ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Ο Χρήστος Χρηστίδης γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών και σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. Το 2016 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, Αναποδογεννημένος, μία επινοημένη βιογραφία θρυμματισμένη σε εβδομήντα οκτώ μικροϊστορίες της μίας σελίδας
και το 2020 τη νουβέλα Γυμνός και τα δυο από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.

.

.

ΓΥΜΝΟΣ (2020)

Μετά την αναγκαστική προσγείωση του αεροπλάνου τους, δύο επιβάτες βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη χώρα και εκεί τους ρουφάει, σχεδόν τους καταπίνει, μια αλλόκοτη, λαβυρινθώδης, φασματική πόλη, όπου συναντούν πρόσωπα άγνωστα αλλά και ταυτόχρονα οικεία.
Μία νουβέλα που διασταυρώνει παραμιλητό με στιχομυθία, φάρσα με ζόφο, ασθματικό με μακροπερίοδο λόγο καθώς η αγωνία της πλοκής διολισθαίνει στην αγωνία της ύπαρξης.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

2

Ακούστηκε ένας ξερός κρότος. Μαύρες φολίδες από καουτσούκ άρχισαν να κινούνται αργά μπροστά στα πόδια του. Στο βάθος, ανάμεσα από λαστιχένιους ιμάντες, ξεπρόβαλαν δυο μπλε βαλίτσες. Έφτασαν δίπλα του. Έσκυψε, τις σήκωσε και τις πλάγιασε σε ένα μεταλλικό καρότσι, καλοζυγισμένες, τη μία πάνω στην άλλη.
Κοίταξε γύρω του. Στον αχανή χώρο με το λευκό φως και τους κυλιόμενους διαδρόμους αποσκευών δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από εκείνον και τον ηλικιωμένο σε μία αναπηρική καρέκλα.
Έντονη μυρωδιά οινοπνεύματος και απολυμαντικού από νοσοκομείο γαργάλησε τον ουρανίσκο του, ενώ στη γλώσσα ένιωσε γεύση πικραμύγδαλου.
Στο τέλος της αίθουσας ξεχώριζε η φωτεινή επιγραφή ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΩΝ. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, τσουλώντας τα δύο καρότσια. Έβγαλε τα διαβατήρια και τα τοποθέτησε στην πρώτη θυρίδα, στοιχισμένα το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο.
— Βρισκόμαστε εδώ λόγω αναγκαστικής προσγείωσης, είπε ζωηρά.
— Όλοι αυτό δηλώνουν, απάντησε μία νυσταγμένη φωνή. Το πρόσωπό του συσπάστηκε. Έβγαλε αποφασιστικά το πορτοφόλι του.
— Με παρεξήγησες. Πες μου πόσο είναι το παράβολο να τελειώνουμε…
— Ποιο παράβολο;
— Το τέλος εισόδου στη χώρα σας.
— Δεν υπάρχει τέλος, κύριε.
— Πώς δεν υπάρχει; Μας είπαν το ακριβώς αντίθετο, ότι εδώ υπάρχει κάποιο τέλος.
— Οι περισσότεροι αυτό πιστεύουν. Εδώ δεν υπάρχει κανένα τέλος.
Κοίταξε το ρολόι του. Έσπρωξε ελαφρά τα διαβατήρια.
— Βιαζόμαστε.
— Μπορείτε να προχωρήσετε στην πύλη εξόδου.
— Δεν θα ελέγξεις τα διαβατήρια μας;
— Τι να ελέγξω;
— Τα δόντια μας, αν είναι χαλασμένα…
— Δεν καταλαβαίνω…
Έγειρε το κορμί και τοποθέτησε το πρόσωπό του στο άνοιγμα.
— Να ελέγξεις ποιοι είμαστε.
— Ποιοι είσαστε;
— Εγώ θα σου πω; Τον υπολογιστή σου κοίτα.
— Τι να κοιτάξω;
— Να διασταυρώσεις τα στοιχεία μας, τι άλλο;
— Εδώ δεν γίνονται διασταυρώσεις.
Έλεγξε με το βλέμμα του τις διπλανές θυρίδες. Άδειες. Έσκυψε,
τέντωσε τον λαιμό σαν να ήθελε να εισβάλει στη θυρίδα μπροστά του,
και είπε:
— Για πες μου κάτι: Όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει
σε αυτήν τη χώρα;
— Δεν υπάρχουν περιορισμοί στη διακίνηση ανθρώπων, κύριε.
Έχωσε ξαναμμένος τα διαβατήρια στην τσέπη και κατευθύνθηκε
προς τον ηλικιωμένο μουρμουρίζοντας:
— Το περίμενα… Τριτοκοσμικές καταστάσεις.
Έσπρωξε τα καρότσια και εγκατέλειψε την αίθουσα, ακολουθώντας τις φωτεινές ενδείξεις προς την πύλη εξόδου.
Εντόπισε στο βάθος μία κόκκινη πινακίδα που ανέγραφε ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ.
Έστρωσε με τα δάχτυλα τα άσπρα μαλλιά του άνδρα στην αναπηρική καρέκλα και τον ενημέρωσε:
— Πάω να δηλώσω το πιστόλι μου.
Άνοιξε τη βαλίτσα του. Ψαχούλεψε προσεκτικά ανάμεσα στα καλοδιπλωμένα σακάκια και ανέσυρε μία πέτσινη θήκη. Από μέσα της προεξείχε μία μαύρη λαβή. Έβγαλε ένα ογκώδες πιστόλι, πήγε και το ακούμπησε μαλακά στη θυρίδα μαζί με το διαβατήριό του, και είπε:
— Θέλω να το δηλώσω.
— Εντάξει, το δηλώσατε, αποκρίθηκε μια μπαφιασμένη φωνή.
— Δεν θα καταγράψεις τον αριθμό του, τα στοιχεία μου;
— Δεν κρατάμε αρχεία, κύριε.
— Είναι πολεμικό πιστόλι.
— Είναι δικό σας, μπορείτε να το κρατήσετε.
Βύθισε το κεφάλι στο άνοιγμα και είπε:
— Για πες μου κάτι: Οποιοσδήποτε μπορεί να περνάει ελεύθερα
όπλα στη χώρα σας;
— Δεν υπάρχουν περιορισμοί στη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, κύριε.
Επέστρεψε φουντωμένος στα καρότσια. Τοποθέτησε το πιστόλι στη θήκη. Τακτοποίησε προσεκτικά τα ρούχα. Έκλεισε τη βαλίτσα. Έσκυψε και έδεσε τα κορδόνια του ηλικιωμένου, λέγοντας:
— Αυτό δεν είναι τελωνείο, είναι τρελοκομείο. Χαίρομαι που διατηρείτε την ηρεμία σας.
Σε μια εσοχή, πηγαίνοντας προς την έξοδο, ξεχώριζε η επιγραφή
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, πλησίασε το άνοιγμα και.
δήλωσε:
— Μόλις ήρθαμε με έκτακτη πτήση. Έχουμε ζητήσει ασθενοφόρο.
— Δεν υπάρχει, απάντησε κοφτά μια άχαρη φωνή.
— Τι θα πει δεν υπάρχει; Δεν σας ειδοποίησαν από τον πύργο ελέγχου;
—  Στην πόλη έχει κηρυχτεί γενική απεργία.
— Και τι σημαίνει αυτό;
— Εκτός αεροδρομίου δεν κινείται τίποτα.
Έστρεψε το σώμα και έλεγξε τα καρότσια. Έγειρε ξανά προς τη φωνή, λέγοντας:
— Άκουσέ με, σε παρακαλώ. Συνοδεύω έναν ασθενή στα όρια των αντοχών του…
— Ποια είναι τα όρια των αντοχών του;
— Ο άνθρωπος αυτός είναι πρόσφατα χειρουργημένος…
— Και λοιπόν;
Λοιπόν, ακόμα και ένας ηλίθιος θα καταλάβαινε ότι αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται άμεση φροντίδα και ξεκούραση.
— Και τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτό;
— Να μας βρεις μέσο μεταφοράς.
— Σας είπα, δεν κινείται τίποτα. Θα σας το επιβεβαιώσει και ο
αρμόδιος κίνησης έξω από την κεντρική πύλη.
— Θέλω να μιλήσω με τον προϊστάμενό σου.
— Δεν υπάρχουν προϊστάμενοι. Είμαστε όλοι ίσοι.
Έβγαλε το κινητό του. Το ενεργοποίησε. Το σήκωσε ψηλά. Το περιέστρεψε κοιτάζοντας την οθόνη. Έσφιξε τα χείλη και το έκλεισε. Λύγισε και πάλι το κορμί του προς τη θυρίδα.
— Υπάρχει ξενοδοχείο στον χώρο του αεροδρομίου;
— Τι το θέλετε το ξενοδοχείο;
— Να πέσουμε από την ταράτσα του, τι άλλο εδώ που ήρθαμε…
— Εδώ δεν υπάρχουν ξενοδοχεία.
— Τι θα πει δεν υπάρχουν ξενοδοχεία; Πού θα μείνουμε μέχρι
αύριο;
— Στο σπίτι σας, πού αλλού…
— Δεν έχουμε σπίτι εδώ.
— Όλοι έχουν σπίτι εδώ.
— Είμαστε ξένοι, ήρθαμε λόγω αναγκαστικής προσγείωσης.
— Όλοι το ίδιο λένε.
Έσφιξε τις γροθιές, εισέπνευσε βαθιά και είπε:
— Άκουσε να σου πω, δεν ξέρω τι λένε όλοι, εμείς όμως είμαστε
μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού.
— Μόνιμοι;
— Μονιμότατοι.
— Και τότε γιατί βρίσκεστε εδώ;
— Είπα, ήρθαμε με έκτακτη πτήση, συλλάβισε μία προς μία τις
λέξεις.
— Και λοιπόν;
Λύγισε το κορμί μπροστά.
— Τελικά^θα μου πεις κάποιο μέρος να διανυκτερεύσουμε;
— Δεν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το σπίτι σας στην πόλη.
Κοίταξε πίσω του. 0 ηλικιωμένος είχε γείρει το κεφάλι μπροστά
και είχε αποκοιμηθεί. Τα χείλη του μελανιασμένα. Έσκυψε ξανά προς
τη φωνή.
— Πόσο μακριά είναι η πόλη;
— Είναι κάτω, στην κοιλάδα.
— Και πώς θα πάμε μέχρι εκεί;
— Μπορείτε να πάρετε έναν χάρτη από τον πάγκο πίσω σας.
— Πιστεύω πως δεν εννοείς ότι θα περπατήσουμε μέχρι την πόλη.
— 0 καιρός είναι ήπιος και ο δρόμος κατηφορικός.
Έστρεψε το κεφάλι. Περιεργάστηκε την αίθουσα με τα πολυάριθμα καθίσματα και είπε:
— Είναι περιττό να συζητάμε. Θα διανυκτερεύσουμε εδώ.
— Εδώ, πού;
— Στο αεροδρόμιο…
— Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ
— Γιατί;
— Το αεροδρόμιο κλείνει σε λίγο. Ήρθατε με την τελευταία πτήση.
Δάγκωσε νευρικά τα χείλη. Παράτησε τα καρότσια και. σαν νευρόσπαστο, κατευθύνθηκε στο βάθος της άδειας αίθουσας, βρίζοντας και κλωτσώντας ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Σταμάτησε στο τέλος της σάλας. Ακούμπησε τις παλάμες στον τοίχο. Έγειρε το σώμα μπροστά. Ανάσανε βαθιά και μέτρησε μέχρι το δέκα. Έβγαλε ένα πλακέ, μεταλλικό φλασκί από την εσωτερική τσέπη του σακακιού. Το άνοιξε και ήπιε δύο γουλιές.
Κοίταξε το ρολόι του και επόπτευσε τον χώρο γύρω του. Επέστρεψε στις Πληροφορίες.
— Ούτε ένα ρολόι δεν υπάρχει εδώ μέσα, είπε.
— Τι το θέλετε το ρολόι;
— Για να μετράμε τις ώρες και τις στιγμές μέχρι να φύγουμε από εδώ…
— Να πάτε πού;
— Θα σου έλεγα τώρα, αλλά…
Κοίταξε άλλη μία φορά το ρολόι του και ρώτησε τη φωνή:
— Τι ώρα τελικά έχετε εδώ;
— Δυστυχώς, δεν γνωρίζω.
— Δουλεύεις στο γραφείο πληροφοριών και αγνοείς την ώρα;
— Η ώρα δεν είναι πληροφορία, κύριε.

.

ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ (2016)

Εβδομήντα οκτώ μικροϊστορίες της μιας σελίδας συνθέτουν μιαν αρθρωτή αφήγηση, όπου η αφέλεια, το παιχνίδι, το πένθος, η μοναξιά, ο έρωτας, είναι οι μάσκες που φορούν ο πραγματικός κι ο αφηγηματικός χρόνος για να εξιστορήσουν αυτά που λέγονται κι αυτά που δεν λέγονται.
Χρονικές παλινωδίες και μυθοπλαστικές μεταμορφώσεις εμπλέκουν τον αναγνώστη σε μια συνθήκη που ισορροπεί ανάμεσα στην ακρίβεια της μνήμης και στη ρευστότητα του ονείρου.
Βραχυπερίοδη, ενεστωτική φωνή, με σαρκαστική νοσταλγία, συλλέγει και ταξινομεί επεισόδια μιας επινοημένης Βιογραφίας.

2

Από την κοιλιά της βγαίνεις κακήν κακώς. Σε κλείνουν μια βδομάδα σε θερμοκοιτίδα. Γύρω σου ανάκατες μυρωδιές από γάλα και κακά. Τα πρωινά, σας φροντίζει μια αποστεωμένη γεροντοκόρη νοσοκόμα. Απολαμβάνει ιδιαίτερα, μετά την αλλαγή της πάνας και το πουδράρισμα, να γαργαλάει τις πατούσες των νεογέννητων κι αυτά να της χαμογελούν τρισευτυχισμένα.
Στέκεται πάνω σου, σκύβει και ξύνει με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της τις ροζ πατούσες σου. Το πρόσωπό σου κοκκινίζει. Μπλαβιάζεις. Μπήγεις κάτι τσιρίδες που φτάνουν μέχρι την είσοδο, βγαίνουν έξω στην πόλη και ξεσηκώνουν κρεσέντο κλαυθμού σε όλον τον νεογέννητο πληθυσμό.
Το μεσημέρι μπροστά στη θερμοκοιτίδα σου ξεχωρίζει ενα χαρτόνι με την επιγραφή. ΠΡΟΣΟΧΗ. Αναποδογεννημένος. ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ.

3

Καταργείς τα σχήματα. Η κοιλιά της μαμάς είναι ολοστρόγγυλη.
Είσαι αγόρι ή κορίτσι; Είσαι αναποδογεννημένος.
Επειδή η γιαγιά πιστεύει στα σχήματα, σου αγοράζει μπαλαρίνες.
Τις κρεμάει πάνω από την κούνια που σε περιμένει στο δωμάτιό σου.
Ένα πρωί ξυπνάς από κολικούς, σφίγγεις τα χέρια σε γροθιές, σπαράζεις στο κλάμα.
Σαστίζουν οι χορεύτριες πάνω από το κεφάλι σου.
Σκύβουν και σε κοιτούν. Από μέσα τους βγαίνει κουδουνιστή μουσική,
ανασηκώνουν τα πέλματα, περιστρέφονται στον αέρα. Γλυκαίνει ο πόνος,
χαμογελάς, αποκαλύπτεις τα γυμνά σου ούλα. Υψώνοντας τις πατούσες,
ανασηκώνεις τις τούλινες φουστίτσες, αποσβολώνεσαι από το πλαστικό
πιπί τους.

13

Κάθε πρωί, έρχεται, στο κλαδί της λεμονιάς. Γκριζοκάστανη με σκούρο
ράμφος. Ανήσυχη και νευρική, κοιτάζει γύρω της. Το τραγούδι της, κοφτό
και λυπημένο, ησυχάζει την αυλή.
Τραβάς αργά τη σφεντόνα από την κωλότσεπη, τοποθετείς το δίτροχο στο πετσί, τεντώνεις το λάστιχο και σημαδεύεις. Το αμολάς. Την πετυχαίνεις διάνα. Πέφτει στο χώμα.
Βγαίνει η μαμά ξεκάλτσωτη ν’ απλώσει την μπουγάδα. Φοβάσαι μη φας καμιά ανάστροφη. Σκύβεις, σηκώνεις το ζεστό ακόμη σώμα, το κρύβεις στην τσέπη σου.
Η μαμά χάνεται, μαζί της και η αυλή.
Στο παντελόνι σου νιώθεις την καρδιά της να πάλλεται ξανά. Ζωντανεύει, τιτιβίζει. Βάζεις το χέρι στη τσέπη να την αγκαλιάσεις, πιάνεις
το κινητό σου.
Κανάγια, κυνηγέ.

24

Τον παρατηρείς μέσα από τη βιτρίνα. Γονατίζει μπροστά στα πόδια της.
Η μύτη του σχεδόν ακουμπάει τις αρωματισμένες γάμπες. Το ανάλαφρο
πέλμα εφαρμόζει τέλεια στην παλάμη του. Το ωθεί δεξιοτεχνικά στην
ολοκαίνουργια γόβα. Εκείνη τη στιγμή διαλέγεις επάγγελμα.
Με το που φεύγει η πελάτισσα, μπαίνεις στο ψηλοτάβανο κατάστημα με τα γυναικεία υποδήματα. Πλησιάζεις αποφασιστικά τον πάγκο. Πίσω του ο κύριος Μπρούνο, ο ψευτο-Ιταλός ιδιοκτήτης με τις μακριές φαβορίτες. Κοιτάζεις δεξιά-αριστερά, σκύβεις προς το μέρος του και του λες συνωμοτικά την πρόταση σου. Γουρλώνει τα μάτια, σε τρυπάει με το βλέμμα. Τον κοιτάς αυστηρά και του δίνεις αποφασιστικά το χέρι. Με το που το σφίγγει, αρχίζει η συνεργασία σας.
Την επόμενη μέρα, ζητά ευγενικά από τις πιο γοητευτικές κυρίες της
συνοικίας να του φέρουν παλιά ζευγάρια παπούτσια για να τα μοιράσει,
υποτίθεται, σε άπορες κορασίδες.
Το Σάββατο καταθέτεις, σχεδόν ατόφιο, το χαρτζιλίκι σου στο ταμείο
του κυρίου Μπρούνο. Αφού μετρήσει τα χαρτονομίσματα, σου δίνει τρία
μεταχειρισμένα ζευγάρια σε μια μεγάλη τσάντα, μαζί με τα στοιχεία των πρώην κατόχων τους. , ,
Το βράδυ κοιμάσαι αγκαλιά με γόβες, σανδάλια και σκαρπίνια. Από
μέσα τους αναδύονται οι βελούδινες πατούσες της μνηστής του ράφτη,
οι αισθησιακές γάμπες της συζύγου του γιατρού, οι καυτοί μηροί της
γυναίκας του χρυσοχόου.

25

Σε μια βιτρίνα γυναικείων εσωρούχων στην Ερμού, βλέπεις για πρώτη
φορά ζαρτιέρες με μεταξωτό καλσόν στα τορνευτά πόδια μιας ακέφαλης
κούκλας. Χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Κάθε Κυριακή φυτρώνεις
πλάι στη νεραντζιά, στο απέναντι πεζοδρόμιο από την προθήκη με τα
απόκρυφα ρούχα.
Ένα μεσημέρι, μετά το σχολείο, χαζεύεις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στο περίπτερο της γειτονιάς σου. Το πρόσωπό σου πυρώνει,
καθώς διαβάζεις για τη μεγάλη φωτιά στην Ερμού.
Φτάνεις με κομμένη ανάσα μπροστά στη νεραντζιά. Απέναντι, στο
μουσκεμένο πεζοδρόμιο, καπνίζουν ακόμα αποκαΐδια. Η οσμή τους σου
ξεραίνει τον λαιμό.
Στο πλαϊνό στενό, από έναν σκουπιδοτενεκέ ξεπροβάλλουν ανέγγιχτες οι λαγόνες με τις μεταξωτές ζαρτιέρες. Αγοράζεις λίγα μέτρα χαρτί περιτυλίγματος από ένα κατάστημα πιο κάτω.
Το ίδιο απόγευμα, τα καλλίγραμμα πόδια βρίσκουν φιλόξενο καταφύγιο στην ντουλάπα σου, κάτω από τις κουβέρτες.
Τα βράδια σηκώνονται, περπατούν πάνω στις κατακόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες του Μπρούνο, στέκονται πάνω σου και σε βασανίζουν
με τα γέλια και τα σκέρτσα τους.

35

Είναι η αγαπημένη πολυθρόνα του πατέρα. Τη φροντίζει περνώντας βερνίκι στον σκελετό της. Τα ζεστά απογεύματα την πιάνει από την πλάτη, τη σηκώνει, τη μεταφέρει στην αυλή και βουλιάζει μέσα της. Σε φωνάζει,
σε παίρνει στα γόνατα, περνάει το χέρι του κάτω από το μπράτσο της, ανοίγει τη μεγάλη παλάμη του και αποκαλύπτει δύο καρύδια. Τα σφίγγει, τα χτυπάει δυνατά με το άλλο χέρι, ακούς τα καρυδότσουφλα να θρυμματίζονται, σου βάζει τον γλυκό καρπό στο στόμα.
Χρόνια μετά, κάποιο τεφρό πρωινό, σου τηλεφωνούν για τη φωτιά
στο πατρικό. Φτάνεις με την ψυχή στο στόμα.
Κάηκε το άρωμα της λεμονιάς, στάχτη ο ίσκιος της μουριάς. Η πολυθρόνα στέκεται ξεφλουδισμένη και ξεπατωμένη καταμεσής στην
αυλή. Κάθεσαι πάνω της, σταγόνες βροχής σας μουσκεύουν. Φύλλα,
κλαδιά και δύο μικρά καρύδια ξεφυτρώνουν απ’ το μπράτσο της.

41

Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και
βαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία και καφέ. Κάθεται με τις ξαδέλφες και
τις φίλες γύρω από πορτοκαλάδες και κρουασάν, μονολογούν όλες μαζί,
ονειρεύονται την αυριανή ημέρα ίδια και απαράλλακτη με τη σημερινή.
Το μεσημέρι μια φίλη της σου τηλεφωνεί αναστατωμένη.
Τις βρίσκεις στο εστιατόριο. Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. «Ποιος είσαι εσύ;» σου λέει.
«Έλα, μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σε μάθαινε
ποδήλατο χωρίς χέρια» της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι
με τον ζωμό.
«Καίει, μπαμπά» σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.

48

Επέστρεφε συνήθως μεσάνυχτα από τη δουλειά της. Η Αμαλία εργαζόταν ως νοσοκόμα σε ιδιωτικό μαιευτήριο. ,
Σε έβρισκε να χαζεύεις στην τηλεόραση. Είχες φροντίσει πριν να γεμίσεις την μπανιέρα με καυτό νερό και αιθέρια έλαια καμέλιας, ευκάλυπτου και σανταλόξυλου.
Με το που έβγαινε από το μπάνιο γυμνή, σε γράπωνε από το χέρι
και σου ψιθύριζε άτα, άτα, άτα. Σε οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα, σε
έριχνε ανάσκελα στο κρεβάτι, λέγοντας σου γλυκά, και με έναν τόνο
αυστηρότητας, νάνι, νάνι, νάνι. Γονάτιζε στο τελείωμα των ποδιών σου
και μπουσουλώντας προς το στήθος σου, έλεγε λιγωμένα στράτα, στράτα, στράτα. Στο τέλος, τύλιγε τους μηρούς της γύρω από το ξαναμμένο
πρόσωπό σου, έτριβε το αιδοίο της πάνω στο στόμα σου σαν μυλόπετρα
στον μύλο, κραυγάζοντας, αγκού, αγκού, αγκού.
Χτυπάει το κουδούνι. Φοράς με δυσκολία τις παντόφλες, τα πόδια
σου πρησμένα από την αρθρίτιδα. Ανοίγεις. Είναι η Ταμάρα, η οικιακή
βοηθός. Κατευθύνεται προς την κουζίνα. Την ακολουθείς σαν παιδάκι.
Πενηντάρα, γριέντζω, σκέφτεσαι, αλλά τα καπούλια της σφικτά σαν φοραδίτσας.
«Κυρ’ Νικηφόρος. να βράσω φασκόμηλο ή τίλιο για το παξιμάδι
σου;» ρωτάει, καθώς σκύβει, στο ντουλάπι, με τα κατσαρολικά. Από το
άνοιγμα της μπλούζας ξεπροβάλλει κρουστό το βυζί της, το αρπάζεις
συλλαβίζοντας, μαμ, μαμ, μαμ.

49

Με το που έβγαζες το πουκάμισο και έλυνες τη ζώνη, άρχιζε να γελάει.
Γέλιο διακριτικό στην αρχή, στην πορεία δυνάμωνε, γινόταν γέλιο σύγκορμο, ακατάσχετο, σκοτεινό, τη στιγμή όμως του οργασμού κοβόταν μαχαίρι. Μετά μόνο που δεν έκλαιγε.
Το γέλιο και το παρ’ ολίγον κλάμα της δεν είχε να κάνει με σένα,
λογοδοτούσε σε κάτι βαθύ, λησμονημένο και ανεξερεύνητο. Κάτι που είχε να κάνει με τη γύμνια τής επιθυμίας και του θανάτου. Αυτό της είχε πει μια ψυχίατρος πριν λίγα χρόνια.
Την πρώτη φορά που γδύθηκες και η Αντωνία λύθηκε στα γέλια,
της ζήτησες ευγενικά, βαθιά προσβεβλημένος όμως μέσα σου, να φύγει.
Αργότερα, όταν σου μίλησε για το πρόβλημά της, αν και παραξενεύτηκες,
προθυμοποιήθηκες να τη βοηθήσεις. Στην πορεία ανακάλυψες ότι όσο πιο ερεθισμένη ήταν τόσο περισσότερο γελούσε. Αυτό το εκμεταλλεύτηκες δεόντως. Τα γέλια σας πλέον αναστάτωναν και δονούσαν συθέμελα όλη την πολυκατοικία. Στο τέλος η σχέση σας βούλιαξε σε μια αγέλαστη καθημερινότητα.
Ξυρίζεις τα αδύναμα γένια σου μπροστά στον χνωτισμένο καθρέφτη
του μπάνιου. Ψηλαφείς τις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια σου.
Γδύνεσαι για να μπεις στην μπανιέρα. Ακούς πίσω σου γνωστό γέλιο.
Γυρίζεις. Στην άκρη του καθρέφτη, η Αντωνία καλύπτει με την παλάμη
το στόμα της.
Θες να γελάσεις και συ.

60

Πρωτομαγιά. Πρωί πρωί, χτυπάει το κουδούνι σου. Είναι ο πατωματζή
ένα γεροδεμένο παλικάρι με μισοσβησμένη γόπα στα χείλη. Μπαίνει στο
σαλόνι, περιεργάζεται το μαρμάρινο δάπεδο, ξεφυσάει δαχτυλίδια καπνοί
και γνωματεύει: «Αυτό το μάρμαρο έχει να γυαλιστεί κάτι αιώνες. Έχει
χάσει όλα του τα νερά».
Χωρίς να σε ρωτήσει, τραβάει με δύναμη το κορδόνι της πετρελαιομηχανής που κουβαλάει μαζί του. Μια λευκή λεπτή σκόνη πνίγει το
δωμάτιο, τα τύμπανά σου κοντεύουν να σπάσουν από τον θόρυβο, η
Μαρίνα πανικόβλητη πηδάει έξω απ’ το παράθυρο. Αμπαρώνεσαι στο
υπνοδωμάτιό σου.
Το σπίτι ξαναβρίσκει την ηρεμία του μετά το μεσημέρι.
Οι παντόφλες σου πλέον διασχίζουν τον θορυβώδη καταρράκτη που
αναβλύζει από τη μαρμάρινη ρωγμή μπροστά απ’ το δρύινο τραπέζι
και διασταυρώνεται με τον ορμητικό χείμαρρο δίπλα από την εταζέρα
Η Μαρίνα νιαουρίζει λαίμαργα. Καμπουριάζει πάνω από έναν ζουμερό
κυπρίνο, με κεχριμπαρένιο βλέμμα, που κολυμπάει αμέριμνος σ’ ένα ρυάκι πίσω από τα σκαλιστά πόδια του μπουφέ.
Πόσο καιρό έχεις να κάνεις Πρωτομαγιά στην ύπαιθρο;

63

«Περάστε στο εξεταστήριο, πίσω από το παραβάν, γδυθείτε για να δούμε
το πρόβλημα.»
Κάτω από το γραφείο της διακρίνεις τα σανδάλια της με τα δερμάτινα κορδόνια να σφίγγουν τις μακριές γάμπες και τα δάχτυλα με τα βεραμάν νύχια να ξεμυτίζουν μισάνοιχτα.
Παραμερίζεις την κουρτίνα, γδύνεσαι, στέκεσαι τσιτσίδι στο κέντρο
τεσσάρων προβολέων που ζεσταίνουν με φως το σώμα σου, εσύ όμως τρέμεις σαν σπουργίτι. Στον καθρέφτη, απέναντι, αντικρίζεις σάρκα κουρασμένη, αποκαρδιωμένη, πένθιμη.
Ξαφνικά, η κουρτίνα ανοίγει σαν αυλαία. Η γιατρός στέκεται άκαμπτη με τα χέρια πίσω από την πλάτη και ψηλαφεί με το ανατομικό της βλέμμα θώρακα, κοιλιά και μηρούς. Στα σανδάλια τα δάχτυλά της κυρτώνουν, τα νύχια γίνονται γαμψά.
«Τι ακριβώς ζητάτε από μένα, κύριε Νικηφόρε;»
«Δεν φαίνεται;»
Τα μάτια της μικραίνουν, γίνονται δύο σκοτεινές σχισμές, το στόμα
της στραβώνει, τα φρύδια της σμίγουν, η παλάμη της προεκτείνεται, καταλήγει σε μια μακριά ευλύγιστη βίτσα, ζουλάει με δύναμη την πλαδαρή κοιλιά σου. Πονάς.
«Πόσα παγωτά έφαγες φέτος το καλοκαίρι, Νικηφόρε;»
«Εκατόν τρία, κυρία γιατί τα σαββατοκύριακα έτρωγα και χωνάκι
ανάμικτο και ξυλάκι σοκολάτα.»
«Τρεις γύρους τον περίβολο του σχολείου και στο μεσημεριανό
γεύμα τιμωρία, μόνος σου στην τάξη.»
Ξυπνάς μούσκεμα. Πεινάς σαν λύκος.

71

Ξυπόλυτες ημίγυμνες Αφρικανές κουβαλούν καλάθια φρούτων στο κεφάλι. Παγόνια ξεδιπλώνουν πολύχρωμες ουρές. Πίσω από τους θάμνους
παραμονεύει απειλητικό το λιοντάρι. Αυτό το υφαντό στον τοίχο του
πατρικού, δίπλα από το κρεβάτι σου, σε ξεμυαλίζει, καθώς διαβάζεις
το αυριανό μάθημα Φυσικής Ιστορίας. Χασμουριέσαι. Ανασηκώνεις την
ξεφτισμένη άκρη του.
Διακρίνεις μια ξύλινη πορτούλα. Τη σπρώχνεις με δύναμη. Τρίζουν
οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, το σκεβρωμένο ξύλο υποχωρεί. Σκύβεις
και εισέρχεσαι στο άνοιγμα. Αισθάνεσαι σαν να μπαίνεις σε φούρνο.
Βρίσκεσαι στην υγρή ζούγκλα.
Γυμνόστηθες ιθαγενείς ξεπετάγονται πίσω από τις συστάδες των
δέντρων. Σε αιχμαλωτίζουν, σε δένουν χειροπόδαρα σε πάσσαλο, σε
κουβαλούν ανάποδα σαν θήραμα στους ώμους, νιώθεις ένα τσίμπημα
στον σβέρκο. Πέφτεις σε λήθαργο από το κεντρί μύγας τσε τσε.
Ξυπνάς. Δίπλα από το κρεβάτι σου, στον γυμνό τοίχο, το ξεφτισμένο
ημερολόγιο του γηροκομείου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΥΜΝΟΣ (2020)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Εντευκτήριο τ. 123 Ιανουάριος 2022

Στάση σε αχαρτογράφητη χώρα

Η εκκίνηση γραφής για τη νουβέλα του Χρήστου Χρηστίδη Γυμνός δίνεται στο
εξώφυλλο με τη συμβολική έλλειψη του άρθρου στον τίτλο αλλά και με την
υπερβατική ζωγραφική του Φίλιππου Φωτιάδη. Η αφήγηση θα μπορούσε, υπό
διαφορετικές συνθήκες, να χαρακτηριστεί και ως “αποστασιοποιημένος” εσωτερικός μονόλογος. Αρχίζει με ένα ξύπνημα αναγκαστικό όσο και η προσγείωση αεροπλάνου, «λόγω ανωτέρας βίας», σε χώρα άγνωστη, παράξενη και κυρίως “αχαρτογράφητη”, που δεν είναι πατρίδα κανενός, αφού όλοι είναι περαστικοί και έτοιμοι να την εγκαταλείψουν. Από τους ταξιδευτές ξεχωρίζουν δύο άντρες, κοντά ο ένας στον άλλο και ταυτόχρονα απόμακροι, οι οποίοι προσπαθούν να κατανοήσουν την κατάσταση. Ο βασικός ήρωας σπρώχνει το αναπηρικό καρότσι με τον πρόσφατα χειρουργημένο ασθενή
που συνοδεύει. Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν πού βρίσκονται, περι-
πλανιούνται στον λαβύρινθο μιας πόλης -φάντασμα, ακολουθώντας τις συμβουλές διαφόρων παράξενων και ιδιόμορφων ανθρώπων, οι οποίοι φαίνονται οικείοι παρότι δεν τους γνωρίζουν.
Η αφήγηση εξελίσσεται μέσα από καλοδουλεμένους διαλόγους, με συμβολισμούς, υπαινιγμούς και υποθέσεις, καλλιεργώντας εύστοχα την εντύπωση ότι όσα συμβαίνουν δεν συνδέονται μεταξύ τους. Στην πορεία όμως, ο αναγνώστης αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά σ’ αυτήν τη δυστοπική πόλη, όπου δεν υπάρχουν τα βασικά και τα αναγκαία, όπως συγκοινωνίες, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ρολόγια και κυρίως τρόφιμα. Κι ενώ κανείς δεν ελέγχει κανέναν, παραδόξως όλα είναι υπό έλεγχο. Όσο ο χρόνος περνάει ακαθόριστος, ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι η επικοινωνία του με τους κατοίκους αυτής της χώρας είναι ανέφικτη.
Οι εξηγήσεις τους για την κατάσταση που επικρατεί αιωρούνται μεταξύ μιας
γενικής απεργίας, μιας οικολογικής καταστροφής και μιας καραντίνας, χωρίς
αυτό να φαίνεται ότι τους απασχολεί. Οι δύο άντρες, παρά τη δυσφορία τους, εξακολουθούν να περιφέρονται άσκοπα.
Η φαινομενική ακαταστασία που επικρατεί αρχικά συνθέτει κατόπιν μοναδικές εικόνες, για τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι είναι ασυνάρτητες. Σ’ αυτό βοηθούν και οι εγκιβωτισμοί που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Ο κεντρικός ήρωας, με τη λογική του κοινού ανθρώπου, προσπαθεί να κατανοήσει και εν συνεχεία να εξηγήσει στον σύντροφό του αλλά και στον αναγνώστη τι συμβαίνει. Ο συγγραφέας συνδέει επιδέξια τη λογική σκέψη του ήρωα με την αλλόκοτη συμπεριφορά των ανθρώπων που συναντά κάθε φορά στην πόλη και προβάλλει στις σελίδες του βιβλίου του, με υπερβατικό και συμβολικό τρόπο, ό,τι συμβαίνει σε έναν ανύπαρκτο χρόνο.
Δεν παραθέτουμε εξηγήσεις για τη σχέση των δύο χαρακτήρων ούτε για τον
λόγο που περιφέρονται σ’ αυτήν την άχρονη χώρα. Ας μη χαλάσουμε την έκπληξη του τέλους.
Ο Χρηστίδης, γνωστός και από τον Αναποδογεννημένο (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2016), αποδεικνύεται μάστορας της πρόζας, μεταφέροντάς μας με κινηματογραφική ακρίβεια ένα άριστα σκηνοθετημένο αποτέλεσμα.
Ο Γυμνός τιμήθηκε φέτος με το βραβείο μυθιστορήματος/νουβέλαςτου δια-
δικτυακού περιοδικού Αναγνώστης

.

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

Από το ενθάδε στο επέκεινα, “Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα”, 28.6.2020

«Δυστυχώς, για όλους υπάρχει σπίτι σε αυτήν την πόλη». Δύο άνδρες βρίσκονται παρατημένοι, εξαιτίας μιας αναποδιάς, σε μια αδιανόητη χώρα. Ο ένας, μεσήλικας, εξοργίζεται με την απρόσμενη εξορία, ενώ ο άλλος, βαριά άρρωστος, ψυχομαχεί σε ένα αναπηρικό καρότσι. Περιδιαβαίνοντας στην πόλη συνομιλούν με περίεργους τύπους, που επιτείνουν τον οικιστικό παραλογισμό. Ερημες λεωφόροι, τσιμεντένια κτίρια, αφώτιστες είσοδοι πολυκατοικιών, βουβά παράθυρα, όλα κενά από σημάνσεις, βυθισμένα σε ωχρή ομίχλη. Το πιο παράξενο είναι πως οι γηγενείς ή οι μέτοικοι της ζοφερής πολιτείας επιμένουν πως οι δύο ξένοι έχουν και αυτοί σπίτι στην πόλη.

Ύστερα από τον αξιοπρόσεκτο «Αναποδογεννημένο» (Εντευκτήριο, 2016) ο Χρήστος Χρηστίδης επανεμφανίζεται με μια ιλαρή περιήγηση σε μια νεκρόπολη. Οι συνδηλώσεις του θανάτου είναι διάσπαρτες στην αφήγηση, ενώ τα διαλογικά μέρη υπονοούν ότι οι δύο ξένοι πορεύονται προς την τελευταία τους κατοικία. Ακρως αλλόκοτοι οι αυτόκλητοι νεκροπομποί. Ενας τούς πληροφορεί πως έχουν φτάσει σε τερματικό σταθμό απ’ όπου δεν γίνονται πλέον αναχωρήσεις. Αλλος τους προειδοποιεί πως θα ήταν καλύτερο να μη βρουν το σπίτι τους. Ενας άλλος τους λέει απερίφραστα: «Εδώ, είμαστε όλοι νεκροί!», προσθέτοντας στη δυσοίωνη δήλωση: «Το σπίτι σας είναι ο τάφος σας». Ενα κοριτσάκι που παίζει με ένα περίστροφο, υποδηλώνοντας έτσι την αιτία του θανάτου του, λέει στους δύο άνδρες πως εκεί όλοι μένουν μόνοι και κανένας δεν φεύγει. «Δεν υπάρχει μετά». «Γιατί έμεινε μόνο το πριν».

Σε αυτό το «πριν» περιηγούνται οι δύο άνδρες, που στην ουσία είναι ένας, διχοτομημένος ανάμεσα στο ενθάδε και στο επέκεινα. Πιο κοντά στο τέλος, ο ηλικιωμένος ανακαλύπτει στις ιστορίες των κατοίκων δικές του μνήμες, αλγεινά στιγμιότυπα, που αχνοφέγγουν στα έγκατα του νου. Ο ετοιμοθάνατος καταλαβαίνει πως η γεύση του χώματος είναι διαφορετική από στόμα σε στόμα. Εκείνος ο άλλος κόσμος, όπου περιπλανιόταν, επιζούσε μέσα του. Ηταν μια κοιλάδα νοσταλγίας. Οι συνειρμοί, που αναρριπίζουν στη συνείδησή του οι παράφρονες συνομιλίες, αποτελούν τα πιο συγκινητικά κομμάτια του βιβλίου. Ο Χρηστίδης συλλογίζεται πως «ο φόβος του θανάτου γεννά λυτρωτικό γέλιο». Επίλογος των σπαρταριστών διαλόγων είναι ο ρόγχος του ηλικιωμένου, απ’ όπου αναβλύζουν εικόνες άγριας οδύνης. Συναρπάζει, λόγου χάριν, η ιστορία της γυναίκας που έπασχε από μελαγχολία για το τέλος των πραγμάτων. Ο ηλικιωμένος θυμόταν τα αναφιλητά της και την ακατάπαυστη προσπάθειά του να την παρηγορεί λέγοντάς της ιστορίες δίχως τελείες.

Η παρενδυσία του μακάβριου σε ασύδοτη κωμικότητα θυμίζει την αιρετική γραφή του Σάκη Σερέφα. Μέσα από την περιπλάνηση του δισυπόστατου ήρωα σε μια γιγάντια οστεοθήκη, ο Χρηστίδης ακολουθεί μια ανάστροφη πορεία, από το εκεί στο κάποτε. Ετσι, από τον νεκροθάλαμο καταλήγει στο λίκνο, γιατί «το σάβανο από το σπάργανο απέχει μια ανάσα».

Ο άρρωστος άνδρας ανακαλύπτει στην τελευταία του κατοικία το πρώτο του σπίτι, το παιδικό του δωμάτιο. Εκεί μέσα τον παραμονεύει το πρωταρχικό τραύμα, το οποίο η μνήμη, λίγο προτού γίνει λήθη, περιθάλπει, διαμοιράζοντάς το σε αστείες εξιστορήσεις τεθνεώτων, κατοίκων μιας αμέριμνης χώρας.

Εντυπωσιάζει η απλότητα με την οποία ο Χρηστίδης χτίζει ένα δαιδαλώδες πολεοδομικό συγκρότημα θανάτου. Τίποτα δεν δείχνει εξεζητημένο. Ούτε η κωμωδία ούτε το δράμα. Η γραφή δεν αδημονεί για το ξάφνιασμα. Ο ήρωας κατευθύνεται στον τάφο του ακούγοντας τους νεκρούς να γελούν. Εκεί πέρα τελειώνουν όλα, «οι απαντήσεις, οι ερωτήσεις, οι λέξεις, ακόμα και οι σιωπές». Η αφήγηση απαλλάσσεται βαθμιαία από χαρά και λύπη, για να εκπνεύσει στην τελευταία σελίδα σε ένα αμετανόητο ερωτηματικό.

.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 8/8/2020

Ο φόβος του τέλους, του οποιουδήποτε τέλους

Ένα κείμενο που σε αδράχνει γοητευτικά από την πρώτη στιγμή είναι η νουβέλα Γυμνός του Χρήστου Χρηστίδη – υποδειγματική τυποτεχνικά έκδοση του Εντευκτηρίου. Πρόκειται για μια επώδυνη περιδιάβαση σε χώρα «αχαρτογράφητη»· για μία άλλη κάθοδο στον Αδη, στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας: «το σάβανο από το σπάργανο απέχει μια ανάσα».

Ξεκινώ από τον χωρίς άρθρο τίτλο, Γυμνός, που γενικεύει την ιδιότητα, δεν μιλά δηλαδή για έναν συγκεκριμένο γυμνό. Ενστικτωδώς, το μυαλό μου πήγε στον Ιώβ – όχι άστοχα, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια: «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί∙ ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο»∙ (σε ελεύθερη μετάφραση: «Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα ’δωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω»).1

Ας ακολουθήσουμε τον μίτο της αφήγησης. Ενα παράξενο ζευγάρι, ο πρόσφατα χειρουργημένος με μερική αφαίρεση εντέρου ηλικιωμένος ασθενής (που επιπλέον υποφέρει και από άσθμα), στο καροτσάκι, και ο συνοδός του, επιβάτες αεροπλάνου, βρίσκονται, εξαιτίας της αναγκαστικής προσγείωσής του, σε μια πόλη-χώρα περίεργη, εφιαλτική, και παγιδεύονται σ’ έναν παράλογο λαβύρινθο. Μία πόλη σαν στημένο, από κάποιον παρανοϊκό σκηνοθέτη, σκηνικό, όπου έχουν νεκρώσει τα πάντα, άλλοτε από γενική απεργία και άλλοτε από καραντίνα, και όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν. Δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις, δεν υπάρχει τίποτα. Μια γενική ανατροπή του χώρου και του χρόνου, στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Μια δυστοπική επικράτεια, μια πόλη όπου κυριαρχεί από τη μια η ανεξέλεγκτη ελευθερία και από την άλλη η άρνηση παντοδύναμη. Σιγά σιγά φαίνεται να επιστρέφουν όλα στην κατάφαση. Η απροσδιοριστία του δραματικού χωροχρόνου κύριο γνώρισμα στο θέατρο του παραλόγου.

Στην περιπλάνησή τους, για να βρουν κατάλυμα ή φαγητό, οι δυο ταξιδιώτες συναντούν διάφορα μη συνηθισμένα πρόσωπα-απομεινάρια στην πόλη του αφανισμού και διαλέγονται μαζί τους. Τα πρόσωπα αυτά μνημονεύονται με κάποια ιδιότητα προσδιοριστική, όπως: «Ο γέρος με την γκρίζα στολή και τα ρόδινα μάτια», «η γριά με τα παγωμένα δάκρυα», «ο άνδρας με τις πολύχρωμες σκιές», «ο θεόρατος αστυνομικός με τα πουλιά» κ.ά.

Σε κάθε άνθρωπο που συναντούν, ή στα διάφορα σημεία όπου βρίσκονται οι δυο άνδρες, ο ανάπηρος κάνει συνειρμικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της προηγούμενης ζωής του, τα οποία και αφηγείται. Ετσι, θυμάται, για παράδειγμα: έναν αλμπίνο συμμαθητή του∙ τον παχύσαρκο ιερωμένο θείο του με τα παραδείσια πτηνά∙ τον ψυχίατρο στον οποίο τον πήγαιναν οι γονείς του∙ τον αδύναμο εαυτό του παιδί∙ τον ενήλικο εαυτό του τρόφιμο των νοσοκομείων, βυθισμένον στη μελαγχολία. «Αυτή η κοιλάδα είναι βάλτος αναμνήσεων και νοσταλγίας», λέει.

Ολα συμβαίνουν σ’ ένα κίτρινο θαμπό φως, σε κίτρινη ομίχλη, με κίτρινες σκιές, συχνά με την υπόκρουση της βροχής ή την ταραχή του κατακλυσμού, σε κλίμα που ανακαλεί αδιέξοδα του Κάφκα ή ασύμβατα του Μπέκετ. Παντού καιροφυλακτεί το κενό, ένα κάποιο κενό, άβυσσος κάποτε, όπου ο αδύναμος άνθρωπος βολοδέρνει ανάμεσα στο παράλογο και στο ακατανόητο.

Ενα τραύμα, μια ενοχή κινεί τον διχασμένο σε δυο πρόσωπα άνθρωπο: τον ανάπηρο και αυτόν που σέρνει το καροτσάκι. Στο τελευταίο κεφάλαιο οι ρόλοι ταυτίζονται και αποκαλύπτεται το διχαστικό παιχνίδι, τους όρους του οποίου υπαγορεύει ο χρόνος και η υπαρξιακή αγωνία. Κομβικό πρόσωπο στην αφήγηση η τρίχρονη δίδυμη αδελφή του ανάπηρου, η Τάτα, που αυτοπυροβολήθηκε –μπορεί και όχι– και η μεταξύ τους ύποπτη σχέση. Το μυστικό καλά κρατεί.

Με το κατακτημένο εξαρχής ύφος του, ο Χρηστίδης χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά τη γλώσσα για τη γλώσσα αλλά και τη γλώσσα για την αφήγηση. Ευγένεια γραφής ακόμη και όταν κάνει πιπεράτες περιγραφές. Φράσεις περίτεχνες και απροσδόκητες: «οι έωλες προσδοκίες», «ο χρόνος που τραυλίζει». Λεπτομέρειες εντυπωσιακές στην περιγραφή της φύσης, των προσώπων, των χώρων, ακόμη και των ημιπολύτιμων λίθων. Μιλά για τα ρούχα των ηρώων του, σαν να είναι ενδυματολόγος, και για το εσωτερικό των σπιτιών, σαν να είναι σκηνογράφος. Τα τζάμια και οι καθρέφτες, που επιστρέφουν είδωλα, αγαπημένη καταφυγή του συγγραφέα.

Οπως και στο πρώτο του βιβλίο, Ο αναδογεννημένος, το θέμα του Χρηστίδη είναι ο χρόνος, η φθορά και ο θάνατος. Σπουδή θανάτου έχουμε κι εδώ. Ενθυμούμενος μία γραμματέα στη δουλειά του, ο ανάπηρος λέει: «Η μελαγχολία τη δυνάστευε. Ακόμη και στους πιο βαθείς οργασμούς της, δεν είχε τη χαρά της κορύφωσης αλλά τη θλίψη του τέλους» γι’ αυτό κατέφευγε σε ποικίλα χάπια, «χάπια για τον πόνο, χάπια για τον φόβο, χάπια για την απελπισία, χάπια για να κατευνάσουν τον τρόμο της για το τέλος των πραγμάτων. Τη φόβιζε το τέλος, το οποιοδήποτε τέλος».

.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ

www.bookpress.gr 10/9/2020

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες άνθισε στη Γαλλία, σε πρώτη φάση, το «Θέατρο του παραλόγου», το οποίο κατόπιν επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες, με κύριους εκπροσώπους τους Σάμιουελ Μπέκετ, Ευγένιο Ιονέσκο, Ζαν Ζενέ, Αρτούρ Αντάμοφ. Αυτό το νέο είδος έρχεται σε αντίθεση με το κλασικό θέατρο που τηρεί τους αριστοτελικούς κανόνες και διέπεται από μια εμφανή νομοτέλεια. Αντίθετα το Θέατρο του παραλόγου δίνει έμφαση στην ακατανοησία του κόσμου, στην άλογη φύση του, που δεν τηρεί τις αιτιώδεις σχέσεις, και στην αλλόκοτη ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι, για να αναπαραστήσει αυτήν την εντροπία, που φαίνεται και είναι παράλογη, διασπά την ενότητα σε επιμέρους ασύνδετα μέρη, αναιρεί την επιδίωξη του τέλους, χρησιμοποιεί μια γλώσσα που δεν είναι αναφορική, αξιοποιεί τα υπερρεαλιστικά διδάγματα και προκαλεί την αντίδραση του θεατή μέσω του υπαινιγμού, της ασυναρτησίας και της άρσης της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας του λόγου. (Θεόδωρος Γραμματάς, «Η ελληνική εκδοχή στο “Θέατρο του Παραλόγου”»)

Ο Χρήστος Χρηστίδης, γνωστός από το πρώτο του έργο Αναποδογεννημένος (εκδ. Εντευκτήριο, 2016), σίγουρα επηρεασμένος από μια τέτοια εκδοχή του θεατρικού λόγου, γράφει τη νουβέλα του με όρους που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στο κατανοητό και το ακατανόητο. Στην ουσία γράφει μια δυστοπία του παραλόγου, όπου όλα έχουν χάσει το νόημά τους, ακριβώς επειδή η γλώσσα έχει πάψει πια να σημαίνει.
Δυο άνθρωποι, ο πρωταγωνιστής που στηρίζεται στη λογική, κι ένας μόλις εγχειρισμένος, προσγειώνονται για λόγους ανωτέρας βίας σε μια άγνωστη χώρα. Οι ανάγκες τους είναι χειροπιαστές: ένα μέρος να καταλύσουν, ένα εστιατόριο να φάνε, τη δυνατότητα περίθαλψης για τον ασθενή… απλά δηλαδή πράγματα μιας κανονικής κοινωνίας. Κι αντί γι’ αυτά συναντάνε ένα καθεστώς, όπου «κανείς δεν ελέγχει κανέναν στο αεροδρόμιο, τα ρολόγια έχουν εξαφανιστεί από παντού, η πόλη είναι δαιδαλώδης –ξενοδοχεία δεν υπάρχουν, ούτε συγκοινωνίες–, ούτε καν ασθενοφόρα, τα εστιατόρια σερβίρουν αέρα κοπανιστό, τα τρόφιμα έχουν εξαφανιστεί», γεγονότα που οφείλονται σε μια γενική απεργία ή σε μια οικολογική καταστροφή ή σε μια καραντίνα.

Οι διαδοχικές συναντήσεις των δύο με κατοίκους της αδιέξοδης πόλης δεν προσπορίζουν, ούτε σ’ αυτούς ούτε σ’ εμάς, καμία σαφή ενημέρωση, και μάλιστα συχνά ακούγονται αντιφατικές πληροφορίες. Απ’ αυτό το γαϊτανάκι διασταυρώσεων γίνεται σαφές ότι ο κόσμος μας ζει α-νόητος, καθώς η γλώσσα, η επικοινωνία κι η συμβίωση έχουν σμπαραλιαστεί από τον κατακερματισμό της λογικής, τις φυγόκεντρες τάσεις μιας ασύδοτης ελευθερίας και την υπερπληροφόρηση που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα. Τελικά, η σχετικοκρατία των καιρών, η σύγχρονη συνθήκη ότι όλα έχουν θέση στον κόσμο μας και η πολυφωνία αληθινών και πλαστών ειδήσεων δημιουργούν ένα μεταμοντέρνο χάος, ανάλογο με το Πλήθος του Ανδρέα Φραγκιά.

Τι δείχνει τελικά αυτή η ελεγχόμενη ασυναρτησία και ο πορευόμενος προς ένα γυμνό τέλος κυκεώνας; Γιατί εντέλει ο πρωταγωνιστής μένει γυμνός σε μια κοινωνία όπου τίποτα δεν φαίνεται αλλόκοτο; Πώς οι διάφορες σκηνές, που άλλοτε παραπέμπουν στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (όπως η είσοδος σε ένα παιδικό δωμάτιο) κι άλλοτε στο Περιμένοντας τον Γκοντό, συνθέτουν φυγόκεντρα ένα παράλογο δυστοπικό παραμύθι; Είναι ίσως ένα είδος εξαγνισμού από τις πολυπλοκότητες του κόσμου, μια απογύμνωση από καθετί περιττό και μια αλλοτρίωση από το λογικό που εντέλει δεν είναι ουσιώδες.

ΑΓΗΣ (LIBROFILO) ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

“Librofilo” 20/12/2020

Δυστοπία έχουμε και στην θαυμάσια νουβέλα του Χρήστου Χρηστίδη «Γυμνός». Εδώ όμως μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό, θεματικά αλλά και υφολογικά. Δύο άνδρες, αναγκάζονται λόγω της υποχρεωτικής στάσης του αεροπλάνου που επέβαιναν, να αποβιβαστούν στο αεροδρόμιο μιας άγνωστης χώρας. Ο ένας – ο πρωταγωνιστής της ιστορίας – είναι μεσήλικας (;) που συνοδεύει τον άλλον, έναν ηλικιωμένο με εμφανή προβλήματα υγείας που αναγκάζεται να χρησιμοποιεί αναπηρικό καροτσάκι. Ποια είναι η σχέση των δύο ανθρώπων; Και σε τι χρησιμεύει το πιστόλι που υπάρχει στις αποσκευές του μεσήλικα, οι οποίες χάνονται μόλις αποβιβάζονται σε αυτή την παράξενη πόλη;
Οι δύο άνδρες σύντομα διαπιστώνουν, ότι όλα λειτουργούν διαφορετικά εδώ. Συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου το μυαλό τους και οι αισθήσεις τους δοκιμάζονται διαρκώς. Τα ξενοδοχεία δεν λειτουργούν, ούτε οι υπηρεσίες του αεροδρομίου ή της πόλης, ρολόγια δεν υπάρχουν, στα εστιατόρια είτε έχει τελειώσει το φαγητό, είτε δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, ενώ αστυνομία δεν υπάρχει και όποιος θέλει ενδύεται και παριστάνει το όργανο της τάξης. Αντικρουόμενες πληροφορίες, άνθρωποι περίεργοι που παραπέμπουν σε άλλους ανθρώπους για απαντήσεις (ακόμα και τις πιο απλές – που μπορούμε να μείνουμε; Πουθενά!, πότε μπορούμε να φύγουμε από εδώ; Ποτέ!), είναι εγκλωβισμένοι σε ένα τόπο και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς. Στην αρχή του βιβλίου, στον αναγνώστη υπάρχει η αίσθηση από τον στίχο του τραγουδιού των Eagles, «Hotel California», «You can check out any time you like, but you can never leave»…

«Συνέχισε να περιπλανιέται σε μια πόλη που δεν ήξερε αν τον έδιωχνε μακριά της ή αν προσπαθούσε να τον κρατήσει για πάντα μέσα της.
Προχωρούσε και είχε την αίσθηση πως τα κτίρια έκλειναν γύρω του σαν τσιμεντένιες σαγόνες, την ώρα που στο μυαλό του στριμώχνονταν και πάλι άγριες εικόνες:
Βλέπει ότι βαδίζει αφηρημένος σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Αίφνης, συνειδητοποιεί ότι όλοι όσοι διασταυρώνονται μαζί του στρέφουν το κεφάλι και τον κοιτάζουν με διάπλατα μάτια. Απορεί. Δεν θυμάται να είναι άρρωστος, να έχει κάποια παραμόρφωση. Κοντοστέκεται σε μια βιτρίνα. Κοιτάζει το τζάμι. Ανακαλύπτει ότι κυκλοφορεί ολόγυμνος στην πόλη…
Βλέπει ότι βγαίνει από το σπίτι. Πρωί χωρίς ήλιο, ούτε όμως και σύννεφα. Η πόλη είναι βουτηγμένη σε χλωμό φως. Μπαίνει σε ένα έρημο, αδιέξοδο στενό. Ξαφνικά, από τους τοίχους τριγύρω αρχίζουν να αποκολλώνται ανθρώπινες μορφές. Τον πλησιάζουν και έκπληκτος ανακαλύπτει ότι πρόκειται για σωσίες του. Ανοίγει το βήμα. Τον ακολουθούν κατά πόδας. Αρχίζει να τρέχει. Αισθάνεται τα χνότα τους στον σβέρκο του. Ο δρόμος τελειώνει…
Όλες αυτές οι εικόνες περιστρέφονται στο μυαλό του άναρχες, ασύνδετες, κοντινές και συγχρόνως απόμακρες, δημιουργώντας του το δίλημμα αν πρόκειται για δικούς του εφιάλτες ή μήπως είναι μνήμες σε ξένο σώμα.»

Η επικοινωνία μοιάζει αδύνατη σε αυτό το καθεστώς παραλόγου, των ασυνάρτητων απαντήσεων και των ιδιόρρυθμων ανθρώπων που συναντάει αυτό το αταίριαστο εκ πρώτης εμφάνισης δίδυμο. Σύντομα όμως, τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις, καθώς ο γηραιός άρρωστος, ακούγοντας τις ιστορίες των κατοίκων τις συνδυάζει με δικές του μνήμες από το παρελθόν και καθώς το τέλος του έρχεται πιο κοντά, αυτές (οι μνήμες) γίνονται ακόμα εντονότερες.

Η ατμόσφαιρα στη πόλη είναι θολή, σαν ομίχλη και οι άνθρωποι κινούνται σαν σκιές. Στον δρόμο τους κάποια στιγμή συναντούν έναν σκηνοθέτη που τούς λέει ότι όλη η πόλη αποτελεί το σκηνικό μιας ταινίας εν εξελίξει, ενώ σε κάποια άλλη συνάντηση, ένας άνθρωπος τούς εξομολογείται ότι «είμαστε όλοι νεκροί». Ο χώρος και ο χρόνος ανατρέπεται διαρκώς, οι μνήμες επανέρχονται και ο αναγνώστης αναρωτιέται, ποια η σχέση μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων ή μήπως δεν είναι δύο, αλλά ουσιαστικά ένας…

Σαγηνευτική νουβέλα, που καλεί τον αναγνώστη να αφεθεί στην ροή, στον ρυθμό της. Μικρά κεφάλαια που λειτουργούν και ως ανεξάρτητα μεταξύ τους, παρότι είναι πολύ στενά συνδεδεμένα. Ο Χρηστίδης τολμάει κάτι πολύ διαφορετικό από το έξοχο προηγούμενό του βιβλίο «Ο αναποδογεννημένος» μερικά χρόνια πριν, με μια νουβέλα που κινείται μεταξύ σουρεαλισμού, παραλόγου και δυστοπίας, γεμάτης χιούμορ και φαντασίας, λυρικότητας και μελαγχολίας. Η δύσκολη ισορροπία επιτυγχάνεται με τέτοια απλότητα και καθαρότητα που ξαφνιάζουν, δείχνοντας την γερή σκευή του συγγραφέα, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ένα είδος που σπανίζει στην εγχώρια λογοτεχνία.

«-Όταν ήσουν μικρός, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
-Να ξεφύγω από τους εφιάλτες μου. Δεν με ενδιέφερε κανένα επάγγελμα, καμιά ασχολία.»

Ο θάνατος και η παρακμή, το αναπόφευκτο τέλος της ζωής κυριαρχούν ως έννοιες σε αυτή την υπέροχη νουβέλα. Επιρροές από το αριστουργηματικό «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο, από Καχτίτση και Γονατά, πολύς Μπέκετ around, δεξιοτεχνία στη γλώσσα, προσοχή στις λεπτομέρειες, θεατρικότητα στην αφήγηση και οι Μπορχεσικοί καθρέφτες να πρωταγωνιστούν σε πολλές σκηνές (κάτι που γινόταν και στον «Αναποδογεννημένο»), είναι εμφανείς στον «Γυμνό», ένα βιβλίο που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί δυο και τρεις φορές, για να μπεις στο κλίμα και στον ρυθμό του.

.

ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ (2016)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ

www.oanagnostis.gr, 20.2.2017

Πρώτη φορά πεζογράφοι

Εβδομήντα οκτώ μικρά κείμενα καταγράφουν τη ζωή ενός μεγάλου πια σε ηλικία αφηγητή. Βγήκε ανάποδα από την κοιλιά της μάνας του και προσπάθησε να πάει ανάποδα και στον καιρό, ακόμα και όταν δεν τα κατάφερνε. Ο πατέρας, η μητέρα, ο παππούς, οι παιδικοί φίλοι, μικρο-γεγονότα της ενδιάμεσης ζωής, και η ανημπόρια των τελευταίων χρόνων συνθέτουν μια ιστορία που θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε στον κόσμο: είναι η ιστορία της ζωής. Αυτοβιογραφία , μυθοπλασία; δεν έχει σημασία , όλα κάτι θυμίζουν από τις ζωές των συνηθισμένων ανθρώπων. Η φθορά του σώματος, η απουσία δυνάμεων που θα σε κρατήσουν στη ζωή (ο αφηγητής είναι κατάκοιτος πια και περιμένει τον θάνατο) εξισορροπούνται με τη ισχύ των αναμνήσεων, των καλών και κακών στιγμών που έδωσαν νόημα στη ζωή. Μικρά κείμενα, πολύ δυνατά, σχεδόν ποιητικά στην αίσθησή τους, συνιστούν μια (αυτό) βιογραφία που θα μπορούσε να ανήκει στον καθένα μας.

ΑΓΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

“Librofilo”, 9.12.2016

Ο “ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ”, του Χρήστου Χρηστίδη (Αθήνα; 1953), (εκδ. Εντευκτηρίου, σελ.87) συνιστά άλλη μια απόδειξη της μαγείας της λογοτεχνίας, που έχει την ικανότητα συνεχώς να σε εκπλήσσει ευχάριστα, με έργα/δημιουργίες που εμφανίζονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Είναι η πρώτη εμφάνιση του συγγραφέα, ενός ανθρώπου που ασχολήθηκε (απ’ ότι διαβάζω στο μικρό βιογραφικό του), με τα Οικονομικά και το Σινεμά και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πεζογραφίας και ποίησης, ο οποίος όμως με το ντεμπούτο του, παραδίδει μαθήματα υπαινικτικότητας και ύφους, ωριμότητας και λυρισμού.

“Από την κοιλιά της βγαίνεις κακήν κακώς. Σε κλείνουν μια βδομάδα σε θερμοκοιτίδα. Γύρω σου ανάκατες μυρωδιές από γάλα και κακά. Τα πρωινά, σας φροντίζει μια αποστεωμένη γεροντοκόρη νοσοκόμα. Απολαμβάνει ιδιαίτερα, μετά την αλλαγή της πάνας και το πουδράρισμα, να γαργαλάει τις πατούσες των νεογέννητων κι αυτά να της χαμογελούν τρισευτυχισμένα.
Στέκεται πάνω σου, σκύβει και ξύνει με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της τις ροζ πατούσες σου. Το πρόσωπό σου κοκκινίζει. Μπλαβιάζεις. Μπήγεις κάτι τσιρίδες που φτάνουν μέχρι την είσοδο, βγαίνουν έξω στην πόλη και ξεσηκώνουν κρεσέντο κλαυθμού σε όλον τον νεογέννητο πληθυσμό.
Το μεσημέρι μπροστά στην θερμοκοιτίδα σου ξεχωρίζει ένα χαρτόνι με την επιγραφή, ΠΡΟΣΟΧΗ. Αναποδογεννημένος. ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ.”

Τι είναι όμως ο “Αναποδογεννημένος”; Είναι ένα “αφήγημα” 78 εικόνων, μικροδιηγημάτων (μικροϊστοριών), θραυσμάτων μνήμης. Τα κείμενα δείχνουν αυτοβιογραφικά – και ίσως είναι. Τα περισσότερα είναι πολύ μικρά, κάποια καταλαμβάνουν το 1/3 της σελίδας, μερικά είναι μεγαλύτερα. Η αφήγηση είναι αποσπασματική αλλά εξελικτική, η βρεφική και η παιδική ηλικία, η εφηβεία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ενηλικίωση, το επαγγελματικό περιβάλλον, τα γηρατειά, ο θάνατος και όλα αυτά υπό τη σκιά του πατέρα (κυρίως) και της μητέρας.

Όλα όμως είναι δεμένα χαλαρά και με ένα τρόπο που θυμίζει φωτογραφίες σε σέπια, καθώς η μνήμη παίζει τα παιχνίδιά της αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν, τον ενεστώτα χρόνο να γίνεται νοσταλγικός, το χιούμορ να εναλλάσσεται με την ελεγεία. Οι γάμπες, τα γυναικεία πόδια, τα πέλματα, τα παπούτσια, τα γυναικεία εσώρουχα, εμμονές και καταπιεσμένα πάθη, ερωτισμός και παιδική αφέλεια σε μια αφήγηση που σαγηνεύει.

“ “Σήκω, Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασό, στην Καππαδοκία.”
“Τι λες πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο.”
“Πάει η μνήμη” σου λέει με σφραγισμένα χείλη.
Έξι χρόνια μακαρίτης – στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός.”

Η φθορά του σώματος έρχεται σε αντίθεση με την ζωντάνια της παιδικής ηλικίας, ανήμπορος πλέον με την μνήμη να τον κυριεύει, ο αφηγητής αναμειγνύει εικόνες από το παρελθόν στην παρακμή του παρόντος, καθώς βρίσκεται στο γηροκομείο περιμένοντας τον θάνατό του. Συνεχώς επανέρχονται στη μνήμη του η οικογένειά του, ο παππούς, ο πατέρας, η μητέρα στις τελευταίες τους στιγμές, η αυστηρότητα του πατέρα, η τρυφερότητα της μάνας.

“Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία και καφέ. Κάθεται με τις ξαδέλφες και τις φίλες γύρω από πορτοκαλάδες και κρουασάν, μονολογούν όλες μαζί, ονειρεύονται την αυριανή ημέρα ίδια και απαράλλαχτη με τη σημερινή.
Το μεσημέρι μια φίλη της σου τηλεφωνεί αναστατωμένη.
Τις βρίσκεις στο εστιατόριο. Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. “Ποιός είσαι εσύ;” σου λέει.
“Έλα, μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σε μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια” της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.
“Καίει μπαμπά” σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.”

Ο λόγος του συγγραφέα είναι κοφτός, βραχυπερίοδος. Η υπέροχη ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι ελεγειακή και άκρως συναισθηματική, ενώ η απώλεια, η θλίψη του πένθους δοσμένα με σωστές δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού αφοπλίζουν κάθε αντίσταση από τον αναγνώστη που συνεπαρμένος, επαναλαμβάνει την ανάγνωση κάθε σελίδας προσπαθώντας να κρατήσει την απόλαυση που του προσφέρεται σε μικρές δόσεις.

Δεν λείπουν βέβαια τα ελαττώματα, και κάποιες επαναλήψεις αλλά θα αδικούσε την ωραία προσπάθεια του συγγραφέα, να σταθούμε σ’ αυτά. Είναι ένα έξοχο μικρό βιβλίο, ο “Αναποδογεννημένος” (σε μια ωραιότατη έκδοση από το περιοδικό “Εντευκτήριο” και με ένα υπέροχο εξώφυλλο, ένα πίνακα του Γ.Ρόρρη), από έναν άνθρωπο που δεν είχε (απ’ όσο αντιλαμβάνομαι) δημοσιεύσει κάτι άλλο μέχρι τώρα. Ελπίζω η προσπάθειά του να μη σταματήσει εδώ και να απολαύσουμε και άλλα έργα του στο μέλλον, για την ώρα εύχομαι όλο και περισσότεροι αναγνώστες να ανακαλύψουν αυτό το “διαμαντάκι” γιατί πραγματικά το αξίζει.

“Στοίβα τα φάρμακα στο κομοδίνο, στοίβα κι οι πόνοι σου. Οι σπόνδυλοι τίγκα στα άλατα. Δεν μπορείς να σταθείς στο κρεβάτι. Δεν μπορείς καν να αναπνεύσεις. Ακόμα και για την τουαλέτα, χρειάζεσαι το πι. Πασχίζοντας να το πιάσεις, γλιστράς, σωριάζεσαι στο πάτωμα, βάζεις το σωληνάκι του οξυγόνου στο στόμα, σέρνεσαι στα τέσσερα μέχρι το μπάνιο.
Σε παίρνουν τα κλάματα. Ακούγονται γέλια.

Ανοίγει η πόρτα, εμφανίζεται λαμπερή η μητέρα και πίσω της χαρούμενος ο πατέρας. Σ’ αρπάζει και σε σηκώνει ψηλά σαν φτερό. “Μπουσούλησε ο γιος μας!” φωνάζει εκστασιασμένος. Η μητέρα σού ξεκολλάει την πιπίλα απ’ το στόμα σου, σου σκάει ρουφηχτό φιλί στον λαιμό.”

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

Περιοδικό “Εντευκτήριο”, τχ. 110, Νοέμβριος 2016

“Με τη γύμνια της επιθυμίας και του θανάτου”

“Σήκω, Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασσό, στην Καππαδοκία.”
“Τι λες, πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο.”
“Πάει η μνήμη” σού λέει με σφραγισμένα χείλη.
Έξι χρόνια μακαρίτης — στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός.»
Εβδομήντα οκτώ μονοσέλιδα αφηγήματα, από τέσσερις αράδες τα μικρότερα
μέχρι μία πλήρης σελίδα τα μεγαλύτερα, συγκροτούν το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του 63χρονου Χρήστου Χρηστίδη. Σε δευτεροπρόσωπη εις εαυτόν αφήγηση, ο ηλικιωμένος κ. Νικηφόρος, που μένει σε οίκο ευγηρίας, υπομένει, περιμένει κάποια στιγμή τον θάνατο και αναπολεί τα περασμένα ή ταράζεται από αυτά. Το μακρινό χθες και το κοντινό τώρα- η μνήμη ισχυρή ή ασθενής και η ζεστή καθημερινότητα. Η γεροντική υπερμνησία που θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα παλιά και η γερασμένη πραγματικότητα που σε προσγειώνει. Οι ξέφρενες φαντασιώσεις του παιδιού παράλληλα προς την απέλπιδα αίσθηση του ηλικιωμένου. Μνήμη που ανθίζει και μνήμη που συρρικνώνεται· μνήμη που γεννά χαμόγελα ή στυφές γεύσεις. Μία αρθρωτή, μυθοπλαστικά δουλεμένη, βιογραφία για τη ζωή των παιδιών που πέρασαν εφηβεία στη δεκαετία του ’60.
Θέμα του κεντρικό, η κλιμακωτή συνειδητοποίηση των γηρατειών με παλιμπαιδισμούς και ξεμωράματα. Άλλοτε σαν όνειρο και άλλοτε σαν ενσυναίσθητη ανάμνηση. Γέροι ετοιμοθάνατοι που αρνούνται να φάνε και, την ώρα του δικού τους αγγελοκρούσματος, κουβαλάνε τους πεθαμένους στο δωμάτιο. Ενδιαφέρουσα ενδοσκόπηση της ηλικίας στην οποία ο άνθρωπος «γίνεται πατέρας του πατέρα του», αλλά το ίδιο ενδιαφέρουσες και οι
ψυχαναλυτικού τύπου βυθοσκοπήσεις στην παιδική ηλικία.
Πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, ο πατέρας, η μητέρα και ο παιδικός φίλος
Αναστάσης που «τον φωνάζουνε Βάτραχο στο σχολείο, για τις φαρδιές διχάλες στα δάχτυλα των ποδιών του». Ύμνος στη φιλία οι σελίδες οι αναφερόμενες στον Αναστάση, ισόβια νεκρό πια φίλο.
Η γραφή του Χρηστίδη, οπτική και απτική συγχρόνως, ξέρει να σταματά
όπου χρειάζεται και να φωτίζει με αδρές πινελιές τα πλάνα. Μια ιδιαίτερη εμμονή στα πόδια και δη τα γυναικεία. Οι μεταξωτές κάλτσες με ραφή μετεξελίσσονται σε νάιλον καλσόν. Φετίχ τα παπούτσια, αναφέρονται στα περισσότερα κείμενα. Σανδάλια, πέδιλα, γόβες, σκαρπίνια, συλλειτουργούν με μηρούς, γάμπες, αστραγάλους, πατούσες. «Φετιχιστής επιτηδευματίας» εξάλλου αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος, όταν, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, καταχωρίστηκε ως έμπορος γυναικείων υποδημάτων.
Μία άλλη ιδιαιτερότητα, παιδιόθεν, είναι η έλξη-άπωση με τα ζώα, και δη τα
έντομα, που διακρίνει τη συμπεριφορά του Νικηφόρου. Γραμμένα «με τη γύμνια της επιθυμίας και του θανάτου», τα κείμενα του Χρηστίδη οδηγούνται λυτρωτικά στο τέλος του ήρωά τους. Πόσο ωραία επέρχεται αυτό το τέλος στο καταληκτικό αφήγημα:
«Χτες πέθανα κι εγώ. Συνάντησα τον πατέρα και τη μητέρα μαζί. Είχαν γίνει
ένα. Μπήκα μέσα στη μητέρα, να μην πιάνουμε πολύ χώρο, αφού οι άνθρωποι
ήταν πολλοί και όλα είχαν ειπωθεί Είναι όμορφα εδώ, ο κόσμος άνω κάτω
και—».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΪΤΣΑΡΑΣ

www.oanagnostis.gr, 14.10.2016

Διαβάζοντας τον Αναποδογεννημένο του Χρήστου Χρηστίδη, αντιλαμβάνομαι από την πρώτη κιόλας σελίδα πως οι ψυχαναλυτικές μου κεραίες ευαισθητοποιούνται. Και ως την τελευταία γραμμή -την τελευταία παύλα- δεν κατάφερα να μην παρασυρθώ από την χρησιμοποίηση του ψυχαναλυτικού φακού για την ανάγνωση.

Σκέφτομαι την προτροπή που απευθύνουν γονείς και κοινωνικό σύνολο σε κάθε νέο άνθρωπο: Κατασκεύασε το μέλλον σου! Είναι προτροπή, ή ακόμα και προσταγή, που η ψυχανάλυση θα προσπαθήσει να μετατρέψει σε ευχή: Κατασκεύασε το παρελθόν σου[1].

Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί την έννοια της “κατασκευής”. Είναι όρος που δηλώνει μια διεργασία μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας για την ανασύσταση μέρους της παιδικής ιστορίας του ανθρώπου, πραγματικής ή φανταστικής.

Νιώθω πως αυτό ακριβώς επιχειρεί το βιβλίο: Μια κατασκευή, εκ των υστέρων.

Πράγματι, στα 78 κείμενα του αφηγήματος του Χρηστίδη, «άκουσα» την προσπάθειά του να υφάνει την ιστορία του αφηγητή, χρησιμοποιώντας τον γραπτό λόγο, την λογοτεχνία. Το υφαντό του, με στημόνι την μνήμη, στήνεται με δεξιοτεχνία πηγαίνοντας απ’ το τότε στο τώρα, από την παιδική ηλικία, στην εφηβεία, στην ενηλικίωση και στο γήρας. Και το αντίστροφο. Μια διαδρομή φαινομενικά δίχως προορισμό, μα που καταλήγει στο στήσιμο μιας ταινίας που διατρέχει τον χρόνο.

Διαγράφεται έτσι μια βιογραφία, ένας εαυτός, πάντα σε κίνηση, σε εξέλιξη, σε μεταβολή. Το βιβλίο μοιάζει σαν μια προσπάθεια ιδιοποίησης του παρελθόντος και των αλλαγών που φέρνει η ζωή, έτσι ώστε η ύφανση του αφηγήματος να καθιστά την προσωπική ιστορία λιγότερο ξένη, λιγότερο επώδυνη.

Ο αφηγητής επιχειρεί με μαεστρία να κρατήσει μια σχέση ανάμεσα σε εκείνον και το παρελθόν του, ειδικότερα μια επαφή με τα παιδικά του χρόνια. Γιατί ξέρει πως τότε σημαδεύτηκε από πρόσωπα και γεγονότα, από παραστάσεις. Ξέρει πως πολλά απ’ αυτά είναι θαμμένα, λησμονημένα, απωθημένα. Ξέρει επίσης όμως πως, ακόμα και ξεχασμένα, συνεχίζουν να επιδρούν πάνω του, να καθορίζουν την πλοκή της ψυχικής του δραματουργίας. Τα ανακαλεί λοιπόν στη μνήμη, ή τα κατασκευάζει. Και τα γράφει.

Είναι μια κατασκευή ενός παρελθόντος που έχει τις ρίζες του στο παρόν!

Βρίσκω εκπληκτική αυτή την ικανότητα σύνδεσης που διατρέχει το βιβλίο του Χρηστίδη. Ένας ποιητικός κι ανάλαφρος τρόπος ανακατασκευής του παρελθόντος σύμφωνα με το παρόν και ίσως μπρος σε ένα αδυσώπητο μέλλον. Και μέσα από την ψυχική κατασκευή γεννιέται το αφήγημα με τον ανατρεπτικό τίτλο Αναποδογεννημένος. Θα έλεγε κανείς πως το παρελθόν γεννήθηκε ανάποδα, ξεκινώντας από το παρόν…

Έτσι το λογοτεχνικό έργο γίνεται ζωντανή πηγή συναντήσεων, του τώρα με το τότε, της μνήμης με την πραγματικότητα. Για τον λογοτέχνη αφηγητή που ψάχνει τη θέση του και που είδε ανάποδα το φως του κόσμου, αναφύεται το καλό νέο: Η δημιουργία εγγυάται να του βρει μια θέση στο σύστημα, στην οικογένεια, στη γενεαλογία, στη χρονική τάξη. Το αφήγημα, η φαντασιακή έκφραση, ως άλλη ψυχανάλυση, θα δώσει την δυνατότητα να ειπωθεί το συναίσθημα, να γίνουν λέξεις οι φόβοι, οι συγκρούσεις και οι επιθυμίες. Τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής.

Το «οικογενειακό μυθιστόρημα» θριαμβεύει! Με τον όρο αυτό χαρακτήρισε ο Φρόιντ τις φαντασιώσεις μέσω των οποίων το άτομο τροποποιεί φαντασιακά τους δεσμούς με τους γονείς και το περιβάλλον του, επινοώντας για την περίπτωση ένα είδος μυθιστορήματος[2]. Ο Χρηστίδης επινοεί το δικό του μυθιστόρημα, αναμιγνύοντας τους ρόλους και τους χρόνους, σε μια ποιητική θεραπευτική φαντασία, με στόχο, συνειδητό ή μη, την θεραπεία, την φροντίδα την αναμνήσεων:

Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.

Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο κείμενο:

Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. -Ποιος είσαι εσύ; σου λέει.

-Έλα μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σου μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια, της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.

-Καίει μπαμπά, σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.

Χρειάζεται άραγε να προσθέσω εδώ ότι, κατά τον Φρόιντ, οι φαντασιώσεις αυτού του είδους έχουν τις ρίζες τους στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα;

Με ευχαρίστηση ανίχνευσα στο αφήγημα την επιδέξια προσπάθεια του συγγραφέα να μετασχηματίσει τον παρελθόντα χρόνο ώστε το «πριν» να συνεχίσει να υπάρχει και να διατηρήσει την σύνδεσή του με το «τώρα», να κατασκευάσει ένα παρελθόν που να είναι πράγματι η αιτία και πηγή της ύπαρξης, τώρα που η ύπαρξη η ίδια απειλείται από το τέλος, από τον θάνατο. Τώρα που,

…μέχρις εδώ ήταν, σκέφτεται βαρύθυμος…

Σκασμένος μπαίνεις στο αμάξι και φτάνεις σε μια έρημη παραλία. Από τη θάλασσα ξεπροβάλλει…

Ευτυχώς, ξεπροβάλλει η ανάμνηση. Με νοσταλγία, με πόνο, αλλά απαραίτητη για τη σύνδεση, για το τώρα και για το μέλλον, όσο μικρό και κοντινό κι αν είναι.

Να είναι η νοσταλγία, η λύπη για όσα έγιναν ή δεν έγιναν, να είναι ο πόνος για το χαμένο παρελθόν και το επώδυνο παρόν που οδηγούν τη σκέψη του αφηγητή; Σίγουρα λίγο απ’ όλα αυτά καθώς το τώρα είναι το τώρα. Και «τώρα» σημαίνει σήμερα, χτες και αύριο. Τα ανθρώπινα όντα που είμαστε αισθανόμαστε και πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνάει. Και μάλιστα ισχυριζόμαστε πως περνάει πιο γρήγορα όσο γερνάμε. Αλλά ο Χρόνος αγνοεί ότι περνάει, είναι ακίνητος, δεν έχει ηλικία. Κι ο καθένας μας έχει όλες τις ηλικίες όταν σταματήσει να τεμαχίζει τον χρόνο, στο πριν και το μετά.[3]

Το γραπτό του Χρηστίδη αγνοεί τον χρόνο, όπως ακριβώς το υποσυνείδητο. Στο ίδιο κείμενο συναντούμε τρεις στιγμές. Το πριν, το πιο πριν, το τώρα:

Στον καθρέφτη απέναντι αντικρίζεις σάρκα κουρασμένη, αποκαρδιωμένη, πένθιμη.

Πόσα παγωτά έφαγες φέτος το καλοκαίρι, Νικηφόρε;

Ξυπνάς μούσκεμα. Πεινάς σαν λύκος.

Οι εικόνες οι λέξεις οι εκφράσεις και οι αισθήσεις που στήνουν το αφήγημα του Χρηστίδη με παραπέμπουν στον ελεύθερο συνειρμό της ψυχανάλυσης. Όπως στην ψυχοθεραπεία, έτσι και στο υφαντό με τίτλο Αναποδογεννημένος, τα πολύχρωμα νήματα των άσχετων σκέψεων εμφανίζονται δήθεν τυχαία. Αλλά διαφαίνεται εύκολα μια κρυφή κλωστή που τα ενώνει, η υποσυνείδητη επιθυμία για σύνολο, για νόημα, για ολοκλήρωση του πίνακα, της βιογραφίας. Στο τέλος, τα ξέφτια του μέλλοντος, η σκιά του επερχόμενου θανάτου, θα έχουν (ανάποδα) τη θέση τους στο αφήγημα:

Χτες πέθανα κι εγώ… Είναι όμορφα εδώ, ο κόσμος άνω κάτω και –

Τέλος. Παύλα δίχως τελεία, σαν ένα κρόσσι που τελειώνει το υφαντό της μνήμης και, μαζί της, της ύπαρξης.

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

“Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα”, 11.9.2016

Βραχυγραφία της ύπαρξης

O κόσμος άνω κάτω. Με αυτές τις λέξεις τελειώνει το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Χρηστίδη (γεν. 1953), κλείνοντας μια κατακερματισμένη σε εβδομήντα οκτώ στιγμιότυπα αφήγηση. Αποδυόμενος σε μια ιδιότυπη ποιητική της ύπαρξης, ο αφηγητής αναβιώνει ανακατωμένες τις σκηνές της ζωής του, παλινδρομώντας περίλυπος και σαρκαστικός μεταξύ απαρχής και λήξης. Στον συντομογραφημένο του βίο συναιρούνται η αφετηρία και ο αφανισμός, η εκπνοή και η έκσταση, το ξεκάρδισμα και ο λυγμός, ο ίμερος και η ερήμωση, η σάρκα που αγάλλεται και το σώμα που θνήσκει. Μες στο μνήμα εντοιχίζει ένα λίκνο και εκεί γεννιέται ξανά για να τελετουργήσει έναν αποχαιρετισμό προς εαυτόν.

Πρόκειται για ένα «ιδιωτικό δρομολόγιο», όπως μας πληροφορεί το εβδομηκοστό δεύτερο επεισόδιο αυτής της ανεστραμμένης βιογραφίας· το πιο συγκινητικό του βιβλίου. Ο απομόναχος ταξιδευτής, νοσταλγός αλλά εσαεί άπατρις, επιβάτης σε ένα σαραβαλιασμένο όχημα, αφήνει τον οδηγό να τον πάει μέχρι το τέρμα, στο πέρας της μνήμης, εκεί όπου ο σπαραγμός νεύει στο θαύμα. Τα τοπία δείχνουν λεηλατημένα, «μαύρο αίμα αναβλύζει από τα θεμέλια των σπιτιών», «βουλιάζεις σε σκοτεινή λάσπη», οι τριγμοί των περασμένων καλοκαιριών ηχούν χειμέριοι, το σχολικό αλφαβητάρι φυλλορροεί στις σελίδες ενός γεροντικού, ξεχαρβαλωμένου ημερολογίου, στο κατερειπωμένο διαμέρισμα τα ίχνη ενός άλλοτε «παράφορου δωματίου» πνίγονται στα νερά του μαρμάρινου, επιτύμβιου θαρρείς, δαπέδου. Τα από καιρό σβησμένα αστραποβολήματα διαπερνούν τα κλειστά βλέφαρα, «βαριά, ασήκωτα απ’ τα νομίσματα». Το «μελάνι του τόπου», το μαύρο αίμα της μνήμης, γίνεται καταρράκτης και χείμαρρος, οργώνει με ρωγμές και ρήγματα τον χλοερό παλιό χρόνο. Ολα τον «προσκαλούν στον ουρανό», ενώ στο χώμα χάσκει ο τάφος του. «Εσύ πασχίζεις για το ακατόρθωτο», υπενθυμίζει στον εαυτό του.

Προτού ξοδέψει τα τελευταία του κέρματα και αναληφθεί διά παντός, ο αφηγητής απολαμβάνει ένα ύστατο ξεφάντωμα των αισθήσεων. Αν και «εξόριστος της θαλερής σάρκας», αναριγεί ξανά από παλιά αγγίγματα και ανεξάλειπτα μοσχοβολήματα. Ο νους του συγκλονίζεται από τους χθόνιους ιριδισμούς της γυναικείας επιδερμίδας, που υπόσχονται το κρεσέντο της αφής. Ωστόσο, το κεντρί ενός επιθανάτιου σπασμού διατρυπά την ονειροπόληση και τον επιστρέφει στο δικό του πένθιμο σώμα. Οι σκιές έχουν ξεγδαρθεί από το δέρμα. Κανένα του σημάδι επί γης. Πεθαίνοντας σε ένα δωμάτιο γηροκομείου, αντιμετριέται με ένα ρολόι, όπου ο ωροδείχτης «τρέχει πιο γρήγορα από τον λεπτοδείχτη». Θήραμα του χρόνου μέχρι το τέλος της αντίστροφης μέτρησης. Οι πληγές δεν θα ξεραθούν για να αποκαλύψουν «το ερεθισμένο, λείο δέρμα».

«Τώρα, ξύνοντας τα κάκαδα των γηρατειών, φανερώνεις χάσμα και σκοτάδι».

Ο αφηγητής, διανύοντας αυτή την εσωτερικευμένη διαδρομή, τελεί ένα μύχιο κατευόδιο. Το δεύτερο πρόσωπο του ενικού επιβάλλεται στη μνήμη και την προσωποποιεί. Ενόσω εκείνη θυμάται, στα παρελθόντα εκχωρείται ένας πλασματικός, παροδικός ενεστώτας. Από το άλλο μέρος, ο διάλογος ανάμεσα στον εκλιπόντα και το μνήμον είδωλό του ρέπει προς μία αναμέτρηση, που επιτρέπει ακόμη και τον χλευασμό. Μια «αδιάκριτη φωνή» τον παραβιάζει. Το μετείκασμα του αλλοτινού του προσώπου τον σαρκάζει για τις επίγειες επιθυμίες του, τόσο εκπρόθεσμες πια.

Ο Χρηστίδης διαστίζει με ειρωνεία την ποιητικότητα της γραφής, προσδίδοντας στη μελαγχολική του αφήγηση την επίφαση ενός παιγνίου. «Δεν χρειάζονται πιόνια. Παιχνίδι του μυαλού είναι». Παιχνίδι πικρό και οδυνηρό, που παρ’ όλα αυτά είναι και ξεγέλασμα. Ο αφηγητής περιπαίζει τον εαυτό του για το μείζον βάσανό του, τη θνητότητα. Με γέλια και δάκρυα γεννιέται και πεθαίνει ξανά. Βάφτιση και ταφή, ανάμεσα στις δύο τελετουργίες της ύπαρξης ξαναζεί φορώντας τραγικές μάσκες τα εγκόσμια πάθη του, για να βρεθεί μετέωρος στο χείλος μιας άληκτης φράσης, στην κόχη ενός «και», που εξανίσταται σε κάθε συντέλεια, εξυφαίνοντας τη συνέχεια. Επέκεινα αυτού του «και» λύεται η αιχμαλωσία της μνήμης. Είναι ώρα να σβήσει το φως, να σβήσουν οι λέξεις, «να ’ρθει η νύχτα να σβήσει τα ονόματα στα μνήματα».

ΤΕΛΛΟΣ ΦΙΛΗΣ

parallaximag.gr 30.8.2016

Μη φοβάσαι το μελάνι του τόπου σου

Τι είναι λογοτεχνία σε έναν κόσμο στον οποίο όλα έχουν ειπωθεί από την καλή κι από την ανάποδη; Μα τι άλλο από την επιστροφή στη γενέθλια μήτρα με τις πιο απλές λέξεις, λέξεις που στάζουν υπολείμματα μνήμης, σαν μετά από μια μετατραυματική περίοδο οπότε όλα τακτοποιούνται μέσα μας με έναν τρόπο όπου το σημαντικό μπλέκεται με το ασήμαντο, ώστε, με τον πιο περίτεχνα μονταρισμένο χρονικό προσδιορισμό, η αρχή να είναι το τέλος, το ίσιο να είναι το ανάποδο του χρόνου που κύλησε και η πραγματική αναζήτηση να είναι το ατρόμητο σάλτο από την επιφάνεια του ρεαλισμού στο απύθμενο βάθος του ονείρου. Με το πρώτο του μικρό αφήγημα, μόλις 87 σελίδων και 78 κεφαλαίων, ο Χρήστος Χρηστίδης καταφέρνει να μετατρέψει σε λόγο την άναρχη δομή του φαντασιακού, ξύνοντας με επιμέλεια κι αξιοθαύμαστη αυτοτέλεια τα τοιχώματα του ασυνειδήτου του αφηγηματικού υποκειμένου, χωρίς φόβο ή ενοχή, σαν ένα παιχνίδι του χρόνου με τα γεγονότα, με πρωταγωνιστή τον ίδιο και θέμα την ίδια του την ύπαρξη. Διαβάζοντας το αφήγημά του, με τον έντεχνα παραπλανητικό τίτλο Αναποδογεννημένος, διαπίστωσα πως με μια σχεδόν χειρουργική οικονομία, που μοιάζει να γίνεται αυτόματα αλλά που βεβαίως υποκρύπτει βασανιστική φροντίδα και πολύ κόπο από τη μεριά του συγγραφέα, καταφέρνει να οδηγήσει τον αναγνώστη στα πλέον μύχια ένστικτά του, σαν κάτι το αυτονόητο, δημιουργώντας ένα «εικονο-φαντασιακό» περιβάλλον, με την έννοια όπως εξελίχθηκε στα μεταγενέστερα χρόνια της ψυχανάλυσης, μέχρι να φτάσει στην τελική φάση του θανάτου, που είναι ακριβώς κι η στιγμή της γέννησης . Γιατί τι άλλο είναι το φαντασιακό παρά οι εικόνες, οι αυταπάτες που έχουμε, οι ψευδαισθήσεις, η σαγήνη που μας προκαλείται από αυτές ή από την έλλειψη τους… Όλα αυτά τελικά που αποτελούν τι άλλο; Το ασυνείδητο. Ο χρόνος για τον Χρηστίδη είναι οι λέξεις. Οι λέξεις του διαθέτουν τη βαρύτητα του χρονικού προσδιορισμού, δημιουργούν την ατμόσφαιρα μιας υποκειμενικής αυταπάτης που ο ίδιος λίγο αργότερα αποδομεί, μη σταματώντας να καταγράφει μια οδυνηρή ζωή, σαν ένα παιχνίδι της παιδικής ηλικίας. Να ωριμάζει και πάλι να χρησιμοποιεί τις λέξεις για να επανέλθει σε μια άλλη ηλικία, σε μια άλλη οπτική, όχι για να διδάξει αλλά για να κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: να δείξει. Και γιατί αυτή η τόσο επίπονη για τον συγγραφέα και απολαυστικά επώδυνη για τον αναγνώστη διαδικασία είναι λογοτεχνία; Γιατί απλούστατα σε έναν κόσμο στον οποίο όλα έχουν ειπωθεί από την καλή κι από την ανάποδη απαιτείται η θανάτωση, μέχρι εξαφανίσεως, οποιουδήποτε χαρτογραφημένου συναισθήματος και το κοίταγμα στον καθρέφτη χωρίς παραμορφωτικά καλολογικά στοιχεία, παρά μόνο με τα υλικά της «αναζήτησης του χαμένου χρόνου». Ο Χρηστίδης καταφέρνει όλες μας οι αισθήσεις να λειτουργούν σαν σελιδοδείκτες σε ένα περιβάλλον τόσο εξωφρενικά ιδιωτικό ,που καθιστά τον Αναποδογεννημένο ένα ανάγνωσμα που αφορά τους πάντες, μια ρωμαλέα κατάθεση που περιμένει με σιγουριά τον σωστό χρόνο για να την ανακαλύψουμε όλοι. Να βυθιστούμε στο σύμπαν του, για να δούμε ίσως οι πιο τυχεροί το δικό μας σύμπαν να ενυπάρχει σε κάποιο από τα κεφάλαιά του, σαν μνήμη που προσπεράσαμε, σαν ζωή που δεν αφεθήκαμε να ζήσουμε. Σαν προφητεία αυτου που είμαστε κι αυτού που μας περιμένει όλους στο τέλος. * Φράση από το βιβλίο (σελ 48).

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ

“Τα Νέα”/ “Βιβλιοδρόμιο”, 27.8.2016

«Το χαστούκι που τρως αντηχεί σ’ όλη τη γειτονιά»

Οταν δημοσιεύεις το πρώτο σου βιβλίο στα 63 σου χρόνια (όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του ο Χρήστος Χρηστίδης είναι γεννημένος στα 1953 και το αφήγημα (;) «Αναποδογεννημένος» είναι το πρώτο του βιβλίο) θα πρέπει οι απαιτήσεις όσον αφορά τον εαυτό σου να έχουν υπάρξει πολύ μεγάλες ώστε να πραγματοποιείς το συγγραφικό σου ντεμπούτο σε σχετικά ώριμη ηλικία. Ενα διακρινόμενο άγχος να προφθάσει να τα πει όλα με το πρώτο του αυτό βιβλίο ο Χρήστος Χρηστίδης δεν εγγράφεται στα μειονεκτήματά του αφού μια πλησμονή λεπτομερειών – συναρπαστικών σχεδόν στο σύνολό τους – δεν αποκλείεται να μεταβάλει τον «Αναποδογεννημένο» στο μέλλον σε ένα «τετράδιο εργασίας» προκειμένου οι λεπτομέρειες αυτές να ανασάνουν φυσιολογικότερα σε βιβλία που πρόκειται να γράψει.
Επομένως δεν θα τον ενδιαφέρει να κριθεί με επιείκεια, αφού το βιβλίο του θα μπορούσε να είναι το τέταρτο ή και το έβδομο αν είχε αρχίσει, για παράδειγμα, να δημοσιεύει στα 28 του χρόνια ώστε με ένα βιβλίο κάθε πέντε χρόνια δικαιολογημένα θα λογαριαζόταν ως ένας – όχι βέβαια ιδιαίτερα – παραγωγικός συγγραφέας. Το κυριότερο ωστόσο μειονέκτημα του βιβλίου – ευτυχώς από μια πλευρά – εστιάζεται, όπως συμβαίνει με ένα πλήθος βιβλίων τα τελευταία χρόνια, στο οπισθόφυλλό του, όταν διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα, σε σχέση με την βαθύτερη υφή του: «Βραχυπερίοδη, ενεστωτική φωνή, με σαρκαστική νοσταλγία, συλλέγει και ταξινομεί επεισόδια μιας επινοημένης βιογραφίας».
Κατ’ αρχάς γιατί «σαρκαστική νοσταλγία»; Οσο και αν ο τίτλος ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου της γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν» υπαινίσσεται μιαν αλλαγή σε σχέση με τον τρόπο που θυμάται κανείς, ενδεχομένως λιγότερο τρυφερό και βασανιστικό, η νοσταλγία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι σαρκαστική. Πολύ περισσότερο όταν αφορά σε μια «επινοημένη» βιογραφία, που σημαίνει ότι τα περιστατικά τα οποία τη συγκροτούν έχουν επιλεγεί συνειδητά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογούν την ύπαρξη μιας λέξης όπως η λέξη «σαρκαστική». Κάτι που προσδίδει σε όλο το βιβλίο τον χαρακτήρα μιας κατασκευής, ευτυχώς όμως εντελώς ανύπαρκτου στον «Ανοποδογεννημένο», έτσι ώστε και η λέξη «σαρκαστική» να ακούγεται καταχρηστική και τα βιωματικά στοιχεία του αφηγήματος, καίρια μεταπλασμένα, να είναι αδύνατον να αμφισβητηθούν.
Αν και «επινοημένη βιογραφία» δεν θα δίσταζε κανείς να τη χαρακτηρίσει και ως ένα ψυχολογικό θρίλερ αφού, έστω και αποσπασματικά τοποθετημένα μέσα στις 78 μικροϊστορίες του βιβλίου, τα περιστατικά που στοιχειοθετούν τη σχέση του ήρωα – που φέρει το όνομα Νικηφόρος – με τον πατέρα του και τη μητέρα του, σε περίπτωση που τα ένωνες, θα αποκτούσες μιαν ανάγλυφη ερμηνεία του όρου «αναποδογεννημένος» ή μάλλον του τι ακριβώς έχει συμβεί ώστε να χαρακτηρίζει κανείς τον εαυτό του με αυτό το απολιτογράφητο ευρέως επίθετο. Μια ακόμη αντίφαση: με το να θεωρεί ο Νικηφόρος τον εαυτό του ως «αναποδογεννημένο» όχι χάρη σε συνθήκες που εξελίσσονταν ενώ ο ίδιος δεν είχε καμιά ακόμη συνείδηση του κόσμου – γεγονός που θα έδινε έναν τόνο κυριολεξίας στον τίτλο – αλλά σε όσα υφίσταται, ενώ είναι σε θέση να έχει μια έστω και θολά διαμορφωμένη αντίληψη των πραγμάτων, είναι κάτι που εύκολα το προσπερνάς. Καθώς η πλειονότητα των ανθρώπων, όσο δυσχερής και αν υπήρξε η στιγμή της έλευσής τους στη ζωή, κάθε άλλο παρά αναποδογεννημένο θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε περίπτωση που τους είχε επιφυλαχθεί μια ζωή δίχως τις βαριά τραυματικές σφραγίδες, τις χαραγμένες σχεδόν με εγκαυστική στο σώμα και στην ψυχή του Νικηφόρου.
Όσο καθοριστικές όμως αναγνωρίζεις τις «σφραγίδες» της μητέρας και του πατέρα («Το επόμενο πρωί, η μαμά σε βάζει κάτω και σε κουρεύει με την ψιλή» ή «Το χαστούκι που τρως – σημ. της μαμάς – αντηχεί σ’ όλο το σπίτι, σ’ όλη τη γειτονιά» και την απειλή του πατέρα «Θα σε δώσω στην Μπαμπόγρια, στου Μεϊντάνη»), το ίδιο καταλυτικές αναδεικνύονται οι παρουσίες της γιαγιάς, της δασκάλας, του συμμαθητή Αναστάση, του επονομαζόμενου Βάτραχου, της θείας Λούλας και της θείας Μεταξίας. Διαβατικές καθώς θα τις χαρακτήριζε κανείς τις παρουσίες αυτές, υπογραμμίζουν μια επιπλέον συστατική ιδιότητα του «Αναποδογεννημένου», που δεν είναι άλλη παρά αυτή ακριβώς που καθορίζει η ίδια η οικονομία της ζωής: το τυχαίο, το συμπτωματικό, να ευθύνονται στον ίδιο ακριβώς βαθμό για τη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα, όσο τουλάχιστον ο οργανωμένα, πολλές φορές επί τούτου, προκειμένου να προκληθεί μια καταστροφή, άμεσος περίγυρος. Τα ανύποπτα και τα απομακρυσμένα μέσα στον χρόνο «συναλλάσσονται» μέσα στον «Αναποδογεννημένο» με τα ογκώδη και τα καθημερινά, καταργώντας το σύνορο ανάμεσα στο πραγματικό και στο ονειρικό, και επιπλέον χωρίς να αισθάνεσαι τον συγγραφέα τους να ζητάει συγγνώμη από τους αναγνώστες για την άμεση και αστραπιαία αλλαγή ύφους και τρόπου γραφής. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ο εφιάλτης να αποκτάει τις ακριβείς, καθολικές του δηλαδή διαστάσεις.
Σε σημείο που να μην του χρειάζονται συχνά – του συγγραφέα – ούτε καν πέντε αράδες ώστε όση προοπτική θανάτου αναγνωρίζει σε ένα γηροκομείο, την ίδια ακριβώς, αν όχι μεγαλύτερη, να κλείνει μέσα της η φράση: «Ξιφομαχείτε στο οικόπεδο με τη βαθύσκιωτη συκιά. Κανονικός συντεταγμένος στρατός με κοντά παντελονάκια. Δυο λόχοι. Ο δικός σου και του Βάτραχου, Αναστάση τον λένε, αλλά τον φωνάζετε έτσι στο σχολείο για τις φαρδιές διχάλες στα δάχτυλα των ποδιών του». Ή η ξινή φρουτόκρεμα στο στόμα του μωρού να σημαίνει το τέλος, έχοντας κάνει την αρχή ο πατέρας που πεθαίνει «και δεν αγγίζει το φαγητό του».

ΑΚΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών”, 9.7.2016

Το ξύπνημα της μνήμης

Περίπου πριν από έναν χρόνο, από αυτό εδώ το βήμα, είχα γράψει για τρία νεοεκδοθέντα βιβλία των εκδόσεων του Εντευκτηρίου — δύο ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων, όλα ιδιαίτερα αξιοσύστατα. Τώρα, αφορμή είναι μία ακόμα έκδοση του Εντευκτηρίου: το αφήγημα «Αναποδογεννημένος» του Χρήστου Χρηστίδη.
Ενα προσεγμένο, ολιγοσέλιδο βιβλίο (με τον πίνακα «Δύσκολη πόζα» του Γιώργου Ρόρρη για ταιριαστό εξώφυλλο) που έρχεται να βεβαιώσει πως οι (αραιές) εκδοτικές επιλογές του Γιώργου Κορδομενίδη υπακούν σε ένα στιβαρό αναγνωστικό αισθητήριο.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Χρηστίδης μάς παραδίδει μια αλληλουχία 78 σύντομων σπαραγμάτων, τα οποία ανασυνθέτουν μια λοξή αυτοβιογραφία. Τρία στοιχεία είναι κρίσιμα εν προκειμένω.
Πρώτον, ο Χρηστίδης είναι 63 ετών. Δεύτερον, η «αυτοβιογραφία» του «Αναποδογεννημένου» δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτοβιογραφία του συγγραφέα της. Τρίτον, οι μνήμες του χώρου και του χρόνου έχουν χρώμα και άρωμα Ελλάδας.

Κι όμως, κάθε ένα από αυτά τα τρία κρίσιμα στοιχεία ταυτότητας του ανά χείρας αφηγήματος θα μπορούσαν εξίσου να μην ίσχυαν — κι αυτό δεν θα άλλαζε στο παραμικρό την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει το βιβλίο.

Δηλαδή, δεν μας αφορά η ηλικία του συγγραφέα (αν και, εμφανώς, τον οπλίζει με το φίλτρο της εμπειρίας), δεν γνωρίζουμε τον βαθμό που τα αφηγηθέντα είναι αμιγώς αυτοβιογραφικά (και δεν έχει σημασία), ταυτιζόμαστε με τον ελλαδικό χωροχρόνο των προηγούμενων δεκαετιών, με τις μυρωδιές και τις εικόνες, αλλά το αφήγημα θα έστεκε σε οποιονδήποτε χώρο και χρόνο υπάρχει και μεγαλώνει άνθρωπος (κι αυτό είναι, λογοτεχνικά, σημαντικό).

Ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, με ακράτεια και μνήμες-βάσανο, σκαλίζει με επιμονή και σαρκασμό τα βήματα που τον έφεραν τόσο κοντά στο τέλος της διαδρομής του. Ομως, η αφήγηση παρατίθεται σε δεύτερο πρόσωπο: αμείλικτη, ευθύβολη, χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις.

Οι 78 μπλεγμένες αναμνήσεις (με τον αριθμό 78 ενδεικτικό, ίσως, της ηλικίας του αυτοβιογραφούμενου) ακροβατούν ανάμεσα σε ονειρικές καταγραφές γεγονότων, σε σκοτεινά παραληρήματα που μπερδεύουν το τότε με το τώρα και σε στιγμές που δεν λένε να σβήσουν από την ασθενική μνήμη. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο-σπάραγμα 41, ο Χρηστίδης γράφει, εν ονόματι του αυτοβιογραφούμενου (σ. 49):

Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία και καφέ. Κάθεται με τις ξαδέλφες και τις φίλες γύρω από πορτοκαλάδες και κρουασάν, μονολογούν όλες μαζί, ονειρεύονται την αυριανή ημέρα ίδια και απαράλλαχτη με τη σημερινή.
Το μεσημέρι μια φίλη της σου τηλεφωνεί αναστατωμένη.
Τις βρίσκεις στο εστιατόριο. Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. “Ποιος είσαι εσύ;” σου λέει.
“Eλα, μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σε μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια” της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.
“Καίει, μπαμπά” σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.

Αυτό το βιβλίο είναι απολύτως πιστό στον τρόπο των αφηγήσεων της μνήμης όταν αυτή ξυπνά: ένα γοητευτικό, γλυκόπικρο μείγμα πραγματικότητας (ιδωμένης μέσα από το φίλτρο της εμπειρίας) και επανεπινοημένων γεγονότων (σε τέτοιο βαθμό που είναι πια πιο πειστικά κι από τα όσα όντως συνέβησαν). Ετσι, ο καθηλωμένος γέρος που μας συστήνει ο Χρηστίδης πηγαίνει σε μέρη που ποτέ δεν τόλμησε όσο ακόμα τον βαστούσαν τα πόδια του — στα πατρογονικά του πατέρα του, στην ιδρωμένη αγκαλιά γυναικών, στον πόλεμο (με τον εαυτό και την πραγματικότητα), στα μνήματα των παιδικάτων και της εφηβείας του.

Αυτό το βιβλίο είναι, επίσης, μια υπενθύμιση πως ο όρος «πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας» δεν συνδέεται με την ηλικία του γράφοντος, παρά με την ωριμότητα του γραπτού — πράγμα που είχαμε, για παράδειγμα, δει και από τον σπουδαίο Τάσο Χατζητάτση, συμπτωματικά, πάλι, από τις εκδόσεις του Εντευκτηρίου.

Αντί κατακλείδας το σπάραγμα 36 (σ. 44):

“Σήκω, Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασό, στην Καππαδοκία”.
“Τι λες, πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο”.
“Πάει η μνήμη” σου λέει με σφραγισμένα χείλη.
Εξι χρόνια μακαρίτης – στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Περιοδικό “Εντευκτήριο”, τχ. 111, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2015

Ιστορία ενός φετίχ

Είναι ένα φαινόμενο που το παρατηρώ όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό:
συγγραφείς που κάνουν το ντεμπούτο τους με σύντομα, χωρίς ειδολογικό πρόσημο, πεζά, τα οποία, όντας γραμμένα κατ’ οικονομίαν, διεκδικούν μετά λόγου γνώσεως την προσοχή μας. Αν όμως ξύσει κανείς την επιφάνεια, ψάχνοντας κάτι περισσότερο από την επιμελημένη μορφή, είναι πιθανόν να αρχίσουν οι υποψίες. Είμαστε σε θέση να εμπιστευτούμε τέτοια κείμενα ως προπομπούς ενός πιο στέρεου μέλλοντος ή έστω (για να περιοριστούμε στα του παρόντος) ως τεκμήρια μιας οργανικής λογοτεχνικής σύνθεσης; Τα ερωτήματα παραμένουν μετέωρα, διότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να απαντηθούν. Ποιος θα διακινδυνεύσει απαντήσεις επί τη βάσει ενός και μοναδικού συγγραφικού δείγματος, στο πλαίσιο μιας παραγωγής (εννοώ πάντοτε την παραγωγή των πρωτοεμφανιζόμενων) η οποία αυξάνει με σταθερούς ρυθμούς;
Ο Αναποδογεννημένος του Χρήστου Χρηστίδη μένει ευθύς εξαρχής έξω από τον προηγούμενο κύκλο υποψιών. Το βιβλίο αποτελείται από 78 μονοσέλιδα πεζά, που, παρά την αυτονομία τους, συνιστούν μέρη ενός αδιάσπαστου συνόλου, εκβάλλοντας σε μιαν ενιαία ιστορία ζωής, για την οποία εύστοχα ο συγγραφέας επιλέγει τον χαρακτηρισμό «αφήγημα». Πρωταγωνιστής σε όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ο Νικηφόρος, που ανατρέχει ανάκατα άλλοτε στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια κι άλλοτε σε κατοπινές φάσεις του βίου του, ανακαλώντας ό,τι κατά κανόνα ανακαλούν οι προσωπικές αναμνήσεις: επεισόδια από το οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο εύλογα κυριαρχούν τα πρόσωπα των γονιών· στιγμιότυπα από το σχολείο και από τα παιδικά παιχνίδια· κομμάτια από έρωτες· ενήλικες ή ανήλικες φάσεις από τις επαφές με φίλους· εικόνες από το επαγγελματικό στάδιο. Κι αν όλα αυτά μοιάζουν στην αρχή κάπως ρευστά και ασυντόνιστα, γρήγορα καταλαβαίνουμε πως πλέκονται γύρω από έναν γερό κορμό, που δεν είναι άλλος από τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή — έναν χαρακτήρα που, μετακινούμενος μέσα στον χρόνο, δεν θα απομακρυνθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από τα στοιχεία τα οποία τον προσδιόρισαν ως παιδί.
Εκείνο που πρωτίστως τρέφει και δονεί τον χαρακτήρα του Νικηφόρου είναι η σεξουαλικότητά του. Θαυμαστής των ωραίων γυναικών (πρώτη σέρνει εδώ τον χορό η μάνα του, με την εκθαμβωτική ομορφιά και τη διακριτική,
πλην τόσο ζωντανή, φιλαρέσκειά της), ο Νικηφόρος θα προσηλωθεί από πολύ νωρίς σε ένα φετίχ το οποίο θα υπηρετήσει πιστά σε ολόκληρη τη ζωή του: στη λατρεία για τα γυναικεία πόδια, που ξεκινάει από τους μηρούς για να
καταλήξει στις γάμπες και στα πέλματα. Είναι μια σωματική γεωγραφία για την οποία ο Νικηφόρος θα κάνει κάτι πολύ παραπάνω από το να την τιμήσει με τον νου και την αισθήσεις του: θα της αφοσιωθεί επαγγελματικά, αποκτώντας ένα μαγαζί γυναικείων υποδημάτων. Το φετίχ είναι ένα πάθος για τη λεπτομέρεια και ο Χρηστίδης ξέρει πώς να προσφέρει στη λεπτομέρεια, τον χώρο που θα της επιτρέψει να ξεδιπλωθεί και να αναπνεύσει με όλη της τη δύναμη – με πολλαπλά close up, με μακρινά πλάνα που θα βάλουν στο κάδρο και άλλες λεπτομέρειες, με εμμονικές επαναλήψεις που θα υπενθυμίσουν τι εστί φετίχ, όπως και με μιαν έντονα αισθησιακή γλώσσα που δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ την παραμικρή ευκολία, που δεν θα λειτουργήσει ποτέ ως θέαμα προς κατανάλωση: Κάθεστε όλοι μαζί στο τραπέζι. Σου φαίνεται ατέλειωτος ο χρόνος μέχρι να έρθει η στιγμή να σερβίρει η μητέρα το αχνιστό γιουβέτσι, να ανάψει η κουβέντα για τα πολιτικά και να συρθείς στον υποτραπέζιο παράδεισό σου. Προσπερνάς άφοβα τις φιδίσιες γόβες της θείας Μαίρης, τα κροκοδειλίσια μποτίνια του θείου Πέτρου, και φτάνεις ξαναμμένος στις σαγιονάρες της Αδελίνας. Μαγεύεσαι από την μπρούντζινη καμπύλη του πέλματος και από το δέρμα που ροδίζει ανάμεσα στα δάχτυλα με τα βερμιγιόν νύχια.
Σύμφωνοι, αλλά κανένα φετίχ, αν θέλει να είναι πράγματι φετίχ, δεν ανακαλείται εν κενώ. Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει που έχει μετατραπεί σε αντικείμενο της μνήμης (μαζί με όσα το συνοδεύουν) αντί να συνεχίσει ανυποχώρητα την αναπαραγωγή του (τα φετίχ δεν είναι ούτε παροδικά ούτε τυχαία). Από ποια ακριβώς θέση λοιπόν ανακαλεί ο Νικηφόρος τον ποδολαγνικό του κόσμο; Από ποια θέση οφείλει να τον ανακαλέσει έτσι ώστε να μη διολισθήσει σε μιαν άνευρη, μνημονική καθήλωση, που θα εγείρει αυτομάτως τις λογοτεχνικές υποψίες για τις οποίες έκανα λόγο προεισαγωγικά;
Η μνήμη του Νικηφόρου είναι πράγματι καθηλωμένη, αλλά ο Χρηστίδης φροντίζει να της εξασφαλίσει πλήρη δραματουργική υποστήριξη. Η θέση από την οποία μιλάει ο πρωταγωνιστής είναι η γεροντική ηλικία – και μάλιστα μια δύσκολη γεροντική ηλικία, εγκλωβισμένη στον στενόχωρο περίγυρο του γηροκομείου και φορτωμένη με διάφορα προβλήματα υγείας, που έχουν μετατρέψει τον άλλοτε σφριγηλό ποδολάγνο, ο οποίος κράτησε επί δεκαετίες ανοιχτό το μαγαζί-φετίχ του, σε σωστό ερείπιο: σ’ έναν υπό προοδευτική κατάρρευση οργανισμό, που βλέπει το φάσμα του θανάτου να έρχεται κάθε
μέρα και πιο κοντά του. Στο σημείο αυτό θα ξεχωρίσουμε το κεντρικό αφηγηματικό στρατήγημα του Χρηστίδη. Ο Νικηφόρος του γηροκομείου δεν ανακαλεί απλώς το παρελθόν του – μπαίνει εξ ολοκλήρου στις παραστάσεις του και γίνεται ένα μαζί του. Η ποδολαγνεία, οι παιδικοί φίλοι, οι γονείς, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις και οι βραχύβιοι έρωτες, καταλαμβάνουν το παρόν (ζωντανεύουν σαν μια καινούργια πραγματικότητα στο εσωτερικό του),
καταργώντας τα σύνορα του χρόνου. Έτσι, τα περισσότερα κείμενα του Αναποδογεννημένου είναι σαν ένας τόπος με δύο πύλες: το παρελθόν βρίσκει ξαφνικά έναν τρόπο για να εγκατασταθεί στο παρόν την ώρα που το παρόν ανοίγει, το ίδιο ξαφνικά, μιαν είσοδο για να μετακομίσει στο παρελθόν.
Βιβλίο άρτιας αρχιτεκτονικής, ο Αναποδογεννημένος μάς συστήνει έναν ήδη ώριμο και ολοκληρωμένο συγγραφέα, αποδεικνύοντας ότι τα ηλικιακά όρια για μιαν έγκριτη πρώτη εμφάνιση είναι απολύτως συμβατικά: ο Χρηστίδης έχει γεννηθεί το 1953 και τίποτε δεν τον εμποδίζει να συνεχίσει και με επόμενους γόνιμους καρπούς τη μόλις αρχινισμένη πορεία του.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΤΗ ΝΑΤΑΛΙΑ ΓΛΥΚΑ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 11.7.2016

«Τα καλύτερα πίσω μας, τα χειρότερα μπροστά μας»

Ο Αναποδογεννημένος, πρώτο βιβλίο του Χρήστου Χρηστίδη (γενν. 1953), που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, αποτελείται από 78 μικρές ιστορίες (καμιά τους δεν υπερβαίνει τη μία τυπωμένη σελίδα), που καθεμιά τους μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς αλλά και όλες μαζί να εκληφθούν ως ένα αρθρωτό αφήγημα, στο οποίο οι κατατμήσεις του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) διαστέλλονται και αλληλεπιχωρούν.

Με οριακή αφηγηματική οικονομία, καθώς λέγονται μόνο όσα χρειάζεται να ειπωθούν (ή και ελάχιστα λιγότερα), επαφίεται στη διεισδυτικότητα αλλά και στις εμπειρίες βίου του κάθε αναγνώστη η συμπλήρωση των όποιων κενών, αυτών που δεν λέγονται αλλά βρίσκονται ανάμεσα στις λέξεις και κάτω από τις γραμμές.

Πρόκειται για ένα άρτιο, από κάθε άποψη, πεζογράφημα, που δεν εκβιάζει τη συγκίνηση του αναγνώστη αλλά της επιτρέπει να αναδύεται, κάθε τόσο, απροσδόκητα χάρη σε μια φράση ή μια παρατήρηση του αφηγητή.

Μέχρι να ακουστεί η “ετυμηγορία” των κριτικών, ζητήσαμε να ανιχνεύσουμε τις προθέσεις του συγγραφέα.

― Κύριε Χρηστίδη, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την κυκλοφορία του, ο Αναποδογεννημένος σας ήδη προκαλεί πολύ θετικά σχόλια, για την ώρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε συζητήσεις μεταξύ βιβλιόφιλων. Θέλετε να μας μιλήσετε για τις ρίζες αυτού του βιβλίου;

Η βασική επιρροή ύφους και χροιάς φωνής προέρχεται από τα Κτερίσματα του Μισέλ Φάις. Προσπάθησα να πιάσω το ηχόχρωμα αυτής της φωνής όπως ερχόταν στα δικά μου αυτιά. Αυστηρή, επιτιμητική και συγχρόνως τρυφερή, προστατευτική.

Σε αυτήν την πλατφόρμα γραφής θέλησα να μπολιάσω σε αρκετές ιστορίες το φαντασιακό/παράδοξο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Γονατά. Κάποιες πινελιές μαγικού ρεαλισμού στα σπαράγματα των ονείρων είναι επιρροές από τον κόσμο των νεκρών, του Χουάν Ρούλφο. Από τη θητεία μου στην ποίηση ελπίζω να πέρασαν κάποια στοιχεία από τον Τσαρλς Σίμικ.
Εάν το δευτεροπρόσωπο της φωνής έρχεται από τα Κτερίσματα, ο ενεστώτας ξεπηδά από μια φράση του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Οι άνθρωποι χωρίζουν τον χρόνο σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Για μένα είναι όλα παρόντα». Σαν να λέμε, μιλάω από το τώρα για το τότε σαν να είναι το τώρα.

― Χωρίς να μπορώ να το τεκμηριώσω, έχω την αίσθηση πως στο βιβλίο υπάρχει μια κινηματογραφική “οπτική”.

Επειδή όντως έχω ισχυρές επιρροές από τον κινηματογράφο, γράφω πλάθοντας σενάρια, ακόμα και για την ταυτότητα του αφηγητή. Έτσι, για μένα, η δευτεροπρόσωπη ενεστωτική φωνή είναι η συνείδηση του χαρακτήρα που μοιρολογεί το νεκρό (γερασμένο) σώμα και του εξιστορεί το παρελθόν/ταυτότητά του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του εμφυσήσει, μέσω της μνήμης, ξανά τη ζωή. Στο τέλος η έλευση του πατέρα, στο τελευταίο όνειρο ως προπομπού, σβήνει και τη δευτεροπρόσωπη φωνή της συνείδησης και ακούγεται πρωτοπρόσωπη η φωνή του χαρακτήρα.

― Ενώ ο Αναποδογεννημένος είναι φαινομενικά ένα βιβλίο κυρίως για τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια (και ειδικά με τους ανιόντες), θα έλεγα πως έχει (και) κοινωνιολογικές ―για να μην πω: πολιτικές― προεκτάσεις.

Η αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω ένα βιβλίο που να μιλάει για τα εξοργιστικά πολιτικά λάθη της γενιάς μου που στέρησαν ό,τι πιο σημαντικό στις νεότερες γενιές: την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο στον γενέθλιο τόπο τους. Είναι τραγικό να λες σε ένα δωδεκάχρονο παιδί: «Τα χειρότερα είναι μπροστά σου». Δεν κατάφερα όμως να συνδυάσω λογοτεχνία και πολιτική ανάλυση, έβγαινε ένα καταγγελτικό κείμενο, και έτσι πήγα από το συλλογικό στο ατομικό, επιλέγοντας την κοντινότερη αλληγορία στις προθέσεις μου που είναι το φάσμα των γηρατειών: Τα καλύτερα πίσω μας, τα χειρότερα μπροστά μας.

ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟ

www.bookpress.gr, 15.9.2016

«Γράφουμε για να κατευνάσουμε τους δαίμονές μας»,

Ο Χρήστος Χρηστίδης μέσα από τις εβδομήντα οκτώ μικρές ιστορίες του βιβλίου του Αναποδογεννημένος (εκδ. Εντευκτήριο) πραγματοποιεί αστραπιαία ταξίδια στο παρελθόν και στο μέλλον του ήρωά του. Καταργεί τη γραμμική ροή του χρόνου και αναδεικνύει αναπάντεχες συνάφειες μεταξύ στιγμών της ζωής του. Η παιδική ηλικία και τα γηρατειά συγκλίνουν με τρόπο ιδιαίτερο και οι εικόνες που δημιουργούνται δίνουν την αίσθηση του αναπότρεπτου.

Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;

Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι γράφουμε με την προσδοκία ότι θα καταφέρουμε να πούμε κάτι καινούργιο και έτσι να δημιουργήσουμε το προσωπικό μας ίχνος. Τελικώς, γράφουμε για να κατευνάσουμε τους δαίμονές μας, για να αναγνωρίσουμε τους διαφορετικούς εαυτούς μας και να μας γνωρίσουν καλύτερα οι φίλοι και οι εχθροί, γράφουμε ακόμα ακόμα και για την απόλαυση της γραφής. Στον Αναποδογεννημένο υπάρχει όντως μια προσπάθεια διαφορετικού αφηγηματικού ύφους με την δευτεροπρόσωπη ενεστωτική γραφή. Μέσω αυτής θέλησα να χρησιμοποιήσω το εξαιρετικά ασθμαίνον ύφος που δημιουργεί και, σε συνδυασμό με τα ακαριαία χρονικά περάσματα από την παιδική ηλικία στα γηρατειά και τανάπαλιν, να αναπαραστήσω, όσο πιο πειστικά γίνεται, την υπαρξιακή αγωνία για το τέλος του χρόνου μπροστά στον θάνατο. Επίσης, αυτή η γραφή πιθανόν να δημιουργεί μια διαφοροποιημένη αφηγηματική ματιά, το ότι μιλάω από το τώρα για το τότε σαν να είναι τώρα.

Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;

Εβδομήντα οκτώ μικροϊστορίες μάς ταξιδεύουν σε έναν τόπο όπου το παιδικό τρεχαλητό ξεπετάγεται μέσα από τα αρθριτικά, η μασέλα πέφτει για να βγουν νεογιλά δόντια, ο επιθανάτιος ρόγχος αναβλύζει από την κραυγή του οργασμού, και οι νεκροί επιστρέφουν κοντά μας για να μας διηγηθούν τις ιστορίες τους, μόνο που φορούν τη δική μας φωνή. Σε αυτόν τον ανάποδο τόπο έχουμε καταφέρει να καταργήσουμε τον νόμο της ανθρώπινης εξέλιξης και προόδου˙ σε αυτήν την κοινωνία συμβαίνει το επιστημονικά παράδοξο ότι όσο περνάει ο χρόνος αυξάνεται η εντροπία της, ακριβώς σαν το ανθρώπινο σώμα, όπου η γήρανση και η φθορά του αυξάνει την εσωτερική τροπή (εντροπία) έως ότου φτάσει τον μέγιστο βαθμό της, που είναι ο θάνατος. Υφίσταται στ΄ αλήθεια αυτός ο τόπος; Πιστεύω ότι στη λογοτεχνία υπάρχει μόνο μια αλήθεια, το ψέμα του συγγραφέα.

Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».

Λογοτεχνία διάβαζα μέχρι τα φοιτητικά μου χρόνια. Μετά με απορρόφησαν η πολιτική, ο κινηματογράφος, η κοσμολογία και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις μου. Πριν από λίγα χρόνια, μέσα από μαθήματα δημιουργικής γραφής και ποίησης, ανακάλεσα την παλιά αγάπη μου για τη λογοτεχνία και βρήκα σε επιλεγμένους δασκάλους τη μέθοδο και τον αυτοσχεδιασμό που μου ταίριαζαν. Σε αυτά τα εργαστήρια γνώρισα και εξοικειώθηκα με το έργο συγγραφέων όπως ο Χουάν Ρούλφο, ο Ντανίλο Κις, ο Ότα Πάβελ, ο Τσαρλς Σίμικ, ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Μισέλ Φάις – ίχνη των οποίων ίσως να έχουν διαποτίσει τη γραφή μου.

Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;

Από τις τέχνες, οι κινηματογραφικές σπουδές μου και οι τεχνικές του σφιχτού φιλμικού μοντάζ έχουν επηρεάσει σαφώς το αφηγηματικό μου βλέμμα. Με γοητεύουν πάντοτε οι σιωπές του Θόδωρου Αγγελόπουλου και με καθοδηγούν στο να προσπαθώ, συνεχώς, να πυκνώσω τη γραφή μου και να αφήνω εκείνα τα κενά που να μπορεί να τα συμπληρώνει ο αναγνώστης. Από τις επιστήμες, η κοσμολογία έχει επιδράσει καταλυτικά στις όποιες υπαρξιακές ή στοχαστικές αναζητήσεις των κειμένων μου.

Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;

Βιώνουμε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η αγορά του βιβλίου έχει συρρικνωθεί και το να επενδύσει ένας εκδότης σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα έχει υψηλό ρίσκο. Είχα την τύχη να διασταυρωθώ, κάποια στιγμή, με τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, έναν μικρό αλλά πολύ δυναμικό οίκο, τον οποίο διευθύνει και συντονίζει ένας αθόρυβος και σημαντικός άνθρωπος των γραμμάτων. Για μένα είναι συγκινητικό το γεγονός ότι ο Γιώργος Κορδομενίδης στάθηκε δίπλα μου με την εμπειρία του και την ευαισθησία του, μέχρι αυτό το βιβλίο να φτάσει στα χέρια σας.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.