.
Η Μαρίνα Αρμεύτη γεννήθηκε στις 25/1/1974 στη Λεμεσό.
Είναι κόρη της Χριστίνας Πατσαλίδου και του Ανδρέα Αρμεύτη, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 16/6/1974 από την ΕΟΚΑ Β΄.
Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση από το 1997.
Είναι μητέρα δυο παιδιών. Αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική σχολή, Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών και έκανε μεταπτυχιακό στη «Δημιουργική Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Δημοσιεύει άρθρα στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» και ποιήματα στο Κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «ΑΝΕΥ» και στο λογοτεχνικό περιοδικό Κοζάνης «Παρέμβαση».
Στίχοι της μελοποιήθηκαν από τους Έλληνες συνθέτες: Νίκο Παπάζογλου, Αντώνη Μιτζέλο, Γιάννη Ιωάννου.
«Ο κύριος ιππόκαμπος» (Φίλντισι 2018) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
Ο κύριος ιππόκαμπος (2018)
ΑΝΑΚΩΧΗ
Απόψε φυσάει μουσική
Η κουρτίνα
παίζει ανέμελα
μες στο λευκό της
Σαν ανακωχή με το άγνωστο.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Η Πηνελόπη χόρευε συνήθως ως τα ξημερώματα
Τα έντυπα εξέτασης των μνηστήρων
χάθηκαν.
Η Πηνελόπη χόρευε και έραβε και ξήλωνε
και κρυφογελούσε.
Ερωτευόταν ενίοτε τους πιο νάρκισσους
μόνο για έναν χορό.
Το πρωί τους έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
Κι αυτοί
Όλο γυρόφερναν στην αυλή της
ποτίζοντας επιμελώς
τη φιλαρέσκειά της.
Ο Οδυσσέας
δεν υπήρξε στ’ αλήθεια.
Η Πηνελόπη
ήταν πιστή
μόνο στην προσμονή.
ΕΡΩΤΙΚΟ
Οι πανοπλίες μικτών ταγμάτων
πεσμένες στο πάτωμα
Εχθροί σε ατέρμονη ανακωχή κυλιστήκαμε στα στάχυα
Και τυλίξαμε τη σκιά μας με διαίσθηση
Αιώνες τώρα
«Στα πολυκαταστήματα το φως σε κάνει να φαίνεσαι
χλωμή τα μεσημέρια»,
θα πεις και θα χαμογελάσεις.
Ύστερα
Στην άσφαλτο θα αφήσουμε μια ευχή αδέσποτη
κι αυτή θα μας ακολουθήσει νηστικό σκυλί
που μυρίζεται χάδι
Μαζί θα γιορτάσουμε την πείνα την αχόρταστη
που τρέφει το κενό μας.
ΑΚΑΡΙΑΙΩΣ
Η φωνή σου βγήκε
Πυρωμένη γραμμή
το πρώτο χάραμα
Μια μικρή ρωγμή
Και φως.
Ήθελες κάτι να πεις.
Μια συλλαβή μετέωρη
Σκοτάδι.
Λες κι από κάποιο παράξενο
πέταγμα πουλιού
η γη έκανε ένα βήμα πίσω
Σκοτάδι την αυγή.
Τέντωσα τ’ αυτιά μου
Τα μάτια μου
Το σώμα μου ολόκληρο
Ν’ αρπάξω τις λέξεις σου
να μη χαθούν.
Ήθελες κάτι να πεις
ακόμα
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι συχνά.
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα σου
Ξεχειλίζουν τριαντάφυλλα
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ
Παιδικά χέρια
βυθισμένα στην άμμο
Ήταν τα βότσαλα πλανήτες
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απορίες
Κι ύστερα πλανήτες οι άνθρωποι
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απαντήσεις.
«Αλμύρα ήταν το φιλί, αλμύρα και το δάκρυ», είπαν
Μα είχε μια γλύκα η φωνή τους.
Έριξα όλα τα τείχη που έκτισα
να μου φυλάξουν το ασάλευτο.
Κι ύστερα
Διακριτικός ιππόκαμπος στα μαλλιά μου.
Έφτιαξε μια θάλασσα μνήμες
-πρωτινές και μελλούμενες –
για να τις κολυμπήσω.
Βυθισμένα τα χέρια μου στην ίδια άμμο
Ανοίγω κανάλια να περάσει το ασάλευτο
Κι όσα μού τάξε ο καιρός να μου τα φέρει.
ΗΡΩΑΣ
Κάποτε ήσουν ο γιος, ο αδελφός
Ύστερα έγινες ο φίλος
Ο συναγωνιστής
Ο συνάδελφος
Ο σύζυγος
Ο πατέρας
Ύστερα υπήρξες
μια σελίδα σ’ ένα βιβλίο
Μα η ιστορία ασφυκτιά
σ’ ενός τετραδίου διάσταση
Έτσι έγινες
Προοπτική
Ελπίδα
Ακτίδα ανατέλλουσα
ο ’ έναν κόσμο
που ευδοκιμεί
η νυχτερίδα
ΚΟΥΡΕΛΟΥ
Πίσω κοιτάς
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Πάνω της ξαπλώνεις
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις
Έκτισαν- κομπάζεις- τον εαυτό σου
Κι ύστερα
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι
«Λες να είναι εφικτό;»
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες
το ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα»
Με πόση σιγουριά το αγνόησες
για να επιδοθείς
στη συρραφή νεκρών παρόντων
που έγιναν μνήμες
ή επερχόμενων στιγμών
αμφιβόλου υπόστασης
απουσιάζοντας ουσιαστικά από τον ενεστώτα σου
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου
Το σάβανο εν τέλει
μιας ζωής που δεν έζησες
ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
Εσύ μόνο το ξέρεις
πόσες φορές σε σκότωσαν
Η μνήμη σου είναι
Ουσιαστικά ανύπαρκτη
Οικονομικά ασύμφορη
Πρακτικά ατελέσφορη
Σε ξεθάβουν όμως εποχιακά
– αυτό είναι αλήθεια,
πρέπει να το παραδεχτούμε –
την εποχή που ευδοκιμούν υποσχέσεις
Σε σέρνουν από εξέδρα σε εξέδρα
αναλόγως του κοινού
Σε ανεμίζουν σα σημαία και σα λάβαρο
πάνω στα μπαλκόνια
για να σε πετάξουν αργότερα
πριν μείνει στα χέρια τους
η μυρωδιά του θανάτου
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
Ήθελε να έγραφε
ένα ποίημα αιχμηρό
Να διαπερνά τις συνειδήσεις
σε ακριβή ψευδαίσθηση
θωρακισμένες
Ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό
Όπως της μάνας της
εκείνο το πρωινό
Να διαρρήξει τα τύμπανα των ανυποψίαστων
Να σπάσει τους καθρέφτες
Ήθελε να φτιάξει μια σάρισα λέξεις
για τραύμα διαμπερές στο πλευρό των υπαιτίων.
Τη βλέπω συχνά
Έχει τις έγνοιες της
Τις λίστες των υπεραγορών
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια πριν
Έχει το σπίτι της
Λουλούδια στο μπαλκόνι
κι ένα βουνό απέναντι
Διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια τώρα.
ΣΤΟ ΝΗΣΙ
0 τόπος μου είναι μικρός
Δεν έχει τρένα
Ούτε καράβια της γραμμής
Μόνες ταξιδεύουν οι μοναξιές των ανθρώπων
Σε ιδιωτικά οχήματα
Τη θάλασσα να την διασχίσεις;
Ούτε λόγος.
Πού να πας εξάλλου
Όλο φωτιές και πνιγμένα όνειρα
Με αεροπλάνα μόνο
ή κρουαζιερόπλοια
Ως τουρίστες επιβαίνουμε τη ζωή μας
Για να ξαναγυρίσουμε σύντομα
Να ξαναφορέσουμε τα ακριβά κοστούμια μας
Και να πεθάνουμε μια μέρα
Μέσα σε μια καλοραμμένη ματαιοδοξία
ΜΗΝΙΣ
Σε βλέπω που μακραίνεις
στο δρόμο που θα σου δείξει
το πιο καλό σου βλέμμα
Και κάνω ν’ αρπάξω
τα βήματα που θα κάνεις μακριά μου
Μόνη
όπως η γεμάτη σελήνη
θα σβήνω τα αστέρια άθελά μου
Μόνη
όπως η θάλασσα η αγριεμένη
θα πνίγω τους ταξιδιώτες
εν αγνοία μου
Και κανείς Θεός να μην έρθει
να μου κρύψει σαρκοβόρο φυλαχτό στο μαξιλάρι
Όχι
Δεν έζησα για την αγάπη την ανιδιοτελή
Πλήρωσα τις στιγμές μου στους αιώνες
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Πού είσαι;
Όλο δίπλα μου σε νιώθω κι όλο σε ψάχνω
όπως κανείς κρατά το κλειδί του
μα το γυρεύει μόνο για μια ιδιοτροπία της αφής
Πες μου πάλι
Πως κόπηκες και έχεις αίμα στα χείλη
Πως κάτι σου πίνει την ανάσα
Πως ακούς στο αμάξι σου το ίδιο κομμάτι μήνες τώρα
Και δίπλα σου νομίζεις κάθομαι
και με πηγαίνεις
Πες μου πάλι
Πως με γυρεύεις πάνω από τις καμινάδες των σπιτιών
Πως καις τη σιωπή μου και ζεσταίνεσαι
«Πού είσαι», ρωτάς κι εσύ.
Κι ας μαίνονται οι άνεμοι αντίξοοι
Αρπάζω από το χέρι την ηχώ σου και σου δείχνω
Είμαι το φύλλο που δεν πέφτει από το δέντρο σου
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1
Μέσα στο όστρακο του αμμωνίτη
μια ψυχή επιμένει να διπλασιάζεται εκθετικά
διαγράφοντας τη σπείρα
Η ομορφιά των κόπων του ενοίκου
Θα στολίσει τον λαιμό μιας κόρης
ΕΙΡΗΝΗ
Κάντε τόπο να περάσει.
Ξυπόλυτη χορεύοντας
στις ματωμένες πέτρες.
Γυμνή να κολυμπήσει
στις στοιχειωμένες θάλασσες.
Κι ανάσκελα να ξαπλώσει
στα χαλίκια με τα κουφάρια.
Κάντε τόπο να περάσει.
Ατάραχη
Θρασύτατη
Πανέμορφη
Να φιλήσει τους νεκρούς
έναν – έναν στο στόμα
Κι ύστερα σ’ εμάς να γυρίσει
και ν’ αρχίσει τραγούδι.
Πιο δυνατό απ’ τις κραυγές των αιώνων
Κι απ’ τη φωτιά.
ΒΑΓΟΝΙ
Ένα βαγόνι αμαξοστοιχίας θα ναυλώσω
Θα καλέσω τις λέξεις
Θα φτιάξω ένα συρτό παραλήρημα
πάνω στις ράγες
Έτσι σχεδόν ακίνητος
Κάπου φτάνεις
Κι ύστερα είναι και το παράθυρο
Βουνά, λίμνες, πουλιά σε διασχίζουν
Ενίοτε εντρυφούν μέσα σου
Και σε ξαναγράφουν
Όσο για σένα
Θα καθόσουν δίπλα μου
Θα θελα και δεν θα θελα
να σ’ ακουμπήσω
όπως θα θελα και δεν θα θελα
να σ’ αγαπήσω
IN MEDIAS RES
I.
Έμεινα
στη στροφή του δρόμου να
σε κοιτώ
και βλέπω τον άνεμο και το σύννεφο
να σβήνει τις ευθείες
στη
σκακιέρα
του
πεζοδρομίου
Και γύρω μου παιδιά χοροπηδούσαν τρομαγμένα
κυνηγώντας τη σκιά τους
II.
Κλείνω
στο δωμάτιο την κραυγή μου
Κομματιασμένη φτερούγα
Χτυπάει στους τοίχους και ματώνει
κι ο κόσμος μαζεύεται στα γύρω μπαλκόνια
και δεν μπορεί να δει
μόνο ν’ ακούσει μπορεί
κάτι σπασμένες εικόνες που σκορπίζονται
Και πολεμώ για μας με τη σιωπή
Να μη σε πνίξω μέσα της
V.
Είναι
Που μου έστρωσες στο δρόμο ανατολές
Κι είναι που φώναζαν για μας τ’ αστέρια ένα βράδυ
Μόνο για να μου κρατάς το χέρι σφιχτά
Περπάτησα τους ουρανούς μεσάνυχτα
Από ποιο βασίλειο είσαι φυγάς;
Και σε ποιο καλυβάκι θα επιστρέφεις;
Πάρε με μαζί σου
Να κατοικήσουμε σε σπίτια που σταμάτησε ο ήχος
Να παλεύουμε με την αγάπη
Και να την αφήνουμε να νικά
Άσε τους άλλους
πάροικοι
να παραμένουν σε στέρφα γη
Κι εμείς
αλιείς δόκιμοι της χίμαιρας
με τα χέρια
να ανοίγουμε
διαδρόμους
ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ
Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
ΣΤΟ ΚΕΝΟ
Ζεστό βλέμμα
Λιώνει ο φόβος
Χάνεται
το «εγώ»,
το «γιατί»
χάρτες, πυξίδες, σωσίβια
Μαζί σου πέφτω στο κενό
χωρίς δίχτυ προστασίας
και μαγικά μεταμορφώνομαι
στον πιο ωραίο εαυτό μου
.
Για τη Μαρίνα Αρμεύτη έγραψαν:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Η ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη
Η ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη εντυπωσιάζει με μια πρωτοτυπία που μοιάζει αυθόρμητη και που είναι σαν να δημιουργεί ένα νέο κύμα σουρεαλισμού. Αυτό φαίνεται και από τον τίτλο της συλλογής «Ο κύριος ιππόκαμπος». Κι αυτό που είναι πολύτιμο είναι πως αυτός ο «νέος σουρεαλισμός» εκφράζει μια σοφή ενατένιση της ζωής με απόλυτη καθαρότητα.
«Ο ουρανός και τα σύννεφα είναι οι γνώριμοι δρόμοι μας» ή «Η Πηνελόπη ήταν πιστή μόνο στην αναμονή».
Αυτή η μη πραγματική περιγραφή μοιάζει με ακτινογραφία της πραγματικότητας, που αν ξέρεις να τη διαβάζεις, θα δεις, ίσως διαχρονικά αυτά που μένουν.
«Πλήρωσα τις στιγμές μου στους αιώνες».
Το ποίημα αρχίζει με μια πολύ συνηθισμένη -και λεκτικά- πραγματικότητα και τελειώνει με κάποια αιωνιότητα, που είναι σαν να περιγράφεται με ακρίβεια.
Και βέβαια θα αναρωτηθεί κανείς: και πού ξέρουμε πώς είναι η αιωνιότητα; Μα αυτή δεν είναι η αποστολή του ποιητή; Να περιγράφει το απερίγραπτο και να μας πείθει ότι αυτό υπάρχει και να
ρίχνει δυνατό φως σ’ αυτό που ζούμε και που συχνά δεν συνειδητοποιούμε τι είναι:
«Η κόλασή μας
από ματαιωμένους παραδείσους είναι φτιαγμένη»
Και τα δυο αυτά «καθήκοντα», ας πούμε, του ποιητή τα υπηρετεί με μοναδικό αποτέλεσμα η Μαρίνα Αρμεύτη.
2/03/2018
.
ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΙΩΑΝΝΟΥ
Υποσχετικός ιππόκαμπος
Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι βέβαια τυχαίος αλλά συμπυκνώνει δύο περιοχές που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη. Η πρώτη είναι η περιοχή της θάλασσας με το γνωστό ομώνυμο ψάρι, ένας κόσμος που τροφοδοτεί την έμπνευση της Μαρίνας με την προοπτική ενός ανεξάντλητου μυστηρίου. Η δεύτερη είναι η συγκεκριμένη εγκεφαλική δομή του ανθρώπου η οποία συμμετέχει στη μεταφορά πληροφοριών από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη στη μακροπρόθεσμη και ονομάστηκε έτσι επειδή το σχήμα του μοιάζει αόριστα με τον αντίστοιχο θαλάσσιο οργανισμό. Ο εγκεφαλικός ιππόκαμπος σχετίζεται με την ενοποίηση της επεισοδιακής μνήμης που περιλαμβάνει αναμνήσεις από περιστατικά για τα οποία έχουμε προσωπική εμπειρία και τα συναφή συναισθήματα που προκύπτουν από αυτά τα βιώματα. Παράλληλα, ο ιππόκαμπος είναι το όργανο που βοηθά τον άνθρωπο να «πλοηγείται» στον χώρο.
Αυτές οι διευκρινίσεις με φέρνουν στην ουσία. Με πατέρα δολοφονημένο από την Ε.Ο.Κ.Α. Β’ τον Ιούνιο του 74, η Μαρίνα Αρμεύτη αντλεί από την οδύνη που προκαλεί η ανοιχτή αυτή πληγή για να την μετατρέψει σε στίχους φορτισμένους πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, με καυστικό ή δηκτικό ύφος, χωρίς ωστόσο να υποκύπτει στην στρατευμένη, με οποιοδήποτε τρόπο,
ποίηση:
«Εσύ μόνο το ξέρεις/ πόσες φορές σε σκότωσαν/Η μνή μη σου είναι ανύπαρκτη/ Οικονομικά ασύμφορη Πρακτικά ατελέσφορη…» (Τιμής ένεκεν, σ. 34).
Αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την τραυματική προσωπική ιστορία. Η μνήμη λειτουργεί επίσης ως ένα ανεξάντλητο απόθεμα εμπειριών, βιωμάτων, εικόνων που, σε συνδυασμό με μια τολμηρή φαντασία, μεταμορφώνει διαρκώς την πραγματικότητα δημιουργώντας ένα σύστημα μεταφορών που συχνά εκπλήττει τον αναγνώστη με την πρωτοτυπία, την τόλμη και τον απρόσμενο χαρακτήρα του, κυρίως μέσα από τον μηχανισμό της προσωποποίησης αφηρημένων εννοιών και στοιχείων της φύσης.
Η ποιήτρια περνά με μεγάλη άνεση από τον χώρο της μνήμης στον χώρο της φύσης μέσα στον οποίο χειραφετείται και ολοκληρώνεται χωρίς να διστάζει να στραφεί προς το άπειρον. Έτσι, ενώ το αστικό περιβάλλον εμφανίζεται συχνά καταπιεστικό, αντίθετα, το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί λυτρωτικά και δημιουργικά προ- σφέροντας στην ποιητική εικόνα μια φυσιολατρική διάσταση.
Η οικονομία της συλλογής είναι κυριολεκτικά απέριττη. Κάθε λέξη έχει τον δικό της ρόλο και βάρος μέσα στο ποίημα και το γεγονός αυτό συμβάλλει στην διαμόρφωση στίχων που, αν και πειθαρχημένοι και καλά οργανωμένοι, εν τούτοις αναδύουν την αίσθηση του ανάλαφρου. Να προσθέσουμε εδώ τη χρήση και τον ρόλο του
επιθέτου που δεν είναι ποτέ διακοσμητικός αλλά πάντοτε λειτουργικός και ουσιαστικός και ως τέτοιος αποτελεί μέρος της πειθαρχημένης τεχνικής της Αρμεύτη.
Οι εικόνες και γενικότερα το σύστημα μεταφορών διέπεται από μια διαύγεια και μια καθαρότητα που προσδίδουν μιαν αδιαμφισβήτητη αμεσότητα.
Το ύφος είναι μεστό, άλλοτε τρυφερό, άλλοτε ειρωνικό ή και σαρκαστικό ενώ ένας διακριτικός ερωτισμός, που αναδύεται από έναν εξίσου διακριτικό αισθησιασμό, δια- ποτίζει ολόκληρη τη συλλογή ποιημάτων.
Εν κατακλείδι, με την πρώτη της συλλογή, η Μαρίνα Αρμεύτη μας προσφέρει στίχους ώριμους, τεχνικά άρτιους, εξαιρετικά δουλεμένους ενώ η ακρίβεια στην έκφραση αντικατοπτρίζεται και στην ακρίβεια διατύπωσης των συναισθημάτων και των αισθήσεων, στοιχεία που δεν είναι πάντοτε δεδομένα για πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές. Η παρουσία της έρχεται να προστεθεί στις πολύ σοβαρές ποιητικές φωνές της Κύπρου και της Ελλάδας.
Ο Γιάννης Η. Ιωάννου είναι καθηγητής Γαλλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
.
ΝΕΛΛΑ ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ
Diastixo 30 Ιουλίου 2019
Μαρίνα Αρμεύτη: «Ο κύριος ιππόκαμπος»
Η συλλογή Ο κύριος ιππόκαμπος της Μαρίνας Αρμεύτη υφαίνεται στην ανέμη του συμβολικού της τίτλου με νήματα από τις ποικίλες μεταφορικές του προεκτάσεις.
Εν αρχή τη διέπει δέσμη μνημών. Κατά τη φυσιολογία, η φερώνυμη του τίτλου εγκεφαλική δομή είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά των πληροφοριών από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Ένας συρρικνωμένος εγκεφαλικός ιππόκαμπος, που έχουν φθαρεί οι νευρώνες του, σηματοδοτεί ατροφική μνήμη. Ένας άνθρωπος δίχως μνήμη γίνεται ανήμπορος να πλοηγείται στα δαιδαλώδη μονοπάτια της σκέψης, γιατί χάνει τα αχνάρια των παλιότερων περασμάτων. Ο αμνήμων δεν τοποθετείται στον χωροχρόνο, οπότε παραπαίει με ασθενικό στίγμα ύπαρξης. Ακριβώς το αντίθετο, μια πλοήγηση στο εντυπωμένο βίωμα αισθητοποιείται στους στίχους της ποιήτριας· με όπλο τη μνήμη.
Το πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής μάς τοποθετεί στη μετέωρη ώρα που «φυσάει μουσική» και «η κουρτίνα παίζει ανέμελα μες στο λευκό της». Τότε αναβρύζουν οι εγγραφές του υποσυνείδητου στο καταλάγιασμα της κυοφορίας, «σαν ανακωχή με το άγνωστο». Και παρεισφρέει, αδυσώπητη, η μνήμη στο ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας, που ανασκοπεί:
Επιλεκτική η μνήμη
Επέλεξε να θυμάται
τα πάντα.
Και αναλογίζεται:
Διακριτικός ιππόκαμπος στα μαλλιά μου.
Έφτιαξε μια θάλασσα μνήμες
–πρωτινές και μελλούμενες–
για να τις κολυμπήσω.
Και ανακαλεί:
Πλανόδιος μικροπωλητής
παλιών αντικειμένων
περνούσε χτες
μ’ ένα καρότσι μνήμες
Ωστόσο, η ποιήτρια δεν προσλαμβάνει τη μνήμη ως στείρα νοσταλγία:
Σαν φοβηθείς
Πίσω μην κοιτάξεις
Η νοσταλγία
Θα σου βγάλει τα μάτια
Και θα σου φορέσει
Τα δικά της
Αντίθετα, αντλεί έμπνευση μέσα από μνήμες που τις μετουσιώνει σε διά ζώσης στιγμές και ζυμώνει αμάλγαμα. Από το αμάλγαμα ζωγραφίζει εικόνες. Από τις εικόνες εγείρει προβληματισμούς, κατασταλάζει απόψεις, συλλέγει απάνθισμα. Θεματικά το όραμά της είναι ευρύ και εκτείνεται σε εκφάνσεις ζωής. Η ερωτική συνύπαρξη μοιάζει τρομακτική:
Γυμνός να περπατά κανείς
στης άλλης γης τις πλαγιές
το χέρι κρατώντας της φωτιάς,
χρειάζεται ένα θάρρος
Κάπου ο έρωτας περιρρέει, ματαιωμένος, στην υπόσταση ενός φασματικού «εσύ», που του απευθύνεται η ποιήτρια:
Όλο το φως σού χάρισα
Κι έμεινα να περιφέρω έναν ίσκιο
Στις λεωφόρους
Ανέφικτος, αν και επίμονα παρών:
Είμαι το φύλλο που δεν πέφτει από το δέντρο σου
Ομοδιηγητική η ποιήτρια, δίνει πνοή στο ποιητικό της «εγώ», είτε η γραφή είναι α’ προσώπου, είτε μεταστρέφεται σε β’, με το «εσύ» εξομολόγο των μύχιων της ψυχής της ή ίσως βαθύτερο εαυτό της. Άλλοτε, το «εσύ» της έχει τη μορφή ζώων, άψυχων, αφηρημένων εννοιών – προσωποποιημένων. Σε κάποια ποιήματα η δημιουργός οπισθοχωρεί μικρό βήμα αποστασιοποίησης με συνεπές γ’ πρόσωπο, δίχως ποτέ να απολήγει σε αμέτοχη επόπτρια. Άλλοτε καταφεύγει στην αγκαλιά του «εμείς», περιληπτικά. Με υπερβατικές εικόνες και τολμηρές μεταφορές μάς ταξιδεύει στο πολύμορφο σύμπαν της, δίνοντάς μας οδοδείκτες να τον περιηγηθούμε.
Η μέρα μυρίζει χώμα
Μέσα στα σύννεφα
κωπηλατώ μιαν άνοιξη
Με αυτοαναλυτικές φωνές σε εισαγωγικά ευθέως λόγου μάς οδηγεί στις καταβάσεις της στα κατάβαθα.
«Κάποιος κάπου πεθαίνει», έλεγες
«Κάνε μια ευχή», έλεγα.
Περνώντας μέσα από τον συμβολισμό αίρεται η ποιήτρια στον υπερρεαλισμό, αφού καταγράφει τις υποσυνείδητες διαδικασίες της ψυχής και τις ονειρικές της εντυπώσεις χωρίς την ελεγκτική παρέμβαση της λογικής και της νόρμας· στίξη – μη στίξη, κεφαλαία-μικρά. Οι λέξεις κυλούν αυτόνομες, ελεύθερες, για να αποδώσουν το φευγαλέο. Η πραγματικότητα αποδίδεται αναλογικά· όχι σε φωτογραφική απαθανάτιση, αλλά σε ονείρου απείκασμα. Οι λέξεις, παρ’ όλο τον πολύτιμο ρόλο τους, παραμένουν απλές, ενσωματωμένες παρατακτικά σε κύριες προτάσεις. Τα επίθετα, φειδωλά, συχνά ακολουθούν το ουσιαστικό δίκην εμφάσεως. Η χαλαρότητα της λογικής αλληλουχίας, που προσιδιάζει στην υπερρεαλιστική δημιουργία, υπερκεράζεται εύκολα, αν ο αναγνώστης συμμετάσχει στο παιχνίδι των συνειρμών και ανοίξει τον νου στο πεδίο της φαντασίας. Κυριότερα, αν ανοίξει τα μάτια της ψυχής του. Άλλωστε, η ποιήτρια την ψυχή προκρίνει:
Ώσπου η καρδιά μου ήταν ο ίδιος ο Θεός, είπαν τα σύννεφα
Και οπισθοχώρησαν
Τον νου δυνάστη καταδικάζει:
Κι άφησαν τον Νου τους
–έναν λαίμαργο του φόβου–
Να τους σέρνει με πλαστικό λουράκι
Με γερό οπλοστάσιο ανοίγεται σε όψεις ατομικές, κοινωνικές, εθνικές, όλες δικές της. Αναδύονται οι τραυματικές εμπειρίες και αντικρίζονται κατάματα με παρρησία, όσο να διαλυθούν οι σκιές τους. Παρατάσσεται η προσωπική βάσανος:
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί
Δίπλα στην εθνική:
Λουλούδια στο μπαλκόνι
κι ένα βουνό απέναντι
Διάτρητο να αιμορραγεί
Προβάλλει: η Κύπρος, πολύπαθη κι αγαπημένη, ίσως μικρή να τη χωρέσει· η ληστεμένη φύση· η απατηλή πόλη· η σύντροφος θλίψη· η άπιαστη ευτυχία· η ουτοπία, σαν διάσπαρτη στο ανεκπλήρωτο· η εγγενής μοναξιά· ο αδιέξοδος επαναληπτικός εαυτός· η παντοειδής διάψευση· η καταφυγή στην ασφάλεια· ο αστάθμητος παράγοντας· η χιμαιρική λύτρωση της ποίησης· η λειτουργία της λέξης· μια επίκληση στη δημιουργία· η ειρήνη στρωμένη στα συντρίμμια· η καθαρτήρια φωτιά· η ανέφικτη ανιδιοτέλεια· η επενέργεια του χρόνου· η ευεργεσία του ονείρου και της προσμονής· η θάλασσα, μοτίβο επικοινωνίας. Ψηλαφεί η ποιήτρια πολυεδρικά και απλώνεται, όσο ο ιππόκαμπός της γιγαντώνεται και μεταμορφώνεται.
Δεν είναι πια ο ιππόκαμπος μια εγκεφαλική δομή ανάκλησης της μνήμης. Είναι το παράξενο θαλασσινό ζώο, ένας ιχθύς με τη μορφή αλόγου, που δεν αγαπά να κολυμπά και γαντζώνεται με την ουρά του σε κοράλλια. Μετέχει του υγρού στοιχείου, που συμβολίζει το ρέον συναίσθημα και την ικανότητα ποιοτικής σύνδεσής μας. Μετέχει, ως άλογο, και του χοϊκού, που συμβολίζει τον καθορισμό ορίων μας και την ικανότητα αυτεπίγνωσής μας. Το «αλογάκι της θάλασσας», κατά τη λαογραφία, διατρέχει τα βάθη των χρόνων και ανευρίσκεται στις εικονικές παραστάσεις του μυθικού αλόγου-ψαριού του Ποσειδώνα. Μεγεθυσμένο, μετατρέπεται σε ένα από τα περίεργα πλάσματα που συνόδευαν τον θεό. Το όνομά του συντίθεται από τον «ίππο» και την «Κάμπη», το μυθικό τέρας που νίκησε ο Δίας στα Τάρταρα. Ως υπερφυσικό ον παραπέμπει και στη φωτιά, που συμβολίζει την έμπνευση. Ο μυθικός ιππόκαμπος, που έσυρε το άρμα του Ποσειδώνα με σβελτάδα και δύναμη, αποτελεί την ενηλικιωμένη εκδοχή του θαλασσινού ιππόκαμπου. Έτσι, ως εκ της ενηλικίωσής του, αλλά και ως εκ της πλούσιας σημειολογίας του, αξίζει να προσφωνείται «κύριος ιππόκαμπος», κατά τον τίτλο της ποιητικής συλλογής.
Ο κύριος ιππόκαμπος αποτρέπει τη δημιουργό από την ατελέσφορη μνημονική ανάκληση και την οδηγεί στην παραγωγική. Η μνήμη που διασχίζει τη ραχοκοκαλιά των ποιημάτων δεν είναι της άγονης επαναχάραξης. Δεν ανασύρεται με την ξέφρενη παρεμβολή του νου, που γεννά επίπλαστα συναισθήματα. Η μνήμη της ποιήτριας πηγάζει αυθεντικά από το υποσυνείδητο της ψυχής και κάνει χώρο τόσο στα όμορφα, όσο και στα άσχημα. Γι’ αυτό, παρά τη θεματική βαρύτητα, οι στίχοι απαυγάζουν μια κατάφαση αποδοχής:
«Όλα τα αξιοσημείωτα
υπάρχουν για να τα ζήσετε», είπε
Έχουν ζωική δύναμη:
Ακούστε, η ζωή καλπάζει
Δίνουν έναυσμα ζωής:
Κι η ζωή δεν έχει ώρα για χάσιμο
armeutΗ ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη είναι ενήλικη, σαν τον ιππόκαμπό της. Ως ενήλικη, σηματοδοτεί την πιο ακμαία ώρα, μακράν της κάμψης. Είναι μεστή και σε προσκαλεί σε προσπέλαση. Προσπελάζοντάς την ανακαλύπτεις κομμάτια εαυτού σου και μετέχεις. Είναι ανθρώπινη, όμως αποπνέει άρωμα γυναίκας. Είναι πολυσήμαντη και σε εισάγει στην απεραντοσύνη ενός πολυσχιδούς εσωτερικού κόσμου, που η εξερεύνησή του δεν επισύρει απολίθωση φόβου, αλλά ωθεί σε ροϊκή κίνηση ζωής. Δηλαδή, παράγει ομορφιά. Άλλωστε, έτσι σηματοδοτείται στους καταληκτικούς στίχους του τελευταίου ποιήματος της συλλογής:
και μαγικά μεταμορφώνομαι
στον πιο ωραίο εαυτό μου
.
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ
.
.
.
.
.