Η Μέρη (Μερόπη) Λιόντη, το γένος Χαρωνίτη, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης τον Ιούλιο του 1954. Σπούδασε παιδαγωγικά και δημόσια διοίκηση. Επαγγελματικά υπηρέτησε τη δημόσια εκπαίδευση. Η γραφή ως αποτύπωση μιας επιτακτικής ανάγκης φανερώθηκε αργά στη ζωή της. Από τότε όμως αποτελεί την κύρια ενασχόλησή της. Αγαπά να εκφράζεται μέσα από μικρής φόρμας ιστορίες και ποιήματα. Δουλειά της έχει δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Συνειρμοί, (Πολύμορφον 2012)
Θέρος το χειμαζόμενον, (Σαιξπηρικόν 2014)
Βηματισμοί, (Μικρές εκδόσεις 2017)
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Craftbook (Γαβριηλίδης 2013,2015)
.
.
ΘΕΡΟΣ το ΧΕΙΜΑΖΩΜΕΝΟ (2014)
ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ
πυρωμένο χώμα
άνεμος καυτός
νερό λειψό και
εκκρίσεις
σαλπάρουν οι μέρες
πανιά σκισμένα
θρηνώντας τη ζωή
γερνούν οι επίγονοι
τι παραλλάσσει;
και πάλι
στον ορίζοντα του πουθενά
με μια ληγμένη αγάπη
ο οδοιπόρος
κουβαλά και φέτος
ένα έκθετο καλοκαίρι
(aποσπασματικά και ασθμαίνοντας
στα σκαλιά)
ΔΥΣΚΟΛΟ
κάποτε βυθίζουμε τη θλίψη σε χωριστά
σταμνιά
και τα φυλάμε σαν θησαυρό προγονικό
άλλοτε
δέρμα παλιό και στέρεο το μίσος γδέρνουμε
ανάμεσά μας και το στρώνουμε
και καμιά φορά μας συγχωρούμε
και ξαναγνωρίζουμε την ψυχή μας
(νυχτωδίες μυστικές του άλλου –μας-κόσμου)
ΑΔΙΚΙΑ
ποιος έφταιξε στ’ αλήθεια πιο πολύ
και ποιος με της αδικίας το χρώμα
έβαφε το νήμα
δεν έχω για ν’ αποκριθώ
τη γνώση ή την ετοιμότητα
ίσως και οι δυο
ίσως κανείς
ίσως μια θάλασσα φουρτούνιασε
και πνίγηκεν ο λόγος αύτανδρος
σαν όλες τις εγωκεντρικές γραφές
σε τόπο ξέβαθο
κι ύστερα μείναμε δυο ναυαγοί λειψοί
αφού πετάξαμε τα δώρα με το που
δίπλωσε η ανάσα
τι έμεινε τώρα που κι ο συχωρεμός
δεν είναι εδώ ίαμα των πληγών μας;
(ω, θλίψη… καρπέ στυφέ ….
πώς με ξεγέλασε το θέρος..)
ΛΕΞΗ ΑΚΡΙΒΗ ΧΑΡΙΖΩ ΣΟΥ…
εμπιστεύομαι πάει να πει
πολλά πράγματα
επιτρέπω
να κρυφοκοιτάξεις
απ’ τη μια ή
τις πολλές μου χαραμάδες
σου ανοίγω
παράθυρο
δες με σου λέω
άλλοτε
σε μπάζω απ’ την κρυφή μου
πόρτα
γίνεσαι ο ακριβός μου μάρτυρας
και καμιά φορά
αφήνω την ψυχή μου
στα χέρια σου απάνω
(κρυφή πληγή η ψυχή μου
και συ της στάλαξες αλάτι)
ΑΓΚΥΛΩΣΗ
άκαμπτα μέλη περιφέρονται απόψε
κλαδιά στους ξεχασμένους δρόμους
και πληγώνουνε τα σώματα
που γέρασαν παράκαιρα
(θέρος και αλυχτά η νύχτα πλανταμένη)
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
φυσάει ο Ιούλιος χνώτο καυτό
πάνω στα χρόνια μου που στέκονται
καταμεσής του θέρους
τα χνάρια ακόμα ψάχνει
απ’ όσα (ανα)ζητήθηκαν
τότε που όλα ήταν εύκολα
και τα όνειρα τρεχάλα
μες στα πόδια μου
σκέψου να δεις τι μέλλεται!
(φορτίο που δε μοιράζονται οι μέρες)
ΦΑΡΣΑ
ψηλαφίζω
μια λέξη άγνωστη
σε ρυθμό θλίψης
φορώντας κατάσαρκα
ένα κρατημένο
χθεσινό αστείο
κι όλο αυτό μετά
από ανεπιτυχή
προσπάθεια
σχοινοβασίας
τι το θελα;
καλύτερα
να χα γίνει πυροβάτης
τουλάχιστον η φωτιά έχει μιαν αγιότητα
…………
(μια λέξη που δε μ’ αγάπησε λαχτάρησα σε καιρό άδικο)
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
οι δικοί μου ποιητές είναι μια κάστα
όλο χέρια
φυτρώνουνε την ώρα που πλάθουνε
τα όνειρα
για τους φτωχούς που ανεμίζουνε
παντιέρα τους
έρημες λέξεις
(φτωχούλης ο θεός της γραφής
λιγνός κι αδύναμος
την ψυχή μου κλέβει
κι αντρειώνεται)
ΠΕΝΘΟΣ
γέρνουν οι μέρες κι η ωραία λύπη πού;
ποιος να γνέψει για την έναρξη
ενός ευγενικού πένθους
μιας τελετουργίας αποχώρησης
δεν μάθαμε να θρηνούμε
με τον τρόπο των γενναίων
ως κι εδώ άγαρμποι
ως κι εδώ αστείοι
(κλείνω την πόρτα πίσω μου κι ο κήπος αχνίζει
απ’ την προσμονή εκείνου που λαχτάρησε)
ΕΛΛΕΙΨΗ
μου λείπει ο Αύγουστος
χρόνια τώρα με στοιχειώνει
η έλειψή του
ο αέρας κι οι ανάσες του
μ’ εγκατέλειψαν απροειδοποίητα
προσπαθώ να μη θυμάμαι πως σε φίλησα
όταν οι μέρες
ήταν τόσο γενναιόδωρες
(χούφτα ανοιχτή η ζωή μου και κύλησαν τα έχει
μου)
ΤΙΠΟΤΑ
τίποτα τίποτα δεν έμεινε
τόσα λόγια ασύνταχτο στράτευμα
μιαν εστία δεν πόρθησαν
Να κρύψουν
τους ανέμους που χρόνια κουβαλούσαν
τα μαλλιά της νιότης πεισματικά
χαθήκανε κι αυτά
όχι σε δίνη ανάμεσα
ούτε σε τρικυμία, σε σεισμό, σε χάλασμα της γης
Σβηστήκανε
αχνή δροσιά του πρωινού
και στέγνωσε
(το τίποτα μας έντυσε με ρούχα χάρτινα πώς να
μξν παγώσουμε στ’ αγιάζι…)
ΜΟΙΡΟΛΟΙ
πού να κρεμάσεις τη λύπη ξένε μου
που να κονέψεις τη λύπη
το κλαδί μπερδεύει στα μάτια σου
πεταρίζει το πουλί στην καρδιά σου
αδειάζουν οι μέρες σου στο χωράφι
σε μια στέρνα λιμνάζει η ψυχή σου
(Μάρτυρας είμαι του άδειου σου σώματος
Του σαρκίου που κρεμάς εαυτούς πεθαμένους)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ
η νύχτα πέρασε μες στη βροχή
ξαγρύπνησα ακούγοντας
τον ήχο του νερού
με την ευχαρίστηση
που δίνει η αμαρτία
(τελευταία
ό,τι φυτεύω
σιωπή το λένε)
(νερό για ξαγορά ζητήσαμε
και κείνο μας αρνήθηκε)
αγγελτήριο θανάτου
ποίημα
αγνώστου χειμαζομένου
με ενδείξεις
καρκινικού αντικρίσματος
διεγράφη την πρωίαν
της σήμερον
(Το μόνο που στέργουν οι ουρανοί -ωστόσο-
λέξεις να Ερανίζομαι)
ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ
ποίημα
αγνώστου χειμαζομένου
με ενδείξεις
καρκινικού αντικρίσματος
διεγράφη την πρωίαν
της σήμερον
Το μόνο που στέργουν οι ουρανοί -ωστόσο-
λέξεις να Ερανίζομαι
ΑΤΙΤΛΟ
Μια ζωή νομίζεις πως σου λείπουν
Τα αυτονόητα
Μια αγκαλιά, ένα χέρι
Ένας ύπνος κανακεμένος
Και πιο πολύ απ’ όλα πιο πολύ
Ένα καλοκαίρι αθωότητας
Εντάξει λοιπόν!
Έτσι κι αλλιώς
Το θέρος αμαρτίες ονειρεύεται
Γράφεις στη σκιά μιας αμμουδερής ζήσης
Τα βήματά σου να προσέχεις
.
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (2015)
Δεν θέλω να σ’ αφήσω.
Πίσω μου σέρνονται μόνο τα πεθαμένα πράματα.
Χρόνια άγουρα, αγάπες της μίας μέρας, όνειρα που δεν
καρπίσανε, πέτρες, νερά. Προπάντων νερά.
θυμάσαι που σου ‘χα πει για το ποτάμι;
Ξεχείλισε μια φορά κι’ έπνιξε στον θυμό του ό,τι
πήγαινε να του σταθεί εμπόδιο. Αυτό που πορευότανε
στεγνό όλον τον καιρό. Έβρεξε πολύ, δεν λέω, μα να ‘φτάσε
μόνο εκείνη η βροχή; Μπα… Δεν μου το βγάζεις απ’ τον
νου πως είχε κρυφά και φυλαμένα τα έχει του και μόλις
του δόθηκε αιτία ξέσπασε σε δίκαιους και άδικους.
Ακόμα έχουνε να λένε!
Γι’ αυτό σου λέω… τα πίσω είναι κουβέντα για νεκρούς.
Εμείς ζούμε. Γι’ αυτό σου μιλώ. Άμα σε θάψω θα σωπάσω.
Άμα πεθάνω θα σωπάσω. Και δεν είμαι έτοιμη. Δεν
θέλω να είμαι έτοιμη.
Κι ας είναι ο καιρός που OL μέρες φυλλορροούν και
η ματιά θολώνει.
0 ορίζοντας είναι στενεμένος τόσο που η ανάσα να
φτάσει πια στην άκριά του δυσκολεύεται.
Περίεργο ε; Στενεύει, μικραίνει ο κόσμος που μπορείς
να νιώσεις, και πάλι δεν τον χωράς. Είναι που
κονταίνουν οι επιθυμίες; Είναι που η έγνοια σου μάχεται
μόνο να καταλάβει πώς από το χτες πέρασες στο σήμερα;
0 κύκλος που γυρνάς δεν χωρά τη σκιά σου.(Απλώνεται
μακριά σου και ερήμην σου.
Δεν θέλω να σε χάσω.
Πληρώνω ένα φόρο απουσίας κάθε μέρα. Ένα φόρο λύπης
για τα εύφορα βράδια.
Δεν το ‘ξερες ε; Κι όμως… Άσε τον άλλο, τον φόρο
των προσδοκιών που ευοδώθηκαν και είναι και ο πιο
τρομερός βέβαια, αφού κανείς δεν ρωτά πόση θλίψη
προπληρώθηκε και πόση άλλη κατατέθηκε εγκαίρως.
Ματαιωμένα όνειρα… τι να πεις;
Σήμερα βρέχει. Μ’ αρέσει που επιτέλους ήρθε στην ώρα
του και κάτι. Ίσα για να πει κανείς πως η βραδυπορία
του αναμενόμενου δεν είναι δα και νομοτέλεια. Μόνο
που το ξεχνάμε. Εννιά στις δέκα φορές θρέφουμε μια
ανάπηρη αμφιβολία.
Θυμάσαι που σου τηλεφώνησα; Και συ ήσουνα έξω απ’
το σπίτι;
Εκείνη η στιγμή να κρατούσε. Της προσμονής. Η πιο
καλή ώρα. Όλα τα σενάρια σε εξέλιξη. Όλες οι υποθέσεις,
οι προοπτικές. Το καλό και το άσχημο από την
ίδια μεριά του γηπέδου. Τότε δεν υπάρχει κούραση. Το
σώμα βρίσκεται σε θέση ανυπακοής. Το μυαλό διυλίζεται
με ταχύτητα φωτός και συ ηδονικά σκάβεις. Και το
αντέχεις. Όσο και το χαμόγελο που το νιώθεις τις μισές
φορές παράταιρο.
Κι ύστερα χτυπά η πόρτα, και τα περιττά ώρα να φεύγουν.
Φώτα σβήνουν, αφήνοντας όσα ανήκουν στη σκηνή,
που λίγο ως πολύ ξέρεις πώς θα εξελιχθεί. Οι ανοιχτές
προοπτικές έχουν εγκαταλείψει από ώρα. Μένει μόνο η
αδυναμία του εφικτού. Όλα τα άλλα, πετάγματα που δούλεψε
ακούραστα η προσμονή. Λυπάσαι γι’ αυτά καμιά
φορά; Ίσως για τα καλά που έφυγαν. Ίσως για τις ανατροπές
που ντράπηκαν για λογαριασμό σου και απόφυγαν
να σε κοιτάξουνε στα μάτια.
Θα μ’ αφήσεις να σε κρατήσω; Να σου μιλώ κάθε μέρα;
Για ένα βήμα τη φορά.
Είναι δύσκολο βέβαια. Δεν μπορώ να υποσχεθώ πως
θα το αντέξω, μα αξίζει να προσπαθήσω. Να κρατήσω
νοτερές τις λέξεις που θα σου στέλνω κάθε μέρα. Είναι
το μόνο που μπορεί να αντισταθεί στο ποτάμι που κρύβεται
χωμένο βαθιά, τον καιρό που η αθωότητα μιλούσε
ακατάληπτη γλώσσα.
Μπορούσες τότε ακόμα να βρίσκεις το νερό να πλένεις
τους ήχους σου. Ήτανε τότε που ανακάλυπτες τα χρώματα
πάνω σου.
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
Καμιά φορά ταξιδεύεις με τη γνώση πως θα συναντήσεις
τη μοίρα σου, κι όσο κι αν δεν το θες, αυτό δεν μπορείς να το
εμποδίσεις, δεν γίνεται παρά να τη δεις και να πάρεις την πικρή
τη γεύση όσων σου ‘χει ετοιμάσει.
Και τότε δεν είναι δρόμος για τη γνώση παρά για την επιβεβαίωση.
Της οδύνης οπωσδήποτε που είσαι τυλιγμένος κι ας
μην έχει όνομα. Άλλωστε γι’ αυτό ο πηγαιμός. Για την αναγνώριση.
Όπως καλείται ο οικείος να αναγνωρίσει πτώμα ευρεθέν
πλησίον οδού ταχείας κυκλοφορίας. Έτσι ακριβώς πηγαίνεις με
τη χαρά απούσα. Ξεχασμένη, αφημένη ίσως και απορημένη για
την εγκατάλειψη.
Ήταν μια σύντομη επίσκεψη μόνο για λίγες ώρες – βαριές
ατελεύτητες ώρες (κάποτε ασύμμετρος ο χρόνος) -,
δεν απαιτήθηκαν περισσότερες για να ερμηνευτούν και να ονομασθούν
τα γκρίζα χρώματα να πεις σε ποιο ανήκει τι.
Η επιστροφή σε βρίσκει αποκαμωμένη κι ούτε ένας λόγος
παρήγορος που να λέει είμαι εδώ, ένας ώμος εγώ, εδώ είμαι.
Τίποτα.
Βρέχει. Σκοτεινιάζει. Στην ψυχή σου έχει πέσει ήδη σκοτάδι.
Το κορίτσι είχε μεγάλα καστανά μάτια κι είναι το μόνο που
θυμάμαι από κείνη καθώς τα συνάντησα πριν χαμηλώσουν τα φώτα
πριν ξεκινήσουμε.
Φωτεινά μάτια. Και φωνή ευχάριστη.
Η ίδια ήταν ευγενική. Άνοιγε τη συζήτηση, την προχωρούσε,
την οδηγούσε σε διέξοδο μονοπάτια, τη συντηρούσε. Πάνω που
πήγαινε να χαθεί, πάνω που πήγαινε να σβήσει, έβαζε ένα λόγο
προσάναμμα κι η κουβέντα ζωήρευε. Από κείνη. Το κορίτσι της δι-
πλανής θέσης.
Ήμουν πολύ κουρασμένη. Σαν τις φορές που η κούραση έχει
ξεχειλίσει, έχει αλώσει σώμα και ψυχή, και μόνο τα βλέφαρα
πεισματικά αρνιούνται να κλείσουν.
Υποτάχτηκα στη νεανική φωνή κι άφησα να με παρασύρει με
την καλή της διάθεση.
Ρωτούσε για τούτο και για τ’ άλλο δίχως να περιμένει απάντηση
ή μιλούσε για δικά της πράγματα, τη μαμά της, την αδερφή της. Το
αγόρι της.
Είχε θυμώσει μαζί του, γι’ αυτό ταξίδευε. Να φύγει για λίγο, μια
μέρα έστω να τον δει από μακριά, να δει και τον θυμό της αν άξιζε.
Και πάλι να γυρίσει.
Τι ζητούσε η μικρούλα, την κάθαρση ή τη γιατρειά;
Λίγο λίγο έφευγε η μέρα. Σχεδόν δεν έβλεπα το πρόσωπό της.
Το περίγραμμά του μόνο. Η φωνή της έμενε ακόμη, σ’ ένα όχημα
που οι επιβάτες του ένας ένας έκλειναν τα μάτια, παραδίνονταν
ήσυχοι και ασφαλείς.
Άρχισα να μιλώ.
Το λεωφορείο τραβούσε σ’ ένα γλιστερό δρόμο, μα κανείς δεν
το λάβαινε υπόψη. Η νύχτα βαθιά μας τύλιγε, ο οδηγός με κινήσεις
μηχανικές – ένα ταξίδι ρουτίνας – ή προσεχτικές οδηγούσε με το
ραδιόφωνο σε παλιά λαϊκά.
Έφευγαν τα χιλιόμετρα κι από μένα οι λέξεις ήρεμα, πιο ήρεμα
κι απ’ τη θάλασσα την ακύμαντη, πιο ήσυχα κι απ’ το νερό που
έπεφτε δίχως βία, δίχως ορμή.
Σαν να διηγούμουν κάποιου άλλου ζωή κι η φωνή μου δεν είχε
αναταράξεις, ούτε πάθος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμό.
Τι είπα; Πόσα είπα; Να τ’ άφησα όλα να βγουν από μέσα; Εκεί
έτσι όπως καθόμουν περίπου στη μεσαία σειρά πίσω απ’ τον οδηγό
μ’ ένα κορίτσι δίπλα που είχε αρχίσει να βαραίνει αποκαμωμένο
και τα κλαδωτά ματόκλαδα γερμένα – άραγε σκεπάσανε τα μάτια
ή μείναν διάπλατα ανοιχτά;
Δεν ξέρω.
Τα φώτα ανάβουν κάποτε. Το ταξίδι τελειώνει. Τελείωσες κι
εσύ. Το εξομολογητήριο κλείνει.
Κινητά χτυπούν. Μαμά φτάνω. Μπαμπά έρχομαι. Μαρία,
Κωστή, Βάσω…
Ονόματα, παραλήπτες, προορισμοί.
Φτάνεις.
Πριν σηκωθείς ακουμπάς φευγαλέα το μπράτσο του κοριτσιού.
Να πεις ευχαριστώ που ήταν και δεν ήταν εκεί.
Κατεβαίνεις, παίρνεις ταξί. Στο σπίτι, θέλεις να πεις, προφταίνει
νεις και το διορθώνεις και δίδεις ακριβή προορισμό.
Ξεκινά. Κλείνεις τα μάτια, σκέφτεσαι τη διαδρομή, το κορίτσι,
χαμογελάς και μόλις συνειδητοποιείς πως δεν έμαθες ούτε
τ’ όνομά της.
***
Σπατάλη.
Κρατάω σβηστά πια τα λυχνάρια. Σώθηκε το λάδι τους
από νωρίς και σαν μωρές παρθένες ουδεμία μέριμνα είχαμε
λάβει για απόθεμα. Στραγγίσαμε εντελώς τα έχει
μας σε χρόνο ανόητο. Έτσι λέμε τώρα. Αφού όλα εκ του
αποτελέσματος. Και ποιοι είμαστε εμείς βέβαια που θα
τυχαίναμε ελέους.
Ω, τι νύχτα…
Ασέληνη και άναστρη…
Έμεινε η καταραμένη ελπίδα να γλείφει στα σκοτεινά,
έρπουσα όπως πάντα το συνήθιζε, έρποντας και γλείφοντας
σε λάθος μέρος, αλλά πάντως γλείφοντας – υπάρχει
τόση ανάγκη βλέπεις από κάτι ζωντανό, που θα δεχόμαστε
όποια έκκριση, ακόμα και βλάσφημη.
Ανασηκωμένο το πλήθος με ύβρεις ασπίδα θάβει τους
καθρέφτες του.
Τι κι αν πάλεψα για το αντίθετο;
Σβηστές λυχνίες κρατώ.
Σβηστά μάτια φορώ.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Όσοι μας ερωτεύτηκαν ευλογημένοι να ‘ναι
Κι όσους πολύ αγαπήσαμε να ‘χουνε πάντα δρόσο.
Τίποτα δεν άλλαζε στην επιστροφή στο σπίτι του, εδώ και
πολύν καιρό. Οι ίδιες αυτοματοποιημένες κινήσεις, ο ίδιος
μονότονος τρόπος να μπαίνει στο σπίτι του ή σε ό,τι τέλος πάντων
το αποτελούσε.
Άνοιγε την πόρτα. Όπως κάθε φορά, την έσπρωχνε κι εκείνη
δεν αντιστεκόταν, λες κι ήταν μαθημένη.
Ύστερα έπεφτε με τα ρούχα στο κρεβάτι και παραδιδόταν
άνευ όρων σε ύπνο βαρύ, θανατερό, ανάμεσα σε υπολείμματα
ποτού και υποψίες παλιού εμετού, με μια επιθυμία που δεν
προλάβαινε να την ονομάσει.
Να ‘φτάνε…
Αν ήταν άλλος θα κοντοστεκόταν για λίγο έτσι όπως θα τον
έπαιρναν απ’ τα μούτρα οι μυρωδιές. Θα ‘φραζαν τα ρουθούνια
του από έντονη οσμή οινοπνεύματος, μούχλας και μαζί κλεισούρας.
Κι αν ήταν άλλος θα πρόσεχε τους θλιβερούς σχηματισμούς
στο ταβάνι και τους τοίχους, ζωγραφιές της υγρασίας που τη
γιγάντωνε μια ανήλιαγη κατάσταση.
Αν ήταν άλλος…
Να ‘φτάνε… να ‘φτάνε στο τέλος του πηγαδιού να ‘φτάνε…
Καμιά φορά, όταν έβλεπε τα μάτια των άλλων, νόμιζε πως
δεν είχε πια κάτω κι ύστερα κατρακυλούσε κι άλλο κι άλλο,
απύθμενο ήταν, απύθμενο…
Ποιος ασχολιόταν μαζί του;
Από μια στιγμή και μετά κανείς.
Τον άφησαν μόνο να πίνει και να πίνεται, άλλοτε με κουβέντες
ασύνδετες κι άλλοτε εντελώς αμίλητος. Κι όσο πήγαινε ο
καιρός, τόσο η αμιλησιά τον κύκλωνε. Αυτόν που τόσο πολέμησε
για να γλιτώσει απ’ τη βουβαμάρα.
Όταν έπινε όλα καθάριζαν. Το μυαλό εντόπιζε δίχως
λοξοδρομίσματα τον στόχο και η γλώσσα λαγάριζε. Ροδάνι έτρεχε,
ξέροντας τι πρέπει να πει, κάθε φορά ό,τι έπρεπε στην περίσταση,
σαν να πούμε… κέρασέ τόνε ή να ζητήσει τον λόγο αν ένιωθε
πως τον έριχναν, να βρίσει με τα πιο δύσκολα και χυδαία λόγια,
αυτά που κρατούσε σφαλιχτά γιατί τα μπέρδευε.
Και το σπουδαιότερο. Να σταθεί απέναντι στα θηλυκά άντρας.
Να ξεπεράσει τ’ αγκάθια που του φράζανε τον δρόμο και
χαλαρός άνετος να πειράξει τη γυναίκα. Μια γυναίκα. Με τον
τρόπο των συνομηλίκων του, αυτόν τον τρόπο που τον ζήλευε
όταν ήταν νηφάλιος.
Να την πει κούκλα μου και μάνα μου και ό,τι άλλο για να την
καλέσει να τη μαυλίσει, να την ξεσηκώσει ή θυμωμένα να τη
διώξει (λες κι ήτανε δυνατό)…
Να την πει… να της πει…
Όλα τα μπορούσε. Άμα κατέβαινε στο λαρύγγι το οινόπνευμα,
όλα γίνονταν εύκολα…
Όλα του δύσκολα. Και η δουλειά. Αυτό το σπουδαιολογούσαν
περισσότερο οι γύρω του τον καιρό που ήταν ακόμα πολύ νέος
και άλλοι είχαν την έγνοια του…
Ντροπαλός από φυσικού του, αδύναμος να επιλέξει, αφηνόταν
πιστό σκυλί σ’ ό,τι τον διάλεγε, δύσκολο να ξεμάθει, ν’ αλλάξει.
Του τύχαινε καμιά φορά δουλειά πιο τακτική, αλλά η προσκόλλησή
του σ’ ό,τι ήξερε δεν τον άφηνε να στεριώσει και
γύρναε πάλι πίσω στο μια στις τόσο.
Κατέληγε μόνιμα άνεργος. Μια δυο τρεις το πήραν και οι δικοί
του απόφαση πως έτσι θα την έβγαζε με δουλειές του
ποδαριού. Τον παράτησαν.
Ο ίδιος σκοτίστηκε; Κι αν σκοτίστηκε το κράτησε για τον
εαυτό του.
Λειτουργούσε με τρόπο αυτόματο. Τρόπο επιβίωσης.
Ήξερε πώς να σταθεί από ένστικτο κι όχι από τη γνώση που
δίδουν τα βιβλία ή η εμπειρία. Το σώμα επέλεγε τον σωστό
δρόμο δίχως να χρειαστεί να πληρώσει τίμημα δυσανάλογο.
Μόνο με το πιει δεν τα κατάφερε στην ισορροπία. Ήτανε
τόσο το άνοιγμα που νόμιζε πως έβλεπε, που ακόμα και αν του
μιλούσε το σώμα δεν το άκουγε. Γι’ αυτό και του αφέθηκε τόσο
πολύ. Γι’ αυτό το εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό του παραδόθηκε.
Για κείνη τη γλώσσα που μπορούσε να μπαίνει σε λειτουργία,
να βρίσκει εύκολα τα μονοπάτια και να μη σκοντάφτει.
Για κείνη τη γλώσσα. Για κείνη τη δύναμη των λέξεων.
Όταν κυριεύτηκε εντελώς απ’ το οινόπνευμα και οι δυνάμεις
του μία μία άρχισαν να ατονούν, σκέπασε τον καθρέφτη της ει-
σόδου, όπως θα τον σκέπαζαν σε παλιότερες εποχές σε περιόδους
πένθους.
Δυσκολευόταν να αναγνωρίσει απέναντι του εκείνον τον
άντρα με τα σκαμμένα μάγουλα, τα μάτια τα βαθουλωμένα, το
κορμί που σκέβρωνε.
Κορμί που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να το χαλαλίσει σε
καμιάν αγάπη.
Αφέθηκε στα ώριμα χάδια των γυναικών που ήταν στη δύση
κι άπλωναν συχνά χέρια άγαρμπα να δρέψουν να γευτούν ό,τι
ό,τι.
Είχε γίνει πολλές φορές στόχος τους, κι έτσι που μιλούσε
λιγοστά τις ερέθιζε ακόμα περισσότερο.
Μα τόσο μόνο. Αυτό μόνο.
Από κείνο τον καιρό του ‘χε μείνει ένα συρτάρι γυναικεία
εσώρουχα. Το άνοιγε συχνά, τα κοίταζε, τα μύριζε, κατέβαζε
ύστερα το παντελόνι και ολοκλήρωνε ανάμεσα στη χρωματική
τους απαλότητα και τη μνήμη της σάρκας που φιλοξένησαν.
Του τα δίνανε ή τα ‘παίρνε μόνος του; Λίγο μπερδεμένα
ήταν στο κεφάλι του.
Τα πράγματα μάκραιναν, κόνταιναν, συγχέονταν, παιχνίδι
που δεν έβρισκε άκρη.
Τελευταία δεν έβρισκε άκρη πουθενά. Τι έφταιγε; Τι του
έφταιγε;
Το κυνήγι του είχε τελειώσει. Θέλησε τόσο να βγει κυνηγός
και ξέμεινε από σκάγια.
Ούτε να πιει δεν μπορούσε πια. Με το δεύτερο ποτήρι τελείωνε.
Άρχιζε τα γέλια, άπλωνε τα χέρια… δυσκολοελέγξιμος. Ε…
εε, αρκετά! του βάλε τις φωνές ο Σάκης ένα βράδυ. Δεν θα μου
χαλάσεις εσύ το μαγαζί! Όταν του τα ‘πε αυτά δεν είχε πιει,
ζάρωσε στο κάθισμα, έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε άχνα.’
Έφυγε για το σπίτι – είχε βάλει γουλιά στο στόμα; Ένιωθε
πεθαμένος. Το χρώμα του κακό σαν χαλασμένος καρπός και τα
σωθικά του αντάρα τον έβγαλαν στον δρόμο.
Δύσκολα βήματα τον έσυραν στο λαγούμι του.
Μπήκε δίχως ν’ ανάψει το φως. Το πόδι σκόνταψε σε εμπόδιο.
Βλαστήμησε. Το συρτάρι με τα εσώρουχα του ‘χε φράξει
τον δρόμο. Ανακατεύτηκε. Δίχως προφανή λόγο του γύρισε
το στομάχι και έπεσε να βγάλει τα εσώψυχά του εκεί όπου είχε
απομείνει ό,τι θύμιζε γυναίκα.
Και όπως ήτανε πεσμένος, ξεπνοϊσμένος, με τη γη ακόμα να
γυρίζει, ανίκανος να κάνει βήμα, του φάνηκε πως το τέρμα του
πηγαδιού το ‘φτάσε.
Και πριν χαθεί πρόλαβε και την ένιωσε.
Την ανακούφιση.
***
Δεν είναι όλες μου οι ιστορίες άξιες για ανάγνωση.
Κάποιες είναι τόσο αδύναμες που μετά βίας βρίσκει
κανείς μισή λέξη ενθαρρυντική να πει γι’ αυτές.
Ωστόσο δεν τις διαγράφω. Τις κρατώ εκεί εκατό
γραφές δοκιμασίες, άταρες, άτονες, ανήμπορες, σαν
παιδιά με υστέρηση. Σαν παιδιά με ειδικές ανάγκες. Σαν τα
παιδιά. Μας. Μου…
Μπορεί γι’ αυτό να τις κρατώ. Μισές, ανολοκλήρωτες,
σκόρπια λόγια, πειραματισμοί άτσαλοι, υπεύθυνοι
του ακρωτηριασμού τους.
Μπορεί γι’ αυτό να τις κρατώ. Λάθη μιας παρόρμησης
που δεν μπόρεσα να βάλω σε τάξη, να τιθασεύσω ή να
νικήσω. Μιας τεμπέλικης και νωθρής γραφής άψυχης το
αποτέλεσμα.
Τις κοιτώ μετρώντας τις φορές, τις εκτός ελέγχου, αυτές
τις ακαθοδήγητες ερήμην μου γραφές να καθρεφτίζουν
είδωλα εαυτών που δεν (ανα)γνωρίζω, που δεν συναντώ
παρά κάποτε σαν είμαι αφημένη, βρίσκουν ευκαιρία και
ξεπορτίζουν μόλις η μύτη του μολυβιού χαλαρώσει ένα
κάτι, ανοίγει η πόρτα λίγο δειλά, λίγο με το θράσος της
άγνοιας, παίζοντας ή χοροπηδώντας, παιδιά, πάντα
παιδιά καμιά φορά γερασμένα, καμιά φορά παράταιρα
Είναι ο τρόπος τους που δεν λέει τίποτα, μα δεν το
ξέρουν, γι’ αυτό είναι λειψές, δεν τις νιώθει κανένας,
μόνο η μήτρα που τις έβγαλε, γι’ αυτό πονά τα γεννήματα
τα άμορφα.
ΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πέθανε μια μέρα εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα. Δεν
είχε αρρωστήσει, δεν της συνέβη κάποιο ατύχημα, δεν ήταν
καν γριά.
Μια γυναίκα ήταν, με κοινή εμφάνιση, που έκανε τα ίδια
μετρημένα πράγματα στην καθημερινότητά της, αν και ίσως όχι
τόσο συνήθη.
Φρόντιζε ελάχιστα το σπίτι της, ετοίμαζε τα απαραίτητα
ρούχα, φαγητό και ό,τι άλλο μάλλον γρήγορα και ύστερα έπαιρνε
την τράπουλα και ώρες ατέλειωτες έριχνε πασιέντζες. Με
πείσμα όταν δεν έβγαινε, κι όταν πάλι έβγαινε με απογοήτευση.
Οι έξοδοί της σπάνιες. Όταν τη ρωτούσε κανείς, απαριθμούσε
ένα σωρό χώρους που της άρεσε να επισκέπτεται. Θέατρο,
κινηματογράφο, συναυλίες, εκθέσεις, εκδρομές – προπάντων
εκδρομές -, αλλά η αλήθεια ήταν πως σπάνια να την έβλεπε
κανείς σε τέτοιες συναθροίσεις, κι όταν συνέβαινε φορούσε ένα
χαμόγελο συγκατάβασης, σαν να είχε υποχωρήσει χάριν
άλλου. Και μάλλον αυτό έτσι ήταν, γιατί τότε ο άντρας της
φαινόταν περισσότερο απελπισμένος παρά χαρούμενος. Τον καιρό
βέβαια που έμεινε παντρεμένη. Ένα μικρό χρονικό διάστημα
που την έβγαλε έξω απ’ το σπίτι στηριγμένη σε μπράτσο, με το
κεφάλι στητό, αμίλητη, με μια εμφανή προσπάθεια να κατανοήσει
όσα έβλεπε. Ναι, προσπαθούσε. Και στους χαιρετισμούς
ανταπέδιδε με χαμόγελο ευγένειας και παλιομοδίτικο κούνημα
του κεφαλιού.
Έμενε, αν και όχι έγκλειστη, όμως κλεισμένη. Ίσως να απέκλειε
τον εαυτό της από έναν κόσμο που δεν κατανοούσε ο
ένας τον άλλο. Εκείνη αυτούς, αυτοί εκείνη.
Για κάποιο λόγο όμως που δεν ήταν απόλυτα εμφανής οι άλλοι,
οι απέξω, την αποζητούσαν και την έβρισκαν. Ποιος ξέρει
γιατί, την είχαν εντάξει στην καθημερινότητά τους με μικρά
μηνύματα όλο τρυφερότητα, μακριά τηλέφωνα και κάποτε
επισκέψεις, αν και όχι τόσο συχνές.
Σίγουρα κάτι υπήρχε που τους έκανε να την εμπιστεύονται.
Της άφηναν σημαντικά κομμάτια του εαυτού τους, όχι τόσο για
να τους τα φροντίσει, όσο για να βοηθηθούν οι ίδιοι στη
διαχείρισή του. Πήγαιναν στην αρχή αμήχανοι κι όσο πήγαινε ο
καιρός όλο και πιο ευχαριστημένοι που είχαν κρατηθεί και δεν τα
‘χαν πει πουθενά αλλού. Εκείνη μόνο ήταν ο δικός τους καθρέφτης
που μπορούσαν να δουν καθαρότερα ή ένα βαθύ πηγάδι.
Είχαν σταθεί στο χείλος του και είχαν φωνάξει το βαθύ τους
μυστικό.
Καμιά φορά έφευγε κι ήταν τότε που γέμιζε πολύ. Έλειπε
τότε λίγο ή και πολύ καιρό. Πως πήγαινε να δει συγγενείς που
είχε πεθυμήσει, έλεγε, ή πως κάποιο κληρονομικό θέμα που
έπρεπε να διευθετηθεί προέκυψε και άλλα παρόμοια και ας
μην της ζητούσαν το γιατί και πιο πολύ σαν να ‘θελε να
δικαιολογήσει μια αναχώρηση, αφού δεν υπήρχε χρεία εξήγησης.
Σε ποιον άλλωστε;
Τον τελευταίο καιρό – αυτό το είπανε μετά -, τον τελευταίο
καιρό πάντως σαν ν’ άρχιζε να ξαναβγαίνει. Όχι σπουδαία
πράγματα. Πάντως τη βλέπανε να περπατά στον κήπο – έναν
κήπο ρημαγμένο, όλο χορτάρια ψηλά. Να ‘ρθω να τον καθαρίσω
μια μέρα, της έλεγε ο πρώην άντρας της, που μετά που χώρισαν
της έγινε ο πιο συχνός επισκέπτης.
Κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά πάντα στην πρότασή του.
Θα σε φάνε τα φίδια μια μέρα, τη φοβέριζε… Αν δεν θέλεις εμένα,
βάλε κάποιον άλλο… Τότε του άγγιζε το χέρι και μένανε σιωπηλοί
για ώρα πολλή. Και ύστερα κάποια στιγμή σαν να ξύπναγε
από λήθαργο σηκωνόταν αυτός, να πηγαίνω, της έλεγε, πέρασε
η ώρα, σήκωνε το χέρι σαν να ‘θελε να την ακουμπήσει, δεν
το έκανε όμως, ποτέ δεν το έκανε, μούτρωνε δίχως λόγο και
έφευγε παραμιλώντας. Τι στο διάβολο έρχομαι, μουρμούραγε,
και αυτό βάσταξε κανένα πεντάρι χρόνια, μέχρι που ξαναπαντρεύτηκε
μια χήρα από την Ουκρανία ή τη Ρωσία, ποιος να θυμάται τώρα – ψηλή
γεροδεμένη με πλούσιο στήθος και γερά λαγόνια, που του έκανε δυο παιδιά.
Τότε σταμάτησε για λίγο να πηγαίνει. Μέχρι που ένα βράδυ – ίσως να ‘χε πιει
κανένα ποτηράκι παραπάνω – χτύπησε την πόρτα της. Του άνοιξε όπως
τότε, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά. Πεινάς; τον ρώτησε μόνο,
και αυτός μην ξέροντας τι να πει κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Του έβαλε να φάει και ύστερα τον ακούμπησε στο χέρι. Έχω
δυο παιδιά, της είπε. Δεν απομακρύνθηκε. Άφησε εκεί το χέρι
της πάνω στο δικό του και εκείνος άρχισε να της λέει για τον γιο
του και την κόρη του, τίνος έμοιαζαν, πώς τα έλεγαν, τι έλεγαν…
ένα σωρό τρυφερά καμώματα ήρθαν εκεί στη μέση του δωματίου.
Ανάμεσά τους; Όχι.
Όση ώρα διηγιόταν δεν την κοίταξε παρά μόνο στο τέλος
περίεργα ανακουφισμένος, αναπάντεχα ευχαριστημένος. Από
τότε του ‘μείνε συνήθειο να ‘ρχεται απογεύματα καμιά φορά
μετά τη δουλειά πριν πάει σπίτι του, να της πει για τη μέρα που
πέρασε μικρά και μεγάλα, ασήμαντα ή όχι, τα κουβαλούσε
βιαστικά και τ’ άφηνε εκεί στη μέση.
Δεν του έλεγε τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό. Τον άκουγε
μόνο. Και καμιά φορά ξεροκατάπινε και έβαζε τότε το χέρι στον
λαιμό της.
Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός, μέχρι που λίγους μήνες πριν
έπαψε να της μιλά. Ερχόταν, έφευγε δίχως ούτε λέξη. Έμπαινε,
καθόταν, κοιτάζονταν αμίλητοι και ύστερα, σαν όπως όταν
λέγονται τα περίσσια και ακούγονται όσα δεν πρέπει, σηκωνόταν
απότομα και έφευγε.
Μόνο ένα βράδυ την ώρα που σηκώθηκε όρθιος χαμογέλασε
λίγο, κοίταξε ψηλά, στύλωσε το βλέμμα στο κουρτινόξυλο…
όποτε θέλεις να τις κατεβάσεις… τις κουρτίνες λέω, πες μου να
‘ρθω, είπε. Μην ντραπείς. Κούνησε το κεφάλι εκείνη, σαν να είχε
κατανοήσει την κουβέντα. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Έπρεπε
να φύγω… έπρεπε να φύγω για να γυρίσω πίσω, μουρμούρισε
σχεδόν από μέσα του.
Το χέρι του ταξίδεψε από τα μαλλιά στο πρόσωπό της με μια
έκφραση έκπληξης. Το δικό της στάθηκε στον λαιμό της.
Πνιγμός, είπε ο ιατροδικαστής.
***
Τώρα που καταπίνουμε τη λύπη αμάσητη και χάσαμε τη
δύναμη του πικρού γέλιου
Μη φεύγεις και συ
Βαρέθηκες; Κιόλας; Άς είναι… βαρετά γίνονται τα πολυ-
ακουσμένα
Ξέρεις
Κάποτε είχαμε και εμείς μεταξωτά μα ξεσκίστηκαν
Στη χάση της ελπίδας και αχ
– μα μη φεύγεις σου λέω –
Δεν αλητεύει το φεγγάρι, αλητεύει το «θέλω». Αλλά πού;
Πού τόπος να στήσει αντίσκηνο για ξέμπαρκες επιθυμίες…
Και αυτό γλιτωμός να ‘ναι;
Τίποτα δεν ξέρω πια
Να, κοίτα… εδώ κοίτα! Άδεια λαγήνα φυλώ και μάτι δεν
κλείνω
– θα φύγεις; –
ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Θα προτιμούσα να στα πω δια ζώσης, που λένε.
Ναι, θα το προτιμούσα.
Για σκέψου, λέει…
Εσύ και εγώ για μια φορά πρόσωπο με πρόσωπο…
Μπορώ να «δω» ως και τη σκηνή.
Ως και το φουστάνι που θα φορώ… Έχει μαύρα και άσπρα
τετράγωνα… Μου πηγαίνει. Σου αρέσω άραγε;
Δεν σε κοιτώ, βλέπεις μόνο το προφίλ μου… Δεν το κάνω
επίτηδες, μα μόνο έτσι μπορώ να αποφύγω τον σκόπελο των
δακρύων.
Εσύ και εγώ.
Ώρα αργά, απογευματινή. Σχεδόν χωμένοι στο μισοσκόταδο…
Τόσο ωραία στιγμή… Μπορεί και να θολώσουν τα μάτια μου.
Οι άνθρωποι δεν κλαίνε μόνο από λύπη ή από χαρά.
Καμιά φορά είναι η ομορφιά που σου κόβει την ανάσα… νομίζεις
πως θα χαθείς μέσα της και, όσο και αν το εύχεσαι, την τρέμεις…
σχεδόν δεν την αντέχεις, και τότε γίνεται τ’ αρμυρό νερό
δρόμος, να περάσεις απέναντι.
Εσύ ίσα που ανασαίνεις… Φοβάσαι… Τα λόγια μου; Όχι, όχι
τα δικά μου. Μόνο τα δικά σου που θα τα θυμηθείς. Όλα.
Εσύ καθισμένος στον καναπέ με τα χέρια αμήχανα και εγώ
όρθια. Το δωμάτιο είναι στενάχωρο. Ούτε που με νοιάζει… ποτέ
δεν έδωσα σημασία…
Τώρα που το σκέφτομαι… Ίσως θα ‘πρεπε να είχα προσέξει
τα ψεύτικα λουλούδια (μόνιμα εκεί βρίσκονταν)… Αν το ‘χα
κάμει, θα μπορούσα να στραφώ προς το μέρος σου – κατά
πρόσωπο αυτή τη φορά – να σου πω «σαν τα λουλούδια όλα…»,
ναι… θα μπορούσα… (αν δεν φοβόμουν μη σπάσει η φωνή μου).
Δεν τα πρόσεξα όμως.
Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος.
Τι έψαχνες μαζί μου; θα ‘θελα να ρωτήσω. Μήπως σύντροφο
για παιχνίδια ενηλίκων, συνταξιδιώτισσα στην αναζήτηση
της αθωότητας ή…;
Μπα… δεν αρχίζω έτσι.
«Μπήκες σε μεγάλο κόπο…» Και, μόλις το λέω, εσύ νομίζεις
πως θα τα θυμηθώ όλα. Εκείνα τα απίστευτα «μου γλυκαίνεις
την ψυχή… μου λείπεις… αν χαθείς, τι θα γίνω αν χαθείς…»
Τίποτα απ’ αυτά. Τίποτα δεν λέω… Όχι γιατί δεν τ’ άκουσα ή
γιατί τα προσπέρασα… μα… λόγια του φόβου ήταν… μόνο του
φόβου… μήπως δεν έλεγες τα σωστά.
Γι’ αυτό έφυγες; Για να μη ζήσεις την προσγείωση άραγε; Την
άχνωση μιας εικόνας που σχεδόν νόμισες πως είναι υπαρκτή;…
(Ούτε αυτό ρωτώ.)
Θυμάμαι έλεγες ξανά και ξανά «δεν με ξέρεις… δεν με βλέπεις…
Είμαι σκοτεινός και δεν με βλέπεις… με φτιάχνεις. Αυτό
που θέλεις να είμαι φτιάχνεις…»
Ζητούσες την αλήθεια σου. Την έμαθες άραγε;
Πόσο βαθιά, πόσο μακριά φτάνουν οι επιθυμίες, το έμαθες;
Και εγώ; Τι ήμουν εγώ; Το μέσον να το μάθεις;
Μπορεί και να το χρωστάς αυτό. Με νοιάστηκες; Μπα… Το
νοιάξιμο είναι της καθημερινότητας το κέρδος, και εμείς
σταθήκαμε μακριά απ’ αυτό.
(Τώρα μπορώ να σε κοιτάξω, αλλά εσύ έχεις χαμηλώσει τα
μάτια. Ρισκάρω και το ξέρω.)
Και δεν με πειράζει… Ίσως κάποτε…
Γιατί… σ’ αγάπησα. Ξέρεις πόσο; Μερικές φορές δεν άντεχα
απ’ τον πόνο του πόθου. (Τώρα με κοιτάς με απορία, γιατί στα
λέω, σκέφτεσαι, μα δεν αποτολμάς να το εκφράσεις…)
Τελικά είμαι πιο αδύναμη απ’ όσο νόμιζα… Δεν άντεξα…
σάρκα γυναίκας και έρωτας μαζί… Αβάσταχτο… Ένα άγριο
πουλί με σπάρασσε…
Και φοβόμουν τόσο τη δική σου δύναμη… Στην άβυσσό μου
έκανες κατάδυση.
Με άφησες πίσω σου. Όλα τα θέλουμε αμέσως και τώρα.
Η ζωή δίδει δώρα με ρυθμό αργό. Πρέπει να βηματίσεις ως την
άκρια, ως το χείλος των ορίων σου και πέρα από σένα για να
φανείς άξιος…
«Γλυκέ μου» – όχι, αυτό δεν το λέω – «αποδιώχνεις μέρες
που περάσανε, γιατί σταθήκανε μακριά από προσδοκίες.
Διαγράφεις ολοένα. Ολοένα πιο εύκολα. Και η πίστη πως θα βρεις
οτιδήποτε, χαμένη.» Ναι, θα ‘θελα να σε δω… έτσι για μια
παρηγορητική συνάντηση.
Να σου θυμίσω πως αν ο στόχος είναι την αστραπή να φτάσεις
πριν χαθεί και να τη δεις με ανοιχτά τα μάτια ολάνοιχτα και
το ζητούμενο να την αγγίξεις, σκέψου… έμαθες τι σε καίει.
«Φτάνει αυτό; Φτάνει;» ρωτάς. Με κοιτάς με αγωνία και εγώ
σκέφτομαι πως επιστρέφεις.
Φοβάμαι.
Σε πλησιάζω σχεδόν αστραπιαία. Πριν με φτάσεις, σε
πλησιάζω. Ακουμπώ στα χείλη σου τα δικά μου. Δεν το περίμενες και
ξαφνιάζεσαι. Τινάζεσαι. Αργά πια.
Είμαι στην πόρτα.
Και ούτε καν το φουστάνι μου έχεις αγγίξει.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ (2017)
ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ
19 /4/2017
Ο λυρικός τρόπος προσέγγισης
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ —-ΜΕΡΗ ΛΙΟΝΤΗ
(απόσπασμα από τις ιστορίες που λοξοδρόμησαν)
Ημίφως
Εικόνες ναυάγια, λέξεις κομμάτια, νοσταλγία στιγμών , απώλεια πόθων, απολογισμός θρήνων. Μια διαδρομή προσωπική στο ημίφως της λήθης , στη θλίψη της μνήμης.
Ένα οδυνηρό πισωγύρισμα στην αφιλόξενη ερημιά του παρελθόντος, στα μόρια στιγμών που ναυάγησαν στην αλαζονεία των στιγμών, στην δειλία των αποφάσεων, στον αδηφάγο χρόνο. Αλιεύτρια χαμένων παραδείσων η ποιητική αφηγηματική φωνή της Μέρης Λιόντη βουτάει βαθιά με μάτια άλλοτε ορθάνοιχτα και άλλοτε συνειδητά σβηστά , αλλά πάντα με την αφή της συνείδησης ακονισμένη και εξασκημένη στην αναγνώριση της αλήθειας και του ψεύδους. Λάμπει η αλήθεια στην απόσταση, αλλά λάμπει και το ψέμα και αυτό πονά. Γιατί έφυγες;
Εάν η Μέρη Λιόντη ήταν ζωγράφος , τα χρώματά της θα ήταν θαμπά, ημισκότεινα, χλωμά. Θα σχημάτιζαν πίνακες αχνών φωτοσκιάσεων σε ερήμους με κρυμμένους πολύτιμους θησαυρούς. Μορφές αγιοποιημένες από τον πόνο. Γκρίζο σπαθί η γραφή της αποτυπώνει καίρια την απελπισία αλλά και την δύναμη της μοναξιάς μετά από μια πορεία αναζητήσεων και διαψεύσεων. Πώς αντριεύει η ψυχή όταν τη σμιλεύεις με την απουσία! Θεριό ανήμερο έτοιμο να ξεσκίσει την άρνηση.
Εάν ήταν μουσικός θα έγραφε χαμηλή μουσική με εναλλαγές μεταξύ του θρήνου και της προσευχής. Τα τονικά μέτρα θα παρουσίαζαν σταδιακές μεταβολές και αποσπασματική αρτιότητα. Η γραφή της εξόχως θραυσματική και λεπτομερής εκπλήσσει με την σωρεία των ευρημάτων στο ταξίδι του απολογισμού.
Εάν ήταν γλύπτης θα σμίλευε λεπτές σκοτεινές φιγούρες , αγάλματα σκιές στα τρίστρατα των περιπάτων της. Φιγούρες σιωπηλές. Οι μιλιές τους , όπως χαρακτηριστικά τις λέει, θα ήταν σε διάλεκτο απόκοσμη και αλαφροίσκιωτη. Η ανωνυμία και η αχρονία προσώπων και συμβάντων δημιουργεί μυστήριο και απορία. Πότε; Που; Ποιοι;
Παντού και όλοι. Και όλα εκείνα μαζί που την ταξίδεψαν σε πελάγη προσδοκιών και αλλεπάλληλων θλίψεων για όλα εκείνα που δεν συνέβησαν ή για εκείνο που δεν συνέβη. Ή για εκείνο που συνέβη. Που μάτωσε και ματώθηκε. Που μάτωσε τα δειλινά και ματώθηκε στα χέρια της Ηούς πριν καν ανθίσει. Εκείνο που τυραννά, εκρεμμές ανάμεσα στις λέξεις και στις παύσεις , ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στη θύμηση και στη αθυμιά, ανάμεσα στο χαμόγελο και στο δάκρυ.
Εάν ήταν χορεύτρια θα ήταν φιγούρα σκιά στην αμφιλύκη μιας καταραμένης ελπίδας, και θα χόρευε με σβηστές λυχνίες , με μάτια σβηστά. Θα χόρευε στη βροχή, θα σκόνταφτε στις παρυφές του κύκλου που δεν χωρούν τη σκιά μιας ψυχής που ξέρει να μετρά ένα -ένα τι έχει, τι έχασε και τι απόμεινε να χάσει. Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει καλά την αδυναμία του εφικτού.
Εάν ήταν γιατρός, η γραφή της θα κυλούσε ως σκιαγραφικό υλικό στα αυλάκια του μυαλού και της ψυχής και θα κάλυπτε τα περισσότερα σημεία με μαύρο, αφήνοντας ορισμένα ξέφωτα , θαμπά ξέφωτα όπου θα παρελαύνουν πρόσωπα σκιές και πόθοι με λαγαρή θλίψη.
Σώμα , γραφή και σκέψη πνίγονται στη θάλασσα. Γίνονται ένα με τη θάλασσα.
Είναι και η θάλασσα. Νερό και αλάτι. Πόνος και νοσταλγία. Θρήνος και αγάπη. Σώμα και μνήμη. Εκεί στη θάλασσα το ποιητικό εσύ, που είναι θηλυκό και αρσενικό μαζί, γυρεύει τη ζωή του. Τη γυρεύει μέσα από τις ιστορίες των άλλων. Κομμάτι- κομμάτι. Περπατά στα κύματα και στους αφρούς της ξαφρισμένης νιότης και προσκυνά τα συντρίμμια των καταβυθίσεων. Θα ήθελε να γράψει μια ιστορία με όσα άφησε μισά. Και σκόρπια. Αυτά που χάρισε στις ζωές των άλλων. Μπορεί έτσι και να σχηματίσει την ακαθόριστη φιγούρα του είναι της.
Έχει λέξεις η θάλασσα. Έχει και αγάπες. «κοχύλια και μαργαριτάρια» λέει ο Γ. Ρίτσος κάτω εκεί στους απάτητου βυθούς, στον βυθό των αμόλυντων πόθων. Ποιος δεν θα ήθελε να περπατήσει στη θάλασσα που έπνιξε αλλά και κράτησε ζωντανά τα όνειρά του. «πίσω μου σέρνονται μόνο τα πεθαμένα πράγματα» γράφει η συγγραφέας, αλλά ησυχία δεν έχει η ψυχή παρά μόνο όταν κάτι το εξαφανίσει κάτω από τη χλωμή γη. Χαρακτηριστικά λέει «Άμα σε θάψω , θα ησυχάσω». Οδυνάται η έρημη ψυχή. «Αλλά δεν είμαι έτοιμη. Δεν θέλω να είμαι έτοιμη»αναφωνεί.
Η λέξη είναι θάλασσα. Η λέξη είναι νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι απώλεια. Η απώλεια της στιγμής. Εκείνο το συναίσθημα της στιγμής είναι ακατανίκητο και κατάδικό της. Είναι της ψυχής.
Είναι και η γη.
Η γη είναι χλωμή, στεγνή, μοναχή κείτεται. Η λέξη είναι γη. Η πληγή είναι γη, είναι χώμα, είναι χλωμή γη, είναι σκιά. Σκιά της σκιάς. Είναι γκρίζο σκοτάδι, είναι θάνατος. Μέχρι να μεστώσουν οι φωτεινές μέρες. Η λέξη είναι λύπη, είναι θάνατος. Δεν είναι γλιτωμός θα μας πει η Μέρη Λιόντη στο βιβλίο της «βηματισμοί’
Στο βιβλίο της «βηματισμοί’ η συγγραφέας εναλλάσσει επιδέξια τα ποιητικά με τα πεζά μέρη και η αλήθεια είναι ότι διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους είναι έντονη. Πέρα από την εμφανή αλλαγή γραμματοσειράς και οπτικού ύφους, οι πεζές ιστορίες διακρίνονται από ρεαλισμό, φυσικότητα, ευέλικτους διάλογους και ρέουσα εξέλιξη της πλοκής. Εκείνο όμως που κάνει και αυτές τις ιστορίες να αποτελούν αναπόσπαστο οργανικό κομμάτι με το όλο είναι η καταγραφή της στιγμής, του ελάχιστου, του φευγαλέου. Η σύλληψη μιας φλασιάς θα λέγαμε σε άλλη γλώσσα, σαν το κλικ της κινηματογραφικής κάμερας των παλαιών ταινιών. Ένα κλιπάρισμα.
Τα λυρικά με τα πεζά, ας πούμε, μέρη, εναλλάσσονται με τρόπο διαδοχικών κινηματογραφικών λήψεων, σύντομων, αρκετά σύντομων, σε άσπρο μαύρο, μάλλον σε γκρίζο- λευκό, ή υπόλευκο- μαύρο, ή μαύρο- γκρίζο -λευκό, στο αμυδρό φως μιας νύχτας όπου το φεγγάρι κρύβεται από σύννεφα και αφήνει ένα ελάχιστο υποκίτρινο φως να απαλύνει τη σκληρή όψη των αναμνήσεων και των απολογισμών.
Τι σέρνει λοιπόν ο ναυαγός στα νερά που ακολουθούν πίσω μαζί μετά πεθαμένα πράγματα που δε λέμε να τα αποχωριστούμε εσαεί; Πολλά θα συλλέξει ο περπατητής στο χθες. Πολλά κομμάτια πολύτιμα και μαλαματένια. Σιωπές, επιθυμίες, βροχή, σκιές, όνειρα, άκαρπες αγάπες, πέτρες, απώλειες, νερά, αμαρτίες, γραφές κενές, αινίγματα, λυχνίες σβηστές, χλωμή στεγνή γη. Μοναξιά, απελπισία, λέξεις, κομμάτια λέξεις, ιστορίες που ξέφυγαν από την άκρη του μολυβιού και λοξοδρόμησαν, πολυπρόσωπη αλήθεια, μισητό ψέμα, δηλητήριο, σύνορα που δεν παραβιάστηκαν, απογοήτευση. Και κυρίως αδυναμία. Μια χρυσή αδυναμία που φωτίζει όλα τα ευρήματα και γίνεται το άμεσο ποιητικό υπόβαθρο της συγγραφέως. Η συνειδητοποιημένη αδυναμία να πράξει το επιθυμητό. Η αδυναμία που την κρατά δέσμια πίσω από τα όρια. Η ομολογούμενη αδυναμία του εφικτού. Αυτή τραγουδά η Μέρη Λιόντη. Η αδυναμία γίνεται το ισχυρό όπλο της γραφής της.
Είναι η υπεύθυνη για την θλίψη του αφηγηματικού της άξονα. Είναι αυτή που στέλνει το αμυδρό φως στις σκιές του χθες και τους προσδίδει εκείνη τη εξαίσια φρίκη της γυναικείας υπόστασης , μιας φρίκης που σέρνει μαζί της όχι πεθαμένα πράγματα , αλλά τη ζωντάνια μιας ψυχής που δεν πρόκειται να παραδοθεί και να λυγίσει , όσο κι αν πονά για όσα δεν τόλμησε ή τόλμησε και διαψεύστηκε. Η αδυναμία ως πηγή εκκίνησης της γραφής της Μέρης γίνεται δύναμη ισχυρή, όταν τυλίγεται με λέξεις , με φράσεις, με σιωπές.
Αν μπορούσαμε να χαρτογραφήσουμε τις ιστορίες και τις λυρικές εξάρσεις της Μέρης θα δημιουργούσαμε ένα τοπίο με λίγα ξέφωτα και πολλές σκιάσεις , Πολλά σημεία θα είχαν το αδιαπέραστο μαύρο. Το ανεξερεύνητο. Το άγνωστο. Τι κρύβετε κάτω από τις ηθελημένες παύσεις, από τα αφώτιστα και ανήλιαγα τοπία; Εικάζουμε ότι εκεί υπάρχουν ωκεανοί, θάλασσες, στεριές ανέγγιχτου από την πένα πόνου, αλλά και αφιλόξενα στη συνείδηση τοπία.
Επειδή ακριβώς υπάρχει μεγάλη έκταση αμίλητη, η γραφή της παρουσιάζει μεγάλη θραυσματικότητα. Είναι κομμάτια λέξεων, φράσεις που δεν ολοκληρώνουν, καταλήγουν συχνά σε αποσιωπητικά, Φράσεις πάνω στις φράσεις, λέξεις πάνω στις λέξεις, τελεία και πάλι τελεία. Υπαινικτικότητα σε πολλά σημεία ,μισοφωτισμένο νόημα κάπου αλλού. Ένα παζλ με πολλά μαύρα κομμάτια και λιγότερα ημιφωτισμένα, ένας πίνακας με πινελιές ακαθόριστες με την πρώτη ματιά, μα αν εστιάσεις στην εικόνα ως έμπειρος φωτογράφος θα αρκούσε ένα αμυδρό φως για να απαθανατίσει τη δύναμη της ακεραιότητας του μη εφικτού.
( απόσπασμα από την « συνάντηση»)
Υ.Γ.Ηεπιλογή φωτογραφιών από την Ειρήνη Μπόμπολη
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 10/5/2017
Η δωρικότητα του λόγου
Με τα γραπτά της Μέρης Λιόντη δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, κι ας είναι ο λόγος της λιτός και απέριττος, δωρικός. Σε ξεγελά για απλό το εγχείρημα. Δεν είναι όμως. Διαβάζεις, ξαναδιαβάζεις, ανακαλύπτεις κάθε φορά καινούργια πράγματα, αθέατα σε πρώτη ανάγνωση. Αυτό, όμως, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας καλής γραφής. Το ξάφνιασμα, η ανανέωση του ενδιαφέροντος, η νέα καταβύθιση στον λόγο. Τι γράφει, λοιπόν, η Μέρη Λιόντη; Διαβάζω:
Δεν λυπάμαι για σκηνές που μου ’χουν φύγει. Κάποιος άλλος δυνατότερος
από μένα μπορεί και τις έχει κρατήσει, όλα μπορεί να τα ’χει κρατήσει,
όλα εκτός απ’ τη βασιλεία του συναισθήματος. Της στιγμής.
Εκείνο ήταν δικό μου.
Απομονώνει στιγμές. Από το ευρύτερο πλάνο της ζωής αποκόπτει τα δικά της πλάνα, όσο κι αν φαίνονται μικρά, ελάχιστα. Μέσα από τη δική της φωτογραφική ματιά όλα ανάγονται σε άλλο επίπεδο, ο μικρόκοσμος των ηρώων της αναδεικνύεται σε σύμπαν δικό τους πολύτιμο.
Βηματισμοί – μικρές ιστορίες και κείμενα εξομολογητικής σιωπής. Έτσι ονομάζει η ίδια αυτή τη μείξη ποιητικών και πεζών κειμένων. Εξ αρχής δηλώνεται ο γήινος χαρακτήρας αυτού του λόγου. Βηματίζει, πατάει γη και χώμα. Αναγνωστική πρόκληση από κει και πέρα η απογείωση. Στέκομαι στο οξύμωρο του υπότιτλου. Μια σιωπή που εξομολογείται. Μα, ο λόγος ποια θέση έχει εδώ, μπροστά στην καταλυτική αυτή σιωπηλή κατάθεση; Η σιωπή δεν κρύβει; Αντιθέτως αποκαλύπτει πολλά;
Ο λόγος της Μέρης Λιόντη είναι κατ’ εξοχήν πεζός, τουλάχιστον έτσι φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση. Μικρές ιστορίες που αποτυπώνουν πλήρεις εικόνες, ήρωες που με τον λόγο αλλά και με τη σιωπή τους επισημαίνουν αλήθειες της ζωής τους. Επειδή, όμως, στην ουσία ο λόγος ένας είναι, όποια μορφή κι αν του δώσουμε, όπως επίσης η σκέψη μία είναι με όποιες εκφράσεις κι αν της προσδώσουμε υλική υπόσταση, ο λόγος της Λιόντη μεταπηδά από πεζή σε ποιητική μορφή και το αντίστροφο. Σε μια άλλη εκδοχή, το κάθε πεζό της κομμάτι έχει ένα ποιητικό προγεφύρωμα. Μια εισαγωγή με τον περισσότερο κρυπτικό ποιητικό λόγο. Ένας διάλογος της πεζογράφου με τον ποιητικό της εαυτό, ή το αντίστροφο.
Η Λιόντη γράφει απροσχημάτιστα, με μια εντελώς προσωπική γλώσσα, φτιάχνοντας τη δική της σύνταξη, τη δική της σειρά των λέξεων, αποσκοπώντας στη δική της θέα του κόσμου. Λόγος λιτός, χωρίς στολίδι κανένα, ευτυχώς. Γιατί αυτό το γνώρισμα είναι που κάνει και τη διαφορά. Σαν να βλέπουμε απαθανατισμένες σκηνές, εικόνες, όπως ακριβώς είναι (χωρίς φορτώματα περίσσια), όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Κοφτές φράσεις, μικρές προτάσεις και σκληρές αποσιωπήσεις. Ο αναγνώστης αφήνεται στις περισσότερες ιστορίες να γεμίσει τα ηθελημένα κενά, να συμπληρώσει (καθοδηγούμενος από τον ελλειπτικό λόγο της Λιόντη) την πλοκή. Και η περιγραφή των προσώπων με απόλυτη αίσθηση του περιττού. Με το ελάχιστο των λέξεων μπροστά μας χαρακτήρες ανάγλυφοι:
Η γυναίκα του, ένα γύρω εκεί στα σαράντα, πιο πολύ στεγνή παρά
αδύνατη, καθόταν σκυφτή καθαρίζοντας φασολάκια με μια έκφραση
δυσαρέσκειας στο τραβηγμένο από την ένταση πρόσωπό της.
Σκέφτομαι πως και μόνο η λέξη στεγνή αν υπήρχε για να δώσει την εικόνα αυτής της γυναίκας, θα αρκούσε για να τη δούμε μπροστά μας ανάγλυφη.
Οι θαμώνες πλήθυναν. Γυναικείες φιγούρες περνούσαν απ’ τα μάτια μου,
που τα κράτησα χαμηλά για να μην προδώσω το μέγεθος της περιέργειάς
μου. Γυναίκες με περπάτημα πιο ελαφρύ χορευτικό και άλλες με βαριά
σερνάμενα βήματα λες και ήταν αποκαμωμένες υπάρξεις, κι όσο και αν δε
φαίνονταν περασμένες στα χρόνια μπορεί στην ψυχή τους να ‘ταν κιόλας
πολλά. Γιατί γερνούν οι άνθρωποι γρήγορα; Τόσο μα τόσο γρήγορα; Ο
καιρός των ενθουσιασμών θαρρείς μια στιγμή κρατά…
Στο παραπάνω απόσπασμα οι γυναικείες μορφές με το πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα να γράφει πάνω στο βάδισμά τους. Το ελαφρύ και χορευτικό από τη μια σε πλήρη αντίθεση με το σερνάμενο αποκαμωμένο από την άλλη.
Οι χαρακτήρες της Λιόντη έχουν βαθιές επιθυμίες. Σπαράσσονται συχνά από το ασύμπτωτο ανάμεσα στη δύναμη μιας επιθυμίας και στην αδυναμία του εφικτού:
Φώτα σβήνουν αφήνοντας όσα ανήκουν στη σκηνή, που λίγο ως πολύ
ξέρεις πώς θα εξελιχθεί. Οι ανοιχτές προοπτικές έχουν εγκαταλείψει
από ώρα. Μένει μόνο η αδυναμία του εφικτού. Όλα τα άλλα, πετάγματα
που δούλεψε ακούραστα η προσμονή. Λυπάσαι γι’ αυτά καμιά φορά; Ίσως
για τα καλά που έφυγαν. Ίσως για τις ανατροπές που ντράπηκαν για
λογαριασμό σου και απόφυγαν να σε κοιτάξουνε στα μάτια.
Υπέροχο αυτό το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης. Οι ανατροπές δικές μας είναι, εμείς τις επιλέξαμε, δεν έχουμε κανένα άλλοθι. Πόσο εδώ εισχωρεί η μνήμη εκείνου του καβαφικού, από τη Σατραπεία, όταν ο ποιητής χρεώνει εν τέλει στον ίδιο τον άνθρωπο την ευθύνη της υποχώρησης μπροστά στις κοινωνικές πιέσεις και συμβάσεις:
[…]και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις
Έτσι κι εδώ, οι ανατροπές σαν να αποκόπτονται από το σώμα, στέκονται απέναντί του και ντρέπονται για λογαριασμό του. Γιατί υποχώρησε, ενώ δεν έπρεπε.
Κάποιοι ήρωες, βέβαια, περνούν το όριο. Σπαρασσόμενοι αφήνονται στην επιθυμία. Έτσι γίνονται διακριτοί, ξεχωριστοί ακόμα και μέσα στην καθημερινότητά τους που απειλεί να τους καταπιεί. Θέμα επιλογής.
Διαλέγω από τα κείμενά της το αριστουργηματικό διήγημα Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι, μια ιστορία που από μόνη της θα μπορούσε να δώσει στη Λιόντη τα εύσημα της συγγραφής. Εδώ συνοψίζεται όλο το σύμπαν της σκέψης και του έργου της. Η μοναξιά, ο έρωτας, ο έρωτας ως μοναξιά και πάλι, η διαφορετικότητα, ο περίγυρος και η καταλυτική του επίδραση στον κόσμο των ηρώων, η μνήμη, η καταστροφή και αναπόφευκτα η αυτοκαταστροφή, η αμαρτία και η εσωτερική της επεξεργασία, τέλος η τέχνη, αυτή η παντοδύναμη μη πραγματικότητα. Μας καθοδηγεί αναγνωστικά με το ποιητικό προγεφύρωμα:
Αμαρτία είναι ό,τι ματαιώνει το μονοπάτι που βαδίζεις, ό,τι σε γυρνά,
ό,τι σε μπάζει σε μια δίνη.
Αν σε πονά ή αν σε αλαφρώνει, αν σε διδάσκει ή αν κάνει όλες τις
γραφές κενές, είναι ένα αίνιγμα που δεν θα λυθεί παρά στο απόλυτο τέλος.
Για την ώρα παίζεις το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης. Και της
φαντασίας. Για να επινοήσεις όλες τις αμαρτίες που δεν έκαμες ή
να διαγράψεις άλλες.
Αν ήταν θεατρικό έργο, θα μιλούσαμε για προϊδεασμό. Για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν. Η λέξη αμαρτία (αποδεσμευμένη από την κατοπινή θρησκευτική της διάσταση), με την αρχική της σημασία, την πανάρχαια, αυτή της αστοχίας, της μη συνάντησης με την τύχη. Εδώ δεν έχει καμία θέση η θεϊκή παρέμβαση. Ο άνθρωπος μόνος. Σε όλο το διήγημα η ιδέα πάει κι έρχεται. Αγγίζει τη γυναίκα και τη μεταμορφώνει, αγγίζει τον άντρα και τον καταστρέφει. Είναι η σειρά της γυναίκας να καταστραφεί, και μετά του άντρα. Πόσο πολύ τώρα το μυαλό μου (έτσι όπως ο αναγνώστης κάνει τους δικούς του συνειρμούς) γυρνάει σ’ εκείνο το άλλο διήγημα, του Δημήτρη Χατζή, Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ. Μα εκείνο ήταν ένα μεταμφιεσμένο δοκίμιο περί τέχνης. Ετούτο της Μέρης Λιόντη, πολύ μικρότερο σε έκταση, κυλά την ιδέα του σε πιο πολλά θέματα, κι όμως στέκεται δίπλα του σαν ένα περίφημο παράλληλο. Μια άλλη εκδοχή του, τόσα χρόνια μετά από εκείνο. Οι συγγραφείς συνδιαλέγονται; Φυσικά! Συχνά χωρίς να το γνωρίζουν, και αυτό κάνει την επικοινωνία τους μαγική. Διαβάζοντας τα ποιητικά κομμάτια της Λιόντη ανακαλύπτεις τον γήινο, πεζό τους χαρακτήρα, αλλά και μέσα στις ιστορίες της τις πεζές ανασαίνει ο λόγος ποιητικά. Έτσι μπαίνω στον πειρασμό. Παίρνω φράσεις σκόρπιες από αυτό το εξαιρετικό διήγημα, και δείτε πώς μετασχηματίζεται όχι μόνο σε ένα πλήρες, λιλιπούτειο πεζό αλλά και σε ποιητικό λόγο:
(εκείνη)
Η απόλυτη κυρία της μικρής πόλης.
(εκείνος)
Ψηλός, επιβλητικός, με μακριά μαύρα – ασυνήθιστα μαύρα – μαλλιά και
μάτια εντελώς ασταθή στο χρώμα τους.
Άλλαζαν όχι με το φως αλλά με τον άνεμο. Ανάλογα με τη διεύθυνσή του.
(εκείνη)
Τον είδε και ο νους της φουρτούνιασε. Νοτιάς σηκώθηκε. Τα μάτια του
ψιχάλισαν και για μια στιγμή τα έριξε πάνω της.
Ζαλίστηκε.
Έτρεφεν ο έρωτας και γεννούσε ονείρατα εικόνες και γέλια ζωντανά.
Είχεν παραδοθεί.
(εκείνος)
Οι άνεμοι τον είχαν ξεχάσει ή τους είχε χάσει στους δρόμους που
τριγυρνούσε η απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξής του.
Πλέον οι ζωγραφιές του είχαν χάσει τη μαγεία τους.
Έπρεπε να γυρίσει πίσω τη μοίρα. Να πάρει πίσω τον χαμένο του χρόνο.
Στην άκρη απ’ τη θάλασσα σώσε με, της είπαν τα τυφλά του μάτια.
Τον βρήκαν στο πλάι της ήσυχο, σιωπηλό, να κοιτάζει τη θάλασσα.
Στα ρούχα του το αίμα της.
Ένα φιδωτό μονοπάτι ξετυλιγόταν στους τοίχους. Κόκκινο. Ίδιο φωτιά.
Λάθος! Όχι φωτιά. Αίμα. Άλικο αίμα!
Κι ο Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι απών.
Αυτή η ευελιξία του μετασχηματισμού μιας γραφής είναι άλλο ένα γνώρισμα της πληρότητας που έχει. Μια ιστορία που εμφανίζεται σε διαφορετικές εκδοχές, και σε κάθε μία δεν χάνει τίποτα όλο το νόημα, το αρχικό.
Τα θέματά της Μέρης Λιόντη γυρνούν σε τοπία ερωτικά, μνημονικά, τραγικά του χρόνου περάσματα πάνω στις ανθρώπινες ζωές. Αυτός ο αδυσώπητος χρόνος που πασχίζει όλα να τα καταργήσει. Φθείρει υλικά το σώμα, αναδεικνύεται, όμως, αδύναμος απέναντι στις επιθυμίες.
Η μνήμη και ο χρόνος.
Μόνος ο χρόνος.
Άλλος στο μυαλό άλλος στο κορμί.
Ξέρεις, όπως στριφογυρίζουμε και χαραζόμαστε παντού μια χαραγή
στη δύναμη στη διάθεση στα όνειρα.
Και ο έρωτας, μια καθημερινή σχέση ή μια εξαιρετική ιστορία; Ακροβασίες ανάμεσα σε κραυγές και ψίθυρους. Γιατί ο έρωτας και ως παρουσία αλλά και ως απουσία είναι παντοδύναμος. Όπως εδώ, που μπορεί να γίνει και απελευθερωτικός συναισθημάτων, όταν με χαμηλόφωνο τρόπο καταργείται:
Μ’ αγαπάς; ρώτησε. Κι ήταν σιγανός ο ήχος της φωνής, με μια αγωνία
λες ζητούσε επιβεβαίωση αν βρήκε το σωστό κλειδί ν’ ανοίξει την πύλη.
Όχι, ακούστηκε η φωνή του και ήταν το ίδιο σιγανή.
Σαν να ξαναβρήκε την ενέργειά της όλη.
Οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να είναι και φωτογραφικά στιγμιότυπα. Άλλωστε η Λιόντη δηλώνει ότι απαθανατίζει. Η παρατηρητικότητα (βάση της λογοτεχνίας) εδώ σε όλη της την έκταση.
Φωτογραφίζω συχνά και ας μην κατέχω την τέχνη
Ίσως γιατί είναι ένας τρόπος να φροντίζω εμμονές
να συντηρώ απορίες και να μαθαίνω δρόμους
Ιστορίες και ποιητικά σχόλια αυτών των ιστοριών. Η ίδια θα δηλώσει:
Δεν είναι όλες μου οι ιστορίες άξιες για ανάγνωση. Κάποιες είναι τόσο
αδύναμες που μετά βίας βρίσκει κανείς μισή λέξη ενθαρρυντική να πει γι’ αυτές.
Ωστόσο δεν τις διαγράφω. Τις κρατώ εκεί εκατό γραφές δοκιμασίες,
άταρες, άτονες ανήμπορες, σαν παιδιά με υστέρηση. Σαν παιδιά με
ειδικές ανάγκες. Σαν τα παιδιά. Μας. Μου…
Μπορεί γι’ αυτό να τις κρατώ.
Γραφές δοκιμασίες, λοιπόν. Συμφωνώ. Αξιοπρόσεκτα στιγμιότυπα και ακόμα πιο άξια προβληματισμού σχόλια. Στο σύνολο μια πεζή/ποιητική κατάθεση μιας εξομολογητικής σιωπής. Το οξύμωρο του υπότιτλου τώρα κάτι παραπάνω από σαφές. Ποιος είπε ότι πρέπει ο λόγος να κραυγάζει; Με τον δωρικό της τρόπο έκφρασης η Μέρη Λιόντη δείχνει την ουσία των πραγμάτων.
ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΑΝΟΥ
vakxikon.gr/12/2017
Η Μέρη Λιόντη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στη λογοτεχνία μας. Η γραφή, όπως εξομολογείται η ίδια, ως αποτύπωση μιας επιτακτικής ανάγκης, φανερώθηκε αργά στη ζωή της.
“Άμα πεθάνω, θα σιωπήσω. Και δεν είμαι έτοιμη. Δε θέλω να είμαι έτοιμη.” Μας εξομολογείται στο πρώτο ποιητικό κείμενο του βιβλίου. “Δε θέλω να σ΄ αφήσω.” Η πρώτη του φράση. Σε ποιον απευθύνεται; Στον εαυτό της; Στον αναγνώστη; Και στους δύο; “Να κρατήσω νοτερές τις λέξεις που θα σου στέλνω κάθε μέρα. Είναι το μόνο που μπορεί να αντισταθεί στο ποτάμι που κρύβεται χωμένο βαθιά, τον καιρό που η αθωότητα μιλούσε ακατάληπτη γλώσσα.“
Αυτό είναι λοιπόν το στοίχημα που βάζει η Μέρη στο βιβλίο της “Βηματισμοί” που κυκλοφορεί από τις Μικρές εκδόσεις. Να μιλήσει γι’ αυτά που αξίζει να περισωθούν. Και το επιχειρεί σε δώδεκα μικρές ιστορίες και ισάριθμα ποιητικά προγεφυρώματα. Γραφή κινηματογραφική. Μικρά επεισόδια με πρωταγωνιστές ανθρώπους που έχουν νιώσει στο πετσί τους τη φράση από την Πτώση του Αλμπέρ Καμύ: “Κάποιες φορές το δύσκολο είναι να συνεχίσεις…”
Όπως η Μαρίνα που, αποκαμωμένη απ’ το βάρος μιας ζωής που δε διάλεξε, βρίσκει καταφύγιο στην καλύβα του λειψού στο νου Παντελή, στο διήγημα “Επαφή’’. Μέσα σε δυο σελίδες η Μέρη Λιόντη καταφέρνει να κλείσει όλη την τραγικότητα της γυναίκας που έχει τόσο νεκρωθεί μέσα της, ώστε ακόμη και το δέρμα της της είναι ξένο. Δίπλα της ο Παντελής με την αγνότητα της παντελούς άγνοιας.
“Τι είσαι; τη ρώτησε. Γυναίκα, του είπε κι έβγαλε τη ζακέτα της να τη βάλει στο κεφάλι. Ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα, αβάσταχτο σχεδόν για κείνη, τέλος καλοκαιριού ήταν και το φως ανηλεές.”
Το διήγημα κλείνει με μια σκηνή έξοχης δραματικότητας. Ο άνδρας που έμεινε παιδί παίρνει το στήθος της νικημένης από τη ζωή γυναίκας και αρχίζει να θηλάζει.
“Γονάτισε πάνω σε βρόμικο στρώμα, με το ζόρι έβγαλε τη μπλούζα, το κορμί της ήταν αδύνατο, μετριόνταν τα πλευρά, έβγαλε μικρό αναστεναγμό και ξαπλώθηκε ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά.
Κάθισε πλάι της ανακούρκουδα και πήρε να την περιεργάζεται έτσι που κείτονταν γυμνή απ’ τη μέση και πάνω με τα μάτια κλειστά.
Το στήθος ήταν μικρό. Άπλωσε τα χέρια του και στην αρχή με τα δάχτυλα δισταχτικά σαν να το φοβόταν άγγιξε. Ύστερα με την παλάμη τα περιτριγύρισε, τα έκλεισε χωριστά καθένα και κατόπι και τα δυο μαζί. Οι ρώγες ήταν ανοιχτόχρωμες, της γίδας του ήταν πιο καφετιές και πιο χοντρές. Τη θυμήθηκε μαζί με το κατσικάκι της – είχε γεννήσει λίγο καιρό πριν- και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ξάπλωσε δίπλα της. Γύρισε στο πλάι, την έστρεψε προς το μέρος του, πήρε το στήθος στο στόμα κι άρχισε να θηλάζει. Ακριβώς όπως το είχε δει.”
Άνθρωποι με δέρμα διάφανο. “Αφηνόταν πιστό σκυλί σ’ ό,τι τον διάλεγε.” Ο άνδρας που εθίζεται στο πιοτό “ για κείνη τη γλώσσα που μπορούσε να μπαίνει σε λειτουργία, να βρίσκει εύκολα τα μονοπάτια και να μη σκοντάφτει. Για κείνη τη γλώσσα. Για κείνη τη δύναμη των λέξεων.”
Ο ζωγράφος Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι με τα μάτια τα εντελώς ασταθή στο χρώμα τους και η γυναίκα η ανέγγιχτη που είχε ντυθεί την αθωότητα σμίγουν ερωτικά στη μέση της πλατείας μιας πόλης. Σε μια ιστορία που θυμίζει τον μαγικό ρεαλισμό του Μάρκες.
“Ο Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι είχεν εκπέσει. Απότομα, απρόσμενα επώδυνα. Ο ίδιος περισσότερο απ’ τον καθένα είχεν εκπλαγεί στην αρχή και στη συνέχεια θυμώσει. Ένιωθε θυμό. Ένα θυμό που όσο περνούσε ο καιρός τόσο φούντωνε.
Εκείνη είχεν αποκτήσει το άγγιγμα. Το άγγιγμα που αυτός είχε χάσει.”
Ο έρωτας είναι παρών στις ιστορίες της Μέρης. Είτε είναι ο βασανιστικός, ανεκπλήρωτος πόθος του άνδρα που από υπερβολική συστολή και φόβο για τις γυναίκες αρκέστηκε στον πληρωμένο έρωτα, είτε το αυτοκαταστροφικό πάθος της γυναίκας που “έβγαινε κάθε βράδυ να γίνει τραγούδι”. Ο έρωτας παίρνει το σχήμα του ανθρώπου και το βάθος του πόνου του. Δεν είναι επιφανειακός. Σκάβει μέσα από το δέρμα των ανθρώπων και τους αφήνει γυμνούς να πονούν. Γιατί κυρίαρχες σε όλα τα διηγήματα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Με τις ματαιώσεις, την τραγικότητα, το αβάσταχτο βάρος τους. Τα συναισθήματα, τα πάθη ματώνουν τους ανθρώπους της Μέρης Λιόντη. Μα δεν παραιτούνται από την πορεία καταβύθισης στο μέσα τους σκοτάδι, όσο επώδυνο κι αν είναι αυτό. Ψαύουν σαν τον τυφλό που αποζητά το φως στο πρόσωπο του άλλου. Είτε αυτός είναι το κορίτσι του διπλανού καθίσματος, είτε ο σύζυγος της αιώνιας πλήξης είτε το αντικείμενο του σαρκικού πόθου.
Η Μέρη γνωρίζει καλά πόσο βάρος σηκώνει το δέρμα του ανθρώπου. Πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος, με την τύφλα σου και τη γύμνια σου και την παντελή απουσία βεβαιοτήτων. Γι’ αυτό και τους ήρωες των ιστοριών της δεν τους στήνει σε κανένα βάθρο να τους στεφανώσει αλλά τους βυθίζει στο χάος της σάρκας τους. Τους παρατηρεί με το τρυφερό, γεμάτο κατανόηση βλέμμα της κι έπειτα τους ζωντανεύει μπροστά μας με την πένα της. Χωρίς πολλές επεξηγήσεις, χωρίς περιττά στολίδια, μας κάνει κοινωνούς ενός κόσμου που βηματίζει αέναα, γιατί αυτό είναι και τίποτε άλλο για να δεις. Ίσως αυτή η επίγνωση της ματαιότητας των ανθρώπινων πραγμάτων είναι που οδηγεί την πένα της σε τόσο τρυφερά μονοπάτια. Τους ήρωες των ιστοριών της δεν υψώνει το δάχτυλο να τους δικάσει, δεν ξεπέφτει στην ηθικολογία.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου; Είναι και η ίδια από τους ανθρώπους με το διάφανο δέρμα, αυτούς που τους είπαν τρελούς ή ποιητές.
ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ
FRACTAL 7/06/2017
Η στερεότητα του κόσμου!
Το σίγουρο είναι ότι έχει αγαπήσει πολύ. Τις λέξεις, τα νοήματα, την ποίηση. Η ποιήτρια Μέρη Λιόντη στους πρώτους της «βηματισμούς» για την κατάκτηση της πεζογραφίας.
Η Μέρη Λιόντη παρουσιάζει δώδεκα πεζά και θα πρέπει να πούμε από την αρχή πως η δουλειά που μας παρουσιάζει δικαίωσε αυτή της τη χειρονομία. Δώδεκα κείμενα που σχεδόν όλα αποτελούν ώριμες εκδηλώσεις ενός λογοτέχνη με πλήρη και σαφή επίγνωση των επιδιώξεων του.
Πεζά που συνοδεύονται όλα από έναν ποιητικό επίλογο, ποιητικά προγεφυρώματα όπως τα ονομάζει ο εκδότης. Προσωπικά θεωρώ ότι το βιβλίο θα στεκόταν πολύ καλά και χωρίς αυτά. Αποτελούν όμως μια πρωτότυπη ποιητική συνοδεία, σαν ένα παραμιλητό που βγαίνει σχεδόν απρόσκλητο μετά την ανάγνωση των σύντομων διηγημάτων της Μέρης Λιόντη, βοηθώντας κυρίως την ίδια να σιγουρέψει αυτό που καλά η ίδια κατέχει: τον ποιητικό λόγο.
Δώδεκα αυθεντικά διηγήματα χωρίς μαστορεμένες κατασκευές. Γυναικείες φιγούρες που γυρίζουν γύρω από το ίδιο μοτίβο, τον πυρήνα του βιβλίου που αποτελεί την αναζήτηση και την κατάκτηση του Έρωτα. Ακόμα και όταν ο ήρωας της ιστορίας της είναι άνδρας περιστρέφεται συγκινημένος γύρω από γυναίκες άπιαστες, γύρω από το μη αναστρέψιμο παρελθόν.
Ναι θα μπορούσε να «κατηγορηθεί» το βιβλίο ετούτο με την ρετσινία της γυναικείας λογοτεχνίας, αλλά οι φιγούρες της είναι τόσο ζωντανές με μια αμεσότητα αίσθησης που αγγίζει τον άνθρωπο και όχι το φύλο του.
Το διήγημα που με συγκίνησε πιό πολύ από όλα λέγεται «Για το πέρασμα» και είναι το τέταρτο κατά σειρά διήγημα αυτού του μικρού μεγάλου βιβλίου των 74 σελίδων.
Στο διήγημα αυτό ο ήρωας θυμίζει πολύ τον Λεπρέ στον «αδιάφορο» του Μαρσελ Προύστ. ένα νεανικό του διήγημα. Όχι τόσο για την πλοκή όσο για την υποψία ενός κορμιού
-«που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να το χαλαλίσει σε καμιάν αγάπη».
-« το κυνήγι του είχε τελειώσει. Θέλησε τόσο να βγει κυνηγός και ξέμεινε από σκάγια»
-«Δύσκολα βήματα τον έσυραν στο λαγούμι του».
Η ανακούφιση σε αυτά τα διηγήματα έρχεται συνήθως με ένα δύσκολο τέλος. Ένα τέλος που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι πίσω από αυτές τις γκρίζες αρμονίες, ο κόσμος μας παραμένει σταθερός και με βάσιμες ελπίδες για την καλή πορεία και συνέχεια της συγγραφέως, Μερόπης Λιόντη.
ΒΑΣΙΛΗΣ Γ.ΧΑΡΩΝΙΤΗΣ
Εφημερίδα «ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» (8.6.2017)
Όταν πριν απο τρία χρόνια η Μέρη Λιόντη είχε δώσει σε κυκλοφορία την ποιητική συλλογή με τον τίτλο «θέρος το χειμαζόμενον», μου είχε κάμει ιδιαίτερη εντύπωση ο πυκνός και στέρεος λόγος, η διαφορετική μα αξιοπρόσεκτη φωνή, η αγωνία και η απαισιοδοξία που έφερνε ο «κόσμος» της και ταυτόχρονα ένα αδιόρατο φως που συντηρούσε την ελπίδα. Μ’ αυτά τα στοιχεία η Λιόντη έκαμε βέβαιη την είσοδό της στο δύσκολο χώρο της ποίησης.
Τώρα με τις δώδεκα μικρές ιστορίες και τα ισάριθμα ποιητικά προγεφυρώματα που τους έδωσε τον τίτλο « Β η μ α τ ι σ μ ο ί »,χωρίς να εγκαταλείπει την ποίηση μπαίνει επάξια και στο χώρο της πεζογραφίας.
Οι μικρές ιστορίες- τα διηγήματα δηλαδή- που ήταν πάντα ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος, συχνά ήταν κι ένας καθρέπτης της πραγματικότητας. Σήμερα όμως που στην εποχή μας χιλιάδες δεσμά και χιλιάδες θάνατοι μας έχουν στερήσει όλα τα αυτονόητα ο πνευματικός δημιουργός,ποιητής ή πεζογράφος, εφ’ όσον είναι αληθινός, δεν οφείλει μόνο να τους αποτυπώνει στο έργο του. Δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος, αμέτοχος, απλός παρατηρητής των διαδραματιζομένων γύρω του.Ως ενεργός πολίτης, πρέπει να στοχεύει στο να κατανικήσει, στο μέτρο των δυνατοτήτων του,τα όποια υλικά αδιέξοδα ορθώνονται μπροστά του για να φέρει « ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο», κατά το λόγο του Σολωμού.
Αυτό νομίζω ότι προσπαθεί να μας δώσει και η Μέρη Λιόντη. Όλες οι μικρές ιστορίες που είναι και ενδιαφέρουσες και καλογραμμένες,ενώ έχουν ένα σταθερό υπόβαθρο, στην κατάληξή τους σαν να κλυδωνίζονται.
Οι βηματισμοί των ηρώων της πραγματοποιούνται σε ποικίλους χώρους όπου βιώνουν έντονα την ανελευθερία τους και ο αναγνώστης παρακολουθώντας τους μέσα από την πυκνή γραφή της συγγραφέως, υποψιάζεται ότι ο κλυδωνισμός που ηθελημένα ή όχι τους περιβάλλει, σε μια δεύτερη ανάγνωση κάπως γαληνεύει και παρουσιάζεται ένα αμυδρό, μα καλοδεχούμενο φως.
Αυτή την ταραχή, μα και τον αγώνα για λίγο φως, έρχονται, τις περισσότερες φορές, να επισημάνουν και τα επίσης καλογραμμένα ποιητικά προγεφυρώματα που παρεμβαλλονται ανάμεσα στις μικρές ιστορίες.
«Φωτογραφίζω συχνά κι ας μην κατέχω την τέχνη
ίσως γιατί είναι ένας τρόπος να φροντίζω εμμονές
να συντηρώ απορίες και να μαθαίνω δρόμους».
Η συγγραφέας ζει τον κόσμο που κινείται, που μεταμορφώνεται, που αλλάζει. Μιλεί με το στόμα της γυναίκας, που εκφράζει την καταπίεση,την πίκρα, τις ενοχές ή τα αδιέξοδά της. Προβληματίζεται με τον έρωτα, πιο πολύ με τη ζωή που φεύγει, αποστρέφεται το αδιέξοδο κενό, που βρίσκεται μέσα αλλά και γύρω της, βιώνει με τον τρόπο της την ομορφιά.
« Καμιά φορά είναι η ομορφιά που σου κόβει την ανάσα… νομίζεις πως θα χαθείς μέσα της και, όσο κι αν το εύχεσαι, την τρέμεις… σχεδόν δεν την αντέχεις, και τότε γίνεται τ’ αρμυρό νερό δρόμος, για να περάσεις».
Οι βηματισμοί των ηρώων με την πρώτη ματιά δείχνουν ότι παραπαίουν, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Έχουν μια δική τους σταθερότητα.
Μού φαίνεται πως κινούνται πάνω σ’ ένα τεντωμένο νήμα, στην κόψη του ξυραφιού, ώρες ώρες δίνουν την εντύπωση ότι ο δρόμος που ακολουθούν είναι εντελώς αδιέξοδος,οδηγεί στο κάπου,στο άγνωστο, στο πουθενά.Παρά ταύτα καθένας τους θα μπορούσε να πεί με το στόμα της Λιόντη:
«Κουβαλώ μνήμες άλλων. Και καμιά φορά βαραίνω. Και πάλι ρίχνω δικό μου φορτίο στη θάλασσα για να τις σώσω».
Και όμως «Ταξιδεύοντας» μπορεί να συναντήσεις όχι μόνο εκείνην που θα σου μιλήσει «Σαν γυναίκα προς γυναίκα», αλλά και τον «Γαβριήλ Ευγένιο Ματράτσι» που θα σου ιστορήσει «Για το πέρασμα», θα νιώσεις την «Επαφή» και την «Ισορροπία», θα ζήσεις «Μια ιστορία καθημερινότητας» που μπορεί να είναι «Μια τυχαία ιστορία», αναπάντεχα θα γευτείς «Κεφτεδάκια με αυγολέμονο»,θα απολαύσεις «Το φιλί» αν όχι «Στο καφέ», οπωσδήποτε σε «Μια συνάντηση» και θα καταλάβεις ότι πρέπει να βηματίσεις ως την άκρη,ως το χείλος των ορίων σου και πέρα από σένα για να σωθείς,
να ελευθερωθείς…
Ο έρωτας μιλεί σωστά όταν μιλούν τα σώματα.
Τις άλλες ώρες τις κι αυτές σπουδαίες
Παιχνίδι κάνει μόνο η αγάπη.
Αν λείπει αυτή στεγνώνοντας η αύρα
Θα γίνουν ξένα τα κορμιά
Έρημες χώρες βάσανος
Κοίτη ποταμού που στέγνωσε
Ορίζοντας σβησμένος.»
Συμπερασματικά οι «Β η μ α τ ι σ μ ο ί » της Μέρης Λιόντη, είναι, όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «ένα οδοιπορικό στο μονοπάτι που ακολουθεί κάθε φορά και ένας άλλος άνθρωπος στον έρωτα, στη μοναξιά, στην επιθυμία, στη μνήμη, στη ζωή…».
Αξίζει να τους ακολουθήσομε σ’ αυτή την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περιδιάβαση…
ΘΕΡΟΣ ΤΟ ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΝ (2014)
ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ
Καλοκαιριού μνήμες
Τριάντα ένα ποιητικά στιγμιότυπα αναπόλησης ενός έρωτα συναρμόζουν τη συλλογή της πρωτοεμφανιζόμενης στα ποιητικά μας πράγματα Μέρης Λιόντη που φέρει τον τίτλο Θέρος το Χειμαζόμενον και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν τον Ιανουάριο του 2014. Ανιχνεύοντας με βήμα μετέωρο και με έναν ακαθόριστο προορισμό τις διαδρομές ενός επώδυνου τραύματος το ποιητικό υποκείμενο μας μιλά γι’ αυτό με όχημα την προσωπική μνήμη, που μοιάζει να λειτουργεί ως διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη θλίψη και την ονειροπόληση, το παρελθόν και το παρόν, αλλά και ανάμεσα σε ενδιάμεσες μορφές επαφής και απομάκρυνσης, όπως η απολογία και ο απολογισμός, που είναι συχνά μάλιστα θολές, όπως και η ατμόσφαιρα από την καλοκαιρινή ζέστη. Διαβάζουμε στο ποίημα Και φέτος: «και πάλι/ στον ορίζοντα του πουθενά/ με μια ληγμένη αγάπη/ο οδοιπόρος/ κουβαλά και φέτος/ ένα έκθετο καλοκαίρι/».
Το καλοκαίρι στα ποιήματα της Λιόντη συμβολοποιείται εν είδει μετωνυμίας μιας μεθυστικής ραστώνης που διεγείρει παράξενα τις αισθήσεις μας μέσα από τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξενοιασιά, συνδηλώνοντας ταυτόχρονα την ανάμνηση και την αναβίωση του τραύματος. Με τεμαχισμένο τον χρόνο στα δύο, σε χαρούμενο δηλαδή παρελθόν και μελαγχολικό παρόν, σε καλοκαίρι και άλλες εποχές, η ποιητική αφήγηση της Λιόντη μοιάζει να αυτοπροσδιορίζεται ως ένα είδος ερωτικού παλίμψηστου που φαίνεται να ενεργοποιείται σταθερά μόλις το θερμόμετρο ανέβει αποπνικτικά. Ειδικότερα, ο Αύγουστος φτάνει αντίστροφα να λειτουργεί αυτός ως υπερώνυμο του καλοκαιριού αλλά και ως σύμβολο απώλειας: Διαβάζουμε στην Έλλειψη: «/μου λείπει ο Αύγουστος / χρόνια τώρα με στοιχειώνει/ η έλλειψή του/ ο αέρας κι οι ανάσες του / μ’ εγκατέλειψαν απροειδοποίητα/ προσπαθώ να μη θυμάμαι πως σε φίλησα/ όταν οι μέρες/ ήταν τόσο γενναιόδωρες/. (…)».
Η κυριαρχία του πρώτου ενικού προσώπου στην πλειοψηφία των κομματιών προσδίδει στην ποιητική συλλογή έναν χαρακτήρα ιδιότυπης, ποιητικώ τω τρόπω, αφήγησης. Ο εν λόγω ιστός είναι διανθισμένος με ποιήματα που κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια της εξομολόγησης ή και της απολογίας, ενώ κάποιες άλλες το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με τον χαμένο ερωτικό σύντροφο, τον ερωτικό «άλλο», σε μια προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του, επιχειρώντας έναν απολογισμό με μια ματαιωμένη αίσθηση απώλειας: «/(…) /άλλοτε/ σε μπάζω απ’ την κρυφή μου / πόρτα/γίνεσαι ο ακριβός μου μάρτυρας /και καμιά φορά/ αφήνω την ψυχή μου / στα χέρια σου απάνω/ (κρυφή πληγή η ψυχή μου/ και συ της στάλαξες αλάτι)/».
Ο μινιμαλισμός της φόρμας στα ποιήματα της Λιόντη υπογραμμίζει αντιθετικά την ιδεολογία που διατρέχει συνεκτικά την ποιητική συλλογή. Τα ποιήματα της συλλογής, όλα μικροφυή κομμάτια, με αποσπασματικό χαρακτήρα κάποιες φορές, ενισχύουν με τη μορφή τους τα συναισθήματα της ποιήτριας. Αλλά και η λιτότητα της έκφρασης και η αφαιρετικότητα του λόγου αποκτούν τον χαρακτήρα του αντίβαρου στα φορτισμένα συναισθήματα που αναζωπυρώνονται κατά τη διάρκεια του καυτού καλοκαιριού: «/ω, ναι ποτέ δεν πυροβάτησα/ κρατήθηκα στην άκρη/ από πληγές και καθαρτήρια νερά/ κι αυτό το κρίμα με βαραίνει/ κυρίως εν μηνί Αυγούστω / εντός κι εκτός σεληνιακού κύκλου/ (…)».
Τον ίδιο σκοπό, την αποφόρτιση δηλαδή της έντασης των συναισθημάτων της δημιουργού και κυρίως του αναγνώστη, υπηρετεί και η στίξη. Η ολοκληρωτική απουσία της τελείας και του κόμματος προικοδοτεί τους στίχους με μια ρευστότητα που δροσίζει τον αναγνώστη, ενώ η συστηματική χρήση των αποσιωπητικών ενισχύει την εικόνα ενός ποιητικού υποκειμένου που παλινδρομεί ανάμεσα στη χαύνωση του καλοκαιριού και την απομάγευση του ερωτικού κόσμου, λειτουργώντας συν τοις άλλοις κάποιες φορές κατευναστικά και κατ’ επέκταση ευεργετικά.
Καταληκτικά, πρέπει να υπογραμμισθεί πως ιδιαίτερα σημαντική είναι στην ποιητική συλλογή και η παρουσία του παρένθετου λόγου, τον οποίο συναντούμε στο τέλος όλων των ποιημάτων ― κάποιες φορές μάλιστα και μέσα στο σώμα του ποιήματος ― εν είδει επιγραμματικού σχολίου, με χαρακτήρα επεξήγησης στο κύριο σώμα του ποιητικού κειμένου. Διαβάζουμε: (…) / εσείς που γυρεύετε ελπίδα / σταμάτησα πια να πουλώ/ (….) (μικρός πειρατής ο έρωτας / κι ούτε μια φορά δεν έκανε/ ρεσάλτο / στο καράβι μου)/. Ο παρένθετος λόγος στο σύνολο της εν λόγω ποιητικής συλλογής ενισχύει τη διάκριση του αντιθετικού μοτίβου χαράς ― θλίψης που υπονομεύεται και ταυτόχρονα διασώζεται από τη μνήμη και γι’ αυτό τον λόγο ο ρόλος του δεν είναι διακοσμητικός και διεκπεραιωτικός αλλά αναγκαίος και ζωτικής σημασίας για την ολοκλήρωση του νοήματος του εκάστοτε ποιήματος. Λες δηλαδή και το νόημα λανθάνει στο κύριο σώμα του ποιήματος εσκεμμένα προκειμένου να ολοκληρωθεί μέσα από όσα γράφονται στις παρενθέσεις, πυροδοτώντας έναν εσωτερικό διάλογο και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη ένα ποιητικό υποκείμενο με δύο φωνές που η μια δεν υφίσταται αυθύπαρκτα χωρίς την άλλη.