ΝΑΣΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία. Σπούδασε Νομική και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εργάζεται στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο Περιττή ομορφιά (Το Ροδακιό, 2017), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας για τις εκδόσεις του έτους 2017 στην Κύπρο. Περιλήφθηκε επίσης στη Μικρή Λίστα των Βραβείων «Ο Αναγνώστης» (Ελλάδα, 2θΐ8), στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία». Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα σέρβικά (Treci Trg, Βελιγράδι, 2θ2ΐ) και έχει παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Πρώτου Πεζογραφήματος Βουδαπέστης (20ig) και στο Φεστιβάλ Ποίησης και Βιβλίου Βελιγραδιού (2021).
Η νουβέλα Τι είναι ένας κάμπος (ΠΟΛΙΣ 2021) είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως.

 

.

 

 

.

 

ΠΕΡΙΤΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ (2017)

Διηγήματα

Δώδεκα διηγήματα απαρτίζουν το πρώτο βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου.
Οι δώδεκα ιστορίες περιστρέφονται γύρω από ένα. κάθε φορά, πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται σαν αποσπασμένο από τους άλλους ανθρώπους, έξω από κάποιο καθιερωμένο πλαίσιο. «Έχει πάντα την αίσθηση πως περπατά μόνη, ειδικά σήμερα, ολομόναχη στον κόσμο», διαβάζουμε στο διήγημα «Μια ευθεία», ενώ στη «Σχετικότητα»: «Κατέβαζε τα σκουπίδια, είχε γείτονες, τους απαντούσε· τους απαντούσε Όλα καλά». Χάρη στη συντομία, την ακρίβεια και τον ρυθμό τους που τα διηγήματα της συλλογής καταφέρνουν να αποτυπώσουν ή να υποδηλώσουν οριακές και απόλυτα προσωπικές για την ανθρώπινη ύπαρξη στιγμές, όπου ένα άτομο βρίσκεται σε πλήρη δοκιμασία ή πλήρη μοναξιά ή σε πλήρη ρήξη με τον υπόλοιπο κόσμο.
Η συγγραφέας καταπιάνεται με φαινομενικά «ασήμαντες» καταστάσεις, αποσκοπώντας όχι τόσο στο να διεισδύσει σε «σημαντικά» ή «σημαντικότερα» ζητήματα, όσο στο να αναδείξει ότι η ζωή ενυπάρχει, ενδεχομένως και με μεγαλύτερη ένταση, σε αυτά ακριβώς τα «μικρά»: τις απροσδόκητες φευγαλέες, ασύνδετες, ασυνάρτητες ή ανομολόγητες λεπτομέρειες της πράξης ή της συνείδησής μας. Ένα ετοιμοθάνατο πουλί στο προαύλιο της εκκλησίας την ώρα της κηδείας του παππού, η ασφυκτική ζέστη μέσα σ’ ένα καθηλωμένο αυτοκίνητο σε μια διάβαση πεζών, η πρώτη νυχτερινή περιπολία
ενός αστυνομικού, η ξενάγηση σε έναν υπαίθριο χώρο γλυπτικής, ένα παιδί που τρέχει πίσω από τη μαμά του σε ένα πάρκο, μια γυναίκα που προσπαθεί να κατανοήσει τη θεωρία της σχετικότητας… Με αυτές και άλλες αφορμές, σε ιστορίες χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, γνωρίζουμε ή διαισθανόμαστε κάποια λανθάνουσα ή αποσιωπημένη εκδοχή του ψυχισμού του προσώπου -του πρωταγωνιστή ή του εαυτού μας- μια ενδότερη αλήθεια, μια ενδόμυχη καθήλωση σε έναν κόσμο στον οποίο, συνάμα, πρέπει διαρκώς κανείς να επιβιώνει, είτε κυριολεκτικά («αυτά έχει η δουλειά, αυτά είχε πάντα, με τον ιδρώτα του προσώπου το ψωμί, κατάρα. βλέπεις, κατάρα του Θεού» στο διήγημα «Ανάποδα») είτε με όρους ταυτότητας και ιδιοπροοωπίας («Εγώ ο πρώτος νεκρός Εγώ τα παιδιά και τα κεντήματα μου», στο διήγημα «Στο φως»).
Παρόλο που η συγγραφέας εκκινεί από διαφορετικούς θεματικούς άξονες ολόκληρη η συλλογή συγκροτείται ως ενότητα με άξονά της τη γυναικεία φιγούρα και τη διαχρονική σύνδεσή της με την αρχετυπική μορφή της Εύας την οποία ωστόσο επεκτείνει ή ανατρέπει. Ταυτόχρονα, ενώ αξιοποιούνται ποικίλες τεχνικές αφήγησης, το βιβλίο χαρακτηρίζεται συνολικά από τη χρήση συμβόλων και μεταφορικών αναγωγών, από την ποιητικότητα και την ποιότητα της γλώσσας και από την ένταση του πυκνού και αφαιρετικού λόγου.

 .

ΑΝΑΠΟΔΑ

Κοιτώντας χάμω.
Έμειναν αντικριστά.
Ολάνθιστη μια κιτρομηλιά στο πεζοδρόμιο.
Η σειρήνα του περιπολικού.
Για μερικές σοκολάτες.
Ρεύμα κρύου αέρα.
Η ντροπή στα σώματά τους.
Για μερικές σοκολάτες.
Από μέσα είχαν πεταχτεί τρία πακέτα τσιγάρα και μερικές σοκολάτες.
Η νάιλον σακούλα ανάμεσα, τριγύρω σκορπισμένες καραμέλες, κίτρινες, πράσινες, μπλε, κομμάτια από γυαλί, τσίχλες, γαριδάκια, χυμοί,
ένα σταντ πεσμένο χάμω. Κοίταζαν χάμω.
Αναψοκοκκινισμένοι και οι δύο, αποκαμωμένοι.
Κάθισε κι αυτός στο πάτωμα με την πλάτη στον απέναντι τοίχο.
Η καρδιά του κόντευε να σπάσει.
Δεν έβγαλε τσιμουδιά.
Η πόλη θα τού φαινόταν κάποτε παράδεισος.
Ένα παιδί, σχεδόν παιδί.
Σύρθηκε κι ακούμπησε στον τοίχο.
Ένα παιδί ήτανε.
«Στάσου. Κοίταξε έχει. Λοξά, έχει, στο ψιλικατζίδικο. Τί γυρεύει μισάνοιχτη η πόρτα τέτοια ώρα; Πάω να ρίξω μια ματιά. Ναι, εγώ. Εσύ μείν’ εδώ. Τον βλέπεις; Εσύ μείνε, ειδοποίησε. Εγώ τρέχω. Να τος, εκεί, μέσα, ένας είναι, στο βάθος, μόνος του, τον βλέπω καλά, δυο βήματα το μαγαζί όλο κι όλο, κρατά μια σακούλα, κάνει να σκαρφαλώσει, είναι στενό το παράθυρο, δε θα χωρέσει, τον έφτασα, έλα δω, πού θα πας, δε μου ξεφεύγεις, ρε μπαγάσα, στα πράσα πιάστηκες, στη φάκα, πού νομίζεις πώς θα πας ρε, τον τραβώ απ’ το μανίκι, τον αρπάζω απ’ τον ώμο, γλιστράει, τον πιάνω απ’ τη μέση, μια σταλιά μέση, γλιστράει πάλι, τί ’ναι τούτος, τον κρατάω, τον κρατώ γερά, πώς κλοτσάει έτσι ο άτιμος, χέρια-πόδια το κεφάλι του, τινάζεται ισαπάνω,
κάτσε κάτω, κάτσε σου λέω, βρομοαράπη, κάτσε, τον πιάνω τώρα απ’ τα μπράτσα, του ρίχνω μια στο στόμα, πέφτει στο πάτωμα, τού περνώ τις χειροπέδες.»
Με τα καλά της.
Η πόλη.
Πάτησε γκάζι.
Η πόλη τη νύχτα.
Έβαλε ταχύτητα.
Πώς θα ’ταν η πόλη με τους ανθρώπους να φορούν τα καλά τους;
Αναρωτήθηκε πώς θα ’τανε.
Γύρισε το κλειδί.
Δουλειά.
Και πώς αλλιώς θα σπούδαζε το κορίτσι του;
Πώς θα τα έβγαζαν πέρα;
Στην αστυνομία νυχτέρια, μεροκάματα το πρωί.
Ένα παιδί ήτανε, σχεδόν παιδί.
Έπειτα δουλειά, μόνο δουλειά.
Η πόλη του φαινόταν τότε παράδεισος.
Ένα παιδί ήτανε όταν πρωτοήρθε.
Δεν θυμάται από πότε είχε να κατέβει βραδιάτικα στην πόλη.
Μπαίνει στο αμάξι.
Άνοιξη δείλι γεννήθηκε.
Αυτή η μυρωδιά του θύμιζε την κόρη του.
Είχε φεγγάρι, μοσχοβολούσαν οι κιτρομηλιές.
Βγήκε έξω.
Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.
Βούρτσισε τα παπούτσια, έδεσε τα κορδόνια, πέρασε τη ζώνη του.
Έβαλε ριγέ πουκάμισο και το μοναδικό του τζίν παντελόνι.
Τί φοράνε σε τέτοιες περιπτώσεις;
Πασαλείφτηκε με κολόνια.
Ξυρίστηκε.
Νερό.
«Πώς είσαι, κορίτσι μου; Στη δουλειά σε πετυχαίνω; Μα ακόμα δουλεύεις; Ναι, η διαφορά στην ώρα, το ξέρω, αλλά και πάλι αργά δεν είναι;
Εντάξει, δε γκρινιάζω. Σου τα ’λεγα όμως, να ’βρισκες κάτι εδώ, συγυρισμένα πράγματα, εδώ, κοντά μας. Να δεις πώς φούντωσαν οι κιτρομηλιές στον κήπο! Καλά, δεν ξαναρχίζω, ένα αστείο έκανα, μη θυμώνεις. Οι τρελοί σου καλά; Πώς αλλιώς να τους πω, βρε κορίτσι μου;
Εντάξει, η δουλειά σου είναι, το ξέρω, μη θυμώνεις. Εντάξει, γι’ άλλο σε πήρα.
»Απόψε βγαίνω την πρώτη μου περιπολία. Μάλιστα, εγώ. Τώρα στα γεράματα, ναι, θα το ζήσω κι αυτό. Καταργήσανε τις κρατικές φρουρές, θέλουνε, λέει, ιδιώτες. Κι έτσι, στο άψε-σβήσε, μας έδωσαν άλλα καθήκοντα.
»Τί να γίνει, αυτά έχει η δουλειά, αυτά είχε πάντα, με τον ιδρώτα του προσώπου το ψωμί, κατάρα, βλέπεις, κατάρα του Θεού.
»Μην ανησυχείς, όχι, δε θα ’μαι μόνος. Μα, κι έτσι να ’ταν, κρατιέται ο γέρος σου, ακόμα κρατιέται. Το άλλο δε σ’ το ’πα, θα είμαστε υπό κάλυψη. Με πολιτικά, μάλιστα. Να ήσουν εδώ να με καμάρωνες!
»Γελάς, κορίτσι μου, γελάς, πάντα να γελάς. Ναι, παιδί μου, σε ζητάνε, κλείνω, ναι, ακούω που σε φωνάζουν, τ’ ακούω, κι ας μην καταλαβαίνω γρι. Μια λέξη ξέρω μόνο απ’ αυτή τη γλώσσα, “chocolates”, ναι, από τότε τη θυμάμαι, τότε που τρέχαμε ξοπίσω στους Εγγλέζους, μωρά ακόμα, για μερικές σοκολάτες. Για μερικές σοκολάτες.
»Γεια σου, κορίτσι μου. Εσύ να προσέχεις. Εσύ.»

.

ΔΥΟ ΓΑΤΕΣ

Είναι το σπίτι μου. Στο κέντρο του δυο γάτες. Δεν ξέρω το φύλο τους.
Τις φωνάζω «Άννα».
Η μία παρδαλή. Με λευκό φουντωτό τρίχωμα, αφήνει σημάδια όπου κι αν τρίβεται. Και με κανελιές βούλες, σαν σκορπισμένες λίμνες, μπορεί σαν αραιωμένα σύννεφα, μπορεί σαν πεσμένα φύλλα.
Στο χρώμα της στάχτης ή άλλη — χρώμα σκούρο, παχύ, ομοιογενές. Με μακριά μουστάκια κι έντονα μάτια —κατάμαυρες κόρες, ίδιες πευκοβελόνες, κατάμαυρα φρύδια, τεντωμένες χορδές— που με ακολουθούν.
Με ακολουθούν καθώς αυτή περπατά ολόισια, ανασηκώνοντας ένα- ένα τα πόδια. Κάθε της κίνηση ακριβής, αυτοτελής, σίγουρη, άλλα και σε απόλυτη αρμονία με την επόμενη· θυμίζει σχοινοβάτη, θυμίζει χειρουργό ή μπαλαρίνα. Η άκρη της ουράς ανασηκωμένη, ευθυγραμμισμένη η ραχοκοκαλιά, στητό το κεφάλι, τα αυτιά της ακονίζουν τον αέρα, καραδοκώντας. Ξύνει τον τοίχο και λυγίζει επιδέξια περνώντας κάτω από την καρέκλα ή πηδώντας στο σκαμπό πλάι στο κλειδωμένο παράθυρο. Η κουρτίνα θροΐζει, αυτή σταματά τότε απότομα, εστιάζει, κυρτώνει τη ράχη’ τίποτε δεν μπορεί να πλησιάσει, περιφρουρεί τα σύνορά μας. Άγρυπνη. Τα μάτια της δυο καθρέφτες —γνώση: το καλό ή τό κακό— που αντανακλούν στο σκοτάδι.
Η άλλη γέρνει νωχελικά στον καναπέ μισοκλείνοντας τα βλέφαρα. Ρονρονίζει
ξαπλωμένη ανάσκελα και αλλάζει θέση ανάλογα με το που πέφτει ο ήλιος. Κυλιέται και γραπώνεται από τα κρόσσια. Βγάζει έπειτα τη γλώσσα και πιάνει να γλείφεται από τα μαξιλαράκια των πελμάτων μέχρι το κεφάλι, στο σβέρκο, στην κοιλιά, ανάμεσα στα σκέλια. Η κίνησή της θυμίζει βρύα που κυματίζουν, ολόκληρη μια λίμνη, μπορεί σύννεφα που πάλλονται, μπορεί φύλλα που ξεσηκώνουν το χώμα. Απλώνω τα δάχτυλα, τα κοφτερά δοντάκια της γαντζώνονται στο δέρμα μου, τραχιά ηδονή το σύρσιμο της γλώσσας της- τα ποδάρια της τυλίγονται γύρω από το χέρι μου, το κορμί της συστέλλεται, κορμί και χέρι πια δεν ξεχωρίζουν, σπαρταρούν ρυθμικά. Σπαρταρούν ρυθμικά οι κουρτίνες, το παράθυρο ανοίγει —ζωή — , οι κουρτίνες ξεχύνονται, χρώματα.
Η άλλη σέρνεται κροταλίζοντας. Κάθεται στα πισινά πόδια και στήνει το σώμα της παράλληλα στο δικό μου. Η σκιά μου πέφτει πάνω της και παίρνει το καθαρό, αλύγιστο σχήμα της. Η άλλη νιαουρίζει ζωηρά και συνεχίζει να πιπιλά τα δάχτυλά μου, τρίβει τη μουσούδα της στον λαιμό μου, ξετυλίγει ανάμεσα στα πόδια μου κουβάρια χρωματιστό μαλλί. Η άλλη δείχνει τα νύχια της, βγάζει μικρούς υπόκωφους ρόγχους και μου φέρνει έναν πνιγμένο ποντικό. Η άλλη συνεχίζει ξέπνοη να κλώθει ολόγυρά μου χρωματιστό μαλλί. Η άλλη στοιβάζει μπροστά μου κι άλλους πνιγμένους ποντικούς. Η άλλη κι άλλο μαλλί.
Η άλλη κι άλλους ποντικούς.
Πώς βρέθηκαν τόσοι ποντικοί μέσα στο σπίτι μου — είναι αυτό το σπίτι μου; Το κεφάλι μου βουίζει, θέλω να βγω έξω, κλειδωμένα τα παράθυρα, χρειάζομαι σώμα — ποιό είναι το σώμα μου; Τα παράθυρα ορθάνοιχτα, ρουφούν τον αέρα μου, θέλω να βγω έξω, ανοίγω το στόμα — είναι αυτό το στόμα μου; Κανένας ήχος — ποια είναι ή φωνή μου; Χώνω τα δάχτυλα στο λαρύγγι- φτύνω χρωματιστούς κόμπους, φτύνω διαμελισμένους ποντικούς. Θέλω το έξω, το έξω μου.
Απλώνω τα χέρια στο δέντρο — ποιο δέντρο είναι αλήθεια αυτό; Δυο δέντρα, δυο γάτες σκαρφαλώνουν στα δέντρα, ζωή, γνώση, η μια κι άλλο μαλλί, η άλλη κι άλλους ποντικούς, βλέπω τα χείλη μου να σχηματίζουν ένα όνομα, βλέπω τα χέρια μου ν’ ανεβαίνουν πάνω από τα δέντρα, πάνω από τις γάτες, βλέπω ένα ξίφος, βλέπω τώρα το ξίφος να πέφτει με φόρα.
Ξέρω πως αμέσως μετά δεν θα υπάρχω.
Ποιό είναι το όνομά μου;
Πετάγομαι.
Με λένε Άννα, Αθανασία, Εύα.
Με λένε Εύα.

.

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

«Χαίρετε», είπε ο άντρας.
Ο αέρας ήταν παγωμένος, ασάλευτος, αψύς. Μύριζε λάσπη και σαπισμένα φύλλα, όχι ακόμα καπνό από οξιές, οι πυροστιές θα άναβαν σε λίγο.
Κάτω από τη χοντρή ζακέτα της —θα ’μοιάζε ίσως με σκιά πού γλιστράει μες στο σύθαμπο— βάδιζε γρήγορα προς τα κλουβιά. Όσο βαριά κι αν ήταν τα κιλίμια που ’ρίχνε πάνω τους, είχε πουλιά πεταρούδια, κουνέλια με μάτια μισόκλειστα- μακάρι να τα ’βρίσκε κουρνιασμένα το ένα στ’ άλλο, να ’χαν βαστάξει. Μονάχα τα βήματά της άκουγε ν’ αντηχούνε όσο σίμωνε. Ακόμα οι κραξιές, οι συριγμοί και τα φτερουγίσματα. Η μέρα χάραζε αβρή, σαν κάθε μέρα.
«Χαίρετε», της είπε κι ο πετεινός τινάχτηκε.
Πώς βρέθηκε μπροστά της, από πού, τί γύρευε εδώ στη γη της, τι τέτοιαν ώρα, ποιος ήταν ό ξένος;
«Χαίρετε», ξανάπε εκείνος.
Το χέρι της κύλησε αργά στην τσέπη κι έσφιξε τον μικρό σουγιά που κουβαλούσε, άλλοτε για τα φθαρτά, άλλοτε για τα ζιζάνια.
«Μη φοβάσαι», της μίλησε πάλι. Η αχλή σάμπως ν’ αραίωσε κι η λιγνή μορφή αχνοφάνηκε απέναντι της. «Τον άντρα σου ψάχνω.»
Ο παγωμένος αέρας αντιλάλησε συλλαβιστά τις λέξεις κι η γυναίκα αποκρίθηκε, σαν να υπάκουε σε διαταγή ή σε στερνή επιθυμία, φωνάζοντας δυνατά τ’ όνομα τού άντρα της.
Μια κίσσα σφύριξε την ίδια ώρα.
Καθώς ο άντρας πήγαινε σκυφτός στους στάβλους για το πρώτο άρμεγμα, έστρεψε το κεφάλι κι αντάμωσε από μακριά το βλέμμα της γυναίκας του. Πότε πρόλαβε και τη ζύγωσε, πότε έβαλε το κορμί μπροστά απ’ το δικό της, πότε η πάχνη παραμέρισε και φάνηκαν χλωμές οι πρώτες ηλιαχτίδες.
Έβγαλε τότε μια κραυγή: «Τί γυρεύεις εσύ μέσα στους ζωντανούς;
Με τα χέρια μου τράνταξα το σώμα σου και δε λύγιζε… Με τα δάχτυλά μου άγγιξα τη φλέβα σου και δε χτυπούσε… Με τα μάτια μου είδα τα πόδια σου μελανιασμένα, το πρόσωπο κάτωχρο…»
Λάλησε δεύτερη φορά ο πετεινός και σκίστηκε ο αέρας.
Ένα φορτηγό περνούσε από τον δρόμο κείνη την ώρα και μερικά άδεια κιβώτια ανεβοκατέβαιναν σκορπίζοντας ολόγυρα έναν τσίγκινο ήχο. Στα κλουβιά οι κότες αναπηδούσαν κι οι κατσίκες βέλαζαν στους στάβλους. Απ’ τις υδρορροές έσταζε νερό. Η γυναίκα έμενε γραπωμένη στο σώμα του άντρα της. Και, πίσω απ’ όλα, το ποτάμι κύλαγε αθόρυβα.
«Μη φοβάσαι», είπε ο ξένος. «Δεν ήρθα για πολύ. Ούτε για κακό ήρθα. Ποτέ για πολύ και ποτέ για κακό δεν ερχόμαστε.»
«Μη μιλάς, μη! Ήσουνα ζαρωμένος στο βαθούλωμα», απάντησε ο
άντρας, «δεν ήτανε για να ξαναμιλήσεις».
Δειλά η γυναίκα κοιτούσε τα μάτια που αντίκρυ της τρεμόπαιζαν —
αδρά, υγρά, μάτια του κόσμου τούτου. Ήταν τα ίδια σκούρα μάτια με του κοριτσιού που, λίγες μέρες πρωτύτερα, τυλιγμένο στο πανωφόρι του, είχε φέρει ο άντρας της από τις όχθες κοντά στο πέρασμα. Τάλα τους είπε πως τη λέγανε, μπορεί και Τάρα — το «ρ» φαίνεται πως δεν το ’χε πει ακόμα. Ένα βήμα στο πλάι έκανε τότε η γυναίκα, ξεσφίγγοντας τον σουγιά στην τσέπη της. «Αν ήρθες για την κόρη σου, δεν την έχουμε πια μαζί μας, άλλα είναι καλά.»
Τα λόγια της γλύκαναν σαν μύρο την παγωνιά και με μάτια πιο υγρά
απάντησε ευθύς ο ξένος: «Ήμουν εκεί, όλα τα είδα, το παιδί μαζεμένο δίπλα στο κουφάρι μου, σκοτάδι πίσσα, κι εγώ ούτε ένα χάδι, ένα νανούρισμα, να πέφτει η νύχτα, η πάχνη, να τρέμει το παιδάκι, κάπου να φωλιάσουνε τα δάχτυλά του, ύστερα η αυγή, ο θόρυβος του αυτοκινήτου, κάποιος να μας βοηθήσει, φώναξα’ στ’ αλήθεια φώναξα, κι ας ξέρω πώς δεν έχουν ήχο οι ψυχές- όμως μπορεί ένας Θεός να τις ακούει.»
«Μια κουκκίδα ήταν, μια τοσηδά σκιά ανάμεσα στις άλλες, πλάι στο
ποτάμι, εκεί στο πέρασμα.» Έτσι αποκρίθηκε ο άντρας. «Ο Θεός το
θέλησε, δεν ήτανε για να χαθεί. Πάμε τώρα μέσα, ξένε, μη στέκεις άλλο
στην παγωνιά.»
Στην κουζίνα η γυναίκα είχε νερό που κόχλαζε, θα ’κόβε φύλλα μέντας απ’ τις γλάστρες της στο λιακωτό, θά του ’φτιάχνε τσάι γλυκό, πολύ γλυκό, όπως το φτιάχνουνε στον τόπο του, να καρδαμώσει.
«Δεν έχει παγωνιά εκεί που θα περάσω, για μένα πια τελείωσαν τα
πάθια κι οι καημοί», απάντησε ο ξένος. «Μονάχα θα ’θελα, πριχού διαβώ,
τα γόνατά σας να αγκάλιαζα, να σας φιλούσα τις παλάμες. Ξέρω όμως
πως δεν γίνεται οι πεθαμένοι ν’ αγγίζουνε τους ζωντανούς.»
Τρίτη φορά λάλησε ο πετεινός, θρόισαν τα κυπαρίσσια στα χωράφια
αντίπερα, το κάλεσμα της καμπάνας έφτασε μερωμένο από το βάθος
του χωριού. Στους στάβλους τα ζώα δεν άντεχαν να περιμένουν άλλο. Ό άντρας κι η γυναίκα είχαν να ετοιμαστούνε για τη λειτουργία. Ξημέρωσε. Κυριακή.
«Σούκραν*», ήταν ή τελευταία λέξη πού άκουσαν.
«Σούκλαν», είχε πει δειλά και η Τάλα, που, από όλες τις σκιές, σκιές που χάνονται, εκεί, εδώ, στο πέρασμα, εκείνη ακόμα δεν ήτανε για να χαθεί.
* Σούκραν (Αραβική λέξη). Ευχαριστώ

 

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΜΠΟΣ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 1/12/2021

Η Αγγλοκρατούμενη Κύπρος μετά το Ολοκαύτωμα

Διάβασα πριν από μερικές ημέρες τη νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, και σκέφτομαι πως οι πεζογράφοι της Κύπρου θέλουν τα τελευταία χρόνια να αλλάξουν ριζικά το πεδίο μιας λογοτεχνίας η οποία έμεινε επί μεγάλο διάστημα εντός των ορίων του εθνικού δράματος χωρίς να πολυψάχνει το ζήτημα της έκφρασης. Ένα μόνο παράδειγμα (ή μάλλον προηγούμενο) προτού περάσω στην περίπτωση της Διονυσίου. Η Κωνσταντία Σωτηρίου, γεννημένη το 1975 στη Λευκωσία, έχει δείξει με το μυθιστόρημά της Η Αϊσέ πάει διακοπές (2015) και με τις νουβέλες της Φωνές από χώμα (2017) και Πικρία χώρα (2019) πως το εθνικό τραύμα μπορεί εύλογα να μην υποχωρεί, αλλά οι σημερινοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται πλέον διαφορετικά τόσο την έννοια της Ιστορίας, που γίνεται στα βιβλία τους πρισματική και πολυδιάστατη, όσο και τους τρόπους της αφήγησης, που αποφεύγοντας να υιοθετήσουν θρηνητικούς και καταγγελτικούς τόνους, δεν ενθαρρύνουν το οιοδήποτε μίσος για τον άλλο. Η Διονυσίου, κατά τι νεότερη της Σωτηρίου, μια και έχει γεννηθεί το 1979, επίσης στη Λευκωσία, απομακρύνθηκε με το πρώτο πεζογραφικό της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Περιττή ομορφιά (2017), από την εθνική γραμμή με μια πολυθεματική και εξαιρετικά ατμοσφαιρική γραφή, βασισμένη εκ παραλλήλου σε μιαν αξιοπρόσεκτη ποικιλία τεχνικών. Με το Τι είναι ένας κάμπος έρχεται κοντά στο εθνικό ζήτημα μέσω, όμως, ενός άλλου ιστορικού δράματος, όπως έφτασε στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο και στην Αμμόχωστο κατά τη δεκαετία του 1940, μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν χιλιάδες εβραίοι από την Ευρώπη, που γλύτωσαν από τον θάνατο των ναζιστικών στρατοπέδων, μετακινήθηκαν με πλοία προς την Παλαιστίνη λίγο προτού ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ (1948).

Η Κύπρος αποτέλεσε έναν από τους ενδιάμεσους σταθμούς των εβραίων, σε στρατόπεδα που είχαν διαμορφώσει οι Άγγλοι έξω από την Αμμόχωστο και τα οποία οι Κύπριοι ονόμαζαν «κάμπους», παραπέμποντας στο αγγλικό ‘’camps’’. Εδώ ξεκινάει η ιστορία της Διονυσίου, που παίζει με το «κάμποι»-‘’camps’’, για να υπενθυμίσει από τη μια πλευρά τις σκληρές συνθήκες υπό τις οποίες έζησαν οι εβραίοι, περιμένοντας να περάσουν στην Παλαιστίνη, και από την άλλη την κυριαρχική παρουσία των Άγγλων στο νησί και τον κατοπινό αντιαποικιακό αγώνα.

Τον μοχλό της δράσης στο Τι είναι ένας κάμπος κινεί το ολιγοήμερο ημερολόγιο, μεταξύ Μαΐου και Απριλίου 1947, το οποίο κρατάει ένας κύπριος δημοσιογράφος, όταν πηγαίνει στα στρατόπεδα, προσκεκλημένος του βρετανού διοικητή, για να καταγράψει τα αιτήματα των εγκλείστων. Το ημερολόγιο και ο δημοσιογράφος αποτελούν μυθοπλαστικά στοιχεία, αλλά οι μαρτυρίες που ακολουθούν (ένας Ρωμανιώτης από τα Γιάννενα, ένας Πολωνοεβραίος, ένας Ρωσοεβραίος, μια εβραία από την Κύπρο) έχουν αντληθεί από ελληνικές και ξένες ιστορικές πηγές και έχουν ενσωματωθεί κατάλληλα μετασχηματισμένες στην ημερολογιακή αφήγηση. Καθώς συλλέγει τις μαρτυρίες του, ο δημοσιογράφος αρχίζει, υπό το κράτος του εβραϊκού εγκλεισμού ο οποίος ξετυλίγεται μπροστά του, να μπερδεύει την πραγματικότητα με την παραίσθηση. Το Ολοκαύτωμα δεν είναι πια εδώ μόνο ψυχική και σωματική μνήμη, αλλά και μια κατάσταση σύγχυσης και αποπροσωποποίησης, που μιλάει με τους στίχους της «Φούγκας του θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν ή με τις μορφές του «Οστεοφυλακίου» του Πικάσο. Και ο λόγος του ημερολογίου μεταπηδά τώρα από τις πληροφορίες των μαρτύρων στην ταύτιση μαζί τους (η μαρτυρία υπό διπλή έννοια), στην ενσυναίσθηση της σχεδόν ανείπωτης εμπειρίας τους.

Τρεις τριτοπρόσωπες ιστορίες (για μια αγρότισσα που κρύβει έναν γερμανό αιχμάλωτο ο οποίος δραπέτευσε, για ένα σεφαραδίτικο τραγούδι της εβραϊκής Θεσσαλονίκης και για έναν νεαρό οδηγό που φυγαδεύει παιδιά από τα στρατόπεδα) έρχονται να κουμπώσουν με τις «πειραγμένες» μαρτυρίες, με την ποίηση του Τσέλαν και με την εικαστική γλώσσα του Πικάσο για να υποδείξουν με ποιον τρόπο τα υλικά της Ιστορίας, τα έργα της τέχνης και οι εικόνες της καθημερινής ζωής καταφέρνουν να συμπήξουν ένα εκρηκτικό αφηγηματικό μίγμα, ένα μίγμα που πιάνει τα πάντα από την αρχή. Κι αυτό, περισσότερο από το ιστορικοπολιτικό μήνυμα που ούτως ή άλλως εκπέμπει το βιβλίο, για την αποικιακή πολιτική του βρετανικού λέοντος και τις συνέπειές της σε εβραίους και Κυπρίους, μας λέει πολλά για την καλλιτεχνική αγωγή και συνείδηση της Διονυσίου, για τον πολιτικό μα για τον λογοτεχνικό της κόσμο.

.

 

ΤΖΙΝΑ ΨΑΡΡΗ

FRACTAL 23/11/2021

«Αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος, πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα»

Ο Κύπριος δημοσιογράφος Φαίδωνας, φτάνει στο βρετανικό στρατόπεδο του Καραόλου στα περίχωρα της Αμμόχωστου, το camp ή κάμπο, όπως το αποκαλούν οι Κύπριοι. Είναι η πρώτη φορά που επιτρέπονται συνεντεύξεις κρατουμένων, και μάλιστα μετά από δικό τους αίτημα.

«Δεξιά μου ο διπλός αγκαθωτός φράχτης που κυκλώνει το στρατόπεδο, ψηλός ως δέκα μέτρα, στο βάθος φτάνει ως το κύμα. Ακόμα κι η θάλασσα, θαρρείς, περιφραγμένη. Ίδιο αίσθημα, όπως τον Αύγουστο όταν πρωτοαντίκρυσα τούτο το μέρος, σαν να έλειπε ολωσδιόλου ο αέρας· άθλιο αίσθημα, άθλιο….Μέσα από τον φράχτη ξεχώριζαν οι πύργοι της φρουράς, τα φυλάκια, οι προβολείς, τα μπεζ αντίσκηνα στοιχισμένα, στριμωχτά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, κι οι άνθρωποι μαντρωμένοι σαν τα ζώα να ψάχνουν σκιά κάτω από ισχνούς ευκαλύπτους».

Την αμέσως επόμενη της άφιξής του ημέρα, ξεκινά την ημερολογιακή καταγραφή του και την προετοιμασία των συνεντεύξεων που προτίθεται να πάρει. Είναι Άνοιξη του 1947, «αστράφτει το αναλλοίωτο λευκό του μαρμάρου, ο αιώνιος κόσμος του ήλιου, άπειρη ομορφιά να την ψηλαφείς», μα η Κύπρος τόπος μικρός, ρημαγμένος, κι ο λαός της βουτηγμένος στην φτώχεια και τον φόβο, μήπως χειροτερέψει κι άλλο η ζωή τους.

Ο δημοσιογράφος ακούει τις μαρτυρίες των Εβραίων προσφύγων, καταγράφει, αφουγκράζεται τον πόνο αλλά και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, κατανοεί σε βάθος τις παροντικές απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής τους, τις γεμάτες διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις.

Τρεις ιστορίες, παράλληλες με τις αφηγήσεις των ηρώων, ενσωματώνονται αρμονικά, στον ίδιο πάντα τόπο και χρόνο, εμπλουτισμένες με εκφράσεις κυπριακής διαλέκτου.

Ένας φόρος τιμής στην ενσυναίσθηση η πρώτη ιστορία

«Ναι, για να πνάσει ένα κορμί, μπορεί και να του φτάνει μια στεγνή γωνιά ώσπου ν’ αναφανεί ο ήλιος, γιατί το κορμί γέρνει πάντα προς τη μεριά της ζωής, ακόμα κι αν πέρασε μέσα από την κόλαση, ακόμα κι αν την έφτιασε ο ίδιος την κόλαση», σκέφτεται η ηλικιωμένη αγρότισσα που κρύβει έναν Γερμανό δραπέτη, γιατί, «ξέρει πως με το γύρισμα της μοίρας μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου, διότι είναι τέτοιες οι μοίρες των ανθρώπων, που ανακατώνονται, ποιος φεύγει και πού έρχεται, ποια χώρα κάρπισε και ποια θα γερημώσει, πόσες ανεστραμμένες διαδρομές πάνω στην ίδια θάλασσα, κι η θάλασσα πάντοτε αλμυρή, η θάλασσα πάντοτε κλάμα. Ποιος σκοτωμός τάχα να δικαιώθηκε ποτές;»

Ωδή στην ελευθερία η δεύτερη ιστορία, με την Εβραία που μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της, ψιθυρίζοντας το μόνο σεφαραδίτικο τραγούδι που θυμάται. Ελευθερία που αντηχεί σαν την βουή των κυμάτων, σαν φτερούγισμα και σαν άνεμος που φυσά. Και στην τρίτη ιστορία, ο οδηγός της υδροφόρας που μεταφέρει νερό στον κάμπο και παίρνει στα κρυφά μικρά προσφυγόπουλα για έναν περίπατο, «για να ευκαριστηθεί η καρτούλλα τους, να ευκαριστηθεί τζι η δική του».

Μια παρηγορητική ομίχλη σκεπάζει πού και πού τον κάμπο, να μαλακώσει κάπως τον ζόφο, τις αιχμές του συρματοπλέγματος, την σκληρή σιγή, τα σκοτεινιασμένα βλέμματα. Ο δημοσιογράφος πλημμυρίζει από μια αλλόκοτη αίσθηση, σαν να χτυπά η καρδιά του με πολλές καρδιές μαζί. Κατανόηση και σεβασμός. Με ορθή κριτική σκέψη, αντιδρά στον φόβο των προσφύγων, τον αντιλαμβάνεται αλλά διαφωνεί με την σιωπή, δεν πιστεύει πως το αντίδοτο στο Κακό είναι η λήθη. Το κυρίαρχο συναίσθημα, η ανημπόρια που τον κυκλώνει από παντού. Απόκοσμα όνειρα ταράζουν τον ύπνο του, ξετυλίγοντας βασανιστικά την «Φούγκα του Θανάτου», το ποίημα του Τσέλαν για το Ολοκαύτωμα. Και είναι ο ίδιος ο ποιητής, που σαν σκεπασμένος από αχνό πέπλο συμβολικής παραίσθησης και μαγικού ρεαλισμού, κυκλοφορεί αμίλητος στο στρατόπεδο και στα μάτια του δημοσιογράφου.

Σαν τα μέρη της φούγκας, που είναι σκόπιμα ασαφή για να μην διακόπτουν την συνεχή ροή της εξέλιξης, η τόσο ενδιαφέρουσα αυτή νουβέλα εμπνέεται από το ίδιο της το θέμα, αξιοποιώντας την κάθε λεπτομέρεια και εμπνέει την απνευστί ανάγνωση. Σύντομο κείμενο, με επιβλητικά έντονο χαρακτήρα. Σαν φούγκα.

Μικρές ασθματικές προτάσεις, ιδιαίτερα παραστατική δημιουργία γλαφυρών εικόνων, γλώσσα λιτά δομημένη μα λογοτεχνικά άρτια, γραφή εξαιρετική, αρκετά λυρική παρά τον αφηγηματικά ημερολογιακό χαρακτήρα του κειμένου. Μια ευανάγνωστη νουβέλα για την ανθρωπιά και την καλοσύνη – «αξίες που αν τις αποκόψεις από τον άνθρωπο, δεν απομένει παρά μια ολοκληρωτική διαστρέβλωση, η πιο φρικώδης ασυναρτησία» – ως το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην τυφλότητα και το αναίτιο μίσος. Η συγγραφέας κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση ως το τέλος, υπενθυμίζοντας διαρκώς τι σημαίνει Ιστορία και μνήμη και ρίχνοντας φως στον άνθρωπο, όχι στα γεγονότα, αφού, «στον καθένα έρχεται η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει σε τι θα ωφελήσει η ζωή του».

Ερώτηση που θα απαντηθεί με πολλούς τρόπους, ο εύστοχος τίτλος. Γιατί ένας κάμπος δεν είναι μόνο χώμα και σκηνές, δεν είναι Εγγλέζοι, ούτε Εβραίοι πρόσφυγες. Είναι αμερόληπτη Ιστορία και ιστορίες μεροληπτικές, είναι η μανία της εξουσίας και η δύναμη της καλοσύνης. Είναι οι άνθρωποι που διατηρούν την πίστη, την ελπίδα και τ’ όνειρο, ακόμη κι όταν η φρίκη κυκλοφορεί ανάμεσά τους ολοζώντανη,

«Αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος, πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα».

 

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

CULTUREBOOK.GR 20/11/2021

Eίναι σχεδόν μαγικό πώς η καλή λογοτεχνία μπορεί να φλερτάρει ασύστολα με την Ιστορία με στόχο όχι να την μιμηθεί ή να την αντιγράψει. Με στόχο να την φιλτράρει και να την αναδομήσει, δίνοντάς της άλλη διάσταση και κοιτώντας την με βλέμμα ιδιαίτερο. Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου με τίτλο «Τι είναι ένας κάμπος που κυκλοφορεί» από τις εκδόσεις Πόλις.
Κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ένας Κύπριος δημοσιογράφος και οι εμπειρίες του αναφορικά με τα βρετανικά στρατόπεδα της Αμμοχώστου, των Camps ή Κάμπους, όπως τα αποκαλούσαν οι Κύπριοι. Σε αυτά κρατήθηκαν δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες ως αιχμάλωτοι, που είναι και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου στην ουσία. Στόχος των Βρετανών ήταν να εμποδίσουν τους Εβραίους να μεταβούν στην Παλαιστίνη. Η αιχμαλωσία αυτή θα διαρκέσει τρία χρόνια, μέχρι την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948

Η προσφυγιά είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα στους αιώνες και γεμίζει τον κόσμο με τραύματα και πόνο. Τα χαρακτηριστικά των προσφύγων είτε αυτοί ζουν στο σήμερα, είτε είναι πρόσφυγες μιας άλλη εποχής είναι κοινά. ‘Οσο για τους Εβραίους, είναι μια ιστορία από μόνοι τους, καθώς ως φυλή από πάντα υπέστησαν όλες τις άγριες συνέπειες της φασιστικής και εθνικιστικής μανίας. Κορύφωση το Ολοκαύτωμα που συγκλονίζει. Μάλιστα είναι απορίας άξιον πώς, στην περίπτωσή που εξετάζουμε, οι Βρεττανοί μεταχειρίστηκαν με απαξιωτικό τρόπο ακόμα και ανθρώπους που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον το εγχείρημα της Διονυσίου; Επειδή επιλέγει ένα έντονο ιστορικό γεγονός και το μεταπλάθει λογοτεχνικά με τέτοιο τρόπο που να μας αφορά . Με υλικό τη μνήμη, αλλά και την σκέψη της πάνω στη μνήμη λέει μια ιστορία ανθρωποκεντρική και γεμάτη ανθρωπιά συνάμα. Ό,τι κακό και να΄χει γίνει, πάντα υπάρχει ο άνθρωπος, το υποκείμενο της ιστορίας που έχει τη δύναμη ακόμη και να το ξορκίσει. Δικαιώνεται ποτέ ο αδικημένος; Βρίσκουν καταφύγιο ποτέ οι διωκόμενοι; ‘Aραγε όταν ο άνθρωπος χάσει τον τόπο του, χάνει και τον εαυτό του; Ποιο είναι το πρόσωπο του φόβου και ποιο το τίμημα της ελευθερίας; Ποιο το πρόσωπο της περηφάνιας; Οι κάμποι ανθίζουν κάποτε ή παραμένουν γκρίζα στρατόπεδα αρνητικά φορτισμένα συνδεδεμένα με αποτρόπαιες εικόνες; Eίναι μεγάλη προσδοκία να πρασινίσουν οι κάμποι;
Yπάρχει δύναμη στη γραφή της Διονυσίου, αφενός επειδή βλέπουμε πως δεν υποκύπτει σε μελοδραματισμούς και φθηνά τερτίπια για να κερδίσει τον αναγνώστη, αφετέρου επειδή μας κάνει να αισθανθούμε, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άκρως λειτουργική και αποτελεσματική που διαθέτει γλαφυρότητα, κινητικότητα και σθένος. Παρατηρείται επίσης μεγάλη ευελιξία αναφορικά με την δημιουργία εικόνων εύγλωττων που παραπέμπουν στην ουσία των λεγομένων.
H συγγραφέας επιλέγει το ημερολόγιο. Μάλιστα κλείνει το Επίμετρό της ως εξής: «[…] για τη σύνθεση των ημερολογιακών εγγραφών και τη διαμόρφωση του ύφους του αφηγητή έχω καθοδηγηθεί από τις Μέρες, καθώς και την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, θέλοντας να αποτίσω τιμή στον δημιουργό, ο οποίος μνημόνευσε και αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου.» (σελ.95) Επιλέγει να φορέσει και το προσωπείο ενός δημοσιογράφου. Επιλέγει να παραθέσει και τρεις αυτοτελείς ιστορίες, που μοιάζουν να είναι παράλληλες, καθώς είναι τοποθετημένες στον ίδιο χωροχρόνο. Τρεις οι βασικοί ήρωες: μια Θεσσαλονικιά Εβραία που κάνει λόγο για την πόλη της και όσους χάθηκαν, μια γυναίκα αγρότισσα που φροντίζει έναν αιχμάλωτο που δραπέτευσε και ένας νεαρός Κύπριος οδηγός που φυγαδεύει παιδιά από το στρατόπεδο. Υπάρχει ένας θεμιτός πλουραλισμός και μια δραματική ένταση που δονεί και γοητεύει τον αναγνώστη.
Αν και φαίνεται πως έχει μελετήσει το θέμα-αφού η ίδια αναφέρει τις πηγές της στο Επίμετρο- δεν κάνει απλά μια φιλολογική ή ιστορική καταγραφή, είναι σημαντικό που το ανασυνθέτει και το αναδομεί προχωρώντας τη σκέψη, ανοίγοντας το βλέμμα, προεκτείνοντας.
Στο τέλος αυτού του κειμένου παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο: « Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως η θάλασσα, εκτός από τα πορτοκάλια, τα ρόδια, τα μετάξια, τα βαμβάκια, τ΄αθάσια και τα καπνά κουβαλά πάνω στη ράχη της και ανθρώπους. Κι ήταν τότε που κατάλαβε, πως πλάσμα δεν φεύγει από τον τόπο του- ο Θεός κανενού να μην το δείξει- αν δεν είναι για να γλυτώσει από την κόλαση, την κόλαση που, σαν και τον παράδεισο, δεν είναι ποτέ έργο του θεού παρά μονάχα των ανθρώπων.»(σελ.29)

 

.

ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ

BOOKPRESS.GR 10/11/2021

Τι είναι αλήθεια ένας κάμπος; Η ερώτηση αυτή φέρνει στο νου μας συνήθως ειδυλλιακές ή βουκολικές εικόνες, πάντως όχι δυσάρεστες ή αποτροπιαστικές. Δυστυχώς όμως είναι τουλάχιστον αποτροπιαστικές οι εικόνες από τα campus που οι βρετανικές δυνάμεις είχαν στήσει στην Κύπρο για να κρατήσουν / αιχμαλωτίσουν δεκάδες χιλιάδες Εβραίους πρόσφυγες –ανάμεσά τους μεγάλος αριθμός επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης– προκειμένου να τους εμποδίσουν να μεταβούν στην Παλαιστίνη. Πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή σελίδα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας για την οποία η Ευρώπη και συγκεκριμένα το Ηνωμένο Βασίλειο φρονώ ότι θα έπρεπε να ντρέπεται.

Προσωπικά την είχα ανακαλύψει κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου για το μυθιστόρημά μου Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ (εκδ. Πατάκη) χάρη στο εξαιρετικό βιβλίο των Ιάκωβου Σιμπή και Καρίνας Λάμψα Η ζωή απ’ την αρχή (εκδ. Αλεξάνδρεια) και ομολογώ ότι είχα μείνει εμβρόντητη. Διότι αδυνατούσα να πιστέψω ότι μετά την τερατωδία του Ολοκαυτώματος, αντί του απόλυτου σεβασμού και της φροντίδας που όφειλε ο πολιτισμένος κόσμος να επιδείξει στους ελάχιστους, συγκριτικά με όσους αφανίστηκαν, επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων ή όσων, ακόμη λιγότερων, είχαν διασωθεί, η Μεγάλη Βρετανία επέλεξε την Κύπρο για να τους κλείσει εκ νέου σε στρατόπεδα, προκειμένου να τους εμποδίσει να φτάσουν στην Παλαιστίνη. Μικρά πλοιάρια με στριμωγμένους σ’ αυτά, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μωρά, απέπλεαν κρυφά από ελληνικές παραλίες, για να βρεθούν αντιμέτωπα με βρετανικά πολεμικά, όταν προσέγγιζαν τις ακτές της Κύπρου. Οι Βρετανοί είτε βούλιαζαν τα πλοιάρια είτε τα σταματούσαν και οδηγούσαν με απίστευτη βιαιότητα εκείνον τον τόσο ταλαιπωρημένο κόσμο στα δικά τους πλοία. Επόμενη στάση τα στρατόπεδα –ως εικόνα θύμιζαν τα ναζιστικά– που είχαν ήδη ετοιμαστεί γι’ αυτό το σκοπό, κοντά στην Αμμόχωστο. Να υπενθυμίσω ότι η Κύπρος τελούσε υπό βρετανική κατοχή (τμήμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας), ενώ η Παλαιστίνη υπό βρετανική εντολή. Η ιδιότυπη αυτή αιχμαλωσία θα διαρκέσει τρία χρόνια και θα λήξει με την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ, το 1948.

Η Νάσια Διονυσίου με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους πεζογράφους και ποιητές σε σχέση με τα επώδυνα βιώματα που, ως μνήμη, εσωκλείουν και μεταπλάθουν στα έργα τους, μας μεταφέρει, πριν από το 1974, στον ειδυλλιακό κάμπο της σφύζουσας από ζωή Αμμοχώστου, όπου είχαν στηθεί οι βρετανικοί «κάμποι».

Η Νάσια Διονυσίου (Λευκωσία, 1979) με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους πεζογράφους και ποιητές σε σχέση με τα επώδυνα βιώματα που, ως μνήμη, εσωκλείουν και μεταπλάθουν στα έργα τους, μας μεταφέρει, πριν από το 1974, στον ειδυλλιακό κάμπο της σφύζουσας από ζωή Αμμοχώστου, όπου είχαν στηθεί οι βρετανικοί «κάμποι» [campus αγγλιστί]. Φρονώ ότι η επιλογή της Κύπριας συγγραφέως να αναδείξει λογοτεχνικά αυτήν την σκοτεινή σελίδα που γράφτηκε στον γενέθλιο τόπο της εγκιβωτίζει πολλαπλές μνημονικές διαστρωματώσεις και παραπέμπει σε πολλαπλά σημαινόμενα. Κατ’ αρχάς η ίδια η περιοχή της Αμμοχώστου, πόλη διπλά συμβολική για την κυπριακή ιστορική μνήμη, υπενθυμίζει και τη βρετανική κυριαρχία της νήσου και την τουρκική εισβολή το 1974 και όσα επακολούθησαν, μια πόλη περίκλειστη, έρημη, που πρόσφατα επανήλθε στην επικαιρότητα, με ιδιαίτερα δυσάρεστο τρόπο για τους Ελληνοκύπριους.

Η Διονυσίου αποδεικνύει μια αξιοσημείωτη συγγραφική ικανότητα ως προς το πώς διαχειρίζεται το επίμαχο αυτό κεφάλαιο αλλά και όσα κρύβονται πίσω του. Σεβαστικά αλλά και αποστασιοποιημένα, χωρίς να υποκύπτει σε μελοδραματισμούς. Αποφεύγει να πλάσει μια ευθύγραμμη μυθοπλασία με διακριτούς και αληθοφανείς ήρωες επιλέγοντας την θραυσματική εξιστόρηση η οποία βασίζεται στη μνήμη. Έτσι για το αφηγηματικό χρονικό άλμα στην εποχή όπου στην περιοχή της Αμμοχώστου «άνθιζαν» οι βρετανικοί «κάμποι», δηλαδή το 1947, η συγγραφέας επιλέγει μια σειρά επινοημένων ημερολογιακών καταγραφών από το Σάββατο 26 Απριλίου 1947 έως την Κυριακή 11 Μαίου 1947. Πρόκειται για τις ημερολογιακές καταγραφές ενός Κύπριου δημοσιογράφου (περσόνα της συγγραφέως) ο οποίος καλείται από τον βρετανό διοικητή των στρατοπέδων, να καταγράψει τα αιτήματά τους. «Για την ακρίβεια ζήτησαν μόνον εσένα» λέει με μια δόση ειρωνείας ο διοικητής στον δημοσιογράφο όταν φτάνει στο στρατόπεδο. Καθώς ο δημοσιογράφος περιφέρεται στο στρατόπεδο βλέπει και καταγράφει / περιγράφει στις σημειώσεις του το πώς οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες προσπαθούν να διαχειριστούν τις δυσκολίες της στρατοπεδικής τους καθημερινότητας –κάποιοι τις είχαν ήδη υποστεί στο χειρότερο–, κουβεντιάζει μαζί τους, ακούει τις προσωπικές τους ιστορίες, από τις οποίες οι περισσότερες αναβιώνουν την τερατωδία του Ολοκαυτώματος, αλλά και τις επιθυμίες τους για το πώς θα ήθελαν να είναι κάποια στιγμή, στο μέλλον, η ζωή τους.

Ταυτόχρονα ο δημοσιογράφος, όπως είναι φυσικό, έρχεται σε επαφή και με τους βρετανούς, οι οποίοι, όπως για τους κρατούμενους, έτσι και για τον ίδιο δεν αποτελούν σύμβολα ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Έτσι λοιπόν, ο σημερινός αναγνώστης γίνεται κοινωνός των πολλαπλών μνημονικών διαστρωματώσεων που ενθυλακώνει η νουβέλα της Διονυσίου. Διευρύνοντας το αφηγηματικό πεδίο η συγγραφέας εμβολίζει ανάμεσα στις ημερολογιακές σημειώσεις του δημοσιογράφου, τρεις διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες θεωρώ ότι ενέχουν και μια σχολιογραφική χροιά σε σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρονται, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνουν το μνημιακό υπόστρωμα της νουβέλας. Μάλιστα είναι γραμμένες, με εναλλαγές, και στην ελληνική και στην κυπριακή γλώσσα. Στην πρώτη ιστορία, μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο πολέμου και συνειδησιακά ταλαντεύεται αν αυτό που κάνει είναι το σωστό ή όχι. Στην δεύτερη ιστορία, ένα σεφαραδίτικο τραγούδι κινητοποιεί τις μνήμες μιας Θεσσαλονικιάς Εβραίας από τον γενέθλιο τόπο της και τις οικογενειακές της απώλειες στο Ολοκαύτωμα. Στην τρίτη ιστορία, ένας νεαρός Κύπριος οδηγός, αψηφώντας τις εντολές της βρετανικής διοίκησης, και με προσωπικό κίνδυνο, φυγαδεύει κρυφά από το στρατόπεδο μερικά εβραιόπουλα.

Επιπροσθέτως, η Διονυσίου επιλέγει το αφηγηματικό εύρημα των ονείρων τα οποία, ως παραισθήσεις των όσων δραμάτων γίνεται κοινωνός την ημέρα, τυραννούν τις νύχτες του δημοσιογράφου. Οι εφιαλτικές μνήμες των κρατουμένων Εβραίων στο βρετανικό στρατόπεδο εμφανίζονται διαμεσολαβημένες μέσα στα όνειρά του, ως αναπαραστάσεις θανάτου. Η συγγραφέας, για να τονίσει ακόμη περισσότερο την απόκοσμη αυτή αίσθηση, χωρίς ωστόσο να την μελοδραματοποιήσει ούτε στο ελάχιστο, εφευρίσκει μια σκιώδη φιγούρα –είναι άραγε ο ποιητής της «Φούγκας του θανάτου»;– να εμφανίζεται στα όνειρα του δημοσιογράφου, ενώ στίχοι από το ποίημα του Πάουλ Τσέλαν, του πιο αντιπροσωπευτικού, ίσως, για το Ολοκαύτωμα, συνοδεύουν αυτές τις εφιαλτικές του παραισθήσεις.

Η Νάσια Διονυσίου στη σφιχτοδεμένη και καλοδουλεμένη νουβέλα της έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη γλώσσα και στο πώς τη χρησιμοποιεί. Θα υποστήριζα ότι και η ίδια η γλώσσα της ορισμένες φορές λειτουργεί ως σχόλιο και ενδυναμώνει τα όσα η αφήγηση καταθέτει ρητά ή πίσω από τις γραμμές. Λόγου χάριν, οι τρεις εμβόλιμες ιστορίες της, οι γραμμένες σε ελληνική και κυπριακή διάλεκτο, εναλλάξ, υποκρύπτουν πολύ περισσότερα από όσα φαίνεται ότι σε πρώτο πλάνο αφηγούνται. Το βασικό μοτίβο της νουβέλας, στο οποίο αυτή επικεντρώνεται είναι η μνήμη που εγκιβωτίζει τα συναισθήματα της απώλειας του γενέθλιου τόπου, της προσφυγιάς, αλλά και της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας του ανθρώπου στο να διεκδικεί το πού ανήκει. Και τελικά το συμβολικό ερώτημα του τίτλου τι μπορεί να είναι –ή σε τι να μετατραπεί– ένας, φαινομενικά, αθώος «κάμπος» παραμένει ως ζητούμενο μέσα στην διαχρονική ιστορία του ανθρώπου.

.

ΝΙΚΟΣ Α. ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

“LIFO” 9/11/2021

Camp, δηλαδή κάμπος: Η ιστορία των στρατοπέδων για Εβραίους στην Αμμόχωστο

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες Εβραίοι από την Ευρώπη, που επέζησαν της βίας των στρατοπέδων, μετακινήθηκαν με πλοία προς την Παλαιστίνη λίγο πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Αυτή η εποποιία έχει μεταγραφεί λογοτεχνικά αρκετές φορές. Ως αναγνώστης δεν θα ξεχάσω ποτέ την αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Λέον Γιούρις «Έξοδος». Σε αυτήν τη μετακίνηση η Κύπρος ήταν ένας βασικός «σταθμός». Περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι κρατήθηκαν στα στρατόπεδα που είχαν φτιάξει οι Εγγλέζοι ξω από την Αμμόχωστο. Οι Κύπριοι ονόμαζαν τα στρατόπεδα «κάμπους», γλωσσική οικειοποίηση των camps.

Στη νουβέλα της «Τι είναι ένας κάμπος» η Νάσια Διονυσίου ανασυστήνει αυτό το επεισόδιο που συνδέεται με το Ολοκαύτωμα αλλά και με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Στο υπόβαθρο της νουβέλας υπάρχουν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία. Αλλά το αφήγημα της Διονυσίου δεν είναι ιστορικό. Είναι μια νουβέλα για την καλοσύνη, τη μνήμη, την ταυτότητα και την ελευθερία, που ακροβατεί με απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην υπέρβασή του.

Η λέξη «κάμπος» στον τίτλο της νουβέλας δηλώνει ακριβώς αυτή την ισορροπία: είναι το στρατόπεδο, αλλά είναι και ο κάμπος, που κάποτε θα πρασινίσει. Είναι όμως και κάτι που θα παραμείνει άγνωστο, «κάτι που ακόμη δεν το ’χουμε ονοματίσει».

Διαβάζοντας τη νουβέλα, που δημιουργεί μεγάλη συγκίνηση, σκέφτομαι πως «κάμπος» μπορεί να είναι και η ίδια η γλώσσα. Αυτά τα πλούσια ελληνικά της καθομιλουμένης, με την εικονοποιητική δύναμη. Ιδιαίτερα στα σημεία που η γλώσσα της νουβέλας διανθίζεται με τα κυπριακά ελληνικά νομίζεις πως κυλάς πάνω στο όχημα μιας μακράς παράδοσης, ας πούμε του δημοτικού τραγουδιού, που αναπόφευκτα σε οδηγεί στην υπέρβαση. Μεγάλη μαεστρία.

Η νουβέλα της Διονυσίου είναι κατά κάποιον τρόπο ένα διπλό βιβλίο. Η κύρια αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές του κεντρικού ήρωα, του δημοσιογράφου Φαίδωνα, που σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, αφού είχε τελειώσει το Παγκύπριο, κάπου στη δεκαετία του 1920.

Οι καταγραφές του ήρωα απλώνονται σε μόλις λίγες μέρες, από τις 26 Απριλίου έως τις 11 Μαΐου 1947. Αυτή η κύρια αφήγηση διακόπτεται τρεις φορές από ισάριθμες αυτοτελείς ιστορίες, κάτι σαν διηγήματα. Οι ιστορίες αυτές συνδέονται θεματικά με την κεντρική αφήγηση. Και μολονότι ο φλοιός τους είναι ρεαλιστικός, η γλώσσα τους και η γεωγραφία τους τις κάνει να μοιάζουν με ποιητικά ιντερλούδια.

Όλα ξεκινούν όταν οι κρατούμενοι στους κάμπους ζήτησαν από τον Βρετανό διοικητή να τους στείλει έναν δημοσιογράφο για να καταγράψει τα αιτήματά τους. Μάλιστα είχαν ζητήσει να τους στείλει τον Φαίδωνα. Οι κρατούμενοι τον είχαν «εντοπίσει», διαβάζοντας τον Τύπο που τους μοίραζαν. Ήταν ο μόνος που έγραφε για ανθρώπους και όχι για «φορτία μεταναστών» ή για εποίκους, τρομοκράτες και πράκτορες, αναπαράγοντας κατά λέξη τα επίσημα ανακοινωθέντα των Βρετανών.

Ο Φαίδων εγκαταστάθηκε σε μια κάμαρα, κοντά στο στρατόπεδο, που του είχαν νοικιάσει οι Εγγλέζοι. Τη σπιτονοικοκυρά του τη λένε Ιουλιανή, «μια καλά γερασμένη γυναίκα, λιγνή και λιγόλογη, που χαμογελά μετρημένα καθώς αφήνει στο τραπέζι τον δίσκο ‒ καφές μέτριος και λεπτοκούλουρα».

Σ’ αυτό το στρατηγείο, απ’ όπου ο ήρωας θα ξεκινά για να κάνει τις συνεντεύξεις με κρατούμενους, κυριαρχεί η φύση, έστω και σε τενεκέδες με μυρωδικά και μενεξελιές ορτανσίες, αλλά και με μια μεγάλη συκαμιά που ρίχνει πυκνό ίσκιο. Σε αντίθεση με την ξερή γη και την άμμο του στρατοπέδου, η φύση έξω από τον κάμπο απλώνεται δοξαστική. Απλώνεται και μέσα στην αφήγηση, για να κυριαρχήσει, όπως ήδη είπαμε, στο τέλος, σαν μια προσδοκία: «Ίσαμε να πρασινίσει ο κάμπος, ίσαμε να πρασινίσει ο κόσμος». Συνειδητοποιώ ότι η φύση είναι ο άλλος ήρωας της νουβέλας της Διονυσίου.

Οι συνεντεύξεις ξεκινούν. Πρώτος ο Μωυσής, Ρωμανιώτης από τα Γιάννενα, που πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Μετά, ένας νεαρός Πολωνοεβραίος. Ύστερα ένας άντρας από την Ουγγαρία, «λεπτό σκαρί, σημαδεμένο από τις κακουχίες, και με μια φωνή που έτρεμε».

Ακολουθεί η Λιλιάνα, που καταγόταν από τη Βουλγαρία και μιλούσε με τόνο προστακτικό κι έναν πρωτόγνωρο θηλυκό δυναμισμό, μέχρι η ορμή της να κοπάσει και να πει, σχεδόν ψιθυριστά: «Δεν ζητούμε τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν». Και μετά άλλες φωνές: ένας Ρωσοεβραίος που στα είκοσί του είχε πάει στο Ανόβερο, άνοιξε ραφτάδικο, παντρεύτηκε, έκανε τέσσερα παιδιά, μέχρι να χαθούν όλα. «Μη στέλνεις πια τα γράμματα στη Γερμανία… πάει η χώρα μας, μην τα στέλνεις, πάει, πάει όλη μας η ζωή», έγραφε στον γιο του στη Γαλλία.

Η Μπέρθα, μάτια αμυγδαλωτά, μεγάλα ματοτσίνορα, μαλλιά που θυμίζουν μετάξι, ανασηκώνει το μανίκι και φαίνεται ο πενταψήφιος αριθμός. Η Ρουθ, η δασκάλα του στρατοπέδου, μιλάει κυπριακά ελληνικά, αεράτη, φορά καλοραμμένο παντελόνι και διαφέρει από τον κόσμο των κάμπων. Είναι Εβραία της Κύπρου. Οι γονείς της είχαν μεταναστεύσει, πολύ πριν από τον πόλεμο, από τη Ρωσία στην Παλαιστίνη και από την Παλαιστίνη στην Αμμόχωστο. Εκεί αγόρασαν ένα μεγάλο κομμάτι ακαλλιέργητης γης και το μετέτρεψαν σε πορτοκαλεώνες.

Η Ρουθ δίνει την ευκαιρία στον Φαίδωνα να σκεφτεί πάνω στη γεωγραφία που είναι χαραγμένη στις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. «Ο άνθρωπος είναι ο τόπος», γράφει. Άλλος ο άνθρωπος που μεγαλώνει ανάμεσα σε μονοκόμματα βουνά της πέτρας κι άλλος αυτός που μεγαλώνει κοντά στη θάλασσα. Αντί για «μεγαλώνει», η Διονυσίου χρησιμοποιεί το υπέροχο ρήμα «αναγιώνομαι», δηλαδή σηκώνομαι πάνω από τη γη, μεγαλώνω, ανατρέφομαι.

Οι ημερολογιακές καταγραφές διακόπτονται, όπως είπαμε, από τρεις αυτόνομες ιστορίες. Στην πρώτη, με τίτλο «Πορτοκάλια», μια αγρότισσα περιθάλπει έναν Γερμανό αιχμάλωτο, από αυτούς που είχαν κουβαλήσει οι Βρετανοί για να δουλέψουν στο χτίσιμο των στρατοπέδων. «Ματιές της λύπησης, ματιές της υποψίας».

Στη δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Θάλασσα», μια Εβραία από τη Θεσσαλονίκη τραγουδά ένα σεφαραδίτικο τραγούδι για τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη της. Ήταν σχεδόν σε μια παραφορά. Βουτούσε στο νερό και συλλάβιζε «Μάνα», «Ραχήλ», «Ελλέζερ», «Μορίς», «Ίντα».

Στην τρίτη, με τίτλο «Νερό», ο οδηγός του βυτίου που μεταφέρει νερό στο στρατόπεδο βγάζει κρυφά κάποια παιδιά και τα οδηγεί να παίξουν μέσα στα περιβόλια. «Κι έτσι όπως έβλεπε τα παιδιά να παίζουν άνενοιας, έκαμε τη σκέψη που τούτο ακριβώς σήμαινε η λέξη ελευθερία». Το ωραίο επίρρημα «άνενοιας» σημαίνει «χωρίς έγνοια».

Μια απόδραση από το στρατόπεδο διακόπτει βίαια τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Ο διοικητής ζητάει από τον Φαίδωνα να του παραδώσει το πάσο. Έτσι κι αλλιώς, η εμπειρία τον έχει μεταμορφώσει. Στην τελευταία ημερολογιακή καταγραφή του αφήνει πίσω τους τούς κάμπους και τη σπιτονοικοκυρά του, την κυρία Ιουλιανή, που του δίνει παστελάκια για τον δρόμο, τυλιγμένα σε λευκό, κεντητό μαντίλι. Έχει μαζί του τις σημειώσεις του και τα χειρόγραφα μηνύματα που του έδωσαν οι κρατούμενοι. Οι μικρές ιστορίες που κάνουν τη μεγάλη ιστορία του κόσμου.

.

ΤΖΕΝΗ ΜΑΝΑΚΗ

LITERATURE.GR 7/11/2021

Η Νάσια Διονυσίου φέρνει στο φως μια πτυχή της περιπετειώδους πορείας των Εβραίων προς την Παλαιστίνη

“ Όχι, αντίδοτο του κακού δεν γίνεται να είναι η λήθη, αλλά η μνήμη, σκέφτομαι, ακόμα κι αν πρέπει να επινοηθούν από την αρχή οι λέξεις, ώστε να μπορέσουν να περιγράψουν τα νέα πάθη των ανθρώπων, τα νέα λάθη τους, τον κάθε τους νέο δόλο- παλαιά ωστόσο όλα απαράλλαχτα”.

Η διατήρηση της μνήμης, είναι πρόθεση και επιταγή της Νάσιας Διονυσίου, όπως και πεποίθηση του ήρωά της, δημοσιογράφου, που του ζητήθηκε να καταγράψει αιτήματα και συνθήκες των όσων συνέβαιναν στα στρατόπεδα της Κύπρου, το 1947, περίοδο που αφεντικά του νησιού ήταν ακόμη οι ΄Αγγλοι. Τα όσα φρικτά μπορεί να διαπράξει ο άνθρωπος, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό και η σύγχρονη αντιμετώπιση του ζητήματος των προσφύγων κρούει τον κώδωνα μιας εκ νέου εξέτασης των όσων έχουν συμβεί στο παρελθόν. Αυτό είναι προφανώς και το έναυσμα της συγγραφής της νουβέλας.

Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, κρατήθηκαν σε στρατόπεδο της Αμμοχώστου 50.000 περίπου Εβραίοι πρόσφυγες, από διάφορους τόπους καταγωγής, που διασώθηκαν από τη ναζιστική λαίλαπα, μέχρι να προωθηθούν στην Παλαιστίνη, ενώ σε άλλο στρατόπεδο κρατήθηκαν Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου.΄Ολοι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.

Η συγγραφέας καταθέτει μαρτυρίες, τις οποίες μεταπλάθει λογοτεχνικά – δεν τις παραδίδει αυτούσιες πέραν ορισμένων φράσεων -, προκειμένου να δημιουργήσει τον μύθο της νουβέλας της.

Η βασική αφήγηση αφορά ημερολογιακές καταγραφές ενός δημοσιογράφου που επισκέφθηκε τα στρατόπεδα για μια περίοδο δεκαπέντε ημερών, από την 26η Απριλίου 1947 μέχρι την Κυριακή, 11 Μαϊου του ίδιου έτους, αντιμετώπισε τον ανθρώπινο πόνο στο μέγιστο μέγεθός του και συγκλονίστηκε.

“Παράξενο, συλλογιέμαι, πώς χαράσσονται μέσα σου οι στερήσεις, με τι ασήμαντες αφορμές ξαναφανερώνονται ποια βάλσαμα σ΄απαλύνουν για να μη γείρεις προς τη μεριά της απόγνωσης ή των λύκων”.

Η επίδραση των μαρτυριών στον δημοσιογράφο είναι συντριπτική, ο πόνος των προσφύγων τον αναστατώνει ψυχικά, στοιχειώνει τα όνειρά του. Ωστόσο τον εντυπωσιάζει η πίστη και η δύναμη των ανθρώπων να επιζήσουν και να φθάσουν στον προορισμό τους.

“Με ξαφνιάζει αυτή η πίστη πως υπάρχει ακόμη καλό, τούτη η δύναμη μεσ΄απ΄τον ανεξάντλητο πόνο”.

Αξιοσημείωτες διακειμενικές αναφορές, από τη Βίβλο, τους ψαλμούς Δαυϊδ, στίχους των ποιημάτων του σημαντικού Γερμανού ποιητή Πάουλ Τσέλαν παρεισφρύουν στον κεντρικό ιστό της αφήγησης, ενώ ο ίδιος ο ποιητής εμφανίζεται με μεταφυσικό τρόπο στα όνειρα του αφηγητή δημοσιογράφου, ανασυνθέτοντας τη “Φούγκα του θανάτου”, από τα σημαντικότερα ποιήματα που γράφτηκαν για το Ολοκαύτωμα.

Η εικαστική Τέχνη επίσης, μεταφυσικά παρούσα με το “Οστεοφυλάκειο”, τον πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, που ερμηνεύεται ως απεικόνιση των μαζικών δολοφονιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, να στοιχειώνει τα όνειρα του αφηγητή.

Στην κεντρική αφήγηση παρεμβάλλονται τρία διηγήματα. Τα δύο σχετίζονται με τους γηγενείς Κύπριους, και τον τρόπο που αντιμετώπισαν τους πρόσφυγες των δύο στρατοπέδων. Και το άλλο, με τον τίτλο “ Θάλασσα” σχετίζεται με το γενικότερο, ευρωπαϊκό ζήτημα των Εβραίων και ειδικότερα με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ: Μια Κύπρια αγρότισσα αντιλαμβάνεται στον κήπο της έναν Γερμανό αιχμάλωτο να κλέβει πορτοκάλια.΄Εντονο το δίλημμα αν πρέπει να τον καταδώσει στις αρχές ή να τον βοηθήσει.

“Ναι, για να πνάσει* ένα κορμί μπορεί και να του φτάνει μια στεγνή γωνιά ώσπου ν΄αναφανεί ο ήλιος, γιατί και το κορμί γέρνει πάντα προς τη μεριά της ζωής, ακόμα κι αν πέρασε μέσα από την κόλαση, ακόμα κι αν την έφτιασε ο ίδιος την κόλαση”. * να πνάσει = ν΄αναπαυτεί

ΘΑΛΑΣΣΑ: Όταν οι Άγγλοι επέτρεπαν στους κρατούμενους να πάνε για μπάνιο εκείνη σκεφτόταν ότι κάπως έτσι ηχεί η ελευθερία.

“Έτσι σαν τη βουή των κυμάτων, σαν φτερούγισμα όλων των περιστεριών που πέταξαν ποτέ, όλων των ανέμων που φύσηξαν, σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων”.

Δεν θυμάται τον τόπο της, θυμάται το σεφαραδίτικο τραγούδι της μάνας της για τη μεγάλη φωτιά της Σαλονίκης. Θυμάται τους συρμούς αργότερα, τα βαγόνια που έφευγαν και κανέναν αποχαιρετισμό.

ΝΕΡΟ: Ο νεαρός Κύπριος, προμηθεύει με νερό το στρατόπεδο, τα παιδιά των προσφύγων τα βάζει κρυφά μέσα στο τάνκερ και τα πάει βόλτα στο περβόλι τους, κι εκείνα του δίνουν χρώματα, μπογιές να ζωγραφίζει. Θα τους προσφέρει φράουλες με την ευχή της μάνας του, μέρες Πάσχα είναι!

Η Νάσια Διονυσίου φέρνει στο φως μια σχετικά άγνωστη πτυχή της περιπετειώδους πορείας των Εβραίων προς την Παλαιστίνη, και πολλές μικρές ιστορίες των ανθρώπων που συνθέτουν την μεγάλη Ιστορία της φυλής. Συναρτά νοερά την ιστορία των Εβραίων με αυτή των Βαρωσιωτών Κυπρίων που τότε υπήρξαν φιλοξενούντες και σήμερα ζουν έχοντας χάσει το βιος και τον τόπο τους, πρόσφυγες κι αυτοί στο ίδιο το νησί τους.

Η γραφή της εξαιρετική, συνδυάζει τον ρεαλισμό με το μεταφυσικό στοιχείο, την καθαρή ελληνική γλώσσα με την κυπριακή διάλεκτο, και την άνετη χρήση της σεφαραδίτικης. Το ποιητικό και λυρικό στοιχείο, εμπλουτίζει το κείμενό της λογοτεχνικά, ενώ είναι προφανής η μεγάλη και σοβαρή έρευνα γύρω από το θέμα της.

Η νουβέλα της αφορά μια μαρτυρία, που αξίζει από κάθε άποψη να αναγνωσθεί.

.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

LITERATURE.GR 7/12/2021

Η νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος (Εκδ. Πόλις, 2021), είναι μια αλληγορία για τα δεινά της ανθρώπινης κατάστασης. Η ιστορία εκτυλίσσεται στα Βρετανικά στρατόπεδα ‘camps’ της Κύπρου που φιλοξένησαν Εβραίους πρόσφυγες μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, λίγο πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Με φόντο τη μεγαλύτερη ντροπή του δυτικού πολιτισμού, τα ναζιστικά στρατόπεδα και με κεντρικό χαρακτήρα έναν δημοσιογράφο, η Νάσια Διονυσίου εκπέμπει μηνύματα ενότητας, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.

Η αφήγηση μέσα από τα μάτια του δημοσιογράφου είναι πολυεπίπεδη. Οι ζωηρές περιγραφές του τοπίου που αντανακλούν την ψυχολογική του κατάσταση και τους συλλογισμούς του, αντικατοπτρίζουν και τις σκέψεις του ευαισθητοποιημένου ανθρώπου που βλέπει το κακό να επαναλαμβάνεται και νιώθει ανίσχυρος: «Ρωτιέμαι αν τούτο μονάχα αρκεί: το να μιλήσει κανείς την αλήθεια κι έτσι να σταθεί απέναντι στη λήθη· απέναντι, εννοώ απ’ τη μεριά της ανθρωπιάς. Λέω πως, ναι, έστω, αρκεί. Και πως μ’ αυτόν τον τρόπο ίσως κάποτε να λυτρωθούμε από την ελεεινή αίσθηση πως καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια, ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα» (σελ. 19).

Στη νουβέλα τα αντικείμενα ζωντανεύουν, η φύση μοσχομυρίζει και η θάλασσα δεσπόζει για να πει ιστορίες, να απελευθερώσει, να εξαγνίσει, να μας οδηγήσει στην αυτογνωσία, αλλά και για να μεταφέρει ψυχές, αθώους ανθρώπους, πρόσφυγες, θύματα πολέμων: «Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως η θάλασσα, εκτός από τα πορτοκάλια, τα ρόδια, τα μετάξια, τα βαμβάκια, τ’ αθάσια και τα καπνά, κουβαλά επάνω στη ράχη της κι ανθρώπους. Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως πλάσμα δεν φεύγει από τον τόπο του-ο Θεός κανενού να μεν το δείξει- αν δεν είναι για να γλιτώσει από την κόλαση, την κόλαση που, σαν και τον παράδεισο, δεν είναι ποτέ έργο του Θεού, παρά μονάχα των ανθρώπων» (σελ. 29). Πίσω από όλα τα δεινά ο άνθρωπος, που έχει καταστρέψει τον κόσμο και βιώνει τώρα το αδιέξοδο: «Πώς θολώνει τα μάτια η συγκίνηση, όχι η συγκίνηση, κάτι άλλο: ένα άθλιο αίσθημα ανημποριάς, ότι δεν μπορεί κανείς να σηκώνει αδιάκοπα όλο αυτό το βάρος-το βάρος, εννοώ, ενός κόσμου στεγνού από αγάπη» (σελ. 68).

Παράλληλα με την ημερολογιακή αφήγηση του δημοσιογράφου, εκτυλίσσονται και άλλες τρεις ιστορίες, με εικόνες πόνου και συλλογικής μνήμης από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Είναι ιστορίες ανθρώπων που ζουν κάτω από τον ίδιο ουρανό κι αυτά που τους δένουν είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν. Μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν δραπέτη Γερμανό αιχμάλωτο, μια Εβραία της Θεσσαλονίκης μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς μέσα από ένα σεφαραδίτικο τραγούδι και ένας νεαρός οδηγός βγάζει κρυφά κάποια παιδιά από το στρατόπεδο. Η ιστορία με τα παιδιά και η αναφορά στην εκπαίδευσή τους με τη μουσική, την τέχνη και τη λογοτεχνία, ανοίγουν ένα παράθυρο αισιοδοξίας. Η παιδεία και η τέχνη έχουν τη δύναμη να γιατρεύουν πληγές και ν’ ανοίγουν δρόμους προς το όνειρο: «…θηρίο ανήμερο οι μνήμες, καλύτερα τα παιδιά να μη θυμούνται, αλλά να ονειρεύονται» (σελ.70).

Οι επιρροές της Νάσιας Διονυσίου αριστοτεχνικά δεμένες με το σώμα του κειμένου, αυξάνουν τον λυρισμό και την ένταση και διανθίζουν το πεζό με ποιητικά στοιχεία που άλλοτε απογειώνουν τον αναγνώστη προς το όνειρο και άλλοτε τον προσγειώνουν απότομα στα τοπία των βασανισμών και του θανάτου. Συγκεκριμένα, η ‘Φούγκα του θανάτου’ το κορυφαίο ποίημα για το Άουσβιτς του Πάουλ Τσέλαν, που σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Έμεριχ, θεωρείται «η Γκουέρνικα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας», εμπλουτίζει με συγκλονιστικές εικόνες την αφήγηση, σε πλάγια γράμματα. Επίσης, το σεφαραδίτικο τραγούδι προσθέτει μελαγχολία και συγκίνηση, ενώ οι Μέρες του Γιώργου Σεφέρη δίνουν το ποιητικό ρυθμό στα ημερολογιακά έγγραφα.

Η Νάσια Διονυσίου προσφέρει αναγνωστική απόλαυση και ταυτόχρονα θέτει υπαρξιακούς προβληματισμούς για τον ρόλο του σύγχρονου ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο. Και καθώς ταξιδεύουμε με πυξίδα την ευαισθησία, οδεύοντας προς το τέλος, οδηγούμαστε σε ένα όραμα. Σε ένα κρεσέντο ομορφιάς και ηρεμίας που πηγάζει από την ενότητα: «Κανείς δεν μιλούσε, όμως ολωνών οι αναπνοές αντηχούσαν λες κι ήταν μια αναπνοή. Σαν να είχε έρθει πια ο καιρός αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος-πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα» (σελ. 88).

Συνολικά, η νουβέλα Τι είναι ένας κάμπος, γραμμένη με ευαισθησία, στοιχηματίζει στην ανθρωπιά ενάντια στον φόβο, την τυφλότητα και το μίσος και καταφέρνει να ευαισθητοποιήσει μέσα από τη βίωση ενός πολυφωνικού και συμπυκνωμένου αφηγηματικού λόγου που είναι γεμάτος λυρισμό.

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

http://www.poiein.gr 30/1/2022

Η λογοτεχνία αποτελει (πλέον) έναν πρόσφορο τρόπο για την πρόσληψη της Ιστορίας

«Μπροστα στις πυραμίδες δεν συζητας την αρχιτεκτονικη-τους, αλλα μένεις άφωνος», δήλωσεκάποτε ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο μέγιστος αυτος υπερρεαλιστης ποιητης και ζωγράφος, όταν του ζήτησαν να σχολιάσει την οικουμενικη διάσταση της ποίησης του Κωνσταντίνου Καβάφη. Εκστασιασμένος (και όχι άφωνος), δηλώνω, πως έμεινα κι εγω μπροστα στο μικρο (σε όγκο) λογοτεχνικο δημιούργημα της Νάσιας Διονυσίου! Εννοω μετα που ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου-της που τιτλοφορείται ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο χρόνο απο τις εκδόσεις ΄΄Πόλις΄΄ και που, πέρα απο το ποιοτικο περιεχόμενό-του, εντυπωσιάζει και με την καλαισθητικη εμφάνισή-του!

Για την ακρίβεια, έμεινα εκστασιασμένος μπροστα στην ευφυέστατη αρχιτεκτονικη σχεδίαση, τα δομικα υλικα και γενικατην απέριττη ομορφια αυτου του πεζογραφικου κειμένου, που η συγγραφέας-του το προσδιορίζει με τον λογοτεχνικο όρο ΄΄νουβέλα΄΄. Δηλαδη, το αφηγηματικο εκείνο είδος της λογοτεχνικης πεζογραφίας το οποίο χαρακτηρίζεται απο τη συντομία στην έκταση, η οποία κυμαίνεται μεταξυ του συντομότερου διηγήματος και του εκτενέστερου μυθιστορήματος και παράλληλα απο τον ρεαλισμο του ύφους-του και την ύπαρξη συγκεκριμένης πλοκης.

Οφείλω να ομολογήσω όμως, πως μόχθησα για αρκετη ώρα μέχρι να μελετήσω και να ερμηνεύσω σωστα (όπως πιστεύω) το σκεπτικο σύλληψης, σχεδίασης και υλοποίησης του υπέροχου αυτου καλλιτεχνικου δημιουργήματοςπου,χωρις δισταγμο,τολμω να πω ότι αγγίζει τα όρια ενος ακεραιωμένου λογοτεχνικου έργου! Κοντα και ταυτόχρονα με αυτα, ν’ αναφέρωπως με πολιορκούσε συνεχως και η σκέψη για το πως θα λειτουργήσω περαιτέρω, εγω ο αδαης, και κυρίως χωρις μεταπτυχιακο, μα ούτε καν πτυχίο, στην Αρχιτεκτονικη, και επιπλέον τι μπορω να αποφανθω ή να γράψω γι’ αυτο το κομψοτέχνημα, φοβούμενος, σε τελικη ανάλυση, μήπως και οικτρα το παρερμηνεύσω. Αφήνω όμως κατα μέρους τις φοβίες και τις αναστολες-μου και προχωρω στις παρατηρήσεις και τα σχόλια-μου για το βιβλίο.

Η ΝΟΥΒΕΛΑ΄΄Τι είναι ένας κάμπος΄΄, εν πρώτοις, βρίσκω πως είναι ένα αρκετα ισοζυγισμένο κείμενο. Δηλαδη, η συγγραφέας-του βρήκε με μεγάλη επιτυχία το σημείο ισορροπίας μεταξυ της λογοτεχνίας και της Ιστορίας, της πραγματικότητας και της φαντασίας, της πεζογραφίας και της ποίησης και πάνω σε αυτες τις γενικες γραμμες προσανατολίστηκε για την μετέπειτα πορεία-της. Δηλαδη, για ό,τι εμπνεύσθηκε και για ό,τι επρόκειτο συγγραφικα να καταθέσει. Μάλιστα, στις ευτυχέστερες στιγμες της νουβέλας, τείνουν, νομίζω, να καταργηθουν και τα όρια ανάμεσα στον πεζο και τον ποιητικο λόγο, γιατι σε μεγάλο ποσοστο και σε αρκετα σημεία-του, το κείμενο, και παρα τη θεματικη τραγικότητά που μεταφέρει μέσα-του, είναι διαποτισμένο με τη μαγεία της άδολης ποίησης. Παραθέτω ένα μικρο δείγμα:

.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕΤΡΙΤΣΗ

FRACTAL 12/1/2022

Εν περιλήψει

Σ’ αυτή τη Νουβέλα, η συγγραφέας μας διηγείται με πολύ γλαφυρό, αλλά και παραστατικό τρόπο, την ιστορία των στρατοπέδων της Αμμοχώστου, όπου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ, κρατήθηκαν περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες σε άθλιες συνθήκες, φυλακισμένοι.

Οι Εγγλέζοι είχαν κατασκευάσει φυλακές με αντίσκηνα, για τους Εβραίους, στην Κύπρο, στα περίχωρα της Αμμοχώστου, στις περιοχές Καράολου, Ξυλοτύμπου και Δεκέλειας. Είχαν επίσης κατασκευάσει και μία πιο μικρή για τους Γερμανούς αιχμαλώτους του πολέμου, που τους έφεραν οι Εγγλέζοι, για να δουλέψουν στην κατασκευή των στρατοπέδων. Όλες αυτές τις φυλακές οι Εγγλέζοι τις ονόμαζαν «camps», ενώ οι Κύπριοι τις έλεγαν « Κάμπους».

Ο πρώτος Κάμπος ήταν του Καράολου, που είχαν κατασκευαστεί πέντε μπλοκ για δέκα χιλιάδες ψυχές. Οι κρατούμενοι ήταν πολύ δυσαρεστημένοι, έτσι στις 26 Απριλίου του 1947, ζήτησαν από τον διοικητή του Κάμπου, έναν δημοσιογράφο, για να καταγράψει τα αιτήματά τους. Μάλιστα οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν διαλέξει τον δημοσιογράφο, με τον οποίο ήθελαν να κουβεντιάσουν.

Όταν παρουσιάστηκε ο δημοσιογράφος μπροστά στον διοικητή, αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο οι φυλακισμένοι διάλεξαν αυτόν, διότι είδε μπροστά του έναν κοντοπίθαρο Κύπριο, που έπαιζε με τα δάχτυλά του κοιτάζοντας το ταβάνι. Οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να διαλέξουν όποιον ήθελαν από τη στιγμή, που έφταναν στα χέρια τους όλες οι εφημερίδες κυπριακές, βρετανικές, αλλά και εβραϊκές. Ο δημοσιογράφος όμως, ο Φαίδων, καταλάβαινε το γιατί. Διότι αυτός στα γραφτά του έγραφε για ανθρώπους και όχι για εποίκους, για τρομοκράτες ή για πράκτορες, που έγραφαν οι άλλοι δημοσιογράφοι. Ο διοικητής τον ενημέρωσε ότι θα έμενε λίγες ημέρες στην Αμμόχωστο, ήταν η πρώτη φορά που επέτρεπαν τις συνεντεύξεις των κρατουμένων και ότι ίσχυαν οι νόμοι του Πάλμερ για τη λογοκρισία.

Ένας οδηγός οδήγησε τον Φαίδωνα στον Κάμπο. Όταν έφτασε είδε έναν διπλό αγκαθωτό φράχτη, που κύκλωνε το στρατόπεδο και ήταν ψηλός ως δέκα μέτρα. Είχαν προηγηθεί οι φήμες ότι δεν άφηναν τα πλοία να πλησιάζουν την Παλαιστίνη με οδηγίες απευθείας από την εκεί βρετανική διοίκηση, οπότε έπιαναν λιμάνι στην Κύπρο. Μάλιστα όταν γίνονταν αφίξεις στο λιμάνι, οι άνθρωποι όχι μόνο αρνιόνταν να αποβιβαστούν, αλλά υπήρχαν και χειρόγραφα φυλλάδια, που τα πετούσαν στον αέρα που έγραφαν «Αδέρφια Κύπριοι, μην αφήσετε το νησί σας να γίνει κέντρο κράτησης». Αυτά όμως ήταν μάταια, γιατί οι Εγγλέζοι τους φόρτωναν σε στρατιωτικά φορτηγά και τους κουβαλούσαν βόρεια της πόλης σε μια ξερή γη, που υπήρχε λιοπύρι και άμμος. Οι άνθρωποι ήταν μέσα μαντρωμένοι σαν τα ζώα προσπαθώντας να βρουν σκιά κάτω από ισχνούς ευκαλύπτους.

Οι Εγγλέζοι νοίκιασαν στον Φαίδωνα ένα δωμάτιο στην πίσω αυλή μιας κατοικίας στη συνοικία του Αγίου Λουκά, όχι μακριά από τον Καράολο. Η σπιτονοικοκυρά είναι η Ιουλιανή, που τον περιμένει στην αυλή με καφέ και κουλούρια. Εκεί βρήκε την ευκαιρία να διαβάσει κάποια αποκόμματα εφημερίδων. Μεταξύ άλλων διάβασε κάποιες ελάχιστες αναφορές στις δημοκρατικές αρχές, την αλληλεγγύη, τη συμπόνια και το δίκαιο. Οι περισσότεροι απαιτούν τη μεταφορά των Εβραίων στην Παλαιστίνη ή αλλού. Άλλες εφημερίδες γράφουν ότι «ο κίνδυνος είναι πραγματικός, η Κύπρος κατακλύζεται». Επικαλούνται το ενδεχόμενο αλλοίωσης της εθνολογικής τους σύστασης και τον Εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Δηλώσεις στεγνές δίχως καρδιά. Ο τόπος είναι μικρός, οι καλλιέργειες ρημαγμένες, οπότε δεν αργεί ο καιρός, που θα σωθεί το σιτάρι, το λιόλαδο, η σταφίδα, αλλά και οι στέρνες άρχισαν να στεγνώνουν. Άλλωστε ο λαός είναι χρόνια τώρα βουτηγμένος μες τη φτώχια και την αμορφωσιά. Οι αγρότες επίσης παρατημένοι και αφημένοι στο έλεος των φοροθετών, των μαυραγοριτών και των τοκογλύφων. Οι εργάτες στα μεταλλεία, οι οικοδόμοι, οι σιδηρουργοί, οι γυναίκες στο νηματουργείο του Ιωάννου, όλοι αυτοί ξεσηκώνονται και απεργούν. Παρ’ όλο που συνέβαιναν όλα αυτά, οι άνθρωποι ήταν μαθημένοι να στοχάζονται αλλιώς την καλοσύνη.

Όλο το βράδυ ο Φαίδων έκανε άστατο ύπνο. Πρώτη μέρα της συνέντευξης και η σκέψη του είναι στο ότι κάποια στιγμή πρέπει να ειπωθούν οι αλήθειες κι αυτός να σταθεί στη μεριά της ανθρωπιάς, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο κάποτε θα υπάρξει λύτρωση από την ελεεινή αίσθηση, ότι κάθονται όλοι με σταυρωμένα χέρια, ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα.

Ο Φαίδων έφτασε στον Καράολο με το πρωινό λεωφορείο. Όταν συνάντησε τον διοικητή του έδωσε ένα πάσο για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Του είπε επίσης ότι η μόνη χώρα, που διάκειται φιλικά προς τους Εβραίους είναι η Βρετανία, αλλά δεν του είπε το λόγο για τον οποίο κρατούν τόσο κόσμο φυλακισμένο, που δεν έφταιξε σε τίποτα. Του διευκρίνισε επίσης ότι οι κρατούμενοι ασκούν μόνοι τους την εσωτερική διαχείριση του στρατοπέδου, μέσω επιτροπής όπου έχουν αντιπροσώπους των έξι βασικών γεωγραφικών εβραϊκών κοινοτήτων κι έχουν επιλέξει και μία γυναίκα. Οι ίδιοι επίσης επιλύουν τα θρησκευτικά τους ζητήματα, τις μεταξύ τους διαφορές για ελαφρά παραπτώματα και για ποινή, μπορούν να επιβάλουν μέχρι και την απομόνωση ενός αντίσκηνου.

Ένας στρατιώτης τον οδήγησε στο αντίσκηνο που θα συναντούσε τους εφτά αντιπροσώπους των κρατουμένων. Πρώτος πήρε το λόγο ο Μωυσής από τα Γιάννενα, που πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Του είπε ότι είχε υπηρετήσει στο Τάγμα του Μοφυτεχάι Φριζή και ήταν μαζί του όταν έριξαν σ’ ενέδρα τη μεραρχία των Αλπινιστών και μπήκαν στην Κόνιτσα. Ο Φριζής μάλιστα έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα και για Χριστιανούς και για Εβραίους. Υπήρχαν και άλλοι φίλοι του αδερφικοί, που χάθηκαν στα παγωμένα βουνά όπως ο Ερρίκος, ο Σαμπετάι, ο Ζάλα και τώρα όσοι σώθηκαν βρίσκονται φυλακισμένοι εκεί, οπότε εύλογα τον ρωτάει ποιος ήταν ο σκοπός που πολέμησαν, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αμέσως στο μυαλό του Φαίδωνα ήρθαν οι Κύπριοι Έλληνες καιΤούρκοι, αλλά και γυναίκες, όλοι τους παιδιά που κατετάγησαν στον Βρετανικό στρατό και πολέμησαν παντού, όπου υπήρχε ανάγκη, στην Κρήτη, στη Γαλλία, στην Αβησσυνία, στη Μέση Ανατολή, όπου άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πολέμησαν για τη δημοκρατία και για την υπόσχεση των Εγγλέζων πως τάχα θα σεβαστούν το δικαίωμα των λαών σε αυτοδιάθεση και όταν τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε η επιθυμία της Ένωσης, τους είπαν πως αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος κατωτερότητας, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει.

Μετά τον Μωυσή ένας Πολωνοεβραίος του έδωσε γραμμένα στα ελληνικά τα αιτήματα των κρατουμένων. Έγραφαν ότι διαμαρτύρονται με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, γιατί τους εμποδίζουν να κατοικήσουν την γη των πατέρων τους. Μάλιστα του είπαν ότι έστειλαν και στον Τσώρτσιλ μια παρόμοια επιστολή, όμως ποτέ δεν πήραν κάποια απάντηση. Αργότερα ξεκίνησαν κάποιες μεταφορές κρατουμένων στην Παλαιστίνη, όμως γίνονται τόσο αραιά και με λίγους ανθρώπους με προτεραιότητα στα ορφανά και στις οικογένειες. Του είπαν επίσης ότι πριν από δυο εβδομάδες υπήρξαν διαμαρτυρίες, που κατέληξαν σε εξέγερση, όπου είχαν πυρπολήσει δύο αυτοκίνητα και οι φρουροί είχαν αναγκαστεί ν’ ανοίξουν πυρ, όπου σκοτώθηκε ένας κρατούμενος και άλλοι τραυματίστηκαν. Οπότε μετά έκαναν όλοι απεργία πείνας ακόμα και τα παιδιά. Έτσι τους επετράπη να μιλήσουν με δημοσιογράφο και το επόμενο αίτημά τους είναι να τους επισκεφτεί η διεθνής επιτροπή για την Παλαιστίνη. Ένας από την Ουγγαρία του είπε ότι πρέπει να τους καταλάβει, γιατί μέχρι τώρα τους έχουν φερθεί σαν να είναι θηράματα. Δεν τους άφησαν πατρίδα, για να επιστρέψουν, αλλά τους έριξαν και το φταίξιμο, γιατί σώθηκαν. Γι’ αυτό επιθυμούν να πάνε εκεί που υπάρχουν μόνο Εβραίοι, διότι έχουν φτάσει σε σημείο, που να μη θέλουν πια να δουν άνθρωπο, που να μην είναι Εβραίος. Αμέσως μετά πήρε το λόγο η γυναίκα, που την έλεγαν Λιλιάνα και καταγόταν από την Βουλγαρία. Αυτή είπε, πως για όσο τους αναγκάζουν να ζουν εκεί, απαιτούν συνθήκες ανθρώπινες. Το φαγητό ήταν λίγο και όχι θρεπτικό, κυρίως για τα παιδιά. Φυσικά νιώθουν ευγνωμοσύνη για κάποιους Κύπριους, που τους αφήνουν μικρούς μπόγους με αμύγδαλα, ζάχαρη, σταφίδες, ελιές, πορτοκάλια, όμως δεν σώζονται τόσες ψυχές μόνο με την καλοσύνη των άλλων. Ευτυχώς κινητοποιήθηκαν κάποιες δικές τους οργανώσεις και τους έστειλαν ρούχα, φάρμακα, βιβλία, έναν ραβίνο κι έναν γιατρό. Το άσχημο όμως είναι ότι οι Εγγλέζοι συνεχίζουν και πηγαίνουν στους Κάμπους όλο και περισσότερο κόσμο. Νερό έχουν μέρα παρά μέρα. Το σαπούνι σπανίζει και τους παιδεύει η ψώρα. Φοβούνται μην ξεσπάσει επιδημία και αφανιστούν όλοι. Απαιτούν γάλα και φρούτα για τα παιδιά, φροντίδα για τις εγκύους, χώρους καθαρούς για τα βρέφη και δομές υγιεινής, για όλους. Επίσης θέλουν να ετοιμάζουν οι ίδιοι τα φαγητά τους σύμφωνα με τις δικές τους συνήθειες. Φεύγοντας άκουσε κάποιον να λέει: «Να δώσει ο Κύριος να μην βρεθείτε ποτέ στη θέση μας».

Οι κάτοικοι αντίθετα με τους Εγγλέζους συμπεριφέρονταν καλά στους φυλακισμένους, αν τύχει και το σκάνε και βρίσκονται στο δρόμο τους. Όπως η γυναίκα με τον πορτοκαλεώνα, που μπήκε κάποιος με την μπλε στολή των αιχμαλώτων στον κήπο της, όχι μόνο δεν τον κατέδωσε, που της έκλεψε τα πορτοκάλια, αλλά τον έβαλε και στο σπίτι της, τον τάισε, τον κοίμισε και το πρωί τον άφησε ελεύθερο να φύγει δίνοντάς του τρόφιμα και μία λίρα. Ήταν Γερμανός αιχμάλωτος των Εγγλέζων, όμως η γυναίκα εκείνη την ώρα το μόνο που σκέφτηκε ήταν ότι ήταν ένας άνθρωπος, που σ’ αυτήν την θέση που βρέθηκε δεν ήταν δικό του φταίξιμο και ότι με το γύρισμα της μοίρας, μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου.

Την επομένη το πρωί ο Φαίδων αφού πήρε πρωινό με την κυρία Ιουλιανή, που είχε ετοιμάσει βρασμένο δυόσμο και μαχλέπι, έφυγε για τον Καράολο. Όταν έφτασε τον φώναξε μια παρέα από άντρες και γυναίκες να πάει κοντά τους. Εκεί ήταν κι ένας Ρωσοεβραίος, ο οποίος ζούσε στη Γερμανία είκοσι εφτά χρόνια με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του και δεν είχε σκεφτεί να πάρει τη Γερμανική υπηκοότητα. Άρχισε να τους διηγείται τι είχε τραβήξει με τους αστυνομικούς, που στις 23 Οκτωβρίου μπήκαν μέσα στο σπίτι του και τους πήραν όλους με τη βία για να τους πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, εκτός από το διαβατήριο και μια κουβέρτα. Κατόπιν τους ανέβασαν σ’ ένα φορτηγό, όπου σταματούσαν συχνά γιατί έπαιρναν κι άλλους και όταν έφτασαν εκεί τους υποχρέωσαν να υπογράψουν. Κανείς δεν ήξερε τι υπέγραφαν, όμως μ’ αυτόν τον τρόπο τους πήραν όλες τις περιουσίες τους, χωρίς να το ξέρουν. Οι Ες Ες μάζεψαν τα χρήματα απ’ τις τσέπες τους και όταν ξημέρωσε τους πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου μπήκαν σε κάτι βαγόνια. Τους πήγαν στο Νούμπεσεν κοντά στην Πολωνία. Εκεί μαζεύτηκαν κάπου δώδεκα χιλιάδες ψυχές και τους έβαλαν να περπατήσουν ως τα σύνορα. Οι Ες Ες μαστίγωναν όποιον έμενε πίσω.

Κατόπιν μια γυναίκα πήρε το λόγο. Ήταν είκοσι ετών και σηκώνοντας το μανίκι της δείχνει στον Φαίδωνα έναν πενταψήφιο αριθμό, που ήταν τυπωμένος στην εσωτερική πλευρά του βραχίονά της. Την έλεγαν Μπέρθα κι άρχισε κι αυτή να διηγείται τι τράβηξε στο στρατόπεδο με τους Γερμανούς. Του είπε, πως μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο, όπου έπαιζε κάποια μουσική, ένας με ιατρική ποδιά τους χώριζε. Έδειχνε με το δάχτυλο ποιοι θα πάνε αριστερά και ποιοι δεξιά. Όσοι πήγαν αριστερά τους φόρτωσαν σε φορτηγά και δεν τους ξαναείδε κανείς. Όσοι είχαν πάει δεξιά, αφού τους τύπωναν το νούμερο, χώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες. Τις γυναίκες αφού τις έκοβαν τα μαλλιά τις έριχναν σε παράγκες. Αυτή ήταν δίπλα με τη μάνα της. Στην αρχή κλαίγανε, αλλά μετά ήταν σαν να είχαν στερέψει τα δάκρυά τους. Κατόπιν έπαιρναν μία μία και τις έβαζαν στους θαλάμους. Η πόρτα σφράγιζε και ξανάνοιγε, για να πάνε τα κορμιά στους φούρνους, όπου απέμενε η στάχτη του καθένα. Άλλοι κρατούμενοι καθάριζαν τις στάχτες και τους φούρνους. Τις στάχτες τις μάζευαν και τις έριχναν στη λίμνη. Η μουσική πάντα έπαιζε. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν όπερες του Βάγκνερ και φούγκες του Μπαχ. Μουσική μέσα στην κόλαση. Πριν την απελευθέρωση όμως τους έβαλαν και χάλασαν τα κρεματόρια και τις ράγες. Μια νύχτα τις σήκωσαν ξυπόλητες και χωρίς ρούχα τις έβγαλαν έξω από το στρατόπεδο, της έβαλαν μαζί με ομάδες αντρών και τους ανάγκασαν να περπατούν μέχρι το πρωί. Σ’ όλη τη διαδρομή τους υποχρέωναν να τραγουδούν. Πολλοί δεν άντεξαν κι έμεναν πίσω, αλλά αυτούς τους πυροβολούσαν. Μία απ’ αυτές είπε η κοπέλα πως ήταν και η μάνα της, όμως εκείνη δεν γύρισε πίσω, παρά συνέχισε να περπατά και να τραγουδά. Στο δρόμο τους συνάντησαν και κάποιον άντρα που ήταν διαλυμένος και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Κάποιοι είπαν πως είχε γίνει έτσι ο άνθρωπος από τα πειράματα που κάνανε στο Μπούχενβαλντ.

Η κοπέλα αυτή από τον τόπο που γεννήθηκε δεν θυμάται πολλά πράγματα, όμως θυμάται τη μάνα της που της μίλησε για μια φωτιά, που είχε αρχίσει απ’ τη Μεβλανέ ένα απόγευμα Σαββάτου και έφτανε μέχρι το λιμάνι της Σαλονίκης κι έκαψε το σπίτι όπου η ίδια είχε γεννηθεί, το σπίτι που οι παππούδες της το είχαν χτίσει χρόνια πριν, από τότε που έφτασαν εκεί στη Σαλονίκη από την Ισπανία, χωρίς τίποτα κι άρχισαν να δουλεύουν στα υφάσματα και στις στολές του πεζικού. Από τη Σαλονίκη δεν θυμάται τίποτα, παρά μόνο τη μάνα της να τραγουδά το τραγούδι της φωτιάς και θυμάται και τα χέρια της, που ήταν πάντα απαλά και μοσχομύριζαν σαν αμυγδαλωτό παντεσπάνι.

Την επομένη στο στρατόπεδο συνάντησε τον ραβίνο, ο οποίος του εξηγεί το λόγο που η παρουσία του είναι απαραίτητη εκεί, όπως για να γίνονται γάμοι, οπότε γεννιούνται και πολλά παιδιά, αλλά και για να κάνουν τις θρησκευτικές γιορτές, που τους ενώνουν με κάτι πολύ δικό τους, που δεν μπορεί κανείς να τους το πάρει και να τους το στερήσει. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο ζήτησαν και τους επετράπη να γιορτάσουν το «Ρος Ασανά» όπου έφαγαν μήλα μελωμένα κι εύχονταν με αληθινή προσδοκία, η νέα τους χρονιά να είναι γλυκιά και ήχησε η κεράτινη σάλπιγγα, που είχε πρωτακουστεί αιώνες πριν, έξω από τα τείχη της Ιεριχούς.

Το Μπλοκ 55, ήταν ένα μεγαλύτερο αντίσκηνο, που είχε διαμορφωθεί ως χώρος συναγωγής. Ο Ραβίνος εξήγησε στον Φαίδωνα πως η αργία του Σαμπάτ, ξεκινά από τη δύση του ηλίου της Παρασκευής και κρατά ώσπου να ξεπροβάλουν τα πρώτα νυχτερινά άστρα του Σαββάτου. Η Παρασκευή προορίζεται για την προετοιμασία του σώματος, του σπιτιού και του φαγητού. Οι γυναίκες ζυμώνουν το γλυκό ψωμί σε σχήμα πλεξούδας, γεμίζουν με νερό τις κανάτες, ετοιμάζουν τα κεριά, που θ’ ανάψουν το βράδυ, ψέλνοντας ύμνους της ευγνωμοσύνης. Η γιορτή αυτή είναι αφιερωμένη στο Θεό και στην ειρήνη, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται καμία ασχολία, μετακίνηση και καμία σκοτούρα. Ξαφνικά άρχισε ο Μόνιεκ να μιλά, γιατί θυμήθηκε ότι εκείνη την ημέρα όρμησαν στο σπίτι του άνθρωποι της Γκεστάπο, που τους είπαν ότι θα τους οδηγούσαν στον σταθμό και η μητέρα του άρχισε να κλαίει, όχι γιατί είχε καταλάβει τι σημαίνει «απέλαση», αλλά γιατί θα ανέβαινε σε τραίνο την ημέρα του Σαμπάτ. Εκείνη τη στιγμή ο Ραβίνος τον διέκοψε και του είπε ότι είναι προτιμότερο να μη μιλάει γι’ αυτά κανείς, γιατί είναι καλύτερα οι άνθρωποι να μην γνωρίζουν πολλά, για να μην ξανασυμβούν. Ο Φαίδων όμως δεν συμφωνεί και λέει πως αντίδοτο του κακού δεν πρέπει να είναι η λήθη, αλλά η μνήμη. Ο Ραβίνος του ανέφερε πως και για την ταφή των νεκρών είναι απαραίτητος, γιατί είπε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη βεβήλωση από την αποτέφρωση του νεκρού. Του εξήγησε πως η τελετή της ταφής είναι σύντομη, κάνουν επτά περιφορές γύρω από το φέρετρο, λένε μερικά λόγια για τον νεκρό και ύστερα ο ραβίνος μόνος συνοδεύει το λευκό σάβανο στο εβραϊκό κοιμητήριο στο Μαργκό νοτιοανατολικά της Λευκωσίας. Ο Φαίδων ένιωθε μια ντροπή, γι’ αυτούς που βασάνισαν κόσμο, αλλά και για εκείνους που γλύτωσαν, αλλά συνεχίζουν να περιπλανιούνται σαν φαντάσματα αλύτρωτα. Ίσως και να μην είναι όλοι ίδιοι. Θυμήθηκε ένα δημοσίευμα για κάποιον της Βέρμαχτ, Αυστριακό, που πιάστηκε να σώζει Εβραίους στη Λιθουανία. «Προτιμώ να πεθάνω σαν κάποιος, που έδωσε βοήθεια, παρά σαν δολοφόνος», ήταν η τελευταία του κουβέντα. Πίστη ξανά στην τιμή του ανθρώπου.

Την επομένη ο φρουρός του λέει πως τον περιμένει η δασκάλα στο μπλοκ 63. Όταν κατευθύνθηκε προς τα εκεί, είδε κάτω από μία τέντα πολλά παιδιά μαζεμένα από έξι έως δέκα. Τα παιδιά κάθονταν σε στενόμακρους πάγκους και μόλις έφτασε ο Φαίδων σηκώθηκαν όλα όρθια. Δυο κορίτσια του πρόσφεραν ένα μπουκέτο λουλούδια φτιαγμένα από χαρτί. Η δασκάλα τον καλωσόρισε στα ελληνικά και γυρνώντας προς τα παιδιά, τους εξήγησε στα εβραϊκά, πως ο σκοπός του κυρίου Φαίδωνα ήταν να καταγράψει τις επιθυμίες τους, ώστε να τις μάθουν και άλλοι άνθρωποι, για να βοηθήσουν να πραγματοποιηθούν. Τα παιδιά έλεγαν και η δασκάλα μετέφραζε. Όλα είχαν κάτι να ζητήσουν. Κάποιο ζήτησε γυαλιά οράσεως, άλλο ζήτησε βιολί, κάποιο άλλο ένα βραχιόλι για τη μάνα του, για να κρύβει τον αριθμό που ήταν στο χέρι της, ένα άλλο έκανε ευχή να φύγουν γρήγορα από εκεί, άλλο ζήτησε να τους πηγαίνουν στη θάλασσα, άλλο ζήτησε μπογιές περισσότερες, άλλο ένα αεροπλάνο για να πάει στον ουρανό να ξαναδεί τη γιαγιά του. Όλα τα παιδιά ζήτησαν κι από κάτι και τα μάτια του Φαίδωνα γέμισαν δάκρυα, όχι τόσο από συγκίνηση, αλλά από το αίσθημα ανημποριάς, γιατί αυτός θα ήθελε να τα βοηθήσει και να τους πραγματοποιήσει τις επιθυμίες τους, όμως σκέφτεται ότι μόνος του δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος ενός κόσμου στεγνού από αγάπη. Αφού του έδειξαν όλες τις κατασκευές αυτοσχέδιων παιχνιδιών, ανθοδοχείων και χάρτινες ανθοδέσμες που είχαν κάνει, άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν. Πριν φύγει από τον Κάμπο ο Φαίδων, η δασκάλα του είπε ότι μένει στην Κύπρο με τη μητέρα της και προσφέρθηκε οικειοθελώς να παραδίδει μαθήματα σ’ αυτά τα παιδιά μουσικής και τέχνης και στα μεγαλύτερα παραδίδει μαθήματα λογοτεχνίας. Του είπε επίσης ότι το σχολείο είχε ενισχυθεί με δυο δασκάλους από την Παλαιστίνη, για να διδάξουν εβραϊκά, μαθηματικά και άλλες επιστήμες, και μ’ έναν ακόμα για να εκπαιδεύει τα παιδιά σε πρακτικά ζητήματα, στο νόμισμα, στην οικονομία και στην αγροτική ζωή. Ο Ραβίνος τους διδάσκει το Ταλμούδ, ενώ για την άθληση φροντίζουν κάποιοι κρατούμενοι. Έχουν φτιάξει ομάδες βόλεϊ και ποδοσφαίρου και οργανώνουν αγώνες.

Την επομένη το πρωί φτάνοντας στον Κάμπο ο διοικητής του ζήτησε να παραδώσει το πάσο του, γιατί αφ’ ενός μεν ήταν η τελευταία μέρα που θα βρισκόταν εκεί, αλλά αφ’ ετέρου ήταν θυμωμένος ο διοικητής επειδή κάποιος την προηγούμενη μέρα αποπειράθηκε να το σκάσει κι επειδή τον πρόδωσε το γάβγισμα ενός αδέσποτου σκυλιού, βρέθηκαν όλα τα σκυλιά σκοτωμένα, στραγγαλισμένα. Ο Φαίδων βγαίνοντας από το γραφείο του διοικητή κατευθύνθηκε προς τις σκηνές. Είδε κάποια παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο κι άλλα να παρακολουθούν. Πλησιάζοντας τα παιδιά που παρακολουθούσαν και καθήμενος δίπλα τους άκουσε τις κουβέντες τους. Η Έρσμπεθ από την Πολωνία έλεγε πως η εξαδέλφη της, ο θείος της και η θεία της σκοτώθηκαν και αναρωτιόταν, γιατί αυτή είναι τόσο τυχερή. Ο Ίον από την Ρουμανία λέει, πως όταν πηγαίνει για ύπνο και σβήνουν τα φώτα σκέφτεται τους γονείς του και τον μικρό αδελφό του και δεν μπορεί να κοιμηθεί. Η Ρούσχε από την Ολλανδία λέει ότι ξέρει κάποιους, που δεν πιστεύουν όλα αυτά που πέρασαν, όμως τότε πού είναι η μάνα της, ο πατέρας της, τ’ αδέλφια της και οι γείτονές τους.

Όταν τα παιδιά τέλειωσαν το ποδόσφαιρο, κάποιος κατευθύνθηκε προς τα συρματοπλέγματα κι άρχισε να σκάβει ένα λάκκο. Ακολούθησαν τα παιδιά και ο Φαίδων κι άρχισαν κι αυτοί να σκάβουν με τα χέρια να κάνουν ένα βαθύ λάκκο, να θάψουν τα σκυλιά για να μην τα φάνε τα όρνια.

Σάββατο 2 Μαΐου. Ο Φαίδων κοιμήθηκε ξαλαφρωμένος και είδε ένα αλλιώτικο όνειρο. Είδε ένα ποτάμι πλατύ, που περνούσε σιγανά κάτω από σκαλιστές γέφυρες με προτομές ένδοξων αντρών και ψηλές φλαμουριές. Ακούστηκε μια φωνή παραδομένη, ανάσα που ξεθώριαζε κι έπειτα σιγή και το ποτάμι να κυλά με γαλήνη.

Δευτέρα 12 Μαΐου 1947, ο Φαίδων έφυγε αφήνοντας πίσω του, τους Κάμπους. Πήγε στην εφημερίδα κι άρχισε να γράφει για να ξεκινήσουν οι δημοσιεύσεις. Επίσης είχε και μία άλλη αποστολή, του είχαν δώσει μηνύματα να τα ταχυδρομήσει στην Πολωνία, Ρουμανία, Ρωσία, Ολλανδία, Αυστρία, Ελλάδα, Αμερική και Παλαιστίνη. Άλλοι έστελναν στους γονείς, άλλοι στ’ αδέλφια και άλλοι σε εβραϊκές κοινότητες.

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΕΑΡ 5/1/2022

Τι είναι ένας κάμπος

Η νουβέλα Τι είναι ένας κάμπος είναι το δεύτερο βιβλίο της Κύπριας συγγραφέως Νάσιας Διονυσίου. Πρόκειται για ένα πεζογράφημα με τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων του πρωταγωνιστή, ενός Ελληνοκυπρίου δημοσιογράφου, ο οποίος επισκέπτεται –κατόπιν πρόσκλησης– τα βρετανικά στρατόπεδα της Αμμοχώστου τον Μάιο και Απρίλιο του 1947, και καταγράφει τα αιτήματα και τις μαρτυρίες των κρατουμένων. Η λέξη «κάμποι» αναφέρεται στην κυπριακή απόδοση της αγγλικής λέξης «camps», όπου κρατούνταν από τους Άγγλους, Εβραίοι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, μέχρι να τους επιτραπεί να πάνε στην Παλαιστίνη. Η νουβέλα, αν και μυθοπλαστική, βασίζεται σε πραγματικά, άγνωστα στο ευρύ κοινό, ιστορικά γεγονότα, τα οποία η συγγραφέας μετά από μελέτη πηγών, ξαναζωντανεύει.

Οι ημερολογιακές σημειώσεις συμπλέκουν στην αφήγηση του δημοσιογράφου την πραγματικότητα με το όνειρο, με παραισθήσεις που δημιουργούνται από κάποιου είδους ψυχολογικής ενδοβολής, όπου το συλλογικό υποσυνείδητο των επιζώντων του Ολοκαυτώματος στοιχειώνει τον δημοσιογράφο.

Η ημερολογιακή αφήγηση διακόπτεται από τρεις παράλληλες ιστορίες. Στη μια ιστορία μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο που δραπέτευσε. Στην άλλη ιστορία, μια Εβραία της Θεσσαλονίκης μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της μέσα από ένα σεφαραδίτικο τραγούδι. Στην τρίτη ιστορία, ένας νεαρός οδηγός, Μεγάλη Παρασκευή, βγάζει κρυφά μερικά παιδιά από το στρατόπεδο.

Το βιβλίο σε ένα άμεσο πραγματολογικό επίπεδο πραγματεύεται το Ολοκαύτωμα και τις συνθήκες κράτησης των Εβραίων στην αποικιοκρατούμενη Κύπρο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο πραγματεύεται την εναλλαγή ρόλων μέσα στην ιστορία: πώς ένας λαός στη μια ιστορική συγκυρία είναι διωκόμενος, στην άλλη είναι διώκτης· τη μια εξουσιαστής, την άλλη εξουσιαζόμενος· τη μια γηγενής, την άλλη πρόσφυγας. Σε ένα τρίτο επίπεδο πραγματεύεται την έννοια του ανήκειν και του ανοίκειου, και ειδικά τον τρόπο που αυτές οι υπαρξιακές δυνατότητες συμπλέκονται με τη γλώσσα. Σε αυτό το τελευταίο εστιάζει και η ανά χείρας κριτική, αφού ο γράφων θεωρεί αφενός αυτή τη διάσταση ως την πιο σημαντική, αφετέρου ως ανεντόπιστη ή υποτιμημένη από όσες βιβλιοκρισίες προηγήθηκαν.

Η συγγραφέας δίνει το ερμηνευτικό κλειδί που ξεκλειδώνει αυτή τη διάσταση σε διάφορα σημεία της νουβέλας, αρχίζοντας από τον λόγο πρόσκλησης του συγκεκριμένου δημοσιογράφου, και φτάνοντας στο όνειρο του δημοσιογράφου με τη «Φούγκα του Θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν, όπου κορυφώνεται η διαπάλη της αποξένωσης και της προσπάθειας επανοικειοποίησης, όπου γλώσσα και κόσμος σημαίνουν τον ίδιο υπαρξιακό ορίζοντα.

Μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι οι κρατούμενοι ζήτησαν τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο, διότι αυτός δεν έγραφε «μήτε για ‘φορτία μεταναστών’, σαν κάποιους άλλους του σιναφιού, μήτε για εποίκους, τρομοκράτες ή πράκτορες, όπως διαλαλούσαν τα επίσημα ανακοινωθέντα των Εγγλέζων» (σ. 12), αλλά έγραφε για ανθρώπους. Εξ αρχής, λοιπόν, η συγγραφέας μας δίνει την άκρη του νήματος: πρόκειται για μια προσπάθεια των κρατουμένων να απελευθερωθούν από τα δεσμά μιας γλώσσας που τους απανθρωποποιεί και τους αποξενώνει, όπου δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους μέσα σε εκείνη τη γλώσσα, και είναι μια προσπάθεια να ξαναγίνουν άνθρωποι στα μάτια τρίτων, μέσω της γλώσσας του δημοσιογράφου που επέλεξαν να αφηγηθεί τις ιστορίες τους –μια προσπάθεια επανιδιοποίησης της αλλοτριωμένης τους ταυτότητας.

Έτσι, η νουβέλα Τι είναι ένας κάμπος έρχεται να μας θυμίσει τις διάφορες λειτουργίες της γλώσσας, πως η γλώσσα δεν είναι απλώς φορέας επικοινωνίας, αλλά και τρόπος που γνωρίζουμε τον κόσμο, τον Άλλον, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι επίσης ένα όχημα μέσω του οποίου δύναται κανείς να εξασκήσει βία κατά του Άλλου: μπορείς να τον αποξενώσεις μέσα από τη χρήση λέξεων, μπορείς να αποκρύψεις την αλήθεια μέσα από παραπλανητικές περιγραφές, μπορείς να υποκινήσεις σε βία. Η γλώσσα παράγει πολιτικά και υπαρξιακά αποτελέσματα.

Όσο προχωράμε στις ημερολογιακές καταγραφές, τόσο βαθύτερα ο δημοσιογράφος μπαίνει στην εμπειρία της γλωσσικής αλλοτρίωσης των κρατουμένων. Ο δημοσιογράφος αρχίζει σιγά-σιγά να «βλέπει», μεταξύ παραίσθησης και πραγματικότητας, έναν Εβραίο ποιητή, τον Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος είχε γράψει το σημαντικότερο ποίημα που γράφτηκε για το Ολοκαύτωμα, τη «Φούγκα του Θανάτου». Ο Τσέλαν ήταν γερμανόφωνος, η πόλη, ο τόπος που γεννήθηκε, αφανίστηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχασε τους γονείς του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχασε τον τόπο του και θεωρούσε ότι έχασε και τη γλώσσα του, κυρίως διότι οι Ναζί είχαν χρησιμοποιήσει τη γερμανική γλώσσα ως γλώσσα προπαγάνδας εναντίον των Εβραίων. Είχε ένα μεγάλο δίλημμα: σε ποια γλώσσα θα έγραφε πλέον; Η γερμανική γλώσσα ήταν αυτή που τον συνέδεε με τον τόπο του, με τους γονείς του. Όμως την είχαν με τόσο βάρβαρο τρόπο χρησιμοποιήσει οι Ναζί, και ήταν πλέον μια αλλοτριωμένη γλώσσα, μια γλώσσα απανθρωποποιητική:

Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα· όταν τελικά άνοιξα το στόμα μου, το ʼνιωσα σαν κάτι ξένο. Ύστερα απλώθηκε και πάλι η καταχνιά, λες κι ήταν όλα τριγύρω δάκρυα, λες κι ήταν ψυχές. Κι άκουσα ξανά εκείνη τη φωνή, εκείνες τις λέξεις. Βιρ τρίνκεν ουντ τρίνκεν. Λέξεις σαν σφυροκόπημα· πρώτα ο ξερός χτύπος τους, ύστερα ένας αντίλαλος που αστράφτει και συνεχίζει στο άπειρο. Τρίνκεν ουντ τρίνκεν. Λέξεις κροτάλισμα από θρυμματισμένα γυαλιά, βαριές πρόκες που καρφώνονται, ατσαλένια πόρτα που κλείνει με πάταγο, άγριος άνεμος που σφυρίζει με λύσσα. Τρίνκεν ουντ τρίνκεν. Όχι, δεν ήταν λέξεις, ήταν οι γδούποι του φτυαριού, ήταν τα κόκκαλα που θρυμματίζονταν, ήταν η κούπα που έπεφτε, που ολοένα πέφτει, η κούπα που θα σπάσει. Μαύρο γάλα της αυγής, έλεγαν οι λέξεις, σε πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε, έλεγαν, σκάβουμε τάφο στους αιθέρες, έλεγαν.

Έλεγαν και κάτι άλλο οι λέξεις. Ντερ τοντ, έλεγαν, ο θάνατος είναι μάστορας, έλεγαν, το μάτι του είναι γαλανό, έλεγαν, σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα, έλεγαν. Όχι, δεν ήταν απλώς λέξεις, ήταν ο ίδιος ο θάνατος, ο θάνατος που ήταν απαράλλαχτος ο άνθρωπος. [σσ. 63-64)

Η γλωσσική αλλοτρίωση επιτυγχάνεται και μέσω ευφημιστικής γλώσσας, η οποία εξωραΐζει και συγκαλύπτει βίαιες διαδικασίες, βασανισμούς και εξοντώσεις:

Κι ήταν πράγματι όμορφο το δέντρο του Γκαίτε κι όμορφες οι λέξεις τους, που έλεγαν γι’ αναρρωτήρια και πύργους και για δύσκολα ιατρικά ζητήματα και για την τιμή του έθνους, ή έλεγαν για άλογα που κουβαλούσαν πέτρες στα λατομεία τραγουδώντας. Ω, ήταν υπέροχες οι λέξεις τους και τα τραγούδια και το δέντρο του Γκαίτε· ο ίσκιος του έπεφτε πυκνός και τα φύλλα του κροτάλιζαν απαλά, έτσι που μπερδευόμουν καμιά φορά και φανταζόμουν πως από δίπλα περνούσαν πλήθη ανθρώπων που ύστερα όμως εξαφανίζονταν, ή νόμιζα πως άκουγα ριπές πολυβόλων, ή έβλεπα μέσα απ’ το θαμπό τζάμι να ψηλώνουν το χάραμα νέες οξιές, μόνο που η σκιά τους ήταν τώρα αραιή, σαν τις σκιές των κρεμασμένων. [σ. 41]

Εδώ, το «δέντρο του Γκαίτε» λειτουργεί και ως συμβολισμός για όλη την ποίηση που εξυμνούσαν οι Ναζί, και συνεκδοχικά τη γερμανική γλώσσα της εποχής εν γένει.

Η Νάσια Διονυσίου μας έδωσε μια νουβέλα που μεταξύ άλλων λειτουργεί σαν καθρέφτης της σημερινής κυπριακής αλλά και ελληνικής κοινωνίας, αφού τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα έχουμε σύγχρονους «κάμπους» με τσουβαλιασμένους ανθρώπους, ψυχές όπως η Νάσια Διονυσίου επιμένει να γράφει, οργανωμένη γύρω από γλωσσική βία. Η Νάσια Διονυσίου μας ωθεί συλλογικά να ξαναβρούμε τη γλώσσα που ονοματίζει το Κακό ως Κακό, το Καλό ως Καλό, τη γλώσσα της αλληλεγγύης, που κι εμείς στην πορεία χάσαμε. Είμαστε πλησίον, είναι καιρός:

Κάθομαι κάτω, σίμα, στην άκρη· μια ευκολία συνεννόησης – ξέρω πως στην πραγματικότητα μαζί τους ανήκω. Με τη μύτη ενός κλαδιού χαράζω σχήματα χάμω, σε τούτο το περίεργο κράμα από άμμο και χώμα – ούτε άμμος του ταξιδιού, ούτε χώμα της ρίζας, κάτι άλλο πρέπει να ‘ναι ο κάμπος, κάτι που ακόμα δεν έχουμε ονοματίσει. [σ. 85]

Ένα βασανιστικό ερώτημα προέκυψε μέσα μου όταν έκλεισα το βιβλίο της Διονυσίου: πόσο βίαιη στ’ αλήθεια ακούγεται η γλώσσα μου στους πρόσφυγες και μετανάστες, στους αιτητές ασύλου που βρίσκονται φυλακισμένοι στο Πουρνάρα[1], στη Σάμο, στο κολαστήριο της Αμυγδαλέζας και αλλού;

 

.

ΠΕΡΙΤΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 12/11/2018
Ολοκληρωμένη αισθητική προσέγγιση
Με το πρώτο κιόλας, εκδομένο σε χωριστό βιβλίο, λογοτεχνικό της έργο, η Νάσια Διονυσίου παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό με κατεκτημένο ύφος, κατασταλαγμένο στυλ γραφής και ολοκληρωμένη αισθητική προσέγγιση. Η συλλογή διηγημάτων «Περιττή ομορφιά» δεν παρουσιάζει καμιά εγγενή αδυναμία από αυτές που σχεδόν κατά κανόνα εμφανίζονται σε όλες τις πρωτόλειες δουλειές νέων συγγραφέων. Και το γεγονός, από μόνο του, συνιστά ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα. Ένα επίτευγμα που επισφραγίστηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για εκδόσεις του έτους 2017.
Εν πάση περιπτώσει, η παρουσίαση του βιβλίου από τη στήλη ουδόλως έχει να κάμει με την κρατική αυτή διάκριση. Ουδέποτε ενεργήσαμε με συναφή κριτήρια. Απλώς παρουσίαση και βράβευση σχεδόν συνέπεσαν χρονικά. Ας περάσουμε όμως στο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Ροδακιό και σε αυτό περιλαμβάνονται δώδεκα ευσύνοπτα, ελλειπτικά και αφαιρετικά διηγήματα. Θα έλεγα ότι σχεδόν σε όλα τα αφηγήματα της Διονυσίου ανιχνεύονται ειδολογικά χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου. Κι αυτό προσθέτει μια ιδιαζόντως ενδιαφέρουσα νότα στα κείμενά της. Αφού, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, μπορούν να διαβαστούν και ως πεζοτράγουδα.
Η υφολογική ομοιογένεια της Ν.Δ. συνεπικουρείται και από την ομοιογένεια των θεματικών της αναζητήσεων, καθώς σε αυτές πρυτανεύει το πνεύμα των υπαρξιακών προβληματισμών, διανθισμένο και από τη γυναικεία διαίσθηση. Η δε εμπεδωμένη αισθητική προσθέτει ακόμη ένα ατού στη λογοτεχνική κατάθεση της πεζογράφου.
Η Ν.Δ. θεματοποιεί το προπατορικό αμάρτημα, «Στο φως» (σελ. 9) αγγίζοντας με πρωτοτυπία και φαντασία το ευαίσθητο ζήτημα των διαφυλικών σχέσεων. Στο «Ζωντανή γυναίκα» (σελ. 12) χαιρόμαστε μια ιλιγγιώδη, μια παραληρηματική γραφή, ιδιαίτερα παραστατική, εύρυθμη, γεμάτη φαντασία και συναίσθημα.
Στο διήγημα «Τα κλειδιά» (σελ. 16) έχω την εντύπωση πως ξεδιπλώνεται περισσότερο το ποιητικό, παρά το πεζογραφικό ταλέντο της Ν.Δ. Η συγγραφέας αναπλάθει με ευρηματικότητα και νεωτερικότητα παιδικές μνήμες με αφορμή μια κηδεία, που απλώς αποτελεί το έναυσμα γι’ αυτή τη φαντασιακή αναπόληση.
Στο διήγημα «Στο πέρασμα» (σελ. 22) βλέπουμε το δράμα της μετανάστευσης, δοσμένο με απλότητα, λιτότητα, ελλειπτικότητα και οικονομία λόγου. Η συγγραφέας μεταδίδει στον αναγνώστη της, με αξιοθαύμαστη ευχέρεια και άνεση, χρώματα, αρώματα, γεύσεις, εικόνες και συναισθήματα.
Όσον αφορά το διήγημα «Ο φράχτης» (σελ. 24) η επισήμανση που έχω να κάμω σχετίζεται με τη δεξιότητα της Ν.Δ. να αξιοποιεί το φανταστικό στοιχείο και την αλληγορία, ενώ παράλληλα μετασταλάζει στη γραφή της και κάποια χαρακτηριστικά από τον κύκλο ή μάλλον τη σχολή του αστικού διηγήματος. Γενικά, όσα λέει με τη γραφή της, άλλα τόσα υπαινίσσεται με αυτήν. Θεωρώ, ασφαλώς, πως αυτή η υπαινικτικότητα είναι σημαντική συγγραφική αρετή.
Στο διήγημα «Γιος γυναίκας» (σελ. 30) θα έλεγα ότι ανιχνεύεται μια σύζευξη της μορφής του Ιησού Χριστού με μορφές από τη λαϊκή και δημοτική ποίηση. Την ίδια ώρα, αισθητός γίνεται κι ένας υποδόριος διακειμενικός διάλογος με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Ειδικά αυτό το διήγημα, παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τις υφολογικές του προσεγγίσεις.
Συνολικά αποτιμώντας τη δουλειά της Ν.Δ. θα έλεγα ότι αξιολογείται θετικά η ερωτοτροπία της με την αμφισημία, την πολυσημία και την αλληγορική θεώρηση των πραγμάτων. Έστω κι αν, μερικές φορές, κάποιοι συμβολισμοί, κάποιοι νεφελώδεις υπαινιγμοί – ενδεχομένως και σκόπιμα – αφήνονται να αιωρούνται σε μιας μορφής αοριστία. Αυτό το στοιχείο μάλλον προσθέτει και κάτι το μυστηριακό στη γραφή της, καθιστώντας την ακόμη πιο θελκτική.
Από την άλλη βέβαια, στη γραφή της ανιχνεύεται μια πιστότητα – πειστικότητα που αναβαθμίζει την αναγνωρισιμότητα των τόπων ή των προσώπων στα οποία αναφέρεται. Πχ διαβάζοντας το «Σημάδια αναγνώρισης» (σελ. 44) δεν χρειάστηκε να προστρέξω στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου, για να αντιληφθώ ότι η αναφορά γίνεται στον εικαστικό καλλιτέχνη Νίκο Κουρούσιη. Το κατάλαβα από τις πρώτες γραμμές του διηγήματος. Ομοίως ισχύει και σε ότι αφορά το διήγημα «Στην έξοδο» (σελ. 52) Από τις πρώτες γραμμές γίνεται αντιληπτό ότι λόγος γίνεται για τη ξύλινη προβλήτα του Εναερίου στη Λεμεσό, έστω κι αν η συγκεκριμένη περιοχή δεν κατονομάζεται μέσα στο κείμενο. Αυτά τα στοιχεία, κατά τη γνώμη μου, συνιστούν συγγραφικές αρετές, αναδεικνύουν ακρίβεια, πιστότητα και πειστικότητα.
Καταλήγοντας θα ήθελα να εκφράσω την πλήρη συμφωνία μου με την κριτική που έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο και τη συγγραφέα του ο Άριστος Τσιάρτας, ο οποίος κάνει λόγο για «ώριμη και ολοκληρωμένη συγγραφική κατάθεση». Και προσθέτει: «Η συγγραφέας καθιερώνει το δικό της προσωπικό και διακριτό ύφος, φτιάχνοντας ένα καλά οργανωμένο, πολύχρωμο και πυκνά υφασμένο πλέγμα ιστοριών, χωρίς ρωγμές και κενά, με αρκετές δόσεις ποιητικής αύρας».

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΤΤΟΣ

tvxs 20/8/2017
Η ομορφιά του απόντος νοήματος
Στην ταινία «Το θεώρημα»1, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, μία τυπική μιλανέζικη μεγαλοαστική οικογένεια διαλύεται στα εξ ων συνετέθη εξαιτίας της παρουσίας και της διάδρασης μαζί της ενός μυστηριώδους ξένου. Ο ξένος έρχεται από το πουθενά και αιφνιδίως ξαναφεύγει για το πουθενά αχρηστεύοντας την ιταλική εκδοχή του πατρίς-θρησκεία-οικογένεια: στην τελευταία σκηνή, ο pater familias, αφού έχει παραδώσει το εργαστάσιό του στους εργάτες, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια δυναμική απεργία, βγάζει τα ρούχα του σε έναν κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει στις καμένες πλαγιές της Αίτνας όπου τρέχει γυμνός, κραυγάζοντας άναρθα ανάμεσα στους καπνούς και τις αναθυμιάσεις του σικελικού ηφαιστείου.
Διαβάζοντας τα διηγήματα ‘’Περιττή Ομορφιά’’ της Νάσιας Διονυσίου (Εκδόσεις Ροδακιό,2017), αντιμετώπισα μία συγγραφέα που πια δεν αφουγκράζεται –αν ποτέ αφουγκράστηκε- μεγάλες αφηγήσεις και δραματικές λύσεις στα μεγάλα ζητήματα του κόσμου και του εαυτού. Η Διονυσίου φαίνεται ότι δεν προσέρχεται καν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης στο οποίο πολλοί συνομήλικοι ομότεχνοί της, ειδικά κατά την διάρκεια της παρούσας κοινωνικής κρίσης, έχουν αυτόκλητα παρακαθίσει∙τραπέζι γύρω από το οποίο διαμείβονται αυτοαναφορικές διακηρύξεις ατομικιστικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, εισφέρει ακομπλεξάριστα μία μεταφυσική, αποδεχόμενη το γεγονός ότι πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίνει. Πράγματα απλά και καθημερινά όπως το βάδισμα μιας γάτας, ένα φανάρι της τροχαίας, μια τυχαία συνάντηση ψάχνουν απεγνωσμένα το αρχέτυπό τους: η συγγραφέας δεν πιστεύει θρησκευτικά σε μια άλλη τους διάσταση∙ θαμπώνεται, εισπνέει, γρατζουνιέται, ακροάται, συνομιλεί με την άλλη τους διάσταση ξέροντας ότι δεν μπορεί ούτε να την καταλάβει, ούτε να την αποδείξει. Έτσι αποφασίζει να οδηγήσει στη λεωφόρο διπλής κατεύθυνσης που ενώνει τον πεζό με τον ποιητικό λόγο, μέσα από ελλειπτικές τροχιές αλλά με αποφασιστικότητα.
Να κάποια πράγματα που η Διονυσίου αποδέχεται ότι δεν καταλαβαίνει:
Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση συνέβη, συμβαίνει και σαν εικόνα κατέκλυσε όλο τον πλανήτη προσφέροντας άλλοθι και έξοδο διαφυγής στα ασθμαίνοντα πανανθρώπινα ιδανικά του δυτικού κόσμου. Στην ταινία «Η ανακάλυψη»2 του Charlie McDowell, ο γιος (Brian Mc Carthy) ενός επιστήμονα (Robert Redford) που ανακάλυψε και απέδειξε επιστημονικά την μεταθανάτια ζωή, εμφανίζεται μέσα στην σύγχυσή του να λέει: ‘’είναι, υπάρχει∙αλλά τι σημαίνει;’’. Για την συγγραφέα (Στο πέρασμα, Ο φράχτης) η φρίκη, η αδικία, η βαρβαρότητα δεν φτάνει να αποδειχθούν συνθηματολογικά: ‘’ήταν και μερικοί, θαρρώ οι περισσότεροι από εμάς, που δεν έλεγαν τίποτα…’’ (Ο φράχτης). Αντίθετα πρέπει να διερευνηθεί φιλοσοφικά αν η ρεάλ-πολιτίκ του «δεν υπάρχει φύλαξη των συνόρων αν δεν υπάρχουν νεκροί»3 είναι συμβατή με τον αρχέτυπο της ανθρώπινης φυλής. Γιατί -υπενθυμίζει η Διονυσίου- εκτός από τον Σαμαρείτη υπάρχει και ο Κάιν.
Εκτός από το θανατηφόρο μίσος για τους άλλους που ρέει σαν υπόγειο ρεύμα και εκπυρσοκροτεί στα σύνορα του δυτικού πολιτισμού, η Διονυσίου επιμένει ότι , πριν ερμηνεύσουμε και καταγγείλουμε τον κόσμο, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το μούδιασμα απέναντι στην δική μας ύπαρξη που δεν νοείται παρά μέσα από τον φτωχό εξοπλισμό επιβίωσης: το ανθρώπινο σώμα. Πρέπει πρώτα να νιώσουμε τις χημικές αντιδράσεις του έρωτα, του φόβου, της ηδονής∙ δεν χρειάζεται να είναι κανείς νευρολόγος, ψυχολόγος ή ψυχίατρος για να δώσει την μητέρα των μαχών του σύγχρονου ανθρώπου: να ανασύρει τις αισθήσεις, να θυμηθεί πως νιώθει αληθινά και όχι ψηφιακά.
Η διηγηματογράφος ακούει τα καλώδια τους σώματός της να δουλεύουν. Μέσα στον ηλεκτρισμό του έρωτα και του θανάτου, ανάμεσα στα φορτία του χρόνου ψάχνει να βρει το δικό της σωματίδιο του θεού (Δύο γάτες, Σημάδια αναγνώρισης, Σχετικότητα). Ο τελεσίδικα λυτρωτικός ισχυρισμός του Κωστή Παπαγιώργη ότι ‘’ουσιαστικά δεν έχουμε καμιά δυνατότητα να αλλάξουμε στο παραμικρό το σώμα μας’’4γλυκαίνει στα δάχτυλα της Διονυσίου: ‘’Έγειρα τότε στο χώμα. Με πόδια ανοιχτά, ανοιχτά χέρια, ανοιχτά δάχτυλα, στο χώμα, σαν πάνω σε σταυρό. Ανέπνεα. Κι είδα το κορμί μου στο φως. Και δεν ήταν μόνο ένα κομμάτι πλευρό, ένα κομμάτι, αγαπημένε μου, έστω από το πλευρό σου. Στο φως είδα το κορμί μου∙ κι ήταν καλό’’ (Στο φως). Η αλλαγή θα έρθει, αν έρθει, από μία Διεθνή των Αισθήσεων. Οι άνθρωποι θα αναγνωρίζονται από την υφή της παλάμης τους, από την βραχνάδα της φωνής τους, από τις λίγες γκρίζες τρίχες στα γένια τους και από τα σίγουρα στήθη τους.
Τέλος η συγγραφέας δεν παύει να ξαφνιάζεται από την μητρότητα (Μια ευθεία, Στην έξοδο). Φαίνεται να καταφάσκει ότι η υπερπροστασία αντανακλά ψυχική φτώχεια, ξέρει ότι θα γεννήσει έναν Μικρό Πρίγκηπα και διακηρύσσει το οικουμενικό μητρικό δικαίωμα στο λάθος. Κι αυτό γιατί στην χειρότερη περίπτωση η ομορφιά είναι το μόνο νόημα της ζωής και της ύπαρξης. Είμαστε ευτυχώς καταδικασμένοι να είμαστε περιττοί. Είμαστε ευτυχώς καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι.

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών”, 12.8.2017
Φωνές από την Κύπρο
Με γλώσσα ευρηματική και ελλειπτική, αρκετές φορές στα όρια της ποίησης, χωρίς όμως ποτέ να χάνει την ακρίβειά της, η Νάσια Διονυσίου κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων «Περιττή ομορφιά». Πρόκειται για δώδεκα κομψά, ατμοσφαιρικά κείμενα, στις λίγες σελίδες των οποίων η συγγραφέας αφηγείται υποβλητικά «παράξενες» ιστορίες που κινούνται στα όρια του ρεαλισμού.
Οι πυκνές αναφορές στα βιβλικά κείμενα συμβάλλουν σε μια μορφή «κατανυκτικότητας» που χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Διονυσίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ήρωες των διηγημάτων ή οι φιγούρες που περνάνε μέσα σε αυτά είναι «άυλες» η αποπνευματωμένες –αντίθετα είναι στέρεα δεμένες στη σωματικότητά τους, με τρόπο ώστε συχνά να αποδίδεται στο σώμα ο χαρακτήρας του ιερού.
Το πλαίσιο των ιστοριών της συλλογής συχνά μοιάζει άχρονο –ή τουλάχιστον ο σαφής καθορισμός του σε χρόνο και τόπο δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα της Διονυσίου, που επιμένει να εστιάζει στη δύναμη της γλώσσας της και να πειραματίζεται επιτυχημένα με μια σειρά από αφηγηματικές τεχνικές.
Ο πειραματισμός αυτός όμως δεν είναι στείρος, ούτε δίνει την εντύπωση απλής μαθητείας, καθώς «κουμπώνει» κάθε φορά με το περιεχόμενο του διηγήματος, ενώ εξάλλου, παρά τη χρήση ποικίλων τεχνικών, η συλλογή διακρίνεται από μια καθαρή υφολογική και αισθητική σφραγίδα.
Ως συνέπεια το βιβλίο δεν φέρει τα χαρακτηριστικά του πρωτόλειου, αλλά αποτελεί μια ολοκληρωμένη κατάθεση και μια πολλά υποσχόμενη πρώτη εμφάνιση.

.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ

www.bookpress.gr, 26.6.2017
Οι κραδασμοί της ομορφιάς
Σε φαινομενικά τετριμμένες μέχρι ανίας συνθήκες, μια ασήμαντη λεπτομέρεια, μια απρόσμενη κίνηση εκτροχιάζει από την ασφυκτική επαναληπτικότητα της καθημερινότητας, κινητοποιεί το εσωτερικό τοπίο και φουντώνει τη φωτιά που σιγοκαίει στον μέσα κόσμο. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι μια βόλτα στο πάρκο, δυο γάτες που αγωνίζονται να συνυπάρξουν σ’ ένα σπίτι, η πρώτη περιπολία ενός αστυνομικού, η τροχαία κίνηση στον δρόμο, μια παρατεταμένη χιονοθύελλα, ένα ετοιμοθάνατο πουλί στο προαύλιο της εκκλησίας την ώρα μιας κηδείας… Σε αυτές και άλλες, η συγγραφέας Νάσια Διονυσίου, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, διακρίνει τον ανομολόγητο μύχιο σπασμό που διαχέεται και συγκαθορίζει την πολύπλοκη και αντιφατική ανθρώπινη ύπαρξη.
Τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής δεν συνιστούν μελλοντικές υποσχέσεις μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως, αλλά αποτελούν μια ώριμη και ολοκληρωμένη συγγραφική κατάθεση. Η συγγραφέας καθιερώνει το δικό της προσωπικό και διακριτό ύφος, φτιάχνοντας ένα καλά οργανωμένο, πολύχρωμο και πυκνά υφασμένο πλέγμα ιστοριών, χωρίς ρωγμές και κενά, με αρκετές δόσεις ποιητικής αύρας. Πρόκειται για ιστορίες γραμμένες με γλώσσα που συμπυκνώνει έντονο, πλην όμως, κατασταλαγμένο βιωματικό φορτίο.
Aφηγημένες σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, οι ιστορίες έχουν ενιαίο και στέρεο θεματικό πυρήνα, υπαρκτό και ευδιάκριτο, καθόλου όμως υπερφωτισμένο. Η καθεμία από αυτές δεν αποτελεί ένα αύταρκες και περίκλειστο σύμπαν. Απεναντίας, στο εσωτερικό τους συγκροτούνται αυθύπαρκτες, επιμέρους νοηματικές ενότητες και εικόνες. Μολονότι η πολλαπλότητα και η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας διαπερνά τα σύνορα των περισσότερων διηγημάτων, η αρχετυπική μορφή της Εύας, ως αστείρευτη πηγή άντλησης συμβόλων και ως ύπαρξη ανήσυχη, μοναχική και πολλαπλή, διαχέεται βουβά και υπόγεια σε όλα τα στρώματα της αφήγησης. Και μάλιστα, με τρόπο μυθοπλαστικά και λογοτεχνικά πρωτότυπο, εντάσσοντας π.χ. μαγικά, μη ρεαλιστικά στοιχεία ή ακόμα κρυπτικά εκφραστικά μέσα φορτισμένα με αρχέτυπα και σύμβολα.
Ξεφεύγοντας από τους κλασσικούς αφηγηματικούς τρόπους, η συγγραφέας μεταπλάθει την πραγματικότητα φτιάχνοντας ιστορίες καθόλου προφανείς. Περιβάλλει την αφήγησή της με διαλόγους αποκαλυπτικούς στην οικονομία τους και πολυσήμαντους στην απλότητα τους, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιεί ποικίλες υφολογικές λύσεις, όπως εσωτερικούς μονόλογους, πολλαπλές φωνές στο μικρό εμβαδόν ενός διηγήματος και συνεχή αλλαγή της αλληλουχίας του χρόνου («Κλειδιά», «Γιός Γυναίκας», «Έξοδος»).
Έπειτα, με κλινική ακρίβεια και λιτό ύφος αναπλάθει τις παράλληλες ψυχικές διαδρομές, ταλαντεύσεις, αμφιθυμίες και μεταπηδήσεις των χαρακτήρων της, την αργόσυρτη ανάδυσή τους από τη δύσβατη μυστική τους ζωή για να αναμετρηθούν με την προοπτική της συντροφικότητας και της συνύπαρξης. Και όσο πιο άπιαστο το όνειρό τους τόσο πιο μεγάλη η προσπάθεια να το αποτυπώσουν. Το συλλαβίζουν, βέβαια (μά-μά), όχι όμως από εμμονικό πείσμα, αλλά επειδή το φορτίο των βιογραφικών θραυσμάτων προσδίδει λυτρωτικό ρίγος στο πλησίασμα των παρυφών του («Μια ευθεία», «Σημάδια αναγνώρισης»).
Η κατασκευή της ιδιότυπης υπόστασης των χαρακτήρων γίνεται με ιδιαίτερες αφηγηματικές τεχνικές, αλλά κυρίως με στοχαστική διάθεση που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πρόκειται συνήθως για πρόσωπα αποστασιοποιημένα από τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα ή ακόμα από αιματοσυγγενικές σχέσεις πρώτου βαθμού, δύσπιστα απέναντι σε σταθερά αγκυροβόλια. Δεν λογοδοτούν παρά μόνο στον εαυτό τους, ενώ εκτίθενται στη δοκιμασία της αυτογνωσίας κατά τρόπο που επικαθορίζει τη δημόσια και ιδιωτική τους ταυτότητα.
Διεμβολίζοντας το παρελθόν τους με διεισδυτικό και ανατρεπτικό βλέμμα, η συγγραφέας συναντάται μαζί τους σε δύσκολα περάσματα της ζωής τους, διερωτάται για τις συνθήκες και τα στερεότυπα που στενεύουν ασφυκτικά το παρόν. Αν και δεν κηρύσσουν καμιά αλήθεια, έχουν κάτι κοινό που τους καθορίζει: ζώντας όπως ζουν έχουν αυτές και μόνο τις δυνατότητες εξωτερίκευσης του κόσμου τους –όχι άλλες, όχι διαφορετικές, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες– αυτές μόνο που αναλογούν και αντιστοιχούν στο δικό τους εσωτερικό υπαρξιακό φορτίο.
Το σκηνικό της συλλογής δονείται από μια εσωτερική εκρηκτική ατμόσφαιρα, ενώ σε κάποια διηγήματα («Φράκτης») εικονογραφείται σαν ένα μέρος αλλόκοσμο, μυστηριακό και άχρονο. Η ελλειπτικότητα της γραφής, η ένταση και η πυκνότητά της δείχνουν ότι τις πιο μύχιες έγνοιες μας, τις πιο αποκαλυπτικές εκλάμψεις μας, δεν μπορούμε να τις περιγράψουμε ή να τις εκφράσουμε αναλυτικά παρά μόνο ελλειπτικά, με πολλά αποσιωπητικά και μετέωρους υπαινιγμούς. Στην Περιττή Ομορφιά όταν αυτές συναρμόζονται με το συναισθηματικό βάρος των χαρακτήρων εγκιβωτίζονται σε εμβόλιμες, εντυπωτικές, συμβολικού βάρους εικόνες περισσής ομορφιάς: «… ολομόναχη στον κόσμο. Δεν γίνεται βέβαια να είναι μόνη, κανείς δεν γίνεται να είναι μόνος στον κόσμο, κανείς ακόμα και σήμερα, στο πάρκο, καταχείμωνο, μεσημέρι οικογενειακών συνάξεων, Κυριακή».

.

 

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Άνευ 64 (Φθινόπωρο 2017) 102-109
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ»
Με το πρώτο αυτό βιβλίο της η Νάσια Διονυσίου δείχνει ότι κατέχει το χάρισμα της γραφής· μιας γραφής ιδιαίτερης, στην οποία επανέρχονται στοιχεία της ποίησης (η εικόνα, η μεταφορά, η αφαίρεση, η υποβολή) και μια ιδιόμορφη προσέγγιση στα πράγματα. Όμως χρειάζεται να προσεχθεί αυτό το πάντρεμα της ποίησης με την πρόζα, ώστε η πρώτη να μη λειτουργεί σε βάρος της δεύτερης.
Δεν πρόκειται για διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ούτε ζητάμε από τους νέους συγγραφείς να γράψουν παραδοσιακά διηγήματα ή να εφαρμόσουν πιστά οποιαδήποτε δομικά ή άλλα συστατικά του είδους. Αλλά, από τη στιγμή που η συγγραφέας επιλέγει να καλλιεργήσει το διήγημα ή το ποιητικό αφήγημα (δεν μιλάμε για πεζό ποίημα), θα ήταν καλά να μείνει στην περιοχή της πρόζας. Δηλαδή, όση γοητεία ή μυστήριο και αν προκαλούν η αμφισημία, η αφαίρεση και η υποβολή, θα θέλαμε μια πιο αφηγηματική, πιο εμπράγματη γλώσσα, που να μη χάνεται μέσα σε ασάφειες και υπονοούμενα.
Ακόμα και όταν η συγγραφέας εκκινεί από προσωπικές εμπειρίες και άλλα γεγονότα (η κύηση μιας νέας ζωής, η κηδεία του παππού, ο θάνατος ενός πρόσφυγα από τη Συρία στον Έβρο κτλ.), προτιμά να τα αποδώσει με φευγαλέες εικόνες, με αφαιρετική γραφή και υπονοούμενα, με τεμαχισμένη, σπειροειδή αφήγηση. Επιλέγει να υπαινιχθεί τα πράγματα και να σκιαγραφήσει έναν ρευστό, ομιχλώδη αφηγηματικό κόσμο, που χάνει το περίγραμμά του ή δεν μας αποκαλύπτει τα μυστικά του. Ο αναγνώστης καλείται να ξαναγράψει τα αφηγήματα αυτά, να βάλει σε τάξη το ρευστό αφηγηματικό υλικό και να δώσει δικές του ερμηνείες ή προεκτάσεις σε ό,τι υπονοείται ή αποσιωπάται.
Στα περισσότερα κείμενα δεσπόζει ως κεντρική μορφή η γυναίκα· η γυναικεία ευαισθησία και αντίληψη, το γυναικείο σώμα, που συνταιριάζονται με μια ενδοσκοπική γραφή, η οποία αποδιδόταν παλαιότερα σε γυναίκες συγγραφείς (αν και η άποψη αυτή είναι μάλλον ξεπερασμένη). Στο πρώτο κείμενο της συλλογής («Στο φως»), μέσα από αφαιρετικές και αλληγορικές εικόνες, υποψιαζόμαστε ότι το γυναικείο σώμα βρίσκεται στην κορύφωση της άνθισης και της έκρηξής του (παραλληλίζεται με σεισμό και λάβα), τη στιγμή που φέρνει στο φως μια νέα ζωή. Στην εμπειρία της εγκυμοσύνης αναφέρεται και το τελευταίο αφήγημα του βιβλίου («Στην έξοδο»), που είναι ακόμη πιο σιβυλλικό. Εδώ παρακολουθούμε μια νέα γυναίκα να περπατά πάνω σε μια ξύλινη προβλήτα δίπλα στη θάλασσα, ενώ νιώθει μέσα της το σκίρτημα του εμβρύου που κυοφορεί. Καθώς είναι υποχρεωμένη να μεταβεί σε έναν άλλο, ιδανικό τόπο, χωρίς να πάρει οτιδήποτε μαζί της, αποφασίζει να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Το αφήγημα αυτό, ίσως το καλύτερο του τόμου, κλείνει με τα λόγια: «Περιττή ομορφιά. Η ζωή». Οι δύο πρώτες λέξεις αποτελούν τον τίτλο του βιβλίου και, μαζί με τα συμφραζόμενά τους, τον φωτίζουν.
Και στα υπόλοιπα κείμενα η Ν. Διονυσίου δεν αποβλέπει να διηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, αλλά να αποτυπώσει φευγαλέες εικόνες και μετέωρες καταστάσεις, που δεν καταλήγουν πουθενά: Μια γυναίκα τρέχει γυμνή στον δρόμο και προκαλεί ερωτηματικά σε όσους τη βλέπουν («Ζωντανή γυμνή γυναίκα»). Στο χιονισμένο τοπίο που κατακλύζει το αφήγημα «Ο φράχτης», με τους «χιονοσκεπτικιστές» και τον «χιονένιο φράχτη», τα δημοψηφίσματα, τις συγκρούσεις και τις διμερείς συμφωνίες, αντιλαμβανόμαστε ότι υπόκειται το άλυτο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου. Αλλού («Γιος γυναίκας»), μέσα από στίχους από τον Επιτάφιο του Ρίτσου και από δημώδη άσματα, παρακολουθούμε την ανθρώπινη διάσταση του Ιησού στο Όρος των Ελαιών, καθώς αρνείται να θυσιαστεί για τους ανθρώπους. Μια απόπειρα ληστείας («Ανάποδα»), η σχέση μιας έγκλειστης γυναίκας με τις δύο γάτες της («Δύο γάτες»), η εικόνα μιας ξένης γυναίκας που περπατά σε απόσταση από το κοριτσάκι της σε πάρκο («Μια ευθεία»), ένα αρχετυπικό ζευγάρι που επιχειρεί να ανα-γνωρίσει το έτερον ήμισυ («Σημάδια αναγνώρισης») και οι σκέψεις μιας άλλης μοναχικής γυναίκας που απευθύνεται στον εαυτό της («Σχετικότητα») είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες που περνούν στα υπόλοιπα κείμενα της συλλογής.
Ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις ή επιφυλάξεις που σημειώνονται εδώ, πιστεύουμε ότι η πρώτη αυτή εμφάνιση της Ν. Διονυσίου αξίζει να προσεχθεί. Αναμένουμε όμως να δούμε τη συνέχεια.

 

.

Δρ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής Περιττή Ομορφιά της Νάσιας Διονυσίου (Αθήνα: Το Ροδακιό 2017), το οποίο τιτλοφορείται «Στην Έξοδο» (σσ. 52–56), μια γυναίκα κινείται προς την άκρη μιας ξύλινης προβλήτας. Η κίνηση αυτή έχει κάτι από τη βιβλική Έξοδο· είναι η απαραίτητη τελική δοκιμασία, που απαιτείται πριν από την απόλαυση της μεγάλης Επαγγελίας, της μετάβασης σε έναν άλλο κόσμο, όπου «άφθονο θα ρέει το μέλι και το γάλα» (σ. 54). Πριν περάσουν, όμως, οι άνθρωποι στη νέα αυτή σφαίρα της ύπαρξής τους, πρέπει να ρίξουν στο νερό το ένα πράγμα που θα ήθελαν να μεταφέρει η θάλασσα ­­— μια προσωποποιημένη δύναμη, περισσότερο σκοτεινή παρά σωτήρια — στον νέο τους κόσμο.
Η γυναίκα δεν κουβαλάει τίποτα, παρά μόνο το παιδί που μεγαλώνει στα σπλάχνα της και το οποίο παλεύει τώρα να γεννηθεί με τους πόνους που η Κατάρα έχει επιβάλει στην ανθρωπότητα. Η γυναίκα κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν επιχειρεί: δεν κινείται προς την έξοδο μηχανικά, σαν ρομπότ. Προσπαθεί να ελέγξει την κίνησή της, να κρατηθεί, να μην γεννήσει τώρα, να μην βασιστεί στη θάλασσα να μεταφέρει το παιδί της στον άλλο κόσμο· να κρατήσει μέσα της το παιδί και να το γεννήσει με τους δικούς της όρους, αφού άλλωστε «στον τόπο της Επαγγελίας, στον Παράδεισο, στον Κήπο της Εδέμ» δεν θα υπάρχει πόνος, θλίψη ή στεναγμός.
Τη γυναίκα τη διαχωρίζει από το πλήθος η εμμονή του διερευνητικού της πνεύματος, μια φωνή που ακατασίγαστη μέσα της κραυγάζει και αμφισβητεί τα ηγεμονικά αφηγήματα (της πατριαρχίας και του χριστιανισμού — του χριστιανισμού που κατάντησε συνώνυμος της πατριαρχίας και μιας κοσμοθεώρησης που θέλει να κάνει τη ζωή σκέτη προσμονή θανάτου). Αν όλα θα είναι τέλεια στον τόπο της Επαγγελίας, τότε τι; Όλα αυτά που ζήσαμε μέχρι τώρα ήταν μάταια, περιττά; Άραγε ο Κήπος –– που ολοένα και περισσότερο μοιάζει με την επιστροφή στην απώτατη Αρχή αλλά ταυτόχρονα και με την κατάληξη στην ύστατη γαλήνη της ανυπαρξίας –– ο Κήπος, λοιπόν, άραγε, ακυρώνει τη ζωή; Η απάντηση είναι προφανώς καταφατική. Ναι, σύμφωνα με τη δεσπόζουσα, δεσποτική αφήγηση, ό,τι υπάρχει έξω από τον Κήπο δεν είναι παρά γύμνασμα για την επιστροφή σε αυτόν, γύμνασμα που χάνει την αξία του τη στιγμή της επιστροφής. Αλλά καθώς οι ανταύγειες από το σέλας «βάφουν με φως το νερό, τον ουρανό, τη στεριά» πριν σβήσουν (σ. 56), η Γυναίκα ­­— και μαζί η συλλογή — καταλήγουν στο συμπέρασμά τους: ναι, η ζωή, αφού προέρχεται από την άβυσσο και καταλήγει στην άβυσσο, μπορεί να είναι περιττή, αλλά είναι όμορφη. Είναι Περιττή Ομορφιά.
Το καταληκτικό διήγημα της συλλογής συμπυκνώνει τα βασικά θεματικά και τεχνοτροπικά της χαρακτηριστικά. Η συλλογή αποτελείται από δώδεκα «διηγήματα»· σε λίγα όμως από αυτά ο αναγνώστης θα εντοπίσει τα γνωρίσματα της παραδοσιακής μυθοπλασίας (καμπυλοειδείς μύθους με αρχή, κορύφωση και τέλος· ολοκληρωμένους, ρεαλιστικούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες, κ.λπ.). Πρόκειται περισσότερο για ποιητικότροπα αφηγήματα, πυρηνικές μονάχα ιστορίες, πλούσιες σε εικόνες, μεταφορές, αφαιρέσεις, αισθήσεις και αισθήματα, κάποιες από τις οποίες (π.χ. το εναρκτήριο, «Στο φως») διαβάζονται αβίαστα ως πεζά ποιήματα. Το αφηγηματικό πλαίσιο είναι πότε συγκεκριμένο (η ελληνική επαρχία, μια πόλη, ένα διαμέρισμα η Κύπρος του σήμερα), πότε αφηρημένο (ένα «κάπου»), πότε εντελώς (παρα)μυθικό ή συγχωνευμένο με το μυθικό του φόντο.
Η συλλογή κλείνει με μια πορεία προς την «Έξοδο», αλλά ανοίγει, όπως είπαμε, με μια κίνηση «Στο φως» (σσ. 9–11). Το αρχικό αφήγημα είναι το πιο ποιητικό ίσως κείμενό της. Τα δύο, αρχικό και τελικό, είναι ποικιλοτρόπως συνδεδεμένα και στο θεματικό επίπεδο. Η συλλογή είναι στην ουσία της μια συνεκτική, ενιαία αφηγηματική σύνθεση, μια κυκλική πορεία από την Απαρχή στην Έξοδο της ζωής, από το Φως στο Σκοτάδι και πάλι στο Φως (ή έστω την ανακάλυψη πως και μες στο σκοτάδι μπορεί να λάμψει για λίγο το φως, ως Σέλας). Στους ενδιάμεσους σταθμούς αυτής της πορείας διαδραματίζονται όλα εκείνα τα συμβάντα, που καθιστούν τη ζωή Περιττή αλλά Όμορφη, ακόμη και μες την ασχήμια της: ο Έρωτας, η Σεξουαλικότητα, η Μητρότητα, η Βιοτική Πάλη, η Κοινωνική Αδικία, η Μετανάστευση, η Προσφυγιά, η Επιβίωση, η Απώλεια, η Μοναξιά, η Επανασύνδεση, η Γαλήνη.
Όπως υπονοεί τόσο η «Έξοδος» όσο και το «Φως» («…καὶ ἐγένετο φῶς…») την Περιττή Ομορφιά διατρέχει ως βασικό διακείμενο η Βίβλος:
Το Βιβλίο της Εξόδου: Η Έξοδος είναι κίνηση προς τη Γη της Επαγγελίας αλλά και προς τον Θάνατο (κίνηση αντίθετη με τα διδάγματα του ενστίκτου αλλά ταυτόσημη σύμφωνα με τα διδάγματα του χριστιανισμού). Κάποτε, όπως στο τελευταίο διήγημα, γίνεται εκούσια και με μια αίσθηση αυτοδυναμίας και πληρότητας. Άλλοτε όμως, όπως «Στο πέρασμα» (σσ. 20–23), είναι κίνηση τραγική: είναι η μακρά πορεία των Σύρων προσφύγων προς τη δική τους έξοδο από την απειλή του πολέμου, η οποία επίσης προϋποθέτει τη διάβαση του υγρού στοιχείου –– μόνο που γι’ αυτούς κανείς Γιεχβά και κανείς Μωυσής δεν θα ανοίξει πέρασμα μέσα από το νερό. Στο «Πέρασμα», ο ποταμός Έβρος γίνεται άλλη Νεκρά Θάλασσα, αλλά αυτός επειδή ξεβράζει τους πρόσφυγες νεκρούς –– αν και, ως εκ θαύματος, όχι όλους: κάποιοι θα σωθούν, κάποιοι άλλοι θα επιστρέψουν προσώρας από τον κόσμο των πνευμάτων, για να ευχαριστήσουν τους αγαθούς ανθρώπους που περιέσωσαν την ελπίδα της αναγέννησης.
Η Καινή Διαθήκη και ειδικά η προσευχή του Χριστού στο Όρος των Ελαιών εμφανίζεται στο διήγημα «Γιος Γυναίκας» (σσ. 30–32), στο οποίο μαεστρικά η εστίαση μετατοπίζεται από τον αμφιταλαντευόμενο Χριστό στη Μητέρα του, από τον Ευαγγελιστή στον Ρίτσο και από τον δοκιμαζόμενο Θεάνθρωπο στον νεκρό εργάτη της Θεσσαλονίκης του 1936, τον οποίο θρηνεί σπαρακτικά η μάνα του στον «Επιτάφιο», όπως η Παναγιά τον νεκρό Ιησού, χωρίς όμως να μπορεί να ελπίζει σε Ανάσταση. Ο «Γιος Γυναίκας», όπως και το «Ανάποδα» (βλ. παρακάτω) είναι τα μοναδικά διηγήματα στα οποία η αφηγηματική φωνή είναι ανδρική· και στα δύο όμως είναι οι γυναίκες πίσω από τους άνδρες που όντως πρωταγωνιστούν. Στον πειρασμό του, ο Ιησούς της Διονυσίου αρνείται το παραδοσιακό ανδρικό πρότυπο του ηρωισμού, το οποίο ταιριαστά αρθρώνεται με πλαστά ποιητικά τσιτάτα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που παραπέμπουν σε ηρωικά δημοτικά τραγούδια (ακριτικά, κλέφτικα, παραλογές). Τα ποιήματα αυτά κατασκευάζουν πρότυπα για «του ανδρειωμένου το παιδί». Καθώς όμως η φωνή του Ιησού τα συμπλέκει αφενός με τον «Επιτάφιο» αφετέρου με τον «Θρήνο της Παναγιάς», είναι λες και οι γυναικείες φωνές των δύο τελευταίων ποιημάτων κατακεραυνώνουν και ματαιώνουν, ματαίως έστω, το αξιακό σύστημα που οδήγησε τα παιδιά τους στον θάνατο.
Πρωτίστως, όμως, στη συλλογή κυριαρχεί ως κεντρικό διακείμενο το Βιβλίο της Γένεσης. Η ιστορία του Κάιν και του Άβελ είναι το υπόβαθρο του πιο εκτενούς, διαπεραστικού και άρτιου από τα διηγήματα της Περιττής Ομορφιάς, του «Φράκτη» (σσ. 24–29). Το θέμα του διηγήματος είναι η υποκριτική, αδαής μας ξενοφοβία. Στις πρώτες του παραγράφους το διήγημα έχει κάτι από την ειρωνεία της πολιτικής παραβολής-αλληγορίας ενός Βασιλικού, ενός Φραγκιά, ενός Μαλεβίτση. Το βιβλικό διακείμενο του Κάιν εισάγεται στο δεύτερο μέρος –– υπέροχα υπονομευμένο: διότι, όπως και στον «Γιο Γυναίκας» πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας δεν είναι ο άνδρας που κυριαρχεί στο πρωταρχικό κείμενο, αλλά μια γυναίκα, η Μάνα: η Μάνα του Φονιά και η Μάνα του Νεκρού, που εν προκειμένω είναι βεβαίως μία και η αυτή.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: αυτή η μορφή, στις ποικίλες μυθικές και κοινωνικές υποστάσεις της, είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής των αφηγημάτων της Περιττής Ομορφιάς. Πάντοτε (σχεδόν) ανώνυμη, αλλά πάντοτε τοποθετημένη σε ευδιάκριτα ρεαλιστικά πλαίσια, τα οποία όμως προβάλλονται στην προοπτική του μύθου και δη του βιβλικού. Γιατί το αρχέτυπο της Γυναίκας που διατρέχει τη συλλογή είναι εκείνο που κυριαρχεί στο ιουδαιοχριστιανικό φαντασιακό, η Εύα:
Η Εύα ως η εκπεπτωκυία δύναμη της απόκλισης από τα Πατριαρχικά προτάγματα και τις Αρσενικές επιταγές, που επισύρει εις βάρος και του Αρσενικού τη θεϊκή οργή και δέχεται ως ποινή για την υπερβασία της «τα πάθια και τους καημούς του κόσμου» (η φώκια του Παπαδιαμάντη που μοιρολογεί καθίσταται ένα ακόμη αρχέτυπο αυτής της εκδοχής του Θηλυκού): τους πόνους της γέννας, τον σπαραγμό της μάνας που στερείται το παιδί της («Γιος Γυναίκας», σσ. 30–32· «Ο φράκτης», σσ. 24–29), την ανάγκη της καρτερικής υποταγής στην ανδρική βιαιότητα («Τα κλειδιά», σσ. 16–19), τον κοινωνικό ρατσισμό και τη μοναξιά εξαιτίας μιας ασήμαντης φυσικής ατέλειας («Μια ευθεία», σσ. 37–40).
Είναι όμως επίσης και μια άλλη Εύα, η ασυγκράτητη δύναμη της γυναικείας σεξουαλικότητας, η επιθετική, λυτήρια Ορμή του Θηλυκού, η Γυναίκα που οι άνδρες θέλουν να παραμερίσουν ως επικίνδυνη, άτοπη, «τρελή», να τη δαμάσουν ενσωματώνοντάς τη βίαια στις δικές τους δομές, να την καταστήσουν ήμερο κατοικίδιο («Δυο Γάτες», σσ. 41–43). Αλλά εκείνη επιστρέφει σε όλο της το γυμνό μεγαλείο πίσω στον Κήπο της Εδέμ, για να διεκδικήσει όσα της στερήσανε («Ζωντανή Γυμνή Γυναίκα», σσ. 12–15). Η Γυναίκα ως Λίλιθ, το Αρχέτυπο πριν από το Αρχέτυπο του Θηλυκού, το σύγχρονο φεμινιστικό σύμβολο, που εξορίζεται τόσο από τον κήπο της Εδέμ όσο και από το βιβλίο της Γενέσεως. Εξορίζεται, εξορκίζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται και είναι έτοιμη να βυθίσει ακόμη και το ξίφος στο στήθος της, να θυσιάσει το φθαρτό σώμα που έχει γίνει σῆμα της ψυχής της, φυλακή χτισμένη από το Αρσενικό, προκειμένου να αποτάξει το δοτά ονόματα («Άννα», «Αθανασία») και να επιστρέψει στο μόνο όνομα που της ανήκει: «Εύα. Με λένε Εύα» («Δυο Γάτες», σ. 43).
Η Περιττή Ομορφιά της συλλογής είναι εν τέλει η Γυναίκα, η Ομορφιά που ενίοτε φαντάζει Περιττή στον κόσμο των ανδρών: διωκόμενη, βαλλόμενη, θυματοποιούμενη. Το αφηγηματικό νήμα που συνδέει τα αφηγήματα της Περιττής Ομορφιάς είναι, όπως σημειώνει η ίδια η Διονυσίου σε ιδιωτική μας συνομιλία, «η σχέση της σύγχρονης γυναίκας με τη γεννήτορά της, καθώς κι η οριζόντια σχέση ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες κάθε εποχής και τόπου». Η Γυναίκα ως αρχέγονη μήτρα, ως τροφός, ως ζωτική ορμή, που εγκλωβίζεται και καλουπώνεται και ετεροπροσδιορίζεται ασφυκτικά, αλλά παλεύει, σε ένα αιώνιο παράδοξο, να ανακτήσει, να επαναβιώσει την πρώτη συνείδηση του Εαυτού της, να υπάρξει εκ νέου «Στο φως».
Σε ένα μόνο διήγημα της συλλογής συμβαίνουν όλα «Ανάποδα» (σσ. 33–36), κι όμως κι εδώ η σκληρότητα της κόρης είναι μορφή αντίστασης, επανάστασης και δίκαιης τιμωρίας. Το αγόρι, που κάποτε ζητιάνευε σοκολάτες από τους Εγγλέζους αποικιοκράτες, τώρα, όντας ο ίδιος όργανο ασφαλείας, συλλαμβάνει και βρίζει έναν «βρωμοαράπη», σχεδόν παιδί, που επιχειρεί να σουφρώσει λίγα γλυκά από ένα ψιλικατζίδικο. Το πρώην παιδί, που δεν έζησε ως παιδί, διότι πάντοτε έπρεπε να δουλεύει, γίνεται πατέρας, που δεν χαίρεται το παιδί του, γιατί η κόρη του, την οποία σπούδασε με αίμα, κάνει καριέρα και ζωή, πού αλλού, στην Αγγλία. Η ελευθερία της κοπέλας είναι σχεδόν σαδιστική, ο τρόπος που αδειάζει τον πατέρα της βάναυσος, αλλά κάτι στο διήγημα αυτό δεν σε αφήνει να τον λυπηθείς και πολύ.
Όταν πιάνεις στα χέρια σου ένα από τα κομψοτεχνήματα των εκδόσεων Το Ροδακιό της Τζούλιας Τσιακίρη, προκαταλαμβάνεσαι θετικά έναντι του βιβλίου και του συγγραφέα μόνο και μόνο από τη σαγήνη της τυπογραφίας, πριν καλά-καλά διαβάσεις έστω μία λέξη: ιδανικό μεσαίο σχήμα, εξώφυλλα που τραβούν το μάτι χωρίς να είναι κραυγαλέα, χαρτί που το νιώθεις στα δάχτυλα σαν λείο δέρμα γυναίκας και μια υπέροχη, στρογγυλή γραμματοσειρά σαν καλοσχηματισμένο στήθος, που πολύ θα ήθελα να μάθω πώς λέγεται και πώς θα μπορούσα να την κλέψω (Ναι, μην σοκάρεστε, η ανάγνωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ερωτική πράξη)! Το Ροδακιό το αγάπησα κυρίως χάρη στις ποιητικές συλλογές του Πέτρου Στεφανέα. Τώρα προσθέτω στα θέλγητρά του την Περισσής Ομορφιάς, αφηγηματικής δύναμης, θεματικής ρώμης και γλωσσικού κάλλους συλλογή της Νάσιας Διονυσίου.
Το βιβλίο αυτό προσθέτει μία ακόμη αιτία να πιστεύουμε ότι κάτι καλό συμβαίνει, μια άνοιξη συντελείται, στα κυπριακά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Καλώς ή κακώς οι Κύπριοι καλλιτέχνες αποδεσμεύονται σιγά­-σιγά από τη θρηνωδία της χαμένης πατρίδας και αναζητούν νέους ορίζοντες –– ακόμη και όταν γράφουν για την ίδια την κυπριακή ιστορία, όπως ο… έτερος Καππαδόκης της σύγχρονης (γυναικείας) γραφής στην Κύπρο, η Κωνσταντία Σωτηρίου. Η Σωτηρίου έκανε αίσθηση με την Αϊσέ και μπορεί να θεωρείται πλέον καθιερωμένη χάρη στις Φωνές από Χώμα. Η Διονυσίου δείχνει με την Περιττή Ομορφιά ότι διαθέτει γραφίδα αλλιώτικη, αλλά εξίσου διεισδυτική και ελπιδοφόρα. Αναμένουμε με ενθουσιασμό τα επόμενα βήματά της.
Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ

Περιοδικό Διόραμα

Μια ιχνηλασία αυτοσυνείδησης και αυτοεπικοινωνίας
Καθόλου δεν περιττεύει η ομορφιά, η επάρκεια της αισθητικής πρόθεσης,
το υψηλό επίπεδο στοχασμού εφοδιασμένου με νόημα και αξία στα δώδεκα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου
«Περιττή Ομορφιά», η πρώτη εντύπωση που κυριαρχεί και προβάλλεται
είναι μια ποιητική γραφή που επιτυγχάνει με αφαιρετική τεχνική να εμβαθύνει στα υπαρξιακά ερωτήματα των όντων.
Τα διηγήματά της είναι ένα ανιδιοτελές παιχνίδι μιας άκρως ευαίσθητης ψυχής, η οποία επενδύει στη διανοητική πράξη, για να αποκωδικοποιήσει και να αποκρυσταλλώσει με τόλμη μια σειρά βιωματικών εμπειριών, στοχασμών και προκλήσεων, ως ιχνηλασία αυτοσυνείδησης και αυτοεπικοινωνίας.
Η συλλογή της Νάσιας Διονυσίου «Περιττή Ομορφιά» εμφανίζεται σε μια χρονική περίοδο που επικρατούν άλλου είδους ρητορικές, αυθαιρεσίες, ελλείψεις και εξοικείωση με τη σύγχυση. Μέσα από ένα εντελώς νέο πρίσμα αντίληψης της γραφής και του στοχασμού επιτυγχάνει να ξεφύγει από τις υπάρχουσες ανούσιες καταγραφές και να προβάλλει ως μια ενόραση και παλινόρθωση ενός πνεύματος και μιας εμπνευσμένης καρδιάς. Οι ιστορίες της εμφανίζονται μέσα από μια ιεροτελεστία γραφής, αναγνώρισης, ανάλυσης και ομολογίας.
Η συγγραφέας διοχετεύει στα κείμενά της βαθύτατους ανθρωπιστικούς στοχασμούς, υπαρξιακούς προβληματισμούς και μια υψηλή αισθητική διατύπωσης των σκέψεών της.
…«Απλώνω τα χέρια στο δέντρο – ποιο δέντρο είναι αλήθεια αυτό; Δυο δέντρα, δυο γάτες σκαρφαλώνουν στα δέντρα, ζωή, γνώση, η μια και άλλο μαλλί, η άλλη κι άλλους ποντικούς, βλέπω τα χείλη μου να σχηματίζουν ένα όνομα, βλέπω τα χέρια μου ν’ ανεβαίνουν πάνω από τα δέντρα, πάνω από τις γάτες, βλέπω ένα ξίφος, βλέπω τώρα το ξίφος να πέφτει με φόρα.
Ξέρω πως αμέσως μετά δεν θα υπάρχω.
Ποιο είναι το όνομά μου;
Πετάγομαι.
Με λένε Άννα, Αθανασία, Εύα.
Με λένε Εύα…»
(Δύο γάτες)
Αποκαλυπτική, θεμελιωμένη σε μια συνεκτική στάση, παραστατική και αληθινή η γραφή της, γίνεται προϊόν γενεσιουργό ταυτισμένο με την ποιότητα, την επινόηση και την αξίωση.
Ειλικρινής, στοχαστική και, προπάντων, ποιοτική μετρά τις δυνάμεις της με πάθος, σκέφτεται με το σώμα, πλουτίζει το συναίσθημα με τη δριμύτητα της καρδιάς. Περνά μέσα από τη δοκιμασία ψυχής – σώματος γνώσης και επίγνωσης, μνήμης και ανάμνησης, παραληρήματος και σιωπής, αισθησιασμού
και τραγωδίας. Η συγγραφέας εντοπίζει τη σχέση αυτών των ζευγαριών και νιώθει στο πετσί της τη σκληρή και χαοτική κατάσταση που την περιβάλλει. Όμως, γύρω της αναπτύσσει ένα πνευματικό περίβλημα που αφενός την προστατεύει ως άνθρωπο και αφετέρου της δίνει τη δυνατότητα, με βάση τους ηθικούς και συναισθηματικούς της άξονες, να συνδυάσει το πολύ προσωπικό της ύφος – μεγάλο πλεονέκτημα – με την εικονοποιία και το πλούσιο διανοητικό στοιχείο που κατέχει.
Οι αισθήσεις της κατακλύζονται από τη μοναξιά των ανθρώπων, την αδιαφορία των πολλών, τον πόνο των αδικημένων, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τον αποκλεισμό του χρώματος από τη ζωή και τη διαφάνεια του σύμπαντος.
Αιώνια υπαρξιακά θέματα αναζητούν την κάθαρση. Αδημονούν για μια καινούργια αρχή, μια νέα αυγή.
Η Διονυσίου γίνεται καθρέφτης των προσώπων που τη συνοδεύουν στην καθημερινότητα, γίνεται φωνή στη σιωπή τους, κραυγή στη δοκιμασία τους, συνέχεια και γι’ αυτούς που έχουν φύγει μια ανάμνηση.
… «Άνοιξη δείλι γεννήθηκε.
Αυτή η μυρωδιά του θύμιζε την κόρη του.
Είχε φεγγάρι, μοσχοβολούσαν οι κιτρομηλιές.
Βγήκε έξω.
Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.
Βούρτσισε τα παπούτσια, έδεσε τα κορδόνια, πέρασε τη ζώνη του.
Έβαλε ριγέ πουκάμισο και το μοναδικό του τζιν παντελόνι.
Τι φοράνε σε τέτοιες περιπτώσεις;
Πασαλείφτηκε με κολόνια.
Ξυρίστηκε.
Νερό…»
(Ανάποδα)
Συμμετέχει και συμπάσχει με τον άνθρωπο, όχι συμβατικά και παθητικά. Κάνει μαζί του κρυφή συμφωνία. Να τον πάρει από το χέρι να τον οδηγήσει στο ξέφωτο, να του μιλήσει με ευθύ και πλάγιο λόγο, για να του προσδώσει βάθος και ουσία στο φάσμα της ύπαρξης, όραμα και πεμπτουσία σε μια πραγματικότητα που περιδινίζεται στον ανύπαρκτο χρόνο, στον
απροσδιόριστο χώρο.
Αυτό που εντυπωσιάζει στη συλλογή διηγημάτων της Νάσιας Διονυσίου πέρα από τα πιο πάνω, είναι η κλίμακα πάνω στην οποία κινείται τόσο η σκέψη όσο και το υλικό που χρησιμοποιεί για να εκφραστεί και να αποκαλύψει τη νοητική
καταβύθισή της στο θαύμα της ύπαρξης, στο πρωτεϊκό και το πρωταρχικό σύστημα αρχέτυπων της ψυχολογίας, παραπέμποντας, μάλιστα, σε θεοσοφικά και ανθρωπομετρικά θεωρήματα.
…«Ανέπνεα. Μέσα στην κοιλιά μου πλάθονταν οι νέοι ωκεανοί και με κατέκλυζαν, στα πέλματά μου στεκόταν το σύμπαν, χωρούσα τα μουρμουρητά και τις εκρήξεις του, τα νανούριζα. Κι όταν ξεσπούσαν οι πόνοι της γέννας μου και με σάρωναν, βράχοι που ξεκολλούσαν και γκρεμίζονταν, μια τρομερή κραυγή από στόματα άγνωστα σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη: εγώ ο σει-
σμός, εγώ η λάβα, εγώ η πράσινη χλόη….»
(Στο φως)
Η εκφορά του λόγου της, συγκροτημένη, καλά προφυλαγμένη από περιττή περιγραφή, από πλεονασμούς και εκφραστικές διαθλάσεις, εκπηγάζει ως εσωτερική ανάγκη την οποία υπαγορεύει ο προσωπικός της στοχασμός και η ψυχικής της επάρκεια.
Αυτό εκδηλώνεται με αναγνωστική πρόσληψη και μητρική, εμπειρική και βιωματική διαίσθηση ως ειδικού βάρους του τελετουργικού και προσωπικού φορτίου που επωμίζεται για να συγγράφει και να διεκδικήσει τον τίτλο της συγγραφέως.
Τα κατάφερε περίφημα. Την υποδεχόμαστε με γηθοσύνη και απροσπέλαστη πληρότητα, μ’ ένα ακόμη απόσπασμα από τη συλλογή της που φέρει τον τίτλο,
«Σχετικότητα».
… «Μια μέρα άναψες ένα μαγκάλι.
Τη θέλω τη στάχτη μου…
Έριξες μέσα αποκόμματα εισιτηρίων, φωτογραφίες, την κόκκινη
φανέλα του.
Αφού ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω…
Μια μεγάλη φωτιά.
Αφού δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να γυρίσει…
Στάχτη, όλα στάχτη.
Τη θέλω, τη θέλω τη στάχτη μου!
Μάζεψες μετά αυτή τη στάχτη.
Ας τρέξει λοιπόν ο χρόνος, ας τρέξει μπροστά ο χρόνος,
γρήγορα, πιο γρήγορα…
Την έκλεισες σε μια τεφροδόχο.
Να τελειώνει.
Τώρα πια κοιμάται αγκαλιάζοντας σφιχτά την τεφροδόχο.
Ήλιος. Περιστρέφεσαι. Γύρω του.
Καμιά φορά – συχνά, πολύ συχνά – ονειρεύεται πως ξεφεύγει
από την τροχιά της και πέφτει με φόρα μέσα του.
Πέφτεις. Με φόρα. Μέσα του.
Καμιά θεωρία τότε, κανένας νόμος. Μόνο ύλη που έλκεται.
Μόνο. Μαζί. Τα σώματά σας.
Ξυπνά, βλέπει τον ακίνητο ουρανό από την ανοιχτή μπαλκονό-
πορτα, κλείνει την τεφροδόχο στο συρτάρι του διπλανού κομο-
δίνου και ένα σημείωμα που μόλις έγραψε, παλιό σημείωμα, το
πρώτο της.
Η στάχτη μου να μπει κι αυτή μαζί στην τεφροδόχο…»

.

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

Διαβάζοντας κάποιος τα διηγήματα της συλλογής Περιττή ομορφιά (εκδ. Το Ρόδακιό) της Νάσιας Διονυσίου δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει την καίρια παρατήρηση του Frank O’ Connor ότι το διήγημα είναι «από την ίδια του τη φύση απομακρυσμένο απ’την κοινότητα – ρομαντικό, ατομιστικό και
ασυμβίβαστο».
Οι δώδεκα ιστορίες περιστρέφονται γύρω από ένα. κάθε φορά, πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται σαν αποσπασμένο από τους άλλους ανθρώπους, έξω από κάποιο καθιερωμένο πλαίσιο. «Έχει πάντα την αίσθηση πως περπατά
μόνη, ειδικά σήμερα, ολομόναχη στον κόσμο», διαβάζουμε στο διήγημα «Μια ευθεία», ενώ στη «Σχετικότητα»: «Κατέβαζε τα σκουπίδια, είχε γείτονες, τους απαντούσε· τους απαντούσε Όλα καλά». Χάρη στη συντομία, την ακρίβεια και τον ρυθμό τους που τα διηγήματα της συλλογής καταφέρνουν να αποτυπώσουν ή να υποδηλώσουν οριακές και απόλυτα προσωπικές για την ανθρώπινη ύπαρξη στιγμές, όπου ένα άτομο βρίσκεται σε πλήρη δοκιμασία ή πλήρη μοναξιά ή σε πλήρη ρήξη με τον υπόλοιπο κόσμο.
Η συγγραφέας καταπιάνεται με φαινομενικά «ασήμαντες» καταστάσεις, αποσκοπώντας όχι τόσο στο να διεισδύσει σε «σημαντικά» ή «σημαντικότερα» ζητήματα, όσο στο να αναδείξει ότι η ζωή ενυπάρχει, ενδεχομένως και με
μεγαλύτερη ένταση, σε αυτά ακριβώς τα «μικρά»: τις απροσδόκητες φευγαλέες, ασύνδετες, ασυνάρτητες ή ανομολόγητες λεπτομέρειες της πράξης ή της συνείδησής μας. Ένα ετοιμοθάνατο πουλί στο προαύλιο της εκκλησίας την ώρα της κηδείας του παππού, η ασφυκτική ζέστη μέσα σ’ ένα καθηλωμένο αυτοκίνητο σε μια διάβαση πεζών, η πρώτη νυχτερινή περιπολία
ενός αστυνομικού, η ξενάγηση σε έναν υπαίθριο χώρο γλυπτικής, ένα παιδί που τρέχει πίσω από τη μαμά του σε ένα πάρκο, μια γυναίκα
που προσπαθεί να κατανοήσει τη θεωρία της σχετικότητας… Με αυτές και άλλες αφορμές, σε ιστορίες χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, γνωρίζουμε ή διαισθανόμαστε κάποια λανθάνουσα ή αποσιωπημένη εκδοχή του ψυχισμού του προσώπου -του πρωταγωνιστή ή του εαυτού μας- μια ενδότερη αλήθεια, μια ενδόμυχη καθήλωση σε έναν κόσμο στον οποίο, συνάμα, πρέπει διαρκώς
κανείς να επιβιώνει, είτε κυριολεκτικά («αυτά έχει η δουλειά, αυτά είχε πάντα, με τον ιδρώτα του προσώπου το ψωμί, κατάρα. βλέπεις, κατά-
ρα του Θεού» στο διήγημα «Ανάποδα») είτε με όρους ταυτότητας και ιδιοπροοωπίας («Εγώ ο πρώτος νεκρός Εγώ τα παιδιά και τα κεντήματα
μου», στο διήγημα «Στο φως»).
Παρόλο που η συγγραφέας εκκινεί από διαφορετικούς θεματικούς άξονες ολόκληρη η συλλογή συγκροτείται ως ενότητα με άξονά της τη γυναικεία φιγούρα και τη διαχρονική σύνδεσή της με την αρχετυπική μορφή της Εύας
την οποία ωστόσο επεκτείνει ή ανατρέπει. Ταυτόχρονα, ενώ αξιοποιούνται ποικίλες τεχνικές αφήγησης, το βιβλίο χαρακτηρίζεται συνολικά από τη χρήση συμβόλων και μεταφορικών αναγωγών, από την ποιητικότητα και την ποιότητα της γλώσσας και από την ένταση του πυκνού και αφαιρετικού λόγου. 

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΗΛΗΣ

FRACTAL 31/05/2017

Επαναπροσδιορίζοντας τα αρχέτυπα

Η συγγραφέας Νάσια Διονυσίου, αν και πρωτοεμφανιζόμενη, δείχνει να είναι αρκετά έμπειρη και ικανή στη γραφή και στην απόδοση της ομολογουμένως δύσκολης και απαιτητικής επινόησης του διηγήματος. Επινόηση, γιατί, ως γνωστό στους μυημένους, το σύγχρονο διήγημα απαιτεί τη δημιουργία νέων κόσμων ή τουλάχιστον την αναθεώρηση του τι είναι πραγματικότητα μέσα ή έξω από τον άνθρωπο.

Η συγγραφέας λοιπόν έρχεται να μας εκπλήξει με μια ανατρεπτική συλλογή, όπου τα σύντομα αλλά περιεκτικότατα σε εναλλαγές αφηγηματικής δεινότητας διηγήματα, αμφισβητούν την κοινότυπη τοποθέτηση της ψυχής. Ιστορίες που δίνουν μια εναλλακτική διάσταση της σχέσης του σύμπαντος με το εγώ, ενώ σε κάθε ένα από αυτά, ένα σπιράλ συναισθημάτων και εικόνων καταφέρνει να ξεφύγει από τα στεγανά του στυγνού μοτίβου αφήγησης. Η συγγραφέας καταφέρνει να πάρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι λεξιλογικού ελεγείου, όπου η γλώσσα εξυπηρετεί με αρτιότητα τη δομή, και η δομή αγκαλιάζει την ευαισθησία σε όλα τα επίπεδα. Ο ερωτισμός, ο ρομαντισμός, είναι απέναντι από την αποξένωση και την αλλοτρίωση. Ο πόνος και η γλυκύτητα πρέπει να συμβιώσουν μέσα σε έναν ανυψωμένο Φράκτη.

Όλα αρχίζουν με την απόφαση της ηρωίδας να ξεφύγει από τον παράδεισο, μιας Εύας που επιθυμεί τη γήινη πραγματικότητα, και είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει την τελειότητα για να τη γνωρίσει. Μιας Εύας που για πρώτη φορά ανακαλύπτει το σώμα της και επιθυμεί να το χαρίσει, ενώ δεν είναι καν σίγουρη για την ύπαρξη του άλλου ως οντότητα. Η αβεβαιότητα αυτή για το έτερον ήμισυ και η αναζήτηση μιας εξόδου από την ψυχική απομόνωση είναι διάχυτη σε όλη τη συλλογή. Μια συλλογή ταυτόχρονα συναισθηματική και εγκεφαλική, και επαρκώς αφαιρετική για να δώσει στον αναγνώστη αρκετό περιθώριο να εισχωρήσει ο ίδιος μέσα στο κάθε διήγημα και να προσδώσει στην προτεινόμενη απατηλότητα των εύπλαστων κόσμων τη δική του ταυτότητα.
Η Νάσια Διονυσίου κατέθεσε μια δυναμική άποψη για την κοσμογονία, μια νέα κοσμοθεωρία για το γίγνεσθαι, καθώς και ο ίδιος της ο λόγος, υποστηρίζοντας αυτή την αμφιταλάντευση μεταξύ παραδείσου και γήινης πραγματικότητας, μεταξύ της ομορφιάς και της έλλειψης αυτής, είναι συνάμα και πεζός και ποιητικός, σε μια συνεχή εναλλαγή. «Στην κουζίνα η γυναίκα είχε νερό που κόχλαζε, θα ‘κοβε φύλλα μέντας απ’ τις γλάστρες της στο λιακωτό, θα του ‘φτιαχνε τσάι γλυκό, πολύ γλυκό, όπως το φτιάχνουνε στον τόπο του, να καρδαμώσει». Και μαζί με αυτή την ομορφιά της χρήσης της γλώσσας, η συγγραφέας καταφέρνει να είναι και δυναμική στη χρήση νέων εννοιών που εξυπηρετούν τις παράδοξες, αινιγματικές ιστορίες: «Οι άλλοι, οι χιονοσκεπτικιστές, καταπώς τους είπαμε, διέφεραν».

Η συλλογή αυτή διαφέρει, καθώς θα ανιχνεύσει το στίγμα της αυτο-αμφισβήτησης μέσα μας ως την Έξοδο, και θα υπενθυμίσει ότι τα αρχέτυπα είναι πλέον προς συζήτηση.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΧΡΙΣΤΟ Ρ. ΤΣΙΑΗΛΗ

Η συγγραφέας Νάσια Διονυσίου εξομολογείται στον συγγραφέα Χρίστο Ρ. Τσιαήλη: η απαρχή του συγγραφικού ταξιδιού της στον χρόνο, η ανάγκη τού να μιλήσει προσωπικά στους αναγνώστες της, η θέση των γυναικών στη λογοτεχνία και μια συγγραφική Ομορφιά, που μόνο… Περιττή δεν είναι.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΗΛΗΣ: Αγαπητή μου Νάσια, να σε ευχαριστήσω για την προθυμία σου να μου παραχωρήσεις αυτή τη συνέντευξη. Θα ήθελα να αρχίσουμε, αφού πρώτα μου ονοματίσεις το αγαπημένο σου βιβλίο και τον αγαπημένο σου συγγραφέα. Δεν είναι απαραίτητο να απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα ή το βιβλίο να ανήκει στον συγγραφέα που θα αναφέρεις.
ΝΑΣΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Θα ’λεγα πως οι πεζογράφοι στους οποίους καταφεύγω ξανά και ξανά, είναι οι δύο μεγάλοι Ρώσοι -ο Ντοστογέβσκη κι ο Τσέχοφ. Από τα βιβλία που αγαπώ, ξεχωρίζω «Το φθινόπωρο του πατριάρχη» του Μάρκες, το «Ανάμεσα στις πράξεις» της Γουλφ και το «Οι χρόνοι του σώματος» του Ντελίλο.
Χ.Τ.: Αρχίζουμε, λοιπόν, με το πιο συνηθισμένο ερώτημα που ρωτάνε έναν συγγραφέα. Πότε και πώς ξεκίνησαν τα πρώτα συγγραφικά ερεθίσματα;
Ν.Δ.: Από τη στιγμή που έμαθα γραφή κι ανάγνωση! Διάβαζα από πάντα μανιωδώς οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου και μαγευόμουν από όλους αυτούς τους άλλους τόπους, τους άλλους χρόνους, τους άλλους ανθρώπους των βιβλίων -που όμως την ίδια στιγμή θα μπορούσαν να ήταν εγώ, εδώ, τώρα. Και λίγο από ζήλεια να φτάσω αυτά που διάβαζα, λίγο απ’ τη λατρεία που είχα στις λέξεις, στους ήχους, στους πιθανούς κι απίθανους συνδυασμούς τους, βάλθηκα από πολύ μικρή να παιδεύομαι μαζί τους. Στην πέμπτη τάξη του δημοτικού, μάλιστα, έκανα την πρώτη μου -αποτυχημένη, εννοείται– απόπειρα να γράψω βιβλίο!
Χ.Τ.: Τι ήταν αυτό που σε ώθησε προς την αφοσίωση στη συγγραφή και προς την απόφαση να δημιουργήσεις τις συνθήκες εκείνες που θα σε οδηγούσαν στον να εκδόσεις ένα βιβλίο;
Ν.Δ.: Η ανάγκη να μιλήσω πιο προσωπικά, μα και συνάμα να συνομιλήσω. Ήταν η στιγμή που αισθάνθηκα πως η συγγραφή θα με βοηθούσε να εξερευνήσω πτυχές του εαυτού μου, τις οποίες απλώς υποψιαζόμουν ή ίσως και να αγνοούσα, να εμβαθύνω σ’ αυτές, να τις κατανοήσω, να τις σχηματοποιήσω, να τις εκφράσω και εν τέλει να τις μοιραστώ μέσα από τη δική μου ιδιοπροσωπία. Αποφάσισα τότε να παρακολουθήσω εξ αποστάσεως μαθήματα δημιουργικής γραφής, με δασκάλους τους συγγραφείς Μισέλ Φάις και Δημήτρη Τανούδη, και να μαθητεύσω σ’ αυτή την τέχνη που όπως κάθε άλλη απαιτεί συστηματική δουλειά -μελέτη, εξάσκηση, αυτοπειθαρχία, επιμονή…
Χ.Τ.: Πρόσφατα, είχες λάβει μέρος σε μια συζήτηση Ανοικτού Πανεπιστημίου με θέμα τις γυναίκες συγγραφείς στην Κύπρο. Παρουσίασες ένα απόσπασμα από την πιο πρόσφατή σου έκδοση, το βιβλίο «Περιττή Ομορφιά». Από ποιο διήγημα επέλεξες να διαβάσεις και για ποιον ειδικά λόγο;
Ν.Δ.: Πράγματι, τον περασμένο Δεκέμβρη μαζί με τις συγγραφείς Μυρτώ Αζίνα, Μαρία Α. Ιωάννου και Κωνσταντία Σωτηρίου, συμμετείχα σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπό τον συντονισμό των καθηγητών Δήμητρας Δημητρίου και Αντώνη Πετρίδη, με τίτλο «Η γυναίκα στο κείμενο». Στόχος της συζήτησης, ήταν η διαπραγμάτευση του ερωτήματος κατά πόσο είτε στη διαδικασία της γραφής, είτε στο αποτέλεσμά της, δηλαδή στο ίδιο το λογοτεχνικό έργο, επενεργεί το φύλο του συγγραφέα ή εάν η γραφή στέκεται ουδέτερη απέναντι σ’ αυτό.
Στη δική μου παρέμβαση σημείωσα πως συνειδητά ψηλαφώ κι αξιοποιώ στη γραφή μου βιωμένες εμπειρίες που συνδέονται με το φύλο μου και με έχουν καθορίσει, γιατί απλούστατα χωρίς αυτές δεν θα μπορούσα να μιλήσω ειλικρινά, να μιλήσω, δηλαδή, ως εαυτός.
Στην εκδήλωση διάβασα το διήγημα με το οποίο ξεκινά η συλλογή μου, που έχει τον τίτλο «Στο φως». Σ’ αυτό, παρακολουθούμε πώς η πρωτόπλαστη Εύα, έχοντας αποκτήσει συνείδηση της αυθύπαρκτης υπόστασής της, της ζωογόνου δύναμης και των ασύλληπτων δυνατοτήτων που έχει ως γυναίκα, αποφασίζει να αυτοεξοριστεί από τον κήπο της Εδέμ, έστω κι αν γνωρίζει πως αυτό που την περιμένει στον αληθινό κόσμο είναι «ορδές βαρβάρων».
Χ.Τ.: Πιστεύεις ότι η αντιμετώπιση της γυναίκας συγγραφέα στην εποχή μας είναι δίκαιη;
Ν.Δ.: Η γυναίκα διαχρονικά έχει γνωρίσει αποκλεισμούς από όλο σχεδόν το φάσμα της δημόσιας σφαίρας και της δημόσιας έκφρασης. Όταν πλέον οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν χώρο και ρόλο στη δημόσια ζωή, η αντιμετώπισή τους στηρίχθηκε σε στερεοτυπικά πρότυπα και κοινωνικά προσδιορισμένους διαχωρισμούς, κάτι που ίσχυσε και στον χώρο της λογοτεχνίας, σε σχέση με την αντιμετώπιση της γυναίκας τόσο ως συγγραφέως, όσο και ως αναγνώστριας. Στη δική μας εποχή και κοινωνία, οι γυναίκες συγγραφείς -όπως και κάθε συγγραφέας, ανεξαρτήτως των πολλαπλών και ιδιαίτερων ταυτοτήτων και χαρακτηριστικών του– αξιώνουν -και σε σημαντικό, αλλά όχι απόλυτο, βαθμό το έχουν κατακτήσει- να μπορούν να εκφράζονται, να αποτιμούνται και να επιδρούν πέρα και έξω από ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά σχήματα, τα οποία εν τέλει δεν έχουν και καμία σχέση με την τέχνη.
Χ.Τ.: Πόσο δύσκολο, πιστεύεις, είναι για μια εργαζόμενη μητέρα να αφοσιώνεται και στη γραφή;
Ν.Δ.: Η Αλίς Μονρό, η σπουδαία αυτή Νομπελίστρια διηγηματογράφος, έχει δηλώσει πως έγραφε μόνο όταν οι κόρες της κοιμούνταν ή πήγαιναν σχολείο κι αυτός ήταν ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη συγγραφή μυθιστορήματος, παρά μόνο διηγημάτων. Ο Ρίλκε είχε πει πως, «Για να γράψω χρειάζομαι κάτι περισσότερο από την απαραίτητη γραφική ύλη: λίγη σιωπή και μοναξιά», και πραγματικά για εμένα αυτό ισχύει απόλυτα, αφού για να μπορέσω να γράψω χρειάζομαι αδιάσπαστο χρόνο, αποστασιοποίηση, νηφαλιότητα, επαφή με τον εαυτό μου. Σίγουρα, αυτό είναι πιο δύσκολο όταν η καθημερινότητά μου εν πολλοίς μοιράζεται ανάμεσα στην κόρη μου και την πρωινή εργασία μου, αλλά παλεύω να βρίσκω τους τρόπους, έστω κι αν η προσπάθεια που απαιτείται -συναισθηματική, ψυχική, σωματική- είναι, νομίζω, μεγαλύτερη.
Χ.Τ.: Επιστρέφοντας στο βιβλίο σου, πώς προέκυψε η ιδέα για το «Περιττή Ομορφιά»; Δηλαδή, το έναυσμα της ιδέας ποιο ήταν; Πες μας λίγα λόγια για το βιβλίο αυτό.
Ν.Δ.: Η «Περιττή ομορφιά» αποτελείται από δώδεκα αυτοτελείς και αυθύπαρκτες μικρές ιστορίες, που δεν γράφτηκαν με σκοπό να αποτελέσουν μέρος κάποιου ενιαίου συνόλου. Συνειδητοποίησα όμως πως συγκροτούνται ως ενότητα γύρω από τη γυναικεία φιγούρα και γύρω από αυτό τον άξονα στήθηκε τελικά αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων μου. Η συλλογή μοιάζει να αποτελεί μια συνεκτική και ενιαία σύνθεση, η οποία παρακολουθεί και αναπλάθει την πορεία της πρωτόπλαστης Εύας από την εγκατάλειψη του κήπου της Εδέμ και την είσοδό της στον σύγχρονο κόσμο μέχρι την τελική έξοδό της απ’ αυτόν. Στο ενδιάμεσο αποτυπώνονται στιγμές και καταστάσεις που περιστρέφονται γύρω από οικεία θεμελιώδη θέματα του σύγχρονου ανθρώπου τα οποία θα έλεγα πως αποτελούν συγγραφικές, κι όχι μόνο, εμμονές μου: την αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας, τη μητρότητα, τον έρωτα, την απώλεια, τη μοναξιά, την πάλη για επιβίωση, τη μετανάστευση, τη βία, τη μισαλλοδοξία…
Χ.Τ.: Αλήθεια, ο τίτλος πώς έδεσε;
Ν.Δ.: Ο τίτλος προέκυψε από την καταληκτική φράση του βιβλίου: «Ομορφιά. Περιττή ομορφιά. Η ζωή». Είναι μια φράση που συμπυκνώνει τη δική μου αδιάκοπη απορία για το αν αυτό το απειροελάχιστο μεσοδιάστημα φωτός που μας χαρίστηκε μέσα στο απέραντο σκοτάδι της ανυπαρξίας έχει κάποιο, ελάχιστο έστω, νόημα. Κι αν κατ’ επέκταση υπάρχει οποιαδήποτε αξία στην προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει οτιδήποτε που υπερβαίνει τις καθαρά βιοτικές του ανάγκες, αφού κι αυτό είναι καταδικασμένο στη φθορά και τη λήθη. Αν, με άλλα λόγια, αξίζει που γράφουμε, που διαβάζουμε, που ερωτευόμαστε, που μοιραζόμαστε, αν αξίζουν οι προσωπικές μας αγωνίες, οι συλλογικοί μας αγώνες, οι σκέψεις μας… Δεν ξέρω, πάντως στις στιγμές της μεγάλης απελπισίας, βρίσκω πως η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω στο ερώτημα αν στη ζωή η ομορφιά έχει κάποιο νόημα είναι πως η ομορφιά μπορεί και να ’ναι τελικά το μοναδικό νόημα, γι’ αυτό κι είναι πάντα τόσο εύθραυστη κι όλο εξοστρακίζεται ως περιττή.
Χ.Τ.: Πολύ όμορφο αυτό που είπες. Να δώσουμε μια εικόνα για κάποια από τα διηγήματα μέσα στο βιβλίο, ίσως αυτά που εσύ θεωρείς τα πιο αγαπημένα σου;
Ν.Δ.: Σε όλα τα διηγήματα, ακόμα και σε αυτά που φαίνεται να απουσιάζει κάποια εμφανής ή συγκεκριμένη πλοκή, οι εικόνες είναι κυρίαρχες, φορτισμένες θα έλεγα, δηλωτικές. Η Εύα που συνειδητοποιεί τον εαυτό της σαν δέντρο, μια γυναίκα μέσα στο ακινητοποιημένο αυτοκίνητό της που βλέπει τον δρόμο κι όσα τον συναποτελούν -πεζοδρόμια, πινακίδες, δέντρα κ.λπ.- να της επιτίθενται, μια άλλη που προσπαθεί να κάνει ένα ετοιμοθάνατο πουλί να πιει νερό, ένα αγρόκτημα στα σύνορα που το επισκέπτεται το φάντασμα ενός μετανάστη, ο φράχτης που δημιουργείται όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να τα βάλουν με το χιόνι που έφτασε απροσδόκητα στην πόλη τους, ένα αναποδογυρισμένο σταντ και τριγύρω σκορπισμένες σοκολάτες, ό,τι έμεινε από την πάλη ενός αστυνομικού κι ενός κλέφτη, μια γυναίκα στο πάρκο που ακολουθεί ένα κοριτσάκι που τρέχει πίσω από τη μαμά του, μια γάτα που κλώθει χρωματιστό μαλλί και μια άλλη που στοιβάζει πνιγμένους ποντικούς, η εικόνα του δάσους που μεταβάλλεται μέσα από την περιστροφή ενός μεγάλου διαμπερούς κύβου, μια γυναίκα που ανεβοκατεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες στο εμπορικό κέντρο, μια ξύλινη προβλήτα απ’ άκρη σ’ άκρη της θάλασσας που μεταφέρει τους ανθρώπους στον «άλλο τόπο» ενώ το νερό γίνεται ολοένα πιο κόκκινο…
Χ.Τ.: Τι ήθελες να δείξεις γενικά στους αναγνώστες σου μέσα από τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής «Περιττή Ομορφιά»;
Ν.Δ.: Τίποτα, στην πραγματικότητα… δεν νομίζω πως έχω να κομίσω κάποιο μήνυμα ή μια αλήθεια, αφού αυτό που κάνει η λογοτεχνία είναι μόνο να υπενθυμίζει, όπως έγραψε ο Τσέχοφ, πως τίποτε σ’ αυτό τον κόσμο δεν είναι απλό. Αν κάτι, όμως, υποδηλώνεται μέσα από τα διηγήματά μου είναι, νομίζω, πως η ζωή δεν ενυπάρχει μόνο σε αυτά που θεωρούνται μεγάλα ή σπουδαία, αλλά και σε αυτά που αγνοούμε, προσπερνούμε ή υποτιμούμε, σ’ αυτά που μένουν άρρητα κι ανομολόγητα, στις φαινομενικά ασήμαντες στιγμές και σε κάποιες αδιόρατες λεπτομέρειες, χειρονομίες, συσπάσεις, μέσα από τις οποίες αναβλύζουν, όμως, ρεύματα ευαισθησίας, πόνου, αγωνίας, που πυροδοτούν το «πρωτογενές» και το «οριακό» της ανθρώπινης ύπαρξης.
Χ.Τ.: Θα ήθελα να μας χαρίσεις έναν από τους βασικούς σου συμβολισμούς στη συλλογή και να μας εξηγήσεις το σκεπτικό πίσω του.
Ν.Δ.: Όπως προανέφερα, παρότι τα διηγήματα διαφέρουν μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά, ολόκληρη η συλλογή περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της γυναικείας φιγούρας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση ποικίλων αναφορών στην πρωτόπλαστη Εύα ή σε άλλες γυναικείες μορφές που στην ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση είτε την ανταγωνίστηκαν, όπως η Λίλιθ, είτε την διαδέχθηκαν, όπως η Παναγία, καθώς και την αξιοποίηση άλλων βιβλικών μοτίβων ή συμβόλων. Στόχος μου, ωστόσο, δεν ήταν να αναπαραστήσω ή να διαιωνίσω στατικές, μονοδιάστατες και στερεοτυπικές απεικονίσεις της γυναικείας προσωπικότητας ή θηλυκότητας, αλλά να τις διερευνήσω, να τις επεκτείνω, να τις αμφισβητήσω ή να και τις διαθλάσω ως πηγή σύνθετων και πολυφασματικών υποστάσεων. Αυτό που με ενδιαφέρει, παράλληλα, είναι να φωτίσω τις ποικίλες, συχνά μύχιες ή απροσδιόριστες, συνδέσεις ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά και να υπαινιχθώ πως τα ζητήματα που άπτονται της πεμπτουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης, ίσως τελικά παραμένουν κοινά και διαχρονικά ανάλλαχτα.Χ.Τ.: Πού έγιναν παρουσιάσεις του βιβλίου; Ποια τα μελλοντικά σχέδια;
Ν.Δ.: Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αθήνα από «Το Ροδακιό» τον περασμένο Μάη κι αμέσως μετά έγινε η παρουσίασή του στη Λευκωσία, με τη συμμετοχή του συγγραφέα Δημήτρη Τανούδη και της εικαστικού Αντρεάνας Καμπανέλλα, η οποία ζωγράφισε το σχέδιο του εξωφύλλου. Τέλη Οκτωβρίου το βιβλίο παρουσιάστηκε στη Λεμεσό από τη φιλόλογο και κριτικό θεάτρου, Νόνα Μολέσκη, και τη συγγραφέα Μυρτώ Αζίνα, ενώ τον Νοέμβριο είχα τη χαρά να φιλοξενηθώ στην Αθήνα από τη Λέσχη Ανάγνωσης «Φάλαινα» και να συνομιλήσω με τα μέλη της. Επίσης στις 5 Φεβρουαρίου θα βρεθώ ξανά στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει», ώρα 19:00, μαζί με τους συγγραφείς Τασία Βενέτη, Εύα Μαθιουδάκη και Δημήτρη Χριστόπουλο, σε μια συζήτηση που θα συντονίσει ο συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας Μιχάλης Μακρόπουλος, με θέμα «Τα πολλά πρόσωπα της διηγηματογραφίας».
Χ.Τ.: Τι άλλες δημοσιεύσεις ή εκδόσεις έχεις ως σήμερα;
Ν.Δ.: Η «Περιττή ομορφιά» είναι το πρώτο μου βιβλίο. Είχε προηγηθεί η συμπερίληψη ενός διηγήματός μου στη συλλογική έκδοση: «Η πόλη αυτή τη νύχτα» (Poema, 2014), ενώ άλλες μικρές ιστορίες μου έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα (Cadences, The Books’ Journal) και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά ή ιστοσελίδες (poema, bibliotheque, falaina, frear, popaganda).
Χ.Τ.: Ποια πιστεύεις είναι τα βασικά συστατικά που πρέπει να διαθέτει ένα βιβλίο για να έχει αυτό που λέμε «εκτόπισμα»; Τι πρέπει να αποφεύγεται;
Ν.Δ.: Μπορώ να μιλήσω περισσότερο ως αναγνώστρια, παρά ως συγγραφέας, λέγοντας πως εγώ εκτιμώ τα βιβλία στα οποία η ομορφιά της μορφής, της γλώσσας, της πλοκής, της αφήγησης, συμπίπτει με την αποκάλυψη μιας βαθύτερης αλήθειας, ενός ουσιαστικού νοήματος, μιας άλλης θεώρησης που με οδηγεί πιο κοντά στην καρδιά ή την πρώτη αίσθηση των πραγμάτων. Αγαπώ τα βιβλία τα οποία με βγάζουν από τις ευκολίες μου, γελοιοποιούν προσφιλείς μύθους, με ξεβολεύουν, αναγκάζοντας με να σκεφτώ και να κατανοήσω εξ υπαρχής τον εαυτό μου και τον κόσμο. Εκείνα τα βιβλία που με βοηθούν να ζω με συνειδητότητα, κι όχι απλώς να υπάρχω, έτσι, τυχαία, στα τυφλά. Και που μου υπενθυμίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων –τους κοινούς πόνους, τις κοινές χαρές, τις θαυμαστές δυνατότητες, την κοινοτυπία, όπως είπε η Χάνα Άρεντ, του κακού, την αιώνια σύγκρουση, τη θνητότητά μας… Τα βιβλία που με διδάσκουν να συμπάσχω και να μην επαναπαύομαι.
Χ.Τ.: Αν το βιβλίο σου θα ταξίδευε τον αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο ενός υπαρκτού σύμπαντος, τι θα βιώναμε σε πέντε λέξεις;
Ν.Δ.: Μπρος, πίσω – εδώ, αλλού – ταχύτητα, ακινησία – σκοτάδια, φως – το διηνεκές, η στιγμή.
Χ.Τ.: Τέλος, ποια είναι τα συναισθήματα με τα οποία πιστεύεις ότι κλείνει ο αναγνώστης του «Περιττή Ομορφιά» και τι αποκομίζει στο τέλος;
Ν.Δ.: Όποιο συναίσθημα ή σκέψη κι αν μπόρεσε να προκαλέσει το βιβλίο μου, ακόμη και το πιο ελάχιστο θραύσμα συγκίνησης, τον παραμικρό κλονισμό ή αμφιβολία, για εμένα είναι σημαντικό, ιδίως σ’ αυτούς τους καιρούς, που όλα μοιάζουν να μας κατακλύζουν, χωρίς όμως να κατορθώνουν να μας βρέξουν -χωρίς να αγγίζουν το μέσα μας. Από ’κει κι έπειτα, η ανάγνωση είναι μια τόσο προσωπική κι ελεύθερη εμπειρία, που ουδόλως ορίζεται ή μπορεί να ερμηνευθεί από τον συγγραφέα, κι αλίμονο, αν ήταν αλλιώς.
Χ.Τ.: Ας κλείσουμε τη συνέντευξη με ένα μικρό αγαπημένο σου χωρίο από το βιβλίο.
Ν.Δ.: «Όμως τώρα ξέρω· μακριά, πέρα από τα κτίσματα, στο βάθος, ο κήπος περιμένει.
Ένας κήπος χωρίς γεωμετρία, χωρίς περιγράμματα και όγκους, μονάχα ένας άπλετος πράσινος χώρος· μπορεί και μπλε και πορτοκαλής και μωβ και ροζ και κίτρινος κι όλες οι αποχρώσεις τους, οι τόνοι, οι συνδυασμοί τους. Ύστερα άλλα χρώματα, νέα χρώματα, νέα πλουμιά, μουσικές, λέξεις, κορμί εύπλαστο, πνοή και χώμα, κι απίθανοι κυματισμοί, σαν αυτούς που ξεσπούν στον ουρανό την ώρα του δειλινού, την ώρα του έρωτα και της γέννησης, χωρίς να επαναλαμβάνονται ούτε μια φορά, ούτε μια φορά στο όλο του χρόνου».
Χ.Τ.: Αγαπητή Νάσια, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη αυτή. Πραγματικά έχεις δώσει μια νέα διάσταση στον όρο «περιττή ομορφιά». Θα περιμένουμε με χαρά την επόμενή σου δουλειά.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Η αγωνία του δεύτερου βήματος»
Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Το βιβλίο φανερώθηκε όταν μέσα από ένα σώμα κειμένων που είχα γράψει άρχισε να σκιαγραφείται το πραγματικό σώμα μιας γυναίκας· μιας γυναίκας με σάρκα και αίμα, με αγωνίες, προσδοκίες, διαψεύσεις, μιας γυναίκας που μπορεί και να ήμουν εγώ ή εσύ ή ίσως ένα αρχέτυπο, μιας γυναίκας που διαθλάται πάντως –πολύπλοκη, αυθύπαρκτη και τραγική, ως κάθε άνθρωπος– στο εδώ και στο τώρα και αναμετριέται με διαχρονικά πανομοιότυπα ανθρώπινα ζητήματα.
Βάλε μας λίγο στο κλίμα με ένα μικρό απόσπασμα.
Παρότι η «Περιττή Ομορφιά» αποτελείται από δώδεκα αυτόνομα διηγήματα, συγκροτείται ως ενότητα παρουσιάζοντας αποσπάσματα από τη ζωή μιας σύγχρονης Εύας, που την ίδια στιγμή είναι και Λίλιθ και μάνα και γάτα, ένα κορίτσι που τρέχει στο πάρκο, μια προσφυγοπούλα από τη Συρία… Επιλέγω μία φράση από κάθε διήγημα, που νομίζω πως μπορούν να αποδώσουν αυτή τη σύνθεση:
«Στο φως είδα το κορμί μου· κι ήταν καλό.» «Οι πάσσαλοι δρομείς που σκουντιούνται ξαναμμένοι, ιδρωμένοι, θρασείς· αν εγώ είμαι το τέρμα, στην αλλαγή της σκυτάλης θα πέσουν πάνω μου.» «Εγώ έχω το όνομα της γιαγιάς. Η γιαγιά όλο μάζευε τα μπουκάλια κι έκρυβε τα κλειδιά κάτω από τις γλάστρες της αυλής.» «Δειλά η γυναίκα κοιτούσε τα μάτια που αντίκρυ της τρεμόπαιζαν – αδρά, υγρά, μάτια του κόσμου τούτου.» «Κι όλο δάγκωνε τα χείλη της, μην καταλάβει εκείνος για τον άλλο γιο, που η ίδια του ’χε πλύνει την όψη με ανθόνερο…» «Μα συ που ούτε τη μάνα μου δεν πρόστρεξες μήτε στης γέννας της τους πόνους μήτε στ’ ανακάλεμά της (…) θαρρείς πως ξέρεις τι σημαίνει να φρίττει ο ουρανός;» «Δουλειά. Και πώς αλλιώς θα σπούδαζε το κορίτσι του; Πώς θα τα έβγαζαν πέρα;» «Όμως το κοριτσάκι την έχει φτάσει, απλώνει το χεράκι του ενώ κι η γυναίκα απλώνει το δικό της· προχωρούν τώρα πιασμένες – ίδιες, ίδιες, θαρρείς ολόιδιες.» «Ποιο είναι το όνομά μου; Πετάγομαι. Με λένε Άννα, Αθανασία, Εύα. Με λένε Εύα.» «Όμως εκείνος δεν με θυμόταν. Με είχε ξεχάσει. Από πάντα. Ε, τότε κι εγώ τον επινοούσα.» «Αν ήσουν πλανήτης, θα ήταν ο ήλιος σου.» «Σέλας, το είπαν. Η ουράνιες μπαλαρίνες. Ομορφιά. Περιττή ομορφιά. Η ζωή.»
Πώς γράφεις; Είσαι τύπος που τα κλείνει όλα και συγκεντρώνεται;
Ναι, είμαι κι εγώ απ’ εκείνους που για να γράψουν χρειάζονται κάτι περισσότερο από την απαραίτητη γραφική ύλη: λίγη σιωπή και μοναξιά, όπως είχε σημειώσει ο Ρίλκε. Έχω ανάγκη αυτή τη συγκέντρωση, ώστε να μπορώ να επεξεργαστώ πρώτα μέσα μου αυτά για τα οποία θέλω να μιλήσω, να τα αποσυνθέσω επιχειρώντας να τα συνθέσω εκ νέου και απ’ αρχής, να αφουγκραστώ τη φωνή τους για να μπορώ να την οικειοποιηθώ και να την κάνω δηλωτική, ταυτόχρονα, μιας υπέρτερης αλήθειας. Το να βρω, όμως, αυτόν τον αδιάσπαστο χρόνο είναι κάτι αρκετά δύσκολο.
Ποιος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής;
Το ότι συμβαίνει να υποτιμήσω πως η λογοτεχνία είναι μια τέχνη δύσκολη και πως δεν αρκεί το να κατέχω τις λέξεις, αλλά προϋποθέτει να μπορώ να τις κάνω να υποβάλλουν περισσότερα από αυτά που σημαίνουν. Πως είναι άλλο το να απλοποιώ κι άλλο το να μιλάω απλά, άλλο το να ψεύδομαι κι άλλο το να επινοώ, άλλο το να αναπαριστώ την πραγματικότητα κι άλλο να κατορθώνω να τη μετέρχομαι για να μιλήσω για τον άνθρωπο. Από την άλλη, το ότι συχνά αισθάνομαι να παραλύω απέναντι σε αυτές τις δυσκολίες είναι για εμένα ο έτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής. Δεν είμαστε ποιητές, σημαίνει φεύγουμε, έγραψε ο Σαραντάρης, σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα, παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Τι θεωρείς υπερεκτιμημένο σε ένα βιβλίο;
Θεωρώ υπερεκτιμημένο ένα βιβλίο που ξεχωρίζει εξαιτίας ενός και μόνο χαρακτηριστικού του – ας πούμε της ιστορίας ή της μορφικής πρωτοτυπίας του ή της συγκίνησης που προκαλεί. Κατά τη δική μου γνώμη, σημαντικό είναι εκείνο το βιβλίο στο οποίο μορφή και περιεχόμενο δένουν σχεδόν αδιάσπαστα, εξωθώντας ταυτόχρονα στα άκρα τη δυνατότητα του αναγνώστη να σκέφτεται, να αισθάνεται, να αποκτά συνείδηση, ή έστω υποψία, του ποιος είναι ή ποιος θα μπορούσε να είναι.
Αγαπημένο απόσπασμα ή φράση απο βιβλίο που σε καθήλωσε.
Είναι μια σκηνή από την Αθανασία του Κούντερα (Μτφρ. Κ. Δασκαλάκη, εκδ. Εστία), στην οποία συνειδητοποίησα πως μια φαινομενικά ασήμαντη χειρονομία, μια απειροελάχιστη κίνηση, μπορεί να είναι ισάξια ενός έργου τέχνης· πως μπορεί ακόμα και να βρίσκεται στον πυρήνα ενός έργου τέχνης, αφού η τέχνη σε αυτό είναι που τελικά αποβλέπει – στην ανανοηματοδότηση του οριακού της ανθρώπινης ύπαρξης και στη μετατόπιση του ανθρώπου από τα παρασκήνια της ιστορίας στη σκηνή της.
«Χωρίς να σταματήσει, γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του, χαμογέλασε και ξεδίπλωσε χαρούμενα το μπράτσο της στον αέρα, με ελαφράδα και απλότητα, σαν για να εξαπολύσει προς τον ουρανό ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Αυτή η στιγμή κατά την οποία, ξαφνικά, χωρίς καμιά προετοιμασία, κομψά κι απερίσκεπτα, η Ανιές σήκωσε το χέρι, αυτή η στιγμή είναι υπέροχη. Πώς είχε μπορέσει να βρει, μέσα σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου και από την πρώτη κιόλας φορά, μια κίνηση του σώματος και του βραχίονα τόσο τέλεια, τόσο ολοκληρωμένη όσο κι ένα έργο τέχνης;»
Πού βλέπεις τον εαυτό σου, τι επιθυμείς;
Θέλω να τολμήσω το δεύτερο βήμα στην πεζογραφία, η αγωνία, όμως, είναι μεγαλύτερη τώρα, ίσως γιατί έχω απολέσει την άγνοια κινδύνου της πρώτης φοράς, ίσως γιατί με ενδιαφέρει να εξελιχθώ, αποφεύγοντας την παγίδα της επιτηδευμένης ή στείρας ανακύκλωσης. Στο μεταξύ, απολαμβάνω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω βιβλία που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής, για να δανειστώ από τον Κάφκα, και να πειραματίζομαι με τους χρωματισμούς της γλώσσας, τη ρευστότητα των διαφόρων ειδών λόγου, τους δυνητικούς τρόπους ανασύστασης της εσωτερικής συνείδησης του ανθρώπου και της ροής των ιστορικών γεγονότων.
Τι σημαίνει για σένα η υποψηφιότητα στα βραβεία του Αναγνώστη.
Παρακολουθώ αδιάλειπτα τη θεματογραφία του Αναγνώστη, εμπιστεύομαι τις κριτικές αναλύσεις του, ανακαλύπτω τα καινούρια βιβλία και τους νέους συγγραφείς που συστήνει, γνωρίζω καλά πως ο θεσμός των βραβείων του έχει καταστεί ένας από τους σημαντικότερους στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Η συμπερίληψή μου στις μικρές λίστες σήμαινε, επομένως, τη συμπερίληψή μου σε αυτόν το θαυμαστό κόσμο του Αναγνώστη και γιατί όχι, μια στιγμή που σκέφτηκα πως μέσα από το βιβλίο μου ίσως να μπόρεσα να συνομιλήσω με κάποιους ανθρώπους για την κοινή ζωή, τους κοινούς πόνους, την ομορφιά.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.