.
Η Βέρα Παναγιωτίδου-Κορφιώτη γεννήθηκε στη Μόρφου της Κύπρου και κατάγεται από πατέρα Μικρασιάτη και μητέρα από τη Μόρφου. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, τη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού και τη Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της Μέσης ’Εκπαίδευσης της Κύπρου και αφυπηρέτησε ως διευθύντρια. Παρακολούθησε με υποτροφίες στην Αγγλία και στην Αμερική μαθήματα με θέμα τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.
Τιμήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου δύο φορές. Σκεπτικό Επαίνου Υπ. Παιδείας 1978: « Η ποίηση της Βέρας Κορφιώτη χαρακτηρίζεται από μια πνευματική θεώρηση του φαινομένου της ζωής. Στην έκφραση υπάρχει λιτότητα κι επιγραμματικότητα. Το έργο της αποτελεί μια ουσιαστική παρουσία». Σκεπτικό Επαίνου Υπ. Παιδείας 1985: «Η στοχαστική ποίηση της Β. Κορφιώτη κατορθώνει να μετουσιώσει λυρικά κι ανάλαφρα σκέψεις από την αρχαία και νεώτερη φιλοσοφία
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ:
-Ποιήματα, (1971)
-Ποιήματα ΙΙ, (1975)
-Θέμα: Ποίηση, (1978) (Έπαινος Υπουργείου Παιδείας Κύπρου)
-Αν Απλώσω τη σφαίρα της ψυχής μου (1986) (Έπαινος Υπουργείου Παιδείας Κύπρου),
-Κι επανέρχομαι στη ποίηση (1995)
-Πού Πορευθώ από Προσώπου σου Ποίηση (1999)
-Poems (Translated by Demetrios Hadjihambis and Penelope Sotteriou Feather Star Publishing, Dayton Ohio 2007
-Ποίηση Ωραία μου Έγνοια (2008)
ΜYΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Αυτός Εφα! Πυθαγόρας ο Σάμιος (2012)
ΜΕΛΕΤΕΣ:
-Δυσλεξία (μετάφραση από τα Αγγλικά), Λεμεσός 1983,
-Αναγνωρίζοντας την Κώφωση, Λεμεσός 1995.
-Ιερή παράδοση & και οι μύστες της Magna Graecia 2018
ΔΟΚΙΜΙΟ- ΚΡΙΤΙΚΗ:
-Λογοτεχνικό πορτρέτο Σοφοκλή Λαζάρου, Sofocles Lazarou (Literary Profile) Μετάφραση στην αγγλική: Ιρένα Ιωαννίδου, PEN, Nicosia 2000.
-Λογοτεχνικές αναγνώσεις εν είδει Δοκιμίου, Λεμεσός 2005.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ:
-Face of an Island (25 Poets from Cyprus-Anthology of Poems). Μετάφραση στην αγγλική: Ιρένα Ιωαννίδου, (2000)
-Της Κερύνειας (Ποιήματα Κυπρίων για την Κερύνεια), (2002)
ΘΕΑΤΡΟ:
-Ευαγόρας Παλληκαρίδης, (2009)
ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ &
ΟΙ ΜΥΣΤΕΣ ΤΗΣ MAGNA GRAECIA (2018)
TOMOI A’ KAI B’
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΜΟΣ Α’ ΑΠΟ ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ
Μετά από τον εκπληκτικό πυθαγόρειο περίπλου με το έργο Αυτός ‘Εφα, Πυθαγόρας ο Σάμιος, η Βέρα Κορφιώτη συνεχίζει την κατάδυσή της στον χρόνο, ανασύρει και φέρνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ανεκτίμητους θησαυρούς που οι πλείστοι αγνοούμε και ούτε καν μπορούσαμε να υποψιαστούμε την ύπαρξή τους.
Οδηγός και συνοδοιπόρος μας ταυτόχρονα, επιμένει να ανατρέψει τη συνήθη άποψη για τη φιλοσοφία ως απρόσιτη και ακατανόητη, ως ενασχόληση προορισμένη αποκλειστικά για μια ελίτ διανοουμένων ή και… αργόσχολων. Με αμεσότητα και τη μέγιστη δυνατή απλότητα, χωρίς στόμφο και επιτήδευση, έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους ειδικούς και σ’ εμάς, τούς απλούς και καθημερινούς ανθρώπους, ακυρώνοντας την κρατούσα εντύπωση ότι η φιλοσοφία είναι περιττή θεωρητικολογία, δείχνοντάς μας την άρρηκτη σχέση της με τη ζωή, τις δυνατότητες και την αναγκαιότητα της για την αυτοβελτίωση και την ποιοτική ανύψωση της κοινωνίας.
Η Βέρα Κορφιώτη μάς γυρίζει πίσω για να πάμε μπροστά! Και δεν πρόκειται για ρομαντική ή άσκοπη περιπλάνηση, δεν επιχειρεί ένα ταξίδι αναψυχής Κάι συλλογής εικόνων και εντυπώσεων. Αντίθετα, υπηρετώντας η ίδια την υπόθεση της φιλοσοφίας με την ταπεινότητα τού αεί διδασκόμενου, τού αναζητητή της γνώσης και όχι τού αποθησαυριστή γνώσεων, χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που ερανίζεται από εκπληκτικού εύρους πηγές ως μέσο για να μάς φέρει σε επαφή με την πολύτιμη γνώση που έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα, να αλλάξει εμάς και τη συνολική συμπεριφορά μας ως ατόμων και ως μελών τού εθνικού αλλά και τού οικουμενικού συνόλου. Γιατί ο κόσμος της Κορφιώτη, όπως και ο κόσμος της φιλοσοφίας που υπηρετεί, έχει οικουμενικές αν όχι συμπαντικές διαστάσεις.
Λειτουργώντας ως εντολοδόχος τού μοναδικού δόγματος της ελληνικής φιλοσοφίας ότι δεν υφίσταται κανένα δόγμα, υιοθετώντας απόλυτα και ακλουθώντας έμπρακτα την ύψιστη πρωτοτυπία και το μέγα δίδαγμα της ελληνικής φιλοσοφίας ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο, αναζητεί, ερευνά, απορεί, διερωτάται, εισηγείται, ανατρέπει, κεντρίζει την περιέργεια, πυροδοτεί τη σκέψη, εν ολίγοις συνεχίζει να μαθητεύει η ίδια και παράλληλα προσπαθεί με συνέπεια και ζήλο να οδηγήσει κι εμάς στην αναζήτηση της Αλήθειας.
Η άξια ώστόσο του παρόντος έργου εκτείνεται και πέραν εκείνης τού πονήματος της που αφορούσε τον Πυθαγόρα, την όποια υπερβαίνει κατά τούτο: αναδεικνύει, πέραν των άλλων, τη μαγεία της ποιητικής έκφρασης των προσωκρατικών φιλοσόφων και επιτυγχάνει μέσω αυτής να καταδείξει τη δύναμη της ελληνικής γλώσσας στο επίπεδο της απόδοσης των πλέον υψηλών και λεπτών συλλήψεων τού νου. Παράλληλα προβάλλει, χωρίς έπαρση, τη σημασία της τρισχιλιετούς συνέχειας της γλώσσας, τη βαρύτητα της συμβολής της αρχαίας ελληνικής στη θεμελίωση της δυτικής σκέψης και την καταλυτική της επίδραση στον επιστημονικό και όχι μόνο στοχασμό.
Η έλλειψη όμως έπαρσης και η σεμνότητα της συγγραφέως δεν αντιφάσκουν προς την υπερηφάνεια από την όποια εμφορείται για την ελληνική της ταυτότητα, για την ελληνική ρίζα η όποια συνεχίζει να αρδεύει το παρόν και το μέλλον όσων συνειδητά μετέχουν της ελληνικής παιδείας και όχι απλώς τυγχάνει να φέρουν ένα ελληνικό όνομα. Πέραν τού θαυμασμού από τον όποιο εμφανέστατα διακατέχεται ή Βέρα Κορφιώτη για την αρχαία ελληνική διανόηση, η κυρίαρχη αίσθηση που αφήνει το παρόν έργο είναι ο πλέον βαθύς πόθος και ο ουσιωδέστερος στόχος της να συμβάλει στην αναζήτηση και ανεύρεση, μέσω και αυτής της μελέτης, της ταυτότητάς μας, θεωρώντας τη συγκεχυμένη μας ταυτότητα ως τη βασικότερη ίσως αίτια των δεινών μας, τού γεγονότος ότι παραπαίουμε, αντιφάσκουμε, δεινοπαθούμε, αυτοκαταστρεφόμαστε, ως αιτία της κουφότητάς μας, της ως επί το πλείστον χωρίς αντίκρισμα διατυμπανισμένης αξίας μας, της επιπολαιότητας και της εκ μέρους μας απεμπόλησης οποιασδήποτε ευθύνης για τα κακώς κείμενα και την πορεία της ζωής μας.
Αρχαιολάτρης αλλ’ επουδενί αρχαιόπληκτη, με θαυμασμό και τεράστιο σεβασμό στα πνευματικά επιτεύγματα των προγόνων μας, πασχίζει να μάς καταστήσει συνειδητούς κληρονόμους και, κατά το δυνατόν, συνεχιστές όσων εκπληκτικών κληροδότησαν εκείνοι στην ανθρωπότητα.
Ως επιμελήτρια τού έργου αυτού υποκλίνομαι μπροστά στον τεράστιο μόχθο αλλά και στις ευγενείς προθέσεις της φιλτάτης Βέρας, εκφράζω τις ευχαριστίες μου για την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό μου, αναλαμβάνω την ευθύνη για τις όποιες αδυναμίες και αβλεψίες αναπόφευκτα εντοπιστούν και επικαλούμαι την κατανόηση της ίδιας και των αναγνωστών.
ΤΟΜΟΣ Β’
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ (Απόσπασμα)
Η Παλιννόστηση
Στη Σάμο ήδη από καιρό έφταναν οι ειδήσεις ότι ο Πυθαγόρας ταξίδεψε σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Από την Αφρική και την Ασία, από τη Μέμφιδα μέχρι τη Βαβυλώνα γνώρισε τούς νόμους, τα μυστήρια, την πολιτική, τις επιστήμες τους. Ποιά ήταν άραγε η εντύπωση που προκάλεσε επιστρέφοντας οίκαδε ο μεγάλος ταξιδευτής; Είναι ντυμένος στα λευκά λινά. Τί διαμηνύει;
Πυθαγόρας
Αυτός, ο ιδιόμορφος άνδρας
ως εξίσου ωραίος με τον θεό που λατρεύει
παράστημα θαλερό και συγκρατημένο συγχρόνως
«μηδέν άγαν»
Προσωπικότητα που αδιάλειπτα υπερέχει
ευνοούμενου από τη μοίρα
ντυμένος στα λευκά όπως κάθε μυημένος
ο χρησμός των Δελφών απέκρυβε ένα πεπρωμένο
«θείος δαίμων»
Σ’ αυτόν δώρισαν οι Θεοί τόλμη
εκπληκτικά δεινή
στις μεταρσιωμένες συμφωνίες των σφαιρών
των κινουμένων γύρω αστέρων
επικεντρώνει την προσοχή
κι οριοθετεί τις σχέσεις των συνηχήσεων
Εναπόκειται να μην απογοητεύσει τους αθανάτους
Σε παρακινδυνευμένα μονοπάτια ταξιδευτής
πλόες όπου και το πνεύμα συνάμα
περιπλανήσεις έως το ακρότατο
θα συναντήσει μυστικούς, σοφούς αφανείς
έχουν επαφή με το Αόρατο
Μυστηριώδης γύρω του αύρα
ίδιον γνώρισμα καθοδηγητών
μεταφέρει ήρεμο βαθύ ενθουσιασμό
χωρίς αυτό οι άνθρωποι
δεν θα είναι άξιοι να επωφεληθούν
(Βέρα Κορφιώτη, σελ. 70)
Στη Σάμο κατά το δεύτερο ήμισυ τού 6ου αιώνα κατέλαβε την εξουσία ο Πολυκράτης, αφού παραβίασε την επικρατούσα αριστοκρατική τάξη των γεωμόρων προς ίδιον όφελος και παρέμεινε στην ιστορία ως ο πιο διαβόητος από όλους τους τυράννους. Η Σάμος γνώρισε μεγάλη άνθηση, αλλά πολύ συχνά οι σχέσεις της με τούς γείτονές της δεν ήταν καλές, επειδή ο Πολυκράτης αποτελούσε έναν ιδιαιτέρως μισητό και επίφοβο παίκτη στην πολιτική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου. Στα χρόνια του η Σάμος έφτασε στο απόγειο της ευημερίας της, λόγω των φιλόδοξων τακτικών που ο τύραννος εφάρμοζε στην πολιτική και στο εμπόριο. Ωφελήθηκε κυρίως η τάξη των τεχνιτών που ασχολήθηκαν με τα μεγάλα έργα κοινής ωφελείας, για τα όποια ο τύραννος διέθετε τον πλούτο που συγκέντρωνε από την πειρατεία και την κατάκτηση πολλών νησιών τού Αιγαίου. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος μιλούσε για τα θαυμάσια πολυκράτεια έργα, στην κατασκευή των οποίων συνέβαλαν οι αρχιτέκτονες Ροίκος και Θεόδωρος άλλά καί ό Ευπαλίνος ο Μεγαρεύς. (Βλ. I. Παπασταύρου, Αρχαία Ιστορία, σελ. 173-174)
Κι όμως, η οικονομική ακμή της Σάμου αποδείχτηκε πως δεν ευνοούσε και την αποδοχή της φιλοσοφίας. Οι ντόπιοι, ως επί το πλείστον, δεν επιδέχθηκαν ούτε τις καινοφανείς ιδέες του Πυθαγόρα ούτε τον τρόπο διδασκαλίας του. Απογοητεύτηκαν ακόμη και από την αποστροφή του προς τις δημόσιες υποθέσεις και γιατί αρνείτο να ταξιδέψει σε διπλωματικές αποστολές της πατρίδας του. Σύμφωνα πάντως με τον Ηρακλείδη τον Ποντικό (4ος αί. π.Χ.), οι Σάμιοι, «[…] λόγω της επιμειξίας των διαβόητων επί τρυφηλότητι Λυδών, είχον σφόδρα έκθηλυνθεϊ».
Ανάμεσα στα τόσα ερωτήματα που αναφύονται για τους μελετητές ως προς τον μεγάλο μύστη είναι και αυτά που αφορούν την αναχώρηση του Πυθαγόρα από τη Σάμο. Πόσο παρέμεινε εκεί και γιατί αναγκάζεται να εκπατρισθεί και πάλι για να ξεκινήσει ένα νέο περίπλου; Οι τύραννοι, που κρατούν τις άκρες του νήματος και ρυθμίζουν μυστικά ή φανερά τη ζωή των ανθρώπων, θεωρούν απειλή τους ελεύθερους ανθρώπους, γιατί ανατρέπουν τη συμβατική τάξη που επιβάλλουν με τη βία της εξουσίας. Δόθηκε μήπως κάποια κραυγαλέα αφορμή για να εγκαταλείψει το νησί του; Μήπως μια «τυχαία» πυρκαγιά που προκάλεσε η εξουσιαστική δύναμη για να αφανίσει το Ημικύκλιο, την πρώτη σχολή του Πυθαγόρα στη Σάμο, για να αφανίσει τα χειρόγραφα, να αφανίσει καθετί που αποτελούσε πυρήνα επανάστασης, που θα αποτελούσε εστία ανατροπής της εξωτερικής ισορροπίας;
Ο Πολυκράτης της Σάμου
Η Ελλάδα τιμούσε πάντα
τους ριψοκίνδυνους περιπετειώδεις άνδρας
τους ευγενείς τυχοδιώκτες
τού απρόσμενου, τού ασύλληπτου
Ωστόσο καμιά υποδοχή δεν έγινε
στον αυστηρό τυχοδιώχτη τού πνεύματος
επέστρεψε από τα πέρατα της γης
γεμάτος σοφία και ξένες ρήσεις
γεμάτος θησαύρισμα όπου η σκέψη υπερέχει
Ο Πολυκράτης δεν αντέχει καμιά εναντίωση
καμιά αλλαγή προσανατολισμού
είναι γεμάτος καχυποψία
κατέχει ανάρμοστο πλούτο
εξαναγκάζει τούς άλλους σε σιωπή
Οπωσδήποτε φιλοξενεί στιχοποιούς
χάριν αίγλης τού ονόματος του
στους αιώνες να αντηχεί
Τούς τιμητές
της ανυπέρβλητης τάξης λάτρεις
τούς αφιλοκερδείς ερευνητές τού αληθινού
δεν τους ανέχεται, τα μάλιστα τούς αποφεύγει
Για τον είρωνα τύραννο
ο Πυθαγόρας δεν είναι παρά επικίνδυνος παρείσακτος
ένας χειραγωγός ιδεών
ικανός να ενσπείρει αλήθεια
η ένταση στο βλέμμα του
ρωτά κάθε ύπαρξη:
«Ποιος είσαι…»
Με την ίδια ένταση ρωτά τα άστρα
ρωτά τούς τυράννους
που καταστρέφουν και οικοδομούν ακατάπαυστα
ανάλογα με τις ορέξεις τους
σπαθίζοντας τούς όμοιούς τους
και κωφεύοντας μέχρι και στα βογκητά
(Βέρα Κορφιώτη, σελ. 122)
ΠΟΙΗΣΗ ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΕΓΝΟΙΑ (2008)
ΜΕΡΟΣ Ι
ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΕΣ
Δεν θυμόμαστε
έχουμε ήδη όλα
όσα χρειαζόμαστε
ξεχνάμε το ουσιώδες
κάποιος πρέπει να μας δείξει
να πιστέψουμε αδύνατον
τω όντι τίποτα δεν λείπει
θεμελιώδες
Εκ του μηδενός
εμφανίζεται κάποιος ασήμαντος
συνήθως ξένος
εντελώς
λογικά δεν ταιριάζει πουθενά
κάποιος τελείως περιττός
να ξαναδώσει ζωή στη γνώση
που κουβαλάμε ασύνειδα
Οι Διδάσκαλοι
εμφανίζονται αυθωρεί
χωρίς προειδοποίηση
ασημαντότητες
κοντολογίς
εμφανώς δεν δίνουν
απολύτως τίποτε
Οι Διδάσκαλοι
σαν τον άνεμο τη νύχτα
δεν αφήνουν ίχνη
περνά βουίζοντας από μέσα
εν είδει μαγικού κυμβάλου
ολοκληρωτικά σε αλλάζουν
αφήνοντας τα πάντα εξωτερικά
ανάλλαγα
παρασύρουν κάθε ιδέα
τι ήσουν πριν
αποσβήνουν τη λήθη
σ’ αφήνουν αυτό που ήσουν πάντα
απ’ την αρχή
ΤΟ ΕΣΩ
Ενίοτε αποκαλύπτεται
ως κενόν
με ιδιαίτερο τρόπο
εντός
δύναται να αισθάνεται
δύναται να παρακολουθεί
αμέτοχο ως ο χώρος
ούτε επιχαίρει
ούτε πενθεί
γλυκύτητα ειρήνης εμπεριέχει
ανέμελο ως η ανοχή
ανέμελο ως η άγνοια φόβου
ή ως η άγνοια τύψεων
αμέτοχη κατανόηση γεγονότων
Έσω Σιγή
τα πέρατά της
όποιον δρόμο
κι αν ακολουθήσεις
προχωρώντας
δεν θα μπορούσες να βρεις
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Εντελώς
γεγονότα συνηθισμένα
μη ενταγμένα εμφανώς
συμβάντα έως τα άκρα
ανεπαίσθητα
μόλις έχουν επιπέσει
στου ματιού ίσως την άκρια
πρωτίστως η σημασία τους αφανής
γλιστρούν και σβήνουν
αέρινος, αξεδιάλυτος μίτος
ανάμεσα σ’ ένα βλεφάρισμα του νου
ούτε θυμόμαστε
Η διάσταση ομοιάζει
μη σιωπηλό κεραυνό
τόσο ακαριαίο ένα γεγονός
δεν μπορείς να το ακούσεις
ομοιάζει με αόρατη αστραπή
τέτοια η ένταση στιγμιαίας λάμψης
δεν μπορείς να τη δεις
Ο νους τα χάνει
ανατρέπεται η πρόσληψη
τα δεδομένα
δραματικά αδιόρατη εμπλοκή
επιτέλους τι επισυνέβη
μόλις προ ολίγου
άγνωστη πραγματικότητα
ακροθιγώς παρενέβη
όλα φαίνονται να συνεχίζουν
σχεδόν όπως πριν
Το μέλλον… πού… εκεί…
οι αποδείξεις είν’ επαρκείς;
Η αντίληψη μας
θέλει να φθάσει…
είναι ικανή;
ΑΡΑΓΕ…
Πόσο μεγάλο
να ήταν
το θάμβος
στου Πυθαγόρα το βλέμμα
όταν διαπίστωνε το δεσμό
όταν ανακάλυπτε
όταν αναγνώριζε
επιστήμη και μυστικισμός
να είναι ένα
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ
Στην αιώνια σφαίρα
ήδη σπινθηροβολεί
αγνό το Πνεύμα
ανέκαθεν εκεί
θρησκεία, ποίηση,
φιλοσοφία, επιστήμη
ήταν ένα
ΝΟΜΟΘΕΤΕΣ
Θρύλοι και μύθοι
περί τους αρχαίους Νομοθέτας
ως η ομίχλη
τυλίγει
αόρατη κουστωδία
Κι όμως από άποψη κοινωνική
μπορεί να ήταν ασήμαντοι
οι φτωχότεροι των φτωχών
αρκούντο δίχως
κανένα βιος
Κι όμως
δεν σήμαινε
ότι δεν τους ύπολήπτοντο
ότι δεν τους έπαιρναν στα σοβαρά
δεν τους προσέφεραν
τιμή
ακόμα κι όταν ανοιχτά
αποκάλυπταν σε όλους
—αδιανόητον σήμερον—
ακόμα κι όταν ευθαρσώς
έθεταν εν περιωπή
το ακατανόητο
Μέσα σε όνειρο
είχαν εμφανιστεί Θεοί
και είχαν δώσει
Νόμους
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Είχαν γητευθεί
από τόσο παλιά
τόσοι πολλοί
κάτι τους τραβά
κι ούτε μπορούν ν’ αντισταθούν
έως τα τώρα προσπαθούν
να εκλογικεύσουν
ποιά η πηγή της γοητείας
δεν αντιλαμβάνονται
αλλάζουν το νόημα
άλλα τι είναι εκείνο που θέλγει
δίνουν μια πιο αποδεκτή ερμηνεία
άλλα τι εξακολουθεί
να ακτινοβολεί
Αποσπάσματα μιας Ποίησης
κάθε λέξη μαγική
κατέχουν δύναμη μυστική
λόγοι φιλοσόφου
σφραγίδες
δεν είναι απλώς μονάχα λέξεις
μια ή δυο να σου ψιθύριζαν στ’ αυτί
είχαν τη δύναμη να σε καθηλώσουν
επιτόπου
Αποσπάσματα μιας Ποίησης
το τραγούδι λεγόταν οίμη
κι ο δρόμος λεγόταν οίμος
εξαρχής
Ποίηση ρητά βιωματική
Ωδή του ποιητή
εντελώς ήτανε δρόμος
το ποίημά του δεν περιγράφει
απλώς
ένα ταξίδι
το κάνει να συμβεί
ΕΝΣΤΙΚΤΩΔΩΣ
Ανέκαθεν
ο άνθρωπος πλασμένος
από το πλήρες και το κενό
ενστικτωδώς
στρέφεται προς το φώς
αναζητά το ιδεώδες
ειδύλλιο
στρέφεται αιώνια
προς τον ‘Ήλιο
ΕΝΔΟΜΥΧΩΣ
Όπως οι μάντεις των χρησμών
εξ ίσου των μυστηρίων της ύπαρξης
οι ερμηνευτές
προέτειναν εν’ άλλο είδος
Γνώριζαν της ερμηνείας
το μέρος το πιο σημαντικό
δεν παρενέβαιναν
Μονάχα να παρακολουθείς
μονάχα να είσαι ικανός ν’ ακούς
αφήνεις τα πράγματα
σιωπηρώς
να αποκαλύπτουν το νόημά τους
Προφανώς
γεγονότα, αριθμοί, ημερομηνίες
ένα τέχνασμα είναι
μια προς όψιν γνωριμία
προμετωπίδες
εν ολίγοις
Ποιά να κρύβεται
ενδομύχως
πραγματικότης
Δεν έχει όνομα
παρελθόν ή μέλλον
δεν έχει
όλα πού ξέρουμε
τα έχειν
Ενδομύχως
αν αφήσεις
μονάχα να σ’ αγγίξει
τίποτα πια δεν θα ‘ναι
το ίδιο
ΕΔΡΕΥΕΙ
Ούτε στο ύψος
ούτε στο πλάτος
Η Ελευθερία
εδρεύει
μονάχα
στο βάθος
ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
Όταν οι Έλληνες διηγούντο
περί θεών τε κι ανθρώπων
ένιωθαν κατακόρυφα
ειδοποιό διαφορά
Καθώς οι άνθρωποι από πανικό κυριεύονταν
καθώς διέτρεχαν όλο το φάσμα συναισθημάτων
αγαλλίαση μέχρι τρόμο
οι θεοί παρέμεναν ίδιοι
αινιγματικά ολωσδιόλου ήρεμοι
Τί πιο απρόσμενα θαύματα
η πιο δραματική ένδειξη
δύναμης
τόσο εμφαντικά
δεν τόνιζαν τη διαφορά
Αναντιρρήτως οι άνθρωποι
ως ένθερμοι συναίτιοι
όλοι εμείς
μπορεί να προσπαθήσουμε
να γίνουμε καλοί
ενίοτε
μπορεί και να τα καταφέρουμε
ίσως
όμως η παραφορά
αναφανδόν μάς αφορά
η ησυχία είναι πέραν από μας
Αν σιγή τηρείς
σ’ ένα βαθμό ορατά πιο βαθύ
αγγίζεις σημείο κρίσιμο
έστω ακροθιγώς
αγγίζεις τη διαφορά
Τείνεις στο θεϊκό
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Σε ό,τι αφορά τούς τυράννους
είναι σχεδόν ανάλλαγα
και σε ό,τι αφορά τον αμαθή λαό
ανίκανο να ελέγξει τις διαρκείς επιθυμίες του
σε ό,τι αφορά τη νωθρή άσκηση
των δήθεν δημοκρατικών προνομίων του
έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα
Ποιος τολμά τάχα
ν’ αποστρέφεται το σεβασμό
που περιβάλλει τον άνδρα
με τα πολλά αγαθά
Ποιος τάχα τολμά
ν’ αποστρέφεται
την απουσία ενδοιασμών
ευτελές προνόμιο της εξουσίας
καθώς οι άρχοντες κατατρύχονται
από τον πόθο της δόξας
κατατρύχονται από τον πόθο
να κατέχουν την ισχύν
τους επιτρέπει
να πράττουν τα χείριστα
ατιμωρητί
κομίζοντες ύβριν τοις θεοίς
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ
Ούτος
ως ο εξίσου ωραίος
με τον θεό που υπηρετεί
ιδιόμορφος άνδρας
παράστημα θαλερό
και συγκρατημένο συγχρόνως
«μηδέν άγαν»
Προσωπικότητα που υπερέχει αδιάλειπτα
ευνοημένης από τη μοίρα
ντυμένος στα λευκά όπως κάθε μυημένος
ο χρησμός των Δελφών
απέκρυβε ένα πεπρωμένο
εκτός συναγωνισμού
θείος δαίμων
Σ’ αυτόν που δώρισαν οι Θεοί
εκπληκτικά τόλμη δεινή
επικεντρώνει την προσοχή
στις μεταρσιωμένες συμφωνίες
των ουρανίων σφαιρών
των κινουμένων γύρω αστέρων
κι οριοθετεί τις σχέσεις συνηχήσεων
Εναπόκειται να μην απογοητεύσει
τους αθανάτους
Σε παρακινδυνευμένα μονοπάτια ταξιδευτής
όπου και το πνεύμα συνάμα
πλόες, περιπλανήσεις έως το ακρότατο
θα συναντήσει μυστικούς, σοφούς, αφανείς
έχουν επαφή με το Αόρατο
Μυστηριώδης γύρω του αύρα
ίδιον γνώρισμα καθοδηγητών
μεταφέρει ήρεμο βαθύ ενθουσιασμό
χωρίς αυτόν οι άνθρωποι
δεν είναι άξιοι να επωφεληθούν
της ανοχής των Θεών
ΓΙΑ ΠΟΙΑΝ ΑΡΕΤΗ
Καθημερινοί άνθρωποι
επιεικώς ενάρετοι
περίπου όπως εμείς
εμφανιζόμενοι έως και αφελείς
όπου δει
μετρίως άκακοι
διακηρύσσουν μετά πεποιθήσεως
και στεντόρειας φωνής
«ή αρετή δεν έχει τιμή»
Ο πλούσιος
εν τω μεταξύ
συγκατανεύει υποκριτικά
ενώ υπομειδιά
είναι ο μόνος που ξεύρει
τί κατόρθωσαν τα λεφτά
να του προσκομίσουν
από την αγορά
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ
Θα θυμάστε ίσως
έναν άνδρα από την Κρήτη
με βαθειά μελωδική φωνή
γύρω από μια κοσμογονία
Λέγεται κοιμόταν χρόνια
σ’ ένα σπήλαιο
όταν αργότερα έγινε διάσημος
κι ερωτήθη
εξήγησε πως δάσκαλός του
ήταν τ’ όνειρο
έμαθε σε συναντήσεις με θεούς
καθώς ονειρευόταν
σε συναρτήσεις και μυήσεις με θεές
την Αλήθεια και τη Δίκη
Τεθρύληται Κυλώνειον Άγος
να θεραπεύσει την Αθήνα εκλήθη
Εν μέρει
απαιτούσε τελετουργίες, θυσίες, εξορκισμούς
η θεραπεία Επιμενίδη
επετεύχθη εν τέλει
με την εισαγωγή Δικαιοσύνης
Ακούγεται ως ιδέα αυθαίρετη
ολωσδιόλου μια εξαίρεση
δίκαιη νομοθεσία
ή θεραπεία;
Εκμυστηρεύσεις
ενός ιατρομάντη εξαγνιστή
νόμοι χρηστοί
τω όντι
θεράπευαν την πόλη
Και περί των δικών μας καιρών
τα σημεία;
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Έτσι όπως συνονθυλεύονται
τ’ ανθρώπινα
πότε σε άμπωτη
πότε σε παλίρροια
βοήθησε με, Κύριε,
πιο πέρα απ’ το ανθρώπινο δίκιο
πιο πέρα απ την ανθρώπινη λογική
βοήθησε να παραμένω
μέσα στην επιείκεια
ΤΑ ΑΦΑΝΗ ΕΧΕΓΓΥΑ
(Για τα παιδιά μου, τον Θάνο και τη Μαρία-Αγνή)
Τα φόντα του νου
και τ’ αποθέματα της καρδιάς
αφανή εχέγγυα
διαγράφουν του πνεύματος
την ευδιάκριτη ευγένεια
ΩΣ 0Ι ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
(Στή Ζιράνα Ζατέλη)
Ποιητές, διάφανοι συγγράφεις
ως οι μυστικές διαδρομές
ως απόκρυφες υδρορροές
που μεταλαμπαδίζουν φωνές
που αναβλύζουν ψιθύρους
αξεδίψαστοι δισταγμοί
πένητες στο κατώφλι
ες αεί
Ανοιχτοί στο άπειρον
συλλέγουν
του πρώτου φωτός ευωδίες
ως οι πίδακες κραυγών
οι κατά Θεόν σαλοί
ελλοχεύουν επί δακρύων
σμιλεύουν το πιο ελάχιστο επουσιώδες
κρεμάμενοι εν ύδασι
περιφέρονται εν νεφέλαις
ως πλανόδιου φωνή παρείσακτοι
Οξυήκοοι ειδικοί
οξύνοοι λόγιοι ή κριτικοί
τους συλλαμβάνουν
δήθεν εδώ κι εκεί
σε κάποια μιλήματα εφηβείας
είτε και σε τμήματα φιλολογίας
ειδήμονες επί θεμάτων αισθημάτων
τέλος πάντων
Διάφανοι ήδη έχουν φύγει
πέραν απ’ την ανθρώπινη συνθήκη
η ονειρική τους παρουσία μονάχα
διαποτίζει την ψυχή
κάθε πρωινό
το πρώτο στο σύμπαν
ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ
Συμβολική μήτρα της Σχολής
των μυημένων περίφημος όρκος
εσώτατος ιερός χαρακτήρ
Είναι ήδη εκπληκτικό
η προσέγγιση ασύλληπτων
σχέσεων αριθμητικών
τόσο θεμελιωδών
σχεδιάζουν τα πέντε κανονικά πολύεδρα
το τετράεδρο που έδωσε την πυραμίδα
σχεδιάζουν το εξάεδρο ή κύβο
το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο, το εικοσάεδρο
ήδη επιχειρούν να υπολογίσουν
τη διαγώνιο τού ορθογωνίου
λύση αφηρημένη, δυναμική,
λύση αναγκαία, οικουμενική
Εξ άλλου έχουν εγγράψει
το πεντάγωνο σε κύκλο
περιεργάζονται θαυμάζουν την εικόνα
σαν αποκάλυψη θεϊκή
πεντάκτινου άστρου της θάλασσας
θα αποτελεί σημείο αναγνώρισης
μεταξύ των μυημένων
εφεξής
ΕΙΝ’ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΥΗΤΟ
Ο Μύστης τρέμει
μπροστά σε όσα εναπόκεινται
στους θνητούς να διαλευκάνουν
το Σύμπαν θέτει
ακατάπαυστα ερωτήσεις
αφορούν όσα βλέπονται
αφορούν όσα φαντάζονται
Προσκαλούνται οι θνητοί
οφείλουν να βρουν απαντήσεις
στων καθρεφτών το αέναο παιχνίδι
μονάχα που δεν έχουν επιλογή
για τω ποιος είν’ ο προορισμός
Διακαώς την ευθύνη της ένδειας
της εξαθλίωσης
της ενδογενούς αταξίας
εναποθέτουν στους θεούς οι θνητοί
κατά τα καθιερωμένα
τείνουν διακαώς να μην κατανοούν
την ευθύνη των οδυνών
ευλόγως προφανώς ποθούν
αναζητούν κύριοι να καταστούν
μιας διαύγειας
ήθος που δεν παρέχεται όμως ανοικείως
Ανάγκη η προσπάθεια νι φθάνει
μέχρι της πρόκλησης το εύρος
μέχρι της πρόκλησης το ύψος
αν οι θνητοί θα δουν
των ψευδαισθήσεων το πέπλο
που οι ίδιοι γεννούν
Για τον αμύητο είν’ ένας μύθος…
Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Καμιά μνεία για τιμωρία
ανάμεσα σε μια ύπαρξη
και στην επόμενη
όλα παίζονται
κάτω από τον έλεγχο
μιας αυστηρής αλληλουχίας
Οι πράξεις γεννούν πράξεις
γεννούν η μια την άλλη
ένα βέλος καρφώνει εδώ κι εκεί
τα οφθαλμοφανή
οι κόμποι σφίγγουν
ή λύνονται
Θέατρο
με μεγάλο βεληνεκές θεάματος
οι σκηνές παίζονται εναλλάξ
στο βούρκο ή στο πέταγμα
ενός άλμπατρος
Μοναδικός συγγραφέας
μοναδικός ηθοποιός
η αρχή της ζωής
τόσο άπιαστη όσο ο αέρας
Έστω
την ονομάζουν ψυχή
αλλ’ όμως θα μπορούσαμε
να την αποκαλούμε
Πνεύμα
ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ…
Λόγος ουδείς
παρά μόνον για το συμφέρον
Και κατατρυχόμαστε
με τόσο πάθος
ν’ αποδείξουμε το δίκιο μας
σε επίπεδο ατομικιστικό
με το τι και με το πώς
Χανόμαστε σε λαβυρίνθους
ρηχού νοός
κι αποστερούμαστε το φως
παταγωδώς
που δίνει άλλες διαστάσεις των πραγμάτων
και παραμένουμε έκτος
των οραμάτων
ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
Το να πετάς
είναι ίσως το ύψιστο προνόμιο
εκείνο πού προέχει
ν’ αποκτήσει κανείς
Την απαράμιλλη δοκιμασία
γνωρίζει ο Άβαρις
κι ο Αριστέας επίσης
το σύνολο των Υπερβορείων
ομοίως
Συναντούν κάθε χειμώνα τον Απόλλωνα
όταν απομακρύνεται από τους Δελφούς
τρεις μήνες μόλις παραχωρεί
στον αδελφό του Διόνυσο τη θέση
αντιστοιχεί στην ίδια του την εικόνα
ανεστραμμένη
Το μεγάλο, ακτινοβόλο πέταγμά του
ο άνθρωπος δεν θα οφείλει
παρά μονάχα
σε σοβαρές αυταπαρνήσεις
είναι πρωταρχικό
τεράστιο καθήκον
αυτό της ύπαρξης
αντικειμενικών μαρτύρων
φωτισμένων
ετοίμων να ακολουθήσουν
όλους τους μαιάνδρους
να εισχωρήσουν στους δαιδάλους
να τοποθετηθούν στις τροχιές
του ανεξήγητου
Διόνυσος-Απόλλωνας
Με την παράδοξη συμπληρωματικότητα
θα ευθυγραμμισθεί
όλη η ύπαρξη εκείνου
που θεωρεί εαυτόν Διδάσκαλον
και θα υλοποιήσει όλα όσα κρίνει
αυτού του ορισμού
για να είναι αντάξιος
ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Καιρός γλυκός
το λυκαυγές διαγραφόταν
σαν μια φθαρμένη ζωγραφιά
είδα που ο αέρας κέντησε
τούτο τον κόσμο και τον άλλο
κι έδεσε ωσάν με αέρινη κλωστή
όλες τις υπάρξεις μαζί
Απόρησα μ’ έμενα
δεν μου τελειώνει
η αγάπη οριστικά
Κι απόστρεψα το πρόσωπό μου
από της μοίρας μου τα τρόπαια
Ποίηση
διεπέτασα προς Σέ
τας χείρας μου
ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Αν η ζωή μας
έχει πια μεταβληθεί
σε μια ατέρμονη προσπάθεια βελτίωσης
περισσότερα κι όλο περισσότερα
ν’ αποκτήσουμε
να ζήσουμε
να επιτύχουμε
Αν εκ των πραγμάτων όντως
ούτως έχει η βίωση
απλώς
χωρίς ούτε ίχνος μετουσίωσης
ένας ζωικός χορτασμός
άνευ εγρήγορσης
κύριο μέλημα η τροφοδοσία
αγαθά, πληροφορίες
νέα στοιχεία
το αντιστάθμισμα
στην έσω πείνα
Φιλοπόνηση όλο προς τα έξω
και τα παρόμοια
όλο πιο πέρα
κι η υπέρτατη απλότητα
το εντός έλλειμμα;
Η ύπαρξή μας ένα φορτίο
και βαραίνει επικινδύνως
ως ένας αξεδιάλυτος γρίφος
καθώς εκποιούμε
τ’ ανθρωπινά μας
προνόμια
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μεγεθύνει
κάτι πού ίσως δεν υπάρχει
Παρατείνει
εκείνο που έχει πάψει να υπάρχει
Εφελκύει
κάτι που ίσως θα υπάρξει
Φωνή δουλεμένη μυστικά
από μια αγαλλίαση δίχως αντικείμενο
φωνή κρατημένη συνετά
εν εφεδρεία
Μεγαλύνει
τον απειροελάχιστο ψίθυρο
ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ
Πόσο επιβλητική
των γρύλων η απλή χορωδία
πληθώρα παρουσίες
παράγει
κάτω απ το καλοκαιρινό φεγγάρι
αθώρητες
κάνουν να χάσκει
το ουράνιο κενό
όπου μέσα του οι πλανήτες βομβούν
ως ν’ απαντούν
Η ΠΑΦΟΣ
Σαν πορευθείς πέρα απ’ τη Σαλαμίνα
κι απ της Μεσαορίας πιο πέρα τ’ αλώνια
στην άλλη άκρη αναδύεται η Πάφος
μ’ ένα δικό της Ευαγόρα
ατελέσφορα ερωτευμένο με τον ήλιο
μ’ ένα σύφλογο
ες αεί στο στήθος
Όλως ανεξήγητα σμιλεμένη
όλως δυσδιάκριτα
στις απαρχές μιας μακρινής νεότητας
ανάμεσα σε κορυφές
την περιέκλειαν βουνά
με μια εξίσου εμφανή μοναχικότητα
Ωστόσο οι υποσχέσεις των οριζόντων
έκπαλαι τη νανούριζαν δαψιλείς
κι ήταν τα κύματα που πρόβαλαν
την πιο θελξικάρδια θεά
που είχε μια επαγρύπνηση
γιό όλα τα πέριξ
και που καλλιγραφούσε
ακόμη και την τελεία
καθώς τάραζε τους κύκλους του νυσταγμού
με ρόδα και ία
Όποιος κίνησε να την εξολοθρεύσει
κατέληξε να τη φιλοτεχνεί
μ’ αυτό επ’ ουδενί
μείωνε τη ρέμβη
που προανήγγελλε το πέρασμά της
κι έκρυβε άλλες έγνοιες
Ως χρυσόφαιο φώς
η Παλαίπαφος λάμπει
οι λεύκες ιστορούν ανασκαφές
σε άντρες περήφανους και βλοσυρούς
πλην ευφυείς κι ευφάνταστους
που δίχως να ταπεινωθούν
ως ανήξεροι
δίχως εύκολα δάκρυα μες στα μελτέμια
δεμένοι χεροπόδαρα
από συγκίνηση
θαυμάζουν άφωνοι
και χαϊδεύουν
κι ανατριχιάζουν
και ψιθυρίζουν μετέωροι
ψήγματα ελπίδας
την κληρονομιά του Κινύρα
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ
Λάμπουσα καλλονή Βυζαντινή
αναδύεται Σιβυλλική ή Πόλις
μέσα απ’ τον υδάτινο εναγκαλισμό
Δύσης κι Ανατολής
δύο ανόμοιων αδελφών
Μορφή πού χάνεται στην αχλή των θρύλων
η ίδια η φύση της ένα μυστήριο
οι πιο παράξενοι λόγοι
οι πιο παράξενοι μύθοι
κάθε είδους εξηγήσεις
επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά
Ποιά νά ήταν πραγματικά;
Προσπαθούμε να κατανοήσουμε
την ιστορία του εαυτού μας
τα ερωτήματα μάς κοιτάζουν κατάματα
αλλά εμείς ας μην κοιτάμε αλλού
οπουδήποτε αλλού
Όσα η Πόλις έχει δει
τυλίγονται στη σιωπή
διαχρονική παρουσία αλκής
εκπέμπει αθέατη ακτινοβολία
εμπεριέχει σημασία και νοήματα
ένα θάμβος αόρατης ενότητας
η άφθαρτη ομορφιά της
αναγελά μ επίγνωση τ’ ανθρώπινα
Κωνσταντινούπολή
Ωραία και πέραν των στυγερών δολοπλοκιών
Ωραία και πέραν των αιματίνων ιματίων
ως γενναιόφρων, αναδίνει θεϊκή μαρμαρυγή
το κάλλος της εκτυφλωτικό διά μέσου αιώνων
το κάλλος της οικουμενικό ως το Θείον
μοιάζει ν’ αποτελεί εμπόδιο
στο να καταλάβουμε ποιά είναι
Αλλ’ η Πόλις ανήκει σε μια άλλη διάσταση
ο λόγος της είναι η σιωπή
όπως ένας χρησμός
κι όταν δεν κατανοείς
το χαμόγελό της μοιάζει με θλίψη
επιτέλους τη συναντάς
και την αποκαλείς
Θεά
Στέκει στο βάθος
Βασιλεύουσα
κι αναμένει να μας υποδεχτεί
καλοσυνάτα
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΒΑΡΣΟΒΙΑ
Σκηνικό εξόχως ποιητικό
αλέες ένθεν κι ένθεν να χρυσίζουν
κάθε που πέφτουν ακτίνες ήλιου
και με τη μαρμαρυγή των κίτρινων φύλλων καταγής
Κι αν λάχει να ‘σαι ποιητής γίνεσαι της Βαρσοβίας ένας ένοικος
που σε προσμένει στη μικρή πλατεία ο Κοπέρνικος
μαζί με τη λύση για την περιστροφή της γης
ωστόσο η δίνη της Ποίησης κυριαρχεί
Κάπου εκεί στο μικρό παλάτι του πάρκου
το τριγυρισμένο με τους πολύχρωμους τάπητες
τα φθινοπωρινά φύλλα
με τις θεόρατες καστανιές
να πλαισιώνουν τις μελαγχολίες τού Σοπέν
τα ποιήματα σαν ασημένια άστρα καταμεσήμερα
σμίγουν με τα θροΐσματα των φύλλων
ως να ήταν των κυμάτων ένας φλοίσβος
Ανάμεσα σε ροζ βαλανιδιές ανθίζουν ποιήματα
το καθένα σε μια άλλη γλώσσα
σαν αρωματικά σπιθίσματα
ένα μωσαϊκό ρυθμών
μετρικά σχήματα λεπτά
άλλοτε πιο πολύπλοκα
να συγκροτούν την ίδια την καρδιά του στίχου
που κτυπά μέσα σε μια πόλη διάτρητη
μια πόλη που η σκουριά του χρόνου κι η σκουριά του τρόμου
δεν μπόρεσαν να αυλακώσουν
που αψήφησε την απύθμενη δίνη του σκότους
Τώρα είναι η ώρα που αναπνέεις
Με μόνη τη διαίσθηση
Καθώς η Ποίηση περνά
Κάτω απ’ την έλξη της πτύχωσης
Πάντα νέα, άπιαστη
λυγερή, νευρώδης
με περπατησιά ίδιας θεάς προς το αιώνιο έαρ
με άρωμα που δεν χάνεται, δεν σβήνει
Ποιός δρόμος
Ποίος τρόπος οπτασίας
ποιό το ταξίδι
για τα επέκεινα;
Ποίηση, ωραία μου έγνοια
Ο ΟΠΙΣΩ
Πείτε στον τρόμο να κατέβει
από το άτι του
ότι θα λείψω
δεν μπορεί πια
να με σύρει στο κρεβάτι του
έχω ανασύρει το προσωπείο που φορούσε
αποξηράθηκαν οι κάκτοι
στο τοπίο που αλυχτούσε
οι ασπάλαθοι απέμειναν χωρίς αγκάθι
η εποχή του έχει λήξει
την κατάπιε αμετάκλητα η πλήξη
Δάκρυα, μετέωρες, δειλές χειρονομίες
ίσως μένουν
μένει κι εκείνη η ασάφεια
η στέρηση η μη εντελής
η ματαίωση εν τέλει
είναι πράγματα που μάς θέλουν να τα κάνουμε
χωρίς να ξέρουμε γιατί
Ευσυγκίνητη που είναι σήμερα η θάλασσα
αφουγκράστηκε ήρεμο φλοίσβο
η ευμένεια
οδεύει να ελλιμενισθεί
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Κερύνεια, μαντεύω
αόρατο στους άλλους χάος να σε τύλιξε
την ώρα της αφηνιασμένης επιδρομής
είναι πικρό
μαντεύω καλπασμούς τη χαραυγή
μάθε, το βρίσκω πιθανόν
η ζωή καθημέραν να επανέρχεται
σχεδόν σε αναγνωρίσιμες διαστάσεις
Με θλίβει να σε ανακαλώ γενναιόδωρη
αυτάρκη
απαράλλακτα όμορφη
όμοια ένα χτυποκάρδι
και οι επισκέψεις σου αραιές, διακριτικές
αλλά οι ευωδίες σου ανυποχώρητες
ανείπωτα ευφραντικές
Ναι τούς έθελγε και ο ερωτισμός σου
ή μήπως ήταν όλα ειρωνικά;
Αλλά τί χρείαν έχεις εγκωμίων
Όμως θαρρείς απολησμονώ
τα όμορφα μάτια των Αγίων
θεωρούν ανέκαθεν
μια δύναμη που σε συντρίβει
τα μάτια των εικονισμάτων
με το απεριόριστο μακρόθυμο βλέμμα
παρακολουθούν το απρόσμενο
ασκίαστα από έγνοιες, οδυρμούς
δεν εξαλείφουν το αναπάντεχο
Παρασύρομαι και μακρηγορώ
να ξέρεις πως μαζί σου υπομονεύω
μικρή η ζωή μας με μεσούρανους καημούς
μην συλλογίζεσαι τις πικρές σου πίκρες
κατέχεις πια το γεγονός της αθανασίας
μην αναφέρεσαι σ’ αυτές
μα τι λες τώρα
να σου εξηγήσω
Ώ, μην μου πεις είσαι τόσο όμορφη
σαν ένα κοπάδι πουλιά
με κείνο το έκπαγλο βαθυκόκκινο χρώμα
ίδιο χειμωνιάτικο μέλι
νομίζεις πως υπεκφεύγω
έτυχε να τα έχω πιο πρόσφατα
Κερύνεια, τύπτομαι
με τη δική σου ρίμα
μοιραίνω κι επικλώθω
το βουνό πενθηφορεί με γυμνά κλαδιά
στο σχήμα του ιχνεύονται πάνυ αντρειωμένοι
μαντάτεψαν αρετή, στερνή συγκομιδή
Περιεργώ, ανοίκειοι αλλότριοι
να ριζώσουν σ’ ένα βράχο, σε μια θίνη
και πώς άραγε;
Αγνώριστον
αλλά και επί ποιου όρου;
Λάβε μόνο τόσο. Όχι πλέον
πέμψε τους πια, κοντεύει μεσονύκτι
έχουν σβήσει οι λύχνοι
Εμείς θα παραμένουμε επ’ αόριστον
ως ένδειξη όρκου
ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΗ ΑΦΗΓΗΣΗ
Αργά με γοητεία απαράμιλλης αφήγησης
ξετυλίγει η ζωή
τα νήματα του μύθου της
ώστε ν’ αφηνόμαστε
γενναία και μάταια
να πολεμούμε τ’ αμετάκλητα
Κι είναι βεβαίως μια εξήγηση
για το εγχείρημα
μολονότι συχνά με ξένιζε
ως επιχείρημα
Ακόμη κι η απουσία διαφάνειας
κι η ενδεχόμενη απουσία
αλληλουχίας
είναι καθόλα θεμιτά για τη ζωή
Ώστε κανείς
μην καταλάβει πού οδηγείται
και τρομάξει
και παραιτηθεί
Η ΠΑΡΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν διαθέτει
παρά κρίση ψευδή
δεν μπορεί να κυβερνηθεί
απ’ τη λογική
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΣΟΥ
Παράβλεπα το πεπρωμένο
το αρχαιότερο αίνιγμα
και αγνοούσα
Τη στιγμή που τα γεγονότα
με δικαίωναν
εγώ πονούσα
και μ’ ένα γέλιο
χωρίς χαρά
είχα συνθλίβει
γιατί ήσουν ηττημένος
εσύ
ΑΦΟΥ ΜΑΘΕΙΣ
Το παράπονο
είναι προέκταση αγάπης
δεν το χαρίζεις
όπου λάχει
ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΟΜΟΥ
Το δροσάτο ύστερο αστέρι
της αυγής
που θέσπισε να προμηνύει
καθαρότατον ήλιον
πού θέσπισε να παραστέκει
μην ξεστρατίσει ο νους
σε ρύμες κι αγυιές
στενού λογισμού
μην ολισθήσει
σε στοχασμούς μηδαμινούς
ΑΛΚΜΕΩΝ Ο ΠΕΙΡΙΘΟΥ
Αυτό που κάνει τους ανθρώπους
να πεθαίνουν
ο Αλκμέων βεβαιώνει ευθέως
είναι επειδή
είν’ ανίκανοι
να ενώσουν την αρχή
με το τέλος
ΜΑΗ ΜΗΝΑ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Πόσο μ’ αρέσει
να περπατώ ξυπόλυτη
σαν ένα χαμίνι
στην ακροθαλασσιά
πλάι στο Δημόσιο Κήπο
αναζητώντας ίχνος
αν έχει ξεμείνει
ελπίδας στον κόσμο
να περιεργάζομαι στον αφρό
τη γιρλάντα
Οι ερωτικοί μένουν απαρηγόρητοι
πάντα
Αθώα κι η θάλασσα
χωρίς κανένα αίσθημα εκδίκησης
πολυτελής και ενδεής
ωσάν η ποίηση
Η απομυθοποίηση συμβαίνει
κάθε μου βήμα
καθώς το μικρό κοπάδι αθερίνας
μπαινοβγαίνει μες στο κύμα
ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΕΜΕΣΙΑΝΟ
Κι έσβηνε το δειλινό
ροζ-μωβ η θάλασσα
ροζ-μωβ ο ουρανός
κι ανάμεσα τους
ολόγιομο κι ολόχλωμο
ένα φεγγάρι αιωρούμενο
μόλις μετέωρο
ξεκρέμαστο
σχεδόν
να με κοιτά εκστατικά
Χαράματα τ’ άλλο πρωί
ολόγιομο κι ολόχλωμο
παράστεκε μες στην αυγή
μιαν ασημένια «καλημέρα»
να μου πει
ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ
Προφανώς
θεός πού επιλέγει
εντελώς
και δεν είναι
Θεός
ΕΥΦΥΗΣ
Πάει να πει
να μεταλλάσσεις τις γνώσεις
σε αρετή
Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ
(Για την εγγονή μου Βερόνικα)
Είναι ένα χελιδόνι
με ολόξανθα μαλλιά
φεύγει, έρχεται, ζυγώνει
και πετά ξανά μακριά
Έχει ολάνθιστη καρδιά
σαν της Άνοιξης περβόλι
κι η ματιά σπιθοβολά
ηλιαχτίδα πα’ στο χιόνι
Χελιδονάκι μου, Βερόνικα,
είσαι μια έμπνευση
μες’ στον αέρα
που δεν πιάνεται
είσαι ένας στίχος
στον αιθέρα
που δεν γράφεται
Χελιδονάκι μου, Βερόνικα,
με τα φτερά σου τ’ ανοιγμένα
ταξιδεύεις στα όνειρα
μερόνυχτα
και μαζί σου παίρνεις
κι εμένα
ΤΟ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ
( Για τον εγγονό μου Χάρη)
Νωρίς το δειλινό
κατέφθασε τόσο γλυκός
όσο μπορεί να είν’ ένας γιος
μόλις ν’ αγγίζει δυο χρόνων
Στον κήπο οι βουκεμβίλιες
πετάξαν τρυφερά κλαδιά
κι ανέμιζαν χαμόγελα χαράς
Γραμμή ένας στρατός τα μυρμηγκάκια
γέμισαν τους εξώστες της βεράντας
μην χάσουν ούτε μια πράξη
απ’ την παράσταση «το θαύμα»
Και το μικρό γατί
τρίβεται απάνω στο παιδί
που άργησε
παραπονιάρικα ρωτά, γιατί
Στα σύρματα, πρώτη σειρά
κάθισαν σπουργιτάκια
στο κελάδημα τ’ αγοριού
κάθε φορά φτεροκοπούν
Κι η θάλασσα στο βάθος
τη βλέπεις που κρυφοκοιτάζει
μην τύχει και δεν φτάσει
στο εγγονάκι ένα χάδι
πού στέλνει με τον δροσερό της μπάτη
ΠΟΥ ΠΟΡΕΥΘΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΠΟΙΗΣΗ (1999)
Ο ΠΛΑΝΗΣ
Άλλοτε πένης
κι άλλοτε άρχοντας
πλανεύεται
από τα παράξενα
έως και τα υπέροχα
εντός του σέρνει
θωπευτικό μονόλογο
Αλλά ο Έρως
είναι πρωτίστως φιλόσοφος
και η ψυχή
η αγαπημένη
εξαρχής
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ;
Την κάθε λέξη
που συνέλεξα με προσοχή
που με στοργή σμίλεψα
μες στην ψυχή
για να συνθέσει
γραμμή τη γραμμή
κάθε στροφή
η ζωή αυθαίρετα
την έχει ανατρέψει
Κι αναρωτώ
ποιά απ τις δυο
είναι η ποίηση
και ποιά η αντιποίηση
Η ΣΙΩΠΗ
Η σιωπή παρουσιάστηκε
ανέβηκε ψηλά
γράφοντας οχτάρια
στον αέρα
πετώντας κατέβηκε ξανά
Ένα φιλί διάφανο
σαν κρύσταλλο
κρατούσε στο στόμα
Την παρακολουθούσα
νοερώς
ήταν η σιωπή του απογεύματος
στολισμένη με δανδέλες
από φως
ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ
Οι ελπίδες πού συντρόφεψαν
χειμωνιάτικες σελίδες
και με τη γλυκειά τους θαλπωρή
απάλυναν τις εντυπώσεις
στην ψυχή
κι έπειτα εναποθέτοντας
μύρα ευγένειας στο προσκεφάλι
έφευγαν αγάλι αγάλι
στις μύτες των ποδιών
έτσι όπως εγκαταλείπουμε
το δωμάτιο του ασθενή
λίγο πριν ο ήλιος βγει
ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ
Δεν αποκρύβεται το γεγονός
ότι μπορείς
με τρόπους χίλιους δυο
να με πληγώσεις στη στιγμή
και να θριαμβεύσεις
ανάμεσα στα γεγονότα
νικητής
Κι εγώ μετέωρη στο κενό
μ όλα εκείνα τα διαβήματα
που έχω υπόψη μου
για να προβώ
που μένουν πάντα
σκιώδη επινοήματα
στο μυαλό
Κι εγώ το μόνο
που τελικά μπορώ
να κατορθώσω
είν’ ένα ποίημα
στον αέρα να καρφώσω
ΤΗΝ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Και δεν είχα άλλο τρόπο
τον κυνισμό των γεγονότων
για ν αποδυναμώνω
και δεν είχα άλλο μέσο
τις ατέλειες και τα λάθη μου
να εμπαίζω
Παρά μονάχα την ειρωνεία
την ποιητική
σαν ένα μειδίαμα ανεπαίσθητο
μέσα στων αντιθέσεων τη συρροή
κι ας φαινόταν ενίοτε
ως να μην ήταν απαραίτητο
Αλλά ομοίαζε μ’ ένα παιγνίδι
μια ανάσα
μέσα στων αντιφάσεων τη δίνη
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
α
Ο δρόμος σηκώθηκε
κι ήρθε να με προϋπαντήσει
άρχισε να λέει χωρίς μιλιά
ιστορίες για θεούς
Σαν αράχνη
το νήμα έχει κλώσει
βαμβάκι
της θνητής ανθρώπινης καρδιάς
β
Δεν αντιλήφθηκε καθόλου
τη χειραγώγηση
παρόλο που γνώριζε πλαίρια
πως κάποια μέρα
η Ιστορία θα τον έπιανε
στο χέρια
Ό,τι είχε συμβεί
ήταν μια τρύπα στο σύμπαν
μια τρύπα
στης ιστορίας το σχήμα
γ
Η αυλή ήταν σπαρμένη
φεγγάρια
ένα σε κάθε λακκούβα
Είχε ακουστά
το μυστικό
των μεγάλων ιστοριών
είναι πώς δεν έχουν μυστικά
Οι ιστορίες είναι όλες οικείες
όπως το σπίτι όπου ζεις
ξέρεις πώς τελειώνουν
ήδη απ την αρχή
δ
Η Ιστορία εμπεριέχει
τη φαντασία της
με επιμέλεια αποφεύγω
να τη σύρω στο φώς
με ενδιέφερε απολύτως
η νηφάλια εσωτερίκευση
το δίσημο ύφος
Εντελώς συνειδητά
γινόταν παράλληλη
αποσιώπηση
Έδινε ένα κυμάτισμά
ΣΤΑΓΟΝΑ ΣΙΩΠΗΣ
Περπατούσε σαν έντομο
που βρίσκει το δρόμο
με σιγουριά μυστήρια
ένα λευκό χαμόγελο
μοναδική αποσκευή
κουβαλούσε
απ τα παιδικά του χρόνια
ως τα σήμερα
Με τον καιρό
είχε αποκτήσει
την ικανότητα να σβήνει
να μοιάζει άψυχος
σχεδόν διάφανος
να χάνεται απ’ το βλέμμα
του ομίλου
έπιανε τόσο λίγο χώρο
Μια σταγόνα σιωπής
που κολυμπούσε
σε μια θάλασσα θορύβου
ΤΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ
Η νύχτα καθότανε
με τους αγκώνες της στη θάλασσα
και μιλούσε ψιθυριστά
Τώρα που εναγκαλίζεσαι
ό,τι σ αρέσει
να θυμάσαι
με την ίδια θέρμη
εναγκαλίζεσαι και ό,τι πρόκειται
αύριο να μη σ αρέσει
Μονάχα ο Θεός
των απρόσμενων χαμόγελων
κατέχει τα μυστικά
Η φλυαρία της σιωπής
θα κολυμπήσει στο βυθό
αλλά σε μια μετέπειτα στιγμή
πικρά θ’ απογοητευθείς
ΟΛΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Σάς χαρίζω
όλα του κόσμου
τα επιχειρήματα
αφήστε μου εμένα
μονάχα τα ποιήματα
ΟΙ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ
Οι τρεις Μοίρες
καθώς υφαίνουν
τον ιστό τους
νηστεύουν
Από το λογικό
και το συναίσθημα
απέχουν
Καλώς ηξεύρουν
αυτά ανήκουν
στον Κύριό τους
Η ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Ο ποιητής δεν είναι
για να επιχειρηματολογεί
ούτε και προορίζεται
να δικαιωθεί
όχι γιατί είναι τα χέρια του άδεια
ούτε γιατί του λείπει η ευφράδεια
Μονάχα που κάθε απόγευμα ακούει
τις μπλε σταυροβελονιές
καθώς τον μελετά η σιωπή
Έστω κι αν προσπαθεί
προορισμό έχει
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
να θυσιαστεί
ενδόμυχα γνωρίζει
η Τάξη των Πραγμάτων
αυτό ορίζει
ΕΣΥ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ;
Όταν αφήναμε πια
τα εφηβικά ιδανικά
και βγαίναμε
προς την κομματικοποίηση
εσύ πού ήσουν;
-Γλίστρησα κοντά στην Ποίηση
Όταν οι καιροί ζητούσαν
επιτακτικά αλλαγή
και τα πλεονεκτήματα
κατόρθωναν να πείθουν
για την ανάγκη τροποποίησης
εσύ πού ήσουν;
-Μαθήτευα στο φως της Ποίησης
Κι όταν καθορίζαμε τον συνδικαλισμό
ως πρωτεύοντα
και χωρίς αιδώ ούτε προσποίηση
όλα τ’ άλλα γίνονταν δευτερεύοντα
εσύ πού ήσουν;
-Μυήθηκα στην Ποίηση
Κι όταν τα πασιφανή
κέρδη των άλλων
παρουσιάζονταν συμπαγή να βρίθουν
και εκτός απ’ την εκποίηση δε μας συνέφερε τίποτ’ άλλο
εσύ πού ήσουν;
-Έγραφα Ποίηση
ΑΠ’ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ
Μένουμε οι Ίδιοι
που κλέβαμε τα όνειρα
και τα ονειρευόμασταν
απ την αρχή
Κι όμως η αγάπη
μπορεί ν αναγνωριστεί
από την απουσία τις εκλογές
μέσα σ’ αυτή
Απ’ άλλο δρόμο
κάτι στην ατμόσφαιρα
έχει σταθεί και περιμένει
Βλέπεις δεν έχεις άλλη επιλογή
όπως διαλέγεις νύμφη
ή εραστή
το νιώθεις κατά βάθος
Είν’ η αγάπη που σε επιλέγει
και δεν κάνει λάθος
ΤΑ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΑ
Με τον καιρό
εκπρόθεσμα και καθυστερημένα
με ανέτρεπαν
τα ίδια τα δεδομένα
έτσι που θα φοβόταν ο καθένας
καθώς ενεργούσα
χωρίς περίσκεψη
και συσσώρευσα λάθη
περίβλεπτη
Με κυνήγησαν
βουνού τρομαγμένο ελάφι
φταιξίματα άμυαλου μυαλού
Και τώρα που το κουβεντιάζω
καθώς κοιτάτε όλοι σας
με δυσπιστία σιωπηλοί
όσο κι αν έχω αγαθέ
εκ των υστέρων πρόθεση
το βλέπετε και μόνοι σας
ήδη είμαι εκπρόθεσμη
Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Μα και βέβαια
δεν το αμφισβητώ
ο ρομαντισμός εξωραΐζει
την κάθε μας πεζή στιγμή
τη μεταβάλλει σε μοναδική
ανεπανάληπτα γοητευτική
Έλα όμως που μπορεί
και ν’ αποβεί
η δυστυχία μιας ζωής
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
Ό Γκουανταλκιβίρ
σύρεται κατά μήκος
ένα ποτάμι ήρεμο μακρύ
κι ούτε που τον ακούει κανείς
καθώς μονολογεί
για όλα εκείνα πού έχει δει
με φωνή άηχη
υγρή
Ο Γκουανταλκιβίρ
παρέμεινε ένα μεγάλο
ήρεμο παιδί
που σε καλεί
μαζί του να ονειρευτείς
Μουρμουρίζει ένα τραγούδι
ιστορεί
το παραμύθι της σιωπής
ιχνηλατεί
το ερωτικό ταξίδι
όσο κρατά η ροή
από την Κόρδοβα ως τη Σεβίλλη
ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Όσο και να με γυρόφερναν
εφήμεροι στόχοι
έβγαινα από τη θάλασσα
με στίχους γεμάτη
την απόχη
Το λιοπύρι
έσερνε το καλοκαίρι
απ’ τη μύτη
Κι οι ακτίνες τού ήλιου
να ερωτοτροπούν
με τα λέπια τού νερού
Ως να ήταν ή Ίρις
χοροπήδησε στα βότσαλα
ό σπουργίτης
άφησε τα τιτιβίσματα
και ρέμβαζε κατάφατσα
τα κύματα
Μες την αχλή τού ιριδισμού
έβλεπε νύμφες Νηρηίδες
πού άποπλάνευαν το νου
Το ίδιο το κύμα
είχε τις δικές του ρυτίδες
Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ
Σβήνει το πανηγύρι
όλα κυλούν
τόσο απαλά
στο παραθύρι τού Φθινόπωρου
το κύμα, η βάρκα του ψαρά
ο φλοίσβος
που τα βότσαλα φιλά
φαίνεται πιο συγκρατημένος
ο ήλιος
το παιδί ξεχάστηκε
μες στο θαμπό ουρανί
ένα ακύμαντο σεντόνι
σκέπασε
πέρα του ορίζοντα τη γραμμή
η αφή της θάλασσας
έγινε ακόμη πιο τρυφερή
έχει μια τόσο διάφανη
επιδερμίδα
που δε σου αφήνει
καμιά αμφιβολία
Χαμήλωσαν οι τόνοι
Ανασαίνεις την ατμόσφαιρα
να λούζεται γυμνή
μάς στην ανέμελη θαλπωρή
Παράξενη ευτυχία
να είσαι μόνη
ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΦΡΑΓΚΟΚΛΗΣΙΑ
Τι να γύρευε
πρωί πρωί
η άσπρη πεταλούδα
καταμεσής
πάνω απ’ τα κύματα
μια κοπελούδα
κι ανοιγόκλεινε
τα φτερουγίσματα
Και να ’ταν μόνο αυτό
η παρέα τα κεφαλόπουλα
να πηδούν έξω απ’ το νερό
το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
να παίζουν ποταμό
Και το σαφρίδι
χόρευε κατρίλιες στον αφρό
με τις ηλιαχτίδες
σκορπώντας τριγύρω του
υδάτινες ριπίδες
Γύρισα ξανά να δω
χάιδεψε το βλέμμα
η σαγήνη
που άπλωνε ως πέρα
η γαλήνη
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Με μεγαλοπρέπεια και φροντίδα
έχει αποτυπωθεί
ο στολισμός της νύμφης
στη φωτογραφία
ζωντανή η ανάμνηση να μένει
Όμως λίγο μετά την τελετή
τι θα προκύψει
ποιος μπορεί να ξέρει…
Κι όταν επισυμβούν
τα γεγονότα
βλέποντας την ξανά
έπειτα από χρόνια
φέρνει τόση θλίψη…
ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΕΙΝΕΤΑΙ
Μέσα στου χρόνου τη ροή
ισορροπεί
το κάθε τί
σαν μια ασημένια σταγόνα
βροχής
να κρέμεται από τ’ αυτί
Των πραγμάτων η φορά
περικλείει ιώβεια υπομονή
και παρατείνεται σοφά
περιμένοντας να ξεδιπλωθεί
η θεία δικαιοσύνη
παντοτινά ασύλληπτη
στη θνητή νοημοσύνη
ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Έχετε προσέξει λοιπόν
πως δεν υπάρχουν αδιέξοδα
παρά μονάχα στο στενό
ανθρώπινο μυαλό
Η ζωή φυλλαράκι που κυλά
στο ρυάκι που της έτυχε
απ τη γέννησή της
έχει διδαχτεί
να μην παρεμβαίνει
Το κάθε τι επισυμβαίνει
ΜΟΛΙΣ
Όταν θα πεθαίνω
μ ένα μειδίαμα
και με μια απορία
θα συμπεραίνω
Αυτή λοιπόν ήταν η ζωή
που τη φοβήθηκα
τόσο πολύ
μόλις μια απόσταση αναπνοής
ΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑ
Κρατώντας τα ερωτηματικά
πελώρια σαν τις θημωνιές
στο όνειρο του Ιωσήφ
έδινε την εντύπωση
ότι διαπραγματευόταν
με αισιοδοξία τα απότομα
ολισθηρά σκαλοπάτια
της ζωής
Τελικά κατήλθε
σε μια συμβολική
απεργία πείνας
ο Αινείας
Από τα πλήθη
η επευφημία ήταν
μαζί και έντρομη
μια δήλωση με πνεύμα
ανταπέδωσε ανήσυχα
Δεν είστε εσείς οι ένοχοι
αλλά είναι οι ένοχοι
που σας αδίκησαν
ΑΛΛΑ ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ…
Τις Κυριακές τα πρωινά
σιλουέτες μελαχρινές
προβάλλουν απ’ τα στενά
είναι ημέρα
που έχουν ρεπό
σπεύδουν ολόγυρα
να συμπυκνώσουν
μες στην ανάπαυλα
λίγα απ τις χαρές
και τα όνειρα
Για χάρη τους
ας ήταν δυνατό
να μάκραινε σήμερα
ο καιρός
Συνομιλούν βιαστικά
τιτιβίσματα πουλιών
ενός κατώτερου Θεού
Με συναντούν
στο δρόμο προς την εκκλησιά
καθώς πηγαίνω για προσευχή
Αλλά εν τω μεταξύ…
ο Θεός μαζί μας
με άλλους όρους
συνομιλεί
ΠΟΤΕ ΔΕ ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ
Δυο μικροί
παγιδευμένοι ηθοποιοί
σ’ έργο δυσνόητο
δεν έχουν ιδέα για την πλοκή
τραυλίζοντας λένε τα λόγια τους
Κι αν επιλέγεις ανάμεσα
μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει
ποτέ δε μαθαίνεις
ότι ο πόνος ακολουθεί
την τέρψη
Από γωνιά σε γωνιά
ιστοί αράχνης
που είχαν αντέξει
στη βροχή
απλώνονταν
σαν κουτσομπολιά
ΑΝΕΜΕΛΑ
Σαν τα νερά
τα ξέβαδα
κύμα θεριό ήπιε
τα όσα έπαθα
Και μιας κι είμαι Θεός
ανέγνοιαστα
απόψε ας κοιμηθώ
ΑΝΑΠΑΜΕΝΑ
Όταν άρχιζα αργά
να συνειδητοποιώ το νόμο
πως η γη θα γυρίσει
και χωρίς εμένα
κατά κάποιο τρόπο
πέταξα από πάνω μου
για μια στιγμή την έγνοια
Τη νύχτα εκείνη
κοιμήθηκα αναπαμένα
ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥΣ
Δεν επιθυμώ ν’ αμφισβητώ
τους ειδικούς
όμως δηλώνω
με δίχως φόβο
Γράφω ποιήματα
για λόγους πρακτικούς
και μόνο
μαζί μ ένα κλωνάρι δυόσμο
σ ένα απελπισμένα πρακτικό
κόσμο
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΗΛΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Εν κατακλείδι
το πόσο δύσκολο είναι
να μη σε πληγώσει κανείς
θα το κατάλαβες ήδη
ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Με δίχως να χειραγωγήσουμε
το συναίσθημα προηγουμένως
με δίχως να το πελεκήσει ένδον
το ιερό μένος
ολισθαίνουμε
προς τω λείο λυρισμό
μ ένα φορτίο επιθέτων
χωρίς πύκνωση στα νοήματα
με ύφος γνωμολογικό
δίχως να λύσουμε τα νήματα
του εγώ
τολμούμε να εκδιδόμαστε
ως ποιητές
Κάι διεκδικούμε
να πολιτογραφηθούμε
στην πόλη των ιδεών
με ταυτότητες πλαστές
ΚΙ ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΑΙ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ (1995)
ΜΕΤΑΞΙΝΟ ΥΦΑΔΙ
Τα ιδανικά μου
ήταν πάντα πιο μεγάλα
απ’ τη μικρή καρδιά μου
Τα οράματά μου
ήταν πάντα πιο ψηλά
απ’ το μικρό τ’ ανάστημά μου
Ολόκληρη η ζωή μου
τάνυζε την ψυχή μου
ανάμεσα στα δυο
Κι οι φίλοι να κοιτάζουν μ’ απορία
πού επιτέλους έγκειται
η δίκη μου η ουσία
Μα εγώ βυθίζομαι εντός
κι αποζητώ την Αγάπη
που δεν έχει ενδυθεί
τον ιστό της απάτης
Άλλοτε πάλι
η ψυχή μου παραμένει
αραχνοΰφαντο μετάξινο υφάδι
απλωμένη
σ’ αγκάθινο λιβάδι
Στο τάνυσμα του ονείρου
το κάθε αγκάθι
ξεσκίζει το αράχνειο μετάξι
ΔΙΧΩΣ ΚΑΜΙΑ ΕΚΔΗΛΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ
Οι περισσότεροί τους γελούσαν
«λόγια ποιητών θε να ‘ναι
ονειροφαντασίες και βάλε…»
Άλλοι λιγότερο βιαστικοί
κι ίσως λιγότερο επιπόλαιοι και ρηχοί
αναρωτιόντουσαν πού να στηρίζεται
όλη ετούτη η ευλαβική η προσμονή
Κι έριξα τα μάτια μου και είδα
τα λουλούδια π’ ανθίζουν
δεν έχουν καμιά απόδειξη
για την καταγωγή τους
όμως έχουνε κύρος
πολύ πιο πέρα απ’ την εποχή τους
Και κάθουνταν κι ακούγανε χαμογελώντας
συγκατανεύοντας υποκριτικά
και καιροφυλακτώντας
έτοιμοι
να επωφεληθούνε χρησιμοθηρικά
κι ανέτοιμοι
για τα υπέροχα
τα θαύματα
τα υπερφυσικά
ΜΗ ΛΥΠΑΣΑΙ
Μη λυπάσαι
που λυπάσαι και πονείς
είναι μάταιο κι ούτ’ αξίζει να θρηνείς
ένα ταξίδι είν’ η ζωή
κι ούτε που είν’ αληθινά
παρά μονάχα μια συνεχής εναλλαγή
παροδική και μόνο
ένα ταξίδι εντυπώσεων όλο κι όλο
Μη λυπάσαι
που λυπάσαι
όλο τούτο είν’ άγνοια και λήθη
οι φόβοι σου
η δύναμη των συγκινήσεων
μη σε πείθει
Όταν πια ενηλικιωθείς
εσύ θα είσαι ο ρυθμιστής του ταξιδιού σου
κι έτσι καθώς η ζωή σου θα κυλά
με δυσκολίες ή λύπες ή και χαρά
θα αναγνωρίζεις καθαρά
πως η οποιαδήποτε εμπλοκή
δεν είν’ παρά τοπίο του εαυτού σου
κι έστω κι αργά
όμως θα καταλάβεις
πως η ζωή σου κι ο κάθε καημός σου
δεν ήταν άλλο απ’ την περιπέτεια
ή το ταξίδι αν θες
μέσα στον εαυτό σου
ΔΙΧΩΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Και παρακολουθώ
μέσα σ’ έναν κόσμο πρόσκαιρο και κλειστό
τη δίχως δικαίωση καλοσύνη
το θρίαμβο της βίας
του χάρου την αδιαφορία
που αλύπητα κτυπά στην τύχη
τα δάκρυα και την αδυναμία της ορφάνιας
τη δίψα των φτωχών ανθρώπων για δικαιοσύνη
Και παρακολουθώ
μέσα σε μια παραδοσιακή κι οριακή ζωή
τις σβησμένες ελπίδες
την αδικαίωτη αρετή
το σιωπηλό κλάμα στη μοναξιά
μέσα σ’ ένα πλαίσιο πεπερασμένης ανθρώπινης μοίρας
Κι η ψυχή του ποιητή διψά
να μετατρέψει τη λιγόλεπτη ομορφιά
σε κάτι αιώνιο
Το επίμονο χιλιόχρονο όνειρο
Κι ο ποιητής θέλει να δώσει
διάρκεια στη στιγμή και να δηλώσει
πως είν’ επιφαινόμενη μονάχα η φθορά
και μ’ αγωνία καρτερά
να δει έστω για μια φορά
πως στην αρετή
επιφυλάσσεται δικαίωση τελικά
ΚΟΙΝΟΤΥΠΕΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΕΣ
Το να δηλώνεις ευαίσθητος
γιατί κλαις εύκολα
ή γιατί θίγεσαι με το παραμικρό
και με του ψύλλου πήδημα
κανένα πια δε συγκινείς
κι εύλογα
Άσε δε που ‘ναι τόσο χιλιοειπωμένο και κοινό
προδίνει κιόλας της ψυχής ένα οίδημα
κι έχει η δήλωση αυτή φθαρεί
γιατί έχει φορεθεί πάρα πολύ
κι υποδηλοί
παρωχημένη εποχή
-Έχεις φίλε μου να πεις τίποτ’ άλλο;
κάτι πιο αποτελεσματικό
κάτι πιο πρωτότυπο μάλλον
επιτέλους πιο ελπιδοφόρο κι αληθινό;
-Έχεις φίλε μου να πεις κάτι άλλο
στο αβυσσαλέο
στο επιτακτικό μας σήμερα
εκτός από τα τόσα άλλα αισθήματα που διαλαλούμε
τα τετριμμένα τα εγωιστικά και τα εφήμερα;
ΕΚΕΙΝΟΙ
Εκείνοι που πάντα τους απογοητευμένοι
απ’ την αγάπη κι απ’ τη ζωή κι απ όλα γύρω τους
Εκείνοι που ανάσαιναν από ένα παράθυρο στη ρέμβη
Εκείνοι οι προδομένοι στα όνειρά τους
που επένδυσαν τη ζωή τους
στις μικρές φωνές του δάσους
Εκείνοι οι πάντα ανικανοποίητοι
οι διαψευσμένοι στις προσδοκίες τους
που σιωπηλά δραπέτευαν στην ποίηση
Εκείνοι οι στερημένοι από στοργή και χαρά
κι από λίγη τρυφερότητα που τόσο διψούσανε
που αποζητούσανε να σπάσουν το φράγμα της λησμονιάς
Εκείνοι που άκουγαν τη Μοίρα μες τον ύπνο
κάτι σαν ρίγος κάτι σαν σβησμένο ήχο
Εκείνοι που περίμεναν να λυθεί το πλάνεμα του νου
και με μια ανερμήνευτη αίσθηση στέρησης
γύρευαν το φως ενός άλλου ουρανού
Εκείνοι οι πάντα ανυπεράσπιστοι στην αγάπη
Εκείνοι που δεν επιβραβεύτηκαν ποτέ
γιατί ακολούθησαν το μονοπάτι
το στερημένο από προϋποθέσεις επιτυχίας
που με μια σχεδόν υπερανθρώπινη περιφρόνηση
στάθηκαν έξω απ’ της επιθετικής βιοπάλης τη μανία
Εκείνοι που μ’ ένα πνεύμα αέναης αναζήτησης
με μια δίχως αυτοσυνειδησία νοσταλγία
κυνηγούσαν ό,τι δεν ήταν μπορετό
μ’ έναν οδηγό θύμησης ανεξήγητης
κυνηγούσαν πάντα το ανέφικτο
το απρόσιτο
κείνο που δεν υπήρχε
το απροσπέλαστο
το χαρμόσυνο
Εκείνοι που μας μίλησαν για το μεγάλο μυστικό
που μας περιστοιχίζει
Εκείνοι που μας μίλησαν για την εξαίσια επαλήθευση
μιας μυστικής μας μοίρας
Εκείνοι
που ‘φυγαν χαμογελώντας
πριν απ’ το θέρος
μ’ αυτά τα λόγια
«Ω ναι το δειλινό μιας πικρής μέρας
δεν είν’ το τέλος»
ΜΕ ΜΟΝΟ ΟΧΗΜΑ
Παρά τις δυσμενείς προϋποθέσεις
εξ αρχής
τολμούσα και ξεκινούσα στη ζωή
με μόνο όχημα το συναίσθημα
κι όσο προσεκτικά κι αν θέλεις να το θέσεις
έτσι όλως ανεπαίσθητα
χωρίς να το σκεφτώ καθόλου πρώτα
έπαιρνα την κάτω βόλτα
Δίχως να λάβω υπόψη
τις ρεαλιστικές που έβλεπα απόψεις
με μόνο όχημα την καρδιά …
– χρειάστηκα καιρό ν’ αντιληφθώ
πως τ’ αντίκρισμα της
δεν περνά στην αγορά
και πως δεν είναι τόπος εκεί
για να κυκλοφορεί –
Λοιπόν όπως έλεγα πιο πριν
τολμούσα και ξεκινούσα
μ’ ολάνοικτη καρδιά
όπως τα παιδιά
ως να επήγαινα στη θάλασσα
Και τότε ήταν που χάλασα
κάθε ενδεχόμενη ευνοϊκή προοπτική
Τέλος πάντων
όπως και να τα δεις
τα δεδομένα μου απ’ την αρχή
ήταν ολωσδιόλου επισφαλή
Κι όμως αποτολμούσα
κατά ένα τρόπο θεαματικό
και προκαλούσα
τη ζωή
εγώ
η δειλή
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ
Ολάνθιστη ομορφιά καταμεσής στο Φθινόπωρο
μιλώ για το μικρά το δάσος
με τ’ ανοιχτόχρωμα φρεσκοπλυμένα πεύκα …
Μην αφαιρείσαι μες το πάθος
έλα …
Μην αφαιρείσαι μες τις ατέρμονες τροχιές της σκέψης
μη χάνεσαι στα γεγονότα της ζωής τα τετριμμένα
πρέπει να με πιστέψεις
ξέφυγε απ’ τα μοτίβα τα θλιμμένα
Για τη χαρά μιλώ
να μπορεί να πετάξει κανείς
όπου είν’ τα όνειρα της ψυχής
Κι ακόμα Θεέ μου
τι να ‘ναι ίσως
όλα τούτα πάλι τα μάγια
που ‘χουν μέσα μου γενεί
και με φέρανε πίσω
έτσι απροσδόκητα τάχα
και μου ξανάρθε εδώ
στα καλά καθούμενα
ύστερα από χρόνια και χρόνια
δεν ξέρω πώς
λες και δεν είναι παρελθόν
μα κάτι ζωντανό απ’ τα μελλούμενα
και μου ξανάρθε τώρα εδώ
ο ήλιος του δημοτικού σχολειού
εκείνος ο φθινοπωρινός ήλιος
μ’ ανόθευτο το παλιό χρυσό του φως …
Ο ήλιος των παιδιάτικων πρωινών
που τόσο ομόρφαινε στα μάτια μου
το γύρω σκηνικό
και χυνόταν έπειτα ολόχρυσος
στα μαθητικά θρανία
και χάιδευε τα κεφάλια των παιδιών
ίδιος πυρσός
και φώτιζε τους γεωγραφικούς χάρτες στον τοίχο
και μας διηγόταν όπως ένα μύθο
την ώρα που ‘μασταν αναγκασμένοι
να παραμένουμε έτσι κλεισμένοι
μας διηγόταν το Φθινόπωρο
και τις ομορφιές της ολόφωτης εξοχής
μετά τ’ απόβροχο
Η ΒΡΟΧΗ
Θα ‘τανε δυο ή τρεις το πρωί
που βγήκε στις μύτες των ποδιών της
ψιλή ψιλή βροχή
και χόρευε αμέριμνη στις γλάστρες
στα μπαλκόνια
στη βεράντα
στα περβάζια
κορίτσι ατημέλητο δίχως γιρλάντα
και σκάλωνε όπου εύρισκε κλαδί
κορίτσι απρόσεκτο
κοντολογίς
χωρίς ομπρέλα
Οι δημοσιογράφοι ούτε που πήραν είδηση
να φτιάξουν καμιά πρωτότυπη όμορφη είδηση
Μονάχα γύρω στις τέσσερις
άρχισε το τιτίβισμα κορδέλα
ένα πουλί
και δώσ’ του πια μαζί του η τρελή
ξημέρωνε
κι αυτή έπαιζε σχοινί
ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Της Μαριάννας
Θημωνιές σαν χρυσά κάστρα
προβάλλουν μες τη θάλασσα του σίτου
αστράφτουν τα δρεπάνια
και τον αέρα γλείφουν
τα συρίγματα του ήχου
με τέτοια ορμή και τέτοια ρώμη
αν ήταν νύχτα κι όχι μέρα
θα θέριζαν ακόμη κι άστρα
Μια γυναίκα αφήνει τη δουλειά της
βιαστικά
για να γεννήσει σ’ ένα αυλάκι
στη σειρά τρέχει μετέωρη κι η σκιά
του βλοσυρού επιστάτη
Ο χρόνος συσσωρεύεται μες τα οράματα
δίχως να σταματά
ούτε προφταίνει να κυλήσει ένα δάκρυ
Το τραίνο διασχίζει την κοιλάδα
ένα πουλί ξαφνιάζεται και φεύγει
πίσω του σαν μι’ αστραπή
αιχμαλωτίζεται απ’ το μάτι
του αέρα η άηχη σχισμάδα
Το φως είναι θερμό όπου αγγίζει
κι η πεδιάδα αχνίζει
ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ…
Κάθομαι εδώ και κοιτάζω
τη μεγάλη ασύγκριτη φύση
εξουθενωμένη απ’ τη γοητεία
της απέραντης θέας
που είν’ όνειρο μαζί και παραμύθι
λουσμένο μέσα σε αχειροποίητη φωτοχυσία
Ανθρώπινη γραφίδα ή χρωστήρας
τα μάγια για να λύσουν
δε θα ‘πρεπε ποτέ
να ‘χουνε πάρει το κουράγιο
να δοκιμάσουν να την απεικονίσουν
Ταιριάζει εδώ
να ‘χεις έρθει με αγνό στοχασμό
με ανόθευτη τη φρεσκάδα
των πρώτων εντυπώσεων της ζωής
με αμόλευτη εφηβική ψυχή
με την καρδιά σου αναμμένη δάδα
Ταιριάζει εδώ
να ‘χεις έρθει με τα όνειρα του Ρουσώ
για τη φυσική καλοσύνη τ’ ανθρώπου
στην καρδιά σου αληθεμένα
Να ‘χεις έρθει για την υδρόγειο τούτη
μ’ αγάπη παιδική
και για όλους που την κατοικούνε
μαζί με σένα
Να ‘χεις έλθει μ’ ελπίδα κι εμπιστοσύνη
στα μεγάλα της πεπρωμένα
Ταιριάζει εδώ
να ‘χεις πρωτύτερα αποβάλει
κάθε μικρότητα
κάθε υποψία άλλη
Να ‘χεις λυτρωθεί από κάθε ανάξια σκέψη
αν θες ν απολαύσεις το πανόραμα
όπως αξίζει
και να το ζήσεις όχι σαν κάτι φθαρτό
και να το πιστέψεις
και να το χαρείς μες την ψυχή
το τραγούδι της ζωής το μαγικό
που ψέλνει
πως τελικά όλα συμβαίνουν
για το Καλό
Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Δεν είν’ άλλο από του να χαίρεται κανείς
όλα τούτα τα τοπία με τα μυστικά μιλήματα
τον ουρανό που ‘χει ξαστερώσει αποβραδίς
τις δροσερός ευτυχισμένες φωνές των πουλιών
τις άδολες αγαλλιάσεις τα θεϊκά μηνύματα
στους μακρινούς κελαηδισμούς των αηδονιών
Ο πλούτος της καρδιάς
δεν είν’ άλλο παρά η ελπίδα κι η ευμένεια
για τον εξωραϊσμό της γύρω πραγματικότητας
δεν είν’ άλλο από την πίστη
που φτάνει ως την αφέλεια
σε ‘κείνα ιδίως τα όνειρα
για το “απρόσιτο” και το “τόσο μακρινό”
Ο πλούτος της καρδιάς
είν’ η χαρά παιδικής ψυχής
για τις ενδεχόμενες άγνωστες αιτίες
τις κρυμμένες πίσω απ’ τα χίλια μύρια πλουμίδια
στις πλάγιες των λόφων
Είν’ η χαρά για τις ενδεχόμενες άγνωστες αιτίες
τις κρυμμένες πίσω από τ’ άνθισμα της μυγδαλιάς
Ο πλούτος της καρδιάς είναι να διψάς
κείνα τα εξαίσια μεγάλα πράγματα
που αναζητά η ψυχή και το πνεύμα
Ο πραγματικός πλούτος της καρδιάς
είναι να χαίρεσαι τη μαγεία
της κατάπληξης και του θάμβους
ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΗ ΚΟΡΟΥΛΑ ΜΟΥ ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Κορούλα μου η καρδούλα σου
θωπεύει όλη τη γη
στο γέλιο στα τραγούδια σου
λικνίζονται οι γιαλοί
Κορούλα μου τα λόγια σου
θαλασσινά μελτέμια
που ταξιδεύουν τα όνειρα
και διώχνουν μου την έγνοια
Κορούλα μου το γέλιο σου
θαλασσινά είν” κογχύλι
που αναβλύζει τη χαρά
και μου γελούν τα χείλη
Κορούλα μου τα μάτια σου
θαλασσινά λουλούδια
που λάμπουν σαν χαμογελούν
το ζηλεύει η πούλια
Κορούλα μου τα μάτια σου
θαλασσινά πετράδια
που ρίχνουν όλες τις χάρες
στα χέρια μου τα άδεια
Κορούλα μου η αγάπη σου
θαλασσινή είν’ γιορτή
που δένει τη ζωούλα μου
μ” ολόχρυση κλωστή
Κορούλα μου η καρδούλα σου
πέλαγος είν” γαλάζιο
τις ομορφιές της τραγουδώ
δακρύζω κι αγαλλιάζω
ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ ΒΕΒΑΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΙΑ
Τα λουλούδια πήραν τη μουσική
και την ευαισθησία και την ποίηση
και τα ‘καναν γαλάζιο και ροζ και βυσσινί
πήραν τη διαίσθηση την πίστη
και τα ‘καναν εύοσμες αναπνοές
που κλείνουν μέσα τους άυλες φωνές
με μια μεταρσίωση μακρόσυρτη
ανείπωτη γλυκιά
αργόσυρτη
Για δες πώς παρακολουθούν
ήρεμα τους επιφαινόμενους χαμούς
Μα και μελίσσια ολάκερα από χρυσάκτιδους κόσμους
κι αν τύχει σιγά σιγά να νεκρωθούν
ή ν’ ανάψουν μονομιάς και να καούν
και πάλιν ξέρουν πως τίποτα δε θα χαθεί
το Πνεύμα πάντα θά ‘βρει
να εκδηλωθεί
αλλού
Και στέκονται παντοτινά βέβαια και γαλήνια
και στις μεγαλύτερες ακόμα καταστροφές
ούτε πενθούνε φαίνεται ούτε κλαίνε
παρά μονάχα ανθούν
μ’ έναν αέρα
συγκρατημένου γιορτασμού
Η ΕΥΤΥΧΙΑ
Στα παιδιά μου Θάνο και Άννα
Μάριο και Μαρία – Αγνή
Η ευτυχία
δεν είναι υπόθεση θεαματική
κι ούτε έχει να κάνει
με εκδηλώσεις πολυπραγμοσύνης
κραυγαλέες δημόσιες σχέσεις
και με άλλα συναφή
Η ευτυχία
δεν επιδέχεται προσποίηση
στέκει μακριά από την επίδειξη
Η ευτυχία είναι λιτή
Η ευτυχία
δεν είναι υπόθεση κοινωνική
ούτε διεκδίκηση συνδικαλιστική
Η ευτυχία είναι αθόρυβη
σοφή
προσεκτική
Η ευτυχία
είναι σεμνή
ΘΕΑΤΡΙΚΟ
Διέκρινα ανάμεσα σε ‘κείνο όλο τον κοσμικά σάλο
τον ψηλόλιγνο νέο ζωγράφο
χλωμό σαν από εσωτερική φλόγα να καίγεται
νευρώδη και με έκδηλη τη λυρική διάθεση
Ξαφνικά διεκόπη η χλαλοή να πηγαινοέρχεται
και βλέμματα φλογώδη
τρεμόπαιξαν με δίχως άφεση
Εκείνος με σύντονο βάδισμα προχωράει αργά
με ονειροπόλα μάτια περιεργάζεται
εικόνα μιας άλλης εποχής
με ανοικτό πλατύγυρο μετάξινο γιακά
κατάμαυρα ανέμελα μαλλιά
που αναταράζουν τον αέρα
μιας ατμόσφαιρας νωθρής
Όλως αυθόρμητα και τυχαία
ξάφνου ο καλλιτέχνης
περιβάλλεται από ομιλίες περί τέχνης
από άντρες ωραίες κυρίες χαριτολογίες
λόγια του συρμού
Πιο πέρα ατσίδες επιχειρηματίες
μέσα σε σύννεφα καπνού
παραβγαίνουν σε διαλεκτικές στρεψοδικίες
γύρω από τα γεγονότα
λίγο τους ενδιαφέρει η λεπτότητα του ύφους
κι ακόμα πιο λίγο προσέχουν
την καλλιτεχνική νότα
στους διαμειβόμενους ήχους
Κι ήταν όλα τούτα ένα κομμάτι
από στιγμιαίο δραματικό πανόραμα
όπου ελάχιστα διαφαίνεται σε γυμνό μάτι
μπροστά στην κολοσσιαία υπεροχή της ύλης
ο υπαινιγμός της απάτης
ΤΑΧΑ ΤΑ ΓΡΑΦΩ ΣΩΣΤΑ;
Μιλώντας μου στο τέλος αδιάκοπα
για κείνα τα μέρη
με τις γλυκόηχες ονομασίες
ένα περιδιάβασμα της ψυχής
αρχίζει να με θέλγει
και η μαγική ομορφιά
διαχέει
έναν πυρετό ανυπόμονης χαράς
που δύσκολα ανθρώπινη καρδιά
μπορεί να την αντέξει
Ένα περιδιάβασμα της ψυχής
μια ακατανίκητη έλξη
ακριβώς στη μέση της νύχτας
μέσα σ” έναν αληθινό χείμαρρο από φως
Ήταν ίσως κάποτε
μέσα στα όνειρα της καρδιάς μου;
Άκου ω άκου …
τους σκοπούς των τραγουδιών
είναι τα όνειρα της καρδιάς
και τα ζεις ξάφνου εδώ
αληθεμένα και ζωντανά
Τάχα τα γράφω σωστά
όσα γύρω μου βλέπω
κι όσα δοκιμάζω να εμπιστεύομαι
σε τούτα ‘δω τα χαρτιά;
Ε ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΝ;
Ε και λοιπόν
πως έγινα τόσο ευαίσθητη
τι περισσότερο να προσφέρω μπορώ;
Ε και λοιπόν
πως έγινα τόσο τρωτή
πόσο περισσότερους ανθρώπους να πείσω είν’ δυνατό;
Πως έγινα τόσο ευάλωτη
πόσο περισσότερους ανθρώπους
να χωρέσω χρωστώ;
Θεέ μου κι έχουμε τόσο ανάγκη
ο ένας τον άλλο οι άνθρωποι
Θεέ μου κι όμως οι άνθρωποι δεν είναι διέξοδος
αργά ή γρήγορα
ανακαλύπτεις ένα καινούργιο αδιέξοδο
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
καθίστε να κουβεντιάσουμε
χαμηλόφωνα
μελετώντας το νόμο
χωρίς μικρόφωνα
ζεσταίνοντας τα χέρια μας αθόρυβα
απάνω απ’ τη δειλή φλόγα της ελπίδας
μόνο έτσι μεταβάλλονται τα πράγματα
και γίνονται απλά όμορφα κι ώριμα
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
καθίστε να κουβεντιάσουμε
χαμηλόφωνα
ίσως μερώσει ο πόνος
Άλλο επιχείρημα δεν έχω
για να σε πείσω
έξω απ’ την αποτυχία μου
Άλλη απόδειξη δεν έχω
για να σε πείσω
έξω απ’ την ήττα μου
Άλλο εγχείρημα δεν αποτολμώ
Και δεν είναι ούτε σοφό
Κι απέχω
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο Χρόνος συνέθεσε το σκηνικό του
με τις εναλλαγές των καιρών
με τις εναλλαγές των ηλικιών
το σενάριο είν’ αποκλειστικά δικό του
γέννηση ανάπτυξη ακμή κατάπτωση και παρακμή
Ο Χρόνος αθόρυβα αγκαλιάζει
τα πράγματα κι εμάς νωχελικά
κι έτσι όπως ο Κρόνος
τρώει τα παιδιά του
μ’ ανάλαφρη καρδιά
Το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο ξεθωριάζει
η πόλη τα όνειρα οι αγάπες το δάκρυ
Ο Χρόνος παίζοντας απλώθει απάνω μας
χίλιες ρυτίδες
κλέβει την ομορφιά κλέβει τη μνήμη
– ούτε θυμάσαι αν χτες με είδες –
στο βλέμμα μας αφήνει
της έγνοιας του το φίδι
ανεπαίσθητα να γλιστρήσει
-είναι κι αυτό μέρος απ” το παιχνίδι –
και μέσα στην καρδιά μας
του καιρού του τη θλίψη βυθίζει
Με τέτοια σύνεργα και άλλα
αδιόρατα υποσκάπτει τα σχέδιά μας
στο έργο αυθαίρετα κάνει αλλαγές
εμφανίζει πρόσωπα που δεν υπήρχαν χτες
σου αναθέτει καινούργιους ρόλους
έστω κι αν δε μπορείς ν’ ανταποκριθείς
έστω κι αν δεν τους θες
στο κάτω κάτω θα συρθείς
μεσ’ τη ροή του Χρόνου
χαρούμενος σκυφτός ή δυστυχής
όπως κι εσύ κι εσύ κι εσύ …
Σε κάποια απρόσμενη στιγμή
μπορεί και να σταθούμε σκεφτικοί
τα ερωτηματικά είναι σωρός
ενώ ο Χρόνος συνεχίζει το χορό
διέρχεται ανάμεσά μας χλευαστικά
σαν ένας αδιόρατος γελωτοποιός
Κι εμείς νιώθουμε αδέξιοι
για το επόμενο βήμα
για τον επόμενο ρόλο
νιώθουμε ασταθείς
κι ούτε που ξέρουμε
μήπως επέρχεται η στιγμή
να φύγουμε απ’ τη σκηνή
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ
Ονειρεμένες πόλεις
που περνούσατε γοργόφτερες
ονειρεμένες περιοχές
που χανόσασταν στη στιγμή απ’ τα μάτια μου
ολόκληρο τ’ απόγευμα χτες
και πιο πολύ τις βραδινές μάλιστα ώρες …
Πώς σας ανέπλασε η φαντασία μου
όπως σας είδα τότες …
Πόλεις που απεγνωσμένα αγάπησα
και που απόμακρα με κοιτάξατε άψυχα …
Πόλεις που απελπισμένα αγάπησα
και πέρασα μέσα από σας σαν μια παρείσακτη
χωρίς ποτέ ν’ απλώσω τα χέρια μου
στη χαρά σας που ανάβλυζε αβίαστη
Κι έφευγα εγώ
κι εσείς πάμφωτες ζωντανές
θερμές από παλμό χαρούμενης ζωής
λαχταρισμένες κι άπιαστες
τυραννικές κι εξαίσιες
στην αμείλικτη φυγή σας
μέσα απ’ τη θωριά μου …
Τανταλικό μαρτύριο
ανυπόφερτο ανελέητο
στη διψασμένη σαν παιδιάτικη
καρδιά μου
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Όλα εκείνα
που επιμελώς απομάκρυνες
που επιμελώς απέφευγες
που επιμελώς απωθούσες απ’ το νου
όλη τη μέρα
ήρθαν τη νύχτα
κυρίαρχα
απειλητικά
και σε πολιόρκησαν από παντού
ασφυκτικά
Αργά ανεπαίσθητα μα συστηματικά
εξουδετέρωσαν κάθε άμυνα
κατέρριψαν κι ισοπέδωσαν κάθε οχύρωμα
ανάτρεψαν τους λογικούς συλλογισμούς
ανεσκαψαν τα φιλοσοφικά προχώματα
που τόσο επώδυνα έκτισες
κι όπου κατέφυγες
σαν την τελευταία σου αμυντική διαφυγή
Κι εκεί
σε λεηλάτησαν
ανήλεα
ως το πρωί
ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΕ ΚΟΣΜΙΚΗ ΔΕΞΙΩΣΗ
-Από ποίηση τι γράφετε τώρα;
Το σπίτι τα παιδιά η δουλειά
σας αφήνουν λίγο ελεύθερο χρόνο
βρίσκετε και για την ποίηση λίγη ώρα …
έτσι καθώς το ‘φερε η κουβέντα …
Κι απαντάς στον ίδιο τόνο
και με το ίδιο πνεύμα
-Κάτι γράφω μέσα … μέσα …
-Αλήθεια τι χάρισμα
να μπορείς να εκφράζεσαι και όχι μόνο
να μπορείς να γράφεις ποίηση
και τι τιμή !
Εσύ θέλεις αυθόρμητα να πεις
χωρίς καθόλου οίηση
-Άραγε νιώθετε έναντι τίνος αντιτίμου;
Έναντι ποιας αμοιβής;
Αλλά σιωπάς και μειδιάς ευγενικά
κι επεκτείνεται η συντροφιά
και αναλύει και συζητά
Το θέμα όπως όλες οι Τέχνες
είν’ προσφιλές
και προσελκύει κι άλλους τριγύρω
ειδήμονες ή ερασιτέχνες
με ενδιαφέρουσες γνώμες πολλές
Και ξαφνικά εσύ γλιστράς
και δίχως να το θέλεις
καταδύεσαι εντός σου
ενώ εγκαταλείπεις πίσω το μειδίαμα στη συντροφιά
για να δηλώνει το παρόν σου
-Βλέπετε η σιωπή της
είναι τα λόγια ενός ανθρώπου |
που υπήρξε επαναστάτης και ποιητής …
Θα δηλώσει κάποιος εμφαντικά
– Ιδιότητες μοναξιάς …
ηχεί μια άγνωστη φωνή
Κι ευτυχώς είν’ όλοι τους ομιλητικοί
καθώς ο διάλογος ανθεί
ενώ εσένα έχει κυριεύσει η αναστολή
Μέσα σου έχουν κιόλας αρχίσει να αναδεύονται
ποιητικές στιγμές του παρελθόντος
που έχουν σταθεί μετέωρες στο χρόνο
Μέσα σου αναδεύονται ποιητικά βλέμματα
που διέκρινες όλως τυχαία
καθώς ερχόσουνα στο δρόμο
Ποιητικές εκφράσεις που πετάξαν
παιδιά ο ένας τ’ αλλουνού
έτσι όπως πετούν χαρταετούς
τ’ ουρανού
Και σε κυριεύει ένας δισταγμός …
Πώς να μιλήσεις για τούτα όλα τα ποιητικά
που διέρχονται μεσ’ απ’ την ψυχή σου
και τα βιώνεις αισθαντικά
με την αφή του βλέμματός σου
με το κορμί
με την αφή του αισθήματος σου
με το λυγμό μες τη σιγή
Και σε κυριεύει ένας δισταγμός μια αναστολή
πώς να μιλήσεις για όλ’ αυτά …
-Αγνοούμενοι μια αιμάτινη θολή γραμμή
απροειδοποίητα την οθόνη του μυαλού σου
σκίζει σαν αστραπή –
Πώς να μιλήσεις για όλ’ αυτά
που σε διαπερνούν
που διέρχονται μεσ’ απ’ την ψυχή σου
κι άλλοτε τη θωπεύουν
κι άλλοτε τη δονούν
σ’ όλες τις κλίμακες
απ’ την Καρπασία μέχρι τη Μόρφου
κι απ’ τη μοναξιά μέχρι το γιο σου …
Σε κυριεύει μια αναστολή
του τι να πεις …
Μια φίλη ανακεφαλαιώνει
-Άκου μια συμβουλή
πάντα πρέπει να έχεις μαζί σου ένα χαρτί
να καταγράφεις τη συγκίνηση εκείνης της στιγμής
Εσύ σιωπή …
Η συντροφιά άρχισε να πλήττει
το θέμα έχει εξαντληθεί
για όλα σχεδόν έγινε νύξη
Ένας ένας φεύγει
είναι πιο καυτό το θέμα
στο διπλανό τραπέζι
ΤΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Τότες
σαν έβγαινα πρωί απ’ το σπίτι μου
πήγαινα για να κερδίσω τον κόσμο
Τώρα σαν βγαίνω πρωί απ’ το σπίτι μου
ό,τι ζητώ
είναι το πώς
αθόρυβα να επιβιώσω μόνο
ΤΑ ΕΦΗΒΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ
Η Μαλάμω με σύστηνε στη δεκαεφτάχρονη κόρη της
-Είναι η Βέρα … η παλιά μου συμμαθήτρια …
μετά τον αγώνα τράβηξε η κάθε μια μόνη της
ναι δακρύζω όταν τα θυμάμαι τι περιμένεις …
από τότε από το Παγκύπριο το Θηλέων Φανερωμένης
σαν να ‘χει περάσει ένας αιώνας …
δοκιμάζαμε δειλά τους πρώτους στίχους
ήμασταν μαζί στην ΕΟΚΑ
γράφαμε συνθήματα στους τοίχους
η εφηβική μας καρδιά ερωτευόταν
κάθε τι τ’ άπιαστο
κάθε τι το ηρωικά
μακριά από μικροψυχίες
η μικρή μας καρδιά μαχόταν
ενάντια στ’ άδικο σ’ ένα αδιάλειπτο συναγερμό
οργανώναμε τις μαθητικές απεργίες
ήμασταν η ψυχή των διαδηλώσεων εμείς οι δυο
τέτοια ορμή και τέτοια τόλμη ποτές δεν είδες
το ψευδώνυμό της ήταν Σπουργίτης
κι εγώ ήμουν ο Αυγερινός
εμείς δεν ξέραμε από ειρήνη
κι άνεση στο σπίτι
τέτοια δε νιώσαμε στη δίνη των καιρών
με αψηφισιά παλεύαμε την όποια λήθη
η Ελλάδα ήταν ο οδηγός μας
Ελευθερία ή Θάνατος ήταν ο δρόμος ο δικός μας
δεν είν” αλήθεια Βέρα;
-Ναι την κάθε μέρα
τίποτα δε γέμιζε της ψυχής μας το κενό
γυρεύαμε θυμάμαι απεγνωσμένα
σε κείνο το ξέφρενο παρόν
τον κεντρικό πυρήνα της ζωής μας
πόσο θερμά το νιώθω πάντα αυτό
μες την καρδιά μου
ιδίως αυτό
Κι έπειτα κάθε δειλινό
παίρναμε το δρόμο της η κάθε μια
κι αναβάλλαμε ν’ αυτοκτονήσουμε
μια άλλη φορά
Κι ερχόταν πάλι το επικίνδυνο αύριο
και παραμυθεύαμε τη δακρυσμένη μας καρδιά
με του αγώνα το σκοπό τον άγιο
Το μικρό κοσμάκη τον κοιτούσαμε αφ’ υψηλού
δεν ξέραμε ‘μείς από συμβιβασμούς
κι αναρωτιόμασταν πώς ήταν δυνατό
εμείς με τα τόσα ιδανικά
να βρεθούμε σ’ έναν κόσμο συμφεροντολογικό
με όνειρα φτηνά …
Πόση οδύνη ένιωσα και πόσο πόνο
όταν είδα να συνθηκολογώ
σ’ ανύποπτο χρόνο
με τον ίδιο τρόπο κι εγώ …
Κι όμως η ζωή μας εκείνο τον καιρό
θα ‘δίνε τόσο εξαίσιο τόσο πρωτόγνωρο υλικό
σ’ ένα μυθιστοριογράφο
Κι εκπλήσσομαι τώρα που μπορώ
και κάθομαι και γράφω
για τη ζωή μας τότε
την τόσο περίπλοκη
και τόσο υπερρεαλιστικά μεθυστική
κι απίθανη
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥΣ
Σε πόσο παλιά χρόνια
με φέρανε πίσω
οι ξεθωριασμένες μπογιές και τα λόγια
στον ετοιμόρροπο τοίχο
«Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες»
Στην προεξοχή διακρινόταν
θαμπά η επιγραφή
«Ζήτω η Ένωση»
Πόσο απόμακρες φαντάζουν εκείνες οι μέρες …
Αιώνες έχουν μεσολαβήσει
τα συμφέροντα γνώρισαν την αποθέωση
εξευτελισμοί παλινωδίες αναθεωρήσεις
έχουν από παντού παρεισφρήσει
κομματισμοί δημοκοπίες δημοσκοπήσεις
«Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες»
Τούτα τα λόγια σε πόσο παλιά χρόνια
με γυρίσανε πίσω …
Ποιες μέσα μου ηρωικές ξύπνησαν μέρες …
Τα μαρμαρένια αλώνια της εφηβικής μου ηλικίας
ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου
σαν ένας γιγάντιος ηρωικός μύθος
που μου δίνει άλλης λογής περηφάνια
κι ευτυχία κι αυτοπεποίθηση
άλλης λογής ήθος
Μπροστά στον τοίχο
η συγκίνηση με είχε κάνει λιγομίλητη
μια μικρή σταλαγματιά νερού νιώθεις να είσαι
μέσα στο αστείρευτο τούτο ποτάμι της Ιστορίας
Άραγε τίνος Θεού εξευμενίζεις τη μανία;
Κοιτάζω γύρω
τι άλλο απόμεινε παρά μονάχα
των παιδιών μας η αρετή της θυσίας
κι η δίψα της καρδιάς μου να τα ιδώ χειροπιαστά
όλα εκείνα τα ιδανικά …
Μα πάντα το τώρα ήταν σκληρό
αδυσώπητο
κι εμείς ράθυμοι κι ευτελείς
κι εκπέσαμε από μαχητές σε διερμηνείς
Και λαχταρίζω μπροστά σε τούτο τον τοίχο
να μπορούσα να περάσω μια ζωή ολόκληρη
ελευθερίας
μια ζωή ολόκληρη να σπουδάζω τα ονόματα
της θυσίας
να σπουδάζω τη ζωή τους
που ‘ναι δεμένη μ” όλα τούτα τα λαχταρισμένα μέρη
που ‘ναι δοσμένη για όλα τούτα τα μέρη
ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Κερύνεια
Λυρική υδάτινη οπτασία
φυλαγμένη στο νου και την καρδιά
φαντάζεις απόμακρη και θεία
Κερύνεια
πόλη αγαπημένη
ζωγραφιά σε ανάερη κορνίζα
κλεισμένη
Μες στην αχλύ του πρωινού σου
στη μνήμη μου σ’ ανακαλώ
στους βράχους του βουνού σου
ακουμπισμένη
πλένεις τα πόδια στο γιαλό
Κερύνεια
νύμφη ομορφότερη από σε δεν είδα
όνειρο και πονεμένη ελπίδα
Κερύνεια
θα ‘θελα να ‘χε γενεί της μοίρας μου γραφτό
τις εσπερινές απόμακρες καμπάνες
να ξανακούσω όσο ζω
την ώρα που φαντάζει χρυσορόδινη η βουνοσειρά
κι είναι θαρρείς μια άνθινη πυρκαγιά
να ξανακούσω την προσευχή σου το δειλινό
μες τη γαλήνη και μες τη μοναξιά
Κι υστερότερα
κοιτάζοντας ψηλά τον έναστρο ουρανό
να νιώσω το βάλσαμο μες την ψυχή
όπως το είχα πρωτονιώσει
τότε που ήμουνα παιδί
ΚΥΠΡΟΣ
Μάγια λοιπόν έχουνε κάνει
σε τούτο τον τόπο
κι έχει τις καρδιές μας για παντιέρα του
και γίνεται ‘δω ο καθένας ευτυχισμένος
μονάχα με το φως και τον αέρα του
όπου μέσα του αχολογάνε ονόματα ηρώων
σαν θεία μουσική
Μάγια λοιπόν έχουνε κάνει
σε τούτο τον τόπο
και σου δείχνει το δρόμο της αρετής
απ” τα πιο μικρά σου χρόνια
κι όπου σταθείς
σ’ απαντέχουνε εντυπώσεις
με πλούτο απρόσιτο
στους άλλους ανθρώπους
Κι όπου σταθείς
ξαναζείς την πάλη της αρετής
Κι όπου σταθείς
η θυσία αντιφεγγίζει
φως στην ψυχή
ΕΦΕΤΟΣ Ο ΜΑΡΤΗΣ
Πάντα ο κόσμος το ‘χει να το λέει
πως ο Μάρτης μια γελάει και μια κλαίει
μα ήταν εφέτος ένας τρελομάρτης
που δε θυμάμαι άλλο τέτοιο να ξανάρθει
κι ούτε που είχε κουκούτσι μυαλό
καθώς μεθούσε γελούσε σκυθρώπιαζε η έβρεχε
ελεύθερος αδέσμευτος ανεξάρτητος αναρχικός
μπαινόβγαινε στο χειμώνα όποτ’ ήθελε
κι όταν στη φωτιά σου βολευόσουνα κομμάτι
να ‘τον τον παιχνιδιάρη που σου ‘κλείνε το μάτι
κι άφηνε απ’ τις βλεφαρίδες του
στάλα στάλα τον ήλιο
τη γη ολάκερη με τις μαρτιάτικες ακτίδες του
δικό του έκανε βασίλειο
Τότε ήταν που ντυνόταν το χαμόγελο το γέλιο
κι από πάνω ένα σακάκι λουλουδένιο’
κι έβγαινε ομορφόπαιδο για να φλερτάρει
την καρδιά της Άνοιξης να πάρει
και πότε με κείνο πότε με τούτο
πότε με ντόρο πότε με χάδι
αγωνιζόταν να την ξεντύσει απ’ του χειμώνα το υφάδι
Κι η Άνοιξη στεκόταν λίγο πιο ‘κει υπαινικτική
κι η Άνοιξη στεκόταν με μια συγκροτημένη υπομονή
μ’ αυτός ούτε που σοβαρευόταν
τα άνθη της μυγδαλιάς που σκόρπιζε
ούτε και τα συνεριζόταν
Κι εκεί που όλοι εμείς οι γνωστικοί
αναρωτιόμασταν πότε θα ξεθυμάνει η γιορτή του
ως που θε να τον πάει η ορμή του
ξάφνου σε μια ανεπαίσθητη στιγμή
την άρπαξε απ’ τη μέση δυνατά
ούτε που πρόλαβε η Άνοιξη ν’ αμυνθεί
της γνέφει να σιωπήσει με το δάκτυλο
κι ανέβηκε κρυφά απ’ τους Τούρκους στον Πενταδάκτυλο
για να τη φέρει ως τα εκεί
Τώρα σταμάτησε να παίζει να γελά
κι ούτε πια είναι το ανέμελο παιδί
μα ανοίγει την καρδιά του και θρηνεί
σπαθίζει την ντροπή
μ’ αέρα βουητά νεροποντή
τανύζει το κορμί του
ως την πιο ψηλή κορφή του
και σέρνοντας την Άνοιξη μαζί του
φιλεί κορφή κορφή τον Πενταδάκτυλο
κι έπειτα κατρακυλά
πάλι σε μας
μηνύματα κατάστικτος
ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
της Ρήνας
Κερύνεια του Ομήρου
με χίλιες φωνές κρένεις
μεταγγισμένη στη ζωή μου
με χίλιους τόνους πάθος
μη μ’ αφήσεις κι αφανιστώ
μέσα στο χάος
Κερύνεια του Ομήρου
που έμαθες να περιμένεις
στ’ ακροδάχτυλα της υπομονής μου
Μαύρη δαφνοελιά
η πίκρα του χαμού σου
μες την ψυχή
Στο βράχο τ’ Αρχαγγέλου
μερόνυχτα στριφογυρνά
ο θρήνος της φυλής μου
σαν τη βουή τ’ ανέμου
Τα βουνά της Τραμουντάνας
είναι πλασμένα για να ζήσουν πάντα
το χάλασμα τους να το δει
δε θα προφτάσει κανείς
Μα η πίκρα του χαμού τους
μαύρη δαφνοελιά
μες την ψυχή
Κερύνεια
στ άπιαστα κι απροφήτευτα
αγκίστρωσες τη ζωή μας
Κερύνεια η μοίρα σου
μοίρα δίκη μας
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
Σαν ξεκινήσεις την περιήγηση
προς τις παμπάλαιες μεσογειακές ακρογιαλιές
μνήμες και φωνές προγονικές
θα συναντάς παντού
και δρόμοι ηλιοφώτιστοι θα σ’ οδηγούν
προς το γαλάζιο το λευκό το πράσινο
και τότε μπαίνεις ζωντανός κι ολόκορμος
μες τον παράδεισο
Εκεί θα σε προσμένουνε ροδόφωτα τα δειλινά
κάτω απ’ τις ασημόφυλλες ελιές
εκεί στις αμμουδιές
με τα κατάλευκα τα βότσαλα
κι οι δέσμες απ’ τις ηλιαχτίδες
σαν τσούρμο σκολιαρόπαιδα που σχόλαναν
θα μπαινοβγαίνουν μεσ’ απ’ τα ανάλαφρα τα σύννεφα
Για κάμποση ώρα θα ανασαίνει το δειλινό ένα μύθευμα
δίχως να πλανάται ούτε μια σκέψη
όσο που ο ήλιος θε να γείρει να βασιλέψει
θα φαντάζει και θα θωπεύει ολόγυρα την πλάση
ένα χρυσό ρόδινο φως
Κι αυτό θα είν’ αρκετό
για να γεμίσ’ η πολιτεία χρυσό
και ροζ τριαντάφυλλα κι αιθέρια μουσική
απ’ του ορίζοντα την τριανταφυλλένια τη σιωπή
Κι εσύ μεταμελιέσαι και μετανιώνεις
για τις άμετρες άχαρες μέρες
τις πεταγμένες στη ρουτίνα
τις πνιγμένες
μες τους περισπασμούς και μες το θόρυβο
Κι εσύ μεταμελιέσαι για τις μέρες
τις αμετάκλητα χαμένες …
– Το παραμύθι αυτό και τ’ όνειρο
μες τη μικρή καρδιά μου να ‘χα …
Σε τούτα τ’ άλση της χαράς και της γαλήνης
να ξόδευα τις μέρες μου μονάχα …
ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΜΕ ΠΕΡΙΣΚΕΨΗ
Τη συνάντησα στην Οξφόρδη
καθώς ο ήλιος μπαινόβγαινε μεσ’ απ’ τα σύννεφα
σέρνοντας απ’ το χέρι σαν ζωηρά παιδί
ψιλή ψιλή βροχή
Κι οι πράσινοι κάμποι
ξεμύτισαν στους κλώνους
και πρόβαλαν χλωμά κεράκια
πάνω σε δέντρινα μανουάλια
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα
οι άνθρωποι έτρεχαν βιαστικοί
λίγοι θα τα ‘δαν
Οι νέοι περνούσαν αδιάφοροι και φαιδροί
οι πιο πολλοί μ” ένα σκουλαρίκι στ’ αυτί
κι άλλοι όχι πια τόσο νέοι
που ‘χε ξεμείνει το σκουλαρίκι στ’ αυτί τους
έσερναν με τ’ άλλα πράγματα
τώρα και το μικρό παιδί τους
Κι η ψυχή μου αναρωτιόταν για τους καημούς τους…
Κι ήταν Αγία Εβδομάδα
κι η παρηγοριά μου ήταν μεγάλη
που η Βασιλεία Του δεν είν’ του κόσμου τούτου
Στιγμές που ανασήκωνε ο αέρας τα μαλλιά του
σκόρπιζε τους ανθούς απ’ τα κλαδιά τους
κι έτσι καθώς έπεφταν στους υγρούς δρόμους
μοιάζανε με νιφάδες που δε λιώνουν
κάτω απ’ τους τροχούς και τα πατήματα ριγμένα
αλλά μόνο παρέμεναν συντετριμμένα
να τα πατούν όσοι περνούν
Κι ήταν Αγία Εβδομάδα
κι η ψυχή μου δάκρυζε με τους άνθινους χαμούς τους
Μα ήταν μεγάλη η παρηγοριά μου
που η Βασιλεία Του δεν είν’ του κόσμου τούτου
Η αγορά έσφυζε από δοσοληψίες
μικροχαρές και κτυποκάρδια
στα κέρδη στην απόλαυση
καθένας διεκδικούσε τη μερίδα του
ενώ μέσα μου βαθιά
μετέφερα τη θλίψη της πατρίδας μου
κι ούτε που μ’ έβλεπε κανείς
κι ακόμα πιο βαθιά
ζούσα την αγωνία της Γεσθημανής
Όμως στη σκέψη της Ανάστασης
ειρήνευε ο νους μου
κι ήταν μεγάλη η παρηγοριά μου
Που η Βασιλεία Του
δεν είν’ του κόσμου τούτου
Η ΣΚΑΛΑ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΕΖΗΣΑ ΞΑΝΑ ΤΟ 1985
Η πόλη απλώθηκε
σκαρφάλωσε ανηφόρα
και κατηφόρισε πλάγιες
τ’ αλλοτινό της πρόσωπο χώθηκε μες το χτες
Το μακρινό ξωκλήσι της Αγίας Φανερωμένης
που το ‘ζωναν τα πεύκα οι θάμνοι και το δάσος
βρέθηκε ξαφνικά κι ούτε που περιμένεις
– ω Θεέ μου τέτοιο θράσος –
χωρίς προαύλιο έτσι να τη δεις
η εκκλησία να σύρεται σχεδόν γυμνή
επί της λεωφόρου
Οι παιδικές οι αναμνήσεις κοιτάζουν μετά φόβου
κι αναζητούν το σκηνικό τους
μ” ορθάνοικτα τα μάτια
ίσως διακρίνουν κάτι ν’ απόμεινε δικό τους
μέσα στην έκρηξη εκείνη της επέκτασης
των οικοδομικών σχημάτων την προέκταση
και των συναλλαγών και του θορύβου την προέλαση
Σ’ άλλο προσκήνιο νέα πρόσωπα
ξένοι ή πρόσφυγες ή άλλοι
ανταλλάσσουν μεταξύ τους λόγια απρόσωπα
φυσιογνωμίες άγνωστες
που έχουν εδώ πολιτογραφηθεί περίπου πρόσφατα
φιλοσοφούν κερδοσκοπούν περιεργάζονται
καθώς οι αναμνήσεις στέκονται πίσω πάντοτε
Μα ξάφνου σ’ απόμερη άκρια της πόλης
ηχούν αθόρυβα δειλά βήματα της Σιμόνης
και ‘κει στις άλλοτε έρημες ακρογιαλιές
που γίναν δίαυλοι
τις είδα
ακούς τις ανυπόμονες ζωηρές φωνές
της Λήδας
ΤΟΠΙΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Τα φθινοπωρινά πρωινά
με τα χρυσάνθεμα αγκαλιά
πήραν χη θέση τους στην προσευχή
Κι οι χειμωνιάτικες βραδιές πιο ‘κει
παρακολουθούν εκστατικά
πώς στάθηκε μετέωρη κι η βροχή
Η Άνοιξη στ’ αλήθεια
ήλθε κι ίδια
για να παρευρεθεί
κι έχει το δάπεδο στρωθεί
κάτασπρα λουλούδια δίχως μίσχο
που διηγούνται την ταπείνωση σιωπηλά
δίχως της έπαρσης ούτ’ ένα ίχνος
Διάχυτη είναι της ψυχής η ανάταση
κι οι ασημόφυλλες οι λεύκες μ’ όλη τους τη χάρη
γύρω απ’ τη μυσταγωγική παράταξη
– αν αξιωθείς το μόλις ανεπαίσθητο θρόισμά τους
να συλλάβεις –
Ω! τι θεία συγκατάνευση μεγάλη !
Άστρα δε φαίνονται στον ουρανό
κι είν’ όλα γύρω φωτεινά
ίδια σχεδόν σαν μέρα
κι ένα ποτάμι ασημένιο χρώμα – φως
κυκλώνει την εξαίσια συρροή
που αστραπογαλιάζει έτσι μισόφωτη
αμφίβολη χλωμή
και τη θωπεύει μυστικά και τη φιλεί
μια άτολμη μακρόσυρτη φεγγοροή
σαν από τοπίο παραμυθιών
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ
Κι απ’ τη στιγμή εκείνη
άρχιζε το συγκινητικά δράμα της ύλης
η μοίρα της να ζυμωθεί με το πνεύμα
κι έσβηνε κάθε ίχνος μνήμης
μ’ ένα θεϊκό απαλό νεύμα
καθώς άρχιζε ο ευγενικός εκείνος πόνος
και η χαρά η υπεργήινη εκείνη
της μυστικής συγκλήρωσης
Έτσι σαν παραμύθι
μέσα στ’ ακαταμέτρητα χρονικά πλαίσια
ένα υγρό στοιχείο απέραντο
μια υδάτινη αλμυρή σφαίρα εξαίσια
έκρυβε μέσα της αθέατη ζωή
κι όσο κανείς κι αν πορευθεί
δε βρίσκει πουθενά πού είν’ το τέλος της
ένα ενάλιο βιολογικό είδος
μαζί με τα βράγχια του
κάποιες ενδείξεις νόησης ανάδευαν
και ήταν η ώρα που του θεού οι γλύκες αναπνοές
το χάιδευαν
γλυκά σαν μέλος
τρυφερά ως των λουλουδιών οι οσμές
κι έρχεται και συγχωνεύεται
σε μια άρρηκτη σύζευξη
το Άπειρο και το Παντοτινό
μες το φθαρτό
– παράξενη θεία κύηση –
και συγχωνεύονται σε κάτι ενιαίο κι ωραίο
όσο κι απρόσιτο στην ανθρώπινη σύλληψη
Ω Μοίρα τι είναι τα μεγαλύτερα όνειρα τ’ ανθρώπου
αντικρύ στα όσα εσύ μπορείς …
Χίλιες ζωές απλώστε
τις οπάλινες κούπες σας
να ρέει το βουερό ποτάμι
το πλημμυρισμένο από φως σεραφικό
Χίλιες ζωές απλώστε
τις οπάλινες κούπες σας
να χρυσορρέει η άφθιτη ευτυχία η ισόθεη
να χρυσορρέει ακράτητη κι αθόρυβη
η Ζωή
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Απάνω στην ανάλαφρη με τη μόλις διαφαινόμενη κλίση
πάμφωτη πλαγιά
σαν ένα κέντημα παιδούλας σε καμβά
με δίχως τα θαμπωμένα μάτια
να μπορείς να κλείσεις
τελείται μέσα σε μαγικά άθερμο κι άπυρο φως
η μυσταγωγική απόθεση των λουλουδιών
Κατεβαίνει αργά με ευλαβική κατάνυξη το δειλινό
με τα κάνιστρα των κρίνων
γεμάτα εύοσμο μύρο
Το πλαισιώνουν τρυφερά τ’ άδολα κυκλάμινα
κι οι μαργαρίτες με τη λεπτή τους ευωδιά
πιο πέρα σιωπηλά παράμειναν
Ακολουθεί η δέηση η ταπεινή
των μικρών «μη με λησμονεί»
καθώς προβάλλουν ‘δω κι εκεί
οι πανσέδες και κάπου κάπου μια ανεμώνη
Τη λιτανεία την άνθινη
ακολουθούν θαυμάσιες ντάλιες
και γλαδίολοι κι υάκινθοι
και πασχαλιές και φούξιες και μανόλιες
και ρόδα ρόδα ατέλειωτα
μ’ αρώματα – θυμίαμα
από γαρδένια από γαρύφαλλα
κι ανάμεσα τους σιωπηλή
στέκει και η βιολέτα
Πιο κει οι ροδιές κι οι μυγδαλιές
μ’ άσπρα και ροζ μπουκέτα
– Ένας μυριόχρωμος ωκεανός ανάταση –
Και τ’ αναρίθμητα λουλούδια στέκουν
με ανοιγμένη την καρδιά τους
και προσφέρουν
ευτυχισμένα
το είναι τους μέσ’ απ’ την ευωδιά τους
και χάνονται και σβήνουν
και γίνονται ένα
μέσα στη Θεία αναπνοή Του
AΠΟ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ
Η καρδούλα το ξέρει η παιδική
πως το θάμα δε χρειάζεται πολλά για να γενεί
κι ανοίγει διάπλατα τα δροσάχαρα αυγινά
σαν τ’ αγριολούλουδα τα γαλάζια και μενεξελιά
Εκεί στην παρουσία των ανεμώνων
τα παιδιά αν στήσουνε τ’ αυτάκι τους και μόνο
ακούνε σιγαλά ν’ αναβλύζουν
οι μυστικές πηγές του παραδείσου
Κι είν’ ένα θαύμα όλα μαζί
οι παπαρούνες οι ανεμώνες το παιδί
κι οι μέλισσες καθώς τρυγούν ολημερίς
το γλυκόχυμο των λουλουδιών το ανθογύρι
μεθούν τα μάτια μες χο πανέμορφο το πανηγύρι
Να τρέχουν οι φωνές οι παιδικές ακούς
ανάμεσα στα ρείκια και τα μούσκαλα
και με χαρούμενους ψιθυρισμούς
κάτω απ’ τα θαμνόσκηνα θαρρεύουν
και χούφτες τις αχτίδες από φως μαζεύουν
Κι όλο το θάμα συνεχίζεται μες τη βραδιά
καθώς οι τρίλιες οι νυχτερινές χορεύουν
στη λαμπερή ασημόφεγγη τη σιγαλιά
Εσήμανε να ξημερώσει
αλλά το θάμα δε λέει να τελειώσει
να τον Αυγερινό που αστραποβολάει
παράωρο αστέρι ξεχασμένο
κι ένα παιδί που το κοιτάει
αναρωτιέται απορημένο
– Τι τάχα θε να πούνε τ’ άστρα τ’ άλλα
την ώρα του σχολειού
όταν θα τα ρωτάει η δασκάλα …
ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΑΠΡΙΛΗΣ
Σε δυο-τρεις μέρες όπου να ‘ναι
τ’ αγριολούλουδα το ξέρουν και κρυφογελάνε
έρχετ’ ο Απρίλης τη Γη για ν’ ανταμώσει
κι εκείνη τρέχει μόλις το ‘χει νιώσει
και πλημμυρίζει ολούθε φως και συγκινήσεις
κι ένα απ’ τον πατέρα της τον Ήλιο
ζητά να της χαρίσει
να την κοιτάζει πιο γλυκά τώρα
να της χαμογελά όλη την ώρα
για να μπορεί να στεφανώνεται λουλούδια
κι έτσι όπως έμαθε από παιδούλα
να ντύνεται τις άνθινες γιορτάσιμες της φορεσιάς
σ’ όλες πέρα ως πέρα τις πλάγιες
Κι εσύ όπου γυρίσεις κι όπου κρυφτείς
ό,τι κι αν λες κι ό,τι κι αν νιώθεις
να τη την Άνοιξη σού γνέφει
με το χαμόγελο της νιότης
ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΧΑΜΕ ΠΟΘΗΣΕΙ
Το δειλινό κατεβαίνει
κι είναι τόση η ησυχία ολόγυρα
τόσο απαλά τα χρώματα
που τις καρδιές τυλίγει η ρέμβη
Πέρα στις άκρες του ορίζοντα
σ’ ανατολή και δύση
ανάλαφρη γλιστρά πέρ’ απ’ τα σύνορα
μια γλύκα που ανεμπόδιστα έχει ξεχειλίσει
Θα ‘λεγες πως έχουνε και τ’ άψυχα
τις στιγμές της έκστασής τους
κι είναι συγκρατημένη ακόμα κι η αναπνοή τους
Τάχα αφουγκράζονται αρμονίες
ανάκουστες από μας τους ανθρώπους;
Τάχα αναπαύονται
μες των αγγέλων τις μελωδίες;
Εικόνες δεήσεις
δειλές ελπίδες νοσταλγίες
περνούν σαν νοερή αλληλουχία
και αναδεύονται με τα γύρω τοπία
μέσα σε μια μακρόσυρτη ανήκουστη μουσική
ταιριασμένη μονάχα για των δικών μας ονείρων
τη λιτανεία
Το γαλάζιο ουρανόχρωμο παραμύθι
οι χαμένες μας προσδοκίες
όλα όσα είχαμε ποθήσει
δεν ήταν ψέματα επιτέλους
εκεί π’ αγγίζουν του Θεού οι θωπείες
υπάρχουν
μας προσμένουν
ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΜΠΟΝΙΑΣ
Τούτες τις μέρες της μεγάλης της συμπόνιας
όπου το κάθε τι γύρω γλυκαίνει
παλιοί καιροί μέσα μας ληθαργεμένοι
ξυπνούν θαρρείς
απ’ το βαθύ αιώνιο ύπνο τους
και μια μουσική από αισθήματα
ξεχειλίζει ως τα πέρατα του ορίζοντα
μια μουσική που πιάνεται όχι απ’ την ακοή
μα που ολόισια μες την καρδιά ηχεί
Τούτες τις μέρες της μεγάλης της συμπόνιας
θα κόψουμε με στοργή πανέμορφα λουλούδια
γι αυτούς που ένιωθαν τόσο αβάσταγα
τα γήινα δεσμό
Σαν τέτοιες μέρες με διάφανο ουρανό
θα κόψουμε με αισθήματα θερμά
πανέμορφα λουλούδια
από τους κήπους του απέραντου κοσμικού χώρου
να τα προσφέρουμε σαν ένα ευχαριστώ
σ’ αυτούς που είχαν το προνόμιο του πόνου
Η ΣΙΔΗΡΑ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Είν’ ο καιρός που έλαχε σε μας
αλλόκοτος σκληρός πρωτοφανήσιμος
λες κι ήρθε έρποντας στα κρυφά
καλυμμένος μ’ ολομέταξο μανδύα χρυσοποίκιλτο
Καταμεσής στ’ αφώτιστά μας χρόνια τα σκληρά
περιφέρεται σε φαρδιές λεωφόρους απαστράπτουσες
μιας υλικής ευημερίας αμύθητης
και μιας ανθρώπινης μιζέριας ανεκδιήγητης
Ο λόγος του έχει πολλαπλές απόψεις
το πρόσωπό του ένα πλήθος όψεις
κι αν τύχει κάποια μέρα ή κάπου
λίγη χαρά
αφρούρητη κι αυτή
αφημένη στη διάθεση του πρώτου
που την ήθελε ορεκτεί
Η αφάνταστη δύναμη της ύλης
η τεράστια επιβολή
να βρεις πού έγκειται είν’ δύσκολο πολύ
κι ας είναι όλα γύρω της επιφανειακά
κι ολότελα αβαθή
Κι ούτε θα το πίστευε κανείς
καθώς μας βλέπει χωρίς καμιά απαντοχή
μέσα σε πάμφωτες πολιτείες να ευημερούμε
Κι ούτε θα το πίστευε κανείς
πως προχωρούμε
ίδια τυφλοί
μέσα σε διάτρητες από οδύνη πολιτείες
κι ερημιές της γης
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
Είν’ βέβαια φανερή η επιχειρηματολογία τους η ευφυής
και μια ευμετάβολη διάθεση στο κάθε τι
ενώ οι ίδιοι έχουν για καλά εδραιωθεί
με εκδηλώσεις διπλωματικές δηλώσεις
και άλλα παρεμφερή …
Έστω κι αν τους κυνηγάει από καιρό
κείνο το βλέμμα των παιδιών το άτολμα δεητικό
αυτοί σε ναούς αμύθητης οικοδομικής τέχνης
αρέσκονται να διαπραγματεύονται με θέρμη
και σε συνόδους οικουμενικές
με αφελείς λεπτομέρειες ανθρωπομορφικές
εξονυχισμένες προσεκτικά και λεπτόλογα
να δικαιολογούν χωρίς καμία τύψη
γενοκτονίες εγκλήματα καταστροφές
και αθωώνονται με την κοντόθωρη
ανθρώπινή τους κρίση
Ίσως καμιά φορά να τύχει
ν’ αφουγκραστούν ένα στιγμιαίο βουητό
κάτι σαν μια κομμένη φωνή
κάτι σαν ανθρώπινο λυγμό
κάτι σαν εφιάλτη ή σαν κραυγή
υπόκωφη και μόλις ακουστή
κι ίσως σταθούν τα γυάλινά τους μάτια τ’ αδάκρυτα
για μια στιγμή να δουν
Όμως συνέρχονται αμέσως στο λεπτό
πατούν γερά στη γη
άλλωστε ζούμε σ’ έναν κόσμο ηλεκτρονικό
γι’ αυτό και επιλαμβάνονται το κάθε τι
με το remote control
πατούν ένα κουμπί
κι αυτό είν’ όλο κι όλο
οι άνθρωποι γι αυτούς
είναι μονάχα αριθμοί
ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΠΤΟΛΕΜΑΪΚΟΙ
Η προϊστορία κι ακόμα κι η δίκη μας εποχή
είχανε κυριολεκτικά εντυπωσιαστεί
απ’ τον ασταμάτητο ‘κείνο ερχομό
των υψηλών ιδεωδών
πότε με τη μορφή του έρωτα για ελευθερία
άλλοτε με τη μορφή ένθεου αγώνα για ανθρωπισμό
και καλοσύνη
ή με τη μορφή πυρωμένης πανανθρώπινης φωνής
για δικαιοσύνη
Ωστόσο οι άνθρωποι έχουμε παραμείνει πτολεμαϊκοί
κι οι διακριβώσεις κι οι ερμηνείες μας ελλιπείς
κι όλα εκείνα τα αιτήματα τα ηθικά
εξακολουθούμε να τα ονομάζουμε
ονείρατα ποιητικά
Όλα εκείνα τα «ψέματα» τα επαναλαμβανόμενα
σε μακρινές η μια απ’ την άλλη περιοχές
όλα εκείνα τα «ψέματα»
που τα υπερασπίστηκαν κάποιοι με αίματα
τα επαναλαμβανόμενα από άσχετες προς άλληλες εποχές
έμειναν ανερμήνευτα κι ασαφή
Αργά και που ωστόσο φτάνουν ωσάν ηχήσεις
στα αδύναμό μας αισθητήρια τα ατελή
φευγαλέοι αδιάγνωστοι αντίλαλοι δειλοί
μα ποιος μπορεί όλα αυτά να τα εξηγήσει;
Κάποια μακαρισμένη ανθρώπινη τύχη
που την τραγουδούν κάθ’ εποχής οι θρύλοι
λέει πως τάχα
ούτε η παραμικρή ασκήμια δε θ’ αντέχει
αντικρύ στον κατακλυσμό ομορφιάς
που αργά ή γρήγορα
μάς απαντέχει
ΘΑΝΑΤΟΣ Η ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ;
Όχι δεν τελειώνει το παν εκεί
μονάχα κλείνει αυτός εδώ ο θορυβώδης κύκλος
μα ο άλλος θα ‘ναι υψηλότερα
κι ακόμα εκεί θα ‘ναι ωραιότερα
γιατί έτσι έχει ετοιμαστεί
Κι εμείς καθώς θα προχωράμε χωρίς κόπο
με τη συναισθηματική μονάχα έλξη
την αγάπη
δίχως καμιά ως τότε ακόμα ένδειξη
αλήθειας η απάτης
θ’ αρχίσουμε απαλά να βιώνουμε
έναν καινούργιο εξαίσιο τρόπο
μιας άκοπης κι αβίαστης και θαρραλέας συνδιαλλαγής
με την προσέγγιση αυτού του επιφαινόμενου «τέλους»
Θα διερχόμαστε μέσα από πέπλα υπερκόσμιας αυγής
δίχως τη συνοδεία οπτασίας άνοιξης ή θέρους
Μια υπερκόσμια αταραξία θα ‘ναι διάχυτη παντού
ανάμεσα στην άβυσσο των χρονικών διαστημάτων
των επαλλήλων στις σφαίρες τ’ ουρανού
Θα υπάρχουνε εδώ απάνω
οι μεγάλες κι άγνωστες ως τα τώρα σε μας αιτίες
ολωνών των θαυμαστών πραγμάτων
Εδώ δε θα έχει διάκριση φυλής
κίτρινη μαύρη αρία
εδώ δε θα έχει ταξινόμηση χρόνου
η ένταξη σε θρησκεία
Εδώ όλες τους οι άξιες εκείνες μορφές
θα ‘ναι πια ελεύθερες απ’ το κάθε τι που δένει
θ’ ανήκουνε στη μεγάλη πατρίδα
την οικουμένη
Θα ‘χουν ξεφύγει απ’ τη χρονικότητα
θ’ ανήκουν στη μεγάλη εποχή
την αιωνιότητα
Δε θα μπορεί να τις αγγίξει η έπαρση
του εφήμερου ούτε η μαγεία
Όλες τους οι άξιες εκείνες μορφές
θ” ανήκουνε στην κορυφαία ένταξη
την αθανασία
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Το βαθύ θεϊκό μυστήριο της ζωής
που μας παραμυθεύει ως τα πέρατα της γης
με τη δίψα του νου
και της καρδιάς τα φτερά
καθώς στέκεσαι εδώ
σε μια μεριά τ’ ουρανού
ζεις αδιάκοπα τη γέννηση αλλά και τη φθορά
με τη χιλιόχρονη αλληλοδιάδοχη των γενεών
που την κοιτάς αφηρημένα από καιρό
να σέρνεται με την επάλληλη αλλαγή
θανάτου και ζωής
μιας ζωής
ψεύτικης μονάχα
κι ενός θανάτου
επιφαινόμενου κι αυτού μονάχα
Διασχίζω την άβυσσο των χρόνων
με τη χαρακτηριστική ανεπάρκεια
της φτωχικής μου ανθρώπινης διάρκειας
που με πονά να το εκφραστώ και μόνο
Ωστόσο μια αδιάγνωστης υφής χαρά
αναδύεται
κι όσο ανερμήνευτη κι αν είναι απ’ το νου μου
τίποτα μα τίποτα δεν αποκλείεται
μες τα εξαίσια πλαίσια του Θεού μου
ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Είχε δίκαιο λοιπόν ο ποιητής
είχε δίκαιο λοιπόν στα όσα είχε πει
για το μεγάλο φράγμα λήθης
που ορθώνει ένα τείχος αμνησίας και λησμονιάς
και μας αφήνει έξω
απ’ την αλήθεια και την ομορφιά
Είχε δίκαιο λοιπόν ο ποιητής
όταν μας ιστορούσε για τους βράχους και τα δέντρα
και τη βουνοπλαγιά
πως μπορεί καμιά φορά
να ‘χουνε μια ζεστή ανθρώπινη καρδιά
Όταν μας έλεγε το παλιό ουρανόχρονο παραμύθι
πως ζούμε οι άνθρωποι απάνω σ’ έναν κόκκο από ρεβίθι
ριγμένο σε κάποια απόμερη γωνιά
της θεϊκής ακρογιαλιάς
Κι εμπιστευότανε σ’ όλους εμάς
τ’ ανεπίγνωστά του εκείνα μυστικά …
Ω! ας μην αποδοκιμάζουμε πια
τις ασύνετες και πάρωρες λαχτάρες της καρδιάς
είν’ υπαρκτοί οι μαρμαρωμένοι βασιλιάδες
Ω! ας μην αποδοκιμάζουμε πια
όσους τολμούν κι αστόχαστα αγνοούν
το νόμο της φθοράς
ΚΙ ΑΠΟΡΩ
Και λέει ο ποιητής :
«Αν ήταν να ξανάρχιζα
δε θα ‘θελα να λείψει
ούτ’ ένα δάκρυ απ’ όσα δάκρυσα
ούτε μια απ’ όσες ήπια θλίψη»
Κι ακούς τα ίδια παρακεί :
-Αν ήταν να ‘χα άλλη ζωή
δε θ’ άλλαζα ούτε ένα γιώτα
απ’ όσα έχω πει
-Αν ήταν να ξαναζούσα
και θέλω να με πιστέψεις
τα όσα έχω πάθει
για την ίδια Μούσα
θα τα ξανάκανα και πάλι
ολισθήματα επιτεύξεις
χαρές συνήθειες πάθη
Και απορώ
κι εκπλήσσομαι με μένα
που ομολογώ
πως απ’ όλα όσα έζησα
ξανά να εμπειραθώ
δε θα ‘θελα κανένα
ΣΤΕΡΝΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ
Και που νόμιζα εγώ
πως η μοναξιά
δεν ήταν παρά
ένα συναίσθημα παιδικό
ολωσδιόλου παροδικό …
ΑΝ ΑΠΛΩΣΩ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ Μ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΩΣΕΙΣ ΤΗΣ… (1985)
ΑΝ ΑΠΛΩΣΩ…
Αν απλώσω τη σφαίρα της ψυχής μου
μ’ όλες τις πτυχώσεις της
μ’ όλο το περικάλυμμα της αίσθησής της
επιτέλους πόση έκταση
να εκλάβω αποκλειστικό έδαφος μου
πόσα μέρη είναι ακόμα βουβά
και δεν έχω καμιά γέφυρα γεγονότων
που να τα συνδέει.
ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Από το εσωτερικό της ψυχής
που δεν έχει πέρατα
ως την άκρη του κόσμου
αναδεύονται οι θεοί
όντα αυτοσυγκράτητα κι αυτάρκη
όλο ρώμη κι έρωτα.
Μονάχα οι κουρασμένοι δε θαυμάζουνε
και δεν αγαπούνε.
Η ΨΥΧΗ ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΕΙ
Όλοι οι μύθοι που με τόση χλιδή ειπώθηκαν
μαραίνονται
ενώ η ψυχή απλώνεται μέσα στο σύμπαν
κι ουρανοδρομεί
ο νους γίνεται άφωνος
και μια αδόκητη φωτοσυρμή
ξεχύνεται
και θαμπώνει τα μάτια.
Η ΜΟΙΡΑ ΜΑΣ
Να μη σταματάμε ποτέ
σ’ εκείνο που ορίσαμε
ζητούμε πάντα να το υπερπηδήσουμε
γιατί ποθούμε το άπειρο
από το ένα όριο στο άλλο
από τη μια μορφή στην άλλη
ενώ την ίδια στιγμή
βρισκόμαστε δεμένοι μ ένα σωρό ερεθίσματα ένυλα,
παραστάσεις, υλικές διαδικασίες
κι η ζωή μας ξετυλίγεται
μέσα στο διχασμό.
ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ
Συμβολική παράσταση είν’ η ζωή μας
με μια βαθύτατη ειρωνική απόχρωση
το έργο μοιάζει μ’ ένα τεράστιο δράμα
όλος ο κόσμος ξαναζεί μέσα σ’ αυτό
υπάρχουν πληροφορίες για ασήμαντα πράγματα
και λείπουν πληροφορίες για πολύ σημαντικά
μεγάλος σκηνοθέτης και πολύτεχνος παγιδευτής
είν’ η ζωή
παρουσιάζει δίβουλη όψη
χρειάζεται μια ιδιαίτερη τέχνη να τη διαβάσεις
τα πιο σημαντικά δεν τα λέει
τα υποδηλώνει με μια απόχρωση.
Ο ΙΜΕΡΟΣ
Ο ίμερος έλκει την ψυχή μακριά
ως εκεί που λάμπουν τ’ ουρανού τα φέγγη
για να ευδαιμονήσει
και καθώς έρχεται στο φως είναι κατάπληκτη
κι αναδεύεται μέσα από το αξεχώριστο βάθος του χρόνου.
Μα ο μύθος κρατάει κατάφωτο το μεγαλείο της
και μένει αδιάφορος
κι αναγελάει υπέροχα
κάθε προσπάθειά μας
να ιστορήσουμε το πρόσωπό της.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Είναι ιδίωμα της τέχνης του ποιητή
να πλάθει είδωλα
που αποπλανεύουν τον πόθο της ψυχής
και την παρηγορούν προσωρινά
με την αύρα του μύθου πτυχώνει τα νοήματα
με το δαιμονικό του έρωτα τ’ αναταράζει
και το ακούς αν κατέχεις τον τρόπο να αισθάνεσαι
η επιφάνεια αποπλανά μονάχα τον ανίδεο
γιατί πέρα από κάθε απτή παράσταση
μοχθεί ο ποιητής να πλαστουργήσει με τέχνη τις ιδέες
και τις υφαίνει με τη μαγεία
τις στεφανώνει μ’ ένα πλοκάδι εικόνες
απλώνει απάνω τους ανάλαφρο πέπλο
μεγαλώνει το βάθος των πραγμάτων
κι έπειτα επανέρχεται και παραμένει
στην ανέχεια και στην απορία
που αυλακώνει βαθιά την ψυχή του.
ΑΓΑΠΗΣΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ
Από κάποια καλή της μοίρα
τάχθηκε να πασκίζει ασίγαστα η ψυχή
ν’ απομεριάζει τα φαινόμενα
για ν’ ανοίξει το δρόμο της και να περάσει
επειδή αγάπησε πιο πολύ την αρετή
από την ηδονή και την άλλη τρυφή
κι ενώ ροδίζει μέσα της η αυγή της ιδέας
αποδιώχνει τη χλομάδα της άσαρκης σκέψης
κι όλο τον κάματο
και σβήνει θαρρείς τα ίχνη του πόνου
καθώς αλαργεύει γύρω το απόφεγγο της λάμψης της.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΒΙΟΣ
Ο δρόμος της ψυχής
προσωπικός και κατάκλειστος
ο δρόμος της ψυχής
προσωπικό μονοπάτι
απάτητο ως τα τώρα από άλλη ψυχή
εσωτερικό βιος κλειστό κι άγνωστο
αναβλύζει δαιμονική ζωή
δεν είν’ εδώ αδιάφορα
τα εσωτερικά ακροάσματα
είναι καλωσόριστα
κι ο άνθρωπος ευφραίνεται ν’ ακούει.
ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Έχω πιάσει μες’ από βλέμματα
κάποια σιωπηλά μιλήματα
έχω πιάσει μέσ’ απ’ ανεπαίσθητα χαμόγελα
μέσα από αδιάφορες δήθεν κινήσεις
μέσα από κρυφά δάκρυα
έχω πιάσει κάποια νεύματα της ψυχής
κάποιες φευγαλέες αποχρώσεις
κάποιες βουβές κραυγές
έχω δει μέσα από μυστικά παράθυρα της ψυχής
κάποια βουβά μηνύματα
και τα μεταφέρω στην καρδιά μου
μ’ αγάπη και πόνο
και τ’ ανασύρω απ ’την καρδιά μου
μ’ αγάπη και πόνο.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥΣΗΜΑΝΤΟ
Είν’ ένα χρέος που κελεύει την ψυχή
για την αρετή
για την ανάβασή της ως την πρώτη πηγή της ομορφιάς
το αγώνισμα τούτο της ψυχής·
όμως ενεδρεύει πάντα ο χρόνος
με τ’ απατηλά του πλάσματα, με τις αποχρώσεις του
με τα είδωλα της ομορφιάς και με τις επιθυμίες,
με τις γνώμες και τους πόθους
μ’ όλα τούτα που πλανεύουν την ψυχή
με την ελαφράδα τους
και σκεπάζουν τη θέα της ιδέας
με τα ωριόφαντα πλάσματά τους
και μας δουλώνουν
με μια μυθική απόχρωση ονείρου
γεμίζοντάς μας με έρωτες, επιθυμίες και φόβους
που μας κάνουν να ξεχνάμε
πως τίποτα δεν είναι τόσο πολυσήμαντο
όσο η ψυχή.
Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Ο έρωτας
όλος ευδαιμονία και φως
αναδεύεται σαν μορφή
μέσα στην αιωνιότητα της στιγμής
κι αναπαύεται
μέσα στον κόλπο της πρώτης αρχής
κρατάει τώρα ένθερμα
ολόμεστο το πλήρωμά του
κι ακρόθιγα αγγίζει τα πράγματα
μέσα στην ανύπνωτη παρουσία του τώρα.
ΠΟΙΟΣ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙ;
Ποιος εποπτεύει επιτέλους
μέσα από του άνθρωπο
δίχως καμιά τοπική ιδιότητα
δίχως καμιά ιδιότητα χρόνου
με μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγει
απ’ τη λησμονιά;
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΛΗΘΗ
Δεν έχουμε συνείδηση, έχουμε απλώς ζωή
μια έμφυτη σχέση με τα πράγματα
μας περικλείει
και παρακολουθούμε
τα άπειρα ενοχλήματα του έξω κόσμου
τα κενά που δημιουργήθηκαν για λόγους τυχαίους.
Δε χρειάζεται να το συλλογιστείτε
έχουμε την πιο μεγάλη μνήμη
έχουμε την πιο μεγάλη λήθη.
ΔΙΠΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Για να συνθέσεις την κωμωδία και την τραγωδία της ζωής
γίνεσαι διπρόσωπος, αινιγματικός,
με το’ να πρόσωπο καταφάσκεις τη ζωή
με τ’ άλλο κατανεύεις προς το θάνατο
για να δώσεις το αιώνιο πρόσωπό της
γίνεσαι ποιητής
και καθώς η ζωή δεν είναι μονοσήμαντη
προβάλλεις απ’ εδώ έτσι
κι από κει αλλιώς
μα ποτέ δεν αγγίζεις
το τελικό ευδαιμόνισμα που αποζητάς.
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Η ψυχή μας που κομματιάζεται
μέσα στις στιγμές του χρόνου
με τα πάθη της, με τις αισθήσεις της
είχε κάποτε μια ανώτερη μοίρα
ήταν κάποτε ολάκερη
αμοίραστη απ’ το χρόνο-
της απέμεινε τώρα ο έρωτας
να ξαιθαλίζει τη θράκα της αιωνιότητας
να έλκει όλα τα συντρίμμια της ομορφιάς-
της απέμεινε τώρα ο έρωτας
να ανασύρει με πόνο
μέσα από την τέφρα του χρόνου
την ανάμνηση.
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ
Αν όλα τ’ άλλα έρχονται και παρέρχονται
η υπόσταση της ψυχής μένει αναλλοίωτη
είναι το ατάραχο βάθος της
είναι η ανειρήνευτη αναζήτησή της
που ανασταίνει δίπλα της
το χάρισμα της αγρυπνίας.
ΤΟ ΥΦΑΣΜΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ ΜΑΣ
Κτίζουμε το χρόνο
που μέσα του υπάρχουμε
μ’ όλο εκείνο το ύφασμα
γύρω από το εγώ μας
νοήματα, συναισθήματα
παραστάσεις, γνώσεις, κρίσεις
εκάστοτε με διαφορετική ένταση
ή διαφορετικό βαθμό ωριμότητας
και παρασυρόμαστε και υπερεκτιμούμε
ανίδεοι για το διχασμό μας.
ΤΟ ΜΥΡΙΟΜΟΡΦΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΜΑΣ
Όσο κι αν θέλουμε
να κλείσουμε την αίσθηση έξω
που πάει να υπονομεύσει την αλήθεια
η μοίρα μας είναι
να κλωθογυρίζουμε γύρωθε
χωρίς να χουμε ποτέ τη δύναμη ν’ αγγίξουμε
μήτε να ορίσουμε τίποτε
μήτε στο νου μας να δέσουμε ·
το εγώ κυλάει αδιάκοπα
από φαινόμενο σε φαινόμενο
κι ό,τι λέμε πραγματικότητα
δεν είναι τίποτε άλλο
παρά το μυριόμορφο πέρασμά μας
μέσα από τα φαινόμενα.
ΜΥΗΣΗ
Στις ήσυχες ομιλίες με το ισκιόφωτο του μυστηρίου
άνοιγε την ψυχή με μια πρωτόφαντη τέχνη
η κυκλική κίνηση του λόγου
κι ανασπίθιζε το λευτέρωμα του πνεύματος
καθώς ο λόγος έβγαινε όλος λιτότητα
κι επιβαλλόταν μονάχα με τον εσωτερικό του ειρμό
ενώ τα μάτια ήταν γεμάτα θαυμασμό και δέος
απ’ τη φεγγοβολή της ψυχής.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΚΡΑΤΗ
Το απόφωνο των παθών του πλήθους
έφτανε ως μέσα στην ψυχή
κι αυτός μονάχα είχε τα μάτια του ριγμένα
και προς το μέλλον και προς το παρελθόν
κι έχυνα δάκρυα εξαιτίας των λόγων του·
ούτε αναταραζόταν η ψυχή μου ούτε αγανακτούσε
ανείπωτη ήταν η ακτινοβολία του
και με προσείλκυε η γοητεία της λιτότητάς του
όλη η κλειστή πυράδα της ψυχής του
και με σίμωνε στις θύρες της ποίησης.
Ο ΜΥΘΟΣ
Μ’ όλη την πλαστική δύναμή του
μ’ όλη τη δυνατή φαντασμαγορία του
όσο πλούσια κι αν είναι τα σύμβολά του
δε χωράει μέσα του
το ξεχείλισμα της αλήθειας
ούτε μεταλλάζει τον έρωτα της ψυχής.
ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Δεν είναι μήτε απλό παιχνίδι
μήτε εικόνες με χρώματα
έχουν ομορφιά από μέσα τους
θαμπά φωτίζουν το όραμα της ιδέας
νιώθεις να τους συντροφιάζει κάποια σκηνοθεσία
είναι βαθυσήμαντοι, πυκνοί
μα όσο πολυμήχανα και να τους ερμηνέψεις
δε θ’ αποτρυγήσεις ποτέ όλο το νόημά τους.
ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΟ
Με τα μάτια της ψυχής
με την κρυμμένη λαμπεράδα τους
είναι μεγάλη η γοητεία
να παρακολουθεί κανείς
τα πρώτα μεγάλα ακροάσματα
που κρατήθηκαν με τον έρωτα
σε εσωτερική σχέση
με την πηγή τους ·
κατόρθωμα πρωτάκουστο
αζύγωτο από το λογισμό
που φέρνει τα όντα ως τη δέση τους.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΑΡΜΟΙ
Ούτε τη χρονικότητα
μήτε την αιωνιότητα
πρέπει να λησμονούμε
γιατί αλλιώς γινόμαστε λειψοί
είμαστε οι αρμοί
που δένουμε το χρόνο
με την αιωνιότητα.
ΑΤΙΤΛΟ
Στέλλα, η μητέρα σου,
κάθε αυγή
ανθό τον ανθό πλάθει τη μορφή σου
γύρι τη γύρι
ντύνει την ψυχή σου
κύμα το κύμα
κτενίζει τα μαλλιά σου
Στέλλα, η μητέρα σου
την ώρα που ο ήλιος δύνει
ανταύγεια την ανταύγεια
συλλαβίζει τ’ όνομά σου
κλαδί το κλαδί
σ’ αγκαλιάζει
ευωδιά την ευωδιά
σ ανασαίνει
ευωδιά την ευωδιά
σε φιλά
κελάηδημα το κελάηδημα
σ’ αποκοιμίζει τρυφερά’
κι όλη τη νύχτα η καρδιά της
άγρυπνά τ’ όνειρό σου.
Στέλλα, η μητέρα σου
είναι φορές
που δεν μπορεί
να ψελλίσει τ’ όνομά σου.
ΠΟΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ
Ξέρω πως δε ρωτάς «γιατί»·
παρ’ όλ’ αυτά θα ‘θελα να ‘βλεπα
ποιες αποδείξεις
θα παρουσιάσει ο θεός
ποια επιχειρήματα θα επικαλεσθεί
σε ποια παραδείγματα θα ανατρέξει
σε ποιους ανθρώπους θ’ αναφερθεί
για να σε πείσει
πως άξιζε η ζωή.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ
Ο θάνατος απομεριάζει τις πληροφορίες,
τις απολαύσεις ή τους πόνους
που οι αισθήσεις προσφέρουν
ο θάνατος απομεριάζει
όλα όσα προσφέρει η δόκηση
μα δεν έχει τη δύναμη
να καταργήσει την ηθική αξία
μήτε και καμιά άλλη αρετή της ζωής.
ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Το να πεθαίνει κανείς
δεν μπορεί να σημαίνει κάτι κακό
κι ο θάνατος έρχεται απ’ την καλοσύνη των θεών.
Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Οι θεοί δε λησμονούν
γιατί δεν έχουν παρελθόν
με την ειρωνεία φανερώνουν και σκεπάζουν
ταυτόχρονα κάτι.
ΟΙ ΔΥΟ ΧΟΡΔΕΣ
Μήτε κι εδώ, όπου έχεις απέναντι σου το θάνατο
μήτε κι εδώ, δεν έχει αποκοιμηθεί μέσα σου ο έρως
για τη ζωή και το πλήρωμά της
κι είν’ ένας τρόπος κι αυτός να ζεις το θάνατο.
Ο θάνατος είναι όπως κι ο έρωτας
ένας συντροφευτής της ζωής
ο θάνατος κι ο έρωτας
οι δυο χορδές της αιώνιας λύρας
που παίζει ο Θεός.
ΔΙΠΤΥΧΟ
Μήτε με τον έρωτα μήτε με το θάνατο
βλέπουμε ολόκληρο το πρόσωπο της ζωής·
πρέπει να ενώσουμε τη μια εικόνα με την άλλη
και μέσα στο δίπτυχο τούτο ιστόρημα
να συλλάβουμε την αιώνια ειδή της.
Η ΨΥΧΗ ΚΟΙΝΩΝΑΕΙ ΜΕ ΤΗ ΔΡΟΣΟ
Στ ’ απόμερα κι απόσιγα τοπία του Πάνα
η ψυχή κοινωνάει με τη δρόσο των θεών
ξαναβρίσκει την αρχέτυπη μορφή της
κι είναι καταντικρύ της
ολάκερη η θέα της ζωής
δίχως απαλοσύνη, όλο πυκνότητα
μα οι φθόγγοι που προφέρει
είναι καθαροί και ένθερμοι
κι ανεβαίνουν κατάστηθα
τον Όλυμπο της σκέψης.
ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΔΥΝΑΜΗ
Η ψυχή δεν είχε από πριν μέσα της ζήσει
την αυτόμοχθη πορεία της·
άπλωσε και περίζωσε κατάμεστο γύρω της
το πλήρωμά της
που ραψωδικά είχε συλλέξει
με τη δαιμόνια δύναμη τον έρωτα
που συγκλονιστικά ζει μέσα της··
τον έρωτα
που συγκλονιστικά σπρώχνει την ψυχή
προς το Θεό της.
ΠΑΛΙΑ ΔΟΞΑΣΙΑ
Τ’ ανθρώπινα πράγματα
είναι πολύ αβέβαια.
Το πεπρωμένο είν’ ο πραγματικός κύριος
παρά το μυθικό του ύφος
κι οι θεοί ακόμη λυγίζουν κάτω απ’ τη δύναμή του.
Για ν’ αποτρέψεις το φθονερό πεπρωμένο
να φοβάσαι τις μεγάλες ευτυχίες
τις υπέρμετρες φιλοδοξίες-
κάτεχε τη μέτρια γνώμη.
Φυλάξου απ’ την υπέρμετρη ευτυχία
που γεννά την “ύβριν”.
ΑΠΟΞΕΝΑ ΜΕΓΕΘΗ
Τυφλά δεμένος ο άνθρωπος
μ’ απρόφερτο ως τα τώρα το πάθος του
ταλαιπωρείται με το τυχαίο πλήρωμά του
και την άλογη ακολουθία του
που πάσχισε να ξελύσει μέσα στην ψυχή
και που τόσο το συδαύλιζε η μοίρα του.
Ψυχή κι άνθρωπος
κατάντησαν απόξενα μεγέθη
τραγικό σύμβολο το εγώ
κι όλο αναδιπλώνεται προς τα μέσα
και δοκιμάζει να πιαστεί
και ποτέ δε βλέπει να υπάρχει δρόμος
ολωσδιόλου αζύγωτο το απόλυτο
κι η μοίρα του, να παραμένει
ιδιοβάσιστο στη γνώμη του.
ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ
Η αίγλη του ύφους
μ’ όλη εκείνη την εσωτερική
και εξωτερική βοστρύχωση του λόγου
ο πλούτος των συμβόλων
η ιεροτελεστική σκηνοθεσία
αποσιωπούν τις επίφοβες τάσεις
μα δεν αποκρύβουν την ένδεια της ψυχής.
ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ
Οι σοφιστές με την ανεύλαβη έκφραση
κυκλοφέρνουν ματαιόδοξα
με το λόγο πολύτροπο και πολύγνωμο
γοητεύουν τη νεότητα
της φαντάζουν πως θα της δώσουν την υπεροχή
και την κυριαρχία απάνω στους άλλους
και τη ρίχνουν στην εριστική
παίζουν με τη γλώσσα και το μύθο
ξεθεμελιώνουν όλα και σκορπίζουν παντού την αμφιβολία
όμως όσο κι αν σαγηνεύουν τον νέο
δεν είναι τυχαίο το γεγονός
πως ποτέ δεν μπόρεσαν να του κερδίσουν την ψυχή.
Ο ΕΡΩΤΑΣ
Δεν είναι παρά ο πόνος της ψυχής
για τον ανειρήνευτο διχασμό της.
Δεν είναι παρά ο ολκός της ψυχής
από το διχασμό στην ενότητά της.
Πανηγυρικά τ’ ομολογεί.
ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
Ο έρωτας αντιμάχεται το θάνατο
κι ο θάνατος τον έρωτα
η ζωή λαμπρύνεται με τον έρωτα
μα δε βρίσκει αναπαμό
καμιά μορφή
καμιά γήινη χαρά
δεν προσαράζει τη ζωή
στο πέλαγος της αιώνιας ομορφιάς.
ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΙ
Η ιστορία των πρώτων μου χρόνων
οι σκιές της κι ο φόβος
προπορεύονται σε κάθε μου βήμα
παραμονεύουν
μου υποσκάπτουν το έδαφος
ενεδρεύουν τις ελπίδες μου
υπονομεύουν την καρδιά μου
επικρέμανται…
αιωρούνται….
ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΚΙ ΕΚΛΑΙΓΑ
ΚΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΑΝΙΔΕΗ
Όταν έμπαινα στην τροχιά της μοίρας μου
πυρακτωμένο μαχαίρι δίστομο
έτεμνε την ψυχή μου.
Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΖΩΗ
Οι αρμοί των σκέψεων
η ανάσα της καρδιάς
το κορμί, η υφή της ψυχής
όλ’ αυτά που η ζωή συνέτριψε
κι εξόντωσε
κι εισήλασε μέσα τους
νικήτρια.
ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΣΩΘΟΥΜΕ
Μ’ όλη την αξιοπρέπειά μας
πόσες φορές προσποιούμαστε
πως δεν καταλαβαίνουμε
για να περισωθούμε
πόσες φορές
υποκρινόμαστε το βλάκα
για να επιζήσουμε
πόσες φορές προσποιούμαστε πως δε νιώθουμε
για να μην καταρρεύσουμε.
ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ
Πατάς το κουμπί
σε χρόνο δευτερόλεπτων
σταματά στον όροφό σου
κι εισέρχεσαι στο τετράγωνο κουτί
όπου ήδη παρευρίσκονται οι άλλου
η κατάβαση αρχίζει
τοποθετείς όσο πιο γίνεται αθόρυβα
τα πόδια σου, τα χέρια σου, το κεφάλι σου
συρρικνώνεις τις σκέψεις σου
συρρικνώνεις το κορμί σου
κι απομένει το βλέμμα σου
να προσπαθείς να το τοποθετήσεις
στο κενό.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Πάντα απροσδόκητοι, συναρπαστικοί
σε λεηλατούν, σε γοητεύουν
ή σε απογοητεύουν
ανεξήγητοι, ανεξάντλητοι
ανεκδιήγητοι
τα αισθήματά τους, τα όνειρά τους
οι λαχτάρες κι οι σκέψεις τους
μοιάζουν με σκεπασμένο γεμάτο καλάθι
πολυπρόσωποι
πολυσήμαντοι, πολυμήχανοι
πολυδάπανοι, πολυδιάστατοι
το πιο ενδιαφέρον μέρος της ζωής
το πιο επικίνδυνο
το πιο ανεξιχνίαστο.
Δε βαριέσαι
ίσως και το πιο πληχτικό.
ΤΑ «ΠΡΕΠΕΙ»
Τα διάφορα «πρέπει»
που περιστοιχίζουν τα αισθήματά μας
οι διάφοροι λογικοί συλλογισμοί
που διαγράφουν τα πλαίσια
όπου μέσα τους
ασφυκτιά η ζωή μας.
ΠΡΟΜΕΛΕΤΟΥΜΕ
Και νουθετούμε τα παιδιά μας
και συγκατανεύουν και συλλογίζονται
και υπόσχονται και προσπαθούν
κι από κοινού προγραμματίζουμε
κι από κοινού προμελετούμε
προδιαγράφουμε…
και παρακάτω ενεδρεύουν τα ένστιχτα
και παρακάτω ενεδρεύει το υποσυνείδητο
και παρακάτω ενεδρεύουν τα γονίδια μέσα στα χρωματοσώματα
και στο βάθος μια αθέατη γραμμή
που φέρει τ’ όνομα αστάθμητοι παράγοντες.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΥΓΕΝΕΙΑ
Είναι άνθισμα χωρίς ρίζα
κι η μέθη από το άρωμα του ανθίσματος ανύπαρκτη
δεν αγγίζει την ψυχή
θυμίζει τη μαλθακότητα εκείνη
που έχουν οι μορφές των αγγείων της μετακλασικής εποχής
που ήταν αγύμναστοι στους πόνους
και ξένοι προς την αρετή.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Δεν είναι σχήμα
ούτε έτοιμος καρπός .
κι αποθαρρεύει κείνον πού ‘ρχεται
για να θερίσει γνώσεις
να τις θημωνιάσει μέσα στην ψυχή του
κι αποθαρρεύει κείνον πού ‘ρχεται να γοητευθεί
από τα ωριόφαντα πλάσματα του νου
και τα κατάφωτα πρόσωπά τους
και να δουλωθεί σ’ αυτά.
Δε βαριέσαι,
μας είπαν ο καθένας τους κι από ένα παραμύθι
σαν εμείς οι άλλοι να είμαστε παιδιά.
ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Όσο η ψυχή είναι χυμένη
μέσα στη βουή των αισθήσεων
όσο η ψυχή αντλεί απ’ εδώ τα κριτήριά της
δεν μπορεί μήτε αρετή ν’ αποκτήσει
μήτε λογισμό
θαμπώνεται από ομορφιές
έλκεται από αλήθειες
μα γρήγορα πρέπει ν’ αποκοπεί από τα είδωλα
γιατί αν συχνάζει σ’ αυτά
γιατί αν δεν ξεφύγει
από τον ανόητο αχό της ζωής
δε θα δει ποτέ την ιδέα
που βρίσκεται πέρα από την ψυχή
και τη μοίρα της.
ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ
Πέρα απ’ τη φρονιμάδα και την αφροσύνη των ανθρώπων
πέρα από την ασύνειδη ορμή τους
ένας διάχυτος έρωτας μέσα στο είναι
ανοίγει και βαθαίνει αδιάκοπα την προοπτική της ψυχής
ένας διάχυτος έρωτας
σαν ένα σταμάτημα
μέσα στον απέραντο δρόμο του μόχθου
σαν ένα ησύχασμα, σαν ένας μύθος
νοιώθεις πρωτόφαντη ελαφράδα
ένα αναπάντεχο αναπαμό
χυτός κι ολοσύνεχος διάλογος
μια κατάστερη ευκρασία λόγου
ανοίγει την ψυχή
και την οδηγεί στη μύηση
για τ’ ανθρώπινα πράγματα
κι απάνωθέ τους πλαστικά
ιχνογραφεί το πεπρωμένο.
ΟΠΩΣ Τ’ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Γνωρίζαμε απ’ την αρχή
πως τ’ αντικείμενα
δεν επιδέχονται στο βάθος τους
τη λογική μας διείσδυση
αλλά κι η διαπίστωση αυτή
δε μεταβάλλει τίποτε.
Εμείς μένουμε πραγματικά έξω
μένουμε όπως τ’ αντικείμενα
στο τέρμα των γεγονότων.
ΕΥΛΟΓΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΨΙΑ
Χωρίς καμιά ψυχική αφετηρία
με μια ολωσδιόλου ξένη ιδιοτυπία στην υφή
εμφανίζεται η μνήμη με το παρελθόν της
και μας αιφνιδιάζει
κι αναστέλλουμε
επειδή εύλογα έχουμε την υποψία
για όλες εκείνες τις γέφυρες
που πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο.
ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Υποσυνείδητο, επιθυμίες, ένστιχτα
φαντασία, συναισθήματα, πόθοι
όνειρα και συμπλέγματα
όλη αυτή η πολύπτυχη υπόγεια τοπογραφία
της ψυχής.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Η ψυχή κατάντησε ένα ασυνάρτητο άθροισμα
από δεδομένα της όρασης, της ακοής, της αφής
των συναισθημάτων
κι έχασε τα χνάρια του θεού της
μαζεύτηκε στον πυρήνα της
και στοχάζεται τη μοναξιά της.
Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΟΔΕΥΕΙ ΠΙΣΩ ΜΑΣ
Μας χρειάζονται λόγοι και πειθώ
για να αποκρύβουμε περίτεχνα το πρόσωπό μας.
Ενώ η ειρωνεία οδεύει πίσω μας
δεν τη νοιώθουμε
κι ούτε κοντοκρατεί το βηματισμό μας
κι ούτε θρυμματίζει την έπαρσή μας.
ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΣΥΓΧΥΣΕΙΣ
Συμβαίνει να γίνεται λόγος
για τις παντός είδους συγχύσεις
μα κανείς δεν μπορεί να μας προφυλάξει απ’ αυτές
και δυσπιστούμε στους γενικούς ορισμούς
κι αφαιρούμε τα παραθετικά απ’ τα αισθήματά μας
και δεν ξέρουμε
κι αναζητούμε
ποια μέθοδος θα μας πάει εγγύτερα
επειδή από κάθε άποψη
έχουμε περιέλθει σε αμηχανία.
Σ’ ΕΝΑΝ ΑΝΘΟ
Όλοι οι χυμοί της ζωής
μέσα σ’ έναν ανθό
όπου λόγος και μύθος
υφαίνονται τόσο στενά
και κανένας λογισμός δεν μπορεί
να μας αποκαλύψει το μυστικό του.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
Η αγάπη
έγινε άγρυπνη στόχαση
κι η απαλοσύνη της
χύνει, θαρρείς, τον ίμερο της ψυχής
πάνω στα πράγματα
τη νοιώθεις να ρέει χωρίς θόρυβο
μ όλα τα πολυώνυμα πλάσματά της
κι ανοίγει τη θύρα
που ήταν κατάφραχτη.
Ο κόσμος δεν έγινε ποτέ
ο κόσμος γίνεται πάντα.
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΙ ΜΥΣΤΙΚΟΠΑΘΟΣ ΠΑΛΜΟΣ
Ο νους με το λόγο του
κρατάει τον έρωτα της ψυχής
για να μη γίνει μυστικόπαθος παλμός
και βυθίσει τα πράγματα
και το ίδιο της το είναι
μέσα στο μηδέν.
ΑΝΑΤΑΣΗ
Πρόκειται γι αυτή την επικείμενη
αδιόρατη εργασία
που βέβαια είναι τόσο πολύτιμη
όσο κι ανεξιχνίαστη
που αναδύεται απ’ το βάθος
της συνείδησής μας.
ΠΟΛΥΣΥΝΘΕΤΟ ΣΥΝΟΛΟ
Το πολυσύνθετο σύνολο που φέρω μέσα μου
δεν αποτελεί ποτέ μια επιφάνεια
δε φωτίζεται ποτέ ισοδύναμα.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΜΕΝΟΙ
Μένουμε πάντα εξωτερικά πληροφορημένοι
μέσα σε μια σφαίρα αβέβαιης γνώμης
μ’ ένα ασυνάρτητο υλικό από γεγονότα
λογικώς αδιάφορα.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Οι λέξεις είν’ ένα νεύμα
το ποίημα το νιώθει μόνο εκείνος
που έμαθε από πριν να αιχμαλωτίζει το νεύμα
με την ψυχή του.
ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ
Μια μυσταγωγία απρόσιτη ολωσδιόλου στο πλήθος
τελετουργείται
μέσα του γυρισμένος ο ποιητής λογίζεται
μυθολογεί, μαντεύει
γίνεται ο φανερωτής του κόσμου του νοητού
γύρω απ’ την ψυχή του κλώθει θαυμαστό μυθολόγημα
δεν αρνιέται τη ζωή ούτε αποτάζεται τη χαρά της
παρακολουθεί το βαρύ απόφωνο
από το βουητό που γίνεται μέσα στις αισθήσεις του
αλλά την ίδια στιγμή συδαυλίζεται από την αρετή
έλκεται από την αλήθεια
και ποθεί ν’ αποκοπεί απ’ τα είδωλα
ν’ απομεριάσει όλα τα σκύβαλα της θνητής φλυαρίας
και να σταθεί καταντικρύ στις κατάφωτες θέες
της ιδέας.
ΠΩΣ ΕΝΕΠΙΣΤΕΥΘΕΙΣ …
Πώς τολμάς να μπαίνεις
μέσα στην ψυχή του άλλου;
πώς διανοείσαι κι αποπειράσαι;
με τίνος την άδεια;
Είπες της αγάπης.
Έτσι απλό το θεωρείς
έτσι απλό κι ανώδυνο
σαν περίπατο στο δάσος
και δε σε απέτρεψε το άγνωστο
και δεν ανέστειλε την εισδοχή σου
το ενδεχόμενο της οδύνης που θα προξενήσεις
και δε συγκρότησε την τόλμη σου
το ενδεχόμενο της οδύνης που θα υποστείς
πώς υπερτίμησες τις δυνάμεις σου
πώς ενεπιστεύθεις τον εαυτό σου
και δε φοβήθηκες το έρεβος της ψυχής;
και δε φοβήθηκες το έρεβος της αγάπης;
ΤΟ ΚΑΤΑΦΩΤΟ ΟΡΑΜΑ
Οι εικόνες κι οι μορφές που περνούν
τις θύρες των αισθήσεων μας αδιάκοπα
έχουν τόση λειψάδα
που ποτέ δε θα μπορέσουν να ξετοπίσουν
μέσ’ απ’ την ψυχή την ανέχεια
ποτέ δε θα μπορέσουν να ξετοπίσουν
τον πόνο για το κατάφωτο όραμα
που φέρνει η ψυχή στη μνήμη της
αχνόφεγγα.
Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΛΥΣΗ
Την πλοκή και την πτύχωση
που μέλλει να πάρει η ζωή μας
δεν μπορούμε να την εικάσουμε
κι αν κατά βάθος αργοκίνητα αλλάζει
εύκολο δεν είναι να σπουδάσει κανείς τη μετάπλασή της
κι όσο κι αν παρακολουθήσει το πολυκίνητο σάλεμα της ψυχής
η μακρινή λύση δεν προσημαίνεται.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΝΑ ΑΘΕΑΤΟΣ
Μετά την καταιγίδα
όταν ησυχάζουν όλοι
κι αρχίζουν να επιδίδονται
στις καθημερινές μικρές χαρές ανέμελα
δίχως περίσκεψη ή τύψεις
ο ποιητής εξακολουθεί να πονά αθέατος.
ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΝ’ ΑΠΟΠΛΑΝΕΜΑ
Ονομάζουμε τον αέρα Ουρανό
σαν αυτός να ήταν ο Ουρανός
που μέσα του πορεύονται τ’ άστρα.
ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΩΡΑΣ
Θα πρέπει τώρα ν’ αναπροσαρμόσουμε
και τις αϋπνίες μας.
Ποιήματα II, 1975
ΕΝ ΚΥΠΡΩ 1974 Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Το χτεσινό πρόσωπο
προσπαθεί ν’ αυτογνωρισθή σήμερα
ν’ αυτοβεβαιωθή ότι υπάρχει
εμπειρίες πυκνές
ποίημα οδυνηρό, αδούλευτο
αέναη αντίσταση
εσωτερική αναδίπλωση
συστολή,
εκείνο που λέγεται είναι βαρύ
δεν επιδέχεται διαχύσεις.
Όλο αναμένει ένα σήμα εξόδου
μια φωνή ανοικτή
παντού ενεδρεύει το ενδεχόμενο
όσο κι αν περπάτησαν
κατέχουν πάντα τη συνείδηση
πως δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει
ενεδρεύουν μνήμες
ενεδρεύουν ρωγμές
ενεδρεύουν…………..
Μετέωρα πλάσματα
ανάμεσα γης κι ουρανού
με την πόρτα ανοικτή στους ανέμους
πού φυσούν από παντού
ακατάσχετη έκφραση δράματος
την κάθε στιγμή
μέρα και νύχτα.
Μετασχηματίστηκαν οι πόλεις
μετασχηματίστηκαν οι αγροί
μετασχηματίστηκε η φυσιογνωμία.
Το καθημερινό αδιέξοδο
που ωθείται σε άλλο αδιέξοδο
κηρύγματα ενταφιασμένα στους κάμπους
να κοιμούνται μαζί με τους ήρωες
οικουμενική εκκρεμότης.
ΑΥΤΟΣ ΕΦΑ! ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ (2012)
(Οπισθόφυλλο)
Η φήμη του Πυθαγόρα μαζί με τη διδασκαλία του ταξίδευαν, ενώ ακόμη ζούσε, απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Θρυλείτο ότι ήταν προικισμένος με πλήθος προτερημάτων και ικανοτήτων. Άκουγε την αρμονία των ουρανίων σφαιρών. Έβλεπε και προφήτευε το μέλλον διά «των κληδόνων και οιωνών». Ποταμοί άλλα και αετοί υπάκουαν στο νεύμα του και τον χαιρετούσαν. Μπορούσε να θεάται την ίδια στιγμή δέκα έως είκοσι προγενέστερες εποχές. ‘Ομολογούσε ότι παρέλαβε τα διδάγματά του από
τον Θεό και η διδασκαλία του ήταν θεία αποκάλυψη. Είχε μεταβεί στον ‘Άδη και επέστρεψε εκ των νεκρών. ’Εκείνοι που τον γνώριζαν μιλούσαν για το φωτοστέφανο που περιέβαλλε το μεγαλειώδες κάλλος τού προσώπου του και για τον μαγνητισμό που εξέπεμπε. Αναφέρονταν στην ικανότητά του να συνομιλεί ταυτόχρονα με φίλους ή ομάδες μαθητών του πού βρίσκονταν σε διαφορετικά μέρη, σε διάφορες αποστάσεις, σε άλλες πόλεις. Μιλούσαν για την προς ίαση ικανότητά του, για τη δύναμή του προς την αλάθητη
προφητεία και για τον χρυσό μηρό. Τον είδαν να αιωρείται, να θεραπεύει ασθενείς και να ανασταίνει νεκρούς.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΩΦΩΣΗ (1995)
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΩΦΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ
By Willard J. Madsen
Μετάφραση Βέρας Κορφιώτη
Τι σημαίνει “ν’ ακούεις” ένα χέρι;
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις.
Πώς νιώθεις να είσαι ένα μικρά παιδί;
Σ’ ένα σχολείο, σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς ήχο
Με μια δασκάλα που μιλά και μιλά και μιλά …
Και όταν μετά επιτέλους έλθει κοντά σου
Περιμένει από σένα να ξέρεις τι έχει πει;
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Ή πάλιν όταν ο δάσκαλος νομίζει ότι για να σε κάνει έξυπνο
Πρέπει πρώτα να μάθεις πώς να μιλάς με τη φωνή σου
Και προσπαθεί με ακατανόητες χειρονομίες
Μπροστά από το πρόσωπό σου
Για ώρες και ώρες χωρίς υπομονή, χωρίς τέλος
Μέχρι που να έλθει σε σένα ένας ήχος
που μοιάζει τόσο αμυδρός …
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Τι σημαίνει να είσαι περίεργος;
Να διψάς για γνώση που να μπορείς να ονομάζεις δική σου
Με μια εσωτερική επιθυμία που σε καίει σαν φωτιά
Και ρωτάς έναν αδελφό, μια αδελφή ή ένα φίλο
Που σε ρωτά με τα μάτια κοιτάζοντάς σε
Κι έπειτα λέει “Δεν πειράζει”.
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Πώς νιώθεις να στέκεσαι σε μια γωνιά;
Χωρίς πραγματικά να έχεις κάνει τίποτε κακό
Εκτός από το να προσπαθείς να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου
Για να πεις σ’ ένα σιωπηλό παιδί που είναι όπως και συ κωφό
Μια σκέψη που έρχεται στο μυαλό σου εντελώς ξαφνικά.
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Πώς είναι να σου φωνάζουν δυνατά κατάμουτρα;
Όταν κάποιος νομίζει ότι έτσι θα σε βοηθήσει ν’ ακούσεις
Ή όταν πάλιν παρεξηγήσεις τα λόγια του φίλου σου
Που προσπαθεί να σου κάνει ένα αστείο πιο κατανοητό
Κι εσύ δε μπορείς να το καταλάβεις
Επειδή δεν τα καταφέρνει.
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Πώς νιώθεις να σε γελούν κατάμουτρα;
Όταν προσπαθείς να επαναλάβεις τι έχει λεχθεί
Όταν προσπαθείς απλώς και μόνο
Να επιβεβαιώσεις ότι κατάλαβες
Και ανακαλύπτεις ότι οι λέξεις δε διαβάστηκαν σωστά!
Και θέλεις να φωνάξεις δυνατά
“Σε παρακαλώ βοήθησέ με φίλε”.
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Τι σημαίνει να πρέπει να βασίζεσαι
Σε κάποιον που ακούει, για να τηλεφωνήσεις σ’ ένα φίλο
“Η για να κάνεις ένα τηλεφώνημα για κάποια δουλειά
Κι είσαι αναγκασμένος να μοιραστείς
Ό,τι είναι απόλυτα προσωπικό
Και στο τέλος ανακαλύπτεις ότι το μήνυμά σου
Δε δόθηκε καθαρά.
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Τι σημαίνει σε κάποια στιγμή της ζωής σου
Να συναντάς έναν ξένο που ανοίγει το στόμα του
Κι αραδιάζει, στα γρήγορα, λόγια
Και συ δεν μπορείς να καταλάβεις
από την έκφραση του προσώπου του
Επειδή είναι κάτι καινούργιο
και συ χάνεσαι μέσα στην προσπάθεια
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις …
Πώς νιώθεις να καταλαβαίνεις
Μερικά σβέλτα δάκτυλα που περιγράφουν μια σκηνή
Και σε κάνουν να γελάς και να αισθάνεσαι γαλήνιος
Με τις λέξεις που πρόφεραν τα νεύματα του χεριού
Και που σε κάνουν και σένα ένα μέλος του κόσμου ελεύθερο
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις
Τι σημαίνει “ν’ ακούεις” ένα χέρι
Ναι, στ” αλήθεια!
Πρέπει να είσαι κωφός, για να καταλάβεις.
Τίτλος πρωτότυπου:
YOU HAVE TO BE DEAF TO UNDERSTAND
By Willard J. Madsen
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ (2009)
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης στην σύγχρονη κυπριακή ιστορία δεν είναι, πια, ένα απλό μαρτυρικό πρόσωπο σε κάποια από τις σελίδες της. Σηματοδοτεί και φωτίζει, συγχρόνως, τον κόσμο όλων εκείνων, που από μικρή ηλικία έμαθαν να χαράσσουν τον δρόμο, που θα ήθελαν να ακολουθήσουν, στοχεύοντας σε υψηλά ιδανικά και κυρίως στην Ελευθερία του τόπου τους την οποία ο ήρωας-μαθητής ύμνησε με στίχους και τίμησε με τη ζωή του. Η Βασιλική Φωτίου και η Βέρα Παναγιωτίδου-Κορφιώτη, θέλησαν με αυτό το θεατρικό έργο, που απευθύνεται, πρωτίστως, στη σχολική κοινότητα, να δώσουν σε δραματοποιημένη μορφή τη μαθητική ζωή του Ευαγόρα, προτού όλοι εμείς να τον γνωρίσουμε, ύστερα από τον ηρωικό του θάνατο, ως τον ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Πρόκειται για ένα θεατρικό δοκίμιο και όχι για ένα θεατρικό έργο. Οι συγγραφείς, δηλαδή, προτείνουν μια βάση από την οποία μπορεί να αρχίσει η μαθησιακή πράξη, να εμπλουτιστεί και να πάρει χίλιες τόσες άλλες διαστάσεις, ανάλογα με τις ανάγκες του μαθήματος και τις δυνατότητες των μαθητών. Η σκηνική παρουσίαση του κειμένου, μπορεί να είναι το επιστέγασμα της μαθησιακής πράξης, αφού, πρώτα, οι εκπαιδευτικοί κάνουν τις ανάλογες προσθαφαιρέσεις. Οι συγγραφείς, προτείνουν το κείμενο ως βάση για να απογειώσουν οι μαθητές τη φαντασία, τη δημιουργική τους ικανότητα και το ταλέντο τους έχοντας στο κέντρο τη ζωή ενός ήρωα-μαθητή, του ήρωά μας Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ ΕΓΡΑΨΑΝ:
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Ι
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
Ή Βέρα Παναγιωτίδου — Κορφιώτη κάνει την πρώτη της εμφάνιση με λιγόλογους, συμπυκνωμένους, επιγραμματικούς στίχους. Λίγες κουβέντες μα πραγματική ποίηση στην τεχνοτροπία πού άρχισε να διαμορφώνεται στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια και που ενώ είναι σύγχρονη δε φτάνει σ’ ακραίες θέσεις και διατηρεί κάτω απ’ την επιφάνεια δεσμούς με την παράδοση.
Με συγκίνηση, αυθορμητισμό κ’ αίσθηση της τέχνης αντλεί προσεχτικά ή ποιήτρια από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο κι’ από εμπειρίες που μπορεί να μην είναι μακρόχρονες είναι όμως έντονες και κυριαρχικές.
Διαβάζοντας σήμερα τη συλλογή της δε μετανιώνω που συμπεριελάβαμε το 1965 στίχους της (τούς πρώτους ίσως που ‘χε γράψει) στην «’Ανθολογία Κυπριακής Ποιήσεως» πού είχαμε εκδώσει με τον Ανδρέα Χριστοφίδη.
Λευκωσία, 7 Δεκεμβρίου, 1970.
ΙΙ
Όταν το 1971 η Βέρα Κορφιώτη εξέδιδε την πρώτη της ποιητική συλλογή ήταν έκδηλη η εξέλιξή της που θ’ ακολουθούσε. Οι υπαρξιακοί προβληματισμοί της, η συναισθηματική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής μέσα από ένα καθαρά γνήσιο ποιητικό πρίσμα, ο αισθηματισμός και η ειλικρίνεια της έμπνευσης προοιώνιζαν μια σημαντική παρουσία στην ποίηση της Κύπρου, μια παρουσία που σύντομα πραγματοποιήθηκε και που γίνεται ακόμα πιο σημαντική σήμερα με τους καινούργιους στίχους της ποιήτριας. Η φιλοσοφική της σκέψη συμπορεύεται με την ποίηση χωρίς να την ανατρέπει.
Χαιρετίζω την συνολική έκδοση του έργου της που αποτελεί πολύτιμη προσφορά στην εν γένει Ελληνική ποίηση.
ΠΟΙΗΣΗ ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΕΓΝΟΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ – ΠΟΙΗΣΗ ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΕΓΝΟΙΑ
Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών 17 Δεκεμβρίου 2008
Στη Βέρα δεν μπορείς να ‘επανέλθεις’. Πρώτα, διότι, άμα γνωρίσεις την ποίησή της, δεν είναι εύκολο να την αφήσεις – κάτι σαν μια αιχμαλωσία που οι χαρακιές της στη ψυχή σου δεν φεύγουν έστω κι αν είσαι μακριά, τόσο βαθιά και τόσο ανελέητα θέλει τα μηνύματά της να αφήσουν τα σημάδια τους και στις δικές μας ψυχές όπως βγήκαν από τα σημάδια της δικής της. Έπειτα, πώς να επανέλθεις σε μια Βέρα η οποία, διατηρώντας διαχρονικά ακέραια την ταυτότητά της, με εκείνη την καβαφική ‘κυρίαρχη προσήλωση’ στο κυνήγι
της αλήθειας του εαυτού, εμφανίζεται συγχρόνως στην κάθε παραγωγή της με νέο αντικείμενο της τέχνης της; Το να διατηρείς την αυθεντικότητα σου και παράλληλα να επεκτείνεσαι αποκαλύπτει μια εξελικτική προσέγγιση του ποιητή που ταυτίζει την ποίησή του με την ίδια την πορεία και την αναζήτηση της ζωής του.
Με αυτά υπ’ όψη, είναι που έχω την τιμή και τη χαρά να παρουσιάζω απόψε ενώπιον του εκλεκτού σώματος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών τα ποιήματα της Βέρας Κορφιώτη που μετάφρασαν και απόδωσαν με τόση
συναντίληψη και δεξιότητα η Πηνελόπη Σωτηρίου και η Μάνια Γεωργιάδου Κόνσταντ. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, ΠΟΙΗΣΗ ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΕΓΝΟΙΑ, βγαλμένος μέσα από τη ψυχή της Βέρας, δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερη σημαία της ποιητικής της αιτίας, έχοντας το αντίκρισμα του στην αδιάλειπτη βιωματική ερωτική σχέση της με τον ποιητικό λόγο, την ίδια σχέση που έχει, για να θυμηθούμε τη Γιουρσενάρ, ο εραστής με το αντικείμενο της λατρείας του, το πάθος και την αφοσίωση που η Καίτη Χρίστη στην εισαγωγή της επισημαίνει ως τα υλικά της διακονίας της Βέρας προς την ποίηση. Αυτή είναι η έγνοια της ποιήτριας, μια έγνοια που την κάνει ωραία όχι μόνο η δική της ποιητική ομορφιά, μεγάλη το ξέρουμε κι αν ειν’ αυτή, αλλά και ιδιαίτερα η ένταση της αγνότητας του πόθου που διέπει την ίδια την ποιήτρια και που φθάνει στα έσχατα της γύμνωσης και αποκάλυψης μπροστά στο μεγαλείο του μυστικού του κόσμου. Αυτό είναι που την κάνει, για να πάρω τα λόγια από ένα από τα ποιήματα της συλλογής
‘στο να είναι έντιμη
– όσο μπορούσε –
σ’αυτό που είχε μπροστά της
να ζήσει.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, που μετάφρασε η Μάνια Γεωργιάδου Κόνσταντ, όπως και σε αρκετά ποιήματα του πρώτου μέρους, που μετάφρασε η Πηνελόπη Σωτηρίου, η Βέρα μας αποκαλύπτει και άλλες πτυχές της στάσης ζωής της που μέσα από την απεραντοσύνη επιμένει να ζητά να βρει νόημα, να ενώσει την αρχή με το τέλος, έστω και αν γνωρίζει ότι «το πεπρωμένο» είναι «το αρχαιότερο αίνιγμα», θυμίζοντας μας την παράλληλη πορεία πριν από οκτώ αιώνες του Ομάρ Καγιάμ.Γράφει για τις «Αίολες Αναζητήσεις», αφού Αλλάζουν χίλιους δρόμους/Οι ειρμοί της ζωής/Όπως τα κύματα της θάλασσας Για την κρυμμένη αλήθεια και την αναζήτηση της με δέος και προσμονή
«γιατί ακόμα φαντάζομαι πράγματα και προσδοκώ θαύματα».
Για τη φωνή του ποιητή που, έστω κι αν «Οι ερωτικοί μένουν απαρηγόρητοι πάντα»,
Μεγεθύνει κάτι που ίσως δεν υπάρχει
Παρατείνει εκείνο που έχει πάψει να υπάρχει
Εφελκύει κάτι που ίσως θα υπάρξει
Μεγαλώνει τον απειροελάχιστο ψίθυρο’,
Γράφει ακόμα για τις πόλεις που μίλησαν στη ψυχή της μέσα από τη γεωγραφία και την ιστορία τους και την όλη προσωπικότητά τους, επισημαίνοντας τόσα και τόσα που τους αποδίδουν μια ζωντανή ανθρώπινη και διαχρονική προσωπικότητα. Πάφος, Κερύνεια, Σάμος, Κωνσταντινούπολη, Πορτογαλία, Νορβηγία, παίρνουν εδώ μυθικοποιητικές διαστάσεις.
Κυρίαρχη στο πρώτο μέρος της συλλογής που μετάφρασε η Πηνελόπη Σωτηρίου είναι η διάσταση των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων. Η Βέρα ασχολήθηκε βέβαια και αλλού με τους θείους αυτούς ανθρώπους, ιδιαίτερα το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, στα ποιήματά της για τη ψυχή και την αναζήτηση της μέσα από τη ζωή της στον κόσμο αυτό. Εδώ όμως, με την ίδια σπάνια πληρότητα κατανόησης των προσωκρατικών, η ποιητική ενασχόληση της διέπεται από μια πτυχή που απευθύνεται περισσότερο στην άλλη όψη του ανθρώπου – στο μυθοφιλοσοφικό λόγο που ηνίοχος οδηγεί και ελέγχει το άρμα της κοσμικής ύπαρξης της ψυχής.
«Ταξίδι στο έσχατο», γράφει, συνειδητή ‘επίπονη πορεία εντός στα απώτατα άκρα της ύπαρξης’, ‘προς την κατεύθυνση του ιδίου του θανάτου’, μέχρι τες πύλες του φωτός και του σκότους, μέχρι το χάσμα που κι οι θεοί φοβούνται να πλησιάσουν. Αυτά «για τον αμύητο ειν’ ένας μύθος», μας λέγει, αλλά «μέσα στο μύθο ζει ο κόσμος του νοήματος».
Άλλωστε, τι είναι και ετυμολογικά η αλήθεια παρά η ‘επαναφορά στη μνήμη αυτού που κάποτε συνέβη’ και που λέγεται μύθος επειδή ξεχάστηκε. Παραμένει όμως η αυθεντικότητα του μύθου. Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ σ.108: ‘Ψυχία του αινίγματος/ πλανώνται δίχως άλλο/ οιονεί υπαινίσσονται/ μια βεβαιότητα συγκαλυμμένη/ ωσάν λάβα υπόγειας διεργασίας/στο συλλογικό ασυνείδητο/ αγκιστρωμένη/ άνευ εμφανούς ερείσματος/ αναβλύζει εδώ κι εκεί’.
Στη γενναία αυτή πορεία του φιλοσοφικού μύθου είναι που η Βέρα μιλά για τη
μετουσίωση του λόγου, θυμίζοντας μας πως για ένα Πυθαγόρα ‘επιστήμη και μυστικισμός να είναι ένα’ αφού στην αιώνια σφαίρα ένα είναι ‘θρησκεία, ποίηση, φιλοσοφία, επιστήμη’.
Βέβαια δεν μιλούμε για καμιά φορμαλιστική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του Πυθαγόρα και του Εμπεδοκλή, του Ηράκλειτου και του Ξενοφάνη, του Επιμενίδη και του Παρμενίδη, ασφαλώς δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, τη θεωρητικολογία, τη νοηματολογία, ακόμα και την Αριστοτελική λογική ή την Πλατωνική διαλεκτική. Έχει όμως η προσωκρατική φιλοσοφία μια βαθύτερη προσέγγιση και αντίληψη την οποία και ο Πλάτων, στις ύψιστες βαθμίδες του διαλογισμού του, ανέδειξε ως το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της υπερβατικής αλήθειας – τη μύηση, τη Διοτίμα. Η φιλοσοφική σκέψη των προσωκρατικών, σοφών και φιλοσόφων, είναι βυθισμένη στα εσώτατα του ανθρώπου, στα ύψιστα των επιδιώξεων του, στα απώτατα των περιπλανήσεών του. Είναι βυθισμένη στο μύθο και στην υπέρβαση, στη συμπαντική διάσταση και στην κοσμική υπόσταση. Η λογική της δεν είναι λοιπόν μια τετράγωνη λογική που μπορεί να αποδειχθεί με τες μεθόδους εκείνης όπως και να καταρρεύσει με την ίδια ευκολία που οι παράμετροι της μπορούν να αποδειχθούν ανεπαρκείς, αλλά μια συνολική λογική των πραγμάτων που τολμά να εξηγήσει το ακατανόητο και να εκφράσει το ανέκφραστο, μια ολοκληρωτική «ανθρώπου ανάβασης εντός», όπως το βάζει η Βέρα που στο ποίημά της «φιλόσοφοι ποιητές» εικονογραφεί πως ο ποιητής, ανεξήγητα και ανεξάντλητα γοητευμένος, πλάθει σε ‘ποίηση ρητά βιωματική’. Έτσι είναι που ο φιλόσοφος και ποιητής μαζί γίνεται «μύστης», έτσι είναι που γίνεται άξια η προσπάθεια του να διεισδύσει στα άλυτα και να εκφράσει το μύθο.
«Αγαθής τύχης/ευνοίας θείας ελλείψει/ειν’ η προσέγγιση μας αναιμική/
επ’ άπειρο κατανόηση ολωσδιόλου ρηχή»
γράφει σε τέσσερις στίχους που συμπυκνώνουν ποιητικότατα τη θεία διάσταση στον άνθρωπο. Δεν αρκεί όμως η θεία εύνοια. Πρέπει και ο ίδιος ο άνθρωπος να τη θέλει για να του δοθεί, πρέπει ο ίδιος ν’ αφεθεί σ’ αυτή και στη μουσική αρμονία του σύμπαντος. Και τότε «Ενδομύχως/αν αφήσεις/μονάχα να σ’ αγγίξει/ τίποτα πια δεν θα ‘ναι το ίδιο».
Ένα μικρό της ποίημα, απόλυτα χαρακτηριστικό της σκέψης και του ύφους της, εξηγά γιατί ο άνθρωπος, καταγόμενος από το θείο, αναπόδραστα ζητά να επιστρέφει στο φως του που τον γέννησε.
ΕΝΣΤΙΚΤΩΔΩΣ σ. 38
‘Ανέκαθεν
ο άνθρωπος πλασμένος
από το πλήρες και το κενό
ενστικτωδώς
στρέφεται προς το φως
αναζητά το ιδεώδες
ειδύλλιο
στρέφεται αιώνια
προς τον Ήλιο’
ISTINCTIVELY
‘Ever since
man was created
from the complete and the void
instinctively
he turns towards the light
he seeks the ideal
idyll
he turns eternally
towards the Sun’
Καθόλου τυχαίο λοιπόν που, μας θυμίζει η Βέρα, «Ο Μυημένος στα μυστήρια λεγόταν Ηλιοδρόμος» και που «ο πιο σοφός απ’ τα ους θεούς ειν’ ο Απόλλωνος», θεός της μουσικής, «κι απ’ τους ημίθεους ο Ορφέας», πατέρας της μουσικής και των μυστηρίων. Αυτή την άρρηκτη διάσταση της συμπαντικής αρμονίας είναι που κατανόησε τόσο βαθιά ο Πυθαγόρας κι’ αυτή είναι που τον έφερνε ‘στης ποίησης το μυητικό αναβρασμό’.
ΠΥΘΑΓΟΡΙΟΙ σ. 86
Κρατεί μυστικά
κοντινών και κόσμων μακρινών
του αποκάλυψαν κάποτε σοφοί, προφήτες, ιερείς
διδάσκει την εκμάθηση υπομονής
της γενναιόδωρης ανοχής
της σχολαστικής ακρόασης μηνυμάτων
έρχονται από αλλού
οπωσδήποτε καθοδηγεί τη μύηση
σε άλλες εκδοχές του πραγματικού
προσεγγίσεις του άμορφου, του κενού.
Η μυστικιστική φιλοσοφική αντίληψη της σχέσης του ανθρώπου προς το θείο εδράζεται στην προσωκρατική αντίληψη του ενός, της διάσπασης του και της συνεχούς τάσης προς επανένωσή του. Όσο φευγαλέα κι αν είναι η κοσμική πραγματικότητα, όσο αναποτελεσματική κι αν είναι η αναζήτηση νοήματος μέσα από την αλλαγή και το θάνατο, τόσο κατανοητό καθίσταται για το μυημένο το ‘αιώνιο γίγνεσθαι’ του Ηράκλειτου, οι μεταμορφώσεις του ενός και οι ανάδρομες συνθέσεις των πολλών, η μορφολογία, σε ανθρώπινους όρους, που εκφράζεται με την παράδοξη εναρμόνιση στο πρόσωπο του Απόλλωνα-Διονυσίου.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ σ.82
Τα θεμελιώδη αντίθετα συντίθενται
υπέρτατο αίνιγμα
ολημερίς μπροστά στα μάτια μας
ακατάπαυστα
και δεν έχει εξηγηθεί
δίδυμη κι αντίθετη δράση
ένα ασταμάτητο πηγαινέλα
αναγκαιότητα να φέρουν στο φως
κεκαλυμμένο μυστικό
ανάμεσα στο δυϊκό και το ένα
Άπειροι συνδυασμοί
μέσα στο απεριόριστο
του χρόνου και του χώρου
να διαιωνίζουν
Της Αρμονίας
το πάντα νέο
Σύμπαν
Τη φαινομενική αντίφαση και αντινομία αλλά και τη μέσα από
αυτές συνύπαρξη και συμπόρευση των διαστάσεων, λίγοι την κατανοούν. Ο «εξίσου ωραίος με τον θεό που υπηρετεί» όπως τον αποκαλεί η Βέρα μυημένος «θείος δαίμων» Πυθαγόρας, είναι ο κατ’ εξοχή κατανοήσας, αναδεικνύοντας τη μονάδα, το ένα, ως την πεμπτουσία του όλου, της τελειότητας και της πληρότητας, και συνάμα το πεπρωμένο του κόσμου αφού όλα επιστρέφουν στο ένα από το οποίο προήλθαν, αυτή ‘τη συγκλονιστική πρώιμη αποκάλυψη Εμπεδοκλή που η επιστήμη θα επαληθεύει στο διηνεκές’,
όπως διαβάζουμε σε ένα ποίημα της συλλογής. ΠΡΩΙΜΟ ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΙΟ ΔΟΓΜΑ σ. 106
Εισδύουμε εκστατικοί πιο πίσω απ’ τη μυθολογία/Αναδύεται κόσμος μαγείας/
Του γόη Εμπεδοκλή/μείζων διδασκαλία/θεουργία και ποίηση μυστική/ένας κυκλικός συσχετισμός/εξαρχής οι δυνάμεις δημιουργοί/όμοια κι ανόμοια./
«Θεία ανήρ» λοιπόν και ο Εμπεδοκλής.
Όταν ο μύστης φθάσει στη μύηση, βλέπει τη ζωή από άλλο πρίσμα. Κατανοεί ότι τα ανθρώπινα είναι καλά μόνο αν αντανακλούν τα θεία. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι νομοθέτες, που ήσαν μαζί και σοφοί και μύστες, νομοθετώντας,
«έθεταν εν περιωπή το ακατανόητο /Μέσα σε όνειρο είχαν εμφανισθεί θεοί/
και είχαν δώσει νόμους». και η προσευχή τους είναι ΠΡΟΣΕΥΧΗ σ.78
«βοήθησέ με, Κύριε,/πιο πέρα απ’ το ανθρώπινο δίκιο/πιο πέρα απ’ την ανθρώπινη λογική/βοήθησε να παραμένω/μέσα στην επιείκεια».
Το μύστη ένα πράγμα τον διέπει – το πάθος, το πάθος του ενός, του μεγίστου, της αλήθειας, η ιερή μανία. Γι’ αυτό, γράφει η Βέρα, Ό γητευτής ειν’ η αγάπη’, ο έρως της σοφίας. Αυτό βέβαια εξυπακούει πολλά. Εξυπακούει μια τέτοια
προσήλωση που αναλώνει τον όλο εαυτό και είναι καλό να θυμόμαστε ότι Ή Σοφία κάποτε απαιτούσε όλα όσα είσαι’. Ο μύστης-ποιητής με την ίδια προσήλωση, πλάθει τη σοφία σε ποίηση. Μέσα από το μύστη-ποιητή μιλά τότε το σύμπαν για τα μυστικά του. Η ΦΩΝΗ σ. 146
Ή μαγεία σχηματίζεται
μόλις συνειδητά
διαπλάσει τη ροή της
πάνω στις δυνάμεις του Αοράτου
Άραγε ποιος μιλά
διά μέσου ημών;’
Κλείνοντας, και συγχαίροντας τη Βέρα και τις μεταφράστριες της, θα ήθελα να διαβάσω το ποίημα ΚΟΥΡΟΣ σ. 46, το αγαπημένο μου ποίημα της υλλογής.
Όπως στέκει έτσι
ανέγγιχτος από ηλικία
νέος, αγέραστος γιός
στα σύνορα ανθρώπων τε και θεών
πρόσβαση ελεύθερη
κι οι δυο κόσμοι τον αναγνωρίζουν
κι οι δυο κόσμοι τον αγαπού
Όπως στέκει έτσι
ωραίος ως έφηβος
σφριγηλός
μ’ όλο το πάθος ανδρός
συνεχίζει άχρονος
τη ζωή
ν’ ατενίζει πρόκληση
Ήρωας
από τον οποιονδήποτε
πιότερο καλόδεχτος
στη δοκιμασία για το μυητικό ταξίδι
στο υπερπέραν
Ω Κούρε,
τον Παρμενίδη καλωσόρισεν η θεά
προσφώνηση τιμής
τίτλος ανώτατης ευγένειας
«Ω Κούρε αθανάτοισι συνάορος ηνιόχοισιν
Ίπποις ται σε φέρουσιν ικάνων ημέτερον δω,
Χαίρ’ επεί ούτι σε μοίρα κακή προΰπεμπε νέεσθαι
Τηνδ’οδόν (ή yap απ’ανθρώπων εκτός πάτου εστίν)»’
ΠΟΥ ΠΟΡΕΥΘΩ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗΣ
Όταν νιώθεις την ποίηση σαν το μοναδικό δρόμο
Α ΜΕΡΟΣ’
Η ΣΥΛΛΟΓΗ «Πού πορευθώ από του προσώπου σου ποίηση- (Αθήνα,
1999) είναι η έκτη ποιητική συλλογή της Βέρας Κορφιώτη. Προηγήθηκαν οι συλλογές «Ποιήματα- (1971), «Ποιήματα II- (1975), «Θέμα Ποίηση» (1978), «Αν απλώσω τη σφαίρα της ψυχής μου μ’ όλες τις πτυχώσεις της» (1985), «Κι επανέρχομαι στην ποίηση (1995). Στη νέα αυτή ποιητική συλλογή, η ποίηση της Βέρας Κορφιώτη παρουσιάζεται ωριμότερη, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Ο λυρισμός αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη αμεσότερα, η φιλοσοφική διάθεση βαθαίνει και γίνεται πειστικότερη, η έκφραση αποκτά μεγαλύτερη ευγένεια και αλήθεια και ο στίχος σμιλεύεται με μεγαλύτερη υπομονή, αγάπη και επιτυχία.
Τα τρία βασικά θέματα της νέας ποιητικής συλλογής και η υποτύπωση της πολύ στενής σχέσης της ποιήτριας με την ποίηση, η παρουσίαση της ουσίας της ποίησης και του ρόλου της όπως τη νιώθει η ποιήτρια, και η προσπάθεια εφαρμογής αυτού του ρόλου, που είναι η μετουσίωση της πεζής ζωής σε ποίηση, στα ποιήματα της συλλογής. Όπως φανερώνει ο τίτλος της συλλογής, η ποίηση είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να πορευθεί η ποιήτρια στη ζωή, ο μόνος τρόπος που μπορεί να δει και να ζήσει τη ζωή. Αυτό αφήνεται να νοηθεί σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, περισσότερο όμως στο ποίημα
«Όλα του κόσμου»:
Σας χαρίζω
όλα του κόσμου
τα επιχειρήματα
αφήστε μου εμένα
μονάχα τα ποιήματα
Εκφράζεται επίσης ρητά στο ποίημα «Εσύ πού ήσουν;-, που φαίνεται να
αποτελεί ένα είδος απολογισμού της επαγγελματικής της ζωής και της κοινωνικής της προσφοράς, ενός απολογισμού που νιώθει ότι πρέπει να κάνει τώρα που αφυπηρέτησε από την καθηγητική έδρα:
Όταν αφήναμε πια
τα εφηβικά ιδανικά
και βγαίναμε
προς την κομματικοποίηση
εσύ πού ήσουν;
-Γλίστρησα κοντά στην ποίηση
Όταν οι καιροί ζητούσαν
επιτακτικά αλλαγή
και τα πλεονεκτήματα
κατόρθωναν να πείθουν
για την ανάγκη τροποποίησης
εσύ πού ήσουν;
– Μαθήτευα στο φως της ποίησης
Κι όταν καθορίζαμε το συνδικαλισμό
ως πρωτεύοντα
και χωρίς διόλου προσποίηση
όλα τ’ άλλα γίνονταν δευτερεύοντα
εσύ πού ήσουν;
– Μυήθηκα στην ποίηση
Κι όταν τα πασιφανή
κέρδη των άλλων
παρουσιάζονταν συμπαγή
να βρίθουν
και εκτός από την εκποίηση
δε μας συνέφερε τίποτ’ άλλο
εσύ πού ήσουν;
– Έγραφα ποίηση
Ο ρόλος της ποίησης είναι να συλλαμβάνει και να εκφράζει τη μυστική ουσία
των πραγμάτων, της ζωής, των σχέσεων, των συναισθημάτων, του ίδιου του εαυτού μας. Στο ποίημα «Η τάξη των πραγμάτων- λέει πως:
Ο ποιητής δεν είναι
για να επιχειρηματολογεί
ούτε και προορίζεται
να δικαιωθεί
όχι γιατί είναι τα χέρια του άδεια
ούτε γιατί του λείπει η ευφράδεια
Μονάχα που κάθε απόγευμα ακούει
τις μπλε σταυροβελονιές
καθώς τον μελετά η σιωπή
Έστω κι αν προσπαθεί
προορισμό έχει
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
να θυσιαστεί
ενδόμυχα γνωρίζει
η Τάξη των Πραγμάτων
αυτό ορίζει.
Η ουσία των πραγμάτων, σύμφωνα με την ποιήτρια, είναι μια σύνθεση
αντιθέσεων. Το ποίημα «Εκθαμβωτικό», θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι η ποιητική απόδοση της ανάλογης γνώμης του Ηράκλειτου.
Αμίμητο παιγνίδι
εναγκαλισμών
στεριάς και θάλασσας
ήλιου και καταχνιάς
των εραστών
αλήθειας μύθου
ένα μετ άλλαγμα
αγάπης μίσους
διηνεκής διαδοχή
τις πιο πολλές φορές
αμαχητί.
Η βασική αίσθηση που έχει η ποιήτρια για την ουσία της ζωής είναι η σκληρότητα και η τραχύτητά της. Στο ποίημα «Η ζωή» δίνει με απλές, αλλά πολύ εύστοχες εικόνες αυτή την αίσθηση.
Η ζωή δεν είναι ποίημα
για να μπορεί να ομοιοκαταληκτεί
σε ρίμα
Ούτε κι ένα παιδί
να την πάρεις απ’ τ’ αυτί
να της πεις να συμμαζευτεί
Η ζωή δεν είν’ αστεία
ή έστω μια περιήγηση
στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας
Η ζωή είναι απρόβλεπτη
σαν δυναστεία
ένας κεραυνός εν αιθρία
Ούτε κι είναι μια κοπελιά
ανέμελη γλυκιά
που ερωτεύεται
και μες στη βαρυχειμωνιά
Η ζωή δεν είναι ποίηση
κι ούτε μπορείς να της κάνεις μήνυση
για της αλήθειας την παραποίηση
Ούτε κι είναι μια πηγή
γάργαρη λαχταριστή
για να πιεις να δροσιστείς
Η ζωή είναι τελεσίδικη
κι ας μοιάζει ολωσδιόλου εφήμερη
με τις δυσάρεστες
ή ευχάριστες εκπλήξεις
σε συγκροτεί για να μην πλήξεις
Και τελικά
για να μιλάμε σοβαρά
η ζωή δεν είναι ότι φαίνεται
σε πρώτο πλάνο
Και κοίτα να τη διακρίνεις
μη χαθείς και συ και κείνη
σαν την Αλίκη
στη Χώρα των Θαυμάτων.
Απέναντι σ’ αυτή τη σκληρότητα της ζωής η ποιήτρια έχει ως όπλο την ποίηση, τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους άλλους. Ο ρόλος της ποίησης δεν είναι να καταπιάνεται με τα ρομαντικά θέματα, τα υψηλά κτήματα και τα πανανθρώπινα μηνύματα, αλλά να προσπαθεί να μεταποιήσει την πεζή πραγματικότητα, να μετουσιώσει τη ζωή σε ποίηση (Αποπειράθου).
Ένα δείγμα μεταποίησης της πεζής ζωής σε ποίηση είναι το ποίημα «Ένοικοι πολυκατοικιών»:
Συστέλλουμε τη φωνή
ώστε να περιστέλλεται
η συνομιλία ολονών
και να χωρεί.
Στενεύουμε τα βήματα
να συντομεύεται ο βηματισμός
ώστε να συνοδοιπορεί
κανονικώς εχόντων των πραγμάτων
καταστέλλοντας τα συναισθήματα
ώστε να υποταχθεί
η χαρά και η οργή αεροστεγώς
κάτω απ’ τη χαμηλή οροφή
μη βγει έξω και η οσμή
Ηθοποιοί κλειστών δραμάτων
Ενίοτε το βλέμμα
δραπετεύει να ξεδιπλωθεί
απ’ το παραθύρι
ο τοίχος απέναντι
τον ανακόπτει αυτοστιγμεί
απ’ τις χαραματιές
το ρεύμα μπαίνει ριπίδι
Ως και οι ματιές
γίνονται κοντόθωρες,
η ανάσα μας στενή
τροφοδοτεί ιδέες μικρόψυχες.
Η μεταποίηση αυτή της πεζής ζωής σε ποίηση είναι ιδιαίτερα αναγκαία για
την ίδια την ποιήτρια, η οποία με την πολύ ευαίσθητη ψυχή της νιώθει να πληγώνεται κάθε στιγμή από την τραχύτητα της ζωής. Είναι ένας από τους τρόπους που βρίσκει για να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή την τραχύτητα.
Επεθύμησε η ψυχή μου
τους τρόπους της λιγάκι
η ζωή να γλυκάνει
κι οι χειρισμοί που υιοθετεί
να μην είναι τόσο τραχείς
(Συνδιαλλαγή)
Οι άλλοι τρόποι είναι η φυγή (να μένει «ένας αθέατος παρατηρητής»), (Στιγμιότυπο), να αποφεύγει τη διαπάλη της αγοράς, όπου οι άνθρωποι συγκρούονται για να αποδείξουν ότι έχουν δίκιο (« Εχεις δίκιο»), και μια ελαφριά ποιητική ειρωνεία, κι αυτή όμως γεμάτη ψυχική ευγένεια.
Και δεν είχα άλλο τρόπο
τον κυνισμό των γεγονότων
για ν’ αποδυναμώνω
και δεν είχα άλλο μέσο
τις ατέλειες και τα λάθη μου
να εμπαίζω
Παρά μονάχα την ειρωνεία
την ποιητική
σαν ένα μειδίαμα ανεπαίσθητο
μέσα στων αντιθέσεων τη συρροή
κι ας φαινόταν ενίοτε
ως να μην ήταν απαραίτητο
Αλλά ομοίαζε μ ’ένα παιγνίδι
μια ανάσα
μέσα στων αντιφάσεων τη δίνη.
(Την ειρωνεία)
Στη νέα συλλογή οι λέξεις ανάγονται σε μεγάλη αξία (τρία από τα ποιήματα
έχουν ως θέμα αυτή την αξία) και ο στίχος δουλεύεται και λειτουργείται με την αγάπη και τη φαντασία, με την οποία δουλεύει ένας καλλιτέχνης τα μικρά αριστουργήματά του. Είναι φανερή η πεποίθηση της ποιήτριας πως όσο ωριμάζει το περιεχόμενο, άλλο τόσο πρέπει να βελτιώνεται η μορφή του ποιήματος.
Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς πως η λεπτή ευαισθησία της ποιήτριας,
τα πλούσια συναισθήματά της, η ευγένεια του εξομολογητικού τόνου και η ικανότητά της να βλέπει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και της ζωής και να φέρνει μπροστά μας μια άλλη πραγματικότητα, πλουτίζουν την ψυχή και το συναίσθημα του αναγνώστη και του χαρίζουν μια πλούσια λυρική συγκίνηση και μια ξεχωριστή αισθητική απόλαυση. Ιδιαίτερα, επίσης, συγκινεί η αίσθηση πως τα ποιήματα αυτά δεν γράφτηκαν από κάποιο που απλώς θέλει να διακονήσει την ποίηση στις ελεύθερές του στιγμές
* Ο κ. Παναγιώτης Κ. Περσιάνης είναι φιλόλογος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Δρ. ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Ο Φιλελεύθερος 10/7/1999
«Πού πορευθώ από του προσώπου σου Ποίηση»
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ποιητική συλλογή της Βέρας Κορφιώτη «Πού πορευθώ από του
προσώπου σου Ποίηση», Αθήνα, 1999, έρχεται να προστεθεί ως ένα πολύτιμο πετράδι στο σύγχρονο ψηφιδωτό της ελληνικής ποίησης της Κύπρου και αποτελεί μια καινούργια ποιητική κατάκτηση της Βέρας, η οποία μας ξαφνιάζει, κάθε τόσο, με τον ποιητικό της λόγο. Στην τριαντάχρονη ποιητική της παρουσία στα Κυπριακά Γράμματα η Βέρα Κορφιώτη εκόμισε στην τέχνη της νήσου αισθήματα και αισθήσεις, γεύσεις και στοχασμούς ποιητικούς και προπάντων ψυχή και πνεύμα, μέσα σ’ ένα λόγο ακέραιο και βέβαιο για τον εαυτό του, με τη δύναμη της αναγωγής στο εδώ και στο επέκεινα.
Σας χαρίζω
όλα του κόσμου
τα επιχειρήματα
αφήστε μου εμένα
μονάχα τα ποιήματα
Αυτά τα ποιήματα ανήκουν στη Βέρα δικαιωματικά «καθώς υφαίνουν» όπως οι τρεις Μοίρες, «τον ιστό τους», εφόσον η ποιήτρια γνωρίζει πολύ καλά το μέγιστο μάθημα των λέξεων «την περιπέτεια της λέξης», «τη γεωγραφία του ήχου», την ασήκωτη πληγή των λέξεων. Η Βέρα Κορφιώτη κινείται στη σφαίρα των μυστικών πραγμάτων, στο μυστήριο του ουρανού, αν και είναι εν τω κόσμω. Εν τω κόσμω, αλλ’ ουχί εκ του κόσμου. «Μονάχα ο Θεός των απρόσμενων χαμόγελων κατέχει τα μυστικά», θα μας πει. Οι ποιητικές κινήσεις της Βέρας έχουν ρυθμό και παύση. Εκεί τελείται το ιερό μυστήριο της ποιητικής της. «Μια σταγόνα σιωπής που κολυμπούσε σε μια θάλασσα θορύβου». Στίχοι υπέροχοι, που μας θυμίζουν τον Αρθούρο Ρεμπώ στην «αναχώρηση μέσα στον έρωτα και τους νέους θορύβους». Μια αληθινή πρόκληση για το καινούργιο, για τους νέους συνδυασμούς:
Έσκισε τα μάγια
σχεδόν βγήκε
απ’ το λουλούδι
ο Θεός
να μας μιλήσει
Όπως θα μας πει η ίδια στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Διά των αφελών πεδίων» αναζητά τα «αρχέτυπα μιας έκτοτε μελαγχολίας» τις μακρινές χώρες όπου ακόμη και οι Θεοί πεθαίνουν, αφήνοντας πίσω τους τη χαλύβδινη ποίηση και το φιλόσοφο Έρωτα, πολιτογραφημένο στων ιδεών την πόλη, εκείνη του Αλεξανδρινού Καβάφη. Η Βέρα έχει επίγνωση των σκληρών και αδυσώπητων, πραγμάτων. Εξετάζει τον βίο, επιμελείται εαυτήν. Γι’ αυτό και γνωρίζει πως
η ζωή είναι απρόβλεπτη
σαν δυναστεία
ένας κεραυνός εν αιθρία ‘
μολονότι η ίδια παραμένει αθεράπευτα πιστή στην αναζήτηση του ιδεατού κόσμου.
Η Βέρα, ως αληθινή ποιήτρια είναι ερωτική . Έτσι προχωρά μέσα στο φως της ποίησης, όπως τον Ιησού Χριστό και όλους τους ερωτευμένους, καθώς το θέλει ο Οδ. Ελύτης στο «Φωτόδενδρό» του. Και θα μας πει:
το πιο βαθύ αγάπημα
το πιο ερωτικό
τοπίο απόκρυφο αμάρτημα
εκείνο είναι που ζητά
ο Θεός.
Πρόκειται για διαλεκτική θανάτου και ανάστασης. Όλη η ποίηση της Βέρας έχει μαντεία στα υψηλά του Πυθικού ύφους στα υπέροχα της ποιητικής ανάληψης. Το τίμημα ακριβό κι η Βέρα θα πρέπει να το πλήρωσε και να το πληρώνει. Γ ί αυτό και θησαυρίζει θησαυρούς ανεκτίμητους στους αιώνιους ουρανούς της ποιητικής έκστασης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτογνωσιακή κατάθεση
ΒΕΡΑΣ ΚΟΡΦΙΩΤΗ: “Θα πορευθώ από του προσώπου σου ποίηση”.
Έχει ένα προσωπικό ύφος και ήθος η κυπριά ποιήτρια που σε “εισάγει” σε μια ιδιότυπη εσωτερική Λειτουργία. Ο Λυρισμός της ξεχωρίζει για την ρεαλιστική υφή του που προσδίδει στην ποίησή της μια διαφορετικότητα και στην έκφραση και στο συμβολισμό της. Υπάρχει και το στοιχείο της ειλικρινοποίησης του ποιητικού λόγου της που επικυρώνεται με την απροσχημάτιστη ειρωνική διάθεση. Ποιεί με αυτογνωσία, σαρκασμό και άκρατη ευαισθησία που στοιχειοθετούν μια μορφή κυνισμού. Ο στίχος της σαν
6έΛος χτυπά στο κέντρο των αισθήσεων για να προκαλέσει πολύτροπους ερεθισμούς και αφορμίσεις.
ΚΙ ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Νίκος Κρανιδιώτης
ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
Θυμάμαι την παλιά σου ευαισθησία και αισθαντικότητα, τα πρώτα σου ποιήματα που μου είχες στείλει εδώ και πολλά χρόνια.
Με χαρά βλέπω ότι η ευαισθησία αυτή εξακολουθεί να σε διακρίνει.
Τα νέα σου ποιήματα έχουν μια ιδιαιτερότητα. Συνδυάζουν λυρική αίσθηση, γνώση, εμπειρία και φιλοσοφικό στοχασμό.
Ξεχωρίζω το ποίημά σου “Διάλογοι σε κοσμική δεξίωση”, και σου εύχομαι με επιτυχία να συνεχίσεις το έργο σου.
Μιχαλάκης Μαραθεύτης
Ο μεταφυσικός προβληματισμός συμπλέκεται μέ προσωπικά βιώματα καί
ντύνεται με εικόνες από τη φύση, έτσι ώστε να μεταποιείται σε ποίηση
πανανθρώπινη και διαχρονική. Η ανάγνωση της ποίησής σας, μάς έδωσε
ευκαιρία πνευματικής ανάτασης, περισυλλογής και ευχαρίστησης.
Βασίλης Βισταξής
Γνήσια γραφή πού δεν ζητάει με ψεύτικα στολίδια να εντυπωσιάσει και που
μιλάει το τραγούδι της σε όσους θα σταθούν να το ακούσουν και είμαι
βέβαιος πώς θα είναι πολλοί που θα το ακούσουν. Ευχόμενα να συνεχίσετε
την προσφορά σας στα ελληνικά μας γράμματα.
Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου
Όλα τα ποιήματα διαπνέονται από το συγκρατημένο λυρισμό της ποιήτριας καί
τον εξομολογητικό της τόνο. Με μια υπερβατική νηφαλιότητα, ένα υπόβαθρο
αμετακίνητης πίστης σε σταθερές αρχές, μια νοσταλγία για το ηρωικό παρελθόν τού τόπου μας και με μια αποστασιοποιημένη απάθεια ή φιλοσοφική αταραξία θάλεγα, που όπως διαφαίνεται είναι επίπονο επίτευγμα προσωπικό, η ποιήτρια είναι ένας παρατηρητής του κόσμου που ενώ εντοπίζει τη λεηλασία της ψυχής, δεν σταματά σ’ αυτή γιατί μαγεύεται από το θαύμα της ζωής, την έκσταση της φύσης και την υπόσχεση της υπερκόσμιας αυγής.
Κώστας Βασιλείου
Θα ήταν κρίμα να μην επανερχόσουν για να μας δώσεις αυτό τον ώριμο καρπό
της ποιητικής σου ευαισθησίας. Ποίηση κατασταλαγμένη όσον αφορά τη
βιοθεωρία σου, φιλτραρισμένη όσον αφορά τα εκφραστικά σου μέσα, ήρεμη,
νηφάλια, αυθεντική.
Κώστας Μόντης
Η Βέρα Κορφιώτη μας χαρίζει μια σημαντική φιλοσοφημένη λυρική ποίηση με
έκδηλους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Κοιτάζει μέσα της με ειλικρίνεια κι
εξομολογείται και παράλληλα κοιτάζει και κρίνει την ανθρώπινη συμπεριφορά
στις ποικίλες εκδηλώσεις της, ατομικές και κοινωνικές, όχι όμως από καθέδρας μα με συναισθηματική θεώρηση καθαρά ποιητική. Οι στίχοι της, αφετέρου, ουσιαστικοί κι υπεύθυνοι, απέχουν από τις αοριστολογίες και τις ακατάληπτες εκφράσεις μερικών συγχρόνων ποιητών.
Γιώργος Κεχαγιόγλου
Δεν ξέρω αν είναι σωστή η αίσθησή μου, άλλα ο αναμφίβολα σημαντικός
ανθρωπιστικός και ακέραιος λυρικός πυρήνας της ποίησής σας, βρίσκει καλύτερη διέξοδο στα πιο κάτω ποιήματα…
Απ’ αυτή την άποψη βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρουσα την τελευταία ποιητική
σας συλλογή Κι επανέρχομαι στην ποίηση.
Ν. Δ .Τριανταφυλλόπουλος
Διαπιστώνω στα ποιήματά σας παρατηρητικότητα, αρετή σημαντική για τους
ποιητές, εγρήγορση ψυχική και αληθινά και όχι πλαστά αισθήματα.
Παναγιώτης Περσιάνης
Το θεματολόγιό σας είναι πολύ ευρύ και ποτέ δεν είναι κανείς βέβαιος ποιά
χορδή θα κτυπήσει το επόμενο ποίημα της συλλογής. Έτσι προχωρεί με πολλή ευχαρίστηση από το ένα ποίημα στο άλλο πλουτίζοντας και βαθαίνοντας διαρκώς τα συναισθήματά του. Στάθηκα ιδιαίτερα σ’ αυτά πού έχουν εξομολογητικό τόνο, κι έτσι μπόρεσα να καταλάβω τι σημαίνει για σας η ποίηση και γιατί επανέρχεσθε στην ποίηση. Σας είδα σαν ιέρεια να λειτουργείτε στο βωμό της ποίησης όχι γιατί το βλέπετε ως καθήκον αλλά γιατί το νιώθετε ως τρόπο ζωής έτσι απλά όπως αναπνέει ή μιλά κανείς.
Μάνια Γεωργιάδου Κωνσταντινίδη
Το εξώφυλλο της νέας σου συλλογής το έχω κάνει από μια φωτογραφία με
τίτλο Focus on Michigan που πήρα από τη γέφυρα με τούς αφρούς του
καταρράκτη που έπεφτε λίγο πιο πάνω. Έχει ένα ρυθμό και μια ροή ποιητική που μου θύμισε τη φυσική και απλή ανάπτυξη των σκέψεων σου στα ποιήματα που μας διάβασες και που είναι γραμμένα με ανάλαφρα αφηρημένο κάπως τρόπο.
Γλαύκος Χριστής
Είναι ποίηση απλή, λιτή και με έντονη φιλοσοφική διάθεση. Παράλληλα
ξεχειλίζει μέσα από τις σελίδες της ο λυρισμός, κι η αισθαντικότητα. Και δυο
λόγια για τον τίτλο της συλλογής Τί μπορεί να σημαίνει ο τίτλος. Υπήρξε
εποχή στη ζωή της ποιήτριας πού δεν ανήκε στο μαγικό χώρο της ποίησης,
πρόδωσε ποτέ την ποιητική της φύση; Ή μήπως επιστρέφει στην ποίηση, γιατί είναι το αιώνιο καταφύγιο της ψυχής, όπου διασώζονται οι αρχέγονες μνήμες της υπάρξεως, η Άλλη Αλήθεια, σ’ αυτούς τούς χαλεπούς αντιποιητικούς καιρούς.
Σοφοκλής Λαζάρου
Επανήλθες στην ποίηση πληθωρική σε σελίδες και σε λυρικά βιώματα. Κάτω
από τη γραμμική πορεία των ποιημάτων σου κυλάει ένας λυρισμός γεμάτος
λεπτομέρειες που διεγείρει το ενδιαφέρον και συγκινεί. Αυτός ο λυρισμός των
πραγμάτων πού κατατείνει προς την υπερβατικότητα πηγάζει από ψυχή
ευαίσθητη, την ψυχή σου. Η ποίησή σου αποπνέει ένα άρωμα λεπτότητας και
ανθρωπιάς.
Κλαίρη Άγγελίδου
τ. Υπουργός Παιδείας καί Πολιτισμού
Ξαναδιάβασα τα ποιήματά σου της τελευταίας συλλογής είναι τόσο ανθρώπινα. Θαυμάζεις τα πιο ταπεινά πράγματα και τους δίνεις υπόσταση. Βλέπω μέσα στους στίχους σου την πίκρα για τα καθημερινά κι ανώφελα, όμως βλέπω και την πηγή της ψυχής σου, απλή, γεμάτη αγάπη. Οι προβληματισμοί σου δείχνουν τον άνθρωπο που αγωνιά, αγωνίζεται, αλλά μέσα από μια ηρεμία, ένα φως ανέσπερο.
Αγάπη δοσμένη απλόχερα. Ξαναβρήκα τη Βέρα πού ήξερα, τον άνθρωπο.
ΑΝ ΑΠΛΩΣΩ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
Μ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΩΣΕΙΣ ΤΗΣ… (1985)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
«Και δε θα κρύψουμε καθόλου, ότι η ποίηση της Β. Κορφιώτη μας εντυπωσίασε. Λόγος πυκνός, σφιχτοδεμένος, λιτός, κι απέριττος. Αποσταγματικός. Βγαλμένος από επώδυνες διεργασίες μιας τρυφερής ψυχής. Με πλατύ και βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο. Κλείνω με την πεποίθηση πως βρισκόμαστε μπροστά σ ένα γνήσιο ταλέντο.»
Δημοσθένης Ζαδές
«Το βιβλίο ‘Θέμα: Ποίηση’ της Β.Κ. χαρακτηρίζεται από μια πνευματική πυ-
κνότητα και λογική θεώρηση του φαινομένου της ζωής. Στην έκφραση
υπάρχει λιτότητα κι επιγραμματικότητα. Το βιβλίο αποτελεί μια ουσιαστική
ποιητική παρουσία.»
Σκεπτικό της απονομής Επαίνου Υπουργείο Παιδείας 1978
«Η Β.Κ. λιτή, λακωνική, περιεκτική, διανοίγει απεριόριστες εσωτερικές προεκτάσεις, καθηλώνοντας τον αναγνώστη στους νόμους και τις αρχές της
δικής της ποίησης. Έχει δημιουργήσει ένα ξεχωριστό ποιητικό τύπο που
εκπέμπει μόνο τα δικά του ποιητικά σήματα που αντιστοιχούν με πνευματικά τελεσίγραφα’. Οι στίχοι της που τους χαρακτηρίζει η καταπληκτική
πνευματική πυκνότητα, υπόκεινται στο νόμο του πνευματικού αδιαχώρητου.»
Γιώργος Λυσιώτης
«Στίχος ουσίας, λιγόλογος, με εσωτερική ανίχνευση και ψυχική εμβάθυνση.
Η κάθε λέξη ζυγισμένη με το ξεχωριστό της βάρος. Υλοποιεί την ιδέα, εξιδανικεύει την ύλη. Όχι τι φαίνεται αλλά τι κρύβεται πίσω από την επιφάνεια. Έτσι επικοινωνεί με όλα, έμψυχα και άψυχα. Με τις μυστικές κεραίες πιάνει τους ήχους και τους μετουσιώνει σε ποίηση.
Ηπειρωτική Εστία
«Βρίσκεστε στον ορθό δρόμο. Παρ’ όλο που σας περνώ πολλά χρόνια στην
ηλικία δεν θα είχα τίποτε δυστυχώς το ωφέλιμο να προσθέσω στα όσα έχετε
κατορθώσει. Η ενδοστρέφεια και η εξωστρέφεια φαίνονται καλά ζυγιασμένα
στη συλλογή σας. Κοιτάζετε βαθιά μέσα σας αλλά έχετε και μάτια να δείτε
τον έξω κόσμο: το Βιετνάμ, τον Αλκιβιάδη κλπ.»
Παντελής Μηχανικός
Feather Star Publishing, Dayton Ohio 2007
ΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
Βέρα Κορφιώτη, Ποιήματα,
Feather Star Publishing, Dayton Ohio 2007
Το να παρουσιάσεις τα ποιήματα της Βέρας Κορφιώτη προσθέτει άλλο τόσο στη χαρά του να τα έχεις μεταφράσει. Και είναι με χαρά που μετάφρασα στα αγγλικά την ενότητα του εκδόθηκε με τίτλο «Αν απλώσω τη σφαίρα της ψυχής μου μ’ όλες τις πτυχώσεις της». Πρωτίστως διότι μου άρεσαν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού δεν θα μπορούσα εντίμως να το είχα κάμει αν δεν ένοιωθα να ταυτίζομαι τόσο με τη σκέψη και το ύφος της Βέρας ώστε τα λόγια στη μετάφραση να μην ήσαν μια απρόσωπη απόδοση του ελληνικού πρωτότυπου αλλά, όσο μου ήταν βέβαια δυνατό, ένας τουλάχιστον αντίλαλος της φίλης Βέρας που αισθάνομαι και εννοώ και χαίρομαι – κάτι σαν εκείνο του
Καβάφη που θέλει το αιγυπτιακό αίσθημα να περάσει και να χυθεί στη
ξένη γλώσσα και τόσο να ενωθεί μαζί της που κ’ οι στίχοι και ο ρυθμός κ’ η
κάθε φράση να ‘χουν έτσι κάτι από τη ζωή μας μέσα των.
Και αυτά βέβαια διότι η Βέρα είναι πολύ ευαίσθητη. Πίσω από μια βαθιά ελληνική φιλοσοφική κατεύθυνση που όλο και περισσότερο διέπει την ποίησή της, τόσο έκδηλα και έντονα παρούσα στα πιο πρόσφατα έργα της που
μου έδωσε την ευχαρίστηση να διαβάσω, η Βέρα εμπεριέχει μια αντίληψη και
ευαισθησία που επεκτείνεται στα όρια της έγνοιας για την αλήθεια αλλά και
ευθύτητα χωρίς συμβιβασμούς που θα τη χαρακτήριζα πιο κοφτερή και από
διαμάντι – έχω μια υποψία ότι αυτά τα έφερε μαζί της από τις μικρασιατικές καταβολές της και την ιωνική παράδοσή τους.
Η αγγλική μετάφραση που παρουσιάζεται σήμερα αποτελείται από
άλλη μία ενότητα που η Βέρα έγραψε και δημοσίευσε στα ελληνικά και που
μετάφρασε η Πηνελόπη Σωτηρίου με τίτλο «Πού πορευθώ από του προσώπου σου Ποίηση». Στο επίκεντρο αυτής της ενότητας είναι η ίδια η ποίηση που κυριολεκτικά κατέχει και αναλώνει τη Βέρα τόσο που να σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι ότι λειτουργεί κάθε στιγμή και ολόκληρη ποιητικά –
νοιώθει ποιητικά, σκέφτεται ποιητικά και γράφει ποιητικά. Ο Rupert Brooke
είπε ότι τρία πράγματα αξίζει να κάνει κανείς, το να διαβάζει ποίηση, το
να γράφει ποίηση, που είναι καλύτερο, και το να ζει την ποίηση, που είναι
ακόμα καλύτερο. Η Βέρα κάνει και τα τρία. Και στα ποιήματά της αυτά μεταδίδει την άκρατη ευαισθητοποίηση που της προκαλούν τόσα πολλά και
τόσο διαφορετικά πράγματα σαν κεντρίσματα και εναύσματα αλλά και
σαν βιώματα προπάντων.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να προέρχεται από οτιδήποτε άλλο παρά από
τον καθολικό έρωτα που ορίζει τον ποιητή, αφού ο έρως είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος και εμπνευστής, και η ποίηση το κάμωμα και η έκφραση του, που αντέχει στο χρόνο.
Κ’ είναι ο έρωτας το πλησιέστερο στη θεία αποκάλυψη, τόσο τουλάχιστον όσο είναι δυνατό να μας αποκαλυφθεί μέσα από τον οριακό μας κόσμο.
Την αποκάλυψη αυτή την αντιλαμβάνεται η Βέρα και με πολλή τέχνη
την υφαίνει ανθρωποκεντρικά και μας την παρουσιάζει κουβεντιαστά με τέτοια λιτότητα αλλά και πληρότητα ώστε να διερωτάσαι και αν μια λέξη θα μπορούσε να λείπει ή να προστεθεί. Το αποτέλεσμα μοιάζει σαν ένας ακέραιος πίνακας που αυθεντικά αποτυπώνει όχι μόνο αυτό που βλέπουμε αλλά και αυτό που αισθανόμαστε.
Επανερχόμενος στην πρώτη ενότητα, θέμα της Βέρας, με συνέπεια και
ανταπόκριση στον τίτλο της, είναι η ψυχή, αυτός ο ένοικος του κορμιού
που ποτέ δεν είδαμε και που όμως πάντα κατευθύνει και ρυθμίζει κάθε
κίνηση του γιατί προς το διότι. Η ψυχή είναι μια φοβερή πραγματικότητα,
όπως αποφαίνεται και Oscar Wilde – η μόνη στα αλήθεια. Γι’ αυτό και δεν
σηκώνει συμβιβασμούς σε ένα άνθρωπο που τη νοιάζεται. Η Βέρα ιχνογραφεί και εικονογραφεί τη ψυχή με αμεσότητα και οξύτητα. Ξέρει – το νοιώθει – ότι έχει απεριόριστες δυνατότητες, ότι μπορεί να φθάσει στα πέρατα, να ξεδιπλώσει και να απλώσει όλες τις πτυχώσεις της, αποκαλύπτοντας τα άπειρα και πολύπλοκα στρώματα των αισθήσεών της, υποσυνείδητο, συμπλέγματα, ένστικτα, πόθους, συναισθήματα, φαντασία, όλη αυτή την πολύπτυχη τοπογραφία της όπως την αποκαλεί. Συγχρόνως όμως κατανοεί και το δράμα της ψυχής – όριά της, έμφυτα ή επίκτητα στον κόσμο του κορμιού, που συνεχώς αντιμάχονται την πορεία της να ερευνήσει και να εκφράσει την πηγή και το τέλος της, δρώντας έτσι καθηλωτικά και ανασταλτικά. Τα ύψη του πετάγματος της ψυχής καθώς διασχίζει τους ουρανούς της αναζήτησής της λοιπόν, καταλήγουν να μην είναι τόσο
ξέχωρα από την άβυσσο της πτώσης της και την πεζότητα της δέσμιας καθημερινότητάς της και ο άνθρωπος καταλήγει να μη βρίσκει σίγουρες
απαντήσεις και κατακτήσεις και να μη φθάνει τους όλο και μόνο δύναμη και
αγάπη θεούς.
Παρ’ όλα ταύτα, η ψυχή, και μιλούμε πάντα για το φιλόσοφο και τον
ποιητή, αυτούς τους λάτρεις της αλήθειας και της ομορφιάς, δεν σταματά –
τέτοια είναι η μοίρα της – περνώντας μέσα από τον πόλεμο της κοσμικής
παρουσίας της, το συνεχώς γίγνεσθαι του Ηράκλειτου, αγωνιώντας να ξεπεράσει τα όρια, τα πρόσωπα, ακόμα και τον ίδιο το στόχο της.
Και αυτό διότι η ψυχή είναι ερωτευμένη με την αρετή, μια ακατάπαυστη Σωκρατική μανία την ορίζει που είναι ικανή να εξαφανίσει τα σημάδια του πόνου με τη θέα του αγαθού και του ωραίου προς το οποίο τείνει μέσα
από τα παράθυρα που ανοίγει στην ατέλειωτη πορεία της προς τη θεία
μοίρα της και την αέναη αναζήτηση της αρχέτυπης μορφής της. Φτάνει
μόνο να μπορέσει να κρατηθεί σταθερά στο δρόμο της, παραμερίζοντας τα
θεοποιημένα είδωλα του κόσμου αφού είναι πιο άξια από αυτά.
Μοναχική είναι βέβαια η πορεία της ψυχής. Μοναχική διότι είναι και
εσωτερική και προσωπική. Ο κάθε άνθρωπος είναι αυτό που ο ίδιος γίνεται,
είτε καταδικασμένος στα όρια που διαλέγει είτε προορισμένος, όσο ο ίδιος
κατορθώνει, για το άχρονο φως και τη μαγεία του πόθου του. Μεγάλη η τέχνη της κατανόησης της αιωνιότητας της στιγμής και συγχρόνως του πεπερασμένου της. Μεγάλη η τέχνη του ξεπεράσματος του εγώ μέσα από την
πραγμάτωσή του.
Οδηγός της ψυχής στη διαδρομή της οι αισθήσεις της, οι εσώτερες εκείνες νύξεις και χρωματισμοί της ομορφιάς και της αγάπης και της αλήθειας, των αγνών υλικών από τα οποία φτιάχνεται η κατανόηση της αιωνιότητας στη ψυχή, τα όπλα της ενάντια στο χρόνο και στο θάνατο, ενάντια στη ματαιότητα και στην απάτη που την περιβάλλει. Μοναδική εγγύηση, στήριγμα, παρηγοριά, η πίστη στην ιδέα, η ανάμνηση που έχει η ψυχή για την ανώτερη καταγωγή της που κάποτε γνώρισε ολόκληρη, άσπιλη, χωρίς πέπλα και επιχρίσματα – το θείο κάλλος.
Στην ποίηση της Βέρας είναι λοιπόν πάνε εκεί ο Σωκράτης και ο
Πλάτων, οι διαχρονικοί μας προσωπικοί φίλοι που απέδωσαν τη λάμψη και
τη θέση της αιωνιότητας και μας θυμίζουν πως ο κόσμος αυτός δεν είναι
παρά μια αντανάκλαση εκείνου από όπου ήρθαμε, εκείνου που, αν εμείς οι
ίδιοι γίνουμε άξιοι, θα αξιωθούμε αν τον ποθήσουμε με πάθος και μανία.
Πώς λοιπόν συντελείται από το θαύμα; Μα μέσα από τον έρωτα βέβαια, τη χωρίς όρια θέρμη και κινητήρια δαιμονική δύναμη που μόνη αυτή μπορεί να καθαρίσει τις επικαλύψεις του χρόνου και της ύλης, να εξαφανίσει τη λήθη της Ιδέας και να αποκαταστήσει τη χαμένη σχέση με την αιώνια ομορφιά κρατώντας τη ψυχή στην εσωτερική σχέση με την πηγή της, κατόρθωμα αζύγωτο από το λογισμό.
Πόσοι μπορούν να πετύχουν αυτά τα πράγματα; Λίγοι, μας θυμίζει η
Βέρα καταλήγοντας – οι μυημένοι, οι ποιητές.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΩΝ
Ευγένεια, τρυφερότητα, άδολη ανθρωπιά. Κάπου φιλοσοφείτε σύντομα με απλότητα, αλλού διονυσιάζεστε, ατενίζετε συχνά όχι την ομορφιά του ουρανού αλλά πέρα την αψίδα του Θεού.»
Γιάννης Μαγκλής
«Ηχε! ένας σοβαρός, σπαρακτικός τόνος στην ποίησή σου που εντυπωσιάζει.»
Κώστας Τσιρόπουλος
«Εεε! εσύ, καλή, άριστη, Βέρα Κορφιώτη, πού διάβολο κρυβόσουνα κι από μένα;»
Ρένος Ηρ. Αποστολίδης
«Τα ποιήματά σου, έχουν λιτότητα και σαφήνεια — αρετές που στην εποχή μας χαρακτηρίζονται για ελαττώματα!!»
Α. Διαμαντής
«’ Εχετε ένα πηγαίο ταλέντο, στοχασμό βαθύ και αυθορμητισμό. Επίσης κατέχετε πολύ καλά τη μοντέρνα ποίηση του ελεύθερου στίχου και προπάντων έχετε νοήματα πολύ δυνατά.»
Εύρη Βαρίκα Μόσκοβη
«Η ποίησή σας έχει την πυκνότητα Επιγραμμάτων. Ευχαριστώ για τη συγκίνηση που μου έδωσαν οι πυκνοί στίχοι σας.»
Νέστορας Μάτσας
«Αποκαλύπτετε μια πολύ λεπτή και σοβαρή αίσθηση του βάθους των πραγμάτων. Δεχθείτε τα συγχαρητήριά μου.»
Χρήστος Μαλεβίτσης
Αυτός Έφα Πυθαγόρας ο Σάμιος
ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΗΛΙΟΦΩΤΟΥ
(Απόσπασμα)
Έργο ζωής και κατάθεση ψυχής, αφοσίωση νοηματισμένου βίου, πίστη
στη θεία επίπνοια και οφειλή στην ελληνική σοφία, πιστεύουμε πως συγκροτούν τη μνημειώδη μυθιστορηματική πραγματεία της Βέρας
Κορφιώτη: «Αυτός έφα! Πυθαγόρας ο Σάμιος». Ένα πραγματικό
επίτευγμα για την Κυπριακή Γραμματεία.
Δοσμένη σ’ ολόκληρη τη ζωή της η συγγραφέας στη φιλοσοφία ως
ζήτηση του αγαθού και νοηματοδοτημένη πράξη βίου θαύμαζε
απεριόριστα την αρχετυπική, θρυλική μορφή του Πυθαγόρα: «Μάλα γαρ
φιλοσόφου τούτο το πάθος, το θαυμάζειν’ ου γαρ άλλη αρχή φιλοσοφίας
η αύτη», μας λέει ο Πλάτων στο «Θεαίτητο». Και συνεχίζει: «και έοικεν ο
την Ίριν Θαύμαντος έκγονον φήσας ου κακώς γενεαλογείν». Και μια που
μιλάμε για φιλοσοφία στην ίδια την κοιτίδα της, ας απαλλαγούμε από μια σύγχρονη παρεξήγηση: η φιλοσοφία δεν είναι μια ωραία και εν πολλοίς περιπεπλεγμένη θεωρητικολογία, όπως την έχει μεταποιήσει η νοησιαρχία του Δυτικού Κόσμου, αλλά πράξη, στάση και τρόπος ζωής. Αυτό ακριβώς είναι ο πυθαγορισμός: πράξη, στάση και τρόπος ζωής, κατοχυρωμένης από μια γενική θεωρία, συνθεμένη από τη θρησκεία, την επιστήμη, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τον ουρανό και τη γη, τη φύση και τον άνθρωπο, τη συμπαντική πρόσληψη και θέση του κόσμου.
Στο τέλος του βιβλίου της η αγαπητή φίλη χαρακτηρίζει το έργο της «τολμηρό εγχείρημα για τη μυθιστορηματική ιχνηλάτηση της πυθαγόρειας πορείας και σοφίας». Δύσκολο έργο αλήθεια για μια υπεράνθρωπη μορφή, που πέρασε στην περιοχή του μύθου, ενώ
ακόμη ζούσε, που είναι «πανταχού παρούσα» στους κατοπινούς αιώνες, αλλά τίποτα γραμμένο από το δικό του χέρι δεν έχουμε’ οι πληροφορίες μας είναι πολύ μεταγενέστερες. Αυτό συμβαίνει, πιστεύουμε με τους όντως κορυφαίους Διδασκάλους της
ανθρωπότητας: τον Πυθαγόρα, το Σωκράτη, τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. Οι άλλοι μιλούν γι’ αυτούς: οι πλησίον, οι μαθητές, οι μεταγενέστεροι’ κι η σοφία τους πηγή λαλέουσα, μιλά έτσι την κάθε στιγμή, ταξιδεύει στο χρόνο, διαπερνά τους αιώνες, δικαιώνει τον Άνθρωπο. Για τούτο κι επέγραψα την αποψινή μου εισήγηση: Η
Ελληνική σοφία διά μέσου των αιώνων».
…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αυτός έφα! Πυθαγόρας ο Σάμιος
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου απόψε, ως όφειλε, φιλοξενεί την
παρουσίαση του βιβλίου της κ. Βέρας Κορφιώτη «Αυτός έφα! Πυθαγόρας ο
Σάμιος». Το πόνημα της συγγραφέως που τιμάται απόψε, είμαι στην
ευχάριστη θέση να δηλώσω, καθιστά την οφειλή του Πανεπιστημίου
αυτονόητη. Όπως όλα τα βιβλία της κλάσης του, αποτελεί πρόκληση για τον
επιστήμονα που θα το μελετήσει, και πηγή γνώσης και αναγνωστικής
απόλαυσης για το κάθε φιλέρευνο πνεύμα που θα του αφιερωθεί για όσο
χρειαστεί να το διεξέλθει. Όχι πολύ, πρέπει να πω, παρόλο που πρόκειται για
μεγάλο βιβλίο. Αφού η επιδεξιότητα της συγγραφέως του, δεν αφήνει τον
αναγνώστη, σε κενά συγγραφικού αυτοθαυμασμού, να σκεφτεί τον χρόνο
που δαπανά για να το διαβάσει. Έτσι, το βιβλίο τελειώνει γρήγορα.
Η ανάγνωσή του, εννοώ, γιατί η επίδρασή του είναι μόνιμη. Είναι
εκείνη των κειμένων στα οποία θέλεις να επιστρέφεις, για να σιγουρευτείς
ότι ο συγγραφέας τους όντως εννοούσε ως σημαντική τη σχέση που θέλησε
να αρχίσει μαζί σου με το βιβλίο του. Στο συγγραφικό αυτό έργο της κ.
Κορφιώτη, το αφιερωμένο στον πλάνητα φιλόσοφο Πυθαγόρα, διάχυτη είναι
η επιστημονική επιφύλαξη, που το καθιστά αξιόλογη ερευνητική απόπειρα.
Δεν φείδεται όμως, η συγγραφέας, λογοτεχνικού οίστρου, δεδομένης αξίας,
που ενεργοποιεί ο, ζωοποιός για το κείμενο, θαυμασμός του προσώπου του
φιλοσόφου, του οποίου φιλοτεχνεί το πορτραίτο.
….
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
Η Βέρα καταδεικνύει, με εκπληκτική Πυθαγόρεια αντίληψη, ότι ο
Πυθαγόρας δεν μπορούσε να μην συνδέετε με τον Απόλλωνα, που, ως θεία
πρόνοια μέσω της μαντικής, κατεύθυνε τα πάντα. Από τον παλιό χρησμό
που εδόθη στον πρόγονο του Αγκαίο να οίκηση την πατρίδα του Σάμο,
μέχρι το χρησμό στον πατέρα του για τη γέννηση και το μέλλον του, μέχρι
το ίδιο του το όνομα που παραπέμπει στο χρησμό του Πύθιου θεού, και
μέχρι ακόμα και το μύθο ότι ήταν γιος του ίδιου του Απόλλωνα. Να
καταστεί Απολλώνιος εκπρόσωπός ήταν λοιπόν ο σκοπός της ενσάρκωσης
του Πυθαγόρα, μύστης και αποκαλυπτικός μαζί, σε βαθμό που ο φειδωλός
Αριστοτέλης να μας πη ‘Του λογικού ζώου το μεν εστί θεός, το δ’
άνθρωπος, το δε οίον Πυθαγόρας’. Εξηγώντας μας τες καταβολές του
Πυθαγόρα, του ανθρώπου στον οποίο απεκαλύφθη τόση αλήθεια, η Βέρα
μας θυμίζει, παραπέμποντας στη μεγαλειώδη μυθική ιστορικότητα, οτι Ό
μύθος λέγεται ότι είναι έργο θεών, η δε ιστορία έργο ανθρώπων’, και οτι
Ένας μύθος δεν αποτελεί παρά την ιστορία των εντυπώσεων και της
αίσθησης των μεταγενέστερων για κάτι το πολύ ξεχωριστό που συνέβη, για
κάτι το πολύ ξεχωριστό που φανερώθηκε στους κόσμους του πνεύματος και
της διανόησης και υλοποιήθηκε στον κόσμο των γεγονότων’.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ
Για το εργώδες του αξιόλογου πονήματος της ευπαίδευτης φιλολόγου και ποιήτριας Βέρας Κορφιώτη, που εντρυφώντας σε πρωτογενείς κειμενικές πηγές και νεότερες βιβλιογραφικές μελέτες αναπλάθει με επιδέξια σύνεργα δοκιμιακής γραφής και μυθιστορηματικής βιογραφίας σε 453 μεγάλου μεγέθους σελίδες την επική ζωή και το πολυδιάστατο φιλοσοφικό σύστημα του Πυθαγόρα, η επιμελήτρια του βιβλίου Ανδρούλα Τουμάζου επισημαίνει εγκωμιαστικά: «Τεράστιο υλικό, απόλυτα τεκμηριωμένο, συμπλέκεται χωρίς διόλου να συγχέεται με πλούσιο φαντασιακό σε ενιαίο όλο […], προκαλώντας και προσκαλώντας μας να κατανοήσουμε τη θέση μας στον κόσμο και τον σκοπό της ύπαρξής μας.
Ως αληθινή Πυθαγόρεια, η Βέρα Κορφιώτη διακονεί τούτη την αποστολή με σεμνότητα και ταπεινότητα, με αληθινό δέος μπροστά στη μεγαλοσύνη του Πυθαγόρα, λειτουργώντας ως διάμεσος μεταξύ του Πυθαγόρα και του καιρού μας, μεταξύ Πυθαγόρα και παντός καιρού».
Ενώ η συγγραφέας στις εισαγωγικές σελίδες της άνευ υπερβολής Πυθαγόρειας διατριβής της, επεξηγώντας τις δυσκολίες του εγχειρήματός της και «βαδίζοντας στο μεταίχμιο θρύλου και ιστορίας», διερωτάται αν ήταν θεμιτή η αναμέτρηση μ’ έναν άνθρωπο, που όσο κανένας άλλος «έχει επηρεάσει της σφαίρα της τέχνης», κατά τον Ράσσελ. Κάτω από τον εμβληματικό τίτλο «Αυτός έφα», που παραπέμπει στο παροιμιώδες κρυπτικό δόγμα της πυθαγορικής αδελφότητας, το βιβλίο συναρθρώνει με σπονδυλωτή αφήγηση αυτοτελών οκτώ κεφαλαίων σε τέσσερεις συνεκτικές ενότητες μιαν αδρομερή σκιαγράφηση του περιεχομένου του.
Με την παρατήρηση ότι η Β.Κ. αρχίζει πρωθύστερα στο Α΄ κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Τετρακτύς, αγνή αρμονία, όμοια με των Σειρήνων» την ενδελεχή της εξιστόρηση σχετικά με την «τετρακτύν», τη βασική μουσικομαθηματική θεωρία του Πυθαγόρα, προκαλεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον και χωρίς να το μειώνει κουράζοντας τον αναγνώστη με δύσκολες έννοιες και παρεμφερείς θεωρίες μεταθέτει πιο κάτω το ΣΤ΄ κεφάλαιο, που τιτλοφορεί «Ο Πατέρας του αριθμού», στοιχειοθετώντας την ενότητα του φιλοσοφικού και επιστημονικού Πυθαγορισμού.
Η δεύτερη ενότητα αφορά στις πολυκύμαντες καμπές του πολυτάραχου και μυστηριώδους του βίου, όπως τον διασώζουν οι διαφορετικές εκδοχές των βιογράφων του, από τη Σάμο της καταγωγής του μέχρι τα ταξίδια του στην Ιωνία και τη νότια Ιταλία, καθώς και τις αλλεπάλληλες παιδευτικές του μυήσεις. Με υποβλητική παραστατικότητα γλαφυρής περιγραφής και αφηγηματική δύναμη μυθοπλαστικής πλοκής η συγγραφέας απομυθοποιεί τα δρώμενα των πυθαγόρειων έργων και ημερών μέσα από τα αντίστοιχα κεφάλαια:
«Ο εν Σάμω Κομήτης», «Ένας εκπληκτικός περίπλους» και «Η παλιννόστηση». Τα κεφάλαια «Ένα πεπρωμένο εκτός συναγωνισμού. Η φρυκτωρία του Κρότωνα» και «Οι αλκυονίδες μέρες πέρασαν» μάς μεταφέρουν στον Κρότωνα, την ίδρυση της Σχολής των Πυθαγορείων με εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις επιθέσεις κατά των Πυθαγορείων και τη διάλυσή τους μέχρι την καταστροφή και την αποτέφρωση της Σχολής. Η τελευταία ενότητα περιλαμβάνει το κεφάλαιο «Πυθαγόρεια κληρονομιά», ήτοι των Πυθαγορείων επιγόνων με φανατικότερο τον Πλάτωνα, καθώς και το Επίμετρο. Το κάθε κεφάλαιο υπομνηματίζεται με διαφωτιστικές υποσημειώσεις πραγματολογικών σχολίων.
Από το μνημειώδες έργο αναφοράς της Βέρας Κορφιώτη, που εμπλουτίζει την πανελλήνια φιλοσοφική Γραμματεία, παραθέτουμε ένα άκρως ενδιαφέρον και επίκαιρο απόσπασμα:
«Ήταν υψίστης σημασίας οι μελέτες που γίνονταν στην τάξη των πολιτικών επιστημών. Ο Πυθαγόρας επιζητούσε να ενώσει την πολιτική ιδέα με την επιστημονική και θέλησε να κάνει την ανθρώπινη κοινωνία εικόνα του μακρόκοσμου του Σύμπαντος, που βρίσκεται μέσα σε αρμονία. Απέβλεπε στην ενότητα των φυσικών νόμων και των νόμων της πολιτείας, επιθυμώντας μια ενιαία, αρμονική και εποικοδομητική προσέγγιση ζωής. Πρέπει να καταπολεμηθεί η απάθεια και η αμάθεια και να μειωθεί η αδικία και η ανισότητα. Οι άνθρωποι οφείλουν να προστατεύουν και να διαφυλάσσουν τη φύση σε όλες τις εκφάνσεις της. Τα ζώα, τα φυτά και κάθε άλλο στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος επιβάλλεται να μη βλάπτονται, αλλά να εξασφαλίζεται η ευημερία τους. Το αποτέλεσμα θα είναι να διάγουν οι άνθρωποι μια ζωή με περισσότερο νόημα μέσα σ’ ένα φιλόξενο περιβάλλον συνδιαλλαγής και αρμονίας. […] Την ισορροπία ανάμεσα στη γη και τον ουρανό ο Πυθαγόρας τοποθετούσε στη συνείδηση της ανθρώπινης ελευθερίας».