ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Ο Ανδρέας Πετρίδης γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα και αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Πάφου το 1966. Στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία και από το 1980 εργάζεται ως ειδικός Παιδίατρος στην Πάφο.
Ασχολήθηκε αρχικά με την ποίηση, στη συνέχεια με τη λογοτεχνική μετάφραση και το κριτικό δοκίμιο.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακράν περίοδο Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Δωρική Γραμμή, 1989
Αργοί Σταλακτίτες, 1991
Νόστου και. Φυγής, 2001
Εντόπιο Ρίγος, 2014
Όστρακα και Πετρανθοί, 2019

ΔΟΚΙΜΙΟ

Αναφορές, 2000
Μια Εμπειρική Αισθητική, 2010
Εξ Αφορμής -Αισθητικές Προσεγγίσεις, 2014

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Bertolt Brecht, Ποιήματα, 1989
R. Μ. Rilke, Τα Σονέτα στον Ορφέα, 1995
(ομού με Δημήτρη Γκότση)
Οδοιπορικό στον R. Μ. Rilke, 2007
R. Μ. Rilke: Ο Πάνθηρας και Άλλα 30 Ποιήματα, 2015

ΣΥΝ-ΑΝΘΟΛΟΓΟΣ

Οργής και Οδύνης -Εκατόν Φωνές, 2000
Πάφος -Λόγος Ποιητικός, από την αρχαιότητα
μέχρι σήμερα (δίγλωσση έκδοση), 2017

.

.

ΟΣΤΡΑΚΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΝΘΟΙ  (2019)                            διαδικτυακές διαδρομές

   ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

Αέναη Αναζήτηση

Σαν μεθυσμένο τρωκτικό συνέχεια σκάβω
για λίγη σκόνη -έστω αργυρή- μου φτάνει.
Κρατήσου άστρο μου, κάπου κοντά τη ψαύω·
η μνήμη ας δυναμώσει το πυρρό τρυπάνι.

Το Σκιερό Βάθος

Αχλύς στο φόντο κίτρινη, γαλαζωπή,
το «ραγισμένο ηλιόγερμα» στοιχειώνει,
καθώς διαβάτης ήρεμα μονολογεί:
Την πίσω όψη των πραγμάτων προτιμώ,
Το σκιερό τους και μυστήριο βάθος…
w μαύρο, πού ναι απίθανα σεμνό
και μόνο περιγράμματα διαγράφει,
που μοιάζουν καταφύγια των ψυχών

Ευλογία βροχής

Πέφτει μια πράσινη πυκνή βροχή
μέσα στο ξάγναντο εσπερίας ώρας·
σαν ευλογία, σαν βάφτιση αντηχεί,
κάτι σαν γεύση σπάνιας οπώρας.

Η Έμπνευση

Η έμπνευση από μια μνήμη ξεκινά,
τ’ ακύμαντά της τα νερά ταράζει
εικόνα-βότσαλο πού ‘πεσε ξάφνου.
Κύκλους βλέπεις ν’ ανοίγουνε,
των βιωμάτων ο βυθός φεγγιάζει,
κι αλάργα οι Λέξεις σαν πουλιά
ακόμα αόρατες χτυπούν φτερούγες.
Μη βιάζεσαι, έχεις ανάγκη τη σιωπή,
τη φλογερή διάθεση έχεις ανάγκη,
οι λέξεις να στεριώσουν στο χαρτί
κάποια στιγμή σοφή κι ευλογημένη.

Υπερκόσμια Αύρα

Ανάμεσα σε θάλασσα και φλογερό ουρανό,
το λιόγερμα έχει ρίξει τη χρυσή του σκόνη·
ορθό και άφωνο μες σε πλεούμενο σκιερό,
αύρα υπερκόσμια και ριγηλή σε ζώνει.

Ανώτερα Δύναμη

Μεσ’ από σύννεφο βαρύ πλησιάζεις,
μεσ’ από αύρα νεφική αναδύεσαι.
Κι αν είσαι αλήθεια μη Θεός κι απλά
με νόμο φυσικό πιότερο μοιάζεις·
αφού δεν σώνεσαι, δεν εξαντλείσαι,
η Δύναμη υπεράνω μου ας Είσαι.

Άπνοο δείλι

Σιγή σαν πέσει στ’ άπνοο δείλι
με τ’ αλμυρό τού νόστου δάκρυ,
αηδονούν στης χλόης την άκρη
τα εύλαλα των όντων χείλη.

Η Δύναμη των Λέξεων

Οι λέξεις λεν αυτό που λένε
μ’ αν τις υγράνει καυτό δάκρυ,
ακούς κρυφά να σιγοκλαίνε
στης μνήμης μας την άκρη.
Οι λέξεις τούτες πριν εκλείψει
το έμπυρο του οίστρου αγκάθι,
μ’ άσπρα φτερά πάνε στα ύψη
και με πανιά τραβούν στα βάθη.

ΦΩΤΟΒΟΛΕΣ

Βιβλικό Ξημέρωμα

Χλόη φωτός λυτρωτικά σκεπάζει
το αυγινό ανάγλυφο της οικουμένης.
Δεν παίζει αυλός, μηδέ αμνός βελάζει
μόνο η αχλύς διάχυτη τής ειμαρμένης.

Ο Ήλιος στη Δύση του

Παίρνει μαζί του όλα τα χρώματα
στο μαύρο να μας δοκιμάσει,
να κρίνει πριν τα ξημερώματα
πώς θα ξαναμοιράσει.

Αθροιστικό στο Φως

Στης Τέχνης τον καυτό κρατήρα
είναι η ψυχή σου πτερωτός ικέτης,
στ’ άχρονο φως σού έταξε η μοίρα
και συ το φως σου να προσθέτεις.

Στο Σκιόφως

Σε νύχτας άφεγγης τη μαύρη πύλη
μ’ ένα φεγγάρι που δε λέει ν’ ανέβει,
δελφίνια σ’ άψογη χορευτική καμπύλη
στο σκιόφως προκαλούν τα ερέβη.

Λυτρωτικό

Κρουνός φωτός πάνωθε ανοίγει
αμαρτωλών τα ερέβη να φωτίσει,
να λυτρωθούν ψυχές μ’ ένοχα ρίγη
κι άχραντο ρούχο να τις ντύσει.

Τα λιτά μας Χρώματα

Πυκνά φυλλώματα σε φως χρυσίζον
πάνω από λίμνες, με νερό στο γκρίζο.
Τόση αφθονία· του Βορρά καμώματα,
μα εμείς κρατάμε τα λιτά μας χρώματα.

Φωτοπλημμύρα

Αίφνης πλημμύρα φωτερή
στα συννεφομαζώματα,
τη μαύρη τρύπα ν’ αναιρεί
με του φωτός τα χρώματα.

ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ

Άπνοια

Όλα το βράδυ σιωπηλά
τίποτε δεν σαλεύει,
μόνο η ψυχή δειλά-δειλά
άσπρο πανί γυρεύει.

Άνθιση και Μαρασμός

Κοίτα η ακμή, πώς συνοδεύει τη φθορά
κι ο χρόνος νόμισμα στις δυο του όψεις·
μια μαργαρίτα σπόριασε, άλλη ανθοκοπά,
όποια κι αν σε καλεί, ω, μην την κόψεις.

Βάθος Μνήμης

Νεκρά κοχύλια συναντώ
στην αυγινή ραστώνη,
το σκήνωμά τους τ’ αδειανό
μνήμη βυθού στοιχειώνει.

Διάρκεια Δος μου

θαμβωτικά τα πράγματα τού κόσμου
όσα θεάσαι την αυγή κι όσα στη δύση·
της θέασης, ω μοίρα, διάρκεια δος μου,
το τέλος της όσο μπορεί ν’ αργήσει.

Κρυφή Απειλή

Όπως ελάφι σ’ έντρομη φυγή
είν’ η ψυχή στου ήλιου το γέρμα
μα ο κυνηγός δεν είναι να φανεί,
μονάχα η ανάσα του στο τέρμα.

Σεμνό Γκρίζο

Εύκολα το γκρίζο των πραγμάτων
ρυθμίζει των ματιών την υγρασία·
τη φωνασκία ακούω των χρωμάτων,
όμως βαθύτερη τού γκρίζου η ουσία.

Δέος

Σε βράχο αν βγεις καμιά φορά
κι εκεί ψηλά στο χάος σκύψεις·
το δέος σου καλά κι αν κρύψεις,
το Κάτι νιώθεις που τα πάντα ορά.

Αετού Πληρότητα

Με μαζεμένα τα φτερά
της μνήμης τα νερά ραμφίζει
σε χαμηλά ή σε ψηλά
με ορμή παραπανίσια,
ό,τι έγινε έγινε καλά
όλα πετάγματα αετίσια.

Δισταγμός στο Ηλιοβασίλεμα

Μα ο ήλιος πάει, χαμήλωσε
μ’ άγγιγμα Μίδα τα νερά χρυσώνει,
σκύβει να μπει στη θάλασσα
και πάλι μετανιώνει·
γιατί πίσω απ’ το σύννεφο
καθώς παραμονεύει
ανέγνοιο ζεύγος πτερωτών
τον κάνει να ζηλεύει.

Μαρασμός

Γίναν κακού καιρού βορά
στέγνωσαν τα αισθήματα,
τα πέταλά τους τα χλωρά
είναι πια πέτρας σχήματα.

Υπερ-ήχηση

Σ’ έναστρο βγήκες ουρανό
να πεις την προσευχή σου
κι άστρο τής πήρε την ηχώ
στα βάθη της αβύσσου.

Απόδραση

Ξάφνου η έγκλειστη ψυχή
παράθυρα ανοίγει πλέρια
και φεύγουν τότε όλα μαζί
μύρια πανιά σαν περιστέρια.

Ψέλλισε μιαν Ευχή

Σε συναπάντημα κρυφό με τον Εσπερινό
και τόξο πάνω ανοιχτό την αργυρή σελήνη,
πλατάνι αν ευτύχησες να δεις στον ουρανό,
ψέλλισε μιαν ευχή· κι αληθινή θα γίνει.

ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Μ’ ΟΝΕΙΡΟ

Έννομη Φύση

Στης Λίμνης τ’ αδιατάραχτο ατλάζι
βαθιά υποκλίνονται δάση και λόγγοι·
ιδές, πώς ανυψώνεται ό,τι βουλιάζει,
πώς αλαφραίνουν στα νερά οι όγκοι.

Η Κρίσιμη Ώρα

Ο ήλιος κάποια σαν τις άλλες μέρα
με τη ροδόχρου δε θα επιστρέφει αυγή·
θα ‘ναι μια πρόκληση σκληρή για σένα
αν με πληρότητα θα φύγεις ή κραυγή.

Θολό Υπερπέραν

Βουνά, του αιώνιου ασάλευτοι πυλώνες,
την άλλη όχθη απ’ τη θέαση μην κρύβετε·
καλά να βλέπουμε του δρόμου τις εικόνες
ως πέρα, που θολό ξάγναντο ανοίγεται.

Στ’ Απλά το Άπαν

Ευδαιμονία ανθίζει εκεί, όπου
με καθαρή καρδιά και πνεύμα
και τα μικρά σού κάνουν νεύμα

Το Πνεύμα

Μοναχικός -νά ‘ναι το πνεύμα- Λύκος,
σ’ ακρώρειες λογισμών ν’ ακροπατά·
της νύχτας ν’ αψηφά το μαύρο κήτος,
πικρής ανταύγειας τη σπίθα να κρατά.

Υλιστικό

Τ’ ανάγλυφο του σώματος μας δέρμα
στο κοίλο τ’ ουρανού ψηλά αυγαταίνει.
Στ’ αυλάκια του μυαλού είναι το τέρμα,
το δέντρο της ψυχής εκεί ανασαίνει.

Ουρανοδρόμηση

Τα δέντρα είναι κάποτε σαν ναυαγοί,
ψυχές σκιερές μοναχικής ορφάνιας·
το φύλλωμα στον άνεμο κάνουν πανί
και πλώρη βάζουνε πλεύσης ουράνιας.

Αποκαθήλωση

Άλλο η ψυχή στο γήινο δεμένη δεν αντέχει,
τη ρίζα αποτάσσεται χωρίς αιδώ και τύψη·
επί πτερών αόρατων κι επί ανέμων τρέχει
-χορευτική ανάληψη που τόσο έχει λείψει.

Εγρήγορση

Του κόσμου το παράθυρο να μένει ανοιχτό,
σε χίλια τόσα χρώματα να βόσκουνε τα μάτια
κι αν πέσει παραπέτασμα βαρύ -πούσι πηχτό,
του ριζικού μια αστραπή ν’ ανοίγει μονοπάτια.

Ροδόχρους Συστολή

Κυκλάμινο, μοναχική την παρουσία υψώνει
και του Αδιαμόρφωτου το σύμπαν προκαλεί.
Δείχνει με ταπεινότητα ως αρετή του μόνη,
παρθενική στα πέταλα ροδόχρου συστολή.

Συμπληγάδεια Πύλη

Ανάμεσα σε θάλασσας πηχτό μολύβι
και σκοτεινού ουρανού βαριά σκιά·
στο αιχμηρό ενδιάμεσο ως να φρικιά
ψυχή που το δικό της βάρος κρύβει.

Δοξαστικό

Άνθρωπος και φυτό μαζί, τα δυο αντάμα
στον θόλο τ’ ουρανού ανοίγουν την αγκάλη.
Ίδια κάνουν προσευχή κι ίδιο κάνουν τάμα
ευλογημένο τ’ αύριο να ξαναρχίσει πάλι.

Άφυλλο Δέντρο

Άφυλλο δέντρο στο γιαλό –
ψυχή μέσα στη λύπη,
του λεν οι αύρες στο καλό
μα το πανί τού λείπει…

Εναγώνια Πορεία

Λίμνες βουνών-νερά αιώνια
πυρετικό μου ανάβετε μεθύσι,
ν’ αναζητώ παντού εναγώνια
ό,τι στο διάβα δεν θα σβήσει.

Συνείδηση Ζυγιάζεται

Συνείδηση ζυγιάζεται, μετριέται
στου αιγιαλού τον λείο καθρέφτη·
μια πάει χάνεται και μια κρατιέται
σαν αϊτός χτυπά φτερό, δεν πέφτει.

ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΘΕΑΣΗ

Άγιες Αισθήσεις

Όλα του κόσμου ταπεινά κι εμπράγματα
με ρόδινη κάθε αυγή KL άγνωστο τέρμα·
της Φύσης προσκυνώ τ’ άγια πετάγματα
στην όραση, στην ακοή, στ’ άφωνο δέρμα.

Ιεροτελεστία της Αυγής

Βουνών κυματισμός γλυκοχαράζει
σαν μουσική σχεδόν σταματημένη·
δεν παίζει αυλός μήτε αμνός βελάζει,
μονόλεπτος σιγή στην Οικουμένη.

Ο Μελωδός Αόρατος

Βουνογραμμές επάλληλες στα βάθη τ’ αχανή
των ομματιών κυματιστή υψώνουν μελωδία·
ο μελωδός αόρατος, ίσως εντός μας αηδονεί,
στα φυλλοκάρδια μας μ’ αγγέλων συνοδεία.

Νοσταλγία Δέντρου

Δέντρο στο γκρίζο, δίχως χρώματα,
του χρόνου ένιωσε καυτά τα χνώτα·
κάποτε νοσταλγεί λίγα φυλλώματα
να κρύψει μέσα τα πουλιά σαν πρώτα.

Άστρα χαμηλού Ουρανού

Ανθάκια-μάτια του γλυκού νερού
που ελεύθερο κρατάτε το κεφάλι,
είσαστε τ’ άστρα χαμηλού ουρανού
στην παιδική μας μνήμη τη μεγάλη.

Ως να ζωγράφισαν Παιδιά

Θάλασσα κι ουρανός γλαυκό σεντόνι,
ένα πράσινο γαλήνης η στεριά
και νέφη ν’ αρμενίζουν σε ραστώνη,
ως να ζωγράφισαν μικρά παιδιά.

Θαύμα Ζωής

Της πεταλούδας τ’ άλικο φτερό
και των ανθών τ’ άσπρο σεντόνι,
υμέναιο υφαίνουν θαλερό·
θαύμα ζωής που δεν τελειώνει.

ΕΝΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΑ

Γνώριμη Αντάμωση

Της αναθρήκας τ’ άγια μέρη
μνήμες κρατούν απ’ τα παλιά·
ο τόπος δείχνει πως με ξέρει,
γι’ αυτό ανθεί κι αναγάλλια.

Οικείο Ξημέρωμα

Ξημέρωσε, σε χρώμα γκρίζο
και θέλει κάτι λίγο ακόμα,
να πάρει το ροδί του χρώμα
0 ουρανός, οπού καλά γνωρίζω.

Κάστρο στην Κάτω Πάφο

Του Έσπερου το προαιώνιο άστρο
του βλέφαρου στη γη σαν χαμηλώνει,
τα λούζει όλα στη χρυσή του σκόνη
με πάμφωτο του λιμανιού το κάστρο.

Δέντρα Σηματωροί

Συμβαίνει, από μόνο του ένα δέντρο
νά ‘ναι στα μέρη μας σημείο αναφοράς·
γνώριμου τόπου η καρδιά ή το κέντρο,
που σε βουρκώνει σαν το προσπερνάς.

Θαυμαστικό Άνθισμα

Πώς κατορθώνουν, πώς, στην ξηρασία
Λευκά να υψώνονται άνθη κι αρώματα,
στου φράκτη πλάι τη Λιτή χαλκογραφία
με όλα τα γήινα του τόπου χρώματα.

Η Μηχανή του Χρόνου

Η μηχανή του χρόνου ας ξεκινήσει,
εξώπορτας το μάνταλο να πέσει·
μαρμαρωμένο κόσμο να ξυπνήσει,
να ζωντανέψει ό,τι έμεινε στη μέση.

Χους εσμέν

Σώμα, που ανθείς κάθε φορά
τροχιά διαγράφοντας με χάρη,
του χρόνου έγινες πλέον βορά
και δίνεις πίσω ό,τι έχεις πάρει.

Εκλιπούσα Μάνα

Η Λατρεμένη που μας έφυγε ψυχή
έρχεται κάποτε σαν πεφταστέρι-
διασχίζει τη βραδιά σαν αστραπή
και το τρεμάμενο μάς δίνει χέρι.

Ιθάκη

Κάποτε ακούς να σε καλεί γενέθλια κοιτίδα
κι ο Αργοναύτης μέσα σου θέλει ν’ αράξει·
ρίχνεις την άγκυρα λοιπόν και λες εντάξει,
τα Ελδοράδο τέρμα πια κι η μυθική Κολχίδα.

Αβεβαιότητα

Όλο και πιο αβέβαια διαπλέουμε νερά
και πού το πούσι σταματά μην το ρωτάμε.
«Εάλω η νήσος;», αντηχεί σαν μαχαιριά,
μα ήταν βραχνάς· ακόμη ας ξαγρυπνάμε.

Βραχνάς

Ο ύπνος πια δεν έρχεται σαν πρώτα,
μα και του ονείρου δύσκολη η στιγμή·
στην άβυσσο να χάσκει μια αιώρα
και να πληθαίνει το βουβό γιατί.

Ματωμένη Γραμμή

Στης βουνοράχης τη γραμμή
δάχτυλα πέντε ματωμένα,
στα δυο χωρίζουν το κορμί
που όμως πονεί σαν ένα.

Όπου το Πλάσμα γέρνει

(πάνω σε γλυπτό τον Νορβηγού Fredrik Raddum)

Όπου το πλάσμα ανήμπορο πια γέρνει
σ’ ελεύθερη του σώματός του πτώση,
ράμφος πουλιού ανάλαφρα τον παίρνει
μα δεν μπορεί το βάρος να σηκώσει.

Βίος Διαβατικός

Έβγα Κυρά, εκεί ψηλά στο παραθύρι
τα στάχυα να εποπτεύσεις, το περβόλι
και πες αν σού ‘κάνε ο χρόνος το χατίρι,
ή αν έφυγες κι εσύ σαν φεύγουν όλοι.

Ταυτότητα

Αντέχει ξένε να περάσεις απ’ την Πάφο
στο βουλιαγμένο δάπεδο αρχαίας οικίας
ανάγνωσμα θα βρεις γλώσσας οικείας,
λέξεις που ως σήμερα παρόμοια γράφω.

Τρία «Ιερά» Στιγμιότυπα

Η Έλευση

Μας έρχεται με ένδυμα επίγειο,
του στρώνει η νύχτα αστρικό χαλί·
να βρει το θέλημά Του καταφύγιο,
τα λόγια ν’ ακουστούν τ’ αειθαλή.

Οι Μάγοι

Στον πολύαστρο ουρανό τους
μάτι φωτός τους οδηγεί·
χώρο αντιμάχεται του σκότους,
τον ουρανό φέρνει στη γη.

Το Θείον Βρέφος

Για την ακρίβεια, το θείον βρέφος
μάς καταυγάζει ελπίδα, δίχως άλλο·
σέλας λαμπρό που κυνηγά το νέφος
και της ψυχής το άχθος, το μεγάλο.

Το Νύχτωμα ν ‘αργήσει

Δέντρο μ’ αγκάλη απαντά
στη φλογισμένη δύση·
σφίγγει τον ήλιο στα κλαδιά
το νύχτωμα ν’ αργήσει.

ΣΥΝΘΕΜΑΤΑ

Κύπριδος Θρήνος

Γυναίκες-μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ ‘αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:
ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα,
ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού·
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

Σταυρικό Όραμα

Στο πενταδάκτυλο βουνό
έκλειψη ήλιου ως να συνέβη
και πάνω σ’ αστραπής σταυρό
σβηστός ο δίσκος του ανέβη.
Μα όνειρο ήτανε, αφού
της Κτίσης είναι ο κανόνας,
η επικράτεια τ’ ουρανού
νάν’ του φωτός πυλώνας.

ΕΠΙΚΑΛΕΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ

10+2 εκφωνήματα

Στενεύει ο χρόνος σου πολύ
και με κλεψύδρα μοιάζει;
Δος του με Τέχνη διαστολή,
αιώνιος να φαντάζει.

Τη χάρη δίνε μας, Θεέ μου, περισσή,
να φτερουγά η ψυχή πάντα καθάρια
κι οι στίχοι ν’ ανασαίνουν στο χαρτί
γαλήνια, όπως κολυμπούν τα ψάρια.

Βότσαλα ξεκομμένα από τις κοίτες,
κοσμούν του δέλτα την υγρή αγκάλη·
ήταν κοτρώνια στα ψηλά κι ορείτες
κι έγιναν σχήμα που σαν άνθος θάλλει.

Ανοίγει ο λόγος τα λινά φτερά του,
την αφασία των στιγμών να κρύψει·
ανάμεσα Ευφρόνης και θανάτου,
μια πεταλούδα η ψυχή, μια τύψη.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Ένδον Πρόνοια

Του Λογισμού τ’ αόρατο νήμα
στην άγραφη εντός σου οθόνη,
υφαίνει της στοργής το ντύμα
ποτέ η ψυχή να μην κρυώνει.

Το Σήμερα

Κτυπά φτερούγες η ασήμαντη στιγμή
θρίαμβο γράφουν τα μικρά κι εφήμερα·
του αιώνιου διανοίγεται βαθιά ρωγμή,
σε κράζει: αδόλευτα ζήσε το σήμερα.

Τα πάντα ρει

Όλα περνούν και χάνονται εν τάχει
τίποτε πια δεν φαίνεται να διαρκεί,
ό,τι φανεί ως να κόβεται σαν στάχυ
από τον χρόνο -τον αιώνιο θεριστή.

Είναι καιρός…

Ήταν ανθός ολόρθος και χλωρός
με πέταλα λευκά, πλούσια γύρη
μα τώρα βιάζεται -είναι καιρός
να γίνει απόσταγμα, πριν γείρει…

.

ΕΝΤΟΠΙΟ ΡΙΓΟΣ (2013)

ΤΟ ΘΑΜΒΟΣ ΤΡΙΓΥΡΩ

…Ω, τι χαρά, ω, τί γιορτή
στα μάτια συνωστίζονται
στην ακοή
και στο αθόρυβο δέρματα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

α. ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα
του πρώτου τσοπάνη χαιρετά
την έλευση καινούργιας μέρας.
Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει
για να πατήσει στον ρυθμό του,
κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές
έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,
κι αρχινάει μετά να ψάχνει
σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές
ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –
έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει
όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς
τού φωτός έχει καθήσει
μ’ ένα βουητό ζωής
το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτίνων,
που ξύπνησαν το καθετί
που μοίρασαν το χρώμα –
έτσι όπως πάντοτε,
δουλειά γνωστή τους. 

δ. ΝΟΣΤΟΣ

Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-
σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό
στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.
Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια
νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας
μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.
Σαν χελιδόνι σπάθιζε
τον ουρανό και τον χρόνο
ακροπατώντας στα κοιμισμένα
κεφάλια των γνώριμων βουνών…

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,
τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια
κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια
νερό τ’ αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι
από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,
σε μια σοφίτα ξενική κάπου
μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα
και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους. 

ε. ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό
νερό που βγαίνει απ’ το χώμα
αφήνοντάς το να το γαργαλά
παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,
μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους
με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.
Κι εκεί ανάμεσα
στη σαύρα που σέρνεται στη γη
και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα
αυτού που θά’ θελες
κι αυτού που πρέπει,
περνά ένα παράπονο το σώμα
ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη
να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών
χρόνων τα δέντρα μας,
διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά
τ’ αγαπημένα φαντάσματα
και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

στ. ΓΕΡΑΚΙ

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά
ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,
χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου
να μελετήσω τις αδρές εικόνες
που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…
Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι
πάνω στην πεύκη, την αγριελιά
και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,
κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά
στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος –
πάνσκοπη πρόθεση και στάση
ν’ απαθανατίσεις
την τραχειά σιλουέτα του:
από του Αρναούτη τη ριζωμένη
μέσα στη θάλασσα σφήνα,
ως την πατρίδα της αργής χελώνας
με χαλί από θάμνα.

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα
την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,
πάνω απ’ τα θεϊκά λουτρά
μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη –
τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς
κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις
με μια βουτιά στον αέρα.

η. ΚΑΤΑΝΥΞΗ

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά
στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Τρεις νύξεις για τη ζωή

α.

Γέννηση μικρού παιδιού
σε κλίνη με ρούχινο θόλο,
κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου
και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος
ο ναός της ζωής
κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,
ο κτύπος της καρδιάς
τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.
Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν
από το γνώριμο παραμύθι
με καλάθια στα χέρια.,
τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω
το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα
απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,
αλόγου οπλές να σβήνουν –
και σκιά φευγαλέα που μόλις
παίρνει το μάτι
να χάνεται, βέβαιη πως
θα ξαναγυρίσει… 

β.

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος
στη μέση τ’ ουρανού
ζυγιάζει το βάρος της γης.
Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή
μισά ελιόδεντρα στη μια
μισά στην άλλη,
τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…
Μα πιο χαμηλά
άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι
κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,
τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω
σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά
– μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα –
παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο
κι από βαριές άχρονες στάλες
μισοφαγωμένα οστά…
Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι
στη γνώριμη ρουτίνα επάνω
που τώρα τρέχει βιαστικά –
με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο
τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,
και το χνούδι να γίνεται
ως το πρωί γενειάδα. 

γ.

Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
αποτραβιέται και πάλι ορμά
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθειά – κανένας
δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλο
να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –
όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.

ΕΝΥΛΗ ΕΜΒΙΩΣΗ

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια
αλλοτινής λατρείας
τώρα σημάδια
εμπύρετου μόνο περάσματος.
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν
στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων,
κι η βασιλεία των ουρανών
άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει
με πόδια τις ρίζες των βουνών
με μάτια τις ατάραχες λίμνες,
ο κόσμος που ξυπνά το πρωί
και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.
Τίποτε άλλο εμπρός σου
απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή
κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων
ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.
Τίποτε άλλο εκτός
απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια
τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα
και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

ΟΣΤΡΑΚΟ

Όστρακο – ντύμα σκληρό
μιας έγκλειστης ζωής
δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…
Με υπομονή με επιμονή
σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,
η γνώση λύγισε – σώμα καυτό
την άτεγκτη σκληρότητα σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής
τώρα αμφιβάλλεις
για τον βοριά για τον νοτιά
που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,
και για το χρώμα του γιαλού
που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.
Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις
αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια
κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο
Ώσπου τ αφήνεις στην πρώτη στροφή
ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,
χωρίς διόλου να λυπάσαι…
Καθώς το όστρακο σου ανοίγει πάλι
μπάζοντας φως χάνοντας αίμα
σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει
το πρόσωπο της κάθε μέρα.

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει
το διάστημα των ημερών μας,
κράτα το ζωή λιγάκι
κλεισμένο στο κλουβί.
Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε
χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…
Γιατί συνέχεια μας ξαφνιάζει. Έρχεται
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,
ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει
τάχα γαλήνιους, τάχα δυνατούς –
κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό
το μαύρο πουλί πρέπει
να τα βγάλουμε πέρα,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –
αστεία κάνοντας για σιγουριά
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη
και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Επεισόδιο (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές. 

Σχόλια

α.

Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά – σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιό δρόμο να πάρεις,
κι εύκολα ξεχνάς
πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείκτες στη θάλασσα. 

β.

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου,
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί – χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας. 

Οδύνη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

1974

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο
στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη
τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,
μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις
στην αγκαλιά σου πως κρατείς
πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις
μια μέρα το φως του ήλιου,
όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:
Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,
οι νέες φυλές
οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα
στον σκοτεινό βυθό,
ακολούθησες τη μοίρα
που σε πήρε απ’ το χέρι
και βγήκες στον κόσμο
να δώσεις έγκυρη μαρτυρία –
κατάθεση σε δίσεκτο καιρό
και σε όψιμους λογχοφόρους,
που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο
για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο
που δεν μπορούν να διαβάσουν
πάνω στ’ αγγεία.

.

ΝΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΦΥΓΗΣ (2001)

Διαλογισμοί

Ποιος λοιπόν, έτσι μας έστρεφε, ώστε
ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
που όλο αναχωρεί;
(Ρ.Μ. ΡΙΛΚΕ)

ΤΡΕΙΣ ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ

Α’

Γέννηση μικρού παιδιού
σε κλίνη με ρούχινο θόλο,
κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου
και φως αυγερινό στον φεγγίτη…
Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος
ο ναός της ζωής
κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες
ο κτύπος της καρδιάς
τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.
Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν
από το γνώριμο παραμύθι
με καλάθια στα χέρια,
τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω
το μερτικό του διαχωρίζουν…
Και λίγο πιο πέρα
απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,
αλόγου οπλές να σβήνουν –
και σκιά φευγαλέα που μόλις
παίρνει το μάτι
να χάνεται, βέβαιη πως
θα ξαναγυρίσει.

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

A’

Φωτεινή μια γραμμή
εμπρός του αχνοτρέμει,
και το ρώτημα αν είναι
κι αυτή οπτασία.
Απάντηση μόνη
το πιο ταχύ βήμα
κι η ανάγκη που νοιώθει
πιο καλά να προσέξει
τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,
τον χρόνο στα χέρια βιαστικής κλεψύδρας.

Μα κάπου όταν σκύβοντας
τους ιμάντες να δέσει
– πολύ ακόμα, πολύ
ο κύκλος πριν κλείσει –
βλέπει τη σκόνη να επικάθεται
υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

«όχι, ακόμα» αναφωνεί
με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη
τινάζοντας μακριά του το χώμα.

Είναι απόγεμα και παντού
τη γύρω γνωστή επιφάνεια
η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

Β’

Πάνω σε πέτρα κάθισες
να πάρεις ανάσα καθώς είπες.
Ω, τι παράξενη ψυχή,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο
το κεφάλι να γείρει
και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα
μες στην αδύνατη στιγμή!

Τώρα μια διάθεση αόριστη
τον πρότερο μόχθο αραιώνει,
του ύπνου στρώνει την κλίνη
το πέλμα του πονεί.

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται
στα ενδιάμεσα κάποτε
η έφεσή του σαν λυγίζει’
μια παύση ας είναι, ένα ξεδίψασμα
ως το πρωί.

Ας χαίρει λοιπόν κι ας ονειρεύεται
των αχναριών τη συνέχεια,
σε ό,τι κι αν τύχει σε ό,τι συμβεί.
Τ’ αγριόχορτα κοίτα – προς το μέρος του
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο
σε μάταιη κίνηση φυγής.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΛΩΣΤΗ

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται
η χαρά μας κι η λύπη –
αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας
φαινομενικά αειθαλή.
Γιατί το μάτι του τυφώνα συνέχεια
πάνω απ’ τα κτίσματά μας ξαγρυπνά,
πάνω απ’ τον ήσυχο ύπνο
κυμάτισμα αγέρα δείχνει
τη φτερούγα που πέρασε δίπλα μας
τ’ άνεγνοιο συσπώντας φρύδι.

Όχι, δεν είναι δύσκολο
στα πόδια σου να σωριαστεί
το πρόσωπο της ευτυχίας σ’ ερείπια –
του άλκιμου κορμιού το ευώδιασμα
και των ψυχών η καταφυγή.
Μην τρέμεις όμως μην απελπίζεσαι
γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό
πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες
δάκρυα της Παναγίας…

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται
το σχήμα των χειλιών και το χρώμα
της επόμενης μέρας,
την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα
και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών
πάνω από κάθε τέφρα.

ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ

Ας διαπλεύσει το κορμί
των εκβολών το δέλτα,
μες στην αγρυπνία ας κρατηθεί
προτού λυγίσει
κατά το τέρμα.

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε
η καθημερινή πανδαισία –
ω τί χαρά, ω τί γιορτή
στα μάτια συνωστίζονται στην ακοή
και στο αθόρυβο δέρμα
τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

Αργά – αργά περιστρέφεται
η σφαίρα της γης – ίδια
παιδικό παιγνίδι’
κι άτακτα δεξιά ξερβά
μυρίζοντας το καθετί
ανήσυχα εντοπίζεις,
τον χρόνο να τραβά τα λουριά
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

Τότε μπορείς να βυθιστείς
στο δάκρυ που διστάζει ακόμα
και τη φθορά ν’ αντικρύσεις.
Καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά
κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης
κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

Κι η μνήμη αρχίζει.

Κοιτίδες μνήμης

ολόκληρο το άηχο τοπίο
κάτω από μια συννεφιασμένη
ή και μιαν αίθρια μοίρα…

(Ρ.Μ. ΡΙΛΚΕ)

ΕΓΚΛΕΙΣΤΡΑ

Κομμένη στα πλευρά του βουνού
κάθετη κώχη
κάτω από γκρίζες χαρουπιές
που γονατίζουν…
Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις
κρύπτες βαθιές μέσα στον βράχο,
μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου
ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα –
για να ‘σαι μόνος
και πιο κοντά Του.
Μα μόνο αν μέσα σου
άναψε φλόγα δυνατή
που πυρώνει τα σπλάχνα,
και πια δεν υπάρχει αναπαμός.
Μόνο αν είδες μια μέρα
τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι
στη μέση τ’ αγρού
να σταματάν λυπημένα…

Δεν έχεις τότε εκλογή.
Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο
παράλληλα στην ακροθαλασσιά
και φτάνεις στην Πάφο,
αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό
και στέφανα μιας μέρας.
Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά
και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς
που φέρνει κοντά τους.
Και τέλος – τέλος εκεί
στον κόρφο του Μελισσόβουνου
κρυμμένο στα δέντρα,
καθώς ο παράξενος εκείνος διαβατής
που λεγόταν Νεόφυτος –
μπορείς κι εσύ να λαξέψεις
την κρύπτη σου
ή την πίστη σου
και να τη δοξάσεις.

ΜΙΑ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Αγριοπερίστερα πλαταγίζουν
στα διάκενα της προσευχής
στο ύψος της σκήτης όπου
βυζαντινά οστεοφυλάκια ρύθμιζαν
σαν καρδιά τον σφυγμό μας,
για να μπορούν ελληνικά
να τραγουδούν οι σκλάβοι τον πόνο
κι ευλαβικά να κάνουν τον σταυρό τους
σε κάθε γύρισμα της μοίρας.

Τώρα ανάμνηση αυτή η ζωή,
η στενωπός έχει τελειώσει
και κολυμπούμε σ’ ανοιχτά πέλαγα.

Περπατώντας ξανά
στον δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρούμπι.

ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα
του πρώτου τσοπάνη χαιρετά
την έλευση καινούργιας μέρας.
Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει
για να πατήσει στον ρυθμό του,
κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές
έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,
κι αρχινάει μετά να ψάχνει
σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές
ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –
έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει
όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς
τού φωτός έχει καθίσει
μ’ ένα βουητό ζωής
το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτινών,
που ξύπνησαν το καθετί
που μοίρασαν το χρώμα –
έτσι όπως πάντοτε,
δουλειά γνωστή τους.

ΤΟΠΙΟ

Κάθετοι βράχοι, αετών φωλιές –
άγρυπνο μάτι πάνω από λόφους
μ’ άνυδρα πεισματικά θάμνα,
ζεσταίνοντας χνάρια ζωντανά
γενιών και γενιών…

Σκληρό τοπίο αιώνιο
σε δειλινό περίβλημα φωτός,
ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα
που πρωτονομασαν τη βροχή,
το σύννεφο, το νερό…

Βράδιασε. Γυρνούν στα σπίτια
μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,
τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια
τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες –
και το δέρμα που δέχτηκε
το ρίγος του πρωινού
και του μεσημεριού τις βελόνες.

ΛΟΥΤΡΑ

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις
στην αιωνόβια θύμησή σου,
άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα
τις βροντές του να σπαταλά
σε γλεντοκόπια πλημμύρας –

κι εσέ ν’ αποξεχνά
μικρό νησί του νότου
ράχη στο κορμί του Ακάμα…
Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις
μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ,
πάνωθε απλώνοντας την κόμη
βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς –
πηγή ακριβή των σπλάχνων σου
που συντηρείς στο λιοπύρι,
εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα
και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα
στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις
το αίμα ν’ αντέξει η ζωή
μέχρι να ροδίσει το χάραμα.
Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία
από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρούμπι
και ταπεινά δοξάζεις
μια στρογγυλή γούβα νερού –
του τοπίου γνήσιο αγίασμα
και της Θεάς οπωσδήποτε ιερά λουτρά.

Άνθος Οδύνης

Ω μητέρες Ηρώων,
ω πηγή ποταμών αφρισμένων
(Ρ.Μ. ΡΙΛΚΕ)

ΜΟΡΦΕΣ (μνήμη Κύπριας)

Α’

Τα όνειρα πλέκουν τις νύχτες
το ακριβό ένδυμα της ελπίδας,
λίγο ακόμα και πάει να τελειώσει.
Μα η λήθη στον ύπνο ευδοκιμεί
δεν προλαβαίνει των ωρών η κλεψύδρα
κι ελαύνει το φως σαν καταδότης.
Και σπεύδεις τότε, ω Πηνελόπη
μ’ ολόγυρά σου θηλυκούς μνηστήρες –
την πενία τη μοναξιά και τη λύπη,

σε μονοπάτι αγκαθερό σε λειμιώνα
ταλανίζοντας τα γυμνά πόδια…
Για να επιστρέφεις με μικρό καλάθι
το βατόμουρο μέσα το σαλιγκάρι
κι η ζωή που πρέπει βρέξει – χιονίσει
πάνω απ’ όλα να συνεχίσει.

Κι ας φυσά το βράδυ κρύος βοριάς,
εσύ τον κάματο μπορείς να ξεχνάς
πάνω από μάτια αθώα μεγάλα
και στόματα ανοιχτά – ίδια σπουργίτια –
ταξιδεύοντας σε μακρυνή
εωθινή ανάμνηση, καβάλλα
στου υμέναιου σου το λευκό άτι
όταν ανάλαφρα στον ώμο του έγερνες
το σώμα της νιότης…
Πριν έρθουν οι δίσεκτοι καιροί,
στον ουρανό μετάλλινα
άγρια ράμφη.

Νόστος

Μας απομένει ο δρόμος του χτες
και η αλλοιωμένη πίστη μας σε μια συνήθεια,
που της άρεσε κοντά μας κι έμεινε και πια δεν φεύγει.
(Ρ.Μ. ΡΙΛΚΕ)

ΜΝΗΜΕΣ (στους γονείς μου)

Β’

Σαν πέρασε ο καιρός
κατάλαβα
πόσο είχαν αλλάξει τον πατέρα μου,
οι νύχτες του σπιτιού οι μικρές
κι οι μέρες οι μεγάλες
μέσ’ τον κάμπο.

Γ’

Πενήντα χρόνια πίσω η σκέψη
εύκολα γλιστρά σαν την κεντρίζουν
στη βεράντα δειλινές ακτίνες
μερών Αλκυονίδων,
εικόνες μνήμης
που τα μάτια μουσκεύουν…
Της ψυχής τα πανιά τότε φουσκώνουν
λαχταρώντας τον άλλο γιαλό
στην αγκαλιά του αγέρα.
Μα το κορμί που χτυπήθηκε
στης ζωής τα μελτέμια,
καράβι τώρα στο σούρουπο
με του λιμανιού τον βυθό
γίνεται ένα.

ΜΕΣ’ ΤΟ ΝΕΡΟ

Τότε μια αίσθηση πρωτόγονη
σαν το χταπόδι σε σφίγγει,
να βγεις δεν μπορείς στην ακτή
παρά σ’ εκατομμύρια χρόνια,
σαν την υδρόβια ζωή
που πρωτοπάτησε της γης την όχθη.

Απλά το νοιώθεις, δεν το σκέφτεσαι
δεν είσαι τίποτε παραπάνω
από τον κάβουρα που στην τρύπα χώνεται,
μονάχα που εξόκειλες σ’ άλλο σημείο…
Και χρειάστηκες κόπο και άλλα εφόδια
για να ’βρεις τον δρόμο σου
να κερδίσεις τη μνήμη.

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό
σαν πράσινο φύκι κι αισθάνεσαι
το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.
Μα το δειλινό το δειλινό
που οι πρώτες σκιές καλούν εις οικον-
σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη γραμμή
κρυφοκοιτάζοντας
παράξενα θλιμμένα πίσω.

Ο ΑΛΛΟΣ ΝΟΣΤΟΣ

(…γέροντας στο Μέσα-χωριό – οι εφημερίδες)

Βράδιασε, κάνει κρύο
στην ψυχή μου την ξεχασμένη
μέσ’ τα βαριά κι ακίνητα
εβδομηνταεφτά μου χρόνια.
Κι ο αγέρας που κατεβαίνει ουρλιάζοντας
πάνω απ’ το Μέσα-χωριό
δεν κάνει φέτος
μόνο τα σκυλιά να κλαίνε,
καθώς αδιάκριτα χτυπά την πόρτα μου
και μου φωνάζει να βγω…
Για πού; Ποιος να με περιμένει;

Σήμερα Κυριακή ξεπρόβαλε
ο ήλιος μ’ ένα σάλτο
μέσα απ’ το σύννεφο να με κοιτάξει,
στην εκκλησιά μ’ ανθό στο πέτο
τρίτη φορά να στέκομαι γαμπρός…
Υμέναιος φθινοπωρινός.
Άνοιξα τα παράθυρα, τις πόρτες-
να κεραστούν οι ξένοι ένα λουκούμι
να πάρουν τα παιδιά ένα γλυκό
και μια φωτογραφία οι φωτορεπόρτερ
με τα σχετικά, γιατί και πώς…
Κανείς δεν ήξερε,
μόνο εγώ.

ΤΑΞΙΔΙ – ΕΜΠΥΡΕΤΗ ΕΦΕΣΗ

Πεύκο στης απαντοχής
το νοερό ακρογιάλι,
προσμένοντας χρόνια εκατό
πότε επιτέλους να σαλπάρει –

μα η μοίρα του είναι μονάχα αυτή
να ταξιδεύει με βαθειές ρίζες
σε υπόγεια νερά… Έτσι καθώς
με το λυχνάρι μια ζωή
ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα
σαλπάρουμε κι εμείς,
σε θάλασσα άσπρο χαρτί
γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση
ψυχών που άλλα γυρεύουν,
έσχατη επιθυμία της φτέρνας
που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα.
Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί
κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο –

δέχεται το πεύκο τη μοίρα του
απαλύνοντάς την
στο κύμα στον άνεμο
ρίχνοντας σπόρους,
παρόμοια όπως
δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς
κι ο ποιητής ετοιμάζεται
για τον επόμενο στίχο.

.

ΠΙΚΡΗ ΓΕΝΕΣΗ (1983)

ΠΟΡΕΙΑ

Δεν έχω πια τόσο λαμπερά
και διάφανα ως το βυθό μάτια,
και τραβηγμένη βαθιά
δεν κινδυνεύει η καρδιά
που χτυπώντας μου γέμιζε
το κάθε χαμόγελο.

Έπρεπε να πονέσω πολύ
πριν φύγει το πικρό μου δάκρυ,
για κάποιες μνήμες
κάποιους κόσμους πού ‘χαν φτιάξει
απατηλά αισθητήρια.

Το φως οδήγησε τοι βήμα
μου σ’ άλλους ανθρώπους
που ‘χαν στην καρδιά τον πόνο
κι από πληγές που δεν ανήκαν
στο δικό τους σώμα. . .

Ήταν η αγάπη.
Και μάταια
αργοπόρησα το βίο
ψάχνοντας μέσα σε κρυψώνες
και ποτές δίπλα μου,
αντί το χαμόγελο σέρνοντας
μια βαριά πανοπλία.

ΠΙΚΡΗ ΓΕΝΕΣΗ

(στους γονείς μου)

Α’

Σκληροί καιροί, δύσκολα χρόνια. . .
Μπορούσες να τα διαβάσεις
στα πρόσωπα τους
που μαζεύονταν σε γραμμές
γερμένα τ’ απόδειπνο στους αγκώνες.

Ψιθύριζε εκείνη:
Κράτα το στεναγμό
κράτα τον πόνο μην ακουστεί,
γιατί τα παιδιά κοιμούνται
και τα όνειρα τους
κρέμονται σε κλωστές από μάς.

Τα χέρια που μας νανούρισαν το βράδυ
ήταν ακόμα μουδιασμένα
από τον κάματο της μέρας,
τα χείλη π’ άγγιξαν τα μάγουλα μας
σφίγγαν του πόνου τη δαγκωματιά
να μην μπορέσει μια κραυγή να φύγει. 

Οι γονείς μας δεν είδαν πότες
σα Θείο δώρο τον ήλιο,
τυλιγμένοι ολημερίς σε μαντήλια
για να τον αποφύγουν. . .
Δεν τραγουδήσαν τις πηγές
γιατί έπρεπε ως τα γόνατα
να’ χουν τα πόδια τους μέσ’ το νερό. . .

Κι όμως αγάπησαν τον ήλιο
και τη δροσιά που μοίραζε
σ’ όλους το ρέμα.
Κι έτσι μπορέσαμε να γεννηθούμε
σ’ εκείνες τις στιγμές
πού ‘χαν για να στεγνώσουν τον ιδρώτα.

Μεγάλη η πράξη τους.
Και πιο μεγάλη η πληρωμή:
Τα σώματα τους καίνε ακόμα. 

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ

(στον άνθρωπο)

Α’

Τ’ ατσάλι σαν εσφίξαμε στα χέρια
έγινε στο καράβι μας τιμόνι.
Την πέτρα πού ‘κλείνε το δρόμο πλέρια
έκαμε ο μύλος της αγάπης σκόνη. 

Οι λίμνες, τα ποτάμια κι οι σπηλιές—
ένα κομμάτι μέσα μας
παμπάλαιης μνήμης,
ξυπνά σα μια ηδονή
κάθε φορά που περπατάμε στο τοπίο.

Ήταν γραμμένο μέσα στο αίμα μας
ν’ αφήνουμε τα πρώτα σπίτια,
ανήσυχοι ν’ ανάβουμε
ψηλότερη φωτιά πάνω στη στάχτη. . .

Οι λίμνες, τα ποτάμια κι οι σπηλιές—
η φύση φοβερή μέσ’ τη σιωπή της.
Τ’ ασύνορο στενεύει τις καρδιές,
μα πώς συσπώνται, πώς
ανατριχιάζουν ξαφνικά τα δέντρα
κι όλο μικραίνει το τοπίο,
το τραίνο σα φανεί μέσ’ την κοιλάδα
σαλπίζοντας τη δύναμη μας.

ΒΡΑΔΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Α’

Μ’ όνειρα χίλια θρέψαμε το μακρινό ταξίδι
πάνω στο βράχο του γιαλού τα δειλινά τα ρόδινα,
πριν έρθει ο σάλος μιας ζωής με το κρυφό λεπίδι
να κόψει τις φτερούγες μας σιγά κι ανώδυνα.

Στον ώμο το βαρύ γυλιό – κάπου θ’ ανταμωθούμε
κάποια φωνή ψιθύριζε κρυφή κι αόριστη,
μια συντροφιά παλιά να ξαναμετρηθούμε—
ίσως γνωστοί σαν κάποτε, κι ίσως αγνώριστοι.

Κύλησε ο χρόνος κι έφυγε σαν την αστραπή
και μεσ’ τη μνήμη η συντροφιά πάει να σβήσει,
σκύψε στ’ αυτί και πεσ’ μου βραδινή στιγμή
ποιοι μείναν όρθιοι και ποιοι έχουν γονατίσει.

Δ’

Στο παραθύρι κόπασε η ζωή
κι ακούω μονάχα την καρδιά μου.
Τις μέρες κρατιέμαι στο σκοπό
μα όταν νυχτώνει,
βοήθησε με ορμή της νιότης
ν’ ακολουθεί το βλέμμα μου μια λάμψη.

Βράδιασε. Και κρατώ
το σώμα ακόμα στο βωμό – θυσία
να γεννηθεί μια φλόγα. . .
Άνεμοι που τη σβήνετε
στη στάχτη της δε σταματώ,
χτύπα καρδιά μου
χτύπα δυνατά ν’ ανάψεις,
να ζήσει από φως μια κίνηση
στη μορφή σου
φευγαλέα οθόνη του βίου.

Το τέλος πια δε με τρομάζει.
Μου φέρνει μόνο ανησυχία
και σύντομο ύπνο.

ΕΝΤΑΦΙΟ

Γη ελαφρά,
τί δόξα τί τιμή
να με σκεπάζεις. . .
Το αίμα τ’ άφησα στον κάμπο
που διψούσε τη βροχή
μα δεν κρυώνω,
είμαι ο ήρωας
και με ζεσταίνει το στεφάνι.

Γαλήνη στη ψυχή
κι οράματα έταξες
στα κλειστά μου μάτια,
και μη γίνεσαι
γη ελαφρά
με το δάκρυ που πέφτει των παιδιών
τόσο βαριά,
μη γίνεσαι
τόσο διάφανη—
τ’ άλλο στεφάνι να θωρώ
που πλέκεται μ’ αγκάθια. 

ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

Θα κρύψω πάλι τις πληγές
που μ’ άνοιξες με το μαστίγιο,
θα ξεχάσω το φως
που μου στέρησες τα μάτια . . .

Στους κάμπους τα βουνά
«είτε παίδες Ελλήνων»,
το πνεύμα μου που μίσησες
κρατά τις γραμμές μας,
και τα χέρια
ακόμα ψηλά
ανεμίζουν σημαίες,
τα χέρια ακόμα λεύτερα
και ματωμένα
όταν ξανάρχεσαι
και τους περνάς
τις παλιές αλυσίδες.

ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ (1976)

Το νησί μου μικρό
καράβι σταματημένο
στη Μεσόγειο θάλασσα,
που του σχίσανε τα πανιά
που του κόψαν τα κατάρτια
και δεν προχωρά
μήτε μπροστά μήτε πίσω.

Θολώνουν κι αποτραβιούνται
οι γραμμές των γιαλών του
το ηλιοβασίλεμα
σε διάφανα σχήματα,
κι επιπλέει πια
κάτω από γαλανό ουρανό
το ίδιο σώμα – αιμόφυρτο
της Θεάς Αφροδίτης . . .

Κι οι δυο μαστοί του, ο ένας
ο Όλυμπος κι ο Πενταδάχτυλος
ο άλλος
μέσα στο στόμα του βιαστή
χωρίς κανένα ρίγος—
με μια γραμμή μια μαχαιριά
στα δυο να τους χωρίζει,
ως κάτω στον κόλπο τον κρυφό
με τις πορτοκαλιές
που ξεκινούν τα καράβια . . .

Αμμόχωστος. Νεκρική σιγή.
Της νυχτερίδας ξέφωτο
όμηρος νύχτα και μέρα
του τρωκτικού καιρού,
σαν να μην πέρασε πότες
ο Τελαμώνιος με την τριήρη
κι ο Ευαγόρας
να μη στέριωσε βασίλειο.

Προστάτη του νησιού, Θεά,
μέσα απ’ το ίδιο κύμα
στην πέτρα του Ρωμιού
παρθένα ατόφια υψώσου
και στιλπνή στον ήλιο.
Το αίμα σμίγοντας εφτά γενιών
σε μια μονάχα φλέβα—
με το λεπίδι
που μου ξεσχίζει τα σπλάχνα
διάπλατα να την ανοίξω,
καθαρτήριος ποταμός
να χυθεί σε πλαγιές και λαγκάδια.

Να ξεπλύνει μ’ ένα του κύμα
τα μαγαρισμένα χωριά
και το κατώφλι της εκκλησιάς
τ’ Αποστόλου Ανδρέα.
Να ξεπλύνει και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού,
πέπλος κρυφός που κάθεται
πάνω στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Αύγουστος, κι ακόμα καρτερά
της Μεσαριάς το νιό σιτάρι.
Μα βρέχει φλόγες ο ουρανός
κι εγώ ιτιά γέρος κι έρημος
σε ποιο να δώσω το δρεπάνι,
που οι γιοι μου φύγαν το πρωί
με το ντουφέκι.

Καίγεται το χωριό μέσα στις φλόγες . . .
Κρύβω τον πόνο μέσ’ τα στήθια
και φεύγω μέσ’ τους κάμπους,
κρύβω τον πόνο στην καρδιά μου
και χάνομαι μέσα στα δάση.
Ήλιε,
κι αν σε κρύψαν οι καπνοί
μου φωτίζουν ακόμα
τα πυρπολημένα πεύκα το δρόμο,
τούτη τη χρονιά
που με κυνήγησαν οι άνθρωποι
και με καλούν στους κόρφους τους τ’ αγρίμια.

Κατάμονος μέσα στον κάμπο τώρα,
γερμένος στη σκληρή την πέτρα.
Να σε κοιτάξω δε μπορώ—
τα μάτια τά ‘στειλα να βρουν τον γιό μας. 
Να σου μιλήσω δε μπορώ—
βαρύς λυγμός με δέρνει ακόμα.
Ξένε,
και να σε κεράσω πώς,
που από το σπίτι μ’ έκοψαν
σα με μαχαίρι;

Γύρισε παλιό αλακάτι.
Το περιβόλι εμάρανε
και πρέπει να ποτίσω
τα δέντρα πού ‘θρεψαν τόσες γενιές μου.
Βόλε φαΐ στη μαντηλιά
και δωσ’ μου το δρεπάνι,
γιατί ωρίμασαν ξανά τα στάχυα . . .
Και μη μου λες πως πήρανε
με το σπαθί το βιός μας,
και μη μου λες πως είμαστε
σε ξένα μέρη
με μόνη σκεπή τον ουρανό
και την καρδιά μας μόνη φλόγα.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Κρυφή μου στέρνα της ψυχής
γέμισε χόρτο
το σώμα σου πυκνό
μα δε φυτρώνει λησμοσύνη.

Βάτος- θεριό τα γένια μου
άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,
και περπατώ σα μούλα
στον ίδιο κύκλο που ‘θρεψε
η προσμονή- ξερό πηγάδι.

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι
κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,
τα κύματα ξαναρωτώντας
που πέρασαν απ’ τη Κερύνεια
και του Πενταδάχτυλου τα πουλιά
που πετούν προς το νότο . .
.
Αν είδαν το χαμένο γιο
να περπατά τη νύχτα
να κρύβεται τη μέρα,
να ‘χει θητεία στο θάνατο
χρόνους οχτώ.

Νιόβρης, 1982

ΑΠΟΠΡΟΣΑΝATOΛΙΣΜΟΣ

Κωφεύεις
στη φωνή της πατρίδας—
όσο τ’ αντέχεις
σιγά – σιγά.
Και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς
πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί
με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ (2015)

ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

ΑΛΛΑ 30 ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε

[Περνώ τη ζωή μου]

Περνώ τη ζωή μου
σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,
και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.
Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,
μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,
τον πανάρχαιο τούτο πύργο,
χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –
κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,
ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

[Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω]

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,
κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,
που πλαστουργώντας
τρυφερά στρογγυλεύαν-
περίγραμμα στο καθετί,
ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.
«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»
κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.
Σχισμή τότε πέρασε
τους ώριμους κύκλους σου,
και κραυγή εσηκώθη
τις φωνές υφαρπάζοντας,
πού είχανε μόλις συναχθεί
ολόγυρά σου να μιλήσουν,
ολόγυρά σου να κρατήσουν
τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,
θρύψαλα είναι
του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899) 

[Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.]

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.
Να Λευτερώσω θέλω
τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.
Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,
ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.
Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:
Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,
όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,
έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,
όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,
μ’ αγκάλες διάπλατες
στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,
μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,
να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ
όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,
σ’ αυτήν άφησέ με
την προσευχή μου να κάνω,
που βλοσυρή στέκει και μόνη
προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899) 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.
Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες
σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ
Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,
σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.
Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας
μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –
δίχως ν’ απλώνεται κάπου,
σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα
οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,
τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,
σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε
τη μια μορφή μετά την άλλη,
πάμε σχεδόν να καταλάβουμε
γιατί ποτέ δεν χάνονται,-
όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά
νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι
με ό,τι έχει υπάρξει,
και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως
απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,
κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος
κρύος τις Λατέρνες ζώνει.
Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,
ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος
οπίσθιου δώματος,
στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά
γλυστρά παραπέρα,
αλώβητη- καλά φυλαγμένη,
και τα παράθυρα παντού στα πλευρά
ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

[…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση]

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.
Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται τ’ αστέρια.
Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,
τυφλά ξεμακραίνοντας,
στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…
Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,
όπως της αγαπημένης το βλέμμα.
Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά
σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…
Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,
ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει
κατά το μέρος μας
και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.
Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;
κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,
ποιος δικαιούται ακόμα
το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας
σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;
Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,
πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες
ποιος δεν έμπασε μέσα,
ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;
Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,
γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,
και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,
δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,
ωραίο σαν κύκνος
στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:
Έτσι πορεύεται ο Θεός,
και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.
Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα
μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,
το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.
Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,
σαν κολώνα να περάσει αφήνει –
μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει
και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο
της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

[Πλημμυρισμένοι ουρανοί]

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων
θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.
Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,
ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,
στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,
τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό
σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει
στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;
Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις
τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.
Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε
και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.
Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος
από ψηλά επάνω σου γέρνει.
Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –
και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως
των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου
οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος
που κάθετα στέκει
προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,
των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;
Σε τοπίο ακοής.
Ξένη, εσύ: Μουσική.
Άνοιγμα
του χώρου της καρδιάς μας,
εαυτός μας πιο βαθύς,
που πέρα από μας
σπρώχνει να βγει,-
αποδημία ιερή:
αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο
σαν η πιο δοκιμασμένη
απώτερη φύση, ως άλλη
πλευρά του αιθέρα: καθαρή
απέραντη,
όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,
χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.
Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,
και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,
ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:
Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;
Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,
την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;
ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-
αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν
σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;
Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,
ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,
εύκολα να με προσπερνά,
σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι
και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

[Όταν ζυγώνει η βροχή]

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει
σχεδόν τρυφερά,
κήπος που κάτω
από νωθρό χέρι ησυχάζει.
Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:
πώς έγινε, αλήθεια πώς
τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει
με την ιλαρή απολύτρωση,
απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,
και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,
να έχουν και τούτα μια διττή φύση:
ακόμα και το πιο ελαφρύ
προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,
χαρά: να μην είσαι
ο ύπνος κανενός
κάτω από τόσα βλέφαρα.
1925

Επεξηγηματικό σημείωμα

Οι ρωμαϊκοί και αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος εκάστου ποιήματος,
αντιστοιχούν στον τόμο, τη σελίδα και τον χρόνο γραφής του.

.

ΔΟΚΙΜΙΟ

ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ (2014)
ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το βιβλίο αυτό με τις Αισθητικές Προσεγγίσεις έργων μιας πλειάδας σύγχρονων Κυπρίων ποιητών, έχει ως προτεραιότητα τον αισθητικό φωτισμό συγκεκριμένων ποιητικών επιτεύξεων, μέσω μιας κατά κύριον λόγο μορφοκεντρικής προσέγγισης. Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης (ίδε Επίμετρο στο τέλος του βιβλίου) γίνεται προσπάθεια δομικής κι ερμηνευτικής θεμελίωσης του αισθητικού φαινομένου στην ποίηση γενικότερα.
Με δεδομένη την πιο πάνω βασική στοχοθέτηση, οι επιλογές που έγιναν δεν έχουν κατά κανόνα αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν, πρέπει να ομολογήσω, περισσότερο από συγκυριακές αναγνωστικές γνωριμίες ή και προκλήσεις, που αντιμετώπισα στη διαδρομή μιας στενής κι αγαπητικής σχέσης με σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας. Διαμόρφωσα έτσι αργά μα σταθερά κρίσεις και συναισθήσεις σε κείμενα, αντλώντας κι αιμοδοτούμενος κάθε φορά από τις έμμορφες, πολύτροπες και πολύσημες εκφάνσεις του έργου ενός εκάστου. Και μπορώ να πω ότι ευδαιμονούσα πραγματικά, όχι ισορροπώντας μετέωρος σε θεωρητική γνωσιολογική σφαίρα, αλλά μετέχοντας κατά δύναμιν στην πρωταρχική και ριγηλή ανάπτυξη της δημιουργικής διαδικασίας.
Στις προθέσεις μου φυσικά δεν είναι ν’ αναλύσω ναρκισσιστικά τη δική μου μεθοδολογία, αφού το ζητούμενο δεν είναι η εστίαση σε μια ετερόφωτη και δευτερογενή εργασία (όση δόση κριτικής και λογοτεχνικής αλήθειας κι αν ενέχει). Κύρια επιδίωξή μου αντίθετα, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με την βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των.

Σημ. Παραθέτω μερικά απόσπάσματα από τις Αισθητικές προσεγγίσεις ποιητών που έχω ανθολογίσει. Α.Κ.

Ο ελλειπτικός Μάριος Αγαθοκλέους

Από τον Ηδονοβλεψία στη Γυναίκα με τα μαύρα

Α.
Με τη δεύτερη του ποιητική συλλογή Ηδονοβλεψίας, εκδομένη το 1988 – η πρώτη με τον τίτλο Εολίθια εκδόθηκε το 1983 – ο Μάριος Αγαθοκλέους όχι μόνο βελτιώνει τη χαρακτηριστικά λιτή και στρωτή τεχνική του, αλλά της προσδίδει μια πιο σύνθετη και πιο πλούσια συμβολιστική. Με έντονη ακόμη την ερωτική διάθεση και θεματική, απαλλάσσεται ως ένα βαθμό από το προηγούμενο αισθητικά αμφίβολο στίγμα μιας ερωτικά «σωματικής» εκφραστικής και περνά στην πολυσήμαντη ανάπτυξη του ποιήματος. Η ροή των εικόνων και ο πάντα απρόβλεπτος μεταφορικός του λόγος ξετυλίγονται σχεδόν επεισοδιακά, με εύγλωττες σιωπές και σκόπιμα χάσματα. Καταθέτω κάτι χαρακτηριστικό:

Έγκλειστος
Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.

Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

Ο αναγνώστης εξέρχεται του ποιήματος έχοντας τη βέβαιη αίσθηση, ότι ο ποιητής έχει κατορθώσει να «διπλοκλειδώσει» εξίσου μια συμπαγή στην εναλλακτικότητά της καλλιτεχνική μορφή, η οποία κρατά τις κεραίες μας σε διαρκή εγρήγορση. Δεν πρόκειται εδώ για κοινότοπη ψυχογραφία ή ένα ανιαρό εξομολογητικό μονόλογο, από αυτούς που τόσο συχνά διαβάζουμε. Η κίνηση των στίχων είναι συνήθως σύντομη κι ελλειπτική, άλλοτε πάλι γίνεται πιο σύνθετη κι ελικοειδής, οδηγώντας σε τελικές επιγραμματικές συμπυκνώσεις. Μια τέτοια αρμονικά δομημένη ταλάντωση της κειμενικής μορφής και ιδιαίτερα η ταυτόχρονη συνάρθρωση του συγκεκριμένου και του
υπονοουμένου, διαχέουν εντός μας μια ουσία αποσταγματική, που ευφραντικά μας κατακλύζει.
Περνώ τώρα στο ποίημα «Ηδονοβλεψίας», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Καταθέτω δύο ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι πολύ σύντομο, μονάχα τρεις στίχοι’ προσέξτε όμως την πυκνότητα και τον πολυδύναμο συμβολισμό τους.

Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου
φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,
αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα.

Είναι απαράμιλλα διαυγείς, συγχρόνως όμως και κρυπτικοί στίχοι, με φυσική κι αβίαστα αναδυόμενη υποβλητικότητα. Μπορούμε να τους διαβάζουμε και να τους ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να νιώθουμε να μειώνεται το σημασιολογικό και συγκινησιακό τους φορτίο. Κι αυτό, γιατί υπερβαίνουν το λογικό και το αυτονόητο, λειτουργώντας ως εφαλτήριο προς αποκαλυπτικότερες των πραγμάτων θεάσεις.

.

Η ιδιότυπη συμβολιστική του Ανδρέα Γεωργιάδη

Η σπαρακτική στο είδος της ποιητική ενεργοποίηση στοιχείων και φαινομένων των θετικών επιστημών, κάνει τον Ανδρέα Γεωργιάδη να είναι και να φαίνεται ως ο πλέον ιδιότυπος – και ας τον γνωρίζουν ελάχιστοι – ποιητής του χώρου μας.
Η προσπάθειά του, τηρουμένων των αναλογιών, παραπέμπει στον κόσμο των πολλαπλών προσωπείων του Καβάφη, με μια βασική ωστόσο διαφορά. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί προσωπεία και σύμβολα από τον ευκολότερα αναγνωρίσιμο χώρο της ιστορίας, κάτι που μειώνει σημαντικά τον βαθμό διακινδύνευσης της επικοινωνίας του με τον αναγνώστη. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης κάνει τα πάνω κάτω και κόβει ολότελα τις γέφυρες με τη γνωστή και δοκιμασμένη συμβολιστική, αντλώντας το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τον απάτητο ποιητικά κόσμο της Βιολογίας, της φυσικής ή της Χημείας. Αναμετράται έτσι δημιουργικά με την ψυχρή και συναισθηματικά ανύπαρκτη επιφάνειά τους, μπαίνοντας σε ανάλογη καλλιτεχνική διακινδύνευση. Θέτει συχνά ενώπιον του ιδιόμορφες καλλιτεχνικές προκλήσεις, προκαλώντας με τη σειρά του κι εμάς να σκύψουμε χωρίς προκατάληψη πάνω απ’ τις δύσβατες εκφραστικές του αναζητήσεις. Κινείται έτσι διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, με υπαρκτό ρίσκο να διαταράξει λεπτές ισορροπίες και να περιπέσει στο πνευματικό ευφυολόγημα ή την ευρηματική ατάκα.
Η δυσκολία για τον αναγνώστη έγκειται σχεδόν αποκλειστικά στην ειδική γνωσιολογική προπαίδεια, μια βασική προϋπόθεση για την άμεση και ακριβή πρόσληψη των νύξεων και υπονοουμένων των στίχων του.
Η προσεκτική όμως ανάγνωση ανταμείβει τελικά τον αναγνώστη, αφού τον φέρνει σε επαφή μ’ ένα πρωτόγνωρο αισθητικό κλίμα, σπάνιο στο είδος του. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές που πραγματώνεται μ’ εκπληκτικό τρόπο μια σύμπνοια μορφής και ουσίας, όπου πνευματικές αγωνίες και ανθρώπινα πεπρωμένα αναδύονται δειλά – δειλά μέσα από απίθανα προσωπεία φυσικοχημικών και βιολογικών φαινομένων. Κι ενώ τούτο σε πρώτο πλάνο αιφνιδιάζει και προσλαμβάνεται καταρχήν ως διανοητικό παιγνίδι, εμβαθύνοντας στην ανάγνωση οδηγούμαστε στην εμβίωση μιας κρυπτικής κι επτασφράγιστης αισθαντικότητας.
Πρόκειται σίγουρα για μια ανοίκεια και διαφορετική φωνή με αναγνωρίσιμο ύφος, που διεκδικεί – παρά την ολιγογραφία και τις όποιες ουσιαστικές αντιρρήσεις- τον ελάχιστο χώρο της στο μωσαϊκό της νεότερης Κυπριακής ποίησης. Η επάνοδος εξάλλου του ποιητή, κάθε φορά με βελτιωμένους και εμπλουτισμένους ποιητικούς τρόπους, μας υποχρεώνει να του δώσουμε περισσότερη προσοχή κι ετοιμότητα αποδοχής αυτού που δεν συνηθίσαμε. Ακόμα κι αν δεν είναι πάντοτε βέβαιο, ότι κινείται εντός των ορίων της ποιητικής επικράτειας.

Δείγματα γραφής του Ανδρέα Γεωργιάδη:

Άκρατος έρως

Δε βιαστήκανε.
Αφήσανε τον έρωτα
να πάρει τον καιρό του,
να υποστεί τη ζύμωση.
Τώρα ακράτητοι
τον γεύονται άκρατο.

Ήρθες για να δεις

Ήρθες για να δεις
τα βαλσαμωμένα πουλιά.
Σε άγγιξα δοκιμαστικά
και μου απάντησες δετικά.
Σ’ έφερα στην αγκαλιά μου
και τα χείλη μου συνάντησαν
την παρειά σου.

Πού ήσουνα ταριχευτή
να βαλσαμώσεις τη στιγμή;

Το άνοιγμα του διακόπτη
Αποδεδειγμένα
το άγγιγμά τους
άνοιξε τον διακόπτη.
Κι άρχισαν να φωτοβολούν!
Αυτή η φωτοβολία τους
δα διαρκέσει πολύ.
Η ερωτική φόρτιση
είχε κρατήσει χρόνια.

.

Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μολέσκη

Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

Στις καλύτερες του στιγμές ο Γιώργος Μολέσκης κρατά ψηλά τη συγκινησιακή ένταση των στίχων του. Κι αυτή με τη σειρά της μετριάζει τη ροπή του στην αναλυτικότητα και τον πλατυασμό, εκμαιεύοντας συχνά έναν απλό και ουσιαστικό λόγο.

Ξύπνα και σε φωνάζουν, μα μην πας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε καλά.
Χτυπούν την πόρτα με σίδερα βαριά.
Χτυπούν… Χτυπά κι ο ήλιος
της παγωμένης γης την κρούστα,
χτυπά και το νερό
βαθιά μέσα στις φλέβες της…
Ω! πώς παγώνει μέσα μου το αίμα!
Μέσ’ από δρόμους δα σε παν
από καιρό κλειστούς,
μέσ’ από πόρτες σκοτεινές δα σε περάσουν.
Αυτοί που σε καλούν είναι εκείνοι…

«Κραυγή γυναίκας» (Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι)

Οι στίχοι που διαβάσαμε έχουν μια αφοπλιστική αμεσότητα, με γλωσσική επιφάνεια κοινή και συνηθισμένη. Η δύναμή τους όμως έγκειται αλλού: Στο υψηλό επίπεδο συγκινησιακής εκκίνησης και στην θαυμαστικής εμπνοής θέαση των πραγμάτων τριγύρω. Εκπέμπεται με πειστικότητα μια βιωματική εμπειρία, χωρίς εκφραστικές ή άλλες εκζητήσεις. Κι επειδή κατά τεκμήριο είναι πολυγράφος ποιητής (πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία), δεν πρέπει να προσεγγίζεται με σχολαστικά εργαστηριακή μεθοδολογία. Αλλιώς ο κριτικός του θα προσηλωθεί υπέρμετρα στο επιμέρους – αισθητικά όχι πάντα ομοιογενές – και θα παραβλέψει το εκτόπισμα της συνολικής προσφοράς του.
Διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Γιώργος Μολέσκης δεν κατέθεσε ως τώρα μιαν πενιχρή και δύστοκη καρποφορία, αλλά δημιούργησε αντιθέτως ένα αυτοτελή και δικό του ποιητικό κόσμο. Κι αυτό αποτελεί αξιοπρόσεκτο επίτευγμα. Κατόρθωσε κάτι τέτοιο έχοντας ως όπλα του την αυθεντικότητα, μα και τη βαθιά αφοσίωση στην τέχνη της ποίησης.
Ας δούμε όμως ένα σύντομο ποίημα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να λέμε, με τον τίτλο «Ο ποιητής»:

0 ποιητής πάντα γυρίζει.
Ζωντανό νερό κυλά κάτω απ’ τους πάγους,
την Άνοιξη τους σπάζει και ξανοίγεται
πλατιά μέσα στους κάμπους…
Ξεπλένει τις ντροπές, ξεπλένει το αίμα,
τα ερείπια καθαρίζει από τη σκόνη…

Ο ποιητής πάντα γυρίζει
κι όπου συναντήσει ένα παιδί
ξαναγεννιέται.

«Τα δέντρα στο Βορρά» (Κρυφό Τετράδιο, 1981)

Είναι ένα αρμονικά ισοζυγισμένο μικρό ποίημα, κλασικό στη δομή του, υπό την έννοια της μορφικής επεξεργασίας. Με εικονοπλαστική ευρηματικότητα και βαθιά ανθρωπιστικό πυρήνα, διαμορφώνεται παραστατικά το πορτρέτο του ποιητή. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα μέσα, ανιχνεύοντας την καλά κρυμμένη προεργασία, θα εντοπίσουμε στην κίνηση και στους αρμούς των στίχων
μια λιτή και συμπαγή αρχιτεκτονική.

.

Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

H αυθεντική και πολύτροπη

Στοχεύοντας να δώσω την αδρή λογοτεχνική φυσιογνωμία ης Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω καρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα (μέχρι πίσω στο 1965). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία και το παραμύθι.
Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω από τον τίτλο Επιστροφή. Τα πρώτα αυτά ποιήματα διακρίνονται από διάχυτο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια μάλιστα αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα και δεν είναι καθόλου παράξενο, που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοί, χωρίς ποιητικές ιδιαιτερότητες και με θεματική τον αγώνα ελευθερίας του 1955-1959, στον οποίο η ποιήτρια έλαβε ενεργά μέρος.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Άχρονη Φύση |1988) ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Εδώ δεν μιλούσε πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος υπαρξιακός στοχασμός. Ο αυθορμητισμός έδινε τη θέση του στην αφηγηματική και νηφάλια γραφή, σε μια φιλόδοξη στόχευση μιας ποιητικής κοσμογονίας. Ξεκινώντας οριακά απ’ το χάος, η ποιήτρια διατρέχει λυρικο-επικά την ανθρώπινη εξελικτική περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον κόσμο των δικών της προσωπικών αναμνήσεων. Σ’ αυτό το βιβλίο, άνισο ως προς τις αισθητικές του πραγματώσεις, βρίσκουμε εντούτοις και μερικά από τα κατορθωμένα ποιήματα του συνόλου έργου της.
Μια δεκαετία αργότερα (1997) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγηματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το ξαδέρφι που δεν γύρισε ποτές πίσω. Και σε μικρή μόνο χρονική απόσταση η ποιήτρια μας εκπλήσσει ξανά με νέα δημιουργία, που της δίνει τον τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προηγούμενο χαμηλόφωνο κι εκφραστικά συγκρατημένο
εκφραστικό τόνο. Οι στίχοι λυρικά μεγαλόστομοι και κοφτοί εξακοντίζονται με ένταση και σουρεαλιστικές εξάρσεις από τα βάθη μιας ψυχής, που αναμετριέται αξιοπρεπώς στην κονίστρα των λογής υπαρξιακών προσκλήσεων. Έτσι γι’ άλλη μια φορά η ποιήτρια πείθει ότι μπορεί ν’ ανανεώνει με ευχέρεια το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που της αρδεύει την έμπνευση, προσφέροντας κάθε φορά μια νέα ανθοφορία.
Είχα γράφει κάποτε σ’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο χαρακτηριστικό σχόλιο:

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

.

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά

Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996, με την ποιητική συλλογή Ένα πράσινο θολό. Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική για πρώτη εμφάνιση.
Μια δωδεκαετία αργότερα, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων, με ό,τι θα μπορούσε συνειρμικά να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Τον διαβάζουμε σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο»:

Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε λιτούς και άρτιους στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια υπερβατική προοπτική:

Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.

από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»

Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία, επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Κι έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Καταγράφω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.

Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.

…/…

H ιδιότυπη λυρική φωνή της Έλενας Τουμαζή – Ρεμπελίνας

Α. «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο»

Την Έλενα Τουμαζή την πρωτοσυνάντησα ποιητικά πριν από πολλά χρόνια, σε έναν τόμο των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου για την Κυπριακή Λογοτεχνία. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν και έντονη και διαρκής. Με κατέκλυσε απ’ την πρώτη στιγμή το σαγηνευτικό άρωμα μιας αποκλίνουσας στη ψυχική και καλλιτεχνική έκφραση ιδιοσυγκρασίας, που αναπαράσταινε την καθόλου βιωματική μνήμη της στον αντίποδα της όποιας κοινότοπης και αναμενόμενης εκφραστικής. Ήταν ένα ποίημα με πρωτογενή και καθαρά προσωπικό λυρισμό, σημειολογία αινιγματική και συγκρατημένη συναισθηματική κύμανση. Η αλληλοδιάδοχη κίνηση των στίχων, η εναλλαγή των πρωτότυπων εικόνων και το επανερχόμενο σε διαφορετικά συγκινησιακά επίπεδα μοτίβο («αυτοί οι άνθρωποι»), με έπειθαν πως δεν επρόκειτο για ποιήτρια της σειράς.
Το ποίημα «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο»,
από τη συλλογή Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, έκδοση 1972 (στο οποίο και αναφέρομαι), το κράτησα στη μνήμη – έστω με κάποια εξωποιητικά ερωτηματικά – και το διάβαζα κάθε φορά που δινόταν μια ευκαιρία. Κίνητρό μου ήταν να επαναβεβαιώσω την αλήθεια, ότι την καλή ποίηση δεν τη φτιάχνει ο συναισθηματισμός κι η βαθυστόχαστη νοησιαρχία, αλλά η αυθεντικότητα της φωνής και η ποιότητα της συνειρμικής δυναμικής. Αυτή η δραστικότητα της μορφής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο, αφού ταυτίζεται και αναδεικνύει το ίδιο το περιεχόμενο, από το οποίο και οργανικά προκύπτει. Θα προσεγγίσω τμηματικά το κομβικό αυτό για τη δημιουργό ποίημα, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της λυρικής της ιδιοτυπίας.

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα

Μια προφανής αντιμαχία διατρέχει εξαρχής το ποίημα. Οι επιμέρους στίχοι, όπως και η αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, μεταφέρουν διαλεκτικά συγκρουόμενα φορτία σε μια κρίσιμα κορυφούμενη εσωτερική διελκυστίνδα. Οι κατ’ αίσθησιν μνήμες της δημιουργού δεν διαγράφονται μονοεπίπεδα, αλλά με σύνθετη δομή κρατούνται – επώδυνα ως φαίνεται – σε αγωνιώδη ισορροπία:
«Οι ωκεανοί των ματιών» και «η εικόνα του παράδεισου» διχάζουν και βασανίζουν την ψυχή, αφού την οδηγούν σε μια γλυκιά και δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία. Είναι το αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως κι ο ιστός της αράχνης που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο σε μιαν άλλη ανάγκη, εκείνη της ελεύθερης ανοιχτής θέασης. Από τον επιτυχή διττό συμβολισμό των πρώτων τούτων εικόνων εκπηγάζει και το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος, από το γεγονός ότι εκφράζεται ενοποιητικά και με αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια μια θεμελιακή και αντίρροπη στη φύση της κατάσταση της ύπαρξης…./…

.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Εντόπιο ρίγος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ποίηση από αυθεντικά παραδοσιακά υλικά

…Ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας.

Ο Ανδρέας Πετρίδης φτιάχνει ποίηση από αγνά, αυθεντικά, παραδοσιακά υλικά. Τον εμπνέει το κυπριακό τοπίο, η χλωρίδα και η πανίδα της πατρίδας μας, η θάλασσα κι ο ουρανός της, τα ξεροτόπια της. Και σέβεται όλα τα υλικά του, τα περικλείει με περίσσια θαλπωρή κι αγάπη. Δεν τα μαγαρίζει νοθεύοντας ή εμβολιάζοντας τα με επισφαλείς πειραματισμούς εν είδει νεωτερικών προσεγγίσεων.

Στην υπό παρουσίαση συλλογή που φέρει τίτλο: «Εντόπιο ρίγος» και υπότιτλο: «Αναγραφή τελευταία» και κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2013 με ιδιωτική έκδοση, ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας. Τόσο ο χώρος, όσο και το ύφος είναι συνειδητές επιλογές. Ο Α.Π. μοιάζει να μην θέλγεται από αυτό που συνηθίσαμε ν’ αποκαλούμε αστική ποίηση. Επιλέγει τον καμβά της υπαίθρου για να εξωτερικεύσει συναισθήματα, προβληματισμούς, σκέψεις, έγνοιες αλλά και μνήμες, μνήμες που είναι λειτουργικά ζώσες.

Συχνά – πυκνά, ο ποιητής αρέσκεται να αξιοποιεί τη θρησκευτική, εκκλησιαστική σημειολογία και ορολογία, προκειμένου όμως ν’ αναφερθεί σε μια καταφανώς ευρύτερη θεματική με μια κατά βάση υπαρξιακή απόχρωση: «Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια / αλλοτινής λατρείας / τώρα σημάδια / εμπύρετου μόνο περάσματος. / Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά / με κέρινα φτερά σωριάστηκαν / στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, / κι η βασιλεία των ουρανών / άδειος πια θρόνος…». (σελ. 23)

Σ’ ένα άλλο συναφές παράδειγμα – και χωρίς καμιά διάθεση ή πρόθεση θρησκευτικής νουθεσίας – ο ποιητής επιχειρεί ενδοσκοπικές βυθομετρήσεις, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο ή βατήρα το τοπίο γύρω από τη Μονή Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο, την εγκλείστρα του Αγίου κλπ, συνοψίζοντας: «μπορείς κι εσύ να λαξέψεις / την κρύπτη σου ή την πίστη σου / και να την δοξάσεις». (σελ.16)

Παρά το «υπαίθριο» εξωτερικό της περίβλημα, η ποίηση του Α.Π. είναι βαθιά ενδοσκοπική, είναι ποίηση εσωτερικού χώρου. Η ματιά του ποιητή είναι μονίμως στραμμένη προς τα μέσα: «Μοίρα μας να ταξιδεύουμε / σαν δέντρα με βαθιές ρίζες / σε υπόγεια νερά…». (σελ. 25) Στο ίδιο ποίημα, που φέρει τίτλο «Ταξίδι εντός μας», ο ποιητής ξεδιπλώνει διάφανα και πτυχές της ποιητικής του: «παρόμοια όπως / δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς / κι ο ποιητής ετοιμάζεται / για τον επόμενο στίχο». (σελ. 25)

Τον ποιητή απασχολεί έντονα εκείνο το μεταιχμιακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ χαράς και λύπης, φωτός και σκοταδιού. Και το προσεγγίζει με βαθύτατο λυρισμό και έντονη φιλοσοφική διάθεση: «… δεν θέλει πολύ να ξέρεις / κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα / που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, / για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό / τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες / δάκρυα της Παναγίας…». (σελ. 27)

Η ποίηση του Α.Π., σχεδόν στο σύνολό της, έχει βαθύτατο υπαρξιακό υπογάστριο. Κι η μέγιστη αγωνία του ποιητή αφορά την έλευση του τέλους, σε συνάρτηση βεβαίως με τη φιλοσοφική κατηγορία του χρόνου, κυρίως του παρελθόντος. «Αργά – αργά περιστρέφεται / η σφαίρα της γης, / ίδια παιδικό παιγνίδι… / Κι άτακτα δεξιά ζερβά / μυρίζοντας το καθετί / ανήσυχα εντοπίζεις / τον χρόνο να τραβά τα λουριά / στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…». (σελ. 28)

Στην ποίηση του Α.Π. οι θεματικές της εξύμνησης της πατρίδας με τις θεματικές της αναζήτησης του θείου, της θεότητας ή θεϊκότητας δηλαδή, συχνά συμπλέκονται και εφάπτονται. Έξαλλου και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο καμβάς όπου στρώνει τα χρώματα του το πινέλο του ποιητή είναι το κυπριακό υπαίθριο τοπίο: «Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία / από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί / και ταπεινά δοξάζεις / μια στρογγυλή γούβα νερού – / του τόπου γνήσιο αγίασμα / και της Θεάς οπωσδήποτε / ιερά λουτρά». (σελ. 14)

Η ποίηση του Α.Π. είναι βεβαίως και βαθιά κυπροκεντρική. Το κυπριακό ηχόχρωμα υπάρχει παντού. Ενίοτε φυσικά προβάλλει και η κυπριακή προβληματική. Και κυρίως απασχολούν τον ποιητή τα αδιέξοδα μας: «Ούτε που ξέρεις / ποιο δρόμο να πάρεις, / κι εύκολα ξεχνάς / πού είναι η πλώρη / πού είναι η πρύμνη / σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια / πολλούς δείκτες στη θάλασσα». (σελ. 31)

Το κυπριακό τοπίο τον εμπνέει συνεχώς, πότε με ενδοσκοπική, πότε με λυρική ή φυσιολατρική διάθεση και πότε με προδιαγραφές αγνής φιλοπατρίας, αλλά μακριά από πομπώδεις εκφράσεις και ηχηρά λεκτικά σχήματα. Η φιλοπατρία του ποιητή εκδηλώνεται γήινα, χαμηλόφωνα και σεμνά: «Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε / για τον Πενταδάκτυλο / είναι γιατί / μοιάζει χτυπημένο πουλί / με δυο φτερούγες / καρφωμένες στο χώμα». (σελ. 32)

Ο ποιητής συνομιλεί και με το καράβι της Κερύνειας, από το ύψος του σήμερα και αναφερόμενος στο τώρα. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι οι ρίζες, οι ιστορικές καταβολές του τόπου του. Μιλά για «όψιμους λογχοφόρους», «που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο / για δικά τους σημάδια / και γράμματα βρίσκουνε μόνο / που δεν μπορούν να διαβάσουν / πάνω στ’ αγγεία». (σελ. 35).

Ο Α.Π. είναι γενικά ένας ολιγόγραφος ποιητής, που παιδεύει την δουλειά του, επεξεργαζόμενος τους στίχους του ξανά και ξανά. Κι αφήνει ένα ποίημα χρόνια και χρόνια στο συρτάρι του, να ωριμάσει και να δοκιμαστεί στο χρόνο. Έχω την άποψη πως το αισθητικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα πλείστα από τα 28 ποιήματα της συλλογής, τον δικαιώνει.

.

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

εφημερ. ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.07.14

“Εξ Αφορμής” και “Εντόπιο Ρίγος” Α. Πετρίδη ( γράφει Μ. Πυλιώτου )
1.Εξ αφορμής. Αισθητικές προσεγγίσεις. 2.Εντόπιο ρίγος: Αναγραφή τελευταία (ποίηση).

Με ιδιαίτερη χαρά η Σελίδα μας προτείνει σήμερα δύο βιβλία. Και τα δύο ανήκουν στον γνωστό ποιητή και μελετητή λογοτεχνίας Ανδρέα Πετρίδη. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα της Πάφου. Σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία και ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Από το 1980 εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακρά περίοδο αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Υπήρξε συνανθολόγος της Παγκύπριας Ανθολογίας ποίησης «Οργής και Οδύνης – Εκατόν φωνές» (2000).
Ο Ανδρέας Πετρίδης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έχει, επίσης, μεταφράσει ποίηση του Μπρεχτ και του Ρίλκε. Παράλληλα δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής κι αποτελεί μια από τις πιο εξέχουσες πνευματικές μορφές της Πάφου.

Να ξεκινήσουμε με τις «Αισθητικές Προσεγγίσεις-Εξ αφορμής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τόμο άνω των 200 σελίδων, όπου περιλαμβάνονται κριτικές ποιητικών βιβλίων, μα και πιο εκτενείς μελέτες για ποιητές, γνωστών και λιγότερο γνωστών, που ωστόσο το έργο τους έχει αφήσει τα χνάρια του στη λογοτεχνία του τόπου μας. Πιστεύω πως αξίζει ν’ αναφερθούν όλα τα ονόματα των ποιητών μας που ο Ανδρέας Πετρίδης κάνει σύντομες αλλά σημαντικές κριτικές αναλύσεις κάποιου έργου τους ή ακόμα και στο σύνολο της προσφορά ς τους. Στον τόμο, λοιπόν, αναφέρονται τα ονόματα των Μάριου Αγαθοκλέους, Ανδρέα Γεωργιάδη, Δημήτρη Γκότση, Σοφοκλή Λαζάρου, Ανδρέα Μακρίδη, Γιώργου Μολέσκη, Πολύβιου Νικολάου, Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, Ανδρέα Παστελλά, Μιχάλη Πιερή, Αντώνη Πιλλά, Γιάννη Ποδιναρά, Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου, Έλενας Τουμαζή-Ρεμπελίνας, Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Κυριάκου Χατζηλουκά. Ακολουθούν «Χωρίς Σχόλια» άλλες πέντε ποιητικές αναφορές -«Συναντήσεις», όπου ο συγγραφέας επιλέγει και προτείνει ποιήματα, πολύ σημαντικά πιστεύω, και σωστά ο κ. Πετρίδης αποφεύγει τα σχόλια. Εξάλλου, δεν είναι πάντα απαραίτητα. Να μην ξεχνάμε πως και μονάχα η επιλογή ποιητών και ποιημάτων (π.χ. σε Ανθολογίες) αποτελεί κριτική αποτίμηση. Έτσι έχουμε δείγματα γραφής της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, της Ειρήνης Χατζηλουκά-Μαυρή, της Νάσας Παταπίου, του Νίκου Ορφανίδη και της Αντριάνας Ιεροδιακόνου. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι κι αυτό με το οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο Προλογικό του Σημείωμα: «Κύρια επιδίωξή μου, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με τη βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των».

Ο μελετητής Ανδρέας Πετρίδης, λοιπόν, κρίνει, προβληματίζει και προβληματίζεται και αυτοκρίνεται, σε μια προσπάθεια να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τον ίδιο πρώτιστα και για τον ενδιαφερόμενο, βέβαια, αναγνώστη: «Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών», όπως ο ίδιος υποσημειώνει, «έχουν προδημοσιευτεί στο προηγούμενό μου βιβλίο (2010) με τον τίτλο «Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική». Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει».
Προτού προχωρήσω στο δεύτερο βιβλίο, το ποιητικό «Εντόπιο Ρίγος. Αναγραφή Τελευταία», θα ‘θελα να αναφέρω την εκδοτική αρτιότητα του «Εξ αφορμής» με το υπέροχο εξώφυλλο του Δημήτρη Κατσώνη.
Το «Εντόπιο Ρίγος» περιέχει 28 ποιήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: Το Εντόπιο Ρίγος, Διαλογισμοί, Ένα Νησί. Όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε μοντέρνα τεχνοτροπία, με σουρεαλιστικά σκόρπια στοιχεία που δένονται αισθητικά κι αποτελούν κάθε φορά κι ένα ενδιαφέρον σύνολο. Επίσης, και στις τρεις ενότητες κυριαρχεί το τοπίο, ιδιαίτερα της Πάφου, με το φως, το μύθο, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη με τα κυκλάμινα, την ιστορία, τις παραδόσεις, τα μοναστήρια. Μαζί μ’ αυτά και η ψυχή του ανθρώπου. Κι η αγωνία του «σε μια ζωή που όλο αλλάζει/το πρόσωπό της κάθε μέρα» (Όστρακο, σελίδα 24).
Ενδιαφέρουσα και η ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη, μια ποίηση που φέρει – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, μια γραφή ιδιόμορφη, κι αυτή η ιδιομορφία παρατηρείται και στις κριτικές και τα δοκίμιά του.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ

Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, έκδοση του 2010, αποτελεί ένα εξαιρετικό πόνημα εντρύφησης στην εμπειρική αισθητική και στη συνειδητοποίησή της, ως εργαλείο κριτικής των ποιητικών έργων.
Πολλές φορές η κριτική απαξιώνεται από τους δημιουργούς, είτε αυτοί είναι ποιητές, τεχνίτες του λόγου ή οποιοιδήποτε άλλοι δημιουργοί, καθότι αποτελεί, κατά πολλούς, απλώς την υποκειμενική αντίκριση ενός έργου μέσα από τους φακούς εστίασης του εκάστοτε κριτικού είτε αυτοί είναι ιδεολογικοί, φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί, υπό την άποψη των λογοτεχνικών ρευμάτων που ασπάζεται ο εκάστοτε κριτικός, ή οποιοιδήποτε άλλοι φακοί. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική «υφαρπάζεται» από τους κριτικούς ως η ευκαιρία για επίδειξη γνώσεων μέσα από ένα επιτηδευμένο τεχνοκρατικό λόγο που ελάχιστα «μιλά», για την προώθηση ημετέρων και την απαξίωση αλλοφρόνων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, η εκάστοτε κριτική κινείται συνήθως στο μεθόριο της άρνησης και της αποδοχής, της αξίας και της απαξίωσης, της λογικής και του συναισθήματος.

Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Παρότι έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι η κριτική δεν είναι ομοούσια με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, ενυπάρχει κατάφυτη η λογοτεχνία εν είδη πανεύοσμων λογοτεχνικών ανθέων. Πολύ συχνά ο συγγραφέας εμπνεόμενος από το έργο των ποιητών που κρίνει δημιουργεί κάλλιστα λογοτεχνικά ευρήματα χωρίς «φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις». Ο συγγραφέας φωτίζει με επιδεξιότητα την «αισθητική δυναμική» των ποιητικών έργων που κρίνει και συλλαμβάνει με τα ευαίσθητα αισθητήριά του «την αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων» που αυτά εκλύουν. Η λεπτομερής «διερευνητική περιδιάβαση» που κάνει δεν αφήνει περιθώρια να χαθούν από το «αισθητικό και ερμηνευτικό νυστέρι» του τα οποιαδήποτε «πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης» και τη «μεταφυσική αχλή της εικονοποιΐας» όπου αυτή εντοπίζεται.
Τα σχόλιά του καίρια καλύπτουν τόσο τη δυναμική της ποιητικής δομής και τις διακυμάνσεις του «ποιητικού εκκρεμούς», τη μορφική διαστρωμάτωση των ποιημάτων, την αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, την «εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση» και την «αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου». Η «συγκινησιακή ένταση των στίχων», η αρχιτεκτονική στην «κίνηση και στους αρμούς των στίχων», είναι επίσης κριτικά κριτήρια για την εμπειρική αισθητική του Ανδρέα Πετρίδη. Η «ιχνηλάτηση κορυφώσεων» και η «αρμονικότητα της ταλάντωσης» της κειμενικής μορφής» επίσης εντοπίζονται και αξιολογούνται.

Ο ευαίσθητος ποιητής και κριτικός Ανδρέας Πετρίδης μας περιγράφει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της συναισθηματικής έντασης που αισθάνεται όταν το εναργές κριτικό βλέμμα του αντικρύσει ένα ζωντανό και ομιλούντα στίχο. Μας εξηγεί: «Η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας». Τα κύματα «ποιητικής δραστικότητας» που αισθάνεται ο Ανδρέας Πετρίδης είναι τεράστια και είναι φορές που κτυπούν καίρια τις «χορδές της υπαρξιακής του συνειδητοποίησης». Αλλού μας εξηγεί πώς οι εύστοχοι στίχοι οδηγούν τον αναγνώστη σε μια «δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία» και τον «κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος». Την «αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια» διαδέχεται η «μοιραία φαντασιακή αναπόληση».
Μια «πηγή φωτακτίνων», μια «ριγηλά στοργική μελωδία», μερικές «εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες», μια «υπόγεια ζωηφόρα αύρα» και κάποιοι «υποβλητικοί οραματικοί διάλογοι» είναι αρκετά για να διαπεράσουν, όλους τους σωματικούς και πνευματικούς «ιστούς της ύπαρξής του». Με τις «αισθητικές κεραίες» του δεν αφήνει να χαθούν στο ανερμήνευτο στίχοι που οδηγούν σε «δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μια άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας», συλλέγει το «επώδυνο απόσταγμά» τους και οδηγείται σε «απίθανους συνειρμούς μια ιδιότυπης αισθαντικότητας». Μεταπίπτει συχνά από τη «διέγερση του αισθητικού εκκρεμούς», στην «αισθητική ικανοποίηση» και στην «κλιμακούμενη προσμονή» και από την «αισθητική ηδονή» στην καθαρτική ικανοποίηση» και στη «λυτρωτική διέξοδο». Ένα απρόβλεπτο «κυμάτισμα της μορφής» είναι αρκετό για να νιώσει τον άυλο πτερυγισμό και τη «λαχτάρα στο στήθος» που «εκτινάσσουν συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τα πνευματικά τοπία της αισθητικής και σκηνογραφεί το υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες της εμπειρικής αισθητικής που βιώνει. Μετεωρίζεται σε «ασκήσεις βάθους» μας γνωρίζει γίγαντες στίχους για πολλούς αόρατους. Μας ζωγραφίζει με το λόγο του «συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων» και «δωρικούς αγαλμάτινους στίχους». Οι «διαιώνιες και μυστηριακές», οι χειμαρρώδεις διαδρομές» των λέξεων είναι αφετηρίες για να μια «υπερφυσική μεταβολή του τοπίου». Ενός τοπίου με διάσπαρτους «υψιπέτες στοχασμούς» και «συστοιχίες ιονικών κιόνων».
Για τον Ανδρέα Πετρίδη η αφαίρεση είναι η «απελευθέρωση του μυαλού από μια ενεργοβόρα φυγόκεντρη πολλαπλότητα», μια «χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα». Πολύ συχνά χρησιμοποιεί ιατρικούς και βιολογικούς όρους, οι οποίοι μέσα από τη λογοτεχνική του υπόσταση τους μεταποιεί σε ποιητικούς πυρήνες. Έτσι εντοπίζουμε μέσα στα κείμενά του το «ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι», τα «καταπραϋντικά που τον κατακλύζουν», την «αισθητική εργαστηριακή λαβίδα», τη «στοχαστικότητα που μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση». Εντοπίζει ακόμα την «εκτονωτική καλλιτεχνική βαλβίδα», τους «ιστούς της ύπαρξής μας», τις «αισθητικές κεραίες», τη «λεπταίσθητη ποιητική βελόνα» και τη «βιολογική ζωτικότητα»
Η «λογοτεχνική και αισθητική γεύση» του συγγραφέα μάς επιτρέπει να αισθανθούμε την «έμπνοη ύλη» και η πνευματική του υπόσταση να ταξιδέψουμε σε ενορατικές διαστάσεις που «διαχρονίζουν τους χρόνους και διαποτίζουν τους τόπους». Νιώθουμε μάς λέει «να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου και αυτό είναι που μας συναρπάζει». Ο «ερμηνευτικός και αναλυτικός φωτισμός» του είναι ικανός να φωτίσει τα στοιχεία των ποιημάτων που οδηγούν στην «ευδαιμονική ενατένιση», που συνδιαλέγονται με το συλλογικό υποσυνείδητο. Εντοπίζει την «μεταποίηση του επίκαιρου», τον «κρυσταλλωμένο λυγμό και το πικρό δάκρυ», τον «ασίγαστο ρεμβασμό», τη «νοσταλγική αναπόληση».
Λογοτεχνικότατοι είναι και οι ευρηματικοί τίτλοι που ο Ανδρέας Πετρίδης χαρίζει στα κριτικά κείμενά του. Αναφέρω τα εξής παραδείγματα: «Ανοίγοντας όστρακα της ποιητικής δημιουργίας», «Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής δημιουργίας», «Η ελλειπτική φωνή», «Η επίμοχθη ποιητική απόσταξη», «Ο ηδύφθογγος λόγος».
Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, αποτελεί και για μας που το μελετήσαμε μια «καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας» που περνούμε σε καιρούς αφιλίας και σκληρότητας, σε χρόνους εξαθλίωσης και απαξίωσης, σε τόπους ιδιοτέλειας και αγανάκτησης. Αδιαμφισβήτητα το εν λόγω βιβλίο είναι ένα έργο που πρέπει ο κάθε ποιητής να διαβάσει, ένα έργο που ενδιαφέρει τα μέγιστα τον κάθε μελετητή της λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου μας.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.