ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

Η Κυριακή Αν. Λυμπέρη γεννήθηκε και ζει στη Χαλκίδα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Τα Ποιητικά, Το Φρέαρ, Οροπέδιο, Δέκατα, Μανιφέστο, Θευθ, Πόρφυρας, Το Κοράλλι, Δίοδος, καθώς και στα ηλεκτρονικά περιοδικά poeticanet, frear. gr και άλλα.
Κριτικά της σημειώματα για ποιητικά και άλλα βιβλία έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Απόπλους, στο περιοδικό Θευθ, στη στήλη «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής και στα ηλεκτρονικά περιοδικά  frear. gr και bookpress. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών Αθηνών.
Μέχρι τώρα έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:

«Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι», Χαλκίδα 2009.
«Εμαυτού», Χαλκίδα 2010.
«Το κάλλος και το τραύμα», εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2012.
«Ζητήματα ύψους», εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2015.
«Ορμητικοί φθόγγοι ως το χάνομαι» Οί Εκδόσεις των Φίλων (2017)
«Το ωραίο το φτιάχνεις» Οι Εκδόσεις των Φίλων (2019)
«Τα καθημερινά Βάραθρα» Κοράλλι (2023)

Συμμετοχή σέ συλλογικά έργα:

«Τα ποιήματα του 2015» – Κοινωνία των Δεκάτων,
«Τα ποιήματα του 17» Κοινωνία των Δεκάτων,
«Το παιδί στην Ποίηση» – Κύκλος Ποιητών 2018.

.

βιβλια57

βιβλια58

.

ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΒΑΡΑΘΡΑ (2023)

ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΜΙΑΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ

Διηγείσαι όπως κάθονται οι κοπέλες στα σκαλιά
και μνημονεύουν τους αδικοχαμένους.
Η λύπη τριγυρνάει στα παρτέρια τ’ ουρανού
σκυφτή κι ασάνδαλη
σημαδεύοντας πάντα στο κέντρο.
Κι αυτοί που δεν πιστεύουν μετεωρίζονται διαρκώς
σ’ ένα μεγάλο κενό χωρίς σημασίες
αφού τίποτα δεν υπάρχει.
Μ’ επιδημίες, λοιμούς κι άλλα τεχνάσματα πολλά
ξαπλώνουν σε κρύα δωμάτια μοναξιάς.
Και δε μαθαίνουν ποτέ
πως δεν είναι το χέρι τους που γράφει
αλλά μια κυρία απαστράπτουσα
που κατεβαίνει και μπαίνει στην καρδιά τους.
Και τότε οι άλλοι εμείς τους λέμε αντίο
σίγουροι ότι θα βρεθούμε κάποτε
ανάμεσα σε γαλαξίες και εκατομμύρια άστρα, μα
ό,τι κάναμε κάναμε κι ό,τι μιλήσαμε μιλήσαμε
και δεν αλλάζουν τα συντελεσμένα
παρά μόνο ίσως μέσα σε μια φωτιά εξαγνιστική
αγγέλων που κλαίνε και προσεύχονται
λιώνοντας το σώμα τους
για τη συγχώρεση του κόσμου, για την αγάπη.

Ο ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΣ

Με τα μεγάλα μάτια καταπάνω μου
το έφερνε η νύχτα
με τα θολά τα φώτα να τρυπάνε τα σκοτάδια
— όχι για καλό —
βουή σιγά σιγά να δυναμώνει
γελούσε ο μηχανοδηγός
— να μη φοβάσαι
σφύριζε εκείνο, διαπερνούσε τα μυαλά
κι εγώ εκτός ή μέσα;
το αίμα μου σε μια τροχιά παράξενη
στον ίλιγγο του πουθενά
αλλού τα πόδια, αλλού τα χείλη
η καρδιά αλλού
αλλού και τα σκισμένα τα φορέματα
και τα γδαρμένα σπλάχνα μην ξεχνάμε
γελούσε ο μηχανοδηγός
τραβούσε τους μοχλούς του πίσω μπρος
επιβραδύνοντας για να συναντηθούμε
— αληθινά λοιπόν δεν κινδυνεύαμε;
αληθινά η στιγμή χαρίζει χρόνια; —
γελούσε
— μη φοβάσαι, μη φοβά…
προτού παντού ο κουρνιαχτός
μετά η σιωπή
κι η στάχτη στ’ άσπρα δόντια του.

ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Στον πατέρα

Σε κάθε του κίνηση
τρέμανε στις φλέβες του τα σωληνάκια
σαν χλόη όταν κυματίζει.
Τόσο αδύνατες ρίζες ήταν τα χέρια του
που δε μπορούσε να κρατήσει το κουτάλι.
Το μαραμένο βλέμμα του
πότε γυρνούσε στο παράθυρο
για να ρουφήξει λίγο φως ακόμα όσο προλαβαίνει
και πότε γαντζωνόταν πάνω μου
για να ‘χει μια εικόνα να πάρει μαζί του για ενθύμιο.
Έρχονταν οι φίλοι του ζωντανοί κι αποθαμένοι
και πιάνανε ασθμαίνουσες συζητήσεις ολονύχτιες
για χρέη, οφειλές και δικαιοσύνη.
Στου κρεβατιού την άκρη για έξι νύχτες
μέσα στο παραμιλητό του έχασα
την παιδική μου ηλικία.
Αλλά έπρεπε να φύγω τώρα
για να φροντίσω τα θλιβερά χρειαζούμενα.
Τα τελευταία του σχέδια γι’ αφράτα χώματα
και ηλιόλουστες βουνοκορφές.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Στη μητέρα

Ο αόρατος σκηνοθέτης κανόνιζε
μ’ επιμέλεια περίσσεια τα ενδεχόμενα
και καθώς στο φορείο είχες ήδη κυλήσει
στα πλευρά του ύπνου ευάλωτη
σου έλεγα “μη φοβάσαι,
θα σε φροντίσω, θα σε φροντίσω”.
Αποδείχτηκε μάταιη όμως κουβέντα
όταν ο γιατρός πρόβαλε στην πόρτα
σταυρώνοντας τα χέρια του
κι αναρωτιόμουν αν τουλάχιστον πρόλαβες
να πάρεις εκεί στην ξενιτειά
αυτές τις λέξεις μαζί σου
να μη νοιώσεις μοναξιά ξαφνικά κι αγριεύεσαι.
Άλλωστε κι εγώ θα είχα πια
χρόνο πολύ να παλέψω με τα θηρία
προείχε όμως τώρα να είσαι όμορφη
να έχεις ένα καινούριο φουστάνι
ένα στεφάνι για τα μαλλιά σου
και ένα στέρεο σπιτάκι από ξύλο.

ΣΕ ΕΡΗΜΟ ΤΟΠΙΟ

Μερικές φορές ετοιμάζω στον ύπνο μου βοήθειες
όπως κλαδιά σε έρημο τοπίο
απ’ αυτά που μπορείς να κρατηθείς
για να μη βουλιάξεις
σε βάλτο που έχεις πέσει κατά λάθος
ή σχοινιά για να σε τραβήξουν σε περίπτωση ανάγκης
βακτηρίες που χρησιμεύουν στις ανηφόρες
και άλλα πολλά
καταπότια κι ορούς σ’ εφημερεύον νοσοκομείο
όταν ο πόνος είναι ένας γέροντας που δακρύζει
διπλωμένος στα δύο
περιμένοντας τη σειρά του στην αίθουσα αναμονής.

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΒΑΡΑΘΡΑ

Αν το πρωί έχει πρόχειρη τη λήθη του
καφέ, ζάχαρη, εφημερίδα
κι όλα τα καθημερινά απαιτούμενα
η νύχτα είναι άγρυπνη
η νύχτα ταξιδεύει λαβωμένο αποδημητικό
κι η φλέβα μέσα στ’ όνειρό της τρέμει.
Όταν έρχεσαι
δεν έχεις τίποτα να μου φέρεις
ο κόσμος που έφτιαχνα όλη τη μέρα γκρεμίζεται
μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη
δέντρα, σπιτάκια χάνονται
και τα μικρά ανθρωπάκια που μου μοιάζουν
βουλιάζουν το καθένα στη δική του λύπη.
Όταν έρχεσαι
συνήθισα κι εγώ να μη ζητάω πια τίποτα
μόνο απ’ τα ποιήματα ξέρω ν’ αρπάζομαι
σαν να ’ναι το σωσίβιο του πνιγμένου
μόνο στα ποιήματα δε φυλάγομαι
φανερώνω τον εαυτό μου με θάρρος ψεύτικο
στην ευσπλαχνία της γλώσσας
προσεύχομαι για δικαιοσύνη.

ΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ

Τον άρτο θα μοιράσω, μέλη κομμάτια
που σκόρπισαν οι θύελλες της αγάπης
αρθρώσεις πρησμένες μα οι χυμοί ανεβαίνουν
ο καιρός γυρίζει ήδη σε άνοιξη, δεν το βλέπεις;
Χελιδόνια μεθυσμένα διασχίζουν χώρες
κοιλάδες γεμάτες με σκουπίδια του χρόνου
ανατέλλει λάμποντας όμως τώρα
η νέα ημέρα με στεφάνι στα μαλλιά της
γαρύφαλλα ανοίγουν τα χείλη, νερά μυστικά
στα δάχτυλα κλώθεται με λαχτάρα το νήμα
σεντόνι επί τέλους χαράς να ετοιμάσει
ακέριο να φεγγοβολήσει πάλι το λησμονημένο σώμα.

ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΕΧΩ ΦΥΛΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΧΑΔΙΑ

Λοιπόν μια νύχτα θα επιστρέφω πατώντας
πάνω στις νάρκες της κοιλιάς
και πάνω στα πολυβολεία του στήθους
τα ύδατα θα τρέχουν απ’ τους πόρους σου
κι από τα μάτια σου
κι οι λυγμοί σου θα σκεπάζουν τη μάχη της αγάπης
θα σ’ έχω στερηθεί πολύ
θα σ’ έχω νοσταλγήσει
θα ξετυλίξεις τις γάζες απ’ το σώμα μου
θα λάμψουν των τυφλών ματιών οι σκοτεινοί βυθοί
και θα ’ναι το φιλί αρμυρό
τα τσακισμένα χάδια μας η τελευταία μας πατρίδα.

.

.

ΤΟ ΩΡΑΙΟ TO ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ (2019)

ΤΟ ΩΡΑΙΟ TO ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ

Είναι που ήθελα να είμαι με τους καλύτερους.
Κι έτσι κάποτε παρέδωσα
στο νοτιά τα μυστικά μου ανοίγματα
ακόμα η πνοή του περισσεύει στο στόμα μου
όμως κάθε ωραίο κάποτε τελειώνει.
Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·
μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου.
Ό,τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·
ό,τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούριο.
Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω
να φύγουν τ’ αγριόχορτα
και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα
σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω.
Κι ίσως η αιωνιότητα μου κάνει χάρη
ίσως ο Άδης να με λυπηθεί
μπορεί κι ο νοτιάς να καταθέσει
στο τέλος παράσημα στις πατούσες μου.

ΑΣΤΕΓΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Με άδεια μάτια στους δρόμους περιφέρεται
σε κάποιο παγκάκι
το πολύ πολύ να εμπιστευτεί τη λύπη.
’Άστεγες νύχτες, δίχως άστρα
μόνο ερωτηματικά
όπως, πού θα σε βρω επί τέλους
μήπως δεν έχεις καρδιά
μικρέ μου πρίγκηπα και τα τέτοια.
Δε σώνεται το πάθος εύκολα
αν θέλει το όνομά του να δικαιολογήσει.
Σταγόνα σταγόνα μόνο κυλάει
στις πλάκες αλμυρό και η γη από κάτω
ανακλαδίζεται κι ετοιμάζει τούς σπόρους της.

ΠΑΡ-ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Αν το όνομα Πάρις περικλείει μιαν επιθυμία
ή ένα πλεούμενο για να σαλπάρεις
δεν θα το μάθετε ποτέ, αφού
δουλειά της Ποίησης δεν είναι να κάνει ανακοινώσεις
ούτε έχει σημασία αν η έμπνευση σε βρίσκει περπατώντας
ή όταν καθαρίζεις αμπελοφάσουλα.
Ούτε οι ακριβοί κοντυλοφόροι
σημαίνουν πάντα επιδέξιους γραφιάδες
και γενικώς όλα τα γνωστά
προϋποθέσεις, προθέσεις και ευγενείς φιλοδοξίες
είναι ζήτημα δευτερολέπτων να βρεθούν
στα σκουπίδια της πιο αριστοκρατικής γειτονιάς.
Το πιο πιθανόν είναι κι η Ελένη να βαριέται αφόρητα
να δραπετεύει συνέχεια για να μη μας συναντήσει
ανάγκη άλλωστε καμιά δεν έχει
-τόση σπατάλη ομορφιάς εκείνη!—
Τροίες κι Αιγύπτους αλωνίζει αναιδώς
είδωλο είναι, ό,τι θέλει κάνει
σύζυγοι προδομένοι κι εραστές, όλα εξ αρχής δικά της.
Αν το όνομα Πάρις σημαίνει
μια έλλειψη ή ένα περίσσευμα
δε θα το μάθετε ποτέ, αφού
οι αμφιβολίες δεν ικανοποιούνται με υποθέσεις
οι έρωτες δεν κερδίζονται με παρακάλια
τα άστρα δε συμπαρίστανται στους αγώνες μας, καθώς
στα μπαλκόνια τους ανεβαίνουμε
απλώς για να κοιτάξουμε καλύτερα κάτω.

ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑ

Και ο τρόπος που με κοιτούν τα μάτια σου
αφορμή για ποίημα. Σωτηρία όμως υπάρχει;
Βάστα με να σκαρφαλώσουμε στον ίλιγγο
ψίθυροι νερών, βατόμουρα για χείλη, να!
Με τα όνειρα από το χάος θα δραπετεύσουμε.
Ένα πουλί δείχνει το δρόμο και κάτω
στα παγκάκια άνεργοι, στις πλατείες ζητιάνοι
στους δρόμους μαθήτριες με βιβλία και τακούνια.
Μαστροποί απολαμβάνουν το τσιγάρο τους
των αχρήστων οι πλασιέ κουράζουν τα πόδια τους
μες στους κάδους η ζωή μας πεταμένη σαπίζει
πιο πολύ κάθε που απεργούν οι οδοκαθαριστές.
Κάποιοι ταΐζουν περιστέρια όμως.
Λες η αθωότητα ν’ ανθίζει ακόμα πουθενά;
Τα βρέφη δύσκολα ανασαίνουν στις θερμοκοιτίδες
την ώρα που οι δαίμονες χωρίς ντροπή
στις ταράτσες παίζουν στα ζάρια την ελπίδα.

ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΕΛΟΥΣΕ

Στους νεκρούς στο Μάτι

Σ’ ένα φλογισμένο κλαδί καθόταν
αυτή τη φορά
ο πρίγκηπας του θανάτου.
Α, τί άπληστος!
Με μια του κίνηση
στροβίλιζε τίς ψυχές μες στη φωτιά
και γέμιζε το δάσος το άγριο γέλιο του.
Σάρκα μου, καμένη σάρκα μου
σε ποια άνθη, σε ποια πουλιά
να στραγγίζω τώρα τίς καθημερινές μου λύπες;
Από ποιες εξαίσιες λάμψεις
του ήλιου όταν χορεύει
ανάμεσα στα φυλλώματα
να κλέβω φως
των ματιών μου το θάμβος να περιορίζω;
Από ποιους εύρωστους κορμούς
ποιες φλούδες αρωματικές
ν’ αποστάζω τα ρήματά μου;
Σάρκα μου, μαύρη καμένη σάρκα μου
διαιρεμένη σ’ ογδόντα κορμιά
θυμίαμα πού προσβάλλεις τον ουρανό
πώς να σε ξανασυναντήσω αθώα;

ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

Δεν αμφιβάλλω, θ’ απαντήσεις.
Θ’ ακούσω: μάλλον, μπορεί, πιθανόν.
Ο δαίμονας κρατάει το μολύβι σου.
Ο δαίμονας σου οδηγεί το χέρι.
Και έτσι, όπως τα βεγγαλικά
για το καλό του νέου χρόνου
θα σκίζουν ουρανούς και σύμπαντα
οι ώρες μου θα πέφτουν στο πηγάδι σου
θα γεύομαι άβυσσο στη γλώσσα.
Αχ, φωνήεντα μου παραπονεμένα
παράταση πνιγμού θα εκτελώ·
προς το βυθό του μέλλοντος μου
ο λαίμαργος αφέντης μου
νομίζω με τραβάει και φέτος.

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Όσοι εδώ μέσα πνίγηκαν
καμιά φορά βγαίνουν στον αφρό.
Ένας άντρας πού έλεγε πώς ξέρει
όλα τα μυστικά περάσματα τ’ ουρανού
μάλλον δεν πρόσεξε
κάηκε στα τσιγάρα της νύχτας.
Να θυμηθώ τα δάχτυλά του·
φωσφόρισαν μια στιγμή τελευταία
όταν δοκίμαζε το σημείο τής προσευχής
σε μια θεότητα με δυο κεφάλια κι ένα κορμί.
Ύστερα πάλι η απέραντη υγρασία
της λάσπης πού δε γνωρίζει
να φτιάχνει μορφές που αντέχουν
τη στερεότητα της αγάπης.
Φτύνεις και φτύνεις στομάχι από μέθη
τη δυσκολία να υπάρχεις
σαν ίσος προς ίσον
κι ο σκανταλιάρης ο χρόνος που απεχθάνεται
αναμονές και σωσίβια
φιλότιμα σε βυθίζει
πάλι και πάλι στο σημείο μηδέν!

ΜΑΤΑΙΗ ΓΗ

Ο έρως τρέχει στο ουδέν
πιο γρήγορα από το φως.
Κυματάκια της λήθης γλείφουν τα πλευρά σου
στα χέρια
κτερίσματα από τη θάλασσα της σιωπής.
Σε χάνω τώρα·
θα σε ονομάσω
βαθιάς έλλειψης πηγή.
Α, δέστε πώς
στην άκρη του νου
πατάει το κορμί
ανθίζει η τρέλα τ’ άπληστα μπουμπούκια της!
Γκρεμούς του χάους ακουμπά
από την άλλη
μήπως να ξέρεις να χάνεις είναι σοφία;
Ο έρως τρέχει στο ουδέν.
Σημαίνει τότε
στο άρμα των δακρύων του
τα μάτια έχουν στερέψει.

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Ποιος ουρανός δανείστηκε το σώμα σου;
Θα έλειπα εγώ.
Και πέφτουν σαστισμένοι άγγελοι
σκοντάφτοντας σε περιοδεύοντα φεγγάρια.
Α, γυμνόποδη σε ξαναβρίσκω
ανυπεράσπιστη
το πένθος λες και μου ταιριάζει·
η κλίνη μου, η κλίση μου
τραντάζεται
από την ανορθογραφία των ερώτων.
Θα μείνω όμως λέω γυναίκα αμετανόητη
τα ξέπλεκα μαλλιά μου θα δωρίζω στους ανέμους
και στα ξεθωριασμένα μου φορέματα
στα βάθη των ωρών
θα γράφω με φιλιά την άβυσσο.

.

ΟΡΜΗΤΙΚΟΙ ΟΙ ΦΘΟΓΓΟΙ ΩΣ ΤΟ ΧΑΝΟΜΑΙ (2017)

ΔΗΘΕΝ ΔΙΚΗ MOΥ

Ά, γλώσσα άτιμη Ιερόδουλη
-για να το πω κομψά-
πως ξέρεις να μοιράζεσαι σε όλους
εδώ κι εκεί και σ’ οποίον να ’ναι
και τα «πολλών ανθρώπων λόγια σου»
μ’ ακολουθούν αδιάκοπα
απ’ την κουζίνα στο κρεβάτι!
Ατμίζεις, κυλιέσαι πρώτα μέσα στα κατσαρολικά
και φαγητά για το χατήρι σου θυσίασα
υστέρα στη βιβλιοθήκη για καφέ
και το βράδυ
δήθεν δική μου, δήθεν δωρεάν
να που με ταχταρίζουν στα σεντόνια
ορμητικοί οι φθόγγοι σου ως το χάνομαι.
Χτυπάνε μες στα δόντια μου
ταμπούρλο τα φωνήεντα σου
να μην τελειώνει η μουσική
καλέ τί ωραία που εξασκούμαι
στα ανείπωτα!
Όμως σαν οι πολλοί είναι κοντά μου
αλλά λείπει ο ένας
γλώσσα αυτό πώς ονομάζεται;
Και άραγε, γιατί δεν βρίσκω λέξεις να το πω
τόσο σοφή -ως τώρα- που έγινα κλέβοντας;
Και πώς ακόμα επιμένει η μοναξιά
-άλλη τρόμου αγαπητικιά κι αυτή!-
πίστη στο μαξιλάρι μου να ορκίζεται;

ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ ΝΥΧΤΑ

’Από την τρύπα μιας βελόνας
εννοείς να περνάς τα εκατομμύρια των Άστρων
χειρονομίες, βλέμματα, συνομιλίες
αναμνήσεις μιας αγάπης
που έφυγε χωρίς επιστροφή.
Δεν ωφελεί το χάδι στα μαλλιά τώρα
η απουσία σφραγίδα στο δέρμα
μαθαίνεις νύχτα, μοναξιά αποστηθίζεις
σε ξένα σώματα ξεφορτώνεις το κενό.
Σε όλους τους δρόμους μες στην πόλη
μια πληγωμένη λέαινα βρυχάται
-η καρδιά- και δε λέει να ξαποστάσει
γυμνή αναδύεται στις γωνίες η θλίψη
σε καπνιστήρια, φαρμακεία, παγκάκια
το τελευταίο νόμισμα της ημέρας
στο ζητιάνο πού ντρέπεται λιγότερο
να δείξει την αδυναμία του στους περαστικούς.
Τί βάσανο οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν
το αλάτι που δεν έγινε δάκρυα
ότι κανένας δεν περιμένει στο σπίτι είναι ψέμα.
Ένα μπουκάλι, ένα μαχαίρι, ένα γράμμα
με όλα αυτά μπορείς να ταξιδέψεις
να αποχαιρετίσεις μπορείς, διαλέγεις μόνο πώς
και το άλλο πρωί σκοτάδι θα είναι πάλι
σαν να μην πρόκειται να ξημερώσει ποτέ.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΕΣ

Ότι οι δράκοι του ύπνου είναι καλοκάγαθοι
παίζουν τη βάρβιτο στα νύχια κι ημερεύουν
κι ας λαχταράει η γλώσσα δέρμα ζωντανό
τόσο πολύ
με μουσική ότι ενώνεται το αίμα
καλώδια κύτταρα ηλεκτρισμένα
να χορεύουν στον αγέρα
κι η γη να είναι μια σταλιά
βόλος στα δάχτυλα να παίζω
περίπατο σε άγρια να κάνω μονοπάτια
του λύκου τα δόντια να μην τα φοβηθώ
τόσο πολύ
ότι φυτρώνει πόδια η γοργόνα
ότι ξυπνάει με το φιλί η κοιμωμένη
ότι στ’ αλήθεια κάποια μέρα θα βρεθούμε
τόσο πολύ
τόσο πολύ ήθελα ν’ απατηθώ

ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ

Με βάζεις στο κέντρο της οθόνης
με μελετάς σαν μύγα νοιώθω.
Σε πόσες διαστάσεις βλέπω
οι οφθαλμοί αν είναι στερεοσκοπικοί
πώς το κορμί μου σπάζει
πώς στριφογυρίζει
υπάκουα, αρθρωτά τα ποδιά αν έχω
αν τα φτεράκια στην εντέλεια λειτουργούν
για να πετάω γύρω από τα ίδια
με μια βουή σαν κλάμα.
Το ενδιαφέρον σου όμως μόνο
περιέργεια φυσιοδίφη.
Μα την ψυχή της μύγας ποιος θα την νοιαστεί;
Τα όνειρα στο μαλακό κεφάλι της
με μια κίνηση γίνονται λιώμα
πάει η μύγα
τώρα πολτός απλώνεται η ζωή της.

ΣΤΑ ΑΚΡΑ

Βλέπετε, είμαι γυναίκα
δε μου επιτρέπεται
σαν καθώς πρέπει, λεπτεπίλεπτη κι ευγενική
να μεθύσω, να φωνάξω, να βγω στους δρόμους
στα άκρα κάπως για το ποίημα
να φτάσω βρε παιδί μου.
Συνθήματα να γράφω δε μου πάει
βόμβες δε μ’ εμπιστεύεται κανείς
και δε μ’ αφήνει η αιδώς
τη γύμνια μου να περιφέρω
ψυχή εκτεθειμένη τόσο
τι χρειάζεται του σώματος τις μαγγανείες;
Όμως, αν πρόκειται για πυρκαγιές
ά, τότε μια χαρά μπορώ
την καρδιά σας να κάψω στο λεπτό
μ’ ένα φιτίλι ρήμα τόσο δα από
την πυριτιδαποθήκη της γλώσσας.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Ήταν μια παράσταση απλώς θα μου πεις.
Φωτισμένη νύχτα
κλωστές να κινούν τα παράλυτα μέλη μας
επιθυμίες ενισχυμένες με κονιάκ
σαν ψέματα, όλα σαν ψέματα.
Και ποιος να διεύθυνε το έργο από ψηλά
ποιος σκηνοθέτης σχεδίαζε σκηνές
ποιος για τη χαρά οικονομούσε σταγόνες
ποιος στον κίνδυνο έσπρωχνε με φόρα
ποιος στα παθήματα
γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του;
Όταν χάραξε
τα σώματα ξάπλωναν στο πανί
έχοντας εξαντλήσει τις δυνατότητές τους
τις κινήσεις που προβλέπονταν όλες
όλες τις γκριμάτσες που τους επιβλήθηκαν.
Έμοιαζαν κούκλες τσαλακωμένες -γιατί;
ας υπήρχε τουλάχιστον μια δικαιολογία !-
τέλειωσε, τέλειωσε η γιορτή λοιπόν
ξανά στα κουτιά τα σύνεργα
και μη το μέλλον μας
θ’ ασχοληθούν με ζήλο τα ποντίκια.

ΣΟΥ ΘΥΜΩΝΩ

Σου θυμώνω γιατί έχεις αυτά που εγώ δεν έχω
γιατί ξέρεις ποιο πλήκτρο να πατήσεις
για να ορμήσει στο δωμάτιο η συγκεκριμένη νότα
γιατί ξέρεις να στέλνεις
τη νότα στο αυτί που θέλεις
γιατί αυτό το αυτί
μπορείς να το κάνεις να γίνει και στόμα
που θα θέλει τώρα να λέει τα τραγούδια σου.
Σου θυμώνω γιατί θέλεις να σε τραγουδούν
ολοένα και περισσότερα στόματα.
να σε αγκαλιάζουν
όλο και περισσότερα χέρια
γιατί δε σου αρκεί μια αγάπη
γιατί οι νύχτες σου είναι ήσυχες
όταν οι δικές μου τελειώνουν μέσα στο μαρτύριο.
Σου θυμώνω γιατί με παιδεύεις με αμφισημίες
γιατί έχεις επιχειρήματα.
γιατί αν σου έλεγα όλα αυτά
θα γελούσες απλώς ή θα μ’ έδιωχνες
αμέσως θα με αντικαθιστούσες αδίστακτα.
Σου θυμώνω γιατί κλέβεις τα λόγια μου
και φτιάχνεις ωραία μουσική.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Κουράστηκα να είμαι τόσο δική σου
να κουνάς το δάχτυλο και να έρχομαι
οποιαδήποτε ώρα
σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου
με καράβια, τραίνα και γράμματα
κουράστηκα να έρχομαι.
Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να κατοικήσω
στο σπίτι αυτό που αιωρείται στον ουρανό
και ξεφεύγουν οι μουσικές από τα παράθυρα
και τρίζουν ολοένα μαγεμένα τα πατώματα
να μυρίζουμε το πρωί τον καφέ που αχνίζει
να πετούν τα δάχτυλά μας φωτιές
οι λέξεις να υπακούουν.
Κουράστηκα να είμαι τόσο δική σου
κι ωστόσο τόσο ανάμεσα, τόσο μεταξύ
ποτέ ολόκληρη εκεί
κι όμως παντού αλλού μισή.
Ναι, δε θέλω πια να είμαι τόσο δική σου
μα είδες; Πάλι νυχτώνει
και μόνο μες στο ποίημα
μπορούμε να κλάψουμε μαζί.

.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ (2015)

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Έχει στης μέρας το χαμόγελο στηρίξει
μία χελιδονοφωλιά του νου
όλη μέρα τιτιβίζει τις ευχές της,
διακονία κανονική στο αόρατο.
Έχει στα στήθη του ανάψει μια φωτιά,
φως τίμιο να γδέρνει μ’ αστραπές,
να καυτηριάζει σπλάχνα μ’ επιμέλεια
στον ύπνο τους.
Έχει στο σώμα του σημάδια από φιλιά,
νυχτερινές ερώτων μαρτυρίες,
χέρια πλεγμένα αγαπητικά
και άλλα δάχτυλα που κεντούν
σταυροβελονιά το ανέφικτο.
Στους ορίζοντες πετάει σχοινιά
να θηλυκώσει τα τέσσερα σημεία.
Και έχει ανθώνες για τη γη φυλάξει
και φυλλαράκια αρωματικά βασιλικού
διαμελισμένη από στοργή
θα συναντήσετε την καρδιά του
στους δρόμους των ηπείρων να κυλάει,
μπάλα στα πόδια των παιδιών.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Αρχίσαμε με τα κρουστά.
Τα πλήκτρα πάνω στις πληγές
και κακοφόρμιζε η σάρκα,
μέχρι να πέσει το άρρωστο κομμάτι.
Ήρθανε κι οι μικροί τυμπανιστές
να παιανίσουν χαρούμενα την είσοδο της μέρας.
Μετά, το φλάουτο στο στήθος μου
δεν έλεγε να σωπάσει
κι ήθελε να ενωθεί με τους κορυδαλλούς.
Πες είσαι παιδί
και σε μαθαίνουν από την αρχή
ν’ ανασαίνεις.
Πες φίδι κι άλλαξες το δέρμα σου,
ορθώνεις μεθυσμένο το λαιμό στη μελωδία.
Τα έγχορδα έρχονται στο τέλος.
Νύχια να γρατζουνίζουν μέρη τρυφερά,
λεπίδια να χαράζουν σπλάχνα.
Και παίξε παίξε, τελικά
σε καταπίνει η αγκαλιά της μουσικής
κι ο θάνατος κοιτάζει απ’ έξω.

ΕΝΑΣ ΙΝΔΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ένας Ινδός άγγελος,
με τα ανοιχτά σε έκταση
μαύρα χέρια του φτερά,
να συνοψίζει το απόγευμα
επί ποδηλάτου στην κατωφέρεια,
όχι την πτώση των αγγέλων
-ότι αυτός ποτέ δεν γνώρισε
της έπαρσης την αμαρτία-
μα τη λιγνή απελπισία που ζυγιάζεται
στην άκρη του φωτός,
μια τελευταία στιγμή πριν παραδώσει
το μόνο ιμάτιο που κατέχει-σώμα του
στο πουθενά.

Ο ΛΥΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΓΛΩΣΣΑ

Ο λύκος που έγινε γλώσσα
ουρλιάζει κάθε νύχτα στο φεγγάρι,
πονάει τη συνείδηση των εντοσθίων του,
ελλιπής
στην πρώτη των κοπτήρων αρτιότητα,
στην ικανότητα προσανατολισμού.
Α, λύκε, λύκε, μην έρχεσαι
παρά την ώρα του έρωτα,
να βγάζω νύχια τρυφερά,
να βγάζω και καλές κραυγές
κι η λύκαινά μου να ’ναι εδώ
ζεστή,
παραδομένη
στο τρίχωμά μου,
στο νόημά μου
κι η περηφάνια μας στο χόρτο πατημένη
να μένει.

ΒΑΘΙΑ ΠΟΥ ΟΜΟΡΦΑΙΝΕΙΣ

Βαθιά που ομορφαίνεις με τ’ αστέρια,
στέκεσαι,
αργυρόχροα ετοιμάζεις
τα μέταλλα που θα με τελειώσεις,
τρέχει στα κόκαλα μια χθόνια μουσική,
γυαλίζουν τα μάτια σου σαν μοίρα.
Κι εγώ άμαθη κι αμήχανη
τα δάχτυλα δεν ξέρω να βολεύω,
την αγάπη λιγότερο
κι άμα λυθούν τα σπλάχνα,
αναβρύζουνε αρτεσιανά τα δάκρυα,
μερίζεται ο άρτος του γκρεμού.

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Στις φούχτες τ’ ουρανού μ’ εμπιστοσύνη
την εσπέρα απόθεσα το κορμί μου,
αδειάζοντας από αγάπες, λύπες, επιθυμίες.
Κι αν το βαθύ ξημέρωμα με πλάθει απ’ την αρχή,
χαμηλώνουν επικίνδυνα οι σημασίες
θεέ μου πού είναι το μονοπάτι σου να πατήσω,
βρέφος την ωραιότητα να θυμιατίζω,
να καλώ στο κέντρο της τη χαμένη αθωότητα,
κερδισμένο όνειρο ως το πρωί,
φως που ανταλλάχτηκε με συγγνώμη.

ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ

Μήτρες της άνοιξης υγρές
μέσα στο χώμα του σωστού καιρού,
τρίζουν οι βολβοί, ετοιμάζονται,
αξίζει το κάλλος την αναμονή του.
Κι εσείς, φίλοι πουλιά μου, δώστε μου
την όρασή σας να κοιτάζω την πλάση,
τη γλώσσα σας να τραγουδήσω δώστε μου
στα πιο ψηλά κλαδιά της κατάφασης.
Μ’ αυτό τ’ αγεράκι σήμερα
να πυκνώσω θέλω το μέγεθος του κόσμου,
να λιώνουν απαλά στα χέρια μου
φρούτα, καρποί, επιδαψιλεύσεις της αγάπης.
Το λέμε τώρα έρωτα
του ουρανού και των άλλων άστρων,
το λέμε υποταγή στην ομορφιά
που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει.
Και όταν έρθει κάποτε η στιγμή
το πήλινο εκμαγείο μου στη γη να παραδώσω,
άρωμα γιασεμιού η διαθήκη μου
και ροδιού σπόροι οι λέξεις,
τ’ όνομά μου.

ΔΟΚΤΩΡ ΦΑΟΥΣΤΟΥΣ

Αγαπητέ μου δόκτορα,
δεν ξέρω εσύ τι λόγους είχες,
καθένας δοκιμάζεται, αλλιώς.
Έλεγα κι εγώ μήπως
για το χατήρι των λέξεων
να παραδώσω την ψυχή μου.
Γιατί πώς να μιλήσεις για την κόλαση σωστά,
εκ του μακρόθεν λέει δεν περιγράφεται.
Λοιπόν στου άρχοντα του σκότους
τα παλάτια οδηγήθηκα
(και τρέμιζε ο παντεπόπτης άστρο μακρινό),
τι αποτυχία!
Πως είναι η μοίρα μας εμάς των εραστών
και μέσα στις φωτιές ακόμα,
από τιμές και χρήμα κι ηδονές,
να προτιμάμε μάτια αγαπημένα.
Τα νύχια μας αντί να μεγαλώνουν,
γινόμαστε άκακα αρνιά,
αντί -που κατατρώνε σπλάχνα- γύπες,
γινόμαστε ταπεινά στρουθιά.
Και συ άλλωστε,
δόκτορα Φάουστους
-πρώτε που μας δίδαξες—
στου χαλασμού τις φλόγες βουτηγμένος
ξέκλεψες μια αστραπή από φως
κι έτσι όπως το πονεμένο κοίταζες
βλέμμα της Μαργαρίτας,
νοστάλγησες ξανά τον ουρανό.

ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Όταν συχνάζεις πολύ
σε δώματα θεών,
στην επιστροφή πάντα θα κουβαλάς
στο ρούχο σου λίγη
από των συμποσίων τη χυμένη αμβροσία,
παρέα για φθαρμένα απογεύματα,
εξαίσια μυρωδιά αθανασίας.
Ο ίλιγγος του ύψους ακόμα στο μυαλό.
Στο κούτελο η σαϊτιά από το φως.
Της όψης των θεών καταπρόσωπο
η γοητεία που τυφλώνει.
Τα αιθέρια παλάτια
σχέδιο για το αίμα σου.
Και, των ανθών που έδρεψες
του Ολύμπου, η γύρη
κολλημένη στα δάχτυλα.
Να τρίψεις στις περγαμηνές
να γεμίσουν χρυσόσκονη.
Από μνήμης
να εξασκηθείς στην ωραιότητα.
Να πλάσεις τώρα τον πηλό με φρονιμάδα.
Δεν είναι ίδιος πια ο τεχνίτης
σαν γυρνά απ’ τα βουνά,
τα σύννεφα σαν γνώρισε,
δεν τον χωράει ο τόπος.

Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Σε μια κλωστή κρεμόταν η επίγνωση της νύχτας
έλεγα μπορούσα να σ’ εμπιστευτώ
ότι θα απίθωνες στα πόδια μου λωτούς
στα στήθη μου φιλιά ώριμα, καρποφόρα.

Τώρα είναι μεσημέρι -όχι καταφυγές!-
έχει ένα φως που πυρπολεί τα μέσα μέρη της
αβύσσου, πουλιά δεν τραγουδούν εδώ
κρανίου τόπος η αλήθεια κατάματα.

Να μοιραζόμαστε με γρύλους την ορφάνια μας
ανοξείδωτες λύπες, ηχηρές, που κατρακυλούν
στα πηγαδίσια σπλάχνα μας και παφλάζουν
δυνατά του τέλους τα νερά.

Η ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ

Υγραίνεται, πάλι η καρδιά.
Λικνίζονται στα βλέφαρα
οι σταλαγματιές των δακρύων,
εδώ περάσανε ράμφη, άνεμοι, πευκοβελόνες,
ένα μουντό φθινόπωρο που ετοίμαζε βροχές,
άνθη της τρικυμίας στη ράχη του νερού.
Έχει τέλος της πίκρας το ανάβρυσμα;
Η νύχτα ετοιμόγεννη ξεβράζει
συντρίμμια σάρκας, απόβλητα του έρωτα,
ξεφλουδισμένα σφάλματα, διφθέρες ανημπόριας
κι αυτές τις ρυτίδες λύπης ανάμεσα στα φρύδια.
Κι έτσι όπως χάσαμε των άστρων τα πατήματα,
ναυαγοί του ίσως,
σπαταλημένης σύνεσης ξεσκλίδια,
μόνο εδώ,
στην άκρη του καιρού,
ζητιάνοι πειστικοί του ελέους τώρα
που η δωδεκάτη ώρα σήμανε,
επί τέλους νοήμονες,
αλλιώς ποτέ, ποτέ!

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ

Ζητήματα ύψους πραγματεύομαι, ακόμα,
ποιο να ’ναι το ύψος το σωστό’
θα κοιτώ απ’ το αιωρόπτερό μου
τα φαινόμενα.
Τις μέρες γυπαετοί, στρουθιά
και τζιτζικιών θυσία ερωτική
τις νύχτες μπούφοι, αηδόνια και πυγολαμπίδες.
Και μέσα σε υπόγειες τρύπες
φίδια, σκορπιοί,
πάντα αόρατα, καλά κρυμμένα τα επικίνδυνα.
Δε λέει αυτό το δάσος
να δώσει όλα του τα μυστικά,
μπερδεύομαι.
Όμως ο θάνατος απλώνει γύρω,
στο τέλος, την πάχνη του, δεν ωφελεί
η τόση επαγρύπνηση
ακριβοδίκαια μοιράζει την ποινή.
Και μόνο, εκεί ψηλά, τ’ αστέρια
ρίχνουν ματιές συμπονετικές
και στις γυμνές βραγιές στο χώμα
φυτεύουν χρυσαφιές ανταύγειες.

.

ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (2012)

ΣΤΟ ΝΑΟ

Αφού δεν έρχεσαι τέχνη
έρχομαι να σ’ επισκεφτώ εγώ
επί πώλου όνου μπαίνω
και αναμένω ιαχές.
Α, σιωπηλή, σιωπηλή μου αγάπη
πόσο με βασανίζεις ενίοτε
τα ξέφτια σου να κυνηγάω
στις πέντε άκρες του Ναού.
Κι αν (πόσο) με θυμώνουν
επαίτες κι αργυραμοιβοί
με φραγγέλιο θέλω
να υπερβώ το περιττό.
Ύστερα στα πόδια σου θα πέσω
-σε θυμάμαι
δροσιά μελών
ευφροσύνη αρμών—
όταν θα μου παραδοθείς
επιτέλους θα νιώσω
μικρός θεός εν τη βασιλεία μου.

ΕΞΟΡΙΑ

Από τότε που μας δόθηκε η εξορία
χνάρια γυμνά αφήνουμε στο χώμα
ελαφάκια
που αναζητάμε την τροφή και το νερό,
την ουσία,
η παρουσία της σάρκας μας βαραίνει
σαν ρούχο περιττό.
Ξένοι στα ξένα νιώθουμε
πατρίδα κάποια μας καλεί αλλού,
της Εύας τα φιλιά
παρηγοριά παροδική.
Ο τόπος ο εκεί
μας δένει με σκοινιά.
Αν ξέραμε τουλάχιστον με σιγουριά
ποιο είναι το καλό και το κακό!
Τιμωρείται ο κλέπτων οπώρας μάθαμε.
Ως πότε πια
θα μας τσακίζει αυτή η γνώση!

ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Λοιπόν
έφτασα στην ηλικία
ακόμα και τους πόνους μου
να τους κοιτώ αφ’ υψηλού.
Στο τέλος
εύκολη γίνεται η ζωή
απλή
μάθημα που το ξέρεις πια απέξω
χιλιοδιαβασμένο.
Τώρα
μόνο το πρόσωπό μου
θέλω να κρατήσω
(από τα πάθη η περηφάνια
τελευταία αποχωρεί)
κι όσο για τα υπόλοιπα
μετρώ τα πλούτη μου
αφαιρώντας ένα ένα τα ιμάτιά μου,
τη γυμνότητά μου
θεσπέσια εσθήτα
φως
σου παραδίνω.

ΕΡΩΤΑΣ

Πώς έμπαινες στις φλέβες μου
λουτρώο φως
λυτά μαλλιά του φεγγαριού,
πώς έμπαινες στα σπλάχνα μου
πυρά, πνοή ειμαρμένης,
τα δάχτυλά σου όρη έπλαθαν
της τρυφερότητας στρογγυλής,
τα χείλη σου άρθρωναν βραχνά
τα πιθανά ονόματα του πόθου.
Κι ήτανε μέρες που ακούμπησα
στην άκρη του γκρεμού για να συναντηθούμε,
ήτανε νύχτες που μονάχη μέτρησα
μήκη χιλιόμετρα άστρα.
Α, έρωτα, έρωτα
χαράδρα εαυτού
κοιλάδα άνω κάτω ανθοφόρας γης πατρίδα,
πάρε με έρωτα
τυράννησέ με ως το πρωί
να διαλυθώ
να σκορπιστώ
μες στο μηδέν να βρω το νόημά μου.

ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ

Ο κόσμος όλος
σ’ ένα μικρό κουτάκι.
Μηχανισμοί, γρανάζια, ώρες
πλανήτες που παιδεύονται στις συζυγίες τους
διαδρομές υπομονής
πλήξεις επαναληπτικές
τικ τακ του χρόνου ατελείωτο
γεωμετρία της φθοράς.
Κι εσύ συνείδηση που επιμένεις να υφαίνεις
ολοένα διαστάσεις του αθέατου
μες στην καρδιά του υπαρκτού
αν απατάσαι
με όραση ανάποδη
αισθήσεις πρόστυχες, ανυπόληπτες.
Τι ωραία ωστόσο που ανατέλλεις
από τα πάθη σου!
Επειδή ελευθερία σημαίνει
να διακόπτεις την τροχιά σου.

ΠΛΕΟΥΜΕΝΟ

Ένα πλεούμενο ποίημα σήπεται
σε μια γωνιά του εγκεφάλου μου
το καημένο
η γλώσσα —ρυμουλκό φιλότιμο-
επιχειρεί ανέλκυση·
α, ποίημα, ποίημα του βυθού.
Ναι.
Να θυμηθώ να ροκανίσω
τη φλούδα-φλοιό
να επιστρέφω
στην εποχή της αθωότητας
(γίνεται; εάν ίσως
αριθμομνήμων πόνος
σπρώχνει τις έλικες)
να υπάρξω
βρέφος σπαργανωμένο
στο νησί του τίποτα·
α, ποίημα, ποίημα
φέρε με
στο κέντρο του λωτού!

Η ΣΙΩΠΗ

Μες στη σιωπή
αναδεύονται
όλα τα τελειωμένα πράγματα
ζώα, φυτά κι αστέρια του μυαλού μου·
με τη σιωπή σχεδιάζω τη δημιουργία μου
λίαν αυτάρκης
πλάθω κόσμους απ’ το σώμα μου
πλανήτες-λέξεις στο στερέωμα εξακοντίζω
λέω «γενηθήτω φως»
και τότε Θεέ μου
σε καταλαβαίνω.

ΚΥΜΒΑΛΟ ΑΛΑΛΑΖΟΝ

Κύμβαλο αλαλάζον
καρδιά μου
σάρκα μου
ατέλεια φύσης που αγωνίζεται
να υπερβεί τον εαυτό της
σάλπιγγα για καταστροφή
μα και για κτίση
ταμπούρλο με τους χτυπους σου
αιμοδοτείς τον κόσμο που τρεκλιζει
στα τείχη της Ιεριχούς
ή εδώ
βραδιάζει ξημερώνει
καρδιά μου
πάντα σταθερά στο μετερίζι.

ΣΧΟΛΕΙΟ

Τα δέντρα έχουν κόκαλα
τρίζουν στον άνεμο
τεράστιες γέρικες αρθρώσεις
και ύστερα την άνοιξη
φορούν χρωματιστά φορέματα
και βγαίνουν βόλτα στους λειμώνες.
Κι εγώ
πότε μες στους χυμούς των κλάδων λούζομαι
ντύνομαι τα φυλλώματα κατάσαρκα
καρπούμαι την ανθοφορία
και πότε της φθοράς την ξηρασία εσοδεύω
γερνάω με τις εποχές.
Στο σχολείο των δέντρων μαθητεύω
να σκάβω επιμένω ψάχνοντας
βαθιά
το νόημα της ρίζας.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Τόσες νύχτες εδώ
ταξιδεύουμε σε μέρη παραδείσια
και το πρωί ξυπνάς
το φίδι κουλουριάζεται στη γλώσσα σου
με τεμαχίζει ιδανικά
δοκιμάζει τα όριά μου
ποια σημασία έχει σήμερα την τιμητική της·
λιγνή, λιγνεύω ολοένα
περιφέρομαι
τα δικά μου όλα αποποιούμαι
λιγνή-φτερό-αέρας να δεθώ
στο κατάρτι της επιθυμίας σου
κάθε μέρα επιλέγω
σε ποιον ιστό θα σταυρωθώ
για να σου ταιριάζω.

Η ΑΝΟΙΞΗ

Η Άνοιξη αναδύεται ανελλιπώς
με πέταλα και πεταλούδες
προβάλλει ακούραστη, αμετανόητη
απλώνει το χιτώνα της στα δάση
με χρώματα στολίζει το κορμί της γης
άνθη πληθαίνουν και τελειώνονται
δέντρα κοσμούνται χαρίτων
και κάπου κάπου μια αιχμή
(επί των ρόδων)
να υπενθυμίζει:
το κάλλος απαιτεί το τραύμα του·
έχει κι η Άνοιξη αγκάθια!

ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Με τα φτερά του πόθου σου στους ώμους
διαπλέω ουρανούς γαλακτόχροες-
α, τέχνη, αγαπημένη ιδανική
μήπως μέσα στις συλλαβές
εφευρίσκω τον εαυτό μου;
Κάθε μέρα περνάει απαράλλαχτη
το τίποτα κινείται τόσο γρήγορα
η κινούμενη ακινησία με εγκλωβίζει-
αν τίποτα δεν κινείται
πώς σκέπτομαι λοιπόν;
πώς υποφέρω;
Ή όλα κινούνται με την ίδια ταχύτητα
προς το ίδιο τέλος
ώστε ο κινούμενος παρατηρητής
δεν είναι παρά παρατηρητής μόνο,
συμπαρασύρεταυ
ποτέ δε συμμετέχει.
Εγώ επομένως
με αλφαβήτα σπέρνω τον πηλό
σύμπαντα συναρμολογώ
επινοώ την επικράτεια της αλήθειας μου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ (2019)
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 1/7/2020

Ο φιλοσοφικός στοχασμός στην ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη

Άνοιξη κοπέλα εποχή
στη δροσιά των μαλλιών σου βρίσκω το χρόνο μου
με λίγο μελάνι παραπάνω
να ξεχνώ τον αχόρταγο λύκο
καθώς ουρλιάζει τη νύχτα στις λοφοσειρές.

Η ποιήτρια Κυριακή Λυμπέρη στη νέα της ποιητική συλλογή Το ωραίο το φτιάχνεις (Εκδόσεις των Φίλων 2019) πραγματεύεται θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι λεκτικοί της συνδυασμοί αποτυπώνονται με λυρισμό και ανοικείωση. Μια ειρωνική μελαγχολία ηχεί πίσω από τους στίχους, σαν λάιτ μοτίφ, που δεν πτοεί ωστόσο ψυχολογικά τον αναγνώστη, εφόσον η συνολική στοχαστική τοποθέτηση είναι αισιόδοξη.

Ιχνογραφώντας το περίγραμμα της φιλοσοφικής της αναζήτησης, τοποθετεί στο εισαγωγικό ποιητικό της σημείωμα τη φράση της «Τέχνη μου, ο θάνατος εξημερώνεται;» και αφορμάται από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, κυρίως από το βιβλίο του Οι δρόμοι στο δάσος – Holzwege. Όπως εκείνος, δεν προσπαθεί να διατυπώσει αλήθειες. Εστιάζει στις δυνατότητες και τις προοπτικές του ανθρώπου μέσα στη συνεχή ροή του χρόνου, ενός χρόνου που διέπεται από διαρκή αναζήτηση της ουσίας.

Ο χρόνος είναι ο ορίζοντας μέσα στον οποίο αποσαφηνίζεται το Είναι της ύπαρξης. Ο άνθρωπος αναζητώντας την ουσία του, υποχρεώνεται να βρίσκεται συνεχώς καθ΄ οδόν. Η Κυριακή Λυμπέρη μας εισάγει στις έννοιες του χωροχρόνου και ερμηνεύοντας την προσωπική της παρουσία αποφασίζει να κινηθεί στα δικά της ποιητικά δάση, με την ελευθερία που της παρέχει η τέχνη του λόγου, εν φαντασία και λόγω, όπως έγραφε ο Καβάφης.

ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ – HOLZWEGE

Μέσα στο ίδιο δάσος δρόμοι
πόσο αδιέξοδοι δρόμοι χωριστοί!
Και μήπως οι υλοτόμοι θα μας συμπονέσουν;
Το μονοπάτι θα μας δείξουν το σωστό;
Πιο πιθανόν
ένα τσεκούρι τα μυαλά μας να πλανίσει
ή ένας βάλτος να μας καταπιεί.
Μ΄ αν έβρισκα εύκολα το δρόμο
ίσως να έχανα την περιπέτεια του δάσους.
Και τότε ποια απώλεια θα ήταν πιο μεγάλη;
Έτσι κι εγώ αποφασίζω
δικά μου δάση μες στο δάσος να συνθέτω
να μπαινοβγαίνω όποτε το θελήσω
και με τ΄ αγρίμια τους και τους κινδύνους να παλεύω
δε λέω, με κάποια ασφάλεια όντως μεγαλύτερη.
Και αφού
φιλοσοφία, ποίηση, τρέλα,
λένε πως είναι η αναμενόμενη σειρά
καλύτερα τα φρένα μου μες στα δικά μου δάση να σαλέψουν
καλύτερα στα γνώριμα αδιέξοδά μου να χαθώ.

Ο βασικός θεματικός προσανατολισμός της Κυριακής Λυμπέρη στη συλλογή Το ωραίο το φτιάχνεις αφορά αφενός την οντολογία, αφετέρου τον έρωτα και την ποίηση. Η οντολογία, ως μελέτη της πραγματικότητας, συνδυάζεται με τη στροφή που καλείται να πάρει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια του βίου και αφορά τους δικούς του κατ’ αποκλειστικότητα χειρισμούς. Εκφράζεται δηλαδή η άποψη των υπαρξιστών ως προς τη δυνατότητα επιλογής του ανθρώπου. Γιατί η αλήθεια βρίσκεται στην αιώνια διαπάλη του παλιού με το καινούριο, στη διαρκή διαλεκτική, στην αέναη ροή των ιδεών και του γίγνεσθαι. Η φιλοσοφική αυτή στάση αποτυπώνεται στον τίτλο, ο οποίος εμπερικλείει και τον πυρήνα του περιεχομένου· ρευστοποιεί το νόημα, δημιουργώντας προϋποθέσεις ανάγνωσης και πρόσληψης.

Ο έρωτας, βασικό συστατικό της ζωής, στη συλλογή Το ωραίο το φτιάχνεις, είναι ως επί το πλείστον απών. Φάτε μάτια ψάρια η κατάσταση στην εποχή της εικόνας και της τεχνολογίας. Άστεγες νύχτες, δίχως άστρα, μόνο ερωτηματικά. Το ερωτικό κάλεσμα εκφράζεται με λέξεις εμπορίου. Έκπαγλο το ύφος της ποίησης, όταν αναφέρεται στον έρωτα. Δεν σώνεται το πάθος εύκολα αν θέλει το όνομά του να δικαιολογήσει. Εύκολα πνίγεται κανείς στ’ αβαθή του ουρανού. Εύκολα καίγονται τα ερωτευμένα δέντρα.

Η ποίηση αποκτά την έννοια της παραμυθίας. Η δική της συνυποδηλωτική πραγματικότητα παρέχει την ανακούφιση. Τον ρομαντισμό και το όνειρο μόνον αυτή γνωρίζει αφειδώλευτα να προσφέρει.

Σκέπασέ με καλά φίλε Σάντσο και νυχτώνει.

Ολόκληρη η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου αποτυπώνεται στον στίχο αυτό, ενώ παράλληλα διαγράφονται τα όρια και οι δυνατότητες της ποίησης. Ο ανέστιος άνθρωπος ελευθερώνεται μέσω της ποίησης. Στο οικοδόμημά της βρίσκει τον εαυτό του, στις λέξεις της στεγάζει τα όνειρά του. Η ποίηση είναι το «κτίζειν» και το «κατοικείν» του. Είναι ο μανδύας προστασίας του, γιατί βρίσκεται καθ΄ οδόν προς το Είναι, προς την αναζήτηση της ουσίας του.

Το ωραίο το φτιάχνεις
Είναι που ήθελα να είμαι με τους καλύτερους.
Kι έτσι κάποτε παρέδωσα
στο νοτιά τα μυστικά μου ανοίγματα
ακόμα η πνοή του περισσεύει στο στόμα μου
όμως κάθε ωραίο κάποτε τελειώνει.
Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·
μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου.
Ό, τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·
ό, τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούριο.
Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω
να φύγουν τ΄ αγριόχορτα
και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα
σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω.
Κι ίσως η αιωνιότητα μου κάνει χάρη
ίσως ο Άδης να με λυπηθεί
μπορεί κι ο νοτιάς να καταθέσει
στο τέλος παράσημα στις πατούσες μου.

Στον διάλογό της με τον αναγνώστη η Κυριακή Λυμπέρη εκφράζει την ανάγκη για αυθεντικότητα των υπαρξιστών, πέρα από κίβδηλες ιδεολογίες, εναλλαγές ρόλων και μεροληπτικές τοποθετήσεις που μάλλον ενδημούν στη σύγχρονη μαζική κοινωνία. Η μοναξιά κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στον συνυποδηλωτικό της λόγο, ενώ με τόνο σαρκαστικό καυτηριάζονται η τραγικότητα της ζωής, τα είδωλα της ποίησης, η ανεργία, η επαιτεία, η μαστροπεία, ο χρόνος που περνάει.

Οι δεξιοτεχνικές γλωσσικές αναφορές, οι ηχορυθμικές αντιστοιχίες ως όχημα ποιητικής ενέργειας, οι παραστατικές εικόνες συνθέτουν την ιδιαίτερη γοητεία του ποιητικού corpus της Κυριακής Λυμπέρη. Με ερωτήσεις, θαυμαστικά, επαναλήψεις, μεταφορές, διαμορφώνει ένα κλίμα ασθματικό και δραματικό, ενώ το παιχνίδι της αισιοδοξίας με την απογοήτευση που παίζει διαρκώς οδηγεί σε λέξεις χαρακιές.

Καβαφικές επιδράσεις, συνομιλιακός τόνος, θεατρικότητα· και η γλώσσα καλά δουλεμένη. Ο μελαγχολικός τόνος διανθίζει σαν παραπονιάρικο τραγούδι τον ελεύθερο στίχο με την εξαιρετική μουσικότητα. Ο χρόνος είμαστε εμείς οι ίδιοι τελικά, ενώ η ελπίδα αναδύεται μέσα από την αθωότητα των παιδιών.

Η Κυριακή Λυμπέρη στην ποιητική της συλλογή «Το ωραίο το φτιάχνεις» μας καλεί σε μια εύστοχη φιλοσοφική εμβάθυνση.

Πρόβα θανάτου

Είπες το τίποτα με πάρα πολλούς τρόπους.
Ας είχα αυτιά ν΄ ακούσω.
Πως ξεγελάστηκε μπορεί να πει κανείς
μόνο όταν δεν το έχει επιτρέψει.
Λοιπόν η φαντασία είναι μια πόρνη
που σ΄ επισκέπτεται για μπελάδες
κι έχει στην καλτσοδέτα της την αυταρέσκεια
γαρύφαλλο κόκκινο.
έμοιαζε με αίμα
Αυτή η υγρασία που μου χάρισες
για λίγο, για τόσο λίγο όμως
για πόσο θα μπορούσα άλλωστε
να περπατώ με πόδια δανεικά;
Πώς ονομάζεται η δοκιμασία μου
Τέχνη ή Έρωτας
ή μήπως κι απ΄ τα δυο αρρώστησα μαζί;
Πως στην ερώτηση αυτή
ίσως θα πρέπει ν΄ απαντήσω.
Κι έτσι στον ύπνο λέω ν΄ αφεθώ
Ύπνο που θα τον πεις πρόβα θανάτου
πες τον, αν θέλεις, ύπνο εντελώς προβάτου
αφού και ξύπνιοι που είμαστε σημαίνει
ότι κοιμόμαστε με μάτια ανοιχτά.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

FRACTAL 5/05/2020

«Η εξημέρωση του θανάτου: Μια Ελεγεία»

Το αίνιγμα της ζωής. Το τραγικό της συνείδησης της θνητότητας. Τα ίδια πάντα υπαρξιακά ερωτήματα: Πώς να ζήσω, γνωρίζοντας πως θα πεθάνω. Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, κάποια αποστολή, και ποια είναι αυτή; Με αυτά τα ερωτήματα, συνδιαλέγεται η ποιήτρια Κυριακή Λυμπέρη στην ποιητική της συλλογή Το Ωραίο το φτιάχνεις, Οι εκδόσεις των Φίλων 2019. Η ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη φαίνεται να προτείνει πως το να μάθουμε να ζούμε, σημαίνει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε: σε αυτή την μαθητεία συμπυκνώνεται όλη η ύπαρξή μας. Ποιήματα που υμνούν τη ζωή καταφάσκοντας στο μυστήριο του θανάτου: Ποιήματα – Ελεγείες.

Το πένθος του θανάτου αισθητοποιείται στην ποίηση που είναι γνωστή ως ελεγεία από την ελληνική αρχαιότητα. Στόχος της υπήρξε η παρηγορία των πενθούντων, συχνά με μεταφυσικά, θρησκευτικά μηνύματα. Η μοντέρνα ελεγειακή ποίηση φαίνεται να αρνείται τον παραδοσιακό παραμυθιακό της ρόλο με τη λεγόμενη αντι-ελεγεία ή μετα-ελεγεία. Στη σύγχρονη εποχή η ποιητική του θανάτου στρέφεται γύρω από ένα διαρκές αδιέξοδο πένθος όπως για παράδειγμα στην ποιητική της Κικής Δημουλά. Η Κυριακή Λυμπέρη αντίθετα, με αυτή την ποιητική της συλλογή επιστρέφει στην παραδοσιακή έννοια της Ελεγείας. Τυπικές ελεγειακές θεματικές κι εδώ, ο θρήνος, ο στοχαστικός ρεμβασμός, η μελαγχολία και η αναπόληση, ο πόθος και η ακύρωσή του, η επιθυμία και η διάψευσή του. Χωρίς όμως τον αδιέξοδο θρήνο για τον θάνατο. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι Ελεγείες όπως οι Ελεγείες του Ντουίνο του γερμανού ποιητή Ρίλκε ή τα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη, ποιητές με τους οποίους η ποιήτρια συχνά συνομιλεί για το φως και το σκοτάδι αλλά πιο ιδιαίτερα, για τη μεταξύ τους σύνδεση. «Στις Ελεγείες η επικύρωση της ζωής κι η επικύρωση του θανάτου αποκαλύπτονται σαν Ένα», έγραφε ο Ρίλκε. Τα δυο αντίθετα στοιχεία συνιστούν ένα όλον. Έτσι και αυτή η ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη επαναφέρει το ζήτημα της δυϊκότητας της ζωής: το φως και το σκοτάδι, η γέννηση και ο θάνατος, η παιδική ηλικία και τα γηρατειά, ο έρωτας και το μηδέν. Δεν γίνεται το ένα δίχως το άλλο, ή όπως το χαρακτήριζε ο Ελύτης το άλλο «μισό τού κόσμου», και όπως η Κυριακή Λυμπέρη στο ποίημά της «Το άλλο μισό» γράφει: «Όταν ο δαίμονάς του λείπει/ ταράζεται ο άγγελος/ υποφέρει / Την αρετή του/ δεν ξέρει πώς να εξασκήσει./ Λουφάζει σε μιαν άκρη τ’ ουρανού/ και κλαίει.»

Με την ένωση των αντιθέτων, η αρχή και το τέλος ενοποιούνται και ο Χρόνος χάνει την τραγική γραμμικότητά του. «Πιο νέος γίνεσαι καθώς γερνάς» γράφει στο ποίημά της «Οι ηλικίες του κυνηγού» η Κυριακή Λυμπέρη. Διανύοντας το διάστημα που σου δίνεται να ζήσεις, με το βέλος του χρόνου να δείχνει πάντα προς το τέλος, θα κάνεις την υπέρβαση, το άλμα από την φθορά προς το ατελές και αιώνιο, αν εξακολουθείς να κυνηγάς «της ομορφιάς το είδωλο». Κάπως έτσι, ξεδιπλώνεται όλη η ποιητική συλλογή, αναπτύσσοντας την ποιητική του Όμορφου, μια ποιητική μαρτυρία της ανατρεπτικής και μετασχηματικής δύναμης του Ωραίου.

Δεν είναι ότι η ποιήτρια μπροστά στο θάνατο δε νιώθει αισθήματα τραγικά: «σταμάτα λοιπόν μοδίστρα ευσυνείδητη/ τον ήχο πια αυτόν δεν υποφέρω» λέει στο ποίημά της «Madame Lamort» στην ακούραστη μοδίστρα που γαζώνει με τη ραπτομηχανή της «πτυχώσεις λύπης/μα κι όλα τα μεταξωτά/ και σάρκες ροδαλές»˙ η μοδίστρα με το όνομα Κυρία Θάνατος, από στίχο της πέμπτης από τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε. Το ποιητικό υποκείμενο πονά όταν «ο πρίγκιπας», όπως τον λέει, «του θανάτου» παίρνει ψυχές καίγοντας στις φλόγες του δάση και ανθρώπους, στο ποίημα «Κι ο θάνατος γελούσε», αφιερωμένο στους νεκρούς στο Μάτι. Όμως, έρχεται σε ένα άλλο ποίημα ανάλογο, με τίτλο «Μια συνταγή για πυρκαγιά στην Αίγινα», και θέτει το ποιητικό ερώτημα-απάντηση στο νόημα του τέλους: «Μέσα στην στάχτη ύστερα/ της πεινασμένης μέλισσας ο βόμβος ακούγεται/ ή η μουσική των αστέρων;». Η μεγαλύτερη μαθητεία στο μυστήριο της ζωής λοιπόν, είναι ο θάνατος. Αυτός και ο Έρωτας. Κι ο έρωτας όμως, εντάσσεται στην τοπιογραφία της φθοράς και της απώλειας, αφού όπως γράφει τη ποιήτρια, το υλικό που είναι πλασμένος ο άνθρωπος, το εφήμερο της λάσπης του, δε τον αφήνει να αντέξει «τη στερεότητα της αγάπης». («Διαδρομές»)

Η εικονοποίηση του θανάτου και της φθοράς σε συνδυασμό με την ιδέα της αθανασίας παρουσιάζεται και στο διάλογο της Λυμπέρη με τον αρχαιοελληνικό μύθο και τη θέση του στο σήμερα. Σχετικά τα ποιήματα της συλλογής: «Παρ-εξηγήσεις» με τον μύθο της ομορφιάς της Ελένης, «’Ενδεια ή οι ηθοποιοί ήταν άντρες» με το μύθο της Μήδειας, και στο ποίημα «Επτά επί Θήβας», όπου οι αρχαίοι νεκροί ζουν μαζί μας. Η τέχνη του Θεάτρου τούς ζωντανεύει για μας. Για να συνομιλήσουμε μαζί τους στο παρόν μας. Αυτό είναι το Όμορφο που φτιάχνει ο άνθρωπος. Το πέρα από το θάνατο: «Στη σκηνή του θέατρου όμως/ τολμάει πιο γενναιόδωρα η ζωή˙/ μπορείς να πεθαίνεις/ ενώ στέκεσαι ακόμα όρθιος/ και τα φώτα των προβολέων σε ραντίζουν/ καθώς χρυσή βροχή, αστρική». («Επτά επί Θήβας»)

Ποιήματα με υπερρεαλιστικές εικόνες, άλλοτε ως παιχνίδι λέξεων και ιδεών, φαντασίας, σάτιρας και αυτοσαρκασμού, με στιγμές αισιοδοξίας αλλά και θλίψης. Ελεύθερος στίχος με εσωτερικό ρυθμό, είτε με λυρικές ακμές είτε κάποτε και με πεζολογική γλώσσα, η ποιητική της Κυριακής Λυμπέρη παρουσιάζει μια σύνθεση μεταμοντέρνας γραφής και παραδοσιακών μορφικών, ακόμα και νεορομαντικών τάσεων. Η ποιήτρια υπηρετεί την ποιητική τέχνη ως δοκιμασία ή ως Έρωτας, είτε τελικά, ως πρόβα θανάτου, όπως ακριβώς είναι ο τίτλος ενός ποιήματός της όπου χαρακτηριστικά γράφει: «Πώς ονομάζεται η δοκιμασία μου/ Τέχνη ή Έρωτας;/ ή μήπως κι απ’ τα δυό αρρώστησα μαζί;» («Πρόβα Θανάτου»). Μια δοκιμασία όμως τραγικά μοναχική, με την γεύση της πτώσης σαν μετά από έρωτα βαθύ στο ποίημα «Εκατό χρόνια σοβαρότητας»: «Έχει όνομα λοιπόν η ηδονή/ μοναξιά τη λένε και κοιμάται/ με ιμάντες προστασίας από πτώση.» Η τελική πάντα πτώση. Που ανατρέπεται όμως, φτιάχνοντας το Ωραίο, μάς λέει η ποιήτρια και στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα: «Το ωραίο το φτιάχνεις/ δεν υπάρχει από μόνο του˙/ μού έλεγε η εσωτερική αδελφή μου./ Ό,τι έχασες μπορείς να ξανακερδίσεις˙/ ό,τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούργιο./ Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω/ να φύγουν τα αγριόχορτα/ και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα/ σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω». «Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις» μάς έρχεται συνειρμικά ο στίχος του Ελύτη ο οποίος ερμήνευε την Ομορφιά ως τη μόνη ίσως οδό «προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει.»

Η οδός για την αναζήτηση της ομορφιάς ως ηθική πράξη, ως μεταμορφωτική πράξη, ως δημιουργική πράξη, είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης ελευθερίας – ο Σίλερ έγραφε χαρακτηριστικά πως «Μέσω της ομορφιάς οδηγούμαστε στην ελευθερία» και ότι η ανθρώπινη ενσάρκωση της ομορφιάς είναι η Τέχνη. Και η Κυριακή Λυμπέρη αυτή την οδό την ονομάζει «αυστηρή πατρίδα» ή «χώρα των λησμονημένων» στο ποίημά της «’Ησυχα κοιμάται το σκοτάδι»:

Ακούω, περπατούν κόκαλα στο βάθος
ρίζες που τανύζονται, σκουλήκια˙
έχει η γη μια ζωή που δε φαίνεται και με καλεί.
Άξια πλησιάζω τις ομιλίες των αιώνων
αυστηρή πατρίδα πώς βυθίζομαι μέσα σου!
Θέλοντας να γιατρέψω τις πληγές μου
εκεί όπου άλλοι φοβούνται μόνο να κοιτάξουν
χτίζω στέρνες με δάκρυα
σπίτια με ξύλα που σαπίζουν.
Εδώ είναι η χώρα των λησμονημένων.
Στοργικά κρατάω τα κρανία στις παλάμες μου
νανουρίζω τις άδειες κόγχες από μάτια που έλιωσαν
και δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δε φοβάμαι.
Στα πόδια μου σαν σκύλος
ήσυχα κοιμάται το σκοτάδι.

Εικόνα μακάβρια; Ακριβώς το αντίθετο. Ας ανατρέξουμε λίγο στην ποιητική του θανάτου για να το καταλάβουμε. Το μακάβριο ως έννοια είναι ένα αίσθημα αποστροφής για την αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος που βρίσκουμε σε παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα και εικαστικές αναπαραστάσεις της Τέχνης. Τα έργα τής ars moriendi, δηλαδή της τέχνης που πρόσφερε οδηγίες για «καλό θάνατο», άλλοτε λειτουργούσαν ως memento mori, δηλαδή «θυμήσου ότι είσαι θνητός» άρα να φροντίσεις να ζήσεις καλύτερα αυτή τη ζωή στο σχετικό «carpe diem», (άδραξε τη μέρα), είτε δρούσαν ως προειδοποίηση για ηθική ζωή σχετική με τη μετά –θάνατον τελική κρίση, το Vanitas, «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» του Εκκλησιαστή. Αλλά μια μερίδα καλλιτεχνημάτων υπογράμμιζαν ότι το μόνο που θα έδινε παράταση στη ζωή είναι η ίδια η Τέχνη. Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα έγραφε πως «Ο μοναδικός τρόπος να ξεφύγεις από τον θάνατο είναι η τέχνη, η υψηλή τέχνη». Δηλαδή, το Ωραίο. Κι ο Λατίνος ποιητής Οράτιος, έγραφε «Non omnis moriar» εννοώντας ότι ακόμα κι αν πεθάνει το σώμα, η Τέχνη παραμένει ζωντανή. Η ύπαρξη έτσι διασώζεται ως Ωραιότητα. Εδώ εντάσσεται η ποιητική συλλογή Το Ωραίο το φτιάχνεις της Κυριακής Λυμπέρη, και με αυτή την παράδοση συνδιαλέγεται. Φέρνοντάς τα όλα αυτά στο καθημερινό μας παρόν- «Στην καθημερινή πράξη το Ιδεώδες» τιτλοφορεί η Λυμπέρη ένα ποίημα της συλλογής- ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντορόφ σημειώνει: «Αλλά μπορούμε ήδη να πούμε ότι, για να αγγίξουμε αυτή την ομορφιά ή αυτή τη σοφία, δεν είναι υποχρεωτικό να γράφουμε ή να διαβάζουμε βιβλία, να ζωγραφίζουμε ή να παρατηρούμε πίνακες, ούτε είναι επίσης υποχρεωτικό να προσευχόμαστε στο Θεό ή να προσκυνούμε μπροστά στα είδωλα, να χτίσουμε την ιδανική Πολιτεία ή να πολεμούμε τους εχθρούς της. Μπορούμε να το κάνουμε ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό πάνω μας ή τον ηθικό νόμο μέσα μας, ξεδιπλώνοντας τις διανοητικές μας δυνάμεις ή αφοσιωνόμενοι στον πλησίον μας, σκάβοντας τον κήπο μας ή χτίζοντας έναν ολόισιο τοίχο, προετοιμάζοντας το βραδινό γεύμα ή παίζοντας μ’ ένα παιδί». Ένα άλλο αγνό παιδί κάποτε, δια στόματος του Ντοστογιέφσκι, έλεγε πως « Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Έτσι γινόμαστε κι εμείς εκείνο το παιδί, στο ποίημα της Κυριακής Λυμπέρη «Κοριτσάκι μου»:

Λέει κοριτσάκι μου.
Εννοεί ότι
δεν πειράζει που βάφεις τα μαλλιά σου
που άρχισαν να φαίνονται οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια
το σώμα που δεν αποκρίνεται σε ερωτήσεις.
Λέει μωρό μου.
Εννοεί ότι
οι άνθρωποι μπερδεύουν την κούνια με τον τάφο
ότι θα σε κρατάει απ’ το χέρι ώσπου να μικρύνεις
να αλαφρώσεις κι άλλο, κι άλλο
ώσπου το τελευταίο του φιλί στο μέτωπό σου
να φέξει σαν ανατολή.

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη Το Ωραίο το φτιάχνεις ως Ελεγεία, ο αναγνώστης προσλαμβάνει μια παρηγορία, αλαφρώνει και ο ίδιος από το τρομακτικό βάρος του αναπότρεπτου τέλους της ζωής. Το συνεχές και αιώνιο εκφράζεται από το Ωραίο, την Τέχνη, την ποίηση, την ίδια τη Ζωή. «Τέχνη μου» ρωτά στην προμετωπίδα της συλλογής η ποιήτρια, «ο θάνατος εξημερώνεται;». Και η ίδια φαίνεται πως καταφάσκει στο τέλος με στοργή. Τρυφερά, όμορφα, σαν στο μέτωπο φιλί.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

CULTUREBOOK.GR/ 09/4/2020

Μία προσέγγιση στην ανοικειωτική γλώσσα της Κυριακής Αν. Λυμπέρη

Η νέα ποιητική συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη («το ωραίο το φτιάχνεις», οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019), αναζητά τους δικούς της δρόμους στη γλωσσική έκφραση. Η ποιήτρια αναζητά έναν άλλο ποιητικό λόγο στη λυρικότητα και δημιουργεί το δικό της αναστοχαστικό πεδίο, αφήνοντας μακριά τον προφορικό λόγο∙ η έκφρασή της, σταθερά ανοικειωτική (επιφάνεια), με υπερρεαλίζοντα στοιχεία (ένας άνεμος έτρεχε, μάταιη γη) διαμορφώνει έναν λυρικό ποιητικό τόπο δράσης (απόσταση σημείου).

Η Λυμπέρη οικοδομεί μία γλωσσική και νοηματική ρυθμικότητα που γοητεύει τον αναγνώστη, αξιοποιώντας τη δημιουργώντας στη συνείδησή του ένα καλλιτεχνικό γεγονός (Mukarovsky), πάνω την ανοικείωση. Η ποιητική γλώσσα σύμφωνα με τους Ρώσους Φορμαλιστές αποτελεί μία συνειδητή διαφοροποίηση του λόγου από την πρακτική γλώσσα, που στόχο έχει να πληροφορεί, στη συνειδητότητα της κατασκευής της. Με τα λογοτεχνικά σχήματα, τη διαφορετική χρήση των λέξεων ή τη γραμματικοσυντακτική δομή αποαυτοματοποιεί τον καθημερινό/οικείο λόγο, ωθώντας τη γλώσσα στα όρια των δυνατοτήτων της. Για τους Ρώσους Φορμαλιστές, παρά την ετερογένεια μεταξύ τους, στόχος ήταν η επίθεση στη μιμητική θεώρηση της τέχνης. Θεωρούσαν ότι η ποίηση αντανακλά άλλες πραγματικότητες∙ σκοπός της είναι να αλλάξει τον τρόπο της ανθρώπινης αντίληψης, να μετατρέπει σε α-συνήθεις και απτές τις μορφές της γλώσσας που εξαιτίας της χρήσης (αυτοματοποιημένος λόγος) δεν αντιλαμβανόμαστε. Και η ποιητική γλώσσα συνδέεται με την αισθητική, καθώς ωθεί σε νέους δρόμους τον λόγο και άρα την αυτοσυνείδηση των ανθρώπων και εγκαταλείπει τα γλωσσικά παραδομένα και τα στερεότυπα. Γιατί η ανοικείωση οδηγεί στην αποστασιοποίηση από το γνωστό και δεδομένο, που περιορίζει και τυποποιεί τη σκέψη μας∙ ανανεώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο, διευρύνει τους γνωστικούς μας ορίζοντες με τη βαθύτερη και πιο ουσιαστική αίσθηση της εμπειρίας.

Αν και στο επίκεντρο της Λυμπέρη παραμένει το αναπόφευκτο (στων άστρων τις βοσκές, κι άλλη χρονιά όπως φαίνεται) ένα πνεύμα αισιοδοξίας διαρρέει από την ποιητική της (το ωραίο το φτιάχνεις, η πάπια που πετάει, επτά επί Θήβας, τα παιδιά), ακόμα κι απέναντι στη διαπραγμάτευση της τραγικότητας του ανθρώπινου όντος (επτά επί Θήβας, αφορμή για ποίημα, κι ο θάνατος γελούσε), καθώς δηλώνει μία ετοιμότητα για την αναπόδραστη μοίρα (κοριτσάκι μου, Σαλώμης άγος, οι συναυλίες της Άνοιξης, μάταιη γη). Στέκεται αισιόδοξη ακόμα και στην πτώση (εκατό χρόνια σοβαρότητας) ή απέναντι στην παιδική τραγωδία (τα παιδιά).

Η ρητορική του ποιητικού κειμένου ενισχύει την αισιόδοξη οπτική της. Η αβίαστη εισαγωγή του φυσικού στοιχείου, κατά το πρότυπο της «ποίησης της περιφέρειας» (ένα άνεμος έτρεχε, πόσο μακριά χρειάζεται να πας, Πρωτομαγιά, τι είπε το δέντρο), ενισχύει ακριβώς αυτή την οπτική. Το λυρικό τοπίο, που διαμορφώνει η ποιητική γλώσσα, χαρίζει κίνηση και φως ακόμα και στα πιο σκοτεινά νοήματα (με πανσέληνο, κοριτσάκι μου, οι συναυλίες της Άνοιξης, επιφάνεια, το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα). Στο υπαρξιακό υπόβαθρο με τις συμβολικές πτυχές διακρίνονται σαφείς καβαφικές επιρροές (πόσο μακριά χρειάζεται να πας, στων άστρων τις βοσκές, το άλλο μισό) με στοχαστικές τάσεις (εκατό χρόνια σοβαρότητας, παρ-εξηγήσεις) για την ανθρώπινη ζωή (το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα) ή τον χρόνο (διαδρομές, στην καθημερινή πράξη το ιδεώδες, κι άλλη χρονιά όπως φαίνεται, οι ηλικίες του κυνηγού). Η ποιήτρια έρχεται σε έναν διακειμενικό διάλογο παρωδώντας λογοτεχνικά έργα (εκατό χρόνια σοβαρότητας, παρ-εξηγήσεις) και μύθους αρχαιοελληνικούς ή χριστιανικούς (επτά επί Θήβας, ένδεια ή οι ηθοποιοί ήταν άντρες, Σαλώμης άγος).

Το αποφθεγματικό ύφος, ενίοτε στο τέλος του ποιήματος, ως επιμύθιο (με πανσέληνο, τα παιδιά, αφορμή για ποίημα, τι είπε το δέντρο, στων άστρων τις βοσκές, μάταιη γη), ενισχύει τον στοχαστικό προσανατολισμό (πόσο μακριά χρειάζεται να πας, παρ-εξηγήσεις, το πένθος ταιριάζει στη γυναίκα). Σε σύμπνοια με τον εξουσιαστικό λόγο, από τον οποίο δεν χειραφετείται, προσπαθεί να ωθήσει τον κριτικό προβληματισμό για τον ανθρώπινο βίο, μακριά από την εικόνα και τις κατασκευασμένες αλήθειες, ως εύκολες απαντήσεις. Στην ποιητική της αντανακλάται ο διπολισμός της σύγχρονης σκέψης. Οι αντιθέσεις (το άλλο μισό, σαν παραμύθι, με πανσέληνο) φέρνουν στον νου τη σύγκρουση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, ανάμεσα στην ευαισθησία για τον Άλλο και την ελπίδα ότι η αλλαγή θα επέλθει με την αλλαγή σκέψης των ανθρώπων μέσα σε ένα ατομικοκεντρικό πεδίο πρόσληψης και εξέλιξης.

Η γλώσσα της ποίησης, ως παρεκκλίνουσα από το “κανονικό”, χρησιμοποιεί τη σύνταξη και τα γραμματικά και ρητορικά σχήματα, διαμορφώνει έναν λόγο πολυσημικό, που μένει ανοιχτός στην αναγνωστική νοηματοδότηση. Το νόημα, για τον Eagleton, δεν είναι κάτι που απλώς αντανακλάται στη γλώσσα, αλλά παράγεται από αυτήν∙ έξω από τούτη δεν υπάρχουν νοήματα ή βιώματα. Η γλώσσα παράγει κι ερμηνεύει την πραγματικότητα. Παρά το γεγονός ότι ο αναγνώστης της Λυμπέρη παρασέρνεται στις στοχαστικές ατραπούς της για το υπαρξιακό τραύμα, δεν καταφέρνει να δραπετεύσει από την ατομική θέαση του περιβάλλοντος χώρου.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

FREAR 25/02/2020

Δέκα χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, η Κυριακή Λυμπέρη επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή, έκτη κατά σειρά, που φέρει τον πρωτότυπο και ευρηματικό τίτλο Το ωραίο το φτιάχνεις (2019). Η φράση αυτή μπορεί να διαβαστεί ως ένα είδος συνθήματος ή, καλύτερα, ως ένα κέντρισμα προς τον αναγνώστη να διερευνήσει και να διαμορφώσει ο ίδιος τους όρους και τα όρια της αισθητικής, τόσο της δικής του, όσο και του κόσμου. Βεβαίως, και με δεδομένο ότι η ποίηση της Λυμπέρη χαρακτηρίζεται από πολυσημία, είναι δυνατόν η απόφανση αυτή να μην εκληφθεί ως προτροπή, αλλά ως η παραδοχή μιας βεβαιότητας, ένα απόσταγμα ζωής και μια συμπύκνωση της βιοθεωρίας της ποιήτριας. Και, πραγματικά, τα ποιήματα, στο σύνολό τους, έχουν ως αφετηρία και κατάληξη μαζί τον στοχασμό και την περισυλλογή πάνω στο ζήτημα της ομορφιάς στη ζωή και την τέχνη, νοούμενης και με την ηθική της διάσταση, ένα ζήτημα που προϋποθέτει, αν δεν καλλιεργεί, τη συναισθηματική και συγκινησιακή μέθεξη του ποιητικού υποκειμένου.

Το βιβλίο περιλαμβάνει σαράντα ποιήματα, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, τα περισσότερα από τα οποία είναι ολιγόστιχα. Η επιδίωξη και η επίτευξη της συντομίας στην ποιητική έκφραση προσδίδει μια ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική στα ποιήματα και καθιστά την εντύπωση και το αποτύπωμά τους πάνω στην αναγνωστική συνείδηση καίριο και, ταυτόχρονα, καταλυτικό. Παρά την επιλογή του ελεύθερου στίχου ως οχήματος της ποιητικής σκέψης ή, μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό, τα ποιήματα συνέχει ένας εσωτερικός ρυθμός που τα διαπερνά και δημιουργεί την εντύπωση μιας ιδιάζουσας μουσικότητας η οποία δεν προκύπτει από τη χρήση κάποιου μέτρου, αλλά από μια λειτουργία του λόγου που έχει στη βάση της τη συγκίνηση.

Θεματικά τα ποιήματα της συλλογής εκκινούν από διάφορες κατευθύνσεις οι οποίες, όμως, έχουν κοινό παρανομαστή υπαρξιακούς – φιλοσοφικούς προβληματισμούς που στρέφονται γύρω από την ανθρώπινη φύση και τις εκδηλώσεις της. Η έννοια της προσωπικής ευθύνης του ανθρώπου για τη ζωή του, η χάραξη της πορείας του από τον ίδιο ακόμα κι όταν αυτή τον οδηγεί σε αδιέξοδο ως επιλογή και στάση ζωής προτιμότερη από την απάθεια και την παραίτηση, αλλά και θέματα ευρύτερα όπως η συνύπαρξη, η αλληλεξάρτηση και η πάλη του καλού με το κακό, το δίπτυχο της ζωής και του θανάτου, η δυσκολία της ύπαρξης, κυρίως όμως η αναζήτηση και η επίτευξη της ομορφιάς, αποτελούν τις σταθερές γύρω από τις οποίες σαρκώνεται η ποιητική σκέψη. Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού, κάποιες φορές, εντάσσεται και μία απόπειρα παραμυθίας, μια διάθεση της ποιήτριας να ενθαρρύνει και να καθησυχάσει χωρίς κανένα ίχνος, όμως, στείρου διδακτισμού. Έτσι, για παράδειγμα, δεν διστάζει να εκφράσει τη βεβαιότητά της για την ανταμοιβή και την ευόδωση των προσπαθειών του ανθρώπου, όταν αυτές υποκινούνται από γνήσια και ειλικρινή διάθεση και πίστη. Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·/ μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου./ Ό, τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·/ ό, τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούργιο./ Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω/ να φύγουν τ’ αγριόχορτα/ και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα/ σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω./ Κι ίσως η αιωνιότητα μου κάνει χάρη/ ίσως ο Άδης να με λυπηθεί/ μπορεί κι ο νοτιάς να καταθέσει/ στο τέλος παράσημα στις πατούσες μου. («Το ωραίο το φτιάχνεις»).

Παρά την εμφανή βούληση της ποιήτριας να τεχνουργήσει τα ποιήματά της πάνω στη βάση ενός υπαρξιακού προβληματισμού, αυτό δεν λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάδυση μιας αυτοαναφορικότητας, στην προβολή ενός αισθήματος προσωπικού που προκύπτει από την αναμέτρηση με τα θεμελιώδη ζητήματα της μοναξιάς, του χρόνου και της καταλυτικής του δύναμης, του θανάτου, της λήθης, του έρωτα και της ματαιότητάς του ή της αδυναμίας του να σημάνει κάτι πέρα από το «ουδέν». Σε αυτήν την περίπτωση η τέχνη της Λυμπέρη λειτουργεί γεφυρωτικά και συμφιλιωτικά με τα παραπάνω, όσο κι αν, κάποιες φορές, αυτό μοιάζει δύσκολο ή και ανέφικτο. Η ποιήτρια στέκει εμπρός στις απειλές αυτές, διότι περί απειλών πρόκειται, με θάρρος αλλά και με την πικρή επίγνωση της παντοδυναμίας τους. Εδώ είναι η χώρα των λησμονημένων./ Στοργικά κρατάω τα κρανία στις παλάμες μου/ νανουρίζω τις άδειες κόγχες από μάτια που έλιωσαν/ και δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δε φοβάμαι. («Ήσυχα κοιμάται το σκοτάδι»).

Το ύφος της ποιήτριας υπαγορεύει και υπαγορεύεται από το περιεχόμενο του ποιήματος και δημιουργεί με αυτό μια σχέση ακατάλυτη και αρραγή. Έτσι, ανάλογα με το θέμα, το ύφος του ποιήματος διαγράφεται άλλοτε φωτεινό και αισιόδοξο, άλλοτε γκρίζο και απαισιόδοξο. Στα αισιόδοξα ποιήματα εντάσσονται αυτά τα οποία προκρίνουν τη νίκη απέναντι σε κάθε τι κακό που στοιχειώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι, για παράδειγμα, η παιδική αθωότητα που έχει τη δύναμη όχι απλώς να αλλάξει τον κόσμο, αλλά ακόμα και να ανατρέπει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Είναι σοφά τα παιδιά κι αφήνονται / στις χαρές της κάθε μέρας ολόσωμα / κι έχουν θαυματουργά δάχτυλα που ξέρουν / να ζωντανεύουν τους πεθαμένους. / Α, είναι τα παιδιά ρυάκια που καθαρίζουν τον κόσμο / και το κάθε γελάκι τους πρόκα στο μάτι του κακού («Τα παιδιά»). Η ελπίδα υπάρχει πάντα, ακόμα και εκεί που φαίνεται πως είναι ανενεργή, ξεπηδά, στο τέλος συνήθως του ποιήματος, για να απαλύνει, να γλυκάνει, να γιατρέψει τις πληγές της ψυχής. Αυτή η ελπίδα, σε όποια περίσταση κι αν απαντάται, με όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, σαρκώνεται πάντα ως ποίηση, ως η τέχνη της λήθης του απεχθούς, αφού όπως παραδέχεται η ποιήτρια την κάνει «να ξεχνά τον αχόρταγο λύκο/ καθώς ουρλιάζει τη νύχτα στις λοφοσειρές». («Πρωτομαγιά»).

Άλλες στιγμές πάλι, η ποιήτρια ρέπει εμφανώς προς τη μελαγχολία, την απαισιοδοξία και τη θλίψη, μια θλίψη όμως που δεν λιμνάζει αλλά, αντίθετα, πυροδοτεί την περίσκεψη και την περισυλλογή γύρω από ζητήματα όπως η ματαιότητα των ανθρωπίνων, η αναπόφευκτη και αναπότρεπτη πορεία του ανθρώπου προς την πτώση και την ανυπαρξία, η σχέση του με το θάνατο που, κάποιες φορές, μοιάζει ως η άλλη όψη του έρωτα, η γυναικεία φύση και η έλξη της προς το δίπτυχο αυτό του έρωτα και του θανάτου, αλλά και γύρω από ζητήματα κοινωνικού προσανατολισμού και προβληματισμού, όπως η μοίρα και η τύχη των απόκληρων της ζωής που τροφοδοτούν το αίσθημα αλληλεγγύης της ποιήτριας και κινητοποιούν τη γραφίδα της να αποτυπώσει το δράμα τους ως παρατηρήτρια και συμμέτοχος μαζί. Αυτές ακριβώς τις στιγμές, η Λυμπέρη αποκαλύπτει το νήμα που την ενώνει με τους ποιητές της γνήσιας μελαγχολίας, που καλλιέργησαν με τον στίχο τους έναν λυρισμό ελεγειακό, μία ποίηση που, όπως καταδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης μελαγχολία, γράφεται, κυριολεκτικά, από τη μαύρη μελάνη της ψυχής. Η διαφορά βέβαια είναι ότι η ποιήτρια δεν αφήνεται σε αυτό το κλίμα, αλλά κατορθώνει να αναχθεί σε ένα επίπεδο υψηλότερο, εκλογικεύοντας το συναίσθημα και το πάθος που την έχει αρχικά κινητοποιήσει και φιλτράροντάς το μέσα από μια διεργασία καθαρά διανοητική.

Μια πικρή παραδοχή της άσχημης πλευράς της ζωής, μια πικρή γεύση από όλα όσα μας απογοητεύουν, μας θλίβουν, μας καταρρακώνουν, αλλά και μια ελπίδα, μια φωτεινή χαραμάδα απ’ όπου ξεχύνεται λίγο φως που είναι ικανό να διώξει το σκοτάδι. Όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν και λειτουργούν από κοινού μέσα στη συλλογή αυτή της Κυριακής Λυμπέρη που μεταπλάθει σε ποίηση όλα εκείνα τα αντιποιητικά που κυριαρχούν στη ζωή μας. Από αυτήν την άποψη το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μόνο μια ποιητική κατάθεση, αλλά και ένα εγχειρίδιο ζωής που διδάσκει ότι ο δρόμος προς το άσπρο περνάει μέσα από το μαύρο, ότι για να ανέβεις ψηλά θα πρέπει να κατέλθεις χαμηλά, ότι για να κατορθώσεις να χαρείς θα πρέπει πρώτα να έχεις βιώσει τη λύπη. Ποιήματα που έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο, τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και τις δυνατές, υψηλές και αξιοθαύμαστες στιγμές του. Ποιήματα που προξενούν αναγνωστική απόλαυση ακριβώς γιατί φτιάχνουν το ωραίο τη στιγμή ακριβώς που το συλλαμβάνουν ως ιδέα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

FRACTAL 05/11/2019

Οι άνθρωποι μπερδεύουν την κούνια με τον τάφο

Το ωραίο το φτιάχνεις. Σύμφωνοι. Προφορικά θα συμπλήρωνα «και σε φτιάχνει».
Γιατί η επαφή με το ωραίο, με την Ομορφιά, σου αποκαλύπτει άλλους κόσμους, άλλες διαστάσεις, σε ταξιδεύει, σε μαγεύει, σε αποσπά από τα πεζά καθημερινά και σε στέλνει σε χώρες φαντασίας, ονείρων, ελπίδας. Να γιατί έχει σημασία να φτιάχνεις το ωραίο, ό,τι κι αν είναι αυτό. Τέχνη, ψωμί, συμπαράσταση, μοιρασιά, καλοσύνη, τραγούδι, φιλί, αγκαλιά. Σημασία έχει να έρχεσαι κοντά με την Ομορφιά. Συχνά την έχει φτιάξει άλλος. Αν έχεις τη δυνατότητα να συνομιλήσεις μαζί της, σημαίνει ότι ο δημιουργός της τη μοιράζεται, άρα σου δίνει τη δυνατότητα να την κάνεις και δική σου, με τον δικό σου τρόπο. Οπότε το εδώ χρησιμοποιούμενο β’ πρόσωπο ενικού, επέχει και θέση γ’ ενικού, αφού σε αυτόν που «το ωραίο το φτιάχνει», μπορείς να του πεις: «αγαπητέ μου, τι υπέροχα που το ωραίο το φτιάχνεις!».

Μέγα φιλοσοφικό ζήτημα η ύπαρξη, αλλά και ο ορισμός του Ωραίου. Υπάρχει; Είναι ζήτημα αισθήσεων, ενστίκτου, φαντασίας, ονείρου; Συνειδητού ή μη; Αν υπάρχει, έχει φτιαχτεί από κάποιο όν ή υπάρχει ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε; Είναι αντικειμενικό ή υποκειμενικό; Θέματα πολλά ακόμη, τα οποία διερευνώνται διεξοδικά σε άλλα πεδία, υπάρχουν όμως στο γενετικό dna της Ποίησης, γιατί η Ποίηση ως Τέχνη, συνδέεται άρρηκτα με την Ομορφιά.

Η ποιητική συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη {Το ωραίο το φτιάχνεις}, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019, επικεντρώνεται σε εκείνο το «ωραίο», το οποίο μπορεί να φτιάξει κάθε άνθρωπος, χωρίς να είναι πιστοποιημένος τεχνίτης. Εκείνο το ωραίο που φτιάχνεται μέσα μας και μας δίνει το κουράγιο ν’ αντέξουμε το βάναυσο σήμερα αλλά και να πορευτούμε σε ένα λιγότερο βάναυσο αύριο, αφού το «ωραίο», έχει τη δύναμη να λειαίνει τις αιχμές όχι εν ψυχρώ, αλλά δροσίζοντας με θαλασσινό νερό τα χαλίκια ώσπου να γίνουν βότσαλα. Αλλιώς τι ωραίο θα ήταν; Αφού ωραίο σημαίνει: αποτέλεσμα χωρίς χρήση βίας. Άπαξ και εμφανιστεί βία, ασχήμια καλύπτει τα πάντα.

Το ωραίο, φτιάχνεται εντός. Εντός μου, νοερά, στον τίτλο προσθέτω τη λέξη: «εντός», σε δύο εκδοχές. Το ωραίο εντός, το φτιάχνεις. Το ωραίο, εντός το φτιάχνεις, μετά εκτός. Ένα κόμμα, δύο ωκεανοί. Η ποιήτρια, συμφωνεί και ξεκαθαρίζει:

[οι δεσμοί που φτιάχνονται μέσα στο κεφάλικαι οι δεσμοί με τα λόγια
είναι σαν δαχτυλίδια
που τα φοράει κάποιος πιο σφιχτά κι από τα άλλα
κι ας είναι αόρατα,…]

Όλα μέσα στο κεφάλι. Ακόμα και οι αισθήσεις, εκεί καταλήγουν. Εκεί εμφανίζεται κάποιες φορές ο άλλος έσω εαυτός, ο οποίος έχει την πολυτέλεια να διαθέτει επτά κατοικίες, όσα και τα τσάκρα. Αυτός έχει την ικανότητα να αντισταθμίζει κάθε απώλεια με τη σοφία της δύναμης του ωραίου. Πώς; Σου δίνει σημάδια ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο, ότι η απώλεια αυτή συνέβη για χι λόγους, ήρθε για να σου διδάξει ψι μαθήματα και ένα ακόμη: να σε παροτρύνει να ξεκινήσεις από την αρχή, έχοντας κάτι πολύτιμο αποκτήσει, δώρο από την απώλειά σου: καλύτερα κριτήρια, καλύτερες προδιαγραφές. Ιδού πώς ο ποιητικός λόγος, δια στόματος ή μάλλον δια χειρός Λυμπέρη, λέει τόσα και χίλιες φορές τόσα, σε τέσσερις μόλις στίχους:

[Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·
μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου.
Ό,τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·
ό,τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούριο.]

Ως και τα χέρια που φτιάχνουν, κατασκευάζουν, δημιουργούν, προέκταση άλλωστε του Λόγου, είναι ευλογημένα και είναι απόλυτα φυσικό να

[αγαπιούνται πιο εύκολα τα χωμάτινα χέρια
που ράβουν, φυτεύουν, καρφώνουν]1.

Πώς θα βρεις τον δρόμο για να αφήσεις πίσω τη στασιμότητα; Αρωγοί δύο. Ο ένας, η αγάπη. Κάποιοι τη γνωρίζουν καλά:

[…ξέρουν καλά τι θα πει αγάπη
(σάλιο, λάσπη και άχυρο
για τη δημιουργία της φωλιάς)]2.

Ο άλλος, η φαντασία. Ο πόθος να πετάξεις, ν’ αλλάξεις οπτική, ώσπου να συναντήσεις κάποτε την τελεσίδικη, την άχρονη:

[… σ’ ένα ξέφωτο ουρανού που απομέει
βρίσκεις το μονοπάτι, προνοεί
η αγάπη χρυσαφιά αχτίδα, ή
μια πάπια που σε πηγαίνει
κατ’ ευθείαν στους αστερισμούς.]
Γιατί οι αστερισμοί, μπορεί να είναι το ωραίο, η λύτρωση, το όνειρο, η τέχνη, η διαφυγή, αλλά μπορεί να είναι και η αντίπερα όχθη, όπου όλα ακίνητα φαινομενικά, σαν την ακινησία των αστερισμών. Και μιας και μιλάμε για αστέρια, δεν μπορώ να μην επισημάνω την κομβική θέση τους, στην εξεταζόμενη συλλογή.

Εκτός από μαύρες, [άστεγες νύχτες, δίχως άστρα / μόνο ερωτηματικά], υπάρχουν και οι άλλες, εκείνες που μπορείς ν’ ακούσεις την [ηχώ ενός άστρου που ταξιδεύει], να δεις τους ερωτευμένους χέρι χέρι: [το παλλικάρι… / τη βγάζει βόλτα να λουστεί στην αστρόσκονη],

να προσπαθήσεις να αντιληφθείς τη γλώσσα τους, ακούγοντας τον Καβάφη να σου λέει:

«σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη» και την ποιήτρια να σιγοντάρει: [σαν βγεις στων άστρων τις βοσκές / … / μην πας απροετοίμαστος]. Μπορείς να μαθητεύσεις στο φως τους:

[εγώ πάλι στη μαθητεία των άστρων /βρίσκομαι μονίμως στην αρχή], απομένοντας στα πεδινά απερίσπαστος : [κι εγώ εδώ στα χειμαδιά / μαθαίνω την ψυχή μου]3, έχοντας διαχωρίσει τους ρόλους: [τα άστρα δεν συμπαρίστανται στους αγώνες μας]. Όσο για το πασίγνωστο Χριστουγεννιάτικο αστέρι, ίσως μόνο στην καρδιά του άστεγου μπορεί πια να [εκραγεί ένα άστρο με βιασύνη], ή στις αθώες καρδιές των παιδιών, γιατί αυτά είναι ακόμη άγγελοι:

[α, είναι τα παιδιά ρυάκια που καθαρίζουν τον κόσμο

και το κάθε γελάκι τους πρόκα στο μάτι του Κακού].

Φτιάχνεις λοιπόν το ωραίο σου, πορεύεσαι ωραία και καλά, ώσπου μια ωραία πρωία, συνειδητοποιείς ότι εντάξει ως εδώ,

[όμως κάθε ωραίο κάποτε τελειώνει]

αφού ο χρόνος θέλει να είναι σε όλα παρών και τότε αμείλικτα

[…ο σκανταλιάρης χρόνος…
φιλότιμα σε βυθίζει
πάλι και πάλι στο σημείο μηδέν].

Καιρός για αποτίμηση. Τι συνέβη; Καταλαβαίνεις ότι συχνά

[αφού και ξύπνιοι που είμαστε σημαίνει
ότι κοιμόμαστε με μάτια ανοιχτά]

και θέατρο η ζωή:

[στη σκηνή του θεάτρου όμως
τολμάει πιο γενναιόδωρα η ζωή·
μπορείς να πεθαίνεις
ενώ στέκεσαι ακόμα όρθιος].

Καιρός για θωράκιση, για προετοιμασία του επόμενου ωραίου, αλλά και της νομοτελειακής (;) απώλειάς του. Έχοντας πάλι τον Καβάφη στα ακουστικά:

«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει»

βαδίζεις στους δρόμους της αυτογνωσίας, περισσότερο κατασταλαγμένος:

[λίγη χαρά ακόμη, ναι

αλλά να ξέρεις πως έχω ήδη μελετήσει
να συναντήσω τον άλλο μου εαυτό
που επιστρέφει από τα ύψη].

Μετά την απώλεια του ωραίου (φιλία, έρωτας, αγάπη, στέγη, …) τα στάδια είναι λίγο πολύ γνωστά, οι περισσότεροι έχουμε περάσει ή περνάμε από αυτά, η σειρά μόνο διαφέρει:

[ένδεια, δουλεία, αυτολύπηση, εξέγερση
με ποια σειρά;]

και η επιλογή να «το παλέψεις» μόνος και αβοήθητος ή όχι:

[καλύτερα τα φρένα μου μες στα δικά μου δάση να σαλέψουν
καλύτερα στα γνώριμα αδιέξοδά μου να χαθώ]

μένοντας πιστός στη μόνη πιστή σε σένα ηδονή. Ποια;

[Έχει όνομα λοιπόν η ηδονή
μοναξιά τη λένε και κοιμάται
με ιμάντες προστασίας από πτώση].

Στη μοναξιά, ή παραδίνεσαι ή βρίσκεις τρόπους να δημιουργείς. Η Κυριακή Αν. Λυμπέρη, (υποψιάζομαι κυρίως) σε περιόδους μοναξιάς, αντί να παραδοθεί και να παραιτηθεί, ξεκινά και φτιάχνει «το ωραίο» της ποιητικό βιβλίο, με ποιήματα αφορμώμενα από βιωματικές περιστάσεις, οι οποίες στη συνέχεια, μέσα από τα χτένια του αργαλειού της ιδιοσυγκρασίας της και με τη βοήθεια των νημάτων – στίχων της, περνάνε στην υφαντή «αστερόσκονη» της Ποίησης. Ταξιδεύουν πάνω σε σύννεφα στοχασμών, προβληματισμών, δοκιμιακών ανησυχιών, διαπερνώντας λεπτούς αιθέρες ευαισθησίας, λυρικά ρεύματα αέρος, ρεαλιστικές αναταράξεις και εκλάμψεις ρομαντικές. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ποίηση με αναγνωρίσιμο ύφος, με συγκεκριμένη δομή και θεματική σε κάθε ποίημα, με ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, με ισορροπημένη χρήση συμβόλων και με τα αναγκαία παγκάκια στο άλσος της να ξαποστάσεις πεζός, μετά από μια αβίαστη λεκτική πτήση. Κάτι που έχει πει αλλιώς και για άλλο ζήτημα το 2015, αφορά όμως και τη σχέση της Ποίησης με τον Άνθρωπο:

[Ωστόσο, ο βράχος έχει πάντα ανάγκη το νερό
να καθρεφτίζεται και να ηγεμονεύει]4.

Ο άνθρωπος έχει πάντα ανάγκη το ωραίο. Μέσα σε αυτό βλέπει τον εαυτό του, ηγεμονεύει της ευδαιμονίας και της χαράς της δημιουργίας, ίσως και της εγωισμού του, ως την επόμενη πτώση.

Το ωραίο, έχει πάντα ανάγκη τον άνθρωπο. Μέσα του βλέπει κάθε φορά μια διαφορετική του εκδοχή αλλά και ηγεμονεύει των παθών του, των προβλημάτων του, των ψυχικών του διεργασιών.

Ο άνθρωπος έχει πάντα ανάγκη την Ποίηση. Εντός της καθρεφτίζονται οι ανείπωτες διαστάσεις του και οι άδηλες ανησυχίες του και μέσα από αυτήν, ηγεμονεύει της μοναδικής χαράς της πρόσληψής της αλλά και των όσων μόνο εκείνη κατάφερε να του γεννήσει ή να ανασύρει στην επιφάνεια με τη δύναμη των κυμάτων της.

Η Ποίηση έχει πάντα ανάγκη τον άνθρωπο. Μέσα του πλέουν τα είδωλα των λέξεων και οι αστερισμοί των νοημάτων, των υπονοούμενων και των συμβόλων της, στην ολότητά του ηγεμονεύουν οι στίχοι της.

Ο ποιητής; Την έχει ανάγκη, είναι η ζωή του, καθρεφτίζεται ολόκληρος εντός της και αγωνιά για να αξιωθεί να ηγεμονεύσει ένα της μέρος, γιατί τότε μόνο θα είναι αληθινός ποιητής… Εκείνη; Τον έχει ανάγκη για να έρθει στο χαρτί, καθρεφτίζεται στο ιδίωμα και στο ύφος του, ηγεμονεύει δε όλο του το είναι κάθε λεπτό.

Τόσο δυναμικά και αξεχώριστα συμπλέκονται ο Άνθρωπος και το Ωραίο, η Ποίηση και ο Άνθρωπος, η γέννηση με τον θάνατο, η αρχή με το τέλος:

[Λέει μωρό μου.

Εννοεί ότι
οι άνθρωποι μπερδεύουν την κούνια με τον τάφο
ότι θα σε κρατάει απ’ το χέρι ώσπου να μικρύνεις
να αλαφρώσεις κι άλλο, κι άλλο
ώσπου το τελευταίο του φιλί στο μέτωπό σου
να φέξει σαν ανατολή.]

Και τότε, ίσως καταλάβει τη μεγάλη σημασία που έχει αυτό που ενδιάμεσα του έλεγες: «το ωραίο το φτιάχνεις»…

ΟΡΜΗΤΙΚΟΙ ΟΙ ΦΘΟΓΓΟΙ ΩΣ ΤΟ ΧΑΝΟΜΑΙ  2017
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 19/7/2017

Το β΄ πρόσωπο της ποίησης

σαρξ εκ πνεύματος
πνεύμα εκ σαρκός

Όταν μια ποιητική συλλογή στην προμετωπίδα έχει αυτό το ανατρεπτικό, σε προετοιμάζει για μια ποίηση γήινη αλλά και για τη μετάπλαση του σώματος σε μια ενδιαφέρουσα δημιουργία. Οι λέξεις της Κυριακής Λυμπέρη είναι διαλεγμένες με κριτήριο μια ευθύβολη σκληρότητα. Και το ποίημα φτιάχνεται από υλικά τραχιά στην αφή.

Διαβάζοντας δεν ξέρω αν αυτός ο λόγος είναι αληθινός ή αν παίζει τον ρόλο του σε σκηνικό που η ποιήτρια έστησε. Η ποίηση αρέσκεται να δημιουργεί το περιβάλλον για να ακουμπήσουν οι λέξεις της. Κάποτε απολύτως ρεαλιστικό και κάποτε υπερβατικό και αθέατο σχεδόν. Σε κάθε περίπτωση (αληθινό ή μυθοπλαστικό, πραγματικό ή όχι) το περιβάλλον αυτό ενσωματώνει τον λόγο και έτσι, σαν ένα σύνολο αδιαίρετο, παρουσιάζεται σε μας αλλά και στον δημιουργό, που με διαφορετική ματιά κοιτάζει τη σκέψη του με νέο τώρα μανδύα, ποιητικό.

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχει δείξει και από προηγούμενες καταθέσεις ότι έχει άγρια ψυχή, και εννοώ μ’ αυτό (το αρχικά τρομακτικό) ότι δεν πατά σε δρόμους χαραγμένους αλλά προτιμά να ανοίγει μόνη της πέρασμα σε απάτητα ρουμάνια. Το προσωπικό κόστος πάντα εκεί για συνυπολογισμό, γιατί το σώμα είναι που πληγώνεται από τα κοφτερά αγκάθια, για να έρθει μετά ο νους, η σκέψη (τρωθείσα και ηττημένη) να μιλήσει με την ποιητική γλώσσα. Στην προηγούμενη συλλογή της η ποιήτρια (Ζητήματα ύψους, εκδόσεις Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ) πρόσφερε τα ποιήματά της εν είδει ιδιόμορφων ιαμάτων σε όποιον ευαίσθητο αποδέκτη της. Εδώ περισσότερο ο αποδέκτης είναι η ίδια, που καταφεύγει σ’ αυτά ίσως σε μια απόπειρα να δει τον εαυτό της καταγεγραμμένο, με όσα μέσα του σκουρόχρωμα κουβαλά.

Με βάζεις στο κέντρο της οθόνης
με μελετάς σαν μύγα νοιώθω.
Σε πόσες διαστάσεις βλέπω
οι οφθαλμοί αν είναι στερεοσκοπικοί
πώς το κορμί μου σπάζε
πώς στριφογυρίζει
υπάκουα, αρθρωτά τα πόδια αν έχω
αν τα φτεράκια στην εντέλεια λειτουργούν
για να πετάω γύρω από τα ίδια
με μια βουή σαν κλάμα.
Το ενδιαφέρον σου όμως μόνο
περιέργεια φυσιοδίφη.
Μα την ψυχή της μύγας ποιος θα τη νοιαστεί;
Τα όνειρα στο μαλακό κεφάλι της
με μια κίνηση γίνονται λιώμα·
πάει η μύγα
τώρα πολτός απλώνεται η ζωή της.

(Της μύγας)

Το πρόσωπο που περισσότερο επιλέγει είναι το δεύτερο ενικό. Θα μπορούσε να εννοείται ο ποιητικός λόγος πίσω από αυτή την επιλογή, σε μια θέση-αντίθεση με την ποιήτρια (άλλωστε το έργο αυτονομείται ακόμα και από τον ίδιο τον δημιουργό του). Σε μια άλλη αναγνωστική εκδοχή πάλι θα ανακαλύπταμε το ποιητικό υποκείμενο απέναντι στον καθρέφτη του. Ίσως μια άλλη παρουσία, ένας άντρας, να υποκρύπτεται πίσω από το β΄ πρόσωπο, στον οποίο η ποιήτρια απευθύνει τον λόγο και τον εγκαλεί για την απουσία του; Ναι, θα ήταν μάλλον η πιο βολική από όλες τις ερμηνευτικές εκδοχές. Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι διαβάζοντας δέχεσαι πότε τη μια και πότε την άλλη, σε μια ακολουθία σκέψεων και προσωπικών πλέον προβολών του ποιητικού λόγου σε σένα, τον αναγνώστη της ποίησης. Μήπως, όμως, αυτό είναι ένα από τα γνωρίσματα της δυνατής ποίησης, δηλαδή η κοινωνία του ποιήματος (πολυδιάστατη και πολύμορφη) με τον αναγνώστη του;

Η ποιήτρια έχει ισχυρό όπλο, ικανό να λειτουργήσει ως όχημα για να επιτευχθεί η κοινωνία/επικοινωνία: τον λόγο της, ιδιαίτερα αιχμηρό, ώστε να προκαλεί αλλά και να προσκαλεί σε μέθεξη μαζί του, με τις λέξεις φροντισμένα επιλεγμένες, ώστε να βρίσκουν στόχο ασφαλή.

Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα
σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου
αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται
και δεν αντέχει την οδύνη του
αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας
αν είμαι σώμα που υποφέρει
μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο
μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει
βεγγαλικό που σκάει
την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ
με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω.

(Αν είμαι)

Η ποίηση κάτω από αυτό το πρίσμα, όπως την εκλαμβάνει η Κυριακή Λυμπέρη, λειτουργεί σωματικά και νοητικά απέναντι στην παρουσία αλλά και την απουσία του έρωτα, κυρίως ως σαρκική βίωση. Και ανοίγοντας «διάλογο» με την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ θα μιλήσει για τον απόντα έρωτα και το πώς αυτός πυροδοτεί την τέχνη της ποιητικής γραφής. Γνωστό αυτό άλλωστε. Δεν γράφεται ποιητικός λόγος αξιώσεων ως απότοκο χαρούμενης διάθεσης. Κι αν η ένταση της ερωτικής συνεύρεσης συχνά οδηγεί τη γραφίδα, πολύ περισσότερο και πιο βαθιά γράφει (κατάσαρκα) η απουσία της.

Κι όμως τα ποιήματα πετυχαίνουν
ακόμα κι όταν οι έρωτες αποτυχαίνουν.
Ιδίως τότε ίσως να πετυχαίνουν·
στο χαρτί ολοκληρώνεται το πάθος
φιλί-φιλί το αγαπημένο σώμα
γράφεται και ξαναγράφεται απ’ την αρχή
τα μάτια τώρα, τα χέρια μετά, τα χείλη
παρελαύνουν σαν άνθη σε μίσχους
με μια ριπή που θέρισε ο ζηλιάρης άνεμος
ή σαν πεφτάστερα που έσβησαν
πρόωρα απ’ το χάρτη τ’ ουρανού.
Όσο να πεις για τα δάκρυα
αλλάζει το χαρτί σε στέρνα
για να σηκώσει το βάρος τους
χωρίς να διαλυθεί, χωρίς να νοτίσει
αλλάζει σε φωλιά για να στεγάσει
ό,τι δεν μπόρεσε ο έρωτας.
Γιατί όταν έχεις τον έρωτα
το ποίημα τι να το κάνεις;

(Κι όμως Κατερίνα, Στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

Ο κόσμος της ποιήτριας ανοιχτός σε ερμηνείες, κυρίως προκλητικός για μια είσοδο αναγνωστική. Μπορεί να ξαφνιάζει πού και πού με την ωμότητα αλλά θα δείξει αλλού μια τρυφερότητα αναπάντεχη. Είναι το ίδιο πρόσωπο που γράφει εδώ:

[…]
Ταλέντο έχεις στις πλαστές τις συγκινήσεις
η τέχνη μάλλον όλα τα επιτρέπει.
Κι έτσι τα βράδια καθήκον σου συζυγικό
ν’ ανακατεύεις σάρκα μετά πνεύματος
και πάνω στην κορύφωση σου να ονομάζεις
έρωτα το τερατικό υβρίδιο.

Και αλλού:

[…]Νύφη της μοναξιάς
αρμένιζα στους ουρανούς
τυλιγμένη στα εξομολογητικά μελάνια μου.
Και μόνο το πρωί συμπονετικό
τον κάματό μου ελεούσε με τον ύπνο.

Δύο όψεις ενός και του αυτού δίνει η ποιήτρια. Το πρόσωπο της μοναξιάς με τη συνειδητοποίηση του απολεσθέντος πλέον αυθεντικού σκιρτήματος. Και μετά οι πιο τρυφερές λέξεις για την ίδια την τέχνη της που επιμένει εξομολογητικά να δημιουργεί τα γραμμένα της. Για μια ακόμα φορά ας μείνουμε στους στίχους της. Ίσως να προχωρούν πιο πέρα από αυτά που επιφανειακά δίνουν. Άλλωστε η ίδια δηλώνει τι θα ήθελε:

[…]
να μεθύσω, να φωνάξω, να βγω στους δρόμους
στα άκρα κάπως για το ποίημα
να φτάσω βρε παιδί μου.

Αυτά τα άκρα μήπως δεν υπαινίσσεται και ο τίτλος της συλλογής;

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

τοβιβλιο.νετ 26.09.2017

Η Κυριακή Λυμπέρη με τους φθόγγους της ποίησης

Η ποίηση είναι μία τέχνη προφορική και είναι από χιλιετίες αναπόσπαστο τμήμα της προφορικής μας παράδοσης. Παρά το γεγονός ότι εμείς την διαβάζουμε συνήθως, εκείνη συντίθεται για να απαγγέλλεται και να τέρπει διά της ακοής. Την παράδοση αυτή συνεχίζει με την νέα της ποιητική συλλογή και η Κυριακή Λυμπέρη, «ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (οι εκδόσεις των φίλων, 2017).
Η ποίηση της Λυμπέρη με υπερρεαλιστικές επιρροές (παραμυθίες, τοπίο Μαΐου, το τρένο) κινείται στον ρυθμό της προφορικής συνειρμικότητας. Με την αξιοποίηση του διασπασμένου θέματος ενσωματώνει αβίαστα αγωνίες υπαρξιακές και κοινωνικές παραστάσεις (ο άνδρας που δεν, για την καλή χρονιά, μαθαίνεις νύχτα, στο κοιμητήριο, amabilis insania, στα άκρα) σε αδιάσπαστες νοηματικά συνθέσεις που κινούνται στο συνειρμικό ρυθμό.
Ο θάνατος (για να σου μοιάζω, η εξάρτηση, στα κοιμητήρια) και η ποιητική αυτοαναφορικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο των αποτυπώσεων της Λυμπέρη. Συχνά η στιχουργική διατηρεί χαρακτηριστικά της ποίησης του πένθους (επί σκηνής). Η ποιήτρια θρηνεί και νιώθει τη μοναξιά μιας απώλειας που δεν κατονομάζεται (το σπίτι στον ουρανό, τοπίο Μαΐου, όταν το ταβάνι υπαγορεύει).
Η έκφρασή της διακρίνεται από μία προφορικότητα εμπλουτισμένη με λυρικά στοιχεία. Οι ερωτήσεις (δήθεν δική μου, ο άντρας μου να μ’ επιθυμεί, αμφιβολίες δειλινού, τα δώρα, της μύγας, στα άκρα, κι όμως Κατερίνα, τα άγια τοις κυσί) υποστηρίζουν τον στιχουργικό ρυθμό και διαμορφώνουν ένα ψευδοσκηνικό περιβάλλον, που δεν συνοδεύεται από κάποιο διαλογικό ύφος. Αντίθετα, με παραστατικότητα τονίζουν τις βαθύτερες αγωνίες της δημιουργού (η παράσταση, επί σκηνής, ένας λόγος για το τίποτα, η σελίδα του κόσμου, διηγητικόν).
Και στη στοχαστική στιχουργική της οι υποθετικές προτάσεις βοηθούν στην κίνηση των αναζητήσεων της. Άλλοτε λειτουργούν σαν έμμεσες παρομοιώσεις και άλλες φορές σαν ερωτήσεις που περιμένουν την απόδοση/απάντησή τους.
Από την άλλη, οι «λέξεις» (όταν το ταβάνι υπαγορεύει, μαθαίνεις νύχτα, το τρένο) και η «γλώσσα» (παραμυθίες, αμφιβολίες δειλινού) χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας ποιητικής αυτοαναφορικότητας. Εντάσσονται στο ύφος μίας διασπασμένης θεματικά ποιητικής για την ποίηση (η εξάρτηση, στα άκρα, amabilis insania, ένας λόγος για το τίποτα, επί σκηνής, κι όμως Κατερίνα, η τέχνη λοιπόν όλα τα επιτρέπει;).
Το φυσικό στοιχείο ενσωματώνεται αυθόρμητα στον συνειρμικό της στίχο. Το φυσικό περιβάλλον οπλίζει με εικόνες που μετασχηματίζει σε μέσο έκφρασης των υπαρξιακών της αγωνιών (να σκέφτεσαι χελιδονάκι, με τον τρόπο των δέντρων, της μύγας, τα μη γεγονότα). Και την ίδια στιγμή την εικονοποιία της υποστηρίζουν υπερρεαλιστικές πινελιές (στα κοιμητήρια, τοπίο Μαΐου, στα άκρα, όταν το ταβάνι υπαγορεύει). Χαρακτηριστική είναι η χρήση των λέξεων «ρίζες», «φύλλα» και «πουλιά» (με τον τρόπο των δέντρων, αν είμαι, να σκέφτεσαι χελιδονάκι).

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

ΦΡΕΑΡ 10/11/2017

Γλώσσα άτιμη, ιερόδουλη –

Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι,

1.

Μετά τις συλλογές Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι, 2009, Εμαυτού, 2010, Το κάλλος και το τραύμα (εκδ. Γαβριηλίδης, 2012) και το Ζητήματα Ύψους (εκδ. Τυπωθήτω, 2015), η Κυριακή Λυμπέρη με τη νέα ποιητική της συλλογή, Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι, επιχειρεί να προσδιορίσει την ουσία ενός κόσμου σε συνεχή αμφισβήτηση και επαναδιαπραγμάτευση ακροβατώντας πάνω στο χάος. Με συνείδηση λόγου βιωμένου, γλώσσα παλλόμενη και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένη, στα 33 ποιήματα που συγκροτούν την συλλογή ο λόγος της μας μεταφέρει επιτυχώς «από το κείμενο στο υπερκείμενο», αγγίζοντας θέματα υπαρκτικά και καίρια, όπως η δύναμη και η αδυναμία της ποίησης, το πάθος και η μοναξιά, το κενό και η ματαιότητα των ανθρωπίνων.

«Α, γλώσσα άτιμη ιερόδουλη/ -για να το πω κομψά-/πώς ξέρεις να μοιράζεσαι σε όλους/εδώ κι εκεί και σ’ όποιον να’ ναι/και τα “πολλών ανθρώπων λόγια” σου/μ’ ακολουθούν αδιάκοπα/απ’ την κουζίνα στο κρεβάτι!/[…] δήθεν δική μου, δήθεν δωρεάν/να που με ταχταρίζουν στα σεντόνια/ορμητικοί οι φθόγγοι σου ως το χάνομαι./Χτυπάνε μες στα δόντια μου/ταμπούρλο τα φωνήεντά σου/να μην τελειώνει η μουσική/καλέ τι ωραία που εξασκούμαι/στα ανείπωτα!»

Το αίνιγμα και η αμφισημία, η ρευστότητα των πραγμάτων μέσα από την κατάδειξη των αντιθέτων συγκροτούν (όπως και στις προηγούμενες ποιητικές της συλλογές) τον κύριο θεματικό της καμβά. Ο έρωτας, κυρίαρχος, αναγνωρισμένος ως «θεμελιώδης ανάγκη της ύπαρξης» συναντάται τόσο ως ανάταση, αλλά και (περισσότερο) ως θραύσμα και πτώση που μοιραία την ακολουθεί, αίσθηση που περισσότερο μας διψά παρά μας δροσίζει:

«Δεν ωφελεί το χάδι στα μαλλιά τώρα/ η απουσία σφραγίδα στο δέρμα/μαθαίνεις νύχτα, μοναξιά αποστηθίζεις/σε ξένα σώματα ξεφορτώνεις το κενό.»

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη δεν αποτελεί απλή κατάθεση ή πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και ταυτόχρονα μας ξαφνιάζει. Αναστοχαστική και λεπταίσθητη, με ιδιότυπες λεκτικές πολυσημίες και πινελιές υπερρεαλιστικές και συνειρμικές, θυμώδης αλλά και επικούρεια, απέναντι στη δυσάρεστη πραγματικότητα, δεν ξεχνά πως η γλώσσα (όπως και το συναίσθημα) ενώ επιθυμεί την πλήρωση υπάρχει κυρίως στην έλλειψη. Κοινωνός μιας γραφής γλυκόπικρα ειρωνικής, απεκδυόμενη την ευκολία του ανοήτως ευνόητου και της εύπεπτης κοινοτοπίας, υιοθετεί την Καρυωτακική εσωστρέφεια:

«Όμως/ θα σε φυλάω στο συρτάρι μου σαν φωτογραφία/θα σε φυλάω στο μυαλό σαν εξοχή/σήμερα που έξω ο Μάιος μοιράζει/το σώμα του σε χωράφια και κάμπους/και φτιάχνουν οι άντρες/στεφάνια στις αγαπημένες τους/και ορκίζονται “για πάντα” και δεν ξέρουν/πως αύριο μπορεί να ταξιδεύουν/πολύ μακριά και να ‘ναι/ο έρωτας μαδημένο λουλούδι/κι η άνοιξη γριά.»

Κι αλλού:

«Να καλημερίζω το κενό από απόσταση/τα δάκρυά μου να είναι χάρτινα/οι επιθυμίες μου πλαστικές/τα όνειρά μου σε τάξη.»

“Τα ποιήματα αποτυχαίνουν/όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες./ Μην ακούτε τι σας λένε/θέλει ερωτική θαλπωρή το ποίημα/ για ν’ αντέξει/στον κρύο χρόνο/” γράφει η Αγγελάκη Ρουκ (Προοίμιο, Λυπιού, 1995). Και η Κυριακή Λυμπέρη, σε αντιστικτική συνομιλία μαζί της, στο ποίημα με τίτλο «Κι όμως Κατερίνα», απαντά:

«Κι όμως τα ποιήματα πετυχαίνουν/ακόμα κι όταν οι έρωτες αποτυχαίνουν./Ιδίως τότε ίσως να πετυχαίνουν·/στο χαρτί ολοκληρώνεται το πάθος/φιλί-φιλί το αγαπημένο σώμα/γράφεται και ξαναγράφεται απ’ την αρχή/τα μάτια τώρα, τα χέρια μετά, τα χείλη/ […]Γιατί όταν έχεις τον έρωτα/το ποίημα τι να το κάνεις;»

Η δημιουργία, εκτός από μέθεξη και μαγεία, είναι πρωτίστως στέρηση. Και την ποίηση δεν την γεννά κόρος σωματικός αλλά πνεύμα σάρκας που πάσχει, πεινά, επιθυμεί, αμφιβάλλει:

«Μήλο μου στρογγυλό / δύο μισά που έγιναν ένα / άμα σπάσει το ένα, τι γίνονται;», «Κι άμα στο πουθενά βρεθείς / πώς να γυρίσεις στην αρχή;»

«Κι αφού το όλο “σκηνικό είναι από χαρτόνι” / γιατί τον νιώθω τόσο αληθινό / τον πόνο αυτό που με καρφώνει;»

«Όμως σαν οι πολλοί είναι κοντά μου/αλλά λείπει ο ένας/γλώσσα αυτό πώς ονομάζεται;»

Το λυρικό στοιχείο, με ριπές λόγου καθημερινού, σπάει το ξερό ποιητικό στυλιζάρισμα συνεπικουρούμενο από ένα ευφάνταστο παιχνίδι εικόνων. Το φανταστικό σμίγει με το πραγματικό, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, υπαρκτικές αμφιβολίες και φιλοσοφικές διερωτήσεις εκφέρονται με αγωνία και γνησιότητα, σε αγαστή συμπόρευση με την φόρμα. Το ύφος παραμένει λιτό κι ο λόγος πυκνός και εξομολογητικός.

2.

Μακριά από αβασάνιστες αποτυπώσεις του συρμού, η Κυριακή Λυμπέρη υπερβαίνει τα εσκαμμένα, ενδυόμενη γλώσσα πολύτροπη. Ο στίχος της (αδυσώπητος και ταυτόχρονα ιαματικός) περιγράφει, υπογραμμίζει, ζωντανεύει και προεικάζει αδιέξοδα λίγο πριν την παραίτηση και τη σιωπή.

Η τέχνη:

«Στα κοιμητήρια γυρίζει αδιάκοπα/ με λέξεις επιμένει να καλλωπίζει το θάνατο/η Τέχνη μας, η καλύτερη νοσηλεύτρια/γυμνάζεται πάνω στους τάφους ακμαία/ανακαλεί νεκρούς/ξεψαχνίζει βίους/μερεμετίζει φθορές και σφάλματα/συγχωρεί·»

Και η ματαιότητα της ζωής:

«τη ματαιότητα για διάλειμμα/ κανένα ποτηράκι να κεράσει δοκιμάζει/τουλάχιστον/ανώδυνα τέλη, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά/μήπως και της ξεκλέψει κατά λάθος/στη ζάλη της.»

Ο λακωνικός και υπαινικτικός της ενδοσκοπισμός:

«Με τη μέθοδο των υπαινιγμών/ αν δοκιμάσεις να μιλήσεις/ περισσότερο χρόνο/τα ερωτήματα θα σέρνονται./Έχει κι αυτό φυσικά τη γοητεία του./Παρακινεί σε διαδρομές τη φαντασία.»

Η φύση και η σχέση της με την ανθρώπινη ύπαρξη και δημιουργία:

«…μυστικές διεργασίες/απ’ τη ρίζα ως επάνω, χυμοί/μπαίνεις με όλους τους πόρους στο πράσινο/χλωροφύλλη ευχαριστία στο φως/χλωροφύλλη επιμελής χρήση/στο κουκούτσι του καρπού εισχωρείς/με τους σπόρους στην ουσία ανοίγεσαι/στη βαθιά ύπαρξη.»

Η αμφίθυμη στάση απέναντι στα τερτίπια της Παραμυθίας:

«[…] ότι φυτρώνει πόδια η γοργόνα/ ότι ξυπνάει με το φιλί η κοιμωμένη/ ότι στ’ αλήθεια κάποια μέρα θα βρεθούμε/ τόσο πολύ/ τόσο πολύ ήθελα ν’ απατηθώ!»

Η δύναμη των λέξεων:

«Όμως, αν πρόκειται για πυρκαγιές/ α, τότε μια χαρά μπορώ/την καρδιά σας να κάψω στο λεπτό/μ’ ένα φιτίλι ρήμα τόσο δα από/την πυριτιδαποθήκη της γλώσσας.»

Ο σπαραγμός:

«και η ελπίδα μου με συντηρεί/ωραία στην κατάψυξη/αγαπημένη κανενός.»

Ο κλαυσίγελος της διάψευσης:

«τέλειωσε, τέλειωσε η γιορτή λοιπόν/ξανά στα κουτιά τα σύνεργα/και με το μέλλον μας/θ’ ασχοληθούν με ζήλο τα ποντίκια.»

Κι ένα καβαφικού τύπου τέλος:

«Όμως απ’ το λαβύρινθο αν βγεις/το φως του ήλιου πάλι αν χορτάσεις/εύκολο είναι να ξεχνάς/εύκολο ομολογίες να κάνεις.»

Νοσταλγός της ένωσης, ο στοχασμός εδώ είναι αυθεντικός, μεστός και σαγηνευτικός:

«Και τώρα εγώ πώς θα τραβήξω / από το αυτάκι τη δικαίωσή μου;», «Μα πού είσαι;», «γλιτώνει κανείς από το ψέμα;», «Μα ήταν όλα για το ποίημα;», «ποιος στα παθήματα / γελούσε κάτω απ΄ τα μουστάκια του;»

Κι αλλού:

«Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα / σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου / αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται / και δεν αντέχει την οδύνη του / αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας / αν είμαι σώμα που υποφέρει / μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο / μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει / βεγγαλικό που σκάει / την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ / με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω».

Σάρκα και πνεύμα –«σαρξ εκ πνεύματος– πνεύμα εκ σαρκός» (όπως αναφέρει στο moto που για την αρχή του βιβλίου εφευρίσκει) γίνονται αλληγορία και όραμα, πηγή ενσυναίσθησης και ψυχικής υπέρβασης.

3.

Στους στίχους της Κυριακής Λυμπέρη η «επίκληση» είναι ομιχλώδης, κρυπτική, στα όρια του ερμητισμού. Αυτός ο κάποιος (ή κάτι) στο οποίο απευθύνεται η ποιήτρια δεν αποκτά ποτέ συγκεκριμένη ταυτότητα. Οι μάσκες με τις οποίες μας τον παρουσιάζει δείχνουν συχνά προς ένα φανταστικό πρότυπο:

«Κάποτε η εξάρτησή μου θα ήθελε/επί ίσοις όροις να στέκεται δίπλα σου/(τρόπος του λέγειν, πού;/αφού αυτός ο τόπος δεν υπάρχει)»

έναν άυλο μέντορα:

«Θα συμμετέχω πάλι και πάλι/σ’ αυτό το παιχνίδι/δήθεν πως είναι έρωτας/δήθεν πως λίγο κι εγώ σ’ εξουσιάζω/με την επανάληψη/και θα θέλω να σου μοιάζω[…]»

ένα ον σε αέναη απουσία- παρουσία:

«σε λίγο θα σχηματίσω τα σπίτια/ την πόλη, τον ουρανό./Από κάποιο λάθος της φαντασίας μου/κινδυνεύω να μη σε βρίσκω.[…]»

οντότητα προς την οποία εκείνη νιώθει ανεκπλήρωτο πόθο και έλξη:

«[…]ρουφάω το αίμα που σου ανήκει/χαμηλώνω τα στόρια, αλλά πάλι σε βλέπω/[…]»

ύπαρξη-αντανάκλαση των εσώτερων απωθήσεων και επιθυμιών της, πρόσωπο που μέσα από το βλέμμα ή μη βλέμμα του μοιάζει να θέτει όχι μόνο το θέμα, αλλά και τα ίδια τα όρια και τα μη όρια της ποίησής της. Εκφραστής του ανολοκλήρωτου και του ασύμπτωτου, πρόσωπο-Ιδέα που στην εμμονική του ανάκληση ο ψυχισμός της είναι ευάλωτος και συχνά αμφισβητεί ακόμη και τη δύναμη της ποιητικής της. Φανταστικό άλτερ έγκο της που (άλλοτε απροκάλυπτα κι άλλοτε υποδόρια) την σηματοδοτεί:
«Σου θυμώνω γιατί έχεις αυτά που εγώ δεν έχω/ …Σου θυμώνω γιατί κλέβεις τα λόγια μου/και φτιάχνεις ωραία μουσική».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

bookpress.gr 18/9/ 2017

«Γιατί όταν έχεις τον έρωτα το ποίημα τι να το κάνεις;»

Είμαι ένα τίποτα – εγώ
Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Το κάλλος και το τραύμα, 2012

Ή μήπως πάλι / είμαι εγώ ένα τίποτα
Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι, 2017

Πέμπτη δοκιμή. Γραφή πορείας. Λυρικές εξομολογήσεις, κατά κανόνα ευσύνοπτες, με διακριτές παραλλαγές σε μορφή και περιεχόμενο. Τυπικές ενός και μόνου αδικαίωτου πάθους. Βιωματικό κεκτημένο. Στον αντίποδα της πόζας, της δήθεν έκφανσης, της εμφανώς ποιητικίζουσας συμπεριφοράς. Το ποίημα κατατίθεται δηλαδή μόνον αν έχει να δείξει κάτι. Πειστικά τα περί απομονώσεως του ποιητικού υποκειμένου, του αυτοεγκλεισμού του, της επακόλουθης στέρησης, του δεδηλωμένου ψυχοπνευματικοσωματικού κενού.
Αλλά εξίσου πειστικά και τα περί μιας κατά καιρούς θυσιαστικής, παθητικής, ήτοι μαζοχιστικής ομηρίας (βλ. κυρίως «Τα άγια τοις κυσί» σε συνδυασμό με την άκρως βασανιστική επίκληση: «Α, έρωτα, έρωτα / χαράδρα εαυτού / κοιλάδα άνω κάτω ανθοφόρας γης πατρίδα, / πάρε με έρωτα / τυράννησέ με ως το πρωί / να διαλυθώ / να σκορπιστώ / μες στο μηδέν να βρω το νόημά μου», από το ποίημα –τι άλλο;– « Έρωτας» της συλλογής Το κάλλος και το τραύμα, εκδ. Γαβριηλίδης). Αφομοιωμένες επιδράσεις επιφανών Ελλήνων και αλλοδαπών δημιουργών λόγου, κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου. Διαχείριση του ζέοντος υλικού σύμφωνα με τους κανόνες μιας μουσικής αγωγής, η οποία προστατεύει το τελικό προϊόν από τον ύστερο εκφυλισμό του σε πεζολογία. Κι επειδή πολλά ζητήματα δεν διερευνώνται πλήρως, η ποιήτρια επανέρχεται διαρκώς σε ορισμένα από αυτά, λόγω της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους. Όπως φερειπείν είναι: η διάψευση που ενυπάρχει στον έρωτα, η φύσει και θέσει ματαιότης του βίου, τα περιορισμένα όρια των γνωσιολογικών μας δυνατοτήτων, η μη διάρκεια της καταστατικής αγάπης, η έντονη παρουσία της μη Φύσης, η έλλειψη κοινού επικοινωνιακού παρονομαστή σε πλείστες όσες περιπτώσεις, ο εφιάλτης της ενδεχόμενης αδράνειας του εγώ, λειτουργώντας μέσα στο δεδομένο πλαίσιο μιας κατά κανόνα απρόσωπης ομήγυρης, η εγγενής δυσκολία της λέξης να αποτυπώσει τα μύχια στοιχεία των εννοιών, τα άφατα, τα πολυποίκιλα έρματα των ιδεών.

Κοντολογίς, η επαναφορά στη σταθερή αυτή θεματολογία κρίνεται περισσότερο ως περαιτέρω εμβάθυνση στα θέματα τα οποία φαίνεται να απασχολούν διαχρονικά την Κυριακή Αν. Λυμπέρη παρά ως εμμονή στη μη ανανέωση, στην άγονη και στείρα επανάληψη των όρων και των δεικτών του ποιητικού παιγνίου. Άλλωστε «η ποιητική γλώσσα βυθίζεται εκεί όπου ο κόσμος σκοτεινιάζει και η σημασία χάνεται» (βλ. ειδικότερα: Νάνος Βαλαωρίτης, Για μια θεωρία της Γραφής Γ΄, εκδ, Ψυχογιός). Εξού και το πεπρωμένο των επαναφορών στο χαοτικό γίγνεσθαι. Κατά τα άλλα, χαρακτηριστικό δείγμα των αλλεπάλληλων μεταπτώσεων του εγώ στη διακεκαυμένη ζώνη αυταπατών, παθημάτων και ηρωικών αναδιπλώσεων συνιστά, φρονώ, το διεσταλμένο εκείνο επίγραμμα, το οποίο τιτλοφορείται «Αν είμαι». Κατά λέξη έχει ως εξής: «Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα / σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου / αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται / και δεν αντέχει την οδύνη του / αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας / αν είμαι σώμα που υποφέρει / μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο / μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει / βεγγαλικό που σκάει / την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ / με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω». Ασφαλώς, ασύνειδα στο βάθος ακούγεται παραποιημένο το διάσημο «Αν» του νομπελίστα Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936), ενώ απηχείται και ο εμφανώς φιλοσοφών επίλογος του προηγηθέντος ιδεαλιστικού οιονεί credo με τίτλο «Τα δέντρα (ή περί του είναι)» από την προαναφερόμενη συλλογή Το κάλλος και το τραύμα. Ήτοι: «Αναρωτιέμαι αν τα δέντρα υπάρχουν τελικά / ή μόνο οι σκέψεις τους· / αν είμαι τέκτων εγώ / σχεδιαστής, κατασκευαστής / συντηρητής, ισορροπιστής / παραλλαγή θεού σε μέγεθος μικρό / απορροφητήρας δέντρων· / αν είμαι το ίδιο το δέντρο ε γ ώ / μ΄ ένα φλιτζάνι του καφέ στο χέρι / αν είμαι ε γ ώ / αν ε ί μ α ι » (σημειώνω ότι τα κενά ανάμεσα στα γράμματα συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση της ποιήτριας).
Η κριτική έχει ήδη επισημάνει τις χαρακτηριστικότερες πλευρές αυτής της κατανοητής, εξόφθαλμα ερωτικής και συχνά πυκνά αυτοαναφορικής γραφής. Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής: «Η υπερρεαλιστική της γραφή θα της δώσει την ελευθερία να πει τα ανείπωτα. Στην αλληγορία θα χτίσει το ποιητικό οικοδόμημα για να μην εκπέσει σε μελό ρεαλιστικές διατυπώσεις. Έτσι, καθόλου παράταιρος δεν φαίνεται “ένας ελέφαντας” που “ξαφνικά πετά”. Μάλιστα, θα λέγαμε πως είναι η καλύτερη μεταφορά εκείνου που χονδροειδώς οφείλει να καταπιεί […] Των παλιών ρομαντικών τα σύνεργα –“βράδια” και “φεγγάρια”– δεν επαρκούν για να βαστάξουν το βάρος της ψυχής. Και όσο πιο ψηλά κοιτάζει κανείς τόσο πιο βαρύς γίνεται ο κόσμος. Βράχος ασήκωτος ο καημός που το πάσχον εγώ πρέπει να άρει. Απέλπιδες είναι οι προσπάθειες να σκαλώσει σε κάτι, να υψωθεί πάνω από τις συμβάσεις, να κρατηθεί στην επιφάνεια και να μη βουλιάζει στων παραισθήσεων το τέλμα, όπου τη σέρνουν οι παλιές ευτυχισμένες σκηνές […] Εντέλει μας υπενθυμίζει πως τα ανθρώπινα δεινά είναι κοινά κι εμείς είμαστε εκεί για να υπομένουμε, συμπάσχοντας μαζί της, έστω κι αν καθένας “μοναχός ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά του άλλου”, όπως έλεγε ο Σεφέρης» (βλ. Ανθούλα Δανιήλ, στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Διάστιχο», 19 Οκτωβρίου 2016, κρίνοντας την αμέσως προηγούμενη συλλογή της, τα Ζητήματα ύψους, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τυπωθήτω το 2015).

Επίσης, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, απομονώνω και τα εξής ενδεικτικά: «Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη μοιάζει να είναι ένα κομμάτι φυσικού κόσμου, σαν να βλάστησε όπως το δέντρο, να αναζητά την τροφή με το ένστικτο του ζώου, να καθοδηγεί τα βήματά της στο δάσος με την άνεση του θηρίου […] Μόνο που δεν έχει αυταπάτες. Στην περίπτωση της ποίησης, ο ποιητής δεν είναι ο Ιωνάς και το κήτος το έχει μέσα του, έναν δράκο-άγγελο [….] Έτσι λειτουργεί και το “φαρμακείο” των λέξεων, πάντα στα διανυκτερεύοντα, έτοιμο να δώσει τα δικά του γιατρικά στον πόνο των ανθρώπων. Μόνο που τα φάρμακα του ποιητή πρέπει να περάσουν από πολλές παγίδες των δρόμων για να φτάσουν να αποβούν ιαματικά [….] Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του “όλου”, όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα» (βλ. Διώνη Δημητριάδου, γράφοντας επίσης για τα προαναφερόμενα Ζητήματα ύψους στο ηλεκτρονικό περιοδικό «fractal», 13 Ιανουαρίου 2016).
Σ’ αυτή τη συλλογή μέτρησα τριάντα επτά (37) ακριβώς ερωτήματα, όπως διατυπώνονται διαδοχικά στα τριάντα τρία (33) ποιήματα του έργου. Αναπάντητα στην πλειονότητά τους. Τα καταθέτω όλα ανεξαιρέτως. Με τη σειρά μάλιστα της εμφάνισής τους, λίγο πολύ από σελίδα σε σελίδα, προκειμένου να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα των διαλαμβανομένων: «Και πώς ακόμα επιμένει η μοναξιά / –άλλη τρόμου αγαπητικιά κι αυτή!– / πίστη στο μαξιλάρι μου να ορκίζεται;», «Μήλο μου στρογγυλό / δύο μισά που έγιναν ένα / άμα σπάσει το ένα, τι γίνονται;», «Κι άμα στο πουθενά βρεθείς / πώς να γυρίσεις στην αρχή;», «– Είναι μικρός ο κόσμος ή μεγάλος; / – Λυγμός λέγεται αυτό που ανεβαίνει / την ίδια ώρα κάθε βράδυ στα στήθη μου / ή καμπανούλα της απόστασης; / – Ένα παγόνι θα ‘ρθει –αν έρθει– κατά δω / ή τ’ αηδονάκι του ποτέ; / – Η όραση μήπως είναι άχρηστη για τους ερωτευμένους; / – Η γλώσσα λέει όσα χωράει η καρδιά / ή μόνο ξέρει τη φτώχεια της να επιδεικνύει;», «Ολόσωμο, επί τέλους, πότε θα σε δω; / Πότε τα σύμφωνα θα γίνουνε αλήθειες;», «σχολαστικά – πώς όχι;», «θ’ αγαπηθούμε;» «Πλήρωση δεν το είπες;», «“Μη δότε τα άγια τοις κυσί” / έτσι δε λένε;», «Γιατί όταν έχεις τον έρωτα το ποίημα τι να το κάνεις;», «Και τώρα εγώ πώς θα τραβήξω / από το αυτάκι τη δικαίωσή μου;», «Μα πού είσαι;», «γλιτώνει κανείς από το ψέμα;», «Μα ήταν όλα για το ποίημα;», «ποιος στα παθήματα / γελούσε κάτω απ΄ τα μουστάκια του;», «Κι αφού το όλο “σκηνικό είναι από χαρτόνι” / γιατί τον νιώθω τόσο αληθινό / τον πόνο αυτό που με καρφώνει;», «Έμοιαζαν κούκλες τσαλακωμένες – γιατί;», «Αναρωτιέμαι το τίποτα τι είναι; / Νόημα, λέξη απλώς / ή το δοχείο του παντός; / Μετά από πόσες προκύπτει αφαιρέσεις; / Από το τι το αφαιρείς; / Τι για να προκύψει πολλαπλασιάζεις; / Όμως, μήπως το περιτύλιγμα είναι το τίποτα; / Ή μήπως πάλι / είμαι εγώ ένα τίποτα / που κάθε τόσο γλείφω καραμέλες που μου δίνουν; / Α, τίποτα / είσαι καλό ή κακό / να σε φοβάμαι πρέπει ή να σε ποθώ; / Μα τι να φοβηθώ λοιπόν; / Σαν είμαι εγώ εδώ, εσύ δεν είναι / κι αν έρθεις πώς θα σε γνωρίσω;», «Η τέχνη λοιπόν όλα τα επιτρέπει;», «θα το επιτρέψεις τέχνη μου / τόσο γελοία να υπάρχω;», «Πώς μπορεί η σελίδα του κόσμου / να μην έχει και σήμερα κάτι να πει / τόση νέκρα στην καρδιά αντέχεται;», «τι σήμαινε λοιπόν αυτό / το σώμα ζητούσε τις δεσμεύσεις του;», «Μα είχα ήδη βαθιά τον αρραβώνα με τ’ αστέρια / πώς να δοθώ αλλού χωρίς / να παραδώσω την αθωότητα στα σκυλιά;» και εντέλει «Ναι, δε θέλω πια να είμαι τόσο δική σου· / μα είδες;»: Το ερώτημα ως ρητορικό ξεπέρασμα του κενού. Ως διαφυγή μέσα από τη νεφέλη των πολλαπλών σημασιών. Το ερώτημα ως εξορκισμός της αμφιβολίας της ύπαρξης για τον ίδιο τον εαυτό της. Ό,τι δηλαδή συναντά κανείς και αλλού. Φερειπείν: «Ως το δέντρο. Μ’ αγαπάς; / Ως το βουνό. Μ’ αγαπάς; / Ως τον ουρανό. Μ’ αγαπάς; / Πάντα κάτι εμποδίζει την αγάπη / όταν δεν υψώνεται κατακόρυφα / να εκτείνεται σε θαλάσσιο πλάτος» (βλ. το ποίημα της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου με τίτλο «Απλωτές», από τη συλλογή της Δανεικά αγύριστα, εκδ. Κίχλη, που κυκλοφορήθηκε προσφάτως).
Σε μιαν άλλη αποστροφή εμπεριέχεται η συναφής διαφωτιστική δήλωση της Κυριακής Αν. Λυμπέρη: «Με τη μέθοδο των υπαινιγμών / αν δοκιμάσεις να μιλήσεις / περισσότερο χρόνο / τα ερωτήματα θα σέρνονται. / Έχει κι αυτό φυσικά τη γοητεία του. / Παρακινεί σε διαδρομές τη φαντασία». Ή με τον τρόπο της Μαρίας Ευσταθιάδη: «Η γλώσσα χωρίζει· δεν ενώνει. Στόχος της λογοτεχνίας είναι το αίνιγμα, το κρυμμένο νόημα, που το μαντεύεις σιγά σιγά, που αναδύεται μέσα από έναν πολυπρισματικό ιστό. Ο υπαινιγμός. Το παιχνίδι. Η πολυσημία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της γλώσσας. Η λέξη δεν αναφέρεται, δεν παραπέμπει, η γραφή δεν αναπαριστά, χώρος της είναι η απουσία. Το ποίημα υφαίνεται [….] Οι λέξεις κρύβονται σε κλωστές, σε υφάσματα σε πτυχώσεις. Στην πραγματικότητα μόνο οι λέξεις υπάρχουν, ξεκάθαρες και συγχρόνως μυστηριώδεις. Σαν αστερισμοί. Μαύρο μελάνι πάνω στο λευκό. Δεν γράφεις με φως σε σκοτεινό πεδίο, μόνο το αλφάβητο των άστρων φανερώνεται με αυτόν τον τρόπο» (βλ. το επίμετρο στο Stéphane Mallarmé, Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελμπενόν – Μια ζαριά δεν θα καταργήσει το τυχαίο, εκδ. Γαβριηλίδης).

Ισχυρίζομαι ότι η Κυριακή Αν. Λυμπέρη αντιλαμβάνεται κι αυτή ότι το πεπερασμένο της έκφρασής της, εν είδει και εν γένει, είθισται να απομακρύνει εντέλει το πράγμα από το πρόσωπο, να θολώνει το ίδιο το πρόσωπο καθώς σπεύδει να καθρεφτιστεί στο άλλο πρόσωπο, να καθιστά εντέλει τη διαβίβαση του μηνύματος προβληματική. Η προσέγγιση, η πολιορκία της ετερότητας, η κατάκτηση και η ενδεχόμενη κατανόησή της σε ικανό βάθος, μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια, τελείται μέσα σε μιαν ομίχλη, σ’ ένα ημίφως θεάτρου σκιών. Τα ανδρείκελα-ανθρωπάρια του Πλάτωνα φθέγγονται ως αυτοσχέδιοι, συνεχώς πειραματιζόμενοι εγγαστρίμυθοι. Το ερώτημα υπονομεύει την οποιαδήποτε δογματική απόκλιση του ποιητικού υποκειμένου. Το έδαφος θα παραμένει ολισθηρό, υπαινίσσεται η αλυσίδα των τριάντα επτά (37) ερωτημάτων: γλιστράει η γλώσσα πάνω σε ό,τι την απειλεί με άμεση ακύρωσή της. Είναι το έδαφος της –έστω– Αλήθειας. Ο αναστοχασμός της ποιήτριας έχει οδηγηθεί και στο παρελθόν μαθηματικά στο ίδιο κατά βάση βασανιστικό ερώτημα, στην καταιγιστική αμφιβολία, στο πιθανολογούμενο μετά βεβαιότητος μηδέν. Είναι το βήμα της τελεσίδικης διάψευσης. Η αμφιβολία, όπως το γράμμα, το οποίο κατ’ ανάγκην την αρθρώνει, έτσι σκοτώνει κι αυτή. Κατά συνέπεια, το διάβημα που μας απασχολεί στην προκειμένη περίπτωση τελείται στην ενδοχώρα της καρυωτακικής απαισιοδοξίας. Να απομονώσω εδώ και το θυμοειδές, λαϊκότροπο δίστιχο «Μήπως το τίποτα / μας ρουφάει ξετσίπωτα;», από Το κάλλος και το τραύμα, σε αντιστοιχία με την ομολογία «Εγώ θα είναι τίποτα» του Καταλανού ποιητή Κάρλες Καμπς Μουντό (1948-) και το ποίημα με τίτλο «Ένας λόγος για το τίποτα» από το παρόν Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι.

Κατέδειξα μερικές από τις δυνατές αναγνώσεις και ό,τι αυτές πιθανώς συνεγείρουν, μένοντας ενσυνειδήτως κοντά στο πνεύμα των όσων αποτυπώνονται στην εν λόγω συλλογή.

 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ   (2015)
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Σήματα ενδοποιητικής στην ποιητική συλλογή «Ζητήματα Ύψους» της Κυριακής Λυμπέρη 

January 12, 2017

Στη μελέτη του με τίτλο Seuils, «Κατώφλια», ο Gérard Genette εξετάζει τα στοιχεία που περιβάλλουν ένα κείμενο με σκοπό να το «παρουσιάσουν» και να το «καταστήσουν» παρόν. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν το παρακείμενο και είναι ό,τι μεσολαβεί ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, όπως ο τίτλος ή οι επιμέρους τίτλοι όταν πρόκειται για ποιητική συλλογή, αφιερώσεις, μότο, σημειώσεις και άλλα. Όλα τα παρακειμενικά στοιχεία ανήκουν σε μια ζώνη, σε έναν ενδιάμεσο χώρο, ένα κατώφλι μετάβασης αλλά και μεταβίβασης. Είναι δηλαδή σαν ένα σύστημα οδηγιών χρήσεως για τους αναγνώστες και μελετητές του. Ακολουθώντας τα βότσαλα που μας αφήνει η Κυριακή Λυμπέρη στο κατώφλι της τέταρτης ποιητικής της συλλογής παρατηρούμε ότι ο τίτλος είναι Ζητήματα Ύψους και ότι αρχίζει με δυο μότο, με το πρώτο να αποτελείται από δυο στίχους του ποιητή Paul Eluard «Γιατί το σώμα και η ψυχή εκτίθενται μαζί/ Γιατί χρησιμεύουν ως δικαιολογία το ένα για την άλλη», και το δεύτερο με το στίχο του ποιητή Νίκου Καρούζου «Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης».

Η ποιήτρια με αυτά τα παρακειμενικά στοιχεία αποδίδει τα χρέη της στους δυο ποιητές, υπογραμμίζει τις προσωπικές της αναφορές αλλά και μας προϊδεάζει για τα θεματικά μοτίβα της εν λόγω ποιητικής συλλογής. Δυο είναι λοιπόν οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται διττά. Μέσα από την ποιητική κατάδυση και ανάδυση στο σώμα αναζητάται η οδός του ύψους από τη μια, και της αγάπης από την άλλη.

Η ανυψωτική τάση είναι έκδηλη σ΄ όλη την ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη Ζητήματα ύψους. Η ποίηση εγγράφεται στο κορμί του ποιητή. Και τα δυο μαζί δημιουργούν ένα ποιητικό σύμπαν αναμέτρησης με το ύψος. Όταν όμως αναμετριέσαι με το ύψος, χρειάζεται να μελετήσεις την απόσταση που διανύεις ως εαυτός. Χρειάζεται να ενσκήψεις στο σώμα σου ως βάθος. Να ζυγίζεις το βάρος του κόσμου για να βρεις τις οδούς του ύψους. Και αυτό κάνει η Κυριακή Λυμπέρη εδώ.

Όλα τα ποιήματα, λες και ζητούν να αποτινάξουν από πάνω τους ή πάνω από το ποιητικό εγώ, ό,τι ως έρμα καθιστά το άγγιγμα τού επάνω δύσβατο.

Ποιο το επάνω και ποιο το κάτω; συχνά συγχέονται, αλλά μόνο γιατί η ανάβαση είναι ταυτόχρονα και μια κατάβαση στον εαυτό, όπως στον ηρακλείτειο στίχο «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή». «Κι αν καμιά φορά μετράω τα ύψη/ είναι τα βάθη που συλλογιέμαι» αναφέρει στο ποίημα «Με άγρια βότανα»: «Μα, όταν βγαίνω από εκεί,/ πόσα κομμάτια ουρανού/ μπορώ και θέλω να χαρίζω!» και στο «Χαρμολύπης εγκώμιον» «Και στα σύννεφα όταν ανεβαίνω/- δώσε γαλάζιο και σκοινιά! / ύστερα από λίγο βουλιάζω/ σε βάθη άπατα./ Αρμυρή, αρμυρή απ’ τον καιρό/ κι όμως αθώα,/ ξανακερδίζω την πρώτη μου ψυχή.»

Κινούμενη στης υπαρξιακής ποίησης τα μονοπάτια, σ΄ αυτή τη συλλογή η ψυχή σωματοποιείται διαμέσου οραματισμού στο χώρο της φύσης. Με απλή αλλά και πλούσια γλώσσα που ρέει σε εικονοποιία συμβολιστική, συχνά υπερρεαλιστική, με αποχρώσεις από τη διαδρομή της νεώτερης ποίησης, του Καρυωτάκη, του Ελύτη, του Εγγονόπουλου, του Ν. Καρούζου, αλλά και από τα ιερά κείμενα (στο ποίημα «Επί των υδάτων» (Ars Poetica) η ίδια η ποιήτρια μάς πλοηγεί στις ποικίλες πηγές της ποίησής της), στοχεύει στο συναίσθημα του αναγνώστη με αιχμές που απαλύνονται όμως, από μια εσωτερική τρυφερότητα.

Με τη συναίσθηση της δίψας του ουρανού αλλά και της φύσης του πηλού γράφει στο ποίημα με τίτλο «Η αρχή της αρχής» «η δίψα μου είναι των άστρων […] η καρδιά μου χώραγε τους ουρανούς/ και εγώ μοιράστηκα στα ερπετά!». Με αφετηρία την οδύνη της αδυναμίας του ανθρώπου, η ποιητική της συλλογής αποκτά μια πένθιμη παρατηρητικότητα του παρόντος, με άλλοτε πικρή και άλλοτε μεταφυσική ένταση.

Τα ποιήματα της Κ.Λ. ως «απαλοί ροδώνες όπου εξαντλεί την ανεπάρκειά της» με ποιητικά δομικά υλικά «άγρια βότανα, φρούτα, καρποί, λωτοί- φιλιά ώριμα, έχοντας στα δόντια το κλαράκι της μυρτιάς» και με όντα ζώντα του χάμω να αναμετρώνται και να τείνουν προς αυτά του άνω. Έτσι παρελαύνουν .. μια σφήκα κόκκινη στο δέντρο της καρδιάς, αηδόνια γυπαετοί, στρουθία /και τζιτζικιών θυσία ερωτική˙/ τις νύχτες μπούφοι, αηδόνια και πυγολαμπίδες/ άγγελοι του ουρανού αλλά και μέσα σε υπόγειες τρύπες/φίδια, σκορπιοί, μια καμηλοπάρδαλη, που και στα ψηλά, μα και στα χαμηλά γνωρίζει να ελπίζει, να τρώει, και να ζει/ ένας σκύλος που γλείφει τα χέρια του κυρίου του με ευγνωμοσύνη, αλλά και ένας λύκος που έγινε γλώσσα και ουρλιάζει κάθε νύχτα στο φεγγάρι- ένα ελάφι που η καρδιά του χώραγε στους ουρανούς αλλά μοιράστηκε στα ερπετά, ένα κήτος που σε ρουφάει ολόσωμο και είναι πάντα εκεί, μέχρι και ένας δράκος που έγινε με τα χρόνια άγγελος.

Ώσπου και ένας άγγελος ινδός προσφέρει τη μόνη ενσάρκωσή του, το ίδιο του το σώμα:

«Ένας Ινδός άγγελος,/ με τα ανοιχτά σε έκταση/ μαύρα χέρια του φτερά,/να συνοψίζει το απόγευμα/ επί ποδηλάτου στην κατωφέρεια, / όχι την πτώση των αγγέλων/ -ότι αυτός δεν γνώρισε / της έπαρσης την αμαρτία- /μα τη λιγνή απελπισία να ζυγιάζεται/ στην άκρη του φωτός, / μια τελευταία στιγμή πριν παραδώσει/ το μόνο ιμάτιο που κατέχει –σώμα του / στο πουθενά.» («Ινδός άγγελος»).

Μια παράλληλη εσωτερική αγωνία ζητά τον τόπο της ψηλά στα ποιήματα αυτά. Η αγωνία της αγάπης. Ναι, η αγάπη έχει ύψος. Εκεί κατοικεί. Μόνη. Η μοναξιά του επίδοξου αναβάτη – ακροβάτη στην αγάπη, άλλοτε ως πικρή διαπίστωση, άλλοτε ως προϋπόθεση κι άλλοτε ως υπόσχεση, υπερχειλίζει όλη τη συλλογή: «δύσκολη η μοναξιά, η αγάπη πονάει στα γόνατα./ Ακόμα κι αν δε βρεθούμε, ακόμα κι αν/ είσαι ήδη εδώ» γράφει στο ποίημα με τίτλο «Η προφητεία».

Η καρδιά της ποιήτριας στην μοναξιά της, αναζητά με πείσμα να αναμοχλεύσει το αόρατο, το ανέφικτο, με μια τιμιότητα που μόνο η αγάπη έχει, με μια αγαθότητα θα έλεγε κανείς. Ωστόσο, θέλει υπομονή και πόνο αυτός ο δρόμος. Συχνά διαβάζεις τίτλους ποιημάτων ή και στίχους όπου ο βαθύς πόνος υψώνεται σε εγκαρτέρηση, και το μάτωμα ακούγεται σαν σιωπηλό ουρλιαχτό. Στο ποίημα «Με άγρια βότανα» «Στον πόλεμό μου μ’ αίματα,/ στα σπλάχνα με πληγές/ και στο υφαντό μου το πανί / με υπομονή Πηνελόπης» ή στο ποίημα «Να επιμένεις» «Είναι καιρός που έμαθα να περπατώ/ στων ματιών σου την οικουμένη φιλέρημη,/ ψαλμωδίες τρυφερές πουλιών στους άκμονες,/ μουσική,/να επιμένεις στην αγάπη, να επιμένεις.»

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σε όλη την ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη η αυτοαναφορικότητα είναι το κύριο δομικό υλικό. Ότι η ποιήτρια παρατηρεί τον εαυτό της τη στιγμή της ποιητικής της διεργασίας και στη συνέχεια γράφει ποιήματα. Η κοινωνία όμως εγγράφεται στο σώμα του ποιητή και στη συνέχεια στο corpus του, την ποίησή του. Η ποίηση της Κ.Λ. όσο είναι αυτοαναφορική άλλο τόσο είναι σε αμοιβαιότητα με τον κόσμο γύρω της. Λαμβάνει και προσφέρει. Γεφυρώνει το εντεύθεν με το εκείθεν, ώστε αν και αναχωρητής ο ποιητής, αυτό να μη συνιστά φυγή από τον κόσμο αλλά συνομιλία με αυτόν.

Η ποιητική διαδικασία της ανόδου/ καθόδου δείχνει να έχει λυτρωτική καθαρτική επενέργεια στο ατομικό αλλά και στο συνολικό υποκείμενο. Η ποιητική δημιουργία εκλαμβάνεται ως προσφορά αν και υποσκάπτεται συχνά από το αδιάφορον των ανθρώπινων πραγμάτων. Η ματαιότητα του υλικού βίου και της απώλειας της αγάπης ή της απουσίας του ύψους απειλεί με καρυωτακικό πνιγμό την ποιήτρια στο ποίημα με τίτλο «Σαρκοβόρων νηπενθών ο βίος»: «των νηπενθών η αθωότητα/ είναι εξακολουθητική:/ ως προς το πράττειν δρουν ενστικτωδώς˙ ελευθερία τι σημαίνει; Ελευθερία, ευθύνη, εκλογή, και τα λοιπά/ τα νηπενθή δεν έχουν ακουστά. Της σάρκας η τροφή/ μόνη τους ασχολία. / Και για την πρόκληση χρώμα, μυρωδιά/ και τα υπόλοιπα που η φύση επιτρέπει.»

Και αναρωτιέται: «Έχει τέλος της πίκρας το ανάβρυσμα;» («Η δωδεκάτη ώρα»).

Και απαντά στο ποίημα «Στους αντίποδες»: «Πέφτουν τ’ αστέρια ένα ένα/ σαν κέρματα χάλκινα για τους ζητιάνους. Θα περιμένω ό,τι περισσέψει / τα αποφάγια, τα υπόλοιπα/ και τα σκουπίδια όλα. / Τα άχρηστα που γίνονται πολύτιμα/ στους πεινασμένους.» Στην ταπεινότητα, στο ελάχιστο των πραγμάτων μπορεί να βρίσκει κανείς την λύτρωση – αν ζεις στο ελάχιστο ή αν διερευνάς και ανατροφοδοτείσαι από το τίποτα, από το ανεπαίσθητο, μπορείς να βρεις την γαλήνη. Την ηρεμία της απάντησης ίσως;

Ο πόθος και η ανάγκη για τη χαμένη αγάπη λοιπόν. Για την αγάπη που ήταν υπόσχεση στον κόσμο αυτό και δεν εκπληρώθη. Για έναν Paradise Lost, μια αγάπη που ήταν προφητεία από το θεό αλλά δεν πραγματώθηκε. Δε νιώθεται. Μοναχά ελπίζεται μέσα σε ένα κόσμο σκοτεινό, αδιάφορο, έναν κόσμο ματαιότητας. Έναν κόσμο του τίποτα ή του μετρίου, που μόνο ανεπαίσθητες αναλαμπές της θεότητας των πραγμάτων, του Ωραίου, της αγνότητας που κάποτε ήταν και τώρα δεν είναι πια.

Ο ποιητής, ο άνθρωπος, βρίσκει μια χαμένη αθωότητα στην μοναξιά του δείχνει να μας λέει η Κ.Λ., στην δική του αναζήτηση με το χαρτί και το μολύβι, με την ενατένιση των άστρων, με την καταβύθιση στην ψυχή, όπου έχει καλά κρυμμένα τα λευκά σιδερωμένα βρεφικά λες ρουχαλάκια του εαυτού.

Σαράντα ένα ποιήματα σε αυτή τη συλλογή. Οι τίτλοι τους ως «μακροσκοπικά σήματα ενδοποιητικής» κατά τον Δ.Ν. Μαρωνίτη, μας οδηγούν συμβολικά και συνοπτικά στα θεματικά ρεύματα της ποιητικής αυτής συλλογής της Κ.Λ. Σταχυολογώντας μερικούς τίτλους θα μπορούσε να σχηματιστεί ένα ενδεικτικό παλίμψηστο: «Η καρδιά του ποιητή» – «Πορτραίτο» – «Με άγρια βότανα» – «Αντίποδες» – «Στα ύψη με το σώμα» – «Μη μιλήσω άλλο για αγάπη» – «Σαρκοβόρων νηπενθών ο βίος» – «Χαρμολύπης εγκώμιον» – «Επί των υδάτων (Ars poetica)» – «Τα μικρά άνθη» – «Στη φλούδα μου» – «Στην αναμονή του» – «Δωδεκάτη ώρα» – «Προφητεία» – «Μια ομοταξία για ν’ ανήκω» – «Γένοιτο» – «Στα σύννεφα» – «Ο τόπος μου» – «Να επιμένεις» – «Στην αρχή της αρχής» – «Από χίλιες οδούς» – «Ζητήματα ύψους».

Ποιήματα – Ζητήματα ύψους λοιπόν. Ενός ύψους που ορίζεται ως βάθος. Ενός ύψους που φέρεται ως ερώτηση και απάντηση, ως διαδρομή και τέλος, ως επιλογή και τυραννία. Ως η μόνη οδός εντέλει για την επιστροφή στην ουρανική αγάπη.

Αρχή και τέλος εδώ τα λόγια του Ν. Καρούζου: «Για το ύψος και για το βάθος. Όχι αστείες επιφάνειες. Όχι στιλπνότητες του αέρα. Ούτε τσίρκο στεναγμών, αλλ’ ο αέρας μαχόμενος. Που σημαίνει προοδεύω στον πόνο. Μια τέτοια πρόοδος είναι η ποίηση».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Alex Strohl.]

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Διάστιχο 19/10/2016

Ένα βιβλίο με σαράντα ένα ποιήματα μιας σπαρακτικής εξωτερίκευσης συναισθημάτων που εξέθρεψε η απώλεια, η προδοσία, η ματαίωση του ονείρου. Ο έρωτας.

Η ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη με τον τίτλο Ζητήματα ύψους είναι μια de profundis εξομολόγηση, «De profundis clamavi ad te, lector», θα μπορούσε να πει η ποιήτρια, παραφράζοντας τον ψαλμό που έκανε διάσημο ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ένα βιβλίο με σαράντα ένα ποιήματα μιας σπαρακτικής εξωτερίκευσης συναισθημάτων που εξέθρεψε η απώλεια, η προδοσία, η ματαίωση του ονείρου. Ο έρωτας.
Η συλλογή μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη, με σημείο τομής ενός πριν και ενός μετά το ποίημα «Επί των υδάτων (Ars Poetica)». Κόλαση και καθαρτήριο. Παράδεισος δεν υπάρχει πια.
Στο πρώτο ποίημα προσδιορίζει το χώρο της∙ μπαίνει στο δάσος απελπισμένη: Αγκάθια μες στο δάσος μου∙/ εύκολα σκίζεται το δέρμα (δεν ξέρω αν σωστά ακούω εδώ το θρόισμα από το «Μετάξι στον κήπο» του Γιώργου Βέη). Εκεί, σ’ αυτό το δάσος θα περιπλανηθεί και θα γδαρθεί, εκεί στο δέρμα της θα ανοίξει δρόμους για να φανεί το μέσα πάθος, η κόλαση – inferno.
Η υπερρεαλιστική της γραφή θα της δώσει την ελευθερία να πει τα ανείπωτα. Στην αλληγορία θα χτίσει το ποιητικό οικοδόμημα για να μην εκπέσει σε μελό ρεαλιστικές διατυπώσεις. Έτσι, καθόλου παράταιρος δεν φαίνεται «ένας ελέφαντας» που «ξαφνικά πετά». Μάλιστα, θα λέγαμε πως είναι η καλύτερη μεταφορά εκείνου που χονδροειδώς οφείλει να καταπιεί.
Μοιάζουν ωραία βέβαια τα βράδια στη σελήνη
αθώα είναι η ιστορία εκεί πάνω
τα λάθη μόνο για τους βράχους.
Των παλιών ρομαντικών τα σύνεργα –«βράδια» και «φεγγάρια»– δεν επαρκούν για να βαστάξουν το βάρος της ψυχής. Και όσο πιο ψηλά κοιτάζει κανείς τόσο πιο βαρύς γίνεται ο κόσμος. Βράχος ασήκωτος ο καημός που το πάσχον εγώ πρέπει να άρει. Απέλπιδες είναι οι προσπάθειες να σκαλώσει σε κάτι, να υψωθεί πάνω από τις συμβάσεις, να κρατηθεί στην επιφάνεια και να μη βουλιάζει στων παραισθήσεων το τέλμα, όπου τη σέρνουν οι παλιές ευτυχισμένες σκηνές:
Μια χελιδονοφωλιά του νου
…διακονία κανονική στο αόρατο
…Έχει στο σώμα του σημάδια από φιλιά
νυχτερινές ερώτων μαρτυρίες
χέρια πλεγμένα αγαπητικά
και άλλα δάχτυλα που κεντούν
σταυροβελονιά το ανέφικτο.
Ένας μικρός ιδιωτικός παράδεισος που μεταλλάχτηκε σε κόλαση. Γιατί κάθε παράδεισος έχει τον όφι του και της γνώσεως το δέντρο του και τη φιλέρευνη Εύα του. Ο δρόμος είναι μπροστά, η πόρτα ανοιχτή, μπαίνει, αλλά κανείς δεν ξέρει ότι στη στροφή περιμένει η αλλαξοκαιριά. Κι εκεί παίζεται το δράμα.
Η ποιήτρια, σαν τον ζητιάνο της παραβολής, εξόριστη του παραδείσου πια, αρκείται σε ό,τι έχει περισσέψει από το τραπέζι του πλούσιου: τα αποφάγια, τα υπόλοιπα/ και τα σκουπίδια όλα./ Τα άχρηστα που γίνονται πολύτιμα/ στους πεινασμένους, γιατί κι ένα μικρό ψίχουλο αρκεί από τον παράδεισο που δεν μπορεί να έχει. Η ερωτική έλλειψη έρχεται σαν διακριτικό παράπονο, καθόλου διεκδικητικό. Κι επειδή το παράλογο έχει μπει για καλά στη ζωή, το «πράσσειν άλογα» ή «πράσιν’ άλογα» ή «πράττειν παράλογα» προεκτείνεται στο ζωγραφίζειν παράλογα, στο «Πορτρέτο». Η πράσινη κυρία, με φουλάρι από άνθη, ταιριάζει στη θεωρία του τοπίου –Αν είναι χρώματα κισσού/ αν είναι αγράμπελη–, οι στίχοι μάς γυρίζουν σε άλλες εποχές και άρωμα παλιάς τεχνοτροπίας, μόδας και γυναικείας κοκεταρίας – το πράσινο «πορτρέτο» δίνει μια αίσθηση κακίας, ψυχικής διαστροφής, σαπίλας και μούχλας. Δεν είναι το πράσινο της νιότης, της φύσης, της χλόης, της ζωής. Πράσινο σαν φίδι φαρμακερό∙ «χολή;», αναρωτιέται η ποιήτρια. «Ναι», θα ήταν η απάντηση που αιωρείται και δεν κατατίθεται. Σπαρακτική επίσης ακούγεται η ορχήστρα με όλα τα όργανα να οργώνουν το νου και την ψυχή, να αρχίζουν δυνατά για να καταλήξουν οδυνηρά. Με τα κρουστά στην ενθουσιαστική αρχή και το θρήνο, lamentο, στο τέλος. Πληγές της ψυχής με ήπιες μεταφορές στο σώμα αντανακλούν: Η αγάπη πονάει στα γόνατα. Και όσο το ύψος πιο ψηλό τόσο το βάρος της πικρής γείωσης πιο βαρύ. Το ανηλεές «σαρκοβόρο νηπενθές» του Ομήρου, του Καρυωτάκη, του Μποντλέρ, τα φάρμακα της «νάρκης του άλγους» του Καβάφη, κανένα δεν μπορεί να ηρεμήσει το θηρίο, το «αμάχανον όρπετον» που τρώει από μέσα. Και ο «έρως ο λυσιμέλης», ο «ελθών εξ οράνω» (παραφράζω λίγο τη Σαπφώ) είναι ανήκεστος. Τι είναι το φιλί, η αναμονή, η πίεση, το βάθος της ουλής, τα δάχτυλα, ηλεκτρικά καλώδια; Όλα είναι του έρωτα σύνεργα, προσαγωγά νεύρα που στοχεύουν σωστά και πετυχαίνουν την καρδιά. Σταματώ για λίγο στο ποίημα «Χαρμολύπης εγκώμιον», όπου συνυπάρχουν η «χαρμολύπη» και η «πικροδάφνη», μισή χαρά, μισή λύπη, μισή πίκρα, μισή δόξα. Τα κλαδιά της πικροδάφνης σαν χέρια απελπισμένα. Οι βράχοι κοφτεροί με μασέλες, δόντια τρωκτικά/ που σκίζουν σάρκες από μέσα. Τα «δοξαστικά μεσημέρια» (του Ελύτη) με τα τζιτζίκια και τη συμβασιλεία των φυτών και λουλουδιών, των φτερωτών αγγέλων και των ερωτικών φιλιών, στον ήλιο τον καυτό, όλα μια επιφάνεια παραδείσου, ένα τσιρότο στην πληγή. Η ζείδωρη φύση με τα δώρα της, λουλούδια κι αρώματα, ορχήστρα ανεκλάλητου παραδείσου πλην, παρελθόντος. Μετρημένος ο χρόνος του. Αλλιώτικο το χρώμα του κι ας είναι ίδιος.
Έτσι ο έρωτας και τα ανθρώπινα όλα∙ μισά και για λίγο. Τόσο όσο να γεμίζει ο νους με μνήμη, η ψυχή με πληγές και η ζωή με πείρα. Μια διαρκής είσοδος – έξοδος από το δράμα, ένα φαίνεσθαι διάφορο του είναι. Μια αστραφτερή απάτη: αργυρόχροα ετοιμάζεις/τα μέταλλα που θα με τελειώσεις. «Αχ, ομορφιά, συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας», λέει ο Ελύτης. «Αχ, έρωτα, καθώς Ιούδας με παρέδωσες», θα μπορούσε να λέει η ποιήτρια. Μ’ ένα φιλί κι ένα χάδι μου έκλεψες την αθωότητα, την ιερή στιγμή μου.
Ωστόσο, στο ποίημα «Αρχή της αρχής» κάνει επανεκτίμηση των πράξεων και επανεκκίνηση της ελπίδας. Στο «Επί των υδάτων (Ars poetica)», συνθεμένο από στίχους ή ιδέες ποιητών που αγάπησε, στηρίζει την πίστη που κλονίστηκε. Έτσι, γνωρίζει, με την πληγή στο πλευρό, ποιο το καλό, ποιο το κακό και ότι της αθωότητας η γλώσσα έχει τίμημα. Φως ανατέλλει πάλι, ο λόγος γίνεται πιο στοχαστικός, ο πόνος αποσύρεται από τη σκηνή, παραφυλάει ωστόσο στα παρασκήνια. Είναι αυτός που θα εκθρέψει τη νέα σοδειά. Το λέμε τώρα έρωτα/ του ουρανού και των άλλων άστρων/ το λέμε υποταγή στην ομορφιά/ που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει./ Και όταν έρθει κάποτε η στιγμή/ το πήλινο εκμαγείο μου στη γη να παραδώσω,/ άρωμα γιασεμιού η διαθήκη μου/ και ροδιού σπόροι οι λέξεις,/ τ’ όνομά μου.
Έτσι, λοιπόν, η συγκατάβαση επετεύχθη. Η παραδοχή έτοιμη. Η ποιήτρια αποφθέγγεται: Ευτυχισμένοι/ αυτοί που ξέρουν να τρυγούν την άνοιξη,/ ευτυχισμένοι/ αυτοί που κοιτούν κατάματα την αγάπη/ και τρισευτυχισμένοι αυτοί που δεν γνωρίζουν φόβο./ Κι εγώ δέντρο που καίγομαι/ και σβήνω τις φωτιές μου στα ποτάμια!, αλλιώς: «Μακάριοι οι μη ειδότες…», γιατί οι ειδότες δεν είναι μακάριοι, γιατί πώς να μιλήσεις για την κόλαση σωστά,/ εκ του μακρόθεν, λέει, δεν περιγράφεται. Αν δεν καείς μες στη φωτιά, δεν μαθαίνεις, «φωτιά, ωραία φωτιά, καίγε μας, λέγε μας τη ζωή», είπε ο Ελύτης. Η φωτιά, αυτή το πρώτο ρίζωμα και δεν είναι τυχαίο.

«Έτσι ο έρωτας και τα ανθρώπινα όλα∙ μισά και για λίγο. Τόσο όσο να γεμίζει ο νους με μνήμη, η ψυχή με πληγές και η ζωή με πείρα. Μια διαρκής είσοδος – έξοδος από το δράμα, ένα φαίνεσθαι διάφορο του είναι.»

Ο καιρός της περισυλλογής έφτασε. Η ποιήτρια περιηγήθηκε τον πόνο, περιέγραψε την απώλεια, κοίταξε από ψηλά την πτώση, από χαμηλά τον ουρανό, κράτησε μέσα της τα τιμαλφή της. Αξιοποίησε ό,τι η τέχνη της έδωσε, έδωσε στον πόνο της ρυθμό, ανακαίνισε την παλιά φόρμα, έπαιξε δίκαια ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο, και: Θα αναχωρήσω τώρα/ –αν δεν σας πειράζει– για τον τόπο μου/ …Αγαπητοί φίλοι,/ θα λείψω για λίγο τώρα,/ αποσύρομαι στην ηλικία που μου ταιριάζει,/ θα δοκιμάζω εξαρτήματα εκεί/ που οι κόσμοι συναρμολογούνται χάρτινοι/ αθώοι, θα εγκατασταθεί στα δίκαιά της. Και όλα στη θέση τους. Το σύμπαν δεν θα ανατραπεί. Η ζωή θα συνεχίζεται κι ο καθένας με την πληγή του θα ιδιωτεύει στον ιδιωτικό του κόσμο, στο όνειρο που μπορεί να ελπίζει για να μπορεί να ζει.
Η Κυριακή Λυμπέρη με τα Ζητήματα ύψους, αλλά και τα ζητήματα βάθους, μας άνοιξε την πόρτα για να μπούμε στο δάσος που την έγδαρε, την πόνεσε, την έκανε να νιώσει κανονικός άνθρωπος και, σαν πρωτόπλαστη, διωγμένη από τον παράδεισο, να συμβιβαστεί με το μεγάλο τίποτα:
Ο θάνατος απλώνει γύρω
στο τέλος, την πάχνη του, δεν ωφελεί
η τόση επαγρύπνηση.
Εντέλει μας υπενθυμίζει πως τα ανθρώπινα δεινά είναι κοινά κι εμείς είμαστε εκεί για να υπομένουμε, συμπάσχοντας μαζί της, έστω κι αν καθένας «μοναχός ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά του άλλου», όπως έλεγε ο Σεφέρης.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 13/1/2016

Μια κριτική ανάγνωση στην ποιητική συλλογή «Ζητήματα ύψους» της Κυριακής Λυμπέρη, από τις εκδόσεις «Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ»

Η ποίηση είναι οπωσδήποτε ένα “ζήτημα ύψους”, τουλάχιστον για τον ποιητή που της δίνει πνοή με τη γραφή του αλλά και για τον αναγνώστη που μεταλαμβάνει την ανάσα αυτή. Ζαλιστικό το ύψος αυτό, γι’ αυτούς που είναι μαθημένοι να πατούν μόνο στα γήινα και απολύτως ερμηνεύσιμα. Αντιθέτως, δελεαστικό με όλον του τον κίνδυνο, γι’ αυτούς που αντέχουν «απρόσμενες παγίδες, θαύματα ερήμην».

Είναι αναμενόμενο ίσως μέσα σ’ ένα ποίημα να ανιχνεύεται μια δόση αυτοαναφορικότητας. Περίπου αυτό που ονομάζουμε “ποιητική” του κάθε δημιουργού, τα χτίσιμο της δικής του οπτικής στην υπόθεση της γραφής. Η Κυριακή Λυμπέρη στα «Ζητήματα ύψους» παρουσιάζει -άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο καλυμμένα- σχεδόν σε όλα τα 41 ποιήματα της συλλογής της αυτόν τον κόσμο στον οποίο κινείται η ποιητική σκέψη δίνοντας έτσι τη δική της εκδοχή για τα ποιητικά πράγματα. Μας προετοιμάζει ακόμη από τους πρώτους στίχους

«… Και αν ακούσεις ουρλιαχτό,
να με πονάς, αλλά να μη ζητήσεις
να επιστρέψω αμέσως, ώρες που
με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.
Μα όταν βγαίνω από εκεί,
πόσα κομμάτια ουρανού
μπορώ και θέλω να χαρίζω!»

Άγρια η ψυχή του ποιητή; Κάποιες φορές ναι. Πάντως με άγρια βότανα τροφοδοτούμενη. Αλλιώς δεν γίνεται να μεταδώσει αυτά τα κομμάτια ουρανού, αν πρώτα δεν έχει δοκιμαστεί στα πιο σκληρά μονοπάτια. Η ποίηση δεν γράφεται με χαρές και τραγούδια. Απαιτεί αίμα ψυχής. Όπως αυτό που φαίνεται να κυλά στις φλέβες αυτής της ποίησης.

Ο κόσμος του ποιητή έχει ουρανό, με την απαιτούμενη εξύψωση, έχει όμως και καταβύθιση σε υδάτινα τοπία, εκεί που σαν νέος δύτης (στα ίχνη εκείνου του αρχέτυπου της ποίησης του Ρίτσου) θα δεχτεί από τον πυθμένα όλα τα θαυμαστά

«Η μισή μου καρδιά είναι εδώ πέρα,
όταν ξεβράζει η φουσκοθαλασσιά
ρήματα, λέξεις και μαργαριτάρια.»

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη μοιάζει να είναι ένα κομμάτι φυσικού κόσμου, σαν να βλάστησε όπως το δέντρο, να αναζητά την τροφή με το ένστικτο του ζώου, να καθοδηγεί τα βήματά της στο δάσος με την άνεση του θηρίου.

«Κι εγώ δέντρο που καίγομαι
και σβήνω τα φωτιές μου στα ποτάμια»

Αφήνεται να τη ρουφήξει «το κήτος ολόκληρο» σαν νέος Ιωνάς, γιατί μόνον έτσι

«πέστε μου,
δεν δίνεται ύστερα σαν χάρισμα η προφητεία;»

Μόνο που δεν έχει αυταπάτες. Στην περίπτωση της ποίησης, ο ποιητής δεν είναι ο Ιωνάς και το κήτος το έχει μέσα του, έναν δράκο-άγγελο.

«Ο δράκος μου κοιμάται
διαρκώς με το ένα μάτι ανοιχτό,
περιμένει τη κλήση μου τη σωστική,
στην αγωνία είναι πάντα έτοιμος.»

Έτσι λειτουργεί και το “φαρμακείο” των λέξεων, πάντα στα διανυκτερεύοντα, έτοιμο να δώσει τα δικά του γιατρικά στον πόνο των ανθρώπων. Μόνο που τα φάρμακα του ποιητή πρέπει να περάσουν από πολλές παγίδες των δρόμων για να φτάσουν να αποβούν ιαματικά. Και πρωτίστως θα πρέπει ο ποιητής να έχει παραδώσει την ψυχή του σαν νέος Φάουστ

«Γιατί πώς να μιλήσεις για την κόλαση σωστά,
εκ του μακρόθεν λέει δεν περιγράφεται».

Κατόπιν θα μπορεί κι αυτός να συνομιλεί με τους θεούς

«Όταν συχνάζεις πολύ
σε δώματα θεών
στην επιστροφή πάντα θα κουβαλάς
στο ρούχο σου λίγη
από των συμποσίων τη χυμένη αμβροσία,
παρέα για φθαρμένα απογεύματα,
εξαίσια μυρωδιά αθανασίας»

Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του “όλου”, όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα, και τότε φτιάχνεις δυο τρεις στίχους από τους πιο ερωτικούς

«κι άμα λυθούν τα σπλάχνα,
αναβρύζουνε αρτεσιανά τα δάκρυα,
μερίζεται ο άρτος του γκρεμού».

Η ποιήτρια έχει επίγνωση της θέσης της στον κόσμο των ποιητών, ακόμη κι όταν καταχωρίζει τον εαυτό της στα «χειμαδιά»

«Ταγμένοι οι ποιμένες ν’ αγρυπνούν
και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων
κι εγώ εδώ στα χειμαδιά
μαθαίνω την ψυχή μου.»

Αυτή, ωστόσο, η εκμάθηση ψυχής είναι που εκτινάσσει τον λόγο και από ένα απλό ψέλλισμα στίχων (που συχνά απαντάται στο λογοτεχνικό σύμπαν) τον μεταλλάσσει σε ώριμη ποιητική πρόταση, ικανή να μιλήσει στον αναγνώστη, κι έτσι να τεθεί σε λειτουργία η μετακένωση με τον γραπτό λόγο μιας εμπειρίας ζωής και μιας συνάμα ενδιαφέρουσας σκέψης.

Θέλω να κρατήσω για το τέλος αυτής της ανάγνωσης ένα μικρό θαύμα ποιητικού λόγου που συνάντησα σ’ αυτές τις σελίδες. Και το παραθέτω ολόκληρο καθόσον μόνον έτσι “ζωγραφίζει” την εικόνα του και την παραδίδει πλήρη

«Ένας Ινδός άγγελος,
με τα ανοιχτά σε έκταση
μαύρα χέρια του φτερά,
να συνοψίζει το απόγευμα
επί ποδηλάτου στην κατωφέρεια,
όχι την πτώση των αγγέλων
-ότι αυτός ποτέ δεν γνώρισε
της έπαρσης την αμαρτία-
μα τη λιγνή απελπισία που ζυγιάζεται
στην άκρη του φωτός,
μια τελευταία στιγμή πριν παραδώσει
το μόνο ιμάτιο που κατέχει-σώμα του
στο πουθενά»

Είναι εδώ που όλα είναι ένα: ο στίχος-λόγος, η εικόνα, το φως, το χρώμα, η μουσική, ακόμη -θα τολμούσα να πω- εκείνο το απίθανο ποδήλατο που μας το σύστησε πρώτος ο Εμπειρίκος για να δούμε την ίδια την ποίηση σαν ανάπτυξη του στίλβοντος χρωματισμού του. Μα έχουμε Ποίηση εδώ! Και τότε «ο θάνατος κοιτάζει απ’ έξω».

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ 9/2/2016

Η αύξηση της ποιητικής παραγωγής των τελευταίων ετών έφερε στο προσκήνιο και την ελληνική περιφέρεια. Έχουμε ξανασημειώσει το γεγονός ότι έως τώρα οι περισσότερες ανθολογίες και ποιητικές εκδόσεις προέρχονταν από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, δίνοντας μία καθαρά αστική οπτική στην ποίηση. Η εγγύτητα των ποιητών των αστικών κέντρων και οι συχνές μεταξύ τους επαφές διαμόρφωσαν όχι μόνο κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και οδήγησαν στην αδιαφορία για ποιητές της περιφέρειας, των μικρών ή μεσαίων πληθυσμιακά αστικών κέντρων.

Τούτοι μακριά από τις επαφές και τις άμεσες επιρροές από ομοτέχνους διαμόρφωσαν ένα δικό τους ύφος συνδυάζοντας προσωπικά χαρακτηριστικά με κυρίαρχες -σε εθνικό επίπεδο- ποιητικές τάσεις και ρεύματα. Συνέδεσαν τις δικές τους κοινωνικές παραστάσεις κι εμπειρίες συνδέοντάς τις με τον περιβάλλοντα χώρο, το πλούσιο ελληνικό τοπίο.

Έτσι, αποκαλύπτεται μία νέα ομάδα ποιητών (που ακόμα δεν μελετήθηκε ως ομάδα λόγω ακριβώς τη μη συλλογικής καλλιτεχνικής έκφρασής τους) με πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους και κυρίαρχη τη βιωματική φυσιολατρική προσέγγιση, που απέχει σημαντικά από την αστική ποίηση, παρά τα κοινά ποιοτικά στοιχεία που ίσως εντοπίσουμε. Σε αυτή την ομάδα θα εντάξουμε και την Κυριακή Λυμπέρη, «Ζητήματα ύψους» (τυπωθήτω, 2015).

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη είναι ανθρωποκεντρική και υπαρξιακή κατά βάση. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στον ονειρικό της κόσμο· μαγεμένος ονειρεύεται κι αυτός. Και αν στόχος της τέχνης και της ποίησης είναι το ταξίδι του αναγνώστη/ακροατή, τότε ο στόχος της δημιουργού έχει επιτευχθεί στο απόλυτο καθώς το κοινό βιώνει τον αισθησιασμό της αισιοδοξίας μέσα από την ποιητική μαγεία της Κυριακής Λυμπέρη .

Ένας αξιοπρόσεκτος πλούτος διαφορετικών φυσικών παραστάσεων (χλωρίδα και πανίδα) εμπλουτίζουν την εικαστική, χωρίς βέβαια να εκλείπουν οι κοινωνικές παραστάσεις. Το λυρικό στοιχείο διαποτίζει όλη τη συλλογή και αναδύει μία νότα αισιοδοξίας, ακόμα κι όταν αγγίζει αποφάγια και σκουπίδια (οι αντίποδες). Και ακριβώς ζώντας στην ελληνική περιφέρεια, τόσο κοντά στην ύπαιθρο, η δημιουργός έχει πλούσιες εικόνες φύσης· σκηνές που καθώς τις μεταχειρίζεται με στιχουργική μαεστρία σε μία μείξη με βασικό συστατικό το σουρεαλισμό, αναδύουν ένα άρωμα ποίησης μακριά από την αστική απομόνωση και το μουντό της περιβάλλον.

…μη ζητήσεις
να επιστρέψω αμέσως, ώρες που
με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.
Μα όταν βγαίνω από εκεί,
πόσα κομμάτια ουρανού
μπορώ και θέλω να χαρίζω!…

Η γλώσσα της είναι άμεση και ρέουσα. Η απλότητα του αφηγηματικού ύψους και η ροή της επιτρέπουν την ήπια κίνηση των εικόνων και έτσι το συναίσθημα εισχωρεί ταχύτερα στην ψυχή του αναγνώστη. Ωστόσο, η αφηγηματική απλότητα, δε σημαίνει γλωσσική ή εκφραστική απλότητα. Αντίθετα, υιοθετεί μία πλούσια εκφραστική.

Πολλά είναι τα επίθετα και οι άκλιτες λέξεις που πλουταίνουν την έκφρασή της. Παράλληλα, οι συχνές εναλλαγές προσώπων και ποιητικών υποκειμένων με τη σαγηνευτική γλώσσα μαγνητίζουν τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα τη μεταφορική χρήση των λέξεων, τις παρομοιώσεις, τις αντιθέσεις (δόκτωρ Φάουστους) και το ασύνδετο σχήμα (να επιμένεις) εντείνοντας ή χαλαρώνοντας τη συναισθηματική ένταση των στίχων της.

Η χρήση ερωτήσεων (οι αντίποδες, πορτραίτο, επί υδάτων, το κήτος, Ιώβ) και το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο (η μουσική, μια ομοταξία για ν’ ανήκω, στην επικράτεια του βράχου, δόκτωρ Φάουστους, στα σύννεφα) προσδίδουν μαζί με το α΄ ενικό (ο τόπος μου, στη φλούδα μου, ο δράκος μου, ζητήματα ύψους, έτσι κι αλλιώς) μία θεατρικότητα· αναδύουν μία υποκριτική διάσταση μέσα από τον -φενάκη σκηνικό- διάλογο.

…Τρέχει το ελάφι πάνω κάτω στα ψηλώματα,
ξεραίνεται το γέλιο μου στην άκρη του λαιμού,
η δίψα μου είναι των άστρων…

Η ποιήτρια αξιοποιεί τον υπερρεαλισμό στο γλωσσικό επίπεδο διευρύνοντας τη γλώσσα με καινοφανή ονοματικά ή ρηματικά σύνολα (των ελαχίστων, έτσι κι αλλιώς, χαρμολύπης εγκώμιον, γένοιτο). Άλλοτε ο υπερρεαλισμός γίνεται ένα όχημα αλληγορίας για να εκφράσει τις αγωνίες για την πολιτική (στην επικράτεια του βράχου, το φαρμακείο), την κοινωνία (των ελαχίστων, τα μικρά άνθη, μια ομοταξία για ν’ ανήκω, Ιώβ), τον ίδιο τον άνθρωπο. Παρά την κρυπτικότητα του συμβολισμού το γενικό μήνυμα είναι εύληπτο και αγκαλιάζει τον αναγνώστη.

Βέβαια, βασικό γνώρισμα του υπερρεαλισμού είναι η εικονοπλαστική του ισχύς· μία δυναμική την οποία η Κυριακή Λυμπέρη αξιοποιεί επιτυχημένα. Εμπλουτίζει τη φυσική ροή της αφήγησης με εικόνες μετωνυμικής και μεταφορικής υφής. Ονοματικά σύνολα με ρίζες στους σουρεαλιστικούς συνειρμούς όχι μόνο πυκνώνουν τις παραστάσεις στο ποιητικό της κάδρο, αλλά και επιτρέπουν στο λυρισμό να ρέει ελεγχόμενος από το στιχουργικό ρυθμό· διατηρεί τον έλεγχο της συναισθηματικής έντασης και κεντρίζει τον αναγνώστη με τον γλωσσικό της πλούτο.

Έτσι, μετατρέπεται σε εκφραστική δίοδο αποτύπωσης της στιγμής (βαθιά που ομορφαίνεις) ή λειτουργεί ως οδός με άμεσες αναφορές στον έρωτα και την αγάπη (ημίμετρο, μη μιλήσω άλλο για αγάπη, η προφητεία, θαύματα ερήμην, στη φλούδα μου), τη μοναξιά (ο δράκος μου, το μονοπάτι), την ποίηση και τις τέχνες (πορτραίτο, η μουσική, έτσι κι αλλιώς, χαρμολύπης εγκώμιον) ή την ίδια την ποιητική παράδοση του τόπου (επί των υδάτων) και υπαρξιακές προσεγγίσεις (η αρχή της αρχής, το μονοπάτι, στα σύννεφα, η δωδέκατη ώρα, το κήτος).

Ας μην παραβλέπουμε ότι το μόνο υλικό της ποίησης είναι οι λέξεις, η γλωσσική δημιουργία που επιτρέπει τη ροή των συναισθημάτων προκαλώντας τις αισθήσεις. Και ακριβώς με αυτό το υλικό -και λίγη από την ύλη των ονείρων εμποτισμένων σε λυρισμό και αισιοδοξία- πειραματίζεται και μαγεύει η Κυριακή Λυμπέρη.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΓΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΦΕΥΘ, τεύχος 5, Ιούνιος 2017

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΜΕ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ…
(Κυριακή Λυμπέρη, Ζητήματα ύψους, εκδόσεις Τυπωθήτω, 2015, σελ. 60)

Στην ποιητική συλλογή Ζητήματα ύψους η Κυριακή Λυμπέρη αιωρείται μεταξύ αστεριών και σπηλαίων, μεταξύ ζωής και θανάτου. Πτήσεις και πτώσεις οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος: συνεχείς αποδράσεις, συνεχείς καταβυθίσεις σε έναν κόσμο που τον έχει ζήσει, αλλά τον μελετά ακόμη: «Δε λέει αυτό το δάσος να δώσει όλα του τα μυστικά / μπερδεύομαι». Και τα όντα συμπαρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διαρκές ταξίδι στον αέρα. Ο ελέφαντας καταργώντας τους νόμους της βαρύτητας πετά, αν και γρήγορα με τον επόμενο στίχο αναιρείται η αλήθεια της ύπαρξής του, αφού μετατρέπεται σε χάρτινη ομπρέλα:
και να ένας ελέφαντας ξαφνικά που πετά,
ομπρέλες χάρτινες για θερινές βροχές

Άλλοτε μικρές σε έκταση ποιητικές συνθέσεις, άλλοτε μεγαλύτερες και μία εκτεταμένη, «Επί των υδάτων», δεν απομακρύνουν την ποιήτρια από το κύριο μέλημά της να κλείσει τα μηνύματά της στους τελευταίους κυρίως στίχους, μηνύματα φιλοσοφικά, κάποτε ειπωμένα με ιδιαιτέρως αυστηρό ύφος.
Η ποίηση της Λυμπέρη είναι και μια ξενάγηση στη φύση. Κυρίαρχα στοιχεία τα πουλιά. Λατρεύει τα πετάγματά τους, προσφέρονται εξάλλου για αλληγορικές αναγνώσεις, στοιχείο που συνηγορεί στην επιλογή του τίτλου της ποιητικής συλλογής Ζητήματα ύψους. Ο τίτλος, με μικρή διαφοροποίηση, θυμίζει στίχο του Καρυωτάκη. Στο ποίημα «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» λέει ο μεγάλος ποιητής μας: «Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε. / Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι / ζήτημα ύψους».
Κατά έναν περίεργο τρόπο οι πτήσεις μετατρέπονται σε πτώσεις και αναπτύσσονται στα βάθη. Τα όρια μεταξύ τους ασαφή, σχεδόν ταυτίζονται:
Και αν καμιά φορά μετράω τα ύψη,
είναι τα βάθη που συλλογιέμαι.

Η καρδιά του/της δημιουργού, άλλοτε «διαμελισμένη», άλλοτε «μισή», πάντως και στις δυο περιπτώσεις κομματιασμένη, περιφέρεται ή μένει σταθερή «εδώ πέρα»: προορισμός της ποίησης ο διαμοιρασμός της στα πέρατα του κόσμου «στους δρόμους των ηπείρων» ή παραμονεύει ως μία σταθερά να εγκλωβίσει την έμπνευση μέσα σε «ρήματα, λέξεις και μαργαριτάρια».
Η απορία αναγνωστών, που δεν είναι πάντα άμοιρη σκωπτικής διάθεσης, «τι θέλει να πει άραγε ο ποιητής», χρησιμοποιείται από την ποιήτρια για ζωγραφικό πορτραίτο, κάθε άλλο όμως παρά ειρωνικά. «Τι να σημαίνουν άραγε / πράσινα χείλη… και πράσινα μαλλιά». Με σοβαρότητα παραθέτει τον προβληματισμό της σε θέματα οπτικής του δημιουργού: το βλέμμα του καλλιτέχνη είναι διαφορετικό από εκείνο του απλού παρατηρητή; Αναρωτιέται η ποιήτρια:
Μια ιδιοτροπία του καλλιτέχνη;
Μια υπενθύμιση ότι
ο κόσμος είναι
όπως εκείνος που τον βλέπει;

Μάλλον πρόκειται για ρητορικό ερώτημα, η απάντηση ενυπάρχει στην ερώτηση. Ποιος μας βεβαιώνει ότι η δική μας ματιά είναι ίδια με των άλλων; Μήπως βλέπουμε τον κόσμο, όπως επιθυμεί ο καθένας; Θεωρώ λοιπόν ότι στη συλλογή αυτή αποπειράται η ποιήτρια να καταγράψει την εξωτερική πραγματικότητα του φυσικού κόσμου μέσα από το πρίσμα, την οπτική του δικού της καλλιτεχνικού εγώ.
Η ποίηση της Λυμπέρη συχνά γίνεται διδακτική. Στο ποίημα «Στα ύψη με το σώμα» παίζει με τις ομόρριζες λέξεις «ψηλώνει|», «ψηλός», «ύψος», και φιλοσοφεί:
να ’ναι κανείς έτοιμος για όλα/
…και στα ψηλά μα και στα χαμηλά γνωρίζει
να ελπίζει, να τρώει και να ζει.

Οι λεπτομερείς αναφορές στο φυτικό και ζωικό βασίλειο μου δίνουν τη βεβαιότητα ότι η γνώση της και η αγάπη της γι’ αυτά οφείλονται σε μια πιο εξειδικευμένη ενασχόληση της ποιήτριας. Τα ποικίλα θέματα δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στην ποίηση, δίνουν ήχο, κυρίως χαρίζουν κίνηση. Η στασιμότητα μάλλον άγνωστη, η νεκρή φύση, όπως θα την εισπράτταμε από έναν ζωγραφικό πίνακα, εξοστρακισμένη. Ο σουρεαλισμός, εφιαλτικός κάποιες φορές, και ο ρεαλισμός συνυπάρχουν. Ενίοτε στους τελευταίους στίχους με θαυμαστή απλότητα αποκαλύπτεται η αλληγορική διάθεση. Ολοφάνερα οι αλληγορίες και οι μεταφορές συμπράττουν για να προβληθεί η ιδέα που γέννησε το ποίημα. Περνά από την παραβολή και εξασφαλίζει έναν δυνατό εκφραστικό τρόπο, ταυτόχρονα μέσω αυτής αποφεύγει τη ρητορική κενολογία. Στο «Σαρκοβόρων νηπενθών βίος» περιγράφει αρχικά τη συμπεριφορά των αναρριχητικών σαρκοβόρων φυτών με την ονομασία νηπενθή, προς το τέλος με ύφος καταγγελτικό αποκαλύπτει τον προβληματισμό της σε ζητήματα αξιών, ηθικής: «ελευθερία, ευθύνη, εκλογή, και τα λοιπά / τα νηπενθή δεν έχουν ακουστά».
Το «τίποτα» και το «κενό» του «Ημίμετρου» συναντιούνται με το «πουθενά» του «Ένας Ινδός άγγελος» για να σχολιάσει η ποιήτρια την απογοήτευση από όπου κι αν αυτή προέρχεται ή την απελπισία. Η μοναχικότητα ή και η μοναξιά, ο πόνος, η φθορά, η ανάλωσή μας σε ποταπά πράγματα –«η καρδιά μου χώραγε στους ουρανούς / και εγώ μοιράστηκα στα ερπετά»– είναι καταστάσεις επώδυνες, όμως αναζητά τρόπους να τις ξεπεράσει, αν τις ξεπερνάει είναι ένα ζήτημα, αφού αναρωτιέται αν «Δύο ένα κάνουν ένα»; Τελικά καταλήγει στο «κενό».
Κάποιες περιγραφές είναι πολύ τολμηρές και προκαλούν τον αναγνώστη να μετρήσει τις αντοχές του στη φανταστική τους ανασύνθεση, όπως γίνεται στα ποιήματα «Μια ομοταξία για ν’ ανήκω» και «Έτσι κι αλλιώς». Αφαιρούνται τα πραγματικά στοιχεία από τα θέματα και χρησιμοποιείται ο σουρεαλισμός με εκφραστική δύναμη και προκλητική ελευθερία. Η παιχνιδιάρικη διάθεση εκφρασμένη σε στίχους που θυμίζουν παιδικό τραγούδι, «Δράκε-άγγελέ μου είσαι εδώ», καθώς και «Α, Λύκε, λύκε μην έρχεσαι» δεν αφήνουν περιθώρια επιστροφής στα χρόνια της αθωότητας. Η σχέση με τη φύση δεν είναι μια ανάλαφρη βουκολική απεικόνιση, αντίθετα είναι μια αφορμή εξομολόγησης προβληματισμών ή ακόμα και τραυματικών εμπειριών καθώς και αναζήτησης απαντήσεων.
Στο τελευταίο ποίημα «Ζητήματα ύψους» υπάρχει η απαισιόδοξη παραδοχή της ματαιότητας του κόσμου αυτού και στον ουρανό και σε υπόγειες τρύπες, στη νύχτα και στη μέρα και οπουδήποτε κρύβονται επικίνδυνα ζωύφια, «ο θάνατος απλώνει γύρω, / στο τέλος, την πάχνη του, δεν ωφελεί/η τόση επαγρύπνηση». Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η ποιήτρια χαρίζει κομμάτια ουρανού, στο τελευταίο τα αστέρια ρίχνουν «ματιές συμπονετικές, φυτεύουν χρυσαφιές ανταύγειες». Ο θάνατος είναι νομοτελειακός, η ζωή κάνει αισθητή την παρουσία της από τον ουρανό μέχρι τις «υπόγειες τρύπες».
Στα περισσότερα ποιήματα χρησιμοποιεί το πρώτο ενικό πρόσωπο, με το εγώ της ποιήτριας να κάνει έντονη την παρουσία του με μια εξομολογητική διάθεση, ενώ με το δεύτερο ενικό πρόσωπο εν είδει παραινέσεων συνομιλεί με τους αναγνώστες, αν και δεν καθίσταται προφανής η άμεση ανταπόκρισή τους. Έτσι η ποίηση αποκτά μια θεατρικότητα με πρωταγωνιστές όχι μόνο την ποιήτρια, αλλά και ένα πλήθος άλλων όντων που διαλέγονται μαζί της. Το σκηνικό ορίζεται από την ίδια τη φύση με συνεχείς εναλλαγές.
Η στίξη υπάρχει για να κατευθύνει τον αναγνώστη, χωρίς να ανακόπτει τον ρέοντα λόγο. Μέσα από μια προσιτή γλώσσα, αυθεντική όσο και συναισθηματική, η ποιήτρια συνομιλεί διακειμενικά με άλλους ποιητές που φαίνεται να αγαπά και υπενθυμίζει στίχους ή φράσεις αυτολεξεί σε πλάγια γραφή ή σε παραφθορά. Στο «Επί των υδάτων (ars poetica)» είναι παρόντες ο Σεφέρης, «που δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν», «αμυγδαλιές που ανθίζουν», ο Καρυωτάκης, «σύμβολα ζωής υπερτέρας», ο Ελύτης, «το μεγάλο κόσμο, το μικρό», «Άσμα ηρωικό», «Νεφέλη», ενώ ο Καβάφης υπονοείται μέσα από τις αυτοβιογραφικές ή θεματικές αναφορές, «μέτοικος», «Πτολεμαίοι». Δεν είναι μόνο η ανάγκη να ζητήσει την υποστηρικτική συνδρομή τους σε όσα εκφράζει, αλλά και μια ομολογία, μια παραδοχή πως κάποια πράγματα ειπώθηκαν με έναν τελεσίδικο τρόπο. Η ποιήτρια ενσωματώνει δημιουργικά στη δική της ποίηση την παρακαταθήκη των μεγάλων δημιουργών. Ταυτόχρονα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις όχι μόνο για την αναζήτηση της ταυτότητας, αλλά και για τον αυτοπροσδιορισμό της ποιήτριας, «κι εγώ εδώ στα χειμαδιά / μαθαίνω την ψυχή μου», εμβαπτιζόμενη μέσα σε υψηλού επιπέδου ποιητικό περιβάλλον. Στο δεύτερο τίτλο «Αrs Poetica» γίνεται ευθεία αναφορά στον Λατίνο ποιητή Οράτιο και τις συμβουλές του προς τους συγγραφείς για τη σημασία της μελέτης των ανθρώπινων σχέσεων καθώς και τη σπουδαιότητα της έμπνευσης και της κριτικής.
Η ανάγνωση της συλλογής τελειώνει με υποβόσκουσα τη χιουμοριστική διάθεση που δημιουργεί με τη σειρά της αίσθημα αισιοδοξίας. Στο ποίημα «Με τα νήπια» χαιρόμαστε χαριτωμένες στιγμές με τα πληγωμένα από τα παιχνίδια γόνατα των παιδιών, με το φιλί της μάνας που τα γιατρεύει, με τα χνουδωτά αρκουδάκια, εξακολουθεί η ποιήτρια όμως να βρίσκεται σε σύγχυση, καθώς ακόμα δεν αποφάνθηκε για το «ποιο να ’ναι το ύψος το σωστό».
Η Κυριακή Λυμπέρη κατορθώνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, τον περνά μέσα από πάθη, πόθους, αναζητήσεις, αμφισβητήσεις. Όλα αυτά είναι όχημα για να δώσει τη μεγάλη αφορμή στον αναγνώστη να σκύψει στη δική του ψυχή, να ψάξει τις δικές του αντοχές, να ενισχύσει τις δικές του άμυνες:
Κι αν κοιτάξει κανείς στα βαθιά με προσοχή,
θα διακρίνει τουλάχιστον την ουρά.
Γιατί το κήτος είναι πάντα εκεί.

Θα επικαλεστώ για το τέλος στίχους ενός δυνατού και ευρηματικού ποιήματος της Κυριακής Λυμπέρη, «Η αρχή της αρχής». Η ποιήτρια δεν διστάζει να αυτο-αποκαλυφθεί με μια εξομολόγηση προσωπική συνδυασμένη με έντονη αυτοκριτική ή και μια δυναμική παραίνεση αποφυγής επανάληψης λαθών προς όλους.
Πώς άνθισα στα μέρη αυτά τα χαμηλά,
πήλινα πόδια χάρισα στο μέτριο
η καρδιά μου χώραγε στους ουρανούς
και εγώ μοιράστηκα στα ερπετά!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Ποιητικά/6/2017

Ο ίλιγγος του ύψους

Παιδιά στον δρόμο παίζουν με τη μπάλα τους ποδόσφαιρο. Μπαλιές συρτές εξερευνούν το έδαφος. Μα μία δυνατή κλωτσιά είναι ικανή να στείλει τη μπάλα στα ουράνια, να της δώσει φτερά, προτού εισέλθει και πάλι σε τροχιά προσγείωσης. Στα ύψη και στα βάθη πραγματεύεται η Κυριακή Αν. Λυμπέρη τα ανθρώπινα σκαμπανεβάσματα του πνεύματος και της ψυχής, σε μια διαδικασία αλλεπάλληλων εναλλαγών, διαρκών προσδοκιών και διαψεύσεων. «Ζητήματα ύψους» διερευνά στην ομότιτλη ποιητική της συλλογή, ιδίως στις απρόβλεπτες διαστάσεις που τα ζητήματα αυτά προσλαμβάνουν όταν «μπάλα στα πόδια των παιδιών» γίνεται η καρδιά του ποιητή.
Το τοπίο της διερεύνησης η Λυμπέρη δεν το βρίσκει παρθένο. Αναζητώντας τον ουρανό βρίσκει το πατημένο μονοπάτι του Μίλτου Σαχτούρη. «Διψάμε για ουρανό», διατείνεται ο ποιητής στο ποίημα «Το ψωμί», και τον διεκδικεί ακόμη κι αν φαντάζει «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα», αυτοχριζόμενος «κληρονόμος πουλιών» («Ο Ελεγκτής»). Ακόμη και τα «άχρηστα που γίνονται πολύτιμα» συναντούν τον «Συλλέκτη» του Σαχτούρη. Της «μέρας το χαμόγελο» απηχεί το «ράμφος της πρωίας» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τα πράσινα μαλλιά κυρίας σε πορτραίτο, που ποτέ δεν τα «ερωτεύτηκε η κόμη», εντοπίζονται στα «μαλλιά» της «Ιτιάς» του Μάρκου Μέσκου. Στα φαρμακεία, ως «πρόχειρες ενέσεις αιωνιότητας», «αναβολές φθοράς» κι «ευπώλητες ελπίδες σε συσκευασία» καθρεφτίζονται ο Κ. Π. Καβάφης («Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.») και ο Γιάννης Κοντός («Το φαρμακείο»). Ακόμα και το «δεντράκι μοναχό» της Λυμπέρη είναι δημοτικοφανές ή μπορεί και να αντικατοπτρίζει το «Πουλάκι» του Ιωάννη Βηλαρά. Άλλωστε, και ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει, αιώνες νωρίτερα, στην πραγματεία του Ψευδολογγίνου Περί ύψους.
Μια συλλογή, ωστόσο, που πραγματεύεται το ύψος, είτε σε επίπεδο αισθητικό, είτε σε συναισθηματικό ή νοητικό, δεν θα μπορούσε να μην εμπεριέχει τη συνέχεια στην πορεία των σχετικών ανθρώπινων αναζητήσεων και τη συνομιλία με τους προγενεστέρους. Είναι σαφές πως μέσα από τη γόνιμη συνομιλία με τους προγόνους, η Λυμπέρη προτίθεται να προεκτείνει τη συζήτηση προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει η προσωπική της θέαση, οι επιταγές της καρδιάς και του μυαλού της. Αισθητικά, όλες οι τάσεις που έχουν μπολιάσει τη νεοελληνική ποίηση, έτσι όπως ανακύπτουν από τις διαφαινόμενες συνομιλίες, συμβάλλουν στον προσδιορισμό του ύψους.
Το ύψος για τη Λυμπέρη, όμως, στη διανοητική του πραγμάτευση, που αφορά την τοποθέτηση εντός κοινωνικού πλαισίου, αποκτά διαστάσεις στοχαστικές. Όταν, λοιπόν, το όραμα για τον ουρανό και τ’ αστέρια του δεν εκπληρώνεται, ελλοχεύει ο κίνδυνος του χθαμαλού, του μέτριου. Η ποιητική ηρωίδα γνωρίζει πως όταν φτάνει κανείς στα ύψη, πρέπει να μαθαίνει και να σκύβει, κι ίσως μάλιστα «πιο πολύ απ’ τον καθένα», αποφεύγοντας την υπεροψία. Γνωρίζει επίσης ότι κάθε άνοδος ακολουθείται κι από κάθοδο. Και τότε η ίδια νιώθει να σέρνεται σαν ερπετό στα χαμηλά, αδικαίωτη. Η οδυνηρή πτώση διδάσκει πως όλα τ’ αγαθά είναι εντέλει δανεικά. Οι βασιλικές χλαμύδες κάποτε επιστρέφονται, εφόσον, όπως γυμνοί ερχόμαστε στον κόσμο, έτσι και φεύγουμε γυμνοί «για τα νερά του θανάτου»· οπότε ο βιβλικός Ιώβ, με το παράδειγμά του, παρέχει μια απάντηση στις επιτακτικές ανθρώπινες υλικές διεκδικήσεις. Παρέχει, μάλιστα, τη γνησιότερη απάντηση, καθώς τα σιρόπια και τα έμπλαστρα δεν είναι παρά αστραφτερά καθρεφτάκια απευθυνόμενα σε ιθαγενείς, χωρίς αξία πραγματική.
Η νοητική προσέγγιση, όσο απαραίτητη κι αν είναι, βαραίνει με τη λογική της επεξεργασία τα φτερά. Η σοφία ρημάζει την αμεριμνησία, και το ελπιδοφόρο φως των αστεριών σπαταλιέται στη διεκδίκηση μιας τεμαχισμένης σύνεσης, που οδηγεί μονάχα στην απώλεια του ελέους. Ακόμη και το συναίσθημα πλήττεται, καθώς συντρίβεται σε έναν σύγχρονο κόσμο που το έχει κάνει στάχτη. Γι’ αυτό η ποιήτρια αναγκάζεται να μη μιλήσει άλλο για αγάπη, ανταποκρινόμενη μεν στο αίτημα, αυτή τη φορά, του Διονύση Σαββόπουλου, αλλά ενεργώντας κατά τον συγκεκριμένο τρόπο για λόγους εκ διαμέτρου αντίθετους: σταματά να προβάλλει τα συναισθήματα όχι επειδή εκείνα βρίσκονται παντού, οπότε είναι περιττές οι οποιεσδήποτε υπομνήσεις τους, αλλά επειδή θλίβεται από τον μαρασμό που επιβάλλει η ηγεμονία της προαναφερθείσας στάχτης.
Η διαφαινόμενη αποχώρηση από τον αγώνα για τον συναισθηματικό πλούτο, ωστόσο, είναι και η ίδια κομμάτι της νοητικής προσέγγισης, η οποία βαραίνει τη λογική. Κι αν οι νοητικές υπαγορεύσεις έχουν τη λογική τους, το συναίσθημα δεν παραιτείται έτσι εύκολα. Εξακολουθεί να εκδηλώνεται στον έντονα μεταφορικό λόγο της ποιήτριας και στον βαθύ λυρισμό της, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Βαθιά που ομορφαίνεις», όπου η αμηχανία της ερωτικής προσέγγισης προκαλεί δάκρυα αστείρευτα, σπλάχνα και σώψυχα ακροβατούντα στην κόψη του γκρεμού και παραδομένα στον ίλιγγό του (εδώ η συνομιλία με τον «εξαίσιο ίλιγγο» από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου), απόρροια και πάλι του ύψους. Από κοντά η μουσική υποδαυλίζει το συναίσθημα, χαράσσοντας με τα έγχορδα «λεπίδια» της τα σπλάχνα. Με τις εικόνες που δημιουργεί η ποιήτρια κεντά «σταυροβελονιά το ανέφικτο», σ’ ένα έργο τέχνης που αρνείται εντέλει να υποταχτεί στον «ρεαλισμό» της λογικής.
Παρά την όποια απογοήτευση, συνεπώς, η ποιητική ηρωίδα βρίσκει τις διεξόδους της. Και σε αυτό συμβάλλει ιδίως η επιστροφή στην παιδικότητα, στην αθωότητα του «χάρτινου» κόσμου, των παιδικών ζωγραφιών και κατασκευών, με την οποία η Λυμπέρη, οδηγούμενη στον επίλογο της συλλογής της, έρχεται να συναντήσει εκ νέου τα παιδιά της εκκίνησης, τα οποία έπαιζαν μπάλα με την καρδιά του ποιητή. Τον κύκλο των πραγματεύσεων σφραγίζει, λοιπόν, η παιδικότητα, και δη η ποιητικά εκφρασμένη παιδικότητα. Οι δυσκολίες, βέβαια, δεν θα πάψουν να ορθώνονται. Όμως οι «χρυσαφιές ανταύγειες» των αστεριών επίσης θα βρίσκουν τρόπο να τρυπώνουν ανάμεσα στα εμπόδια και να φωτίζουν τις οδούς διαφυγής απ’ το σκοτάδι.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΟΤΟΜΗΣ

Είναι η τέταρτη παρουσία της ποιήτριας στα γράμματα, μετά τις συλλογές «Κοιτούσα μέσ’ στο ποτήρι», 2009, «Εμαυτού», 2010, και «Το κάλλος και το τραύμα», εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012.
Η συλλογή περιέχει σαρανταένα ποιήματα, σε 64 σελίδες, κι έχει εκδοθεί το 2015, στη σειρά «λάλον ύδωρ», από τις εκδόσεις »Γκούτενμπεργκ – Τυπωθήτω».

Η Κυρ. Λυμπέρη εδώ, διαμορφώνει τη δική της ποιητική φόρμα. Η ποίηση της ανθρωποκεντρική, ανανεωτική, στοχαστική κι αλληγορική, εναλλάσσει τον εξωτερικό κόσμο των μοτίβων και των εικόνων, με τον εσώτερο – «ο λύκος που έγινε γλώσσα», «το κήτος», και «στην επικράτεια του βράχου».

Η αναζήτηση της ενότητας, και της αθωότητας του κόσμου, είναι το αίτημα στην ποιητική τής Κυρ. Λυμπέρη.

Η ποίηση της, είναι «κραταιός προφήτης μιας άλλης άνοιξης διαφορετικής», γράφει στο ποίημά της με τίτλο «γένοιτο».

Η Κυρ. Λυμπέρη «πετάει σχοινιά στους ορίζοντες», στο ποίημά της «η καρδιά του ποιητή», και τεχνουργεί αλλού, στο «επί των υδάτων», γράφοντας «ταγμένοι οι ποιμένες να αγρυπνούν και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων», και στη συνέχεια, το «φώς που ανταλλάχτηκε με συγγνώμη»- «στο μονοπάτι».

Η Κυριακή Λυμπέρη, ανήκει στις νέες ποιητικές φωνές της περιφέρειας.

Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά, «φρέαρ», «δέκατα», «μανιφέστο», και κριτικά της σημειώματα στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Τ. 21 ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Τέταρτη συλλογή. Διάχυτος, πλην όμως πειστικός, εύηχος λυρισμός. Φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος την παραδοσιακή ποίηση και όχι μόνον, ημεδαπή και μέρος της αλλοδαπής. Το ερωτικό στοιχείο δεν φωνασκεί. Παρέχεται έτσι κειμενικό έδαφος, ικανό και αναγκαίο, για την ανάπτυξη υλικού άλλου γένους. Διακρίνω την αλκή μιας εσωτερικής δύναμης, μιας ορμής προς τα εμπρός.
Παραπέμπω στους τελευταίους επτά στίχους του εισαγωγικού κομματιού με τίτλο «Με άγρια βότανα»: «Και αν ακούσεις ουρλιαχτό, / να με πονάς, αλλά μη ζητήσεις να επιστρέφω αμέσως, ώρες που / με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ. / Μα όταν βγαίνω από εκεί, / πόσα κομμάτια ουρανού μπορώ και θέλω να χαρίζω!». Δεν διστάζει να αναπτύξει θέματα που άπτονται της
κλασικής γραμματολογίας, όπως φέρ’ ειπείν συμβαίνει με την περίπτωση των ποιημάτων που τιτλοφορούνται «Ιώβ» και «Δόκτωρ Φάουστους» Κατάφαση στη ζωή χωρίς επιφυλάξεις. Δείγμα: «Είναι καιρός που έμαθα να περπατώ / στων ματιών σου την οικουμένη φιλέρημη, / ψαλμωδίες τρυφερές πουλιών στους άκμονες μουσική, / να επιμένεις στην αγάπη, να επιμένεις» Από τις πλέον αισιόδοξες γραφές των ημερών.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΟΤΟΜΗΣ

Μια άλλη άνοιξη διαφορετική

Μια νέα ποιητική συλλογή με τίτλο «Ζητήματα ύψους», της Κυριακής Λυμπέρη, κάνει την εμφάνισή της στις προθήκες των βιβλιοπωλείων τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη. Του Θανάση Τοτόμη.

Είναι η τέταρτη παρουσία της ποιήτριας στα γράμματα, μετά τις συλλογές «Κοιτούσα μέσ’ στο ποτήρι», 2009, «Εμαυτού», 2010, και «Το κάλλος και το τραύμα», εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012.
Η συλλογή περιέχει σαρανταένα ποιήματα, σε 64 σελίδες, κι έχει εκδοθεί το 2015, στη σειρά «λάλον ύδωρ», από τις εκδόσεις »Γκούτενμπεργκ – Τυπωθήτω».

Η Κυρ. Λυμπέρη εδώ, διαμορφώνει τη δική της ποιητική φόρμα. Η ποίηση της ανθρωποκεντρική, ανανεωτική, στοχαστική κι αλληγορική, εναλλάσσει τον εξωτερικό κόσμο των μοτίβων και των εικόνων, με τον εσώτερο – «ο λύκος που έγινε γλώσσα», «το κήτος», και «στην επικράτεια του βράχου».

Η αναζήτηση της ενότητας, και της αθωότητας του κόσμου, είναι το αίτημα στην ποιητική τής Κυρ. Λυμπέρη.

Η ποίηση της, είναι «κραταιός προφήτης μιας άλλης άνοιξης διαφορετικής», γράφει στο ποίημά της με τίτλο «γένοιτο».

Η Κυρ. Λυμπέρη «πετάει σχοινιά στους ορίζοντες», στο ποίημά της «η καρδιά του ποιητή», και τεχνουργεί αλλού, στο «επί των υδάτων», γράφοντας «ταγμένοι οι ποιμένες να αγρυπνούν και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων», και στη συνέχεια, το «φώς που ανταλλάχτηκε με συγγνώμη»- «στο μονοπάτι».

Η Κυριακή Λυμπέρη, ανήκει στις νέες ποιητικές φωνές της περιφέρειας.

Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά, «φρέαρ», «δέκατα», «μανιφέστο», και κριτικά της σημειώματα στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής.

http://tvxs.gr/news/biblio/mia-alli-anoiksi-diaforetiki-i-nea-poiitiki-syllogi-zitimata-ypsoys-tis-kyriakis-lymperi

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.