ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930, όπου και ζει. Έχει εκδώσει ως τώρα δεκατρείς ποιητικές συλλογές, πέντε βιβλία πεζογραφίας και ένα με δοκίμια. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε εννέα ευρωπαϊκές γλώσσες και διηγήματα σε γερμανικές ανθολογίες. Έχει λάβει το βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου στην ποίηση, και στο διήγημα το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Γιώργος Αράγης στα Συμπληρωματικά στοιχειά ἤ «Επίμετρο» στη δεύτερη έκδοση της ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1050-1970) γράφει για τη ποίηση της Μαρίας Αγαθοπούλου ” Όπως σωστά παρατήρησε ὁ Κώστας Γ. Παπαγεωργίου στην ανθολογία του, το έργο της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου χαρακτηρίζεται από αυτό που θα ‘λεγε κανείς επιγραμματικά : μεταφυσική της καθημερινότητας. Χωρίς να αγνού τη σχέση της με το παρελθόν και τα κοινωνικά προβλήματα του καιρού της, ο κύριος στόχος της είναι η σημασία, το βάρος και οι φυγές, της πεζής καθημερινής ζωής. Και τούτο χωρίς να γίνεται διανοητική ή δυσνόητη η γραφή της.”
Η ίδια σε κείμενο που διάβασε κατά την εκδήλωση πού διοργάνωσε προς τιμήν της το περιοδικό Γράμματα και τέχνες, με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού, στο «Σπίτι της Κύπρου» (Αθήνα), στις 4 Δεκεμβρίου 1998 είπε: “Πήγα στην ποίηση και στο ποίημα εν αγνοία μου, με τυφλά μάτια, όπως δηλαδή πηγαίνει κανείς στη ζωή. Όταν συνειδητοποίησα την παθιασμένη σχέση μου με το χαρτί και το μολύβι, τη συναναστροφή μου με ότι ονομάζουμε καλογερίστικη εξουσία, ήτανε πια πολύ αργά αυτή ή «θεία ψύχωση» να μεταστραφεί … σε μετάνοια και έκφραση συντριβής.”
Στο ίδιο κείμενο λέει ακόμα:
” Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τα γράμματα, τις λέξεις, σαν αντικείμενα πού από τη μια μεριά έχουν κάτι το αναπάντεχο (με την έννοια της δικής μου αντοχής στη σχέση μου μ’ αυτά, κάτω από μια δοκιμασία διπλή, η όποια ξεφεύγει από τον έλεγχο μου κι ακόμα από την κατανόησή μου όσον άφορα την ύπαρξη τους στη ζωή μου), κι από την άλλη μεριά έχουν μια γνωστή, σχεδόν οικεία φυσιογνωμία, γνώριμη από τότε πού ένα άλφα άσπρο στάθηκε μπροστά μου και με κοίταζε σαν καλοκάγαθο ά-λογο κι ένα ώ-μέγα θεόρατο με στόμα ολάνοιχτο, αδηφάγο, με περίμενε στη γωνία να με καταβροχθίσει. Ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσα ακόμα να καταλάβω αυτή τη σχέση μου με την ανάγνωση και τη γραφή, αν δηλαδή είναι σχέση αθωότητας, ελευθερίας ή η πιο βασανιστική, η πιο δεσμευτική κατηγορία σχέσης.”

Επιχείρησα μια ανθολόγηση της ποίησης και της πεζογραφίας της Μαρίας Αγαθοπούλου ελπίζοντας να δώσω μια ολοκληρωμένη εικόνα του έργου της. Η γραφή της είναι το απόσταγμα της καθημερινότητας που κυλά μέσα στο χρόνο γεμάτο από ομορφιά και αλήθειες, μας αγγίζει, μας πλημμυρίζει και γίνεται δικό μας, η δικιά μας καθημερινή ζωή.
Παράλληλα ζήτησα από λογοτέχνες να μου δώσουν τη δικιά τους εικόνα της Μαρίας Αγαθοπούλου. Τους ευχαριστώ όλους για τη πρόθυμη ανταπόκριση και για τα πραγματικά αξιόλογα κείμενα που μου έδωσαν δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Ψυχή και τέχνη, Θεσσαλονίκη 1961
Διασταυρώσεις, Θεσσαλονίκη 1965 (Βραβείο Δήμου Θεσσαλονίκης 1964,
ως ανέκδοτη συλλογή)
Περίπτωση σιωπής, Θεσσαλονίκη 1968
Μεγεθύνσεις, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1971
Αρμιλλάρια, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1973
Τα τοπία που είδα, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1975
Τα επακόλουθα, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1978
Θαλασσινό ημερολόγιο, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1981
Μετανάστες του εσωτερικού νερού, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985
Η σκοτεινή διάρκεια των ημερών, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1993
(Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου 1994)
Το οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, νούμερο 13, Παιανία Απρίλιος-Ιούνιος 1997
Επιλογές και σύνολα. Ποιήματα (1965-1995), Νησίδες, Σκόπελος 2001
Σαλκίμ, Νεφέλη, Αθήνα 2001
Σεντόνια της αγρύπνιας Μεταίχμιο 2006

ΠΕΖΑ

Συνοικισμός Σιδηροδρομικών, αφήγημα, Κέδρος, Αθήνα 1998
Στο δωμάτιο, διηγήματα, Νεφέλη, ‘Αθήνα 1999
Η παραίτηση, διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 2002 (Βραβείο ‘Ακαδημίας
Αθηνών του ‘Ιδρύματος Πέτρου Χάρη 2003)
Οι μικρές χαρές, διηγήματα, Μεταίχμιο, ‘Αθήνα 2005
Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι Γαβριηλίδης 2010

ΔΟΚΙΜΙΑ

Δοκίμια και δοκιμασίες, Νησίδες, Σκόπελος 1999

.

.

.

.

Ο ποιητικός της λόγος

.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ (1965)

.

Ανεπάρκεια

Κάθε ώρα κοιτάζω το πρόσωπο μου
Στον ειδωλολάτρη καθρέφτη μου
Τα υπάρχοντα μου συνάζω
Ωσάν φιλάργυρος
Τα ωραία εγκλήματα μου τακτοποιώ

Είμαι το χέρι των στερημένων
Ασθενική μήτρα
Περίπτωση πρόωρης πτώσεως

Κυνηγώ μια ηλιαχτίδα
Να αξιωθώ τα υπολείμματα της

.

Κρίνος και θύελλα

Μέσα μου κατοικεί μια θύελλα
Κι ένας κρίνος ανθίζει

Ακινητούν τα χέρια

Κανένας δε θα λυπηθεί
Όπως κανένας δε λυπάται το ρόδο
Που χτυπιέται απ’ το αδυσώπητο χαλάζι

Η θάλασσα όταν ενδοστρέφεται τί βλέπει;
Καραβιών συντρίμμια κρανία
Κοντά στα πολύχρωμα όστρακα
Κοντά στη κοράλλια
ατά μαργαριτάρια

Διασταυρώσεις

Κάποτε θα είμαστε σαν δυο τρένα
Σε μια διασταύρωση
Που μόλις προφταίνεις να φωνάξεις
Καληνύχτα
Να δεις το πρόσωπο του άλλου
Πίσω απ’ το αχνισμένο τζάμι

Καμιά χειραψία

Σε κανένα ποτήρι δε θα εφαρμόζουν
Τα καπνισμένα δάχτυλά μας
Θα μαυρίζουμε από άλλο κάρβουνο.

.

Ανθρώπινη πολιτεία

Αύτη η πόλη μου αρέσει πολύ
Με τη διάφανη ομίχλη στη μαλλιά σου
Τη γυαλιστερή υγρασία στη μάτια σου

Απλώνω τα χέρια δεν σκοντάφτω
Σα να φοβάμαι σα να διασκεδάζω

Που είσαι που κρύβεσαι;

Εγώ δε γνώρισα σ’ άλλες πολιτείες το θαύμα
Εδώ μέσα είναι το δικό μου φως
Μου ταιριάζει σαν ένα δικό μου πορτρέτο

Δε μας χρειάζονται πολλά παράθυρα
Από ένα άνοιγμα κοιταζόμαστε
Βυθίζουμε τα χείλη στην πιο βαθιά αναμέτρηση

Κοιμήσου με το χέρι μου στο χέρι σου
Είμαι εγώ.

.

Σπίτια

Πόσο παράξενα είναι τα σπίτια
Με τα διάπλατα μελαγχολικά μάτια
Αταξίδευτα καράβια φαγωμένα απ’ την αρμύρα
Τα βουητά των θαλασσινών δρόμων
Παιδικές φιγούρες στα καταστρώματα
(Στα φιλιστρίνια τα χελιδονόψαρα)
Γυναίκες γελαστές κουρασμένες στην κουζίνα
Γέροι με τα λιπόσαρκα μπράτσα στην κουπαστή
Σπίτια καράβια με τις χρωματιστές σημαίες
Κάτω απ’ τις πέτρες κάτω απ’ το χώμα
Η φουρτουνιασμένη θάλασσα ησυχάζει

.

Της αγάπης

Είναι οι στιγμές τα χρόνια τα ανελέητα
Είναι οι συνομιλίες που ποτέ δεν ησυχάζουν
Είμαστε εμείς που δεν ακουγόμαστε
Κάποιος άνεμος στροβιλίζει τη φωνή μας
Κάποιο χιόνι λιώνει το τραγούδι μας

Να υπάρχουμε
Πίνοντας μια χούφτα νερό
Να στεκόμαστε όρθιοι κάθε πρωί
Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας
Να φωνάζουμε στ’ αντικρινά παράθυρα:
Καλή σας μέρα
Έχουμε μια φέτα ψωμί
Να την μοιραστούμε μαζί σας
Καλή σας ώρα
Μάς φτάνει ν’ αγαπηθούμε

.

.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΙΩΠΗΣ (1968)

.

Περίπτωση σιωπής

Πόσο τα σπίτια ομορφαίνουν
Από πολλή μουσική
Το δικό μου σπίτι
Είναι μια βαθιά εικόνα
Φωτισμένη και βαθύσκιωτη

Αν με βγάλεις απ’ αυτή τη σιωπή μου
θα ‘μαι ένα ψάρι πεθαμένο
Έξω από τη θάλασσα πεταμένο
Και άταφο

Μέσα μου είμαι μια αλλιώτικη νύχτα
Το δέντρο το εκστατικό το δεόμενο

Πλουτίζω φτωχαίνοντας
Από λόγο και φωνή

.

Θαλασσινή πρόφαση

θάλασσα του φθινοπώρου
Με το νερένιο κρύσταλλο
Στα μάτια σου ο μυστικός καθρέφτης
Των καραβιών των ψαριών
Και του θανάτου
Στα μάτια σου
Ένας ανέφικτος έρωτας

Δυσθεώρητο βάθος
Κρύβεις ιερά μυστικά
Εκεί στο αμετακίνητο δάσος
Της αβύσσου
Τα σταυρωμένα χέρια σκεπάζεις
Με λυπημένα τραγούδια

Στις όχθες σου χρυσόψαρα
Φύκια και θαλασσινά νούφαρα
Στις όχθες σου άμμος αστέρια
Και πυκνή σιωπή

.

Στην προκυμαία

Στην προκυμαία το βράδυ να στέκεσαι
Να κουβεντιάζεις μ’ ένα θαλασσινό όνειρο
Όταν αδειάζουν τα καφενεία κι οι δρόμοι
Όταν αδειάζουν τα καράβια και τα χέρια
Στην προκυμαία το βράδυ να στέκεσαι
Με το φώσφορο των ψαριών στα μάτια σου

Κανείς δεν υπάρχει να σε δει Στην άκρη της γέφυρας

.

Θρήνος

Τι κρίμα αυτός ο θάνατος
Τί πανάρχαιος
Ο αδελφός μου κείται εδώ
Και περιμένει άταφος
Καθισμένος σε μια καρέκλα καφενείου
Ανάμεσα σε καπνούς
Και χτύπους από τραπουλόχαρτα.

.

Προφητικό

Κάποτε θα βρεθούμε
Στον ίδιον άξονα της ψυχής μας
Με τα πρόσωπα στραμμένα
Κατά την ανατολή του κόσμου
Όπου οι χαμένοι άγγελοι
Ασπάζονται ό ένας τον άλλο
Ανιστορώντας την περιπέτεια
Της σιωπής τους

Εκεί θ’ αγκαλιαστούμε
Ανείπωτα ωραία
Τα σώματά μας θα ‘ναι απτά
Τέλεια ύλη
Άσπρα τα χέρια μας
Τα ίχνη μας άσπρα

Ασπαίροντας θα φύγει η μαύρη νύχτα.

.

Οργή

Κόσμε κυρίαρχε
Των λουλουδιών
Των σκουληκιών
Και των αγγέλων
Πίσω απ’ το ανοιχτό σου μάτι
Βαθαίνει όλο βαθαίνει
Το μεγάλο σπήλαιο
Των τρομερών πραγμάτων

.

.

ΜΕΓΕΘΥΝΣΕΙΣ (1971)

.

Μεγεθύνσεις

I

Το ποίημα που γεννιέται τη νύχτα
Είναι το φως πού βγαίνει απ’ το σκοτάδι
Το φως το ιλαρό
Πού στα κλεισμένα βλέφαρα των κοιμωμένων
Λάμπει
Στα όνειρα τους μέσα παίζει
Με τον καθρέφτη του

Το ποίημα πού γεννιέται τη νύχτα
Τα σπλάχνα μου σπαθίζει
Και με πονά

.

IV

Τις νύχτες πονούμε ανείπωτα
Πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας
Γκρεμίζουν τα σπίτια μας
Χάνουμε τούς δρόμους
Εχθροί μας κυνηγούν

Δεν μπορούμε να τρέξουμε
Να σωθούμε

Στον ύπνο μας βασανιζόμαστε
Από άγνωστες αίτιες
Προδοσίες αιμομιξίες
Συνειδήσεις μας τρομοκρατούν

Στον ύπνο μας δε γράφουμε ποιήματα

.

IX

Όταν το χάραμα ανοίγεις το παράθυρο
Στην περιδιάβαση είμαι και σε κοιτάζω
Η θάλασσα φεύγει
Ήχους παράξενους γεμίζουν οι δρόμοι
Πράγματα αινιγματικά

Την ώρα του εσπερινού
Στο καφενείο της παραλίας
Ανταλλάσσουμε το ποίημα
Το αίμα

.

XIII

Κάθε μέρα νυχτώνει σ’ αυτή την πόλη
Κι εγώ ψάχνω να βρω τα σπίτια
Με τις γκρεμισμένες πόρτες
Με τα σβησμένα νούμερα
Στους τοίχους
Από πίστη βαθιά σε όσα έζησα
Και σε όσα δεν είπα
Από πίστη βαθιά
Σε όσα είδαν τα μάτια μου

.

XVI

Μαζεύω θρύψαλα ειρήνης
Της δύσκολης ημέρας

Τώρα μπορώ να έρθω στο σπίτι
Να κλείσω αθόρυβα την πόρτα
Ήσυχα να βγάλω τα σκονισμένα
Υποδήματά μου
Τα μοναχικά ενδύματα
Αρωματισμένα
Απ’ την οσμή του σώματος

‘Ο,τι μας σκεπάζει

Μας φανερώνει

Το χτύπημα
Το κρυφό σημάδι

Ουλές τού έρωτα
Τα μάτια και τα χείλη
Δεν έχουν κρύπτη
Και προστασία

.

.

ΑΡΜΙΛΛΑΡΙΑ (1973)

.

Το ποίημα

Εδώ μακριά που μας κρατά
Και μας ριζώνει η πέτρινη εξορία
Ακόμα γράφουμε ποιήματα ωραία
Ίσως θα ‘πρεπε να μιλούμε
Τη γλώσσα των πρωτοπλάστων
Όμως εμείς ξεπερνούμε τον νόμο
Της βαρύτητας μας
Όταν έρχεται άξαφνα το ποίημα
Με τη δική του νίκη μας διαπέρνα
Απάνω μας πετά το μεγάλο κύμα
Έρχεται να στεφανώσει
Την πέτρινη εξορία
Που εδώ μακριά μας κρατά
Και μας ριζώνει

Αντοχή

Ήταν πολύς ο θάνατος εφέτος
Μου ξέσκισε τα μάτια
Ότι άξαφνα άκουσα
Ότι είδα
Προπάντων ότι αποσιώπησα

Πίσω απ’ αυτό το σπίτι
θα ξεπροβάλουν τάχα άγγελοι;
Πιο πέρα η πολιτεία
Που με πονάει
Που ταράζει το αίμα μου
Κι εγώ χρειάζομαι το αίμα μου
Δίχως την ταραχή του

.

Ταξίδια

Φανταστείτε τα σπίτια να ταξιδεύουν
Έστω μέσα στους δρόμους της πόλης
Έστω κατά τις όχθες των νερών
Αν όχι πάνω στις σιδηρογραμμές
Ή στη θάλασσα μέσα
Αν όχι πάνω στα σύννεφα

Φανταστείτε τα σπίτια
Φωτισμένα τρεχαντήρια
Τρένα πού σφυρίζουν στην ομίχλη
Μάτια σκοτεινά στα φιλιστρίνια
Στην κουπαστή χελιδονόψαρα
Και κάρβουνο πολύ κάρβουνο
Στα πρόσωπα των ταξιδεμένων

.

Τα πράγματα

Τα πράγματα που μέλλονται να ‘ρθουν
Τα πράγματα της ζωής μας
Δώρα της θλίψης μας είναι
“Άλαλα τα στόματα των ευσεβών
Προχωρούν μυστικά προς εμάς
Τα φωτεινά τα σκοτεινά μηνύματα
Έρχονται την καθορισμένη εποχή
Τότε πηγαίνουμε να τα συναντήσουμε
Σιωπηλοί προχωρούμε
Μπαίνουμε μέσα να πάρουμε
Τα πράγματα της ζωής μας

.

Πτώση

Είδα ένα άγαλμα να πέφτει
Μέσα στο λάκκο πού έσκαψαν
Τά ίδια του τα πόδια βαθμηδόν

Απ’ την πολλή ακινησία
Είπαν μερικοί
Ή το σαθρό του βάθρο
Από καθίζηση είπαν άλλοι
(Οι πιο ειδικοί)
Όμως εγώ κρατούσα τα
Και της αιτίας το βάρος κουβαλούσα
Μες στου κρανίου μου την κρύπτη

Εκεί

.

.

ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ (1975)

.

II

Φώναξα τον πατέρα μου
Και την μητέρα μου
Πού άξαφνα είχανε γίνει
Τα παιδιά μου
Ό πατέρας μου και γιος μου
Έφευγε με το φαγωμένο του σώμα
Πού το είδα ολόγυμνο και λυπημένο
Κι εγώ πού ήμουν όλα τα γένη
Ενός φυτού
Έσκυψα και προσκύνησα τη ρίζα μου
Πού με μιας έλαμψε άσπρο νερό
Και μου δρόσισε τα μάτια

.

III

Μα θα περάσουν αιώνες
Ώσπου να διηγηθώ την ιστορία μου
Πίσω στο άλλο ημισφαίριο
Θ’ ακούγονται στα χαλίκια του δρόμου
Στα χόρτα του δρόμου
Στη στάχτη του δρόμου
Τα διαφορετικά βήματά μας

.

XI

Για να βγω απ’ αυτό το χώμα
Καθαρίζοντας τις πέτρες και τα ξύλα
Απ’ αυτό το θολό ποτάμι
Καθαρίζοντας το πετρέλαιο απ’ τ’ απορρίμματα
Για να βγω απ’ αυτόν τον αέρα
Καθαρίζοντας το οξυγόνο απ’ τα καυσαέρια
Απ’ αυτές τις φωνές
Καθαρίζοντας τα μεγάφωνα του κόσμου
Για να βγω τέλος από την έξοδο μου
Καθαρίζοντας τη ζωή μου
Πέθανα τρεις φορές

.

IX

Αν και έχω δει άσπρα λουλούδια
Σε θαλασσινές πέτρες
Λουλούδια φυτρωμένα
Σε πέτρινα σπίτια
Που δεν κατοικούνται
Αν και έχω δει
Εξαίσιες μεταμορφώσεις
Της πέτρας που κυλάει στο νερό
Όλες τις ώρες της ημέρας
Και της νύχτας
Μονάχη είναι η πέτρα
Μονάχο το λουλούδι
Το νερό άδειο
Η νύχτα μαύρη

.

XIII

Κι αν είμαι ένας όμηρος ξεχασμένος
Σε μακροχρόνιες προθεσμίες
Κι αν είμαι ένα φόρεμα καθημερινό
Μέσα στο δρόμο πάνω στο κρεβάτι
Κι αν είμαι ένα όνομα πραγματικό
Μια έγχρωμη φωτογραφία
Τίποτα δεν αλλάζει
Δεν γίνομαι αλλιώτικος πεθαμένος

.

.

ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ (1978)

.

Στην όχθη αυτή

Στην όχθη αύτη που κάθεσαι θρηνώντας
Και το νερό επίμονα σκαλίζεις
Παιχνίδια προϊστορικά ετοιμάζεις
Πηγάδια παιδικά στα εκατό σου χρόνια
Που κάθε νύχτα έρχεται το φάντασμα
Κι αδειάζει πηδηχτά και κουδουνίζοντας
Τα πιο ακριβά της μέρας απορρίμματα

.

Κάθε θάνατος

Κάθε θάνατος πιο κοντά μας φέρνει
Από συνείδηση βαθιά πως λιγοστεύουμε
Πως ένας ένας χάνει τη θέση του εγκαταλείπεται
Απ’ τη ζωή των άλλων απ’ το σπίτι του
Απ’ το δικό του κάθισμα στάση του επισκέπτη
Λέμε εδώ καθόταν κάποτε ο πατέρας ο φίλος
Εκεί ο ποιητής κάτω απ’ το φως μας μιλούσε

Κάθε θάνατος πιο κοντά μας φέρνει
Τις νύχτες δε θέλω να σ’ αφήσω δε μ’ αφήνεις
Όσο κι αν σκοτεινιάζει έξω όσο κι αν βρέχει
Όσο κι αν ανταμώνουμε μέσα στον ύπνο

.

Απ’ την αρχή

Δεν μιλώ για να μιλήσω
Να πω τη λέξη που δρόμο δεν έχει κανένα
Όπως τα παγωμένα βουνά
Πού δεν κατέβηκαν ποτέ
Σε ζεστό περιβόλι
Να σπάσουν τη σιωπή τους
Βγάζοντας αίμα από την πέτρα τους

Δε μιλώ για να μιλήσω
Μιλώ για να μ’ ακούσεις

.

Διαθέσεις

Ακούω τόσην ώρα
Φωνές της σιωπής δυνατές
Κάποιος θα κλαίει πάνω σ’ ένα δέντρο
Μέσα σ’ ένα δέντρο
Αισθάνομαι τη φωνή του εδώ στο μέτωπο
Κατεβαίνει ως τα μάτια
Τα μετακινεί μέσα στο άσπρο τους αίμα

Προσέχω το ακίνητο κάθισμα
Ενώ εκείνο το τραπέζι
Τετράγωνο αναγκαίο λογικό
Μ’ εξαντλεί

.

Αυτές οι πέτρες

Αυτές οι πέτρες που περπατάς
Δε σε πετροβολούν
Σε δοξάζουν
Δε σε κατρακυλούν αυτές οι πέτρες
Εσένα που έχεις το μάτι ενός Κύκλωπα
Και την καρδιά ενός Οδυσσέα

.

Μαγνητόφωνο

Το ρόλο σου καλά τον παίζεις
Εξασκείς τη φωνή σου στον καθρέφτη
Κι όταν κάποιο από τα δόντια σου πέφτει
Τάχα αδιάφορα πηγαίνεις στο παράθυρο
Ρίχνοντας ένα βλέμμα πλαστικό

Ένας ένας θα σου φύγουν οι φίλοι
Θα τους ζητάς με το κερί και με τα κιάλια
Θα τρως χλωροφύλλη με μανία
Κι ακόμα θα μιλάς σαν μαγνητόφωνο

.

Το ποίημα

Όταν γεννιέται το ποίημα
Να φοβάσαι ποιητή
Να ντύνεσαι γερή πανοπλία
Τις λέξεις να υποψιάζεσαι πάντα
Μη σε χτυπήσουν
Γιατί έτσι παράφορος που γίνεσαι
Την ώρα που το ποίημα πλησιάζει
Μπορεί να μην αντιληφθείς
Πως ένας κίνδυνος σε απειλεί
Ανεμίζοντας σπαθί αστραφτερό
Στον αέρα

.

Ταχυδακτυλουργοί

Τί θα τα κάνεις τόσα ποιήματα
Τόσες φωτιές ανάμεσα στα δάχτυλα

Σαν τούς ταχυδακτυλουργούς κι εσύ

.

Την ώρα που μαυρίζουν τα όνειρα

Ψάχνω τη δική μου σημαία
Αυτά τα ξέθωρα κουρέλια
Κάτω απ’ τον ήλιο
Έγιναν βρόμικοι επίδεσμοι
Κόλλησαν ατό κορμί μου
Μπήκαν μέσα στα σπλάχνα μου

Ψάχνω τη δική μου σημαία
Μελετώ τη σύνθεση των χρωμάτων
Μελετώ προπάντων τη θάλασσα
Την ώρα που νυχτώνει
Και δεν ξέρω πώς να την ονομάσω
Την ώρα που μαυρίζουν όλα τα όνειρα

.

Δέντρο της αγάπης

Δέντρο της αγάπης
Σε φοβάμαι
Καθώς αέναα ψηλώνεις
Με καλείς με φωνές
Που δεν καταλαβαίνω
Δε θέλω να καταλάβω ίσως
Τρέμουν τα φύλλα της καρδιάς σου
Τρέμω
(Τα φύλλα σου από ρίζα σκοτεινή)
Με σφίγγεις στο σκληρό κορμί σου
Με πονείς
Μπερδεύεις τα μαλλιά μου
Μες στους πολλούς σου κλώνους
Δεν μπορώ να γλιτώσω
Από τούτη την κατακόρυφη
Έγνοια σου

.

Έχω κάτι παράθυρα

Έχω κάτι παράθυρα
Μέσα στα σπλάχνα μου
Κάτι μικρούς φεγγίτες
Τρύπες μυστικές ,
Κάθε πρωί
Σφυρίζω τη μουσική μου
Ακούω όλους τούς καθημερινούς
Συναγερμούς
Πίνω του σώματος μου
Το νερό
Έτσι δεν κινδυνεύω
Από αφυδάτωση
Τρώω τις ίδιες μου τις σάρκες
Και αναπτύσσομαι κανονικά

.

.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΙΤΛΟΣ (1978)

.

Στροφή

Λέγαμε
Πώς έτσι θα περνούσαν τα χρόνια
Σπάζοντας σιγά σιγά το πρόσωπο μας
Αποσπώντας ένα ένα τα πολύτιμα κομμάτια
Τότε δεν είχαμε κάνει
Τη μεγάλη πρόβλεψη
Τούτη την τέλεια στροφή
Δεν είχαμε φανταστεί
Πώς θα ξυπνούσαμε άξαφνα στον εφιάλτη

.

Η απάνω πόλη

Έπαψα πια να συχνάζω
Στην κάτω πόλη
Με τις πολλές αναθυμιάσεις
Τις καφενόβιες συζητήσεις
Μάταιες συναθροίσεις
Τώρα επισκέπτομαι τακτικά
Πύργους και κάστρα
Και σπίτια μυθικά
Εκεί ένας αιωνόβιος φρουρός
Πάντα μου χαμογελά
Όταν περνώ τη μεγάλη πύλη
Κάποτε στέκομαι
Και του διαβάζω ποιήματα
Μου φαίνεται λυπημένος
Γιατί βλέπω να βγαίνουν
Απ’ τα μαλλιά του άσπρα πουλιά
Σαν στρατιώτες κουρασμένοι
Που πάνε ήσυχα να κοιμηθούν
Να ονειρευτούν το δικό τους σπίτι

.

Τρυφερότητα

Δεν είσαι ο έρωτας
Που ξεκινά στο αίμα μου
Μια νέα ροή
Σε δέχομαι σαν γνώριμη όψη
Που είχε για λίγο κρυφτεί
Κι όμως κοίτα πως τρέμουν
Τα φύλλα μου
Σα να ‘χουν βραχεί από άξαφνη
Μικρή και λιγόζωη βροχή
Λέω θα ‘ναι η καλή μου η ώρα
Καθώς αφήνω τα δάχτυλά μου
Να χαίρονται την τόση αφή
Τραγουδώντας

.

ΕΛΙΑ

Που πηγαίνεις εσύ
Η πάντοτε πενθηφορούσα
Με το στιλπνό σεμνό σου ένδυμα
Με το καθαρό σου βλέμμα
Σε βλέπω να κυκλοφορείς
Σ’ όλους τους δρόμους
Με το πράσινο φως σου
Με σήματα κινδύνου
Εσύ η γλυκιά γεύση
Στο πικρό στόμα του κόσμου
Χωρίς να χειρονομείς
Χωρίς ν’ ακούγεται ή φωνή σου
Αισθάνομαι να φέρνεις
Παράξενα μηνύματα
Υποψιάζομαι
Πώς κάνεις κρυφά διαδηλώσεις
Περί ολιγάρκειας

.

.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ (1981)

Θαλασσινό ημερολόγιο

1

Όχι πως αρνιέμαι τη θάλασσα
Αλλά κάτι μου λέει
Πώς οφείλω να φοβάμαι
Ό,τι με περιβρέχει ασύστολα

.

2

Θυμάμαι το καλοκαίρι
Εκείνο το πικρό καλοκαίρι
Το σπίτι με τα παράθυρα στη θάλασσα
Το καφενείο που έγραφα ποιήματα
Το μικρό παιδί
Που έψαχνε επίμονα στην άμμο
Για ένα πεθαμένο ψάρι
Μα πιο πολύ θυμάμαι
Τη θάλασσα που δε χάρηκα
Και τώρα δεν έχω
Ούτ’ ένα ποίημα θαλασσινό

.

7

Κορίτσια τρυφερά
Ξαπλωμένα στην άμμο
Μύριζαν φύκια
Και όστρακα
Τ’ αγόρια περνούσαν
Κρατώντας άνθη
Κυρτά και ακίνητα

Τρόπαια του βυθού
Δύσοσμα
Νεκρά

.

10

Αλλά εγώ θα σε θυμάμαι
Νερό πού σάπισες τόσο γρήγορα
Θα σε θυμάμαι
Γιατί δρόσισες κάποτε πυρετούς
Και κάποτε φλίς φλίς μ’ αποκοίμισες
Πάνω σε νερένια κρεβάτια

(Τώρα που σε βρίσκω
Σε διαφορετικό μήκος κύματος
Και σε κοιτάζω χωρίς πάθος
Με το αντιθαλασσινό μάτι μου)

.

Ο πατέρας

Ό πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ’ τη μαύρη του τραγιάσκα
Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής

Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ’ ατσαλένια μπράτσα του
Δε φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δε φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θάνατό του:
Περνούσε με το τρένο του
Σφυρίζοντας
Μες απ’ τις σκοτεινές
Τις στοιχειωμένες σήραγγες
Και τις νικούσε

.

Η μητέρα

Απ’ τα μεγάλα πρόσωπα
Του πατρικού σπιτιού μας
Μονάχα η μητέρα απόμεινε
«’Όλα καλά κι άγια» λέει πάντα
Και του πατέρα μας θυμάται
Τα κατορθώματα

Κι όταν με το τρένο ταξιδεύει
Κοιτάζει απ’ το παράθυρο τα ξένα δέντρα
Κι αφαιρείται
Κι όσο βραδιάζει
Και το τρένο την πηγαίνει μακριά
Κάθε βαθιά πληγή
Μέσα στα σπλάχνα της
Ολοένα ξεθωριάζει

.

Παρελθόν

Όταν ονειρεύομαι τον κήπο μας
Μια δυνατή μυρωδιά από φρέσκο χώμα
Κυκλοφορεί μες στο δωμάτιο μου

Το πρωί πού ξυπνώ
Ανοίγω όλα τα παράθυρα
Κι αρωματίζω το σπίτι
Με spray

.

Χωρίς προοπτική

Οι γυναίκες της μεγάλης ηλικίας
Μοιάζουν σα να μη τις άγγιξε κανείς
Έτσι που κάθονται στο σπίτι μονάχες
Ή στην εξοχή με σταυρωμένα χέρια

Τί να αισθάνονται τάχα
Την ώρα πού νυχτώνει
Και πρέπει να κοιμηθούνε πάλι
Χωρίς να ‘ναι κουρασμένες

Λένε πως βλέπουν όνειρα πολλά
Πως κουβεντιάζουν με τους πεθαμένους
Γι’ αυτό φαίνονται θλιμμένες το πρωί
Έτσι πού πίνουν σιωπηλά τον καφέ τους
Χωρίς σχέδια και προοπτικές
Για τη νέα μέρα
Που προχωρεί απάνω τους
Αδιάφορα

.

Αποστήθιση

Κάθε νύχτα
Αποστηθίζω
Τα δύσκολα γράμματα
Της μοναξιάς
Ώσπου σιγά σιγά
Με παίρνει ό ύπνος

.

Σαν παλιά λατέρνα

Ο αντικρινός μου γείτονας
Ανεβοκατεβάζει τις τέντες
Στο μπαλκόνι του
Γυρίζει τη μανιβέλα σαν λατέρνα
Ό σκουριασμένος μεταλλικός ήχος της
Τρυπώνει στο μυαλό μου ανελέητα
Μια σκόνη καφέ σκούρα
Κάθεται πάνω στα ποιήματά μου
Και γω αισθάνομαι να παλιώνω
Ανεπανόρθωτα

.

Εκ του μακρόθεν

Εκεί
Στο βάθος του δρόμου
Βρέχει
Δε βλέπω καλά
Άλλα νομίζω πως εσύ
Δεν είσαι εκεί
Και γω δεν είμαι εκεί
Μονάχα ένα αδέσποτο σκυλί
Με μάτια ματωμένα
Από την πέτρα

.

0 μοτοσικλετιστής

Τί ν’ απόγινε άραγε
Εκείνος ο θορυβοποιός
Της νύχτας
Καβάλα στο μηχανικό του ζώο
Να κραδαίνει την άσφαλτο
Χωρίς φρένο
Να παίζει ώρα ύπνου
Με τις φρένες μας
Εδώ μέσα
Στο σακατεμένο κρανίο

Προχτές το μεσονύχτι
Που κοίταζα απ’ το παράθυρό μου
Το νέο φεγγάρι
Άκουσα θόρυβο παράξενο
Να ’ρχεται από ψηλά
Και μου φάνηκε πως τον είδα
Ένας άγγελος πάνω σε μοτοσυκλέτα
Να διασχίζει τους δρόμους τ’ ουρανού
Κι απ’ το σπασμένο καθρεφτάκι του
Να με κοιτάζει περίλυπος

Βγάλε μου σε παρακαλώ
Μια ωραία φωτογραφία
Να τη στείλω στο κορίτσι μου
Έτσι απάνω στη μοτοσυκλέτα μου
Με το ένα χέρι στο χειρόφρενο
Το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου
Θέλω να φαίνεται καλά
Το καινούργιο μου πέτσινο
Το σιδερένιο κράνος
Να διακρίνεται προπάντων
Ο ίλιγγος στο πρόσωπο μου
Και κείνο του θανάτου
Το αναπόφευκτο

.

Οι τυφλοί

Ήταν ωραία ή βραδιά
Περπατούσα μόνη στην παραλία
Οι τυφλοί με προσπερνούσαν
Πιασμένοι σφιχτά αγκαζέ
Συνομιλούσαν ψιθυριστά
Το μονότονο τακ τακ του μπαστουνιού τους
Αντηχούσε πένθιμα στις πλάκες

Γυρίζοντας αργά στο σπίτι
Είχα κάτι έμμονες ιδέες
Σαν παρανοϊκά ποιήματα
Ευτυχώς ποτέ δεν γράφτηκαν
Τί να γράψει κανείς για τους τυφλούς
Που βγαίνουν τέτοιες ωραίες βραδιές
Για σεργιάνι στην παραλία

.

Τα μάτια σου

Τα μάτια σου
Είναι
Σαν τσακισμένα
Μυστικά
Που τρέφονται
Απ’ τα φτωχά ελέη
Του Θεού
Κι απ’ τη δική μου
Καταφαγωμένη αγάπη

.

Απ’ τα ερείπια

Έστω σκοτεινό
Σε βρίσκω πάντα
Έστω διάτρητο
Απ’ την καταστροφή
Σε ανασύρω
Μέσα απ’ τα ερείπια
Ατομικό μου ποίημα
Πράγμα ενδόμυχο

.

.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ (1985)

.

Μετανάστες του εσωτερικού νερού

Τρως και πίνεις μπροστά στη θάλασσα
Καταβροχθίζεις περισπασμούς κατά κόρον
Με ακατάπαυστη πείνα και δίψα
Τρως και πίνεις χωρίς πλησμονή

Αμφίβιο ζώο μπαινοβγαίνεις τάχα αδιάφορα
Για να ξεχνάς το μεγάλο ψάρι
Το γαλάζιο θάνατο με την αστραφτερή ουρά

Πέρα «ή μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει»
Ώρες ατέλειωτες κλαίει στην άμμο κρυφά
Και συ δε μπορείς να την παρηγορήσεις:
Ελένη «σήκω επάνω και δες τον ήλιο»
Γιατί καμιά αλλαγή δε συντελείται εδώ
Παρα-θερίζεις ακόμα μια άγνωστη λύπη
Μια υγρή ως το κόκαλο απόγνωση

.

Μ’ ένα γυαλί καπνισμένο

Προκειμένου να πας στη δυσοίωνη θάλασσα
Βαθιά να κολυμπήσεις
Προκειμένου ν’ αποκτήσεις απ’ την αρχή
Το επάγγελμα του βουτηχτή και του ναυαγοσώστη
Να κινδυνέψεις πάλι για το θησαυρό και το σταυρό
Μείνε καλύτερα στην πόλη
Μ’ ένα γυαλί καπνισμένο
Σου φτάνει να βλέπεις από μακριά
Το καταποντισμένο σώμα σου
Που κανένα γλυκό κι αρμυρό νερό
Δεν θα το σηκώσει πια επάνω

.

Το ξαφνικό

Ό,τι φοβόμουν ήρθε πάλι μ’ ανοιγμένο στόμα
Και δεν είχα δώρα ακριβά να το ευμενίσω
Ούτε ξόρκια το έπιαναν

Αστείο θα ήταν να τολμούσα
Να του γυρίσω με περιφρόνηση την πλάτη
Γελώντας γοερά να το ξεγελάσω

Εύστροφα λοιπόν και εν ριπή οφθαλμού
Έλυσε την τρωτή ζώνη μου
Επιτήδεια μ’ έριξε πάνω στην άμμο
Κυλιστήκαμε στην πιο δίκαιη
Στην πιο θανατερή αναμέτρηση

Κανείς δεν μας είδε δεν μας άκουσε
Λίγο πιο κει τραγουδούσαν και χόρευαν
Με γλυκές φυσαρμόνικες
Οι αναίμακτοι

.

Άνοιξη

Γιατί και γω να μη μπορώ να γράψω
Ένα ποίημα τρυφερό
Σήμερα πού είναι τόσο ευήλιος ο καιρός

Προσπαθώ

Ακουμπώ στο ηλιόλουστο κάγκελο
Και ρεμβάζω

Ω γλυκύ μου έαρ»
Κι αρχίζει να βρέχει πολύ

(Μητέρα δεν έρχεσαι στο σπίτι;)

Τραβώ τις κουρτίνες ως το λαιμό
Κι όλο: ενθάδε κείται
Ενθάδε κείται η Άνοιξη
«Γλυκύτατο μου τέκνο»
Νεκρό

.

Θαλασσινό άλλοθι

1

Για μια αναπαράσταση ζωής
Μ’ έσυραν ως αυτό το καλοκαίρι
Με πέταξαν στην άμμο σαν μαλάκιο
Με ξέρανε ο ήλιος τους καλά
Τώρα τα δροσερά μου έργα
Ναυάγια γοερά μιας λεπτομέρειας
Που πάντα θα διαφεύγει των κυμάτων.

.

3

Κάτι έψαχνε πάντα τη νύχτα
Μέσα στην άμμο σκόνη
Ξύλα ξόανα κοχύλια κουφά
Δίχως πνευστά κρουστά τραγούδια
Κάτι έψαχνε μες στη θαλάσσια ερημιά
Ξεχνούσε τα γυαλιά του στο νερό
Μπροστά σε ξένα βλέμματα
Έχανε τα χέρια τα μάτια του
Δεν είμαι εγώ εκείνος έλεγε
Μη με κοιτάτε

.

6

Κανείς πια δεν την αναζητάει εκεί
Κάθε πρωί σηκώνεται μ’ ένα κύμα βαρύ
Ανοίγει μια τρύπα προς τη θέα του δρόμου
Βλέπει να μην έρχεται κανείς
Τις νύχτες κάτι χτυπά υπόκωφα
Κάποιος κάνει να τρίζουν οι σάπιοι αρμοί
Σκέλεθρα της νεκρής αρμονίας ο ήχος
Στοιχειωμένος αέρας που κάθεται
Πάνω στο κρύο στήθος της
Και μιλάει μονότονα
Μ’ ένα άδειο στόμα

.

.

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ (1993)

.

Ανεξίτηλο σκοτάδι

Τί ήταν τελικά ο παππούς μου
Ένας αυθεντικός καρβουνιάρης
Να κυνηγάει τον πελάτη με το τουφέκι
«Κάρβουνο πιο μαύρο κι απ’ τη νύχτα —έλα»
Κι αυτές με τα τσεμπέρια και τις ποδιές
Οι όμορφες γειτόνισσες οι στρίγγλες —πόσο και πόσο
Κι αν έβαζε καμιά φορά το χέρι του
Κάτω απ’ τα φουστάνια τους ήταν σοφός
Κι ας έβρισκαν στο σπίτι μαύρα τα μπούτια τους
Ήταν σοφός αυτός Μες στη μαυρίλα του
Ήξερε τί κάνει και πού το πάει
Έλεγε: το κάρβουνο θέλει κόλπα θέλει γαλιφιές
Να το πασάρεις στον άλλο
Πρέπει να το πουλήσεις όσο όσο
Ή να το μοιραστείς πάση θυσία
Να φύγει από πάνω σου αυτή ή μαυρίλα

Αυτό το ανεξίτηλο σκοτάδι

.

Αυγουστιάτικο φεγγάρι

α

Φεγγάρι σπλαχνικό
Σκαρφαλωμένο σε μισόκλειστα παράθυρα
Όταν κοιτάζεις συγγενείς και φίλους
Να ξενυχτάνε τους νεκρούς τους
Την εξοικείωση βοηθάς
Ζώντων τε και τεθνεώτων

.

β

Είναι πολύ άσπρο το σπίτι
Στην οροφή μια τρύπα εκτυφλωτική
Πάνω στο πρόσωπο σου στάζει ένα φεγγάρι
Κινδυνεύεις από φως και δεν το ξέρεις

.

γ

Νύχτα ώρα τι χρειάζεται τόσο φως
Έλα καλό σκοτάδι να ξεκουράσω τις πράξεις μου
Αθέατη επιτέλους να κλάψω τους νεκρούς μου
Αυτός ο μήνας με βασάνισε πολύ
Σα να παρέτεινε τη γύμνια μου στους ξένους

.

δ

Νύχτα θλιμμένη τραβεστί
Πετάς τα ψεύτικα ρούχα της μέρας

.

Νανούρισμα

Κοιμήσου τώρα
Έχεις ανάγκη από όνειρο
Θα έρθει από την πίσω πόρτα
Νυχοπατώντας όπως παλιά
Εσύ μη βγάλεις άχνα
Ξέρει εκείνο —όνειρο είναι—
Μες στα ζεστά σεντόνια θα χωθεί
Εσύ κοιμήσου μόνο
Εκείνο ξέρει να φερθεί —όνειρο είναι

.

Φωτογραφία η ποίηση

.

στην Κ. Δ.

.

Έρχεται και ξανάρχεται η ποίηση
Δωρίζεται «αίφνης» —Έστω
Σε μια δικαιοσύνη ανυπεράσπιστη

Μου έστειλε και τη φωτογραφία της
Σα να ποζάρει η ποίηση στο χάος:
Πρόσωπο φωτεινό να εμφανίζεται
Μέσα από μαύρο ένδυμα —κλειστό

Στη σκοτεινή των ήμερων διάρκεια
Τα μάτια της κοιτάγματα κι οράματα
Βλέψεις και βλέμματα προθέσεως καλής

Χαμόγελο αγνώστου προελεύσεως ή
Μια μικρή επανάσταση: θα φύγω
Στο οριστικό: μένω και σαπίζω εδώ

Πάντως το όλον της πηγαίνει μακριά ήδη
Σωτήρια χαλάρωση σαν «αχ» του σώματος
Όταν πετάει σουτιέν κορσέ ή τα στενά παπούτσια

Αυτά τα λίγα για της ποίησης τη λήψη:
Απλώς το φως πού γράφτηκε
Με φόντο το σκοτάδι

.

Μάθημα προσωπογραφίας

Υπόνοια του προσώπου στην αρχή
Μόλις να διακρίνεται ό πόνος
Έναν τόνο απαλό στις παρειές
Κάλυψη —τεχνηέντως— μιας πληγής
Με αφορμισμένης τύψης υλικό
Βάλε κάτι σαν ροζ για τη νεότητα
Πού πάντα υπολανθάνει
Στη θέση των χειλιών το σάπιο μήλο
Μόλις να δείχνει το νεκρό χαμόγελο

Στα μάτια
Βάλε ένα χρώμα εκτυφλωτικό
Ώστε να κρύβει και το ελάχιστο έρεβος

.

Τα σκύβαλα των ημερών

Είναι πού έχουν φύγει τα πουλιά
Και τα παιδιά
Γι’ αυτό με βλέπεις
Να κουβαλάω στην πλάτη μου
Ένα έρημο σκοτεινό δέντρο

Είναι πού ξενύχτησα πάλι
Με κείνο το τρελό όνειρο
Γι’ αυτό με βλέπεις
Με το πρόσωπο στο μαξιλάρι

Είναι πού ξεχνώ το πρόσωπό σου
Και χάνω τον ήχο της φωνής σου
Γι’ αυτό με βλέπεις πιο σκοτεινό τη μέρα
Και τη νύχτα πιο τεφρό

Είναι που γερνώ και γέρνω
Γι’ αυτό με βλέπεις όλο να σκουπίζω
Τα σκύβαλα των ήμερών μου

.

.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΑ [1965-1995] (2001)

.

ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

.

Το ποτήρι

Ένα ποτήρι δεν είναι απλώς ένα ποτήρι

Καθώς την ασπιρίνη πίνεις
Το κρασί ή το φάρμακο
Τα χείλη σου ακουμπούν στην άκρη
Μιας μικρής αβύσσου

Στον πυθμένα της σαπίζει η σιωπή

Γύρνα το ποτήρι ανάποδα ή σπάσ’ το
Έτσι κι αλλιώς γυαλιά καρφιά μαζεύεις
Αισθήματα κι αγάπες του γλυκού νερού
Και στον αιώνα τον άπαντα διψάς

.

Μνήμη

Όσο βραδιάζει θυμάμαι πιο πολύ
Μηρυκάζω αγουρίδες κυδώνι στυφό

Σε τρυφερό κλαδί κρεμάω τη ζακέτα
Αρνάκι της αυλής στο σίδερο δεμένο

Χιόνια και χιόνια περασμένα
Λευκά εικονίσματα του κήπου

Η Ευτυχία μας έψηνε συχνά
Έναν καφέ παρηγοριάς

.

Οικοδόμοι

Από τις τάξεις των αγγέλων
Προέρχονται οι οικοδόμοι
Άγγελοι μελαψοί
Ανεβοκατεβαίνουν τις σιδερένιες κλίμακες
Κι αντί για τα ωσαννά
Τραγούδια λαϊκά τραγουδανε
Χωρίς σουραύλια και βιολιά

Αυτοί οι άγγελοι
Οικοδομούν για τον κύριό τους
Και δεν εκπίπτουν βέβαια
Ποτέ του παραδείσου
Μόνο που πέφτουν άξαφνα
Απ’ το γιαπί —χωρίς φτερά—
Τσακίζουνε στη γη το αγγελικό κορμί τους

.

Στο παράθυρο

Μια γυναίκα στο παράθυρο
Είναι μια όαση τρυφερή
Στης ασφάλτου την έρημο

Δε μπορείς ν’ αγγίξεις τη μορφή της
Είσαι ήδη μέσα στο πρόσωπο της

Μια γυναίκα στο παράθυρο
Δεν αποσύρεται νωρίς στα ενδότερα
Ούτε βιάζεται να κλείσει τις κουρτίνες
Μένει ακίνητη εκεί σου χαρίζεται ολόκληρη
Ώσπου να νυχτώσει και να χαθεί
Μέσα στο μαύρο της κάδρο

.

Μοναχά ένα όνειρο

Έστρωσα και ξέστρωσα
Κι ο ύπνος δε με πήρε
Μονάχα ένα όνειρο
Με πήρε και με σήκωσε
Και τρόμαξα εκεί ψηλά

.

Ένα δικό μου απόγευμα

Αν βρω ένα δικό μου απόγευμα
Θα πάρω τα γεράνια μου αγκαλιά
Θα βγάλω βόλτα τη μητέρα μου
Θα την κεράσω παγωτό
Θα γράψω γράμματα σε φίλους ξεχασμένους
Θα ψάξω για παλιές φωτογραφίες
Να δω το πρόσωπο σου πριν από το χαλασμό

.

Μπουγάδα

Στην αρχή άσπρο άσπρο το νερό
Όνειρο πρωινό διαβρωμένο
Κλειδιά μεγάλα ξεκλείδωναν την κάμαρά μου
Άρον άρον κι έγέρθητι και περιπάτει
(Δεν είχα πού να πάω)
Πάνω στον αφρό της σκάφης
Καράβι λουλακί
(Έριχνε άγκυρα η μητέρα πλύστρα)
Μες στο καζάνι έβραζε το αίμα
Κι από την υδρορροή χύνονταν κρυφά
Στα λουλούδια και στα δέντρα
Ύστερα πάλι άσπρα άσπρα τα σεντόνια
Σύρμα το σύρμα κρέμονταν αθώα
Μ’ ένα στιλέτο μανταλάκι στην πλάτη τους
Κοκάλωναν αργά αργά

.

Κυριακή

Δε θέλω να τη δω στα μάτια αύτη την ξιπασμένη μέρα
Απ’ το παράθυρο κόλπα πολλά και σχέδια μου κάνει
Μου ρίχνει βλέμματα αινιγματικά
Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα σκοτεινά
Και πέφτω απ’ την αρχή να κοιμηθώ
Άξαφνα με τραβάει από τα πόδια η τρελή
Βάζει αναμμένα κάρβουνα στις χούφτες μου
Μου φέρνει έναν καθρέφτη μαγικό
Κι ένα βιολί κάτω απ’ τη γλώσσα μου να παίζει
Με ποιο δικαίωμα;
Αν είχα γω ένα κάρβουνο αναμμένο
Έναν καθρέφτη μαγικό
Ένα βιολί κάτω απ’ τη γλώσσα μου να παίζει
Θα πήγαινα χαρά Θεού να κοιμηθώ;

.

ΠΕΝΤΕ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

.

Βαθιά καρδιά

Λόγια των ήμερων μου ακατάληπτα
Γυμνές προθέσεις ενός καλοκαιριού
Πού δεν ήταν ποτέ δικό μου

Κατηφορίζουν τα νερά τ’ ουρανού
Με μια πικρή ελευθερία
Η προδοσία διογκώνεται στις όχθες
Βουτάω στ’ όνειρό μου με μισό κορμί

Μια μνήμη έχω ανυπέρβλητη ομορφιά
Όπως ατούς τάφους σε φωτογραφίες κλειστές
Πίσω απ’ το θολό τζάμι —θαλάμι παγερό—
Κόρες εκπάγλου καλλονής
Με εξαίσια μαλλιά καθρέφτες λάγνοι
Μέτωπα απαστράπτοντα φιλιά ανυπότακτα
Από φρυγμένες γλώσσες με ήχους σιωπής

Μνήμη νερού νεκρού από φυτό παράφορο
Εκεί όπου μπορώ να παίξω ή να πεθάνω στ’ αλήθεια

Η βαθιά καρδιά δεν ζητάει παρηγοριά

.

Μαγική εικόνα

Σήμερα Δευτέρα βγήκα στην περιδιάβαση
Όλα έχουν πλυθεί σ’ ένα λουτρό πού Σάββατο δεν έχει
Την Κυριακή αγιάστηκαν μυρώθηκαν οι δρόμοι
Κάηκαν δέντρα μπήκαν άλλα στη θέση τους
Αν έστριβες τώρα απ’ την αριστερή γωνιά
Θα πίναμε έναν καφέ —μια δροσερή ματιά μας πέφτει
Αυτό το τραπεζάκι έχει ένα χρώμα στρογγυλό
(Γιατί έτρεμε το χέρι σου τι έβλεπες και χλόμιαζες)
Το φλιτζάνι μου έχει μια επιδέξια λαβή
Με βοηθάει να δω στο βάθος του πυθμένα
Ένα πουλί ακίνητο στην πηχτή λάσπη
Ένα φτερό φέγγει λευκό κι ευθύς αλλάζει πλεύση
Βγάζω τα σκούρα μου γυαλιά κι εσύ το ‘χεις σκάσει
Πάτησες γκάζι μες σ’ ένα σύννεφο από MARLBORO
Τί γελοία που είναι τα καινούργια μου παπούτσια
Κι ή τσάντα μου μια μαύρη κρεμασμένη στο ικρίωμα του δρόμου

.

Των εγκαυμάτων

Λούζομαι ντύνομαι ποδήνομαι
Είναι εγγύς το σπαθί της Θεάς
Κόβει κεφάλια φιδιών γουρουνιών σερπετών
Από τα δέντρα μια μουσική κατεβαίνει
Πρασινωπή μουσική σαν ραδίκι γλυκό
Μπρόκολο βλήτο ζοχιό σγουρό
Ανάβρυσμα από λάγνα βροχή χορός τρελός
Στροβιλίζει ρημάζει τα σκουλήκια — εις το σκότος
Πάνω στο κεφάλι μου στάζει μια ζέστα
Χρωματιστή απαστράπτουσα περιπαιχτική
Για μένα είναι καθαρή πού έζησα
Στην εντέλεια μιας καύσης κρυφής
Από κάρβουνο κατακόκκινο — θεϊκή τιμωρία
Μασιά καμένη τσιμπιδάκι πυρωμένο μες στα μαλλιά μου
Στην ανατολή ετοιμάζεται ράβεται η εσθήτα της
Έρχεται η Θεά γλαυκή επιθυμητή
Λυγίζει το χρυσό ραβδί της
Μες στη φωτιά της υπομονής μου
Και των εγκαυμάτων τη μνήμη παρηγορεί

.

Για να’ ναι πλήρης η καταστροφή

Τελικά
Όλα τα θυσιάζει κανείς
Και τί αφήνει για τον εαυτό του
Μια στάλα βλέμματα ζεστά

Έξω από την πόρτα
Κοιμούνται τα αδέσποτα
Δεν πρόκειται να χαρίσουν στο σύμπαν
Παρά ένα γάβ κραυγαλέο ακόμα

Κουρνιάζεις κάτω απ’ τα βυζιά μου
Με μάτια κλειστά κι όλα τα βλέπεις

Δεν σηκώνω πια αυτά τα σκοτωμένα σώματα
Στο βάθος της παλάμης ένα καρφί
Μην κρέμας ούτε ένα αχ
Θα εξατμισθεί
Όπως τα δάκρυα σε πυρετώδη μάγουλα
Σαράντα συν ένα και ων ουκ εστίν αριθμός
Όπως και για τα φιλιά που σαν χιλιάδες εκατόμφυλλα
Μαράθηκαν πάνω στα χείλη σου

Εν μια νυκτί
Που κρατάει ακόμα

.

Ταξίδια

Μέσα είναι κρυμμένο το χέρι — δεν χαιρετάει
Το μαχαίρι θυσία στα πικρά λόγια πού θα πούμε
Για το χατίρι σου άνθισαν πρωί πρωί τα φύλλα
Τα μήλα κατόπι — είναι πολύ νωρίς για τον καρπό

Ακόμα ένα σφύριγμα κι ίσως το βλέμμα
Πάρει φωτιά απ’ το ίδιο του το θάμπος
Και προδοθεί ο σουγιάς στο τρυφερό κλαδί

Χτυπάει με το σφυρί του ο επόπτης
Σπάζουν τα σιδερένια πέδιλα του τρένου
Μες ατούς καπνούς γκρεμίζονται ταξίδια και νερά
Κάρβουνο ή φρυγανιά — πάει το κρίτσι κρίτσι
Αστεία που είναι η πρωινή μάχη
Κάτω απ’ τη γέφυρα ποτάμι ερημικό
Πλέει ανάσκελα το φανάρι του οδοιπόρου
Τυφλώνει τη νέα βροχή ό κουρνιαχτός

Μια λέξη από φασκόμηλο ευωδιάζει
Ορμάει ο πεινασμένος λύκος στο ψαχνό
Ο αμνός καβάλα στο σβέρκο του σφαγέα
Κι ένα αεράκι να ξεγελάει να τον φιλάει
Στο στόμα πού δεν έχει γυρισμό

.

.

ΣΑΛΚΙΜ (2001)

.

Σαλκίμ

Δεν πήγε να δει όταν χτίζονταν το σπίτι
Ήταν μια πεθαμένη -πού θα κατοικούσε-
Έπρεπε να το είχε επισκεφθεί προτού
Ο εργολάβος σαθρά θεμέλια να ‘χει στεριώσει

Τι πόρτες τι παράθυρα τι φεγγίτες
Φυσούσαν το χώμα απ’ τα μαλλιά της
Σαν Ευμενίδες που για χάρη της τραγουδούσαν
«Έτσι είν’ η ζωή μικρό μου πάντα έτσι είν’ η ζωή»

Από την οροφή χρόνια έπεφτε πολύ τσιμέντο
Την έχτιζε βαθιά στου υμέναιου τον τάφο
Ενώ εκείνο το σαλκίμι σικλαμέν
Για κείνη χύνονταν απάνω στη βεράντα
Το άρωμά του ως το κρεβάτι της εισχωρούσε
Σε πλήρη οργασμό – θανάσιμο

.

Όπου πάει το φως

Όταν σε παίρνω π ιό κοντά στα μάτια μου
Όπως ο μύωπας μπακάλης το τεφτέρι του
Το μολυβάκι μου σαλιώνω και ξαπλώνω
Πάνω στα λόγια που μου στρώνει ο καθρέφτης σου
Ο ψεύτης σου ο αληθινός σου Ο τυφλός μου
Φόβος μη σπάσεις σαν το κρύσταλλο μη
Λιώσεις σαν ασήμι με χτυπάει κατάστηθα
Ψάχνω ένα σίδερο δεσμό για ένα αιώνα
Κι από τη μαύρη λασπουριά βγάζω μια λάμψη
Μες στο μικρό μου φαναράκι κελαϊδάει
Κι όπου πάει το φώς όπου πάει

.

Απόγευμα προς το βράδυ

Θα κατέβει πολύς καημός απόψε
Στη βόλτα θα λένε μύθους για σένα
Βαγές στο μπαλκόνι σου σαν μια υπόσχεση
Κι εγώ θ’ αντλήσω χίλια φιλιά
Για τη γειτονιά πού σε λαχταράει

Πέφτει ο ουρανός σαν χαλασμένο υπόστεγο
Κίτρινη ή όψη σου
Συλλογισμένο το σκυλί
Η μουσική μέχρι θανάτου

Έ συ ρακοσυλλέκτη
Έχω ένα άχρηστο στρώμα
(Πάρε και το σώμα μου)

‘Έρχεσαι ή φεύγεις;
Σκοτεινιάζει και δε βλέπω
Το πρόσωπο σου με νοιάζει
Σε ακουμπάνε τα χείλη μου και κλαις

Μαυρίζει ο κήπος σβήνουν τα φώτα
Θα έρθει η ώρα που θα κοιμηθούμε
Θα ‘ναι ωραία άλλα θα το νιώθουμε εμείς;

.

Να έρχεσαι με χάδια

Όσο με τον καιρό κυλάει ο ποταμός
Τα δάκρυα οι σταγόνες της βροχής
Νερό είναι πιες και νίψου τον πόθο
Της υπομονής

Η ομορφιά αργεί

Ανοίγω την κρήνη μου έλα κρυφά
Αρώματα χώματα μες στο δωμάτιο
Δεν κοιμάμαι
Σκαλίζω με φωτιά την τέφρα
Το σκυλί μου υπακούει στη σιωπή
Η εγκαρτέρηση δείχνει τα δόντια της
Στο βάθος αποσύρεται της αστραπής το δέρμα
Το νερό πλένει το φως στα παράθυρα
Ό,τι και να γίνει εσύ να έρχεσαι με χάδια
Αλλιώς σηκώνουν δυό μαζί την πέτρα

.

Ποιος δρόμος φτάνει στα υγρά παιχνίδια

Ο δρόμος προς τα ποτάμια και τις θάλασσες
Έχει ένα θρίαμβο μοναχικό
Σκαμμένος μέχρι αίματος —φλέβες ανοιγμένες
Κι εκείνες οι βροχές εμπόδια ανυπέρβλητα
Στην υγρή αναζήτηση για τις περιπτύξεις του

Πού πηγαίνει αυτός ο νυχτωμένος
Λαμνοκόπος του έρωτα κι ακόμα εδώ
Μες στην καταστροφή
Σηκώνει κεφάλι ο αμετανόητος

Ποιός δρόμος φτάνει στα υγρά παιχνίδια
Με φλις φλις δεν ξεγελιέται ή καρδιά
Του κορμιού μια δυσαρέσκεια βαθιά επιμένει

Τί πουλί τί φίδι
Στη στροφή του δρόμου φαρμακώνει η κούραση
Κι αυτός βλέπει θάλασσες και ποτάμια
Επειδή γυαλίζει ό δρόμος έρημος

.

Ξένη επέμβαση

Όλες οι λέξεις έχουν ένα φαρμάκι γλυκό
Αντίδοτο στην παρενέργεια της αγάπης που σκοτώνει
Όταν ανοίγεις το κουτί με τα χαπάκια
Χαπ χαπ πάνω στο τραπέζι χορεύουν αστεία
Κόκκινα διαβολάκια κουρδίζουν το γραμμόφωνο
«Είναι μεσάνυχτα κι όλη ή φύσις ησυχάζει» λέει το χαζό
Ο τροχός γυρίζει κι ακονίζει μαχαίρια και ψαλίδια
Στα χειρουργεία μια λάμπα θυέλλης οδηγεί τούς σαμαρείτες
Όταν άνοιξες τα μάτια σου είχαν γεράσει οι λέξεις
Κι ώσπου να πεις νερό πιτσίλισε το ρο την μπλούζα του γιατρού

Γλύτωσες πάλι γλύτωσες από μια δόση θανάτου
Εδώ δεν ξέρουμε τί ποιείται τί συντελείται
Ποιές επεμβάσεις χρειάζεσαι ποιά μέσα
Για να γυρίσεις στο σπίτι σου σώος και ευλαβής
Ιδού λοιπόν το νερό ιδού τα χαπάκια
Σαν τα λόγια είναι τά φάρμακα σώζουν ζωές
Και της ζωής τα όνειρα σκοτώνουν

.

Δεν θυμάμαι να πέρασα μια νύχτα δίχως όνειρο

Η δυσαρέσκεια της ψυχής
Είναι ένας λόγος να πέσεις στο κρεβάτι σου
Έχει ένα γήπεδο ανθισμένο εκεί
Τούμπες τα μαξιλάρια αργά ν’ ανέβεις
Έπειτα να κατρακυλήσεις ως τη θάλασσα
Κι ας βρέξει κι ας χιονίσει τη νύχτα
Ας ασπρίσει το στόμα σου απ το φόβο

Έχει ένα μαύρο λύκο το κρεβάτι σου

Ως το πρωί ως το άλλο πρωί
Βγάζει ο καημός μιαν άλλη μέρα
Δένεις το λύκο στο κάγκελο
Δένεις τα κορδόνια των παπουτσιών σου
Όλο κοιτάζεις πίσω τί απεικόνισε το χτες
Ποιός άνοιξε την πόρτα και σκότωσε τον άγιο
Σε ποιούς φτωχούς μοιράστηκε το στάρι

Η δυσαρέσκεια της ψυχής
Σηκώνει κεφάλι σαν το σάλιαγκο
Μπαίνει κρυφά στο μπαούλο σου
Κι αφήνει στα λευκά σεντόνια
Τα μαύρα απορρίμματα του

.

.

ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ (2006)

.

Σεντόνια της αγρυπνίας

Μ’ αρέσει ν’ απλώνω τα ρούχα στο σκοινί
Εδώ τα μικρά εκεί τα μεγάλα σώματα
Ασήκωτα ανομήματα ζωής χαρισάμενης
Λευκά συντρίμμια στη στρόφιγγα στο ατσάλι
Στο γίγνεσθαι του αίματος σαν ψέμα πορφυρό
Εσώρουχα μεταξωτά σεντόνια της αγρύπνιας
Νερά φανταστικής βροχής τόξα ουράνιας μνήμης

Ας έρθει ένας ήλιος να τα λάμψει μυστικά
Ας έρθει ένα φεγγάρι να τα φέξει ολόγυμνα
Γένοιτο το θέλημα του καιρού κι ας χειμωνιάζει
Κι ένα αεράκι καλός οιωνός να στεγνώσει
Τα δάκρυα της νύχτας τ’ αλμυρά φιλιά

.

Αγρύπνια

Τί άλλο να επιθυμήσω από ένα ουράνιο κομπρεσέρ
Ν’ ανοίξει τρύπα αβυθομέτρητη
Στον πετρωμένο κήπο μου
Ρίζα κρυμμένη χρόνια βυθισμένη
Νεύρα υπόγεια σκοτεινά
Τέρατα φίδια φαρμακερά
Κοιμούνται σαν αθώα περιστέρια

Είδα στον ύπνο μου πώς τρελαίνονται εκεί τα σκουλήκια
Πώς ξενυχτούν άγγελοι με βραχνιασμένα ωσαννά
Πώς σέρνονται πηχτά νερά
Προς τα άνθη της δυσοσμίας πού τα γέννησε

Τί να επιθυμήσω άλλο από μια πηγή μυροβλήτισσα
Όπου τα μάτια μου να πλένω το πρωί
Κάθε πρωί πού σηκώνομαι απ’ το θάνατο
Και δεν ξέρω πόσο ψωμί πόσο νερό μου ανήκει
Πόση φωνή μου απόμεινε για το αινεσάτω τον Κύριο

.

Χρόνος

Κάθε άνθρωπος πρέπει να ‘χει ατό σπίτι του
Μια γριά ζαρωμένη μητέρα
Στην αγκαλιά της γίνεται αιώνιος νοικοκύρης
Στα σβησμένα μάτια της λατρεύει το φως του
Από το μαρασμό της αναθρώσκει η αγία νεότης
Ο καρπός στα χέρια της λάμπει κοφτερά
Τα φυτά απ’ τα κρεμασμένα σάλια της φυτρώνουν
Και το ξεδοντιασμένο στόμα της ψάλλει το εν υψίστοις.

.

Διάρκεια

Κάθε άνθρωπος πρέπει να ‘χει ένα πάθος κρυφό
Ένα νερό στο πλάι του δροσιά μες στη φωτιά του
Γάργαρο φως που πάει στο χώμα αστράφτοντας
Γυμνός να πλένεται στο μύρο στο άγιασμα
Γυμνός τυφλός να λέει την προσευχή του στ’ άγρια δάση

Κάθε άνθρωπος πρέπει να ‘χει ένα πάθος κρυφό
Ένδοξα να τον σβήνει ανυπόκριτα
Ένδοξα να κοιτάει το βλέμμα του
Στη σιωπηλή χαράδρα του θανάτου

.

Στο δρόμο

Ν’ αφήσω τα δικά μου εδώ τα ατέρμονα
Να πάω εκεί που η τέρψη ενός μύθου μ’ έχει ξεγελάσει
Ίσως χαρώ την πλάνη πού έρχεται κρυφά κι αθόρυβα
Σαν μια πλανεύτρα μουσική κι ίσως μια νέα περιπλάνηση
Ν’ αφήσει την αφή της πιο θλιμμένη πάνω στο κορμί μου
Τί νομίζεις είναι η μέθη μιας απόγνωσης
Και πού ωριμάζει ένα σκυλί παρά στο δρόμο
Κι όχι στη θαλπωρή της ευσπλαχνίας
Εκεί στο δρόμο πεθαίνει μέσα σ’ ένα ουράνιο βλέμμα
Πού κανείς δεν προλαβαίνει ποτέ να δει

.

Έρημος έρωτας

Μακρές αγαπημένες καταθλίψεις
Έκπτωτες αγιότητες
Σατανική μελαγχολία της αγάπης
Ο έρημος έρωτας τυμβωρυχούμενος
Δεν λέει να κλείσει το παλαβό του μάτι

.

Δεν έρχεται ένα ξημέρωμα

Κρυώνει όποιος τη νύχτα ονειρεύεται πουλιά
Κόκκινα πουλιά σκοτωμένα στο προσκεφάλι του

Είναι ένα κρύο σώμα

Θέλεις να το πετάξεις απ’ το κρεβάτι σου
Το σπρώχνεις πέρα το γκρεμίζεις κάτω
Με τα μάτια κλειστά μες στο σκοτάδι

Όμως εκείνο τρυπώνει στο ρολόι σου
Φοράει τα γυαλιά σου
Και με τα νύχια τα μαλλιά σου ξεριζώνει

Δεν έρχεται ποτέ ένα ξημέρωμα ένα νεράκι δροσερό
Με πλεύση το κορμί σου
Να πλύνει το σώμα του νεκρού τα μάτια να του κλείσει
Και σε μιαν άκρη της καρδιάς να ρίξει κρασί και μέλι

.

Πετάει πετάει ο ποδηλάτης

Πατάει πεντάλι ο νεαρός
Ήλιοι φεγγάρια πίσω του τον γαβγίζουν
Λαμπερό κατρακύλι ο μπαγάσας
Και μέριασε πέτρα νά διαβώ
Κυλούν τρελά οι ακτίνες τυφλώνουν τα πέριξ
Οι τυφλοί τον βλέπουν οι έρμοι
Τον ακούνε οι κουφοί το μάγκα
Ντρίν ντρίν μέριασε κόσμε σου έρχομαι
Σκορπάει τη σκόνη απ’ το μαύρο σύννεφο
Ο μέγας ποδηλάτης στον ίλιγγο μετράει — χα
Ζήτω χαρές και να βρέχει του κερατά
Σούζα το φίδι το άλογο
Σούζα το δέντρο ο περιπτεράς

Πού σκόνταψε άξαφνα ό θρίαμβος
Πώς γλίστρησε το πέδιλο στα νερά
Στην έρημη πλατεία μια σιωπή γυαλιστερή
Τέρμα τα κόλπα οι επιδείξεις θαυματοποιέ
Τέρμα τα δίφραγκα μεγάλε
Αύριο χειρουργείο συνεργείο αύριο τίποτε

.

Ω μελιχρά μεσημέρια

Κάθε βράδυ ετοιμάζουν
Το μυστικό τους δείπνο
Μοιράζουν το ψωμί
Μοιράζουν το κρασί
Καθένας έχει το μαχαίρι του

Πάντα υπάρχει ένα πρωί
Να το σκάσουν οριστικά
Από την μπόχα της κουζίνας
Αλλά ένας άγγελος χαζός
Στρώνει ξεστρώνει το τραπέζι
Κι ένα φιλί στο μέτωπο τους
Θα ήταν αρκετό ν’ αγιάσουν

Σβησμένη πού έχουν τη ματιά τους
Όταν είναι πολύ κόκκινα τα φρούτα — λάμπουν
Πολύ πράσινη η σαλάτα — φέγγει
Όταν με τον καιρό σκουριάζουν
Τα γυαλιστερά μαχαίρια
Και τα μελιχρά μεσημέρια λιγοστεύουν

.

.

Ο πεζός της λόγος

.

ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Διηγήματα (1999)

.

Το όνειρο

.

Στην Κ.Τ.

.

Σου γράφω μόνο και μόνο επειδή ήθελα οπωσδήποτε να το ξέρεις, το όνειρο εννοώ, δηλαδή τί έκανες εσύ στο όνειρο μου ψες το βράδυ: μου έστειλες ένα σωρό βιβλία δικά σου και ξένα, μπλοκ και μολύβια σε μεγάλη ποικιλία, εκείνο όμως που με εξέπληξε περισσότερο, ήταν τα φρούτα και τα λαχανικά• όπως μπήκε ο ταχυδρόμος φορτσάτος, τα έριξε όλα στο πάτωμα ο χαμένος, τόσο αδέξια μάλιστα ώστε ορισμένα από τα φρούτα και τα λαχανικά άρχισαν να κυλούν κάτω από τα έπιπλα, να κρύβονται πονηρά, σατανικά θαρρείς, σαν να ‘παιζαν ένα ολότελα δικό τους παιχνίδι, ενορχηστρωμένο κιόλας, γιατί το δωμάτιο είχε γεμίσει από έναν ήχο φρέσκο, χρωματιστό, κρουστό, κι από μια παράξενη γεύση και μυρωδιά. Τα βιβλία και τα χαρτικά μέναν ακίνητα και σοβαρά — φαίνεται, δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στο παιχνίδι— κείτονταν λοιπόν ώρες ατέλειωτες στο πάτωμα και παρ’ όλη την ομορφιά τους μοιάζανε να έχουν σοβαρά προβλήματα ή κάποιο πρόσφατο πένθος, ωστόσο ήταν χάρμα να τα βλέπεις όλα αυτά, βιβλία ανακατωμένα με πολύχρωμα λαχανικά και φρούτα, μια εικόνα σουρεαλιστική ίσως αλλά τόσο ζωντανή μέσα στην αντίφαση της. Λοιπόν, αυτή η έκπληξη ήταν πολύ σημαντική για μένα, ωστόσο δεν κάθισα να πολυσκεφτώ για ποιό λόγο μου τα ‘στειλες όλα αυτά (κουράζομαι εύκολα όταν σκέπτομαι), έξαλλου δεν χρειάζεται να τα εξηγούμε όλα με τη λογική, πόσο μάλλον ένα γεγονός πού στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά ένα όνειρο, μια πράξη υπερβολική,, ούτε λόγος, παράλογη ίσως, τη στιγμή μάλιστα που ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις. Το «ούτε σε ξέρω» δεν είναι και τόσο αλήθεια, εδώ πού τα λέμε, εφόσον έχω διαβάσει το πώς και το τί γράφεις και μου αρέσει πάρα πολύ, εκείνο παραδείγματος χάριν το «πώς να φτιάξεις ένα δέντρο» μου έφερε έναν παράξενο πυρετό σ’ όλο μου το κορμί, από τις τόσο έντονες μνήμες της μουριάς της αυλής μας. Ήτανε μέλος του σπιτιού μας η μουριά, έγερνε βαριά κι ακουμπούσε σχεδόν απάνω στο σπίτι με τόση εμπιστοσύνη, με μια αιωνόβια, θαρρείς, αφοσίωση, σαν να ‘ταν πλάσμα ζωντανό. Όταν ανέβαινα λοιπόν απάνω της και την τράνταζα με όλη μου τη δύναμη, η μάνα μου κι οι αδελφές μου κρατούσαν λακκουβιασμένο ένα άσπρο μπαλωμένο τραπεζομάντιλο, κι εγώ που τις κοίταζα από ψηλά να μετακινούνται ελαφρά πότε προς τα δω πότε προς τα κει, σαν να χόρευαν έναν ήσυχο, τελετουργικό χορό, είχα την υποψία ότι προσποιούνται από φόβο μην αυτοκτονήσω ή μην παραπατήσω άξαφνα από κλαδί σε κλαδί και τσακιστώ στο τσιμέντο της αυλής μας (κάπου κάπου μάλιστα άκουγα και κάτι περίεργα γελάκια, μισοαληθινά, μισοφοβισμένα), αλλά δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο γιατί συνήθως έβρισκα τρόπους να ισορροπώ, και να, πατ-κιουτ, να πέφτουν τα μούρα σαν χοντρή βροχή, με πάταγο κιόλας, μέσα στο άσπρο μπαλωμένο τραπεζομάντιλο κι απάνω στα τρυφερά προσωπάκια των αδελφών μου κι αχ Θέ μου πόσο επικίνδυνα κρέμονταν από την περμανάντ της μάνας, σαν γεννησούδια άσπρα αρνάκια χαμένα στα πουρνάρια και στις λαγκαδιές. ‘Αλλά αυτό το γράμμα σου το ετοιμάζω μόνο και μόνο για να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου γι’ αυτό πού γίνηκε μες στ’ όνειρο μου, ερήμην σου βέβαια, αλλά από σένα αναμφισβήτητα, και σου ομολογώ ότι δεν θα μπορέσω να κρατήσω κρυμμένο ή κρυφό ένα τόσο ευχάριστο γεγονός, δεν θέλω να με τρώει σαν μυστικό, γι’ αυτό λέω να το εκμυστηρευτώ σε κάποιους επιστήθιους φίλους μου που θα ‘ρθουν απόψε για ένα ποτό, σκέπτομαι μάλιστα να μη σηκώσω απ το πάτωμα τα δώρα σου, να μείνουν δηλαδή εκεί, σαν τεκμήρια, ώστε οι φίλοι μου να με πιστέψουν.

.

Στάθηκε ο θάνατος

.

Τα μαλλιά της είχαν γεμίσει χώμα. Ήταν μπρούμυτα πεσμένη κι όταν τη γύρισα ανάσκελα τα χείλη της είχαν ένα περίεργο χαμόγελο, σχεδόν ειρωνικό, σαν να μην ήταν πεθαμένη αλλά να προσποιόταν την πεθαμένη, σαν να ήθελε να σηκωθεί και να μιλήσει, να πεΙ πώς έγινε και βρέθηκε άξαφνα εκεί κάτω σ αυτή τη στάση, ριχμένη σαν ένα άχρηστο αντικείμενο που κανείς πια δεν θα το αναζητούσε.
Στο μπαρ όπου σύχναζε τα βράδια θα την ξεχνούσαν γρήγορα• άλλα κορίτσια θα ‘παιρναν τη θέση της σε κείνο το σκαμπό όπου συνήθιζε να κάθεται, κοντά στο χάντρινο παραβάν και να πίνει σιωπηλή το ποτό της.
Έριξα το βλέμμα μου στα μισανοιγμένα μάτια της και τρόμαξα• είχα την αίσθηση ότι τώρα με κοίταζε ικετευτικά σαν να έλεγε «πάρε με από δω, δεν πρόλαβα να ζήσω ακόμα» κι εγώ δεν ήξερα τί να κάνω.
Τα πόδια της που ήταν παράξενα αφημένα στο χώμα, πήραν άξαφνα ένα ρυθμό εκκίνησης, μαζί με όλο το σώμα της που χωρίς να το καταλάβω είχε μόνο του γυρίσει πάλι μπρούμυτα. Αυτή η περίεργη αλλαγή με φόβισε και μ’ έκανε να φανταστώ πώς από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθεί να περπατήσει σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτα.
Ακόμα και τα χέρια της είχαν μια στάση σαν εκείνη που έχει κανείς όταν σκοντάφτει και πέφτει καταγής αλλά έχει προλάβει να τα βάλει μπροστά και τότε οι παλάμες του είναι έτοιμες να δώσουν μια ώθηση στο σώμα Κάι να ανορθωθεί.
Δεν είχα προσέξει τόσα χρόνια πόσο ψηλή ήταν, δεν θυμάμαι καν αν ήταν ψηλή ή εμένα μου φαινόταν τώρα, παρ’ όλη την ελαφριά κάμψη του σώματος της εκεί κάτω.
Το φόρεμά της ήταν παράδοξα τακτοποιημένο απάνω της, σαν να είχε ντυθεί από νωρίς και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί πριν βγει να διασκεδάσει• χρώματα μωβ, τυρκουάζ και γαλάζια σε φόντο μαύρο το φόρεμά της, έριχναν στο άσπρο πρόσωπο της μια έντονη αντανάκλαση ζωής πού γινόταν εικόνα εφιαλτική καθώς τα φώτα κάποιου σταματημένου λίγο πιο πέρα αυτοκινήτου αναβόσβηναν αφόρητα μονότονα. Παραμέρισα το χώμα από τί πόδια της και μολονότι ήταν πολύ νέα, πρόσεξα στις γάμπες της κάτι λεπτές γαλάζιες φλέβες που δεν είχαν σβήσει ακόμα, παρά δονούνταν ανεπαίσθητα σαν χορδές βιολιού πού από χρόνια το ‘χουν αφήσει ξεκούρδιστο και μόνο κάπου κάπου ένα μικρό ρεύμα αέρος έρχεται να του δώσει κάποιους αόρατους παλμούς.
Νύχτωσε τόσο πολύ εκείνο το βράδυ πού δεν την έβλεπα πια, μονάχα από διαίσθηση ένιωθα ότι ήταν ξαπλωμένη μπροστά μου, εκεί κάτω, — έκτος κι αν είχε φύγει χωρίς να το αντιληφθώ, μπορεί μάλιστα να είχε πάει στο μπαρ και καθισμένη στο σκαμπό εκεί κοντά στο χάντρινο παραβάν να έπινε σιωπηλή το ποτό της

.

Στέλλα

.

(όσο μπορείς να δεις πίσω απ’ τα κάγκελα την ομορφιά)

ΣΧΕΔΟΝ μας ξεσήκωνε σύγκορμα κάθε φορά ή φωνή της Κορνηλίας, στα διαλείμματα του σχολείου, καθώς «μετρούσαμε» το χώμα της αυλής με νυσταγμένα βήματα, κάνοντας βόλτες σ’ ένα πεδίο τόσο περιορισμένο για τη δική μας ελεύθερη καρδιά, όσο ένας μικρός αυλόγυρος μιας φυλακής. Μας φώναζε λοιπόν σαν τρελή, «τρέξτε στα κάγκελα, περνάει ή Στέλλα…», σαν να περνούσε ό Χριστός κι έπρεπε να προλάβουμε, προτού στρίψει τη γωνία κι εξαφανιστεί από τα μάτια μας, να πιάσουμε την άκρη, έστω, απ την εσθήτα του, εις άφεσιν των αμαρτιών μας ή, πάλι, σαν να εμφανιζόταν άξαφνα εκείνη τη στιγμή, η θαυματουργή δεξαμενή του Σιλωάμ —απ’ την περιοχή της Ιερουσαλήμ, κατά τας Γραφάς— κι έπρεπε να βουτήξουμε μέσα ως κουτσοί, κουλοί, τυφλοί, τέλος, βαριά ασθενείς, την ώρα ακριβώς πού αλλάζουν τα νερά.
Ποιά ήταν όμως αυτή η Στέλλα που έφερνε στο πέρασμά της αυτόν τον σάλο κάτω από τις μαύρες σχολικές ποδιές μας; Στέλλα τη λέγανε, και τί μ’ αυτό; Μήπως τόσες και τόσες Στέλλες, Στυλιανές, Στελίτσες, Στελάρες και Λίστες δεν θα κυκλοφορούσαν απ’ το πρωί ως το βράδυ σ’ όλους τούς δρόμους της πόλης, καθώς και μπροστά από τα κάγκελα του σχολείου, αφήνοντας μας αδιάφορες, ακόμα κι αν ξέραμε ότι τις λέγανε έτσι; Στο κάτω της γραφής δεν ήταν δα και κανένα όνομα να σε συναρπάζει, να σε ταξιδεύει σε εξαίσια τοπία όπου μπορείς να ξεχαστείς, να στοχαστείς ή να ονειροπολήσεις οτιδήποτε προκειμένου να ζήσεις κάτι ολότελα δικό σου, ούτε σε παρέπεμπε σε ονόματα γυναικών οι οποίες είχαν παίξει ρόλο σημαντικό στη ζωή και στην ιστορία, ερωτικό ή δραματικό, ηρωίδες, παραδείγματος χάριν, της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας όπως Αντιγόνη, Μήδεια, Ηλέκτρα, δεν σε ηλέκτριζε λοιπόν ουδόλως το όνομά της ως όνομα, αντίθετα ήταν κάπως μπανάλ, είχε κάτι το παρακατιανό, λίγο το βάρβαρο ίσως, ήταν ένα όνομα κάπως λαϊκό, φτωχό, της γειτονίας, νι πούμε.
Τί αντιπροσώπευε, λοιπόν, αυτό το όνομα για μας; Τότε βέβαια, ή Στέλλα του Κακογιάννη ήταν ακόμα ανύπαρκτη για να κάνουμε τούς ανάλογους συνειρμούς, συγκρίσεις, ή τέλος πάντων ταυτίσεις που το λιγότερο θα άναβαν μεταξύ μας συζητήσεις, με διαφορές ίσως, σε καλλιτεχνικό, αισθητικό, ούτως ειπείν, επίπεδο, όσο για τη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου, των αγνοούσαμε αθώα όλες, εν έτει χίλια εννιακόσια σαράντα επτά με σαράντα οκτώ.
Δεν ξέρω αν, βλέποντας αυτή τη Στέλλα σε κάποιους άλλους δρόμους, με άλλους πολλούς ανθρώπους, θα είχαμε την ικανότητα να την ξεχωρίσουμε, να τη διαλέξουμε, ως μια δική μας αποκάλυψη, να τη βγάλουμε δηλαδή έξω από την αγέλη του δρόμου και να τη στήσουμε στο βάθρο πού της άξιζε. Όμως, καθώς τη βλέπαμε να περνάει απ το δικό μας δρόμο, μόνη πάντα, να κατεβαίνει αγέρωχη τήν οδό Σχολείων, τη σημερινή Ικτίνου, κατευθυνόμενη προς την Τσιμισκή, ένας αέρας δυνατός, θαρρείς, μας σήκωνε και μας κολλούσε κατάσαρκα στα κάγκελα του σχολείου, κι ήταν για μας κάθε φορά μια ομορφιά φανταστική, ένα όραμα πού μας έβγαζε απ’ τη ρουτινιασμένη σχολική ζωή μας, από κείνο το μαγγανοπήγαδο της τάξης μι τους λογής εξαναγκασμούς της, τις μαθηματικές απωθητικές πράξεις που το ίδιο μας το σώμα τις έσπρωχνε προς το παράθυρο, ζητώντας να τις ανταλλάξει με μια εικόνα γλαφυρή, μια ονειροπόληση που την είχαμε ανάγκη, πέρα από τις γνώσεις και της… γνωσιολογικές φιλοσοφίες.
Ποιά ήταν αυτή ή γυναίκα και πού πήγαινε κάθε μέρα σχεδόν, καμιά μας δεν ήξερε. Και τι μ’ αυτό; Μας έφτανε η θέα αυτής της θεάς, στο δρόμο, με το αρχοντικό περπάτημά της — τα υψηλά τακούνια δεν ήταν μόνο μια φυσική της ισορροπία πάνω στον ανώμαλο, τότε, δρόμο, άλλα και μία, ανεπαισθήτως αισθητή, χορευτική κίνηση, κρυφή σχεδόν. Ο επιμελημένος κότσος των κατάμαυρων μαλλιών της τραβηγμένα πίσω με απόλυτη επιδεξιότητα, έμοιαζε σ εκείνον μιας ανδαλουσιάνας χορεύτριας κι άφηνε ολότελα γυμνή και διάφανη την έκπαγλη ομορφιά του προσώπου της, με τα μεγάλα μάτια και τα σαρκώδη χείλη, κι αν ήταν απαραίτητο να την παρομοιάζαμε με κάποια καλλονή του Χόλιγουντ, θα λέγαμε ότι είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια την Αβα Γκάρντνερ στην οδό Ικτίνου, μέρα μεσημέρι, κι αυτό κανείς δε θα είχε το δικαίωμα να μας το αμφισβητήσει.
Με την αποφοίτηση μας από το γυμνάσιο, είχαμε χάσει για πάντα τη Στέλλα. Καμιά μας δεν τη θυμόταν πια. Τα χρόνια είχαν περάσει. Από τη δυτική πλευρά της πόλης, βρέθηκα να κατοικώ κοντά στην Καμάρα, στην Ιωάννου Δέλλιου —ανάμεσα στην Πρίγκηπος Νικολάου και την Εγνατία— γειτονιά χωρίς να συνθλίβεται, ευτυχώς.
Κι άξαφνα μία μέρα την είδα! Ή Στέλλα περνούσε από δίπλα μου και δεν ήταν φαντασία ή φαντασίωση, αλλά η Στέλλα με σάρκα και οστά, κομψή, καλοστεκούμενη ακόμα, παρ’ όλα τα χρόνια πού είχαν μεσολαβήσει από τότε — τα μαύρα γυαλιά της ίσως να κάλυπταν κάποιες ρυτίδες κάτω από τα μάτια της αλλά τί μ’ αυτό; Η Στέλλα ήταν εδώ, φερμένη απ’ τα εφηβικά μας χρόνια, ολόκληρη, όπως τότε που είχαμε λατρέψει την ομορφιά της, πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής μας.
Έκτοτε, την έβλεπα τακτικά στην Πρίγκηπος Νικολάου, τη σημερινή Αλεξάνδρου Σβώλου, και πότε την κοίταζα κρυφά, πότε απέφευγα να την κοιτάξω, όχι από αδιαφορία, καθόλου, αλλά σαν να ήθελα να την προστατέψω από μια μοιραία αλήθεια πού θα την έκανε να αισθανθεί το γκρέμισμα, επειδή τώρα την κοίταζα μ’ εκείνο το ψύχραιμο βλέμμα που οι αποστάσεις του χρόνου φροντίζουν πάντα, μ’ ένα σκληρό (ή μήπως σοφό;) τρόπο, να «χειραγωγούν». ‘Από την άλλη μεριά είχα την εντύπωση, κάτι σαν βεβαιότητα μάλλον, ότι με είχε αντιληφθεί, ότι κάτω από τα μαύρα γυαλιά της με κοίταζε κι εκείνη, ανυποψίαστη βέβαια, ίσως όμως με μια αγωνιώδη επιθυμία —αυτό μπορώ να το υποθέσω αν όχι να το ισχυριστώ— νά β ε β α ι ω θ ε ι απ’ το δικό μου βλέμμα.
Μία μέρα πού τη βρήκα να ψωνίζει απ’ τον δικό μου κρεοπώλη, στην Ιωάννου Δέλλιου, δεν άντεξα και της τα είπα όλα, για τότε, στην Ικτίνου… Κολακεύτηκε και μ’ ευχαρίστησε μ’ έναν απλό τρόπο, χωρίς να κρύβει τη χαρά της, ίσως κιόλας να είχε συγκινηθεί ολόψυχα, ποιος ξέρει, πάντως μου ομολόγησε το οδυνηρό κόμπλεξ της κόρης της, από μικρή, καθώς οι συγγενείς και οι φίλοι της περιγράφανε την ομορφιά της μαμάς της, δήθεν όμως τώρα το είχε ξεπεράσει επειδή κι εκείνη ήταν όμορφη — δεν τη γνώρισα βέβαια ποτέ, για να κάνω τη σύγκριση.
Είχα πολύ καιρό να τη συναντήσω στους κοι+νούς μας δρόμους, ίσως περισσότερο από ένα χρόνο κι αναρωτιόμουν τί να απέγινε, πώς χάθηκε απ’ τα μάτια μου. Την αδελφή της, με την οποία βγαίνανε συχνά, την απαντούσα ιστούς ίδιους δρόμους, μόνη της, καθώς και τον ασπρομάλλη αδελφό της, γιατρό στην Υγειονομική Υπηρεσία της οδού Μοναστηρίου — ίσως συνταξιούχος τώρα. Εκείνη όμως που ήταν; Μου ερχόταν καμιά φορά να σταθώ μπροστά τους και να τους ρωτήσω, μήπως πήγε σ’ άλλη γειτονιά, αν ζει, αν έχει πεθάνει, αλλά πώς να το κανα αυτό, με ποιά ιδιότητα κι από που κι ως που; Πώς να τούς εξηγουσα ότι…
Κι ένα πρωί, καθώς ετοιμαζόμουν να περάσω απέναντι στην Αγγελάκη, για τη στάση των λεωφορείων, την είδα. Υποβασταζόμενη και υποβοηθούμενη από μια γυναίκα, δεν ήταν ή Στέλλα, αλλά το ομοίωμα της. Είχε κοντύνει άξαφνα, τα μαλλιά της ίσια κομμένα, τα μάτια της χωρίς τα μαύρα γυαλιά, εκτεθειμένη πια, αφημένη στη θέα του δρόμου, δεν θύμιζε τίποτα από την έκπαγλη ομορφιά της που γι’ αυτήν ριχνόμασταν τότε στα κάγκελα.
Ώστε αυτό ήταν. Η ωραία Στέλλα αναχωρούσε ήδη για τις περιοχές του μύθου, μ’ έναν τρόπο όμως ταπεινωτικό, άκρως προσβλητικό από την ίδια τη ζωή, χειρότερο κι από τον ίδιο το θάνατο.

.

.

Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ Διηγήματα (2002)

.

Στο μνημόσυνο

.

Έτρωγαν κι έπιναν, αλλά για κείνον καθόλου δεν μιλούσανε. Ούτε τ’ όνομα του ανέφερε κανείς.
Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Άλλα λόγια, διάφορα, αδιάφορα, κι άντε στην υγειά ημών των ζωντανών, αλλά για κείνον, τον απόντα, τον εκλιπόντα, ούτε λέξη.
Ακόμα και το πατροπαράδοτο, το χριστιανικό έθιμο του κόκκινου κρασιού σε τέτοιες περιπτώσεις είχε ξεθωριάσει θαρρείς, ήταν άσπρο τώρα, ή μήπως το αίμα του νεκρού είχε αλλάξει πια, είχε από καιρό ασπρίσει, σαν το νερό της βροχής ή σαν το πόσιμο νεράκι που ξεδιψάει τους ζωντανούς, κι από κόκκινο είχε πάρει την απρόσωπη μορφή του;
Άσπρο κρασί σαν ξεθυμασμένη και ξεθωριασμένη ζωή πίνανε τώρα, κι όχι το κόκκινο του έρωτα ή το κόκκινο της μακαριάς και του μνημόσυνου, κατά το πρέπον.
Άλλοι καιροί, βλέπεις, σήμερα και, καθώς το κόκκινο βαράει κατακούτελα καμιά φορά, οι ζωντανοί προσέχουν την υγεία τους και προτιμούν το λευκό, να ‘χουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Τους είχε συνεπάρει σχεδόν αυτή η σύναξη τους γύρω από ένα τραπέζι — εδώ κι εκεί πυκνές παρέες φωνασκούσαν «χαμηλόφωνα». Όπου και να έστρεφες να διακρίνεις πρόσωπα γνωστά που είχες καιρό να τα δεις, ίσως και χρόνια, τα ‘βλεπες χαμογελαστά και κατηφή μαζί, πάντως ευχαριστημένα από τα πλούσια εδέσματα — προσφορά των τεθλιμμένων — και το ποτήρι με τ’ άσπρο κρασί στο χέρι πάντα.
«Πώς είσαι, Κώστα, τι γίνεσαι, Κούλα, κι εσύ, Γρηγόρη; Μακριά έκατσες, Νίτσα, δεν σ’ ακούω.»
«Καλά, καλά ‘ς τα λέμε, καλούτσικα, τι να πεις» — δύσκολα ή καθόλου βγαίναν τα προσωπικά.
Μια σύναξη ηλικιών, σωμάτων ακατάβλητων ή καταβεβλημένων, διέκρινες δεν διέκρινες τη διαφορά εκεί. Συναντήσεις που γίνονται ως επί το πλείστον σε «τέτοια» γεγονότα, ενώ αλλού, άλλες ώρες, μακριά απ’ αυτή τη «μαύρη» σκιά – την έβλεπες να περνά ξυστά από τα πρόσωπα όλων -, θα μπορούσαν να περάσουν πιο ευχάριστα, πιο αλέγκρα, λιγότερο μαγκωμένα.
Μα ο θάνατος του άλλου είναι που τους βγάζει όλους συνήθως έξω από το σπίτι, τους υποχρεώνει
δηλαδή να τον τιμήσουν, να τον συνοδέψουν ως εκεί που δεν πάει άλλο…
«Εγώ δεν πηγαίνω ούτε στους γάμους ούτε στις βαφτίσεις, παρά μονάχα στις κηδείες, εδώ και χρόνια», είπε η Άννα.
«Και γιατί αυτό;» την ρωτούν με απορία.
«Μήπως είσαι πεισιθάνατη;» πετιέται ένας ειρωνικά.
«Αν είμαι κι αν δεν είμαι, τι μου χρειάζεται να το ξέρω; Απλώς εμένα δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα “θέατρα”, κι εξάλλου στη χαρά του κανείς δεν σ’ έχει ανάγκη, το ‘χω αισθανθεί αυτό από καιρό. Πηγαίνω λοιπόν μόνο στις κηδείες, γιατί, άμα παίρνεις λίγη θλίψη από τους τεθλιμμένους, θαρρείς ότι ελαφρώνουν κάπως’ είναι δηλαδή ότι μοιράζεσαι μαζί τους το “αμοίραστο”, να πούμε’ τη νιώθουν τη συμμετοχή σου, έτσι μου φαίνεται, ξεχνιούνται με τα λόγια των άλλων, προς στιγμήν έστω. Όχι ότι και στις κηδείες δεν συμβαίνουν γελοιότητες κι επιδείξεις, αλλά στους γάμους είναι ένα, πώς να το πω, σκηνοθετημένο γεγονός, ρολίστικο, κάτι σαν θεατρική παράσταση, χώρια τ ατέλειωτα εκτυφλωτικά φλας των φωτογραφικών μηχανών, τα βίντεο, που σου στραβώνουν τα μάτια για ν’ απαθανατίσουν τη ματαιότητα της ομορφιάς, μ’ εκείνη την ασύδοτη σπατάλη για ένα τόσο σοβαρό μυστήριο που είναι η υπόθεση του γάμου.»
Η Άννα σταμάτησε για μια στιγμή, είχε πάρει φόρα, άκουσε άξαφνα τη φωνή της σαν του… ιεροκήρυκα, ντράπηκε κιόλας, αλλά συνέχισε πιο ήσυχα τώρα:
«Το θάνατο τον σέβεσαι’ είναι πιο ντόμπρο γεγονός τη σκαπουλάρει δηλαδή ο άλλος μια κι έξω και δεν έχει παραπέρα, ενώ με το γάμο πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, όταν αρχίζουν τα “άλλα” όργανα κι οι γλύκες της παστάδας το γυρίζουν στην έχθρα και στο μίσος κι άξαφνα “μη σε είδα, μη σε ξέρω” μεταξύ του το ζευγάρι — αν δεν πέφτει καμιά φορά και το ξύλο της Κολάσεως —, και τότε, στο χώμα και στη λάσπη τα στέφανα και τα νυφικά, στα μαύρα δάκρυα τα φιλιά κι οι αγκαλιές. Κατάλαβες τώρα τη φιλοσοφία μου;»
Άλλοι χαμογέλασαν ελαφρώς, άλλοι συγκατένευσαν κουνώντας το κεφάλι, πήραν το ύφος της μελαγχολίας, κι εκείνα τα «καλά τα λες, γνωστά τοις πάσι αυτά» βγήκαν από το στόμα κάποιου και για μια στιγμή σιώπησαν όλοι.
«Μας χρειάζεται ένας χώρος συνάντησης», είπε άξαφνα ο Λάμπρος για να κόψει την παγωμάρα γύρω τους, «ένα καφενείο ας είναι στο κάτω της γραφής, μια και τα σπίτια μας γινήκανε πια χώρος ιδιωτικής υπόθεσης.»
«Και βέβαια να ξαναβρεθούμε», πέταξε κάποιος με μια ειλικρίνεια κι αυθορμησιά στη φωνή του,
όχι όμως με αφορμή τέτοια γεγονότα, αλλά αλλιώς.»
Τα είχαν ξαναπεί και τα είχαν ξανακούσει αυτά τα λόγια, ήταν μια έκφραση επιθυμίας, ούτε λόγος όλοι ήθελαν τη συναναστροφή’ τους συνάρπαζε η ανταλλαγή απόψεων για το άλφα ή βήτα θέμα, για το τάδε ή το δείνα πρόσωπο’ το
ευχαριστιόντουσαν να ‘ναι όλοι μαζί, να χαίρονται τη ματιά και το άγγιγμα του άλλου, να λεν ανέκδοτα, να κουτσομπολεύουν ηδονικά, να «θάβουν» εχθρούς και φίλους, μα συνήθως κλείνονταν όλοι στο ιδιωτικό τους καβούκι σαν τις χελώνες, θαρρείς από
ένα αίσθημα κινδύνου, σαν να οχυρώνονταν από κάποιον αόρατο εχθρό ή σαν να απειλούνταν η ίδια η ζωή τους.
Σε άλλη κηδεία, σε άλλο μνημόσυνο ίσως, σκεφτόταν μελαγχολικά η Άννα καθώς γύριζε στο σπίτι της.

.

Η παραίτηση

.

Στεκόταν μπροστά στη θάλασσα μόνο με τα κάτω μέρη των ποδιών της μες στο νερό, με την πλάτη της να τσουρουφλίζεται απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο και με μια δική της σαιξπηρική παράφραση μες στο μυαλό, να μπει κανείς ή να μην μπει, που της είχε κολλήσει εδώ και ώρα και που της πήγαινε γάντι, καθώς διύλιζε τον κώνωπα προκειμένου να πάρει τη μεγάλη απόφαση.
Φοβόταν μην την πιάσει καμιά κράμπα μες στο νερό, μην τύχει και πατήσει κανέναν αχινό και μπουν τ’ αγκάθια του στις φτέρνες της, μην της δαγκώσει τη γάμπα κανένα ψάρι που θα ‘χει χάσει τα νερά του και λιγοθυμήσει απ’ την τρομάρα της, να μην κολλήσει στο λαιμό της ή στο μούτρο της καμιά μέδουσα και πάθει συγκοπή καρδίας, να μην περάσει αστραπιαία κι άξαφνα το κρις-κραφτ του νεαρού γείτονα και της κόψει κανένα χέρι ή κανένα πόδι.
Βούτα κι εσύ, τι το σκέφτεσαι και το μελετάς και δεν ξεκολλάς από κει, σαν στήλη άλατος μένεις τόσην ώρα, φοβάσαι; τι φοβάσαι; να, εδώ στα ρηχά άσε το σώμα σου να ξαπλώσει, να δροσιστείς λίγο, να δεις τον γαλάζιο ουρανό ανάσκελα.
Θυμόταν τα παλιά καλά καλοκαίρια, όταν τραβούσε για τα βαθιά κι η μητέρα της τρόμαζε κι έλεγε «δεν φαίνεται το κεφάλι της, π’ ανάθεμά τη, θα σκυλοπνιγεί καμιά ώρα» και ζητούσε τα κιάλια απ’ τον Αμερικάνο, να τη διακρίνει πέρα στ’ απύθμενα νερά, όπου ολομόναχη αρμένιζε, δοκίμαζε την αντοχή της, τα νεανικά της κότσια.
Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα αν το πάω, θα ‘χω νικήσει φόβο και τρόμο, θα ‘χω γεμίσει τόση χαρά όσο το νερό που με σηκώνει’ τι ναι σάμπως η ζωή; ένα νερό κι ένα χώμα είναι, σιγά τον μπαμπούλα κολύμπα λοιπόν, δώσ’ του, τράβα μακριά, άνοιξε το νερό με το κορμί σου — το χώμα αργότερα…
Μπήκε εντέλει, μπήκε με κρύα καρδιά, εκεί μπροστά σχεδόν, δυο τρία μέτρα μόνο από την αμμουδιά, πλατσούρισε αστεία, μπήκε κιόλας σαν φοβισμένο ζώο, σαν ανάπηρη που προσέχει μη σπάσει στα δυο, μην απομείνει σύξυλη εκεί μέσα στα κρύα μπούζι νερά, φανταζόταν να μπαίνουν τρέχοντας, δρασκελώντας τα κύματα, άντρες γεροδεμένοι, να τη σηκώνουν σαν κούκλα βιτρίνας, να την τοποθετούν με πολλή προσοχή σε φορείο κι ύστερα, με σειρήνες και κόκκινα φώτα που αναβοσβήνουν, να την τρέχουν στα διημερεύοντα, φανταζόταν τους δικούς της να οδύρονται, «τι το ‘θελες το θαλασσινό μπάνιο στην ηλικία σου;», να τη βρίζουν κι από πάνω, μέσα στον πανικό τους.
Κολύμπησε λοιπόν εκεί στα ρηχά νερά, ταπεινωμένη κι εξευτελισμένη μέσα της, αντιήρωας τώρα μιας μακρινής εποχής, όπου τότε κανένας φόβος δεν τη λύγιζε — όχι πως δεν τον είχε από μικρή στον ύπνο και στον ξύπνο της εκείνο τον μόνιμο εφιάλτη —, κολύμπησε σαν γέρικο σκυλί και απόκαμε, τσακίστηκε στην προσπάθειά της να δείξει για ακόμα μια φορά στον εαυτό της, έστω επί ματαίω, τη δύναμη και την αντοχή της μες στο υγρό στοιχείο, όπου καμία νίκη πια δεν θα της χαριζόταν, κανένα κλέος δεν θα λάμπρυνε τις μέρες της, κι ήξερε καλά τώρα ότι ήταν η τελευταία φορά που είχε κάνει αυτή την αποκοτιά, ν’ αποφασίσει μια πράξη άδοξη, αν όχι γεμάτη κινδύνους για το τωρινό της σώμα.
Βγήκε από τη θάλασσα σαν τη βρεγμένη γάτα, ούτε πήγε κάτω από το κρύο ντους να ξεπλύνει τ’ αλάτια και τα φύκια απ’ το κορμί της, τράβηξε ίσια στο δωμάτιο της με μια νέα εξουθένωση κι έτσι όπως ήταν, χωρίς να βγάλει το μαγιό της, ξάπλωσε βαριά, σαν κήτος, στα γαλάζια σεντόνια του κρεβατιού της και κοίταζε για ώρα πολλή το άσπρο φρεσκοασβεστωμένο ταβάνι, που γινόταν άξαφνα γκρίζο μέχρι μαύρο από το στυλωμένο εκεί βλέμμα της — μούσκευε σιγά σιγά το σεντόνι από κάτω της, σαν να ‘ταν δάκρυα αρμυρά από άλλη πηγή του σώματος της, δάκρυα που δεν μπορούσαν να κυλήσουν απ’ τα μάτια της, σαν να ‘χαν άξαφνα στερέψει οι δακρυγόνοι αδένες της.
Κάποια στιγμή, σηκώθηκε απότομα απ’ το κρεβάτι, έβγαλε το σεντόνι της στην απλώστρα, ξεκόλλησε το μαγιό απ’ το κορμί της με κινήσεις σπασμωδικές, βίαιες σχεδόν, σαν να ‘ταν πράγμα μιαρό ή σιχαμερό ερπετό, μαλάκιο της θάλασσας, ντύθηκε κάπως ράθυμα μπρος στον καθρέφτη, χτένισε τα μαλλιά της μ’ επιμέλεια κι άφησε ένα γκρίζο σγουρό τσουλούφι να πέφτει στο μέτωπο της, έβαψε ελαφρά τα χείλη της, άναψε ένα τσιγάρο με ήρεμα δάχτυλα, βγήκε στο μπαλκόνι με βήματα σταθερά αλλά λίγο κουρασμένα κι έγειρε αναπαυτικά, σχεδόν ηδονικά, σε μια σεζλόνγκ, κοιτάζοντας πέρα κι απολαμβάνοντας τη γαλάζια απεραντοσύνη και τις βουτιές των μικρών παιδιών, ενώ τα εγγόνια και τ’ ανίψια της τη φώναζαν χαζά μέσ’ απ’ τα νερά «χαλόου, γιαγιά… χαλοου, θεία… τσάο… τσάο…».
Καλύτερα από το μπαλκόνι μου ν’ απολαμβάνω την υγρή ομορφιά, εκ του ασφαλούς, είναι μία
αφοσίωση κι αυτό, μια αγάπη ήσυχη κι ακίνδυνη, που μπορώ, άμα θέλω, να μην τη στερηθώ όσο έχω το βλέμμα μου και τις αισθήσεις μου ζωντανές, όσο δύναμαι ν’ αγναντεύω τα μακρινά καράβια, τις άσπρες, απαστράπτουσες κι από τον ήλιο ξεξασπρότερες βαρκούλες, και το ηλιοβασίλεμα πίσω από τον Όλυμπο, και το βράδυ, ως αργά, τ αυγουστιάτικο φεγγάρι με τα μάτια, μύτη, στόμα, όταν γίνεται πανσέληνος.

.

Η γάτα

.

Αυτό τότε κι αν δεν ήταν ολότελα τρελό, γελοιοποίηση πλήρης του θανάτου, όταν το τάδε νοσοκομείο την ειδοποίησε για το τετέλεσθαι της μητέρας της κι εκείνη έτρεξε με την ψυχή στο στόμα, ντυμένη στα μαύρα, να πάει εκεί στο σκοτεινό της κρεβάτι, όπου ακόμα την είχαν σκεπασμένη ως το κεφάλι μ’ ένα άσπρο σεντόνι, και μόλις μπήκε μέσα στο δωμάτιο και προχώρησε κατευθείαν να την ξεσκεπάσει, να δει το πρόσωπο της, να πειστεί ιδίοις όμμασι για κείνο που της ήταν ακατανόητο, σαν ένα ψέμα που γρήγορα θ’ αποκαλυπτόταν, σαν μια σκευωρία, σατανικό παιχνίδι που της είχανε στήσει άγνωστες, αποτρόπαιες δυνάμεις, μόλις λοιπόν τράβηξε το άσπρο σεντόνι με χέρια που τρέμανε σαν πουλιά χτυπημένα από βόλια άσπλαχνων κυνηγών, πετάχτηκε μέσα από το σώμα της νεκρής μητέρας της μια γάτα ολόμαυρη, τσιτωμένη, ανατριχιασμένη, μ’ ένα άγριο, τρομακτικό «νιαρρρ…», πετάχτηκε μέσα απ’ τ’ άσπρο κάλυμμα, κι εκείνη, έντρομη, πάτησε μια τσιριχτή φριχτή φωνή, που ακούστηκε σ’ όλο σχεδόν το νοσοκομείο, και τρέξανε μέσα δυο χοντρές νοσοκόμες, κι όταν άρχισε να τους εξιστορεί το γεγονός τραυλίζοντας, εκείνες τις έπιασε ένα ακατάσχετο γέλιο, που ήταν αδύνατο να το σταματήσουν, πόσο μάλλον να το πνίξουν, «πώς βρέθηκε, διάολε, αυτή η γάτα κάτω απ’ το σεντόνι της μητέρας σου, πώς και πότε τρύπωσε μέσα κει, από πού ξεφύτρωσε και δεν το πήραμε χαμπάρι, ήμαρτον, Θε μου», είπε η μία απ’ τις δυο με το ζόρι απ’ τα γέλια, κι η άλλη πήγε και της έφερε ένα ποτήρι νερό, να μην της κοπούν τα ήπατα, «πιες το όλο, να συνέλθεις λίγο απ’ την τρομάρα σου», της είπε, και πάλι γελάκια, χαμηλά τώρα, σαν από σεβασμό στο σοκ της, όμως γελάκια φανερά, μολονότι πνιγμένα, ώσπου άξαφνα έσπασαν αλλιώτικα κι εκεινής τα χείλη κι ακούστηκε το γέλιο της συγκοπτόμενο μεν, συγκρατημένο, λυτρωτικό οπωσδήποτε, κι ας ήταν ανάμεικτο με κλάμα, και γι’ αρκετή ώρα γέλια και κλάματα, κλάματα και γέλια, ένα κι ανάκατα όλ’ αυτά.

.

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΧΑΡΕΣ Διηγήματα 2005

.

Σχέση

.

«Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις» συνήθιζε να λέει συχνά, σαν επωδό, όταν οι κουβέντες μεταξύ τους έφταναν σε κάποιο αδιέξοδο ή σ’ ένα σημείο επικίνδυνης πλήξης.
Το χειρότερο βέβαια ήταν το τελευταίο, κι όχι το αδιέξοδο, επειδή αυτό έπαιρνε άξαφνα μια αναπάντεχη, φωτεινή στροφή, και τότε βρίσκονταν κι οι δυο τους σ’ ένα ξέφωτο, κι αποκεί που δεν το περίμεναν άρχιζαν με νέα διάθεση να εξερευνούν άγνωστα τοπία σκέψης, καινούργιες αφετηρίες μέσα από το τίποτα, ώστε να φτάνουν πάλι σε απροσδόκητες εντάσεις.
Συνομιλούσαν πότε φανερά και σταράτα, με μια ειλικρίνεια που ενδόμυχα τους εξέπληττε κι αυτούς τους ίδιους, και πότε με υπαινιγμούς και ελιγμούς, αυτομάτως θαρρείς υπολογισμένους.
Ήταν ένα παιχνίδι που τους άρεζε και τους ευχαριστούσε, χωρίς ίχνος ανταγωνισμού, αλλά και χωρίς αυταρέσκεια.
Όσο για τις ώρες της πλήξης, που σιγά σιγά σαν ένα φυτό αναρριχητικό ανέβαινε απάνω τους και με τον σφιχτό εναγκαλισμό του τους μάγκωνε τη διάθεση να προχωρήσουν σε μιαν ενδιαφέρουσα διάρκεια συναναστροφής και συνύπαρξης, αυτό κι αν δεν ήταν μια πνευματική κατάθλιψη η οποία τραβούσε ως τα άκρα, απ’ όπου τους έπαιρνε καιρό να γυρίσουν πίσω και να αισθανθούν ότι είναι ζωντανοί και έτοιμοι. Έτοιμοι για τι, και για ποιες πράξεις;
Το «Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις» ήταν λοιπόν μια αμήχανη ενδιάμεση έκφραση εκείνου, χωρίς καν φανερό αναστεναγμό, αλλά σαν μια αποφασιστική αναφορά σε μια υπολανθάνουσα εντούτοις γνώση, σαν να ‘ταν κάθε φορά αποφασισμένος να πει: «Αν συνεχίσουμε αυτήν τη σχέση ή αυτήν τη συζήτηση, πάλι θα φτάσουμε στα όρια μιας δυσάρεστης συνέχειας, εκεί όπου τίποτα δεν προωθεί μια ευχάριστη διάρκεια, μια αποκαλυπτική χαρά, ένα έρεισμα τέλος πάντων της ύπαρξής μας».
Αδημονούσε εκείνη για την κάθε συνάντηση τους, κι απ’ την άλλη μεριά αισθανόταν ότι οι εκπλήξεις κάποτε θα τελείωναν μέσα σε μια επανάληψη, ότι ήταν ζήτημα χρόνου αυτό το παιχνίδι ανάμεσα τους κι ότι ο κορεσμός ή το ξέφτισμα καραδοκούσε να τους γκρεμίσει από στιγμή σε στιγμή μέσα στο άδειο και το τίποτα. Το υπολόγιζε αυτό σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, επειδή βαθμηδόν το έβλεπε ήδη μέσα της σαν σε καθρέφτη όπου κοιταζόταν πότε μονάχη και πότε μ’ εκείνον —δύο πρόσωπα κοντά κοντά—, μ’ ένα αφηρημένο βλέμμα, που δεν επικεντρωνόταν ποτέ στον άλλον, ούτε καν στον ίδιο τον εαυτό της. Το κοίταγμα για το κοίταγμα και τίποτε άλλο. Έτσι ουδέτερο κι απρόσωπο, καρφωμένο σ’ ένα καθρέφτισμα απλανές, ήταν ό,τι θανατερό θα μπορούσε να την γκρεμίσει στο βάραθρο μιας ανυπαρξίας.
Τι ανατρεπόταν τάχα όταν ο ένας δίπλα στον άλλον, με τα σώματα τους ν’ αγγίζονται πότε τυχαία και πότε ηθελημένα, και μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, ψελλίζοντας κάποια λόγια και συνάμα σιωπώντας, κοιτάζονταν κρυφά και φανερά μες στους καθρέφτες του μπαρ;
Αν ήταν το βλέμμα τους στραμμένο στον κόσμο που εκεί μέσα γελούσε και θορυβούσε ασύστολα, εκεί όπου μια μουσική με πολλά ντεσιμπέλ προσπαθούσε να αποπροσανατολίσει τις σκέψεις του και τα αισθήματα τους, ίσως αυτό να ‘ταν μια υπεκφυγή και για τους δυο, μια πρόφαση η οποία εκ των πραγμάτων, αναιρούσε το εκατέρωθεν ενδιαφέρον, όμως ήτανε κιόλας ένα προμήνυμα που τους έκανε κάθε φορά και περισσότερο να παραδεχτούν την ευεργεσία της συνήθειας η οποία αποτρέπει το φόβο μιας τελεσίδικης απόφασης, εκείνης που και οι δύο αισθάνονταν ότι πλησιάζει.
Η ζέστη απ’ το ποτό που πίνανε έκανε κάποιες στιγμές να αστράφτει το αίμα στο πρόσωπο τους, να φέρνει εκείνες τις αγαπημένες ψευδαισθήσεις οι οποίες διατηρούν μια φλόγα εφήμερη, μια έξαψη προσωρινή έστω, που ίσως τους έφτανε να διατηρήσουν μέσα τους σπίθες ερωτικές, κι αργότερα ας υποχωρούσαν κι ας γίνονταν στάχτες.
Αλλά μήπως δεν ήταν προετοιμασμένοι για το τέλος;

.

Εκείνο το πρωί

.

«Αυτά τα τραγούδια έχουν μια θρησκευτικότητα. Θα ταίριαζε ν’ ακουστούν σ’ έναν καθεδρικό ναό» είπα.
«Είναι κέλτικα τραγούδια» μου απάντησε η γκαρσόνα μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο.
Ήταν αρκετά νέα, με καστανά, σγουρά μαλλιά, φαινόταν καλλιεργημένη και ήταν προσηνής.
Καθώς δεν είχαν ακόμη ανοίξει τα καταστήματα εκείνο το νωπό, ομιχλώδες πρωινό, ήμουν ο μόνος θαμώνας μέσα στο café-bar, όπου η γκαρσόνα διάβαζε ήσυχα μια εφημερίδα, καθισμένη σ’ ένα ψηλό σκαμπό.
Κάποια στιγμή πρόσεξα ότι τα χείλη της αναδεύονταν ανεπαίσθητα και φαντάστηκα ότι κι εκείνη έβγαινε μέσα απ’ αυτά τα τραγούδια που άκουγα με προσήλωση, πίνοντας τον καφέ μου, ή σαν να συμμετείχε σ’ αυτά, μολονότι η φωνή της τραγουδίστριας ήταν φαινομενικά μόνη, και μόνο σε κάποια μικρά μεσοδιαστήματα έμπαινε και μια άλλη φωνή, σαν κρυμμένη, αλλά πάλι η πρώτη παρουσιαζόταν κυρίαρχη στην ακοή μου, κι ένα όργανο πνευστό έπαιζε κάπου κάπου, όταν εκείνη σταματούσε για να πάρει, θαρρείς, μιαν ανάσα ή μιαν ακόμα τραγουδιστική ευχαρίστηση από τον εαυτό της, πριν να συνεχίσει πιο κατανυκτικά, πιο στέρεα μέσα στη φωνή της, όπως ένα πουλί που στέκεται πάνω στο σύρμα ή στο κλαδί ενός δέντρου και κοιτάζει αποδώ κι αποκεί, ώσπου ν’ αποφασίσει σε ποιο σημείο του ορίζοντα θα βρει έναν αέρα καθαρό κι ανάλαφρο, έναν αέρα που να ικανοποιεί τις πτητικές του δεινότητες.
«Σε ποια γλώσσα είναι αυτά τα τραγούδια; Μήπως είναι κελτική διάλεκτος;» ρώτησα πάλι την γκαρσόνα.
«Μάλλον» απάντησε εκείνη. «Είναι παραδοσιακά τραγούδια» συνέχισε σιγανά αλλά πρόθυμα «δεν μπορούμε να ξέρουμε τι λένε. Αν ήταν στα αγγλικά ή στα γαλλικά, παραδείγματος χάριν, ίσως κάτι θα καταλαβαίναμε».
«Τι χρειάζεται να καταλάβουμε τα λόγια;»
είπα. «Μας ικανοποιεί πλήρως αυτή η μουσική φωνή, κι είναι σαν να περικλείει τη γαλήνη, την ομορφιά και τη μελαγχολία που όλοι έχουμε ανάγκη. Αυτή η κατανυκτική ώρα μας απομακρύνει από την τύρβη του δρόμου και του κόσμου, επειδή κι αυτά τα διπλά τζάμια του café σας εδώ μέσα συμβάλλουν στην προσήλωση σε μια επικοινωνία σπάνια, με τον ίδιο τον εαυτό μας εννοώ, κι είναι τόσο ευεργετική αυτή η φωνή όσο η τροφή για τον πεινασμένο επαίτη».
Η γκαρσόνα δεν πρόλαβε να μου απαντήσει —δεν ξέρω καν αν σκεφτόταν ν’ ανταποκριθεί στο δικό μου λογύδριο—, επειδή άξαφνα μπήκαν κι άλλοι θαμώνες στο café-bar κι εκείνη έσπευσε να πάρει παραγγελία, αφήνοντας ανοιγμένη την εφημερίδα της πάνω στον πάγκο.
Οι νεοεισερχόμενοι έκαναν πολύ θόρυβο σβαρνώντας τα καθίσματά τους ώσπου να τακτοποιηθούν, αλλά αυτό δεν με ενόχλησε τόσο όσο το φαλτσάτο σφύριγμα του κυρίου πίσω, στην πλάτη μου —παρεμβολή φριχτή στην εξαίσια τραγουδίστρια—, γεγονός το οποίο γκρέμιζε όλη την ομορφιά κι όλη εκείνη την κατανυκτική ατμόσφαιρα την οποία, ευτυχώς, είχα αξιωθεί να ζήσω εκείνο το ευλογημένο
πρωινό.
Όταν πλήρωσα τον καφέ μου και σηκώθηκα να φύγω, η γκαρσόνα με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τέτοιο σαν να μου ζητούσε συγγνώμη κι είπε ένα «ευχαριστώ» που με καθήλωσε, ενώ εγώ ετοιμαζόμουν να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για κείνα τα τραγούδια, αλλά δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Έτσι αρκέστηκα να της ανταποδώσω το βλέμμα της με μια σιωπή που την ένιωθα να εναρμονίζεται με τη φωνή της τραγουδίστριας, σ’ ένα φινάλε που άφηνε μες στο café-bar μια παράξενη αίσθηση, κι ήταν μια δική μου σιωπή, για μια ολόκληρη δική μου μέρα.
Άνοιξα την πόρτα όσο πιο ήσυχα μπορούσα και βγήκα στη βοή του κόσμου.
Όταν αργότερα επέστρεψα στο σπίτι, κατέβασα απ’ το ράφι τον τόμο Κ μιας πολύ παλιάς εγκυκλοπαίδειας κι έμαθα τόσα πολλά για τους Κέλτες όσα για καμιά άλλη φυλή ή λαό της αρχαιότητας. Όσο για τα τραγούδια τους, δεν βρήκα καμιά πληροφορία άξια του ενδιαφέροντος και της περιέργεια μου, παρά μονάχα αυτή την αόριστη και μη ικανοποιητική αναφορά: «Μολονότι μετεχειρίζοντο και την ελληνική γραφήν, εν τούτοις δεν είναι εξηκριβωμένον αν οι Έλληνες είχον επίδρασίν τινα επί των Κελτών. Λογοτεχνίαν γραπτήν δεν είχον, διότι τα ποιήματα των Δρυϊδών (ιερείς των αρχαίων Κελτών εν Γαλατία) μετεδίδοντο δια ζώσης φωνής, απαγορευμένης της γραφής των». Τόσο μόνο.
Έκλεισα την εγκυκλοπαίδεια και την τοποθέτησα στη θέση της, στο ράφι. Αισθανόμουν τόσο μακριά από τη φυλή των Κελτών και τόσο ξένη, αλλά τόσο κοντά σ’ αυτά τα τραγούδια, που στο μικρό café είχαν τη μαγική δύναμη ν’ αλλάξουν τον χαώδη κόσμο μιας ψυχολογίας που μέσα μου έπαιρνε τον τελευταίο καιρό τερατώδεις διαστάσεις, με επικίνδυνες, μέχρι σχιζοφρενικές σκέψεις.
Αισθανόμουν ότι είχα σωθεί —έστω προσωρινά-—, κι αυτό μου έφτανε, επειδή είχα αποκτήσει καλή διάθεση, που δεν ξέρω αν καμιά άλλη αιτία ή
αφορμή θα ήταν ικανή να μου προσφέρει εκείνη την ημέρα.

.

Ένα γράμμα για πέταμα

.

Μερικές φορές σκέφτεσαι ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να σου συμβεί και τρομάζεις, αρρωσταίνεις βάζοντας στο νου σου ένα σωρό ενδεχόμενα, όλα εφιαλτικά, απ’ όπου δεν θα μπορούσες να γλιτώσεις, όσες αντιστάσεις κι αν διαθέτεις, όσο αισιόδοξος κι αν είσαι.
Αυτή η απελπισία που ένιωσα ένα βράδυ όταν ανακάλυψα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου, σ’ ένα ταξίδι μου, ούτε ένα μικρό μπλοκ, ούτε μια κόλα χαρτί, για να γράψω το γράμμα που είχα υποσχεθεί στο φίλο μου τον Ορέστη, ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί.
Το ξενοδοχείο όπου είχα καταλύσει αργά τη νύχτα δεν είχε μες στο δωμάτιο μου παρά μονάχα ένα έντυπο με τις απαραίτητες πληροφορίες: σε ποιον όροφο παίρνει κανείς το πρωινό του, τι νούμερο πατάμε πρώτα προκειμένου να τηλεφωνήσουμε κάπου και μερικές άλλες υποδείξεις χρήσιμες ή ολότελα άχρηστες.
Ήταν ήδη μεσάνυχτα και, καθώς το ξενοδοχείο βρισκόταν μακριά από το κέντρο της μικρής πόλης, κάθε σκέψη να ντυθώ, έπειτα από ένα ντους που είχα κάνει, και να βγω έξω προς ανεύρεση υλικού αλληλογραφίας ήταν ήδη αυτοαναιρούμενη.
Η μόνη λύση που άξαφνα βρήκε το αργόστροφο μυαλό μου ήταν το χαρτί υγείας στην τουαλέτα. Σκέφτηκα ότι αυτό θα μου έφτανε οπωσδήποτε να ξημερωθώ γράφοντας στον Ορέστη για να του αποδείξω ότι δεν αθέτησα το λόγο μου για την ορισμένη ημερομηνία αποστολής. Έπρεπε να προλάβει το γράμμα μου στο ποστ ρεστάντ, πριν να εγκαταλείψει την πόλη στην οποία έμενε εδώ κι ένα χρόνο.
Άρχισα λοιπόν να ξετυλίγω το σωτήριο ρολό και να γράφω πότε ασθματικά και πότε ράθυμα ό,τι μου ερχόταν στο νου, επειδή μια νύστα ακατανίκητη όλο και χαλάρωνε τα δάχτυλά μου, μέχρι τη σκέψη της παραίτησης, με τη μόνη πια επιθυμία να πέσω σαν ψοφίμι στο κρεβάτι και να κοιμηθώ έναν αιώνα – το πρωί θα έβγαινα να ψάξω για φάκελο, γραμματόσημα και βεβαίως για ταχυδρομείο, το πρωί θα ήταν μια άλλη μέρα για να εξερευνήσω τα πέριξ, να προσανατολιστώ στην πόλη της νέας διαμονής μου, να γνωρίσω τους δρόμους, την αγορά της, να δω πού θα μου άρεζε να παίρνω τον καφέ μου ή να γευματίζω.
Έγραφα λοιπόν, αλλά ήταν σαν να μην αποτυπώνονταν τα γράμματα στο χαρτί, επειδή το λεπτό είδος για άλλες ανάγκες κι όχι κατάλληλο για αλληλογραφία διαστελλόταν και συστελλόταν διαρκώς από το μπικ, έκανε τρύπες χαώδεις και άσεμνες, κουρελιαζόταν σχεδόν σε κάθε γραμμένη λέξη, η οποία διακρινόταν περισσότερο στο κόντρα πλακέ του μικρού τραπεζιού, εν είδει γραφείου, παρά στο ίδιο το χαρτί.
Η απελπισία μου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ενώ εκείνη την ημέρα το θερμόμετρο δεν έδειχνε πάνω από είκοσι βαθμούς, ο ιδρώτας στο πρόσωπό μου αλλά και στο σώμα μου μαρτυρούσε την αγωνία μου και την ανόητη δοκιμασία που περνούσα στην προσπάθειά μου να τα βγάλω πέρα μ’ έναν τόσο άθλιο τρόπο επικοινωνίας, ολότελα ανάξιο για την πολύτιμη σχέση μου με τον Ορέστη.
Ήταν βέβαια ένα οικτρό γράμμα, που ασφαλώς κανείς δεν θα έκανε τον κόπο να το αποκρυπτογραφήσει, μάλλον θα το έριχνε πάραυτα στον κάλαθο των αχρήστων με οργή αλλά και μετά βδελυγμίας, σκεφτόμενος τη μοναδική χρηστικότητά του ή πιστεύοντας ότι πρόκειται για φάρσα, για μια φάρσα κάκιστης ποιότητας και, το χειρότερο, προσβλητικής για τον παραλήπτη.
Έπεσα στο κρεβάτι μου σχεδόν σαν υπνοβάτης και αυτοστιγμεί με πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος όμως γεμάτος όνειρα εφιαλτικά, που έκαναν τα μέλη του σώματος μου να τινάζονται σαν να τα είχε κάποιος δεμένα και προσπαθούσαν ν’ απελευθερωθούν απ’ τα δεσμά, και κάτι κραυγές άναρθρες και κάτι βογκητά άξαφνα με ξυπνούσαν, που δεν καταλάβαινα αν προέρχονταν από μένα ή απέξω, τρόμαζα κιόλας πολύ, σαν κάποιος να ήταν μες στο δωμάτιο και να μου έπαιζε παιχνίδια σατανικά, ξυπνούσα και ξανακοιμόμουν χωρίς συνείδηση για το πού βρισκόμουν, και το πρωί που σηκώθηκα πια απ’ το κρεβάτι του… Προκρούστη, ήμουν ένας άνθρωπος αγνώριστος για τον εαυτό του, ένας άνθρωπος για πέταμα, όπως αυτή η επονείδιστη επιστολή που, αντί να σταλεί στο φίλο μου τον Ορέστη, βρήκε τη θέση της στον κάλαθο των αχρήστων, κι ο Ορέστης ίσως αποδώ και πέρα να ‘ταν η μεγάλη απώλεια της ζωής μου.

.

Ντουέτο

.

«Κάθε βράδυ ο ράφτης της γωνίας μας κλείνει το μαγαζί του στις έντεκα και φεύγει».
«Πού το ξέρεις εσύ αυτό, σάμπως βλέπεις;»
«Το ξέρει η Τασία, όπως ξέρει ότι το πρώην κατάστημα, εδώ, με τα φο μπιζού, επειδή δεν πατούσε κανείς πια, γίνηκε δισκάδικο με παλιούς δίσκους, εκείνους τους μεγάλους που τους έβαζες στο πικάπ. Έχεις κι εσύ πολλούς τέτοιους, μου φαίνεται».
«Ναι, καλά θυμάσαι, εκείνοι λέγονται βινύλιο, ενώ τώρα είναι της μόδας κάτι μικρά δισκάκια, σιντί τα λένε. Πάντα υπάρχουν συλλέκτες που ενδιαφέρονται για παλιά πράγματα».
«Εσύ έχεις απ’ αυτά τα μικρά, πώς τα λένε;»
«Έχω, και τα λένε σιντί σου είπα. Εμ δεν βλέπεις, εμ δεν ακούς, τι θα γίνει μ’ εσένα δεν ξέρω».
«Σιντί είπες; Σιντί θα πει στα τούρκικα ‘’τώρα’’ ».
«Τώρα ξετώρα, αυτά λέγονται έτσι. Αυτό είναι όλο…»
«Εσύ βάζεις καμιά φορά ν’ ακούσεις μουσική;»
«Κάπου κάπου. Δεν αδειάζω πια, κι έπειτα δεν έχω διάθεση συχνά, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ όπως παλιά, ακούω όμως απ’ το ραδιόφωνο της κουζίνας όταν μαγειρεύω ή κάνω άλλες δουλειές. Πολλές φορές κάθομαι στην καρέκλα όταν με καθηλώσει κάτι, κάθομαι και το βράδυ, στα σκοτεινά, μόνη μου. Μου αρέσει να κάθομαι στα σκοτεινά μόνη μου, τη βρίσκω μόνη μου… Κατάλαβες;»
«Άλλοτε άκουγες πολλή μουσική, άνοιγες, θυμάμαι, και τα παράθυρα και τις πόρτες του σπιτιού σου ν’ ακούνε όλοι στην πολυκατοικία μας, ιδίως το καλοκαίρι, που τα ‘χουν όλα ανοιχτά, ν’ ακούνε όλα τα κνώδαλα, έλεγες, αλλά δεν ήξερες αν τους ευχαριστούσε αυτό ή τους ενοχλούσε και μπορεί να έλεγαν από μέσα τους “Α, πάλι τη βάρεσε στο κεφάλι, την τρελή…” — την έβαζες, βλέπεις, στη διαπασών».
«Μην μ’ εκνευρίζεις τώρα, τ’ ακούς; Δεν μ εν διέφερε τι σκέφτονταν, δεν μ’ ενδιέφερε ποσώς να ξέρεις. Μια τέτοια πλύση εγκεφάλου τη χρειάζεται κανείς κάπου κάπου, ν’ ακούσουν και κάτι το ωραίο, που ξέμαθαν όλοι ν’ ακούνε, παρά μόνο να μιλάνε ξέρουν, απ’ το πρωί ως το βράδυ μπλα μπλα μπλα…»
«Μην αρχίζεις πάλι τη σολομωνική, σε βαρέθηκα πια».
«Εξάλλου το ωραίο επιθυμεί κανείς να το μοιραστεί με τους άλλους, δεν το αντέχει μέσα του μόνος του, θέλει να το χαρίσει».
«Αυτό πρώτη φορά το λες».
«Ίσως σ’ εσένα το λέω πρώτη φορά. Μάθε το λοιπόν».
«Καλά, καλά, προπάντων μην νευριάζεις, δεν το αντέχω».
«Έλα τώρα, πες μου, τι άλλο σου λέει η Τασία;»
«Μην κοροϊδεύεις, καλά που είναι κι αυτή η ευλογημένη και μαθαίνω κατιτίς από τη γειτονιά μας, ειδαλλιώς, αν περιμένω από σένα…»
«Αυτή όλα τα βλέπει, όλα τα ξέρει, έχει μάτια και στον πισινό της…»
«Η κυρία Λίτσα, η απέναντι μας, επέστρεψε απ’ το εξοχικό της μαύρη μαύρη απ’ τα θαλασσινά μπάνια.
Την είδε η Τασία επειδή χτες το πρωί άνοιξε τα παντζούρια της κι έπλενε το μπαλκόνι της πρώτα πρώτα, της φάνηκε μάλιστα της Τασίας ότι πάχυνε κάπως η κυρία Λίτσα».
«Α, έβαλε κιλά λοιπόν η γειτόνισσα, ε; Επόμενο είναι όσοι κάνουν διακοπές να τρων και να πίνουν εκεί και την Άρτα να φοβερίζουν, που λένε, άλλωστε τι άλλο να κάνουν; Πλήττουν θανάσιμα, φαίνεται, μέσα στην απραξία της καλοπέρασης και το ρίχνουν στις μάσες».
«Τα λες αυτά από κακία, επειδή εσύ δεν θέλεις να πας πουθενά το καλοκαίρι, μόνο κάθεσαι εδώ και ψήνεσαι απ’ τους καύσωνες».
«Αν ήθελα να πάω θα πήγαινα όπου γούσταρα, και μην με νευριάζεις πάλι, όταν ξέρεις τους λόγους… Πριν από χρόνια έβρισκα στις αμμουδιές χρωματιστά βοτσαλάκια, πέτρες με άσπρα λουλούδια απάνω, έβρισκα κρινάκια στην άμμο… “Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια…” είπε ο Παλαμάς. Το ξέρω όλο απέξω αυτό το ποίημά του “Ανατολή • Να σ’ το πω;»
«Πες το».
«Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά, πως η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας…” Σου άρεσε;»
«Ωραίο που είναι… Πώς τόσο μεγάλο ποίημα το θυμάσαι απέξω;»
«Τα ωραία απ’ τα παλιά δεν τα ξεχνάει εύκολα κανείς, τα τωρινά ξεχνάμε επειδή είναι πάρα πολλά, και καλά κάνουμε που τα ξεχνάμε, αλλιώς θα μας άνοιγαν το κεφάλι να βγουν έξω, θα μας σάλευαν το νου. Τ’ ακούς;»
«Τ’ ακούω, τ’ ακούω, μην φωνάζεις με την τσιριχτή φωνή σου και μου τρυπάς το τύμπανο».
«Αν δεν φωνάξω, δεν ακούς, δεν καταλαβαίνεις …»
«Καταλαβαίνω, και πολύ μάλιστα, αλλά έχεις έναν τρόπο απότομο, που με κάνει και υποφέρω καμιά φορά».
«Κι εγώ υποφέρω μαζί σου. Ίσως να ‘ναι η σκέψη ότι θα καταντήσω κάποτε κι εγώ σαν εσένα, αν ζήσω τόσο πολύ όσο εσύ…»
«Δεν ξέρω αν πρέπει να σου ευχηθώ να ‘χεις τα χρόνια μου, η μακροζωία δεν είναι καλό πράγμα. Η μακροζωία είναι καλή όταν είσαι καλά, αλλά δεν συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο, έτσι καταντάει κατάρα».
«Κατάρα και καταρράκτης των ματιών… τον βρήκα τον κακό συνειρμό».
«Και μόνο; ‘’Μόνος’’ , ‘’μοναξιά ’’ , από που βγήκαν, θαρρείς, αυτές οι λέξεις, από το στόμα των γηρατειών βγήκαν. Κάποτε είχα τη φίλη μου την Καλλιόπη, πάει αυτή. Ύστερα είχα την Τασούλα, μετά τη λειτουργία της Κυριακής πηγαίναμε για καφέ στο “Πεϊνιρλί”, εδώ στην Καμάρα, πίναμε τον καφέ και μαζί από μισό πεϊνιρλί. Πάει κι η Καλλιόπη».
«Τώρα έχεις την Τασία. Λίγο είναι;»
«Στη χάση και στη φέξη κι αυτή».
«Η Τασία όμως σου φέρνει πολλά νέα, να ‘χεις να σκέφτεσαι όλη τη βδομάδα».
«Να σκέφτομαι, είπες. Μήπως κάνω κι άλλη δουλειά; Κουράστηκα να σκέφτομαι… Τη Μένη τη βλέπεις καμιά φορά;»
«Πολύ αραιά. Έχει κι εκείνη την υγειά της χαλασμένη. Δασκάλα δεν ήταν;»
«Ως διευθύντρια βγήκε στη σύνταξη. Ωραία γυναίκα είναι».
«Ήταν».
«Έστω. Πόσοι πέθαναν στην πολυκατοικία μας αφότου μένουμε εδώ;»
«Να μετρήσω: ένας ο Στάθης ο διπλανός μας, δύο ο Σιμιρδάνης, τρεις η Σιμιρδάναινα, τέσσερις η κυρά-Μαρία η αποπάνω μας, πέντε ο Λάζαρος της Μένης, έξι η Καίτη η Θεοδώρου… Αυτοί».
«Πέρασε από καιρό η σειρά μου. Όλοι αυτοί ήταν νεότεροι μου τότε».
«Αυτά δεν έχουν σειρά, δεν βλέπεις; Νέοι, κατανέοι, πεθαίνουνε σήμερα στο άψε σβήσε».
«Το ξέρω…»
«Ας αφήσουμε τα πένθιμα. Πες μου τώρα τι σκέφτεσαι όταν μένεις μόνη ή ώσπου να ‘ρθει κανένας να σου κάνει παρέα».
«Το τι σκέφτομαι δεν μπορώ εύκολα να σου το πω, όπως δεν μπορώ να σου περιγράψω και τα πολλά όνειρα που βλέπω τη νύχτα. Συνέχεια βλέπω όνειρα, πότε εφιαλτικά, πότε τρελαμάρες κι ανοησίες, εγώ, που ποτέ στη ζωή μου δεν έβλεπα όνειρα. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς σου δεν τον είχα δει ούτε μία φορά στον ύπνο μου και το είχα καημό, γιατί άραγε δεν έρχεται; έλεγα μέσα μου, και τώρα τελευταία τον βλέπω πολύ συχνά».
«Τον αγαπούσες;»
«Μην με ταράζεις με τέτοιες ερωτήσεις! Ήταν ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου».
«Δεν φτάνει αυτό, δεν είναι αρκετό το αυτονόητο…»
«Πάντα είχες την τάση να βάζεις το μαχαίρι στο κόκαλο. Αυτό το θεωρώ ασέβεια από μέρους σου, το λιγότερο απρέπεια».
«Καταλαβαίνω. Δεν θέλει κανείς να τα τινάξει όλα στον αέρα, ίσως δεν έχει τα κότσια, και δεν είμαι χαζή για να μην το κατανοώ αυτό, απ’ την άλλη μεριά όμως… μια ζωή στην κόλαση…»
«Ό,τι και να κάνεις, δεν γλιτώνεις απ’ αυτήν. ..»
«Δίκιο έχεις. Πες μου λοιπόν τώρα τα ωραία μόνο, να τα ξαναθυμηθείς, ν’ αλλάξουμε χαβά και διάθεση».
«Όταν ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι ο μπαμπάς σου —ο λόγος δόθηκε στης θείας Ευτέρπης— και μπήκε στην κουζίνα να πλύνει τα χέρια του προτού καθίσουμε στο τραπέζι, εγώ πίσω του περίμενα κλαρίνο μ’ ένα ανοιχτό πεσκίρι, και καθώς γύρισε το σώμα του προς τα μένα να πάρει το πεσκίρι να σκουπιστεί, μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο, λέγοντάς μου: “Το πρώτο μας”. Εγώ ξαφνιάστηκα, κοκκίνισα, έτρεμαν για ώρα τα πόδια μου. Φιλούσε πολύ γλυκά ο μπαμπάς σου, με φρόντιζε στο κρεβάτι…»
«Α, έτσι. Δεν είναι λίγο αυτό που μου λες… Πρώτη φορά μού το λες αυτό…»
«Τη βραδιά του κανονικού αρραβώνα μας έγινε μεγάλο γλέντι. Σφάχτηκαν από την προηγούμενη μέρα αρνιά, κατσίκια, και τι κοκορέτσια, τι πουλάδες, τι πίτες… έρεε το κρασί, οι νταμιτζάνες πήγαιναν κι έρχονταν, οι άντρες γίνηκαν φέσι, ο παππούς σου τύφλα, δεν έβλεπε μπροστά του, και κάποια στιγμή τον βλέπουμε να κυλιέται κάτω στο πάτωμα με τη μούρη πασαλειμμένη γιαούρτι, μόνο τα μάτια του φαίνονταν, η αδελφή του, η θεία Ευγένεια —μεγάλη μάρκα αυτή—, παρουσιάστηκε άξαφνα ντυμένη μάγκας, με κατάμαυρα μουστάκια από κάρβουνο και μπεγλέρι στο χέρι, μας χόρεψε έναν καρσιλαμά τι να σου πω, και τα όργανα είχαν μεθύσει κι αυτά θαρρείς, ως τα ξημερώματα τρελάθηκαν, απ’ το βιολί είχε σπάσει μια χορδή κι έπαιζε με τις τρεις ο βιολιτζής, κουντούρντισμα σκέτο σου λέω, και κάποια ώρα μ’ αρπάζει ο μπαμπάς σου —στεφάνι σφιχτό τα χέρια του στη μέση μου— και με φιλάει μέσα στο στόμα. Είδα τον ουρανό σφοντύλι…»
«Ωραία πράματα αυτά, γουστάρω. Πες μου τώρα για τη θεία Ευγένεια, το έτσουζε θαρρώ, γιατί θυμάμαι από μικρή, κάθε καλοκαίρι που μας πήγαινες στον Βόλο αλλαγή, στο φτωχικό της, μου έδινε κι εμένα να ρουφήξω λίγο τσίπουρο. Φαίνεται εκείνη μ’ έμαθε να πίνω και τώρα το συκώτι μου έχει πρόβλημα. Ξέρεις… Είχανε κάτι σαν μπακάλικο η θεία Ευγένεια;»
«Ναι, μπροστά στο σπίτι τους μια παραγκούλα είχανε με τσιγάρα, σοκολάτες, καραμέλες, λουκούμια, τέτοια. Η Ευγένεια τρελαινόταν για τα λουκούμια, κι όταν πήγαινε να ξαπλώσει ο άντρας της ο Ευριπίδης κι έμενε εκείνη στη θέση του έκοβε κάθε φορά ένα κομματάκι από τρία τέσσερα λουκούμια, τα ‘χάφτε, έπειτα αυτά τα κομμένα τα τέντωνε με τα δάχτυλά της καλά καλά, να φαίνονται σαν ολόκληρα, έριχνε από πάνω μπόλικια άχνη ζάχαρη, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά».
«Πολύ κόλπο αυτό, γουστάρω, πολύ τσίφτισσα η θείτσα…»
«Τι άλλο θυμάσαι;»
«Εσύ θυμάσαι εκείνο το απόγευμα, με τη φιλενάδα σου την Κατερίνα, το “φαγοπότι” που κάνατε στην αυλή της θείας της Αριάδνης, απέναντι απ’ το σπίτι της θείας Ευγένειας, καθισμένες στα σκαμνάκια;»
«Αν θυμάμαι λέει… Ήταν φτωχιά και η θεία της Κατερίνας, δεν είχε τίποτα να μας τρατάρει εκείνη τη μέρα, μας έφερε λοιπόν κάτι ξεροκόμματα ψωμιού, κάτι κομούτσα, τα βουτούσαμε στο νερό, τα παπαρώναμε και τα τρώγαμε με ελιές και σκόρδο —ένα κεφάλι η καθεμιά— μέχρι σκασμού. Μέλι μάς φαινόταν αυτός ο συνδυασμός, είχε τουρλώσει η κοιλιά μας, δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε απ’ το σκαμνί μας, γέλια, γέλια, το στόμα μας είχε ανάψει απ’ τα σκόρδα, είχε καεί, τα χείλια μας είχανε πρηστεί νταούλι, αλλά εμείς εκεί! Πείνα μια φορά…»
«Τώρα τι γίνεται, να ‘χουμε τόσα καλούδια και να μην κάνει να τ’ απολαύσουμε, λόγω του ότι και λόγω του ότι… Ξέρεις».
«Το ξέρω. Είναι μια άλλη τιμωρία κι αυτή, της εποχής μας. Ο κόσμος υποφέρει, οι γιατροί πλουτίζουν αράδα, τα φαρμακεία φυτρώνουν σαν μανιτάρια στην πόλη, τα σπίτια γέμισαν φάρμακα — και ποιος δεν παίρνει… Τι ώρα θα έρθει η Τασία; Ποιος ξέρει τι νέα θα ‘χει να σου πει πάλι».
«Θα ‘ρθει όπου να ‘ναι, αλλά να σου πω, απόψε δεν την έχω ανάγκη, περάσαμε μια χαρά μαζί, καιρό είχαμε να τα πούμε έτσι. Τηλεφώνησε της να μην έρθει. Έχει σκοτεινιάσει κιόλας έξω; Σαν να μαύρισαν πιο πολύ τα μάτια μου».
«Ναι, άρχισαν να μικραίνουν οι μέρες».
«Αισθάνομαι την ανάγκη να ξαπλώσω, θα ξαπλώσω λίγο, θα ξαπλώ… αχ…»
«Τι συμβαίνει, μαμά; Τι έχεις; Μαμά… μαμά…»

.

Η ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΜΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ Διηγήματα (2010)

.

Γεύση από χώμα και ουρανό

.

«Τι υπέροχο είναι το κολιέ σου», είπε, κι έκανε να το αγγίξει, να αισθανθεί το σχήμα του, τη λάμψη του, το ρυθμό του, και τότε γλίστρησαν τα δάχτυλα του στο στήθος της κι άρχισε, κοιτάζοντάς την στα μάτια, να το θωπεύει μ’ έναν τρόπο που την έκανε να σκιρτήσει, να μπιμπικιάσει το δέρμα της απ’ τη γλυκιά ανατριχίλα,
«τι κάνεις εκεί;» μπόρεσε να ψελλίσει με σβησμένη φωνή, «άφησέ με», είπε εκείνος, «είναι νύχτα και δεν μας βλέπει κανείς, άφησέ με να σε γνωρίσω», έκανε να του εμποδίσει το χέρι, να τον αποτρέψει, αλλά ήτανε πια αργά γι’ αυτήν την κίνηση,
αργά για μια προσπάθεια απαγόρευσης, το αισθάνθηκε μεμιάς σαν κάτι το αναπότρεπτο, ένα πεπρωμένο απ’ όπου φυγείν αδύνατον, σαν να είχε έρθει η ώρα να πεθάνει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό, αφέθηκε στο μυστήριο του σώματος, σαν να γεννιόταν εκείνη τη στιγμή σ’ ένα σκοτάδι απ’ όπου κοίταζε το εκτυφλωτικό φως της δημιουργίας, μια πρωτόγνωρη γνώση του σύμπαντος μέσα της αλλά και μια εκμηδένιση την κατείχε, εκείνος είχε ήδη ξεκουμπώσει τα εμπόδιά της, είχε ανοίξει και τα δύο παράθυρα μιας έκπαγλης θέας, κι εκείνη τότε μπόρεσε να αισθανθεί τι σημαίνει αιωνιότητα του σώματος, ένα σβήσιμο του κόσμου μέσα στα χέρια του που σαν αμφορείς σάρκινοι γέμιζαν αρχαίο νέκταρ και αίμα από την πηγή της, ξεχείλιζαν άσπρο και κόκκινο χρώμα, ανάμεικτα, μια συμφωνία ζωής και θανάτου της αφαιρούσε κάθε δύναμη γι’ αντίσταση καθώς όλο και προχωρούσαν τα χέρια του σ’ ένα βάραθρο ανυπολόγιστο, σκοτεινό, κι εκείνη, χαμένη πια μέσα στη μνήμη της, αφημένη στο δέος που τη μεταμόρφωνε σ’ ένα άλλο ον, σαν να μη γνώριζε το όνομά της, σαν να έχανε το σπίτι της, το φόρεμά της, την ομιλία της, ζούσε μέσα της το νέο πλάσμα του εαυτού της με σπασμούς, με δάκρυα και χείλη ματωμένα από άγρια φιλιά και σάλια που τα ρουφούσε με μια δίψα πρωτόγνωρη, σαν να ‘ταν αυτό που θα την έκανε να ζήσει, «έτσι φαίνεται θα είναι ο θάνατος», ένιωσε, μια αστραπή έσκισε άξαφνα το μέτωπο της σαν πύρινη ρομφαία και είδε χρώματα εκτυφλωτικά, ένα ουράνιο μεγάλο τόξο μπήκε μέσα στα μάτια της, «χάνω το φως μου» είπε
μέσα της κι αφέθηκε στα χέρια του σαν σώμα ανύπαρκτο, πράγμα χωρίς μορφή και δίχως βάρος, αφέθηκε γυμνό κι ανυπεράσπιστο.

.

Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι

.

Όχι πως έτρεφα καμιά αγάπη για την Ευρυδίκη, ή έστω κάποια συμπάθεια, ούτε καν αυτή δεν μου ενέπνεε το λυπημένο και αγέλαστο μονίμως πρόσωπο της, μονάχα ένας οίκτος ψυχρός, σχεδόν διανοητικός, ερχόταν κάπου κάπου να αφυπνίσει τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά μου όταν σκεφτόμουν ότι η άχαρη ζωή της —άχαρη σαν την ίδια— της πρόσθετε ένα φωτοστέφανο, σκουριασμένο κι αυτό με τα χρόνια, ένα φωτοστέφανο το οποίο όχι μόνο δεν εξέπεμπε φως, ούτε καν ένα φωτάκι, ώστε να διακρίνω μια λάμψη στα μάτια της, ένα βλέμμα που θα με παράσερνε πέρα από μιαν ανεξήγητη αντιπάθεια για εκείνη.
Σκεφτόμουν ακόμα ότι ούτε τ’ όνομά της δεν της ταίριαζε. Ποιος άραγε της το είχε δώσει και πώς τόσο εύκολα, τόσο επιπόλαια το έχει οικειοποιηθεί, το έχει κλέψει χωρίς ντροπή από τη μυθολογία και δεν βρέθηκε κανείς να την καταγγείλει; Ή μήπως ακόμα το διατηρεί από φιλοδοξία, κοκεταρία, επίδειξη μιας γελοίας ψευδαίσθησης, παρηγοριά στη στέρφα ζωή της;
Γιατί τι ζωή ήταν αυτή, χρόνια και χρόνια να φροντίζει σαν είλωτας δυο άντρες ως εκεί απάνω, χωρίς κανένας απ’ τους δυο να ‘ναι ο δικός της άντρας, παρά τ’ ανύπαντρα, σαν εκείνη, αδέλφια της που όλο μεγάλωναν ερήμην της, θέριευαν, και το
σπίτι της όλο μίκραινε, στένευε, σαν να κατέβαινε ακόμα και το ταβάνι.
Τ’ αδέλφια της βέβαια ήταν μια συντροφιά, ούτε λόγος, μια κουραστική συντροφιά έστω, παρουσία ανθρώπινη, αντρικό χνότο. Έφευγαν το πρωί για τη δουλειά τους, γυρνούσαν σχεδόν το βράδυ, να φάνε, να πιούνε, έπειτα οι τρεις τους να επιδίδονται σ’ ένα ακατάσχετο φουμάρισμα απέναντι στην τηλεόραση, να ντουμανιάζει το καθιστικό τους ώσπου να μην βλέπει ο ένας τον άλλον, τι νέα λοιπόν; τίποτα, αυτό
σαν επωδός, καθένας στη σιωπή του, στο τσιγάρο και τη στάχτη του. Ένα ολόκληρο σπίτι, τρεις ολόκληροι άνθρωποι, τέταρτη η βουβαμάρα.
Η Ευρυδίκη, ένα κούτσουρο πια εδώ και χρόνια, καθώς τ’ αδέλφια της πεθάναν το ένα πίσω από το άλλο. Μονάχη τους σαβάνωσε, άκλαυτους τους έστειλε. Άδειασε το σπίτι της από τότε, ξαναμεγάλωσε, τι να το κάνει όμως; Το ταβάνι την πλακώνει ακόμα πιο πολύ, κι όταν λυσσομανάει ο σκληρός Δεκέμβρης και τρίζουν εφιαλτικά οι μεντεσέδες των παντζουριών, «ο φόβος την βρίσκει κι είναι μόνη». *
Χρόνια και χρόνια με τα μαύρα, το καλοκαίρι στο μπαλκόνι της πάλι με τα μαύρα, κι ας καίγεται ο τόπος, πάντα με το τσιγάρο στο χέρι, στο στόμα, καπνός απ’ τη φωτιά της. Μια Ευρυδίκη δίχως κανέναν Ορφέα, μια έρημη χώρα η ζωή της, χαμένη σε βουνά και αμμόλοφους, σε τοπία άδενδρα, άνυδρα, βαλτωμένη ζωή όπου ούτε βατράχια δεν κοάζουν, παφλασμός λάσπης δεν ακούγεται, ν’ ανοίξει μια λακκούβα, να βυθιστούν οι ώρες της, θυσία στην αδιαφορία του καλοκαιριού και του χειμώνα.
Πάντα στο μπαλκόνι της λοιπόν, μόνη, κι εγώ να μαντεύω τ’ αδάκρυτα μάτια της, σαν να έχουν πατικωθεί οι πληγές της κάτω από μπάζα συμπαγή απ’ όπου δεν παίρνει αέρα να κάθεται ώρες και ώρες ακίνητη σαν σκιάχτρο που διώχνει με την καύτρα του τσιγάρου της τα νυχτοπούλια σε χωράφια με σκοτεινά σπαρτά.
Τον τελευταίο καιρό δεν βλέπω κατιτίς να φωτίζει το χέρι της όπως άλλα καλοκαίρια τις νύχτες στο μπαλκόνι της, μια σκοτεινιά μόνο, ποτέ δεν ανάβει φως, ακίνητη στάση, μ’ όλο τον όγκο του σώματος της, κάπου εκεί θα κάθεται οπωσδήποτε, σαν κρυμμένη από τον ίδιο τον εαυτό της, κρυφή σιωπηλή γυναίκα και πάντα μονάχη.
Μα αν δεν καπνίζει τώρα πια η Ευρυδίκη;
Φέτος άπλωσε και στερέωσε με μανταλάκια στην κουπαστή του μπαλκονιού της ένα λευκό σεντόνι, κι όταν πέφτει η νύχτα και κοιτάζω εκεί προσπαθώντας να διακρίνω πίσω απ’ το πανί ένα αμυδρό φωτάκι ή έστω μια σκιά καπνού, η έμμονή μου να καταλάβω τι συμβαίνει, γίνεται ψύχωση δική μου.
Τόσα καλοκαίρια σκεπτόμουν με ανακούφιση, α, η Ευρυδίκη καπνίζει ακόμα, καλό είναι, ξεδίνει μες στην ερημιά της, κάτι κινεί το σώμα της, κάτι αναδεύεται στο μπαλκόνι της, στο κάτω κάτω της γραφής μια απασχόληση είναι το κάπνισμα, μια πράξη είναι, ανοίγεις το πακέτο, παίρνεις ένα τσιγάρο, το βάζεις ανάμεσα στον δείκτη και στον μέσο του χεριού σου, με το άλλο χέρι πιάνεις τον αναπτήρα,
«τσαφ», το τεφροδοχείο βαθμηδόν γεμίζει στάχτη και γόπες κόκκινες απ’ το κραγιόν σου, σκέτη σιχαμάρα, δικό σου αποτέλεσμα, το ανέχεσαι, κάποια
στιγμή σηκώνεσαι μουδιασμένη, αδειάζεις τα επίχειρα του πάθους σου στον μικρό κάδο, «το έσβησα, δεν το έσβησα», σε τρώει λίγο η αμφιβολία, ξανακάθεσαι
για μια συνέχεια ακατανόητη από τον ίδιο τον εαυτό σου. Έστω…
Μα αν δεν καπνίζει τώρα πια η Ευρυδίκη;

*Από το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου, Ο φόβος Θα σε
βρει και θα ‘σαι μόνος (διηγήματα, Κέδρος, 1999).

.

Στον αστερισμό της ουτοπίας

.

Τώρα που τα χρόνια καβάλησαν για τα καλά πάνω στους ώμους μας και αυλάκωσε το πρόσωπο μας ένα άλλο δέρμα που κανένας καθρέφτης δεν μπορεί να το αγαπήσει, η σκέψη ότι κάποτε υπήρξαμε μικρά παιδιά και ζήσαμε την ευτυχισμένη και συνάμα τρομερή ηλικία της πιο φανταστικής παρόρμησης, πέρα από τη λογική και τη φρόνηση, θα νομίζαμε ότι αφορούσε κάποιον άλλον και όχι εμάς, επειδή κανένα ντοκουμέντο, κανένα επίσημο χαρτί δεν θα πιστοποιούσε ότι υπήρξε εποχή που είχαμε στις τσέπες μας πέτρες και μπίλιες σαν νομίσματα ακριβά, και ότι οι μεγάλοι φάνταζαν στα μάτια μας σαν τέρατα που μας εμπόδιζαν στις ριψοκίνδυνες πτήσεις μας, στην έξοδο μας από έναν κόσμο που όχι μόνο δεν καταλαβαίναμε αλλά
που θέλαμε κιόλας να τον υπερβούμε μέσα από μία δική μας εξουσία, σαν αναφαίρετο δικαίωμα μας ή σαν άνωθεν εντολή που οφείλαμε να εκτελέσουμε εν ονόματι ενός κώδικα επικοινωνίας με τον ίδιο τον εαυτό μας. Κι’ όμως, αυτά τα παιδιά είμαστε εμείς. Και η μνήμη, τώρα που έχουμε απομακρυνθεί απ’ αυτό που υπήρξαμε κάποτε, κρατάει σαν θησαυροφυλάκιο όλες τις εικόνες της παιδικότητάς μας, πιο έγκυρα από κάθε σφραγίδα και χαρτί, και μας τις προσφέρει μέσα σε μια ομίχλη αισθημάτων, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.

.

Έβγαλε άνθη η λεμονιά

.

Ήταν απόβραδο που καθόταν στην πεζούλα μονάχη κι άκουγε τ’ αγόρια να λένε, «τσαταλίνα ματαλίνα και στον κώλο σ’ μια σωλήνα», κι εκτός τούτου, έπιαναν τους αριθμούς απ’ το ένα ως το δέκα και επινοούσαν δικά τους… αποφθέγματα, όπως «τρία, να πέσεις μες στη χρεία», «έξι, ο κώλος σου να φέξει», ή «επτά, να φας του σκύλου τα σκατά», και χάχανα πότε προσποιητά, πότε επιδεικτικά, σαν να ‘ταν αναγκασμένα να ευχαριστηθούν, ίσως βέβαια και να το διασκέδαζαν με την ψυχή τους, τα τρυφερά χειλάκια άνοιγαν σε βρομοστόματα, αθώα θαρρείς, ενώ όταν ένας τους -πώς του ήρθε και άλλαξε;- πέταξε εκείνο το «πέντε, πάρ’ το κερί και φέγγε», φαντάστηκε εκείνη νύχτες με θεόρατες σκιές, παράξενα ψαξίματα κι αναζητήσεις σε υπόγεια, σε κρύπτες και σύδεντρα, σε δάση πυκνά και ρεματιές, φοβόταν κιόλας, ανατρίχιαζε, αλλά της άρεζε, δεν μπορούσε να διασκεδάσει, να γελάσει με τ’ άλλα, τα χαζά κι όλες εκείνες τις επινοήσεις, τις σκατοεμπνεύσεις των αγοριών οι οποίες δεν είχαν τέλος, ώσπου ένα βράδυ την παρέσυραν σ’ ένα σπίτι-παράγκα του ενός, έβγαλαν όλα το πουλί τους απ’ το κοντοπαντέλονό τους και κοίταζαν ποιο πρώτα «να της το κατεβάσει» για να την ακουμπήσουν, να την αγγίξουν «εκεί» ή απλώς να το δουν, να δουν πώς είναι, κι εκείνη, μια στεκόταν ακίνητη από περιέργεια, μια τραβιόταν και τα απωθούσε σε αυτήν την απόπειρα, ίσως από μια ασυνείδητη επιθυμία, ήθελε να δει πού θα το πάνε, τι ‘ναι αυτό που θέλουν σώνει και καλά να της βάλουν, και κάποια στιγμή που εκείνα γελούσαν με τα πονηρά χειλάκια τους, τους ξέφυγε, βγήκε απ’ την παράγκα κι έτρεξε μες στη νύχτα, πάνω σε πέτρες και χώματα, έτρεξε κατά το σπίτι της, η μάνα της πρόσεξε μια έξαψη στο πρόσωπο της, ένα άναμμα, και είπε, «πού ήσουν νύχτα ώρα, σε ποια σοκάκια;» κι εκείνη της απέκρυψε το συμβάν, ήθελε να ‘χει το μυστικό της, έπεσε νηστικιά στο στρώμα της, ώσπου την πήρε ο ύπνος και βρέθηκε στις όχθες ενός μικρού ποταμού, έβγαλε τα πέδιλά της και βύθισε τα πόδια της μέσα στο νερό και τα κουνούσε οριζόντια και κάθετα, και ξαφνικά μια φιλενάδα της την άγγιξε απαλά στον ώμο, «τι κάνεις εδώ μονάχη;» της είπε, κι εκείνη, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, «βαφτίζομαι», είπε κι έπεσε ολόσωμη μέσα στο ποτάμι, εξαφανίστηκε ολότελα μεμιάς και δεν ένιωθε ότι πνίγεται, αλλά χαρούμενη κιόλας έπαιζε με τα ποταμίσια ψάρια λέγοντας «τσαταλίνα ματαλίνα και στην πόρτα η θεία Λίνα», ή «έξι, τραγούδα ως που να φέξει», ή «εννιά, έβγαλε άνθη η λεμονιά».

.

.

Για το ποιητικό έργο της Μαρίας Κέντρου – Αγαθοπούλου έγραψαν:

.

Ζωή Σαμαρά

Η άλλη όψη του ποιήματος

Πάντα θαύμαζα τον δοκιμιακό λόγο της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, πάντα ήθελα να γράψω γι’ αυτόν και όλο κάτι επείγον παρεμβαλλόταν ανάμεσα σ’ εμένα και την επιθυμία μου. Ήξερα ότι οποιοδήποτε σημείωμά μου για το έργο της θα ήταν ένας ύμνος στη σπίθα που κρύβει μέσα του κάθε πηγαίος λογοτέχνης και τον βοηθά να γνωρίσει σε βάθος πράγματα που δεν διδάχθηκε, όπως είναι, στην περίπτωση της Κέντρου, η τέχνη του δοκιμίου.
Η ποίησή της γράφεται μόνη της, ρέει από τα βάθη του είναι της. Η ποιήτρια αντλεί το υλικό της από την ψυχή της, τα βιώματά της, την κοινωνία στην οποία ανήκει. Αντιθέτως, για να γράψει δοκίμιο, πρέπει πρώτα να διαβάσει, κυρίως ποίηση. Για τη Ζωή Καρέλλη γράφει, συμπεριλαμβάνοντας τον εαυτό της σε ένα «εμείς» που τοποθετεί στην άλλη όχθη της γραφής, όπου δεν συναντάμε τους ποιητές αλλά τους αναγνώστες τους:
Η απόπειρα να μιλήσουμε εμείς μετά τον ποιητή και το ποίημα, να
ορίσουμε με λόγια λογικά το ήδη συντελεσμένο από τον εαυτό του,
δεν αφορμάται παρά από μια ακατανίκητη έλξη που ασκεί μέσα μας το
ορισμένο ποίημα […], από ένα αίσθημα του ποιήματος, διαχρονικό […], που με τη σειρά του περιμένει την έκφρασή μας.
Η λέξη «απόπειρα» στην αρχή του δοκιμίου δείχνει πόσο αβέβαιο είναι το αποτέλεσμα της ανάγνωσης του ποιήματος. Κάθε σχόλιο για ένα ποίημα είναι ατελές και εφήμερο, μένει πάντα στο χώρο της προσπάθειας και βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το ποίημα, που είναι ολοκληρωμένο, τέλειο. Ή μήπως δεν είναι; Και αν είναι, τότε γιατί το ποίημα «περιμένει την έκφρασή μας»; Αυτή η ατελής γραφή που εγκαθίσταται στο χώρο της προσπάθειας είναι η άλλη όψη της γραφής του ποιήματος, αυτή που ανα-γιγνώσκει, γνωρίζει εκ νέου, το ποίημα, το συμπληρώνει, επιβεβαιώνοντας την ατελεύτητη διάρκειά του. Ίσως το ποίημα θα ήταν ανασφαλές ή και θνησιγενές χωρίς την ανάγνωση, καθώς, άπιστη Πηνελόπη –πιστή στον Οδυσσέα και όχι στον εαυτό της–, το ποίημα περιμένει την ανάγνωση για να ολοκληρωθεί διαφορετικά, να ξαναζήσει από την αρχή.
Και αν το παράδοξο του ατελούς τέλειου βοηθά τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου να μιλήσει για τη Ζωή Καρέλλη, όταν μελετά μια άλλη αγαπημένη της ποιήτρια, την Κική Δημουλά, επινοεί την έννοια των λέξεων που εργάζονται και συνεργάζονται, που μοχθούν, σχεδόν ασύνειδα, γιατί είναι πιο δυνατές από τον «εργοδότη» τους, τον ποιητή, τον άνθρωπο «που ζει κυριολεκτικά με τις λέξεις και από τις λέξεις» . Οι «εργάτες-λέξεις», ζωντανές οντότητες,
ερωτεύονται παθιασμένα μεταξύ τους, ενώ έχουν μεσάνυχτα,
εννοείται, από ποίηση, και ποτέ, αυτό είναι σίγουρο δα, δεν θα μάθουν ότι αυτοί οι ίδιοι κινούν τα νήματα, που λένε (ή μήπως ο εργοδότης τους;) .
Στην ποίηση οι λέξεις κάνουν έρωτα, έγραφαν οι υπερρεαλιστές.
Δεν γίνεται, ωστόσο, αν είσαι ποιητής, να διαβάζεις την ποίηση του άλλου, να παρασύρεσαι από τις λέξεις του, ακόμη και να ερωτοτροπείς μαζί τους, ενώ αρκείσαι στον λογικό ορισμό που σου εμπνέουν τα λόγια του. Άθελά της ίσως η ποιήτριά μας αρχίζει διάλογο με τους ποιητές και στην ποίησή της:
Πότε έκλεισα τα παράθυρα πότε τράβηξα τις κουρτίνες» ,
αναρωτιέται μπροστά στα καβαφικά «Τείχη». Για την αποξένωση που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο ξέρει ότι η μισή ευθύνη τη βαραίνει προσωπικά. Και όταν αντιμετωπίζει το παράλογο της ύπαρξης, τότε μοιάζει να τη συντροφεύει ο Μίλτος Σαχτούρης, με ποιήματα που τα γεννά ο θάνατος («Θάνατος δε εγέννησε το ποίημα», γράφει η ίδια , με βιβλική διάθεση.):
Ο νεκρός έκανε περιπάτους στην άσφαλτο
Έλεγε όλο το ίδιο τραγούδι
[…] άξαφνα φύτρωσε ένα ρόδο
Πάνω στα τεφρά χείλη του .
Χρειαζόμαστε μια αέναη συνομιλία με την ποίηση για να ανακαλύψουμε την πραγματική αλήθεια για τη ζωή και το θάνατο. «Μονάχη είναι η πέτρα», μας λέει η ποιήτρια . Εμείς δεν είμαστε από πέτρα, δεν είμαστε μόνοι. Ζούμε σε μια κοινωνία που περιμένει πολλά από εμάς. Και νωρίτερα στην ίδια συλλογή:
Έξω από το σπίτι
Άρχιζε πάντα η θάλασσα .
Πράγματι, η έμπνευση που μας οδηγεί στο άπειρο μας περιμένει έξω από το σπίτι, μέσα στην κοινωνία, ανάμεσα στους συνανθρώπους μας. Και αν το σπίτι του ποιήματος σηματοδοτεί την κοινωνία; Ε, τότε, πρέπει πρώτα να πάμε για λίγο μακριά από τους ανθρώπους, στην έρημο της γραφής, για να μπορέσουμε να φτάσουμε στον κήπο της Εδέμ, στη γονιμότητα του στοχασμού, στον τόπο της ανάγνωσης. Για τη σχέση θάλασσας και γραφής θα ξαναμιλήσει στο «Θαλασσινό άλλοθι 2»:
η θάλασσα δεν ήταν πια εκεί
Κανένας τάφος κανένα φονικό σημάδι .

Στην απατηλή ευημερία της κοινωνίας, η ποίηση εξορίζεται, η αγονία αρχίζει να κατατρύχει την ποιήτρια. Ένα όνειρό της στα Τοπία είχε δώσει το πρώτο σημάδι:
Τότε φώναξα τον πατέρα μου
Και την μητέρα μου
Που άξαφνα είχανε γίνει τα παιδιά μου .
Το ποίημα γεννιέται από την Ποίηση, γίνεται γονιός του ποιητή, τόσο που το όνομά του αναφέρεται στο ποίημα και όχι στη βιολογική του υπόσταση.
Σε ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη της Ζωής Καρέλλη, η Κέντρου γράφει:
Σε μια άλλη πορεία ανοίγει δρόμους […]
Εκείνη ανοίγει το δρόμο .

Κάθε γενιά θα έπρεπε να έχει μια Ζωή Καρέλλη να ανοίγει ποιητικές διόδους. Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι η δική μας Ζωή Καρέλλη. Στην αγέρωχη και ασυμβίβαστη φόρμα της πρώτης, η δική μας έρχεται να προσθέσει την κρυστάλλινη γλώσσα, τον ζωτικό ρυθμό, τον πηγαίο στοχασμό, για να μας δώσει μια γνήσια ποίηση. Και αν όντως το δοκίμιο είναι η άλλη όψη της ποίησης, η ποίησή της παραμένει βαθιά βιωματική, ενώ δεν διστάζει να κατοικήσει στην ίδια όχθη με τον δοκιμιακό λόγο:
Μη μιλάς για τα παλιά
Μη παλιώνεις τα λόγια
Κράτησέ τα θα μας χρειαστούν
Όταν δε θα ’χουμε τίποτα πια
Να βλέπουμε απ’ το παράθυρο .

.

Βικτωρία Καπλάνη

Ποίηση χαμηλόφωνη, ταπεινή, αξιοπρεπής, μετρημένη, χωρίς εξάρσεις, χωρίς ίχνος επιτήδευσης και εντυπωσιασμού. Μια γυναίκα της διπλανής πόρτας κάθεται στο παράθυρο του κόσμου, κοιτάζει, παρατηρεί και καταγράφει την αλληλεπίδραση των εικόνων του με τις εικόνες που βλέπει, κοιτάζοντας παράλληλα τον εαυτό της μέσα από εκείνο το αθέατο εσωτερικό παράθυρο μέσα στο σώμα της. Ποίηση του βλέμματος και του αναστοχασμού πάνω σε ζητήματα υπαρξιακά, μεταφυσικά, χωρίς αμφιβολία σιωπηλά κι ανομολόγητα στις συναναστροφές, ποίηση της μνήμης και της αγάπης για την οικογένεια, την πόλη και τη ζωή.
Στην ποίηση της Αγαθοπούλου υπάρχει ένας σεβασμός, μια αποδοχή της ζωής ως έχει, χωρίς παράπονα και φιλοδοξίες ανατροπής μιας καθημερινότητας, που δεν επιφυλάσσει εξαιρετικές ευκαιρίες και προοπτικές. Μια εσωτερική θύελλα έλαβε χώρα στη συνείδηση και επέφερε εκεί τις όποιες καταστροφές της, στον έξω κόσμο φανερές μόνο οι αποκατεστημένες εικόνες , η ανάδειξη της ομορφιάς κι όχι οι εναγώνιες δοκιμασίες.
Το σπίτι, ο εσωτερικός χώρος, οικείο πεδίο της ασάλευτης ζωής που με τον καιρό γίνεται λιμάνι καραβιών που νοσταλγούν μελαγχολικά τη θάλασσα, φοβούνται ωστόσο τις περιπέτειές της και αρνούνται πια να ταξιδέψουν. Το άγνωστο τρομάζει και το άτομο όσο μπορεί το αποφεύγει. Και ο έρωτας, μολονότι βαθύτατα ποθητός και ποθούμενος, προκαλεί τον τρόμο και το δέος του θανάτου. Η φθορά του σώματος, το αναπόφευκτο τέλος κάθε ύπαρξης και η ανεκτίμητη αξία της ανθρώπινης επαφής μοτίβα σταθερά στα ποιήματά της.
Η γραφή της Αγαθοπούλου, με θητεία στην ενδοσκόπηση, συνθέτει μια οπτική της ζωής με πληρότητα, αξιοποιώντας τις εμπειρίες του χρόνου σε όλες του τις διαστάσεις . Η ειλικρίνεια και η αμεσότητα του λόγου της μας φέρνουν κοντά σε πρόσωπα γνώριμα στον καθένα μας μέσα στη διαδρομή του βίου, που έζησαν μια ζωή στις ίδιες συντεταγμένες, με τους ίδιους περιορισμούς, τα ίδια πλεονεκτήματα, την ίδια ηθική στάση απέναντι στον κόσμο και ασπάστηκαν δια βίου κοινές αξίες με την ποιήτρια. Στα πρόσωπα αυτά δίνει λόγο με τη φωνή της η Αγαθοπούλου, τα βγάζει από την παραίτηση της σιωπής τους και χαράσσει τα ψυχικά τους αποτυπώματα στη συνείδησή μας.

.

Μαρία Κουγιουμτζή

Η πρώτη της μούσα, η μεγαλόψυχη ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία διέκρινε το ποιητικό της βλέμμα και παρόλο που η Αγαθοπούλου αρνείται το πρώτο της βιβλίο που εκδόθηκε το 1961 με τον τίτλο «Ψυχή και τέχνη» είναι στην ουσία η σημαντική αρχή της, γιατί με την εμπιστοσύνη της και την προτροπή της η Ζιτσαία έβαλε το λιθάρι που αργότερα θα στήριζε το ποιητικό της οικοδόμημα. Απ’ την άλλη μεριά, η σχέση της με την Ζωή Καρέλλη, της ενδυνάμωσε την ευαισθησία και τον υπαρξιακό προβληματισμό. Ήδη στη συλλογή της «Τα τοπία που είδα» ολοκληρώνεται το ποιητικό πρόσωπό της, εγκαταλείπει τον αφηρημένο χαρακτήρα ορισμένων ποιημάτων της, ενώ η κατοπινή επαφή της με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, την απομάκρυνε από την κινούμενη άμμο των αισθημάτων, καθώς και από τις επιρροές της Καρέλλη και του Θέμελη.
Καθώς ολοκλήρωνε την ερωτική πλευρά της ποίησής της , ταυτόχρονα καθάριζε το βλέμμα της σ’ αυτό που πάντα έβλεπε, τη φθορά και το μάταιο, με όλη την ορμή και τον αισθησιασμό της ματαιότητας.
Παράλληλα το βλέμμα της στρέφεται προς τον άλλον, τον διπλανό κι εκεί ανήκουν τα ποιήματα, «η ελιά» το «γιουσουρούμ» «ο γείτονας» «θρήνος» «αναμονή» «επέκταση» «φώναξα τον πατέρα μου» «εργάτες» «ο πατέρας» «εικόνα του 41» «η μητέρα» «νυχτερινή συγκέντρωση» «μονάχα τ’ όνομά τους θυμάμαι» «χωρίς προοπτική» «οδικά έργα» «οικοδόμοι» «ο μοτοσικλετιστής» που μπήκε στο ανθολόγιο της Γ’Λυκείου, όπου έκανε μεγάλη εντύπωση στους μαθητές, μάλιστα εκλήθη σε διάφορα σχολεία και μίλησε επανειλημμένως γι αυτό το ποίημα, κ.α.
Εκεί όπου παγιδεύει τον ίδιο τον εαυτό της και αυτά που αγάπησε ανήκουν σχεδόν όλα τα θαλασσινά ποιήματά της, τα «αντιθαλασσινά» στην ουσία., όπως συνηθίζει να λέει. Παράδειγμα:

Αρκετά λοιπόν και φέτος
Με τις ζωντανές και τις νεκρές μέδουσες
Αρκετά με τις λιποθυμίες των ηλικιωμένων
Τους εμετούς των παιδιών στα καφενεία
Από φαρμακωμένα ψάρια
Αρκετά για τόσο λίγη θάλασσα
Καιρός να φύγουμε τώρα
Να επιστρέψουμε στο σπίτι
Στις πολλές συνήθειες μας
Στην ορισμένη στάση στο παράθυρο.

Βλέπουμε πως η ματιά της παίρνει θεωρητική στάση, το σώμα και η ψυχή της δεν συμμετέχουν, στέκεται σε απόσταση και θεωρεί. Απ’ το παράθυρο παρατηρεί τον έξω κόσμο.
Στην ποίηση της εμπλέκονται το ρεαλιστικό στοιχείο με το φανταστικό και το συμβολικό. Παρόλο που κινείται κυρίως μέσα σε μια ατμόσφαιρα διχασμού, ανάμεσα στη νύχτα και την ημέρα, στο σκοτεινό και το φωτεινό, η ερωτικότητα που διασχίζει και τα δύο κανάλια, της επιτρέπουν να διατηρεί την ελπίδα που στοχεύει στη ζωή. Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις, τις προσωρινές απομακρύνσεις επιμένει στη γεύση της. Και όπως διαφαίνεται μέσω της φαντασίας επιτυγχάνεται η συναίνεση. Τα αρωματικά άνθη της τελευταίας λαμβάνουν διαστάσεις ερωτικού αισθήματος προς τα πράγματα της ζωής. Παράδειγμα:

Από την οροφή έπεφτε πολύ τσιμέντο
Την έχτιζε βαθειά στου υμέναιου τον τάφο
Ενώ εκείνο το σαλκίμι σικλαμέν
Για κείνην χύνονταν απάνω στη βεράντα
Το άρωμά του ως το κρεβάτι της εισχωρούσε
Σε πλήρη οργασμό – θανάσιμο

Η ποίησή της έχει τον έρωτα των πραγμάτων και ταυτόχρονα την μελαγχολία και τον τρόμο της φθοράς τους. Γι αυτό αναφέρεται διαρκώς στη νύχτα. Μες στο σκοτάδι χάνονται τα πράγματα, δεν υπάρχουν. Κι εκεί αρχίζει μια ομιλία άλλη. Ο εφιάλτης των χαμένων, ο τρόμος της ανυπαρξίας. Είναι σα να βλέπεις την ζωή σαν ένα μικρό παιδί, το δικό σου παιδί, και ξέρεις πως όλη αυτή η φρεσκάδα, το φως της κρουστής σάρκας σιγά σιγά θα σβήσει, θα γίνει μια γριά, ένας γέρος, κι απ’ όλη αυτή την ομορφιά θα μείνουν μόνο κόκαλα και στάχτη. Ζει τη φθορά της πιο τρυφερής, της πιο λαμπρής παρουσίας του σώματος που ανατέλλει. Γι αυτό και ρουφά την στιγμή με ερωτική ορμή, να προλάβει να την απολαύσει.

Για μένα παίζει η μουσική εξαίσια
Για μένα αστράφτουν οι καθρέφτες ταραντέλες
Οι κουρτίνες δαντελένιες πίσω απ’ το χιόνι
Τρέμουν στο άγγιγμά σου το ψυχρό.
Στα δέντρα πράσινη υπόσχεση – κρυμμένη

Για μένα ο καφές ζεστός – βαθύ πηγάδι

Για μένα μπαινοβγαίνει ο ωραίος σερβιτόρος

Γυρνάει αφηρημένος προς το παράθυρο-γερνάει μεμιάς
Τι κοιτάζει ο νέος που εγώ δεν βλέπω;
Το υποχθόνιο χιόνι; Ή ένα χελιδόνι;
Για μένα είναι που άλλη μια μέρα άσπρη
Μπαίνει και κάθεται δίπλα μου με πρόσωπο τεφρό.

Βλέπουμε ότι παρ’ όλη την ερωτική διάθεση το βλέμμα της στο τέλος γίνεται πικρό και δυσοίωνο. Αποκαλύπτει το σκηνικό που παίζονται τα αισθήματα, το εγώ μας που τα ωραιοποιεί και τα υψώνει για να σκεπάσει τις αδηφάγες ανάγκες μας, το έρως του εαυτού μας που υποκρύπτεται πίσω απ’ αυτές.
Το εφήμερο το παλεύει θέλοντας να αποσπάσει από την καρδιά του το αιώνιο. Έχει πάθος για την αισθητική, το αντιαισθητικό την ταράζει. Θα την ακούσεις να λέει: μην πάμε απ’ αυτόν τον δρόμο είναι άσχημος, ή δεν έχει καμιά ομορφιά, πάμε απ’ τον άλλον με τα δέντρα και τα ωραία σπίτια. Γι αυτό και υπήρξε συλλέκτης πινάκων ζωγραφικής. Στον άνθρωπο δεν την ενδιαφέρει η έξω ομορφιά αλλά η έσω. Η ομορφιά και η δύναμη της προσωπικότητας. Η αυθεντικότητα η συνέπεια και η ειλικρίνεια.

Εντούτοις βιώνει έντονα το ανέφικτο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Δεν μιλώ για να μιλήσω
Μιλώ για να μ’ ακούσεις.

Το ζώο της στο υπόγειο, που συχνά αναφέρεται, είναι το ένστικτο της ζωής που όλα θέλει να τα γευτεί και δεν δύναται, ενώ ταυτόχρονα τα κατασπαράζει, αφού η ίδια η ζωή λεηλατεί τον εαυτό της, του ξεφλουδίζει τις δυνάμεις και την ωραιότητά του, τον φθείρει και τον εξαφανίζει. Το ζώο είναι η αμαρτία. Αυτό που γίνεται μέσα στο μυαλό, στα σκοτεινά.

Θα πέσω πάλι θα βυθιστώ
Σ’ ένα κρεβάτι σκοτεινό κι ανυπεράσπιστο
Σε μια αγρυπνία σε ναό αραχνιασμένο
Μες στο κουκούλι θα ‘μαι στο μετάξι
Μες στην ασπράδα ένα σκουλήκι μυθικό
…………………………………………….

ΑΓΧΟΣ
Ήδη εγκαταστάθηκες μονίμως στο κορμί μου
Την ύπαρξή σου βόλεψες μες στο μυαλό μου
Φρένο δεν άφησες στις φρένες μου
Όπου με πας πηγαίνω όπου με σέρνεις
Τις νύχτες δεν κοιμάμαι δεν σωπαίνεις
Πετιέσαι απ’ το κρεβάτι και καπνίζεις
Βλέπω φωτιές μες στο σκοτάδι ακούω σειρήνες

Ζώο με όγκο ελέφαντα θα μ’ εξοντώσεις

Αυτό το ταυτόχρονο βλέμμα της ωραιότητας και της φθοράς της, του απρόσιτου έρωτα και της μυστικής του απόλαυσης, διασαλεύει τις φρένες, ταράζει τα όνειρά, κραυγάζουν οι εφιάλτες, παραμορφώνεται το πρόσωπο της ζωής. Την αγαπά με πάθος τη ζωή γι αυτό δεν αντέχει το πρόσκαιρο της διάρκειά της.

Πού σ’ έχω δει πού σ’ έχω αγγίξει ομορφιά
Και μου έκοψες το χέρι από τη ρίζα
Διάφανη πέρασες υγρή ζεστή και σάρκινη
Πρόλαβα και σ’ απόλαυσα στην πιο πικρή στιγμή μου
Για μένα ολοκληρώθηκες

Τα σύμβολά της με το πέρασμα του χρόνου ξεκαθαρίζουν.
Η νύχτα – το ζώο – το δέντρο – η πέτρα – το υγρό στοιχείο, ο άγγελος. Στη νύχτα ανήκουν ο θάνατος, ο φόβος, ο εφιάλτης. Στο ζώο, το ένστικτο, το πάθος, η αμαρτία. Στο δέντρο, η ζωή, το πρόσωπο, τα αισθήματα. Στην πέτρα το σκληρό , το σώμα, το σπίτι. Στο υγρό στοιχείο, το κύτταρο, η μήτρα και ο κίνδυνος. Γι αυτό και τα θαλασσινά της ποιήματα αρνούνται την θάλασσα και την ομορφιά της. Πίσω από τα γαλανά φεγγάρια, η απειλή.

ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Την είχα ολότελα ξεχάσει

Εκείνη ήταν ακόμα εκεί
Ωραία γαλάζια προκλητική
Με την αιώνια έπαρσή της
Απάνω μου

Τη νύχτα η γοργόνα μου έκλεισε το μάτι
Σαν εφιάλτης χώθηκε δίπλα μου
Κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου

Μια ξένη

Στα μέρη εκείνα
Όπου έσφαξα το πιο σγουρό μου ζώο
Και με το δέρμα του ζέστανα το κορμί της

Τότε

Τώρα είναι μια άλλη ζωή

Με μια αδιαφορία μέχρι θανάτου
Έπεσα μες στα κρύα νερά της
Κι ούτε με δρόσισε ούτε τη δρόσισα

Ο άγγελος είναι ο τιμωρός που εκδιώκει τον άνθρωπο από τον παράδεισο, την χαμένη αθωότητα και ταυτόχρονα ο άγγελος φύλακας, ο συμπαραστάτης, ο προστάτης.

Μέσα στο διχασμό προβάλουν εικόνες ερωτικές, όνειρα ευφρόσυνης ηδονής και κατακόμβες τρόμου. Τα ποιήματά της Αγαθοπούλου μου θυμίζουν την ζωγραφική του Γκούσταβ Κλάιντ, όπου η γυναίκα είναι βυθισμένη μέσα στα χρώματα και τα λουλούδια της ζωής και ταυτόχρονα μέσα σε σαρκοφάγο, μέσα στα πολλά επίπεδα του χώματος.
Την ημέρα οι εφιάλτες ημερεύουν, βάζουν κάτω το κεφάλι, όμως συχνά τους βλέπεις να το σηκώνουν , να ρίχνουν βλέμματα χλευαστικά, ειρωνικά, σαρκαστικά και επιθετικά, να κλείνουν το μάτι σ’ αυτήν την πρόσκαιρη νηνεμία, στην ανάπαυλα της υπακοής.

Έτσι τελειώνει το καλοκαίρι
Αύριο φεύγεις φεύγουμε
Στο πάτωμα σπασμένες χτένες
Απ’ τ’ αρμυρά μαλλιά σου
Χαλασμένα σωσίβια
Σάπια ροδάκινα και φύκια

(Η ανεμώνη η θαλασσία
Κι ο αστερίας
Πεταμένοι στο μπαλκόνι
Σε αφασία)

ΠΑΣΧΑ

Εδώ λοιπόν μέσα στο σπίτι πάλι
Με το «δεύτε λάβετε» εκ του μη έχοντος
Με το ζώο μου να βρυχάται στο υπόγειο
Να καταβροχθίζει πασχαλιές
Άλλωστε τι γυρεύω ανάμεσα στις παπαρούνες
Εκείνες θάλλουν ερήμην μου στους αγρούς
Και τίποτα σκοτεινό δεν προμηνάνε
Λοιπόν; Σε μια Ανάσταση
Καμιά δουλειά δεν έχω
Εκτός κι αν βρέχει ακατάπαυστα

Το διπλό που την χαρακτηρίζει φαίνεται ακόμα πιο καθαρά στο δίστιχο: Μαύρη θα είναι πάντα η νύχτα στα βουνά/Μα οι κάμποι θα ‘χουν πάντα χαμομήλια.
Με μια γλώσσα πάλλουσα, πένθιμη, μουσική και ντόμπρα παλεύει ανάμεσα στον εφιάλτη της νύχτας , με τις ενοχές, τις ανικανοποίητες επιθυμίες, τον ανεξέλεγκτο φόβο του θανάτου, και στην ερωτική της ορμή προς την ζωή. Ποίηση υπαρξιακά ερωτική. Αυτό το ερωτικό παιχνίδι, με τη φθορά και τον χρόνο, την ηδονή και το απόλυτο, περιέχει την ενδόμυχη μετάφραση του τέλους’ την προβιώνει με τις κινήσεις του ενστίκτου, των αισθημάτων και των αναγκών μας, μετατρέποντάς τες σε ποιητικό γίγνεσθαι. Η αμετάφραστη ανάσα της ποιητικής ουσίας μεταβολίζεται σε ζωή. Ίσως αυτή την παρηγοριά προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Μέσω της ποιητικής γλώσσας κατορθώνεται η ανάκτηση των χαμένων, η προσωρινή τους ανάσταση, που σ’ αφήνει να γευτείς το ανύπαρκτο, ν’ αγγίξεις το απόλυτο. Ο έρωτας αγκαλιά με την ελπίδα, μας υπόσχεται αυτό που ήδη έχει χαθεί.
Νομίζω πως η Αγαθοπούλου μιλάει με το σώμα της. Από τα έγκατα του ενστίκτου της μεταφέρει, ό,τι απτά αισθάνεται και βλέπει γι αυτό και ο λόγος της είναι μεταφορικός.

ΗΛΙΚΙΑ
Όταν κλείνει ο κύκλος των φιλιών
Τα χείλη έχουνε κάτι από χώμα
Όσο και ν’ αντιστέκεται το σώμα
Το στόμα δεν του τάζει άλλη ηδονή

Σπασμωδικά χτυπάει ο χρόνος τα φτερά του
Δεν είναι αμάραντα

Τι κι αν έρχεται άξαφνα μια ζέστη
Ευθύς αλλάζει δρόμο σ’ αφήνει
Σ’ ένα τουρτούρισμα ρίγος θανάτου
Σαν να μη θέλγεται πια η αμαρτία
Απ’ τη γλυκιά ματαιότητα

Ένα κλάμα αιωρείται – δεν πέφτει
Σκληραίνουν οι κόρες μες στο θολό υγρό
Από άδειες εικόνες
Γεμάτες φιλιά
Εντούτοις

Στην τελευταία της συλλογή «Σεντόνια της αγρύπνιας» βλέπουμε τον συνοδό μας χρόνο να λεηλατεί το σώμα, να στεγνώνει τα αισθήματα. Τη νύχτα τα σεντόνια υγραίνονται από τον ανέφικτο έρωτα και το πρόσωπο του θανάτου, ταράζεται το σώμα από τον τρόμο μιας συνείδησης που προσπαθεί να διώξει τον εφιάλτη ή να τον αποδεχτεί.
Κι ενώ όλα τα περιμένει η ερήμωση η ερωτική διάθεση της ζωής επιμένει να τρέφεται από την φαντασία γιατί εκεί συμβαίνουν οι μεταμορφώσεις που ο έσω χρόνος του σώματος οικοδομεί για ν’ αντέξει τα ανεξίτηλα σημάδια της φθοράς.
Κάτι μου λέει πώς η Αγαθοπούλου συνδέει την φθορά με την ενοχή. Ίσως νοιώθει ένοχος ο άνθρωπος επειδή υπάρχει, και ενδόμυχα αναγνωρίζει τον θάνατο ως πληρωμή για την ύπαρξή του. Το κύτταρό του γνωρίζει πως από την ανυπαρξία μετέβει στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία πάλι οδεύει. Αμίλητο, σιωπηλό το κύτταρο το ξέρει κι όμως συνεχίζει. Νομίζω πως την συνομιλία του ενστίκτου της ζωής με τον θάνατο επιχειρεί να μεταφράσει η ποιήτρια. Και φυσικά μέσω της γλώσσας. Ενεργοποιώντας το σώμα της λέξης αποκαλύπτει τα σκοτεινά και μύχια, τα παράλογα και τα ερωτικά, μέσα στην πτώση και την απογείωση, στην αλμύρα και την πίκρα που περιπλανιέται ο εαυτός, με διαρκείς ανατροπές στο πάσχον και στο ευδαίμων της ζωής.

Αν και δεν ήταν ο άγγελος κρυμμένος
Άκουσε μόνο τη φωνή του να λέει απλά
Σκύψε στο βάθος της χαβούζας κοίτα
Ό καιρός για σένα στρώνει κρεβάτι ερωτικό
Το σώμα αναπαύει τις γλυκές του μέρες
Με τραγούδια και όργανα παλιά
Από τις φαντασίες που αγάπησες

Υπάρχει αυτή η ζωή όλο λαχτάρα
Απ’ το πρωί ως το βράδυ λατρεμένο σώμα
Σε κερνάει γκαζόζα μανταρίνι μήλο
Μες στα εξαίσια χαμάμ σε εξαγνίζουν
Γριές με κρεμαστά βυζιά και αδειανά κεμέρια
Πάνω σε μάρμαρα με τρίφτες και σαπούνια
Φυραίνει ο καημός κι ο άγγελος μες στ’ αχνιστά
Νερά χορεύει

( Αδημοσίευτο κείμενο που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 9 Μαΐου 2012, προς τιμήν της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου.)

.

Ευτυχία Λουκίδου

Το πάθος πέραν της γραφής
«Σεντόνια της αγρύπνιας»

Στη λογοτεχνία κάθε απόπειρα απόδοσης του πάθους βρίσκει συχνά το υποκείμενο στο μέσο μιας αβύσσου. Ο συμβατικός λόγος απ’ τη μια – με όλα τα σημεία και τις αναφορές του – και τα εξορισμένα πάθη απ’ την άλλη επιδίδονται σ’ έναν αγώνα προσεταιρισμού του πάσχοντος σώματος. Προπάντων να μην αντηχήσει το κενό, προπάντων να κυριαρχεί στο σκηνικό έστω και το ομοίωμα του άλεκτου αισθήματος. «Τα απείθαρχα τάγματα του συναισθήματος», για τα οποία γράφει ο T.S. Eliot, είναι εκείνα που η ίδια τους η αυθεντικότητα τα φέρνει σε διάσταση από την εύρεση των γλωσσικών εκείνων συμβόλων που θα σταθούνε ικανά, για να τα αποδώσουν. Έρχονται όμως κάποτε κάποιες φαινομενικά απλές εξομολογήσεις , λόγια θαρρείς αβίαστα ειπωμένα που αμφισβητούν την παραπάνω διαπίστωση. Είναι η στιγμή που το αίσθημα ακέραιο εμφανίζεται κι όχι το ομοίωμά του, που η αναπαράσταση μετουσιώνεται σε ζώσα παρουσία κι ο λόγος από όχημα και ένδυμα μετατρέπεται σε ηχώ που, αν και υποβάλλει αλήθειες συνταρακτικές, εντούτοις προκαλεί τον ίδιο θόρυβο που μια απλή χειρονομία θα ήταν δυνατό να προκαλέσει.
Αναφέρομαι στα «Σεντόνια της αγρύπνιας» της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, όπου το ποιητικό «εγώ» επιδίδεται σ’ ένα αλλεπάλληλο ξεφλούδισμα του έσω αλλά και έξω κόσμου. Με τρόπο απόλυτα φυσικό κινείται από τη σημασία προς το νόημα κατορθώνοντας να προφέρει και τη σιωπή ακόμα με μια φωνή καθάρια, απαλλαγμένη από τεχνάσματα γοητείας, ίσως και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αναμφισβήτητα γοητευτική. Ο χρόνος της γραφής δεν εκτυλίσσεται σ’ ένα «αλλού», αλλά σ’ ένα αιώνιο παρόν, στα πλαίσια του οποίου η ποιήτρια αρνείται να ενδώσει στην απελπισία, όχι ως αποτέλεσμα αντίστασης ηρωικής ή και νηφάλιου φιλοσοφικού στοχασμού. Εκείνο που υπαγορεύει άλλωστε τη γραφή της δεν είναι παρά η αναζήτηση της αλήθειας πέραν της αλήθειας, του ονείρου που κρύβεται μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο. Η Αγαθοπούλου δεν ενδίδει στις απογοητεύσεις και τα αδιέξοδα, καθώς εγκαίρως έχει συνειδητοποιήσει πως, όσο και αν πασχίζει η ύπαρξη, δε θα κατορθώσει παρά να καταφάσκει εκ νέου στη ματαιότητα, εφόσον η αλήθεια είναι μία και αναπόδραστη: ο Θάνατος προηγείται, ουδέποτε ακολουθεί.

«Ποιος βλέπει την άμμο και τον άνεμο
Να ανακατεύει τον καιρό ως τη λάσπη
Δεν είδα τίποτα εγώ δεν ξέρω
Φωνάζει ο νεκρός μου απ’ το βυθό».
(Φιλοξενία)

Αντιλαμβανόμενοι πως υψηλή ευθύνη της Φιλοσοφίας είναι η γνώση, κατανοούμε ότι εναπόκειται στην Τέχνη να αναλάβει την απόγνωση, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να την υπερβεί, να την αποτρέψει ή άλλοτε ακόμη και να την προτείνει.
Στα «Σεντόνια της αγρύπνιας» ωστόσο συντελείται υποδορίως ένας κατεξοχήν λεπτός διαχωρισμός. Ένα επίπεδο πριν την απόγνωση κυριαρχεί η θλίψη. Εκείνο το γενναίο και απαλλαγμένο από ψευδαισθήσεις κοίταγμα στην προϊούσα μα και επικείμενη καταστροφή, που εντούτοις διασώζει στο βλέμμα του κάτι απ’ την αξιοπρέπεια και τη βουβή διαμαρτυρία των ευγενών που – ανίκανοι ν’ αντισταθούν – αντικρίζουν όλα τους τα υπάρχοντα στην κατοχή εισβολέων.
Το ποιητικό υποκείμενο λοιπόν, παρ’ όλες τις παράπλευρες απώλειες και τη βαθιά επίγνωση της επελαύνουσας φθοράς, αντιμετωπίζει με συμπάθεια και τρυφερότητα τον πόνο, ενώ ενδίδει άνευ όρων στη ζωή και εράται ακόμη την επιθυμία.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι την κατευθύνει και πολύ περισσότερο ότι τη σχηματοποιεί. Απλώς, επιθυμεί την επιθυμία.

«Τι να επιθυμήσω άλλο από μια πηγή μυροβλήτισσα
Όπου τα μάτια μου να πλένω το πρωί
Κάθε πρωί που σηκώνομαι απ’ το θάνατο
Και δεν ξέρω πόσο ψωμί πόσο νερό μου ανήκει
Πόση φωνή μου απόμεινε για το αινεσάτω τον Κύριο». (Αγρυπνία)

Κι όταν ακόμη αναφέρεται σε απουσίες, καταφέρνει να δίνει την εντύπωση ότι μιλάει μόνο για παρουσίες που δεν είναι.
Έτσι, λοιπόν η θλίψη, μην αντέχοντας να είναι ακραία, αρνείται την απόγνωση και δεν πενθεί. Αντ’ αυτού η ποιήτρια, από το μότο ακόμη της συλλογής, αποφασίζοντας να προϊδεάσει τον αναγνώστη, του αποκαλύπτει τις προθέσεις της, θαρρείς και του εγχειρεί συνωμοτικά το αριθμητικό αποτέλεσμα, αφήνοντας όμως σ’ εκείνον να ανακαλύψει στη διαδρομή τον τύπο της εξίσωσης. Και το αποτέλεσμα εν τέλει είναι αισιόδοξο. Σε αντίθεση με τον Σοπενχάουερ που σκιαγραφεί την περίκλειστη όραση με τη φράση: «Όποιον δαυλό κι αν ανάψουμε και όποιο τοπίο κι αν φωτίσει αυτός, πάντα τον ορίζοντά μας θα τον φράζει από παντού βαθιά νύχτα»,
εκείνη απ’ τον προθάλαμο κιόλας της συλλογής καταθέτει την καθησυχαστική διαβεβαίωση από στίχο του ποιήματός της:

Μαύρη θα είναι πάντα η νύχτα στα βουνά
Μα οι κάμποι θα ’χουν πάντα χαμομήλια.
(Λύπη απαστράπτουσα)

Τα στοιχεία που μετέρχεται και ενσωματώνει στην ποιητική σύνθεση αφορούν υλικά, των οποίων η διάρκεια αποδεικνύεται κάποτε ισχυρότερη από την αντοχή της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Τα πράγματα, στην ποίηση της Αγαθοπούλου, τυλίγουν και παρηγορούν, φιλοξενούν και αναπαύουν, την ίδια ώρα που σχίζονται αιφνίδια, κρύβονται, καθηλώνουν και απειλούν. Εντασσόμενα συνεπώς και συναριθμούμενα στα πρόσωπα της παράστασης κι όχι στα σκηνικά της, λειτουργούν ως σώματα που μόλις υποδύθηκαν το ρόλο τους και τώρα αποτραβιούνται στη γωνιά ως άηχη υπόμνηση του ήδη ματαιωμένου.

Μ’ αρέσει ν’ απλώνω τα ρούχα στο σκοινί
Εδώ τα μικρά εκεί τα μεγάλα σώματα
Ασήκωτα ανομήματα ζωής χαρισάμενης.
(Σεντόνια της αγρύπνιας)

Η ποίηση της Αγαθοπούλου δε σου επιτρέπει να περιοριστείς στα αισθητικά επιφαινόμενα, αλλά αντιθέτως, μέσω της ενότητας του βλέμματος και της εσωτερικής ρυθμικότητας που την ορίζει, υποβάλλει και υπαινίσσεται ένα βάθος φλεγόμενο. Υπακούει λοιπόν στις υψηλές επιταγές ενός λόγου, εντός του οποίου η ηθική συναντά την αισθητική, κινούμενη από τη γραφή στη σιωπή με τονισμούς ειρωνείας αλλά και τραγικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολιορκεί την ποιητική ουσία, επιχειρώντας τολμηρές καταδύσεις στις αθέατες συνιστώσες των πραγμάτων.
Δεν αρκείται όμως σ’ αυτό. Εμβαπτίζει τις λέξεις στη νόηση κι αυτές αυθαίρετα και με όλο το βάρος της πολλαπλής τους ωρίμανσης πηγαίνουν κι εγκαθίστανται κατευθείαν στην καρδιά. Αποφεύγοντας έτσι την αιχμαλωσία στις έως τώρα μορφικές και εκφραστικές της κατακτήσεις, ανανεώνει τον κόσμο των σημαινόντων και διαμορφώνει το ιδιαίτερο κλίμα του ήδη κατακτημένου προσωπικού της σύμπαντος. Στοιχεία του προφορικού λόγου και λέξεις υποτιθέμενα «αντιποιητικές» ενσωματώνονται στο εκφραστικό της «γίγνεσθαι», ενώ παράλληλα η δυναμική της εικονοπλασίας και το αναπάντεχο των συνειρμών της αναδιατάσσουν και μεταμορφώνουν ό,τι η όραση καταδικάζεται να στερηθεί εξαιτίας της προφάνειας.
Κατά τη διάρκεια της αφηγηματικής ροής του οξύτονου λόγου της, αιφνίδιες παύσεις σιωπής επιχειρούν να ακινητοποιήσουν το ακαριαίο, πασχίζοντας να αναδυθεί μέσα από τις λέξεις το άλγος που αυτές φέρουν εντός τους.
Ως εκ τούτου, η αγωνιούσα διάνοιά της εκκινεί από την αλληγορία, για να την καταλύσει στη συνέχεια προς χάριν του νοήματος. Με ποιήματα άλλοτε θεματικά και άλλοτε ατμόσφαιρας, όπως κατεξοχήν θεωρώ τα τρία τελευταία της συλλογής με το γενικό τίτλο: «Πίστευε στη θεατρικότητα του βίου», διηθεί τη γειωτική καθημερινότητα και μετασχηματίζει την ύλη της, προκειμένου να αποδώσει την ατομική και συλλογική περιπέτεια σε κλίμα όμως πρωτοποριακού αυτοσχεδιασμού. Η σκηνοθετική και μεταποιητική της ικανότητα προσδίδει στις τραγικές αλήθειες με τις οποίες καταπιάνεται την ανάλαφρη φρεσκάδα ανέμελων μα άκρως επικίνδυνων παιδικών παιχνιδιών.
Οι σημειολογικές της αναφορές απ’ την άλλη, ευχερώς μας παραπέμπουν στη διττή σχέση Έρως – Θάνατος:

Κάθε άνθρωπος πρέπει να ’χει ένα πάθος κρυφό
Ένδοξα να τον σβήνει ανυπόκριτα
Ένδοξα να κοιτάει το βλέμμα του
Στη σιωπηλή χαράδρα του θανάτου.
(Διάρκεια)

Κι ενώ ο Καρυωτάκης στο ποίημά του (Η νύχτα) γράφει:
«Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους / κι αυτοί λένε πως έτριξε / δεν λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται / μελλοντικούς θανάτους»
η Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου στο ποίημα (Άγγελος σε λουτρό), παραδίδοντάς μας μαθήματα λιτότητας, συλλαμβάνει και ουσιώνει με καίριο τρόπο την ίδια μέγιστη αλήθεια:

Σκύψε στο βάθος της χαβούζας κοίτα
Ο καιρός για σένα στρώνει κρεβάτι ερωτικό.

Ο έρωτας, ως απόπειρα αθανασίας, δε συνιστά την αφελή και επιπόλαιη αντίσταση της ύπαρξης που επινοεί κρησφύγετα, προκειμένου να καθυστερήσει τη βέβαιη σύλληψή της. Άλλωστε, και η ίδια η πράξη της γραφής, η φιλοσοφία της τέχνης ουδόλως υπηρετείται από άτομα που, ασκημένα να εθελοτυφλούν, επιδίδονται στον πολλαπλασιασμό των ψευδαισθήσεων. Αντιθέτως, με πλήρη επίγνωση και οδυνηρή συναίσθηση του απελπισμένου εγχειρήματος, καταφεύγουν στον έρωτα αναθέτοντάς του ρόλο διαμεσολαβητή, αφού ένα σατανικό παιχνίδι ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χρόνο είναι στημένο από καταβολής κόσμου, με τον πρώτο να μεταμφιέζει την επιθανάτια αγωνία σε πόθο κατάκτησης του απόλυτου. Κι ο έρωτας έρχεται και υπόσχεται το απόλυτο, με τη διαφορά ότι μονίμως την υπόσχεσή του αθετεί. Το κενό της αθέτησης έρχεται να καλύψει ο θάνατος, αφού αυτός τελικά αποδεικνύεται ο μόνος – δυστυχώς – που τηρεί την υπόσχεσή του.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, με πρόσχημα και σημείο εκκίνησης το άπλωμα των ρούχων και των σεντονιών, καθίσταται σαφής η πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να δηλώσει ευθαρσώς τη θέση που παίρνει απέναντι στο αιώνιο ζήτημα της αμαρτίας και της άφεσης. Το άπλωμα των ρούχων στο σκοινί, ως σημειολογική αναφορά στην αβίαστη και εκούσια έκθεση του όντος και των πράξεών του, δηλώνει τη νηφάλια συμφιλίωση αλλά και εξοικείωση με επιλογές ζωής που τις υποκινεί μια αλήθεια απαλλαγμένη από ένοχες προφάσεις και τύψεις ύποπτες για τις προθέσεις τους. Το ειλικρινές κοίταγμα σε κάτοπτρα που δεν παραμορφώνουν, συνιστά στάση ζωής που εκλαμβάνει τα λάθη, όχι ως ανομήματα που καθιστούν υπόλογο και αιώνιο χρεώστη εκείνον που τα διέπραξε. Ό,τι παρεκκλίνει της πορείας – κι άραγε ποιος έχει ορίσει τις συντεταγμένες; – υπακούοντας τυφλά «στο γίγνεσθαι του αίματος», δεν οφείλει να λογοδοτήσει σε κανέναν και προπάντων δεν καλείται να πληρώσει, αφού άλλωστε είναι όλα ήδη πληρωμένα. Ίσως κιόλας να μην υφίσταται ούτε και η ίδια η αμαρτία, με όλα τα επίπλαστα και επινοημένα βάρη της. Η ζωή αντιμετωπίζεται από την Αγαθοπούλου ως δωρεά, ως χάρισμα, κι ως εκ τούτου όλες τις διακηρύξεις περί απόλυτης κυριαρχίας στο παιχνίδι του βίου δεν τις θεωρεί παρά αυταπάτες που – θέλοντας και μη – υπόκεινται κάποτε κι αυτές στο «θέλημα του καιρού».
Άδεια λοιπόν τα ρούχα από τα σώματά τους, κενά απ’ τη βαρύτητα της φθαρτότητας και των τύψεων που κουβαλούν για τ’ ανομήματά τους, περιμένουν κρεμασμένα τον ήλιο να τα λαμπρύνει, το φεγγάρι ν’ αποκαλύψει τη γύμνια τους κι έναν αέρα να στεγνώσει δάκρυα και υγρά φιλιά.
Διαβάζοντας τα τρία τελευταία ποιήματα της συλλογής που στεγάζονται κάτω απ’ το γενικό τίτλο: «Πίστευε στη θεατρικότητα του βίου» και με τον ειδικό τίτλο το καθένα «Σκηνή πρώτη», «Σκηνή δεύτερη» και «Σκηνή τρίτη», συναισθάνεσαι ίσως βαθύτερα την προτροπή του Ρίλκε: «Ένα, και μόνο, μας είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη ενδόμυχη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου κι ώρες ολόκληρες να μη συναντάς εκεί κανέναν – αυτός πρέπει να ’ναι ο υπέρτατος του καθενός στόχος».
Η περιπέτεια του όντος για την Αγαθοπούλου συνίσταται και ολοκληρώνεται σε δύο κύριες συνειδητοποιήσεις: στη συναίσθηση της μοναχικότητάς του και στην αποκάλυψη της προσωπικής του αλήθειας. Κάθε διαφορετική τοποθέτηση απέναντι στο μυστήριο της ζωής μοιάζει σαν να μην έχει υπόψη της τα λόγια του Παλλάδα: «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον». Το θεατρικό πάντως που ανεβαίνει στην ποιητική – και όχι μόνο – σκηνή της ποιήτριας διαθέτει παρουσίες που εντούτοις λάμπουν διά της απουσίας τους. Ο σκηνοθέτης βρίσκεται «σε στάση απραξίας», «ο υποβολέας πανταχού απών», «από το βάθος αναθρώσκει η εξουσία του τίποτα». Εικόνες σκληρές στη σύλληψή τους που παραπέμπουν στο μάταιο της όποιας παρέμβασης στην ανθρώπινη μοίρα, στην πλήρη επίγνωση της αδυναμίας του δρώντος προσώπου ν’ απευθυνθεί, ν’ αναζητήσει μπούσουλα και στήριγμα, τώρα που ο Αθέατος – μα όχι αθόρυβος – υπονομεύει του βίου τη σταθερότητα και απειλεί ν’ απορροφήσει αιφνίδια την ύπαρξη που ανίδεη ροκανίζεται:

Ποιος υποσκάπτει γκαπ γκουπ – υπό
Τι θησαυρό ψάχνει.

Όλοι λοιπόν απόντες και μόνο εκείνη παρούσα, με μοναδικές αποσκευές
την ανεμελιά της – που ίσως να είναι και η επιμελώς κρυμμένη της αμηχανία –

Δε βλέπει πού κάθεται πού βάφεται
Κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της …

αλλά και το πρόσωπό της:

Εκείνη έχει το πρόσωπό της
Να βλέπει και ν’ ακούει της ερήμου τα γέλια.

Το «είναι» όμως της ύπαρξης πρέπει να μείνει αφτιασίδωτο, απαλλαγμένο απ’ τα ψιμύθια της προσποίησης, να

φανερώσει επιτέλους τη ραγισμένη μάσκα
Να παίξει τον εαυτό της απροκάλυπτα.

Γι’ αυτό άλλωστε από την αλήθεια του όντος το μόνο που ζητείται είναι να γυμνωθεί τα μέχρι τούδε «ζωτικά» της ψεύδη, ώστε γυμνή και μόνη, όπως μια άδεια αγκαλιά, να εναποθέσει τις ελπίδες της στο φως του προβολέα, την ώρα που θα δείχνει το ένα και μοναδικό πρόσωπο της σκηνής, αφού:
«Εν ου παικτοίς εν ου παικτοίς» παίζεται η παράσταση του βίου καθενός μας.

.

Για το πεζογραφικό έργο της Μαρίας Κέντρου – Αγαθοπούλου έγραψαν:

.

Χλόη Κουτσουμπέλλη

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι» Διηγήματα Γαβριηλίδης 2010
Ποια είναι λοιπόν αυτή η ιδιόμορφη Ευρυδίκη αιχμαλωτισμένη σε ένα μπαλκόνι στο κέντρο του πουθενά, που καπνίζει; Που περιμένει όπως οι Τσεχωφικοί ήρωες στην έπαυλή τους πίνοντας τσάι η καφέ, το πέταγμα ενός γλάρου για να διακόψει την ρουτίνα της ζωής της, για να την κινητοποιήσει, για να την εξαγνίσει;
Η Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου καπνίζει σε ένα μπαλκόνι. Και από εκεί κοιτάει όχι προς τα έξω αλλά προς τα μέσα, καταγράφει και απεικονίζει την πραγματικότητα, τις μικρές λεπτομέρειες που αποτελούν το δικό της σύμπαν.
Στέκεται απέξω και παρατηρεί. Σαν όλα να αρχίζουν από την αρχή. Παρθενική και ταυτόχρονα σοφή η ματιά της, υπεισέρχεται και περιγράφει το μικρό, το ασήμαντο, το καθημερινό και μέσα από την αλχημεία της γλώσσας και του ύφους το μετασχηματίζει σε σημαντικό, συγκινητικό, πανανθρώπινο.
Η συγγραφέας διατηρεί μία ιδιότυπη ερωτική και αισθησιακή σχέση με τα αντικείμενα του περιβάλλοντός της αλλά και με συνήθειες που αποκτούν γι αυτήν πολλές φορές τον χαρακτήρα παράφορου πάθους.
Στην συλλογή αυτή των διηγημάτων η συγγραφέας κρατά τους τόνους χαμηλούς. Δεν συμβαίνουν δραματικά γεγονότα, δεν υπάρχει έντονη δράση, συγκρούσεις χαρακτήρων, εγκλήματα που επιζητούν την κάθαρση. Το πιο συναρπαστικό έγκλημα είναι μία κλοπή πορτοφολιού στο διήγημα «ο διψασμένος». Πόσο όμως αριστουργηματικά μας παρουσιάζει η συγγραφέας στο ίδιο διήγημα την τόσο εύθραυστη ισορροπία της γυναίκας που ήλπισε για μια στιγμή για να διαψευστεί οικτρά.
Ο προβολέας λοιπόν της Μαρίας Κέντρου- Αγαθοπούλου είναι έτσι τοποθετημένος ώστε να εστιάζει στις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχής και αποτέλεσμα αυτού είναι να δημιουργεί φωτοσκιάσεις στην λευκή επιφάνεια ενός πίνακα. Μαιτρ του είδους της κεντά, συνθέτει, ζωγραφίζει. Μας αποκαλύπτει τα μυστικά του κρυφού σύμπαντος της σιφονιέρας, τα κεντημένα ασπρόρουχα, τα μεταξωτά εσώρουχα, τα παπλώματα, μα πιο πολύ μας παρουσιάζει την ψυχολογία της γυναίκας που κατοικεί σε ένα σπίτι και προσπαθεί να κτίσει γύρω της την ασφάλεια για να μην καταρρεύσει η ίδια, ανέτοιμη στην ουσία για μια εσωτερική μετακίνηση, δειλή για να δραπετεύσει από το λεπτοδουλεμένο, μυρωδάτο της κόσμο.
Ο Άλλος πάλι είναι ένας ξένος που ζει στο ίδιο σπίτι, ή κάποιος άντρας που συναντά σε ένα καφενείο που μπορεί να είναι ο φίλος η ο σωσίας του και που κινείται στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας ή ένας ξένος λευκός και φωτεινός ή μαύρος και σκοτεινός που μία γυναίκα ρωτά «τι ώρα είναι» σε έναν χρόνο στατικό και ακινητοποιημένο. Μόνο σε ένα διήγημα στο «γεύση από χρώμα και ουρανό» ο Άλλος γίνεται αναπότρεπτο πεπρωμένο και η ένωση μαζί του ζωή και θάνατος μαζί.
Τα ταξίδια σ’ αυτή την συλλογή διηγημάτων γίνονται πάλι κι αυτά προς τα μέσα. Στο διήγημα «στο πλοίο» η αφηγήτρια δεν κατεβαίνει από το πλοίο, δεν αποβιβάζεται τελικά στον προορισμό της, προτιμά να ατενίζει από μακριά το τοπίο γιατί το ταξίδι είναι ιερό και μυστικό. Η πορεία καταλήγει σε αδιέξοδο και ακόμα και ένας περίπατος στην εξοχή καταλήγει στην επιβεβαίωση της απομόνωσης.
Στα έξι τελευταία διηγήματα της ενότητας με τίτλο «στον αστερισμό της ουτοπίας»η συγγραφέας επαναφέρει μνήμες των παιδικών χρόνων, την μύηση στην σεξουαλικότητα, το μυστικό της θείας Μαρίκας όπως το κατέγραψε το παιδικό μυαλό, το δέος μπροστά στις υφάντρες, ένα τραγικό συμβάν με μηχανή, τους μπλε αγγέλους, τους νεαρούς Γερμανούς στρατιώτες με τις στολές τους και την εντύπωση που έκαναν στις μικρές κοπέλες, το πρώτο ραντεβού με την άδοξη κατάληξή του. Η συγγραφέας πάλι με εξαιρετική λεπτότητα κάνει την μνήμη τέχνη.
Η ανατομία της μοναξιάς, η αθόρυβη κίνηση της ακινησίας, η προσμονή και η αναμονή αυτού που δεν έρχεται ούτε πάει, οι λεπτές ισορροπίες και μία διάχυτη τρυφερότητα όπως αυτή ενός δειλινού σε μία από τις αγαπημένες γειτονιές, αυτή η συλλογή, αυτή η Ευρυδίκη που ψάχνει έναν Ορφέα για να παίξει την λύρα του, μας μαγεύει

.

Κούλα Αδαλόγλου

Στοχασμοί γλυκόπικροι, κι ένας γενναίος σαρκασμός

Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι

Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου έχει μια μακρά θητεία στη λογοτεχνία, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία: δεκατρείς ποιητικές συλλογές και πέντε συλλογές διηγημάτων – επίσης ένα βιβλίο με δοκίμια.
Ο τίτλος της τελευταίας συλλογής διηγημάτων της με παρέπεμψε αμέσως σε στοχασμό: μια γυναίκα στο μπαλκόνι, εδώ με την απαραίτητη συνοδεία του καπνίσματος, συνήθως βυθίζεται σε κάποιες σκέψεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο με είκοσι διηγήματα, και το δεύτερο, με τον υπότιτλο Στον αστερισμό της ουτοπίας, με έξι διηγήματα.

Η δομή των διηγημάτων, στο πρώτο κυρίως μέρος, είναι συνήθως η εξής:
Ο πυρήνας: ένα γεγονός, ένα περιστατικό, μια σκηνή. Στη συνέχεια, η διεύρυνση. Σε έναν πρώτο κύκλο εικόνων, συνειρμών. Ακολουθεί η επαγωγή: ο φιλοσοφικός στοχασμός στα ανθρώπινα. Το κλείσιμο: μια σκέψη, ένα άλλο γεγονός, που είτε έρχεται να ολοκληρώσει την αρχική κατάσταση είτε την ανατρέπει. Σαν να στέκεται σε μιαν άκρη, μιαν εξοχή (εξέχω) η αφηγήτρια/οι αφηγήτριες και από εκεί ατενίζουν τον μικρόκοσμο της ζωής τους ή τον μακρόκοσμο του χρόνου, παρελθόντος, τωρινού και μελλούμενου, με τις μεταβλητές αλλά και με τις αμετακίνητες σταθερές. Με την ταυτόχρονη παρουσία ενός άλλοτε υποδόριου και άλλοτε φανερού σαρκασμού, που δίνει στην αφήγηση και στο στοχασμό ένα ιδιαίτερο ύφος και μια ιδιαίτερη ποιότητα.

Η μητέρα είναι το θέμα τριών διηγημάτων της συλλογής: στη δύση της ζωής της (Μεταστροφή), στο δρόμο για το τέλος (Σκιές), στο συντελεσμένο του θανάτου της (Κατσαρίδες). Στις Κατσαρίδες υπάρχει μόνον διάλογος ανάμεσα στις κόρες, χωρίς να παρεμβάλλεται αφήγηση – πολύ ενδιαφέρον δείγμα γραφής.
Το μπαλκόνι είναι ένα κεντρικό μοτίβο στη γραφή της Αγαθοπούλου. Στη συλλογή αυτή με αφετηρία τον τίτλο και το ομώνυμο διήγημα, αλλά και στη συλλογή Η παραίτηση (εκδ. Κέδρος, 2002), με δύο τουλάχιστον διηγήματα, το Στο μπαλκόνι ή τα λόγια της μητρός μου και στο Η παραίτηση.
Στο ομώνυμο διήγημα της παρούσας συλλογής η άχαρη, όπως παρουσιάζεται από την αφηγήτρια, Ευρυδίκη ξεδίνει με το κάπνισμα στο μπαλκόνι μες στην ερημιά της, γίνεται μια σταθερή θλιβερή παρουσία, ώσπου κάποια μέρα το φωτάκι από την κάφτρα του τσιγάρου δεν φαίνεται, ενώ η παρουσία υπάρχει, κάτι που βάζει σε σκέψεις την αφηγήτρια για τη λειτουργία ενός τσιγάρου στη μονοτονία και στην ακινησία μιας ζωής. Στις Σκιές είναι η ηλικιωμένη μητέρα που απολαμβάνει το μπαλκονάκι στο εξοχικό της κόρης μπροστά στη θάλασσα καθισμένη με ένα κέντημα αιωνίως στα χέρια, ενώ Στο μπαλκόνι ή τα λόγια της μητρός μου η μητέρα που έχει χάσει σχεδόν το φως της μαντεύει την κίνηση στο δρόμο και τις συμπεριφορές των ανθρώπων από τη μοναδική της έξοδο, στο μπαλκόνι του σπιτιού της. Στις Κατσαρίδες η άλλη κόρη απολαμβάνει το μπαλκονάκι της, αφού ελευθερώνεται από τη φροντίδα της μητέρας. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως αναφορά υπάρχει στο Ας φάμε λίγα κεράσια να κοκκινίσει η γλώσσα της γραφής μας. Ιδιαίτερα αν η αναφορά αυτή συσχετιστεί με το διήγημα Η παραίτηση από την ομώνυμη συλλογή Καλύτερα απ’ το μπαλκόνι μου ν’ απολαμβάνω την υγρή ομορφιά, εκ του ασφαλούς, είναι μια αφοσίωση και αυτό, μια αγάπη ήσυχη κι ακίνδυνη […]
Στο Ας φάμε λίγα κεράσια, αναιρείται το «άλλοθι» της αφηγήτριας, ότι δηλαδή δεν τη νοιάζει που μεγάλωσε και της αρκεί να βλέπει τη θάλασσα από μακριά, καθισμένη στο μπαλκόνι. Η αφηγήτρια, επαναλαμβάνοντας ή/και παραφράζοντας το απόσπασμα από την Παραίτηση, μιλά εκ βαθέων αλλά και αναμετράται με το παρόν της: Από την άλλη μεριά, πώς θα μπορούσα να προδώσω τις αποφάσεις μου, τις πικρές και ανομολόγητες ψευτιές μου, ότι τάχα μου φτάνει να βλέπω από το μπαλκόνι τις άσπρες κι από τον ήλιο ξεξασπρότερες βαρκούλες, ότι μου φτάνει να τη βλέπω τη θάλασσα, δεν χρειάζεται να είμαι μέσα της, κι όλες εκείνες τις ανόητες αυταπάτες που όχι μόνο δεν παραμυθιάζουν και δεν παραμυθίζουν, αλλά και που βαθιά μελαγχολούν[…]
Όλα αυτά ποτέ λιπόψυχα. Πάντα με την υποψία ενός – πικρού έστω – χαμόγελου στην άκρη των χειλιών.
Μαζί με το μπαλκόνι στοχασμό και παραίτηση, εμφανίζεται το μοτίβο της θάλασσας ως πρόκλησης για συμμετοχή στη ζωή. Η εικόνα του γυμνού γυναικείου σώματος που βουτά στο νερό, σαν βάπτισμα εξαγνιστικό, εμφανίζεται δύο φορές, μία στην κοριτσίστική ηλικία και μία στην ώριμη, στη συλλογή αυτή. Την πρώτη φορά μέσα στο όνειρο του κοριτσιού (Έβγαλε άνθη η λεμονιά) και τη δεύτερη σε επίπεδο πρόθεσης της ώριμης γυναίκας να πάρει έτσι μια δροσιά και ανατριχίλα μέσα στη ζέστα του καλοκαιριού (Ας φάμε λίγα κεράσια). Εξαιρετικές περιγραφές με εικόνες ζωντανές και δυνατή γλώσσα.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η αφήγηση επιστρέφει στα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Το άνθισμα της θηλυκότητας, οι Γερμανοί ναύτες που, παρόλο εχθροί, εντούτοις προκαλούν ερωτικά ρίγη στα κορίτσια της γειτονιάς, η θεία με την ανοιχτή αγκαλιά αλλά και το μυστικό του σπιτιού της, το ατυχές πρώτο ραντεβού. Η αφήγηση κάνει στάση εκεί. Το παρόν απουσιάζει. Ωστόσο, η μνήμη κρατά όχι μόνο τη δύναμη των όμορφων αλλά και την οξύτητα των πικρών στιγμών χωρίς ωραιοποίηση.

Καταλήγω, λοιπόν, στα ακόλουθα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στη συλλογή διηγημάτων της Αγαθοπούλου:
-ενάργεια των εικόνων
-αντιθέσεις που σε οδηγούν στο χαμόγελο ή στη συγκίνηση
-υποδειγματικές μεταβάσεις-συνειρμοί σε παρεμφερή θέματα
-σαρκασμός που βοηθά στις ανατροπές και προστατεύει από την υπερβολή στην προσέγγιση των αναμνήσεων
-κρουστός ερωτικός λόγος, με κορύφωση το Γεύση από χώμα και ουρανό.
-γλώσσα που υπηρετεί με δύναμη την έκφραση των διαφορετικών συναισθημάτων.

Και πάνω απ’ όλα, στοχασμοί πικροί και γλυκόπικροι, όπου η διαφαινόμενη απαισιοδοξία αναιρείται πάραυτα από έναν γενναίο σαρκασμό.

περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 98, Αύγουστος-Οκτώβριος 2012

.

Τάσος Καλούτσας

Παλινδρομώντας ανάμεσα σε πρόσωπα και χώρους,
στο άσπρο και το μαύρο της ζωής

Έχει επισημανθεί πως η δράση στα διηγήματα της Μ.Κ.Α. είναι «εσωτερικού τύπου». Είναι «δράση αισθημάτων, σκέψεων, αποφάσεων, συνειρμών αντιδράσεων, ενεργειών, μνήμης»(Γ. Αράγης). Σε μια δεύτερη κατηγορία κειμένων της που πιστεύω ότι λειτουργεί παραπληρωματικά με την προηγούμενη (ενδεικτικά αναφέρω τα: « Στο δρόμο», «Οι μικρές χαρές», «Cafe-bar», «Στην πλατεία») η αφηγήτρια (ή κάποια ηρωίδα της), μέσα στο σπίτι ή συνηθέστερα έξω από αυτό, πηγαίνοντας για ψώνια σε κάποιο μαγαζί, τριγυρνώντας στους δρόμους ή σε καφέ της αρεσκείας της, περιδιαβάζει και παρατηρεί, με ενδιαφέρον αλλά και «περιέργεια ιδιαίτερου περιεχομένου», με οξυμμένες τις αισθήσεις της, ενώ οι σκέψεις την κατακλύζουν. Σκέψεις που ενορχηστρώνονται, προκαλώντας ένα διάλογο μεταξύ των «εσωτερικών δεδομένων» που προανέφερα. «Μια προσεκτική και άνετη παρατήρηση του έξω κόσμου μπορεί να σε καθηλώσει απρόσμενα, ακόμα και να σε συναρπάσει»μας εξομολογείται («Οι μικρές χαρές», σ. 32). Θέλει όλα να τα βλέπει και να τ’ ακούει, ει δυνατόν χωμένη η ίδια στα σκοτάδια, αφού απεχθάνεται την εξωστρέφεια. Να βλέπει και ν’ακούει τα πουλιά, τη μουσική, να οσφραίνεται το γλυκό άρωμα των λουλουδιών ή των δέντρων, να συναντάει στα καφέ «τη νεότητα σ’ όλο το σφρίγος και την ομορφιά της», να μελετάει τα πρόσωπα των ζευγαριών και να φαντάζεται, εν προεκτάσει, ολόκληρη τη ζωή τους. Να χαίρεται και το πιο παραμικρό αντικείμενο σε μια ολότελα δική της «ζωική απόλαυση του χρόνου…». Εδώ ας τονίσουμε ότι οι περισσότερες από τις ηρωίδες ή τους ανώνυμους αφηγητές της Μ.Κ.Α. είναι μοναχικά άτομα (με αποκορύφωμα ίσως την Ευρυδίκη του ομώνυμου διηγήματος που είναι η ενσάρκωση της απόλυτης μοναξιάς): «Μια κρυφή σιωπηλή γυναίκα και πάντα μονάχη» (σ. 51). Στο «Μια άλλη ζωή» η ηρωίδα καθισμένη στο σκαμνί έξω απ’ το σπίτι της «ολομόναχη απολάμβανε τα δρώμενα στο δρόμο…». «Αν κοιμηθώ», λέει σε κάποιον περαστικό, θα χάσω αυτήν την ζωή που μου χαρίζεται με μάτια ορθάνοικτα, θα χάσω ό,τι βλέπω και ό,τι ακούω…» (σ. 80). Σωστά επισημάνθηκε πως πρόκειται για άτομα που χαίρονται «την αυτάρκεια της μοναξιάς» τους(Γ. Αράγης). Μοναξιά, συμπληρώνω εγώ, που δεν είναι στείρα ούτε διαβρώνεται από την πλήξη, αφού την καρπίζουν οι παραστάσεις του έξω κόσμου και της προσδίδουν μιαν «ιερότητα». Επιπλέον, και πολύ σημαντικό, η περιδιάβαση τής εξασφαλίζει ένα αίσθημα ελευθερίας: «Βαδίζω με μια δική μου ελεύθερη απόφαση, με μια δικιά μου ολότελα ελευθερία, χωρίς να είμαι υποχρεωμένη να δώσω λογαριασμό σε κανέναν» (Στο δρόμο, σ. 77). Συμπέρασμα: Και στις δύο κατηγορίες αφηγημάτων που αναφέρθηκα, οι γυναικείοι χαρακτήρες που επί το πλείστον πρωταγωνιστούν, εκδηλώνουν ως κυρίαρχο ζητούμενο, καθοριστικό για την ύπαρξη και τη συμπεριφορά τους, το αίσθημα της ελευθερίας. Αίσθημα σφοδρό που, καθώς εκφράζεται με απροσχημάτιστη ειλικρίνεια χαρίζει σε όλες αυτές τις περσόνες της συγγραφέα, με το χρόνο, «θαυμαστή αυτεξουσιότητα»(Αλ. Ζήρας).
Aπό την άλλη είναι καταλυτικός ο ρόλος του χρόνου στα πεζογραφήματά της, σε σχέση με τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με το θέμα της φθοράς και του θανάτου. Καταρχάς καταρρακώνει τη σωματική ομορφιά, όπως χαρακτηριστικά εικονογραφείται στο διήγημα «Στέλλα». Η θέα μιας θεάς που συνεγείρει με το πέρασμά της τις εφηβικές φαντασιώσεις καταντάει μια «θέα του δρόμου» που δεν θυμίζει τίποτα πια από το παρελθόν. Η αφηγήτρια, θυμωμένη, το βρίσκει ταπεινωτικό, άκρως προσβλητικό από την ίδια τη ζωή, χειρότερο κι από τον ίδιο το θάνατο (σ. 72). Στη σχέση μάνας-κόρης, η ηλικιακή φθορά επιφέρει τη «Μεταστροφή» – η κόρη γίνεται μάνα κι η μάνα της το «μωρό» (έτσι κλείνει ο κύκλος). Σ’ αυτή την περίπτωση η εκδοχή του θανάτου, παρά τον πόνο που συνεπιφέρει, αντιμετωπίζεται ως «λογική» συνέπεια («Σκιές»). Η αυτεπίγνωση της φθοράς από την ίδια την υπέργηρη γυναίκα φαίνεται από το διάλογο με την κόρη της: Όταν εκείνη θέλει να τη διαβεβαιώσει ότι είναι ακόμα «πολύ ζωντανή», της απαντά: «Έχεις δίκιο, είμαι η πιο ζωντανή ανάμεσα στους πεθαμένους» (Η πιο ζωντανή). Μια άλλη ηλικιωμένη στο αφήγημα «Καπνός», που «έχει μόνο μνήμες ερωτικές» και συλλογιέται τους νέους, ρίχνει ευθύνες στο ίδιο της το σώμα για τη βαθμιαία μεταμόρφωσή του, έχει πάψει, όπως λέει, «να το αγαπάει». Παρόλο που σ’ αυτή την αδυσώπητη μάχη με το χρόνο προκαλούνται κι άλλου είδους «μεταστροφές» (π.χ. μεταβάλλεται η στάση μας, αφού πράγματα ή πρόσωπα που στο παρελθόν τα ειρωνευόμασταν ή τ’ απαξιώναμε, τώρα τα εκτιμούμε) η κυριότερη επενέργειά του στο έργο της Αγαθοπούλου, που παράγει και μια μελαγχολική αίσθηση ματαιότητας, είναι ότι οδηγεί μερικές ηρωίδες της προοδευτικά σε ένα πρόωρο «ψυχικό γέρασμα»(Μ.Θεοδοσοπούλου) ή στην παραίτηση. Στο ομώνυμο κείμενο μια απ’ αυτές απαρνιέται τη θάλασσα: «Καλύτερα απ’ το μπαλκόνι μου ν’ απολαμβάνω την υγρή ομορφιά, εκ του ασφαλούς… όσο έχω το βλέμμα μου και τις αισθήσεις μου ζωντανές…» (σ. 88). Αλλά η ανώνυμη αφηγήτρια διαβλέπει ακόμα πιο εφιαλτικούς κινδύνους: «Σκέπτομαι ότι την ίδια κατάληξη – εγκατάλειψη θά ’χει και η καθημερινή κάθοδός μου προς την πλατεία… που δεν θά ’χει άλλη αιτία από την ηλικία και την ανημποριά που ο χρόνος φέρνει μοιραία και αμετάκλητα» (Στην πλατεία, σ. 44).
Σα να μας λέει ότι, ανάμεσα στο δίπολο φυσική φθορά-θάνατος, πιο οδυνηρό είναι το πρώτο. Ο ήρωας στο κείμενό της «Στο δωμάτιο» τυραννιέται μέχρι να «φύγει», υφιστάμενος την καθημερινή βάσανο της ανίατης ασθένειας. Ο ίδιος ο θάνατος, ως γεγονός, μάλλον δεν της προκαλεί το φόβο: «Το θάνατο τον σέβεσαι• είναι πιο ντόμπρο γεγονός• τη σκαπουλάρει δηλαδή ο άλλος μια κι έξω και δεν έχει παραπέρα» μας λέει η Άννα «Στο μνημόσυνο» (σ. 72). Γι’ αυτό και προτιμάει τις κηδείες και τα μνημόσυνα από τους γάμους ή τις βαπτίσεις, όπου παίζεται και λίγο «θέατρο». Έπειτα ο νεκρός, άμα διαβεί το κατώφλι της ζωής, δεν έχει ανάγκη τη δική μας λύπηση. Στο διήγημα «Βάι γκιντενέ» (Αλίμονο σ’αυτόν που «φεύγει») τη βραδιά που οι γονείς θα ξενυχτούσαν τη γιαγιά, οι εγγονές σαλταίρνουν στο Χαρμάνκιοϊ «για κόκκινο κρασί και κανά κουτσομεζέ». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ήρωες δεν αγαπούν τους νεκρούς τους, το ίδιο με τους ζωντανούς. Το αντίθετο μάλιστα• αυτό που φαίνεται τερατώδες στη συγγραφέα είναι να τους ξεχνάμε («Οι άπιστες»).

(Αδημοσίευτο απόσπασμα από κείμενο για το σύνολο του πεζογραφικού της έργου που διαβάστηκε στο Αφιέρωμα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, την Τετάρτη, 9/5/2012)

.

Παναγιώτης Γούτας

ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Θα ήθελα, αρχικά, να συγχαρώ τον Δήμο Θεσ / νίκης και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη που, εν μέσω παρατεταμένης ακυβερνησίας (οι πολιτικοί μας ταγοί, με μικροπολιτικές σκοπιμότητες και πλήρεις ασυνειδησίας, ξεφορτώνονται μεταξύ τους τη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με την αβάσταχτη ελαφρότητα νεαρών που παίζουν μαξιλαροπόλεμο σε φοιτητικό δωμάτιο) και με αφορμή τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης της πόλης, τιμούν σημαντικούς λογοτέχνες και δημιουργούς που απέχουν εκκωφαντικά από τη στείρα δημοσιότητα, τα τηλεοπτικά φώτα και το λάιφ στάιλ εν γένει. Ανθρώπους που μας διδάσκουν ήθος, υπευθυνότητα, ειλικρίνεια, αξιοπρέπεια, δηλαδή χρήσιμους ανθρώπους Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, για το πεζογραφικό έργο της οποίας έχω την τιμή και τη χαρά να σας μιλήσω απόψε.
Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, από τις αντιπροσωπευτικότερες ποιητικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, από τα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα μοιράζει ισοδύναμα και επιτυχώς το λογοτεχνικό της τάλαντο σε πεζό και ποιητικό λόγο. Φαίνεται πως ο πεζός λόγος απελευθερώνει μέσα της δυνάμεις που, πιθανόν, η ποίηση κρατούσε εγκλωβισμένες ή δεν τις αναδείκνυε στον βαθμό που εκείνη θα επιθυμούσε. Η αρχή γίνεται το 1998 με το εκτενές αφήγημά της Συνοικισμός σιδηροδρομικών (εκδ. Κέδρος). Πρόθεση της συγγραφής αυτού του βιβλίου, όπως η ίδια καταθέτει: η ευγνωμοσύνη απέναντι στην ανεπανάληπτη εμπειρία της συναναστροφής που εξανθρωπίζει. Στο παρόν βιβλίο σκιαγραφείται ο Συνοικισμός Σιδηροδρομικών, ιδίως στην εικοσαετία 1930 με 1950. Με ρέουσα αφήγηση, γνήσια νοσταλγία και χιούμορ σε κάποιες στιγμές, καταγράφεται η ζωή αχάλαστων, φτωχών αλλά αξιοπρεπών ανθρώπων που με ψηλά το κεφάλι υπερπηδούσαν τα εμπόδια και τις κακοτοπιές της ζωής τους. Τα παλιά σπίτια, ο γενναίος σιδηροδρομικός πατέρας, η σκαλωμαρία των αγοριών στο τραμ –μια πολυτέλεια και μια ηδονή της εποχής που δεν την γεύονταν, τότε, τα κορίτσια–, τα κεραμίδια στις στέγες που έσταζαν νερά στις νεροποντές, ο βόθρος, τα καυσόξυλα, ο σεισμός της Ιερισσού το ’32, οι γειτόνισσες, άλλες υποχόνδριες, άλλες αθυρόστομες, άλλες αρχοντικές, τα βαριετέ της εποχής και δεκάδες γυναίκες της υπομονής, με μπουγάδες, κεντήματα και γλυκά του κουταλιού, αλλά και παλιές φίλες της συγγραφέως που πια δεν ζουν, συνθέτουν αυτό το πλούσιο και εύοσμο χαρμάνι ζωής μιας εποχής που φαντάζει μακρινή όμως, εξαιρετικά επίκαιρη, λόγω της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία τρία χρόνια. Το παλιό σπίτι της αφηγήτριας κατάντησε τεράστιο γκαράζ και βενζινάδικο. Τέλη της δεκαετίας του πενήντα ήρθε ο μαρασμός της συνοικίας, από το μικρόβιο του νεοπλουτισμού και της αντιπαροχής. Ωστόσο πάντα θα μένει ζωντανή στην ψυχή και τη συνείδηση της Αγαθοπούλου, γι’ αυτό άλλωστε μεταποιήθηκε από μνήμη σε λόγο. Το αφήγημα διαβάζεται αντιστικτικά και ως κείμενο αυτογνωσίας και οδηγό επιβίωσης σε καιρούς χαμένης εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, ανέχειας και αναξιοκρατίας.
Ένα χρόνο μετά, το 1999, κυκλοφορεί από τη Νεφέλη η πρώτη συλλογή διηγημάτων της (ποιητικών αφηγημάτων, θα έλεγα καλύτερα), με τον τίτλο Στο δωμάτιο. Έχουμε δηλαδή για πρώτη φορά μετάβαση από την εκτενή αφήγηση στη μικρή φόρμα, και μάλιστα μπολιασμένη με πολλά ποιητικά στοιχεία. Στις περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου η συγγραφέας παρατηρεί, νοσταλγεί ή εμπνέεται κυρίως από διάφορα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του – ποιητικά πορτρέτα ιδωμένα σε βάθος χρόνου (η κατάκοιτη μάνα της, ο καρβουνιάρης παππούς, η ποιήτρια Κική Δημουλά που δαμάζει τις λέξεις, μια γεωργιανή υπηρέτρια με αδρή συμπεριφορά, μια εκπάγλου ομορφιάς γυναίκας που με το πέρασμα του χρόνου χάνει την ομορφιά της κ. ά.) Ο άλλος, το τρίτο πρόσωπο που συχνά είναι ηλικιωμένος, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος ή ήδη νεκρός, αποτελεί σ’ αυτό το βιβλίο το ενδιάμεσο βήμα προτού η Αγαθοπούλου καταφύγει σε πιο προσωπικά και εξομολογητικά κείμενα (κάτι που θα αρχίσει να γίνεται από το βιβλίο της η Παραίτηση και μετέπειτα). Στο δωμάτιο, δηλαδή, το φως εστιάζεται κατά πρώτον σε άλλα πρόσωπα και δευτερευόντως στη συγγραφέα-αφηγήτρια, που ωστόσο και πάλι νοσταλγεί, εμπνέεται, παρατηρεί ή καταφεύγει στο ένδον σκάπτε. Όλες οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης και ο χρόνος φαντάζει ακινητοποιημένος (μιλάμε για στιγμές στον χρόνο). Λόγος καλά δουλεμένος, ακρίβεια σκέψεων και συναισθημάτων, ενσταλαγμένη ποίηση στις σωστές της δόσεις και μια διάχυτη υποβόσκουσα αγωνία για το πριν και το μετά του θανάτου, του γήρατος και της φθοράς. Κορυφαίο της συλλογής (πάντα κατά τη γνώμη μου) το ομότιτλο της, Στο δωμάτιο, που ως έννοια υποδηλώνει τη συνείδηση και αποτελεί πεδίο υπαρξιακών ανησυχιών και προβληματισμών της συγγραφέως. Άλλωστε ο άδειος χώρος, ένα άδειο από ενοίκους σπίτι ή ένα δωμάτιο, που φωτίζεται και εξετάζεται από πολλές σκοπιές, αποτελεί γνώριμο αφηγηματικό σκηνικό της Αγαθοπούλου και θα το συναντήσουμε και σε άλλα της βιβλία.
Ακολουθεί Η παραίτηση (Κέδρος, 2002), που περιέχει 19 τον αριθμό κείμενα. Εδώ η συγγραφέας φιλτράρει μέσα από τον προσωπικό ευρυγώνιο φακό της την καθημερινότητα και αναγάγοντάς την στο γνώθι σαυτόν των αρχαίων φτάνει στο κουκούτσι της ατομικής της ύπαρξης. Οι ιστορίες της, πλέον, δεν βασίζονται τόσο σε αποκωδικοποίηση ή ερμηνεία άλλων προσώπων, αλλά αποκτούν προσωπικό χαρακτήρα. Υπάρχουν πάλι μνήμες παλιότερης εποχής, αλλά για πρώτη φορά θα συναντήσουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση και αποστασιοποιημένη ματιά σε σχέση με τα παλιότερα βιβλία της. Σε τουλάχιστον τέσσερα αφηγήματα παρωδείται με μαεστρία ο θάνατος, ενώ και οι ήρωες δείχνουν εξοικειωμένοι με την ιδέα της φθοράς και του χαμού σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε παλιότερες συλλογές. Συχνά το παρελθόν εμφιλοχωρεί στο παρόν, αλλού υπάρχει αυτοσαρκασμός ενώ υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες προσωπικές φοβίες και αδυναμίες της ώριμης ηλικίας που όμως φαινομενικά μόνο οδηγούν την αφηγήτρια σε παραίτηση, αφού η ηρωίδα υπερνικά τα όποια εμπόδια της ζωής και επιβιώνει. Τέλος, η συχνή χρήση λέξεων μικρασιάτικης προέλευσης, προφανώς λόγω της καταγωγής των γονιών της συγγραφέως και των δικών της ακουσμάτων, προσδίδει γοητεία και πολυχρωμία στη γραφή της. Ο φιλοσοφικός-υπαρξιακός πυρήνας του βιβλίου έχει να κάνει με τον τίτλο του αλλά και με το ομότιτλο διήγημα, που αντιπροσωπεύει θαυμάσια το περιεχόμενο όλων των κειμένων, δίνοντας το στίγμα της Αγαθοπούλου. Η ηρωίδα-αφηγήτρια νιώθει –προς στιγμήν– παραιτημένη από τη ζωή, παροπλισμένη, απόμαχη, όμως μόνο προσωρινά, αφού δεν θα αφεθεί οριστικά στην απομόνωση και στην απόσυρση, αλλά θα κάνει τα ένα-δύο γενναία βήματα που απαιτούνται για να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, και να μπει και πάλι, θαρρετά, στο παιχνίδι της ζωής. Είναι τελικά η ίδια η τέχνη της συγγραφέως, που, λειτουργώντας ιαματικά, σώζει την ηρωίδα-αφηγήτρια κάνοντάς την να επανακάμψει από την πρόσκαιρη θλίψη που νιώθει και τις αναποδιές που βιώνει. Παράλληλα την οπλίζει μ’ ένα σπουδαίο εφόδιο: την επίγνωση των ορίων του εαυτού της αλλά και του κόσμου που την περιβάλλει. Για την ιστορία, αναφέρω πως η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων βραβεύτηκε, το 2003, από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη.
Στη συλλογή Οι μικρές χαρές (Μεταίχμιο, 2005) που έπονται της Παραίτησης, ο όρος διηγήματα είναι πιο εύστοχος και αντιπροσωπευτικός απ’ ό,τι για τα κείμενα της Παραίτησης. Κάποια υπόγεια σύνδεση που υπάρχει ανάμεσά τους θα μπορούσε να συνηγορήσει ώστε το υπάρχον υλικό να πάρει και μυθιστορηματική έκταση ή τουλάχιστον να σταθεί και σαν εκτενής αφήγηση. Ας δούμε, τώρα, κάποιες από τις «μικρές χαρές» της Αγαθοπούλου που προσφέρουν πληρότητα στην ίδια, και σε μας την αναγνωστική απόλαυση: Η αναπόληση της οσμής ενός αγαπημένου εξαδέλφου –άρωμα μελιού ανάμικτο με κολόνια και μυρωδιά σώματος– που αναδίδει το άδειο παλτό του. Ο μαρασμός μιας πολύχρονης σχέσης, που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της. Ένα πρωινό αφιερωμένο στον εαυτό μας. Το κοίταγμα των πουλιών μέσα από ένα κλειστό παράθυρο. Ένα μπουκέτο ανεμώνες. Ένα τραγούδι –έστω λυπημένο– στο ραδιόφωνο. Η παρατήρηση άγνωστων ανθρώπων σ’ ένα καφέ-μπαρ. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή μιας τραγουδίστριας κέλτικων τραγουδιών. Η μυρωδιά ενός βρέφους σε κρεβάτι νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται η μάνα, με επιλόχειο πυρετό… Μινιμαλιστική διάθεση και χαμηλόφωνη γραφή, σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο αφήγησης, άλλοτε με αφηγηματικά προσωπεία κι άλλοτε άμεσα, προσωπικά, αποκαλυπτικά. Κείμενα ισορροπημένα στη γραφή τους, σμιλεμένα με μαστοριά, που τα χαρακτηρίζουν από τη μία η λιτή και ακριβής διατύπωση, κι από την άλλη το αίσθημα και η νοσταλγία. Λάμπει το ελάχιστο, αναδεικνύεται σε μείζον, και το μικρό, το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο –μα εντέλει τόσο σημαντικό– το κατ’ επίφασιν ευτελές, εξακτινώνεται στις σφαίρες της τέχνης.
Η τελευταία ώς τώρα πεζογραφική κατάθεση της Α. που τιτλοφορείται Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι (Γαβριηλίδης, 2010) νομίζω πως αποτελεί την κορυφαία πεζογραφική στιγμή της. Στο παρόν βιβλίο, που αποτελείται από 26 διηγήματα, συχνά κάτι το ελάχιστο ή το φαινομενικά ασήμαντο (όπως δηλαδή και στο προηγούμενο βιβλίο της) στέκεται αρκετό για να υφανθεί –πάντα με μακροπερίοδο λόγο– μια μικρή ιστορία. Τα προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού της που της ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, η μορφή της μητέρας της που επανέρχεται μετά θάνατον με όλα τα προτερήματα και τις ιδιορρυθμίες της –κυρίως την αυστηρότητά της, μιαν αυστηρότητα που καθόρισε και χάραξε την πορεία ζωής της συγγραφέως-κόρης–, πρόσωπα της γειτονιάς ή αποδεκατισμένοι μετανάστες, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, στιγμές προσωπικής ευδαιμονίας και πολύτιμης μοναξιάς στα καφέ της πόλης, η «απρέπεια» μιας αριστοκράτισσας όταν περιδιαβαίνει μια φτωχική συνοικία, ένα άκαμπτο αντρικό στόμα που, επιτέλους, γελά, ένα ερωτικό ραντεβού που πηγαίνει στράφι από μία άστοχη κουβέντα, όλα μεταποιούνται με τη γραφίδα της συγγραφέως σε μικρά πολύτιμα δομικά υλικά συνειδητοποίησης του κόσμου που την περιβάλλει. Η καθαρότητα του βλέμματος κι αυτό που ο Άλντους Χάξλεϊ όρισε στα βιβλία του ως «διευρυμένη συνείδηση», είναι τα όπλα της συγγραφέως για να μοιράζεται και να σκορπά απλόχερα τα ιδιωτικά της κεκτημένα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τους λογισμούς της, στους γύρω, που την περιβάλλουν, στον άλλο, στον διπλανό, στην ετερότητα. Όλα είναι απλωμένα πάνω στα υλικά σώματα, μέχρι και στη σκόνη που τα περιβάλλει. Όλα τα αντικείμενα είναι διαποτισμένα από το παρελθόν. Αρκεί να τα δούνε τα μάτια της ψυχής, να τα εντοπίσει η έσω όραση, και η διευρυμένη συνείδησή μας να νιώσει, να αισθανθεί, να πονέσει, να θυμηθεί. Ιστορίες ειλικρινείς, αληθινές, προσωπικές, άλλοτε εξομολογητικές άλλοτε πιο κρυπτικές, γραμμένες με τέχνη και αίσθημα, που συνδυάζουν τη σχολαστική παρατήρηση και ακρίβεια της πεζογράφου με την ευαισθησία της ποιήτριας. Μια ανέλπιστη αλήθεια φτερουγίζει, απελευθερωμένη, στο τέλος κάθε κειμένου. Ίσως να είναι η κρυμμένη ποίηση, που φανερώνεται μέσ’ από τις λέξεις, σε βαθμό που να την περιμένουμε σε κάθε ανάγνωση που ακολουθεί.
Η Κ.Α. εκτός από σπουδαίο ποιητικό και πεζογραφικό έργο, έχει και σημαντικό δοκιμιακό έργο, που (αν εξαιρέσουμε τις πάμπολλες δημοσιεύσεις της σε έγκυρα περιοδικά της χώρας) κυρίως συνοψίζεται στο βιβλίο της Δοκίμια και δοκιμασίες, τυπωμένο από τις καλαίσθητες και ποιοτικές εκδόσεις Νησίδες το 1999. Περιλαμβάνει δεκαοχτώ κείμενα για ποιητές της Θεσσαλονίκης (Θέμελης, Καρέλλη, Κύρου, Μάρκογλου, Στογιαννίδης, Ευαγγέλου, Βαφόπουλος, Ασλάνογλου, Χρηστάρα), στα οποία αλλού θα συναντήσουμε κριτική οξυδέρκεια, εμβάθυνση και παρατηρητικότητα, αλλού μαρτυρίες συμβάντων της καθημερινής ζωής των ποιητών με τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες τους, ενώ κάποια κείμενά της κινούνται στο μεταίχμιο ανάμεσα σε κριτικό δοκίμιο και μαρτυρία. Στον πρόλογο του βιβλίου της η συγγραφέας δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια πως δεν διεκδικεί ούτε τον τίτλο του κριτικού ούτε την ιδιότητα του δοκιμιογράφου, με την έννοια της επαγγελματικής προσήλωσης. Επίσης δεν λογάριασε μόνο θεσσαλονικείς ποιητές από αίσθημα τοπικισμού, αλλά έγραψε συνειδητά αυτά τα κείμενα από μια ανάγκη «σωματικής» μαρτυρίας, αφού με όλα αυτά τα πρόσωπα συγχρωτίστηκε, παροίκησε στην ίδια Ιερουσαλήμ, δοκιμάστηκε λόγω και έργω μέσα στους ίδιους δρόμους αυτής της πόλης.
Τελειώνοντας αυτή την αναφορά στην πεζογραφική διαδρομή της Α. θέλω να επισημάνω ότι η πεζογραφική κοιτίδα της βρίσκεται στο ρεύμα της συνειδησιακής ροής που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πόλη μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι περίπου το 1950. Σήμερα, βέβαια, έχουμε μετεξέλιξη αυτής της τάσης σε ένα μεικτό είδος ανάμεσα στον ρεαλισμό (νεορεαλιστική πρόζα) και στον εσωτερικό μονόλογο, κάτι που, μαζί με αρκετούς ομοτέχνους της, ακολουθεί και η ίδια. Παράλληλα, συγκαταλέγεται σε μια ομάδα λογοτεχνών (Βασιλικός, Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου, Νικηφόρου κ.α.) που επηρεάστηκαν από τους πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους μεταπολεμικούς, και όχι από το γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα. Όλοι οι παραπάνω, στη γραφή τους, συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά τους ο εσωτερικός χρόνος υποκαθιστά τον συμβατικό. Ειδικά στην Αγαθοπούλου δύο στοιχεία εντοπίζονται στο πεζογραφικό της έργο: Η μνήμη και το βίωμα. Η περίπτωση της μάς αποκαλύπτει μια ισοδύναμα εξαιρετική ποιήτρια και πεζογράφο. Γράφει δίχως διάθεση εντυπωσιασμού, δίχως συμβιβασμούς στις απαιτήσεις των καιρών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής της, χωρίς ευκολίες και σκοπιμότητες. Καθαρή λογοτεχνία, κρυστάλλινα κείμενα, με σοφία και αίσθημα. Κι επειδή όλα τα παραπάνω δεν παύουν να είναι σχολαστικές παρατηρήσεις και αναλύσεις, νομίζω πως η πόλη όπου ζει και αναπνέει, οι άνθρωποί της, οι ομότεχνοί της και κυρίως οι νεώτεροι άνθρωποι που διαβάζοντας τα ποιήματα και τα διηγήματά της διδαχτήκαμε τόσα πολλά και ουσιαστικά για την τέχνη της γραφής, της οφείλουμε ένα βαθύ, ειλικρινές και ζεστό «ευχαριστώ», για όσα συνολικά μας έχει ως τώρα προσφέρει. Ευχαριστούμε, Μαρία.

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 9 Μαΐου 2012, προς τιμήν της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου. Στο πάνελ ο Τάσος Καλούτσας και η Μαρία Κουγιουμτζή)

Ο Παναγιώτης Γούτας έγραψε επίσης για τις δυο συλλογές της Αγαθοπούλου « Μικρές χαρές» και «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι»

Μικρές χαρές, διηγήματα, εκδ. Μεταίχμιο, 2005

Τι είναι αυτό που κάνει μια ποιήτρια με 13 αξιόπιστες ποιητικές συλλογές να στρέφεται στον πεζό λόγο; Ποια βαθύτερη ανάγκη της προσπαθεί να ικανοποιήσει; Μήπως –έστω περιστασιακά– ισχύει το χριστιανοπουλικό «εγκαταλείπω την ποίηση» λόγω κάποιου απαυδίσματος, κάποιας προσωπικής της εξουθένωσης, εξ αιτίας της πολυετούς ενασχόλησής της με τις λέξεις; Όμως η Κ. Α. ούτε εγκατέλειψε την ποίηση ούτε διακατέχεται από τη ματαιοδοξία να διαπρέψει και σ’ άλλα «εδάφη», να οργώσει κι άλλα λογοτεχνικά «χωράφια». Ως αυθεντική δημιουργός που είναι, ξέρει πολύ καλά πως, πέρα από την ευδαιμονία της προσωπικής έκφρασης, μάλλον εξουθενώνεσαι και συνθλίβεσαι από το ανελέητο κυνηγητό της λέξης. Παράλληλα, διόλου δεν της διαφεύγει πως η ποιητική δημιουργία είναι απείρως δυσκολότερη, σημαντικότερη και ουσιωδέστερη της αντίστοιχης πεζογραφικής. Και εξακολουθεί να γράφει ποιήματα – έχει στα σκαριά και νέα συλλογή. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και δεν βολεύεται με τον χαρακτηρισμό «αντιπροσωπευτική ποιητική φωνή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς», και –από το 1998– εκδίδει δοκίμια, εκτενή αφηγήματα, ποιητικά αφηγήματα ή διηγήματα;
Προτού καταθέσω τη δική μου –αυθαίρετη ίσως– εκδοχή στην περίπτωση Αγαθοπούλου που –ως λογοτεχνική περίπτωση– τη θεωρώ σημαντική και ιδιάζουσα, θα πάρω τα πράγματα με κάποια σειρά. Θα επικεντρωθώ στα δύο τελευταία της πεζογραφικά βιβλία («Η παραίτηση», Κέδρος, 2002 και «Οι μικρές χαρές», Μεταίχμιο, 2005), επειδή κρίνω πως είναι αυτά που την καθιστούν και την αναδεικνύουν και σε σημαντική πεζογράφο.
Τα 19 κείμενα της «Παραίτησης» προσιδιάζουν περισσότερο στον όρο ποιητικά αφηγήματα. Το ποιητικό στοιχείο τα διαπερνά –σχεδόν ολοκληρωτικά– κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στα επιμύθιά τους. Η αφήγηση της «Παραίτησης» –πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη– είναι λιτή και περιεκτική, το χιούμορ ρέει διακριτικά, υπάρχει πληθώρα λέξεων βασισμένων στο μικρασιάτικο ιδίωμα, ενώ συναντούμε πολλά σημεία χλευασμού ή παρωδίας του θανάτου. Χαρακτηριστικό της γραφής της Αγαθοπούλου η ποιητική διατύπωση και η οικονομία λόγου, ιδιαίτερα στα «κλεισίματα» των κειμένων, που συχνά απολήγουν σε ηχοποίητες φράσεις ή σε προτάσεις-κουβέντες, διατυπωμένες από το στόμα κάποιου ήρωα της συγγραφέως. Ο φιλοσοφικός-υπαρξιακός πυρήνας του βιβλίου έχει να κάνει με τον τίτλο του αλλά και με το ομότιτλο διήγημα, που αντιπροσωπεύει θαυμάσια το περιεχόμενο όλων των κειμένων, δίνοντας το στίγμα της Αγαθοπούλου. Η ηρωίδα-αφηγήτρια νιώθει –προς στιγμήν– παραιτημένη από τη ζωή, παροπλισμένη, απόμαχη, όμως μόνο για λίγο, μόνο προσωρινά, αφού δεν θα αφεθεί οριστικά στην απομόνωση και στην απόσυρση, αλλά θα κάνει τα ένα-δύο γενναία βήματα που απαιτούνται για να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, και να μπει και πάλι, θαρρετά, στο παιχνίδι της ζωής. Είναι τελικά η ίδια η τέχνη της συγγραφέως, που, λειτουργώντας ιαματικά, σώζει την ηρωίδα-αφηγήτρια κάνοντάς την να επανακάμψει από την πρόσκαιρη θλίψη που νιώθει και τις αναποδιές που βιώνει. Παράλληλα την οπλίζει μ’ ένα σπουδαίο εφόδιο: την επίγνωση των ορίων του εαυτού της αλλά και του κόσμου που την περιβάλλει. Για την ιστορία, αναφέρω πως η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων της Κέντρου-Αγαθοπούλου βραβεύτηκε, το 2003, από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη.
Και έρχομαι τώρα στο τελευταίο πόνημα της ποιήτριας και πεζογράφου, στις «Μικρές χαρές». Εδώ ο όρος «διηγήματα» είναι πιο εύστοχος απ’ ό,τι στην «Παραίτηση». Κι αυτό γιατί τα νέα κείμενα της Κ. Α. –δίχως να έχουν πάψει να διατηρούν την ποιητικότητά τους– είναι πιο… διηγήματα ως προς τη σύνθεση, την έκταση, την πλοκή, το όλο στήσιμό τους. Κάποια υπόγεια σύνδεση που υπάρχει ανάμεσά τους θα μπορούσε να συνηγορήσει ώστε το υπάρχον υλικό να πάρει και μυθιστορηματική έκταση ή τουλάχιστον να σταθεί και σαν εκτενής αφήγηση. Διαβάζοντας κάποιος τις 24 ιστορίες του βιβλίου έχει την αίσθηση πως συντέθηκαν από μια ώριμη πεζογράφο. Κι αν δεν γνωρίζει και το «ιστορικό» της συγγραφέως αναφορικά με την ποιητική της δράση, θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν πεζογράφο που κατέχει άριστα τους μηχανισμούς της γλώσσας, μπολιάζοντας τα κείμενά της με στοιχεία ποιητικά. Πώς, όμως, από την «Παραίτηση» η Αγαθοπούλου οδηγήθηκε στις «Μικρές χαρές»; Και ποιες είναι τελικά αυτές οι «Μικρές χαρές» που, ως τίτλος και περιεχόμενο, αντιπροσωπεύουν την καινούρια της συλλογή;
Η Κέντρου-Αγαθοπούλου στο απόγειο της συγγραφικής της ωριμότητας, παρακάμπτοντας την αγωνία του θανάτου, τον φόβο της παραίτησης και του παραγκωνισμού από τη ζωή, που την απασχόλησε –με δημιουργικό τρόπο– στην προηγούμενη συλλογή της, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα. Μας καταθέτει μιαν αλήθεια που, πολλοί από εμάς, ίσως δεν είμαστε ακόμα σε θέση να νιώσουμε. Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι μια νεφέλη, ένα πουκάμισο αδειανό. Ίσως η προσδοκία της να σχετίζεται με τη νεότητα – αυτό είναι απολύτως θεμιτό και δικαιολογημένο. Όμως με το διάβα του χρόνου διαπιστώνει κανείς πως κυνηγάει χίμαιρες. Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί. Δύο τινά, πλέον, μπορούν να συμβούν. Ή θα απελπιστεί, θα μελαγχολήσει και θα μαραζώσει ή θα αποδεχτεί τη ζωή όπως είναι, όπως του έρχεται, με τα βάσανα, τις αποκοτιές αλλά και τις μικρές χαρές της. Είναι τα τελικά ψυχολογικά στάδια του Έρικσον στη θεωρία του για τις αναπτυξιακές κρίσεις του «εγώ» –για να θυμηθούμε λίγο την εξελικτική ψυχολογία– που βασίζονται στα δίπολα «Πανανθρώπινο ενδιαφέρον-αυτοαπορρόφηση» και «αποδοχή-απόρριψη» και που αφορούν μεσήλικες ανθρώπους, δίχως ο συγκεκριμένος ψυχολόγος να θεωρεί υποχρεωτικό και απαραίτητο το να φτάσουν όλοι οι συνάνθρωποί μας κάποτε σ’ αυτά τα στάδια – πόσο μάλλον στους θετικούς όρους των δίπολων που προανέφερα. Είναι πάντως βάλσαμο αυτές οι μικρές χαρές, είναι πολύτιμες αν θέλουμε να οδηγηθούμε στην αποδοχή των πεπραγμένων μας, είναι λυτρωτική η αναπόλησή τους, ιαματική, σαν δροσερό νεράκι από γάργαρη πηγή που ξεδιψά τον αποκαμωμένο οδοιπόρο.
Ας δούμε, τώρα, κάποιες από τις «μικρές χαρές» της Αγαθοπούλου που προσφέρουν πληρότητα στην ίδια, και σε μας την αναγνωστική απόλαυση: Η αναπόληση της οσμής ενός αγαπημένου εξαδέλφου –άρωμα μελιού ανάμικτο με κολόνια και μυρωδιά σώματος– που αναδίδει το άδειο παλτό του. Ο μαρασμός μιας πολύχρονης σχέσης που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της. Ένα πρωινό αφιερωμένο στον εαυτό μας. Το κοίταγμα των πουλιών μέσα από ένα κλειστό παράθυρο. Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Ένα τραγούδι –έστω λυπημένο– στο ραδιόφωνο. Η παρατήρηση άγνωστων ανθρώπων σ’ ένα καφέ-μπαρ. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή μιας τραγουδίστριας κέλτικων τραγουδιών. Το κατάλυμα που προσφέρει η τέχνη, ιδίως σ’ εκείνους που είχαν εμπειρία θανάτου. Ο μαγευτικός χορός ενός άσχημου –στην όψη– χορευτή σε μια ταβέρνα. Παιδικές μνήμες –έστω τραυματικές– από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η αναπόληση της μορφής και της προσωπικότητας της πεθαμένης νουνάς της αφηγήτριας. Η μυρωδιά ενός βρέφους σε κρεβάτι νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται η μάνα, με επιλόχειο πυρετό…
Μινιμαλιστική, λοιπόν, διάθεση και χαμηλόφωνη γραφή από την Κ. Α., σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο αφήγησης, άλλοτε με αφηγηματικά προσωπεία κι άλλοτε άμεσα, προσωπικά, αποκαλυπτικά. Κείμενα ισορροπημένα στη γραφή τους, σμιλεμένα με μαστοριά, που τα χαρακτηρίζουν από τη μία η λιτή και ακριβής διατύπωση, κι από την άλλη το αίσθημα και η νοσταλγία. Λάμπει το ελάχιστο, αναδεικνύεται σε μείζον, και το μικρό, το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο –μα εντέλει τόσο σημαντικό –το κατ’ επίφασιν ευτελές, εξακτινώνεται στις σφαίρες της τέχνης.
Επανέρχομαι –ίσως με εκνευριστική επιμονή– στο αρχικό ερώτημα. Τι είναι αυτό που κάνει μια φτασμένη ποιήτρια να γράφει και διηγήματα; Η ερώτηση φαντάζει ρητορική, όχι υπό την έννοια του αυτονόητου ή του εντελώς περιττού της απάντησης, αλλά επειδή είναι πολύ προσωπική. Θα μπορούσε να τεθεί και σε μια πλειάδα ζώντων, καταξιωμένων ποιητών που επέλεξαν –κάποιοι νωρίτερα, κάποιοι εκ των υστέρων– την οδό της Αγαθοπούλου (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Δαββέτας, Κώστας Ριτσώνης, Πρόδρομος Μάρκογλου, Μάρκος Μέσκος, Τόλης Νικηφόρου, Σάκης Σερέφας κ. ά.). Οι απαντήσεις που θα συλλέγαμε ίσως να ήταν πολλαπλές, οι τοποθετήσεις ποικίλες και αποκαλυπτικές, κι όχι απαραιτήτως του στιλ «ε, μην την ψάχνεις, όλοι γράφουν απ’ όλα», φράση που –διατυπωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο– αφενός θα φανέρωνε κυνική απαξίωση, αφετέρου θα μας έλεγε τη μισή αλήθεια. Σύμφωνοι, αρκετοί λογοτέχνες καταγίνονται με πολλά, τα καταφέρνουν όμως το ίδιο ικανοποιητικά, όλοι τους και πάντοτε, με ό,τι καταγίνονται; Επιστρέφω, όμως, στην περίπτωση Αγαθοπούλου. Παρόλο το θράσος και την αδιακρισία που κρύβει μια απόπειρα ερμηνείας των πράξεων μιας σπουδαίας δημιουργού από πλευράς μου, θα τολμήσω μόνο κάποιες –ελπίζω όχι αυθαίρετες– διαπιστώσεις, ακόμα κι αν δεν καταφέρω με αυτές να οδηγηθώ στον πυρήνα του αρχικού μου ερωτήματος: Η Κ. Α. είναι βέβαιο ότι τολμά. Δεν βολεύεται με ετικέτες, ταμπέλες και χαρακτηρισμούς. Δεν έχει αγκυλώσεις και κολλήματα στην τέχνη της. Ρισκάρει με απόλυτη επιτυχία. Δοκιμάζει τα συγγραφικά της όρια. Ανανεώνεται διαρκώς. Διοχετεύει το ταλέντο της και σε άλλες μορφές λόγου, πέραν της ποιήσεως. Μέσα από τα ζουμερά, περιεκτικά και ευανάγνωστα διηγήματά της μας παραδίδει απλά μαθήματα οικονομίας του λόγου. Μας διδάσκει το συγγραφικό μέτρο. Μας μαθαίνει πως «αίσθημα» και «λιτή διατύπωση» κάλλιστα μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά σε ένα κείμενο. Δεν γνωρίζω αν αυτά τα λίγο άχαρα ρήματα που προανέφερα, «μαθαίνω» και «διδάσκω», ήταν στις προθέσεις της, πάντως προσωπικά της χρωστώ ευγνωμοσύνη για όσα μού έμαθε διαβάζοντας και τα διηγήματά της.
Στην εποχή που όλα μετρώνται, προσμετρώνται και συνυπολογίζονται, η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική θα πρέπει –κατά την ταπεινή μου γνώμη– να συνυπολογίσει στη λογοτεχνικότητα των κειμένων, δύο σημαντικές παραμέτρους, αναφορικά με την αξιολόγηση του έργου κάποιου δημιουργού. Τη βαθύτερη ανάγκη που ωθεί το δημιουργό στη γραφή –ή αλλιώς το «ζόρι» που τραβάει, ή δεν τραβάει, έκαστος– και επίσης, το πόσο καλά τα καταφέρνει κάποιος λογοτέχνης σε διαφορετικές μορφές λόγου. Επειδή το πρώτο φαντάζει σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και δύσκολο στο να μετρηθεί, στέκομαι στο δεύτερο, που και εφικτό είναι και μετρήσιμο. Η περίπτωση της Κέντρου-Αγαθοπούλου μάς αποκαλύπτει μια ισοδύναμα εξαιρετική ποιήτρια και πεζογράφο. Και αυτό, από μόνο του, είναι σημαντικό.

(το κείμενο αναγνώσθηκε στο Underground Εντευκτήριο σε εκδήλωση προς τιμήν της Μ. Κ. Αγαθοπούλου στις 14 Νοεμβρίου 2005, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν, τχ, 4, καλοκαίρι του 2006, με τίτλο Το πεζογραφικό έργο της Μ. Κ. Αγαθοπούλου. Οι άλλοι δύο ομιλητές ήταν ο Τάσος Καλούτσας και η Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011) εκδ. ΝΗΣΙΔΕΣ, 2011)

Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι, διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2010, σελ.119

Πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου που, αρχής γενομένης με το αφήγημά της Συνοικισμός σιδηροδρομικών (Κέδρος, 1998), μοιράζει ισοδύναμα και επιτυχώς το λογοτεχνικό της τάλαντο σε πεζό και ποιητικό λόγο. Φαίνεται πως ο πεζός λόγος τής απελευθερώνει δυνάμεις που, πιθανόν, η ποίηση να κρατούσε μέσα της εγκλωβισμένες ή να μην τις αναδείκνυε στον βαθμό που εκείνη θα ήθελε. Το βιβλίο τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», έναν εκδοτικό οίκο αισθητικά συναφή και αρμονικό με την απλότητα, την ποιότητα αλλά και τη λογοτεχνικότητα των κειμένων της Αγαθοπούλου.
Στα νέα της κείμενα –26 τον αριθμό– που αποτελούν ένα σύνολο προσωπικών ενσταντανέ, σκέψεις, μνήμες, περιγραφές, αισθήσεις, περιστατικά, όλα εστιασμένα και φωτισμένα (υποφωτισμένα, καλύτερα) κάτω από το ιδιαίτερο βλέμμα της, έχουμε τη συνέχεια και μετεξέλιξη, σε πιο σύγχρονη μορφή, του πεζογραφικού ρεύματος της συνειδησιακής ροής, που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του 30 μέχρι το 1950 περίπου. Εκεί πιστεύω βρίσκεται η πεζογραφική κοιτίδα της Αγαθοπούλου. Παράλληλα, συγκαταλέγεται στην ομάδα λογοτεχνών (Βασιλικός, Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου, Νικηφόρου κ.α.) που επηρεάστηκαν από τους πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους μεταπολεμικούς, και όχι από το γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα. Όλοι οι παραπάνω, στη γραφή τους, συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά τους ο εσωτερικός χρόνος υποκαθιστά τον συμβατικό. Ειδικά στην Αγαθοπούλου δύο στοιχεία εντοπίζονται στο πεζογραφικό της έργο: Η μνήμη και το βίωμα. Γι’ αυτήν ακριβώς την ομάδα των θεσσαλονικιών λογοτεχνών επισημαίνει, εύστοχα, ο Αλέξης Ζήρας: «Το ότι όλοι έδωσαν και δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ανάδειξη της προσωπικής, βιωματικής σχέσης με τον χώρο και τα πρόσωπα, ρέποντα προς την υποβολή των συναισθηματικών καταστάσεων παρά προς την εξονυχιστική περιγραφή τους, δίνει το μέτρο του στίγματός τους στον χάρτη της μεταπολεμικής λογοτεχνίας»* Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, πάλι, σε μια γενική επισκόπησή της για το διήγημα στην μεταπολεμική πεζογραφία, κατατάσσει την Αγαθοπούλου (μαζί με Ξεξάκη και Μάρκογλου) στην περίπτωση λογοτεχνών που μεταπήδησαν από την ποίηση στην «νεορεαλιστική διηγηματογραφία»
Στο παρόν βιβλίο, συχνά κάτι το ελάχιστο ή το φαινομενικά ασήμαντο στέκεται αρκετό για να υφάνει, κάθε φορά, η συγγραφέας –με μακροπερίοδο λόγο– μια μικρή ιστορία. Τα προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού της που της ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, η μορφή της μητέρας της που επανέρχεται μετά θάνατον με όλα τα προτερήματα και τις ιδιορρυθμίες της –κυρίως την αυστηρότητά της, μιαν αυστηρότητα που καθόρισε και χάραξε την πορεία ζωής της συγγραφέως-κόρης–, πρόσωπα της γειτονιάς ή αποδεκατισμένοι μετανάστες, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, στιγμές προσωπικής ευδαιμονίας και πολύτιμης μοναξιάς στα καφέ της πόλης, η μουσική που άκουγε παλιά, και πάλι η μητέρα της –απούσα πια, αλλά ζωντανή μέσα από έντονους διαλόγους της συγγραφέως με την αδελφή της–, ο καπνός των τσιγάρων, ο θρίαμβος του καλοκαιριού και η ελευθερία του σώματος, ένας διψασμένος άνδρας που μαγνητίζει το βλέμμα μιας γυναίκας με απρόβλεπτη, όμως, για κείνην απόληξη, η «απρέπεια» μιας αριστοκράτισσας όταν περιδιαβαίνει μια φτωχική συνοικία, ένα άκαμπτο αντρικό στόμα που, επιτέλους, γελά, ένα ερωτικό ραντεβού που πηγαίνει στράφι από μία άστοχη κουβέντα, όλα μεταποιούνται με τη γραφίδα της Κέντρου-Αγαθοπούλου σε μικρά πολύτιμα δομικά υλικά συνειδητοποίησης του κόσμου που την περιβάλλει. Γιατί, αν στην «Παραίτηση» (Κέδρος, 2002) βρίσκει τη δύναμη και τον μοχλό ύπαρξης και μη παραίτησής της από την ζωή και τις δυσκολίες της, αν στις «Μικρές χαρές» (Μεταίχμιο, 2005) λάμπει η αναγεννητική και σωτήρια δύναμη του ελάχιστου, κάνοντάς την να νιώθει κάθε μέρα και κάθε στιγμή της ζωής της σαν μια εξ άνωθεν ευλογία, στο «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι» αναλύει, συνειδητοποιεί βαθιά, αποδέχεται με σοφία, γνώση και αίσθηση το προσωπικό της (εντέλει πανανθρώπινο) σύμπαν.Η καθαρότητα του βλέμματος κι αυτό που ο Άλντους Χάξλεϊ όρισε στα βιβλία του ως «διευρυμένη συνείδηση», είναι τα όπλα της συγγραφέως για να μοιράζεται και να σκορπά απλόχερα τα ιδιωτικά της κεκτημένα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τους λογισμούς της, στους γύρω, που την περιβάλλουν, στον άλλο, στον διπλανό, στην ετερότητα. Αντιγράφω από το διήγημα «Το νόημα της ζωής της»: Πολλές φορές δεν συνέτρεχε λόγος ν’ ανοίξει τη σιφονιέρα της κρεβατοκάμαράς της, αλλά το ’κανε για ν’ απολαύσει μες στα συρτάρια της την αρμονία της άσπρης επιφάνειας των σεντονιών, σαν να ’ναι ένα χιονισμένο τοπίο, τους ποικίλους χρωματισμούς στις πετσέτες του προσώπου, τα μεταξωτά, κεντημένα εσώρουχα, όλη εκείνη την «προίκα» που της είχαν ετοιμάσει ερήμην της, επειδή η αδιαφορία της τότε ξεπερνούσε, εξοργιστικά για τους άλλους, κάθε όριο. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να εκτιμήσει στο έπακρον ό,τι περιείχε το σπίτι της • θησαυρό και περιουσία ανεκτίμητης αξίας τα ’βλεπε όλα εκεί μέσα, κι ας ήταν απλά και λιτά αντικείμενα μιας αναγκαίας διαβίωσης….
Και παρακάτω: Ένα πάπλωμα από βαμβάκι με επένδυση κομμάτια υφάσματος χρωματιστά, λουλουδάτα, διαφορετικά το ένα από το άλλο, ήταν για εκείνη ένα πολύχρωμο λιβάδι όπου ξάπλωνε από κάτω του, σαν να είχε σκάψει ολόκληρα εκτάρια μιας ζεστής μυρωδάτης γης που την σκεπαζόταν ως το κεφάλι της για να βλέπει μες στα σκοτεινά τη μυστική διεργασία της δημιουργίας, τον οργασμό του χώματος με τις δροσερές φύτρες, τα υπόγεια αυλακώματα του νερού να προχωρούν ήσυχα κι αθόρυβα εκεί όπου τα είχαν ανάγκη για βλαστήσεις και φυτρώματα στο φως της ημέρας.
Όλα είναι απλωμένα πάνω στα υλικά σώματα, μέχρι και στη σκόνη που τα περιβάλλει. Όλα τα αντικείμενα είναι διαποτισμένα από το παρελθόν. Αρκεί να τα δούνε τα μάτια της ψυχής, να τα εντοπίσει η έσω όραση, και η διευρυμένη συνείδησή μας να νιώσει, να αισθανθεί, να πονέσει, να θυμηθεί.
Ιστορίες ειλικρινείς, αληθινές, προσωπικές, άλλοτε εξομολογητικές άλλοτε πιο κρυπτικές, γραμμένες με τέχνη και αίσθημα, που συνδυάζουν τη σχολαστική παρατήρηση και ακρίβεια της πεζογράφου με την ευαισθησία της ποιήτριας. Μια ανέλπιστη αλήθεια φτερουγίζει, απελευθερωμένη, στο τέλος κάθε κειμένου. Ίσως να είναι η κρυμμένη ποίηση, που φανερώνεται μέσ’ από τις λέξεις, σε βαθμό που να την περιμένουμε σε κάθε ανάγνωση που ακολουθεί.
Η Αγαθοπούλου γράφει δίχως διάθεση εντυπωσιασμού, δίχως συμβιβασμούς στις απαιτήσεις των καιρών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής της, χωρίς ευκολίες και σκοπιμότητες. Καθαρή λογοτεχνία, κρυστάλλινα κείμενα, με σοφία και αίσθημα.
__________________________________
λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, σελ.. 1273
(Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περ. Οδός Πανός, τχ. 151, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011) εκδ. ΝΗΣΙΔΕΣ, 2011)

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.