.
Ο Βασίλης Φαϊτάς, με καταγωγή από την Κέρκυρα, γεννήθηκε το 1942 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος ως το
2002. Στα λογοτεχνικά πράγματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1966
στο περ. «Νέα Εστία». Μεταφράσεις ποιημάτων του έχουν δημοσιευθεί, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, σε ξένες και ελληνικές ανθολογίες και περιοδικά στην Ιταλία, ΗΠΑ και Καναδά. Η συλλογή του Ο Αλχημιστής του Χάους μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2016 στα γαλλικά από τον
εκδοτικό οίκο «Le miel des Anges».
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Άποικοι της νύχτας 1966
Γράμματα στον κόσμο 1980
Υστερόγραφα για το αύριο εκδ. «Μανδραγόρας» 2010
Συνάντηση με το σύμπαν εκδ. «Μανδραγόρας» 2011
Ρους και Ροή εκδ. «Μανδραγόρας» 2014
Ο Αλχημιστής του Χάους «Μανδραγόρας» 2015
Στο καφέ Εντροπία «Μανδραγόρας» 2017
Το δάκρυ του Ηράκλειτου «Μανδραγόρας» 2018
Σκάκι με την αιωνιότητα «Μανδραγόρας» 2021
Βαθύνοια «Μανδραγόρας» 2023
Ήρθα και δεν ήταν κανείς «Μανδραγόρας» 2024
.
.
ΗΡΘΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ (2024)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εφήμερα όντα εφήμερα έργα
τίποτα δεν διαρκεί όσο το άπειρο
στο αναπόδραστο ξέφωτο βαδίζοντας
οι γέρικοι άνεμοι τον προσπερνούσαν
μακριά ένα ακορντεόν έπαιζε
για όσους είχαν πεθάνει
μπορείς να ζήσεις και έξω από τις μέρες σου
όταν έχεις ένα φως στην καρδιά σου.
Ο ποιητής
σε αβέβαιους δρόμους
καταποντισμένος
αόρατος μύστης στο αποτυχημένο ποίημα της καρδιάς
αρχή και τέλος από κάτι άπιαστο
συναρμολογούσε τις ανυπεράσπιστες
μαρτυρίες του σκότους του
στη χόβολη της αβύσσου
ανασύροντας γονατιστός
μια ψυχή καλύτερη από τη δική του.
ΤΟ ΧΑΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΛΙΚΝΟΥ
Όταν ένα πρωί ανάμερα στα χρόνια
το κλάμα ακούγεται ενός βρέφους
σε ξένου τόπου το θαμπό φως
θα μάθει πως το λίκνο χάραξε
όλους τους δρόμους μοναχικούς και απρόσιτους
μαζεύοντας μνήμες που ξεφτίζουν σε ένα άλλο θάμβος
που όλα τα σβήνει.
Κι από ακτή σε ακτή
περνά ο άνεμος
επιστρέφει τα άστρα που πέφτουν
λάμποντας στο νερό
το ρίγος των λέξεων
κι η άγκυρα ψάχνει πυθμένα
να πιαστεί
όπως ένα παιδί στην αγκαλιά
της μάνας του ονειρεύεται
αγγίζοντας το ανείπωτο
βαθύτερο από τον κόσμο.
ΤΟ ΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ
Αν κοιτάξεις βαθιά στον χρόνο
θα σε θυμηθεί
δεν ξεχνά
όποιον πίστεψε πολύ στο φως κι ας ήταν
κεριού που τρεμοσβήνει στο τραπέζι
κατοπτρισμός της χίμαιρας νεύμα του απρόσιτου
καθώς ο άνεμος της απροσδιοριστίας σκόρπιζε
τη γύρη στην ασυνάρτητη άβυσσο.
Κατακερματισμένο οδοιπορικό της ομορφιάς
θα προπορεύεσαι πάντα
εκεί που τελειώνει το όνειρο και ξαναρχίζει
κάπου αλλού
κάθε αρχή είναι το αθέατο τέλος της
και κάτι άλλο που διαφεύγει
τίποτα δεν είναι άσκοπο
η ζωή και ο θάνατος ολότητα
όπως οι λέξεις που περιέχουν το ανύπαρκτο.
Τι κι αν η πύλη είναι στενή
την είδα να απομακρύνεται
μια αιωνιότητα
στο αμετάφραστο αίνιγμα
του προορισμού.
ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΧΡΕΗ
Χρωστάω πολλά σε όσα μου δόθηκαν
όμως αγάπησα το λάθος
ό,τι υψώνεται στο εύθραυστο φως
αθέατης πραγματικότητας
τις αφηγήσεις που απευθύνονται
σε αυτόν που έμαθε να λέει στη μοναξιά του «σ’ αγαπώ»
τους αμετανόητους μέθυσους ονείρων
που κατασκευάζουν έναν καινούργιο άτλαντα του κόσμου
δραπετεύοντας
στους ονειροδιώκτες που γέρνουν μόνοι στο δικό τους τέλος
και ανάβοντας το φως λένε
«σ’ αγαπώ».
Αγάπησα τους λάθος ανθρώπους
όσους γέννησε μια άλλη γη
και μιλούν σιωπώντας με το θαύμα
στην απώλεια εκείνου που δεν μπόρεσε να υπάρξει
λες και γνώριζαν κάτι
που δεν γνώριζε ούτε ο άνεμος
τους εραστές που δεν συναντώνται ποτέ έγκαιρα
φωνάζοντας ο ένας το όνομα του άλλου
μες στον χρόνο χωρίς να ακούγονται
όσους χαράζουν αδιόρατα
μικρές αιωνιότητες στην ψυχή τους.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΔΟΣ
Κύμα της θάλασσας
ευλογημένο σπέρμα του ερέβους
αιώνιο κάλεσμα
για τους μελλοντικούς ταξιδιώτες.
Η πύλη ανοίγει στο μονοπάτι που αιωρείται
άνθρωποι φεύγουν στο βάθος
παίρνουν τις μέρες τους μαζί
σκιές είναι ήδη του κενού
περισσεύουν
ξένοι σε έναν κόσμο που οδηγεί
σε άλλους κόσμους
κοιτάζουν κατά τις στροφές του ποταμού
ελπίζουν
στα βήματα του αναπάντεχου
κανένας
η καρδιά τους χτυπά
προχωρούν
προς την τελευταία έξοδο
μιας ακατανόητης άνοιξης.
Η ΑΥΡΑ ΜΙΑΣ ΙΔΕΑΣ
Ανάμεσα σε προδοσίες ζούμε
του χρόνου και των ανθρώπων
ελπίζω πολύ σε όσους δεν συνάντησα
κρατούν ακόμα ανοιχτούς τους ορίζοντες.
Γαλήνη σε ξεπερνάει
όταν ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου
αντικρίζεις το θάμβος του ανύποπτου κόσμου
και το πέρασμα σε μια ανεξίτηλη μέρα
αναπνέεις μια οικειότητα που οδηγεί
σε επινοημένες θάλασσες.
Η αύρα μιας ιδέας γεμάτη σφρίγος
άπιαστη εκκρεμεί
καρδιά εραστή που μεγαλώνει
σε ένα σώμα από άνεμο
ελπίζει πως το αθώο αίμα θα παραμένει ένα παιδί
σπίθα αναμμένη
σείοντας μόνο το όνειρο
μες στη δική του μουσική.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΟΗ
Όλα είναι ροή
το ποτάμι κυλά
ο άνθρωπος ακολουθεί
μονοπάτι το Είναι προχωρεί
κι επιστρέφει.
Η αγάπη δεν έχει σώμα δεν έχει τέλος
το άπιαστο την επινοεί
όπως το κύμα της θάλασσας
πληγώνει την ύπαρξη του μηδενός
γεννά τον θεό και τον κόσμο από την αρχή.
Αγαπώ για λίγο ακόμα
όσο βρίσκομαι στην εύθραυστη πλευρά του χρόνου
αγαπώ το απρόσιτο φως
το αηδόνι που τραγουδά
την κατάρρευση της στιγμής
στο αθέατο.
Το αίνιγμα διαιωνίζεται
στο αέναο πουθενά
η ψυχή απορροφημένη αργοπορεί
ζωγραφίζοντας
την ιστορία ενός μικρού παιδιού.
ΚΥΠΡΟΣ: ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΝΙΟΤΗ
Ταξιδεύαμε με τον «Πήγασο» στο μέλλον
πλέαμε σε θάλασσες πέραν του Αιγαίου
για το νησί της Αφροδίτης
με ρούχα τουριστών διαβατήρια
με άλλα ονόματα και πατρίδες
οι καρδιές μας έδειχναν κατακεί που μας περίμεναν
φλόγες πολέμου λόφοι του αίματος
προσωπεία θανάτου.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε αλλά θυμάμαι
φωτογραφίες της νιότης ανώνυμους πολεμιστές της ιστορίας
τη διαφάνεια των μακρινών φωνών
το κορίτσι που έστελνε γράμματα στους κωδικούς της χίμαιρας
το κυνηγητό στα δάση
πάνω σε ένα κλεμμένο land-rover των Βρετανών
στις βορεινές ακτές κάποιος έδειχνε
το σκαρί ενός πολεμικού που φλεγόταν.
Αυτά συνέβησαν χρόνια πριν
περαστική στιγμή μες στη ροή
ο πλους του «Πήγασου» οι χαμένες ζωές της νιότης
το κορίτσι με τα γράμματα
δεν υπάρχουν πια
άλλους τους βρήκε ο θάνατος εκεί
άλλους αργότερα ο χρόνος.
Θητεία στο 21ο Σύνταγμα Πεζικού, 1964
ΤΗΛΛΥΡΙΑ 1964
Στον υπολοχαγό Νίκο Παπαγεωργίου
Κόκκινα
λόφος του αίματος
στο Λωρόβουνο
κι ο Νίκος πέφτει διασχίζοντας την πύλη
σαν ένα μικρό πουλί επιστρέφει στη σιωπή.
Τώρα γερνάει στον τύμβο
ένα απλωμένο λιβάδι μνήμης
υστερόγραφο για το αύριο
μαζί του και άλλα παιδιά
ένας μικρός γαλαξίας στο άχρονο
που δεν πρόλαβαν τη νιότη.
Εδώ στο ύψωμα κοντά στη θάλασσα
το μεγαλύτερο ηρεμιστικό
ο θάνατος
δεν υπάρχει ζωή
όσο κι αν τον φωνάζεις δεν ακούει
αν ιχνεύει το όνειρο που βυθίζεται
αργά στο αίμα μας.
Θητεία στο 21ο Σύνταγμα Πεζικού, 1964
.
ΒΑΘΥΝΟΙΑ (2023)
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η ζωή γεμάτη από άδεια πράγματα
σε αυτούς τους έκπτωτους καιρούς
όλες οι στιγμές θα χαθούν
όπως οι σταγόνες της βροχής στο χώμα
σχίζεται η γη απρόσμενα
μας παραδίνει ημιτελείς
σπόρους για το μέλλον
της αρχής και του τέλους.
Δεν έχω καιρό για το αύριο
διαρκώς με προσπερνά
μες στην κάθε μέρα το βρέφος μιας άλλης αναπνέει
για ποιον κυλούν οι μέρες οι μνήμες οι αδιέξοδοι πολιτισμοί
ποιος της τύχης τα νήματα κινεί
την εντροπία του έρωτα τη φθορά του χρόνου.
Οικοδομημένη άγνοια η άβυσσος
στα υπόγεια του τώρα οι διαστάσεις
γεννοβολούν ανείδωτα μονοπάτια
στον ανολοκλήρωτο κόσμο.
Ποίηση
η πραγματικότητα που μας βλέπει
και δεν τη βλέπουμε
ο νους φτιαγμένος από χρόνο καταρρέει μαζί της
η καρδιά πεθαίνει ακούγοντας
να μιλούν για την αγάπη
η ελλειπής ωριμότητα των λέξεων
όλα
υπακούουν σε μια προοπτική που
ακατάπαυστα νοσταλγούμε.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Οι μέρες που θα ’ρθουν δεν θα ’ναι για γέρους
οι δρόμοι σύντομοι
στα πάρκα της αιωνιότητας αθέατοι τάφοι
τα έμβια όντα αχούν
τον ρυθμό μιας αντλίας
σαν ένα όνειρο από δάκρυα
αναδύονται και καταδύονται στο κύμα.
Αυτή η θάλασσα δεν είναι για γέρους
κάπου υπάρχει μια πηγή αθωότητας
ένα επινοημένο μονοπάτι για την αλήθεια
υστερόγραφο για τους μυημένους
στη θαλπωρή της νιότης
ο κόσμος ένα προσωπείο
ανεμίζει τον μανδύα της ματαιοδοξίας του.
Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΜΕΡΑ
Βήματα στη μεταλλαγμένη εποχή
ηχώ από την παλιά μου θάλασσα ακούς
τα αρχαία πανιά των άστρων
ίσως γνωρίζουν την όψη
αυτού του κόσμου και του άλλου.
Ξάφνου ένα πρωί
στρίβοντας σε μια γωνιά του δρόμου
θα νιώσεις
μακρινό θρόισμα
το γιατί των αιώνων
κάτι άπιαστο που επινοεί τη λήθη.
Το καμπαναριό διστάζει
στην αργοπορημένη αστραπή του βάθους
αναρωτιέσαι
ποιος με καλεί από τα παιδικά χρόνια
ποια ψυχή συγκρατούσε μέσα της
ψίθυρους ενθυμημάτων
ήχους και όνειρα ξεχασμένης γιορτής.
Κάθε αντίο πρόβα θανάτου
σείοντας το τέλος γνωρίζει
πριν την αρχή
την υπέρτατη μέρα
την επιστροφή στο μυστήριο
ξέφτια φέγγους απομεινάρια θαύματος
να ολοκληρωθεί ο κύκλος
μιας απρόσιτης αθωότητας.
ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ
Γυρεύω ακόμα τη γενιά μου
στους αιώνες που πέρασαν ή θα ’ρθουν
παράπλευρη απώλεια από ένα
φιλί που δόθηκε κάποτε
στο σκοτεινό περιθώριο του έρωτα.
Μια αγγιγμένη πληγή
επινοεί αμετανόητα το ταξίδι της
πόσες πραγματικότητες υπάρχουν
πόσοι πλωτοί ποταμοί
στη φωτεινότητα του χάους
ανιχνεύουν ανομολόγητα μυστικά.
Πού πάει αυτή η άπιαστη στιγμή
η ύπαρξη του τίποτα
που λέει
ήμουν εδώ
πεταλούδα στον άνεμο
να προλάβει την ομορφιά.
Τόσες ελπίδες
στη γέφυρα των παιδικών αποχωρισμών
η σιωπή ένα αντίο
ποιος έρχεται ποιος φεύγει
κι ύστερα
μια φωνή γεμάτη παλίρροιες και χίμαιρες
τόση λύπη
για το αργοπορημένο νεύμα στο παράθυρό μου.
ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ
Κάθε πρωί άνοιγε το παράθυρο
και τραγουδούσε
στην αρχιτεκτονική της αβεβαιότητας
διαμελισμένες μνήμες έρωτα και πόνου
ποιος κατοικούσε μες στα λόγια
στον ήχο της φωνής που δεν ακουγόταν
κοίταζε έξω από τον χρόνο
στην ακτή τού πάντοτε
το όνειρο του Θεού όταν κοιμάται.
Η καρδιά βιβλιοθήκη απορριφθέντων ποιημάτων
δεν αποβιβάστηκαν ποτέ
ένα φεγγάρι ανεμίζει εντός
μάτι του μύθου
πέρα από τα δάση βλέπει
το κυοφορούμενο αίνιγμα.
Ποιος ξέρει αν αύριο θα υπάρχει ο κόσμος
κατοπτρισμοί τα υπάρχοντά μας
όποιον ερωτευτήκαμε
είναι αυτός που ένιωσε την ηχώ του έρωτα
η μνήμη αδυνατίζει για να μη θυμάται
το φέγγος που ο καθένας κρύβει
στις παλιές φωτογραφίες.
C’ est un long chemin
pour la jeunesse des choses
οι λέξεις νομάδες
κρησφύγετο των πραγμάτων
γνωρίζουν
δεν τους ανήκει τίποτα
υψώνουν πανιά
λίγο πριν βυθιστούν
σε μακρινή οικειότητα.
Αχθοφόρος ψυχών ο ουρανός
θυμάται
ο χρόνος σπέρνει και θερίζει
την αθανασία.
ΕΥΘΡΑΥΣΤΕΣ ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ
Βαθιά είναι η θάλασσα
βαθιά
και συ ανταύγεια χωμάτινη
πριν και μετά
φτάνεις από το πέραν
ονοματίζεις ό,τι σε περιβάλλει κι έπειτα
επιστρέφοντας
ξεχνάς την αλήθεια στον βυθό
της βαθιάς θάλασσας.
Κουβαλούν το αναπάντεχο οι ζωές
αναστατώνουν την ηχώ της μοίρας
τη φλόγα που τους δόθηκε
και διαλύονται
σε εύθραυστες φωτοσκιάσεις.
Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Επιστρέφουμε στο μέλλον
από το μονοπάτι που βαδίζοντας πεθαίνουμε
κύτταρα αγνωσίας και έρωτα.
Τίποτα δεν καθορίζεται πλήρως
μια ευωδιά από τα βάθη της γης που
το σύμπαν τής φόρεσε
μας φέρνει και μας παίρνει
μοναχικό σπινθηροβόλο μάτι
το λίκνο
μας έπλασε στην κοσμική αρένα
ποιος ο πρόγονος ποιος ο απόγονος.
Μιλάμε τραγουδάμε ελπίζουμε
ποτάμια φευγαλέας χαράς και θλίψης
ρέουν στις φλέβες του σύμπαντος.
Το λυκόφως λάμπει στην αλήθεια του πρωινού
αναρχία ο έρωτας εγείρεται μαγεμένος
η ζωή φυλακίζει ανεπανόρθωτα
όλες τις αποδράσεις
το σφρίγος των αναχωρήσεων
αν δεν προλάβω να σου πω για την αγάπη
θα ’θελα να γεράσω
σαν ένα ποίημα που δραπετεύει
όπως ο γεροναύτης στο ακρογιάλι αποκοιμιέται
στου ανέμου το θρόισμα γερμένος.
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ Η ΡΕΚΒΙΕΜ
Η ζωή πρελούδιο ή ρέκβιεμ μιας άλλης
όνειρο μες στο όνειρο και εκείνο σε άλλο
επιστρέφουμε όπως ήρθαμε νιφάδες χιονιού
άνοιξη παλιά η νιότη
παλμός νότας
σε καιρό και τόπο που δεν υπάρχει
fata morgana της μνήμης.
Μαθαίνουμε πώς να πεθαίνουμε
κάτω από τη σκληρότητα των άστρων
όλα τελειώνουν με μια λέξη
από λάμψη και σκότος
οι εφήμερες στιγμές
θρόισμα της παντοτινότητας
η αύρα του απόντος μέλλοντος.
Ο κόσμος δεν είναι αυτό που συμβαίνει
αλλά το αίνιγμα που αγνοήσαμε.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Είναι μεγάλος ο κόσμος για να τον γνωρίσουμε
πόθος που δεν θ’ αγγίξουμε ποτέ
το σύμπαν γεννήθηκε σε ένα άλλο σύμπαν μέσα
κι εκείνο σε άλλο
το φεγγάρι ξενιτεμένο παιδί της γης και του χάους
μάτι νόστου για το γαλάζιο που χάθηκε
οι ζωές μας ταινίες
δεν θα γυριστούν ποτέ.
Αγάπησα ό,τι με περίμενε
διάνοια γερμένη πάνω στα ερωτηματικά
μα περισσότερο αγάπησα τον ίλιγγο
βαθύτερο από τη θάλασσα
το ποίημα που η ανθρωπότητα γράφει
σύντομη διαδρομή στο θαύμα
μόλις προλαβαίνεις
να ανταλλάξεις ψυχή και σώμα
λάμψη παλαιών ερώτων.
Στα ρυτιδώματα του καιρού
χτίζει το πνεύμα του το κακό
ακτινοβολία και σκότος στους ορίζοντες του ορατού
οι ιαχές της νίκης στα ερείπια
κύκλος ματαιότητας.
Κάποτε θα είμαι μέρος μιας άυλης τάξης.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
Ένας ψαράς μαζεύει τα δίχτυα του
μια πόρτα ανοίγει στο φως
περιμένοντας κάτι
ο ήχος μιας κιθάρας πάλλεται μακριά
την ίδια στιγμή
κάπου χτυπά ένα τηλέφωνο για κάποιον
το απομεσήμερο απόμακρη ενοχή
στο βάθος του δρόμου ένα παιδικό γέλιο
σβήνει στην ξαφνική βροχή
κάθε αίσθηση πλάθει το σύμπαν της
κι όλες
πύλες εισόδου
στον αλγόριθμο ασύλληπτης γραφής.
Ζωή
ρους ανεπανάληπτων προσεγγίσεων
ηχώ στα φαράγγια του καιρού.
Στη λίμπιντο ενός ποιήματος
αδειανά κελύφη παλαιών ερώτων
ίχνη και σκιρτήματα χρόνου
από το πουθενά μια γεύση στάχτης
καρδιά κανενός
ένα μεγάλο γράμμα ο άνεμος
περνά ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων
μιας άστατης άνοιξης
συμβάντα που δεν θα διηγηθεί
ποτέ κανείς.
.
ΣΚΑΚΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (2021)
ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΟ ΑΠΕΙΡΟ
Ενσαρκώθηκε το άπειρο
και πήρα τη θέση μου στον χρόνο
ιστορία μου η άβυσσος.
Κάθε αλήθεια αδυσώπητη πλάνη
ένα πρελούδιο η ζωή
από κάτι αδημιούργητο και απρόσιτο
είμαι αυτό που δεν είμαι
το άπιαστο βάθος μες στις λέξεις.
Ό,τι δεν ειπώθηκε δεν θα ειπωθεί ποτέ
σε κάθε ποίημα υπάρχει μια αποτυχία
κάτι που υπερβαίνει τον εαυτό του
ποντίστηκε και χάθηκε πριν καιρούς.
Όπως το άνθος
το πνεύμα στρέφεται στο φως
χάος από αγέννητες λέξεις
αδιαπέραστο από τη νοημοσύνη
ιχνηλάτης της σιωπής αιωρούμαι
στην αρχή και στο τέλος ανάμεσα
ακούγοντας το κενό.
Με βαραίνει η αιωνιότητα
στιγμή που βραδυπορεί στο εφήμερο
έξω απ’ το παράθυρό μου
άχρονη ανάμνηση.
Πορεύομαι με ό,τι δεν κατανοώ.
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΒΙΒΛΙΟ
Στην παρακμή του σώματος
ήρθε το πνεύμα
απ’ τις όχθες άλλης ακτής
σ’ αυτό το διάλειμμα
ενδιάμεση ανάσα του χρόνου
θα περάσω απέναντι
γράφοντας στίχους για κείνα που μας λείπουν
όσα μας χωρίζουν απ’ το βαθύτερο νόημα
μεταμορφωμένες οντότητες οι σκέψεις
περνούν την υπερκόσμια γέφυρα του χάους
στο φως του λίκνου.
Ίσως έπεσα από κάπου αλλού
μια χαμένη μάχη στα έγκατα της καρδιάς
ή
κλείνοντας ένα παλιό βιβλίο
ανέστιος και πλάνητας
παράπλευρη απώλεια της ύπαρξης
σκαλίζω τις ρίζες του αδιανόητου.
ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΑΝΣΠΕΡΜΙΑ
Στα λιμάνια του κόσμου
σε κάθε απόπλου
ο αιώνιος άνθρωπος στην κουπαστή
βρέφος και γέροντας μαζί
δεν ξέρει ποιο δρόμο να τραβήξει
ανυπεράσπιστη η καρδιά του στις κρύπτες
των εποχών
στην αποβάθρα πρόσωπα άγνωστα περνούν
σε αθέατες ράγες
η σκιά ευτυχισμένου παιδιού στην προβλήτα
μια φιγούρα φανταστική στο βάθος
που αγκάλιασα πριν αιώνες
ματαιωμένη συνάντηση ψυχών
εγκλωβισμένη σε διαφορετικά πεπρωμένα.
Γιατί είμαι εδώ και όχι αλλού
υπήρξα;
υπάρχω;
είμαι εγώ ή μια ιδέα μου βγαλμένη
από όνειρο;
Άνεμος η πρώτη λέξη που άρθρωσε
ο Θεός
άνεμος η γέννηση και ο θάνατος
άνεμος η σοφία
το απροσδόκητο νεύμα της ερωτικής πανσπερμίας
στην πρώτη μέρα της δημιουργίας.
ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ
Μαζί αγαπήσαμε την ανύπαρκτη όχθη
η μνήμη του ανέμου
μας προσπερνά
η αγάπη ντυμένη το άπιαστο
συντρίβει τον θάνατο
στη νιότη άλλης ακτής
θα ξαναβρεθούμε
έξω απ’ τον χρόνο.
Το αντίο κωδικός θύμησης
από σύμπαν και μοναξιά
όλα έχουν μνήμη και θυμούνται
ωκεανοί γαλαξιών στο χέρι του Θεού
οι αιωνιότητες πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται.
Κάποιος σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο
μαθαίνει να τραγουδά
προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο
με παίρνουν οι λέξεις
μ’ ανασηκώνουν ψηλά
σ’ έναν περίπατο στο θαύμα.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
I
Πώς μπερδευτήκανε οι μέρες με τα χρόνια
και οδηγούν σ’ εξόδους που πονάνε
σε ρότες που ανάβουνε το τίποτα
πώς μπερδεύτηκαν έτσι οι τροχιές μας
αργά ή πρόωρα γεννημένες
στο βάθος των δρόμων τόσες απουσίες
ποτάμια όμοια κυλούν
σ’ αλλοτινούς καιρούς και τόπους.
Αν με ρωτήσεις τι είναι ο κόσμος
δεν ξέρω πια
ίσως μια φαντασίωση του Θεού υλοποιημένη
ή
ίχνη βημάτων μιας γυναίκας
μες στη λήθη
όταν υψώνει φραγμούς και συγκινήσεις.
II
Αν έχω ακόμα κάτι να σου δώσω
δεν μπορώ είναι στα υπόγεια των καιρών
ανάμνηση μιας πιθανότητας
με ξεπερνά
ο άστατος άνεμος εκεί
φτειαγμένος από μοναξιά.
Σκύβει η αγάπη στο κενό
και σου μιλά για πράγματα που περνάνε
αποκρυπτογραφεί την επανάληψη άδειων δρόμων
χωρίς κανέναν
ούτε ένα φως
μια βυθισμένη φωνή.
Αύριο ο στίχος αυτός δεν θα θυμάται καν
τον εαυτό του.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΝΕΝΟΣ
IV
Εκείνος ο άλλος μες στο μυαλό του
κινεί με τα χέρια του το άπειρο
ολοένα συχνότερα επιστρέφει
στο αβυσσαλέο φέγγος που έσπειρε το θαύμα
φτειαγμένο απ’ τη ροή των φεγγαριών
και τη σιωπή
η αιωνιότητα εκεί δεν έχει νόημα
για τα μάτια που κοιτάζουν τον χρόνο.
Φεύγει και ξαναγυρίζει
στη μήτρα της αθωότητας
γέφυρα ανάμεσα στους αστερισμούς
η ύπαρξη
δραπετεύει
από τον Άλφα της Ανελέητης Άγνοιας
προς τον ανεξερεύνητο
Άλφα της Λήθης.
ΓΕΡΝΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ
Στη μητέρα μου και τον πατέρα μου
Γέρασε μέσα στον μύθο αυτή η γυναίκα
κάποτε ήταν η παρότρυνση της άνοιξης
με ία μαλλιά βυθισμένα στη σελήνη
άνοιξε την πόρτα του δωματίου
και μπήκε
στο κρεβάτι ένας άντρας μεταμορφωνόταν
αργά
σε σύννεφο
από μια σχισμή του σύννεφου κοίταξε
βαθιά στις κρύπτες των περασμένων
τότε που έσειε τη νιότη του
κύτταρο του έρωτα
δεν είχε λόγο να ελπίζει
το ήξερε
η Γη έγινε θανάσιμη γι’ αυτόν.
Βγήκε στην άβυσσο
πυκνή βλάστηση από σιωπηλές αφηγήσεις γύρω
ο ήχος ενός βιολιού ήταν ό,τι απέμεινε
«Βρες το άρωμά σου εκεί»
ψιθύρισε
και προχώρησε
να ετοιμάσει το σκαρί
ενός καινούργιου ουρανού.
ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Αιωνιότητα η στιγμή που βραδυπορεί στο εφήμερο
απ’ το κενό που κανείς την αρχή του δεν είδε
η απεραντοσύνη διεισδύει αφήνοντας
ίχνη και δονήσεις αξόδευτου μυστικού
πηδώντας από νύχτα σε νύχτα.
Ριγούμε ανθίζοντας
απροετοίμαστοι ν’ αποδεχθούμε τόση σοφία
τυλιγμένος στις αυταπάτες του ο καθένας
μιλά με τη σκιά του
κάτι ανάμεσα στην ηχώ που απομακρύνεται
και στον αφρό των λέξεων.
Ό,τι αιμορραγεί χάνεται
και είναι για πάντα
ανάμεσα στο μηδέν και τον θάνατο
μια δίψα ποντίζεται ακατάπαυστα.
ΤΟ ΣΚΑΚΙ
Χτες βράδυ έπαιζα σκάκι με τον χρόνο
στα βαθιά μονοπάτια του ονείρου
όλα ήταν εκεί από καιρό
στη σκακιέρα οι θέσεις των άστρων έτοιμες
από τους στρατιώτες-μνήμες ως τον βασιλιά-ήλιο.
Ο χρόνος μεταμορφωνόταν διαρκώς
σαν άνεμος
ή
μια αθέατη οικειότητα της καρδιάς
«είμαι ο κατοπτρισμός που γέννησε η ζωή
τα γηρατειά οφθαλμαπάτη
ο έρωτας πλοηγός
για το ελλείπον φως του κόσμου»
ψιθύρισε
«θα ήθελα να ξέρω για ποιον πεθαίνω
δεν έλυσα κανένα αίνιγμα»
είπα
«ούτε κι εγώ
κανείς δεν προλαβαίνει την ανταρσία
το αίνιγμα είναι
αυτός που αγαπά
ελπίζω να το κατάλαβες τώρα»
θρόισε
φεύγοντας ο άνεμος
κι έσπρωξε μπροστά μου
στην άδεια πια σκακιέρα
την αιωνιότητα.
.
ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ (2018)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Προσπέρασα όλες τις ηλικίες τρέχοντας
στις αποβάθρες ταχυδρομεία του κόσμου
το αθέατο αιωρείται
αν κόψω ένα λουλούδι
στην άλλη άκρη του σύμπαντος
η αστραπή μιας ανομοιομορφίας
όλα είναι έτοιμα
ο παραλήπτης μόνο λείπει
καθυστερεί τον εαυτό του
στις ερημιές του κορμιού μας.
Κάθε ον η ιστορία της ανθρωπότητας
πρόγονός του μια σκέψη
η ύπαρξή του γενέθλια ευγνωμοσύνης
για ό,τι πέρασε
για κείνο που πρόκειται να συμβεί
το ανερμήνευτο μέσα του
ο άλλος
ό,τι απόμεινε απ’ αυτόν
η μια σκιά ακολουθεί την άλλη
πρόλογος και επίλογος μαζί
προχωρούν πέρα απ’ τις αυταπάτες του δρόμου
στιγμή που κρατάει αιώνια.
Παρουσίες ζωής
γεννημένοι στη ροή του ίδιου ποταμού
όμως δεν είμαστε το ποτάμι
κατοικούμε στις όχθες
σταγόνες ψηλαφούν την καρδιά μας
η ψυχή μας κοιτάζει τις πατρίδες
να απομακρύνονται
δεν ξέραμε για ποιον ή
γιατί ήρθαμε
ερωτευμένοι χωρίς ανταπόκριση
ρίζες μυστηρίου κρυφακούμε
της ροής την ηχώ.
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ
Ποιος άφησε αυτή την ημιτελή παρτιτούρα
ανάμεσα στη νιότη και τη νύχτα
παγιδευμένη στα οδοφράγματα του νου
το έμβρυο της ύπαρξης ανθίζει απερίσκεπτα
στην εκκρεμότητα που ανυπομονεί
φυσιογνωμίες αναδύονται
φωνές τού άλλοτε φωνές της σκόνης επιμένουν
πρόσωπα υπαρκτά ή
πρόσωπα που τα πρόλαβε ο χρόνος στο μεταίχμιο
όποιος έρχεται επιστρέφει ηχώ
περνά ο καιρός
περιμέναμε πολύ να ξεκινήσουμε
σ’ ένα σπίτι ψηλά στο αθέατο
φευγαλέες αισθήσεις και λέξεις
καράβια
σαλπάρουν στο νόημα του λίκνου
γνωρίζουν τίποτα δεν είναι έξω απ’ το φως
κι αίφνης το ποτάμι που κυλά
και το δάκρυ του Ηράκλειτου.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ
Ήχοι και λέξεις ημερολόγιο της πλάνης
στον ίσκιο τους ρέουν κατοπτρισμοί του αόρατου
φωνές και ονόματα
θραύσματα χαώδους αλήθειας.
Οι λέξεις δεν ενηλικιώνονται ποτέ
δονούν τις διαστάσεις
αναπηδούν από τις ραφές του ορίζοντα
του πληγωμένου ανθρώπου.
Ορθώσου πνεύμα παλιό από έναν άδειο τόπο
τι περιμένεις
ποιον εραστή καλείς μες στο τραγούδι σου
ορθώσου τον εαυτό σου να γνωρίσεις
προτού γίνεις καιρός.
0 άνεμος προσπερνά αδιάφορα
αυτόν που είναι μόνος
πιστεύει στα θαύματα
κι αλλάζει τον κόσμο κάθε μέρα
τον ανήσυχο νου
που αποκρυπτογραφεί χρόνια στην καρδιά του
τα δάση των μικρών τίποτα.
Η Γαία γνωρίζει το τέλος
κι ανθίζει.
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΛΙΚΝΟΥ
Όσο περνάει ο καιρός διαλύομαι
θαμπές εικόνες αύρες ναυαγισμένων λέξεων
άγραφες σελίδες
από πού προς ποιον
ανίσχυρος να συναρμολογήσω
το αβέβαιο πριν που υπήρξα
το χάσμα βαθαίνει
δεν θέλω να γυρίσω πίσω
ό,τι έγραψα το πήρε ο αγέρας
δεν ξέρω αν είναι λάθος που ήρθα εδώ
αν κι άλλοι χάθηκαν μαζί μου
στο μήκος κύματος της αοριστίας
αν η αλήθεια είναι μία ή
η ιδέα ενός λίκνου
παφλασμοί του κενού με σπρώχνουν
αυτή λοιπόν είναι η αιωνιότητά μου
αβέβαιη και συνεσταλμένη
ρίγος που διαπερνά το βάθος των πραγμάτων.
Οι μέρες της σύγχυσης θα περάσουν
το φως θεριστής θα οδηγήσει τον καπνό μου ψηλά
στην αθόρυβη θάλασσα έξω από τον χρόνο.
ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΟΙ
Μέσα μου κυλάει το τίποτα
και το πάντα
αύριο η παλίρροια του τίποτα
θα με εκσφενδονίσει
στο ανέτοιμο μέλλον
εκεί όλα τα ποτάμια χύνονται
σε άλλες θάλασσες
όταν εγώ ακόμα θα είμαι η ανταύγεια
μιας ασχημάτιστης λέξης
να συναντήσω την αόρατη νιότη
ανερμήνευτο κρυπτόγραμμα
των απομακρυσμένων στον χρόνο.
ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ
Όταν η ψυχή μου αγγίζει το άρρητο
η σκοτεινή ενέργεια αποπροσανατολίζει
τις αποστάσεις της καρδιάς
με απομακρύνει στις φαντασιώσεις της λήθης.
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Κόσμος ανεκπλήρωτη δυνατότητα
επιστρέφει πάντοτε
πλημμυρισμένος από έρωτα
μια προφητεία που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει
φωτεινά νήματα αργά μεταλλάσσουν
τις συχνότητες του χάους.
Ένα παράξενο φέγγος δονείται
στα άδυτα του νου μου
μέσα μου κρατώ ένα έγχρωμο ημερολόγιο
για τις μεταμφιεσμένες ψυχές
που ανθοβολούν
και μεταναστεύουν.
Ήρθαμε για να αφυπνίσουμε εντός μας
κάτι που θέλει να μας πει
για κείνο που περνάει οχυρωμένο
βαθιά στο αίμα
αγγίζοντας
ασαφείς διελεύσεις και περιγράμματα ιδεών
ένα βιβλίο ερμητικά κλειστό
στις σελίδες του ανασυντάσσονται
βυθοί και σύνορα
η αργοπορία μιας φυλής
από άνεμο και δάκρυα.
ΔΙΑΘΗΚΗ
Κάποτε έγραφε στον εαυτό του
έναν ολοσέλιδο ουρανό
«περιπλανώμενο νεύμα στο φέγγος
έφτασα εδώ
ολομόναχος
αυτός που τραγουδάει μες στη διορισμένη διορία
της μοναξιάς
ανακαλεί το θαύμα μετά μακριά σιγή
δεν είμαι αυτός που ήμουν».
Κάποτε έγραφε μ’ ένα τρυφερό χέρι
με τη ματαιότητα των λέξεων
«Ο κόσμος που άφησε στο πέρασμά του ο θεός
έμεινε για να θανατωθεί αμετάκλητα
ο θάνατος».
Μια νύχτα στο δωμάτιό του
κοιτάζοντας στην οροφή τον παγιδευμένο γαλαξία
πήρε φύλλο πορείας απ’ τη ροή
παρασυρμένος στους παράδρομους
της αιωνιότητας.
ΑΝΕΠΙΔΟΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
ανεπίδοτος έρωτας
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
γίνεται κύμα χιμαιρικό μονόγραμμα
τατουάζ ονείρου εισχωρεί βαθιά
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο
κι απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του
στη φωνή που το καλεί
καθώς το σώμα πριν να φύγει
γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα
ουράνιες καμπύλες κατοπτρισμών.
Η ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΑ
Όταν το μέλλον θα πλησιάζει την καρδιά μου
την ώρα εκείνη
θα παίζω στο πιάνο
κάτι που υπερβαίνει τη ζωή
για όσους δεν έχουν κανένα
να τους θυμάται.
Πώς μπόρεσα να φτάσω ως εδώ
διασχίζοντας το άπειρο
η χορδή του έρωτα
πάλλεται στους αιώνες
τη νύχτα όταν κοιμάμαι
η θάλασσα ταξιδεύει
τον έρωτα των γονιών μου
στον τόπο της μοίρας τους
η κάθε λέξη ζει
μέσα στις άλλες
ολόκληρη η ύπαρξη απόηχος μιας λαχτάρας
ν’ ακουστεί
κάτι ανάμεσα στον άνεμο και το φως
να εμφανιστεί
ανέλπιστα
η παραδοξότητα
το αληθινό όνομα των πραγμάτων.
.
ΣΤΟ ΚΑΦΕ «ΕΝΤΡΟΠΙΑ» (2017)
Στο ΚΑΦΕ «ΕΝΤΡΟΠΙΑ»
Έξω απ’ το παράθυρό μου εκεί
στη φευγαλέα ζωή των προαστίων
κάποτε ένα παιδί έσωσε τον κόσμο
γύρισε την πλάτη του στο κενό
δείχνοντας το αστραπιαίο πέρασμα του μυστικού.
Στο καφέ «Εντροπία» συγκομιδή ψυχών
οι θαμώνες αφουγκράζονται ανήσυχοι κάτι αμετάκλητο
ένας μεταλλαγμένος άνεμος εισβάλλει στις αισθήσεις
διασπά το χρόνο σε μοναχικά συμβάντα
τις λέξεις σε τρομαγμένα πουλιά.
Ρέω σε θάλασσες σωσίες υδάτινους λαβύρινθους
κάθε άνοιξη είναι ένα αβέβαιο κρυπτόγραμμα
πού πάει όλη αυτή η θύελλα που με γέννησε
πού μεταναστεύει.
Αυτό που πέρασε αστράφτει απρόσιτο
ό,τι έρχεται ζει εδώ
ανάμεσα σε μας και τους παγετώνες.
ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ
Αυτόπτης μάρτυρας της αιωνιότητας
άνοιξα την πόρτα του μύθου και βγήκα
στη στενότητα του σύμπαντος
περιμένοντας στη σιωπή την εποχή της γαλήνης
εκεί που το αίμα κατοικεί με τις χορδές του.
Η σκιά μου κουβαλά ενοχές άδειων τόπων
συναρμολογημένο δίλημμα ο καιρός
αυτοσχεδιάζει ανάμεσα
στο ποτέ και το πάντα.
Μπαλόνι που υψώνεται
στο γαλάζιο αιθέρα τ’ ουρανού
γενέθλιο κύμα παιδικής ξεγνοιασιάς
είδα τον καιρό της ακμής μου ν’ αλλάζει
σ’ ένα πληγωμένο φωνήεν.
Χιονίζει διαμελισμένες ψυχές
σε μια πατρίδα αφημένη να πεθάνει
πόλεις από καπνό διάτρητες διαθήκες
πού θα μπορούσαμε να ζήσουμε
σε ποιο ιδανικό τόπο
πηγές της δίψας μοσχεύματα ανεκπλήρωτης προφητείας.
Θα υπάρξει καιρός
για το ναι ή το όχι
μετανάστες απ’ το πουθενά στο πουθενά
η αλχημεία μιας περιπέτειας όπου όλα τα βλέφαρα κλείνουν.
Σε αόρατες κατακόμβες μαίνεται η ανυπότακτη νιότη.
ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΜΗΝΥΜΑ
Το θαύμα γεννήθηκε από μια επανάσταση
υπάρχει όσο υπάρχουμε εμείς
τ’ αποκηρυγμένα ποιήματα
στα ορφανοτροφεία ψυχών.
Κάποιοι λένε μας ξέβρασε ο χρόνος
συσσωρευμένες μεταμέλειες της ροής
εδώ μας έφερε αγέρας μακρινός
περνώντας τις εποχές μέσα απ’ τα μαλλιά μας.
Ποιοι είμαστε τέλος πάντων και μιλούμε με μισόλογα
και με χειρονομίες της σιωπής
γιατί μας δένει αυτός ο νόστος
με όσα μας υπερβαίνουν.
Νιώθω καθώς το ημιτελές μήνυμα
που κουράστηκε ν’ ανιχνεύει προορισμούς.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Το θαύμα αιωρείται πάνω από την άβυσσο
η καρδιά ανοχύρωτη προχωρεί
σε κάτι ήδη χαμένο.
Μακριά ένας πλάνητας ποταμός
κι ο νόστος του δανεισμένου καιρού.
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Ενθάδε κείται
η αγνότητα που στασιάζει πανιού
για να μετενσαρκωθεί
αιώνιος πόθος αρχαία επιστροφή
σε πλοηγό όλων των ροών
κάτω απ’ την αποπλάνηση των άστρων.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ήξερε πάντα ήταν παιδί
μιλούσε με όνειρα
οι λέξεις του σμήνη πουλιών πλοηγοί ατραπών
ανέπνεε τη στάχτη των προγόνων του
προδομένος στη συνωμοσία του σύμπαντος
ήξερε
έτσι γράφεται το μεγάλο ποίημα
η ζωή αντικατοπτρισμός της νιότης ενός άλλου κόσμου
η κάθε μέρα που περνά αθάνατη
και δε γυρίζει πίσω.
Η αιωνιότητα βουτά στο κενό και τινάζεται
όπως ο μουσκεμένος σκύλος στο νερό
χαίτες γαλαξιών αινιγματικοί κονιορτοί του έρωτα
σαν κάτι από παλιά να ’χε πολύ πονέσει.
Στο εφήμερο περιθώριο της ροής
ο άνεμος θα συνοδεύει πάντα
αδιάφορες ιστορίες ταξιδιωτών.
Ήξερε πάντα
ένα παιδί γεννημένο από ουτοπίες.
ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
0 δρόμος πηγαίνει εκεί που πηγαίνεις εσύ
το σώμα σου μουσείο του χρόνου
άνεμοι και θραύσματα ταξιδεύουν
οι φυλές που σε γέννησαν το κατοικούν
η άβυσσος πατρικό σου σπίτι αποικία ονείρων
αδέσποτα μονοπάτια με θέα το απροσπέλαστο
κι εκείνη η λαχτάρα ν’ αντέξεις
η χαρά και τη λύπη.
Έξω ήταν πάντα το ναυαγοσωστικό της νύχτας
ίο ωάριο του έρωτα δραπετεύει από μακριά
η απατηλή εφηβεία του θαύματος συμβαίνει
άγρυπνά από σελίδα σε σελίδα.
Η ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Τί χρειάζονται οι ορίζοντες
σε όποιον μετά την καταιγίδα ορθώνεται
κρεμασμένος από μια ανταύγεια
σε κείνον που περπατά αναπνέοντας
το κυάνιο τ’ ουρανού
τί παραπάνω έχουν να δώσουν
τα ταξίδια τα βιβλία τα δάκρυα
σε κείνον που ανοίγοντας την πόρτα του ένα πρωί
χάνεται στις εποχές.
Περπατά στις αποβάθρες της Σαλονίκης
στο βουερό πλήθος που δεν είναι πια εκεί
είναι αργά ν’ αγαπηθεί και το ξέρει
η σιωπή παίρνει το σχήμα του ανέμου
ετυμηγορία παλιά όσο η ζωή
ο κάθε θάνατος οδηγεί στη δική του επανάσταση
κι έτσι αόρατος καθώς είναι γνωρίζει
η νίκη άλλο δεν είναι
παρά η μάσκα της ήττας
στο βάθος του μονοπατιού.
ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ζωή και θάνατος αειθαλής ενέργεια
μέσα από ιστιοφόρους λαβύρινθους που άφησε φεύγοντας
ο μέγας Απών ανάμεσα στους απόντες
στην αρχή του χρόνου μια γεννήτρια ψυχών
καθελκύει παράδεισους και αδιερεύνητους ορίζοντες.
θα ’ρθουν άλλοι άνθρωποι
οπό νιογέννητους καιρούς
δε θα θυμούνται κι ούτε θα νοιάζονται
αν εμείς οι Νεάντερταλ της εποχής τους
ονειρευόμαστε κάποτε την ύπαρξή τους.
Λέξεις βγαλμένες απ’ το κενό για το κενό
τί άλλο είναι ένας στίχος απ’ τον έρωτα των προγόνων
σφυροκοπάει τη δική μου καρδιά
και από κει το χέρι
σαν ένα σκαλοπάτι στην άβυσσο
νεύμα σ’ όλους και σε κανέναν.
Στο παρασκήνιο
ανάμεσα στον αφανισμό και την ουτοπία
υπάρχει κάτι
η παλινόρθωση μιας αιώνιας στιγμής.
ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Έτσι λοιπόν υπάρχω κι εγώ βαθιά θαμμένος
στη μνήμη άγνωστου όντος
όταν το φως πέφτει πάνω μου
αντιλαμβάνομαι την κίνηση στην αντίπερα όχθη
κάτι που έρχεται από έναν ασταθή κόσμο
μ’ έταξε ’δώ να συναντήσω το στρόβιλο της μοίρας μου
αιωρούμαι στη μεθόριο ακατάπαυστης διαδρομής
κάθε σπόρος μεγαλώνει μια μητρική αγκαλιά
κάθε ζωή είναι η τελευταία.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΝΕΙΡΩΝ
Κρεμόμαστε ανάμεσα στο χρόνο και το διάστημα
φευγαλέες συλλήψεις
γονίδια μυστηρίου και έκστασης
ιχνηλάτες μετάλλαξης υφαίνουμε το χάος
της καταγωγής μας
στις μήτρες της ζωής και του θανάτου
τίποτα δε σώζεται τίποτα δεν πεθαίνει
με λέξεις ιδέες παλίρροιες της σκέψης
χτίζουμε στο άπειρο την επανάσταση
ενός προσχεδιασμένου ονείρου.
.
Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ (2015)
ΤΑΞΙΔΙ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΣΥΜΠΑΝ
Ποτέ δεν μπόρεσα να γράψω
ένα αληθινό ποίημα
ο πόθος μου ήταν μόνο να γνωρίσω
τις αισθήσεις που μου έλειπαν
να βρω μια συγκεκριμένη σταγόνα απαστράπτοντος ύδατος
στα βάθη ενός μυθικού ωκεανού.
ΘΡΟΙΣΜΑ
Έγραφε στον θεό
για το ανέραστο χάος
τα γερασμένα τοπία της σκόνης
και καθώς έγραφε οι σελίδες
αργά βυθίζονταν στη σιωπή
ώσπου ο ίδιος έγινε
μια ιδέα του θεού
ερμητική κι ανάλαφρη
σαν το αεράκι που φύσηξε απαλά
και την πήρε μαζί του πέρ’ απ’ τους φράχτες.
ΑΡΑΓΕ
Στο αρχέγονο χειρόγραφο τ’ ουρανού
αποτυπώματα άστρων
και η φθαρμένη χρονολογία της γέννησης μας
στις διαστάσεις κρυμμένη ασήμαντων ημερών.
Άραγε είναι αληθινός αυτός ο κόσμος
ή σκευωρία του νου
διασταυρούμενοι αντικατοπτρισμοί πεπρωμένων
παιχνίδια αυταπάτης
είναι αληθινός ο θάνατος
μαντατοφόρος σκοτεινών περασμάτων
ή ο από μηχανής θεός
που σώζει την τελευταία στιγμή
τα προσχήματα
από ματαιωμένες συναντήσεις.
Έτσι κι αλλιώς η βάρκα μου διασχίζει
τη γύρη που συνεχίζει να πέφτει
με το μισό πανί υψωμένο
και το άλλο μισό σύννεφο με οδηγεί
στο απρόσμενο
στο πρώτο κινούν.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Στην αρχή της ζωής γραμμένο το εφήμερο
γνώση στη λάμψη της αστραπής χαραγμένη
όσα ο άνεμος παίρνει κυλώντας
το κενό θηρευτής ναυαγίων συναρμολογεί
και το κύμα το αβάσταχτο λάθος εξαγνίζει
ιχνηλάτες στο έλεος χαμένοι
ό,τι ακόμα αντιλαμβάνονται σαν άνοιξη διασχίζουν
ένα ηττημένο ραντεβού στις χαώδεις ρίζες θυμούνται
στην πατρογονική ερημιά οδοιπόροι.
Η επόμενη στιγμή ποια θα ‘ναι τι θα φέρει
τι άλλο είναι η επανεκκίνηση
από μια νεανική ωδή για το τέλος
ο ορίζοντας η μοναξιά το χέρι
που ζωγραφίζει τους αστερισμούς
σκηνικό παράστασης που δεν μας ανήκει.
Η σοφία καθελκύεται στο πέραν.
Ο ΠΡΟΓΟΝΟΣ
Ο τόπος του είναι αυτός
αργοπορημένος χαιρετισμός το κύμα
έρχεται απογυμνωμένο
ομαδική νύχτα που μοιράζεται
ό,τι η ψυχή έχει στερηθεί
μια απόσταση αθωότητας νεύμα του νόστου
κραυγή όντος μακρινή.
Ο πρόγονος τραγούδησε
την ιστορία των μύθων ερημιές των αιώνων
αναρχικό αιμοσφαίριο νησί
ταξιδεύει
βαμμένος έρωτας που φλέγεται
κείται μπροστά του αχανές το νόημα
γλώσσα φτιαγμένη από ασύλληπτα βάθη.
Θα πεθάνει χωρίς θάνατο
ένας ματαιωμένος ερχομός
αγνοούμενο βρέφος
εκστατικός κανένας
καθώς πλασματικά τα χρόνια περνούν
ένα υπερβατικό φεγγάρι πάνω απ’ τον Όλυμπο
φυσαλίδα λάβας
χαμένη ιδέα που περιπολεί βαθιά στις εποχές.
Κάτω απ’ τα θεμέλια της απόστασης
κοιμάται τώρα
ο πρόγονος
μια θημωνιά από όνειρα
το σύμπαν
έγινε η συνείδησή του.
ΚΑΡΟΥΖΕΛ
Η ζωή γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της
καρουζέλ
στο κέντρο μια απειροελάχιστη οπή
κβάντο του τίποτα
κινεί τα πάντα
για να επιστρέψουν στο άπειρο.
ΛΙΚΝΙΣΜΑ
Κι όταν στης ύπαρξης το μακρινό ταξίδι
κάπου ανάμεσα στην εφηβεία και την παραδοχή
στη συμβολή των καταιγίδων έρθει ο άγγελος
και σου μιλήσει για τον αφρό των κυμάτων
μην αρνηθείς
την κλειδαρότρυπα των άστρων περνώντας να γνωρίσεις
μιαν ολότητα
που η αλήθεια του αγέρα υψώνει
στο ανεξιχνίαστο γαλάζιο της μετακίνησης.
ΤΡΙΖΟΝΙ
Όταν τα βήματα τον φέρνουν
στο πατρικό του σπίτι δίχως στέγη
μάτι ορφανό
κάτω απ’ τη φουσκονεριά των άστρων
δίαυλος ερειπίων ανάμεσα
στις προσδοκίες και τα φυλλώματα της νύχτας
ιστία πανιά υψωμένα
πορεία στη μακρά σιγή
αργοπορημένος επιβάτης που ξέχασε να φύγει
τριζόνι προδομένη ηχώ των προγόνων
σείοντας τον χρόνο
επιστρέφει λάμνοντας
βαρκάρης του χαμού
κυλάει στο γενέθλιο κύμα
για κει που κανείς δεν περιμένει
το λίκνο που γεννήθηκε μόνος.
Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ
Εκατομμύρια ψυχές
γύρω απ’ τη φλόγα Γη
παλίρροια ονείρων
πασχίζουν ν’ αλλάξουν τη ζωή που τους έλαχε
όμως ο άνθρωπος και το ποτάμι
δεν γυρίζουν πίσω
χύνονται στη θάλασσα και το χώμα.
0 ουρανός απλότητα ολοένα μεγαλώνει
το χιόνι είναι χιόνι ο αγέρας
αγέρας μια μαγεμένη σκέψη ο άνθρωπος
σε κάψουλα μέσα ταξιδεύει
κι ο νους περιπλανώμενη φλόγα
για ένα άπιαστο έαρ.
Μιγαδικό ον σωματίδιο του φανταστικού
μισός έμπνευση μισός χάος
είδωλο θαμπής αρχής
άγνωστος που του δώσαν ένα όνομα
για να τον αγαπήσουν
και να τον ξεχάσουν.
Σ’ αυτό το μισοπέλαγο φύλλο κατοικεί
ψυχή βαθιά αμείλικτη αγνότητα
εκστατικό κύμα μακρινών διαδρομών
κρύβει το μυστικό του αέναου
ενσάρκωση αλχημιστή θυμάται
το προγονικό ναυάγιο την άσκοπη επανάληψη
ανέλπιδα ονειρεύεται
τη φευγαλέα μετάλλαξη της άγνοιας
σε σοφία.
Η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ
Πέρασε τόσος καιρός
χωρίς κανείς να με ρωτήσει
γιατί της μοναξιάς οι δρόμοι βγάζουν παντού
πότε τα όνειρα απέκτησαν βαρύτητα κι έγιναν
καταρρέουσες μάζες νετρονίων
απόντες εμείς την παρουσία ψηλαφώντας
μπορούμε ν’ αλλάζουμε σε κάτι
βαθύ και απρόσιτο όπως το φως.
Στη λάμψη της αστραπής γρήγορα όλα θα συμβούν
ένα χέρι θα γυρίσει τη σελίδα
πίσω συσπειρωμένες οι άλλες πραγματικότητες
η αθέατη ιστορία του αέναου τέλους κρυμμένη
ποτάμια που χύνονται σ’ άλλα ποτάμια
ωκεανοί στοές άλλων ωκεανών
πανάρχαιες ψυχές απ’ τις σελίδες των βιβλίων σκαρφαλώνουν
φεγγοβολώντας τον ανθό των νοημάτων.
Η πάλλουσα μονιμότητα του παρελθόντος
κι ο υπαινιγμός του παρόντος ίσως να είναι
εναλλακτικό σχέδιο του μέλλοντος
για να φτάσουμε ως εδώ
σε μια φυσαλίδα μέσα κωπηλατώντας
πολλοί
άπειροι
ακούγοντας τη σιωπή.
ΑΝΤΑΡΣΙΑ
Το κέντρο του θαύματος παντού
το πεπρωμένο τού πουθενά
όλη μας η γνώση ερωτηματικά
ίσως να σήμανε η ώρα να συναντηθούμε
μ’ αυτό που γυρεύει να εμφανιστεί
ή τις αισθήσεις μας η αλήθεια ανεπανόρθωτα προσπέρασε
κι εμείς πρόσφυγες μες στο θαύμα
ποιμένες της έκστασης του κενού
για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας
αν με τραβάει κάτι είναι η δόνηση
πριν απ’ την πτήση των πουλιών
και η αλχημεία των άστρων στ’ αρχαία μουράγια
ρίχνει η ζωή τα δίχτυα και ανασύρει
τον χρόνο και την περιπλάνηση
το τέλος του παιχνιδιού παίχτηκε ερήμην
κάπου αλλού
δεν θέλω να περιμένω άλλο
όρθιος μιλώ
για την ψυχή που πυρακτώνεται και λάμπει
για τον καπνό την τέφρα που αναθρώσκει.
Ο ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ
Ήσουν πάντα εκεί
αν και ποτέ δεν ήσουν
ταινία τραβηγμένη απ’ άλλου χέρι
κι εγώ περαστικός κομπάρσος
δεν έχω τίποτα άλλο ν’ αγαπήσω
απόγονος της ουτοπίας
βραχείας διάρκειας χωρίς αποσκευές
αγάπησα τη φευγαλέα στιγμή
τον ανεπαίσθητο κυμάτισμά της αυγής
ίσως να είσαι για πάντα εκεί
δεμένη με τη διαφυγή
το μυστικό της αλήθειας στο βάθος του λάθους
μεταναστεύει διασχίζοντας παράπλευρους δρόμους.
Τότε που έλειπα στην Κολχίδα τ’ ουρανού
ταραχή ενός ορίου που διέφυγε λάθρα
εσύ μου έδειξες
σειρήνα του αίματος
πόσες ζωές πρέπει να βαδίσω
απ’ την ορμή του κύματος σπρωγμένος
ν’ ακούσω την αληθινή ιστορία της θάλασσας.
Ανταρσία ψυχής που λαχταράει να ελευθερωθεί
απ’ τον πυθμένα της σιωπής
ξαγρύπνησα για μια μέρα που δεν υπάρχει
νεύμα από φως
μάθε μου τώρα τον τρόπο
να σε ξαναδώ για πρώτη φορά
μάθε μου να είμαι
η στιγμή που δονείται.
.
ΡΟΥΣ ΚΑΙ ΡΟΗ (2014)
POH I
Κι αν κάποτε η ψυχή θα με ρωτήσει
γεννήθηκα και πέθανα εδώ θα πω
σ’ αυτόν τον τόπο και τον άλλο
άγνωστος μεταξύ αγνώστων
το φύλλο που πέφτει απ’ το κλαδί
ποτέ στο ίδιο δέντρο δεν ξαναγυρίζει
αν στη βουή αφουγκραστείς
σίγουρα θα μ’ ακούσεις
είμαι η ροή θα πω
είμαι το νεύμα
η σκόνη της στιγμής που φεύγει.
ΓΕΡΝΑΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Στον Τόλη
Γερνάει το σύμπαν
γερνάει
οι γαλαξίες σχεδίες απομακρύνονται για να γνωρίσουν
ξαναγυρίζοντας στη νιότη
στο υπόγειο της δημιουργίας
η αγωνία του τυχαίου να διαιωνίσει
έναν ανομολόγητο πόθο
αίσθηση της ροής σε μια άδεια θάλασσα
είμαι ο πρώτος που μπήκα
μετάσταση προσωρινότητας
αποπλάνηση φανταστική η ζωή
ο θάνατος βαρκάρης της αθανασίας
και η αιωνιότητα αέρινη σκέψη περαστική
συγκοινωνούντα δοχεία αφίξεων και αναχωρήσεων.
Υπάρχω μες σε κάτι
ανύπαρκτο
ό,τι μου μοιάζει είναι ο κανένας
που αργοπορεί
κάτω απ’ το δάσος των αστερισμών
τραβώντας προς το άπειρο
πάνω από ένα θλιμμένο παράδεισο.
ΕΝΑ ΙΣΤΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
Απ’ όλες τις παρουσίες γύρω
είμαι ’γω ο ανακυκλωμένος αντικατοπτρισμός
απ’ τις ίνες της βροχής και του ανέμου
με κόκκαλα από σάρκα και λήθη από τα χάη
που απομακρύνεται
κουράζει η ζωή το σώμα όχι την αυταπάτη
ανάμεσα στην απουσία και τη λήθη
μια θάλασσα μοναχική
ένα ιστίο για τον καθένα μόνο.
Οι έννοιες συστρέφονται μέσα στο σχήμα τους
αλλάζουν μοίρα και διαστάσεις
αδιόρατο πάθος που μαίνεται
τρικυμία φιμωμένη και πέρα
οι ξέρες του πεπρωμένου.
Υπάρχει μια ημερομηνία στο θαύμα.
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Εγώ επινόησα τον εαυτό μου
ιθαγενής του απείρου
εδώ μ’ εξόρισε η βαρύτητα
λες κι η ζωή είναι ένα μονοπάτι για την άγνοια
τι να τον κάνω τώρα τον Οδυσσέα
συνείδηση της φυλής που αυτοκτονεί
έτσι που στέκει κι αφουγκράζεται
τον ήχο των κουπιών πανί στον ορίζοντα
το θαύμα που αέναα συσσωρεύει σκόνη ονείρων
τώρα που η διαφάνεια των μύθων φθάνει ανέπαφη
περ’ από κείνον περ’ απ’ την Ιθάκη.
ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ
Όλες οι απόπειρες να μεγαλώσω απέτυχαν
έπρεπε να είχα κόψει δρόμο τότε
προτού αποσπαστεί η άνοιξη απ’ τον ουρανό
το ποτάμι δεν είναι πια εδώ
μένει μόνο τ’ όνομά του
ήχος μιας αόριστης ματαιότητας
περνά σ’ εν’ άδειο μακριά
με μια ενδόμυχη επιθυμία λήθης
Στο βαθύ υπόγειο της ψυχής
ένας άχρονος άνεμος φυσά
δονεί και δονείται
δεν γνωρίζει την ύπαρξή του
και δεν έχει απαντήσεις.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ
Τι είναι αυτή η σκιά στο παράθυρο
το βλέμμα του χρόνου αγγελιοφόρος εξόριστος
χάνεται στη λάμψη της αστραπής
κι απρόσμενα ξαναγυρίζει
απειλή ή υπόσχεση
γεμάτη συγχορδίες παλιές αποκόμματα ημερολόγιων
παράξενα μονοπάτια άγνωστους προορισμούς
πάνω της αιωρούνται ήχοι καταρραχτών
βήματα αποδημητικών θεών απομακρύνονται
κοιτάζει μέσ’ από μένα πέρα απ’ το φεγγάρι
δεν θα ’μαι για πολύ εδώ μου λέει
μήτε και συ
είμαστε οι φύλακες του μυστικού
της κάθε μέρας που περνά
έχουμε να μάθουμε πολλά ακόμα στο δρόμο.
ΑΛΛΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Το σπίτι μου είναι μακριά
στις εκβολές του φωτός στην καταχνιά της μοναξιάς
παράλληλο της πραγματικότητας που εξανεμίζεται
αρχέγονη νιότη σκέφτεται
τον εαυτό της κι υψώνεται
στην κατακερματισμένη ενότητα που μας επινόησε
Θα μπορούσα να ζήσω εκεί
διασχίζοντας τοπία εξουθενωμένων διαστάσεων
πίσω απ’ τις προσόψεις των εποχών
που βλέπουν άλλες θάλασσες
για κάποιο λόγο υπήρξα ένα έκθετο
κάτω από τόσους ουρανούς
θραύσματα ψυχών συγκλίνουν μέσα μου
σβήνει η ηχώ στο κενό κι αφουγκράζεται
τον αντίλαλο παλιάς ανάμνησης
εκείνου που δημιούργησε τη νύχτα.
ΡΟΥΣ ΚΑΙ ΡΟΗ
Θα ’θελα να ’μαι ένα πουλί στην κουπαστή του χάους
σώμα από λάμψεις που ψαύει
ανείπωτες εκδοχές
μια γλώσσα εντός μου ορφανή
λέξεις που θραύονται
αναζητά την οδό για το απρόσμενο
μια διαδρομή που δεν γνωρίζει την ύπαρξή της
και δεν αναρωτιέται
όπως οι βράχοι απολιθωμένη ηχώ των ακτών
ακίνητοι πορεύονται χωρίς να ρωτάνε
Πλάι μου κάποιος μιλάει στη γλώσσα του ωκεανού
φεύγοντας να δει την ετοιμόγεννη αθωότητα
περιπλάνηση στο συμπαγές κενό
σκαρί σκουριασμένο επιμένει
στη σελίδα που τέλειωσε και δεν λέει να γυρίσει
ένας αγέρας ανώνυμος σηκώνεται μέσα του
ρους του βυθού αδιόρατος ερχομός
συντρίβεται η στιγμή και παίρνει
όλους τους δρόμους που οδηγούν στο θαύμα
ολόκληρη η ζωή του άγρυπνη χίμαιρα
να πει μια μόνο λέξη θέλει
βαθιά και αδυσώπητη
για να πιστέψει
Πίσω απ’ το γενεαλογικό δέντρο της αιωνιότητας
αποτραβιέται το χρυσόμαλλο δέρας
η τραγωδία του μακρινού σινιάλου
στο αόρατο κέντρο του ανεξήγητου
η καρδιά του μηδενός είναι το Ένα
από πάντα εκεί βρέχει ανταύγειες
παλίρροιες μ’ αινιγματικά μήκη κύματος μεταναστεύουν
το αλφάβητο της περιπλάνησης ανυψώνεται
μελάνι απ’ τη σκόνη των άστρων
στα μαλλιά της γυναίκας ψηλαφώντας
γράφει λέξεις
από τότε που ήταν κορίτσι
στα ιερογλυφικά του λυκόφωτος
αποβάθρες της νύχτας
φανοστάτες του έρωτα
στα μουράγια ο καλπασμός της αθωότητας
περπατώ και δίπλα μου
αγκυροβολημένες οι αισθήσεις στην αέναη ροή το ανείπωτο
το αύριο είναι ήδη εδώ
ποιος ν’ αποκρυπτογραφήσει; τι;
το κάθε άστρο μια λέξη ίχνη λαβύρινθου
ένα τραύμα παλιό που δεν κλείνει
μυστικά τα κλειδιά του Γαλαξία
η κιβωτός των χαρταετών
τόσα αντίο ριγμένα χωρίς παραλήπτη
ο σπόρος που φυτέψαμε
δεν είναι για το χώμα
θα βγει να συναντήσει τα σύνορα των πραγμάτων
να γνωρίσει
τα περάσματα των προορισμών
Ό,τι αφήνει κανείς πίσω είναι δρόμος
οβολός της θνητότητας
γλάρος που αιωρείται στην πλάνη της απόστασης
για λίγο υπάρχουμε στη συμβολή των κυματισμών
εκεί η πέτρα ονειρεύεται να γίνει βουνό
η χλόη τη νύχτα δέντρο
η γραμμή του ορίζοντα νήμα της προσωρινότητας
το λουλούδι που για σένα θα ’κοβα.
Έχει πολλές πατρίδες το ποτάμι
κυλάει δεν σκέφτεται, κυλάει
φορτωμένο εποχές και ανθρώπους
αυτό που αφήνει πίσω
στιγμές νερού
σύντομες ανθισμένες νύχτες
στη ροή ανεξάντλητου μυστικού.
ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Βιβλία ανοιχτά
φιμωμένο το άπειρο το βάρος του ακουμπά
στις σελίδες σφηνωμένη η αθανασία χωρίς τέλος
κανείς δεν ξέρει τι απέγινε το άγγιγμα του Θεού
απ’ τη βουή της θάλασσας τις κοίτες των ποταμών
αναδύεται πολύς πόνος
για την πτώση των εποχών
το λιμάνι άδειο
κι ένα καλοκαίρι πέρα
σαν αποτραβηγμένη ψυχή
και η βάρκα απ’ τη μοίρα οδηγημένη περνάει
φορτωμένη ανέτοιμα βρέφη μετανάστες
μιας ατέρμονης πολλαπλότητας.
Στις ανακωχές και στους αντίλαλους
η ιστορία διηγείται το μύθο της.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΛΑΟΣ
Είμαστε ένας παράξενος λαός
φυλή διαττόντων
αστροσκόνη στους μύθους των άλλων
ενάλιος πλούτος της μοίρας
εξόριστος στις αίθουσες των μουσείων
ορίζαμε κάποτε τη φωτεινότητα του πουθενά
γερασμένοι κωπηλάτες της ιστορίας
γυρεύουμε ένα όνομα γι’ αυτό που λείπει
τη διαιώνιση μιας απούσας διαδρομής
για τη ροή στο απρόσμενο
τον τόπο που οι πεθαμένοι θεοί
αναπνέουν ακόμα.
ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ
Στο κατώφλι τού παντοτινά απόντος αύριο κάθομαι
χειρόγραφο του Θεού φθαρμένο
καθρεφτίζομαι
στον αμφιβληστροειδή του σύμπαντος
κέλυφος της ουτοπίας που εξελίσσεται
αμετανόητο άγγιγμα μες στο κοχύλι
ώρα που ο καθένας είναι πια μόνος
όποιος κι αν πέρασε κάποτε από μέσα του
ποιος ξέρει σε ποιο τόπο έχει ξεχαστεί.
Η εκκίνηση δόθηκε ερήμην
στα δέλτα των εκβολών ο ουρανός γεννά
λαβύρινθους αινιγμάτων καινούργιους Οδυσσείς
διαδρομές αθέατου έρωτα
στην προαναγγελθείσα χαρακιά του κόσμου.
ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΗ ΖΩΗ
Το μακρινό ταξίδι του σύμπαντος στη γνώση
δίνει υπόσταση στον άνθρωπο
απόγονο των άστρων
ανολοκλήρωτο μόριο σ’ ανολοκλήρωτο κόσμο
υπονομευτές του χάους το νερό και ο ορίζοντας
μας πηγαίνουν
στα άδυτα ατέλειωτων περασμάτων
στην άκρη των φύλλων έρπουν τα χνάρια του πεπρωμένου
πατημασιές εποχών που ’χουν περάσει
ολόκληρη διαδρομή σφηνωμένη στην άγνοια
κανείς δεν θυμάται κανένα.
Η αναπνοή είμαστε εμείς
κάτι περισσότερο απ’ το καλό ή το κακό
το S.O.S. του αιώνιου άλλου μισού
ποιος ξέρει αν κάποιος ακούει το χτύπο
πίσω απ’ των νοημάτων τον τοίχο
ίσως στην άλλη πλευρά ακέραια υψώνεται
της αυγής μας η πρώτη μέρα.
ΦΩΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
Είμαστε εκεί αγέννητοι
όλοι και μόνοι
μες στη συνείδηση του άχρονου
το έμβρυο της αβύσσου
κουλουριασμένο στο βρόχο της νοσταλγίας
δακτυλικά αποτυπώματα της μοναξιάς
ο λυγμός τού αύριο
στο κύτταρο του μηδενός.
Ασφυκτιούν το φως και ο χρόνος
ονειρεύονται άλμα στο άγνωστο
μαζεύουν τους ανέμους και ξεσπούν
ένα βέλος από άγνωστο χέρι σημαδεύει
την καταγωγή της εφηβείας
κι η αθωότητα του πεπρωμένου γίνεται ιστορία.
.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ (2011)
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Μου είπε κάποτε η αδελφή μου η βροχή
από τη γέννησή του το φως
αναζητά το δημιουργό του,
οι ψυχές το κβαντικό αλφαβητάρι του Θεού
ακροβατούν στα χνάρια μιας μυθικής νιότης
σκορπίζει ο άνεμος
αποτεφρωμένους αιώνες
ασθμαίνοντας φωτίζει
το παγιδευμένο έρεβος.
Είναι αργά στη νιότη του.
Ανασηκώνονται τα βουνά στον ουρανό
φάροι αποδημητικοί
ενός ανερμήνευτου νόστου
από το βάθος της εντροπίας
ο πατέρας μου γνέφει
δείχνοντας κατά το παρελθόν του γαλαξία.
Το χρονικό της σιωπής παραμένει
μακρινό ποδοβολητό
αιωρούμενη απειλή,
κανείς δεν ξέρει αν έρχεται ή φεύγει.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ
Έξω απ’ το παράθυρο μου
βιαστικοί αγγελιοφόροι
μεταφέρουν ανερμήνευτες συγχορδίες
στα σκουριασμένα κύτταρα της προαιώνιας θλίψης.
Πέρ’ απ’ το τίποτα
η οδύσσεια του Θεού
στο αδιαπέραστο
στ’ άδυτα της Ιθάκης.
ΡΟΗ
Γύρω μου διακτινίζονται σιωπές
ανάμεσα σε μια Κυριακή
και στο φουρτουνιασμένο χάος
ποτάμια περνούν απ’ το παράθυρό μου
χύνονται στην παιδική ηλικία του γαλάζιου.
Τα βράδια ένας σκοτεινός άνεμος
δραπετεύει από το κελί του
τραβάει σ’ ανακυκλωμένες διαστάσεις
όπου οι συνειδήσεις ονειρεύονται
ξεχασμένους προορισμούς
αθώες εκτάσεις μοναξιάς.
Πέρα μακριά αναδύεται η αύρα
ενός απρόσιτου ωκεανού.
ΤΟ ΔΙΧΤΥ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Από κάτι σαν λυγμό
ξυπνάω τις νύχτες
η βαρύτητα έρχεται καταπάνω μου
το απρόσιτο έκανε τον ουρανό
για να κρυφτεί στις πτυχώσεις του
μη με ρωτάς πού πήγε η νιότη
οι παλιοί φίλοι
συσπειρωμένοι γύρω απ’ την εφηβεία
περνούν με τους ήρωες
σε μια εφήμερη αιωνιότητα
ανεπιστρεπτί,
το γραμματοκιβώτιο γεμάτο βροχή
τα γράμματα της θάλασσας φθάνουν
τη ματαιότητα του φεγγαριού ακολουθώντας,
χρόνια πριν γεννηθώ
ήμουν ένα θραύσμα φανταστικής συνείδησης
παγιδευμένο στο δίχτυ του χρόνου
σε μια περιπλοκή του καιρού.
Απ’ όλα τα ναυαγισμένα πρωινά
σηκώνεται πίκρα ιστιοφόρα
πυξίδα του πουθενά γεννάει
ένα παράξενο πουλί που αυτοσυγκεντρώνεται
λίγο προτού να εκραγεί σε νότες.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Ανάμεσα σε δυο αβύσσους
η μοναξιά περαστική
φευγαλέος κυματισμός
στους ώμους της φυτρώνουν διάττοντες.
Η περιπλάνηση του χρόνου τελειώνει
κι η αγάπη δε γεννήθηκε ακόμα
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στη σιωπή
οχυρωμένη στο φως
ελαφρύτερη απ’ το τίποτα
η ακαθόριστη πτήση των σινιάλων
γιατί όταν ερχόταν ο λόγος
ήμουν αλλού
η μνήμη σ’ άλλες απόκρημνες διαστάσεις.
Δέντρο γερμένο στο κενό
γερασμένη ανάμνηση στον άνεμο
οι άνθρωποι
μα πιο πολύ
ο απελπισμένος έρωτας του ανέφικτου
ιερογλυφικά
κυοφορούμενου πεπρωμένου
ο ανθός μιας πληγής στο σύμπαν
μες στα βιβλία ο ουρανός ολοένα χαμηλώνει
κατά πού πέφτει η αγάπη…
Ώρες ολόκληρες τις προφητείες μιας άνοιξης
πέρασα ξοδεύοντας
να βρω τις μυστικές λέξεις
το δρόμο για το πέραν.
Τώρα έχω να διασχίσω
μια παλίρροια φωτός
και νεύματα αποχαιρετισμού.
ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ
Νόμιζα πως είχα πολύ χρόνο
να μεταλλαγώ σε κύμα
ως να υπήρχα από πάντοτε
μες στον ανοιξιάτικο άνεμο.
Δεν ήξερα πως η ζωή και το χάος
μας δόθηκαν δανεικά
πως ήμουν η σκιά
μιας φευγαλέας αχτίδας
μύθος προορισμένος να ξεχαστεί
εκεί που η μνήμη δεν θυμάται
η συνείδηση πορεύεται μονάχη
σκοτεινό απρόσιτο ποτάμι
αγνοώντας τη γνώση τα όνειρα τα γηρατειά
κυλάει και χύνεται
σε μιαν αδιαπέραστη κινούμενη άμμο.
ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Ο άνεμος γέμισε χελιδόνια και σινιάλα
σημεία μιας εποχής που αλλάζει δέρμα,
ό,τι υπάρχει υπήρχε
η άβυσσος μοίρασε την ψυχή της
απόμεινε μόνο το κενό
κι ο νόστος για κάτι μεγαλύτερο απ’ τον έρωτα
οι αποικίες των χαμένων γενεών
η λύπη της Γαίας
κυματισμοί ιερογλυφικών μιας απρόσιτης πτήσης
στο τίποτα
το προσωπείο του Θεού.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Το ποίημα είναι ένα σύμπαν
αδυσώπητη ρίζα φωτός
άλλη εκδοχή του πεπρωμένου
προϋπάρχει στο φέγγος μιας τραυματισμένης νότας
διαμελισμένο πρόσωπο με υπερβαίνει
ποτάμι που εκβάλλει στις πηγές του
αποικία κάπου στο βάθος της ηχώς
όπου οι καρδιές ανταλλάσσονται με το φως
και η πυξίδα κυνηγάει το άπειρο.
ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Έτρεξα να προλάβω τη ζωή
μ’ αυτή απομακρυνόταν ολοένα
χρονοσκιά γεμάτη κωδικούς και σινιάλα
γιατί ήξερε
πως κατά κάποιο τρόπο δεν υπήρξα ποτέ
καθώς δεν ήμουν ο προορισμός της αστραπής
αλλά η αναγγελία θανάτου ενός αντικατοπτρισμού.
Η μοναξιά γεννήθηκε πριν απ’ το σύμπαν
μια ημιτελή νύχτα
από έναν άνεμο που έμοιαζε με φως
κι απ’ τις σκόρπιες αισθήσεις
ανεκπλήρωτου έρωτα.
ΕΥΝΟΪΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Κάποιες μέρες είναι ευλογημένες
όταν φυσάει ευνοϊκός άνεμος
κι η ποίηση, σύγχυση μυστική
πληγή στη ροή των ημερών
οι αντένες ανιχνεύουν άγνωστες θάλασσες,
πού πάει τόσος κόσμος
τόσες φωνές χαμένες
γλιστρώντας απ’ τις γρίλιες επιστρέφουν
στης σιωπής τη χρονοδίνη.
Κι όταν γυρίζω σπίτι πλάι στο κύμα
ο Αργος με υποδέχεται αλυχτώντας
τρυφερή υποψία έναστρου πεπρωμένου.
ΤΟ ΧΑΩΔΕΣ ΦΩΣ
Είμαι ένας φανταστικός χάρτης
από λεπτά, ώρες, χρόνια
κι απ’ τη λάβα μιας ακαταστάλαχτης επιθυμίας
τόσοι εαυτοί μου σκόρπισαν
στο αρνητικό του χρόνου
οι ζωές μου, η μία μέσα στην άλλη
ρώσικες κούκλες
μοιρασμένες ανάμεσα στους ωκεανούς
και το αρχαίο τοπίο του ουρανού
χωρίς να γνωρίζει η μια ότι
η νιότη της ανήκει στη μοναξιά της άλλης.
Ας ήταν να ’βρισκα έναν τρόπο
να μη γεράσει ποτέ
το χαώδες φως στο ποίημα
κι ο περαστικός που μέσα του
σηκώνει πανί.
ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ
Σ’ αυτήν τη ζωή ξέχασα όλα όσα γνώριζα
αφού το καθετί περνά
είχα γεράσει μα νόμιζα πως είμαι ακόμα νέος
περικυκλωμένος από πιθανότητες και ημιτελείς διαδρομές,
ανυπόταχτος αποπλέει ο χρόνος
μες στη βαθύτερη τάξη του χάους,
έτσι κι αλλιώς το σύμπαν αποδημεί
ένα σπαραχτικό γράμμα του Θεού σ’ έναν άλλο Θεό
καθώς το αύριο ανακυκλώνει τους προορισμούς
έτσι κι αλλιώς στο σκοτεινό σύνορο της γνώσης
οι αριθμοί ξέρουν να μετρούν
αλλά όχι να αισθάνονται.
Η ΣΧΙΣΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Στην Κύπρο κάποτε ήμουν ο Πρωτέας
χιμαιρικός κωδικός της νιότης
γιος του Άρη και της Αφροδίτης
η ιστορία επιμένει πως δεν υπήρξα ποτέ
όμως οι σύντροφοι μου πάνε χρόνια που κοιμούνται
οε μιαν άκρη του Τύμβου άλλοι
κι άλλοι κάτω απ’ την χλόη των βορεινών λόφων.
Όσοι έφυγαν, έφυγαν
ίσως να γνώρισαν
όλες τις πιθανές εκδοχές του χάους
φυσιογνωμίες που μεγαλώνουν
έξω απ’ τις κατευθύνσεις του χρόνου
και τις σχισμένες σελίδες της ιστορίας.
Ένας άνεμος απαλός απ’ το Τρόοδος στον Πενταδάκτυλο
περνά στις αψίδες του Μπελαπαΐς
ο Ιλαρίων κατεβαίνει απ’ το βάθρο του
φθάνει στο κάστρο
το ριζωμένο στη θάλασσα
εκεί ποιητές μπαινοβγαίνουν
του νόστου φουσκώνουν πανιά
κι αποπλέουν
σία μονοπάτια του μύθου.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Φοβάμαι γιατί μέσα μου η αφυπνισμένη νιότη
γεννά αστραπές
βροχή μετεωριτών από υπερκόσμια μουσική
φανταστικές ψυχές που δε γεννήθηκαν
εξεγείρονται
θραύοντας τις διαστάσεις
ενός διάτρητου κόσμου.
Η ουτοπία είναι η σοφία που δεν κατανοήσαμε
δώρο στην καρδιά της ανθρωπότητας
ήρθε ο καιρός να εκφράσουμε το ανείπωτο
λαμπαδηδρόμοι της μοναξιάς και των ονείρων
μύστες ενός άλματος στο χάος
χιμαιρικοί οδοιπόροι της σκοτεινής πλευράς του εγκεφάλου
προφήτες κι ερευνητές μιας γνώσης
που μας δόθηκε,
ήρθε ο καιρός, χωρίς επιστροφή,
να συναντήσουμε το σύμπαν.
.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ (2010)
Ο ΑΛΛΟΣ
Κείτεται μες στην ιστορία χιλιάδες χρόνια
στη σιωπή των μουσείων, στα βιβλία
σαν αδιόρατη κραυγή σ’ ένα άλλο μήκος κύματος
κάτω από τη σκόνη των αιώνων.
Κείτεται μέσα μου
με την ψυχή του διάτρητη
τοιχογραφία της φθοράς,
διαρρέει από τις φλέβες του ο καιρός
σπέρνοντας λέξεις που σφυρίζουν σαν τον άνεμο
ψάχνοντας ένα τόπο ν’ ακουμπήσουν
τα μελλούμενα χρόνια
να μοιράσουν τ’ αγέννητα παιδιά.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΟΙΞΗ
Γράφω για την τελευταία άνοιξη,
θα ‘ρθει πυροβολώντας στα έγκατα του ύπνου μας
μ’ ένα πολύχρωμο μπαλόνι
ένα τραπεζομάντιλο γεμάτο παπαρούνες.
Για την απολιθωμένη πατρίδα μου γράφω,
τ’ αγάλματα και τα μνημεία που σαπίζουν στη βροχή
τα σπίτια που λυγίζουν έξω απ’ τον καιρό τους
τις φλέβες της που χύνονται στο τίποτα.
Με το αίμα μου γράφω
Για σένα που με κοιτάς στα μάτια
σαν ανοιγμένη καρδιά
μικρού παιδιού.
ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Α’
Κάθε μέρα το αύριο ντουφεκίζεται
έξω απ’ την πόρτα μας.
Κοίταξε πόσο ρήμαξε ο τόπος,
οι άνθρωποι φιλιούνται και χάνονται στη λήθη
τα παιδιά μας ξαναγυρίζουν στο χθες.
Πόσο λοιπόν θ’ αντέξουμε
με τη ζωή μας αγκυροβολημένη στο χάος;
Β’
Δεν έχουμε πια ηλικία
δώσ’ μου το φτερό σου
αιμοσφαίριο του έρωτα, πρόσωπο της αγάπης
τόσες ξεριζωμένες Κυριακές
για ένα χέρι που αγκαλιάζει
τόσες ρυτίδες που τις σκάβει η βροχή
για να χτίσουμε το φως.
ΧΡΥΣΑΛΛΙΔΑ
Απόψε θα τυλιχτώ το μανδύα του γαλαξία
και θ’ αγρυπνήσω
στέλνοντας γράμματα σε πρόσωπα
γεμάτα χρόνο, σε καιρούς γυμνούς
γιατί η ψυχή μας αιμορραγεί στη μοναξιά
το κάθε πράγμα στη σιωπή του.
Μεταμορφώνομαι
πεθαίνω αδιάκοπα, αλλάζω,
κύματα δέντρα και πουλιά
στίγματα μιας θαμμένης γλώσσας
ένα μπουκάλι μ’ ένα μήνυμα παλιό στο αίμα σου,
αγωνίζομαι
γράφοντας γράμματα, βαθιά σαν το πηγάδι
να μπω στο φως
με τη φωνή σου
να μιλήσω.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Γέμισα άσπρα μαλλιά
κι ακόμα ξέρεις
μόλις που έμαθα να περπατώ
και δεν μπορώ να ξεχωρίσω
τους εχθρούς από τους φίλους.
ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ
Είμαι ο τελευταίος ξέρεις που υπερασπίζεται τον έρωτα
οε μιαν άδεια πόλη,
γεμάτη συνθήματα και υποσχέσεις.
Αγκυροβολημένος εδώ
σ’ αυτό το μαυσωλείο των χρωμάτων,
ίσως να ‘χω φτάσει σε μιαν ώρα
που όλα τελειώνουν ή αρχίζουν.
Έτσι που τα πράγματα βαραίνουν μες στην ανωνυμία
πάνε χρόνια τώρα που ζωγραφίζω ένα παράθυρο στην ψυχή σου
γεμάτο θάλασσα,
κάθομαι ώρες και προσπαθώ να σου πω
πως ο έρωτας είναι η τελευταία επανάσταση στη ζωή μας.
ΚΙΒΩΤΟΣ
Σαράντα χρόνια πέρασε κωπηλατώντας στο αίμα
η ψυχή του διάφανη αντένα ανιχνεύοντας
ό,τι έμαθε πως είναι ζωή.
Το ‘ξερε πως θα πεθάνει και λυπόταν
γιατί δεν είχε ν’ αφήσει τίποτα στον κόσμο
παρά ένα βαθύ ανυπόταχτο τραγούδι.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Αυτή τη νύχτα ας μην ξυπνήσουμε
όσους κοιμούνται δίχως όνειρα,
ακέραιοι κι ανύποπτοι
τυλιγμένοι το κουκούλι της αθωότητάς τους,
κάποιοι αγρυπνούν,
γλιστρώντας στην άνοιξη που ετοιμάζουν
έρποντας μες στα χρώματα
μεταγγίζουν το αίμα τους
στο σώμα του αύριο.
Αυτή τη νύχτα μας πολιορκεί
η άνοιξη και τα παιδιά
οι φαντάροι που προχωρούν στα σκοτεινά.
Στρέφοντας το κεφάλι πίσω
κατά τη νιότη των πραγμάτων,
κάτω απ’ το κέλυφος του ονείρου
μεταμορφωνόμαστε σ’ ένα σπόρο
σφηνωμένο στις μέρες του μέλλοντος.
ΠΥΡΕΤΟΣ
Μια θαμμένη άνοιξη η ψυχή μου
συστρέφεται
γράφοντας, μιλώντας, ζωγραφίζοντας
ματώνει,
φυλακισμένη στο κουκούλι
μιας μετέωρης στιγμής
σαν μια ανυπόταχτη λέξη
που συντρίβει τον εαυτό της
γυρεύει την πρώτη της ρίζα
της αβύσσου το στίγμα.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων,
κοινώνησε με ελευθερία και φως,
σηκώνοντας το χέρι έδειξε
κατά το γαλαξία
και αναχώρησε.
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Φως, χυμένο αίμα της νύχτας
φως, αγρύπνια γαντζωμένη στις αρτηρίες μας,
λίγο προτού η άβυσσος καταπιεί την ιστορία
η εποχή μάς έχει εγκαταλείψει.
Είμαι το τελευταίο ζωντανό μήνυμα,
η τελευταία ουτοπία,
ο ασυρματιστής που εκπέμπει
την ψυχή του.
ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
Ό,τι μας δόθηκε
ήταν σύμβολο αποπλάνησης,
η νόηση, ο έρωτας, ο ίσκιος της αθανασίας
μα πάνω απ’ όλα
της εφηβείας η αίσθηση.
Όσο κι αν προσπαθώ
θυμάμαι μόνο
το περίγραμμα ενός δέντρου
βυθισμένου στην ομίχλη,
στα κλαδιά του ανθίζουν πουλιά
κι η στίλβη τρυφερών αποχαιρετισμών.
Ό,τι μας δόθηκε
ήταν λίγο
ίσως γι’ αυτό η ψυχή μου αναζητά
νότες αρχέγονες,
ίχνη μοναχικά.
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Σε λίγο θα ‘χω την ηλικία της γης
εθελοντής της ζωής μ’ άσπρα μαλλιά
κι ακόμα μαθαίνω να ιππεύω τις ανταύγειες
ν’ ανταλλάσσω ηλεκτρόνια με το χρόνο, το αρχέγονο σύμπαν.
Θα μείνω αντάρτης,
σ’ αυτόν τον αιώνα
το σκουπιδοτενεκέ,
η ταραγμένη μου διάνοια αναπνέει
βγάζοντας το κεφάλι πάνω
από τη θάλασσα των παγωμένων ημερών,
θα μείνω -θα μείνω άραγε- αντένα
σε μήκη κύματος εγκαταλειμμένα
στραμμένος στα σκοτεινά μου βάθη
ένας προφήτης μετεωρίζεται
εκεί που κάποτε γεννιόνταν το αίμα
η αρχή και το τέλος.
Η ιστορία πια τώρα έμαθε,
τη γεωγραφία του αδιέξοδου
να σφίγγει το σχοινί γύρω
απ’ το λαιμό της, έμαθε,
να νεκροτομεί τη ζωή.
Θέλω να πω, θέλω να ουρλιάξω
είμαι ένα νόθο που τρέφεται
απ’ τη χλωροφύλλη των κιτρινισμένων ημερών.
Εδώ που όλα συγκλίνουν
σ’ έναν αποχαιρετισμό χωρίς προοπτική,
εδώ που όλοι εγκαταλείπουν κι εγκαταλείπονται
τραβώντας ο καθένας για ένα βέβαιο στίγμα,
δεν έχω άλλο ρούχο, άλλη διέξοδο
μου μένει μόνο
να προεκταθώ μέσα στην άβυσσο.
Σ’ αυτό το αστρικό ερείπιο
που καταρρέει στη καμπύλη της μοναξιάς και της απόγνωσης
κρυώνω περιμένοντας με το αυτί
ακουμπισμένο στην πόρτα της αιωνιότητας
στην αιωρούμενη σιωπή.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
Στον Τόλη Νικηφόρου
Κάποτε θεέ μου θα σου μιλήσω για την επανάσταση
για μια παμπάλαιη στιγμή που αιωρείται στον ύπνο μας
για τη βουή στο βάθος μέσα των αρτηριών.
Όσο το αίμα μου κυλάει στις φλέβες
όσο υπάρχω κάτω απ’ το υγρό
βάρος των άστρων,
πρέπει να σου μιλήσω
για τις χίμαιρες του κύτταρου
τα παιδιά δίχως νιότη
τα πεινασμένα κορμιά που καμπυλώνουν
δίχως όνειρα, θα σου πω,
για τη φωνή μας που εκβάλλει στο τίποτα
κι ακόμα
θέλω να σου μηνύσω
με το σώμα, με σινιάλα,
λαχανιασμένα ποδοβολητά από φως
για τα κλουβιά, τις φυλακές, το αδιέξοδο,
τη διείσδυση της νύχτας μέσα στη μέρα
τη ζωή που κείτεται μισοβυθισμένο καράβι
κάτω απ’ τη σκόνη των αιώνων.
Κάποτε θεέ μου θα σου μιλήσω
για την κιβωτό της επανάστασης
το μήκος κύματος της μοναξιάς της
κι όσο ακόμα το ματωμένο ρολόι χτυπά στο στήθος μου
θα σου πω
πως θέλω να ‘μαι η πρώτη
Ερωτευμένη σφαίρα που θα πυροβολήσει το κενό.
.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ (1980)
ΓΕΝΝΗΣΗ
Κανείς δε με ρώτησε από πού έρχομαι,
αιμοσφαίριο της αιωνιότητας
εκσφενδονισμένο
ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους.
Μπορώ κι ακούω την καρδιά μου να χτυπάει
το αίμα μου να κυλάει
και τη μνήμη μου κάποιες λέξεις να τυραννούν,
ζωή και θάνατος
ελευθερία.
ΑΠΟΙΚΙΑ
Ό γιαλός, αυτές οι νύχτες, αυτό το πλήθος
θα ξανάρθει,
όμως εμείς δεν θα είμαστε πια.
Απ’ τις ρωγμές του καθρέφτη
φεύγουμε μακριά πολύ.
Αυτά τα κουρασμένα σώματα
θα ξαναγυρίσουν,
όμως άλλες αταίριαστες ψυχές θα μας καλούν μέσα τους.
Από τους ήχους, το σκοτάδι και το φως περνούμε
φωνές του καλοκαιριού και του χειμώνα,
φεύγουμε βαθιά πολύ,
ώσπου να γκρεμιστεί μέσα μας η απεραντοσύνη.
ΝΙΟΤΗ
Λένε πώς μάταια περιμένω
πως ο καιρός είναι ένα γέρικο άλογο.
Όμως εσύ το ξέρεις, θα με βρεις
εδώ μέσα στο πλήθος πού τραβάει
στους χειμώνες και τα καλοκαίρια
στο παιδί που σπάει το τσόφλι της χίμαιρας
και γεννιέται.
Λένε πώς δεν πρέπει να ονειρεύομαι
ούτε και να θυμάμαι,
όμως εσύ πού κοιμάσαι μ’ ένα λουλούδι
στην καρδιά σου
το ξέρεις, θα με βρεις εδώ
με τη γροθιά υψωμένη στον άνεμο
εσύ που είδες την ψυχή σου
να καταρρέει
το ξέρεις, θα με βρεις εδώ
μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καρφωμένο
στη νιότη μου.
ΜΝΗΜΗ
Αυτός πού θορυβεί απόψε στην καρδιά σου,
ίσως είμαι εγώ,
αυτός πού φτερουγίζει στο αίμα σου
με τον ερειπωμένο καιρό στο βήμα του
μ’ ένα Θρυμματισμένο φεγγάρι στη μνήμη,
ίσως είμαι εγώ.
Χρόνια ταξιδεύω στην απουσία
μ’ ένα παλιό άνεμο στα χείλη
σαν ένα γερασμένο πουλί.
Οι άνθρωποι φθείρονται κι αλλάζουν ζωή
και συ γυρεύεις το στίγμα της χίμαιρας,
μια φωτιά να καείς
ένα τέλος να συντριβείς.
Το αίμα σου ένα σπασμένο φτερό λεηλατεί
ένα απολιθωμένο όνειρο.
ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ
Μη γράφεις βιβλία για μένα
μη κλαις για μένα
φεύγω βαθιά στον αποχωρισμό.
Τούτη τη θλιμμένη Κυριακή
τούτη τη θήκη της χίμαιρας
ένα τρυφερό χέρι περνάει απ’ την καρδιά μου.
Είμαι δω για κείνους πού χάθηκαν
για κείνους πού μεγάλωσαν στη μοναξιά
όπως τα δέντρα.
Μη με περιμένεις
έτσι ήταν πάντα,
τα δέντρα μεγαλώνουν στη μοναξιά
κι η αγάπη παλιά όσο το σώμα μου
ουρλιάζοντας στο αίμα μου μέσα πάει.
Κάποτε θα γυρίσω στο παλιό μου σπίτι
κρατώντας στα δόντια τη ζωή
πού πάει να ξεχαστεί.
ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Μόνε και σιωπηλέ ταξιδιώτη,
τη γη πού πίστεψες πώς φτάνεις,
πια δεν θα βρεις.
Η αποικία πού τόσο αγάπησες
πάντα θα φεύγει,
μέσα στις βροχερές νύχτες του καλοκαιριού
με τους αστερισμούς της θάλασσας
στα παιδικά σου χρόνια.
Άποικε πικραμένε
που κυνηγάς χιμαιρικά ταξίδια
κι ακολουθείς τις μυστικές φωνές τους
από λιμάνι σε λιμάνι,
στις φυσιογνωμίες των φίλων πού χάθηκαν πάντα θα γυρίζεις
και τη ζωή σου θα γυρεύεις στα μακρινά τραγούδια.
ΕΦΗΒΕΙΑ
Εδώ που ρίζωσα κι υψώνομαι
ένα αίνιγμα στο ανεξιχνίαστο
μέσα στις λυπημένες κραυγές των πουλιών,
ακούω την ψυχή μου να σπάει,
γιατί πάει καιρός πού δε με κοίταξε κανείς
βαθιά στα μάτια.
ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Ήρθες, μ’ ένα ασήκωτο όνειρο
κι ακόμα δεν έμαθες να γελάς
ν’ ανασυνθέτεις την ελπίδα.
Όπως μια χειρονομία που κόπηκε
ανηφορίζουν στην ψυχή σου
θρυμματισμένες οι ώρες.
Μη την φωνάζεις, δε θα ρθει
ανεξιχνίαστη, αινιγματική, απρόσωπη
λεηλάτησε, λεηλατήθηκε
κι αποδήμησε μακριά πολύ.
Η φωνή σου εκτείνει στον άνεμο
τον γαλαξία της ερημιάς σου,
βαθύ πλεούμενο, ανεπίστροφο,
τεντώνεται μέσα σου σα βροχερή μέρα
της απουσίας το ανείπωτο, όμως
μη την φωνάζεις, δε θα ρθει,
η χίμαιρα κυλάει στο αίμα της
κι ας γυρίζεις το κεφάλι, όταν
περνούν τά τραίνα, όταν
στο φινιστρίνι των παλιών καιρών
συντρίβεσαι,
στίγμα της μνήμης και της λησμονιάς.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ
Κάποτε ο καιρός θα ρθει
μες απ’ το γυάλινο κουκούλι του,
ένα ήσυχο πρωινό ή
ένα βράδυ που οι άνεμοι το πάνε.
Εκείνος που πάει μόνος
θα χαθεί
σηκώνοντας στους ώμους του το πλήθος.
Μ’ ένα βαθύ σχίσιμο στη φωνή
ένα χαμηλωμένο φως στα μάτια
πέρ’ απ’ τις κομματιασμένες εποχές
θα ταξιδέψει
στην ελευθερία.
ΕΚΡΗΞΗ
Εδώ ήταν το σώμα μου και διαλύθηκε
ένα φτερό δυο σταγόνες αίμα
και κείνος ο απελπισμένος άνεμος.
Εδώ που ακουμπάς ήταν μια χίμαιρα
ένας σπόρος για τη ζωή ή για το θάνατο.
Αν σου μιλώ
για καταποντισμένα χρόνια
για κείνους πού έφυγαν,
είναι γιατί όταν βραδιάζει
στα λιμάνια τα βαπόρια σφυρίζουν
είναι γιατί η φωνή καταρρέει
και πάει βαθιά στο χώμα.
Τη ζωή μου έζησα μακριά
εκεί πού οι άνεμοι χάνονται μέσα στην πόλη
κι οι δρόμοι βουλιάζουν
φορτωμένοι ερημιά.
Ποιο χέρι μας έδεσε
στην παλίρροια μέσα των εποχών
ποια μνήμη μας πήρε στο βυθό της
τ’ αβέβαια εκείνα δειλινά.
ΖΩΗ, 1
Εδώ τελειώνει μια εποχή
το σώμα μου είναι κιόλας ένα φτερό
γιατί αύριο θα ‘μαι
ένα βαθύ σχίσιμο στην ανυπαρξία.
Τα γράμματα που έγραφα στη χίμαιρα
πυρκαγιές μέσα στις νύχτες
θρυμματισμένα φεγγάρια
που δέ θυμούνται τ’ όνομά τους.
Δεν έμαθα να μιλώ
ούτε να κλαίω
να τεντώνομαι μόνο
ένα πανί στον άνεμο.
Τώρα είμαι ένας άλλος,
ή καρδιά μου είναι φτιαγμένη από απουσία και φώς
κι ένα χέρι με πηγαίνει στο μέλλον.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ
Θα βρέχει τώρα στο Reuilly
μια παλιά τεντωμένη βροχή,
στο σταθμό τα τραίνα θα σφυρίζουν
και συ που τόσο αγάπησες τους δρόμους
με τα χιμαιρικά ονόματα
θα κοιτάζεις χαμηλά, περ’ απ’ το τζάμι σου
τον έξω κόσμο.
Θα βρέχει τώρα,
μια ζεστή φωνή θα ψαύει την καρδιά σου.
Αν φώναζες κάποιος θα ερχόταν
απ’ το βαθύ καιρό στην πόρτα σου,
μες’ απ’ τις ερειπωμένες νύχτες.
Αν φώναζες κάποιος θα ερχόταν
απ’ τούς βρεγμένους δρόμους,
θα τέντωνε τη ζωή του να σε βρει
κάποιος πού ίσως γυρεύει κάτι
να καταποντιστεί και να πεθάνει.
ΜΙΑ ΦΟΥΧΤΑ ΦΩΣ
Θα πρέπει να πέρασε πολύς καιρός
μια εκπυρσοκρότηση από χρόνια
ίσια στην καρδιά μας,
ένα παράξενο κοχύλι μ’ ανοιγμένα φτερά
τη ζωή μας κόβει στα δυο
μας μαθαίνει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Αν είχα πατρίδα
θα σ’ έπαιρνα μαζί μου
στο αύριο,
μ’ ένα κλαδάκι ανθισμένη βροχή
στα μαλλιά σου ξεχασμένο,
μια φούχτα ανεμοδαρμένο φως
στη νιότη σου.
ΑΝΑΔΥΣΗ
Δεν είναι πού περίμενα τα χρόνια που ‘λειπες
δεν είναι που η ζωή μου κάνει πανιά.
Είναι που η ψυχή μου βουλιάζει στην απουσία
το αίμα μου που ουρλιάζει στις φλέβες.
Είναι που τα πουλιά όλο και χάνονται
γίνονται δέντρα
και σωπαίνουν.
ΡΥΤΙΔΑ
Κάποτε έρχεσαι από το βάθος
όπως μια μοναχική πατημασιά.
Σκαρφαλωμένος στα γυμνά κλαδιά, στις φλέβες των δέντρων
στις φλέβες της ζωής που χύνονται στον ουρανό,
έτσι σε θυμάμαι
σα μια άγρια ρυτίδα
που προεκτείνεται στον ύπνο μου.
Ένα γράμμα που ταξιδεύει ειν’ ο κόσμος, έλεγες,
και ή ζωή φεύγει, φεύγει, φεύγει,
μόν’ η ψυχή μας που τη γδύνει η βροχή
απορημένο σύννεφο που έχασε τον ουρανό του.
Έτσι σε θυμάμαι
ν’ ανασηκώνεσαι άνοιξη στη διαφάνεια του χειμώνα
σα την καρδιά των θρυμματισμένων καιρών
π’ απλώνει το χέρι της
και κείνο το τριζόνι πού μας γνέφει μες απ’ τη μοναξιά του.
ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
Άιντε λοιπόν καρδιά μου
ας τραγουδήσουμε
για το παιδί πού ‘φυγε χρόνια πριν
μιλώντας σ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
για το αύριο πού θ’ αναδυθεί
απ’ τις παλιές μας πατρίδες.
Ονειρευτήκαμε πολύ
ονειρευτήκαμε,
όπως ο μεθυσμένος που περπατάει
κοντά στο άπειρο
τό δέντρο πού βυθίζεται στον άνεμο.
Ας τραγουδήσουμε κι ας ξαναγεννηθούμε
στο σφυγμό της απεραντοσύνης μέσα.
.
ΑΠΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1966)
ΤΥΨΗ
Πήγα και κάθισα κάτω απ’ το κόκκινο φανάρι
στη στροφή του δρόμου με τους στεναγμούς
Η βροχή έκανε ποτάμι τ άστρα.
Άνοιγε μέσα μου ο κύκλος.
Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και πίκρα.
Ήρθαν και με βρήκαν
απ’ τις τέσσερις γωνίες της νύχτας
με αλλόκοτους ψίθυρους
και κλειδώθηκαν βαθιά στο αίμα μου
οι πέτρες με τα γαλάζια μάτια
τα πουλιά με τα γαλάζια νύχια
και μάτωσαν τη συνείδηση μου.
ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ
Ο δρόμος
το πέλαγος ο ανεμοδείχτης
ψηλά στη γέφυρα τ’ ουράνιου τόξου
η αγάπη με τη σιωπή της
η νύχτα με τ’ ακρογιάλια της
λάμπουν μακριά μας
σαν τ άνθη
σαν τον άνεμο.
Το άστρο
η βροχή
το καράβι
φέρνουν από μακριά
ένα τραγούδι
ένα θρήνο
σαν παραμύθι
σαν το παιδί που κλαίει.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ
Θ’ ανεβώ ψηλά στη γέφυρα
ν’ ακούσω τη βροχή
και την οδύνη
τ’ ουράνιου τόξου.
Ακούστε !
Έρχεται
απ’ τους δρόμους της αιωνιότητας
μια καρδιά χιλιάδων χρόνων.
Ακούστε !
Ο άνεμος ταξιδεύει πίσω από τον τοίχο.
Έρχονται οι πολιτείες
από τις επάλξεις του χρόνου
με γιγάντια βήματα.
Ανοίγω τα παράθυρα της νύχτας
στα πιο ψηλά κλαδιά της μοναξιάς μου.
Οι πύργοι
που τρέχουν στις οροσειρές
και τα λευκοντυμένα χελιδόνια
ακούν
των αρχαγγέλων το άσμα
και τα ουράνια βήματα της χαραυγής.
Ψηλά
τα όρη
οι δρόμοι
τα πάρκα
ανεμίζουν ένα χαμόγελο.
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Αυτό το αμφίβολο φως
σχήματα και ιδέες μέσα σε μιαν ακινησία
όπως ένα σταματημένο απόγευμα
σε μια τομή του χρόνου.
(Είμαι ένα άδειο αντηχείο
ένα τέλμα από αντανακλάσεις).
Αυτό το κοιμητήριο των αισθήσεων
τα δάκρυα
πού λάμπουν μες στο χάος
επιδεινώνουν τη μοναξιά
συνθλίβουν τη θέληση.
ΑΠΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Δεν φθάσαμε σ’ άλλη γη
εμείς οι πρώτοι άποικοι της νύχτας
τα χρόνια μας τ αφήσαμε στις φτωχογειτονιές
να μεγαλώνουν να γέρνουν και να πεθαίνουν
τα μάτια μας τα εξαντλήσαμε
ακύμαντα και σιωπηλά τις νύχτες.
Σ’ αυτή τη θάλασσα
ριζώσαμε.
Σ’ αυτούς τούς δρόμους τη ζωή μας σπαταλήσαμε
την ηχώ μας ανέκκλητα ξεχάσαμε.
ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Χρόνια περιμέναμε στο σταθμό ένα τραίνο πού ποτέ δεν πέρασε
με τις αποσκευές στα χέρια
το πρόσωπο προσηλωμένο στην τελευταία στροφή
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
Κάπου θέλαμε να ταξιδέψουμε
και μείναμε εκεί στο σταθμό
περιμέναμε ένα τραίνο πού δεν πέρασε
μαρμαρωμένοι ταξιδιώτες
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
ΤΑΞΙΔΙ
Βρεθήκαμε στις άδειες αίθουσες ενός μουσείου
πρόσωπα άγνωστα μαρμαρωμένα.
Σ’ αυτό το απέραντο αντηχείο
ο θόρυβος των κλειδιών στην πόρτα
και τα βήματα του φύλακα
μας θυμίζουν ένα ταξίδι.
Μέσα μας πλαταίνει μια άλλη ζωή
(πατρίδα αντίο)
μέσα μας υφαίνεται μια καινούργια σημαία
για την καινούργια πατρίδα τους καινούργιους καιρούς.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΗΡΘΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
Περιοδικό Μανδραγόρας 14/06/2024
Στο μαιευτήριο της ουτοπίας
Στο μαιευτήριο της ουτοπίας
[ ] Δεν ξέρουν όλοι να μετατρέπουν την καρδιά τους
σε μια ηλιόλουστη μέρα μέσα στους παγετώνες
τι κάνω εγώ εδώ κάτω στο δωμάτιο των παραισθήσεων
σε αυτό το κοιμητήριο των ονείρων
ένα μέρος του εαυτού μου ανήκει ήδη
στο άπειρο
αργά η ψυχή μου αποσύρεται από το σώμα μου
έτσι κι αλλιώς πάει καιρός που άρχισα
να λησμονώ και να λησμονιέμαι.
(«Το κοιμητήριο των ονείρων»)
Ένατη ποιητική συλλογή την τελευταία 15ετία με τον χρόνο ως διαρκή και αέναη κίνηση ανά τους αιώνες να σηματοδοτεί το αλφαβητάρι της φθαρτής ύπαρξής μας: [ ] Δεν προλαβαίνω να μάθω/ το αλφαβητάρι της ύπαρξης/ πύλη στο άβατο η περιπλανώμενη στιγμή/ πληρωμή της μοίρας/ εκεί που δεν υπάρχει τίποτα.// Υπάρχω;// Στην άκρη του δρόμου/ μια αναλαμπή και ο χρόνος [«Στο μαιευτήριο ης ουτοπίας»].
Με ωριμότητα, σύνεση, μεστή ποιητική φόρμα ο Βασίλης Φαϊτάς διατυπώνει τα δίχως απάντηση ερωτήματά του. Μια σπονδή λες στο εφήμερο [χρόνος και ζωή εν εξελίξει που προσπερνούμε και μας προσπερνά]. Παρά τη φθορά των πεπερασμένων όντων το άπειρο ελλοχεύει στη συγγραφή: Εφήμερα όντα εφήμερα έργα/ τίποτα δεν διαρκεί όσο το άπειρο/ στο αναπόδραστο ξέφωτο βαδίζοντας/ οι γέρικοι άνεμοι τον προσπερνούσαν/ μακριά ένα ακορντεόν έπαιζε/ για όσους είχαν πεθάνει/ μπορείς να ζήσεις και έξω από τις μέρες σου/ όταν έχεις ένα φως στην καρδιά σου [«Ο ποιητής μέσα στο ποίημα[1]»]. Διαπιστώνοντας με την πάροδο των ετών την μοναχική και εν πολλοίς ατελέσφορη(;) πορεία του (ενδεικτικός ο τίτλος της συλλογής Ήρθα και δεν ήταν κανείς) ο Φαϊτάς αποδελτιώνει εμφατικά, μέσω των στίχων του, μια έκδηλη πικρία κι ένα αίσθημα ματαιότητας. Κι όμως η ποίησή του είναι ορατή, παρούσα, υπαρκτή έτοιμος ν’ ανασύρει μια ψυχή καλύτερης της δικής του, πρόθυμος –παρά τα φαινόμενα για διάλογο– έστω κι αν αισθάνεται πως απευθύνεται εις «ώτα μη ακουόντων»: ασυναρμολόγητα ποιήματα οι θνησιγενείς αιωνιότητες/ στο βαθύφωνο τίποτα. της αγάπης.
Μια περιδιάβαση από το ξεκίνημα της ύπαρξης στο αναπόφευκτο τέλος με τις καταγραφές της τρυφερής ηλικίας να βρίσκουν τη θέση τους με γραφή όλο συγκίνηση: [ ] λάμποντας στο νερό/ το ρίγος των λέξεων/ κι η άγκυρα ψάχνει πυθμένα/ να πιαστεί/ όπως ένα παιδί στην αγκαλιά/ της μάνας του ονειρεύεται/ αγγίζοντας το ανείπωτο/ βαθύτερο από τον κόσμο [«Το χάραγμα του λίκνου»).
Παρά τον ζόφο στη συλλογή υπάρχει έκδηλος ο έρωτας (βλ. «Η φλαμουριά και το αηδόνι»), η ομορφιά, η υπεροχή του φωτός έναντι του σκότους: «Μόνο το φως ο θάνατος δεν υποτάσσει.»
Να σημειώσουμε πως τα δυο τελευταία ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα από το 1964 και αναφέρονται στην κρίσιμη περίοδο του Κυπριακού όπου ο Φαϊτάς υπηρέτησε στο νησί στο 21ο Σύνταγμα πεζικού. Ενδεικτικά των δεινών που ακολούθησαν: Ταξιδεύαμε με τον «Πήγασο» στο μέλλον/ πλέαμε σε θάλασσες πέραν του Αιγαίου/ για το νησί της Αφροδίτης/ με ρούχα τουριστών διαβατήρια/ με άλλα ονόματα και πατρίδες/ οι καρδιές μας έδειχναν κατακεί που μας περίμεναν/ φλόγες πολέμου λόφοι του αίματος/ προσωπεία θανάτου.// [ ] πάνω σε ένα κλεμμένο land-rover των Βρετανών/ στις βορεινές ακτές κάποιος έδειχνε/ το σκαρί ενός πολεμικού που φλεγόταν.// Αυτά συνέβησαν χρόνια πριν/ περαστική στιγμή μες στη ροή/ ο πλους του «Πήγασου» οι χαμένες ζωές της νιότης/ το κορίτσι με τα γράμματα/ δεν υπάρχουν πια/ άλλους τους βρήκε ο θάνατος εκεί/ άλλους αργότερα ο χρόνος. («Κύπρος: Φλόγες στη νιότη»)
Βαθειά υπαρξιακή, βιωμένη και βίωμα η ποίηση του Βασίλη Φαϊτά έρχεται να εκστομίσει τα δύσκολα όπως τραυματικά ενσκήπτουν. Δίχως ωστόσο να απορρίπτεται η ελπίδα, η προσμονή, ένα φως (που άλλωστε κυριαρχεί στους στίχους του).
Ωραίες παρηχήσεις: «Αγγελική Αλεξάνδρα Μαρία Λενού/ αγαπημένη Άγνωστη των αιώνων/ πατημασιές στην άμμο/ ανταύγεια δασών και μακρινή σιγή/ βήματα στο άπειρο/ η κλεψύδρα αδειάζει και το γνωρίζετε/ σύντομη ηδονή φωτός/ ανάμεσα στην έγερση και στο γέρμα.» («Ψυχές ιδιοφυείς δωρεές του χρόνου»)
Εναγώνια ποίηση πορείας, περισυλλογής, λύτρωσης: [ ] Ζωή πήγαινέ με εκεί που/ τα όνειρα διαχέονται στο αχανές/ εφήμερες πατρίδες και σύνορα/ αναθρώσκουν χωρίς τέλος/ και η μορφή της σβήνει και γράφει/ μες στο ανώνυμο φως.
[1] Παράδειγμα διακειμενικότητας καθώς τον ίδιο τίτλο είχε χρησιμοποιήσει στην εισήγησή του και ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας σε εισήγησή του (12.5.1997, «Τρικαλινά», τ. 18ος, 1998).
.
Σκάκι με την αιωνιότητα
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
culturebook.gr 23/11/2021
Γεννιόμαστε από τις φλέβες του αντίο
Ο Βασίλης Φαϊτάς αποτελεί έναν από τους πιο χαμηλότονους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Αν και τυπικά εντάσσεται στην Β’ Μεταπολεμική Γενιά (πρωτοεμφανίστηκε το 1966), εμείς βρίσκουμε περισσότερα κοινά σημεία στην ποιητική του με τη γενιά του ’70. Στο έργο του ενσωματώνει τον εσωτερικό μονόλογο της –λεγόμενης– Σχολής της Θεσσαλονίκης με υπερρεαλιστικά στοιχεία από την αντίστοιχη ομάδα της πόλης. Κινούμενος μεταξύ «Διαγώνιου» και «Τραμ» όρισε από νωρίς μία αυτόνομη ποιητική πορεία με επίκεντρο τον εσωτερικό υπαρξιακό μονόλογο για τον χρόνο και τη φθορά, με υπερρεαλιστικές αποχρώσεις γόνιμα τοποθετημένες πάνω στον προσωπικό προβληματισμό. Στη νέα του ποιητική συλλογή «σκάκι με την αιωνιότητα» (Μανδραγόρας, 2021) ο χρόνος αποτελεί το θεμέλιο του προβληματισμού του. Η φθορά[1], η χαμένη νιότη[2] και η αναμονή του αναπόφευκτου[3], ως διαφορετικές μορφές του χρόνου που περνά, κυριαρχούν στο έργο.
Ο Φαϊτάς προσπαθεί να επανασυνδέσει τον φιλοσοφικό λόγο με τον ποιητικό. Ήταν ο μοντερνισμός που οδήγησε σε μία σκόπιμη αποσύνδεση τη φιλοσοφία από την ποίηση, υπηρετώντας τις μεγάλες ιδέες. Είχε θέσει το συγκεκριμένο και το “αντικειμενικό” στο κέντρο του ποιήματος, απομακρύνοντας τους αναγνώστες από το αφηρημένο και εμμένοντας στην εικόνα, τη μεταφορά και την ατομική εμπειρία. Η ποίηση όμως αφορά την αποτύπωση των εντυπώσεων και την έκφραση συναισθημάτων και στοχαστικών προσεγγίσεων μέσα από έναν ευφάνταστο γλωσσικό πειραματισμό. Στόχος της ποίησης δεν είναι να περιγράψει τον κόσμο∙ αυτό το κάνει η επιστήμη. Η ποίηση εκθέτει αγωνίες και θέτει ερωτήματα για τη ζωή, την κοινωνία και τον Άνθρωπο, αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα του αναγνώστη και ωθώντας τον να στοχαστεί κι εκείνος. Η ποίηση για τον Φαϊτά διεγείρει την ψυχή[4], καθώς ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή[5].
Ενδιαφέρον έχει η χρήση αφηρημένων εννοιών (πχ. ύπαρξη, αιωνιότητα, ροή, άδυτο λήθη, μνήμη, μηδέν) που μέσα στην υπερρεαλιστική κίνηση του στίχου καθοδηγούν τον υπαρξιακό στοχασμό του αναγνώστη. Στην πραγματικότητα όλη η ρητορική του Φαϊτά είναι ένα γοητευτικό φυγόκεντρο παιχνίδισμα φιλοσοφικών αγωνιών για το Είναι και τον ανθρώπινο βίο πάνω σε αφηρημένες έννοιες, ουσιαστικά ή επίθετα με στερητικό μόριο –ενίοτε ουσιαστικοποιημένα (πχ αναλλοίωτο, άχρονο, ανείπωτο, απεριόριστο, αχάνες, ανύπαρκτο, αέναο κ.ά.τ.) – και με λέξεις που συνδέονται με τον χρόνο, όπως άπειρο, χάος, σύμπαν, άβυσσος, φως (κ.ά.), που επαναλαμβάνονται συχνά. Ο ποιητής ενσωματώνει στιχουργικά πρωτότυπες μεταφορές μέσα στη συνειρμική κίνηση του στίχου, οι οποίες αισθητοποιούν την κίνηση του χρόνου, ορίζοντάς την ως αφετηρία του κριτικού στοχασμού[6].
Μέσα στην υπερρεαλιστική έκφραση η χρήση των αφηρημένων όρων διαμορφώνει ένα βαθύ στοχαστικό ύφος που ισορροπεί με τις μεταφορές[7] και την εικαστική, διαμορφώνοντας ένα πληθυντικό κείμενο. Η πολυεπίπεδη ποιητική του Φαϊτά αφήνει το ποιητικό κείμενο ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη. Κατευθύνει τον ακροατή σε πολλές ερμηνείες με οδηγό τη δυναμική χρήση των λέξεων πάνω σε ένα φιλοσοφικό μοτίβο[8], συνδέοντας τον έρωτα[9] με το άχρονο σύμπαν και την εφήμερη έμβια ζωή.
Η διαρκής αξιοποίηση του υγρού στοιχείου (θάλασσα, ποτάμι, όχθες, λιμάνια κ.ά.τ.) και της λέξης άνεμος αισθητοποιούν τη διαρκή κίνηση του χρόνου. Λειτουργούν ως εικαστικά σύμβολα του αέναου, τα οποία βοηθούν τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει ότι όλα στον χώρο γύρω του αλλάζουν (και εκείνος ακόμα). Είναι τα σύμβολα της αιωνιότητας, που θέτουν έμμεσα το ζήτημα του εφήμερου ανθρώπινου βίου[10]. Το δε ταξίδι λειτουργεί ως ένα άλλο εικαστικό σύμβολο για τη διαδρομή του ανθρώπου στη ζωή, σαν «παράπλευρη απώλεια του τυχαίου». Σε αυτό το ταξίδι της μοίρας ο άνθρωπος οδεύει μόνος[11], σαν σκιά[12] που δεν «ξέρει ποιο δρόμο να τραβήξει». Ας σημειώσουμε ότι το ζήτημα του ταξιδιού αποτελεί βασικό μοτίβο στην ποίηση του Φαϊτά, το οποίο επανέρχεται τακτικά, άμεσα ή έμμεσα (πχ συχνή είναι η χρήση της λέξης λιμάνια). Η δε ουτοπία στις συνθέσεις της συλλογής αποκτά μία νέα διάσταση. Χωρίς να χάνει το ιδεολογικό της φορτίο, ως πολλαπλό σημαινόμενο, συνδέεται με την αγωνία του ανθρώπου να ζήσει, ενώ έχει επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους. Η ουτοπία έτσι μετατρέπεται σε έναν άχρονο αντιρεαλιστικό χώρο, που ταυτίζεται με την ελπίδα της αιωνιότητας και το όνειρο.
Αν και οι περισσότεροι ποιητές που φιλοσοφούν τείνουν να δομούν το έργο τους γύρω από τις εικόνες και το μυθολογικό υλικό μιας παράδοσης, ο Φαϊτάς υιοθετεί μια γλώσσα μεταφορική που κινείται στο μοτίβο του φιλοσοφικού λόγου. Και ενώ θεωρείται από διάφορους ότι η ποίηση δεν πρέπει φιλοσοφεί άμεσα, επειδή η φιλοσοφία δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία, ο Φαϊτάς εδώ και χρόνια έχει υιοθετήσει ένα υβριδικό ύφος που συνταιριάζει το φιλοσοφικό με το ποιητικό. Ακολουθεί τον δρόμο των Ρομαντικών ποιητών, που έγραφαν συχνά για τη φιλοσοφία (Coleridge, Wordsworth, Shelley), θεωρώντας ότι η ποίηση φιλτράρει το συναίσθημα, προκειμένου να δημιουργηθεί νόημα. Ο Heidegger υποστήριζε ότι οι φιλόσοφοι μπορούν να μάθουν από τους ποιητές. Υπήρξαν φιλοσοφικά ρεύματα που αντιμετώπιζαν τη φιλοσοφία ως ένα λογοτεχνικό κίνημα. Τα έργα του Παρμενίδη, του Πλάτωνα, του Αυγουστίνου, του Emerson, του Nietzsche, του Camus, του Descartes δείχνουν ότι η φιλοσοφία μπορεί να είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνία.
.
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΣΙΓΙΑΝΝΗ
CULTUREBOOK 5/9/2021
“Γνώση στη λάμψη της αστραπής”: Μια περιδιάβαση στην πρισματική ποίηση του Βασίλη Φαϊτά
Στην Αειθαλή Μνήμη του Καθηγητή Θανάση Νάκα
“Life is a matter of being born; but Art is a question of being alive”
E. Ε. Cummings
Ο Βασίλης Φαϊτάς (γεν. 1942) στη Θεσσαλονίκη, έχοντας εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές την τελευταία δεκαετία, επανήλθε πρόσφατα με την τελευταία συγγραφική του κατάθεση, το «Σκάκι με την αιωνιότητα» (Μανδραγόρας, 2021)[1]. Η λυρική φαντασία του ποιητή, αδιάκοπα εξελισσόμενη μέσα στο χρόνο, χαρτογραφεί την αέναη απόπειρα για νοηματοδότηση του Εαυτού και του απροσμέτρητου Κόσμου. Συνολικά, το γοητευτικά ιδιότυπο λυρικό όραμα του Φαϊτά – στην τομή ποίησης και φιλοσοφικής θέασης- παλμοδοτείται αδιάλειπτα από την εναγώνια και «ατέρμονη αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης παρουσίας μέσω της σύνδεσής της (..) με τα περάσματα στην άλλη διάσταση».[2]Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τέχνη της Ποίησης υποβάλλεται ως ο κατεξοχήν σηματωρός στην υπαρξιακή περιπέτεια.
1. Η ποίηση ως κοιτίδα αθωότητας.
Με αφετηρία την παλαιότερη συλλογή «Υστερόγραφα για το αύριο»(2010), η οποία αποτελεί και το έναυσμα για την πιο γόνιμη περίοδο του συγγραφέα, τίθενται οι βασικότερες ορίζουσες του λυρικού ιδιώματος. Στη συλλογή αυτή γίνεται εναρκτήρια λόγος για ποικίλες εκφάνσεις της ποιητικής αποστολής: «Όσο υπάρχω κάτω απ’ το υγρό/ βάρος των άστρων/ πρέπει να μιλήσω/ για τις χίμαιρες του κύτταρου/ (..) για τη φωνή μας που εκβάλλει στο τίποτα/ κι ακόμα/ θέλω να σού μηνύσω(..) για τη ζωή που κείτεται μισοβυθισμένο καράβι (..)/ κάτω απ’ τη σκόνη των άστρων».[3] Από πολλούς στίχους απορρέει το γνήσιο συγκινησιακό υπόβαθρο του ποιητικού βλέμματος : « Με το αίμα μου γράφω/ για σένα που με κοιτάς στα μάτια σαν ανοιγμένη καρδιά/ μικρού παιδιού»[4]. Η λυρική ενόραση του γράφοντος υποκειμένου εκπηγάζει από την πρωταρχική, εδεμική αθωότητα: «Μετά από τόση αποσύνθεση, τόσο κακό/ η καρδιά μου ακόμα είναι νέα/ γνέφει στον πρωτόπλαστο άνθρωπο/ έκπληκτο βρέφος/ αντικρίζει το πρώτο πουλί».[5] Με την κιβωτό της ποίησης, ο αναγνώστης στοχάζεται με θάμβος για την εγκόσμια περιπλάνηση και την κατάπλου της ψυχής στο κοσμικό Στερέωμα: «Μια μικρογραφία είμαι του χάους/ τα χρόνια μου στη γη/ μα το αίμα μου χύνεται στους γαλαξίες».[6] «Μια θαμμένη άνοιξη η ψυχή μου/(..) φυλακισμένη στο κουκούλι/ μιας μετέωρης στιγμής/(..) γυρεύει την πρώτη της ρίζα».[7]
2. « Παλλόμενη σήραγγα που οδηγεί στο ανείδωτο»[8]
Στην επόμενη συλλογή επιτελείται η εκδίπλωση ενός διάπυρου κοσμολογικού οράματος. Με τον εύγλωττο τίτλο «Συνάντηση με το Σύμπαν» (2011), σημειοδοτείται το προσφιλέςάνοιγμα στον Κόσμο και η διαπλάτυνση των πεπερασμένων ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη η συλλογή ρυθμολογείται από κοσμολογικές εικόνες- πάγιους τόπους της προσωκρατικής φιλοσοφίας και κυρίως της ηρακλείτειας μεταφυσικής: «ο κόσμος έκθετο βρέφος/ χορδή που αέναα πάλλεται»[9] (..)/ εδώ είναι ο τόπος μας / τα υποστατικά της θάλασσας αιωρούνται/(..)οι αλήθειες ξεχειλίζουν/ ποτάμι συσπειρωμένο το αόρατο»[10]. Ο αναγνώστης καλείται να ατενίσει το Σύμπαν με τον τρόπο που τον πρωτοαντίκρισαν οι προσωκρατικοί και τη συναφή μετατόπιση του επίκεντρου του ενδιαφέροντος από τον θεό στον άνθρωπο: «Η καταγωγή της ζωής/ κρατάει απ’ το μηδέν/ και το θάνατο ενός αινιγματικού θεού/ ενώπιον της απεραντοσύνης αίνιγμα εγώ».[11] Πρόκειται για περιπτώσεις που «ο ποιητής στοχάζεται για τον άνθρωπο ως ένα θνητό κομμάτι της φύσης, ως μία κουκκίδα ζωής μέσα στο άπειρο σύμπαν».[12] Αισθητή είναι και η επιρροή της δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας: «ένα γοερό κλάμα ακούγεται ανάμεσα στις χυμένες διαστάσεις/στο πανδαιμόνιο των πυρήνων».[13] Επιπλέον, η αστραπογενής κατά τον Ηράκλειτο ροϊκότητα πυροδοτεί τον λυρικό οίστρο: «Μέσα μου η αφυπνισμένη νιότη / γεννά αστραπές/ βροχή μετεωριτών από υπερκόσμια μουσική». Η μουσικότητα των ποιημάτων γίνεται έκδηλη με ποικίλους τρόπους: με ομοιόαρκτα και ομοιοτέλευτα, σχήματα επανάληψης, την εγκατασπορά προσωδιακών μονάδων, αλλά συχνότερα όπως στο επόμενο δίστιχο, δυνάμει των εύχυμων παρηχήσεων, συνηχήσεων και πλειάδας υπερβατών: «Μακριά κολυμπούν γαλήνια/ τα εκμαγεία των θρύλων».[14] Η εμμελής υποβλητικότητα επιτυγχάνεται κυρίως με τους διασκελισμούς και την απουσία της στίξης, η οποία, σύμφωνα με την παρατήρηση του Δ. Χλωπτσιούδη, «δημιουργεί μία αίσθηση στιχουργικής ρευστότητας και συνέχειας των πάντων». [15]
3. Ο ποιητής ως «πλοηγός αντικατοπτρισμών» [16]
Στην επόμενη συλλογή, «Ρους και ροή» (2014), το λυρικό υποκείμενο αναμετράται κυρίως με την κομβική έννοια του Χρόνου : «Κάποιοι λένε πως έφτασα / από μια διακύμανση του άχρονου/ λένε πως είμαι η φαντασία του εαυτού μου [17]/(..) μετάσταση προσωρινότητας /αποπλάνηση φανταστική η ζωή (..) και η αιωνιότητα αέρινη σκέψη περαστική»[18]. Στους ακόλουθους στίχους που ανακαλούν την εμπεδόκλειο ρήση «φυγάς θεόθεν και αλήτης» αποτυπώνεται η διαπόρευση στον εγκόσμιο χωροχρόνο: «εγώ επινόησα τον εαυτό μου/ ιθαγενής του απείρου/ εδώ μ’ εξόρισε η βαρύτητα»[19]. Έτσι, σ’ ένα πλατωνικών καταβολών ποιητικό όραμα με τον ουρανό ως «μετέωρη γέφυρα επαναπατρισμού του θαύματος»[20], μεταπλάθεται η ατελεύτητη νοσταλγία για την επιστροφή πίσω στις απαρχές: «ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλο είμαι/ μια μαγεμένη ηχώ (..)/ μια λευκότητα που ξεθωριάζει/ πάλλεται ψαύοντας μια εύθραυστη βεβαιότητα / το άγγιγμα μιας μνήμης μακρινής» [21]
4. « Ψηλά ένα ισόβιο εκεί / αδιαπέραστο»[22]
Στη συλλογή με τον πρωτότυπο τίτλο «Ο Αλχημιστής του Χάους» (2015), το ποιητικό υποκείμενο ως «ροολαμπής άνοιξη»[23] προσοικειώνεται την κοσμική αγνωσία. Ήδη από το ποίημα «Ρους και ροής» της ομότιτλης συλλογής εξεικονίζεται η αείρροη ερμητικότητα του ποταμού της ζωής: «έχει πολλές πατρίδες το ποτάμι/ κυλάει (..)/φορτωμένο εποχές και ανθρώπους / αυτό που αφήνει πίσω/ στιγμές νερού/ σύντομες ανθισμένες νύχτες/ τη ροή ανεξάντλητου μυστικού»[24]. Με τη συλλογή αυτήόπου «η σοφία καθελκύεται στο πέραν»[25], συντελείται η μεταρσίωση σε κοσμοθεωρητικές ατραπούς με πιθανό φιλοσοφικό έρεισμα από τη γνωσιολογία του Αριστοτέλη για το πρωτογενές κινητήριο κέντρο: «η βάρκα μου διασχίζει/ τη γύρη που συνεχίζει να πέφτει/ με το μισό πανί/ υψωμένο/ και το άλλο μισό σύννεφο με οδηγεί/ στο απρόσμενο/ στο πρώτο κινούν».[26] Στο ποίημα «Καρουζέλ»[27], η κεντρομόλος τοπιογραφία απηχεί ίσως την αναξαγόρεια περιχώρησιν[28]: «Η ζωή γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της / καρουζέλ / στο κέντρο μια απειροελάχιστη οπή/ (..) κινεί τα πάντα/ για να επιστρέψουν στο άπειρο» (..)/ Υπάρχει στο αόρατο κέντρο κάτι το τελειωτικό/ πηγή ανερμήνευτη/ συμπαντική νοημοσύνη».[29] Οι συχνές μνείες στο άπειρο συνηχούν πιθανά με την αναξιμάνδρεια φυσική φιλοσοφία [30]. Τέλος, η απόπειρα προσπέλασης της γνώσης του κόσμου παραμένει εσαεί εν προόδω, καταξιώνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη: «Ψυχή τρεμάμενη του εκτυφλωτικού γαλάζιου/ τι θα’ σουν σ’ έναν κόσμο/ γεμάτο βεβαιότητες/ και λεία νοήματα;»[31].
5 . Ο άνθρωπος ως «σωματίδιο του φανταστικού»[32]
Εάν στην προηγούμενη συλλογή ο ποιητικός φακός ήταν στραμμένος στους μαιάνδρους της αρχαϊκής κοσμογονίας, στις δύο επόμενες συλλογές, «Στο καφέ Εντροπία» (2017) και «Το δάκρυ του Ηράκλειτου» (2018), η προσοχή μετατοπίζεται προς τη βαθύτερη κατανόηση του φάσματος της ανθρώπινης υπόστασης, την παροδικότητα του ανθρώπινου βίου και το αρχετυπικό δίπολο ζωή –θάνατος. Η υπαρξιακή μοναξιά συνιστά θεμελιακή συνθήκη της ανθρώπινη ζωής: «γύρω μαίνεται πανσπερμία μοναξιάς/ διάττοντες σπόροι εμείς/ μαθαίνουμε ν΄αγαπάμε και να λησμονούμε».[33] Ο αναγνώστης συμφιλιώνεται με την κρυπτικότητα του συμπαντικού ταξιδιού με όχημα τις παράδοξες λεκτικές συνάψεις: «ταξιδεύω στο παρελθόν μου/ αιμοσφαίριο του κενού περιπλανιέμαι/ ανάμεσα σε κείνο που πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια μου/ και το κρυπτογράφημα του ανέλπιστου». Με πληθώρα αντιθέσεων και οξύμωρων κωδικοποιείται ευθύβολα η αντινομικότητα και το εγγενές παράλογο της ζωής. Έτσι, για το ποιητικό υποκείμενο «στις ακτές / ένα ακατάπαυστο τέλος ανανεώνεται», ενώ «η νίκη άλλο δεν είναι/ παρά η μάσκα της ήττας/ στο βάθος του μονοπατιού».[34] Ο ερμητισμός της ανθρώπινης συνθήκης αισθητοποιείται με προσφυείς και αλλεπάλληλες μεταφορές: «το σώμα σου μουσείο του χρόνου(..)/ φυλές που σε γέννησαν το κατοικούν/ η άβυσσος πατρικό σου σπίτι αποικία ονείρων/ αδέσποτα μονοπάτια με θέα το απροσπέλαστο».[35] Τέλος, η ένθεη καταγωγή της ψυχής χρησμοδοτείται ως αδήριτη βεβαιότητα : «δραπέτης της αύρας του Θεού ο άνθρωπος/ συμπαντική νότα/ σ’ ένα ταξίδι φαντασίας».
Για την ποιητική συνείδηση, η ανθρώπινη οντότητα, παρά την εφημερότητά της, παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: «Κρεμόμαστε ανάμεσα στο χρόνο και το διάστημα/ φευγαλέες συλλήψεις/ γονίδια μυστηρίου και έκστασης»[36]. Η βάσανος της οδύνης μοιάζει να δικαιώνεται ως ένα είδος προπαρασκευής για το πέρασμα στην αντίπερα όχθη: «Ο πόνος υπάρχει για να είμαστε έτοιμοι/ όταν θα πλησιάζει/ η αρχαία σοφία των βημάτων/ εκείνου που δεν έχει τίποτα άλλο να πάρει από εσένα/ παρά ένα σώμα διάτρητο/ από μετεωρίτες και νότες».[37] Η επίσης οριακή και εκστατική εμπειρία του έρωτα γεφυρώνει ευφρόσυνα με τις ακρώρειες του επέκεινα: «Έρωτα που κοιμάσαι στο κρεβάτι μας/ (..) υπάρχει πάντα ένα τυφλό σημείο/ τίποτα εκεί δεν έχει όνομα/ τ’ άστρα αρχέγονες μποτίλιες λάμπουν πάνω μας/ ρέοντας στην παλίρροια μας γνέφουν οι απόντες».[38] Το ευφορικό ερωτικό αίσθημα προσφέρει τη φευγαλέα δυνατότητα να διαγράφεται το μηδέν της ζωής: «κι όσο ακόμα το ματωμένο ρολόι/ χτυπά στο στήθος μου/(..) θέλω να’ μαι η πρώτη/ ερωτευμένη σφαίρα που θα πυροβολήσει το κενό». [39] Με τους ακόλουθους στίχους αποκρυσταλλώνεται η προαιώνια λειτουργία της ποιητικής τέχνης ως απόλυτης παραμυθίας ενώπιον της ακατάλυτης φθοράς του χρόνου: «Κάποτε η ζωή επινόησε το χρόνο/ για να οδηγήσει τον εαυτό της στη αθανασία».[40]
6. « Ολογράμματα του παντοτινά φευγαλέου» [41]
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις δυο προαναφερθείσες συλλογές, όπως και στην πιο πρόσφατη, στο επίκεντρο τίθεται η ίδια ποιητική γλώσσα και τα όριά της στην αναζήτηση και απόδοση απώτατου νοήματος: «Κείτομαι εδώ στη ρίζα της γης/ πύλη του σύμπαντος / μαθαίνω μία νέα γλώσσα/ ν’ ανεβώ ψηλά / πάνω απ’ τους κυματισμούς των δασών/ διασχίζοντας τις ταλαντώσεις του σκότους/ να δω το νόημα της Ιθάκης».[42] Δεδομένου ότι «ο άνθρωπος έρχεται από αμετάφραστες πραγματικότητες»,[43] ο ποιητικός λόγος δεν δύναται παρά να εμφορείται από τη σιβυλλική ιδιοπροσωπία, την αμετάφραστη προέλευση του ανθρώπου : «Ήχοι και λέξεις(..)/ στον ίσκιο τους ρέουν κατοπτρισμοί του αόρατου/ φωνές και ονόματα / θραύσματα χαώδους αλήθειας».[44] Γενικότερα, το φυσικό τοπίο διεγείρει σταθερά τον ποιητικό στοχασμό, αποτελώντας απαρασάλευτο καθρέφτη του γριφώδους και του αδιόρατου: «Ένας παντοτινός άνεμος περνά/ απ’ τις ρίζες στις κορφές των δέντρων/ σείοντας το άγνωστο».[45] Στη ρομαντικών αποχρώσεων, χρυσοφαή νύχτα τελεσιουργούνται η όλβια ενδοσκόπηση και η ρεμβώδης περισυλλογή: «Η νύχτα χωράει όλες τις περιπλανήσεις/ διάφανη/ μεταμορφώνεται σε μυθικό πλοηγό/ για το πέραν»[46]. Η στίλβουσα, μυστηριακή νύχτα αποτελεί πλοηγό για τη φιλοσοφική ενατένιση: «Στις πλανόδιες νύχτες/ το σύμπαν μοιάζει παρτιτούρα θαυμάτων/ οδύσσεια γλώσσα απροσπέλαστη του Όντος».[47]
Η ποιητική κατάθεση του Β. Φαϊτά, παρά την ευδιάκριτη φιλοσοφική της εμβέλεια, δεν διολισθαίνει εν τέλει στην άμουση εγκεφαλικότητα. Με τις συχνές αποστροφές και το α’ πληθυντικό πρόσωπο, ο αναγνώστης καθίσταται άμεσος κοινωνός των κραδασμών της ποιητικής ευαισθησίας. Βασικοί μοχλοί εκτύλιξης της ποιητικής ενόρασης αναδεικνύονται ο πλούσιος μεταφορικός λόγος, οι ευφάνταστες εικόνες και η υπόκωφη μουσικότητα. Στο ακόλουθο δίστιχο, η διερώτηση της ποιητικής φωνής ηχοποιείται με τη συνήχηση του α, την παρήχηση των ρ, κ και τ συν τα ομοιοτέλευτα: «σπαραχτικά ερωτηματικά / ο άνεμος μες στα κλωνάρια».[48] Με την επόμενη εκτενή εικόνα- παρομοίωση συμβολοποιείται η εγγύτητα των ορίων της ζωής και του θανάτου: «Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή / λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά(..)στο τέλος του ορίζοντά του / απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του/ στη φωνή που το καλεί/ καθώς το σώμα πριν να φύγει/γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα/ ουράνιες καμπύλες αντικατοπτρισμών».[49] Η ζέουσα εικονοποιία ανακαλεί την εύγλωττη τοποθέτηση του Δ. Χλωπτσιούδη για μια «συμπαντική εικαστική που δίνει μια αίσθηση κίνησης (..) ένα εικονοπλαστικό ψηδιφωτό [που] διαστέλλει το ποιητικό του σύμπαν».[50] Αξίζει να σημειωθεί ότι η περικειμενική ζώνη των τομιδίων είναι ιδιαίτερα φροντισμένη και φιλοτεχνημένη από σημαίνοντες δημιουργούς όπως ο Απόστολος Γιαγιάννος, συμβάλλοντας εξίσου στην όλη εικονοπλαστική δυναμική των συλλογών.
Στην τελευταία ποιητική συλλογή, το «Σκάκι με την αιωνιότητα» (2021), η ποιητική μυθωδία προτάσσεται ως πυλώνας αυτοσυνειδησίας: «Αποκύημα φαντασίας μιας ολότητας/ο κόσμος/ ακτινοβολεί το ανεκπλήρωτο πέραν»[51]. «Αίμα του αισθητού αφανούς/ το Είναι/ υπήρξε πριν το χάος/ θα υπάρχει και μετά το τέλος»[52]. Στους επόμενους στίχους με σαφή μεταγλωσσική στόχευση ο αναγνώστης μετέχει του διαιώνιου προβληματισμού για τις κοσμικές καταβολές και τον περίπλου της ύπαρξης : «Ποίηση το μυστήριο που κατοικεί στον άνθρωπο[53](..)/ γέφυρα ανάμεσα στους αστερισμούς/ η ύπαρξη/ δραπετεύει/ από τον Άλφα της Ανελέητης Άγνοιας/ προς τον ανεξερεύνητο Άλφα της Λήθης»[54].
Καταληκτήρια, ο λόγος συνολικά για μία ποιητική πένα η οποία «βυθομετρά την υπέρβαση του Είναι»[55] και παρηγορεί με τρόπο λιτό, εικονοφιλικό και εξόχως αποφθεγματικό: «Η Γαία γνωρίζει το τέλος /κι ανθίζει»[56]. Tαυτόχρονα, εξακοντίζονται αιχμές για την τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα και την προϊούσα κοινωνική σήψη: «Νεάντερταλ με γραβάτες (..) πηγαινοέρχονται/ αχθοφόροι κομματιάζουν τον ουρανό/ στραγγαλίζουν αγάλματα(..)/ η ιστορία απορημένη στα χέρια μου» .[57]
7. « Η αλχημεία των λέξεων επιμηκύνει / τηναιωνιότητα»[58]
Συνολικά, το λυρικό όραμα του Β. Φαϊτά, μπολιασμένο με στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο, συνιστά «ένα λέγειν που λειτουργεί ταυτόχροναως donner à voir, φανέρωμα και αποκάλυψη του ανθρώπου και του κόσμου, με τον ποιητικό λόγο να συλλαμβάνει τη ζωή και την ύπαρξη(..)».[59] Η μέθεξη στα ενδότερα ενός καλειδοσκοπικού αναγνωστικού σύμπαντος μπορεί να ειδωθεί ως μία προνομιακή «οδός αυτοπραγμάτωσης»», «ένα αγώνισμα οντολογικής ελευθερίας»[60]. Ο ταλανιζόμενος από τις δυσκολίες της βιοτής άνθρωπος, πλασμένος με «σώμα φτιαγμένο από ρεμβασμούς»[61], εγκολπώνεται την παραμυθία μέσα από την πλησμονή της ανάγνωσης: «πανάρχαιες ψυχές/ απ’ τις σελίδες των βιβλίων/ σκαρφαλώνουν/ φεγγοβολώντας τον ανθό των νοημάτων»[62]. Στους χαλεπούς καιρούς που διάγουμε η φωτεινή καταγωγή του ανθρώπου διατρανώνεται με την απαράμιλλη αίγλη της Ποίησης: «Όλα είναι έγερση/ συσσωρευμένο θαύμα / το τέλος δε θα το δει κανείς /κι εγώ σημείο χορδή/ ομφάλιος λώρος με το φως με δένει» [63].
.
ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΣΙΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 28/9/2021
Καλειδοσκοπικό ποιητικό όραμα
Ο Βασίλης Φαϊτάς με έξι συλλογές την τελευταία δεκαετία, επανήλθε πρόσφατα με το «Σκάκι με την αιωνιότητα» που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2021.[1] Στη συλλογή αυτή συμπυκνώνονται οι βασικότεροι αρμοί της δια βίου ποιητικής του πορείας. Με το φιλοσοφικό υπόβαθρο των ποιημάτων, ο αναγνώστης διερωτάται για την προέλευση της ανθρώπινης ζωής, την εγκόσμια περιπλάνηση και το αστρικό ταξίδι της ψυχής μέσα στο σύμπαν. Πρόκειται για ένα καλειδοσκοπικό ποιητικό όραμα, μια περίτεχνη «αλληγορία θαυμάτων»[2], η οποία πυροδοτεί τη φιλοσοφική ενατένιση για το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, το Είναι και το Μηδέν και τις οντολογικές διαστάσεις του χρόνου: «Αυτό που θα ήθελα να πω / μια λέξη/ του Είναι και του Τίποτα/ αλληγορία χαμένης ολότητας(..)/ γεμάτη χρόνο και νότες», εξομολογείται το ποιητικό υποκείμενο[3]. Γενικότερα, ο ποιητής, καθ’ όλη τη συγγραφική του πορεία, με πηγαία λυρικότητα, ρεμβώδη εικονοπλαστική φαντασία και αποφθεγματική λιτότητα, συνδιαλέγεται με το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής, την ερμητική φύση της ψυχής και την αέναη πορεία της μέσα στον χρόνο.
Αρχικά τίθεται το ζήτημα της βαθύτερης υπόστασης του χρόνου: «Χρόνος/ ο κατοπτρισμός των όντων/ στο βλέμμα του Όντος/ μια φευγαλέα εικόνα κάτι σαν υπόσταση/ εκκωφαντική σιωπή/ ανάμεσα σε μένα και τον θάνατο».[4]
Η λύπη για την παροδικότητα του χρόνου αποτελεί ίσως το πλέον επώδυνο βίωμα της ανθρώπινης ζωής: «Το σύμπαν αδειάζει σαν μια κλεψύδρα φωτός»[5](..) Υγρός λυγμός/ για τις μέρες που απομένουν/ η αλήθεια ένα λαμπερό κενό»[6]. Η εφήμερη ανθρώπινη υπόσταση, ο «κβαντικός κόκκος σκόνης» δύναται να αναβιβασθεί σε ωτακουστή του διαιώνιου: «Με βαραίνει η αιωνιότητα/ στιγμή που βραδυπορεί στο εφήμερο/ έξω απ’ το παράθυρό μου/ άχρονη ανάμνηση»[7]. Σε όλη τη συλλογή, ο ποιητής αναμετράται με την επαμφοτερίζουσα φύση του ανθρώπου η οποία βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας : «Το ξέρω/ είμαι από νύχτα/ όμως η ψυχή μου διαστέλλεται στο φως»[8].
Σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, το ποιητικό υποκείμενο, ως «ψυχή πολιορκημένη απ’ το αχανές»[9], μας εκκαλεί να στοχαστούμε πάνω σε προαιώνια και αναπάντητα ερωτήματα για το νόημα της ζωής. Η γριφώδης ανθρώπινη ζωή νοηματοδοτείται πρωτογενώς από τη βάσανο του έρωτα και το εναγώνιο ερώτημα του τελικού προορισμού: «η ζωή μεταφέρει στο νόημά της/ τη μυρωδιά των άστρων/ τον ανυπεράσπιστο πόνο του έρωτα/ το λίγο εκείνο που διαισθάνεται η ψυχή/ (..)πριν το ταξίδι/ (..)τραβώντας για το δέλτα των ποταμών/ το τέλος των ερωτηματικών».[10] Ακόμη, η ανθρώπινη κουκκίδα, προσκτά νόημα από την περιδίνησή της μέσα στο απροσμέτρητο σύμπαν, αποτελώντας μικρογραφία του κοσμικού Στερεώματος: «Έκσταση της ύλης στο αχανές/ η ζωή/[11] (..) Κι η γύρη συνεχίζει να πέφτει/ ανάμεσα στ’ άστρα και τους γαλαξίες/ εφήμερη γύρη κι εγώ/ στην παλίρροια του κενού»[12].
Στο σύμπαν του Φαϊτά, με την κοσμοπλαστική μαγεία της ποίησης, οι άμορφες, ερεβώδεις σκέψεις μεταστοιχειώνονται σε απαστράπτουσες ποιητικές λέξεις: «μεταμορφωμένες οντότητες οι σκέψεις/ περνούν την υπερκόσμια γέφυρα του χάους/ στο φως του λίκνου».[13] Εν γένει, στο κοσμοείδωλο του ρομαντισμού, η ποιητική ενόραση, «ξανασχεδιάζοντας τον νου μας (..)/ σ’ έναν κατοπτρικό γαλαξία»[14], εκπηγάζει απ’ την υπερουράνια απεραντοσύνη: «λέξεις και εικόνες (..)/ εύθραυστοι λαβύρινθοι/ επιστρέφουν από το άπειρο».[15] Συχνά οι ρομαντικές εκλάμψεις αποδίδονται με υποβλητικές συναισθητικές (κυρίως οπτικοακουστικές) εικόνες: «Ένας μετεωρίτης μέσα στον καθένα/ φάρος αρχαίας δίψας / (..) Η περιπέτεια μιας παρτιτούρας ρέει στο φέγγος».[16] Έτσι, το λυρικό υποκείμενο, πραγματοποιώντας με θάμβος «μία περιπλάνηση στο αναλλοίωτο»[17], προσοικειώνεται τις μυστηριακές δυνάμεις του υπεραισθητού: «κινεί με τα χέρια του το άπειρο/ ολοένα συχνότερα επιστρέφει/ στο αβυσσαλέο φέγγος που έσπειρε το θαύμα/ φτιαγμένο απ’ τη ροή των φεγγαριών»[18]. Η Ποίηση εκφαίνεται διαχρονικά εμφορούμενη από τη δύναμη να αφυπνίζει αθέατες ευαισθησίες: «ο μύθος της ποίησης/ διεγείρει/ τους αμετάφραστους στίχους/ της ψυχής».[19] Δεδομένου ότι η πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης σκιαγραφείται ως κρυπτική και αενάως διαφεύγουσα, ο ποιητικός λόγος συνίσταται σε θελκτικά ελλείπουσες αντηχήσεις, «κάτι ανάμεσα στην ηχώ που απομακρύνεται/ και στον αφρό των λέξεων». [20].
Εν κατακλείδι, στο πρισματικό όραμα του Β. Φαϊτά, η στίλβουσα Ποίηση, ως «παρτιτούρα σοφίας στις σχισμές του απρόσιτου»[21], ρυθμολογεί ένα μεγαλειώδες κοσμοθεωρητικό όραμα, με το οποίο επιτελούνται η διαπόρευση στις οριακές ατραπούς της ανθρώπινης φύσης, η βυθοσκόπηση του επέκεινα και η μεταρσίωση στην εσαεί ανερμήνευτη «μεθόριο του ονείρου» [22].
.
Το δάκρυ του Ηράκλειτου
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Διάστιχο 08/1/2019
Όταν ανοίγεις ένα καινούριο βιβλίο, χαράζεις ένα μονοπάτι για συνάντηση και επικοινωνία με κάποιον άλλο άνθρωπο, με έναν καινούριο κόσμο, ευρύνοντας έτσι το πεδίο ορατότητας. Κάθε περίπτωση ποιητή, κάθε δημιουργού, είναι ξεχωριστή. Και χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης. Όμως, δεν επιλέγεις γνωστά ονόματα. Επιλέγεις να παρουσιάσεις έργα που έχουν κάτι να πουν και στους άλλους, όπως λ.χ. ο Θεσσαλονικιός ποιητής με καταγωγή από την Κέρκυρα Βασίλης Φαϊτάς, που έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή Άποικοι της νύχτας (Θεσσαλονίκη, 1966) και ακολούθησαν άλλα οκτώ βιβλία του ίσαμε την καινούρια του προσφορά.
Φέτος, οι Εκδόσεις Μανδραγόρας κυκλοφορούν τη δέκατη ποιητική του συλλογή, Το δάκρυ του Ηράκλειτου, με ωραίο εξώφυλλο που κοσμεί ένα χαρακτηριστικό, υπέροχο έργο της Χρυσάνθης Κανέλλου. Τόσο ο τίτλος, όσο και ο πίνακας στο εξώφυλλο, σημαίνουν φιλοσοφικό προσανατολισμό της ποίησής του. Μιας ποίησης που εστιάζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στον άνθρωπο, στη γενέθλια γη, πατρίδα / προγονική παρακαταθήκη, Γαία, μοίρα του:
…Παρουσίες ζωής
γεννημένοι στη ροή του ίδιου ποταμού
όμως δεν είμαστε το ποτάμι
κατοικούμε στις όχθες
σταγόνες ψηλαφούν την καρδιά μας
η ψυχή μας κοιτάζει τις πατρίδες
να απομακρύνονται
δεν ξέραμε για ποιον ή
γιατί ήρθαμε
ερωτευμένοι χωρίς ανταπόκριση
ρίζες μυστηρίου κρυφακούμε
της ροής την ηχώ
(Πρόλογος και επίλογος, σσ. 9,10)
Ο προβληματισμός του ποιητή είναι σαφής: Όσα κι αν προσφέρει η γνώση, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θρησκεία, ελάχιστα πράγματα, «σταγόνες» από τη ροή του ποταμού φτάνουν στη γλώσσα του, ψίχουλα από όσα συμβαίνουν γύρω του και από το θαύμα της ζωής πληροφορείται:
…η ιδέα του κόσμου
φτερούγισμα συγκομιδής
κάτι σαν αποκύημα αγρύπνιας
η ουτοπία βγαίνει απ’ το πορτρέτο της κι απομακρύνεται
με άδεια χέρια…
…καθώς η άγκυρα του ανέλπιστου
αιωρείται
ανάμεσα
ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο.
(Επίγονοι της άγνοιας)
Ωστόσο ο άνθρωπος, όντας μέσα στη ροή του ποταμού, που διαρκώς η σχέση του με το νερό ουδόλως είναι σταθερή: «Πάντα χωρεί και ουδέν μένει. Δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης…», τίποτα δεν μένει σταθερό μες στη ροή του ποταμού, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, και ποτέ δεν έχεις ολοκληρωμένη γνώση. Ιδού ένα πιο χαρακτηριστικό δείγμα φιλοσοφικής ενατένισης και αντίληψης του κόσμου και ποιητικής γραφής του Βασίλη Φαϊτά:
Ο πατέρας μου αρνήθηκε να γίνει μύθος
ήταν ένα ρυάκι κανενός ποταμού
είδε τον εαυτό του ν’ ανασηκώνεται
νεύμα μες στη ροή.
Η νιότη μας απομακρύνεται
μαζί με τη νιότη του κόσμου
τ’ άσπρα μαλλιά ανασυντίθενται επικίνδυνα
κεραίες στο σώμα της Γαίας
επεκτείνονται στην εξώπορτα του απείρου
επεκτείνονται.
Εκείνο που κρύβει η καρδιά
το ανερμήνευτο φως της διαδρομής
ο θάνατος έρωτας της συνείδησης με το μέλλον
ένα τσούρμο χρόνια διακλαδίζεται στον άνεμο
θρυαλλίδα κενού
σπινθηροβόλο μάτι επιτηρεί.
Στις ακτές
ένα ακατάπαυστο τέλος ανανεώνεται.
(Ατέρμονο τέλος, σ. 20)
vasileios faitasΤι άλλο είναι ζωή εκτός από μια διαρκή ροή, που παρασέρνει και μεταβάλλει τα πάντα κι εμείς νομίζουμε πως είμαστε κυρίαρχοι και παντογνώστες, σταθεροί στην ίδια θέση. Ωστόσο, τα πάντα οδεύουν προς ένα τέλος που είναι πάντα, κάθε στιγμή, μια καινούρια αρχή, όπως ορίζει η εναλλαγή με την ανεπαίσθητη, αέναη κυκλική ροή της ζωής….
«Δια του χώρου, το σύμπαν με περιέχει και με καταπίνει σαν ένα στίγμα. Δια της σκέψεως, το περιέχω εγώ» [1]. Τούτη η σκέψη του Πασκάλ, θα μπορούσε είναι το νοητικό υπόβαθρο της ποιητικής του Βασίλη Φαϊτά. Γεννημένος το 1942, στη Θεσσαλονίκη, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1966, στο περιοδικό Νέα Εστία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Άποικοι της νύχτας (1966), Γράμματα στον κόσμο (1980), Υστερόγραφα για το αύριο (2010), Συνάντηση με το σύμπαν (2011), Ρους και ροή (2014), Ο αλχημιστής του χάους (2015), Στο καφέ «Εντροπία» (2017), Το δάκρυ του Ηράκλειτου (2018). Στην ποίησή του, ο Φαϊτάς θεάται τον άνθρωπο σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα του σύμπαντος. Ο κόσμος και ο άνθρωπος προβάλλονται μέσα από τεράστιες ολότητες: το «σύμπαν», η «θάλασσα μέσα μας», ο «χώρος», ο «χρόνος», η «ύλη», η «αιωνιότητα», είναι λέξεις, τις οποίες συναντούμε στα ποιήματά του [2]. Στην ποιητική συλλογή Το δάκρυ του Ηράκλειτου, το «ποτάμι» του Ηράκλειτου, επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, αντιπροσωπεύοντας την αέναη ροή πραγμάτων και ανθρώπων. Για τον Φαϊτά, τα πάντα ρέουν, αλλά εντός μιας συμπαντικής θλίψης, όπου όλα εκτυλίσσονται σαν μια «ανεκπλήρωτη δυνατότητα», σαν μια «ανολοκλήρωτη οδύσσεια»:
Έρχεται ο υπόγειος άνεμος
ο νους μου θα είναι μια απρόσιτη μοναξιά
τα φυλλώματα των δέντρων αιχμαλωτίζουν
αντικατοπτρισμούς
απ’ τη στιγμή που αποβιβάστηκα μόνος.
Υπάρχει στο χάος μια θλίψη
ανολοκλήρωτη οδύσσεια κοιτάζει
την παρακμή των αιώνων
οι ποιητές του σύμπαντος έχουν πεθάνει από παλιά
μέσα στις λέξεις που αλλάζουν διαρκώς
νόημα
ο κόσμος δεν είναι ποτέ ίδιος
μ’ αυτό που γυρίζει
μας κοιτάζει απ’ τα βάθη
μας παραπλανά.
Ένα ποτάμι κυλά
μακρύ σαν το ταξίδι του φωτός
όλες οι εποχές παραπόταμοί του
δεν έμαθα ν’ αποχαιρετώ τους καιρούς
αν η ύπαρξη του ανθρώπου
δεν έχει νόημα
τι κάνω εγώ εδώ πάνω
στις φλεγόμενες κορυφογραμμές
αποκρυπτογραφώντας
τις τροχιές του πεπρωμένου.
(«Ανολοκλήρωτη οδύσσεια»)
Ένα δεύτερο μοτίβο που συναντούμε συχνά στην ποίηση του Φαϊτά, είναι αυτό του αέναου ταξιδευτή, του «ναύτη χωρίς το γαλάζιο της θάλασσας» («Τα στάχυα»). Η μεταφορά του θαλασσινού ταξιδιού είναι θεμελιώδης στην ποίηση του Φαϊτά και κάνει την εμφάνισή της ήδη από τα πρώτα του ποιήματα. Λέξεις και στίχοι από τη συλλογή, όπως «φινιστρίνι» –ο στίχος μιλά για το «φινιστρίνι των αισθήσεων»– η «ιστορία των κυμάτων», η «θάλασσα», οι «φίλοι μιας άλλης ζωής/ [που] ταξίδεψαν σε αναστατωμένους καιρούς», η «Ιθάκη» ως «άλλη πλευρά της αιωνιότητας», τα «ρυμουλκά ναυαγίων [που] σαλπάρουν», είναι κάποια από τα σύμβολα αυτού του «θαλασσινού ταξιδιού». Αρκετά συχνά, εμφανίζεται στην ποίησή του και η μοναξιά του ταξιδιού. Παρότι, όπως θα δούμε παρακάτω, σε αρκετά ποιήματα ο Φαϊτάς μάς απευθύνεται μέσα από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ωστόσο, το συγκεκριμένο «εμείς» είναι διάπυρο από μοναξιά. Όπως μόνος και απομονωμένος εμφανίζεται στο ομηρικό έπος ο Οδυσσέας, το εμβληματικό πρόσωπο του αρχετυπικού ταξιδιού. Ωστόσο, στην ποίηση του Φαϊτά δεν φαίνεται κανένα απάγκιο στον ορίζοντα, ώστε να σταθεί το υποκείμενο των ποιημάτων του και να αναστοχαστεί «η Ιθάκες τι σημαίνουν». Κι αυτό γιατί ερχόμενος «αντιμέτωπος με το χάος», η συνέπεια, όπως θα έγραφε ο Ε. Τσοράν, είναι η «απόρριψη όσων μάθαμε, το να είμαστε ο εαυτός μας…» [3]. Κι αυτό, όπως θα δούμε, επηρεάζει τις αισθητικές επιλογές του Φαϊτά.
Σε ορισμένους στίχους του, παρατηρείται η σύμπλεξη μιας έντονης ποιητικότητας, με τη δυναμική που έχει το λογοτεχνικό είδος του αφορισμού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους «πορφυρούς στίχους» [4] του Βασίλη Φαϊτά. Παραθέτουμε μια μικρή επιλογή στίχων από ποιήματα της συλλογής, οι οποίοι διαθέτουν αυτόν τον αξιόλογο συνδυασμό ποιητικού και νοηματικού αποθέματος, μέσω των οποίων ο ποιητής αποφαίνεται, πως είμαστε μια «ημιτελής παρτιτούρα ανάμεσα στη νιότη και τη νύχτα», πως είμαστε «γεννημένοι ίσως από μια πλεκτάνη της μοναξιάς», πως γερνάμε «μες στη νιότη από βλέμμα σε βλέμμα» και πως ο νους μας είναι μια «απρόσιτη μοναξιά».
Ωστόσο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον ιανικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου ποιητικού φαινομένου. Από τη μία, οι «πορφυροί στίχοι» είναι τα σημεία του ποιήματος, που το καθιστούν αγαπητό. Από την άλλη, οι στίχοι, με τα συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ανεβάζουν τις προσδοκίες. Αρκετές φορές, έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: κάνουν αυτό που προηγείται ή/και αυτό που έπεται, να ωχριά. Τότε, εγείρεται το πρόβλημα της λειτουργικότητας των στίχων στο σύνολό τους. Κατά πόσο εξυπηρετείται ο εικονογραφικός ρυθμός του ποιήματος. Πρόβλημα, στο οποίο ο Φαϊτάς απαντά, αξιοποιώντας τον υπερρεαλισμό. Οι «πορφυροί στίχοι» του, συμφύρονται με στίχους εικονιστικής ποιητικής έντασης, που είναι κενοί νοήματος. Όπως εύστοχα το έχει περιγράψει ο Δήμος Χλωπτσιούδης «το μήνυμα συμπλέκεται με τη ‘χαώδη’ εικαστική που δίνει μία αίσθηση κίνησης, εκμεταλλευόμενη τη συνειρμική σύνθεση των εικόνων» [5]. Από τη μία, λοιπόν, οι στίχοι, που δεν εξαρτώνται από τη ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά είναι αισθητός ο πνευματικός και συναισθηματικός δεσμός με μια πραγματικότητα. Από την άλλη, οι ‘υπερρεαλιστικές’ εικόνες, οι οποίες όμως, δεν παίρνουν μέρος στην ανάπτυξη αυτού του δεσμού. Αποκομμένες από τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος και δημιουργώντας «ιριδίζουσες λεκτικές εντυπώσεις» [6], λειτουργούν ως διεγερτικό της ποιητικής διαδικασίας. Στόχος τους, είναι η ρήξη με τον αναλογικό τρόπο σκέψης του νου. Έχει να κάνει με την εκτύλιξη της ποιητικής ανάπτυξης, όπως πλέον την επιθυμεί ο Φαϊτάς.
Ωστόσο, απαλείφοντας αυτούς τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, διαπιστώνουμε πως αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς των συλλογών Άποικοι της Νύχτας (1966) και Γράμματα στον Κόσμο (1980). Τι σημαίνει αυτό; Ενδεχομένως, σχετίζεται τόσο με την ανάγκη του ποιητή να εξελιχθεί προς ένα πρότυπο, που αλλάζει με τα χρόνια μέσα στο μυαλό του (εξαιτίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων) ή/και πρόκειται για μια αντίδραση στο προηγούμενο ποιητικό ύφος του και ότι αυτό αντιπροσώπευε ως ύφος μιας συγκεκριμένη ποιητικής σχολής (της Θεσσαλονίκης) και της γενιάς του (γενιά του ’70). Εμμένοντας στις πρώτες ποιητικές του εγγραφές, ο Φαϊτάς, ίσως συναντούσε τις λέξεις του «ήδη κατειλημμένες», όπως θα έλεγε ο Μπαχτίν [7]. Μέσα από μια συγκεκριμένη γλωσσική-ποιητική συνάφεια και χρήση, οι λέξεις που είχε στην εργαλειοθήκη του ο Φαϊτάς, είχαν ήδη σημαδευτεί από τη χρήση και τις ερμηνείες των άλλων. Ήταν όπως θα έλεγε και πάλι ο Μπαχτίν, «γεμάτες από τη φωνή» των άλλων [8]. Πιθανόν, ο Φαϊτάς επέλεξε τη φυγή προς τα μπρος, για να ξεφύγει απ’ την παγίδα των κοινών εκφραστικών τόπων. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας ο «πρώτος» Φαϊτάς; Παραθέτουμε, ενδεικτικά, δύο ποιήματα από τις δύο πρώτες συλλογές του:
Χρόνια περιμέναμε στο σταθμό ένα τραίνο πού ποτέ δεν πέρασε
με τις αποσκευές στα χέρια
το πρόσωπο προσηλωμένο στην τελευταία στροφή
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
Κάπου θέλαμε να ταξιδέψουμε
και μείναμε εκεί στο σταθμό
περιμέναμε ένα τραίνο πού δεν πέρασε
μαρμαρωμένοι ταξιδιώτες
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
(«Ταξιδιώτες», από τη συλλογή Άποικοι της Νύχτας,1966)
Το ποίημα που ακολουθεί είναι από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του:
Ο γιαλός, αυτές οι νύχτες, αυτό το πλήθος
θα ξανάρθει,
όμως εμείς δεν θα είμαστε πια.
Απ’ τις ρωγμές του καθρέφτη
φεύγουμε μακριά πολύ.
Αυτά τα κουρασμένα σώματα
θα ξαναγυρίσουν,
όμως άλλες αταίριαστες ψυχές θα μας καλούν μέσα τους.
Από τους ήχους, το σκοτάδι και το φως περνούμε
φωνές του καλοκαιριού και του χειμώνα,
φεύγουμε βαθιά πολύ,
ώσπου να γκρεμιστεί μέσα μας η απεραντοσύνη.
(«Αποικία», από τη συλλογή Γράμματα στον Κόσμο, 1980).
Διαπιστώνουμε πως υπάρχουν οι ‘σταθερές’, που συναντούμε και στις μετέπειτα ποιητικές εγγραφές του: η εναλλαγή ενεστωτικών και μελλοντικών ρημάτων, η μελαγχολία, τα μοτίβα του ταξιδιού και της αναχώρησης, ο ποιητικός-φιλοσοφικός στοχασμός, το «εμείς» αναφερόμενο σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα, το οποίο σε αρκετά ποιήματα μετατρέπεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο διατηρώντας, όμως, τον ίδιο τόνο. Ωστόσο, απουσιάζει η «υπερρεαλιστικότητα» και τα θέματα απεικονίζονται σε ένα φόντο, όχι συμπαντικό, αλλά κοινωνικό. Στα συγκεκριμένα ποιήματα, που έχουν βιοθεωρητικό χαρακτήρα, μένουν δηλαδή περισσότερο «συνεπή» σε έναν βιωματικό πυρήνα, οι άνθρωποι δεν απεικονίζονται μπροστά σε κάτι ακαθόριστο ή σε κάτι που τους υπερβαίνει. Αποτυπώνεται ο κοινωνικός χώρος μέσα από ρεαλιστικά σκαριφήματα, είτε πρόκειται για τον σταθμό ενός τρένου είτε για έναν γιαλό. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας πως απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς; Φέρνουμε ως παράδειγμα, το ποίημα «Ανεπίδοτος έρωτας» από Το δάκρυ του Ηράκλειτου:
Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
ανεπίδοτος έρωτας
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
γίνεται κύμα χιμαιρικό μονόγραμμα
τατουάζ ονείρου εισχωρεί βαθιά
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο
κι απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του
στη φωνή που το καλεί
καθώς το σώμα πριν να φύγει
γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα
ουράνιες καμπύλες κατοπτρισμών.
Απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, χωρίς να μπορούμε να πράξουμε το ίδιο με τους στίχους, όπου γίνεται μεταφορική χρήση των λέξεων –διαφορετικά θα έπαυε να υπάρχει ποίημα, η μεταφορά είναι εγγενές στοιχείο του ποιητικού λόγου καθώς ως προς την αναφορικότητα του ποιητικού κειμένου, η ποίηση έχει χαρακτηριστεί «συνεχής και γενικευμένη μεταφορά» [9]– προκύπτει, όπως θα δούμε, ένα ποίημα, το οποίο θα μπορούσε να είναι της πρώτης περιόδου του Βασίλη Φαϊτά:
Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο.
Όσους ελκύει το «ονειρικό ύφος και η γοητεία των οραματικών παραστάσεων» [10] θα βρουν ενδιαφέρουσα την «υπερρεαλιστικότητα» του Φαϊτά. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως αισθανθούν πως μέσω της συγκεκριμένης ποιητικής πρακτικής ορισμένα ποιήματα παρατείνονται άσκοπα ή, ενδεχομένως, προβληματιστούν για την αισθητική τούτης της αλχημείας των λέξεων. Όμως, στόχος του Φαϊτά, όπως επισημάναμε, είναι –κατά την εκτίμησή μας– να αποφύγει το ‘τετριμμένο’ άκουσμα των στίχων του, διαρρηγνύοντας ή καλύτερα εμβολίζοντας τις λογικές ή εμπειρικές συνεπείς νοηματικές ακολουθίες τους. Ποιο θα ήταν το ποιητικό αποτέλεσμα, αν επέλεγε να προσφέρει κάποιους από τους «πορφυρούς στίχους» του με τη μορφή μονόστιχων, δίστιχων ή τρίστιχων ως ελλειπτικές (όχι ελλειμματικές) καταγραφές της ποιητικής του νόησης, ως μία πρόταση, δηλαδή, λιτής ποίησης δίχως προσθήκες και παρεμβολές;
Ο Φαϊτάς, στα ποιήματα που δημοσιεύει μετά το 2011 –με την εκδοτική αποχή στα χρόνια μεταξύ 1980 και 2010 να σημαίνει κάτι– απλώνει ένα εννοιολογικό δικτύωμα, του οποίου κόμβοι συνιστούν έννοιες από τη θεωρία της σχετικότητας, τη κβαντική φυσική, τον προσωκρατικό διαφωτισμό. Αρνητικό ενδεχόμενο: η «αντιπαθητική χασμωδία», που δημιουργείται μεταξύ των φιλοσοφικών/επιστημονικών εννοιών και της ποιητικής έκφρασης μέσα στην οποία εντάσσονται, όπως την περιγράφει ο Τ.Κ. Παπατσώνης, σχολιάζοντας το φαινόμενο [11]. Ο Παπατσώνης, βέβαια, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην ποίηση που επεξεργάζεται ήδη διαμορφωμένες φιλοσοφικές ιδέες και την ποίηση που φιλοσοφεί με βιωματικό και άμεσο τρόπο, μεταμφιέζοντας ποιητικά τις σύγχρονες εκδοχές και τα πλαίσια διαφόρων τρόπων σκέψης. Δεν θα σταθούμε, όμως, σε αυτό. Θα πούμε μόνο πως ο Φαϊτάς επιλέγει την δεύτερη οδό.
Ο Φαϊτάς, λοιπόν, δημιουργεί ποιήματα στα οποία είναι απωθημένες οι μικροαστικές-βιωματικές όψεις της ζωής. Αποφεύγει, με αυτόν τον τρόπο, την παρείσδυση της κοινοτοπίας του καθημερινού. Αναδεικνύει την αμφιθυμία μιας πραγματικότητας, πέρα από οποιαδήποτε ρεαλιστική της «ανάγνωση». Μια αμφιθυμία, που εμπεριέχει τη μετεώριση ανάμεσα στο μόνιμο και το προσωρινό, στο αιώνιο και το εφήμερο, «στο άγραφο και στο αντίο» [12], αφήνοντας μια αίσθηση επικείμενης αναχώρησης. Το ποιητικό σύμπαν του Φαϊτά διαστέλλεται διαρκώς με έναν λυγμό.
.
ΣΠΥΡΟΣ ΘΕΡΙΑΝΟΣ
FREAR.GR 7/6/2019
Η πορφύρα των στίχων, η αλχημεία των λέξεων
«Δια του χώρου, το σύμπαν με περιέχει και με καταπίνει σαν ένα στίγμα. Δια της σκέψεως, το περιέχω εγώ» [1]. Τούτη η σκέψη του Πασκάλ, θα μπορούσε είναι το νοητικό υπόβαθρο της ποιητικής του Βασίλη Φαϊτά. Γεννημένος το 1942, στη Θεσσαλονίκη, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1966, στο περιοδικό Νέα Εστία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Άποικοι της νύχτας (1966), Γράμματα στον κόσμο (1980), Υστερόγραφα για το αύριο (2010), Συνάντηση με το σύμπαν (2011), Ρους και ροή (2014), Ο αλχημιστής του χάους (2015), Στο καφέ «Εντροπία» (2017), Το δάκρυ του Ηράκλειτου (2018). Στην ποίησή του, ο Φαϊτάς θεάται τον άνθρωπο σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα του σύμπαντος. Ο κόσμος και ο άνθρωπος προβάλλονται μέσα από τεράστιες ολότητες: το «σύμπαν», η «θάλασσα μέσα μας», ο «χώρος», ο «χρόνος», η «ύλη», η «αιωνιότητα», είναι λέξεις, τις οποίες συναντούμε στα ποιήματά του [2]. Στην ποιητική συλλογή Το δάκρυ του Ηράκλειτου, το «ποτάμι» του Ηράκλειτου, επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, αντιπροσωπεύοντας την αέναη ροή πραγμάτων και ανθρώπων. Για τον Φαϊτά, τα πάντα ρέουν, αλλά εντός μιας συμπαντικής θλίψης, όπου όλα εκτυλίσσονται σαν μια «ανεκπλήρωτη δυνατότητα», σαν μια «ανολοκλήρωτη οδύσσεια»:
Έρχεται ο υπόγειος άνεμος
ο νους μου θα είναι μια απρόσιτη μοναξιά
τα φυλλώματα των δέντρων αιχμαλωτίζουν
αντικατοπτρισμούς
απ’ τη στιγμή που αποβιβάστηκα μόνος.
Υπάρχει στο χάος μια θλίψη
ανολοκλήρωτη οδύσσεια κοιτάζει
την παρακμή των αιώνων
οι ποιητές του σύμπαντος έχουν πεθάνει από παλιά
μέσα στις λέξεις που αλλάζουν διαρκώς
νόημα
ο κόσμος δεν είναι ποτέ ίδιος
μ’ αυτό που γυρίζει
μας κοιτάζει απ’ τα βάθη
μας παραπλανά.
Ένα ποτάμι κυλά
μακρύ σαν το ταξίδι του φωτός
όλες οι εποχές παραπόταμοί του
δεν έμαθα ν’ αποχαιρετώ τους καιρούς
αν η ύπαρξη του ανθρώπου
δεν έχει νόημα
τι κάνω εγώ εδώ πάνω
στις φλεγόμενες κορυφογραμμές
αποκρυπτογραφώντας
τις τροχιές του πεπρωμένου.
(«Ανολοκλήρωτη οδύσσεια»)
Ένα δεύτερο μοτίβο που συναντούμε συχνά στην ποίηση του Φαϊτά, είναι αυτό του αέναου ταξιδευτή, του «ναύτη χωρίς το γαλάζιο της θάλασσας» («Τα στάχυα»). Η μεταφορά του θαλασσινού ταξιδιού είναι θεμελιώδης στην ποίηση του Φαϊτά και κάνει την εμφάνισή της ήδη από τα πρώτα του ποιήματα. Λέξεις και στίχοι από τη συλλογή, όπως «φινιστρίνι» –ο στίχος μιλά για το «φινιστρίνι των αισθήσεων»– η «ιστορία των κυμάτων», η «θάλασσα», οι «φίλοι μιας άλλης ζωής/ [που] ταξίδεψαν σε αναστατωμένους καιρούς», η «Ιθάκη» ως «άλλη πλευρά της αιωνιότητας», τα «ρυμουλκά ναυαγίων [που] σαλπάρουν», είναι κάποια από τα σύμβολα αυτού του «θαλασσινού ταξιδιού». Αρκετά συχνά, εμφανίζεται στην ποίησή του και η μοναξιά του ταξιδιού. Παρότι, όπως θα δούμε παρακάτω, σε αρκετά ποιήματα ο Φαϊτάς μάς απευθύνεται μέσα από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ωστόσο, το συγκεκριμένο «εμείς» είναι διάπυρο από μοναξιά. Όπως μόνος και απομονωμένος εμφανίζεται στο ομηρικό έπος ο Οδυσσέας, το εμβληματικό πρόσωπο του αρχετυπικού ταξιδιού. Ωστόσο, στην ποίηση του Φαϊτά δεν φαίνεται κανένα απάγκιο στον ορίζοντα, ώστε να σταθεί το υποκείμενο των ποιημάτων του και να αναστοχαστεί «η Ιθάκες τι σημαίνουν». Κι αυτό γιατί ερχόμενος «αντιμέτωπος με το χάος», η συνέπεια, όπως θα έγραφε ο Ε. Τσοράν, είναι η «απόρριψη όσων μάθαμε, το να είμαστε ο εαυτός μας…» [3]. Κι αυτό, όπως θα δούμε, επηρεάζει τις αισθητικές επιλογές του Φαϊτά.
Σε ορισμένους στίχους του, παρατηρείται η σύμπλεξη μιας έντονης ποιητικότητας, με τη δυναμική που έχει το λογοτεχνικό είδος του αφορισμού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους «πορφυρούς στίχους» [4] του Βασίλη Φαϊτά. Παραθέτουμε μια μικρή επιλογή στίχων από ποιήματα της συλλογής, οι οποίοι διαθέτουν αυτόν τον αξιόλογο συνδυασμό ποιητικού και νοηματικού αποθέματος, μέσω των οποίων ο ποιητής αποφαίνεται, πως είμαστε μια «ημιτελής παρτιτούρα ανάμεσα στη νιότη και τη νύχτα», πως είμαστε «γεννημένοι ίσως από μια πλεκτάνη της μοναξιάς», πως γερνάμε «μες στη νιότη από βλέμμα σε βλέμμα» και πως ο νους μας είναι μια «απρόσιτη μοναξιά».
Ωστόσο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον ιανικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου ποιητικού φαινομένου. Από τη μία, οι «πορφυροί στίχοι» είναι τα σημεία του ποιήματος, που το καθιστούν αγαπητό. Από την άλλη, οι στίχοι, με τα συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ανεβάζουν τις προσδοκίες. Αρκετές φορές, έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: κάνουν αυτό που προηγείται ή/και αυτό που έπεται, να ωχριά. Τότε, εγείρεται το πρόβλημα της λειτουργικότητας των στίχων στο σύνολό τους. Κατά πόσο εξυπηρετείται ο εικονογραφικός ρυθμός του ποιήματος. Πρόβλημα, στο οποίο ο Φαϊτάς απαντά, αξιοποιώντας τον υπερρεαλισμό. Οι «πορφυροί στίχοι» του, συμφύρονται με στίχους εικονιστικής ποιητικής έντασης, που είναι κενοί νοήματος. Όπως εύστοχα το έχει περιγράψει ο Δήμος Χλωπτσιούδης «το μήνυμα συμπλέκεται με τη ‘χαώδη’ εικαστική που δίνει μία αίσθηση κίνησης, εκμεταλλευόμενη τη συνειρμική σύνθεση των εικόνων» [5]. Από τη μία, λοιπόν, οι στίχοι, που δεν εξαρτώνται από τη ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά είναι αισθητός ο πνευματικός και συναισθηματικός δεσμός με μια πραγματικότητα. Από την άλλη, οι ‘υπερρεαλιστικές’ εικόνες, οι οποίες όμως, δεν παίρνουν μέρος στην ανάπτυξη αυτού του δεσμού. Αποκομμένες από τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος και δημιουργώντας «ιριδίζουσες λεκτικές εντυπώσεις» [6], λειτουργούν ως διεγερτικό της ποιητικής διαδικασίας. Στόχος τους, είναι η ρήξη με τον αναλογικό τρόπο σκέψης του νου. Έχει να κάνει με την εκτύλιξη της ποιητικής ανάπτυξης, όπως πλέον την επιθυμεί ο Φαϊτάς.
Ωστόσο, απαλείφοντας αυτούς τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, διαπιστώνουμε πως αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς των συλλογών Άποικοι της Νύχτας (1966) και Γράμματα στον Κόσμο (1980). Τι σημαίνει αυτό; Ενδεχομένως, σχετίζεται τόσο με την ανάγκη του ποιητή να εξελιχθεί προς ένα πρότυπο, που αλλάζει με τα χρόνια μέσα στο μυαλό του (εξαιτίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων) ή/και πρόκειται για μια αντίδραση στο προηγούμενο ποιητικό ύφος του και ότι αυτό αντιπροσώπευε ως ύφος μιας συγκεκριμένη ποιητικής σχολής (της Θεσσαλονίκης) και της γενιάς του (γενιά του ’70). Εμμένοντας στις πρώτες ποιητικές του εγγραφές, ο Φαϊτάς, ίσως συναντούσε τις λέξεις του «ήδη κατειλημμένες», όπως θα έλεγε ο Μπαχτίν [7]. Μέσα από μια συγκεκριμένη γλωσσική-ποιητική συνάφεια και χρήση, οι λέξεις που είχε στην εργαλειοθήκη του ο Φαϊτάς, είχαν ήδη σημαδευτεί από τη χρήση και τις ερμηνείες των άλλων. Ήταν όπως θα έλεγε και πάλι ο Μπαχτίν, «γεμάτες από τη φωνή» των άλλων [8]. Πιθανόν, ο Φαϊτάς επέλεξε τη φυγή προς τα μπρος, για να ξεφύγει απ’ την παγίδα των κοινών εκφραστικών τόπων. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας ο «πρώτος» Φαϊτάς; Παραθέτουμε, ενδεικτικά, δύο ποιήματα από τις δύο πρώτες συλλογές του:
Χρόνια περιμέναμε στο σταθμό ένα τραίνο πού ποτέ δεν πέρασε
με τις αποσκευές στα χέρια
το πρόσωπο προσηλωμένο στην τελευταία στροφή
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
Κάπου θέλαμε να ταξιδέψουμε
και μείναμε εκεί στο σταθμό
περιμέναμε ένα τραίνο πού δεν πέρασε
μαρμαρωμένοι ταξιδιώτες
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
(«Ταξιδιώτες», από τη συλλογή Άποικοι της Νύχτας,1966)
Το ποίημα που ακολουθεί είναι από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του:
Ο γιαλός, αυτές οι νύχτες, αυτό το πλήθος
θα ξανάρθει,
όμως εμείς δεν θα είμαστε πια.
Απ’ τις ρωγμές του καθρέφτη
φεύγουμε μακριά πολύ.
Αυτά τα κουρασμένα σώματα
θα ξαναγυρίσουν,
όμως άλλες αταίριαστες ψυχές θα μας καλούν μέσα τους.
Από τους ήχους, το σκοτάδι και το φως περνούμε
φωνές του καλοκαιριού και του χειμώνα,
φεύγουμε βαθιά πολύ,
ώσπου να γκρεμιστεί μέσα μας η απεραντοσύνη.
(«Αποικία», από τη συλλογή Γράμματα στον Κόσμο, 1980).
Διαπιστώνουμε πως υπάρχουν οι ‘σταθερές’, που συναντούμε και στις μετέπειτα ποιητικές εγγραφές του: η εναλλαγή ενεστωτικών και μελλοντικών ρημάτων, η μελαγχολία, τα μοτίβα του ταξιδιού και της αναχώρησης, ο ποιητικός-φιλοσοφικός στοχασμός, το «εμείς» αναφερόμενο σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα, το οποίο σε αρκετά ποιήματα μετατρέπεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο διατηρώντας, όμως, τον ίδιο τόνο. Ωστόσο, απουσιάζει η «υπερρεαλιστικότητα» και τα θέματα απεικονίζονται σε ένα φόντο, όχι συμπαντικό, αλλά κοινωνικό. Στα συγκεκριμένα ποιήματα, που έχουν βιοθεωρητικό χαρακτήρα, μένουν δηλαδή περισσότερο «συνεπή» σε έναν βιωματικό πυρήνα, οι άνθρωποι δεν απεικονίζονται μπροστά σε κάτι ακαθόριστο ή σε κάτι που τους υπερβαίνει. Αποτυπώνεται ο κοινωνικός χώρος μέσα από ρεαλιστικά σκαριφήματα, είτε πρόκειται για τον σταθμό ενός τρένου είτε για έναν γιαλό. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας πως απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς; Φέρνουμε ως παράδειγμα, το ποίημα «Ανεπίδοτος έρωτας» από Το δάκρυ του Ηράκλειτου:
Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
ανεπίδοτος έρωτας
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
γίνεται κύμα χιμαιρικό μονόγραμμα
τατουάζ ονείρου εισχωρεί βαθιά
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο
κι απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του
στη φωνή που το καλεί
καθώς το σώμα πριν να φύγει
γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα
ουράνιες καμπύλες κατοπτρισμών.
Απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, χωρίς να μπορούμε να πράξουμε το ίδιο με τους στίχους, όπου γίνεται μεταφορική χρήση των λέξεων –διαφορετικά θα έπαυε να υπάρχει ποίημα, η μεταφορά είναι εγγενές στοιχείο του ποιητικού λόγου καθώς ως προς την αναφορικότητα του ποιητικού κειμένου, η ποίηση έχει χαρακτηριστεί «συνεχής και γενικευμένη μεταφορά» [9]– προκύπτει, όπως θα δούμε, ένα ποίημα, το οποίο θα μπορούσε να είναι της πρώτης περιόδου του Βασίλη Φαϊτά:
Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο.
Όσους ελκύει το «ονειρικό ύφος και η γοητεία των οραματικών παραστάσεων» [10] θα βρουν ενδιαφέρουσα την «υπερρεαλιστικότητα» του Φαϊτά. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως αισθανθούν πως μέσω της συγκεκριμένης ποιητικής πρακτικής ορισμένα ποιήματα παρατείνονται άσκοπα ή, ενδεχομένως, προβληματιστούν για την αισθητική τούτης της αλχημείας των λέξεων. Όμως, στόχος του Φαϊτά, όπως επισημάναμε, είναι –κατά την εκτίμησή μας– να αποφύγει το ‘τετριμμένο’ άκουσμα των στίχων του, διαρρηγνύοντας ή καλύτερα εμβολίζοντας τις λογικές ή εμπειρικές συνεπείς νοηματικές ακολουθίες τους. Ποιο θα ήταν το ποιητικό αποτέλεσμα, αν επέλεγε να προσφέρει κάποιους από τους «πορφυρούς στίχους» του με τη μορφή μονόστιχων, δίστιχων ή τρίστιχων ως ελλειπτικές (όχι ελλειμματικές) καταγραφές της ποιητικής του νόησης, ως μία πρόταση, δηλαδή, λιτής ποίησης δίχως προσθήκες και παρεμβολές;
Ο Φαϊτάς, στα ποιήματα που δημοσιεύει μετά το 2011 –με την εκδοτική αποχή στα χρόνια μεταξύ 1980 και 2010 να σημαίνει κάτι– απλώνει ένα εννοιολογικό δικτύωμα, του οποίου κόμβοι συνιστούν έννοιες από τη θεωρία της σχετικότητας, τη κβαντική φυσική, τον προσωκρατικό διαφωτισμό. Αρνητικό ενδεχόμενο: η «αντιπαθητική χασμωδία», που δημιουργείται μεταξύ των φιλοσοφικών/επιστημονικών εννοιών και της ποιητικής έκφρασης μέσα στην οποία εντάσσονται, όπως την περιγράφει ο Τ.Κ. Παπατσώνης, σχολιάζοντας το φαινόμενο [11]. Ο Παπατσώνης, βέβαια, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην ποίηση που επεξεργάζεται ήδη διαμορφωμένες φιλοσοφικές ιδέες και την ποίηση που φιλοσοφεί με βιωματικό και άμεσο τρόπο, μεταμφιέζοντας ποιητικά τις σύγχρονες εκδοχές και τα πλαίσια διαφόρων τρόπων σκέψης. Δεν θα σταθούμε, όμως, σε αυτό. Θα πούμε μόνο πως ο Φαϊτάς επιλέγει την δεύτερη οδό.
Ο Φαϊτάς, λοιπόν, δημιουργεί ποιήματα στα οποία είναι απωθημένες οι μικροαστικές-βιωματικές όψεις της ζωής. Αποφεύγει, με αυτόν τον τρόπο, την παρείσδυση της κοινοτοπίας του καθημερινού. Αναδεικνύει την αμφιθυμία μιας πραγματικότητας, πέρα από οποιαδήποτε ρεαλιστική της «ανάγνωση». Μια αμφιθυμία, που εμπεριέχει τη μετεώριση ανάμεσα στο μόνιμο και το προσωρινό, στο αιώνιο και το εφήμερο, «στο άγραφο και στο αντίο» [12], αφήνοντας μια αίσθηση επικείμενης αναχώρησης. Το ποιητικό σύμπαν του Φαϊτά διαστέλλεται διαρκώς με έναν λυγμό.
.
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TVXS.GR 17/5/2019
Τα σύμβολα του χρόνου που περνά στην ποίηση του Βασίλη Φαϊτά
Ο Βασίλης Φαϊτάς αποτελεί μια από τις πιο εναργείς ποινικές φωνές της Θεσσαλονίκης. Βαθιά στοχαστική η γραφή του με έναν πλούσιο λυρισμό μεταχειρίζεται τον ποιητικό λόγο αναδεύοντας εσώτερα υπαρξιακά θέματα με μία σπάνια εξωστρέφεια προσδίδοντας στην ποιητική του μία οικουμενική ακτινοβολία και συγχρόνως μία συμπαντική διάσταση κινούμενη μεταξύ χρόνου και φωτός, αθανασίας και φθοράς. Άλλωστε, ο ποιητής μεταχειρίζεται μια σειρά αντικειμένων του φυσικού περιβάλλοντος ως σύμβολα, διαμορφώνοντας μια πολυεπίπεδη ποιητική που γοητεύει και συγκινεί.
Σε αυτό δρόμο που χάραξε μόνος μου, ανάμεσα στη «διαγώνιο» και τον υπερρεαλισμό της Θεσσαλονίκης από το 1966, κινείται και η τελευταία του ποιητική συλλογή, «το δάκρυ του Ηράκλειτου» (Μανδραγόρας, 2018). Με υπερρεαλιστικά στοιχεία σε έναν εσωτερικό μονόλογο ο Φαϊτάς συνεχίζει το στοχαστικό οδοιπορικό του στην ποίηση με επίκεντρο τον χρόνο και τις αλλαγές στη ζωή τα ματωμένα όνειρα (14) και τη φθορά (35).
Το ποτάμι (πρόλογος και επίλογος, η παρουσία, αίνιγμα, οι ναύτες του Οδυσσέα ) και η θάλασσα –που αντανακλούν τις φιλοσοφικές απόψεις του Ηράκλειτου– και το σύμπαν είναι τα κύρια μοτίβα. Το ποτάμι πάντα ρέει και ο χρόνος κυλά ασταμάτητος, ενώ το σύμπαν (διαθήκη, λαβύρινθος, το ρόπτρο, ρίζα, ανολοκλήρωτη οδύσσεια, η άλλη ιστορία ) συμβολίζει τον ίδιο το χρόνο ως ο γενάρχης των πάντων. Ας μην παραβλέπουμε πως ο Φαϊτάς ενσωμάτωσε το σύμπαν όσο λίγοι στην ποιητική του. «Προσπαθεί να αντιληφθεί το πέρασμα του χρόνου και τη διαστολή του στη φύση ακολουθώντας τα σε μία εσωτερική αναζήτηση. Αποζητά την αλήθεια για τον άνθρωπο μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν με ένα αίσθημα απελπισίας και ελπίδας αντάμα. Μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν αποζητά τη συνείδηση της αλήθειας ως πεπρωμένο ή στοιχείο θνητότητας».
Σαν το ποτάμι έτσι και ο άνθρωπος γυρεύει τη μοίρα του (το ον, η παρουσία, απομακρυσμένη, πρόλογος και επίλογος, εκκρεμότητα). Ο ίδιος ο ποταμός, άλλωστε, συμβολίζει με τη σειρά του τον χρόνο που τρέχει, τις ώρες (ανολοκλήρωτη Οδύσσεια, ανερμήνευτοι), ταξιδεύοντας στο μέλλον, μα και στο παρελθόν και τη μνήμη ως αμφίδρομης κατεύθυνσης άξονας («παρελθόν»: η άλλη ιστορία, «μνήμη»: το τέλος της μέρας, «άξονα»: αίνιγμα). Ο ίδιος ο χρόνος, άλλωστε, αποτελεί και ένα ποιητικό υποκείμενο (το ρόπτρο, εκκρεμότητα) και συνυπάρχει με το άπειρο ή το χάος και το κενό («άπειρο»: επίγονοι της άγνοιας, τα στάχυα, «χάος»: το ον, «κενό»: λαβύρινθος).
Έτσι, ο ποταμός μετατρέπεται σε έναν διαρκώς κινούμενο άξονα ανάμεσα στο νοητό και το αδιανόητο (οι φίλοι, Ιθάκη, αφηγητές του κενού), το στιγμιαίο παρόν και το άλλοτε (αφηγητές του κενού, η ιδέα του λίκνου), ως μία χρονική ουτοπία αθανασίας και αυταπάτες (επίγονοι της άγνοιας, το ρόπτρο) για την ημερομηνία λήξης (οι άγνωστοι φίλοι).
Ο ποιητής αναζητά τη χαμένη νεότητα στο πέρασμα του χρόνου. Ο έρωτας (πρόλογος και επίλογος, επίγονοι της άγνοιας, το ρόπτρο, τα παράσιτα, κοιμήσου τώρα, Ιθάκη, ατέρμονο τέλος, η παραδοξότητα) και η καρδιά (το ον, αποπροσανατολισμός, οι άγνωστοι φίλοι, η ιστορία ενός κρυπτογράμματος) στην ποίησή του συμβολίζουν ακριβώς αυτή τη χαμένη νιότη. Μία νεότητα που πέρασε όπως ο έρωτας. Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η νιότη ταυτίζεται με τον έρωτα και την αγάπη σε μία υποφώσκουσα αντιδιαστολή προς τον εσωτερικό μονόλογο και τον φόβο της ανυπαρξίας στον χρόνο των μεγαλύτερης ηλικίας. Οι δε λέξεις –διατηρώνοντας μία αυτοαναφορική επαφή προς την ποίηση- λειτουργούν ως σύμβολο της αθωότητας (ημερολόγιο της πλάνης, η ιδέα του λίκνου, αίνιγμα, οι ναύτες του Οδυσσέα, η παρουσία), ένα άλλο χαρακτηριστικό της νιότης.
Η εκφραστική του Φαϊτά γοητεύει με την πλούσια εικαστική αποτύπωση του αορίστου και των συμβόλων του χρόνου. Με ρίζες στον υπερρεαλισμό η έκφρασή του παρασέρνει σαν χείμαρρος τον ακροατή/αναγνώστη στις φιλοσοφικές αγωνίες του δημιουργού, θυμίζοντας ότι η ποίηση ασχολείται με το αριστοτελικό καθόλα. Πλούσιες μεταφορές θεμελιώνονται στον υπαρξιακό προβληματισμό, αισθητοποιώντας μέσα στην αφαιρετικότητά τους την αγωνία του ποιητή. Έτσι όμως ο μεταφορικός λόγος διατηρεί έναν λειτουργικό ρόλο ως ισορροπιστής στο συχνά μελαγχολικό περιεχόμενο, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αισιόδοξη οπτική (ατέρμονο τέλος, τα στάχυα, Ιθάκη, ημερολόγιο της πλάνης, γνώση, το ον, αίνιγμα) ή συμβάλλοντας στη συναισθηματική κλιμάκωση στα αποθεματικά επιμύθιο (οι ναύτες του Οδυσσέα, αίνιγμα, η ιστορία ενός κρυπτογράμματος, η φυλή).
Εντυπωσιάζει η αβίαστη εισαγωγή του ανέμου (ανολοκλήρωτη Οδύσσεια, ημερολόγιο της πλάνης, προφητεία, η παρουσία, ανεπίδοτος έρωτας) ως φυσιολατρικό στοιχείο, όπως και σε όλες τις προηγούμενες συλλογές του, μαζί με τη θάλασσα (επίγονοι της άγνοιας, κοιμήσου τώρα, οι άγνωστοι φίλοι, Ιθάκη, ατέρμονο τέλος, η ιδέα του λίκνου, το τέλος της μέρας, ρίζα, η παραδοξότητα) και τη φωτιά (ανολοκλήρωτη Οδύσσεια, Ιθάκη)-άμεσα εκφρασμένη ή συνυποδηλωτικά-, ως σταθερά σύμβολα της ποιητικής του που σκορπούν ενέργεια και κίνηση στη στιχουργία του. Εικόνες με αντιθέσεις φωτεινότητας, γεμάτες κίνηση και ήχο και το μπλε (τ’ ουρανού και της θάλασσας) ή το κόκκινο (της φωτιάς) και το φωτισμένο μαύρο (του σύμπαντος) διανθίζουν το στοχαστικό του κάδρο.
«Ας μην παραβλέπουμε όμως πως το υγρό στοιχείο (με τη διαρκή ροή του) και ο άνεμος (που συνυποδηλωτικά πάντα πνέει) διατηρούν στον ποιητικό τους πυρήνα τη βασική ηρακλείτεια αρχή. Έτσι, ο ποιητής ανιχνεύει στιχουργικά τη νέα ευκαιρία να δρασκελίζει τον ποταμό της ζωής. Η αιωνιότητα διακρίνεται από μία συνεχή κίνηση κάνοντας τις ανθρώπινες στιγμές και το φως να φαντάζουν εφήμερα».
Ενδιαφέρον ιδιαίτερο στον λυρικό στοχασμό του έχουν τα ονοματικά σύνολα που στηρίζονται σε λέξεις οι οποίες δηλώνουν την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ζωής. Η επιλογή σύνθετων λέξεων με αόριστη/αφηρημένη σημασία γεννημένων από το στερητικό μόριο (αβεβαιότητα/αβέβαιο, αθέατο, αμετάφραστο, ανέλπιστο, ανερμήνευτο, αόριστο, απουσία, άγραφο, απρόσιτο, ακατάπαυστο/ατέρμονο, ανέγγιχτοι) ή αρνητικά μόρια (ουτοπία), εξακοντίζει το συναίσθημα της αγωνίας του ανθρώπου για την ύπαρξή του και τον χρόνο που τον προσπερνά, όπως το φως και το υγρό στοιχείο. Και τοποθετημένες προσεκτικά σε ονοματικά σύνολα διαστέλλουν την αγωνία για το άγνωστο και το τέλος, ως τραγική διερώτηση του όντος που γνωρίζει το τέλος του και αναζητά την αθανασία.
Τούτες όμως οι λέξεις δίχως να προσωποποιούνται, αποκτούν μία φιλοσοφική υπόσταση, ως ποιητικά υποκείμενα που τίθενται στο στιχουργικό επίκεντρο της υπαρξιακής αγωνίας. Και την ίδια στιγμή με την άρνηση και την αντίθεσή τους μέσα στο συγκεκριμένο (χρόνος, ζωή, ύπαρξη) έρχονται σε άμεση επαφή με το αιώνιο που αισθητοποιούν το υγρό στοιχείο, το σύμπαν και το φως.
Στην ποίηση του Φαϊτά το μήνυμα αλληλεπιδρά με την έκφραση μέσα στη συνειρμική κίνηση του στίχου, κλιμακώνοντας τη συναισθηματική ένταση. Και η παντελής απουσία σημείων στίξης αισθητοποιεί τη ρευστότητα της ζωής του ανθρώπου και του ίδιου του χρόνου. Οι ελλείψεις και τα “μετέωρα” ονοματικά σύνολα με τα τολμηρά ποιητικά σχήματα (παρομοιώσεις, αντιθέσεις, σύνθετα με αχώριστα μόρια και μεταφορές) λειτουργούν ως νησίδες στο ποιητικό ταξίδι του Φαϊτά, ενισχύοντας το λυρικό αποτέλεσμα.
Και βέβαια συνειρμικά και πυκνή αναφορά στο υγρό στοιχείο και τον άνεμο αφήνουν μία συνειρμική/συναισθηματική σύνδεση προς το ανεκπλήρωτο ταξίδι και τη δραπέτευση, δημιουργώντας πολυεπίπεδα στιχουργήματα που ξεπερνούν την εικονοπλασία ως αυτοσκοπό και που διαστέλλουν το μήνυμα με τις αισθήσεις και τη συναισθηματική ερμηνεία των λέξεων. Μόνο που του το ταξίδι συνδέεται αλληγορικά με το πέρασμα του ανθρώπου στον χρόνο και το πραγματικό νόημα της Ιθάκης που αποζητά στο τέλος της ζωής.
.
Στο καφέ «Εντροπία»
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΓΩΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΘΕΥΘ Τ.6 ΔΕΚ. 2017
Η ΝΙΚΗ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ Η ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ
ΗΤΤΑΣ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΑΤΙΟΥ…
Αν η μεγάλη έκρηξη θεωρείται και η αρχή της μεγάλης περιπέτειας του σύμπαντος, ο Βασίλης Φαϊτάς στη νέα ποιητική συλλογή του Στο καφέ «Εντροπία» ταυτίζεται με την αρχέγονη ύλη, ζώντας όχι σε μια, αλλά σε
πολλές πραγματικότητες, που ίσως ταυτίζονται με τα παράλληλα σύμπαντα. «Αναπνέω το σύμπαν / πάντα ήμουν και κάπου αλλού / μια πραγματικότητα μες σε μιαν άλλη». Στην ποιητική συλλογή του Ο αλχημιστής του χάους
στο ποίημα «Ταξίδι σε ένα παράλληλο σύμπαν» ομολογεί πως ποτέ δεν μπόρεσε να γράψει «ένα αληθινό ποίημα». Ο ποιητής μεταφορτώνει εκεί τη συμπαντική περιπέτεια σε εναγώνια αναζήτηση ποιητικής δημιουργίας.
Εδώ η μεγάλη περιπέτεια του σύμπαντος γίνεται και δική του περιπέτεια: όσο το σύμπαν διαστέλλεται, τόσο ο ποιητής περιπλανιέται σ’ αυτό και στην αιωνιότητα. Συμπαρασύρεται στην αναζήτηση όχι τόσο της αρχής του κόσμου, όσο της ίδιας του της ύπαρξης, σε μια τοπιογραφία απροσδιόριστη που δεν έχει ούτε ύλη ούτε όρια.
Ερμητική η ποίηση του Φαϊτά δεν επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στα νοήματά της. Οι λέξεις επιδιώκουν να σε παρασύρουν σε αναζήτηση μιας λογικής επεξεργασίας, αλλά στον παραδειγματικό άξονα είναι ολοφάνερο πως το πλήθος των νοημάτων εξελίσσεται μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση σε καταβύθιση σε βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα.
Το κενό, οι σκιές, η μοναξιά, η περιπλάνηση, η απώλεια, οι άδειοι τόποι, «η σκιά μου κουβαλά ενοχές άδειων τόπων», τα μυστικά, «ένα αστραπιαίο μυστικό» που, ενώ «αστράφτει απρόσιτο», αποκαλύπτεται στον
επόμενο στίχο πως «ό,τι έρχεται ζει εδώ», ενώ αλλού θα πει «Αυτό που θέλησα να γνωρίσω μένει απλησίαστο», όλα αυτά μέσα σε στίχους γεμάτους κίνηση, χορό, μουσικούς ήχους, έστω κι αν αυτοί δεν είναι ενθουσιαστικοί
και λυτρωτικοί: «στροβιλιζόμαστε αγκαλιασμένοι», «ένα δάσος νότες αρχέγονες», «στις σκιές και τον ορίζοντα /ανάμεσα χορεύει πηγαίνοντας», «εκείνο που μένει είναι η ροή», «ο κόσμος κυλάει κάτω από τα πόδια του».
Τα υπαρξιακά ζητήματα ασφαλώς πρωταγωνιστούν για άλλη μια φορά στην ποίηση του Βασίλη Φαϊτά, όπως και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις που είναι διάσπαρτες. Κάνουν έντονη την παρουσία τους όμως και οι πολιτικοί σχολιασμοί. Στο «Αυτόπτης μάρτυρας» γράφει: «η σκιά μου κουβαλά ενοχές άδειων τόπων», «χιονίζει διαμελισμένες ψυχές / σε μια πατρίδα αφημένη», και στη «Βεβήλωση» «πρόσφυγες θεοί σηκώνουν πανιά / ξένοι αρλεκίνοι βεβηλώνουν τη σιωπή των νεκρών».
Δυο λέξεις στο πρώτο ποίημα τραβούν την προσοχή μου. Η πρώτη ασφαλώς είναι η «Εντροπία». Η δεύτερη το «ρέω». Ήδη στον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Φαϊτά Στο καφέ «Εντροπία» ορίζεται ως χώρος ένα
καφέ, μέσα στο οποίο όμως θα κινηθούμε για ελάχιστο χρόνο. Αμέσως μετά βγαίνουμε στην πόλη και αργότερα η πόλη θα πάρει όνομα: «περπατά στις αποβάθρες της Σαλονίκης». Με έναν παράδοξο τρόπο οι ορισμοί αυτοί των τόπων ακυρώνονται από την αφαιρετικότητα που υιοθετεί ο ποιητής. Οι χώροι ανοίγουν, η κίνηση μεταφέρεται έξω, ρέει σε θάλασσες, επανέρχεται όμως, «ό,τι έρχεται ζει εδώ / ανάμεσα σε μας και του παγετώνες».
Ύστερα ταξιδεύει στο σύμπαν. Η λέξη «εντροπία» αναφέρεται δυο φορές, ύστερα ξεχνιέται. Το «ρέω» όμως κυριαρχεί σε όλο το ποιητικό έργο.
Οι εικόνες του τολμηρές, υπερρεαλιστικές ακυρώνουν κάθε προσπάθεια λογικής προσέγγισής τους. Αποστασιοποιημένες από την πραγματικότητα οδηγούν ενίοτε σε μια συνειρμική γραφή, χωρίς ακρότητες, με συνυποδηλώσεις στην καταγραφή εσωτερικών διεργασιών. Εικόνες δυνατές που ενέχουν την αντίθεση όχι μόνο ως λεκτικό σχήμα, αλλά και ως μια ενέργεια προερχόμενη από μια διάθεση να σπάσει οτιδήποτε τον εγκλωβίζει: «άνοιξα την πόρτα του μύθου και βγήκα / στη στενότητα του σύμπαντος». Τη στιγμή που αναζητά την απελευθέρωση, γεύεται τη «στενότητα του σύμπαντος», ξαναγυρίζει δηλαδή στον εγκλεισμό. Και πώς μπορεί να χωρέσει το σύμπαν σε μια στενότητα; Εγκλεισμός ή φυγή λοιπόν; Άφιξη ή αναχώρηση; «Ίσως γι’ αυτό δε θυμάται αν έρχεται ή φεύγει», λέει στην «Πανσπερμία της μοναξιάς». Μεταξύ του τέλους και της αρχής τα όρια ασαφή, έτσι όπως ορίζονται από την έστω περιορισμένη οπτική μας γύρω από τους νόμους που διέπουν το σύμπαν: «Αναπνέω το σύμπαν / πάντα ήμουν και κάπου αλλού /το ταξίδι αρχίζει εκεί που τελειώνει».
Το καφέ είναι αναφορά σε κάποιον υπαρκτό ή φανταστικό χώρο; Είναι αναφορά η εντροπία στη λειτουργία που καθορίζει την αταξία ενός συστήματος, στη μέτρηση της αταξίας που η μεγίστη τιμή αντικατοπτρίζει
την πλήρη αποδιοργάνωση και ισοδυναμεί με την παύση της ζωής ή της εξέλιξης; Είναι τέχνασμα, ραδιουργία σύμφωνα με ομηρικό ύμνο; Ή η εσωτερική συνείδηση του νεκρού που κατακερματίζεται και διαχέεται ως μνήμη; «Στο καφέ «Εντροπία» συγκομιδή ψυχών / οι θαμώνες αφουγκράζονται ανήσυχοι…» γράφει στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής κάνοντας ευθεία αναφορά στην υπαρξιακή εντροπία.
Η υπαρξιακή αγωνία διάχυτη, δεν επιτρέπει όμως τη μεταφορά άγχους στον αναγνώστη, καθώς εκείνος στέκεται περισσότερο στην ενατένιση του όμορφου κόσμου των λέξεων, των νοημάτων και των συνυποδηλώσεών τους, χαίρεται τις όμορφες εικόνες που τον ταξιδεύουν σε γη, θάλασσα, ουρανό, στο σύμπαν ολόκληρο, στον εσώτατο κόσμο του ποιητή, συμπαρασύρεται από
τη μουσικότητα των στίχων.
Τα νοήματα διαπερνούν τους στίχους με τρόπο που να δημιουργούν συμπλέγματα μεταξύ τους με όρια ακαθόριστα. Μπορούν να διαβαστούν με τους προηγούμενους στίχους ή με τους επόμενους και να έχουμε δυο
αναγνώσεις: «Ο κόσμος είναι πιο νέος από μας / χιλιάδες χρόνια», αλλά και «χιλιάδες χρόνια / εραστής της αθανασίας η νιότη». Το ομιχλώδες, το θολό τοπίο εξάλλου καθορίζει και όλη την ποίηση του Φαϊτά. Οι μικρές ποιητικές φόρμες συνεπικουρούν, όχι επιτυχώς πάντα, στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης της ποίησής του.
Δεν υπάρχει η ιστορία γύρω από την οποία στήνεται το ποίημα, υπάρχει όμως ο θεατρικός χώρος ως μια τεράστια σκηνή που περιμένει τους πρωταγωνιστές της. Οι «άλλοι» απουσιάζουν ως άμεσα εμπλεκόμενοι, όμως
συχνά υπονοούνται με τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Πρωταγωνιστές της θεατρικής σκηνής ο ποιητής, οι ίδιες οι λέξεις, τα φυσικά φαινόμενα σαν τη fata morgana, – είναι τυχαία η επιλογή της λέξης ως ηχητική προσομοίωση με το επίθετο του ποιητή ή όχι; Η fata morgana, «διασταυρούμενοι αντικατοπτρισμοί πεπρωμένων», όπως αναφέρονται στο ποίημα «Άραγε» της συλλογής Ο αλχημιστής του χάους, προσωποποιείται, γίνεται «παραλήπτης» γραμμάτων, «πάει καιρός που ζει τραγουδώντας / μετακινώντας τις σκιές μες στα χρόνια / ξεμακραίνει». Σημεία αναφοράς της ποίησης του Φαϊτά το χάος, η αταξία, το ασαφές. Αρκετά συχνά γίνεται αναφορά στο κενό, κάτι που κάνει έντονη την παρουσία του και στις προηγηθείσες ποιητικές συλλογές Συνάντηση με το σύμπαν (2011), Ρους και ροή (2014), Ο αλχημιστής του χάους (2015), (εκδόσεις Μανδραγόρας).
Οι ποιητικές περιοχές είναι ορατές, δεν είναι όμως στις προθέσεις του ποιητή να σπάσουν την ενότητα του ποιήματος, παρά μόνο να δώσουν στον αναγνώστη χώρο για αναστοχασμό. Ξεχωρίζουν μεταξύ τους και από τα κενά που τις διαχωρίζουν και από τα αρχικά κεφαλαία γράμματα, ενώ οριοθετούνται και από το μοναδικό σημείο στίξης που χρησιμοποιείται, την τελεία.
Γεμάτα ταξίδια τα ποιήματα, μόνο που δεν είναι ταξίδια σε γνώριμους τόπους, αλλά μια αέναη κίνηση ανάμεσα σε ιδέες, αμφισβητήσεις, αναζητήσεις, σε τόπους ακαθόριστους, σε τόπους άυλους, στο χάος, στην αιωνιότητα, στο κενό. Κυριαρχείται ο ποιητής από ένα διαρκές πάθος για τις μεταβάσεις από τη γη στο σύμπαν και αντίστροφα. Αέναη λοιπόν η μετακίνηση του ποιητή
στο χρόνο και στο χώρο, έσω και έξω. Κουβαλάει πάντα μαζί του την ανθρώπινη σκευή κι ας περιφέρεται στους μακρινούς γαλαξίες.
Το εξώφυλλο του εξαιρετικά καλαίσθητου βιβλίου κοσμεί ένας πίνακας του Βίνσεντ Βαν Γκογκ με τίτλο «Εξώστης καφενείου τη νύχτα στην Αρλ» και μου δίνει την απάντηση στον αρχικό προβληματισμό μου. Η «εντροπία» είναι η περιπλάνηση του ποιητικού εγώ σε έναν κόσμο χαοτικό, πλήρως υποταγμένο στην αταξία, μα και εναρμονισμένο ταυτόχρονα με δύσκολα προσπελάσιμες
έννοιες, όπως η αιωνιότητα.
Ο ποιητής παραμένει πάντα ένα παιδί που μιλάει με όνειρα, «ήξερε πάντα ήταν ένα παιδί / μιλούσε με όνειρα», «ένα παιδί γεννημένο από ουτοπίες», έχει επίγνωση του ανέφικτου, παράλληλα εκφράζει μια παραδοχή, «έτσι γράφεται το μεγάλο ποίημα» θα πει στο ποίημα «Το μεγάλο ποίημα».
Μιλά για προδοσία, ποια προδοσία όμως; Του σύμπαντος στο κέντρο του οποίου θέτει τον εαυτό του, της αιωνιότητας που τον φέρνει σε επαφή με τον θάνατο; Η αποδοχή της αιωνιότητας σημαίνει και την άρνηση του
θανάτου, έτσι είναι όμως;
Η ποίηση του Βασίλη Φαϊτά πυκνογραμμένη βαθιά φιλοσοφία με στίχους που σταλάζουν ευαισθησία, που κυλούν σε μουσικούς ρυθμούς, που εισχωρούν στην ψυχή μας αφυπνιστικά, μα και κατευναστικά, μια υπαρξιακή κραυγή που μας δονεί. Ενδύεται το φως και με αυτό πορεύεται στη σκιά, μια σκιά όμως που αυτοαναιρείται, αφού το αρχέτυπο υλικό της είναι οι ηλιαχτίδες…
Φως εσύ κι εγώ μόνοι στη σκιά
φτιαγμένη από ηλιαχτίδες
στροβιλιζόμαστε σφιχταγκαλιασμένοι
τη γενέθλια γη πλησιάζοντας
το νόημα του χάους
σε μια ροή τελειώνει
το πολλαπλό ερώτημα που είμαι δονεί.
(«Το πολλαπλό ερώτημα που είμαι»)
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
Περιοδικό “Ένεκεν”, τχ. 45, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017
Αποκωδικοποιώντας την πολυεπίπεδη ποίηση του Βασίλη Φαϊτά
0 Βασίλης Φαϊτάς εντάσσεται στη σαλονικιώτικη γενιά του ’70. Η ποίησή του συνδέεται με τη λογοτεχνική παράδοση της πόλης· κινείται μεταξύ της υπερρεαλιστικής παράδοσης της γενιάς του και της εσωτερικευμένης ποίησης της δεύτερης τριανδρίας της πόλης. Στην ποίησή του, πάνω σε μονοπάτια ανθρώπινων αισθήσεων και συναισθημάτων, συναντιόνται λυρικά στοιχεία με υπαρξιακούς προβληματισμούς με κοινωνικούς αντικατοπτρισμούς.
Αν και η κριτική δεν αναγνώρισε στον Φαϊτά τη θέση που του αρμόζει στο ποιητικό πάνθεον της Θεσσαλονίκης (ίσως και λόγω του περιορισμένου αριθμού ποιητικών του συλλογών), αδυνατώντας να αποκωδικοποιήσει τις λεπτές του αντιθέσεις και το πολυεπίπεδο στιχουργικό του σύμπαν, ωστόσο η ποίησή του δεν είναι ερμητική· είναι ανοιχτή σε εσωτερικές ανιχνεύσεις. Οι στίχοι του αποκαλύπτουν τα συναισθήματα και τις αγωνίες του ποιητή όχι μόνο σε ένα ατομοκεντρικό πεδίο, μα με μία ευρυγώνια ματιά στο κοινωνικό σύνολο και το φυσικό περιβάλλον.
Ο Φαϊτάς επιλέγει εσώτερα υπαρξιακά θέματα με μία σπάνια εξωστρέφεια αξιοποιώντας το νερό και άλλα φυσικά στοιχεία, το σύμπαν
και αντιθετικά σχήματα κίνησης-ακινησίας, έμψυχου-άψυχου, αιώνιου και εφήμερου. Η ποίησή του διατηρεί μία οικουμενική ακτινοβολία και συγχρόνως μία συμπαντική διάσταση κινούμενη μεταξύ χρόνου και φωτός, αθανασίας και φθοράς .
«Ο ποιητής επιζητά το φως της συνείδησης, ερευνά το ανεξήγητο, εισχωρεί στο αχανές του αφηρημένου, γίνεται κύμα στον ρου του απείρου, το αφηγείται και είναι καλός αγωγός των δεσμών, οι οποίοι πέρα από τη ζωή και τον θάνατο, ενώνουν αναμφίβολα την ψυχική οντότητα του ανθρώπου με τη συμπαντική πεμπτουσία» .
0 χρόνος και το πεπρωμένο αποτελούν τα βασικά θέματα της ποιητικής διαπραγμάτευσης του Φαϊτά . Προσπαθεί να αντιληφθεί το πέρασμα του χρόνου και τη διαστολή του στη φύση ακολουθώντας τα σε μία εσωτερική αναζήτηση. Αποζητά την αλήθεια για τον άνθρωπο μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν με ένα αίσθημα απελπισίας και ελπίδας αντάμα. Η αγωνία του για τη νεότητα είναι έκδηλη στην ποιητική του . Μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν αποζητά τη συνείδηση της αλήθειας ως πεπρωμένο ή στοιχείο θνητότητας
Η πολυεπίπεδη εκφραστική του Φαϊτά με τις στοχαστικές εκβολές
Η στιχουργική του είναι συνειρμική με αναφορές στον υπερρεαλισμό.
Τολμηρές μεταφορές δημιουργούν μία πανδαισία εικόνων οπτικών και
ηχητικών με σταθερή αναζήτηση τον χρόνο.
Το μήνυμα συμπλέκεται με τη συμπαντική εικαστική που δίνει μία αίσθηση κίνησης, εκμεταλλευόμενη τη συνειρμική σύνθεση των εικόνων. Άλλωστε, θεμέλιο ιδεολογικό του σουρεαλισμού είναι η άρνηση των κανόνων του μικροαστικού καθωσπρεπισμού· είναι η καλλιτεχνική αναρχία και το ποιητικό χάος που ως σύνολο όμως αποκτά —με βάση τους συνειρμούς— ενότητα και νόημα. Η πολυκεντρικότητα και το εικονοπλαστικό ψηφιδωτό διαστέλλουν το ποιητικό του σύμπαν.
Η μελιχρή ροή του ύφους του Φαϊτά αφήνει το συναίσθημα να περιβάλλει σαν φως τον αναγνώστη σε αντίθεση προς το βίαιο χάος η γλώσσα του με την εμπλουτισμένη σουρεαλιστικά προφορικότητά της λειτουργεί ως ηλιαχτίδα στο βερμπαλιστικό και δυσνόητο καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Η απουσία στίξης συνδέει τα νοήματα και δημιουργεί μία αίσθηση
στιχουργικής ρευστότητας και συνέχειας των πάντων· έτσι όμως ο ρυθμός μένει ελεύθερος στην απαγγελία με τον χρόνο να διαστέλλεται· τη χρονική διαστολή υποστηρίζει και η συχνή χρήση του ενεστώτα, με το εξακολουθητικό του ποιόν ενέργειας και «σπαρμένοι» μέλλοντες .
Ενώ στη λιτή του έκφραση κυριαρχούν ρήματα και ουσιαστικά, συχνά
συναντιόνται ονοματικά σύνολα σε έναν στίχο μέσα σε ελλειπτικές προ-
τάσεις με ασύνδετο σχήμα —δίχως τα σημεία στίξης— εντείνοντας το
συναίσθημα- έτσι όμως ενισχύεται και η αχρονική αίσθηση στη διαρκή
αναζήτηση του ποιητή· μια αντίληψη ανερμάτιστης ποιητικής αλχημείας με όργανα τις λέξεις και τα συναισθήματα.
Ο κοσμικός χώρος ασκεί μία έλξη στον Βασίλη Φαϊτά, διαθέτει μία εικαστική και συνάμα μυστηριακή δύναμη που μαγνητίζει τους στίχους
του στις διαστάσεις του χρόνου και την ακατάπαυστη ενέργειά του.
Το σύμπαν συχνά επανέρχεται στην ποιητική του Φαϊτά ενισχύοντας
τη λυρική διάθεση των συνθέσεων. Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζει την
ποιητική αναζήτηση για τον χρόνο και την αιωνιότητα ως ένα αντιστάθμισμα προς την αθανασία. Ο Φαϊτάς βρίσκει στο σύμπαν το δικό του εκφραστικό αντίβαρο για να προσδώσει ένα διαχρονικό βάθος στις αγωνίες του, για τον χρόνο που περνά και το πεπρωμένο και τη φθορά που αφήνει πίσω του . Οι διαστάσεις, το φως και η ταχύτητα, όλα συνδέονται με τον χρόνο.
Τον λυρισμό της ποιητικής του ενισχύει το φυσικό στοιχείο που διαμορφώνει μια αντίθεση ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο . Ο άνεμος» και η «θάλασσα» λειτουργούν ακριβώς ως το γήινο διαχρονικό στοιχείο στο οποίο ο ποιητής βρίσκει τα δικά του εκφραστικά σύμβολα για τις αγωνίες του . Τον ίδιο ρόλο έχουν και οι «παγετώνες» που αισθητοποιούν την αιωνιότητα στο γήινο περιβάλλον σε αντίθεση με την εφήμερη ζωή . Αναλόγως η λέξη «Νεάντερνταλ» προσδίδει ένα βάθος στον χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης που απλώνεται σχεδόν στην αιωνιότητα —πριν την καταγραφή του χρόνου— και ξεπερνά το εφήμερο της ζωής δίνοντας έμφαση στην ύπαρξη του είδους .
Άλλωστε, η ποίηση του Φαϊτά είναι βαθιά υπαρξιακή . Κι αξίζει να
υπογραμμίσουμε αυτήν την οικουμενική διάσταση που μέσα ακριβώς
από την αντίθεση εφήμερης ζωής και αιώνιας ανόργανης φύσης, ξεπερνά
την ατομοκεντρική υπαρξιακή αναζήτηση. Εξάλλου, διαρκής στην ποιητική του είναι και η αντίθεση ανάμεσα στο εφήμερο-έμψυχο και το αιώνιο-άψυχο. Ωστόσο, ξεπερνά και το στενά ανθρωποκεντρικό πεδίο αναφοράς. Το φυσικό στοιχείο αμβλύνει τις αναζητήσεις του. Και φυσικά ο ίδιος ο χρόνος ως ποιητικό επίκεντρο δεν αφορά μόνο τον άνθρωπο, μα όλη την πλάση.
Ας μην παραβλέπουμε όμως πως το υγρό στοιχείο (με τη διαρκή ροή
του) και ο άνεμος (που συνυποδηλωτικά πάντα πνέει) διατηρούν στον
ποιητικό τους πυρήνα τη βασική ηρακλείτεια αρχή. Έτσι, ο ποιητής ανιχνεύει στιχουργικά τη νέα ευκαιρία να δρασκελίζει τον ποταμό της ζωής. Η αιωνιότητα διακρίνεται από μία συνεχή κίνηση κάνοντας τις ανθρώπινες στιγμές και το φως να φαντάζουν εφήμερα.
Οφείλουμε δε να υπογραμμίσουμε και τη συνειρμική/συναισθηματική
ερμηνεία της «θάλασσας» και του «ανέμου» (ή των γλάρων και πουλιών) με το ταξίδι και τη δραπέτευση . Έτσι δημιουργείται ένα πολυεπίπεδο στιχούργημα που ξεπερνά την εικονοπλασία διαστέλλοντας το μήνυμα με τις αισθήσεις και τη συναισθηματική ερμηνεία των λέξεων. Και το ίδιο το ταξίδι όμως συνδέεται με τη διαδρομή στη ζωή και τον χρόνο και το πραγματικό νόημα του προορισμού ως πεπρωμένο κατά την καβαφική διδαχή του νόστου .
Παρά όμως τα πολλαπλά επίπεδα που ανιχνεύονται στη φαϊτική ποίηση, τούτη δεν είναι ερμητική. Αντίθετα, μάλιστα, με την αμεσότητα του ύφους και την απλότητα της γλώσσας του θέτει τις αγωνίες του με τρόπο εύληπτο. Ο ποιητής αξιοποιεί το συναισθηματικό υπόβαθρο των λέξεων αφήνοντας τον ακροατή/αναγνώστη να στοχαστεί μόνος του ελεύθερα, χωρίς να καθοδηγείται.
Το φως και το χρώμα ως στοιχεία αισιοδοξίας
Κατά τον Σαντζίλιο «ο οπτικός ορίζοντας του Φαϊτά περικλείει μια αρχέγονη γονιδιακή σύμφυση με ένα αστρικό πεπρωμένο απαισιοδοξίας και
μοναξιάς στη περιδίνηση ενός σύμπαντος που μετεωρίζεται από έναν “Θεό σ’ έναν άλλο Θεό”, μιας ουτοπίας όπου “το νόημα των λέξεων… διαφεύγει ” και η “συνάντηση’’ μένουν έωλα».
Η εικαστική του διακρίνεται και από μία συνεχή κίνηση που συνυποδηλωτικά διαμορφώνουν ο άνεμος και οι υδάτινες ροές (θάλασσα,
ωκεανός, ποταμός) και μία ιδιαίτερη χρωματική ποικιλία. Τον χρωματισμό του γαλάζιου εκτός από το προαναφερόμενο υδάτινο στοιχείο ενισχύει και η διαρκής παρουσία του ουρανού . Οι εξωτερικές εικόνες εξοστρακίζουν το σκότος, ακόμα κι αν δεν υποδηλώνεται άμεσα η φωτεινότητα. Την ίδια στιγμή η παρουσία της χλωρίδας και της άνοιξης προσφέρει κι άλλο χρώμα περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα σκοτεινά σημεία.
Η ποιητική εικόνα λειτουργεί ως καναβάτσο πάνω στο οποίο ο Φαϊτάς απλώνει τα χρώματα των υπαρξιακών αγωνιών του. Στοχασμοί συμπλέκονται συνειρμικά με την εικονοποιία, ενώ διάσπαρτες λέξεις κοινωνικής αναζήτησης ενισχύουν το συναισθηματικό βάθος της ποίησής του. Έτσι, το υπαρξιακό μέσα στη μεταφορική λειτουργία του λόγου αποκτά κοινωνικές αντανακλάσεις.
Μολονότι τούτο δεν αλλάζει το κέντρο βάρους της ποιητικής του ανησυχίας, η παρουσία τους δεν είναι τυχαία· άλλωστε, τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ποίησή του. Με ανάλογη εκφραστική επιδεξιότητα το «όνειρο»
και η «ουτοπία» συχνά επανέρχονται στην ποιητική του συνδέοντας τον
φαϊτικό ουρανό της αθανασίας και της αιωνιότητας με την κοινωνική αναζήτηση και το υπαρξιακό με το συλλογικό. Η αναζήτηση της καταρρέουσας ουτοπίας κατέχει σημαντική θέση στην ποιητική του μαζί με την
αναζήτηση των ονείρων και τα ατομικά ή κοινωνικά αδιέξοδα .
Σε μία ασύμμετρη οπτική στοχάζεται για την ποίηση, χωρίς να στρέψει τη στιχουργία του προς την ποιητική αυτοαναφορικότητα . Ως ποιητής αναζητά την αθανασία στις βιβλιοθήκες του φωτός με πλοηγό τις
νεανικές ουτοπίες και τις ανεκπλήρωτες ανταρσίες με συχνές κοινωνικές αναφορές ή τον έρωτα . Το βίωμα και η προσωπική ταυτότητα
συμπλέκονται με εκφραστική τόλμη μέσα στο ποιητικό πεδίο των υπαρξιακών του αναζητήσεων . Το αυτοαναφορικό υποκείμενο μέσα σε ένα ποιητικό περιβάλλον που δημιουργεί η φύση και το σύμπαν βιώνει ένα συναίσθημα ματαιότητας και μοναξιάς .
Μα η ποίηση του Φαϊτά δεν είναι θλιμμένη ή μελαγχολική. Αντικρούει
την αναπόδραστη θνητότητα και φθορά του χρόνου με εικόνες πλούσιες σε φως και κίνηση που αισθητοποιούν ακριβώς τον διαρκή αγώνα της ζωής . Εξάλλου, το κάδρο του είναι σχεδόν πάντα γεμάτο φως Μέσα στο χάος διακρίνονται σημεία φωτός· η φωτεινότητα που άλλοτε «σπάει» το σκότος κι άλλες φορές πλημμυρίζει μέρος του ποιητικού κάδρου, αισθητοποιείται με την εμφάνιση των άστρων ή μία λιτή φωτοχυσία .
Το πεπρωμένο και ο θάνατος με τη θνητότητα δεν φοβίζουν τον ποιητή. Τα αντιμετωπίζει ως καύσιμη ύλη για την ίδια τη ζωή. Άλλωστε, ο
χρόνος ως ανθρώπινη επινόηση χάνεται στην αιωνιότητα του σύμπαντος και τη διαχρονική παρουσία της ζωής και του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη.
Επιλογικά, ο Βασίλης Φαϊτάς ξεχωρίζει με την πολυεπίπεδη ποιητική
του. Ξεπερνά τη ρηχή εικονοποιία και τη συνηθισμένη εγωκεντρική
υπαρξιακή ποιητική. Αναζητά εκφραστικούς τρόπους για την απόδοση της αιωνιότητας και της αντίθεσης χρόνου-θνητότητας διατηρώντας όμως μία λυρική διάσταση στην ποιητική του.
Έτσι, διαμορφώνει ένα στιχουργικό πλέγμα που ισορροπεί ανάμεσα
στη γεμάτη κίνηση και χρώματα εικαστική του ματιά επιτρέποντας στοχαστικές αναζητήσεις με μία οικουμενική διάσταση. Ο ποιητής στοχάζεται για τον άνθρωπο ως ένα θνητό κομμάτι της φύσης ως μία κουκκίδα ζωής μέσα στο άπειρο σύμπαν. Και αυτά δίχως ποτέ να στενεύει τη μεταφορική και συναισθηματική λειτουργία της γλώσσας.
.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
diastixo.gr 02/8/2017
Ο Βασίλης Φαϊτάς σε ηλικία 24 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή Άποικοι της νύχτας (Θεσσαλονίκη, 1966). Στα χρόνια που ακολούθησαν έως το 2016, είδαν το φως της δημοσιότητας άλλες τέσσερις: Γράμματα στον κόσμο (Θεσσαλονίκη, 1980), Υστερόγραφο για το αύριο, (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2010), Συνάντηση με το σύμπαν (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2011), Ο αλχημιστής του χάους (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2015). H συγκεκριμένη συλλογή κυκλοφόρησε και στη Γαλλία από τον εκδοτικό οίκο Le miel des anges (2016).
Η συλλογή Στο καφέ «Εντροπία» κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον συμβολικό, παραπεμπτικό σε άλλες εποχές αυτόν τίτλο και, όχι τυχαία, τον θαυμάσιο πίνακα του Βίνσεντ βαν Γκογκ «Εξώστης καφενείου τη νύχτα στην Αρλ» που κοσμεί το εξώφυλλο, και με μότο ένα χαρακτηριστικό, εισαγωγικό πεντάστιχο που προσδιορίζει και τη φιλοσοφική του θεώρηση του κόσμου:
Κι αν ελπίζουμε σε κάτι, ενός ελπίζουμε.
Μήτε ύλη, μήτε ενέργεια που χάθηκε.
Μήτε φως, μήτε σκοτάδι.
Κανένας υλισμός που παραδέχεται αυτό,
δεν μπορεί να επιζήσει.
(Ιάσων Δεπούντης)
Περιλαμβάνει 32 ποιήματα, ένα σε κάθε σελίδα. Είναι και αυτό δείγμα της «οικονομίας» του ποιητικού λόγου που τον χαρακτηρίζει. Από το πρώτο ποίημα ανοίγει δρόμο για μια σύντομη, ουσιαστική συνάντηση μαζί του, με τον κόσμο του παρελθόντος του, όσο και για μια γνωριμία και ερμηνεία μιας σχέσης των οραμάτων του με τον «Εξώστη…» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ:
Έξω από το παράθυρό μου εκεί
στη φευγαλέα ζωή των προαστίων
κάποτε ένα παιδί έσωσε τον κόσμο
γύρισε την πλάτη στο κενό
δείχνοντας το αστραπιαίο πέρασμα του μυστικού.
Στο καφέ «Εντροπία» συγκομιδή ψυχών
οι θαμώνες αφουγκράζονται ανήσυχοι κάτι αμετάκλητο
ένας μεταλλαγμένος άνεμος εισβάλλει στις αισθήσεις
διασπά το χρόνο σε μοναχικά συμβάντα
τις λέξεις σε τρομαγμένα πουλιά.
Ρέω σε θάλασσες σωσίες υδάτινους λαβυρίνθους
κάθε άνοιξη είναι αβέβαιο κρυπτόγραμμα
πού πάει όλη αυτή η θύελλα που με γέννησε
πού μεταναστεύει.
Αυτό που πέρασε αστράφτει απρόσιτο
Ό,τι έρχεται ζει εδώ ανάμεσα σε μας και τους παγετώνες.
(Στο καφέ «Εντροπία»)
Ποίηση δυνατή, γεμάτη «κρυπτογράμματα» κι όμως ευανάγνωστη. Ο καθαρός λόγος του έχει μια γοητευτική πυκνότητα, Θεωρεί τα πάντα με το βλέμμα του παιδιού που υπήρξε και το κουβαλάει «φορτίο ευάγκαλο» και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξίαι μες από ένα διαυγές όραμα του βιωμένου και εσωτερικευμένου χώρου και χρόνου.
Το καφέ «Εντροπία» είναι ο καθρέφτης, ο σάκος των αποσκευών του, αλλά και το μέσο που δείχνει ό, τι έχει «μεταναστεύει», συμβολικά και πραγματικά, και εκείνο το ανθρώπινο δυναμικό που βρίσκεται στα πρόθυρα της μετανάστευσης, ατενίζοντας ένα μέλλον δυσοίωνο…
Από το «κρυπτόγραμμα» περνάει στο «κρυπτογράφημα», μιλάει με όρους σταυρολεξικούς, με γρίφους που λύνονται, ωστόσο. Άλλωστε και η ζωή τι άλλο είναι παρά ένα κρυπτογράφημα με συναρμοσμένα και ενίοτε με ασυνάρτητα ή μπερδεμένα κρυπτογράμματα που απαιτούν δεξιοτεχνία και πείρα για να λυθούν.
Ζωή και θάνατος αειθαλής ενέργεια
μέσα από ιστιοφόρους λαβύρινθους που άφησες φεύγοντας
ο μέγας Απών ανάμεσα στους απόντες
στην αρχή του χρόνου μια γέννηση ψυχών
καθελκύει παράδεισους και αδιερεύνητους ορίζοντες
Θα ’ρθουν άλλοι άνθρωποι
Από αγέννητους καιρούς
[…]
Λέξεις βγαλμένες από το κενό
τι άλλο είναι ένας στίχος από τον έρωτα των προγόνων
[…]
νεύμα σ’ όλους και σε κανέναν.
Στο προσκήνιο
ανάμεσα στον αφανισμό και την ουτοπία
υπάρχει κάτι
η παλινόρθωση μιας αιώνιας στιγμής.
(Κρυπτογράφημα)
Πάλη γι’ αυτή την «παλινόρθωση μιας αιώνιας στιγμής» είναι ο αγώνας της τέχνης, ο αγώνας με τις λέξεις που με αυτές ζούμε και υπάρχουμε. Με τον λόγο που μας δίνει όνομα, που ονομάζει τα πράγματα και τα φέρνει στην επιφάνεια από την αφάνεια, χάρη στον λόγο υπάρχουμε. Και υπάρχει το σύμπαν που μας περιέχει. Χωρίς τον λόγο τίποτα δεν υπάρχει. Με τον τρόπο του, με τον υπέροχο στίχο του, το λέει ο Βασίλης Φαϊτάς κλείνοντας το Καφέ «Εντροπία» του, που με συνεπήρε:
Κρεμόμαστε ανάμεσα στο χρόνο και το διάστημα
φευγαλέες συλλήψεις
γονίδια μυστηρίου και έκστασης
ιχνηλάτες μετάλλαξης υφαίνουμε το χάος
της καταγωγής μας
στις μήτρες της ζωής και του θανάτου
τίποτα δεν σώζεται τίποτα δεν πεθαίνει
με λέξεις ιδέες και παλίρροιες της κέψης
χτίζουμε στο άπειρο την επανάσταση
ενός προσχεδιασμένου ονείρου.
(Εργαστήριο ονείρων)
Ποίηση καθηλωτική, περιεκτική, φιλοσοφημένη, που δημιουργεί αντιστάσεις και αντέχει σε πολλαπλές αναλύσεις και αναγνώσεις. Και με τα λίγα βιβλία, τα καθαρά, «κρυπτογράμματα», «κρυπτογραφήματα», ο Βασίλης Φαϊτάς είναι ποιητής. Ακόμα και με το Καφέ «Εντροπία», μόνο. Με ό,τι αυτό σημαίνει.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
Ο Βασίλης Φαϊτάς, όπως και ο Τόλης Νικηφόρου, πρωτοδημοσίευσε ποίηση το 1966. Πιο ολιγογράφος όμως από εκείνον, τύπωσε έξι συνολικά ποιητικές συλλογές (η μία από αυτές μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον ελληνιστή Μισέλ Βόλκοβιτς). Στη συλλογή του Στο καφέ «Εντροπία» (Μανδραγόρας, 2017) θα συναντήσουμε ποιήματα για όσα ξέβρασε ο χρόνος, με φιλοσοφικού-υπαρξιακού τύπου ποιητικές αναρωτήσεις για το σύμπαν, την αιωνιότητα, για όσα μας υπερβαίνουν, και που, ωστόσο, κωδικοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στο κύτταρό μας, στη νιότη μας, στα οράματά μας, στα όνειρα που γεράσανε και ξεφτίσανε, όχι όμως δίχως ελπίδα. Το παρελθόν αναγεννιέται από τη στάχτη του ζητώντας δικαίωση. Ο Φαϊτάς άπτεται ποιητικά του Νικηφόρου στο ζήτημα της φιλοσοφικής ενατένισης του κόσμου, ωστόσο η ποίησή του είναι πιο συγκρατημένη και ακριβής, ενώ το «φως» και το «θαύμα» του Νικηφόρου αναφορικά με τη ζωή (κοινώς, η διάχυτη αισιοδοξία του) στον Φαϊτά εμφανίζονται με πιο μουντά, θαμπά και γήινα χρώματα. Δείγμα γραφής; Στον καιρό της νιότης / άλλαζε τον κόσμο / αποικίες φωτός / εκεί που γεννιούνται τα όνειρα // Τώρα απ’ το παράθυρο της εντροπίας κοιτάζω / το πλατύ ποτάμι που περνά / πλημμυρισμένο καιρούς, χώρο και αίμα. («Γαλήνη»)
.
ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑϊΤΑΣ, Στο καφέ «Εντροπία», ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
ΕΡ: Πώς άρχισε να γράφει ο δημιουργός σας;
ΑΠ: Αυτόπτης μάρτυρας της αιωνιότητας / άνοιξα την πόρτα του μύθου και βγήκα
ΕΡ: Τι είδε; Τι θα προσπαθήσει να μεταδώσει στον αναγνώστη; Τι πιστεύει πως θα καταφέρει;
ΑΠ: Το σύμπαν μοιάζει παρτιτούρα θαυμάτων / οδύσσεια γλώσσα απροσπέλαστη του Όντος // Αυτός που άρχισε το ταξίδι / θα το τελειώσει μεσοπέλαγα
ΕΡ: Τι πιστεύει για τον κόσμο του;
ΑΠ: Η ψυχή του ανθρώπου γεμάτη θάλασσα /ο ουρανός μέσα του / όλα έχουν το όνομα του καθενός (…)
ΕΡ: Τι πιστεύει για την γέννηση ενός ποιήματος;
ΑΠ: Το θαύμα γεννιέται μόνο από θαύμα
ΕΡ: Τι χρησιμοποιεί ως υλικό του;
ΑΠ: Λέξεις βγαλμένες από το κενό για το κενό / τι άλλο είναι ένας στίχος απ’ τον έρωτα των προγόνων
Σχόλιο: Ο Βασίλης Φαϊτάς, συνεπής πάντα στην στάση του απέναντι στο ποιητικό και κοσμικό σύμπαν, ως ταπεινόφρων φορέας υψηλών συλλήψεων και ασκημένος χειριστής αοράτων, μας δίνει εδώ το πιο ώριμο βιβλίο του.
Στην, σχεδόν δοκιμιακή, γραφή των ποιημάτων του αποτυπώνονται συχνά ίχνη θεού.
.
ΠΕΝΝΥ ΤΟΜΠΡΗ “ΥΛΙΚΟ ΟΝΕΙΡΩΝ”
http://webradio.ert.gr./958fm/06sep2017-yliko-oniron-vasilis-faitas/
.
Ο Αλχημιστής του Χάους
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
Ο Βασίλης Φαϊτάς αντιμέτωπος με το χάος
Ο Βασίλης Φαϊτάς εντάσσεται στη σαλονικιώτικη γενιά του ’70. Η ποίησή του συνδέεται με τη λογοτεχνική παράδοση της πόλης· ωστόσο, ο Φαϊτάς κινείται μεταξύ της υπερρεαλιστικής παράδοσης της γενιάς του και της εσωτερικευμένης ποίησης της δεύτερης τριανδρίας της πόλης. Στην ποίησή του πάνω σε μονοπάτια ανθρώπινων αισθήσεων και συναισθημάτων συναντώνται λυρικά στοιχεία με υπαρξιακούς προβληματισμούς μέσα από ένα ανθρωποκεντρικό πλαίσιο.
Στη νέα του ποιητική συλλογή (Ο αλχημιστής του χάους, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2015), επιβεβαιώνεται ότι η ποίηση του Φαϊτά είναι εσωτερικευμένη, υπαρξιακή. Η ρέουσα αφηγηματική ροή αντισταθμίζει το αίσθημα του χάους που γεννά η απουσία της στίξης και ο σουρεαλιστικός εικαστικός πλούτος. Ο ποιητής αντιμετωπίζει ένα αίσθημα απογοήτευσης και περιθωριοποίησης, ανήμπορος να κινηθεί μέσα στο χάος που τον κυκλώνει.
Ο χρόνος για τον Φαϊτά αποτελεί ένα βασικό θέμα ποιητικής διαπραγμάτευσης («Αφηγήσεις της ροής», «Ο πρόγονος»). Προσπαθεί να αντιληφθεί το πέρασμα του χρόνου και τη διαστολή του στη φύση ακολουθώντας τα εσωτερικά. Η αγωνία του για την νεότητα είναι έκδηλη στην ποιητική του («Η Παράσταση», «Θρόισμα», «Φέγγος», «Οιωνοσκόποι»). Αποζητά την αλήθεια για τον άνθρωπο μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν με ένα αίσθημα απελπισίας και ελπίδας αντάμα. Μέσα σε ένα βίαιο σύμπαν αποζητά τη συνείδηση της αλήθειας («Ευγνωμοσύνη») ως πεπρωμένο («Άραγε», «Μαγική εικόνα») ή στοιχείο θνητότητας («Η εφηβεία της περιπλάνησης»).
Η ποιητική αλχημεία είναι ο δικός του τρόπος να αντισταθεί στην διάλυση που παρατηρεί. Η αναζήτηση της καταρρέουσας ουτοπίας επανέρχεται συχνά στην ποιητική του («Ο κομπάρσος», «Αναδρομή», «Εδώ και αιώνες», «Αθανασία») μαζί με την αναζήτηση των ονείρων («Ομφάλιος λώρος», «Ο πρόγονος», «Ευγνωμοσύνη»).
Το κοινωνικό χάος απειλεί είτε να τον βουλιάξει στο υγρό στοιχείο ή το σκοτάδι είτε να τον καταρρίψει μέσα από ατομικά και κοινωνικά αδιέξοδα («Αλκυονίδα», «Νεάντερταλ», «Καρουζέλ»). Ωστόσο, το προσωπικό στοιχείο υπόκειται σε μία συνεχή αναδημιουργία μέσα στο συλλογικό χάος και συχνά προς μία ακαθόριστη δευτεροενική παρουσία. Ένας λανθάνων ερωτισμός, ως στοιχείο αναγέννησης και κίνησης του ποιητικού του σύμπαντος εξαγνίζει τη σκόνη του χάους («Πανσπερμία του έρωτα») και τις παραχαραγμένες ψευδαισθήσεις («Ευγνωμοσύνη»).
Ο φόβος της βύθισης και της κατακρήμνισης αισθητοποιείται –άμεσα ή ως απειλή– με τη συχνή εμφάνιση του υγρού στοιχείου (θάλασσα/ωκεανός, ποταμός, πανί, ναυάγιο κλπ) και του ύψους (σύννεφο, ουρανός, υψωμένο). Ο ποιητής μοιάζει τόσο μικρός μέσα στο χαώδη χώρο που οριοθετούν οι ορίζοντες.
Ένα συναίσθημα μελαγχολίας αναδύεται από τις συνθέσεις της συλλογής. Η χαλαρή υπερρεαλιστική γραφή του Φαϊτά εντείνει το συναίσθημα της απογοήτευσης μέσα από τη στιχουργική μαγεία των λέξεων και την εικονοπλαστική γοητεία του στίχου του.
Το μήνυμα συμπλέκεται με τη «χαώδη» εικαστική που δίνει μία αίσθηση κίνησης, εκμεταλλευόμενη τη συνειρμική σύνθεση των εικόνων. Άλλωστε, θεμέλιο ιδεολογικό του σουρεαλισμού είναι η άρνηση των κανόνων του μικροαστικού καθωσπρεπισμού· είναι η καλλιτεχνική αναρχία και το ποιητικό χάος που ως σύνολο όμως αποκτά –με βάση τους συνειρμούς– ενότητα και νόημα. Η πολυκεντρικότητα και το εικονοπλαστικό ψηφιδωτό διαστέλλουν το ποιητικό του σύμπαν.
Μέσα στο σκοτεινό χάος του Φαϊτά όμως διακρίνονται σημεία φωτός· η φωτεινότητα που άλλοτε «σπάει» το σκότος κι άλλες φορές πλημμυρίζει μέρος του ποιητικού κάδρου, αισθητοποιείται με την εμφάνιση των άστρων («Αναδρομή», «Τριζόνι», «Λίκνισμα», «Αθανασία», «Σαν ταινία», «Άραγε», «Ανταρσία», «Η Παράσταση») ή φωτοχυσία («Μαγική εικόνα», «Η εφηβεία της περιπλάνησης», «Ευγνωμοσύνη», «Αλκυονίδα», «Φέγγος», «Η αυγή», «Η νέα ημέρα»).
Παράλληλα, τη εμφάνιση του γαλάζιου, το μόνο χρώμα που καταγράφεται ως λέξη άμεσα («Φλεγόμενη βάτος», «Λίκνισμα», «Μαγική εικόνα») ή εκφράζεται εικαστικά μέσα από το υδάτινο περιεχόμενο («Ταξίδι σε ένα παράλληλο σύμπαν», «Αλκυονίδα», «Η Παράσταση», «Σαν ταινία», «Φέγγος», «Φλεγόμενη βάτος») ή το ουράνιο («Άραγε», «Ο πρόγονος», «Λίκνισμα», «Ο αλχημιστής του χάους», «Ανταρσία»). Η παρουσία της χλωρίδας («Πανσπερμία του έρωτα», «Οιωνοσκόποι», «Φέγγος», «Ο αλχημιστής του χάους») και της άνοιξης («Μαγική εικόνα», «Ευγνωμοσύνη», «Η Παράσταση») προσφέρει χρώμα περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα σκοτεινά σημεία.
Οι εξωτερικές εικόνες και η κίνηση –συχνά με λέξεις που δε τη δηλώνουν άμεσα–εξοστρακίζουν το σκότος, ακόμα κι αν δεν υποδηλώνεται άμεσα η φωτεινότητα. Η κίνηση εκδηλώνεται με τη συχνή παρουσία του ανέμου («Η Παράσταση», «Αλκυονίδα», «Αφηγήσεις της ροής», «Σαν ταινία», «Ομφάλιος λώρος», «Φλεγόμενη βάτος», «Ο αλχημιστής του χάους», «Πανσπερμία του έρωτα») των υδάτινων ροών («Μαγική εικόνα», «Νεάντερταλ», «Τριζόνι», «Εδώ και αιώνες»).
Η πλήρης απουσία στίξης συνδέει τα νοήματα και δημιουργεί μία αίσθηση στιχουργικής ρευστότητας και συνέχειας των πάντων· έτσι όμως ο ρυθμός μένει ελεύθερος στην απαγγελία με το χρόνο να διαστέλλεται· τη χρονική διαστολή υποστηρίζει και η συχνή χρήση του ενεστώτα, με το εξακολουθητικό του ποιόν ενέργειας και «σπαρμένοι» μέλλοντες («Ο πρόγονος»).
Ενώ στη λιτή του έκφραση κυριαρχούν ρήματα και ουσιαστικά συχνά συναντώνται ονοματικά σύνολα σε ένα στίχο μέσα σε ελλειπτικές προτάσεις με ασύνδετο σχήμα –δίχως τα σημεία στίξης– εντείνοντας το συναίσθημα· έτσι όμως ενισχύεται η αχρονική αίσθηση του τιτλικού χάους· μια αντίληψη ανερμάτιστης ποιητικής αλχημείας με όργανα τις λέξεις και τα συναισθήματα.
Η μελιχρή ροή του ύφους του Φαϊτά αφήνει το συναίσθημα να περιβάλλει σαν φως τον αναγνώστη· σε αντίθεση προς το βίαιο χάος, η γλώσσα του με την εμπλουτισμένη σουρεαλιστικά προφορικότητά της λειτουργεί ως ηλιαχτίδα στο βερμπαλιστικό και δυσνόητο καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Κατά τον Σαντζίλιο[1] «ο οπτικός ορίζοντας του Φαϊτά περικλείει μια αρχέγονη γονιδιακή σύμφυση με ένα αστρικό πεπρωμένο απαισιοδοξίας και μοναξιάς στη περιδίνηση ενός σύμπαντος που μετεωρίζεται από «έναν Θεό σ’ έναν άλλο Θεό», μιας ουτοπίας όπου «το νόημα των λέξεων… διαφεύγει» και η «συνάντηση», στην οποία αναφέρεται ο τίτλος της συλλογής, μένουν έωλα».
.
Ρους και ροή
ΚΡΙΣ ΛΙΒΑΝΙΟΥ
στίγμαΛόγου 1/10/2014
Στην ποιητική συλλογή Ρους και ροή του Βασίλη Φαϊτά συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα. Πρόκειται καταρχάς για ένα σύνολο 32 ποιημάτων, είναι δηλαδή αρκετά εκτενής ώστε να δώσει το στίγμα του ποιητή και να επιτρέψει στον αναγνώστη να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα του ποιητικού σύμπαντος που ξεδιπλώνεται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι μια δουλειά προσεγμένη τόσο λεξιλογικά όσο και δομικά γενικότερα, ο ποιητής έχει αφιερώσει τον απαραίτητο χρόνο για να φέρει τον στίχο του σε μια μορφή συνολικά άρτια. Τα περισσότερα ποιήματα είναι σύντομα με εξαίρεση το ομότιτλο που είναι και το εκτενέστερο, φωτίζοντας κατά κύριο λόγο την αναζήτηση του χρόνου στο διηνεκές, το στοιχείο δηλαδή που αποτελεί και τον κεντρικό άξονα της θεματολογίας του ποιητή. Η προσεγμένη γλώσσα εγκαθιδρύει ένα εννοιολογικά ενδιαφέρον «πλησίασμα των αντιθέτων», συναντά κανείς απρόσμενους συνδυασμούς που φαντάζομαι ενισχύουν την αίσθηση της έκπληξης, όμως ο ποιητής δεν αποφεύγει πάντα την παγίδα της ασάφειας: σε κάποιες περιπτώσεις, δείχνει να ερωτεύεται τις ίδιες του τις λέξεις. Στο ποίημα «Γερνάει το σύμπαν» για παράδειγμα, οι στίχοι:
η αγωνία του τυχαίου να διαιωνίσει
έναν ανομολόγητο πόθο
αίσθηση ροής σε μια άδεια θάλασσα
στο τέλος προκαλούν μια αίσθηση απορίας, και ο αναγνώστης κινδυνεύει να χάσει την επαφή του με το κείμενο.
Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της συλλογής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής επιχειρεί να κατανοήσει το πέρασμα του χρόνου, και στην προσπάθειά του αυτή τα όρια του χρόνου διαστέλλονται για να χάσουν το αρχικό τους περίγραμμα, βγαίνουν από την πεπατημένη και ακολουθούν πιο προσωπικά, εσωτερικά μονοπάτια. Το «εγώ» είναι πανταχού παρόν στο σύνολο των ποιημάτων, η ποίηση είναι σαφέστατα προσωποκεντρική χωρίς όμως να είναι εσωστρεφής, οι δίοδοι επικοινωνίας είναι σταθερά ανοιχτοί ανάμεσα στον ποιητή και τον αποδέκτη.
Είναι γεγονός ότι η αγωνία και το άγχος του θανάτου όπως σκιαγραφούνται για παράδειγμα στα ποιήματα «Ροή I» και «Συνομιλία με τη σκιά μου» δεν αποτελούν ιδιαίτερα πρωτότυπη προβληματική, ο ποιητής τελικά ανακαλύπτει ξανά γνωστά μονοπάτια. Από την άλλη μεριά, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η εκκωφαντική σιωπή και απουσία του έρωτα και της γυναικείας φιγούρας, τόσο θεματικά όσο και στυλιστικά. Η έκφραση συναισθημάτων απέναντι στον Άλλον είναι σχεδόν ανύπαρκτη, το «εγώ» στο σύνολο αυτών των κειμένων πορεύεται μόνο του, με αποκλειστική συντροφιά κάποιες ισχυρές εικόνες που σίγουρα δεν στερούνται ομορφιάς.
Μερικά ποιήματα που τράβηξαν την προσοχή μου:
Εντός ορίων
Όσο οι ψυχές γεννιούνται εντός ορίων
αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ
έξω απ ’τη σιωπή των στίχων
ο αργοπορημένος θάνατος ταχυδρομεί τον εαυτό του
σ’ αυτούς που έχουν κι όλας πεθάνει.
Ταξιδεύω
αλληγορία, αναρχικό φωνήεν
ανάμεσα σε ασύμβατα σύμφωνα
ιχνηλατώντας
ένα παντοτινό πρωινό
την παλίρροια αιώνες.
Ολότητα
Με το αίμα αντιστεκόμαστε στο θάνατο
με τη γλώσσα κατανοούμε το φως
το όνειρο πάντα προϋπήρχε
να προετοιμάσει την ένωση με την ροή.
Tο δάκρυ του παντός
Κάποιοι λένε πως έφτασα
από μια διακύμανση του άχρονου
απομεινάρι του ολοκαυτώματος της φαντασίας
λένε πως είμαι η φαντασία του εαυτού μου
ίχνος ανάμεσα στο πριν και στο μετά
όχημα της άγνοιας η συνείδηση
βρόχος πιθανοτήτων μεταλλάσσεται
ό,τι ονομάσαμε εδώ ή τώρα
ρίζα της κοίτης
δεν είναι πια εδώ
ένα δέντρο από διάστικτες ματαιότητες
πάλλεται όπως ο γλάρος που πετά
σε γενέθλιες φανταστικές διαστάσεις.
Όμως γιατί μ’ αφήνει άγρυπνο αυτή η σκέψη
να’ μουν κάτι άλλο απ’ ό,τι είμαι
γιατί τα μάτια μου τα τυραννάει
αυτό το δάκρυ του παντός
καθώς μια παρουσία αόριστη ερχομού
μακρινός καταρράχτης και γύρω
της αιωνιότητας ο αφρός.
«Υστερόγραφα για το αύριο» και «Συνάντηση με το σύμπαν»
ΚΡΕΣΕΝΤΣΙΟ ΣΑΝΤΖΙΛΙΟ
Η ποιητική του Βασίλη Φαϊτά
Γνώρισα τον κ. Φαϊτά ως «απεσταλμένο» κατά κάποιο τρόπο του κ. Νικηφόρου. Αργότερα είχα και την ευχαρίστηση να συναντηθούμε στην ίδια κωμόπολη όπου – κατά σύμπτωση! – μένουμε και οι δυο, το Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης: εκείνος επάνω, στο ύψωμα του χωριού, εγώ κάτω, στον κάμπο που συνορεύει με τη Περαία.
Έως τότε ομολογώ πως δεν τον γνώριζα ούτε σαν ποιητή ούτε σαν άνθρωπο, δεν είχα ποτέ διαβάσει ποιήματά του, δεν ήξερα ότι το σπίτι του ήταν μόλις τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μου.
Έτσι οι δυο συλλογές που μου έστειλε – αγνοώ αν δημοσίευσε άλλες –, δηλαδή «Υστερόγραφα για το αύριο»(2010) και «Συνάντηση με το σύμπαν»(2011) μου φανέρωσαν έναν ποιητή με βαθιές λυρικές ρίζες και καίριους προβληματισμούς, μια ψυχή ανεμοδαρμένη μέσα σε «ανερμήνευτες συγχορδίες» διαστάσεων και μύθων που «ονειρεύονται ξεχασμένους προορισμούς», για να αναφερθώ σε στίχους του, όπως θα κάνω και στη συνέχεια αυτής της σύντομης ανάλυσής.
Ο οπτικός ορίζοντας του Φαϊτά περικλείει μια αρχέγονη, ακόμη καλύτερα θα ‘λεγα γονιδιακή σύμφυση με ένα αστρικό πεπρωμένο απαισιοδοξίας και μοναξιάς στη περιδίνηση ενός σύμπαντος που μετεωρίζεται από «έναν Θεό σ’ έναν άλλο Θεό», μιας ουτοπίας όπου «το νόημα των λέξεων…διαφεύγει» και η «συνάντηση», στην οποία αναφέρεται ο τίτλος της συλλογής, μένουν έωλα.
Έχει έναν συνειδησιακό, δυνατό ειρμό με την σεφερική οντολογία η ποίηση του Φαϊτά, μια πολυσύνθετη οργανική σημειολογία που εκφράζεται με επώδυνες ιστορήσεις όχι μόνο του εαυτού στον ενικό προσανατολισμό του ποιητή αλλά και όλων των άλλων των «χαμένων γενεών» μέσα στις αντιξοότητες των οποίων «οι πατέρες μας…χάθηκαν» στη δίνη των αριθμών, των ιδεών».
Είναι βέβαιο πως στα ποιήματα των δυο προαναφερθέντων συλλογών συντελείται ουσιαστικά μια διαρκής αντίστιξη μεταξύ του πανταχού παρόντος «εγώ» και του διάττοντος «εσύ» σε ένα μεταίχμιο ελιοτικού «παρελθόντος και μέλλοντος χρόνου», μια αλληλογραφία με «λέξεις (που) αιμορραγούν» και βυθίζονται «σε μήκη κύματος εγκαταλειμμένα». Πάλλονται το «εγώ» και το «εσύ» ζώντας μια αμοιβαία αντήχηση, ωστόσο χωρίς τη πληρότητα της ποθούμενης ένωσης, δίχως τη δόξα της ζωτικής συνάντησης και παραδοχής.
Τελικά είναι μια αναζήτηση που παρασύρεται σε «καιρούς γυμνούς» και μέσα σε ένα «ξεριζωμένο…τραγούδι», μια ομιλία με «θαμμένη γλώσσα» από ένα «εγώ» προς ένα παρερχόμενο «εσύ» στο «αίμα» του οποίου όμως το «εγώ» προσδοκά να βρει τον δρόμο που πηγαίνει προς στο φως έχοντας για οδηγό ακριβώς τη «φωνή» του «εσύ».
Και όταν τυχαίνει να συνυπάρξουν, αυτό το «εγώ» και το «εσύ», στη καρδιά ενός ελπιδοφόρου «εμείς», δεν είναι τυχαίος ο κίνδυνος της εκμηδένισης στη νύχτα της σιωπής, παραμένει πάντοτε μια «αιωρούμενη απειλή» που «κανείς δεν ξέρει αν έρχεται ή φεύγει». Το ατελέσφορο μιας αγωνίας συνύπαρξης.
Ωστόσο θέλω να παραμείνω στην ανάγνωση και στην αναγνώριση αυτού του πρωτόγνωρου πάντως ελκυστικού «εμείς» που περιλαμβάνει όλα τα αίτια της ύπαρξης και ακυρώνει το κουκούλι του θανάτου και να παραθέσω συμπερασματικά ορισμένες εκβάσεις και εκφάνσεις του οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουν και επιβεβαιώνουν το βαθύτερο φιλοσοφικό πνεύμα και πλέγμα της ποιητικής του Βασίλη Φαϊτά:
– μεταμορφωνόμαστε σ’ ένα σπόρο
σφηνωμένο στις μέρες του μέλλοντος
–…………………γίναμε οιωνοσκόποι
των μύθων
και των αντικατοπτρισμών
– δεν έχουμε πια ηλικία
– θα είμαστε
………………..
αιωνόβια δέντρα
– η εποχή μας έχει εγκαταλείψει
όλα παραδείγματα-απόπειρες μιας υπαρξιακής αιωνιότητας μέχρι, στο τέλος, τη κορωνίδα του ακραίου μηνύματος:
ο έρωτας είναι η τελευταία επανάσταση στη ζωή μας
μια καθοριστική νίκη του «εμείς» πάνω σε όποια εγωιστικά και μειωτικά «εγώ» και «εσύ», που ο δήθεν ορθολογισμός των ανθρωπίνων συμφερόντων αντιτείνει και προτείνει.