

Δεν ήσουνα για να πατάς στη γη.
Να τριγυρνάς ήσουν μ’ αετούς και λέοντες στους κήπους των Πιερίδων
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
Και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβεις μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες
Και να ξυπνάει η Μούσα η Αρετή μες απ’ την κλίνη των ανέμων,
Αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνει απάνω
Μέσα εις το χάος αμέτρητο των ουρανίων ερήμων.

***

Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.

Μα πού να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
Που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο.

Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχει γκόλφι,
Ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι
Κάτω από τα ήσυχα, παγωμένα, πτερά της βαθιάς νύχτας,
Να μην ακούει τ’ αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
Τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα.

[Ενότητα Τρία ποιήματα (1947-1948)]

Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Εκεί μέσα εκατοικούσες…

Τις νύχτες μελετάει το σώμα της, στ’ άφεγγα πλέκει τα μαλλιά της.
Κι όταν σημάνει η αμφιλύκη των λουλουδιών,
Κινάει κι ανοίγει την κάμαρα με τους καθρέφτες
Και με τους κρυσταλλένιους πολυέλαιους που δεν ανθίζουν.

Στολίζουν τον ύπνο μεγάλων πουλιών,
Φυλάγουν άλιωτα παλικάρια που τα σκεπάζει μια πάχνη,
Σπαθιά που κείτονται γυμνά σα λυπημένα κορίτσια.

Εκεί λυγάει ο δείχτης της καρδιάς.
Εκεί γέρνει και πάει κατά την έλξη της στοργής
Χτυπώντας ηχηρά διαστήματα, αιμόφυρτα δειλινά,
Γεμίζοντας τους χάρτες των θαλασσών με ρόδινα σήματα,
Στιλπνά πρωινά, που κύλησαν στον ουρανό.

***

Στην απομέσα κάμαρη δεν έχει παραθύρι.
Κερί ν’ απλώσει το πουκάμισο, χρυσό γυαλί στην κλίνη.

Δεν τ’ άνοιξε ραγισματιά τοίχου παλιού,
Νεκρού παιδιού χαμόγελο, στιλπνό λεπίδι,
Το μυστικό τριαντάφυλλο που δε χλωμιάζει.

Φέγγει στο στήθος του ψηλού χιονιού που πολεμάει τον ήλιο,
Στους ραγισμένους κίονες, στην πλήξη τ’ ουρανού
Και στους σταυρούς των καταρτιών που ζώνονται την καταιγίδα.

Τ’ ανοίγει ο ύπνος ο βαθύς με τα χυτά σεντόνια.

Άστρο ριγμένο σαν ένα πετράδι κάτ’ απ’ τα φύλλα,
Φως από αίμα και θυμό, που κλείστηκε σ’ ένα λουλούδι,
Ανάβοντας ήλιους ακτινωτούς για να κεντάει τη νύχτα,
Για να πληγώνει θανάσιμα τ’ αραχνιασμένο φάντασμα,
Που δεν πονεί, δεν τρώει ψωμί από ψημένην άργιλο,
Δεν έχει αγάπη να μετράει τη θάλασσα.

Καρδιά τ’ ουρανού και πάθος του ήλιου,
Στολίδι της γης το πιο ακριβό που το καρφώνει στην καρδιά της
Μ’ εφτά βελόνες κι έξι καρφιά, με δεκατρείς θανάτους,
Να μην το βρίσκουν τα όρνια που χυμούν και σχίζουν τις σάρκες των μες στην ομίχλη.
Κλειστό ρουμάνι, πορφυρή σταλαματιά στα πετρωμένα χείλη,
Κόκκινη σταγόνα, οικόσημο λαβωμένου πουλιού.

Ποιος ξέρει πού άφησε τ’ άδειο του σχήμα,
Σε ποιας αγριοτριανταφυλλιάς τ’ αγκάθια χάρισε τα φτερά του,
Σε ποια σφαγή, λευκή σφαγή, άδειασε όλο το αίμα του
Κι έγινε χλωμή γυναίκα, κι έγινε μια φίλυπνη κοπέλα.
Με τα μαλλιά της απλωμένα στο χείλος μιας κραυγής,
Με το σπαθί της βυθισμένο ως την κοκάλινη λαβή στη φλέβα του μαρμάρου.

ΡΑΨΩΔΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Εδώ ξυπνάει κάθε πρωί
Ανάμεσα σ’ ελληνικά γλυπτά κι ιωνικά κοντύλια
Πάνω σε φαγωμένες απ’ το πάθος του γλαυκού πέτρες που βαθαίνουν τα έλκη τους

Ανεβαίνει και παίρνει βασιλικό και σπαρτολούλουδο
Χτυπώντας το πέταλο ψηλά ψηλά να φιλήσει τα στέφανα του νεκρού χιονιού
Και ξεπεζεύει, περπατάει γυμνόποδη σε μαρμαρένιες γούρνες
Σκαλίζοντας αχιβάδες και ρόδακες στις πλάκες των αετών,
Τυλίγοντας με άχνη κι αφράλατο τα παγωμένα περιστέρια.

***

Ασπίλωτη,
Γαλαζοαίματη,
Αγναντεμένη.

Πο’ ’χεις τα παραθύρια σου σχιστά πανιά,
Τα μάτια μου κλειστά λιμάνια γεμάτα νεκρούς κι άσπρα χαλίκια.
Που ηχείς και σαλεύεις με ηχώ χίλιων πουλιών στις κρύπτες του ύπνου μου
Σκεπάζοντας τους τοίχους μου με τα σεντόνια της κρυφής σου αυγής
Και τα θαμμένα ζώα μου που κρατούν τους κήπους μου σαν υπνωτισμένες γυναίκες.
Με τι όνομα να σε πω, με ποια αιχμή να σε πλήξω,
Να σου πληθαίνει τα μαλλιά, να σου κεντάει τη μνήμη…
Να σε φωνάξω χαραυγή, θα σβήσουν τα γαρούφαλα
Να σε χαράξω αγνή κι απείραχτη, θα τρυπηθούν οι κρίνοι
Να σ’ αγκαλιάσω μάνα μου, θα κλάψουν τα πουλιά.

Σε γράφω τοξεύτρια του ψηλού καπνού, χορδή των αηδονιών,
Μητέρα απάρθενη, απαλή, που σε ματώνουν χωρίς να σ’ αγγίζουν
Αετοί φεγγαριών, καβαλάρηδες, κι ακάθαρτοι ποταμοί,
Με λάσπη, με σχισμένα πανιά, με χωνεμένα κόκαλα.

Να ’μουν πουλί θαλασσινό κι ένα προς ένα
Τα σκαλοπάτια να μετρώ του διάφανου ύπνου σου,
Τα κλώνια της τριανταφυλλιάς μέσα στις στάχτες των βυθών
Εκεί που κείτονται οι νεκροί σου σε τάφους φεγγερούς
Σε κήπους βουλιαγμένων καραβιών που έχασαν την ψυχή τους,
Τον καπετάνιο των εφτά κλειδιών που φύλαγε τους ανέμους,
Τις διαμαντένιες πόρτες που άνοιγαν για τις μεγάλες θάλασσες,
Και πήγαν από μαραμένο πανί κι από πικρό κατράμι.

Εκεί πονείς.
Εκεί σβήνεις τα φώτα σου και γλείφεις την καρδιά σου.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ

Ανασκαλεύω τη στάχτη των προγόνων

Ψάχνω να βρω την κρυφή γωνιά, τους μυστικούς διαδρόμους
Μέσα από σωριασμένες νύχτες κι αυγές με δέντρα που στέκουν
Σηκώνοντας το πένθος του καιρού, την ηλικία του ήλιου,
Φυλάγοντας παλαιές βροχές, γενεές αηδόνια στις κόγχες των φύλλων,
Ακίνητα, χωρίς να σαλεύουν στα κλώνια των κελαηδισμών,
Που έγιναν πέτρινος ήχος.

Στάχτη βαριά, χώμα ιερό, χώμα θρέμμα τ’ ουρανού,
Ζυμωμένο με πορφυρές ανοίξεις, με σεμνές πτυχές, ωραία μαλλιά και τρόπαια του θανάτου,
Σεντόνι της αξύπνητης φθοράς, της ομορφιάς πληγή, ρωγμή του νερού, δίψα του σύγνεφου,
Που το βαστούν στις φούχτες των οι ελεύθερες ψυχές να φυτέψουν τον ύπνο,
Που τα κρυμμένα κόκαλα των νεκρών ξυπνούν να θρέψουν τον τελευταίο καπνό τους,
Όταν φυσάει κακός βοριάς και ξεριζώνει τα σπίτια.

Ποια νύχτα μπορεί να σβήσει τα ονόματα στους λάκκους των θεών,
Να μαράνει τα λουλούδια των βράχων που τα ’χει ανοίξει ο θάνατος.

Αν βουλιάξουν οι τάφοι, θα μείνουν φωνές,
Ομιλίες ίσκιων, που βγαίνουν τις νύχτες να πατήσουν γη,
Να σηκώσουν μια γνώριμη πέτρα και να την έχουν απάνω τους
Να τους βαραίνει τη διάφανη μορφή να θυμούνται το σώμα,
Το αγαπημένο σώμα από λάσπη και άνεμο, θαλασσινό βυθό κι άγνωστη μέρα,
Και μ’ ένα καραβιού ελαφρό σκαρί μες στην καρδιά του.

Γη, που σε σκάβουν τα κοιμητήρια του καιρού και τ’ ανέμου,
Με το παντοτινό φθινόπωρο των ερειπίων, το κλίμα της αφθαρσίας.
Τα παιδιά, τα νέα παιδιά σου, είναι γεμάτα θάνατο,
Σκιά θανάτου, και μπορούν και παίρνουν τα ίχνη του δίχως να τρέμουν,
Με μιαν υπόκωφη βοή που πολλαπλασιάζει το βήμα τους σε άπειρες κρύπτες
Κι είν’ η καρδιά τους σαν ένα νησί από λωτούς και πικροδάφνες κι αλλοτινά πουλιά που ταξιδεύει
Και το χαμόγελό τους ένας παλιός σπασμένος καθρέφτης που θυμάται.

Αιώνια παιδιά, σώματα ελαφρά με τη φτενή τη σάρκα,
Και με τις διάφανες ψυχές π’ ανάβουν με το τίποτα.
Ποιο αδυσώπητο φτερό, ποιο μάτι σάς έχει χτυπήσει
Κι έχετε πίσω σας πλήθος σκιές, σπίτια μικρά, τάφους απλόχωρους,
Και γύρω γύρω θάλασσα και χρόνο, χρόνο και θάλασσα και μακρινό ουρανό.

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ II (1970)

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

ΑΓΑΛΜΑ

Αν δε σε περιγράψω στο βλέμμα μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν εικονίσω την εικόνα σου.

Αν δε σε σχηματίσω στα χέρια μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν ορίσω το σχήμα σου.

Αν δε σε γευτώ στα χείλη μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν δοκιμάσω τη γεύση σου.

Πώς να υπάρξεις, να σταθείς
Στο φως ή μες στον ύπνο,
Άγαλμα ανάγλυφο, υπαρκτό.

Με τα μάτια σε πλάθω, με τα χείλη.

Στήνω στο σχήμα σου,
Οικοδομώ
Την ύπαρξή σου.

ΑΛΛΙΩΣ ΩΡΑΙΑ

Είναι μια ομορφιά,
Μια άλλη ομορφιά,
Παράξενη, απαράμιλλη.

Ομορφιά μη ωραία, μη όπως τ’ αγάλματα
Τ’ αγναντεμένα στο φως, στιλπνά μέσα στη νύχτα.

(Στέκουν στους κήπους ή αναπαύονται στα Μουσεία.)

Ομορφιά μη ωραία,
Αλλιώς ωραία.

Μια έκπληξη, μια απορία σιωπηλή,
Απεικόνιση μισόφωτο μέσα στη νύχτα,
Φεγγερή από μέσα, σαν νυχτωμένος ουρανός,
Π’ αναβοσβήνουν τα χαμηλωμένα φώτα του,
Διασχισμένος από γαλήνιες, αθόρυβες αστραπές,
Από μακρινά μετέωρα σεληνόφωτα.

Αλλιώς ωραία, εκπληχτική.

Ανάμεσα λάμψη και θάμπωση,
Ανάμεσα σώμα ανθρώπου, σχήμα Αγγέλου,
Χέρια χυτά, υπολείμματα φτερών.

Μ’ ένα κρυμμένο φως μέσα στο σώμα.

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ

Το πρόσωπό μου δεν είναι πια
Μονάχο κι έρημο
Σαν αφημένο στο σκοτάδι.

Το πρόσωπό μου είναι ωραίο.

Γιατί το βλέπεις ωραίο είναι ωραίο
Το πρόσωπό μου,
Γιατί το δείχνει
Ωραίο το πρόσωπό σου, φαίνεται ωραίο.

Γιατί το δέχεται, γιατί το αντανακλά
Το πρόσωπό μου, το πρόσωπό σου.

ΑΦΩΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

Από μακρυά μόνο μιλούμε.
Με τη φωνή μιλούμε, με τον αντίλαλο,
Μ’ όλα τα όργανα της Απουσίας:

Με Τηλεβόες,
Κλήσεις,
Με τηλέφωνα.

Όταν βρεθούμε δοσμένοι
ο ένας στον άλλο,
Βυθισμένοι
Στο κλίμα της Παρουσίας,
Πρόσωπο μέσα στο πρόσωπο,
Τότε,
Δε μιλούμε,
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε.
Τότε
Μιλούμε αλλιώς.
Μιλούμε την άλλη
Γλώσσα την ανεκλάλητη.

Την άφωνη γλώσσα της σιωπής.

ΜΕΣΟΥΡΑΝΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι,
Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.

Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.

Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,
Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.

Θάλασσα διάφανη, βαθιά.

Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,
Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο.

ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ

Σκληρή μου στάθηκε η Αγάπη,
Σκληρή κι ανήλεη.

Από σκληρή στοργή,
Από πυκνή τρυφερότητα.

Έβαλε φωτιά να κάψει το σπίτι μου.

Μεγάλωσε η φωτιά,
Σηκώθηκε,
Σα μια φλεγόμενη σκιά,
Μια πυρκαγιά.

Καίγονται τα χέρια,
Καίγονται τα μαλλιά.

Φωτιά, φωτιά, στα παλιωμένα
Δάχτυλα, στ’ άχρηστα έπιπλα,
Στ’ άσαρκα μέλη μου,
Στα κόκαλά μου.

ΕΞΩ ΑΠΟ ΜΑΣ

Έξω από μας περνάει ο θάνατος,
Έξω απ’ τα παράθυρά μας.

Στεφανωμένος με κισσό,
Με μύρτο και κυπάρισσο.

Όχλος πολύς σέρνεται πίσω του.

Νεκροί και ζωντανοί,
Πεζοί και καβαλάρηδες.

Οι εκατόνταρχοι κι οι Λογχοφόροι.

Μια χλαλοή από κόκαλα,
Μια μουσική από τύμπανα.

Εμείς κρεμόμαστε απ’ τα χείλη μας.

Η ΩΡΑΙΑ ΠΥΛΗ

Έρχεται η Αγάπη,
Έρχεται φέρνοντας τον Έρωτα.

Μες στην καρδιά της κρύβει
Το αίμα του, την καθαρή του ουσία.
Στο πρόσωπο το πρόσωπό του.

Το σώμα της σώμα του,
Ατόφιο ομοίωμα.

Έρχεται η Αγάπη φέρνοντας τον Έρωτα
Σε μετουσίωση σωματική, μυσταγωγία.

Πρέπει ν’ ανοίξω την Ωραία Πύλη,
Να ετοιμάσω την Τράπεζα.

Να βάλω έλαιον στο Ασημοκάντιλο,
Κερί στο Μανουάλι.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αγαπιόμαστε εμείς οι δυο,
Αγαπιόμαστε, αγαπούμε τα έρημα πράγματα.

Μαζεύουμε χείλη, σταλαγμούς, σπάνια δάκρυα,
Κρίνα σπαρμένα στις όχθες των ματιών.

Ό,τι ξεβράζει ο έρωτας, το αίμα, η μοναξιά.

Αγαπιόμαστε: στολιζόμαστε, βάζουμε άφθονα
Λουλούδια, αρώματα, ανάβουμε κι άλλα κεριά.

Βγάζουμε το πέπλο από το πρόσωπο,
Το θαμπωμένο προσωπείο.

Κοινωνούμε το σώμα και το αίμα σαν τους ετοιμοθάνατους.

[Ενότητα Αναμονή]

ΑΝΑΜΟΝΗ

Παρά τη νύχτα που έρχεται και τη βροχή,
Παρά τον ακατάσχετο άνεμο,
Επιμένω να συνεχίζω το μαρτύριο
Ν’ ανασκαλεύω το πάθος μου, την τύψη μου,

Όπως τη στάχτη και τη χόβολη.

Ως ν’ αγωνίζομαι να κάμω
Την τελευταία μου προσευχή,
Εδώ που βρέθηκα και καρτερώ.

(Τι καρτερώ μέσα σ’ αυτή την έρημο του χρόνου, τι περιμένω).

Μονάχος, άυπνος,
Σαν κάτω απ’ τη σκιά μου,
Μ’ έναν παλιό χιτώνα από πορφύρα.

Το ’δωσα το έχει μου, το είναι μου,
Το ’δωσα, το πούλησα,
Για ένα κομμάτι ψωμί,
Για λίγη αγάπη, για μια λέξη.

Τα ’δωσα όλα, αποκενώθηκα,
τροφή στα όνειρα, ψίχουλα στα πουλιά.

Δεν το ’ξερα πως είχα απάνω μου
Τόσα κρυφά καρφιά,
Να μην μπορώ να κάμω τίποτα,
Να γεννηθώ ή να πεθάνω,
Ν’ αλλάξω αίμα, υπόσταση,
Τη μοίρα μου.

Πόδια ανυπάκουα, χέρια στιγματισμένα
Σαν τον γυμνό και τον κρεμάμενο.

Ως να μου παίρνουν τη μνηστή κάτω από τα στέφανα,
Κάτω από τα φώτα των πολυελαίων.

Ως να μου βγάζουν την ψυχή.

Πώς υπομένουν το βάρος του,
Αμίλητα κι αστέναχτα,
Τα πετρωμένα αγάλματα,
Τι καρτερούνε τα βουνά.

***

Σιγά-σιγά, στάλα τη στάλα
Λιγόστεψε το φως.
Μέσα μου λιγόστεψε.

Ισκιώσανε τα μάτια μου, τα χείλη μου.

Φάσματα γύρω μου, κάρβουνα,
Παλιές σβηστές φωτιές,
Που κάποτε έκαψαν τα χέρια μου,
Καπνίζουν ακόμα, ξεψυχούν.

Στάχτη πέφτει στην όψη μου,
Καπνιά μες στον καθρέφτη μου.

Θαμπώνει αργά το σώμα μου, νυχτώνει.

Κόκαλα το ’χτισαν
Και το σκέπασαν άστρα
Και στάζει μέσα και μουλιάζει.

(Λάσπη και καταστάλαγμα,
Λάσπη μες στην ψυχή μου.)

Και θέλω ν’ ανασηκωθώ μες απ’ το βράδιασμα,
Να βάλω μια φωνή να πάει απάνω
Ως τ’ άφταστα ψηλά μεγάλα παράθυρα.

Πίσω τον ήλιο τον αμετάτρεπτο, πίσω τον άνεμο,

Να γυρίσω πίσω πρόσωπο, να πάρω πίσω
Τα παλαιά χαμένα βήματά μου.

Να τα καλέσω μέσ’ απ’ τον ύπνο, να τ’ αναστήσω:

Σηκωθείτε, αλλοτινά φθαρμένα μου ποδήματα,
Χέρια μου πρωτινά φτερά ξαναφυτρώστε.

Ως να με κυνηγούν ζώα, σκυλιά,
Και δεν μπορώ να κινηθώ,
Να πάρω την κομμένη ανάσα μου.

Απλώνεται η σκιά μου, μεγαλώνει.

Σκεπάζει πίσω τα πράγματα,
Τα σβήνει αργά σαν άστρα,
Να μην υπάρχει φως.

Ντρέπομαι, ψυχή μου, ντρέπομαι να πεθάνω,
Να σ’ αποχωριστώ
Μέσ’ απ’ τη μοιρασμένη ενσάρκωση
Μέσ’ απ’ την κοίτη την κοινή.

Ντρέπομαι τη στερνή ντροπή, την παραμόρφωση.

Κάτι έχουμε κάμει, κάτι
Αγοράσαμε και δεν πληρώσαμε
Και μας χτυπούν την πόρτα.

Ως να ’μαστε ένοχοι πεθαίνουμε.

***

Μια αναπάντεχη επίσκεψη,
Μια έκπληξη σαν αστραπή
Μου τυφλώνει τα μάτια, με παιδεύει
Να ξαναϊδώ, να βγάλω άλλα μάτια.

(Από πού έρχεται, από ποιαν απόμακρην αναλαμπή.)

Καθώς αναμονή ενός θαύματος,
Που μέλλεται νά ’ρθει, εγκυμονείται.

Είναι παράλογη η ψυχή μου.

Μπορεί τάχα να γίνει ό,τι δε γίνεται,
Ό,τι δεν αναφαίνεται ν’ αναφανεί,
Μέσα σε μια αιφνίδια έκρηξη εκθαμβωτική.

Μα δεν ακούγεται σάλπιγγα, δεν αντηχεί καμπάνα
Στον ουρανό τον ανεκλάλητο, στην ξεχασμένη γη.

Σαλπίζει μόνο Σιωπητήριο, σημαίνει κλήση των νεκρών,
Να συναχτούν να θάψουνε τους εαυτών νεκρούς.

Χτυπάει η αξίνα, ξεριζώνει
Ρίζα βαθιά και μαύρη πέτρα.
Χτυπάει η αξίνα, δεν προφταίνει
Τους ζωντανούς που βιάζονται,
Τους πεθαμένους που περιμένουν.

Βουρκώνει επάνω το εγκόσμιο φως.

Ν’ ανοίξω μέγα πέτρινο βαθύ κιβούρι,
Αράγιστο, και να σ’ ενταφιάσω.
Να μη σε βρίσκει λάσπη και βροχή,

Πανέμορφε γυμνέ Εαυτέ μου περιπόθητε.

Να σου βάλω ρούχα ατίμητα, μαλαματένια δαχτυλίδια,
Μυρωδικά, ψιμύθια, λαμπρούς καθρέφτες
Με σκαλιστά πουλιά και φύλλα.

Να σου φορέσω μια χυτή μια διαμαντένια προσωπίδα.

— Έρχονται τάχα πίσω, ξαναγυρίζουν
Όσοι αγάπησαν και σώθηκαν.
Αγνώριστοι έρχονται και σαν λησμονημένοι
Μες σ’ άφαντα φορέματα και προσωπεία.

Χτυπούν τις πόρτες, χτυπούν τα στήθη.
Κανείς δεν τους ακούει μες στη βοή. —

***

Αισθάνομαι, μες στην αναμονή,
Μια μακρινή ευωδιά σαν από κρίνα.

Από κλειστούς έρημους κήπους, κοιμητήρια

Να ’χει τάχα κάπου βρέξει και νότισε
Η ανασκαμμένη γη; Να ’χει τάχα μουλιάσει
Η μνήμη μέσα η αποστεγνωμένη
Και μύρισε η ανάμνηση εντάφια μύρα;

(Ω γλυκύ μου έαρ…)

Η ευωδιά μας ευώδιασε, το μύρο μας το μελλοντικό.

— Το άρωμά σου απλώνεται, πολλαπλασιάζεται
Στα ρούχα μου, στη θλίψη μου, στα κόκαλά μου.
Γεμίζει μέσα ο ύπνος, ευωδιάζει, γεμίζει ο θάνατος.
Μέσα σε κρίνα και υακίνθους θα σ’ ανταμώνω. —

Κάπου αστράφτει, κάπου σβήνει.

Μια πάχνη πάνω στα χείλη μου,
Μια συγνεφιά στα βλέφαρά μου.

Μακριά, πολύ μακριά,
Μακριά γεννιέται η Άνοιξη.

Αργούν πολύ τ’ αμάραντα, ρόδα τα κλειστά,
Τ’ άφθαρτα σώματα.

(Ωσπότε η ρημαγμένη αναμονή.)

Τίποτα δεν εξαγοράζεται
Με τύψη με στάχτη στα μαλλιά,
Με το αίμα του εσφαγμένου Αμνού.

Κάθε ψυχή σηκώνει την πέτρα της.
Κάθε Άγγελος σέρνει το ζώο του.

Πλένεσαι, ξεπλένεσαι,
Τρέχουν τα βρόμικα νερά.

(Πώς τα χωράει και τα χωνεύει
Τόσα θολά ποτάμια η θάλασσα)

Ύπνος, φαγί, και μοναξιά,
Αδιάκοπα, αναπόφευχτα.
Σωριάζονται τα τσόφλια και τα ψίχουλα.

Ξαναβγαίνουν τα νύχια, ξαναφυτρώνουν τα μαλλιά.

(Να τα μαζέψουμε, να τα φυλάξουμε,
Τούφες, ξεσκλήδια κι αποκόμματα.)

Δεν θα πάψει ποτέ
Η αντηχημένη χλαλοή,
Ποδοβολή από πόδια και άλογα.
Πολύ μακριά, πολύ κοντά.
Ως να βουίζει μέσα ο χρόνος,
Ως να κραυγάζει η συγνεφιά,
Χίλια χέρια, χίλια στόματα.
«Σταύρωσον… Σταύρωσον…»

Ακούς τον χτύπο του σφυριού.

Στάλες σπιθίζουν στον αγέρα,
Αλαργινά λαμπρά μηνύματα.

Λαμπηδόνες σταλάζουν στα μαλλιά.

Ας έρθει το αναμενόμενο σύγνεφο, ας ρίξει μια βροχή,
Ανήλεη, ακατάσχετη, ας κατεβάσει ποτάμια,
Να καθαρίσει τον ουρανό, να ξεπλύνει τη γη,
Όξος, χολή, σκουλήκια, τσόφλι και ψίχουλο,
Άλογα, ξύλα και χαρτιά.

***

Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.

Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.

Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.

Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.

Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.

Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.

Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.

Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.

Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,

Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.

Ετοίμαζε την ψυχή σου.

.

ARS POETICA (1974)

ARS POETICA

1

Αν είναι κάτι το Ποίημα,
Είναι κάτι που δεν πιάνεται,
Όπως το νόμισμα ή το πουλί

Το Ποίημα σε παίρνει,
Δεν το παίρνεις
Μην το παραβιάζεις.

Το Ποίημα είναι σαν την Αγάπη,
Την Αγάπη την αναπάντεχη,
Όταν σου κόβει τη μιλιά,

Σαν την Αγάπη, σαν τη Μουσική

Μια συνοδεία παντοτινή,
Μια λάμψη ακαταθάμπτωτη

Σ’ ακολουθεί παντού το Ποίημα,
Σε σκοπεύει
Μην το παραβιάζεις.

Είναι κατάφωτο το Ποίημα

Αδιάρρηκτο, καθρεφτικό,
Σαν το αγλαό φεγγάρι
Όταν γεμίζει το δίσκο του

Το Ποίημα δεν είναι πράγμα σου,
το πράγμα είσαι συ

Σε βγάζει στο φως,
Σε φανερώνει
Μην το παραβιάζεις.

3

Το ποίημα συγγενεύει με τη φωτιά

Όπως συγγενεύει το Ρόδο με τον Ουρανό, ο Χαρταετός
με τον Άνεμο
Και συ, το σώμα σου, με το ποτάμι.

Το σωστό Ποίημα, το αληθινό

Αυτό που έρχεται ανεβαίνοντας μέσ’ απ’ την Ποίηση
κι είναι καρπός της
Σπινθήρας που ξέφυγε απ’ την
πυρακτωμένη ουσία της μες σε μια έκρηξη

Πώς ανεβαίνει επάνω στα χείλη το φιλί βαθιά το στήθος σχίζοντας.

Για τούτο το Ποίημα φέγγει

Όπως τα σπάνια μετέωρα που ξαφνιάζουν τον ουρανό
και κάνουν νύχτα μέρα αλλάζοντας τα οπτικά
πεδία των ματιών.

Το Ποίημα κοιμάται μες στην πληρότητά του

Σαν τα νήπια που χόρτασαν το μητρικό τους γάλα
κι έγιναν πλήρη
Σπιθίζοντας ευφροσύνη κάτω από τα
βλέφαρά τους–

Κρύβοντας μέσα του την αναμμένη φλόγα του, το αίμα του,
Τη λάμψη του λάμποντας, λάμψη για λάμψη, στην ερημία.

Το Ποίημα πρέπει να το ξυπνάς

Σιγά σιγά, μην εκραγεί και σε γεμίσει εγκαύματα και
μείνεις ο σημαδιακός, ο καυστικά στιγματισμένος,
και σε πετροβολούν

Μπορεί να σ’ αναφλέξει όλον μεμιάς να καίγεσαι
και να καπνίζεις ως το τέλος,
ώσπου να γίνει η σάρκα σου φως

Πώς καίγεται και λιώνει η αναμμένη λαμπάδα και γίνεται δέηση.

Είναι σάρκα και σάρκα,
Σάρκα πυκνή
Και σάρκα ανάερη,
Εκθαμβωτική
Φως
Ως ιμάτιον

Αμφίεση Σκιών κι Ενσάρκωση Ασωμάτων.

Το Ποίημα σε ποιεί,
Δεν το ποιείς
Μην το παραβιάζεις.

.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΚΑ (1975)

ΒΟΘΥΝΟΙ

ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν∙ τυφλὸς δὲ τυφλὸν
ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται…
Κατά Ματθαίον (ΙΕ’ 14)

Contemple-les, mon âme ; ils sont vraiment
affreux
Baudelaire, Les aveugles

Οι τυφλοί, πίνακας
Pieter Bruegel

Τυφλούς τυφλοί οδηγούν

Μπροστά πάει ο μπροστάρης
πίσω ακολουθούν
Μιας προς νυκτός ανταμωμένοι
Σαν το κοπάδι στον γκρεμό
Σώμα με σώμα, έπηξε το φως.

Τυφλός σέρνει τυφλό,
Σκοτάδι το σκοτάδι.

Σιγά-σιγά έγινε τούτο το κακό,
Χωρίς περόνη και πληγή,
Πηχτή βροχή και μαύρο χαλάζι,
Σιγά κι αναίμακτα, εκτυφλωτικά

Από τριμμένο φως
Από καπνούς.

Τα ’χουν τα μάτια τ’ ακριβά,
Τα ’χουν τα μάτια και δε βλέπουν.

Μάτια λαμπρά κι αχρηστεμένα.

Τυφλός τυφλό γεννά,
Νύχτα τη νύχτα.

Ανάμεσα στους αποτυφλωμένους
Ως με τη ρίζα του φωτός
Μονόφθαλμος κανείς
Ή Τειρεσίας
Μάντης κακών λόγο να πει
Για τ’ άφαντα και τα σκοτεινά
(Τα τ’ εόντα τα τ’ εσσόμενα)
Με μαντικό ραβδί τ’ ανοίγματα
κάτω να δείξει,
Τους βοθύνους,
Τ’ απόκρημνα χάσματα.

ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ

καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν·
μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ·…
Γένεσις (ΙΘ’ 17)

Άνθρωποι, όπως πάντα, οι άνθρωποι
—Δεν είναι χελιδόνια, θα μπορούσαν να γίνουν,
Δεν είναι Άγγελοι, θα μπορούσαν να γίνουν
και να μη φτάσουν, να κεραυνωθούν—
Ξεχνιούνται και αναπαύονται.

Μέσα τους ξεχνιούνται, να ξεχάσουν,
Ν’ αποκοιμίσουν την ψυχή τους,
Να μην πονεί,
Να κλείσει.

(Πληγή η ψυχή, πληγή κρυφή κι ολάνοιχτη, μια λόγχη στην πλευρά και μας κεντά —
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει απ’ την ψυχή του.)

Κοιμούνται όσοι κοιμούνται,
Πνίγουν τα όνειρα και δε σπαρνούν
Φοβούνται μη ξυπνήσουν,
Έχουν το φόβο του φωτός.

Μπορείς ν’ ανάψεις έναν ήλιο να φέξει μες στα μεσάνυχτα
Και να σημάνεις σύναξη ψυχών, — νεκρών ψυχών,
Να βάλεις μια κραυγή, τρόμου κραυγή, να σηκωθούν:

—Σύγνεφα μαζεύονται στον ουρανό,
Σύγνεφα αλλόκοτα, τρομαχτικά,
Γεμάτα οργή —έρχεται η βροχή
Μια κίτρινη βροχή από φωτιά και θειάφι—

Όσοι κοιμούνται κοιμούνται.

Την ψυχή μονάχα κοίταζε και σώζε,
Την σεαυτού ψυχήν, τ’ άλλα μην τα κοιτάς,
Είναι όλα να καούν, τίποτα να μη μείνει.

(Στάχτη σύναζες,
Στάχτη σώριαζες,
Στάχτη στη στάχτη.)

Μην αργείς, μπροστά σου μόνο βλέπε,
όλο μπροστά
Κατά κει, που δείχνουν τα μηνύματα,
και δρόμο,
Μη σταθείς πουθενά, μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω.

ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥΛΙ

τη γαρ ελπίδι εσώθημεν, ελπίς δε βλεπομένη
ουκ έστιν ελπίς∙ ο γαρ τις βλέπει, τι και ελπίζει;
Προς Ρωμαίους (Η’ 24)

Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα.
Αν μπορείς να πιστέψεις στο θαύμα, πίστευε στο
Ποίημα.
Πίστευε και έλπιζε.
Ars Poetica

Σαν το κακό πουλί την κυνηγούν
Με χτύπους την προγκάρουνε, με ντουφεκιές

Δεν την αφήνουν σε χλωρό κλαρί.

Σκάβουν τη γη, βυθομετρούν τη θάλασσα,
Τη θάλασσα την ανεξάντλητη. Την εξαντλούν.

Τη Νύχτα την κατάργησαν με τεχνητά φεγγάρια.

Κρυπτό δεν έχει ο Ουρανός, αόρατο, ιερό,
Ο Ουρανός ο απέραντος, ο φωταγωγημένος.

Ο Κόσμος αποστιλπνώθηκε μια σφαίρα από γυαλί.

Τόπο δεν έχει να σταθεί.
Μια σπίθα εδώ, μια λάμψη πέρα,
Μια ξεπνεμένη αναλαμπή, και σβήνει
Η απελπισμένη ελπίδα, χάνεται στο ραγισμένο φως.

Ζώσα ψυχή δε βρίσκεται στη γη να τη δεχτεί.
(Ξέσκεπα είναι τα σπίτια τους, γυάλινα,
Στεγνά τα μάτια τους, κρυσταλλωμένα)
Κι οι πεθαμένοι απόκαμαν δίχως ελπίδα
Να καρτερούν τον άπειρο θάνατο, να τον αντέχουν.
Κι οι Άγγελοι, κι οι Άγγελοι απελπίζονται,
Δεν έχουν πού να σταθούν και να υπάρξουν,
Μνήμη, ιερή φωτιά, καθρέφτη, λάμψη ονείρου,
Ψηλό σκαλί την Κλίμακα του Τρομερού.

Κρύπτη δεν έχει να κρυφτεί, καταφυγή να καταφύγει.

Μονάχα στο σπίτι του Ποιητή
Το απόμερο, το ερημικό,
Καθώς η σκήτη του Ερημίτη,
Του Νηστικού και τ’ Απόκοσμου

Όπου κονεύει η Μοναξιά, όπου καπνίζει η Φτώχεια

Μπαίνει σαν το λιγνό φεγγάρι και του φέγγει
Να βλέπει ό,τι δε βλέπουν τα ξεπλυμένα μάτια τα στιλπνά

Να βλέπει το αόρατο μες στ’ ορατό,
Και να ελπίζει.

.

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

.

.

.

.

.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΜΕΛΗ

Μέ ιδιαίτερη συγκίνηση συμμετέχω στόν τιμητικό αύτό τόμο πού αφιερώνουν τά περιώνυμα πλέον «Τετράδια Ευθύνης» στόν Γιώργο Θέμελη.
Μέ τόν έξοχο αύτόν ποιητή καί αλησμόνητο φίλο μου, γιά μία μεγάλη
χρονική περίοδο τής ζωής μου, μέ συνέδεε μία στενή καί άδιάλειπτη ψυχική
καί πνευματική επικοινωνία. Κατά τή διάρκεια τών γυμνασιακών σπουδών μου ευτύχησα νά τόν έχω καθηγητή στό μάθημα τών νεοελληνικών καί με βοήθησε σημαντικά νά συνεχίσω τίς πρώτες ποιητικές μου άσκήσεις, ένώ
άργότερα άναπτύχθηκε μία βαθύτατη φιλία μεταξύ μας, τόσο ώστε οί σχέσεις μας νά γίνουν πολύ εγκάρδιες καί τά τρία τελευταία καλοκαίρια της ζωής του νά μένει μαζί μου, φιλοξενούμενος στήν έξοχική κατοικία μου στο Πολύδροσο Κασσάνδρας, όπου ώρες ολόκληρες συζητούσαμε γιά τήν ποίηση καί άνταλλάζαμε άπόψεις διαβάζοντας ό ένας τά ποιήματα τού άλλου.
Γιά τό ποιητικό έργο τού Γ. Θέμελη έχω ήδη εκφραστεί σέ διάφορες
μελέτες μου τόσο εκτεταμένα καί έξαντλητικά, ώστε νά μήν έχω να προσθέσω τώρα κάτι τό ιδιαίτερα σημαντικό, άλλά άπλώς νά έπαναλάβω
παλαιότερες παρατηρήσεις μου.
Όπως κάθε άληθινή δημιουργία είναι ένα άνάβρυσμα ψυχής, έτσι καί ή
ποίηση δέ μπορεί παρά νά πηγάζει κατευθείαν άπό τήν ψυχή καί νά είναι μία
πράξη περισσότερο αυθόρμητη καί μαγική και λιγότερο λογική καί ήθική.
Ό Γ. Θέμελης μέ τόν ποιητικό λόγο του θέλησε άκριβώς νά φθάσει τό ύψος τής ψυχής καί νά προσφέρει μία γεύση αιωνιότητας, μία καινούργια διάσταση στή νεότερη έλληνική ποιήση, τή διάσταση ένός μεταφυσικού λυρισμού.
Ή πρόθεσή του αύτή νομίζω πώς είκονίζεται καλύτερα στήν ποιητική
συλλογή του «Τό δίχτυ τών ψυχών», όπου συντελείται μία έσχατη πυρπόληση
όλων τών ύλικών στοιχείων, μία άπόσπαση άπό κάθε γήινο, μία ολοκληρωτική κάθαρση πού τόν βοηθά νά πετύχει τήν μετάστασή του «στήν άλλη αυγή, στήν άλλη άγάπη», σ’ έναν «κήπο κλειστό», όπου σάν τόν εραστή της Βεατρίκης ύμνεΐ τή δεύτερη γέννησή του, τήν άλλη ώραιότητα πού κέρδισε καί που δεν είναι παρά μιά αντανάκλαση άπό τό πρόσωπο της άγαπημένης ψυχής. Τό στίγμα του γήινου έρωτα, τού προσκολλημένου στή σάρκα πού σκεπάζει σάν ένα πένθος, ξαναπροβάλλει στή συνείδηση του ποιητή, άπλώνεται καί γίνεται ή πλεκτάνη, τό δίχτυ πού επιζητεί νά αιχμαλωτίσει την ψυχή, νά τήν εγκλωβίσει στήν «ερημιά τού θανάτου», νά άποτρέψει τήν άνοδό της πρός τό ουράνιο φώς, τήν άναγωγή στήν καθάρια ούσία της.
Όλα όμως τά ποιήματα του Θέμελη εμπεριέχουν πάντοτε ένα πνεύμα άνικανοποίητο καί μία τάση πρός μία μεγαλύτερη τελείωση, όλη εκείνη τήν έκτακτη ψυχική ενέργεια πού είναι τό άποτέλεσμα ένός ενδότερου άντικατοπτρισμού καί συγκροτεί τόν πυρήνα μιας βαθύτερης γνώσης πού ή σημασία της δέν μπορεί παρά νά ταυτίζεται μέ τή σημασία μιας άέναης γέννησης. Γιατί ή γνώση, σύμφωνα μέ τήν πλατωνική άντίληψη, πού φαίνεται νά άποδέχεται, ως ένα τουλάχιστον σημείο, ό Γ. Θέμελης, δέν έχει καμία σχέση μέ τήν επιστημονική ή άποτυχημένη γνώση πού άναφέρεται στά δεδομένα τού εξωτερικού κόσμου (άλλωστε στην εποχή μας καί ό ουρανός άκόμα έχει γίνει «ένα πτώμα άνατομίας»), άλλά άποβλέπει πρωτίστως σέ μιάν έσωτερική μεταμόρφωση εκείνου πού γνωρίζει καί στήν κατάκτηση μιάς ψυχικής «ευρυχωρίας».
Ωστόσο χρειάστηκε πολύς χρόνος γιά νά μπορέσει ό Θέμελης να εξορίσει άπό τό ποιητικό έργο του κάθε ίχνος ρητορισμού, νά μάς πείσει
πώς ή ποιητική δημιουργία του δέν ήταν μόνο τό άποτέλεσμα μιάς επίμονης καί έξοχα προικισμένης βούλησης ή προϊόν μιάς άφηρημένης διανοητικής κατεργασίας, άλλά μιά πηγαία δημιουργική ώθηση, ένας τρόπος ύπαρξης αυθεντικός. Οί ποιητικές συλλογές του «Ό γυρισμός», «Δενδρόκηπος», «Συνομιλίες», «’Ακολουθία», «Τό πρόσωπο και τό είδωλο», «Φωτοσκιάσεις», «”Εξοδος», πιστοποιούν τό βάθος τής μεταμόρφωσης τού Θέμελη, τήν προσπάθειά του νά έξαλείψει κάθε φιλολογικό στίγμα, νά πραγματοποιήσει μερικές σπάνιες άποκρυσταλλώσεις καί να μεταδώσει μιά άπεικόνιση τού θανάτου συνταραχτική άλλά συνάμα λυτρωτική σάν αάκροθαλασσιά τής πιό πυκνής προσδοκίας», μίαν αίσθηση τής άνυπαρξίας πού δέν είναι παρά ή πληρότητα τού ύπαρκτού, ή άνθοφορία του καί πού μάς θυμίζει τή νοσταλγία εκείνη έξωχρονικών καταστάσεων πού συναντούμε στόν Ρίλκε ή στόν Έλιοτ.

Κατέβηκα κάτω στους κήπους καί είδα τά μοναχικά όστά
Είπα: ’Εμείς είμαστε, έμεΐς οί δύο, πού άγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά
5Ανάμεσα σέ τόσα σταυρωμένα χέρια, άσύντριφτα γόνατα.
Είπα: υπήρξαμε στό σύνορο τής άσβυστης φωτιάς, στήν άκρη τού κόσμου
Σ’ αυτήν τήν άκροθαλασσιά τής πιό πυκνής προσδοκίας …

‘Η ακόμα ότι,

Θά ξανασυναντηθούμε, Πρέπει νά ξανασυναντηθούμε,
‘Οχι ατό γυρισμό ένός κύκλου κάτω από τό ίδιο φως πού κοίταζε,
Ούτε στην ίδια γωνία πού γυάλιζαν τά μάτια της κι έπνιγε τη φωνή
παίρνοντας
προστατευτικά τό ύφος ένός τάφου …

Γιά τόν ποιητή που παρακολούθησε τήν κηδεία τοΰ εαυτού του είχε
σημάνει ή ώρα ένός θαυμαστού υμεναίου, μιας ολοκληρωτικής ένωσης μέ
τό σύμπαν όπου τά κοσμικά στοιχεία εισχωρούν στό σώμα τού άνθρώπου
καί ό άνθρωπος ξαναβρίσκει τόν εαυτό του σ’ αυτά. Είχε σημάνει ή ώρα
ν’ άρχίσει ή φάση μιας καθολικής άναγέννησης.
’Από όλο τό ποιητικό έργο τού Θέμελη θά άναφερθώ ιδιαίτερα σε δύο
θαυμαστές έπιτεύξεις: Τό «Ελεγείο μοναχικό τού Άντρέα Κάλβου» ένα άπό τά ώραιότερα ποιήματα πού έγραψε ποτέ ό Θέμελης, άληθινά «φλογερό ξημέρωμα πού τ’ άναψαν μές στοϋ χειμώνα τήν καρδιά έντάφια περιστέρια» καί τό εξοχο ποίημά του «Επίσκεψη ή τό Εικόνισμα τού Ευαγγελισμού» πού δέ μπορώ νά άντισταθώ στή γοητεία του καί νά μήν τό άντιγράψω ολόκληρο.

Τοχε ή ψυχή προβλέψει, όπως προβλέπουμε τόν καιρό,
Άπό σημεία τού ήλιου καί τοΰ φεγγαριού.
‘Ως νάχε ένωτισθεΐ τόν άνεμο ν’ άντιλαλεΐ τό γλήγορο πέρασμά του
Κ’ ήταν γεμάτη άπό τήν εύωδία πού φέρνει ή προσμονή.
‘Όπως ή άνοιξη πού καθυστέρησε,

Ανοίγει τό παράθυρο καί κοιτάζει τά πρόσωπα τών περαστικών.

Μέσα της ήχοϋν όλα τά βήματα πού έρχονται, όλες οι άναπνοές
Τών παρθένων πού δέν μπορούν νά μετακινηθούν
Άπό έαρινή εύφορία καί στοχασμό καί πού πλαγιάζουν
Μέ περισσή έπιφύλαξη καί φόβο καί συλλογίζονται τό ξημέρωμα,
Τί φώς θά φέρει ό ήλιος πού θ’ άνατείλει.
Μέσα της άνοίγουν άλες οι άναφυόμενες προσδοκίες τού άδιάκοπα
έρχόμενου,

Πού μπαίνει άπό τήν είσοδο καί χαμηλώνει διπλώνοντας πίσω τά φτερά,
Σά νά γυρεύει τήν κρυφή ρωγμή νά εισχωρήσει στό σώμα.
Καί μόλις προφταίνει ν’ άνοίξει τό στόμα καί νά πει ένα: αΧαιρε!»
Καί νά προσθέσει: «Κεχαριτωμένη, άδιάκοπη έρωμένη…»
Γιατ’ είναι βιαστικός πολύ νά έξαφανιστεΐ μέσα στήν πλήρη του
έλευθερία,
Δοσμένος όλος σέ μιά κίνηση: την προσφορά του κρίνου.

(Σύμβολο παντοτεινό τού άγαπημένου που έρχεται,
Φέρνοντας την περιπόθητη κυοφορία).

”Εχουν κιόλας όλα τελειώσει, όλα ειπωθεί, πριν ειπωθούν,
Προτρέχοντας τά λόγια, όπως ό κρίνος στό χέρι τού Επισκέπτη.

Συνοψίζοντας, θά ήθελα νά τονίσω, σχεδόν επιγραμματικά, δτι ή
ποίηση τοΰ Θέμελη είναι ποίηση μιας ύπαρξης τυραννισμένης που θρέ-
φεται άπό τήν έξαρση τής ίδιας στεγνότητάς της, μιας ύπαρξης πού έφτα-
σε νά επιτύχει τήν άπολύτρωσή της μέσα άπό τήν άπογύμνωση, είναι
ποίηση στεγανή, κυριαρχημένη, μέ άκρα συνοχή, πού άνταποκρίνεται στά
πράγματα καί πού δέν παραβιάζει τήν αυτοτέλειά τους παρά τόσο μονάχα
δσο χρειάζεται γιά νά προσαρμοσθοϋν στίς πιό σημαντικές αποκτήσεις τής
ψυχής, ένα ήμερολόγιο μιάς αυθεντικής ύποστασιακής εμπειρίας.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.