Ο Κωνσταντίνος Κομιανός γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά κατοικεί από τα παιδικά του χρόνια στην Κέρκυρα όπου και εργάζεται.
Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες, λογοτεχνικά περιοδικά
και στο διαδίκτυο. Συμμετέχει επίσης στη ποιητική ανθολογία «Pegaso Greco» – Poeti Greci contemporanei – Antologia sull’ arte poetica» (ISBN 978-88-99773-01-4) των εκδόσεων της Ομοσπονδίας Ιταλών Συγγραφέων FUIS [Federazione Unitaria Italiana Scrittori] που εκδόθηκε το 2018 στη Ρώμη
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Έκθετοι μονόλογοι, Γαβριηλίδης (2018)
Ποιητικές αφηγήσεις, Γαβριηλίδης (2015)
Μαχόμενος έρως, Γαβριηλίδης (2014)
ΣΗΜ. Και στις τρεις συλλογές εναλλάσσονται ολιγόστιχα με κυρίως ποιήματα. Τα ολιγόστιχα προλογίζουν το ποίημα και είναι συγγενικού νοηματικού περιεχομένου με αυτό.
ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)
Μια αντωνυμία υπομονής
διασπαθίστηκε στο καρνάγιο του θυμού
με τα σφυριά της δίψας κι έψαλε
τον ύμνο της διάβασης των αγνοουμένων
ΕΓΚΑΘΕΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
Διέφυγαν οι ευάλωτοι αναστεναγμοί
μιας μύχιας ελπίδας από το μουχλιασμένο
οικογενειακό κάδρο της απάθειας
και ισορρόπησαν στο άκρο
της πραγμάτωσης των επιθυμιών τους
Ταλαντεύτηκαν στιγμές
αναποφάσιστης ομηρίας στην αδράνεια
της αυτοδιάθεσης του αμέτοχου
συλλογιζόμενοι τις πιθανότητες
να χρεοκοπήσουν στο φαράγγι
της έλλειψης εξασφάλισης
Μα απομακρύνθηκαν
από τον κίνδυνο της απώλειας ισορροπίας
οπισθοχωρώντας μόλις ένα βήμα πίσω
από την ευλογία του ρίσκου
* * * * * * * *
Με κίβδηλο αέρα αναπνέω
τις νύχτες που με οικονόμησε η ζωή
ΠΑΓΙΑ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ
Παραισθησιόπληκτες συνήθειες
συνομολογούν στο τέλος μιας μουδιασμένης μέρας
τα ψευδή τους οράματα
Αντικρινός τοίχος της ενόρασής μου η αυταπάτη
Ζώντας σε μια υποφωτισμένη έρημο
στο άνευρο φως του είναι
βυθισμένος στην αδράνεια
μιας κούφιας νύχτας του υπάρχειν
το αιωρούμενο σώμα μου αναπαύεται
στην αμήχανη υποστήριξη της όασης
ενός καναπέ στο χρώμα της άμμου
Ανολοκλήρωτη ψευδαίσθηση αλήστου μνήμης
αναμνήσεων
Αύριο στην ίδια καθημερινή ρουτίνα
η κάμηλος ζωή μου θα διανύσει διψή
σαν δεύτερη φύση
και θα μετουσιωθεί την υποχρέωσή της
να διασχίσει τη μονοδιάστατη διαδρομή
σε ανυπαρξία όασης και παραισθήσεων
Και το καλοκαιρινό όνειρο, κακοκαιρία ζωής
* * * * * * * *
Αχαρτογράφητα τοπία
οι υλικοί δεσμοί
των ενάρετων επιθυμιών μου
ΑΣΤΙΚΗ ΕΡΗΜΟΣ
Άφησε το καραβάνι πίσω σου
κοίτα την καμήλα στα μάτια -ρώτα την
σε πάει εκεί που θες;
365 καθρέφτες δρόμος
για έναν χρόνο αμμοθύελλας αφρού
στην αδιέξοδη κολυμβήθρα
των ενήλικων βαφτίσεων
Εκτός κι αν εννοείς διέξοδο
το τράβηγμα της τάπας
* * * * * * * *
Ασθμαίνει η ψυχή μου
εμπρός στο βωμό
του ανώφελου δίκιου
ΑΥΓΗ
Εκεί που ο θάνατος συναντά
της φτώχειας το δάκρυ
Στου άμαχου ανθρώπου την παράδοση
στο μαστίγιο της αδιαφορίας
Στου ελπιδοφόρου ορίζοντα
τη μαύρη καταιγίδα
Στων σφαγμένων αμνών το ζεστό αίμα
Στην αμείλικτη δράση
του παράλογου θερισμού των ψυχών
Στην άδικη μοίρα της αιώνιας σύνθλιψης
θα εκρήξω την πιο ισχυρή μου ιαχή
και θα ταριχεύσω ακίνητο της ζωής τον ζόφο
* * * * * * * *
Φτερούγισα
αναστάσιμος
ΑΤΡΩΤΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Στον ορίζοντά μου
τόξο γκρίζο
τόξο λευκό
τόξο γαλάζιο
Κι’ εξακοντίζομαι μέσα του
Άνεμο δίχτυ
έμπνεης πτήσης
στην απελεύθερη διαφυγή
Στο χάραμα της προσμονής
Ψυχή μου αψηλοθώρητη
πέτα ψηλά
Στο χάραμα της προσδοκίας
Ψυχή μου ανεμοπέραστη
σήκω ψηλά
Και πιάσε ρεύμα!
* * * * * * * *
Η ιδεολογία επιτρέπει την απαλλαγή από τη σκέψη
παράλληλα δε βοηθά και την παραχάραξη
της πραγματικότητας
MANCUR OLSON
Ιδεολογία είναι η νάρκωση τον ατόμου
από την τοξίνη τον απόλυτου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
Στις ιδεολογίες ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο
της επιστήμης των ιδεών τους
Κ.Κ.
ΑΣΤΙΚΟΙ ΣΩΤΗΡΕΣ
στους αληθινά ελεύθερους
Περπάτησα στις τεμαχισμένες πολιτείες
της αντιπαράθεσης
αριστερών και δεξιών με όμοιες καρδιές
(έπειτα από έγκυρη νεκροψία)
Στους φαύλους διαδρόμους των πιστολέρο ιδεολόγων
πρόθυμων να φέρουν την ισότητα
και να μοιράσουν τ’ αγαθά
με το μαχαίρι της εκδίκησης και του ρεβανσισμού
Τερατώδεις ψυχές αλλοτριωμένες
απ’ το σκορβούτο της εξίσωσης που κουρεύει
το δικαίωμα των ελεύθερων επιλογών στη ζωή
Κουρδισμένοι τιμητές αξιών και προθέσεων
όμως αγνωστικιστές στην αριθμητική της ηθικής
Βρακιά μεγαλύτερο νούμερο από το σαρκίο
που εμπεριέχουν καθώς αντιαισθητικά
σαν παλιάτσοι ντυμένοι το παράλογο
Ξόανα πεταλωμένα φτιασιδωμένες
άναρθρες ατάκες διεκδίκησης του σπαταλημένου
Δίποδα ζωσμένα φυσίγγια λεχρής δυσπιστίας
στην ελεύθερη αναπνοή· επικυρίαρχοι ζηλωτές
σε λυτρωτές μεταμφιεσμένοι
«Ίσοι» πιο ίσοι από τους άλλους και «καθαροί»
πιο καθαροί από τους υπολοίπους
μετακινούμενα όρθια μνημεία μουχλιασμένης
πίστης σε ανωφελείς κοσμοθεωρίες
Και μέσα στον παραλογισμό τους η ζωή μου
πανάθεμά τους ναι, η ζωή μου!
μοναδικός κρουνός νερού αλήθειας
γεμάτος άλατα πια και σκουριές, να στάζει
* * * * * * * *
Χάλασμα έτσι
που την έκαμες
ζωή αφίλητη
να σ’ τη χαρίσω είναι
ΔΙΑΦΑΝΟ ΔΕΡΑΣ
Στο λαγούμι της ζωής φτυαρίζω
ώρες και μέρες
Κάθε φτυαριά
μερικά δράμια αυταπάτης έξω από το λάκκο
μερικούς πόντους εγγύτερος
στη σάρκα και τα οστά της ύπαρξής μου
σοδιάζοντας ό,τι έχω σπείρει
Και η ψυχή από ψηλά να κοιτάει
ίδια και απαράλλαχτη
Όπως την πρώτη μέρα που άρχισα να σκάβω
* * * * * * * *
Αρχάριοι ζωής
απόντες του θανάτου
καθόσον παρόντες του θυμού
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
Συγκρατώ το ολόγραμμα
του πολυδιάστατου οργανικού χώρου
που οριοθετεί τους μηχανισμούς της σκέψης μου
ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα
Έργο δυνάμει εύπλαστο
η έκβασή του πηλός που δεν ψήθηκε
αναστέλλεται δεχόμενο νουθεσίες
που μου αποσπούν την προσοχή
από μια εσωτερική ανησυχία
Ένα παρόν σαν μπουκάλα γκάζι·
κάποιος πρέπει να τ’ ανάψει για να λάμψει
Ένα μέλλον που όσο και να λάμψει
το σκοτάδι του θα περιμένει όπως πάντα
την πρώτη ευκαιρία
Μια φασαρία που υπάρχει εκεί
μόνο για να επιθυμώ πότε θα κάμψει
Μα όταν πεθάνω, θα ’χει μια ησυχία
* * * * * * * *
Στη ζωή δεν έχεις
μόνον είσαι
ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΗΤΡΟ
Ένα τραπέζι μήκος εμπρός μου
η απάθεια στο τέλος του γεύματος·
ανάγνωση μπράιγ του κενού
με αφή τις σκέψεις
Και πώς να γεμίσεις
την ανύπαρκτη πια πείνα με όρεξη
* * * * * * * *
Ανελέητα τα ελέη σου
μαστίγωσαν την έλλειψη ανοχής μου
στην απρόσκλητη ελεημοσύνη
ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ
Ευκρινώς παραλληλόγραμμες στο σχήμα
πλάκες, κομμάτια στη σειρά τοποθετημένα
με μια ομοιομορφία διάχρονη
Και είμαι στο κατόπι τους εποπτεύοντας στιγμές
Αυτή η ακαμψία τους η δομική πώς με διαολίζει
τη στιγμή που λυγίζω σαν κλαρί λεύκας στον άνεμο
Μια μετακίνηση αδύναμης θέλησης
όχι από ηθική αδυναμία αλλά σωματική καχεξία
Πώς ένα σώμα να σηκώσει τόσο ήθος
σφιγμένο σαν από τανάλια σε τσιμεντένιο καλούπι
οριοθετημένο από την ακατάσχετη φλυαρία
των περιορισμών μιας έκκεντρης μετακίνησης
Στην ακάνθινη γη πατούσαν ξυπόλητες οι προσμονές
πότιζε τη δίψα θειάφι – πυρομανούς ήλιου παρουσία
στου όζοντος το στρώμα απουσία – οδυνηρή
η έκθεση στην καθεστηκυία αντίληψή του·
ακρίδες μόλυναν την επιούσια αναπνοή
έραινε την τόλμη ιδρώτας κι ύστερα… έδυσαν κι’ οι πνοές
Και να η αντίθεση, θαυμάστε ένα ράκος
να περπατάει σε στιβαρό πεζοδρόμιο
* * * * * * * *
Έλαιος μυχός
στο νεύμα του ανθρώπου
το δόκιμον έλεος
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ
Κρεμάσου απ’ το λαιμό-σου
ακούμπα το κεφάλι-σου
στον ώμο-σου
Αφέσου με εγκατάλειψη
σε σίγουρα χέρια
Στηρίξου πάνω-σου
* * * * * * * *
Δεν θα κρατήσεις άνθρωπο
που δεν λυγάει η ψυχή του
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
Στις κορφές
αδιάλειπτα έναστρες
εκστατικά κοιτάζω
Κάλυψέ με στην απουσία μου
με δάχτυλα τρεμάμενα
κι εγώ θα σε ανταμείψω
με το φως τους
* * * * * * * *
Τα απόνερα βιαστικού
λεωφορείου μούσκεψαν
εμπρός μου δυο στάσεις
της έννοιας του απρόσμενου
ΚΛΙΜΑΚΑ BLUE
Είναι στιγμές που μια σειρά από νότες
τσακίζονται στη σειρά σαν μπάλες μπιλιάρδου
κι ενδιάμεσα προλαβαίνεις ν’ ακούσεις
το χτύπο της καρδιάς να βροντοφωνάζει απουσία
Ανεπιθύμητη αίγλη μοναξιάς
στην πασαρέλα του κλαμπ των ανένταχτων της ζωής·
τριγμοί στερημένης απόγνωσης – σποτ λίγων βατ
στου μισοφωτισμένου δωματίου την περιφραγμένη κυριαρχία
Κι ο αδαής πόθος γκελάρει
το δυσκολονόητο εύρος των επιθυμιών του
κόντρα στης κουρτίνας την απλωμένη αμηχανία
στο απογευματινό αεράκι των αναμνήσεων
* * * * * * * *
Στο φως και στον αιθέρα
χωρίς συλλογισμούς
ΟΡΙΣΤΙΚΟ
Το σκεφτόμουν καιρό κάμποσο
μα δεν ήταν η δυσκολία της σκέψης το πρόβλημα
αλλά η απόφαση της εφαρμογής της
Στο τέλος είπα να το δοκιμάσω·
να παραιτηθώ των επιθυμιών
για να με αποθυμήσουν οι απογοητεύσεις
* * * * * * * *
Στον κρότο τη σιγή
και το μεταξύ τους
απέραντο Είναι
ΛΟΓΟΥ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Τριβόλισμα περίγλωττο η άχνα της ζωής
μεγεθυσμένη επιθυμία· κι όταν εκφρασθεί
στου πεπερασμένου χρόνου την επενδυμένη έκφραση
οι λέξεις, σερπαντίνες γλαφυρές, ξετυλίγονται
να φθάσουν το νοηματικό ορίζοντα
* * * * * * * *
Πάλεψε η στάχτη με φωτιά
Που θέριευε στη πλάτη της
Και νίκησε στο τέλος
ΑΛΜΑ
Δίχως την προτροπή της βεβαιότητας
πνεύμα με τα γρανάζια της σκέψης σου νωθρά
να ασθμαίνουν στωικά το μαρασμό
των πειθαρχούντων ενοχών·
απαλοιφή μιας νιότης ύστερης
στου ανδριάντα της τον μπρούτζο
σκουριά στεφανωμένη
Έξι ζωές σπασμένες στη σειρά
κανείς να μην τις νοιάζεται θεός
αλύπητα που μαστιγώνει το λιοπύρι
στου νταμαριού την πέτρα, πύρινη ακτίνα
πουρνάρι μες στο καταχείμωνο
του δόλιου του σπουργίτη απαντοχή στη φθίση
Κι έρχεται η εβδόμη να το πεις
Πως είναι απίστευτο·
από το απόλυτο μηδέν να κινήσω άνοιξη
και από του λογισμού την απειλή
ούτε στεναχώρια να προκύπτει·
στων σπασμένων δακτύλων την ικεσία
ο κομπασμός της έμπνευσης ανάστατος
καθώς τα νερά ηχούν θριαμβικά
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ (2015)
Σπάζοντας το κέλυφος
καρπώθηκα στον πυρήνα
αυτοπραγμάτωση·
ένοικος στη σοδειά της
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ξενύχτησα τη θλίψη μου
στης απόγνωσης την ασπόνδυλη σάρκα
Μαβιά σύννεφα μ’ ακολούθησαν
να διασχίζω τις απόκρημνες πλαγιές
του ορίζοντα – έρημου
Οι ερινύες των αδιέξοδων επιλογών
με βασάνισαν γαντζωμένες
στην ανώφελη αναρρίχηση
της ύπαρξής μου – ασθμαίνουσας
Ξέμεινα από σηματοδότηση διάδρομου ζωής
Στην κορυφογραμμή
της εντέλειας απογοήτευσης
χθόνιοι κραδασμοί έσω κόσμου
προσομοίωσαν με χάσμα που υποχωρεί
την αόρατη ελπίδα μου
για επανένταξη στο υπαρκτό
Η νύχτα μου σε ψυχίατρου ντιβάνι συνεδρία
Μα στο σταμάτημα του χρόνου
εκεί που η μνήμη μουδιάζει σαν αρτηρία
πατημένη σε διάστροφη στάση,
στην κορύφωση της ατέλειωτης ενδελέχειας
ενός στερεώματος μαύρη τρύπα
το σκοτεινό τούνελ άρχισε ν’ αχνοφέγγει
Στης νύχτας τα κρόσσια
χρυσοποίκιλτες κλωστές
του ήλιου οι πρώτες ακτίνες
διεισδύουν στης ψυχής μου την υφή
* * * * * * * *
Στη μοναδιαία στιγμή
της επαπειλούμενης ήττας μου
βαπτίσθηκα – εκτρεπόμενος
από γηγενής σε γενναίος
ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Στο σημείο που τέμνει την επαφή
της φυσικής μου ύπαρξης
με τον φυσικό κόσμο, μια πτήση
-έχοντας τον οδηγό του βιολογικού οχήματος
πιο κοντά στ’ αστέρια απ’ τις οδηγίες
που έλαβα για τέτοια διαδρομή- εκκίνησα
Ειδήσεις απ’ τον έξω κόσμο
χωρίς ηλεκτρομαγνητικά κύματα-
τα περιστέρια βουβά χωρίς φακέλους
Οπτικής χοάνης διάσελο
η δίοδος πρόσληψης των πληροφοριών
πάγια άφηνε την πεποίθηση πως πορεύομαι
σε ψιμύθια επίστρωσης ονείρου
Να όμως που το ένα φτερό πληγώνεται
πιάνει να τρέμει, τραντάζει το πέταγμα
χωλαίνει στρεβλή η πτήση -το σφύριγμα του αέρα
ασυνήθιστο— γιακάς που ραπίζει
μεταμεσονύκτιο διαβάτη στο ξεροβόρι
Δεν γλιστράει ρευστά και ανεμπόδιστα ο κορμός
το σώμα υποφέρει της έμβιας πτήσης
καρδιά με ανεπάρκεια βαλβίδας
Προβλέπουν οι νοητικές διαδικασίες —
αισθάνονται το επερχόμενο τέλος
Και τότε από μηχανής θεός προβάλλει
το γερό φτερό με πιο μεγάλο τόνο να τεντώνει
το διαγώνιο σύνδεσμο που συνδέει
την άρθρωση με το πολύτιμο φορτίο
που μεταφέρει έννοιες
συναισθηματική νοημοσύνη
οντότητα γνώσης — διακαή πόθο
αυτή να μην είναι η τελευταία πτήση
σε παρανάλωμα πτώσης να μην τραπεί
ουσία που κάθε στιγμή δύναται
να μετασχηματιστεί σε υπερούσια
ανωτερότητας συγκρινόμενη
με τον άμαχο εαυτό
Κι απρόσμενα αποδίδει η υπέρβαση
Δεν χρειάζεται άνωσης προσπάθεια,
δύναμη φυσική η μετουσίωση·
ανέξοδης κίνησης γλίστρημα ανέμου
η πορεία της, στην αυτοδιάθετη διάσταση περνά
Και το μονόπτερο πέταγμα γίνεται στρόβιλος
που καίει αντιύλη προθέσεων
και μετατρέπεται σε ενσάρκωση εμπιστοσύνης
* * * * * * * *
Κατέβασμα roller coaster –
απηνής μιας ενδόμυχης θλίψης
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΩΣΜΩΣΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Στις πασαρέλες των μπαρ
σώματα διαθλώ μένα
στο μπλαζέ των γλαρών βλεμμάτων
βαδίζουν υπνωτισμένα
ανάμεσα στις άδηλες αναπνοές
των λάγνων ιδιοκτητών τους
αναζητώντας με συλλεκτικό οίστρο
την κεφαλή που τους ταιριάζει
Καθώς, νηφάλια και σε εγρήγορση,
η ιέρεια-γκαρσόνα
τρέχει με έκδηλη προθυμία
να σερβίρει το καλαμάκι
που θα ρουφηχτούν οι χαλκομανίες
των διηθημένων τους υπάρξεων
* * * * * * * *
Γύρισα τη φόδρα του παλτού
μου ανάποδα – κι είδα το μαύρο
βελουδένιο μου πουκάμισο
ν’ απομακρύνεται στη νύχτα
ΑΤΑΥΤΟΠΟΙΗΤΟΣ
Στο δωμάτιο η σιωπή
ήταν τόσο εκκωφαντική
που έμοιαζε με κενό ζωής
Τρόμαξε όταν αισθάνθηκε
την καρδιά του να χτυπάει
Τ ο φωτιστικό απ’ το ταβάνι
έστελνε διαγώνια δέσμη φωτός
Διέσχιζε από πάνω
μέχρι κάτω εμπρός του
τον άμεσο ορίζοντα που έβλεπε
και τον άφηνε στη σκιά
Το πρόσωπό του ανφάς
απέναντι στον καθρέφτη μια μάσκα
Προσπάθησε να του προσαρτήσει
ενσυναίσθηση
να του προσδώσει ζώσα ταυτότητα
Υπάρχω
Αισθάνομαι
Είμαι
Γνωρίζω
Κρίνω
Απαιτώ
Προσδοκώ
Ελπίζω
Τι… ποιος…
Οποιοσδήποτε
Θα μπορούσε
να είναι οποιοσδήποτε άλλος
στη θέση του
* * * * * * * *
Ένα όνειρο τσακίστηκε
με κρότο σε γκρίζα βραδιά
ξερό κλαρί πατημένο – μπότα
στο αειφόρο δάσος των επιθυμιών μου
ΚΕΝΗ ΣΚΕΨΗ
Και μια κουρτίνα
ρίχνει το κορμί της στο πάτωμα
στην αλλόκοτη σιγή
επίπεδων εικόνων ξαγρύπνια
-να ’μαι στη διάχυση-
ασήμαντος ήρωας των αναπνοών
Αδήλωτη συνέπεια
λάμπας εξοικονόμησης ενέργειας
* * * * * * * *
Αδιάφορες
με καθορίζουν οι ώρες
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Κι έτσι επέπλευσα
όχι μόνο στο νερό μα στη στεριά
ακόμα εκεί που τράνταζε το πιο πολύ
Λαθρεπιβάτης γαλαρίας βαθιά
στο ημίφως της ζωής, πιο δυνατούς
αισθάνθηκα τους σεισμούς
και τη μονοξείδωση στις αρτηρίες
που κυλά το αίμα εκεί κάτω·
εν καιρώ ειρήνης – άμαχο ψυχορράγημα
αθέατων πληγών – συνθήκη υποχώρησης
απ’ τα εδάφη της ευτυχίας
Υπόκωφος αχός ανάσας
σε μετάσταση ζωής
κι ανοιγόκλεισμα βλεφάρων
αδρό περίγραμμα σώματος
οπτασία νυχτερινή τώρα πια
με κρουστά τύμπανα κι ανάλαφρα πλήκτρα
ενδιαιτώ τη γύμνια
του άδειου μεταμεσονύκτιου δωματίου
ΧΙΜΑΙΡΟ ΕΡΜΑ
Σ’ αλαργινό βαπόρι απόψε θα μπαρκάρω
και τ’ αλγεινά μου όνειρα
θα τα φουντάρω – σε ταξιδιού σαλβάρι
ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ
Ενυπόθηκοι δανεισμοί στη διαπίδυση
από της καθημερινής μου ανίας
την τελματωμένη βουή
Αγοραίες εικόνες στα γκισέ
των όρθιων ενοράσεων-
ανήθικες παραπλανήσεις στων
ονείρων την αθώα συγκρότηση
Απαλλαγή ομηρίας στη μόνιμη
βλάβη των καίριων πληγμάτων
που ασκεί επάνω μου η πλάκα-
βακτηριδιακή, ανεκδοτολογική, τσιμεντένια
ή οποιοσδήποτε άλλης σύστασης
Περίγυρος βωμός στη σπλαχνικότητα
του ανέσπερου φωτός μου-
δανεικό τοτέμ οπιούχων ιριδισμών
διάχυση της άγουρης λατρείας
στην πίστη του καινοφανούς
Γόητρο αναξιολόγητων ηδονών
στο σακίδιο του άφατου μυστηρίου
μοιχός, έκκεντρος διάπλους
στους ωκεανούς του ασυνείδητου
με αλεξίπτωτο ελεύθερης πτώσης
Σκυταλοδρομίες λαχανιασμένων αναχωρήσεων
με άκυρες τις αλλαγές στις ξέπνοες αφίξεις-
αμάλγαμα χαλαρότητας – εναλλασσόμενης
με τον κόμπο στο στομάχι μιας τρικυμίας
Συναισθηματικοί και βιολογικοί κραδασμοί-
τραμπάλες ανένταχτων επιθυμιών
άνοδος και κάθοδος στις γλιστερές πίστες
της έμπαρκης λαχτάρας στα πλοία του θυμικού
* * * * * * * *
Αυλαίες διάφανες παράθυρα
άρμενα φύλλα
ευωδιάζουν κλαρίσια άνοιξη
ΑΝΟΙΞΗ
Μια πρωτόγνωρη καλημέρα
του ευχήθηκε η φύση
Οι ήχοι της ηρεμίας
κατώφλι νέου ξεκινήματος
Ευωδιές ανάστατες
ενσυναίσθητη παραζάλη οι εκπνοές
στον νοτισμένο από αρώματα αιθέρα
Το ξύλο που ακτινοβολεί
ουσία προσωπικότητας
αντίληψη επάρκειας να σε στυλώσει
στην ψυχή του σήμερα
κι αυτό το μπόλιασμα να γίνει
αγνάντεμα μέλλοντος άγιας αναγέννησης
Ερύθημα παιδικής αθωότητας
που αγνοεί τον ξεπεσμό
Όστρακο βούλησης να σφαλίσει τη χαρά
Ζωή χωρίς συναίσθηση ενοχής
σ’ αυτό το μονοπάτι της ελπίδας
βηματισμός με την ειρήνη στην καρδιά
Στης επικράτειάς του
τη λυτρωμένη άνοιξη
ν’ ανθίζουν πάντα οι μυγδαλιές
* * * * * * * *
Αηδόνια σίγησαν στον ήλιο
κι αναστήθηκαν αναριγώντας
οι χορδές της σιωπής -στ’ άκουσμα
του χαρίσματος— παλλόμενες
ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Στο ρομβοειδές σου σχήμα
τα χέρια δέονται
Τα δάχτυλα λυγούν απερίφραστα
Οι καρποί έσονται άγουροι
στον τόνο τους
Που δεν άνοιξες ακόμα κουκουνάρι
* * * * * * * *
Ανταύγειες ζωής φωτεινές
στο πέραν του ορίζοντα
λαμπρύνουν, έπακρον το μύθευμα
και τη στιγμή ζώσα
ΝΑ ΞΕΔΙΨΑΓΕΣ ΨΥΧΗ
Το δικαίωμά του αναφαίρετο στηρίζει
για συγκατάνευση ο άνθρωπος -με της
ζωής την πυρωμένη ατμομηχανή τη μάχη-
στης φύσης τη συμμαχία, καθώς και το
αυθόρμητό της προσηνές πλησίασμα
Τη δύστοκη βεβαιότητα ν’ ακουμπήσει
εκεί επιθυμεί της συνέχισης του ταξιδιού
μ’ επισφαλή προορισμό όπως αυτό
στο άγνωστο μέλλον μονοπάτι
Το σώμα σε βάθος απομυζάει αγαλλίαση
μ’ όλους τους πόρους της ύπαρξής του
σαν διψασμένος άγριων καρπών τους χυμούς
μετά από άνυδρη πορεία στη στέπα
Κι όμως πόσες φορές, κι ενώ μπορεί
να κοιτάει σε μια θάλασσα τόσο πρόσχαρη
και γαληνεμένη -και πόσο συμπονετική
για την ψυχή μια σκιά- μια ξέρα, έρχεται
να ξεδιψάσει απ’ το υγρό τοπίο των ματιών του
Είναι αυτή η κλέφτρα δροσιάς θαρρώ εκείνες
τις στιγμές, σαν την άπιστη ηχώ της ευτυχίας·
που την υγρόπεμπτη χαρά ν’ αρπάξει απ’
τα βρεγμένα μαλλιά της θέλει – να τη
στεγνώσει στο καύκαλο της αιώνιας πυροστιάς
* * * * * * * *
Διελεύσαμε απαρηγόρητοι και διψώντες
το πραιτόριο των ευφημισμών
ΕΠΩΔΟΣ
Κοίταξα σε ορίζοντες φωτός
και πλατινένια φεγγάρια
που μου υποσχέθηκαν καλειδοσκοπική
ευτυχία — αλλά με πούλησαν στην αναμονή
της εκπλήρωσης του θαυμαστού
Απώλεσα άμπωτες ανόθευτης ευγένειας
αναμένοντας θρασύδειλες παλίρροιες
και κύματα βιαστικών αναδρομών
στα θολά νερά τους που πνίγηκε η αθωότητά μου
Άντεξα την ραπισμένη γεύση
του λυγμού της μετάνοιας
στην εναγώνια πάλη μου ν’ αναπαυθώ
απ’ την επανάληψη των δοκιμασιών
Δοκίμασα την έντεχνη προσπάθεια
να διατίθεμαι βορά
στης κίβδηλης πρόθεσης την αγυρτεία
έχοντας σαν ελπίδα να υπερβώ
την πραγματικότητα του προβλέψιμου
Στη στασιμότητα του ενεργού χρόνου όμως
θάμπωσα το συναισθηματικό μου Μέλος
Γύρεψα Μελωδία να μειδιά
στων αναγκών μου τους εκβιασμούς
και να τραγουδά στης υλικής μου υπόστασης
την Τραγωδία
Με τραγική όμως συνέπεια κι αξιοθαύμαστη
συνέχεια, η φάλτσα Χορωδός ζωή
διένυσε με κύκλους χορού και λεπτόηχες κορόνες
το χρονικό εύρος του βίου μου
* * * * * * * *
Αδιάβατα τα κύματα
άφησαν πίκρες στη στεριά-
Ναυσίθοος πορεία
έστερξε την ευγνωμοσύνη μου
ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
(Κέρκυρα)
Οι σκέψεις μου δίκλωνος ειρμός
υγρού και γήινου στοιχείου ίπτανται
εφαλτήριες -άλματα αχνών αναμνήσεων
όταν οι νότες- ουράνια συμφωνία
φυσούν ως ρεύματα αέρος
π’ αγκαλιάζουν οίκους θαλπωρής
Στο καθιστικό τους των ανθρώπων αγωνίες
ευφραίνονται φορές
με γλυκό του κουταλιού και λικέρ πορτοκαλάκι
σερβιρισμένη μετάγγιση καλλιέπειας·
κι άλλες πάλι πλέουν μελαγχολικές
στην ένδεια του λόγου και το περίσσεμα σιωπής
λιμνάζουσα βαρυθυμία
Κι η πόλη όρθια φορώντας ως το γόνατο
κάτω απ’ την πολύχρωμη φορεσιά της
γκρίζα στιβάλια, στεκόμενη μειλίχια
με ακλόνητη πειθώ στο adagio της δομής της
υποδέχεται ευρύκορμα πλήθη μικροκυματισμών
ακροστιχώς συνωστισμένων, που λάμνουν
πνιγμένους ψιθύρους θαυμασμού
επίτιμης προσέγγισης σ’ ένα ζωντανό θρύλο
φέροντα τη σφραγίδα της ευραίωνης γοητείας
* * * * * * * *
Έφθινε το γκάζι
της εντροπής αναζήτησης
διαθλώμενο – κι η λήθη
προχώρησε την ευταξία της
στην πρόκα του υπήνεμου όρμου
ΑΝΑΛΑΜΠΗ
Υδράργυρο με τεμπέλικο ρυθμό
θαρρείς της αβαρίας του το βρέφος κουναρούσε
κυμάτιζε το νερό κάτω
απ’ τη σκούρα κουβέρτα τ’ ουρανού
Μες στ’ ομιχλώδες πρωινό
έμοιαζε η αχνή εξάτμισή του με δαδί
που είχε απ’ ώρα μισοσβήσει –
μα σαν να ’χε μετανιώσει
ουράνιος Αμοργινός απνεϊστής
στην υποξία του ανάδυση –
μια ανάσα του ν’ αρπάξει περιμένει
Με μια εκτίναξη της φλόγας του
ξανά τον κόσμο να φωτίσει
στην καταχνιά να λάμψει
και να ξαναλαμπρύνει το πνεύμα π’ αναμένει
ΤΙΜΑΛΦΗΣ ΕΙΚΟΝΑ
(Πανσέληνος)
Στρογγυλός δίσκος
στ’ ουρανού τη θαλάμη
ακινητεί τ’ ασήμι της εικασίας
ΕΚΛΑΜΠΡΗ ΓΗ
Στην καλδέρα του φωτός
το μάγμα δεν καίει
δροσίζει την καυτή ματιά
με τον κυμάτισμά του
Αγόμενα τα στοιχεία του νερού
πτητικά ως πνεύμα
συνέρχονται να προσφωνήσουν
στο φάος της ψυχής
Ελλάδα του πελάγου και του ήλιου
ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΡΩΣ (2014)
Μοιάζει τον περισσότερο καιρό
η ζωή με μια ταινία, τα καλύτερα
λόγια σου είχαν πει γι ’ αυτήν μα
σαν πήγες στον κινηματογράφο
να τη δεις, με το δικό σου ρόλο
στη ζωή ήσουν πιασμένος τόσο
που έχασες το έργο
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
Άκουσα τη φωνή μου
στόμιο πνευστού
στη διακύμανση της μελωδίας
να εκπέμπει αρμονικές συχνότητες
σε μια αιώρηση ακολουθίας
χωρίς τη συγκατάθεση της θέλησής μου
γλιστρώντας σε γιγαντιαίο κύμα
κατάβασης πελάγους
με το στομάχι κόμπο
ανίκανος την εκ βαθέως
εποφθαλμιούσα της παράδοσής μου
δύναμη, να ελέγξω
κι ανοίχτηκα σε ωκεάνιες αισθήσεις
επιθυμιών, κυματιστών
χρωματικών διαβαθμίσεων
μιας ανεξέλεγκτης παρόρμησης
να γίνω ναυαγός σε πυροδοτημένη ξέρα
να κατακτήσω
μια ευπροσήγορη συλφίδα
που στην έκπνοη ανάδυσή της
απ’ το υγρό συναίσθημα
με δόνησε στη συχνότητα
ενός διαπασών
* * * * * * * *
Διαίρεσε το μπουκέτο μιας αγκαλιάς
σε πέντε μάτσα ακόρντα
και βάλε δυο ολόφρεσκες
ανάσες μέντας στην καρδιά σου
ΕΝΟΡΑΣΗ
Διαβλέποντας
την ωφελιμότητα
από την επικαρπία
της αστρογέννεσης
στον ορίζοντα
των ματιών σου
εξέπνευσα αχλή
για να προσλάβω
τα νοήματα
με χρονοκαθυστέρηση
και πασπαλισμένα
με ζάχαρη… άχνη
* * * * * * * *
Πλάγιασε στη ζέστη του κορμιού
ένα καλοκαίρι πάθος
ΕΜΒΑΘΥΝΩ
Μου πήρε μια αιωνιότητα
να διανύσω την απόσταση απ’ τα υγρά σου χείλη
μέχρι την κοχλάζουσα φύση σου
Στο ενδιάμεσο συνάντησα
ένα χείμαρρο κρυφών πηγών
κατέβηκα λόφους τέτοιας υφής
που μ’ εξασφάλιζαν από ατύχημα πτώσης
διέτρεξα σπλάχνα πού μέσα τους κρύβουν
τους μηχανισμούς διαιώνισης της ζωής
κι όταν κατέληξα στο κοχλάζον
ηφαίστειό σου, δροσιά και σαγήνη
με περιέλουσε αντί για καύσωνας
Έτσι δρέψαμε κι οι δυο τους καρπούς
της επικονίασης των ειδών
Σχεδόν ξεγελάστηκα πως είχα διατρέξει
την υδρόγειο του κύκλου της ζωής
όταν διαπίστωσα πως κάτω απ’ το
υαλουρονικό οξύ της επιδερμίδας σου
κρύβεται άλλη μια εναργής αιωνιότητα
υπέρβασης των ορίων
της αντιληπτότητας των αισθήσεων
Αναβαπτίσθηκα, μάρτυς διοράσεων
* * * * * * * *
Αδιάλειπτες οι μνήμες
πανωφόρι υπεκφυγών
στην ανατριχιασμένη
επιδερμίδα σου
ΕΜΦΡΑΓΜΑ
Αγχωτική η προσμονή διαδικασίας
ενέχυρης στην άμπωτη των αισθημάτων
κρώζει- χασμωδία πολυφωνική
απεγνωσμένων ρήξεων με την έγκυο αναμονή
μιας διατρητής εμπιστοσύνης
που πλειοδότησε σε προσδοκία
και αναμονή παρόρμησης
εμπνευσμένης από αθωότητα
και προσμονή – κι αν δεν ευτύχησε
να μεταφέρει το μήνυμα στον αποδέκτη
του διαδικαστικού εγχειρήματος εξελισσόμενη σε φάση
υπότασης των αρτηριών
με τη δικαιολογία και την πιθανολογούμενη παραδοχή
πως η αυξανόμενη πίεση
οδηγεί σε συμφόρηση πάθους.
* * * * * * * *
Ενεδύθην σχολή μεταγωγέως
εκτελών μυσταγωγία
εν εγρηγόρσει αισθημάτων
ΟΜΟΡΟΣ ΓΟΗΤΕΙΑ
Εν κόμη ξέπλεκη
κόρης χρυσόμαλλης
σύμπλοκα γοητευτικής
έπλεξα εγκώμιο
Περίπλοκα εκφραστικό
τα μάλα, χρυσόπλεκτο
* * * * * * * *
Αυλάκωσε
η ψυχή της γης
με μια του αέρα νότα
ΓΙΓΝΩΣΚΩ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Σταγόνες ενδιάστατες ζωής
στον ορίζοντα
σταλάζουν στης αφής σου το χάραμα
όπου γη και ύδωρ σώματος
κι αναπνοής την άχνη, ένθεν
έσπευσε να ορίσει ο άνεμος
της ειρωνείας μου τον όρκο στον νόστο της σιωπής
τ’ αγγέλιασμα, της Οριάνθης θρήνος
Σε ύλη διιστάμενος ο πόθος
από μακριά π’ ανέμιζε
το συνειρμό μαντίλι
της έωλης μα ευφρόσυνής μου λησμονιάς
καρπίσθηκε
των ζώντων στεναγμών την επικράτεια
Κι ασυνεπής στην πίστη μου
κράτησα στην ανάσα της
δυο αναφιλητών αντάμωμα
ζητώντας εκείνου του φιλεύσπλαχνου
βοσκού τη βλοσυρή φλογέρα
να μου θυμίζει πώς θα σπαράξω την αυγή
πληρώνοντας το τίμημα
* * * * * * * *
Άσε της μνήμης
σύμφυτες εικόνες
να διαβαίνουν
ΕΡΗΜΟΣ ΨΥΧΗ
Σαν εκκωφαντική κλαγγή μετάλλων
που συγκρούονται
Σαν αισθήματα
ραντισμένα με θειάφι
Σαν ανάγκη που ξεφωνίζει
από έλλειψη
Σαν ικμάδα φωτός
που σκιάζεται από απαγόρευση
Σαν διάσταση βάθους
που συμπιέζεται
Σαν αμόνι καυτό
που δέχεται κρύο νερό
Σαν σπίτι χωρίς παράθυρα
μες στο καταχείμωνο
Σαν προσάναμμα ζωής
που δεν ανάβει
Σαν ήλιος
που έδυσε στην ανατολή του
Σαν γυμνή πορεία
μες στο ξεροβόρι
Σαν πλήγμα
στο μυχό του υπάρχω
η προδοσία της υπόσχεσής σου
* * * * * * * *
Εκτροχιασμένα διαστημόπλοια μνήμης
έψαχναν τα ίχνη του λαμπερού σου χαμόγελου
ΥΣΤΑΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ
Στην ακινησία του πρωινού με αναγωγές προσδοκίες
ειλικρινείς διαβαίνουν οι προθέσεις
Ευθυτενής ενατένιση του επιθυμητού χωρίς αναστολές-
θάλασσα ανταριασμένη πέντε βήματα στο κύμα
η ανωφελής εγρήγορση των αφρών
επιπλέοντος εγωισμού, εκεί
ακροπόταμος εκβολή θεάται το πλάτος
Πλησιάστε λοιπόν νερά αυθορμήτως
στο εμφανώς παράλογο σκηνικό
της καταπιεσμένης μου επιθυμίας
ασύμμετρες προσβολές υπαιτιότητας
Και να ’σουν μονάχη σου εδώ
καβάλα στη μαινόμενη, να σε σώσω
στου ηρωισμού μου το ακροκένταυρο τόλμημα
Εξασφαλισμένη μου διάσωση
εξασφαλισμένη μου σωτηρία ψυχής
* * * * * * * *
Οι φλέβες μου
λεωφόροι
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ
Κτίρια, άνθρωποι, ζωές — ατμίζουν επιθυμίες
και τ’ ατσάλι στηρίζει τον όρθιο κοπετό
που ασθμαίνει την αγάπη
στη δυσκολία της να μετράς πνοές
και να φυτρώνεις αψύς στις λεωφόρους
σαν τις λειχήνες της ερήμου
οι πόθοι σου ακράτητη ροή
ελεύθεροι να διαβρώνουν της ασφάλτου
την έρμαιη συνοχή — λακκούβες
που απομυζούν την όμβρια δίψα της ζωής
στο γέρμα του καυτού ήλιου
* * * * * * * *
Αιμάτινες ψηφίδες κορεσμένων δύσεων
διάβηκαν τον παράφορο ουρανό μου
ΣΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΤΟ ΡΗΓΜΑ
Τη θάλασσα ζωγράφιζα κι έβαλα τον παφλασμό της
να φιλά στ’ ακρογιαλιού τη χρυσόμεικτη άμμο
Και σαν ν’ άκουσα το φλοίσβο της τον ομιλητικό
στην παράκτια γραμμή κει κάτω να δακρύζει
ήχους υγρούς που γύρευαν λέει το ζωγράφο
να του πουν μην πάει κι αφήσει το έργο του στη μέση
Όχι τώρα για όνομα Θεού
π’ άρχισε του άνεμου έρωτα το κύμα ν’ ανταριάζει!
* * * * * * * *
Σε συνάντησα στ’ ανεμοδαρμένα ύψη
μ’ άγγιξες στους παφλασμούς των κυμάτων
γείραμε μαζί στα ροδιά ηλιοβασιλέματα-
μα θαμπώθηκα τόσο απ’ τη λάμψη σου
που ταυτίστηκα με την ψυχή σου
ΑΝΤΙΟ
Θέλω να σου μιλήσω
για την αγάπη
που φεύγει, έφυγε
σαν άμμος
σ’ αναποδογυρισμένη
κλεψύδρα
Απ’ τη γεμάτη πλευρά
στην άδεια
ένα φινάλε σονάτας
σ’ ενάρετο σεληνόφως
Εκείνη την άνοιξη
τη βρήκαμε στην ακτή
του νέου μας κόσμου
κι έπειτα
την περπατήσαμε
απ’ το χέρι
σαν μικρό παιδί
σ’ όλες τις ηλιόλουστες
ακρογιαλιές το καλοκαίρι
που τα βέλη του έρωτα
θρόιζαν άφαντα
σε απάνεμο ουρανό
Κι ήταν τόσο χαρούμενο
εκείνο το παιδί
όπως κανείς μεγάλος
ποτέ
δε θα μπορέσει να ’ναι
Ο χρόνος είχε σταματήσει
κι αντί για κόκκους άμμου
η κλεψύδρα έρεε
ευαισθησία και ρομαντισμό
κατανόηση κι ανταμοιβή
Κι όλα καμπύλωναν νωχελικά
καθώς ορίζοντας
ανοιχτής θάλασσας τη δύση
Μα ύστερα ήρθε το φθινόπωρο
Και την αφήσαμε εκεί
στην αλατισμένη άμμο
σαν κοχύλι
που το κέλυφός του
λιώνει από μοναξιά
* * * * * * * *
Ζωής χιονοσκέπαστες ανάσες·
τα κορφινά τους ίχνη
απαρνιέμαι στην αφή σου
ΕΝΩΣΗ
Μια πόρτα ανοίγει
Τρίζοντας
Ένας επισκέπτης της βροχής
Κι ένα διά-κενο
γεμίζει
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ
fractalart.gr/9/1/2019
[Ένα μέλλον που όσο και να λάμψει
το σκοτάδι του θα περιμένει όπως πάντα
την πρώτη ευκαιρία]
Αγαπητέ φίλε κύριε Κωνσταντίνε Κομιανέ καλημέρα. Μόλις ολοκληρώθηκε η μετακόμιση της βιβλιοθήκης μου. Με πολύ χαρά σας ενημερώνω πως βρήκα τη συλλογής σας με την ευγενική αφιέρωση που είχα χάσει τόσο καιρό. Ήταν καταχωνιασμένη άγνωστο πως στο τελευταίο μεγάλο κιβώτιο της μεταφοράς με τις συγκεντρωτικές εκδόσεις νεώτερων και πολύ νεότερων ποιητών όπως των Σεφέρη, Λειβαδίτη, Ρίτσου, Δημουλά, Ελύτη, Τσιρόπουλου, Καρέλλη, Ρουκ, Γώγου, Γκανά, Μέσκου, Μαρκόπουλου, Καρούζου, Χατζηλαζάρου, Σαχτούρη, Σινόπουλου, Βαρβέρη, Χρονά, Ριζάκη, Σιώτη, Θεοχάρη, κοκ. Γεμάτο μέχρι τα χείλια. Αναφέρομαι λεπτομερώς στο περιεχόμενο για να δικαιολογηθώ κι όχι για να καμαρώσω. Ασήκωτο κιβώτιο ή μια βαρύτατη διαθήκη. Κρύβονταν κάτω- κάτω λες από σεμνότητα κι αιδημοσύνη. Καλό σημάδι για τούτο το «χαμένο» βιβλίο που ρεζίλεψε την οργανωτική μου δεινότητα, μονολόγησα, και σκέφθηκα πως πρέπει να το ξεψαχνίσω πριν μου δραπετεύσει πάλι. « Έκθετοι μονόλογοι» λοιπόν, που αφαιρώντας και παραφράζοντας δεν μιλούν απλά, φωνάζουν: «Κι΄ ας συνυπολογίσουμε ότι ζούμε!». Ποιητική ζωντανή, με ψυχή πάλλουσα. Εικόνες και έννοιες σε αστραπιαία κίνηση. Οπτική φουτούρας. Δηλαδή ο ποιητής Κομιανός τολμάει, και η ευθύνη δική του, και το καλό σάστισμα δικό μας, καθώς αρχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια μιας γραφής που σπαρταράει στο ορμητικό χάος της… «Να την αδράξω το λοιπόν με ασυγκράτητη ορμή/ και βουλιμία φθονερή, τροφική δηλητηρίαση/που σάρωσε τις λεωφόρου των εντέρων μου / και καθάρισε τα ρείθρα των πεζοδρομίων/ ορμητικός χείμαρρος στους σφιχτούς κανόνες/των πεπερασμένων ορίων της λιτής μου ανυπακοής/ξεγλιστρώντας αέναα σαν νιφάδα αποστείρωσης/ χιόνι λεύκανσης του βόρβορου κόσμου/ που προέκυψε από της αυθάδους απρέπειας/την άλογη και ανισόρροπη σπορά/ώσπου να ξεπλύνω της αδράνειας τη σήψη / Κι ας συνυπολογίσουμε ότι ζω!».
Ποιητική με ολωσδιόλου ιδιαίτερο χαρακτήρα στην μορφή και το περιεχόμενο που αγκαλιάζει τις εμπειρίες του αναγνώστη. Εντάξει του καλού, του επίμονου αναγνώστη, που τον ενδιαφέρει το κάτι νέο εντός της αναπόφευκτης επανάληψης: ο «έφηβος» ορίζοντας. Δύναμη και ανθρωπιά στις έννοιες, ένταση στις λέξεις, καθώς αυτές παρατάσσονται με πειθαρχία. Πειθαρχία ως κατάσταση θεμιτή εδώ γύρω διότι νεανική υπερβολή και μένος λοξής φάλαγγας παραμονεύουν και συχνά εκδηλώνονται. Υψηλόφρων συναίσθημα τούτες οι τάσεις διότι οι στραβοτιμονιές, αφού δεν καταλήγουν σε ανεξέλεγκτο ολίσθημα, οδηγούν στον καλό στόχο. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το σύγχρονο και το καλό ετούτης της έκφρασης παρά τον διάχυτο λυρισμό στα όρια ενός φορμαλισμού. Αλλά εδώ συμβαίνει μια χρήση φορμαλισμού σε ασφαλές και διακριτικό επίπεδο κάτι σαν δυνατό άρωμα Παρνασσού και όχι μάζα απορριμμάτων. Δηλαδή στοιχείο που αφομοιώνεται στα νοήματα και γίνεται αποδεκτό ως γεννήτρια ύφους σε μια εποχή που νομίζει ότι της πηγαίνει πιότερο η Αφαίρεση. Αλλά τι σημαίνει Αφαίρεση; Και καταρχήν εδώ μέσα υπάρχει αφαίρεση; Ναι υπάρχει και ουσιαστική μάλιστα. Διότι αφαίρεση δεν σημαίνει απλά λιγότερες λέξεις αλλά κυρίως συμπύκνωση ιδεών. Στύψιμο ουρανού και γης σ΄ ένα μοναδικό πλανήτη από νερά που ρέουν. Χειμαρρώδης λόγος, συχνά ελλειπτικός μέχρι παραποίησης του θανάτου να δείχνει κυρίως γεύμα ζωής… «Μέσα από τη σιωπή / ξεπρόβαλαν κροταλίζοντας / ακούσια παραγόμενοι / ήχοι μέλλοντος διαθλώμενοι / καθώς απαύγαζαν μήνυμα / που ασφυκτιούσε στο παρελθόν του». Και βέβαια η ευθύνη μοιράζεται. Βαριά κληρονομιά, αναπόφευκτη, πως η γνώση, ως διαδικασία συνεχούς επίγνωσης, πλησιάζει το θείο. «Και ας μην επιδικάζουμε / εις τον φέροντα την ψυχή / το βάρος των πληγών της», συμπληρώνει η προφυλακή του επόμενου ποιήματος, -ΛΟΓΟΣ ΨΥΧΗΣ- . Όσο και να προσπαθεί ο ποιητής να ξεχωρίσει με απόλυτο τρόπο τα ποιήματα η συλλογή αυτόματα αποκτά ενιαίο χαρακτήρα. Ή μήπως με το εύρημα της στροφής – προφυλακή ο ποιητής να θέλει να τονίσει αυτή ακριβώς την αναδυόμενη συνέχεια όπου ως αλυσοδεμένες μονάδες βαδίζουν τα ποιήματα μέχρι την τελευταία σελίδα; Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο εδώ είναι ο Θριαμβικός λόγος που δεν παραληρεί αλλά με σαφήνεια απλώνει την αλήθεια της ύπαρξης. Μια αλήθεια κατακτημένη βήμα-βήμα. Βηματισμός πεπρωμένου οι δυνάμεις εντός των οποίων μας περιόρισε το σύμπαν ως ελεύθερους με τούτο τον τρόπο: μέχρις εδώ και μη παρέκει· ως εν υποχρεωτική αποδοχή πειθόμενοι· ως εν πίστη τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Έτσι κεντά τις λευκές σελίδες ο ρυθμός του Κομιανού. Χειροτεχνία με διαδρομές όπου εμπόδια εκφραστικά υψώνονται από τον ποιητή με τρόπο ώστε να φτάσουμε με ακονισμένη τη σκέψη στην ολοκλήρωση μιας αντίληψης , συχνά ασθμαίνοντας. Αλλά τούτη η κούραση αντί να εξουθενώνει, στηρίζει και υποστηρίζει, γυμνάζει θα έλεγα την θέληση του καλού αναγνώστη. Άλλωστε η ποίηση, αν δεν θέλει να διασωθεί μόνο ως κοινοτοπία ή συρμός παρηγορητικού και ερωτικού λόγου, αυτή πρέπει να είναι η κατεύθυνση… «Τριβόλισμα περίγλωττο η άχνα της ζωής / μεγεθυμένη επιθυμία· κι όταν εκφραστεί / στου πεπερασμένου χρόνου την επενδυμένη έκφραση / οι λέξεις, σερπαντίνες γλαφυρές, ξετυλίγονται / να φθάσουν το νοηματικό ορίζοντα». Και στην επόμενη σελίδα να φαντάζει σαν ιντερμέτζο η προφυλακή του επερχόμενου ποιήματος, «Στην διαδρομή της ολοκλήρωσης μου/ σημείο αναφοράς δεν υπάρχει / Ορίζεται μόνο από την αντίληψη / της διαρκούς πληρότητας», δηλαδή, λίγο πριν το κυρίως επόμενο σώμα καταλήξει στην Μεταφορά με την εξαιρετική σε απλότητα και αφαίρεση ακροτελεύτια στροφή , «και πιάνω να δουλεύω / του μέλλοντος μου το υφαντό». Οι έννοιες εδώ, καθώς διαπραγματεύονται με την ανάγκη κατανοώντας την αιτία, καταλήγουν ουσία της ύπαρξης, θεμέλιο της ύπαρξης. Καταλήγουν ύμνος στην Αποδοχή. Και η Αποδοχή οδηγεί στην κατανόηση άρα στη Συνέχεια. Η ποίηση μόνο έτσι ακουμπά τον τελικό στόχο της, το υπέρτατο καθήκον της, την κατανόηση της Συνέχειας μέσω της Συντριβής. Μοναδική αδυναμία , (συμπαθής και κατανοητή αδυναμία), κατά την άποψη μου βέβαια πάντα, είναι οι αλλεπάλληλες και εν σειρά Γενικές που θα μπορούσαν να μειωθούν ώστε να αφαιρεθεί το περιττό βάρος, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Ένα πρόβλημα οικονομίας και καθαρής τεχνικής κυρίως, όπως επίσης η συγκέντρωση σε ορισμένα σημεία περισσότερων Επιθέτων και Ουσιαστικών κραυγής από ότι θα έπρεπε ή που αντέχουν οι έννοιες «καρτερία» και «αισθητική» στην ποίηση. Αλλά τίποτε δεν είναι ακριβώς «κακό» εδώ. Και όλα τα είδη παρατηρήσεων είναι λεπτομέρειες εμπρός στον ιδιαίτερο και άκρως ενδιαφέροντα προσωπικό χαρακτήρα, στο ιδιαίτερο άρωμα εντέλει της ποιητικής του Κωνσταντίνου Κομιανού. Και πως δηλαδή μπορείς να βροντοφωνάξεις κατάμουτρα την αλήθεια και την ελπίδα σου στην ποικιλοτρόπως συγκεκαλυμμένη υποκρισία μιας γενικευμένης γραφειοκρατίας αν όχι με τους στίχους: «Τερατώδεις ψυχές αλλοτριωμένες απ΄ το σκορβούτο της εξίσωσης που κουρεύει το δικαίωμα των ελευθέρων επιλογών στη ζωή». Και άλλου, «Στους φαύλους διαδρόμους των πιστολέρο ιδεολόγων πρόθυμων να φέρουν την ισότητα και να μοιράσουν τα αγαθά με το μαχαίρι της εκδίκησης και του ρεβανσισμού». Στροφές στο ίδιο παγκόσμιας αξίας και αναφοράς ποίημα, που μπορεί να είναι ή να φαίνονται πληθωρικές στην έκφραση, αλλά και πως δηλαδή να μετατρέψεις την οδύνη σου σε ξεκάθαρο μήνυμα κατά της παράνοιας εν πολλοίς ελεγχόμενης και κατευθυνόμενης .
Την συνέχεια εδώ την αναλαμβάνει η στροφή – προφυλακή του επόμενου ποιήματος. Όπου μπορεί να ζωγραφίζει ολότελα διαφορετικά , ωστόσο ενισχύει-προστατεύει και το προηγούμενο ποίημα ταυτόχρονα ως ουραγός με τα χρώματα που προσφέρει η πολύτιμη εμπειρία-συντριβή του ποιητή: «Μαραθήκαμε στην αναμονή για καλύτερες μέρες / Μονάχα να ΄τανε η πλάνη της μνήμης ουραγός». Εδώ τρεις λέξεις, μαραθήκαμε- αναμονή-ουραγός, διάγουν συγχρόνως σε μόνωση και συνεργασία, ορίζοντας την αποδοχή και την έκκληση. Μια έκκληση-ευχή ως ουμανιστικός ρυθμός. Σκηνοθετεί και σκηνογραφεί ο ποιητής Κομιανός. Θα πρέπει να προσθέσω στα προτερήματα της συλλογής τα εξαιρετικά και σύνθετα ελληνικά με τρόπο που ίσως κουράσει κάποιους αλλά μάλλον δημιουργεί επίγευση ικανοποίησης και ελπίδες για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας . Στο επικίνδυνα εχθρικό και απαιτητικό περιβάλλον της εποχής μας τέτοιες προσπάθειες πρέπει να προβάλλονται. Και δεν είναι τυχαίο που το καλό περιοδικό «τό κοράλλι», τεύχος 17-18, αφιέρωσε 3 σελίδες στην ποιητική του Κωνσταντίνου Κομιανού. Εδώ θα βρει ο καλός αναγνώστης και όχι μόνον, 5 εξαιρετικά ανέκδοτα ποιήματα που προσθέτουν κάτι παραπάνω στη δυναμική του ποιητή και επιπλέον η οικονομία σε Γενικές και Επίθετα έχει παίξει το ρόλο της. Ας μην ξεχάσουμε να ευχαριστήσουμε στη δεδομένη περίπτωση τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αλλά και άλλους εκδότες, που στην ουσία και παρά τις αντίξοες συνθήκες, συγκεντρώνουν γύρω τους και υποστηρίζουν φωνές που επιμένουν. Φωνές που υπόσχονται την εξέλιξη του έγχρωμου, σε μια εποχή όπου το ημίφως της γραφειοκρατικής λογικής εδώ γύρω ενισχύεται, διεισδύει και μολύνει τα πάντα· μα τα πάντα, και μένα τον ίδιο ακόμα, παραφράζοντας εκείνο το σπουδαίο. Ολοκληρώνω με λίγους ακόμη ελλειπτικούς στίχους που εμπεριέχουν την πεμπτουσία της συλλογής… «Κι ας συνυπολογίσουμε ότι πατώ στη γη / Και να που τρύπωσε κείνος ο κοκκινολαίμης / πυρετός του θυμαριού ανάσα που στήριξε / όλη τη συνάφεια να διεκδικώ της έφεσής μου / το δικαίωμα…». Σχεδόν εξοντωτικό προσόν η ειλικρίνεια στην ποίηση όταν ο ποιητής στέκεται αρνητικά ενώπιον των ισχυρών δυνάμεων του συρμού, της ιδεοληψίας, της άγνοιας, της εμμονής, του αντί-ουμανισμού, στη τελική ίσταται με αντιοικονομική αποφασιστικότητα περιοριζόμενος στο ελάχιστο της μέγιστης αλήθειας. Ευχαριστούμε τον ποιητή Κωνσταντίνο Κομιανό για την γενναιότητα της γραφής του σε αντίξοες συνθήκες για το αντικειμενικό, για το αληθές για την συμβολή του στη διάσωση και ενίσχυση μιας σπουδαίας και ξεχασμένης ή έστω παραμελημένης «κίνησης», της Επαλήθευσης. Η μόνη έγκυρη κίνηση τακτικής παρά το πλευρό του Διαλόγου σήμερα. Η Επαλήθευση ελέγχει τον Θρίαμβο και λογαριάζει τη Συντριβή. Η επαλήθευση βρίσκεται μεταξύ των εργαλείων της ποίησης. Είναι εργαλείο ουμανισμού, είναι εργαλείο αθανασίας κατά την ποιότητα της γνώσης, ή όπως σκιτσάρει με ενάργεια ο ποιητής : «Πάλεψε η στάχτη με φωτιά / που θέριευε στην πλάτη της / και νίκησε στο τέλος».
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tovivlio.ne 31/3/2016
Το ποιητικό οδοιπορικό του Κωνσταντίνου Κομιανού
Η ποίηση είναι ταξίδι στον εσώκοσμο του δημιουργού· ένα ταξίδι στον εσωτερικό κόσμο των αισθημάτων, της φαντασίας και των ενστίκτων. Και ο αναγνώστης είναι ο συνοδοιπόρος που ανακαλύπτει συγ-κινούμενος τι κινητοποιεί το δημιουργό, τις φοβίες και τις αγωνίες τους. Γιατί τελικά η ποίηση είναι ο διαυγής καθρέφτης που αποκαλύπτει το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Σε ένα τέτοιο οδοιπορικό μας μεταφέρει και η ποίηση του Κωνσταντίνου Κομιανού. Η στιχουργική του ταξιδεύει τον αναγνώστη μέσα από την αυθόρμητη και φενάκη απροσχεδίαστη γραφή του σε ένα ταξίδι ατομικών εμπειριών κι αγωνιών. Είναι ένα εσωτερικό ταξίδι με επίκεντρο τις προσωπικές ανησυχίες και τις κρυφές επιθυμίες.
Στην πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαχόμενος Έρως» (Γαβριηλίδης, 2014), στοχάζεται και περιγράφει τον έρωτα, την αγάπη, τη σεξουαλικότητα. Ο έρωτας προσεγγίζεται με μία υπαρξιακή πνοή και στοχαστική διάθεση· συνδέεται με την αγωνιά για το μέλλον, τη μοναξιά και τις ατομικές φοβίες. Ένα πλούσιος καμβάς γεμάτος κίνηση και πολύχρωμη φωτεινότητα με ρομαντικές αποχρώσεις ξεδιπλώνεται μέσα από σ’ ένα ατομοκεντρικό υπαρξιακό πεδίο αναζητήσεων.
Άγγιξέ με όπως η ομίχλη το βουνό
αγάπησέ με όπως η μοναξιά
την άργιλο του πόθου
Διακρίνεται ένα αδιαμόρφωτο ακόμα ύφος που πειραματίζεται και αναζητά έκφραση στη λογοτεχνική παράδοση. Απαντώνται στοιχεία υπερρεαλιστικά (μια πιρόγα απάθειας, εφαλτήριες οι ανάγκες του κορμιού σου, εκτροχιασμένα διαστημόπλοια, ένοχης σκέψης πλήγμα, γιγνώσκω τον άνεμο, τεμαχισμένος τ’ ομιχλώδες μέλλον, λυγμός, γαλαζοπράσινο το εύμορφο συναίσθημά σου) και λυρικές πνοές (εμβαθύνω, λαμπερή ως έλλειψη, φύλαξε τα δάκρυά σου, ζώδιο-οφιούχος)· άλλοτε υιοθετείται ένα αφηγηματικό ύφος (ανάσα ζωής, εμβαθύνω, λυγμός, έρωτος μελωδία, χρονικό μιας πτώχευσης) κι άλλες φορές μία περιγραφική ποιητική αποτύπωση (μια πιρόγα απάθειας, ενέχυρος, αποδημητικός έρως, γιγνώσκω τον άνεμο) ή εξομολογητική διάθεση (αστρικά σώματα, ενόραση, θαλασσοταραχή).
Δυο άνθρωποι μόνο
να σκιάζουν το φιλί
κι ο κόσμος όλος διαστέλλεται
Ο πειραματισμός φαίνεται και στο στίχο του που άλλοτε εκφράζεται με μεγάλης έκτασης συνθέσεις κι άλλες φορές με ολιγόστιχη φόρμα -έως και χαϊκού. Ενίοτε επιλέγει έμμετρη στιχουργία κι άλλοτε ελεύθερα με πεζολογικό ρυθμό μέσα από έναν πλούσιο λόγο. Συχνά αξιοποιεί τη μεταφορική δύναμη των λέξεων και επεξεργάζεται τη γλώσσα είτε με λογοπαιγνιώδη χαρακτήρα (παραμορφωμένα αισθήματα) είτε βασισμένος στην επανάληψη (έρημος ψυχή). Λεξιλογικά κυριαρχούν τα ρήματα υποστηρίζοντας μία εμπλουτισμένη με επίθετα προφορικότητα· η δε ελεγχόμενη χρήση των επιθέτων συμφωνεί με το στιχουργικό ρυθμό και πλουταίνει την ποιητική έκφραση του Κομιανού.
Στη δεύτερη συλλογή του, «ποιητικές αφηγήσεις» (Γαβριηλίδης, 2015), αν και παρατηρείται ξανά μία ποικιλία στη φόρμα, στην ουσία κυριαρχούν οι ολιγόστιχες συνθέσεις (2-5 στίχων) και οι μεγάλης έκτασης· εκτεταμένα ποιήματα και στιχουργικά θραύσματα συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Αυτή η εναλλαγή αντικατοπτρίζει και τη διαρκή πάλη του ποιητή απέναντι στα δικά του συναισθήματα και τις αέναες προσωπικές του αναζητήσεις.
Το ύφος του γίνεται πιο στοχαστικό· το υπαρξιακό μήνυμα υποτάσσεται στην πλούσια έκφραση και το συναίσθημα γίνεται μελαγχολικό. Η πλούσια εικαστική ακολουθεί κι αυτή τη στοχαστική διάθεση του ποιητή και παρά τη φωτεινότητα και την κίνηση, ενισχύει το συναίσθημα της απογοήτευσης.
Το αφηγηματικό ύφος υποστηρίζει τη στοχαστική διάθεση, ενώ οι πολλές στροφές θεμελιώνουν την πολυθεματικότητα των ποιημάτων. Τα δύο πρώτα ενικά πρόσωπα προσδίδουν μία απατηλά διαλογική/σκηνική διάσταση ισορροπώντας τη μελαγχολική διάθεση.
Η φόρμα που κάθε φορά υιοθετεί κάθε καθοδηγεί και την έκφρασή του. Στις μεγαλύτερες συνθέσεις ο λόγος του Κομιανού γίνεται βαρύτερος -συγκριτικά με την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση. Η λιτότητα εγκαταλείπεται και τα επίθετα αυξάνονται εντυπωσιακά, όπως και οι παθητικές μετοχές· σχεδόν κάθε ουσιαστικό συνοδεύεται από έναν προσδιορισμό (ετερόπτωτο, επιθετικό ή κατηγορηματικό).
Υπόγειες διαδρομές
διάβρωσαν την επιφάνεια
του καθωσπρεπισμού
Αντίθετα, στις ολιγόστιχες συνθέσεις, η εκφραστική του διακρίνεται από αποφθεγματικότητα και βραχυλογικό ύφος· η λιτότητα επιτρέπει στο συναίσθημα να αναδυθεί αμεσότερα αγκαλιάζοντας τον αναγνώστη. Αναδεικνύεται ένα λογοπαιγνιώδες ύφος που με τη μελετημένη επιλογή και τοποθέτηση των λέξεων αξιοποιεί την ηχητική του χροιά ή το συνειρμικό τους περιεχόμενο.
Η ποιητική του Κομιανού διακρίνεται από τον πλούσιο και στοχαστικό λόγο. Συχνά ο λόγος του γίνεται βαρύς μέσα από την αναζήτηση λέξεων με ισχυρό φορτίο σε βάρος ίσως του συναισθήματος. Αντιστέκεται στο βερμπαλισμό, αν και στις μεγαλύτερες συνθέσεις του φλερτάρει μαζί του, παρακωλύοντας το συναίσθημα. Ωστόσο, η γραφή του είναι ειλικρινής και βαθιά ανθρωποκεντρική.
ΝΤΕΛΑΛΗΣ
Ποιητικές αφηγήσεις στο μονοπάτι της επιστροφής . Οι στίχοι σε οδηγούν σε ένα ταξίδι που όλοι οι νόμοι της εμπειρικής πραγματικότητας αίρονται. Τα πάντα μπορούν να συμβούν, οι σημασίες αντιστρέφονται και τα νοήματα μεταπίπτουν ακατάπαυστα, ανάλογα με τις προθέσεις και τα περιεχόμενα της μνήμης ή της φαντασίας του Ποιητή. Ένα εσωτερικό ταξίδι αναζητήσεων που λοξοδρομεί και μοιράζει νήματα στους αναγνώστες . Θυμίζω ότι οι αναγνώστες μιας ποιητικής συλλογής ξεκινούν ένα ταξίδι με προορισμό την πιο κρυφή επιθυμία τους , στο χέρι τους είναι λοιπόν να δουν το μονοπάτι που τους οδηγεί εκεί, όπως επίσης στο χέρι τους είναι αν φτάσουν να μη διστάζουν να μπουν στο χώρο που λέγεται ασυνείδητο. Η ποίηση παραμένει ένας δύσκολος δρόμος, ένας δρόμος που έχει λίγους οδηγούς και λίγους ταξιδιώτες , αλλά είναι ένας δρόμος που μπορεί να σε οδηγήσει στη λύτρωση….
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ενότητα 1η: Εκ των έσω
Ποια παιδική σας ανάμνηση παραμένει ανεξίτηλη;
Πολλές δράσεις και παιχνίδια από τις ατέλειωτες τότε καλοκαιρινές διακοπές.
Και ως ενήλικος; Τι είναι αυτό που συχνά πυκνά ανασύρετε στη μνήμη σας και αποτελεί πάντα ένα καλό εφαλτήριο για το μέλλον;
Οι νίκες απέναντι στις αντιξοότητες.
Εκλάμψεις, αναλαμπές; Συνήθως με ποιον τις μοιράζεστε;
Πολύ σπάνια πια τυχαίνει να ενθουσιασθώ για κάτι σε τέτοιο βαθμό που να νοιώσω την ανάγκη να το μοιρασθώ.
Ο άνθρωπος, ανέκαθεν, ως οντότητα ζει ανάμεσα σε πειρασμούς. Ασπίδες έχουμε;
Έχει σχέση με την ηλικία το πόσο και πως θα προστατευθείς. Αν ζεις απόλυτα safe από νέος θα βιώσεις μια ζωή χωρίς εμπειρίες, κάτι που θα σ’ αφήσει ανολοκλήρωτο ως προσωπικότητα. Η ικανότητα αποφυγής όμως των κινδύνων είναι ένα προσόν που δεν το διαθέτουν όλοι, κάτι που μπορεί ν’ αποβεί για κάποιους, μοιραίο.
Τι σας προσγειώνει απότομα;
Η δυστυχία.
Δώστε μου ένα λόγο για ν’ αγαπήσει κανείς τη μέρα.
Η δημιουργία.
Σε ποια εποχή συναντάμε τον αληθινό Κωνσταντίνο, όπου συμμετέχουν σε αυτό που ζει όλα τα μέρη του σώματος (σώμα, μυαλό, ψυχή);
Εποχή του χρόνου μεγάλης διάρκειας μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως μικρές χρονικές περίοδοι που τα κίνητρά μας απαιτούν αυτή τη συνοχή. Σπάνιες στιγμές αυτές.
Ποια είναι η ραχοκοκαλιά της ζωής;
Η εξέλιξη. Χωρίς αυτήν παθαίνει κανείς… δισκοπάθεια.
Ενότητα 2η: H τέχνη της γραφής
Από τα είδη του λόγου, ποιο σας συγκινεί/συναρπάζει περισσότερο;
Όλα τα είδη λογοτεχνίας, αρκεί να έχουν τις ποιότητες που θα με συν-κινήσουν.
Υπάρχει λογοτεχνικός ήρωας του οποίου το γραφτό της μοίρας θα αλλάζατε;
Μάλλον δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο, αφού όλο το βιβλίο έχει γραφεί γύρω απ’ αυτή την κατάληξη, αυτή τη μοίρα, και η αλλαγή της θ’ ανέτρεπε τους στόχους της συγγραφής του βιβλίου. Μακάρι να είχα τη δυνατότητα ν’ άλλαζα τη μοίρα της ζωής αληθινών ανθρώπων.
Η γραφή απαιτεί πειθαρχία ή λειτουργεί αυτόματα;
Σε μένα λειτουργεί μόνον το τυχαίο και το απρογραμμάτιστο. Σχεδόν ποτέ δεν έγραψα υπακούοντας σε κάποιο σχεδιασμό ή σε κάποιο πρόγραμμα.
Επιλέγετε ένα καλοξυσμένο μολύβι ή μια καινούργια γραμματοσειρά ενός πολυμέσου, για να ζυμώσετε το χρόνο, τον τόπο, τους ήρωες ως πρώτη επαφή με τη σελίδα;
Κι’ εδώ θα πω ότι πολύ σπάνια σκάρωσα κάτι κατ’ ευθείαν στο πληκτρολόγιο. Συνήθως ένα στυλό κι ένα πρόχειρο χαρτί είναι ότι μου χρειάζεται (μιλάμε πάντα βέβαια για ποίηση, που βολεύεται μια χαρά μ’ αυτήν την πρακτική).
Ας π(ι)ούμε μαζί έναν αγαπημένο σας στίχο/φράση/απόσπασμα από την εγχώρια ή παγκόσμια λογοτεχνία.
Μη μας λες, Κύριε, πως μας έδωσες μυαλό να κρίνουμε,
μη μας λες, Κύριε, πώς μας έδωσες ελεύθερη βούληση ν’ αποφασίζουμε,
αφού ξέρεις πολύ καλά τι μυαλό μας έδωσες,
αφού ξέρεις πολύ καλά τι ελεύθερη βούληση μας έδωσες.
Κώστας Μόντης
Ενότητα 3η: Μια φράση ασυμπλήρωτη
(Ένα μικρό λογοπαίγνιο με αφορμή τον τίτλο βιβλίου «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις» του Δρ. Φελίτσε Λεονάρντο Μπουσκάλια)
Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις και να ελπίζεις πως… όλα αυτά είναι… πραγματικότητα.
Υ.Γ. Οι ταινίες κρύβουν μέσα στη συντομία τους μεγαλειώδεις πανανθρώπινες αξίες. Υπάρχει κάποια την οποία, από πλευράς σεναρίου, μας παροτρύνετε να δούμε;
Δεν μπορώ να πω ότι θα ταίριαζε σε όλα τα γούστα, αλλά μόλις θυμήθηκα την «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ. ‘Ισως θα έπρεπε να την ξαναδώ κι’ εγώ μετά από τόσα χρόνια, για να δω αν θα με ξανασυγκινήσει με την ίδια ένταση.
https://www.booktourmagazine.com/news/gnoriste-ton-konstantino-komiano/
Tο χρώμα του ήλιου
Σάμπως ήταν μία ζωη κόκκινο
Σάμπως δεν είχε άλλο χρώμα
Και κλέβει ο ουρανος λίγο από τον ήλιο
Κλέβει και το φεγγάρι
Υπερβολές των σύννεφων που κοκκινιζουν
Άπληστα λευκά μπαμπάκια
Αχάριστα στο γκρίζο τους
Μία παλέτα δίχως ζωγράφο
Μόνο με κλέφτες
Κλέβουν το χρώμα του ήλιου
Κική Ματέρη