ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και ζει μόνιμα με την οικογένειά του στην Κοζάνη.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Επιπλέον, έχει επιμεληθεί την ποιητική ανθολογία μαθητών/ -τριών του νομού Κοζάνης “Έφηβοι στίχοι” (εκδ. Συνδέσμου Φιλολόγων Κοζάνης, 2019). Το 2013 και 2015 θεατρικές ομάδες της Κοζάνης ανέβασαν τα δύο θεατρικά του έργα, “Επέστρεφε…” και “Τα ίχνη της μνήμης”. Από το 2019 είναι σύμβουλος έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού Καρυοθραύστις
Ποιήματά του έχουν αποσπάσει βραβεία σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και σε περιοδικά.
Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες λογοτεχνικά αναλόγια και εικαστικές performance σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης, το Κ.Θ.Β.Ε. και τη Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Μικρός Οδυσσέας (εκδ. Ιωλκός, 2009),
Επισκέπτης άγγελος (εκδ. Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, 2015)
ΑΛΙΡΡΟΗ το μηδέν στο καθρέφτη (Εκδ. ΑΩ 2023)

ΣΥΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
Εορδαία Γη (μαζί με τον ποιητή Χρήστο Τουμανίδη, εκδ. Ρώμη, 2019).
ΚΑΤΑ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ ΓΛΥΦΕΣ, 1 της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις  (μαζί με τον Κ. Ριζάκη ΑΩ 2021 )

.

.

ΑΛΙΡΡΟΗ (2023)
το μηδέν στον 
καθρέφτη

είσοδος

Πριν φύγεις
άσε μου για φυλαχτό
χρυσά όσα κοσμήματα
των ημερών που πέρασαν
κιτρινισμένη λάμψη.

ΓΡΑΜΜΑ ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ

Αγαπητέ μου άγνωστε, δε γράφω να με σώσεις

μιλώ απλώς με τ’ απολύτως απαραίτητα
όπως φυσάει χωρίς ταυτότητα
κι όπως αστράφτει δίχως σημασία
όπως τα χρόνια στην καμπάνα μου χτυπούν
γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα

μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις.

η εποχή της άρνησης

Δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη
είμαι Εγώ φυλακισμένη;
Εγώ φυλακισμένη!
φυλακισμένη.

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ

Κάθε χρόνο καβάλα στην ίδια σκιά
όλοι γύρω ζητούν τη χαρά
ποια χαρά; – στον καθρέφτη που φέρνω

Κάθε χρόνο φορώντας τ’ αγκάθια στεφάνι
όλοι οι άλλοι κρυμμένοι εκτός Ιστορίας
και το αίμα ν’ αφήνουν στα χέρια μου

Κάθε χρόνο τα ίδια καρφιά σκουριασμένα
που σταυρώσανε τόσους προφήτες τρελούς
θα κρεμούν στην οθόνη κι εμένα

Κάθε χρόνο κανείς δε φοβάται κανέναν
ώρα δώδεκα πάντοτε οι τάφοι ανοίγουν
και χτυπούν οι καμπάνες Ανάσταση.

(Πήγε δώδεκα και, γιατί άργησε φέτος;)

η εποχή της οργής

Κι αν έχουν σβήσει τα μικρόφωνα
κι έληξε πρόωρα η ποίηση
δεν τη γλιτώνετε, ξέρω τα ονόματα σας
(μα στο δικό μου πάντα δυσκολεύομαι).

ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Μια ζωή επιβάτες ταξιδεύουμε άγνωστοι
ακουμπώντας ο ένας την πλάτη του άλλου
και οι ώρες σταγόνες στο τζάμι
προς τον δρόμο κοιτάζουν που φεύγει

Μια ζωή εραστές δε γνωρίζουμε πρόσωπα
(στον καφέ πόση ζάχαρη θέλεις)
όταν σμίγουν τα ξένα κορμιά μας
δυο κομμάτια κρατάμε σφιχτά
δίπλα-δίπλα δυο γυάλινα σύμβολα
κι όπως βρίσκουν το ταίρι τους, έσσονται ένα

Μια ζωή φυλακή με στοιχειώνουν ρωγμές
πως χωρίς το γυαλί θα χαθούμε
και σ’ ακούω στον ύπνο σαν ψέμα
μακριά, μακριά μου να σπας.

η εποχή του μηδενός

Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν.

ΑΔΕΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα
μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου
κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου
με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.

Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;
όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό
κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του
όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο
κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα
όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι
αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται

πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;

η εποχή της θλίψης

Πόσο κρύο μετά δικαιούμαι την άνοιξη;
στα δελτία καιρού οι γυάλινες σφαίρες
δεν έχουν απάντηση.

Αιωνία η θλίψη μου.

ΚΡΑΥΓΗ, I

Η κραυγή μου
στα ηρώα των εμφύλιων πολέμων
στα μπουκάλια των υπνωτικών
στον βυθό του Ανθρώπου

Η κραυγή μου
μεταξύ των επιθέτων δίχως όνομα
μόνη πένθιμη μπαλάντα στο βιβλίο των ευχών
και αλήθεια στον πληθυντικό των μύθων

Η κραυγή μου
έξω από το πηγάδι ψίθυρος
στις απόμερες γωνιές του μέλλοντος
σε αρχεία δίχως παραλήπτη.

η εποχή στον καθρέφτη

Με ξυράφι ανοξείδωτο
οι χορδές κομμένες

κι όμως τραγουδώ.

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

Ψυχή μου, στον φόβο δε βγήκες
χωρίς πινακίδες μονάχη
ζητιάνα γι’ αυτά που χρωστάς
δεν έγινες σβούρα να τρέχεις
τον χρόνο που μέτρησες λάθος

κι αν μπήκε στα μάτια μελάνη
καρφί σκουριασμένο ο πόνος
δεν είναι ο αγώνας που τέλειωσε

παράταση πήρε, χωρίς νικητή.

έξοδος

Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή
ανακαλύπτω μια φωτιά στα σωθικά μου.

ΘΕΡΙΝΗ ΔΡΑΠΕΤΙΣ

Κεκλεισμένων των πάγων
και μαρσάρει ο Αύγουστος
ετοιμόφυγη γράφω στο κρύο

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι
λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά
μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή

ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι

και μακραίνουν μέσα.

.

ΚΑΤΑ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ ΓΛΥΦΕΣ, 1
της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις (2021)

ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΥΜΝΗ
ΠΑΡΑΤΟΝΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Κάτω από τη βροχή περπατώ μία ξένη
όλα πλέον είναι κάποιο ποίημα άλλο
τα παλιά μας στέκια λαμαρίνες κούφιες
και η πόλη πέτρωσε, γίνατε αγάλματα

θόλωσαν τα μάτια, με κοιτάτε άγνωστη
σαν μικροί φεγγίτες παιδικών μου ονείρων
όσο τρίζουν οι έγνοιες δυνατά στα δόντια
καθεμιάς ο πόνος μυστικό κρησφύγετο

φίλες, πού χαθήκατε στην ομίχλη όλες;
καραβάνι ο χρόνος μάς ξεπούλησε όμως
και παράτονα της μνήμης υπόλοιπο άφησε
μια κιθάρα ορφανή από τα περασμένα.

ΑΦ’ ΥΨΗΛΟΥ ΕΠΑΙΤΗΣ

Ίδια ώρα κάθε βράδυ ανατέλλεις
μια ταμπέλα μόνη με τους προβολείς
τ’ όνομά σου όλο κεφαλαία γράμματα
φωτεινή επιγραφή της χαμένης νιότης

σκουριασμένη όμως πίσω από το γέλιο
σαν καρφί σε τοίχο με γυμνές παλάμες
ζητιανεύεις κάτω τις φωνές του δρόμου
λίγα ψίχουλα απ’ τα μάτια των περαστικών

(στα ψηλά μπαλκόνια κρεμασμένη χρόνια
μάλλον πείνασες).

ΛΙΓΑ ΒΗΜΑΤΑ ΟΝΕΙΡΟ

Σαν παιχνίδι κι απόψε ο πόθος
οι ψυχές μας στο τέμπο ξυπνούν
ξαπλωμένο το βλέμμα, τα μάτια κλειστά
το κορμί αφημένο στα χέρια σου
μια σφιχτή αγκαλιά να μην πέφτω

και τυφλά στον χορό μ’ οδηγείς
σπρώχνεις βήματα πίσω πηγαίνω
μεταφράζει το στήθος ανάσες
ιδρωμένες παλάμες κολλούν
για να φεύγει ο χρόνος αμάσητος

πριν γυρίσουμε στ’ άδειο ποτήρι
σου χαϊδεύω το πόδι, καθώς σταματάς
μην καθίσεις απέναντι κρύος

λίγα βήματα όνειρο
ψάχνω ακόμη στην πίστα.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΥΜΝΗ

έστιν θάλασσα -τις δέ νιν κατασβέσει;-
(Αισχύλος, Αγαμέμνων, στ. 958)

Απ’ τη θάλασσα βγήκατε βρέφη
και τα λέπια σας τρίβοντας έπεσαν
σταγόνα δεν έμεινε κύμα
τώρα χρόνια την άμμο σωριάζετε
ως κλεψύδρα σέ άνεργα κάστρα

μα ο πόθος κοιμάται υγρός
υποβρύχιο η μνήμη γλιστράει
την παλίρροια μήτρα γυρεύοντας
μιας γυναίκας πού στέκεται άγαλμα
στα βάθη τού κόλπου θαμμένη

κολυμπάτε, γιατί ξεραινόμαστε
φρέσκα ψάρια με στόμα ραμμένο
και φιλάτε με λαίμαργα χείλη
την αρμύρα στα πέτρινα στήθη της

μήπως πάρει ανάσα η σκέψη
τη στιγμή που πνιγόμαστε μόνοι
κι αναβλύσει κρυφό σιντριβάνι
απ’ τα σπλάχνα μας σπέρμα το φως.

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ

στην Αγιάσο

Σφυρίζοντας ανέβαινες και γύρευα νερό
μήπως βραχεί ο ίσκιος μου στην πέτρα
κι ασθμαίνοντας την ποίηση δεν πρόφθαινα
έμεναν πίσω νήπιες οι κουρασμένες λέξεις
να κυματίζουν με κλωστές απ’ τα παράθυρα

καθώς φυλούσες το ψωμί στην αγκαλιά
να μεταλάβω τη γιορτή σου πεινασμένος
κι είχα φορέσει αναμμένες προσευχές
είχες κρεμάσει τα καντήλια στον λαιμό

να δοξασθείς κατάφωτη τον Αύγουστο.

.

ΕΟΡΔΑΙΑ ΓΗ
ή
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟ (2019)

ΜΙΚΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
ΤΡΙΤΗ ΠΡΩΙ

ξεκινά η διαδήλωση με φωνές απ’ το σπίτι
με γροθιές υψωμένες διασχίζει τους δρόμους
καταλήγει στο κέντρο ξεδιπλώνει το δίκιο της
και κατάκοπη τέλος παραγγέλνει καφέ.

ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

τραγούδια παντού χωρίς μουσική
τα φώτα της πόλης αόρατοι θίασοι
φορώντας τακούνια βαμμένοι χαμόγελα
ποτίζουν αλκοόλ τη βδομάδα.

ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΕΣ
ΕΝΥΠΝΙΟ

Νιώθω περίεργα κι απόψε.

Όλη μέρα
μάζευα το μαύρο σε σακούλες
έκλεινα με γάζες τις οπές στα ορυχεία
έδιωχνα την τέφρα μου απέναντι
όλη μέρα

ύστερα
τα φώτα έγιναν σκιές
ύψωσα λευκή σημαία
με τα τρόπαια στους τοίχους
υποκρίθηκα τον ύπνο

ξαφνικά
βρέθηκα γυμνός
με τη λάμπα στον καθρέφτη
με τα βλέφαρα στη σκόνη
με το σώμα τρυπημένο
ξεφυσώντας απ’ τα χείλη μου καπνό.

Νιώθω περίεργα που απόψε
όλα τρελαίνονται κι όλα θυμίζουν όνειρο.

ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΠΥΡΓΩΝ

Μάνα των Πύργων Μάνα του κόσμου Μάνα μου
μην κρύβεις το βλέμμα στα μαύρα του πόνου
μην ψάχνεις την άδεια πλευρά στο κρεβάτι
την πέτρα μη σφίγγεις, ανοίγουν πληγές

θυμήσου να γράψεις λευκό τ’ όνομά μου
μικρά περιστέρια θα γίνουν τα γράμματα
θυμήσου ν’ απλώσεις λουλούδια στη στάχτη
θα μυρίσουν οι τάφοι Ανάσταση.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΤΑΙΕΙ

στον Κ.Δ.

Με τις ακτίνες κοφτερές
του χαράκωσε το στόμα
τη χαρούμενη ματιά
και το ξεφτισμένο τζην

το φεγγάρι, όχι εμείς

εμείς απλώς κρεμάσαμε
σε λαμπερά εξώφυλλα
τις οργισμένες μας καρδιές
και με φωνές επί φωνών
δηλώναμε κατάπληκτοι
τόσους αιώνες γείτονες

δεν καταλάβαμε ποτέ
πως ο μικρός που μαχαιρώθηκε
θ’ αναστηθεί σε λίγο.

ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ

Σε χωράφια χάρτινα
μηρυκάζοντας την πείνα
τσαλακώνονται οι ποιητές

αν τους διαβάσεις νηστικούς
βγάζουν τα κρυμμένα νύχια
αν τους πειράξεις τη σελίδα
σε κατασπαράζουν.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Όταν λιώνουνε οι αρχαίοι παγετώνες
όταν οι παλιές ιδέες μέσα μου βυθίζονται
όταν ένας χείμαρρος από το βουνό με ορμή
κατεβάζει την υγρή του αλήθεια

όσο γρήγορα κι αν τρέχω προς τα πίσω

τα νερά με ρίχνουν κάτω
αγκαλιάζω τα πεσμένα φύλλα
περιμένοντας το λίγο πράσινο
να πετάξει πάλι ρίζες και κλαδιά

την Άνοιξη στο στήθος περιμένοντας.

.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (2015)

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Απόψε θ’ αποκοιμηθώ
με ανοιχτά παράθυρα
να με ξυπνήσουν αύριο
οι βιαστικές ακτίνες.

Θα βάλω καθαρά φτερά
κι αρπάζοντας τον ήλιο
να κατεβώ σαν Άγγελος
στην αγορά του κόσμου.

Εκεί κρυμμένα βλέμματα
θα μου φορτώνουν χρόνια
κι ακονισμένες λέξεις
θα μου κόβουν τα φτερά.

Και με κομμένα τα φτερά
θα νοσταλγώ τα σύννεφα
και με τα χρόνια πάνω μου
δε θα μπορώ να φύγω.

Αγορά
ΦΡΟΥΡΟΙ

Μαλώναμε Δημήτρη για τα ρούχα των ληστών. Ρίχναμε
ζάρια, παίζαμε χαρτιά, ποιος θα κερδίσει την αόρατη
γραβάτα, το ακριβό πουκάμισο, ποιος το φθαρμένο
παντελόνι και τα χάρτινα παπούτσια. Ώρες κάτω από
ξύλινους σταυρούς, σε άγονα υψώματα, πάνω από τα
κεφάλια μας τη γλίτωναν ληστές και κάρφωναν θεούς. Γύρω
μας έκτιζαν από σταυρούς ανάκτορα, γκρέμιζαν είδωλα και
μάθαιναν καινούριες προσευχές. Όμως εσύ κι εγώ ακίνητοι
εκεί, μαλώνοντας για λίγα ξένα ρούχα, ήμασταν δυο απλοί
φρουροί, τίποτα τελικά δεν ήταν σίγουρα δικό μας, ούτε καν
η απόφαση να ζήσουμε ποντάροντας στον θάνατο των
άλλων.

ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ

Στο μαγαζί του ο τρελός
πουλάει αναμνηστικά
και ομοιώματα συναισθημάτων
πάμφθηνους έρωτες
για λίγες άδειες αγκαλιές
περαστικές χαρές
για λίγα σκόρπια γέλια
και την αγάπη του
για μια ολόκληρη ζωή.
Ποιος θα την πάρει άραγε;

ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣ ΜΑΗΣ

Αυτός ο Μάης δεν μπορεί να περιμένει
τον ξεγελούσαμε συνέχεια μέχρι τώρα
όμως εκείνος στωικά ζούσε με τους χειμώνες
άντεχε κάθε καταιγίδα, κάθε μπόρα
και τώρα αναμένει
πότε θα ‘ρθει γι’ αυτόν το καλοκαίρι;
πότε θα ‘ρθουν οι όμορφοι αιώνες;
όμως αυτό το πότε δεν το ξέρει
και του απέμεινε η πίστη να προσμένει
χαζεύοντας σημάδια και εικόνες.

Εξάλλου, τι μπορεί να κάνει κάποιος
μονάχος σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει;

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Σε κάποιο πάρτι με ανώνυμες προσκλήσεις
μια μεθυσμένη νύχτα Ιουλίου
κρύβω τη σάρκα που επίμονα θυμάται
ρίχνω στις φλέβες μου αλκοόλ κι εκείνες πάλλονται
στο άδειο σου ποτήρι φυλακίζω τα πουλιά
που κουβαλούν τους κλώνους των ευχών μου
και μία ξέφρενη χρυσή ανάσα άμμου
θάβει σε πύργους ετοιμόρροπους στο κύμα
τα σκαλισμένα σου φιλιά πάνω στα χείλη μου.

Έτσι ξεχνώ ευχάριστα αυτούς που με μισούν
και λησμονώ ανώδυνα εκείνους που μ’ αγάπησαν
έτσι κι ο εαυτός μου ανελήφθη στα ουράνια
μέσα σε τόσες υποσχέσεις αστεριών
σε κάποιο πάρτι με απρόσωπες μορφές
μια μεθυσμένη νύχτα Ιουλίου.

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Στη Γλύκα

Δε σ’ αφήνω να γεράσεις ποτέ
ούτε να χάσεις τ’ άρωμα της νιότης
ξένοιαστη θα χορεύεις σε μια κούνια
μ’ ένα κομμένο άνθος στα μαλλιά
με το λευκό σου φόρεμα σημαία
και θα κρατάς σε γυάλινη αγκαλιά
τα φοβισμένα όνειρα μη φύγουν
και θα κρατάς κρυμμένα σ’ αγαπώ
στα κλειδωμένα χείλη μην το μάθουν
δε θα θυμάσαι κι ούτε θα θυμάμαι
θα ‘μαστε πια οι εραστές του σήμερα
της μιας στιγμής που φεύγει καθώς έρχεται.

Δε θέλω να σ’ αφήσω να γεράσεις
εγώ έχω παλιώσει, δεν προφταίνω
βαδίζω ήδη ανεπιστρεπτί στο χθες
όμως εσύ να μη γεράσεις
μήπως και κάποτε με φέρεις πίσω.

ΕΛΠΙΔΑ

Πάντα υψώνεται ανάμεσά μας κάποιος τοίχος
πότε τα λόγια πότε η σιωπή
πότε το χθες πότε το αύριο
πότε εμείς και πότε οι άλλοι.

Πάντα θα βρίσκουμε ωστόσο χαραμάδες
τόσο μικρές όσο το βλέμμα
όσο το άρωμα του στήθους
όσο οι νότες της φωνής.

Για να περνούν απέναντι οι καρδιές μας
στο διπλανό δωμάτιο
στην άγνωστη αυλή
στο εχθρικό μας σπίτι.

Κι ίσως μια νέα μέρα καταφέρουμε
να σπάσουμε τους τοίχους
να σμίξουμε τα χέρια
να κάνουμε τα όνειρα
δικά σου, δικά μου, δικά μας.

Λόγος
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Για να καταλάβω τους ανθρώπους
έμαθα τη γλώσσα τους
κι έπρεπε να ξέρω
πως η γλώσσα κρύβει ανοιχτές πληγές
άλλοτε γιατρεύονται κι άλλοτε σκοτώνουν
έπρεπε να ξέρω
πως κοστίζουν ακριβά τα μεγάλα λόγια
και παλιώνουν γρήγορα μέσα στην ψυχή
έπρεπε να ξέρω
πως δε γράφεις τη ζωή μοναχά με λέξεις
κι απ’ τις λέξεις μόνο δε γνωρίζεις τίποτα.

Όμως αυτά δε μου τα έμαθαν ποτέ.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Δε φτιάχνονται τα ποιήματα με λέξεις

και μού ‘δωσαν για προίκα ένα ποίημα
με λέξεις ακριβές πολυτελείας
με τις μικρές σου παρενθέσεις σφηνωμένες
ανάμεσα σ’ ελλειπτικές προτάσεις
σε αόρατες τελείες κι αφανή θαυμαστικά.
Μία ζωή κατάφερα να σώζω
τα βράδια τραγουδώντας από στήθους
βαθιά θαμμένες λέξεις του κορμιού μου.
Γι’ αυτό μην τις πετάξεις και ας πάλιωσαν
ας χάθηκαν οι τόνοι και οι κλίσεις
ας σώπασαν οι ρωμαλέοι φθόγγοι
μπορεί μια μέρα να χωρέσουν όλες
στις μικρές σου παρενθέσεις
δεν το ξέρεις.

Όπως δεν ξέρεις πια το κείμενό μου
και με διαβάζεις από σκόρπιους στίχους
πάντα τονίζοντας τη λάθος συλλαβή.
Βιάζεσαι διαρκώς να με τελειώσεις
τις χίλιες μου στροφές σε μία μέρα
τις χίλιες μου μορφές σε λίγα βλέμματα
κι εγκαταλείπεις ασυνείδητα τη λεία
τα λάφυρα του χρόνου στη γραφή μου
αφήνοντας τους ξένους πειρατές
να με διαβάζουν πρώτοι.
Ακόμα δεν κατάλαβες τι θέλουν
μ’ αχόρταγα ρεσάλτα και φωτιές;
ξεθάβοντας του λόγου τα σπαθιά
να κλέψουν απ’ τα σύμβολα της νιότης.
Κάποτε οι στίχοι μου ήταν έφηβοι
ανάλαφροι κι ανέμελοι από μνήμες
και βρίσκαμε τον έρωτα σ’ αυτούς.
Τώρα παλεύω με ανάπηρες προτάσεις
λίγο πριν πάρουν σύνταξη
λέξη τη λέξη για να χτίσω ένα ποίημα.

Αλλά τα ποιήματα δε φτιάχνονται με λέξεις
ζυμώνονται στο αίμα της ψυχής
όμως ποιο αίμα και για ποια ψυχή
να λέμε τώρα.

ΕΝΟΧΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Κάποιοι μας κλέβουν σήμερα το αύριο
κάποιοι μας βίασαν το χθες
και τώρα μεγαλώνουμε τα νόθα τους παιδιά
άλλοι σκοτώνουν ανοιξιάτικα πουλιά
γκρεμίζοντας φωλιές από τα βλέφαρα
πολλοί δανείζουν ουρανό
πολλοί δε ρώτησαν
πήραν τον ήλιο σπίτι τους
οι ρήτορες δε σταματούν
μιλούν για τα φαντάσματα
εσείς κι εγώ μετράμε αποστάσεις
με τα βήματα των ίσκιων
και ξεχαστήκαμε.
Κανείς δεν κράτησε στα δάκτυλα
μια σφαίρα
όλοι σκορπίσαμε τα χέρια μας
σε ξένους ουρανούς.

Όμως εμείς δε φταίμε κύριοι δικαστές
εκείνον να δικάσετε
εκείνος είναι ο ένοχος
οι στίχοι του ξυράφια μάς πονούν
ανοίγουν τις κλειστές πληγές
κι όλο θυμίζουν
τα παλιά εγκλήματα
που σβήνουμε απ’ τη μνήμη.

ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

Μικροί κατάσκοποι ενεδρεύουν
Μές στο λαμπρό φθινόπωρο
Νοσταλγοί καλοκαιριών
(Κλείτος Κύρου, Αφθαρσία)

Κόλλησα χάρτινα πολύχρωμα πουλιά
στις διάφανες κουρτίνες του Αυγούστου
κι εγώ κρυφά από ματιές διαβατικές
όλη τη μέρα πελεκώ τον εαυτό μου
βάζω πανάκριβα επιθέματα χαράς
σβήνω με ήλιο τις αδρές ατέλειές μου
κι ύστερα σμίγω με γυμνούς κυματισμούς.

Εδώ και μέρες όμως πέταξαν στον νότο
έμεινα μόνος δίχως χάρτινα πουλιά
χωρίς τη μάσκα μιας τρελής επιθυμίας
να με κοιτούν συννεφιασμένες ηλιαχτίδες
να μου μαθαίνουν οι σταγόνες της βροχής
την αλφαβήτα ενός βέβαιου χειμώνα.
Πρέπει λοιπόν κι εγώ ν’ αρχίσω να μαζεύω
τ’ απομεινάρια ξένοιαστων φιλιών
στα πεταμένα θερινά μου εξαρτήματα
μήπως μπορέσω να πετάξω κατευθείαν
σ’ ένα επόμενο γαλάζιο καλοκαίρι
προσπερνώντας τον χειμώνα.

Ρωτάς,
πού πέταξαν τα χάρτινα πολύχρωμα πουλιά;
γιατί κρατώ θλιμμένα πλαστικά λουλούδια;
πώς φόρεσε ο ήλιος το βαρύ του σύννεφο;
μα δε σου έχω έτοιμη απάντηση ακόμα.

ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ

Όλο το βράδυ ρίχναμε πιωμένοι τα χαρτιά για να
κερδίσουμε την ταμπακιέρα του ληστή. Όλοι γνωρίζαμε πως
ήταν τα χαρτιά στημένα, όλοι πιστεύαμε πως κάποιος από
μας θα την κερδίσει και όλοι ξέραμε ότι στο τέλος θα τη
δώσουμε και πάλι στον ληστή. Εμείς δεν μπορούμε τα
τσιγάρα. Κάποιες φορές καπνίζουμε για να ξεχνάμε, άλλοτε
καίμε την καρδιά μας με τα σπίρτα και πιο συχνά τυλίγουμε
τις μέρες μας σε άκαπνα στριφτά.
Όμως εσείς παρακαλώ τα βράδια να κλειδώνετε τις πόρτες,
να κλείνετε με σύρτη τα παράθυρα του δρόμου, γιατί στα
χρόνια μας πολλοί περαστικοί ληστές ψάχνουν ξεκλείδωτες
εισόδους για να κλέψουν ταμπακιέρες. Μπορεί κι εσείς να
μην καπνίζετε, όμως οι ταμπακιέρες πάντοτε χρειάζονται,
να κρύβετε εκεί τα τιμαλφή σας ή στην έσχατη ανάγκη τα
πολύτιμά σας λόγια.

ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ

Στην Καλλιόπη

Στην ίδια θάλασσα
είμαστε δύο κύματα
τον ίδιο βράχο
αγκαλιάζουν τα νερά μας
κάθε μεσάνυχτα σκαλίζω κάποιο όνομα
κάθε πρωί σκαλίζεις κάποιο άλλο.

Στην ίδια θάλασσα
στον ίδιο βράχο
κάθε μεσάνυχτα διαβάζω ένα όνομα
κάθε πρωί διαβάζεις κάποιο άλλο
χωρίς ποτέ μας να συναντηθούμε.

Μα δεν πειράζει
μου είναι αρκετό
να ξέρω τ’ όνομά σου
μου είναι αρκετό
για να σε ονειρεύομαι.

Καθρέφτης
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Στο καταφύγιο της νύχτας
τα ματωμένα χέρια του
το άψυχο κορμί
ένας επίμονος καθρέφτης
και σε μια γωνιά εγώ.

Εκείνος τίποτα δεν έλεγε
παρατηρούσε μόνο
πότε το άψυχο κορμί, τα χέρια του
πότε το άψυχο κορμί, εμένα
και ποτέ, σαν να φοβόταν,
τον επίμονο καθρέφτη.

ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Λίγος ο χρόνος για πολλές σκέψεις.
Όλα τελειώνουν ξαφνικά
με κρότους εκκωφαντικούς
κι ανέκκλητα χειροκροτήματα.
Ραγίζουν οι καθρέφτες
σε τμητές αντανακλάσεις
κι η αποκριάτικη ζωή
αφαιρεί τις μάσκες της.

Τελικά, δεν ήμασταν ποτέ
εκείνοι που νομίζαμε
και τα ευτυχισμένα μάτια
ήταν κάποιας άλλης
ενώ εσύ περίμενες
κρυμμένη στους καθρέφτες.

ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Έχουμε ανάγκη από νύχτες
γιατί τις νύχτες αποκτούν όλα τα όριά τους
και ξαναβρίσκουν σχήμα οι εικόνες της ημέρας
γιατί οι θλίψεις ακονίζουν τους καημούς
και οι χαρές βουλώνουν τις βαθιές οπές
που άνοιγε ο ήλιος στα κορμιά μας
γιατί οι μνήμες μαχαιρώνουν σαν γωνίες
τις κοιμισμένες μεσημεριανές καμπύλες
γιατί τις νύχτες διακρίνουμε ξεκάθαρα
χωρίς να βλέπουμε, με τις υπόλοιπες αισθήσεις
την έκταση του σώματός μας στο κενό
και τη διάρκεια μιας πρωινής αναπνοής.

Ο ήλιος μάς μπερδεύει και μπερδεύει
τα πρόσωπά μας και τις λέξεις
τα περιγράμματα και τις προτάσεις
διαγράφει τόνους, αφαιρεί τελείες
οι φράσεις χαλασμένοι ανεμοδείκτες
πότε σημαίνουν προς τα εδώ, πότε προς τα εκεί
και άλλοτε συχνότερα σημαίνουν προς το πουθενά.
Μπροστά από τον ήλιο είμαστε σκιές
ένα μπουκέτο μαύρο με σκιές
και μέσα σ’ ένα τέτοιο συνονθύλευμα
πώς να ξεχωρίσουν!

τα λόγια και οι πράξεις
τα πράγματα κι οι άνθρωποι
το πρόσωπό μου και το πρόσωπό σου.

Επομένως, έχουμε ανάγκη από νύχτες
για να καταλάβουμε τις μέρες.

ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Στα παιδικά μας όνειρα υπήρχε μία θάλασσα
και μέσα της ταξίδευαν αμέριμνα τα πλοία
ελεύθεροι κυματισμοί έφερναν ξένα γράμματα
κι ατίθασοι αγέρηδες σκορπούσαν κάθε βλέμμα
στον ανοιχτό ορίζοντα.

Τώρα πια μεγαλώσαμε
τα παραμύθια πέτρωσαν
κτίζουμε κάθε μέρα φράχτες
κομματιάζοντας τα κύματα
χωρίζοντας τα βλέμματα στα δύο.
Τώρα πια δεν υπάρχει μ ία θάλασσα
υπάρχει μόνο το εδώ ή το εκεί
το πρόσωπό μου ή το πρόσωπό σου
ο βυθός μου ή ο βυθός σου.

Ας είναι, μας αρέσουν τα διλήμματα
και μας γερνούν οι απαντήσεις.

ΤΟ ΣΩΜΑ

Το σώμα είναι η Νίκη και
η Ήττα των ονείρων
(Κ. Αγγελάκη-Ρουκ,
Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό)

Ακούστε! ακούστε
το αίμα πώς κοχλάζει στο κορμί μου!
Δείτε! δείτε
πώς ξεπηδά από τις φλέβες των ονείρων!
Μυρίστε! μυρίστε
τα αρώματα της παιδικής μου λήθης!
Πιάστε! πιάστε
τα μαύρα μου μαλλιά να βγούμε έξω!
Πιείτε! πιείτε
το δάκρυ της παλλόμενης καρδιάς μου!
Πιστέψτε! πιστέψτε
πως το σώμα είναι η μόνη μου Αλήθεια!

ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ

Όλη μου η τέχνη
δύο τρία σχήματα
χρώματα μπλεγμένα
κόκκινα τετράγωνα
μαυρισμένοι κύκλοι
και γραμμές γαλάζιες
σαν μια πόλη έρημη
σαν οι δρόμοι άδειοι
δρόμοι που μ’ αφήνουν
δρόμοι που ξανάρχονται
απ’ τον γύρω κόσμο
για να διαπεράσουν
τα πρησμένα μάτια μου
πιο αφηρημένοι.

.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ (2009)

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Ο ΤΟΠΟΣ MOΥ

Ο τόπος μου μια πόλη στον κάμπο,
γεμάτη χρώματα, φώτα, ζωντάνια,
στέκει χαμένος.

Σπίτια που πέφτουν, στέγες και τοίχοι.
Παντού υγρασία, χρόνοι και μούχλα
να τα ρημάζουν.

Τα ερείπια τότε μαζεύουμε όλοι
μέσα σε κάδους, σε σκουπιδιάρικα
να πεταχτούν.

Δίχως περίσκεψη και δίχως τύψεις,
ξεθεμελιώνοντας κάθε παλιό,
χτίζουμε άλλα.

Ο τόπος μου μια πόλη στον κάμπο,
λαμπρή, καινούρια, όπως ανδρείκελο
σε μια βιτρίνα.

Όλα φτιαγμένα απ’ την αρχή,
χωρίς μια πέτρα από το χρόνο
πελεκημένη.

Ο τόπος μου! Το πιο παλιό
σπίτι στην πόλη χτίστηκε χθες
κι αύριο πέφτει.

Μνήμη! Πού να βρεις στήριγμα
να περπατήσεις το πρώτο βήμα
της Ιστορίας;

Πόλη! Πού να βρεις βράχο
να θεμελιώσεις τον εαυτό σου;
Στέκεις χαμένη.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Για τους ταξιδευτές
που δε γύρισαν.

Πήρες το μεγάλο δρόμο
που τραβούν τα πλοία
με σπασμένα ιστία
για το πουθενά.

Χάραξες στον πηγαιμό σου
μια λευκή ευθεία
μες στην τρικυμία
και την παγωνιά.

Ανεβαίνεις τα ουράνια
βήμα βήμα πάνω,
όμως δε σε φθάνω
που ’μαι χαμηλά.

Και κρατώ παρηγοριά
μόνο σου σημάδι
το στερνό σου χάδι
στην υγρή παρειά.

Θα θυμάμαι που ’πες:
«Θα γυρίσω πίσω
μ’ έναν πελαγίσιο
άνεμο μαζί».

Και περνούν οι νύχτες
στο αγνάντι μήπως
του αγέρα ο χτύπος
είσαι πια εσύ.

Ξάφνου όλα χάθηκαν,
η χαρά, η λύπη
κι ένα καρδιοχτύπι
δεν υπάρχει πια.

Πήρες το μεγάλο δρόμο
που τραβάμε μόνοι
δίχως στο τιμόνι
μια κλεφτή ματιά.

ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ

Στους μαύρους τοίχους του σπιτιού
ακόμη αχνοφαίνονται σκιές
ανθρώπων που αγαπήθηκαν,
που κοιτάχτηκαν κατάματα
και είπαν μεταξύ τους κάποιο μυστικό
σαν λάμψη που τα χείλη τους ενώνει.
Όταν χορεύει η φλόγα με τα ξύλα,
μοιάζουν οι ζωές τους
σαν το θέατρο σκιών της γειτονιάς.
Θαρρείς πως με τη φλόγα και τη ζέση
παίρνουν ανάσα στους σοβάδες οι φιγούρες,
βρίσκουν ξανά το χρώμα των ανθρώπων.
Καίνε οι καρδιές τους με τα ξύλα.
Πονούν και ερωτεύονται,
πασχίζοντας να ξομολογηθούν
τα μυστικά τους στα ντουβάρια.

Προτού γκρεμίσουμε το σπίτι τους.
Προτού αποδημήσουν για τα σύννεφα
κι αφήσουν πια τον κόσμο μας για πάντα.
Πριν διαγραφούν απ’ τη φτωχή μας Μνήμη.

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΦΕΡΝΕΙ

Ο δρόμος φέρνει κόκκινα λουλούδια,
που φόρεσαν το ρούχο της φωτιάς
και κουβαλούν στα πέταλά τους τον καπνό.

Ο δρόμος φέρνει πεύκα, κυπαρίσσια,
έλατα και πρασινισμένα στάχυα,
βουνά και ταξιδιάρες ανεμώνες.

Ο δρόμος φέρνει τζιτζικίσματα
στο κουρασμένο μεσημέρι μας
και οδοιπόρους τυλιγμένους μες στη σκόνη.

Όλα για να μας πουν πως
ξεκίνησαν και φθάνουν σε λίγο
σκιές πουλιών και αεροπλάνων
πλάι σ’ ανθρώπινες πατημασιές.

Όλα για να μας πουν πως
στην άκρη αυτού του δρόμου
κόσμος λαμπρός κι αθώρητος
με το δικό μας ανασαίνει.

Όλα για να μας πουν πως
δεν πρέπει πια να μένουμε
κρυμμένοι στις πυκνές καλαμποκιές
από το φόβο μη συναντηθούμε.

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Το μήνυμα του κόσμου
είναι το μονοπάτι τού ήλιου στο νερό,
το δάκτυλο που δείχνει προς τα ’κει,
τα σύννεφα που φυλακίζουν τον ήλιο
και το βουνό που τόνε κρύβει
για την άλλη μέρα.

ΔΕΙΛΙΑ

Φοβάμαι πως
όλα όσα πίστεψα
και πάω να πολεμήσω
και να πεθάνω γι’ αυτά
πως είναι μάταιος κόπος.
Και μένω πίσω, αποχαιρετώντας
όσους κινούν στη μάχη να πεθάνουν.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
ΕΡΩΤΙΚΟ

Στη Γλύκα

Κάθομαι ξυπόλυτος στ’ ακροθαλάσσι
και μαζεύω με τα χέρια μου τις ηλιαχτίδες,
που κουβαλούν τα κύματα.
Συνάζω τους ήχους της θάλασσας,
τις οιμωγές των ναυτικών, τις σιωπές των αβύσσων
κι ένα μπουκάλι ανάμεσά τους
με το χαρτί που μου ’γραψες το «Σ’ αγαπώ».

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Να κυνηγάς τον Παρακείμενο τι κόπος μάταιος!
Τι θλίψη! Όταν αγκομαχώντας πλάι σου ανηφορίζει
τα σκαλιά του χρόνου ο Ενεστώτας και κάθε ώρα
το λαχάνιασμά του σου θυμίζει το συχνό του πέρασμα.

Εύχεσαι να ‘χαν γίνει όλα ένας Υπερσυντέλικος.
Τι βολικό! Και στον Αόριστο τα φύλλα ενός
παλιού βιβλίου να ιστορούσαν τα μελλούμενα.
Τι ωραίο και να κυνηγάς τα μη μελλούμενα,
κάποια απίθανη υπόθεση με την τυφλή σου πίστη,
βέβαιος πια για την οριστική του πράγματος.

Όλα πλάνες, καθώς το λίγο αεράκι απλώς
θα τα χαϊδέψει, για να σκοτεινιάσουν γύρωθέ μας
όλα σαν τη φλόγα του κεριού που σώθηκε.
Τι ντροπή! Τι κόπος μάταιος! Τι θλίψη!
Όταν αυθαίρετα τον Παρακείμενο θελήσεις
να τον κάνεις Ενεστώτα και να πεις πως είναι
το παρόν και το μέλλον. Τότε εικόνες πέφτουν
τα σκαλιά του χρόνου, χωρίς το αγκομαχητό
και το λαχάνιασμα να ξανανέβουν.

Αυτές έχουν συντελεστεί υπέρ το δέον
κι από καιρό σβήσαν στον άξονα του χρόνου,
που περπατήσαμε οι δυο μας αγκαλιά.

TO MAONENIO ΜΟΥ ΚΟΥΤΙ

Πάντα υπάρχει ένα μαονένιο κουτί
σε μια γωνία σκονισμένο,
γεμάτο από γράμματα.
Όσα δε σου ’στειλα και τα κρατώ
για να ’ρθεις μια στιγμή ολόχαρη
να σου τα δώσω.

Πάντα υπάρχει ένα μαονένιο κουτί
από το δάκρυ καμωμένο,
που ’ναι γεμάτο και δεν τ’ άνοιξες ποτέ,
που κάποια μέρα θα σαπίσει,
μαζί και το χαρτί που κρύβει.
Για να το εντοπίσουν οι αρχαιολόγοι,
ίχνη από ξύλο μες στο χώμα,
και να το ερμηνεύσουν
χωρίς να βρουν ποτέ τους την αλήθεια.
Γιατί το μαονένιο μου κουτί
καμώθηκε για σένα.
Όμως δεν ήρθες.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΜΕΤΑΝΙΩΜΑ II

…για τη γνώση

Χωρίς να ξέρω, δίπλα μου
βρίσκεται- χρόνια τώρα η Ιθάκη
και τα φώτα που τρεμίζουν
στον ξάστερο ορίζοντα
είναι οι φρυκτωρίες των σκοπών,
του παλατιού τα τζάκια,
η δάδα της ακοίμητης Ευρύκλειας^
και οι φανοί των βραδινών Θιακιών ψαράδων.

Χωρίς να ξέρω, δίπλα μου
βρίσκεται χρόνια τώρα
ό,τι κυνηγήσαμε ανάμεσα
σε τέρατα και θυμωμένους θεούς,
ό,τι θυσίασα σε μια στιγμή
για τη ζεστή αγκάλη της θεάς.

Χρόνια τώρα δεν έφευγα,
γιατί μακριά μου φάνταζε η Ιθάκη.
Και τώρα που γνωρίζω την αλήθεια,
πρέπει -χωρίς να θέλω πράγματι-
να ξεκινήσω για το νόστο.
Αχ! Κι ήταν ωραία εδώ πέρα!

ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ

Θαυμάζω πόσα άλλαξαν επάνω σου.
Οι ρόζοι, τ’ άσπρα τα μαλλιά και οι ρυτίδες.
Θαυμάζω πόσα πέρασαν επάνω σου.
Ίχνη βαθιά στο οργωμένο σώμα,
στα φυλλοκάρδια ρίγη πόνου και χαράς.
Θαυμάζω πως τα σφαλισμένα χείλη σου
ακόμη μου μιλούν για έρωτες
και αναδεύουν τ’ άρωμα των πρώτων μας φιλιών.
Πόσα άλλαξαν πάνω σου και πόσα ίδια έμειναν!
Πόσα! Που κρίμα δεν τα πρόσεξα εχθές,
κι ας σε κοιτούσα ώρες μέχρι την αυγή.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

(Σαν τα απρόσωπα ανδρείκελα
στον καμβά του Εγγονόπουλου)

Το είδωλό μου φόρεσε
απόψε στον καθρέφτη
το ακριβό επίσημο
κοστούμι του,
τα καλογυαλισμένα του
παπούτσια
και το χρυσό ρολόι του
πατέρα μου,
σταματημένο από χρόνια
στις οκτώ.

Το είδωλό μου στο γυαλί
φαίνεται αψεγάδιαστο
κι η καλοχτενισμένη κόμη
στεφανώνει
το αδειανό του πρόσωπο
απόψε.
Δίχως τα μάτια για να δει
τον κόσμο,
χωρίς αυτιά γι’ αλλιώτικους
θορύβους
και δίχως στόμα για να πει
τι νιώθει,
το άδειο πρόσωπό του
μαρτυρά
την πρόωρα χαμένη μου
ταυτότητα.

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Τέτοια πράσινη μέρα Θε μου,
που μυριανθίζουν οι ψυχές
κι ο νους ευωδιάζοντας ξεχνιέται,
δεν έχω όρεξη για τίποτε.
Ούτε να πολεμήσω, ούτε να εργαστώ,
ούτε να γράψω, ούτε να σκεφτώ.
Μονάχα να κοιτώ απ’ το παράθυρο
τον ολογάλαζο ουρανό, τα σύννεφα,
το γελαστό τον ήλιο, τα πουλιά,
τα ψάρια στων αφρών τα σάλτα
και το παιδί, όπως υψώνει κάστρα
στην άμμο με τα δυο γυμνά του χέρια.
Μονάχα να κοιτώ απ’ το παράθυρο,
το σπουδαγμένο από σε στον γκρίζο τοίχο
του μοναχού κι υγρού μου δωματίου,
καθώς γεμίζει απ’ τα λερά νερά
που φέρνουν οι κρυφοί κρουνοί του κόσμου.
Μονάχα να κοιτώ απ’ το παράθυρο,
να φεύγω και δυστυχώς να ξανάρχομαι
σαν το σκιαγμένο ψάρι που έφυγε,
πέταξε λίγη ώρα κι έντρομο
γύρισε πίσω στην κλειστή του στέρνα.

ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ

Ευτυχία είναι, κάθε γλυκιά ανάμνηση,
κάθε μας γνώριμη οσμή,
κάθε εικόνα μας οικεία,
κάθε φωνή που ακούσαμε
κι η θύμηση που αντανακλάται
στις επιφάνειες των γύρω μας πραγμάτων.

Απόψε νιώθω ευτυχισμένος
με ολόγυρα την πρότερη ζωή μου
τα ξεδιπλώνει μία μία τις πτυχές της.

Απόψε νιώθω ευτυχισμένος
τα αισθάνομαι το παρελθόν
μες στη ζεστή του οικειότητα.

Απόψε νιώθω ευτυχισμένος,
δίχως να επιθυμώ την αναζήτηση
εκείνου που θα ’ρθει σε λίγο
σε διπλωμένες μέσα καλυμμένες πτυχές.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΛΙΡΡΟΗ, Το μηδέν στον καθρέφτη
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 5/8/2023

Ποιητές στην Κοζάνη

Δύο σύγχρονοι ποιητές που ζουν στην Κοζάνη, φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συνεχίζουν, με λίγα ακόμη πρόσωπα, τη μεγάλη παράδοση αυτής της πόλης στα γράμματα, χωρίς να είναι οι ίδιοι Κοζανίτες. Ο Γιώργος Δελιόπουλος και ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, που κατάγονται από την Αλεξάνδρεια της Ημαθίας και από τη Λάρισα αντίστοιχα, έχουν ήδη πολύχρονη παρουσία στα γράμματα, που εκφράζεται με σημαντικό αριθμό τίτλων βιβλίων.

Ο Γιώργος Δελιόπουλος συνεχίζει με την Αλιρρόη τη συνεπή του πορεία στην ποίηση. Είναι μια ποιητική συλλογή με προσεγμένη και ισορροπημένη δομή: είσοδος, πέντε μέρη ίσης έκτασης, έξοδος. Κατανοώντας τη δομή του βιβλίου, που είναι σχετική με τα στάδια του πένθους, κατανοούμε καλύτερα τις επιμέρους ενότητες και το κάθε ποίημα ξεχωριστά. Πρόκειται για επίπεδα περιεχομένου που διαδέχονται το ένα το άλλο και ξεδιπλώνονται ποιητικά σε συνάρτηση και με τον χρόνο. Ωστόσο, η αισθητική και η νοηματική αυτονομία του κάθε ποιήματος δεν αναιρούνται από την ένταξη σε ευρύτερες ενότητες. Η αφηγήτρια των ποιημάτων γνωρίζει πώς νιώθει, γνωρίζει αυτό που θέλει να πει, και ετοιμάζεται να το διατυπώσει με λέξεις. Οι λέξεις όμως έχουν μια διαφορετική λογική. Φωτίζουν την προηγηθείσα εμπειρία με έναν δικό τους τρόπο και με ένα δικό τους φως, που αποκαλύπτει λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων. Έτσι – ή κάπως έτσι – γεννιέται η ποίηση. Ο Γ. Δ., έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρυθμό και στη μουσικότητα των στίχων, ενώ, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, δίνει φωνή στα συναισθήματα και λόγο στη σιωπή. Η Αλιρρόη είναι ποίημα αγωνίας, μοναξιάς, απώλειας και εσωτερικής αναζήτησης, στο οποίο περιγράφονται με πειστικό τρόπο οι φόβοι, οι ανασφάλειες, τα αδιέξοδα, τα όνειρα, οι στιγμές χαράς και λύπης – κυρίως λύπης – των ευαίσθητων ανθρώπων. Η εικονογράφηση της Γλύκας Διονυσοπούλου, με σχέδια που εν μέρει μοιάζουν μεταξύ τους και εν μέρει διαφοροποιούνται (όπως δηλαδή και τα ποιήματα), εμπεδώνει τον «κυματισμό» της συλλογής και δένει, ως συνεκτικός ιστός, το σύνολο προσδίδοντάς του ακόμη μεγαλύτερη αντοχή και αισθητική σταθερότητα.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 26/7/2023

Σαν διαφορική εξίσωση με πολλές μεταβλητές

Σαν διαφορική εξίσωση με πολλές μεταβλητές, ευδιάκριτες όμως.

Σαν αλγόριθμος για την ποίηση τού μέλλοντος που δεν θα αποκωδικοποιήσουν οι κβαντικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές.

Σαν πανοραμικό μωσαϊκό που λειτουργεί σαν παλίμψηστη πολυδιαστασιακή «μαγική» εικόνα.

Σαν γέφυρα ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη σύγχρονη ποίηση, ανάμεσα σε δύο αιώνες, ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού εγκεφάλου.

Ένας ποιητής με σοβαρές περγαμηνές, έξωθεν καλή μαρτυρία, αυτοθυσιαστικό ηρωισμό, ουμανιστική ανιδιοτέλεια, πνευματική ανωτερότητα και συναδελφική αλληλεγγύη.

Σπάνιος συνδυασμός χαρισμάτων, μελισμάτων, σεβαστικότητας και δέους απέναντι σε κάθε ιερό και όσιο που έχουν (ή ΟΦΕΙΛΟΥΝ να έχουν οι λεγόμενοι «πνευματικοί άνθρωποι»).

Επί της ποιήσεως τώρα, συγκεκριμένα.

Διαβάζω κι ανθολογώ, περιδιαβάζω στα κενά ανάμεσα στους στίχους και διαλογίζομαι:

«Όσο κι αν κοσκινίζω το φεγγάρι / να σε γυρίσουν πίσω οι ορίζοντες / μάταια περιμένω αξημέρωτα…» (από το ποίημα «η μπαλάντα τού βυθού», σελ. 46).

Η απουσία ως λογοτεχνικό μοτίβο μάλλον παρά ως βίωμα.

Μικρογράμματη γραφή (αποφυγή κεφαλαίων στοιχείων), αποφυγή στόμφου ή μεγαλοστομιών, τόσο συνηθισμένων στους μείζονες συγγραφείς.

«…κι έμεινα τρόφιμος στην ίδια φάρσα.» (σελ. 33). Οι λογοτεχνικές συμβάσεις ως δεσμά, το λογοτεχνικό τοπίο ως φυλακή, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως καταδίκη.

Και για τους διαγκωνιζόμενους ομοτέχνους:

«…. Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας / θα πετάξω τα θαύματα έξω / δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι / ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον / και αλλάζουν κλουβί» (σελ. 24).

Από συντεχνία σε συντεχνία, από σινάφι σε εσνάφι, από παρεούλα σε άλλη ομαδούλα η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία υπνοβατεί στην ελώδη κινούμενη άμμο τής περιθωριακής αναξιοπιστίας. Σατιρική απελπισία καρυτωτακικού τύπου διακρίνεται εδώ.

Στο επίπεδο τής ιδιολέκτου, η μετανεωτερική ελευθερία αναμείξεως φερτών υλικών από διάφορα στρώματα, υποστρώματα και επιχώσεις τής ενιαίας κι αρραγούς ελληνικής γλώσσας δίνουν στον λογοπόνο ποιητή την ελευθερία εκείνα να μεταπλάσει την απελπισία του σε τέχνη, την αισθητική σε αισθητική (και τ’ ανάπαλιν).

Στέκομαι εκστατικός όταν ανακαλύπτω νέους που δεν ανήκουν σε λογοτεχνικές γενεές, που είναι αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι, αθώοι, ασυμβίβαστοι, που δεν ξυπνάνε σαν την Λαίδη Μάκβεθ με ξένο αίμα στα χέρια τους, γιατί δεν ανήκουν σε εταιρείες δολοφόνων και ενώσεις επαγγελματιών ψευδομαρτύρων στο αόρατο κακουργιοδικείο των πολύπαθων εγχωρίων Γραμμάτων μας.

«Ξύπνησα / με την οργή στα δόντια μου αμάσητη» (σελ. 23). Έτσι μιλάνε οι τίμιοι άνθρωποι, οι αδιάφθοροι. Εντιμότητα και φιλότιμο: ιδού τι έχει λείψει από τα φαιδρά και σαθρά γύρω μας τεκταινόμενα, έναν αιώνα μετά από εκείνους τους Γίγαντες τού Πνεύματος που δεν φοβήθηκαν να αντισταθούν στη φθορά…

«η εποχή τής άρνησης» (σελ. 67). Για να αρνηθείς όμως, για να πας «στην τιμή και στην πεποίθησή σου» πρέπει να μην έχεις τίποτα να χάσεις, να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα τού προσώπου σου.

Και μόνον διαβάζοντας τους τίτλους από τον πίνακα περιεχομένων σχηματίζεται ευδιάκριτο ένα μπεκετικό ταχύδραμα για μεταβατικές εποχές:

– είσοδος
γράμμα δίχως όνομα
– η εποχή της άρνησης
γλέντι
114 Κασσάνδρα
προσευχή
εφιάλτης
δώδεκα και
ζητείται σάρκα
– η εποχή της οργής
Ξύπνησα
Στον ναό του Ανθρώπου
Διώξου!
Αλιρρόη Β’
γυάλινα σύμβολα
Βηθεσδά
νυχτερινή σύλληψη
– η εποχή του μηδενός
φάρσα
Υποχωρώ, Ι
ως τα ρηχά της άμμου, II
0=+1-1
άδειες λέξεις
μακαρισμοί
στο μαύρο παράθυρο τοίχο
– η εποχή της θλίψης
κραυγή, Ι
κραυγή, II
θυρωρός
η μπαλάντα του βυθού
έρημος μήτρα
διαθήκη
μια υγρή των ματιών καληνύχτα
– η εποχή στον καθρέφτη
μυστήριο
την επομένη της πείνας
εξομολόγηση
αντιπαροχή
προφητικό
φτερά στη βαλίτσα
– έξοδος
θερινή δραπέτις

Προάγγελος μιας Αναγέννησης που προαλείφεται στο βαθύ σκοτάδι τού Μεσαίωνα που ακόμα κρατεί, σαν φρονιμίτης σάπιος, που έχει ριζώσει βαθιά στο μεδούλι τής Ανθρωπότητας.

Μόνον η Ποίηση μπορεί να μας σώσει, όταν Υψηλή Ποίησις είναι. Όπως αυτή, εδώ, τώρα. Γιώργος Δελιόπουλος.

«Οι διορθώσεις είναι του Κώστα Θ. Ριζάκη

Την έκδοση επιμελήθηκε ο Πέτρος Μιχάλης».

.

ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΜΑΡΤΙΝΑΚΗ

FRACTAL 11/7/2023

«ήχος γυναίκας που σπάει»

Την πρώτη φορά που συνάντησα την Αλιρρόη χαμογέλασα. Την είδα σε ένα λευκό εξώφυλλο να συστήνεται θαρραλέα, να διεκδικεί μια θέση στον σύμπαν μου, παρουσία επώνυμη, αυθύπαρκτη. Να, είπα, μια Καλλιρρόη που έχασε κάπου το κάπα της και ίσως και ένα λάμδα. Να μια άλλη Καλλιρρόη που δηλώνει ευθαρσώς πως πια βαδίζει μόνη, ενδεδυμένη με την απώλεια, απελευθερωμένη από το κάπα που την καθόριζε, από ένα λάμδα ίσως που την βάραινε. Αργότερα βέβαια, πολύ αργότερα, έμαθα από την πηγή πως δεν ήταν μια Καλλιρρόη αλλά μια θάλασσα ρέουσα, (από το αρχαίο αλς και το ρέω) το οποίο με έκανε να την εννοήσω και να την νιώσω λίγο περισσότερο.

Κοιτάζοντας άλλη μία το εξώφυλλο διαβάζω με μικρότερα γράμματα, ίσως λιγότερο ευθαρσώς, για κάποιο μηδέν που στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη. Άραγε να ήταν το μηδέν ως σύμβολο; Να ήταν το μηδέν ως έννοια; Πάντα ανοιχτή σε ερμηνείες ούτως ή άλλως η ποίηση, πάντα επενδύει στον τίτλο, στον υπότιτλο, πάντα υπονοεί, πάντα προκαλεί, πάντα σου κλείνει πονηρά το μάτι. Και να, πιο χαμηλά ένα σύμβολο ξεδιπλώνεται, μια υπέροχη εικαστική δημιουργία.

Άφησα για λίγο το βιβλίο από τα χέρια μου. Έτυχε λοιπόν το βιβλίο σε οριζόντια διάταξη, σε landscape όπως θα το λέγαμε όσοι πρωτοξεκινήσαμε να δουλεύουμε σε κειμενογράφους αμετάφραστους, και τότε το σύμβολο απέκτησε μιαν άλλη διάσταση. Έμοιαζε με το σύμβολο του απείρου (άραγε ίσως ένα μηδέν να καθρεφτίζεται;). Την αρχική ικανοποίηση για το εικαστικό αποτέλεσμα αυτής της μικρής, φαινομενικά ασήμαντης, χωροθετικής αναστάτωσης διαδέχτηκε μια σκέψη. Αφού το άπειρο το ανακαλύπτεις σε θέση επικλινή, οριζόντια, τι θα γινόταν άραγε αν κάποιος ξεκινούσε να διαβάζει το ίδιο το βιβλίο οριζόντια; Γιατί πρέπει να παραδεχτούμε πως ως αναγνώστες πάντοτε προσπαθούμε να καθυποτάξουμε ένα βιβλίο διαβάζοντας το κάθετα. Και είμαστε κάθετοι ως προς αυτό. Περιμένουμε να μας ξεδιπλωθεί το νόημα στον επόμενο στίχο, στην επόμενη σειρά και ναι μεν η γραφή είναι οριζόντια αλλά η πληρότητα ενός κειμένου έρχεται όταν φτάσει κανείς στην τελευταία σειρά κάθετα. Αφήνοντας, λοιπόν, το σώμα του κειμένου κατά μέρος φυλλομετρώ και ψάχνω να δω τι συμβαίνει με τις ενότητες.

Διαβάζω λοιπόν διαδοχικά:

Είσοδος – η εποχή της άρνησης – η εποχή της οργής – η εποχή του μηδενός – η εποχή της θλίψης- η εποχή στον καθρέφτη- Έξοδος

Το να αρχίζει ένα λογοτέχνημα με τη λέξη «είσοδος» και να τελειώνει με τη λέξη «έξοδος» μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα. Είτε ότι αυτό το ζεύγος εννοιών συσχετίζεται με κάποιο τρόπο με το περιεχόμενο είτε ότι πρόκειται για ένα κείμενο με ξεκάθαρη θεατρική ταυτότητα. Ό,τι συμβαίνει ενδιάμεσα έχει ξεκάθαρο χρονικό πρόσημο. Πρόκειται για μια διαδοχή εποχών που σημαίνει μόνο ότι η χρονική αυτή αλληλουχία, έχει μια και μόνο σταθερά, γύρω από την οποία υλοποιείται και πραγματώνεται. Κι αυτή η σταθερά δε μπορεί παρά να είναι η Αλιρρόη. Άρα λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποιητική συλλογή που έχει έντονο θεατρικό χαρακτήρα.

Πατώντας στο κατώφλι λοιπόν, εκεί στην είσοδο, ακούμε περισσότερο, παρά βλέπουμε την Αλιρρόη να γεννιέται σε ένα δυστοπικό σύμπαν, σε ένα κόσμο ασφυκτικό, συγκλονισμένη από τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης ρευστών και μη ρευστών ορίων. Η είσοδος, η φυλακή, ο εγκλεισμός, αποτελεί την ίδια στιγμή την έξοδο στον κόσμο του πραγματικού. Η πρώτη απώλεια είναι γεγονός καθώς οι λέξεις μια μια την εγκαταλείπουν. Από την είσοδο ακόμη καταλαμβάνει τον χώρο και τον χρόνο ως ποιητικό υποκείμενο και καθώς η συλλογή ξεδιπλώνεται επιμένει η μονολογική ροή, επιχειρώντας πολλές φορές να διαλεχθεί μα χωρίς απόκριση. Με έναν κινηματογραφικό τρόπο ο ποιητής σκηνοθετεί και εστιάζει σε πολλές διαφορετικές στιγμές, αρνούμενος να υποπέσει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση. Μεσολαβούν, λοιπόν, οι εποχές, η άρνηση, η οργή, η διαπραγμάτευση, το μηδέν ως εικονικός θάνατος, η θλίψη. Ώσπου ένα βήμα πριν την έξοδο φτάνουμε στην εποχή του καθρέφτη. Εκεί στο κάτοπτρο μπροστά αποκτά υπόσταση όχι μόνο το είδωλο αλλά και το ίδιο το υποκείμενο καθώς αντιλαμβάνεται το σχήμα του ολοκληρωμένο μέσω του αντικατοπτρισμού. Και αυτή πλέον η συνείδηση του σχήματος προετοιμάζει το υποκείμενο, για την εκ νέου επανείσοδο στον κόσμο του συμβολικού, της γλώσσας, της ταυτότητας, ίσως με νέους όρους, που είναι ταυτόχρονα και η έξοδος προς μια μονίμως υπό αίρεση και διαπραγμάτευση ελευθερία.

Με μια πρώτη οριζόντια ανάγνωση λοιπόν, ανακαλύπτουμε ότι το ζεύγος εννοιών είσοδος έξοδος λειτουργεί και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο αλλά φυσικά και ως θεατρική σημειολογία. Λειτουργούν ως μεταίχμια, επιτρέποντας την ίδια στιγμή κίνηση και στις δυο κατευθύνσεις.

Το επόμενο βήμα είναι να περάσουμε στην κάθετη πλέον ανάγνωση της Αλιρρόης και να την ακολουθήσουμε ενώ διασχίζει τον αόριστο ενδιάμεσο χρόνο.

Ξεκινώντας με την εποχή της άρνησης, βρίσκουμε την Αλιρρόη εγκλωβισμένη να παρατηρεί και να οριοθετεί την φυλακή της. Το βλέμμα της πέφτει διαδοχικά στο παρελθόν και την ιστορία, τους νεκρούς και τις μνήμες, στον Θεό – Πατέρα, στον χρόνο, στη σάρκα. Όλες αυτές οι συνιστώσες εμφανίζονται προβληματικές, καταπιεστικές, φθαρμένες.

Ακολουθεί η εποχή της οργής. Μετά την οριοθέτηση η Αλιρρόη ξυπνά και διαλέγει μια μια τις μάχες της ενάντια στο καθηλωτικό παρελθόν και τις ήττες, ενάντια στις εντολές και τις απαιτήσεις μιας καταπιεστικής εξουσίας (με ή χωρίς θρησκευτικό πρόσημο), ενάντια στους περιορισμούς και την εσωτερική σήψη του φόβου και της απόγνωσης, την απραξία ενός πρόωρου ψυχικού μαρασμού. Ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις, τις ανούσιες επαναλήψεις και τις κενές νοήματος λέξεις. Ενάντια ακόμα και στην παραμυθία του έρωτα, στο ανεκπλήρωτο και το απεγνωσμένο κυνήγι της ουτοπίας του. Ενάντια στο στοίβαγμα των ανθρώπων, την φίμωση της φωνής, την άρνηση της κραυγής.

Η εποχή του μηδενός, έρχεται με μια αποδοχή.

Τώρα; πρέπει να γυμνάσω τις ζωής μου τα μηδέν.

Ηττημένη πια η Αλιρρόη αποδέχεται την συντριβή, συνειδητοποιεί το τελεσίδικο του εγκλεισμού, την κυριαρχία του φόβου. Κάνει έναν απολογισμό της μέχρι τότε ύπαρξης και καταφεύγει σε άτακτη υποχώρηση.

μα τα ύφαλα μου βρίσκουν οφειλές
βολεμένα χρέη σε λυμένες εξισώσεις
και κανείς δεν τα θυμάται – σαν
τα νεκρά σου κύτταρα
-τ’ ανακαλύπτεις πριν πεθάνεις- σαν
τα χαμένα πλήκτρα στο τηλέφωνο
-αφήνουν μια σιωπή κενό – σαν
τις πολλές ζωές που είχα στην εκκίνηση
-δεν εφτασε καμιά τους-

όπως και να μετρήσω τ’ αστρα
η κάθε πράξη έχει το μηδέν

Και κάπου εκεί όπου σχηματίζεται ευδιάκριτα το μηδέν της ήττας στρέφει το βλέμμα στους στίχους. Η ποίηση έρχεται στο προσκήνιο και εμφανίζεται βυθισμένη σε ένα τέλμα.

Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;

Η βασανιστική και αέναη αγωνία του έντεχνου λόγου για την αποστασιοποίηση των ανθρώπων από αυτόν σε έναν κόσμο κυνικό, τεχνοκρατούμενο, μηχανιστικό. Η ποιητική κραυγή που διψά για εκείνο το ταξίδι, πάντα επισκέπτεται τις μνήμες, πάντα κινείται πολυδιάστατα στον χώρο και στον χρόνο. Κάποτε σιωπά, αναδιπλώνεται και μακαρίζει εκείνους

που δεν πείνασαν να φύγουν

Η νύχτα έρχεται αποφασιστικά να επισφραγίσει με το σκοτάδι της τον μηδενικό απολογισμό και ακούγεται

ήχος γυναίκας που σπάει

Η αποδόμηση έχει πια ολοκληρωθεί. Η ύπαρξη απλώνεται διαλυμένη σε διακριτά κομμάτια.

Η εποχή της Θλίψης δε μπορεί παρά να ακολουθήσει αυτόν τον κατακερματισμό. Κάθε θάνατος άλλωστε επιφέρει το πένθος. Φτάνει λοιπόν η στιγμή της μεγάλης, της ύστατης διαπραγμάτευσης. Μια κραυγή, μια προσευχή, μια εξομολόγηση, μια επίκληση στην αρχετυπική μητέρα, μια μπαλάντα, μια διαθήκη, μια καληνύχτα. Και κάπως έτσι φτάνει η Αλιρρόη να σταθεί ως μηδέν μπροστά στον καθρέφτη.

Η εποχή στον καθρέφτη σηματοδοτεί την πορεία προς την έξοδο. Σπασμένη η ύπαρξη σιγά σιγά ενώνει τα θραύσματα αντικατοπτριζόμενη, έστω και προσωρινά σε μια άτυπη παράταση. Από την αποδομημένη ύπαρξη της Αλιρρόης αναβλύζει μια στάλα από θείο, μια οσμή λιβανιού. Στην βαλίτσα της βρίσκει φτερά, ίσως λίγο τσαλακωμένα απ’ τον καιρό και από την πτώση. Μα είναι εκεί.

Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή, ανακαλύπτω μια φωτιά στα σωθικά μου

Και κάπως έτσι, στύβοντας το γκάζι, σπάζοντας τις εποχές, ορίζοντας πια τον χρόνο και τον χώρο η Αλιρρόη επιχειρεί την τελική της έξοδο.

Ποια είναι λοιπόν η Αλιρρόη, ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο που μας παρουσιάζει ο Γιώργος Δελιόπουλος; Αγνώστων λοιπών στοιχείων, μια γυναικεία φωνή σε όλες τις οκτάβες ξεδιπλώνει την ύπαρξή της και διεκδικεί μια θέση στον κόσμο. Φυσικά, δεν είναι η πρώτη, καθώς έχουν προηγηθεί στη λογοτεχνία και στο θέατρο πολλές άλλες γυναικείες φωνές που δημιουργήθηκαν από άνδρες λογοτέχνες και στοιχειώνουν διαχρονικά τους αναγνώστες και τους θεατές. Αυτό το γεγονός όμως δε μειώνει την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Το ίδιο θα ίσχυε και στην αντίθετη περίπτωση όπου μια γυναίκα δημιουργός θα επιχειρούσε να αρθρώσει τις σκέψεις ενός άνδρα. Πάντα καιροφυλακτεί η παγίδα των στερεοτύπων. Πώς στ’ αλήθεια να αποφύγεις τις εικασίες, τα διάφορα αφηγήματα, τις προβληματικές απεικονίσεις; Η συνείδηση του φύλου είναι καθοριστική και ενημερώνει όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της ύπαρξης διαθλώντας την αντίληψη των εξωτερικών ερεθισμάτων μέσα από συγκεκριμένα πρίσματα.

Τι κάνει λοιπόν την Αλιρρόη ένα ποιητικό υποκείμενο ξεχωριστό, τι κάνει αυτό το ποιητικό σύνολο τόσο επιβλητικό και αληθινό; Έχω την αίσθηση ότι η επιτυχία του εγχειρήματος συνίσταται στο γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο υπερβαίνει τα όρια του φύλου, αγγίζει το παναθρώπινο, μιλάει ως ύπαρξη και ως τέτοια οδηγεί τον αναγνώστη ανεξαρτήτως φύλου ή προέλευσης σε μια καταιγιστική αλληλουχία εσωτερικών εμπειριών, γνώριμη, ταυτοποιήσιμη. Η κραυγή ενάντια στην ανελευθερία, ενάντια στους στενούς ορισμούς, ενάντια στην αδικία και τον θάνατο είναι ένα κοινό πανανθρώπινο στοιχείο, και πώς θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό; Η έμφαση όμως είναι στο θηλυκό στοιχείο ως εκείνο που διαχρονικά έχει υπάρξει ο κατεξοχήν αποδέκτης όλων των δεινών που προανέφερα, σε μεγαλύτερο πιθανόν βαθμό και συχνότητα από ότι οι φορείς της πατριαρχίας. Η Αλιρρόη όμως δεν είναι μια ηρωίδα του παρελθόντος. Ζεί την συντριβή και την απομόνωση σε ένα συνθλιπτικό παρόν, κουβαλάει τις γονιδιακές μνήμες της και τις διαπραγματεύεται θέλοντας και μη.

Καταλήγοντας λοιπόν στην άτακτη έξοδο, αναδύεται ως μια μοντέρνα ρομαντική ηρωίδα. Από εκείνες τις ηρωίδες του ύστερου Ρομαντισμού, που δεν ελπίζουν πια ότι θα σώσουν τον κόσμο αλλά ορμούν ακρωτηριασμένες σε μια μάχη που ξέρουν πως τελικά θα χαθεί. Στην ορμή της μάχης όμως…

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι
λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά
μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή

Κάπως έτσι λοιπόν αποδρά, χωρίς κενά αφηγήματα, χωρίς φρούδες ελπίδες. Για την τιμή των όποιων όπλων για την ένδοξη φυγή.

ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι

και μακραίνουν μέσα

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ

Εφημερίδα των Συντακτών 8/7/2023

Πάθη δίχως ανάσταση

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου φέρει τον τίτλο Αλιρρόη. Πρόκειται για ποιητική σύνθεση απαρτιζόμενη από επτά ενότητες εκ των οποίων η πρώτη («είσοδος») και η τελευταία («έξοδος») περιλαμβάνουν από ένα ποίημα, ενώ οι ενδιάμεσες πέντε («η εποχή της άρνησης», «η εποχή της οργής», «η εποχή του μηδενός», «η εποχή της θλίψης» και «η εποχή στον καθρέφτη»), από 6, 7, 7, 7 και 6, αντιστοίχως, ποιήματα. Υπάρχει, δηλαδή, συμμετρία στην κατανομή των ποιημάτων της σύνθεσης.

Ποια είναι όμως η Αλιρρόη; Και το όνομά της, άραγε, να σημαίνει «αέναη ροή της θάλασσας» (από το Αλς + ροή); Και ποιας θάλασσας; Μήπως αυτής των ατελείωτων παθών ή μήπως εκείνης της απέραντης εντός μας; ή, εν προκειμένω, εντός του ποιητή; Είναι μερικά από τα ερωτήματα που ενδέχεται να εγείρει τούτο το εύηχο όνομα.

Προσπαθώντας ο αναγνώστης να προσεγγίσει τα δρώμενα της σύνθεσης θα διαπιστώσει ότι το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα. Για την ακρίβεια, είναι η «anima» του ποιητή ή, πιο παραστατικά, η «ενσάρκωση» του θηλυκού στοιχείου της ψυχής του. Ο δημιουργός ποιεί μία περσόνα, τη φέρνει στο φως, αλλά αντί εκείνη να αντικρίσει έναν ελεύθερο κόσμο, ήδη από το μότο της δεύτερης ενότητας κάνει λόγο για εγκλεισμό. Η έμφυλη ανισότητα και βία, οι αδικαίωτοι αγώνες των γυναικών, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, ενισχύουν τους τοίχους της φυλακής της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο, με θρησκευτικές αναφορές, ποιήματα της ενότητας, «προσευχή» και «δώδεκα και», όπου η Αλιρρόη, αφού διατυπώσει ένα ιδιαίτερο «Πάτερ Ημών», θα κάνει λόγο για τα δικά της, δίχως ανάσταση, πάθη υπενθυμίζοντάς μας, ενδεχομένως, ότι οι θρησκείες, κατά κανόνα, λειτουργούν ως τροχοπέδη στη γυναικεία χειραφέτηση.

Στην ενότητα «η εποχή της οργής», το ποιητικό υποκείμενο, βλέποντας ότι «η εποχή της άρνησης» δεν έφερε αποτελέσματα, εμποτίζει με οργή όλα τα ποιήματα. Το μήνυμα προς την πατριαρχία είναι ηχηρό, ενώ το τελευταίο ποίημα της ενότητας είναι θαρρείς γραμμένο για όσους συμπολίτες μας κάνουν ότι δεν βλέπουν και δεν ακούν όταν δίπλα τους συντελείται κακοποίηση ή, εν γένει, αδικία: «δεν ακούτε τις φωνές στο πάτωμα/ τα αυτιά σας κρύβετε στο μαξιλάρι» («νυχτερινή σύλληψη»).

Οι ενότητες 2 έως 6 της σύνθεσης ακολουθούν τα στάδια μιας δύσκολα διαχειρίσιμης κατάστασης, όπως το πένθος (άρνηση, θυμός-οργή, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή). Ετσι, η επόμενη, τέταρτη κατά σειρά ενότητα, φέρει τον τίτλο «η εποχή του μηδενός», όπως όταν σε μια διαπραγμάτευση επιστρέφουμε ενίοτε στο σημείο μηδέν, στο σημείο των επανεκτιμήσεων, άσχετα αν τίποτα δεν θα μας φέρει πίσω όσα έχουν χαθεί, άσχετα αν –παραφράζοντας τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος «φάρσα»παραμένουμε τρόφιμοι στην ίδια φάρσα. Το φως, στο οποίο ο ποιητής έφερε την Αλιρρόη, είναι γεμάτο οδυνηρά αγκάθια και τα δίχως ανάσταση πάθη της συνεχίζονται. Εδώ, ο καλύτερος σύμμαχός της είναι η νύχτα που «τραβάει τον σύρτη στη σκέψη/ το βάρος του πόνου συνθλίβει»· αν και, στο τέλος, «ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια/ –τον ήχο γυναίκας που σπάει» («στο μαύρο παράθυρο τοίχο»).

Στην «εποχή της θλίψης», η κατάθλιψη είναι διάχυτη και επιτείνεται από τις επαναλαμβανόμενες λέξεις-σύμβολα: «πόνος», «λύπη», «δάκρυ», «κλάμα». Σφραγίζεται δε από τον καταληκτικό στίχο «μια υγρή των ματιών καληνύχτα» του ομώνυμου ποιήματος.

Η προτελευταία ενότητα, «η εποχή στον καθρέφτη», θα μπορούσε κάλλιστα να προσιδιάζει με το τελευταίο από τα προαναφερόμενα στάδια: αυτό της «αποδοχής». Στο ποίημα «εξομολόγηση» οι σκέψεις της Αλιρρόης, ενώ συμπληρώνουν αυτές των πρότερων, με θρησκευτικές αναφορές, ποιημάτων, εκφράζονται με διαυγέστερο λόγο, ενώ στο ποίημα «φτερά στη βαλίτσα» θα διαπιστώσει ότι μπορεί να αποδράσει χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα συνήθη μέσα μεταφοράς, αλλά τρόπους μαγικούς όπως τα φτερά της ή τα, πάντα παυσίπονα, ποιήματα.

Το μοναδικό ποίημα («Θερινή δραπέτις») της τελευταίας ενότητας, «έξοδος», περικλείει τη λύτρωση του ποιητικού υποκειμένου. Οπως, δηλαδή, η «είσοδος» της σύνθεσης δεν ήταν παρά η έξοδος της Αλλιρόης από τον δημιουργό της και η έλευσή της σε έναν κόσμο τοξικό, έτσι τώρα, η «έξοδος», αποτελεί μία πρόσκληση, από τον ποιητή, επανεισόδου της στο ασφαλές περιβάλλον της ψυχής του, απ’ όπου και προήλθε. Ο ποιητής υπέφερε μαζί της, βίωσε την αδικία, την απογοήτευσή της και κατέθεσε μία συλλογή γεμάτη ενσυναίσθηση, καταδεικνύοντάς μας ότι, διά μέσου αυτής, υπάρχει τρόπος και τόπος για την κοινωνία εκείνη όπου η ισότητα, η αλληλεγγύη και η αλληλοεκτίμηση δεν θα αποτελούν μόνον συνθήματα, αλλά θα γίνουν πράξη· δηλαδή για μια κοινωνία γεμάτη ανθρωπιά.

.

ΜΙΧΑΛΗΣ Ζ. ΠΙΤΕΝΗΣ

diastixo.gr 19/6/2023

«Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου τεχνουργείται πάνω σε ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος. Το στοιχείο εκείνο που τη διαφοροποιεί και τη συνέχει είναι η ιδιότητά της να συλλαμβάνει τον παλμό του σύγχρονου ανθρώπου και την αμφιθυμία της εποχής. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια ποίηση απολύτως σύγχρονη, μια ποίηση που ανατέμνει το παρόν, που εισδύει, μέσα από την παρατήρηση των εξωτερικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, στον εσωτερικό του κόσμο για να διερευνήσει τις συνθήκες και τον τρόπο δόμησης και λειτουργίας του…» Το απόσπασμα αυτό απ’ το κείμενο της Ευσταθίας Δήμου, με τίτλο «Ποίηση σε δύο πράξεις», που μας εισάγει στην ποιητική συλλογή των Κώστα Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου, Κατά ανεφίκτου γλυφές, 1: Της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις (εκδ. ΑΩ, 2021), πιστεύω πως εκφράζει την ουσία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργου Δελιόπουλου. Κάτι που μας επιβεβαιώνει η πρόσφατη ποιητική του συλλογή, Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη (εκδ. ΑΩ, 2023).

Ο Δελιόπουλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας αεικίνητος και πολυπράγμων άνθρωπος των γραμμάτων. Σύμφωνα με το εργογραφικό του, επιμελήθηκε λογοτεχνικά αφιερώματα σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, ενώ ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. Από το 2021, συνδιευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Καρυοθραύστις (εκδ. Ρώμη) και υπεύθυνος ύλης στο λογοτεχνικό περιοδικό Σταφυλή (εκδ. Κουκκίδα). Ως φιλόλογος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βρίσκεται συνεχώς πίσω από διάφορες αξιόλογες λογοτεχνικές απόπειρες των μαθητών του. Ως ποιητής, όμως, θα έλεγα πως είναι ιδιαίτερα φειδωλός σε ό,τι αφορά την έκδοση προσωπικών ποιητικών συλλογών. Η Αλιρρόη είναι μόλις η τρίτη προσωπική από το 2009, όταν πρωτοεμφανίστηκε με τη συλλογή Ο μικρός Οδυσσέας (εκδ. Ιωλκός) (σ.σ. μεσολάβησαν ακόμα μία και τρεις συνεκδόσεις με άλλους ποιητές). Ωστόσο, αυτή η μετρημένη και προσεκτική «προσωπική του έκθεση» θα έλεγα πως έχει ξεκάθαρο λόγο και επαρκή εξήγηση. Δεν βιάζεται, δεν προτρέχει. Μαζεύει ερεθίσματα, επεξεργάζεται τις σκέψεις του, ζυγίζει τις λέξεις του, σβήνει και γράφει, φαίνεται να κινείται με βασικό του κριτήριο πως όταν το ποίημα περάσει στη σελίδα ενός βιβλίου, αυτό θα πρέπει να έχει κάτι να πει. Έτσι, με το κάθε του ποίημα δείχνει πως κάνει ένα ακόμα βήμα προς τη βελτίωση και την ωριμότητα.

Αυτά ακριβώς τα στοιχεία διακρίνουμε αμέσως στην Αλιρρόη. Ο ποιητής Δελιόπουλος, διατηρώντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που εμπεριέχονται στο απόσπασμα της Ευσταθίας Δήμου, με το οποίο ξεκίνησα το κείμενό μου, εμφανίζεται πιο ώριμος και πιο αποφασισμένος να μιλήσει για πολλά απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας, να πει πώς βλέπει και πώς αξιολογεί, μέσα απ’ τη ματιά ενός σύγχρονου ποιητή, τον κόσμο μας. Το κάνει εύστοχα λειτουργώντας ως ένα πραγματικά ενεργό και συμμετοχικό άτομο αυτού του κόσμου, με τους ανάλογους κινδύνους και τις συνέπειες, και όχι ως ένας απομακρυσμένος και απόμακρος παρατηρητής μέσα από το ασφαλές καταφύγιό του. Στην Αλιρρόη «απασφαλίζει», αλλά δεν πυροβολεί στον αέρα. Στοχεύει συγκεκριμένα εστιάζοντας σε όλα εκείνα που θεωρεί πως έχουν βαρύνουσα σημασία, που επηρεάζουν και καθορίζουν τη ζωή μας σήμερα. Τεχνουργεί όχι για τη γοητεία ή τη μαγεία της τέχνης, αλλά επιδιώκοντας να μας οδηγήσει στην ουσία των πραγμάτων, όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται και την καταγράφει.

Επτά ενότητες συνθέτουν την Αλιρρόη, όπου ταξινομούνται τα 35 ποιήματά της. Τιτλοφορούνται ως «Είσοδος», «Η εποχή της άρνησης», «Η εποχή της οργής», «Η εποχή του μηδενός», «Η εποχή της θλίψης», «Η εποχή στον καθρέφτη» και «Έξοδος». Είναι η είσοδος και η έξοδος της γυναίκας που ο ποιητής επιλέγει ως αφηγήτριά του στα πέντε στάδια του πένθους, όπως εκείνος προτιμά να τα ορίσει αλλά και να τα ονοματίσει, παρεκκλίνοντας κάπως, ως προς τους τίτλους, απ’ τα γνωστά στάδια της ψυχανάλυσης. Στάδια κατά τα οποία η γυναίκα-πρωταγωνίστρια πασχίζει να εξερευνήσει όλα όσα βαραίνουν τον νου και την ψυχή της, να ερμηνεύσει τα αδιέξοδα και όλα όσα την εμποδίζουν να βαδίσει, να εντοπίσει πού βρίσκονται οι ευθύνες των άλλων και μέχρι ποιο σημείο φτάνουν οι δικές της, να αξιολογήσει ό,τι έγινε μέχρι τώρα, ν’ απορρίψει όσα δεν αξίζουν και να κρατήσει μόνο εκείνα που πραγματικά μετράνε και έχουν κάποιο νόημα. Αρνείται, οργίζεται, μηδενίζει, θλίβεται, ώσπου τολμά να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Τότε μόνο, αφού φτάσει σ’ αυτό το τελικό στάδιο, είναι ικανή πλέον να βγει απ’ το πένθος της. Έχοντας αυτοκριθεί, αυτοαξιολογηθεί και εν τέλει αυτοκαθαρθεί. Η Αλιρρόη, η γυναίκα-πρωταγωνίστρια της ποίησής του είναι ο σημερινός άνθρωπος που, περνώντας από τα στάδια της ανωριμότητας, της ευκολίας, της κατάκρισης των πάντων και της μετάθεσης ευθυνών, βρίσκει την έξοδο και την εσωτερική ισορροπία μόνο αφού αναγνωρίσει, αποδεχτεί και μιλήσει με παρρησία και για τα δικά του λάθη. Ή, αν προτιμάτε, πρωτίστως γι’ αυτά. Τότε θα μπορέσει ν’ ανοίξει βήμα προς το μέλλον, ακόμα και να πετάξει, με τα δικά του φτερά.

Φτερά στη βαλίτσα

Στα σκοτεινά που οι σκέψεις περπατούν
όσο τουλάχιστον αντέχω ασυνόδευτη
με ανοιχτές τις πόρτες θα κοιμάμαι

δεν περιμένω μήνυμα στο κινητό
ούτε και ρύθμισα το ξυπνητήρι
σηκώνομαι πριν κουραστεί ο ύπνος

ο κόσμος πάνω κάτω στον σταθμό
γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;
αφού στα σύννεφα δεν κόβουν εισιτήριο
κι αν δεν μου κάνουν τα παπούτσια
δραπετεύω ξυπόλυτη

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά
τσαλακωμένα και κρατούν
το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα
εφημερεύουν ποιήματα.

Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα του Δελιόπουλου έκρινα την ποίησή του ως πολιτική. Μια ποίηση που μιλάει για τον καιρό μας και εκφράζει, στον βαθμό που ο καθένας μας ορίζει, ό,τι προβάλλει ως ερώτημα, απορία, ανησυχία, προβληματισμός, θυμός, αγανάκτηση. Μια ποίηση που, αν και φαντάζει επίκαιρη, είναι στην ουσία διαχρονική.

Η γλώσσα των ποιημάτων λιτή, με τις λέξεις να λειτουργούν σαν σκαλοπάτια που άλλοτε οδηγούν προς τα πάνω ανεβάζοντας την ένταση και άλλοτε προς τα κάτω, λες και θέλουν να τη «σβήσουν», αφήνοντας, ωστόσο, πίσω την ηχώ τους για να εισχωρεί ξανά και ξανά στ’ αυτιά μας ενεργοποιώντας τη σκέψη μας.

Η Γλύκα Διονυσοπούλου, μια πολύ καλή, ευρηματική και πάντα ανήσυχη εικαστικός, στόλισε την ποιητική συλλογή με σχέδια εμπνευσμένα από τις λέξεις του ποιητή. Σχέδια που μιλάν από μόνα τους, αλλά και δένουν αρμονικά με το σύνολο του έργου.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Η ΑΥΓΗ 18/6/2023

Ποιητικός χαρακτήρας

Θέτοντας στο κέντρο της έμπνευσης και της δημιουργικής του πράξης μια γυναικεία φιγούρα, ο Γιώργος Δελιόπουλος συστήνει τη νέα του ποιητική συλλογή, Αλιρρόη, με την οποία επιχειρεί ουσιαστικά μια καταβύθιση στα άδυτα του γυναικείου λόγου, ενός λόγου που συνυφαίνει τον εσωτερικό (ανα)στοχασμό και το ανεξίτηλο βίωμα.
Πρόκειται, βασικά, για μια σειρά εξομολογητικών ποιημάτων που πλάθονται και, ταυτόχρονα, πλάθουν και τεχνουργούν τη γυναικεία αυτή φυσιογνωμία της Αλιρρόης η οποία καταλήγει τελικά να γίνει το προσωπείο του ποιητή, του αναγνώστη και κάθε ανθρώπου, συνιστώντας στην πραγματικότητα το μέτρο και το σημείο αναφοράς της ίδιας της ζήσης που σφραγίζεται από την πραγματικότητα της φυλάκισης, της δέσμευσης, του περιορισμού και την επιθυμία της απελευθέρωσης και της φυγής. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια ποίηση που κλίνει προς το θέατρο, που υιοθετεί και μετέρχεται μέσα και τρόπους της δραματικής τέχνης και τεχνικής προκειμένου όχι μόνο να συνθέσει το κεντρικό πρόσωπο, την ηρωίδα που αναλαμβάνει να θέσει σε κίνηση και να γίνει φορέας της δράσης, αλλά και το ίδιο το έργο ως πορεία και διαδρομή που εκκινεί από μια πρώτη αρχή, την «είσοδο» εν προκειμένω, για να καταλήξει σε μια «έξοδο», όπως τιτλοφορείται η τελευταία υποενότητα, που προσφέρει τελικά και τη λύση του δράματος, τη φυγή προς έναν ορίζοντα ελευθερίας και εσωτερικής πια ζωής.
Ως ενδιάμεσα στάδια τίθενται οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης και η εποχή στον καθρέφτη που συνιστούν και συστήνουν ουσιαστικά μια περιήγηση στο θυμικό και σε κάποιες από τις βασικότερες εκφάνσεις του για να χαραχθεί ουσιαστικά ένας δρόμος με τελικό προορισμό την κατάκτηση της αυτογνωσίας και της αυτοσυνειδησίας σε στενή συνάρτηση και σχέση με το ενιαίο σύνολο που αποτελούν το αίσθημα και η σκέψη μαζί.
Ο λόγος της Αλιρρόης είναι βαθύς και αγωνιώδης, είναι ειλικρινής και καθάριος, διαθέτει στέρεο πάτημα παρά τη συντριβή και το λύγισμα της ηρωίδας. Αυτή η ακροβασία και η ισορρόπηση είναι που αυξάνει κατακόρυφα το ενδιαφέρον, εντείνει το σασπένς και εισάγει τον αναγνώστη σε μια περιοχή όπου η ζωή και η τέχνη έχουν σταθεί η μια απέναντι στην άλλη σαν μέσα σε καθρέφτη, έτσι που να μην ξέρει πια κανείς με βεβαιότητα ποια από τις δύο μορφοποιεί και ποια μορφοποιείται, ποια δίνει το ερέθισμα και ποια το μεταπλάθει.
Κοντά στην εντύπωση αυτή στέκει ακόμα μια, ισχυρότερη και σπαρακτικότερη. Είναι η εντύπωση που διαμορφώνει κανείς ότι παρακολουθεί ένα μαρτύριο, μια μαρτυρική πορεία και ταυτόχρονα την κατάθεσή της, ένα βίωμα επώδυνο που η ανθρώπινη ύπαρξη καλείται να αναπαράγει λεκτικά και, μάλιστα, με τους όρους της τέχνης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας που, αυτή τη φορά, θέτει ως στόχο την δραματο-ποίηση, την δια της ποιητικής έκφρασης επένδυση της τραγικότητας από την οποία είναι ποτισμένη η ύπαρξη όταν πολιορκείται και βάλλεται από τις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν να συνθλίψουν και να εγκλωβίσουν, να εξαφανίσουν και να εκμηδενίσουν κάθε διάθεση και κάθε προσπάθεια ανύψωσης του ανθρώπου στα επίπεδα εκείνα όπου η απόλυτη ελευθερία και η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού θα αποτελούν τις κεντρικές, κατευθυντήριες γραμμές.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται από μια γυναίκα και ακόμη μεγαλύτερη σημασία ότι η γυναίκα αυτή αποτελεί το προσωπείο ενός άντρα δημιουργού. Κι αυτό διότι μέσα από τη συνάντηση και τη σύζευξη αυτή σχηματοποιείται και διατυπώνεται μια πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να λειτουργεί και να εκδηλώνεται η ενσυναίσθηση, η εισχώρηση δηλαδή μέσα στον εσωτερικό χωροχρόνο μιας άλλης ύπαρξης και η εγκατοίκηση εκεί, η ταύτιση με τον άλλο, τον έτερο, τον αλλότριο, τον διαφορετικό ή, έστω, η δοκιμή και η δοκιμασία της εκφοράς ενός λόγου για τον άλλον και από τον άλλον. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ένα είδος ποιητικής ηθο-ποιίας, αλλά για μια αληθινή μετάθεση, μια μετακύληση μέσα σε μια συνθήκη όπου τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές υφίστανται για να ενώνουν και όχι για να χωρίζουν, να διακρίνουν, να απομονώνουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνθέσεις της συλλογής, διατηρώντας στο ακέραιο τον ποιητικό τους χαρακτήρα, την ποιητική έξαρση και διακύμανση, εκτρέπονται συχνά προς ένα είδος εξομολογητικής ή παραληρηματικής προσευχής, προς μια λεκτική εκφορά που μορφοποιείται στα μύχια της ύπαρξης και αναπέμπεται προς μια περιοχή όπου πάλλεται και ζει η ελπίδα, όπου έχει την έδρα της η τέχν
Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά/ στη γλώσσα των μετάλλων/ για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι// και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει/ της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα/ η φωνή μου με τακούνια γιορτινά. («μυστήριο»)

.

ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ

LITERATURE 16/6/2023

Αλιρρόη: η δραπέτευση στον χώρο του «εμείς»

Η ποιητική συλλογή Αλιρρόη – το μηδέν στον καθρέφτη, γεννημένη το 2015 ως αναστοχαστικό και ερμηνευτικό ποιητικό αντίδοτο των πολλαπλών αδιέξοδων που μας επεφύλαξε με τον ερχομό του ο 21ος αιώνας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο και ολοκληρωμένη το 2021-2022 με προφανές το κλειστοφοβικό και αποπνικτικό άγγιγμα της καραντίνας, έχει αποτελέσει τον παλμογράφο μιας περιόδου έντονης και νοσηρής καρδιακής συχνότητας. Μιας συχνότητας που αποτυπώνεται στον ποιητικό αισθητήρα παλμών μέσω μιας γραφικής παράστασης εναλλασσόμενων συναισθημάτων με τις κυματοειδείς στιχένιες της καταγραφές να «παίζουν» τις περισσότερες φορές στα άκρα. Ωστόσο, η ακρίβεια του ποιητικού εργαλείου σε συνδυασμό με το πετυχημένο ραντεβού του Δελιόπουλου με τη Μούσα συνέβαλε αποφασιστικά στην ευόδωση όλων των ποιητικών πειραμάτων και στην προσέγγιση κάθε συναισθηματικού και στοχαστικού ύψους ή βάθους. Βασικό πείραμα η επιλογή από έναν άντρα δημιουργό μιας γυναικείας αφηγηματικής φωνής, ενός θηλυκού ποιητικού εγώ, που πέρα από τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει, προσλαμβάνει διαφορετικά τα μηνύματα, αποκωδικοποιεί αλλιώς την πραγματικότητα, συναισθάνεται με άλλον τρόπο τους κοσμικούς χτύπους. Ένα μεγάλο διακύβευμα, μία μεγάλη πρόκληση για τον ποιητή, μία απόπειρα επέκτασης της πρόσληψης της ιδέας και του τρόπου μετουσίωσής της μέσα από ένα άλλου είδους σώμα, τόσο ίδιο μα τόσο διαφορετικό. Μία έμπρακτη θεώρηση της οικείωσης του Άλλου, μία εν-σωμάτωση της τέχνης σε νέο κορμί.
Ο ποιητής οργανώνοντας τη συλλογή του σε έξι θεματικές, σκιαγραφεί τις συναισθηματικές εποχές που διανύει, καταγράφοντας με προσοχή τις αυξομειώσεις του ψυχικού παλμού κατά το πέρασμα του από την άρνηση στην οργή, στον μηδενισμό, στη θλίψη και, τέλος, στην αυτογνωσία του καθρέφτη. Πέντε συναισθηματικές εποχές, μέσα στις οποίες φωλιάζουν ποιητικά νοήματα που ωριμάζουν στις ιδιαίτερες συνθήκες της καθεμιάς. Κι όπως κάθε καλός σπιτονοικοκύρης, ο ποιητής προϋπαντεί τον αναγνώστη με κάποιους εισαγωγικούς στίχους και με μία ανακοίνωση, μια ειλικρινή δήλωση που διαμορφώνει την όλη επικοινωνία στη βάση της αλήθειας. Στην είσοδο της ποιητικής οικίας του Δελιόπουλου, λοιπόν, ο αναγνώστης συναντά σαν σε κάδρο γραμμένη μία παράκληση σε κάθε «εσύ» να του αφήσει φυλαχτό τη μαγεία του παρελθόντος, που επιμένει να λάμπει μέσα από το κίτρινο της φθοράς του, καταδεικνύοντας το πολύτιμο των κοινών εμπειριών. Στην ανακοίνωση που ακολουθεί ο ποιητής ανάγει την ποιητική πράξη από τη μεριά του σε μία κατάθεση των απολύτως απαραίτητων, με μόνιμο σύμμαχο κι εχθρό την τρέλα, όπως αρμόζει με την παράνοια της συγκυρίας: «… και η τρέλα / μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις» («γράμμα δίχως όνομα»).

Η «εποχή της άρνησης» σηματοδοτεί την αρχή του κάθε εγκλεισμού, με στίχους που ψελλίζουν την κλιμακωτή προσέγγιση μέχρι την τελική αποδοχή του: «Δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη / είμαι Εγώ φυλακισμένη; / Εγώ φυλακισμένη! / φυλακισμένη». Μια πρώτη προσπάθεια συμβιβασμού με τα όρια, με τα στενά ή ανύπαρκτα περιθώρια. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί αναγνώριση του χώρου με μια κλειστοφοβική συχνά διάθεση. Ο πλέον σκοτεινός χώρος, οι ντουλάπες του σπιτιού αποπνέουν μέσα από τη σιωπή τους μια ηχηρή απουσία ζωής, με τα ρούχα άσαρκα να θυμίζουν σκιάχτρα που σκιάζουν και κραυγάζουν το απαγορευτικό της εξόδου και μέσα από τη συνεχή ακύρωση της ιδιότητάς τους εγκαθιδρύουν τη νέκρωση των κατόχων τους («ζητείται σάρκα»). Οι τοίχοι στενεύουν απειλητικά και μονοπωλούν το βλέμμα, τσιμεντοποιώντας την οπτική και φράζοντας το ενδεχόμενο διαφυγής. Το ποιητικό υποκείμενο νοιώθει ότι η άγκυρα του υλικού φορτίου, στο οποίο αναγκαστικά διαβιεί, μηδενίζει σταδιακά τη δυνατότητα να ανοίξει πανιά, ενώ παράλληλα το τικ τοκ του βιολογικού ρολογιού συνεχίζει να γράφει τον βιωμένο χρόνο αντίστροφα («εφιάλτης»). Όλες οι ελπίδες επενδύονται σε μιαν Ανάσταση, που ενώ είναι καθιερωμένη κι ακάθεκτη, πιστή στο ραντεβού των δώδεκα, στη δική μας περίπτωση, αδιαφορώντας για κάθε θρησκευτικό, ηθικό και λογικό κώδικα, επιμένει να μην έρχεται ποτέ, παρά τα αγκάθινα στεφάνια και τα σκουριασμένα καρφιά στα σώματα εκατομμυρίων μελλοθάνατων («δώδεκα και»). Παρά το γεγονός ότι κάπου πέρα μακριά κάποιοι αρνούμενοι «να κεντούν σε μια γωνιά και μόνοι να ξηλώνουν» έχουν καταφέρει να καταργήσουν τον πόνο και να ζητούν ως μύστες στο γλέντι μιας ζωής που επιμένει να συνεχίζεται («γλέντι»). Μοναδική καταφυγή η γνωστή προσευχή σε έναν «Πατέρα ημών», που συνέτριψε με σκληρότητα τα δημιουργήματά του, να δώσει λύση, φως στο αδιέξοδο τούνελ, να επιτρέψει, επιτέλους, να γίνει πραγματικότητα το θέλημα όχι το δικό του, μα το ανθρώπινο («προσευχή»).

Κι όταν η προσευχή μένει ανεπιστέγαστη, οι άνθρωποι περνούν στην «εποχή της οργής», μια εποχή κατά την οποία το ποιητικό υποκείμενο μάχεται για τη συντριβή της ήττας, που με τόσα κοσμητικά επίθετα μεταμφιέστηκε σε κανονικότητα κι οδήγησε σε χέρια τρύπια και σε παλάμες ικανές για κάθε λογής αυτοχειρία («Ξύπνησα»). Απαιτεί από τον εαυτό και τον άλλον να αρνηθεί τον ρόλο του δοκιμαστή θλίψης, να αυτοδιωχθεί πριν χάσει τη δύναμη να ονειρεύεται και να διεκδικεί, πριν συρρικνωθεί αφυδατωμένος από τη ζωογόνο υγρασία του («Διώξου!»). Οργισμένο με την παραπλανητική περί θαυμάτων υποσχεσιολογία («Βηθεσδά»), στρέφεται «Στον ναό του Ανθρώπου», για να επιβεβαιώσει ότι κανένας θηριοδαμαστής δεν κατέχει την τέχνη της εξημέρωσης του πιο κτηνώδους θηλαστικού, του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που συμπορεύεται καθ’ όλη την πορεία του πλάι σε άλλους, έχοντας απωλέσει την πρόθεση «συν» κι έχοντας αντί αυτής επιλέξει την «επί» της επιφύλαξης και της επίθεσης. Οργισμένο και με την τέχνη της ποίησης ακόμη, που φυλάσσει τους στίχους σε γυάλινα δοχεία, που αναγκάζει σε κοινότυπες ανακυκλώσεις, που παρά το εναγώνιο σπριντ του ποιητή κρατά πάντα για αυτόν τη δεύτερη θέση σε έναν αγώνα σικέ («Αλιρρόη Β΄»). Σε έναν αγώνα όπου ο ποιητής μάταια συνεχίζει να κουνά τη γραφίδα του, επιχειρώντας να δώσει σημεία ποιητικής ζωής, συντεθλιμμένο έντομο κάτω από την άτεγκτη ανθρώπινη πατημασιά («νυχτερινή σύλληψη»).

Με ένα χαρακτηριστικό για το περιεχόμενο της ενότητας μότο («Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν») γίνεται το πέρασμα στην «εποχή του μηδενός», σε μια εποχή που η ποιητική περσόνα κινείται στα στενά όρια μεταξύ του -1 και του +1, φλερτάροντας με το παιχνίδι των πρόσημων, για να στεφανωθεί τελικά την κουλούρα του μηδενικού, όταν περιμένοντας στον τερματισμό αντιλαμβάνεται ότι οι πολλαπλοί βίοι που είχε στην αφετηρία τα παράτησαν στη μέση του δρόμου: «[…] σαν / τις πολλές ζωές που είχα στην εκκίνηση / ‒δεν έφτασε καμιά τους‒ // όπως και να μετρήσω τ’ άστρα / η κάθε πράξη έχει το μηδέν» («0 = +1-1»). Αντιθέτως, ο μόνος βίος που τελεσφόρησε είναι αυτός του τρόφιμου, που αποτελεί άθυρμα μιας κοινωνίας που περιμένει εναγωνίως να τον δει να παραπατά, για να τον τσαλαπατήσει και να τον εγκαταλείψει αδιάφορα μόλις τελειώσει η βάρδια της («φάρσα»). Σε τούτες τις συνθήκες, το φως είναι λιγοστό, οι γρίλιες σφραγιστές μα οι ακτίνες του ήλιου ακανθώδεις· επιχειρούν επιδέξιες νυχτερινές εισβολές και καθιστούν αιχμηρό το άγγιγμά τους («Υποχωρώ, I»). Η περίπτωση διαφυγής από τα στενά τείχη αποβαίνει μάταιη, γιατί μόλις κατορθώσει να τα υπερβεί κανείς έρχεται αντιμέτωπος με τα χτυπήματα από τις πέτρες ενός ακόμη μεγαλύτερου τοιχίου, που συμπεριφέρονται στο άτομο σαν ένα αδιάφορο μηδενικό, σαν μια αόριστη αντωνυμία που άλλοτε το καθιστούν «κάποια» ή «κάτι» αλλά τις περισσότερες φορές το κατατάσσουν στο «τίποτα» («μακαρισμοί»). Και η ποίηση, έγκλειστη και αυτή στα στεγανά όρια του μηδενός, ένας υγρός πλανήτης σε μια αέναη περιστροφή πάνω στην ίδια τροχιά, μια ωοειδής λίμνη όπου βυθίζονται καθημερινά οι λέξεις, συμπαρασύροντας παράλληλα και τους δημιουργούς («άδειες λέξεις»).

Παγωμένο το ποιητικό εγώ από τις πολικές θερμοκρασίες του πλανήτη του μηδενός, διερωτάται «Πόσο κρύο μετά δικαιούται την άνοιξη;», ελπίζοντας σε μία σωτηρία λογιστικού τύπου ‒μιας και η σωτηρία των ψυχών έχει από καιρό εγκαταλείψει τον πόλεμο,‒ στη συμπλήρωση ενός ικανού βάρους πόνου ως ξεπλήρωμα σε κάποια πατρογονική κατάρα, για να καταλήξει στο αδιάψευστο ευαγγελικής φύσης συμπέρασμα «Αιωνία η θλίψη μου». Με αυτό το μότο παίρνει τη σκυτάλη «η εποχή της θλίψης», μια εποχή κατά την οποία η ποιητική κραυγή ακούγεται μακριά, υπόκωφα, αδύναμα, αποτυγχάνοντας την επαφή, την εύρεση παραλήπτη («κραυγή, I»). Μια εποχή που αναπαράγει σε ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα αντίγραφα τη φθορά καμουφλαρισμένη με ψιμύθια και που εναρμονίζεται με τον ρυθμό της πτώσης, έως ότου αυτή να γίνει συνήθειο («θυρωρός»). Μια εποχή που συνενώνει ζωές φορεμένες σε λάθος νούμερο, που συγκεντρώνει ατομικά ναυάγια εκεί στο βάθος του βυθού, για να σημάνει τη λήξη του παραμυθιού της ζωής, που έχει πάντα το ίδιο τέλος («η μπαλάντα του βυθού»). Μια εποχή που θα κερδίσει τη διαχρονία της αφήνοντας παρακαταθήκη σε ομόκληρους κατοπινούς «μια μόνιμη θλίψη στην πρίζα / που για χρόνια συρμάτωνε φως» («διαθήκη»).

Η τελευταία εποχή, η «εποχή στον καθρέφτη», βιώνεται από την ποιητική φωνή στο κάτοπτρο, όχι όμως με τη συνήθη του εκδοχή, αυτή που αντανακλά το ορατό φως, αλλά με εκείνη την ποιητική κατασκευή που ανακλά άλλα μήκη κύματος, πέρα από το ορατό, το υλικό, το φθαρτό. Μόνο σε τούτη την απελευθερωτική πραγματικότητα μπορεί η ποιητική φωνή να τραγουδά και με κομμένες χορδές: «Με ξυράφι ανοξείδωτο / οι χορδές κομμένες // κι όμως τραγουδώ» (από το μότο της ενότητας). Φαίνεται ότι η κατακόρυφη συναισθηματική και σωματική της πτώση ήταν ένας ακόμη δρόμος· γρατζουνισμένη κι αποτελματωμένη φτάνει να σφίγγει τη γροθιά της, να επιχειρεί αντιστροφή φοράς, διεκδικώντας στον Κάτω Κόσμο ‒όπου έγκλειστη διαβιεί‒ κάποτε μια δυναμική ανάβαση παρά το βάρος στους ώμους: «Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά / στη γλώσσα των μετάλλων / για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι // και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει / της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα / η φωνή μου με τακούνια γιορτινά», «μυστήριο»). Αβαρής κι ανάλαφρη, θα μπορέσει ακόμη και με τα τσαλακωμένα της φτερά να πετύχει την απογείωση, καθώς το καύσιμο της ποίησης είναι μοναδικής ποιότητας και υπόσχεται ασφαλείς πτήσεις ακόμη και στα πιο δυνατά κενά αέρος: «να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά / τσαλακωμένα και κρατούν / το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα // όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα / εφημερεύουν ποιήματα» («φτερά στη βαλίτσα»). Πτήσεις σε τόπους μόνιμα εαρινούς, παρά τους επιτήδειους γεωμέτρες που στήνουν διόδια («προφητικό»), σε τόπους αγαπημένους που πωλούνται μόνο για να ξανακατοικηθούν δυναμικά («αντιπαροχή»), σε τόπους άχρονους που σημειώνουν απανωτές νίκες απέναντι στη φθορά («την επομένη της πείνας»).

Ο Γιώργος Δελιόπουλος μέσα από την Αλιρρόη του επιχειρεί μια «δοκιμή πρόσκρουσης» (crash test) αφενός του ανθρώπου σε παρά φύσιν συνθήκες, αφετέρου του ποιητή ως χρεώστη απέναντι στην ανθρωπότητα, ως ενός οφειλέτη που δεν του επιτρέπεται η αποπληρωμή, γιατί οξυγονώνεται από το χρέος του. Η διπλή ταυτότητα του παρά φύσιν εκλωβισμένου ανθρώπου και του εξαναγκασμένου από τη μοίρα ποιητή (επίσης παρά φύσιν ανθρώπου) διευρύνεται ακόμη περισσότερο λόγω της πλαστοπροσωπίας που επιχειρεί ο ποιητής, ενδυόμενος ‒παρά φύσιν‒ ένα γυναικείο πρόσωπο. Οι τρεις αυτές αφύσικες φωνές συνηχούν σε μία μοναδική συγχορδία που ‒παρά τα φάλτσα που έξωθεν επιχειρούνται‒ επιμένει να εναρμονίζεται με τη φύση του ανθρώπου, να την αφουγκράζεται, να τη χαρτογραφεί. Κρατώντας έναν εσωτερικό ρυθμό που διαφοροποιείται προσαρμοσμένος κάθε φορά στα νοήματα, ενσαρκωμένη σε λέξεις απλές, καθαρές, η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου γράφεται πάντα σε α’ πρόσωπο, όχι γιατί με τον τρόπο αυτό εκφράζει την υποκειμενική θεώρηση του κόσμου του, αλλά γιατί έτσι κατορθώνει κι εξακτινώνεται σε μία θέαση καθολική, εκεί όπου το εγώ συναντά το εσύ, εκεί όπου οι πολλαπλές ατομικότητες συναθροίζονται στη γροθιά του «εμείς» και κατορθώνουν «Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή / να ανακαλύπτουν μια φωτιά στα σωθικά τους» (από το μότο της «εξόδου»).

.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΧΑΡΤΗΣ Τ. 54 Ιούνιος 2023

Η αέναη της θάλασσας ροή
Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη, προσεγμένη, όπως όλες οι προηγούμενες, με τις λέξεις επιπλέον σμιλεμένες να γεννούν ρυθμό, έννοιες, συναισθήματα, με έμφαση στα δυσάρεστα, που αποκαλύπτουν ωμά την εποχή μας. Σημαντική η άρνηση –ανθός σε φυτώρια έπαρσης–, πολυσήμαντο το μηδέν – το μη-Εγώ που, αν και στρογγυλό άρα ολοκληρωμένο, χρειάζεται αντιπρόσωπο για να εκφραστεί–, με απέραντο βάθος η χρήση των ποιητικών μέτρων, καθώς, χωρίς ωδίνες, γεννούν τα σύνθετα νοήματα. Ο υπότιτλος, το μηδέν στον καθρέφτη, προετοιμάζει συνάμα την εποχή του μηδενός (τρίτο μέρος) και την εποχή στον καθρέφτη (πέμπτο). Ζούμε σε τόση ομίχλη που και ο ιδεατός καθρέφτης της ζωής μας την αντανακλά. Ένα κάτοπτρο, εξάλλου, γυάλινο ή υδάτινο, στόχο έχει να πολλαπλασιάζει την πραγματικότητα. Αρχέτυπο, μετουσιώνεται σε μυθική πόρτα και ανοίγει σε άλλο κόσμο. Μέσα από καθρέφτη πέρασε η Αλίκη για να φτάσει στη χώρα των θαυμάτων.

Η εικόνα της ψυχής που ταξιδεύει με αντικατοπτρισμό είναι πολύ παλιά και πηγάζει από τον Πλάτωνα. Στο ποιητικό δράμα του Δελιόπουλου πνέει φιλοσοφικός άνεμος που θυμίζει επίσης Πλωτίνο, με την ψυχή να είναι η κορύφωση των τριών οντολογικών βαθμίδων –Εν, Νους, Ψυχή– και τον πλατωνικό ουρανό να μεταναστεύει ακόμη πιο μακριά, πάντα με αντανάκλαση στη γη.

Στη μυθολογία ο Νάρκισσος βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του σε λίμνη. Η Αλιρρόη, πιστή στο όνομά της –αλς + ροή–, επιλέγει τη θάλασσα, με την τεράστια έκτασή της, την ξέφρενη ροή της, τα απύθμενα βάθη της, σύνθετος ορισμός της ψυχής της. Νιώθει ότι είναι αρκετά δυνατή να δραπετεύσει από τα δεσμά της. Ωστόσο, για να το κατορθώσει η απόφασή της δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τη θέλησή της. Η Αλιρρόη-Ελίντα απευθύνεται στον ιψενικό ναυτικό (το όνομά της την ανάγει επίσης σε αδελφή του «αλιάδη», του θαλασσινού, στον σοφόκλειο Αίαντα), όταν λέει,

στα κύματα με σύστησες […]
πρότεινα μόνη μου το σώμα στον αφρό […]
δοκίμασα στα χείλη την αρμύρα
σε απάτητα ναυάγια περπάτησα […]
ώσπου στο τέλος πνίγηκα.

Λίγους στίχους μετά ερμηνεύει, αποκτώντας την αυτοδυναμία της ως Αλιρρόη, έστω και ως μεταφορά, ή ακόμη και νεκρή:

κατάδική σου άγκυρα
ως τα ρηχά της άμμου.
(«Ως τα ρηχά της άμμου», σ. 35)

Αρχέτυπο ζωής και θανάτου, η θάλασσα οδηγεί με το αγκάλιασμά της στην αρχή και το τέλος της ζωής, ενώ συμβολίζει το τοπίο όπου δρα το ασυνείδητο. Και όταν αργότερα ακούγεται η κραυγή της Αλιρρόης, «ματαίως ψάχνω στον αφρό λευκά πανιά» («η μπαλάντα του βυθού», 46), ταυτίζεται με τη φωνή τής Κυράς της θάλασσας. Η μπαλάντα που ακούγεται από τα βάθη των υδάτων ανάγεται σε μπαλάντα μπλουζ, καθώς η αντιηρωίδα προσπαθεί να ανατρέψει την εξουσία. Με θρηνητικό και μαζί διονυσιακό ρυθμό, η μπαλάντα-μπάλος που επινοεί ο Δελιόπουλος, με ρίζες στην ποίηση του Γαλλικού Μεσαίωνα, υμνεί την κρυφή δύναμη της αντιηρωίδας του. Η απουσία ομοιοκαταληξίας βοηθά τον ποιητή να μην ξεφύγει από την αναζήτηση της ορθής λέξης (mot juste), πιο σημαντική στην ποιητική ιδεολογία του από τη μνημοτεχνική αρωγή της επανάληψης.

Σε πέντε εποχές χωρίζει ο ποιητής την ιστορία της Αλιρρόης του, συνδέοντας τις πέντε γενιές των θνητών στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου (χρύσεον, αργύρεον, χάλκειον, ανδρών ηρώων θείον γένος ή ημίθεοι, σιδήρεον) και τις τέσσερεις μεταλλικές εποχές στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Και οι δύο ποιητές της Αρχαιότητας αρχίζουν με τη γενιά των αρίστων ή την άριστη εποχή και καταλήγουν στη σκληρή για τον άνθρωπο γενιά/εποχή του σιδήρου. Ο Ησίοδος, με την αισιοδοξία που κάποτε δικαίως μας χαρακτήριζε, εις πείσμα όλων των δεινών, ανοίγει παρένθεση στη ροή προς την άβυσσο, για να δώσει μια αχτίδα ελπίδας. Ξανά, και ενώ ο ίδιος ζει στο σιδήρεον γένος, επεμβαίνει στην αφήγηση για να προβλέψει ένα καλύτερο μέλλον. Τίποτε παρόμοιο στον Οβίδιο. Η παρακμή δεν μπορεί να σταματήσει. Έλληνας, ο ποιητής μας υποκλίνεται μπροστά στο σθένος της ηρωίδας του. Προς το τέλος του βιβλίου του, ο Άνθρωπος παλεύει ενάντια στο σιδήρεον γένος, που είναι το σταθερό γνώρισμα της ανθρωπότητας, σύμφωνα με τους δύο αρχαίους ποιητές. Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι η ηρωίδα πρέπει να πιάσει «δουλειά στα ξένα θαύματα» (55). Προφανώς διαισθάνεται πως μόνο μέσα από τη ζωή και τη σκέψη τού Άλλου θα αναστηθεί σε Άνθρωπο, χωρίς πρώτα να σταυρωθεί. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω –όπως γράφω σε βιβλίο μου (Le Règne de Cronos), που κυκλοφόρησε στο Παρίσι πριν από σαράντα χρόνια– ότι ενώ ο αρχαίος Έλληνας απονέμει όλη τη δύναμη και την ευθύνη στον άνθρωπο, ο μιμητής του, αντικαθιστώντας τα γένη ανθρώπων με τις εποχές τού Χρόνου, το σκηνικό μέσα στο οποίο δρα ο θνητός, βρίσκεται πιο κοντά στη δική μας κοσμοαντίληψη, με τον καθένα μας να απεκδύεται συχνά τις ευθύνες του.

Οι πέντε εποχές της Αλιρρόης –άρνηση, οργή, μηδέν, θλίψη, καθρέφτης– μοιάζουν με μήνυμα στην ανθρωπότητα. Στους πρώτους στίχους τής Άρνησης, η ηρωίδα ανακαλύπτει ότι είναι φυλακισμένη, αλλά μάλλον φυλακή της είναι το σύμπαν ή η ίδια η ζωή (13). Δεσμοφύλακες τη χαιρετούν από συνήθεια, καθώς αλλάζουν βάρδια. Αόρατοι θεοί, οι δικαστές, έχουν ήδη πάρει την απόφασή τους (33). Ίσως το πρόβλημά της να ξεκινά από το γεγονός ότι πάντα κατορθώνει να είναι αλλού, να ζει «σαν αντωνυμία στους αιώνες» (38). Στην «Εποχή στον καθρέφτη» ποιο είναι το εσύ στο οποίο απευθύνεται η Αλιρρόη; Φέρνει στο νου μας τον θαλασσινό στην Κυρά της θάλασσας, το σύμβολο του πειρασμού που καταδιώκει την Αλίντα και δεν την αφήνει να ζήσει στη στεριά.

Ένας στέρεος στοχασμός απαιτεί μια εξίσου ισχυρή έκφραση. Στο ποιητικό δράμα του Γιώργου Δελιόπουλου, τα ποιητικά μέτρα δεν είναι αυτοσκοπός, φορμαλιστικό ένδυμα ανύπαρκτου ή κοινότοπου προβληματισμού. Στο ποίημα «η μπαλάντα του βυθού» (46), ο ίαμβος επιταχύνει το ρυθμό τής ζωής μας, ο καθένας μας, ναυαγός, φυλακισμένος, ή ακόμη κλεισμένος σε μπουκάλι, κομιστής μηνυμάτων, ταξιδεύει στο βυθό της θάλασσας σαν να μεταφέρεται με αστραπή. Το ίδιο μέτρο θα εμποδίσει το Εγώ να κάνει ανώφελες κινήσεις: «γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;» («φτερά στη βαλίτσα», 58). Οι τεχνικές του στίχου ανάγονται σε μήτρες που γεννούν υψηλά νοήματα. Με αυτές ο ποιητής αναδεικνύει το προνόμιο της ποίησης, που είναι η τέχνη τής ερωτοτροπίας τού σημαίνοντος με το σημαινόμενο.

Ένα ξεχωριστό βιβλίο για τους αναγνώστες-αγωνιστές της ποίησης.

.

ΣΟΦΙΑ ΚΑΛΜΑΝΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/4/2023

Ο δρόμος προς τη «θάλασσα», μέσα από την ποίηση του

Αλιρρόη: το μηδέν στον καθρέφτη, είναι η ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, που εκτείνεται ή αλλιώς, ρέει ποιητικά σε 35 ποιήματα, χωρισμένα ουσιαστικά σε πέντε ενότητες με πόρτες εισόδου και εξόδου. Στο ανάμεσό τους, φιλοξενούνται υπέροχα συνομιλούντα έργα τέχνης, γραμμικά σχεδιασμένα, από τη Γλύκα Διονυσοπούλου.

Ποιήματα ενταγμένα κατ’ ουσία, στα στάδια αυτά που το πένθος ορίζει. Από τη στιγμή της εισόδου, «τα πέντε στάδια» τα οποία καλείται κανείς να διαβεί, φωτογραφίζουν την προσπάθεια του πενθούντα, να διεργαστεί το πένθος του και να βρει την έξοδο από αυτό.

Η άρνηση, ο θυμός ή η οργή, όπως ο ίδιος τιτλοφορεί τον θυμό του, η διαπραγμάτευση ή η εποχή του μηδενός, η κατάθλιψη ή η εποχή της θλίψης και τέλος η αποδοχή ή η εποχή στον καθρέφτη, είναι η βαθύτατα υπαρξιακή πορεία με κατεύθυνση την λύτρωση.

Ο ποιητής εισέρχεται στον εαυτό του γυμνός με τη μορφή γυναίκας, δίχως όνομα και ταυτότητα αλλά με απόλυτη γνώση κινδύνου της πόρτας που διαβαίνει:

γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα

μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις

Σε γένος θηλυκό και πρόσωπο πρώτο, ο Γιώργος Δελιόπουλος ρέει τον ποιητικό του λόγο, με κατεύθυνση τη θάλασσα και την απεραντοσύνη της. Μέχρι να φτάσει και να βγει εκεί, περνά όλα τα στάδια και τον ψυχικό πόνο της απώλειας.

Αρχικά, δρασκελά το κατώφλι της άρνησης, αυτού που χάνει… Απωθεί την πραγματικότητα κι ότι αυτή εμπεριέχει, μην θέλοντας να πιστέψει πως… Δεν είμαι εγώ φυλακισμένη. «Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει σε εμένα…, δεν είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο…, αποκλείεται!, …δεν το πιστεύω!».

Τραυλίζει τη μοίρα της, την ώρα που εκεί, κανένας δε γιορτάζει. Ενδύεται το πένθος, γερνά μες τους χειμώνες της, μοιάζει φλεγόμενος πόνος. Κρύβει σε γείτονες τάφους τους νεκρούς της, μην και τη δει κανείς να δακρύζει. Γονατίζει και προσεύχεται:

Πάτερ ημών, πώς με γκρέμισες κάτω
κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια

σκέπασε γύρω τους τοίχους με σύμβολα
μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο

δος ημίν σήμερον ένα σημείο φυγής
λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα

άφες ημίν αμαρτίες που σάπισαν
ρύσαι ημάς από σκέψεις που κάρφωσες

Πάτερ ημών, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν
στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

μα προσεύχομαι τώρα, ελθέτω η έξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω το νυν θέλημά

Μου.

Αρνείται…

Μετακινείται ύστερα, πάει σε άλλη εποχή. Στην εποχή της οργής. Όσο περνούν οι μέρες και δεν επιστρέφει, ξυπνάει η οργή στα δόντια αμάσητη. Γι’ αυτό που χάθηκε και δεν θα ξανάρθει. Διώξου, προστάζει από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός.

Μόλις παρέλθει ο θυμός, βαίνει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, στην εποχή του μηδενός. Εκεί υποχωρεί, πισωγυρίζει και νοσταλγεί… μακαρίζει:

μακάριοι αυτοί που δεν πείνασαν να φύγουν
μακάριοι μακάριοι μακάριοι…

Μέχρι που σπάει, κι ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια – τον ήχο γυναίκας που σπάει.

Κι ύστερα μπαίνει στην θλίψη. Ό,τι χάθηκε, χάθηκε οριστικά. Αιωνία η θλίψη μου, δηλώνει. Η κραυγή της έξω από το πηγάδι γίνεται ψίθυρος στις απόμερες γωνιές του μέλλοντος, σε αρχεία δίχως παραλήπτη.

Όσο κι αν κοσκινίζω το φεγγάρι
να σε γυρίσουν πίσω οι ορίζοντες
μάταια περιμένω αξημέρωτα […]

Μία μόνο παράκληση, μη γίνω ποτέ
διερχόμενη λύπηση κι εφήμερο δάκρυ
γι’ αυτούς που αρνούνται να κλάψουν
σε πρώτο ενικό.

Ο πόθος της εαυτού ανάπτυξης οδηγεί στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο, της αποδοχής. Της αποδοχής του ίδιου του εαυτού. Όσο κι αν κατακλύζεται από την εικόνα του απολεσθέντος εαυτού, όσο κι αν πονάει, είναι εκεί. Στέκει μπροστά στον καθρέφτη κι αποδέχεται το νέο εικονιζόμενο είδωλο. Με ξυράφι ανοξείδωτο οι χορδές κομμένες κι όμως τραγουδά κι αναρωτιέται, μυστήριο:

Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά
στη γλώσσα των μετάλλων
για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι […]

ο κόσμος πάνω-κάτω στον σταθμό
γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;

Η Αλιρρόη πλησιάζει στην έξοδο και δραπετεύει, στριμώχνοντας τα τσαλακωμένα της φτερά στη βαλίτσα. Αναχωρεί, με αόρατα στα χείλη της παυσίπονα, ποιήματα να εφημερεύουν…

Βγαίνει στην έξοδο, ανοίγει την πόρτα. Ανεβάζει τις στροφές, καταργεί τα φρένα, στύβει το γκάζι τέρμα και μηδενίζεται… μηδενίζεται μέσα στον καθρέφτη της.

Η Αλιρρόη είναι πια έξω, έχοντας γυμνάσει όλα της ζωής της τα μηδέν και μαζί της κι εμείς, όσοι πορευτήκαμε κοντά της μέσα από την ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΑΤΣΗ

FRACTAL 18/4/2023

Η περιπλάνηση της Αλιρρόης

Στο παρόν κείμενο θα μοιραστώ μαζί σας όσα ένιωσα και σκέφτηκα διαβάζοντας την Αλιρρόη, την καινούρια ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου. Δεν έχω πρόθεση να κουράσω με εξειδικευμένες φιλολογικές αναλύσεις, καθώς πιστεύω ­–παραλλάσσοντας έναν στίχο του Γιώργου στις «άδειες λέξεις»– ότι όλοι πρέπει να επισκεπτόμαστε τον στίχο.

Η δομή της συλλογής –είσοδος, έξοδος και ανάμεσά τους οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης και η εποχή στον καθρέφτη– προσομοιάζει με μια περιπλάνηση εσωτερική, της ψυχής. Κυριαρχεί η γυναικεία μορφή –ίσως αυτό είναι το εύρημα του ποιητή για να καταδείξει «κακώς κείμενα» της εποχής που αφορούν τη γυναίκα– νομίζω, όμως, πως ο Δελιόπουλος καλεί τον καθένα από μας να βιώσει αυτό το εσωτερικό ταξίδι.

Η εποχή της άρνησης ξεκινά με την παραδοχή ενός εγκλεισμού, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Εγκλεισμό βιώσαμε κυριολεκτικά την εποχή της πανδημίας –πάλι ο ποιητής καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να υπενθυμίσει και να θίξει καίρια ζητήματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο– δεν περιορίζεται βέβαια μόνο σε αυτό, καθώς ο εγκλεισμός μπορεί να αποκτήσει διαφορετικές μορφές:

Την ώρα που το σχήμα μου διπλώνεται
παλιώνει ο αέρας, οξειδώνονται τα λόγια
σου κρατώ τα δεκανίκια και

τραυλίζουμε τη μοίρα

την ώρα που εδώ κανένας δε γιορτάζει
έβαλες μαύρα και γερνάς με τους χειμώνες σου
θέλησες μόνο να κεντάς σε μια γωνιά
και μόνη να ξηλώνεις

(«γλέντι»)

Ας τρυπάει τη φωνή μου για θρήνους
τους νεκρούς μου θα κρύβω σε γείτονες τάφους
να μη βλέπει κανείς πού δακρύζω

(«114 Κασσάνδρα»)

Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή
πριν βρεθώ ηττημένη στη λήγουσα
κλειδωμένη αναπάντητα σίδερα
θύμα είτε θύτης μαζί

όλα τώρα κλεψύδρες και άρρωστοι χρόνοι
κι όλα γύρω φθηνά σκηνικά και τσιμέντα
δίχως θέα ν’ αλλάζω τον δρόμο σελίδα
μόνο τρύπες στον τοίχο κλειστές

(«εφιάλτης»)

Ο στίχος είναι στιβαρός, καθαρός –κάτι που χαρακτηρίζει την ποίηση του Γιώργου– αλλά και περίτεχνος μαζί, με τα στολίδια εκείνα που χρειάζονται, με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων που θα απογειώσουν, χωρίς να βαρύνουν το μήνυμα που επιθυμεί να μεταδώσει, ώστε να το λάβει ο αποδέκτης, ο αναγνώστης. Εδώ ακριβώς θα πρέπει να τονίσω την αισιοδοξία που ξεπροβάλλει μέσα από τους στίχους της άρνησης:

αυτή την ώρα κάπου έξω κάπου πια μακριά
βρίσκουν σημεία πέρα από την άρνηση
μια μπάντα παιανίζει την αόρατη χαρά
–ο πόνος καταργήθηκε, τι νίκη!–
χιλιάδες όνειρα σηκώνουν το ποτήρι και μεθούν
χιλιάδες χέρια κουβαλούν με τα κεριά το φως
η μέρα γίνεται καλά και
θα ξυπνήσουμε στο αύριο πιο νέοι

αυτή την ώρα κάπου έξω κάπου μακριά
με περιμένει ακόμη κάποιο γλέντι

γιατί να μένω εδώ;

(«γλέντι»)

Ας χτυπά το αφύλαχτο σώμα η λάθος τροχιά
το ’χει κάνει παλιά με κρατήρες και μνήμες
μα ξεφύτρωσα πάλι ανθισμένη στην τέφρα

(«114 Κασσάνδρα»)

μα προσεύχομαι τώρα, ελθέτω η έξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γεννηθήτω το νυν θέλημά

Μου.

(«προσευχή»)

Στην εποχή της οργής θαρρώ πως ο ποιητής απευθύνει σε όλους ένα κάλεσμα αφύπνισης. Είναι αξιοσημείωτο το πώς καταφέρνει με έναν στίχο που γεννιέται μέσα από αρνητικά φορτισμένες λέξεις να μας προκαλέσει να δραστηριοποιηθούμε, να αντιδράσουμε σε οτιδήποτε μας κρατά στάσιμους, ανέκφραστους, κομφορμιστές:

κάπου υπάρχουν οι διακόπτες για το φως
γουλιά-γουλιά τελειώνει –δες– η νύχτα
καιρός να σβήσουν τόσα επίθετα της ήττας
να ξεντυθώ τη φυλακή πριν τα καλά μου βάλω
(έχουν κι αυτές οι λεπτομέρειες αξία)
έτσι θα βγω με κεφαλαία γράμματα μπροστά
και την κραυγή μου σύνθημα στον τοίχο.

Όλοι ορίζουν τη μορφή τους στα λευκά
κι όλοι μια τρύπα στην παλάμη τους κρατούν
μα εγώ μια σφαίρα σφίγγω στη γροθιά
μια κουρασμένη απάντηση.

(«Ξύπνησα»)

Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας
θα πετάξω τα θαύματα έξω
δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι
ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον
και αλλάζουν κλουβί.
(«Στον ναό του Ανθρώπου»)

άλλο αίμα στην καρδιά δεν έχεις
σώμα άλλο για πειράματα
στάλα-στάλα σε ποτίζουν όλα
ενδοφλέβια σήψη

Διώξου!

από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός
κυνηγώντας ήλιους ώς το χάραμα
πιο καλά σε λάκκους βασιλεύοντας
με το φως της λάμπας

Διώξου!

πριν σου πάρουν τη μερίδα
που φυλούσες για αύριο
οι ρωγμές σου αν τρυπούν
κι εξατμίζεσαι

Διώξου!

(«Διώξου»)

Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας, τον τρόπο σκέψης μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις;

Βαρέθηκα ν’ αποστηθίζω το όνομα
που άλλοι επέλεξαν για μένα
έκτοτε ανακυκλώνονται τα ίδια υλικά
φορτώνομαι τ’ απόβαρα της μνήμης
και σαν τυφλή ακολουθώ φαντάσματα
φθάνοντας πίσω από κάποια πρώτη

στους αιώνες των αιώνων Αλιρρόη Β΄.

(«Αλιρρόη Β΄»)

Μια ζωή εραστές δε γνωρίζουμε πρόσωπα
(στον καφέ πόση ζάχαρη θέλεις)
όταν σμίγουν τα ξένα κορμιά μας
δυο κομμάτια κρατάμε σφιχτά
δίπλα-δίπλα δυο γυάλινα σύμβολα
κι όπως βρίσκουν το ταίρι τους, έσσονται ένα

(«γυάλινα σύμβολα»)

ήταν να ’ρθει το θαύμα μου κάποτε
στα κρυφά, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι
να μου πει, σήκω πάνω και φύγε
ήταν να ’ρθει το θαύμα μου κάποτε

(Μη ρωτάς που απλώνω το χέρι).

(«Βηθεσδά»)

Η εποχή του μηδενός ξεκινά με μια δεοντολογική διατύπωση σε πρώτο πρόσωπο: «Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν». «Μηδέν», μια λέξη που συνειρμικά παραπέμπει στο τίποτα, στην ακύρωση. Συνοδεύεται, όμως, από το ρήμα «γυμνάζω», που παραπέμπει στην υγεία και τη δύναμη. Φαίνεται πως ο ποιητής προτρέπει τον αναγνώστη να αποδεχτεί τις όποιες ήττες του και να τις ανατρέψει:

Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα
μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου
κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου
με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.

Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;
όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό
κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του
όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο
κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα
όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι
αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται
πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;

(«άδειες λέξεις»)

Καθυστέρησα πολύ την αναχώρηση
οι ορίζοντές μου γέρασαν σε τείχη
με το πηγαινέλα της ζωής

όταν βγήκα στις πεπατημένες μνήμες
βρήκα κι άλλα τείχη πιο μεγάλα
όση ώρα με σημάδευαν οι πέτρες τους
απ’ τις τέσσερις γωνίες του μυαλού
ένιωθα αόριστη –κάποια, κάτι, τίποτα–
σαν αντωνυμία στους αιώνες

πλέον κάθομαι ξυπόλυτη, έβαλα πιτζάμες
το κεφάλι πάνω-κάτω και μονολογώ

μακάριοι αυτοί που δεν πείνασαν να φύγουν
μακάριοι μακάριοι μακάριοι.

(«μακαρισμοί»)

Η επιλογή και ο συνδυασμός των λέξεων κατασκευάζουν σουρεαλιστικές εικόνες, οι οποίες αφήνουν το στίγμα τους στον αναγνώστη:

στο μαύρο παράθυρο τοίχο, προτού ανατείλει
η νύχτα κρεμά τα κλειδιά του αιώνα
τον κόσμο σκεπάζει με πρόχειρα ρούχα
μαζεύει τ’ αστέρια, κλείνει διακόπτες
τραβάει τον σύρτη στη σκέψη
το βάρος του πόνου συνθλίβει

κι ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια
– τον ήχο γυναίκας που σπάει.

(«στο μαύρο παράθυρο τοίχο»)

Ακολουθεί η εποχή της θλίψης – πόσο τραγικά επίκαιρος είναι εδώ ο ποιητής. Η θλίψη του πένθους, της απώλειας, της παραίτησης, της απογοήτευσης. Μέσα από τους στίχους μπορούμε να αναγνωρίσουμε όλα τα πρόσωπα της θλίψης:

Η κραυγή μου
μεταξύ των επιθέτων δίχως όνομα
μόνη πένθιμη μπαλάντα στο βιβλίο των ευχών
και αλήθεια στον πληθυντικό των μύθων

Η κραυγή μου
έξω από το πηγάδι ψίθυρος
στις απόμερες γωνιές του μέλλοντος
σε αρχεία δίχως παραλήπτη

(«κραυγή, Ι»)

Αν μ’ ακούς ορφανή στην οθόνη να κλαίω μαμά μην αργείς

η χαρά που δανείστηκα τόσο καιρό ήταν μέρος του ρόλου που τέλειωσε, κι απορρέω στη λύπη χωρίς οδηγίες, με τον πόνο σημαία πηδώ στο κενό μα το δίχτυ σου τρύπιο

γίνε δάκρυ και πνίξε το δάκρυ μου, χάδι γίνε κι ανάγλυφο πέπλο, ένας τοίχος να γράφω παράπονα, μια πλατιά αγκαλιά να ξαπλώσουν τα λάθη μου

πριν χαθεί το μικρό κοριτσάκι σου, που θυμάται των κήπων τα πράσινα φύλλα.

(«κραυγή, ΙΙ»)

κι αν σε κύκλωσαν τύψεις
απ’ τα κούφια οράματα παραιτήθηκα πρώτη
πριν με πάρεις για λάφυρο, να γλιτώσω το αίμα

μην κοιτάς τα στολίδια που ντύθηκα
από μέσα γκρεμίζομαι, στη γέννα παλιώνω
μα όπου να ’ναι η φθορά εκτυπώνεται

(«θυρωρός»)

Η ανθρώπινη ματαιότητα καταδεικνύεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην «μπαλάντα του βυθού»:

κατέφθασε η σκέψη μου στα τέσσερα
φορώντας λάθος νούμερο ζωή
[…]
μάταια περιμένω αξημέρωτα
ματαίως ψάχνω στον αφρό λευκά πανιά
μιαν ορφανή παλίρροια στην άμμο

[…]

μαντεύουμε αόρατους πνιγμένους
ναυάγιο καθένας στο λιμάνι του

Βιώνεις τον αποχωρισμό, τη στέρηση του παιδιού στην «έρημο μήτρα»:
άδεια τώρα η έρημος μήτρα γερνά
το παιδί μου γεννιέται σε άλλη
την αλήθεια μαθαίνει στη γλώσσα της

και μια μέρα θα φτάσει αργά
ορφανό στο κατώφλι μου ξένος
ποιο! το δικό μου παιδί.

Στη «διαθήκη» παρακολουθούμε τους προβληματισμούς, τις σκέψεις, τις ανησυχίες του ανθρώπου που φεύγει από τη ζωή, σε σχέση με αυτούς που μένουν πίσω:

κληρονόμους ορίζω της μοίρας μου
τους στενούς συγγενείς στο κελί

[…]

και μια μόνιμη θλίψη στην πρίζα
που για χρόνια συρμάτωνε φως.

Μία μόνο παράκληση, μη γίνω ποτέ
διερχόμενη λύπηση κι εφήμερο δάκρυ
γι’ αυτούς που αρνούνται να κλάψουν
σε πρώτο ενικό.

Ακόμα, όμως, και μέσα από τη θλίψη ο ποιητής θα πει ότι:
Ξημερώνει καινούρια σελίδα
η γιορτή της μεγάλης συγγνώμης

(«μια υγρή των ματιών καληνύχτα»)
Το ταξίδι της Αλιρρόης τελειώνει με την εποχή στον καθρέφτη. Ο ποιητής χρησιμοποιεί κυρίως το πρώτο πρόσωπο, αλλά με τέτοιο τρόπο σαν να καλεί τον καθένα από μας να δει το πρόσωπό του –και όχι το προσωπείο του– στον καθρέφτη. Ίσως αυτή είναι μια στιγμή κάθαρσης, απαραίτητης στο διάβα της ζωής, ίσως πάλι είναι ένας απολογισμός ζωής:

το δύσκολο είναι που ξυπνώ κάθε πρωί
στην προφητεία που γεννήθηκα
σαν τους θεούς μυρίζοντας λιβάνι
–ενώ οι άλλοι προχωρούν μπροστά
με κεφαλαία γράμματα και φρέσκα ρούχα–
πιάνω δουλειά στα ξένα θαύματα
μετρώ αντίστροφα τη μοίρα κάθε βράδυ
και λίγο πριν αναστηθώ σε Άνθρωπο

στη μέση της γιορτής εκεί

ξαναθυμάμαι τον κρυμμένο επιτάφιο
κι αναφωνώ στον εφιάλτη μου
τετέλεσται! δίχως να με σταυρώνουν.

(«εξομολόγηση»)

φτάνει το πένθος που μαζεύτηκε κουβάρι
οι ανοξείδωτες εικόνες που φιλούσαμε

τώρα, τώρα που στάζουν γύρη τα μαλλιά μας
εγκαταλείπουμε τα σώματα για λύτρα
λοξοτομώντας την αλήθεια με τον έρωτα
κι άσε τον χρόνο να μυρίζει ναφθαλίνη
τους γεωμέτρες να ορίζουν με τον χάρακα
πως δεν ξοφλήσαμε ακόμη τα μελλούμενα

εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί
είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη.

(«προφητικό»)

ο κόσμος πάνω-κάτω στον σταθμό
γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;
αφού στα σύννεφα δεν κόβουν εισιτήριο
κι αν δε μου κάνουν τα παπούτσια
δραπετεύω ξυπόλυτη

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά
τσαλακωμένα και κρατούν
το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα
εφημερεύουν ποιήματα.
(«φτερά στη βαλίτσα»)

Αφού ολοκληρωθεί αυτή η αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό, που μπορεί να μας οδηγήσει στο ναδίρ, στον πάτο, στο μηδέν ενός κύκλου ζωής, ο ποιητής μάς γνωστοποιεί πως αυτό δεν είναι το τέλος, αλλά μια καινούρια αρχή:

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι
λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά
μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή

ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι
και μακραίνουν μέσα.

(«θερινή δραπέτις»)

.

ΛΙΝΑ ΒΑΤΑΝΤΖΗ

VAKXIKON.GR Μάρτιος 2023

Η ιστορία εγκλεισμού της «Αλιρρόης

Ποια είναι η Αλιρρόη και για ποιο λόγο σπαράζει σε ποιήματα;

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου με τίτλο Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη (εκδόσεις ΑΩ, 2023), μάς καλεί να προβληματιστούμε, να προσεγγίσουμε, να συμπεράνουμε μέσα από μια ιστορία εγκλεισμού. Η συλλογή διαμορφώνεται σε επτά ενότητες που εισάγονται με μια ολιγόστιχη στροφή εν είδει προοιμίου και κοσμούνται με εικαστικά έργα της Γλύκας Διονυσοπούλου, η οποία έχει φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του βιβλίου, επίσης. Το έργο δεν πρόκειται για μυθιστορηματική αφήγηση, για κυνήγι θησαυρού συναισθημάτων. Οι απαντήσεις δεν παρατάσσονται. Η Αλιρρόη είναι μια ποιητική σύνθεση, όπου ο αναγνώστης σταδιακά ανακαλύπτει, επεξηγεί και ταυτίζεται με όσα στοιχεία των ποιημάτων ταιριάζουν στον χαρακτήρα και τα βιώματά του.

Εντύπωση δημιουργεί το όνομα της συλλογής, που ετυμολογικά θα μπορούσε να έχει διαμορφωθεί από τη λέξη «αλί-μονο» ή ακόμη από τη λέξη «αλς» και το ρήμα «ρέω». Άλλωστε, όλη η διήγηση αποτελεί μια ροή πόνου και τρικυμισμένων συναισθημάτων. Αναφορικά με τον υπότιτλο, «το μηδέν στον καθρέφτη» ίσως υπονοεί την αναζήτηση μέσα από τα ποιήματα. Ή ακόμη, αποτελεί μια προτροπή ζωής. «Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν», όπως αναφέρει ο ποιητής.

Στο ποίημα της πρώτης ενότητας, που τιτλοφορείται «είσοδος», ο Γιώργος Δελιόπουλος αλληλεπιδρά με τον αναγνώστη και προϊδεάζει για τον πυρήνα της διαμόρφωσης του έργου του: «μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις», ομολογεί. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά η Αλιρρόη. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς, άραγε μιλά ο ποιητής με το στόμα μιας γυναίκας; Θεωρώ ότι η Αλιρρόη δεν είναι ένα ένσαρκο ον, αλλά μια ψυχή, η ψυχή του ποιητή και, κατ’ επέκταση, η ψυχή όλων μας. Μέσα από τη σπαρακτική αφήγησή της, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει τον εαυτό του, τους αγώνες, τις νίκες, τις πληγές, τις κραυγές, τις δικές του και του ποιητή. Η Αλιρρόη παρουσιάζεται φυλακισμένη – μας το δηλώνει κατηγορηματικά στην αρχή της δεύτερης ενότητας, «η εποχή της άρνησης». Δεν περιγράφεται ο τόπος του εγκλεισμού, ούτε η αιτία. Βέβαια, καθώς προχωρά η διήγηση δεν χρειαζόμαστε επεξηγήσεις για τον χώρο και τον χρόνο. Προέχουν τα συναισθήματα. Η Αλιρρόη ξεκινά να ξεδιπλώνει το μαρτυρικό ιστορικό της, με την ελπίδα να έρθει η σωτηρία και από τον «Πατέρα ημών» που επικαλείται σε σπαρακτική «προσευχή». Συγχρόνως, αναρωτιέται: «(Πήγε δώδεκα και, γιατί άργησε φέτος;)», και εννοεί την Ανάσταση.

Στην «εποχή της οργής», την τρίτη ενότητα, παρατηρούμε την εξέλιξη και τη συσσώρευση της οργής. Δεν παρατίθενται συγκεκριμένα γεγονότα, για να κατανοήσουμε τον κόσμο της Αλιρρόης. Η διήγηση μάς προκαλεί να ταυτιστούμε με τα συναισθήματά της, κοινά και προαιώνια: «ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον / και αλλάζουν κλουβί», γράφει στο ποίημα «Στον ναό του Ανθρώπου». Κατόπιν, στην ενότητα «η εποχή του μηδενός», βυθιζόμαστε στον εσωτερικό διάλογο της Αλιρρόης, που προχωρά στην κορύφωση του άλγους της. Η απελπισία την έχει καταβάλλει και ενώ η νύχτα «μαζεύει τ’ αστέρια, κλείνει διακόπτες / τραβάει τον σύρτη στη σκέψη / το βάρος του πόνου συνθλίβει», παρόλα αυτά, μια σπίθα ελπίδας αναμένεται να εκραγεί και η ψυχή μακαρίζει όσους «δεν πείνασαν να φύγουν». Η Αλιρρόη βλέπει το μηδέν στον καθρέφτη, αλλά και ακούει το κρακ που σπάει τα γυαλιά, στα οποία έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα. Τι είναι, άραγε, αυτά τα σπασμένα γυαλιά;

Στην ενότητα, την «εποχή της θλίψης», παύει ο πόλεμος και ο σπαραγμός για την φυλάκισή της. Η ψυχή γνωρίζει την κατάστασή της, την αποδέχεται και έχει πια κατανοήσει ότι «το παραμύθι μας ε δ ώ τελειώνει». Όχι, δεν αποτελεί παραμύθι η αφήγηση της Αλιρρόης, ούτε μυθιστορηματική εξιστόρηση. Είναι μια ποιητική σύνθεση με την πορεία ενός ανθρώπου, μιας ψυχής που καταγράφει για να κατανοήσει, να θρυμματίσει τα «γυαλιά» που την έχουν εγκλωβίσει και να θρυμματιστεί, ώστε να προχωρήσει στην ανασύσταση της ζωής μέσα από νέα δεδομένα. Αυτό διαπραγματεύεται η έκτη ενότητα «η εποχή του καθρέφτη». Η ψυχή έχει κατανοήσει την ρότα του αδιεξόδου, αλλά και τη δύναμή της. Γνωρίζει, σε όλο το εύρος, την απόγνωση, αλλά είναι ικανή να πολεμήσει την απαισιοδοξία με «φτερά / τσαλακωμένα και κρατούν / το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα». Κυρίως, η ψυχή/Αλιρρόη γνωρίζει τη θεϊκή της δύναμη και προφητεύει: «εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί / είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη». Στην τελική ενότητα «έξοδος», η Αλιρρόη έχει ανασυντάξει τις δυνάμεις της και παρασύρει κι εμάς «θερινούς δραπέτες» να αποκαλύψουμε «μια φωτιά στα σωθικά» και να μην παραδινόμαστε στο κρύο του Αυγούστου. Πρόκειται για μια παραίνεση να ενδοσκοπούμε και να μην βυθιζόμαστε στους εγκλεισμούς μας.

Η ποιητική διήγηση του Γιώργου Δελιόπουλου, μέσα από το εύρημα της ψυχής/Αλιρρόης, συγκροτεί ποίηση μεστή και πρωτοποριακά δοσμένη. Η «Άγρια Ίριδα» της Louise Glück συνομιλεί με τον Θεό. Αντιθέτως, η Αλιρρόη μιλά με την εσωτερική θεότητά μας, ενώ ανακαλύπτει στον Θεό χορηγία ελπίδας. Ο ποιητικός λόγος είναι άμεσος, με ακρίβεια στην περιγραφή των συναισθημάτων, με στοχαστικότητα και φιλοσοφική διάθεση. Συγχρόνως, είναι λόγος ρυθμικός και μεταδίδει με ευαισθησία τον σπαραγμό της ψυχής/Αλιρρόης. Ο Δελιόπουλος καταφέρνει μέσα από μεταφορές και αντιθέσεις να δημιουργήσει φωτισμένες εικόνες και να οδηγήσει τον αναγνώστη με σαφήνεια και ωριμότητα στα βάθη της ψυχής. Εκεί, αντιλαμβανόμαστε και ταυτιζόμαστε. Πρώτα συντριβόμαστε ώστε να ακολουθήσει η ανάσταση/κάθαρση, αλλά, πρωτίστως, η παραδοχή «πως δεν ξοφλήσαμε ακόμη τα μελλούμενα».

Η ποιητική συλλογή, Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη, καθρεφτίζει όλους τους αναγνώστες που οδηγούνται σταδιακά να ερευνήσουν και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους μέσα από την ποίηση ψυχής/Αλιρρόης του Γιώργου Δελιόπουλου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής μάς αποκαλύπτει και βέβαια υπόσχεται στο μέλλον ότι «αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα / εφημερεύουν ποιήματα».

.

ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΙΚΑΡΔΑΝΗ

Περιοδικό “Παρέμβαση” 213 Ιανουάριος-Μάρτιος 2023

Παρακολουθώντας την ποιητική διαδρομή του Γιώργου, που ξεκίνησε από τις πιο προσωπικές συλλήψεις του πρώτου του έργου, του «Μικρού Οδυσσέα», για να περάσει σε πιο μεταφυσικές και ανήσυχες καταβυθίσεις στον «Επισκέπτη Άγγελο», ή σε νοσταλγικές περιηγήσεις στην «Εορδαία Γη», παρατηρεί κανείς πως ο ποιητής δεν χάνει ούτε στιγμή την ικανότητά του να μας εκπλήσσει με τις νέες θεματικές των έργων του, τους υπαινικτικούς τίτλους, αλλά και με το αίσθημα της ιστορικής προοπτικής που συλλαμβάνει τις αλλαγές του βίου και που είναι μια εξαιρετικά πολύτιμη ιδιότητα κάθε ποιητικής θεώρησης για τον κόσμο. Αυτό το τελευταίο μάλιστα, είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της τελευταίας του ποιητικής απόπειρας , της Αλιρόης, που μετουσιώνει σε λόγο υποβλητικό και εξομολογητικό, την αναμέτρηση του ποιητικού υποκειμένου με όλο το ζόφο των συνεπειών της δεκαετούς κρίσης στη χώρα μας.

Και επειδή η ποίηση ξεκινάει από μια προσωπική θέαση του κόσμου για να κλείσει μέσα σ’ αυτή την ένταση των συναισθημάτων και το προσωπικό βίωμα που μπορεί να γίνει συλλογικό ή και παγκόσμιο, αποκαλύπτοντας μια σημαντική άποψη της ζωής, στην Αλιρόη, βλέπουμε μια ολοκάθαρα κριτική ματιά απέναντι σε όσα μας βασανίζουν τα τελευταία χρόνια, δοσμένη μέσα στις διαστάσεις του χρόνου, της συνείδησης, της καρδιάς και της ιστορικότητας. Εδώ όμως, ο ποιητής μας δίνει τη φωνή της ζωής και της συνείδησης με το προσωπείο μιας γυναίκας που όπως και στις ποιητικές συνθέσεις του Σολωμού ή του Ρίτσου, είναι μια μυστηριακή και γόνιμη ύπαρξη που θεωρείται ποιητικά καταλληλότερη για να «νιώσει», να «εκφράσει» και να αποκαλύψει τελικά, το συναισθηματικό βάθος των αδιεξόδων και των κοινωνικών καταναγκασμών της εποχής μας. Εξάλλου, οι γυναίκες είναι κατά κοινή ομολογία, οι δέκτες μεγαλύτερων πιέσεων από τις κοινωνικές διεργασίες ενός κόσμου βαθιά συντηρητικού και αυταρχικού και είναι αυτές που βιώνουν σε υπερθετικό βαθμό το αβάσταχτο σωματικό και ψυχικό βάρος των αδικιών και των ανισοτήτων.

Η Αλιρόη λοιπόν, μια λέξη γένους θηλυκού, που δημιούργησε ο ποιητής από τη σύνθεση των λέξεων Αλς, που σημαίνει θάλασσα, και Ροή που δηλώνει τη συνεχή κίνηση, αποτυπώνει εύστοχα την πλεύση της γυναικείας ψυχής στα ανήσυχα νερά της ζωής. Μιας ζωής που γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, αφού διασαλεύεται αυθαίρετα η σχέση συμβόλων και συμβολιζομένων, σημαινόντων και σημαινομένων, με στρεβλώσεις που θέλουν να υποτάξουν τη γλώσσα και την ψυχή. Στην Αλιρόη, η ποιητική γυναικεία μορφή βρίσκεται σε μια συνεχή πάλη με τον εαυτό της και επιστρατεύει τις εσωτερικές της αντιστάσεις για να διασώσει τουλάχιστον την ηθική ικανοποίηση ότι δεν κρύφτηκε στη σιωπή. Με τον υπαινικτικό τίτλο της, η ποιητική σύνθεση μας παραπέμπει, χωρίς όμως να μας προϊδεάζει λόγω της πρωτοτυπίας της, στην επίπονη πορεία της προσαρμογής του ανθρώπου στη νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από πληθώρα περιορισμών αλλά και από σύγχρονες μορφές ανελευθερίας.

Έτσι, βλέπουμε τη σταδιακή συνειδητοποίηση αυτής της ανελευθερίας μέσα από τους τίτλους των επιμέρους ενοτήτων του έργου, που θυμίζουν τα ψυχολογικά στάδια που περνάει κανείς όταν βιώνει μια απώλεια, ή ένα δύσκολο πένθος: Η εποχή της άρνησης, που δηλώνει ότι το ποιητικό υποκείμενο δεν μπορεί να δεχτεί τις αλλαγές που επιφέρει η κατάρρευση όλων των σταθερών σημείων αναφοράς του βίου, η εποχή της οργής, που περικλείει όλη τη συναισθηματική ένταση που συνοδεύει την συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας, η εποχή του μηδενός, που έπεται της οργής ως σημείο δηλωτικό της πλήρους ήττας, η εποχή της θλίψης, που ξεχειλίζει από τη μελαγχολία του ακούσιου συμβιβασμού και της αίσθησης πως δεν υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης και η τελευταία ενότητα, η εποχή στον Καθρέφτη, που αποτυπώνει την κορυφαία στιγμή της προσωπικής αυτοκριτικής μπροστά στην αποκάλυψη της επώδυνης αλήθειας πως για να σωθεί το ενικό πρόσωπο μέσα στη συλλογική προσαρμογή, πρέπει να εγκαταλείψει την απατηλή ασφάλεια της επιφάνειας και να καταδυθεί στο βυθό της ψυχής.

Αυτή η κατάδυση, δίνεται με μία σύνθεση που μοιάζει με θεατρικό έργο αρχαίας τραγωδίας, ξεκινώντας με την «είσοδο» της ποιητικής φωνής στη νοητή σκηνή του έργου, την ώρα που η απεύθυνση σε β’ πρόσωπο «Πριν φύγεις άσε μου για φυλαχτό χρυσά όσα κοσμήματα» θυμίζει την επίκληση στη μούσα των Ομηρικών επών, ή την ανάγκη του ποιητή να συλλέξει με την έμπνευσή του, τους θησαυρούς της συλλογικής ποιητικής μνήμης.

Στο ποίημα «Γράμμα δίχως όνομα», ο ποιητής κρυμμένος πίσω από το προσωπείο του, απευθύνεται στον άγνωστο αναγνώστη σε μια προσπάθεια να συστηθεί ως δημιουργός σε πρώτο πρόσωπο: «μιλώ απλώς με τα απολύτως απαραίτητα /όπως φυσάει χωρίς ταυτότητα/κι όπως αστράφτει δίχως σημασία/ γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα/ μια πόρτα κινδύνου να μπεις και να βγεις.»

Ακολουθούν μετά, οι «εποχές» της αέναης κίνησης που ζωγραφίζουν τον ψυχικό κόσμο της Αλιρόης, με πρώτη την εποχή της άρνησης. /Δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη/ Σαν τους θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς που αλλάζουν ύφος και σημεία στίξης στην ίδια φράση , για να αλλάξουν το νόημά της, περνάει μέσα σε τέσσερις στίχους όλη η συμπύκνωση της αλλαγής που φθάνει ως την αλλοτρίωση, με μετατροπή της φράσης σε ερώτηση, μετά σε πρόταση έκπληξη, και στο τέλος σε κατάφαση παραδοχής: /είμαι Εγώ φυλακισμένη;/ Εγώ φυλακισμένη!/ φυλακισμένη.

Η διαδικασία της μεταμόρφωσης της Αλιρόης γίνεται αργά και βασανιστικά. Δεν είναι εύκολη η μετάβαση από το γλέντι της ζωής στη συντριβή και στον εφιάλτη. Το ενικό πρόσωπο της θλίψης της, στον εύγλωτο στίχο /το σχήμα μου διπλώνεται/, εναλλάσσεται συχνά με το α’ πρόσωπο πληθυντικού, για να συμπεριλάβει στην κοινή μοίρα όλους μαςμε τον στίχο: /τραυλίζουμε τη μοίρα/ ή, σε άλλο σημείο, με το β’ πρόσωπο, /έβαλες μαύρα και γερνάς/ για να αναδείξει την ανάγκη της συμπόρευσης σε έναν αγώνα ζωής που αναζητά ένα νόημα που θα την κάνει Βίο και όχι απλή επιβίωση. Το κλείσιμο του ποιήματος της αρχής με το ερώτημα : /γιατί να μένω εδώ;/ είναι ένα λογοτεχνικό τέχνασμα που μετατρέπει την ενδοσκόπηση σε κραυγή διαμαρτυρίας. Στη συνέχεια, η Αλιρόη, σαν άλλη Κασσάνδρα, προβλέπει το δυσοίωνο μέλλον ενώ όλοι αρνούνται να δουν την αλήθεια, την ώρα που όλα βοούν πως κάτι δεν πάει καλά: /Ας κηρύττει το χάος σε απευθείας μετάδοση/κανείς δεν πιστεύει πως το τίποτα πλεύρισε κι ήρθε για μας/, ενώ η διασκευή της προσευχής του «Πάτερ ημών», με τον στίχο /δος ημίν σήμερον ένα σημείο φυγής/ μοιάζει με εθελούσια τυφλότητα που εναποθέτει την ελπίδα για μια φυγή σωτηρίας στην έξωθεν βοήθεια.

Η δεύτερη ενότητα , «η εποχή της οργής», αποκαλύπτει περισσότερο μια καταγγελτική πρόθεση παρά μια απλή διαπιστωτική πράξη: /Ξύπνησα/ με την οργή στα δόντια μου αμάσητη/. Ή σε άλλο σημείο, στο ποίημα «Γυάλινα σύμβολα», περιγράφει με απαισιοδοξία το ταξίδι μας στον κόσμο: /Μια ζωή επιβάτες ταξιδεύουμε άγνωστοι /ακουμπώντας ο ένας την πλάτη του άλλου/και οι ώρες, σταγόνες στο τζάμι/ προς τον δρόμο κοιτάζουν που φεύγει.

Ενώ στην ενότητα «Η εποχή του μηδενός», η απελπισμένη προσπάθεια να «γυμναστούν τα μηδέν της ζωής», κάνει τα πάντα να μοιάζουν με μια καλοστημένη φάρσα την ώρα που ανάλγητοι δεσμοφύλακες απλά αλλάζουν βάρδια παίζοντας με σημαδεμένα χαρτιά, έξω από το κελί της μοναξιάς μας. Η φωνή που έχει πάψει να αντιστέκεται, η ζωή που έχασε το νόημά της χαμένη στο παράλογο και η αλήθεια που συνθλίβεται από το βάρος των ψεμάτων, συμπυκνώνεται στο δίστιχο: /όπως και να μετρήσω τ’ άστρα/ η κάθε πράξη έχει το μηδέν/. Ένα μηδέν που κυκλώνει τα πάντα με το κενό της σιωπής και με τη συστολή του απείρου όταν ο πνιγμός στο βυθό της ματαίωσης γίνεται σύσπαση πόνου.

Κι έτσι, έρχεται αναπόδραστα «η εποχή της θλίψης», με λιωμένα συναισθήματα που «φορούν λάθος νούμερο ζωή», μέσα από την επανάληψη του στίχου:/το παραμύθι μας εδώ τελειώνει/, ενώ «η γιορτή της μεγάλης συγγνώμης» δεν αρκεί για να αντέξουμε χειμώνες που αφήνουν νηστική την ψυχή και οργισμένο το νου. Κι όμως, το μεγάλο μυστήριο της ψυχής είναι που δεν αφήνεται στο ρεύμα της ταπείνωσης. Όταν έρχεται «η εποχή του καθρέφτη», η ψυχή που ζωγραφίζει στίχους στο όνειρο, είναι αυτή που /δε βγήκε στο φόβο / χωρίς πινακίδες μονάχη/ δεν έγινε σβούρα να τρέχει/ στο χρόνο που μέτρησε λάθος/. Ο ποιητής γνωρίζει πια καλά πως μπορεί η ζωή μας να γίνεται οικόπεδο αντιπαροχής σε τιμή ευκαιρίας, μα η ψυχή των απατημένων λίγο πριν αναστηθεί ξανά σε Άνθρωπο, μετράει τη μοίρα με τα δικά της μέτρα, χωρίς τα ξένα θαύματα που ξεπουλούν τη μνήμη. Βάζει φτερά στη βαλίτσα της Αλιρόης και τη φαντάζεται να δραπετεύει από τον ύπνο της αδράνειας, «πριν κουραστεί ο ύπνος». Η εσωτερική φωνή της μονολογεί: /γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;/ αφού στα σύννεφα δεν κόβουν εισιτήριο/ κι αν δε μου κάνουν τα παπούτσια/ δραπετεύω ξυπόλυτη/…

Έτσι τελειώνουν οι εποχές, με μια ατίθαση φωτιά που καίει άσβεστη στα σωθικά της Αλιρόης. Σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, βαδίζει φλεγόμενη προς την έξοδο, σαν «θερινή δραπέτις». Κι αν μηδενίζεται η ταχύτητα του ανέμου και δεν αντέχουν τα αδύναμα φτερά της στις πτήσεις του αβέβαιου, εκείνη, / ανεβάζει τις στροφές και καταργεί τα φρένα/ γιατί το ξέρει πως οι δρόμοι που θα τρέξει είναι θάλασσες ή κορυφές ανάποδες που πρέπει να διανύσει…

Ο ποιητής, ανήσυχος απ’ τους δυσοίωνους καιρούς, έδωσε σώμα και φωνή στις «άδειες λέξεις» για να διανύσει μαζί με την Αλιρόη του, πάνω στις ράγες των στίχων, την απόσταση που τον χωρίζει από το σταθμό της ελεύθερης σκέψης. Το αίνιγμα της ανθρώπινης μοίρας, που περνάει από τον πόνο στη χαρά, από την άρνηση στη θέση, απ’ τη σιωπή στη δυνατή φωνή κι απ’ το σκοτάδι της υποταγής στο φως της δημιουργίας, επίμονο και βασανιστικό, ξυπνάει το σήμερα που φοβάται το αύριο και σαν σύγχρονη Σφίγγα έξω από τα τείχη της πόλης των ιδεών, ζητά την απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του «άδειες λέξεις»: /Γιατί χρειάζομαι αλήθεια τους ποιητές;/

Μα την απάντηση τη δίνει ο ίδιος, σε κάθε του απόπειρα να επικοινωνήσει μαζί μας με στίχους αλήθειας, και είναι θαρρώ και τώρα η ίδια, όπως χιλιάδες χρόνια πριν, όταν η λέξη «Άνθρωπος» ήταν αρκετή για να νικηθεί το τέρας της Σφίγγας που δεν άφηνε τη διαβατάρικη ελεύθερη σκέψη να περάσει από το δρόμο του αυταρχισμού.

Επομένως, δεν είναι άδειες οι λέξεις σου αγαπημένε μου Γιώργο. Μπορούν να γίνουν βέλη για να τραυματίσουν το άδικο, ή φτερά για να πετάξουμε κοντά στα κλεμμένα ουράνια τόξα.

Γιατί, το ξέρουμε όλοι όσοι πιστεύουμε στη δύναμη του λόγου, πως όσο κι αν πνίγονται οι λέξεις στον βυθό του σύγχρονου απάνθρωπου φόβου, οι ποιητές είναι πάντα αυτοί που ξενυχτούν στην πλώρη μισοβυθισμένων πλοίων για να ρίξουν σωσίβια στα σώματα των νοημάτων που πνίγονται μαζί με την αλήθεια, αγωνιζόμενοι διαρκώς να ανεβάσουν στο φως της επιφάνειας, πριν χαθεί, τον ελεύθερα σκεπτόμενο Άνθρωπο.

Κι αν ο πνιγμός παραμονεύει και για τους ίδιους, οι ποιητές μπορούν τουλάχιστον να περισώσουν την ανεμόεσσα σκέψη που παράγει το λόγο της ηθικής και της αγάπης. Και ο λόγος τους, είναι εκ προθέσεως, ένας διαρκής αγώνας για περισσότερη ανθρωπιά.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 31/1/2023

«Ειρκτή ιδιόκτητος»

1.Καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής:

Με ποιον τρόπο μπορεί να αφηγηθεί κανείς μια τρομακτική ιστορία εγκλεισμού; Υποθέτω πως απαιτούνται πολλά:
α) Ένα τουλάχιστον κεντρικό πρόσωπο στη θέση του θύματος.
β) Ένας τουλάχιστον δράστης-θύτης.
γ) Ένα ισχυρό κίνητρο και κατά προτίμηση ένα σαφές κατηγορητήριο.
δ) Ένας χώρος εγκλεισμού, αρκετά τρομακτικός.
ε) Λεπτομέρειες που δείχνουν ανάγλυφα τις ψυχικές διακυμάνσεις του έγκλειστου.
στ) Γεγονότα που περιπλέκουν την κατάσταση, δημιουργώντας απρόσμενες εξελίξεις και ανατροπές.
ζ) Ένα αίσιο ή λυπηρό τέλος.
η) Συμπεράσματα – διδάγματα που εξάγονται έμμεσα.
Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος στην ποιητική του σύνθεση με τίτλο “ΑΛΙΡΡΟΗ” επιχειρεί μια ποιητική προσέγγιση των ψυχικών διακυμάνσεων κατά τη διαχείριση του πένθους, με μια γυναίκα ως μοναδικό ομιλών πρόσωπο. Καταβύθιση, λοιπόν, στα άδυτα της γυναικείας ψυχής μέσα από την εξαιρετικά τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού, κι όλα αυτά με έναν εκπληκτικά προσεγμένο ποιητικό λόγο που τολμά να πειραματίζεται. Η σύνθεση αρχίζει με την ενότητα που φέρει τον τίτλο «είσοδος» και τελειώνει με την ενότητα «έξοδος». Με αυτό το τέχνασμα, η όλη σύνθεση αποκτά τη χροιά αρχαίου δράματος. Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος γνωρίζει καλά ότι η πεπατημένη οδός είναι ασφαλής, όμως η αληθινή γοητεία του λόγου βαδίζει αναγκαστικά στο χείλος απύθμενων γκρεμών.
Ο αναγνώστης ας μη ρωτήσει ποια είναι -τελικά- η Αλιρρόη, αν είναι αληθινό πρόσωπο ή πλάσμα της φαντασίας: Αδύναμη πλευρά έχουμε όλοι μας κι αλίμονο στον άνθρωπο που δε μέτρησε ποτέ ανοιχτές πληγές στο κορμί του. Όσα διδάσκει ο πόνος είναι αδύνατον να μας τα διδάξει η χαρά. Ο Καρλ Γιούγκ υποστηρίζει πως στην ψυχή του κάθε άντρα κρύβεται η «Anima», η γυναικεία του πλευρά που τον συμπληρώνει. Κρύβεται το αγέρωχο και επιβλητικό, (άλλοτε ανασφαλές και πληγωμένο) θηλυκό, το αιώνιο πρότυπο της γυναίκας, με διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον καθένα, αυτό που αναζητά με αγωνία για να ολοκληρωθεί, όχι μόνο ερωτικά, αλλά και υπαρξιακά. Η «Αnima» είναι απαραίτητη για την ψυχική σταθερότητα. Μακριά της η προσωπικότητα ενός άντρα μένει λειψή. Είναι το χαμένο πλευρό του Αδάμ, που του αποσπάστηκε βίαια, το «άλλο μισό» σύμφωνα με την απλοϊκή λαϊκή έκφραση. Ο αναγνώστης ας μην περιμένει, λοιπόν, εύκολες απαντήσεις σε τόσο σύνθετα ζητήματα. Η Αλιρρόη υπάρχει ποιητικά κι αυτό είναι αναγκαία και επαρκής ποιητική συνθήκη.
Ας μην αναρωτηθούμε ποιος είναι ο θύτης: Κάποτε οι άνθρωποι γύρω μας καταντούν η κόλασή μας, ενώ άλλες φορές, εμείς οι ίδιοι κρατάμε στα χέρια μας τα κλειδιά της ιδιόκτητης φυλακής μας. Κατηγορητήριο δε θα βρει κανείς, όσο κι αν ξεφυλλίσει το βιβλίο με αγωνία. Η «Αλιρρόη» δεν είναι μυθιστόρημα, για να αναζητούμε στο γιατί και το πώς αληθοφανείς απαντήσεις. Αν ο αναγνώστης περιμένει τέτοιες διευκολύνσεις, πιθανότατα θα απογοητευτεί. Σε ένα ποιητικό έργο αξιώσεων δεν πρέπει να περιμένει κανείς να βρει εδέσματα σερβιρισμένα σε εορταστικό τραπέζι. Παρόλα αυτά, η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου δεν είναι ερμητικά κλειδωμένη κι απρόσιτη. Αφήνει ανοιχτά περάσματα. Μοιάζουν με τα λαγούμια που μαθαίνει η Αλιρρόη ψηλαφητά στην παράξενη φυλακή της.

2.Η εποχή της άρνησης:

εφιάλτης

Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή
πριν βρεθώ ηττημένη στη λήγουσα
κλειδωμένη αναπάντητα σίδερα
θύμα είτε θύτης μαζί

όλα τώρα κλεψύδρες και άρρωστοι χρόνοι
κι όλα γύρω φθηνά σκηνικά και τσιμέντα
δίχως θέα ν’ αλλάζω τον δρόμο σελίδα
μόνο τρύπες στον τοίχο κλειστές

και η μόνη αλήθεια στην άκρη Εγώ
απ’ το βάρος τής ύλης κατάδικος
προσπαθώντας δεμένη στο χώμα
να μου ανοίξω, για όσο κρατήσουν, πανιά.

Από την πρώτη γραμμή της ζωής της η Αλιρρόη βρίσκεται στο περιθώριο, σε μιαν απροσδιόριστη φυλακή. Ο χρόνος είναι πια εχθρός κι ο χώρος σε τίποτα δε θυμίζει το ανοιχτό πεδίο δράσης των δρόμων. Ο εαυτός που συνθλίβεται, η ύλη που αποτελεί αιώνια φυλακή της ψυχής, τα αναπάντητα ερωτηματικά που βασανίζουν τη σκέψη, κι από την άλλη η άρνηση: Τα πανιά του ταξιδιού που τώρα είναι κλειστά, πρέπει ν’ ανοίξουν με κάθε τρόπο. Η φυλακή δεν της ταιριάζει. Η γυναίκα ζητά από τον Θεό να δώσει ένα άνοιγμα διαφυγής, μιαν ελπίδα απόδρασης ή έστω λίγη τροφή στην ελπίδα. Ας συγχωρήσει τα σφάλματα κι ας βγάλει από πάνω μας το βάρος της ενοχής. Αλήθεια, μάθαμε να αγαπούμε αρκετά τον εαυτό μας ή μήπως συνηθίσαμε να του φορτώνουμε βάρη; Έχω την αίσθηση ότι ο Θεός συγχωρεί ευκολότερα τον άνθρωπο, απ’ όσο ο ίδιος τον εαυτό του. Ανώριμος, στη βρεφική ηλικία απομένει ο εαυτός μας ο αδοκίμαστος. Τα χρόνια μας περνούν υπό φροντίδα και κηδεμονία. Ήρθε η ώρα της εξόδου, η ώρα που ο άνθρωπος θα ανακαλύψει το δικό του θέλημα.

Ο λόγος κάποτε δεν είναι ικανός ν’ αποδώσει τα συναισθήματα που συγκλονίζουν την ψυχή κι οι άναρθρες κραυγές σαν συντρίμμια συσσωρεύονται στο στόμα άσκοπα. Τι μένει, όταν οι λέξεις κομματιάζονται; Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος αγαπά τις τολμηρές μεταφορικές εκφράσεις που πλάθουν εικόνες ζωντανές. Αγαπάει, επίσης, τις εύγλωττες αντιθέσεις: Συναίσθημα ασφυξίας κι αέρας βρώμικος που αλλοιώνει τα λόγια. Μαύρες σκέψεις, μαύρα ρούχα, δεκανίκια της ανημποριάς και η ανούσια επανάληψη του «ράβε – ξήλωνε». Από την άλλη, η ζωή που με προκλητική χαρά ξεδιπλώνει την ομορφιά της κάπου μακριά, αθέατη, απρόσιτη, ιδανική, δώρο των τυχερών που νίκησαν τον πόνο κι ανανεωμένοι ζουν την αναγέννηση μιας δεύτερης νιότης.

γλέντι

Την ώρα που το σχήμα μου διπλώνεται
παλιώνει ο αέρας, οξειδώνονται τα λόγια
σου κρατώ τα δεκανίκια και
τραυλίζουμε τη μοίρα

την ώρα που εδώ κανένας δε γιορτάζει
έβαλες μαύρα και γερνάς με τους χειμώνες σου
θέλησες μόνο να κεντάς σε μια γωνιά
και μόνη να ξηλώνεις

[…]

χιλιάδες όνειρα σηκώνουν το ποτήρι και μεθούν
χιλιάδες χέρια κουβαλούν με τα κεριά το φως

Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο μπορεί να αποδώσει κανείς ένα τόσο σύνθετο ποιητικό έργο. Εδώ καθεμιά λέξη έχει το δικό της βάρος και τη δική της θέση, όπως οι ψηφίδες που δε γίνεται να μετατοπιστούν, χωρίς να καταστραφεί η σύνθεση. Για να δώσω μια μικρή γεύση αυτής της καλοδουλεμένης στιχουργικής, απομονώνω ενδεικτικά μερικούς από τους στίχους που θεωρώ εξαιρετικά εμπνευσμένους, γνωρίζοντας από πριν πως παραβιάζω μια βασική αρχή της ποίησης: Το ποίημα είναι ένας αυθύπαρκτος ζωντανός οργανισμός κι ο αυθαίρετος τεμαχισμός είναι εξίσου ολέθριος με την οποιαδήποτε απόπειρα προσθήκης. Το κάνω για λόγους καθαρά πρακτικούς:

Πάτερ ἡμῶν, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν
στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

«προσευχή»

μα προσεύχομαι τώρα: ελθέτω η έξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τὸ νῦν θέλημά
Μου

«προσευχή»

Ας τρυπάει τη φωνή μου για θρήνους
τους νεκρούς μου θα κρύβω σε γείτονες τάφους

να μη βλέπει κανείς πού δακρύζω

«114 Κασσάνδρα»

Το ποιητικό υποκείμενο αρνείται τη μοίρα του. Η ματιά της Αλιρρόης μοιάζει τυφλή. Η φωνή της μοιάζει σαν σταματημένη βελόνα στον δίσκο που σωπαίνει. Η φωνή της δεν έχει νόημα να υψώνεται ως θρήνος. Ας μη γνωρίζουν οι άλλοι το δράμα της κι ας έχει γεμίσει το σώμα της με πληγές-κρατήρες. «Το χάος κηρύττει σ’ απευθείας μετάδοση» την καταστροφή, μα αυτή επιμένει ν’ αντέχει «ανθισμένη στην τέφρα».

3. Η εποχή της οργής:
Μετά την άρνηση, έρχεται η οργή. Άραγε ενάντια σε ποιους; Κάποτε γινόμαστε άθελά μας οι χειρότεροι εχθροί του ίδιου μας του εαυτού. Κάποτε πληρώνουμε αβλεψίες και σφάλματα του παρελθόντος, κι ενώ οι θύτες της ζωής μας είναι τα χέρια μας, καταλογίζουμε ευθύνες σε θεούς και δαίμονες, στην απρόσωπη μοίρα, στην ανώνυμη κοινωνία, στους «ανέντιμους άλλους» που μας μισούν. Παρόλα αυτά, όλοι γνωρίζουμε τους υπέροχους στίχους:

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

(K.Π. Καβάφης, «Ιθάκη»)

Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης διδάσκει ότι πολύ συχνά οι θανάσιμοι κίνδυνοι έρχονται στον δρόμο μας είτε γιατί δε φανήκαμε αρκετά συνετοί κι εκλεκτικοί είτε γιατί μόνοι μας στήσαμε τα εμπόδια στον δρόμο μας. Η Αλιρρόη δεν βάζει τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της. Άλλωστε διανύει την εποχή της οργής:

με την οργή στα δόντια μου αμάσητη
κάτω απ’ τη γλώσσα παρελθόντες χρόνοι
ένα ολόκληρο κενό μέσα στη φλούδα μου

[…]

Όλοι ορίζουν τη μορφή τους στα λευκά
κι όλοι μια τρύπα στην παλάμη τους κρατούν
μα εγώ μια σφαίρα σφίγγω στη γροθιά

μια κουρασμένη απάντηση.
(Από το ποίημα «Ξύπνησα»)

Η οργή αγαπά τη γενίκευση. Κάποια σκοτεινή συνομωσία, κάποιο σατανικό σχέδιο μάς έριξε στο λαγούμι, στο δεσμωτήριο, στο περιθώριο. Νομίζω ότι το β΄ πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ποιητής στο ποίημα «Διώξου!» δίνει από τη μια την εντύπωση πως η πρωταγωνίστριά του Αλιρρόη απευθύνεται στον κάθε αναγνώστη κι από την άλλη, στον ίδιο της τον εαυτό. Το ρήμα επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές μέσα στο ποίημα και παντού συνοδεύεται από θαυμαστικό. Έτσι το «Διώξου!» ισοδυναμεί με «χάσου!» κι είναι η κραυγή της οργής με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση:

άλλο αίμα στην καρδιά δεν έχεις
σώμα άλλο για πειράματα
στάλα-στάλα σε ποτίζουν όλα
ενδοφλέβια σήψη

Διώξου!

από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός
κυνηγώντας ήλιους ώς το χάραμα
πιο καλά σε λάκκους βασιλεύοντας
με το φως της λάμπας

Διώξου!

[…]

(Από το ποίημα «Διώξου!»)

Όσοι τολμήσουν στο μέλλον να κάνουν τον κριτή, μην έχοντας στοιχεία επαρκή, από την άνεση του καναπέ του σπιτιού τους κι εντελώς ανώδυνα κι απροβλημάτιστα, ας μάθουν πως υπήρξα κι εγώ και δεν επινοήθηκα, ακόμα κι αν το κορμί μου κατέληξε θαμμένο «στο μνημείο των ακήρυχτων πολέμων», όπου καμιά δόξα δεν περιμένει τους πεσόντες, παρά μόνο σκυλιά που σκαλίζουν το χώμα για κόκκαλα.

Στην Αλιρρόη ο έρωτας δεν έχει τη δύναμη να φέρει τους ανθρώπους κοντά. Συνταξιδεύουν άγνωστοι πάντα, ακουμπώντας στο λεωφορείο πλάτη με πλάτη. Ο δρόμος έξω απ’ το τζάμι χάνεται, όσο άδικα χάνεται η ίδια η ζωή. Υπάρχουν -λέει- γυάλινα σύμβολα για την αγάπη που αντέχει στον χρόνο. Είναι φτιαγμένα, ώστε να κουμπώνουν ακριβώς το ένα με το άλλο κι υποτίθεται πως η αγάπη θα απομείνει αράγιστη, όσο ο καθένας από τους δυο φυλάει ανέπαφο το δικό του κομμάτι. Να, όμως, που δε ραγίζουν μόνο τα σύμβολα, αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι:

Να μηρυκάζομαι βαρέθηκα στο γυάλινο των στίχων
για την ακρίβεια χαζεύοντας το ίδιο αναπάντητα
σαν τον παππού απ’ το μπαλκόνι τ’ αυτοκίνητα
(Από το ποίημα «Αλιρρόη Β΄»)

Η εικόνα του εύθραυστου γυαλιού, της εύθραυστης ζωής, με τις εύθραυστες ανθρώπινες σχέσεις μεταφέρεται στους στίχους. Και να, πάλι ο χρόνος ως εχθρός του ανθρώπου: τα γηρατειά, η ανημποριά, η απραξία κι ζωή που συνεχίζει μόνη κι αδιάφορη τη διαδρομή της, χωρίς εμάς. Η Αλιρρόη εκφράζει την πίκρα της για το περιθώριο στο οποίο βρέθηκε. Για το γεγονός ότι απόμεινε να παρατηρεί από μακριά τη ζωή της να ξεμακραίνει. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, περιμένει χρόνια και χρόνια το θαύμα που δεν έρχεται:

ξαφνικός επισκέπτης ο πόνος
κι έχω μπει στην ουρά υστερόγραφη

στοιβαγμένη σε άλλες αιτήσεις
με τυφλούς και χορτάτους ζητιάνους
με ανώνυμες λύπες κι αγγέλους
μα δεν έχουν φτερά να πιστέψω
(Από το ποίημα «Βηθεσδά»)
Αλιρρόη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην οργή και την αυτολύπηση, «πατημένη υπόσχεση κάτω από τις μπότες». Κι όμως, ακόμα κι έτσι, διακρίνω μια αμυδρή ανομολόγητη ελπίδα, αφού συνεχίζει να απευθύνει τον λόγο –αλήθεια σε ποιους;– μήπως κάποιοι την ακούσουν και νοιαστούν. Έχω την άποψη ότι όποιος βυθίζεται στο σκοτάδι της θλίψης, όποιος φτάνει στον πάτο του πηγαδιού της απόγνωσης, παύει να μιλάει, γιατί παύει να σκέφτεται. Του απομένουν μόνο άναρθρες ζωώδεις κραυγές. Αυτό το γνωρίζει ο ποιητής μας, μόνο που με κραυγές δε γράφεται ποίηση!

για να δείτε όλοι απ’ τη χαραμάδα
πως δεν ήμουν πρώτη ούτε η τελευταία
ξυπνημένη απότομα ασυνόδευτη

έξω από το παιχνίδι.
(Από το ποίημα «νυχτερινή σύλληψη»)

4.Η εποχή του μηδενός:
Οι φάσεις από τις οποίες περνάει η ανθρώπινη ψυχή κατά τη διαχείριση του πένθους δεν είναι σταθερές και διακριτές. Συχνά ο άνθρωπος που βιώνει την απώλεια, κάνει κύκλους κι επιστρέφει ξανά και ξανά στα ίδια συναισθήματα, όπως ο εγκλωβισμένος σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο. Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος το γνωρίζει αυτό, κι έτσι μετά την «εποχή της οργής» ακολουθεί η «εποχή του μηδενός», ενώ θα περίμενε κανείς τη φάση της διαπραγμάτευσης, δηλαδή την ψυχική κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος που πενθεί προσπαθεί να μετριάσει το κακό. Ανώφελα και χωρίς ελπίδα, συνήθως διαπραγματεύεται μετά την οργή, μήπως βρεθεί μια βολική λύση. Στο έργο μας, μετά την οργή ακολουθεί η κόπωση, η παραίτηση, η απόγνωση, το απόλυτο μηδέν.

Η Αλιρρόη μιλάει για δεσμοφύλακες που τη φυλάγουν με βάρδιες και για δικαστές που παίζουν τον ρόλο μικρών αόρατων θεών. Το καλοκαίρι δεν έρχεται ποτέ, γιατί ο χρόνος μετράει ανάποδα, ώστε να έρχεται στη θέση του ξανά ο χειμώνας. Το φως βιώνεται ως κάτι το ενοχλητικό, σχεδόν αιχμηρό. Εμπιστεύεται λοιπόν περισσότερο το σκοτάδι και βυθίζεται στην απόλυτη απραξία της παραίτησης. Επειδή η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου αγαπάει τις αντιθέσεις και μάλιστα τις απροσδόκητες, ένα παράθυρο μπορεί να είναι μαύρο, σκοτεινό κι όχι ανοιχτό, ολόφωτο. Είναι περισσότερο η ψευδαίσθηση ενός παραθύρου, ένα σχήμα στον τοίχο που ξεγελάει τις αισθήσεις:

στο μαύρο παράθυρο τοίχο
Η νύχτα κρατάει μυστικό το χαμένο της στοίχημα
μη βγουν στον πηλό τ’ ανοιχτά εκμαγεία της ήττας
και ψάξουν τη λάσπη για θύματα
στο μαύρο παράθυρο τοίχο, προτού ανατείλει

[…]

5.Η εποχής της θλίψης
Εδώ θα περίμενε κανείς τον αργόσυρτο, ρυθμικό, σχεδόν σιωπηλό θρήνο του ανθρώπου που κουράστηκε πια να κραυγάζει. Παρόλα αυτά, η ενότητα αυτή αρχίζει με το ποίημα «κραυγή» σε δύο μέρη. Οι κραυγές, λοιπόν, της Αλιρρόης επανέρχονται. Απευθύνει τον λόγο γενικά στον αναγνώστη αλλά και ειδικότερα στη μητέρα της:

κραυγή, II
Αν μ’ ακούς ορφανή στην οθόνη να κλαίω –μαμά– μην αργείς

η χαρά που δανείστηκα τόσο καιρό ήταν μέρος του ρόλου που τέλειωσε, κι απορρέω στη λύπη χωρίς οδηγίες, με τον πόνο σημαία πηδώ στο κενό μα το δίχτυ σου τρύπιο

γίνε δάκρυ και πνίξε το δάκρυ μου, χάδι γίνε κι ανάγλυφο πέπλο, ένας τοίχος να γράφω παράπονα, μια πλατιά αγκαλιά να ξαπλώσουν τα λάθη μου

πριν χαθεί το μικρό κοριτσάκι σου, που θυμάται των κήπων τα πράσινα φύλλα.

Η Αλιρρόη μιλάει με καλοσύνη στον θυρωρό. Μου κάνει εντύπωση αυτή η ευγένεια και το γεγονός ότι δεν τον αποκαλεί δεσμοφύλακα. Δεν του επιτίθεται φραστικά, δεν του καταλογίζει ευθύνες, μα τον παρηγορεί:
Μη φοβάσαι τα βέλη
η φαρέτρα μου άδεια χωρίς δηλητήριο
τη φέρω για γλάστρα
[…]
Τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη:
κι αν δε σου ’ρχεται πρόχειρο κλάμα
σαν απλός θυρωρός στο κλουβί
γείρε πίσω απ’ τον τοίχο κι ανάσαινε

μήπως βρούμε μαζί τον ρυθμό
στην αντίστροφη μέτρηση
κι όσο οι άλλοι μάς κλείνουν τριγύρω με σίδερα
τελικά συνηθίσουμε.
(Αποσπάσματα από το ποίημα «θυρωρός»)

Τελικά, ποιοι είναι αυτοί που χτίζουν τις φυλακές και με ποια εξουσία σέρνουν στα σκοτάδια της απομόνωσης τις ψυχές των ανθρώπων; «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», λέει με θλίψη ο Αλεξανδρινός Δάσκαλος. Εδώ, όμως, δε χρειάζονται τείχη, ούτε βαριές πόρτες και κλειδαριές. Αυτό που κάνει την Αλιρρόη να βουλιάζει είναι η πικρή σκέψη πως η ζωή είναι σύντομη και πως τα χρονόμετρα ρυθμίστηκαν να μετρούν ανάποδα τις μέρες, από τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Η ματαιότητα του κόσμου, η φθορά της υλικής μας υπόστασης, η διάψευση των ελπίδων, η ψευτιά των ανθρώπων δημιουργούν μέσα της ένα κενό ανείπωτο. Μέσα σ’ αυτό έχει γκρεμιστεί και στα σκοτάδια της δικής της ψυχής παραπαίει.

Στο ποίημα «Η μπαλάντα του βυθού», που μου έφερε άθελά μου στο μυαλό το «πιάνο βυθού» του Γιάννη Βαρβέρη, απομονώνω τους τελευταίους στίχους που μπορούν να προσθέσουν πολλά στον προβληματισμό μας:

[…]

μαντεύουμε αόρατους πνιγμένους
ναυάγιο καθένας στο λιμάνι του
καθένας στο μπουκάλι σφραγισμένος
κι οι γλάροι στα βαθιά νερά το είδανε
το παραμύθι μας εδώ τελειώνει.
(Από το ποίημα «η μπαλάντα του βυθού»)

Οι άνθρωποι ναυαγούν και στη στεριά. Καμιά αφιλόξενη θάλασσα, κανένας εχθρικός άνεμος δεν ευθύνεται. Βουλιάζουν στον δικό τους βυθό, εγκλωβίζονται στο δικό τους μπουκάλι, κι ίσως -τελικά- η θλίψη δεν είναι παρά μια απόφαση, μια στάση ζωής. Συχνά θεωρούμε προτιμότερο να αποδίδουμε την κακοδαιμονία της ζωής μας στις αόρατες δυνάμεις που κυβερνούν τις ζωές μας και μας καταδυναστεύουν. Το προτιμούμε αυτό, για να μην παραδεχτούμε τις δικές μας αστοχίες. Η Κική Δημουλά λέει για τον θεό: «ως αόρατος είναι όμορφος, ως αόρατος είναι ανεξακρίβωτα φταίχτης και, προπάντων, αόρατος ευκολότερα υπάρχει» (Από το δοκίμιο «Τι θα γνωρίζουν για μας τα αντίγραφά μας»).

‒αφού το ’ξερες, Θεέ μου
βολεύομαι μπρούμυτα
με τις φλούδες τριμμένη στο πάτωμα
και το στόμα γωνία κλειστό
δεν αντέχω σκληρά παζαρέματα
μια παρθένα της σάρκας η έκπτωτη
νηστικός κι ο χειμώνας προβλέπεται
γιατί μ’ έστειλες κάτω στον λάκκο;‒
(Από το ποίημα «μια υγρή των ματιών καληνύχτα»)

6.Η εποχή στον καθρέπτη:
Η εποχή στον καθρέπτη θα έπρεπε να αντιστοιχεί με την περίοδο της αποδοχής, αν ακολουθούσε πιστά τη θεωρία της κλινικής ψυχολογίας για τα στάδια του πένθους. Θα έπρεπε η πρωταγωνίστρια να έχει ήδη αρχίσει να αγαπάει το κελί της και τους βασανιστές της. Θα έπρεπε να έχει συνηθίσει πια στη σκέψη ότι ο εγκλεισμός δεν είναι παροδικός. Ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ανάβει μέσα της το φως που διαλύει τα σκοτάδια. Ενώ θα περίμενε να δει κανείς την Αλιρρόη αποκαμωμένη, εκείνη ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο στη ζωή. Την απορία για την απροσδόκητη στροφή εκφράζει κι η ίδια:

μυστήριο
Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά
στη γλώσσα των μετάλλων
για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι

και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει
της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα
η φωνή μου με τακούνια γιορτινά.

Ο ποιητής τονίζει με έμφαση πως δεν είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τον σταυρό της θυσίας, να αποδεχτεί ευθύνες και να πληρώσει το κόστος σκληρών αποφάσεων. Αυτή η πράξη κρύβει έναν ηρωισμό που σιωπηλά γλυκαίνει τις πληγές. Το δύσκολο είναι να ζεις μια ζωή ταπεινή, προδιαγεγραμμένη, που δεν επέλεξες ποτέ, να υπηρετείς τους άλλους που τραβάνε μπροστά και θριαμβεύουν, χωρίς καν να ιδρώσουν. Κανείς τελικά δε φυλάκισε την Αλιρρόη. Σερνόταν χωρίς να το ξέρει σε μια φυλακή ξεκλείδωτη, σε μια φυλακή δίχως πόρτες. Για να σωθεί, αρκούσε να θυμηθεί τα φτερά της, που είχε αφήσει διπλωμένα σε κάποια βαλίτσα. Νομίζω πως -τελικά- το δίδαγμα είναι αισιόδοξο, μετά από τόσο θρήνο: Στα χέρια μας κρατάμε τα κλειδιά! Εμείς είμαστε οι δεσμοφύλακες της ψυχής μας!

Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου είναι προσεγμένη και στιβαρή. Δεν είναι ελαφρύ κι ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο αναγνώστης καλείται να τη μελετήσει σε πολλά επίπεδα. Να απολαύσει πρώτα τις ευφάνταστες μεταφορές και τις ζωντανές εικόνες κι έπειτα να ανιχνεύσει τις κρυμμένες ιδέες. Δεν πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα ποιημάτων, αλλά για μια ενιαία σύνθεση, αληθινά εμπνευσμένη. Ο ίδιος λέει για τη γραφή του:

[…]

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά
τσαλακωμένα και κρατούν
το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα
εφημερεύουν ποιήματα.
(Από το ποίημα, «φτερά στη βαλίτσα»)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΥΘ Τ.18 / ΔΕΚ. 2023

1. «Μα τι θέλουν τέλος πάντων οι γυναίκες;»
Ζίγκμουντ Φρόιντ
(Το 1938, όταν ήταν εξόριστος στο Λονδίνο)

ΑΛΙΡΡΟΗ: Η (ΠΟΛΥ-ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ, αναστοχαστική, πολύπειρη, πολύσημη) ‘Υπαρξη αυτοπροσώπως. Η δε «προσευχή» τού εν λόγω ποιητικού συνθέματος είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων τόσο της αυτοπροστασίας όσο και των απώτερων επιδιώξεων του επαρκώς αρθρωμένου ποιητικού υποκειμένου. Παραθέτω αυτούσιο το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό αυτό ποίημα από την εισαγωγική σελίδα 17: «Πάτερ ημών, πώς με γκρέμισες κάτω / κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια /σκέπασε γύρω τους τοίχους με σύμβολα /μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο / δός ήμίν σήμερον ένα σημείο φυγής /
λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα / άφες ήμίν αμαρτίες που σάπισαν /ρύσαι ημάς από σκέψεις που κάρφωσες / Πάτερ ημών, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν / στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος / μα προσεύχομαι τώρα, έλθέτω η έξοδος / κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω το νυν θέλημά / Μου».
Το καταληκτικό, πράγματι άκρως αυταρχικό εκείνο Μου» σπεύδει να υπογραμμίσει, εκτός των άλλων, την ύψιπτη ανάγκη της τελεσίδικης απεξάρτησης του αυτοπροβαλλόμενου Προσώπου από την επιβεβλημένη ρουτίνα των εξόχως τυραννικών παθών. Προκειμένου δε να επιτευχθεί η πολυπόθητη ικανοποίηση της Επιθυμίας, ό,τι δηλαδή το εγώ έχει εσφαλμένα προ πολλού και για ευνόητους λόγους απωθήσει, επιβάλλεται, άρον άρον μάλιστα, η καινοτόμος ρήξη.
Ισχυρίζομαι ότι η συγκεκριμένη λεκτική τάξη είναι συντεταγμένη με την αρχή εκείνη, η οποία καθορίζει με συνειδητή επιμέλεια ότι «η επιθυμία καθ’ εαυτή, για να ικανοποιηθεί στον άνθρωπο, απαιτεί να αναγνωριστεί στο σύμβολο ή στο φαντασιακό, με τη συμφωνία του λόγου ή με τη μάχη γοήτρου» . Κατά τα άλλα, το προαναφερόμενο με ιδιάζουσα έμφαση «βρέφος», ο φορέας και ο κατ’ ανάγκην χρήστης, μ’ άλλα λόγια, της επιφανειακής γνώσης, ήτοι της μη κατ’ ουσίαν γνώσης του όντως όντος, αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς και στη γνωστή, ρηξικέλευθη θέση του Λάο Τσε: «Αληθινή γνώση είναι η άγνοια. Το να πιστεύεις ότι ξέρεις, είναι αρρώστια. Πρώτα καταλαβαίνεις πως είσαι άρρωστος κι ύστερα ψάχνεις γιατρειά. 0 Σοφός είναι θεραπευτής του εαυτού του. Έχει από κάθε γνώση γιατρευτεί. Κι έτσι πραγματικά ακέραιος» . Για την πληρέστερη προσέγγιση της ταυτότητας της Αλιρρόης συμπεριλαμβάνω και τις εξής παρατηρήσεις: «Είναι η γυναίκα, ως θηλυκή υπόσταση, που στοιχειώνει τον ποιητή και τον καθοδηγεί να ταυτίσει τη φωνή
του μαζί της σ’ αυτό τον σπαρακτικό μονόλογο; Είναι η γυναίκα-άνθρωπος, ο εσαεί βασανισμένος και ουδέποτε πλήρης, με την πιθανότητα της πτώσης πάντα μπροστά του ανοιχτή, ο άνθρωπος με τη θηλυκή εδώ όψη, που αναζητά τη συμπλήρωσή του με την αρσενική όψη, σαν δύο εκδοχές ενός και του αυτού, για να σωθούν ή να βουλιάξουν τάχα μαζί; Έχει άραγε το όνομα αυτό γύρω του σάρκα, μέσα του ψυχή, κι εδώ βρέθηκε με την ποιητική του αμφίεση να υπαινιχθεί χωρίς να ορίσει, να κρυφτεί χωρίς να ιδωθεί; […] Εν τέλει, η Αλιρρόη είναι ό,τι θέλησε ο ποιητής να φανερώσει από την υπόστασή της, με τον προσωπικό του τρόπο, με τις λέξεις του εν ρυθμώ, με τη στιχουργία του να δοκιμάζεται ανάμεσα στο παραδοσιακό και στο νεωτερικό» .

2. Η ρηματική ενδελέχεια και η γείωση στο πραγματικό

Στην πρωτογενή τάξη, οι λέξεις είναι απευθείας πράξεις ή παθήματα του σώματος ή ακόμα και των αποσυρμένων φωνών.
Η Αλιρρόη, διεξοδική στις εμπύρετες καταθέσεις της, φαίνεται να γνωρίζει ήδη πολύ καλά, ως γνήσιο παιδί της εποχής της, ότι,
μεταξύ άλλων, ο κόσμος περιέχει, σχεδόν ισομερώς, τάσεις αυτοκαταστροφής αλλά και προοπτικές ανέλιξης. Εξ ου και η δικαιολογημένη οργή της. Τα ποιήματα μάλιστα της «εποχής της οργής», της δεύτερης δηλαδή από τις πέντε κύριες ενότητες του έργου, συναποτελούν ένα θυμοειδές credo αυστηρής, απολύτως τεκμηριωμένης και δη ανέκκλητης αποδόμησης πλείστων κυριαρχικών ειδώλων της σκηνής του κόσμου. Έστω το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα: «μην τολμήσουν προφήτες / να
αφήσουν βιβλία στην πόρτα / σαν αυτά που σκονίζονται χρόνια / ξεχασμένα ψηλά στο πατάρι / στην ίδια σελίδα το ίδιο
αμήν / Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας/ θα πετάξω τα θαύματα έξω / δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι
/ ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον / και αλλάζουν κλουβί». («Στον ναό του Ανθρώπου», σ. 24). Οι πατριαρχικές δομές φαίνεται αίφνης ότι χαρακτηρίζουν αποκλειστικά έναν άλλο πολιτισμό που ήξερε πώς να ακμάσει, αλλά δεν ήξερε πώς ακριβώς θα τελείωνε. Η έκρηξη της Αλιρρόης εμπεριέχει το μήνυμα της αντίστοιχης απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας. Δεν είναι εικασία αλλά βεβαιότητα. Το ορμέμφυτο προς (ερωτική) ζωή υπαγορεύει ξανά και ξανά συμπεριφορές. Η γραφή δεν ακκίζεται. Ξέρει άλλωστε πώς να απομαγνητοφωνεί και να υπομνηματίζει ένστικτα. Όσο σκοτεινά κι αν είναι.
Η ετυμηγορία είναι σαφής: η δυσκολία προσαρμογής στη δεδομένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα οφείλεται τόσο σε αμιγώς εγγενείς παράγοντες, όσο και σε συνθήκες εκ προοιμίου ακραίας επικινδυνότητας. Ακούγεται καθαρά η οιμωγή:
«Ανήκω στην κατηγορία των αόρατων εντόμων / πατημένη υπόσχεση κάτω από τις μπότες / περπατώ τα λίγα τετραγωνικά μου / δίχως φώτα κι όλα μοιάζουν έρημα / δεν ακούτε τις φωνές στο πάτωμα / τα αυτιά σας κρύβετε στο μαξιλάρι / απογράφω τότε με το αίμα μου / και κρατώ τα ποιήματα ενέχυρο / κάποτε θα γίνουν η καμπάνα / για να δείτε όλοι απ’ τη χαραμάδα / πως δεν ήμουν πρώτη ούτε η τελευταία / ξυπνημένη απότομα ασυνόδευτη / έξω από το παιχνίδι», («νυχτερινή σύλληψη», σ. 29). Στους αντίποδες της ξέγνοιαστης αυτοπεποίθησης, η οποία διακρίνει πολλούς στους χώρους της γραφής, δρα η απορία, η αμφιβολία, η αδιάκοπη αναζήτηση των αιτίων και των αιτιατών της πτώσης του εγώ στις πλάνες του. Ό,τι δηλαδή συνέχει το γνωσιολογικό υπόβαθρο της Αλιρρόης. Πιστοποιώ ότι έχει ήδη επισημανθεί επίσης από την κριτική η σημασιολογική συνεισφορά του υδάτινου στοιχείου στην όλη πρόσφορη θεματική ανέλιξη του παρόντος έργου. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής διευκρινιστικά: «Αρχέτυπο ζωής και θανάτου, η θάλασσα οδηγεί με το αγκάλιασμά της στην αρχή και το τέλος της ζωής, ενώ συμβολίζει το τοπίο όπου δρα το ασυνείδητο. Και όταν αργότερα ακούγεται η κραυγή της Αλιρρόης, “ματαίως ψάχνω στον αφρό λευκά πανιά” («η μπαλάντα του βυθού», 46), ταυτίζεται με τη φωνή τής Κυράς της θάλασσας. Η μπαλάντα που ακούγεται από τα βάθη των υδάτων ανάγεται σε μπαλάντα μπλουζ, καθώς η αντιηρωίδα προσπαθεί να ανατρέψει την εξουσία. Με θρηνητικό και μαζί διονυσιακό ρυθμό, η μπαλάντα-μπάλος που επινοεί ο Δελιόπουλος, με ρίζες στην ποίηση του Γαλλικού Μεσαίωνα, υμνεί
την κρυφή δύναμη της αντιηρωίδας του. Η απουσία ομοιοκαταληξίας βοηθά τον ποιητή να μην ξεφύγει από την αναζήτηση της ορθής λέξης (mot juste), πιο σημαντική στην ποιητική ιδεολογία του από τη μνημοτεχνική αρωγή της επανάληψης» .
Το αίτημα της απρόσκοπτης αναβάθμισης της Αλιρρόης σε πρότυπο AT, δηλαδή σε μονάδα Αληθούς Υπόστασης, επαναλαμβάνεται συχνά στις σελίδες του βιβλίου. Ταξινομώ συστηματικά τις αποτυπώσεις του έντονου οντολογικού διαβήματος, συνεκτιμώντας την εννοιολογική πληρότητα του αποκρυσταλλωμένου λόγου. Εξού και η εξόφθαλμα μαρτυρική εκείνη «εξομολόγηση» από την τελευταία ενότητα της σύνθεσης, η οποία τιτλοφορείται «η εποχή στον καθρέφτη». Συνοψίζει, θαρρώ, τις εννοιολογικές αποκλίσεις της παρούσας σύνθεσης. Η χρήση του σώματος, για τη θεμελίωση των εννοιολογικών συντεταγμένων της Αλιρρόης, συνάδει με τη χρήση του φαντασιακού παράγοντα. Οι αισθησιακές αξίες καθώς εξακολουθητικά συμπληρώνονται από τις φαντασιακές συνεισφορές ενισχύουν αποφασιστικά την ευεργετική διαστολή του πρωταρχικού σχεδίου. Η ποιητική πιστότητα διακρίνεται αμέσως, το ρήμα διαχειρίζεται δημιουργικές εκπλήξεις.
Επικροτώ την έκδηλη οικονομία των εκφραστικών τρόπων, όπως έχει εν προκειμένω εμπεδωθεί. Η δεδομένη συνειρμική αλυσίδα παρατείνει και στη συνέχεια υποστηρίζει την αναγνωστική απόλαυση. Το δε γεγονός ότι οι ιδέες μας δεν είναι δυνατόν να είναι τα πράγματα καθεαυτά, όπως επιμόνως διακήρυξε ο Φρίντριχ Νίτσε, προβάλλεται δεόντως. Η αυτονομία της ύλης είναι προκαθορισμένη με σαφήνεια και συνέπεια. Η συνεκτικότητα των ποιητικών όρων εγγυάται και τη δική της ύπαρξη. Ό,τι ισχυρίζομαι πως μας εμπιστεύεται η μεσαία, τετράστιχη στροφή από την «κραυγή, I» της τέταρτης ενότητας με τίτλο «η εποχή της θλίψης». Οι πέντε κύριες ενότητες, οι οποίες αριθμητικά αντιστοιχούν ευθέως στα πέντε δάχτυλα του κάθε χεριού, έχουν αναλάβει προγραμματικά να προωθήσουν κλιμακωτά την υπόθεση μιας επιτυχούς, μιας καρποφόρας ενδοσκόπησης. Από το καθεστώς της ενδεχομενικότητας η Αλιρρόη επείγεται να περάσει στο καθεστώς της αδιαμφισβήτητης βεβαιότητας για όσα ζητήματα την αφορούν. Αν εν τέλει η ηρωίδα του βιβλίου θα μπορέσει να επιζήσει, τούτο θα οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ολοσχερή και μάλιστα τελεσίδικη ακύρωση των ψευδαισθήσεων και των συνακόλουθων αυταπατών της. Η τελευταία, σημαδιακή λέξη του έργου «μέσα» υποδηλοί συν τοις άλλοις το πρόταγμα του Μάρκου Αυρηλίου «ένδον σκάπτε». Άρα το πέρας των στίχων εγκαινιάζει σιωπηρά την ανανέωση μιας περαιτέρω εντατικής αυτοπαρατήρησης. Κοντολογίς, φρονώ ότι, ο κειμενικά ιδιαίτερα έμπειρος Γιώργος Δελιόπουλος έχει πάλι χτυπήσει φλέβα εύκρατων σημαινομένων.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ

frear.gr 9/8/2023

Ο Γιώργος Δελιόπουλος μας παρουσιάζει την τελευταία ποιητική δημιουργία του με τον ευφάνταστο, κρυπτικό και παράδοξο τίτλο Αλιρρόη. Το μηδέν στον καθρέφτη (εκδόσεις ΑΩ, 2023). Ποιά είναι η Αλιρρόη και πώς μπορεί να σταθεί το μηδέν μπρος στον καθρέφτη, διερωτάται εύλογα ο αναγνώστης. Το ανάπτυγμα εξώφυλλου και γενικά το βιβλίο κοσμείται από καλοδουλεμένα έργα με αιχμηρά και πολυσύνθετα γεωμετρικά σχέδια, σε αντιστοιχία με τη λεκτική σκιαγράφηση των δύσκολων συναισθημάτων, της εικαστικού Γλύκας Διονυσοπούλου, συντρόφου του ποιητή και προφανώς μούσας του, καθώς της το αφιερώνει. Ο ποιητής με το προσωπείο μιας γυναίκας, της Αλιρρόης καταβυθίζεται στον γυναικείο ψυχισμό με βαθιά ενσυναίσθηση και έγνοια για να μιλήσει για τη γυναικεία συνθήκη, τα πάθη και τα παθήματά της.

«Η Αλιρρόη, μια μορφή ρευστή σαν τη θάλασσα, αρνείται, θυμώνει, βλασφημεί, αποδέχεται την ήττα, βάζει τα κλάματα, απογοητεύεται, ώσπου τολμάει να κοιτάξει στον καθρέφτη το μηδέν της –το ίδιο μηδέν που φοβόμαστε όλοι μας– κατακόρυφα, σαν να κοιτάζει προς τα κάτω το κενό», αναφέρεται σε σχετικό ενημερωτικό κείμενο. Η Αλιρρόη (νεολογισμός: αλς + ροή), που μονολογεί οργισμένη «Κι αν έχουν σβήσει τα μικρόφωνα/ κι έληξε πρόωρα η ποίηση/ δεν τη γλιτώνετε, ξέρω τα ονόματα σας/ (μα στο δικό μου πάντα δυσκολεύομαι)» (η εποχή της οργής, σ. 20), αφορά σε μια ποιητική σύνθεση, που ανοίγει αυλαία με την είσοδο για να ακολουθήσουν οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης, οι οποίες εκφράζουν μια κλιμακούμενη δυσφορική συνθήκη εγκλεισμού, ανελευθερίας, απόγνωσης και συντριβής, ενώ στην επόμενη, την εποχή του καθρέφτη, μετά από οδυνηρές διεργασίες πένθους και αναζήτησης ανακύπτει σταδιακά η αίσθηση αυτογνωσίας και κάθαρσης με ανοίγματα φωτός και διαφυγής και η ποιητική σύνθεση κλίνει με την έξοδο σαν σε αρχαία τραγωδία, όπου το μότο «Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή/ ανακαλύπτω μια φωτιά στα σωθικά μου» (σ. 59), σηματοδοτεί αναζωπύρωση και νέα είσοδο.

Οι πέντε εποχές και ενότητες της ποιητικής σύνθεσης, περιγράφοντας την ψυχοσυναισθηματική και ψυχοκοινωνική συνθήκη της γυναίκας, παραπέμπουν στην ψυχική τραυματική κρίση και τη διαχείρισή της, όπως την αναλύει ο καθηγητής ψυχολογίας και συγγραφέας Γιούχαν Κούλμπεργ (Johan Cullberg) [1], την οποία βιώνει κάθε ανθρώπινος ψυχισμός σε κρίση προσπαθώντας να την αντιμετωπίσει για να μην εγκλωβιστεί σε κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας, όπως εύστοχα το εκφράζει και ο ποιητής: «γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα// μια πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις.» (σ. 11). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εποχές αντιστοιχούν στα ανάλογα στάδια, η εποχή της άρνησης στο στάδιο του σοκ όπου το άτομο καθηλωμένο και απαθές αρνείται την κρίση και την αιτία της ή παραλύει από την τραυματική συνθήκη. Στη συνέχεια, οι εποχές της οργής και του μηδενός αντιστοιχούν στο στάδιο της έντονης συναισθηματικής αντίδρασης, όπου το άτομο κατακλύζεται από εκφάνσεις κενού, πόνου, οργής και ανεξέλεγκτων συναισθημάτων συντριβής και απόγνωσης, που διαλύουν, «σπάνε» τον ψυχισμό του, όπως το «κρακ» που ακούγεται στους στίχους: «κι ακούς ένα κρακ! Στα σεντόνια/ – τον ήχο γυναίκας που σπάει.»(σ. 39). Ακολουθεί η εποχή της θλίψης «Πόσο κρύο μετά δικαιούμαι την άνοιξη;/ στα δελτία καιρού οι γυάλινες σφαίρες/ δεν έχουν απάντηση.// Αιωνία η θλίψη μου.» (σ. 41), δηλαδή το στάδιο της επεξεργασία των συναισθημάτων οδύνης και πένθους για να φτάσει μετά στο στάδιο του αναπροσανατολισμού, που αντιστοιχεί στην εποχή του καθρέφτη, όπου ο ψυχισμός απελευθερωμένος από το βαρύ συναισθηματικό φορτίο συμφιλιώνεται με το τραύμα και αναπροσδιορίζει την πρόσληψη της δεδομένης συνθήκης, τη στάση του απέναντι σ’ αυτήν, όπως και την αίσθηση του εαυτού του, και τελικά έρχεται αντιμέτωπος με τον εσωτερικό καθρέφτη, αποκτά επίγνωση και με βαθύτερη αυτογνωσία ετοιμάζεται για νέα ανοίγματα και νέα πορεία, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το άτομο έχει το ψυχικό σθένος να βιώσει όλα τα στάδια για να μπορέσει να εξέλθει από την τραυματική κρίση.

Σε ένα άλλο επίπεδο η Αλιρρόη εκφράζει την ανθρώπινη ψυχή γενικά στον αγώνα της μπρος στις ενδοψυχικές, διαπροσωπικές και ψυχοκοινωνικές τραυματικές συνθήκες κρίσης, άλλωστε η ποιητική σύνθεση γράφτηκε σε περίοδο οικονομικής και πανδημικής κρίσης, εκφράζει και τις υπαρξιακές αγωνίες και τις αναζητήσεις της ψυχής. Επίσης η Αλιρρόη συνδιαλέγεται με την ποίηση και καταθέτει ερωτήματα και στοχασμούς του ποιητικού υποκειμένου για την ποιητική και την ποίηση, όπως π.χ. στο ιδιαίτερο ποίημα: «άδειες λέξεις// Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα/ μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου/ κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου/ με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.// Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;/ όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό/ κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του/ όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο/ κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα/ όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι/ αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται// πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;» (σ. 37). Εδώ ο ποιητής με το προσωπείο της Αλιρρόης ταυτίζεται με τη γυναίκα-ποίηση ασκώντας κριτική στους ποιηματογράφους [2] και εκφράζοντας τις ανησυχίες του για την αναγκαιότητα και επιβίωση της ποίησης, οδηγώντας τους συνειρμούς μας στον Οκτάβιο Πας που υποστηρίζει: «Γι’ αυτό μπορώ να πω με κάποια ασφάλεια ότι, όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει ποίηση. […] Αν ο άνθρωπος λησμονήσει την ποίηση, θα λησμονήσει τον ίδιο του τον εαυτό του. Θα ξαναγυρίσει στο αρχέγονο χάος.» [3]

Ο Δελιόπουλος δομεί το ποιητικό του σύμπαν με ολιγόστιχα κυρίως ποιήματα μέσα από αφηγηματικά εξομολογητικά στιγμιότυπα σε πρώτο ενικό πρόσωπο γένους θηλυκού με γενναιότητα κι ευαισθησία, με βαθιά ενσυναίσθηση και έγνοια για τη γυναίκα και τον άνθρωπο, την ποίηση και το ψυχοσυναισθηματικό και ψυχοκοινωνικό κλίμα που μας περιβάλλει. Κάποιες φορές ο ρυθμός και η μελωδικότητα της ποίησής του παραπέμπουν σε δημώδη άσματα με σύγχρονο ποιητικό λόγο και προβληματική που ευφραίνουν και εγείρουν αναστοχασμούς αναπλαισίωσης και αναδιαπραγμάτευσης με στόχο την αναζήτηση αυτοεκπλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης εν ελευθερία και γαλήνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί στις τεχνικές του η αξιοποίηση με ευρηματικό τρόπο της διακειμενικής και υφολογικής συνομιλίας του με τις ευαγγελικές γραφές και ρήσεις, εντείνοντας την αισθητική του προσωπικού του ύφους και προσδίδοντας του κάτι το εξόχως ξεχωριστό και πρωτότυπο, όπως π.χ. στο υπέροχο ποίημα που ακολουθεί:

προσευχή

Πάτερ ἡμῶν, πώς με γκρέμισες κάτω
κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια

σκέπασε γύρω τούς τοίχους με σύμβολα
μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο

δὸς ἡμῖν σήμερον ένα σημείο φυγής
λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα

ἄφες ἡμῖν αμαρτίες που σάπισαν
ῥῦσαι ἡμᾶς από σκέψεις που κάρφωσες

Πάτερ ἡμῶν, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν
στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

μα προσεύχομαι τώρα, ἐλθέτω ἡ ἔξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τὸ νῦν θέλημά

Μου.

Η κτητική αντωνυμία «Μου» στον τελευταίο στίχο, με το κεφαλαίο «Μ» και τον συμβολισμό του, διαμηνύει σπαρακτικά την πανανθρώπινη ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και εγγύτητα, όπως εκφράζονται εύσχημα και περίτρανα στους στίχους: «Εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί/ Είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη.» (σ. 57).

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

FRACTAL 30/1/2024

«Το μηδέν στον καθρέφτη»

Είσοδος μ’ ένα ποίημα, έξοδος μ’ ένα ποίημα, οι ενότητες ανακαλούν την αρχαία τραγωδία. Μια θεατρική σκηνή στήνεται ενώπιόν μας. Εμφανίζεται το ποιητικό υποκείμενο. Θηλυκού γένους και απροσδιόριστης ηλικίας. Ο τόπος και ο χρόνος επίσης απροσδιόριστοι. Η συνομιλία με τα ιερά βιβλία και με τον αρχαιοελληνικό λόγο επιτείνουν την αίσθηση του αχρονικού. Ή μάλλον του εσαεί. Ομοίως και το γυμνό σκηνικό. Τούτη η παράξενη παράσταση παίζεται παντού και πάντα.

Αλλά ποια είναι η Αλιρρόη; Πώς είναι το πρόσωπό της; Κάνουν μηλαράκια οι παρειές της όταν χαμογελά; Από πού κατάγεται. Πότε έζησε; Είναι πραγματικό ή επινοημένο πρόσωπο; Της αρέσει η ροκ μουσική; Ποια ηλικία έχει; Τι δουλειά κάνει; Πώς ονομάζεται ο αγαπημένος της;

Ο ποιητικός λόγος αποδεικνύεται εξαιρετικά φειδωλός. Δεν ενδίδει στην ευκολία της εξατομίκευσης. Δεν ενδιαφέρεται για την κατασκευή του χαρακτήρα. Η Αλιρρόη είναι ο εκφερόμενος λόγος. Διά αυτού υπάρχει και μόνο εντός του κατοικεί. Αλλά όχι σαν να ήταν ιδιόκτητός της οίκος. Η Αλιρρόη είναι κάτι παραπάνω απ’ την Αλιρρόη. Είναι η πύκνωση και η αφαίρεση της γυναικείας ταυτότητας.

Η εποχή της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης και η εποχή στον καθρέφτη – τα πέντε επεισόδια που εγκιβωτίζονται μεταξύ εισόδου και εξόδου. Κάθε ενότητα συνοδευμένη από μια προμετωπίδα που κλείνει τη βασική ιδέα, υποβάλλοντας το βασικό της κλίμα. Από κοινού το σχήμα παραπέμπει στα πέντε γνωστά στάδια του πένθους της απώλειας, τουτέστιν την άρνηση, τον θυμό, τη διαπραγμάτευση, την κατάθλιψη και την αποδοχή. Η διάσταση του χωρικού και χρονικού πλάτους συνοδεύεται από τη διάσταση του ψυχολογικού βάθους. Ως εξής λοιπόν η Αλιρρόη: μια αιώνια και πανταχού γυναικεία μορφή που πενθεί. Το επόμενο ερώτημα βεβαίως είναι ποιον/ποια ακριβώς πενθεί.

Ζητείται σάρκα

Ως πότε θα πουλάς τη σάρκα μου
για πόσο ακόμα θα την αγοράζω;
μόλις ξεχρέωσα τα ρούχα, όμως
δε βρίσκουν σώμα για να φορεθούν

κι έχουν άδεια κρεμαστεί
κουρασμένα όπως η τόλμη
με λεβάντες στην ντουλάπα
περιμένοντας σιδερωμένα

την ενσάρκωσή μου

Δεν είναι ο πατέρας, δεν είναι η φίλη, δεν είναι ο εραστής, δεν είναι ο σύζυγος, δεν είναι η μάνα, δεν είναι ο αδελφός, δεν είναι η αδελφή που χάθηκε. Η απώλεια που πενθεί η Αλιρρόη δεν είναι ακριβώς απώλεια με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια του όρου. Το πρόσωπο που απωλέστηκε είναι παρ’ όλα αυτά εν ζωή ή μάλλον ζει ωσάν να ζει, υπάρχει αλλά δεν υπάρχει, είναι χαμένο και αφανισμένο εντός της ύπαρξής του.

Εν ολίγοις, τον εαυτό της πενθεί η Αλιρρόη, τη ζωή που δε ζει, την ταυτότητα που δεν επέλεξε, τους καταναγκασμούς που την κάνουν να ασφυκτιά. Κι όλα αυτά όχι γιατί έσφαλε σε κάτι εν αγνοία της ή υπέπεσε συνειδητά σε κάποιο βαρύ αμάρτημα. Μία και μόνη η δική της ύβρις, το προπατορικό της αμάρτημα και η εσαεί καταδίκη της – ότι γεννήθηκε γυναίκα και κατά συνέπεια είναι υπαίτια του φύλου της. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Αλιρρόη του Δελιόπουλου μπορεί να διαβαστεί ως ένα εκτεταμένο και εμβριθές ποιητικό σχόλιο για την γυναικεία κατάσταση.

Έτσι ιδωμένα τα στάδια του πένθους της μπορούν να εννοηθούν στις αποκλίσεις τους από τα άλλα της ψυχολογικής ορολογίας: η άρνηση μπορεί να μένει άρνηση, αλλά ο θυμός της ορολογίας βιώνεται από την ίδια εντονότερα και γίνεται οργή, περιθώρια διαπραγμάτευσης δεν υπάρχουν οπότε η διαπραγμάτευση γίνεται εποχή του μηδενός, το βραχύβιο της κατάθλιψης δίνει τη θέση του στο μόνιμο της δικής της θλίψης και η θετική έκβαση της αποδοχής γίνεται κοίταγμα του ειδώλου κατά τη διάρκεια της εποχής στον καθρέφτη.

φτερά στη βαλίτσα

Στα σκοτεινά που οι σκέψεις περπατούν
όσο τουλάχιστον αντέχω ασυνόδευτη
με ανοιχτές τις πόρτες θα κοιμάμαι

δεν περιμένω μήνυμα στο κινητό
ούτε και ρύθμισα το ξυπνητήρι
σηκώνομαι πριν κουραστεί ο ύπνος

ο κόσμος πάνω-κάτω στον σταθμό
γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;
αφού στα σύννεφα δεν κόβουν εισιτήριο
κι αν δε μου κάνουν τα παπούτσια
δραπετεύω ξυπόλυτη

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά
τσαλακωμένα και κρατούν
το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα
εφημερεύουν ποιήματα

Το πένθος της Αλιρρόης δεν υπόκειται σε ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας, δεν υποχωρεί με συμβουλές ειδικών και δε σβήνει με το πέρασμα του χρόνου. Η Αλιρρόη πεθαίνει με το πένθος, πεθαίνει από το πένθος και ξαναγεννιέται με το πένθος. Είναι μια αέναη ανακυκλούμενη ιστορία η ιστορία της. Μια δραματική παράσταση που παίζεται αδιαλείπτως. Κι αν κάτι μένει από όλες τις μικρές και τις μεγάλες ήττες της είναι αυτά ακριβώς τα ποιήματα που εφημερεύουν σαν αόρατα παυσίπονα στα χείλη της, ήγουν η ποίηση η μία και μόνη παρηγοριά, παραμυθία και δικαίωση, η αισθητική της άρση πάνω από όλα τα κοινωνικά, ιδεολογικά, οικονομικά κτλ. δεσμά που την κρατούν αιχμάλωτη.

Η ίδια η συλλογή είναι η τελική νίκη της Αλιρρόης. Ότι υπήρξε διά του ποιήματος και ότι κατοίκησε εντός του. Ότι γκρέμισε τις ψευδαισθήσεις, ομολόγησε τις πληγές της, ονειρεύτηκε τον εαυτό της και μάζεψε τα κομμάτια της. Ότι βγαίνει από το ποίημα αφήνοντας πίσω της αυτή τη συλλογή σαν έκφραση θλίψης και κοίταγμα στον καθρέφτη. Με την κρυφή ελπίδα ότι κάπου, κάπως, κάποτε ίσως να απλώσει το χέρι στον καθρέφτη για να αποσπάσει το είδωλο που βλέπει, να το πάρει αγκαλιά και να το βγάλει βόλτα στην ανοιξιάτικη πεδιάδα με τις παπαρούνες.

Μια λεπτουργημένη στο έπακρο ποιητική συλλογή – στα σκίτσα, στον λόγο, στην αρχιτεκτονική, στις διακειμενικές συνομιλίες, στις σιωπές, στους θρήνους, στις οδύνες, στα πεσίματα, στις ανατάσεις. Θαρρώ πως πέραν βεβαίως της απόλαυσης του ωραίου, το εξίσου μείζον στην ποιητική γραφή είναι και οι κραδασμοί της σκέψης. Γενναιόδωρος ο Δελιόπουλος και στο ένα και στο άλλο.

.

ΚΑΤΑ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ ΓΛΥΦΕΣ, 1
της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις  (2021)
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Γυναίκα από ποίηση: η πλαστουργός δύναμη της ποίησης του Γιώργου Δελιόπουλου

../…

Τα ποιήματα του Δελιόπουλου είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, αποτελούν όμως αρχιτεκτονημένες συνθέσεις που προδίδουν προγενέστερο σχέδιο και σχεδίασμά, μέριμνα για τη μορφή και τη δομή και επιδίωξη ενός είδους συμμετρίας. Δεν είναι μόνο τα στροφικά συστήματα πού διαμορφώνει, η ομαδοποίηση δηλαδή ισάριθμων στίχων σέ στροφές, η σχετική ή απόλυτη ισοσυλλαβία πολλών από αυτές, το ομοιοκάταρκτο του πρώτου στίχου κάθε στροφής, η κοινή δηλαδή εναρκτήρια λέξη, είναι, πολύ περισσότερο, ο ρυθμός του στίχου, οι αποχρώσεις της φωνής του ποιητή, ο εξομολογητικός, ενίοτε αφηγηματικός, τόνος, η μονολογική έκφραση και έκφανση του ποιητικού λόγου που προσδίδει στα ποιήματα αυτά μιαν ιδιαιτερότητα και τα κάνει να μοιάζουν με μακρινούς επιγόνους των μονολόγων που εκφωνούσαν οι ήρωες ή, πιο σωστά, οι ηρωίδες των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών ή ακόμα και με τα χορικά πού παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα επεισόδια και που εκφωνούνταν, βέβαια, από ένα σύνολο ανθρώπων, στην πραγματικότητα, όμως, λειτουργούσαν αντιπροσωπευτικά ενός συγκεκριμένου ανθρώπινου τύπου. ’Έτσι κι εδώ, αυτή που μιλά είναι η (σύγχρονη) γυναίκα που φτιάχνει, λέξη λέξη, ένα ψηφιδωτό το όποιο απεικονίζει τη μορφή της, μια μορφή και μια ύπαρξη εν κινήσει, όπως την αντιλαμβάνεται η ποιητική φαντασία και γνώση.
Η ποιητική αφόρμηση των γυναικείων μονολόγων πραγματοποιείται, συχνά, από ένα δίλημμα. Ένα δίλημμα που άλλοτε εκφράζεται ρητά και με αμεσότητα και, άλλοτε, υποφώσκει και ενεδρεύει στο εσωτερικό του ποιήματος. Η διερώτηση αυτή η, αλλιώς, ο διχασμός της γυναίκας εκκινεί από τον ρόλο και τη θέση της στην κοινωνία και ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια ηχηρή, πλην όμως κούφια, παθητικότητα και σε μια διακριτική, πλην όμως προσοδοφόρα ενεργητικότητα: στολισμένη μια κούκλα βιτρίνας μπροστά / της φωτιάς θεατής και με στάχτη στα μάτια / ή στην πίσω κερκίδα κουβαλώντας τα ξύλα / για μια φλόγα που καίει στο βάθος ανώνυμη; Το δίλημμα αυτό και η συνακόλουθη επιλογή αποτελεί ζήτημα και ζητούμενο της ίδιας της τέχνης -εξ ου και ο τίτλος του ποιήματος «τεχνητά διλήμματα»- από τη στιγμή που, μέσα από αυτήν, τεχνουργείται μια πορεία και στάση ζωής, μια «ποιητική» του βίου, όπως ακριβώς και μέσα από τη ζωή τεχνουργείται η βίωση της τέχνης.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

frear.gr 11/6/2021

Επ’ αφορμή και εξ’ αιτίας

Η ποίηση του Δελιόπουλου από την άλλη αξιοποιεί έναν συγκερασμό συναισθηματικότητας κι ερωτισμού –που παραπέμπει στην ποίηση του μεσοπολέμου– και μιας μεταμοντέρνας ώσμωσης προς σύγχρονα θέματα κι αφορμές. Διατηρεί με άλλα λόγια τα παλαιά εργαλεία καλογυαλισμένα –ποιητικά μα και γλωσσικά– τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη ή/και τον Σαραντάρη κι εφαρμόζει εκεί με εμπιστοσύνη και σταθερή παρρησία («ακουμπάει» θα μπορούσαμε να πούμε) τον οίστρο του. Η επιλογή του φαίνεται να δικαιώνει τις προσδοκίες του σε μεγάλο βαθμό (στον βαθμό που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες) και ελευθερώνει την τιμιότητα της γραφής του. Όμορφα μέτρα και ρυθμός τον τοποθετούν τεχνικώς ισάξιο στη συνύπαρξη με τον Ριζάκη, δίχως να υπάρχει σύγχυση ταυτότητας. Ίσα ίσα διακρίνεται απόλυτα ιδεολογικά καθώς γεμάτος εικόνες και ήχους και αφές ταυτίζεται βήμα το βήμα με τη γυναικεία κάψα της οικουμένης ώσπου ο λόγος του εκφέρεται αποκλειστικά από γυναίκες. Σε ορισμένα σημεία δημιουργούνται ποιητικές στιγμές συγκλονιστικές. Ποίηση, ουσιαστική κι αναγνωρίσιμη, θα συνέχιζε να λειτουργεί συντριπτικά ακόμη και δίχως την αναγωγή στη φόρμα, ως πιστοποίηση αυθεντικότητας. Σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα επιτυγχάνει απολύτως για τον Δελιόπουλο. Η «αναπήδηση» της ποίησής του πάνω μου, με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς αποδείχθηκε μια αναγνωστική εμπειρία για ρέκτες, της οποίας η ανάμνηση διαρκεί μέρες μετά την πρώτη ανάγνωση. Εξέχουσα στιγμή το ποίημα «ως έλαφος διψώσα», συνοψίζει τη συλλογή, νοηματοδοτεί τους συμβολισμούς, διατηρεί τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προανέφερα συν μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που συγκλονίζει και καταλήγει:

[…] κι εσύ μανούλα που γεννάς ακόμη ελαφίνες
θύματα δίχως κέρατα σε δάση κυνηγών

τι μου ζητάς να ξεδιψάσω, πνίγομαι.

Το βιβλίο είναι ένα απόλυτα επιτυχημένο –μερακλίδικο κυριολεκτικά– ποιητικό βιβλίο που θα ανταμείψει τους αναγνώστες του στο έπακρο. Ένα βιβλίο που, και μόνο εξαιτίας της αισθητικής του (ελευθερόστιχο με τέτοια μέτρα), έχω την αίσθηση ότι αν ήταν ο Ηλίας Λάγιος εν ζωή, θα το λάτρευε και θα το αποστήθιζε εξ ολοκλήρου.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

Fractal 18/5/2021

Επιμελημένη, αλάνθαστη έκδοση

Ο διδάκτωρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας και φιλόλογος Γιώργος Δελιόπουλος είναι μια λαμπρή μορφή της νέας γενιάς ανοιχτόμυαλων και ανοικτομάτηδων ποιητών που δεν απορρίπτουν την παράδοση και δεν αφορίζουν μιμούμενοι δουλικά ξένα πρότυπα. Τουναντίον. Είναι τόσο λαγαρός ο λόγος του, τόσο δραματικός που εμπλουτίζει την μετανεωτερική υβριδικότητα με αυθεντική λαγαρότητα [ας μου συγχωρεθεί το νεολογιστικό επίθετο].

Οι δύο ποιητές συνδιαλέγονται με τρόπο αγνό κι απαρόμοιαστο. Σαν τραίνα σε παράλληλες τροχιές που διασχίζουν το ίδιο τοπίο, αλλά σε άλλο χρόνο ο κάθε ένας.

Το ενδιαφέρον στην πρωτεϊκή αφηγηματικότητα του Γιώργου Δελιόπουλου είναι πως η ομιλώσα πρωτοπρόσωπη (ενική και πληθυντική) ποιητική φωνή είναι συχνά γένους θηλυκού.

Καταληκτικά γνωμικά επίσης (βλ. σελ 49), όπως σε πολλούς σημαντικούς σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες.

Ωραίοι τίτλοι, προσεκτικά επιλεγμένοι, ενίοτε και από την Αγία Γραφή (σελ. 51). Δημοτικοφανές το εν λόγω ποίημα με τίτλο «ως έλαφος διψώσα».

Αντιθέσεις, απομυθοποιήσεις, απρόβλεπτες και απροσχημάτιστες «ηλιοτρόπιο στραμμένο στο σκοτάδι» (σελ. 53).

Αφιερωμένο στον «ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου» το ποίημα «άνοστη μνήμη», που μοιάζει σαν μετεξελιγμένο μοιρολόϊ, κάπου μεταξύ καθομολογουμένου λυρισμού και υφέρπουσας ελεγείας.

Πολλαπλοί διασκελισμοί, ασύνδετες τομές στίχων, σχεδόν μηχανικές αλλά ουχί και ισόχρονες.

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΣΕ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑ ΝΟΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΥ.

Πολυδουρικόν-Καρυωτακικόν το «ερωτεύσου!» [με θαυμαστικό, ναι] (στη σελίδα 59).
Πρωτότυπη σύλληψη: «το αίμα ιδρωμένο» (σελ. 60). Καταληκτικόν και καταπληκτικόν!!!
Όπως και το «να φεύγει ο χρόνος αμάσητος» (της αμέσως επόμενης σελίδας).
Σωτηριολογίας αδιευκρίνιστον ανάγνωσμα η «Ρουθ» (σελ. 62).
Πρωτότυπη εικόνα: «άνεργα κάστρα» (στη σελίδα 63), «κι είχα φορέσει αναμμένες προσευχές» (σελ. 65).
Καταληκτικός δεκαπεντασύλλαβος στη «σιωπηλή πρωτομαγιά» (σελ. 64).
Ρητορική και μόνον ρητορική ομολογία αποτυχίας το τελικό (προσώρας) «δεκαπενταύγουστο δοξαστικό» (σελ. 65). Μακάρι να αποτυγχάναμε όλοι έτσι.
Προτείνω στους εκλεκτούς συναδέλφους ποιητές να σχηματίσουμε ένα διαλογικό …τρίγωνο στην επομένη λογοτεχνική τους εξωστρέφεια.

Σημαντικός ο κατατοπιστικότατος πρόλογος της Ευσταθίας Δήμου, αρχετυπικές οι ζωγραφιές της Γλύκας Διονυσοπούλου.

.

ΕΟΡΔΑΙΑ ΓΗ (2019)

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Fractal 8/12/2020

Ο τόπος της αναζήτησης του χαμένου χρόνου: Συνάντηση Χρήστου Τουμανίδη – Γιώργου Δελιόπουλου

Γη και χρόνος, ζωή και χρόνος. Έννοιες άρρηκτα δεμένες σε μια σχέση δεδομένη. Το υλικό και το άυλο που αποκτά το σώμα της ζωής όλων των έμβιων και άβιων. Της ζωής μας. Η ζωή κυλά σε δευτερόλεπτα και ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ζωή.

Εορδαία γη, ο κοινός τόπος της ποιητικής κατάθεσης δύο ποιητικών υποκειμένων , εκεί, όπου συντελούνται τα φανερά και τα μύχια. Οι τόποι που στήνουμε το αρχιτεκτόνημα της ζωής μας στα όρια του χρόνου μας, η μνήμη, ο χρόνος κερδισμένος ή χαμένος, η αναζήτησή του, η ανακάλυψη κρυμμένων τόπων, συμπυκνώνονται στην Εορδαία γη.

Χώρος και χρόνος ή καλύτερα χωρόχρονος στο προσωπικό τους σύμπαν και στη διάσταση της νοσταλγίας του χαμένου χρόνου, της λείανσής του μέσα από τη δυνατότητα ίασης της ακάματης μνήμης από την οποία παίρνει ανάσες το νυν και ο μελλοντικός χρόνος. Ο πόνος της γης που μας γέννησε κι αυτή που μας δέχτηκε και μας τρέφει. Η γη ως πανανθρώπινη και αρχέγονη αγκαλιά. Οι αέναες πληγές της. Η αρχή του νήματος πλεγμένη στο τωρινό μας ένδυμα. Όλα αυτά μέσα στον χρόνο που βιώνεται και εκφράζεται με την εσωτερικότητα των δύο προσώπων. Ενότητα χώρου και χρόνου. Εκεί μέσα στην ενότητα αυτή ο τόπος διαγράφει την πορεία του στο ποτάμι του χρόνου. Γίνεται νοσταλγία, τραύμα, ελπίδα, χαρά αλλά θα γίνει κι ο σπόρος του αύριο, που θα βλαστήσει ‘’ένα γιασεμί κι ένας νάρκισσος’’, σύμφωνα με στίχους του Τζελαλεντίν Ρουμί, που αξιοποιεί ο Χρήστος Τουμανίδης στις ενότητές του. Ο εσωτερικός χρόνος πλήρως εναρμονισμένος με τον ρευστό ποιητικό χρόνο, έτσι ώστε ο υποκειμενικός χρόνος βρίσκει το πρόσφορο μέσο για να εκφραστεί. Ο ποιητικός χρόνος που είναι άχρονος, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται. Που έχει κάτι από το αιώνιο, χωρίς αρχή και τέλος, εκεί όπου τα πράγματα κι οι τόποι οι υλικοί και της καρδιάς μας μπορούν να υψωθούν στον πυρήνα και την αλήθεια τους. Μια συνάντηση κι ένας διάλογος μεταξύ δύο ποιητικών υποκειμένων που όμως δίνει την αίσθηση, πολλές φορές, του εσωτερικού μονόλογου, εκεί όπου μπορούν να ιαθούν οι αιμάσσουσες περιοχές. Η απεύθυνση στο β΄ πρόσωπο, μέχρι το σημείο της συνάντησης, είναι το μοίρασμα του κοινού τόπου, υλικού και άυλου.

Διπλός τίτλος, Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο, με το διαζευκτικό που εδώ δε χωρίζει αλλά, όχι μόνο συμπληρώνει και ενώνει, αλλά θα λέγαμε ταυτίζει. Ο δεύτερος αυτός, με τη διαφορά της προσθήκης του α’ πληθυντικού προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας, παραπέμπει ασφαλώς στο διάσημο αυτοβιογραφικό έργο του Μαρσέλ Προυστ, όπου μπορεί κάποιος να βρει και κοινά στοιχεία. Τη χαμένη νοσταλγία για την παιδική ηλικία, τα ανθρώπινα πάθη, τις στιγμές που άλλες φορές γλιστρούν από τα δάχτυλά μας και άλλοτε κουβαλούν το σπέρμα των δυνάμεων της ζωής, που προεκτείνεται και βαθαίνει και όπου μπορούμε να δούμε πέρα από το ορατό προς μια άλλη πραγματικότητα που μας υπερβαίνει. Και που επιθυμείς να διασώζεις. Αυτό που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον εστί :’’ Τούτο μόνο να ξέρεις. Ό,τι σώσεις στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει’’.

Η προμετωπίδα του βιβλίου, εξάλλου, είναι από το πρώτο βιβλίο, ‘’Από τη μεριά του Σουάν΄΄ του έργου του Προυστ. Εκεί διακρίνουμε καθαρά αυτήν την ένωση τόπου και χρόνου.

‘’Ως τότε νόμιζε πως οι τοποθεσίες αυτές ήταν μόνο μια πανάρχαια φύση, που απόμεινε σύγχρονη με τα μεγάλα γεωλογικά φαινόμενα- και τόσο έξω από την ανθρώπινη ιστορία, όσο ο ωκεανός και η Μεγάλη Άρκτος.’’

Αλλά και το εικαστικό του εξώφυλλου της Γλύκας Διονυσοπούλου: κλειστά σχήματα, γραμμές παράλληλες και κάθετες, που άλλοτε, μπορεί κάποιος να εικάσει, δείχνουν τη γραμμικότητα και τη ροή του χρόνου άλλοτε την υπονομεύουν κλίμακες, παράθυρα σε κτίσματα κτλ.

Εν αρχή, ο τίτλος της πρώτης ποιητικής ενότητας, από τη μεριά του Χρήστου Τουμανίδη. Εν αρχή ην ο λόγος ξεκινά το εναρκτήριο ποίημα, ενθαρρυντικά για τη σημασία του λόγου. Ο λόγος ως έκφραση και ποίηση, αλλά και ως φανέρωση και ορμή ζωής σύμφωνα με τους στίχους που ακολουθούν.

Εν αρχή ην ο λόγος- και η ωραία ταραχή
Η ανάσα γύρω των βουνών. Οι μνήμες και
η δέηση των φουγάρων μες στα χρόνια
Οι μέρες μας, δεν ξεχωρίζουν απ’ τις νύχτες.
Και οι παλιές πληγές δεν έκλεισαν ακόμη.
Φταίνε οι γερανοί; Τα φορτηγά;
Φταίνε τα χώματα που φεύγουν.. που κυλούν;
(Ο τόπος λες και μοιάζει με κλεψύδρα).

Ο χρόνος μικραίνει, μακραίνει, συρρικνώνεται, τσαλακώνεται. Νοσταλγία, μνήμες που τρέχουν στο παρόν, πληγές ανοιχτές. Η φύση αποτύπωση του εσωτερικού περιβάλλοντος.

Σ΄ ένα οξύμωρο σχήμα στον τελευταίο στίχο καταλήγει:

Εν αρχή, εν τέλει, είναι η σιωπή. Σιωπή αινιγματική. Η σιωπή της απόφασης παραίτησης; Ως συγκίνηση και πλημμύρισμα συναισθημάτων; Ή ο λόγος στην πλήρη του αφαίρεση;

Το πρώτο αυτό ποίημα είναι , θα ‘λεγε κανείς, μικρογραφία, κατά κάποιον τρόπο και συμπύκνωση της συλλογιστικής της ενότητας, αλλά και όλης της συλλογής.
Ο χρόνος για τον Χρήστο Τουμανίδη είναι κυρίως η μνήμη. Η μνήμη διαπλέκεται με το τώρα αλλά είναι κυρίαρχη. Η μνήμη όχι μόνο του υποκειμένου αλλά και του τόπου μέσα στην πορεία του χρόνου που το νήμα του γυρίζει βαθιά πίσω. Υπάρχει η αίσθηση διαχρονικότητας της μνήμης που ενισχύεται με στοιχεία της παράδοσης, αξιοποίηση στίχων δημοτικών τραγουδιών κτλ. Άλλωστε είναι μια από τις πρώτες λέξεις στην έναρξη της πρώτης του ενότητας. Στη μνήμη διαδραματίζεται ο μονόλογος του ποιητή με καμβά κυρίως τη φύση. Εκεί απλώνει τα χρώματά του. Άλλοτε σκοτεινά, μουντά, άλλοτε φωτεινά. Εκεί η χαμένη πατρίδα και η καινούρια. Η καινούρια γη ευδοκιμεί με χώμα και καπνό από την παλιά. Κι όλα τελικά γίνονται μια καρδιά: Όλα εδώ σαν μια καρδιά οι άνθρωποι , τα δέντρα, τα χωράφια

Η μνήμη επιστρέφει όμως το βλέμμα προσβλέπει και στο μέλλον, ο χρόνος ενοποιείται γίνεται ένα, όπως και ο τόπος, του πριν, του τώρα, του μετά, που είναι η άλλη του όψη.

‘’Ο χρόνος είναι ο χάρτης μας’’ για τον Χρήστο Τουμανίδη, ο τίτλος της δεύτερης ενότητας. Πάνω στο δέρμα η γεωγραφία των χρόνων, της ζωής. Η χαρτογράφηση του τόπου, του χρόνου, των συμβόλων, του ανάγλυφου, της ανθρωπογεωγραφίας που νοηματοδοτούν τη ζωή και που αφήνουν κάποιες σκιές θανάτου και στο τέλος γίνονται λόγος και περνούν στο αιώνιο.

Ο χρόνος κάποτε αδύναμος και μικρός να χωρέσει τη ζωή ή δεν έμαθε να εναρμονίζεται με τις ταχύτητες της, τις εκδηλώσεις της, την ορμή της. Οι πόνοι δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στο σώμα της. Κι η αγωνία πάντα για μια στιγμή ουσίας:

Κράτα βαθιά σου εκείνη τη στιγμή που σε έκανε δικό της.

Συνομιλώντας με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί, η τρίτη ενότητα του Χρήστου Τουμανίδη. Αξιοποιώντας τους στίχους των δύο πλέκει γύρω τους τον δικό του ποιητικό ιστό:

Ε, ναι ,λοιπόν, όπως το λέει και ο Ρουμί:

‘’ Είμαι ο απέραντος ωκεανός
Κι όχι μόνο μια σταγόνα’’

Τα σύννεφα εκείνα του Λουντέμη λέω
αυτά που φέραν το κακό.
Κι αυτά που κουβαλάμε όλοι εντός μας.

‘’Μικρή εβδομάδα’’, ο τίτλος της πρώτης ενότητας για τον Γιώργο Δελιόπουλο. Και μια κλεψύδρα που τον συνοδεύει, στο εικαστικό της Άννας Καμπουρίδου, που μοιράζεται τα εικαστικά του βιβλίου με τη Γλύκα Διονυσοπούλου. Ο χρόνος του Δελιόπουλου είναι κυρίως το νυν και τα τωρινά υλικά της ζωής του. Ο χρόνος που τρέχει τώρα. Καμβάς του η πόλη. Εκεί που ο χρόνος έχει υψηλότερες ταχύτητες.

Η πόλη χαράζει
με ρόδα και πάχνες

Μια αίσθηση γλυκόπικρη. Κάτι αινιγματικό. Εικόνες διφορούμενες και μια αίσθηση κάποτε φθοράς που διατρέχει το ποιητικό σώμα και ίσως κάποιες τάσεις διαφυγής και αναζήτησης ψυχολογικών οάσεων.

Λίγο πριν κοιμηθώ
στα επεισόδια της οθόνης
στα φυλλάδια προσφορών
στ’ απολιθώματα και στο κρεβάτι
ψάχνω το πρόσωπό σου

Η σχέση του με την πόλη σχέση κοντινή και απόστασης. Από τα σημεία της πόλης και τα γεγονότα της ζωής που τρέχουν μαζί με τη δική του. Όσμωση αισθημάτων, σκέψεων, ζωής. Στην αγκαλιά της πόλης βυθισμένος αλλά όχι αφομοιωμένος αναζητά τα σημάδια της και τα δικά του. Ολιγόστιχα ποιήματα, στοιχείο κατασταλάγματος; Και μουσικότητα που ενισχύει την άποψη αυτή. Φαίνεται ο χρόνος προς στιγμήν να κερδίζεται:

Κυριακή όλη μέρα
Στα παλιά και στα ήδη μελλούμενα
κάτω από τον ίσκιο των βουνών
δίπλα σε μαύρα χώματα
Εκεί που λάμπουν λίμνες
-η Ζάζαρη, η Χειμαδίτιδα
η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες-

Λίμνες ανάστροφοι ουρανοί
Λίμνες λιμάνια των στίχων μου
Λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων

Κάποια αίσθηση φθοράς επανέρχεται και στην επόμενη ενότητα ‘’Ρόδα και στάχτες’’, ένα αντιθετικό ζεύγος και εικαστικό της Άννας Καμπουρίδου να το συνοδεύει: ομόκεντροι κύκλοι, που γίνονται πιο χαλαροί προς το κέντρο και καταλήγουν σε κλειστά γεωμετρικά σχήματα. Δίνει την εντύπωση σπέρματος βαθιά μέσα στη γη. Εδώ υπάρχουν μεγαλύτερης έκτασης ποιήματα και μια σειρά αμφιβολιών και αστάθειας, συμπύκνωση αισθημάτων που προβληματίζουν τον αναγνώστη.

Νιώθω περίεργα που απόψε
όλα τρελαίνονται κι όλα θυμίζουν όνειρο.

Το ποίημα ’’Καύσωνας’’ εντείνει τα αισθήματα αυτά και την πάλλουσα ασάφεια κι αμφιβολία ενώ και τα επόμενα ποιήματα κλιμακώνουν δραματικά την ένταση. Το υποκείμενο δοκιμάζεται σε κρίσεις, σε καθρέφτες, με ανθρώπους και θηρία και τελικά φαίνεται να οδηγείται όχι μόνο σε αδιέξοδο, αλλά σε διάλυση.

Δεν κατάλαβα πότε φαγώθηκα

Έχουμε κι εδώ το ξύπνημα της μνήμης και μια προσπάθεια κάθαρσης κι έτσι λείανσης του χαμένου χρόνου. Η αποκλιμάκωση αρχίζει, αλλάζει το σημείο προσανατολισμού και επικρατούν οι ήπιες εικόνες της πόλης, (Οι γυναίκες στο πάρκο), αλλά η μνήμη επιμένει (Μνημόσυνο), (Μάνα των πύργων) (Ηρώο).

Στην τρίτη ενότητα ‘’Ανορθόγραφα’’ είναι όλα εξημερωμένα:

Υπάρχουν και στο άσχημο ωραίες γειτονιές
Την άνοιξη στο στήθος περιμένοντας

Οι άνθρωποι συνοδοιπόροι μοιράζονται τον χρόνο και την ευλογία αλλά και τις πληγές του τόπου. Στη γεωγραφία του τόπου και η χαρτογράφηση των πόνων των προβλημάτων που ήταν και είναι: ‘’τα περασμένα δεν περνούν ποτέ’’

Η Εορδαία γη- ένδοξη γη
Πλούσια γη μα λεηλατημένη.

Με ένα λογοπαίγνιο του στο ποίημα ΔΕΗση (με δέος πρέπει στη ΔΕΗ να ΔΕΗθούμε) ίσως και με μια ειρωνική και πικρή διάθεση ο Χρήστος Τουμανίδης θίγει το θέμα αυτό που κάποτε ήταν όνειρο και έγινε αυταπάτη, το κέρδος που παραμέρισε τις ζωές των ανθρώπων.

Ανοίγεις πάλι τις κρυφές, τις φανερές σελίδες.
Αυτές που έγραψες, κι εκείνες που είδες.
‘’Τα περασμένα, δεν περνούν ποτέ’’

Τα έγκατα της γης- ίδια με τα δικά μας!
Άβυσσος , φως, λυγμός – χάνονται τα χωριά μας.
Αύριο λέει θα γίνουμε ορυχεία!
Κάποτε ήταν όνειρα και τώρα;
Αυταπάτες.
Και καταλήγει στη γνωστή ρήση του Πρωταγόρα:
‘’Πάντων χρημάτων μέτρον εστί άνθρωπος…’’

Τα πρόσωπα στον Γιώργο Δελιόπουλο είναι κοντινά, απτά, απλώνεις και τα αγγίζεις. Με κάτι αινιγματικό όμως . Πρόσωπα της πόλης:

Οι γυναίκες στο πάρκο
Μιλούν συνεχώς και τα λόγια μυρίζουν κρεμμύδι
Ανάβουν τσιγάρο σωπαίνουν θυμούνται

Πρόσωπα δικά του, στη μνήμη:

Η γιαγιά μου έζησε
Με κομμένο λαιμό σιωπηλή
Κουβαλώντας αγέννητα όνειρα (μνημόσυνο)
Μάνα των Πύργων Μάνα του κόσμου Μάνα μου
Μην κρύβεις το βλέμμα σου στα μαύρα του πόνου

Πρόσωπα ιστορικά:

σε κατάλαβα καπετάν Φούρα
καθισμένο στην άκρη της πόλης
πνίγοντας πόνους κάτω από το δέρμα

Ο λόγος κυρίαρχος, πρωτοστατεί, όχι απλώς εκφράζει αλλά ταυτίζεται, γίνεται ένα με τον χώρο και τον χρόνο. Γίνεται γη μέσα στον χρόνο. Λιγνίτης. Στοιχείο της Εορδαίας γης. Όπως η γη που κουβαλά το βάρος των τάφων και τις στάχτες, έτσι κι ο λόγος σαν άλλος Άτλαντας κουβαλά τον πόνο των ανθρώπων, τα λάθη και τα πάθη:

Λιγνίτης λόγος
Οι λέξεις σηκώνουν πάντοτε στις πλάτες τους
τα βάρη των ανθρώπων
Κρόκος, λιγνίτης, μάρμαρα- μπερδεύονται στα χείλη
γίνονται λόγος, νόημα ζωής- ιριδισμοί θανάτου

Ο λόγος , το ποίημα τούς ενώνει:

Το ποίημά σου πριν γεννηθεί, είναι κιόλας μαζί μου
Σωπαίνει ο ποιητής για να γυρίσει μόνος του στον στίχο
που φτερουγίζει πάνω στο χαρτί
λίγο πριν γίνει στάχτη
Μια φωτεινή στιγμή αθανασίας
Σε χωράφια χάρτινα
μηρυκάζοντας την πείνα
τσαλακώνονται οι ποιητές
Κι απόψε επιστρέφοντας στον ύπνο μου αργά
δε βρήκα τι να γράψω, τα είπανε όλα τα παιδιά

Και στο σημείο συνάντησης:

συζητούσαμε ανοιχτά με τα φαντάσματα
διαβάζοντας ποιήματα λειψά, του μέλλοντός μας
δοκιμάζουμε τους στίχους μας γεμίζοντας
στα πράγματα μελάνι τα κενά.

Σημείο συνάντησης των δύο η Εορδαία γη. Γη σύμβολο και συμπύκνωση της ζωής, του χρόνου που κερδήθηκε κι αυτού που αναζητείται μέσα από τη διαχρονικότητα του λόγου, ως έκφραση και ορμή ζωής που συμπυκνώνεται στο νυν, με τη σφραγίδα του χθες και τον σπόρο του αύριο. Μέσα από τον μονόλογο, κυρίως, και τις εσωτερικές συγκρούσεις και μετά από μοναχική πορεία θα βρεθούν στον κοινό τόπο της Εορδαίας γης, θα ενώσουν τους χρόνους τους, την κοινή μοίρα με τον λόγο που έχει την ιδιότητα, εκτός των άλλων, να ενώνει.

Θεωρώ ευτυχής συγκυρία και επιτυχή τη συνάντηση και σύμπλευση του Χρήστου Τουμανίδη και Γιώργου Δελιόπουλου. Κατορθώνει εκκινώντας από το προσωπικό στοιχείο και τους οικείους τόπους να υψώσει την Εορδαία γη τελικά σε τόπο αναζήτησης και ανακάλυψης για τον καθένα.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΚΑΤΣΗ

Καρυοθραύστις, τχ. 4 (Απρίλιος 2020)

.

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ:
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ – ΔΙΠΛΗ ΔΙΑΝΟΜΗ
Χρήστος Τουμανίδης – Γιώργος Δελιόπουλος,
Εορδαία Γη, εκδ. Ρώμη, 2019

Είναι δώρο σπάνιο –και γι’ αυτό ανεκτίμητο– να συναντηθούν στη ζωή τους άνθρωποι που μπορούν να συνομιλούν άριστα μέσα από τις σιωπές τους. Σ’ αυτούς τους τυχερούς συνοδοιπόρους η σιωπή καίει δίχως παρέα, μοιράζεται και γίνεται λόγος, ταξίδι από το μαύρο στο φως, παραμύθι γεμάτο αλήθεια.
Η Εορδαία Γη είναι προϊόν ενός σπάνιου για τα ποιητικά πράγματα φαινομένου. Ενώ η δημιουργία της ποίησης συνεπάγεται μία πορεία μοναχική, ατομική, ο Χρήστος Τουμανίδης με τον Γιώργο Δελιόπουλο ένωσαν τα βήματά τους σε μια πρωτότυπη ποιητική συνεύρεση, σε έναν μαγευτικό χορό των στίχων τους.
Η γη της Εορδαίας, που δανείζει τον τίτλο στη συλλογή, χωρίς να είναι γενέθλιος τόπος κανενός τους, γίνεται μία έννοια πολύσημη στο βλέμμα, στη ζωή και στη γραφή τους. Η Εορδαία Γη ήταν μόνο η αφορμή. Ο συγκεκριμένος τόπος τούς πρόσφερε το μπαλάκι ενός ιδιότυπου ποιητικού πινγκ-πονγκ. Περπατούν παρέα στην Εορδαία γη και στο νοερό μονοπάτι της ποίησης συνομιλούν. Εσωτερικός και στοχαστικός ποιητής ο Τουμανίδης, «μεταφράζει» τους υπαινικτικούς στίχους του Δελιόπουλου και απαντά με συναισθηματική κι εκφραστική πυκνότητα. Το ιδιωτικό γίνεται στην αρχή συντροφικό και στη συνέχεια, με τη δημοσίευση των ποιημάτων τους, καθολικό· το τοπικό γίνεται οικουμενικό και άχρονο.
Η κοιλάδα της Εορδαίας, πανάρχαια κοιτίδα των Μακεδόνων, περιβάλλεται από τα φυσικά τείχη των βουνοπλαγιών Βερμίου, Σινιάτσικου και Βόρρα. Οι πιθανές εκδοχές της ετυμολογίας του ονόματος (τόπος με άφθονα νερά, αγαπημένη γη, ωραίος, εύφορος τόπος, πλούσια σε ρόδα γη) μαρτυρούν τα πλούσια φυσικά χαρίσματα της περιοχής. Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μ. Ασία και η αυξανόμενη εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου σημαδεύουν τη νεότερη ιστορία της. Εργάτες στα λιγνιτωρυχεία και στα εργοστάσια της ΔΕΗ αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι κυριαρχούν στην ανθρωπογεωγραφία της. Η σύγχρονη ζωή της επαρχίας σημαδεύει την καθημερινότητά της. Στίγματα του παρελθόντος μένουν στο σήμερα και προδικάζουν το αύριο. Ο τόπος μέσα στον χρόνο νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις· η συλλογική μνήμη αλέθεται με την ατομική εμπειρία. Οι δύο ποιητές ενώνουν τα θραύσματα από τα τραύματα που αφήνει η Ιστορία στον άνθρωπο και ο άνθρωπος στη φύση και ξεφεύγουν από τον συγκεκριμένο χώρο, μιλώντας για τον κάθε άνθρωπο, τον κάθε τόπο πέρα από χρονικούς περιορισμούς.
Ο υπότιτλος της ποιητικής συλλογής, από την άλλη, βάζοντας το κτητικό «μας» στον τίτλο του Προυστ – Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο– παραπέμπει στην αιώνια επιθυμία του ανθρώπου να βγει αυτός νικητής στη μάχη με τον χρόνο. Η μνήμη –λεπίδα στον λαιμό του χρόνου– μπορεί να μην είναι ανώδυνη, αλλά βασανιστική. Ωστόσο, είναι απαραίτητη, αφυπνιστική και μας κρατάει ζωντανούς. Μεταδοτική και συνδετική μνήμη ενώνει τα περασμένα με τα τωρινά. Ξύνει τις ανθρώπινες πληγές και γίνεται φιτίλι για τους ποιητές.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα (Από τη μεριά του Χρήστου) αποτελείται από 26 ποιήματα του Χρήστου Τουμανίδη, απλωμένα σε τέσσερις υποενότητες. Ο Τουμανίδης ανήκει στην λογοτεχνική γενιά του ’70. Οι ποιητές της περιόδου αυτής, πέρα από τις ατομικές διαφοροποιήσεις, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που διακρίνονται και στην ποίηση του Χρήστου: «Ο ποιητής ταυτίζεται με τις λέξεις, το συναίσθημα και τις αγωνίες. Παλεύει να καταστήσει εφικτό έναν καινούριο διάλογο μεταξύ λέξεων κι ανθρώπων, ύλης και συναισθήματος. […] Παρεμβαίνει εικαστικά στη γλώσσα μέσα από τη λιτή ασάφεια και […] η φράση γίνεται εικόνα. […] Είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης της ιστορίας με τον άνθρωπο, του ατόμου και της κοινωνίας που το περιβάλλει. […] Οι ποιητές της γενιάς του ’70 αξιοποιούν τον μύθο και την Ιστορία ως σύμβολα ή βιώματα για την έκφραση της κοινής μοίρας. […] Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία. […] Ευνοούνται οι συνειρμικοί συλλογισμοί με συμβολική προσέγγιση. […] Ο στίχος, αν και πάντα ελεύθερος, διαφέρει από δημιουργό σε δημιουργό […] Επιλέγεται σταθερά η πεζολογική προσέγγιση» .
ΕΝ ΑΡΧΗ…, η πρώτη υποενότητα με οχτώ ποιήματα. Το παιχνίδι αντιθέσεων σε επίπεδο έκφρασης (με κυρίαρχη αυτήν ανάμεσα στον λόγο και τη σιωπή) «σημαίνει» παραστατικά σε επίπεδο νοήματος την εσωτερική ταραχή του ποιητικού υποκειμένου. Ταραχή που δεν πηγάζει από ατομικά προβλήματα, αλλά από τα συλλογικά αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας. Το α΄ ενικό πρόσωπο δεν προσδίδει εξομολογητικό τόνο, καθώς συναλλάσσεται με το α΄ πληθυντικό. Ο ποιητής γίνεται κοινωνός και νοσταλγός του τόπου, της ιστορίας και του παρόντος του. Τα φουγάρα των εργοστασίων, τα φορτηγά που κουβαλούν τα χώματα κάνοντας τον τόπο να μοιάζει κλεψύδρα, η μετανάστευση και η προσφυγιά, ο λιγνίτης που μαυρίζει το τοπίο και τις ψυχές, οι στάχτες του θανάτου που σκορπίζονται πάνω σε χωριά και κατοίκους, τα όνειρα που δείχνουν αυταπάτες, όλα διαγράφουν ένα συναισθηματικό πλαίσιο που αγγίζει τα όρια της απαισιοδοξίας με ένα λυρισμό, όμως, τρυφερό, ήπιο. Το μοτίβο της σιωπής που δεσπόζει στα ποιήματα κλονίζεται από τον ήχο των λέξεων που ακούει ο ποιητής να του ψιθυρίζουν ο τόπος, το παρελθόν και ο φίλος του ποιητής.

5
Οι λέξεις,
σηκώνουν πάντοτε στις πλάτες τους
τα βάρη των ανθρώπων.
(Πάθη ανομολόγητα, ψεύδη, σιωπές, αρνήσεις.)
Έτσι όπως σηκώνουνε τα δέντρα τους καρπούς.

Όπως σηκώνει πάνω της η γη, τους τάφους και τις
στάχτες.

Ο χρόνος, με όλους τους αναβαθμούς του, αποτελεί ένα ακόμη δυνατό μοτίβο στα ποιήματα του Τουμανίδη και δίνει τον τίτλο στη δεύτερη υποενότητα, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΑΡΤΗΣ ΜΑΣ, με πέντε ποιήματα. Όπως στα καβαφικά «Κεριά», ο ποιητής στέκει μελαγχολικός στη γραμμή του χρόνου, κοιτάζοντας πότε πίσω το παρελθόν, πότε μπροστά το μέλλον. Το ταξίδι αυτό τον κερνάει αμφίβολες βεβαιότητες: «Η γεωγραφία των ετών, ιδού, πάνω στο δέρμα» («ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ»), «Ο χρόνος είναι οι στάχτες μας, οι χτύποι της καρδιάς» («ΚΑΙ ΑΚΟΥΓΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ»), «Το διαρκές αβέβαιο· η βεβαιότητά μας» («ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»).
Ιδιαίτερη και παράξενη μοιάζει η τρίτη υποενότητα, ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ: Με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί. Αφορμή για τα έξι ποιήματα της υποενότητας υπήρξαν κάποια αποσπάσματα από τον Έλληνα λογοτέχνη του μεσοπολέμου και τον Πέρση ποιητή του 13ου αιώνα. Τα σύννεφα, οι σιωπές, η φυγή, οι πόλεις και η φύση, το ανελέητο πισωγύρισμα στον χρόνο παντρεύονται στην ιδιότυπη αυτή συνομιλία, βάζοντας στην ποιητική παρέα και τον Γιώργο Δελιόπουλο. Αχνοφαίνεται, τελικά, η αισιόδοξη προοπτική της ποίησης που σκάβει στα σκοτάδια, για να θεμελιώσει τη φωτεινή αλήθεια του λόγου «Στ’ αδέσποτα κουρέλια τ’ ουρανού» («ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ»).
Η τελευταία υποενότητα, ΤΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, αποτελείται από εφτά χαϊκού, αγαπημένη ποιητική φόρμα του Χρήστου Τουμανίδη. Τα θέματα που τον απασχόλησαν στις προηγούμενες ενότητες επανέρχονται με τη λιτή και πυκνή εκφραστική δύναμη των δεκαεφτασύλλαβων ποιημάτων. Το γκρίζο κυριαρχεί και πάλι.

5
Αύριο, λέω,
μπορεί και τα χρώματα,
να μας ξεχάσουν!

Η χαρά, ωστόσο, της συνάντησης με τον ομότεχνό του Γιώργο Δελιόπουλο μετριάζει, φωτίζει τη θλίψη και την εγγενή μελαγχολία του Χρήστου Τουμανίδη, όπως θα φανεί και στα ποιήματα όπου η συνομιλία γίνεται φανερή σε όλους.
Η δεύτερη μεγάλη ενότητα της συλλογής (Από τη μεριά του Γιώργου) περιλαμβάνει τρεις υποενότητες και 25 ποιήματα του Γιώργου Δελιόπουλου. Ολιγόστιχα και εδώ τα ποιήματα, σε ελεύθερο, κυρίως, στίχο, με φειδωλή στίξη. Ορατά τα ποιητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Γιώργου Δελιόπουλου: μειλίχιο ύφος, υπαινικτικός τόνος, εσωτερικότητα, υπαρξιακή αγωνία για τον χρόνο και την ανθρώπινη ζωή, στοχασμός πάνω στην ίδια την ποίηση, τολμηρή εικονοπλασία, συναισθηματικός πλούτος.
Αφόρμηση η γη της Εορδαίας, καθώς ο πραγματικός τόπος μετουσιώνεται σε λογοτεχνικό χώρο, όπου αποτυπώνεται η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του γενικά, όπου κι αν βρίσκεται αυτός. Δημιουργήματα της εποχής και του τόπου μας οι άνθρωποι· κάθε τόπος μάς μιλάει, επηρεάζοντας τις σκέψεις, τα όνειρα, τις αγωνίες μας. Με μια τρυφερή ευαισθησία ο Δελιόπουλος αφουγκράζεται τις άηχες λέξεις, τις βουβές κραυγές, τα αγέννητα όνειρά μας και ντύνει με λόγο τις σιωπές.
Στην πρώτη υποενότητα, ΜΙΚΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, εφτά σύντομα ποιήματα αποτυπώνουν, σε κλιμακωτή χρονική πορεία από το ξημέρωμα της Δευτέρας έως τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, τις μέρες της καθημερινής ζωής στην πόλη. Η πορεία στην πόλη των αντιφάσεων (ρόδα και στάχτες, γκρίζο και χρώματα) κορυφώνεται την Κυριακή –όλη μέρα– όπου ο οικείος, βιωματικός τόπος μετουσιώνεται σε άχρονο, αφηρημένο, καθολικό τόπο. Εκεί, οι καημοί των ανθρώπων δεν έχουν χωροχρονικούς περιορισμούς και γίνονται έναυσμα για ποιητική δράση. Η πρόδηλη συνομιλία του ποιήματος «ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΛΗ ΜΕΡΑ» με το ποίημα «7» της πρώτης υποενότητας του Τουμανίδη «ακουμπά» στην παπαδιαμαντική φράση «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» , αφήνοντας, όμως, τη μικρή λάμψη της ποίησης, λυτρωτικό άυλο καταφύγιο, να σκίζει τα σκοτάδια της αγωνίας.

7
…το φοβερό της άγνοιας το βάθος.

Ο νους μου πάλι στα παλιά
και στα μελλούμενα με πάει.
Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών.
Εκεί που λάμπουν λίμνες
και πολύχρωμα φτερά.
Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών.
Τη Βεγορίτιδα; Ακόμα δεν την είδα.

Λίμνες: ανάστροφοι ουρανοί.
Λίμνες: λιμάνια. Λίμνες: χαλασμοί.
Γλυκά πικρά τραγούδια των νερών.
Και των πουλιών η δόξα.
– Γιώργο, ακούς;
– Ώς πότε, λες, ώς πότε!

(Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί.)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΛΗ ΜΕΡΑ
στα παλιά και στα ήδη μελλούμενα
κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών
δίπλα σε μαύρα χώματα
εκεί που λάμπουν οι λίμνες
–η Ζάζαρη, η Χειμαδίτιδα,
η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες–

λίμνες ανάστροφοι ουρανοί
λίμνες λιμάνια των στίχων μου
λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων.

Τα δέκα ποιήματα της επόμενης υποενότητας, ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΕΣ, συγκεντρώνουν αιτίες κι αφορμές, παρελθόν και παρόν, ζωντανούς και νεκρούς, πραγματικότητα και ουτοπία. Η εξοντωτική χειρωνακτική δουλειά στα ορυχεία διαλύει κι αλλοτριώνει τον άνθρωπο, ο οποίος, αποκομμένος από την πραγματική ζωή, ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πεζής πραγματικότητας («ΕΝΥΠΝΙΟ»). Στο ποίημα «ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ» –το οποίο διαφέρει τεχνικά από τα υπόλοιπα, καθώς επιχειρεί μια μορφική ισορροπία σε αναπαιστικό μέτρο– το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, θύμα της μαζοποίησης και αποπροσωποποίησης της πόλης, υποκρίνεται. Μόνο στην απόλυτη μοναξιά τολμά να αγγίξει ή να ψάξει την αλήθεια του, που με τόση επιμέλεια κρύβει ολημερίς.
Ιδιαίτερη μνεία στη γυναικεία μορφή αποτελούν τρία ποιήματα. Η έντονη εικονοπλασία στις «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ» ζωγραφίζει τη μονότονη ζωή που επιφυλάσσει ο τόπος στις γυναίκες. Λόγια, σιωπές, μνήμες στριμώχνονται στη μουντή καθημερινότητα, «και μοιάζει τ’ αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει» . Προσωπικά, με συγκλόνισε το «ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ». Μνήμη και ανάμνηση της γιαγιάς όλων μας, της γυναίκας που, βουβή, δεν τολμά να ονειρευτεί· τής απαγορεύεται να μιλήσει, δεν της επιτρέπονται αντιρρήσεις· σκυφτή, δουλεύει ακατάπαυστα, φορτώνεται κατάσαρκα τον λυγμό και τον πόνο, πεθαίνει στα γεράματα με ελάχιστη ζωή. Στην εικόνα της γιαγιάς μπορεί, βέβαια, να χωρέσει κάθε καταπιεσμένος άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, εποχής.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Η γιαγιά μου έζησε
με κομμένο λαιμό σιωπηλή
κουβαλώντας αγέννητα όνειρα
έναν πρόσφυγα πόνο στο στήθος
μια βαριά ξενιτιά στην καρδιά
συγυρίζοντας μνήμες στα κάδρα.

Η γιαγιά μου πέθανε
χωρίς να το μάθει ποτέ
αρχές φθινοπώρου στον κήπο
μαζεύοντας κίτρινα φύλλα
θαμμένη στο μαύρο μαντήλι της
με λόγια στα χείλη που πάγωσαν.

Η «ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΠΥΡΓΩΝ» και το «ΗΡΩΟ» είναι ποιήματα εμπνευσμένα από γεγονότα της τοπικής ιστορίας, που, όμως, ξεπερνούν το συγκεκριμένο, στοχεύοντας στην οικουμενικότητα και στη διαχρονικότητα. Άλλωστε, σε κάθε πόλεμο, σε κάθε μάχη, σε κάθε σφαγή το ίδιο αβάσταχτος είναι ο πόνος, το ίδιο «παράλογος» φαντάζει ο ηρωισμός. Οι αδύναμοι του κόσμου, οι φτωχοί και κατατρεγμένοι, πρόσφυγες, ξένοι, παιδιά, απομονωμένοι κι αποκλεισμένοι, μπορεί να μην προκαλούν το βλέμμα των πολλών, αγγίζουν, όμως, την πένα του ποιητή («Ο ΦΤΩΧΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», «ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΤΑΙΕΙ»).
Η τρίτη υποενότητα, ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ, θεωρώ ότι είναι η πιο προσωπική του Γιώργου Δελιόπουλου μέσα στη συλλογή. Η ανάγνωση και μόνο των τίτλων των οχτώ ποιημάτων («Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ», «ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ», «ΜΕ ΣΒΗΣΤΑ FM», «ΠΛΑΤΕΙΑ», «ΩΡΑΙΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ», «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ», «ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ») φανερώνει τον αγώνα του ποιητή να ισορροπήσει, να συνταιριάσει το «μέσα» του με την εξωτερική πραγματικότητα, το χθες όχι μόνο με το σήμερα, αλλά και με το αύριο, την ποίηση με τη ζωή. Παρεκκλίνει από τον κανόνα, βαδίζει αβέβαια κόντρα στο ρεύμα, ανάποδα στην παρέλαση νικώντας με την ποίηση τη φθορά, τον θάνατο, τη στάχτη. Απομονώνει τους ήχους που θέλει, προσπαθεί να πετάξει πέρα από την καθημερινή ρουτίνα, αποφασίζει το ταξίδι ρισκάροντας τον προορισμό, μαγειρεύει το όνειρο με δική του συνταγή. Προσπαθεί να ακούσει τις άηχες λέξεις, τα ανομολόγητα «θέλω». Έχει το προνόμιο να διακρίνει το ωραίο μέσα στην ασχήμια, το αυθεντικό μέσα στις απομιμήσεις, την καρδιά μέσα στην πέτρα, το τραγούδι μέσα στη σιωπή. Δίνει ραντεβού σε μιαν άνοιξη παντοτινή, ανοίγει αγκαλιά μεγάλη στους καινούριους δρόμους που φτιάχνουν τα παιδιά.
Η τελευταία ενότητα της συλλογής (Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου) αποτελεί το ΣΗΜΕΙΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ. Τρία ποιήματα της λογοτεχνικής διάδρασης των δύο ποιητών επιστεγάζουν όλα όσα θίχτηκαν στις προηγούμενες ενότητες. «Όταν εφάπτονται οι ανθρώπινοι κύκλοι, είναι μαγεία», γράφει ένα σύνθημα σε τοίχο. Η μαγική στιγμή της πνευματικής συνεύρεσης γεννά στίχους, τραγούδι που το χορογραφούν οι ψυχές. Απλώνουν χέρια και καρδιές, παρασύροντας στον χορό όλους: ζωντανούς και νεκρούς, άγιους κι αμαρτωλούς, ψεύτικους κι αληθινούς. Παίζουν μπάλα με τους στίχους τους μέσα στα χαλάσματα του χθες, στην ομορφιά και την ασχήμια του σήμερα. Γεφυρώνουν το παρόν με το μέλλον με θεμέλιο την ποίηση. Νικούν έτσι τον χρόνο, υπερβαίνουν τον χώρο –όχι, όμως, θριαμβευτές, αλλά ταπεινοί κι ευγνώμονες που τους χαρίστηκε το δώρο αυτό. «Μαντεύοντας αόρατες κινήσεις», «ακούγοντας κρυφούς παλμούς», γράφουν και καθώς γράφει ο ένας, ο άλλος, χιλιόμετρα μακριά, διαβάζει τις λέξεις. «Γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο», ξοδεύουν αίμα και καρδιά στο συννεφένιο γαϊτανάκι που τους ενώνει, που το κάνουν τεντωμένο σχοινί, για να ακροβατήσουμε κι εμείς μαζί τους.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΑΤΣΗ

FRACTAL 26/05/2020

Για την ποιητική συλλογή των Χρήστου Τουμανίδη και Γιώργου Δελιόπουλου, «Εορδαία Γη» (εκδ. Ρώμη, 2019)

Ιχνηλατώντας την Εορδαία Γη

Η Εορδαία Γη (εκδ. Ρώμη, 2019) είναι μια κοινή ποιητική κατάθεση του Χρήστου Τουμανίδη και του Γιώργου Δελιόπουλου. Χωρίζεται σε τρεις διακριτές ενότητες, στην πρώτη με ποιήματα του Χρήστου Τουμανίδη, στη δεύτερη με ποιήματα του Γιώργου Δελιόπουλου, ενώ στο τέλος του βιβλίου βρίσκονται τρία κοινά ποιήματα στην ενότητα «ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ». Το βιβλίο κοσμούν έργα των εικαστικών Γλύκας Διονυσοπούλου και Άννας Καμπουρίδου, ενώ η γενική επιμέλεια ανήκει στον ποιητή Κ. Θ. Ριζάκη.

Αν και οι ποιητικές γραφές συνομιλούν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, το παρόν κείμενο θα εστιάσει στην ποιητική γραφή του Γιώργου Δελιόπουλου. Η ενότητα «ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ» χωρίζεται σε τρεις υποενότητες, «ΜΙΚΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ», «ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΕΣ» και «ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ». Με την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων, νιώθει κανείς πως πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική ποίηση με μια λυρική, όμως, προσέγγιση της απλής καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Διαβάζοντας τη «ΜΙΚΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ», αισθάνεσαι ότι «διαβαίνεις» τη δική σου συνηθισμένη εβδομάδα: «ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΣΗΜΕΡΙ/ μετά τη δουλειά ξαπλωμένος στις ράγες/ κοιτώντας ανάποδα τα τρένα στην άκρη/ ονειρεύομαι πάλι ταξίδια που τέλειωσαν».

Ο Γιώργος Δελιόπουλος εμπνέεται από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του τόπου του, αλλά κυρίως από ανθρώπινα καθημερινά ερεθίσματα που μετουσιώνονται, όμως, σε ανώτερους στοχασμούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Στην υποενότητα «ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΕΣ» διακρίνω μια ρωμαλέα γραφή που δε «φοβάται» να αντικρύσει τη σκληρή πολλές φορές πραγματικότητα, την οποία, όμως, διαπερνά, έτσι όπως μόνο ο ποιητής γνωρίζει.

Τον απασχολούν οι ρίζες του. Στο ποίημα «ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ» γράφει αναφερόμενος στη γιαγιά του: «Η γιαγιά μου έζησε/ με κομμένο λαιμό σιωπηλή/ κουβαλώντας αγέννητα όνειρα/ έναν πρόσφυγα πόνο στο στήθος/ μια βαριά ξενιτιά στην καρδιά/ συγυρίζοντας μνήμες στα κάδρα». Στο ποίημα «ΗΡΩΟ» θυμάται τον Μακεδονομάχο καπετάν Φούφα και μέσα από αυτή τη θύμηση μεταλαμπαδεύει τα δικά του μηνύματα: «ορίστε μια νέα Μεγάλη Ιδέα/ να γίνουμε πάλι εμείς». Καταφέρνει μ’ έναν μοναδικό τρόπο να δένει εικόνες του σήμερα με αναφορές του παρελθόντος.

Δε σταματά, όμως, εκεί. Στην υποενότητα «ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ» και στο ποίημα «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ» δεν διστάζει ν’ ασκήσει κριτική στον δικό του κόσμο, τον κόσμο των ποιητών, καθώς μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τους ποιητές: «αν τους διαβάσεις νηστικούς/ βγάζουν τα κρυμμένα νύχια/ αν τους πειράξεις τη σελίδα/ σε κατασπαράζουν».

Η ποιητική γλώσσα του Δελιόπουλου είναι μια γλώσσα χωρίς περιττά στολίδια, της οποίας ο αντίκτυπος στον αναγνώστη είναι δυνατός. Ο ρεαλισμός στη θεματολογία του είναι έκδηλος, μόνο που συχνά ενδύεται το φόρεμα του λυρισμού και τότε μας ταξιδεύει σ’ άλλους τόπους. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα τις «ΩΡΑΙΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ» του ποιητή, εκεί που γράφει: «να κρέμονται χαμόγελα στην πόρτα για να μπεις/ χωρίς να παίρνει χάπια η χαρά/ χωρίς να βγαίνει στα μικρόφωνα η λύπη». Φαίνεται πως εδώ θίγει το θέμα της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Στο «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ» καταφέρνει με υπερρεαλιστική γραφή να προσεγγίζει θέματα που προβληματίζουν τον άνθρωπο του σήμερα.

Ολοκληρώνοντας κάπου εδώ την ιχνηλάτηση της Εορδαίας Γης του Γιώργου Δελιόπουλου, έχω έντονη την αίσθηση μιας στιβαρής γραφής χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με εσωτερική ένταση που παράγει το δικό της ήχο.

.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

εφ. ΑΥΓΗ, 6-9-2020

Ο τόπος της ύπαρξης

Το μεγαλόψυχο βλέμμα με το οποίο βλέπει κανείς έναν τόπο σε μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα όρια του εαυτού και της ύπαρξης, ενός όντος κι ενός τόπου με έμμεσο στόχο την αλληλεπίδρασή τους, επιχειρούν να ιχνηλατήσουν οι ποιητές Χρήστος Τουμανίδης και Γιώργος Δελιόπουλος στο βιβλίο που συμπυκνώνει σε τρία μέρη την ποιητική τους συνύπαρξη.
Η καθαρή ομορφιά και η ιερότητα, όπως αποδίδονται στην ποιητική παλέτα, εκλύουν κάτι από την ανάγκη του να ανήκεις κάπου, την ανάγκη να αφηγηθείς μια ιστορία, να συγκρατήσεις και να ανασυγκροτήσεις τη μνήμη, την ανάγκη του να φρενάρεις τον ξέφρενο ρυθμό και να εστιάσεις σε μια σχισμή στον ξυλώδη φλοιό του χρόνου και να δεις έναν κόσμο ολόκληρο μέσα από αυτήν. Ένας τόπος ζει ταυτόχρονα στο χθες, στο σήμερα και στο αύριο. Η ύπαρξη ενός τόπου ισοδυναμεί με τον τόπο της ύπαρξης, όπως περίτεχνα αποδεικνύεται μέσα από τα ποιήματα του Χρήστου Τουμανίδη που συγκροτούν το πρώτο μέρος του βιβλίου υπό τον τίτλο «Από την μεριά του Χρήστου».
Ο αρχαιότερος τόπος όπως το αρχαιότερο δέντρο, φωτεινή πυξίδα για το μέλλον. Ένας τόπος λειτουργεί σαν ένα δέντρο με πλήρη συναίσθηση της ατέρμονης ζωής του, εμποτισμένης με ιστορίες, αφηγήσεις και αρχαία τελετουργικά, πυλώνας μιας φύσης που υπόσχεται την αιωνιότητα. Ένας τόπος όπως ένα δέντρο είναι ο σιωπηλός μάρτυρας, παρατηρητής, αλλά και αφηγητής «μιας αλήθειας που δεν θα χαθεί ποτέ, αφού θα την ακούμε», όπως εύστοχα γράφει ο Χρήστος Τουμανίδης. Είτε λοιπόν ο ποιητής αναζητεί έναν ωκεανό είτε μια σταγόνα χρόνου που χάθηκε σ’ εκείνα τα έγκατα της ομορφιάς, πάντα θα καταβυθίζεται στην αρχή και στο τέλος «εμβαθύνοντας» στα χώματα τα άγια, της Γης που τον γέννησαν: /στου ασυνειδήτου τα πιο βαθιά/ τις ρίζες τους σκοτάδια / γιορτάζοντας τις ρίζες τους οι ποιητές/… Εορδαία Γη./Σκηνή και παράσταση/. Χωρίς θεατές./
«Είμαι ο απέραντος ωκεανός κι όχι μόνο μια σταγόνα». Ο χρόνος που χάθηκε όπως και ο χρόνος που βρέθηκε, πόσο ομοιάζει με τον απέραντο ωκεανό όπως θα τον ήθελε ο Ρουμί, αλλά και ο Χρήστος Τουμανίδης που τόσο ταιριαστά τον εντάσσει στο ποίημά του με την πρέπουσα ένταση και χροιά της «φωνής» που χαρακτηρίζει δόκιμο ποιητή.
Οριοθετώ, αλλά και σπάζω, διαρρηγνύω τα όρια, διευρύνω τους ορίζοντες, επαναπροσδιορίζω τις σχέσεις, συντομεύω τις αποστάσεις, αλλά και συγκολλώ τα θραύσματα, τις ρωγμές, τα χάσματα, σημαίνει με ξαναφτιάχνω για να αναγνωρίσω εμένα μέσα από εμένα στη σχέση που διαμορφώνω με το αντικειμενικό στον κόσμο, με τη λεηλασία της Ιστορίας και του χρόνου, με τη διαχρονική ομορφιά της μνήμης και την επιχείρηση διάσωσής της.
Οι τοποθεσίες δεν συγκροτούν μόνο μια πανάρχαια φύση, όπως διατείνεται στο μότο της συλλογής ο Μαρσέλ Προυστ, αλλά και η διάζευξη του τίτλου της συλλογής «Εορδαία Γη ή αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»∙ οι τοποθεσίες ζουν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη ιστορία πορεύεται μαζί τους σε μια αέναη και ίσως μάταιη, αλλά οπωσδήποτε δημιουργική αναζήτηση για την εύρεση αυτού του πολύτιμου, του ακριβοθώρητου, του ακριβοπληρωμένου χρόνου που χάθηκε μέσα από το πέρασμα των ανθρώπων. Μια χροιά χρέους και κατάστασης ζωής μοιάζει να ίπταται πάνω από την απομνημόνευση και ποιητική αποτύπωση ενός τόπου, μιας γης, μιας παράδοσης, ενός πολιτισμού, ενός ανθρώπινου βίου κάτι που έκδηλα απασχολεί τον Γιώργο Δελιόπουλο τον ποιητή του δεύτερου μέρους των ποιημάτων που στεγάζονται κάτω από τον διακριτικό τίτλο «Από την μεριά του Γιώργου». Σε χωράφια χάρτινα/ μηρυκάζοντας την πείνα/ τσαλακώνονται οι ποιητές/ αν τους διαβάσεις νηστικούς/ βγάζουν τα κρυμμένα νύχια/ αν τους πειράξεις τη σελίδα/ σε κατασπαράζουν/.
«Ένας ποιητής (δύο στην προκειμένη περίπτωση) είναι ένας κινηματογραφιστής, είναι σαν έναν ιστορικό της εποχής του – πρέπει να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες κι αν δίνει σημασία στις λεπτομέρειες τότε η ιστορία που αφηγείται θα αφορά πολύ κόσμο για πολύ καιρό» υποστηρίζει ο νεοϋορκέζος σκηνοθέτης Άιρα Σακς.
Ό,τι επιχειρεί να εγκλωβίσει ο Γιώργος Δελιόπουλος πάνω στο «χαρτί» κάθε λεπταίσθητου και καλοδουλεμένου ποιήματός του, φέρει κάτι από το ταξίδι των ψυχών στον χρόνο, μνημόσυνα για του απόντες, καταφύγια για τους παρόντες και πάνω απ’ όλα κάτι από την ανάγκη μνημόνευσης να εποπτεύει τον παρόντα χρόνο, μιας έστω μυθοπλαστικής επαναφοράς «ενός κόσμου ψεύτικου, αλλά κι αληθινού». Όλα διαδραματίζονται στο μεγάλο φόντο μιας χάρτινης αιωνιότητας – του χρόνου που κρύφτηκε, αλλά και του χρόνου που βρέθηκε εκεί: Μέσα στο απέραντο και το αχανές/ υπάρχει το «άγιο» κάτι./ Αυτό που δίνει νόημα/ βάθος και πνοή./, όπως το θέτει ο Χρήστος Τουμανίδης .
Αυτό το «άγιο κάτι» συνθέτει κατά τη γνώμη μου το σημείο συνάντησης των δύο ποιητών στα ποιήματα που συγκροτούν το τρίτο μέρος της συλλογής υπό τον τίτλο «Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου»:
Όλοι απόψε στη σειρά για τον τρανό χορό/ αμαρτωλοί και άγιοι της χαράς/ παρόντες και απόντες της καρδιάς μας

.

AΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

Fractal, Νοέμβριος 2019

Ο τόπος που αγαπάς, ο πληγωμένος τόπος: όταν δύο ποιητές συνομιλούν για τη γενέθλια γη τους

Χρήστος Τουμανίδης – Γιώργος Δελιόπουλος, «Εορδαία γη ή Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο μας», Εκδόσεις Ρώμη, 2019

Σπάνιο φαινόμενο να συναντά κανείς ένα ποιητικό βιβλίο γραμμένο από δύο ποιητές. Και είναι λογικό αυτό: η ποιητική γραφή είναι ο πιο προσωπικός τρόπος να μιλήσει κανείς για τον άνθρωπο και τον κόσμο, είναι συχνά ένας μοναχικός δρόμος. Κι όμως, υπάρχουν φορές που οι αναζητήσεις και οι καταβολές φέρνουν μπροστά μας την ανάγκη μιας συμπόρευσης, μιας κοινής έκφρασης κι ενός διαλόγου. Οι δύο ποιητές του βιβλίου αυτού γράφουν για τη γη τους, τη μακεδονική γη, καταγράφουν το χθες και το σήμερα, την εξωτερική αλλά και την εσωτερική ζωή των ανθρώπων, τα τραύματα της ιστορίας και της φύσης.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, το γραμμένο από τον Τουμανίδη, ο τόπος μοιάζει με κλεψύδρα, ανασύρει εικόνες και ιστορίες προσφύγων, ανθρώπων που έφτιαξαν μια νέα πατρίδα και έζησαν μέσα σε μια διφορούμενη σιωπή που άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου. Κι όμως, μέσα στην ιστορική σιωπή των βασανισμένων προσφύγων υπήξαν εκείνες οι μυστηριώδεις λέξεις που σηκώνουν πάντοτε στις πλάτες τους/ τα βάρη των ανθρώπων. Η σιωπηλή ιστορία λέγεται και θα λέγεται με ανομολόγητους τρόπους ες αεί, μέσα από τις μικρές ιστορίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, μέχρι αυτές να σμίξουν με νέα τραύματα, μέχρι να σμίξουν με το τραύμα της φύσης, εκεί όπου ο λιγνίτης υψώνει μαύρο του θανάτου. Ο τόπος αυτός κινείται τελικά μέσα στις εκπληκτικές αντιφάσεις του κόσμου μας: – Η Εορδαία Γη – ένδοξη γη./ Πλούσια γη, μα λεηλατημένη!
Ίσως φανεί παράξενο ότι ο ποιητής συνεχίζει με μια ενότητα ποιημάτων που συνομιλεί με τον Λουντέμη και με τον Ρουμί. Κι όμως, αν διαβάσει κανείς τους στίχους, θα δει ότι το τραύμα του τόπου που έχει γίνει και τραύμα εσωτερικό αναζητά τελικά θεραπεία στην ενατένιση μιας άλλης δυνατότητας, της δυνατότητας να ισορροπίσει ο άνθρωπος με το περιβάλλον του, όπως το απέδωσαν στο έργο τους τόσο ο Λουντέμης όσο και ο Ρουμί. Οι δύο συγγραφείς στοχάστηκαν πάνω σε αυτή την ισορροπία, βλέποντας τον άνθρωπο ως μια ψηφίδα του κοσμικού μυστηρίου: Η αρχή και το τέλος βρίσκονται μέσα μας. Εκεί στα έγκατα γεννιέται η ομορφιά, λέει ο ποιητής, και με αυτή τη διαπίστωση αναμετρώνται όλοι οι στίχοι.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το γραμμένο από τον Γιώργο Δελιόπουλο, ακολουθούμε τα ίχνη μιας Μικρής Εβδομάδας: η απλότητα και ο έντονος εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων δίνουν την αίσθηση ενός βηματισμού μέσα στον χρόνο, που αρχίζει με οικείες κινήσεις και χρώματα και φτάνει στην Κυριακή, στην κορύφωση. Το τελευταίο αυτό ποίημα λειτουργεί με έναν απροσδόκητο τρόπο, κάνει τη μετάβαση από το υλικό στοιχείο του γενέθλιου τόπου στο αιώνιο και το άφθαρτο: δίπλα σε μαύρα χώματα/ εκεί που λάμπουν λίμνες/ -η Ζάζαρη, η Χειμαδίτισα,/ η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες-/ λίμνες ανάστροφοι ουρανοί/ λίμνες λιμάνια των στίχων μου/ λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων.
Στην ενότητα Ρόδα και Στάχτες είναι ενδιαφέρουσα η συμπλοκή των ανθρώπων του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά και η παρουσία των ζώων. Είναι όλοι οι στίχοι γεμάτοι με τις ανάσες και το τρέμουλο της ζωής. Οι ζωντανοί και οι νεκροί συνυπάρχουν, η μνήμη και το παρόν ενώνονται, γίνονται Ένα, η Ιστορία συναντά τον προσωπικό μύθο. Αποκαλύπτει τελικά ο ποιητής ότι τα θηρία, οι άγριες δυνάμεις της καταγωγής μας επέζησαν της μακρινής προϊστορίας, συνεχίζουν να δαμάζουν τις πόλεις και τους ανθρώπους, στη μαγική βόρεια ελληνική γη.
Στην ενότητα Ανορθόγραφα η συντομία των ποιημάτων κρύβει δουλειά εσωτερική, βάθος και πυκνότητα νοημάτων. Η ειρωνεία και το τραγικό περπατούν μαζί, όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Ο τόπος, γεμάτος ιστορίες και θρύλους, γίνεται ένα μέσο για να αρθούν τα εμπόδια και να ακούσουμε, όπως έκανε και ο Τουμανίδης στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τους σιωπηλούς,: Την ώρα που στ’ αυτιά βουίζουν οι παρόντες/…/ τεντώνομαι ν’ ακούσω πίσω από τις κόρνες/ τι φωνάζουν όσοι λείπουν.
Το βιβλίο κλείνει με την ενότητα Σημείο συνάντησης, όπου η συνομιλία των δύο ποιητών πάνω στο τραύμα του γενέθλιου τόπου κορυφώνεται. Κορυφώνεται, για να θεραπεύσει: γιατί είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που απαλαίνει τις πληγές, όταν αγαπά, ακούει και κατανοεί. Όπως λένε και οι ποιητές: Και οι ψυχές στα σκοτεινά/ χορτάτες και πανσέληνες/ βρίσκουν τα βήματά τους.

.

ΛΙΝΑ ΒΑΤΑΝΤΖΗ

Βακχικόν, Οκτώβριος 2020

Η αρμονική συνύπαρξη των Χρήστου Τουμανίδη και Γιώργου Δελιόπουλου στην Εορδαία Γη

Για να δημιουργηθεί μια κοινή ποιητική συλλογή χρειάζεται ψυχή. Πρέπει να αφαιρεθεί η αλαζονεία της ποιητικής υπεροψίας και να υπάρξει μια αγαστή συνεργασία που στοχεύει στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της ποίησης. Η Εορδαία Γη ή Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο των Χρήστου Τουμανίδη και Γιώργου Δελιόπουλου είναι άριστο αποτέλεσμα συνύπαρξης ποιητικής, είναι μια ευτυχής ποιητική συνομιλία.
Η Εορδαία Γη είναι ένας συγκεκριμένος τόπος στη δυτική Μακεδονία. Πώς έγινε κοινός τόπος συνάντησης των δύο ποιητών; Η κοινή παράμετρος είναι το φως του τόπου που συνδέει τους δύο ποιητές και τους οδηγεί στον χώρο και τον χρόνο της ζωής και της ποίησης.
Μελετώντας την ποιητική συλλογή, αναρωτήθηκα για την πηγή της οικειότητάς μου με τα ποιήματα. Ο επεξηγηματικός τίτλος, Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο, μού θύμισε τη δική μου Εορδαία Γη, τους Πύργους Εορδαίας, από όπου ξεκίνησε ο προπάππους μου Φίλιππος για να εγκατασταθεί στη γειτονική Ημαθία. Υπάρχει δηλαδή χωροχρονική σύνδεση με τον Χρήστο Τουμανίδη, που γεννήθηκε από πόντιους πρόσφυγες στη Λιθαριά Πέλλας και αφού έζησε για λίγο στη Νάουσα, τη δική μου γενέτειρα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από την άλλη, ο Γιώργος Δελιόπουλος, από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας ζει πλέον μόνιμα στην Κοζάνη. Έχοντας κοινά χωροχρονικά βιώματα, μπορώ να αντιληφθώ καλύτερα το μεγαλείο του κοινού πονήματος. Μπορώ να αντιληφθώ την αγάπη και τη λύπη που φωλιάζει στην ποίηση αυτή, την υπερηφάνεια και την αγωνία των δυο ποιητών και τον τρόπο που εκφράζονται μέσα από την ποίησή τους. Και κυρίως, την αρμονία που διαχέεται στο κοινό τους πόνημα.
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής είναι Εορδαία Γη, ενώ υπάρχει και επεξηγηματικός τίτλος Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο, φράση δανεισμένη από τον Μαρσέλ Προυστ (Από τη μεριά του Σουάν). Με αφορμή την ευλογημένη Εορδαία, οι δύο ποιητές περιγράφουν τον πραγματικό τόπο, ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία και συνεχίζουν μεταφορικά, υψώνοντας την Εορδαία σε τόπο ονείρων, στόχων και συλλογισμών.
Η κοινή ποιητική συλλογή αποτελείται από τρία μέρη και 70 συνολικά ποιήματα. Ο κάθε ποιητής μιλά για τη δική του Εορδαία Γη, ενώ στο τέλος της συλλογής αποκαλύπτεται η κυριολεκτική ποιητική συνύπαρξη με τρία ποιήματα που γράφτηκαν από κοινού. Η καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Ρώμη στολίζεται από εικαστικά έργα της Γλύκας Διονυσοπούλου και της Άννας Καμπουρίδου. Επιπλέον, το εξώφυλλο αποτελεί συνεργατικό έργο των δυο εικαστικών. Είναι, λοιπόν, αυτή η ποιητική συλλογή αποτέλεσμα κοινής προσπάθειας και συνεργασίας προς χάριν της Τέχνης.
«Εν Αρχή», «Ο Χρόνος είναι Ο Χάρτης μας», «Συνομιλώντας» και «Τα Τρίστιχα της Σιωπής» είναι η Εορδαία Γη από τη μεριά του Χρήστου Τουμανίδη. Λόγος λιτός, περιεκτικός, ακριβής στην περιγραφή του τόπου. Λόγος στοχαστικός που μεταδίδει με ευαισθησία την αγάπη και την αγωνία για την πορεία της ζωής.
Διαβάζοντας τον Χρήστο Τουμανίδη, απλώθηκε μπροστά μου η γη η όμορφη, η γη η πολύπαθη. Κάθε ποίημα με ταξίδευε στον χώρο με ποιητική μουσικότητα. Κάθε ποίημα τελείωνε, εμπλουτίζοντας την οικειότητά μου με τον χρόνο, υπενθυμίζοντας τη θέση μου στη γη. «Πανάρχαιοι των Ανθρώπων οι καημοί», γράφει και αμέσως γινόμαστε κοινωνοί της ίδιας μοίρας, που την αποδεχόμαστε, καθώς όλη η περιγραφή και συζήτηση στο συγκεκριμένο ποίημα καταλήγει σε αυτή την απλή, αλλά παραγνωρισμένη αλήθεια.
Ο Τουμανίδης ξεκινά από την περιγραφή του τόπου, αποτυπωμένου στη μνήμη του από τα παιδικά του χρόνια, αναφέρεται στους πρόσφυγες που έκαναν την Εορδαία πατρίδα τους και μιλά για τις βασανισμένες ζωές σε έναν τόπο επίσης βασανισμένο. Προχωρά η ζωή και η πορεία της βασίζεται στη λεηλάτηση του τόπου, στην αναγκαία εξόρυξη του λιγνίτη, στα όνειρα που λεηλατούνται, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν. Υπάρχει φιλοσοφική διάθεση που, με αφορμή τη Εορδαία Γη, γενικεύεται στη στάση και στην πορεία της ζωής του καθενός από εμάς. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην ενότητα «Συνομιλώντας», όπου οι στοχασμοί του Λουντέμη και του Ρουμί γίνονται έναυσμα για την αναζήτηση της ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και την καρδιά του ανθρώπου: «όλα όσα συνέβησαν στο φως, μοιάζουν με παραμύθι./ Αλήθεια που δε θα χαθεί ποτέ, αφού θα την ακούμε». Η Εορδαία Γη από τη μεριά του Χρήστου Τουμανίδη καταλήγει με τα «Τρίστιχα της Σιωπής», όπως πολύ σεμνά αποκαλεί ο ποιητής τα επτά χαϊκού του, όπου εμπεριέχεται όλη η ουσία της ποίησής του: «Εκεί θα με βρεις./ Ανάμεσα στα βουνά./ Με τα χέρια ψηλά…».
Από τη μεριά του Γιώργου Δελιόπουλου διαβάζουμε τις ενότητες «Μικρή Εβδομάδα», «Ρόδα και Στάχτες» και «Ανορθόγραφα». Λόγος λυρικός και λόγος αψύς. Λόγος περιγραφικός και συγχρόνως ρυθμικός.
Ο Δελιόπουλος ζει στην Εορδαία, τη γνωρίζει καλά και περιγράφει την καθημερινότητά της. Στα ποιήματά του βιώνουμε την αγωνία του ανθρώπου που παλεύει σε έναν τόπο όμορφο και λεηλατημένο. Στην πάλη ανάμεσα στην αιώνια δύναμη της φύσης και στην αγωνία της ανθρώπινης επιβίωσης. Γράφει: «Νιώθω περίεργα που απόψε/ όλα τρελαίνονται κι όλα θυμίζουν όνειρο». Και, προσωπικά, νιώθω περίεργα που το Βέρμιο είναι καταπράσινο από τη μεριά της Ημαθίας και ένα ξερόβουνο από τη μεριά της Εορδαίας. Ίσως για να εναρμονίζεται με την τοπιογραφία των κρατήρων και των καμινάδων, ίσως για να μπορεί να κρύβεται πίσω «από τις κίτρινες γραμμές στα σύννεφα». Είναι καταγγελτικός ο λόγος του Δελιόπουλου, χτυπά στην ουσία της πραγματικότητας, αλλά πάντα διαφαίνεται η ελπίδα για την άνοιξη της φύσης και της ανθρώπινης υπόστασης: «την Άνοιξη στο στήθος περιμένοντας». Η φιλοσοφία της ποίησής του έγκειται στην καταγραφή του παρελθόντος που ορίζει τη μοίρα, όπως στο ποίημα «Μάνα των Πύργων», αλλά συγχρόνως δεν επιτρέπει την αισιοδοξία να ξεφύγει, λέγοντας: «θυμήσου ν’ απλώσεις λουλούδια στη στάχτη».
Είναι προβληματισμένος με την πραγματικότητα του τόπου, αφουγκράζεται κάθε πόνο του και κάθε αγωνία των ανθρώπων. Μα αυτός έχει την ποίηση που τον βοηθά να κατανοήσει, να εκφραστεί, να ονειρευτεί: «Μια φωτεινή στιγμή αθανασίας». Και συχνά μοιάζει να απαντά στα καλέσματα του Χρήστου Τουμανίδη που γράφει: «-Γιώργο ακούς;/-Ώς πότε, λες, ώς πότε!», απαντώντας ο Γιώργος Δελιόπουλος: «λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων».
Η συνομιλία των δύο ποιητών κορυφώνεται με την τρίτη ενότητα στο «Σημείο Συνάντησης». Τρία ποιήματα, κοινά πονήματα γιατί «Το ποίημα πριν γεννηθεί, κιόλας είναι μαζί μας». Εδώ έχουμε το γεφύρωμα των ποιητών, την εναρμόνιση του ύφους τους, που πηγάζει από την αγάπη για τον τόπο και τον άνθρωπο.
Έχει καταγραφεί η ομορφιά, έχει καταγγελθεί η λεηλασία της γης, έχει ιστορηθεί η ζωή των κατοίκων και έχει ιχνηλατηθεί η αγωνία τους που είναι αγωνία κοινή, όλων των ανθρώπων απανταχού. Η Εορδαία Γη «ανάμεσα στις καμινάδες και το Βέρμιο/ εκεί που τρέχουν τα θολά νερά/ εκεί που τρέμει ο τόπος» περνά από τη μοναχικότητα στη συμπόρευση. Και μπορώ να υποστηρίξω ότι ο Χρήστος Τουμανίδης και ο Γιώργος Δελιόπουλος συνεργάστηκαν αρμονικά και μάς έκαναν κοινωνούς ποίησης μεστής. Οι δυο ποιητές μάς προσφέρουν ποίηση αξιόλογη, φιλοσοφημένη και άμεση, όπως είναι η ομορφιά και η προσφορά της Εορδαίας γης και των κατοίκων της.

.

ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ

tovivlionet.gr 13.07.2020

Εορδαία Γη ή Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο

H ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη και του Γιώργου Δελιόπουλου, φέρει τον τίτλο ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο.’ Εστιάζοντας στα της ποιητικής συλλογής αυτής καθαυτής, θεωρούμε πως αυτή επέχει θέση σύνθεσης.[1]
Μίας σύνθεσης ιδιαίτερου τύπου, που αναπτύσσεται φυγό-κεντρα, υπό το πρίσμα μίας διαλογικής μορφής που ιδίως στο τρίτο μέρος του ποιήματος προβάλλεται εμπρόθετα, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση του ‘ενός ενώπιον του άλλου’: ‘Από τη Μεριά του Χρήστου και του Γιώργου’[2] τιτλοφορείται το τελευταίο μέρος του ποιήματος.
Έχουμε έτσι να κάνουμε με ένα πρωτότυπο εγχείρημα για την ελληνική ποιητική παραγωγή, το οποίο, πέραν του τρίτου μέρους στο οποίο και έγινε αναφορά, εκεί όπου συναντάται ο λόγος[3] των δύο ποιητών, οι παύσεις και οι ίδιες προσδοκίες τους, συμπεριλαμβάνει δύο κύριες ενότητες εντός των οποίων αρθρώνεται και ο ποιητικός λόγος.
Η πρώτη ονομάζεται ‘Από τη μεριά του Χρήστου’ (Χρήστος Τουμανίδης) και η δεύτερη ‘Από τη μεριά του Γιώργου’ (Γιώργος Δελιόπουλος),[4] με τα δύο μέρη να αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη μικρή ποιητική φόρμα, θέτοντας ως διακύβευμα την ανάδειξη της ποίησης σε ‘χρονομετρητή,’ σε πεδίο όπου το ‘ανείπωτο’ δεν είναι παρά ό,τι συνδέει τον ποιητή με τη γη του.[5]
Ο τίτλος της ποιητικής σύνθεσης, ιδίως το δεύτερο συστατικό του, παραπέμπει ευθέως στο έργο του Μαρσέλ Προυστ ‘Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο,’ εγκάρσια διαπερνώντας μία προβληματική περί χρόνου (και χρονικότητας),[6] που εγγράφει τα βήματα και τα ‘ίχνη’ του υποκειμένου και εδώ, του ποιητικού υποκειμένου, που αφήνει να διαρρεύσουν μία σειρά από παράλληλες λέξεις. Ως προς αυτό μάλιστα, οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες, με την επιλογή ενός αποσπάσματος από το έργο του Μαρσέλ Προυστ, σχετικό με την αξία και τις χρήσεις της τοποθεσίας. Εκφραστικός και καθημερινός ο Γιώργος Δελιόπουλος, λειτουργώντας ως ιδιαίτερος ‘χρονικογράφος,’ βιωματικός και μνημονικός ο Χρήστος Τουμανίδης, συγκλίνουν ποιητικά, αφού πρώτα έχουν αναπτύξει ο καθένας την δική του πορεία και θεματική. Σε αυτό το πλαίσιο, λαμβάνει χώρα η συγκρότηση ενός «αστερισμού» (Konstellation), κατά τον Michael Lowy,[7] ο οποίος προβαίνει σε μία ‘διεισδυτική’ ανάλυση των ‘Θέσεων Πάνω στην Έννοια της Ιστορίας’ του Walter Benjamin.
Επρόκειτο για έναν ‘αστερισμό’ που φέρει εντάσεις και αποκλίσεις, μνήμες και φωνές, υπερβάσεις και γλωσσικά και μη, πισωγυρίσματα, σημαίνοντας το πως η ποίηση δύναται να διαρρήξει την αίσθηση του ‘ανήκειν.’ Στο ποιητικό ‘πράττειν’ του Χρήστου Τουμανίδη, ο λόγος και δη ο ποιητικός λόγος (που ενίοτε στήνει ‘παγίδες’), τίθεται στην αρχή των πραγμάτων, ‘συνδιαλεγόμενος,’ αφενός μεν με την μνήμη[8] και, αφετέρου δε με τον τόπο (η ‘Εορδαία Γη’) ως περιεχόμενο μνήμης, προβάλλει το πλαίσιο μίας αισθητικής που σταδιακά εκ-λείπει ιδίως όταν ο χρόνος αναγνωρίζεται στη διάρκεια της ημέρας και σε μικρές στιγμές, επανεπινοώντας την σιωπή όχι ως και ‘φορτισμένη’ παύση, ως καθημερινό ‘αντίδοτο,’ αλλά ως ίδιον λόγου που συμβάλλει στην αξιο-θεμελίωση ενός ανοιχτού εαυτού.
«Εν αρχή ην ο λόγος – και η ωραία ταραχή. Η ανάσα γύρω των βουνών. Οι μνήμες και η δέηση των φουγάρων μες στα χρόνια. Οι μέρες μας, δεν ξεχωρίζουν απ’ τις νύχτες. Και οι παλιές πληγές δεν έκλεισαν ακόμα. Φταίνε οι γερανοί; τα φορτηγά; Φταίνε τα χώματα, που…φεύγουν, που κυλούν; (Ο τόπος λες πως μοιάζει με κλεψύδρα.) Εν αρχή, εν τέλει, είναι η σιωπή!».[9]
Από αυτό το σημείο, το σημείο όπου ο λόγος υπό την μορφή της ‘σιωπής’ τοποθετείται στην αρχή των πραγμάτων, όντας ο ίδιος ‘μήτρα’ του ‘στιγμιαίου’ και μη, ο Χρήστος Τουμανίδης, τείνει να αναπτύσσει την ποιητική του συλλογιστική, που εντάσσει διαφορικά, εντός της την έννοια της ‘πατρίδας’ που εδώ αναπαράγεται όχι ως τόπος εξορίας (είναι χαρακτηριστικό το ό,τι επιλέγεται ο όρος «νέα μας πατρίδα»),[10] αλλά ως τόπος ζωής που δεν παύει όμως να αποκαλύπτει το σημαίνον της τραυματικής, ατομικής και συλλογικής μνήμης. Και εάν έχει ένα όνομα αυτή η μνήμη, αυτό είναι το «χαμένη πατρίδα» (ο Πόντος) που δεν «λησμονείται».[11]
Αντιθέτως, με τα υλικά αυτής της ‘χαμένης’ πατρίδας[12] (η μνήμη εναλλάσσεται με την νοσταλγία), ‘κατασκευάζεται’ η νέα πατρίδα που τρέφεται από το φαντασιακό της δημιουργίας σε διάφορα μέτωπα, βασικό συστατικό της οποίας καθίσταται η συν-ένωση, ακόμη και η συν-ένωση των αντιθέτων. Στο ποίημα νούμερο 2,’[13] εντός των χασμάτων μίας μνήμης που επιμένει να αναγνωρίζει την πατρίδα στο χώμα και στην πέτρα, στο σώμα και στα «δάκρυα», επιστρέφει το πλαίσιο της ‘σιωπής,’ περισσότερο αυτή την φορά επεξεργασμένης και, σε ένα κρίσιμο σημείο, ‘ιεροποιημένης’: «Κι έπειτα ήρθε το μειδίαμα. Το φως. Η άγια εκείνη σιωπή πριν από την αγάπη. Άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου».[14]
Η αγάπη ως πρόθεση και ως δυνατότητα πρόσθεσης που υπερβαίνει την απλή αριθμητική διάσταση (βλέπε την ανάλυση του Alain Badiou),[15] προϋποτίθεται στο ‘πνεύμα’ της ‘άγιας σιωπής που είναι ‘άγια’ όσο κουβαλά τα ανθρώπινα πάθη, την γλώσσα ως ‘θερμαινόμενη πίστη.’ Εντός της ποίησης, σχηματίζεται η εντύπωση του ό,τι ο ρυθμός ενίοτε κυλά έντονα, ενέχει πρόσημα διακράτησης της Εορδαίας γης που συντίθεται από πλαισιώσεις θρυμματισμού, εκμετάλλευσης και προσδοκίας, συναρθρώνοντας την ζωή σε διάφορες μορφές με την μοτίβο της ανάσυρσης από τα έγκατα της γης του ‘πόθου’ και του ‘πόνου’: Ο λιγνίτης ως καθαυτό παραγωγικό υλικό της Εορδαίας γης και της Δυτικής Μακεδονίας.[16]
Είναι σε αυτό το σημείο όπου το συμβάν της συνάντησης συγκεκριμενοποιείται, επανεπινοώντας την διάσταση της παρουσίας, της παρουσίας εκείνης που ανασύροντας τα ‘σχέδια επί χάρτου,’ αποκτά την επίγνωση ό,τι αυτά κατατίθενται πάνω σε απρόβλεπτη ζωή και ιστορία. Και όμως, από την συνάντηση, παραμένει η αίσθηση της και φιλικής απόκρισης, συντιθέμενης από τον λεπτό ‘μέσο όρο’ του ποιήματος και των ποιημάτων. Νάουσα, Έδεσσα και Αλεξάνδρεια, τρεις επαρχιακές πόλεις-σταθμοί, που παραγάγουν την έγκληση ενός ονόματος που ‘ενσαρκώνει’ την δραματοποιημένη γνώση και την επιθυμία: «Γιώργο ακούς; Ως πότε, λες, ως πότε! (Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί)».[17]
Η απεύθυνση καθίσταται πιο εκφραστική, ποιητική και άμεση, σχεδόν βιωματική, συναντώντας τον χρόνο του Γιώργου, που είναι και αυτός που θα λάβει την σκυτάλη σε έναν μη-καθιερωμένο αγώνα. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ορίζει εκ νέου τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της περιώνυμης Εορδαίας γης που παραγάγει, πέρα από λιγνίτη, μνήμες και μία αλληλουχία αντιθέσεων που τρέφονται από τις σάρκες της προόδου. Εάν η λέξη, η ποιητική λέξη για τον Χρήστο Τουμανίδη λειτουργεί και ως ανομολόγητη επιθυμία, τότε, για τον Γιώργο Δελιόπουλο,[18] η λέξη καταγράφει ωσάν ‘ηχείο’ ήχους και φωνές, μεταβαίνοντας σε μία χρονική αναφορά που διαμοιράζεται μεταξύ εβδομάδας και ημέρας. Η ‘Μικρή Εβδομάδα’[19] που είναι ο τίτλος της ποιητικής ενότητας ξεκινά, λειτουργώντας σε ένα διαλεκτικό σχήμα, εντός της εμμένειας της ‘Μεγάλης Εβδομάδας.’ Το ποίημα ‘Δευτέρα Ξημέρωμα,’ συνιστά την αφετηρία της εβδομάδας. «Πάνω απ’ την πάχνη η πόλη χαράζει με ρόδα και στάχτες».[20]
Τι δύναται να φέρει αυτή η καινούργια εβδομάδα; Οι διάφορες σκέψεις αναμειγνύονται με τις χρονικές προβολές, σχηματοποιούν το περίγραμμα του μη-περιττού, εκεί όπου ‘κατασκευάζεται’ μία υπόγεια ελεγεία θλίψης, που διακρατεί κάτι από την Κυριακή που ως ημέρα, ανήκει στην περιπλάνηση. «Στα παλιά και στα ήδη μελλούμενα κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών δίπλα σε μαύρα χώματα εκεί που λάμπουν λίμνες – η Ζάζαρη, η Χειμαδίτιδα, η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες- λίμνες ανάστροφοι ουρανοί λίμνες λιμάνια των στίχων μου λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων».[21] Σε αυτό το πλαίσιο, ανακύπτει ένα σημείο συνάντησης με την ποιητική γλώσσα του Χρήστου Τουμανίδη, με τον ίδιο ως ποιητή, ως σύντροφο και ως φίλο πάνω στο έδαφος της γης που ομνύει στο ‘εδώ’ αλλά και στη δυνατότητα της μετάβασης. Η εβδομάδα αλλοιώνει ό,τι θεωρούμε ‘απείραχτο.’[22]
Η διάσταση της επενέργειας διαπερνά την ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου, όπως και το υπόδειγμα της ‘ενσάρκωσης’ του παρόντος σε ένα όνομα και σε μία διάσχιση: ‘Αρμάντ.’ Το παρόν ‘προσφυγοποιείται’ εκφραστικά, δίχως μελοδραματικό τρόπο, αλλά με την αίσθηση μίας λεπτής ειρωνείας για τους ‘άξιους’ κοινωνικά πολιτισμικά, κυρίους και κυρίες. ‘’Εκλεκτοί κι υπεράνω ευθύνης κυρίες και κύριοι θυμηθείτε για λίγο τον φτωχούλη Αρμάντ το παιδί με τα κίτρινα χέρια που καθάριζε τάφους τον εχθρό που συνέλαβαν με ξίφος στην τσέπη τον τρελό που κουβάλησε την έρημο μέσα του τον ξένο που για χάρη σας άλλαξε όνομα το νέο σας γείτονα εντός των τειχών τον φτωχούλη Αρμάντ θυμηθείτε για λίγο σε καμιά προσευχή του δε βρήκε ανάπαυση.’’ Η μη-απολύτρωση ανεστραμμένα δεικνύει προς τον άξονα της όλης πορείας του Αρμάντ, με την ποιητική του Γιώργου Δελιόπουλου να πλησιάζει αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida ορίζει ως «ζωντανό λόγο».[23]
Ο ‘’ζωντανός λόγος’’ υπεισέρχεται παραμετρικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβάλλει στην ανα-πλαισίωση του χώρου, με το όνειρο που κινητοποιεί το σώμα που στέκει ενώπιον του καθρέπτη, να τελεί εν εγρηγόρσει: «Νιώθω περίεργα κι απόψε. Όλη μέρα μάζευα το μαύρο σε σακούλες έκλεινα με γάζες τις οπές στα ορυχεία έδιωχνα την τέφρα μου απέναντι όλη μέρα ύστερα τα φώτα έγιναν σκιές ύψωσα λευκή σημαία με τα τρόπαια στους τοίχους υποκρίθηκα τον ύπνο ξαφνικά βρέθηκα γυμνός με τη λάμπα στον καθρέφτη με τα βλέφαρα στη σκόνη με το σώμα τρυπημένο ξεφυσώντας απ’ τα χείλη μου καπνό. Νιώθω περίεργα που απόψε όλα τρελαίνονται κι όλα θυμίζουν όνειρο».[24]
Όντας παραστατικός, ο ποιητής ‘υποκρίνεται τον ύπνο,’ προβαίνοντας στην αναγνώριση του ζωντανού σώματος και του Ντερριντιανού ‘ζωντανού λόγου’ διαμέσου του οποίου το όνειρο ως αναφορά και παρόρμηση, δεν ‘ανήκει σε κανέναν, αρκεί όμως για να φανερώσει αλλιώς την ιδιαίτερη νύχτα. «Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών», σε μία έμμεση αναφορά στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού,’ παραμονεύει η μορφή του ‘Άλλου.’[25]
Σπερματικά και μη, διαφαίνονται τάσεις μίας έμφυλης κατανομής και παρουσίας (βλέπε το ποίημα ‘Οι Γυναίκες στο Πάρκο’),[26] η μνήμη που συγκρατεί το πρόσωπο της ‘γιαγιάς’ που διαπερνάται από την βαριά σκιά της ιστορίας,[27] από μικρά και μεγάλα βήματα, αναπαριστώντας την ποίηση ως στοιχείο που ‘κατακτάται.’
Σε ένα κρίσιμο σημείο, αναπαριστά το ερωτικό πράττειν (ο έρωτας στην ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου προτού αναφερθεί εκ νέου, εικονοποιείται αναγόμενος στη σφαίρα του ‘ανατρεπτικού αγγίγματος’) φθάνοντας, πέραν του φιλιού πλέον, να προσεγγίσει το ζωτικό πεδίο της μνήμης που σπεύδει να αναφερθεί προστακτικά. [28] Να τοι πάλι οι δύο ποιητές, ενώπιον της γραφής, της γραφής που εδράζεται σε μία φιλία για να παρεκκλίνει από τον εύρος της καταδίκης. «Θυμήσου! Όλη μέρα στην πλατεία για καφέ ανάμεσα στις καμινάδες και το Βέρμιο εκεί που τρέχουν τα θολά νερά εκεί που τρέμει ο τόπος συζητούσαμε ανοικτά με τα φαντάσματα, διαβάζοντας ποιήματα, λειψά, του μέλλοντος μας δοκιμάζαμε τους στίχους μας γεμίζοντας στα πράγματα μελάνι τα κενά».[29]
Η συνάντηση έχει επιτελεσθεί: ο Γιώργος και ο Χρήστος, ο Χρήστος και ο Γιώργος, με στοιχεία εντοπιότητας, αναζητούν έναν χρόνο προτού σωριαστεί σε ερείπια. Η επικοινωνία δεν ολοκληρώνεται παρά εξελίσσεται, αφήνονται ένα παράθυρο ανοιχτό, και ορίζοντας δραστικά, το χωρικό σημείο που ενώνει: Το ποίημα. Ας το παρακολουθήσουμε, όπως ανοίγεται στο τέλος της σύνθεσης και στην αρχή της, από τον Χρήστο Τουμανίδη. Μόνο που τώρα, δεν παραβλέπει το κοινό ‘έλεος’ που αναζητείται στη μακρόσυρτη και μη λέξη. «Οι άλλοι στα γρανάζια τους μπροστά, κι εγώ, κάθομαι μόνος πίσω και μαντεύω τις αόρατες κινήσεις, τους κρυφούς παλμούς, τα κομμένα πλάνα και γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο σου γράφω. Μου γράφεις φίλε μου, κι εγώ από μακριά, την ίδια στιγμή, ακούω: τον θόρυβο του μολυβιού, τους χτύπους της καρδιάς σου, τη μουσική των λέξεων πάνω στο χαρτί. (Το ποίημα, πριν γεννηθεί, κιόλας είναι μαζί μας.)».[30]
Στο ακροτελεύτιο ποίημα εμφανίζεται το παίγνιο της γραφής, που καθιστά περισσότερο διαυγή και προσιτή την επιθυμία, την μνήμη που χωρά στη γη, στην Εορδαία γη. Ενέχυρο της ποίησης είναι η αποθησαύριση. Με σημείο τομής την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, κάνουμε λόγο για το «Aufhebung[31]», που κατά τον Σάββα Μιχαήλ είναι το «εξαγόμενο μιας αυτοϋπέρβασης», ορατής και σημαίνουσας στην μέσω ποίησης και ουσιώδους γραφής στις πέτρες, συνάντησης των δύο. Η κουρτίνα έχει ριχθεί και φαίνονται οι υποβολείς που δεν χρησιμοποιούν τεχνητά μέσα ούτε και υπεκφυγές. Η ποίηση εκτυλίσσεται σε ένα διόλου άδειο τερέν, λαμβάνοντας τους όρους του ταξιδιού. Πέτρες, λιγνίτης κρόκος, συνθέτουν ένα πλέγμα συμβόλων που εντάσσονται λειτουργικά σε μία ποιητική βιο-αφήγηση. Το σημείο συνάντησης ορίζεται πάνω στην κοινά αναγνωρισμένη γη. Η ανάγνωση της ‘Εορδαίας γης,’ εισαγάγει σε μία αίσθηση οικειότητας που άλλοτε αποκτάται σταδιακά και άλλοτε περισσότερο έντονα, οικειότητα που εισπράττει ο αναγνώστης που τυχόν έλκει την καταγωγή του από την περιοχή όπου περιγράφεται, ή από γειτονικές περιοχές, με την ειδοποιό διαφορά ό,τι η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη και του Γιώργου Δελιόπουλου, διαμορφώνει ένα σπιράλ τριβής (ιδίως από την πλευρά του Χρήστου Τουμανίδη) με τόπους που υπενθυμίζουν το παρόν.
Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι αυτός που με ποιητικό κριτήριο παρακολουθεί τον κόσμο να κινείται, στις διαδηλώσεις και στην τηλεόραση, θίγοντας ακροθιγώς τις αντιφάσεις της σύγχρονης εποχής.

_____
[1] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο,’ Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2019. Ο όρος ποιητική σύνθεση που επιλέγεται εδώ, θεωρούμε πως εκφράζει πληρέστερα το περιεχόμενο και την μορφή του ποιήματος, επισημαίνοντας εναργώς το στοιχείο της ‘επικοινωνίας’ μεταξύ των δύο που συμβάλλει στην ανα-συγκρότηση του ποιητικού τους ‘βιό-κοσμου’ και ουσιαστικά, της φιλίας τους. Δεν ανακύπτει ένας απολογισμός ποιητικού τύπου, αλλά μία σύνθεση όπου αλληλοδιαπλέκονται στιγμές, ταυτίσεις και αποκλίσεις. Και εκκινούμε από την υπόθεση ό,τι ο κάθε ποιητής χαράζει την δική του πορεία.
[2] Το τμήμα αυτό, ήτοι το τμήμα με την επωνυμία ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ ούτε προκύπτει σε ένα μεγάλο ‘κενό,’ ούτε και αποκόπτεται από τα συμφραζόμενα της όλης ποιητικής σύνθεσης. Για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο, έχει προηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα δύο υποκείμενα της γραφής αντλούν από οτιδήποτε δραστικό για να δημιουργήσουν ‘γραμμές’ επί του χρόνου. Ως επιστέγασμα, το τμήμα ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ επαναπροσδιορίζει μία ευρύτερη και κοινή πορεία, υιοθετώντας το πρόθημα ‘’μου γράφει φίλε μου,’’ που συνεπάγεται, εκείνη την στιγμή, την εκ νέου αξίωση της φιλίας, της συντροφικότητας, της οικειότητας, που εάν βρίσκουν κάποιον χώρο έκφρασης, αυτός είναι η ποίηση και το χαρτί που γεμίζει από συναισθήματα και λέξεις. «Οι άλλοι στα γρανάζια τους μπροστά, κι εγώ κάθομαι μόνος πίσω και μαντεύω τις αόρατες κινήσεις, τους κρυφούς παλμούς, τα κομμένα πλάνα και γυμνάζοντας τις λέξεις να σηκώνουν το ανείπωτο σου γράφω. Μου γράφεις φίλε μου, κι εγώ από μακριά, την ίδια στιγμή, ακούω: τον θόρυβο του μολυβιού, τους χτύπους της καρδιάς σου, τη μουσική των λέξεων επάνω στο χαρτί. (Το ποίημα, πριν γεννηθεί, κιόλας είναι μαζί μας)». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Από τη μεριά του Χρήστου και του Γιώργου,’ στο: Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 76. Αυτή η απεύθυνση που δεν εμπερικλείει το γράμμα αλλά την ποίηση που διαλέγει ακριβά την λέξη, ενυπάρχει, από πλευράς του Χρήστου Τουμανίδη, και στο πρώτο μέρος, ονομαζόμενη ως «Μια ελεγεία φωτεινή». Το ποίημα ως δραστική πράξη, καθίσταται εν-σώματο την στιγμή όπου κατατίθεται μοναδικά. Οι «χτύποι της καρδιάς», η «μουσική των λέξεων», ο «θόρυβος του μολυβιού», όλα μαζί δίδουν στο ποίημα υπόσταση, χρόνο, και κόπο.
[3] Η ποιητική σύνθεση εικονοποιείται, στο βαθμό που περιλαμβάνει μία σειρά εικαστικών δημιουργιών από τις Γλύκα Διονυσοπούλου και Άννα Καμπουρίδου. Μεταξύ των διαφόρων ενοτήτων παρεμβάλλεται η εικαστική δημιουργία των δύο εικαστικών, οι οποίες και δημιουργούν με γνώμονα την αφαιρετικότητα, την συμπερίληψη και το παίγνιο με την γλώσσα, αφήνοντας για το εξώφυλλο τις χρωματιστές γραμμές και τα διάφορα σχήματα που επενεργούν επί του χώρου, θα λέγαμε και επί του δημόσιου χώρου. Η σύνθεση των δύο, η ποιητική για την ακρίβεια σύνθεση διευρύνεται, αποκτώντας και ένα δεύτερο δημιουργικό ζεύγος με εργαλείο το μολύβι: Γλύκα Διονυσοπούλου και Άννα Καμπουρίδου. Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο, την ζωγραφική δημιουργία του Paul Klee, που τοποθετείται στο εξώφυλλο του δοκιμίου του Jacques Derrida, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι, 2008. Ο πίνακας απεικονίζει ένα ανθρώπινο πρόσωπο που διατηρεί την περιέργεια στο βλέμμα του, ευρισκόμενο σε πορτοκαλί φόντο.
[4] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Από τη μεριά του Χρήστου,’ σελ. 9-35 & ‘Από τη μεριά του Γιώργου,’ σελ. 39-69,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π. Τα δύο μέρη είναι ισομερώς κατανεμημένα.
[5] Σε ένα ποίημα που υιοθετεί την τεχνοτροπία του Χαϊκού, η Εορδαία γη δε καθίσταται παρά τόπος όπου το καθημερινό και το θεωρούμενο ως ‘άλογο’ στοιχείο συναντώνται. «Εορδαία γη. Σκηνή και παράσταση. Χωρίς θεατές». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Τα τρίστιχα της σιωπής,’ Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 37.
[6] Ας δούμε ενδεικτικά το πως προσεγγίζει το μοτίβο του χρόνου ο Γιώργος Δελιόπουλος στο ποίημα του ‘Ραντεβού την άνοιξη.’ «Όταν λιώνουνε οι αρχαίοι παγετώνες όταν οι παλιές ιδέες μέσα μου βυθίζονται όταν ένας χείμαρρος από το βουνό με ορμή κατεβάζει την υγρή του αλήθεια όσο γρήγορα κι αν τρέχω προς τα πίσω τα νερά με ρίχνουν κάτω αγκαλιάζω τα πεσμένα φύλλα περιμένοντας το λίγο πράσινο να πετάξει πάλι ρίζες και κλαδιά την Άνοιξη στο στήθος περιμένοντας». Αρχικά, θα ειπωθεί πως υπάρχει η διάσταση της παρομοίωσης του «χείμαρρου» με τον χρόνο που «με ορμή κατεβάζει την υγρή του αλήθεια». Το νερό παρασέρνει και σε αυτό το σημείο δεν ενσκήπτει κάποια ιδιαίτερη παρηγορία, παρά η μαρτυρία της προσήκουσας ‘αξίας’: Τα φύλλα που διακρατούν τμήμα της ιδέας εάν όχι την ιδέα την ίδια, την «Άνοιξη» με τις συνδηλώσεις χρονικής όσο και χωρικής ‘αναγέννησης’ που αναμένονται «στο στήθος», στο σημείο του ίμερου (επιθυμία), ήγουν της καρδιάς. Εάν ο χρόνος σχηματοποιείται, τότε διαθέτει τα πλαίσια της Άνοιξης στο σώμα και στη μνήμη. Βλέπε σχετικά, Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ραντεβού την Άνοιξη,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ. 68.
[7] Βλέπε σχετικά, Lowy Michael, ‘Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των Θέσεων «Για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», Μετάφραση: Πεσσάχ Ρεβέκκα, Επιμέλεια: Γκέκα Πολύτιμη, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 2004.
[8] Στον ποιητικότητα του Χρήστου Τουμανίδη η μνήμη διαμεσολαβεί τις εκτατικές λειτουργίες ενός ‘οδοδείκτη’ που δεν στέκει σε ένα σημείο ή δεν τοποθετεί μία απλή ‘τελεία,’ αλλά, κινείται εντός χρόνου θέτοντας στο επίκεντρο τοπόσημα της Δυτικής Μακεδονίας και πιο συγκεκριμένα της Εορδαίας γης, της γενέθλιας γης του ιδίου. Ας δούμε τι γράφει: «…το φοβερό της άγνοιας το βάθος. Ο νους μου πάλι πίσω στα παλιά και στα μελλούμενα με πάει. Κάτω απ’ τον ίσκιο των βουνών. Εκεί που λάμπουν λίμνες και πολύχρωμα φτερά. Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών. Τη Βεγορίτιδα; Ακόμα δεν την είδα. Λίμνες: ανάστροφοι ουρανοί. Λίμνες: λιμάνια. Λίμνες: χαλασμοί. Γλυκά πικρά τραγούδια των νερών. Και των πουλιών η δόξα. Ως πότε, λες, ως πότε! (Πανάρχαιοι των ανθρώπων οι καημοί). Όσο η μνήμη κινείται μετεξελισσόμενη σε άξονα που κινεί το ίδιο το ποίημα, τόσο διαφαίνεται η αίσθηση της μεταφοράς, με την λίμνη να αντανακλά την προσμονή και την παρότρυνση». Θα επανέλθουμε και σε άλλο σημείο σε αυτό το ποίημα. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘7,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 18.
[9] Έτσι ξεκινά η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη. Εν αρχή λοιπόν. Δύναται να επισημάνουμε πως στον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη, ωσάν αρχή των πραγμάτων και των αισθήσεων ονομάζεται το ‘εγώ’ που περαιτέρω συμπληρώνεται από την φράση «Εγώ ο άνθρωπος». Τείνοντας σε μία υποκειμενοποίηση που εμπερικλείει τον ενεστωτικό χρόνο, ο ποιητικός λόγος σημασιοδοτεί μία ιστορική πορεία που εξελίσσεται και στο παρόν, στο ‘τώρα’ που έμφορτο από θεάσεις, ενσωματώνοντας συνάμα την παραδοχή του τέλους, του τέλους που έχει την μορφή του θανάτου. Σε μία συγκριτική προοπτική, θα λεχθεί το ό,τι ο μεν Χρήστος Τουμανίδης εκκινεί από την διαλεκτική του λόγου που δίδει μορφή στο περιεχόμενο του βίου, αναδεικνύοντας και την σιωπή που δεν περνά αψήφιστα, ο δε Βαγγέλης Χρόνης, προσεγγίζει τα πράγματα από μία περισσότερο φιλοσοφική-οντολογική σκοπιά, προτάσσοντας το ‘εγώ’ ως πορεία, ως δημιουργία με διάφορους τρόπους και ως παραδοχή ό,τι το τέλος, η «εξαφάνιση» θα επέλθει. Ακολουθεί το απερίσταλτο. «Εν αρχή είμαι εγώ. Εγώ ο άνθρωπος που διανύω έναν κύκλο απέραντο αλλά και ελάχιστο. Εν τέλει είμαι εγώ μέχρι την τελική εξαφάνιση. Ακολουθεί το άπειρο». Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ακολουθεί το άπειρο,’ Ποιητική συλλογή ‘Νέοι στον Άδη,’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 16.
[10] «Φόβος, απόφαση και στεναγμός. Η νέα μας πατρίδα, τα Καϊλάρια. Την άλλη, τη χαμένη δεν τη λησμονούμε. Με δάκρυα χτίσαμε τα σπίτια και τις εκκλησιές μας. Το νέο σχολείο της ζωής. (Σ’ αυτά εδώ τα χώματα, τα μαύρα). Κι έπειτα ήρθε το μειδίαμα. Το φως. Η άγια εκείνη σιωπή πριν από την αγάπη. Άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου». Η νέα Μακεδονική γη, τα «μαύρα χώματα», προβάλλει δίπλα στη χαμένη πατρίδα, η εικόνα της οποίας διατηρείται σε μία αρχιτεκτονική της μνήμης και της προσευχής. Της προσευχής που ανάγεται στη σφαίρα ενός ‘ανέστιου Εσύ’: «Πατρίδα χαμένη». Συμβολικά, ο ‘βιό-κοσμος’ της «χαμένης πατρίδας» σπεύδει να δηλώσει ‘παρών’ στα χώματα που παράγουν λιγνίτη. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘2,’ ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 13.
[11] Πιάνοντας το νήμα από την προηγούμενη υποσημείωση, και από την αναφορά του ποιητή στο χτίσιμο των σπιτιών και των εκκλησιών με «δάκρυα», εκεί όπου αρθρώνεται εκ νέου η προσφυγική διάσταση και οι ποικίλες όψεις τους που εντάσσονται στη νέα κοινότητα, θα αναφέρουμε ό,τι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναλυτικά η προσέγγιση της Μαργαρίτας Δρίτσα για τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργία εκκλησιών άμα τη εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα, συνδέεται όχι μόνο με ζητήματα εκκλησιασμού, αλλά και με όρους διατήρησης της συνοχής και της ταυτότητας της κοινότητας στη νέα πατρίδα. Ο προαύλιος χώρος καθίσταται ιδιότυπος χώρος δημόσιας συζήτησης, που υποδηλώνει και την δυνατότητα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Βλέπε σχετικά, Δρίτσα Μαργαρίτα, ‘Ετερόχθονες κοινότητες: Ο ενοφθαλισμός του προσφυγικού στοιχείου στον Μακεδονικό χώρο,’ Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία,’ Συμπόσιο για τα75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας,’ 9-11 Δεκεμβρίου 1988, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 423, & Κουρουπού Ματούλα- Μπαλτά Ευαγγελία, ‘Πηγές για την ιστορία των ανταλλάξιμων της Καππαδοκίας: Η ανάγκη συνολικής θεώρησης,’ στο: Κιτρομηλίδης Πασχάλης, (Επιμέλεια-Πρόλογος), ‘Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική κοινωνία,’ Έκδοση της Εφημερίδας ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ Νοέμβριος 2019, ιδίως σελ. 27-28.
[12] Αντίστοιχα, η ποιήτρια με καταγωγή από τα Τρίκαλα Ημαθίας, Αρετή Γκανίδου, ομνύει στην προβληματική του τόπου, συγκροτώντας μία νοητή γραμμή μεταξύ Βερμίου και κάμπου της Ημαθίας, εναλλάσσοντας το οικείο με το ανέσπερο. Η καθαρότητα επιζητεί όχι μία, αλλά πολλές λέξεις για να εκφράσει και να εκφρασθεί. «Ορθώθηκαν τα χρώματα απ’ την αυγή έλαμπαν οι λόφοι του Αιγινίου και το Βέρμιο στον κάμπο ξεμυτίζουν θαύματα της θάλασσας (νερά μιλητικά, αθάνατες πηγές, πλούσιες μητρικές σιωπές). Οι άνθρωποι σπέρνουν ανύποπτα τις μέρες τις καλές στον τόπο μου, όταν η διαύγεια σου παίρνει το μυαλό». Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, Ποιητική συλλογή ‘Ορυκτό Φως,’ Εκδόσεις Μελάνη, Αθήνα, 2011, σελ. 39.
[13] Σε μία ιδιαίτερη, ποιητικώ τω τρόπω, συνομιλία με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί, ο Χρήστος Τουμανίδης, ασκείται στο λόγο της εκ-ροής σημαινόντων, διαπερνά την πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει, τονίζοντας, μέσω της αναφοράς στον Λουντέμη, το ‘ανείπωτο’ που προσεγγίζει το σχήμα της αστραπής (βλέπε και την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. « (Πάντα στα σύννεφα, στις αστραπές- ο νους και η καρδιά μας.). Το υπόδειγμα μίας ακόμη και αόριστης (εν αντιθέσει με τον τόπο) πληθυντικότητας μορφοποιείται στο ύψος, στα «σύννεφα» που υποκρύπτουν βροχή (η ποίηση ως ‘βροχή’ από λέξεις) και στις «αστραπές» ως ‘σχίσιμο’ των στάσεων, των συμπεριφορών και της ιστορίας. Η ομορφιά τοποθετείται σε ό,τι παραγάγει η γη, ακόμη και στην κάθε μικρή ‘ατέλεια,’ (μοτίβο ‘μη-τελειότητας’) και στον γεωγραφικό άξονα Νάουσα-Πτολεμαΐδα-Αλεξάνδρεια, στο ‘μαζί’ με τον Γιώργο Δελιόπουλο. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Συνομιλώντας: Με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Τζελαλεντίν Ρουμί, στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 28-34.
[14] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘2,’ ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π…σελ., 13.
[15] Για την περί έρωτος και αγάπης θεώρηση του Alain Badiou, βλέπε σχετικά, Badiou Alain & Truong Nicolas, ‘Eγκώμιο για τον έρωτα,’ Μετάφραση: Σιάτιτσας Φώτης, Βεργέτης Δημήτρης, Επιμέλεια: Βεργέτης Δημήτρης, Εκδόσεις ΑΛΗΤΕΙΑ, Αθήνα, 2013.
[16] Στο ποίημα του ίδιου με τον τίτλο ‘ΔΕΗση,’ διαφαίνεται η τάση της κριτικής στην αξιοποίηση της Εορδαίας γης, που με βάση την εκμετάλλευση του λιγνίτη σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας (Πτολεμαΐδα), αναπαρίστατο μεταπολεμικά αλλά και μεταπολιτευτικά ως συστατικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση της οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Περισσότερο ανοιχτά, το όνειρο χασματοποιείται, χάσκει επί της γης, μεταβάλλεται σε ορυχεία, περνώντας στο στάδιο της «αυταπάτης». Τίποτα δεν είναι περιττό εδώ, τίποτα δεν μένει εκτός. Η γενεαλογία της περιοχής, η ανάπτυξη που ‘ορθολογικοποιείται’ διαρκώς, ο τρόπος με τον οποίο έγινε ευρύτερα γνωστή (εργοστάσια της ΔΕΗ/λιγνίτης), τονίζεται παραστατικά και δραματικά. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘ΔΕΗση,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 19.
[17] Το ποίημα με τον συμβολικό αριθμό ‘7’ το έχουμε θίξει σε ένα μέρος του και πιο πάνω. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφορά σε «πανάρχαιους καημούς», υπενθυμίζει μοτίβα λαϊκότητας, με το πρόσημο του καημού να χαρακτηρίζει σημαντικό τμήμα του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού. Στην ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη, ο καημός αναγνωρίζεται στη χρονική διάρκεια και στην ένταση, όντας βαθύ ανθρώπινο συναίσθημα.
[18] Ο Γιώργος Δελιόπουλος ιστορικοποιεί, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις το περιεχόμενο του ποιήματος ‘Μάνα των Πύργων,’ αναφερόμενος στην καταστροφή του χωριού Πύργοι Εορδαίας τον Απρίλιο του 1944 από τα ναζιστικά στρατεύματα. Η μνήμη, η ιστορική μνήμη καθίσταται ‘αιμάσσουσα,’ εναλλάσσει τον πόνο με την προσωπική έγκληση «Μάνα μου», ανασύροντας εντός ποίησης, την ναζιστική βιο-πολιτική και την απώλεια. Η εξόντωση, φέρει τους Πύργους δίπλα σε χορεία τόπων καταστροφής επί ναζιστικής Κατοχής: Καλάβρυτα, Δίστομο, Κοντομαρί Χανίων, Κομμένο Άρτας, Λυγγιάδες Ιωαννίνων. Εντός του χρόνου, η «στάχτη» (Paul Celan), οι μορφές των οποίων η ιδιόλεκτος είναι ο ‘άδικος θάνατος,’ η προσδοκία της Ανάστασης. Το ποίημα αναπτύσσεται ως ένα ιδιαίτερο μοιρολόγι. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Μάνα των Πύργων,’ στο: ’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 56.
[19] Ημερολογιακά-χρονικά, εκφράζει τις σκέψεις του ο Οδυσσέας Ελύτης στο ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου,’ έχοντας ως σημείο αναφοράς το δίμηνο Απριλίου-Μαϊου. Με τις επι-γενόμενες εκφάνσεις της εβδομάδας διεισδύει στο ποιητικό πράττειν ο Γιώργος Δελιόπουλος, ανακατεύοντας διαρκώς πράξεις και πρόσωπα, αφήνοντας τον αναγκαίο χώρο, στον απόντα σύντροφο, στην ελάχιστη μομφή που εμφιλοχωρεί στο κειμενικό ‘σώμα,’ αλλάζοντας τον ρυθμό του. «Πέμπτη απόγευμα αφήνω κίτρινες γραμμές στα σύννεφα κρεμώ πολύχρωμες κορδέλες στα καλώδια να φύγει ο γκρίζος ουρανός από τα τζάμια να φωτιστεί κι η πιο μικρή αμφιβολία». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Πέμπτη απόγευμα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 45. Και, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου,’ Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1984.
[20] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Δευτέρα ξημέρωμα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 42. Η ομορφιά και η καταστροφή τίθενται σε πρώτο πλάνο.
[21] Στις λίμνες και στις αντανακλάσεις τους διαπλέκεται μέσω παύσεων και εννοιών, νοημάτων και ιδεών, ο λόγος των δύο ποιητών. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Κυριακή όλη μέρα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 48.
[22] Το ποίημα ‘Καύσωνας,’ ως ποιητικό θραύσμα που συμβολίζει μία εποχή, την εποχή του θέρος συγκεκριμένα, μας επιτρέπει να πούμε πως αποκτά μία διάσταση αλληγορική. «Ζητείται δροσιά», ως εάν να «ζητείται ελπίς», για να παραπέμψουμε στον Αντώνη Σαμαράκη, σε μία εποχή ‘άνυδρη.’ Αυτό που ζητείται στο βάθος του είναι ένα ιστορικό ‘ξεπέταγμα,’ η κρυμμένη λέξη, η μη-εντροπία της πράξης-κίνησης. Και ο καύσωνας συνεχίζεται, θυμίζοντας μετεωρολογικό δελτίο. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Καύσωνας,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 51.
[23] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Πλάτωνος Φαρμακεία,’ Μετάφραση: Λάζος Χ.Γ., Εκδόσεις Άγρα, σελ. 83-84. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ερμηνεύει με βάση την παρουσία της ποιητικής ‘φωνής’ που συνθέτει ανόμοιες εικόνες, όπως χαρακτηριστικά διαφαίνεται στο ποίημα ΄Μνημόσυνο,’ ποίημα προσωπικό, ισορροπημένα συναισθηματικό, το οποίο και τελεί εν ‘κινδύνω.’ Παρελθόν (εξορία) και παρόν ανα-σημαίνουν την καταγωγή και το ιστορικό ‘ίχνος,’ στο σημείο όπου σημασία αποκτά η εναρκτήρια φράση του ποιήματος: «Η γιαγιά μου έζησε», «έζησε» τον ταραγμένο και σκληρό 20ο αιώνα που στην ελληνική περίπτωση προσδιορίζεται και από την εμπειρία της μετακίνησης πληθυσμών. Το αρνητικό της φωτογραφίας είναι η μνήμη της γιαγιάς, η ζωή της οικογένειας που περιέχει ισότιμα το βάθος του «έζησε». Η ζωή μακρά, αλλά ‘βίαιη’ έτσι ώστε ο θάνατος να συγκρατεί τη λέξη. Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Γιώργος-Δελιόπουλος Στέφανος, ‘Μνημόσυνο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 55.
[24] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ενύπνιο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 50.
[25] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος,’ Κυριακή όλη μέρα,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 48. Και, Ρίτσος Γιάννης, ‘Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού,’ Ποιητική συλλογή ‘Τέταρτη Διάσταση,’ Αθήνα, 2005. Στη Ριτσική ποίηση, η σιωπή δεν συνιστά υστέρηση.
[26] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Οι Γυναίκες στο πάρκο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ. 54.
[27] Η ιστορία και η ιστορική προσέγγιση διαπερνά ενίοτε έντονα την ποιητική του Γιώργου Δελιόπουλου, και σε ό,τι έχει να κάνει με την Μακεδονική ιστορία του 20ου αιώνα. Στο προσκήνιο εκβάλλει, ο καπετάν Φούφας, Μακεδονομάχος, ο θάνατος του οποίου (αυτοκτονία) δηλώνεται ως μαρτυρίας μίας ζωής που ακολούθησε την «μοίρα» της μέχρι της «τελικής εξαφάνισης», όπως γράφει ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης. Τι δύναται να είναι η ιστορία εάν όχι διαρκής σχοινοβασία πάνω το κενό που αναδεικνύει πρόσωπα όπως ο καπετάν Φούφας; «Σε κατάλαβα καπετάν Φούφα κι ας μην είχες πετρώσει στη μνήμη με τη σφαίρα στο μέτωπο κι ας μην ήσουν για μάχη ντυμένος περνούσες απέναντι άφοβα στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου για το δεύτε λάβετε φως και η μάνα σου φώναζε πίσω: τι θα γίνουν τα κτήματα; σε κατάλαβα καπετάν Φούφα καθισμένο στην άκρη της πόλης πνίγοντας πόνους κάτω από το δέρμα απελπισμένο μέχρι αυτοκτονίας να δείχνεις σ’ εκείνους που έφυγαν: ορίστε μια νέα Μεγάλη Ιδέα να γίνουμε πάλι εμείς ύστερα πλήρωσες ό,τι χρωστούσες βιαζόσουν να βρεις στο βουνό τη μοίρα που διάλεξες το σπίτι που πέθανες πνιγμένο στα χόρτα». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Ηρώο,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 57.
[28] Το πλέγμα που επισημαίνεται εδώ, είναι η επί-κληση της μνήμης, πέραν της τριβής και της φθοράς της καθημερινότητας. Η μνήμη συγκρατεί την μορφή της γυναίκας, την αίσθηση του δοσίματος ως κάτι αληθινό, αυθεντικό και με τον τρόπο του, εμβαπτιστικό. «Κλείνω το ραδιόφωνο στην πειραγμένη μουσική, στα ξαφνικά παράσιτα, στα καθημερινά δελτία αφήνω μόνο την κιθάρα με το πρώτο μας φιλί και στις χορδές σου με σβηστά fm χωρίς να φθάνω, ταξιδεύω». Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Στέφανος, ‘Με σβηστά FM,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ., 65.
[29] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Σημείο συνάντησης,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ, 75.
[30] Βλέπε σχετικά, Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘3,’ στο: Τουμανίδης Χρήστος-Δελιόπουλος Γιώργος, ‘Εορδαία γη ή αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο…ό.π., σελ, 76.
[31] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Το πλήρωμα του χρόνου. Michael Lowy: Walter Benjamin-Προμήνυμα κινδύνου,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 261.

.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ AΓΓΕΛΟΣ (2015)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΖΑΦΕΙΡΗ

FRACTAL 12/04/2017

«Όταν σκόνταψε πάνω μου… ένας Άγγελος»

Όταν πήρα στα χέρια μου την άρτι εκδοθείσα ποιητική συλλογή του κ. Γ. Δελιόπουλου « Επισκέπτης Άγγελος», γοητεύτηκα.

Στο πλαίσιο μιας μοντέρνας (μεταμοντέρνας;) ποίησης ο κ. Δελιόπουλος με ώθησε σε μια προσέγγιση αναγκαστικά μέσω του παραδειγματικού άξονα, αλλά τόσο αληθινή και γι’ αυτό ουσιαστική. Με ένα μειλίχιο ύφος λόγου, που ακόμα κι ο καταγγελτικός του τόνος έφτανε σε μένα σχεδόν ψιθυριστά μ’ έκανε ν’ αφουγκραστώ το γρατζούνισμα που έκανε στον εσωτερικό του κόσμο.

Με μια βαθιά εσωτερικότητα και αυταναφορικότητα, με μια διάχυση στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθημάτων κάνει βουτιές κι αναζητά απαντήσεις…Το μοτίβο του ανελέητου χρόνου, η επαναλαμβανόμενη χρήση του επιθέτου χάρτινος («χάρτινα λόγια», «χάρτινη εξώπορτα») , από το οποίο δανείζεται το φθαρτό και το βραχύβιο και η «φτωχή μνήμη» αντιδιαστέλλονται αυτοστιγμεί από «πολύχρωμα πουλιά» με «λαβωμένα φτερά» , για να κατέβει στην Αγορά του κόσμου σαν Επισκέπτης Άγγελος και να λογαριαστεί με τα εγκόσμια.

Έτσι γλιστρά νωχελικά από το θέμα του έρωτα και τις διαπροσωπικές σχέσεις, στη φαιδρότητα της επικοινωνίας και της κατανόησης μέσα από τους μήνες του χρόνου, μέσα σε χρώματα, άοσμα γεγονότα και άυλα στοιχεία. Εκεί παντρεύει το άψυχο με το έμψυχο, αποδεσμεύεται από τα γήινα δεσμά και απλά υπηρετεί το ρόλο του ποιητή.

Ως τέτοιος δε θα μπορούσε να μην ανταποκρίνεται σε οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα που σαν κάρφος τον κεντά…, αφυπνίζεται και εν τέλει δημιουργεί! Κάθε ένα από τα ποιήματά του είναι μια κλιμάκωση συναισθηματικής εμπειρίας, που καταλήγει σε μια κορύφωση συχνά απαισιόδοξη.

Αλλά ποιος είπε πως η αποκάλυψη της αλήθειας μας είναι αρεστή πάντοτε;

Οι «καθρέφτες» του είναι απλά τα κάτοπτρα που εικονίζουν είδωλα, μια καλά φτιασιδωμένη πραγματικότητα, που όμως ο ίδιος την ακυρώνει , αφού την απογυμνώνει από τα στολίδια της.

Για όλα τούτα χαίρομαι ιδιαίτερα που μοιράστηκε μαζί μας το πνευματικό του τέκνο .

Σ΄ ευχαριστώ για το ταξίδι…

.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ

FRACTAL 22/03/2017

Α] Επισκέπτης Άγγελος : Πάει πολύς καιρός που λάβαμε κι οφείλαμε να καταθέσουμε ήδη την άποψή μας για τη συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, Επισκέπτης Άγγελος, που επιμελήθηκε η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, τον Δεκέμβριο του 2015. Ομολογούμε πως η έκδοση είναι άψογη και διανθισμένη με θαυμάσια σχέδια κάρβουνου της Γλύκας Διονυσοπούλου, στην οποία είναι αφιερωμένη και η συλλογή. Είναι από τις λίγες φορές που φτάνει στα χέρια μας ένα τόσο άρτιο βιβλίο, που σέβεται πολύ τη σοβαρή ποιητική τέχνη, αυτή που ασκείται, ευτυχώς για μας, μακριά από το πολύπαθο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό για το οποίο χαιρόμαστε είναι πως η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, εκδίδει ανάλογα βιβλία, (όπως δηλώνει ο αριθμός έκδοσης), προσπαθώντας να ορίσει το καλλιτεχνικό της στίγμα. Το επαρχιακό τοπίο, που δεν παρέχει ανάλογες ευκαιρίες, χαρίζει τουλάχιστον στον καλλιτέχνη εκείνη την τερπνή μοναξιά που παραμένει πεισματικά μακριά από λυκοφιλίες και αντίξοες χειρονομίες επιβολής υπό τα κάλπικα φώτα της πρωτεύουσας. Επειδή πιστεύουμε πολύ στην Ποίηση και, ευτυχώς ή ατυχώς, οι ποιητές αφθονούν στη χώρα μας, ένα μεγάλο μέρος μιας ιδιαίτερης φωνής ή πνοής, ασκείται στην ενδοχώρα και είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.

Ο Γιώργος Δελιόπουλος υπηρετεί ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε χρόνια δύσκολα λόγω της ύφεσης που νοτίζει στόχους και επιθυμίες, σε μια χώρα ανάξια να εκτιμήσει σοβαρούς καλλιτέχνες, που ζουν μακριά από τη χυδαία δημοσιότητα. Ο Επισκέπτης Άγγελος είναι βιβλίο ετών, αν κρίνουμε τα μέρη ή τις ενότητές του, ΑΓΟΡΑ, ΛΟΓΟΣ και ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, που εκδίδεται ως δεύτερη μετά την ποιητική συλλογή Μικρός Οδυσσέας, Ιωλκός 2009. Η συλλογή ανοίγει με τον «Επισκέπτη Άγγελο», που υποδύεται ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος και δηλώνει: Θα βάλω καθαρά φτερά / κι αρπάζοντας τον ήλιο / να κατεβώ σαν Άγγελος / στην αγορά του κόσμου. Ο άγγελος εδώ είναι ο αγγελιαφόρος, πρόσωπο των αρχαίων τραγικών, που με τον μονόλογό του εισάγει τους ακροατές – εδώ αναγνώστες – τα όσα η μοίρα τον επέλεξε να μιλήσει, να δει και να στιγματίσει στην αγορά αυτού του Κόσμου. Η κατάβαση στον κόσμο φαντάζει ως παντοτινή μετοικεσία, έστω και με κομμένα φτερά.

1] Τα ποιήματα της ΑΓΟΡΑΣ είναι το απόσταγμα από φάσεις της ζωής που στοιχειώνουν μέσα μας, ίσως προφητικές, αν μην είναι ήδη πραγματικές. Στο πρώτο πεζό ποίημα «Φρουροί», του εν συγχύσει κόσμου, δυο φίλοι, ο ποιητής μαζί με κάποιον Δημήτρη, παίζουνε στα ζάρια-χαρτιά τα ρούχα των ληστών, χωρίς να είναι δικά τους και χωρίς απόφαση να ποντάρουν στον θάνατο των άλλων για να ζήσουν. Στο ποίημα «Τοκογλύφος», ένας πικρός απολογισμός προς την παρελθούσα ζωή των σαράντα χρόνων πήγαν στον βρόντο, ακόμα και ο ερχομός του αγαπημένου προσώπου τον θεωρεί δανεισμένη ευτυχία / βάζοντας τόκο την ανάπηρη ζωή μου / σαράντα πεταμένα καλοκαίρια. Ο δοκιμασμένος χρόνος στο μάταιο, κάνει τον γράφοντα να μην μπορεί να δει, ως μεγάλος πια, την ευτυχία που έχει χάσει πια τη δύναμη και την αίγλη της. Στο «Μαγαζί του τρελού», ένα απλούστατο ποίημα, είναι διάχυτος ο σαρκασμός. Ο τρελός / πουλάει αναμνηστικά / και ομοιώματα συναισθημάτων / πάμφθηνους έρωτες, για ανθρώπους που ζουν το εφήμερο, πουλώντας ακόμα και αγάπη, που δεν υπάρχει κανείς να την πάρει λόγω ελλείψεως ζήτησης. Το «Κάπου αλλού» αφορά την ειλικρινή αγάπη που δεν υπάρχει πουθενά, παρά μονάχα στη σιωπή / αποτυπώματα χαδιών / γραμμένη με τη σκόνη / αποτυπώματα φιλιών. Αυτός ο κόσμος δεν έχει αγάπη, δεν τον αφορά καν η αγάπη. Κάπου αλλού ίσως να υπάρχει. Το ποίημα «Όλοι χάνουμε» αποτελείται από δύο μέρη και ο τίτλος συνδέεται πετυχημένα στο Α΄ Μέρος με το πρώτο στίχο: τα πουλιά όμως όχι – το προνόμιό τους. Αρκούνται στο ελάχιστο. Το πέταγμα για τον άνθρωπο είναι πικρό. Στο Β΄ Μέρος ο Γιώργος Δελιόπουλος αποφαίνεται: με τη φτωχή μας μνήμη / που δεν έμαθε ακόμη / πως μπορεί να προδοθούμε. Έκθεση στην προδοσία. Στο σονέτο «Μικρός Φλεβάρης» περιγράφεται το αδύνατο και το σκληρό της προσωπικής ζωής στον μήνα που, καθορίζοντας το έτος δίσεκτο, το κάνει γρουσούζικο, εκλιπαρώντας τον επόμενο μήνα Μάρτιο, για να βρει τη χαμένη μέρα / ένας χρόνος δίσεκτος ήταν ο ληστής. Στον «Προδομένο Μάη» ο ποιητής εξακολουθεί να ζει με τους χειμώνες, ενώ το καλοκαίρι αργεί, όπως και όμορφοι αιώνες. Απομένει η πίστη για το καλύτερο, αφού έτσι κι αλλιώς τι μπορεί να κάνει κάποιος / μονάχος σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει; «Η σκόνη του αύριο» είναι ένα πεζό ποίημα, που θυμίζει όνειρο με έντονες υπερρεαλιστικές καταβολές. Εδώ το ζητούμενο είναι πού βρίσκεται το πέτρινο κλειδί της χάρτινης εξώπορτας, για να ξεκλειδώσει τον κόσμο της παλιάς αίγλης, αλλά δυστυχώς, ο ποιητής τολμά να πει: δε βλέπω άλλο εφιάλτες με φαντάσματα. Εγώ πού είμαι; Στο ποίημα «Ο φόβος των δέντρων» είναι απειλητικός. Οι στίχοι εδώ βουλιάζουν απ’ τα επίθετα, για να αποδοθεί η ορμή των κλαδιών και της ρίζας για καταστροφή. Φύλλα, κλαδιά και καρποί είναι στο έδαφος για την τελική επιδρομή. Η φύση δεν είναι βάλσαμο κι αποβαίνει εφιαλτική κι επιθετική. Ο ποιητής εύχεται να καούν οι ρίζες που μοιάζουν με ληστές, και να κοπούν τα δέντρα – τρομοκράτες. Η γειτονιά του ποιητή είναι κι αυτή ρημαγμένη, μόνο τα εφηβικά δέντρα απομένουν για να μεγαλώσουν όσο πρέπει. Στον «Μεθυσμένο Ιούλιο» ο ρυθμός είναι πετυχημένος. Το ντεκόρ του ποιήματος είναι μια μεθυσμένη νύχτα Ιουλίου με αλκοόλ, κι ερωτική διάθεση σε ξέφρενη χρυσή ανάσα άμμου… με τα σκαλισμένα σου φιλιά πάνω στα χείλη. Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αρχίζει με μια εξαιρετική αντίφαση: Έτσι ξεχνώ ευχάριστα αυτούς που με μισούν / και λησμονώ ανώδυνα εκείνους που μ’ αγάπησαν. Αν απομένει κάτι στη μνήμη που αντιμάχεται το μίσος είναι αυτή η σκηνή. Η «Φυγή» που ακολουθεί, είναι ένα εξαιρετικό ποίημα. Στον τίτλο μπαίνει ερωτηματικό. Το πολύτιμο πρόσωπο, ο άλλος, απομένει στην κάμαρα μαζί με τον ποιητή μέχρι που αποχωρεί ως περιττός. Η συντροφιά (ως παρουσία ανθρώπινη ή ως άσκηση τέχνης) είναι κι αυτή καταδικασμένη. Ο γράφων φέρει ο ίδιος την ευθύνη ενός φορτίου λέγοντας: και θα φορώ κατάμονος / τα μουσκεμένα ρούχα / με τα δάκρυα της πόλης / βαρύς από την τόση λύπη / θα γυρεύω τη φυγή/. Μα κλειδωθήκαμε μαζί / τα ρούχα μου κι εγώ / ας ήταν έστω κι άλλα μάτια / να μοιραστούμε δάκρυα / ή τη συνομωσία της χαράς. Στο επόμενο ποίημα «Γιατί φοράς κλουβί;» αποδεικνύεται πως η καταφυγή σ’ αυτό δίνει την ασφάλεια της παρατήρησης ήδη από την μικρή ηλικία: κι από μικρός χαζεύω το αύριο / κοιτώντας μέσα από τις τρύπες / από στενά χωρίσματα / ανάμεσα σε σίδερα / ανάμεσα στους άλλους / ανάμεσα σε μένα και σε μένα… / παρ’ όλο που κάθε καινούργια μέρα μια θηλιά. Στην «Αθανασία» η αιώνια κι ασφαλής ζωή απαιτεί τη συνεχή αλλαγή ρούχων, αλλά στο τέλος τελείωσαν τα ρούχα του κι απέμεινε / κάπου γυμνός χωρίς ψυχή. Η δυσκολία ενός χαρακτήρα να μένει ακέραιος στην καθημερινότητα που απαιτεί ελιγμούς και πισωγυρίσματα. Ακολουθεί το θαυμάσιο λυρικό ποίημα «Αναγκαία υπόσχεση», αφιερωμένο στη Γλύκα, αποτελεί μια ερωτική υπόσχεση πως η αγάπη θα μείνει ακέραιη και σταθερή για την ερωμένη, παρ’ όλο που το γήρας είναι αναπόφευκτο για τον ίδιο τον ποιητή. Η «Παρηγοριά», ποίημα αφιερωμένο κι αυτό στη Γλύκα, είναι και αυτό εξαιρετικό. Η ψυχρή, ηλεκτρονική ζωή-εποχή έχει ως αντίβαρό της την ειλικρινή αγάπη. Το «Περιμένοντας τ’ ανέλπιστο» είναι σπουδαίο σπάραγμα. Το διάστημα των πενήντα χρόνων παρακμάζει τον ποιητή που λέει: από την τόση πείνα έγινα ζητιάνος σου / από τον λίγο χώρο στένεψε ο νους μου. Η σκέψη της αγαπημένης κατάντησε πήλινη φυλακή – ερωτική εμμονή. Το ποίημα «Ελπίδα» αποτελεί μια έκκληση αν και Πάντα υψώνεται ανάμεσά μας κάποιος τοίχος για επαφή και στοργή, που είναι ικανή, Για να περνούν απέναντι οι καρδιές μας / στο διπλανό δωμάτιο / στην άγνωστη αυλή / στο εχθρικό μας σπίτι. Ο «Αναξίμανδρος»[2] μιλάει για την αιώνια αλήθεια που ισχύει ίσαμε σήμερα: να μιλήσει την Αλήθεια του / να πει ότι ποτέ δεν ήμασταν / εκείνο που πιστέψαμε / ότι ο κόσμος πλάστηκε αλλιώς / και οι σοφοί μας έμαθαν στο λάθος.

2] Ο ΛΟΓΟΣ αφορά τον ποιητικό λόγο και τη σημασία της γλώσσας, με το ερώτημα αν μπορεί ένας τεχνίτης να μιλήσει για τα αιώνια και άλυτα θέματα της ζωής. Η «Γλώσσα των ανθρώπων» είναι ποίημα, στο οποίο ομολογείται πως η κατάκτηση της γλώσσας δεν αρκεί παρ’ όλο που η γλώσσα κρύβει ανοιχτές πληγές / άλλοτε γιατρεύονται κι άλλοτε σκοτώνουν, καταλήγοντας: πως δε γράφεις τη ζωή μοναχά με λέξεις / κι απ’ τις λέξεις μόνο δε γνωρίζεις τίποτα. Ακολουθεί το εξαιρετικό ποίημα η «Ποιητική» που αφορά την τέχνη του δημιουργού το αίμα της ψυχής που διαφέρει άρδην με τη σχέση- τακτική-συμπεριφορά του αναγνώστη σχετικά με την αντιμετώπιση ενός ποιήματος. Στο επόμενο «Ποίηση» αποκαλύπτει την κοινή διαπίστωση κάθε τεχνίτη πως αυτή η τέχνη μας κάνει πιο ευαίσθητους / για να πονάμε ευκολότερα, αφού δεν υπάρχει περίπτωση ο ποιητής να γίνει καλύτερος ως άνθρωπος. Η ευαισθησία όμως αυτή έχει σχέση με την ωμότητα των ποιητών, επειδή σκοτώνουν τους καλύτερους στίχους / τις ωραιότερες λέξεις / την Ποίησή μας και τον Ποιητή. Στην «Υπόσχεση φωτιάς» αφορά την ακραία στιγμή της ζωής που οδηγεί στη δημιουργία, το πάθος και η αναμέτρηση με τις λέξεις. Το πεζό ποίημα «Λόγια στο τζάκι» δίνει την απαλλαγή από την τύρβη του κόσμου με το να προτείνει: Βρες μια γωνιά χωρίς κανένα όνειρο, δίχως αρώματα, δίχως φωνές ή ένοχα επίθετα… Η «Υπενθύμιση» αφορά το μαχαίρι (ζοφερές μνήμες της δημιουργίας), που θα επιστρέφει με τα σβησμένα γράμματα / κι όπως τα ξαναγράφεις / θα σε πληγώνει πάλι. Στους «Ένοχους στίχους» ο ποιητής μπορεί και ανοίγει κλειστές πληγές / κι όλο θυμίζουν / τα παλιά εγκλήματα / που σβήνουμε απ’ τη μνήμη. Στο επόμενο ποίημα η ποίηση αφορά τις λέξεις και τους ανθρώπους, η καθημερινότητα του μόχθου κάνει τους τεχνίτες να ονομάζονται στον τίτλο «Βαφείς του Γκρίζου». Στο πεζό-ποίημα «Άρρωστη μνήμη» με τις υπέροχες εικόνες αφορά μια επίκληση στον ποιητικό λόγο για θεραπεία που δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Ο Απόστολος του Ιησού, ο Σίμων Πέτρος, λειτουργεί ως δείγμα πειθαρχίας και υποταγής στην ποιητική τέχνη. Το ποίημα «Σύνθημα» αρχίζει: Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη. Η ποιητική τέχνη δεν εντάσσεται σε εργασία, είναι ίσως μάταιος ο κόπος και ο στόχος αντιστρατεύεται με τον μόχθο του εργάτη, γι’ αυτό έχουν πάντα δίκιο οι άλλοι. Το «Επίμονα ερωτηματικά» για την ύπαρξη και την ποιητική τέχνη γίνονται καρκινώματα που ίσως αποβούν μοιραία στο μέλλον. Ο χρόνος «Μέλλοντας» ως τίτλος στο επόμενο ποίημα προδίδει τον ποιητή γιατί Ποτέ του δεν θα γίνει ενεστώτας – μόνο θα και θα – ποτέ του. «Ο θλιμμένος Σεπτέμβρης» είναι ένα εξαιρετικό ποίημα με θαυμάσιες εικόνες. Η ζωή του καλοκαιριού χάνεται στο φθινόπωρο των στίχων που παραμένουν χωρίς απάντηση: πού πέταξαν τα χάρτινα πολύχρωμα πουλιά; / γιατί κρατώ θλιμμένα πλαστικά λουλούδια; / πώς φόρεσε ο ήλιος το βαρύ σύννεφο; / μα δε σου έχω έτοιμη απάντηση ακόμα. Οι γαλάζιοι «Σαλτιμπάγκοι» που άλλοτε διασκέδαζαν τον κόσμο, πούλησαν τα σύνεργά τους και κατήφεια έχει πέσει στην κοινωνία, καταλήγοντας στην ανευθυνότητα: έχουν γίνει σαν εμάς / καθωσπρέπει κύριοι. Τα λόγια της ποίησης είναι «Επείγοντα λόγια», κι ας ματώσουν τα λόγια, δε με νοιάζει. / Η ώρα έφτασε λοιπόν κι ας μη αργούμε / σήμερα πρέπει, τώρα! τώρα! τώρα! Το πεζό ποίημα, η «Ταμπακιέρα», κερδισμένη από τον ληστή με σημαδεμένη τράπουλα πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτόν και πάλι. Τα τσιγάρα δεν αρκούν, αν και μερικές φορές το κάπνισμα είναι για τη λήθη. Ο ποιητής συστήνει να κλειδωθούν οι πόρτες τις νύχτες, γιατί περαστικοί ληστές ψάχνουν ξεκλείδωτες εισόδους. Οι ταμπακέρες γι’ αυτούς που δεν καπνίζουν είναι για κρυψώνα τιμαλφών ή το σπουδαιότερο: για πολύτιμα λόγια, χωρίς αντίκρισμα. Στο ερωτικό ποίημα «Για να σε ονειρεύομαι», το όνειρο είναι προτιμότερο από το όνομα παρά η συνάντηση. Μα δεν πειράζει / μου είναι αρκετό / να ξέρω τ’ όνομά σου / μου είναι αρκετό / για να σε ονειρεύομαι.

3] ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Το καταφύγιο της νύχτας» ο καθρέφτης και ο ποιητής είναι μόνοι. Ο καθρέφτης παρατηρεί ψυχρά και ο τεχνίτης καταγράφει. Το είναι και το φαίνεσθαι ως μία πραγματική μάχη για την αλήθεια. Στους «Ραγισμένους καθρέφτες» ο πρώτος στίχος: Λίγος ο χρόνος για πολλές σκέψεις, μας ανακαλεί στη μνήμη το χρέος του ποιητή για να μιλήσει. Η επιφάνειά του κάθε καθρεφτη ραγίζει, όταν όλα τελειώνουν ξαφνικά κι απομένει μόνο η διαπίστωση: Τελικά, δεν ήμασταν ποτέ / εκείνοι που νομίζαμε / και τα ευτυχισμένα μάτια / ήταν κάποιας άλλης / ενώ εσύ με περίμενες / κρυμμένη στους καθρέφτες. Το «Απολεσθέντα» αφορούν την απάτη του ποιητή ως Κληρονόμος / μιας πέτρινης μάσκας / τη φορούσα για σένα / και τη δούλευα χρόνια /είχα βάλει καθρέφτες για τα μάτια. Η μάσκα σπάει για να δει τα ερείπια μιας σχέσης. Στο πεζό συμβολικό ποίημα «Διαίρεση», έχουμε τον Ιησού στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου, που εξελίσσεται εδώ σε μια θαυμάσια παραλλαγή του. Μοίρασμα άρτου και οίνου σε όλους τους μαθητές. Ο Ιησούς δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του. είμ’ ένα κούφιο σώμα, ένας άδειος αμφορέας! Τότε οι μαθητές σηκώθηκαν κι έφυγαν, αφήνοντάς τον μόνο για να σταυρωθεί. Η προσφορά και η ανιδιοτέλεια ανταποδίδεται με τη μοναξιά στην καταδίκη. Το πεζό ποίημα «Χρωμοσώματα» αφορά τον καλλιτέχνη που είναι ικανός να διαχέει το βλέμμα του στα χρώματα του κόσμου κι ας γεννήθηκε από μια γκρίζα μάνα. Η πραγματικότητα που είδε έξω από τη μήτρα τον δυσκολεύει να επιλέξει χρώμα. «Ο αόρατος πατέρας» αφορά τον πατέρα που τολμά να δηλώσει στον γιο που έχει φύγει από καιρό / και τρέχεις στη ζωή /… και τώρα / είμαι πάλι εκεί / να σε κοιτώ χωρίς να με κοιτάς / με τη ματιά της απουσίας μου / εγώ, ο αόρατος πατέρας σου. Η «Κληρονομιά» είναι ένα ποίημα που αφορά τις πληγές, τις χίμαιρες που αφήνει ο ποιητής στον άλλον – αναγνώστη; – και που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει. Αναμφίβολα, το ποίημα «Αναγκαίες νύχτες» είναι κορυφαίο. Στις νύχτες αποκτούν όλα τα όρια τους. Ο άνθρωπος τότε μόνο βλέπει ξεκάθαρα. Ο ήλιος μπερδεύει και προκαλεί σύγχυση. Μπροστά από τον ήλιο είμαστε σκιές /… Επομένως έχουμε ανάγκη από νύχτες / για να καταλάβουμε τις μέρες. Το ποίημα «Εντός ζωής» έχει ως πρώτο στίχο κάποιο Αττικό νεκροταφείο. Μνήμες που βασανίζουν ανθρώπους εντός ή εκτός ζωής. Εκτός τειχών ή εντός ζωής / οι άνθρωποι αφήνουν / στ’ απωθημένο σχήμα τους / μαρμάρινα σημάδια. Η ζωή των ανθρώπων και μετά θάνατον η μνήμη αυτής ζωής, μαρμαρωμένη στη σκέψη μας. «Μινώταυροι»: στο κορυφαίο αυτό ποίημα ο ανάμικτος μυθικός ήρωας, είναι ένα τέρας με τα ελαττώματα του ανθρώπου ή του θεού. Η οποιαδήποτε αναμέτρηση με τη ζωή, ακόμα και με τη τέχνη, είναι μια μάχη ονειρική με δαίμονες και χάρτινες μορφές. Τώρα όμως δεν υπάρχουν οι λαβύρινθοι / και οι ξένοι δεν μου στέλνουν τα παιδιά τους. Ο ποιητής επικαλείται να βρεθεί μια Αριάδνη /… για να κρύψω τους ελεύθερους μινώταυρους. Η «Παιδική θάλασσα», (η καλύτερη εποχή του ανθρώπου είναι η παιδική ηλικία), αφορά μια θάλασσα, όπου / κι ατίθασοι αγέρηδες σκορπούσαν κάθε βλέμμα / στον ανοιχτό ορίζοντα. Η ενηλικίωση είναι σαφώς τραγική: θάλασσα δεν υφίσταται, αλλά υπάρχει μόνο το εδώ ή το εκεί / το πρόσωπό μου ή το πρόσωπό σου / ο βυθός μου ή ο βυθός σου. Η «Ημερομηνία λήξης» (εξαίρετο) είναι ένα ερωτικό σπάραγμα από την εποχή που το σώμα της αγαπημένης ήταν έφηβο κα με τον χρόνο Τώρα σκουριάζει το κορμί σου απ’ τα χρόνια. Ο έρωτας, ακόμα και ο σαρκικός, έχει ημερομηνία λήξης. Μας ξαφνιάζει κάπως οι στίχοι του τέλους: Τώρα το είδωλό μου ράγισε στο βλέμμα σου / και δεν ποθώ να σε αναζητήσω άλλο / τώρα πια γέρασες πολύ και δεν μου κάνεις. «Το σώμα» είναι ποίημα με δυνατό, αιχμηρό συναίσθημα. Ο ποιητής έρχεται σε σύγκρουση με τον εσωτερικό του κόσμο, λες και τον αποποιείται, συγκρίνοντας τον με τη σάρκα. Μιλάει για το αίμα που κοχλάζει… και πώς ξεπηδά από τις φλέβες των ονείρων! για τα αρώματα της παιδικής λήθης / Πιείτε! Πιείτε / το δάκρυ της παλλόμενης καρδιάς μου! και καταλήγει: πως το σώμα είναι η μόνη μου Αλήθεια! Το ποίημα «Χρυσόσκονη» αφορά αυτούς που δίνουν εμπιστοσύνη σε δαίμονες κι ανθρώπους / που κρατούν χρυσόσκονη, έστω κι αν πάντα αμφιβάλλουμε / κι όλο να ρωτάμε…. Απλώς / είμαστε πλασμένοι / με ωραία μάτια / για να διακρίνουμε / σκόνες και χρυσούς / σκόνες και κομμάτια. Η υποχώρηση πότε στους μεν και πότε στους δε είναι κοινή τακτική επειδή διαθέτουμε ωραία μάτια. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα, «Αφηρημένη τέχνη». Η κατάκτηση της ποίησης παρομοιάζεται με δυο τρία σχήματα / χρώματα μπλεγμένα / κόκκινα τετράγωνα / μαυρισμένοι κύκλοι. Η πόλη έρημη και δρόμοι που μ’ αφήνουν / δρόμοι που ξανάρχονται / για να διαπεράσουν / τα πρησμένα μάτια μου / πιο αφηρημένοι. Ο τεχνίτης πάντα προχωρεί στα σκοτεινά και σημασία έχει, βέβαια, η αποστολή του για να βρει-ανακαλύψει το τέλειο αποτέλεσμα, το άρτιο ποίημα.

4] ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Ο Επισκέπτης Άγγελος, είναι ένα σπουδαίο ποιητικό βιβλίο με κατεκτημένη γλώσσα και πολλαπλή θεματική. Ο Γιώργος Δελιόπουλος πριν περιγράψει ως άγγελος ό,τι είδε και να το αναστήσει στα μάτια μας με τις ενότητες ( 1. ΑΓΟΡΑ: Κοινωνία, η Καθημερινότητα και η Ποικιλία της, 2. ΛΟΓΟΣ : Η Ποιητική Τέχνη, η Δυσκολία της Γλώσσας ως Αποτύπωση της ζωής και ως Γεφύρωμα οποιαδήποτε σχέσης και 3. ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Το Είναι και το Φαίνεσθαι των πραγμάτων-ανθρώπων ) μελέτησε κι αφομοίωσε την τεχνική του από την ελληνική και την παγκόσμια ποιητική παραγωγή. Είναι ικανός να γράψει τόσο απλά ποιήματα όσο κι ερμητικά, εμπλουτισμένα με θαυμάσιες εικόνες, πότε συμβολικές και πότε υπερρεαλιστικές, για να αποδώσει την ουσία ενός ερειπωμένου κόσμου. Στη συλλογή αυτή έχει καταπιαστεί με όλα εκείνα που στιγματίζουν τη ζωή μας και τα αποδίδει με μια θαυμάσια έκφραση, της οποίας η δυναμική σφραγίζει βαθιά τον αναγνώστη. Ο Γιώργος Δελιόπουλος ο Ποιητής της Κοζάνης, είναι πλασμένος να μας δώσει σπουδαία πράγματα. Χαιρόμαστε επίσης ιδιαίτερα που η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης συμπεριέλαβε στην καλαίσθητη λογοτεχνική σειρά της αυτό το βιβλίο. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου η φράση οίκος βελτιώσεως αποκαλύπτει τη σοβαρή αποστολή των μελών του πολιτιστικού επιτελείου της βιβλιοθήκης για έκδοση σημαντικών βιβλίων. Για μας, τουλάχιστον, δεν μένει άλλο, παρά να ευχηθούμε τη συνέχεια της λαμπρής αυτής προσπάθειας.

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR/11/9/2016

Με μία ακόμη ποιητική συλλογή, ο Γιώργος Δελιόπουλος, «επισκέπτης άγγελος» (Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 2015), σαν οδοιπόρος των λέξεων στις δύσβατες διαδρομές των στίχων, επιβεβαιώνει τις θετικές κριτικές που είχε λάβει από την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα. Η ποίηση δεν αποτελεί για τον Δελιόπουλο μία αυθόρμητη καταγραφή στείρων σκέψεων σε μορφή στίχων μετά από μία ολιγόμηνη διαδικασία. Αντίθετα, είναι εμφανή τα σημάδια από τα “βασανιστήρια” και τις κακουχίες κατά την αναζήτηση της άρτια έκφρασης.

Υπαρξιακές και κοινωνικές αγωνίες συναντώνται και διασταυρώνονται μέσα από αλληγορίες και κριτικές προσεγγίσεις, αναδύοντας ένα άρωμα απογοήτευσης από τη μούχλα που περικλείει τον ποιητή. Εύληπτες κοινωνικές αλληγορίες συνδέονται με υπαρξιακές αναζητήσεις μέσα από μία στοχαστική διάθεση (ο φόβος των δέντρων). Μιλά για την κοινωνική αδιαφορία και τον ατομισμό (φρουροί, τοκογλύφος, το μαγαζί του τρελού), τα όνειρα (η σκόνη του αύριο, λόγια στο τζάκι, ελπίδα) και τις συμβάσεις της ζωής (γιατί φοράς κλουβί;), την ευπιστία (όλοι χάνουμε, προδομένος Μάης) και την πολιτική (ένοχοι στίχοι, σύνθημα, σαλτιμπάγκοι).

Ακόμα και ο έρωτας αποκτά μία υπαρξιακή διάσταση στην ποιητική του (κάπου αλλού, παιδική θάλασσα) πλάι στην αγάπη (αναγκαία υπόσχεση, παρηγοριά, χρωμοσώματα, ο αόρατος πατέρας). Ο δημιουργός μοιάζει να αναζητά μία χαμένη ταυτότητα (διαίρεση, το καταφύγιο της νύχτας, επείγοντα λόγια). Εκθέτει τις αγωνίες του για το χρόνο (μικρός Φλεβάρης, προδομένος Μάης, το καταφύγιο της νύχτας, παιδική θάλασσα), ενώ στοχάζεται ποιητικά για την ίδια την ποίηση και τη γλώσσα (μέλλοντας, υπενθύμιση, ποίηση, υπόσχεση φωτιάς, ποιητική, η γλώσσα των ανθρώπων, επείγοντα λόγια, ταμπακιέρα).

Αξίζει να υπογραμμίσουμε τη στιχουργική ποικιλία του Δελιόπουλου. Τούτη κινούμενη πάνω στον υπερρεαλιστικό άξονα των κοινωνιοϋπαρξιακών του αγωνιών, “σπάει” τη μονοτονία· πεζοποιήματα (φρουροί, διαίρεση, η σκόνη του αύριο, λόγια στο τζάκι, απολεσθέντα, άρρωστη μνήμη, ταμπακιέρα) ή στιχουργήματα με έντονα πεζολογικά στοιχεία (εντός ζωής, επείγοντα λόγια, κληρονομιά, τοκογλύφος, μεθυσμένος Ιούλιος, ο φόβος των δέντρων, αναγκαία υπόσχεση, ελπίδα, ποιητική, βαφείς του γκρίζου, θλιμμένος Σεπτέμβρης) συμπλέκονται με συνθέσεις έμμετρες (επισκέπτης άγγελος, όλοι χάνουμε, υπόσχεση φωτιάς, υπενθύμιση) και ελευθερόστιχες ομοιοκατάληκτες και μη (όπως το σονέτο μικρός Φλεβάρης).
Και η ανομοιομορφία τούτη προσδίδει έναν πλουραλισμό ύφους και έναν στιχουργικό πλούτο που αναδεικνύουν την αγωνία του ποιητή και τον συνεχή πειραματισμό του με στόχο την τελειότερη έκφραση. Η ίδια, άλλωστε, πολυμορφία παρατηρείται και στα ποιητικά υποκείμενα.
Το α΄ ενικό διατηρεί μία δίσημη διάθεση, αποφεύγοντας με φροντίδα τον ποιητικό εγωκεντρισμό, μια και το υποκείμενο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ποιητικού κάδρου και του κοινωνικού συνόλου, δίχως να χάνει την αυτονομία μιλώντας προσωπικά. Και τούτο υποστηρίζεται από την εμφάνιση του αφηγηματικού γ΄ γραμματικού προσώπου και ενός β΄ ενικού. Το τελευταίο υπερασπίζεται και ένα υπόκωφο διαλογικό ύφος (η σκόνη του αύριο, θλιμμένος Σεπτέμβρης, ελπίδα, λόγια στο τζάκι) σε συνδυασμό με ερωτήσεις (γιατί φοράς κλουβί;, επίμονα ερωτηματικά) και το α΄ πληθυντικό πρόσωπο -ως συλλογικό υποκείμενο- (φυγή;, σύνθημα, επείγοντα λόγια).

Μέσα από τον πλούσιο ποιητικό του λόγο ξεπηδά μία ζωηρή εικονοπλασία. Κοινωνικά στιγμιότυπα καθώς συμπλέκονται με την ανοίκεια μεταφορική έκφραση, τις λανθάνουσες αντιθέσεις και τις επιμελημένες επαναλήψεις, “ντύνουν” το ποιητικό καναβάτσο με κίνηση και ήχους παρά τα μουντά χρώματα που επιλέγει συνειδητά ο δημιουργός σαν σκονισμένους χώρους.
Εντυπωσιακές μεταφορές που στηρίζονται σε μία ανοικείωση που ξαφνιάζει τον αναγνώστη/ακροατή, καθώς συνδυάζουν το εικαστικό με το συναισθηματικό και το στοχαστικό. Έτσι αναδύεται ένας πλούτος συναισθημάτων και στοχασμών -υπαρξιακών ή κοινωνικών- πλάι σε οξυμένες αισθήσεις μέσα από τη σουρεαλιστική εικονοπλαστική ζεύξη λέξεων σε πρωτότυπους προσδιοριστικούς συνδυασμούς. Η συνειρμική ισχύς της εκφραστικής του αφήνει ανεμπόδιστα τα συναισθήματα και τα μηνύματα να αναβρύζουν.

Έτσι οι καθαρές εικόνες αναδύονται πιο φωτεινές, ακόμα και στο νυχτερινό τοπίο, σχεδόν απαστράπτουσες μέσα από την αντίθεση που συνειρμικά στιχουργεί. Άλλωστε, σχεδόν όλη η συλλογή οικοδομείται ακριβώς πάνω στη συνειρμικότητα· από αυτήν αναδύονται αυθόρμητα οι στοχασμοί και οι αγωνίες του Δελιόπουλου.

Οφείλουμε, από την άλλη, να υπογραμμίσουμε την οικειότητα του δημιουργού με τη λογοτεχνική παράδοση. Αξιοποιεί αρχαιοελληνικούς μύθους (εντός ζωής, Αναξίμανδρος, η σκόνη του αύριο, Μινώταυροι) και στοιχεία από τη θρησκευτική παράδοση (άρρωστη μνήμη, φρουροί, απολεσθέντα). Ωστόσο, τούτα εντάσσονται -με μέτρο χωρίς να μονοπωλούν- στη δική του ποιητική έκφραση και αναζήτηση προσδίδοντάς το δικό του κοινωνιοϋπαρξιακό περιεχόμενο.
Αναλόγως συχνή είναι η εμφάνιση του ουρανού και των πουλιών (ο φόβος των δέντρων, μεθυσμένος Ιούλιος, λόγια στο τζάκι, ένοχοι στίχοι, όλοι χάνουμε, θλιμμένος Σεπτέμβρης) ξεπερνώντας όμως και τη δημοτική παράδοση και τη σαχτουρική αλληγορία. Ο ουρανός του Δελιόπουλου δε συμβολίζει μόνο τον πνευματικό κόσμο και την ποίηση, αλλά μάλλον τη δική του ουτοπία.

Οφείλουμε, επιλογικά, να υπογραμμίσουμε ότι η ποιητική του, παρά τη βασανιστική επεξεργασία του στίχου, δεν είναι εγκεφαλική. Παραμένει συναισθηματική σε κάθε λέξη μέσα από τη συνειρμικότητα. Αποφεύγει την περιγραφική ποίηση αφήνοντας τα εικαστικά χαρακτηριστικά της στιχουργίας του να ξεπροβάλλει ελεύθερη και διαυγής, όπως η ποιητική του αγωνία.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ο ποιητής σαν άγγελος

Εξάλλου, τι μπορεί να κάνει κάποιος
μονάχος σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει;

Αν είναι το ποιητικό υποκείμενο που δηλώνει την τραγική του απομόνωση, τότε οι στίχοι αυτοί του Γιώργου Δελιόπουλου συνοψίζουν με τον λιτό και εύγλωττο τρόπο τους τον ποιητικό του κόσμο. Και το ερώτημα, που θέτει με τους στίχους του, έχει απαντηθεί ποιητικά πάλι, γιατί είναι η μοίρα των ποιητών να επωμίζονται τις δύσκολες απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα:
κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και με σπασμένα φτερά / να πετάω (Μίλτος Σαχτούρης, Ο Ελεγκτής)

Ο Γιώργος Δελιόπουλος, θα σχηματίσει ποιητικά τη μορφή αυτού του Άγγελου / Ποιητή, και θα δημιουργήσει τρεις ποιητικούς τόπους για να χωρέσουν την περιπλάνησή του: Αγορά, Λόγος, Καθρέφτης. Θα αμφισβητήσει για λίγο τη θνητή υπόστασή του, προκειμένου -σαν μια ζωντανή πτητική μηχανή- να πάρει το ύψος που απαιτείται για να εποπτεύσει όλα τα ανθρώπινα. Αλλά θα περιβληθεί και πάλι τη γήινη σάρκα για να προσεγγίσει και να νιώσει την ανθρώπινη οδύνη. Μέσα σε έναν κόσμο άξενο, που αποδιώχνει τον ποιητή ως περιττό και επονείδιστο άχθος, αυτός πρέπει να έρθει σαν άγγελος, να δει, να νιώσει, να αγγίξει λίγη ανθρώπινη παρουσία. Στην Αγορά, όπου θα παρατηρήσει τις συμπεριφορές, θα συγχρονίσει τα φτερά του με τα αβέβαια βήματα αυτών που τίποτα πια δεν περιμένουν, θα αναζητήσει κάποιον που χωρίς σκιά στο βλέμμα του, χωρίς κερί στ’ αυτιά, χωρίς κουβέντες έτοιμες, να μπορεί να αρθρώνει τον δικό του λόγο, να μιλάει την αλήθεια.

Μαλώναμε Δημήτρη για τα ρούχα των ληστών. Ρίχναμε ζάρια,
παίζαμε χαρτιά, ποιος θα κερδίσει την αόρατη γραβάτα, το
ακριβό πουκάμισο, ποιος το φθαρμένο παντελόνι και τα χάρτινα
παπούτσια. Ώρες κάτω από ξύλινους σταυρούς, σε άγονα
υψώματα, πάνω από τα κεφάλια μας τη γλίτωναν ληστές και
κάρφωναν θεούς. Γύρω μας έκτιζαν από σταυρούς ανάκτορα,
γκρέμιζαν είδωλα και μάθαιναν καινούργιες προσευχές. Όμως
εσύ κι εγώ ακίνητοι εκεί, μαλώνοντας για λίγα ξένα ρούχα,
ήμασταν δυο απλοί φρουροί, τίποτα τελικά δεν ήταν σίγουρα
δικό μας, ούτε καν η απόφαση να ζήσουμε ποντάροντας στον
θάνατο των άλλων.

Όμως έτσι που με άγγελο ομοιώθηκε, πρέπει και Λόγο να αρθρώσει. Μα, ποιητής όπως είναι, ο μόνος τρόπος είναι να δώσει ήχο στο ποιητικό του όραμα. Ποιος είναι ο ρόλος αυτού του ευαίσθητου δέκτη συλλογικών ελπίδων; Πόσο μπορεί να επηρεάσει με τον λόγο του μια δρομολογημένη κατάσταση πραγμάτων αυτός που

μονάχος σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει πορεύεται συχνά με σπασμένα τα φτερά του;

[…]Τώρα παλεύω με ανάπηρες προτάσεις
λίγο πριν πάρουν σύνταξη
λέξη τη λέξη για να χτίσω ένα ποίημα.
Αλλά τα ποιήματα δε φτιάχνονται με λέξεις
ζυμώνονται στο αίμα της ψυχής
όμως ποιο αίμα και για ποια ψυχή
να λέμε τώρα.
Μέσα σ’ αυτό το αφιλόξενο τοπίο της διαρκούς διάψευσης, ίσως δεν έχει άλλο πέρασμα να το διαβεί παρά ξανά και ξανά μέσα από τον λόγο του, με όση δύναμη ακόμα κρύβει. Νόμιζε ότι έχει φτερά ικανά να τον τοποθετούν πάντα σε θέση εποπτείας. Αντιλαμβάνεται όμως ότι τα άυλα αυτά πτητικά μηχανήματα ήταν επινοήσεις δικές του. Θα πρέπει τώρα να σταθεί μπροστά στον Καθρέφτη και να αντιμετωπίσει την αλήθεια του προσώπου του.

[…]Πιστέψτε! πιστέψτε
πως το σώμα είναι η μόνη μου Αλήθεια!

θα πει, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τη σκέψη μιας άλλης ποιητικής φωνής:

Το σώμα ήταν η Νίκη και / η Ήττα των ονείρων (Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό),

γιατί πάλι η ποίηση θα δώσει αρωγή και θα ετοιμάσει τη σωστική λέμβο. Πώς αλλιώς;

Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου, χαμηλόφωνη, με απόλυτη αίσθηση του ρυθμού και στα απολύτως ποιητικά αλλά και σ’ αυτά που πατούν σε πεζό έδαφος προκειμένου να απογειωθούν επίσης ποιητικά, μιλάει απ’ ευθείας στον αποδέκτη / αναγνώστη. Ίσως με τον τρόπο που μόνο οι καλοί ποιητές γνωρίζουν, με ευθύτητα, ειλικρίνεια, χωρίς να κρύβεται η απούσα θέση / άποψή τους στα πράγματα που μας κυκλώνουν πίσω από εντυπωσιασμούς και λυρικά περιττά στολίδια. Ανήκει σ’ αυτή τη μερίδα των εργατών του λόγου που έχουν επίγνωση της βαρύτητας της σκέψης τους, και γι’ αυτό δεν χαραμίζουν τους στίχους τους σε ανέξοδες στιχουργικές. Μιλάει όταν αληθινά έχει κάτι να πει, δένοντας με υπόρρητη επικοινωνία τα ποιήματα της συλλογής μεταξύ τους, έτσι ώστε να συναποτελούν μια πρόταση / θέση του ποιητή ευδιάκριτη στον προσεκτικό αναγνώστη. Και αυτό θα πρέπει να θεωρείται σπουδαίο στα λογοτεχνικά δρώμενα.

Η έκδοση από την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, ιδιαίτερα προσεγμένη, με εμφανή αγάπη για τα βιβλία και τις εκδόσεις. Στο εξώφυλλο διακριτικά το ανάγλυφο έμβλημα της Βιβλιοθήκης. Τρία σχέδια συνοδεύουν αντίστοιχα τα τρία μέρη, στα οποία διαιρείται η ποιητική συλλογή, φιλοτεχνημένα από την εικαστικό Γλύκα Διονυσοπούλου, στην οποία ανήκει και ο πίνακας στην προμετωπίδα του βιβλίου. Στο σύνολό της μια αξιοπρόσεκτη ποιητική / εικαστική πρόταση.

http://cantfirmulity.blogspot.com/2016/11/blog-post.html

.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣ

EBOOKS4GREEKS.GR/12/4/2019

Το βλέμμα του ποιητή πέφτει με την αφέλεια του φωτός παντού, σαν το αγγελικό.
Με δεκτικότητα τόση, που ίχνη δεν θα υπήρχαν αν δεν γίνονταν ποιήματα.

Η θέρμη του μεγάλη, γίνεται αντιληπτή στιγμιαία όπου ακουμπήσει. Όμως κι η συστολή του απέραντη, ώστε όταν τα πράγματα τη νιώσουν και σαλέψουν, εκείνος πετά μακριά με φόβο. Κι όταν νικήσει αυτό το φόβο και κατέβει στη αγορά του κόσμου: “Εκεί κρυμμένα βλέμματα/ θα μου φορτώσουν χρόνια/ κι ακονισμένες λέξεις/ θα μου κόβουν τα φτερά”.

Η φωνή στο αρκτικό ποίημα της συλλογής καθώς αυτοσυστήνεται, επιχειρεί να μάς εισάγει στην κατάστασή της, στις συνέπειες μιας απόφασης. “Απόψε θ’ αποκοιμηθώ/ με ανοιχτά παράθυρα”, “κι αρπάζοντας τον ήλιο/ να κατεβώ σαν Άγγελος/ στην αγορά του κόσμου”. Ο τόνος της είναι άμεσος, ορμητικός, πιεστικός προς ένα πρότερο αναποφάσιστο εαυτό, υποψιασμένο για ένα βάρος δυσβάσταχτο που καραδοκεί στην αγορά του κόσμου. Το μήνυμά της είναι ξεκάθαρο; Ευτυχώς όχι. Αφού ήδη γνωρίζουμε από το “σαν” της ποιά είναι και ποιοί είμαστε: καλεσμένοι ενός επισκέπτη που δεν είναι καν ´Αγγελος.

Παλαιότερα ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα περίμενε τον Άγγελο και δεν αποτολμούσε τα φτερά του. Κι ο Ελύτης πολλά χρόνια αργότερα στο Εικόνισμα (Ελεγεία της Οξώπετρας) παρέμεινε ουσιαστικά απλός παρατηρητής: “Πού ν’ άγγιξε άγγελος…”. Τριγύρω στα ερείπια απορημένοι κι ανήμποροι, παραδομένοι σε μια αναπόφευκτη μοίρα. Ο Δελιόπουλος τολμά, ομολογώντας μια ήττα: “δεν θα μπορώ να φύγω”. Κι όμως δεν τον πιστεύουμε. Δεν τον νιώθουμε ηττημένο. Η ομολογία αυτή μας κρατά μαζί του. Οι στιβαγμένες σε στίχους φωνές πίσω από το προοίμιο πρέπει κάτι να διατείνονται.

Στον Επισκέπτη Άγγελο, η φωνή του ποιητή εκφράζει μια ψυχή σε ηλικιακή ωριμότητα. Γίνεται ξεκάθαρα ορατή η εμπειρία και η τριβή με ανθρώπους, σχέσεις, πτώσεις και παλινορθώσεις. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η σύγκρουση. Μια σύγκρουση φυσικά εσωτερική, άηχη κι αταίριαστη με τη αστική τύρβη, που βρίσκει τελικά τη μορφή και την υπόστασή της μόνο μέσα στον ποιητικό λόγο.

Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως παρακολουθεί έναν απολογισμό ζωής ο οποίος εξυφαίνεται πάνω σε πικρίες, απογοητεύσεις και αναπάντητα ερωτηματικά. Κυρίως όμως αποκομίζει ένα αίσθημα βαθιάς απομόνωσης που τον κάνει να αναζητά τα αίτιά της στην έλλειψη επικοινωνίας.

Αδυναμία επικοινωνίας και μόνωση όπως βιώθηκε στον εικοστό και που περνά στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η πιο σπαρακτική μορφή της έλλειψης αυτής είναι η αδυναμία ενός ανθρώπου να μοιραστεί: “Τοκογλύφος: (…) Όμως εσύ έλειπες πάντα απ’ το πλάι μου/ και ήρθες τώρα να δανείσεις ευτυχία/ βάζοντας τόκο την ανάπηρη ζωή μου”. “Το μαγαζί του τρελού: Στο μαγαζί του ο τρελός/ πουλάει αναμνηστικά/ και ομοιώματα συναισθημάτων/ πάμφθηνους έρωτες/ για λίγες άδειες αγκαλιές/ περαστικές χαρές/ για λίγα σκόρπια γέλια/ και την αγάπη του/ για μια ολόκληρη ζωή./ Ποιός θα την πάρει άραγε;”.

Η περιήγηση στους δρόμους της Αγοράς είναι η βασική επιδίωξη του ποιητή. Μέλημά του η αποκρυπτογράφηση των συμπεριφορών. Ο χώρος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον κοινωνικό, εκεί όπου συντελούνται τα δράματα και ενυπάρχουν κωδικοποιημένες οι αιτίες αναμένοντας να διαβαστούν. Από την απορία της απέραντης μοναχικότητας του ενός και την αδυναμία της επικοινωνίας, ο ποιητής εφορμά για να ανακαλύψει και να εξηγήσει με ό,τι δυνάμεις διαθέτει, τις αιτίες αυτής της κατάστασης. Η όλη ατμόσφαιρα της συλλογής υπονοεί λιγοστά μέσα. Μικρό καράβι στον απέραντο ωκεανό πράξεων, δράσεων και αναβολών.

Η βασική δομή του βιβλίου διακρίνεται σε τρία μέρη. Εύγλωττα ο ποιητής με τους τίτλους στο κάθε μέρος μας καθοδηγεί και μας προϊδεάζει για το σκηνικό. Είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό της ποίησής του. Η σαφήνεια και η ακρίβεια της έκφρασης. Θέτει συγκεκριμένα νοηματικά όρια για να εκφράσει με τον ίδιο σταθερό τρόπο αυτό που ένιωσε και νιώθει. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο ποιητής δεν βρίσκεται σε στάδιο αναζητήσεων αλλά έχοντας ήδη ωριμάσει και βρει την ταυτότητά του, τα βλέπει όλα μέσα από το φίλτρο αυτό.

Η ποιητική συλλογιστική του Δελιόπουλου αναπτύσσεται μέσα στο βιβλίο γραμμικά. Στο ποιητικό του μικροσκόπιο βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος στην – υποτιθέμενη ή μη- αυτονομία του. Η απογοήτευση των χρόνων που περνούν και τα περιθώρια που στενεύουν. Το περίσσευμα συναισθημάτων και αγάπης που παραμένει στα αζήτητα. Όπως στο Μαγαζί του Τρελού, που κάποιος προσφέρει και δεν υπάρχει κανείς να ωφεληθεί, ενώ ακολουθεί το ποίημα Κάπου Αλλού όπου εδώ κάποιοι αναζητούν την αγάπη και δεν τη βρίσκουν: μια τραγωδία.

Το πεσιμιστικό μοτίβο συνεχίζεται σε όλη τη σειρά των ποιημάτων: στο Μικρό Φλεβάρη η αναζήτηση της χαμένης ημέρας αποδεικνύεται ιδιαίτερα κοπιώδης και απαιτητική. Στον Προδομένο Μάη οι ημέρες της απελπισίας συνεχίζονται, οι κακοκαιρίες εξακολουθούν. Η αγορά των ανθρώπων εξακολουθεί να είναι ένα κολαστήριο. Και στη Σκόνη του Αύριο, όλες οι ελπίδες είναι χωμένες κάπου, ουσιαστικά χαμένες αφού η ανάγκη να εμφανιστούν είναι μεγάλη. Τα σώματα και οι ψυχές αιμορραγούν κι έχουν μέλλον δυσοίωνο: η άγνωστη σκόνη εισβάλλει κι οι απαντήσεις είναι κρυμμένες κάπου, όπου κανείς δεν σκέφτεται να δει: “Είναι βαθιά χωμένα όλα κάτω απ’ το χαλάκι της εισόδου, εκεί που δεν κοιτά ποτέ κανείς”.

Στο Φόβο των Δέντρων οι εισβολείς είναι ακράτητοι, όποιοι κι αν είναι. Οι φόβοι γιγαντώνονται, όμως αρχίζει να διαφαίνεται και μια διάθεση αντίδρασης. Η οργή θρέφεται πολύ καιρό τώρα και έρχεται η στιγμή της αντεπίθεσης: “έφθασε η ώρα/ να καούν οι ρίζες που ληστεύουν το νερό μου”.

Το φως της ελπίδας έρχεται με τον έρωτα. Η Αναγκαία Υπόσχεση δεν ερμηνεύεται παρά σαν μια ευχή. Ο απελπισμένος προσπαθεί να πιαστεί απ’ όπου μπορεί να εύχεται. Δημιουργεί μια ιδανική εικόνα και δέεται σε αυτή. Κάποτε γίνεται και ειδωλολάτρης. Η Παρηγοριά είναι η συνέχεια της αναγκαίας υπόσχεσης όπου πλέον γαλουχείται ο θριαμβικός έρωτας. Ο σαρκικός, ο απτός, ο πραγματικός.

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης ίσως περίμενε πως ξεκινά μια μετάβαση προς μια άλλη φωτεινότερη δυνατότητα του ανθρώπου. Πως πλέον ο ποιητής έχει να δώσει μια πρόταση, βγαλμένη από μια υπόθεση έστω, που θα έσπαγε την άτεγκτη γραμμική ανάπτυξη του προβληματισμού του.
Όμως και στα επόμενα δύο μέρη της συλλογής, που επιγράφονται Λόγος και Καθρέφτης, επαναλαμβάνεται το ίδιο τοπίο της αποξένωσης, όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει την ατομικότητα και να αντιμετωπίσει την αποτυχία.

Στο ποίημα Ποιητική, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το μένος ενάντια στη σύμβαση που συνιστά όχι μόνο μια μέθοδο γραφής αλλά ασφυκτικότητα κανόνων μιας ζωής που δηλώνεται ρητά. Όπως η ζωή ασφυκτιά μέσα σε ανάλγητους κανόνες, το ίδιο και η ποίηση. Δεν υπάρχουν κανόνες που ελέγχουν τα πρωτοφανέρωτα συναισθήματα, αλλά αυτά είναι που αλλάζουν, τροποποιούν και δημιουργούν νέους κανόνες, νέους συμβολισμούς, φέρνουν νέα δεδομένα. Εκφράζεται το παράπονο για το γεγονός της επιδερμικότητας με την οποία αντιμετωπίζεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου: “Βιάζεσαι διαρκώς να τελειώσεις”. Παράπονο για τη φρενίτιδα της σύγχρονης ζωής που δεν λέει να κοπάσει, να μπορέσει να ευδοκιμήσει η σκέψη και η κρίση.

Στους Ενόχους Στίχους, η μόνη ελπίδα της αλήθειας είναι το θάρρος του ποιητή. Ο ποιητής που δεν φοβάται να μιλήσει, που μπορεί να πει τα πάντα με τους στίχους του και που δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Η μόνη ελπίδα να ακουστεί μια αλήθεια, αν εκφραστούν αιτίες και αποτελέσματα βρίσκεται στο έργο του ποιητή. Εκείνος είναι που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, δηλαδή τα προβάλλει στις σωστές τους διαστάσεις. Όχι γόος και κραυγή για τα τετριμμένα, αλλά για το πραγματικό κακό. Ο ποιητής οδηγεί στην ευθυκρισία. Δεν είναι ο λόγιος που επαναλαμβάνει διδάγματα μιας άλλης εποχής, ξένα στον άνθρωπο της σύγχρονης ζωής, αλλά που έρευνα το νέο, τη νέα ανάγκη και στηλιτεύει τα παλιά εγκλήματα χωρίς να ξεχνά: “ οι στίχοι του ξυράφια μάς πονούν/ ανοίγουν τις κλειστές πληγές/ κι όλο θυμίζουν/ τα παλιά εγκλήματα/ που σβήνουμε απ’ τη μνήμη”.

Στον Επισκέπτη Άγγελο, ο Δελιόπουλος δημιούργησε μια ποιητική γραφή που αγκαλιάζει τον οποιοδήποτε αναγνώστη. Κατόρθωσε να μην τον υπερνικήσει η άριστη και βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας δημιουργώντας μνημειακού τύπου ποιήματα που δεν διαβάζονται και που τους λείπει η θέρμη της απόλαυσης.

Η τεχνική του σέβεται τον αναγνώστη. Οι μορφολογικές του επιλογές, το σταμάτημα της αναπνοής, ο ρυθμός δεν κουράζουν καθόλου. Έχει δώσει έμφαση στη δομή χωρίς εκζήτηση ακόμα και στο μέγεθος της συλλογής, η οποία μπορεί σε πολλά σημεία να θεωρηθεί συνθετικό ποίημα. Όμως τα περισσότερα ποιήματα διατηρούν την αυτονομία τους.

Παρόλα αυτά το βιβλίο είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ομοιογενές ως προς τη θεματική του, κι αυτό το αίσθημα του συμπαγούς το καθιστά σημείο αναφοράς στη συνείδηση του αναγνώστη ώστε να αναφέρεται στο βιβλίο ως όλον παρά σε μεμονωμένα ποιήματα.

Στον Επισκέπτη Άγγελο υπάρχει η βαθιά επιθυμία για αγνότητα. Υπάρχει μέσα στις προσπάθειες για ζωή, η γέννηση ενός πλάσματος αγνού. Αυτό προσπαθεί ο ποιητής να προφυλάξει. Όποιο κι αν είναι αυτό: ο Ίδιος ή ο Άλλος: “Λόγια στο Τζάκι (…) Δεν θέλω οι καμένες λέξεις κάθε λογής ανθρώπων να μαυρίσουν τα λευκά φτερά, που με κόπο σού ετοίμασα για δώρο”.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.