.
Η Πέρσα Ζηκάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας γαλλική φιλολογία, ελληνική φιλολογία (Τμήμα Ιστορικό – Αρχαιολογικό) και παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μαθήματα ιστορίας της τέχνης. Υπηρέτησε τη Μ. Εκπαίδευση στην Πάτρα, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγα χρόνια.
Έχει συμμετάσχει σε σεμινάρια θεάτρου και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο..
Εργογραφία:.
(2022) Στη σκιά και στο φως [Δρόμων] (Μυθιστόρημα)
(2019) Δεν ήμουν εγώ εκεί… [Δρόμων] (Θεατρικό)
(2018) Εν α(γ)νοία, [Δρόμων] (Μυθιστόρημα)
(2016) Η τεθλασμένη, [Δρόμων] (Μυθιστόρημα)
(2012) Πάντα κάτι θα λείπει…, [Δρόμω]ν (Μυθιστόρημα)
(2009) Οι κληρονόμοι της σιωπής, [Δρόμων] (Νουβέλα)
(2008) Τύψεις και μαργαριτάρια, [Δρόμων] (Μυθιστόρημα)
.
.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ (2022)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Ήρθε η ώρα νομίζω να μιλήσω στην Ελένη. Να της πω πως έχασε ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή της, το μεγαλύτερο και το πιο σπουδαίο. Έπρεπε να επιδιώκει να επικοινωνεί μαζί της με κάθε δυνατό τρόπο αφού δεν μπορούσε να την έχει κοντά της. Όλα τα συναισθήματα τα γεννάει η απόσταση, όχι του χρόνου ούτε του τόπου, αλλά η απόσταση που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι μέσα μας για κάποια πολύ δικά μας πρόσωπα μετά από κάποια γεγονότα που πιστεύουμε ότι μας απομάκρυναν από ό, τι αγαπάμε. Αυτό έγινε με τη μητέρα μου. Η γιαγιά δεν μπορούσε να είναι δίπλα της όταν τη χρειαζόταν, όλα όμως θα μπορούσαν να έχουν τακτοποιηθεί αν υπήρχε πραγματική κατανόηση και αγάπη. Όμως τίποτα από αυτά δεν είχε μέσα της η Ελένη. Την είχε απορρίψει για μάνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ
Πλησίαζε ο καιρός της επιστροφής στην πατρίδα. Περίεργα συναισθήματα έπαιζαν κρυφτό μέσα μου. Μάλλον δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Το “άλγος του
νόστου” δεν υπήρχε έντονο όσο κι αν κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να νοσταλγεί την Ελλάδα. Η πατρίδα μου ήταν και θα είναι δεδομένη πάντα ενώ όλα όσα ζούσα στο Παρίσι κάποια στιγμή θα τελείωναν κι αυτό ήταν που με μελαγχολούσε. Όσα είχα ζήσει θα τα κρατούσα στις αποθήκες της μνήμης αλλά αυτό δεν μου έφτανε, δεν ήταν αρκετό.
Ποτέ δεν πρέπει να βασιζόμαστε στη μνήμη γιατί κι αυτή κάποτε κουράζεται να τροφοδοτεί το μυαλό όταν αυτό προσπαθεί να ξυπνήσει μέσα μας βιώματα περασμένα. Πάντα ένα όμορφο παρελθόν θα υπερτερεί έναντι του όποιου παρόντος ίσως γιατί έχουν εξατμιστεί οι λεπτομέρειες του με τον καιρό. Αυτό συμβαίνει γιατί το παρελθόν έχει παραμείνει μέσα μας σαν ζωγραφικός πίνακας με τα χρώματα που του είχαμε δώσει όταν το ζούσαμε. Ήξερα ότι έκανα λάθος σκέψεις εκείνες τις ώρες γιατί έχανα το παρόν που ζούσα τότε
σκεπτόμενη το μέλλον. Αλλά ποιος μπορεί να κατευθύνει τις σκέψεις μας εκτός από τον ίδιο τον εαυτό μας;
Εκείνα τα τελευταία Χριστούγεννα που περάσαμε όλοι μαζί στο σπίτι της δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Το σπίτι ήταν στολισμένο, φωτεινό και γιορτινό. Εκείνη έλαμπε από ευτυχία. Πλησίαζε ο καιρός που θα ξανατραγουδούσε πάλι κι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη γι’ αυτό. Ήμασταν τα δυο
ζευγάρια, εκείνη κι ο Μάουρο, εγώ κι ο Σορούς.
Ο Μάουρο έπαιξε τις θεϊκές του μελωδίες στο πιάνο κι η Αγγέλα είχε καταφέρει να μας κάνει όλους να νιώθουμε πολύ ζεστά και οικεία. Στο πρόσωπό μου πιστεύω έβλεπε πάντα την Ελένη που τόσο της έλειπε.
‘Έχετε μιλήσει πρόσφατα;” με ρώτησε ιδιαιτέρως κάποια στιγμή.
“Βέβαια, είναι πολύ ευτυχισμένη”.
“Μου δίνεις χαρά”.
“Το μεγαλείο και η έγνοια της μάνας” σκέφτηκα μέσα μου.
Αργότερα την ώρα του φαγητού, στις προπόσεις επάνω αποφάσισα να μιλήσω γιατί υπήρχε κάτι που θα έπρεπε να μάθει η Αγγέλα.
“Κυρία Αγγέλα θα γίνετε γιαγιά. Πριν από δύο μέρες η Ελένη μου ανακοίνωσε πως περιμένει μωρό. Στην υγειά της προτείνω λοιπόν να πιούμε”.
Σήκωσαν όλοι τα ποτήρια χαρούμενοι, αλλά και ξαφνιασμένοι για το υπέροχο νέο που μόλις είχαν ακούσει.
Σηκώθηκε από τη θέση της και με αγκάλιασε σφιχτά.
“Σ’ ευχαριστώ παιδί μου για το δώρο αυτό”.
Ήταν φανερά συγκινημένη. Δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια της. Δεν προσπάθησε να τα κρύψει. Αυτά τα δάκρυα δεν τα κρύβουμε άλλωστε.
Ήταν πραγματικά δώρο για εκείνη το νέο μου και το κατάλαβα. Το γιορτάζαμε με όλη τη μεγαλοπρέπεια που απαιτούσε μια τέτοια χαρμόσυνη είδηση.
Σήκωσε πάλι το ποτήρι της.
“Ευτυχισμένα Χριστούγεννα σε όλους με αγάπη, πολλή αγάπη”.
Δεν ήταν απλή πρόποση, ήταν μάλλον μια προτροπή που βγήκε αυθόρμητα από μέσα της, γιατί ενώ ένιωθε γύρω της την αγάπη τής έλειπε ακόμη το κομμάτι της εκείνο που θα την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη.
“Να βγάλουμε μια φωτογραφία”, πρότεινε ο Μάουρο.
Η Ελίζα ανέλαβε να ακινητοποιήσει τη συγκεκριμένη όμορφη στιγμή. Η ευτυχία χαμογελούσε μαζί μας. Θα την κρατούσα εκείνη τη φωτογραφία για να με γυρίζει πίσω όταν θα ήμουν μακριά.
Λίγο αργότερα μια ολιγόλεπτη σιωπή επικράτησε κι ευτυχώς που τρώγαμε και δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή. Πολλές φορές είναι αναγκαία αυτή η σιωπή ίσως και επιβεβλημένη. Όσο για εμένα δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι η καινούρια χρονιά θα με εύρισκε μακριά τους. Ήταν φαίνεται η μαγεία του “προσωρινού” που με καθήλωνε.
Ρουφούσα σαν πότης τις στιγμές λες και βρισκόμουν σε ένα “μεθύσι” διάρκειας. Αλίμονο, φοβόμουν να ξεμεθύσω. Στην πραγματικότητα αυτή η χαρμολύπη που αισθανόμουν να με πλημμυρίζει με καθήλωνε αντί να με απελευθερώνει. Έρχονταν στιγμές που ήθελα, ή μάλλον προσπαθούσα να αποστασιοποιηθώ από τα γεγονότα. Άλλοτε το κατάφερνα άλλοτε πάλι όχι.
“Προσπάθησε να αναζητάς ευκαιρίες που μπορούν να αποσπάσουν το μυαλό σου από όλες εκείνες τις καταστάσεις που ηθελημένα βιώνεις γιατί έχεις πολύ οικειοποιηθεί τα προβλήματα των άλλων, πράγμα που δεν σε αφήνει να λύσεις τα δικά σου”, είχε πει λίγες μέρες πριν ο Σορούς.
Δεν ήθελα να του πω πως ένα από αυτά ήταν κι ο ίδιος. Αγάπη με γνωστή την ημερομηνία λήξης πρώτη φορά ζούσα. Συγκινησιακά και μόνο αν το σκεφτόμουν δεν ήθελα ούτε να φανταστώ το τελευταίο μας βράδυ.
Αποφορτισμένη “βγαίνει” τώρα πια στο χαρτί αυτή η γραφή, έχει άλλωστε περάσει καιρός από τότε που ζούσα όλα αυτά.
Η χρονική απόσταση αμβλύνει τα συναισθήματα και αποδεικνύεται αργά αλλά σταθερά ο καταλύτης που κατατρώει τις πιο μεγάλες χαρές κι εξουδετερώνει τις μεγαλύτερες λύπες. Όσο κι αν αφεθείς στις μνήμες, αυτά που έζησες όπως ακριβώς τα έζησες ίδια κι απαράλλαχτα δεν μπορείς να τα ξαναζήσεις, γιατί νομίζω ότι οι αναμνήσεις μοιάζουν λίγο με τον βουβό κινηματογράφο. Έχεις συγκροτήσει πιθανότατα κάποιες εικόνες αλλά όταν ο ήχος απουσιάζει νιώθεις το έργο ημιτελές. Γι’ αυτό ίσως η ακοή να είναι μία από τις πιο σημαντικές αισθήσεις.
Δεν έπρεπε να επιμένω σε περισσότερες περιγραφές από γεγονότα ήδη βιωμένα, γιατί κάπου όλο αυτό πονούσε. Ήμουν όμως υποχρεωμένη να το κάνω, όχι μόνο για εμένα μα και για εκείνη. Τη σοπράνο, την Αγγέλα Μωράΐτη, τη μάνα. Το βιβλίο μου, αν κάποια στιγμή κατάφερνα να το τελειώσω θα της το αφιέρωνα.
Η τελευταία ημέρα μου στο Παρίσι όταν τους αποχαιρέτισα στο σπίτι τους ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη. Ήμουν πολύ συγκινημένη και δεν μπορούσα να το κρύψω. Φεύγοντας, στην πόρτα ήμουν σχεδόν, όταν εκείνη μου έβαλε στο χέρι ένα μπλε βελούδινο κουτάκι.
“Αυτό από εμένα με όλη μου την αγάπη, για να μη με ξεχνάς και να θυμάσαι όλα τα όμορφα που μοιραστήκαμε εδώ, όλοι μαζί. Μη το ανοίξεις τώρα. Άνοιξέ το όταν θα είσαι στο αεροπλάνο μόνη, στο δρόμο της επιστροφής. Εύχομαι τα καλύτερα να σε συντροφεύουν πάντα στη ζωή σου”.
Με πήραν τα δάκρυα. Την αγκάλιασα με όση δύναμη διέθετα εκείνη τη στιγμή.
“Σας ευχαριστώ για όλα”, ψέλλισα και βιάστηκα να φύγω αφού χαιρέτισα τον Μάουρο και την Elise, που είχαν σχεδόν παραταχτεί μπροστά στην εξωτερική πόρτα ιδιαίτερα συγκινημένοι. για να με αποχαιρετίσουν.
Ήταν βαριά η ψυχή μου και δεν ήθελα να παρατείνω εκείνη τη δύσκολη για όλους μας στιγμή. Πού να φανταζόμουν ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την Αγγέλα.
Η ημέρα της επιστροφής μου στην Ελλάδα θύμιζε φινάλε δακρύβρεχτης ταινίας.
Στο αεροδρόμιο με πήγε ο Σορούς που διατηρούσε με κόπο την ψυχραιμία του. Όσο κι αν ήθελα να κρατηθώ, να μην εκδηλώσω όσα πραγματικά ένιωθα και με συγκλόνιζαν εκείνη την ώρα, δεν κατάφερα να αποφύγω τη σκηνή του αποχαιρετισμού, του τέλους. Ποιου τέλους άραγε; Λες και δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ το Παρίσι στην υπόλοιπη ζωή μου; Προσπαθούσα να με πείσω πως οι αποστάσεις μπορούν να μηδενιστούν ανά πάσα στιγμή, πως θα μπορούσα να τους ξαναβρώ πάλι όλους όπως τους άφησα. Να ξαναφάμε όλοι μαζί στο σπίτι της Αγγέλας, να μας παίξει τις μελωδίες του ο Μάουρο, να πιούμε καφέ στην Μονμάρτη, στο καφέ ντε Φλορ, να πάμε πάλι βόλτα στα στέκια μας, ν’ αγαπηθούμε με τον Σορούς. Όλα να μοιάζουν τόσο εφικτά. Να μοιάζουν, όχι να είναι.
Κι όμως όταν φεύγεις από ένα μέρος όπου πραγματικά έζησες ευτυχισμένες στιγμές, συνήθως έρχονται αυτές ξοπίσω σου και σου φωνάζουν: “ Μας κράτησες; Γιατί όλο αυτό δεν πρόκειται ποτέ να το ξαναζήσεις ίδιο, όπως κάθε στιγμή της ζωής σου που πέρασε. Η αξία της στιγμής έγκειται στην αυθεντικότητα αλλά και τη μοναδικότητα που έχει αποκτήσει το πρωτότυπο ενός έργου. Διατηρεί την αξία του πρωτότυπου πίνακα. Κάθε προσπάθεια υποκατάστασης ή επανάληψης χάνει αυτόματα την αξία του αυθεντικού ενώ διεκδικεί αυτή που έχει κάθε πιστό αντίγραφο, που όσο πιστό κι αν είναι δεν
παύει να είναι αντίγραφο.
Ο Σορούς ήταν αμίλητος. Κοίταζε γύρω του χαμένος. Κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε:
“Ο Τζελαλεντίν Ρουμί, ο σημαντικότερος Πέρσης ποιητής, δάσκαλος του δικαίου, μυστικιστής και λόγιος είχε πει:
«Οι αποχαιρετισμοί αφορούν μόνο εκείνους που αγαπούν με τα μάτια τους. Για όσους αγαπούν με την καρδιά και την ψυχή τους, δεν υπάρχει χωρισμός».
Τον αγκάλιασα με όση δύναμη διέθετα εκείνη την ώρα ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, δάκρυα που δεν μπορούσα να συγκρατήσω.
“Δεν θα χαθούμε Σορούς”, κατάφερα και ψέλλισα.
Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό μου και ένιωθα να με πνίγει. Ήξερα πως δεν ήταν αλήθεια, απλά εκείνη την ώρα που του το είπα το πίστευα.
Όταν έγινε η αναγγελία επιβίβασης είχα την αίσθηση πως τα πάντα στη ζωή μας είναι μια μεταφορά, εξαρτώνται από μία μεταφορά που έχει να κάνει με τον χρόνο, τον τόπο και φυσικά το μυαλό.
Δεν ήταν μια απλή διαπίστωση. Ήταν εκείνο το πόρισμα ζωής που αποκτούμε με τη γνώση και τις εμπειρίες που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε, να ονειρευόμαστε και να συνεχίζουμε να ζούμε όχι μέσα από ένα “Adieu , ή ένα Αντίο , (μια λέξη που στη γλώσσα μας δεν χρησιμοποιούμε πια και καλά κάνουμε, αφού η πραγματική της έννοια “A-Dieu, ή ΑDio” στα Γαλλικά ή Ιταλικά δηλώνει πως θα τα ξαναπούμε κάποτε, όταν θα συναντηθούμε στον Θεό), αλλά με ένα “Au Revoir” που σημαίνει “εις το επανιδείν”. Όποτε και όταν. Κι είναι η πιο αισιόδοξη ευχή προσμονής.
Η χαρά της επιστροφής μου στην πατρίδα περιείχε την επιτυχία με την οποία στέφθηκε εκείνο το περιβόητο μεταπτυχιακό στο όνομα του οποίου είχα περάσει δύο πολύ όμορφα χρόνια, αλλά και την ευτυχία που ένιωσα γνωρίζοντας σε βάθος κάποιους υπέροχους ανθρώπους που τώρα πια ανήκαν
αλλά και πάντα θα ανήκουν στα “συν” της ζωής μου.
.
.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ
.
Δε φοβάμαι τις αναμονές
μήτε χαμένους ορίζοντες θρηνώ,
μόνο οιωνούς γυρεύω,
να μου ψιθυρίσουν
πώς να κλειδώσω
την πείρα μου
(ΑΤΕΡΜΩΝ ΧΡΟΝΟΣ)
Πόση άραγε “ποίηση” χωράει μέσα σε ένα διάλογο με τον εαυτό μας;
Πάντα της άρεσε ν’ ανιχνεύει το χτες. Αυτή η ευλυγισία της σκέψης, αυτό το ξάνοιγμα στους περασμένους ορίζοντες την έθρεφαν για να ζει το τώρα. Αναζητούσε παλιά και περασμένα μέσα στις μαυρόασπρες φωτογραφίες του μυαλού της, έτσι για να ξαποσταίνει στην απλή και μονότονη καθημερινότητά της. Κάρφωνε το βλέμμα επάνω τους μέχρι να εξαντληθεί το μάτι και να δακρύσει.
Μια φωνή μέσα της ωρυόταν: “ρομαντική και συναισθηματικούλα μας βγήκες σε τέτοιους καιρούς, για μαζέψου”.
Αυτή η φωνή σημάδευε κατευθείαν στη καρδιά της και την πυροβολούσε ασύστολα με την κάνη του όπλου της επίγνωσης. Έβγαζε φωτιά και την έκαιγε στα καλά καθούμενα μ’ εκείνη τη θερμοκρασία του μετάλλου που τσουρουφλίζει. Πράγμα περίεργο, αλλά όλο αυτό της άρεσε. Το είχε καταχωρίσει στον απαραίτητο μαζοχισμό της φύσης της,πράγμα που θεωρούσε αναγκαίο για να επιβιώνει.
Μερικές φορές εναντιωνόταν στον εαυτό της, σχεδόν με παραμιλητό.
“Άφηνέ με στις σκέψεις μου. Μου κάνει καλό τούτος ο συνωστισμός εικόνων. ‘Αφηνέ με να εξασκούμαι στον πόνο με το ρεαλισμό και την τρυφερότητα που του πρέπει. Άφηνέ με πού και πού να εξασκώ την ωριμότητά μου”
Κι ο εαυτός ξεσπάθωνε.
“Πρέπει να το’ χεις μέσα σου το γαλάζιο, κορίτσι μου, για να μπορείς να αντέξεις το βαθύ μπλε της τρικυμισμένης θάλασσας”.
Ενώ το αντίφωνο αντιστεκόταν.
“Άφηνέ με σε παρακαλώ να το ανακαλύπτω σιγά σιγά. Οι πράξεις είναι που ρόζιασαν, όχι οι λέξεις μα ούτε και οι σκέψεις. Είσαι μάρτυρας, χρόνια τώρα, σ’ αυτό το ξεψάχνισμα της φύσης μου”.
Μόνο έτσι κατάφερνε να περνάει ο χρόνος αφήνοντας στο δέρμα και την ψυχή της μοσχομυρισμένο το χνώτο του, κάτι σαν χάδι, ενώ..πάντα στο νου έφερνε τα λόγια της Simone de Beauvoir
“Δέχομαι με αγάπη τη μεγάλη περιπέτεια της ύπαρξής μου”
.
.
ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ ΕΚΕΙ (2019)
.
Η υπόθεση του έργου επιδιώκει να επισημάνει τις ιδιαιτερότητες
αλλά και τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στη ζωή μιας οικογένειας
και που δεν θα πάψουν ποτέ να αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή
και γιατί όχι τροφή για σκέψη.
Έργο επίκαιρο όσο ποτέ στις μέρες μας.
.
.
ΕΝ Α(Γ)ΝΟΙΑ (2018)
.
Ένα βιωματικό «μυθιστόρημα» που θα μπορούσε να αναφέρεται σε προσωπικά δεδομένα του καθένα μας. Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα, σε δύο χρόνους, στον ίδιο χώρο. Το πρώτο αναφέρεται στη ζωή του ζευγαριού πριν και μετά την άνοια, όταν αυτή παρουσιάστηκε στη γυναίκα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ο σύντροφός της την ασθένεια.Το δεύτερο μέρος έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η ζωή συνεχίζεται ακόμη κι αν πιστεύουμε πως όλα έχουν τελειώσει μετά από κάθε έντονα βιωμένη κατάσταση, ακόμη κι όταν θεωρούμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για όποια αλλαγή. Τα ανθρώπινα συναισθήματα πάντα θα καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας δίνοντάς της νέες προοπτικές. (Το βιβλίο είναι οφειλή στη μνήμη της μητέρας μου σμιλεμένη με την απέραντη αγάπη μου για εκείνη).
FRACTAL 11/04/2018 (Η Πέρσα Ζηκάκη στο Εργαστήρι του συγγραφέα)
.
(Απόσπασμα από Κεφ. 7)
ΟΤΑΝ Η ΜΟΡΦΗ ΑΛΛΑΖΕΙ
Με τον καιρό ο Κίμωνας παρατηρούσε τις αλλαγές επάνω της, σωματικές, ψυχοσωματικές και άλλες πληγωνόταν όλο και πιο πολύ. Εκείνο όμως που τον είχε τσακίσει ήταν η αλλαγή στη μορφή της. Το πρόσωπο της Αρετής είχε αρχίσει να δείχνει γερασμένο κι αφάνταστα καταπονημένο. Το άλλοτε σπινθηροβόλο βλέμμα της είχε αντικατασταθεί από μια θολή ματιά που κούρνιαζε μέσα σε δύο βαθουλώματα, αυτά που κάποτε φιλοξενούσαν δυο όμορφα μπλε μάτια, αυτά τα ίδια που ο Κίμωνας είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά.
Είναι κοινό μυστικό ότι αυτή η αρρώστια δεν κατατρώει μόνο τον πάσχοντα αλλά και τους γύρω του. Η αποδοχή της στη συνείδηση των ανθρώπων που ζουν μαζί του ποτέ δεν είναι απόλυτα εφικτή, ιδιαίτερα όταν το άτομο που νοσεί είναι σχετικά νέο σε ηλικία κι όχι υπερήλικο.
Αυτό ήταν που κατέτρωγε τον Κίμωνα μαζί με ένα τεράστιο γιατί αυτή, γιατί τώρα», που παρέμενε και θα παραμένει αναπάντητο για πολύ κόσμο.
«Η συμπόνια είναι ανθρώπινη, ο οίκτος είναι άθλιος», σκε- [καν και χρησιμοποιούσε σαν δεκανίκια τις δικές του προσωπικές άμυνες με μορφή ελπίδας για ν’ ανταπεξέλθει σε όλο
αυτό το μεγάλο «γιατί» που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Αφού γνώριζε πως ίαση δεν υπήρχε, σε τι άραγε ήλπιζε;
Ο ανθρώπινος νους είναι μέγα μυστήριο κι ο εγκέφαλος ακόμη μεγαλύτερο. Ότι φέρνει το γήρας γίνεται κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο αποδεκτό μέσα μας. Αδυνατούμε όμως να αποδεχτούμε το όποιο «σταμάτημα», το όποιο τελεσίδικο σταμάτημα της κανονικής ροής στη ζωή «εν μέση οδώ».
Το «ανάγκα και θεοί πείθονται» δεν υπάρχει εδώ. Δεν πείθεσαι πώς ο άνθρωπός σου, αυτός με τα προτερήματα μα και τα ελαττώματά του έγινε ξαφνικά, ή έστω με μικρές ενδείξεις, «res»! Κι αν ακόμη περνάει από το μυαλό η παραμικρή υποψία, ο εγκέφαλος την αποδιώχνει όπως κάνει πάντα με ό,τι αρνητικό προσβάλλει τα σημεία αναφοράς του.
«Η επίδραση της άνοιας, όχι στον πάσχοντα αλλά στα οικεία και προσφιλή του πρόσωπα, ξεπερνάει ακόμη και αυτή την ίδια την αποδοχή της», έλεγε συχνά στη Θεώνη αλλά και στον Σωτήρη. Τι περίμενε άραγε ν’ ακούσει; Ούτε κι ο ίδιος ήξερε.
Τώρα πια δεν είχε διάθεση να γράψει. Τα βιώματα και οι αναζητήσεις του, οι προβληματισμοί και η φαντασία του είχαν ναρκωθεί από το όπιο που τον πότιζε η καταραμένη αρρώστια της γυναίκας του.
Εκείνο το πρωί η Θεώνη σήκωσε την Αρετή και την έφερε να καθίσει παρέα με τον Κίμωνα στο καθιστικό. Καθημερινά τη σήκωνε και την έκανε μια βόλτα σε όλο το σπίτι, με μεγάλο κόπο πάντα, φοβούμενη την κατάκλιση.
Η ημέρα, έτσι όπως είχε ξημερώσει ολοφώτεινη, ήταν μια πρόκληση για τη Θεώνη. Δεν θα ενέδιδε στις συνηθισμένες ικεσίες της Αρετής να σταματήσουν τη βόλτα για να αναπαυτούν. Θα την κρατούσε καθιστή στην πολυθρόνα της όσο περισσότερο γινόταν, όσο έκρινε ότι θα άντεχε. Γνώριζε καλά πια πως τα πόδια της δεν ανταποκρίνονταν στην παραμικρή δυσκολία.
Ο Κίμωνας καταχάρηκε όταν την είδε φρεσκοπλυμένη και όμορφα ντυμένη, με τα μαλλάκια της χτενισμένα από τη Θεώνη. Σηκώθηκε και την αγκάλιασε
«Καλώς τη μου την όμορφη», είπε και το πίστευε ενώ τη φίλησε με τρυφεράδα στο μάγουλο.
Εκείνη την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι την είχε φιλήσει στο μάγουλο. Ποια εσωτερική παρόρμηση τον είχε ωθήσει ώστε να εναποθέσει το άλλοτε ερωτικό φιλί του στο μάγουλό της;
Τι ήταν εκείνο που ασυνείδητα είχε πράξει; ή μήπως εν πλήρη συνειδήσει; Αυτό το τελευταίο, αν συνέβαινε, τότε πολλά έκρυβε η αθέατη πλευρά του εαυτού του χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί.
Η εκδήλωση της αγάπης βρίσκεται πάντα μέσα σε ένα φιλί, είτε στα μαλλιά, είτε στο μέτωπο, είτε στο μάγουλο. Δεν είναι ο τόπος, είναι ο τρόπος που φιλάμε αυτόν που αγαπούμε. Το φιλί του Κίμωνα περιείχε αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, όλα τα περιείχε. Αυτό σκεφτόταν όλη την υπόλοιπη μέρα.
Τι είχε απογίνει ο αρχικός τους έρωτας; Πού είχε πάει; Βέβαια η αγάπη όλα αυτά τα χρόνια είχε πάρει τη θέση του. Αυτή ήταν πια που ακολουθούσαν τα βήματά του.
Μια ακόμη διαπίστωση για τον Κίμωνα που πίστευε ακλόνητα πως πάντα θα παρέμενε ερωτευμένος μαζί της.
.
.
Η ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ (2016)
Είναι άραγε οι ευτυχισμένες μας ώρες που μας παραπέμπουν σε μία αναθεώρηση ζωής; Ή μήπως οι δύσκολες, αυτές που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα κληθούμε όλοι να αντιμετωπίσουμε, να επιβάλλουν αυτό το φλας μπακ; Και στις δύο περιπτώσεις θέλουμε μάλλον να αντλήσουμε δύναμη από αυτήν που κρύβουμε μέσα μας, να ανασύρουμε άλλοτε χαρά κι άλλοτε ελπίδα από εκείνο το “ντέπο” που φυλάμε όλοι για τέτοιες ώρες και το οποίο θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε με τη βεβαιότητα ότι έχουμε κάπου να στηριχτούμε. Απαραίτητος αυτός ο ανεφοδιασμός ψυχής για τη συνέχειά μας.
.
Αποσπάσματα από Κεφάλαιο 6
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΗΣ
Δεν είχα προλάβει να τελειώσω την ανάγνωση του γράμματος όταν… ένα χαρτάκι μέσα στον ίδιο φάκελο «γλίστρησε» στα χέρια μου. Ήταν διπλωμένο στα τέσσερα. Το άνοιξα με κομμένη την ανάσα. Ένα ποίημα ήταν γραμμένο.
Πάνω-πάνω έγραφε:
«Του Θάνου»
Ποτέ δεν σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,
όπως εκείνο το δείλι που σε άφησα,
με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,
ψυχή μου,
που πάνω του στα δυτικά,
κρέμονταν κιόλας
χλωμά τα άστρα.
Γέλασα αρκετά,
καρδιά μου,
γιατί συγκρούστηκα παίζοντας
με το σκυθρωπό πεπρωμένο
την ίδια ώρα
μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους
αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.
Εκείνο το μοναδικό σούρουπο
όλα ήταν τόσο γλυκά
όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν.
Αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι
μόνο πουλιά μεγάλα που το δείλι
πετούν πεινασμένα
στο σκοτεινιασμένο ουρανό.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Μια ζωή είχα αποκηρύξει τις «ευθείες» που με καταδίωκαν, μια ζωή ζητούσα έστω και μία «τεθλασμένη» για να αποφύγω το μονόδρομο που με είχε τελματώσει. Τέτοιας μορφής όμως τεθλασμένη δεν την ήθελα ούτε στους εφιάλτες μου.
………
Πόσα κενά και πόσα ερωτηματικά γεννήθηκαν μέσα μου. Τι
αντίτιμο πλήρωνα; Μήπως για τον Μάρκο; Ή μήπως όλα ήταν μια ακόμη δοκιμασία που μου έστελνε ο Θεός για να διαπιστώσει αν άξιζα σαν άνθρωπος;
Τελικά μια «εξωμοσία» μού χρειαζόταν. Έπρεπε ν’ αποκηρύξω
όλα τα προηγούμενα πιστεύω μου. Είχα υποπέσει σε «δογματική πλάνη».
Δεν υπήρχε αδελφή, συγγένεια, αδελφικό αίμα, δεν υπήρχε σύζυγος, ούτε καν εγώ, τίποτα.
Όλα ήταν τα αίτια ενός αποτελέσματος που έβλεπα να με διακτινίζει στο υπερπέραν. Από εδώ και στο εξής θα έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες κάποιων «λανθασμένων» κινήσεων και επιλογών που θα όριζαν από εκείνη τη στιγμή τη «λάθος» ζωή μου.
Απίστευτα πράγματα είχε ξεβράσει η θάλασσα στη στεριά. Ποιος άραγε θα μπορούσε να με σώσει; Ποιες παράλογες σκέψεις παράσερναν το άρμα του μυαλού μου; Πού με πήγαιναν; Πού θα κατέληγαν;
Μου ήταν αδύνατο να αποδεχτώ μια τέτοια αλήθεια. Έρχονται στιγμές που νιώθεις πως θέλεις να κοιμηθείς ώρες, μήνες, ίσως και χρόνια. Να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μη διαβάζεις, να μη γράφεις. Μια αφύσικη αδράνεια σε κυριεύει, μια «ακαμψία» λες και σε κυβερνά, ενώ σε διακατέχει ένας άσβηστος πόνος που ζητάει τα δάκρυά του. Συναισθήματα ανεξέλεγκτα και ίσως όχι ακίνδυνα που προκαλούν σε μια νέα θεώρηση ζωής. Υπάρχει κι εκείνο το συναίσθημα απώλειας που σε διαφεντεύει κι αναρωτιέσαι από πού
άραγε να προέρχεται. Τελικά, κάποια γεγονότα σού διαμορφώνουν το χαρακτήρα μέσα σε ώρες όταν για κάποια άλλα έχουν χρειαστεί χρόνια.
.
.
ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΘΑ ΛΕΙΠΕΙ…(2012)
Κάποια πράγματα στη ζωή αυτή μοιάζουν παράλογα. Μπορεί και να είναι. Κάποια άλλα τα διέπουν αλήθειες που τα κάνουν να φαίνονται εξωπραγματικά. Τις περισσότερες φορές παραπέμπουν σε αποκυήματα φαντασίας! Είναι τόσο απίστευτα που δεν θέλουμε ούτε να τα σκεφθούμε, πόσο μάλλον να δεχτούμε ότι μας συμβαίνουν! Στα μυθιστορήματα συνήθως η πραγματικότητα δίνει άλλοθι στη μυθοπλασία επιτρέποντας έτσι στην αλήθεια να εισχωρήσει στο δρόμο του μύθου, με τελικό σκοπό να μας αποδείξει πως μόνον η ζωή μπορεί να παίξει τέτοιου είδους παιχνίδια.
Δώδεκα γράμματα με μυστηριώδη παραλήπτη, η Άννα, μια νέα και όμορφη ζωγράφος που κάνει μια φορά το μήνα την εμφάνιση της στο ταχυδρομείο, ένας παράνομος έρωτας, και η περιέργεια του Αγγέλου, ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου που εισβάλλει άθελα του στη ζωή της ηρωίδας, συνθέτουν το απίστευτο σκηνικό αυτού του μυθιστορήματος.
Δύο παράλληλες ιστορίες που μπλέκονται μεταξύ τους και υφαίνουν μία τρίτη που μοιάζει εξωπραγματική, που διεισδύει βαθιά στις ψυχές των ηρώων και τις γδύνει από τα βάρη και τις ενοχές τους. Μια ιστορία που άλλοτε φωτίζει την αλήθεια που λυτρώνει κι άλλοτε ενοχοποιεί το μύθο, βυθίζοντας στα σκοτάδια τους ήρωες της. Η μνήμη είναι αυτή που θα καθορίσει, όχι τυχαία, την τελική έκβαση της δύσκολης πορείας τους!
.
.
ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (2009)
Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να ισχυρισθεί ότι η ευτυχία μπορεί να παραμείνει σε μονιμότητα;
Ο συγγραφέας Μάρκος Βερόντης σχεδόν το είχε πιστέψει. Τα είχε όλα! Υγεία, επαγγελματική καριέρα, φήμη, πλούτο και προπάντων μια υπέροχη οικογένεια.
Ως τη στιγμή που μια προδιαγεγραμμένη μοίρα του αποκαλύπτει απρόσμενα ένα τρομερό μυστικό και του επιβάλλει ένα τυραννικό δίλημμα:
Η αποκάλυψη του μυστικού θα έχει σαν αποτέλεσμα την επώδυνη ανατροπή όχι μόνον την δικής του ζωής αλλά και των ανθρώπων που αγαπά!
Η μη αποκάλυψή του θα στερήσει την ευτυχία από πρόσωπα αγαπημένα που την δικαιούνται.
Ποια από τις δυο λύσεις θα επιλέξει;
Μήπως όταν παίρνουμε σοβαρές αποφάσεις πρέπει πάντα να έχουμε υπ’ όψιν ότι “άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει;”
..
.
ΤΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ (2008)
Ο πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου δεν είναι τυχαία έμπνευση, ούτε κύημα φαντασίας. Είναι υπαρκτός και ζει ανάμεσά μας. Θύτης και θύμα μαζί. Αποδέκτης μιας καταπιεστικής αγάπης, της πρώτης που δεχόμαστε, της αρχέγονης, της μητρικής. Αυτή είναι που θα καθορίσει την τύχη της υπόλοιπης ζωής του.
Έξι γυναίκες παίζουν η κάθε μία το δικό της καταλυτικό ρόλο στην πορεία του.
Ερωτεύεται, αγαπά, βυθίζεται, καταστρέφει και καταστρέφεται. Οι τύψεις που έρχονται ποτέ δεν είναι αρκετές για λύτρωση.
Θα υπάρξει άραγε κάποια έξοδος που να τον οδηγήσει σε ένα καινούργιο δρόμο;
Η ίδια η ζωή, που μας καλεί να επιλύσουμε τέτοιου είδους προβλήματα, αποδεικνύεται πως είναι η μόνη που μπορεί να τα λύσει.
.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
.
ΕΝ Α(Γ)ΝΟΙΑ
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, διαβάζοντας αναγνωρίζουμε τους φόβους μας στα λάθη και ανιχνεύουμε στους μύθους τις αλήθειες μας. Επιστρέφουμε στον χρόνο της ψυχής μας και χαιρόμαστε τις σιωπές ανάμεσα στο φως και τις σκιές. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουμε μόνο, αλλά ζούμε.
Η Πέρσα Ζηκάκη, με το πέμπτο μυθιστόρημά της “Εν α(γ)νοία” (διαβάζεται και “εν ανοία”) (εκδ.Δρόμων, 2018), ακούει και καταγράφει “κάποιες εσωτερικές φωνές μέσα μας, άλλοτε πνιγμένες κι άλλοτε με γλυκιά φωνή, που επιχειρούν να μας βγάλουν από τις τύψεις και τις ενοχές μας”, όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο
του βιβλίου. Και μπορεί το ερέθισμα της συγγραφής να το βρήκε σε προσωπικά της βιώματα και να το αφιερώνει -διαβάζω τη φράση της- “στη μνήμη της μητέρας μου σμιλεμένη με την απέραντη αγάπη μου για εκείνη”. Ωστόσο, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στην τεχνική της μυθοπλασίας, προσπαθεί να απαντήσει στις απορίες τι είναι κατάδυση, τι ανάδυση και τι ελευθερία, και συνθέτει μια συναρπαστική περιπέτεια στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
Ήδη, απο τον τίτλο του έργου της η Ζηκάκη ορίζει τα προβλήματα ή τους άξονες
γύρω από τους οποίους κινεί τη μυθιστορία της, δηλαδή την άνοια και την άγνοια.
Όλοι οι ήρωες πάσχουν από ειμαρμένη. Αυτή είναι που ανεβάζει καημό ή πόνο
ή και χαρά ακόμη. Εκδηλώνεται σωματικά με άνοια, που μαραίνει νου και σάρκα,
και συναισθηματικά-ψυχικά με άγνοια, που δημιουργεί ανομολόγητους έρωτες και απεγνωσμένη αγάπη. Ταυτόχρονα, άνοια και άγνοια στο μυθιστόρημα της Πέρσας
συνιστούν χρόνους και εποχές, που σημαδεύουν αφενός τον στενό κύκλο της οικογένειας, αφετέρου τον ευρύτερο κύκλο των συγγενών και φίλων.
Αυτοί οι κύκλοι τέμνονται στην απώλεια και το θάνατο λόγω της άνοιας και εφάπτονται στην αποκαλυπτική δύναμη του έρωτα και της αγάπης μετά τη μετατροπή της άγνοιας σε γνώση και συνείδηση.
Η Πέρσα Ζηκάκη διαλέγει την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο για να μπορεί,
ελεύθερη από συναισθηματικές δεσμεύσεις, να εκφράζει με πειθώ και ευγένεια την τρυφερότητα του πόνου, τη δυσφορία της τύψης και το βαανιστικό και μαζί λυτρωτικό πάθος του έρωτα. Ως καλούς αγωγούς της μυθοπλασίας της χρησιμοποιεί τους ήρωές της, κυρίως τον πρωταγωνιστή Κίμωνα, ο οποίος
όχι τυχαία, είναι συγγραφέας και καταγράφει σε μορφή ημερολογίου “το πικρό
οδοιπορικό της άνοιας” (σελ.27), που έπληξε την αγαπημένη του γυναίκα.
Βασικό ρόλο παίζει η νεαρή νοσηλεύτρια, η οποία συμπληρώνει δραματικά έναν συγκλονιστικό κύκλο συγγενών εξ αγνοίας.
Η Ζηκάκη πλέκει τον λογοτεχνικό της μύθο με εξαιρετική συνέπεια των χαρρακτήρων στους σοφά δομημένους διαλόγους και στη φυσική αντίδραση
της συμπεριφοράς τους. Εστιάζει το ενδιαφέρον της στους αντρικούς χαρακτήρες
και δοκιμάζει τις αντοχές τους στις δυσκολίες της ζωής και την ηθική τους στις προκλήσεις του έρωτα. Παράλληλα, παρεμβάλλει σχόλια-αποστάγματα εμπειριών, τα οποία απορροφούν φορτίσεις, παρορμήσεις και αμηχανίες.
Η γραφή της έχει τη δραστικότητα της αλήθειας και την αμεσότητα της
συγκίνησης. Ο λόγος της, διφορούμενος στις εντάσεις και ευθύς στις αποκαλύψεις, παράγει τις αναγκαίες εκπλήξεις για την απόλαυση της ανάγνωσης.
Η συγγραφέας χειρίζεται τη μνήμη ως μοχλό αφύπνισης του πάθους για ζωή,
αποφεύγοντας να την περιορίσει στην εκδοχή της ανάμνησης, που οδηγεί
σε άγονη νοσταλγία. Και κρίνει, με σεβασμό στους ήρωες και τον εαυτό της,
τη δύναμη και την ποιότητα αξιών, διαθέσεων και προθέσεων.
Το μυθιστόρημα της Πέρσας Ζηκάκη “Εν α(γ)νοία” δικαιολογεί τελικά τον θρίαμβο της ζωής απέναντι σε κάθε μορφή φθοράς. Κι αυτό αποτελεί μια σπουδαία κατάκτηση στη λογοτεχνική πορεία της αγαπητής και άξιας πεζογράφου
Πέρσας Ζηκάκη. Την ευχαριστώ πολύ.
Το κείμενο διαβάστηκε από τονΔιονύση Καρατζά κατά τη παρουσίαση του βιβλίου στη Πάτρα στις 25.4.2018.
.
ΜΑΙΡΗ ΣΙΔΗΡΑ
Πριν δύο περίπου μήνες, έλαβε τη χάρτινη μορφή του το 5ο μυθιστόρημα της Πέρσας Ζηκάκη, υπό τη σφραγίδα των εκδόσεων Δρόμων, που στέγασαν και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της εξ Αθηνών ορμωμένης, μα πολιτογραφημένης Πατρινής Πέρσας.
Ένα βιβλίο με ισχυρό, συναισθηματικά και σημασιολογικά, φορτίο, εκλυόμενο ήδη από την αφιέρωση: Στη μητέρα μου Τζένη. Προηγείται, εν είδει moto συλλογής ποιητικής, άτιτλη σύνθεση, αναλυμένη σε πέντε δίστιχα και ένα τελικό τρίστιχο. Ο β΄ στίχος κάθε δίστιχου είναι εξακολουθητικά το επίρρημα «χωρίς», τονώνοντας ανησυχητικά, με την αοριστία της απεύθυνσης και την έμφαση της απομόνωσής του (μία λέξη ένας στίχος), το βάθος μιας απαρέγκλιτης στέρησης, ενός τοπίου ερημίας. Οι πρώτοι στίχοι, που αρδεύουν από σκηνή θαλασσινής αναχώρησης -μεταμορφωμένη, λες, υπό το πρίσμα ενός Giorgio de Chirico- φέρουν οπτική ρεαλιστική, αλλοιωμένη από άνεμο θανάτου: «Είναι κι αυτό το καράβι που έφυγε/ χωρίς// για άλλη μια φορά ταξιδιώτης στεριάς/ χωρίς// κάποιοι χαιρετούν στην προβλήτα/ χωρίς// είναι οι κάβοι που τώρα ορφάνεψαν/ χωρίς// η θάλασσα ανάλατη/ χωρίς// πώς να γαντζωθούν οι άγκυρες/ επιστροφή χωρίς/ δεν υπάρχει».
Ακολουθεί κατάλογος περιεχομένων, μια προσεκτική ανάγνωση του οποίου μας παροτρύνει να υποθέσουμε τι περί της αρχιτεκτονικής αλλά και του θεματικού βηματισμού του έργου. 21 κεφάλαια, σε ένα μικρόσωμο στις διαστάσεις και τις σελίδες του βιβλίο, προϊδεάζουν για στιλπνή και πυκνή structura, ποιητική ροπή. Οι μόλις 143 αριθμημένες σελίδες μάς προσανατολίζουν σε νουβέλα, ο μικτός, όμως, αφηγηματικός και δοκιμιακός τρόπος της Ζηκάκη, εκτεινόμενος συχνά στα χωράφια παντοειδών ανθρωπιστικών επιστημών, πρωτίστως των ψυχολογίας, ψυχανάλυσης, βιοηθικής αλλά και της εκλαϊκευμένης ιατρικής, καθώς και η διπλή κορύφωση της περιπέτειας των ηρώων κατοχυρώνουν τη μυθιστορηματική ταυτότητα του έργου. Επανερχόμενοι στον πίνακα των περιεχομένων, διακρίνουμε έναν σκελετό πλοκής, καθώς το 10ο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το τέλος», ενώ το 20ό «Κάθε τέλος κρύβει μια νέα αρχή» μας γεφυρώνει φίλια τόσο με τη λεπίδα «του τέλους» όσο και με την αναπόδραστη έκβαση που προοιωνίζεται μέσω του τίτλου «Η δύναμη της ευτυχίας» το 21ο ακροτελεύτιο κεφάλαιο.
Περί μύθου ο λόγος. Ο Κίμωνας, φιλόδοξος και «φίλαυτος»[1] συγγραφέας, εσωτερικός, ερμητικός, με τάσεις αναχωρητή είναι παντρεμένος με την Αρετή, δραστήρια και πρακτική πολιτική μηχανικό. Ερωτευμένοι από τα φοιτητικά τους χρόνια, ζουν πλέον στο εξοχικό του Κίμωνα στην Ηλία, όπου δέχονται την επίσκεψη του Σωτήρη, αγαπημένου ξαδέλφου της Αρετής, άρτι αφιχθέντος εξ Αυστραλίας, ο οποίος πλέον θα ζει με το ζευγάρι. Σύντομα η γυναίκα θα εκδηλώσει τα πρώτα συμπτώματα άνοιας. Ο Κίμωνας αποφασίζει να τηρεί ημερολόγιο, προκειμένου να διασώσει τις κομβικές μεταπτώσεις της λατρεμένης συζύγου του. Επιστρέφουν Αθήνα. Οι εκδηλώσεις της ασθένειας είναι ραγδαίες και πάντα απροσδόκητες, οι δε απαιτήσεις σε ψυχοσωματική στήριξη της ασθενούς άφθονες και σκληρές. Ο Σωτήρης συστήνει ως νοσοκόμα τη Θεώνη, νεαρή σχετικά γυναίκα με «πιστοποιητικά» ήθους και παράσημα αυταπάρνησης. Η Θεώνη γίνεται αποδεκτή από τον Κίμωνα και αναλαμβάνει έργο στήριξης της ασθενούς και του περιβάλλοντός της. Δίνεται ολόψυχα στην Αρετή, η ασθένεια της οποίας επιταχύνει μοιραία. Μετά την απώλειά της, η Θεώνη παραμένει στο σπίτι, φροντίζοντας αγόγγυστα τους δύο άνδρες. Ακολουθούν «μυστικά και ψέματα», σιωπές και αποκαλύψεις και η ρόδα της ζωής «ανεβοκατεβαίνει» σε νέους «κύκλους».
Η Ζηκάκη συχνά, όπως και στα προηγούμενα έργα της, κάνει χρήση μιας διακειμενικής ακτίνας, πρσδίδοντας αίγλη ρητορική και χάρη μικροεπεισοδίου σε πορίσματα από τη θεωρία της Τέχνης και από τον ευρύτερο κύκλο της καλλιτεχνικής περιοχής. Το παράλογο, τόσο κοντά στο μέγα του θανάτου μυστήριο αλλά και στο απροσδόκητο, το πολλαπλώς απαράδεκτο συμβάν της άνοιας, η μελαγχολία του σκεπτόμενου, ο περί αγάπης λόγος διοχετεύονται πρισματικά και πολυφωνικά από τους εντεταλμένους της ανάδειξής τους Πίντερ, Μπέκετ, Σαίξπηρ (ο τελευταίος μέσω Δημήτρη Καταλειφού), Ρεμπώ, Γκαίτε, Τζορτζ Στάινερ, Νίτσε, και προσγειώνονται είτε στο λεκτικό «πάτωμα» του ετεροδιηγητικού αφηγητή: «Πιντερικό θέατρο θύμιζε πια η ζωή τους με την ά(γ)νοιά της να αυξάνεται σταδιακά κι ακούσια. […]»[2] είτε στις ημερολογιακές σελίδες του Κίμωνα: «[…] Θυμάμαι μια φράση που είχε πει κάποτε ο αγαπημένος μου φίλος Δημήτρης Καταλειφός αναφερόμενος στο έργο του Σαίξπηρ Βασιλιάς Ληρ:/ «Τα γηρατειά καταργούν την ταυτότητα που μια ζωή ο άνθρωπος πασχίζει να οικοδομήσει για τον εαυτό του και τους γύρω του […]».[3] Συνάμα, η ανάσα του Βιτσέντζου Κορνάρου, μέσω της χαϊδευτικής προσφώνησης «Αρετούσα» της Αρετής από τον σύζυγό της, το ίχνος της Κικής Δημουλά στο υπαρξιακό παιχνίδι των ουσιαστικών, το αναποδογύρισμα της τύχης, τόσο κοινό ως σπερματικό συμβάν στην αρχαία τραγωδία, το δημοτικό τραγούδι, τη μελό ελληνική ταινία, κ.α., συντείνουν στην κατασκευή ενός πολυφωνικού συνόλου, έντεχνα και εύηχα διαχυμένου στην πλαστικότητα της γλωσσικής συνείδησης των, κατά τα φαινόμενα, δύο αφηγητών.
Πρόκειται, λοιπόν, για τον ετεροδιηγητικό, μη συμμετέχοντα, δηλαδή, στη δράση αφηγητή, εξουσιοδοτημένο να προωθεί και να αιτιολογεί την εξέλιξη, εμβαθύνοντας στα εσώτερα κίνητρα των ηρώων, συχνά αμήχανο και υποπίπτοντα στη γενική συνθήκη της άγνοιας, αποτόκου της άνοιας για πάσχοντες και οικείους. Ενός αφηγητή φιλάνθρωπου, που περιδιαβάζει τα ανθρώπινα και αποκωδικοποιεί τον ηθικό τους χρωματότυπο. Ερμηνεύει και φιλοσοφεί, εκφέροντας λόγο συγχωρητικό, θεωρητικό, βιοηθικό, ανάλογα με τις ανάγκες των όντων του να καταστούν εύληπτα και αγαπητά στην αναγνωστική μας συνείδηση. Συγχρόνως, διαμορφώνει προσωπικό ιδίωμα, ώστε σταδιακά αναγνωρίζεται ως ανώνυμος ήρωας, θελκτικός, οξύνους, καθημερινός και βαθύς, ως υπεριπταμένη συνείδηση, με ευθύνη από μηχανής θεού για την απόδοση δικαίου και τη διαιώνιση της αφήγησης. Θα λέγαμε πως ο αφηγητής της Πέρσας Ζηκάκη φέρει το πλέον συγγενές σε αυτήν προσωπείο, η δε πανσπερμία της φωνής του απηχεί αξεδιάλυτα τον λαβύρινθο και τον μίτο της συγγραφέα.
Έτερος αφηγητής αποδεικνύεται ο ατάκτως τηρών ημερολόγιο Κίμωνας. Οι ημερολογιακές σελίδες του παρεισφρέουν, σε πλάγια γράμματα, στο σώμα της κύριας αφήγησης, διατηρώντας ροπές της σχολιαστικής της γραμμής. Πιο υπαρξιακά, πιο αντιφατικά, πιο εμμονικά και τυραννικά, πιο αυθεντικά και ανθρώπινα, ωστόσο. Είναι πρόδηλο πως η Ζηκάκη προσφεύγει σε μια ψυχαναλυτική πρακτική, προκειμένου να καθυποτάξει εν μέρει και να διηγηθεί «του θανάτου το συμβάν». Ενός θανάτου που έπληξε άλκιμη ακόμη ύπαρξη, πενήντα κάτι ετών, η οποία είχε προ έτους περίπου προσβληθεί από δριμεία στην επέλασή της άνοια. Το ημερολόγιο επισύρει για τον δοκιμασμένο σύζυγο θέση ψυχιάτρου, καθώς στις λευκές του σελίδες μεταβιβάζει τις ακανθώδεις αντινομίες, τους εφιάλτες, τις δειλές ελπίδες του. Η ημερολογιακή καταγραφή σε περίοδο κρίσης –τότε κυρίως συνηθίζεται- ομοιάζει αναλογικά προς την ψυχαναλυτική διαδικασία, η οποία κατά την Julia Kristeva, «τρέφει υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην αρχή του δεσμού της μεταβίβασης και της ερμηνευτικής ομιλίας, [καθώς] οι αρχές αυτές, αφού αναγνωρίσουν και άρα κατονομάσουν την έκλειψη και το χάσμα του υποκειμένου, είναι ικανές να αποκαταστήσουν την προσωρινή του ενότητα για μία νέα κρίση και δοκιμασία μέσα στη ζωντανή διαδικασία των παθών μας».[4] Ο διαμελισμένος από το πένθος σύζυγος γίνεται υποκείμενο της συμβολικής χώρας στην οποία ξεδιπλώνεται η γλώσσα του, πέρα από τη στέρηση, την απουσία και τις τύψεις. Η σχέση που διαμορφώνεται πλέον, μέσα από το σπασμωδικό και άναρχο ημερολόγιο, με τις ποιότητες του πόνου θυμίζει σχέση με τους επισκέπτες του απέναντι μπαλκονιού…
Το βιβλίο υφολογικά εκκινεί με ποιητικό σθένος, όχι μόνο για τη μνεία των καβαφικών «Φωνών» όσο για την ύφανση της φράσης, τη ρητορική πύκνωση πάνω στο σχήμα άρση – θέση («Δεν ήταν πράξεις γαλαντομίας ή υποχρέωσης όλα όσα έκανε για εκείνη […] –»» Ήταν η πίστη στη σχέση τους, αυτή η κοινή τους αρετή που τόσα χρόνια τους είχε σφιχτοδέσει, […]»), την εμβολή ευθέος λόγου στο συμπαγές σώμα του πλάγιου, για το θεατρικό άνοιγμα διαλογικών στιγμιότυπων, την κρουστή επανάληψη της αρχής τού 1ου κεφαλαίου στη δεύτερη ημερολογιακή καταγραφή του Κίμωνα: «Όσο κι αν θέλουμε να κλείσουμε τ’ αυτιά μας κάποιες φωνές έρχονται τακτικά άλλοτε δυνατές, άλλοτε πνιγμένες, […]».[5] Η διαλεκτική αντίθεση αναδεικνύεται ως ο κυρίαρχος μοχλός εξέλιξης της πλοκής, συγκροτώντας συγχρόνως συγγραφική τακτική, ίδιον αναγνωρισιμότητας. Ο υπερθεματισμός μιας συνθήκης ή η αβίαστη εισδοχή του πραγματικού στην αφηγηματική εξέδρα συχνά ανατρέπεται βίαια, ματαιώνοντας ποικίλες προσδοκίες. Παραδειγματικά, αναφέρουμε 1ον) την ολίσθηση από την εύφορη μνημονική λειτουργία στην αμνήμονα ζωή. 2ον) την ειρωνική σχέση που αναφλέγεται από τον υπερτονισμό μιας θέσης ή πίστης που μέλλεται να διαψευστεί, 3ον) τη δυάδα έρωτα – αγάπης που επίμονα κι ευρηματικά ανακινεί, ψαύοντας, βιωματικά και εννοιολογικά, τη συνοριακή τους γραμμή, την ιδιοπροσωπία τους, 4ον) έτερες αντιθέσεις, σταθερά κινούμενες στον χώρο της αφαιρετικής σκέψης. (Π.χ., «Η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να χωρέσει μέσα της άπειρα συναισθήματα μόνο που ο νους δεν είναι πάντα έτοιμος να τα συλλάβει, να τα αφομοιώσει και να τα διαχειριστεί άμεσα.»)[6] και 5ον) τις ψυχοσωματικές αντιθέσεις που εγγράφονται στην Αρετή εξαιτίας της διαβρωτικής επενέργειας της άνοιας. (Π.χ., «Το άλλοτε σπινθηροβόλο βλέμμα της είχε αντικατασταθεί από μια θολή ματιά που κούρνιαζε μέσα σε δύο βαθουλώματα, […].»[7]
Από τις βασικές επισημάνσεις των πρωτοποριών, η σχέση της πρωτόγονης, της παιδικής και της μοντέρνας καλλιτεχνικής έκφρασης. «Η παλαιολιθική τέχνη» διατείνεται ο Arnold Hauser «αδράχνει χωρίς προσπάθεια την ενότητα της οπτικής αντίληψης, που η σύγχρονη τέχνη κατόρθωσε μόνο ύστερα από πάλη που κράτησε αιώνες∙ […] ο δυισμός του ορατού και του αόρατου, εκείνου που βλέπεται και κείνου που είναι απλώς γνωστού, μένει απόλυτα ξένος προς αυτήν».[8] Με το βιβλίο της, η Πέρσα Ζηκάκη απασφαλίζει τη σχετική με τους ανοϊκούς άγνοια, σημαδεύοντας στην αποκάλυψη γλωσσικών, κοινωνικών και οντολογικών σχέσεων και α-ποριών που τους αφορούν. Πιο απτά, μέσω μιας παιγνιώδους προσθήκης θα εκτείνει το εννοιακό πεδίο μιας λέξης (άνοια – ά(γ)νοια) και με τη συνεπικουρία του ιατρικού λόγου θα επικυρώσει τη διασταύρωση των αντιδράσεων ανοϊκών, παιδιών και νηπίων[9]. Επίσης, με τη σύμπτωση μεταφορικής και ρεαλιστικής γραφής θα χαράξει στο πρόσωπο της Αρετής χαμόγελο αινιγματικό, ικανό να ανακινήσει το μυστήριο μιας εσαεί Τζιοκόντας και να συλλάβει τη σύσπαση ενός ζωικού ενστίκτου. Ενός ενστίκτου που εφοδίασε την Αρετή με την ορμή της φυγής προς αναζήτηση του οίκου ή του καταφυγίου της και με την επιθετικότητα να εκτινάσσεται κατά του αγαπημένου της. Ακόμη, η συγγραφέας προικίζει τον αφηγητή της με ευαίσθητη και ευάγωγη σύλληψη των υπαρξιακών αδιεξόδων του είδους μας, όπως η αντίδρασή του στα αυξανόμενα παράλογα που άκουγε καθημερινά ο Κίμωνας από την Αρετή: «Φράσεις εκτός τόπου και χρόνου, ασύνδετες ή άριστα συνδεδεμένες με την αχανή εσωτερική της έρημο»[10] αποφαίνεται, τονώνοντας την αίσθησή μας για τη λάθρα σκιαγράφηση στο α΄ μέρος του Εν α(γ)νοία μιας αδιαφανούς μυστικής ζωής που συνδέει με διακεκομμένες γραμμές πρωτόγονους, ανοϊκούς, παίδες, σαλούς, τρελούς και λοιπούς κεκρυμμένους της παραδεκτής νόρμας.
«Περί έρωτος, αγάπης και μορφοτύπων αυτών», θα μπορούσε πιθανώς να τεθεί ως υπότιτλος στο μυθιστόρημα της Ζηκάκη –και ίσως σε κάθε της μυθιστόρημα, εφόσον το αντίπαλον δέος, ο θάνατος και τα τέκνα του, ιδίως η αλλοίωση και η ασθένεια, αποδίδονται ως περιληπτικά περιεχόμενα της αγάπης με τα οποία πρέπει να αναμετρηθεί για να διασώσει την αξιοπρέπεια και την παντοδυναμία της. Η συγκεκριμένη, δε, ασθένεια που πλήττει την Αρετή, η άνοια, αποσύρει τον θηλυκό πόλο της ερωτικής και αγαπητικής δυάδας, μεταφέροντάς τον στη χώρα της απουσίας, ενώ ο Κίμωνας, κατά τη διατύπωση του Roland Barthes, παραμένει «δεμένος μέσα στο χώρο, ακίνητος, διαθέσιμος, σε κατάσταση αναμονής, σωριασμένος στη θέση του, υποφέροντας, σαν ένα πακέτο παραπεταμένο σε κάποια γωνιά ενός σταθμού».[11] Η Θεώνη, αντιθέτως, ενσαρκώνει την αρχαία λογοτεχνική γυναικεία φόρμα της πιστής παρουσίας, ενόσω ο Κίμωνας επιδίδεται ασυναίσθητα στον αγώνα λησμονιάς της Αρετής, πίνοντας, ώστε να μην πεθάνει «από ακραία διάταση, κόπωση και ένταση της μνήμης (όπως ο Βέρθερος)».[12] Αντιλαμβανόμαστε τη σταθερή, παθητική σχεδόν στάση της ως άσκηση ενεργητικής παρουσίας, καθώς, μέσω της καθημερινής συνύπαρξης, η κοπέλα δυναμιτίζει την καθημερινότητα ώστε να εκλύσει ρυθμό, τη δε μυθοπλασία να υπάρξει αναπόφευκτα μέσω της γλωσσικής σκηνοθεσίας.[13]
Σα να αποδεικνύει τελικά η Ζηκάκη, μέσα από μια ατμόσφαιρα αστυνομικού μετέωρου, το άφευκτο της αγάπης, τη νομοτελειακή μεταβίβαση της ζωικής ορμής, την πολυσημία του φιλιού, τη γλυκιά κατοχή του αγγίγματος, τη χριστιανική θυσιαστική ηδονή, τη χάρη του κοινού βηματισμού, την ανάγκη για λιώσιμο σε κοινό χυτήριο του αισθηματικού, του αισθησιακού και του πνευματικού, την αξία της μετρημένης μα υψηλόφρονος συγκατάνευσης στις τρέχουσες αναγκαιότητες.
Και ίσως η πνευματική αξία του τελευταίου βιβλίου της να μην έγκειται στη μετά λόγου γνώσεως και σεβασμού οικειοποίηση που επιφέρει στην ασθένεια της άνοιας. Ίσως το σημαντικότερο όλων να έγκειται στην απορηματική της στάση απέναντι στο αίνιγμα της σφίγγας, την ερώτηση και την απάντηση για το οποίο με το Εν α(γ)νοία επαναδιατυπώνει.
Το κείμενο διαβάστηκε από τη Μαίρη Σιδηρά κατά τη παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα στις 8.5.2018
1] Πέρσα Ζηκάκη, Εν Α(γ)νοία, Αθήνα, Δρόμων, 2018, σ. 15.
[2] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 12.
[3] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 48.
[4] Julia Kristeva, Στην αρχή ήταν η αγάπη. Ψυχανάλυση και Πίστη. Μετάφραση Έπη Μελοπούλου, Αθήνα, Άγρα, 2003, σ. 45.
[5] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 12 και σ. 36.
[6] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 65.
[7] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 53.
[8] Arnold Hauser, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τ. 1. Μετάφραση Τάκη Κονδύλη, Αθήνα, Κάλβος, [χ.χ.], σ. 19.
[9] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 20.
[10] Πέρσα Ζηκάκη, ό.π., σ. 25.
[11] Roland Barthes, Αποσπάσματα ερωτικού λόγου. Μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου, Αθήνα, Ράππα, 1977, σ. 23.
[12] Roland Barthes, ό, π., σ. 25.
[13] Roland Barthes, ό.π., σ. 26.
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ
Διάβασα το “Εν α(γ)νοία”. Μια εξαιρετική καταγραφή στιγμών και σταδίων της άνοιας. Η άνοια, ως άκρα ταπείνωση, είναι
βαθύτερη του θανάτου, όπως διακρίνεται πίσω από τις λέξεις.
Βαθιά ψυχή κρύβεται στην παρέλαση των γεγονότων.
Συγκλονιστική η καθημερινότητα των ηρώων, Νιώθεις πως δεν πρόκειται για διήγηση τρίτων. Νιώθεις πίσω από την εικόνα το πάθος, την οδύνη, τη θλίψη, την τραγικότητα της διαδρομής, μέχρι την κατανόηση, την αποδοχή, τη συνέχεια. Κι όλα με διακριτικότητα και προσπάθεια να μην φανεί η κούραση, η απελπισία να μην κουράσει, ο θυμός να μη φτάσει στη διάλυση των σχέσεων. Να μη λεκιάσει στο ελάχιστο το ευγενές του καθήκοντος, να μη λεκιάσει η αγάπη. Γενναιότητα και τρυφεράδα. Κι όλα αυτά με εξαιρετική αρχιτεκτονική λόγου και ρυθμού. Λεπτότητα και οικονομία. Η συγκίνηση φτάνει αβίαστα δίχως την ανάγκη κάποιου είδους υπερβολής.
Κι ετούτο το βιβλίο σου, όπως το προηγούμενο στηρίζεται και στηρίζει την αλήθεια της αγάπης και τον βαθύτατο ανθρωπισμό. Κυρίως φωνάζει πως η καρτερία, η θυσία και η ελπίδα δεν χάνονται. Πως η αγάπη είναι σαν την αιωνιότητα, κουράζει αλλά ανασταίνει.
Εύχομαι εκ βαθέων τα καλύτερα στη ζωή και στο επόμενο βιβλίο σου.
Με ιδιαίτερη εκτίμηση και συγκίνηση ως αναγνώστης και ως “γραφιάς”
Η ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ
.
ΜΑΙΡΗ ΣΙΔΗΡΑ
Πάτρα 21.12.16 Θέατρο Λιθογραφείο
Μια ροκ επανάσταση σε μορφή υβριδικού ημερολογίου Η Τεθλασμένη, το τέταρτο και φρεσκοτυπωμένο μυθιστόρημα της συμπολίτισσάς μας Πέρσας Ζηκάκη, στεγασμένο στις εκδόσεις Δρόμων, όπως και τα Τύψεις και μαργαριτάρια, 2008, Οι κληρονόμοι της σιωπής, 2009 και Πάντα κάτι θα λείπει, 2012.
Έχοντας πρόδηλη την καλλιτεχνική και υπαρξιακή ανάγκη να στερεώσει σε μυθοπλαστικό πλαίσιο την «τεθλασμένη» οδό της ανθρώπινης περιπέτειας, επεξεργάστηκε σε ένα πυκνό αφήγημα τη σχέση βιωμάτων και ιδεολογικών σταθμών της κεντρικής της ηρωίδας, την οποία μετεωρίζει διαρκώς πάνω από τα ακανθώδη διλήμματα του βίου: Το δικαίωμα του έρωτα, η ελευθερία των επιλογών, η δίκαιη στάση, η ηθική προτροπή, η ανάγκη μιας αληθινής ζωής φιλτράρονται βασανιστικά μέσα από την ανάγνωση του άλλου, την αυτοαναίρεση μιας άγρυπνης συνείδησης, από τις συμπληγάδες του αυτό- και ετερο-προσδιορισμού, που καταιγιστικά αναδύονται στην πορεία του βιβλίου.
Δύο αδρά νήματα συνιστούν τον σκελετό της αφήγησης. Το ένα αφορά στο μύθο, το περίγραμμα της διηγηματικής συνέχειας, για τον οποίο εμπρόθετα η συγγραφέας επιλέγει έντονο κρεσέντο και επαναληπτικότητα στις δραματικές του κορυφώσεις. Το απροσδόκητο των ανατροπών αναφύεται ατελεύτητο και παροξυσμικό, ωστόσο αποδεικνύεται ιδανικό για να στεγάσει το δεύτερο νήμα της κειμενικής συγκρότησης, τον κριτικό αναστοχασμό, τη συναισθηματική και αξιακή βυθοσκόπηση και την ψυχαναλυτική ματιά της ηρωίδας πάνω στην πρότερη ύπαρξή της. Η τελευταία αντιπροσωπεύεται με κλινική σχεδόν ακρίβεια, καθώς τέμνει, κατά την κλασική φροϋδική διαίρεση, το αγκυλωμένο super ego, το τυραννισμένο ego και το επιθυμών id της Αθηνάς Μέξη, ηρωίδα και ομιλούσα φωνή στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Επιπλέον, το εύρημα του «τετραδίου», ημερολογίου, σημειώσεων και παρακαταθήκης της συγγραφέα του Αθηνάς, επιτρέπει και μία έτερη ψυχαναλυτική ανάγνωση, καθώς λειτουργεί ως η φωνή που, κατά τη Julia Kristeva, «τρέφει μία υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην αρχή του δεσμού της μεταβίβασης και στην αρχή της ερμηνευτικής ομιλίας […] [που] αφού κατονομάσουν την έκλειψη και το χάσμα του υποκειμένου, είναι ικανές να αποκαταστήσουν την προσωρινή του ενότητα για μία νέα κρίση και δοκιμασία μέσα στη ζωντανή διαδικασία των παθών μας».[1] Σπεύδω στο σημείο αυτό να διαλευκάνω τη λογοτεχνική συνένωση των δύο νημάτων, καθώς η διαδρομή της σκέψης αφορμάται και άπτεται της πλοκής, ενώ διατηρεί και η ίδια αυτόνομο αφηγηματικό ήθος, πάθος, συγκίνηση, θέρμη και εξομολογητική ειλικρίνεια.
Το μυθιστόρημα διαθέτει moto από το ποίημα «Μαρμάρινο τραπέζι» και τη συλλογή Δυτικά της λύπης[2] του Οδυσσέα Ελύτη: «Μπορεί μ’ ευθείες να χαράζεται/ ο Μεσημβρινός αλλ’/ Η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες», moto που κατευθύνει τη νοηματοδότηση τίτλου και περιεχομένου, διατηρώντας ανοιχτές τις ερμηνευτικές απόπειρες χάρη στην πολυσημία και την αμέτρητη γλωσσική πύκνωση του μεγάλου μας ποιητή. Διαθέτει επίσης αφιέρωση: «Στους ακριβούς παρόντες,/ αλλά και στους αλησμόνητους/ απόντες της ζωής μου!», η οποία, συσχετιζόμενη με το «Αντί προλόγου» σημείωμα που ακολουθεί, καθιστά το έργο ευγενική χειρονομία, αντίδωρο ανεξαργύρωτης οφειλής. Το πρώτο πρόσωπο και η οικειότητα της φωνής της ηρωίδας παρασύρει κάποτε τον αναγνώστη σε συνειρμούς περί αυτοβιογραφικής ταυτότητας του βιβλίου, συσχετισμοί που αυτόχρημα καταρρίπτονται από το παράδοξο των διηγηματικών κόμβων και το έντεχνο της συγγραφικής στρατηγικής. Ωστόσο, η Ζηκάκη, ήδη από την προλογική της απεύθυνση, απαλλάσσει το έργο της από το «αστυνομικό» δίλημμα της εξιστόρησης ή μη οικείων παθών, καθώς ευχαριστεί τους «διαπλεκόμενους» φίλους για την άδειά τους να προχωρήσει σε λογοτεχνική μεταχείριση αποσπασμάτων του βίου τους. Οπωσδήποτε, η διαχείριση του υλικού, η ένταξή του σε έναν μύθο, η υπερκάλυψή του από τη μυθιστορηματική συνοχή, οι αλλοιώσεις που σαφώς δέχτηκε το καθιστούν αλλότριο ή, καλύτερα, αλλογενές για τους πρώτους φορείς του. Όσον αφορά, τώρα, στην αυτοβιογραφική διάθεση, αυτή ενυπάρχει, ίσως περισσότερο από τα προγενέστερα έργα της συγγραφέα, αποτυπωμένη κυρίως στην ανάγκη της ηρωίδας της να εκφράσει τους σπασμούς της καρδιάς και του μυαλού της, να ενδύσει λογοτεχνικά ό,τι ηθικά αξιόλογο, να σμιλέψει κοσμοθεωρία και τρόπο πόρευσης στον περιπετειώδη της βίο, αποστάζοντας, εν τέλει, βιοσοφία και συν-χώρεση.
Στην Τεθλασμένη ενυπάρχουν δύο αφηγηματικές φωνές. Η πρώτη, ετεροδιηγητική, απέχει από τη δράση και εξουσιοδοτείται να ανοίξει και να κλείσει το μυθιστόρημα, εμφανίζοντας πρωτίστως τις συνθήκες ανακάλυψης της δεύτερης, ομοδιηγητικής αυτή τη φορά, φωνής, που καλύπτει σαρωτικά το μεγαλύτερο τμήμα του έργου. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη αφηγηματική φωνή μας παρουσιάζει την Άλκηστη Αλεξάνδρου στις ετοιμασίες του γάμου της, έχοντας πλάι της τη φίλη της Στέλλα. Μαθαίνουμε ότι είναι ορφανή και ότι οι σχέσεις της με τους γονείς της, όσο ζούσαν, ιδίως δε με τη μητέρα της ήταν διαταραγμένες. Στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εθιμοτυπικά για τη νυφική της εμφάνιση, ανακαλύπτει στη σοφίτα του σπιτιού της ένα τετράδιο. «Το άνοιξε σχεδόν με δέος. Μετά την ανάγνωσή του, τίποτε πια δεν θα ήταν όπως πριν». Με τα λόγια αυτά, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αποχωρεί, για να παραδώσει τη σκυτάλη του στον πρωτοπρόσωπο, που με τη μορφή της Αθηνάς Μέξη, θα εξελίξει το μυθιστόρημα και τις ζωές των ενοίκων του: Του Ευάγγελου και της Ιουλίας Μέξη, επιφανών δικηγόρων της Αθήνας και γονέων της, του Θοδωρή και της Εύης Μέξη αδελφών της, του συζύγου της Θάνου Αλεξάνδρου, της κόρης της Άλκηστης Αλεξάνδρου και του Αλέξανδρου Μέξη, γιου της ανύπαντρης αδελφής της. Πέρα από το οικογενειακό Πάνθεον, όλο το έργο διατρέχει με την παρουσία και το διανοητικό του βάρος ο Μάρκος Mengen, συμμαθητής της από το Γυμνάσιο και πρώτος της έρωτας. Από τον κύκλο των άλλων ηρώων, απαραίτητων για την τρισδιάστατη απεικόνιση των έργων, σκέψεων και ημερών της ηρωίδας, δεσπόζουν η εξ Αλεξανδρείας ορμωμένη Έμμα Σισμάνη για την επιρροή που της άσκησε και για το πράο, ευγενές και συνάμα θεληματικό ήθος της και η Λένα, επιστήθια φίλη και σηματωρός της «τεθλασμένης» της ανεξαρτησίας, ιδέας και στάσης αενάως ποθούμενης για την καταπιεσμένη από γονείς και σύζυγο Αθηνά. Πριν εγκαταλείψω με τα λιγότερο δυνατά στοιχεία, τους ήρωες, αξίζει, νομίζω, να επισημάνω τη διαφάνεια της σχέσης των ονομάτων των ηρώων με την εποχή, την ανάδειξη μιας ηχητικής αισθητικής περασμένων δεκαετιών που συμβάλλει, ανεπαισθήτως, στη λογοτεχνικότητα του έργου.
Η ίδια η συγγραφέας τέμνει τον χειμαρρώδη λόγο της Αθηνάς Μέξη σε κεφάλαια, οργανώνοντας σε θεματικές ενότητες την αρχιτεκτονική του βιβλίου της. Υπό το πρίσμα μίας διάθεσης παραδοξολογίας, αναγνωρίζω ότι οι δοσμένοι τίτλοι, εάν αναγνωσθούν διαδοχικά, αρθρώνουν ένα ασθμαίνον πεζολογικό ποίημα, στο μυστικό κώδικα του οποίου εγγράφεται η ιστορία: «Το ημερολόγιο/ Ευάγγελος και Ιουλία Μέξη. Το πάρτι. Μάρκος. Η άφιξη. Αιφνιδιασμός. Το μυστικό της Εύης. Απελευθέρωση. Ένα καθοριστικό ταξίδι. Έμμα Σισμάνη. Μία ανθρώπινη ιστορία. Ενδοσκόπηση. Το μάθημα. Το εξοχικό στο Πόρτο – Ράφτη. Το μεγάλο ταξίδι. Χωρισμός. Ο μύθος της τεθλασμένης».
Δεν είναι όμως μόνον η κλασική ένταξη ενός περιεχομένου σε κεφάλαια που ισορροπεί τη διάταξη του υλικού. Μία βασική ιδέα του κειμένου, επιμερισμένη σε δύο αντιθετικές εκφάνσεις, την παρουσία ευθειών και τεθλασμένων γραμμών, δημιουργεί προϋποθέσεις ανασύνταξης της αφηγηματικής συνθήκης και μετατρέπεται από μοτίβο θεματικό σε συνδετική δομική ουσία. Έτσι, στις ευθείες γραμμές, η συγγραφέας συμβολοποιεί κάθε κατεστημένη, βραδεία στις αντιδράσεις της, πνιγηρά τακτοποιημένη συνείδηση, που αρνείται την υγρασία της ελευθερίας, επιδιώκοντας τον ξηρό και άχαρο βίο, ενώ στις τεθλασμένες το δυναμίτισμα της συνήθειας και, μέσω του αιφνιδιασμού, την κατάκτηση της αλήθειας και της χαράς. Για παράδειγμα, αναφέρω δύο σχετικά αποσπάσματα από την αρχή σχετικά του ημερολογίου, από τα πολλά που είναι εγκατασπαρμένα στις σελίδες της Τεθλασμένης: «Παντού και πάντα “ευθείες”. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου. Για άλλους θα ήταν “ευχής έργον” να βλέπουν το τρένο της ζωής τους να κυλάει ανεμπόδιστο στην ίδια πάντα ευθεία, όμως μ’ εμένα δεν ήταν έτσι. Αυτές οι ευθείες γίνονταν καμιά φορά πολύ κουραστικές άλλοτε πάλι επίπονες, τις περισσότερες όμως φορές ήταν θανάσιμα πληκτικές».[3] Και λίγο παρακάτω: «Είχα βρει επιτέλους τον άνθρωπο που αναζητούσα χρόνια, εκείνον που θα με έβγαζε απ’ την στείρα “ευθεία” μου και θα μου χάριζε την πολυπόθητη απόλαυση μιας “τεθλασμένης” έτσι όπως εγώ τη φανταζόμουν. Εδώ ακριβώς μπορεί να παρεξηγηθεί ο όρος “τεθλασμένη”. Όχι, δεν εννοώ αυτό που καταλαβαίνουν ίσως μερικοί όταν χρησιμοποιούν τον όρο “δια της τεθλασμένης”, κάτι δηλαδή ανέντιμο, κάτι ίσως “μη ηθικό”, κάτι που χρησιμοποιεί “πλάγια μέσα” για να πετύχει το σκοπό του. Χρησιμοποιώ τον όρο αυτό που η μαθηματική γλώσσα ορίζει σαν “τη γραμμή που αποτελείται από διαδοχικά τμήματα που δεν ανήκουν στην ίδια ευθεία”. Με προσωπική μου ευθύνη και επίγνωση χρησιμοποιώ τον όρο “τεθλασμένη” ακόμη κι αν αυτός παρανοηθεί».[4] Με ιδιαίτερη μαεστρία στο παιχνίδι μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, η συγγραφέας επιφυλάσσει στις δύο γραμμές διαφορετική εννοιακή αντιμετώπιση στο τέλος του βιβλίου, έχοντας, ωστόσο, αποκαθάρει τόσο την αξία της ευθείας όσο και αυτήν της τεθλασμένης στο διυλιστήριο της συνείδησης.
Ολοκληρώνω την προσέγγισή μου στα δομικά εφευρήματα της Ζηκάκη με την ιδιαίτερη θέση και χρήση της –κατά Genette- πρόληψης. Με ένα είδος αόριστης και πάντα δυσοίωνης προσήμανσης, προλαμβάνει, χωρίς να επεξηγεί το αναποδογύρισμα της αντιληπτικότητας των ηρώων γύρω από τα σχεσιακά ή τα μοιραία γεγονότα του βίου τους, το «ξαναμοίρασμα της τράπουλας» των ρόλων και των ευθυνών τους. Καθώς, μάλιστα, η αφηγηματική φωνή ανήκει σταθερά στην Αθηνά Μέξη, η αποστροφή της αυτή προς πάντα μελλοντικό αναγνώστη αφενός αποκτά χρησμικό βάθος αφετέρου γεφυρώνει τις επιμέρους ενότητες, απαλύνοντας τα σαρωτικά κύματα που δοκίμασαν ποικιλοτρόπως την αντοχή της. Λειτουργούν δε οι εξακολουθητικές επισημάνσεις του κακού ως αποτροπιαστικές αυτού, εφόσον για να ανταπεξέλθει στο «παρόν» της συγγραφής το αφηγούμενο υποκείμενο έχει νικηφόρα περιδιαβεί από το επαχθές «τότε» της αφήγησης. Για παράδειγμα, μεταφέρω: «Αυτό όμως ήταν το λιγότερο που μου είχε συμβεί. Τότε φυσικά ήμουν ανυποψίαστη για όλα όσα θα ακολουθούσαν»[5] ή «Η στεναχώρια κι ο θυμός τους ήταν απερίγραπτοι και η δική μου παρέμβαση κάθε άλλο παρά σωτήρια αποδείχτηκε»[6] ή «(Εγώ μόνον δεν ήξερα πότε και αν θα προσγειωνόμουν κάποια στιγμή πραγματικά. Κάποτε θα το μάθαινα κι αυτό)»[7] ή «Δυστυχώς όταν αργότερα τον χρειάστηκα ακόμα περισσότερο εκείνος ήταν ήδη πολύ μακριά για να με βοηθήσει».[8]
Στην υφολογία της Ζηκάκη ανήκουν οι ενορχηστρώσεις μακροσκελών κάποτε λόγων και αντιλόγων σε α’ πρόσωπο που με το διπολικό σθένος τους εντείνουν την ανοίκεια στάση της λογοτεχνοποίησης της σκέψης, στάση, βεβαίως, νομιμοποιημένη στο είδος της ημερολογιακής καταγραφής και όχι μόνο. Ενισχύει, θα λέγαμε, η συγγραφέας τον –κατά Μ. Bakhtin- πολυφωνικό χαρακτήρα του μυθιστορηματικού είδους, καθώς πίσω από τη μονοφωνία της Αθηνάς Μέξη πάλλεται, συχνά διαλεκτικά, η πολυφωνία της ανθρωπότητάς της. Η συγγραφέας δεν φείδεται χώρου, προκειμένου να αισθητοποιήσει την αισθηματική, ηθική και πνευματική διαδρομή της ηρωίδας της. Τουναντίον, είναι η λογοτεχνική μορφοποίηση παραγώγων του πνεύματος το κατεξοχήν θεματικό και υφολογικό στίγμα της, καθώς ακόμη και στις σκηνές του πάθους αγρυπνεί ο παρατηρητής νους που συνειδητοποιεί και αποφαίνεται. Συχνά, είτε ο αδιαμεσολάβητος λόγος της Αθηνάς με τη μορφή της πυρακτωμένης και εξελισσόμενης σκέψης είτε η μεταφορά στο αφηγηματικό πλάνο, εν είδει μεταδιηγήσεων, των λόγων των άλλων, λειτουργούν ως πυροκροτητές του ενδιαφέροντος, καθώς, πέρα από τον συγχρονισμό τους με τις αφορμές της ζωής, συνθέτουν ένα ευαίσθητο σύμπαν άυλων ποιοτήτων που αντιδικούν, φθίνουν, αλλοιώνονται ή δοξάζονται σε όλο το έργο. Το γεγονός ότι η ηρωίδα είναι δικηγόρος χρησιμοποιείται από τη Ζηκάκη για να δραματοποιήσει περαιτέρω τις εννοιακές αναζητήσεις της, τυλίγοντάς τες με ατμόσφαιρα δικανική και καθιστώντας την ανεύρεση της αλήθειας εναγώνια. Σας διαβάζω ενδεικτικά ένα μικρό απόσπασμα, από τον νοερό συλλογισμό της Αθηνάς, όταν επισκέφτηκε τον έρωτά της, τον Μάρκο, στο Μόναχο: «Έτσι είναι φαίνεται η ανθρώπινη φύση. Ανεξάντλητα κτητική. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω απ’ το εγώ μας. Ακόμη και η αγάπη που δίνουμε. Τη δίνουμε για μας τους ίδιους. Όλα αποσκοπούν στην ικανοποίηση ενός αδηφάγου εγώ που με τίποτα δεν τιθασεύεται, δεν ελέγχεται. Κι ο έρωτας; Αυτός κι αν είναι η κορωνίδα της ικανοποίησης του εαυτού μας. Ακόμα και η αγάπη που εισπράττουμε είναι όχι μόνον η ικανοποίηση του εγώ μας μα και του εγώ του άλλου που την προσφέρει. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω μέσα μου ό,τι μπορούσε να δικαιολογηθεί. Δεν τα κατάφερνα».[9]
Τα διαλογικά πάλι μέρη διαθέτουν τέτοια αμεσότητα και μεταφορική δύναμη που αισθάνεσαι τον άγριο ρυθμό μιας ροκ υπόκρουσης στην ανάπτυξή τους. Η αδίστακτη έκθεση των ηρώων αλλά και η ελεήμων κάποτε αποδοχή τους από την αφηγήτρια μπορεί να αντιπαραβληθεί με τις εναλλαγές από τις βίαιες κραυγές στα τρυφερά κι εσωτερικά μέρη μιας ροκ σύνθεσης.
Στο υφολογικό στημόνι της συγγραφέα, προσγράφονται και οι ποικίλες πολιτισμικές αναφορές, κείμενα με καθαρότητα πληροφορίας, κατεξοχήν περί θεάτρου αλλά και περί ψυχανάλυσης, λογοτεχνίας και μουσικής, τα οποία εγκαταστημένα στην «καταδεκτική» προς το αλλότριο αφηγηματική φωνή, ρηγματώνουν και ενυδατώνουν τη θερμή συναισθηματική και διανοητική διαδρομή, διευκολύνοντας την αναγνωστική πρόσληψη. Ανάλογα λειτουργούν και οι δύο επιστολές, ευφυώς εγγεγραμμένες μέσα στο σώμα μίας ευρύτερης επιστολής που αντιπροσωπεύει διευρυμένα το ίδιο το «τετράδιο» της Αθηνάς Μέξη. Βεβαίως, οι δύο επιστολές διαδραματίζουν και καίριο ρόλο στη δράση, καθώς στην κυριολεξία μεταμορφώνουν τα περιεχόμενα του πραγματικού και αυτής της συνείδησης συμπεριλαμβανομένης. Αλλά και η υποδοχή στην αφηγηματική σκηνή της Έμμας Σισμάνη, πέρα από τον καταλυτικό της ρόλο στη διαδικασία ωρίμανσης της αφηγήτριας, προξενεί, ιδίως στο αφιερωμένο αποκλειστικά σ’ αυτήν κεφάλαιο με τίτλο «Μια ανθρώπινη ιστορία», και ως ένα έξοχο ιντερμέδιο στις αλλεπάλληλες δραματικές κορυφώσεις του έργου. Λάμπει από αυτάρκεια και γοητεία ο λόγος της κυρίας Έμμας, που, κυριολεκτικά, σαρώνει τη μεγαλοαστική κοινωνία μιας αλλοτινής Αλεξάνδρειας, ενσαρκώνοντας συνάμα έναν ανεπανάληπτο ερωτικό λόγο.
«Ένα από τα κύρια εσωτερικά θέματα του μυθιστορήματος» παραδίδει ο M. Bakhtin «είναι ακριβώς η δυσαρμονία ενός προσώπου με τη μοίρα του, με την κατάστασή του. Ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τη μοίρα του ή κατώτερος από την ανθρωπιά του».[10] Τα ανωτέρω έχει βαλθεί λες να τεκμηριώσει στο νέο της μυθιστόρημα η Πέρσα Ζηκάκη, δεικνύοντας την ψυχική αντοχή, την πνευματική ειλικρίνεια και την ηθική πλοήγηση ορισμένων ηρώων της απέναντι σε συνθλιπτικές συχνά συνθήκες. Η ηρωίδα της διαθέτει μάλλον αντιηρωικό κύτταρο, μπορεί, παρόλα αυτά να ισχυρισθεί κανείς ότι είναι ιδεολόγος. «Κατά γενικό κανόνα, ο μυθιστορηματικός ήρωας είναι περισσότερο ή λιγότερο ένας ιδεολόγος» διατείνεται στο ίδιο βιβλίο του ο μεγάλος Ρώσος θεωρητικός. Και είναι αλήθεια πως σ’ αυτό το μυθιστόρημα όλοι οι ήρωες έχουν θεωρητικό οπλισμό και ιδεολογικό δείκτη, καθώς ακόμη και οι φαινομενικά απαθείς προδίδουν και παραδίδουν μία έσχατη ιδεολογική στάση, ανεξάρτητα από το ηθικό της πρόσημο. Η διαπαιδαγώγηση, η ελευθερία, η χειραγώγηση του ατόμου, η απιστία, η αμαρτία, ο έρωτας, η συγχώρεση, η αγάπη, προπάντων αυτή, θεμελιώνουν το ιδεόγραμμα του βιβλίου και την ιδεολογική ταυτότητα των ηρώων. Η Ζηκάκη, με συγγραφική πανουργία, παρακολουθεί την κριτική στάση της ηρωίδας της χωρίς να προτρέχει. Και το θαύμα της αγαπητικής συνάντησής της με τον άλλον έρχεται στην ώρα του, μεστωμένο στη μοναξιά και την τυραννία της πυρετώδους ανάγκης της να αυτοαναλυθεί και να «ενδοσκοπηθεί», για να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα με το οποίο χάραξε το υπό διαμόρφωση είναι της η σοφή κυρία Έμμα. Έτσι, διείδε και αποδέχτηκε τα κενά του χαρακτήρα της και τα ελλείμματα των πράξεών της, τη δυστροπία και τη σκληρότητα των γονέων της, την απάθεια, τη «σταθερή» αστάθεια και την προδοσία του συζύγου της, σχετικοποίησε τη μεγάλη της τεθλασμένη, τη σχέση της με τον Μάρκο, συγχώρεσε την αδελφή της και πολλά άλλα που αποσιωπώ. Και ο λόγος της, από μεμψίμοιρος και επικριτικός, μετουσιώθηκε σε λόγο ελευθέρου, που επιθυμεί πλέον το ηθικό και αντιτάσσει τη συνειδητή του ματιά στην παγίδα της στέρησης, στη γοητεία της τεθλασμένης.
Στο τέλος του τετραδίου ημερολογίου – διαθήκης – απολογίας της, θα γράψει αναφερόμενη στον παθιασμένο έρωτά της με τον Μάρκο: «Κάποια στιγμή, όταν μετά από κάποιο διάστημα θα έχουμε ολοκληρώσει το δόσιμο σε αυτούς που το οφείλουμε (άραγε ολοκληρώνεται ποτέ αυτό;) πιστεύω πως αν ακόμα νιώθουμε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως ο καθένας ονειρεύτηκε, τότε πια μπορούμε να απαιτήσουμε από τη ζωή όλα αυτά που μπορεί, αλλά μέχρι τώρα δεν πρόλαβε να μας χαρίσει…»[11]
___________________________________
[1] Julia Kristeva, Στην αρχή ήταν η αγάπη. Ψυχανάλυση και πίστη. Μετάφραση Έπη Μελοπούλου, Αθήνα, Άγρα, 2003, σ. 45.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της Λύπης, Αθήνα, Ίκαρος, 1995.
[3] Πέρσα Ζηκάκη, Η Τεθλασμένη, Αθήνα, Δρόμων, 2016, σ. 16.
[4] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 17.
[5] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 40.
[6] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 41.
[7] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 91.
[8] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 120.
[9] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 177.
[10] Mikhail Bakhtin, Έπος και Μυθιστόρημα. Πρόλογος – μετάφραση Γιάννης Κιουρτσάκης, Αθήνα, Πόλις, 1995.
[11] Βλ. Ζηκάκη, ό.π., σ. 315.
.
ΤΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Μυθολογία του φόβου
Πέρσα Ζηκάκη: «Τύψεις και Μαργαριτάρια», εκδ. ΔΡΟΜΩΝ, Αθήνα, 2088
Σε ώρες ειλικρίνειας λέμε ότι η ζωή είναι μια διαρκής περιπέτεια γνώσης του εαυτού μας, των άλλων και του κόσμου. Πόσο αντέχουμε σ’ αυτή τη συνεχή άσκηση θάρρους, που θα μας οδηγήσει στην πραγματική ελευθερία και αγάπη; Η αναγνώριση όμως της αλήθειας μας θα μας βοηθήσει να επιλέξουμε ρόλους, σχέσεις, όνειρα και ευθύνες. Διαφορετικά, γινόμαστε δέσμιοι της ανάγκης και των συμβιβασμών.
Τέτοιες σκέψεις έκανα καθώς διάβαζα το πρώτο μυθιστόρημα «Τύψεις και Μαργαριτάρια» της Πέρσας Ζηκάκη, φίλης και συναδέλφου από παλιά. Ο πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, ένας άντρας που διψάει για ζωή. Μόνο που μεγαλώνει σε υπερπροστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον και στερείται του οξυγόνου της γνήσιας αγάπης. Εγκλωβίζεται σε «ανάποδη» ζωή: σκέφτεται σαν τους άλλους, καταπνίγει τα συναισθήματά του, είναι συνεπής στους κανόνες που του επιβάλλονται, ασφυκτιά. Ζει άβουλος, φοβισμένος και ανασφαλής, παρά τις κάποιες στιγμές ρομαντισμού και τρυφερότητας που βιώνει στις σχέσεις που δημιουργεί. Και αυτός ο άτολμος και δειλός ξαφνικά ρισκάρει την ψυχική και σωματική υγεία του σε ερωτικές συμπεριφορές χωρίς αναστολές και καταλήγει σε ψυχολογικά αδιέξοδα.
Η Πέρσα Ζηκάκη, αν και γυναίκα, χτίζει με γνώση και συμπάθεια τον ανδρικό χαρακτήρα του έργου της με φανερή ειλικρίνεια προθέσεων. Στη διαδρομή πάθους και παθών, που κάνει ο ήρωάς της χωρίς πυξίδα και καπετάνιο, σέβεται τον ανθρώπινο συγκλονισμό. Γι’ αυτό και η γραφή της συνεπαίρνει τον αναγνώστη, όχι με σκανδαλοθηρική περιέργεια, αλλά με διακριτικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη μιας ιστορίας αυτοκαταστροφής και αυτολύτρωσης. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και απλό, καθημερινό, δυνατό λόγο, μας δίνει ένα μυθιστόρημα ουσίας, που εκπέμπει επίκαιρους προβληματισμούς για τον αλλοτριωμένο και κατακερματισμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Η Πέρσα Ζηκάκη, στο βιβλίο της, συγκροτεί μια ιδιότυπη μυθολογία του φόβου σε όλες τις εκδοχές του. Ο ανερμάτιστος άνθρωπος, που δεν έμαθε να ζει, φοβάται τον εαυτό του, φοβάται τον άλλο, φοβάται την αγάπη, φοβάται το φως, φοβάται τον φόβο. Και όταν προσπαθεί να ισορροπήσει, προτιμά τη φωτιά και ξεπερνά τα όρια, γίνεται θρασύς και συντρίβεται. Στεγνώνει από συναισθήματα, αλλά τελικά κρατάει το αίσθημα της δίψας για ζωή. Και αυτή η δίψα διασώζει την ελπίδα και το όνειρο για λογαριασμό όλων μας.
Συνέντευξη στη Μαρία Τσιράκου
BIBLIOTHEQUE 5/12/2012
Κάποια πράγματα στη ζωή αυτή μοιάζουν παράλογα. Δώδεκα γράμματα με μυστηριώδη παραλήπτη, η Άννα, μια νέα και όμορφη ζωγράφος που κάνει μια φορά το μήνα την εμφάνισή της στο ταχυδρομείο, ένας παράνομος έρωτας, και η περιέργεια του Άγγελου, ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου που εισβάλλει άθελά του στη ζωή της ηρωίδας, συνθέτουν το απίστευτο σκηνικό του μυθιστορήματος: «Πάντα κάτι θα λείπει…» της Πέρσας Ζηκάκη. Μαζί με τη συγγραφέα αναζητήσαμε και εμείς, αυτό που (της- μας) λείπει.
Κυρία Ζηκάκη, στο μυθιστόρημά σας, παρακολουθούμε τους ήρωές σας να μπλέκονται σε παράλληλες ιστορίες, στη βάση τους ερωτικές, συνάμα όμως και αυτογνωσίας. Τι σας οδήγησε να μπείτε στις ζωές αυτών των ανθρώπων;
Μια απόπειρα αυτογνωσίας και διείσδυσης στην ανθρώπινη ψυχή ήταν το κίνητρο συγγραφής και των τριών βιβλίων μου.
Δικαίως τα αποκάλεσαν ψυχογραφήματα νομίζω.
Κάποιες αλήθειες, επέδρασαν επάνω μου με μία παράφορη ορμητικότητα και με προέτρεψαν στη διερεύνηση χαρακτήρων με ιδιαιτερότητες. Μέσα μας κρύβουμε πολλά, τις περισσότερες φορές ανομολόγητα.
Τα βιβλία μου, μου επιτρέπουν να ανιχνεύω τις ανθρώπινες ψυχές και ν’ αγγίζω τα τραύματά τους, πάντα δια μέσου των ηρώων μου.
Η συγγραφή τού “Πάντα κάτι θα λείπει”, υπήρξε για μένα μια συναισθηματική δοκιμασία, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που αφορούσαν σε συγκεκριμένα κομμάτια ζωής φιλικού προσώπου, που δεν είναι πια ανάμεσά μας.
Ο θάνατός του, μου έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσω να γράφω μια ιστορία που θα είχε σαν ζητούμενο τη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής κάτω από ειδικές συνθήκες. Φυσικά το όλο θέμα δεν ήταν μόνον η εξιστόρηση μιας παράνομης σχέσης, αλλά το βάθος των συναισθημάτων των ηρώων που εμπλέκονται σ’ αυτήν. Θέμα ίσως “φθαρμένο” από την πολλή χρήση και κακοποίησή του.
Όμως εγώ το εξετάζω κάτω από διάφορες οπτικές γωνίες. Οι ήρωες σκέπτονται, παροπλίζονται μερικές φορές, απενοχοποιούνται άλλες.
Γύρω από κάθε ιστορία με παρόμοιο περιεχόμενο υπάρχει πάντα μια ενοχή κρυμμένη, ενίοτε και μια συνενοχή.
Αυτός ο μύθος δεν θα λήξει ποτέ. Εγώ τον απενοχοποιώ.
Ένα ξαφνικό καθρέφτισμα που πολλές φορές σοκάρει, αλλά τις περισσότερες, σε οδηγεί σε μία και μόνη διαπίστωση…
Η αληθινή αγάπη πάντα θα είναι η τροφή της ψυχής και ποτέ τ’ αποφάγια πονηρών και υστερόβουλων σκέψεων!
Ο Άγγελος, ο πρωταγωνιστής σας, προσπαθεί να σώσει την Άννα εισβάλοντας στη ζωή της μέσα από μια πράξη επιλήψιμη. Αυτή της κλοπής. Ταυτόχρονα όμως, προσπαθεί να σώσει και τον ίδιο του τον εαυτό από τη μιζέρια της καθημερινότητας που βιώνει. Κατά τη γνώμη σας, η ανάγκη μπορεί και, αν ναι, πότε μπορεί να δικαιολογεί την πράξη;
Ανάγκη! Μεγάλη λέξη!
“Η βαρύτητα, η ανάγκη και η αξία είναι τρεις έννοιες στενά και βαθιά ενωμένες. Δεν είναι βαρύ παρά αυτό που είναι αναγκαίο,
δεν έχει αξία παρά μόνον ό, τι βαραίνει” λέει σε βιβλίο του ο Κούντερα.
Τι είδους ανάγκη είναι αυτή που μπορεί να σε ωθήσει σε μια επιλήψιμη πράξη.
Εδώ δεν πρόκειται για τον Γιάννη Αγιάννη του Hugo, που έκλεψε ένα ψωμί επειδή πεινούσε.
Εδώ, αποκαλύπτεται ότι μιλάω για άλλου είδους ανάγκη, αυτήν της εσωτερικής επαφής με έναν άλλο άνθρωπο,
κάτι αρκετά δυσεύρετο, αν όχι σπάνιο, στην εποχή που ζούμε, όπου όλα είναι κατ’ επίφασιν.
Η διαφορά με τον ήρωά μου είναι ότι η επιλήψιμη πράξη του δεν ξεκίνησε από την εσωτερική ανάγκη προσέγγισης
μιας άλλης ψυχής, αλλά από απλή περιέργεια ή επιπολαιότητα, άσχετα αν στην εξελικτική πορεία, αυτή η περιέργεια μεταβάλλεται
σε έναν βαθύ έρωτα.
Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτή η εσωτερική ανάγκη μετατρέπεται από την πρωτογενούς μορφής επιλήψιμη πράξη, σε αυθεντική και συνάμα ζωτικής σημασίας ενέργεια. Κυριολεκτικά αναδύεται.
Παρατηρώ ότι και σε αυτό το βιβλίο σας, όπως και στα προηγούμενα, γράφετε από τη θέση του άντρα. Τι είναι αυτό που σας κάνει να μπαίνετε σε ρόλο αντρικό;
Στο πρώτο μου βιβλίο και σ’ αυτό το τρίτο, πράγματι υπάρχει σε πρωτοπρόσωπη γραφή, αφήγηση, η οποία κρύβει πίσω της μια ανδρική φωνή.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με ωθεί σε έναν τέτοιο τρόπο αφήγησης. Οπωσδήποτε βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου.
Έχω προσπαθήσει κι εγώ να αναλύσω αυτή μου την προτίμηση. Τελικά πιστεύω ότι-όσο κι αν αυτό που θα σας πω ακουστεί παράξενο- ως γυναίκα, περισσότερο προσεγγίζω την ανδρική ψυχή, που θεωρώ ότι είναι πιο άδολη, πιο “τίμια” και πιο ευθύβολη από αυτήν που διαθέτουμε εμείς οι γυναίκες.
Η γυναικεία μου εμπειρία με οδηγεί με “περισσότερη ασφάλεια” στην απόπειρα ψυχογράφησης του άνδρα, δεδομένου ότι έχω να διερευνήσω απλές και ειλικρινείς συμπεριφορές και δεν έχω να “παλέψω” με την πολυπλοκότητα της γυναικείας ψυχής.
Φυσικά δεν είναι θέμα αδυναμίας προσέγγισής της, αλλά απλής και ξεκάθαρης προτίμησης.
Επιπλέον όλο αυτό, είναι ένα στοιχείο που αφενός δημιουργεί ενδιαφέρον στον αναγνώστη και αφετέρου δεν είναι τόσο κοινότοπο, πράγμα που αποδεικνύεται και από τη συγκεκριμένη ερώτησή σας.
Γράφετε κάπου: «είναι θλιβερή η απομόνωση των ανθρώπων σήμερα […] επιχειρούν να φλερτάρουν με πρόσωπα που δεν γνωρίζουν, μέσα από το διαδίκτυο». Τι συνέπειες έχει αυτού του είδους η απομόνωση και ο συγκεκριμένος τρόπος απόδρασης, κυρία Ζηκάκη;
Εδώ μοιάζει να αμφισβητείται η γνησιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Η ρεαλιστική άποψη λέει ότι το διαδίκτυο μπήκε δραστικά και ενεργά στην καθημερινότητά μας. Είναι ένας διαφορετικός
δρόμος από αυτόν που ακολουθούσαν οι προηγούμενες γενιές και όλο αυτό είναι σίγουρο ότι θα είχε τις γνωστές επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις. Από την άλλη, είναι μια μορφή επικοινωνίας άμεση, στιγμιαία θα έλεγα, που δεν χάνει τη γλύκα της, να… κάτι σαν τον στιγμιαίο καφέ που όλοι πίνουμε μετά μανίας. Το φραπεδάκι μας εν’ ολίγοις!
Όμως έτσι δημιουργήσαμε μια δεύτερη ζωή, της οποίας το μήκος κύματος “παίζεται” ανάμεσα στην εικονική πραγματικότητα και στην καθημερινή αλήθεια που ηθελημένα βιώνουμε.
Η οικονομική κρίση βοήθησε πολύ, έτσι ώστε αυτός ο τρόπος επικοινωνίας να οδηγήσει στην συγκεκριμένη τάση απομόνωσης την οποία παρουσιάζουν οι περισσότεροι χρήστες του διαδικτύου, οι εξαρτημένοι φυσικά από αυτό. Έγινε έξις, δευτέρα φύσις, και φυσικά τρόπος ζωής, που αποστέρησε από τους εμπλεκόμενους τη χαρά των “λαιβ” συναντήσεων, του φλερτ, και της απευθείας προσωπικής επαφής.
Όλα πλέον βασίζονται σε μία illusion /ψευδαίσθηση, που προσφέρει μια πρόσκαιρη ικανοποίηση, ενώ όλο και περισσότεροι δεν θέλουν ή δεν μπαίνουν στον κόπο ν’ αποζητήσουν τη χαρά μιας αληθινής συντροφιάς, μιας και βρίσκουν όλα όσα ζητούν πίσω από το προφίλ της αρεσκείας τους.
Εν ολίγοις χάσαμε το αληθινό αγκάλιασμα του φίλου, το χάδι του συντρόφου, το φιλί του αληθινού έρωτα.
Από την άλλη μάθαμε να πιστεύουμε στα όνειρά μας, να δημιουργούμε ελπίδες και να αγκαλιάζουμε ένα παρόν που μας προσφέρει απλόχερα αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, όλα όσα η “μίζερη” και στυγνή καθημερινότητά μας, μας έχει στερήσει.
Και κάπου αλλού: «δεν λες που κρατάς αυτή τη δουλειά, τώρα που όλους τους απολύουν. Φίλοι σου με πτυχία και περγαμηνές δεν έχουν βρει ακόμα την κατάλληλη εργασία πάνω στο αντικείμενό τους ή μάλλον, τι λέω, άνεργοι είναι». Τι επιπτώσεις, κατά τη γνώμη σας, θα έχει η οικονομική κρίση στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι;
Αυτό πλέον είναι ήδη εμφανές. Οι τόσες αυτοκτονίες, η κατάθλιψη, όχι μόνον ενηλίκων αλλά και ανθρώπων νεαρής ηλικίας. Αυτό είναι πλέον δεδομένο.
Όμως η πίστη μου στα νέα παιδιά, και ο φύσει αισιόδοξος χαρακτήρας μου, με ωθούν σε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης από τον οποίο κι εγώ αντλώ δύναμη.
Πιστεύω πως καμία αρνητική δύναμη δεν θα καταφέρει να αναχαιτίσει την ορμή των νέων ανθρώπων, αυτήν με την οποία είναι εμποτισμένοι εκ γενετής νομίζω.
Τα νέα παιδιά, είναι η ελπίδα του αύριο, κάτι που καθημερινά αποδεικνύεται ,έστω και με αργούς ρυθμούς, πως είναι πια τα φανάρια που ήδη φωτίζουν τη σκοτεινή πορεία ,αυτή που όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι ακολουθούμε, άξια παιδιά να παλέψουν και να κερδίσουν όλα αυτά που η δική μας γενιά, στη συγκεκριμένη φάση, έχασε αμαχητί.
Ερωτευτήκατε ποτέ την Ιδέα, την οποία περιγράφετε;
Αν και ο έρωτας είναι στοιχείο που υπονομεύει την ανθρώπινη ελευθερία, μπορώ να δηλώσω ανεπιφύλακτα ότι μια τέτοιου είδους
“υπονόμευση”, όχι μόνον σ’ εμένα, αλλά και στους περισσότερους νομίζω ανθρώπους, μετατρέπεται σε πηγή έμπνευσης, και τελικά γίνεται εφαλτήριο πολλών δημιουργικών καταστάσεων!
Δεν λέω κάτι καινούργιο, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι τα μεγαλύτερα έργα τέχνης, φυσικά κι εννοώ την τέχνη σε όλες τις μορφές της, είχαν σαν έμπνευση-απόρροια εσωτερικής ενδοσκόπησης και εξωτερίκευσης- τον έρωτα.
Στην ερώτησή σας απαντώ “ναι”. Ερωτεύθηκα την Ιδέα με όλο μου το είναι και ίσως γι’ αυτό κατάφερα να τελειώσω αυτό το τόσο δύσκολο, από συναισθηματικής απόψεως, για μένα βιβλίο. Έπρεπε να είναι αληθινές κι όχι αληθοφανείς και “φτιαχτές” οι περιγραφές μου.
Πάντα κάτι θα λείπει… κυρία Ζηκάκη, τελικά αυτό που λείπει οδηγεί στη δράση για τη γνώση, ή στην απόγνωση;
Αν η πληρότητα σ’ αυτή τη ζωή είναι κάτι το σχεδόν ανέφικτο, τότε η πλήρης συνειδητοποίηση τού “πάντα κάτι θα λείπει” είναι το μόνο δεδομένο. Φυσικά ο τίτλος του βιβλίου δεν έχει να κάνει με “έλλειψη” αντικειμένου.
Μιλώ για εκείνη την έλλειψη, που όταν τη νιώθουμε στη ζωή μας, είναι σαν να είμαστε μετέωροι.
Είναι η έλλειψη που μας αφαιρεί το θεϊκό όραμα της πληρότητας συναισθημάτων, ή μας αποκλείει και από την ίδια την παρουσία αγαπημένων προσώπων.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο ενδοσκόπησης ο κάθε άνθρωπος διαχειρίζεται όπως μπορεί τις αντιδράσεις του.
Οπωσδήποτε μια προσωπική συγκρότηση δεν σε αφήνει να “βυθιστείς” στην απόγνωση και κατά συνέπεια να αυτοακυρωθείς σαν υπόσταση. Αντίθετα σε προκαλεί να παλέψεις για την προσωπική σου επιβίωση, έστω και βαθιά τραυματισμένος κυρίως από τραύματα συναισθηματικής μορφής, που είναι και τα πιο οδυνηρά. Σε προκαλεί να αποκτήσεις μια καινούργια γνώση, δομημένη επάνω στην επίγνωση των λαθών σου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η επανάληψή τους δεν θ’ αποτελέσει ένα νέο έναυσμα για καινούργιες εμπειρίες, αυτές που δίνουν αξία στην έσω αλλά και στην κοινή εμπειρία.
Έτσι έχουμε αυτό που λέμε “φτάσιμο”, ή τουλάχιστον άγγιγμα του οράματος εκείνου που η ψυχή μας θεωρεί ως πληρότητα.