Η Χριστίνα σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Γαλλική Φιλολογία και Μετάφραση. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη ως καθηγήτρια Αγγλικών. Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή ΣΠΟΡΑ το 2016 (εκδόσεις Κυριακίδη), για την οποία έλαβε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2017 στα Θ’ Πολυδούρεια. Η ποιητική συλλογή ΓΟΟΣ εκδόθηκε το 2019 από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Η ποιητικής συλλογή (Γ)ράμματα εκδόθηκε το 2025 από τις εκδόσεις «’Εναστρον»


.
(Γ)ΡΑΜΜΑΤΑ (2025)
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΜΕΝΑ
έσω αλληλογραφία πριν την αυγή
Λοβοί κομμένοι
Δεν έχω μπούσουλα
κι έτσι αγριεύομαι
μες στα σκοτάδια
Δεν έχω μπούσουλα
Πώς ν’ αμυνθώ;
Σφίγγω τα φαιά μου κύτταρα
μη σκορπίσουν
Η θάλασσα χώνεται στις φλέβες μου
Ο εαυτός μου
ξυπνάει τις νύχτες
Μ’ αποκοιμίζει
Κλαίει τα μάτια μου
— τα βρίσκω το πρωί πρησμένα
Μου κλέβει τα όνειρα
— τα βλέπω τη μέρα
Τους έρωτές μου
βυθομετρά
Τα ναι μου
Απόδειπνο
Έχω μέσα μου ένα πορτοκάλι·
στάζει χυμούς στ’ απόδειπνο
την ώρα των νεκρών
ώρα που τα φαντάσματα
βγαίνουνε απ’ τους τάφους
Ένας ολόχρυσος καρπός
απλώνει ρίζες
στα όνειρά μου
στοιχειώνει τα σπλάχνα μου
πνίγεται στο αίμα μου
Δίχως του
οι οργασμοί μου σάπιοι
Κάποιες βραδιές
στα σπάργανα το τυλίγω
το νανουρίζω
τρομαγμένη
μη χαθεί
μη νεκρωθούν
οι κάλπικοι παράδεισοί του
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΣΕΝΑ
Μαθηματικές παρατυπίες
(ολίγον ατασθαλίες)
Ο έρωτας
δεν είναι μαθηματικά.
Ένα συν ένα
μπορεί να κάνει και
συν άπειρο
η πλην άπειρο
Μπορεί απλώς μηδέν.
Καλά, αν θες,
κάνει και δύο.
Ένα μείον ένα;
Μηδέν,
θα μου πεις.
Μα
το μηδέν
γράφεται
κύκλος.
Κι ο κύκλος
περικλείει
τα πάντα.
Άρα
το μηδέν
είναι τα πάντα.
Μηδέν
η αρχή του παντός
λοιπόν,
το είπαν κι οι φιλόσοφοι.
Ο έρωτας
— στο είπα; —
δεν είναι μαθηματικά.
Μία τελεία
Ο κόσμος μου
δεν είν’ ο κόσμος σου
τελικά
Κι εκείνες
οι ιδιαίτερες
συγχορδίες
για μένα παίζαν
μόνο
Μέσα μας
το σύμπαν
κι οι κόσμοι όλοι
τελικά, δεν συμφωνείς;
Είμαι σαν το παγόβουνο
σου είπα
και κράτησες
τον πάγο·
μα εννοούσα
το βουνό
κάτω απ’ τον
πάγο
Τα λες αγριόχορτα·
εγώ τροφή για τα πουλιά
Άχρηστη γνώση εσύ·
εγώ φιλοσοφία
Εγώ ο σοφός,
εσύ ο έμπορος, λοιπόν·
ή — σε άλλη ανάγνωση —
εγώ ο τρελός
εσύ
του κόσμου ο στυλοβάτης
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Οδός καλειδοσκοπίου
Ήταν εχθές θαρρώ,
μια μέρα ανοιξιάτικη,
που μετακόμισα στο σπίτι αυτό,
οδός καλειδοσκοπίου.
Εδώ και κάμποσο καιρό παρατήρησα
πως τα δωμάτια μετατοπίζονται.
Εκεί που ήταν η κουζίνα χθες
σήμερα είναι το μπάνιο.
Χάνω συχνά τον ύπνο μου μη βρίσκοντας που να κοιμηθώ.
Χάνονται κι αντικείμενα και βρίσκονται άλλου.
Χτες τα μαχαίρια τα βρήκα στο κρεβάτι.
Μες στο λουτρό φυτρώνουν ανεμώνες.
Και κάπου κάπου ξεπροβάλλει μία βόμβα,
έτσι από το πουθενά.
Αλλάζουν κάποτε κι οι εποχές.
Εκεί που ήταν άνοιξη εχτές
σήμερα είναι φθινόπωρο.
Το σπίτι τούτο ’δώ δεν έχει ησυχία.
Τη μία λάμπει μες στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια του
και στροβιλίζεται μες στον χιονιά.
Ξάφνου μαυρίζει στοιχειωμένο
και παίζει γκολφ με πεθαμένους.
Σαν μετακόμισα σε τούτη ’δώ τη γειτονιά
είχα ελπίδες για μια καλύτερη ζωή.
Μα φαίνεται τ’ ανάθεμα με ακολουθεί
σε κάθε τόπο,
σε κάθε εποχή.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαναστατικό
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαναστατικό
από ένα σώμα που κινείται.
Που φιλιέται
που πηδιέται
που χορεύει.
Που κινείται.
Δυο μάτια που κοιτούν
δεν είναι παρά
δυο μάτια που κοιτούν.
Ένα σώμα που κινείται
μπορεί ν’ αλλάξει
τη ροή των ποταμών.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαναστατικό
από ένα σώμα που κινείται.
Που αγριεύει
που θολώνει
που σκοτώνει.
Που κινείται.
Δυο χέρια που γράφουν
είναι απλά
δυο χέρια που γράφουν.
Ένα σώμα που κινείται
ρουφά τους νόμους της φύσης-
μετά τους φτύνει ποίηση
Ζωή
Μοτίβα άσπρα μαύρα
συμπυκνώνονται
ενώνονται
διασπώνται
Διασταυρώνονται
διαιρούνται
πάλλονται
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
Μαριονέτες
Παίζουμε όλοι σε μια σκηνή
Σκηνή αποπλάνησης ή βιασμού
Σκηνή θανάτου ή σκηνή πάθους
Μύριες σκηνές
Χειροκροτούμε εκστασιασμένοι
εαυτούς και αλλήλους
τέλος κάθε έργου
Κι όμως
είμαστε άθλιοι ηθοποιοί
Χάνουμε συχνά τα λόγια
Αγνοούμε πού πρεπει να μπούμε ή να βγούμε
καθώς και πώς
Αλλάζουμε τις ατάκες·
κάποτε και τους ρόλους
Οι μόνοι που παίζουνε καλά
είναι κάτι απατεώνες,
συγγραφείς (γράφουνε μόνοι τους τους ρόλους),
και λίγοι — ελάχιστοι —
ευνοημένοι από τη μοίρα
Πώς ξέφυγαν αυτοί
του πεπρωμένου
αγνοώ
Χειροκροτήστε τους όμως
Είναι αξιομνημόνευτοι
— οι μόνοι
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Σφάζουν οι λέξεις (;)
Φορτωμένες ν(ο)ήματα οι λέξεις
Κρύβονται πίσω απ’ τις σκιές τους
ξ-αστερια
κ-αδρα
φ-ασματα
Μου(χ)λιάζουν συχνά
στ’ απόνερα
των φριχτών μας
άδειων ρούχων
Κι αποπλέουν
Μένουμε άφωνοι
Καλύτερα…
Ας μένει η σφαγή γι’ αργότερα
ΤΡΙΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
(Απο)χωρισμός
Πρώτα πρέπει
ν’ αφήσουμε πίσω
τους νεκρούς μας
Να τους βάλουμε
για ύπνο
να τους σκεπάσουμε
να τους φιλήσουμε
για καληνύχτα
Κι υστέρα
να τιμήσουμε το χώμα
που πάτησαν
Να τρίζουμε,
να παίξουμε^
να χορέψουμε
πάνω του
Και να φυτέψουμε
λουλούδια.
Πολλά λουλούδια.
Να ρουφήξουν
από το χώμα
όλους τους χυμούς
Να μας χαρίσουν
ήλιο
.
ΓΟΟΣ (2019)
Σάρκινα
ΣΩΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
Φυτρώνουν
στο κορμί σου
λεμονιές, περγαμόντα,
γιασεμιά
Μπαχάρια
ποτίζουν τις ανάσες σου
καπνίζουν στους αρμούς
Στ’ ακροδάχτυλα
ανθίζουν ρόδα, κυκλάμινα, κρίνα
ουράνιο τόξο βάφοντας
πρόσωπο, γαστέρα και γλουτούς
Μία αγγελική
στα χλωμά σου ριζώνει χείλη
ευωδιάζουν τ’ ανεπαίσθητα της άνθη
κι οι πυρροί καρποί της
σε ματώνουν
ΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΟΥ, ΠΑΙΔΙ
Στο γιο μου, Δημήτρη
Μυρίζεις σφαγμένο πορτοκάλι
κι είν’ η ευωδιά σου μια απόχη
που μέσα της κρέμομαι
κι όλοι οι ορίζοντες
απλώνονται μπροστά μου
Κήποι των Εσπερίδων
και Κήποι της Εδέμ
Χαυνωμένη πεταλούδα
βυθίζομαι στα βήματά σου
τα όρια του βίου μου
περιχαρακωμένα
στων γέλιων σου τις βροχοστήλες
η πουπουλένια σου αγκάλη
αερόπλοιο
με ταξιδεύει
σε ύψη απροσμέτρητα
Νέμο σαλπάρω
για βάθη απύθμενα
– οι κόσμοι της φαντασίας όσοι
τα δάχτυλα όσων έζησαν
στη νιοστή
Τρέχω ξοπίσω μαγεμένη
πάντα ξοπίσω
πάντα μαγεμένη
ΜΟΥΡΙΑ
Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ανατέλλουν ήλιοι στα ριζά της
τσαμπιά να κρέμονται τα όνειρά μου
στα κλαριά της
ηδονικά να στάξουν πεθυμιές τα φύλλα της
πάνω στα βλέφαρά μου
γαλάζιες κορδέλες ν’ ασημίζουνε
μες στα φυλλώματά της
και ανεπαίσθητες ακίδες σύμπαντος
να με τσιμπούν στο κάδε άγγιγμά της
Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ’ναι τα πόδια της γερά
να δρασκελούν αγέρωχα το σύμπαν
ν’ αδράχνουνε το φως και το σκοτάδι
με περισσή ευκολία
κι όσα μου απόμειναν φτερά
μπηγμένα στην καρδιά της
τον άνεμο αέναα να καβαλούν
Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ’ναι τα μάτια μου οδηγός της
και κάδε κύτταρό μου να ’ν’ δικό της
χειμώνες ν’ αψηφά και αγριοτόπια
και κάδε άνοιξη ανυπόταχτη να γνέφει
πως είναι δω, πως ζει, πως αναπνέει
πως τίποτα δεν τη χωρεί,
πάντα δα ταξιδεύει
Νέφινα
ΥΜΝΟΣ
Μες απ’ τα σύννεφα
τρυπώνει η ζωή
– πορφύρα διάχυτη στο μπλε τ’ ουρανού
Θροΐζει το ευμετάβλητο
τόσο αναπάντεχα ωραία
Μου χαρίστηκαν ορίζοντες
δάση από πέτρα και ήλιο
και μια υδάτινη απεραντοσύνη
να βυθίζεται η σκέψη μου
Μου δωρίστηκαν
χρυσοπράσινοι ιριδισμοί σε ποταμίσιο κορμί,
κόκκινες σταλαγματιές σε ουράνιο δόλο
γαλάζιοι κυματισμοί
– ένας αδιάλειπτος κόσμος χρωμάτων
να ζωγραφίζεται η ψυχή μου
Μου δόθηκαν θροΐσματα,
γάργαρα κελαρύσματα
βρυχηθμοί, λαρυγγισμοί, αηδονολαλιές
ουράνιες μελωδίες
να τραγουδούν τα όνειρά μου
Και μου ζητήθηκε μόνον
ο Λόγος
να αναζητεί και να υμνεί
τις άπειρες εκφάνσεις
του αέναου
ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ
Αγριεύει το σύμπαν
στις σκιές – αναδιπλώνεται
Λυγίζει ο χρόνος – σπάει
Βουβαίνεται η μνήμη…
Αιωρούνται τα όνειρα
δαγκώνουν το άπειρο
Αστράφτει τ’ απονενοημένο
Και άρχεται η αντίστροφη μέτρηση.
Αναρριγώντας
ανέλπιδα
περιδινίζεται το φως
Άναρχα ταλαντώνεται
– λευκή πανδαισία
σε βρόχο ερέβους
Του χάους η χοάνη
τ’ αδράχνει
τ’ αφανίζει…
(Αστράφτει τ’ απονενοημένο)
Ουδόλως κάμπτεται η φυγή·
μόνο μ’ ένα στραπατσαρισμένο
λευκό πανί
στ’ απύθμενο βουλιάζει
το θάμπος
Κι ο κύκλος αργοκλείνει…
Μα εκεί,
στο πριν,
μια ανεπαίσθητη ακίδα
απομένει
– μήτρα του μέλλοντος κόσμου
ΠΑΝΔΩΡΑ
Γι’ αυτήν ζω·
για την αιθάλη στα μαλλιά
σαν μπαρουτοκαπνιστεί η ψυχή
Για το χαμόγελο
σε δυο ανθισμένα χείλη
που άπληστα αγαπώ
Για την ευωδία του αίματος
που ροβολά στις φλέβες
άτι
Λαβωμένη ανθίζω…
Λιπόσαρκα αετώματα
των ματιών μου οι κόγχες
σπέρνουν άλικες δροσοστάλες
στο σύμπαν
και στου ανέσπερου
τα άγια χώματα
βλασταίνει
σε νωχελικό λίκνισμα
ο Λόγος…
Σε νεφελώδεις Αιώνες
απάγκιο αποζητώ
σε μυρωμένα πνεύματα
κι αντάρτικες ψυχές
Μα πριν αλέκτωρ τρις λαλήσει
αιώνια προδίδομαι…
Σφαλίζω ενίοτε τις στράτες
σ’ ό,τι ανώδυνα στο τίποτα αναλώνεται
σ’ ό,τι λιμνάζει
σ’ ό,τι ματώνει…
Σταυρώνομαι σε μοναξιάς τίμιο ξύλο
μην έχοντας να προσμένω
παρά καθρέφτισμα
στη λίμνη Αχερουσία
και βάδισμα λυτρωτικό
στα κρυσταλλένια της νερά
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΠΕΠΤΩΚΩΣ
Ι. ΑΡΝΗΣΗ
Όραμα πνεύματος δανόντος
η ζωή
γυρεύει
-λάμψη λευκή –
να σαρκωθεί
Η τελευταία μου πνοή
οργασμική τελείωση
Δειπνούν μαζί μου
μορφές σκαιώδεις
οι μνήμες
Η τελευταία μου πνοή
ερωτικός παροξυσμός
κραυγή – η βρυχηθμός;
Μέσα μου κι έξω μου επαναστατώ
Παίρνω το κορμί μου μαζί
– αρνούμαι πεισματικά το χωρισμό
Θέλω τις μνήμες μου χωμάτινες
να λιώνουν, ν’ αγριεύουν, να στάξουν,
να φθείρονται
λουσμένες στο φως και στο σκοτάδι
αιώνια να υφαίνονται
Μια φευγαλέα ταλάντωση
και δέσμες καπνού τυλίγονται
κιβωτός και πνεύμα
σε αέναο ερωτικό σύμπλεγμα
– λικνίζονται
Η τελευταία μου πνοή
γράφει τον κόσμο
Πύρινα
Νεκρή αθωότητα
Στήνω τα πιόνια
στη σκακιέρα
«Οι αθώοι φεύγουν πάντα πρώτοι»
μου λες
Κοράκια αγγίξουν
τις παλάμες
στα εκατόχρονά τους
Πενθούν
την εκατέρωθεν
νεκρή αθωότητα
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΧΑΘΗΚΕ ΑΠΟΨΕ
στον Άγνωστο Έφηβο
Μούδιασαν τ’ ακροπατήματά σου
Τα μάτια σου βάφτισες στ’ αγιάζι
και λεύκισε η χαρακιά
Κουράστηκες
Η ζήση ατελής
Έκανες να βγάλεις κραυγή
μα το λαρύγγι σου άδειο
το ’κοψες
Η φωνή σου πνίγεται
Πόσο πια πράσινο
στο γκρι να χώσεις;
Βασίλεψες απόψε
Δεν πρόφτασες ν’ αφουγκραστείς
τ’ αχόρταστα χέρια σου
τους παλμούς των δέντρων
τη διαφάνεια που εισχωρεί στα κύτταρά σου
ενώ απάτητες μένουν οι οάσεις σου
Δεν χόρεψες
στην απεριόριστη ασπράδα του μυαλού σου
όπου κανένα τείχος δεν υψώνεται
κανένα τείχος δεν χρειάζεται να γκρεμιστεί
Κι έγειρες
να πλέεις ανεγκλώβιστος
εκεί όπου η φωνή δεν πάλλεται
κι οι βουνοκορφές χιονίζουν αιώνια
και τα μαντίλια δεν σκουπίζουν δάκρυα
κανείς απών, κανείς παρών
λιμνάζουν μόνο
οι γόγγοι των ζωντανών
Βασίλεψες απόψε
Ένα παιδί που χάθηκε
στα ονειροπατήματά του
ΓΑΙΑΣ ΓΟΟΣ
Μπότες βαριές
σχίζουν τα σπλάχνα μου
– καρφιά ανήλεα
αιώνες τώρα
Πολύχρωμο μωσαϊκό
ο ανθρώπινος ζόφος
έμβρυο που καγχάζει
στοιχειό στο κορμί μου
ασκέρια αυγατίζει
στα σωθικά μου
Λάμνει μέσα μου
μια επανάσταση
εδώ
στο άκρο του αιώνα
Δείτε με!
Αρχαία μαινάδα
δα ψήσω τα μάτια σας
δα ματώσω τα χείλη σας
Σεισμός κράσπεδα στάχτη
Ακούστε με!
Ιαχές κάρβουνο
Θα σπάσω τα τύμπανά σας
Μια μια
οι πλαστικές σας οάσεις
δα εκραγούν
Θα ηχήσει σιωπητήριο
ετούτο τον αιώνα
Αφουγκραστείτε
το άγιο μοιρολόι
σαν τελευταία προσευχή
σαν μετάνοια
σαν ύστατη οιμωγή
ΕΝΟΧΗ
Έκοψα το φεγγάρι
κι ήτανε κόκκινο
σαν ματωμένο χείλος
Το ξερίζωσα από τα σπάργανά του
– ήτανε πράσινο
σαν τα φύλλα
που ρέουν στο ποτάμι
Κάρφωσα την καρδιά του
– ήτανε μαύρο
σαν τον κορμό
καμένου δέντρου
Το έκρυψα στον κόρφο μου
– τρεμόπαιξε χλωμή
μια φλόγα
στο δάκρυ του
Κούρνιασα
στο κυρτό του κορμί
και έκλαψα
– κραυγή μετάνοιας
ΕΝΥΠΝΙΟ
Είν’ όνειρα που φορές
γυμνά αγγίξουν το σκοτάδι·
καμιά αστραπή να τα αγιάσει
Έτσι γυμνά πορεύονται
δίχως κάλυπτρο·
μαζώνουν
ανόθευτα, ανάλλαγα
όμοια κρασί παλιό
που δεν νότισε στο χάος
ΣΠΟΡΑ (2016)
Ι ΠΕΠΛΟ
ΦΕΥΓΙΟ
έφτασες
πάνω σε άρμα χρυσό
καβαλάρης της νύχτας
έφυγες
-αυγουστιάτικο ήταν θυμάμαι πρωινό-
και σ’ αναζήτησα
μα τώρα γύρισες
κι είμαι μια λάμψη
κι η σκιά μου στον τοίχο τυφλή
ΣΠΟΡΕΑΣ
έσπειρα στους ουρανούς των θαυμάτων
τα μάτια σου
κι ο κόσμος άστραψε
απίθωσα στην καρδιά των Δελφών
ένα απ’ τα εφτά θαύματα
το χαμόγελό σου
και τα νερά τραγούδησαν
έσκυψα και φίλησα τα χείλια σου
τα γιασεμιά
μα ήταν πικρά σαν τ’ αγιονέρι
ήρθανε Σειρήνες και με λωτούς σε μάγεψαν
άφησα ένα στάχυ να με θυμάσαι
σε δύσκολους καιρούς
να το ’χεις συντροφιά
το μόνο που αξίζει…
ΣΤΙΓΜΗ
Βουνοκορφές αχνίζουν
πνιγμένες στο γαλάζιο
Αιχμαλωτίζεται στο τζάμι
μία άκρη τ’ ουρανού
Αγγίζεις με τ’ ακροδάχτυλά σου
το σύνορο του εδώ
και του εκεί
ΚΥΜΑ
Πάθος και αλμύρα
κι ο ορίζοντας
λευκό σεντόνι στο προσκεφάλι
Καίει η γη
στο άγγιγμα της σάρκας
κι ο πόθος στον κοχλασμό του αίματος
Διαφανείς δονήσεις του ήλιου
καθρεφτίζονται
στα νερά της Αχερουσίας
κι όλα –
οράματα, οπτασίες, ενσαρκώσεις –
αντανακλώνται
στις δυο Σου ίριδες
Κι εγώ ένας μικρός τους κόκκος
διασπώμαι σε άπειρα μόρια
εισβάλλω ορμητικά
στα πολύβουα κύτταρα του σύμπαντος
κι αναζητώ Εσένα
ΙΙ ΓΗ
ΠΑΙΔΙ
Αυτό το βλέμμα
που όλα τα παρατηρεί
που όλα τα εικάζει,
που όλα τα περιφρονεί
που όλα τα λατρεύει…
ΒΑΡΥΤΗΤΑ
μικρέ μου άγγελε
πλάσμα του αιθέρα
υπάρχουν όρια στη γη
τα φτερά σου τα ‘χάσες
πρόσεχε!
τώρα σε κυβερνά
ο νόμος της βαρύτητας,
της δράσης, της αντίδρασης,
η κεντρομόλος κι η φυγόκεντρος…
μα μη φοβάσαι-
το χέρι μου είναι εδώ
κι όλους τους νόμους
καταργεί…
ΕΝΥΠΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ηδονικά απιθώνουνε το χάδι
οι απαλάμες μου
πα στις μαργαριταρένιες σου παρειές
καθώς μ’ αυγερινό χαμόγελο
εκπνέεις τ’ όνειρο
στην ιλαρή ημέρα
Λευκή η ανάσα σου
διαλύει ομίχλες
σε δαιδαλώδεις ατραπούς
Τσακάλια αλυχτάνε σαν περνάς
και στο σκαρφάλωμά σου
χάσκουν γκρεμοί από κάτω…
Πρωτοΐδωτο σε προσμένει φως
Μη σκιάζεσαι, προχώρα
Για ιδές,
στο ύψωμα κει δα
θρόνος η εκκλησιά -αετοφώλιασμά σου –
και στα ριζά της άβυσσου
σκαλώνει Δέντρο η Ζωή
χαϊδεύει τα ουράνια…
Ξένη I
τις στράτες μου πυρπόλησαν
χέρια μαβιά
ένοικος σε σπίτι άδειο δίχως κουρτίνες
διαλύομαι διάτρητη·
ο ήλιος τρυπά το κορμί μου
και διαχέεται το φως του μες από κάθε κύτταρό μου
το στόμα μου
οπή που χάσκει απρόσκλητη
σε τούτα τα λημέρια
οι παλάμες μου
βαλσαμωμένα περιστέρια
με δυο καρφιά μπηγμένα στα φτερά
ξένη εντός μου
αναλύομαι,
αναλώνομαι
κι αναζητώ τη μορφή μου·
ψηλαφώ το βράχο
που ήταν κάποτε πρόσωπό μου
ΙΙΙ ΣΑΡΑΚΙ
ΛΗΣΜΟΝΙΑ
της χαράς σταυρωτής
περιστέρι μου
η λησμονιά
η λησμονιά
που μας τύλιξε
με τ’ άθλιο πέπλο της
κι εσύ που της δόθηκες
κι εγώ που την αγνόησα
κι αυτός που την επέβαλε
όλοι ένοχοι
εσχάτης προδοσίας
στη ζωή
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Γιατί θα πρέπει
να ’χουμε νέα;
Στα παλιά βρίσκεται η ουσία…
Γιατί θα πρέπει
να μιλάμε;
Στη, σιγή βρίσκονται
οι ήχοι
οι πιο απαλοί
οι πιο βαθιοί
οι πιο ανταριασμένοι…
ΔΙΑΦΑΝΟΣ
την ώρα που αίολα δίνεσαι
-ορυμαγδοί, ανάσες-
σε μυημένα μονοπάτια,
εγώ
είμ’ ο αέρας στα μαλλιά σου.
την ώρα που
ένας κόκκος άμμου
σου διδάσκει
τα μυστικά του σύμπαντος,
είμαι το κύμα
που ηδονικά φλερτάρει
τ’ ακροδάχτυλά σου.
,
είμαι η μουσική
που σ’ αναδεύει
σαν μέσα σου
γεννιέται η Ιδέα.
ο φύλακας
στην πύλη των ονείρων
είμαι
και στ’ άδυτά της σε τραβώ
και σε επαναφέρω.
ασήμαντο μην με θαρρείς.
Σαν
σήμαντρα ηχήσουν
οι ιαχές του κόσμου
θα νιώσεις
την κραυγή μου.
ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Αυτοί δεν σ’ ενοχλούν.
Κείτονται κει
απαλλαγμένοι
από ενοχές κι επιθυμίες
όμοιοι με λάμιες
που γύρισαν
στην πρότερη
οσία μορφή τους.
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Είναι οι μόνοι
που σπάσαν τον καθρέφτη.
Μύρια διάφανα γυαλάκια
μ’ εκατομμύρια μορφές
άγιες και σατανικές
– όλες δικές μας.
Ακούσια θεώνται
τον κύκλο της ζωής
– μην τους ζηλεύεις…
συ δεν θα δεις το καλό
να συμπορεύεται με το κακό
– φίδι
που δαγκώνει την ουρά του.
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Αυτοί έκαναν
τα δικά σου λάθη
αιώνες πριν.
Αστούς ν’ αναπαυτούν…
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Πάντοτε να θωρείς ψηλά
σαν διαβαίνεις την έρημη γη,
με τον ήλιο αγνάντι
να σου καίει τα μάτια,
πέρα απ’ τα υπόγεια,
κει που αναρριχώνται μπουκαμβίλιες…
Και σαν μπουχτίσεις τα ατέρμονα ταξίδια
κούρνιασε σε σπίτια με μύριες θύμησες·
ανάσανε τους χιλιόχρονους τοίχους,
φώλιασε στις κόγχες τους,
ατένισε απ’ τη γυάλινη σκέπη
τους ορίζοντες που περνούν,
χάραξε στο κέρινο δάπεδο
τη μοίρα,
όπως αιώνες πριν
που παιδί
έξυνες με τη μύτη του ποδαριού
το χώμα
γυρεύοντας σπόρους, λαγούμια
και κρυμμένους θησαυρούς.
Μη στάξεις στα μάτια σου νερό,
κράτα τη λάσπη του αιώνα στα τσίνορα
φόρα την κατάσαρκα
άστην να σε τυλίξει…
Κι έτσι προφήτευσε
λασπερός, φλογερός Τειρεσίας…
Μην φοβηθείς·
Κι αν κάψουν τα βιβλία της γης
οι ιδέες τους ενυπάρχουν στις ψυχές
Κι αν θρυμματίσουν τις ψυχές
παιδί ξανά
χώσου στης γης τα έγκατα,
ψάξε τον πυρήνα·
Κι αν σπάσουν τις πέτρες
κι αν τσακίσουν τη γη
βυθίσου στη θάλασσα
Κι αν στραγγίσουν τη θάλασσα
όρμα στ’ αστέρια
στο σύμπαν
στο χάος
Παντού, σε κάθε
απειροελάχιστη ιδέα ζωής
ελλοχεύει το φως…
ΠΑΡΑΓΚΑ
Μία παράγκα
γυμνή
δίχως λουλούδια
Χτυπάει πέτρες
ο βοριάς
πάνω στον τσίγκο
κι ο ήλιος
ανήλεος πυρετός
Κουβαριασμένα μέταλλα
παρατημένες μηχανές
μες στην αυλή
-παροπλισμένοι επαναστάτες
θεριά φυλακισμένα!
Δίπλα στην είσοδο
ένα ψυγείο
λευκό και θλιβερό
και ένα ξύλινο μικρό κλουβί
με ένα καναρίνι
-το μόνο ζωντανό
σ’ αυτή την ερημιά…
Μία γυμνή
-νεκρή σχεδόν-
παράγκα
μας σημαδεύει
όλους!
ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Απόψε
πεθαίνεις ωραία
Τα καρφιά μοιάζουν λουλούδια
και τούτη η λόγχη
πούπουλο φτερό
χαϊδεύει τα πλευρά σου
Το ξύδι
νέκταρ των θεών
κι η άλικη σου πορσελάνη
παπαρούνα λιβαδιού
ΑΝΑΣΤΑΣΗ…
στέκει τ’ αστέρι στη γωνιά
χάλκινο δάκρυ στάζει
την άσπρη σου ύφανση θωρεί
αϊτέ
Κι η άνοιξη δε λέει να ’ρθει…
δυο σου φτερούγες ξέφυγαν
στον υστερνό ανασασμό
πορφυρό βάφοντας
το σμάλτο τ’ ουρανού
Μα η άνοιξη δε λέει να ’ρθει…
ΤΟ ΚΑΘ’ ΟΜΟΙΩΣΙΝ
και είπεν ο Θεός:
όμοιος με σένα θέλω να γίνω
να χτίζω τη γη
γερά με τ’ αλέτρι
γεωργός καθ’ ομοίωσιν
να βγάζω φτερά
ουράνιους θόλους ατενίζοντας
όμοιος επιστήμονας
με σύμπαντα χρώματα
να βάφω τα όνειρα
να γίνονται θαύματα
άλλος εγώ καλλιτέχνης
και είπεν ο Διάολος:
όμοιος με σένα θέλω να γίνω
τα δυο να γίνονται ένα
κι ο Ένας να είναι το Παν
οι λέξεις να κρύβουν αλήθειες
σ’ αυτές μέσα να ζω…
ΚΥΚΛΟΣ
Εν τελεί
όλα καταλήγουν εκεί
στην αέναη ενσάρκωση των ψυχών
στην αγχώδη αναλαμπή των σωμάτων
στο σκοτεινό κατακρήμνισμα της ύλης.
ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Το όνομά μου χάνεται
στην αχλή του χρόνου.
Χαμαιλέων η ύλη
βαλτώνει το νου.
Σε ελώδη εδάφη
γελώντας θάβομαι.
Ελπίζοντας
Πεθαίνω
πάντα τελευταία…
Ποια μήτρα μπορεί
επάξια να με φέρει
σε νέα μορφή;
Ποιος μάγος νους
θα μ’ εφεύρει
σε νέες επάλξεις;
Σε σύμπαντα άλλα
μαύρη τρύπα ποια
επάξια θα με στείλει,
πεθαίνοντας
ν’ αναγεννηθώ
σε καθαρτήριο ύδωρ;
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
(Γ)ΡΑΜΜΑΤΑ (2025)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
FRACTAL 14/10/2025
Η συλλογή «(Γ)ράμματα» της Χριστίνας Γεωργιάδου από τις εκδόσεις Έναστρον, με το ιδιαίτερο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Πρώιος, αποτελεί ένα ενιαίο ποιητικό έργο σε πέντε κύκλους, που κλείνει με τρία υστερόγραφα. Ο τίτλος παραπέμπει τόσο στην αλληλογραφία όσο και στην ίδια τη γλώσσα· «(γ)ράμματα» στον εαυτό, στον Άλλον, στον κόσμο, στο μπουκάλι, στην ποίηση. Το έργο ακολουθεί μια σπειροειδή πορεία: από το εσωτερικό εγώ προς το συλλογικό και το οντολογικό.
Στον πρώτο κύκλο η ποιήτρια συνομιλεί με τον εαυτό της. Εικόνες όπως η θάλασσα στις φλέβες, τα φαιά κύτταρα, το πορτοκάλι που πνίγεται στο αίμα μας, μεταδίδουν μια αίσθηση αγωνίας να συγκρατηθεί η συνείδηση από τη διάλυση. Ο εαυτός παρουσιάζεται διχασμένος: ξυπνά τη νύχτα, κλέβει τα όνειρα, βυθομετρά τους έρωτες. Κι ανοίγει λίγο πριν την αυγή. Είναι η ώρα κρίσιμη, συμβολική, όπου ο νους ταλαντεύεται ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο.
Η εικόνα των κομμένων λοβών προκαλεί ανατριχίλα. Έχει τραυματιστεί η ικανότητα της ακοής, της κατανόησης και του προσανατολισμού. «Δεν έχω μπούσουλα» διαβάζουμε και η αίσθηση της απώλειας ελέγχου εντείνεται. Το σώμα γίνεται όχημα αντίστασης, ενώ ο ποιητικός εαυτός προσπαθεί να συγκρατηθεί από τη διάλυση. Η θάλασσα στις φλέβες, από την άλλη, εμπεριέχει πολλαπλούς συμβολισμούς: Υποδηλώνει τη ρευστότητα, αλλά και το απέραντο, ή και την απειλή. Tο ποιητικό υποκείμενο κατακλύζεται από μια εσωτερική ταραγμένη θάλασσα. Κι εμείς, οι αναγνώστες-κοινωνοί βιώνουμε ένα αίσθημα ασφυξίας. Παράλληλα, υποδηλώνεται μια ανάγκη για απολογισμό. Ο εαυτός ως σκληρός κριτής, μετρά τις εμπειρίες, αξιολογεί τα λάθη, ζητά λογαριασμό, σε περιβάλλον υπαρξιακού διχασμού και αγωνίας.
Στο ποίημα «Απόδειπνο», η διττή φύση των πραγμάτων απεικονίζεται με μια πολύ δυνατή εικόνα. Η περιγραφή του καρπού που απλώνει ρίζες, στοιχειώνει τα σπλάχνα, πνίγεται στο αίμα, είναι ερωτική αλλά και απειλητική: το πορτοκάλι δεν είναι μόνο τροφή ή ζωή, αλλά και βάρος, πληγή. Χωρίς αυτό, η ηδονή χάνει τη ζωντάνια της. Στο τέλος, το
πορτοκάλι μεταλλάσσεται σε βρέφος: «στα σπάργανα το τυλίγω, το νανουρίζω», θα γράψει η ποιήτρια και θα φανερωθεί ως μητέρα ενός καρπού, που βγήκε από τα σπλάχνα της. Από τη μια είναι ζωογόνος, από την άλλη φοβόμαστε μη νεκρωθεί. Δεν πρέπει να χαθεί, αγωνιούμε καθώς διαβάζουμε και περιμένουμε τη μεταμόρφωση, τη στιγμή που όλα θα ξεδιαλύνουν, θα λάμψουν στο φως.
Συνολικά, στην πρώτη ενότητα το ποιητικό υποκείμενο σε εξομολογητικό τόνο θα μας καλέσει να βυθιστούμε στον εσωτερικό της λαβύρινθο και θα στροβιλιστούμε στη δίνη του φόβου και του εσωτερικού διχασμού. Παράλληλα, θα μας δηλώσει την έλξη που της προκαλεί το λοξό, το ανορθόδοξο, κάθε τι που αντιστέκεται στις συμβάσεις της σύγχρονης κοινωνίας.
Στον δεύτερο κύκλο ο διάλογος στρέφεται στον ερωτικό Άλλον. Διαβάζοντας, θα αντιμετωπίσουμε τον έρωτα μέσα από το πρίσμα της λογικής, ώστε αυτός θα καταρρεύσει. Το μηδέν θα αποκτήσει φιλοσοφικό βάρος: ενώ στα μαθηματικά σημαίνει ανυπαρξία, εδώ θα προβληθεί ως κύκλος που περικλείει τα πάντα. Και θα έρθουν στο νου ανατολικές φιλοσοφίες, όπου το κενό, το μηδέν, ο κύκλος είναι πηγή όλων.
Ο τόνος στη δεύτερη ενότητα είναι διαλογικός: η ποιήτρια αναζητά κατανόηση στον Άλλον, αλλά ανακαλύπτει το χάσμα της επικοινωνίας. Εδώ τίθεται το χάσμα της σχέσης, όπου ο έρωτας αναπαρίσταται ως πεδίο δημιουργίας αλλά και ασυμφωνίας κόσμων. Μέσα σε ένα ποιητικό σύμπαν στροβιλισμών και συμβολισμών, θα βιώσουμε νοσταλγία για το σφρίγος των νεανικών χρόνων της ανεμελιάς. Καθώς εμείς σκουριάζουμε στο τέλμα της ακινησίας μας, θα αγανακτήσουμε για τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων στους αιώνες της πατριαρχίας, ενώ το ύφος θα αλλάζει. Άλλοτε θα θυμίζει αρχαία τραγωδία κι άλλοτε θα γίνεται οξύ και καταγγελτικό, προτρέποντάς μας να σπάσουμε τις μάσκες. Και θα μας έρθουν στο νου στίχοι του φουτουριστή ποιητή Μαγιακόφσκι, με την ορμή της ποιήτριας να παίρνει σάρκα και οστά. Το μήνυμα ότι δεν πρέπει να τα παρατήσουμε και ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο, σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι χωρισμένος στα δυο. Λέει στη σελίδα 33: «Τα λες αγριόχορτα/εγώ τροφή για τα πουλιά/άχρηστη γνώση εσύ/εγώ φιλοσοφία//εγώ ο σοφός/εσύ ο έμπορος λοιπόν/ή-σε άλλη ανάγνωση-/εγώ ο τρελός/εσύ/του κόσμου ο στυλοβάτης». Κι όσο θα ξεκαθαρίζει η συνθήκη της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο κόσμους, θα διαβάσουμε ένα ποίημα-ύμνο προς τη θηλυκή πλευρά, την Άνιμα, κι ένα γαλάζιο θα μας συνοδεύει από εκεί και πέρα ενώ εμείς θα αφηνόμαστε στο ανέμισμά του.
Στον τρίτο κύκλο, «Γράμματα στον κόσμο», το βλέμμα απλώνεται προς τα δεινά του σύγχρονου πολιτισμού σε ειρωνικό τόνο, με δυνατά σύμβολα που θα μας συνοδεύσουν κι αφού κλείσουμε το βιβλίο. Μια θηλιά καραδοκεί πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, και το λευκό κρανίο ενός παιδιού βυζαίνει την άβυσσο λυσσαλέα. Ο κόσμος-σπίτι είναι ασταθής και σουρεαλιστικός: τα δωμάτια αλλάζουν θέση, οι εποχές εναλλάσσονται, ανεμώνες φυτρώνουν σε λουτρά, μαχαίρια βρίσκονται στα κρεβάτια. Η ύπαρξη βιώνεται ως καλειδοσκόπιο αστάθειας. Από την άλλη, το σώμα προβάλλεται ως πηγή αντίστασης: που φιλιέται, χορεύει, σκοτώνει, και τελικά μετατρέπει τους νόμους της φύσης σε ποίηση. Αυτό το σώμα συνιστά τόπο αντίστασης και την πιο άμεση μορφή ελευθερίας.
Στον τέταρτο κύκλο, με τίτλο «Γράμματα στο μπουκάλι», η ποιήτρια φωτίζει την ματαιότητα των ρόλων. Στο ποίημα «Μαριονέτες» η ζωή παρουσιάζεται σαν θέατρο. Ενώ διαβάζουμε, θυμόμαστε την αλληγορία του Σαίξπηρ «όλος ο κόσμος μια σκηνή» αλλά εδώ υπάρχει ανατροπή και ταυτόχρονα ειρωνεία: Οι άνθρωποι αδυνατούν να παίξουν τον «ρόλο» που τους δόθηκε. Οι συγγραφείς, γράφουν μόνοι τους τον ρόλο τους, δημιουργούν την ίδια τους την αφήγηση και οι «ελάχιστοι ευνοημένοι από τη μοίρα», μυστηριωδώς ξεφεύγουν από το κοινό πεπρωμένο. Οι περισσότεροι αποτυγχάνουμε να δώσουμε νόημα στον ρόλο μας κι απομένουμε κομπάρσοι σε μια άτεχνη παράσταση.
Στον πέμπτο κύκλο «Γράμματα στην ποίηση», αναδεικνύεται η κρίση της γλώσσας. Το ερώτημα «Σφάζουν οι λέξεις;» υψώνεται μετέωρο. Καμιά φορά οι λέξεις εμφανίζονται φορτωμένες, φθαρμένες, σε αποσύνθεση, που τελικά «μουλιάζουν» και μας αφήνουν άφωνους. Η ποίηση μπορεί να πληγώσει, να σημαδέψει, να συγκλονίσει αλλά και να αποτύχει, να σιγήσει. Οδεύοντας προς το τέλος η ποιήτρια θα διερευνήσει τις δυνατότητές της.
Παράλληλα, έμπρακτα μέσα από τη διπλή σημασία των λέξεων χρησιμοποιώντας τις παρενθέσεις, μια τεχνική που ακολουθείται σε όλη την ποιητική συλλογή, όπως και στον τίτλο της, η Χριστίνα Γεωργιάδου μεταξύ άλλων, τονίζει τόσο τη διττή φύση των πραγμάτων, όσο και τις αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, παραπαίουν ανάμεσα στη γέννηση και στη φθορά, στον έρωτα και τον θάνατο, με τα (γ)ράμματα τα μετουσιώνονται σε ράμματα και να συνδέουν, να επουλώνουν τραύματα. Έτσι οι λέξεις μπορούν να μου(χ)λιάζουν, να φαίνεται ότι είναι σε σήψη, αλλά και να μουλιάζουν ώστε κάποια στιγμή να αποπλεύσουν και να μας αφήσουν άφωνους.
Κλείνοντας, τα τρία υστερόγραφα λειτουργούν ως τελετουργικός επίλογος και ως ανακεφαλαίωση. Θα περάσουν από μπροστά μας ξανά τα πιο δυνατά σύμβολα που έχουν πρωταγωνιστήσει στα ποιήματα της συλλογής. Έπειτα ο θάνατος θα προσεγγιστεί με πράξεις συμφιλίωσης: να «σκεπάσουμε» τους νεκρούς, να τους «φιλήσουμε για καληνύχτα», να χορέψουμε πάνω στο χώμα τους, να φυτέψουμε λουλούδια. Ο κύκλος κλείνει με φως και μεταδίδει την ιδέα της αναγέννησης: τα λουλούδια ρουφούν το χώμα των νεκρών και προσφέρουν ήλιο. Ύστερα από την περιπλάνηση στους πέντε κύκλους, η ποιήτρια προτείνει τρόπους συμφιλίωσης με την απώλεια και τον χρόνο, σε τόνο που θυμίζει Ελύτη: ο θάνατος μετατρέπεται σε φως, σε ήλιο και η ποίηση, προσφέρει τρόπο να μεταμορφώσουμε το πένθος σε δημιουργία.
Συνολικά, η συλλογή συγκροτείται ως μια σπειροειδής πορεία ύπαρξης με σημεία αναφοράς τον εσωτερικό διχασμό, τον διάλογο και την έλλειψη επικοινωνίας, το χάος και το σώμα ως αντίσταση, τη ματαιότητα των ρόλων στο θέατρο του κόσμου, την ποίηση με την κρίση της γλώσσας και των λέξεων και τέλος, τη συμφιλίωση με τον θάνατο και την ανάδυση του φωτός.
Ποίηση υπαρξιακή αλλά και αναστοχαστική που καθώς τη βιώνουμε, οδηγούμαστε όχι στην απόγνωση αλλά στη μεταμόρφωση. Με στίχους που μεταστοιχειώνουν το πένθος σε φως, την απώλεια σε αναγέννηση και δημιουργία.
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 14/10/2025
Η ποιητική συλλογή της Χριστίνας Γεωργιάδου «(Γ)ράμματα» (Έναστρον, 2025), με εικόνα εξωφύλλου το έργο του Γιάννη Πρώιου, Ότι εγεννήθην ως ασκός, ασχολείται με το τραύμα και την πολύτροπη βίωσή του. Το τραύμα δημιουργεί η εσωτερική αγωνία της ύπαρξης, αλλά και η έκβαση των ανθρωπίνων δράσεων και ιδεών. Στο οπισθόφυλλο η ποιήτρια αφήνει το αποτύπωμα της συλλογής.
«Κραδαίνει συχνά η ποίηση σπαθιά, όχι λουλούδια. Λύνεται τότε η γλώσσα και ξαμολιέται να πει την ιστορία της και την ιστορία του κόσμου. Κι αυτό γίνεται σε περιόδους μακρύ χειμώνα. Όταν στον κόσμο βρέχει βόμβες. Όταν η κυριαρχία του παραλόγου αυξαίνει. Όταν τα κορμιά γεμίζουν πληγές. Όταν οι ψυχές γεμίζουν πληγές. Όταν τα μυαλά γεμίζουν πληγές. Τότε τα γράμματα γίνονται ράμματα».
Η Γεωργιάδου ξεδιπλώνει τον εσωτερικό της προβληματισμό μέσω μιας επιστολικής ποίησης. Οι τίτλοι των ενοτήτων προδικάζουν ως προς αυτό: «Γράμματα σ’ εμένα», «Γράμματα σ’ εσένα», «Γράμματα στον κόσμο», «Γράμματα στο μπουκάλι», «Γράμματα στην ποίηση», «Τρία Υστερόγραφα». Τέσσερις οι αποδέκτες της αλληλογραφίας («εμένα», «εσένα», «κόσμο», «ποίηση»), υστερόγραφα, αλλά και «Γράμματα στο μπουκάλι», όπως το δημοφιλές τραγούδι «Message in a Bottle» των The Police προέτρεπε, το1979, τοποθετώντας στο μπουκάλι ένα SOS με σκοπό την επικοινωνία, ελπίζοντας ότι κάποιος θα λάβει το μήνυμα, διαπιστώνοντας εν τέλει ότι δισεκατομμύρια μπουκάλια με το ίδιο περιεχόμενο είχαν εκβραστεί στην ακτή από ανθρώπους που μοιράζονταν την ίδια αγωνία.
Οι επιστολές δεν έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους (προσφώνηση, αποφώνηση, υπογραφή). Τίτλους μόνο των ποιημάτων με τα οποία η ποιήτρια εκμυστηρεύεται εσωτερικούς στοχασμούς και επιθυμίες. Συνεκτικός ιστός των ενοτήτων η πληγή με τη μεταφορική της σημασία. Ευρισκόμενο σε αντίρροπες δυνάμεις το ποιητικό εγώ άλλοτε καταφεύγει σε προσωπικό απολογισμό, άλλοτε βουλιάζει στην κοινωνική σήψη και τον κομφορμισμό. Η έξοδος έρχεται στο «Τρίτο υστερόγραφο». Έχει τον τίτλο «(Απο)χωρισμός» και στερνή του λέξη: «ήλιος».
Χρησιμοποιώντας το πρώτο και δεύτερο κυρίως ρηματικό πρόσωπο η Γεωργιάδου διαμορφώνει θεατρόμορφους διαλόγους ή μονολόγους. Δανείζεται στοιχεία από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (Σταχτοπούτα, Χιονάτη), τη μυθολογία (Μέδουσα), το γοτθικό (gothic), την εκκλησιαστική γραμματεία, το μυθιστόρημα (Σουίφτ, Ντίκενς), την ποίηση (Ρίτσος, Σαίξπηρ, Μπρεχτ). Σαν δραματικές πράξεις οι ενότητες, με ύφος άλλοτε κοφτό και λιτό άλλοτε σύνθετο και λυρικό, αποτυπώνουν τις παλινωδίες της ύπαρξης, όπως και τον παράλογο και αντιφατικό κόσμο μας. Η γεμάτη ένταση γλώσσα καταφεύγει στις γητειές του υπερρεαλισμού, εκπέμποντας συχνά από το ασυνείδητο, τον κόσμο της υπερπραγματικότητας. Απώτερος σκοπός η αναζήτηση μιας κοινωνικής συνθήκης με κέντρο την αγάπη και την ανεκτικότητα.
Η πρώτη ενότητα, «Γράμματα σ’ εμένα», αποκαλύπτει ένα ποιητικό υποκείμενο σε περιδίνηση. Τόνος ερωτηματικός [Πώς ν’ αμυνθώ; ( «Έσω αλληλογραφία πριν την αυγή»)], επαναλήψεις και επαναφορές (Δεν έχω μπούσουλα, Δεν έχω μπούσουλα), εκφράσεις συναισθηματικά φορτισμένες, εικόνες σκληρές [λοβοί κομμένοι, πόρνοι καιροί, («Χελώνα»)], έννοιες όπως μοναξιά, δυστυχία, απελπισία, ρήματα όπως κλαίει, κλέβει, βυθομετρά, ξεβράστηκαν, επίθετα αρνητικά (γυμνά, ματωμένα, βουβό, δακρυσμένο), στερητικά (ανέκφραστο, αναίσθητο, άκαμπτο), προτρεπτικές προστακτικές, [ελευθερώστε με («Έσω αλληλογραφία πριν την αυγή»), βγάλε με στον ήλιο, («Σταχτοπούτα»), επαναλαμβανόμενες αρνήσεις, ξεδιπλώνουν την αγωνία και την εσωτερική πάλη ενός ποιητικού υποκειμένου εγκλωβισμένου στις συμβάσεις, ταλανισμένου από τα στερεότυπα, με περιορισμένη ελευθερία.
Η δαιδαλώδης γραφή της ενότητας με τα νεφελώδη χαρακτηριστικά εκθέτει το δράμα όχι μόνο μιας ύπαρξης που πάλλεται, αλλά και του γυναικείου φύλου. Ζώντας μέσα σε «κουτάκια», αποζητά να βγει έξω από το «κάρμα». Στην ποίηση βρίσκει το αντιστάθμισμά της η ψυχή.
έσω αλληλογραφία πριν την αυγή
Λοβοί κομμένοι
Δεν έχω μπούσουλα
κι έτσι αγριεύομαι
μες στα σκοτάδια
Δεν έχω μπούσουλα
Πώς ν’ αμυνθώ;
Σφίγγω τα φαιά μου κύτταρα
μη σκορπίσουν
Η θάλασσα χώνεται στις φλέβες μου […] (σελ. 11)
Τη δεύτερη ενότητα, «Γράμματα σ’ εσένα», τροφοδοτεί ο έρωτας. Ένα ποθητό άλλοτε «εσύ», τώρα αποξενωμένο, πάντα όμως αγαπημένο. Με την αντίθεση του «τότε» και του «τώρα», αλλά και την πεποίθηση ότι «ο έρωτας δεν είναι μαθηματικά», το ποιητικό υποκείμενο περιέρχεται τον παρόντα, παρελθόντα και μέλλοντα χρόνο. Τονίζει τη δύναμη του έρωτα, μεταδίδει τις συγκρούσεις, τις αντιφάσεις, τις διαψεύσεις.
Πάει η εποχή που
Πάει η εποχή που
η βροχή μύριζε έρωτα
που τα μαλλιά
γεμάτα σκόνη
χλεύαζαν τον άνεμο
που ο ιδρώτας μου
έσταζε στο κορμί σου
Πάει εκείνη η εποχή
Τώρα
χορεύω να τσακίσω τον χρόνο
Τώρα
η βροχή δεν μου ανήκει
Τώρα
ο ιδρώτας μου
στάζει στο πάτωμα (σελ. 23)
Ασύνδετα, επαναφορές, διαρκείς επικλήσεις. Λυρισμός και ένας αγωνιώδης ρυθμός. Διάλογος με το ερώμενο πρόσωπο, την ασυμφωνία, την έλξη, την αγάπη, το «είναι».
Μάσκα
Θρυμμάτισε τη μάσκα σου
Ίσως έτσι δω τ’ ωραίο πρόσωπό σου
Ο χρόνος έσκαψε λακκούβες
Κι έκρυψε θησαυρούς […]
Ναι, θρυμμάτισε τη μάσκα σου
Εδώ μπροστά μου
Να πεθάνει
Να γεννηθείς εσύ
Πριν γίνεις άγγελος
-ή υπερήλικας,- διάλεξε-
θρυμμάτισε τη μάσκα σου
Ίσως έτσι δω τ’ ωραίο πρόσωπό σου
Τις αυλακιές, τις χαρακιές,
την τσακισιά του χρόνου (σελ. 30)
Η τρίτη ενότητα, «Γράμματα στον κόσμο», ξεδιπλώνει την εσωτερικευμένη αγωνία ενός κόσμου τραυματικού, χαμένου στην αποξένωση, χωρίς σύνδεση με το Όλον. Ακέραιες μονάδες, δυστυχισμένες, ένας κατακερματισμένος αριθμός/ 1, 2, 3, /με χωρισμένα/ το 1, το 2, το 3 («Τζόκερ, ή η καταραμένη γενιά»). Συμβολισμοί, γοτθικό περιβάλλον στο ποίημα «Παράξενο σπίτι», ρήματα που δηλώνουν κίνηση. Η κίνηση είναι η αρχή της ζωής όπως και της αλλαγής· «ό, τι δεν δρα δεν υπάρχει» (Λάιμπνιτς). Η ενότητα «Γράμματα στον κόσμο» τοποθετεί τη ζωή σε κίνηση, με τις ισοδύναμες αλλά και αντίρροπες δυνάμεις «Αγάπη» και «Μίσος» («Φιλότης» και «νείκος»), να κυριαρχούν. «Στο Μίσος, όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους και χωρισμένα, μα στη Φιλία, όλα πηγαίνουν μαζί και ποθούν το ένα το άλλο (Εμπεδοκλής, απόσπ. 21).i Το ποιητικό υποκείμενο με γλωσσοπλασία («Κλαυθμοσύννεφο», σελ. 51), θεατρικότητα, εικονοπλασία, εκμυστηρεύεται τους φόβους του, αναφέρεται στην αέναη κίνηση του κόσμου. Στο ποίημα «Φοβάμαι» συνομιλεί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ζωή
Μοτίβα άσπρα μαύρα
συμπυκνώνονται
ενώνονται
διασπώνται
Διασταυρώνονται
διαιρούνται
πάλλονται (σελ. 58)
Στην τέταρτη ενότητα, «Γράμματα στο μπουκάλι», η υπαρξιακή αγωνία συμπλέει με την κοινωνική καταγγελία. Οι γυναίκες Barbie, οι βιασμοί, το θέατρο του κόσμου, η γραφή, αλλά και η ιδεολόγος Ανθή. Υπερρεαλιστικές εικόνες εκπέμπουν SOS για όσα ζούμε ή έπονται.
Οπή
Έξυσα τον τοίχο
την ώρα που δεν έβλεπε κανείς
ν’ ανοίξω τζάμι στον έξω κόσμο
Κι από ’κει
-μια τρυπούλα μικρή-
μπήκαν πουλιά κι οξύρρυγχοι
δυο μπουκιές φως
και μια γραμμή γαλάζιο
Κι ύστερα έβ(γ)αλα το δάχτυλο
-φοβόμουν βέβαια μη μου το κόψουν-
μα ήμουν περίεργη
τόσο περίεργη
για τον άλλον αέρα
Σαν το τράβηξα μέσα
ήταν μπλαβί
στο χρώμα του βατόμουρου (σελ. 67)
Η πέμπτη ενότητα, «Γράμματα στην ποίηση», αποτελείται από ποιήματα ποιητικής. Αναφέρονται στη δημιουργία αλλά και τη δύναμη της ποιητικής τέχνης.
Μούσα
Όταν είναι να γεννηθεί
ένας ποιητής
το έτερόν του ήμισυ
μένει αγέννητο
Ξεκολλάει από πάνω του
κάπου εκεί στην εφηβεία
Του δίνει τα χέρια
μια πένα
Του κάνει έρωτα κρυφά
μες στο σκοτάδι
(μοιάζει μ’ ονείρωξη η όλη ιστορία)
Τα μάτια του θολώνει
να βλέπει κάθε διάσταση
Πτώματα σπέρνει στο διάβα του
να θυμηθεί το επέκεινα
Δεν έχει άλλες ζωές
Μόνο αυτή (σελ. 76)
Με την τελευταία ενότητα, «
Τρία υστερόγραφα», η Γεωργιάδου κλείνει τον κύκλο της πληγής, μιας πληγής που έχει ως αιτία της τις φυλακές/ εντός, εκτός/ και επί τ’ αυτά («Φυλακές», σελ. 79) και επικαλείται έναν ποθητό τόπο, Σημείο-μηδέν/ Σημείο-κύκλος, στον οποίο επιβιώνει η αυθεντική ομορφιά και ο έρωτας, Εκεί που οι μνήμες δεν στάζουν λάσπη// Παράδεισος/ Ηλύσια πεδία/ Αρμονία/ Νιρβάνα/ Ζεν//. Εκεί η Σταχτοπούτα περπατά ξυπόλητη/ Δίχως φρου φρου φορέματα […]// Εκεί ο Όλιβερ δεν είναι έκθετος/ Η Χιονάτη δε φροντίζει/ παιδιά-εργάτες μεταλλωρυχείων/ με μικρό προσδόκιμο ζωής// Εκεί τα καρφιά χτίζουν σπίτια και/ τα στεφάνια είναι μόνο μαγιάτικα// Εκεί εσύ γίνεσαι εσύ/ Και μαζί γίνεσαι εγώ/ Και μαζί γίνεσαι εμείς// Και οι μνήμες δεν στάζουν λάσπη ( «Εκείνο το σημείο που»).
Προτρέπει να […] φυτέψουμε/ λουλούδια./ Πολλά λουλούδια./ Να ρουφήξουν/ από το χώμα/ όλους τους χυμούς/ Να μας χαρίσουν/ ήλιο [(Απο)χωρισμός]. Η συλλογή κλείνει χωρίς τελεία, προκειμένου να σημάνει τη συνέχεια, την ανάγκη του διαρκούς αγώνα για αλλαγή.
Η Χριστίνα Γεωργιάδου, στη συλλογή «(Γ)ράμματα», με εικαστική εικονοποιία και ακατάλυτο ρυθμό ξεδιπλώνει εσωτερικές συγκρούσεις και δοκιμασίες, τη διαλεκτική πάλη με την εποχή και τις ιδέες. Νιότη και γηρατειά, μνήμη και στέρηση, χρόνος και θάνατος, λαχτάρα υπέρβασης. Διαλογική και δραματική ποίηση, με σύμβολα και υπερρεαλιστικές εικόνες. Συνθέσεις με ένταση και διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα. Λόγος υπαινικτικός και επιδραστικός.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΕΡΗΣ
FRACTAL 28/10/2025
«Τώρα / χορεύω να τσακίσω τον χρόνο»
Τα (Γ)ράμματα είναι η τρίτη ποιητική συλλογή της Χριστίνας Γεωργιάδου, ποιήτριας που ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, καλλιεργώντας το λόγο και προβάλoντάς τον ως εργαλείο-μέσο πολλών σημαινόμενων. Κι αυτό διακρίνεται από τη διττή διατύπωση του τίτλου της συγκεκριμένης συλλογής, με αναφορά στα γράμματα, ως σύνολο γραπτών μηνυμάτων και ταυτόχρονα, ανάλογα με τον παραλήπτη, με όσα σκέπτεται και νιώθει η αποστολέας τους, κι αποτυπώνονται ως σημάδια χειρουργικών ραμμάτων στο νου του. Γι αυτό το λόγο κι εύστοχα, το ποιητικό πόνημα χωρίζεται σε πέντε μέρη, ανάλογα με τον προορισμό του κάθε γράμματος, ενώ η συλλογή κλείνει με τρία υστερόγραφα, που το καθένα περιγράφει, με τρόπο συμβολικό, μια κατάσταση στο χωροχρόνο του ψυχισμού της δημιουργού.
Τα οκτώ ποιήματα της πρώτης ενότητας, με τίτλο «Γράμματα σ’ εμένα» ιχνηλατούν οκτώ ομολογίες ή μαρτυρίες για το πως αντιλαμβάνεται η δημιουργός τον εαυτό της. Πρόκειτα για μια αυτοπαρουσίαση ανασφαλής, από τη φύση της -γιατί κι εδώ ακόμη η ποιήτρια, πίσω από το πρώτο πρόσωπο εκφοράς εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του θηλυκού γένους: «Δεν έχω μπούσουλα / Πως ν’ αμυνθώ;» (σ. 11), αναρωτιέται και καθώς νιώθει πόνο πολύ, ευελπιστεί σ’ ένα καλύτερο μέλλον παρά το γεγονός ότι ξεγελιέται με διάφορα μυθεύματα, με συνέπεια να καθυστερεί ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες, και σαν χελώνα, αργοπορεί να προσδιορίσει τα του εαυτού της (σ. 13) τον οποίο και θεωρεί παραμελημένο. Αναζητεί ωστόσο μια λύση κι επιθυμεί να δράσει, μα φοβάται, ταλαντεύεται, παραμένει αναποφάσιστη και καθώς πανικοβάλλεται, προβλέπει ένα δυσάρεστο μέλλον: «Σε λίγο / θα γίνω άγαλμα // ανέκφραστο / αναίσθητο / και άκαμπτο» (σ. 15) αναφωνεί, μη μπορώντας να αυτοπροσδιοριστεί σ’ έναν περιβάλλον όπου δε νιώθει άνετα, σ’ έναν κόσμο που αδυνατεί να τον συλλάβει, που δεν την κατανοεί και γι αυτό αισθάνεται περίεργα, παράξενη και ξένη, χαμένη κι απόκοσμη, κάτι που της προκαλεί άγχος (σ. 18). Καθώς περιπλανιέται και σκέφτεται, υιοθετώντας πολλές νουθεσίες και δοκιμάζοντας πολλές λύσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Κούρδισα το μυαλό μου / να σωθώ / μα -τα ‘παμε- / ποιος βγαίνει / από τον λαβύριθο / αλώβητος;» (σ. 19). Αν και νιώθει πως έχει κάτι να πει, κάτι να προσφέρει, κάτι να δείξει, διστάζει κι αμφιβάλλει: «Κάποιες βραδιές / στα σπάργανα το τυλίγω / το νανουρίζω / τρομαγμένη / μη χαθεί // μη νεκρωθούν / οι κάλπικοι παράδεισοί του» σ. 20) αναφέρει.
Μ’ εφόδια λοιπόν τον δισταγμό, την αβεβαιότητα, τον κίνδυνο έκθεσης μπρος τη ζωή και τον κόσμο, το ποιητικό εγώ οχυρώνεται στο «καβούκι» του κι απευθύνεται στον αναγνώστη, στο «εσύ», στην ετερότητα γενικά, πληροφορώντας την για το τέλος της ανδροκρατίας και την απαρχή μιας νέας εποχής, προσπαθώντας να την πείσει ν’ αλλάξει συμπεριφορά, γιατί πλέον υπάρχει ένα νέο σύστημα στις σχέσεις τους, βασισμένο στην αρχή της ισότητας: «Τώρα / χορεύω να τσακίσω τον χρόνο / τώρα / η βροχή δεν μου ανήκει / τώρα / ο ιδρώτας μου / στάζει στο πάτωμα» (σ. 23) αναγγέλλει. Οπότε απαιτεί άλλη αντιμετώπιση, τονίζοντας με σθένος πως «ο έρωτας / δε είναι μαθηματικά» (σ. 26). Η στάση της συγκεκριμενοποιείται, αφού ως υποτειθέμενη «Εύα», απευθύνει τρία σύντομα μηνύματα στον «Αδάμ», προτρέποντάς τον: «Μη γράψεις άλλους μακροσκελείς / μονολόγους / που σκίζουν στα δυο τη γη» (σ. 28), επιμένοντας να συνθηκολογήσει επιτέλους και να παραδεχτεί τη νέα εποχή: «βάλε επιτέλους / τελεία / στο κόμμα» (σ. 29). Τον ενθαρρύνει να ξαναγεννηθεί, ν’ αλλάξει θέσεις, να θρυμματίσει το εδώ κι αιώνες ψευτοπροσωπείο που φέρει, και ίσως τότε αυτή, κατορθώσει να διακρίνει επιτέλους τον πραγματικό του εαυτό: «Ίσως έτσι δω τ’ ωραίο πρόσωπό σου / Τις αυλακιές, τις χαρακιές, / την τσακισιά του χρόνου» (σ. 30). Γιατί η εμμονή του αρσενικού να υποτάξει το θηκυκό, αποδεικνύει, κατά τη δημιουργό, μια πλάνη, μια περίεργη παρεξήγηση: «Δεν ξέρει / ότι είναι νεκρός / Σκάβει / για έναν θησαυρό / στο βάθος· / μπαίνει έτσι στον τάφο του / λίγο πιο πολύ / κάθε μέρα» (σ. 31) αποφαίνεται. Κι αυτή η αντιπαράθεση με συλλογισμούς που καταρρίπτουν το μύθο του ανδροκρατούμενου κόσμου, και που περιγράφεται στα δέκα ποιήματα του δευτέρου μέρους της συλλογής της Χρ. Γεωργιάδου, καταλήγει στη λύση «της απόκοσμης ευγένειας του κενού», αφού η συμπεριφορά του άλλου καταφέρνει να εκκενώσει τον εαυτό της από κάθε αίσθημα. Νάναι το κενό που νιώθει κάθε γυναίκα μετά και μπρος στην ανδρική βία, κάθε μορφής;
Το τρίτο μέρος της συλλογής, «Γράμματα στον κόσμο» -δεκατέσσερα στον αριθμό- έχουν ως παραλήπτη, τις «θεωρίες» και τα πιστεύω, τις «παραδόσεις» και τις συνήθειες, που έθρεψαν κι επέβαλαν έναν άτυπο κώδικα συμπεριφοράς που εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη του εγώ. Κατάσταση που εντοπίζει η δημιουργός παντού, παρά τις τεράστιες προσπάθειες ν’ απαλλαγεί ή ν’ αλλάξει: «Σαν μετακόμισα σε τούτη ΄δω τη γειτονιά / είχα ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. // Μα φαίνεται τ’ ανάθεμα με ακολουθεί / σε κάθε τόπο, / σε κάθε εποχή» (σ. 43). Κι αυτό συμβαίνει γιατί με την πάροδο του χρόνου οι συνθήκες κατέληξαν κι έγιναν συνήθεια, νοοτροπία, παράδοση, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, και η μοναδική διέξοδος είναι η δράση, την οποία χαρακτηρίζει «επαναστατική κίνηση» επειδή προσφέρει ένα νόημα στην οντότητα της ύπαρξης: «Δεν υπάρχει πιο επαναστατικό / από ένα σώμα που κινείται. / Που φιλιέται / που πηδιέται / που χορεύει. / ( …) Δυο χέρια που γράφουν / είναι απλά / δυο χέρια που γράφουν. // Ένα σώμα που κινείται / ρουφά τους νόμους της φύσης· / μετά τους φτύνει ποίηση» μας ομολογεί (σ. 46). Το ποιητικό εγώ διαπιστώνει μάταιη όλη τη δραστηριότητα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης, την οποία έμμεσα θεωρεί και υπεύθυνη της ολοκληρωτικής σήψης που διαπιστώνει. Όλοι αναζητούν την αγάπη, την στοργή, το χάδι: «είναι εμείς / -ζώο που πάλλεται απεγνωσμένα / για ένα χάδι» (σ. 48) ομολογεί, παρά τις διάφορες ιδεολογίες ή προτεινόμενες μεταφυσικές «συνταγές» και προτροπές, οπότε αναρωτιέται: «εκείνο τον σταυρό / της προσφοράς / στην αθανασία σας / τι να τον κάνω;» (σ. 49). Το ποιητικό εγώ αντιλαμβάνεται πως όλα τα συσσωρευμένα σύγχρονα προβλήματα (την τάση διεξόδου στις ουσίες, την καθημερινή βία, τη συνεχή μετανάστευση, την κούφια πολιτική λύση, την άκαρπη προσφυγή στη γραφή κλπ.) και όσοι τα υπομένουν ή τα διαπιστώνουν, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πως τελικά δημιουργήθηκαν από τον καθώς πρέπει πολιτισμό μας. Οπότε χλευάζει με τρόπο ειρωνικό τα πάντα, όπως την περίπτωση της εισβολής μεταναστών που διαταρράσσουν την ηρεμία των «πεπολιτισμένων» απογόνων των σφαγέων: «Εμάς τους κεκαθαρμένους / έπειτα από αιώνων σφαγές / κι αλληλοοσπαραγμούς; / Εμάς τους / πάλλευκους;» (σ. 53) παραθέτει.
Ο ίδιος αγχωτικός, απαισιόδοξος και συνάμα καταγγελτικός τόνος, διακρίνεται και στην τέταρτη ενότητα, την οποία αποκαλεί, «Γράμματα στο μπουκάλι», τίτλος που παραπέμπει στο γνωστό μύθο αναζήτησης βοήθειας απ’ ένα ναυαγό. Με επτά ποιήματα, η Χρ. Γεωργιάδου εκφράζει πιο έντονα την υπαρξιακή της αγωνία, κι αποκαρδιωμένη από τον σημερινό κόσμο που ξεχνά, που εξακολουθεί κι επιμένει να ζει ως μαριονέτα (βλ., ομώνυμο ποίημα), που βολεύεται με πρότυπα φτιαγμένα και ραμμένα στα συμφέροντα ενός μη προσδιορισμένου συστήματος («Ημερολόγιο Βarbie»), που αποσιωπά τους συνεχείς βιασμούς-εκβιασμούς κάθε μορφής που όλοι υπομένουν (ποίημα «Βιασμοί»), που ανέχεται παθητικά την αφασία των ανθρώπων που αδυνατούν να αυτοπροσδιοριστούν στη μάταιη σύντομη ζωή τους, ακόμη κι όταν θεωρούνται επιτυχημένοι (ποίημα «Στήλη άλατος ή φωτός»), αναζητά μια διέξοδο. Αλλά δεν βρίσκει καμία. Αντίθετα διαπιστώνει την αδυναμία να πείσει και να ενεργοποιήσει τις συνειδήσεις ακόμα και η ιδεολογία της πνευματικής δημιουργίας (ποίημα «Κι όμως την έλεγαν Ανθή»), πιθανόν γιατί πλανάται το αιώνιο υπαρξιακό αδιέξοδο του βίου (ποίημα «Οπή») όπως και το γεγονός ότι ο άνθρωπος δε διδάσκεται από τη μακρόχρονη ιστορία του, τη γεμάτη μαρτυρίες, παραδείγματα και νουθεσίες (ποίημα «Λωτοφάγοι»).
Στην τελευταία ενότητα, «Γράμματα στην ποίηση», γίνεται αναφορά στην «αμφίβολη και υποτειθέμενη» δύναμη της ποιητικής γραφής, καθώς κι αυτή εμφανίζεται με περιορισμένες δυνατότητες, αφού «Φορτωμένες ν(ο)ήματα οι λέξεις // Κρύβονται πίσω από τις σκιές τους» (σ. 71). Ωστόσο προβληματίζει κι αναβάλλει για κάποιο διάστημα τη «σφαγή». Γι αυτό ο λογοτέχνης-ποιητής, απολογούμενος στις διάφορες κατηγορίες που η σύγχρονη εποχή του προσάπτει, αναφωνεί: «Όσο για την υστεροφημία μου; Σας τη χαρίζω. / Έτσι κι αλλιώς η ιστορία είναι πάντοτε αυθαίρετη (σ. 73). Κι αυτό επειδή η γραφή διατηρεί αναλλοίωτη την σκέψη, το νόημα που η έμπνευση διατύπωσε, ορμώμενη από την παρατηρητικότητα και τον τρόπο επέμβασής της. Η ποίηση έχει πολλές λειτουργίες κι ο δημιουργός οφείλει να διερευνήσει τις δυνατότητές της, κάτι που με επιτυχία υλοποιεί η Χρ. Γεωργιάδου, χρησιμοποιώντας διττά νοήματα ή λέξεις, αμβλύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τα σημαινόμενα κι επεκτείνοντας το εύρος των εικόνων που προκαλούν. «Τα μάτια του θολώνει / να βλέπει κάθε διάσταση // Πτώματα σπέρνει στο διάβα του / να θυμηθεί το επέκεινα» (σ. 76).
Τα «Τρία Υστερόγραφα» τέλος, κλείνουν την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή. Τρία ποιήματα υπενθυμίζουν στον αναγνώστη πως η πνευματική δημιουργία είναι μια αναδημιουργία με εικόνες που θυμίζουν την αναγέννηση της φύσης, την πρόσληψη ιδεών και το φαινόμενο της μίμησης στην τέχνη. Με τα τρία ποιήματά της, η Χρ. Γεωργιάδου υπογραμμίζει τον διαρκή αγώνα της επαναδιατύπωσης της τέχνης, που εκφράζει κατά βάθος την συνεχή προσπάθεια της δημιουργού να ανακεφαλαιώσει τις πέντε ενότητες της, μετατρέποντας την απαισιοδοξία τους σε φως και την ποίηση σε δημιουργία που στηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημά της, με τίτλο «(Απο)χωρισμός»: «Πρώτα πρέπει / ν’ αφήσουμε πίσω / τους νεκρούς μας / να τους βάλουμε / για ύπνο / να τους σκεπάσουμε / να τους φιλήσουμε / για καληνύχτα // κι ύστερα / να τιμήσουμε το χώμα / που πάτησαν / Να τρέξουμε, / να παίξουμε, / να χορέψουμε / πάνω του // Και να φυτέψουμε / λουλούδια. / πολλά λουλούδια. / να ρουφήξουν / από το χώμα / όλους τους χυμούς / Να μας χαρίσουν / ήλιο» (σ. 82).
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να τονίσουμε ότι η Χρ. Γεωργιάδου προκειμένου να αφηγηθεί τον εσωτερικό της προβληματισμό κατέφυγε, με επιτυχία, σε δύο τεχνάσματα: το πρώτο είναι η διπλή σημασία των λέξεων με τη χρήση των παρενθέσεων, με αποτέλεσμα να έχουμε διπλά σημαινόμενα, όπως κι ο τίτλος της συλλογής, (Γ)ράμματα, ή οι στίχοι : οι φορτωμένες ν(ο)ήματα λέξεις, Μου(χ)λιάζουν συχνά, ή ο τίτλος ποιήματος: (Απο)χωρισμός κλπ.. Πρόκειται για τεχνική που προσδίδει έμφαση στη διττή σημασία και φύση των πραγμάτων και της σκέψης. Το δεύτερο τέχνασμα είναι η χρήση της στίξης. Μόνο έξι ποιήματα τελειώνουν με τελεία (.), τέσσερα με ερωτηματικό (;) και ένα με θαυμαστικό (!), γεγονός που σημαίνει πως τα περισσότερα ποιήματά της, νοερά, συνεχίζονται, δεν «κλείνουν», δεν τελειώνουν. Ο αναγνώστης έχει συνεπώς την ευχέρεια και την ελευθερία να τα παρατείνει κατά το δοκούν. Άσχετα αν στην ποιητική αφήγηση χρησιμοποιείται κανονικά η στίξη (τελείες, κόμματα, ερωτηματικά κλπ.).
Συμπερασματικά, η συλλογή αυτή των σαράντα εννέα ποιημάτων, εμφανίζεται ως μια δαιδαλώδης γραφή που περνά από το πρώτο, στο δεύτερο ή και το τρίτο πρόσωπο, εκθέτοντας το υπαρξιακό δράμα, κυρίως του γυναικείου φύλου, με συνεκτικό ιστό τη συμβολική ή μεταφορική κι αλληγορική σημασία των εικόνων που το λεξιλόγιο της ποιήτριας διατυπώνει κι εκφράζει. Αυτή η δαιδαλώδης γραφή αρμόζει απόλυτα στις αντιφατικές ή μάλλον αντίρροπες καταστάσεις που βιώνει το ποιητικό εγώ, το οποίο άλλοτε απολογείται, κι άλλοτε περιγράφει την κοινωνική σήψη της εποχής του ή στιγματίζει τον κομφορμισμό πολλών θεσμικών θέσεων. Κι αυτό το ποιητικό «κλίμα. ενισχύεται με την εικόνα του εξώφυλλου, του Γιάννη Πρώιου και με το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο στο οπισθόφυλλο, όπου οι λέξεις ως νοηματικά στίγματα φωτίζουν πολλά ψυχικά αποτυπώματα. Σε τελική ανάλυση πρόκειται για μια έντονη υπαρξιακή ποιητική αφήγηση που κατορθώνει να μεταμορφώσει την απόγνωση σε λύτρωση μέσω της γραφής, χάρη στο διαλογισμό και την αυτοκριτική, παρά το χάος και τη ματαιότητα της ζωής.
.
ΓΟΟΣ (2019)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
FRACTAL 19/2/2020
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΨΥΧΗΣ
« …Σαν νιώσεις πως ό,τι γράφεις δεν ανήκει μόνο σ’ εσένα, τότε είναι η στιγμή, η ευτυχής στιγμή να εκδώσεις τα ποιήματά σου ελπίζοντας να προκαλέσουν προβληματισμούς και συναισθήματα, να κεντρίσουν μυαλά και ψυχές. Κι ελπίζεις να γίνουν κι άλλοι κοινωνοί του είναι σου – μια ερωτική σχέση πνευμάτων και ψυχών»
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, η Χριστίνα Γεωργιάδου, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής της συλλογής «Γόος» Μιας συλλογής που «τα ψιθυρίσματα της μούσας» όπως μας λέει επίσης η ποιήτρια, είναι σταλαγματιές της ψυχής της, οι μυστικές φωνές που κουβαλά μέσα της και που όλα μαζί απλώνονται στα ποιήματα της συλλογής.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες. Στη πρώτη ενότητα με το τίτλο
«Σάρκινα» η ποιήτρια μας αφήνει τις πρώτες σταλαγματιές της ψυχής με στίχους απαλούς και λυρικούς. Γράφει, μεταξύ άλλων στο ποίημα «Σώμα άνοιξης»
Φυτρώνουν
στο κορμί σου
λεμονιές, περγαμόντα,
γιασεμιά
Μπαχάρια
ποτίζουν τις ανάσες σου
καπνίζουν στους αρμούς
Ο συναισθηματικός της κόσμος σ’ αυτή τη πρώτη ενότητα, είναι γεμάτος από αγάπη, έρωτα, τρυφεράδα, μνήμες, πόνο, αλλά και λύτρωση στην αναζήτηση μιας ανάσας να βγει στον ήλιο. Η ποιήτρια συνδιαλέγεται με τα συναισθήματα της και με βάση τα προσωπικά της βιώματα, αφήνει στίχους- σταλαγματιές να φτάσουν στον αναγνώστη να του κεντρίσουν τη ψυχή και να τους μετουσιώσει στο δικό του συναισθηματικό κόσμο.
Έτσι μιλώντας για τον έρωτα γράφει στο ποίημα «Έρως άφατος»
«Πλανιέται ο έρωτας/στο φως/Λευκές κορδέλες/το δέρμα/τυλίγεται τον ήλιο/κι αλαργεύει»
Και σε ένα άλλο ποίημα μας μιλά για την απόλυτη νομίζω αγάπη λέγοντας μας στο ποίημα «Πλέρια»
«Θέλω να μπω/στο δωμάτιο/το μυστικό μου δωμάτιο/εκεί που δεν εισχωρεί η πραγματικότητα/και να ζήσω εσένα/με σένα /για σένα /τα πάντα/αιώνια»
Μητέρα η ίδια και με τόσο πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, δεν μπορεί να μη μιλήσει για το γιό της με ένα ποίημα που περιλαμβάνει όλα της τα συναισθήματα. Γράφει μεταξύ άλλων στο «Οι κόσμοι της φαντασίας σου, παιδί»
«Τρέχω ξοπίσω μαγεμένη/πάντα ξοπίσω/πάντα μαγεμένη»
Οι μνήμες την συντροφεύουν πάντα και κινούνται μέσα της σαν μια ασπρόμαυρη ταινία γεμάτη ανοιξιάτικη αύρα. Γράφει στο ποίημα «Μνήμη»
«Πλουμίδια και μαλάματα/σε άνευρο γκρίζο τόπο/λιμνάζουν/οι μνήμες»
Και κάπου ανάμεσα στη μνήμη και στο όνειρο, η σκέψη της ποιήτρια μας
ταξιδεύει σε ένα κόσμο χρωματιστό, για να μας πει στο ποίημα «Βασίλισσα του χιονιού»
«Αφρίζουν τα σκοτάδια μου/μέσα τους λιώνουν/οι κραυγές μου/κι ό,τι ανθίζει/είναι κάτι μωβ σκληρά λουλούδια/που ευωδιάζουν»
και στο ποίημα «Λύτρωση» γράφει:
«Κι όχι·/ δεν σ’ ευλογώ/σε οικτίρω/ως ελάχιστη τιμή/στη λύτρωση
Ακροβατώντας ανάμεσα στη μνήμη και στο όνειρο γεύεται τις όμορφες σταγόνες της ζωής για να πας πει στο ποίημα «Νύμφη»
«Στάξτε μου μιαν ανάσα/Τόσο γυμνή και διάφανη/θα βγω στον ήλιο…»
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Νέφινα» η ποιήτρια μας μεταφέρει με τους στίχους της σε σκέψεις και καταστάσεις ανθρώπινες που μας ελκύουν και μας γοητεύουν, όπως τα φυσικά φαινόμενα του ήλιου, της ομίχλης, της βροχής, της νυχτιάς αλλά και ο ανθρώπινος λογισμός, η σοφία και ονόματα μέσα από το μύθο της ανθρώπινης ύπαρξης , η Εύα, η Πανδώρα, ο Προμηθέας. Οι στίχοι της ενότητας, μέσα από την ομορφιά της φύσης, σε οδηγούν σε μονοπάτια που διεγείρουν το νου και τον λογισμό.
Ένας ύμνος για ότι χαρίζει ή παραχωρεί η φύση στη σκέψη, τη ψυχή και τα όνειρα μας και όπως γράφει στο ποίημα «Ύμνος» η Γεωργιάδου
«Μες απ’ τα σύννεφα τρυπώνει η ζωή – πορφύρα διάχυτη στο μπλε τ’ ουρανού».
Και για όλα όσα δόθηκαν στον άθρωπο μας λέει στο ίδιο ποίημα
«μου ζητήθηκε μόνον ο Λόγος να αναζητεί και να υμνεί τις άπειρες εκφάνσεις του αέναου»
Η Χριστίνα Γεωργιάδου γράφει γι’ αυτά όλα που μας χαρίζει η φύση και μας ξελογιάζει τη σκέψη, τη ψυχή και τα όνειρα το κάθε ένα με το τρόπο και την ομορφιά του. Γράφει, και μέσα από τους στίχους της, για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο του Ελύτη
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος»
Έτσι με λέξεις διαλεγμένες μια-μια και με στίχους ξεχωριστούς μας χαρίζει
όλη την ομορφιά της φύσης. Αναφέρω λίγους στίχους που ξεχώρισα έτσι σαν πρόγευση για τον κάθε αναγνώστη της συλλογής.
Για τον «Ήλιο»
«Αθίγγανη η ευωδιά της μέρας/στροβιλίζεται κουρνιάζοντας/στις παρυφές των κυττάρων σου/ Φυλλορροεί σε κάθε απάρνησή σου/ Ανασαίνει σε κάθε σου άνθιση»
Για την «Ομίχλη»
«Έχει κρύο η σιωπή/– μια λιτή μοναξιά/Βουλιάζουν τα σπίτια στην ομίχλη·»
Για την «Βροχή»
«Ξεπλένεις υδάτινους φθόγγους/απ’ τη φωνή μου»
Για την «Νυχτιά»
«Καβάλα σε πύρινα κύματα/νύχτα του κόσμου/εκστατικά/μυσταγωγείς το σύμπαν»
Για τον «Αέρας»
Απολαμβάνω κάθε/μεταβολή, κάθε μετάβαση/με απύθμενη ορμή
Για όλα όσα μας περιβάλλουν και που με τόση Σοφία δημιουργήθηκαν μέσα στον χρόνο γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «ΙΙ Κύκνος»
«Στις μαύρες κόγχες μου/καθρεφτίζεται/η έκρηξη των κόσμων/Στα φτερά μου/ραντίζουν οι πλανήτες/ύδατα ιερά»
Και στο ποίημα «Χρόνου εγκώμιο» μας λέει:
Νέφινη σάρκα/ο χρόνος/διαστέλλεται, συστέλλεται/διασπάται/αλλοιώνεται/ Βυθίζεται/σε δεξαμενές ενοράσεων»
Σ’ αυτή την ομορφιά, η πορεία της ζωής συνεχίζεται μέσα στον χρόνο κι ο ανθρώπινος λογισμός όσο κι αν σφαλίζει τις στράτες του θα πρέπει κάπου να έχει στη σκέψη του τα νερά της Αχερουσίας, της χώρας του Άδη .
Γράφει στο ποίημα «Πανδώρα»
Σφαλίζω ενίοτε τις στράτες/ σ’ ό,τι ανώδυνα στο τίποτα αναλώνεται/ σ’ ό,τι λιμνάζει/ σ’ ό,τι ματώνει…/Σταυρώνομαι σε μοναξιάς τίμιο ξύλο/ μην έχοντας να προσμένω/ παρά καθρέφτισμα/ στη λίμνη Αχερουσία/ και βύθισμα λυτρωτικό/ στα κρυσταλλένια της νερά
Για να συνεχίσει στο ποίημα «Ανθρώπου λογισμός» λέγοντας μας:
«Πορεία ζωής/ ημερεύει τον ύπνο σου/ Πορεία θανάτου/ αγριεύει τον ξύπνιο σου/ Αναστατώνεις μ’ ένα σου νεύμα/ τους ατάραχους αέναους κύκλους/ του σύμπαντος.»
Μιλώντας δε για τον Προμηθέα, που δεμένος υπόμενε το μαρτύριο, περιμένοντας τη λύτρωση, στα δυο ποιήματα με θέμα «Προμηθέας πεπτωκώς», στο μεν ένα ποίημα «Άρνηση» μας λέει «Η τελευταία μου πνοή/ γράφει τον κόσμο» στο δε «Θρήνος» γράφει:
Ποιος θα καρφώσει τώρα/ φτερά αγγέλου/στο κορμί σου;/Ποια άβυσσος/θα σε δεχτεί;/ Κι έχεις παλάμες που αγιάζουν»
Διαφοροποιεί έτσι τη πορεία του κάθε ανθρώπου από την πορεία της φύσης.
Η τρίτη ενότητα με τίτλο «Πύρινα» περιστρέφεται γύρω από το πανανθρώπινο πόνο που ο ίδιος ο άνθρωπος τον προκαλεί και που τον οδηγεί στη φθορά. Η ανθρώπινη φύση κουβαλά μέσα της από τη δημιουργία του κόσμου και μια σκοτεινή πλευρά η οποία και την σπρώχνει ενίοτε σε ακραίες καταστάσεις. Γράφει η Χριστίνα Γεωργιάδου στο πρώτο ποίημα της ενότητας «Νεκρή αθωότητα»
Στήνω τα πιόνια/στη σκακιέρα
«Οι αθώοι φεύγουν πάντα πρώτοι» μου λες
Κοράκια αγγίζουν/τις παλάμες
στα εκατόχρονά τους/Πενθούν
την εκατέρωθεν/νεκρή αθωότητα
Κι ο στίχος «Οι αθώοι φεύγουν πάντα πρώτοι» μας πάει κατευθείαν στο επόμενο ποίημα για το πιο αθώο πλάσμα που χάνεται και προκαλεί το πιο μεγάλο πόνο. Γράφει στο ποίημα «Ένα παιδί χάθηκε απόψε»
«Βασίλεψες απόψε/Δεν πρόφτασες ν’ αφουγκραστείς/τ’ αχόρταστα χέρια σου/ τους παλμούς των δέντρων/τη διαφάνεια που εισχωρεί στα κύτταρά σου/ ενώ απάτητες μένουν οι οάσεις σου»
Με το θάνατο κάποιου αγαπημένου ο πόνος, η θλίψη συρρικνώνουν το σύμπαν, η ψυχή ματώνει κι αφήνει έναν ατέλειωτο θρήνο για να μας πει σε δυο άλλα ποιήματα: Στο μεν «θρήνο» μας μιλά για τη
«νύμφη/που στον παλμό της χόρευε/ματώνει/και ραγισμένη/σέρνει κραυγή/ στον ουρανό/σπάει τους ιστούς/του κόσμου»
και στο ποίημα «Οιμωγή κόρης που χάθηκε άδικα» γράφει:
Αποκαΐδια/Τρία μπουκέτα/κρέμονται νεκρά/απόκοσμη η ευωδιά τους/καίει το δάκρυ
Στο ποίημα «Γαίας γόος» που προέρχεται και ο τίτλος της συλλογής ο θρήνος γίνεται άγιο μοιρολόι και σπαρακτική κραυγή. για να μας πει:
«Θα ηχήσει σιωπητήριο/ετούτο τον αιώνα/Αφουγκραστείτε το άγιο μοιρολόι/ σαν τελευταία προσευχή/σαν μετάνοια/σαν ύστατη οιμωγή»
και να μας οδηγήσει σε ένα άλλο ποίημα το «Διάψευση» όπου
«στις παρυφές μιας άνοιξης γεννιέται ο χειμώνας» και
σπάει ο χρόνος/σε μύριες ανεπαίσθητες γραμμούλες/ – αμύνης, θανάτου, ζητιανιάς/Ματώνει η ιστορία/ Πριν/Τώρα/Μετά/Ματώνεις…
Η ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου, από το πρώτο της βιβλίο «Σπορά» ξεχωρίζει για την ωριμότητα του λόγου της. Άριστη γνώστης της γλώσσας, τη χειρίζεται με ξεχωριστή μαεστρία. Και η θετική εικόνα που αποκομίσαμε από το πρώτο της βιβλίο συνεχίζεται και τώρα.
Τα θέματα της είναι ο άνθρωπος και το δίπολο έρωτας θάνατος, η μνήμη αλλά και η φύση το μέγιστο αγαθό της ανθρωπότητας, τα οποία αγγίζει με ξεχωριστή ευαισθησία αλλά και ένταση και χτίζει το κάθε ποίημα της συλλογής με την τεχνική επάρκεια που διαθέτει. Η ματιά της είναι καθαρή, ειλικρινής και μέσα στο κάθε στίχο απλώνεται η ψυχή της και μια δυνατή εικονοποιία που πείθουν τον αναγνώστη για τις αλήθειες της.
.
ΚΡΙΣ ΛΙΒΑΝΙΟΥ
στίγμαΛόγου 28/5/2021
Αγριεύει το σύμπαν
στις σκιές – αναδιπλώνεται
Λυγίζει ο χρόνος – σπάει
Βουβαίνεται η μνήμη…[1]
Στα πενήντα πέντε ποιήματα που αποτελούν την συλλογή της Χριστίνας Γεωργιάδου υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος για να ξεδιπλωθούν οι πορείες της σκέψης της και να βυθιστεί κανείς σ’ αυτή την ιδιαίτερη πραγματικότητα που οριοθετούν οι στίχοι. Και η πρώτη ενδιαφέρουσα διαπίστωση είναι ότι η πραγματικότητα αυτή στοιχειοθετείται από τεθλασμένες γραμμές: εκεί που νομίζεις ότι πας προς μια ορισμένη κατεύθυνση, συνειδητοποιείς ότι τελικά ο δρόμος σε βγάζει αλλού. Έχοντας ξανακοιτάξει ποιήματα της Χριστίνας Γεωργιάδου στο παρελθόν (οι σκέψεις μου για την Σπορά εδώ) προσπάθησα να ξαναπιάσω το νήμα της αφήγησης από εκεί που το είχα αφήσει και να δω ποια θα ήταν αυτή η πορεία. Αποδείχτηκε ότι ήταν μια καινούρια, και αυτό είναι το πρώτο ενθαρρυντικό στοιχείο. Διαπίστωσα επίσης ότι η Χριστίνα Γεωργιάδου έχει μια ορισμένη και πλήρως οριοθετημένη ποιητική ταυτότητα, την οποία υποστηρίζει και η οποία της εξασφαλίζει μια ενιαία οπτική στα πράγματα.
Ο στομφώδης στίχος που ήταν ένα καίριο στοιχείο της Σποράς υπάρχει και εδώ, και αισθάνομαι ότι αποτελεί το ίδιο μειονέκτημα που υπήρξε και τότε. Για την ακρίβεια, είναι το στοιχείο εκείνο που καθηλώνει τους στίχους της και τους στερεί την δυναμική που θα μπορούσε να τους είχε εξασφαλίσει η λιτότητα. Στον αντίποδα του στόμφου όμως υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, που επίσης επανέρχεται στην πιο δουλεμένη μορφή του: το πάθος. Η Χριστίνα Γεωργιάδου ακουμπάει την συγκίνηση που της προκαλούν άνθρωποι και καταστάσεις με ευθεία ματιά και πριν εκθέσει την σκέψη της, εκτίθεται η ίδια στην ατομικότητα και την ευθραυστότητά της.
Είναι μια ερωτική συλλογή, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, και αυτό είναι ένα πεδίο μιας συγκεκριμένης δυναμικής που δημιουργεί συγκεκριμένες προσδοκίες. Το Εγώ και το Εσύ βρίσκονται σταθερά σε έναν αντικρυστό χορό, σε έναν διάλογο σκέψεων, λέξεων και αγγιγμάτων που αν και στερείται πρωτοτυπίας, επιτυγχάνει σύνδεση με τον αναγνώστη. Η Χριστίνα Γεωργιάδου αποτυπώνει στους στίχους της την αέναη κίνηση του συναισθήματος, το άπιαστο, το φευγαλέο, αγκαλιάζει αυτό το τόσο αναγνωρίσιμο αποτύπωμα του έρωτα στο είναι του ανθρώπου. Περίμενα να το δω να γίνεται με πρωτοτυπία αλλά δεν συμβαίνει, και το σύνολο της συλλογής κατά τη γνώμη μου θα πληρώσει το τίμημα. Η έλλειψη αυτού του ξαφνιάσματος δείχνει να εξισορροπείται από την καταλυτική ειλικρίνεια, την ευθύτητα στην σκέψη και τον λόγο, αυτή την τακτική της να βγάζει όλα τα συναισθήματα έξω στο φως, με τον όποιο φόβο νικημένο. Η όποια κάθαρση, η απελευθέρωση από το βάρος μιας δυνητικά ισοπεδωτικής συγκίνησης προέρχεται ακριβώς από αυτή την έστω παροδική καταστολή του φόβου.
Η εκφραστική και συγκινησιακή υπερβολή είναι μια σταθερά που εξελίσσεται σε leitmotiv και αναγκάζει τους στίχους να ταλαντεύονται στα άκρα και θέτει σε κίνδυνο την ταύτιση του αναγνώστη με τα τεκταινόμενα. Από την άλλη μεριά, η καταλυτική δύναμη του συναισθήματος που οριοθετείται από την κατάργηση του χρόνου και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ύλη και το άυλο είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες πτυχές σ’ αυτή τη συλλογή, και μπορεί να αποτελέσει πεδίο εξέλιξης. Η όποια διαφοροποίηση προέρχεται από τους λεξιλογικούς συνδυασμούς που παραμένουν το δυνατό χαρτί αυτής της συλλογής, και από τα εννοιολογικά πλησιάσματα που αποδίδουν με ακρίβεια το εύρος των συναισθημάτων. Μπορεί να μην είναι αρκετά, αλλά όπως και στη Σπορά, είναι πολλά υποσχόμενα.
Η Χριστίνα Γεωργιάδου κινείται με μεγάλη ευχέρεια στην προσωπική της πεπατημένη. Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σε αυτό, πόσο μάλλον όταν το αποτέλεσμα έχει ξεκάθαρα θετικό πρόσημο και ταυτόχρονα αποτελεί ένα βήμα μπροστά στην ατομική της εξέλιξη. Για μένα προσωπικά όμως το ερώτημα παραμένει: τι θα είχε προκύψει αν είχαν ληφθεί τα ρίσκα;
Ένα από τα ποιήματα που τράβηξαν την προσοχή μου:
Χρόνου εγκώμιο
Καθρεφτίζεται το βλέμμα μου
στα μάτια σου
κι από κει
μυριάδες αντανακλάσεις κόσμων
αιωρούνται αλλεπάλληλες
κρεμάμενες
σε νεύρα φύλλων
σε κύματα φωτός
Νέφινη σάρκα
ο χρόνος
διαστέλλεται, συστέλλεται
διασπάται
αλλοιώνεται
Βυθίζεται
σε δεξαμενές ενοράσεων
Αντικατοπτρίζεται το πριν
στην κοίλη διαφάνεια του τώρα
θωπευτικά κυκλώνει
τον μέλλοντα αιώνα
και διαλύεται
Μπάζουν νερά τα είδωλα
μουδιάζουν τα όνειρα
συσπάται η ύλη
-λαξευμένες οι πέτρες του δειλινού
σκαρφαλώνουν δέντρα στον ουρανό[2]
.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 8/03/2020
Οι άπειρες εκφάνσεις του αέναου
Λυρισμό που διαχέεται και αγκαλιάζει τον αναγνώστη μας χαρίζει η Χριστίνα Γεωργιάδου* στο βιβλίο της «Γόος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη.
Γόος ίσον θρήνος, άγιο μοιρολόι και σπαρακτική κραυγή. Λέξη που τη συναντάμε ήδη από τα έπη του Ομήρου και μας παραπέμπει τόσο στις λατρευτικές τελετές για τους νεκρούς όσο και άλλα ήθη και έθιμα σχετικά με τον θάνατο.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, με τίτλους τα «Σάρκινα», τα «Νέφινα», τα «Πύρινα».
Σε αυτά τα μέρη το συναίσθημα μοιάζει να καλύπτει την (δια)νόηση. Είναι μια ροή λέξεων και αισθημάτων που συμπλέκονται και συμπλέουν μέσα στα ποιήματα. Πλούσια γλώσσα που αγωνιά, που σπαράσσεται, που καθρεφτίζει ένα βλέμμα που νιώθει και παρατηρεί. Γλώσσα «γλυκός ανασασμός», γλώσσα «αλαβάστρινη ιαχή» που χαϊδεύει την ψυχή. Στίχοι απαλοί και λυρικοί για τη φύση, η μνήμη, τον έρωτα. Φυτρώνουν/στο κορμί σου/λεμονιές, περγαμόντα,/γιασεμιά/Μπαχάρια/ποτίζουν τις ανάσες σου/καπνίζουν στους αρμούς, γράφει στο ποίημα «Σώμα άνοιξης». Ζυμώσεις με τρυφερότητα και δονήσεις εσωτερικές, για τον έρωτα που πλανιέται, για τη φαντασία, για τη στέρεα αγάπη. Είναι πιο πολύ μια ποίηση για ό,τι ανθίζει παρά για ό,τι φθίνει. Ιχνηλατεί την ανθρώπινη ψυχή που αναζητά τη λύτρωση ή το όνειρο, την ανθρώπινη ανάσα και τη στέρεα αγάπη. Διαβάζω: «Θέλω να μπω/στο δωμάτιο/το μυστικό μου δωμάτιο/εκεί που δεν εισχωρεί η πραγματικότητα/και να ζήσω εσένα/με σένα/ για σένα /τα πάντα/αιώνια»
H Γεωργιάδου προσπαθεί να δώσει τις «άπειρες εκφάνσεις του αέναου», συνδιαλέγεται με τον Ήλιο, τη βροχή, τον αέρα, τη νύχτα, την ομίχλη [«Έχει κρύο η σιωπή/– μια λιτή μοναξιά/Βουλιάζουν τα σπίτια στην ομίχλη»], τον χρόνο [Νέφινη σάρκα/ο χρόνος/διαστέλλεται, συστέλλεται/διασπάται/αλλοιώνεται/ Βυθίζεται/σε δεξαμενές ενοράσεων»] Άλλοτε μέσα από παρηχήσεις δίνει ρυθμό και στίγμα: «– κρούσεις, συγκρούσεις τ’ απονενοημένο – κρούσεις, συγκρούσεις τ’ άβατον
– κρούσεις, συγκρούσεις το αστείρευτο […]
Με μια ώριμη χρήση της γλώσσας η Γεωργιάδου συνδιαλέγεται με το φως και το σκοτάδι. Και όλα αυτά τα κάνει με υπερβολή, ξεχείλισμα, πόθο και πάθος. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε δίπολα και αντιθέσεις του τύπου: φύση-αισθήσεις, λογικό-άλογο.Tα σάρκινα, οι ηδονές μπλέκονται με τα νέφινα, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις ιδέες και χορεύουν σε ρομαντικό χορό. Με ισχυρή εικονοποιία καταθέτει λυρικές συνθέσεις. Τα «Πύρινα» ακολουθούν με άγρια λάμψη, με στοχασμό αλλά και δραματικότητα. Σφοδρότητα, με τα ρήματα και τα θαυμαστικά σε έξαρση. Ξεχωρίζουμε το ολιγόστιχο ΙΙΙ Κάθαρση [σελ.71] για την σωστή του οικονομία: «Τίναξε από πάνω μου/τον πολιτισμό!/γλώσσα/πια μη μιλάς!/περιτυλίγματα-άνευ ουσίας λόγου.»
Πνεύματα και ψυχές, δέος και προσευχές, θρήνοι και μεταφυσικές χροιές φαίνονται πως κεντρίζουν την ελπιδοφόρα πένα της ποιήτριας και την οδηγούν σε στίχους που δεν βρίσκονται σε κάποια αντιστοιχία με την εποχή ή την κοινωνική πραγματικότητα, στοιχεία που έχουν δώσει το ερέθισμα σε πολλούς σύγχρονους ομοτέχνους της.
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
diastixo.gr 19/2/2020
Γόος ονομάζεται η νέα ποιητική συλλογή της Χριστίνας Γεωργιάδου από τις Εκδόσεις Δωδώνη. Τη λέξη γόος συναντούμε στα ομηρικά έπη. Σημαίνει θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός. Παραπέμπει σε θρησκευτικές παραδόσεις και τελετές που διαδραματίζονταν στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη της γης με θέμα τον θάνατο, το υπαρξιακό άγνωστο, αυτό που δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει κανείς.
Οι δημιουργίες της ποιήτριας συνδέονται έτσι με την αρχαία εθιμοτυπία για το ξεπροβόδισμα του νεκρού και το μοιρολόι, απόηχο των ομηρικών επών στις μέρες μας. Ο Ερατοσθένης Καψωμένος και ο Saunier επισήμαναν ότι ο ελληνικός λαός, όσο κι αν επηρεάστηκε από τα νέα επιστημονικά και πολιτιστικά δεδομένα, έμεινε πιστός στην παράδοση των ομηρικών χρόνων. Η εικόνα του Κάτω Κόσμου στην Ελλάδα εξακολουθεί να απηχεί την αρχαία παγανιστική μυθολογία για τον Άδη. Ερχόμαστε σε επαφή με την ποιητική του θανάτου και την ελεγεία που πρωτοεμφανίστηκε στον ομηρικό κόσμο της Μικράς Ασίας, τον 5ο αιώνα π.Χ., και χαρακτήριζε τον δακτυλικό εξάμετρο ενός δίστιχου που είχε ως θέμα του τον «έλεγο», τον αδόμενο δηλαδή θρήνο. Τη λέξη έλεγος βρίσκουμε στον Ευριπίδη, αλλά και αλλού. Με τον καιρό αποκόβεται από τη θρηνωδία και χρησιμοποιείται σε έργα που διακρίνονται για το επιγραμματικό ύφος, τον λογικό και λεκτικό παραλληλισμό, τον υψηλό τόνο και τη γνωμική σοφία.
Από την ελεγεία, η Χριστίνα Γεωργιάδου διατηρεί τον λογικό και λεκτικό παραλληλισμό, τις αντιθέσεις δηλαδή, και συνθέτει ποίηση λυρική που θυμίζει χορικό αρχαίου ελληνικού θεάτρου, επιδεικνύοντας το ίδιο πάθος για τη λέξη και τα πράγματα που περιγράφει, όπως και στην ποιητική της συλλογή Σπορά, για την οποία βραβεύτηκε στα Θ’ Πολυδούρεια, το 2017.
Χωρίζει τη συλλογή Γόος σε τρία μέρη, με τίτλους τα «Σάρκινα», τα «Νέφινα», τα «Πύρινα», που παραπέμπουν στο περιεχόμενο των μερών.
Σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, υπάρχει δυαρχία ύλης και νου, αισθητού και νοητού κόσμου. Το σώμα είναι διαλυτό, ενώ η ψυχή αδιάλυτη. Σύμφωνα επίσης με τους Πυθαγορείους, υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε φυσικές και ψυχικές πραγματικότητες. Η ψυχή είναι επιφαινόμενο της ύλης. Τα «Σάρκινα» της Χριστίνας Γεωργιάδου αφορούν το διαλυτό σώμα και τις αισθήσεις. Μια θαυμαστή ευφροσύνη καταλαμβάνει την ψυχή στην ενότητα αυτή, όμοια με τα γλυκά ανοιξιάτικα πρωινά, όπου φυτρώνουν λεμονιές και περγαμόντα, ανθίζουν ρόδα, κυκλάμινα και κρίνα. Το ουράνιο τόξο βάφει τις ερωτογενείς ζώνες, το πρόσωπο, τη γαστέρα, τους γλουτούς. Η φύση γίνεται καθρέφτης των ψυχικών διαθέσεων του ευαίσθητου υποκειμένου το οποίο και κατακλύζεται από τις αισθήσεις, κάνοντας διαρκώς επίκληση για κατίσχυση των συναισθημάτων.
«Πέτα από πάνω σου το πνεύμα». «Νεκρώνει τις αισθήσεις. Αγάπα σαν και πρώτα το κορμί σου».
Οδηγός της ενότητας είναι το πάθος. Η Χριστίνα Γεωργιάδου, όπως ο ρομαντικός ήρωας του Sturm und drang, αφήνει ελεύθερη την ποίηση να εκφράσει το πρωτόγονο. Η φύση αυτονομείται στα «Σάρκινα». Επιτίθεται με δύναμη στη λογική και την κάνει να επαναστατεί. Ενθουσιώδεις διατυπώσεις και επιφωνήματα, ρήματα και ουσιαστικά ενός άφατου έρωτα και πάθους κατακλύζουν τους στίχους. Οι τίτλοι χαρακτηριστικοί: «Σώμα άνοιξης», «Πλέρια», «Νύμφη», «Πρώτο γένος», «Λύτρωση». Το ποιητικό υποκείμενο μετεωρίζεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Έρωτας, χορός, μνήμη, πάθος – το μυστικό δωμάτιο του καθενός.
«Πλανιέται ο έρωτας, φλέγεται, τυλίγεται στον ήλιο, θωπεύει τ’ αέρι, άγεται, η σάρκα ρημάζεται. Πεθυμιά, λυγμός, πόθος. Αρχαία σοφία κλειδωμένη στα κύτταρα».
Πλέρια
Θα μπω στο δωμάτιο
το μυστικό μου δωμάτιο
Θα φορέσω
το πιο μωβ κραγιόν
να μου δαγκώνεις τα χείλη
να πεθαίνω
άσεμνες γόβες
να μπλέκονται τα τακούνια
στις ρωγμές σου
και μια κίτρινη αναιδέστατη μαντίλα
να γρατζουνά τον ήλιο
στο ανέμισμα
Θέλω να μπω
στο δωμάτιο
το μυστικό μου δωμάτιο
εκεί που δεν εισχωρεί η πραγματικότητα
και να ζήσω εσένα
με σένα
για σένα
τα πάντα
αιώνια
Όπως είναι φυσικό, σε αυτήν τη ρομαντικού τύπου ευδαιμονία η νιότη πρωτοστατεί ως μοναδική και σύντομη στιγμή ευτυχίας. Επικρατεί το δίπολο φύση-αισθήσεις, λογικό-άλογο, ενώ η σάρκα απογυμνώνεται ελεύθερη μέσα στον συμπαντικό κόσμο και το άπειρο. Με προστακτικές εγκλίσεις (λιώστε, χαράξτε, στάξτε) το ποιητικό υποκείμενο αφήνεται στην καταιγιστική παρουσία της φύσης και των αισθήσεων.
Η στοχαστική διάθεση εναρμονίζεται αβίαστα με τα εμφαντικά ρητορικά σχήματα και το πάθος της έκφρασης, τους δυνατούς ήχους και τους ασθματικούς ρυθμούς που κυριαρχούν στη συλλογή.
«Σαν Νύμφη, τόσο γυμνή και διάφανη θα βγω στον ήλιο».
Στόχος του ποιητικού υποκειμένου είναι η ένωση των αντιθέτων: του σώματος και της ψυχής, του καλού και του κακού. Ο άνθρωπος στον πολιτισμό μας έχει παγιδευτεί μέσα σε ένα πλέγμα ενοχών και απώθησης των αισθήσεων. Η σωματική απόλαυση έχει υποτιμηθεί χάριν ενός αποστειρωμένου και τιμωρητικού Ορθού Λόγου. Στα «Σάρκινα» η σωματική ηδονή αποκαθίσταται ως ζωογόνο στοιχείο. Το όνειρο παίρνει τη θέση του στην ικανοποίηση, αλλά και στη φαντασίωση. «Οι αφόρετες ηδονές, απλήρωτα ναύλα του έρωτα».
Στη ενότητα «Νέφινα», ξεπροβάλλουν οι μύχιες επιθυμίες, τα όνειρα και τα απωθημένα. Η ψυχή λαχταρά να ενωθεί με τη φύση και το άπειρο· με τη γη και τον έρωτα. Πανδαιμόνιο λυρισμού και εικονοποιίας. Επίθετα και παρηχήσεις. Αέρινες επιθυμίες. Χρώματα. Παραστατικές περιγραφές της πανίδας και της χλωρίδας. Μια πολύχρωμη ποιητική παλέτα που δοξάζει τη φύση και τον κύκλο της ζωής, που ενώνει τις επιθυμίες με τα όνειρα. Μια πραγματική εποποιία της φύσης, που μας μεθά.
Χρόνου εγκώμιο
Καθρεφτίζεται το βλέμμα μου
στα μάτια σου
κι από κει
μυριάδες αντανακλάσεις κόσμων
αιωρούνται αλλεπάλληλες
κρεμάμενες
σε νεύρα φύλλων
σε κύματα φωτός
Νέφινη σάρκα
ο χρόνος
διαστέλλεται, συστέλλεται
διασπάται
αλλοιώνεται
Βυθίζεται
σε δεξαμενές ενοράσεων
Αντικατοπτρίζεται το πριν
στην κοίλη διαφάνεια του τώρα·
θωπευτικά κυκλώνει
τον μέλλοντα αιώνα
και διαλύεται
Μπάζουν νερά τα είδωλα
μουδιάζουν τα όνειρα
συσπάται η ύλη
– λαξευμένες οι πέτρες του δειλινού
σκαρφαλώνουν δέντρα στον ουρανό
Στα «Νέφινα» η Πανδώρα, αντί να απελευθερώνει, σφαλίζει τις επιθυμίες. Προσπαθεί να αδράξει το πνεύμα και τη γνώση πριν αναλωθεί στην Αχερουσία λίμνη με τα κρυσταλλένια νερά. Ο Λόγος πρωτοστατεί. Η δύναμη της εξέλιξης ενώνεται με το Θείον. Παρελαύνουν αγγελικές, μυθικές και βιβλικές μορφές. Ο αιώνιος χρόνος και η χωμάτινη Εύα που βύζαξε στον κόρφο της την πλάση. Γη, αέρας και νερό, η προσωκρατική φιλοσοφία. Συμπαντική θλίψη για τον εκπεπτωκότα σύγχρονο άνθρωπο-καταστροφέα που σπέρνει την άβυσσο. Οι λυρικές συνθέσεις ένα διαρκές θρηνητικό τραγούδι, ένας γόος, που επιτείνεται με ασύνδετα και εικόνες.
Ανθρώπου λογισμός
[…] Σε αναζήτηση άλλοθι
αλιεύεις πεταλίδες και κοράλλια
να κρεμάσεις στο κατάρτι
ενώτια επίπλαστης ευδαιμονίας
και ώρες ώρες – άγιες ώρες
διαχέεις άπειρες δέσμες φωτός
στα αμπάρια
να διαλύσουν το σκότος
Κόλαφος τ’ αχνάρια σου πάνω
στου κόσμου τις πληγές
σέρνονται οι σκέψεις σου
– κρούσεις, συγκρούσεις τ’ απονενοημένο
– κρούσεις, συγκρούσεις τ’ άβατον
– κρούσεις, συγκρούσεις το αστείρευτο […]
Η τελευταία ενότητα έχει τον τίτλο «Πύρινα» και περιέχει συνθέσεις πιο προσωπικές ή με περιεχόμενο κοινωνικό. Γεμάτα πάθος τα «πύρινα» ποιήματα μιλούν για την αθωότητα και για την εφηβεία, για τη διάψευση, τον θάνατο, την καταστροφή της φύσης. Στα αυτιά μας φτάνει ο ήχος ενός αυλού. Παίζει έναν παρατεταμένο γόο για τη φύση που –σαν την Ιφιγένεια– θυσιάζεται στον βωμό των συμφερόντων και της απληστίας.
Όλη η θλίψη για την τραγικότητα αυτής της θυσίας εκφράζεται με αλλεπάλληλα ερωτηματικά. Αποκαλύπτεται η κενότητα αυτού του ασυλλόγιστου ανθρωπάκου που θαμπώθηκε από το χρήμα και τον χρυσό. Σαν καρικατούρα ευδαιμονίας περιφέρεται με τις βαλίτσες του μπουκωμένες τιμαλφή. Ένα Εγκώμιο του τρόμου είναι τα «Πύρινα». Οι συνθέσεις προσπαθούν να αφυπνίσουν τον σύγχρονο Ερυσίχθονα, τον εφησυχασμένο αυτόν ανθρωπάκο που πεινάει για πλούτη, ενδιαφέρεται μόνο για το τσιφούτικο παρόν του και αδιαφορεί για το μέλλον. Η γη θρηνεί. Οι επιρροές από την αρχαιοελληνική τραγωδία είναι έντονες.
Γαίας γόος
Μπότες βαριές
σχίζουν τα σπλάχνα μου
– καρφιά ανήλεα
αιώνες τώρα
Πολύχρωμο μωσαϊκό
ο ανθρώπινος ζόφος
έμβρυο που καγχάζει
στοιχειό στο κορμί μου
ασκέρια αυγατίζει
στα σωθικά μου
Λάμνει μέσα μου
μια επανάσταση
εδώ
στο άκρο του αιώνα
Δείτε με!
Αρχαία μαινάδα
θα ψήσω τα μάτια σας
θα ματώσω τα χείλη σας
Σεισμός κράσπεδα στάχτη
Ακούστε με!
Ιαχές κάρβουνο
Θα σπάσω τα τύμπανά σας
Μια μια
οι πλαστικές σας οάσεις
θα εκραγούν
Θα ηχήσει σιωπητήριο
ετούτο τον αιώνα
Αφουγκραστείτε
το άγιο μοιρολόι
σαν τελευταία προσευχή
σαν μετάνοια
σαν ύστατη οιμωγή
Τα ποιήματα της συλλογής γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο –το πρόσωπο της εξομολόγησης– ακούγονται σαν μονόλογος ανθρώπου που θρηνεί για τη θυσία του πνεύματος και των ιδανικών που κάποτε θεμελίωσαν τον πολιτισμό μας. Όμως και σε δεύτερο πρόσωπο, για να απευθυνθούν στον καθένα από εμάς και να μας αφυπνίσουν. Πρωτοστατούν οι εικόνες και οι αντιθέσεις. Ο ρυθμός των ποιημάτων είναι θρυμματισμένος και κοφτός, με πολλούς και συνεχόμενους διασκελισμούς, με σύντομους –μερικές φορές ολιγοσύλλαβους στίχους– με οπτικές αναπαραστάσεις που εναρμονίζονται με τον γόο, τη ραγισμένη πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει το ποιητικό υποκείμενο.
xgeorgdΗ συλλογή Γόος της Χριστίνας Γεωργιάδου πηγάζει από την ελληνική παράδοση. Περιέχει έντονα παραμυθικά και μυθολογικά στοιχεία, όπως και επιδράσεις από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Σπουδαία της αρετή ο λυρισμός και η απουσία του κοινότοπου. Οι ιδιαίτερα ευφάνταστες εικόνες εκπλήσσουν με τον δυναμισμό τους. Η Χριστίνα Γεωργιάδου στον Γόο δομεί ένα δυνατό και στέρεο ποιητικό σύμπαν. Η στοχαστική διάθεση εναρμονίζεται αβίαστα με τα εμφαντικά ρητορικά σχήματα και το πάθος της έκφρασης, τους δυνατούς ήχους και τους ασθματικούς ρυθμούς που κυριαρχούν στη συλλογή.
.
ΣΠΟΡΑ (2016)
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ
diastixo.gr20 Ιανουαρίου 2017
Χριστίνα Γεωργιάδου: «Σπορά»
Ως γνωστόν υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο αιώνα τρεις κατευθύνσεις στον χώρο της ποίησης. Η πρώτη είναι αυτή της λεγόμενης κοινωνικής ποίησης, με κύριους εκπροσώπους τον Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005), τον Πάνο Θασίτη (1923-2008) και τον Κλείτο Κύρου (1921-2006). Έπειτα, έρχεται η λεγόμενη ερωτική ποίηση των Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (1931-1996), Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) και Ντίνου Χριστιανόπουλου (1931). Τέλος, είναι η χαρακτηρισμένη ως η ποίηση του υποστασιακού, η υπαρξιακή, η οποία και ξεκινά ουσιαστικά από τον Γιώργο Θέμελη (1900-1976), περνάει από τον Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916-2011) −εκεί ανήκει και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993)− και από κει, μέσω του Τάσου Φάλκου (1937), περνάμε στον Τόλη Νικηφόρου (1938), στη Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου (1940), στην Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (1965), που εντάσσεται επίσης σε αυτό τον προσανατολισμό, φέρνοντάς μας πλέον στη Χριστίνα Γεωργιάδου και στην αίσθηση μιας νοητής συνέχειας που αξίζει να προσέξουμε.
Η ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου είναι λοιπόν κατά βάση υπαρξιακή, όπως δείχνει η πρώτη −πραγματικά ώριμη− ποιητική της συλλογή Σπορά. Τρία είναι τα στοιχεία στα οποία θα εστιάσω: το πρώτο είναι η χρήση της οπής, το άλλο είναι η «Ουσία» που επαναλαμβάνεται, δηλαδή η Ιδέα, και το τρίτο έχει να κάνει με την τεχνοτροπία της, το στιλ, θα λέγαμε, το καλλιτεχνικό.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που διάβασα στο βιβλίο έχει να κάνει με την έννοια και τη χρήση της οπής. Στο ποίημα, ενδεικτικά, «Ξένη Ι», μας λέει πολύ χαρακτηριστικά η Χριστίνα:
ένοικος σε σπίτι άδειο δίχως κουρτίνες
διαλύομαι διάτρητη·
ο ήλιος τρυπά το κορμί μου
και διαχέεται το φως του μες από κάθε κύτταρό μου
Στο ίδιο ποίημα καταλήγει στο «ψηλαφώ το βράχο που ήταν κάποτε πρόσωπό μου», ο πιο δυνατός, κατά τη θεώρησή μας, στίχος της. Επίσης, αναφερόμενη στον «άλλον», στο ποίημα «Ελπίδα», μας λέει «τις συννεφιές το απόγιομα τουφεκίζω να περνάς / απόλυτη μην είναι η δυστυχία σου». Τουφεκίζοντας, λοιπόν, η ποιήτρια επιδιώκει να προκαλέσει μια ρωγμή. Η χρήση αυτής της ρωγμής, στα μάτια μου, λειτουργεί ενδεχομένως ως μια διαφυγή από το τραγικό αδιέξοδο του κόσμου. Η Γεωργιάδου, δηλαδή, διέπεται από τη θνητότητά της με τρόπο χαρακτηριστικό και έντονο, και θεωρεί ότι υπάρχει ένας τόπος διαφυγής, ο οποίος μάλιστα περνάει μέσα από την αναίρεση του προσώπου της εντός του χωροχρόνου. Επομένως θεωρεί ότι δεν μπορεί να πραγματωθεί ως «Είναι αυτού του κόσμου», και άρα χρησιμοποιεί την ποίηση ως μια μορφή υποκατάστασης, μιας θρησκευτικής, κατά κάποιον τρόπο, πραγμάτωσης ή έκφρασης του «άλλου» κόσμου. Εδώ βλέπω και τον βράχο που ήταν κάποτε το πρόσωπό της. Τον οποίο και ψηλαφεί. Προφανώς με μια συγκρατημένη απόγνωση και θλίψη, ανοίγοντας όμως και έναν τρόπο πορισμού, λογαριάζοντας τον «άλλον»: «τις συννεφιές τουφεκίζω να περνάς».
Τώρα θα σταθούμε στην «άλλη» ποιητική Θεσσαλονίκη, στην υποστασιακή, δηλαδή, χροιά του έργου της. Η χρήση του «άλλου», ο «άλλος», συναντάται στον στίχο της Χριστίνας Γεωργιάδου «στα παλιά βρίσκεται η ουσία», ενώ στο ποίημα «Διάφανος» επίσης μας λέει:
την ώρα που αίολα δίνεσαι
–ορυμαγδοί, ανάσες–
σε μυημένα μονοπάτια,
εγώ
είμ’ ο αέρας στα μαλλιά σου […]
είμαι η μουσική
που σ’ αναδεύει
σαν μέσα σου
γεννιέται η Ιδέα
Αναφέρει την Ιδέα, σε μια πλατωνική, δηλαδή, ανάγνωση των πραγμάτων ανοίγεται στον θρησκευτικό χώρο και μας ακινητοποιεί, κατά μία έννοια, και από κει, από αυτή την ακινητοποίηση, όπου στην πραγματικότητα βρίσκει μία μη πλήρωση στον τρέχοντα κόσμο, μας περνάει κατά τη θεώρησή της στην έννοια της οπής, στην τρύπα, η τρύπα που λειτουργεί ως διαφυγή, ως αναβολή.
Αυτό συνδέεται επίσης με την τεχνοτροπία της. Ο ποιητής και κριτικός Γιάννης Δάλλας (1924) έχει εισαγάγει έναν καταπληκτικό όρο. Μιλάει για τη «χωρική συναίρεση ή συσπείρωση του χρόνου». Η «χωρική συναίρεση του χρόνου» σημαίνει πολύ απλά ότι, στην ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου εν προκειμένω, δεν υπάρχει ο χρόνος. Δεν είναι η ποιήτρια ούτε παιδί, παρόλο που αφιερώνει αυτή τη συλλογή στο παιδί της, δεν είναι ούτε ενήλικη, στην ουσία είναι ένα ον που ανεβαίνει στην επιφάνεια του κόσμου, και εκεί θέλει να αναιρεθεί. Στο ποίημα «Ξένη ΙΙ» λέει: «Είμαι παιδί σε κόσμο ενηλίκων». Μεταβάλλει μετατοπίζοντας την αναίρεσή της σε αυτή την επιφάνεια, και στην ουσία εκεί συσπειρώνει τη χρονικότητα στη χωρικότητα στην οποία κάθε φορά και βρίσκεται. Κι από εκεί είναι που γράφει την ποίησή της. Αυτό είναι ήδη, θεωρώ, μία σημαντική κατάκτηση.
images/images/news/2017/spora-cover.jpg
Η τεχνική της επάρκεια πολύ σωστά διαπιστώθηκε και από τον Τόλη Νικηφόρου. Επανέρχομαι όμως στον Τόλη, γιατί είναι κατά μία έννοια πρόγονος της Χριστίνας. Στον Τόλη Νικηφόρου βλέπουμε χαρακτηριστικά τη συναίρεση του μυστικισμού με τη γείωση. Αυτή η ποίηση, αυτό το άνοιγμα, αυτή η ποίηση αλά Ράινερ Μαρία Ρίλκε που ανοίγεται στον θρησκευτικό χώρο με συγκεκριμένες φόρμες, υπάρχει στην ποίηση της Χριστίνας. Ο πήχης είναι ψηλά, και καλώς είναι τόσο ψηλά, καθώς η ποιήτρια συνδιαλέγεται με τους αγγέλους, με τους σατανάδες, με αυτές δηλαδή τις μορφές, πάντοτε σε ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο, χωρίς να φεύγει από την αρτιότητα της τέχνης της και των μέσων της. Ακριβώς εκεί αντισταθμίζει αυτό το «Ι», το κεφαλαίο της Ιδέας, το οποίο ξενίζει στην εποχή μας. Η Ιδέα, η Ουσία, «στα παλιά βρίσκεται η ουσία» μάς λέει, αυτά είναι λίγο «ξανατονισμένη μουσική», μας πάνε λίγο στον γαλλικό συμβολισμό, μας πάνε στο εξώφυλλο που ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε προ-ραφαηλιτικές φόρμες, όπου δεν υπάρχει ο εκμοντερνισμός στη φόρμα και στη γραμμή. Αυτό όμως αντισταθμίζεται από τη γείωση που υπάρχει: η αναφορά στα χέρια, στο πρόσωπο, στον βράχο που είναι πρόσωπο, το μη-πρόσωπο. Συνεπώς, το αντιστάθμισμα αυτού του ανοίγματος προς τα πάνω συμβαίνει γειώνοντας τον μυστικισμό, όλο αυτό το άνοιγμα με τις συγκεκριμένες αυτές φόρμες.
Θα σταθούμε στο χαρακτηριστικό ποίημα «Μην ενοχλείς τους νεκρούς»:
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Είναι οι μόνοι
που σπάσαν τον καθρέφτη.
Μύρια διάφανα γυαλάκια
μ’ εκατομμύρια μορφές
άγιες και σατανικές
– όλες δικές μας.
Ακούσια θεώνται
τον κύκλο της ζωής
– μην τους ζηλεύεις…
συ δεν θα δεις το καλό
να συμπορεύεται με το κακό
– φίδι
που δαγκώνει την ουρά του.
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Αυτοί έκαναν
τα δικά σου λάθη
αιώνες πριν.
Άσ’ τους ν’ αναπαυτούν […]
Κλείνοντας, να σημειώσω ότι ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ανθρωπιά, ο έρωτας που υπάρχει, επίσης, και είναι παρών στα ποιήματά της, και μια τρυφερότητα και μια θεώρηση ευρύτερη γύρω από τη συνύπαρξη και τη συντροφικότητα.
ΚΡΙΣ ΛΙΒΑΝΙΟΥ
Στίγμα Λόγου, 12/10/2016
Τρεις ενότητες, ανισομεγέθεις, 52 ποιήματα στο σύνολο, αυτό είναι το πρώτο, γρήγορο προφίλ της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Γεωργιάδου Σπορά. Στην δεύτερη, πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτεται μια ποίηση καταλυτικά προσωπική, εξομολογητική (Σε μια δίκαιη ανταλλαγή / σου ΄δωσα δύναμη / μου χάρισες ενοχές[1]) απαλλαγμένη μεν από φίλτρα αλλά στερούμενη ταυτόχρονα και της όποιας συστολής.
Η ειλικρίνεια και η καθαρή ματιά στα πράγματα και στους ανθρώπους, στις σχέσεις και τις αλληλουχίες που εδραιώνονται μεταξύ τους στο πέρασμα του χρόνου, είναι ένα σημαντικό στοιχείο της δουλειάς αυτής στο σύνολό της, τόσο σημαντικό που καταλήγει να γίνει άξονας προσέγγισης: υπάρχει ένα είδος διαφάνειας και αυτή η αίσθηση ενός ξεκάθαρου τοπίου δημιουργεί μια υπολανθάνουσα αίσθηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αναγνώστη.
Στον αντίποδα αυτής της ειλικρίνειας βρίσκεται μια υπερέκθεση συναισθημάτων και συγκινήσεων που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί τα πράγματα σε μάλλον ακραίες εκφράσεις: είναι κάποιες στιγμές όπου η αμηχανία εκ μέρους του αναγνώστη δεν λείπει. Υπάρχει όμως πιθανότατα λόγος γι αυτό: καθώς ξετυλίγεται η συλλογή, συνειδητοποιεί κανείς ότι βρίσκεται μπροστά σε ποιήματα που γεννιούνται μετά τον έρωτα, όταν αυτός έχει πια παρέλθει. Οι κρίσιμες στιγμές του κενού και του σπασμένου Όλου που αφήνει πίσω του ο έρωτας, είναι αποτυπωμένες με την ίδια ευθύτητα που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. Η ματιά της ποιήτριας επικεντρώνεται σε ένα παρελθόν παγωμένο στο χρόνο και άρα ανεξίτηλο και άφθαρτο από την καταλυτική επαφή με την καθημερινότητα, ένα παρελθόν τελικά καθαγιασμένο.
Τα ποιήματα της Χριστίνας Γεωργιάδου αποτυπώνουν εικόνες και στιγμιότυπα δύο αλληλένδετων ανθρώπων, τους οποίους τοποθετεί σε στην ελαστική πραγματικότητα της ανάμνησης, μεγεθύνοντας την στιγμή και ακυρώνοντας τα εξωτερικά όρια. Το μόνο ορατό πλαίσιο που είδα ήταν το περίγραμμα του ερωτικού δίπολου, που τελικά εντάσσεται στο άχρονο πλαίσιο όσων ερωτεύτηκαν κατά καιρούς.
Στα θετικά στοιχεία θα προσέθετα μια προσεγμένη γλώσσα (κι ας μην απέφυγε πάντα την παγίδα του πομπώδους) και μια επίσης προσεγμένη δομή, ενώ στα αρνητικά από τεχνικής απόψεως πάντα, την χρήση αποσιωπητικών σαφώς πέραν του μέτρου. Σε μια περιγραφική ποίηση όπως αυτή της Σποράς δεν υπάρχει το χάρισμα της έκπληξης, του ξαφνιάσματος εκείνου που θα έκανε την υπέρβαση και θα μετέφερε τον αναγνώστη σ’ αυτή την παράλληλη πραγματικότητα, την τόσο γνώριμη τελικά, που συνήθως κρύβεται στους στίχους. Μια πρωτοτυπία που θα ισορροπούσε ανάμεσα στο οικείο και το απρόσμενο είναι ίσως το συστατικό που λείπει εδώ, και ένα φιλτράρισμα στις αισθήσεις και τις σκέψεις, που θα αναδείκνυε αυτές που ξεχωρίζουν από αυτές που έχουν ακουστεί κι άλλες φορές στο παρελθόν.
Η ένταση σε συνδυασμό με την απόλυτη διαφάνεια της σκέψης είναι κατά τη γνώμη μου τα δύο πιο ισχυρά χαρτιά αυτής της συλλογής. Αν καλλιεργηθούν στο μέλλον, θα αναδείξουν νέες αρετές στην ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου.
Ένα από τα ποιήματα που μου άρεσε περισσότερο:
Στιγμή
Βουνοκορφές αχνίζουν
πνιγμένες στο γαλάζιο
Αιχμαλωτίζεται στο τζάμι
μία άκρη τ’ ουρανού
Αγγίζεις με τα’ ακροδάχτυλά σου
το σύνορο του εδώ
και του εκεί[2]
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Fractal 5/7/2017
Σπορά», Χριστίνα Γεωργιάδου, εκδόσεις Κυριακίδη
Γιατί θα πρέπει
να ʼχουμε νέα;
Στα παλιά βρίσκεται η ουσία …
Γιατί θα πρέπει
να μιλάμε;
Στη σιγή βρίσκονται
οι ήχοι
οι πιο απαλοί
οι πιο βαθιοί
οι πιο ανταριασμένοι
(Συμβάσεις)
Με τον παραπάνω τρόπο η ίδια η ποιήτρια ορίζει την ποίησή της δίνοντας την ερμηνεία του λιτού λόγου. Και λέω πως αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να θεωρηθεί η ποιητική της πρόταση πολύτιμη. Δεν βρίσκεται η ουσία του λόγου στα πολλά κεντίδια της γραφής. Αυτά συχνά την αδικούν. Η Χριστίνα Γεωργιάδου κάνει την επιλογή της. Η καίρια λέξη, σοφά διαλεγμένη, η δύναμη στην εικονοποιία και η πάλλουσα ψυχή πίσω από τον στίχο. Έτσι μας συστήνεται, μια που αυτή είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Χωρισμένη σε τρία μέρη (Πέπλο, Γη, Σαράκι), θα μας δείξει μια προσωπική πορεία από τον άντρα/έρωτα στο παιδί και κατόπιν στη φιλοσοφική στάση απέναντι στη ζωή με το εγώ, το εμείς και το αυτοί να εναλλάσσονται για να φανούν οι διαφορετικές εκδοχές της όψης του κόσμου. Το μοναχικό εγώ, η συμπερίληψή του μέσα στο εμείς, το σύνολο των ομοιοπαθών και φυσικά αυτοί, οι της άλλης όχθης:
[…]
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Είναι οι μόνοι
που σπάσαν τον καθρέφτη.
[…]
Ακούσια θεώνται
τον κύκλο της ζωής
-μην τους ζηλεύεις…
συ δεν θα δεις το καλό
να συμπορεύεται με το κακό
-φίδι
που δαγκώνει την ουρά του.
Μην ενοχλείς
τους νεκρούς.
Αυτοί έκαναν
τα δικά σου λάθη
αιώνες πριν.
Άστους ν’ αναπαυθούν…
(Μην ενοχλείς τους νεκρούς)
Όλα στην ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου δεμένα μεταξύ τους σε μια σύλληψη ενιαία και μοναδική, ένας κύκλος, όπως θα πει στο ελάχιστο ποίημα:
Εν τέλει
όλα καταλήγουν εκεί
στην αέναη ενσάρκωση των ψυχών
στην αγχώδη αναλαμπή των σωμάτων
στο σκοτεινό κατακρήμνισμα της ύλης.
(Κύκλος)
Και μέσα σ’ αυτήν την ενιαία οντότητα θα χωρέσει η ποιήτρια (αποδεικνύοντας το μέγεθος της ποίησής της) τον κόσμο όπως τον ξέρουμε και τον κόσμο όπως ίσως δεν τον φανταζόμαστε. Η ποίηση όμως -το ξέρουμε αυτό- είναι κατ’ εξοχήν δημιουργός των αφανών εικόνων. Εδώ το εξαιρετικό «Το καθ’ ομοίωσιν», που ανατρέπει και αναπλάθει το σύμπαν στα απολύτως ανθρώπινα μέτρα:
και είπεν ο Θεός:
όμοιος με σένα θέλω να γίνω
να χτίζω τη γη
γερά με τα’ αλέτρι
γεωργός καθ’ ομοίωσιν
να βγάζω φτερά
ουράνιους θόλους ατενίζοντας
όμοιος επιστήμονας
με σύμπαντα χρώματα
να βάφω τα όνειρα
να γίνονται θαύματα
άλλος εγώ καλλιτέχνης
και είπεν ο Διάολος:
όμοιος με σένα θέλω να γίνω
τα δυο να γίνονται ένα
κι ο Ένας να είναι το Παν
οι λέξεις να κρύβουν αλήθειες
σ’ αυτές μέσα να ζω…
Η Χριστίνα Γεωργιάδου τιμήθηκε με το «Βραβείο Ποίησης Μαρία Πολυδούρη» για το 2017 γι’ αυτήν την πρώτη της ποιητική κατάθεση. Απολύτως ανάλογη η τιμή με την αξία του έργου της.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ» (τ. 224, σ. 233)
Η Χριστίνα Γεωργιάδου (γεν. Αθήνα 1972) μεγάλωσε στην Κατερίνη και είναι καθηγήτρια Αγγλικών στη Μ.Ε. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα, αλλά φέτος κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Σπορά». Περιέχει τρεις ενότητες : 1. Πέπλο, που αναφέρεται στον έρωτα, 2. Γη, που αναφέρεται στο παιδί – ελπίδα του κόσμου και στην παιδικότητα και 3. Σαράκι με φιλοσοφικές ιδέες για τον κόσμο, τον άνθρωπο και τη ζωή. Η Χριστίνα συνδυάζει θαυμάσια την εποχή μας και την πορεία των ανθρώπων σε έναν κόσμο που μεταλλάσσεται συνεχώς , όπου «δονούνται μέσα μου χίλιες ανάσες/ …/ μετέωρο το βήμα μου/…/ με την ασφυξία που καραδοκεί». Η μορφή της ποίησής της δεν είναι καθόλου ξένη με τις πραγματικές ανησυχίες και καταστάσεις – όσο κι αν ο έρωτας και το παιδί φέρνουν την επιθυμητή άνεση ζωής. Κάπως έτσι είναι και οι φιλοσοφικές ενατενίσεις της. Η μετουσίωσή τους σε ποίηση είναι επιτυχημένη, τόσο που με την πρώτη της συλλογή εδραιώνει τη θέση της στον ποιητικό χώρο του τόπου μας ως μια αξιοσύστατη προσωπικότητα των Ελληνικών Γραμμάτων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΟΥΜΑΣ, τ. 148, ΜΑΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2016,
ΔΙΑΥΓΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ποιήματα: Με σεμνότητα και αδρότητα περισσή, η Χ.Γ. κάνει την παρουσία της στον ποιητικό χώρο. Κάθε ποίημά της έχει το δικό του σύμπαν, μέσα στο οποίο κυριαρχούν οι βιωματικοί ερεθισμοί, ο αρρίφνητος συναισθηματισμός και η ερωτική θέαση. Με ευκρίνεια και στιλπνότητα και πάντα με λυρισμό και φωτεινότητα, πνευματοποιεί τους «ήρωες» της ζωής της, τις εικόνες και τα ινδάλματά της. Η ποίησή της «διαπραγματεύεται» τον έρωτα, την ελπίδα, τη φύση του ανθρώπου και των πραγμάτων (ζωή)… Ο στίχος της νεωτερικός, απλός, διαυγής και ρεαλιστικός, με προσεγγίσιμες αμφισημίες, συνεγείρει αισθητικά, πνευματικά, μεταφυσικά. Η πληρότητά του μαρτυρεί την αυτάρκεια της ποιήτριας στην ιερουργία της τέχνης και του ποιητικού λόγου.
ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ CAFÉ DE FACTO 30-5-2016, & δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό Φιλολογική (τ. 138)
ΧΕΡΙΑ
Αυτό τ’ αριστερό σου χέρι
κάνει πράγματα ασύλληπτα
Ανοίγει ντουλάπια
μυστικά
Βρίσκει πράγματα
αιώνες πια χαμένα
Στις καλές στιγμές
χαϊδεύει κάθε φίλου
τρυφερά το μάγουλο
Στις κακές
απωθεί εχθρούς
με κινήσεις πανικού
κι άναρχης ανταρσίας
Πράγματα
ακίνδυνα–επικίνδυνα
πιάνει, πετάει, σπάζει, ξεσχίζει
μετακινεί, μασάει, λατρεύει…
Ηλιοφώτιστα βράδια
σκαρφαλώνει χαράδρες
Φεγγαρόφωτα πρωινά
ανεμίζει σημαίες
– που κανείς δε θα δει…
Μαζεύει τιράντες
από παντελόνια
θλιμμένων παιδιών
με μάγουλα ρουφηγμένα
Ταΐζει
πεινασμένα
του δρόμου σκυλιά
μ’ αγάπη
στο στόμα
Και σαν αποκάμει
στο τέλος της πλούσιας μέρας
διεκδικεί το δικό μου
χέρι…
Καλησπέρα σας. Σας διάβασα το ποίημα «Χέρια» της Χριστίνας Γεωργιάδου από την πρόσφατη συλλογή της με τίτλο Σπορά.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται, λίγο ή πολύ καθυστερημένα ολοένα και περισσότεροι ποιητές και ιδίως ποιήτριες. Πρόκειται κατά κανόνα για εκείνους που είχαν από νωρίς την ποιητική παρόρμηση, αλλά οι συνθήκες της ζωής δεν τους είχαν επιτρέψει να εκδώσουν το πρώτο τους βιβλίο μέχρι τα τριάντα ή τα τριανταπέντε τους, όπως συνήθως συμβαίνει. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η φίλη μου Χριστίνα Γεωργιάδου, την οποία γνώρισα πριν 7-8 χρόνια στην τότε Λέσχη Ανάγνωσης της Άνω Τούμπας, ανάρτησα τα πρώτα ποιήματά της στο ιστολόγιό μου Λιβάδι το 2010, αλλά μόλις φέτος είχα τη χαρά να πιάσω στα χέρια μου την πρώτη ποιητική συλλογή της.
Η Χριστίνα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Κατερίνη Πιερίας. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ και Μετάφραση στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Πάροδος και στις θεματικές ανθολογίες του ιστολογίου μου «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται». Ας διαβάσουμε όμως και το ποίημά της Ωδή.
ΩΔΗ
Όλα ξεκινούν
από μια καμπύλη και μια ευθεία.
Η λειτουργία του σύμπαντος.
Η έναρξη της ζωής.
Ο ερωτικός παροξυσμός.
Η αγάπη.
Κύκλοι οι πλανήτες
περιστρέφονται σε άξονα ευθύ.
Μια ευθεία που εισβάλλει σε μια καμπύλη –
η νέα ζωή.
Κι ο έρωτας –
Καμπυλόγραμμες αναταράξεις
σε αέναη κίνηση.
Κι η αγάπη –
Κύκλοι διασταυρούμενοι
αξεδιάλυτοι σε κουβάρι.
Όλα ξεκινούν
από μια καμπύλη και μια ευθεία.
Μόνο ο θάνατος είναι
μια ευθεία δίχως καμπύλες…
Η ποίηση της Χριστίνας Γεωργιάδου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπαρξιακή. Θα πρέπει βέβαια να περιμένουμε και τις επόμενες συλλογές της για να σχηματίσουμε μια βάσιμη γνώμη. Στο καλαίσθητο και ενδιαφέρον βιβλίο της από τις Εκδόσεις Κυριακίδη περιλαμβάνονται ποιήματα εμπνευσμένα από το δίπολο έρωτας-θάνατος, από τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα της ύπαρξης, από τον σύντροφό της, το παιδί της… Γράφει με αξιόλογη τεχνική και με έναν τρόπο απλό, λιτό και κατά κανόνα εύστοχο χωρίς εγκεφαλικές περιπλοκές ή λυρικές καταχρήσεις. Η διαπίστωση της σκληρής πραγματικότητας της ζωής εναλλάσσεται με την κατανόηση και την τρυφερότητα.
ΠΑΡΑΓΚΑ
Μία παράγκα
γυμνή
δίχως λουλούδια
Χτυπάει πέτρες
ο βοριάς
πάνω στον τσίγκο
κι ο ήλιος
ανήλεος πυρετός
Κουβαριασμένα μέταλλα
παρατημένες μηχανές
μες στην αυλή
– παροπλισμένοι επαναστάτες
θεριά φυλακισμένα!
Δίπλα στην είσοδο
ένα ψυγείο
λευκό και θλιβερό
και ένα ξύλινο μικρό κλουβί
με ένα καναρίνι
– το μόνο ζωντανό
σ’ αυτή την ερημιά…
Μία γυμνή
– νεκρή σχεδόν –
παράγκα
μας σημαδεύει
όλους!
Μέσα στην πληθώρα των ποιητικών βιβλίων που εκδίδονται τα τελευταία χρόνια και τον καταιγισμό των ποιημάτων σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, στα ιστολόγια και στο facebook, συχνά απλή ένδειξη της άγνοιας και της ανεπάρκειας των δήθεν ποιητών, η ποίηση της Χριστίνας αποτελεί μια – ευτυχώς όχι σπάνια – εξαίρεση με τη γνώση και τη σοβαρότητά της, ακόμη και με την πρωτοτυπία της. Διαβάζω ένα τελευταίο ποίημα.
ΑΛΦΑΒΗΤΕΣ
Αχ αυτό το νι
– τελικό ή ενδιάμεσο –
των χειλιών σου!
Γοητείας σημαντικόν!
Μαζί με όμικρον ματιών
αγγελικά πλασμένων
μυστικά ρουφά
όλες τις αλφαβήτες…
Ορίζοντες αναποδογυρίζει
κάθε μετάλλαξη σε ύψιλον
και όλες οι αίολες γραμματικές σου
επιζητούν
– εκούσες άκουσες –
προσκυνηματική λατρεία…
Μου αρέσει η Χριστίνα ως άνθρωπος, μου αρέσουν και τα ποιήματά της. Πιστεύω ότι η ποιητική της παρόρμηση είναι γνήσια και ισχυρή και ελπίζω με αυτή την πρώτη συλλογή της να έχει βρει οριστικά τον δρόμο της και να συνεχίσει σταθερά και αποφασιστικά. Οι ποιητές δεν πρέπει να απορροφώνται από τα καθημερινά προβλήματα και τελικά να χάνονται στη ρουτίνα της ζωής. Είναι μια πολύτιμη ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της άνοιξης, μια ελπίδα για τον άνθρωπο και τ’ αδέλφια όλων μας. Καλή δύναμη λοιπόν Χριστίνα για τη συνέχεια.
ΕΛΕΝΗ ΤΖΗΚΑ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΝΕΣΤΩΡ 18-11-2016 & δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Παιδείας (τ. 61-64)
Να σταματήσουν τα όπλα να βροντούν
θέλει να κοιμηθεί ένα μωρό.
Να κοπάσουν οι άνεμοι
θέλει να φυτρώσει ένα λουλούδι
οι βασιλιάδες να σταματήσουν τους πολέμους
γεννιέται ένας ποιητής!
Κούρδος ποιητής
Φίλες και φίλοι,
φυλλαράκι ενός γιγάντιου δέντρου η γη μας, ο κόσμος. Κι ένα οντάριο ο άνθρωπος πάνω στο φύλλο. Κάποιοι τολμηροί καθώς περιδιαβαίνουν και εξερευνούν την επιφάνεια κάποτε φτάνουν στην άκρη της. Κάτω χάσκει ο γκρεμός, η άβυσσος. Κι εκεί αρχίζει η Τέχνη, εν προκειμένω η Ποίηση. Ισχυρό αντίδοτο στη σκοτοδίνη, στο χάος, στον αφανισμό, που καραδοκεί, καθώς ατενίζεις το κενό.
Εκλεκτοί της Μοίρας οι ποιητές, αφού τους εδόθη η χάρις να τραγουδούν τα πάθια και τους καημούς του κόσμου. Να μεγαλύνουν τη ζωή, να τρανώσουν το μπόι της, να κοιτάζουν κατάματα το θάνατο με βλέμμα ερωτευμένου, όπου καμιά φθοροποιός δύναμη δεν έχει κράτος και εξουσία και τίποτα δεν μπορεί να χαμηλώσει και να νικήσει αυτό το βλέμμα.
Όμως δε φτάνει το χάρισμα. Απαιτείται γερός εξοπλισμός ν’ ανεβαίνεις τη σκάλα τ’ ουρανού, της Ποιήσεως τη σκάλα. Να καταδύεσαι στα βάθη των μυστηρίων της ζωής αποσπώντας κοράλλια και πορφύρες. Να τριγυρνάς στα σοκάκια του κόσμου, άγιος αλήτης, και ν’ αφουγκράζεσαι τους στεναγμούς και τους αλαλαγμούς των ανθρώπων.
Μόνο αν σκύψεις με πολλή αγάπη στην πνευματική κληρονομία που –δόξα τω θεώ- έχουμε πλούσια ως έλληνες και τρυγήσεις το νέκταρ των ανθών της. Και λέω με αγάπη, γιατί δε γνωρίζουμε παρά τα πράγματα που αγαπάμε. Σκεφτείτε μια μικρομάνα με πόση τρυφεράδα προσεγγίζοντας το παιδί της αντιλαμβάνεται και την πιο ανεπαίσθητη κίνηση, την πιο δυσανάγνωστη γκριμάτσα του πριν ακόμα απ’ το λεκτικό στάδιο.
Μόνο έτσι οξύνεται ο νους, πλαταίνει η αντίληψη, λεπταίνει η αίσθηση, μεγαλώνει η ευαισθησία, σμιλεύεται ο Λόγος.
Μόνο έτσι έχουμε ένα αισθητικό αποτέλεσμα, ικανό να συγκινήσει και να κοινωνήσει το βίωμα, την αγωνία, την αναζήτηση.
Ευλογημένο πλάσμα ο ποιητής, είπαμε. Αλλά και τραγικό. Γιατί είναι καταδικασμένος να βλέπει στο μέλλον σαν άλλος προφήτης –πώς το λέει ο Ελύτης;
‘’Εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου
πες μας τι βλέπεις… βλέπω
τα έθνη άλλοτες αλαζονικά
παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο
βλέπω τα πελέκια στον αέρα
σκίζοντας προτομές αυτοκρατόρων και στρατηγών …’’.
Είναι καταδικασμένος να προγεύεται το φαρμάκι των επερχόμενων δεινών, που εμείς οι ανίδεοι και χορτάτοι δεν αντιλαμβανόμαστε. Ο ποιητής διψάει την Ομορφιά και την Αλήθεια, υποστάσεις που κάποτε ταυτίζονται. Η Ομορφιά λοιπόν δεν δίνεται στον καθένα, είναι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά, αλλά είναι και η μόνη που, κατά τον Ντοστογιέφσκι, θα σώσει τον κόσμο.
Κρύβεται η κατεργάρα και θέλει πολύ μόχθο, σκληρή πάλη να την κατακτήσεις. Δίνεται σ’ αυτούς που ξέρουν ‘’το χώμα που πατούν να προσκυνούνε’’ δηλαδή στους ποιητές.
Σήμερα (η λέξη με την έννοια που έχει στην εκκλησιαστική υμνολογία) γεννήθηκε μια ποιήτρια.
Η Χριστίνα Γεωργιάδου.
Με άρτιο εξοπλισμό, την κατάκτηση του γλωσσικού οργάνου, την καλλιεργημένη ευαισθησία, την οξύτητα της ματιάς της στον κόσμο, με πλούτο ψυχής, με βασανιστικό ψάξιμο μέσα της και γύρω της, μας έδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τον συμβολικό τίτλο «Σπορά».
Συνεχίζοντας η Χρηστίνα επάξια την ποιητική παράδοση, που σχηματικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, Σχολή της Θεσσαλονίκης, δηλαδή του Μ. Αναγνωστάκη, του Γιώργου Ιωάννου, του Γ. Θέμελη, του Ντ. Χριστιανόπουλου, του Τόλη Νικηφόρου, μπαίνει στην Πόλη των Ιδεών, εκεί όπου δεν περνά κανένας τυχοδιώκτης.
Προσωπικά, αγαπώ ιδιαίτερα, αυτή τη Σχολή (πάντα σχηματικά ο όρος) των χαμηλών τόνων, του υπαινιγμού, της θέασης απ’ τη μεριά των νικημένων, του τσαλακώματος του Εγώ.
Αδιαμφισβήτητη κάτοχος της Γλώσσας η ποιήτριά μας, αφού πάλεψε με τις λέξεις –γιατί οι λέξεις είναι ψυχές, όπως έλεγε ο αλησμόνητος δάσκαλος μου Χρίστος Τσολάκης, και σου αντιστέκονται- μας έδωσε ένα άρτιο έργο· μόνο που, θα τολμούσα να πω, σε κάποια σημεία γίνεται παγίδα η τόση ευχέρεια στο λόγο με τη χρήση κάποιων εξεζητημένων λέξεων, για παράδειγμα θαλπωρής εναιώρημα. Με μεγάλη επιφύλαξη το λέω. Υπάρχουν κριτές πιο άξιοι από μένα να το κρίνουν.
Πλαστελίνη, κυρίες και κύριοι, στα επιδέξια χέρια παιδιού ο κόσμος στα χέρια του ποιητή, πηλός στα χέρια αγγειοπλάστη. Τον ξαναπλάθει, τον ξανακαινουριώνει. Μαζεύει και τεντώνει το χρόνο, ακινητοποιεί μια στιγμή φωτογραφίζοντάς την με τη φωτογραφική μηχανή της ψυχής του. Ντύνει με χρώματα το γκρίζο του, γεμίζει με ήχους τον αγέρα του, σκεπάζει με αδιαπέραστο μανδύα ιερής σιωπής τους θορυβώδεις δρόμους.
Να μια ‘’Στιγμή’’ όπως την ακινητοποίησε και την πάγωσε η Χρηστίνα:
Βουνοκορφές αχνίζουν
πνιγμένες στο γαλάζιο.
Αιχμαλωτίζεται στο τζάμι
μια άκρη τ’ ουρανού.
Αγγίζεις με τ’ ακροδάχτυλά σου
το σύνορο του εδώ
και του εκεί.
Τα θέματά της δεν είναι μόνο η ομορφιά της φύσης που ανάγει σε σφαίρες του επέκεινα, είναι ό,τι απασχολεί τον άνθρωπο: ο έρωτας κι ο θάνατος, η μνήμη και η λησμονιά, η παρουσία και η απουσία, η αχαριστία ως αμοιβή στην προσφορά, το ταξίδι, το παιδί ως ελπίδα ακατάλυτης ζωής. Και φυσικά τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα που θέτει η ύπαρξη, η θνητότητα.
Μια ορατή, διακριτική θλίψη διαπερνά τους στίχους της, όπως στο «Αν ήμουν ερωτευμένη»:
…Δεν είμαι όμως…
Τ’ ασημοσόκακα της σελήνης
στένεψαν.
Η θάλασσα δίχως τους είναι άδεια
Ερήμωσαν οι ουρανοί
Φουσκωμένο ασκί
που κοντεύει να σπάσει
η ψυχή μου.
Χωρίς να λείπει κι ένας τόνος προσωπικής εξομολόγησης βουτηγμένος στην πικρή ειρωνεία:
Σε μια δίκαιη ανταλλαγή σου ‘δωσα δύναμη μου χάρισες ενοχές.
Παίζει με τα πιθανά ονόματα στο «Ονομάζεσθε»:
Θα ‘θελα να μ’ έλεγαν Ειρήνη…
θα κούρνιαζα στις λόχμες
προσμένοντας τη νύχτα
ν’ απαγκιάσουν οι στρατιώτες
άλαλοι, άσαρκοι, θρυμματισμένοι.
Σε νάμα να ‘πλενα τ’ ανταριασμένα πόδια τους…
Ένας εξαίσιος έμμεσος τρόπος να μιλήσει κανείς, με μια εικόνα που μας φέρνει στη Μ. Πέμπτη, για τη φρίκη του πολέμου. Τολμηρή η χρήση του επιθέτου ανταριασμένα πόδια, αντί ανταριασμένος νους.
Με λεν όμως
Χρηστίνα
κι είναι το ‘ήτα’ αναμεσίς του ονόματος
χρηστό… όπως τα ήθη
Κι αν είν’ το πεπρωμένο μου
να είμαι
όπως πρέπει απλώς,
δεν ξέρω αν το θέλω…
Εύστοχος υπαινιγμός για την επικρατούσα ηθική και τις συμβάσεις της.
Ο έρωτας, αυτό το αντίδοτο της φθοράς, απασχολεί τη Χρηστίνα ως ανάμνηση ή ως ελπίδα, όχι όμως σαν κάτι που συμβαίνει τώρα. Γι’ αυτό δεν έχει το κατακόκκινο χρώμα του πάθους αλλά το ροζ της θύμησης ή το πράσινο της ελπίδας.
«Ελπίδα Ι Ι».
Παλληκάρι
με στάχυα στα μαλλιά
κι ένα κλωνάρι μυγδαλιές στο στέρνο
τον άνεμο καβάλησε αετίσια
τ’ άγονα στήθια μου μύρωσε
κι έλα
ξυπόλητοι στο νιο χορτάρι
νωχελικά ν’ αφανιστούμε…
Θα επανέλθει στο ποίημα «Μαύρο» στην επιθυμία του αφανισμού:
Το μαύρο είναι απουσία
παντός χρώματος
ηδονική ανυπαρξία
Είναι στιγμές, λέει η ίδια, που θέλεις να μην υπάρχεις και θα συμπλήρωνα σαν να σε μαυλίζει, όπως ο ύπνος τον χαμένο στα χιόνια ορειβάτη, μια μάγισσα λυτρωτικής απουσίας.
Γνήσια, πηγαία είναι η έμπνευση της Χρηστίνας. Γι’ αυτό και σ’ αγγίζει.
«Αν ήμουν ερωτευμένη»
Αν ήμουν ερωτευμένη…
θα φύτευα χαμόγελα στα μάγουλά σου…
θα αλάφρωνα την ύλη σου με μια πρέζα αστρόσκονη.
Θα μας πει στο ποίημα «Ελπίδα».
Τις συννεφιές τ’ απόγιομα
τουφεκίζω
να περνάς
απόλυτη μην είναι η δυστυχία σου…
Όμως εκεί που ο στίχος της απογειώνεται είναι στο δεύτερο μέρος της συλλογής, όπου τραγουδά και υμνεί το παιδί.
Στο ποίημα «Ξένη ΙΙ».
Είμαι παιδί σε κόσμο ενηλίκων
κι αυτό είναι κρίμα
Παλάμη κόκκινη στον ουρανό
πατούσα κίτρινη στο χώμα,
σκορπάω χρώματα
χορεύοντας, χοροπηδώντας κι αλαλάζοντας…
Κι αλλού: «Παιδί»
Αυτό το βλέμμα
που όλα τα παρατηρεί
που όλα τα εικάζει,
που όλα τα περιφρονεί
που όλα τα λατρεύει…
Έχεις την αίσθηση πως απευθύνεται με άπειρη λατρεία στο παιδί της, θέλοντας να του εμφυσήσει ασάλευτη πίστη στη ζωή. Στον ‘’ένυπνο άγγελο’’ διαβάζουμε:
Πρωτοῒδωτο σε προσμένει φως.
Μη σκιάζεσαι, προχώρα.
Για ιδές, στο ύψωμα κει δα
θρόνος η εκκλησιά –αετοφώλιασμά σου-
και στα ριζά της άβυσσου
σκαλώνει Δέντρο η Ζωή
χαϊδεύει τα ουράνια…
Την ίδια άσειστη πίστη που έχει η ίδια στον άνθρωπο και στη ζωή.
Μην φοβηθείς·
Κι αν κάψουν τα βιβλία της γης
οι ιδέες τους ενυπάρχουν στις ψυχές
Κι αν θρυμματίσουν τις ψυχές
παιδί ξανά
χώσου στις γης τα έγκατα,
ψάξε τον πυρήνα·
Κι αν σπάσουν τις πέτρες
κι αν τσακίσουν τη γη
βυθίσου στη θάλασσα
Κι αν στραγγίσουν τη θάλασσα
όρμα στ’ αστέρια
στο σύμπαν
στο χάος
Παντού, σε κάθε
απειροελάχιστη ιδέα ζωής
ελλοχεύει το φως…
Θα μας πει στην Αλήθεια του Οδυσσέα.
Παρά τις απογοητεύσεις, τις πικρές διαπιστώσεις και διαψεύσεις όπως βλέπουμε στο «Θάνατος».
Κι αν κάπου θλίβομαι κι αμφιβάλω
κι αν τρέμω τ’ άγνωστο και υποχωρώ
αδύναμα τ’ ανθρώπινα…
ή στην Παράγκα:
Μια γυμνή
–νεκρή σχεδόν-
Παράγκα
μας σημαδεύει
όλους!
ή στην Κινούμενη Άμμο:
Έχω τη γεύση αίματος
στα χείλη
εν αναμονή
του πόνου
Σίγουρο πράγμα ο πόνος
απτό και ζυγιασμένο.
Θλίβεται κι αμφιβάλει η Χρηστίνα, φοβάται και υποχωρεί, βιώνει την προσμονή του πόνου –κοινή μοίρα των θνητών- αλλά τα ποιήματά της αποπνέουν αισιοδοξία, ελπίδα, φωτεινότητα. Ο έρωτας ως αντίβαρο της φθοράς, το παιδί ως ελπίδα του κόσμου, το νοιάξιμο για τον άλλον ως πραγμάτωση της συντροφικότητας και θανατηφόρο βέλος ενάντια στη μοναξιά,
’’ μόνο που σαν κοιτώ τα μάτια σου
νιώθω λιγότερο μόνη’’
χρωματίζουν το γκρίζο του κόσμου, διαλύουν ομίχλες και σκοτάδια και υμνούν τη ζωή και το φως.
Στις τέσσερις εποχές μιλώντας για την άνοιξη δηλώνει:
Κάθε άνοιξη
γλάστρες κενές
στον κήπο μου αφήνω
να φωλιάσουν
αγριολούλουδα.
Για το καλοκαίρι:
Θαρρείς
για πάντα ήρθαν να μείνουν
οι μέρες οι ζεστές
μ’ ήλιους, με γέλια,
μ’ εκδρομές
-η επί γης Εδέμ.
Και στην όμορφη μέρα:
Λευκές τουλίπες αναδύονται στο γαλάζιο
Αραχνένια αραβουργήματα
στροβιλίζουν τους χτύπους της καρδιάς σου
σε κρεσέντο
και ταλαντεύεσαι
από τα γήινα μελτέμια
στους φλοίσβους του παραδείσου…
Να, αυτό είναι το θαύμα της Ποίησης. Λέξεις χιλιοειπωμένες, φθαρμένες από την πολυχρησία, αμαρτωλές απ’ την ψευτιά που τις ξεστόμισε, κοινές, κουβεντιαστές, στην Ποίηση καθώς πλέκονται και συμπλέκονται μέσα σε μεταφορές και παρομοιώσεις αναβαπτίζονται, αναδύονται μέσα στο στίχο με την πρωτεινή τους λάμψη, αστραφτερές, ξανακαινουριωμένες.
Έτσι γίνονται ανθεκτικές, ώστε να μη σχίζονται, όπως θα έλεγε η Κική Δημουλά.
Στο «Επαναστάτες» διαβάζουμε:
Ξυπόλητη βαδίζω
στη νοτισμένη γη
προσμένοντας εκείνον
που με δέος αγγίζει το σκοτάδι
που απαλά πατά τα ξεραμένα χόρτα
να μην πληγώσει τη σιωπή τους…
Και πάλι στους «Επαναστάτες» καθώς παίζει με την απίθανη πιθανότητα να γίνει στην αρμονία του κόσμου μια ρωγμή, όπως για παράδειγμα ο ήλιος ν’ αρνηθεί το καθιερωμένο δρομολόγιό του και να ερωτευτεί τη γη:
Ένας ήλιος πορφυρός
μετέωρος στέκει
στο μενεξελί στερέωμα
εκστατικός μπρος στη μαβιά σκιά της γαίας.
Δύση εγκαταλείπει κι ανατολή
κι απομένει
άπελπις εραστής
καρφωμένος σε σημείο μηδέν
αέναα να οσφραίνεται
το βρόχινο κορμί της…
Και για τους αιώνιους επαναστάτες μιλάει η Χριστίνα και για τους αμετανόητους οραματιστές και για την πιθανή καταστροφή του πλανήτη, όταν τα πουλιά τ’ ουρανού θα είναι πρωτοῒδωτο θέαμα για τους νέους και συγκινητική ανάμνηση για τους παλιότερους.
Και τη Σιωπή τραγουδάει, τη σιωπή εκείνου π’ αγαπάει, γιατί μπορεί και τη διαβάζει:
Τις ξέρω τις σιωπές σου…
Μέσα σ’ αυτές
άκουσα
πρώτη φορά
να με ονειρεύεσαι…
Και την έμπνευση υμνεί :
Στο Διάφανος διαβάζουμε:
είμαι η μουσική
που σ’ αναδεύει
σαν μέσα σου
γεννιέται η Ιδέα.
Οι υψηλές αναζητήσεις, οι υπαρξιακές αγωνίες της, το αδιέξοδο της φθαρτής φύσης δεν δίνονται στεγνά, αποστεωμένα, αλλά έχουν σάρκα και οστά, μυρίζουν χώμα και βροχή ντυμένα με τις ποιητικές της φόρμες.
Αναβίωση:
Το όνομά μου χάνεται
στην αχλή του χρόνου.
Χαμαιλέων η ύλη
βαλτώνει το νου.
Σε ελώδη εδάφη
γελώντας θάβομαι.
Ελπίζοντας
πεθαίνω
πάντα τελευταία…
Όπως και στο ποίημα «Χέρια»:
Αυτό τ’ αριστερό σου χέρι
κάνει πράγματα ασύλληπτα
Ανοίγει ντουλάπια
μυστικά.
Βρίσκει πράγματα
αιώνες πια χαμένα.
Με την αναφορά σε Χέρια, στο πρόσωπο, σε μάγουλα γειώνει το άρρητο και το μυστικό, όπως λέει ο Πέτρος Γκολίτσης και καταφέρνει να εναλλάσσει τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής και την ασφυξία που καραδοκεί με την τρυφεράδα και την ανθρωπιά, δημιουργώντας ατμόσφαιρα, κλίμα, μαγεία
Μαζεύει τιράντες
από παντελόνια
θλιμμένων παιδιών
με μάγουλα ρουφηγμένα.
Ταΐζει
Πεινασμένα
του δρόμου σκυλιά
μ’ αγάπη
στο στόμα…
Κυρίες και κύριοι.
Δεν υπάρχει πιο άχαρος ρόλος απ’ αυτόν του φιλόλογου, που, για να εκτιμήσει ένα έργο Τέχνης , στην περίπτωσή μας ένα ποίημα, πρέπει να το τεμαχίσει, άτεχνα πολλές φορές, ως άλλος ανατόμος στο νεκροτομείο. Νομίζω πως ανάμεσα στον αναγνώστη και στο ποίημα κανένας δεν έχει θέση, όσο καταρτισμένος κι ευαίσθητος κι αν είναι. Κάπου θα το τραυματίσει, θα το πληγώσει, όπως πληγώνουν τα παιδιά τα εύθραυστα διάφανα φτερά μιας πεταλούδας προσπαθώντας να την περιεργαστούν.
Όσα είπαμε, πετάξτε τα στον κάλαθο των αχρήστων και χαρείτε την θεσπέσια απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση ενός ποιήματος: Σιωπές
Τις ξέρω τις σιωπές σου…
Μέσα σ’ αυτές
άκουσα
πρώτη φορά
να με ονειρεύεσαι…
Τώρα
σε σύμπαντα άλλα,
σε χρόνους άλλους
εξακολουθώ
να σε ακούω
μες στις σιωπές σου
που ΄ναι δικές σου
και δικές μου –ένας απίθανος κόσμος
μυστικός
δικός μας.
Κι είναι στιγμές
που κόμπος βγαίνει
η φωνή
στο λάρυγγά σου
δακρύζεις και ωρύεσαι
για όσα θες
και δεν μπορείς να πεις.
Εγώ και τότε
σε ακούω…
Στρώσε μου φως
να κοιμηθώ…
Ώρες ώρες
έρχονται πολλά
που –μπορώ μα-
δεν θέλω να πω.
Είναι οι ώρες που
οι σιωπές αλλοιώνονται
και ήχοι γίνονται στριγκοί
μες στο σκοτάδι…
Κλείνεις το βιβλίο και νιώθεις πως έχεις γευτεί γλυκείς καρπούς απ’ τη
«Σ Π Ο Ρ Α» της Χριστίνας.


