Η ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ
Γεννήθηκα στη κατεχόμενη Πεντάγυια της Μόρφου. Δημοτικό σχολείο πήγα στο χωριό μου και γυμνάσιο στη Μόρφου.
Έκαμα ανώτερες σπουδές στο Cyprus College καθώς επίσης ανώτερες σπουδές στην αισθητική στο Susini College.
Εργάζομαι σαν Training Manager στο τομέα της αισθητικής σε μεγάλη εταιρεία καλλυντικών στη Λευκωσία
Είμαι παντρεμένη και έχω 2 γιους.
Τα τελευταία 10 χρόνια ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Είμαι ενεργό μέλος σε 2 φωτογραφικούς ομίλους και έχω λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας.
Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στη φωτογραφία φυσικού τοπίου και στη ταξιδιωτική φωτογραφία και γι αυτό σε κάθε μου ταξίδι έχω μαζί μου τη κάμερα μου την οποία δεν μπορώ να αποχωριστώ.
ΚΟΛΠΟΣ ΜΟΡΦΟΥ
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Ο χρόνος σταμάτησε
στη εποχή της θλίψης
κι άφησε ένα δάκρυ
να μουσκεύει τη μνήμη
σε κάθε οδοιπορικό
πίσω απ’ το συρματόπλεγμα
Α. Καρακόκκινος
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΟΥ-ΠΕΝΤΑΓΙΑ-ΞΕΡΟ-ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΟΛΩΝ
ΜΟΡΦΟΥ
Στη γυναίκα μου
Κι’ όταν στον τρύγο της πορτοκαλιάς
άγουρα στα περβόλια κοριτσόπουλα ανεμίζουν
φωνές και γέλια τσιριχτά κι’ αγάπης ρίγος
κι’ απ’ των πορτοκαλιών τον τρύγο είναι πιο τρύγος
ο τρύγος ο κλεφτός της αγκαλιάς,
οι πρώτες της αγάπης μας αυγές πώς ξανανθίζουν,
οι δεκατρείς του Απρίλη πώς ξαναγυρίζουν!
Κώστας Μόντης
ΜΟΡΦΟΥ 1992
Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί του σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
Γιάννης Ποδηναράς
ΜΟΡΦΟΥ
Οι δρόμοι το ίδιο στενοί
μ’ ονόματα αλλαγμένα
βήματα ξένα τους περπατούν
κι οι πόρτες των σπιτιών
τρίζουν απορημένες
μες στις αυλές τα γιασεμιά
είναι πάντα μαραμένα
χωρίς αγγίγματα των χεριών
που κάποτε τα τραγουδούσαν.
Α.Καρακόκκινος
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
( που βρήκα πεταγμένες στον
γυναικωνίτη της Αγίας Παρασκευής)
Σαν παιδιά φοβισμένα,
Κρυμμένα εκεί πάνω
στο γυναικωνίτη της Αγίας Παρασκευής,
μέχρι να περάσει η μπόρα,
μέχρι να ανοίξει ο καιρός.
Μιχάλης Γεωργιάδης
ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ
Έπλυνε βιαστικά τα πιάτα
κι έβαλε τις καρέκλες στη θέση τους
πριν φύγει από το σπίτι της
στη Μόρφου
η κυρά-Αγάθη•
σαν θα επέστρεφε
να μην το έβρισκε ασυγύριστο.
Σήμερα τη θάψαμε
σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας
δεκατέσσερα χρόνια απόσταση
από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.
Κι ήταν Γενάρης
μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα
το ταξίδι της
στην ωραία Μόρφου των ουρανών.
Κατίνα Γιαννάκη- Παπαστυλιανού
ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ
Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
Μαρίνα Αρμεύτη
ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ
Κάθε που επήγαινες στη Μόρφου
τ’ άρωμα των λεμονανθών
σ’ έπνιγε από μακριά
Ύστερα χανόσουν στα λεμονοδάση
κι ως να ξεχνιόσουν στον παράδεισο
σε πρόφταινε το δειλινό
καθώς εκείνος ο Θεός κατέβαινε ν’ αναπαυτεί
μ’ όλα τ’ αρώματα
τα διαθλασμένα χρώματα
ώρα μοναδική της Μόρφου
Όπως πηγαίνεις για τη Μόρφου
ο δρόμος σου χαμογελά σε κάθε του στροφή
Σε καλοδέχονται τ’ ακούραστα νερά
σε προσκαλούν τα στοργικά τα χώματα
Ο ουρανός σου στέκεται καλός
κι οι εποχές κρατούν αλάθευτα το χρόνο τους
Όποιος και νά ‘σουν
ότι και νά ‘κανες
η Μόρφου δε σε γέλασε ποτές
Παιδί εγγόνι μου δισέγγονο
η Μόρφου θα σε καρτερά
Όσο το μάτι του περήφανου αετού
τηράει τα πέρατα
Όσο το χέρι του δικαίου Θεού
απ΄ τον Πενταδάκτυλο βλογάει την πλάση
Όσο οι φωνές εικοσάχρονων παλικαριών
θα σε καλούν για επιστροφή
Και να γυρίζεις
κάθε φορά που ανθούν οι λεμονιές της Μόρφου
Μαριάνθη Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΥ
Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά
περίμεναν τη δειλινή σκιά μας
να χαμογελάσει στα οπλισμένα τόξα
της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες
να σημαδεύουν το χλωρό μας θόλο
πάντα σαΐτες βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο
τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων
Γιάννης Ποδηναράς
ΑΙΠΕΙΑ
Βούττημα ήλιου
Βούττημα ήλιου
στη θάλασσα που μας γέννησε
ένα χάδι τρυφερό
στους δρόμους που μας μεγάλωσαν
με τ’ άρωμα της λεμονιάς.
Βούττημα ήλιου
σ’ ένα ταξίδι της ψυχής
ν απλώσουμε το δάκρυ μας
από του Μόρφου στην Πεντάγια
κι απ’ το Ξερό στο θέατρο των Σόλων.
Βούττημα ήλιου
σε χαραγμένες μνήμες του Ιούλη
σε όνειρα που άλλαξαν διαδρομή
σε μισογκρεμισμένα σπίτια
που είναι εκεί και μας προσμένουν.
Α. Καρακόκκινος
ΜΥΡΤΟΥ-ΛΑΠΗΘΟΣ-ΚΕΡΥΝΕΙΑ
ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝΑΣ ΜΥΡΤΟΥ
ΟΙ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΣΟΥ Θ’ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά…
Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.
Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.
Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…
Αναστασία Κατσώνη
ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΘΑΡΩΝ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΛΑΠΗΘΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΪΡΚΩΤΙΣΣΑ
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Ι
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Κώστας Μόντης
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Απλώνει η πανσέληνος τ’ ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.
Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.
Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.
Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ’ αφήσουν.
Κάπου εκεί,
πίσω απ’ το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.
Νίκος Κρανιδιώτης
ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Κερύνεια
Λυρική υδάτινη οπτασία
φυλαγμένη στο νου και την καρδιά
φαντάζεις απόμακρη και θεία
Κερύνεια
πόλη αγαπημένη
ζωγραφιά σε ανάερη κορνίζα
κλεισμένη
Μες στην αχλύ του πρωινού σου
στη μνήμη μου σ’ ανακαλώ
στους βράχους του βουνού σου
ακουμπισμένη
πλένεις τα πόδια στο γιαλό
Κερύνεια
νύμφη ομορφότερη από σε δεν είδα
όνειρο και πονεμένη ελπίδα
Κερύνεια
θα ‘θελα να ‘χε γενεί της μοίρας μου γραφτό
τις εσπερινές απόμακρες καμπάνες
να ξανακούσω όσο ζω
την ώρα που φαντάζει χρυσορόδινη η βουνοσειρά
κι είναι θαρρείς μια άνθινη πυρκαγιά
να ξανακούσω την προσευχή σου το δειλινό
μες τη γαλήνη και μες τη μοναξιά
Κι υστερότερα
κοιτάζοντας ψηλά τον έναστρο ουρανό
να νιώσω το βάλσαμο μες την ψυχή
όπως το είχα πρωτονιώσει
τότε που ήμουνα παιδί
Βέρα Κορφιώτη
Αρχαίο καράβι
Το καράβι αραγμένο
μες στη καρδιά του κάστρου
περιμένει δυόμιση χιλιάδες χρόνια
να σηκώσει μεταξένια πανιά
με ναύτες απ τους λαούς του τόπου
για να αρμενίσει στην ελευθερία.
Α. Καρακόκκινος
ΠΕΛΛΑΠΑΪΣ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ…
Πάλι τους ξέφυγε η θάλασσα
Σε είπανε μικρή κι ακίνητη
Εμένα να ρωτάς καρδιά μου
Ρώτα τα μάτια μου
Ήσουνα δίπλα μου
το πιο πικρό γαλάζιο
Δεν είναι λέξη η αγάπη, είναι ανάσταση…
Μαρία Κωνσταντινίδου Δημητρίου
ΟΙ ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ
Μ’ ένα σακίδιο νεκροψίες
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές.
Μονομαχούν,
δαμάζουν θηρία,
σκοτώνουν δράκοντες.
Κάπου – κάπου αγκαλιάζουν
κι αγγέλους.
Ύστερα γυρνούν τη ράχη
και με τραγελαφικά προσωπεία
σφηνωμένα σε ημίκυρτους αυχένες
περιφέρουν την έγκλειστη μνημοσύνη τους
κάτω από το πορφυρό φεγγάρι.
Στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας
η παράσταση
αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Αλεξάνδρα Γαλανού
ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κιούλι μυρίζει και γιασεμί.
Νίκη Κατσαούνη
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ
Ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Δημόκριτος]
Τι τύχη κι αυτός
Να βλέπει έτσι την πόλη του!
Για την ακρίβεια
Ένα μέρος της πόλης
Μια λωρίδα χρυσή αμμουδιά
Καταπράσινα περιβόλια
Να κρέμονται
Από έναν θαλασσή ουρανό
Τα κάτω άκρα άνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τα άνω άκρα κάτω
Με τα δάχτυλα τεντωμένα.
Η πατρίδα ανάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στην παλάμη του.
Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ
ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΩΝΑΣ (ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.
Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμισης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.
Άννα Παπαϊωάννου
ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ
Νεκρή πόλη η Λευκωσία τον Αύγουστο.
Έτσι την αποκαλούν
όταν οι κάτοικοί της αναχωρούν μαζικά για διακοπές.
Ποτέ κανείς δεν είπε
νεκρή πόλη η μισή Λευκωσία τον Αύγουστο.
Να λείπουν οι ακριβολογίες.
Μπουχτίσαμε με τους ακριβολόγους
τους σχολαστικούς ρομαντικούς της σημειολογίας.
Πολύ λίγος κόσμος στη Λευκωσία τον Αύγουστο
– ο μισός πληθυσμός.
Ποτέ κανείς δεν είπε
τώρα χωράμε καλύτερα
σε μια πόλη μισή,
τώρα αναλογούμε καλύτερα
σε μια πόλη μισή.
Νεκρή πόλη η Λευκωσία τον Αύγουστο.
Ισχνή, ράθυμη,
ολότελα ήσυχη, αφημένη.
Ο Ιούλης είναι ο μήνας της κορεσμένης μνήμης.
Γιώργος Χριστοδουλίδης
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!
είναι φοβερό, το ξέρουμε
που τρέμεις απ’ την ανάμνηση αυτή
γιατί τρυπάει τα κόκαλα τα νεύρα
Λεύκιος Ζαφειρίου
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Η πράσινη γραμμή στη Λευκωσία
ανυπόφορο τοπίο.
Έρημοι δρόμοι
Πλίνθοι και κέραμοι
Η οδός Έρμου
Οι άλλες οδοί
Οι κάθετες μ’ αυτήν οδοί…
Πριν απ’ το μαύρο σύννεφο,
ζωή.
Συναλλαγές…
Πάρε-δώσε…
Σήμερα τείχος.
Γάτες να κυνηγούν ποντίκια
Φαντάροι
με τ’ όπλο παρά πόδα
Φυλάνε όση γη από-μεινε.
Ακούν βρισιές να προκαλούν
στην άλλη γλώσσα.
Στη μόνη μοιρασμένη πόλη.
Γιώργος Πετούσης
ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη.
Μία νεκρή ζώνη
ζώνει την πόλη
χρόνια τώρα.
Της σφίγγει τους πνεύμονες,
της παραλύει τη σκέψη.
Μηδενίζει τον χρόνο γύρω της,
ενώ παράλληλα μια «φυσική» εξέλιξη απλώνεται.
Την περπατούν και γράφουν λέξεις,
τις ταξιδεύουν στον τόπο τους,
βρίσκουν στα απομεινάρια της ζωής της
τουριστικό ενδιαφέρον.
Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή,
της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις.
Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά,
ενίοτε και μερικά ποιήματα.
Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη,
ο λύκος ξέρει πού θα με βρει…
Ανδρέας Τιμοθέου
Η ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας.
Κύπρος Χρυσάνθης
ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Το φως πενθεί στη λάμπα
τα σπίτια αιμορραγούν.
Οι γριούλες τυλίγουν το νήμα της Υπομονής
κι αποσύρονται νωρίς.
Γράφουν αδέξια τα παιδιά
μες στο τετράδιο τ’ Ουρανού.
Αληθινά ζούνε μες στ’ Όνειρο.
Λεωνίδας Γαλάζης
Θ’ ΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ
Θ’ ανταμώσουμε ξανά
στα χαλάσματα που μας προσμένουν
μέσα σε σιωπή εγκατάλειψης
και στα λυπημένα ακρογιάλια
με το πνιγμένο το γέλιο των παιδιών.
Θ’ ανταμώσουμε ξανά
γύρω από ένα ψάθινο πανέρι
γεμάτο πικραμένους λεμονανθούς
και πάνω στη μισογκρεμισμένη αποβάθρα
που βούλιαξε τα ταξίδια μας.
Θ’ ανταμώσουμε ξανά
κάτω από τον αστόλιστο Επιτάφιο
που περιφέρεται στα όνειρα μας
και θ’ αναζητήσουμε χωρίς φιλί
μια έσχατη Ανάσταση.
Α. Καρακόκκινος