Η Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε Μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Διδακτορικό Δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η μελέτη της Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση
και τη βελτίωσή της, εκδ. Κέδρος 2007, εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Μέλος του Κύκλου Ποιητών.
Εξέδωσε εννιά ποιητικές συλλογές, με τελευταία τη «Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος» (Μελάνι 2022). Επίσης, μία συλλογή διηγημάτων: Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής, 2012. Το 2019 συγκέντρωσε σε τόμο κριτικά της σημειώματα για 49 λογοτέχνες, με τον τίτλο Νήματα της γραφής, πτυχές κειμένων.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
1982 Καταγραφές, Θεσσαλονίκη
1992 Στο μεταίχμιο, Θεσσαλονίκη
1996 Δυο ελεγείες και μία ωδή, εκδ. Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη
2001 Μαθητεία στην αναμονή, εκδ. Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη
2009 Διπλή άρθρωση, εκδ. Ταξιδευτής
2013 Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν
2016 Εποχή αφής, εκδ. Σαιξπηρικόν
2018 Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, εκδ. Σαιξπηρικόν
2022 Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος εκδ. Μελάνι 2022
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
2012 Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής
ΜΕΛΕΤΕΣ
2007 Η γραπτή έκφραση των μαθητών, εκδ. Κέδρος
2019 Νήματα της γραφής-Πτυχές κειμένων (κριτικά σημειώματα για 49 λογοτέχνες), εκδ. Ρώμη
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
2014 «Ποιήματα του 2013», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα
2011 «Έκφραση έκθεση για το γενικό λύκειο», Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.)
2009 «Ποιήματα του 2008», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα
.
.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΡΗΜΝΟΣ (2022)
Η ΑΜΦΙΘΥΜΗ ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ
ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
ΙΙΙ
Εκείνος καταλάγιασε
του άρεσε να περνά τα βράδια στο σπίτι
με τσάι πανκέικς και χορτόσουπα βελουτέ.
Σαν να ’θελε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Ωστόσο, διοργάνωνε με προθυμία ταξίδια αγάπης.
Εκείνη
τις μέρες τις περνούσε πιο ομαλά.
Έβγαινε για καφέ με τις φίλες
Ή έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες
Κεντούσε ράνερ για το μεγάλο τραπέζι.
Σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της
και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν.
Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση.
Προσδοκά έναν άλλο νόστο
επί ματαίω;
Εκείνος βέβαια ξέρει
πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
I
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
Τις πρώτες χλιαρές μέρες του Ιούνη άρχιζα να σκέφτομαι την
απόδραση. Στα νησιά.
Διάλεγα τον τόπο, τα μαγιό, ένα σε μοβ τόνους οπωσδήποτε.
Και μια μεγάλη ψάθινη τσάντα, στο χρώμα του ήλιου.
Γινόμουν ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι, μαγικό τοπίο, τρυφερός
βράχος, βότσαλα, πεταλίδες, ψαράκια που σας γαργαλούσαν τις
πατούσες, όλα, ό,τι θέλατε γινόμουν, για να χαίρεστε.
Ξεκινούσαμε γεμάτοι φως.
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Προς το παρόν
ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου.
Φτιάχνουμε πράγματα μαζί
αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε
έτσι ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever
να μείνω εδώ όσο χρειάζεται
να λειανθεί το χείλος του γκρεμού
να μπει ένα πλέγμα
να μην επικρέμαται η πτώση μου.
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ, ΤΡΟΠΟΝ TINA
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ
Νιώθει πως μπαίνει σε βαθιά σπηλιά θαλασσινή
η φωνή ηχεί σαν μέσα απ’ το νερό
κάποτε ακούγεται ένα λυπημένο όμποε.
Ύστερα από ώρα βρίσκεται μακριά
σ’ έναν πλημμυρισμένο δρόμο
βαδίζει δύσκολα κι αργά
γιατί στο βάθος φαίνεται ένα πλάτωμα
και μια αυλή με δέντρα και τραπέζια.
Κάποιοι της γνέφουν, μορφές ακαθόριστες
οικείες ωστόσο και γαλήνιες.
Όλο πλησιάζει κι όλο ξεμακραίνουν
καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση
θα είναι άφιξη ή αναχώρηση.
ΠΕΤΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Κάθε πρωί με τρυπούν μικρές μέλισσες
τρυφερά βγάζω φτερά
με τραβούν για λίγο προς τα πάνω
κι ύστερα χάνονται.
Φυλλοβόλα.
Έχω πολλά φτερά κρυμμένα
στην πλάτη μου, αλλά σπάνια τα βγάζω.
Προτιμώ να πετώ μέσα μου.
ΑΣΤΕΓΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Άστεγη προσαρμογή
σε σεργιανάω σε παγκάκια της οδού με τα πάρκα
τα βράδια τρυπώνω σε παραμύθια της καλοσύνης
όμως δεν βλέπω να με στεγάζουν τα πενιχρά μου κέρματα.
Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον
απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας.
Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης.
Ούτε μπρος ούτε πίσω.
Σε μια πορεία απεγνωσμένη
να εκλιπαρώ την τρυφερότητα
να λιμάζω τις επετείους.
Είναι και που κάθε βράδυ βγάζω έξω την καρδιά μου
την κοιτώ, γεμάτη ουλές και φυσαλίδες
δεν έχω στάλα αντίδοτο.
ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Τσαλακωμένους
μας βρήκε το κακό.
Να φυλλομετρούμε την ύβρι
φωτογραφίες νεότητας
και αμαρτίες που παιδεύουσι τέκνα.
Μας πέτυχε στη γωνιά ο ονειροφάγος
κι είχαν κακιώσει οι ενσκήψαντες δεινόσαυροι.
Τσαλακωμένη
σπάζω κλαδιά από κρανιές
να ‘ρθουνε οι όμορφες μέρες.
Λινό μαντήλι δάκρυα
ντέρτι
μήλα μαραγκιασμένα –
τα αντισηπτικά απέτυχαν να απολυμάνουν
την επιφάνεια της μνήμης.
Κόμπος η ανάσα
κι έρχεται ένα καλοκαίρι
κυλάει απαλά στο στέρνο μου
μια τραχειοτομή ελπίδας
όνειρο προεξαγγελτικό
να μην ασφυκτιώ στην έγκλειστη αντισηψία.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το μισό χρυσαφένιο φεγγάρι
καταμεσής στο παράθυρο.
Τι να μας είπε χθες βράδυ;
Να μην κατεβάζουμε απότομα τη σίτα
κόβουμε τα μικρά ανύποπτα έντομα
είναι όπως μας κόβουν με μια κίνηση οι δυνατοί –
τ’ ακούς, μωρό μου;
Εσύ να χαίρεσαι τα ζωηρά τζιτζίκια
και τους ακάματους μέρμηγκες
και την παλιά χελώνα που σου φέρνει τώρα τα μικρά της.
Εσύ να ψάχνεις ονόματα για τα λουλούδια και τα χόρτα
για την τρελή ακρίδα που ’χε κάτσει στα μαλλιά σου
για τον ιππόκαμπο που θα σου φανερωθεί το άλλο καλοκαίρι.
Γλυκιά η βραδιά.
Μην ανάβεις φως, Οδυσσέα.
Τηλέμαχε, γύρνα επιτέλους ένα πλάνο ανφάς
όλος χαμόγελο…
.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ (2018)
Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν
Η ΔΙΚΛΕΙΔΑ
Πού την άφησες, μου είπαν, αυτή τη σκέψη σου εκεί έξω,
τώρα δεν έχεις μυστικά.
Τα ματοτσίνορά μου έπεσαν και τα μάτια μου
έμειναν ανοιχτά σαν πλαστικής κούκλας.
Ένιωσα περίπου σαν φλασάκι, πεσμένο σε πίσω κάθισμα ταξί.
Σε λίγες μέρες
είδα τους συλλογισμούς μου να ξεπουλιούνται στο παζάρι.
Δεν έμενε παρά να με διαπομπέψουν και να με εξευτελίσουν.
Αν δεν αυτοχειριάστηκα
οφείλεται στο ότι στο αρχείο που φύλαγα προσεχτικά
στο πίσω μέρος του κρανίου μου
βρήκα μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας
και δραπέτευσα,
άρδην ανατρέποντας τον παραλογισμό.
ΑΕΡΙΝΑ
Λευκά αέρινα σχήματα
σαν νιφάδες χιονιού
σαν λιλιπούτειες μπομπονιέρες
σαν φτεράκια γλάρων στη θάλασσα
ακούστηκε ο γδούπος του σώματος
πάνω στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου
μυριάδες κόκκινα σωματίδια
ματωμένη η πυράκανθος της αυλής μου
σε λιγότερο από δύο ώρες νυχτώνει.
ΣΚ0ΥΡΙΑ
Μην ψάχνεις για φως
η μόνη λάμπα που λειτουργεί
βρίσκεται πάνω στον ξύλινο πάγκο
στο βάθος της αποθήκης.
Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν.
Κι ο σκύλος κουλουριασμένος
γλείφει τη σκουριά απ’ τα κάγκελα.
ΣΑΝ ΓΥΑΛΛΙ
Μικρό τσαλακωμένο ποίημα
αθώο μου φάνηκε
μού ’σχίσε το χέρι σαν γυαλί
αίμα πάνω σε μπλε καπλαντισμένα τετράδια
έλιωσαν τα ήδη μισοσβησμένα γράμματα
διήθηση.
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
ΚΑΜΕΡΑ
Τρυπώνω στον φακό της κάμερας και πάω
περνώ βουνά σύνορα και φράχτες.
Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της — πόσων μηνών; — ανήσυχη
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη,
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.
ΣΑΝ ΤΥΨΗ
Ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια
ζακετούλες ροζ, με φιόγκο, με ζεστή επένδυση.
Εκείνα, όμως, δεν έχουν
μόνο θυμούνται
αυλές και γέλια και παιχνίδια
βλέπουν γονείς στραγγισμένους
ή τους χάνουν
δεν ονειρεύονται
γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις
σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.
ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΦΩΣ ΗΜΕΡΑΣ
Αλαβάστρινη μου, να προσέχεις
όταν εκτελείς τις χορευτικές σου κινήσεις.
Είναι ύπουλες αυτές οι νύχτες με φως ημέρας,
ξυπνούν κάτι λιμασμένοι εφιάλτες
και δεν φοβάσαι το τέρας της Λίμνης
αλλά τις αγκαθωτές μπάλες με χρώματα που τσουρουφλίζουν.
Όλα κάτω απ’ το μαξιλάρι σου είναι κρυμμένα.
ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Σφυρίζει ο αέρας στο απέραντο πάρκο
σαρώνει φύλλα κίτρινα και καφετιά
άλλα κολλούν στο υγρό χόρτο.
Μικροί στρόβιλοι αιχμαλωτίζονται στις μπούκλες σου.
Και ξαφνικά ανοίγει η μπαλκονόπορτα
κι ορμά ένα σμάρι πολύχρωμες πεταλούδες
αυτές που ζωγραφίζετε όταν γυρνά απ’ τη δουλειά της –
τραβούνε νότια.
Γιατί μπορεί να φεγγάρια της Ουαλίας να είναι τόσο όμορφα
όσο τα παίνεσε ο Ντύλαν Τόμας
αλλά απ’ το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας
είναι μια μονογραφία δρόμος.
Η ΑΠΟΒΑΘΡΑ-SALTY DECKS
Η δική μου ξύλινη αποβάθρα δεν κουνάει πια
σταθερή, στέρεη και δίβουλη.
Οι δικές σου τώρα αποβάθρες της αλμύρας
φέρνουν στη γεύση μας το αλάτι του χρόνου
πάνω σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει
κι εγώ στο κατάστρωμα πάντα με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν
ρούχο λινό
αλλάζω σχήμα και χρώματα
κι εύχομαι ν’ αργήσει ακόμα πολύ να φανεί η στεριά.
.
ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ (2016)
ΦΩΝΗ Α’
MONO
Λιώνω σ’ έναν καφέ μόκα καραμέλα.
Κρύο, θαμπώνουν τα τζάμια.
Μιλώ μιλάς, λόγια που δεν θυμάμαι,
μόνο να κοιταζόμαστε στα μάτια
να βλέπουμε τα χείλη που αρθρώνουν
υπόκρουση κρατάμε την κουβέντα.
Βγήκε ήλιος, μας ζεσταίνει την πλάτη.
Το χιόνι στοιχειώνει στις άκρες του δρόμου.
Δάχτυλα που αγγίζονται και ριγούμε
με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης.
ΦΩΝΗ Γ’
Πάλι σ’ ένα καφέ θα καταφύγω
τη χαλαρή προσποιούμενη
ενώ με άγρυπνο μάτι παρατηρώ
και καταγράφω.
Η ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ ΑΙΤΙΑ
Άλλαξες, ομορφαίνεις, της πετούσαν
επιπόλαια αγνοώντας το αυτονόητο.
Κι αυτός, που βεβαιώθηκε εκείνη τη στιγμή
πως για κείνον ομόρφαινε,
Έβαλε την ψυχή του στα μάτια
και της τη δώρισε.
ΦΩΝΗ Γ΄
Το σύννεφο είχε καθίσει πάνω από το σπίτι.
Ένα σύννεφο σαν μπουκέτο λουλούδια, μοβ, μαύρα, φούξια.
Ακούστηκε η βροντή, μια λάμψη,
το σύννεφο σκόρπισε σε μυριάδες κομμάτια.
Απ’ το ταβάνι έπεφτε μια βροχή από μοβ πέταλα.
ΦΕΙΓ ΒΟΛΑΝ
Λίγο πριν από το ύψος της Αριστοτέλους με Ερμού
έκανες αδιέξοδες τις κατευθύνσεις.
Άχνιζε η ζέστη
μηνύματα στο κινητό με καλούσαν στην ΕΡΤ.
Λίγο πριν από το ύψος της Ερμού
μετέωρες αποφάσεις.
Συλλαλητήριο για τους απολυμένους
εκατοντάδες μηνύματά μου φέιγ βολάν πεταμένα στους δρόμους
ζητούν τον λόγο από εκείνον που παρίστανε τον παραλήπτη.
ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ
Πόσο ζηλεύω το θαλασσινό αεράκι.
Να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Τα μαλλιά μου.
Μακραίνουν, πυκνά.
Εποχή αφής.
0 άνεμος στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα δάχτυλα.
Τα δάχτυλα στα χείλη.
Τα χείλη στο μάγουλο.
Το μάγουλο στην παλάμη.
Η σιωπή στα χείλη.
0 αερόσακος της απόστασης στα σώματα.
0 στρόβιλος των αποριών.
Η απουσία σου παντού.
Το γρατζούνισμα της μνήμης.
Τα δάχτυλα χωρίς πλήκτρα ψαύουν μηνύματα.
Τα μαλλιά μου
μακραίνουν,
φθάνουν στη θάλασσα, βρέχονται,
η άρμη,
βαραίνουν.
Βαραίνουν.
Σε βλέπω μέσα στο νερό
να πασχίζεις μη σε πάρει το ρέμα
κρατάς το κεφάλι πίσω τεντωμένο
μη σου ’ρθει κανένα σανίδι ή κλαδί ορμητικό
το κορμί ευέλικτο για τις κατεβασιές και τις στροφές δώθε κείθε
Φοβάμαι μην ξοκείλεις σε καμιά άκρη, ξέπνοος και ξεχασμένος
ή μη σε δω να σε παίρνει ο καταρράκτης
με ανοιχτά χέρια και πόδια
να βάφεις για λίγο κόκκινο το συμπαγές άσπρο
κι ύστερα να διαχέεσαι στα μόρια του νερού.
ΦΩΝΗ Β’
Κάθε βράδυ είναι εκεί και με κοιτάει.
Σαν να γνωριζόμαστε από πάντα.
Της προσφέρω το Tom Collins που πίνει και πλησιάζω
μου χαμογελάει όλο φως.
Τι ξέρει η αγάπη από το όμορφο;
Τι ξέρει από το διαφορετικό;
Γεμίσανε ταμπέλες τα ράφια, οι δρόμοι
γράφω με το δάχτυλο τη σκόνη τους
τις ξεκαρφώνω με τα νύχια τα χέρια μου σκίζονται
γκρεμίζομαι στο σπάσιμο της κατανόησης.
Έτσι το βίωσα, καιρό.
Σαν παροξυσμό.
Να επιθυμώ τώρα
ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο.
Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω.
Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι
σαν κατεστραμμένη μαριονέτα –
φτάνουν οι παρομοιώσεις –
ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία.
Γ’
Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου.
Τόσο κόκκινο, την πνίγει.
Εικόνες από μακριά και πιο κοντά
διαμελισμένα ερείπια
πρόσωπα θρήνος
οροί τραύματα αίμα
ρουκέτες παράκρουσης
ανατιναγμένη λογική
ζωές λαθραία παγιδευμένες
λάμες απόγνωσης
σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας
ΣΑΝ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΤ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Σαν τη γραμμή του ορίζοντα, πράσινο,
εγώ αγαπούσα το μπλε, της θάλασσας,
νησιά πέλαγος πλοία άγονη γραμμή
πρόσφυγες μετανάστες
ύστερα άλλαξα κατεύθυνση, μόνιμος στα αεροδρόμια
ταξίδια γκρίζα και φαιά
μπλε της θάλασσας φαιό του θανάτου νερό ρουφήχτρα πλοία
κιβούρια
ξεβρασμένα κορμιά ακυρώνουν την αναψυχή των αμέριμνων
πόσο να με παρηγορήσει αυτό το πράσινο ενός ετοιμόρροπου
γιασεμιού
.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ (2013)
1 ΜΥΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ
Α, ρε Οδυσσέα,
αυτό κι αν με τρελαίνει:
είκοσι χρόνια σε περίμενα
και τώρα που χρειάστηκε να λείψω για δουλειές
ούτε ένα βράδυ δεν μπορείς να περιμένεις…
❖
Καλέ μου Οδυσσέα,
αδυνατώ να καταλάβω.
Τι σου ζητώ, ένα χάδι, ένα χαμόγελο.
Πρέπει να ’ρθουν τα πάνω κάτω,
για να μου δείχνεις αφοσίωση;
❖
Θα ’ρθεις πάλι για έρωτα.
Θα παραληρεί το γιασεμί
θα ξεσαλώνουνε τα μικροπούλια.
Δε θα μπορέσω να ανταποκριθώ.
Θα χω πληγές.
Σου το ’χω πει, δε θέλεις να τ’ ακούσεις:
Σαν μένω μόνη μου
ματώνει η μνήμη.
❖
Δεύτερη γραφή
Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
γράφω στο λάπτοπ που μου πήρες.
Ξεγλιστράς, δεν χάνεις ευκαιρία.
Όμως
ήσουν εδώ σαν ξέσπασε η μπόρα.
Το τεθλασμένο σώμα μου το λάτρεψες
τη σουρεαλιστική μορφή μου ασπάστηκες
αξιέπαινα συντήρησες τον πόθο.
Γι’ αυτό σε συγχωρώ.
Βαθιά χρωστώ ευγνωμοσύνη.
(Έγινε άβολος αυτός ο χώρος.
Δεν ξέρω αν θα στείλω το e-mail.)
❖
Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και, να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!
❖
Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τι θα ’κάνε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.
❖
Μια που είσαι στην Τρίπολη, πέρνα από τη Σπάρτη.
Η Ελένη έκανε μαστεκτομή.
Φαντάσου, αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα,
πόσο αλλιώτικα τα γεγονότα!
Η Ελένη με τσαλακωμένο μπούστο, φαλακρή.
Τι να ερωτευτεί ένας Πάρις;
Τέλος πάντων, να περάσεις, είναι πεσμένοι, πες τους
κάποια από τις ιστορίες σου.
Κι ο Μενέλαος, πιο ερωτευμένος από ποτέ.
❖
Τώρα ξέρω. Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το
μεσοδιάστημα
Γερνάς, αγάπη μου.
Γέρνεις, κουρνιάζεις,
το ταξίδι ξεχνάς.
Την ανημπόρια σου νοιάζομαι.
❖
Πώς έζησα τόσον καιρό
μ’ αυτό το πικρό ποίημα στα χείλη
και τα μάτια στραμμένα στο τίποτα.
Έλα πιο κοντά, τα μάτια σου βυθοσκοπούν
την προσδοκία μου.
❖
Πώς έζησα τόσον καιρό
δάχτυλα πλήκτρα μηνύματα
ειρωνευόμενη απόγνωση.
❖
Κάθεσαι δίπλα μου.
Αγγίζω το απαλό σου T-shirt
τραβώ το δάχτυλό μου
σαν να ’κανα αταξία.
Η βελούδινη κουρτίνα στα βλέφαρα σου.
❖
Γυρνάς, αγάπη μου.
Χλιαρή ραστώνη.
Βάζω σημάδια,
μη χάσω τις στιγμές.
❖
Κάθεσαι δίπλα μου
όμως νηστεύεις το ταξίδι.
Φιλιά σαν κλάμα.
❖
Καιρός χωρίς μηνύματα.
Η φωνή σου στ’ αυτιά μου
σαν ψίθυρος σαν καταιγίδα.
Τη φουρτουνιασμένη ακινησία σου
θραύεις επάνω μου.
❖
Τα μηνύματα μου δεν είναι, επιτέλους, ηλεκτρονικά.
Σου τα στέλνει το ωριμασμένο μου πρόσωπο
το νεαρό μου χαμόγελο
τα κυματιστά μου μαλλιά
που ξέρουν
γεμίζουν τη νύχτα.
❖
Σκοτεινιάζεις, αγάπη μου.
Σούρουπο σκούρο το βελούδο.
❖
Συνεχής ροή τρυφερότητας από τα μάτια σου.
Χαμογελάει το κλαμένο μου σώμα.
❖
Το φως σαν προβολέας πάνω σου.
Σκιές γίνονται γύρω τα άλλα πρόσωπα.
Σαν σε κάψα κλεισμένοι
στο δρόμο του φωτός χορός οι λέξεις μας
❖
Μπαίνεις στο οπτικό μου πεδίο και
σαν ηλιοτρόπιο
σ’ ακολουθώ
μαγνητισμένη.
❖
Ετοιμάζεσαι να φύγεις
και πονώ.
Και η μικρότερη απομάκρυνσή σου δυσβάσταχτη·
❖
Τόσο δήθεν τυχαία είχα διαλέξει
την πολυθρόνα που σε περίμενα
τη μουσική και το ρούχο
τόσο τυχαία
η συγκυρία του δευτερολέπτου
τα ακύρωσε όλα.
❖
Πόσο άπιαστα πράγματα κυνηγήσαμε;
Πόσο λίγο φορές φορές το άγγιγμά σου.
Πεταρίζει το μάτι σου στο αλλού
σφίγγεται η καρδιά μου.
❖
Μπαίνει στην είσοδο
με μάτια φουσκωμένα σύννεφα
για μπάρα
ή για λυγμό
ο Άλλος.
❖
Είναι πίσω.
Κρατάει λεπίδι.
Κόβει τους αρμούς μας
ο Άλλος.
❖
Τον κοιτώ και χάνει τα λόγια του,
ο Άλλος.
❖
Εγκλωβισμένη. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Εσύ κοντά μου αλλά απ’ έξω, ανήσυχος.
Με στήθος που καίγεται ο Άλλος.
❖
Διάτρητη
❖
Ξυπνώ κάθιδρη.
Ερχεται στον ύπνο μου σαν κίνδυνος
ή σαν μεγάλος καημός
ο Άλλος.
❖
Ανοίγω την εξώπορτα, μόνη.
Μπροστά γκρεμός.
Βρέχει, φουσκώνει το ρέμα.
Τα ποδιά μου ήδη στο νερό.
Εσύ πού είσαι;
❖
Οριακά φθινόπωρο.
Μια υποψία βροχής.
Γυρνώ μαζί σου σε χώρους που όριζε ο Άλλος.
Απομάγευση.
❖
Σαν να κόπηκε το σχοινί.
Σαν να ’σβήσε ένα φωτάκι.
Σαν να γύρισε ο διακόπτης.
Ελευθερία.
❖
Ξύπνημα πρωινού.
Δεν πονώ δε φοβάμαι.
Βαθιά, πολύ βαθιά ψηλαφώ την πληγή.
❖
Τώρα ξέρω.
Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα
Κι αν πάλι φύγω,
θα ’χω ένα λόγο να επιστρέφω
αν περιμένεις με μάτια πρησμένα.
2 ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
a) IMMIGRANT’S – ΤΡΟΠΟΝ TINA
ΘΕΛΕΙ ΔΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Από τον ιμάντα πήρα τις βαλίτσες
βγήκα στην αίθουσα αφίξεων
ήσουν τριών και με υποδέχτηκες.
Από τον ιμάντα παίρνεις τις βαλίτσες
βγαίνεις στην αίθουσα αφίξεων
είμαι πενήντα δυο και σε υποδέχομαι,
θέλει δε θέλει ο χρόνος μίκρυνα
ένα παιδάκι.
Κλαίει ήσυχα και χώνεται στην αγκαλιά σου.
❖
Κι όμως, να σου κι εσύ της διασποράς,
κεντρομόλο σε είχα στη σπιτική εστία.
Έφευγες λίγο μα ερχόσουν πάλι.
Έχασε η Ιθάκη το νόημά της.
Ιθάκη είναι τέρμα δεν είναι αφετηρία.
Και μια ανεξαρτησία που δεν ζήτησες, για μένα μιλάω,
είναι μοναξιά του κερατά.
ΑΝΑΣΚΕΥΗ
Σκαρφαλώνω
Ράφια βιβλία συγγράμματα ράφια
Σκάλες παράθυρα blind
H νύχτα μπαίνει στις τρύπες του τζιν
Σιωπηλό το τηλέφωνο
No money
Αραιώνουν οι κλήσεις τους
No money
Τούτη η πόλη με ταΐζει Sainsbury’s και πρωτοπορία
Ράφια, βιβλία συγγράμματα ράφια
Σκαρφαλώνω
Αραιώνουν οι κλήσεις τους
Σιωπηλό το τηλέφωνο
No money
Εγώ τούς σκέφτομαι πολύ τα βράδια
Στήνω κουβέντα με την απουσία τους
Και πίνω τσάι με τις σκιές τους.
Μην την πιστεύετε.
Ψέματα λέει
και πριν και τώρα.
Πλαστογραφεί τις μέρες μου.
Τα δικά της αισθήματα προβάλλει.
Παρακαλώ
πετάξτε την έξω
από το ποίημα.
SKYPE
Το ηλεκτρονικό σου γέλιο
Οι ηλεκτρονικές σου πυτζάμες
Το ηλεκτρονικό σας σπίτι
Το ηλεκτρονικό σας μπαλκόνι με τις γλάστρες
Τα ηλεκτρονικά σας γραφεία
Τα ηλεκτρονικά μου γενέθλια
Οι ηλεκτρονικοί μου επίδεσμοι
Οι ηλεκτρονικές διαβεβαιώσεις μου πως είμαι καλά
Αύριο τα ηλεκτρονικά σας παιδιά
Οι ηλεκτρονικές τους λεξούλες
Τα ηλεκτρονικά τους δώρα
Οι ηλεκτρονικές τους ζωγραφιές
Κι ύστερα πάλι, μα τι λες ας είσαι
κι ας τους βλέπεις κι ηλεκτρονικά.
Ας νιώθεις κι ας τους νιώθεις ηλεκτρονικά.
Άφησε τα αυτονόητα.
Εσύ δες τι θα κάνεις
με αυτό το κλομπ που ’ρχεται πίσω σου
να θέλει να σου λιώσει το κεφάλι.
ΡΑΓΙΣΜΑ
Άρχισε να κλαίει, δεν θέλω να φύγουμε,
το πρόσωπό της χωμένο στα φουντωτά της μαλλιά.
Μα εγώ πιότερο συμπόνεσα εκείνο το αγόρι
που έλεγε αστεία, τραγουδούσε, γελούσε παράξενα
και όταν του είπαν ((πάλι κλαίει»
h είναι εύκολο να είσαι μακριά απ’ τους δικούς σου
ανθρώπους, απάντησε,
|ΐ’ ένα μικρό, τόσο δα, ράγισμα στη φωνή του.
ΦΙΛΟΣΟΦΩΝΤΑΣ
Απρίλης και άνοιξη, Θεσσαλονίκη,
εικαστική κατασκευή εν όψει εορτασμού:
στο δάπεδο πρόσωπα-μάσκες, μορφές ελλειπτικές
το ασαφές δηλώνουν της ταυτότητας τιμώμενων,
ανώνυμων, νεκρών.
Βιαστικοί επισκέπτες πατούν απρόσεχτα πάνω στα
εκθέματα
πάλι και πάλι και συνέχεια,
μα δεν είναι δυνατόν, πώς δεν τα βλέπετε,
φωνάζει η Ελένη.
Ιούνιος και βρέχει, Βερολίνο,
εβραϊκό μουσείο, εικαστική κατασκευή «κενό μνήμης»:
χιλιάδες στοιβαγμένα πρόσωπα, στόμα κραυγή.
Η προτροπή του καλλιτέχνη
ο επισκέπτης να πατήσει πάνω τους –
μέθεξη στο μαρτύριο ίσως –
μα εγώ δεν μπόρεσα…
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ
Ψυχρή νύχτα Γενάρη,
αδέσποτα σκυλιά,
νυχτερινές παρέες αλλοδαπών,
η πλατεία Ρωμαϊκής αγοράς να γίνεται
πλατεία Δικαστηρίων και τούμπαλιν,
κι εγώ, το πολύ είκοσι,
να πίνω το φεγγάρι στα μάτια σου.
Ξεροσταλιάζεις γωνία ταβέρνας και καφέ,
έρχομαι και θέτεις θέμα ημερήσιας διάταξης,
επέτειος, κρουασανάκια σοκολάτας
έγκλειστοι μετανάστες στη Νομική
ένας ξενώνας παρακμή στη γειτονιά μου
σέρνεται αθόρυβα η απεργία πείνας.
Μέσα σε λίγα σύννεφα λοξά μηνύματα μου στέλνεις,
προδότρα σελήνη,
όλο μισά και θαμπά, των υπαινιγμών σελήνη.
ΣΤΗΝ ΞΕΡΑ
Ματαιωμένες διαδρομές
ακυρωμένη προσέγγιση
αφανισμένη η γεύση του φιλιού.
Κι εγώ μόριο χαλαζία θαλασσόβρεχτου
ξεβρασμένο στην ξέρα
ενός πάρκινγκ της Εθνικής.
ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΦΥΓΗ
Ξύπνησα με τούτο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια
κι ούτε που ξέρω να το ζωντανέψω.
Τσακισμένοι, πάγκοι
θρυμματισμένη πραμάτεια
σκόρπια γυαλιά
λεπτοδείκτες που δείχνουν έναν άλλο χρόνο…
Με την πλάτη στημένη στον τοίχο, χωρίς διαφυγή,
επιμένω να κρατώ τη δυσβάσταχτη αγάπη.
…πρόσωπα σκούρα
βλέμμα πανικού
φωνή σιωπής
μια μαύρη σκιά πετρώνει στα μάτια…
Σφίγγω στο χέρι μου μια μοβ χάντρα, που βρήκα
ζωντανή σε μια γωνιά.
.
ΔΙΠΛΗ ΑΡΘΡΩΣΗ (2009)
Ι Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Οι πρόβες είχαν αρχίσει από καιρό
Στις κερκίδες σύχναζαν περίεργοι
ηθοποιοί και σκηνοθέτης δεν
δεν
μπορούσαν να προχωρήσουν.
Η πρωταγωνίστρια υπέφερε από στέγνα
«Οι ήχοι γδέρνουν το λαρύγγι μου
στον έρωτα ματώνω
το δέρμα μου σχίζεται τομές
όπως η γη που σκοτώνει τα γεννήματα».
Ύστερα άλλαξε ο σκηνοθέτης.
Ο παλιός λέγανε έφυγε
ακολουθώντας ένα χειρόγραφο σενάριο.
Η πρωταγωνίστρια ζήτησε άδεια και αναχώρησε.
Και για όσα σου πρόσφερα
με ανταμείβεις με μία σχισμή
που δεν είναι ούτε χαμόγελο
που δεν είναι ούτε χαμόγελο
να κρεμάσω μια υποψία αχνού,
όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει
όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει
και παίζει κακέκτυπα την πατίνα του χρόνου
μπερδεύοντας τα χνάρια της αλήθειας στο πρόσωπό μού
στο πρόσωπό μου που ώρα πρωινή
στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου
απορροφήθηκε από το χνωτισμένο τζάμι.
. . .
ΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΔΥΟΤΑΝ Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ
Ο πρόλογός της:
Πάει καιρός που άκουσα τις γυναίκες αυτές, όταν, περιπλανώμενη,
αφουγκραζόμουν τις μέρες τους, για να γλυκάνω τις δικές μου. Θα σας
μιλήσω με τα λόγια τους, όπως τα κατέγραψα. Δεν θα χετε όμως τις φωνές
τους. Θα προσπαθήσω να τους δώσω χρώματα απ’ τη δική μου φωνή, τα
χρώματά τους. Πρέπει να σας τονίσω ότι κουβαλώ την εικόνα τους, ώριμες
γυναίκες, ή και ηλικιωμένες θα έλεγα, αλλά όχι γερασμένες, ωραίες
κάποτε, με τα σημάδια της ωραιότητας λιγότερο ή περισσότερο αχνά.
Συμπληρωματικά με τη φθορά. Ωραίες γυναίκες. Φυλακισμένες στο μικρό
τους χώρο, αλλά όχι χωρίς τη γνώση του περίγυρου. Γενναίες, με ό,τι
μπορεί να σημαίνει η λέξη.
…Πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου; Σκόρπισαν τα παιδιά.
Οι μελιτζάνες είναι βαριές. Θα βάλω λιγότερες στρώσεις.
Μη φας τίποτε άλλο, λίγο ρυζόγαλο, να σου φτιάξει τη γεύση.
Φόρεσε αυτή την εσάρπα στην πλάτη σου. Έχει ψυχρά απόψε. Και έλα, κάθισε…
Ξεκινάμε, λοιπόν:
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΚΔΟΧΕΣ
ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: ΤΑΣΙΑ
Κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας
Πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έφυγαν κιόλας χρόνοι τέσσεροι
τα μαύρα μού καίνε το κορμί
το καλοκαίρι, το χειμώνα αυγαταίνουν τη θλίψη μου.
Σκόρπισαν τα παιδιά,
πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έστω κρατάω τα μαλλιά ξανθά,
το πρόσωπό μου κάτι λέει ακόμα.
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.
Η μοναξιά πλακώνει με τη νύχτα.
Η νύχτα είναι καλή να μαζεύονται όλοι στο σπίτι.
Να πέφτεις τελευταία, με ένα αίσθημα γαλήνης
κι ύστερα να σηκώνεσαι κάποια στιγμή,
στις μύτες περπατώντας,
να αφουγκράζεσαι ανάσες ήσυχες, ένα ελαφρύ ροχαλητό
Η νύχτα τότε είναι καλή.
Τώρα ρημάζει το διπλό μου στρώμα.
Μετρώ αυτούς που λείπουν,
μετρώ τα άδεια σπίτια του χωριού,
μετρώ σταυρούς στο κοιμητήριο.
Ποιος ξαγρυπνάει απόψε; τι τον βασανίζει;
ποιος ξενυχτάει, ποιος κινδυνεύει;
ποιος θέλει κάποιον να μιλήσει; ποιος πονάει;
Η μοναξιά πλακώνει με τη νύχτα
κι η νύχτα στο χωριό μου είναι μεγάλη.
ΕΚΔΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΜΑΙΡΗ
Άλλη δεν κοίταξε ποτέ
Μου είπαν ότι τηλεφώνησες και χθες.
Το ξέρεις ότι δε σηκώνω το ακουστικό, δεν ξέρω, μη γελάς,
αυτές οι νέες συσκευές χωρίς σύρμα, μπερδεύω τα κουμπιά.
Να ’ρθεις το βράδυ, θα σου κάνω ομελέτα. Ναι, και πορτοκάλι γλυκό
πώς ξέχασα να δώσω στο παιδί ένα βαζάκι;
Καλά είμαι, λίγο πονάει το πόδι μου, και το στομάχι μου.
Μόνη μου, τις πιο πολλές φορές μόνη είμαι τα βράδια,
κλειδώνω νωρίς, περνούν μπροστά οι Αλβανοί, φοβάμαι.
Τι φοβάμαι; Σάμπως ξέρω, όλοι εδώ λένε ότι πρέπει να φοβόμαστε.
Κλείνω το φως και κάνω πως κοιμάμαι.
Έρχονται τότε οι αγαπημένοι, η μάνα σου κυρίως, αχώριστες,
μία φορά μαλώσαμε μονάχα, σαν ήτανε να παντρευτώ το θειο σου.
Που θα πας στις λάσπες, μου φώναζε;
Όμως μου άρεζε, με το ψιλό του μουστακάκι, μελαχρινός,
ήταν αλλιώτικος απ’ όσους μας προξένευαν.
1938, ήρθα στο χωριό. Όλα τούς φαίνονταν παράξενα.
Που με φωνάζαν Μαίρη κι όχι Μάρω ή Μαριώ.
Που δεν έκοβα τις λέξεις όπως αυτοί. Που έβαφα τα νύχια μου.
Στο ’χουνε πει πως πήγα να πεθάνω. Ντρεπόμουνα να φύγω.
Που πας στις λάσπες, μου το ’χε πει η μάνα σου.
Με τον καιρό συνήθισα. Ήρθαν τα παιδιά. Δουλειές.
0 κήπος, λίγο στο χωράφι. Ποια νύχια, ποια μαλλιά;
Τον αγάπησα. Χόρευε όμορφα και τραγουδούσε, τα ρεμπέτικα.
Έπινε βέβαια και χαρτόπαιζε, με χτύπησε
κάποιες φορές
μες στο μεθύσι. Άλλη δεν κοίταξε ποτέ. Ποτέ.
. . .
ΕΚΔΟΧΗ ΤΡΙΤΗ: ΑΝΝΑ
Μυρίζει γιορτινή βροχή
Και να ’μαι στη διαδήλωση. Με φέραν τα παιδιά.
Ποιος να μου το ‘λεγε, ύστερα από τόσα χρόνια.
Ήρθανε μια βδομάδα στο χωριό. Χαλάρωσα.
Ζεστάθηκε η ψυχή μου. Πονάω στη σκέψη πως θα φύγουν,
θέλει μεγάλη προσοχή. Μην ξεθαρρεύω. Μακριά μου θα ’ναι.
Δένω το χρόνο που μοιράζομαι μαζί τους,
και στη διαδήλωση. Σάμπως άμαθη είμαι;
Μου φέρνει φούντωσή αυτός ο αέρας.
Φοράω σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Μαλλιά σπαστά.
Στα χόρτα με πλαγιάζει ο αντάρτης.
Φεύγουμε στα βουνά, σ’ άλλα βουνά. Μακριά. Ένα μπουλούκι.
Άλλοι σκορπίζουν άλλοι πεθαίνουν. Εμείς μαζί. Κι η αγάπη.
Φτάνουμε εκεί ψηλά. Δουλεύουμε. Κάτι τσιμπάει την καρδιά.
Το λένε νοσταλγία; αμφιβολία; τσίμπημα φαρμάκι.
Μας δίνουνε την άδεια και γυρίζουμε.
Όμως σιωπή. Μας
αποφεύγουν οι συχωριανοί.
Καλημερίζω και χαμογελώ. Για τα παλιά κουβέντα.
Έτσι ανοίγουνε σιγά σιγά οι πόρτες τους.
Οι αναμνήσεις μου, σαν τις φωτογραφίες, τυλίγονται με μια πετσέτα στο ντουλάπι.
Ύστερα, τι τα θες; Όλα μπερδεύτηκαν.
Που αφήσαμε τόσες κοπέλες τόσα παλικάρια
μάτια ανοιχτά κοκαλωμένα σώματα μέσα στα χιόνια στα βουνά ή σε τόπους ξένους
άξιζε τάχατες;
ΕΚΔΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΜΕΡΣΙΝΑ
Δευτέρα
Χάραξε η μέρα, δοξασμένος
Δευτέρα
Χάραξε η μέρα, δοξασμένος.
Να ταΐσω τα ζωντανά, να ποτίσω τον κήπο.
Καμιά ωρίτσα στην κουζίνα.
Λίγο φαί το μεσημέρι.
Κι ένας υπνάκος.
Πέντε μ’ εφτά ν’ ανάψω πέρα τα καντήλια
γλυκαίνονται οι ψυχές.
Και οι άλλες ώρες;
Πώς να τις γεμίσω;
Πώς να τις νοστιμίσω;
Τρίτη
Σέρνομαι σήμερα, μια ατονία.
Θα μείνω στο κρεβάτι.
Αργότερα τα ζωντανά.
Κι αν δεν μπορώ τηλεφωνάω στη Μαρίτσα.
Να με συνδράμει.
Έναν καφεδάκο.
Λίγη σούπα.
Και μια μπουκιά τυρόψωμο, να πιαστεί η ψυχή μου.
Γυρίζουν όλα γύρω μου.
Ας γείρω.
. . .
II. ΠΡΟΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ
Δεν μιλούσε πια ούτε έτρωγε. Τόσο πιοτί τού έλιωσε τα
σωθικά. Έσβηνε. Και τότε του ’ρθε η εικόνα: Στολισμένο το
λιμάνι με πολύχρωμες σημαιούλες. Και φώτα. Κι αυτός, ξανθό
παλικαράκι, να παίζει μουσική, με φουσκωμένο στήθος,
γερμένο πίσω το κεφάλι και σηκωμένο το όμποε ψηλά. Σαν
κλαρίνο το ’παίζε, πώς είχε δει τόσες φορές στα μέρη του.
Μόνον ο ήχος ήτανε ο λυπημένος του όμποε. Πολύ θλιμμένος.
Κι η βάρκα είχε λυθεί κι έφευγε μόνη στ’ ανοιχτά. Κανείς δεν
φώναξε.
Διανυκτερεύσεις
Φανάρι κόκκινο και στάση.
Γραφείο τελετών – διανυκτερεύει.
Να διανυκτέρευαν αλήθεια, μαγαζιά,
γραφεία, επιχειρήσεις,
μ’ ένα φωτάκι, κάποιο υπάλληλο.
Θα ’χε μια χαμηλή ζωή η πόλη.
Θα ’χα και εγώ μια ελπίδα συντροφιάς.
Κάποιες δουλειές θα τέλειωνα ίσως
τις ξάγρυπνες ώρες που δε θέλω διασκεδάσεις.
Μα τελικά μόνον ο θάνατος διανυκτερεύει;
Σύγχρονος σύντροφος του Οδυσσέα
Καλή σου ώρα, Γκάβεν,
σε φαντάζομαι να ζεις κοντά στο δάσος,
μια βάρκα δίπλα στο ποτάμι,
μια κοκκινομάλλα Σκοτσέζα,
καλή σου ώρα, Γκάβεν,
γλύκανες κάποτε πικρές μας ώρες.
Τις νύχτες που ξαγρυπνάς
περιπολώντας στο δάσος
έχε το νου σου.
Μου ’παν πως κάποιος σύντροφος του Οδυσσέα
διανυκτέρευσε στο μικρό πανδοχείο του Male
κι αγόρασε τσιγάρα απ’ το tobacco shop.
Έχε το νου σου εκεί που ξαγρυπνάς,
μην και το συναπάντημά σας
αλλάξει την πορεία της απελπισίας του.
Μέσοι όροι
Και ποια είσαι εσύ που τόλμησες να αγνοείς τους μέσους όρους;
Να αναιρείς την ομοιομορφία, να ενθαρρύνεις την απόκλιση;
Να, τώρα. Έγινες στηλάκι στα έντυπα,
μπαλάκι σε πολιτικό πινγκ πονγκ.
Σήκωσες βαθυστόχαστες αναλύσεις.
Αφού είσαι για ρομαντισμούς και ηλιοβασιλέματα
τι ήθελες να ασκήσεις εξουσία;
Μείνε λοιπόν τσαλακωμένη και κατάπτυστη,
η αποκλίνουσα.
* * *
Σαν τις γάτες του Αη-Νικόλα γίνανε.
Η μια με γούνα μαδημένη,
η δεύτερη με αυτί τσαλακωμένο,
η τρίτη ακρωτηριασμένη.
Ήπιαν γερές γουλιές φαρμάκι.
Φαρμάκι από ξένους δεν τις πείραξε.
Φαρμάκι από αγαπημένους, όμως;
Τις τσάκισε.
Νιαουρίζετε κι απόψε, παράταιρο νιαούρισμα. Εσύ κυρίως.
Που νομίζεις πως δείχνεις τα νύχια σου. Νύχια ελαστικά,
γυρίζουν και μπήγονται στο κρέας σου.
Νιαουρίζεις παράταιρα.
Δεν είναι εκδίκηση. Λίγο μοιρολόγι λίγο προφητεία.
Ακρωτηριασμένη, καραδοκείς να γραπώσεις το ανέφικτο.
Αφηγητής στην ποίηση
Ποιος είπε ότι δείχνω το πρόσωπό μου;
Προσωπεία φορώ
φωνές δανείζομαι
αφηγήσεις φίλων
διαλόγους από λεωφορεία και καφετερίες.
Παρακαλώ να αρθεί αμέσως η αδικία.
Έχει και η ποίηση δικαίωμα στο άλλοθι.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Η ΠΡΩΤΗ
Ο κίνδυνος
Κι έγινε τότε αμέσως η μάζωξη των προγόνων, ευθύς μόλις αντιλήφθηκαν
τη σοβαρότητα του θέματος. Οι πολυαγαπημένοι μου γονείς. Η γιαγιά
Καλίτσα που πιάναν οι ευχές της, με τον όμορφο παππού μου να στρίβει
σκεφτικός το μουστάκι. Η γιαγιά Περσεφόνη η Μικρασιάτισσα – κοίτα
να μου εξασφαλίσεις τουλάχιστον μια κάθοδο στον Άδη σαν τη δική σου,
της είπα -κι εκείνη, επειδή δεν ήξερε από μυθολογίες και τέτοια, αλλά
κατάλαβε πως ξεστόμισα κάτι κακό, μου ’δώσε μια και βρέθηκα ανάσκελα
στο κρεβάτι, που δεν είχα θάρρος σαν το δικό της. Βοηθάτε, είπα, μη με
κοιτάτε μόνον από τα κάδρα, είμαι σε κίνδυνο. Και όλοι μεμιάς μου έγνεψαν
πως δεν είναι κανένας κίνδυνος και δεν θα μπορούσε εκείνη η κούμπωση να
γίνει ολοκληρωτικό κακό.
Το αυτόν ελπίζω κι εγώ δι’ εμέ, έτσι όπως κοιτώ τον καινούριο εαυτό μου
να αναδύεται από τη φορμόλη, λίγο λειψός είναι αλήθεια.
Καλοί μου, βάλτε το χεράκι σας. Προσκυνώ.
* * *
Ωστόσο, σουρούπωνε. Πήρε να φυσάει ένας αγέρας μυστήριος, με πήγαινε
πέρα δώθε σαν βάρκα, μου ’φερνε ναυτία. Το γλυκό φως από τα φαναρακια
της πλατείας Δικαστηρίων λίγο με συνέφερε.
Με αξιοπρέπεια
στη Νίκη
Και βέβαια ήξερε τι ρωτούσε η Νίκη.
Δεν εννοούσε αυτό το γελαστό που βλέπετε
ήθελε πιο βαθιά να σκάψει.
Όμως δεν ξέρατε, μήτε εσείς.
Ποτέ δεν ήμουνα γενναία ή αισιόδοξη.
Ωστόσο, έλεγα να το περάσουμε κι αυτό
δίχως να μας λυπούνται.
Με αξιοπρέπεια.
Μοδιάνο – Καπόνι
Καθόταν άκεφος, πηγούνι στην παλάμη, σαν κουρασμένος.
Μου ’δώσε τα λαχανικά, κάνα δυο μήνες έμειναν,
κι ο γιος ψάχνει αλλού, αφού είναι βέβαιο, θα φύγει η αγορά,
σ’ αυτόν τον τόπο βέβαια πολλά συμβαίνουν, πάντως είμαστε και δεν είμαστε, φίλε.
Ξέρω πώς είναι, του είπα. Σαν να ’χεις περάσει μπόρα
και να σου λένε μάλλον τη γλίτωσες, αλλά και πάλι ποιος μπορεί να ξέρει,
οπότε είσαι και δεν είσαι. Μέσα αλλά και λίγο έξω.
Κάνε παιχνίδι. Κανείς ποτέ δεν ξέρει πώς θα παν τα πράγματα
και πώς θα κλείσει ο κύκλος.
Μπήκε στο μαγαζί σκυφτός, σέρνοντας τα πόδια.
Θνητές
Η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος
Η γιορτή ήταν κρυστάλλινη
αλλά όχι διάφανη, καθόλου,
μουντή, του σκονισμένου γυαλιού.
Ανάμεσα σε γαρίδες κοκτέιλ, κεριά και σατέν
να η Βιβή μ’ ένα φόρεμα κόκκινο
κάθεται στο κέντρο του δωματίου και
κοιτάζει τον οδηγό του λεωφορείου
με επίμονη αγωνία.
Και να,
χορεύει, στροβιλίζεται κάθετα
υπόγεια εισχωρεί στις διακλαδώσεις του νερού
τα μάτια της διαυγή και ρευστά
αγγίζει τις ρίζες των δέντρων και στις πιο λεπτές βυθίζεται
στα δάχτυλά της σαν από αλάβαστρο
ερπετά τη διακοσμούν
η Βιβή μ’ ένα κόκκινο του αίματος.
Η Πάτρα, με δυο λακκάκια στα μάγουλα
Οι ντόπιοι και οι άλλοι. Τα αγαπημένα της τραγούδια τής τραγούδησαν.
Σηκώθηκε ο Χαλίλ και χόρευε, κλαίγοντας χόρευε,
άνοιγε τα χέρια κι έλεγε λόγια στη γλώσσα του.
Χτυπούσε ο Ναζίρ το τουμπελέκι.
Γιατί, Αλλάχ, την άρπαξες, στου δρόμου τα μισά μάς άφησες.
Εκεί ήταν η Πάτρα, αλλά κανένας δεν την έβλεπε
στου τραπεζιού την άκρη καθισμένη.
Σηκώθηκε και με πλησίασε. Εσύ εδώ θα μείνεις, μου είπε.
Κοίταξε μόνο να θυμάσαι ό,τι είπαμε,
να τους βοηθήσεις. Οι υποσχέσεις δένουν τους εδώ με τους εκεί.
Άπλωσε το χέρι της, ένιωσα στον καρπό μου ένα χέρι στιβαρό:
ο Χαλίλ μ’ έσυρε να χορέψουμε. Ανατολίτικος σκοπός.
Χόρεψα κάτι που έφερνε σε μπάλο.
Γελούσε η Πάτρα, με δυο βαθιά λακκάκια στα μάγουλα.
.
ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ (2001)
ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΩΤΗ
Εδώ και καιρό
σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο
Και με καιρό πάλιν Αναμενόμενο
Κ.Α. 1994
Κανένα χνάρι
πώς να σ’ αγγίξω
λέξη μαγική
που θα σαρκώσεις το μέλλον τού παρελθόντος;
Και η μεταρρύθμιση
τραπεζική κατάθεση με εξευτελιστικό επιτόκιο;
Ι
Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
Είπα θα κάνω
πως δεν καταλαβαίνω.
Ας γίνουν όλα
ερήμην μου.
Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλωτσούσαν
με χάιδευαν με τρυπούσαν
με λεηλάτησαν.
Ξύπνησα σ’ έναν πύργο
φυλακισμένη
ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
έριξα τα μαλλιά μου
όμως του κάκου
κανένας δεν επιάστη ν’ ανεβεί,
να με γλιτώσει.
Τότε είδα να περνάει η πομπή.
Στην αρχή πολύχρωμη.
Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
Ύστερα κάτι κουρελήδες
να σέρνονται στα γόνατα μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.
Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.
Όταν ξαφνικά
είδα παράμερα το δάσκαλο,
λίγο σκυφτός κι αδυνατισμένος μού φάνηκε.
Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
και κάτι έψαξε να πάρει απ’ τη μεγάλη τσάντα.
Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
Άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
το κ λ ε ι δ ί στην τσάντα.
Έδωσα μια, πιάστηκα από τ’ αναρριχώμενα φωνήματα
κι εκείνα μ’ απιθώσαν καταγής.
Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
είναι καιρός, χαμογέλασε.
Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
Να βιαστούμε.
II
Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
έγιναν έλκηθρα,
έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
τον κοίταζαν αυτοί προσεχτικά
και καταλάβαιναν.
Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
Ήταν η στιγμή
που η παλιά κλειδαριά
δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
κι απάντησε στο γύρισμά του
με το χαρμόσυνο τρίξιμο
της δικαιωμένης προσμονής.
Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.
Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
Χαλάσματα γύρω.
Πόση δουλειά,
να στήσουμε τις αίθουσες
να πλύνουμε το χρόνο
να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.
Ο Γιάννης από το Βορρά
Μόνον ο Γιάννης κάθισε σε μια σκιά.
Κι ήρθε η βροχή — απελπισία —
πώς να σε προφυλάξουν τα χαλάσματα.
Μόνον ο Γιάννης χόρευε μες στη βροχή.
Μ’ αρέσει η βροχή, μονολογούσε,
είναι σαν την άλλη πατρίδα
έβρεχε εκεί
στον ήλιο βγάζω εξανθήματα,
είχαμε στην αυλή ένα μεγάλο φοίνικα,
χωνόμουν όταν έβρεχε,
έβγαλα μια φωτογραφία, καρναβάλι,
κι έβρεχε
τρέχανε οι μπογιές στο πρόσωπό μου
κόκκινα ρυάκια στα μάγουλά μου
κόκκινα ρυάκια
από εκεί ως εδώ
μακρύς ο δρόμος
κάτω απ’ τον ήλιο
κόκκινα ρυάκια γύρω απ’ το φοίνικα
μην κλαις, πουλί μ’.
Το τραγούδι της Αννέζας
Λείπει και σήμερα η Αννέζα. Κάθεται μόνη.
Μάκρυναν τα μαλλιά της, χάλκινα και φουντωτά,
και τα μάτια της παράξενα μεγάλα.
Δε γράφει η Αννέζα, ποτέ δε γράφει,
μιλάει λίγο
αγαπάει ένα λευκό φουστάνι με δαντέλα στο μπούστο
τής μίκρυνε,
τη σφίγγει στο στήθος,
τ’ αγόρια σχολιάζουν,
όμως αυτή δε νοιάζεται
και λείπει.
Έρχεται αργά,
όταν ο ήλιος έχει ανέβει,
γρατσουνισμένη κι αλλοπαρμένη,
ξέρουμε πως ήταν στα νερά
τσαλαβουτάει σε
καταποντισμένα
— αλλόγλωσσα; αλλόφυλα; — όνειρα.
Η Αννέζα αγαπάει ένα άσπρο φόρεμα
και την Οδύσσεια ζ,
εκεί που χύνεται ο ποταμός στη θάλασσα.
Γράψ’ το, της λέμε, το τραγούδι σου.
Πώς να το γράψω; Χάνονται τα λόγια.
Μόνο θα σας το τραγουδήσω.
Τραγουδάει η Αννέζα
Το νερό καλό κι οι πέτρες γλύκες
τα χορτάρια βοτάνια
που γιατρεύουν πληγές.
Μη φοβάσαι, Οδυσσέα.
Με το άσπρο μου φτωχό φουστάνι,
δεν έχω πλούτη,
ξέρω τραγούδια,
έλα στα νερά μου, Οδυσσέα.
Πεταλούδα λευκή ή γλάρος
άσπρο μαντίλι ή βαρκούλα
απαλό αεράκι ή ευχή,
μαζί σου θα ‘ρθω, Οδυσσέα.
Δεν έχω όνειρα
δεν έχεις συντρόφους
σ’ ακολουθώ,
έλα και πάρε με στη θάλασσα,
Οδυσσέα.
ΙΙΙ
Ένα πρωί φάνηκε ο ποθητής.
Σκοτεινός,
με τη σαφή ειρωνεία στις άκρες των χειλιών.
Έφερε στις καρδιές μας ένα φθινόπωρο
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο
ένα φθινόπωρο χωρίς προσδοκίες.
Ώσπου μια μέρα
ήρθε μ’ ένα χειμώνα στα μάτια του
πρώτη φορά.
0 Οδυσσέας, ψέλλισε,
βάλτωσε στα νερά μας ο Οδυσσέας.
Συνέρευσαν πλήθη κάμερες, ρεπόρτερ, φωνές.
Ο Οδυσσέας με τ’ αποτυπώματα του χρόνου και τ’ αλατιού
βραχώδης, απολιθωμένος, γιγάντιος,
τα άκρα του εκτείνονταν στα έγκατα του βυθού.
Κάθε προσπάθεια να ανελκυστεί
θύελλες καταιγίδες σεισμοί και
παλιρροϊκά κύματα.
Αφήστε με, είπε στο τέλος,
με φανερή ρωγμή στη δεξιά του ωμοπλάτη.
Τον άκουσαν.
Μόνος και πάλι. Ρημαγμένος.
Αυτός και η θάλασσα…
Όταν ξημέρωσε, κανείς δεν ήταν πια εκεί.
Γαλανή γαλήνια θάλασσα τρεμόπαιζε στο φως.
Τράβηξε ο Οδυσσέας
ποιος ξέρει για ποιες γενιές.
Ωστόσο,
ένα άσπρο πανί κυμάτιζε στην επιφάνεια,
ένα μικρό
λευκό
κοριτσίστικο φόρεμα.
Το κατοπινό τραγούδι της Αννέζας
Τούτο το τραγούδι ξέρω και το γράφω.
Τον Οδυσσέα πια δεν απαντέχω,
τον ξεπροβόδισα.
Όταν μία φορά ξενιτευτείς
πάει, ξενιτεύτηκες.
Τι ωφελεί να τριγυρνάς
από λιμάνι σε λιμάνι;
Κοιτάζεις τα νέα νερά
και βλέπεις τα παλιά.
Μέσα στους νέους ήχους
ματίζεις τους παλιούς
μέσα στο φρέσκο γέλιο
πλένεις τους λυγμούς.
Τούτη η τάξη η Ιθάκη μου.
Φθόγγοι και γράμματα γεφύρια
από τον άλλο τόπο μου σ’ αυτόν τον τόπο μου.
Τα μάτια ίδια είναι, νέα και παλιά,
αν βλεμματίζουν την καρδιά.
Επίλογος
Εδώ και καιρό
σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.
Έλα, νύχτα,
φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
στο ανοιχτό μου παράθυρο.
Τώρα που κόπασε στο ρέμα
ο χορός της πεταλούδας
και τα νερά ακινητούν
να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.
Απόψε, έστω για μια φορά,
δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
και για κλειστά λιμάνια.
Θα πω κάτι γλυκό,
σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή —
ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα —
έλα, λοιπόν, νύχτα,
φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
στων παιδιών τα βλέφαρα.
Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
ταιριάζει στην πόρτα του σωστού χρόνου,
ελπίζω.
Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Πλαγιάρι
1993 – 1996
Αφήγηση δεύτερη
Κάτι σαν ζέστη
είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους
Κοιτώντας τον ήλιο,
κρατώντας το χρόνο στην αγκαλιά μας. . .
Ν.Α.
Ας καθαρίσει η οθόνη
τρέχουν τα γράμματα το κείμενο
— τι θες να παρεμβάλεις; —
να καθαρίσουν οι φθόγγοι
αυθύπαρκτοι
όχι έτσι
μια στήλη
— τι τεμαχίζεις, τι εξαρθρώνεις; —
παράγραφοι
διακεκομμένες γραμμές
η ζωή σε παραγράφους
οι μέρες σε στήλες
μην κλείνεις, προσοχή, σώσε με save,
— χάνομαι, χάθηκα
σε βάραθρο ηλεκτρονικό —
Ι
Ζέστη.
Βαριά που μυρίζει η ρίγανη,
ζέστη,
λιποθυμάει η πεταλούδα της νύχτας.
Με λησμόνησαν εδώ απρόσεχτα οι φίλοι.
Άγριος ο χώρος.
Τρέμουν οι πύλες του νεκρομαντείου.
Βουνά τα χώματα.
Μόνη, με μια καταπακτή μπροστά μου θεοσκότεινη.
Αφήνω το σκοτάδι να με καταπιεί.
Βρέθηκα
σε μιαν άκρη εξαιρετική,
αιχμή
που από τη μια κοιτάει το Ρουμλούκι
κι από την άλλη κατρακυλά
νησιά
Σμύρνη
Ισπάρτα Αττάλεια
Μπουρντούρι ή Πολύδωρο.
Στον κάμπο καταχνιά.
Καταχνιά κι εκεί
που κάτι βουνά λίγα και στεγνά σκιάζουνε ανθρώπους
με σκαμμένο πρόσωπο
σκαμμένη η θάλασσα
φεύγουνε τα καράβια
κύματα κύματα η φωνή μου
και πού θα φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μην σπάσει.
Φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
φθαρμένοι τσακισμένοι τουρκόφωνοι
φυλαγμένοι στο πιο κρυφό μπογαλάκι της ψυχής
φορτωμένοι σε καΐκια
κατατρεγμένοι
σκορπισμένοι σε νησιά
ριζωμένοι σ’ έναν κάμπο
Φθόγγοι ασαφείς, αβέβαιοι, ασταθείς.
Αιχμηροί, να αγκυλώνουν τη γλώσσα και τα χείλη.
Δασιοί, ουρανικοί,
να υφαίνουν την ανθεκτική θλίψη.
Ημίφωνοι, υγροί, στρογγυλεμένοι,
να αρθρώνουν την αγάπη της ελπίδας.
Φεύγουνε τα καράβια,
οι άνθρωποι φωτογραφίες
σε συρτάρια σε αρχεία εφημερίδων.
Γερνάει ο κάμπος.
Κουράστηκε της γης η φλούδα
το νερό ζαλίστηκε.
Γερνάει ο κάμπος
σπάζει σε κομμάτια
κινούμενη λάσπη.
Εκεί πέρασε κάποτε ο καπετάν Νικηφόρος,
άλλοτε προελαύνοντας
και άλλοτε λεβέντικα πεζός.
Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί τους.
Έμαθαν να κοιτάζουνε τον ήλιο
να φυτεύουνε όνειρα
να σπουδάζουν οράματα.
Κάποια στιγμή αναλήφθηκε περίεργα,
είπανε μερικοί τον πήρε ο Αρχάγγελος.
Περνούσαν χρόνοι άγονοι.
Οι άνθρωποι σάστισαν,
γιατί είδανε το άσπρο μαύρο
κι ό,τι γνώριζαν για καλό να γίνεται όνειδος.
Έτσι, μια μέρα
συνάχτηκαν και κάναν δέηση.
Γύρισε, Νικηφόρε, φώναζαν,
και ύψωναν χέρια σκοτεινά.
ΙΙ
Την ορισμένη νύχτα.
ένιωσα φως και ζέστα ξαφνική.
Είχε έρθει.
Αινείτε αυτόν με τη χλωρασιά του κισσού
αινείτε αυτόν με πανηγύρι ζουμπουλιών
αινείτε αυτόν με έκρηξη πασχαλιάς
αινείτε αυτόν
φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
Είχε έρθει.
Σκιές στους τοίχους γιγάντιες.
Έφερνε μαζί του Έλληνες κατατρεγμένους,
Τούρκους άθλιους,
πρόσφυγες πολλούς —
Αρμένιους, Κούρδους, Αλβανούς και Βόσνιους
Σέρβους και Κοσοβάρους.
Η φωνή του γέμισε το χώρο.
Άρπαξα τον τοίχο, γδάρθηκα.
“Τι γίνεται, καπετάνιο;
Μ’ εγκαθιστάς στην κόψη της ζωής και του θανάτου.
Θέλω το βλέμμα σου, δεν έχουν μάτια οι σκιές.”
Γέλασε ζεστά, “δεν είσαι εσύ γι’ αυτή τη μάζωξη.
Θα βρεις το βλέμμα μου στα μάτια του ποιητή.
Ανασκάλεψε την αγάπη.”
Πώς να ανασκαλέψω την αγάπη;
Εσώστρεψα τα μάτια μου ως την ψυχή,
ενώ κυμαινόμουν από την ηδονή
ως την οδύνη.
ΙΙΙ
Πέρασε καιρός. Οι περίοικοι έλεγαν
πως άκουγαν κλάματα, κάποτε γέλιο.
Το κάστρο λογιζόταν στοιχειωμένο.
Μια γυναικεία μορφή έβγαινε στο παράθυρο
και στο ακριανό μπαλκόνι
με μάτια θεόρατα,
σαν εκστασιασμένη ή αλαφροΐσκιωτη.
Τον ίδιο καιρό τα μέσα ενημέρωσης
ανακοίνωναν μια εξαφάνιση.
Ώσπου ένα πρωί,
πρωί της 21ης Ιουνίου,
φάνηκε στον ουρανό ένας τεράστιος δίσκος,
λες κι όλα ήταν φως.
Και στην άκρη τού ορίζοντα, ανθρώπινες φιγούρες
πορεύονταν
η μια πίσω από την άλλη, σαν στρατιά μυρμηγκιών.
Ύστερα από ώρα
ο ήλιος πήρε τις κανονικές του διαστάσεις.
Χιλιάδες ηλιοτρόπια λάτρευαν το φως.
IV
Από εκείνη τη μέρα
να, κάτι σαν ζέστη είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους,
άντρες και γυναίκες, και
μαλάκωνε τις ψυχές τους.
Αρκετοί, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το λόγο,
έδιναν στα παιδιά τους το όνομα “Νικηφόρος”.
Άλλοι έγραφαν κάτι περίεργες επιστολές, ανορθόγραφες
και ασύνταχτες πολλές φορές,
με μια δύναμη όμως εξαιρετική,
και ζητούσαν ειρήνη και ανθρωπιά.
Άλλοι πάλι εκδήλωναν ξαφνικό ενδιαφέρον
για ανθρώπους σε χώρες μακρινές, σχεδόν άγνωστες,
μερικοί μάλιστα έφευγαν να βοηθήσουν.
Και άλλοι, με ένα θάρρος που ποτέ πριν δεν είχαν,
μάζευαν γύρω τους τον κόσμο σε μικρές και σε μεγάλες πόλεις
και τους μιλούσαν. Τα λόγια τους
φθόγγοι δωρικοί
φθόγγοι αιολικοί και ιωνικοί.
Έτσι, εκείνοι που είδαν τον ήλιο της 21ης Ιουνίου,
μάθαιναν στους άλλους να βάζουν στο παιχνίδι
τους δικούς τους δίκαιους όρους
— κύματα κύματα η φωνή μου
και πού θα φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μην σπάσει. .
Έξοδος
Σκοτεινό φεγγάρι,
σκοτεινή η κατάδυσή σου στο βυθό
μέχρι πέρα στα νερά του νεκρομαντείου
τι να μαρτυρήσουν πια οι νεκροί
μπερδεύονται στα φύκια οι ψυχές
και το πράσινο αίμα των ψαριών
δε μιλάει για τη φωτεινή αντανάκλαση.
Φυσαλίδες μικρές ή μεγάλες
ανεβαίνουν στη θαμπή επιφάνεια
φτάνουν ως το κτίριο του παλιού σχολείου
με ορθή απομένουσα μόνη την πρόσοψη
και από τα παράθυρα που χάσκουν
περνούν σκιές οι ώρες του παρελθόντος χρόνου.
Σκοτεινό φεγγάρι
τούτη τη νύχτα που αναδύομαι
συνόδεψε την κίνησή μου προς την έξοδο
μην κοιτάζεις τη φθορά της ύλης μου
τόσο φυσική άλλωστε σε στοές νεκρομαντείου,
στις υπόγειες ατραπούς του νερού.
Έλα εδώ που συμβάλλει ο Αχέροντας
με το πρώτο φως της μέρας,
εδώ που ανεπαίσθητα γέρνει η ζυγαριά
στο μέρος της ζωής.
Δες με πώς αφήνομαι
στη δίνη αυτού του ρεύματος και ανεβαίνω.
Δες με πώς ορθή
με τεντωμένο το κεφάλι πίσω
με τα ρουθούνια στην αναμονή τού αέρα
τείνω στην επιφάνεια, βγαίνω.
Κι άσε το φως σου να γελάσει, σκοτεινό φεγγάρι.
Λυγιά, Θεσσαλονίκη, Λονδίνο, Βέροια
1996 – 1999
.
ΔΥΟ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΩΔΗ (1996)
Ιστορία ΙΙΙ
Μετά, τα προσχήματα τραβήχτηκαν
( Ιστορία ΙΙ, 1992 )
Άκου πώς αρχίζει η μικρή σου μέρα
μ’ ένα φτερούγισμα περιστεριού.
Άκου πώς γελάει το σύννεφο
στο στενό σου παράθυρο.
Άκου τις μικρές βιολέτες
που φοιτούν στη δροσιά.
Άκου, άκου το εγερτήριον της λεωφόρου.
*
Άκου:
στάζουν χαμόγελα και αρνήσεις
σ’ ένα πιάτο μεταλλικό.
Άκου το σύρσιμο του ποδιού
στο μαραμένο σεντόνι.
Άκου το παράπονο του βήχα
στο γδαρμένο λαρρύγγι.
Άκου, άκου
τον ψίθυρο της πεσμένης κουβέρτας.
*
Άκου πώς σαλεύουν οι ήχοι
σε εικόνες παλιές.
Άκου πώς ανοίγουν τα βλέφαρα
απ’ το λήθαργο.
Άκου πώς σιμώνει η μυρωδιά της πληγής.
Άκου το χαλάζι στα μάγουλά μου.
*
Άκου το τρέμουλο της φωνής μου.
Άκου το φλοίσβο των χειλιών μου στο μάγουλό σου.
Άκου το μειδίαμα του χεριού σου στη φούχτα μου.
Άκου, άκου
το κελάρυσμα των μαλλιών μου
στο σβησμένο σου κόρφο.
*
Άκου τη βρογχίτιδα της χρόνιας στέρησης
Άκου τη φωνή σου που κλείνει την πόρτα
Άκου την ηχώ της σιωπής σου
Άκου, άκου
την απουσία των χλωρών λέξεων.
*
Άκου τον αέρα των ημερών μου.
Άκου τη δίψα στα σφιγμένα μου χείλη.
Άκου το ωρίμασμα της οδύνης μου.
Άκου, άκου
τη διέγερση στη λεπτή μου εσθήτα.
*
Άκου το πέταγμα των σκοτεινών πουλιών
άκου πώς δραπετεύουν οι άνοιξες
άκου πώς έρχονται οι πολύγωνες θλίψεις
άκου την άφιξη της αναχώρησης.
*
Cressento
Άκου το τραύλισμα
της καμπάνας
άκου
το ουρλιαχτό
της σειρήνας
άκου
την εκτόξευση
του πυρετού
άκου
τη διάτρηση
των αγγείων
άκου
το μούδιασμα
του φωτός
άκου
το στράγγισμα
των αισθήσεων
άκου
το λόξυγγα
της σάλπιγγας
άκου
το σκόνταμα
των τυμπάνων
άκου
το ξερρίζωμα
της ρίζας
άκου
την τέλεση
του τέλους
άκου
το εωθινόν
του πένθους.
*
Decressento
άκου
την απόγνωση της άδειας καρέκλας άκου την απόγνωση
άκου
την οιμωγή της σφραγισμένης πέτρας άκου την οιμωγή
άκου
το αίνιγμα των λειψών ημερών άκου το αίνιγμα
άκου
το σπάραγμα της ακέραιας χαράς άκου το σπάραγμα
άκου
το κενό στο στόμα που λέει Ο
χωρίς να λέει…
*
Επιμύθιο
Η Νέμεση θα ‘ρθει με το λιοπύρι
έλεγα τριάντα χρόνια πριν
λιοπύρια και λιοπύρια
καλώ, καλώ κι ούτε καλώς την.
Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
Ο νόστος λυγρός
κι ο ήχος ανανταπόδοτος.
Κι ούτε τα ίχνη απ’ τα μικρά της πόδια
στα βρεγμένα πλακάκια.
Ήταν άλλοτε που
τα μάτια του φτερούγιζαν
έπαιρναν μαζί τους τα μικρά παιδιά
και άλλα λίγο μεγαλύτερα,
ακόμα και κάποιους γέρους με καρδιά.
Ξεδίπλωναν τις σημαίες τους
και κινούσαν για το χρυσόμαλλο δέρας
πάντα ονειροβατώντας.
Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
Έτσι κι αλλιώς
είτε με την υγρή είτε με την αέριο χρωματογραφία
ή έστω πεζοπορώντας
δεν ημπορώ να μεταβάλω την εξέλιξη.
Χαίνουν οι τρύπες στις σημαίες
αποκαλύπτοντας
λαρύγγια όνειρα καρδιές
σφαγιασθέντα.
Κι ούτε να εκστασιαστώ ούτε να εξαγνίσω
δύναμαι.
*
Διαμελισμένη έστω υπάρχω
Εγώ δε γελώ.
Είμαι μια λήκυθος
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
η αφή μου σε καραντίνα.
Μια λήκυθος είμαι-
σχεδόν εύθραυστη.
Και δε γελώ.
Προχθές έσπασε τον πιο παλιό της κουμπαρά, έναν κλόουν
που γελούσε, το γέλιο του έγινε απέραντο, ένας σαρκασμός,
ένα ρήγμα φριχτό στα σπίτια, στους δρόμους, στη γη,
να κόβει
τις γέφυρες,
να σπάζει
τις λέξεις
– κι όμως αυτή μόνο να πάρει ήθελε
το πρώτο χαρτζιλίκι της, που ‘χε φυλάξει.
Μια λήκυθος είμαι.
Στην πρώτη καταστροφή
δεν πρόλαβα
να φύγω στη δεύτερη
δεν ήθελα.
Έρεβος.
άνθρωποι τρελοί
οβίδες θραύσματα
πανηγύρι σφαγής
και τα καράβια υπερπλήρη
χωρίς Σαλαμίνα.
Εδώ που μ’ έστησαν,
στον τελευταίο πύργο δεξιά,
κάθε πρωί “κυρά’, της γνέφω,
πού να σταθεί
στο πλάι συρρικνώνεται
οι βόστρυχοί της και το περιδέραιο
σε μια προθήκη.
*
Ο τόπος κατηφορικός πολύ,
δε σταματούν τα χιόνια κι οι βροχές
φεύγουνε πέτρες, κεραμίδια
μηνύματα αναπάντητα
λέξεις ακυρωμένες
και οι κάρες και το αίμα.
Καλέ μου Πλήθωνα, κι εσύ απόψε δεν μ’ ακούς
*
Ο έρωτας είμαι·
ανέστιος πένητας και πλάνης
εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό
ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα
δε συνορεύω
χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.
Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,
απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.
Ο έρωτας είμαι·
χρόνια με μια μαούνα
γυρεύω να περάσω απέναντι
μα ο καιρός κακός
κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο·
τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν
και ροκανίζουν το βράχο,
η αποκάλυψη θ’ αργήσει;
Ο έρωτας είμαι,
χέρι ρακοσυλλέκτη
ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς:
υπερσυντέλικοι και παρατατικοί
κι ούτε ένας μέλλων·
Τόσο δωρικοί οι καιροί.
Ο τόπος είναι αιωνόβιος
μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα…
…κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού αίματος-
πού ήταν που βουλίαζα σ’ ένα τέτοιο καφέ κι οι άνθρωποι γυρνούσαν
την πλάτη τους στην Άνοιξη και δοκίμαζαν τις νέες εκρήξεις,
πού βούλιαζα- βούλιαζαν, παιδιά, με το απλωμένο σας νεκρό χεράκι.
*
Μια λήκυθος είμαι-
χρόνια μοιρολογούσα.
Όμως το μοιρολόι λέει
αλλά δεν κάνει
ούτε ξεκάνει
περασμένα και μελλούμενα.
0 οδηγός φρενάρησε, το λεωφορείο σταμάτησε απότομα.
Κι έπεσε η γριά ένα κουβάρι, ένα κουβαράκι έγινε
στα σκαλιά του λεωφορείου, μια γριά με κότσο στρογγυλό,
πατητό, μου θύμισε τη θεία μου Κυριακή, λίγες ελάχιστες πια
γριές με τέτοιο κότσο, κι έτρεμε το κεφάλι της πέρα δώθε,
ένα κουβάρι έγινε στα σκαλιά…
*
Ο έρωτας είμαι.
Φοβούμαι τα όνειρα
δε με ταξιδεύουν. Με προσγειώνουν.
Κλείνω τα μάτια μου. Φορώ προσωπείο.
Κρατώ μια ασπίδα
ο ρίψασπις
να αμύνομαι, που παραδίνομαι .
*
Μια λήκυθος είμαι
διαρκώς και πιο εύθραυστη·
σου μιλώ πάλι
μετά πέντε αιώνες,
τι απόμεινε;
μια τεράστια οπή
να καταπίνει ψυχές, τα άωρα μέλη,
τα δροσερά μάτια,
στην επιφάνεια
κόκκινες φυσαλλίδες,
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
πώς να την αντέξω
μια ιστορία οστών·
*
Ο έρωτας είμαι,
όμορος πριν και τώρα διασπασμένος,
βγαίνω απ’ τα όρια
ανατρέπω τις συμφωνίες
χειροκροτώ τη σύγκλιση των σωμάτων
καταδύομαι και αναδύομαι, δεμένος στο μήλο του Αδάμ,
κορίτσια ταΐζουνε τα περιστέρια, γεννιούνται τα
νέα μικρά ψάρια, σκαλώνω στο ανοιγμένο φτερό του κύκνου,
διαβαίνω και βαίνω, ακροβατώ στις ξύλινες εξέδρες,
στις ισχνές λεύκες της όχθης, στα διερχόμενα νέφη,
πυροδοτώ τα υγρά μάτια των φαντάρων
τις βυζαντινές μορφές, τους νυχτερινούς σερβιτόρους.
*
Μια λήκυθος είμαι
υπερπλήρης μετά
το τελευταίο δάκρυ της θείας Ειρήνης.
Βαραίνω
θα σκορπίσω σε κομμάτια
φοβούμαι.
Καλέ μου Πλήθωνα, νομίζω πως εσύ απόψε μ’ ακούς.
Ο έρωτας είμαι·
ενσαρκωμένος μένω,
προγραμμένος συχνά
και επικηρυγμένος προσφάτως,
υπάρχω
-ερείπια ερημία σιωπή-
ζωοδότης στις βουβές μήτρες,
ανεξίθρησκος, ο τελευταίος διεθνιστής,
ετοιμάζονται οι νέες εκρήξεις,
τριχοτομημένος ή διαμελισμένος έστω
υπάρχω – ο έρωτας είμαι
Μάνη-Μυστράς, 1992
Καστοριά-Πρέσπες, 1993
Η Αναμενόμενη λέξη
“Fond names we rarely speak out loud”
Alan Davies
Mην παίζεις με τη φωνή σου
αργά να πέφτουν οι συλλαβές
– η κλεψύδρα σε κλέβει.
Και πού είναι η λέξη
που λέει μαζί το μπλε και το πράσινο;
Ποια είναι η λέξη
που ανακατώνει τη ζωή και το θάνατο,
που ενώνει την αρχή και το τέλος;
Πού είναι η άλλη λέξη
που ανέμεινα πέρα από την υπομονή;
Πού είναι η άλλη λέξη;
*
Είναι αργή η λέξη η αναμενόμενη
αισχυντηλή διστακτική και σώφρων
δε σκάζει μύτη δύο χρόνια για παράδειγμα
κι ύστερα ξαφνικά σού ξεπροβάλλει στη γωνία
φθόγγο το φθόγγο, συλλαβή τη συλλαβή
παίρνει υπόσταση και ξεθαρρεύει
αρθρώνεται, επαναλαμβάνεται και σχάται
ανακυβίζεται πάλι και πάλι και σμιλεύεται
πότε επιμηκύνεται, συσπειρώνεται άλλοτε
ηδονική εισχωρεί στο σώμα σου λυσιμελής.
Είναι αμφίσημη η λέξη η αναμενόμενη
κρυψίνους ασαφής και σκεπτικίστρια
αναχωρεί μεταναστεύει και αλλοτριώνεται
έρχεται πάλι -ευκαιριακά και ινκόγκνιτο-
εύκαμπτη ευμετάβλητη και εύστροφη
ανώδυνα ή και επώδυνα εύρωστη
λυσιτελής, αν και κατά περίπτωση ανωφελής.
Είναι παράνομη η λέξη η αναμενόμενη.
υποκρύπτει βομβιστικές ενέργειες
κάποτε δικαιολογεί ακρωτηριασμένα μέλη
δυναμιτίζει τις επιδημίες πείνας
αποτρέπει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
αντιστέκεται στις διολισθήσεις συνόρων
αναμοχλεύει τις εσβεσμένες επαναστάσεις
ασυγκράτητη
βάδιζε κόντρα στο ρεύμα των αυτοκινήτων -στη μέση του δρόμου-
κοντά να φανερωθεί· ένας χείμαρρος φώτα την έλουσε
μια ομοβροντία από κόρνες, η αναμενόμενη λέξη κονιορτός,
ψήγματα από έννοιες σπαράγματα νοημάτων αγκωνάρια σκέψης
αμετουσίωτα·
τότε ακούστηκε ο ήχος του όμποε κι ένας χορός από πουλιά
μελωδικά, η πλάση αφουγκράστηκε:
Πρόβαλε ιερή και αθάνατη
νεκρή και αναστημένη
εγκυμονούσα το πλήθος των νοημάτων της
μύριες λέξεις νεόκοπες έτεκε,
άλλες πιο ζωηρές παιχνίδιζαν
και άλλες σοβαρές στεκόντουσαν·
Ιερή και αθάνατη
νεκρή κι αναστημένη
αιώνια πλάστρα αυτόνομη κι αυτάρκης –
σιβυλλική.
Ε σεις, ατζέντηδες της επικοινωνίας,
άδικα ορίζετε·
οι ορισμοί ακυρώθηκαν
με την κατηγορία του ελλιπούς.
– Και με καιρό
πάλιν Αναμενόμενη .
Μαθητεία στην αναμονή
Δύο ποιητικές αφηγήσεις ενδοσκόπησης
Αφήγηση πρώτη
Εδώ και καιρό σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο
“Και με καιρό πάλιν Αναμενόμενη”
Κ.Α., 1994
Κανένα χνάρι
πώς να σ’ αγγίξω
λέξη μαγική
που θα σαρκώσεις το μέλλον του παρελθόντος;
Και η μεταρρύθμιση
τραπεζική κατάθεση με εξευτελιστικό επιτόκιο;
Ι.
Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
Είπα θα κάνω
πως δεν καταλαβαίνω.
Ας γίνουν όλα
ερήμην μου.
Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλωτσούσαν
με χάιδευαν με τρυπούσαν
με λεηλάτησαν.
Ξύπνησα σ’ έναν πύργο
φυλακισμένη
ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
έριξα τα μαλλιά μου
όμως του κάκου
κανένας δεν επιάστη ν’ ανεβεί,
να με γλιτώσει.
Τότε είδα να περνάει η πομπή.
Στην αρχή πολύχρωμη.
Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
Ύστερα κάτι κουρελήδες
να σέρνονται στα γόνατα μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.
Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.
Όταν ξαφνικά
είδα παράμερα το δάσκαλο,
λίγο σκυφτός κι αδυνατισμένος μού φάνηκε.
Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
και κάτι έψαξε να πάρει απ’ τη μεγάλη τσάντα.
Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
το κ λ ε ι δ ί στην τσάντα.
Έδωσα μια, πιάστηκα από τ’ αναρριχώμενα φωνήματα
κι εκείνα μ’ απιθώσαν καταγής.
Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
είναι καιρός, χαμογέλασε.
Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
Να βιαστούμε.
ΙΙ.
Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
έγιναν έλκηθρα,
έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
τον κοίταζαν αυτοί προσεχτικά
και κ α τ α λ ά β α ι ν α ν.
Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
Ήταν η στιγμή
που η παλιά κλειδαριά
δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
κι απάντησε στο γύρισμά του
με το χαρμόσυνο τρίξιμο
της δικαιωμένης προσμονής.
Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.
Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
Χαλάσματα γύρω.
Πόση δουλειά,
να στήσουμε τις αίθουσες
να πλύνουμε το χρόνο
να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.
Ο Γιάννης από το Βορρά
Μόνον ο Γιάννης κάθισε σε μια σκιά.
Κι ήρθε η βροχή – απελπισία –
πώς να σε προφυλάξουν τα χαλάσματα.
Μόνον ο Γιάννης χόρευε μες στη βροχή.
Μ’ αρέσει η βροχή, μονολογούσε,
είναι σαν την άλλη πατρίδα
έβρεχε εκεί
στον ήλιο βγάζω εξανθήματα,
είχαμε στην αυλή ένα μεγάλο φοίνικα,
χωνόμουν όταν έβρεχε,
έβγαλα μια φωτογραφία, καρναβάλι,
κι έβρεχε
τρέχανε οι μπογιές στο πρόσωπό μου
κόκκινα ρυάκια στα μάγουλά μου
κόκκινα ρυάκια
από εκεί ως εδώ
μακρύς ο δρόμος
κάτω απ’ τον ήλιο
κόκκινα ρυάκια γύρω απ’ το φοίνικα
μην κλαις, πουλί μ’.
Το τραγούδι της Αννέζας
Λείπει και σήμερα η Αννέζα. Κάθεται μόνη.
Μάκρυναν τα μαλλιά της, χάλκινα και φουντωτά,
και τα μάτια της παράξενα μεγάλα.
Δε γράφει η Αννέζα, ποτέ δε γράφει,
μιλάει λίγο
αγαπάει ένα λευκό φουστάνι με δαντέλα στο μπούστο
της μίκρυνε,
τη σφίγγει στο στήθος,
τ’ αγόρια σχολιάζουν,
όμως αυτή δε νοιάζεται
και λείπει.
Έρχεται αργά,
όταν ο ήλιος έχει ανέβει,
γρατσουνισμένη κι αλλοπαρμένη,
ξέρουμε πως ήταν στα νερά
τσαλαβουτάει σε
καταποντισμένα
– αλλόγλωσσα; αλλόφυλα; – όνειρα.
Η Αννέζα αγαπάει ένα άσπρο φόρεμα
και την Οδύσσεια ζ,
εκεί που χύνεται ο ποταμός στη θάλασσα.
Γράψ’ το, της λέμε, το τραγούδι σου.
Πώς να το γράψω; Χάνονται τα λόγια.
Μόνο θα σας το τραγουδήσω.
Τραγουδάει η Αννέζα :
Το νερό καλό κι οι πέτρες γλυκές
τα χορτάρια βοτάνια
που γιατρεύουν πληγές.
Μη φοβάσαι, Οδυσσέα.
Με το άσπρο μου φτωχό φουστάνι,
δεν έχω πλούτη,
ξέρω τραγούδια,
έλα στα νερά μου, Οδυσσέα.
Πεταλούδα λευκή ή γλάρος
άσπρο μαντίλι ή βαρκούλα
απαλό αεράκι ή ευχή,
μαζί σου θα ’ρθω, Οδυσσέα.
Δεν έχω όνειρα
δεν έχεις συντρόφους
σ’ ακολουθώ,
έλα και πάρε με στη θάλασσα,
Οδυσσέα
ΙΙΙ
Ένα πρωί φάνηκε ο ποιητής.
Σκοτεινός,
με τη σαφή ειρωνεία στις άκρες των χειλιών.
Έφερε στις καρδιές μας ένα φθινόπωρο
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο
ένα φθινόπωρο χωρίς προσδοκίες.
Ώσπου μια μέρα
ήρθε μ’ ένα χειμώνα στα μάτια του
πρώτη φορά.
Ο Οδυσσέας, ψέλλισε,
βάλτωσε στα νερά μας ο Οδυσσέας.
Συνέρευσαν πλήθη· κάμερες, ρεπόρτερ, φωνές.
Ο Οδυσσέας με τ’ αποτυπώματα του χρόνου και τ’ αλατιού
βραχώδης, απολιθωμένος, γιγάντιος,
τα άκρα του εκτείνονταν στα έγκατα του βυθού.
Κάθε προσπάθεια να ανελκυστεί
θύελλες καταιγίδες σεισμοί και
παλιρροϊκά κύματα.
Αφήστε με, είπε στο τέλος,
με φανερή ρωγμή στη δεξιά του ωμοπλάτη.
Τον άκουσαν.
Μόνος και πάλι. Ρημαγμένος.
Αυτός και η θάλασσα…
Όταν ξημέρωσε, κανείς δεν ήταν πια εκεί.
Γαλανή γαλήνια θάλασσα τρεμόπαιζε στο φως.
Τράβηξε ο Οδυσσέας
ποιος ξέρει για ποιες γενιές.
Ωστόσο,
ένα άσπρο πανί κυμάτιζε στην επιφάνεια,
ένα μικρό
λευκό
κοριτσίστικο φόρεμα.
Το κατοπινό τραγούδι της Αννέζας
Τούτο το τραγούδι ξέρω και το γράφω.
Τον Οδυσσέα πια δεν απαντέχω,
τον ξεπροβόδισα.
Όταν μία φορά ξενιτευτείς
πάει, ξενιτεύτηκες.
Τι ωφελεί να τριγυρνάς
από λιμάνι σε λιμάνι ;
Κοιτάζεις τα νέα νερά
και βλέπεις τα παλιά.
Μέσα στους νέους ήχους
ματίζεις τους παλιούς
μέσα στο φρέσκο γέλιο
πλένεις τους λυγμούς.
Τούτη η τάξη η Ιθάκη μου.
Φθόγγοι και γράμματα γεφύρια
από τον άλλο τόπο μου σε αυτό τον τόπο μου.
Τα μάτια ίδια είναι, νέα και παλιά,
αν βλεμματίζουν την καρδιά.
Επίλογος
Εδώ και καιρό
σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.
Έλα, νύχτα,
φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
στο ανοιχτό μου παράθυρο.
Τώρα που κόπασε στο ρέμα
ο χορός της πεταλούδας
και τα νερά ακινητούν
να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.
Απόψε, έστω για μια φορά,
δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
και για κλειστά λιμάνια.
Θα πω κάτι γλυκό,
σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή –
ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα –
έλα, λοιπόν, νύχτα,
φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
στων παιδιών τα βλέφαρα.
Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
ταιριάζει στην πόρτα του σωστού χρόνου,
ελπίζω.
Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Πλαγιάρι
1993-1996
Αφήγηση δεύτερη
Κάτι σαν ζέστη είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους
Κοιτώντας τον ήλιο,
κρατώντας το χρόνο στην αγκαλιά μας…
Ν.Α.
Ας καθαρίσει η οθόνη
τρέχουν τα γράμματα το κείμενο
– τι θες να παρεμβάλεις;-
να καθαρίσουν οι φθόγγοι
αυθύπαρκτοι
όχι έτσι
μια στήλη
– τι τεμαχίζεις, τι εξαρθρώνεις;-
παράγραφοι
διακεκομμένες γραμμές
η ζωή σε παραγράφους
οι μέρες σε στήλες
μην κλείνεις, προσοχή, σώσε με save,
– χάνομαι, χάθηκα
σε βάραθρο ηλεκτρονικό-
Ι.
Ζέστη.
Βαριά που μυρίζει η ρίγανη.
ζέστη,
λιποθυμάει η πεταλούδα της νύχτας.
Με λησμονήσαν εδώ απρόσεχτα οι φίλοι.
‘Αγριος ο χώρος.
Τρέμουν οι πύλες του νεκρομαντείου.
Βουνά τα χώματα.
Μόνη, με μια καταπακτή μπροστά μου θεοσκότεινη.
Αφήνω το σκοτάδι να με καταπιεί.
Βρέθηκα
σε μιαν άκρη εξαιρετική,
αιχμή
που από τη μια κοιτάει το Ρουμλούκι
κι από την άλλη κατρακυλά
νησιά
Σμύρνη
Ισπάρτα Αττάλεια
Μπουρντούρι ή Πολύδωρο.
Στον κάμπο καταχνιά.
Καταχνιά κι εκεί
που κάτι βουνά λίγα και στεγνά
σκιάζουνε ανθρώπους με σκαμμένο πρόσωπο
σκαμμένη η θάλασσα
φεύγουνε τα καράβια
κύματα κύματα η φωνή μου
και πού θα φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μην σπάσει.
Φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
φθαρμένοι τσακισμένοι τουρκόφωνοι
φυλαγμένοι στο πιο κρυφό μπογαλάκι της ψυχής
φορτωμένοι σε καΐκια
κατατρεγμένοι
σκορπισμένοι σε νησιά
ριζωμένοι σ’ έναν κάμπο
Φθόγγοι ασαφείς, αβέβαιοι, ασταθείς.
Αιχμηροί, να αγκυλώνουν τη γλώσσα και τα χείλη.
Δασιοί, ουρανικοί,
να υφαίνουν την ανθεκτική θλίψη.
Ημίφωνοι, υγροί, στρογγυλεμένοι,
να αρθρώνουν την αγάπη της ελπίδας.
Φεύγουνε τα καράβια,
οι άνθρωποι φωτογραφίες
σε συρτάρια σε αρχεία εφημερίδων.
Γερνάει ο κάμπος.
Κουράστηκε της γης η φλούδα
το νερό ζαλίστηκε.
Γερνάει ο κάμπος
σπάζει σε κομμάτια
κινούμενη λάσπη.
Εκεί πέρασε κάποτε ο καπετάν Νικηφόρος,
άλλοτε προελαύνοντας
και άλλοτε λεβέντικα πεζός.
Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί τους.
Έμαθαν να κοιτάζουνε τον ήλιο
να φυτεύουνε όνειρα
να σπουδάζουν οράματα.
Κάποια στιγμή αναλήφθηκε περίεργα,
είπανε μερικοί τον πήρε ο Αρχάγγελος.
Περνούσαν χρόνοι άγονοι.
Οι άνθρωποι σάστισαν,
γιατί είδανε το άσπρο μαύρο
κι ό, τι γνωρίζαν για καλό να γίνεται όνειδος.
Έτσι, μια μέρα
συνάχτηκαν και κάναν δέηση.
Γύρισε, Νικηφόρε, φώναζαν,
και ύψωναν χέρια σκοτεινά.
ΙΙ.
Την ορισμένη νύχτα
ένιωσα φως και ζέστα ξαφνική.
Είχε έρθει.
Αινείτε αυτόν με τη χλωρασιά του κισσού
αινείτε αυτόν με πανηγύρι ζουμπουλιών
αινείτε αυτόν με έκρηξη πασχαλιάς
αινείτε αυτόν
φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
Είχε έρθει.
Σκιές στους τοίχους γιγάντιες.
Έφερνε μαζί του Έλληνες κατατρεγμένους, Τούρκους άθλιους,
πρόσφυγες πολλούς –
Αρμένιους, Κούρδους, Αλβανούς και Βόσνιους
Σέρβους και Κοσοβάρους.
Η φωνή του γέμισε το χώρο.
Άρπαξα τον τοίχο, γδάρθηκα.
“Τι γίνεται, καπετάνιο;
Μ’ εγκαθιστάς στην κόψη της ζωής και του θανάτου.
Θέλω το βλέμμα σου, δεν έχουν μάτια οι σκιές.”
Γέλασε ζεστά, “δεν είσαι εσύ γι’ αυτή τη μάζωξη.
Θα βρεις το βλέμμα μου στα μάτια του ποιητή.
Ανασκάλεψε την αγάπη.”
Πώς να ανασκαλέψω την αγάπη;
Εσώστρεψα τα μάτια μου ως την ψυχή,
ενώ κυμαινόμουν από την ηδονή
ως την οδύνη.
ΙΙΙ.
Πέρασε καιρός. Οι περίοικοι έλεγαν
πως άκουγαν κλάματα, κάποτε γέλιο.
Το κάστρο λογιζόταν στοιχειωμένο.
Μια γυναικεία μορφή έβγαινε στο παράθυρο
και στο ακριανό μπαλκόνι
με μάτια θεόρατα,
σαν εκστασιασμένη ή αλαφροΐσκιωτη.
Τον ίδιο καιρό τα μέσα ενημέρωσης
ανακοίνωναν μια εξαφάνιση.
Ώσπου ένα πρωί,
πρωί της 21ης Ιουνίου,
φάνηκε στον ουρανό ένας τεράστιος δίσκος,
λες κι όλα ήταν φως.
Και στην άκρη του ορίζοντα, ανθρώπινες φιγούρες πορεύονταν
η μια πίσω από την άλλη, σαν στρατιά μυρμηγκιών.
Ύστερα από ώρα
ο ήλιος πήρε τις κανονικές του διαστάσεις.
Χιλιάδες ηλιοτρόπια λάτρευαν το φως.
IV.
Από εκείνη τη μέρα
να, κάτι σαν ζέστη είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους,
άντρες και γυναίκες, και
μαλάκωνε τις ψυχές τους.
Αρκετοί, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το λόγο,
έδιναν στα παιδιά τους το όνομα “Νικηφόρος”.
Άλλοι έγραφαν κάτι περίεργες επιστολές, ανορθόγραφες και
ασύνταχτες πολλές φορές,
με μια δύναμη όμως εξαιρετική,
και ζητούσαν ειρήνη και ανθρωπιά.
Άλλοι πάλι εκδήλωναν ξαφνικό ενδιαφέρον για ανθρώπους σε χώρες
μακρινές, σχεδόν άγνωστες, μερικοί μάλιστα έφευγαν να βοηθήσουν.
Και άλλοι, με ένα θάρρος που ποτέ πριν δεν είχαν,
μάζευαν γύρω τους τον κόσμο σε μικρές και σε μεγάλες πόλεις
και τους μιλούσαν. Τα λόγια τους
φθόγγοι δωρικοί
φθόγγοι αιολικοί και ιωνικοί.
Έτσι, εκείνοι που είδαν τον ήλιο της 21ης Ιουνίου,
μάθαιναν στους άλλους να βάζουν στο παιχνίδι
τους δικούς τους δίκαιους όρους
– κύματα κύματα η φωνή μου
και πού θα φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μην σπάσει …
Έξοδος
Σκοτεινό φεγγάρι ,
σκοτεινή η κατάδυσή σου στο βυθό
μέχρι πέρα στα νερά του νεκρομαντείου
τι να μαρτυρήσουν πια οι νεκροί
μπερδεύονται στα φύκια οι ψυχές
και το πράσινο αίμα των ψαριών
δε μιλάει για τη φωτεινή αντανάκλαση.
Φυσαλίδες μικρές ή μεγάλες
ανεβαίνουν στη θαμπή επιφάνεια
φτάνουν ως το κτίριο του παλιού σχολείου
με ορθή απομένουσα μόνη την πρόσοψη
και από τα παράθυρα που χάσκουν
περνούν σκιές οι ώρες του παρελθόντος χρόνου.
Σκοτεινό φεγγάρι
τούτη τη νύχτα που αναδύομαι
συνόδεψε την κίνησή μου προς την έξοδο
μην κοιτάζεις τη φθορά της ύλης μου
τόσο φυσική άλλωστε σε στοές νεκρομαντείου,
στις υπόγειες ατραπούς του νερού.
Έλα εδώ που συμβάλλει ο Αχέροντας
με το πρώτο φως της μέρας,
εδώ που ανεπαίσθητα γέρνει η ζυγαριά
στο μέρος της ζωής.
Δες με πώς αφήνομαι
στη δίνη αυτού του ρεύματος και ανεβαίνω.
Δες με πώς ορθή
με τεντωμένο το κεφάλι πίσω
με τα ρουθούνια στην αναμονή του αέρα
τείνω στην επιφάνεια, βγαίνω.
Κι άσε το φως σου να γελάσει, σκοτεινό φεγγάρι.
Λυγιά, Θεσσαλονίκη, Λονδίνο, Βέροια
1996 – 1999
Το μότο «Και με καιρό πάλιν Αναμενόμενη», στην πρώτη ποιητική
αφήγηση, παραπέμπει στον τελευταίο στίχο της «Ωδής», από την ποιητική
συλλογή της Κ. Αδαλόγλου «Δύο ελεγείες και μία Ωδή».
Το μότο «Κοιτώντας τον ήλιο, κρατώντας το χρόνο στην αγκαλιά μας», στη
δεύτερη ποιητική αφήγηση, παραπέμπει στην ποιητική συλλογή του Νίκου
Αδαλόγλου «Κοιτώντας τον ήλιο» και στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής.
(Οι σημειώσεις αυτές δεν δημοσιεύτηκαν)
*Δάσκαλος: Ας πούμε, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Νίκος Αδαλόγλου, ο
Χρίστος Τσολάκης, και όσοι άλλοι, που έφυγαν ή είναι κοντά μας και
ονειρεύονται, οραματίζονται το σχολείο που αγκαλιάζει τα παιδιά, όλα τα
παιδιά, και τα κάνει να ακούν τη γλώσσα της ομορφιάς.
Ήικηφόρος: Αντάρτης στα χρόνια της Αντίστασης, στον κάμπο της Ημαθίας.
Έδειξε στην πράξη πως ήξερε να αγαπά τον άνθρωπο και το δίκιο του.
.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (1992)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ 1982 ΩΣ ΤΟ 1984
εμβόλιμα
θα πλανιέται μια ψύχρα και μια υγρασία.
Πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια θ’ ακούγεται ο θόρυβος από
τα πιατικά.
Οι καπνοί θα πνίγουν τη Μίνα στη γειτονική pub.
Μια παρέα σκύλοι θα λερώνουν την αρχαία αγορά.
Ένα πακέτο τσιγάρα στο παγκάκι συνεχώς θα μουλιάζει,
στις κούνιες ξεχασμένο ένα σιέλ ζακετάκι.
***
-Απόψε θα με διδάξεις πώς ξεπερνιέται η νύχτα.
***
«Πρέπει ν’ αλλάξω βαφή, δε νομίζεις;». «Θ’ αλλάξω αυτοκίνητο».
***
θα σηκωθεί η πιο μικρή ώρα να σου τραγουδήσει ένα
ρεμπέτικο.
***
Αντιλαμβάνομαι πως
το ατσαλάκωτο ταγιέρ
είναι αδύνατο να κρύψει
το άσθμα μου.
Θα αισθανόμουν άραγε καλύτερα
να φορούσα το λουρί με τα καρφιά
που φοράει ο Κώστας
και με κοιτάει ζόρικα
καθισμένος στο πρώτο θρανίο;
***
— Ρουφάς τον ύπνο απ’ τον αριστερό σου αντίχειρα
και χάνω τα μάτια σου.
***
Η τόση φασαρία από αυτούς
τους χωρίς νόημα ανθρώπους την τρέλαινε.
Μια σχετική βαρηκοΐα δεν ωφελούσε.
Γι ’ αυτό αποσύρθηκε σε μια γωνιά
και φόρεσε γουόκμαν.
Ήταν ένα είδος
επανάστασης της στιγμής.
***
— Κάθε φορά που πυρπολιούνται τα μάτια σου
δεκάδες άνθρωποι ανάβουνε κεράκι της Ανάστασης.
ελληνική επαρχία, 1983
Πώς να φτάσεις τον άνεμο που κυνηγάς
με το ποδάρι που σέρνεις, Μαργαρίτα;
Μαργαρίτα, που σεργιανάς στο χωματόδρομο
m το σκυλί που το κουτσάνανε με πέτρα.
Μην κοιτάς τ’ αγόρια που τρέχουν με ποδήλατα και μηχανές.
Τι είναι ο έρωτας, Μαργαρίτα;
Μη μετράς τα δάχτυλά σου και βγαίνουν λειψά
δεν κάνει να κλαις.
Μαργαρίτα, σακατεμένο ρεφραίν σε δίσκο γραμμόφωνου.
Μαργαρίτα, θα γεράσεις ανυμέναιη και μόνη,
Μαργαρίτα, χορτασμένη τον οίκτο από ντόπιους και ξένους
Μαργαρίτα, πεινασμένη την παρέα και το παιχνίδι.
Μαργαρίτα, σφραγισμένη σ’ ελληνική επαρχία.
ερωτικό
Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
όταν δε θα μετράμε την αγάπη μας στα γραμμάρια του μπιμπερό.
Είναι που
ήσουν ανεμοστρόβιλος
κι ήμουν ένα αφημένο στάχυ.
Ήσουν θύελλα
κι ήμουν σιγανός μπάτης,
ήσουν καταιγίδα
κι ήμουν δειλή αστραπή.
Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
κι η κούραση θα σεργιανάει στο φλεβίτη του ποδιού μου.
Εκεί στην άκρη της θλίψης
είναι ένα λιβάδι παπαρούνες.
Είναι φριχτές οι παπαρούνες σαν τις κοιτάς κατάματα.
Φυλλορροείς.
Θα ξανασυναντηθούμε, αγάπη,
κι εσύ θ’ αναρωτιέσαι για την ερημιά μας,
κι εγώ θα ξέρω.
για ένα απεριτίφ
Οι ώρες μαζί σου
kv έχουν το βραχνά ενός δελτίου ειδήσεων.
Οι ώρες μαζί σου
είναι πολύχρωμο φουστάνι
καλοσιδερωμένο λινό τραπεζομάντιλο
απεριτίφ στη βεράντα.
Οι ώρες μαζί σου
έχουν την τρέλα του φετινού μακιγιάζ
η νοστιμιά σπιτικής λιχουδιάς.
Σαν να κατέβηκε ο νους
να ποτίσει κάτι γουστόζικα λουλούδια,
μέχρι να σημάνουν ξυπνητήρια και σειρήνες
και να γυρίσει πάλι στις «συνηθισμένες του ασχολίες».
γράμμα απ’ τη Μυρτώ
Καλή μου φίλη,
τον τελευταίο καιρό κατέχομαι
από έντονο σύνδρομο κατακρημνίσεως.
Φταίει η κατεδάφιση του τελευταίου νεοκλασικού, του γωνιακού,
m ειδικά το ξερίζωμα της περγολιάς.
Οι εξελίξεις στον εξωτερικό χώρο.
Οι αλλεπάλληλες εκπλήξεις σε σύντομο χρόνο,
όταν τραβώντας το καπάκι της σοφίας τους
τους έβρισκα ανεγκέφαλους.
Κάτι εφιάλτες με κατολισθήσεις.
Κι ενώ είμαι στο τσαφ να με παρασύρει
η κατιούσα φορά
με κρατάει σαν κλωστή η φωνή του φίλου,
που έρχεται πότε σαν το Θεόφιλο με φουστανέλα,
σαν τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου
ή σαν το κομμένο κεφάλι του Βελουχιώτη
προφέροντας:
«Για να δεχτούν τις φωνές απ’ το μέλλον
θα ωριμάσουν, ωριμάζουν οι καιροί».
ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Edinburgh 1985-86
Τώρα που θα φύγεις…
εξαρτάται πάντα
τι ψήνεις πίσω.
-Τότε που την είδα καθισμένη στα ράφια
ανάμεσα στις κινέζικες πορσελάνες
βεβαιώθηκα
πως το έγκλημα συντελέστηκε μεθοδικά.
Ακίνητη. Μέσα στα μάτια της
ένας χάρτης
Σε μεγέθυνση μία πόλη.
εδώ, στους δρόμους
χυμένα
τα μάτια της Ασίας.
Έλπισα στη στροφή
το γέλιο τον Νίκου
χάθηκε κι αυτή η πιθανότητα
για μια ηλιόλουστη μέρα.
***
Εξηνταδυό μέρες επίμονης αναγούλας.
Ώσπου
αδειάζοντας τα μέσα μου
λεηλατήθηκα.
Ένα ποτάμι τσάι ανακυκλώνεται στο κορμί μου
κι ο Ντέιβιντ στριφογυρίζει ακόμα μέσα μου
αβυσσαλέα
το φως θ’ ανάψει πάλι στις τέσσερις
επικυρώνοντας την καταδίκη μου
χωρίς αναστολή.
***
Και να ’μαι
να κόβω βόλτες
αγκαζέ με τον Κανάρη
στην Πρίνσες Στριτ.
Του παράγγειλα ορισμένα πυρπολικά
να τορπιλίσω την αλαζονεία τους.
Οι προθέσεις μου είναι
διαλυτικές
αναλυτικές
μεθοδικές
μετασχ ηματιστι κές.
Συνεργέ,
δώσ’ μου το χέρι σου.
Πολύ μοναξιά
εδώ στο κράσπεδο.
***
ενδιαφέρουσα περίπτωση επικοινωνίας
Μου ‘φαγες ένα γερό κομμάτι σκέψης
τώρα γεννάς τις λέξεις μου
με σειρά μου τις απάγω
σιωπηλή
τις εναποθέτω στο ερμάρι μου
κάποια στιγμή τις ενσωματώνω κατάλληλα
στο καινούργιο μου προσωπείο.
η έμπνευση
Είναι ένα κακό αστείο.
Τρία μερόνυχτα άδικα
να βρω
λέξεις για
τις επίπεδες επιφάνειες που με εμπεριέχουν
για τα συγκρουόμενα ιόντα που με διατρέχουν
για το σπειροειδές ελατήριο του μυαλού μου
που τίναξε
σαν από αχρηστεμένη πολυθρόνα,
Και να μη φαίνεσαι.
Νομίζω πως έχεις χάσει
τελείως
το χιούμορ σου
το δωμάτιο
Αυτό το δωμάτιο
έχει γερούς τοίχους
φτιαγμένους από ειδικό μονωτικό υλικό.
Όταν κάποιο βράδυ
ούρλιαζες τη φωνή του λύκου
κανένας δε σ’ άκουσε
η φωνή σου σε χτύπησε
μ’ όλη της την ένταση
συρρικνώθηκες.
Αυτό το δωμάτιο
είναι και δεν είναι·
είναι χτες και αύριο
ποτέ σήμερα.
Συσσωρευμένη σκόνη
σκοτωμένα έντομα
παλίνδρομη κίνηση ανάμεσα στη μουσική
και στη στριγκλιά
στο χρώμα και στο μαύρο-άσπρο.
Σ’ αυτό το δωμάτιο
όταν επιθυμήσω λίγη τάξη
δένω ένα σκοινί
κι απλώνω μπουγάδα στο χιόνι.
Αυτό το δωμάτιο
έχει ένα ψεύτικο παράθυρο,
βλέπεις πάντα το ίδιο τοπίο
μια άμορφη καφέ μάζα
διάτρητη και αδιαπέραστη
όπως η αγωνία του φεγγαριού
που πεθαίνει από ασφυξία
στα λασπόνερα.
Αυτό το δωμάτιο
δεν έχει τοίχους
έχει σύννεφα
σ’ ένα συνεπές γκρίζο
χωρίς διακυμάνσεις.
Διάσπαρτες πάνω τους
μέρες σε σήψη.
Οχτώ μήνες πορεία
πάντα στο ίδιο σημείο.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ 1988 ΩΣ ΤΟ 1991
[άτιτλο]
Ήταν ερωτικό το βράδυ.
Στην εθνική τα φώτα λιποθυμισμένα
τα χιλιόμετρα λαίμαργα,
Έπεφτε το σούρουπο
σάπιο
οι δρόμοι γεμάτοι βροχή
το καλοριφέρ έβγαζε έναν αέρα κρύο
η μουσική δεν έπαιζε·
βιαστικά λαχανιασμένα
μου ξεκούμπωσε το πουκάμισο
η μουσούδα του χώθηκε στο στήθος μου
ζεστή ζεστή
ένοιωσα να μου διαπερνά την ωμοπλάτη.
Τα χιλιόμετρα γίνηκαν κουρέλια.
[άτιτλο]
Γιατί αυτό ξέρει όσα κανένας άλλος
κοιμάται έναν εφιάλτη δύσκολο.
Τόσοι μελλοθάνατοι πάνε έρχονται,
επίγνωτοι ή ανεπίγνωτοι,
ο καθείς με το χάρο του.
Έρημο το πρακτορείο, αφημένο εκεί κοιμάται
η υγρασία κάθεται στα τζάμια του
ξυπνά, δεν έχει τσίχλα να μασήσει
ένα αποτσίγαρο ξεχασμένο στη μασχάλη του.
Ω, το γνωρίζει πόσο πάλιωσε η ζωή του
κι η κούραση τόση κούραση
ποιος ξεκινάει πάλι τα μακρινά δρομολόγια –
ένα τέλος ήσυχο, ήσυχο, αχ,
θα γυρίζουν οι ώρες, αδιάφορο,
τα παράθυρα ανοιχτά, τα σίδερα να σκουριάζουν
κι ένα ροζ πουλί να τιτιβίζει στην οροφή του.
requiem
• Ενώ περιμέναμε το θάνατο
άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα πουλί
αντί για κελάηδημα
διπλώθηκε μ ένα σπασμό στο στομάχι.
• Ενώ περιμέναμε το θάνατο
άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια κρεμάστρα
με το γαλάζιο σου κουστούμι
και με πολύχρωμες κορδέλες,
για να στολίσουμε τις μέρες
που θα υποκρινόμαστε πως ζούμε.
• Τις ημέρες που δε γελούσαμε
ήρθαν το Κουστοχώρι και το Ξερολίβαδο
ντυμένα λήθη.
Όμως εσύ δε γελιόσουν
τρύπωσες πονηρά μέσα στα μάτια μας
κι όλα πια έχουν τη δική σου όψη.
• Τις ημέρες που γυρεύαμε παραμυθία
έβγαλαν δίσκο
και μας έφεραν ψιχία,
τίποτε πιο αυθόρμητο.
Τότε κι εγώ
έκατσα κι ονειρεύτηκα
το δέντρο με τα μεγάλα
ώριμα
φιλιά.
• Στην εκκλησία άναψε μονάχα ένας πολυέλαιος.
Η βυσσινιά γυναίκα
I δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να χάσει το χρώμα της.
Μοίρασαν το κορμί σου σε σπόρους·
τα πουλιά δεν πλησίασαν.
Ήρθαν αντίθετα αγύρτες
φορτωμένοι σακιά και λαγήνια,
ενώ το παιδί ζητούσε μάταια
παγωτό χωνάκι.
Ιστορία Ι
• Τη μύγα τη συντηρήσαμε έναν ολόκληρο χειμώνα
από δωμάτιο σε δωμάτιο
από ζέστη σε ζέστη
την περιθάλψαμε.
• Ήταν τότε που τα παιδιά
άνοιξαν πανιά και ξεκίνησαν.
Τις ημέρες τα έζωνε η σκόνη
τα βράδια τα παίδευε η διάρροια.
Ένα σούρουπο
βρήκαν το σιντριβάνι
που τίναζε ψηλά σπέρμα
έσκυψαν, νίφτηκαν.
• Τότε παρατήρησαν την κοπέλα
που κάθε βράδυ τακτοποιούσε στη σειρά
τα στήθη της
ανήσυχη μην της βγει μονός ο αριθμός.
Ενώ ταυτόχρονα αντιλήφθηκαν
πως οι άνθρωποι γύρω τους περπατούσαν τόσο σκυφτοί,
που ένας κωφάλαλος ένας ανάπηρος κι ένας νάνος
έβαζαν ανενόχλητοι καλαθιές στην μπασκέτα.
• Τη νύχτα
καπνοί έβγαιναν απ’ τις σκηνές.
Τ’ άλογα κοιμούνταν ορθά μες σε γαλάζιους αχνούς
λυγίζοντας κάποτε το ένα τους πόδι.
Οι λύχνοι φώτιζαν θάνατο.
Τότε φάνηκαν οι κοινές γυναίκες.
Η μια απ’ αυτές γέλασε με χείλη χοντρά
δόντια συμπαγή
έβγαλε το κραγιόν και βαφόταν
τα χείλη της έπεσαν κομμάτια
πολύ εντυπωσιακό, είπαν όλοι.
• Το άλλο πρωί
άρχισε άγρια η μάχη
χωρίς όπλα.
Όσοι είχαν επιζήσει
πέθαναν από ασφυξία.
Μόνον εκείνος
είχε έγκαιρα αποτραβηχτεί στο δάσος,
σ εκείνη τη συστάδα
που κρεμόταν από μερικά κίτρινα φύλλα
λίγες κλωστές νερού
και την ουρά ενός σκίουρου,
Εκεί τη βρήκε της ξέσκισε το φουστάνι
εκείνη δεν αντιστάθηκε.
Ιστορία ΙΙ
Με κράτησαν πιστάγκωνα
και μου ‘δωσαν γροθιά στο σαγόνι
πλατεία Δικαστηρίων
μέρα μεσημέρι·
Τσαλάκωνα τον ένοχο ωσότου
ο κίτρινος φάκελος έλιωσε
κι οι ακτινογραφίες μου ξέσχισαν τα νύχια.
Ο Βενιζέλος κοιτούσε αδιάφορα.
Όλα τα ουράνια τόξα που είδα κολοβά.
*
Μια ριπή χρώματα
μου διέρρηξε τον αριστερό βολβο.
Τα γόνατά μου κόπηκαν
παρ’ όλη την πρωινή άσκηση.
Η είσοδος μύριζε μούχλα
και καπνό πίπας.
Ο ιερωμένος απέναντι
έκλεισε βιαστικά την καγκελόπορτα.
*
Αίφνης τα τρακτέρ βγήκαν στο δρόμο
οι ερπύστριες όργωναν την άσφαλτο
αλλόφρονα μαμούδια, ευρήματα και κόκαλα
ζήτησαν καταφύγιο
στις παρακείμενες πικροδάφνες.
*
Μετά, τα προσχήματα τραβήχτηκαν.
Η μπλούζα άσπρη απέστρεψε το πρόσωπό της.
Κι ο πόνος απόμεινε
ξεδιάντροπος και πρωτόγονος
να με βρίζει χυδαία
και να με πελεκάει με το τσεκούρι.
adagio
To ξέρω, βέβαια, πως δεν μπορώ να φύγω
σκάλωσες τα μαλλιά σου στην τσάντα μου
κάθε φορά που ένα τόπι χτυπάει στο πεζοδρόμιο
που ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια με κοιτάζουν απ’ τη βιτρίνα
που μια ρουά φόρμα διακρίνεται στο βάθος του δρόμου
τη νύχτα ενυδρεύω
μετρώντας και ξαναμετρώντας τα χρόνια σου
ανηλεώς δεκατρία.
Ούτε πιο πολύ
ούτε πιο λίγο, αλλιώς θα εστερείτο
το γλυκασμό των γαλάζιων σταγόνων του.
Αν πιο πολύ, άλλωστε,
πώς θα γινόταν να σεργιανάει ακέφαλη
στις πλατωσιές της εφηβείας του;
*
Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
μούδιασα απ’ τα μάτια σου λιγώνοντας
τις πασχαλιές στον κήπο μου θυμούμενη
και κοινωνούσα των αχράντων μυστηρίων.
Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
έσταζα κι έσταζα την ηδονή
τις αγαθές συγκυρίες μελετώντας
τις πορείες των δρόμων τέμνοντας.
Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
σπάραξα και σπαράχτηκα
και τα σπαράγματά μου λοιδορούσα
τα μάτια μου στο σκότος έστρεψα.
*
Το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το τζάμι που κλαίει δαγκώνοντας το δαντελένιο του ρούχο,
από τα παρκόμετρα που ξεροσταλιάζουν στο κρύο.
Κομμώσεις «ο Στέφος» τρίτη πολυκατοικία δεξιά,
στέκεται, απλώνει να χτυπήσει το κουδούνι
και αναρωτιέται ποια είναι αυτή πού την ξέρω,
τούτη τη διαδρομή έπρεπε να την κάνει πριν από έξι χρόνια
άργησε να θυμηθεί πως ξέχασε,
περνάει απέναντι
μηρυκάζοντας ένα στυφό γέλιο.
Κι όμως, το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το λυγμό των εσωρούχων μου,
από τα μπλε του Σεπτέμβρη και τα γκρι του Απρίλη,
απ’ τη μικρή φτωχούλα επίγνωση
που κάθισε να πιει ένα ζεστό ρόφημα.
.
ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ (1982)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ξεκουράσου πια, παλιέ αγωνιστή.
Τόσοι χειμώνες και χιόνια στα μαλλιά σου.
Οι άλλοι βολεύτηκαν μέσα σε μαλακές παντόφλες
και φιλολογικά απογευματινά.
Εσύ απόμεινες να κοιτάς το παρελθόν και το μέλλον
με κάτι απορημένα μάτια.
Δεν καταλάβαινες καλά-καλά πώς φτάσατε σ’ αυτή τη θέση.
Βαστούσες ένα τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα νύχια.
Κάπου κάπου χάιδευες κάτι ετοιμοθάνατα όνειρα.
Όμως το αίμα σου δε χτυπούσε όπως άλλοτε
να σπάσει τις φλέβες.
Εσύ που κουμαντάριζες το όπλο
το ίδιο καλά με τη γυναίκα.
Τώρα σε κουμαντάραν χάπια, αρθριτικά
και στο δωμάτιο μυρωδιά από οινόπνευμα και καμφορά.
Κι έτσι έγειρες να ξεκουραστείς-για πάντα.
Μη με κοιτάζεις με μάτια ορθάνοιχτα μέσα στον ύπνο μου.
Δεν τον αντέχω αυτό τον πόνο στο στομάχι.
Κάτι μάθαμε κι εμείς.
Πάνω στην εφηβεία μαράναν τον ανθό μας.
“Μη μιλάς-μη σκέφτεσαι -μην κρίνεις”.
Χτυπούσαν τα βράδια άγρια την πόρτα.
Ύποπτα μάτια γκρέμιζαν τους τοίχους του σπιτιού.
Δε σου ‘μενε ούτε μια γωνιά
δικής σου ζωής.
Τότε εσύ τραγουδούσες
μ’ ένα τραγούδι που ‘κλείνε ολάκερο τον ήλιο1
από τα στήθια σου ανάβρυζε η πίκρα
κι ένας λυγμός
για τη φτωχή πατρίδα.
Τραγουδούσες μ’ ένα τραγούδι
που ’λεγε για τις φυλακές, τα ξερονήσια
και γινόταν ένα με την ελπίδα μας
χάιδευε τα πληγωμένα κορμιά μας
τις καρδιές μας που
ξεχείλιζαν πόνο και όνειρα.
Ξεκουράσου πια και μη φοβάσαι.
Το πήραμε το τραγούδι σου.
Μαζί να παλέψουμε το Χάρο.
Να κυνηγήσουμε το φόβο.
Κι αυτό το κατακάθι που σκοτείνιασε την ψυχή μας
ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Εκείνη τη νύχτα
που καρφώθηκε στα μάτια σου η απορία,
φυλάκισες πεισματικά
ένα λυγμό στο στήθος’
ξενύχτισες μαζί μου σε μια ολονυχτία
χωρίς ελπίδα.
Το πρωί μ’ έθαψες βουβά μέσα σ’ ένα
άλμπουμ με παιδικά σχέδια
πίσω από μια λουλουδιαστή ταπετσαρία
πάνω σ’ έναν πίνακα μ’ ανάγλυφα ζωάκια.
Έφυγες με το ντοσιέ στη μασχάλη
να συνεχίσεις την επιστημονική σου έρευνα
ΘΝΗΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Κουράστηκες να περπατάς τόσο δρόμο
κι όμως δε λες τίποτα, μη με στεναχωρήσεις.
Μόνο στα μάτια σου διακρίνω την κούραση.
Δε λες τίποτα. Όπως δεν έλεγες, όταν
με το τριμμένο παλτό πήγαινες χιλιόμετρα δρόμο
για να δουλέψεις, γιατί έπρεπε,
κι όλο αδυνάτιζες κι όλο χλόμιαζες.
Όπως δεν έλεγες, στη φυλακή,
κείνους τους δύσκολους καιρούς.
Στα πελώρια μάτια σου μπλέκονταν όνειρα κι ιδέες
και η ομορφιά όλου του κόσμου.
Έτσι έμεινες ανάλλαχτη από τον καιρό
κι η αγκαλιά σου να μυρίζει στοργή και ζέστα.
Κι όμως θα σε χάσω. Το ξέρω πως θα σε χάσω.
Πώς θα είναι ο κόσμος χωρίς τις γκρίζες σκάλες των μαλλιών σου
χωρίς τα μικρά σου πόδια κι αυτά τα μάτια σου
που όλο απορούν και λυπούνται;
Πώς θα ‘ναι η ζωή μου χωρίς το χάδι απ’ τη φροντίδα σου,
χωρίς τη μοσκοβολιά της καρδιάς σου;
Φοβάμαι. Όχι τη λήθη .
Την απουσία.
ΟΡΟΣΗΜΟ
Να μη σταματήσουμε ας προχωρήσουμε κι άλλο.
Δεν μπορεί κάπου θα βγάζει αυτό το μονοπάτι.
Μην κοιτάς τη συστάδα των δέντρων κι αυτούς τους θάμνους
που κλείνουν το δρόμο.
Δεν μπορεί κάπου θα βγάζει.
Μη σκαλίζεις μόνο τ’ αρχικά μας στο δέντρο.
Χάραξε ημερομηνία και ώρα.
Να τη θυμόμαστε αυτή τη μέρα.
Χτες βράδυ ονειρεύτηκα:
μια βάρκα με λευκό πανί
ανάσαινα το κυμάτισμά του
και μια γαλήνη είχε απλωθεί στη θάλασσα και στον ύπνο μου.
Λες να ‘ναι το αύριο;
Το σήμερα το μοιράσαμε κόκκινες φέτες καρπούζι
φτύνουμε τα κουκούτσια
κι αιστανόμαστε το χυμό γλυκό και κρύο
να διατρέχει το στέρνο μας.
Απόψε θα ξενυχτήσουν πάλι οι ψαράδες.
Κι εγώ θα ζητιανεύω λίγη δροσιά από τ’ άσπρα σεντόνια.
Αύριο σαν κάθε μέρα
στην ακρογιαλιά οι πέτρες θα εμποδίζουν τα παιδιά να τρέχουν.
Το κύμα ολοένα θα γλύφει τις πέτρες στρογγυλές.
Μ’ αυτές τις πέτρες θα σμιλέψω το κορμί σου.
Ν’ αναδυθείς κάτι ανάμεσα
σε ενάλιο θεό και λεβέντη βαρκάρη
φουσκώνοντάς σου τα μπράτσα
δυο αρμαθιές ελπίδες.
αρμοί
1979-1981
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ
1 η έκφραση
Η απομάκρυνση
Τώρα θα κρυώνεις
τούτη την άνοιξη που μπολιάστηκε χειμώνα,
που το πρώτο ανθισμένο χαμόγελο των δέντρων
μαράθηκε και σβύστηκε
και η βροχή σού γεμίζει τα μάτια με δάκρυα.
Θ’ ανοίγεις τη μπαλκονόπορτα
να μπει το χλιαρό ανοιξιάτικο αγέρι
και θα μπαίνει ένας αέρας υγρός και πηχτός.
Τώρα θα κρυώνεις
και πιο πολύ η ψυχή σου…
Τα μεσημέρια
θα παλεύεις μάταια να διακρίνεις λίγο ουρανό
πάνω ή δίπλα απ’ τις απέναντι πολυκατοικίες.
Στον ύπνο σου θα ’ρχεται η μεγάλη βρύση της αυλής
με την ασβεστωμένη αγκαλιά της
και το κανάτι με το κρύο νερό
καθώς και η ξαπλωτή πολυθρόνα
όπου κοιμόσουν τα μεσημέρια
κάτω απ’ τον ίσκιο της πικροδάφνης…
Τώρα τα βράδια θα μένεις άγρυπνη
ν’ ακούς την ασίγαστη βοή των αυτοκινήτων.
Θα μένεις άγρυπνη και θα κρυώνεις
πιο πολύ η ψυχή σου
έτσι που σιωπηλή κι ανήμπορη
νύχτες θ’ ακούς την τρομερή ανάσα
του εγκέλαδου·
ΠΙΣΤΕΥΑ ΠΩΣ
Πίστευα κάτι απ’ το χαμόγελό σου
κάτι στο άγγιγμα
απ’ τα ζεστά σου δάχτυλα.
Πίστευα πως
θα ’σπαζε η καρδιά μου από χαρά.
Κι η Σαλονίκη-δήθεν- όμορφη.
Θάλασσα γυαλί, σπίτια ανθρώπινό,
παιδιά λεύτερα με μπαλόνια και γλειφιτζούρια.
“Δήθεν” όλα.
Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι τρέχουν,
τ’ αυτοκίνητα τσιρίζουν,
στα προάστια το κρύο σε παγώνει.
Oι εργάτες γερνούν γρήγορα
και τα παιδιά τους φτωχά.
Λοιπόν καλύτερα ίσως
που ξαναμάζεψα τα φτερά μου.
Το κλάμα βουβό
κι ένα κενό στο μυαλό μου.
Όμως έτσι κι αλλιώς
δεν είναι καιρός για ψευδαισθήσεις.
ΝΑΞΟΣ
Ήτανε όμορφο το μεγάλο νησί όταν φτάσαμε,
ανασαίνοντας ήσυχα τον απογευματινό του ύπνο.
Εδώ έγινε το θάμα.
Η Αριάδνη ξανάσμιξε με το Θησέα
σ’ έναν έρωτα πανάρχαιο.
Και ξαναχώρισαν.
Αυτή τη φορά έφυγε η Αριάδνη-
κι ο Διόνυσος πάντοτε δίπλα της
μ’ ένα φλασκί μπρούσκο κρασί στο χέρι.
Την ώρα του αποχωρισμού
το λυπημένο χαμόγελο του Θησέα
σκέπασε όλο το νησί.
Η Αριάδνη το πήρε μαζί της
μαζί με το στραφτάλισμα απ’ τις ρόγες των αμπελιών
κάτω απ’ τον ήλιο…
Ψηλά το κάστρο συνέχιζε τη δική του σιωπηλή ζωή.
Σαν έπεφτε το βράδυ
ο Μάρκος Σανούδος ανέβαινε
στον πιο ψηλό πύργο στο Καστέλι
κι ανασαίνοντας άγρια το θαλασσινό αέρα
μούγκριζε μ’ ανοιχτά τα δυο του χέρια:
“Τα νησιά μας, τα νησιά μας”.
“Τα νησιά μας- τα νησιά μας”
φωνάζουμε κι εμείς,
που βλέπουμε τους απλούς ανθρώπους
να παλεύουν μ’ ένα χώμα δύσκολο.
Καθώς τους αφήνουν να γερνούν άσκοπα.
Καθώς τους αφήνουν να πεθαίνουν απορημένοι κι αβοήθητοι.
Καθώς τους αφήνουν να ξεπουλάνε τη γή τους.
“Τα νησιά μας, τα νησιά μας”
αγωνιούμε κι εμείς.
Τούτο το καλοκαίρι
βάλαμε στ’ αυτί μας την κοχύλα και δεν ακούσαμε τη θάλασσα-
μονάχα κάτι υπόκωφο
σα λυγμό.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
A’
Πονάς. Πόσο πονάς.
Κι αυτή θα φεύγει.
Τα καλοκαίρια θα σεργιανάει την ομορφιά της
στα νησιά.
Όλη τη μέρα θα φοράει ήλιους και χαμόγελα.
Μόνο το βράδυ,
την ώρα που χάνεται ο ήλιος
και φυσάει ένα αεράκι ήσυχο,
όταν σηκώνεται η μυρωδιά της θάλασσας
και σκαλώνει στα πυρωμένα κορμιά ,
όταν σεργιανούν στην παραλία
πολύχρωμες φούστες, κολλητά τζήν
και μαυρισμένα ντεκολτέ,
τότε θα χάνεται.
Θα γυρνάει στην κάμαρά σου,
στη σκόνη της πόλης που σε πνίγει,
στα όσα δε χάρηκες
στα όσα της πρόσφερες και δεν τα πήρε.
Τότε θα βλέπει τα πρώτα φώτα
μέσα στη θάλασσα,
και πνιχτά θα πλαταγίζει στα χείλη
τη γεύση του μάταιου.
Μη ρωτάς γιατί.
Δεν έχει γιατί. Είν’ η ζωή.
Η καρδιά σου είν’ όμορφη
άφησέ την να πει το τραγούδι της.
Β’
Κι είπε: Πονάω,
η καρδιά μου ματώνει σαν τριαντάφυλλο,
το κορμί μου αδειάζει σαν καλάμι.
Πώς να μη ρωτώ,
που ‘μεινα με μια φούχτα ερωτηματικά
να στοιχειώνουν στα δάχτυλα,
στα χείλη, στο μυαλό μου.
Έφυγε εκεί που την καλούσε η φαντασία της.
Ρουφάει σταγόνα σταγόνα το μέλι του καλοκαιριού.
Κλείνει τα μάτια ηδονικά
κι ονειρεύεται το αύριο
σε τόνους λαμπερούς.
Κι εμένα-
με πνίγει η σκόνη της πόλης.
Οι ορίζοντες κλείσαν.
Οι θάλασσες στέρεψαν,
δεν μπορώ να ταξιδέψω.
Μπερδεύω τα βήματά μου,
τόσο ψηλός ανάμεσα σε ανθρώπους
τόσο σκυφτούς.
Τα λόγια μου ξαναγυρνούν
χωρίς αντίκρισμα
ανάμεσα σ’ ανθρώπους τόσο μικρούς.
Τα βράδια ξενυχτώ.
Συνάζω τα σύνεργα.
Πρέπει να φτιάξω έναν κόσμο στα μέτρα μου.
Πρέπει να φτιάξω έναν κόσμο για τα όνειρά της.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΡΗΜΝΟΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
ΘΕΥΘ τ. 18 Δεκέμβριος 2023
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου διαμορφώνει, ήδη από τον τίτλο της, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, μια ευθεία σύνδεση με το μοτίβο του ταξιδιού και της νοσταλγικής εκείνης διάθεσης που
εμπλέκει τον άνθρωπο στη δύσκολη διαδικασία επαναφοράς στην αρχική του βάση. Στο πλαίσιο αυτό η ανάκληση του προσώπου του Οδυσσέα μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού μεθοδεύεται από την ίδια την ποιήτρια η οποία παραθέτει στην αρχή του βιβλίου της ένα απόσπασμα από τη δ ραψωδία της Οδύσσειας. Ο συσχετισμός ωστόσο αυτός αποτελεί μια μονάχα πτυχή της αναγνωστικής ανταπόκρισης, αφού το σύνολο των ποιημάτων -με εξαίρεση το πρώτο που αποτελεί μια ανανεωμένη εκδοχή του μύθου του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, όπως αυτοί σμίγουν και ζουν ως ζευγάρι μετά την επιστροφή του ήρωα- εκμεταλλεύεται το θέμα της επιστροφής του ανθρώπου σε ό,τι αυτός μπορεί να αντιλαμβάνεται ως «μήτρα», ως σημείο αφετηρίας και εκκίνησης. Η ποιήτρια χωρίς ποτέ να επαναλαμβάνεται προσεγγίζει το ζήτημα από διάφορες πλευρές για να διαμορφώσει τελικά μια έντονη αμφιβολία και διερώτηση σχετικά με τη φύση και την ουσία των διαδρομών που ο άνθρωπος διαγράφει κατά τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες τον φέρνουν αντιμέτωπο όχι τόσο με τόπους και πρόσωπα όσο με κομμάτια του ίδιου του εαυτού που έχουν αφεθεί πίσω, στο περιθώριο ενός παρελθόντος που όμως πάντα θα μοιάζει παρόν και -γιατί όχι;— μέλλον. Πρόκειται για ένα ποιητικό παιχνίδι που συλλαμβάνει η δημιουργός τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τους όρους του· ένα παιχνίδι στο οποίο εμπλέκεται και η ίδια ως παίκτης και παρατηρητής μαζί, για να καταλήξει τελικά μέσα σε μια συνθήκη όπου η ανατροπή έχει τον πρώτο ρόλο, αλλά και τον πρώτο λόγο: «Όλοι γίναμε Οδυσσείς,/ όχι Κανένας ούτε Ούτις,/ Οδυσσείς με ταυτότητα./ Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη./ Η λέξη σε αμφίθυμη πολυσημία. Εναέριες διαδρομές σε ανακύκλωση./ Λάμνουμε ανάλογα με τον εκάστοτε προορισμό.» («Μια η προσδοκώμενη απάντηση»)
Στο πλαίσιο αυτό και με σαφή την αίσθηση ότι επιστροφή είναι κατά βάση η επάνοδος στο παρελθόν η ποιήτρια μοιάζει να επιχειρεί τη διάσωσή της μέσα σε ένα πεδίο που σφραγίζεται από την ευτυχισμένη μνήμη, την ανάκληση ενός
παρελθόντος σχεδόν παραμυθιακού -νοούμενο στη διττή του σημασία, ως προσιδιάζον σε παραμύθι και ως φορέας μιας παρηγορητικής ενέργειας και δύναμης- και, από την άλλη, ενός παρόντος που προβάλλεται αντιθετικά, μέσα από το πρίσμα της παρακμής και της φθοράς. Η διάσωση αυτή βεβαίως εναποτίθεται ως χρέος στην ποίηση, η οποία διαθέτει και την ελαστικότητα αλλά και την δυναμική που απαιτεί μια τέτοια απόπειρα αναδρομής στο παρελθόν, σαν να πρόκειται για έναν στόχο του μέλλοντος. Γιατί εδώ ακριβώς έγκειται η ιδιαιτερότητα της ποιητικής ματιάς της Αδαλόγλου· στο γεγονός ότι αντιμετωπίζει και αντικρίζει την επιστροφή στα παλιά σαν ένα στόχο και όνειρο ζωής που προϋποθέτει τη συστράτευση όλων των δυνάμεων και των δυνατοτήτων του ανθρώπου, προκειμένου όχι απλώς και μόνο να κατακτηθεί η ανάμνηση κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, αλλά να τροφοδοτηθεί το παρόν με την ενέργεια και τη φόρτιση που η εναρκτήρια φάση της ζωής περιείχε. Όλη αυτή η μέθοδος και η διαδικασία αποκτούν όμως και μιαν άλλη διάσταση, μιαν άλλη προοπτική· αυτή της μεταμόρφωσης. Γιατί πολύ συχνά στα ποιήματά της η δημιουργός έχει την τάση να αποτυπώνει τους επιμέρους σταθμούς της διαδρομής του ανθρώπου, σαν να πρόκειται για τις φάσεις από τις οποίες διέρχεται η αλλαγή της φυσιογνωμίας και της ψυχοσύνθεσής του: «Εδώ και λίγο καιρό έγινα γυάλινη/ και ταυτόχρονα διάφανη και οπωσδήποτε αόρατη/ δεν φαίνεται το είδωλό μου στις τζαμαρίες και στους καθρέφτες./ Έχω χαθεί ανάμεσα σε μιαν Ιθάκη/ και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας.» («Γυάλινη»)
Η γενική λοιπόν αποτίμηση αυτής της ποιητικής κατάθεσης που πραγματοποιεί με το συγκεκριμένο βιβλίο η Αδαλόγλου θα μπορούσε να επικεντρωθεί στον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος και ένας δημιουργός επιζητά τη χάραξη του περιγράμματός του με εργαλείο και όργανο τον χρόνο- τον χρόνο που εγκλωβίζει τον άνθρωπο μέσα σε μια αναπόφευκτη εξέλιξη και μεταλλαγή που τον φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό. Τεχνουργείται έτσι μια σχέση αντιπαραθετική, αντιθετική και, κατά κάποιον τρόπο, αντιφατική, αφού ο χρόνος διαιρεί τον άνθρωπο στο «τότε» και το «τώρα» του, τον τοποθετεί σε δύο διαφορετικές περιοχές, δύο ετερόκλητα ποιοτικά μεγέθη που προκαλούν την έκπληξη, τη σύγκρουση, τη διαμάχη. Συμφιλιωτικά σε όλη αυτή τη σχάση και τον διχασμό παρεμβαίνει η ποίηση, η οποία είναι και ο μόνος ουσιαστικά αγωγός μέσα από τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η επιστροφή που είναι, όπως η ίδια η ποιήτρια παραδέχεται, μια δύσκολη υπόθεση και αποστολή, μια πορεία σε δρόμο απόκρημνο και δύσβατο∙ το δρόμο της τέχνης που είναι γεμάτος εμπόδια και ανηφοριές, γεμάτος από τον κίνδυνο της «παραπλάνησης», κυρίως όμως από τη διαρκή αμφιβολία σχετικά με την κατάκτηση του τερματικού σταθμού και στόχου του.
.
ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Περιοδικό “Χάρτης” 56 Αύγουστος 2023
Μια παράλληλη Οδύσσεια της γραφής
Με την τελευταία συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, μια προσωπική, συναισθηματική, υπαρξιακή Οδύσσεια και μια παράλληλη Οδύσσεια της γραφής, ολοκληρώνονται, διαγράφουν έναν κύκλο, ενώ ταυτόχρονα νέοι φυγόκεντροι στοχασμοί, αποθησαυρισμένες εμπειρίες και αγωνίες εξακτινώνονται, διαστέλλοντας την περίμετρο του κύκλου, ανοίγοντας νέα σημασιακά πεδία. Νέοι ξενιτεμοί γίνονται αφετηρίες για νέες Οδύσσειες, νέους νόστους, νέες Ιθάκες. Η ίδια η ζωή άλλωστε διέπεται από τη γεωμετρία μιας αέναης κυκλικής κίνησης. Το σχήμα των εφαπτόμενων κύκλων θα μπορούσε να αποδώσει εύγλωττα τη σχέση που συνέχει την καινούρια συλλογή με τις προηγούμενες, αλλά και την ανανέωση του ποιητικού στοχασμού που παρατηρείται σε αυτήν.
Ο μύθος του Οδυσσέα παραμένει σταθερά στον πυρήνα αυτών των κύκλων, ενώ νέα πρόσωπα, όπως αυτό του Ελπήνορα, του Τηλέμαχου έρχονται στο προσκήνιο για να συμβολοποιήσουν τις νέες διαστάσεις που παίρνει η ποιητική περιπλάνηση. Ο μύθος, κατά την άποψη του T.S. Eliot, είναι ένας τρόπος «να ελέγξει κανείς, να δομήσει και να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η ζωή και η πραγματικότητα». Αποτελεί με άλλα λόγια, μια συλλογική, οικουμενική γλώσσα, η οποία, εξασφαλίζοντας την κοινή μνήμη και τη συλλογική εμπειρία οριοθετεί έναν κοινό τόπο πάνω στον οποίον συναντιούνται, συνεννοούνται, επικοινωνούν οι άνθρωποι. Σαν μια γέφυρα ενοποιεί πνευματικά και χρονικά τα διαφορετικά επίπεδα του ακροατηρίου και καθιστά δυνατό τον διαχρονικό διάλογο.
Δύο διακριτές ενότητες συνέχουν τη συλλογή με κεντρικό θεματικό άξονα τη νοσταλγία για τους απόντες αγαπημένους, αλλά και τους παρόντες, τη μοναξιά, τη μνήμη, τον χρόνο, την αναζήτηση του εαυτού. Θέματα που εκκινούν από τον ιδιωτικό χώρο της προσωπικής εμπειρίας αλλά με τη βοήθεια του μύθου και των προσώπων-συμβόλων παίρνουν συλλογικότερες διαστάσεις κι εκφράζουν κοινά ανθρώπινα πάθη κι αγωνίες.
Οι αρχετυπικές φιγούρες του Οδυσσέα και της Πηνελόπης κεντρικές στην ανθρωπογεωγραφία κι αυτής της συλλογής, συνηθισμένοι, όμως, καθημερινοί, εξανθρωπισμένοι. Απογυμνωμένοι από το ηρωικό τους βάθος, παίρνουν ανθρώπινες διαστάσεις και μετουσιώνονται, σε σύγχρονους ήρωες με πάθη κοινά, αναγνωρίσιμα.
Ο νόστος του Οδυσσέα εν μέρει εκπληρωμένος, αφού έχει επιστρέψει στην οικογενειακή εστία και απολαμβάνει τη θαλπωρή της συζυγικής κλίνης, που απλόχερα τού προσφέρει η Πηνελόπη. Οι ηλικιωμένες σχέσεις, όσο κι αν έχουν τραυματιστεί, προσφέρουν ασφάλεια, θαλπωρή δοκιμασμένη. Ο ένας ανακουφίζει τους φόβους του άλλου με τρυφερότητα. Ωστόσο οι εφιάλτες παραμένουν ενεργοί …
… Κάποια βράδια όμως ο ύπνος του ταραζόταν από φριχτούς εφιάλτες.
Γέμιζαν τα σεντόνια αίμα, μυρωδιά σαπισμένης σάρκας.
Μουγκάνιζε ο ίδιος σαν βόδι που το σφάζουν
κι άλλοτε σφάδαζε με αφρούς στο στόμα.
Η Πηνελόπη τότε έβγαζε το λευκό νυχτικό της
και τον σκέπαζε….
Η μυρωδιά του απαλού γυμνού κορμιού της
τον μεταμόρφωνε σε υπάκουο Ελπήνορα
… Τότε την έπαιρνε αγκαλιά και σμίγανε.
Όμως αυτή είχε εμμονές. Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη
να δει ποιανής μορφή έφερνε η όψη της.
Κι εκείνο το σημάδι του χρόνου
που άνοιγε κόκκινο στο αριστερό στήθος της
(ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ)
Η φθορά του χρόνου και της καθημερινότητας, η χρόνια …«απουσία» της παρουσίας, η αποξένωση, η εσωτερική ξενότητα, που παραμένει άβατο ακόμη και για τους ισόβιους συντρόφους, ο απροσπέλαστα μοναχικός, εν κατακλείδι, πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης δεν επιτρέπουν τον νόστο να ολοκληρωθεί. Πάντα παραμένει «Αμφίθυμη η πολυσημία της Ιθάκης», όπως δηλώνει ο τίτλος της πρώτης ενότητας.
Κι η Πηνελόπη συνεχίζει να υφαίνει. Κάθε βράδυ: «Σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν». Το υφαντό της, η ποίηση, απαντοχή, ένας μικρός νόστος, που δεν της αντιστέκεται, όπως οι άλλοι… οι παλιοί και οι νέοι νόστοι.
Παλιοί νόστοι, αμετάκλητα ακυρωμένοι, των παντοτινά χαμένων, αγαπημένων συγγενικών ή φιλικών προσώπων, επανέρχονται συχνά στον ύπνο» της:
«Φτιάχνουμε πράγματα μαζί αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε», αφήνοντας πάντα εκκρεμή την οριστική συνάντηση.
Τυραννικά παρών κι ο μεγάλος νόστος, ο κοσμογονικός, η απαρέγκλιτη συνθήκη ζωής και κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, ο θάνατος. Στωικά φαίνεται να αποδέχεται η ποιήτρια την νομοτέλειά του:
…Ας χασομεράει ο θάνατος,
ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας
Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται
για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο
Η Πηνελόπη σε αυτήν τη συλλογή «προσδοκά επί ματαίω» έναν άλλο νόστο. Με αμφίθυμη διάθεση προσδοκά τον αμφίβολο νόστο του αγαπημένου γιου, του Τηλέμαχου, που ταξίδεψε μακριά, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο κι αφήνοντας στη θέση του πόνο αθεράπευτο:
Για αυτόν πονώ το πιο πολύ, παρά για το Δυσσέα
Και τρέμω κι όλο νοιάζουμαι μήπως κακό μου πάθει,
Στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει (Οδύσσεια δ΄, στ. 830-832)
Αυτός ο νέος μισεμός μεταμορφώνει την Πηνελόπη. Αυτή γίνεται τώρα Οδυσσέας. Αυτή είναι τώρα που «Τρέχει στ’ αεροδρόμια να προλάβει τις πτήσεις. Σκοντάφτει στις προπορευόμενες βαλίτσες. Στις κυλιόμενες σκάλες …τέλος απογειώνεται μέσα σε ένα σύννεφο κολόνιας duty free..». Η απουσία του Τηλέμαχου, του μονάκριβου γιου, ένα μεγάλο δυσαναπλήρωτο κενό. Μόνο οι αναδρομές ανακουφίζουν προσωρινά κι οι στοργικά συντηρημένες αναμνήσεις:
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
Γινόμουν ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι, μαγικό τοπίο, τρυφερός
βράχος, βότσαλα, πεταλίδες, ψαράκια που σας γαργαλούσαν τις
πατούσες, όλα, ό,τι θέλατε, γινόμουν για να χαίρεστε.
…
Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα.
Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο.
Κρυφά τον πέταξες – καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει…
(ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ)
Μα «θέλουν προσοχή οι αναδρομές», μονολογεί το ποιητικό υποκείμενο, αφού υπενθυμίζουν τόσο οδυνηρά κι επαναληπτικά την παρουσία της απουσίας:
Κάποιες φορές
κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους –
φταίει ο ήλιος
ή το σούρουπο
αναλόγως –
νομίζω πως σε βλέπω
ίδια κοψιά ίδιο μπόι
χαμογελώ και πλησιάζω,
διαπιστώνω το αυτονόητο.
Πόσο να ακυρωθούν οι συντεταγμένες.
Μικρές ξυραφιές στο πρόσωπο
οι επίμονες κλήσεις βάιμπερ…
(ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ)
Η αμφιθυμία, η εσωτερική περιδίνηση, οι παλινδρομήσεις ανάμεσα στο τώρα και στο χθες, ανάμεσα στην πατρίδα και στη μητριά ξενιτιά, το χαρακτηριστικό της δεύτερης ενότητας. Αμφιθυμία ανάμεσα στην προσδοκία της παροδικής συνάντησης και στην επίμονη μονιμότητα της απουσίας, ανάμεσα στη χαρά του ταξιδιού και στην επίγνωση της συντομίας του. Παλινδρομήσεις ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, πουθενά ικανοποίηση. Πουθενά αίσθημα «ανήκειν». Μόνο πτήσεις κι αιωρήσεις. Και «η προσαρμογή» να παραμένει «άστεγη»:
Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον
Απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας
Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης
Ούτε μπρος ούτε πίσω…
Η απουσία και η στέρηση του απόντα παραμένουν τυραννικά ζωντανές. Σε ανηλεή Ενεστώτα διαρκείας… «Το ποίημα», άλλωστε, «δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο». Η μοναξιά και η υπαρξιακή αγωνία διαστέλλονται από τις συνθήκες φόβου, από την επίγνωση της ευαλωτότητάς μας που διαμόρφωσαν η πανδημία, ο εγκλεισμός και οι ποικίλες απαγορεύσεις. Η απόγνωση διογκώνεται, καταλαμβάνει πληθωρικά όλο το κενό που αφήνει πίσω της η εκκωφαντικά σιωπηλή, η τυραννικά επίμονη απουσία. Γίνεται θρήνος, οιμωγή: «Κι αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρει»;
Η ζωή, όμως, σοφά κρύβει μέσα της σύντομα, έστω, φωτεινά διαστήματα. Έτσι, στα ποιήματα των σελίδων 37-39 κάνει την εμφάνισή του ένα μικρό κορίτσι. Ένα παιδί. Το ποιητικό υποκείμενο το περιθάλπει με στοργή μητρική. Του λέει «στρογγυλεμένα παραμύθια» με δράκους και πριγκίπισσες, μα ξέρει καλά πως δεν υπάρχουν ουτοπίες. Πυκνή ομίχλη και βροχή ο κόσμος:
Γυρεύεις λέξεις.
Δεν ξέρω να σου δώσω.
Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια
γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες.
Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής.
Κι εσύ ονειρεύεσαι να είσαι γοργόνα
(ΕΣΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ)
Το μικρό κορίτσι είναι ο καινούργιος σπόρος, η νέα γενιά. Μικρές ρωγμές ελπίδας απαλύνουν τις εκφράσεις πόνου και αφαιρούν «με χειρουργικό τσιμπιδάκι τις ξερές μεμβράνες από το πρόσωπο» του ποιητικού υποκειμένου. Αισιοδοξία. Συνέχεια. Ξαναζωή:
Έχω μια ραγισματιά,
Είπε η πορσελάνινη τσαγιέρα,
βαθαίνει με τον καιρό,
μην κοιτάτε που δεν φαίνεται,
κι άλλες αθέατες μικρές ρωγμές,
ό,τι δεν φαίνεται έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει
Όμως αυτή με τα μικρά της χέρια
Φυτεύει στη ραγισμένη τσαγιέρα βολβούς
Βγάζουν βλαστούς
Ίσως μια μέρα στερεώσει μέσα μου λουλούδια
Να λάμψω πάλι με μιαν άλλη ομορφιά
(ΒΛΑΣΤΟΙ)
Τρυφερή ελεγεία, χαμηλόφωνη κι όχι κραυγαλέα, η νέα συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, διάστικτη, ωστόσο, από ρεαλισμό. Ψαύει τραύματα, θωπεύει πληγές, νοσταλγεί, αλλά δεν απαισιοδοξεί, δεν απελπίζει. Διατηρεί μέσα της γενναίες ποσότητες πίστης στη σοφή κυκλική γεωμετρία της ζωής.
Η γλώσσα της συλλογής τολμηρή και ειλικρινής. Δεν απαξιώνει, δεν κομπάζει. Ελεύθερη από στερεότυπα αποτυπώνει τη γνησιότητα του συναισθήματος. Λέξεις ξένες, ειδικό λεξιλόγιο από το χώρο της τεχνολογίας παρεισφρέουν για να αποδώσουν τις νέες συνθήκες της ζωής και της κατακερματισμένης επικοινωνίας στην εποχή μας. Άλλοτε η γλώσσα αιωρείται κι ερωτοτροπεί με λυρικά σχήματα, ζωγραφίζοντας με ειδυλλιακές εικόνες το παρελθόν, άλλοτε πορεύεται πεζή για να σηκώσει το παρόν, το καθημερινό ανθρώπινο άχθος, τη συλλογική μοίρα, τη σκληρή πραγματικότητα.
Η νοσταλγία για την έλλειψη των αγαπημένων προσώπων δίνουν στη συλλογή τη μορφή μιας αγωνιώδους απόπειρας συνομιλίας. Που μένει πάντα εκκρεμής. Οι επίμονες απευθύνσεις σε β’ ενικό, με τις οποίες η ποιήτρια προσπαθεί να επικοινωνήσει με το απόν εσύ μένουν χωρίς απόκριση. Το εσύ λείπει.
Η συστροφή στο α΄ ενικό προβάλλει αναγκαία κι αναπόφευκτη. Ο εαυτός, ο τελευταίος νόστος. Το ευλογημένο καταφύγιο. Στο τέλος, η Πηνελόπη πληγωμένη αλλά ώριμη, μεστή και πλούσια από την εμπειρία της ζωής φαίνεται να κατανοεί «οι Ιθάκες τι σημαίνουν»:
δεν γυρεύω πλέον την φυγή
είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος»
(ΔΙΑΦΥΓΗ-ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ)
Ίσως η εσωτερική Ιθάκη, η αναζήτηση και η γνώση του εαυτού, η αποδοχή, η συγχώρεση, η αγάπη και η συμφιλίωσή μας μαζί του ικανοποιήσουν, τελικά, τον διακαώς ποθούμενο αλλά διαρκώς διαφεύγοντα νόστο.
.
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
frear.gr 9/11/2023
Μέσα σε τοπίο άνυδρο κι άγονο δύο ξερόκλαδα μοιάζουν να ερωτοτροπούν. Σμίγουν και απομακρύνονται, αγγίζονται τη μια στιγμή και την επόμενη χωρίζουν χωρίς καλά καλά να γευτούν, να χορτάσουν το ένα το άλλο. Και κάτω από την εικόνα ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου ως δήλωση ηχεί, ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα και απόρροια βιωμένης γνώσης και εμπειρίας: Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
Και ήδη από το καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου υποψιαζόμαστε πως αποστάσεις θα μας εμπιστευτεί η καλή ποιήτρια, απουσίες και ξενιτεμό, εξελίσσοντας κι ολοκληρώνοντας τη θεματική των προηγούμενων ποιητικών της συλλογών. Άραγε, σε ποιο νόστο θα μας μυήσει αυτή τη φορά, σε ποια επιστροφή;
Στην επιστροφή του ξενιτεμένου στη γενέθλια γη, στα μέρη που μεγάλωσε, στη μήτρα που τον ανέθρεψε, στον μητρικό καθησυχαστικό παλμό, στο ασφαλές λιμάνι, σε πρόσωπα οικεία κι αγαπημένα; Ή μήπως στην επιστροφή στον έσω τόπο, στα κομμάτια της ψυχής τα πληγωμένα, τα τραυματισμένα, τα λιγότερο φροντισμένα; Σε κάθε περίπτωση, απόκρημνος, δύσβατος και κακοτράχαλος ο δρόμος της επιστροφής. Κι αν το ταξίδι φαντάζει γοητευτικό, αν ο νόστος θεραπευτικός, ιαματικός και λυτρωτικός αποδεικνύεται, είναι γιατί πληγές και τραύματα σέρνει ξοπίσω του. Πολύ καλά το γνωρίζει αυτό η ποιήτρια. Το επιβεβαιώνουν, άλλωστε, και οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων της.
Η ποιητική συλλογή «ανοίγει» με στίχους της Οδύσσειας, που μας πληροφορούν πως πιότερο για τον νόστο του Τηλέμαχου η Πηνελόπη αγωνιά παρά για τον Οδυσσέα, και με την επιστροφή του ομηρικού ζεύγους σε Μία Καθημερινότητα, που μακράν απέχει από το νόστιμον ήμαρ που υποσχέθηκε ο Όμηρος. Η Πηνελόπη συνηθίζει να κοιμάται πάλι μαζί με τον Οδυσσέα, να τον περιποιείται και να τον φροντίζει, όταν αυτός σφαδάζει από φριχτούς εφιάλτες που ταράζουν τα βράδια του και γεμίζουν αίμα και σήψη τα σεντόνια του. Κι ο Οδυσσέας από την άλλη με τρυφεράδα και στοργή σμίγει μαζί της τις νύχτες που λυγμοί πνίγουν τον ύπνο της.
Στις τελευταίες στροφές του ποιήματος, όμως, προβάλλεται η σύγχρονη καθημερινότητα Εκείνου και Εκείνης. Τα ονόματα του Οδυσσέα και της Πηνελόπης απουσιάζουν. Στη θέση τους οι αντωνυμίες. Και μέσα σε αυτές αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, το είδωλό μας είναι αυτό που καθρεφτίζεται. Και ήδη από το πρώτο ποίημα νιώθουμε πως η ποιήτρια έμπνευση αντλεί από την αγαπημένη της Οδύσσεια, το δικό μας έπος για να αφηγηθεί, μούσα για να γίνει της δικής μας αγωνίας, του πόνου και της περιπέτειας. Η έγνοια της πιότερο για μας, τους αντιήρωες της καθημερινότητας, τους Σύγχρονους Οδυσσείς, παρά για τους αγαπημένους της ομηρικούς ήρωες.
Όλοι γίναμε Οδυσσείς,/ όχι Κανένας ούτε Ούτις,/Οδυσσείς με ταυτότητα. (σελ.20)
Χαρακτηριστικό αναγνωρίσιμο της γραφής της η συνδιαλλαγή με την παράδοση, με μύθους αρχαίους και αρχετυπικά μοτίβα προκειμένου να γεφυρώσει το παρόν με το παρελθόν, να αποτυπώσει την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, να κατανοήσει το βάσανο της περιπλάνησης και της αναζήτησης στη συνέχεια του χρόνου. Γι’ αυτό οι συμβολισμοί που αξιοποιούνται, αν και ευανάγνωστοι, δεν προσφέρονται για επιφανειακές προσεγγίσεις. Οι αλληγορίες αναδιαμορφώνονται, νοηματοδοτούνται και ερμηνεύονται εκ νέου, επιτρέποντας στον αναγνώστη τις δικές του ταυτίσεις και αναβιώσεις. Έτσι, ο καθείς με την Ιθάκη του, ο καθείς με τον νόστο που του έλαχε.
Οι νόστοι γίνονται με πολλούς τρόπους/με αναταράξεις και σκαμπανευάσματα. (σελ. 19) Κι είναι πολλών ειδών: ο ξεχειλωμένος νόστος που βαραίνει πάνω του, ο νόστος που ξεθηλυκώθηκε, κι εκείνος ο άλλος νόστος που επί ματαίω προσδοκά η Πηνελόπη, αφού μετά την επιστροφή του Οδυσσέα πάντα κάποια απομάκρυνση την παιδεύει. Εξ ου κι ο τίτλος της πρώτης ενότητας της ποιητικής συλλογής: «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης».
Ωστόσο, η αμφιθυμία φαίνεται να διατρέχει όλη τη συλλογή κι όχι μόνο τα κείμενα της πρώτης ενότητας. Από τη μια ο πόθος και η λαχτάρα για επιστροφή, η χαρά του ταξιδιού και της συνάντησης και από την άλλη η θλίψη, η απογοήτευση και η διάψευση κάθε φορά που η επιστροφή κρίνεται δύσκολη ή αδύνατη ή κάθε φορά που η αποξένωση ανάμεσα σε αυτούς που συναντιούνται, εξαιτίας του χρόνου και της απόστασης, καταδικάζει την παρουσία σε απουσία.
Μια ζώσα απουσία, λοιπόν, μια μελαγχολική διάθεση νοσταλγίας και αναπόλησης νοτίζει τους στίχους αυτής της ενότητας. Ο νόστος γίνεται καμβάς θεματικός για να ξετυλιχτούν πάνω του υπαρξιακές αγωνίες, που ταλανίζουν το ποιητικό υποκείμενο, και να αναδυθούν ερωτήματα, συχνά αναπάντητα, για τη μοναξιά, την απώλεια, τον χρόνο, τα γηρατειά, τον θάνατο. Έντρομη τρέχει το πρωί η Πηνελόπη μπροστά στον καθρέφτη για να αναμετρηθεί με τον χρόνο που κλέβει τα νιάτα από την όψη της και ανοίγει κόκκινο σημάδι στο αριστερό της στήθος. Κι η άλλη η Σύγχρονη Πηνελόπη εν πτήσει ατενίζει τον θάνατο κι εναγωνίως απ’ τη ζωή γραπώνεται παζαρεύοντας: Ας χασομεράει ο θάνατος, ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο. (σελ. 19)
Σκληρός και αμείλιχτος ο χρόνος, ο φθοροποιός, διαστέλλει τις αποστάσεις, συνδράμει τις απουσίες, ξεθωριάζει τις εικόνες των αγαπημένων ξενιτεμένων προσώπων: Στον αύλειο χώρο/πρόσωπα χωρίς μάτια/χωρίς βλέμμα/χωρίς πρόσωπο (σελ. 14). Άλλες φορές πάλι η μνήμη επίμονη και δύστροπη αντιπαλεύει τον χρόνο και πασχίζει με την αλαφράδα και τη δύναμη των αναμνήσεων να γλυκάνει τον πόνο του αποχωρισμού. Θέλουν όμως προσοχή οι αναδρομές, οι ενθύμησες αλλοτινών ευτυχισμένων καιρών, γιατί δεν αργεί η ψευδαίσθηση μιας ποθητής επιστροφής να ανοίξει περισσότερο το τραύμα: Κάποιες φορές κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους –φταίει ο ήλιος ή το σούρουπο αναλόγως– νομίζω πως σε βλέπω… Πήρε φόρα η απομάκρυνση και με τα ταράζει στους πτερυγισμούς… (σελ. 15-14).
Πολλά είναι τα ποιήματα της συλλογής που δομούνται πάνω στον άξονα του χρόνου όπως το σπαραχτικό τρίστροφο «Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια» που θυμίζει καταχώρηση ημερολογιακή, σημείωμα αυτοβιογραφικό. Μια μάνα αναπολεί τα ξέγνοιαστα παιδικά καλοκαίρια του ξενιτεμένου γιου. Η αλλαγή των χρονικών βαθμίδων από στροφή σε στροφή συνοδεύει την αλλαγή της συναισθηματικής συνθήκης καταγράφοντας τις ψυχικές της διαδρομές: Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια… Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα. Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο. Κρυφά τον πέταξες –καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει. Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς… (σελ. 17)
Αναμφίβολα πρόκειται για ποίηση βιωματική, όπου όμως η ποιήτρια κατορθώνει με ευαισθησία κι επιδεξιότητα να συγκεράσει το ατομικό με το συλλογικό βίωμα, αφήνοντας τον αναγνώστη να περπατήσει συνοδοιπόρος στα μονοπάτια της, να αντικρύσει σπαράγματα του δικού του ταξιδιού και να χαράξει τις προσωπικές του πορείες.
Όσο το σμίξιμο κι η επαφή αποτελεί ανέφικτο ζητούμενο, τόσο διαπιστώνεται με λεπτή ειρωνεία, χιούμορ πικρό κι αυτοσαρκασμό πως προς το παρόν οι μόνοι που παλιννοστούν είναι οι οριστικά απόντες στο τέλος της πρώτης ενότητας: Προς το παρόν ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου… Ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever. (σελ. 29)
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά», γινόμαστε μάρτυρες του εσωτερικού νόστου της ποιήτριας, παρατηρούμε τις παλινδρομήσεις της ανάμεσα στον έσω και έξω κόσμο της, στο τότε και στο τώρα, στο εδώ και στο εκεί, στην πατρίδα και στον ξένο τόπο, όπου σεργιανά μία άστεγη προσαρμογή και διαπιστώνει αποκαρδιωμένη πως δεν έχει τόπο να σταθεί, έχει χαθεί ανάμεσα σε μιαν Ιθάκη και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας. Μόνο της καταφύγιο το ποίημα που θα γραφτεί με τον παρόντα πόνο της σε χρόνο ενεστώτα.
Η κυριαρχία του α΄ προσώπου που προσδίδει ύφος εξομολογητικό και ο παρατεταμένος διάλογος του «εγώ» με τον « Έτερο εγώ» που υποδηλώνεται με τη χρήση του β’ προσώπου, οι συνεχείς σιωπές, οι ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες, συνθέτουν μία ποίηση εσωτερική, χαμηλόφωνη, ψιθυριστή και κυρίως ειλικρινή κι αυθεντική που συγκινεί, χωρίς να ολισθαίνει στην υπερβολή και το δράμα. Ίσως, γιατί η ανθρώπινη οδύνη που αποτελεί τον πυρήνα της αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ειπώνεται με αξιοπρέπεια. Δεν προκαλεί λύπηση αλλά καλλιεργεί βαθιά ενσυναίσθηση.
Στίχοι θλιμμένοι και μελαγχολικοί, κάποιοι πετρωμένοι από την πρόσφατη υποχρεωτική μας ακινησία, με οσμή έγκλειστης αντισηψίας φωτίζονται από χαραμάδες αισιοδοξίας που συναντάμε σε ποιήματα όπως αυτά που περιγράφουν την τρυφερή σχέση γιαγιάς εγγονής: Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια/γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες. (σελ. 38), καμαρώνει η γιαγιά το μικρό κορίτσι. Το αντίδοτο τελικά για τη γεμάτη ουλές και φυσαλίδες καρδιά της μπορεί να είναι η ζωοδότρα δύναμη της νιότης, ο καλύτερος κόσμος που θα ανθίσει μέσα από αυτήν.
Την ίδια αισιοδοξία εκπέμπει και η ραγισμένη από τον καιρό τσαγιέρα στο εξαιρετικό ποίημα «Βλαστοί». Συμφιλιωμένη με την εύθραυστη πορσελάνινη φύση της προσδοκά να αναστηθεί, να αναγεννηθεί σε μια όμορφη ανθισμένη γλάστρα. Αρκεί να βλαστίσουν οι βολβοί που μέσα της φύτεψε το μικρό κορίτσι. Τέτιγγες, περιστέρια, κοτσύφια, ψάρια, καμπανούλες, βιολέτες, ντουλάπια, σερβίτσια, ζώα, φυτά και αντικείμενα κάθε είδους εμφανίζονται προσωποποιημένα στο ποιητικό σκηνικό, αναλαμβάνοντας συχνά ρόλο συμβουλευτικό και παρηγορητικό. Συμμερίζονται τις αδυναμίες, την ευάλωτη, τρωτή ανθρώπινη φύση του ποιητικού υποκειμένου κι εκφέροντας λόγο σοφό κι ώριμο, ξορκίζουν τους φόβους του, το καθησυχάζουν και το ωθούν σε βαθύτερη ενδοσκόπηση.
Έντονες εικόνες, σκουντήγματα ηχητικής, οπτικής, οσφρητικής και αφικής μνήμης, στήνουν ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά σκηνικά σαν κάδρα κινηματογραφικά για να αφηγηθεί το ποιητικό υποκείμενο την ιστορία του. Κάθε ποίημα και μια αφήγηση, μια μικρή εξιστόρηση με λόγο λιτό κι εύστοχο, απογυμνωμένο από το περιττό, με κρυστάλλινη διαύγεια, με μουσικότητα, ρυθμό κι αρμονία, με λέξεις καθημερινές, οικείες, γνώριμες, αλλά συνάμα πάλλουσες κι αιμοφόρες, που συνδυάζονται τολμηρά για να σηκώσουν το βάρος της συνυποδήλωσης και της συναισθηματικής μέθεξης.
Ακολουθώντας ένα ιδιότυπο σχήμα κύκλου, η συλλογή «ανοίγει» και «κλείνει» με την Πηνελόπη. Άλλωστε, σε αυτήν και τον γιο της είναι αφιερωμένη, τη δική της φιγούρα διακρίνουμε σαν σκιά συνεχώς πίσω από το ποιητικό υποκείμενο. Ένα πλάνο ανφάς με χαμόγελο ζήτησε από τον Τηλέμαχο η Πηνελόπη και βιάστηκε για το φευγιό της. Την απόδρασή της μπορεί να σχεδίαζε από καιρό. Η νύχτα σημαδιακή, η άμμος υγρή, η βάρκα φιλόξενη, ο δρόμος του φεγγαριού βολικός. Αλλά δεν πήγε πουθενά. Μια απόπειρα η διαφυγή της. Άραγε, ποιος τη γύρισε πίσω; Ίσως το πιο φωτεινό κομμάτι του τραυματισμένου εαυτού της, αυτό που την κάνει να αναφωνεί στους τελευταίους στίχους της συλλογής: «δεν γυρεύω πλέον τη φυγή/είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος» (σελ. 46). Τα βήματα που ρίχνουμε στους δρόμους της επιστροφής τις πλάτες μας βαραίνουνε με ευθύνη κι αν οι παρουσίες και οι απουσίες των άλλων μάς ορίζουν, είναι γιατί ο σκοπός της ύπαρξής μας δεν είναι άλλος από τη συνύπαρξη, μας υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία η ποιήτρια.
Η Κούλα Αδαλόγλου μετουσιώνει τον ψυχικό της κόσμο, τους εσωτερικούς της κραδασμούς σε ποίηση ώριμη, μεστή, συγκινητική, στοχαστική και βαθιά ανθρώπινη. Γενναιόδωρα μας δανείζει τα κρυμμένα της φτερά, εκείνα με τα οποία πετά μέσα της για τις δικές μας εσωτερικές εναέριες διαδρομές. Δεν μας χαρίζεται με την ποίησή της, ούτε μας χαϊδολογεί. Την ψυχή μας γδέρνει μέχρι να βγει από πάνω η πέτσα η ξερή η κιτρινισμένη και να αχνίσει από κάτω κατακόκκινη η φρέσκια πληγή. Και μας καλεί αγκαλιά με την πληγή μας να πορευτούμε για να αξιωθούμε κάποτε, σαν την Πηνελόπη της, να διώξουμε τη σκοτεινιά από πάνω μας και να αναμετρηθούμε κι εμείς με το δικό μας βάθος.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
“Fractal” 24/10/2023
Η ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (Μελάνι 2022), αφιερωμένη στα παιδιά της Νίκο και Έλμα, έχει ως πυρήνα της τον νόστο, μοτίβο που πραγματεύτηκε στην ποιητική της συλλογή Οδυσσέας, τρόπον τινά, (Σαιξπηρικόν, 2013), δέκα χρόνια πριν. Ακολουθώντας τη μοντερνιστική μυθική μέθοδο, είχε πλάσει τον δικό της Οδυσσέα. Κράτησε τους συμβολικούς παραλληλισμούς με την ομηρική Οδύσσεια, αλλά στοχάστηκε πάνω στη ζωή ενός σύγχρονου ζευγαριού. Ο Οδυσσέας της ήταν γήινος και αποηρωοποιημένος, ένας σύγχρονος άντρας που απουσίαζε σε δουλειές. Η Πηνελόπη της, μια μοντέρνα γυναίκα που έγραφε σε υπολογιστή και επικοινωνούσε με εκείνον ηλεκτρονικά. Το μοτίβο του νόστου, συνδεδεμένο με αυτό της ξενιτιάς, αποτελεί δίπολο που επανέρχεται στη θεματική της Αδαλόγλου. Η ξενιτειά με την ευρεία σημασία της: ως τόπος μετανάστευσης, αλλά και ως φυγή από ανθρώπους και περιβάλλοντα αρνητικά που δηλητηριάζουν την καθημερινότητα.
Στη συλλογή Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, η αφηγήτρια φορά εκ νέου το προσωπείο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Στις δύο ενότητες, Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης, Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά, εκκινεί ένα εσωτερικό ταξίδι, μια διαδρομή που αγγίζει τις πιο μύχιες αγωνίες της ύπαρξης. Η παλιννόστηση έχει πραγματοποιηθεί, όμως ο αεί θάλλων χρόνος έχει σωρρεύσει αλλαγές στo σώμα και την προσωπικότητα των συνευρισκομένων. Οικείοι και ξένοι μαζί, ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, στην ώριμη πια ηλικία, κοιμούνται μαζί, όμως αντικρίζουν τη ζωή διαφορετικά. Η Πηνελόπη-μητέρα, νοιάζεται πιο πολύ για τον γιο της. Η συμπόνια και η τρυφερότητα που πήραν τη θέση του ανυπεράσπιστου στη φθορά του χρόνου έρωτα, δεν είναι εύκολο να απαλείψουν τον φόβο του θανάτου, δεν γεφυρώνουν την εκατέρωθεν απόσταση.
[…] Εκείνος καταλάγιασε/ του άρεσε να περνά τα βράδια στο σπίτι/ με τσάι πανκέικς και χορτόσουπα βελουτέ. […]
[…]Εκείνη/ τις μέρες τις περνούσε πιο ομαλά./ Έβγαινε για καφέ με τις φίλες/ Ή έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες/ Κεντούσε ράνερ για το μεγάλο τραπέζι./ Σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της/ και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν// Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση./ Προσδοκά έναν άλλο νόστο/ επί ματαίω; […](ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΙΙΙ, σελ. 12)
[…] Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη/ να δει ποιανής μορφή έφερνε η όψη της. […] (ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΙΙ, σελ. 11)
Ρόλοι όπως συχνά τους όρισε η κοινωνία, μια πλειάδα από Εκείνους και Εκείνες, από ζεύγη, συζύγους, αγαπημένους, που αντιμετωπίζουν παρόμοιους συγκλονισμούς. Καθημερινές σκηνές τις οποίες η Αδαλόγλου περιγράφει ανάγλυφα, με φόντο το πορσελάνινο πιάτο, το φλιτζάνι του τσαγιού ή του καφέ, τη Θεσσαλονίκη, τη Σκωτία. Παλιννοστούντες και μεταναστεύσαντες. Ο χαμηλόφωνος και νοσταλγικός τόνος των ποιημάτων εσωκλείει τον πόνο της απουσίας, της μοναξιάς, του γήρατος, την αγωνία των αγαπημένων προσώπων. Κυλιόμενες σκάλες και βαλίτσες, αεροδρόμια, αναχωρήσεις και αφίξεις, αποχωρισμοί, αναμνήσεις. Αναταράξεις εσωτερικών και εξωτερικών πτήσεων. Η τεχνολογία με τις κλίσεις βάιμπερ αδυνατεί να καλύψει το βαθύ κόψιμο με μαχαίρι του πόνου.
Η Αδαλόγλου σκιαγραφεί με μαεστρία την παγκοσμιοποιημένη εποχή μας με τα διαρκή ταξίδια, το brain drain, την εξ αποστάσεως επικοινωνία, την καθημερινή αβεβαιότητα, τον κατακερματισμό.
[…] Όλοι γίναμε Οδυσσείς,
όχι Κανένας ούτε Ούτις,
Οδυσσείς με ταυτότητα.
Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη.
Η λέξη σε αμφίθυμη πολυσημία.
Εναέριες διαδρομές σε ανακύκλωση.
Λάμνουμε ανάλογα με τον εκάστοτε προορισμό.
Σε μια πηχτή αβεβαιότητα ξεβράζεται βουλιάζει η βούλησή μας
ανάγκα πειθόμενοι
Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής τέλος.
Μία η προσδοκώμενη απάντηση
κι αυτή υπαγορευμένη. […] (ΜΙΑ Η ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, σελ. 20)
Δουλεύει στο έπακρο τη γλώσσα, εκθέτει με χειρουργική ακρίβεια, με τρόπο πυκνό, παρηχήσεις, διασκελισμούς, ευρυθμία, τις ψυχικές διακυμάνσεις του ποιητικού υποκειμένου. Η λέξη νόστος κυριαρχεί στην πρώτη ενότητα, προκειμένου να αποτυπώσει την πολυσημία της. Πέντε οι αναφορές:
[…] Προσδοκά έναν άλλο νόστο
επί ματαίω; […] (ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, σελ. 12)
[…] Αποκοιμήθηκε δίπλα μου, λίγο χλωμός.
Θέλει πάντα τη θέση προς το παράθυρο, σφηνωμένη εγώ στη
μεσαία.
Περνάμε μέσα από βαμπακένια σύννεφα.
Βλέπω να βαραίνει πάνω του
ο ξεχειλωμένος νόστος. (ΣΑΝ ΛΑΣΤΙΧΕΝΙΟ ΜΠΑΛΑΚΙ, σελ. 13)
[…] Οι νόστοι γίνονται με πολλούς τρόπους
με αναταράξεις και σκαμπανευάσματα. […] (ΕΝ ΠΤΗΣΕΙ, σελ. 19)
[…] Κι όταν τον είδα να απαγγέλλει Μπερνς με σεβασμό
μπροστά σε ένα ξεχαρβαλωμένο χάγκις,
τότε αποφάνθηκα:
ξεθηλυκώθηκε ο νόστος. […] (ΜΙΑ Η ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, σελ. 20)
Προς το παρόν
ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου.
Φτιάχνουμε πράγματα μαζί
αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε
έτσι ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever
να μείνω εδώ όσο χρειάζεται
να λειανθεί το χείλος του γκρεμού
να μπει ένα πλέγμα
να μην επικρέμαται η πτώση μου. (ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, σελ. 21)
Η πεζότητα, οι κακίες, οι καθημερινές τριβές, η αλλοτρίωση που υφίσταται ο άνθρωπος υποχρεωμένος να συμφύρεται καθημερινά με άτομα που δεν επιλέγει ή δεν πρόσκεινται πάντα θετικά απέναντί του -την περιέγραψε έξοχα και ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του Αγορά–[i] οδηγούν σε άλλου είδους ξενιτειά, κοινωνική αυτή τη φορά. Εικόνες, επίθετα και ουσιαστικά συνθέτουν κλίμα εγκλεισμού και ασφυξίας, εσωτερικού θρυμματισμού. Ένας κόσμος ειρωνικός και σκωπτικός αναδύεται.
Ένα κακό όνειρο/ μια σκοτεινή παραλία/ το ποίημα κατάστικτο από ενοχές/ και με ακατάσχετη αιμορραγία/ να έχει ξεχάσει πού είναι ο χώρος του/ και να ’χει χάσει τον δρόμο./ Από την άμμο ξεπροβάλλουν μικρές δαγκάνες/ καλά που φορώ μπότες/ κατακαλόκαιρο έστω/ κάνε μεγάλες δρασκελιές/ ακούω τη φωνή μέσα μου,/ ενώ το ποίημα, ζεστό και κόκκινο,/ στάζει στα χέρια μου. […] (ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΙ ΤΕΤΤΙΓΕΣ, σελ. 26)
Με τρόπο αφηγηματικό, με αντιθέσεις, κινηματογραφική, αλλά και υπερρεαλιστική εικονοποιία, ειρωνεία, ασύνδετα χωρίς κόμμα που προσδίδουν ασθματικό ρυθμό, απεικονίζονται οι απογοητεύσεις από ζητήματα κοινωνικά που μας πνίγουν. Το ποιητικό υποκείμενο αναμετριέται διαρκώς με το δικό του βάθος. Όμως η παρουσία αγαπημένων προσώπων επιφέρει την ισορροπία.
Πώς διαστέλλονται έξαφνα οι άνθρωποι!
Ξεβράζουν σακιά με αράχνες γουστερίτσες και μικρά φίδια.
Όμως εγώ εκβάλλω σε μέρη που τα χάιδεψες με ένα χαμόγελο.
Που τα μοσχοβόλησε η κούρασή σου.
Μυρίζω το νάζι το νεύρο την άρνησή σου
Γεύομαι τις ζωγραφιές το παιχνίδι με τις γάτες.
Έτσι, εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα
μου δανείζει λίγη πτήση
και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα. (ΕΚΒΑΛΛΩ, σελ. 33)
Ποίηση σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, τόνος υπαρξιακής αγωνίας, διακριτικό γνώρισμα της νεότερης ποίησής μας, συνδέεται εξάλλου με τον νόστο και την ξενιτειά. Οι αναφορές στη μυθολογία, στα παραμύθια, τα δημοτικά τραγούδια υπενθυμίζουν διαρκώς την τρωτότητα, την τραυματική αίσθηση του τέλους.
Η Κούλα Αδαλόγλου, στη σύνθεση Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, διατηρεί τα βασικά στοιχεία που συναντήσαμε και στις προηγούμενες ποιητικές της καταθέσεις: τον ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο, την εικονοπλασία, τη λιτότητα, τη μουσικότητα, την υπαινικτικότητα, τη διακειμενικότητα. Οι δημιουργίες της διακρίνονται από σκηνοθεσία και αυτοαναφορικότητα, (ένα μεταμοντερνιστικό στοιχείο κατά το οποίο η τέχνη προβάλλεται ως αντικείμενο του εαυτού της), από διακειμενικότητα (οι στίχοι συνομιλούν με άλλους ποιητές ή με ποιητικές συλλογές της, όπως με τη συλλογή της Διπλή Άρθρωση,[ii] μια παράσταση με τέσσερεις μονολόγους, με επίκεντρο τις ανθρώπινες σχέσεις, τα γηρατειά, τη φθορά, τον θάνατο).
Δέκα χρόνια μετά τη συλλογή της Οδυσσέας, τρόπον τινά, η Κούλα Αδαλόγλου επαναφέρει τη θεματική της ξενιτιάς και του νόστου, εκθέτοντας τα προβλήματα που κρύβει η επάνοδος. Η επιστροφή είναι πράγματι δρόμος απόκρημνος. Η ποιητική της φωνή πιο ώριμη από ποτέ.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
“Fractal” 3/10/2023
Μετά την παλιννόστηση
Η πιο πρόσφατη ποιητική κατάθεση της Κούλας Αδαλόγλου ολοκληρώνει θα έλεγα μια τριλογία η οποία ξεκίνησε πριν δέκα χρόνια, με τη δημοσίευση της συλλογής της Οδυσσέας τρόπον τινά (Σαιξπηρικόν 2013) και την ακόλουθή της Εποχή αφής (Σαιξπηρικόν 2016), και επικεντρώνεται πλέον στον οίκο τού ξενιτεμένου μετά την επιστροφή του.
Μετά την παλιννόστηση όμως τίποτα δεν θα είναι ίδιο ούτε για τον ξενιτεμένο ούτε για τη σύζυγό του − ας τους ονομάσουμε αντίστοιχα Οδυσσέα και Πηνελόπη. Τα χρόνια και οι συνθήκες που πέρασαν χώρια, τους ανέθρεψαν διαφορετικά. Διαφορετικές οι ζωές τους, οι επιθυμίες και οι προσδοκίες τους. Το σπίτι στην πατρίδα θα είναι για τον ξενιτεμένο, οικείο και ταυτόχρονα αλλότριο. Το ίδιο, γνώριμο και ταυτόχρονα ξένο, θα είναι το κορμί του για την Πηνελόπη. Όμως είτε ο πρωταγωνιστής επιστρέφει από την Τροία, είτε από το Βιετνάμ ή το Αφγανιστάν, είτε από μια μακρόχρονη εργασία του στην ξενιτιά και στα καράβια, η σύζυγός του μοιάζει να έχει την ικανότητα να οσμίζεται επάνω του κάθε μικρό ή μεγάλο παράπτωμά του καθώς και τη μυρωδιά του σώματος κάθε απιστίας του: «[…] Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη/ να δει ποιανής μορφή έπαιρνε η όψη της. […]» («Μια καθημερινότητα», σελ. 11).
Ο Οδυσσέας απ’ την πλευρά του παρουσιάζεται καταπονημένος και ευάλωτος. Τα ερωτικά τους σμιξίματα θα έλεγε κανείς ότι προκύπτουν περισσότερο από τη δύναμη της συμπόνιας και της συνήθειας, παρά από πηγαίο και άκρατο ερωτικό πόθο. Οι δυο τους, είναι αλήθεια, θα προσπαθήσουν εναγωνίως να ξανακερδίσουν τον χρόνο που ανάμεσά τους χάθηκε, ωστόσο κάποτε θα διαπιστώσουν με θλίψη ότι η εικόνα της παρούσας κατάστασης είναι ένα παζλ απ’ το οποίο απουσιάζουν πολλά και άγνωστα κομμάτια. Είναι μεν το πάλαι ποτέ αγαπημένο ζευγάρι που ξανάσμιξε μετά από χρόνια αλλά, ταυτόχρονα, δύο ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι. Η πλήξη και η κατάθλιψη αργά ή γρήγορα θα κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν θα μας πει γι’ αυτά τα μικρά δράματα η Οδύσσεια, δεν θα τα τραγουδήσουν η παράδοση και τα δημοτικά της ξενιτιάς τραγούδια. Θα το τολμήσει όμως η παρούσα συλλογή. Ο τίτλος της, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, απαντάται στο πρώτο και στο έκτο ποίημα του βιβλίου και −παρότι θυμίζει την επιστροφή ξενιτεμένου σε κάποιο δυσπρόσιτο ορεινό χωριό της Ηπείρου− στο πρώτο ποίημα «Μια καθημερινότητα» (ό.π.) είναι εμφανής η αναφορά στην Οδύσσεια, ενώ στο ποίημα «Εν πτήσει» (σελ. 19) οι όποιες αναφορές στη μυθολογία και στην πολυτραγουδισμένη από τη δημοτική παράδοση ορεινή ενδοχώρα της Ελλάδας, γίνονται μέσα από ένα αεροπλάνο, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο η ποιήτρια ένα οδοιπορικό στο μακραίωνο έπος των ξενιτεμένων και θίγοντας παράλληλα το ανεξερεύνητο άλγος που συχνά μεταφέρουν στις αποσκευές της επιστροφής τους, από την εποχή του Ομήρου έως τις μέρες μας.
Το εξώφυλλο της συλλογής εύγλωττο, δύο στεγνοί κορμοί που μοιάζουν να σχηματίζουν το χρωμόσωμα Χ ή δυο κορμιά χορευτών τάγκο σε έναν έρημο τόπο, που άλλοτε προσπαθούν να σμίξουν κι άλλοτε απομακρύνονται, και ενώ θα μπορούσαν με τα σώματά τους να σχηματίσουν το σύμβολο του απείρου, τείνουν να ομονοήσουν στο μηδέν. Στο βάθος μια σειρά λεύκες μοιάζει να παρακολουθεί ό,τι δραματικά εξελίσσεται, όμοια παράταξη από δόρατα. Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος «Στο βάθος» (σελ. 25), ανακαλούν το νόημα του εξωφύλλου: «[…] καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση/ θα είναι άφιξη ή αναχώρηση.»
Η ποιητική γραφή της Αδαλόγλου διακριτή, ένα κομψό και ευφυές αμάλγαμα νοσταλγίας, θλίψης, διανθισμένο με ψήγματα πικρού χιούμορ και λεπτής ειρωνείας, ξεδιπλώνεται σε όλη τη συλλογή: Τριάντα ένα ποιήματα ποικίλης έκτασης −τα δύο εξ αυτών σπονδυλωτά−, μοιρασμένα σε δύο ενότητες, προικισμένα στην πλειοψηφία τους με εξαιρετικούς καταληκτικούς στίχους που ξαφνιάζουν τον αναγνώστη.
Στην πρώτη ενότητα, η οποία φέρει τον τίτλο «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης», η Πηνελόπη θα αντιληφθεί ότι ο νόστος πλέον «ξεθηλυκώθηκε» και ότι «βαραίνει πάνω στον Οδυσσέα ξεχειλωμένος», συνειδητοποιώντας έτσι απότομα την πλαδαρότητα της σχέσης τους και το μέγεθος της φθοράς που τόσα χρόνια υπέσκαπτε τα θεμέλιά της. Στη δεύτερη ενότητα, «Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά», θα επιχειρήσει αποδράσεις από την πραγματικότητα, είτε αληθινές, είτε με αναδρομές στο παρελθόν, είτε προσπαθώντας να παραμυθιάσει τον εαυτό της με μύθους και παραμύθια, σε μια προσπάθεια να ξαναβάλει στις ράγες του το ακυβέρνητο τραίνο της ευτυχίας. Εδώ τα ποιήματα βρίθουν εντόμων και μικρών πλασμάτων τα οποία συμβολίζουν τις γεμάτες ήχους και χρώματα μικροχαρές της ζωής, που ωστόσο η θλίψη αναγκάζει το ποιητικό υποκείμενο να μην μπορεί να τις γευτεί.
Θα παρατηρήσουμε όμως ότι το παράθεμα από την Οδύσσεια που συνοδεύει τον τίτλο της πρώτης ενότητας δεν αναφέρεται στο άλγος της Πηνελόπης για τον Οδυσσέα αλλά για τον γιο της Τηλέμαχο ο οποίος έχει κι αυτός ξενιτευτεί προς αναζήτηση πληροφοριών για τον πατέρα του. Ο Τηλέμαχος ωστόσο εμφανίζεται μόνον στο προτελευταίο ποίημα «Σημείωμα» (σελ. 45) της δεύτερης ενότητας. Ίσως με αυτόν τον τρόπο η Αδαλόγλου προσπαθεί να αγγίξει κάποιες από τις πτυχές τού λεγόμενου brain drain αλλά και του brain gain − τις αντίστοιχες συνέπειες του οποίου, θα τολμήσω να πω, δεν έχουμε ακόμα καν διανοηθεί. Σύγχρονες Αντίκλειες και Πηνελόπες, σαν σε αλλαγή βάρδιας, στέκουν τώρα στη θέση των προγενέστερων, καρτερώντας τους νέους Οδυσσείς και Τηλεμάχους με το βλέμμα στραμμένο στη ξενιτιά.
Στο ποίημα «Σημείωμα», το σπίτι της Πηνελόπης δείχνει και πάλι γεμάτο. Όλοι έχουν επιστρέψει κοντά της, πλην της ευτυχίας. Έτσι, στο επόμενο και τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Διαφυγή-μια απόπειρα» (σελ. 46), θα επιχειρήσει πράγματι μια απόπειρα διαφυγής-απόδρασης. Ο αφηγητής εδώ είναι ο Οδυσσέας. Βρίσκει τη σύζυγό του και την επιστρέφει στο σπίτι τους. Οι δύο όμως τελευταίοι αμφίσημοι στίχοι του ποιήματος θα ειπωθούν από εκείνη: «[…] δεν γυρεύω πλέον τη φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος». Τι να υποδηλώνει άραγε η Πηνελόπη με τούτη την αμφισημία; Ότι θα προσπαθήσει να συμβάλει στη λύση κάθε κοινού τους ζητήματος ερευνώντας και εντός της τις αιτίες του ή μήπως δηλώνει οριστική παραίτηση από τον κοινό βίο και τον δια παντός «εγκλεισμό» στον εαυτόν της ώστε να αναμετρηθεί με τα ανεξερεύνητα και απόκρημνα βάθη του…
Αντί επιλόγου μία εικόνα που “η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης” θα έλεγα με προτρέπει να παραθέσω: αυτή της Ειρήνης Παπά που ως Αντίκλεια στην ταινία «Οδύσσεια», ωθούμενη από τη θλίψη της για τον αγνοούμενο γιο της Οδυσσέα, εξαφανίζεται στο πέλαγος για να αναμετρηθεί με το βάθος τής απόγνωσής της…
.
.
ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ
Περιοδικό “Θράκα” 17/7/2023
Στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην απομάκρυνση και την επιστροφή
Εννέα χρόνια χωρίζουν το ποιητικό έργο της Κούλας Αδαλόγλου Οδυσσέας τρόπον τινά (2013) από το τελευταίο της έργο Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (2022). Έννοια-κλειδί ο νόστος και στα δύο. Κάτι όμως αλλάζει στη συνθήκη του νόστου από τη μία συλλογή στην άλλη.
“Οδυσσέας τρόπον τινά”: ο νόστος ως επανάληψη
Όπου η Πηνελόπη γράφει ημερολόγια, χτυπάει νευρικά τα πλήκτρα του λάπτοπ, γράφει στον Οδυσσέα μηνύματα, γράφει και γράφει, αγρυπνεί και επαγρυπνεί, ενώ αυτός κουρσεύει κάστρα, τριγυρνάει στις πόλεις του κόσμου, γλεντάει σε παλάτια, ταξιδεύει στην άπλα της θάλασσας που λάμπει στο αρχαίο φως, σπινθηροβόλος, αδέσμευτος, πάνω σε άλογα, σε πλοία, σε πρόχειρες σχεδίες, ορμάει πίσω από σημαίες διασχίζοντας το χάος, πολυπράγμων, πολυμήχανος, η ολέθρια ουσία του ο ιμπεριαλισμός, η κατάκτηση, το συνεχές ξερρίζωμα, ενώ αυτή συνομιλεί, πλάθει λέξεις για τις λύπες της, για τη μοναξιά της, μένει ριζωμένη στο χώμα της, βυθισμένη στην καρδιά της, σμιλεύοντας τον χρόνο της απουσίας του άλλου σε εσωτερικότητα, τις ακόρεστες περιπλανήσεις του σε βασανιστική βαθύτητα, αντλώντας δύναμη από τα μεσοδιαστήματα, ο σύντροφος όμως πάντα μακριά και απόμακρος, ένας οιωνεί σύντροφος, ένας “Οδυσσέας τρόπον τινά”.
«Κι αν ξαναφύγεις θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα»
Και πώς ορίζεται το μεσοδιάστημα; Είναι η σύντομη επανίδρυση της βιωμένης αγάπης ανάμεσα σε δύο παρατεταμένες απουσίες, ο κερδισμένος προς στιγμήν νόστος ανάμεσα σε δύο απομακρύνσεις για νέες περιπέτειες ή μάχες.
Πέρα όμως από την ιαματική ελπίδα της επανάληψης του νόστου του αγαπημένου, υπάρχουν και άλλα πολύ σημαντικά που έχουμε εμείς οι Πηνελόπες στη ζωή, είναι η ανεξάντλητη δύναμη της υφαντικής μας τέχνης και τα μοναδικά μας «υφαντά», φτιαγμένα από άφθαρτα νήματα, αυθεντικές κλωστές της νιότης μας, απ’ τον φανατισμό των πόθων μας, την ευστάθεια των προσηλώσεων, τον κυματισμό των συγκινήσεων, τα αινίγματα των ονείρων, το αβυσσαλέο των επιθυμιών μας, τα θραύσματα των αναμνήσεων από αυτούς που αγαπήσαμε, από τα παιδιά που αναστήσαμε, είναι τελικά η δημιουργικότητα, είναι ο μόχθος της γραφής, γιατί το πιο τέλειο υφαντό είναι η γραφή,
«τι θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας» [σελ. 19]
Και βέβαια αυτά τα σπάνια μεσοδιαστήματα της αγάπης που αναζωπυρώνει η επανάληψη του νόστου, καθώς και οι τρόποι που επινοούμε για να είμαστε δημιουργικές, να αναπολούμε και να ζωντανεύουμε τη δύναμη της αγάπης, να συνδιαλεγόμαστε με την μοναξιά, να μετριάζουμε τον πόνο της απώλειας είναι εξίσου απαραίτητα και δυναμωτικά, εφόσον
«Κι η Wonderland κι η Wonderland;
Το θαύμα είναι κοντά σε ό,τι αγαπήσαμε
σε όσους αγαπήσαμε.
Βουτάω στο σκοτεινό λαγούμι» [σελ. 43]
***
“Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος”: ο νόστος ως δυσκολία
Εννέα χρόνια μετά. Τι έγινε στο μεταξύ; Τι άλλαξε;
Τι έχει συμβεί στο μεγάλο διάστημα της απουσίας των αγαπημένων; Του άντρα που λείπει στον πόλεμο, του γιου που ξενιτεύτηκε γιατί τον απέβαλε η σκληρή πατρίδα σαν ξένο σώμα. Τώρα που η επιστροφή στην πατρίδα, στην αγκαλιά των προσφιλών ανθρώπων, γίνεται δρόμος απόκρημνος. Τώρα που όλα είναι απαγορευτικά για μία επανασύνδεση, για ένα ιαματικό μεσοδιάστημα. Πόλεμοι, εγκλεισμοί, πανδημίες. Τώρα που η αναμονή του νόστου των αγαπημένων είναι πόνος δυσβάστακτος. Είναι οι αναμνήσεις, ίσως, που γλυκαίνουν τις μέρες μας. Οι εικόνες από τα ηλιόλουστα καλοκαίρια με τον μικρό γιο που τώρα ξενιτεύτηκε. Κι αναρωτιόμαστε μήπως η προσήλωση στις αναμνήσεις μεταμφιέζουν την πραγματικότητα. Δυσκολεύουν την
αποδοχή της.
«Ξεκινούσαμε γεμάτοι φως
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα
Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο.
Κρυφά τον πέταξες – καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει.
Φορούσες γαλάζιο μακό, κύμα το κύμα, αφρό τον αφρό, έφτασες ως τις Εβρίδες.
Δεν το αποδέχτηκα. […]
Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς…» [σελ. 17]
Και μένουμε με μια χαίνουσα πληγή με την οποία πρέπει να μάθουμε στο μέλλον να βαδίζουμε. Τώρα δεν υπάρχουν πια Ιθάκες. Έχουν χαθεί μέσα στον κυκεώνα της πολυσημίας τους. Βολευόμαστε με τον κάθε προορισμό. Συμβιβαζόμαστε. Παλινδρομούμε ανάμεσα στο εδώ και το εκεί. Κάθε νόστος μοιάζει αδύνατος. Για ποια επιστροφή σε πατρίδα, σε ιδανικό, σε παιδική ηλικία, σε αθωότητα να μιλήσουμε;
Κι όμως, εμείς οι Πηνελόπες-Οδυσσείς, που έχουμε ζήσει τον χωρισμό και το ξέσχισμα, που ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι εξόριστος στον τόπο σου, να αναζητάς τις πηγές αποκομμένος από τις ρίζες σου, εμείς είμαστε πάντα στην λεπτή γραμμή που χωρίζει την Εστία από το Απόμακρο, που καταλαγιάζει την ένταση ανάμεσα στην Ιθάκη και στο Άπειρο. «Δεν γυρεύω πλέον τη φυγή. /Είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος». [σελ. 46]. Είναι που επιζητούμε να συναντήσουμε αυτό το Άλλο μέσα μας, που όλο μας ξεφεύγει. Να ανακαλύψουμε τον κόσμο μέσα στον εσώτερο εαυτό μας. Είναι γιατί η νοσταλγία μας λαχταρά κάτι χαμένο αλλά και προσιτό, άπιαστο αλλά και χειροπιαστό, παραδείσιο αλλά και γήινο:
«Κάθε πρωί με τρυπούν μικρές μέλισσες
τρυφερά βγάζω φτερά
με τραβούν για λίγο προς τα πάνω
κι ύστερα χάνονται.
Φυλλοβόλα.
Έχω πολλά φτερά κρυμμένα
στην πλάτη μου, αλλά σπάνια τα βγάζω.
Προτιμώ να πετώ μέσα μου». [σελ. 29]
***
Τι έχει, λοιπόν, αλλάξει στη συνθήκη του νόστου από τη μία ποιητική συλλογή στην άλλη; Ο νόστος από επαναλαμβανόμενος, κυκλικός, ελπιδοφόρος, που αναμένεται πάντα με λαχτάρα, που εγείρει προσδοκίες, να ρίξει μια γέφυρα, να χτίσει το ζωτικό μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο απουσίες, γίνεται δύσκολος, απόκρημνος, αδύνατος, επικίνδυνος, παραπλανητικός. Το ποιητικό υποκείμενο, που στην πρώτη συλλογή αντιστέκεται, προκαλεί, ειρωνεύεται, παίζει, ετεροκαθορίζεται αλλά και δημιουργεί, με μια γλώσσα μοντέρνα, εφευρετική, τώρα, μετά από εννέα χρόνια, ωριμάζει, στοχάζεται, επαναπροσδιορίζεται σε σχέση με τον εαυτό του, δουλεύει για την ολοκλήρωσή του, και τελικά κινείται σε μία λεπτή γραμμή ανάμεσα στην απομάκρυνση και την επιστροφή, με μία γλώσσα παλλόμενη, θερμή, που συνορεύει πιο πολύ με μία μητρική επίκληση.
.
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 22/4/2023
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, αναγνωρίσιμη αξία η γραφή της , διεγείρει θετικά τις αισθήσεις με το καλαίσθητο εξώφυλλο και τον εικαστικό συμβολισμό, που θυμίζει τη σχέση των δύο γραμμών που σχηματίζουν το άπειρο. Ένας δρόμος όπου αρχή και το τέλος είναι το σημείο συνάντησης τους.
« Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος» μας λέει η ποιήτρια και μας προετοιμάζει για μία αναρρίχηση στο χρόνο με μνήμες που έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο σώμα του αλπινιστή, στη προσπάθεια του να κρατηθεί από τα κοφτερά βράχια της «Αμφίθυμης πολυσημίας της Ιθάκης» .
Η ποιήτρια δεν χαρίζεται, δεν ωραιοποιεί νοητικά με λέξεις την πραγματικότητα, δεν αποφεύγει τις παραμορφώσεις και τη σήψη από τα χρόνια τραύματα, δεν κρύβει τις αλήθειες. Όμως, με τη γραφή ξυπνάει την εν-συναίσθηση του αναγνώστη που γίνεται συνοδοιπόρος στη πορεία της αναζήτησης της.
«Σε κάθε κύκλο κάθε σημείο είναι αρχή και τέλος», λέει ο Ηράκλειτος και η Κούλα Αδαλόγλου κινείται σένα κύκλο ζωής που όλα τα σημεία του πυροδοτούν αυτό το φιλοσοφικό μήνυμα. Ανοίγει την ποιητική συλλογή της- προμετωπίδα- με τον στίχο από την Οδύσσεια :
«Γι΄ αυτό πονώ το πιο πολύ, παρά για τον Δυσσέα, και τρέμω κι όλο νοιάζομαι μήπως κακό μου πάθει, στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει» (Οδύσσεια δ,στ. 830-832).
Η Συμπόνια, το νοιάξιμο, ο αδέσποτος φόβος του απρόσμενου κακού και άλλα ακαθόριστα συναισθήματα πόνου που φωλιάζουν στον παρόντα και παρελθόντα χρόνο της ποιήτριας, αναδύονται με αλληγορική και συμβολική ένδυση, ως εικονικές μνήμες, και με οικειότητα πλέον τις ακολουθούμε σε όλη την πορεία του προσωπικού της αλλά και συλλογικού δρόμου.
Από το πρώτο ποίημα «Μία καθημερινότητα», ως το τελευταίο «Διαφυγή- μια απόπειρα», επιβεβαιώνει με τον ποιητικό της λόγο τις ρήσεις του Ηράκλειτου ό,τι, το τέλος μιας διαδικασίας- πραγματικής και ψυχικής- είναι και η αρχή μιας νέας βαθύτερης Ωριμότητας.
Αν το τέλος είναι η αρχή, πως επιτυγχάνει αυτή την σύνδεση η ποιήτρια ; Πως μπορεί και αλλάζει πορεία, εκείνη την «σημαδιακή νύχτα», όταν όλα φαίνονται να σώζονται με απόγνωση μέσα στο βάθος του ωκεανού; Είναι ο φωτεινός διάδρομος του φεγγαριού που αλλάζει την πορεία προς μία επιστροφή, μία νέα αρχή;
Την απάντηση δίνει ο εσωτερικός διάλογος των δύο εγώ, του «Πρωτογενούς και του Κατασκευασμένου Εγώ», η τελεσίδικη πρωτοβουλία του πρώτου να σώσει το δεύτερο , φωτίζοντας με το εσωτερικό του φως το δρόμο της επιστροφής.
Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες, χωρίς να αποσιωπάται η βαθιά σύνδεση (υποσεινήδητο και ασυνείδητο). Το συνειδητό με την βιωμένη γνώση κινείται εις βάθος, ανάμεσα στο υπόβαθρο των επιθυμιών και τις διαδρομές του ανικανοποίητου. Φοβίζουν αυτές οι βυθίσεις και η ποιήτρια κατορθώνει με το δικό της φως, την γαλάζια ματιά, τη χρήση της γραφής, εύστοχα, να μετουσιώνει την φθορά, τις πληγές σε ελεγείες, σε μεταμορφωμένο ύμνο της αποκτημένης ζωής.
Την Κούλα Αδαλόγλου την νοιάζουν και την διαπερνούν τα πάντα. Ο δικό της μικρόκοσμος συναντάει τον συλλογικό μακρόκοσμο. Είναι ένα ζωντανό σφουγγάρι αλιευμένο από τον εσωτερικό της βουτηχτή, επεξεργασμένο με γνώσεις και ευαισθησία, και το υγραίνει με τα δικά της δάκρυα, μην και στεγνώσει σε άνυδρες καρδιές. Μοιράζει από τη δική της πλημυρισμένη από πόνο δεξαμενή, γνώση σε όλους εκείνους που περπατούν στα απόκρημνα βράχια της καθημερινότητας αναζητώντας στις σχέσεις τα σημεία σύζευξης των αντιθέτων. Ανακαλεί μνήμες, δανείζεται αρχετυπικά σύμβολα του αρχαίου μύθου, πλέκει κεντήματα φερβολιτέ δίνοντας μορφή με επαναληπτικούς κύκλους στη δική της εσωτερική ζωή.
Γράφει στο ποίημα, «Μία καθημερινότητα»,( σελ. 11-12).
« Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του/κάποια βράδια όμως ο ύπνος ταραζόταν από φρικτούς εφιάλτες/ […] Η Πηνελόπη τότε έβγαζε το λευκό νυχτικό της /και τον σκέπαζε./ Το έσφιγγε εκείνος με μανία/
Στη δεύτερη στροφή (ΙΙ) λέει:
« Ο Οδυσσέας ένιωθε τρυφερά, […] /τότε την έπαιρνε αγκαλιά και σμίγανε/όμως αυτή είχε εμμονές/ το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη / να δει ποιανής μορφή έφερνε η όψη της/ […]
Γράφει στην Τρίτη(ΙΙΙ) στροφή
« Εκείνος καταλάγιασε/του άρεσε να περνά τα βράδια στο σπίτι..[…]σαν να΄ θελε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο» , και
«Εκείνη /τις μέρες τις περνούσε πιο ομαλά/ έβγαινε για καφέ με τις φίλες / ή έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες/[…] σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της/και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν.»
Στα επόμενα ποιήματα, ανοίγεται το μέγεθος της πληγωμένης μνήμης και σκιαγραφούνται αλληγορικά οι βιωμένες εμπειρίες όπως καταγράφηκαν και χάραξαν το δέρμα με τατουάζ , μεταλλάσσοντας την λευκότητα του σε μία γκρίζα μουντζούρα.
Τα ποιήματα «Σαν λαστιχένιο μπαλάκι», «Θέλουν προσοχή οι αναδρομές», «Σαν μία ψευδαίσθηση», «Είναι η καλύτερη στιγμή», ( σελ,13-16), συγκεντρώνουν την προσπάθεια μιας αναγνώρισης της απώλειας στη σχέση, παράλληλα την αναζήτηση της ελπίδας, να κρατηθεί η προσδοκία της σμίξης, και ας είναι αιωρούμενη και σκαρφαλωμένη στον απόκρημνο βράχο της τραυματικής μνήμης.
Γράφει στο ποίημα «Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια»,( σελ.17-18), ένα γλυκόπικρο βιογραφικό σε τρεις στροφές που ολοκληρώνει την αναγκαία αλλαγή για επιβίωση, έστω και με «κόκκινη φρέσκια πληγή που αχνίζει» .
« Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια», […]
«Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα .[…] και
« Άρχισα να βγάζω στο δέρμα περίεργα κόκκινα τετράγωνα». […].
Σε αυτή την ενότητα, το ποιητικό υποκείμενο μιλάει στο μήνυμα του εγώ, τόσο χαμηλόφωνα σαν να μην πρέπει να ακούσει κανείς τις σκέψεις της. Κινείται « Εν πτήσει» και συνομιλεί με την ιδέα ενός τέλους, το φόβο του θανάτου, την κυρά –Φροσύνη, τις ζεστές ή παγωμένες λίμνες που πνίγουν γυναίκες ή πάπιες σε « μαργωμένη απόγνωση».
. Η ποιήτρια διαπραγματεύεται την απομάκρυνση του θανάτου με τις μοίρες Λάχεση και Ατροπό , την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο(σελ.19).
Στο ποίημα « Μια προσδοκώμενη απάντηση», η Κούλα Αδαλόγλου με φιλτραρισμένα συμπεράσματα αναφωνεί :
« Όλοι είμαστε Οδυσσείς/όχι Κανένας ούτε Ούτις/ Οδυσσείς με ταυτότητα / και δεν υπάρχει πια Ιθάκη../ (σελ. 20)..
«Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος». Θα κλίσει την ενότητα με τον αυτοσαρκασμό στην προσδοκία και την άποψη ότι, στο παρόν δεν υπάρχει νόστος, απλά πρέπει να κερδίσει χρόνο, να μείνει εδώ, να μην φύγει για πάντα, λέει με ειρωνεία και επικαλύπτει την ματαίωση των προσδοκιών.
Εξορκίζει το φόβο και υπόσχεται επιστροφή «Θα ξαναγυρίζω/όταν η κλεψύδρα θα αφηγείται μια ιστορία μαύρη/». (σελ.21-22).
Στην δεύτερη ενότητα « Παλινδρομήσεις, τρόπο τινά», η σκηνή αλλάζει και διαφαίνονται οι ρόλοι που παίζονται σ΄ ένα βαθύτερο επίπεδο, όπου συν-διαλέγονται τα δύο Εγώ, παίζοντας το ένα το ρόλο του Εσύ. Έτσι οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις είναι αμφίδρομες, χωρίς να διαφαίνεται ποιο από τα δύο εγώ έχει το ρόλο του θύματος ή του σωτήρα. Κανένα από τα δύο δεν είναι, ούτε μόνο νικητής ούτε μόνο ηττημένος. Οι εναλλαγές παίρνουν μέρος όπως συμβαίνουν τα γεγονότα στη καθημερινότητα της ζωής.
Γράφει και ανοίγει την ενότητα με το ποίημα « Στο βάθος» (σελ 25)
«Νιώθει πως μπαίνει σε βαθιά σπηλιά θαλασσινή/η φωνή ηχεί σαν μέσα απ΄ το νερό/κάποτε ακούγεται ένα λυπημένο όμποε./ […] /κάποιοι της γνέφουν, μορφές ακαθόριστες/ οικείες ωστόσο και γαλήνιες/ …»
Ο ποιητικός λόγος της συγκινεί, δημιουργεί αναταραχές, αμφισβητήσεις, άλγος, αλλά συγχρόνως με σοφία κατασκευάζει ένα κόσμο, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Με το μαγικό ρεαλισμό υποστηρίζει τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, τις ανέκκλητες μοίρες, μιας που ο κόσμος του είναι ένα υποκατάστατο του πραγματικού. Έτσι στα περισσότερα ποιήματα πρωταγωνιστές είναι αντικείμενα,( καθρέφτες, ντουλάπες, τσαγιέρες, παλιές φωτογραφίες), φυτά, ( βιολέτες , λουλούδια, μυρωδιές από φρεσκοκομμένο γρασίδι,) ζωντανά ( τέττιγες, πασχαλίτσες, μέλισσες, πεταλούδες, αράχνες, μέρμηγγες, περιστέρια, πουλιά, όλα έχουν μη λογοκριμένο λόγο και συναντιούνται με τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Όλα συνομιλούν μαζί της, ως alter ego, και γεμίζουν το κενό που δημιούργησε το αθεράπευτο τραύμα της ματαίωσης και της προδοσίας.
Θα μπορούσε να προσεγγίσει ο αναγνώστης κάθε ποίημα αναλυτικά, γιατί κάθε ένα , εκφράζει μία διαφορετική ψυχική οντότητα.
Η Κούλα Αδαλόγλου δεν γράφει μόνο λογοτεχνία, δεν μιμείται εντυπωσιακές λέξεις ή θέματα. Γράφει εκ των ένδον, στέκεται ανάμεσα στις « εξωτερικές και εσωτερικές Εβρίδες», το μέσα και το έξω του κόσμου της, τις αλληλεπιδράσεις, τις διαβρώσεις και τους περίεργους έως παράδοξους σχηματισμούς των βράχων, την άγρια αλλά πανέμορφη γνήσια ομορφιά του κόσμου.
Κλείνοντας, την ελαχίστη προσέγγιση της ποιητικής συλλογής, θα μείνω και θα υπενθυμίσω στα δύο τελευταία ποιήματα της, την ύπαρξη των δύο εαυτών, που αντιμάχονται αλλά και συμμαχούν, σώζοντας ο ένας τον άλλον. Η αρχή έχει τέλος και το τέλος είναι η αρχή στον κύκλο της ζωής, μας υπενθυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου η ποιήτρια.
Γράφει: ( σελ.-46), σαν τέλος και σαν αρχή.
« ΔΙΑΦΥΓΉ- ΜΙΑ ΑΠΌΠΕΙΡΑ»
Νύχτα σημαδιακή/Η άμμος υγρή/ έβγαλε τα παπούτσια και περπάτησε, αναρρίγησε/ Στην προκυμαία βρήκε μια βάρκα φιλόξενη/ μπήκε κι ανοίχτηκε , πέρα απ΄ το μάτι/
[…]
Ο δρόμος του φεγγαριού στάθηκε βολικός/ πάτησα πάνω του/ τη βρήκα/ γύρισα την πλώρη/κάθισα μέσα/ την οδήγησα στον γιαλό τη συνόδεψα ως την είσοδο.
[…}
Επέζησε η αρμύρα στα μαλλιά και το σώμα της./ Με κράτησε σφιχτά στην παγωμένη χούφτα της και μου΄ πε/ δεν γυρεύω πλέον την φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
FRACTAL 12/4/2023
«Θέλουν προσοχή οι αναδρομές»
Με μακρά θητεία, πολύ σημαντικό έργο και αναγνωρίσιμη φωνή, η Αδαλόγλου προσέρχεται με μια καινούρια ποιητική συλλογή που αξιοποιεί και βαθαίνει τα ήδη κεκτημένα. Απ’ το θέμα του χρόνου, των σχέσεων, της μνήμης και της μοναξιάς αρδεύει ξανά η ποιήτρια, χαμηλόφωνα, εξομολογητικά και, θεωρώ, ακόμη πιο ώριμα. Η αίσθηση μιας ανοιχτής πληγής, διαρκώς επανερχόμενη με το χωρίς απόκριση β΄ ενικό, συντροφεύει την ανάγνωση υπό το κλίμα μιας στοχαστικής μελαγχολίας. Τα ποιήματα ομολογούν την απουσία, επιχειρούν να καλύψουν τις σιωπές, προσφεύγουν στη μνήμη, ντύνονται αρχαίους μύθους και πάνω απ’ όλα διοχετεύουν διά του λόγου την ήρεμη οδύνη τους. Ως πιο σημαντικά γνωρίσματα της ποιητικής γραφής αναγνωρίζω τα εξής:
– Το αρχαίο θέμα: Τα πρόσωπα που δανείζεται η Αδαλόγλου, αξιοποιώντας τη σεφερική τεχνική της ανάκλησης και επανερμηνείας ενός θεματικού μοτίβου απ’ τους μύθους και τα έργα των αρχαίων, σαν να λυγίζουν και να συντρίβονται υπό το βάρος των συμβολισμών. Το μυθικό προσωπείο τους θρυμματίζεται και σπάζει για να φανούν οι πληγές κι οι ρυτίδες κάτω από ένα συναίσθημα ιστορικής κούρασης. Οι αρχαίοι ήρωες εξελίσσονται σε σύγχρονους αντιήρωες, ώστε μέσα από μια διαδικασία αντίστροφης μυθοποίησης να μνημειωθούν λογοτεχνικά οι αδυναμίες, οι φόβοι, οι αγωνίες, η μοναξιά του απλού και καθημερινού ανθρώπου.
– Το α΄ ενικό: Ένα χαμηλόφωνο και εξομολογητικό ποιητικό υποκείμενο, που παρατηρεί, περιγράφει, στοχάζεται εμπλέκοντας τον μέσα με τον έξω χώρο ή ακριβέστερα προβάλλοντας στον έξω χώρο τα βιώματα, τις πληγές και τις μνήμες μου συνέχει διά της προσωπικής μαρτυρίας τα πιο πολλά ποιήματα της συλλογής. Η ποιητική αφόρμηση ξεκινά συνήθως από μια σκέψη, μια εικόνα, ακολούθως διατρέχει τον έξω χώρο και στο τέλος εισδύει στην ενδότερη πληγή. Κάθε ποίημα είναι η ανακοίνωση μια τέτοιας πληγής με τη σιωπηρή, άρα και τραγική, επίγνωση του ανήκεστου της βλάβης.
– Η υπερρεαλιστική παρείσφρηση: Εκεί όπου η οδύνη κι η αγωνία χτυπάνε κόκκινο, όταν η ρεαλιστική απεικόνιση αδυνατεί να αποτυπώσει την πνευματική-ψυχολογική σύγχυση του ποιητικού υποκειμένου, όπου εν πάση περιπτώσει η ίδια η πραγματικότητα δεν χωρά στα στενά λογικά όρια, εμφανίζονται κάποιοι συνδυασμοί λέξεων και εικόνων μ’ έντονο το στοιχείο του παραλόγου, για να επαυξήσουν την εκφραστικότητα και να βαθύνουν το αισθητικό παλίμψηστο της γραφής – εντός της οποίας θα μπορούσαν βεβαίως να εντοπιστούν κι άλλες γόνιμες επιρροές.
– Η αντίστιξη παρόντος-παρελθόντος: Συνήθης, στα όρια του στερεοτυπικού, η αντίθεση ανάμεσα στο ζοφερό παρόν και στις διαψευσμένες ελπίδες ενός ρόδινου παρελθόντος, με τον χρυσούν αιώνα του Ησιόδου και τον παράδεισο των πρωτοπλάστων να μας κλείνουν απ’ το βάθος της ιστορίας συνωμοτικά το μάτι. Σε πείσμα όλων των γεροντίστικων εξωραϊσμών, το παρελθόν της Αδαλόγλου κυοφορεί όλες τις διαψεύσεις, όλες τις ήττες, όλες τις προδοσίες του παρόντος. Ό,τι μένει σαν ποιητική επίγευση είναι η αίσθηση της ψευδαίσθησης που μας σέρνει απ’ τα μαλλιά μπροστά στον καθρέφτη, για να μας θέσει ενώπιον των ευθυνών μας, αφαιρώντας προηγουμένως το λογοτεχνικό μαξιλαράκι της ηθογραφίας.
– Η λεπτή ειρωνεία: «Προς το παρόν / ο μόνος νότος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου. / Φτιάχνουμε πράγματα μαζί / αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε / Έτσι ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever / να μείνω εδώ όσο χρειάζεται / να λειανθεί το χείλος του γκρεμού / να μπει ένα πλέγμα / να μην επικρέμαται η πτώση μου» (Προς το παρόν», σελ. 21).
– Η εν κενώ συνομιλία: Ο ποιητικός λόγος εκφέρεται τις πιο πολλές φορές ευθέως, σαν λόγος ή σαν σκέψη που απευθύνονται σ’ ένα εσύ απ’ το οποίο δεν αναμένεται απάντηση. Το εσύ λείπει, υπάρχει σαν μνήμη και συχνότερα σαν πληγή, οπότε το ποιητικό υποκείμενο είτε αρέσκεται στις αποσιωπήσεις είτε λαμβάνει τον λόγο για να απαντήσει στις δικές του τις ερωτήσεις. Η επικοινωνία πέφτει στο κενό με την εικόνα του ποιητικού υποκειμένου να σκύβει κάτω και να σηκώνει προς μία τις λέξεις του. Το ποίημα γίνεται η αρένα της σιωπής.
– Η λειτουργία της «υποκατάστασης»: Βιολέτες, πασχαλίτσες, τέττιγες, μέλισσες, καθρέφτες, πεταλούδες, εσάρπες, ντουλάπια, σερβίτσια, περιστέρια, αράχνες, παλιές φωτογραφίες –πράγματα και ζώα, επανέρχονται στα περισσότερα ποιήματα της Αδαλόγλου για να γεμίσουν το κενό του ανθρώπινου λόγου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ποιήτρια διατηρεί σχέση οικειότητας μαζί τους, σαν να μοιράζεται την ίδια μοίρα, πάνω τους διακρίνει τις δικές της ήττες, σιωπές, φθορές και ματαιώσεις. Δεν κρύβεται όμως πίσω τους, δεν κατασκευάζει σύμβολα και δεν μιλά με υπαινιγμούς. αναφερόμενη σε αυτά μιλά με τρόπο ευθύ για τον εαυτό της.
– Η καθημερινή ομιλία: Δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση της υποκριτικής μίμησης, που συχνά δημιουργούν ακόμη και οι πιο έντεχνες γραφές που έχουν μια ορισμένη γλωσσική ποικιλία σαν πρότυπο και μοχθούν για να την αποδώσουν. Η Αδαλόγου δεν αποδίδει απλώς, αλλά μιλά την καθημερινή γλώσσα στους φυσικούς ρυθμούς του μονολόγου, του διαλόγου, των ενδόμυχων σκέψεων. Η απλότητα, που πετυχαίνει, δεν είναι το εκβιασμένο αποτέλεσμα της γλωσσικής επεξεργασίας αλλά η φυσική απόρροια μιας συνεπούς γλωσσικής διαδρομής.
Κλείνοντας, όσοι διαβάζουμε, όσοι μελετούμε, όσοι απολαμβάνουμε την Αδαλόγλου ξέρουμε εδώ και χρόνια ότι η ποίησή της δε χαϊδεύει, δεν υμνωδεί, δεν ανακουφίζει και κυρίως δεν χαρίζεται. Κάθε συλλογή βαθαίνει το τραύμα που αισθητικά ξύνει.
.
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
diastixo.gr 30/3/2023
Το νέο ποιητικό βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου εξεικονίζει έναν ζωντανό διάλογο με την αρχαιότητα αλλά και τη δική της ποίηση, με μια ώριμη τέχνη που συναρπάζει τον επαρκή αναγνώστη. Πρόκειται συνάμα για εξέλιξη του μύθου του Οδυσσέα και της θεματικής προηγούμενου βιβλίου της.
Τώρα το όνομα του ομηρικού ήρωα απουσιάζει από τον τίτλο. Η δεκαετία που πέρασε από το πρώτο βιβλίο για τον Οδυσσέα, τον ήρωα του έπους που φέρει το όνομά του –ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τον Αχιλλέα, καθώς πρέπει να τονιστεί ο τόπος της τραγωδίας–, έχει γίνει αρχέτυπο στη συνείδηση και στην παιδεία μας. Λίγα υπονοούμενα και ακόμη λιγότερες αναφορές αρκούν. Παράδειγμα, ο τίτλος του δεύτερου μέρους, «Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά», μας επαναφέρει στην προηγούμενη συλλογή, Οδυσσέας, τρόπον τινά.
Ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου υπονοεί μια ολίγον τι αισιόδοξη προοπτική: Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα. Στον τίτλο του δεύτερου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, η θλίψη μάς απειλεί. Τι έγινε στο διάβα της δεκαετίας; Πόλεμοι, πανδημίες, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση των παιδιών μας. Η ποιήτρια θρηνεί: «Έχω χαθεί ανάμεσα σε μιαν Ιθάκη/ και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας» (σ. 30). Συνειδητοποιούμε ότι διαβάζουμε ένα βιβλίο με διαχρονική και παγκόσμια θέαση.
Το πλατωνικό Ανδρόγυνον, από τις προσφιλείς θεματικές της ευρωπαϊκής ρομαντικής ποίησης, αντικαθιστά τους επικούς ήρωες, με μια σημαντική διαφορά. Στην Αδαλόγλου μπορεί ο Ζευς να το χώρισε στα δύο, να ψάχνουν διαρκώς να ξαναενωθούν, αλλά θα συναντιούνται μόνο πρόσκαιρα. Η έννοια της διάρκειας εξουδετερώθηκε μαζί με τα αλληγορικά μηνύματα των αρχαίων μύθων. Η αστάθεια είναι η σταθερά του σύγχρονου κόσμου.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής αρχίζει με το όνομα της Γυναίκας, «Η Πηνελόπη», ενώ ο Άνδρας εμφανίζεται μόνο με κτητική και προσωπική αντωνυμία. Η δεύτερη στροφή του ίδιου ποιήματος αρχίζει με «Ο Οδυσσέας». Την ίδια στιγμή, η Πηνελόπη εγκλωβίζεται σε προσωπική αντωνυμία. Έκφραση της μοναξιάς της ή μια προσπάθεια για ισότητα, με κεντρικό πρόσωπο αυτήν που περιμένει; Η υποχρεωτική ακινησία μάς προετοιμάζει για την περιπέτεια στα βάθη του κρημνού.
Το παιγνίδι με τις μεταμορφώσεις συνεχίζεται. Στην τρίτη στροφή ονομάζονται απλώς Εκείνος και Εκείνη, ήρωες ερωτικής αφήγησης. Έχουν ξεφύγει και οι δύο από την ηρωική τους υπόσταση και έγιναν καθημερινοί άνθρωποι.
Η αστάθεια είναι η σταθερά του σύγχρονου κόσμου.
Το βιβλίο, όπως αρχίζει με το όνομα της Γυναίκας, κλείνει με τα λόγια της:
δεν γυρεύω πλέον τη φυγή
είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος. (46)
Η φυγή του Τηλέμαχου και της Πηνελόπης, τα ταξίδια του Οδυσσέα, έχουν γενικευτεί, τώρα πλέον επιθυμίες όλων μας. Έχουν στόχο το βάθος και όχι την επιφάνεια. Ωστόσο, οι Σκέψεις του Πασκάλ έρχονται στον νου μας, η άβυσσος που πάντα βρίσκεται πλάι στον άνθρωπο. Τι πρέπει να κάνει; Οι περιπέτειες μας βοηθούν να αποφύγουμε την άβυσσο, που όμως κρύβουμε μέσα μας.
Η Ιθάκη, το πολύτιμο σύμβολο στην ποίηση, εξαφανίζεται από τον πολιτισμό μας. Υπάρχει μόνο ως λέξη, άρα στην ποίηση, αρχής γενομένης από την Οδύσσεια. Η Πηνελόπη αγωνιά για τον Τηλέμαχο. Ήδη στην προηγούμενη συλλογή, η Πηνελόπη δεν υφαίνει. Γίνεται ο ποιητής και γράφει τις νέες περιπέτειες του Οδυσσέα, συγχρόνως μια προσπάθεια να αδράξει την αιωνιότητα:
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε.
Το γράψιμο κρατάει όσο και η ζωή μας. («Οδυσσέας, τρόπον τινά», 19)
Αλλά δεν είναι μόνο τα σύμβολα που αλλάζουν σημασία. Και οι απλές λέξεις χάνουν την υπόστασή τους. Σε μια πρώτη ανάγνωση των στίχων, «Κάθε φορά που σε βλέπω/ μακραίνει ο δρόμος της επιστροφής σου» (34), όταν η Πηνελόπη λέει στον Οδυσσέα: «Κάθε φορά που σε βλέπω», δεν εννοεί ότι είναι παρών. Το «Κάθε φορά» υπονοεί τις απουσίες. Το μακρόχρονο κενό έχει αλλοιώσει το βλέμμα της. Τον βλέπει μόνο μέσα από τον πόνο της: «Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο» (34).
Στη νέα συλλογή, ο Τηλέμαχος ανεβαίνει στη σκηνή της ποίησης ως πρωταγωνιστής (14, 20). Το παράθεμα από την Οδύσσεια (9) μιλά για μετακίνηση των συναισθημάτων της Πηνελόπης από τον Οδυσσέα στον Τηλέμαχο. Η αυτοβιογραφία διευρύνεται, ενώ στο επίκεντρο παραμένει πάντα η Γυναίκα, σύντροφος και μητέρα. Η μοντέρνα γυναίκα-σύζυγος γίνεται μια μητέρα που παλεύει να βοηθήσει το παιδί της να απαλλαγεί από το βάρος της παράδοσης, του ομφάλιου λώρου. Ο Αχιλλέας κάνει μια έκτακτη εμφάνιση στη σκηνή, να μας θυμίσει, αν και γιος θεάς, τη θνητότητά του (43).
Και επειδή η ανάγνωση της ποίησης πρέπει να είναι και υποκειμενική, κλείνω με τους αγαπημένους μου στίχους, κλειδί για μια άλλη, κοινωνιολογική, ανάγνωση του βιβλίου:
Όλοι γίναμε Οδυσσείς,
όχι Κανένας ούτε Ούτις,
Οδυσσείς με ταυτότητα.
Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη.
Η λέξη σε αμφίθυμη πολυσημία. (20)
.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ
ΠΕΡΙ ΟΥ 18/3/2023
Η καινούρια ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου αποτελεί και πάλι ένα δυνατό άγγιγμα της ψυχής και μία δόνηση του μυαλού του αναγνώστη, που εκπορεύεται από τον συναισθηματικό πλούτο του ψυχισμού της ποιήτριας. Διακρίνεται μία έντονη νοσταλγία για την απουσία αγαπημένων προσώπων, ζώντων που βρίσκονται μόνιμα μακριά και είναι δύσβατος ο δρόμος του νόστου στην πατρίδα και στην οικογενειακή αγκαλιά αλλά και νοσταλγία για την απουσία αγαπημένων προσώπων, απελθόντων οριστικά. Οι κοινωνικές και παγκόσμιες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια από καινοφανή αίτια πανδημίας, εγκλεισμού και κρίσης κάθε είδους δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο επιστροφής στην πατρίδα ή συνάντησης με τους αγαπημένους της ξενιτιάς.
Η ποιήτρια επανέρχεται στην προσφιλή της ιστορία του Οδυσσέα ως σύμβολο που μετά από εικοσάχρονη απουσία επιστρέφει στην Ιθάκη και στην απουσία του Τηλέμαχου που έφυγε για να ψάξει τον πατέρα του αλλά ο δρόμος και ο τρόπος επανένωσης γίνεται «απόκρημνος».
Στην πρώτη από τις δύο ενότητες της ποιητ. συλλογής με τίτλο «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης», στο ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΌΤΗΤΑ, ο Οδυσσέας, μετά την επιστροφή στην Ιθάκη του, μετέφερε εφιάλτες στον ύπνο του, μα η Πηνελόπη του έδειχνε την αγάπη της, τον μεταμόρφωνε σε τρυφερό σύντροφο. Ωστόσο και η ίδια έχει εφιάλτες, υπάρχουν σκιές ανάμεσά τους, αμφιβολίες, σχεδόν αποξένωση. Οι εμπειρίες του ενός είναι άγνωστες και ξένες για τον άλλον. Η λειτουργία του συμβόλου στο παρόν είναι ότι πράγματι επέρχεται κάποια αποξένωση σε συντρόφους ή αγαπημένα πρόσωπα που απομακρύνονται τοπικά για πολλά χρόνια.
Σε κάθε ξενιτεμό υπάρχουν τα ξενιτεμένα αγαπημένα πρόσωπα κι εκείνοι, γονείς, αδέλφια, που μένουν στην πατρίδα και περιμένουν την επιστροφή τους ή τις σποραδικές συναντήσεις τους και για να απαλύνουν το άλγος του νόστου, ανακαλούν στη μνήμη τους κοινά βιώματα απ’ το παρελθόν. Αλλά οι αναπόφευκτες αναδρομές στο παρελθόν προσεκτικά πρέπει να γίνονται, αφού δεν έχουν ισχύ στο διαφορετικό παρόν, ειδάλλως δημιουργούνται ψευδαισθήσεις για τα μακρινά αγαπημένα πρόσωπα. Στο ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ (σελ. 17) βλέπουμε τις αναδρομές του ποιητικού υποκειμένου –μάνας– σε ξένοιαστα καλοκαίρια και σε χαρούμενες εικόνες από την παιδική ηλικία του ξενιτεμένου γιου της. Κάποτε εκείνος αποκόπηκε απ’ τον ομφάλιο λώρο, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στη βόρεια Ευρώπη, κάτι που ξεθώριασε τη χαρά της μικρής ηλικίας – « γινόμουν ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι, μαγικό τοπίο… ψαράκια που σας γαργαλούσαν τις πατούσες… ό,τι θέλατε γινόμουν, για να χαίρεστε»… «φορούσες γαλάζιο μακό, κύμα το κύμα, αφρό τον αφρό, έφτασες/ ως τις Εβρίδες./Δεν το αποδέχτηκα. / Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς, / αφού ανελέητα πετώ πάνω μου τη θάλασσα».
Ωστόσο, απ’ το ποιητικό υποκείμενο κάποτε γίνεται απομυθοποίηση ενδεχόμενης επιστροφής στην πατρίδα. Στην ξενιτιά, απ’ τη στιγμή που οι ξενιτεμένοι πιάνουν ρίζες, δεν είναι εύκολος ο γυρισμός στην «Ιθάκη». Ίσως να πραγματοποιηθεί ο νόστος, όταν περάσουν τα χρόνια, «όταν θα ζαρώσει το μέτωπό του στον ήλιο / όταν η σκουριά θα τρέχει απ’ τους σωλήνες στα μπαλκόνια / κι ο έρωτας θα χει πετρώσει στα παγκάκια της πλατείας (σελ. 22) . Αμφιθυμία λοιπόν ανάμεσα στη χαρά της προσδοκίας του νόστου και στον πόνο της απουσίας, ανάμεσα στη χαρά του ταξιδιού για τη συνάντηση και στα κενά ή τις σκιές που διαπιστώνονται από την απόσταση.
Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής, «Παλινδρομήσεις τρόπον τινά» (σελ. 23) το ποιητικό υποκείμενο παλινδρομεί ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, ανάμεσα στη βάση της, στην πατρίδα της και στον ξένο τόπο των αγαπημένων του και αισθάνεται ότι δεν ανήκει ούτε εδώ ούτε εκεί, νιώθει ανύπαρκτη. «Εδώ και λίγο καιρό έγινα γυάλινη / και ταυτόχρονα διάφανη και οπωσδήποτε αόρατη /…έχω χαθεί ανάμεσα σε μια Ιθάκη / και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας» Και «Εύρισκε πάντα τις παρέες σχηματισμένες / δεν ήταν ποτέ εκεί στη σωστή στιγμή / ίσως να ενοχλούσε η συχνή απουσία της / την ξεχνούσαν /… τη θυμούνταν μόνο / στα έκτακτα καιρικά φαινόμενα» (σελ. 30-31).
Στο ΕΚΒΑΛΛΩ (σελ.33) διαβάζουμε «Μυρίζω το νάζι το νεύρο την άρνησή σου / Γεύομαι τις ζωγραφιές το παιχνίδι με τις γάτες. /Έτσι εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα / μου δανείζει λίγη πτήση / και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα. Μια ακόμη παλινδρόμηση λοιπόν ανάμεσα στη χαρά της φτερωτής νιότης και στην ισοπεδωτική πεζότητα. Φρούδες είναι οι ελπίδες για τον νόστο, πράγμα που γεννά μια επισφαλή ( ΤΣΙΓΚΙΝΗ) ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ (σελ. 35) στην πραγματικότητα, που την αντέχει πρόσκαιρα με παρέες ψάχνοντας για μια διέξοδο. «Κι εγώ από καφέ σε καφέ πλανιέμαι / μήπως και βρω τη λύση». ΑΣΤΕΓΗ η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ στον ξένο τόπο, όπου ο συγγενής επισκέπτεται τους αγαπημένους του που ζουν εκεί. – «Να σεργιανάω σε παγκάκια της οδού με τα πάρκα / τα βράδια τρυπώνω σε παραμύθια της καλοσύνης / όμως δεν βλέπω να με στεγάζουν τα πενιχρά μου κέρματα. / Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον / απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας. / Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης, / ούτε μπρος ούτε πίσω.»
Τα ποιήματα στις σελ. 37-39 μοιάζει να αναφέρονται στη μικρή Νεφέλη και σε κάθε παιδί, όπου διακρίνουμε την τρυφερότητα, τη σοφία και την έγνοια της γιαγιάς να μάθει το εγγόνι της και τις δυσάρεστες αλήθειες για τούτο τον κόσμο και τη ζωή. «Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια / γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες. / Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής. / και «Σε ποια ουτοπία σε οδηγούν / όσα σου λέω στρογγυλεμένα παραμύθια…» Στο ποίημα ΒΛΑΣΤΟΙ έξοχη η εικόνα και προσωποποίηση της πορσελάνινης τσαγιέρας με τη ραγισματιά που φαίνεται και με άλλες αόρατες, όμως «ό,τι δεν φαίνεται, έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει». Ίσως να γίνουν λουλούδια οι βολβοί που φύτεψε μέσα σ’ αυτήν το μικρό κορίτσι. – αισιοδοξία.
Στα τελευταία ποιήματα της ενότητας (σελ. 41-44) υπάρχουν φανερές και υπαινικτικές αναφορές στην πανδημία και τον εγκλεισμό που ακολούθησε, μια ατμόσφαιρα φόβου, ερημιάς, πίκρας, μια οσμή σήψης. «Ίσως ν’ αντέξω αυτή / την πετρωμένη Άνοιξη» και «Κάθε μέρα κρυβόμασταν και πιο βαθιά. Σ’ ένα λαγούμι μαζεύαμε τα απαραίτητα. / Δεν γνωρίζαμε τι μέρα τι εποχή, / αν το κακό ήταν ολόγιομο ή στη χάση του… Μια πασχαλίτσα μας έδειχνε τον δρόμο, / μύριζε αντισηψία και ερήμωση / αλλά έξω ήταν ολάνθιστη η φύση».
Η Κούλα Αδαλόγλου συνδυάζει το έντονο συναίσθημα που μπορεί να καίει αλλά δεν το εκφράζει κραυγαλέα, με τον ρεαλισμό που απορρέει από τη συναίσθηση της δύσβατης πραγματικότητας. Ο κάθε δημιουργός άλλωστε είναι δεμένος με έναν ομφάλιο λώρο με την εποχή του, όπως έγραψε κι ο Σεφέρης. Καταφέρνει να μετουσιώνει το βάρος της ψυχής σε ποίηση χωρίς καθόλου να εκπίπτει σε μελό. Αντίθετα, εκπέμπει συχνά αισιοδοξία και ομορφιά με έξοχες εικόνες και μεταφορές, με μεγάλη ποικιλία όμορφων, καίριων και ουσιαστικών λέξεων και φράσεων. Κάνει χρήση καθημερινών (ή σύγχρονων) και ταυτόχρονα σπάνιων (ή αρχαίων) λέξεων που τις πλέκει περίτεχνα σε μαγικές ποιητικές φόρμες, όπως «Εκείνη (η Πηνελόπη) Έβγαινε για καφέ με τις φίλες / Ή έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες / Κεντούσε ράνερ για το μεγάλο τραπέζι… Σαν νύχτωνε… Καλούσε τους γλάρους στίχους να τη συνδράμουν». Κάπου διακρίνουμε και χιούμορ, όπως, «επιμένεις να φοράς ροζ μαλλί της γριάς στο κεφάλι / βλεφαρίδες λουστρίνι με στρας στις άκρες». Χαιρόμαστε αισθητικά και όταν βλέπουμε υπερρεαλιστικούς στίχους – «το ποίημα, ζεστό και κόκκινο, / στάζει στα χέρια μου).
Η ποιήτρια ανατρέχει στις αρχαίες πηγές – μύθους (της Οδύσσειας) ή στη νεότερη παράδοση – Δημοτικά τραγούδια (Του νεκρού αδελφού), που την εμπνέουν. Με όλα τα αισθητικά μέσα που χρησιμοποιεί εκφράζει βαθύ στοχασμό και αντίστοιχα συναισθήματα καθώς και μία αρκετά εμφανή υπαρξιακή αγωνία. Γεγονός είναι ότι, ως αναγνώστρια, με όλα τα ποιήματα της συλλογής ένιωθα μία αναμφισβήτητη ψυχική και διανοητική ανάταση.
.
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
FRACTAL 28/2/2023
«Εσύ και οι αντανακλάσεις σου στον κόσμο»
Μια σημαντική συλλογή όπου ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, ως σύγχρονοι Οδυσσείς, επιστρέφουν στην Ιθάκη, όπου βρίσκουν μόνο ερείπια και διαψεύσεις. Ο κόσμος και οι άνθρωποι χάνονται ομαδικά και προσωπικά, καθώς τα Ιδανικά στερεύουν, αποδεικνύονται φάρσες μετά πόνου και αίματος. Η καθημερινότητα μια απειλή και τα όνειρα εφιάλτες. Η έρημος καταπίνει τις μέρες, τις αποφλοιώνει, οι αναμνήσεις βουλιάζουν, η μνήμη μετατρέπεται σε αμνησία, καθώς σε κάθε βήμα ελλοχεύει ο παγκόσμιος χαμός του ανθρώπου, των αισθημάτων, της ελπίδας, και της αθωότητας. Στο ταξίδι της επιστροφής στην πραγματικότητα γινόμαστε γνώστες ενός αναπόφευκτου ταξιδιού σ’ ένα άγνωστο και ίσως αδυσώπητο μέλλον χωρίς μέλλον.
Η Αδαλόγλου έχει το χάρισμα του ελέγχου στην υπερβολή, στην δραματοποίηση περιορίζοντας τα σύνορα της κραυγής, γιατί «το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο».
Σε αυτή την πολύ ώριμη συλλογή ποιημάτων της ως Οδυσεύς και Πηνελόπη μαζί, επιστρέφει στην καθημερινότητα εγκαταλείποντας την αναζήτηση της Ιθάκης (έναν δίκαιο κόσμο) και του εαυτού, απογοητευμένη.
Επιστρέφει που;
Σ’ ένα παρόν διαβρωμένο, άοσμο, σχεδόν νεκρό (κι ας είναι γεμάτο νεκρούς), αν δεν τον ξυπνούσαν οι εφιάλτες…
… «Κάποια βράδια όμως ο ύπνος του ταραζόταν από φριχτούς εφιάλτες
Γέμιζαν τα σεντόνια αίμα, μυρωδιά σαπισμένης σάρκας.
Μουγκάνιζε ο ίδιος σαν βόδι που το σφάζουν
κι άλλοτε σφάδαζε με αφρούς στο στόμα» σελ 11
Σ’ ένα Παρόν τι; Που σέρνει ξοπίσω του τις πληγές του παρελθόντος.
«Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα.
Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο.
Κρυφά τον πέταξες – καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει.
… ………
Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς,
αφού ανελέητα πετώ απάνω μου τη θάλασσα. Σελ.17,18
ΙΙΙ
Προσπαθώντας να αποσπάσει το παρελθόν της ψεύτικης επανάληψης που οδηγούσε στη μεταμφίεση των ειδώλων, πορεύεται με την αιώνια αθεράπευτη πληγή της χαμένης ομορφιάς της νεότητας.
«Άρχισα να βγάζω στο δέρμα περίεργα κόκκινα τετράγωνα
μου τα ξερίζωναν και ξαναφύτρωναν.
Δεν το υποψιάστηκαν, μια μεταμφίεση ήταν.
Μια μεταμφίεση σάλτο μορτάλε.
Έτσι μια μέρα έβγαλα το παλιό δέρμα
Βγήκε μια πέτσα ξερή κιτρινισμένη
έμεινε κατακόκκινη φρέσκια πληγή να αχνίζει.
Με αυτή θα πορευόμουν.
Αναδρομές «εν πτήσει» με θέα τον θάνατο. Το αιώνιο πρόβλημα, το ακατάπαυστο ερώτημα.
«Ας χασομεράει ο θάνατος
ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας
Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται
για την παραμονή στην ύλη ή στο άυλο.» σελ.19
Κι οι Προσδοκίες σε Πτώση
«Όλοι γίναμε Οδυσσείς.
Όχι Κανένας ούτε Όύτις
Οδυσσείς με ταυτότητα
Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη
………
Σε μια πηχτή αβεβαιότητα ξεβράζεται βουλιάζει η βούλησή μας
……….
Μία η προσδοκώμενη απάντηση
κι αυτή υπαγορευμένη. Σελ.20
Ένας Απολογισμός προς το Μέλλον
«Προς το παρόν
Ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου.» Σελις 21
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Παλινδρομήσεις στο παρελθόν (αναμνήσεις) και το παρόν σε πορεία προς το μέλλον που ενώνει ό,τι χάθηκε με ό,τι αντέχει πριν χαθεί. Σε μια αγωνιώδη διατήρηση της συνέχειας της ύπαρξης
«Καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση
Θα είναι έναρξη ή αναχώρηση» Σελ΄25
Και πάλι το Παρόν. Εναγκαλισμός της πραγματικότητας (ρεαλισμός)
Παραπαίει στο ποίημα που αιμορραγεί, διάστιχτο από ενοχές, χάνει τον δρόμο του, τον σκοπό του, τον χώρο του. Οι επιστροφές αναβάλλονται, γεμίζει ζωή το ποίημα, παρερμηνείες που διαρρηγνύουν τα ιμάτια της καθημερινότητας.
«δώστε μου μια καλή ερμηνεία
γι’ αυτές τις επανωτές παρερμηνείες
που αποσυνθέτουν ασύστολα
τη καθημερινότητά μου» σελ.26
Στο ΔΙΑΛΟΓΙΚΟ
Τρέχουν οι άνθρωποι να αποφύγουν την αδέσποτη μοίρα τους.
«πες μου σε ποιο επεισόδιο ισιάζει η πλάτη μου,
όταν αποφεύγεις την αδέσποτη σφαίρα που σε κυνηγάει
αποκρίνεται.» σελ.27
έτσι αποφεύγοντας τον μάταιο συγχρωτισμό, την ψευδαίσθηση του φαίνεσθαι, πετά μέσα της… δεν εμπιστεύεται την φθορά του ζειν.
«Έχω πολλά φτερά κρυμμένα
στην πλάτη μου, αλλά σπάνια τα βγάζω.
Προτιμώ να πετώ μέσα μου. « σελ.29
Καταλήγει γυάλινη, αόρατη, σφηνωμένη στην προσμονή μιας χαμένης Ιθάκης (σελ.30), απούσα, κλεισμένη στο καβούκι της, αδρανής, περιμένοντας ένα σκούντημα μνήμης να την σηκώσει, (σελις 31) να την εκβάλλει σε ζεστές αναμνήσεις για να γλυτώσει την» σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα» (σελ.33) επιθετικά εγκαταλείπει «φρούδες ελπίδες, την τσίγκινη προσαρμογή,» … «Μυρίζεις ξινά, /όπως μαραγκιασμένη μούρη /που με σκανάρει απ’ τη γωνία.»(σελ.35)
Και μέσα στην ερημιά της μέρας «βγάζει βόλτα τον φόβο της» «κουκουλωμένη σώμα και κεφάλι/ τα πολυεστιακά γυαλιά μου σε εγρήγορση. / …./ Ουρλιαχτά σκύλου στο βάθος.» σελ΄.(41).
«Τότε σπάει τον Φεγγίτη ένας στίχος»…» « Μην επιχειρήσεις αυτό το
ταξίδι / αν είσαι τρωτή/» βουτάει σ’ αυτόν να βαπτισθεί, να αντέξει. (Σελ.43)
Στο «Σημείωμα, λεπτή, διακριτική, ανάλαφρη , θίγει το μέγα πρόβλημα του παγκόσμιου χαμού, προτρέποντας μας προς την ζωή (σελ.45) «είναι όπως μας κόβουν με μια κίνηση οι δυνατοί – τ’ ακούς , μωρό μου;» «Γλυκιά η βραδιά./ Μην ανάβεις φως, Οδυσσέα./ Τηλέμαχε, γύρνα επιτέλους ένα πλάνο ανφάς/ όλος χαμόγελο…»(σελ.45) και τελικά ως (η) Οδυσσεύς ώριμη και έρημη «δεν γνωρίζω πλέον την φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος.» (σελ.46) Όσο κι αν ψάξεις, όσο κι αν στην περιπλάνηση καταφύγεις, μόνο τον εαυτό σου θα βρεις. Αυτό είναι το μέγα μυστικό. Εσύ και οι αντανακλάσεις σου στον κόσμο.
.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΜΥΡΝΗ
FARETRA.INFO 09/02/2023
Ένατη ποιητική συλλογή για την Κούλα Αδαλόγλου αυτή που είδε το φως τελευταία από τις Εκδόσεις Μελάνι, με τον τίτλο “Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος”.
Μετά από 40 χρόνια ποιητικής γραφής, με οχτώ συλλογές, με μία συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό της και δύο μελέτες, η Αδαλόγλου συνεχίζει να γράφει με έναν λόγο ωριμότερο από ποτέ.
Η “επιστροφή” είναι ο πυρήνας που γύρω του δένονται κυκλικά τα ποιήματα της συλλογής, με τη λέξη “απόκρημνος” να χαρακτηρίζει τον δρόμο της. Ποια όμως επιστροφή; Για την ποιήτρια; Για όλους εμάς;
Το να αποκωδικοποιείς την ποίηση αναζητώντας τους λογικούς αρμούς της είναι ανώφελο και για κείνην και για σένα. Γιατί έτσι χάνεις τη γοητεία της, αυτό το ιδιαίτερο που τη διακρίνει και που απευθύνεται μόνο σε σένα. Και συ θα το προσλάβεις με τις δικές σου κεραίες, τη δική σου ευαισθησία, αυτό που μπορείς, άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ.
Εκείνο, όμως, που δεν μπορείς να μην θαυμάσεις, είναι ο τρόπος που το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει τους δικούς του συναισθηματικούς κραδασμούς και τους μετατρέπει σε λόγο, σε λέξεις. Κι εδώ η ποιήτρια έχει φτάσει στην πλήρη ωριμότητα, αν δει κανείς την πορεία της από το 1982 της πρώτης συλλογής.
Ξεκινώντας από την αγαπημένη της “Οδύσσεια” και τους κεντρικούς της ήρωες, τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη, (που και άλλοτε την απασχόλησαν ως ποιητικές φιγούρες), τους χρησιμοποιεί ως γέφυρα για να περάσει στο τώρα και στα δικά της συναισθήματα.
Το σήμερα με την καθημερινότητά του πλέκεται με το χθες, ο μύθος με την πραγματικότητα, εκείνος κι εκείνη:
ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Ι
Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του.
Κάποια βράδια όμως ο ύπνος του ταραζόταν από φριχτούς εφιάλτες. […]
ΙΙ
Ο Οδυσσέας ένιωθε τρυφερά.
τις νύχτες της ζέσταινε τα παγωμένα πόδια. […]
ΙΙΙ
[…] Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση.
Προσδοκά έναν άλλο νόστο
επί ματαίω;
Εκείνος βέβαια ξέρει
πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
Παρελθόν και παρόν γίνονται ανάγλυφες εικόνες λόγου, που αναδίδουν άλλοτε τη λάμψη του παρελθόντος κι άλλοτε τις πικρές διαπιστώσεις του παρόντος:
ΕΚΒΑΛΛΩ
[…] Έτσι, εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα
μου δανείζει λίγη πτήση
και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα.
ΑΣΤΕΓΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Άστεγη προσαρμογή
σε σεργιανάω σε παγκάκια της οδού με τα πάρκα
τα βράδια τρυπώνω σε παραμύθια της καλοσύνης
όμως δεν βλέπω να με στεγάζουν τα πενιχρά μου κέρματα.
Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον
απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας.
Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης.
Ούτε μπρος ούτε πίσω.
Σε μια πορεία απεγνωσμένη
να εκλιπαρώ την τρυφερότητα
να λιμάζω τις επετείους.
Είναι και που κάθε βράδυ βγάζω έξω την καρδιά μου
την κοιτώ γεμάτη ουλές και φυσαλίδες
δεν έχω στάλα αντίδοτο.
Αλλά κι εκεί που η απόσταση χωρίζει και ενώνει δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μια ποθητής επιστροφής, έρχονται οι λέξεις και χωρίζουν και ενώνουν κι αυτές, αυτές του μακρινού Βορρά κι αυτές του ηλιόλουστου Νότου. Αποδέκτης της πιο μεγάλης τρυφερότητας η μικρή Νεφέλη:
ΕΣΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ
Γυρεύεις λέξεις.
Δεν ξέρω να σου δώσω.
Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια
γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες.
Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής.
Κι εσύ ονειρεύεσαι να γίνεις γοργόνα.
Αλλού η ραγισματιά του χρόνου στα πράγματα και στους ανθρώπους γεννά την ελπίδα μιας άλλης αναγέννησης, μέσα από τα μικρά χέρια της νιότης που αγκαλιάζει την ωριμότητα τρυφερά:
ΒΛΑΣΤΟΙ
Έχω μια ραγισματιά,
είπε η πορσελάνινη τσαγιέρα,
βαθαίνει με τον καιρό,
μην κοιτάτε που δεν φαίνεται,
κι άλλες αθέατες μικρές ρωγμές,
ό,τι δεν φαίνεται έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει.
Όμως αυτή με τα μικρά της χέρια
φυτεύει στη ραγισμένη τσαγιέρα βολβούς
βγάζουν βλαστούς
ίσως μια μέρα στερεώσει μέσα μου λουλούδια
να λάμψω πάλι με μιαν άλλη ομορφιά.
Ο λόγος της Αδαλόγλου, πυκνός και ουσιαστικός, με διάθεση όχι αδιάφορης για τον αναγνώστη ομφαλοσκόπησης, στην οποία επιδίδονται πολλοί ποιητές σήμερα, αλλά με διάθεση κατάδυσης στο εγώ της και στον καταλυτικό χρόνο, που έχει τους δικούς του νόμους, καταγράφει εικόνες και συναισθήματα υπαρκτά, όχι πλαστά, διαπιστώνοντας στοχαστικά:
[…] Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο […]
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Τ. 198 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023
Προς τα πού άραγε επιστρέφουμε; Ερώτημα εναργές διαρκώς στην ποίηση της Αδαλόγλου. Όλοι γίναμε Οδυσσείς,/ όχι Κανένας ούτε Ούτις, Ι Οδυσσείς με ταυτότητα./ Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη. («Μία η προσδοκώμενη απάντηση»). Η ποιήτρια στην πρόσφατη συλλογή της επανέρχεται στο προσφιλές θέμα της
περιπλάνησης του ανθρώπου-Οδυσσέα. Με γνώμονα τον εμβληματικό ήρωα και τους συν αυτώ, ανοίγει το μυθικό τοπίο για να συναντήσουμε οικεία πρόσωπα, με τις δικές τους ταλαιπωρίες να μη στοιχειώνουν πια μέσα στους αιώνες τον ήσυχο και βολεμένο ύπνο σαν κάτι απόμακρο. Εδώ η Πηνελόπη και ο Οδυσσέας είμαστε εμείς, ο διπλανός μας. Η Αδαλόγλου με απλά εκφραστικά υλικά γράφει ποίηση που συντροφεύει τον δικό μας νόστο, το άλγος της επιστροφής, όπως το εννοεί ο καθένας. Προς το παρόν/ ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου. («Προς το παρόν»). Αλλωστε, όπως λέει και η ίδια: Οι νόστοι γίνονται με πολλούς τρόπους. («Εν πτήσει»). Σε αγαστή συνύπαρξη-συμπλήρωση με το πρώτο μέρος της συλλογής (Η αμφίθυμη αμφιθυμία της Ιθάκης), έρχεται το δεύτερο {Παλινδρομήσεις τρόπον τινά), για να δέσουν και τα δύο μέρη στον κοινό τίτλο: Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος. Η ποιήτρια σε μια περιδίνηση μέσα, σε πτήσεις εσωτερικές, σε επαναφορές της μνήμης, περιπλανιέται στο δικό της ταξίδι επιστροφής, επώδυνο όσο και ιαματικό. Έτσι, εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα/ μου δανείζει λίγη πτήση/ και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα. («Εκβάλλω»). Μια πορεία απεγνωσμένη, θα πει, με την καρδιά γεμάτη ουλές και φυσαλίδες, και άφαντο το αντίδοτο. Παλινδρόμηση ανάμεσα στη θύελλα και στην τρυφερότητα. Με όπλο τον ποιητικό
λόγο – ποιος άραγε σώθηκε ποτέ; Η φυγή ευκταίος πάντα στόχος. Προς τα πού όμως; Ποίηση που θέτει ερωτήματα. Ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, όπως αρμόζει στην ποίηση. Η ποίηση, όπως εδώ, μπορεί μόνο να προτείνει ανοιχτές ρωγμές στον αδιαπέραστο τοίχο: δε γυρεύω πλέον τη φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος. («Διαφυγή – Μια απόπειρα»). Και ο νόστος (του Οδυσσέα ή ο δικός μας), η αγωνία (της Πηνελόπης ή η δίκιά μας), το άλγος ολόδικό μας, πάντα εδώ.
ΔΑΝΑΗ ΤΣΟΥΛΙΑ ΧΑΣΑΚΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 27/1/2024
Με τη συνδρομή γλάρων στίχων
Έχω πολλά φτερά κρυμμένα
Στην πλάτη μου, αλλά σπάνια τα βγάζω.
Προτιμώ να πετώ μέσα μου (σελ29)
Άνοιξε, ευτυχώς, αυτά τα «φτερά» για άλλη μια φορά η Κούλα Αδαλόγλου. Σ΄ έναν καλαίσθητο τόμο των εκδόσεων Μελάνι φιλοξενείται η τελευταία ποιητική της συλλογή, δώρο στους/στις αναγνώστες/τριες.
Συναντούμε και πάλι την Πηνελόπη, πιο ώριμη, να «την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση», τον Οδυσσέα που «διοργάνωνε με προθυμία ταξίδια αγάπης» αλλά «βέβαια ξέρει/πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος»(σελ.12). Παρών-απών και ο Τηλέμαχος. Και ενώ πριν σχεδόν μια δεκαετία η Πηνελόπη- ποιητικό υποκείμενο πεισμωμένη δήλωνε στον Οδυσσέα: «κι αν ξαναφύγεις, θα έχω κερδίσει το μεσοδιάστημα»[1], τώρα, συγκαιρινή μας μάνα ενός Τηλέμαχου του brain drain κι αυτή, πάντα «με ραγισμένη φωνή»,[2] διαπιστώνει πως «ξεθηλυκώθηκε ο νόστος» (σελ.20), πόσο περισσότερο από την πρώτη αποδημία πονούν οι σύντομοι νόστοι και οι επακόλουθοι αποχωρισμοί, και μάλιστα στον δίσεκτο καιρό της πανδημίας, όταν «τα αντισηπτικά απέτυχαν να απολυμάνουν/την επιφάνεια της μνήμης»(σελ.42).
Μαζί με το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζουμε και οι αναγνώστες/τριες τον εαυτό μας στη νέα κατάσταση σε «τσίγκινη προσαρμογή», που «γυαλίζει λίγο στο φως/ μα στο σκοτάδι κόβει και πονά»(σελ.35), στις οφθαλμαπάτες που δημιουργούνται στο θολωμένο από τη νοσταλγία βλέμμα ( «ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ», σελ.15), στις απόπειρες φυγής που ακυρώνει η προχωρημένη ωριμότητα: «δεν γυρεύω πλέον τη φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος»(σελ.46).
Σε ένα διαρκές πήγαιν΄ έλα η ζωή-όλων μας- από το εδώ στο εκεί και πίσω, από τον γενέθλιο τόπο στην ξενιτιά, από το τώρα στο τότε, από την ζέουσα πραγματικότητα στο όνειρο, στις αναμνήσεις, «Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά» (σελ.23). Ποια, τελικά, και πού είναι η Ιθάκη;
«όλοι γίναμε Οδυσσείς,
Όχι Κανένας ούτε Ούτις,
Οδυσσείς με ταυτότητα.
Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη.
Η λέξη σε αμφίθυμη πολυσημία.
Εναέριες διαδρομές σε ανακύκλωση.
Λάμνουμε ανάλογα με τον εκάστοτε προορισμό.»(σελ.20).
Mε βαθύ αναστεναγμό, τον νιώθουμε, η διαπίστωση. Μόνο η παρουσία του μικρού παιδιού και η Ποίηση παρηγορούν, γίνονται πηγή αισιοδοξίας.
ΕΚΒΑΛΛΩ
Πώς διαστέλλονται έξαφνα οι άνθρωποι!
Ξεβραζουν σακιά με αράχνες γουστερίτσες και μικρά φίδια.
Όμως εγώ εκβάλλω σε μέρη που χάιδεψες με ένα χαμόγελο.
Που τα μοσχοβόλησε η κούρασή σου.
Μυρίζω το νάζι το νεύρο την άρνησή σου
Γεύομαι τις ζωγραφιές το παιχνίδι με τις γάτες.
Έτσι, εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα
Μου δανείζει λίγη πτήση
Και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλλιγιώδη πεζότητα (σελ.33)
Και σε αυτήν τη συλλογή απολαμβάνουμε το προσωπικό ποιητικό στίγμα της Κούλας Αδαλόγλου: γραφή απλή, ανεπιτήδευτη, «ήσυχη», χωρίς λιγωτικά λυρικά ξεσπάσματα, κι ας είναι τόσο έντονα τα συναισθήματα, με ένα διακριτικό χιούμορ να τα διασκεδάζει. Λέξεις καθημερινές, τρέχουσες, σε απρόσμενους, γοητευτικούς συνδυασμούς.
[Η Πηνελόπη] «Σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της/και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν»(σελ.12).
Απόδοση οφειλής, σεμνή υπόκλιση της ποιήτριας στη λαϊκή μας παράδοση οι στίχοι και τα μοτίβα από το δημοτικό τραγούδι, ο παροιμιώδης λαϊκός λόγος:
«εσύ που ξέρεις τα πολλά, του λέω,
πες μου σε ποιο επεισόδιο ισιάζει η πλάτη μου,
όταν αποφύγεις την αδέσποτη σφαίρα που σε κυνηγάει
αποκρίνεται»(σελ.27)
Διαβάζουμε στίχους με ρεαλιστική γραφή, σαν να πατούμε σε στέρεο έδαφος, και στη συνέχεια στίχοι υπερρεαλιστικοί και γι΄ αυτό πολύ δραστικοί, μας απογειώνουν στη σφαίρα του στοχασμού για τα ανθρώπινα και για το θαύμα του ποιητικού λόγου.
ΤΟΤΕ ΣΠΑΕΙ ΤΟΝ ΦΕΓΓΙΤΗ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ
Παγωμένη η εικόνα
Μόνο τα μάτια σου τρυπούν την οθόνη
Άφωνη εγώ γδαρμένο λαρύγγι από οιμωγές
Στους δρόμους πίσσα ρευστή
Κολλούν τα παπούτσια
Μένουμε σε υποχρεωτική ακινησία
Παράδοξες φιγούρες χορευτικές
Αλλόκοτες γυμναστικές ασκήσεις.
Κι αν τύχει πίκρα γή χαρά
Ποιος πάει να μου τη φέρει
Τότε σπάζει τον φεγγίτη ένας στίχος
Στάζει λέξεις καυτές
Θραύουν το κακό
Ξεκινάει ένα ήσυχο ποτάμι αίμα
Γονατίζω βουτώ ολόσωμη.
Μην ξεχάσεις τη φτέρνα, μου φωνάζει το πουλί.
Μην επιχειρήσεις αυτό το ταξίδι
Αν είσαι τρωτή (σε.43)
.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
www.istos.gr 16/6/2023
Η καλή ποιήτρια Κούλα Αδαλόγλου στην τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (εκδόσεις Μελάνι, 2022) συνομιλεί με τις δυο προηγούμενες ποιητικές συλλογές της Οδυσσέας τρόπον τινά και Εποχή Αφής, αλλά και με άλλες ποιητικές φωνές.
Ο τίτλος μας προϊδεάζει για το δύσκολο του εγχειρήματος και της οδύνης της ανθρώπινης περιπέτειας στο δρόμο για την Ιθάκη της βιοτής. Η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο με τα δυο ξερόκλαδα σε έναν έρημο τόπο προσομοιάζει με δυο γυμνούς χορευτές που με τις κινήσεις τους λες και δοκιμάζουν και προσπαθούν να βγουν από το δίλημμα και το όριο μεταξύ απόστασης και εγγύτητας και υπερσκελίζοντας την απόσταση και τη ερημία να πετύχουν την πολυπόθητη εγγύτητα και το άγγιγμα. Παράλληλα τίτλος και εικόνα μας εισάγουν στη θεματική του βιβλίου.
Η συλλογή αποτελείται από δυο ενότητες. Στην πρώτη με τίτλο: «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης» το δίλημμα και η αμφιθυμία γίνονται ακόμη πιο σαφή και επιβεβαιώνονται από την προμετωπίδα: «Γι΄ αυτό πονώ το πιο πολύ, παρά για τον Δυσσέα, και τρέμω κι όλο νοιάζομαι μήπως κακό μου πάθει, στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει» (Οδύσσεια δ,στ. 830-832). Για τον Τηλέμαχο πλέον νοιάζεται πρωτίστως η Πηνελόπη, άλλωστε το βιβλίο είναι αφιερωμένο στο γιο της ποιήτριας και στη σύντροφό του.
Σ’ αυτή την ενότητα το ποιητικό υποκείμενο με το προσωπείο της Πηνελόπης σκιαγραφεί την καθημερινότητα και τη συναισθηματική συνθήκη της: «Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του.» ωστόσο διακατέχεται από ανησυχία και άγχος γήρατος «Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη» (σ. 11), τις νύχτες ωστόσο «…καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν.// Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση./ Προσδοκά έναν άλλο νόστο/ επί ματαίω;// Εκείνος βέβαια ξέρει/ πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.» (σ.12). Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά τον τίτλο του βιβλίου, όμως στην ακρίβεια αποτελεί στίχο του υπέροχου ποιήματος «Εν πτήσει// Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.». Σε ποιά επιστροφή αναφέρεται αλήθεια η ποιήτρια; Μήπως υπαινίσσεται και την επιστροφή στην αρχέγονη μήτρα; Διακατέχεται άλλωστε από άγχος θανάτου: «Ας χασομεράει ο θάνατος/ ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας/ Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται/ για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο.» (σ. 19).
Ο λόγος κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, αφηγηματικός και εξομολογητικός, προφορικός με λεπτεπίλεπτη επιλογή των λέξεων, με ευαισθησία και τρυφερότητα, με την αξιοποίηση του ονειρικού και της φαντασίωσης, στοχαστικός και λυρικός εμπλουτισμένος με ευφάνταστες μεταφορές και παρομοιώσεις όπου παρελαύνουν εγγαστρίμυθοι τέττιγες, τσίγκινες προσαρμογές, στρογγυλεμένα παραμύθια και χειρουργικά τσιμπιδάκια εκτοξεύοντας την αισθητική απόλαυση του αναγνώστη. Λόγος νεωτερικός και ενίοτε με ρυθμό και μελωδικότητα που παραπέμπει σε έντεχνο ή δημοτικό τραγούδι, όπως στο ποίημα «Της ξενιτιάς» (σ. 42) και στο ποίημα ποιητικής «Τότε σπάει τον φεγγίτη ένας στίχος» (σ. 43) πάντα με την ώριμη και αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή της Αδαλόγλου να ωθεί τον αναγνώστη σε αναστοχασμό αλλά και ονειροπόληση και αισθήματα συμφιλίωσης και γαλήνης.
Στις τεχνικές της η ποιήτρια αξιοποιεί πλούσιο διακείμενο, όπου πέρα από τον παππού Όμηρο, συνδιαλέγεται πχ με τον εθνικό ποιητή της Σκωτίας Ρόμπερτ Μπερνς, τον Παπαδιαμάντη και τον Σεφέρη ή αναφέρεται στον Ευάγγελο Αυδίκο[1]. Θα τολμήσω να αναφέρω ότι διέκρινα και μια συνομιλία με την ταπεινότητά μου, καθώς ο τίτλος της ποιητικής συλλογής μου θύμισε τον στίχο μου «ο δρόμος πίσω φαντάζει φαράγγι σκοτεινό»[2], ενώ το ξεχωριστό ποίημα «Πετώ μέσα μου» (σ. 29) οδήγησε τους συνειρμούς μου στο ανέκδοτο ποίημα μου «Με το πρώτο άνθος», δημοσιευμένο στο τεύχος 7 του Θευθ[3].
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Παλινδρομήσεις τρόπον τινά», ο οποίος παραπέμπει στον τίτλο της προηγούμενης ποιητικής συλλογής της Αδαλόγλου Οδυσσέας, τρόπον τινά, το ποιητικό υποκείμενο διαλογίζεται, «πετά μέσα του», ανακάμπτει κι ανασκουμπώνεται, αποζητώντας συμφιλίωση και γαλήνη. Στοχάζεται και διαχειρίζεται τα αισθήματα αναπόλησης, νοσταλγίας κι ανησυχίας για τον ξενιτεμένο Τηλέμαχο, προσμονής, νόστου ξενότητας μοναξιάς, ανησυχίας και βεβαίως άγχος θανάτου, το οποίο επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα όπως: «Στο βάθος// Κάποιοι τις γνέφουν, μορφές ακοθόριστες/ οικίες ωστόσο και γαλήνιες./ Όλο πλησιάζει κι όλο ξεμακραίνουν// καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση/ θα είναι άφιξη ή αναχώρηση.»(σ. 25) ή όπως το ποίημα «Γυάλινη// Μια κόκκινη εσάρπα διαχέεται στο πάτωμα/ γίνεται δίνη/ περιδινούμαι./ Αίσθημα πνιγμού.» (σ. 30). Ωστόσο η φρεσκάδα, η νεότητα, ο έρωτας, καθώς και ο στοχασμός και η νοερή κουβέντα με την εγγονή με τη συνέργεια της ιαματικής λειτουργίας της ποίησης προσδίδουν αμπούλες συμφιλίωσης και διαχείρισης των οδυνηρών συναισθημάτων, όπως στο ποίημα «Εκβάλλω// Έτσι, εμφανίζεται το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα/ μου δανείζει λίγη πτήση/ και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα» (33) ή στο ποίημα «Σταγόνες// αλλιώς, πως θα κοιτάς στο μέλλον με επιείκεια/ τη δική μου αδέσποτη υγρασία.» (σ. 37).
Η Αδαλόγλου μέσα από αναμοχλεύσεις της μνήμης και αφηγηματικά στιγμιότυπα και με την ευαισθησία και τρυφερότητα που τη χαρακτηρίζει, καταθέτει αγωνίες, θεάσεις και στοχασμούς της. Άλλοτε την απασχολεί το δίπολο της ερωτικής εγγύτητας και απόστασης, άλλοτε ο νόστος και η ξενότητα, άλλοτε η νεότητα και το γήρας, άλλοτε πάλι το άγχος θανάτου και η απώλεια, ενώ ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος άλλοτε βρίσκονται κοντά της και άλλοτε την συνοδεύουν εκ του μακρόθεν. Το ποιητικό υποκείμενο φέρει το αρχετυπικό προσωπείο της Πηνελόπης την οποία μεταθέτει σε σύγχρονες συνθήκες ξενιτιάς και ξενότητας όπου φευγάτη είναι η ίδια και ο νόστος δικός της. Μια Πηνελόπη που βγάζει τον πόνο της για σεργιάνι, που δεν διστάζει πλέον να καταβυθιστεί στον βυθό της, διαμηνύοντας ότι «Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο» (σ.34) και η οποία προσπαθεί μέσα από την καταφυγή στην ποίηση με την ώριμη ποιητική φωνή της να συμφιλιωθεί και να μας συμφιλιώσει με τη δυσκολία που ενέχει η προσπάθεια πλησιάσματος και εγγύτητας στην ερωτική διαπροσωπική σχέση, αλλά και με την αμφιθυμία που ελοχεύει αυτή η προσπάθεια. Ωστόσο απλώνοντας τα φτερά προς τα μέσα, προσπαθεί κυρίως να συμφιλιωθεί και να μας συμφιλιώσει με το απόκρημνο που ενέχει ο δρόμος της επιστροφής γενικότερα, αυτός προς την άλλη πλευρά της όχθης.
ΤΟ ΚΑΒΟΥΚΙ
Έβρισκε πάντα τις παρέες σχηματισμένες
δεν ήταν ποτέ εκεί στη σωστή στιγμή
ίσως να ενοχλούσε η συχνή απουσία της
την ξεχνούσαν
στο ντουλάπι με τα πορσελάνινα σερβίτσια
ή στο θηλυκωμένο τσεπάκι απ΄το πουκάμισο
τη θυμούνταν μόνο
στα έκτακτα καιρικά φαινόμενα.
Μια ζωή κλεισμένη στο καβούκι της
τώρα πεσμένη ανάσκελα
κουνάει χέρια πόδια
χωρίς να μπορεί να γυρίσει.
Ένα σκούντηγμα μνήμης
αργεί να φανεί.
.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΜΥΡΝΗ
FARETRA.INFO 9/1/2019
Γέφυρες της μνήμης και του χρόνου
Μετά από τριάντα έξι χρόνια γραφής, η Κούλα Αδαλόγλου φέρνει στο φως την 8η ποιητική της συλλογή, «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Ποίηση πυκνή, της ωριμότητας, αγγίζει τη μνήμη και τον χρόνο, παίζοντας μαζί τους άλλοτε οδυνηρά κι άλλοτε λυτρωτικά.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες, « Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» και «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», που αποτελούν και στίχους ολοκληρωμένων ποιημάτων, σηματοδοτώντας όμως τους στόχους, νοηματικούς, εκφραστικούς και συναισθηματικούς της ποιήτριας.
Τα σαράντα εφτά ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για το μικρό τους μέγεθος, την εκφραστική τους ευστοχία και τη συναισθηματική τους δύναμη, καθώς καταφέρνουν να δώσουν το μέγεθος της στιγμής ή τη σμίκρυνση του απείρου, σ’ ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον.
Πρωταγωνιστεί ο ψυχικός κόσμος της ποιήτριας, φορέας της μνήμης ενός παρελθόντος καθοριστικού για το παρόν της, που συναντιέται με το παρόν της μικρής εγγονής της, της Νεφέλης, καθώς γίνεται το πρόσωπο ενός λαμπερού, πολλά υποσχόμενου μέλλοντος. Η Νεφέλη είναι γι’ αυτήν η συνέχεια…
Γυρνώντας πίσω η μνήμη πονά – «με πολλαπλά κατάγματα η μνήμη» – καθώς αγαπημένα πρόσωπα εισβάλλουν μέσα από τη μνήμη με φιγούρες ή ακόμη και μυρωδιές, υπενθυμίζοντας άλλοτε την επερχόμενη φθορά,
Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά
κρέμα νυκτός
κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά.
Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με κρέμα νυκτός.
Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες
γκρεμίζομαι
κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια
παφλάζουν και μετά ηρεμία.
Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα
επιπλέει σαν σχεδία
πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενης σήψης.
κι άλλοτε πάλι τη νοσταλγία ενός παιδικού χαμένου παράδεισου.
Με ευλόγησε το χέρι της γιαγιάς, παχουλό σαν φουσκωμένο ζυμαράκι στον καρπό, είχα χρόνια πολλά να δω το χέρι της, το χαμόγελο το βλέπω συχνά, με συντρέχει, όπως και οι άλλοι από τις φωτογραφίες χαμογελούν, μου περνούν ένα σάλι στους ώμους σαν πέσει ψύχρα, ένα λαστιχάκι στα μαλλιά να μην πέφτουν στα μάτια μου, κι ύστερα καμώνονται τους ανήξερους και κοιτούν το άπειρο, όμως εγώ δεν κάνω λάθος και κλείνω τις κουρτίνες, ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και βλέμματα που ανθούν στο σκοτάδι.
Ο χρόνος εξακολουθεί να είναι καθοριστικά παρών.
……………………………………
Ένα ευέλικτο αλυσοπρίονο
τεμαχίζει τον χρόνο
κομμάτια- εικόνες που προσπαθούν να κρατηθούν
μερικώς αδιαχώριστα
σαν μια προοπτική αναδρομής των δεδομένων.
Ορίζει τα όρια και τον χώρο της Ποίησης.
………………………………………
Γέμισε ο χώρος από λέξεις ήμερες και παραπονεμένες
που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,
μήπως και πάψω να αιωρούμαι
τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.
Η μορφή της Νεφέλης σφραγίζει με την παρουσία της ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, φέρνοντας μια πνοή αθωότητας και αισιοδοξίας για το μέλλον μέσα από τρυφερές πινελιές
……………………………………
Τότε τρέχει εκείνη να της κουμπώσω το πέδιλο,
μου δίνει μια ανθοδέσμη αγριολούλουδα
με τα μικρά της χέρια
σκεπάζει τη νωπή σάρκα μου με φύλλα ευκαλύπτου
να θρέψουν οι πληγές προστατευμένες.
Εικόνες και λέξεις ενός πηγαίου λυρισμού χτίζουν μια ποίηση κάποιες φορές πολύχρωμη και αστραφτερή, όπως το πρόσωπο ενός παιδιού.
……………………………………
Και πώς είναι να χάνεσαι μέσα στο παραμύθι
και να κρατιούνται από το χέρι η μουσική, το όνειρο, τα χρώματα.
Και να σηκώνονται οι λέξεις
να βγάζουν ασημένιες κλωστές για το φεγγάρι
χρυσές φωνούλες για τον ήλιο,
ενώ κρατάς σφιχτά στο χέρι σου
κόκκινο αστραφτερό δοξάρι.
Και το παρόν μεταμορφώνεται σε μέλλον, εκεί που μπερδεύεται η παρουσία με την απουσία μέσα στο άγνωστο, καθώς γίνεται ήρεμη και σοφή παραδοχή.
…………………………………
έτρεχες κι έλαμπες
και μεγάλωνες και ταξίδευες –
κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις.
Θα σου γνέφω
την ώρα που φεύγεις
εκεί, μισοκρυμμένη στο τζάμι,
κι εσύ θα σταματάς για μια στιγμή, θα υψώνεις το κεφάλι
και θα χαμογελάς
θα είμαι εκεί στην καθημερινότητά σου.
………………………………
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μικρή αέρινη Νεφέλη, όμως οι ισορροπίες προσώπων, συναισθημάτων και ιδεών κατανέμονται έτσι, που να φωτίζουν όχι μόνο τον προσωπικό πυρήνα από τον οποίο είναι φυσικό να ξεκινά κάθε ποιητής, αλλά και το σημερινό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Η ποιήτρια δεν αποστασιοποιείται από τον πόνο του άλλου, που είναι τόσο κοντινός γι’ αυτήν, όσο και ο δικός της. Τον καταγράφει συμπάσχοντας χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, αποδίδοντας με λέξεις καίριες τον καθρέφτη του αδυσώπητου σήμερα.
Η τρέλα, κάποτε απότοκος των σημερινών αδιεξόδων, περιγράφεται με στίχους τραγικά σαρκαστικούς.
Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες.
Πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.
Η στέρηση, το κρύο, η απανθρωπιά των ημερών, δυναμώνουν την κραυγή διαμαρτυρίας.
………………………………
Ανοίγω το φερμουάρ της τσάντας μου
μήπως βρω τα Χριστούγεννα
που δεν ήρθανε φέτος.
Μη βλέπετε αυτή που λέει πως είμαι εγώ
τριγυρνάει στο σπίτι μου
δήθεν στολίζει γιορτινά
μαγειρεύει δήθεν χριστουγεννιάτικα.
Ψέματα λέει.
Εγώ είμαι πεσμένη Ερμού 62
σ’ ένα παγωμένο πεζοδρόμιο
ουρλιάζω σαν τον λύκο
εις μάτην
το ουρλιαχτό μου δεν τέμνεται
με την έλευση του νέου χρόνου.
Αλλού η προσφυγιά και ο πόλεμος περιγράφονται με αφαιρετική δύναμη.
…………………………………
Εκεί στα σύνορα
δεν ανθίζουν τα συρματοπλέγματα
ό,τι κι κάνεις.
Κι ούτε μπορούν τα μάτια τους να τα τρυπήσουν
όσο κι αν είναι έντονα τα βλέμματα.
Πάλι αίμα θα βοσκήσει η Ιστορία.
Και συνεχίζει με εικόνες, όπου το φως νικά το σκοτάδι.
Τρυπώνω στον φακό της κάμερας και πάω
περνώ βουνά σύνορα και φράχτες.
Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της – πόσων μηνών; – ανήσυχη,
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη,
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.
Η ποίηση της Αδαλόγλου δεν είναι ποίηση του εντυπωσιασμού. Είναι ποίηση βαθιά ανθρώπινη και ευανάγνωστη. Τη βοηθά να την κάνει κτήμα των πολλών όχι μόνο η πηγαία φλέβα της αλλά και η επιστημονική της γνώση της γλώσσας, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά της και την ιδιαίτερα βαρύνουσα χρήση της στίξης στον λόγο τον ποιητικό. Ποίηση που κάνει τον αναγνώστη συμμέτοχο των ποιητικών της αναζητήσεων με συναισθηματική μέθεξη από τη μεριά του.
Η ποιήτρια συνεχίζει το ποιητικό της ταξίδι, που το ταυτίζει με το ταξίδι της ζωής, αφού, όπως δήλωσε κάποτε «Η ποίηση για μένα είναι τρόπος ζωής, είναι ανάσα. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτήν. Και για να δανειστώ και τον στίχο του Καρυωτάκη η ποίηση είναι ένα καταφύγιο. Είναι τρόπος ζωής, ανάσα και επιβίωση…», κλείνοντας τη συλλογή της με τους στίχους:
…………………………………
Κι εγώ στο κατάστρωμα πάντα με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν
ρούχο λινό
αλλάζω σχήμα και χρώματα
κι εύχομαι ν’ αργήσει πολύ να φανεί η στεριά.
(Οι πίνακες που συνοδεύουν το κείμενο είναι της Ρένας Αβαγιανού.)
.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΛΩΡΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 19/1/2019
Χορός από λέξεις το στόμα σου. Σκέψεις για τη νέα ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου
«Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα» Γ. Σεφέρης
Αν «Η μνήμη είναι
κύριο όνομα των θλίψεων
ενικού αριθμού
μόνον ενικού
και άκλιτη
η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη»
για την Κική Δημουλά, για την Κούλα Αδαλόγλου, στη νέα της ποιητική συλλογή, η μνήμη γίνεται αφορμή για μια λυτρωτική και συνάμα νοσταλγική γραφή. Λυτρωτική γιατί έτσι ξορκίζεται η θλίψη και ο πόνος που επιφέρει ο χρόνος και η απόσταση και νοσταλγική γιατί το απώτερο ή εγγύτερο παρελθόν επανέρχεται με μια τρυφερή αίσθηση και αγάπη για να επουλώσει και πάλι ό,τι ο χρόνος και η απόσταση προκάλεσαν. Και επειδή η ποίηση «έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα», με τη δική της ανάσα , όσο διαρκεί η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής, ανασαίνουμε και ακόμη περισσότερο, αφού όλα τα συναισθήματα που αναδύονται από την ποιητική της γραφή, όλα τα βιώματα, που με ευγένεια και συστολή παραθέτει, αγγίζουν αβίαστα και πολύ τρυφερά το προσωπικό βίωμα του αναγνώστη και κινητοποιούν και τις δικές του μνήμες. Μια ποίηση βαθιά ανθρώπινη, που η κάθε στιγμή της ζωής αποκτά το μέγεθος και την αξία που της αρμόζει, μια ποίηση χαμηλόφωνη με πυκνότητα και λιτότητα λόγου, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό άλλωστε του ποιητικού λόγου της Κ. Αδαλόγλου. Η ποιήτρια παραθέτει και υπαινίσσεται, έτσι παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι συναισθημάτων και στοχασμών, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, όσων γράφει και όσων υποδηλώνει με τη γραφή της.
Τίτλος της συλλογής Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα.
Άδηλο, αλλά υπαρκτό, έστω και σαν μικρή κουκκίδα το μέλλον
« Εκείνα, όμως…
Δεν ονειρεύονται
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα
Χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις»
Αλλά και ελπιδοφόρο μέσα από την τρυφερή παρουσία ενός παιδιού
« Τότε, τρέχει εκείνη να της κουμπώσω το πέδιλο,
μου δίνει μια ανθοδέσμη αγριολούλουδα
με τα μικρά της χέρια»
«Ίσως να ονειρευόσουν χαρές και παιχνίδια.
…
Έτρεχες κι έλαμπες
και μεγάλωνες και ταξίδευες –
κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις»
Δυο οι ενότητες που συνθέτουν τη συλλογή: « Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» η πρώτη, με δανεισμένο τον στίχο από το ποίημα «Σκουριά». Το ποιητικό υποκείμενο ανασύρει μνήμες από το πιο μακρινό παρελθόν
« Κι εγώ θυμήθηκα το κανιστράκι με τα σαλιγκάρια
που έφερνε η μάνα απ’ την αυλή
κρυφά τραβούσα την πετσέτα,
γέμιζε η κουζίνα ζωούλες..»
«Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά
κρέμα νυκτός
κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά…»
Αλλά και αισθήσεις, αγωνίες ίσως και μια πικρία, για την οποία η ζωή με τις όψεις της ευθύνεται αλλά και ο χρόνος που ανεξίτηλα τα σημάδια του αφήνει
« Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες
γκρεμίζομαι
κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια
παφλάζουν, και μετά ηρεμία.
Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα
επιπλέει σαν σχεδία
πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενης σήψης.»
Μια διάθεση να παραμείνουν, έστω και ίχνη μετά την αποχώρηση
«Στην εύλογη απορία του
γιατί βάζει κραγιόν λίγο πριν τους αποχαιρετήσει,
μα γι’ αυτό ακριβώς, απάντησε,
για να ‘χουν κάτι από μένα πάνω τους
σαν θα ‘χω φύγει.»
Έλλειψη, απουσία, μοναξιά, συνείδηση πως όλα αλλάζουν, δυσκολία της καθημερινότητας, απώλεια, σε μια θαυμαστή ισορροπία με έναν αυτοέλεγχο που σώζει από ακραία συναισθήματα και εξωτερικεύει μια τρυφερότητα, μια ωριμότητα μια συναισθηματική δύναμη χωρίς μελοδραματισμό και υπερβολή.
Σε πολλά σημεία της πρώτης ενότητας ο λόγος οξύς βυθίζεται στην ψυχή και πληγώνει αλλά και έμμεσα κριτικός
« Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες
πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.»
Εφιαλτική η εικόνα των τελευταίων στίχων – θυμίζει παρόμοιες εικόνες του Μ. Σαχτούρη; – αποτελεί μια εξαιρετικά διατυπωμένη κριτική που ανατρέπει το περιεχόμενο των στίχων που προηγούνται.
Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα», επίσης στίχος από ποίημα της συλλογής. Πιο κοντά στο παρόν οι μνήμες και τα βιώματα που κινητοποιούν τη σκέψη και τα συναισθήματα. Μια καθημερινότητα που νοσταλγικά, τρυφερά ξεδιπλώνεται μέσα από την ποιητική γραφή. Αναφορά και σε γεγονότα που δεν σημάδεψαν μόνο την ψυχή αλλά και την ιστορία και παρουσιάζονται με ιδιαίτερο τρόπο, όπου το τραγικό περνά στη συνείδηση του αναγνώστη με τρόπο τρυφερό και βαθιά συναισθηματικό και υποβάλει σε στοχασμό για τις δικές του ευθύνες χωρίς ενοχές και διάθεση αυστηρής αυτοκριτικής.
«Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της – πόσων μηνών; – ανήσυχη,
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.»
« σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.»
Το μεγαλύτερο μέρος της ενότητας καλύπτουν ποιήματα στα οποία λανθάνουν πρόσωπα αγαπημένα. Πρωταγωνιστής στα περισσότερα η γλυκιά παρουσία ενός παιδιού, που μεγαλώνει μέσα στη ζεστασιά και στην αγάπη, σε τρυφερό και προστατευτικό περιβάλλον το οποίο όλα τα παιδιά δικαιούνται. Εύλογα ο αναγνώστης συνδέει αυτά τα ποιήματα με εκείνα που μιλούν για κάποια άλλα παιδιά που με τόση αγάπη τα περιβάλλει ο ποιητικός λόγος. Αγαπημένη παρουσία που λείπει πολύ, όταν βρίσκεται μακριά από το ποιητικό υποκείμενο.
«Καμιά φορά σε ξεχνώ , γλυκιά μου.
Ξεχνώ πως θα ξυπνάς με χαμόγελο,
πως θα ‘ρχεται ο ύπνος μετά το κλάμα
πώς ησυχάζει το μικρό σου χέρι μέσα στη χούφτα μου.
…
Καμιά φορά κρύβεσαι, γλυκιά μου.
Πίσω από οθόνες που μου θολώνουν τα μάτια
πίσω από τα βρεγμένα μου βλέφαρα
πίσω από γράμματα και αριθμούς χωρίς περιγράμματα.»
«Έβαλα να παίζει το River of Love
κι ησύχασες στην αγκαλιά μου.»
«Αλαβαστρινή μου, να προσέχεις
όταν εκτελείς τις χορευτικές σου κινήσεις.»
«Τα τριζόνια αποθέωναν
το καπέλο- ποντικάκι που ξεχάστηκε στο όμορφο κεφάλι σου»
«Και ξαφνικά ανοίγει η μπαλκονόπορτα
κι ορμά ένα σμάρι πολύχρωμες πεταλούδες
αυτές που ζωγραφίζετε όταν γυρνά απ’ τη δουλειά της-
τραβούνε νότια.
Γιατί μπορεί τα φεγγάρια της Ουαλίας να είναι τόσο όμορφα
οσο τα παίνεσε ο Ντύλαν Τόμας
αλλά απ’ το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας
είναι μια μονογραφία δρόμος.»
Το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε ακουμπά με σιγουριά και αίσθηση πληρότητας, που απορρέει από στιγμές απόλυτης ευτυχίας, πάνω σε έναν χώρο που σηματοδοτεί τον δικό της κόσμο, και άλλοτε βρίσκεται μετέωρο σε έναν δρόμο φυγής και απομάκρυνσης.
«Μήπως και πάψω να αιωρούμαι
τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείχτη.»
«Κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις.»
«Και εγώ στην γκρίζα ομίχλη
μ’ ένα φόρεμα μοβ
όλο ξεμάκραινα.»
Στη Νεφέλη αφιερωμένη η συλλογή «που πάντα θα κοιτά μ’ αυτά τα σκούρα μάτια».
Ως προς τον ποιητικό τρόπο. Δύναμη πύκνωσης της σκέψης, ποιήματα που εναλλάσσονται εικόνες και συναισθήματα, που προκαλούν συναισθήματα. Γράφονται μικρές ιστορίες, στήνονται σκηνικά και μοιράζονται ρόλοι π.χ τα ποιήματα « Δε θέλει πολύ», «Τόσο κρύο», «Κι ένα γλυκό», « Σαλιγκάρια». Κυρίαρχη η εικόνα, εικόνα φωτογραφία, εικόνα αίσθηση – μύριζε το σπίτι φρεσκοψημένο ψωμί, εικόνα άκουσμα – τραγουδούσα με ραγισμένη φωνή ή έπαιζε ένας fado ρυθμός. Από το συγκεκριμένο, το αισθητό, την εμπειρία και το βίωμα στο αφηρημένο, στο εσωτερικό, στο συναίσθημα.
Ως προς τον ρηματικό χρόνο. Εναλλαγή παρελθόντος και παρόντος με φυγή στο μέλλον έστω και ως «μικρή κουκίδα», χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Το ένα σβήνει αθόρυβα μέσα στο άλλο, συνέχεια και απόληξή του.
Ως προς τα πρόσωπα. Αλλού κυρίαρχο το πρώτο, εκεί που κορυφώνεται η τρυφερότητα η συγκίνηση η νοσταλγία. Παρόν και το δεύτερο, ένα εσύ που μοιράζεται τον προσωπικό κόσμο της ποιήτριας ή αποτελεί σημείο αναφοράς του λόγου. Αλλά και το τρίτο για τα πρόσωπα εκείνα που συνθέτουν τον χώρο της και αποτελούν σημείο εκκίνησης της σκέψης και της μνήμης.
Η ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, αποτέλεσμα ώριμων συναισθημάτων, πηγαίου και καλοδουλεμένου λόγου και μιας παραστατικής μνήμης δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον αναγνώστη αφήνοντας μια πολύ τρυφερή και συνάμα νοσταλγική αίσθηση. Και είναι βέβαιο πως μια μικρή κουκκίδα, που αδιόρατα ίσως ιχνογραφείται στο μέλλον, με μια μαγική δύναμη μπορεί να απαλύνει όλα αυτά που λείπουν και πονούν και που σε όλη την εξαιρετική συλλογή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο λανθάνουν.
«Να ‘ρχεσαι, με τα ιαματικά σου μάτια,
γιατί ξέρεις
πως με το ψαλίδι για τα νυχάκια
κόβεται η ξεχασμένη στο κρεβάτι μάλλινη μπλούζα
και οι φλέβες γύρω από την καρδιά
απαλά, να μην πονούν»
ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
Η ΑΥΓΗ 12/2/2019
Γέμισε ο τόπος λέξεις ήρεμες και παραπονεμένες
Η ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου, χαμηλόφωνη και στοχαστική είτε ανταλλάσσοντας στο παρελθόν ως Πηνελόπη επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον Οδυσσέα, είτε ανακαλώντας αναμνήσεις με σπασμένη φωνή, αναμνήσεις της νεότητας από τις σπουδές στο Εδιμβούργο, εικόνες ανανεωμένες από τα μετέπειτα ταξίδια, εικόνες από τη γενέθλια πόλη ή τη βρετανική εξοχή, τους μετανάστες και στις δύο χώρες, τη δύναμη της αγάπης, τον έρωτα, εμβαπτίζεται στην ωριμότητα και στο αίσθημα και επανακάμπτει με μια καινούργια ποιητική συλλογή με τίτλο «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα». Ο τίτλος είναι ένας στίχος από το ποίημα «Σαν τύψη» της συλλογής, ένα ποίημα εμπνευσμένο από την πονεμένη τρυφερότητα με αφορμή τα ροζ ζακετάκια και τα ρουχαλάκια της αγαπημένης της εγγονής, στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή – και μελαγχολεί για τα άλλα κοριτσάκια που δεν έχουν/[…] βλέπουν γονείς στραγγισμένους/ή τους χάνουν/[μόνο θυμούνται]/δεν ονειρεύονται/γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα/χωρίς χρώματα και διαστάσεις.
Η γλυκύτητα, η αθωότητα, η τρυφερότητα της αγάπης, σε αγωνιώδη αντίστιξη με τον πόνο του άλλου, των άλλων μικρών παιδιών, των μικρών κοριτσιών που φέρνει η θάλασσα και που στοιχειώνουν σαν τύψη την ποίησή της, εξαφανίζουν το όνειρο, συρρικνώνουν το μέλλον σε μια μικρή κουκκίδα. Πρόκειται για μια ποιητική που βουβαίνεται και δεν έχει παράσταση για το μέλλον. Εσωστρεφής, στοχαστική και απείρως τρυφερή και ευαίσθητη – σαν τη σάρκα του σαλιγκαριού που συστέλλεται με το παραμικρό ερέθισμα. Διαφυγή στο παρελθόν λοιπόν με τη βοήθεια των λέξεων, ανθολόγιο αναμνήσεων από τη φοιτητική ζωή στη Σκωτία, λέξεις, μουσικές, εικόνες από τη μοιρασμένη ζωή ανάμεσα στις δύο πόλεις του Βορρά (Θεσσαλονίκη/Εδιμβούργο), η αγριότητα του παρόντος – η σκηνή της επίθεσης στην Ερμού τα Χριστούγεννα. Ένα ποιητικό σύμπαν ανοιχτό, με σπαράγματα αναμνήσεων, λέξεις, στίχους, παλαιότερα ποιήματα στα οποία έρχεται και επανέρχεται στραγγίζοντάς τα ώς το στο μεδούλι τους, στιλβώνοντάς τα για καινούργια ταξίδια. Εμβληματικές οι αναμνήσεις από τις δικές της ανιούσες, της Ρούμελης και της Μικράς Ασίας, με αφορμή μια γλωσσική αναζήτηση τρυπώνουν τις σελίδες της συλλογής. Αργότερα στον ρόλο αυτό η ίδια παρατηρεί την εγγονή με τρυφερότητα, τις αντιδράσεις της, το γέλιο της – πώς ξεκαρδίστηκε όταν της τραγούδησε το “Τζιβαέρι” επτά μηνών, πώς ζωγράφισε στο μπλοκ της, πώς ονόμασε το πράσινο, πώς είδε την γκρίζα θάλασσα στο Πορτομπέλο. Σκηνές από τον φωταγωγό στην πολυκατοικία στη Θεσσαλονίκη, μελαγχολικές ματιές ανίας στο σούπερ μάρκετ του Βορρά, αναμνήσεις από τη φοιτητική ζωή – μοιρασμένη πια για τα καλά ανάμεσα σε δύο πόλεις και η ποίηση μια διαφυγή, μια υπαρξιακή ανάγκη: Γέμισε ο χώρος λέξεις ήμερες και παραπονεμένες/που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,/μήπως και πάψω να αιωρούμαι/ τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.
Από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής είναι το ποίημα «Η υφή των ονείρων» που ανθολογώ:
Συλλαβίζει μιαν άλλη θάλασσα στο Portobello/παίζει στην άμμο ψηλαφεί/την υφή των ονείρων/ «Είναι γκρίζα εκείνη η θάλασσα», είπες./Δεν έχει όμως πνιγμένες βάρκες της απώλειας/ούτε σκηνές στο υγρό ψύχος, χαμογέλασα διφορούμενα./Κάποτε κάνουμε τα πικρά γλυκά μην αμφιβάλλεις.// Έχω καλή διάθεση τούτο το πρωινό,/παίρνω ένα φόρεμα από μια παλιά φωτογραφία/και το φορώ/νοερά.
ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ
FREAR.GR 24/1/2019
Διαβάζω το βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου και νιώθω σαν να διαβάζω κάτι πολύ δικό μου. Σαν να είναι οι σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, με τις δικές της όμως όμορφες, ευγενικές, χαμηλόφωνες λέξεις. Δεν θέλω να μιλήσω ως κριτικός, που δεν είμαι, ούτε ως ποιήτρια, αλλά ως αναγνώστρια που η ποίηση της Αδαλόγλου κατάφερε ν’ αγγίξει τις πιο λεπτές χορδές μου. Πιστεύω ότι αυτή είναι η αξία της αληθινής ποίησης. Να γράφει η ποιήτρια με αφορμή δικά της βιώματα, εμπειρίες, απλά καθημερινά περιστατικά με γραφή γοητευτική, αλλά δίχως περιττούς καλλωπισμούς, συγκινητική, δίχως μελοδραματισμούς, στοχαστική, λιτή αλλά και πυκνή, αποκαλυπτική «τώρα δεν έχεις μυστικά», αλλά και υπαινικτική και να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι κάθε της λέξη τον αφορά. Αλλά και να γράφει για τον πόνο του πρόσφυγα σαν να είναι δικός της πόνος. Να αποδίδει τη σημερινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα λες εισπνέοντας την οδύνη του και με τη μαγική της γραφή την επόμενη στιγμή εκπνέοντας τη λύτρωση. Η ποίησή της λικνίζεται σε μια ατμόσφαιρα τραγουδιού fado, όπως αναφέρει και σ’ ένα ποίημά της, γεμάτη νοσταλγία και προσμονή, χαρμολύπη και τρυφερότητα. Μας ταξιδεύει από την Ερμού μ’ ένα στίχο-πέταγμα «εκεί στον Βορρά», στο Leith, στα Highlands, στο Portobello, πίνουμε μαζί της καφέ στον «κόκκινο χαρταετό», το «Red Kite» καφέ, ρεμβάζουμε μαζί της τα τόσο όμορφα φεγγάρια της Ουαλίας. Άλλωστε το μακρινό, το θλιβερό «εκεί στο βορρά», με τα μαγικά της ποίησης «από το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας» -μας-, ο δρόμος που μας χωρίζει, γίνεται «μια μονογραφία δρόμος». Κι αυτό το ταξίδι είναι, παρά τη θλίψη της απόστασης, την ίδια στιγμή ανάλαφρο κι αέρινο, γιατί στην εσωτερική γεωγραφία της ποιήτριας το εκεί και το εδώ είναι ένα τοπίο.
Κι από το σκοτάδι του εσωτερικού τοπίου, που κρύβει πόνο, νοσταλγία, απόγνωση, όλα τα δεινά του ανθρώπου, «όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» μας ταξιδεύει στο φως «η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα».
Από τον καλόβολο άνθρωπο που κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο «τους βαλτωμένους κερατάδες», τη γενική παραφροσύνη δηλαδή, τρελαίνεται, αλλά είναι ο «τρελός» που έρχεται κρατώντας στα χέρια του κι αποκαλύπτοντάς μας «έναν νεκρό καραγκιόζη» κόσμο, μας γλυκαίνει μετά με την τρυφερή αναπόληση που ξεπετάγεται από την πανταχού παρούσα μνήμη, με ασήμαντες και άσχετες αφορμές-μια λέξη, «μια απροσεξία, ή η γλωσσική αναζήτηση» ‒ όπως στο υπέροχο «Σαλιγκάρια» και στο «Χασμωδία», ή από ένα όνειρο, όπως το τόσο τρυφερό «φουσκωμένο ζυμαράκι» στο χέρι της γιαγιάς και τα βλέμματα των αγαπημένων προσώπων που «απ’ τις φωτογραφίες χαμογελούν» και «ανθούν στο σκοτάδι». Και δεν είναι ανώδυνο το ταξίδι αυτό, της ζωής και της ποίησης, η τρυφερότητα συνοδοιπορεί με τον πόνο, με ποιήματα «τσαλακωμένα» ‒γιατί κρύβουν αλήθειες- που μοιάζουν αθώα, αλλά σχίζουν σαν γυαλί και το καταστάλαγμά τους, αν τα διηθήσεις, είναι αίμα πάνω σε τετράδια με μπλε επικάλυψη.
Μαζί με την τρυφερή αναπόληση που αναβλύζει από τα ζεστά παιδικά ρούχα έρχεται ο πόνος για εκείνα τα παιδιά που δεν έχουν, μόνο θυμούνται, τα προσφυγόπουλα, που δεν ονειρεύονται πια γιατί το μέλλον τους είναι μια μικρή κουκίδα χωρίς χρώματα. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι ο τίτλος της συλλογής είναι παρμένος από αυτό το ποίημα.
Είναι σαν να θέλει να μας πει ότι όσο ο κόσμος μας θα είναι τόσο άδικος, όσο θα υπάρχουν παιδιά που τους στέρησαν το δικαίωμα να ονειρεύονται το μέλλον, το μέλλον όλων μας είναι μια μικρή κουκίδα.
Δεν μπορεί η ποιήτρια παρά να εκφράζει την ανησυχία και τη θλίψη για τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε, όμως πάντα υπάρχει «μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας», η ποίηση, γιατί τελικά «η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα».
Παρ’ όλα αυτά το ταξίδι της ζωής είναι ωραίο κι είναι το ταξίδι που μετράει, γι’ αυτό και κλείνει τη συλλογή της με την ευχή «να αργήσει να φανεί η στεριά», να μην τελειώσει το ταξίδι αυτό.
ΣΑΝ ΤΥΨΗ
Ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια
ζακετούλες ροζ, με φιόγκο, με ζεστή επένδυση.
Εκείνα, όμως, δεν έχουν
μόνο θυμούνται
αυλές και γέλια και παιχνίδια
βλέπουν γονείς στραγγισμένους
ή τους χάνουν
δεν ονειρεύονται
γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις
σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.
ΤΖΙΒΑΕΡΙ ΜΟΥ
Πώς μου ΄ρθε να σου πω το «τζιβαέρι μου».
Με τόσα διαφορετικά φωνήεντα
αστείο σού φάνηκε.
Τραγουδούσα με ραγισμένη φωνή, τα μάτια μου έτρεχαν,
κι εσύ ξεκαρδιζόσουν, εφτά μηνών, μικρό τζιβαέρι μου.
Θα μπορούσα πολλά ακόμα να πω, αλλά δεν μπορώ, «η φωνή μου είναι ραγισμένη» από συγκίνηση. Έτσι νιώθω, όταν διαβάζω αληθινή ποίηση.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL Μάρτιος 2019
Τα πολλαπλά κατάγματα της μνήμης και το αβέβαιο μέλλον
Μοιρασμένη στα δυο η πρόσφατη συλλογή της Αδαλόγλου καταγράφει τη σημερινή, ώριμη οπτική της θέτοντας τα όρια ante και post quem. Γυρίζει πρώτα με το φορτίο της μνήμης προς τα πίσω και εναποθέτει μέσα στα ποιήματα ρεαλιστικές εικόνες γεμάτες από γήινη αίσθηση. Κι εκεί ανάμεσα στις όψεις της πραγματικότητας παρεισφρέουν ψήγματα μιας αίσθησης αέρινης, ικανής να μεταλλάξει τα συντελεσμένα σε προσωπικές στιγμές ενός οδυνηρού παρόντος.
Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά
κρέμα νυκτός
κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά.
Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με κρέμα νυκτός.
Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες
γκρεμίζομαι
κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια
παφλάζουν, και μετά ηρεμία.
Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα
επιπλέει σαν σχεδία
πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενης σήψης.
[κρέμα νυκτός]
Έτσι συμβαίνει, όταν υπάρχει μεστή βίωση του χρόνου, όταν η ποίηση βρίσκεται στην ώριμη ώρα της. Κάποιοι θα το πουν απολογισμό, και ίσως να είναι. Περισσότερο, ωστόσο, από συναρίθμηση των περασμένων, θα έλεγα πως πρόκειται για μια συνειδητή στάση απέναντι στη ζωή που καταμετρά τις στιγμές της. Και είναι τότε που τα ποιήματα –αθώα στην όψη– αποδεικνύονται κοφτερά γυαλιά που σκίζουν τη σάρκα.
Μικρό τσαλακωμένο ποίημα
αθώο μου φάνηκε
μού ’σχισε το χέρι σαν γυαλί
αίμα πάνω σε μπλε καπλαντισμένα τετράδια
έλιωσαν τα ήδη μισοσβησμένα γράμματα
διήθηση.
[σαν γυαλί]
Η ποίηση της Αδαλόγλου, όμως, δεν μένει στο παρελθόν ούτε και επαφίεται στη διήθησή του στο ασταθές παρόν. Κρατά το καταστάλαγμα των στιγμών και των εικόνων, βγάζει τη θλίψη των προσώπων μέσα στον δικό της λόγο δίνοντας έτσι μια φωνή σε όσους αδυνατούν να αρθρώσουν την απόγνωσή τους – ρόλος του ποιητή άλλωστε. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής έχουν θέση οι ζοφερές σκηνές ενός απολεσθέντος παραδείσου – γιατί μια μετρημένη και απλή ζωή μπορεί να έχει τη λάμψη μιας Εδέμ, σαν σκεφτείς την αντίστιξή τη με την ερήμωση του πολέμου και το κυνηγητό της προσφυγιάς.
Η ποιήτρια αποτυπώνει σκηνές και δίνει χέρι ποιητικής αλληλεγγύης στους πάσχοντες. Αρκεί άραγε αυτό;
[…]
η μάνα εξαθλιωμένη
[…]
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.
[κάμερα]
Δεν ξέρω αλήθεια αν οι ποιητές τολμούν να ανοίξουν ένα παράθυρο στο μέλλον ή μένουν μόνον στη σκιαγράφηση –μακάρι και δυνατή– της τωρινής πραγματικότητας. Μάλλον το αποφεύγουν να χρισθούν προφήτες. Η Αδαλόγλου (δίνοντας τίτλο στη συλλογή της δανεικό στίχο από ένα ποίημά της) προδιαθέτει για ένα αμφίβολο στην έλευσή του μέλλον, με την αβεβαιότητα να φαντάζει κυρίαρχη στα όρια μιας μικρής κουκίδας. Μακρινό άραγε ή μήπως ένας προάγγελος μιας φθίνουσας ζωής που δεν επιχειρεί ούτε καν να δώσει μια αόριστη ελπίδα φωτός;
Η αφιέρωση του βιβλίου (Στη Νεφέλη) αλλά και κάποιες χρωματικές αναλαμπές μέσα στα ποιήματα ανοίγουν, ωστόσο, απρόσμενα το παράθυρο.
[…]
Εντούτοις,
στο μικρό της μπλοκ
μπλε και κίτρινο είναι green
μπλε και κόκκινο είναι purple.
Οι εναλλακτικές ελπίδες που επιμένουν.
[ρόδινα φύλλα]
Προοπτική ανατροπής μέσα από τις επίμονες εναλλακτικές ελπίδες, που ξανοίγουν το γκρίζο τοπίο προσφέροντας τα αναγκαίο φως (κι ας είναι ελάχιστο και ασθενικό των πόλεων του βορρά) για να πορευτεί ο κόσμος προς το μέλλον. Σε τελευταία ανάλυση τα παιδιά δικαιούνται το μερτικό τους στην ελπίδα.
Η Αδαλόγλου αποφασίζει να προχωρήσει το ποίημα έστω και με την αρωγή της βακτηρίας (κι εγώ αποφάσισα πλέον να πάρω μπαστούνι/να μην αφήσω το ποίημα ανάπηρο)· πορεύεται το ποίημα με το άχθος των πολλαπλών καταγμάτων της μνήμης προς ένα μέλλον που αχνοφαίνεται σαν μια κουκίδα μαύρη στον μακρινό ορίζοντα. Άλλωστε το ανοιχτό πράσινο (σημαίνον χρώμα της ελπίδας) βάφει απ’ άκρη σ’ άκρη το εξώφυλλο του βιβλίου. Κι ας έχουμε βιώσει πια το ποιητικό τοπίο στα πιο κατηφή του, κι ας αρνούμαστε (και πώς αλλιώς;) να δούμε ποιήματα που να ξεχειλίζουν από χαρά –ο ποιητικός κόσμος αγαπά τα πιο σκοτεινά περάσματα σαν πιο αληθινά–, εδώ η ποίηση αφήνεται σε μικρά αλλά έξοχα χαμηλόφωνα μειδιάματα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ
FREAR.GR 15/3/2019
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
Πριν πέντε περίπου χρόνια, το λογοτεχνικό περιοδικό Fractal έκανε ένα αφιέρωμα (δεν θυμάμαι το θέμα του) για το οποίο έγραψαν ποιήματα τριάντα ποιητές από Θεσσαλονίκη. Το αφιέρωμα ήταν σε δύο συνεχόμενα τεύχη και το ανάρτησε στον τοίχο της φίλη ποιήτρια. Έγραψα τότε ένα σχόλιο στην ανάρτηση του πρώτου τεύχους, αναφέροντας το ποίημα που ξεχώρισα. Ήταν της Κούλας Αδαλόγλου, την οποία, ως μη ασχολούμενος συστηματικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία, ομολογώ, δε γνώριζα. Η φίλη ποιήτρια, μου έστειλε ένα μήνυμα και μου είπε ότι συμφωνεί μαζί μου και ότι η Αδαλόγλου ίσως ήταν, κατά τη γνώμη της, η καλύτερη ποιήτρια της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, γίναμε φίλοι στο fb. Λίγους μήνες πριν, έγραψα ένα σχόλιο σε ένα ποίημα της, σε τοίχο άλλου. Έγραψα ότι η Αδαλόγλου έχει την ικανότητα να κάνει ποίηση το τίποτα ή από το τίποτα.
Έχοντας στα χέρια μου την τελευταία της ποιητική συλλογή, διαπιστώνω ότι αυτό που έγραψα επιβεβαιώνεται.
Πρόκειται για ποίηση χαμηλόφωνη, προσωπική, εσωτερική, που παραδόξως αφορά όλους μας. Ποίηση που δεν εντυπωσιάζει, δε σε κερδίζει με την πρώτη ματιά. Χρειάζεται χρόνος για να καταλάβεις, να αφομοιωθεί μέσα σου. Τότε σε κερδίζει οριστικά. Για τα μικρά, τα τιποτένια πράγματα της καθημερινότητάς μας, αυτά που δεν προσέχουμε και συχνά περιφρονούμε. Τους παράξενους, τους απροσάρμοστους, τους αλαφροΐσκιωτους, τους σαλούς. Εκείνους που μένουν δίπλα μας, που τους βλέπουμε καθημερινά, τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Τους ξένους που ζουν μαζί μας, που συνεχίζουν να έρχονται. Για τον χρόνο και τις αναμνήσεις. Για την επιστροφή στα παλιά, που κρύβει γλύκα και όχι πόνο. Για τα ξεχασμένα που είναι και τα πιο σημαντικά. Αλλά και αυτά που συμβαίνουν ξαφνικά, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς αναμονή, τα αιφνίδια. Ταυτόχρονα από πολύ κοντά, αγγίζοντας και χαϊδεύοντας, αλλά και από μακριά, αποστασιοποιημένη. Με αδιόρατη θλίψη συχνά, αλλά χωρίς οδυρμούς και μελόδραμα. Τα πάντα είναι σημαίνοντα, τα σημαινόμενα είναι τα ζητούμενα, είναι αυτά που προκαλούν, και προβληματίζουν. Η Αδαλόγλου δεν παρατηρεί τον εαυτό της, δεν γράφει από έσω προς έξω. Παρατηρεί τα γύρω της, τον κόσμο, τις μικρές λεπτομέρειες, τα αντικείμενα, τις καταστάσεις. Όλα αυτά εγγράφονται, τακτοποιούνται, βρίσκουν τη θέση τους μέσα της με τρόπο αυτόματο, ασυνείδητο. Και αυτά τα ταπεινά σημαίνοντα πυροδοτούν τα εσωτερικά σημαινόμενα και μετατρέπονται σε ποιήματα.
ΕΥΛΟΓΑ
Στην εύλογη απορία του
γιατί βάζει κραγιόν λίγο πριν τους αποχαιρετήσει,
μα γι’ αυτό ακριβώς, απάντησε,
για να ‘χουν κάτι από μένα πάνω τους
σαν θα ‘χω φύγει.
ΚΑΡΦΩΜΕΝΗ
Σέρβιρε στο πιο σικ καφέ του αεροδρομίου.
Νόστιμη, ευγενική, ευρύχωρα παπούτσια για την ορθοστασία.
Περνούσαν όλες οι φυλές του κόσμου, και πετούσαν.
Εκείνη έμενε εκεί, με τα τσιμεντένια της πόδια.
Καρφωμένη
στο εν δυνάμει πέταγμα.
ΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
Το άνοιξε όταν είδε ένα περίεργο ζευγάρι, μπας και το διώξει,
εκείνο το παράθυρο που κρατούσε χρόνια κλειστό.
Το ξέχασε. Οι συγκάτοικοι άκουσαν για πρώτη φορά
φωνές στριγκιές κλάματα παρακαλετά βρισιές γδούπους.
Όταν το ανακάλυψε ήξερε ότι όλοι έμαθαν πλέον.
Όμως τα πιο βαθιά δεν μαθαίνονται.
Ότι σκάει το στήθος της σε πεταλούδες διάφανες,
μερικές τις είχαν δει να περιφέρονται στον φωταγωγό.
Οι πιο δυνατές όμως κατεβαίνουν στο ισόγειο τις νύχτες,
ανοίγουν την εξώπορτα και βάζουν μέσα τους περαστικούς,
όχι όλους, κάποιους που φέρνουν σ’ εκείνον που αναζητά
χρόνια και χρόνια τώρα.
Η ΑΠΟΒΑΘΡΑ-SALTY DECKS
Η δική μου ξύλινη αποβάθρα δεν κουνάει πια
σταθερή, στέρεη και δίβουλη.
Οι δικές σου τώρα αποβάθρες της αλμύρας
φέρνουν στη γεύση μας το αλάτι του χρόνου
πάνω σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει
κι εγώ στο κατάστρωμα πάντα με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν
ρούχο λινό
αλλάζω σχήμα και χρώματα
κι εύχομαι ν’ αργήσει ακόμα πολύ να φανεί η στεριά.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ
FRACTAL Απρίλιος 2019
Ο ρόλος των μικρών πλασμάτων
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου είναι πολυεδρική πίσω από την υφολογικά απλή όψη της, επομένως είναι δύσκολο να συνοψιστεί σε βάθος το περιεχόμενο μιας ολόκληρης συλλογής, ειδικά στον περιορισμένο χώρο ενός σύντομου κριτικού σημειώματος. Δεν θα προσπαθήσω, λοιπόν, να προσεγγίσω τη συλλογή στο σύνολό της, αλλά θα απομονώσω ένα από τα ελάσσονα μοτίβα της. Εννοώ την αναφορά σε μικροσκοπικά ζωντανά πλάσματα. Ο ρόλος τους σε κάθε ποίημα, στο οποίο εμφανίζονται, είναι διαφορετικός και αυτόν θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω εδώ.
Το πρώτο ποίημα στο οποίο εμφανίζεται ένας ταπεινός ζωντανός οργανισμός είναι τα Σαλιγκάρια,όπου οι ομώνυμοι πρωταγωνιστές φαίνεται να χαρίζουν μια μαγική επουλωτική δύναμη στο ποιητικό υποκείμενο (Έχει εξαιρετική επουλωτική δύναμη ο οργανισμόςσας,/ μου είπε ο ντόκτορ). Η αναφορά στα σαλιγκάρια λειτουργεί ως καταλύτης για μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν, στη μνήμη της μάνας (κι εγώ θυμήθηκα το κανιστράκι με τα σαλιγκάρια / που έφερνε η μάνα απ’ την αυλή). Εκεί στην εποχή της παιδικής αθωότητας το ποιητικό υποκείμενο απελευθέρωνε και χάριζε τη ζωή στα σαλιγκάρια, τα οποία έφερνε στο σπίτι η μάνα (κρυφά τραβούσα την πετσέτα, / γέμιζε η κουζίνα ζωούλες, / απ’ το ανοιχτό παράθυρο δραπέτευαν, χάνονταν στις κουρτίνες) και τώρα αυτά εις ανταπόδοσιν του χαρίζουν το θαυματουργικό αναγεννητικό τους σάλιο (το θαυματουργό σάλιο τους μου χαρίζουν, ίσως, / τόσον καιρό μετά, ευγνωμοσύνη).
Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν τα ταπεινά ζωύφια και στο ποίημα Οι περαστικοί. Εδώ ένα περίεργο έντομο αναγκάζει την πρωταγωνίστρια του ποιήματος να ανοίξει ένα κλειστό από χρόνια παράθυρο, εκθέτοντας με αυτό τον τρόπο ένα μέρος του εαυτού της στους συγκατοίκους της (Το άνοιξε όταν είδε ένα περίεργο ζωύφιο, μπας και το διώξει, / εκείνο το παράθυρο που κρατούσε χρόνια κλειστό. / Το ξέχασε. Οι συγκάτοικοι άκουσαν για πρώτη φορά / φωνές στριγκιές κλάματα παρακαλετά βρισιές γδούπους. / Όταν το ανακάλυψε ήξερε ότι όλοι έμαθαν πλέον). Ωστόσο και πάλι μένει ένα στρώμα του εαυτού, ακόμη βαθύτερο και σχετικά μη προσεγγίσιμο (όμως τα πιο βαθιά δεν μαθαίνονται). Από αυτό το βαθύτερο στρώμα μόνο οι επιφανειακές εκδηλώσεις που παραλληλίζονται με διαφανείς πεταλούδες γίνονται αντιληπτές από τους γείτονες (ότι σκάει το στήθος της σε πεταλούδες διαφανές, / μερικές τις είχαν δει να περιφέρονται στο φωταγωγό). Οι πλέον ισχυρές και βαθύτατες εκδηλώσεις του κρυφού εαυτού υλοποιούνται σε δυνατές πεταλούδες, οι οποίες έχουν την ικανότητα να κατεβαίνουν στο ισόγειο, να ανοίγουν την πόρτα και να αφήνουν τους περαστικούς να εισέλθουν (οι πιο δυνατές όμως κατεβαίνουν στο ισόγειο τις νύχτες, / ανοίγουν την εξώπορτα και βάζουν μέσα τους περαστικούς). Όχι όμως οποιουσδήποτε περαστικούς, παρά αυτούς που μοιάζουν σε ένα βαθμό με κάποιον που αναζητά εδώ και χρόνια (Όχι όλους, κάποιους που φέρνουν σ’ εκείνον που αναζητά / χρόνια και χρόνια τώρα). Εδώ ο εαυτός στα απώτατα βάθη του ανοίγει μια άλλη δίοδο, όχι για όλους, αλλά μόνο για ορισμένους που εκλεκτικά θυμίζουν το αναζητούμενο πρόσωπο-ανάμνηση.
Στο ποίημα Σαν μια προοπτική τα τριζόνια αποθεώνουν το καπέλο με μορφή ποντικιού που είναι ξεχασμένο στο όμορφο κεφάλι ενός μικρού παιδιού (τα τριζόνια αποθέωναν / το καπέλο-ποντικάκι που ξεχάστηκε στο όμορφο κεφάλι σου). Η θετική αυτή εικόνα παραπομπής στην παρούσα νεότητα ανατρέπεται λίγο παρακάτω με την αναφορά στα σκουλήκια του δέντρου που πέφτει στο νερό και στον πανικό των μυρμηγκιών που είναι αποτέλεσμα της πτώσης του δέντρου.Η αγωνία των μυρμηγκιών καταγράφεται στον φλοίσβο που προκαλείται από το πέσιμο του δέντρου μέσα στο νερό (ο σκουληκιασμένος κορμός έπεσε στο νερό / ανίδεος στο ανατρίχιασμα / ενώ ο φλοίσβος κατέγραφε τον πανικό των μυρμηγκιών). Δεν είναι ολότελα σαφές πού ακριβώς οφείλεται η πτώση του δέντρου (μήπως στα σκουλήκια που το έχουν καταφάει;) ή μήπως στο αλυσοπρίονο που αναφέρεται στην ακριβώς επόμενη στροφή. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε αυτό που στην πραγματικότητα τεμαχίζεται είναι ο ίδιος ο χρόνος σε εικόνες, οι οποίες προσπαθούν να μην συγχωνευτούν εντελώς (ένα ευέλικτο αλυσοπρίονο / τεμαχίζει τον χρόνο / κομμάτια-εικόνες που προσπαθούν να κρατηθούν / μερικώς αδιαχώριστα).
Το τελευταίο ποίημα, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, είναι το Ξωτικό. Εδώ ένα παιδί προσκαλεί το προφανώς μεγάλης ηλικίας ποιητικό υποκείμενο σε μια έξοδο από τον εγκλεισμό του σπιτιού (σηκώνεσαι με αινιγματικό χαμόγελο, / με τραβάς απ’ το χέρι / την πόρτα δείχνοντας). Η πρόσκληση αυτή προξενεί μία διχοτομία στο ποιητικό υποκείμενο (όμως εγώ είμαι κομμένη στα δυο), ένα μέρος του οποίου, το κυριότερο, ο κορμός του σώματος, μένει ριζωμένο μέσα στο σπίτι, φιλοξενώντας στις εσοχές του τις πασχαλίτσες και τη χελώνα (το ένα μέρος σφηνωμένο στο ίδιο μέρος / άρχισε ήδη ν’ απλώνει ρίζες / φιλοξενεί τις πασχαλίτσες στις εσοχές του / κάνει συντροφιά στη βραδυκίνητη χελώνα). Και τα δύο πλάσματα φαίνεται να παραπέμπουν εδώ στην στασιμότητα της ώριμης ηλικίας. Αντίθετα το κεφάλι, το κέντρο της σκέψης, είναι πρόθυμο να αναχωρήσει σε νέες περιπέτειες εν είδει ξωτικού με μια παράλληλη επιστροφή στο χρόνο, στην παιδική ηλικία, όταν ακόμα το μέλλον ήταν ανοιχτό και όχι παγιωμένο στην δύσκολη πραγματικότητα του σήμερα:
Αλλά το κεφάλι είναι πάντα πρόθυμος αναχωρητής…
Γίνεται ξωτικό στα Highlands
και ψάχνει τις σκιές παλιών φίλων
τότε που το αύριο έμοιαζε πιθανό
και όχι αυτό το μαγκωμένο στυφό
αμφίβολο σήμερα.
Βλέπουμε ότι ο ρόλος των ταπεινών πλασμάτων που αναφέρονται έχει να κάνει βασικά με το χρόνο, αν και από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τα σαλιγκάρια παραπέμπουν στην παιδική ηλικία και αθωότητα στο παρελθόν, οι δυνατές πεταλούδες προσπαθούν να προσκαλέσουν αναμνήσεις που θυμίζουν το χαμένο από καιρό στον χρόνο πρόσωπο, τα τριζόνια αποθεώνουν την παιδική ηλικία και την αθωότητα στο παρόν και σε αναφορά με κάποιο άλλο πρόσωπο διαφορετικό από το ποιητικό υποκείμενο, τα μυρμήγκια και τα σκουλήκια είναι στο μεταίχμιο παρελθόντος και παρόντος, αφού η εργασία της αλλοίωσης και της φθοράς έχει ξεκινήσει από καιρό στο φαγωμένο δέντρο, ενώ η πασχαλίτσα σε συνδυασμό με τη βραδυκίνητη χελώνα εκπροσωπούν, όπως ειπώθηκε, τα λιμνάζοντα ύδατα του παρόντος του ποιητικού υποκειμένου με μια συμβολική παραπομπή πάλι στον κορμό του δέντρου. Όλες αυτές οι εναλλαγές και οι παραλλαγές φαίνεται να δημιουργούν μια διχοτομία ανάμεσα στο ευτυχισμένο, αλλά μια για πάντα ολοκληρωμένο παρελθόν του ομιλούντος προσώπου και στο στάσιμο, ίσως σκληρό παρόν του γηράσκοντος υποκειμένου. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ο φορέας της είναι πια ένα άλλο, παιδικό πρόσωπο, το οποίο ενδεχομένως αποτελεί μια προβολή του εαυτού, ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Τέλος,ας σημειωθεί η δεύτερη συμβολική λειτουργία της πεταλούδας ως αρχετύπου της ψυχής και του θανάτου που αναδύεται από τον πυρήνα του ασυνείδητου.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΡΑΚΑ 23/4/2019
«Ενσυναίσθηση και Μνήμη»
Στην τελευταία ποιητική συλλογή της Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα η Κούλα Αδαλόγλου, χαμηλόφωνα και με αφορμή γεγονότα, μνήμες, εικόνες, αθέατες για τους πολλούς, δημιουργεί μια ιδιαίτερη ποίηση χωρίς κραυγαλέες διατυπώσεις. Συνθέτει άρτιες εικόνες, μεταφορές και διαυγείς ποιητικές φράσεις, χωρίς όμως πάντα το νόημα να είναι ξεκάθαρο. Μερικές φορές στην προσεκτική ανάγνωση, στάθηκα με αμηχανία μπροστά σ’ αυτό που λέμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Συνολικά όμως αισθάνθηκα την ποίηση της
Αδαλόγλου, εντυπωσιάστηκα από το κάλλος της μορφής και μου δημιουργήθηκε το συγκινησιακό αποτέλεσμα. Γιατί η Αδαλόγλου δεν κόβει τις γέφυρες ακόμη και με τον αμύητο αναγνώστη.
Η ποιητική συλλογή, αφιερωμένη στη μικρή της εγγονή Νεφέλη, περιλαμβάνει δύο ενότητες: Η πρώτη, με τον τίτλο « Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν», ο οποίος υπάρχει σαν στίχος στο ποίημα «Σκουριά». Πράγματι, τα περισσότερα ποιήματα της πρώτης ενότητας εμπεριέχουν σκοτάδι, παρασκήνιο, μοναξιά.
Στην ποίηση της Αδαλόγλου εντοπίζονται τα ατομικά-ποιητικά συμφραζόμενα, που διαπλέκονται και συλλειτουργούν με τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Αυτά λοιπόν τα «όλα» που θα γίνουν «μες στο σκοτάδι» αφορούν τις προσωπικές σχέσεις και τα ψυχικά γεγονότα του ποιητικού υποκειμένου καθώς και τα κοινωνικά γεγονότα.
Η ασφαλιστική «Δικλείδα» τού να αποφύγει κανείς τον παραλογισμό από έναν ευτελισμό, μία προδοσία ή ακόμα κι από μία κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, τίθεται σε λειτουργία από το ποιητικό υποκείμενο, που εκφράζει μία υποδόρια οργή, ένα αίσθημα αδικίας εις βάρος του: «Ένιωσα περίπου σαν φλασάκι, πεσμένο στο πίσω κάθισμα ταξί. Σε λίγες μέρες / είδα τους συλλογισμούς μου να ξεπουλιούνται στο παζάρι. / Δεν έμενε παρά να με διαπομπεύσουν και να με εξευτελίσουν. Αν δεν αυτοχειριάστηκα / οφείλεται στο ότι στο αρχείο που φύλαγα προσεκτικά στο πίσω μέρος του κρανίου μου / βρήκα μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας και δραπέτευσα».
Και βέβαια, «Δεν θέλει πολύ» ένας καλόβολος άνθρωπος να σηκώσει παντιέρα επανάστασης με φονικές διαθέσεις, ενάντια σε βολεμένους των γραφείων, σε επαναπαυμένους και ανάλγητους: «Πίσω και σας έφαγα
κερατάδες βαλτωμένοι». Μάταιη όμως η αγανάκτηση, αφού στο τέλος ο ίδιος
πενθεί κρατώντας έναν νεκρό καραγκιόζη, τον εαυτό του. Η επίθεση ήταν μια παράσταση εκτόνωσης, που δεν έφερε καμία μόνιμη αλλαγή.
Η ποίηση της Αδαλόγλου, λυρική και συνάμα ρεαλιστική, συνδυάζει το κρυμμένο και φανερό συναίσθημα με τον πραγματισμό, σκοτεινό εν πολλοίς, επίβουλο και απειλητικό, με ανάλαφρα όμως μέσα, με χιούμορ, απρόοπτες εικόνες και προσωποποιήσεις με έναν ιδιότυπο υπερρεαλισμό: «Σκάει το στήθος της σε πεταλούδες διάφανες…οι πιο δυνατές όμως…ανοίγουν την εξώπορτα και βάζουν μέσα τους περαστικούς».
Αρκετά συχνά η ποιήτρια κάνει χρήση υποκοριστικών, που υποδηλώνουν κυρίως τρυφερότητα και κομψότητα αλλά και υποβάθμιση και ασημαντότητα, όπως: Το κανιστράκι (με τα σαλιγκάρια)/Γέμισε η κουζίνα ζωούλες, το ποτηράκι (απ’ το σερβίτσιο της γιαγιάς), φτεράκια (γλάρων), βαρκούλα, γλυκάκι (υποβάθμιση θερμίδων και τύψεων), το σουγιαδάκι (ευτελές όπλο, αδυναμία του φορέα να το χρησιμοποιήσει).
Σχεδόν τα μισά ποιήματα από τα είκοσι της πρώτης ενότητας είναι μικρά και θυμίζουν επιγράμματα με αισθητική και νοηματική επάρκεια. Είναι περιεκτικά, σαν μια πυκνή ποιητική ανάσα. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις της η ποιήτρια, είναι ελάχιστες οι αφιερώσεις που υπάρχουν σε ποιήματα της συλλογής.
Έγιναν μόνο σε περιπτώσεις που τα πρόσωπα, τα κείμενα ή τα λόγια τους
αποτέλεσαν αφετηρία του ποιήματος. Ένα τέτοιο ποίημα με αφιέρωση στον
Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τον Κύπριο ποιητή, είναι «Τα σαλιγκάρια», απ’ όπου
εμπνεύστηκε μέσω της προσωπικής της μνήμης το ομώνυμο ποίημα. Επίσης στο ποίημα «Χασμωδία», αφιερωμένο στην Ελένη Κάρτσακα, μια γλωσσική αναζήτηση με την Ελένη και μια απροσεξία έφεραν μαζί και φιλοξενούν και τις δυο γιαγιάδες στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου.
Πυκνές αποτυπώσεις στιγμών μνήμης αποτελούν αρκετά ποιήματα της ενότητας αυτής, όπως και η «Κρέμα νυκτός». Εδώ, ως αφορμή λειτουργεί μια οσφρητική μνήμη από την κρέμα της μαμάς, για να ξεδιπλωθεί ο υπαρξιακός φόβος. Τώρα πια, που δεν υπάρχει αυτή, παίρνει τη σκυτάλη με την κρέμα νυκτός η κόρη, αλλά με τη συναίσθηση ότι παίρνει η ίδια σειρά για την
«επαπειλούμενη σήψη». Ο άνθρωπος της ποίησής της δεν διστάζει να αποδεχτεί νηφάλια τη θλίψη που γεννά η διαπίστωση της φθαρτής υπόστασής του.
Η Κούλα Αδαλόγλου παραθέτει αρκετές αντιθέσεις στα ποιήματά της, που
υποδηλώνουν ειρωνεία, τραγικότητα αλλά και το απρόοπτο, τις ανατροπές, όπως η ίδια η ζωή. Στο μικρό ποίημα «Καρφωμένη», είναι συγκλονιστική η εικόνα της εργαζόμενης γυναίκας στο καφέ του αεροδρομίου, «με τα τσιμεντένια πόδια», που η μόνιμη διαμονή της εκεί και η καταδίκη της να μην μπορεί να πετάξει ποτέ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όλους όσοι ταξιδεύουν με αεροπλάνο.
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής έχει τον τίτλο «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», όπου τα περισσότερα ποιήματα αναφέρονται με βαθιά τρυφερότητα αλλά και αγωνία μαζί στη Νεφέλη αλλά και στα μικρά παιδιά των προσφύγων κυρίως, των οποίων το παρόν είναι δύσκολο και το μέλλον ασαφές,
με περιορισμένες προοπτικές. Γι’ αυτό και διακρίνουμε τη συγκίνηση από την
περιγραφή των παιδιών που μεγαλώνουν φυσιολογικά, να τη διαδέχονται εικόνες φτωχών παιδιών και προσφύγων με ζοφερές αναφορές, που εμποδίζουν τη χαρά, σχεδόν γεννούν τύψεις στο ποιητικό υποκείμενο:
«ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια / εκείνα όμως βλέπουν γονείς στραγγισμένους ή τους χάνουν / δεν ονειρεύονται».
Με το προσωπικό ενδιαφέρον συμπορεύεται το κοινωνικό, η ανθρώπινη ενσυναίσθηση για τους αδύνατους, όχι μόνο για παιδιά αλλά και για μάνες εξαθλιωμένες που πάσχουν για τα παιδιά τους. Το ποιητικό υποκείμενο συμπάσχει με έμπρακτο ενδιαφέρον, όπως διακρίνεται στην «Κάμερα, το πρώτο ποίημα της ενότητας.
Η ιαματική επίδραση από την επαφή με ένα αθώο μικρό παιδί φαίνεται και στα «Φύλλα ευκαλύπτου». Η παιδική αρτιότητα, η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός δρουν σαν πανάκεια σε κάθε πληγή, αν και οι φόβοι των μεγάλων για τους κινδύνους που διατρέχουν τα παιδιά πάντα θα τους ταλανίζει εμμονικά.
Κάποια οριακά γεγονότα ή πρόσωπα που μας σημαδεύουν μπορεί να σπάσουν τον χρόνο σε πριν και μετά –«Antequem και post quem», να μας αφήσουν σημάδια, ακόμα κι όταν γίνουν παρελθόν – με πολλαπλά κατάγματα η μνήμη – και τίποτα πια να μην είναι όπως πριν, αφού το ποιητικό υποκείμενο στο διάστημα μετά, το post quem, λειτουργεί μηχανικά στην καθημερινότητα,
ακόμα κι αν αυτή είναι σημαντική. Μέσα του όμως κραυγάζει από μια διάψευση ή από μια τραγική συναίσθηση.
Σε αυτή την ομάδα ποιημάτων εμφανίζονται λέξεις, ονόματα ή τοπωνύμια στα Αγγλικά: ο Leith, skate board, η Daisy, τo Crewe, green, purpl, Broken
voice, η αποβάθρα Salty decks κ ά. Η χρήση αυτών των λέξεων στα αγγλικά γίνεται με τρόπο φυσικό έπειτα από βιώματα, εμπειρίες και σπουδές της ποιήτριας στη Σκωτία, από τις περιηγήσεις της στην Αγγλία και στην Ουαλία και, βέβαια, επειδή το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται σε αγαπημένα πρόσωπα που ζουν εκεί.
Για το ποιητικό υποκείμενο πάντα υποβόσκει ένας κίνδυνος πιθανός, ανατροπέας της χαράς: Αλαβάστρινή μου, να προσέχεις / όταν εκτελείς τις χορευτικές σου κινήσεις. Η κινητικότητα και ο ενθουσιασμός στη ζωή του μικρού παιδιού από τη μια, και η σωματική βραδύτητα ή ο σκεπτικισμός του μεγάλου από την άλλη. Το ποιητικό υποκείμενο διχάζεται ανάμεσα
στον ενθουσιασμό και στη μελαγχολία της συγκράτησης με την εναλλαγή χρωμάτων (κόκκινος χαρταετός, μωβ κλαδιά δειλινού). Το μωβ χρώμα, κατ’ αρχήν αγαπημένο χρώμα της ποιήτριας, υπάρχει και στο «Ξωτικό» και στη «Διαρκή μωβ σύνδεση».
Τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής αποτελούν εξέλιξη και ολοκλήρωση
προηγούμενων παραλλαγών. Του «Broken voice» η 1η παραλλαγή
βρίσκεται στη συλλογή Οδυσσέας, τρόπον τινά, όπου το ποιητικό υποκείμενο
εκφράζει τη χαρά της επικοινωνίας με ένα αγαπημένο του πρόσωπο: «ήσουν εδώ, μπουμπούκιαζαν οι λέξεις, /κάθε πρωί νοτίζονταν οι φθόγγοι, ελίρρυτοι,
γλύκαιναν τα νέα». Της παραλλαγής η 1η μορφή βρίσκεται στη Διπλή άρθρωση, που προηγείται, από όπου απουσιάζει η χαρά της επικοινωνίας με
το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο: πληκτρολογώ μηνύματα /που ένας σέρβερ ακυρώνει.
Η «Αποβάθρα-Salty decks» πρωτοεμφανίζεται στη Διπλή άρθρωση σε τέσσερις στίχους, που εκφράζουν κινητικότητα, εξερεύνηση, νεανικά
ταξίδια. Τώρα, η ξύλινη αποβάθρα δεν κουνάει πια, είναι σταθερή, στέρεη και
δίβουλη.
Όπως σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, θυμίζουμε ότι το πρώτο πρόσωπο αφορά μια κατασκευασμένη μυθοπλαστική ταυτότητα που μπορεί να είναι συγκρίσιμη με αυτή της ποιήτριας αλλά δεν είναι ταυτόσημη με αυτήν. Είναι το ποιητικό υποκείμενο, που υποκινείται και κατευθύνεται από την ποιήτρια.
Τέλος, θα έλεγα επιλογικά ότι η ποίηση της Αδαλόγλου είναι στοχαστική και
χαρακτηρίζεται από υπαρξιακή αγωνία και κοινωνική ευαισθησία. Είναι και
ποίηση της μνήμης. Ως προς τη χρήση της γλώσσας, τη χαρακτηρίζει μεγάλη ποικιλία ποιητικών εκφράσεων με έξοχες εικόνες και μεταφορές. Κάνει χρήση λέξεων της καθημερινής κουβέντας αλλά και υψηλών λυρικών φράσεων και συνολικά εισπράττουμε ευγένεια ύφους.
Η Κούλα Αδαλόγλου έδωσε και με αυτά τα ποιήματά της έναυσμα για στοχασμό και συγκινησιακή ανταπόκριση. Εύχομαι ολόψυχα να συνεχίσει να γράφει με έμπνευση.
ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ
BOOKPRESS.GR 18/4/2019
«Όλα μέσα στο σκοτάδι θα γίνουν»
Η Κούλα Αδαλόγλου, γνώστης βαθύς της ανθρωπογεωγραφίας, των δακρύων, του στοχασμού και του αναστοχασμού, στήνει κι αυτή τη φορά, στην τελευταία ποιητική της συλλογή Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, το ποιητικό της σύμπαν, έχοντας τηρήσει άριστες δομικές προδιαγραφές και χρησιμοποιώντας το γνωστό της αλφαβητάρι λέξεων και αισθημάτων.
Η γνωριμία μας με αυτό το ποιητικό σύμπαν δεν είναι μια ανάπηρη γνωριμία, μια και η ποιήτρια δημιουργεί δεσμούς αδιάρρηκτους με τον αναγνώστη με κλωστές αόρατες. Σε αυτό το σύμπαν, πέραν των ιδεών και του νοησιακού και συναισθηματικού σύμπαντος της γράφουσας, τίποτα δεν είναι περιττό. Ακόμη και το κόμμα, η άνω τελεία είναι βαθιά μελετημένα και εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. Όπως έλεγε, αντίστοιχα, κι ο Πικιώνης για τα κτίρια του, ακόμη και μια πέτρα πρέπει να έχει κάποιον σκοπό· έτσι και στην ποίηση της Αδαλόγλου τίποτε δεν είναι περιττό, αφού κάθε φορά που γράφει στήνει με υλικά αντοχής την ποιητική της κοινωνία και το πράττει πέρα από ακαδημαϊσμούς και παραδοσιακούς περιορισμούς.
Η μέχρι τώρα ποιητική της κατάθεση φανερώνει πως είναι ένας πολίτης με συνείδηση που αγρυπνά. Για αυτό και η ποίησή της φέρει εγχάρακτο το κοινωνικό πρόσημο. Η εσωτερική διαρρύθμιση αυτού του βιβλίου αποτελείται από δύο χώρους. Ο πρώτος μας διαβεβαιώνει πως «όλα μέσα στο σκοτάδι θα γίνουν» και ο δεύτερος, που αποτελεί συνάμα και την οροφή του ποιητικού της οικοδομήματος, γιατί η κουκίδα, το μέλλον, μπορεί να μεγαλώσει και να απαλείψει τον ζόφο. Αυτός ο ενεργός πολίτης, που αγρυπνά και λειτουργεί συνάμα και ως ποιητικό υποκείμενο, όντας δρομέας αντοχής και όχι ταχύτητας, στήνει ένα υπόγειο σύστημα συναισθημάτων που πυροδοτούνται είτε από προσωπικές αγωνίες και διερωτήσεις είτε από κοινωνικές.
Το βιβλίο κινείται με περισσή μαεστρία ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους, το ατομικό και το συλλογικό. Ο ποιητής και η εποχή του, ο ποιητής ζώντας τη φρίκη των καιρών αλλά και συνάμα βιώνοντας τη χαρά της συντροφικότητας, της γονεϊκότητας: όπως μια γιαγιά που δένει τα λυμένα κορδόνια του πέδιλου της εγγονής της. Ήγουν το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι περιχαρακωμένο ανάμεσα στις προσωπικές χαρές και λύπες, αλλά ενατενίζει συνάμα τον κόσμο και τις ανομίες του, με ποιητικές συντεταγμένες βασισμένες στο βίωμα από τη μία, αλλά και με το μάτι άγρυπνο στα κοινωνικά συνεχή από την άλλη.
Μητέρα που τραγουδά το τζιβαέρι στο τρυφερούδι της αλλά και ενεργός πολίτης που νοιάζεται για όλους αυτούς που έχουν χάσει τη ριζωμένη κλίνη τους. Το ρίζωμα και ο ξεριζωμός δίνουν αφορμή σε μια διερώτηση που διατρέχει διακριτικά όλα σχεδόν τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Η εστία της εγγονής της αλλά και η ανεστιότητα του συνομήλικου με αυτήν προσφυγόπουλου. Η ατομική χαρά για τα νανουρίσματα, τα λυμένα κορδόνια από τα πεδιλάκια και το συλλογικό άγος και άλγος για το προσφυγικό ενυπάρχουν στις ίδιες σελίδες.
Στις μέρες μας, που η αλληλεγγύη για πολλούς έχει γίνει ένα κράμα χριστιανικής καλοσύνης και επίδειξης, η ποιήτρια διακριτικά καταθέτει την γνήσια αγωνία της για τους πάσχοντες. Και από την άλλη, η μνήμη και ο χρόνος Κρόνος που τρώει όλους εμάς τα παιδιά του. Πότε ήταν που τραγουδούσε το τζιβαέρι στο τζιβαέρι της και πότε έφτασε να βάζει την κρέμα νυκτός της; Ίσως είναι αυτή η πιο επιτυχής αντίστιξη για την αδυσώπητη ροή του χρόνου Κρόνου στην ποιητική αυτή συλλογή. Η μνήμη και το μέλλον. Αυτοί είναι οι δυο βασικοί πυλώνες αυτού του βιβλίου. Από τη μια, έστω και με πολλαπλά κατάγματα, η μνήμη παραμένει σταθερά παρούσα αναμετρώντας απουσίες, ενώ από την άλλη το μέλλον τρέχει μέσα στον κήπο με τα οπωροφόρα με το πέδιλο ξεκούμπωτο και επουλώνει τις πληγές, τις προστατεύει.
Η Αδαλόγλου και σε αυτό το βιβλίο στήνει ένα αργό πανοραμίκ, μια ποιητική σονάτα. Ο ποιητικός της φακός εξερευνά πάρκα, ανθρώπους, πόλεις, γειτονιές, μνήμες. Κινείται διαρκώς και κυκλικά με σταθερό ρυθμό έως ότου η κάμερα πένα της ολοκληρώσει έναν πλήρη κύκλο 360 μοιρών πάνω σε ανθρώπους, αισθήματα και τόπους. Ψιθυρίζει ονόματα, πόλεις, λίμνες, τόπους ερριμμένους μέσα στις διάπυρες κηλίδες της μοναξιάς του σύμπαντος. Αγκιστρώνεται στη ζεστή πυκνότητα του πραγματικού και των ανθρώπων, γιατί γνωρίζει πως ο ασκητισμός αποκόβει τον συγγραφέα από τις μεγάλες πηγές της ζωής. Δεν τρεκλίζει αδιαφορώντας για το μέλλον, άλλωστε το μέλλον, αν και μικρή κουκίδα, είναι ένα αιφνίδιο ξαστέρωμα νεφελώδους ουρανού που έχει όνομα, το λένε Νεφέλη, το όνομα της εγγονής της. Νεφέλη όνομα διάστικτο φωτός για την ποιήτρια, μέσα στο σκοτάδι του χρόνου. Το μέλλον μια μικρή κουκίδα, μα μια υποσχόμενη φωτεινότητα που μάχεται την πυκνότητα του μαύρου.
Η Κούλα Αδαλόγλου, σαν ζωγράφος έχει αποκτήσει τον δικό της προσωπικό ποιητικό χώρο, έχει στήσει τα παρατηρητήριά της, αλλά αυτός είναι ένας χώρος που δεν είναι περιχαρακωμένος. Είναι ένας χώρος ανοιχτός, μια πλατιά και καθολική διερώτηση που καθιστά την επαφή με τον αναγνώστη ουσιαστική. Η γραφή της μέσα στον χώρο αυτόν λειτουργεί σαν πυξίδα, που σε βοηθά να περπατάς χωρίς να χάνεσαι μέσα σε συστρεφόμενες διαδρομές, χρησιμοποιώντας λέξεις-πέτρες, καταγγελτικές πολλές φορές, λέξεις τρυφερές άλλες, λέξεις κρυφές και μυστικές, και μας καλεί μ’ αυτές να γνωρίσουμε το ποιητικό της σύμπαν. Γιατί η ποίηση, όπως λέει και ο Πωλ Βάλερυ, είναι μια ιδιαίτερη γλώσσα, πιο συγκεκριμένα μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα, και αυτήν τη δική της ιδιαίτερη γλώσσα μάς καλεί η Κούλα Αδαλόγλου να επικοινωνήσουμε και αυτή τη φορά.
ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
OANAGNOSTIS 4/4/2019
Μια περιπέτεια εσωτερικής περιπλάνησης
Εκθέτω μια σειρά από σκέψεις μου διαβάζοντας την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, ασκημένος στην ανάγνωση και στη μελέτη της νεοελληνικής ποίησης, ότι με τη συλλογή αυτή έχουμε μπροστά μας μια δημιουργό ποιητικού λόγου πρώτης γραμμής, μια ποιήτρια στη μεστή και την καλή της ώρα. Η εντύπωση αυτή υποβάλλεται από τη συνολική αίσθηση που προκαλείται από τη συνεργασία μιας σειράς παραγόντων απ’ τους οποίους ο καθένας παίζει τον δικό του σημαίνοντα ρόλο για τη δημιουργία αυτού του ώριμου αποτελέσματος.
1. Δεν υπάρχουν πιο επιδέξιοι πλοηγοί στον ωκεανό της πάμπλουτης και πολύζωνης ελληνικής γλώσσας απ’ τους ποιητές μας. Απ’ αυτούς άλλοι είναι συγκρατημένοι και αμυντικοί χρήστες της εκφοράς και των κωδίκων της, και κάποιοι, λιγότεροι, βουτούν και ανασκαλεύουν τον πάτο του σώματός της μεταχειριζόμενοι τα στιλπνά σχήματα που αποκαλύπτονται από την ανασκαφή. Η Αδαλόγλου στέκεται κάπου ενδιάμεσα, μα ως καλός γνώστης και αγωγός των μυστικών της ελληνικής γλώσσας στήνει τα ποιήματά της με γνώμονα το μέτρο, το απόλυτο μέτρο, την λεπτομερειακά προσεγμένη χρήση της μεταφοράς και το ακριβές ζύγισμα του κάθε επιθέτου, ρήματος, ακόμη και των συνδέσμων και των σημείων της στίξης που είναι κεντημένα όλα ψιλοβελονιά. Πολύ προσεγμένη και η επιλογή και το σημείο τοποθέτησης στους τίτλους ή μέσα στο σώμα των ποιημάτων δεκατεσσάρων ξένων λέξεων, όλων στα αγγλικά, κύριων ονομάτων, τοποθεσιών και απλών ουσιαστικών.
2. Η σπάταλη ομορφιά και η πολυχρωμία, η μαγγανεία της φύσης δεν απουσιάζει από αυτή την λεπταίσθητη ποίηση. Η εικονοποιητική δεξιότητα της δημιουργού είναι θαυμαστή, καθαρά εικαστικού-ζωγραφικού τύπου κοντά στους πίνακές του Σαγκάλ και του Μονέ, καθώς εδώ δέντρα, πεταλούδες, φεγγάρια, χόρτα, αγριολούλουδα, ζωύφια, τριζόνια, θάλασσα και λίμνες, πρωταγωνιστούν.
3.Αναδεικνύεται ένα ιδιαίτερα λεπτό θέμα : η θεωρούμενη ως «ηλικία της αθωότητας», όπου καταγράφονται οι πρώτες μνήμες του ανθρώπου και η οποία σημαδεύει τον υπόλοιπο βίο. Αυτές οι παιδικές αναμνήσεις, οι ανεξίτηλες στην κιβωτό της ψυχής, επανέρχονται με την αίσθηση της απώλειας και του πένθους την εποχή των δοκιμασιών και της στέρησης.
4.Τόσο υποδόρια όσο και ευθύβολα εκφέρεται ο πολιτικός στοχασμός και ο κοινωνικός προβληματισμός σε ποικίλες εκφάνσεις του, προπαντός σε σχέση με τα συμβαίνοντα σε διεθνή κλίμακα, και ιδιαίτερα με τις τραγωδίες των απεγνωσμένων προσφύγων και μεταναστών στα δικά μας νερά.
5.Πολύ ευδιάκριτη και προβεβλημένη η ευαισθησία της ώριμης γυναίκας, που αγκαλιάζει με μητρικό βλέμμα την παρουσία και τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών, αφήνοντας την αίσθηση της εκπροσώπησης του διαιώνιου μητρικού αρχέτυπου, όπως το έχουμε προσλάβει από τα βάθη του ιστορικού χρόνου ως τις μέρες μας, με τη θετική και γόνιμη πλευρά του, την ενστικτώδη αγάπη, τη συνείδηση της ευθύνης και το χρέος της προστασίας. Η ταύτιση αυτού του αρχέτυπου με το πρόσωπο της ποιήτριας είναι αναπόφευκτη, παρόλο που κατά βάθος αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία όμως έχει ότι η παρουσίαση αυτού του μοντέλου, της μητέρας-πρότυπου ίσως να προέρχεται από ισχυρό και βαθύ προσωπικό βίωμα αλλά παίρνει πλατύτερες κοινωνικές διαστάσεις μέσα στην ποίηση.
6.Το ισχυρότερο εργαλείο της ποιητικής τέχνης της Αδαλόγλου είναι το κύρος και η επιβολή της συναισθηματικής της ωριμότητας που εκφράζεται απόλυτα, κάποτε παράφορα, με λαχτάρα και συγκινητικό πάθος, χωρίς να επιτρέπει ίχνος μελοδραματισμού ή ψευτοαισθησίας. Με την δύναμη των ποιητικών εικόνων να περιγράφουν τις δονήσεις μιας ταραγμένης ψυχής, τις διακυμάνσεις του κλονισμού μια ανήσυχης και βασανισμένης συνείδησης.
Πυκνή και εύστοχη ποίηση κερδίζει απόλυτα τον αναγνώστη της επιτυγχάνοντας τη μέθεξη. Διαθέτει το προσόν να μεταφέρει με πειθώ την περιπέτεια της εσωτερικής περιπλάνησης της ποιήτριας Μπορεί το μότο του πρώτου μέρους της συλλογής να αποφαίνεται πως «όλα στο σκοτάδι θα γίνουν», φράση πολυσήμαντη που θα μπορούσε και να εκληφθεί ως σκοτεινή ή μαύρη, όμως μέσα από τα ποιήματα δεν προκύπτει καμία ερεβώδης και ζοφερή προοπτική ζωής αλλά μια επίμονη και πεισματική πάλη για την νίκη του φωτεινού και του λευκού. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» κατά τη διδαχή του Σεφέρη.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
VAKXIKON.GR 45 Απρίλιος 2019
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
Δύο ενότητες: η πρώτη “όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν” και η δεύτερη “Γιατί το μέλλον μία μικρή κουκίδα”.
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Σαλιγκάρια οι αναμνήσεις, ζωούλες τις αποκαλεί η ποιήτρια, ανεβοκατεβαίνουν στις σελίδες. Μία γυναίκα που φοράει κραγιόν λίγο πριν αποχαιρετήσει. Μία άλλη πού σερβίρει στο μπαρ ενός αεροδρομίου καρφωμένη στο έδαφος σε μία εν δυνάμει πτήση. Προγιαγιάδες με σάλι στους ώμους, άλλες από την Μικρά Ασία, άλλες από την Ρούμελη, μας γνέφουν. Αυτές γνωρίζουν καλά. Ένα σκοτάδι φάλαινα με ανεπιθύμητους ενοίκους, φόβος, μία ζοφερή μοίρα με πεινασμένους εφιάλτες και αγκαθωτά τέρατα. Που όμως με την πένα της ποιήτριας μετασχηματίζεται σε τέχνη με τρυφερότητα και νοσταλγία. Έτσι όλα θα συντελεστούν στο σκοτάδι, η ίδια η ζωή, η άλλη ζωή που ολοκληρώνεται μέσα του. Η τέχνη της ποίησης.
Την στιγμή του αποχωρισμού το ποιητικό υποκείμενο φορά ένα κόκκινο κραγιόν «για νάχουν κάτι από μένα πάνω τους/ σαν θάχω φύγει».
Ποιο είναι το σώμα του ποιήματος σ’ αυτή την ενότητα; Είναι το σώμα του παρελθόντος όταν η μαμά φορούσε κρέμα νυκτός, είναι το σώμα του παρόντος με το σπέρμα της επαπειλούμενης σήψης, η χασμωδία, η χαράδρα, ο γκρεμός, είναι το σώμα του μέλλοντος όπου όπως λέει η ποιήτρια, η παρένθεση μπορεί να κλείσει αναπάντεχα και το ένα σώμα να απομείνει άυλο;
Χώρες του Βορρά και χώρες του Νότου κρεμασμένες όλες από τον ίδιο Ισημερινό. Ρευστότητα του προσωρινού. Οι αναμνήσεις άσπρες γάτες που χωλαίνουν.
Και αφού όλα συντελούνται στο σκοτάδι, τι είναι αυτό που απομένει από μας πάνω στους αγαπημένους μας; Ένα κόκκινο κραγιόν; Ένα σμάρι διάφανες πεταλούδες; Νιφάδες χιονιού, λιλιπούτειες μπομπονιέρες; Ή η τέχνη, η γραφή που εξασφαλίζει το φως στο σκοτάδι, στο σώμα την μνήμη, την διήθηση στην αγάπη.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΑΣΚΗΣΗ. Αν το πράσινο εξώφυλλο δεν ήταν πράσινο εξώφυλλο φανταστείτε λιβάδι. Και αν στο λιβάδι αυτό έτρεχε μία μικρή κουκίδα, ας πούμε ένα κοριτσάκι με κόκκινο αδιάβροχο, περίπου δύο χρονών, και αν αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Νεφέλη και αν η Νεφέλη είναι το κοριτσάκι, και αν το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο και σε άλλα κοριτσάκια που πλέουν σε μία πράσινη θάλασσα βάλτο και φορούν κόκκινα σωσίβια και κάποια από αυτά θα συνεχίσουν να επιπλέουν μέσα στον χρόνο. Και αν το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς αφιερωμένο σε ένα κοριτσάκι που παίζει με ασφάλεια σε ένα προστατευμένο σπίτι, αλλά αυτό το βιβλίο μετασχηματίζει το προσωπικό σε καθολικό, τότε όπως λέει η ποιήτρια στο ομώνυμο ποίημα
Το μέλλον μία μικρή κουκίδα/χωρίς χρώματα και διαστάσεις/ /σεντονάκια της αθωότητας/ μη μου γίνετε τύψη.
Λέει τότε η ποιήτρια:
Γέμισε ο χώρος λέξεις ήρεμες και παραπονεμένες/που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους/μήπως και πάψω να αιωρούμαι/τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείχτη.
Λέει τέλος η ποιήτρια:
Και πάντα πάντα η Ιστορία στο τέλος αίμα θα βοσκήσει.
Ο ποιητής είναι μία χορδή. Συντονίζεται στην πιο ελάχιστη δόνηση. Η ποιήτρια Κούλα Αδαλόγλου είναι φτιαγμένη από πορώδες υλικό. Την διαπερνούν τα πάντα. Το βλέμμα της εισχωρεί και επεκτείνεται, η αγκαλιά της είναι πλατιά, τα χέρια της τεράστια και πολύ λεπτά με μακριά δάχτυλα, εκτείνονται από τον Βορρά ως τον Νότο, από την Ανατολή ως την Δύση. Από τον πόνο και τον σπαραγμό, από τα πνιγμένα παιδιά, από τους πρόσφυγες με τα ελαφρά μπουφάν μέσα στο χιόνι, από την γυναίκα με το μαντήλι στο κεφάλι που προσπαθεί να θηλάσει ένα κοριτσάκι, μήπως το λένε κι αυτό Νεφέλη, από τα σπαράγματα της παιδικής αθωότητας μέχρι την υποψιασμένη σοφία της ενηλικίωσης, αυτή η ποιήτρια, παιδί, μητέρα, πολλών ανθρώπων, η Κούλα Αδαλόγλου απορροφά και γράφει. Με μία ποίηση ανθρώπινη που κουβαλάει όλο τον πόνο και όλη την ελπίδα του κόσμου. Αντέχοντας το σκοτάδι καρουζέλ που ανεβοκατεβαίνει, υπομένοντας τα τέρατα και τους δράκους, γενναία και αξιοπρεπής όσο η γραφή της. Στην Νεφέλη της καρδιάς της. Στην Νεφέλη γενικά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΡΑΚΑ 12/6/2019
Σ’ άλλες ποιητικές συλλογές βάζεις κάτω τους
θεματικούς άξονες, τους κατηγοριοποιείς. Παρ’ όλη τη διασπορά και τη
διαφοροποίηση των νοημάτων από ποίημα σε ποίημα, δυο τρεις είναι κατά κανόνα οι θεματικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους στρέφονται οι ποιητικές ιδέες.
Αλλά σε αυτή τη συλλογή της Αδαλόγλου κάθε προσπάθεια ταξινόμησης είναι καταδικασμένη. Υπάρχει μια ηθελημένη πολυθεματικότητα που όσο κι αν κοπιάζω είναι αδύνατον να την στριμώξω στα καλούπια μια συνηθισμένης ταξινόμησης των δύο ή τριών αξόνων. Στην προκειμένη έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές ψηφίδες ενός πολύχρωμου μωσαϊκού. Μπορεί από
κοινού να αθροίζονται σε ενιαία αισθητική απόλαυση, αλλά καθεμιά είναι φορέας μιας άλλης ποιητικής ιδέας. Και αυτό γιατί η συλλογή της Αδαλόγλου αφορμάται από το ήσσον, εστιάζει στη λεπτομέρεια, ανασύρει στιγμιότυπα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο τίτλος. Όχι μόνο το μέλλον
αλλά και τα ποιήματα της Αδαλόγλου μοιάζουν με μικρές κουκίδες.
Ή και με ραφές, ξεχειλωμένες. Που τις τραβάει η ποιήτρια για να ξηλώσει το κακοπλεγμένο πλεχτό της πραγματικότητας και να φανεί η γύμνια της, η δική μας γύμνια. Πληγές αρχίζουν να φαίνονται από παντού. Το ποιητικό σώμα αιμορραγεί, υποχρεωμένο να διαχειριστεί την ύπαρξή του σε ένα αφιλόξενο κοινωνικό περιβάλλον, ανάμεσα σε ανθρώπους που σαλτάρουν στα καλά καθούμενα, πλαστικές καρέκλες, κρέμες νυκτός, εξαθλιωμένους πρόσφυγες, εχθρικούς ενοίκους πολυκατοικιών, ψηφιακά emoticons και ανοιχτές
τηλεοράσεις. Κάθε ποίημα της Αδαλόγλου είναι μια τέτοια μικρή πληγή.
Αλλά είναι, επίσης, και μια άμυνα, κάτι σαν δικλείδα ασφαλείας. Είναι ο αισθητικός χώρος της επανασύνδεσης του τεμαχισμένου εγώ, της διαφύλαξης της μνήμης και της αποκατάστασης κάποιων βασικών παραδοχών, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια αντίσταση στον παραλογισμό που καραδοκεί. Παρά τις ήττες και με γκρεμισμένες τις βεβαιότητες, το ποιητικό
υποκείμενο της συλλογής επιμένει να αίρεται όσο και όπως μπορεί πάνω από τις αγωνίες του, προστρέχοντας στο καθαρτήριο άλλοτε της μνήμης, άλλοτε της παιδικότητας κι άλλοτε της φαντασίας και πάνω απ’ όλα της ποίησης.
Είναι δε η ποίηση αυτή ώριμη σε όλα της. Και στα εκφραστικά της μέσα και στη γλώσσα της και στο ύφος της. Στηριγμένη σε έναν στέρεο λόγο, ακριβή στη συνεκδοχή, στη μετάθεση και στη μεταφορά. Που χωνεύει
το λογικό με το εξωλογικό, το ρεαλιστικό με το συμβολικό και τελικά δίνει στην ποιητική ιδέα την πυκνότητα του νοήματος και την απλότητα της διατύπωσης που αρμόζουν σε μια ποιητική γραφή που παρά την θεματική εμμονή της στο ήσσον (ή και εξαιτίας της) αποκρυσταλλώνεται σε ποίηση υψηλής αισθητικής πνοής.
Με τη σειρά αυτά που ξεχωρίζω: «Η δικλείδα», «Κρέμα Νυκτός», «Άνεμος», «Οι Περαστικοί», «Πέφτει ψύχρα», «Κάμερα»… Σταματώ γιατί θα μακρύνει πολύ ο κατάλογος. Θέλω να πω, είναι πολλά, πολλά ακόμη.
ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
TVXS.GR 3/7/2019
Οι κοινωνικές αγωνίες ενός διασπασμένου «εγώ» στην ποίηση της Αδαλόγλου
Η ποίηση είναι η κριτική της κοινής λογικής και μία διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων αντίληψης των πραγμάτων, του επαναπροσδιορισμού όλων όσα θεωρούμε δεδομένα. Η λογοτεχνία , βέβαια, ως κειμενικό είδος με ειδικό ενδιαφέρον, εξωθεί τους αναγνώστες να τη δουν ως τέχνη, επειδή ακριβώς τη βρίσκουν σε ένα πλαίσιο συμφραζομένων που πιστοποιούν τη λογοτεχνική ταυτότητα του κειμένου (Culler). Ωστόσο, πάντα θα παραμένει το ερώτημα τι είναι τελικά ποίημα και τι λογοτεχνία.
Η νέα ποιητική της συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, «γιατί το μέλλον μία μικρή κουκίδα» (σαιξπηρικόν, 2018), μάλλον έρχεται να ρίξει λάδι στη φωτιά αμφισβητώντας ουσιοκρατικά την λογική επιφάνεια του ορισμού του ποιήματος∙ ορισμένα ειδικά στο πρώτο μέρος δεν μοιάζουν καν με ποίηση. Η πρώτη ενότητα στη συλλογή της Αδαλόγλου αναιρεί την αναζήτηση ενός σαφούς ποιητικού στόχου. Το κείμενό της είναι μεταμοντέρνα ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία. Για τον Iser το κείμενο δεν είναι ούτε αντανάκλαση ούτε παρέκκλιση σε σχέση με μία αυστηρά καθορισμένη πραγματικότητα∙ είναι μία σχέση αλληλεπίδρασης, μέσα από την οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτές και οι θεμελιώδεις λειτουργίες του σε ένα συγκείμενο πραγματικότητας. Το νόημα παράγεται κατά την αναγνωστική διαδικασία κι όχι στο κείμενο καθαυτό. Η επικοινωνία ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη δεν είναι καθορισμένη∙ η απροσδιοριστία αυτή αυξάνει την ποικιλία των επικοινωνιακών δυνατοτήτων.
Η ποίηση της Αδαλόγλου πηγάζει από τη μνήμη, την κοινωνική καταγραφή, τον χώρο των συναισθημάτων και των αισθήσεων. Μέσα από τη στιχουργική της αναδύεται ένα διασπασμένο εγώ που αγωνιά να επανασυνδεθεί μέσα από τη μνήμη με το παρόν προσπερνώντας τις ήττες. Η ποίησή της εκκινεί από το ατομικό βίωμα φιλτράροντας το κοινωνικό συναίσθημα. Η μνήμη είναι η αφορμή για να δει τον χώρο γύρω της με μια οπτική βαθιά ανθρωποκεντρική, γεμάτη ευαισθησία και υπόκωφο πόνο. Μέσα από τα απροσδιόριστα ποιήματα παρασέρνει τον ακροατή/αναγνώστη σε ένα παιχνίδι ερμηνειών, στοχασμών και συναισθημάτων.
Το ρεαλιστικό στοιχείο συνδέεται με το συμβολικό, η μνήμη μεταφέρεται στη διαχρονικότητα μέσα από τη νοηματική πυκνότητα και την ανατροπή ή τις μεταφορές. Στον σκοτεινό, για την αναγνωστική πρόσληψη, ποιητικό χώρο ο λυρισμός συμπλέκεται με την ειρωνεία και η προφορικότητα με την κρυπτικότητα. Το απρόοπτο τέλος των συνθέσεων αποτελεί μία υπενθύμιση των απρόοπτων της ζωής και των ανατροπών της. Το ατομικό (μνήμη) και το συλλογικό (κοινωνική ευαισθησία) συνδέονται στον άξονα μιας κοινωνιοϋπαρξιακής αγωνίας για τον Άνθρωπο. Έτσι, όμως, το ποιητικό εγώ μεταμορφώνεται σε έναν μυθοπλαστικό χαρακτήρα που εκφράζει το συλλογικό υποκείμενο∙ η εσωστρέφεια αφήνει χώρο στον κοινωνικό τόπο και το παρελθόν στο παρόν. Με τρυφερότητα απευθύνεται σε ένα ενδοκειμενικά βουβό β’ ενικό πρόσωπο, που όμως η αφιέρωση του βιβλίου στη Νεφέλη (εγγονή) δίνει οντότητα στο πρόσωπο.
Όμορφες μεταφορές δομημένες στην αλογία διαμορφώνουν ένα λυρικό πλαίσιο ποιητικής. Η αξιοποίηση του άλογου στοιχείου (στο δεύτερο μέρος) στον συνταγματικό άξονα αποκαλύπτει και τη γλωσσική καινοτομία της ποιήτριας. Μα η αλογία κατέχει λειτουργικό ρόλο στην ανάδυση του συναισθήματος. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στο σκαρί των πολλαπλών σημαινόντων και σημαινομένων που επιβάλλει το ποιητικό κείμενο. Η μεταφορά, άλλωστε, αποτελεί μία σύνθεση του υλικού (εικόνα) με το πνευματικό (σημαίνον) μέσα από φαινομενικά αταίριαστα συνθήκες, που μόνο η ποίηση γεννά.
Σε αυτήν την αποαυτοματοποίηση της γλώσσας στηρίζεται και η εικονοποιία της, συχνά φυσιολατρική και σταθερά προσηλωμένη στον κοινωνικό χώρο. Το φυσιολογικό στοιχείο ενισχύει τους λυρικούς τόνους. Μέσα από τη μεταφορική χροιά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση προς το κεντρικό θέμα. Η σύνδεση του φυσικού στοιχείου, συνήθως ανοιξιάτικου, με τη μνήμη εντείνει το συναίσθημα της τρυφερότητας και της ευαισθησίας αφήνοντάς το να αγκαλιάσει τον ακροατή/αναγνώστη. Οι τίτλοι, μακριά από το περιεχόμενο του ποιήματος, εισάγουν ως θύρες στην ερμηνεία των ποιημάτων. Αναπόσπαστο μέρος των συνθέσεων συμμετέχουν στην συναισθηματική κλιμάκωση ως το πρώτο αινιγματικός καλή για την ερμηνεία.
Η ποίηση είναι μία γλώσσα που προβάλλει την ίδια τη γλώσσα. Η Αδαλόγλου ενοποιεί τα πολλά και διαφορετικά γλωσσικά στοιχεία σε μία σύνθετη σχέση, προβάλλοντας την αισθητική λειτουργία της γλώσσας. Η ποιητική της αντιστέκεται στους περιορισμούς και τις ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις, μέσα από την ενέργεια του γλωσσικού υλικού και των συμβατικών προσδοκιών των αναγνωστών. Για τη Φρυδάκη, η ποιητική λειτουργία προβάλλει την αρχή της ισοδυναμίας από τον άξονα της επιλογής στον άξονα του συνδυασμού∙ άρα η λογοτεχνικότητα προκύπτει από τη διαφορετική οργάνωση του γλωσσικού υλικού.
.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
POETICANET.GR 36 Ιανουάριος 2020
Πρόκειται για το 8ο ποιητικό βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου, η οποία τελευταία εξέδωσε και έναν τόμο με τα κριτικά της κείμενα. Το παρόν έργο χαρακτηρίζεται από γλωσσική και νοηματική απλότητα, καθαρή φόρμα, διάλογο με τον ρεαλισμό, χωρίς βεβαίως να λείπει η «μεταφορά» που εισάγει άλλα πεδία. Η Αδαλόγλου είναι πολύ καλά συνδεδεμένη με τον πραγματικό κόσμο, γι’ αυτό μιλάει με φυσικές εικόνες και περιστατικά, περιβάλλοντας το κάθε τι με μια απαλή συναισθηματική αύρα. Ειδικά στην ομότιτλη ενότητα του βιβλίου, ξετυλίγει το βίωμα της μητρότητας, που, ως συγκινησιακή πηγή από μόνο του, δημιουργεί τόνους και φορτίσεις πολύ ελκυστικές για τον αναγνώστη.
Η ανθρωπιστική ματιά είναι διάχυτη στην εν λόγω ποίηση. Το «πρόσωπο», ο Άλλος ως παρουσία, η σχέση με το Άλλο, η επίδραση του Άλλου -πορτραίτα που υπονοούν πλευρές της προσωπικότητας της Αδαλόγλου- γίνονται ευκαιρίες για κειμενικές καταθέσεις. Εντούτοις, η έμφαση της ποιήτριας στο συγκεκριμένο, εμπλουτισμένη με πολύ πραγματικές σημάνσεις -αντικείμενα, χώρους, υλικά φορτία-, χτίζει το περιβάλλον, όπου η γλώσσα ενσαρκώνεται καταλύοντας κάθε υπερβατικό στοιχείο, για να ενταχθεί ολόσωμη μέσα στην απλή ζωή. Ένα ποίημα που ξεχώρισα: Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά/κρέμα νυκτός/κι ύστερα έμπαινε η ίδια η μαμά./Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με κρέμα νυκτός./Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες/ γκρεμίζομαι/κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια/παφλάζουν, και μετά ηρεμία./Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα/επιπλέει σαν σχεδία/πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενη σήψης. (Κρέμα νυκτός)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ
FRACTAL Ιούλιος 2020
«Πάλι αίμα θα βοσκήσει η Ιστορία»
Η ποιητική αυτή συλλογή συνιστά έναν σηματωρό για την διαπορεία μας σε στοχαστικά και πνευματικά πεδία, που κατορθώνει να μας καταστήσει κοινωνούς σε ένα διανοητικό ταξίδι, στο οποίο φανερώνονται οι εσώτερες όψεις της πνευματικής άνθησης και εμπειρίας της Κούλας Αδαλόγλου.
Μετά από τριάντα έξι χρόνια συγγραφικής γραφής, η Κούλα Αδαλόγλου με την όγδοη ποιητική της συλλογή, «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», συνεχίζει την καλλιέργεια ενός ενιαίου, στο σύνολο του ποιητικού της έργου, κόσμου.
Στην ποιητική αυτή συλλογή της Κούλα Αδαλόγλου, βλέπουμε: εμπειρία, οξυδέρκεια, πυκνότητα, αισθητική, σαφήνεια, κρυστάλλινα καθαρή έκφραση, εύστοχες επινοήσεις, σαφήνεια και πρωτότυπα ποιητικά σπαράγματα. Ποιήματα, όπου ο επαρκής αναγνώστης σταματά, στοχάζεται και νιώθει το νόημα της κάθε λέξης. Στα ποιήματά της μας συγκίνησε ο σύντομος και περιεκτικός τρόπος που η ποιήτρια υποτάσσει τις λέξεις με την αίσθηση του μέτρου. Δεν έχουν ίσκιο οι λέξεις της…
Στέρεα στοχασμού, με ποιητική δύναμη, η γραφή της «εισβάλλει» στο μυαλό μας με εναλλασσόμενες εικόνες. Δίνει βάθος στις υλικές και ψυχικές ρωγμές. Στα ποιήματά της δεν υπάρχει διαφυγή, από τη μνήμη, μόνο μια ατελείωτη επανάληψη επιθυμιών, διαψεύσεων, παθών και φόβων. Και η λιτανεία του χρόνου συνεχίζει την αέναη πορεία της χωρίς αφετηρία, χωρίς προορισμό, αφήνοντας πίσω τα ποιήματα, που δείχνουν πως η έρημος είναι η άλλη πλευρά του καθρέφτη…
Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες, «Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» και «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα».
Στα σαράντα εφτά ποιήματα της συλλογής με μικρο-στοχεύσεις και με την καλλιέργεια μικρο-περιστατικών, η ποιήτρια αναπαρθενεύει την αίσθηση του ανθρώπου για τα γήινα, προετοιμάζει το άνοιγμα μιας ρωγμής που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε ένα χάσμα, εξασκείται σε ένα ποιητικό κρυφτό φωτός- σκοταδιού, οι στοχασμοί της μας αφήνουν άλαλους, μας οδηγεί στην ονειρικότητα της ύπαρξης και της μνήμης και μας δίνει το μέγεθος της στιγμής του απείρου στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον…
Το παρελθόν της Αδαλόγλου, συναντιέται με το παρόν της μικρής εγγονής της, της Νεφέλης (στην οποία αφιερώνει την ποιητική συλλογή), καθώς η μικρή γίνεται το πρόσωπο ενός πολλά υποσχόμενου μέλλοντος.
«Γλώττα αέρος μάστιξ» έλεγε ο Αλκουίνος. Εχθροί των πραγμάτων υπήρξαν κάποτε οι λέξεις. Μεταξύ λόγου και ειδώλων αγών εσαεί. Ως ρήγμα στον κόσμο καμωμένο από το ανθρώπινο στόμα πρόβαλε ο λόγος κάποτε. Χαραματιά στον κόσμο ο λόγος μας, το στόμα μας ανεμοδόχος που ανοίγει διάκενα και μια ανατροπή στη δημιουργία. Τα μιλάμε τα πράγματα για να τα λυτρώσουμε από τη νεκρή την ύλη… Η γλώσσα υπεκφεύγει, διολισθαίνει, ξεγλιστράει, καταδιώκει, καταδιώκεται, δεν την αφήνουν σε χλωρό κλαρί κι εκείνη όλο ανοίγει. Περιορίσει, αυλακώνει, γεωρυχεί: μια καβατίνα. Τότε εμφανίζεται ξένο και ενώπιον μας το πιο δικό μας σώμα: η γλώσσα. Πνευματική μας σάρκα, αίμα μας. Η έξοδος από το σώμα μας που γενναιόδωρα μας προσφέρουν ο έρωτας, η ποίηση, ο χορός, η μουσική, τα χρώματα, η τέχνη, ο πόθος, το όνειρο είναι η μόνη δυνατή ανακούφιση πάνω σε τούτη τη γη…
Πώς, λοιπόν, να βγάλει η Κούλα Αδαλόγλου απ’ το θνητό της σώμα τις βαμβακερές λέξεις που το κατοικούν, τις λέξεις που υπάρχουν μέσα της , που είναι καταχωνιασμένες, που είναι ένας χορός από λέξεις στο στόμα της , που ανακάτευε υφές αρώματα και γεύσεις ώσπου να γίνουν λέξεις και που θα σηκωθούν αυτές οι λέξεις για να μιλήσουν για: το ανάπηρο ποίημα, το αλάτι του χρόνου, το μαγκωμένο στυφό αμφίβολο σήμερα, τα χλωμά πορτοκάλια, τα ιαματικά μάτια, το υγρό χόρτο, το σμάρι πολύχρωμες πεταλούδες, μια μονογραφία δρόμος, τους ιστούς της ομίχλης, την καστανόχρωμη ομίχλη, την υφή των ονείρων, την αναρρόφηση δακρύων, τις εναλλακτικές ελπίδες που επιμένουν, τα σύνορα που δεν ανθίζουν τα συρματοπλέγματα, τη βροντή ξερή και στείρα, και τη μοναξιά που ούτε κι αυτή δεν είναι στα βουνά, που ξυπνούν κάτι λιμασμένοι εφιάλτες, που τα πιο βαθιά δεν μαθαίνονται, που την άφησες , μου είπαν, αυτή τη σκέψη σου εκεί έξω, τώρα δεν έχεις μυστικά, που το ουρλιαχτό δεν τέμνεται με την έλευση του νέου χρόνου, την συνισταμένη στο ποίημα που δείχνει φως νύχτα μέρα, που ψάχνει στις σκιές παλιών φίλων, που γέμισε όλη την έρημο με παρθενική φωνή, που πάλι αίμα θα βοσκήσει η Ιστορία, για τις πνιγμένες βάρκες της απώλειας, για μια προοπτική ανατροπής των δεδομένων, για τις εικόνες όπου το φως νικά το σκοτάδι, γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις …
Η Κούλα Αδαλόγλου είναι ένας λογοτεχνικός ογκόλιθος. Και μαζί μια προειδοποιητική πινακίδα που μας υπενθυμίζει , κόντρα στους καιρούς, τη ζωτικότητα της ποίησης, την έκτακτη ανάγκη της ανομοιοκατάληκτης ζωής και τελικά την ίδια την ποιητικότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Εξαιρετικά δείγματα γραφής:
Τσακισμένος λεπτοδείκτης
Να μην ορίζεις τον χώρο σου/Από μακριά οι ήχοι./Έρχονται όμως τις νύχτες της αγρύπνιας τ’ αντικείμενα./Οι κατσαρόλες, πάνινες, έπαιρναν σχήματα στα χέρια μου./Βελούδινες κουτάλες/ανακάτευαν υφές αρώματα και γεύσεις /ώσπου να γίνουν λέξεις./
Γέμισε ο χώρος από λέξεις ήμερες και παραπονεμένες/που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,/μήπως και πάψω να αιωρούμαι/
τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.
Συνομιλία
Συνομιλία: Τα Χριστούγεννα είναι κόκκινα, είπε η Ανθούλα./ Και χρυσά και κρυστάλλινα, αντέτεινα./Δεν συμφώνησε, ενώ διάλεγε ένα κατακόκκινο κουτί,/για να φυλάξει τις ψυχές των γιορτών.
Αναρρόφηση δακρύων
Τα χλωμά πορτοκάλια που περιμένουν να γίνουν χυμός/μια πρέζα αλάτι παραπάνω/κι αυτός ο γαλαξίας στο κορμάκι σου-/αλλά μη μου τραβάτε άλλο με το σχοινί τα μάτια προς τα μέσα/πνίγομαι/από αναρρόφηση δακρύων.
Άντε και post quem
II
Ανοίγω το φερμουάρ της τσάντας μου
μήπως βρω τα Χριστούγεννα
που δεν ήρθανε φέτος.
Μη βλέπετε αυτή που λέει πως είμαι εγώ
τριγυρνάει στο σπίτι μου
δήθεν στολίζει γιορτινά
μαγειρεύει δήθεν χριστουγεννιάτικα.
Ψέματα λέει.
Εγώ είμαι πεσμένη Ερμού 62
σ’ ένα παγωμένο πεζοδρόμιο
ουρλιάζω σαν τον λύκο
εις μάτην
το ουρλιαχτό μου δεν τέμνεται
με την έλευση του νέου χρόνου.
Με ταγεράκι και λουλούδια
Μύριζε άνοιξη/κι ας λέγαν τα μετεωρολογικά./ Σάββατο των ψυχών,/με μαύρο ταγεράκι και λουλούδια πήγαιναν./Εκεί στα σύνορα/
δεν ανθίζουν τα συρματοπλέγματα/ ό,τι κι κάνεις./
Κι ούτε μπορούν τα μάτια τους να τα τρυπήσουν/ όσο κι αν είναι έντονα τα βλέμματα./ Πάλι αίμα θα βοσκήσει η Ιστορία.
Πρόκειται για την καλύτερη ποιητική συλλογή, που διαβάσαμε τα τελευταία δέκα χρόνια.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 30/1/2021
Το ονειρικό μέσα από την αναβίωση της στιγμής στην ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου
Η Κούλα Αδαλόγλου, μια από τις σημαντικές σύγχρονες ποιητικές φωνές, στην όγδοη ποιητική συλλογή της, με τίτλο «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», εκδόσεις Σαιξπηρικόν, καταβυθίζεται σε στιγμές βίωσης και μνήμης που τις μετασχηματίζει ποιητικά και τις καταθέτει σαν ονειρικές αναβιώσεις μέσα από πλούσιες εικόνες και μεταφορές, θεάσεις, στοχασμούς και αναστοχασμούς.
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, στίχος του ποιήματος «Σαν τύψη», (σ.36), δίνει το στίγμα της κοινωνικής ευαισθησίας και προβληματισμού της ποιήτριας σκιαγραφώντας την αγωνία της για το μέλλον, ενώ η ενσυναίσθηση για τον άνθρωπο σε ανάγκη, για τα προσφυγόπουλα και τα αισθήματα ενοχής που αναδύονται συγκρίνοντας τη συνθήκη τους με αυτή της εγγονής συγκινεί και αφυπνίζει. Η συνομιλία της ποιήτριας με τον Γιάννη Ρίτσο, λες και συγχορδία συμπόνιας. «Κάνε, καλέ θεούλη,/ νά ʼναι όλοι καλά/ έτσι που και εμείς να μη ντρεπόμαστε/ για τη χαρά μας.» [[1]] γράφει ο ποιητής, «σεντονάκια της αθωότητας/ μη μου γίνετε τύψη» γράφει η Αδαλόγλου. Υπέροχοι στίχοι που με την τρυφερότητα και τη δυναμική τους αγγίζουν τον αναγνώστη αναμοχλεύοντας παρόμοια δικά του συγκινησιακά φορτία.
Το εξώφυλλο φωτεινό πράσινο στο χρώμα της ελπίδας, σε αντιδιαστολή αλλά και ως αναπλήρωση της σκοτεινής πλευράς της ζωής, κοσμείται από μια βινιέτα, σχέδιο της Γεωργίας Τρούλη, όπου βλέπουμε μικρούς κύκλους παραταγμένους, σαν αραδιασμένες κουκίδες, να διαμορφώνουν ένα ακαθόριστο σχήμα, σε μια προσπάθεια να ανοίξουν και να διευρυνθούν στον χώρο. Ίσως να μην είναι και τόσο ακαθόριστο τελικά το σχήμα, ίσως μορφοποιείται σιγά σιγά, και μαζί με τις θεάσεις και τις ιδέες, τις συγκινήσεις και τα λεκτικά μηνύματα της ποιήτριας απλώνεται σε κάτι πλατύτερο.
Η αφιέρωση στη μικρή Νεφέλη, την εγγονή της ποιήτριας, εκφράζει το μέλλον, την ελπίδα και όλες τις “μικρές Νεφέλες”, ιδιαίτερα αυτές για τις οποίες αγωνιά η ποιήτρια έτσι που να μη μπορεί να απενοχοποιηθεί για τη βίωση στιγμών χαράς και γαλήνιας εγγύτητας.
Απλή και συνάμα βαθιά και πυκνή, λιτή και υπαινικτική, τρυφερή κι αέρινη αλλά και με ψαλιδάκια που κόβουν λεπτές φλέβες γύρω από την καρδιά. Βρίσκει καταφυγή στην ποίηση και στις λέξεις της για να πατήσει πάνω τους και να μας αγγίξει παραμυθητικά. Γράφει: «Γέμισε ο χώρος λέξεις ήμερες και παραπονεμένες/που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,/μήπως και πάψω να αιωρούμαι/τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.», (σ. 37). Τις επιλέγει προσεκτικά και τις συνταιριάζει αρμονικά για να φτάσουν στο ποθητό ποιητικό άγγιγμα. Τα ποιήματα κυρίως ολιγόστιχα.
Η συλλογή αποτελείται από δυο ενότητες. Στην πρώτη συμπεριλαμβάνονται είκοσι ποιήματα. Ο τίτλος «Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν», «Σκουριά» (σ. 24), παραπέμπει στο σκοτεινό, αλλά όχι μόνο, αφού η νύχτα είναι της αυγής η μητέρα και αφού μες στο πιο βαθύ σκοτάδι ενύπνια ή στον ξύπνο γεννιέται το όνειρο – ποίημα. Η ποιήτρια μας προϊδεάζει καθησυχαστικά άλλωστε από το πρώτο κιόλας ποίημα, αναφερόμενη στην ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας στο πείσω μέρος του κρανίου. Εκεί όπου εδρεύει η Αμυγδαλή με το θυμικό και τις μνημονικές λειτουργίες:«στο πίσω μέρος του κρανίου μου/βρήκα μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας/και δραπέτευσα,/ άρδην ανατρέποντας τον παραλογισμό.», (σ. 11). Το καταδεικνύει και στο τελευταίο ποίημα της ενότητας με τίτλο «Πέφτει ψύχρα», όπου αποτρέπει το φως του ήλιου να διώξει χειρονομίες και βλέμματα που ανθοφορούν στο σκοτάδι: «όμως εγώ δεν κάνω λάθος/ και κλείνω τις κουρτίνες, ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και/ βλέμματα που ανθούν στο σκοτάδι.». Σ’ αυτήν την ενότητα η ποιήτρια μιλά για τον παραλογισμό της ζωής σε οριακές συνθήκες, όπως διασάλευσης της ψυχικής ισορροπίας στο ποίημα «Δεν θέλει πολύ», (σ. 12), ή στο ποίημα «Κρέμα νυκτός», (σ. 15), όπου το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει υπαρξιακή αγωνία μπρος στο επερχόμενο γήρας και τον θάνατο μέσα από οσφρητικές μνήμες. Αντίθετα στο ποίημα «Σαλιγκάρια», (σ. 13) με αφορμή μια ιατρική διαπίστωση αναπλάθει σαν σε όνειρο παιδικές μνήμες, όπου της ανταποδίδεται από τα σαλιγκάρια που είχε απελευθερώσει από το κανιστράκι της μαμάς η καλοσύνη της παιδικής ευαισθησίας και τρυφερότητας. Τυχαία στιγμιότυπα και στιγμές που αναμοχλεύουν τη μνήμη και εγείρουν εικόνες από το παρελθόν και πρόσωπα αγαπημένα όπως οι δυο γιαγιάδες, «Χασμωδία», (σ. 14).
Στη δεύτερη ενότητα που φέρει τον τίτλο του βιβλίου και συμπεριλαμβάνονται 27 ποιήματα, η ποιήτρια καταθέτει μεταξύ άλλων μνήμες προσωπικών στιγμών από τον ξένο τόπο όπου άπλωσε ρίζες και όπου διαβιώνουν προσφιλή της πρόσωπα. Εμπεριέχονται διάσπαρτες αγγλικές λέξεις και τοπωνύμια και αναβιώνονται στιγμιότυπα με αισθήματα και θεάσεις αναπόλησης, νόστου, αποχωρισμού, εγγύτητας και απόστασης. Κι εδώ αναδεικνύεται το ονειρικό σε αρκετά ποιήματα, όπου συνυπάρχει το δίπολο χαράς και λύπης, του πριν και του τώρα, της σκληρής πραγματικότητας και του ευφρόσυνου, της γαλήνης και ανησυχίας, εγγύτητας και απόστασης, συνύπαρξης και απώλειας, όπως πχ το «Κάπως έτσι», όπου η αναπόληση τόπων και στιγμών εγγύτητας, η επιθυμία της εγγονής, ο ψυχικός πόνος που προκαλεί η απουσία και η επερχόμενη μοιραία αναχώρηση εκφράζονται διαμορφώνοντας μια ατμόσφαιρα λες και ονείρου στο όνειρο μέσα από στίχους όπως: « Έτρεχες κι έλαμπες/ και μεγάλωνες και ταξίδευες – / κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο/ να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις.», (σ. 44), στίχοι που συγκινούν βαθύτατα.
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι το ονειρικό στην ποίηση της Αδαλόγλου, ως μια ενσυνείδητη αλλά κυρίως ασύνειδη προσπάθεια αναπλήρωσης και παραμυθίας. Παρά το ζοφερό παρόν και το αβέβαιο μέλλον που σκιαγραφείται στα ποιήματα της συλλογής, το άτομο αμύνεται, «παίζει στην άμμο ψηλαφεί/την υφή των ονείρων», (σ. 59), το στήθος σκάει σε πεταλούδες διάφανες, και μέσα από κουκίδες, σχισμές και χαραμάδες αναδύεται κάτι το ονειρικό με έναν εξόχως λεπταίσθητο τρόπο αντανακλώντας αχτίδες φωτός, απαντοχής, συμφιλίωσης και κατάφασης. Ίσως αυτό το ονειρικό να αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσωπικού ύφους της Αδαλόγλου.
Ο Σουηδός νομπελίστας ποιητής και ψυχολόγος Τούμας Τρανστρέμερ αναφέρει σε συνέντευξή του: «Ένα ποίημα είναι ένα όνειρο που ξυπνάω. Τα όνειρα και τα ποιήματα προέρχονται από το ίδιο μέρος του ατόμου. Εν μέρει, ακολουθούν τους ίδιους νόμους.»[[2]], ενώ η ψυχαναλύτρια Άννα Ποταμιάνου διατείνεται: «Για μένα το ονειρικό περιλαμβάνει τόσο την σκέψη του ονείρου και των ονειροπολήσεων της ημέρας με τις δραματοποιήσεις, συμπυκνώσεις και μετατοπίσεις της, όσο και την «ονειροπολούσα σκέψη» για την οποίαν μίλησε ο J.B. Pontalis(9), σκέψη που κινείται ανάμεσα στην ταυτότητα των αντιλήψεων και στην ταυτότητα των ιδεών… Ένα άλλο δείγμα, νομίζω, βρίσκεται στην παραγωγή των ποιητών.»[[3]]
Η Αδαλόγλου αναθυμάται και στέκει συγκινημένη μπρος στην βίωσης της στιγμής, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος του χρόνου, της ύπαρξης και της ζωής, που άλλοτε μας αγγίζει ευφρόσυνα και άλλοτε μας καρφώνει βαθιά και ανελέητα, θεάται και στοχάζεται ανακαλώντας την μνήμη και την φαντασία και καταφεύγει στην ονειρική αναβίωση ως αναπλήρωση ματαιώσεων, ελλειμμάτων, απουσίας και απωλειών, αλλά και για απαντοχή και κουράγιο μπρος στο δυστοπικό παρόν και το αβέβαιο μέλλον, μπρος στο άγχος θανάτου και την περατότητα της ύπαρξης. Μια αρχετυπική μητρική περσόνα, μια περιστέρα στην αιχμή της πιο ψηλής κορφής του οικοδομήματος της ύπαρξης και του χωροχρόνου, αυτή της στιγμής την ώρα της βίωσης, που βλέποντας στο πριν και στο μετά, στο εδώ και τώρα, στέκει και στοχάζεται με μαζεμένα τα φτερά. Αλλά με φτερά όμως! Φτερά από λέξεις που αναδιπλώνονται επιθυμώντας να ανασηκώσουν πάνω τους όλες τις “μικρές Νεφέλες” του κόσμου, μαζί κι εμάς για να πετάξουμε μέσα από την μικρή κουκίδα διευρύνοντάς την, ή έστω επινοώντας την διεύρυνσή της. Παραθέτω ένα κομβικό ποίημα:
ΣΤΙΓΜΗ,
Έπαιζε ένας fado ρυθμός
γυρτό το κεφαλάκι σου στο στέρνο του
και λικνιζόσασταν
μέσα στον χρόνο ένα στροβίλισμα ευτυχίας.
Υγρό κρύο, σκούρα σύννεφα.
Κι εγώ στην γκρίζα ομίχλη
μ’ ένα φόρεμα μοβ
όλο ξεμάκραινα.
Ανοιχτή η τηλεόραση ξεχασμένη
συνέχιζε να πυροβολεί κατά ριπάς. (σ. 45).
Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι η λέξη «στιγμή» επανέρχεται σε διάφορους στίχους και ότι ως έννοια αποτελεί κομβικό στοιχείο της συλλογής, ενώ ο στίχος «μέσα στο χρόνο ένα στροβίλισμα ευτυχίας» λες και ορισμός μιας ευφρόσυνης στιγμής, θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει έναν άλλον τίτλο της ποιητικής συλλογής, καθώς στην ποίηση της Αδαλόγλου αναδεικνύεται τόσο όμορφα το διττό της φύσης των πραγμάτων και της ζωής μαζί με το αλληλένδετο και συνθετικό φανέρωμα της σκοτεινής και φωτεινής τους όψης.
Η Κούλα Αδαλόγλου μετουσιώνει εμπειρίες και βιώματα παρουσίας και αναχωρήσεων, εγγύτητας και απουσίας αγαπημένων προσώπων σε ποίηση που αγγίζει βαθιές χορδές μας. Καταθέτει με σεβασμό και αγωνία τις κοινωνικές ευαισθησίες της. Η ενσυναίσθηση, η θλίψη και τα αισθήματα ενοχής μπρος στην ανημπόρια του άλλου διάχυτα και καθηλωτικά, καθώς με μαεστρία φέρνει μαζί και αποδίδει συγκινησιακά φορτία εγγύτητας και απουσίας, χαράς και θλίψης, το όνειρο και τη σκληρή πραγματικότητα, την στιγμή της βίωσης και της συγκίνησης, τη στιγμή και την διάρκεια, την στιγμή που ενδεχομένως εγκιβωτίζει το όλο της ύπαρξης και του χρόνου. Ίσως σ’ αυτό να συνίσταται το ονειρικό στοιχείο της ποιητική της, καθώς πετυχαίνει, όπως προαναφέρεται στο παράθεμα της Ποταμιάνου, να σκιαγραφήσει τη σκέψη του ονείρου, των ονειροπολήσεων της ημέρας και την «ονειροπολούσα σκέψη». Η Αδαλόγλου μας προσφέρει άδολη συγκίνηση, αφύπνιση και αναστοχασμό, όπως μόνο η καλή ποίηση μπορεί.
.
ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ
ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
«Η Αυγή», 31.1.2017
«Λέγοντας από την αρχή τις λέξεις»
«Δεν άγγιζα τίποτα. Δεν διάβαζα τα σημειώματά τους, δεν γύριζα στην ηλεκτρονική τους συνομιλία, δεν έβλεπα φωτογραφίες τους. Κάποτε άνοιγε η βαλίτσα και χύνονταν κάτω όνειρα ξεσκλίδια, επιθυμίες πορφυρές, πληγωμένα e-tickets. Μήπως ήμουν αναίσχυντη χάκερ; […] Κι ύστερα άρχιζα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους. Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη. Ή μήπως τους αγάπησα πολύ;».
Από το τελευταίο ποίημα της ποιητικής σύνθεσης «Εποχή αφής» της Κούλας Αδαλόγλου, όπου η «Τρίτη φωνή», του αφηγητή, τοποθετείται εκτός και εντός του ποιητικού κειμένου, αναστοχάζεται πάνω στα κατάλοιπα των υπάρξεων -δύο ερώμενο- τους οποίους έχει με τη γραφή της (του) εμψυχώσει. Ολόκληρη η ποιητική σύνθεση είναι μια ιδεατή συνάντηση των εκπορεύσεων της υποκειμενικότητάς της. Σαρξ εκ της σαρκός της, βιωμένες εμπειρίες, καταγραφές, μνήμες, υποθέσεις, «όσα νόμιζα πως είχαν να πουν», ένα μέλλον που θα προδιαγραφεί, πρόσωπα ή προσωπεία και φωνές που εμπλέκονται σε μια αριστοτεχνικά τεχνουργημένη ποιητική μυθιστορία, η οποία απλώνεται από τη λεπταίσθητη εξιστόρηση του ρίγους των δακτύλων μιας συνάντησης έως τη δραματοποιημένη παραφορά αισθήσεων και ψυχών (και των σωμάτων) στο βυθό της απώλειας…
Η δύναμη της αγάπης εν κατακλείδι -προς όλες τις κατευθύνσεις- ερήμην του λόγου και της έκφρασης, συνθέτει την ιστορία, τραβά στα βρόχια της το σύμπλεγμα αφηγητή και χαρακτήρων.
Τρεις παράλληλοι, αντιστικτικοί μονόλογοι – τρεις φωνές, ο άνδρας, η γυναίκα, ο αφηγητής / αφηγήτρια που υποκλέπτει ή επινοεί την ιστορία («μήπως ήμουν αναίσχυντη χάκερ»). Τα πρόσωπα του δράματος ενσαρκώνονται μέσα από τα επεισόδια μιας μυθοπλασίας. Μετά τη διαίρεση, την αποκόλληση από το σώμα της αφήγησης δημιουργούν τόπους συνάντησης και αναμνήσεων, δημιουργούν χρονικότητα, ιστορία με αρχή και τέλος.
Όλα αρχίζουν τότε που η αφηγήτρια:
Πάλι σε ένα καφέ θα καταφύγω / τη χαλαρή προσποιούμενη/ενώ με άγρυπνο μάτι παρατηρώ και καταγράφω.
Μια συνάντηση σε ένα καφέ, το ρίγος και η συγκίνηση «δάκτυλα που αγγίζονται» και «η προϊούσα οσμή απομάκρυνσης» των δυο ερωτευμένων όπως αποτυπώνονται στις ενδόμυχες συνομιλίες τους -εκείνη η φωνή Α’ εκείνος η φωνή Β’. Με σημειώματα, μηνύματα στο κινητό -θυμίζουν το «text» της Κάρολ Αν Ντάφφυ, τόσο οικεία στην ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου- να θυμηθούμε τα e-mail που αντάλλασσε η Πηνελόπη με τον Οδυσσέα (πρβλ. “Οδυσσέας τρόπον τινά”, 2013).
«Ρίχνω ψιχουλάκια στο Διαδίκτυο / να τσιμπήσεις να πλησιάσεις / μη σε χάσω στην παγωνιά εσωέξω».
Η ποιητική σύνθεση πλέκει με τους μονολόγους έναν ιστό απομάκρυνσης. Από το ζενίθ της πραγμάτωσης -«μου χαρίζεις φεγγάρια, σου χαρίζω στίχους» το παιχνίδι της ευωχίας και της ερωτικής εκπλήρωσης «κι αυτός που βεβαιώθηκε εκείνη τη στιγμή / πως για κείνον ομόρφαινε / έβαλε την ψυχή του στα μάτια / και της τη δώρισε» στις ρωγμές της απομάκρυνσης, της αμφιβολίας – «το σύννεφο είχε καθίσει πάνω από το σπίτι»…
Ένα κρεσέντο λεπτότατων αισθημάτων, τονισμών, χρωματισμών, πένθους, απώλειας, παραφοράς, εφιάλτη – κυρίαρχο το νερό «σε βλέπω μέσα στο νερό / να πασχίζεις μη σε πάρει το ρέμα» ο ανεξέλεγκτος κίνδυνος, η απειλή, η απόσταση «σε βλέπω από απέναντι /με κυάλια όπερας /το πρόσωπό σου λιγοστεύει / κουκκίδα έμεινε» η αμοιβαία εξαφάνιση «τα χέρια μου πέφτουν».
Μια υποκειμενικότητα όπου χωρούν τόσες αναμνήσεις, φαντάσματα, μετανάστευση – ο ποταμός Havel του Βερολίνου… Το βαθύ παγωμένο πένθος, ο πνιγμός, η απώλεια έως θανάτου, ο παγωμένος έρωτας έως την απεγνωσμένη ελπίδα μιας ανάστασης.
«Ύστερα με ένα παρατεταμένο φιλί / θα πάρω από το στόμα σου όλο αυτό το χώμα που τα πέτρωσε
Και τότε θα τις πούμε από την αρχή τις λέξεις».
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 26/10/2016
Ο χρόνος και τα πρόσωπα στην ποίηση των αισθήσεων
Και τότε, θα τις πούμε απ’ την αρχή τις λέξεις
ξαπλωμένοι ανάσκελα σε πράσινες εκτάσεις αρωματικών φυτών
να ερεθίζουν τις αισθήσεις μας ασύστολα
να μας σκορπούν και να μας ανασυνθέτουν σε όλον
να μας χωνεύουν στο ενιαίο
στο αναπόσπαστο.
Εισχωρώντας στον ποιητικό λόγο της Κούλας Αδαλόγλου συνειδητοποιώ πως το τοπίο εδώ έχει τη πολυσημία του, έτσι όπως μεταλλάσσεται από μοναχικό και κλειστό (στον ελλιπή χώρο ενός δωματίου) σε φωτεινό και ερεθιστικό των αισθήσεων. Οι παρουσίες τρεις φαινομενικά (όσες και οι φωνές στα ποιήματα) στην ουσία δύο ή ακόμη και μία, η οποία ανασυνθέτει σε παρουσία την απουσία των προσώπων ή του ενός προσώπου. Και ο χρόνος, σαν να αδιαφορεί για τα προκαθορισμένα του διαστήματα, πότε έχει τη μορφή του παρόντος με έναν Ενεστώτα διαρκείας, πότε καταργεί αυτή τη διάρκεια μεταβαίνοντας στο παρελθόν, όπου με τον Παρατατικό της επανάληψης ή με τον οριστικά απολεσθέντα Αόριστο συσσωρεύει στιγμές και μνήμες, και πότε επιχειρεί ένα πέρασμα στο μέλλον με τη χρήση ενός Μέλλοντα, που αμφίβολο είναι πώς θα κατορθώσει να διασώσει τη βεβαιότητα του ερχομού του. Έτσι κι αλλιώς η ποίηση είναι ιδιωτική υπόθεση του ποιητή, ο οποίος καθορίζει τη θέση και τη φωνή των προσώπων ή άλλοτε σκηνοθετεί το κενό της απουσίας τους. Όταν ο αναγνώστης επεμβαίνει με την ανάγνωσή του στον χώρο του ποιήματος, τότε προκύπτουν και οι διαφορετικές εκδοχές της αρχικής πρόθεσης (και της μόνης που ανταποκρίνεται στη θνητή αφορμή του ποιητικού λόγου), και από κει και πέρα ξεκινά η μαγεία της συνάντησης του δημιουργού με τον αποδέκτη του έργου του.
Τα ποιήματα της συλλογής συνιστούν ένα όλον, καθώς το ένα μοιάζει να συνεχίζει το άλλο, ίσως από διαφορετική οπτική γωνία με τις τρεις φωνές Α΄ Β΄ Γ΄ να εναλλάσσονται σ’ αυτή την ιδιόμορφη αφήγηση μιας ιστορίας συνεύρεσης, μοναξιάς, συνειδητοποίησης εν τέλει. Οι εικόνες που μας δίνει η ποιήτρια μέσα από τους στίχους της έχουν σκληρές γωνίες, έχουν αμυχές, έχουν βάρος συχνά ασήκωτο, έχουν σώμα.
Γεμίσανε ταμπέλες τα ράφια, οι δρόμοι
γράφω με το δάχτυλο τη σκόνη τους
τις ξεκαρφώνω με τα νύχια τα χέρια μου σκίζονται
γκρεμίζομαι στο σπάσιμο της κατανόησης.
Έτσι το βίωσα, καιρό.
Σαν παροξυσμό.
Να επιθυμώ τώρα
ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο.
Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω.
Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι
σαν κατεστραμμένη μαριονέτα –
φτάνουν οι παρομοιώσεις –
ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία.
Φτάνουν οι παρομοιώσεις, θα μας πει. Αλήθεια, ποια ανάγκη για μεταφορικότητα; Η αφή, στην οποία παραπέμπει ο τίτλος της συλλογής (αλλά και του πιο ξεκάθαρου ποιήματος Εποχή αφής) είναι η πιο γήινη αίσθηση από όλες. Ακόμα κι όταν όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις αποδειχθούν παραπειστικές, η αφή θα διατηρεί αλώβητη την υπόστασή της, χωρίς μυωπικά γυαλιά, χωρίς ψεύτικη σύλληψη του ήχου, με όλη τη γεύση της και με την όσφρησή της ακέραιη. Η αφή έχει μνήμη, και όταν οι πραγματικές εικόνες χαθούν, αυτή θα κυριαρχήσει. Εποχή αφής.
Θα βγάλω από τα χέρια σου βρύα και λειχήνες
θα σου φορέσω ένα γκρι πουλόβερ
θα καθαρίσω από τα μάτια σου τα μικρά ψάρια
θα φιλώ τα δάχτυλά σου ένα ένα
μέχρι να νιώσω να τα διαπερνά η ζωή.
Κι ύστερα, με το πιο παρατεταμένο φιλί
θα πάρω από το στόμα σου όλο αυτό το χώμα που τα πέτρωσε.
Η ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου δεν έχει ανάγκη τον λυρισμό για να γοητεύσει, ούτε κολακεύει τον αναγνώστη της προσφέροντάς του κοινότοπα, επιφανειακά αισθήματα. Απαιτεί από αυτόν μια προσεκτική εναπόθεση της δικής του ματιάς πάνω στα δικά της ίχνη. Και αν αυτά χαράσσουν και πληγώνουν, αν αιφνιδιάζουν με την αλήθεια τους, έχει να αντικρούσει με τον δικό της αιφνιδιασμό απέναντι στα γυρίσματα της ζωής.
Αιφνιδιασμός
Γιατί με αιφνιδίασες;
ούτε ένα σημάδι, κάτι που να δείχνει αλλαγή πορείας.
Ο αιφνιδιασμός είναι ένα ρίσκο.
Γιατί θεώρησες προβλέψιμη την αιφνιδιαζόμενη;
Ποιος ορίζει το πλαίσιο;
Αν θελήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέτει ο παραπάνω στίχος, η μόνη ίσως σωστή απάντηση να είναι: ο ποιητής σε κάθε περίπτωση. Και αν θελήσουμε να το προχωρήσουμε πιο πέρα, ίσως να απαντήσουμε: και ο αναγνώστης ενδεχομένως. Η ποιήτρια αναφερόμενη στα δικά της πρόσωπα, κυρίαρχα στη σκέψη της, λέει:
Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να
συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους.
Ο αναγνώστης, με τη σειρά του, θα διαβάσει ερμηνεύοντας κατά το δοκούν. Ο διάλογος στην ποίηση είναι ζωντανός. Και η συγκεκριμένη ποιητική πρόταση της Κούλας Αδαλόγλου προσφέρει με την πολυσημία των μέσων της τον κατάλληλο χώρο για την ανάπτυξή του. Έτσι όπως οι χρόνοι μεταλλάσσονται, το ποιητικό υποκείμενο αλλάζει ένδυμα διαρκώς, και οι αισθήσεις υποχωρούν επιτρέποντας στην αφή να κυριαρχήσει, το ποίημα μοιάζει να θέτει πολλαπλές ερωτήσεις. Θαρρώ, όμως, πως αυτή είναι η γνήσια ποίηση.
.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ
FRACTAL 28/09/2016
Βαθύ συναίσθημα και κοινωνική ευαισθησία
Το καινούριο βιβλίο «Εποχή αφής» με τα ποιήματα της Κούλας Αδαλόγλου το διάβασα με γνήσια ευχαρίστηση και είδα με χαρά την ποιητική της ωρίμανση και την ευρηματικότητά της. Μου άρεσαν οι τρεις φωνές, Α΄, Β΄ και Γ΄, που δίνουν μια άλλη διάσταση φόντου, ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιητικών υποκειμένων. Κυρίαρχη φαίνεται η φωνή Α΄, παράλληλη ή απαντητική η φωνή Β΄, και η Γ΄ πιο ολιγόλογη και σαν αποστασιοποιημένη φωνή παρατηρητή που συμπληρώνει την «παρέα». Τις εισπράττουμε ταυτόχρονα, νομίζω, και σαν τρεις παραλλαγές ποιητικής έκφρασης, σε διαφορετικές διαθέσεις, του ίδιου και του αυτού ποιητικού υποκειμένου.
Με την ανάγνωση έφτασα σε μια απολαυστική εμβάθυνση που πράγματι με άγγιξε. Αναγνώρισα ένα βαθύ συναίσθημα που υποφώσκει ή σιγοβράζει ανήμπορο και εμποδισμένα ανεκδήλωτο, άλλοτε μέσα στο πλαίσιο του χειμώνα (πρωτοχρονιάτικα), στα «Ίχνη», με παγωνιά καιρού και ψυχής, αν και μόνο ένας έρωτας ομορφαίνει και λάμπει το πρόσωπο αυτονόητα.
Και βέβαια, «Να γινόταν» οι φαντασιώσεις, τα όνειρα και τα οράματα πραγματικότητα, ο καθένας φαντάζεται τι τέλεια (και ιδανικά ) που θα ήταν. Κοντά στα άλλα, αναρωτήθηκα επίσης αν «ο Γαλιλαίος» και οι «ηλεκτρονικές του άμυνες» υποδηλώνουν έναν άντρα τεχνοκράτη και άρα πραγματιστή και την άρνησή του να απαντήσει σε e-mail. Ίσως. Μολονότι σημασία έχει κυρίως η συνολική αξία του ποιήματος.
Λυρική η ποιητική εμβόλιμη πρόζα στη σελίδα 15, στο «Χρόνος», καθώς και η ακόλουθη φωνή Γ΄, με την εναλλαγή χρωμάτων, με τις οπτικές και τις ακουστικές εικόνες.
Ακούστηκε η βροντή, μια λάμψη,/ το σύννεφο σκόρπισε σε μυριάδες κομμάτια./ Απ’ το ταβάνι έπεφτε μια βροχή από μοβ πέταλα. (Φωνή Γ΄, σ. 16)
Στη συνέχεια, αλλαγή εποχής, στο «Φέιγ βολάν», το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει στο καλοκαίρι, στους δρόμους, στην εξοχή. Ζέστη, θαλασσινό αεράκι, ανάσες. Στην Εποχή αφής μού αρέσει αυτή η (εξωτερική) έξοδος από το εσωτερικό αδιέξοδο. Πολύ μεστές οι σελίδες 21-23, με το ομώνυμο ποίημα της συλλογής:
Εποχή αφής./ Ο άνεμος στα μαλλιά./ Τα δάχτυλα στα μαλλιά. / Τα δάχτυλα στα δάχτυλα./ Τα δάχτυλα στα χείλη./ Τα χείλη στο μάγουλο./ Το μάγουλο στην παλάμη./ Η σιωπή στα χείλη.
Επανέρχεται αμέσως μετά η παγωνιά του χειμώνα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: Κι αυτός ο ντορός…/ Διακλαδώσεις παγωμένου χιονιού εκατέρωθεν/ και ο διάδρομος ύπουλος («Ντορός», σ. 24)
Προβάλλεται πάλι η απουσία και η απόσταση (κιάλια όπερας, τα κιάλια-μάτια μου, το πρόσωπό σου λιγοστεύει κουκίδα έμεινε, «Όψεις», σ. 26 ).
Με αρκετά «γριφώδη ενάργεια» εισέπραξα τη Γ΄ φωνή-σύνθεση στη σελίδα 27. Ένιωσα έναν πόθο πολύτιμο αλλά ανεκπλήρωτο, που ο «άλλος» τον πέταξε, ούτως ειπείν, «στα σκουπίδια» – και πόσο μια τέτοια αντιμετώπιση τραυματίζει αλλά και γεννάει στίχους. Εμπόδια παντού: καφασωτά παράθυρα, το χνούδι στα δάχτυλα είναι μόνο ένα ίχνος, ένα ψίχουλο, μια αφή πόθου, εκδηλωμένου ή εμποδισμένου.
Καφασωτά/ παράθυρα/ στριμωγμένη η ανάσα στριμωγμένο φιλί/ στραμπουληγμένη η ματιά
Πολύ δυνατοί και οι στίχοι της αντρικής φωνής Β΄, του ανθρώπου με τη « ματαιωμένη προσδοκία», τη « χορταριασμένη αγκαλιά» «για τα ουδέτερα μέλη του που βαλτώνουν στη λάσπη», σ.29-32.
Αγγίζει βαθιά τον αναγνώστη, η αναφορά στα κοινωνικά φαινόμενα της σύγχρονης ανεργίας, της φτώχιας, της προσφυγιάς.
Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου./Τόσο κόκκινο, την πνίγει./Εικόνες από μακριά και πιο κοντά/ διαμελισμένα ερείπια/ πρόσωπα θρήνος/ οροί τραύματα αίμα/ ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/ λάμες απόγνωσης σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας (Φωνή Γ΄, σ. 32)
Στο «Havel» με ανακούφισαν και με χαλάρωσαν πολύ οι εικόνες των πουλιών, του πάρκου, των κυκλάμινων, του ψαρέματος στο ποτάμι, αν και υποδηλώνεται πάλι ένας χωρισμός σύντομος ή μονιμότερος με όλη τη μελαγχολία που τον συνοδεύει.
Η φωνή Β΄ του άντρα στο «Σε τούτη την άλλη γωνιά» με παράπονο εκφράζει την απουσία της Α΄, τη μοναξιά του, την απομύθευση των χωρών της βόρειας Ευρώπης, εκτός μόνο από κάποιες εικόνες που του την θυμίζουν (τα κόκκινα φύλλα ξυπνούν μνήμες). Πόσο ωραία αίσθηση αφήνει η παράθεση των αρωματικών βοτάνων, όπως και άλλες λέξεις-στίχοι (ταξιδεύουν ανθίζουν, ξυπνούν, στην υγρασία φως, η γλώσσα που πλαταγίζει όνειρα, φιλιά κάτω απ’ την ομπρέλα), στη σελίδα 36.
Δεν είναι μικρό το βάσανο και ο σπαραγμός της φωνής Β΄, έχει κι αυτή τα δίκια της (έμεινες να ψειρίζεις τα draft/ να επιμένεις στην τελική μορφή/ να ενδοσκοπείσαι με την ψύχωση της εμμονής, και αγκαθωτός κάκτος ο τσακισμένος μου χώρος, η μπόχα της ερήμωσης, το ξεκοίλιασμα του διωγμού, αιχμηρό σπίτι ματώνει τις φλέβες μου), στις σελίδες 38-40.
Συγκλονιστικοί οι στίχοι της Β΄ φωνής στη σελίδα 42, χειμώνας έξω και στην καρδιά ενός ανθρώπου ανέστιου, ενός αναγκασμένου ταξιδευτή να ξεσπιτώνεται, σαν καταδικασμένου να φεύγει διαρκώς. Στο «Σαν τη γραμμή του ορίζοντα» συνεχίζεται το παράπονο της απαρηγόρητης φωνής Β΄, αφού η αγαπημένη θάλασσα έγινε πια εφιαλτική με τα ξεβρασμένα κορμιά των προσφύγων, το μπλε της θάλασσας φαιό του θανάτου.
Στο «Σαν να ’ταν καλοκαίρι» η φωνή Α΄ συνεχίζει το ζοφερό κλίμα των ναυαγίων του προηγούμενου ποιήματος, σε μονόλογο στην αρχή, απευθυνόμενη στη συνέχεια στον εραστή της απομάκρυνσης, των διαδρομών του τρένου και των πτήσεων, κάνει αναδρομή στις καλές μέρες τους αλλά τώρα (μετά το δικό τους ναυάγιο) αναρωτιέται αν πράγματι εκείνος υπήρξε ποτέ. Μου άρεσε ο συνειρμός των ναυαγίων στη θάλασσα με μια ναυαγισμένη σχέση.
Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, η φωνή Β΄, κάπου σε ξένο τόπο, δεν έχει πάψει να νοιάζεται για το Α΄ και να βασανίζεται από την απουσία του.
Εν τέλει, η φωνή Α΄ ξαναβρίσκει πραγματικά ή νοερά, το «χαμένο» αγαπώμενο πρόσωπο και εκφράζει ένα ενθουσιώδες σχέδιο, μια υπόσχεση, μια ελπίδα, ένα όνειρο για ξαναζωντάνεμα της επαφής: να μας ανασυνθέτουν σε όλον/ να μας χωνεύουν στο ενιαίο/ στο αναπόσπαστο (σ. 47).
Πολύ εύστοχη και ευρηματική η φωνή Γ΄ που κλείνει σαν επίλογος τη συλλογή:
Για πολύ καιρό ήταν σαν να έμπαινα σε δωμάτιο νεκρού. Απέφευγα την είσοδο./
Δεν άγγιζα τίποτα. Δεν διάβαζα τα σημειώματά τους, δεν γύριζα στην ηλεκτρονική τους συνομιλία, δεν έβλεπα φωτογραφίες τους./ […] Αργότερα έστρωνα τραπέζι, έβαζα πιάτα και ποτήρια γι’ αυτούς. Πολλά βράδια έπινα το τσάι μου μαζί τους, οι γεύσεις και τα φλιτζάνια που τους άρεζαν./ Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους./ Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη./ Ή μήπως τους αγάπησα πολύ; (σ.48)
Συνολικά, αν και φαίνεται κυρίαρχο το βαθύ συναίσθημα, που γίνεται βαθύτερο ή στοιχειώνει με την απουσία και την απόσταση, παράλληλα η συλλογή διακρίνεται για την κοινωνική ευαισθησία, ιδίως στο δεύτερο μέρος της, και αυτό νομίζω ότι συμβάλλει στην τελική «κάθαρση», γιατί όταν το προσωπικό εντάσσεται στο κοινωνικό, στο γενικό, αμβλύνονται οι προσωπικές αιχμηρές γωνίες και η αισιοδοξία ξαναγεννιέται.
Μακάρι η Κούλα Αδαλόγλου να διατηρεί πάντα ακμαίο το νεανικό της πνεύμα και να μη σταματά να γράφει ποιήματα, που τα χρειαζόμαστε όσο ποτέ στην εποχή της κρίσης, για να ζεσταίνουμε την ψυχή και όση ανθρωπιά μάς απέμεινε.
ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ
FREAR 02/9/2017
Το απελευθερωτικό άγγιγμα της ανάγνωσης από την «Εποχή αφής» της Κούλας Αδαλόγλου
Σε μια εποχή που η αφή πεινά και πασχίζει να κοπάσει του λυγμούς των δαχτύλων με συνεχές και επίμονο μηχανικό τάισμα πλήκτρων αφής, έρχεται αυτή η συλλογή για να μας θυμίσει ότι η εποχή της αφής υπάρχει και είναι παντοτινή, όπως της ποίησης η εποχή, αρκεί να μάθουμε ν’ αγγίζουμε τους ανθρώπους, τα συναισθήματα, τους φόβους, το αεράκι που ξεσπά ανάμεσα στη νηνεμία των λέξεων.
Η πιο παραμελημένη απ’ όλες τις αισθήσεις διεκδικεί την πατρίδα που της αναλογεί με μοναδικό όπλο τις λέξεις που θαρρείς ότι αντιπροσωπεύουν τα «Δάχτυλα που αγγίζονται και ριγούμε/ Με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης». Η αφή ως κυρίαρχη αίσθηση οδηγεί, κατευθύνει, διεγείρει, παραπλανά και παρηγορεί τις υπόλοιπες αισθήσεις ‒«Διάφανη εγώ να φαίνεται το αίμα που ανθίζει στις αρτηρίες μου»‒ μα πρωτίστως αφηγείται την επιθυμία της να υπάρξει, διεκδικεί ενεργή συμμετοχή στο όνειρο, στην πιθανότητα του έρωτα, στο τελετουργικό του πόθου: «…να εκραγούν επιτέλους τα αισθήματα να λάμψουν τα χείλη/ να ανατιναχθούν οι ηλεκτρονικές σου άμυνες/ να υψωθεί ο πόθος στους ατμούς του».
Ή πολυσημία της λέξης «αφή» είναι ανάλογη με την πολυπλοκότητα και την ποικιλία των χειρονομιών που επιχειρεί και των συναισθημάτων που προκαλεί η ανάγνωση της συλλογής. Η εποχή λοιπόν της αφής δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια εποχή ρευστή και μεταβαλλόμενη, μια εποχή διαλόγου ανάμεσα σε ζώσες παλλόμενες φωνές που πασχίζουν να επικοινωνήσουν. Η συλλογή διαπνέεται απ’ τον άνεμο που προκαλεί το άγγιγμα της έμπνευσης, το ρίγος της οδύνης μα και το οξυγόνο των χαδιών.
Το διαδίκτυο και η διαδικτυακή επικοινωνία γνώριμα στον αναγνώστη και από την προηγούμενη συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου με τον τίτλο: Οδυσσέας τρόπον τινά εισχωρούν στο ποίημα με τον πιο φυσικό τρόπο εξυπηρετώντας την επ(αφή) και την ψηλ(αφη)ση της ανθρώπινης ανάγκης και επιθυμίας για επικοινωνία σε ερωτικό ή φιλικό επίπεδο. Στα ποιήματα αυτά, η αφή ξανακερδίζει τον χαμένο χρόνο, ανακτά την ορμή της και φτάνει στον αναγνώστη σαν άνεμος παρηγορητικός σηματοδοτώντας (κι αυτό είναι τόσο όμορφο!) μια «εποχή» που τον αφορά.
Ο άνεμος στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα δάχτυλα.
Τα δάχτυλα στα χείλη.
Τα χείλη στο μάγουλο.
Το μάγουλο στην παλάμη.
Η σιωπή στα χείλη.
Ο αερόσακος της απόστασης στα σώματα.
Ο στρόβιλος των αποριών.
Η απουσία σου παντού.
Το γραντζούνισμα της μνήμης.
Τα δάχτυλα χωρίς πλήκτρα ψαύουν μηνύματα.
Κάποιες φορές πάλι οι λέξεις γίνονται: «Της διευκόλυνσης /της ευκαιρίας; / Όχι της ανάγκης/ της επιθυμίας; / Κόβουν πολύ τα γυαλιά / της θρυμματισμένης ψευδαίσθησης».
Έχω την εντύπωση ότι αυτή είναι η ψευδαίσθηση του έρωτα που τροφοδοτείται, συντηρείται, και συχνά πυροδοτείται από την περιπλάνηση των ανθρώπων στους (ιστο)τόπους όπου η αφή πληγώνεται στα πλήκτρα, εκεί όπου: «Μαζεύεις ματαιώσεις και διαψεύσεις / μου λες πως φεύγεις/ το στομάχι μου καίγεται/ βάζω τα pros βάζω τα cons, άκρη δεν βγάζω,/ μόνο μουγκρίζω τις νύχτες τις σάρκες μου σχίζοντας/ σε νοσηρές εξόδους / μόνο μουγκρίζω τις νύχτες τις λέξεις μου μπήγοντας/ σε αιχμηρά μέιλ./ Φιλιά αποχαιρετισμούς λες, / απελπισμένα φιλιά της απώλειας λέω.»
Ένας έρωτας που στηρίζεται σε λέξεις (ανεπαρκής δηλαδή) πασχίζει να βρει έρεισμα και συνέχεια ανάμεσα στη νοσταλγία και τον πόνο της απουσίας. Ένας έρωτας, ακάματος ιχνηλάτης της ομορφιάς μα και διαρκής φορέας της ματαίωσης ανασκιρτά: «Μπορεί να στέλνεις μηνύματα, ποιος ξέρει; Δεν θα τα λάβω. /Αν δεν τρυπήσεις το κουκούλι σου δεν θα με βρεις./ Κάποιες φορές νιώθω τη σκέψη σου ορμητική να με αρπάζει. /Αλλά η έγνοια από μόνη της δεν αγκιστρώνει/ θέλει να ξενιτευτεί για να αγγίξει./ Θα με παγώσει η ανάσα της νύχτας.»
Ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της αφής σ’ αυτή τη συλλογή αν και συνεχώς διαφεύγει: «Το ξέρει φυσικά πως όλο αυτό δεν πρόκειται να βγει σε καλό,/ δεν είναι δυνατόν να βγει σε καλό, πόσος χρόνος μένει άραγε, θα τον μετρήσει πάλι με μια ολόσωμη φωτογραφία τεμαχίων, θα τον μετρήσει με τις αντοχές της, με τον αέρα που της μουτζουρώνει τα μάτια που γίνονται γκρίζα καθώς λιώνει το μακιγιάζ, με την πλατεία που αποστηθίζει τα αδιέξοδά της με το βαμβακερό νυχτικό μούσκεμα στον ιδρώτα. // Δεν θα βγει σε καλό, και τα μάτια του χαίρονται χαίρονται μια συνάντηση, αλλά ως εκεί, στα μαγαζιά κατεβασμένες γκλαβανές, κλειστά περίπτερα, ερημιά, αλλά πάντα ένα προβολέας να τους ακολουθεί, ούτε μια άκρη να ξαποστάσουν.» Χαίρονται τα μάτια μα η αφή μένει λειψή και διψασμένη αφού ο έρωτας δεν βρίσκει τόπο να ξαποστάσει.
Άλλοτε εύρωστες και λαμπερές κι άλλοτε καθημαγμένες οι λέξεις, διοχετεύουνε στους στίχους τη δυναμική και την ενάργεια για να λειτουργήσει η ποίηση ως στυλοβάτης του διαλόγου με τον αναγνώστη. Ωστόσο τα ποιήματα συνομιλούν και μεταξύ τους, έχουν συνοχή και συνάφεια, απευθυνόμενα στον αναγνώστη με όχημα τις τρεις φωνές, εμπλέκονται σ’ έναν ποιητικό διάλογο που διαθέτει την γνησιότητα πραγματικού διαλόγου μεταξύ ερωτευμένων φωνών, ονείρων ή προσδοκιών όπως αναφέρει και η Διώνη Δημητριάδου στο κριτικό της κείμενο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal: «Τα ποιήματα της συλλογής συνιστούν ένα όλον, καθώς το ένα μοιάζει να συνεχίζει το άλλο, ίσως από διαφορετική οπτική γωνία με τις τρεις φωνές Α΄ Β΄ Γ΄ να εναλλάσσονται σ’ αυτή την ιδιόμορφη αφήγηση μιας ιστορίας συνεύρεσης, μοναξιάς, συνειδητοποίησης εν τέλει».
Στο εξαιρετικό ποίημα «Απόφαση βραδιάς με πανσέληνο», η ποιήτρια απαντά στο ποίημα «Αιφνιδιασμός». «Δεν σε αιφνιδίασα./ Δεν έβλεπες. Γι αυτό δεν είδες τα σημάδια./ Πολλά, μέρα τη μέρα πλήθαιναν./ Είναι ένα ρίσκο.» Με τόλμη και ειλικρίνεια επιχειρεί μια καταβύθιση στη μνήμη και την οδύνη του “κάμπου” με εξαίσιες ποιητικές εικόνες. Στους στίχους αυτού του ποιήματος συστεγάζονται η άφατη τρυφερότητα της αφής: «Σε τυλίγω με τα μεγάλα μου χέρια/ Κουρνιάζεις και ηρεμείς./ Σε φιλώ απαλά/ σε κοιτώ βαθιά/ απομνημονεύω την εικόνα σου.» και ο σωματοποιημένος πόνος: «Σε μέμφομαι για την πικράδα στο στόμα μου/ για τη χορταριασμένη αγκαλιά μου./ Ο κάμπος ξέρει πως είμαι άδειος / εγώ πονάω για τα ουδέτερα μέλη μου/ βαλτώνω στη λάσπη.»
Μα στον αντίποδα υπάρχει το ποίημα «Να γινόταν» ένα ποίημα που υπερασπίζεται το όνειρο και δίνει με λέξεις τρελά φιλιά στην ουτοπία.
Ωστόσο η συλλογή δεν περιορίζεται στις ποιητικές εκφάνσεις της αφής.
Η Κούλα Αδαλόγλου μιλά χωρίς διδακτισμούς για τις σύγχρονες τραγωδίες, την ατομική και συλλογική ενοχή, τους πολέμους που «γέμισαν τα νερά θάνατο./ Θέλω πίσω τα νησιά μου/ Αυτές οι θάλασσες θα κουβαλούν για πάντα το βαρύ φορτίο τους./ Ψάρια γκαστρωμένα κακό/γυάλινα μάτια θα κοιτάζουν την αντανάκλαση των νεκρών ονείρων./ Και το σκούρο δέρμα στις ακτές μια χαίνουσα ενοχή.»
Το μυστήριο των προθέσεων της ποιήτριας δεν ξεδιαλύνεται παρά μόνο στο τελευταίο ποίημα όπου ο αναγνώστης ανακαλύπτει και αισθάνεται τον ισχυρό δεσμό της ποιήτριας με τους ήρωες και τις φωνές τους. Η ποιήτρια αγαπά βαθιά τους ήρωές της, όχι μόνο σαν αναπόσπαστο κομμάτι της έμπνευσής της, μα κυρίως σαν προέκταση της πιθανότητας σωτηρίας τους από τη λήθη. «Αργότερα έστρωνα τραπέζι, έβαζα πιάτα και ποτήρια γι αυτούς./ Πολλά βράδια έπινα το τσάι μου μαζί τους, οι γεύσεις και τα /φλιτζάνια που τους άρεζαν.// Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να /συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους. / Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη./ Ή μήπως τους αγάπησα πολύ;» Είμαι σίγουρη ότι τους αγάπησε πολύ γι αυτό τους φυγάδευσε στα ποιήματά της. Κι αυτή ακριβώς η αγάπη προσδίδει στην Εποχή αφής ένα ιδιαίτερο γνώρισμα που δεν απαντάται συχνά. Αυτή η συλλογή θα μπορούσε να διαβαστεί και από το τέλος χωρίς να χάσει τίποτε από την αισθητική αξία των ποιημάτων της.
Είμαι πεπεισμένη πως η ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου παραμένει αυθεντική και διαρκώς πρωτότυπη, όπως τα δαχτυλικά αποτυπώματα των χεριών (και των λέξεων) που χαράζουν χάδια.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 6/9/2017
«Αν δεν τρυπήσεις το κουκούλι σου, δεν θα με βρεις»
Τι γίνεται όταν τρεις φωνές συμπλέουν, συμπορεύονται και συμβάλλουν στην αφήγηση μιας ιστορίας αγάπης, μοναξιάς, αυτογνωσίας; Ποιήματα, πεζοποιήματα, αφηγήσεις, με εικόνες, με εναλλαγή προσώπων δημιουργούν ΜΙΑ σύνθεση στην ουσία, ΈΝΑ ενιαίο ποιητικό τοπίο. Έναν ύμνο στην αφή, μια αίσθηση δυνατή που πιστοποιεί τη ζωή, που έχει μνήμη, που ξέρει να ξεχωρίζει, που σε κάνει να νιώθεις ποιες στιγμές είναι αληθινές και ποιες όχι. Η Κούλα Αδαλόγλου γράφει στο ποίημα που χαρίζει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο:
ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ
Πόσο ζηλεύω το θαλασσινό αεράκι.
Να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Τα μαλλιά μου.
Μακραίνουν, πυκνά.
Εποχή αφής.
Ο άνεμος στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα δάχτυλα.
Τα δάχτυλα στα χείλη.
Τα χείλη στο μάγουλο.
Το μάγουλο στην παλάμη.
Η σιωπή στα χείλη.
Ο αερόσακος της απόστασης στα σώματα.
Ο στρόβιλος των αποριών.
Η απουσία σου παντού.
Το γρατζούνισμα της μνήμης.
Τα δάχτυλα χωρίς πλήκτρα ψαύουν μηνύματα.
……………………………………………………..
[…]
Το ζητούμενο είναι η αληθινή ανθρώπινη επαφή, το ουσιαστικό άγγιγμα μιας ζωντανής επικοινωνίας. Η αφή καταργεί κάθε απουσία και κάθε αμφιβολία. Η αφή αποτελεί τεκμήριο της αγάπης, της φιλίας, του πόθου, μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Η αφή στέλνει μηνύματα πραγματικά, όχι εικονικά. Η αφή έχει θετικό πρόσημο, μεταφράζεται σε ισχυρή παρουσία. Η ΦΩΝΗ Α’ μονολογεί: «Δάχτυλα που αγγίζονται και ριγούμε/με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης.»
Επειδή διανύουμε την εποχή του Διαδικτύου, όλοι είναι με ένα ποντίκι στο χέρι ή δια της αφής πορεύονται και πηγαινοέρχονται στις οθόνες, γνωρίζουν κόσμο, ηλεκτρονικά κάνουν φιλίες, ηλεκτρονικά μορφώνονται και έτσι ικανοποιούνται και έτσι ερωτεύονται. («Ρίχνω ψιχουλάκια στο διαδίκτυο,/να τσιμπήσεις να πλησιάσεις,/μη σε χάσω στην παγωνιά εσωέξω.» /ΦΩΝΗ Α’ )Αυτού του είδους ή αφή είναι πλασματική, δεν έχει βαρύτητα, εκείνο που απαιτείται είναι να μην χάνουμε επαφή με το σώμα και το πνεύμα μας. Απαιτείται να διατηρήσουμε την χαρά να ξεδιπλώνουμε τις αισθήσεις μας, να ακούμε, να νιώθουμε, να βλέπουμε ,να μυρίζουμε, να αγγίζουμε ελεύθερα. «Να βάζουμε την ψυχή μας στα μάτια και να τη δωρίζουμε!» Στο ποίημα «Να Γινόταν » υπάρχει η επιθυμία «να ανατιναχθούν οι ηλεκτρονικές άμυνες» για να ανθίσει πάλι η αυθεντική ανθρώπινη επαφή!
[…]
πού είμαστε ποιοι είμαστε δεν ξέρω ένα σουέλ η ψυχή μας
…αυτή η άνοιξη δεν αντέχεται να μένει άνοιξη.
να εκραγούν επιτέλους τα αισθήματα να λάμψουν τα χείλη
να ανατιναχθούν οι ηλεκτρονικές σου άμυνες
να υψωθεί ο πόθος στους ατμούς του.
Αν ζει κανείς μέσα σε θρυμματισμένες ψευδαισθήσεις, κινδυνεύει να κοπεί από τα γυαλιά τους.
Από τη μία είναι η ζωή, ο αληθινός χρόνος, οι δρόμοι, οι άνθρωποι που κυκλοφορούν γύρω μας και οι χειρονομίες τους. Από την άλλη είναι οι οθόνες και τα μηχανήματα, που ωραιοποιούν τον σπαραγμό, ειδικά όταν είναι «δημόσια δηλωμένος». Και είναι μια ψύχωση η εμμονή με τα κάθε είδους μαραφέτια και τους εξωπραγματικούς κόσμους που προτείνουν. («Μπορεί να στέλνεις μηνύματα, ποιος ξέρει; Δεν θα τα λάβω./Αν δεν τρυπήσεις το κουκούλι σου δεν θα με βρεις./Β’)
Όσο κι αν είναι αποφασισμένες οι λέξεις, υπάρχει έρωτας χωρίς σώμα; Υπάρχει αγάπη χωρίς άγγιγμα;
Δια μέσου της αφής όλες οι λέξεις θα ειπωθούν από την αρχή, οι αισθήσεις θα ερεθιστούν, τα δύο μέρη θα γίνουν ένα ΟΛΟΝ.
ΣΚΕΨΗ-ΚΛΕΙΔΙ στην οποία το ίδιο το κείμενο μας οδηγεί: Λέμε λοιπόν ότι ο Γ΄ του κειμένου μας, η Γ΄ φωνή, είναι ο Αφηγητής που αναλαμβάνει το ρόλο να συνθέσει ένα ΟΛΟΝ, μια ιστορία αγάπης, να κατευθύνει το μέλλον τον προσώπων του δράματος, να οριοθετήσει χρόνους, να στήσει σκηνικά συναντήσεων, να σκηνοθετήσει σχέσεις, συνδέσεις. Είναι ρόλος που ρυθμίζει τα πράγματα, διευθετεί καταστάσεις. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε: «Πάλι σε ένα καφέ θα καταφύγω / τη χαλαρή προσποιούμενη/ ενώ με άγρυπνο μάτι παρατηρώ και καταγράφω.» (ΦΩΝΗ Γ’)
Με έναν αέρα υποκειμενικότητας και ελευθερίας, χωρίς λυρική διάθεση, αλλά με πολλά δραματικά στοιχεία, η ποιήτρια συνταιριάζει χρονικές βαθμίδες, εικόνες καθημερινότητας, ποτάμια, οικογενειακές στιγμές, μνήμες, αισθήσεις .
Γράφει όσα νόμιζε πως είχαν να πουν, συνθέτει τις σκέψεις τους, προδιαγράφει το μέλλον τους, για να δανειστώ δικούς της στίχους! Ο αναγνώστης είναι κι αυτός ελεύθερος με τη φαντασία του να ερμηνεύσει με τον τρόπο του, ή και να συμπληρώσει ό, τι είναι ανοιχτό. Όπως και να ‘χει η αφή ως αίσθηση, αλλά και ως ερέθισμα έχει την τιμητική της:
[…]
Σε τυλίγω με τα μεγάλα μου χέρια
Κουρνιάζεις και ηρεμείς.
Σε φιλώ απαλά
σε κοιτώ βαθιά
απομνημονεύω την εικόνα σου.
(Απόφαση βραδιάς με πανσέληνο)
Η Αδαλόγλου μας χαρίζει ένα σύγχρονο ευρηματικό βιβλίο ποίησης που αξίζει την προσοχή μας
ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ
Εποχή αισθήσεων και ψευδαισθήσεων
Μια σειρά συνειρμών νοηματικής αλληλουχίας εγείρεται από τις δύο λέξεις που συνθέτουν τον τίτλο της καινούριας ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι που μας πέρασε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν: Εποχή αφής, άρα και Εποχή των αισθήσεων ή μήπως και Εποχή του έρωτα; Ξεκινώντας την ανάγνωση των πρώτων κομματιών του βιβλίου ο αναγνώστης διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσδοκιών στο επίκεντρο του οποίου αναμφισβήτητα βρίσκεται ο έρωτας. Και διαδραματίζει πράγματι το συναίσθημα αυτό νευραλγικό ρόλο στη συλλογή, καθώς, αν θεματικά τη συνέχει παράλληλα με τον θρυμματισμένο χρόνο, τη διάψευση των προσδοκιών και την εναγώνια εκπλήρωση της επαφής, μορφικά την καθορίζει. Η συλλογή δομείται βάσει μιας εναλλασσόμενης τριφωνίας, προικοδοτώντας το έργο με δραματικότητα, αφού οι παράλληλοι μονόλογοι τριών προσώπων κατατείνουν και εντέλει εγκαθιδρύουν μια διαλογικότητα των φωνών.
Συνεπώς, εν προκειμένω η δραματικότητα δεν προσδίδει απλώς μια εσωτερικότητα στη δράση των ποιητικών ανώνυμων πρωταγωνιστών αλλά έχει έντονα τον χαρακτήρα του υπόρρητου και της εσωστρέφειας, έχει τη διάσταση μιας οιονεί επικοινωνίας και μιας επαφής λανθάνουσας. Είναι ευρηματικό το δομικό στήσιμο της συλλογής από την Αδαλόγλου: οι τρεις πρωταγωνιστές ― δύο γυναίκες και ένας άνδρας ―ξεδιπλώνουν τις μύχιες σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους: φόβος, προσμονή, ένα αίσθημα του ανικανοποίητου, η ελπίδα για συνάντηση. Οι απρόβλεπτες διαδρομές του έρωτα βυθίζουν σε ένα πένθος το ποιητικό υποκείμενο και η απώλεια της ερωτικής Εδέμ υπογραμμίζεται ενίοτε μέσα από τη μετωνυμική χρήση μουντών και πένθιμων χρωμάτων, όπως είναι επί παραδείγματι, το μοβ ή το μαύρο, αλλά και μέσα από εικόνες που ιχνογραφούνται με φόντο τη σκιά και τη βροχή, το φθινόπωρο και το κρύο.
Η ευρηματικότητα, ωστόσο, της δομής έχει ακόμη μία διάσταση εν προκειμένω. Η ποιήτρια χωρίς να χρησιμοποιεί ποιητικές περσόνες, alter ego του ποιητικού υποκειμένου, τριχοτομεί τον ποιητικό «εαυτό», υποδυόμενη ρόλους χωρίς ονόματα. Η λέξη «φωνή» με αύξουσα αρίθμηση, η οποία χρησιμοποιείται και για τους τρεις πρωταγωνιστές της συλλογής, αποδεικνύεται ένα δραστικό αναγνωστικό οδόσημο, τονωτικότερο από οποιοδήποτε ηχηρό ονοματεπώνυμο στον βαθμό που δεσμεύει την προσοχή του αναγνώστη, καθώς οι γέφυρες επικοινωνίας που στήνονται συγκροτούνται στη βάση της πιο ξεχωριστής ανθρώπινης ιδιότητας, της ικανότητας της ομιλίας, και οι αναγνωστικές προσδοκίες εξυφαίνονται στον άξονα της προσμονής για επικοινωνία σε τόνο εξομολογητικό.
Όμως η διανομή των ρόλων στο ποιητικό ― θεατρικό αναλόγιο της Αδαλόγλου μας επιφυλάσσει ακόμη μία έκπληξη. Εξηγούμαι: Αν η πρώτη φωνή, η γυναικεία, είναι αναμενόμενη, η δεύτερη, η ανδρική μας ξαφνιάζει, καθώς προδίδει έναν ποιητικό χαμαιλεοντισμό, ενώ η τρίτη φωνή μιας γυναικείας φιγούρας που παρατηρεί το ζευγάρι, αποσκοπώντας στην επανένωσή του και δρώντας ως ένα πανεποπτικό Εγώ, έχει παρουσία ρυθμιστική και κρατά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε τον ρόλο που έχει στο μυθιστόρημα ο παντογνώστης αφηγητής ή ένας από μηχανής θεός στο θέατρο που μπορεί να προσφέρει ελπίδα. Τούτες, οι εναλλαγές προσδίδουν στη συλλογή τον χαρακτήρα της πολυπρισματικότητας, προικοδοτούν το ποιητικό έργο με πολλές γωνίες αφήγησης που πολλαπλασιάζονται σχεδόν καλειδοσκοπικά, αν ενσωματώσουμε στην εξίσωση της ερμηνείας τους παράγοντες του χρόνου, της μνήμης και της αίσθησης.
Τα κομμάτια της συλλογής είναι πυκνά και σύντομα, λιτά, πολλά εξ αυτών με περιορισμένα χωρικά όρια αλλά ταυτόχρονα αρκετές φορές με εγκιβωτισμένη τη δύναμη του ερωτικού επιγράμματος: Με έβαλες πάλι στα μάτια των αντρών,/ Αλλά με άφησες εκεί, εικόνα αφίλητη,/ σε προσμονή γηράσκουσα./. Η πυκνωμένη τους μορφή είναι απότοκη ή απλώς συνάρτηση της ποιητικής γλώσσας, που θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω σωματική, δεδομένου ότι εκπορεύεται από τις αισθήσεις και πλάθεται από αυτές με κεντρομόλο δύναμη την αφή. Διαβάζουμε από το ποίημα που χάρισε τον τίτλο σε όλο το βιβλίο: (…) Εποχή αφής./Ο άνεμος στα μαλλιά./ Τα δάχτυλα στα μαλλιά./Τα δάχτυλα στα δάχτυλα./Τα δάχτυλα στα χείλη./Τα χείλη στο μάγουλο/ Το μάγουλο στην παλάμη./ (…).
Είναι όμως ταυτόχρονα χαρακτηριστικό ότι παρά την έντονη δραματικότητα της συλλογής, τα κομμάτια και η γραφή της Αδαλόγλου δεν διακρίνονται απλώς για την απουσία υψηγορίας, αλλά κυρίως για τον μινόρε τόνο τους που λειτουργεί διεγερτικά αντιστικτικά με την έντονη δραματικότητα, συνθέτοντας ένα αντιθετικό ζεύγμα με ένα κρεσέντο συναισθημάτων από τη μια και ένα τονικό ντεκρεσέντο από την άλλη. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως η ποίηση της Αδαλόγλου ― στοιχείο που είδαμε πολύ έντονα και στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της με τίτλο Οδυσσέας, τρόπον τινά (Σαιξπηρικόν 2013) ― είναι προσωπική με πρωτογενές υλικό το βίωμα, το οποίο λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως συνάρτηση της Μνήμης. Το βίωμα στο ποιητικό σύμπαν της Αδαλόγλου αποτελεί εκείνη την απαραίτητη αναλυτική κατηγορία για την προσέγγιση και ερμηνεία των διαπροσωπικών σχέσεων. Διαπιστώνουμε όμως από τα ποιήματά της πως το εκάστοτε προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου δεν είναι αποκολλημένο από το παρόν κοινωνικό πλαίσιο, γι’ αυτό και ορισμένα από τα κομμάτια της συλλογής μεταλλάσσουν την κοινωνική εμπειρία της γράφουσας σε κριτική οικειοποίηση του κόσμου. Διαβάζουμε από το ποίημα «Φέιγ Βολάν»: (…) Λίγο πριν από το ύψος της Ερμού/ μετέωρες αποφάσεις./ Συλλαλητήριο για τους απολυμένους/ εκατοντάδες μηνύματά μου φέιγ βολάν πεταμένα στους δρόμους/ ζητούν τον λόγο από εκείνον που παρίστανε τον παραλήπτη./ή σε άλλο ποίημα: Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου./ Τόσο κόκκινο, την πνίγει./ Εικόνες από μακριά και πιο κοντά/ διαμελισμένα ερείπια/ πρόσωπα θρήνος/ οροί τραύματα αίμα/ ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/λάμες απόγνωσης/ σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας/.
Είναι η έννοια του χρόνου και η διαχείρισή της το νήμα που συνέχει τα τρία πρόσωπα της συλλογής; Η έννοια του χρόνου στην παρούσα συλλογή είναι άρρητα συνυφασμένη με τις έννοιες της Ύπαρξης και της Μνήμης, ενώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι αποκρυσταλλώσεις μιας διαλεκτικής σχέσης. Το άχθος της φθοράς και η διαστολή του πραγματικού χρόνου αποτελούν επιμέρους νευραλγικές συνιστώσες του υπαρξιακού στοιχείου που επικαθορίζει με λανθάνοντα τρόπο τα ποιήματα. Ο πραγματικός χρόνος του ρολογιού δεν ταυτίζεται με τον χρόνο, όπως τον βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, καθώς οι λεπτοδείκτες κολλούν, ο χρόνος ακινητοποιείται, η αίσθηση μετατρέπεται σε παραίσθηση και το παρόν αργεί να γίνει το προσδοκώμενο μέλλον. Διαβάζουμε: Συγγνώμη που άργησα να ανοίξω/ έπρεπε να μαζέψω αυτή την παγίδα/ αποκεφαλίζει ποντικούς κατσαρίδες σαύρες/ μια φορά έκοψα κι ένα κοτσύφι / με το τελευταίο λάλημα σφηνωμένο στο χρυσό του ράμφος/ από τότε στοιχειώσαν οι ώρες/ πρέπει να σπρώξω γερά τους λεπτοδείκτες/ κατάλαβες γιατί άργησα ν’ ανοίξω…/.
Την ίδια στιγμή η Μνήμη γίνεται το εργαλείο που στεγανοποιεί το παρελθόν από το παρόν και που επιβάλλει εκείνες τις διχοστασίες που σημασιοδοτούν το σήμερα μέσα από τη διάθλαση του παρελθόντος. Όμως η έννοια του χρόνου πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές που οροθετεί φαίνεται να θρέφει και τη λεπτή ειρωνεία που διαχέεται στη συλλογή και που εκφέρεται πότε απορηματικά και πότε μέσα από την ενδυνάμωση του εσκεμμένα συγκεχυμένου που δημιουργούν οι πολλαπλές εστίες αφήγησης και οι λεπτές τονικές διαβαθμίσεις της γλώσσας των λιτών στίχων του καθημερινού λεξιλογίου. Παρά τη μελαγχολία όμως της γραφής που αναδύεται από τους στίχους της συλλογής της η Αδαλόγλου μοιάζει να μην έχει δηλητηριασμένο αίμα, αφού το μετέωρο τέλος του βιβλίου απεγκλωβίζει ένα ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας, δίνει χώρο στο όνειρο και εντέλει στην ίδια τη ζωή.
info:Κούλα Αδαλόγλου, Εποχή αφής, Σαιξπηρικόν
14 Δεκεμβρίου, περιοδικό «Ο Αναγνώστης. Για το βιβλίο και τις τέχνες»
.
ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΤΑΣ
Τετάρτη, 12 Οκτωβρίου 2016
ΟΝΟΜΑ: (επ)Αφή, ΕΠΙΘΕΤΟ: Ηλεκτρονική -Εξ Αποστάσεως, ΠΕΡΙΦΡΑΣΗ: Μεγέθυνες τις Αποστάσεις, Διύλισες το Χρόνο, Υπήρξες ποτέ;
Κούλα Αδαλόγλου ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2016: «Ποίηση αιχμηρή με βελούδινο κόψιμο» (Άγγελα Καϊμακλιώτη), «Υπέροχη ποίηση σε τρεις φωνές στα άδυτα της προσδοκίας για ερωτική εγγύτητα και για την παγωνιά της ματαίωσης (Δεσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη). Ακολουθεί αποσπασματική παρουσίαση σε πέντε ενότητες με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα: α] Ο τίτλος και οι αμφισημίες του β] Τρεις φωνές αφηγούνται μια ιστορία σε διαφορετικά επίπεδα χρόνου, τόπου και σημασίας γ]Χρόνοι, Τόποι και Αποστάσεις: στην Εποχή της Αφής ο Αιφνιδιασμός είναι ένα ρίσκο και η Συνέχεια Απορίες αναμενόμενες δ]Τώρα πληγωμένο αγρίμι στη μονιά μου… Κατάλαβα ότι δεν είχες να μου δώσεις λέξεις / Χιόνισε μέσα μου και ε] Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό: επίλογος με τη Συνέχεια της (συγ)Γραφής πολλά υποσχόμενη: «κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν…». «Πόσο η κοινοτοπία ακούγεται αλλιώτικα, όταν υπάρχει ανάγκη» γράφει σε κάποιο σημείο της συλλογής της η Κούλα Αδαλόγλου. Και μ’ αυτό τον απολογητικό αφορισμό υπογραμμίζει με το δικό της τρόπο τη μεταμορφωτική λειτουργία της ποίησης: είναι κάτι σαν «μαγικό ραβδί», που στα χέρια χαρισματικών ποιητών αποκτά μυστηριακή δύναμη, μπορεί δηλαδή να καθαγιάζει και τις πιο πεζές καθημερινές λέξεις, να χαρίζει υπόσταση λυρική στις εικόνες τους και έτσι να τις απογειώνει ως ποιητικές στιγμές πλέον στη μεταφυσική εκείνη διάσταση που θα τις αντιλαμβάνονται ως κοινή ανθρώπινη μοίρα αναγνώστες διαφορετικών εποχών συμμετέχοντας συνειδητά ή υποσυνείδητα, «δι ελέου και φόβου» στη μυσταγωγία της «των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»: ΦΩΝΗ Γ: «Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου. Τόσο κόκκινο την πνίγει. Εικόνες από μακριά και πιο κοντά, διαμελισμένα ερείπια, πρόσωπα θρήνος όροι τραύματα αίμα, ρουκέτες παράκρουσης, ανατιναγμένη λογική, ζωές λαθραία παγιδευμένες, λάμες απόγνωσης, σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας» [ART by Chexm1X Ascent ]
Α. ΕΠΟΧΗ ΑΦΗΣ: ο τίτλος και οι αμφισημίες του
Δεν πρέπει να είναι τυχαία η επιλογή του τίτλου «Εποχή Αφής» για τη νέα ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν τον Ιούνιο του 2016. Ο εύκολος συνειρμός με την Οθόνη Αφής, βασικό στοιχείο εξέλιξης στις έξυπνες συσκευές νέας τεχνολογίας, παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στις αντιφάσεις του πολιτισμού που επέτεινε αυτή η τερατώδης και ραγδαία ανάπτυξή του: από τη μια μεριά όλα ενεργοποιούνται δια της αφής, έρχονται δίπλα και γίνονται «οικεία» μ’ ένα ΚΛΙΚ κι από την άλλη η πραγματική επικοινωνία και επ-αφή μαζί τους (και μεταξύ των υποκειμένων) ομολογείται ως εικονική: ΜΟΝΟ «Δάχτυλα που αγγίζονται και ριγούνε με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης»!… είναι η εποχή αυτή. Η διαπίστωση είναι λυρική στην έκφρασή της μα τραγικά οξύμωρη στη σημασία της. Γιατί σ’ αυτή την Εποχή Αφής: «αυτή η άνοιξη δεν αντέχεται να μένει άνοιξη». Γι’ αυτό η ποιήτρια, «με το άσπρο φουστανάκι της κι ένα πελώριο χαμόγελο σε αναμονή», εικόνα αγγιγμένη αλλά αφίλητη σε «προσμονή γηράσκουσα», ξεσπά στην κατακλείδα του ευχετικού αχ να Γινόταν: «να εκραγούν επιτέλους τα αισθήματα, να λάμψουν τα χείλη, να ανατιναχτούν οι ηλεκτρονικές σου άμυνες, να υψωθεί ο πόθος στους ατμούς του»:
ΝΑ ΓΙΝΟΤΑΝ:
Να γινόταν. Να μπούμε σε ρομαντικό παλιό τραγούδι και μακριά να φύγουμε, μαζί.
Διάφανη εγώ, να φαίνεται το αίμα που ανθίζει στις αρτηρίες μου.
Μου κάνεις χάρες και απογειώνομαι. Σε ξεχωρίζω και θριαμβεύεις.
Μου χαρίζεις φεγγάρια, σου χαρίζω στίχους, τον Γαλιλαίο μου χαρίζεις και νικάς.
Θέλεις να φύγεις και δεν σ’ αφήνω, λέω να φύγω και σου σφηνώνεται η μπουκιά στο λαιμό
ξαφνικά τσινάς κι αντιδράς αναίτια, λιωμένος ζητάς συγγνώμη,
δεν τη δέχομαι απολογείσαι γράφεις όλα τα βλέμματα προβάρεις
με κάνεις και γελώ – και πάλι από την αρχή
ξεσπάς επάνω μου τις από αλλού πιέσεις ξεσπώ επάνω σου ανασφάλειες
σε φοβίζω λες δεν καταλαβαίνεις λες αμφιβάλλω λέω τον ασαφή σου λόγο
καμιά εξομολόγηση μια στέρηση με σφάζει υποχρεώσεις σε χτυπούν αλύπητα
πού είμαστε ποιοι είμαστε δεν ξέρω ένα σουέλ η ψυχή μας
… αυτή η .άνοιξη δεν αντέχεται να μένει άνοιξη
να εκραγούν επιτέλους τα αισθήματα να λάμψουν τα χείλη
να ανατιναχθούν οι ηλεκτρονικές σου άμυνες
να υψωθεί ο πόθος στους ατμούς του.
Β. ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ αφηγούνται μια ιστορία σε διαφορετικά επίπεδα χρόνου, τόπου και… σημασίας:
Παρατηρώντας προσεκτικά στα περιεχόμενα τους τίτλους των ενοτήτων/ ποιημάτων, υπάρχει μια δυσκολία στο να αντιληφτούμε το σκεπτικό της όλης σύνθεσης. Πρωταγωνιστούν ως Πρόσωπα/ αφηγητές τρεις Φωνές: Φωνή Α, Φωνή Β και Φωνή Γ, που εναλλάσσονται χωρίς κάποια λογική σειρά. Η Χλοή Κουτσουμπέλη σχολιάζοντας αυτή τη σύνθεση φαντάζεται πίσω από τις συγκεκριμένες Φωνές «Έναν άντρα, Μία Γυναίκα, μία σχέση από απόσταση και μία Τρίτη Φωνή, που είναι η συγγραφέας-ποιήτρια…». Η Περσεφόνη Τζίμα, από την πλευρά της, πιστεύοντας ότι οι Φωνές «δίνουν μιαν άλλη διάσταση φόντου, ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιητικών υποκειμένων», προσδιορίζει με άλλο κριτήριο το ρόλο τους: πρωταγωνιστικό ρόλο δίνει στη Φωνή Α, παράλληλη ή απαντητική θεωρεί τη Φωνή Β, ενώ η Φωνή Γ, η πιο ολιγόλογη, είναι η αποστασιοποιημένη Φωνή του Παρατηρητή. Το σημαντικό για την Περσεφόνη Τζίμα είναι οι διαφορετικές διαθέσεις των Φωνών, γιατί στην ουσία είναι «τρεις παραλλαγές ποιητικής έκφρασης σε διαφορετικές διαθέσεις του ίδιου και του αυτού ποιητικού υποκειμένου».
ΦΩΝΗ Α – ΙΧΝΗ… ΑΥΤΟΝΟΗΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ
Ρίχνω ψιχουλάκια στο διαδίκτυο,
να τσιμπήσεις να πλησιάσεις,
μη σε χάσω στην παγωνιά εσωέξω…
Κι αυτός, που βεβαιώθηκε εκείνη τη στιγμή
πως για κείνον ομόρφαινε,
έβαλε την ψυχή του στα μάτια
και της τη δώρισε.
ΦΩΝΗ Β – ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΕΙ. ΣΑΝ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΠΑΝΤΑ…
… Τι ξέρει η αγάπη από το όμορφο;
Τι ξέρει από το διαφορετικό;
Γεμίσανε ταμπέλες τα ράφια, οι δρόμοι
γράφω με το δάχτυλο τη σκόνη τους
τις ξεκαρφώνω με τα νύχια τα χέρια μου σκίζονται
γκρεμίζομαι στο σπάσιμο της κατανόησης.
Έτσι το βίωσα, καιρό.
Σαν παροξυσμό.
Να επιθυμώ τώρα
ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο.
Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω.
Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι
σαν κατεστραμμένη μαριονέτα –
φτάνουν οι παρομοιώσεις-
ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία.
ΦΩΝΗ Γ – ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ
Τόσο κόκκινο την πνίγει.
Εικόνες από μακριά και πιο κοντά
διαμελισμένα ερείπια
πρόσωπα θρήνος
οροί τραύματα αίμα
ρουκέτες παράκρουσης
ανατιναγμένη λογική
ζωές λαθραία παγιδευμένες
λάμες απόγνωσης
σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας
Γ. ΧΡΟΝΟΙ, ΤΟΠΟΙ κι ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ: στην Εποχή της Αφής ο Αιφνιδιασμός είναι ένα ρίσκο και η Συνέχεια Απορίες αναμενόμενες
Η εποχή, που είναι της Αφής, δηλώνεται εξαρχής με τον τίτλο της συλλογής. Εποχή Αφής είναι και ο τίτλος ενός ποιήματος στη σελ. 21 που ακολουθεί την αφήγηση της Φωνής Γ, με την οποία η Κούλα Αδαλόγλου ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής ολοκληρώνει τους στοχασμούς της σε κάθε επιμέρους ενότητα. Στο ομότιτλο λοιπόν με τη συλλογή ποίημα δίνονται κάποια πιο ειδικά στοιχεία. Προηγείται η εικόνα της γυναίκας «με το άσπρο της φουστανάκι κι ένα πελώριο χαμόγελο σε αναμονή… χαμόγελο εφιαλτικό» Στο φουστανάκι ζωγραφίζει λεκέδες πολύχρωμους. Ο τόπος της δράσης δίνεται με την υπερρεαλιστική εικόνα της θαλασσινής αύρας που χαϊδεύει τα μαλλιά της γυναίκας, τα μακραίνει και τα κάνει να φτάνουν και να βρέχονται στη θάλασσα!.. Ο θαυμασμός σε πρώτο πρόσωπο: «πόσο ζηλεύω το θαλασσινό αεράκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου…». Η συνέχεια είναι επιγραμματική αποτύπωση στοιχείων Εποχής Αφής! Μια «σκυταλοδρομία» λέξεων στην οποία η μια λέξη παραδίδει στην επόμενη τη σκυτάλη της αφής και της ανταποδίδεται το χάδι του ανέμου. Δηλαδή, ένας αέναος Κύκλος Αγγιγμάτων, στρόβιλος αποριών και στο βάθος Απουσία πανταχού παρούσα:
«Ο άνεμος στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα μαλλιά
Τα δάχτυλα στα δάχτυλα.
Τα δάχτυλα στα χείλη.
Τα χείλη στο μάγουλο.
Το μάγουλο στην παλάμη.
Η σιωπή στα χείλη.
Ο αερόσακος της απόστασης στα σώματα.
Ο στρόβιλος των αποριών.
Η απουσία σου παντού.
Το γρατσούνισμα της μνήμης.
Τα δάχτυλα χωρίς πλήκτρα ψαύουν μηνύματα»
Και ύστερα; Θα φτάσει ο Χρόνος; Ή διαφορετικά: πόσος χρόνος μένει; Θα βγει σε καλό; Πώς να το προ(σδι)ορίσεις; Η τελική α-πορία είναι πρωθύστερη: «Της διευκόλυνσης της ευκαιρίας; Όχι της ανάγκης της επιθυμίας; Κόβουν πολύ τα γυαλιά της θρυμματισμένης ψευδαίσθησης». Στον παρόντα χρόνο πάντως έχουμε την εικόνα μιας Συνάντησης (του Άνδρα με τη Γυναίκα;). Την αφηγείται μάλλον η Φωνή Α, της Γυναίκας. Υποκειμενική εστίαση στα μαγαζιά, τα κλειστά περίπτερα, την ερημιά των δρόμων αλλά «πάντα ένας προβολέας να τους ακολουθεί, ούτε μια άκρη να ξαποστάσουν». Το ποίημα επιγράφεται ΧΡΟΝΟΣ, «χαλαρός, γέλιο, μαλακώνει ο πόνος, απαλό κρασί, μπουκιές-μπουκιές η απόλαυση, έτσι… η αγάπη ζεσταίνει, τα μάτια βαθιά ψάχνουν τη διέξοδο, υπόσχονται… Έτσι το μέλλον αργεί…». Η Γυναίκα προαισθάνεται τη δυσκολία εκπλήρωσης των επιθυμιών στον εναπομείναντα χρόνο: «Το ξέρει φυσικά πως όλο αυτό δεν πρόκειται ή δεν είναι δυνατόν να βγει σε καλό…». Κι επειδή καταλαβαίνει ότι δεν μένει πολύς καιρός «θα τον μετρήσει πάλι σε μια ολόσωμη φωτογραφία τεμαχίων, θα τον μετρήσει με τις αντοχές της, με τον αέρα που της μουντζουρώνει τα μάτια που γίνονται γκρίζα καθώς λιώνει το μακιγιάζ, με την πλατεία που αποστηθίζει τα αδιέξοδά της, με το βαμβακερό νυχτικό μούσκεμα στον ιδρώτα»!… Τη λυρική εμβόλιμη πρόζα του ΧΡΟΝΟΥ ακολουθεί η Φωνή Γ, που με εναλλαγή χρωμάτων, με οπτικές και τις ακουστικές εικόνες, ολοκληρώνει το σκηνικό της συνάντησης:
Το σύννεφο είχε καθίσει πάνω από το σπίτι.
Ένα σύννεφο σαν μπουκέτο λουλούδια, μοβ, μαύρα, φούξια.
Ακούστηκε η βροντή, μια λάμψη,
το σύννεφο σκόρπισε σε μυριάδες κομμάτια.
Απ’ το ταβάνι έπεφτε μια βροχή από μοβ πέταλα.
Δ. ΤΩΡΑ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΑΓΡΙΜΙ ΣΤΗ ΜΟΝΙΑ ΜΟΥ… «Κατάλαβα ότι δεν είχες να μου δώσεις λέξεις/ χιόνισε μέσα μου»:
Όψεις μοναξιάς που μεγεθύνουν απροσδιόριστα συναισθήματα παρατηρεί ο αναγνώστης να εκτυλίσσονται καθώς προχωρά η αφήγηση με την εναλλαγή των Φωνών. Εναλλάσσονται και οι εικόνες που δραματοποιούν τα γεγονότα. Στη μια εικόνα η Φωνή Γ/ Παρατηρητής βλέπει τον άνδρα μέσα στο νερό σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αντίστασης στο ορμητικό ρέμα: «κρατάς το κεφάλι πίσω τεντωμένο μη σου ’ρθει κανένα σανίδι ή κλαδί ορμητικό, το κορμί ευέλικτο για τις κατεβασιές και τις στροφές δώθε κείθε». Εδώ κυριαρχεί ο φόβος για την τύχη του ήρωα: «φοβάμαι μην ξοκείλεις σε καμιά άκρη, ξέπνοος και ξεχασμένος ή μη σε δω να σε παίρνει ο καταρράκτης με ανοιχτά χέρια και πόδια…». Στην άλλη εικόνα χιονίζει και η ηρωίδα μη έχοντας τα κατάλληλα παπούτσια γλιστράει και σκίζεται το καρό της αδιάβροχο. Πρόσοψη μοναξιάς: «τα μαλλιά σου λερές ρίζες χώνονται στους τοίχους». Κάτοψη το πρόσωπο που λιγοστεύει και μένει μια κουκίδα. Πανόραμα μοναξιάς χέρια που πέφτουν και «τα κιάλια-μάτια μου ανακαλύπτουν έντρομα πως στον καθρέφτη τόσους μήνες κοίταζα». Εναλλαγή με εικόνα υπερρεαλιστική των πληγών του έρωτα: στα καφασωτά παράθυρα «στριμωγμένη η ανάσα στριμωγμένο το φιλί στραμπουλιγμένη η ματιά»!… Η Περσεφόνη Τζίμα σχολιάζει τη σκηνή: «Με αρκετά «γριφώδη ενάργεια» εισέπραξα τη Γ΄ φωνή-σύνθεση στη σελίδα 27. Ένιωσα έναν πόθο πολύτιμο αλλά ανεκπλήρωτο, που ο «άλλος» τον πέταξε, ούτως ειπείν, «στα σκουπίδια» – και πόσο μια τέτοια αντιμετώπιση τραυματίζει αλλά και γεννάει στίχους. Εμπόδια παντού: καφασωτά παράθυρα, το χνούδι στα δάχτυλα είναι μόνο ένα ίχνος, ένα ψίχουλο, μια αφή πόθου, εκδηλωμένου ή εμποδισμένου…». Το συμπέρασμα μαγικός ρεαλισμός: «κι ούτε καν ολονύχτιος πόθος μόνον ένα ροδακινί χαμόγελο, έστω, τόσο κατ’ επανάληψη «λάθος» η γεμάτη σακούλα πάντοτε δίπλα στον κάδο πλέον…». Κι όμως στη δύστροπη αυτή κι αντιφατική Εποχή Αφής, σε τούτη την άλλη γωνιά της ποίησης, όλα είναι Απόφαση μιας Βραδιάς με Πανσέληνο, τότε που η γλώσσα πλαταγίζει όνειρα με φιλιά κάτω απ’ την ομπρέλλα:
«Πανσέληνος.
Κι εγώ κρατημένος από μια λεπτή κλωστή.
Πανσέληνος.
Κι εγώ που διέκρινα εκείνη
τη λεπτή τομή
στραμμένος να τη διερευνήσω
μ’ όλο το φως που συμπυκνώθηκε στα μάτια μου.
Δεν σε αιφνιδίασα.
Δεν έβλεπες. Γι’ αυτό δεν είδες τα σημάδια.
Πολλά, μέρα τη μέρα πλήθαιναν.
Είναι ένα ρίσκο.
Χέρσα χωράφια
εκτάσεις σφερδούκλια
γυαλί και ατσάλι φυτρώνει στον κάμπο κάτοπτρο ρουφά τον ήλιο.
Ο κάμπος με ζεύει υποζύγιο
τα ζώα ρουφούν την ορμή μου.
Σε τυλίγω με τα μεγάλα μου χέρια
Κουρνιάζεις και ηρεμείς.
Σε φιλώ απαλά
σε κοιτώ βαθιά
απομνημονεύω την εικόνα σου.
Το μικρό γούρι στον σάκο μου,
ένα βιβλίο κι άλλο ένα,
μια κούπα με τον Τενεσσί Ουίλιαμς.
Το διαμέρισμα αδειάζει,
ο καναπές με το ριχτάρι που ξέρεις
μετακόμισε ήδη.
Ξέρω ότι θα μου λείψει η μυρωδιά και το γέλιο σου
θα μου λείψουν οι πολύχρωμες μπαλαρίνες σου,
τα παράπονα και οι θυμοί σου.
Σε μέμφομαι για την πικράδα στο στόμα μου
για τη χορταριασμένη αγκαλιά μου.
Ο κάμπος ξέρει πως είμαι άδειος
εγώ πονάω για τα ουδέτερα μέλη μου
βαλτώνω στη λάσπη.
Μεγέθυνες τις αποστάσεις
διύλισες το χρόνο.
Ανασαίνω στρέμματα αρωματικά φυτά
στο εργαστήριο τα πρώτα αιθέρια έλαια,
μα δεν σκιρτά η παγωμένη αγάπη.
E. ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΚΑΙΡΟ (επίλογος με την Συνέχεια της (συγ)Γραφής υποσχόμενη: «Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν… )
Σημαντικό είναι που η Κούλα Αδαλόγλου διατηρεί ακμαίο το νεανικό της πνεύμα και σ’ αυτή την έβδομη ποιητική συλλογή της. Διαβάζουμε ποιήματά της από το 1982 που εκδόθηκαν οι ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ, η πρώτη της ποιητική συλλογή. Ακολούθησαν οι συλλογές: ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (1992), ΔΥΟ ΕΛΕΓΕΙΕΣ και μια ΩΔΗ (1996), ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ (2001), ΔΙΠΛΗ ΑΡΘΡΩΣΗ (2009) και ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ (2013).
Διπλά σημαντικό που δεν ολοκληρώνεται η μελέτη των ποιημάτων της συλλογής όσες φορές κι αν την διαβάσει κανείς. Γιατί σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτεις στοιχεία που δεν τα είχες προσέξει τις προηγούμενες φορές. Η εποχή αυτή, όπως κι άλλες εποχές στη νεότερη ελληνική ιστορία, δεν είναι εποχή για ποίηση. Όταν ορθώνεται μπροστά σου μ’ όλα τα πελώρια ποδάρια της η Λερναία Ύδρα της αντικειμενικής πραγματικότητας, το κάλεσμα της Μούσας εύκολα μένει ανεπίδοτο ή ανεκτέλεστο. Και γι’ αυτό, πολύ συχνά, τα ποιήματα «είναι τόσο πικραμένα (και πότε άλλωστε δεν ήσαν; ) κι είναι -προ πάντων- και τόσο λίγα» (Εγγονόπουλος 1948). Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο όμως η ποίηση είναι απαραίτητη κι αξιέπαινη η προσπάθεια των ποιητών που κόντρα στον καιρό με πόνο ίσως αλλά και μ’ έμπνευση περισσή γράφουν για όλα αυτά «όπως η γλώσσα που πλαταγίζει όνειρα».
Έτσι κι η Κούλα Αδαλόγλου στην Εποχή Αφής, την εποχή μας, έγραψε και θα συνεχίζει να γράφει όσα νομίζει πως έχουν να μας πουν οι διαφορετικές Φωνές που αφηγούνται την ιστορία της παρουσίας μας σ’ αυτή την πραγματικότητα. Συνθέτει τις σκέψεις τους, προδιαγράφει το μέλλον τους. Δεν είναι αναμενόμενη η συνέχεια; «Ή μήπως τους αγάπησα πολύ», είναι ο στίχος με τον οποίο κλείνει η Φωνή Γ την αφήγησή της. Η αποσπασματική παρουσίασή μου, που εστίασε σε κάποια μόνο στοιχεία των ποιημάτων της Κούλας Αδαλόγλου, κλείνει με την αντιγραφή τριών ακόμα ποιημάτων, ένα από κάθε Φωνή: ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ (Φωνή Β), ΣΑΝ ΝΑ ’ΤΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (Φωνή Α) και ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕΜΠΑΙΝΑ ΣΕ ΔΩΜΑΤΙΟ ΝΕΚΡΟΥ (Φωνή Γ):
ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ
Σταφύλια μύρτιλα γλυκάνισος δυόσμος δενδρολίβανο θυμάρι
μποτίλιες βάζα κρύσταλλα διαφανή πολύχρωμα
ταξιδεύουν ανθίζουν ξυπνούν
σε τούτη την άλλη γωνιά, στην υγρασία φως,
όπως το κίτρινο αδιάβροχο που μιμείται τον ήλιο,
όπως η γλώσσα που πλαταγίζει όνειρα,
φιλιά κάτω απ’ την ομπρέλα.
Γύρισα όλα τα κάστρα του Βορρά.
Νόμιζα θα βρω ιππότες κι ευγενείς.
Βρήκα μόνο λίγα ξερά κόκκινα φύλλα.
Τα κόκκινα φύλλα ξυπνούν τις μνήμες.
Ο Μανόλης έρχεται συχνά,
συνοδεύει τις βουβές βόλτες μου,
σπεύδει με μια ομπρέλα στις νεροποντές,
σχολιάζει τις περαστικές φιλενάδες μου
«η Αργυρώ ήταν καλύτερη μεγάλε».
Εσύ χαμένη στα ντοσιέ και στα ταξίδια σου
Σκοτεινιάζουν πολύ τα νερά του Havel,
αινιγματικά σιωπηλά κι ακίνητα.
ΣΑΝ ΝΑ ’ΤΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Βρέχει περπατώ στην παραλία
φυσά δυνατά η ομπρέλα μου σμπαράλια
γκρίζα και ταραγμένη η θάλασσα
λίγο αργότερα ακούω για το ναυάγιο και πάλι.
Γέμισαν τα νερά θάνατο.
Θέλω πίσω τα νησιά μου.
Αυτές οι θάλασσες θα κουβαλούν για πάντα το βαρύ φορτίο τους.
Ψάρια γκαστρωμένα κακό
γυάλινα μάτια θα κοιτάζουν την αντανάκλαση των νεκρών ονείρων.
Και το σκούρο δέρμα στις ακτές μια χαίνουσα ενοχή.
Και να μην μπορώ να σου κρατήσω το χέρι στην άκρη του ξεροχώραφου.
Εραστή της απομάκρυνσης, των διαδρομών του τρένου και των πτήσεων.
Με γέλασες όταν παρίστανες τον εραστή του πράσινου.
Σε γκρίζες αγορές εκτίθεσαι
σε παγωμένες πλατείες πλανιέσαι
μαυρίζει η μέρα
μοιρολογεί το άγνωστο.
Σαν να ’ταν καλοκαίρι άπλωνες φωτογραφίες χαμόγελα φιλιά
πόθους να στεγνώσουν και να νοστιμέψουν
Σαν να ’ταν χειμώνας τα μάζευες στα σκοτεινά κουτιά σε κρυφές αποθήκες.
Έμειναν μαύρα τετράγωνα να με απειλούν
μια δίνη αμφιβολία πάει να με καταπιεί –
υπήρξες ποτε;
Γ (τελευταία σελίδα συλλογής)
Για πολύ καιρό ήταν σαν να έμπαινα σε δωμάτιο νεκρού.
Απέφευγα την είσοδο.
Δεν άγγιζα τίποτα. Δεν διάβαζα τα σημειώματά τους, δεν γύριζα
στην ηλεκτρονική τους συνομιλία, δεν έβλεπα φωτογραφίες τους.
Κάποτε άνοιγε η βαλίτσα και χύνονταν κάτω όνειρα ξεσκλίδια,
επιθυμίες πορφυρές, πληγωμένα e-tickets.
Μήπως ήμουν αναίσχυντη χάκερ;
Αργότερα έστρωνα τραπέζι, έβαζα πιάτα και ποτήρια γι’ αυτούς.
Πολλά βράδια έπινα το τσάι μου μαζί τους, οι γεύσεις και τα φλιτζάνια που τους άρεζαν.
Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους, να προδιαγράφω το μέλλον τους.
Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη.
Ή μήπως τους αγάπησα πολύ;
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ. ΒΟΥΤΑΩ ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΛΑΓΟΥΜΙ ΜΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2013 παρουσίαση της συλλογής με αποσπάσματα από συνέντευξη της ποιήτριας και σχόλια ή κριτικές παρατηρήσεις από: Αναστασία Γκίτση, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Πώλη Χατζημανωλάκη, Μιχ. Μπακογιάννη ενώ η όλη παρουσίαση κλείνει μ’ ένα κείμενο της Χλόης Κουτσουμπέλη – με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΑΡΕΤΗ ΓΚΑΝΙΔΟΥ
diastixo.gr/18/6/2018
Ανοίγεις το βιβλίο, την τελευταία ποιητική συλλογή –ή μάλλον σύνθεση– της Κούλας Αδαλόγλου (ένα καλαίσθητο βιβλίο των Εκδόσεων Σαιξπηρικόν, με εξώφυλλο εξόχως θελκτικό σε χρώμα, υφή, μίνιμαλ σχέδιο) και βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου. Θάλπος και κίνδυνος αντάμα.
Εποχή αγγιγμάτων, όσο η απειλή του πεπερασμένου χρόνου για τον καθένα πλησιάζει (το φυσικό μας τέλος) και η απειλή των καιρών για όλους μας (η παγκόσμια κρίση) ορθώνεται, έφτασε… Η αγωνία και η λαχτάρα που οδηγεί στο να αυξάνονται οι γεννήσεις στους πολέμους, στην Εποχή αφής γίνεται ψηλάφηση της απώλειας: «Κόβουν πολύ τα γυαλιά της θρυμματισμένης ψευδαίσθησης» (σελ.14). Η αναζήτηση της αγάπης και του έρωτα γίνεται ψηλάφηση των τραυμάτων, των λαθών, της απώλειας, του Άλλου, ακόμα και της απουσίας: «…Στη νερουλή λάσπη/ εντοπίζω το σώμα/ της απουσίας σου» (σελ.46).
Η ποιητική σύνθεση της Κούλας Αδαλόγλου συγκροτεί με τρεις διακριτές φωνές μια ιστορία αγάπης. Ιστορία αγάπης διάτρητη από αναχωρήσεις, μετεγκαταστάσεις, μάταιες αναμονές, διαψεύσεις: «Το τρένο άφησε πίσω του εικόνες/ …άφησε εσένα» (σελ.34) ή «Το διαμέρισμα αδειάζει,/ ο καναπές με το ριχτάρι που ξέρεις/ μετακόμισε ήδη» (σελ.31). Διάτρητη και από το άγριο άγγιγμα των ημερών μας, έτσι που να παίρνει τη μορφή δαντέλας: «…ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική…» (σελ.33). Μια δαντέλα κάτω απ’ την οποία περνούν ναυάγια προσφύγων, ο κίνδυνος του λιμού, οι τραυματισμοί της Δημοκρατίας: «Κρατώ στο βάθος του ματιού μου/ την εικόνα του άστεγου/ που κοιμάται στο μαρμάρινο πεζούλι,/ τον άντρα με το κομμένο χέρι/ που στερεώνει το χαρτόνι ΠΕΙΝΑΩ» (σελ.32). Έτσι, η εισβολή του δημόσιου στο ιδιωτικό ουσιαστικά δημιουργεί μιαν άρρηκτη ενότητα, όπου ο έρωτας αλληλοσπαράσσεται με τις δυσοίωνες δημόσιες εικόνες. Το ιδιωτικό, εν προκειμένω η ιστορία του έρωτα, πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες του, διαβρώνεται από τις πληγές των καιρών μας: «Ξεχαρβαλωμένες ανήλεες δημοκρατίες/ Κρατώ τις αποφασισμένες λέξεις μου… Ως την εαρινή ισημερία, πρέπει να σ’ έχω βρει… Και τότε, θα τις πούμε απ’ την αρχή τις λέξεις/ ξαπλωμένοι ανάσκελα σε πράσινες εκτάσεις αρωματικών φυτών… να μας σκορπούν και να μας ανασυνθέτουν σε όλον/ να μας χωνεύουν στο ενιαίο/ στο αναπόσπαστο» (σελ.47). Μια ιστορία διάτρητη από το παγωμένο άγγιγμα της Ιστορίας αρθρωμένη με ελεγειακό τόνο, τον οποίο υπονομεύει ωστόσο επίμονα η λεπτή ειρωνεία.
Κι όμως, το άγγιγμα, η αφή και η μνήμη της αφήνουν τη θαλπωρή τους στις λέξεις, σε μια ποίηση που κοιτά τον Θάνατο κατάματα, τη ματαίωση κατάματα, τη «λιγοσύνη» της επιθυμίας και τον φόβο του ρίσκου κατάματα, τον αμείλικτο Χρόνο: «Πόσος χρόνος μένει άραγε, θα τον μετρήσει πάλι με μια ολόσωμη φωτογραφία τεμαχίων…» (σελ.15). Μύρτιλλα, ποταμοί, χώρες, πράσινο του γιασεμιού και μπλε της θάλασσας, βροχή στη Θεσσαλονίκη, προστατεύουν τον έρωτα. Αντιστέκονται στο άλλο άγγιγμα: του Θανάτου, του ξεριζωμού, της ματαίωσης.
Τρεις φωνές. Η Α και η Β αντιστοιχούν στον άνδρα και τη γυναίκα, που είναι ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που παλεύει να συζευχθεί σε πείσμα των καιρών, σε πείσμα της φθοράς και της αδυναμίας. Η τρίτη φωνή (Γ) είναι οι εξομολογήσεις μιας γυναίκας, που έγινε μάρτυρας αποσπασματικών ενεργειών και αισθημάτων. Αυτή η φωνή συμπληρώνει την ιστορία του ζευγαριού με τη φαντασία και ίσως κατά τις βαθύτερες ανάγκες της. Είναι αυτή η τρίτη φωνή που αποκωδικοποιεί τη μικροϊστορία του ζευγαριού –παραλληλίζοντάς τη μάλιστα με την προσωπική της διαδρομή– και την εντάσσει στην Ιστορία: «…τα κιάλια-μάτια μου ανακαλύπτουν έντρομα/ πως στον καθρέφτη τόσους μήνες κοίταζα» (σελ.26). Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση με τρεις οπτικές της ιστορίας μέσα στην Ιστορία. Αυτός ο τρόπος επιτρέπει στην τρυφερότητα να υπογραμμίζει την αγριότητα του καιρού μας. «Ένα σουέλ η ψυχή μας» και κάτω από τις λέξεις και ανάμεσά τους, ανάμεσα στους στίχους της Αδαλόγλου ανασαίνει ο δυσοίωνος αχός που όλους μάς αφορά.
Οι λέξεις για τις φωνές Α και Β δεν είναι παρά υπόκρουση στην απώλεια που βιώνουν, καθώς η αγάπη που ζουν είναι αβέβαιη: «Μιλώ μιλάς, λόγια που δεν θυμάμαι/ …υπόκρουση κρατάμε την κουβέντα/ …ριγούμε με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης» (σελ.9). Αντίθετα, για τη Γ φωνή οι λέξεις είναι εργαλείο και τροφή: «παρατηρώ και καταγράφω/ τη χαλαρή προσποιούμενη» (σελ.9) και «Κατάλαβα ότι δεν είχες να μου δώσεις λέξεις/ χιόνισε μέσα μου» (σελ.26).
Τα τρία πρόσωπα-φωνές κινούνται σε μια καθημερινότητα, από την οποία όμως αφαιρούν τη σταθερότητα οι έξωθεν απειλές που ενώνονται με την ένδον απειλή του Χρόνου. Προκύπτει έτσι μια διαβρωτική μελαγχολία, εμποτισμένη με σκεπτικισμό και λεπτή ειρωνεία, η οποία διατρέχει τη συλλογή και αναγκάζει τα πρόσωπα-φωνές να κοιτάξουν τις ζωές τους και την πραγματικότητα με βλέμμα απογυμνωμένο από βολικές ψευδαισθήσεις: [φωνή Α:] «…πού είμαστε ποιοι είμαστε δεν ξέρω» [φωνή Β:] «Έτσι το βίωσα, καιρό./ Σαν παροξυσμό./ Να επιθυμώ τώρα/ ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο./ Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω./ Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι».
Η λεπτή ειρωνεία, χαρακτηριστικό της ποίησης της Αδαλόγλου, φωτίζει στην παρούσα ποιητική σύνθεση με ακρίβεια ανατομικού φακού την ανθρώπινη περιπέτεια. Η φωνή Γ που παρατηρεί και καταγράφει στην πρώτη σελίδα της συλλογής, στην τελευταία δαγκώνει την ουρά της: «Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους… Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη. Ή μήπως τους αγάπησα πολύ;». Ιδιαίτερα ο τελευταίος στίχος της συλλογής μοιάζει να τοποθετεί όλη την ποιητική σύνθεση σε μια βάση σκεπτικισμού περί της ανθρώπινης, αλλά και της ποιητικής συνθήκης. Ιδίως αν διαβαστεί παράλληλα με το τελευταίο δίστιχο της σελίδας 29: «…φτάνουν οι παρομοιώσεις–/ ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία».
Υπαινιγμοί, όπως το πάθος ξέρει να υπαινίσσεται, ιδίως όταν η προϊούσα φθορά σηματοδοτεί σαν σειρήνα κινδύνου το πεπερασμένο του χρόνου μας. Όλα υπαινίσσονται κάτι πέρα από τη δήλωσή τους: οι λέξεις, οι στίχοι και η σύνθεση των φωνών που οικοδομούν την Εποχή αφής. Το άγγιγμά τους ψηλαφεί και γδέρνει ταυτόχρονα. Γδέρνει ψευδαισθήσεις, ψηλαφεί δυνατότητες.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
Η ΠΟΛΥΤΡΟΠΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Κούλα Αδαλόγλου, Οδυσσέας, τρόπον τινά. Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013, σελ. 72.
Οδυσσέας, τρόπον τινά. Ο ανατρεπτικός τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου μας προϊδεάζει για το παιχνίδι που θα ακολουθήσει. Οι πρώτες λέξεις, «Α, ρε Οδυσσέα», επιβεβαιώνουν την αρχική εντύπωση. Εντούτοις, μια ανατροπή είναι μάταιη αν είναι απλώς λεκτική, αν δεν ανταποκρίνεται στην ουσία των πραγμάτων, αν δεν αποκαλύπτει κρυμμένες αλήθειες. Αυτή η οικεία προσφώνηση δείχνει πόσο κοντά σε μας είναι σήμερα ο ομηρικός ήρωας. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, τι ακριβώς σηματοδοτεί το όνομα «Οδυσσέας», ποιες εικόνες έρχονται στη σκέψη μας όταν το συναντούμε σε λογοτεχνικό κείμενο και μάλιστα σε τίτλο. Ο πρώτος ποιητής του τον αποκαλεί «πολύτροπον», από τον πρώτο στίχο του έπους που του αφιερώνει, δηλαδή πολυπλάνητο, ταξιδευτή. Στην ποίηση της Αδαλόγλου αυτό σημαίνει όχι μόνο κοσμογυρισμένος ή κοσμοπολίτης, αλλά και μετανάστης, κι αυτός «τρόπον τινά», χαμένος στις θάλασσες από την οργή κάποιου σύγχρονου Ποσειδώνα. Να προσθέσω ότι «πολύτροπος» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει επίσης εύστροφος, θετικά και αρνητικά, ευφυής αλλά και κατεργάρης.
Και η Πηνελόπη; Αυτή κι αν έχει μια ωραία ιστορία, που απογειώνεται στο βιβλίο της Αδαλόγλου. Η Πηνελόπη, αν και βασίλισσα της Ιθάκης, υφαίνει, φυλακισμένη στο χώρο του αργαλειού, στο χώρο της γυναίκας. Μένει μακριά από τον εξωτερικό κόσμο: τις απειλές του Ποσειδώνα, τους πειρασμούς που ονομάζονται μνηστήρες. Να όμως που η λέξη «υφαίνω» στα αρχαία ελληνικά, στον Πίνδαρο, λόγου χάριν, υποδηλώνει επίσης γράφω, κάτι που κληρονόμησε η λατινική γλώσσα: το ρήμα «texo», υφαίνω, σημαίνει συνθέτω νήματα αλλά και συνθέτω λόγους. Σε πολιτισμούς της Ανατολής, οι οποίοι μας προσκαλούν να ταξιδέψουμε από την εικόνα στο στοχασμό, «υφαίνω» ισοδυναμεί με «απεικονίζω τη δομή του σύμπαντος πάνω στο πανί». Ποιο νέο σύμπαν απεικονίζει η Πηνελόπη της Αδαλόγλου; Το επάγγελμα της υφάντριας ξεκίνησε από την Ανατολή, η γραφή, η άλλη όψη της ύφανσης, ανήκει περισσότερο στη δυτική νοοτροπία. Την τέχνη του αργαλειού την έφεραν ταξιδιώτες-μετανάστες στη Μεσόγειο. Έχουμε δηλαδή μια διπλή κίνηση: τα χέρια της υφάντριας πάνω στον αργαλειό, η ίδια μέσα στο χώρο, από την Ανατολή προς τη Δύση. Έχουμε εδώ ένα γεωγραφικό-συμπαντικό φαινόμενο. Όντως, χρειάζονται χιλιάδες λέξεις-νήματα σε πολλές γλώσσες για να υφανθεί ένα ποιητικό κείμενο. Να προσθέσω ότι οι Αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη διαδικασία της ύφανσης για να περιγράψουν το σύμπαν. Και ας μην ξεχνούμε ότι οι Μοίρες υφαίνουν. Το νόημα διευρύνεται, επομένως, ακόμη περισσότερο: χτίζω τον κόσμο, κυριαρχώ στο χώρο, κατακτώ το Χρόνο. Η Πηνελόπη, και όταν παραμένει κλεισμένη σε γυναικείο χώρο, είναι δυνάμει Οδυσσέας. Η ύφανση των πολιτισμών προσφέρει νήματα ανατροπής στην ποιήτριά μας.
Διαβάζω την αρχή του βιβλίου:
Α, ρε Οδυσσέα,
αυτό κι αν με τρελαίνει:
είκοσι χρόνια σε περίμενα
και τώρα που χρειάστηκε να λείψω για δουλειές
ούτε ένα βράδυ δεν μπορείς να περιμένεις… (9)
Προσέξτε τον τέλειο ίαμβο, την παράδοση, αγκαλιά με την ανατρεπτική σκέψη. «Να λείψω για δουλειές», λέει η Πηνελόπη. Μια φιγούρα τοποθετημένη αμετάκλητα μέσα σε κλειστό χώρο βρίσκεται εκτός σπιτιού, όπως ακριβώς ο Οδυσσέας. Δύο ανατροπές ευθύς εξαρχής: ο οικείος μυθικός ήρωας –η εικόνα μας σε καθρέφτη–, η Πηνελόπη μακριά από την εστία. Πώς μιλά όμως η Πηνελόπη με τον Οδυσσέα τώρα που τελείωσε ο Τρωικός Πόλεμος; Πάλι δεν μιλά. Επιλέγει ένα άλλο είδος σιωπής: γράφει:
Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
γράφω στο λάπτοπ που μου πήρες (11).
Το λάπτοπ αντικατέστησε τον αργαλειό. Μα γιατί δεν της αγόρασε υπολογιστή; Προφανής διαφορά, το λάπτοπ μπορεί να το έχει πάντα μαζί της. Ο Οδυσσέας την ενθαρρύνει να ταξιδεύει, να γίνει ένας άλλος Οδυσσέας. Τώρα πλέον η Πηνελόπη υφαίνει γράφοντας και μάλιστα εν κινήσει. Πρώτα επικοινωνούσε με νήματα-σύμβολα, τώρα με ταξιδιάρικες λέξεις. Αλλά η ηλεκτρονική επικοινωνία θα αποδειχθεί, όπως θα δούμε, εξίσου ανέφικτη με την προσωπική.
Κάποια στιγμή ο απασχολημένος άπιστος ταξιδευτής γράφει επιτέλους κι αυτός:
Αγαπημένη μου Πηνελόπη,
Σου αγόρασα μια εσάρπα. Από τη Σμύρνη. Περάσαμε απέναντι από τη
Χίο.
Θα συνεχίσω Έφεσο, μετά πίσω Σάμο. Την έδωσα στην Αθηνά, να
σου τη φέρει.
Και η Πηνελόπη απαντά στο μήνυμα με απορία:
Ποια Αθηνά εννοείς; (22)
Τι θέλει άραγε να πει η Πηνελόπη; Δεν λέω η ποιήτρια. Λέω η ηρωίδα της. Βρισκόμαστε μέσα σε ποιητικό λόγο:
– Η Πηνελόπη ζηλεύει τόσο που ξεχνά τη θεά Αθηνά. Δεν θα βάλει ποτέ μυαλό η Πηνελόπη, όποιος και αν είναι ο ποιητής της. Ακολουθεί το πεπρωμένο που έχει υφάνει γι’ αυτήν η οικογένεια, η κοινωνία.
– Η Αθηνά είναι υφάντρια. Η εσάρπα μάς θυμίζει αυτήν την ιδιότητα.
– Αλλά και γνωστή σε όλους μας ως θεά της σοφίας. Δεν χρειάζεται να μας το θυμίσει αυτό η ποιήτρια. Ύφανση και επιστήμη συναντιούνται. Η παραδοσιακή γυναίκα συμμετέχει τώρα πλέον σε διεθνή συνέδρια για το γυναικείο ζήτημα.
– Η ερώτηση της Πηνελόπης είναι απάντηση σε αυτό που υπονοεί ο Οδυσσέας: μετά το λάπτοπ σου αγόρασα και μια εσάρπα, ένα υφαντό, να μην ξεχνιόμαστε.
– Η Πηνελόπη γράφει σε λάπτοπ. Ύφανση και νέες τεχνολογίες, παράδοση και πρόοδος, ίσως μπορούν να συνυπάρξουν.
Και ενώ απουσιάζει σε συνέδριο, η Πηνελόπη γράφει:
Οδυσσέα, dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν. Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω. (15)
Για να υφάνει, η γυναίκα πρέπει πρώτα να βρει «αριθμητικούς συσχετισμούς». Εδώ τονίζεται η διπλή της ιδιότητα στην κοινωνία μας: γυναίκα-φύλο, έτοιμη από την αρχή να κατακτήσει το δικαίωμα στην προσφορά (ή και στην επιτυχία)∙ γυναίκα-γένος, περιορισμένη στο χώρο του αργαλειού, ενώ ανάγει αυτό το χώρο σε σύμβολο αυτοσυγκέντρωσης που θα τη φέρει κοντά στην αυτογνωσία. Υφαίνω, όπως είπαμε, κρύβει μία ακόμη ιδιότητα. Το υφαντό γίνεται κείμενο, και φέρνει στο νου μας όχι μόνο τον Πίνδαρο ή τους Λατίνους, αλλά και τη λέξη «κείμενο» σε ευρωπαϊκές γλώσσες: texte, text, testo… Υφαίνω, άρα γράφω, το υφαντό γίνεται κείμενο στα χέρια της νέας Πηνελόπης, που δεν γράφει απλώς: ο γυναικείος λόγος επιτρέπει στη γυναίκα να υφάνει η ίδια τη ζωή της, να υφάνει το πεπρωμένο της.
Μένω λίγο ακόμη στο συγκεκριμένο ποίημα, στο στίχο
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Μα το χαρακτηριστικό του υφαντού της Πηνελόπης είναι ότι δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Σκεφθείτε τι θα σήμαινε στο ομηρικό έπος η φράση της Πηνελόπης «να ολοκληρώσω το υφαντό»: να παντρευτεί έναν από τους μνηστήρες, να είναι επομένως άπιστη ή καλύτερα να μην είναι πλέον η μυθική Πηνελόπη. Εδώ βέβαια πρέπει να μου πείτε: μα δεν λέει «ολοκληρώνω το υφαντό». Λέει: βρίσκω τους αριθμητικούς συσχετισμούς και ολοκληρώνω το υφαντό. Η επιστήμη και οι νέες τεχνολογίες θα με βοηθήσουν, λέει η Πηνελόπη, να ολοκληρώσω το υφαντό και να φύγω από τη φυλακή μου.
Σε λίγο θα συμπληρώσει:
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας (19).
Μιλά προφανώς για μια άλλη ζωή, για την αιωνιότητα της γραφής. Το υφαντό-ζωή που υφαίνουν οι Μοίρες για τον καθένα μας κάποια στιγμή φτάνει στο τέλος του∙ η γραφή είναι αυτή που παραμένει, όπως στον Πίνδαρο: μια μέρα, τα όμορφα κορμιά των αθλητών που περιγράφει θα χαθούν∙ το ποίημά του θα είναι αιώνιο και θα απονείμει αθανασία στους αθλητές.
Η νέα Πηνελόπη ζει με ποιητικές λέξεις και όχι με νήματα, αλλά τα δύο γίνονται συνώνυμα:
Πώς έζησα τόσον καιρό
Μ’ αυτό το πικρό ποίημα στα χείλη
Και τα μάτια στραμμένα στο τίποτα. (24)
Ο τόπος της γραφής κλείνει και εγκλωβίζει την Πηνελόπη, χειραφετημένη γυναίκα, ωστόσο μαγείρισσα της οικογένειας. Ένα σαρδόνιο γέλιο αναδύεται μέσα από την ποίηση της Αδαλόγλου, με σκληρούς φθόγγους να επαναλαμβάνονται:
Σου ’χω μαγειρέψει – ψυγείο και κατάψυξη.
Ζέστανε, όπως ξέρεις, στο φούρνο μικροκυμάτων. (14)
Η ιστορία της σύγχρονης γυναίκας, φεμινίστριας σύμφωνα με πολλούς, κι αυτό γιατί αρνείται να είναι απλώς ένα κομμάτι από το πλευρό του Αδάμ, για να έχει δική της προσωπικότητα, να είναι επομένως καλύτερος άνθρωπος, να μαγειρεύει για τον άνδρα της, αποκλειστικά από αγάπη, ενώ ετοιμάζεται για το Συνέδριο Γυναικών. Βέβαια μπορούμε να δούμε αυτή την πλευρά της και εντελώς διαφορετικά. Ένα από τα όνειρα του Μαρξ ήταν να μπορεί η γυναίκα να αφήσει στη μέση το μαγείρεμα και να πάει να προεδρεύσει στη Βουλή. Από μια τέτοια οπτική η Κούλα Αδαλόγλου μάς στέλνει ένα μήνυμα ισοτιμίας: όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, χρήσιμες για τον άνθρωπο και την κοινωνία, είναι εξίσου σημαντικές, έχουν την ίδια αίγλη.
Και ξαφνικά εμφανίζεται ένας απροσδιόριστος Άλλος. Η Πηνελόπη ως Άλλος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της στην ποιητική συλλογή, όπως και η Ελένη ως Άλλος. Η ωραία Ελένη, καθώς αναγκάζεται να κάνει μαστεκτομή, παύει να είναι το πρότυπο της ομορφιάς και, άρα, αν αυτό είχε συμβεί νωρίτερα, ο πόλεμος θα είχε αποφευχθεί. Η αναφορά στην Ελένη μου θυμίζει το στοχασμό του Πασκάλ: «Η μύτη της Κλεοπάτρας, αν ήταν πιο κοντή, όλο το πρόσωπο της γης θα είχε αλλάξει», με το στερεότυπο «το πρόσωπο της γης» να ξαναγίνεται μεταφορά και να μας μεταφέρει στη θέαση της ιστορίας της ανθρωπότητας, αλλά και να δίνει άλλη διάσταση στη χλεύη της Αδαλόγλου.
Ποιος είναι ο Άλλος; Η επιθυμία με τη μορφή ενός αγνώστου; Η Πηνελόπη εξίσου άπιστη; Δεν έχει παρά να απομακρυνθεί από τον αργαλειό και ανακαλύπτει ότι είναι άνθρωπος, με όλες τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο ον. Η στάση της Πηνελόπης απέναντι στον Οδυσσέα είναι διφορούμενη ήδη από τον υπότιτλο:
Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα.
Ο υπότιτλος γίνεται στίχος και επανέρχεται σε ποίημα:
Τώρα ξέρω. Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα (24).
Με αυτά τα λόγια, αποδέχεται τη θνητότητά της, το μικρό μερίδιο της χαράς που αναλογεί στον καθένα μας. Για να επαναλάβει στο τέλος της πρώτης ενότητας της συλλογής τα ίδια ακριβώς λόγια, αλλά σε δύο στίχους αυτή τη φορά, με παύση ανάμεσά τους:
Τώρα ξέρω.
Κι αν ξαναφύγεις, θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα (32).
Η Πηνελόπη διστάζει. Δεν είναι πλέον βέβαιη ότι θα ’χει κερδίσει κάτι.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Διαδρομές», η γυναίκα ταξιδεύει, ο γιος της, αν και τριών χρονών, ταξιδεύει μόνος του. Το ταξίδι, η κίνηση, είναι στα γονίδιά μας. Αγγλικές λέξεις διάσπαρτες σε όλη τη συλλογή σηματοδοτούν την παγκοσμιότητα των φαινομένων που περιγράφει η Αδαλόγλου, κυρίως τη γυναίκα-Οδυσσέα, ταξιδευτή, κατακτητή των θαλασσών, γυναίκα πολύτροπη.
Η επικοινωνία, σε αυτό το νέο σύμπαν γίνεται μέσω υπολογιστή. Αλλά τα μηχανήματα δεν επικοινωνούν, χωρίς τα συναισθήματα των προσώπων που εμπλέκονται. Σύντομα φτάνει η στιγμή της μη επικοινωνίας και με τηλέφωνο ή το Διαδίκτυο. Το ποιητικό υποκείμενο τηλεφωνεί σε αριθμούς που δεν αντιστοιχούν σε συνδρομητές, πληκτρολογεί μηνύματα, όταν ο σέρβερ δεν λειτουργεί (36), παραμένει μια Πηνελόπη σε απομόνωση. Μήπως η μη επικοινωνία είναι κομμάτι του πολιτισμού μας και μάλιστα διαχρονικά; Τότε προς τι η επανάσταση της γυναίκας; Σε τι βοήθησε το λάπτοπ που της πήρε ο Οδυσσέας, αν σκοντάφτει πάνω σε έναν εχθρικό σέρβερ; Το σχόλιο της ηρωίδας της Αδαλόγλου μάς προβληματίζει:
Και μια ανεξαρτησία που δεν ζήτησες, για μένα μιλάω,
είναι μοναξιά του κερατά. (35)
Προσπαθεί να επικοινωνήσει με γραφή, αλλά και αυτό είναι ανέφικτο. Κάποιος θα παρέμβει και θα κάνει το σύνηθες σχόλιο για γυναίκες συγγραφείς:
Τα δικά της αισθήματα προβάλλει.
Παρακαλώ
πετάξτε την
έξω από το ποίημα. (41).
Η Πηνελόπη-Μοίρα γίνεται ένα λάθος στο υφαντό που υφαίνει η ίδια. Το παιχνίδι ανάμεσα στη μυθολογία και τον υπολογιστή, στην αιώνια γραφή της λογοτεχνίας και τους σύγχρονους, εφήμερους μύθους της τεχνολογίας, ας μη φτάσει στο τέλος του τόσο άδοξα. Το ποίημα, όπως μια μοβ χάντρα, θα μείνει εκεί, χωρίς τον ποιητή. Διαβάζω τους στίχους στο τέλος του βιβλίου:
…πρόσωπα σκούρα
βλέμμα πανικού
φωνή σιωπής
μια μαύρη σκιά πετρώνει στα μάτια…
Σφίγγω στο χέρι μου μια μοβ χάντρα, που βρήκα ζωντανή σε μια γωνιά.
Κλείνω με στίχους λίγο πιο αισιόδοξους, ερωτικούς, τρόπον τινά:
Βελονιά βελονιά
από τα μάτια μου στα μάτια σου ο
έρωτας μας έραψε απόψε. (28)
Να με φιλάς
με φόντο μια δαμασκηνιά
στη στεριά μου ξάπλωσε
ν’ αργήσει το ταξίδι. (29)
(Ζωή Σαμαρά, Η πολύτροπη Πηνελόπη, περ. Δίοδος, περίοδος Α΄, τεύχος 6, Μάρτιος 2014)
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ
diastixo.gr , 11 Μαρτίου 2014
Για να ανατρέψεις τα αρχέτυπα, πρέπει άριστα να τα κατέχεις. Για να παίξεις με τη γλώσσα, για να ανακατέψεις δηλαδή όρους της σύγχρονης τεχνολογίας και της κοινωνικής δικτύωσης με εκφράσεις της καθομιλουμένης και της νεανικής αργκό ταυτόχρονα με ξαφνικά ιριδίζοντα σαλιγκάρια μετά τη βροχή εξαίσιας έμπνευσης, έτσι ώστε να κατορθώσεις ένα άρτιο ποιητικό αποτέλεσμα που να διακατέχεται παράλληλα και από έναν τέλειο ρυθμό, θέλει μαεστρία τεχνίτη. Για να κατασκευάσεις έναν ολόκληρο ποιητικό κόσμο όμως με δικούς του νόμους και κανόνες μέσα σε μία μόνο σύνθεση, χρειάζεται έμπνευση και εξυπνάδα, διεισδυτικότητα και βάθος, σκληρή δουλειά και ταλέντο.
Η Κούλα Αδαλόγλου, φιλόλογος με μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό στο ΑΠΘ στη διδασκαλία της γλώσσας και στην αξιολόγηση της γραφής, σχολική σύμβουλος φιλολόγων, διευθύντρια από το 2007-2011 στο Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων Έκφραση-Έκθεση, που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο, με άλλες πέντε ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων πίσω της, θα μπορούσε παρ’ όλο το εντυπωσιακό της βιογραφικό να μην κατορθώνει τίποτε από τα προαναφερθέντα. Ευτυχώς όμως για τους αναγνώστες της, η τελευταία της ποιητική συλλογή με τον ευρηματικό τίτλο Οδυσσέας, τρόπον τινά, πραγματικά τα συγκεντρώνει όλα.
Συγκεκριμένα, στο σύμπαν που επαναδημιουργεί η Κούλα Αδαλόγλου, η Πηνελόπη γράφει σε ένα λάπτοπ και στέλνει μέιλ στον Οδυσσέα στην πρώτη ενότητα της συλλογής, με τίτλο «Μηνύματα στον Οδυσσέα», κάποια από αυτά είναι σε πρώτη και σε δεύτερη γραφή, άλλα δεν θα σταλούν ποτέ: άλλα σου στέλνω, άλλα σβήνω, άλλα φυλάγω στο προσωπικό μου αρχείο. Η Πηνελόπη ως ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον Οδυσσέα στο δεύτερο πρόσωπο με διάφορες προσφωνήσεις που υποδηλώνουν και το ευρύ φάσμα αντιφατικών συχνά συναισθημάτων, που κυμαίνονται από την τρυφερότητα και την αγάπη έως την πικρία και τον σαρκασμό, όπως: Α ρε Οδυσσέα, Καλέ μου Οδυσσέα, Αγαπημένε μου Οδυσσέα, Αντιστύλι μου, Οδυσσέα Dear, Γερνάς αγάπη μου, σκοτεινιάζεις αγάπη μου.
Μερικές φορές, ο Οδυσσέας από τρόπον τινά απρόσωπος αποδέκτης αποκτά μία υπόσταση σκιάς, υπάρχει μία υπόνοια επικοινωνίας, κάποιος τελικά έστω απών υπάρχει στην άλλη άκρη του διαλόγου, έτσι στη σελίδα 12, σε ένα ποίημα με πλάγια γράμματα, αυτός εκφράζει νόστο και τρυφερότητα, σε ένα άλλο στη σελίδα 17, μέσα από την απάντηση της Πηνελόπης σε δικό του μήνυμα (στα ποιήματα που αυτή απαντάει σε δικά του μηνύματα μπαίνει το πρόσημο Re), μας μεταφέρεται μία φράση αγανάκτησής του: «Τι δουλειά έχει εκεί ο Τηλέγονος, να τσακιστεί να φύγει», μία φράση τραγικής ειρωνείας αφού, σύμφωνα με την Τηλεγονία, ένα πανάρχαιο έπος-συνέχεια της Οδύσσειας, που αποδίδεται στον Ευγάμονα, ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης, κάποια στιγμή θα σκοτώσει τον πατέρα του. Απαντάει λοιπόν η Πηνελόπη και λέει στον Οδυσσέα ότι, στο κάτω κάτω: ο Τηλέγονος είναι δικός σου συγγενής και έγραψε πως έρχεται… Ας φρόντιζες να ήσουν εδώ. Η Κούλα Αδαλόγλου, είπαμε, κατέχει άριστα την αρχαιοελληνική γραμματεία, πράγμα που της επιτρέπει να παίζει αριστοτεχνικά με το υλικό της με τη λεπτή ειρωνεία του γνώστη. Ο Οδυσσέας γράφει με γραμματοσειρά σε πολυτονικό, βάζει περισπωμένη στο μαυ, του μαύρου χιούμορ, της ίδιας της αίσθησης του χιούμορ δηλαδή που διατρέχει όλη τη συλλογή.
Στη σελίδα 22, επίσης ο Οδυσσέας ανακοινώνει στην Πηνελόπη ότι στη διάρκεια του ταξιδιού του, έδωσε μία εσάρπα στην Αθηνά να της τη φέρει.
Αν θα προλάβει η όποια Αθηνά, απαντά η Πηνελόπη και αυτός ο στίχος ίσως πιο περιεκτικός από όλους συνοψίζει όλη τη ματαίωση, τη ζήλια, την πικρία, την ισοπέδωση. Ένα παιχνίδι με λεπτές ισορροπίες πάλι της Πηνελόπης. Ποια Αθηνά εννοείς, Πότε θα μου τη φέρει; Αυτό που υπονοείται είναι πιο δυνατό από αυτό που προφέρεται.
Τέλος, στη σελίδα 23, ο Οδυσσέας στέλνει ένα μήνυμα αναγγελίας του ερχομού του: Πάει, τον φάγαμε κι αυτόν τον μήνα! Γυρίζω σύντομα, θα πρασινίζει το νησί… για να λάβει την εύστοχη απάντηση από την Πηνελόπη.
Re: Κανένα μήνα δεν φάγαμε, αυτός μας τρώει…
Σε όλα τα υπόλοιπα ποιήματα-μηνύματα η Πηνελόπη απευθύνεται σε έναν συνομιλητή τρόπον τινά, όχι εντελώς πραγματικό, όχι εντελώς εκεί, όχι εντελώς Οδυσσέα. Είναι, θα έλεγε κανείς, μία συνομιλία όχι της αρχετυπικής Πηνελόπης αλλά της Γυναίκας με τον βαθύτερο εαυτό της, με την ίδια τη δημιουργική της δύναμη, με το υφάδι, με τον ίδιο της τον ιστό, με τη μοναξιά, με την απώλεια, αλλά και με το χάρισμα της γραφής. Με τον άντρα που ακόμα και αν ήταν παρών, θα ήταν ουσιαστικά απών, εξόριστος και μετανάστης για πάντα όχι από το σώμα της, αλλά από τη βαθύτερή της ουσία.
Ιθάκη είναι η Πηνελόπη, ένα απρόσβατο νησί, όπου ο Οδυσσέας γυρίζει ή δεν γυρίζει αδιάφορο, αφού το ίδιο το στοίχημα, δηλαδή η πραγματική επιστροφή, έτσι κι αλλιώς έχει για πάντα και από πάντα αποκλειστεί.
Στο σύμπαν των ανατροπών που σκιαγραφεί η Κούλα Αδαλόγλου, η Πηνελόπη λείπει σε ταξίδι στο Συνέδριο γυναικών, οι μνηστήρες έφυγαν, ο Εύμαιος ερωτοτροπεί με μία νεαρή θεραπαινίδα, η ωραία Ελένη έκανε μαστεκτομή. Και το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε μία παρουσία και μία απουσία είναι το κέρδος.
Πίσω από τη φαινομενική σκληρότητα και τον σαρκασμό, όμως, υποφώσκει μία τρυφερότητα, μία ματωμένη ευαισθησία, μία λεπτή απόχρωση προσδοκίας πριν από την άλωση του Άλλου. Ποιος είναι αυτός ο Άλλος σ’ αυτή τη συλλογή που καραδοκεί να τα μετατρέψει όλα σε στάχτη; Που κόβει τους αρμούς μας; Που κρατάει λεπίδι; Πολυμήχανο σε είπαν, διεκδίκησέ με λέει η Πηνελόπη στον Οδυσσέα. Μπορεί όμως ο έρωτας να νικήσει τον Θάνατο;
Αστράφτουν οι ερωτικοί στίχοι της Κούλας Αδαλόγλου πάνω στο πολυποίκιλτο υφαντό της.
Βελονιά βελονιά
από τα μάτια μου στα μάτια σου
ο έρωτας μας έραψε απόψε.
Αν η πρώτη ενότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία Οδύσσεια, αυτή της Πηνελόπης, ενός ταξιδιού ψυχής από τον θυμό και την πίκρα ως τη σιωπηλή αποδοχή και κατανόηση, μία «τρόπον τινά» διεύρυνση των ορίων της αγάπης, η δεύτερη ενότητα, με τον τίτλο «Διαδρομές», εξετάζει όλες τις εκφάνσεις του νόστου. Γιατί μετανάστες είμαστε, σύμφωνα με την ποιήτρια, από μία παιδική ηλικία που όλο διαφεύγει, σε μια χώρα ανεξαρτησίας που δεν επιλέξαμε, από μία γλώσσα με λέξεις που δεν μπορούμε να προφέρουμε πια γιατί «μας γδέρνουν το λαρύγγι», με τηλεφωνήματα χοάνες που μας ρουφούν, ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί μετέωροι να διασχίζουμε μία Μάγχη, σε μία πραγματικότητα με τεχνικούς όρους και τεχνητή ζωή στο Skype, όπου όλα ματαιώνονται και αφανίζονται. Μετανάστες από μία επικοινωνία με τον Άλλο, που για κάποιον λόγο ποτέ δεν ολοκληρώνεται, από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, από μπίρα σε μπίρα, από ανάμνηση σε ανάμνηση.
δεν είναι εύκολο αν είσαι μακριά απ’ τους δικούς σου ανθρώπους, απάντησε
μ’ ένα μικρό, τόσο δα, ράγισμα στη φωνή του.
Ο ποιητικός κόσμος της Κούλας Αδαλόγλου είναι ένα deadline, όπως λέει και η ίδια, με την ίδια τη ζωή. Πραγματεύεται την απώλεια και τη μοναξιά με έναν τρόπο καθόλου δακρύβρεχτο, αλλά πρωτότυπο και ιδιαίτερο. Κάθε ποίημα αποτελεί μία μικρή ιστορία για άντρες, γυναίκες, ξένους και οικείους, και ακόμα για οικείους που για πάντα έγιναν ξένοι. Μία εξαιρετική ποιητική συλλογή που απόλαυσα!
http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/2268-koutsoumpeli-odiseas
ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Οδυσσέας, τρόπον τινά
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 19/03/2014
Οι ματιές που ρίχνει ακόμα και ο πιο υποψιασμένος αναγνώστης στο εργαστήρι ενός ποιητή δεν μπορεί παρά να είναι πλάγιες, ελλειπτικές. Θα είναι τυχερός εάν, από χαραμάδες του εργαστηρίου αυτού, όπως είναι, ας πούμε, οι λέξεις του τίτλου μιας συλλογής, καταφέρει κάποτε να διακρίνει την ιστογραμμή που συνέχει τον νεότερο ποιητικό λόγο με την παράδοσή του.
Η Κούλα Αδαλόγλου συγκέντρωσε σαράντα εννέα ποιήματα, δημοσιευμένα πολλά από αυτά σε περιοδικά και ιστολόγια στο διάστημα 2010-2013, και τα συσσωμάτωσε στην έκτη ποιητική της συλλογή, με τίτλο Οδυσσέας, τρόπον τινά. Ο τίτλος αυτός αναπόφευκτα ανακαλεί στον αναγνώστη την αφήγηση της Οδύσσειας, τις περιπέτειες του πολυμήχανου βασιλιά στο ταξίδι της επιστροφής του, τη στρατηγική και την αποτελεσματικότητα που επέδειξε στην αποκατάσταση της εξουσιαστικής του ισχύος και της συζυγικής του σχέσης με την Πηνελόπη, που έχει καταστεί πολιτισμικό πρότυπο πίστης και αφοσίωσης. Καθώς, όμως, οι υποδηλώσεις και οι μετωνυμίες που συνοδεύουν τα ονόματα του Οδυσσέα, της Πηνελόπης και της Ιθάκης έχουν γίνει αναμφίβολα ένα είδος κοινού τόπου για την παγκόσμια λογοτεχνία, ο τίτλος της συλλογής ανακαλεί και τις μεταγενέστερες επιστρωματώσεις του ομηρικού μύθου, με κορυφαίες, ίσως, περιπτώσεις, τον γέροντα βασιλιά Οδυσσέα του ποιήματος που έγραψε το 1842 ο βικτωριανός ποιητής Lord Alfred Tennyson· την Ιθάκη του Καβάφη· τον ιρλανδό επιχειρηματία Leopold Bloom και την πολυδαίδαλη αφήγηση μέρους της ζωής του από τον James Joyce το 1922· τον Οδυσσέα στα σεφερικά ποιήματα «Οι σύντροφοι στον Άδη» και «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» ή ακόμα και τον Οδυσσέα του Καζαντζάκη, στο περιώνυμο επικό ποίημα. Ωστόσο, στη συλλογή της Αδαλόγλου ο Οδυσσέας όχι μόνο δεν είναι πρωταγωνιστής αλλά είναι ελλείπων· ή, καλύτερα, δεν είναι παρών παρά ως νοητός παραλήπτης των μηνυμάτων τα οποία του γράφει, και άλλοτε του αποστέλλει και άλλοτε όχι, μια Πηνελόπη που ζει στο παρόν μας.
Τα είκοσι ένα αυτά μηνύματα, συναρθρωμένα στην ενότητα «Μηνύματα στον Οδυσσέα», εκκινούν από την ατελή ερωτική εμπειρία που έχει βιώσει η ηρωίδα ή από το εντελές ερωτικό συναίσθημα, το οποίο, όμως, ανήκει σε ένα οριστικά χαμένο παρελθόν ή και στη σφαίρα της φαντασίας. Εκκινούν, επίσης, από την ανάγκη για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία και από την αγωνία που προκαλούν το πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά και ο θάνατος. Για να απαντήσει στα μείζονα αυτά ατομικά και συλλογικά ερωτήματα και προκειμένου να συγκρατήσει το στιγμιαίο διά μέσου του ανεξίτηλου μνημονικού λόγου, η Πηνελόπη δείχνει να εμπιστεύεται τη γραφή: Γράφω/ ημερολόγιο/ γράφω μηνύματα/ γράφω./ Τι θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;/ Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,/ τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση («Γράφω…», σ. 19).
Είναι η γραφή, λοιπόν, που λειτουργεί σχεδόν ως φάρμακο νηπενθές για τη μακροχρόνια απουσία του Οδυσσέα και για τη βασανιστική και επίμονη παρουσία και επενέργεια του χρόνου, του φόβου και της φθοράς. Είναι τα γράμματα και οι λέξεις των ποιημάτων αυτής της ενότητας που αναπαριστάνουν τον φαντασιακό διάλογο της Πηνελόπης με τον απόντα από την οικογενειακή εστία σύντροφό της. Είναι η γραφή που μιλά ξεκάθαρα και χωρίς ψιμύθια για την ειλικρίνεια ή τη σκληρότητα των συναισθημάτων. Αλλά η γραφή φαίνεται να γίνεται και το μέσον με το οποίο η Πηνελόπη θα οικοδομήσει την έμφυλη ταυτότητά της, φτάνοντας στο σημείο να αντικρίσει με μια διάθεση ειρωνείας και αυτοσαρκασμού την απουσία του Οδυσσέα, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη στερεοτυπική απεικόνιση του μυθικού εαυτού της: Λείπεις. Αλλά τι Οδυσσέας θα ’σουν αν δεν έλειπες;/ Γίνεται Οδυσσέας σπιτικός; («Να ξέρεις ότι…», σ. 20). Η ελαφρά ειρωνεία που υποφώσκει στα τελευταία αυτά ρητορικά ερωτήματα επιβεβαιώνει παρά ακυρώνει την τραγικότητα της μοναξιάς που νιώθει η ποιητική φωνή· επαυξάνει τα ρήγματα που έχει διανοίξει η ελλείπουσα ερωτική και συναισθηματική ζωή, με συνέπεια η Πηνελόπη να νιώθει ευάλωτη όσο και φοβισμένη μπροστά στην επέλαση του Άλλου, που δεν κατονομάζεται αλλά αναγνωρίζεται εύκολα από τον αναγνώστη: Έρχεται ο Άλλος/ επέλαση ασυγκράτητη.// Γεύομαι στάχτη. («Εισχωρεί στις ρωγμές που άφησε η μοναξιά μου…», σ. 29)
Μήπως, λοιπόν, ο πολυαγαπημένος μα μονίμως ανέστιος σύζυγος δεν είναι ο πιο πιστός σύντροφος της Πηνελόπης; Μήπως είναι η ίδια η γραφή, που με τον διαμεσολαβητικό της ρόλο, κρυσταλλώνει μια ενσυνείδητη πράξη διαλόγου με τον εαυτό αλλά και μια απάντηση σε διαχρονικά και βασανιστικά ανθρώπινα ερωτήματα; Εμπύρετη από την περιπλάνηση στην εσωτερικότητα της ύπαρξής της και έμφορτη από την προσδοκία που γεννά η πίστη στη γραφή, η φωνή της ηρωίδας μοιάζει να μυείται με τόλμη και θάρρος στη δοκιμασία που επιφέρουν η μοναξιά, ο μνημονικός λόγος, ο πόνος και ο θάνατος, ώσπου στο τέλος να νιώσει ανακουφισμένη, σχεδόν απολυτρωμένη.
Πιο ώριμη πλέον μετά την ενστάλαξη στο χαρτί της περιπέτειας της, η ποιητική φωνή μπορεί τώρα, στα είκοσι οκτώ ποιήματα της δεύτερης ενότητας, των «Διαδρομών», να ψαύσει τη διαρκώς ενεργή ανάγκη της να διαφεύγει από το παρόν και το παρελθόν της και να θέλει να εγκατοικήσει σε ένα άλλο «εδώ», που συχνά εξεικονίζεται με τα άτονα χρώματα και τη μουντή τοπιογραφία της Αγγλίας: Παίρνω το «εδώ» μου και φεύγω./ Πηγαίνω εκεί, όπου το λέτε «εκεί» μακριά»/ και «ξενιτιά»./ Όμως το «εκεί» σας έγινε δικό μου εδώ./ Το «εδώ» σας μίζερο και ξένο. («Παίρνω το “εδώ” μου και φεύγω…», σ. 40).
Στα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά, η επιθυμία του υποκειμένου να αναζητήσει στον νέο τόπο εγκατοίκησής του ένα ισχυρό αντίδοτο στην αλλοτριωμένη σχέση του με το «εδώ», το δικό του και των άλλων, είναι τόσο ισχυρή, που είναι διατεθειμένο να συμβιώσει με τη μνήμη. Αλλά το ποιητικό υποκείμενο βιώνει σταδιακά έναν ιδιότυπο εγκλεισμό ανάμεσα στην επιθυμία και στη μνήμη, κάτι που εντείνει την ανάγκη του να ανακαλύψει ένα εστιακό σημείο το οποίο θα εκφραστεί από την ποιητική γραφή και στο οποίο θα συναιρούνται θεραπευτικά η συναισθηματική πληρότητα, η ταυτότητα της ύπαρξης και η μνήμη. Καθώς, όμως, η ανάγκη δεν ικανοποιείται και το εγχείρημα δεν τελεσφορεί, οι τόποι διαφυγής του καθίστανται απλές διαδρομές, εφήμερες αποδράσεις που επιβεβαιώνουν το ανέφικτο της επιθυμίας και τον ρόλο του ανέστιου εμιγκρέ, γι’ αυτό και η επαναφορά στο προσκήνιο του γενέθλιου τόπου της Θεσσαλονίκης δείχνει να είναι εξίσου ανακουφιστική όσο και οδυνηρή.
Ο τόπος αυτός, όμως, δεν είναι όπως παλαιά, ενδεχομένως, ένα προνομιακό πεδίο, όπου το υποκείμενο θα μπορούσε να ανακαλεί ανέξοδα τη χαμένη ρώμη της νεότητάς του, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον αυτό. Ο λόγος της μνήμης μπολιάζεται τώρα συχνά με εικόνες από τη σύγχρονη κοινωνική ιστορία της πόλης, όπως είναι η μικρή Ρίτα των φαναριών που σκοτώνεται βίαια ή η εικόνα εξαθλίωσης της ζωής στο άστυ όπου μισοσκότεινα κινείται το χέρι που χώνεται στον πράσινο κάδο. («Van Gogh», σ. 62). Υπό αυτήν την έννοια, η ακύρωση της επιθυμίας να υπάρξει ένας χώρος διαφυγής αφυπνίζει αντί να πλήττει, οξύνει αντί να αμβλύνει, διαστέλλει αντί να συστέλλει την ποιητική συνείδηση και τη ματιά της. Και είναι ακριβώς η αναβαπτισμένη ποιητική συνείδηση που αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο να εγκιβωτίσει και να ανασυνθέσει, μέσα από την ενάργεια του λόγου της, σπαράγματα από εικόνες, διαθέσεις και βιώματα που συνδέονται με τον γενέθλιο τόπο και συναπαρτίζουν την οδυνηρή αναψηλάφηση του παρελθόντος και τη διάθλαση του παρόντος, με τρόπο που μαρτυρεί υψηλού βαθμού κοινωνική ευαισθησία.
Στα ποιήματα της νέας της συλλογής, η Αδαλόγλου υιοθετεί ορισμένες από τις ανανεωτικές τάσεις της σύγχρονής μας ποίησης, όπως είναι η πρόσμειξη του ποιητικού με άλλα είδη λόγου (λ.χ., με τον τελεστικό και σκηνοθετικό λόγο του θεάτρου) ή η επίμονη αυτοαναφορική συστροφή και συνομιλία με το έργο της ίδιας ή και άλλων ποιητών. Ειδικά αυτή η ενδοποιητική συνομιλία κατασκευάζει ένα δεύτερο επίπεδο λόγου, ο οποίος εκφράζεται με τον εμβολιασμό των ποιημάτων με στίχους είτε από την προηγούμενη συλλογή της Αδαλόγλου, τη Διπλή άρθρωση (2009), είτε από σεφερικά ποιήματα.
Στην ανά χείρας συλλογή, διακρίνονται οι σταθερές της γραφής της Αδαλόγλου χάρη στις οποίες η φωνή της είναι αναγνωρίσιμη, προσωπική. Ως τέτοιες θα σημειώναμε ενδεικτικά τη σύμφυση του ιδιωτικού βιώματος με την ιστορική και κοινωνική εμπειρία· την προσφυγή στον μύθο και την πολυδύναμη αναπλαίσιωσή του· την αποσπασματικότητα των εικόνων ως σύστοιχο της θρυμματισμένης σύγχρονης συνείδησης· την υφολογική πρόσμειξη της καθημερινής με την ποιητική γλώσσα· τον σχεδόν υπόκωφο μελαγχολικό λυρισμό που γεννάται από τη διάθεση χαμηλόφωνης εξομολόγησης και διασταυρώνεται με τόνους στοχαστικούς· την πίστη, παρ’ όλα αυτά, στη λυτρωτική επενέργεια της ποίησης και στο ξόρκι του σαρκασμού και αυτο-σαρκασμού ως αντίδοτα.
Η ποίηση της Αδαλόγλου δεν μετεωρίζεται ανερμάτιστα ούτε εκπίπτει σε ατραπούς της ενόρασης και στην παραμυθία της φιλοσοφικής ενατένισης. Αντικρίζει κατά πρόσωπο τις ανθρώπινες ανασφάλειες και τα διλήμματα· τις συναισθηματικές αυταπάτες και τις ανεπάρκειες που μας περιβάλλουν· τη σκληρή και βίαιη αλλαγή που προκαλούν η απώλεια κάθε είδους, η εισβολή μιας ασθένειας ή η αποσταθεροποιητική ιδέα του θανάτου. Ανατέμνει το αφυδατωμένο ανθρώπινο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας και μας μιλά για την επάρκεια της έκφρασης και της γραφής να συντροφεύουν το ταξίδι μας προς την Ιθάκη. Η Αδαλόγλου δεν υποκύπτει στην ευκολία να νοθεύσει τον ψυχικό, σωματικό και κοινωνικό πόνο για να διεγείρει το θυμικό του αναγνώστη· επιλέγει έναν άλλο δρόμο, πιο δύσκολο μα πιο έντιμο: Ενυδατώνοντας τις λέξεις και τις εικόνες της με το απόσταγμα της εσωτερικότητας και της ευαισθησίας της, μας προσφέρει μια ζωογόνο νησίδα στοχασμού, περίσκεψης και ενσυναισθήματος που τόσο έχουμε ανάγκη στην εποχή μας.
Μερικώς επεξεργασμένη μορφή κειμένου ομιλίας που έγινε στην παρουσίαση της συλλογής (Θεσσαλονίκη, Τρίτη 17.12.2013).
.
ΔΑΝΑΗ ΤΣΟΥΛΙΑ
ΠΕΡΙ ΟΥ 14/12/2018
Σαν ηλεκτρονικό μήνυμα, όπως η Πηνελόπη, στο Οδυσσέας, τρόπον τινά
Αγαπημένη μου φίλη, καλησπέρα.
Με ρωτάς για τα πιο πρόσφατα διαβάσματά μου. Λοιπόν, ήρθαν στα χέρια μου τα ποιήματα της Κούλας Αδαλόγλου. Τίτλος: Οδυσσέας, τρόπον τινά. Και στο εσώφυλλο ο υπότιτλος : Κι αν ξαναφύγεις, θα ΄χω κερδίσει το μεσοδιάστημα (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016).
Είχα πετύχει στο fb κι άλλα ποιήματα της συμφοιτήτριάς μου, που με συγκίνησαν πολύ. Θα έχεις αποθηκευμένο εκείνο που σου ’στειλα για τους Αγίους Αναργύρους. Θυμάσαι; Διάβασα τώρα αυτήν τη συλλογή, δυο και τρεις φορές. Υπογράμμισα, έβαλα post it, τσάκισα σελίδες. Δεν το περίμενα… Μου άρεσε πολύ! Παρακάτω ίσως καταφέρω να σου εξηγήσω γιατί.
Πρώτα πρώτα για την πρωτοτυπία της. Τι κι αν ο πολυμήχανος αγαπημένος της θεάς Αθηνάς δάνεισε το όνομά του στον τίτλο της σύνθεσης. Η Πηνελόπη κάνει… παιχνίδι, όπως λέμε. Αυτή έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι το υποκείμενο, το Ποιητικό Υποκείμενο. Αυτή στέλνει τα μηνύματα στον Οδυσσέα. (Ναι, καλά διάβασες. Η Πηνελόπη. Με λάπτοπ! Ας πούμε πως έχουμε μια Οδύσσεια εσωτερική, της Πηνελόπης!) Εδώ τα τόσο οικεία μας μυθικά πρόσωπα έχουν σηκωθεί και έχουν φύγει από τους στίχους των ομηρικών επών. Απέβαλαν το μυθικό τους ένδυμα και εγκατοίκησαν στους στίχους της Κούλας Αδαλόγλου. Ήταν οι μακρινοί μας μυθικοί πρόγονοι και έγιναν με την γραφίδα της Κούλας οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, ο εαυτός μας προπαντός. Ντύθηκαν το κουστούμι την εποχή μας, και πια είναι αναγνωρίσιμοι με τα δικά μας πάθη, αισθήματα, ιδιαιτερότητες.
Η Πηνελόπη. Την ακολουθείς από ποίημα σε ποίημα και σε συνεπαίρνει ένας κυματισμός της διάθεσης: αγωνία για το χάδι που δεν έρχεται, πόνος για την πληγή που λέγεται γήρας, ζήλια, λατρεία, αφοσίωση, η επανάσταση του/της ερωτευμένου/ης που νοσταλγεί. Και ένα πικρό χαμόγελο, σαρκασμός που υποβόσκει. Όχι, αυτή δεν είναι η υποταγμένη γυναίκα του ξενιτεμένου, όπως την γνωρίζουμε από το δημοτικό μας τραγούδι. Καμία σχέση. Αυτή είναι μια σουφραζέτα, μια φεμινίστρια που διεκδικεί. Που αποφασίζει να απελευθερωθεί, με πείσμα, αγωνιστική διάθεση. Που πάει σε Συνέδριο Γυναικών! Δεν λείπουν οι στιγμές που αστράφτει κακιά , που ρίχνει μπηχτές στον ταξιδευτή σύζυγο, σαρκάζει: «ας φρόντιζες να ήσουν εδώ»… Είναι η γυναίκα που περίμενε, που ακόμα περιμένει, που βλέπει τον Οδυσσέα να φεύγει, να καθυστερεί τον νόστο του, τη ζωή να φεύγει κι αυτή, όπως ο Οδυσσέας, «Λείπεις. Αλλά τι Οδυσσέας θα ΄σουν αν δεν έλειπες;/ Γίνεται Οδυσσέας σπιτικός;». Όμως γράφει , δεν υφαίνει, και απολογείται γιατί γράφει, γιατί υπάρχει στην τέχνη, στην ποίηση, στην ύφανση των στίχων της
Ο Οδυσσέας. Το αενάως φευγάτο αντικείμενο του πόθου της. «Α, ρε Οδυσσέα», «αγαπημένε μου Οδυσσέα», «αντιστύλι μου», «dear Οδυσσέα»: μερικές από τις προσφωνήσεις της Πηνελόπης στα mails που του στέλνει ή που διαγράφει. Άλλοτε με έρωτα, άλλοτε με παράπονο. Κι αυτός: Re.Της απαντά. Και της υπόσχεται.
Κι άλλα πρόσωπα μυθικά μπαίνουν στο ποιητικό παιχνίδι. Πάνε κι έρχονται από το παρελθόν, από τον μύθο, στο παρόν μας, στην αλήθεια μας, συγκαιρινά μας πλέον. Ο Εύμαιος με ερωτικές ορέξεις αλλά γέρος πια, να τον φροντίζει η Πηνελόπη. Ο Μενέλαος και ο Πάρις. Κι η Αθηνά, «η όποια Αθηνά». Η Ελένη με μαστεκτομή στη σελ. 21, στο υπέροχο, με υπαινισσόμενο τον πόνο, ποίημα. Πόσο αέρα καβαφικό έχει αυτό το ποίημα!
«στους δρόμους του φωτός χορός οι λέξεις μας»
Ναι, ο αναγνώστης ακούει το μελωδικό λίκνισμα των στίχων, βλέπει να χορεύουν ένα βαλς οι λέξεις, τα πρόσωπα. Χορός «to the and of love», γιατί σκοτεινιάζουν τρομαγμένα τα μάτια από τον ερχομό του Άλλου.
«έρχεται ο Άλλος, επέλαση ασυγκράτητη»
«σαν κίνδυνος σαν μεγάλος καημός»
«Γεύομαι στάχτη
Δίψα»
Ποιος είναι ο Άλλος; Το αδύναμο σώμα; Η ασθένεια; Ο θάνατος; (Ποιον Άλλο ως αντίπαλο μπορεί να έχει στα δυτικά της ζωής του κανείς;).
Ο χορός, παρά την απειλή του Άλλου, οδηγεί στη λύτρωση της αυτογνωσίας, στη λύτρωση της εξοικείωσης με τον πόνο για την επερχόμενη νέα αποδημία του Οδυσσέα.
«Τώρα ξέρω
Κι αν ξαναφύγεις, θα ΄χω κερδίσει το μεσοδιάστημα»
Απελπισμένη Πηνελόπη, που ψάχνεις το λίγο, με επίγνωση του επερχόμενου τέλους!
Πόσα είναι τα ποιήματα θα ρωτήσεις
Η συλλογή συναρθρώνεται σε δύο μέρη:
Κατω από το τίτλο: Οδυσσέας τρόπον τινά διαβάζω:
μηνύματα στον Οδυσσέα. 23 ποιήματα, από τα οποία τα τελευταία 8 στεγάζονται κάτω από τον υπότιτλο: «Τώρα ξέρω. κι αν ξαναφύγεις, θα ΄χω κερδίσει το μεσοδιάστημα»
2.Διαδρομές
Πάλι σε δύο ενότητες
Α) immigrant’s, τρόπον τινά
Β) Τα όνειρα αφανίζονται, όταν τα απορρίπτουν
Στο δεύτερο μέρος, που με άγγιξε περισσότερο, φευγάτο είναι το παιδί, ο γιος, στη θέση του Οδυσσέα. Εδιμβούργο, Βερολίνο, κρύος βοράς και το γενέθλιο μεσογειακό τοπίο ανάμνηση και προσδοκία. Το τελευταίο, κατά τη γνώμη μου, μελαγχολικό, δεν είναι σαν το τοπίο στην ποίηση του Ελύτη, αφού ζει μέσα στη ματωμένη μνήμη. «Σαν μένω μόνη μου / Ματώνει η μνήμη».
Αποχαιρετισμός και υποδοχή. Η οδύνη του αποχαιρετισμού τσακίζει, συρρικνώνει το πρόσωπο που απομένει, καθώς βλέπει την οικογενειακή εστία από Ιθάκη –τέρμα και προορισμό να καταντά αφετηρία. «Μοναξιά του κερατά». Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να αποδώσουν δραστικότερα αυτήν την απαίσια κατάσταση, παρά αυτές μιας αργκό, που έχει εισχωρήσει στο καθημερινό λεξιλόγιο το δικό μας και δικό της;
Εκεί αρχίζει η πάλη με το τέρας της μοναξιάς με όπλο τις αναμνήσεις τις πιο γλυκές και, γι΄ αυτό, πιο οδυνηρές.
« Πέντε χρονώ άκουσες τον Πέτρο και τον λύκο / σε κασέτα…Βάζω κι εγώ να ακούσω την παλιά κασέτα [….] Ακου καλά, κυρ Λύκεμοναξιαήξενιτιαήοπωςσελένε/[…] φέρσου όπως πρέπει/[…] δε σε γλυτώνουν απ’ τα χέρια μου οι οικολογικές/όλου του κόσμου». Οργή και σπαραγμός, συγκρατημένα και τόσο πρωτότυπα δοσμένα. «Χτικιασμένα Πάσχα, χτικιασμένα Χριστούγεννα» της απουσίας και της προσμονής.
Καταφυγή βρίσκει στη γραφή, στην Ποίηση, αλλά και πάλι « ούτε πουλιά ούτε άνθη στα κλαδιά μου / Ποτέ δεν υπήρξα τόσο φυλλοβόλα». Στέρηση, ερήμωση. (Στους στίχους αυτούς, καταλαβαίνεις, έλιωσα … Πόσο καίρια, αποτελεσματική μεταφορά! Έπιασε στο μέσα μου το πιο βαθύ τον κόμπο, το σφίξιμο, που το ξέρεις και συ).
Και να, ένας σύντομος νόστος: «Σημειώσεις ενός φωτεινού διαλείμματος» Σημειώσεις που παρακολουθούν την σύντομη χαρά του σύντομου αυτού νόστου. «΄Οποτε φεύγεις σου κρατώ το χέρι /σφιχτά./Νομίζω ότι παίρνεις./ Εσύ; Ίσως νομίζεις πως μου δίνεις».
Η Πηνελόπη, ή όπως τη λένε, δίνει , δίνει… Αυτό που της απομένει είναι μια άδεια αγκαλιά. Έχει όμως τη δύναμη να φτάσει στην μακρινή χώρα. Τη γνώρισε στη διάρκεια του δικού της ξενιτεμού. «Πίσω πάλι» και η ίδια και το αγαπημένο παιδί, «στο σκοτεινό λαγούμι». Με επιμονή και αντοχή να νεκρώσει τη μνήμη. Γιατί πώς αλλιώς να αντέξει, να παλέψει, να νικήσει; «όλα απαιτούν αντίτιμο./[…] Μια ισχυρή παυσίλυπη ματαιοδοξία για ένα διάστημα ναρκωμένης μνήμης» (Απόλαυση οι τολμηροί συνδυασμοί των λέξεων. Δεν χορταίνεις να τους ψελλίζεις)
Σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων ή σιδηροδρομικών σταθμών οξύνονται οι αισθήσεις, ξεπηδούν ζωηρά τα συναισθήματα. Ραγίζει η φωνή, ραγίζει η ψυχή «δεν είναι εύκολο να είσαι μακριά από τους δικούς σου/ ανθρώπους,». Λιτά, κυριολεκτικά. Ποιος το λεει; Αυτός που φεύγει ή αυτός που μένει;
«πώς να ανταλλάξεις το άνοστο κοντομάνικο με τη θαλερή καμπαρντίνα της μνήμης», το λούνα παρκ της Αριστοτέλους με το Bleibtreu café του Βερολίνου, τη ζωή με την αναμνησή της, το όνειρο με ό,τι το απορρίπτει;
«Τα όνειρα αφανίζονται, όταν τα απορρίπτουν» Αυτός ο στίχος-αφορισμός είναι ο τίτλος της δεύτερης ενότητας του δεύτερου μέρους. Εδώ, σ΄ αυτήν την ενότητα, το εξαίσιο ποίημα με τον τίτλο «Επισκέπτες». Δεν βρίσκω καλύτερο χαρακτηρισμό από τον παλιομοδίτικο: απαράμιλλος λυρισμός. Λυρισμός που δεν ξεπέφτει σε μελό, συγκρατημένος, υπόρρητος. Εδώ το παράπονο και η λαχτάρα του ξενιτεμένου να αρπαχτεί από μια τόση δα λεπτομέρεια, ένα οριζόντιο τζάμι εξώπορτας, να του δίνει την ψευδαίσθηση της θάλασσας, του ήλου στην πατρώα γη.
Και ο χρόνος περνάει… «Deadline για τη ζωή» «Μηκέτι χρόνος»! Γι΄ αυτό «ρακοσυλλέκτρια του χρόνου» η μάνα, το ποιητικό υποκείμενο ( η ιδία η ποιήτρια και εσύ, εγώ, όλοι/ες οι αναγνώστες/τριες…) παρηγοριά αναζητά στην Ποίηση για την ίδια, για τους άλλους, για τη Ρίτα απ΄ τα φανάρια: «Αν είναι να μείνει κάτι από τη Ρίτα,/ας μείνει σε δυο στίχους».
Όταν πάρεις στα χέρια σου τη συλλογή, θα αναρωτηθείς: τελικά ο νόστος και η νοσταλγία τίνος είναι; Αυτού που λείπει ή αυτού που περιμένει; Πόσες όψεις έχει ο αποχωρισμός; «Οδυσσέας, τρόπον τινά»: σαν τον Οδυσσέα και σαν την Πηνελόπη δεν είμαστε όλοι, καθώς κάτι περιμένουμε, από κάπου λείπουμε; Δώσε όποια απάντηση θέλεις, αν και ξέρω τι θα μου πεις, αφού ο μεγάλος σου είναι στη Γάνδη και ο μικρός στη Σαλονίκη …
Κλείνει η συλλογή διακειμενικά. «Χωρίς διαφυγή». Με οφειλές σε (και για) άλλες γραφές. Το μαρμάρινο κεφάλι που βάραινε τα χέρια του Σεφέρη είναι «μια δυσβάσταχτη αγάπη» της μάνας-ποιήτριας, είναι «μια μώβ χάντρα ζωντανή σε μια γωνιά», στη γωνιά της μνήμης. Η χάντρα μεταπλάστηκε και διασπάστηκε σε διαμάντια: ποιήματα τρυφερά. Με έξυπνο χιούμορ, παρόν στο πρώτο μέρος, και πρωτοτυπία.
Θα ήθελα να προλάβω την απορία σου. Πώς είναι δυνατόν, θα πεις, τι ποίηση έχουν οι καθημερινές μας φράσεις ή το λεξιλόγιο των η/υ, τι ρόλο παίζουν στη γραφή που θέλει να είναι ποιητική.
Λοιπόν, η Αδαλόγλου, έχοντας γερή φιλολογική και γλωσσολογική σκευή, δεμένη με τη γνήσια ποιητική ευαισθησία της, αξιοποιεί θαυμάσια την εισβολή των delete και re και deadline στη γλώσσα μας, όπως και την ποικιλία γραμματοσειράς του υπολογιστή της από στροφή σε στροφή σε κάποια από τα ποιήματα. Καθόλου τυχαία. Όλα κάτι και πολλά συν-υπό-δηλώνουν. Τα πάντα είναι σημεία! (Δεν θα αναλύσουμε τώρα εδώ ζητήματα γλωσσολογικά. Ένα μόνο θα σου πω, μου το ’μαθε ο καθηγητής μας στη Γλωσσολογία, ο Μιχάλης Σετάτος: οι λέξεις, οι όποιες λέξεις, δεν δίνουν μόνο πληροφορίες. Κουβαλούν κόσμους και συναισθήματα.) Στο «Οδυσσέας, τρόπον τινά» λοιπόν, θα δεις, η γλώσσα είναι ποιητική, βαθιά, συγκινησιακά χρησιμοποιημένη. Λέξεις πεζές καθημερινές, λέξεις αγγλικές, δάνεια από το λεξιλόγιο των η/υ ξαφνιάζουν με τη μουσικότητα που μπορούν να αναδίνουν.
Ναι, συγκινησιακά χρησιμοποιείται και το dear και το delete και το anyway και το chek in. Εξυπηρετείται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το χιούμορ με το οποίο επιδιώκει μια έξυπνη γυναίκα, η Πηνελόπη, να μισοσκεπάσει τα συναισθήματά της και – γιατί όχι; – να ανταγωνιστεί τον πολυμήχανο αγαπημένο της.
Και κάτι ακόμα. Μόλις ξεκινήσεις την ανάγνωση, μπορεί να αιφνιδιαστείς με το «Α ρε Οδυσσέα» και την κυριολεξία, τον ρεαλισμό της περιγραφής, όμως το ποιητικό, το συγκινησιακό χτύπημα, έρχεται αναπάντεχα, ιδιαίτερο στους τελευταίους στίχους και, κοιτώντας τη σύνθεση στο σύνολό της, θα δεις ότι κεντιέται η Ποίηση από ποίημα σε ποίημα. Σκαλί το σκαλί ανεβαίνει ο αναγνώστης «της Ποιήσεως τη σκάλα».
Έγραψα πιο πάνω για την επιστημονική αρματωσιά της Κούλας Αδαλόγλου. Σου τονίζω: πουθενά, ούτε σ΄ ένα στίχο αυτή δεν προβάλλεται. Πάνω απ΄ όλα η Κούλα Αδαλόγλου είναι ποιήτρια! Εστω κι αν το «υλικό» της αντλείται από τα «σπουδάματά» της. Η συλλογή δεν αποπνέει σπουδαστήριο και φιλολογία. Δεν πέφτει σ΄ αυτήν την παγίδα ούτε και σ΄εκείνη της αυτοπροβολής.
H έκδοση πολύ φροντισμένη, και μπράβο στον εκδότη. Όσο για το εξώφυλλο: Ποιο χρώμα θα ταίριαζε περισσότερο στην… Πηνελόπη, τρόπον τινά από αυτό το λαμπρό το μωβ!
Αγαπημένη φίλη, μέσα από το μήνυμά μου αυτό μια απόπειρα έκανα να σε πείσω να διαβάσεις αυτά τα ποιήματα. Θα θυμηθείς, θα χαμογελάσεις , θα δακρύσεις.
Με το καλό να ΄ρθει ο Δημήτρης σου από τη βροχερή Γάνδη
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
VAKXIKON Τ. 26 Ιούλιος 2014
Ο ερωτικός άνθρωπος παραμένει με έντονη τη λαχτάρα για λαγνεία, τρυφερότητα, χάδι, κι αφοσίωση μέχρι το τέλος της ζωής του, μέχρι το θάνατο. Λένε πως πρώτα έρχεται ο θάνατος κι ύστερα χάνεται η ανάγκη του πάθους. Η νέα ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου «Οδυσσέας τρόπον τινά» είναι μια θαρραλέα κατάθεση ψυχής της ποιήτριας, καθώς νιώθει τον χρόνο να στενεύει τους ορίζοντές της, να αποφλοιώνει τη λαχτάρα της για δυνατές συγκινήσεις, κάτι που αναπόφευκτα την καθηλώνει σε ένα στενάχωρο παρόν.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει τον τίτλο Μηνύματα στον Οδυσσέα. Εδώ η ποιήτρια κάτω από το προσωπείο της Πηνελόπης ξετυλίγει τα αισθήματά της στέλνοντας μηνύματα στον απόντα Οδυσσέα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το γυναικείο ποιητικό υποκείμενο με παρρησία απογυμνώνει τα τρίσβαθα της καρδιάς και μιλάει με τόλμη για τη μοναξιά, τη στέρηση της ανδρικής αγκαλιάς, τον πανικό, την απόγνωση. Ο Οδυσσέας ως κάτοχος εξουσίας απουσιάζει σε ατέλειωτα ταξίδια για επαφές με άλλα κέντρα εξουσίας, σμίγει με άλλες γυναίκες, με τις ανδροπαρέες του απολαμβάνει τη χαρά της περιπέτειας σε ανοικτούς ορίζοντες. Κι έχουμε την αντίθεση: η Πηνελόπη περιχαρακώνεται στον κλειστό ορίζοντα της Ιθάκης. Ο χρόνος που κυλάει κάνει «γιάγμα την κορμοστασιά της», φθείρει το σώμα της, αλλοιώνει τη μορφή της. Μέσα στην αναμονή για την επιστροφή του ακαταμάχητου Οδυσσέα, τον οποίο εναγώνια αποζητά, παρηγοριά της είναι το γράψιμο με τα μηνύματα που στέλνει και τα ημερολόγια που κρατάει. «Το γράψιμο κρατάει όσο και η ζωή μας», λέει σ’ ένα στίχο της η ποιήτρια, «ενώ τα υφαντά τελειώνουν κάποτε». Κι εμμέσως καταλαβαίνουμε ότι το γράψιμο είναι η ποιητικής της τέχνη, στην οποία βρίσκει δια βίου καταφυγή, όταν η ίδια η ζωή είναι φειδωλή να της δώσει συναισθηματική ανάταση κι έκσταση.
Το νεωτερικό στοιχείο στο μύθο (πέρα από την παρεμβολή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων) είναι τα ειρωνικά βέλη, οι ειρωνικές νύξεις της Πηνελόπης προς τον Οδυσσέα για την απουσία του που μακραίνει μέσα στα χρόνια, επίσης το γεγονός ότι δεν διστάζει να του πει ότι σε πολλά πρακτικά ζητήματα μπορεί να τα καταφέρει και μόνη της. Κι ενώ από τη μια μεριά έχει ανάγκη τη λαγνεία, την τρυφερότητα και την αφοσίωσή του, από την άλλη διατηρεί την αξιοπρέπειά της, την αυτοκυριαρχία, το κριτικό της πνεύμα. Νεωτερικό στοιχείο είναι και η προτροπή της να την κατακτήσει με το πολυμήχανο πνεύμα του από κάποιον «άλλον » άνδρα που την διεκδικεί. Διαβάζουμε τους στίχους: Ο άλλος έρχεται με στήθος που καίγεται… εσύ πού είσαι Οδυσσέα;… Ο άλλος επέλαση ασυγκράτητη, μπαίνει για μπόρα ή για λυγμό/κρατάει λεπίδι, κόβει τους αρμούς μας… εσύ κοντά μου, αλλά απ’ έξω, ανήσυχος. «Βρες τρόπο να με βάλεις στην πρίζα», προτρέπει τον Οδυσσέα, «τα χιόνια μούλιασαν τα καλώδια των αισθήσεών μου». Επιπλέον αλλαγή στο μύθο είναι ότι το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει ότι ο Οδυσσέας θα έρθει και θα ξαναφύγει, κι αυτό τονίζει το τραγικό στοιχείο στη σχέση τους. Όμως στο μεσοδιάστημα κάτι θα έχει κερδίσει από τον ερχομό του. Κι αν η ίδια τον αφήσει, θα έχει πάλι λόγο να επιστρέψει. Υπάρχει ανάμεσά τους η ελπίδα να ξανασμίξουν, ο ένας να περιμένει τον άλλο «με πρησμένα μάτια» από αγάπη.
Αυτός ο πλούτος συναισθημάτων για τον ερωτισμό μιας ώριμης γυναίκας που δεν θέλει να σιωπήσει, δεν θέλει να καταθέσει τα όπλα για το μερίδιό της στο παιχνίδι του πάθους, την ηδυπάθεια του σώματος, το θάλπος της τρυφερότητας από τον ερωτικό σύντροφο, δένει έξοχα με τα εκφραστικά μέσα της Αδαλόγλου. Η σαφήνεια, η διαύγεια, η κουβεντιαστή εξομολόγηση, η λιτότητα, η αποφυγή κάθε κοινοτοπίας αποτελούν αρετές που κερδίζουν άμεσα τον αναγνώστη. Το βιβλίο ξαναδιαβάζεται πολλές φορές χωρίς ποτέ να χάνει την ενάργεια και τη μαγεία του.
Με τον ίδιο όμορφο βηματισμό στη μεστή κι ευθύβολη έκφρασή της προχωράει η Αδαλόγλου και στο δεύτερο μέρος της συλλογής που έχει τον τίτλο «immigrants-τόπον τινά», όπου εκφράζει τη μοναξιά, το μαράζι για τον ξενιτεμό του γιου της σε άλλη χώρα για σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση. Χωρίς γλυκανάλατους μελοδραματισμούς πείθει για την βαθιά θλίψη να νιώθει το παιδί της στην ξενιτιά.
Η τελευταία ενότητα με τον τίτλο Τα όνειρα αφανίζονται όταν τα απορρίπτουν, ο όμορφος βηματισμός απλώνεται στα θέματα που αδηφάγου χρόνου, της μνήμης για το μοναδικό κι ονειρεμένο παρελθόν της νιότης, όταν η ποιήτρια μετανάστευσε σε ξένη χώρα για σπουδές. Επίσης αγγίζει θέματα για την βία και την κακομεταχείριση φτωχών μεταναστών στη χώρα μας. Βλέπουμε ότι το μακρινό ταξίδι, η απουσία, η μετανάστευση, ο χωρισμός διατρέχουν τη συλλογή από την αρχή μέχρι το τέλος.
Σε αυτή την τελευταία ενότητα βρίσκεται ένα από τα καλύτερα και πιο πρωτότυπα σε σύλληψη ποιήματα με τον τίτλο «Δεν θα γίνω η Μπλανς ή taste of brown sugar”. Η αφηγηματική δεινότητα της ποιήτριας, το αρμονικό δέσιμο περιεχομένου και έκφρασης, ο μελωδικός εσωτερικός ρυθμός φτάνουν στο απόγειό τους και μας σαγηνεύουν. Μια γυναίκα αποφασιστικά εκφράζει σε κάποιον άνδρα (υποθέτουμε ότι είναι ερωτικός σύντροφος) ότι δεν θέλει να γίνει θύμα, να γίνει η Μπλανς Ντιμπουά, που σημαίνει ότι ετοιμάζει μια γενναία έξοδο από κάθε μιζέρια ψάχνοντας να βρει τον αληθινό εαυτό της που θα τη βοηθήσει να διαχειριστεί τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει. Κι όπως αφήνει άφωνο τον άνδρα και φεύγει από το καφέ για να περπατήσει στην πλατεία, κάτι αλλάζει επάνω της, η αποφασιστικότητα ρίχνει ένα φως στο πρόσωπό της, μια λάμψη την περιλούζει: «έβρεχε και φυσούσε/ τα μαλλιά της βαριά απ’ το νερό/ μα όπως ανέβαινε… το δέρμα της πιο νέο έδειχνε η υγρασία/ η ανάσα της με διαπέρασε…» Κρατάω την ομορφιά αυτού του ποιήματος που συμπυκνώνει το υφέρπον μήνυμα της συλλογής ότι παρά της αντιξοότητες αξίζει να απεκδύουμε από πάνω μας την κακομοιριά που απειλεί να μας χαντακώσει.
Η Αδαλόγλου φέρνει μια φρέσκια αύρα, ένα αναζωογονητικό αεράκι στην ποίησή μας με τους λεπταίσθητους κι αυθεντικούς στίχους της, γράφοντας μια ποίηση στέρεα ανθρωποκεντρική, καθώς ο ψυχισμός της στηρίζεται στην ανταπόκριση που περιμένει από τις διαπροσωπικές της σχέσεις. Η δική της «wonderland», η μέθη που αποζητάει δηλώνεται ξεκάθαρα στον στίχο της: «Το θαύμα είναι σε ό,τι αγαπήσαμε, σε όσους αγαπήσαμε. Βουτάω στο σκοτεινό λαγούμι μου».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
VAKXIKON Τ. 26 Ιούλιος 2014
Η Πηνελόπη της Ιθάκης εκσυγχρονίστηκε, δεν αφήνει τις σκέψεις της να λιώνουν στο αχανές κενό του δωματίου με τον φινετσάτο αργαλειό. Ούσα γυναίκα πρότυπο της ιστορίας αποτινάζει το στερεότυπο. Δεν επαφίεται πια σε μια επιβεβλημένη κατάσταση αφωνίας και αναμονής που της χρέωσε ένας κάποιος Όμηρος. Δια πένας Κούλας Αδαλόγλου γίνεται η persona centrale με κέντρο αναφοράς αφ’εαυτού της. Δεν χρειάζεται να αντλεί την ύπαρξη της από την παρουσία του συζύγου της, αλλά επιβάλλει την αξία της στο ιστορικό -λογοτεχνικό εν προκειμένω- πεδίο, μέσα από την επαφή με τον ίδιο της τον εαυτό.
Η μεταξύ τους συζυγική σχέση υφίσταται, γίνεται καθημερινή, απτή, ηλεκτρονική. Δεν σκανδαλίζει με την αμεσότητα των λέξεων ούτε με την απομάγευση των ιστορικών προτύπων και δυαδικών νοητικών συσχετισμών (παρούσα-απών /αναμένει-ταξιδεύει / πιστή-ελεύθερος / παρόν-παρελθόν κ.τ.λ) «Οδυσσέα Dear,/ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου./ Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια / βρήκα του αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν. / Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που/ σχεδιάζω./ Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα»
Με την αναπροσαρμογή της οπτικής, ακόμη κι αν τα δεδομένα παραμένουν ιστορικά αμετάβλητα, αναπροσαρμόζεται και η προοπτική του χρόνου. Οι πρωταγωνιστές της απομυθοποιούνται, ενσωματώνονται στις αδυναμίες του σημερινού, μας γίνονται πιο οικείοι, έρχονται να μας συναντήσουν στον παρόν.
Τα ποιήματα της συλλογής ξεδιπλώνονται σε δύο ισόποσα τμήματα του βιβλίου. 1. Τα μηνύματα στον Οδυσσέα και 2. Διαδρομές. Στο πρώτο τμήμα καρφί ακίνητο στο σώμα της αφήγησης, γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι αγωνίες, τα παράπονα και η εξομολόγηση της Πηνελόπης παραμένει η απουσία του Οδυσσέα. Της δίνει όμως μια διαφορετική χροιά. Η αναμονή έχει πλέον εξαϋλωθεί στην καταφατική συνειδητοποίηση της αξίας των μεσοδιαστημάτων.
Τα ανάλαφρα μηνύματα του απόντα Οδυσσέα που φαίνεται να ζει το δικό του παρόν παίρνουν τις απαντήσεις του πηνελοπικού παρόντος αναιρώντας το κοινό τοπίο των εραστών. Ο Οδυσσέας γράφει «Πάει, τον φάγαμε κι αυτόν τον μήνα! / Γυρίζω σύντομα, θα πρασινίζει το νησί!» η απάντηση καθηλώνει «RE: / Κανένα μήνα δεν φάγαμε, αυτός μας τρώει…». Πέραν της υποφώσκουσας ειρωνικής διάθεσης, που προφανώς κρατάει ζώσα την επιθυμία της γυναίκας για τον Οδυσσέα, η πληγή που ανοίχθηκε εντός της, διανοίγει στίχους και λέξεις που θα ζήλευαν πολλές Πηνελόπες. «Αχ, Οδυσσέα dear, /Μου φαίνεται παραλογίζομαι. / Αφήνω το ζεστό νερό να τρέξει πάνω μου, / οι πόροι μου ζητάνε το παρόν /κι όχι το παρελθόν σου.»
Το ανέστιο και το δίπολο εδώ/εκεί είναι το βασικό μοτίβο του δεύτερου τμήματος της συλλογής. Το υφάδι της μοναξιάς, της απουσίας, του προσωρινού της ζωής και των συναντήσεων με τον άλλο μεταφέρεται σε πρώτο πλάνο χωρίς να αποδυναμώνει στιγμή τη βεβαιότητα πως το εδώ και το εκεί που επιθυμεί ο καθένας μας βρίσκεται στον ίδιο μας τον εαυτό όταν αφεθεί στην αγάπη. «Όλα τα υπάρχοντά μου μια αποσκευή. /Σαλίγκαρος ή χελώνα. / Γυμνοσάλιαγκος χωρίς αυτά, ευάλωτος» […] Το θαύμα είναι κοντά σε ό,τι αγαπήσαμε / σε όσους αγαπήσαμε.»
ΑΡΕΤΗ ΓΚΑΝΙΔΟΥ
BIBLIOTHEQUE 19/2/2014
Ξένος ακόμα και στη γλώσσα σου
Το τελευταίο βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου, η ποιητική συλλογή με τον πολύσημο τίτλο Οδυσσέας ,τρόπον τινά, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2013, πέντε χρόνια μετά από την προηγούμενη(Διπλή άρθρωση, Ταξιδευτής, 2009) και έναν χρόνο μετά από τη συλλογή διηγημάτων (Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, Ταξιδευτής, 2012). Προφανώς η Αδαλόγλου παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στην Ποίηση. Είναι εξίσου προφανές ότι η Αδαλόγλου παράλληλα με τα διηγήματα δούλευε και τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή. Αν αυτό σημαίνει κάτι, δεν είναι στις προθέσεις μου να το προσεγγίσω. Να πω μόνο ότι και στα διηγήματα διέκρινα την ίδια γυναικεία ματιά να προσπαθεί να διαβάσει το δυσανάγνωστο παρόν.
Η τελευταία συλλογή αποτελείται από δυο ενότητες. Η πρώτη με τίτλο Μηνύματα στον Οδυσσέα, αποτελείται από ποιήματα-μηνύματα από και κυρίως προς τον Οδυσσέα.(Μάλιστα όσα είναι απάντηση σε μήνυμα που προηγήθηκε έχει το πρόθεμα RE στην αρχή του.)
Η δεύτερη, με τίτλο Διαδρομές, χωρίζεται σε δύο υπο-ενότητες: Η πρώτη με τίτλο Ιmmigrant’s- τρόπον τινά , η τελευταία με τίτλο Τα όνειρα αφανίζονται όταν τα απορρίπτουν. Οι Διαδρομές παρουσιάζουν θεματική ποικιλία και ποικιλία προσώπων που δεν συναντούμε στα Μηνύματα στον Οδυσσέα. Η πρώτη ενότητα κινείται σε πιο εσωτερικό χώρο, η δεύτερη στον εξωτερικό. Αποτυπώνεται αυτός ο εξωτερικός χώρος σε πρόσωπα και τόπους (Πλατεία Δικαστηρίων, Θεσσαλονίκη, Κωμόπολη Δ., Η Ρίτα από τα φανάρια, κ. α)
Και στις δύο ενότητες η ποιητική φωνή έχει την ίδια χροιά. Αυτή απορρέει-κατά τη γνώμη μου κυρίως από τα εξής:
Μοντέρνα γραφή, νεανική θα μπορούσα να πω, με πλήθος λέξεων αγγλικών που όμως έχουν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Ο λυρισμός μπαίνει από παντού στο ποίημα (για να παραφράσω το γνωστό τραγούδι), ωστόσο το μοντέρνο στοιχείο ( ίσως κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μεταμοντέρνα την ευρεία χρήση αντιποιητικών εκφράσεων), η ειρωνεία και η ωμή καθημερινότητα κυριαρχεί σε πρώτο επίπεδο ( κυρίως στο πρώτο μέρος) σχολιάζοντάς τον, αν όχι υποσκάπτοντάς τον. (φούρνοι μικροκυμάτων, λάπτοπ, επιλογή delete, ψυγείο κατάψυξη, Re, ηλεκτονικό γέλιο, Skype,…)
Είναι αξιοσημείωτο το ότι το βιβλίο θέτει περισσότερα ερωτήματα από τις απαντήσεις που προσφέρει(π.χ. “Αν ξαναφύγεις θα έχω κερδίσει το μεσοδιάστημα”) και σε επίπεδο τεχνικής και γλώσσας και σε επίπεδο θεματικής: Πόσο ποιητικό-ή απλά ανθρώπινο- είναι το ηλεκτρονικό παρόν μας, οι ηλεκτρονικές αγάπες μας; Είναι μέσον ή προορισμός η γραφή; Ακόμα, μήπως το μέσον είναι το μήνυμα όπως είπε κι ο Μακ Λιούαν;
Πάντως, η Πηνελόπη ως ποιητικό προσωπείο-στην πορεία της προς την αυτογνωσία και την αυτονομία- μάς δίνεται πιο ξένη από τον Οδυσσέα, γιατί γίνεται ξένη μέσα στο παρόν της και στη γλώσσα της. Αλώθηκαν τα πιο δικά της-σχεδόν σάρκινα- καταφύγιά της. Στο δεύτερο μέρος (Διαδρομές) όλα τα ποιητικά προσωπεία είναι ξένοι, ή μάλλον αποξενωμένοι (immigrant’s -τρόπον τινά).
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Η Κούλα Αδαλόγλου συνομιλεί με την Ασημίνα Ξηρογιάννη αναφορικά με το βιβλίο της »Οδυσσέας, τρόπον τινά». 2/4/2015
Πώς ξεκίνησαν όλα με το βιβλίο; Ποιά η πρωταρχική ιδέα;
Ποιά ερεθίσματα παγίδευσες και πώς;
Ο «Οδυσσέας, τρόπον τινά», κατάγεται από τη «Διπλή άρθρωση», την προηγούμενη ποιητική συλλογή μου. Εννοώ ότι αυτό μου συμβαίνει πάντα: πριν ολοκληρωθεί ένα σύνολο κειμένων που θα αποτελέσει μια συλλογή, έχει αρχίσει ένα άλλο. Χωρίς να συνδέεται στενά θεματικά, και επιπλέον με διαφορετικό ύφος και διαφορετική ποιητική έκφραση. Υπάρχει, λοιπόν, μια συνομιλία ανάμεσα στα κείμενα. Τέτοιοι αρμοί ανάμεσα στα δύο βιβλία είναι, ας πούμε το ποίημα «Broken Voice» που κλείνει τη «Διπλή άρθρωση». Στον Οδυσσέα βρίσκουμε την παραλλαγή του.
«Αν δείτε εκεί, εσείς μετανάστες-ταξιδιώτες-immigrants,/ μικρές κηλίδες που λαμπυρίζουν, σαν τις κωλοφωτιές, ας πούμε/ ή σαν το ιριδίζον γαλάζιας πεταλούδας/ κομμάτια της φωνής μου είναι.»
Σε δύο μέρη είναι χωρισμένη η συλλογή.
Δύο σχόλια θα ήθελα, ένα για το κάθε μέρος.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, τα «Μηνύματα στον Οδυσσέα», είναι μια πορεία διαλόγου με παραλήπτη ή παραλήπτες όσους έχουν τα γνωρίσματα ενός Οδυσσέα, πορεία επικοινωνίας ή μη επικοινωνίας, πορεία έρωτα. Με μια Πηνελόπη να στέλνει ηλεκτρονικά μηνύματα, που συχνά μοιάζουν με μονολόγους.
Το δεύτερο μέρος, με τον γενικό τίτλο «Διαδρομές», χωρίζεται κι αυτό στα δύο. Το πρώτο τμήμα φέρει τον τίτλο «immigrants/τρόπον τινά», με τις διαδρομές αγαπημένων immigrants, ίσως και ενός Τηλεμάχου τρόπον τινά, μέσα από απομακρύνσεις, συγκρούσεις αλλά και αποτιμήσεις. Μετά, στο τμήμα «Τα όνειρα αφανίζονται όταν τα απορρίπτουν», διαδρομές σε τόπους, εδώ και αλλού, ο άλλος που πασχίζει να βρει το πρόσωπό του στον ξένο τόπο. Αλλά και διαδρομές εσωτερικές, της ψυχής, μέσα στον χρόνο.
Παρόλο που η συλλογή εμφανίζεται να τέμνεται σε ενότητες, είναι εξίσου φανερό στον αναγνώστη ότι τα τμήματα συνέχονται με ισχυρούς συνεκτικούς αρμούς, με κοινά θεματικά στοιχεία να τα διατρέχουν, έτσι ώστε να συνιστούν ένα όλον· παρά τη διαφορετική μορφή και το διαφορετικό ύφος των επιμέρους.
Συνεκτικά στοιχεία το θέμα της απομάκρυνσης και της σπαραχτικής απουσίας, της επιθυμίας για επιστροφή/νόστο, αλλά και το θέμα της διαχείρισης των αισθήσεων, της αφής ιδιαίτερα.
O γνωστός μύθος πετυχημένα συμπλέει, αλλά και εμπλέκεται με στοιχεία σύγχρονα και νεωτερικά.
Οδυσσέας, Πηνελόπη, immigrants: πολύσημες λέξεις με πολλαπλές αναγνώσεις, αυτό είναι η γλώσσα άλλωστε. Ο αρχαίος μύθος προσαρμόζεται σε σύγχρονα δεδομένα. Τα πρόσωπα του μύθου αναδημιουργούνται, ο μύθος ξαναδιαβάζεται. Κρατώντας το ίδιο βασικό πλαίσιο, ο ήρωας/ οι ήρωες ξαναζούν σε μια σύγχρονη πραγματικότητα, στην ουσία γίνεται μια ανα-πλαισίωση του μύθου. Χωρίς να τηρούνται πιστά οι αναλογίες με τον μύθο. Για τον Οδυσσέα και για την Πηνελόπη κυρίως, αλλά και για τον Εύμαιο, την Ελένη, τον Μενέλαο.
Έτσι, έχουμε μια Πηνελόπη που γράφει στο λάπτοπ, που πονάει στην απουσία, που πηγαίνει σε Συνέδριο Γυναικών αλλά αφήνει φαγητό στο ψυγείο, που σκέφτεται η ίδια να απομακρυνθεί… Μια Ελένη με μαστεκτομή, και τον Μενέλαο πιο ερωτευμένο από ποτέ. Κι έναν Οδυσσέα που γυρνά για να ξαναφύγει, αφού Οδυσσέας σπιτικός δεν γίνεται.
Η Πηνελόπη, ως ποιητικό υποκείμενο και αφηγήτρια στο πρώτο μέρος, απεικονίζει ορισμένες ταυτότητες που της αποδίδει η συγγραφέας σε δεδομένη χρονική στιγμή, με δεδομένη συναισθηματική φόρτιση, κάτω από ορισμένες κοινωνικές συνθήκες.
Μπορεί μία σχέση να είναι αληθινή και ουσιαστική ,όταν είναι μόνο »ηλεκτρονική»;
Η ηλεκτρονική επικοινωνία μπορεί να είναι μη-επικοινωνία, όπως και κάθε επικοινωνία εξάλλου, όταν μένει αναπάντητη/ανανταπόδοτη. Στη συγκεκριμένη όμως προσπάθεια επικοινωνίας, όπως αποτυπώνεται σε αυτή τη συλλογή, προστίθεται και η έλλειψη της οπτικής εικόνας, της όσφρησης, των αγγιγμάτων. Κι αν το skype έρχεται να αναπληρώσει την οπτική επαφή, συχνά επιτείνει την έλλειψη της εγγύτητας, τον σπαραγμό της απουσίας.
H δική σου Πηνελόπη γράφει «Λείπεις. Αλλά τί Οδυσσέας θα’ σουν αν δεν έλειπες; Γίνεται Οδυσσέας σπιτικός;» Κι όμως κάποιοι ομώνυμοι δεν γύρισαν ποτέ.
Εδώ τίθεται το θέμα του μεσοδιαστήματος. Πάντα υπάρχει ένα μεσοδιάστημα, μεσοδιάστημα σε αφίξεις, σε αναχωρήσεις, που το κερδίζουμε, έστω κι αν κάποια πράγματα χάνονται στη συνέχεια ή έστω αλλάζουν/μεταβάλλονται.
«Κι αν ξαναφύγεις θα’ χω κερδίσει το μεσοδιάστημα».
Εξάλλου, και η ίδια η Πηνελόπη φαίνεται να σκέφτεται κάποια στιγμή τη φυγή/απομάκρυνση/αναχώρηση. Και την επιστροφή κάτω από ορισμένους όρους:
«Τώρα ξέρω./ Κι αν ξαναφύγεις θα’ χω κερδίσει το μεσοδιάστημα./ Κι αν πάλι φύγω,/ θα ’χω ένα λόγο να επιστρέψω/ αν περιμένεις με μάτια πρησμένα».
Kάπου γράφεις: »Mια λέξη είναι πράξη, λένε». Γίνεται στ’ αλήθεια τίποτα όταν γράφουμε;
Ύστερα από όσα προαναφέρθηκαν, να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για βαριά, σκοτεινά ποιήματα. Οι αναγνώστες λένε ότι το χιούμορ και ο τρόπος της γραφής αλαφραίνουν το κλίμα. Να προσθέσω κι εγώ ότι, στα θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας που αναδύονται μέσα από τα ποιήματα, στα αδιέξοδα κοινωνικών πλαισίων και ανθρώπινων σχέσεων εν γένει, υπάρχουν οι εκάστοτε διαφυγές όπως ροδακινί σύννεφα και γλυκιά μελαγχολία, όπως μηνύματα που στέλνει το νεαρό χαμόγελο ενός ώριμου προσώπου, όπως λέξεις που μπουμπουκιάζουν. Κι επειδή «Μια λέξη είναι πράξη, λένε», πιστεύω πως μπορεί να λειτουργήσουν επιτελεστικά οι στίχοι
«επιμένω να κρατώ τη δυσβάσταχτη αγάπη»
«σφίγγω στο χέρι μου μια μοβ χάντρα, που βρήκα ζωντανή σε μια γωνιά».