ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ (ΠΟΥΠΕΡΜΙΝΑ)

Η Κατερίνα Γκιουλέκα γεννήθηκε στην Αθήνα από Θεσσαλονικιούς γονείς με καταγωγή από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Είναι απόφοιτη της Γερμανικής Σχολής Αθηνών.
Σπούδασε με υποτροφία στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί έκτοτε την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα έχοντας τιμηθεί με διακρίσεις.
Είναι συντάκτρια και εικαστική επιμελήτρια του ιστολογίου Μηχανικό Μολύβι-αμήχανες ιστορίες και στίχοι δια δικτύου, όπου αναρτά αποκλειστικά δικά της κείμενα και στίχους. Μερικά από τα ποιήματα της παρούσας συλλογής, σε μία
πρώτη μορφή τους, δημοσιεύθηκαν στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολογία: Με ανοιχτά βιβλία, Κανονική Ποίηση, Κατερίνα Λιάτζουρα, Μηχανικό Μολύβι, Ποιητικοί Διάλογοι, Το Κόσκινο, Το Φρέαρ, Bibliotheque, Deyteroq, Ologramma, Verbalistes.
Επιπλέον συμμετοχές της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και τους ιστότοπους: fractal, Diastixo, Μονόκλ κ.α. καθώς και στα έντυπα περιοδικά ΑΠΙΚΟ και ΑΝΩΝΥΜΩΣ, όλα με το ψευδώνυμο Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι).
Η ποιητική συλλογή “Πλάνης στη πλάνη της” (Εκδ. Θίνες 2024) περιλαμβάνει 74 ποιήματα και είναι η πρώτη εκδοτική της απόπειρα.

.

.

ΠΛΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ (2024)

ΤΟΛΜΩ

Να κόβω τα μαλλιά μου
να κάνω δεμάτια που θα
σκορπίζω στους αγρούς
να ‘χούντα που στέλνεις
να βοσκήσουν τα σύννεφα
Να κουβαλώ μπαούλο
αφοδράριστο να χώνεσαι κάθε
που κρύβεσαι απ’ το φως
με μαύρα τα φτερά και ζουληγμένα
να σε φυγαδεύω
Να ‘μαι κουκέτα σε αρχιπέλαγος
χωρίς διεύθυνση
να απαντάς μόνον αν θες· ποτέ
να μην το φέρνει η ώρα να θελήσεις
να μου απευθύνεσαι
-να μην υπάρχω-
Ανίερο ν’ αντέχω προσκύνημα
απόλαυση ανάλεκτη κι ανέκκλητη
μεταξωτού υπογάστριου μιας
αναχώρησης λαθραίας
Να πλέω

ΣΟΥΡΟΥΠΟ – ΒΡΑΔΥ-ΝΥΧΤΑ
ΦΘΟΓΓΟΣ ΗΛΙΟΥ

Επιμένω
κοιτάζοντας κατάματα
το ηλιοβασίλεμα
αποτραβώ το βλέμμα
ήλιοι λικνίζονται παντού
μελανοί στην ώχρα
του σκαμμένου αγρού
ρόδινοι στο φόντο
χλωρού καλαμιώνα
χρυσοί με το που
σμίγω τα βλέφαρα
αναπηδούν
αναγεννώνται
αντιστέκονται
στην έλξη μιας
φλεγματικής
κορυφογραμμής
απέναντι στην Πάρο
καθένας τους και
μια μόνο στιγμή
μια ανάμνηση
μια αποτζιατούρα
πριν από την επόμενη
κίνηση της νύχτας
που φτάνει

«Μιμείται κανείς,
όταν αποτυγχάνει!»

ΓΟΡΓΟΝΑ

μνήμη Ελένης Τ.

Το καμένο σουτιέν
μιας Cecile
κάποιον Μάη
νίκησε την εντροπία
της στάχτης του
ανασύστησε τη
σομόν δαντέλα
πέταξε ψηλά και
κρεμάστηκε σε γυμνό κλαδί
Γι’ αυτό, απόρησε,
καήκαμε εμείς;
Για τούτες τις ειδήσεις
σπάσαμε με τις ντουντούκες
της επιθυμίας τα δεσμά;
Με μιας τότε σηκώθηκαν
ανταριασμένες
η Έμιλυ
η Βιρτζίνια
η Καλλιρρόη
μα και η ίδια η καμία
η Cecile
πήγαν μαζί να βρουν
την πληγωμένη
στα νερά της Ρόδου
της δώσανε φιλί γλυκό
την αγκαλιάσαν
κι εκείνη λευκή
απ’ τον αφρό ξεπρόβαλε
και μίλησε
Κορίτσια,
Μη φοβάστε!

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΥΜΑΤΩΝ

Δεν το ‘κρύβε κι ούτε
γινόταν να συσκοτιστεί
πως γλίστρησε στην κουνελότρυπα
αργά, καιρό πολύ μετά την εφηβεία,
στην τελευταία μεταπήδηση καθώς
-σε μια στροφή-
το σώμα γύριζε διακόπτη, άρρητο πίσω
αφήνοντας τον γρίφο πριν λυθεί

Μήτε πως αποκλείεται,
ειρωνευόμενη αυτήν
η νύφη με την κόκκινη ομπρέλα
σούρουπο να ξεπρόβαλε καταμεσής
του δάσους μ’ αυταρέσκεια
ηλιοψημένη αν και γκρίζο καταχείμωνο
-βέβηλη τροχονόμος-
επιμένοντας εδώ και τώρα
ν’ αποθανατιστεί

Μια σπίθα να κρατήσει αναμμένη
επιχείρησε σαν το λειψό κεράκι
μνημοσύνου· γράφει στα καβουράκια
του γιαλού χαράματα, τ’ ακούει
τώρα να γελούν ξαλαφρωμένα
αναγνωρίζουν για τα ίδια την αξία
της απόδρασής της
-αγαλλίαση-
στου καπελά τα τρελά λόγια αφημένη

Η ανυπακοή άνοιξε δρόμους θολερούς μα και
επίγνωση σ’ αυτήν που αθώα αποβραδίς για ύπνο
γέρνει, το πόσο διαφορετική τ’ άλλο πρωί
την οργισμένη φύλακα θυμήθηκε, θορυβημένη
να απαιτεί να πάρουν το κεφάλι ενός που μόλις τάχα
δολοφόνησε ό,τι μονομερώς λογάριαζε για χρόνο·
δεν κράτησε για πάντα η συρρίκνωση
μεγάλωσε άτσαλα ξανά και δεν χωρούσε

ΜΗΝ ΚΡΑΤΗΘΕΙΣ

Βαδίζοντας στην όχθη
τα φύλλα έτριξαν·
σβήσου
έχει πει ο ποιητής
-με γενναιοδωρία-
ρυάκια δίπλα σου κυλούν
κλωνάρια σπάζουν
πέφτει η νύχτα απαλά
χωρίς αρχή
όλο αποκάμουν οι σκιές
οε ύπνο βυθίζονται οι πόνοι
ένα αεράκι μόνο ρυτιδώνει τα νερά
γκρίζα κι αυτά
κλειστά
ανοίγονται καινούργια μνήματα,
χαράξου κάπου

και μετά
ο στίχος μένει

ΤΩΡΑ ΒΡΟΧΗ

Μυστήρια αρκούδα
η μνήμη
μπορεί να βγει
από τον λήθαργο
ακούγοντας
ζαριές
από απροσδιόριστο
φωταγωγού
παράθυρο
ή από άρωμα
αντρικό
σ’ ένα προσπέρασμα
με τη μοτοσυκλέτα

ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Σε άδειες logistics αποθήκες στο θριάσιο
και σε εργοστάσιο στα Πατήσια
εγκαταλελειμμένο
πολύχρωμων κάθε λογής κουμπιών
σε ευάλωτα τοπία του Ποδονίφτη
στου Υμηττού φαρδιές πυροφραγές
και πάνω κάτω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας
πάνω σε σάρες
κάτω σε στοές
σε μυστικές
πίσω από κλειδωνιές
σοφίτες
σε φαρδυσάνιδα πατώματα
γεμάτα από
ληγμένα της λογιστικής βιβλία
πλάνης στα ρέστα της πόλης της
ρέστη στην πλάνη μιας σχόλης
μετρά
ξαναμετρά
και δεν της βγαίνει
θα χρειαστεί μια νέα θεωρία
ίσως την ονομάσει
των αχρείων

ΕΞΩΘΕΝ ΑΡΣΗ

Την άλικη νύχτα
παρέα (τη) σβήνω με
το γυάλινο αγόρι
φοράδες ξέφρενες
δείχνουν τα δόντια τους
από άνεμο αιχμηρά-
μόλις ανελήφθη εδώ ένα βιολί
πριν μια τρομπέτα
πόσο εύκολα υφαίνουν τάχα
νέο ουρανό;

Τα νερά στάθηκαν φέτος
πολύ αλμυρά
γι’ αυτό και λίγα
ενώ οι ώρες μία μία αναχωρούν
κι ας πείσμωσαν
στη θέση τους οι τάφοι
ανάμεσα από μαύρα κούτσουρα
βαλσαμωμένο με κοιτά
το έσω
δάσος

ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ

Τις νύχτες με φεγγάρι ανηφορίζω την πλαγιά
απέναντι από φώτα σκηνής βασιλικής
στον θρόνο ακόμα γαντζωμένος
ο Ξέρξης παρακολουθεί τους στόλους
σε αέναη ναυμαχία
ο χρόνος επιπλέει παγωμένος
στη γαλάζια σιγή
κλείνω τα μάτια·
φρυκτωρίες
ζητώντας σήματα να στείλουν
-μα τι, συνθηκολόγησης;-
ανάβουν πάλι τις ανήμερες φωτιές
τ’ ανοίγω·
κανείς
Ψηλά σε βωμό
μεταχρονολογημένης ανάληψης
καμία δεν είχε θέση η θεά στην τελετή
ούτε κι ελάφι κείνη την ώρα θα ‘στελνε
για να σκαντζάρει
κι ενώ ο χρόνος όσο πάει και βυθίζεται
πλάι σ’ ένα κενό καβούκι
ένα φιδίσιο πουκάμισο μόνο θυμάται·
θαμμένο τ’ άτυχο σκυλί πιστοποιεί
Εδώ!
που ένα καλύβι δεν υπάρχει πια
Καμιά φορά που
ο χρόνος αντιστρέφεται
τότε ανεβαίνω
νύχτα κατά κει
Ποιος λέει
δεν υπάρχει;

ΠΡΩΤΕΣ ΩΡΕΣ-ΧΑΡΑΜΑ-ΠΡΩΙΝΟ

ΤΗΣ ΠΟΥΛΙΑΣ

Όχι, οι σιωπές δεν έχουν πια τη δύναμη
να με σκοτώνουν, έσπευσαν έγκαιρα μια
νύχτα τα σώματα των στίχων αρωγοί
μ’ ανέσυραν τραβώντας με απαλά από
τις μαγκωμένες του κορμιού κλειδώσεις
κι αφού με απίθωσαν σε μια αμμουδιά
ζεστού ονείρου, μου άδειασαν
πνευμόνια και στομάχι
μέχρι που ανέπνευσα τα βάθη τ’ ουρανού

(μόνο οι καθρέφτες μου δεν έβγαζαν το μαύρο βέλο)

Από ώρα τις ακούω έξω ν’ αλυχτάνε
να τριγυρίζουν μανιασμένες στην αυλή
ψάχνουν κάθε ρωγμή κάθε σχισμάδα
μ’ αρπάγες πάλι μέσα να ορμήσουν ατιμωρητί
στις τέσσερις γωνιές της κλίνης μου
έχω ακροβολισμένες αναμνήσεις
ανάγλυφες πάνω σε ασπίδες της αγνής θεάς
φρέσκια χορδή μού τέντωσαν στο τόξο
τα βέλη βούτηξαν στις στάχτες της φωτιάς

(μόνο που οι καθρέφτες μου επιμένουν καλυμμένοι)

Μόλις προχθές λουστράρησα το έπιπλο
της αλληλογραφίας, γέμισα μελανοδοχεία
και ξεδιάλεξα το άστικτο χαρτί
τις πολεμάω κάθε μέρα καβαλάρισσα
σε αόρατο μηχανικό μολύβι
-γραφές στέλνω σε αγνώστους
μες σε μποτίλια σκούρα σφραγιστή-
λέξεις και ήχοι κούφιοι πλέκουν ιστορίες
μόνο τις μυρωδιές φρέσκες ακόμα
σε κρύπτη εσωτερική φυλάγω μυστική

Γι’ αυτές αποτολμώ να ξαναδώ το σκορπισμένο πρόσωπό μου

ΤΥΡΦΩΝΕΣ

Αναζητώντας έπειτα τις απαντήσεις στις γραφές
αιφνιδιάστηκα από την τρυφηλότητα
μιας αφανούς περισπωμένης
η στίξη μοίραζε τις παύσεις όλο νόημα
υποδηλώνοντας πως μουσική είναι
κι εκείνο που χορεύει αναπότρεπτο μέσα στη σκέψη
δεν πιάνεται δεν σταματά δεν προσγειώνεται
με άχραντο και άηχο έναν σαματά θεριεύει
το πόδι πάντα τρεις παλάμες απ’ τη γης απόσταση
γλεντάει κλαίγοντας θρηνεί γελώντας
τότε τρία πουλάκια μάχονται
διεκδικούν μια νύχτα
-μες στο σκοτάδι να το μπορέσουν
πάλι για λίγο μόνο να καθίσουν—
να πιάσει το μικρότερο να ιστορεί
το φονικό πώς γίνηκε μίας απαρνημένης
πώς διεκπεραιώθηκε η ταφή μιας περσινής
ν’ αναχαιτίσει έτσι το τραγούδι του
την πλημμυρίδα των υγρών και
χειλικών ασύμφωνων συμφώνων

ΚΑΤΡΑΚΥΛΩΝΤΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ Τ’ ΑΥΛΑΚΙ

(like a rolling stone)

Όσο κι αν με δανέζικο σαλόνι άλλους καμώθηκαν
χαλκώματα και ασπροκέντια μού παραδόθηκαν
κι εγώ τα γάνωσα και τα μαντάρισα για να κρατήσουν
δεν είμαι σίγουρη για τους επόμενους τι θα αφήσουν
Της Πόλης παραμύθια μού διηγήθηκαν
στης Σαλονίκης νοερά με περπατήσανε την παραλία
σιατιστινά γουναρικά δεν μου αρνήθηκαν
Βλάστη, Κοζάνη και Παραμυθιά πλαισίωσαν την ιστορία

Μα εγώ σε γειτονιά στον κόσμο ήρθα της πρωτεύουσας
εδώ αγάπησα της πόλης τους ψιθύρους
έχω όμως κι όψη τέτοιας φόδρας κι όχι δευτερεύουσας
εκείνων τα όνειρα σφιχτά με δένουνε με πίρους
Πόσο μετράει ένα αυλάκι για τα ανθρώπινα
έχει στ’ αλήθεια τόση σημασία το πάνω ή κάτω
ή μόνο το νερό του που κυλάει μετράει
-κι εγώ το ‘πίνα-
και μόνον έτσι ξέρω να πηγαίνω παρακάτω

(Αυλάκι μπορεί ωστόσο να ονομάσεις και μια θάλασσα
του Εύξεινου το πέρασμα, του Λιβυκού Πελάγους
δες κι έτσι όσους την διαβαίνουν με μιαν ανάσα
Κρίμα
-ντροπή και πόνο κουβαλούν, της προσφυγιάς το άγος)

ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Στο πατρικό το σπίτι θα επέστρεφα
αν η ίδια δεν το είχα μόνη μου από παλιά ξεφορτωθεί
Στην αγκαλιά σου θα επέστρεφα
αν δεν ήμουν εγώ που ίσως σ’ αποθάρρυνα
να την κρατήσεις διάπλατα ανοιγμένη
Στα παιδικά τα χρόνια
θα επέστρεφα·
πώς όμως που
-όχι αλλιώτικα απ’ τους άλλους-
με νομοτέλεια στριμώχτηκα να ανδρωθώ (χμμ)
Μες στο σκοτάδι της σπηλιάς της μήτρας της
θα επέστρεφα
αν ήταν μπορετό στο διηνεκές το φως να σβήνω
Στης ανοιξιάτικης ημέρας το χαμόγελο
πίσω απ’ το χρονικό σημείο μηδέν, μα ναι, θα επέστρεφα
για να γινώ
-σάμπως κι αλλιώς;-
ανεμογκάστρι
Μα όλα τούτα έχουν πια συντελεστεί
μεγάλωσα ορφάνεψα
κι οι αγκαλιές κλεισμένες. Κι
ωστόσο υπάρχει αυτής
τούτης σου λέω της μέρας του Απρίλη
το χαμόγελο
μια συντροφιά στον άγριο λίβα του Αυγούστου
κι αυτός για να τον ανεχθεί η άνοιξη
σε αεράκι μεταμφιέστηκε και άκου τον
πώς μυστικά
με άγει και με φέρει
σα φτερό

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ

Κι όπως μοιράστηκαν οι κόλλες
Οι εκφωνήσεις της ζωής δείξαν βατές
Και όμως! Να που έκανε τις λάθος πράξεις
Δεν υπολόγισε σωστά
Το άθροισμα των γονεϊκών επιταγών
Τη διαίρεση της επιθυμίας
Τον πολλαπλασιασμό των ορμονών
Το υπόλοιπο μιας φρούδας έλλειψης
Το όριο κάθε πλέριας ολοκλήρωσης
Ατόμων τις εφαπτομενικές τροχιές
Τις χωροχρονικά ασύμβατες συντεταγμένες

Στράφηκε αισιόδοξα στα θεωρητικά
Αλλά κι εκεί περιπλανήθηκε με λάθος λέξεις
Έτσι έμειναν κενά κουτάκια πολλαπλών επιλογών
Κυρίως αυτών των κεφαλαίων ερμηνείας των ονείρων
Δεν άφησε κόλα λευκή
Παρέδωσε μουτζουρωμένα πρόχειρα
Κι ίσα που πέρασε με τους πολλούς τη βάση

ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΑΛΛΟΤΡΙΑ ΠΑΘΗ

Πού τώρα να εξηγούν
ήδη φτάνουν ψηλά
τους βλέπουν πίσω κάθιδρους
ν’ ανηφορίζουν καθώς
θαρρούν ακόμα πως
πάντα τους λιμπίζονται
-είκοσι να ‘ναι;-
χιλιάδες σαλεύοντας φιδίσια οι
πλεξούδες
γκρίζων
πίσω από γαλακτώδη τζάμια
κοριτσιών
να παραπαίουν
-κι όλες εκείνες
μέδουσες (πώς μ’ έδωσες!)
στιλπνά μοναδικές-
κι απ’ την Κική κι απ’ την Κοκό
να μπερδεύονται
ν’ αγκομαχούν
μετά να πίνουν·
με κράμπα στον
ελάσσονα στρογγύλο
μπανταρισμένο
αριστερά τον ραπτικό
στα μικροσκόπια πολύχρωμα εφηβαία
παντού να κολλάει πηχτό μέλι
ήλιος σταχτής
αλλότρια πάθη
Μόλις ωστόσο πήραν τούτες και
καβάλησαν την τούμπα
με κάποιες άλλες στις θίνες
μια κρυφή πλαγιά
τρεις δρασκελιές κι
όλα τ’ αφήνουν πίσω
-δοξαστικούς πληθυντικούς-
φυλάνε τώρα κομμένη
την κοτσίδα
σε βελούδινο
μαβί κουτί
το αίμα σκοτωμένο
αμετάκλητα ξερό

Η ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ

Ξέφραγη
ευεπίφορη σε
αποικίσεις ξενιστών
υπό συνθήκες
αθόρυβης λεηλασίας
εκκωφαντικής συνάμα
παραμέλησης
-μα εργώδους οίστρου-
από ένστικτο
μπλόκαρε τους τροχούς

*

Σε τελετές τσαγιού
μάθαινε έκτοτε να επικεντρώνεται
σε ουρές μπονσάι αλόγων που
ανάλαφρες όπως αγγίζουν
το χειροποίητο χαρτί
με ευγενή στροβιλισμό
ανασηκώνονται
και αμέσως με
βίαιη θεληματικότητα
αποτυπώνουν

*

Κείνη την ώρα ωστόσο αποσυρόταν
κλείνοντας απαλά τα ημιδιάφανα πανό
έχοντας οδηγούς τις τέλειες εντορμίες
και τα μόρσα του φέροντος κυπαρισσόξυλου
με καλά ξυσμένο ένα καλάμι
χαρακωνόταν έντεχνα
κι αυτό χρόνια πολλά
πριν απ’ την εποχή
της υπερπόντιας εμπόρευοης
της στυπτηρίας

ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΥΠΟΨΙΕΣ

Προ πάντων όχι άλλα νοήματα
όχι άλλα συμπεράσματα και θεωρίες
ανέκαθεν όλα σαθρά αποδεδειγμένα
ούτε να το σκεφτεί, να εξηγήσει το παράλογο
ας πούμε, το πώς η απουσία έμαθε άραγε
να ξεκουρδίζει τα ρολόγια ή τάχα
πώς η ωραία υψικάμινος Λατώ
από την Κρήτη αφού κολύμπησε διαγώνια
πάνω μέχρι το Λιβάδι των θεών
γλίστρησε η άτιμη έπειτα
κατά του Φιλοπάππου-
περιδιαβαίνοντας
μπαινόβγαινε λοιπόν σε χώρους να
βρίσκει τρόπους να ξεχνά
μπαινόβγαινε σε χρόνους να
βρίσκει τόπους να θυμάται
άλλοτε πάλι σε ρόλους μπαινόβγαινε
σε σελίδες σε γυμνά γιαπιά
και όλοι οι κόσμοι μοιάζανε
από πάντα στοιχειωμένοι·
πλεχτά κορδόνια πετονιές ιστοί και νήματα
της εμποδίζανε το βλέμμα και το βήμα
κι όχι δεν επρόκειτο
-υποπτευόταν-
για απλή αποκόλληση υαλοειδούς
και μυιοψίες

ΑΝΕΜΕΛΟΙ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ

Πράσινη
Γάργαρη
Τιτανομάνα
Γόνιμη
Γαλανή
Ευωδιαστή
τούφες χάνει μαλλιά
στη Βραζιλία
ξεδοντιάζεται
στην Κεντρική Αφρική

Μέταλλα των συρράξεων
στην κοιλιά της
κοβάλτιο
κόκκινος υδράργυρος
όσμιο
-το νέο χρυσάφι αξίας επί οκτώ-
των σπλάχνων της
παράνομο εμπόριο
ένοπλες συμμορίες
σκληρό παζάρι
αγορές
προκατασκευασμένων αναγκών

Λιώνει παρότι έμενε
ασυγκίνητη για αιώνες
βλέπει να πρήζονται
στο σώμα της νησιά
από πλαστικό
στυφοί και ταξικοί
οι μαστοί της
λαίμαργο
βύζαγμα – φτύσιμο
(βύζαγμα — φτύσιμο!)
χώρες χωματερές, κράτη
παρίες, ρακοσυλλεκτών

Πέρα στη ράχη της
μαζεύουν ήδη
μπόγους τα κουρέλια
ζούνε σε χρόνια πλημμύρα
ψηλά σε δέντρα
με λειψή σοδειά
άκου όπου να ‘ναι
σύνθημα πομπής θα ηχήσει
μυριάδων του κλίματος
μεταναστών
μακρόσυρτο το Φ της άδικης
φυγής τους προς ξένη γη
πρόσκαιρους τόπους

ΧΑΛΑΛΙ (HALAL)

Αφού είναι εδώ ο φλοίσβος
εδώ του δάσους η πάχνη χαράματα
εδώ η πανσέληνος
οι καταρράκτες
οι δροσερές νεροσυρμές
το δείλι·

ο βόμβος τρυγητών στον καύσωνα
τα μυστικά στα ερείπια
οι σμιλεμένοι βράχοι είν’ εδώ
το φως μέσα απ’ του πλάτανου τα φύλλα
τα θροίσματα
υγρά τα πέταλα στο πρώτο ξύπνημά τους
το γάλα
ο ζέφυρος κι αντίκρυ του ο λεβάντες
οι κρύπτες της νύχτας
της πλημμυρίδας μια υπόσχεση
το άνοιγμα των φτερών του αετού
το νεογέννητο μιας αντιλόπης·

αφού εδώ είν’ και το χρώμα
οι απερίγραπτες σκιές
το βλέμμα του πιστού του σκύλου
οι χοντρές στάλες του Νοέμβρη
το φούσκωμα της ζύμης
τα παιδιά

πώς άραγε κι εμμένει
στο βάθος μιας ανάμνησης
ενώ έχει όλον τον καιρό
τα μάτια του οριστικά σαν κλείσουν
να της αφεθεί;

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΠΛΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ,
ΑΛΙΕΥΜΕΝΑ  ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΜΟΛΥΒΙ

.

ΓΛΩΣΣΕΣ ΞΕΝΕΣ

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
όχι για επικοινωνία
ή συνεννόηση, καθώς ετούτες
πιότερο από τη γλώσσα
χρειάζονται το σώμα –
χώρο και χρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
για τη στοχαστικότητα,
τις έννοιες, που συνέλαβαν
οι ποιητές σε λαλιές άλλες
κι εκφέρουν έκτοτε για
χώρο ή χρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
και για την μαρτυρία
της κάθε μιας στο ερώτημα
τί είναι άνθρωπος
τί ‘ναι να ζει σε
χωροχρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
για να διαλέγω
απ’ αυτές την πιο κατάλληλη
μ’ αυτή να εκφράζω
γραπτά, πώς μάομαι
χώρο το χρόνο

ΟΦΕΙΛΗ

Σου οφείλω τις λέξεις
Όταν σ’ είδα που μου άρπαξες
Και μ’ άφησες άλαλη

Κι εκείνες τις άλλες
Κραυγές μας κι ανάσες
Σα μ’ έστελνες άυλη

Τις αναντάριασες
Μετά με μάτωσες
Τις κέρδισα πίσω

Κι ως βγήκα απ’ το λόγο μου
Πια γράφω τα λόγια μου
Έγινα άλλη

ΓΥΜΝΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ

Στον κλειστό αλλ’ αχανή
του διαδικτύου το μικρόκοσμο
τους συναντάς να περιφέρουν
σφραγισμένα,
με πείσμα, μα και με μόχθο, θα πεις, κάποτε
ύψιστα μυστικά της τέχνης τους
– τη ρηχότητα του λόγου τους
τη γύμνια του ναρκισσισμού τους -,
με έπαρση προσποιούμενοι
– τόσο που το πιστεύουν –
πως κάποιος προσωπικά
τους έχει εμπιστευθεί
ένα «Κλεμμένο Γράμμα»

Κορδώνονται
πως κουβαλούν
παρέα με ταγμένο άγημα
– φίλους στο fb τάχα μπιστικούς –
ένα «Κιβώτιο»
Δε συσκευάζεται ωστόσο εύκολα
το άϋλο,
το ανυπόστατο
δε μορφώνεται σε αξία,
εξόν κι αν χρειάστηκε
να δώσεις θυσία πρώτα εσύ
τη σάρκα σου,
αν αίμα έχει χυθεί στο δρόμο,
όσων πλησιάζουν
προς το ελεύθερο άπλωμα
του βλέμματος
στην κορυφή

ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ

Πώς το ‘θελε να βυθιστεί στη θολή λίμνη
να κολυμπήσει με τα μάτια ανοιχτά
να μην ακούει
να ψάχνει χωρίς να ξέρει τί
σε νερά ανοίκεια
γνώριμα νερά
νερά πράσινα
της αθωότητας
όπου ανέκαθεν
το συναντά
στιγμιαίο
απροσδιόριστο
το τίποτα
μιας νοσταλγίας
το μακρινό λυκόφως
μιας αναπόλησης
εκεί που κάθε φορά βουλιάζει
από την αρχή
κι έπειτα ξυπνά
πάνω σε υγρά βότσαλα
για να ξαναγυρίσει στη στεριά
όπου αντίκρισε
ορίων ταπείνωση
όπου
πνίγηκε
κι ενώ έχει τον τρόπο
να ξεχνά
τα τραγούδια
δεν το επιτρέπουν ∙

ήθελε να βυθιστεί
αλλά
τα φλάουτα
το ειδοποίησαν
της επαγρύπνησης
το ξωτικό

ΟΡΜΗΝΕΙΑ

Σα βροντήξεις σε κάποιον την πόρτα κατάμουτρα
και τον πάρουν τα αίματα
και κυλιστεί,
μη κι αρκεστείς αργότερα
να του την ξεκλειδώσεις

Άνοιξέ τηνε διάπλατα –
βγες αχάραγα να φέρεις γύρα,
πού παραδέρνει να τον βρεις

Άμα το φέρει η τύχη και ξαναμπεί και ζεσταθεί,
του μιλάς για σε,
σαν τί ζόρι τράβηξες
και ξέσπασες στην πόρτα –
αν το γνωρίζεις.

INDOOR ΟΠΩΣ INBOX

Την παρατηρεί
– έντομο εξωτικό –
και πλανιέται,
πως ξέρει, νομίζει,
τί σκέφτεται,
ποια είναι πως ξέρει ,
θαρρεί,
πως τάχα μπορεί
να την πιστέψει προβλέψιμη,
καθώς την παρακολουθεί
– με κράνος – στην πόλη
να γκαζώνεται,
καθώς τη διαβάζει
να καμώνεται,
καθώς τη βλέπει
στους ρυθμούς – Kosmos –
να λικνίζεται,
ανεξήγητα κι αδιάντροπα
να χαίρεται
κι έπειτα την ακούει
να φλυαρεί – γράφοντας –
Στη φαντασία του πλάθει
μιαν ανύπαρκτη άλλη
κι ούτε καν ψυχανεμίζεται
την πηχτή, τη σκοτεινή της
βουβαμάρα

Θυμώνει, τινάζεται,
απ’ αυτό το βλέμμα
που επιμένοντας ταξινομεί,
να ξεφύγει –
μετά πάλι στην πλάνη του
εναλλάξ, τρυφερά,
η Μάγια
τον συγχωρεί

ΑΥΤΑΠΑΤΟΧΩΡΑΦΟ

Καιρό τώρα φυτεύει
κάπου επιμελώς
ένα χωράφι
με τις καλύτερες
ποικιλίες αυταπάτες∙
Νάξου
της αρμονίας
διαπροσωπικές
Κύπρου
του επαναπατρισμού
σε κατεχόμενους
όπου γης τόπους
κι από το Νευροκόπ(ο)ι
σκέτο ένα δράμα
γραπτής συγκομιδής
στιγμών

Για χρόνια
δε ριζώνει
από δαύτες
τίποτα
ούτε φυτρώνει
δίκιο
μήτε ξανά
αρραγές
βλασταίνει
ό,τι πισώπλατα
ετρώθη∙
όλο και πιο συχνά
προδίδεται
– από μια στιγμιαία
ήλιου αντανάκλαση –
ν’ αδημονεί
απέναντι
στη ράχη
το δρεπάνι

ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Ήταν κι εκείνο το
Σκουριασμένο συναίσθημα
Με την τρύπα να χάσκει στο
Δόξα Πατρί
Έτοιμο να πάρει ξανά
Να τριβουλιάζει
Χάμω -ρινίσματα-
Στα σκασμένα χώματα∙
Αμελούσε συστηματικά
Τη συσταθείσα αγωγή
Πόσο επίπονη
Μια ραδιοχρονολόγηση
Ξεκάθαρα
Προτιμούσε την ατιμία
Μιας ακόμη
Κατά απρόσωπον εξέμεσης
Κρυμμένο σε πτυχώσεις
Καλοδιπλωμένων
Στίχων
Σε αφηγήσεις όλο και πιότερο
Επισφαλείς – μόνο
Προσωρινά κι αυτές μια ιδέα
Αποτελεσματικές

ΔΥΟ

Κατασκηνώνεις
στο στομάχι μου
σιγή
σε κουβαλώ
-σιωπή-
στη πλάτη
βουβά
μπαινοβγαίνεις
στα σωθικά μου
ποδοπατάς κι
έπειτα άφωνα
το ξαναστήνεις
το δοβλέτι σου
ήσουν εκεί
-δεν το κουνάς-
σηματοδότης
σε διασταύρωση
βουβών-ων
καλά και δε μιλάς
θα ήμουνα δύο

ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ

Σ’ άλλους καιρούς κατέφευγαν
σε μαγεία -μαύρη-
σκυμμένοι πάνω από καυτούς ατμούς,
βοτάνια, τρίχες και σωματικά υγρά αναδεύοντας
επέμεναν ν’ αναστρέψουν τα αισθήματα,
να ανακατευθύνουν πάνω τους τα ξένα μάτια
Για τις ίδιες εκείνες επιθυμίες,
για ίδιους πόθους
βουτάνε σήμερα στα σκοτεινά θολά νερά,
πνίγονται στους βυθούς του διαδικτύου,
γράφουν και ξαναγράφουν τα ίδια ποιήματα
Να συναντήσουν επιδιώκοντας
εκείνο, που άγνωρο το περιμένουν μια ζωή,
ενώ το κουβαλάν’ σφιχτά κουλουριασμένο,
το είδωλο, μέσα… μας

ΔΕΝ ΑΝΘΙΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ

Κι ως ξύπνησα νωρίς
Διάπλατα αέρισα και στέγνωσα τις σκέψεις
Τίναξα τις σκιές του λογισμού
Μαντάρησα λίγο τα συναισθήματα
Και χύτρα έβαλα να δέσει σιγοβράζοντας μια ευχή

Μετά ξερίζωσα κάτι επίβουλα από γύρω μου αγριόχορτα
Παιδεύτηκα μήπως και συνεφέρω από καιρό απότιστες τις σχέσεις
Αφράτεψα απαλά τα σβολιασμένα ανάμεσά μας χώματα
Είδα πως δείλιαζαν στον ήλιο να ανθίσουν δυο κλειστοί ανθοί
(Η εποχή για φύτεμα ακατάλληλη)

Κύλησε η μέρα κι ήρθε γλυκό σούρουπο
Με βρήκε μ’ όλα σε ντάνα όσα πρώτα ζάρωναν σιδερωμένα
– Τις τσάκισες καλά κολλαρισμένες και κρουστές –
Είχα προλάβει ως και να γυαλίσω κάποια θαμπά στο λόγο μου νοήματα
Σαν σε συγυρισμένο έγειρα κλινάρι της νύχτας επισκέπτη να υποδεχθώ

Και μπούκαρες εσύ καβάλα σ’ όνειρο πέρα για πέρα ανοικοκύρευτο
Ανέγγιχτο από τα συνεργεία και σάρωθρα του έξω κόσμου
Μέσα σε αστραπιαία λάμψη πλάσης μακρινά ενδόμυχης
Όπου εντροπία βασιλεύει παιδικών σφοδρών ερώτων
Σε υγρή και γκριζογάλαζη αχλή

ΜΕ Τ’ ΑΝΑΛΩΣΙΜΑ

Ώρα της μάνητας του θεριστή
ποιος θα ζητήσει τάχατες
διαπιστευτήρια ετυμολογικού
κι ορθογραφίας∙
φτάνει τα χείλη να ‘ναι αχνιστά
ασήμαντα να μεταγγίσουν
ζωογόνα ανάσα
γι’ αυτό και κράτα, λέω,
τη γλώσσα
στις αντιμέτωπες
υγρές σπηλιές
μη για τα μας τη βγάζεις
χαράμι
θα κρεμάσει

Κι όσο για όλων των άλλων
την απώλεια –
πώς και από μια στυφή ενοχή
ταυτίστηκες,
ποιος να την έχασε
ώστε ένα να βρεθεί με σε;

ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ

Ορθώθηκαν με μιας κυκλοτερώς πιστά βουνά
κι είπαν, εμείς! θα το φυλάξουμε το μυστικό τους
δικοί μας κρύψανε το Φιλοκτήτη
ξαδέλφια μας ανοίξανε το πέρασμα
στου Χάμελιν τον αυλητή
Δεν ήταν μακρινά βουνά, μυθικά μόνο
ο ράθυμος πανόπτης Υμηττός
το απαράμιλλο Ποικίλο
η πρώτη ως κι η τελευταία Πάρνηθα
τα πληγωμένα από μπουλντόζες της Πεντέλης
Κι από κοντά στρατεύτηκαν τα δάση
δάση ελάτης μα και ταπεινά του πουρναριού
όχι από τ’ απρόσιτα κι απάτητα αντιθέτως
εκείνα με τους κυριακάτικους λεηλάτες
που όλο ταράζουνε το βλέμμα του ελαφιού
Μαζί συντάχθηκαν τα κουκουνάρια κι οι βελόνες
κοτρόνια αιχμηρά, τα βρύα κι ένα στρώμα φυλλωσιάς
στο τέλος τ’ αποφάσισε το χιόνι
δεν δίστασαν ούτε οι παραμορφώσεις της δροσιάς
όλα μαζί απλώσανε τα πέπλα
κι άχραντη τότε επέβαλαν χρόνου σιωπή

Μόνο μια γαλανή διαφώνησε ανάμνηση
και απασφάλισε στη τσέπη σουγιαδάκι
σκαλίζει εδώ χαράζει εκεί κορμούς με σύμβολα
πάνω της στρέφεται στίζει να μη σβηστεί
σκοπό πιάνει έπειτα γιορταστικό κρούει τα κρόταλα
αγριοκοιτάζει την ο άνεμος μη μαθευτεί

.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΕΠΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΜΕΤΑ

Πρώτη δημοσίευση  Μονόκλ

Έχουν περάσει ήδη επτά φεγγάρια μετά το τέταρτο κύμα. Κάθε που έσβηνε κι ένα, έβαφε μαύρο έναν καθρέφτη. Ευτυχώς κι είχε ξεμπερδέψει τώρα μ’ αυτούς. Να μην χρειάζεται να έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνη την αλαφιασμένη όψη απέναντι. Ωστόσο το πάλευε ακόμα με τη φυσική της κατάσταση. Είχε πια μπουχτίσει να περπατάει μόνο πέρα δώθε και ήδη δοκίμαζε μήπως και καταφέρει ν’ ανεβαίνει σε τοίχους και οροφή. Αν δεν την ξεγελάει η μνήμη της, ίσως κάποτε να είχε παραγγείλει ανοξείδωτους γάντζους και ιμάντες να έρθουν με την επόμενη από αέρος παράδοση. Ή μήπως το είχε μόνο σκεφτεί να – και τότε ήταν που έλαβε την ειδοποίηση υπερχρέωσης. Έτσι δοκίμαζε δίχως – εδώ και μέρες. Σε μια απ’ τις πτώσεις είχε χτυπήσει άσχημα τον αγκώνα της.

Από καιρό έκαψε το ένα μετά το άλλο τα περιττά έπιπλα, ν’ ανοίξει ο χώρος. Να μπορεί να σχεδιάζει με το κάρβουνο στους τοίχους μορφές. Είχε παρατηρήσει, ότι άρχιζαν να της μιλούν περίπου στο δεκαήμερο της εποίκισης του τοίχου της. Κάθε τόσο προσέθετε και μια διαφορετική. Να, προχτές τον περιπατητή με τη ράβδο! Τη θέλησε να μοιάζει με γκλίτσα, τέτοια που έπαιρναν κοντά οι πατεράδες για τα φίδια, στην εξοχή. Δεν της βγήκε κι έμεινε μια μουτζούρα στο ύψος του πόμολου, ογδόντα ένα εκατοστά πιο δεξιά. Κι ο περιπατητής μουγγός. Πριν μέρες έκαψε και το τσέλο. Αρκετά κανάκεψε την ταστιέρα του, αυτό αμέτοχο στην κατάσταση την πλημμύριζε ήχους, που ο πλούτος τους δεν έβρισκε χώρο στα κλειστά όρια της ζήσης της. Το τιμώρησε. Άδειασε άλλωστε τελείως εκείνο το δωμάτιο και σκαρφάλωνε τώρα τέρμα πάνω στη σωλήνα του καλοριφέρ, να αγναντέψει. Στα δύο μέτρα κι ογδόντα δύο εκατοστά. Τραβούσε και τις κουρτίνες, να χαζεύει τα μικρά θερμοκήπια στα μπαλκόνια, δύο μέτρα και σαράντα επί ένα μέτρο και είκοσι, απέναντι. Κι εκείνη καλλιεργούσε κάποια στοιχειώδη για τροφή, ωστόσο σε πέντε μόνο γλάστρες, Φ39.

Τις νύχτες δοκίμαζε να κοιμάται στις ντουλάπες, ώστε να βγαίνει –έξω- το πρωί. Εκεί μέσα, με μαζεμένα τα πόδια στη κοιλιά, ένιωθε την παρουσία του Α. Μια φορά δοκίμασε και το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας. Εκείνος δεν ήρθε. Ίσως μιαν άλλη φορά να -. Μήκος ένα μέτρο και δεκαπέντε εκατοστά, πλάτος μισό μέτρο. Μπαταρισμένο τουλάχιστον δώδεκα πόντους μπροστά κι ας ήταν τώρα δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ξεγελούσε το κορμί, να νομίζει ότι πονάει από το άβολο στρίμωγμα κι όχι απ’ τη μοναξιά του. Για κάτι μισάωρα τον έπαιρνε αβέβαια, μέχρι που ξανάκουγε από κάτω τους γόους πεινασμένων τσακαλιών. Δεν χόρταινε ύπνο εδώ και μήνες. Παραφύλαγε μήπως ξαναπερνούσαν από κάτω κυνηγημένα εκείνα τα μπουλούκια των νεαρών παιδιών που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους λουφασμένους. Να πήγαινε κι αυτή. Ίσως μόνο τα παιδιά να -. Είχαν ωστόσο πολλές βδομάδες να φανούν, το πόσες, από δική της αμέλεια, δεν είχε καταμετρηθεί. Μήπως μήνες.

Τα μεσημέρια πελεκούσε με θραπίνα τις λείες επιφάνειες να γίνουν αδρές. Να μη πατινάρει ο Levid-27 με τα σόγια του. Όταν άρχιζε ο εγκλεισμός να την στενεύει αφόρητα, ξήλωνε κι από μια πλήρη πλευρά σοβατεπί. Είχε υπολογίσει, ότι στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού θα κέρδιζε εξήντα ένα τρέχοντα μέτρα επί ένα εκατοστό του μέτρου – πάνω από μισό τετραγωνικό ζωτικό χώρο-. Οι υπολογισμοί εξυπηρετούσαν τον καθημερινό ρυθμό. Δούλευε έτσι το μυαλό, ώστε να -. Κατά τα άλλα αλωνίζουν στις σκέψεις της ακατάπαυστα και ασύντακτα τα ηχηρά μηνύματα απ’ τις πυκνά τοποθετημένες ντουντούκες στους στύλους ηλεκτροφωτισμού, δεκαεφτά οι στύλοι εντός οπτικού πεδίου, πενταπλάσιοι σήμερα οι θάνατοι, τέσσερα τα προκριθέντα ματαεμβόλια για την τελική φάση κατοχύρωσης της παγκόσμιας πατέντας, χθες τριπλασιάστηκαν τα κρούσματα, τουλάχιστον πέντε γλάστρες με τα χρειώδη, οι ταφές πλέον αδύνατες λόγω μόλυνσης του ογδόντα τοις εκατό των εδαφών, επταπλασιάστηκαν οι καύσεις, κέρδος μισό τετραγωνικό, οι στάχτες απορρίπτονται σε αναλογία ένα προς είκοσι έξι στις αμμουδιές. Ήδη πριν επτά μήνες κι εννιά μέρες ανακοινώθηκε, πως ήταν πολύ αργά πια για να -. Αριθμοί.

Ανατριχίλα κι ας μη φυσάει καθόλου. Μετά το δεύτερο κύμα επιδημιολογικού δείκτη Ρω μηδέν μεγαλύτερο του δώδεκα οι πολίτες χωρίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα τελείως συγκυριακά, αν κι επιβεβλημένα, σε δύο ομάδες, εκείνους που αποσύρθηκαν -αφήνοντας σε μια νύχτα τα πάντα πίσω τους- σε μικρές, αραιές κοινότητες με αυτοσχέδια καταλύματα σε αγρούς και δάση και στους άλλους που παρέμειναν στα παλιά μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Εδώ είχε επιβληθεί υποχρεωτικός εξοπλισμός όλων των –πλέον αποκλειστικά ατομικών- δωματίων με νιπτήρα-σκάφη και ειδικά δοχεία υγρού σαπουνιού, που ενεργοποιούσαν σειρήνα με φωτεινό σινιάλο στην κύρια όψη, αν τύχαινε να μείνουν αδειανά. Μεγάλο ρεζίλεμα. Μπορούσε να οδηγήσει και σε πογκρόμ. Η είσοδος στα κτήρια παρέμενε κλειστή για σαρανταπέντε λεπτά μετά την χρήση της από τον/την προηγούμενο/-η κι ας κυκλοφορούσαν όλοι άπαξ ανά δεκαήμερο, αλφαβητικά, μουμιοποιημένοι σε πλαστικές φασκιές από κορυφής μέχρις ονύχων. Δεν επιτρεπόταν τα ενιαία μπαλκόνια, κι όσοι διέθεταν, είχαν υποχρεωθεί σε τοπική καθαίρεση του ενδιάμεσου τμήματος, ώστε κάθε δωμάτιο να έχει το αποκλειστικά δικό του. Κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν και το δίδυμο κτιστό διαχωριστικό με ενδιάμεσο κενό μήκους κατ’ ελάχιστο ένα μέτρο και σαράντα πέντε εκατοστά. Μεικτό άραγε ή καθαρό; Μήπως αξονικά. Αρχικά απέτυχε, γιατί στους χαμηλούς ορόφους σκαρφάλωναν άστεγοι. Εν τω μεταξύ είχαν επιζήσει ελάχιστοι κι απ’ αυτούς.

Αυτή ωστόσο είχε μείνει μόνη στο αρχικό διαμέρισμα -είχε προλάβει κι είχε φυγαδεύσει σε ασφαλέστερο περιβάλλον ακόμα και το σκυλί-, τρία δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και χολάκι εισόδου. Εξήντα έξι τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικά εκατοστά. Αν είχαν παραμείνει κι άλλοι συγκάτοικοι, θα έπρεπε πρώτον, να έχουν ξηλώσει την είσοδο και να αφήσουν το χολ ανοικτό, ως συνέχεια του διαδρόμου του ανά ημίωρο αυτοαπολυμαινόμενου κλιμακοστάσιου. Δεύτερον, να εγκαταστήσουν στην κουζίνα και το λουτρό σύστημα ελέγχου πρόσβασης, ώστε να απενεργοποιείται η κλειδαριά μόνον στον επιτρεπτό χρόνο μετά τον αυτόματο ψεκασμό απολύμανσης, σε συνέχεια της επίσκεψης του χρήστη που είχε μόλις προηγηθεί. Και τρίτον, να εξοπλίσουν με συσκευή ηχητικού σήματος τις πόρτες εισόδου στις υποχρεωτικά διαρκώς μανταλωμένες ατομικές κάμαρες. Κι ο καθένας να έχει στη διάθεσή του για ξήλωμα πολύ λιγότερα τρέχοντα μέτρα σοβατεπί. Μπορεί να ξεχνάει κάτι τέταρτον, μπορεί και όχι. Ήξερε πως ήταν καταγεγραμμένη στον κατάλογο των καταχραστών ατομικών δωματίων κι αργά ή γρήγορα θα της επέβαλαν συγκάτοικο. Θα ταμπουρωνόταν στο καθιστικό, είχε ήδη εγκαταστήσει στη δίφυλλη συρόμενη μια καλή κλειδαριά. Ο νιπτήρας του έκανε ανέκαθεν το πιο τρυφερό γουργουρητό.

Περίμενε γράμμα. Όταν αργούσε έδενε μια ζώνη και κρεμιόταν αργά το απόγευμα απ’ το μπαλκόνι της περιμένοντας μήπως φτάσει το πρωί. Την ίδια ήδη νύχτα μούδιαζε. Μαζεύονταν τότε ανακούρκουδα στη γωνία του στηθαίου και πέτρωνε σα γρύπας. Η ώρα περνούσε κάπως ευκολότερα. Το συνήθισε να στέκεται εκεί ασάλευτη και να στοχάζεται την πολυκατοικία, μιαν εκκλησιά ταμένη στην Παναγιά Καταφυγή. Καμιά φορά άκουγε να θροΐζουν τα φτερά του παλικαριού στον τρίτο. Έβγαινε κι αυτός καραούλι στο κιγκλίδωμα, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βολέψει τα φτερά του. Δεν την είχε ποτέ αντιληφθεί. Άναβε στη σκέψη της κεριά και τα στερέωνε κάθε τριάντα εκατοστά στην κουπαστή. Ήταν τυχερή, όταν επικρατούσε νηνεμία, τα κεριά φώτιζαν την εξασθενημένη μνήμη της. Κάθε φορά που ερχόταν μια δεκαοχτούρα στα μαλλιά της και τη λέρωνε, θυμόταν πως, αν έφτανε γράμμα, ίσως να έπρεπε να απαντήσει και κουρασμένα αναρωτιόταν, άραγε, θα ήταν πια ποτέ ξανά μπορετό να απαγκυλωθεί;

Πόσο το ‘θελε τώρα να θυμηθεί αύριο να ξαναμετρήσει κάτω στο ρείθρο εκείνα τα δειλά άγρια λουλουδάκια! Τις προάλλες τα βρήκε, όσο μπορούσε να διακρίνει από ψηλά, θαρρεί, τέσσερα. Κι ίσως αν ξεκουνιόταν, να τους ρίξει και μερικές σταγόνες νερό. Έτσι, για να –.

Πουπερμίνα (ΜηχανικόΜολύβι) | Επτά φεγγάρια μετά

.

ΑΝΑΓΟΜΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ

Πρώτη δημοσίευση  DIASTIXO

Ξυπνώντας σε περιβάλλον νοσηλείας, διέκρινε δύο μορφές να τριγυρίζουν άηχα φροντίζοντας λεπτομέρειες στον χώρο. Σ’ ένα διπλανό κρεβάτι, μια γυναίκα άφηνε έναν ρυθμικό συριγμό.
Άνοιξε τα μάτια. Οι μορφές ένευσαν, η μία πλησίασε τη γυναίκα και τη σκούντησε απαλά. Οροί τούς στάλαζαν ένα αβέβαιο πεπρωμένο. Όταν η γυναίκα ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα, οι μορφές –δυο λευκοντυμένες γυναίκες με άκαμπτο κάλυμμα στην κορυφή της κεφαλής– πλησίασαν και κάθισαν συμμετρικά στα πόδια των κρεβατιών τους. Τον λόγο πήρε εκείνη που ήταν καθισμένη απέναντι. Προσπάθησε να διώξει μια διάχυτη ζάλη και να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που είχε να τους πει.

«Βρίσκεστε, κυρία, κύριε, εδώ, γιατί αγνοήσατε τα προειδοποιητικά μηνύματα κατανάλωσης μνήμης», ήταν τα πρώτα της λόγια. «Οι συσκευές καταγραφής των δεδομένων, που όλοι φοράμε υποχρεωτικά στον αριστερό πήχη κάτω από τον αγκώνα, μας ειδοποιούν πότε η μνήμη μας κορέννυται κρίσιμα και δεν επιτρέπει την ενημέρωση δεδομένων και επιταγών, που αυτόματα υφιστάμεθα όλοι κατά τη διάρκεια του ύπνου μας. Εσείς οι δύο ανήκετε σε εκείνους που δεν φρόντισαν να πετάξουν εγκαίρως προσωπικές αναμνήσεις. Στην οθόνη της συσκευής σας ανεγράφη στις 17 Ιουνίου η φράση: Έχετε Καταναλώσει το Εκατό τοις Εκατό της Μνήμης Σας. Η συσκευή σάς χορήγησε επιτόπου αναισθητικό και ειδικά κλιμάκια νοσηλευτών σάς αναζήτησαν και σας μετέφεραν εδώ. Στο διάστημα 20 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου λάβατε την κατάλληλη καθοδήγηση και καταγράψατε λεπτομερώς και χειρόγραφα τις δώδεκα πολυτιμότερες –για τον καθένα– προσωπικές αναμνήσεις. Βρίσκονται στα κομοδίνα σας, εδώ, στα δώδεκα λεπτά τετράδια που βλέπετε σε στοίβες».

Έστρεψε απαλά το κεφάλι και διέκρινε τα τετράδια τακτικά ντανιασμένα στα γειτονικά κομοδίνα του κεντρικού διαδρόμου ανάμεσα στα κρεβάτια τους.

«Κάθε στοίβα έχει τα τετράδια με ανάποδη από πάνω προς τα κάτω σειρά, η πολυτιμότερη ανάμνηση, που καταγράψατε πρώτη, βρίσκεται κάτω. Μετά την καταγραφή υπογράψατε ότι αποδέχεστε την εκκένωση της μνήμης σας, κάτι που έχει ήδη συντελεσθεί. Τώρα θα σας υπνωτίσουμε και θα σας διαβάσουμε – ενσταλάξουμε, με χρωματισμένη εκφορά –καθένας σας έχει την αναγνώστριά του– τις πολύτιμες αναμνήσεις σας, αυτές που διασώσατε. Στη συνέχεια, θα βρεθείτε να ξυπνάτε εκεί όπου η συσκευή έδωσε το σήμα της επιτακτικής αναμόρφωσης. Είστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»

Οι ασθενείς ένευσαν κουρασμένα και οι αναγνώστριες διοχέτευσαν ένα κυανό υγρό στους ορούς.

Πέρασαν δέκα λεπτά πριν ανοίξει η πόρτα και εμφανιστεί ένας ψηλόλιγνος άντρας ντυμένος με ιατρική ρόμπα με τεράστιες εξωτερικές τσέπες, από τις οποίες εξείχαν οι απολήξεις άγνωστων μετρητικών και διαγνωστικών οργάνων και μικροσυσκευών. «Μπορείτε τώρα να προχωρήσετε στο πείραμα», είπε βλοσυρά και έριξε μια ματιά στην κάμερα οροφής.

Οι αναγνώστριες έκλεισαν τις κουρτίνες, χαμήλωσαν τα φώτα, φόρεσαν από έναν φακό κεφαλής και κάθισαν ανάμεσα στα κρεβάτια σε διπλανές κολλημένες μπράτσο-μπράτσο καρέκλες. Εκεί στερέωσαν ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο στην παρειά τους φροντίζοντας τα ακουστικά της άλλης απόληξης να εφαρμόσουν σωστά στο κεφάλι του ασθενούς τους. Στη συνέχεια, φόρεσαν τις ωτοασπίδες τους. Η καθεμία, εκτελώντας την εντολή του επικεφαλής Μεγάλου Πειραματιστή, πήρε το πρώτο τετράδιο της απέναντι στοίβας. Η ανάγνωση άρχισε παράλληλα. Στο δωμάτιο ακουγόταν –στο βρόντο– μια διπλή εγγραφή. Έπειτα από κάθε ανάμνηση κι αφού περίμενε η αναγνώστρια που τελείωνε πρώτη να ολοκληρώσει και η συνάδελφος, οι αναγνώστριες έκαναν ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και κατά περίπτωση αφαιρούσαν το μικρόφωνο και έπιναν λίγο νερό.

Η διαδικασία προχώρησε ομαλά. Η μνήμη του κάθε ασθενούς γέμιζε σταδιακά με τις πολύτιμες αναμνήσεις του ομοιοπαθούς του. Μετά το ενδέκατο τετράδιο, η κούραση ήταν εμφανής. Οι αναγνώστριες κοίταξαν η μία την άλλη, αφαίρεσαν τα μικρόφωνα, σηκώθηκαν, τα ακούμπησαν στις καρέκλες τους και έκαναν μερικά βήματα στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν, χωρίς ωστόσο να ανταλλάξουν λέξη και να παραβούν έτσι τους αυστηρούς κανόνες του Ινστιτούτου Διαχείρισης Μνήμης και Εμπειριών. Άλλωστε, η μία επόπτευε έμμεσα τη συνέπεια και ευσυνειδησία της άλλης. Πολύ γρήγορα ξαναπλησίασαν στις κλίνες, έσκυψαν πάνω από τις καρέκλες τους, πήραν τα μικρόφωνα, τα φόρεσαν και ξεκίνησαν την ανάγνωση της πολυτιμότερης ανάμνησης.

Ο ελεγκτής στον διπλανό θάλαμο άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις εντολές. Δεν είχε μπορέσει να διακρίνει ότι καθώς έσκυψαν, οι αναγνώστριες πήραν στα χέρια τους και φόρεσαν το μικρόφωνο η μια της άλλης.

Όταν τελείωσε η ανάγνωση, οι αναγνώστριες αφαίρεσαν και τακτοποίησαν όλο τον εξοπλισμό, αέρισαν το δωμάτιο, άλλαξαν τους ορούς, έκαναν εντριβές στους κροτάφους και τις άκρες χειρός των ασθενών τους, χαιρετήθηκαν τυπικά με νεύμα της κεφαλής και εγκατέλειψαν τις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου προς αντίθετη κατεύθυνση.

Σε τρεις ημέρες θα συνομιλούσαν στις εσχατιές του διαδικτύου σε ομαδική βιντεοκλήση των μελών της μυστικής οργάνωσης Ασύνορες Εμπειρίες, τέτοιες που μόνο μια προσεκτική αλλά και προσεγμένη ανάγνωση μπορεί να προσφέρει σε σκοτεινούς καιρούς.

https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13498-anagomisi-mnimis

.

ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΙΑΣ ΜΟΙΡΑΣ

Δημοσιευμένο στο Μηχανικό Μολύβι 24/9/2020

Τον άλλο μήνα ήταν η σειρά τους να στείλουν απέναντι νερό. Αυτό σήμαινε για άλλη μια φορά εξοικονόμηση πέρα από τα όρια της εξάντλησης. Πριν δέκα μήνες είχε συγκληθεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αντιπροσώπων∙ ήταν εκεί που αποφασίστηκε, οι χώρες των βορείων ακτών να στέλνουν κάθε τρίμηνο βυτία στις χώρες της παντοτινής ξηρασίας. Αμέσως μετά την εκεχειρία του πολέμου για τον έλεγχο του υδροφόρου ορίζοντα είχε συμφωνηθεί παύση εχθροπραξιών για εικοσιεννιά συνεχείς μήνες, δοκιμή στην πράξη του προγράμματος ανταλλαγής ειδών ζωτικής ανάγκης και με τη λήξη επανεξέταση των απαιτήσεων των διαφόρων πλευρών. Και οι ισχυροί με το δάκτυλο στη σκανδάλη, τον αντίχειρα στα διπλά κομβία απασφάλισης.

Κάποτε στις δύο αντικριστές ακτές ζούσαν οι λαοί της γαλάζιας μοίρας. Τώρα όμως είχε στερέψει το νερό. Τελείωνε γύρω στις αρχές Ιουνίου. Μετά η ζωή βασιζόταν στο υγρό που έφτανε από τις παγωμένες χώρες βορειότερα. Λιωμένο χιόνι. Με βαρύ αντάλλαγμα, το 65% των άνυδρων καλλιεργειών τους. Τροφή για τους αριθμητικά περισσότερους Βόρειους, εκτός από τα λιγοστά λιπόσαρκα ζώα της μαύρης αγοράς.

Τα πλοία βυτία ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Έπλεαν ανακυκλώνοντας συγχρόνως τη θάλασσα πλαστικού και αδόκιμα ονομάζονταν πλαστικοθραυστικά. Το ανακυκλωμένο πλαστικό έπρεπε να συσκευάζεται καλά συμπιεσμένο και να αποστέλλεται στα πάσης φύσης εργοστάσια επαναπαραγωγής. Το περίσσευμα -απομονωμένο και αεροστεγώς σφραγισμένο μικροπλαστικό- εκτοξεύονταν κάθε τετράμηνο εκτός ατμόσφαιρας. Η σελήνη εδώ και πολλά χρόνια σε ρόλο χωματερής του φρικτού πλαστικού τους. Κόστιζαν όλα αυτά, τα ποσά της φορολόγησης σκαρφάλωναν σε δυσθεώρητα ύψη. Όσοι είχαν μπορέσει να πληρώσουν εγκαίρως σπίτια με κατάλληλα συστήματα, πλένονταν με τα φιλτραρισμένα τους ούρα και απόνερα. Οι άλλοι δεν πλένονταν ποτέ. Έτσι κι αλλιώς ζούσαν στη σκόνη και πότιζαν μόνο με λεκανάκια και τάσια γκρίζο νερό. Η αφαλάτωση είχε καταπιεί υπέρογκα κονδύλια∙ τελικά αστόχησε λόγω της πολύ δύσκολα αναστρέψιμης μόλυνσης των υδάτων. Κρίμα γιατί με το λιώσιμο των πάγων στους πόλους είχε ήδη πλημμυρίσει το 17% της παλιά στεριάς. Τέτοιο μόνο νερό περίσσευε.

Τα βλέμματα ήταν τώρα στραμμένα στον εξωπλανήτη d του Trappist-1. Ένα στα τετρακόσια εβδομήντα παιδιά που έκλεινε τα επτά περνούσε μετά από κλήρωση σε φαρμακευτική νάρκη και μαζί με τα άλλα της γενιάς του, κοιμισμένα σε δορυφόρους υπνωτήρια, έμπαινε σε τροχιά μέχρι οι σκαπανείς να ετοιμάσουν στοιχειωδώς την αποικία διάσωσης. Κατά τη διάρκεια του ύπνου μάθαιναν εσπεράντο και άκουγαν μουσικές της γης. Οι μανάδες ήδη εδώ και μια τριετία θήλαζαν βάσει νόμου τα μικρότερα παιδιά μέχρι τα τέσσερα. Κάθε τροφός αναλάμβανε επιπλέον να αποθηκεύει γάλα και από τους δύο μαστούς για το ημερήσιο δελτίο τριών αρρώστων. Οι θάνατοι από αφυδάτωση ήταν τετραπλάσιοι από τους θανάτους από καρκίνο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι επιστήμονες κατάφερναν κάθε τόσο να αντιστρέφουν τα αφηνιασμένα κύτταρα, εν τούτοις όλο και κάτι συνέβαινε και νέοι παράγοντες τα τρέλαιναν αλλιώς. Λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά το διαρκές φάσμα της δίψας.

Στα σχολειά η πρώτη τάξη ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην εκμάθηση της ορθής εξοικονόμησης του νερού, των πρακτικών ανακύκλωσής του, της ιστορίας της λειψυδρίας και της καλλιέργειας δασών μπονσάι και κατακόρυφων κήπων.

Οι συνειδήσεις είχαν από καιρό μετατοπισθεί.
Τώρα η ζωή κυλούσε αργά μαζί με το λιγοστό νερό τους.
Οι σπάνιες βροχές είχαν ονόματα, όπως παλιότερα οι τυφώνες.

Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου ..του ανέμου αγρίμι

……………..

[αποσπάσματα από στίχους-ποίημα της Λίνας Νικολακοπούλου]

https://technischerbleistift.blogspot.com/2019/09/blog-post_24.html?fbclid=IwAR3pNMxxP6JtqM20mKjSvkd5zOIlZusD86nYKysu99q5n1NUd2tjkNsT3Dg

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Κατερίνα Γκιουλέκα, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
για τη συλλογή «Πλάνης στη Πλάνη της»

bookia.gr 8/6/2024

Κυρία Γκιουλέκα ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Είναι η πρώτη σας ποιητική συλλογή που την αγκάλιασαν με αγάπη οι εκδόσεις Θίνες. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό σας, έχετε πρωτύτερα δημοσιεύσει σε διάφορα ποιητικά έντυπα. Πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο και τι μπορεί να περιμένει να διαβάσει ο αναγνώστης στα ποιήματά σας;

Αντλώ έναν χαρακτηρισμό από τον σχολιασμό της κ. Τσούβα στη ΔΕΒΘ, η οποία χαρακτήρισε τη δουλειά μου γλωσσοκεντρική. Πιστεύω, ότι ο τίτλος είναι ως προς αυτό ειλικρινής με τους/τις αναγνώστες/-στριες. Ακούω τον φλοίσβο της γλώσσας. Πρόκειται για ποιήματα με κύριο άξονα την περιπλάνηση “σε εσωτερικά τοπία με αρωγούς τη φύση, τους μύθους και την καθημερινότητα, υπό τον επίμονο ήχο προσωπικού γλωσσικού ρυθμού” (από το δελτίο τύπου). H συνέπεια στην καθημερινή πλανητική περιστροφή αναχαιτίζει την επικράτηση του επίβουλου αισθήματος διαρκούς πλάνης.

Το εξώφυλλο της συλλογής που εικονογράφησε ο ζωγράφος Γιώργος Τσόπανος είναι δυστοπικό. Θα δούμε στα ποιήματά σας την εφιαλτική πλευρά της ζωής;

Μέσω της δικής του εξοικείωσης με εκφραστικά μέσα από το χώρο της goth κουλτούρας ο Γιώργος Τσόπανος -διαβάζοντας τη συλλογή- «έπιασε» και σχολίασε εικαστικά μιαν υφέρπουσα οντολογική ανησυχία. Προσωπικά βλέπω στην εικονογράφηση εξώφυλλου και οπισθόφυλλου περισσότερο μια ονειρική συνθήκη με το μοτίβο «ερριμμένη/-οι στο σύμπαν». Δε θα συμφωνήσω με τον χαρακτηρισμό “δυστοπικό”.

Πολλά ποιήματά σας εμπνέονται από τις γυναικοκτονίες αλλά και για τη γυναικεία ύπαρξη. Όπως η «Γοργόνα» που γράφτηκε στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη, η «Αβεσσαλώμ», και το «Διαχρονικά πατριαρχικές ταξιαρχίες». Πιστεύετε πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο με την πένα μας; Μπορούμε να δώσουμε φωνή στις γυναίκες που σιωπούν;

Είναι γεγονός, ότι όταν κατονομάζονται τα ζητήματα που μας δονούν, φωτίζονται και αποκτούν υπόσταση. Επίσης, τους δίδεται (κατά την ανάγνωση) η δυνατότητα να αναγνωριστούν ως κοινά βιώματα ή κοινά αισθήματα για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Αυτή είναι η δύναμη των κειμένων. Εστιάζουν. Ωστόσο, δε θα χαρακτήριζα την ποίησή μου στρατευμένη. Αναφέρεστε σε τρία τέσσερα από τα εβδομήντα τέσσερα ποιήματα. Ακόμη δε θα έλεγα, ότι οι γυναίκες σιωπούν, εκτιμώ, πως δε βρίσκουν εύκολα τα λόγια τους, υστερούν στο να αρθρώσουν εύστοχο ιδιοπρόσωπο λόγο. Αδικώ πιθανώς τις νεότερες.

Χωρίζετε τη συλλογή σε ώρες της ημέρας και της νύχτας. Για ποιο λόγο γίνεται αυτή η κατανομή και ποια είναι τα ερεθίσματα που σας οδήγησαν σε αυτές τις ενότητες;

Οι ενότητες ακολουθούν ζώνες του εικοσιτετραώρου. Ερέθισμα αποτέλεσαν η επανάληψη και ο ρυθμός που μοιράζονται τόσο το εικοσιτετράωρο, όσο και ο ποιητικός λόγος. Η νομοτέλεια ως ειμαρμένη. Ο κύκλος του φυσικού φωτός που επηρεάζει άμεσα αποχρώσεις και διαθέσεις.

Ο Ρίλκε είχε πει τον νέο ποιητή «Θα πεθάνεις αν δε γράψεις ποίηση; Αν ναι, τότε γράφε και μη ρωτάς κανέναν». Ποια είναι η δική σας ανάγκη για να γράψετε Ποίηση και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε μ’ αυτήν;

Οποιαδήποτε αποφασιστική ενασχόληση με την τέχνη προϋποθέτει πάθος και μετουσίωση, εν τέλει πρόκειται για διέξοδο επιβίωσης. Από παιδί έγραφα για να επικοινωνώ, μεγαλύτερη μόνον πεζά, μετά ήρθε το προσωπικό ιστολόγιο και γρήγορα με δελέασε η ποιητική αμφισημία και κρυπτικότητα ως πιστότερη απόδοση της αμφισβήτησης των κληροδοτημένων βεβαιοτήτων.

Ποιες ποιήτριες και ποιητές σας έχουν εμπνεύσει και καθορίσει την ποιητική σας πορεία;

Οι επιρροές μου κατάγονται κυρίως από τους μεγάλους πεζογράφους, οι ποιητές και οι ποιήτριες με μαγεύουν ως μοναδικοί/μοναχικοί διάττοντες αστέρες. Ρουφώ τον κάθε φορά ιδιαίτερο τρόπο που παίζουν με το γλωσσικό εργαλείο. Με έχει καθηλώσει ο Celan. Η ίδια ωστόσο δεν μπορώ να κρίνω τι/ποιόν αφουγκράζεται κάποιος/-α πίσω από τη δική μου γραφή.

Ο Γιάννης Ρίτσος έχει πει πως οι ποιητές είναι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής. Εσείς είστε αρχιτέκτονας για να επιβιώσετε αλλά και ποιήτρια για να σκαλίζετε το εσωτερικό εγώ μας . Ποια είναι τα κοινά και ποιες οι διαφορές στις δυο ιδιότητες;

Εργάστηκα ως αρχιτέκτονας σε όλη μου την ενήλικη ζωή και σε καμία περίπτωση με αποκλειστικό στόχο τον βιοπορισμό. Την αρχιτεκτονική την επέλεξα, την υπηρέτησα πιστά, την αγαπώ βαθιά κι ας είναι τόσο παρεξηγημένη τέχνη με ακόμα άγνωστο εν πολλοίς λεξιλόγιο και αξιακό κώδικα στο ευρύ κοινό. Βλέπω μέσα από το φίλτρο της. Ο ρυθμός, η αρμονία, ο λυρισμός, η εικόνα, η αποδόμηση, ο χρόνος εν κινήσει, το σώμα συμμετέχουν και στις δύο συνθετικές πράξεις, οι διαφορές συνίστανται κυρίως στην πρώτη ύλη τους και στην υλικότητα ή μη της χωρικότητάς τους.

Πιστεύετε πως η πατρίδα παίρνει τον δρόμο της όπως την καθορίζουν τα προσωπικά μας συμφέροντα ή ο πατριωτισμός μας που μπορεί να είναι και αμφιλεγόμενος;

Με δυσκολεύει η διατύπωση του ερωτήματος, ειδικά η έννοια του πατριωτισμού. Αναγνωρίζω (αδιανόητους) κινδύνους σε αλλότριο διεκδικητικό λόγο, και ανησυχώ πολύ για την πορεία της οικονομικά παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας. Σε προσωπικό επίπεδο πιστεύω στην καλλιέργεια της αυτεπίγνωσης και αυτοεκτίμησης, στην ταπεινότητα και στο μέτρο. Με απογοητεύει η δυσκολία διατύπωσης και διατήρησης ενός συνεκτικού εμμενούς μαχητικού εμείς.

Σας αρέσουν οι συμβολισμοί στην ποίησή σας, πλάθετε τις λέξεις με γήινα υλικά αλλά περιπλανιέστε και στο σύμπαν. Εμπνέεστε από τους μύθους και τους χειρίζεστε όπως τους νιώθετε. Έχετε μυστικά κλειδιά που όταν ανοίξετε τις πόρτες της ποίησης χύνονται ελεύθερα τα νοήματα στο λευκό χαρτί. Πιστεύετε πως αυτή η Ποίηση μπορεί να γίνει κτήμα όλων ;

Η γραφή βρίσκει μόνη της το κοινό της. Η ακαριαία επιτελεστικότητά της μπορεί να έρθει από μιαν εικόνα, μια λοξή χρήση λέξεων, ένα πρωτότυπο απόφθεγμα, μια διάχυτη διάθεση, ένα αινιγματικό κάλεσμα, μιαν ειλικρινή εξομολόγηση, έναν ψίθυρο. Αυτά λίγο πολύ γράφονται αναδυόμενα μόνα τους.(*) Έτσι μόνα τους σε καθιστούν και κατά την ανάγνωση τρωτό.

(*) (Η επίπονη επεξεργασία που ακολουθεί δεν μεταπλάθει ουσιαστικά τον πυρήνα των στίχων).

Στο ποίημα το «Σεντούκι» μιλάτε για μνήμη, για σκουριασμένα μυστικά. Λένε πως είμαστε ένας λαός χωρίς μνήμη κι αυτό οδηγεί στην επανάληψη των λαθών Ποια είναι η γνώμη σας;

Το ποίημα, στο οποίο αναφέρεστε αφορά τις προσωπικές αναμνήσεις. Ανάλογα το ποίημα «Με αφορμή ένα άσχετο διάταγμα προεδρικό» αφορά την συλλογική ή προσωπική επιλεκτική μνήμη. Αυτή, η δεύτερη αποτελεί πρόβλημα. Και η άγνοια της άγνοιας.

Τι θέλει να πει ο Ποιητής; Αυτή η φράση ακούγεται ακόμη και σήμερα, αν και δεν είναι προνόμιο ανάγνωσης μόνο των σαλονιών και των κλειστών λογοτεχνικών κύκλων. Φταίει η παιδεία, τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών ή οι ίδιοι οι ποιητές που κλεινόμαστε στο συντεχνιακό μας καβούκι;

Σε ένα βαθμό πρόκειται για θέμα εξοικείωσης, ενασχόλησης και αναμέτρησης του κοινού με αυτό το πεδίο -ανάλογο πρόβλημα διακρίνω και στην αρχιτεκτονική-. Από την άλλη δεν ξεχνώ την πλήρη απουσία δεκτικότητάς μου κατά την έκθεσή μου στο συναίσθημα ή και στον προβληματισμό τρίτων (συγγραφέων και ποιητών εν προκειμένω) σε περιόδους που εκείνα δε «χωρούσαν» μέσα μου. Αν εννοείτε, ότι πρέπει να γράφουμε επί τούτου απλά και προσιτά, θα διαφωνήσω, καθένας σκέφτεται, νιώθει και γράφει ολόκληρος, με ό,τι αποσκευή κουβαλάει.

Ποια είναι η τύχη της Ποίησης σήμερα στη χώρα μας και τι πρέπει να γίνει κατά τη γνώμη σας για την προβολή των νέων δημιουργών; Τι ακόμη πρέπει να γίνει ώστε να μεγαλώσει αριθμητικά το αναγνωστικό της κοινό;

Υπάρχουν πολύ καταλληλότεροι/-ες από μένα να τοποθετηθούν σε τέτοια ζητήματα. Με ενδιαφέρον ακούω για σύγχρονες σκηνές, όπως αυτές της προφορικής ποίησης. Εκτιμώ τον παραδοσιακό ρόλο του εκδότη που επιλέγει συνειδητά, βάσει της προσωπικής του γνώμης ως προς την ποιότητα της συλλογής που φτάνει στα χέρια του και αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη της έκδοσή της. Τέτοιοι εκδότες πιστεύουν από την πρώτη στιγμή στο υπό έκδοση έργο και το στηρίζουν έμπρακτα ως δικό τους. (Έτυχα αυτής της μεταχείρισης από τις Εκδόσεις Θίνες και μιλώ μετά λόγου γνώσεως). Επίσης, πολύτιμες είναι οι λέσχες ποίησης. Ακούω, πως η Θεσσαλονίκη τα πηγαίνει πολύ καλύτερα από την Αθήνα σ’ αυτόν τον τομέα, εδώ έχω τη χαρά να συμμετέχω στην ολιγοπρόσωπη λέσχη του Αντώνη Τσόκου, στο Μονόκλ.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Με εντυπωσιάζουν πολύ θετικά οι πολλαπλές δυνατότητες προβολής και ενημέρωσης μέσω του Bookia, όπως και η αποκλειστική εστίαση στο βιβλίο. Προτείνω να ευνοείτε το λιτό και απλό διαδικτυακό περιβάλλον, διαπιστώνω αυξανόμενη συνθετότητα στις πλατφόρμες και τις apps στο διαδίκτυο.

Ευχαριστώ κυρία Γκιουλέκα και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδη η ποιητική συλλογή.

Εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και τη συνομιλία!

ttps://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=a0122378-d267-4ac1-8144-bccc30905851&fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTAAAR3fXqX6KyZRA1pQ1XGhsyQ0O8lFY2n-0rYX0QMy22v-kx7owVhFvutMk-M_aem_AV46uysS0zCSwu97iLczfwH9aAET9aMJ8GTqbUemmod_blEE9ATbJEJOCV783czpwpagGbW6jGbxALC2niORdYbC

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕφΣυν ΣΚ, 25/6/2024

Πρώτη συλλογή της Κατερίνας Γκιουλέκα η «Πλάνης στην πλάνη της» κυκλοφόρησε πρόσφατο από τις εκδόσεις Θίνες με εικονογράφηση από τον Γιώργο Τσοπάνο. Η αυστηρή δομή και οι υποενότητες που πλαγιολισθαίνουν ως χρονικοί υπέρτιτλοι. δηλώνουν με σαφήνεια τους διαλεκτικούς συσχετισμούς μεταξύ των ποιημάτων, δηλαδή:
-το πώς αυτά αναπτύσσονται ακολουθώντας μια αισθητική γραμμή η οποία αναδιαμορφώνεται ανά ποίημα αλλά υπαγορεύεται από μια σχεδόν επιστημονική συμμετρολαγνεία,
-το πως αυτά ανατρέχουν στον χρόνο ως υπό διαμόρφωσιν περιβάλλοντα αλλά και το Πώς συνομιλούν με τον περιβάλλοντα χρόνο, υποκύπτοντας σε μια διακριτική περιοδικότητα,
-και τέλος, το πώς εξοφλεί η ποιήτρια την αντιπελαργησή της, το χρέος προς τις πλείστες όσες διακείμενες επιρροές, γεγονός που μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει ο αναγνώστης με μια ματιά στις σημειώσεις
Από το εξώφυλλο επίσης (καθώς και από το λογοπαίγνιο του τίτλου) μου προέκυψε μια αδελφοποιτοί ομοιότητα με την ταινία Melancholia (2011) του Λαρς Φον Τρίερ, ένα ισχυρό διακείμενο που προϊδέασε ή και επηρέασε την ανάγνωση. Ο προτεσταντισμός του Φον Τρίερ (που για το σινεμά του μεταφράζεται σε έναν ιδιόμορφο εξπρεσιονισμό) φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στα δομικά στοιχεία της ποιητικής της Γκιουλέκα καθώς η ποίηση της είναι αυστηρή και επιστημονική, σαν ένα υπερσύνολο φιλοσοφίας της γλώσσας με ελεγκτικά εργαλεία εξαιρετικής ακριβείας που δοκιμάζουν την ποιότητα του προϊόντος που παραδίδεται σχεδόν σε κάθε στίχο. Εντός αυτής της προτεσταντικής αυστηρότητας φύονται όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της συλλογής το βιτριολικό χιούμορ, η σκωπτική και αυτοχλευαστική διάθεση, το παίγνιο, ακόμη και η παραβατικότητα, η οποία είναι πολύ συνειδητή και χειραγωγημένη ώστε να καλλιεργεί ισόποσα και την αποδόμηση και τη δόμηση.
Οι υποενότητες υπακούουν σε μια κιρκαδιανή πρόσληψη του χρόνου που ακολουθεί την πορεία του ήλιου στο στερέωμα και συνδυάζεται με το φως Εδώ η κυρίαρχη προτεσταντική αυστηρότητα μοιάζει να υποσκάπτεται καθώς η ποιήτρια δωρίζει στα ποιήματα της περαιτέρω «τρυφερούς» υπέρτιτλους χρησιμοποιώντας εκδοχές που δεν ανακοινώνονται στα περιεχόμενα (πρωινή ομίχλη, αχάραγα, ο ήλιος μεσούρανα, στις θίνες κ λπ) σαν να θέλει να τα τοποθετήσει στον χρόνο με μεγαλύτερη ακρίβεια
ή σαν να θέλει να υπογραμμίσει τις διαβαθμίσεις του φωτός από το ένα ποίημα στο άλλο.
Το ποίημα «Φρούδο» για παράδειγμα από την πρώτη ενότητα(σούρουπο – βράδυ – νύχτα) υπογραμμίζει την καταστροφική θρησκευτική της πίστη/ εμπιστοσύνη προς την περιοδικότητα του χρόνου, ενώ στο ποίημα «Τώρα βροχή», η μνήμη υπακούει στην επανάληψη και επανέρχεται σαν κύμα με αφορμή πάντα κάποιο εμπειρικό των αισθήσεων δεδομένο. Τέλος στο «V for vague» υποστασιοποιείται με σαφήνεια η οντολογία του χωροχρόνου της καθώς υπογραμμίζει, ο χρόνος πόντο βρίσκει τον χώρο του
Στη δεύτερη ενότητα (πρώτες ώρες – χάραμα – πρωινό) εισάγεται και ο διολισθαίνουν υπέρτιτλος Traum. σημαίνων το όνειρο ως η γερμανική λέξη Traum αλλά ανακαλώντας συνειρμικά και το Τραύμα, Αξιομνημόνευτο το ποίημα «A(u)ction χαράματα», στο οποίο εισπράττουμε μια συντριπτική ανάμνηση/τραύμα που στερεοποιείται μέσα σε ένα τέτοιο όνειρο
Στην τρίτη ενότητα (μεσημεριανές περιπέτειες) το ποίημα «Αυτό που λέμε δείγμα τυπικό(;)» (με υπέρτιτλο περιπλάνηση με τον ήλιο μεσούρανα) είναι ένα τυπικό δείγμα του παίγνιου, του βιτριολικού χιούμορ, της σκωπτικής διάθεσης και ταυτόχρονα ένα ποίημα αποδόμησης (της σοβαρότητας κατ’ αρχήν αλλά και της γλωσσάς, των κοινωνικών προκείμενων κλπ)
Στην τελευταία ενότητα (περιστροφή και περιφορά) αναδύονται όλη η περιβαλλοντική άλλο και η κοινωνική αγωνία της ποιήτριας, θίγονται ζητήματα της πατριαρχικής καθεστηκυία τάξης, διευρύνονται η ετερότητα και
υπογραμμίζεται η ανοησία της πολιτικής ορθότητας Ενδεικτικά ποιήματα Γύναιων, δηλαδή γυναικών. Ζώσα ύλη – οργανική ιλύς, αλλά και το εξαιρετικό Διαχρονικά πατριαρχικές ταξιαρχίες.
Αυτή η ποίηση είναι ένα νησί. όπως νησί είναι και η ποιήτρια. Ένα αυτοσυντηρούμενο νησί όπως ο ήρωας του Ουελμπέκ στο la Possibility d une
ile ή πιο σωστά ένας πλανήτης που πορεύεται μοναχικός στο Διάστημά με εκατομμύρια τόνους αδριάνειος και μετάλλων, με μια θερμή καρδιά από διάπυρο μάγμα αλλά κι έναν πυρήνα φτιαγμένο από στερεό σίδηρο το σταθερότερο μέταλλο, υπεύθυνο για τη δημιουργία του αποκλειστικά δικού της μαγνητικού πεδίου, καθώς και μια αξιοζήλευτη αυτάρκεια που
προκύπτει από το όλον ακόμη κι όταν η αυστηρή κατασκευή επιτρέπει εδώ κι εκεί μικρές σχισμές από όπου το φως οπό το μάγμα δραπετεύει Αυτό θα συμβεί στο περιήλιο της εκλειπτικής της όταν βρεθεί κοντύτερα στους ήλιους της καθώς περιπλανάται Πλάνης στην πλάνη της. Εκεί θα διαμοιράσει το σύνολο των συστατικών της: τις μελωδίες, τα κείμενα, την ποίηση, την εννοιολογική τέχνη, τις ταινίες που απόλαυσε, τα πάντα όσα μεταβόλισε, τα χώνεψε και τα εκθέτει σε τούτον εδώ τον τόμο. Παρότι δεν κάνει δημαγωγικές υποχωρήσεις, δεν θυσιάζει την αισθητική της, δεν ζαχαρώνει, τεντώνει όμως διαρκώς το χέρι της ώστε να επικοινωνήσει την τέχνη της και προσπαθεί να ανεβάσει τον αναγνώστη στην τροχιά της (κι όχι να εκπέσει εκείνη προς εκείνον σπειροειδώς), να μοιραστεί την αστρική της σκόνη τα (πολύτιμα) υλικά της Η γραφή της κάνει ακριβώς αυτά συλλέγει το πολιτιστικό σύμπαν της και το μεταβολίζει σε μετανεωτερική ποίηση η οποία αισθητικά, γραμματολογικά, εννοιολογικά, οντολογικά είναι επίσης, όχι μόνον, αυτάρκης αλλά και μονάκριβη.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 14/05/2024

Μια γνήσια flâneur των ποιητικών δρόμων

Η ποίηση, θεωρούμενη ως σύνθεση νοημάτων με συνεπτυγμένο λόγο, δικαιωματικά μπορεί να αντιμετωπίζει τους κώδικες των λέξεων με παίζοντα τρόπο, αποδίδοντας έτσι τα σημαινόμενα που προκύπτουν, καθώς η κάθε λέξη αναδιπλώνεται ή εξακτινίζεται αναλόγως, γεννώντας απίστευτες προεκτάσεις νοηματικές. Ακριβώς αυτή, άλλωστε, είναι και η λειτουργία του λεκτικού κώδικα, να μπορεί δηλαδή τόσο να συρρικνώνεται για τις ανάγκες της επικοινωνίας όσο και να μεγεθύνεται για να ενσωματώσει τις διαρκώς ανανεούμενες συνθήκες. Η Κατερίνα Γκιουλέκα μοιάζει να γνωρίζει τα όρια των λέξεων, αλλά και να έχει τη δυνατότητα να τις χειριστεί σαν εύπλαστο πηλό. Ξεκίνησα με αυτό το σχόλιο, που αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί σ’ αυτή την πρώτη της εμφάνιση στην ποίηση (με ποιήματα της περιόδου 2017-2022), καθώς αποτελεί δείγμα σεβασμού προς την ποιητική υπόθεση, την ποικιλοτρόπως τρωθείσα σε επιπόλαια χέρια. Δεν είναι, ωστόσο, η μόνη σημαντική παρατήρηση που μπορεί κάποιος να κάνει διαβάζοντας την ποιητική της περιπλάνηση· γιατί για περιπλάνηση πρόκειται, και όχι μόνον επειδή εκεί παραπέμπει ο τίτλος της συλλογής.

Τα ποιήματα ακολουθούν τη χρονική ροή του ημερονυκτίου, χωρίζοντας τη συλλογή σε τέσσερα μέρη: σούρουπο-βράδυ-νύχτα, πρώτες ώρες-χάραμα-πρωινό, μεσημεριανές περιπέτειες, περιστροφή και περιφορά, επιτρέποντας στην ποιήτρια να περιπλανηθεί σε εικόνες που την περιτριγυρίζουν αλλά και σε βιώματα προσωπικά (ή και να πλανηθεί ίσως, πιστεύοντας πως μπορεί να ορίσει τα χρονικά διαστήματα;), αποτελώντας και αυτή στοιχείο του σύμπαντος κόσμου και των κανόνων του. Στην ποίησή της ο χώρος και ο χρόνος, ως συνθήκες αναγκαίες, αποκτούν μια ρευστή ποιότητα, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο που δραπετεύει διαρκώς από τη ρεαλιστική πραγματικότητα (δύσκολη να τη βιώσεις) προς την υπέρβασή της, δυνάμει του ποιητικού λόγου, χωρίς όμως να αγγίζει το αυστηρό όριο που έθεσαν οι συνεπείς υπερρεαλιστές. Η ποίηση εδώ, παραδόξως, έχει την ικανότητα να στηρίζεται σε σταθερές, την ίδια στιγμή που έχει όλη τη διάθεση να τις ανατρέψει. Όπως εδώ:

Απ’ τη στιγμή που/ σαν γυαλί έσπασε ο χρόνος/ πελαγοδρομώ στα ανοιχτά/ του λιμανιού με μαγκωμένη/ άγκυρα σε ακατάδεχτης μιας/ λησμονιάς γρανάζι/ Με χίλιους κόπους/ πελαργοδομώ/ μέσα στα σύννεφα/ βουβή φωλιά/ Κύμα το κύμα από τον κάβο/ απομακρύνομαι/ άχυρο τ’ άχυρο το βλέμμα/ ανασηκώνω στον ορίζοντα/ μπας και φανείς// Πριν λίγο σε ανακάλυψα/ τυχαία στο συκώτι μου/ / αργά αργά/ να το ξεσκίζεις/ την προαιώνια πείνα/ να χορταίνεις/ να γελάς («Άτακτο ρω»).

Καταργημένος ο χωροχρόνος, αφήνει το πεδίο ελεύθερο να εισχωρήσει ο αρχαίος μύθος. Μα μόλις νιώσει τον ασταθή ορίζοντα, επανέρχεται στα γήινα, τα ζόρικα, τα προσωπικά. Ο Προμηθέας το άντεξε, το ποίημα (ακριβώς επειδή είναι ποίημα) ξεγελά, εμπαίζει τις αντοχές της θνητότητας, γράφεται και ξαναγράφεται, μέχρι να εκτονώσει όλη την έσω δύναμη. Και το πετυχαίνει. Μια ποίηση που τεντώνεται όσο περισσότερο μπορεί, τανύζει το τόξο της, σχεδόν να σπάσει η χορδή, κι όμως κάτι τη συγκρατεί. Το ποίημα επιβιώνει, η ποιήτρια συνειδητοποιεί πως ξεκλειδώνοντας τη σημασία των λέξεων ταυτόχρονα φανερώνονται και τα μυστικά κλειδιά:

[…]

Τότε είν’ που φέγγουνε στα μάτια σου οι στίχοι και σαν/ οικοδεσπότες σε κερνάν χαρά/ γι’ αυτούς σαν ξεμυτάς απ’ το παλιό σεντούκι/ κλεισμένο όπου σε κρατούν καταδικά σου/ σκουριασμένα μυστικά κλειδιά («Το σεντούκι».

Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ποίηση της Γκιουλέκα είναι γεμάτη από αρμαθιές μυστικών κλειδιών, που επιτρέπουν αναγνωστικές «δοκιμές», μην και ανοίξουν κάποιες πόρτες. Μα, αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στην ποίηση, να προσπαθείς να ανοίξεις πόρτες με τα αντικλείδια, τα ίδια τα ποιήματα, κι όλο το εγχείρημα να διακυβεύεται στο να μπορείς να δεις πως «η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», για να θυμηθούμε τον Γιώργη Παυλόπουλο. Αρκεί να ακολουθήσεις την ποιητική ματιά, όπως παρατηρεί γύρω της, αποτυπώνει, εμβαθύνει, ερευνά, βυθίζεται στην αρωγή των μύθων, ρυθμίζει την πορεία της με τη σοφή και άφευκτη φυσική ροή του χρόνου, απλώνεται στο σύμπαν και επιστρέφει σταθερά να πατήσει στη γη. Μια περιπλάνηση, με άλλα λόγια, γι’ αυτήν, μια γνήσια flâneur των ποιητικών δρόμων.

Στο παρακάτω ποίημα, η κάθε λέξη ολόκληρη στο νόημα της στην έκταση ενός στίχου. Ο λεκτικός κώδικας στη δική του κλιμακούμενη περιπλάνηση:

Το πάνω και το κάτω/ Το δώθε και το πέρα/ Τα ένθεν κακείθεν/ Το όριο/ Το απεριόριστο/ Την απροσδιοριστία/ Το ανάμεσα/ Το μετά/ Το κύμα και το σύννεφο/ Τη νηνεμία/ Το μπουρίνι/ Τα γαλάζια/ Το χέρσο/ Το επέκεινα/ Την ευθεία/ Την καμπύλη/ Τη φύση/ Τη νομοτέλεια/ Την ελευθερία/ Την κατεύθυνση/ Τη σφαίρα/ Την πτήση/ Την ύπαρξη/ Το ταξίδι/ Το πεπρωμένο/ Τα θηλυκά και τα ουδέτερα/ (Εσένα)/ Όλα τα περιλαμβάνει / Ο ορίζοντας («Του γλάρου»).

Στο εξώφυλλο έργο του εικαστικού Γιώργου Τσόπανου, εμπνευσμένο από τα ποιήματα της συλλογής. Ανθρώπινη φιγούρα σε δύσβατο (δυστοπικό;) χώρο, μικρή κουκκίδα-λεπτομέρεια στο σύμπαν, που δηλώνει μεγαλοπρεπές την κυριαρχία του – μια υπόθεση μεγεθών, οπωσδήποτε, με τον άνθρωπο βυθισμένο στην πλάνη της δικής του δήθεν παντοδυναμίας να θαρρεί πως όλα τα μπορεί και όλα τα κατέχει.

Μια σημαντική νέα παρουσία στην ποίηση, που κυκλοφορεί σε μια όμορφα φροντισμένη έκδοση από τις Θίνες.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

FRACTAL 5/5/2020

Το βάρος του Μολυβιού ή Δεν γερνούν τα παραμύθια Πουπερμίνα

να μου απευθύνεσαι
-να μην υπάρχω-

Το παρακάτω σημείωμα συνάντησε τυχαία κάποια ποιήματα. Ήταν κρυμμένα πίσω από βράχους, σε τοπία ηλεκτρονικά και σε ιστούς μπλεγμένα. Ducati Monster Dark, Bi–Sides και άλλα που επίτηδες τα ονόματά τους δεν συγκρατώ, για να μπορώ κάποτε να μην εξηγήσω ποια αιτία προξένησε την παρακάτω αυθαιρεσία, ήρθαν και μου μίλησαν. Δεν είχαν την έκδηλη ακαμψία, μήτε τις άτονες που συνηθίζεται, εκφράσεις. Υπήρξαν ζωντανά, επάνω τους έφεραν άλατα από το μπλε του κοβαλτίου και ίσως από των σωμάτων τους ιδρώτες. Κάτι σαν περίφημα mobiles που με τον άνεμο γεννούν την μουσική.

Πλάνο πρώτο, Ducati Monster Dark και ένα ωραίο αγόρι. Η μοτοσικλέτα φέρει χαρακτηριστικά αρπακτικού, πάει να πει φυγαδεύει τον αναβάτη της, ολοζώντανη, σε λαμπερό, κίτρινο χρώμα. Ένα κορίτσι με όνομα θαυμάσιο και γράμματα πλεγμένα σε ουράνιο τόξο μιλά. Στον ρόλο του αφηγητή. Φορά κράνος χαρτονένιο, ανήκει καλύτερα σε μια ιδιοφυή εποχή. Τίποτε σαν τον δικό μας, νικελωμένο αιώνα.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Σπασμένα τακούνια, παθητικοί αριθμοί και κάτι από χρόνο. Πάνω στον ψηλό πύργο Remedio Varo. Το όνομα αποπνέει λατινικά καινούριου κόσμου. Και άλλοτε μαχαιρωμένη κοπέλα, πισώπλατη προδοσία. Όλα είναι χρόνος, άγριοι βρυχηθμοί, κραυγές στα φανάρια, αλιείς εραστές, cowboys, ψεύτικες γιρλάντες, κινέζικες αγορές. Το μοντάζ της πόλης και της ζωής σου έχει από όλα. Και κάτι από χρόνο. Αυτός ο τελευταίος θυμίζει μηχανικό μολύβι, σπάει, διακόπτεται, επανάληψη ασκήσεων τροφοδοσίας, να παίζεις με τα χιλιοστά και τις δεκαετίες. Εκείνος που υπογράφει το ποίημα διαθέτει μια σπάνια ευαισθησία με το χρώμα. Είναι ο μόνος του τρόπος καθώς μέσα από τα αραβικά παράθυρα χύνεται μια κόκκινη, φολιδωτή υφάντρα με όλα σου τα χαρακτηριστικά και τις υπομνήσεις. Σε κοιτά ίσια στα μάτια, με απρέπεια και τρυφερότητα, κάπως διστάζοντας μα με το πεπρωμένο της γραμμένο. Όμως, κοίταξέ την, πάντα ο χρόνος και πάντα εκείνη. Νεανική, με αφοπλιστικά βλέφαρα, πιο μέσα από τα μάτια, στους μεσημβρινούς της Έμιλυ. Με χείλη και στίχους που κάτι απόψε είπαν.

Ξανά, πλάνο πρώτο. Γραμμένοι στίχοι στον άνεμο, με την ανάμνηση θαμπών χρωμάτων και εκφράσεων. Το κορίτσι με το θαυμάσιο όνομα, -ας πούμε το θερμό ανάλογο μιας Αλίκης-, κάνει ένα βήμα και προτάσσει μια ιδέα από στίχους ατλαζένιους, με αιχμηρές άκρες. Κορίτσι δηλητήριο, φόρεμα από λαμπιόνια. Κανείς δεν ξέρει τι πρόσωπο φορούν οι ποιητές.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Η τελετή της ετοιμασίας απαιτεί όλα τα σύνεργα. Πάει να πει, κόκκινες μπαλαρίνες, τσάρλεστον, μακρόταλο, γκοφρέ, το άλλο φουστάνι έχει τις πεταλούδες που μαλακώνουν γρήγορα την καρδιά. Και τις αντιστάσεις των αγοριών που δεν ξέρουν πως κάτω από αυτές τις μοντέρνες κούκλες κρύβονται ποιήματα και αδίστακτοι στίχοι. Όλα εκείνα τα λόγια, φίλε, τα κορίτσια του βεστιαρίου τα γράφουν στους καθρέφτες. Φαντάζεσαι, με κραγιόν σιένα και φθινοπωρινό καιρό. Όμως είναι πάντα ο χρόνος, άγριος πολύποδας, μεταξένιες ωοθήκες, μάτια κάρβουνο και ο φόβος για τα αποσυρμένα πράγματα. Δεν βρίσκουν καιρό, τα πρόσωπα αυτών των κοριτσιών είναι από καιρό σπαραγμένα μυθιστορήματα. Τα σπασμένα υαλικά, μες σε κάθε κορίτσι του βεστιαρίου περιμένουν να πεθάνουν τα σπασμένα υαλικά της θαμπής Μολφέση, ζωγραφισμένα με τα άλλα υλικά και έναν σπάνιο αυθορμητισμό. Παλιά Παρθένος με κατάμαυρο, τσαρουχικό πρόσωπο και φάρσες αντιγραφής. Το λιωμένο τους φουστάνι, συνιστά για τα κορίτσια του βεστιαρίου μια ανάμνηση κυκλώνα. Επάνω του ακούμπησαν βραδινές ιστορίες, τότε που έμοιαζαν με τα φεγγάρια του Λεοπάρντι και όλα ήταν πιθανά. Είναι όμορφο το τραγούδι των κοριτσιών και οι στίχοι του τα άυλα πέδιλα κάτι από έκπτωτους, νεαρούς θεούς. Τίποτε περισσότερο δεν αποκαλύπτουν και πρέπει να επιστρατεύσει κανείς όλη την ζωγραφική και μια ανοιχτή καρδιά, αν επιθυμεί να αντικρίσει δυο κοριτσίστικες μεγαλειότητες που συγκρούονται.

Ξανά, πλάνο πρώτο, πρέπει οι εκφορές να μεταχειρίζονται λεπτουργημένα σύρματα. Οι στίχοι διαθέτουν βαρύτητα, πάει να πει, κάθονται σαν βροχές, διαθέτουν φρεσκάδα, κάνουν, πάει να πει ζωντανή αυτήν την νύχτα. Το κορίτσι θα το λένε Πουπερμίνα. Το δράμα της δεν θα είναι γραμμένο στο πρόσωπο Λίζα μα στα ποιήματα, τα ποιήματα.

Τα κορίτσια του βεστιαρίου, όταν τελειώνουν την σπουδή τους, τρέχουν στην έξοδο του ποιήματος. Πρέπει να είναι εκείνη του κινδύνου, γιατί τα κορίτσια τρέχουν ως εκεί με διαλυμένη μέση, σωρούς υποσχέσεις στον κόρφο τους και ίσως το χαλασμένο μακιγιάζ του χρόνου. Γυρεύουν τα αγόρια τους, εκείνα ανάβουν τα μπροστινά φανάρια, ξαφνικές στριγκλιές μες στην νύχτα, ωραία που είναι να παίζει κανείς ετούτο το παιχνίδι. Και ύστερα, λίγο πριν φανούν τα δάκρυά τους, τα κορίτσια σκοτώνουν με χρωματιστές καρδιές και τα τακούνια τους το φίδι του κάδρου και σκαρφαλώνουν σε μια τερατώδη, ιταλική μοτοσικλέτα, κρατώντας από τα λαγόνια την ζωή, ξυπνώντας τα χιλιάδες, κοιμισμένα περιστέρια, αφήνοντας κατά μέρος τα πώς και τα γιατί. Τα κορίτσια στο βεστιάριο σιγοτραγουδούν σε πρώτο πρόσωπο, ενικό και ας μοιάζουν όλα τα πράγματα να έχουν την ίδια απόσταση. Είναι πνεύματα θεατρικά, χρειάζονται μια εικόνα και θα υπάρξουν, όπως τα σχέδια των κοχυλιών που αναδεικνύονται στο φως. Αυτά είναι τα κορίτσια του βεστιαρίου που απόψε, σαββατόβραδο, φορούν στρας και λυπούνται. Επειδή θα ήθελαν έναν Καίσαρ χρόνο, έναν τρελό που ξεσηκώνει φύλλα να έρθει κάτω από το παράθυρό τους. Και ακόμη, ένα κουδούνισμα κάπου στα μεσοδυτικά, για μια Ρόμπι που προσμένει κάποιον Μπεν. Τα κορίτσια του βεστιαρίου ανάβουν όλα τα φώτα και το μεγάλο πάλκο του χρόνου λάμπει. Εκείνες στο διάφραγμα ενός χρονικού, ίσια περνούν στους μεγάλους έρωτες και τους λαμπρούς κινδύνους. Με θάρρος πολεμούν τον καιρό, μυρίζουν το κυκλάμινο και δεν γερνούν ποτέ.

Τελευταίο πλάνο. Η Πουπερμίνα, μισή παραμυθένια, μισή χοϊκή διατρέχει σαν φλέβα τον καιρό. Επειδή δεν φοβάται, γράφει ποιήματα. Ίσως όταν κλαίει το μαγικό της πανέρι να γεμίζει με τα καλύτερα τραγούδια. Ίσως όταν είναι λυπημένη περισσότερο από το κανονικό να βρίσκει τον εαυτό της μες στο γύρισμα των έξαλλων στροφάλων. Μες στην καρδιά της κρύβει τον ίλιγγο του καιρού. Παντού και πουθενά οι στίχοι της Πουπερμίνα κυκλοφορούν πάνω από οδοφράγματα, κονβόι, σκηνές εγκληματικές. Σαν άλλη mrs milligram κερνά εκείνα τα ολόλευκα κεφάλια που κοιμούνται στο βάθος των αγωγών του Γιάννη Βαρβέρη. Εκείνοι και τα ποιήματα ξυπνούν. Δείχνουν έναν ορίζοντα, χέρσα χωράφια με παγωμένα σώματα, πολαρόιντ που δεν σώζονται με τίποτε. Πήραν φως και καίγονται. Ετούτη η επίγνωση ίσως πληγώνει την Πουπερμίνα, μα συνιστά μια ένδειξη επίγνωσης, μια εκστατική παραδοχή που μόνον οι ζωγραφιές και τα ποιήματα ομολογούν. Η φωνή της βγαίνει μέσα από τα ολόσωμα γλυπτά της Γουατεμάλας και τις αχνές, συριστικές μορφές της Remedia Varo που ντύνει με ένα δεύτερο δέρμα αυτές τις απότομα ποιήματα ψαλιδιές μες στον βόμβο του χρονικού. Δεν παίρνει πόζες συμβατικές η Πουπερμίνα, κρατά από τα χέρια τις πρόζες της που κάνουν όλη την βρώμικη δουλειά, βαδίζοντας σαν ψυχές κολασμένες πάνω στους τύμβους των ποιητών. Αφού ο αιώνας μας τίποτε δεν θυμάται, η Πουπερμίνα βρίσκει μια άκρη, μια Αριάδνη με γερασμένα μαλλιά και μέλη και ένα ρετάλι ουρανό. Λέξεις στακάτες, ρυθμός που βρίσκει την απάντησή του μες στην ανάγνωση, μυρωδιές των δρόμων, του φιλιού το στέγνωμα, στίχοι ιδιοφυείς, μια φίνα εσπεράντο που κάνει την εμφάνισή της μες στους στίχους, αρθρώνοντας ελεγείες την πιο αναπάντεχη στιγμή. Τα ποιήματα της Πουπερμίνα είναι τυφλά και για αυτό δίκαια, με μια αίσθηση τιμιότητας, μικροί, σαν να λέμε επιτάφιοι. Κάποτε φέγγουν μες στους ατσαλένιους δρόμους, κάποτε η παλιά μυθολογία και η δύναμη να βιογραφούν τα άφωνα. Όλα αυτά είναι η Πουπερμίνα. Ένας μικρός δρόμος που οδηγεί στα ποιήματα. Κάτι σαν το θαυμάσιο αδιέξοδο Ροσέν, κοντά στο Βοζιράρ που στέγασε κάποτε τον γλύπτη Μπρανκούζι. Η Πουπερμίνα ξέρει για τι πράγμα μιλώ, για τις λεπτές γραμμές και κυρίως, για τις λέξεις που ελπίζουν, ζουν, βάφονται, γερνούν. Μα με έναν μοιραίο και ειρωνικό τρόπο και με τον πάταγο της αλληγορίας τους πάντα εφικτό . Έναν τρόπο που καθιστά το στυλ της σύγχρονο, ενώ την ίδια στιγμή την φαντάζομαι με βαμμένα από πέταλα γερανιού χείλη και σπίρτο στα φρύδια. Να κοιτάζει με μάτι ελεφάντινο ζωγράφου τα βαθιά στρώματα, ενώ τα ποιήματά της περνούν, αναμμένα βαγονέτα με κολλαρισμένα μανεκέν. Το εξ αντικειμένου κάλλος καίγεται και η ίδια συνθηματολογεί κόντρα στην άβυσσο του δρόμου.

Η Πουπερμίνα δεν μεγαλώνει και το συγκολλητικό υλικό της δικής της συνείδησης είναι ο κύκλος της ζωής και το βάρος του μολυβιού που κρατά στο έδαφος τις πρόζες της. Κάνει πράξη την επωδό του γέρο Ουώλτ και πάντα κάπου στέκει και μας προσμένει. Σε ένα γλυπτό, σε μια ζωγραφιά, σε ολόσωμες φιγούρες και προτομές ενός νεαρού Τηλέμαχου. Τα καλοκαίρια, λένε κοιμούνται μες στα αγάλματα. Και στα ποιήματα, ψιθυρίζει η Πουπερμίνα και όσοι πιστοί ακούσουν. Ανάμεσα στα πένθη του Χ. Λιοντάκη και την λαμπρή προοπτική των κατά Στέλιο Λύτρα, αναβάσεων. Μες στην λαμπρή πεποίθηση πως ολάκερο το σύμπαν φτιάχτηκε για τους μικρούς θανάτους μας.

.

3 σκέψεις για το “ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ (ΠΟΥΠΕΡΜΙΝΑ)”

  1. Παράθεση: Πουπερμίνα – Μηχανικό Μολύβι (mpencil)

  2. Παράθεση: Πουπερμίνα - Deyteros.com

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.