Η Αθηνά Τιτάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαιευτική. Από το 1990 ζει και εργάζεται στην Τρίπολη Αρκαδίας. Συμμετείχε στους δύο συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας CRAFT (Γαβριηλίδης 2013/ μικρές εκδόσεις 2015), στην ηλεκτρονική ανθολογία σύγχρονων ποιητών ΣυνΠοιείν 2017, στη δίγλωσση συλλογική ανθολογία Θησαυροί
της Άμμου-Ποίηση της Ελληνικής Κρίσης (εκδ. ΑΩ 2019) και στην περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation (Μανδραγόρας 2019).
Συνεργασίες της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα
και ηλεκτρονικά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Κατόπιν Αιφνιδιασμού, Εκδ. Μανδραγόρας 2014
Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας, Εκδ. Μανδραγόρας 2019
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ
Ερωτικά σαφές, Εκδ. Μανδραγόρας 2016
.
.
ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΣΦΥΓΜΟΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΟΡΕΚΤΟΡΑΣ (2019)
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΣΤΗ ΚΑΡΑΪΒΙΚΗ
Έχω κενό δωμάτιο, θα σας φιλοξενήσω.
Όπως παλιά τους ταξιδιώτες, μόνο και μόνο για τις περιγραφές, τις
ιστορίες, τη διαφορά στην οπτική, τις πιθανότητες της αλήθειας.
Όπως παλιά, με ζωηρή φωτιά, τάβλες του τραπεζιού να ακουμπάτε
το σιδερένιο σας κύπελλο ή τη γροθιά σας σταθερή, κι εγώ τα
μοσχοκάρυδα, το ρόφημα και μια υποψία πως θα ’χω εκρηκτικότερη
φαντασία απ’ το ηφαίστειο του Μονσεράτ κατά τη διερεύνηση
της περιπέτειας, της εξελικτικής σας νίκης, ενάντια στο τρωτό
παρελθόν, που κάποια στιγμή
Αναπόφευκτα
θα μου Διηγηθείτε.
ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΝΑΡΚΗ
Είχαμε κοιμηθεί βαριά κάτω από χοντρά δέρματα. Κρύψαμε τις λεπίδες
από οψιδιανό ̶ θυσία στο ακατέργαστο ένστικτο.
Κάποιος είδε στα σπλάχνα της Άλκης πως ο χειμώνας θα είναι
βαρύς⋅ έδωσε στα παιδιά να ρουφήξουν το τρυφερό μεδούλι των
οστών μας.
Κι ας ήμασταν το ίδιο ζώο.
Είχαμε αφήσει προ πολλού τις παλάμες μας πάνω στους βράχους,
κόκκινο του Επείγοντος, μαύρο της Διαφυγής, για κάθε πράξη,
για κάθε έλεος.
Κάποιος Θεός είπε τη φωτιά χρίσμα, κι έτσι τη διατηρήσαμε με ίσκα,
φύλλα και κλαριά, άσβεστο κόστος στο βάθος της σπηλιάς μας.
Πέσαμε σε νάρκη ασφαλείς. Κι ας μη βεβαιωθήκαμε για την ασφαλή
είσοδο και έξοδο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Το πρωί καθαρίζουμε τα παράθυρα, το βράδυ βουτάμε τις πιτζάμες
στη χλωρίνη. Ενδιάμεσα, η μέρα παρουσιάζει ενοχλήσεις, που κάνουν
τους γιατρούς να μειδιούν.
Κύριοι, όπως και να ορίσετε την ασθένεια, η θεραπεία θα είναι
συμβιβαστική.
Ξεχνάμε συνήθως ν’ αναφέρουμε ότι αφήνουμε συνέχεια τα μάτια
αναμμένα κι έτσι, σε κάθε προσήλωση, παράλληλα με το εναλλασσόμενο
ρεύμα και την εκλυόμενη θερμότητα, προκαλούνται κύματα
θυμώδους Πανικού.
ΠΡΟΤΟΜΗ
Θρυμματίσαμε το κρανίο, αν και για χρόνια το τιμήσαμε σε περίοπτη θέση.
Παλαιότερα του φορούσαμε και περούκα. Οι καλεσμένοι θαύμαζαν
το φυσικό μαλλί, τα στολίδια από δοκιμασμένα καράτια.
Τις φορές που πήγαινε να μιλήσει, του κλείναμε το στόμα, κοιτώντας
γύρω μας με χαμόγελο, πως δεν ακούσαμε τίποτα, ενώ ταυτόχρονα
κρυφά θυμώναμε που τόση αυτονομία διεκδικούν οι σκελετωμένες
του σκέψεις.
Το είχαμε δει για ελκυστικό παιχνίδι. Του είχαμε δώσει κι όνομα, αν
και στην πορεία το ξεχάσαμε, αφήνοντας σε συγγενείς και περιοίκους
την ανακουφιστική δουλειά της προσωποποίησης.
Παραδόξως, εκείνο ποτέ δεν μας λησμόνησε. Αν και θαμμένο τώρα
προσεχτικά στις δαιδαλώδεις ρίζες μιας χαρουπιάς, από τα θραύσματά
του μας στέλνει ακατάπαυστα
Εύστοχες παρατηρήσεις,
Ρυθμικές ώσεις,
Κεκαλυμμένες προειδοποιήσεις
Πως οποιοσδήποτε, αν κάποτε, υπήρξε,
Ως οποιοσδήποτε πλέον μας Στοχοποιεί.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΧΕΡΙ ΙΙ
Θα σας αφήσω να πάρετε το πάνω χέρι, αν αυτό που χρειάζεστε είναι
το χέρι μου. Θα χρησιμοποιήσω μόνο την αναπνοή αλλά και το
φως, που αφυδατώνει τον γαιοσκώληκα.
Είναι επανάσταση το χώμα, το σκοτάδι, η ικανοποίηση της ασφαλούς
μετάβασης, από σπίτι σε σπίτι, από δωμάτιο σε δωμάτιο, από
εκατοστό σε εκατοστό.
Ιδίως όταν λείπουν τα πόδια, η δυνατότητα της αφής, η όραση, κι έχει
απομείνει μόνο μία μύτη.
Ιχνηλάτης του ενστίκτου, ιχνογράφος της δομής των Κάτω Κόσμων.
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ
Με ρωτάτε: «Αγαπητή, γιατί τόση προσπάθεια;»
Και πράγματι δεν ξέρω ν’ απαντήσω.
Το φίδι ήταν εκεί, αόρατο ως συνήθως. Μια βόλτα έκανα τάχα στους
αγρούς, έκοβα αμέριμνη λουλούδια. Έχω πολλά βάζα, κι όπως και
να το κάνουμε, είν’ αναγκαίο συνήθειο το στόλισμα.
Όμως ούτε αυτό με είδε, μήτε κι εγώ αντιλήφθηκα την ώρα που
πατούσα το κεφάλι του, κι έτσι άδικα θυσιάστηκε στον βωμό του
συμβολισμού, κι ας ήθελε νερό να πιει μονάχα.
Έχετε δίκιο για το άσκοπο. Γι’ αυτό λέω να σταματήσω την περιήγηση,
τα λουλούδια ν’ αφήσω στο μάραμα και τα φίδια στη ζωή τους.
Ελάτε, εκτιμώ την παρέα. Τα βάζα θα πρότεινα να σπάσουμε μπροστά
σε κάποιο παλαιοπωλείο. Εντελώς Τρομοκρατικά! Μιας και,
αγαπητοί, γνωρίζετε πως κάποια κειμήλια ούτε πωλούνται, ούτε
χαρίζονται.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ
Αν δεν μπορείτε να αλλάξετε τις λάμπες, φροντίστε τουλάχιστον να
στερεώνετε τη σκάλα σωστά. Οι διοργανωτές στηρίζουν την
επιτυχία στις ικανότητες ισορροπίας μας.
Οι δεξιώσεις σφύζουν από ζωή –αυτό το ξέρουν όλοι–, μα περισσότερο
όσοι απουσιάζουν, ασελγώντας στη μοναξιά, ανάβοντας όλα
τα φώτα που παρεμβάλλονται στις διαδρομές:
κουζίνα-σαλόνι-υπόγειο
σοφίτα-υπνοδωμάτιο-τουαλέτα
Υπόθεση-Επίθεση-Χαρά.
ΣΤΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΕΙΟ
Αν είστε ποιητής κι αν είναι πια αδύνατο να γράψετε έναν στίχο,
τρεις λέξεις ή ακόμα δύο φωνήεντα από αυτά που βγάζουν
έναρθρες κραυγές, ασχοληθείτε με τις οδοντοστοιχίες.
Όχι κατ’ ανάγκη τις ολόλευκες, τις ώριμα διατεταγμένες, ούτε αυτές
που βυθίζονται στα λιμνάζοντα νερά ενός ποτηριού, αλλά με
αυτές που βλαστίζουν νεογιλείς στα καρπερά ούλα ενός
χαριτωμένου μωρού, κι έχουν
Την τάση του ξυραφιού,
Την απόλαυση του νεοσύστατου πόνου,
Την άγνοια του καταγεγραμμένου.
Αν υποθέσουμε πως εκεί οργανώνεται η σφαγή τού «Αγγίξτε με
Δυνατά» για ένα μέλλον όπου εσείς δεν θα μπορείτε να αγγίζετε.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΕΡΥΘΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ερυθρά Θάλασσα την έλεγαν, και δεν ήταν το κόκκινο, ήταν το
σκοτεινό και το βάθος, η αποσυμπίεση κι η τρέλα των φυσαλίδων στο
αίμα.
Ήταν τα μικρά δάχτυλα, η μύτη των τακουνιών και η ισημερία, μια
υπομονή κέλυφος ενός βλοσυρού καβουριού, το βάρος της
συγκατάθεσης.
Ακόμα και τα μαχαιροπίρουνα κροτάλιζαν υπονοούμενα στ’ αυτιά
εκπαιδευμένων σερβιτόρων, μα όταν το τραπέζι έχει πια στρωθεί
πώς ν’ αποφύγεις τον αχινό, τους ωμούς συσχετισμούς, το
ετοιμόγεννο πορτοκαλί, μια αγκαλιά αγκάθια.
Λοιπόν, να τσουγκρίσουμε στην υγειά της ανεμώνης, των
αποχρωματισμένων κοραλλιών, των παράλυτων σφουγγαράδων.
Ό,τι έζησαν -Χρώμα κι υποθαλάσσια Ζωή- δικαιώθηκε στην
απόκεντρη μνήμη.
Έγινε άμμος, παρελθόν και άδειο σκάφανδρο.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ
«Είναι θέμα Αγάπης», απάντησε η φωνή μέσα από το αυγό. Πρώτη
φορά η απάντηση προηγήθηκε της ερώτησης.
«Είναι η επετηρίδα των θηρίων», συνέχισε, «σώματα που αυτοσχεδιάστηκαν,
το αγκομαχητό των ιδεών, η απογραφή των προσώπων,
τα καλλιγραφημένα στέρνα, οι θορυβημένοι έρωτες».
«Αγαπημένο ημερολόγιο έχω υποψίες», γράφω. «Έχω ρυθμικές εμβοές
πως ο όρκος σπάζει».
Ύστερα όλα τσαλακώνονται, είναι πρωί και ήλιος.
Η ήττα επινοήθηκε πριν φωταγωγηθεί, καμιά ανάμνηση δεν αντιστάθηκε,
το έπειτα προηγήθηκε του ερχομού, κι όλα τα υπόλοιπα αποσιωπούνται.
Είναι νωρίς ακόμα. Ακούω το άχυρο, γλείφω ευλαβικά τη σταγόνα.
Δεν υπάρχει πρωινή προσευχή, μόνο η προσαρμογή της αγκαλιάς,
ο επιτακτικός αγώνας.
Αφήνω το αυγό στους πρόποδες.
Ακόμα κι εδώ η αναρρίχηση προηγείται της πίστης,
Το ήρεμο χέρι που κρούει το τσόφλι,
Αφού κάπως έτσι τραγουδιέται η Ωδή της Ανακούφισης.
ΕΚΤΟΝΩΣΗ
Τώρα που η πόλη μυρίζει διαφορετικά, πέρα από φούλι, κάτι
δυνατότερο μας αφορά, πιο σύνθετο του χρυσάνθεμου.
Μα όπως όλα έχουν σιγήσει, παρηγοριά η επαγρύπνηση, οι αναφορές
στα χρώματα και τις γεύσεις, στο ωραίο αλάτι που στολιστήκαμε,
και η τέφρα που αξιωθήκαμε για όλη τη ζωή μας.
Μια διαδικασία απελευθέρωσης οι γλυκές επαληθεύσεις,
Το ιδανικό στην πιο κρυφή μας τσέπη,
Οι πικρές διαθλάσεις της αγάπης μας,
Τα περασμένα των περασμένων,
Το πλούσιο τετράδιο των απουσιολόγων.
Αφήνω στους εναερίτες τη δουλειά· με τα δαγκανωτά τους πόδια
ν’ ανέβουν στον ψηλότερο στύλο, να ψάξουν στη φωλιά του πελαργού
για τα πούπουλα των νεοσσών, το κέντρο των παρηχήσεων.
Και στον Οδυσσέα την ακολουθία των ταξιδιών, την ευρηματικότητα
–τον Δούρειο Ίππο της Στοργής–,τη διεκδίκηση μιας επανένωσης.
.
ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΥ (2014)
ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΕΡΚΙΔΑ
Αυτό το τσίρκο ήταν πλήρες.
Μ’ ένα σχοινοβάτη δίχως πόδια
να δοκιμάζει το σχοινί πριν ανεβεί
κι έναν άλαλο παρουσιαστή
με την κοιλιά μπαλόνι και ημίψηλο.
Η θηριοδαμάστρια χωρίς χέρια
να βαστά στα δόντια το μαστίγιο
και στα παλούκια δεμένοι ελέφαντες
με προβοσκίδες γουρουνιών
στα κλουβιά λιοντάρια, χωρίς χαίτη.
Χορεύτριες υπήρχαν, ναι
χοντρές και με σγουρή γενειάδα.
Και δύο ζογκλέρ αόμματοι
να πετούν ο ένας στον άλλο τις κορύνες.
Στις κερκίδες υστερικές μανάδες, στείρες
έγνεφαν στα παιδιά τους ησυχία.
Η παράσταση σε λίγο θ’ αρχίσει
κι όλοι θα πρέπει να κάνουν πως γελάνε.
ΚΙ ΟΜΩΣ
Έχει πολλές ταυτότητες
επίσημες κι ανεπίσημες
κρυμμένες σε τσεπάκια.
Απ’ αυτές διαλέγει μία
και την παρουσιάζει.
Δηλώνει «εδώ»
ανά περίσταση «υπάρχει»
και παρόλο που φοβάται
ξέρει πως ως να συλληφθεί
κακοποιός δεν είναι.
Είναι παθολογική
συλλέκτης εαυτών
και καθημερινά
στον ημερήσιο τύπο
ψάχνει σεσημασμένους
προς ανακούφιση
μιας δεδομένης μοναξιάς
μέσω κοινής απάτης.
ΔΡΕΣΔΗ
Κι όπως βγαίνεις απ’ το καταφύγιο έρημος
εκεί που ξαπλώνουν τώρα μόνο χαλάσματα
μια ωραία πόλη, αστραφτερή
θυμάσαι πως κάποτε υπήρχε.
Τι τύχη! κι όμως επέζησες…
Εσύ ο μοναδικός μάρτυρας
ενός αναίτιου πολέμου.
Ψάχνεις τα χέρια…
Είναι ακέραια.
Κοιτάς τα πόδια…
Λες πως ακόμα σε σηκώνουν.
Στο στήθος δυο πέτρινα κουμπιά.
Όμως εκεί δε θα κοιτάξεις.
Να τα ανοίξεις μόνο θες κι απεγνωσμένα
στα ερείπια ψάχνεις γι’ ακόμα έναν άμοιρο.
Τον στερνό αναζητάς αδελφό.
Έναν ελεύθερο σκοπευτή
να σε βοηθήσει.
ΜΕ ΤΕΧΝΗ
Το ποτάμι πέρασε μέσα απ’ το σαλόνι.
Παρέσυρε δύο από τις έξι καρέκλες
το σεντούκι με τα κέρματα
το χαλί το μεταξωτό
τον πίνακα με τη δεσποινίδα άνοιξη.
Κι έξω είχε έναν ήλιο… τι ήλιο!
Ευτυχώς σώθηκε…
Έκανε το κόλπο της αιώρησης
σαν και τότε που της είπαν
πως το να ζεις απαιτεί τέχνη.
Δεν είχε ιδέα τι λένε αυτοί οι καλλιτέχνες.
Ήξερε μόνο πως το ψάρι «φούσκα»
είναι απίστευτα δηλητηριώδες
και πως οι κοντινοί συγγενείς
έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν
ακόμα και τα πιο ιδιότροπα γονίδια.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Να σκεφτώ σκοτάδι.
Η αγέλη ξεκουράζεται χορτάτη
στο δασώδες στήθος.
Η πανάρχαια οργή
σα χθες γευμάτισε
το αντίπαλο σώμα.
Ο ήχος σπασμένων ξερόκλαδων
γρυλίσματα
η σκιά του αναπόφευκτου
και μια ριπή απόλαυσης στο βλέμμα.
Επιστρέφω αργά πλήρης.
Φτύνω τις τρίχες απ’ το στόμα μου.
Ξημερώνει
και οι καμπάνες της ζωής
χτυπούν ομαλότητα
μέχρι να γεμίσει και πάλι το φεγγάρι.
ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Αν έρθεις να με πάρεις δε θα ‘μαι εδώ.
Πριν χρόνια είχα ονειρευτεί μια εξοχική κατοικία
γεμάτη δέντρα και νερό να κυλάει κάτω απ’ τα θεμέλια.
Δε θα ’μαι εδώ και ίχνη δε θα υπάρχουν
αφού το χιόνι έλιωσε, η λάσπη έχει ξεραθεί
τα κλαριά δε σπάζουν, μήτε φοράω ρούχα
ν αφήσω πίσω μου κλωστές αρώματα
για τα λαγωνικά σου.
Δεν τρέχω, στέκω ακίνητη και καμουφλαρισμένη.
Φλοιός άγριος, γέρικος, τζίτζικα ντύμα
καρπός κόκκινος του κράνου, απολίθωμα φτέρης
-κάτι που πάντα πίστευα-
η σύγχυση της όρασης πως αποτρέπει τους εισβολείς
τους αποφασισμένους.
Όσο και να πλησιάσεις άπραγος θα γυρίσεις πίσω
χωρίς τρόπαιο κυνηγιού, χωρίς κάτι να διηγηθείς
στους συντρόφους με τη στολή παραλλαγής
αφού δεν υπολόγισες από αφέλεια ίσως
πως δεν υπάρχουν μάτια ικανά
ούτε και βέλη έξυπνα να ξεχωρίζουν
την απουσία οχυρωμένη στο αόρατο.
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ
Όρθιος στη σκηνή απαγγέλει δυνατά
ή μάλλον όχι
αναγιγνώσκει τις σκέψεις φωναχτά.
Ειδικά στέκεται σ’ εκείνο το σημείο
το αιχμηρό των ματαιώσεων
και διαρρηγνύει τα ιμάτια τα μαύρα.
Και πώς οι άλλοι μεταβάλλουν τη μοίρα ενός
αυτού που νόμιζε τη μοίρα αμετάβλητη…
Κι από κάτω ούτ’ ένας θεατής
ούτ’ ένας μάρτυρας, έστω να ψευδορκήσει
κατά αυτής της αδικίας.
Πιθανότατα χειροκροτούν άλλες παραστάσεις.
θεαματικότερες, πιο αισιόδοξες
με ασταμάτητους διαλόγους
ρομαντικές ενώσεις
και δραματικούς χωρισμούς
με γιρλάντες και σκηνικά
και φόνους στο παρασκήνιο.
Δεν υπάρχει χρόνος και χρήμα για το σπάνιο.
Και είναι ιδιαίτερες αυτές οι παραστάσεις
ή μάλλον όχι
αυτού του είδους τα μονόπρακτα
ίσως γιατί κανείς δε φιλοτεχνεί στις μέρες μας
ούτε και υποδύεται
αυτό που τελικά δεν πρόκειται
ποτέ του να στεριώσει.
ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Σ’ εσένα μιλώ διαφορετικέ.
Γίνε ο μαστός μου.
Ένα μήλο.
Το παράθυρο.
Δυο δάχτυλα.
Η παραλία.
Το παξιμάδι.
Η σκάλα.
Το φασκόμηλο.
Ο ίσκιος.
Το δοκάρι.
Η ζέστη.
Το πέπλο.
Ο σταθμός.
Το μάρμαρο.
Η αυγή.
Ο σιτοβολώνας.
Το καρπούζι.
Ένα κάρβουνο.
Γίνε όλα.
Κι αν δεν μπορείς, μίλα απαλά
όπως το ευγενικό πάτημα του ελέφαντα.
ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΛΟΝΓΚΑ
Το σύρσιμο των ποδιών πάνω στο ξύλο.
Τ’ ακούς;
Αργό κι επίμονο.
Είναι που θέλει να μιλήσει.
Για όσα δεν έγιναν κι όσα θα θέλανε να γίνουν.
Πόδια που ενώνονται, σπρώχνουν, τινάζονται.
Ακολουθούν, φωνάζουν, σταματούνε.
Δες τους. Δες τους καλά.
Μια θάλασσα απλώθηκε ξανά στην αγκαλιά τους.
Κλείνουν τα μάτια και δωρίζονται.
Θα παρηγορηθείς λοιπόν;
Κοφτή ανάσα κι όλα λες θα γκρεμιστούνε.
Λίγος ιδρώτας και όλα πλημμυρίζουν.
Μην αντιστέκεσαι.
Και να σιωπάς όταν οι άλλοι συνδιαλέγονται.
Η αμηχανία ξέρεις δε κρύβεται, κραυγάζει.
Ναι, ξέρεις…
Ό,τι δεν έγινε ήταν γιατί η προσμονή ήταν μεγάλη.
Ό,τι θα γίνει είναι γιατί τα τρένα λατρεύουν τους σταθμούς.
Ένα τανγκό δεν έσωσε ποτέ τους απερίσκεπτους είν’ η αλήθεια.
Πολλά τα λάθη κι όμως πάντα στο ρυθμό.
Δες τους…
Όσο πολύ κι αν αγαπήθηκαν
χθες όλοι ερωτεύτηκαν ξανά τον ίδιο άγνωστο.
ΣΕΝΕΓΑΛΗ
Δεν ήταν το όμορφο σώμα
το σύμμετρο και μυώδες.
Δεν ήταν το διάφορο χρώμα
της σκούρας σοκολάτας
ούτε η γυαλάδα των ματιών
το φως το χαρούμενο.
Δεν ήταν καν τα πριονίδια
η σκόνη του ξύλου πάνω σου
το κόκκινο μαντίλι στα μαλλιά
η μυρωδιά της κόλλας ξυλουργείου.
Τότε παλιά στη Νίκαια, στη γειτονιά,
δίπλα στη στάση για το 406
δεν ήταν τίποτα από τα παραπάνω.
Ήταν ο έρωτας μόνο της στιγμής
για το ήρεμο και γεμάτο φωνές
χαμόγελο του απελεύθερου.
ΧΩΡΙΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑ
Πράγματι ήταν πολύ μικρός αυτός ο κόσμος
για να μη συναντηθούν.
Στο σπίτι του παπά γιόρτασαν άπαξ
στης πόρνης μόνο στις γιορτές
και στου τρελού κάθε Σαββάτο βράδυ.
Το τριαντάφυλλο δραπέτευε συχνά-πυκνά
από τη γυάλα του.
Πήγαινε στο απερίφραχτο κοιμητήριο
να χαζέψει τα χριστουγεννιάτικα δέντρα
με τα καρφιτσωμένα αγγελάκια.
Επιτέλους και λίγο πράσινο.
Δεν χρειαζόταν νερό ή λίπασμα
ούτε την έγνοια κάποιου πρίγκιπα.
Απλό ξεχνούσε τόσο έντεχνα
-ίσως γιατί τα ρίσκα τα παίρνουν μόνο οι αλεπούδες –
πως το γυαλί είναι μια ακόμα παράτολμη
μεταλλαγή της άμμου.
ΤΣΑΝΤΟΡ
Η γυναίκα με το αντιμόνιο στα μάτια
κοιτά τον κόσμο τετραγωνισμένο.
Κερνά σερμπέτια πικραμύγδαλου
βάφει με χένα τις πατούσες.
Στάζει χοές αρωμάτων στην άμμο
για τους νεκρούς συντρόφους.
Παραμύθια ξεχασμένα αραβικά
για χίλιες και μία θλίψεις.
Κρυφά δαντελένια εσώρουχα
υφαντές προσμονές
πολύχρωμα δάκρυα κεράμου.
Κάτω από σεντόνι παιχνιδιού
μπορεί να ταξιδεύει
χωρίς ιπτάμενα χαλιά
μόνο από γιασεμιού μεθύσι.
Κι είναι φορές που μας κοιτά
κάπως επίμονα ίσως
από εκείνο το στενό
παραθυράκι του τσαντόρ της.
Ποιο ψέμα πάλι να πει
τι ποίημα να γράψει.
ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Στο τεντωμένο σου σκοινί
καραδοκεί η λακκούβα ακροβάτη.
Ψαχουλευτά με το επιδέξιο πόδι σου
θα την αναγνωρίσεις.
Κι απαίδευτος δήθεν στις εκπλήξεις
θα βρεις μια λύση, οποιαδήποτε
αφού στις προδιαγραφές
υπάρχει ο όρος «ασταμάτητος».
Να περπατάς στον αέρα πανεύκολο
με δίχτυ ασφαλείας τα σύννεφα.
Ποτέ δεν έπεσε κάποιος απ’ αυτά.
Ψέμα, όλοι ήξεραν.
Στην άκρη της πορείας σου
η πύλη των αρχαίων αιτιών
με το γκισέ άδειο και σκοτάδι.
Εκεί στέρεο έδαφος και δισταγμός.
Μην περιμένεις στην ουρά.
Είσοδος ελεύθερη.
.
ΕΡΩΤΙΚΑ ΑΣΑΦΕΣ (2016)
Τα τελευταία χρόνια σιωπούσε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Κάτω από
μια μυγδαλιά ή μέσα στο όνειρο ήταν οι ώρες οι κενές, δεμένο άχυρο, η
ακινησία, η προσμονή, η επιθυμία. Απ’ το δελτίο θυέλλης κρατούσε μόνο ότι
είχε σχέση με τις βροχές, για τους ανέμους έτσι κι αλλιώς δεν είχε βάρος. Κι
όταν την περιτριγύριζαν οι ψύλλοι έκρυβε γελώντας σιγανά τη νεράιδα πίσω
από το αυτί. Φοβόταν, γιατί στην εξορία τα παραμύθια αντί να μαγεύουν
έφερναν στους άλλους κλάματα. Θύμιζαν πως κανένας και ποτέ δεν τους τα
διηγήθηκε στην ποδιά του.
* * *
Διάλεγε συχνά τις κοίτες των ποταμών για να ξαπλώνει. Τα πλατάνια και οι
ιτιές ήξεραν από τα παλιά χρόνια την τέχνη του χαδιού και της παρηγοριάς,
έφτιαχναν μουσική με τα φύλλα και τα κλαριά τους. Μιλούσαν για τότε που
όλα άρχιζαν, πριν τα ζώα κατοικήσουν τη γη, όταν οι δυνάμεις του κόσμου
ζύμωναν ελεύθερα τα πάθη. Τότε που ο αγέρας, το νερό, η γη και η φωτιά
είχαν μορφή και όριζαν παντοδύναμα τον κόσμο. Όλα δονούνταν άγρια,
γεννούσαν αργά έναν καινούργιο τόπο. Τα ποτάμια και τα δέντρα ήξεραν το
μυστικό που ένωσε κάποτε τα τέσσερα στοιχεία σε μια μικρή, λαμπερή σφαίρα
κι είχαν δει πως αυτή διάλεγε ένα-ένα τα στέρνα. Ήξεραν αλλά μιλούσαν
σε λίγους. Γι’ αυτό εκείνη λουζόταν συχνά στα ποτάμια κι αγκάλιαζε γυμνή
τους κορμούς των δέντρων με τα χέρια φτερά. Ήθελε να ακούει ξανά και
ξανά την ίδια ιστορία και να καθησυχάζεται από την αναταραχή που γεννούσε
μέσα στο δικό της τόπο η δική της φωτεινή και διάφανη σφαίρα.
* * *
ΝΕΡΟ
«Αργά… αργά, στον ρυθμό» είπε το πουλί
κι ακούμπησε το ράμφος στο γραμμόφωνο
«Να πνίγω ξανά… ξανά στη δίνη» σκέφτηκε
κι έσταξε μια σταγόνα λεβάντα στο νερό της
* * *
Κάποιες φορές πηδούσε με μια αστραπιαία κίνηση μέσα στη σταγόνα. Περίμενε
για ώρα κάτω από το γείσο της κεραμοσκεπής, σχεδόν παραμόνευε.
Διάλεγε ανάμεσα σε χιλιάδες σταγόνες βροχής εκείνη την πιο κατάλληλη, τη
γεμάτη, την πιο βαριά, την πιο ιονισμένη. Δεν βρέχονταν, ήταν σα να κλεινόταν
μέσα σε κουκούλι και καθώς έπεφτε ζούσε ξανά στιγμές από τη ζωή της.
Ήταν πολλές, πάρα πολλές, βαριές ή ανάλαφρες, άδειες ή πλήρεις, ηλεκτρισμένες
ή ήρεμες. Τις φύλαγε όλες μέσα στην κοιλιά της έγκυος. Ήταν
ιδανικότερη φωλιά από αυτή του μυαλού, γιατί στο μυαλό μια παράξενη
ουσία έκανε διαλογή και σε άλλες αφαιρούσε χρώματα, σε κάποιες μυρωδιές,
σε κάποιες η γεύση γινόταν μονάχα πικρή ή μόνο αλμυρή, ενώ δεν
ήταν. Εκείνη τις ήθελε ακέραιες, με όλη τους τη δύναμη, όπως υπήρξαν κι
όπως τις αγαπούσε. Την ώρα ακριβώς που ακουμπούσε πάνω στο χώμα
διαλυόταν και με τη βοήθεια του νερού χωνόταν βαθιά μέσα στη γη. Εκεί
περίμενε τα πάντα να ξανασυμβούν, αναλλοίωτα αλλά διασπασμένα, μια
στιγμή εδώ και μια εκεί, μέσα στη στρογγυλή ρίζα ενός μάραθου, σ’ ένα
τρυφερό λάπαθο, στους βλαστούς των τριφυλλιών ή στις αναμνήσεις ενός
επίμονου γρύλου. Ο χρόνος είχε ελάχιστη σημασία.
* * *
Ήταν κι οι μέρες που τα ρυάκια άλλαζαν φορά, φούσκωναν από τις βροχές
και έρχονταν κατά τον μέσα κόσμο. Γέμιζαν τότε οι λίμνες και οι κήποι, γυάλιζε
το νερό και τα μάτια της, στάθμευαν οι φωνές της στο λαρύγγι και μία-μία
τις κατέβαζε με τη γουλιά να πάνε στο αίμα. Εκεί που την συνάνταγαν οι άλλοι.
Αν ήταν κανείς να της μίλαγε, παρέα να βρουν τα σχισίματα και τις
μελανιές, τις γιορτές και τις παγωνιές τους, τους δρόμους, τα εδάφη τα
εύφορα, τους καλλιεργητές, την αγκαλιά, τα φιλιά των ενυδρίδων. Και
μάκραιναν μέσα της οι σταλακτίτες, έδενε το κουκούτσι του κερασιού και τα
βερίκοκα, στάλα τη στάλα γέρναγε ο χρόνος και άφηνε το μαλλί του να πιαστεί,
ν’ ανέβει στο μπαλκόνι των νιτερέσων της. Να συναντηθεί με τον τρόπο
τον μακάριο της συμφιλίωσης με εκείνους που δεν ήταν άλλοι από το ίδιο
πρόσωπο. Αυτό που φέγγιζε στα τζάμια του σπιτιού, στο φεγγάρι του πηγαδιού
τις νύχτες. Αυτό που καλημέριζε στην πόρτα της και το ’βγάζε κάθε
πρωί καθαρό και χτενισμένο να πάει στο σχολείο.
* * *
Υπήρχαν βέβαια και οι μέρες που οι άλλοι έπαιρναν το δισάκι τους και μετανάστευαν
σε τόπους με περισσότερο ήλιο. Εκείνη έμενε πίσω να διαβάζει τα σήματα του
καιρού, το πάχος και το χρώμα των σύννεφων, το μούδιασμα
των φύλλων, το χυμό στους κορμούς να αλλάζει σύσταση και πυκνότητα.
Άφηνε τους ριγωτούς δορυφόρους να μασουλούν τις μελιτζανιές στην
πορεία τους προς τα ανατολικά του κήπου και μετρούσε τις διψασμένες
κουρούνες που άλλαζαν βάρδια στο ρύγχος της βρύσης. Περίμενε τις βροχές
και το πρώτο πλάγιασμα του κρύου, το μαλλί ν’ αλλάξει το λινό, την πλατίνα
στη θέση του καλλαΐτη. Κρατούσε μια βελόνα κι ένα εργόχειρο, μικρό
ψαράκι, κι από παιδί κεντούσε και ξήλωνε το ίδιο δίχως να το τελειώνει για
να διατηρούν τα λέπια τις σωστές αποστάσεις του χρόνου από τότε που το
ξεκίνησε. Με την ίδια βελόνα μαντάριζε τα αποφάγια των σκόρων ή έκλεινε τις
κουμπότρυπες για τα κουμπιά που αλλάχθηκαν και δε χωρούσαν. Έτσι πολλά
ρούχα έμεναν ανοιχτά για τους ανέμους του χειμώνα κι άλλα τα δάνειζε στο
σκιάχτρο που έμενε φύλακας των εποχών κι υπομονετικός σύντροφος των
διηγήσεων.
* * *
ΦΩΤΙΑ
«Απαλά… απαλά. Ανεπαίσθητα»
είπε το πουλί καθώς πετούσε.
«Σταθερά… σταθερά. Αθόρυβα…»
σκάφτηκε εκείνη
κι άφησε το κυνηγόσκυλο απ’ το λουρί του.
* * *
Ήταν κι οι μέρες που οι ζωές όλων ενώνονταν με μικρές κλωστίτσες, το
παγωτό χωνάκι δοκίμαζε να λιώσει αργότερα από το συνηθισμένο του κι ο
ήλιος τραβούσε ένα-ένα τα πέταλα της μαργαρίτας. «Μ’ αγαπά;» «Δε μ’
αγαπά.» «Θα μ’ αγαπήσει;» Εκείνη ρωτούσε τους γείτονες αν είχαν δει πουθενά
τα ξεχασμένα της χαμόγελα και τη μαγική, ιπτάμενη σκούπα της. Δεν της
έδιναν και πολύ σημασία, την ήξεραν για ξεχασιάρα και απρόσεχτη,
φρόντιζαν τα κλειδιά τους να είναι πάντα κρεμασμένα δίπλα από το παραπόρτι,
ενώ αυτή ποτέ της δε κλείδωνε κι όλα της τα υπάρχοντα δραπέτευαν
για να τα ψάχνει σε οποιονδήποτε την άγγιζε ή της μιλούσε τις μέρες των
σκληρών αγωνιών. Έτσι είχε χάσει κάποτε και το μαντήλι του πατέρα της,
αυτό που είχε για να της σκουπίζει τα δάκρυα αποπροσανατολισμού. Το
βρήκε τυχαία, στο τσεπάκι του γιλέκου ενός δόγη στο σκοτεινό βεστιάριο
ενός μικρού θεάτρου.
* * *
Ήταν όμως και οι μέρες που ήταν αδύνατον να βγουν τα καρφιά από τα
χέρια. Τα πόδια έπαιρναν αυτό το σχήμα το παράδοξο, το ένα πάνω στο
άλλο, χωρίς βάρος, κι όλο ανάσαινε κοφτό αέρα και προσπαθούσε να
σπρώξει, προς τα πάνω, προς τα κάτω, το κεφάλι λίγο ψηλά, οι χούφτες ν’
ανοιγοκλείνουν, η κοιλιά και το στέρνο να πάλλεται. Ο πόνος, το δύστυχο
της αφαίρεσης, ο αποκεφαλισμός του ονείρου. Και κοιτούσε μια τον ουρανό,
μια τη γη κι αναζητούσε εκεί όλους, ζώντες και νεκρούς κι είχε ένα
δάκρυ ποτάμι για το άδικο, τον χειρισμό και το τέλος. Ο καιρός περνούσε,
τα καρφιά σκούριαζαν και χάνονταν, όμως το σώμα εκεί καρφωμένο στη
σταυρωτή σανίδα γινόταν φωτιά, μάρτυρας των ανείπωτων, των σκιερών και
των αβίωτων. Κι όλοι περνούσαν και κοίταζαν, κάποιοι εξεταστικά, άλλοι
έβαζαν λουλούδια, μια εικονίτσα, έδιναν λίγο νερό, άλλοι χασκογέλαγαν κι
άλλοι έφτυναν τον κόρφο τους. Κανένας δεν σκέφτηκε τον πεταλωτή, ούτε
κι η ίδια, μήτε την τανάλια που έκρυβε φθονερά μέσα στο παντελόνι του.
* * *
23/8/….
Αγαπημένο μου Ηφαίστειο
Σου στέλνω το τελευταίο γράμμα ξέροντας πως δεν υπάρχει επιστροφή και πως όλα
από δω και πέρα θα έχουν ένα άλλο χρώμα αν κρίνω από τις αδύναμες ακτίνες του
ήλιου και την πασπάλα της γκρίζας στάχτης πάνω στις σκεπές. Είναι η αλήθεια πως
θα μου λείψουν τα καθαρά πρωινά, αλλά ξέρω πως ενώ πολλοί ονειρεύονται λαμπρές
ανατολές κι ολόγιομα φεγγάρια, δυνάμεις άλλες σαν κι αυτές που κρύβεις στην κοιλιά
σου θα σαρώσουν τα επιτηδευμένα χαμόγελα κι άλλα όνειρα θερμότερα ή λιγότερο
ευγενικά θα σκίσουν τα μαξιλάρια μας. Πρόσεξα πως ο κόκκινος ανεμόμυλος
στην άκρη του κτήματος σταμάτησε να γυρνά και πως τα βράχια στις παρυφές
του κρατήρα σου απόχτησαν μια εύθραυστη γαλήνη. Η κουκουβάγια ανοιγοκλείνει
τα μάτια της περισσότερο απ’ ότι παλιότερα και το νερό, που κάποτε ο
ραβδοσκόπος είπε πως κυλά κάτω από το σπίτι, άρχισε να αχνίζει. Δυσκολεύομαι
να πιστέψω πως ξυπνάς. Τόσα χρόνια η ησυχία σου κι η βουή των ανθρώπων σε
έκανε αόρατο σα να μην υπήρχες. Θέλω όμως πολύ να σε ξαναδώ, να σμίξουμε πάλι
όπως τότε που κατάκαψες τα κάγκελα του στριφνού γείτονα, φούντωσε το πεύκο
έξω από το παράθυρο και τα τζαμιλίκια του σαλονιού έλιωσαν χοντρές σταγόνες
πάνω στις πέτρες. Είχε πολύ πλάκα κι όταν θέλω να διασκεδάσω το θυμάμαι, όπως
και τα γέλια που κάναμε όταν παραβγαίναμε εγώ στον χωματόδρομο κι εσύ με το
καυτό ποτάμι σου από δίπλα, ποιος θα φτάσει γρηγορότερα στο εκκλησάκι με τις
βελανιδιές. Θυμάσαι με πόση ορμή έσβηνες καταπίνοντας το ρυάκι κι εγώ με πόση
λαχτάρα ανάσαινα το θειάφι σου. Βλέπω τις ελαφρές δονήσεις στην επιφάνεια του
νερού καθώς ποτίζω κι έτσι ήσυχη, αμίλητη, αφουγκράζομαι ακόμα και τον αέρα
περιμένοντας μέρα και νύχτα τη δύναμη της έκρηξής σου. Ξέρω πως πάντα σ’
αγαπούσα και πως ποτέ δεν λευτερώθηκα από αυτή την κάπως εκκεντρική έλξη των
μετάλλων σου. Ας είναι… Πιο ελεύθερη μέσα στη λάβα σου δεν γίνεται.
Γλυκό μου Ερεμπούς σε φιλώ.
Και σε περιμένω.
* * *
ΑΕΡΑΣ
«Πόσο δυνατά… πόσο δυνατά» είπε το πουλί
Στον αφρό του κύματος δοκιμάζεται ο αέρας.»
«Πόσο ελαφρά… πόσο ελαφρά» σκέφτηκε εκείνη
«Στην άκρη του γκρεμού τρέμει ο βράχος.»
* * *
Συμβουλευόταν συχνά το ανεμολόγιο. Κάποιες φορές μάλιστα κάρφωνε τη
βελόνα του στα μαλλιά της κι έβγαινε στην αυλή. Στραμμένη στον ήλιο της
δύσης προσπαθούσε ν’ αντισταθεί στη δύναμη του μαγνήτη που την έστρεφε
κατά τα χιόνια του βορά. Ποτέ δεν τα κατάφερνε αλλά ήταν κι αυτό ένα
παιχνίδι ενάντια στο χρόνο. Άλλες φορές όταν φυσούσε δυνατά έσκιζε ένα
μαξιλάρι και άδειαζε τα πούπουλα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Για
ώρες πολλές τα κολλούσε πάνω στα χέρια της, ένα-ένα με φορά προς τα
κάτω κι ύστερα έβγαινε να σταθεί ανάμεσα στα ξεγυμνωμένα αμπέλια.
Περίμενε μέχρι να ξεκολλήσει και το τελευταίο πούπουλο κι ύστερα έτρεχε
ξεπαγιασμένη να ξαπλώσει στο άδειο κρεβάτι και να ονειρευτεί πως κάποτε
καθισμένη ανάμεσα σε ένα κοπάδι αποδημητικές χήνες ένα ζηλόφθονο παγώνι
τής αποκάλυψε τη μυστική τέχνη του πετάγματος. Έτσι κι αλλιώς ήταν και
για τους δυο μια άχρηστη πληροφορία.
* * *
Ήταν κι οι φορές που έβγαζε το φεγγάρι από την τσέπη της ζακέτας της και
το κοίταζε. Μισοφαγωμένο… Το κρατούσε για ώρα ανάγκης όταν στο στομάχι
απλωνόταν βυθός, όταν ο φόβος γινόταν κάτι περισσότερο από την
κοιμισμένη φύτρα του σταριού ή όταν η αγάπη έπαιρνε κλίση τις μέρες που
φυσούσε καυτός αέρας τα στάχυα. Περπατούσε στους άδειους δρόμους της
πόλης κι ήταν σκοτάδι, η μουσική έγνεθε τον ουρανό, το φως μιας σοφίτας
έλεγε «είμαι», σε κάποιες γωνιές οι γάτες στέκονταν αντίκρυ θυμωμένες και
νιαούριζαν κλάμα μωρού. Αδύνατο να αντισταθεί σε μια δαγκωνιά. Ο πατέρας
το έτρωγε πάντα βουτηγμένο στη ζάχαρη. Η μητέρα τα κρεμούσε αρμαθιά
στο παράθυρο της κουζίνας να στραγγίζουν. Η πικρόξινη γεύση του
γκρέιπφρουτ έδενε για χρόνια μέσα στο γλυκό, οδυνηρά λαμπερό σορόπι
της πανσελήνου.
* * *
Ήταν και οι μέρες που το φτερό ξεκολλούσε από την ονειροπαγίδα, το
έπαιρνε ο άνεμος, έφτανε στην άκρη του κτήματος κι ύστερα στροβιλίζοντας
πότε αργά έτοιμο να πέσει και πότε με φόρα ταξίδευε προς τη νεροτριβή και
μετά κατά το βουνό, στις πυκνές πουρναριές, τις άκρες των μονοπατιών και
του κόκκινου χώματος. Ήταν οι μέρες της μνήμης. Πότε μύριζε καμένο
μαλλί, άλλοτε καραμέλα βουτύρου, οι καρφίτσες χύνονταν απ’ το κουτί τους
στο πάτωμα, τα ρούχα στέγνωναν ολόλευκα στο σχοινί τους. Το φτερό πέτα-
γε απορροφημένο, τα παλαιά γίνονταν παλαιότερα, τα νέα στοιχίζονταν στη
σειρά, ο άνεμος τόνιζε την ύφεση και τη δίεση, τα πουλιά έπαιρναν φωνές,
συνόδευαν το χαμένο τους κομμάτι κι επέστρεφαν μαζί του το σούρουπο.
Έκαναν ένα γύρω στο κεφάλι της κι έφευγαν. Εκείνη καθισμένη στο πλατύσκαλο
έφτιαχνε με την άκρη των δαχτύλων το σημείο της αναίρεσης επάνω στη
ζακέτα και σηκωνόταν. Το φτερό γαντζωνόταν πάλι στην παγίδα του κι έτσι
ξανά στη φυσική της θέση γεμάτη από τη ζωή που συνέχιζε να ζει μέσα της
έμπαινε στο σπίτι με τη σκέψη πως όποιος δεν άκουσε παραμύθι δεν
μεγάλωσε κι όποιος μεγάλωσε αρκετά μπορεί να μίσησε τα παραμύθια.
* * *
ΓΗ
«Σκάψε… σκάψε» είπε το πουλί
και πέταξε το φτυαράκι στο στόμα του ψαριού.
«Ξέρω ήδη… θα βρω ξανά» σκάφτηκε εκείνη
και κατάπιε μια γουλιά το αγκίστρι.
* * *
Ήταν κι οι μέρες που καθόταν στο πεζούλι κι έλιαζε τα γυμνά της πόδια.
Πόδια δουλεμένα, τα κοιτούσε εξεταστικά, τα έτριβε μεταξύ τους,
σιγορωτούσε για τις προθέσεις τους. Έδειχναν ακόμα νεανικά, βαστούσαν,
δεν απαντούσαν όμως, πονηρά, έκρυβαν λόγια από γεννησιμιού τους. Αυτά τα
πόδια είχαν φαντασία, είχαν και τις δικές τους μνήμες, σαν τότε που τους
δάγκωνε τα δάχτυλα μωρό και τα πιπιλούσε όλο περιέργεια. Σαν τότε που τα
φιλούσε η μάνα ή τα ζούπαγε ο γιατρός στην εξέταση κι εκείνα αντιδρούσαν
στα ξένα χέρια, σαν τότε που πατούσαν για πρώτη φορά το ρευστό της
άμμου ή τις σκληρές καμπύλες των βοτσάλων. Θα μιλούσαν αργότερα όταν
τη χόρευαν, όταν την έτρεχαν πάνω κάτω σε διαδρόμους και δρόμους, σε
περιπλανήσεις ενός νέου ταξιδιού ή στην ορθοστασία της δουλειάς. Τα έπιανε
πολυλογία στα βράχια του Galway, στις σαβάνες του Μεγάλου Αφρικανικού
Ρήγματος, στις φαρδιές λεωφόρους της Μόσχας, στα νωπά χώματα της
Άπω Ανατολής. Όταν τα ξεκούραζε στον ήλιο δεν μιλούσαν, βουβά γύριζαν
πίσω, ήταν γεμάτα επιθυμίες και ζούσαν ξανά την απόλαυση της ζεστής,
μωρουδίστικης ανάσας και του σάλιου της.
* * *
Υπήρχαν όμως κι οι φορές που έπρεπε να ξεχνά, να διορθώνονται οι πόνοι
και ν’ αλλάζουν σημεία. Καμτσίκωνε τα βόδια που έφερναν γύρω τον άξονα
της μυλόπετρας, δούλευαν τα σκληρό στα μαλακά και τα έλιωναν. Κι έτριβε
σταθερά, αμίλητη, ταψιά και μπακίρια, τα ασημικά των προγόνων, το πάτωμα,
το μέτωπο, τα μπράτσα. Έτριβε τους τοίχους, τα μηνίγγια, τις κουτσουλιές, τις
πλάτες των ανάλγητων, την περασιά των σελίδων και την ξερή ρίγανη
στο κόσκινο. Με το βλέμμα, με το νύχι, το δάκρυ, τα μαλλιά της. Κι έβγαινε
η κραυγή απ’ το ροΐ, έπεφτε στους ανθούς των κολοκυθιών, έκλεινε μέσα
στο ρύζι, ρίζωνε στα σωθικά των πεινασμένων κι αναμορφωνόταν, γέμιζαν
οι αποθήκες με σπόρια. Κι έδινε ο ένας στον άλλο, στη μπουκιά, στο φιλί,
στη διήγηση. Οι δράκοι έπαιρναν τον παράδρομο, ξέρναγαν φωτιές, λαμπάδιαζαν
τα χαμόσπιτα. Έτρεχαν οι χαροκαμένοι, έψαχναν για νερό κι εκείνη
φώναζε βουβά, «σταθείτε», έβραζε δίκταμο, «δεν νικιούνται τα παραμύθια».
* * *
Ήταν όμως και οι μέρες που έφτιαχνε τα γλυκό του κουταλιού: το καρύδι
και το κυδώνι, το σταφύλι, το μελιτζανάκι, το κάστανο και το μανταρίνι, το
συκαλάκι και το περγαμόντο. Οι μυρωδιές των εποχών γέμιζαν τις ρωγμές
στους σοβάδες, καλαφάτιζαν τις σχισμές των ξύλων και στερέωναν το σπίτι,
τα ξινά και τα στυφά μαλάκωναν κι οι πίκρες ανέβαιναν στο καντάρι κι
ισορροπούσαν με τη γλύκα του δεμένου σιροπιού. Έσταζε μια σταγόνα πάνω
στο νύχι της κι αυτή ολοστρόγγυλη και μαργαριταρένια στεκόταν σαν ένα
μάτι που την αντικοίταζε, μάτι του παρελθόντος, των γονιών στο τραπέζι της
γιορτής, η θρέψη, το ψωμί, ο κρόκος του αυγού και το γάλα. Ξεδιάλεγε την
αρμπαρόριζα, οσμιζόταν τη βανίλια, κόπαζε η ταραχή των μαχών, μέτραγε
τα μπαστούνια της κανέλας και τα γαρίφαλα. Στέγνωνε η υγρασία στο μέτωπο
και το στέρνο της. Οι φουσκάλες θέριευαν στο χόχλο, βούταγαν τα πόδια
στη βάση των λογισμών, το τώρα μαζευόταν γύρω από τον αφαλό της και
λίγο το λίγο έπηζε, γινόταν ο συντηρημένος κόσμος, η υποδοχή κι η παρακαταθήκη.
* * *
ΦΩΣ
«Πόσο νέα… πόσο νέα» είπε το πουλί «Τι κρίμα…»
κι εκείνη κοίταξε από μακριά το άδειο κέλυφος της.
«Πόσο ελεύθερα… πόσο ελεύθερα» σκέφτηκε «Τι όμορφα…»
κι εκείνο ζήλεψε κρυφά το τραγικό όνειρο της.
* * *
Ήταν κι οι μέρες που οι μαστοί της πέτρωναν κάτω από τον ήλιο, εξατμίζονταν
οι μικρές υγρές λίμνες, έκλειναν οι μίσχοι κι απέμενε το αλάτι, ο γλυφός τόπος,
τα αποτυπώματα. Το γάλα έρεε σε άλλους παραδείσους, οι άγγελοι αποδημούσαν
πεινασμένοι δίχως φτερά, μονάχα στόματα και στεγνό κλάμα. Κι έλεγαν όλοι
πως τα καλοκαίρια κάτι παράξενο γινότανε στο σπίτι
της, έσκαγαν οι τοίχοι διάφανοι, τρεμόπαιζε συθέμελο όπως λιώνει ο ορίζοντας
στον λίβα κι όλο απομακρύνονταν όταν πλησίαζαν να δουν ή να βοηθήσουν.
Εκείνη γελούσε με ότι έμοιαζε παράδοξο, δεν έπινε νερό έπαιζε το παιχνίδι των
βότσαλων, ένα στο χέρι κι ένα στον αέρα να το πιάσει και
μέτραγε έτσι την εποχή, κάτι το στέρεο, την έσπαγε μικρές μπουκιές και την
έριχνε στην αλυκή του χρόνου. Κι έμενε εκεί ώσπου να ’ρθουν οι μπόρες να
βρεχτεί, να πιει, να ξεδιπλώσει, να πάρουν οι μαστοί το μαλακό τους σχήμα
και τη φύση τους, να ξαναβρούν τροχιά οι γαλαξίες των αποδράσεων. Γέλαγε
τόσο που την άκουγαν τα πέρατα, βαθιά βουή, μετάβαση, στροφή του
φόβου τόσο λεπτή που οι μαρμότες σ’ άλλες ηπείρους μπερδεύονταν και
δεν ήξεραν αν ήταν ο καιρός να κοιμηθούν ή να ξυπνήσουν.
* * *
Ήταν κι οι φορές που έδενε μια καντηλίτσα στο μικρό δάχτυλο του ποδιού
για να θυμάται τα βήματα των ξεχασμένων χορών κάθε φορά που
απομακρυνόταν από το σπίτι. Αυτών που περίσσευαν στις συντροφιές όταν τα
λόγια γίνονταν λίγα για να πουν για τις καρδιές και τις μοναδικές ιστορίες
τους. Αναζητούσε τις συντροφιές όταν ο καιρός έκανε στροφές ανάμεσα στο
ζεστό και στο κρύο, όταν η αμφιβολία μετέβαλλε τη συμπύκνωση. Ένιωθε
τότε και χόρευε ανάμεσα στους μικρούς και τους μεγάλους κύκλους, πιασμένη
χέρι ή αντάμα, με τους συντρόφους των απλών ονείρων, της νοσταλγίας
και των βυθισμένων απωλειών. Κι άνοιγε τότε η γνώση της όσφρησης,
το πλάτος της αγκαλιάς, η γνωριμία και η παλιά ανάγκη. Χαμήλωνε το φως,
ορμούσαν οι πόνοι, μοιράζονταν τα τάματα, την ανακούφιση, τη γεύση του
ιδρώτα και των κλειδώσεων, την επιστροφή. Άνοιγε το ουράνιο τόξο, χωρίς
βροχή, μόνο με τους χυμούς των ζωντανών σωμάτων κι όλοι το κράταγαν
προσεχτικά από τη μια παλάμη ως την άλλη για να βρουν τα χρώματα τον
ρυθμό και τον συνδυασμό τους. Κ, έτσι απολάμβαναν την κοινωνία των
αγγιγμάτων, το μαβί, το κόκκινο και το τυρκουάζ, τα λαχνίσματα των αναμνήσεων,
τη δικαίωση της συντροφιάς και τη λεπτή αγωνία μιας ανυπόμονης εκπλήρωσης.
* * *
Ήταν όλες εκείνες οι μέρες που το φως τρύπωνε στα μάτια, πύκνωνε στις
λεπτές φλέβες, έσπαγε, έτρεχε στην καρδιά της τρίχας, χυνόταν στους
αυλούς των οστών, κέντρωνε στον πυρήνα των κυττάρων. Γινόταν δομή κι
υπόσταση. Ήταν η κάθε μέρα, η μεταβλητή κι η επανάληψή της, οι σταθμοί
των αλλαγών και το ρευστό των τόπων. Κι εκείνη ζούσε με όλους τους
πόρους, όλα τα μάτια και τα χέρια, τους κτύπους και τις λέξεις. Στη γη και
στους κήπους της, στα όνειρα και το σπίτι, στη γειτονιά, την πόλη, στις βεγγέρες
και τη μοναξιά της. Ζούσε με τους συμπορευτές και τους συγκάτοικους. Κανέναν,
όλους και Έναν. Ζούσε με τα θρύμματα και τα γεμάτα λαγήνια, τις δονήσεις
των παθών και τη σιγή της νηνεμίας. Έπλεκε το αδάμαστο παραμύθι, την ορμή
της ημέρας. Κι ήταν το σώμα της βελανιδιά, χρησμός κι αντίλαλος,
ήταν η μίξη των δαιμόνων της κι ο ιερός βρόγχος της φωνής της.
Ήταν το μαλακό ψωμί, σβόλος και βράχος, ο κάλυκας κι η μυρωδιά του
γιασεμιού, βάμμα, αιχμή, πληγή, ο δρόμος ο μυστικός και ο υγρός λειμώνας.
Ήταν Δρυμός κι έτσι προσφέρονταν, συναρμογή κι απάτητο της φύσης της
κομμάτι.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
.
ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΣΦΥΓΜΟΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΟΡΕΚΤΟΡΑΣ (2019)
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Περιοδικό “Οδός Πανός”, τχ. 186, Απρίλιος-Ιούνιος 2020
Δεύτερη προσωπική ποιητική συλλογή για την Αθηνά Τιτάκη, που έχει δώσει
ως τιάρα σημαντικά δείγματα καλής γραφής και στην πεζογραφία αλλά και με
συμμετοχή της σε συλλογικές εκδόσεις. Εδώ η ποίησή της ενδύεται τη μαγική
αφηγηματική φόρμα – μα και πότε άλλοτε το ποίημα δεν έκρυβε μέσα του μια
ιστορία; Το παραμύθι, η παραμυθία του ποιήματος, και ο ποιητής ο γητευτής των λέξεων, ο γόης των εξαίσιων όντων. Στο εξώφυλλο η ζωγραφιά του Βαγγέλη Φαεινού μοιάζει να προσκαλεί σε ακροάσεις και σε θεάματα – το ποίημα τα κατέχει και τα δύο. Η Τιτάκη δημιουργεί τις εικόνες της μέσα από ένα προκλητικά αιφνιδιαστικό παιχνίδι λέξεων. Θα τολμήσω μια (όσο να ναι αυθαίρετη αναγνωστική) σκέψη: θαρρώ πως έχει πρώτα στο μυαλό της το χρώμα, την κίνηση. το παιχνίδι, για να ακολουθήσει η θεματική του κάθε ποιήματος, πιστή οπαδός, μαγεμένη από το σκηνικό που η ποιήτρια έχει στήσει. Ίσως αυτό κάνει την ποίησή της εντελώς διαφορετική και πρωτότυπη. Υπάρχει η περίπτωση, σκέφτομαι, να ξαφνιάζεται και η ίδια με το αποτέλεσμα, σαν ένας ιχνηλάτης του ενστίκτου, όπως γράφει. Εμφανής, αναπόφευκτα, η ειρωνική ματιά δίπλα σε μια ταυτόχρονη μυθοποίηση και απομυθοποίηση του κόσμου – αν γύρω της βλέπει μύθους, φυσικό είναι πρώτα να τους δίνει λεκτικό σώμα και μετά να του; ανατρέπει, πάλι ποιητικά. Εμείς οι γόητες,/Οι ανιστόρητοι,/Οι μαεστρικά ξεχνούντες πως,/Αν ο φακίρης αγαπούσε τα καρφιά/Ή έστω τις αιχμές των απολαύσεων,/Το θαύμα θα χανόταν.
.
ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΑΦΕΣ (2016)
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TVXS.GR /11/1/2017
Ο αρκαδικός λυρισμός της Τιτάκη
Η ζωή μέσα στο φυσικό περιβάλλον αποτέλεσε βασικό πυλώνα της λογοτεχνίας. Ενδεδυμένη με θρύλους η Αρκαδία έφτιαξε τον δικό της μυθολογικό κύκλο. Θεοί γεννήθηκαν εκεί και λατρεύτηκαν μέσα από την ποίηση.
Ο μυθικός τόπος ήταν χαμένος μέσα στην αχλή του ήρεμου δασικού τοπίου όπου ζούσαν νύμφες και ο Παν, όπου τα ποτάμια ήταν μικροί τοπικοί θεοί. Δεν είναι τυχαίο που οι ορφικοί και οι στωικοί τον ανέδειξαν τον Πάνα ως θεό του σύμπαντος και προσωποποίηση των δυνάμεων της φύσης.
Αυτό το αρκαδικό τοπίο (κι ας μην αναφέρεται ρητά) φέρνει στη σύγχρονη λογοτεχνία και η νέα συλλογή αφηγημάτων της Αθηνάς Τιτάκη «ερωτικά σαφές» (Μανδραγόρας, 2016).
Η Τιτάκη μεταφέρει τον αναγνώστη σε μία μαγική διάσταση, στο μαγικό κόσμο των αρχαίων νυμφών όπου τα στοιχεία της φύσης ζωντανεύουν και εξανθρωπίζονται δημιουργώντας έναν λυρικό και παραμυθένιο χώρο αργών κινήσεων και ηρεμίας. Ο μυθικός όμως αυτός κόσμος δεν είναι παρά μία αλληγορία στον γοργά κινούμενο σύγχρονο κόσμο της αυταπάτης ελέγχου της φύσης και της «πολεμικής» καταπίεσης (οικονομικής ή κυριολεκτικής) που υφίσταται οι σημερινές κοινωνίες.
Στον αντίποδα του πολύβοου άστεως και των πολεμικών συρράξεων ή βουητού των πονεμένων ανθρώπων, ήχοι της φύσης γεμίζουν την αφηγηματική σκηνή σε μία συνεχή – αργή – κίνηση. Οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις με τις συνειρμικές εναλλαγές εικόνων δημιουργούν μία ρευστότητα που ενισχύει την αίσθηση της κίνησης που γεννούν οι ίδιες οι λέξεις. Τούτη η ροή όμως έρχεται σε αντίθεση με το χρόνο που μοιάζει σταματημένος σε αποκομμένα κινηματογραφικά πλάνα, που εγκαταλείφθηκαν από το «μοντάζ».
Η ποιητικότητα της γλώσσας, γεμάτη με λογοτεχνικά, χρώματα και κίνηση διαστέλλουν την αλληγορική χροιά της αφήγησής της και μεταφέρουν μακριά από το παρόν τον νου και τα συναισθήματα του κοινού γεννώντας νέα. Οι μεγάλες σχετικά περίοδοι σε ασύνδετο σχήμα ή παρατακτική σύνδεση μαζί με την ελεγχόμενη χρήση επιθέτων λειτουργούν σαν δίχτυ που εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυθικό κόσμο της Τιτάκη.
Οι δε προσωποποιήσεις και οι μεταφορές διανθίζουν τη γραφή της και μαγνητίζουν τον αναγνώστη. Ήπιες σουρεαλιστικές πνοές εντείνουν τη λυρικότητα των αφηγημάτων γοητεύοντας και ενισχύουν τον ελεγειακό χαρακτήρα των πεζογραφημάτων. Μοιάζει σαν η δημιουργός να βρίσκει τη διέξοδό της στη μαγεία του φυσικού τοπίου. Μέσα στα ελεγειακά της πλάνα, η ηρεμία και η ξενοιασιά αποτελούν γνήσια αρκαδικά στοιχεία (οι αρκαδιστές ταυτίζουν την ευτυχία και την ανεμελιά με τη ζωή στη φύση), σε πλήρη αντίθεση προς το βιωμένο παρόν του αναγνώστη.
Στην πραγματικότητα, ξεπερνώντας τον πεζογραφικό χαρακτηρισμό των συνθέσεων της συλλογής, η Τιτάκη εντάσσεται στον πυρήνα της «ποίησης της περιφέρειας». Πλήθος εικόνων του μυθικού αρκαδικού τοπίου αναγεννώνται στα αφηγήματα. Εικόνες όμως βιωμένες· όχι σαν εξωτικό στοιχείο που αποζητά ο λογοτέχνης του άστεως στη φύση, μα σαν μία βαθιά σχέση της δημιουργού με το περιβάλλον, μία σχέση σχεδόν ερωτική.
Ο αρκαδικός χαρακτήρας της συλλογής ενισχύεται ακόμα και από τη διάκριση της συλλογής σε τέσσερις ενότητες που παραπέμπουν στα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία της κοσμολογίας (νερό, φωτιά, αέρας, φως) και τις επιστολές προς τα αντίστοιχα στοιχεία της συγγραφέως. Πρόκειται για τα τέσσερα στοιχεία που – σύμφωνα με τις αρχαίες φιλοσοφικές αρχές (Πυθαγόρας, Εμπεδοκλής, Άραβες αριστοτελιστές) και μυθολογίες (Βαβυλώνα, Ελλάδα, Κίνα) – οικοδόμησαν τον κόσμο ως υλικά στοιχεία με υπερκόσμιες δυνάμεις ή υλικές δομές μίας άυλης θεότητας.
Μολονότι η αρκαδική ποίηση ταυτίστηκε στο διάβα των αιώνων με τη βουκολική ποίηση, η Τιτάκη αξιοποιεί το μαγικό κόσμο των νυμφών και μέρους των χαρακτηριστικών της αρκαδικής λογοτεχνίας, μέσα σε μία αφηγηματική αλληγορία προς το σύγχρονο κόσμο.
.
ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΥ (2014)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΕΡΗΣ
ΕΝΕΚΕΝ Τ.35/2015
ΑΝΑΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ
Κατόπιν Αιφνιδιασμού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Αθηνάς Τιτάκη, μια συλλογή γεμάτη προκλήσεις για τη λειτουργία της μνήμης, μια μνήμη που εξαρτάται από την απροσδόκητη σύμπτωση της διασταύρωσης γεγονότων, κυρίως φυσικών, με εσώκλειστα —συνειδητά ή όχι— βιώματα. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η ανάμνηση να εκδηλώνεται αφοπλιστικά, οι αισθήσεις να αιωρούνται στην ύστερη εμφάνισή τους, να υπάρχει ένα ψυχικό φορτίο που ξαφνιάζει.
Με 34 ποιήματα, η πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια παρουσιάζει εμπειρίες που «αιφνιδίασαν. τις αισθήσεις της, στιγμές που η μνήμη διατήρησε κι ο ποιητικός λόγος εκφράζει με απρόσμενα για τον αναγνώστη αποτελέσματα. Ο ποιητικός λόγος περιγράφει, θυμάται, αναλύει και ξεδιπλώνει προσωπικές στιγμές, που η μνήμη έχει κρατήσει και τώρα απλώς αναπλάθει μέσα από τα θραύσματά της, από τις ακινητοποιημένες εικόνες κι αισθήσεις που διέσωσε. Και τα διάφορα ποιήματα συντελούν στην ολοκλήρωση ενός απρόσμενου μύθου που ανασυντίθεται μέσα από τα πράγματα και τους χώρους +–που το ποιητικό εγώ γνώρισε.
Όλα αυτά τα συμβάντα συνθέτουν ένα θέμα ασαφές που η γραφή με τρόπο σφιχτό και ισορροπημένο, τρυφερό και ψυχρό αναγάγει σε συγκρατημένη νοσταλγία τώρα που όλα βιώθηκαν. Στην ποίηση της Τιτάκη συνυπάρχουν το αναλυτικό ύφος με την αποστασιοποιημένη ματιά, η εμμονή στη λεπτομέρεια και η κίνηση της συγκρατημένης θλίψης. Πουθενά δεν υπάρχει πόνος, γιατί η φυσική ροή της ζωής και των καταστάσεών της δεν αμφισβητείται. Αντίθετα βιώνεται συνειδητά και με γνώση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Κι όμως»: «Έχει πολλές ταυτότητες/ επίσημες κι ανεπίσημες/
κρυμμένες σε τσεπάκια./Απ’ αυτές διαλέγει μια/ και την παρουσιάζει./
Δηλώνει “εδώ”/ανά περίσταση “υπάρχει/και παρόλο που φοβάται/
ξέρει πως αν συλληφθεί/ κακοποιός δεν είναι./ Είναι παθολογική/
συλλέκτης εαυτών/ και καθημερινά/ στον ημερήσιο τύπο/ ψάχνει σεσημασμένους/ προς ανακούφιση/μιας δεδομένης μοναξιάς/μέσω κοινής απάτης».
Με αίσθημα αλλά χωρίς έντονο συναισθηματισμό, η ποιήτρια προσφέρει έναν ολοκληρωμένο ποιητικό λόγο, εκφραστικά κατασταλαγμένο, με μια αιωρούμενη θλίψη —λόγω αιφνιδιασμού; που διακρίνεται σε όλα τα ποιήματά της. Υπάρχει μια τάση αποστροφής προς το εγώ αλλά και προς ένα απών πρόσωπο, κάτι που εμφανίζεται ως ρητορικό πρόσχημα, γιατί τελικά ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται από τη στιγμή που έχει ματαιωθεί κάθε ελπίδα και προσδοκία
προσωπικής αποτίμησης ή συλλογικής απώλειας. Κι αυτό γιατί το
παρελθόν θεωρείται οριστικά χαμένο και το παρόν εμφανίζεται πιεστικά μικρό με αποτέλεσμα η έκφραση των ποιημάτων να διακρίνεται, πέρα από τη χρήση των συμβόλων, σαν ανάπτυξη ενός θέματος γύρω από μια προφανή βιωματική εμπειρία, σαν παρακαταθήκη που μόνον η ποίηση διασώζει, όπως στο ποίημα, «Σενεγάλη»: «Δεν ήταν το όμορφο σώμα […]/Δεν ήταν το διάφορο χρώμα […]/Δεν ήταν καν τα πριονίδια […]/ Τότε παλιά στη Νίκαια, στη γειτονιά,/ δίπλα στη στάση για το 406/ δεν ήταν τίποτα από τα παραπάνω./ Ήταν ο έρωτας μόνο της στιγμής/ για το ήρεμο και γεμάτο
φωνές/χαμόγελο του απελεύθερου».
Η ποίηση της Τιτάκη προσφέρει τη θέαση του άδειου κόσμου μας, περιγράφει «κατόπιν αιφνιδιασμού» την ανακάλυψη της συντριπτικής μοναξιάς, αποτυπώνει τη στοχαστική αυτοσυγκράτηση των συναισθημάτων μιας ποιητικής φωνής που γνωρίζει την ανθρώπινη φύση και οδεύει σε ένα περιβάλλον που συναρπάζει κι αιφνιδιάζει.
Ωστόσο το υλικό των 34 ποιημάτων της συλλογής αν και απαρτίζουν ένα δομημένο θεματολογικά ιστό, σε όλα τα ποιήματα δεν υπάρχει η ίδια τεχνική (μερικά δεν συνιστούν μια αφήγηση αλλά μια ανάλυση, όπως το «D (-)» ή το «Για σένα»· κι όλα τα ποιήματα δεν υπακούουν σε μια κεντρική λογική, αν και αποκαλύπτουν ένα αληθινό νόημα: το υπαρξιακό άγχος της επώδυνης λειτουργίας της μνήμης. Γιατί όσα καταμαρτυρούνται, συνήθως στο τέλος των ποιημάτων, προκύπτουν από την απρόσμενη απογοήτευση, από τη φθορά, από
την αποδοχή μιας απόγνωσης, από την «αιφνιδιαστική» απελπισία:
«Η παράσταση σε λίγο θα αρχίσει/ κι όλοι θα κάνουν πως γελάνε»
(σ. 9), «Τον στερνό αναζητάς αδελφό./ Έναν ελεύθερο σκοπευτή/ να
σε βοηθήσει» (σ. 14), «Ξημερώνει/ και οι καμπάνες της ζωής/χτυπούν ομαλότητα/μέχρι να γεμίσει και πάλι το φεγγάρι» (σ. 22), «Όσο πολύ κι αν αγαπήθηκαν/χθες όλοι ερωτεύθηκαν ξανά τον ίδιο άγνωστο» (σ. 34), «Ποιο ψέμα πάλι να πει/ τι ποίημα να γράψει» (σ. 42).
Στην ουσία, αυτή η ποιητική συλλογή είναι μια σειρά ψηφίδων προσωπικών απογοητεύσεων, που υποχρεώνουν το ποιητικό εγώ να εκφραστεί σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, αλλά και να ακροβατεί μεταξύ του κενού του ψέματος και της δικής του αλήθειας, κάτι που καταγράφεται και στο σχέδιο του Γιώργου Ξένου, στο εξώφυλλο της συλλογής, αλλά και που ομολογείται στο τελευταίο ποίημα, με τίτλο «Ακροβάτης» και τελειώνει με τους στίχους: «Στην άκρη της πορείας σου/ η πύλη των αρχαίων αιτιών/με το γκισέ άδειο και σκοτάδι./ Μην περιμένεις στην ουρά./είσοδος ελεύθερη» (σ. 43), στίχοι που εκλαμβάνονται σαν σπαραγμός και σαν υπόσχεση μιας μελλοντικής ποιητικής κατάθεσης.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TVXS.GR/29/12/2015
Υπερρεαλιστικός αιφνιδιασμός στη πεζότητα της λογικής
Ο υπερρεαλισμός είναι η καλλιτεχνική τάση με τις βαθύτερες επιδράσεις στη λογοτεχνία, ένα ρεύμα του οποίου οι επιρροές είναι αισθητές -λιγότερο ή περισσότερο- στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα. Καμία άλλη καλλιτεχνική τάση δεν επηρέασε την τέχνη τόσες δεκαετίες μετά την πρώτη της εμφάνιση. Και σήμερα ακόμα ο υπερρεαλισμός λειτουργεί ως αντίδοτο στην απολυτότητα του σκληρού ρεαλισμού, αντιδρά στην κυριαρχία του ρασιοναλισμού μέσα από την έμπρακτη αποδόμηση της λογικής.
Μέσα από τον “παραλογισμό” του αναδεικνύει την ουσία των συναισθημάτων και του ψυχισμού. Αν και στη μεταμοντέρνα ποίηση, και δη στην ποίηση της αγανάκτησης, ο σουρεαλισμός φαίνεται να επιβιώνει μέσα από τη δυναμική εικονοπλασία, στην ποίηση της Αθηνάς Τιτάκη («Κατόπιν Αιφνιδιασμού», Μανδραγόρας, 2014) ξεπερνά τον εικαστικό νεοϋρρεαλισμό.
Η ποιήτρια μεταχειρίζεται το σουρεαλιστικό στίχο ως ένα όπλο αντιτασσόμενη στη δεσποτεία του ορθού λόγου και την -προπαγανδιστική- εργαλειοποίησή του στη σύγχρονη κοινωνία. Αντιμάχεται την επιβαλλόμενη “πολιτική ορθότητα” και την “αστική αβρότητα”. Άλλωστε, η υπερρεαλιστική γλώσσα μέσα από τον “παραλογισμό” της μπορεί να εξεταστεί ως μία «ειρωνική γλώσσα που παράγει τη συγ-κίνηση του αναγνώστη διά της έκπληξης, του σοκ που προκαλούν στην έλλογη συνήθειά του οι παράτολμοι συνδυασμοί και οι ελεύθεροι συνειρμοί (τους οποίους είναι ελεύθερος να εκλάβει κατά το δοκούν). Η ειρωνική γλώσσα του υπερρεαλισμού θα μπορούσε, μάλιστα, να θεωρηθεί εξίσου δραστική ως προς την κινητοποίηση της συγκίνησης του αναγνώστη και την άσκηση της “ποιητικής νοημοσύνης”».
Και αυτόν ακριβώς τον ποιητικό “παραλογισμό” υπηρετεί και η κρυπτικότητα της ποιητικής της Τιτάκη. Ακολουθώντας το σουρεάλ πρότυπο, οι συνθέσεις της είναι “ανοιχτές” σε πολλές ερμηνείες, μια και το μήνυμα δεν ξεδιπλώνεται στον αναγνώστη. Έτσι όμως συντηρείται και η θεολογικής έμπνευσης αντίληψη περί του απόλυτου υποκειμενισμού στην ποίηση/τέχνη που κατακλύζει την κριτική· μία αντίληψη τελικά που υποβαθμίζει το ίδιο το έργο σε μία ευκαιριακή -καταναλωτικής λογικής- δοξασία.
Η εικονοπλασία των συνθέσεων της συλλογής ξεφεύγει από τη μεταμοντέρνα συνειρμική εικαστική αντίληψη. Οι εικόνες της αποτυπώνεται σε έναν πλούσιο γλωσσικά καμβά, ενώ η υπαρξιακή αναζήτηση συμπλέκεται με κοινωνικές εικόνες ή αναφορές (μετανάστευση, γάμος, τσίρκο, άστεγοι, κυνήγι, αστικές οδοί και τοπία, θέατρο…)
Συχνά πρόκειται για θολές εικόνες με έμφαση σε δευτερεύοντα σημεία ή αντικείμενα του χώρου, όπου -με έναν “κινηματογραφικό” τρόπο- το φόντο εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο. Αποφεύγεται κάθε αναφορά σε χρώματα∙ απουσιάζουν λέξεις που συνειρμικά προσδίδουν χρώμα, όπως και αντικείμενα που διατηρούν μόνιμη χρωματική απόδοση. Έτσι, στην ουσία εντείνεται αισθητικά η απουσία διαύγειας στο ποιητικό κάδρο και αισθητοποιείται η υπαρξιακή αγωνία αποξενωμένη από το άχρωμο -κι ενίοτε μουντό- περιβάλλον.
Στα έργα που ανθολογούνται διακρίνεται μία πληθώρα ποιητικών υποκειμένων. Το β΄ ενικό άλλοτε απευθύνεται στον αναγνώστη ζωντανεύοντας τις συνθέσεις με την παραστατικότητα ενός φενάκη διαλόγου, ενώ άλλες φορές είναι αοριστολογικό ταυτιζόμενο με το γ΄ αφηγηματικό πρόσωπο. Άλλωστε, το αφηγηματικό ύφος κυριαρχεί.
Ωστόσο, το πιο χαρακτηριστικό της στιχουργικής της Τιτάκη είναι ο ξεχωριστός ρυθμός στο στίχο, που δε στηρίζεται σε κάποια μετρική δομή ή συνεκφωνήσεις φθόγγων, αλλά στην ολοκλήρωση των φράσεων μέσα από μία θραυσματική δομή. Με λόγο απέριττο, περιορίζοντας τη χρήση ακόμα και των άρθρων, προσφέρει μία ιδιαίτερη δυναμική στο στίχο της.
Ας μη λησμονούμε πως ο υπερρεαλισμός στόχευε -και στοχεύει- στη ριζική αμφισβήτηση των κυρίαρχων αισθητικών αντιλήψεων, των δομών, θεσμών, αξιών του αστικού κόσμου και στη συγκρότηση νέων μορφών κουλτούρας προάγοντας την αξία του Ανθρώπου. Δίνει μία ορμή και βάθος στις κατακτήσεις της ποίησης θέτοντάς την κάθε φορά σε μία νέα κοίτη.
Και η ποιητική της Τιτάκη απελευθερώνει το ρομαντισμό και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου και τις σχέσεις του με τη φύση και την κοινωνία, το έλλογο-ρεαλιστικό και τη φαντασία-ασυνείδητο μέσα από τη συναισθηματική αλληλουχία εικόνων και λέξεων και την ποιητική ευαισθησία.